22
257 Αναστασία Παπαθανασίου Michael P. Richards Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμης της Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία Η Νεολιθική Εποχή σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη ιστο- ρία. Οι μεταβολές, οι οποίες συντε- λέστηκαν με τη μετάβαση στο τροφοπαραγωγικό στάδιο, επέδρασαν σημαντικά στην ανθρώπινη ζωή, στην κοινωνική οργάνωση και στις οικονομικές δο- μές (Childe 1936). Κατά τη διάρκεια της Νεολιθι- κής η οικονομία μεταβλήθηκε και επικεντρώθηκε σε εξημερωμένα φυτά και ζώα και ακολούθως η κατοί- κηση οργανώθηκε γύρω από αυτά και έγινε όλο και πιο μόνιμη. Σαν συνέπεια οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων προσαρμόστηκαν και εστίασαν στα νέα είδη, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα η συ- νολική διατροφή να χαρακτηρίζεται από μικρότερη ποικιλία και χαμηλότερη διατροφική αξία. Τόσο η αλλαγή στον τρόπο ζωής όσο και η αλλαγή στον τρόπο διατροφής είχαν μια σειρά επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου, συχνά αρνητικών, όπως κα- ταγράφουν οι μελέτες ανθρώπινου οστεολογικού υλικού σε διάφορα μέρη του κόσμου (Larsen 1997, Cohen και Armelagos 1984). Η αρχική μετάβαση στο γεωργοκτηνοτροφικό στάδιο στην Ευρώπη συντελέστηκε στην Ελλάδα γύρω στο 6800 π.Χ. (Andreou et al. 1996, Coleman 1992, Bogucki 1996, Whittle 1996). Η παρούσα έρευνα εξετάζει την επίδραση αυτής της μετάβα- σης σε μια ομάδα πολύ πρώιμων νεολιθικών θέσεων (Μαυροπηγή, Ποντοκώμη και Ξηρολίμνη), οι οποί- ες αποτελούν μερικούς από τους πρώτους αγροτι- κούς οικισμούς στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Συγκεκριμένα εξετάζεται το ανθρώπινο οστεολογικό υλικό που προέρχεται από πρωτογε- νείς ταφές από τις παραπάνω θέσεις, καθώς τα αν- θρώπινα οστεολογικά κατάλοιπα απεικονίζουν την ιστορία της υγείας και της δραστηριότητας τόσο σε ατομικό όσο και σε πληθυσμιακό επίπεδο. Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι διττός. Πρώ- τος στόχος είναι να ελεγχθεί αν υπάρχει μετρήσιμη επίδραση της μετάβασης στη Νεολιθική πάνω στην υγεία των ανθρώπων, μέσω της παλαιοδημογραφι- κής και παλαιοπαθολογικής ανάλυσης. Η υπόθεση είναι ότι, αφού οι πληθυσμοί αυτοί είναι τόσο πρώ- ιμοι και αφού η προσαρμογή στο νέο τρόπο ζωής θεωρείται ότι ήταν αργή και σταδιακή, θα υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην υγεία των πρώιμων νε- ολιθικών ανθρώπων, όπως αυτές εκδηλώνονται σε παθολογίες, ανάστημα και μέσο όρο ζωής, σε σύγκριση με μεταγενέστερους νεολιθικούς πληθυ- σμούς, ενώ θα πρέπει να βρίσκονται πιο κοντά σε μεσολιθικούς πληθυσμούς. Εδώ, βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεσολιθικοί πληθυσμοί είναι σπά- νιοι, αποσπασματικοί και είναι δύσκολο να χρησι- μοποιηθούν για συγκρίσεις, γι’ αυτό θα χρησιμοποι- ηθούν, όπου είναι δυνατόν, αλλά αναπόφευκτα οι περισσότερες συγκρίσεις θα γίνουν μεταξύ πρώιμων και ύστερων νεολιθικών συνόλων.

Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμης της Αρχαιότερης

Embed Size (px)

Citation preview

257

Αναστασία Παπαθανασίου Michael P. Richards

Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Η Νεολιθική Εποχή σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη ιστο-ρία. Οι μεταβολές, οι οποίες συντε-

λέστηκαν με τη μετάβαση στο τροφοπαραγωγικό στάδιο, επέδρασαν σημαντικά στην ανθρώπινη ζωή, στην κοινωνική οργάνωση και στις οικονομικές δο-μές (Childe 1936). Κατά τη διάρκεια της Νεολιθι-κής η οικονομία μεταβλήθηκε και επικεντρώθηκε σε εξημερωμένα φυτά και ζώα και ακολούθως η κατοί-κηση οργανώθηκε γύρω από αυτά και έγινε όλο και πιο μόνιμη. Σαν συνέπεια οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων προσαρμόστηκαν και εστίασαν στα νέα είδη, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα η συ-νολική διατροφή να χαρακτηρίζεται από μικρότερη ποικιλία και χαμηλότερη διατροφική αξία. Τόσο η αλλαγή στον τρόπο ζωής όσο και η αλλαγή στον τρόπο διατροφής είχαν μια σειρά επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου, συχνά αρνητικών, όπως κα-ταγράφουν οι μελέτες ανθρώπινου οστεολογικού υλικού σε διάφορα μέρη του κόσμου (Larsen 1997, Cohen και Armelagos 1984).

Η αρχική μετάβαση στο γεωργοκτηνοτροφικό στάδιο στην Ευρώπη συντελέστηκε στην Ελλάδα γύρω στο 6800 π.Χ. (Andreou et al. 1996, Coleman 1992, Bogucki 1996, Whittle 1996). Η παρούσα έρευνα εξετάζει την επίδραση αυτής της μετάβα-σης σε μια ομάδα πολύ πρώιμων νεολιθικών θέσεων (Μαυροπηγή, Ποντοκώμη και Ξηρολίμνη), οι οποί-

ες αποτελούν μερικούς από τους πρώτους αγροτι-κούς οικισμούς στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Συγκεκριμένα εξετάζεται το ανθρώπινο οστεολογικό υλικό που προέρχεται από πρωτογε-νείς ταφές από τις παραπάνω θέσεις, καθώς τα αν-θρώπινα οστεολογικά κατάλοιπα απεικονίζουν την ιστορία της υγείας και της δραστηριότητας τόσο σε ατομικό όσο και σε πληθυσμιακό επίπεδο.

Ο σκοπός της μελέτης αυτής είναι διττός. Πρώ-τος στόχος είναι να ελεγχθεί αν υπάρχει μετρήσιμη επίδραση της μετάβασης στη Νεολιθική πάνω στην υγεία των ανθρώπων, μέσω της παλαιοδημογραφι-κής και παλαιοπαθολογικής ανάλυσης. Η υπόθεση είναι ότι, αφού οι πληθυσμοί αυτοί είναι τόσο πρώ-ιμοι και αφού η προσαρμογή στο νέο τρόπο ζωής θεωρείται ότι ήταν αργή και σταδιακή, θα υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην υγεία των πρώιμων νε-ολιθικών ανθρώπων, όπως αυτές εκδηλώνονται σε παθολογίες, ανάστημα και μέσο όρο ζωής, σε σύγκριση με μεταγενέστερους νεολιθικούς πληθυ-σμούς, ενώ θα πρέπει να βρίσκονται πιο κοντά σε μεσολιθικούς πληθυσμούς. Εδώ, βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι οι μεσολιθικοί πληθυσμοί είναι σπά-νιοι, αποσπασματικοί και είναι δύσκολο να χρησι-μοποιηθούν για συγκρίσεις, γι’ αυτό θα χρησιμοποι-ηθούν, όπου είναι δυνατόν, αλλά αναπόφευκτα οι περισσότερες συγκρίσεις θα γίνουν μεταξύ πρώιμων και ύστερων νεολιθικών συνόλων.

Εικ. 1. Νεολιθικές θέσεις με μελετημένα ανθρωπολογικά οστεολογικά σύνολα.

Θέση Αριθμόςταφής

% κολλαγόνο

Μη βαθμονομημένηχρονολόγηση (ΒΡ)

Βαθμονομημένηχρονολόγηση

Μαυροπηγή T3 1,29 7463±36 6333±56 π.Χ.

Μαυροπηγή Τ7 2,60 7073±35 5959±35 π.Χ.

Μαυροπηγή T9 0,40 7168±35 6038±21 π.Χ.

Μαυροπηγή T10 1,31 7400±35 6298±50 π.Χ.

Μαυροπηγή Τ13 0,54 1588±24 475±41 μ.Χ.

Ξηρολίμνη Τ10 1,00 7314±37 6164±51 π.Χ.

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards258

Πιν. 1. Αποτελέσματα χρονολόγησης με 14C.

Δεύτερος στόχος είναι να πραγματοποιηθεί δια-τροφική ανασύσταση, αφού η διατροφή είναι ο πρω-ταρχικός τομέας που μεταβάλλεται με τη μετάβαση στο τροφοπαραγωγικό στάδιο. Μέσω της διατροφι-κής ανασύστασης με σταθερά ισότοπα άνθρακα και αζώτου από κολλαγόνο των οστών, θα εκτιμηθούν οι διατροφικές συνήθειες, οι τροφοπαραγωγικές δι-αδικασίες και η οικονομία αυτής της πρώιμης κοι-νωνίας, καθώς θα υπολογιστεί και πόσο γρήγορη και πόσο εκτεταμένη ήταν η μετάβαση από το τρο-φοσυλλεκτικό στο τροφοπαραγωγικό στάδιο.

Υλικό

Οι θέσεις Μαυροπηγή, Ποντοκώμη και Ξηρο-λίμνη βρίσκονται στη Δυτική Μακεδονία (Εικ. 1), οι δύο πρώτες στο οροπέδιο της Πτολεμαΐδας, σε υψόμετρο 670 έως 750 μέτρα, στην περιοχή Κίτρι-νη Λίμνη, όπου έχει εντοπισθεί ένα πυκνό οικιστικό σύμπλεγμα, το οποίο περιλαμβάνει 31, εντοπισμέ-νες έως σήμερα θέσεις και καλύπτει όλες τις περιό-δους από την Αρχαιότερη έως την Τελική Νεολιθική (Καραμήτρου 1998, 2000, 2005, Ζιώτα 1995, 1998).

Οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις βρίσκονται πάνω σε κοιτάσματα λιγνίτη και για το λόγο αυτό αποκαλύπτονται με μεγάλες σωστικές ανασκαφές. Η Μαυροπηγή χρονολογείται περίπου στο 6600 π.Χ. και καλύπτει περίπου πέντε στρέμματα. Απο-καλύφθηκαν ορθογώνιες και ακανόνιστου σχήμα-τος υπόσκαφες ημιυπόγειες οικίες παρόμοιες με αυ-τές της Νέας Νικομήδειας, δεκαοκτώ αδιατάρακτες ταφές, ακόσμητη χονδροειδής κεραμική και ένας κατάλογος 2000 αντικειμένων που περιλαμβάνει λί-θινα και οστέινα εργαλεία, υφαντικά βάρη, περιδέ-ραια, χάντρες, έξι σφραγίδες από πηλό και 132 αν-θρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια (Καραμήτρου 1998, 2000, 2005). Η Ποντοκώμη χρονολογείται περίπου στο 6200 π.Χ. και αποκάλυψε μια περιοχή κατοίκησης με τρεις ταφές, εργαλεία από πυριτόλι-θο, ακόσμητη χονδροειδή κεραμική και 120 πήλινα ειδώλια.

Ο οικισμός της Ξηρολίμνης αποκάλυψε μεγάλη συγκέντρωση (90%) χαρακτηριστικής ακόσμητης χονδροειδούς κεραμικής, δεκατέσσερις λακκοειδείς τάφους και τελειώνει με στρώμα καταστροφής από φωτιά (Καραμήτρου 1998, 2000, 2005). Όλες οι τα-φές προέρχονται από την περιοχή των οικισμών, εί-ναι απλές λακκοειδείς, ατομικές και ακτέριστες. Οι περισσότερες βρέθηκαν αρθρωμένες και αδιατάρα-

κτες, σε συνεσταλμένη στάση και πάνω σε στρώμα οργανικών καταλοίπων.

Εκτός από την τυπολογική χρονολόγηση σε σχέση με τα συνανήκοντα αρχαιολογικά ευρήματα επιλεγμένες ταφές χρονολογήθηκαν (Πίν. 1) και με ραδιενεργό άνθρακα 14C από τα ανθρώπινα οστά από το Oxford Radiocarbon Accelerator Unit. Τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης τοποθε-τούν τις ταφές από τη Μαυροπηγή στην Αρχαιό-τερη Νεολιθική Εποχή και συγκεκριμένα γύρω στο 6300 με 6000 π.Χ. (βαθμονομημένο), ενώ το δείγμα από την Ξηρολίμνη χρονολογείται γύρω στο 6100 π.Χ. (βαθμονομημένο). Από τη ραδιοχρονολόγηση προέκυψε ότι η Ταφή 13 της Μαυροπηγής χρονο-λογείται περί το 475 μ.Χ., γεγονός που συμφωνεί και με την εικόνα της ταφής σε στάση εκτάδην, η οποία δεν απαντάται στη Νεολιθική περίοδο. Το συ-γκεκριμένο άτομο έχει αφαιρεθεί από την παρούσα ανάλυση.

Μεθοδολογία

Οι περισσότερες ταφές μεταφέρθηκαν στο Μου-σείο της Αιανής (Λ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων) σε νάρθηκες από γύψο και πολυουρεθάνη. Ανασκάφηκαν και καθαρίστη-καν από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Αύγουστο του 2007 (Εικ. 2). Το ανθρωπολογικό οστεολογικό υλικό μελετήθηκε και καταγράφηκε στη Λ΄ Εφορεία

Εικ. 2. Συνεσταλμένη ταφή ενηλίκου από τη Μαυροπηγή (Ταφή 3).

259Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στην Αι-ανή, όπου και φυλάσσεται αυτή τη στιγμή. Το οστε-ολογικό υλικό αποτελείται κυρίως από ολόκληρους αδιατάρακτους σκελετούς με μέτρια έως πολύ καλή διατήρηση. Η καταγραφή του ακολούθησε τα πρω-τόκολλα των Buikstra και Ubelaker (1994) για ακέ-ραιους σκελετούς και αναμεμειγμένα οστά.

Ο προσδιορισμός του φύλου βασίστηκε στις με-θόδους των Ubelaker (1989), White (1991), Milner (1992), Buikstra και Ubelaker (1994), και Phenice (1969) για την ανάπτυξη μορφολογικών χαρακτη-ριστικών των ανώνυμων οστών και του κρανίου. Σημειώνεται ότι το φύλο προσδιορίστηκε μόνο σε ενήλικα άτομα με ώριμα σκελετικά χαρακτηριστικά. Οι μέθοδοι για τον προσδιορισμό της ηλικίας περι-λαμβάνουν τους Meindl και Lovejoy (1985), για τη συνοστέωση κρανιακών ραφών, Todd (1920, 1921) και Brooks και Suchey (1990), για τις μορφολογι-κές αλλαγές του ηβικού οστού, Lovejoy (1985) για την οδοντική αποτριβή, McKern και Stewart (1957) για συ-νοστέωση επιφύσεων μακρών οστών και Ubelaker (1989) για την εμφάνιση και ανάπτυξη των νεογιλών δοντιών και το μήκος των παιδικών μακρών οστών. Ο υπολογισμός του ύψους έγι-νε σύμφωνα με τους πίνακες του Trotter (1970). Η περιγραφή και ταύτιση των παθολογικών αλλοιώ-σεων που παρατηρήθηκαν στα οστά έγινε σύμφωνα με τους Ortner και Putchar (1985), Resnick (1995), Ortner (1981), και Buikstra και Ubelaker (1994).

Δημογραφικά χαρακτηριστικά

Η εκτίμηση του ελάχιστου αριθμού ατόμων που αντιπροσωπεύονται από τα ανασκαμμένα σκελετι-κά κατάλοιπα είναι 36 άτομα, από τα οποία 21 εί-ναι ενήλικα και δεκαπέντε ανήλικα (βλέπε Παράρ-τημα). Για τα άτομα πάνω από δεκαοκτώ ετών, για τα οποία μπορεί να καθοριστεί το φύλο, υπάρχουν εννέα άνδρες ή πιθανόν άνδρες και επτά γυναίκες ή πιθανόν γυναίκες. Για τα υπόλοιπα ενήλικα άτο-μα δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το φύλο. Αναλυτικά, στη Μαυροπηγή υπάρχουν τουλάχιστον δεκαεννέα άτομα, έντεκα ανήλικα και οκτώ ενήλι-κα, εκ των οποίων δύο αναγνωρίστηκαν ως άνδρες και δύο ως γυναίκες, στην Ξηρολίμνη δεκατέσσε-ρα άτομα, τρία ανήλικα και έντεκα ενήλικα, εκ των

οποίων πέντε αναγνωρίστηκαν ως άνδρες και πέντε ως γυναίκες, και στην Ποντοκώμη τρία άτομα, ένα ανήλικο και δύο ενήλικα που και τα δύο αναγνω-ρίστηκαν ως άνδρες. Η μέση ηλικία θανάτου για τους ενήλικες είναι 30,6 έτη. Οι ηλικίες θανάτου κυμαίνονται από πρόωρα νεογνά μέχρι 50 ετών. Η κατανομή των δημογραφικών δεδομένων ανά θέση φαίνεται στον Πίνακα 2. Υπάρχουν λιγότερα ανή-λικα άτομα από τα αναμενόμενα στην Ξηρολίμνη και ελαφρώς περισσότερα από τα αναμενόμενα στη Μαυροπηγή, αλλά στο σύνολο του πληθυσμού βρί-σκεται στην αναμενόμενη για την εποχή αναλογία (περίπου 1:1). Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως, το δείγμα δεν είναι πολύ μεγάλο και ενδέχεται να μην είναι αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού,

γεγονός που δυσχεραίνει συγκρίσεις με άλλα σύνολα.

Το ανάστημα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους δείκτες των συνθηκών ανάπτυξης ενός πληθυ-σμού, αφού αντικατοπτρίζει συχνά το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον (Steckel 1995, Maat 2003). Αναλυτικά, στη Μαυροπηγή ο μέσος όρος ανα-στήματος των ανδρών είναι 169,3 εκ., ενώ των γυναικών 153,8 εκ., στην Ξη-ρολίμνη ο μέσος όρος αναστήματος

των ανδρών είναι 171,3 εκ., ενώ των γυναικών 154,4 εκ., και στη Ποντοκώμη ο μέσος όρος αναστήματος των ανδρών είναι 169,8 εκ. (Πίν. 2).

Συγκρίνοντας με άλλες νεολιθικές θέσεις από όλες τις περιόδους της Νεολιθικής (Angel 1973, 1977, 1984, Papathanasiou 2001), παρατηρούμε ότι όλες οι δημογραφικές παράμετροι κυμαίνονται στο αναμενόμενο εύρος τιμών, εκτός από το μέσο ανάστημα των ανδρών, το οποίο είναι μεγαλύτερο από αυτό άλλων θέσεων (Πίν. 3). Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 3, οι τιμές αυτές είναι από τις υψηλό-τερες μεταξύ των νεολιθικών θέσεων που έχουν μέ-χρι τώρα μελετηθεί. Η διαφορά αυτή όμως δεν είναι στατιστικά σημαντική, λόγω του μικρού μεγέθους του δείγματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι θέσεις εμφανίζουν, επίσης, υψηλά ποσοστά πρωτε-ΐνης στη διατροφή τους σε σύγκριση με άλλες σύγ-χρονές τους, όπως δείχνει η ανάλυση σταθερών ισο-τόπων άνθρακα και αζώτου που ακολουθεί. Σειρές μελετών έχουν δείξει ότι η επίτευξη του μέγιστου αναστήματος είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κα-τανάλωση ζωικής πρωτεΐνης, κυρίως κατά την παι-δική και εφηβική ηλικία (Steckel 1995, Maat 2003).

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards260

Το ανάστημααποτελεί

έναν από τουςσημαντικότερους

δείκτες των συνθηκών

ανάπτυξηςενός πληθυσμού

Μαυροπηγή Τ1 2Μαυροπηγή Τ2 4Μαυροπηγή Τ3 15Μαυροπηγή Τ4 Απροσδιόριστο 25-30Μαυροπηγή Τ4α <5Μαυροπηγή Τ5 Γυναίκα 35Μαυροπηγή Τ6 Απροσδιόριστο ενήλικοΜαυροπηγή Τ7 8Μαυροπηγή Τ7α πρόωρο νεογνόΜαυροπηγή Τ8 Απροσδιόριστο 18Μαυροπηγή Τ9 Άνδρας 25Μαυροπηγή Τ10 10Μαυροπηγή Τ11 4Μαυροπηγή Τ12 Απροσδιόριστο ενήλικοΜαυροπηγή Τ14 7-9Μαυροπηγή Τ15 πρόωρο νεογνόΜαυροπηγή Τ16 7Μαυροπηγή Τ17 Άνδρας 30-35Μαυροπηγή Τ18 Γυναίκα; 20-25Μαυροπηγή Τ13 (ιστορικό) Άνδρας 35-40Ξηρολίμνη Τ1 Άνδρας 35-40Ξηρολίμνη Τ2 Άνδρας 35Ξηρολίμνη Τ3 Γυναίκα 30-40Ξηρολίμνη Τ4 Άνδρας 35Ξηρολίμνη Τ5 Γυναίκα 25-30Ξηρολίμνη Τ6 Άνδρας; 20Ξηρολίμνη Τ7 Γυναίκα 25-30Ξηρολίμνη Τ8 3-4Ξηρολίμνη Τ9 Άνδρας; 45-50Ξηρολίμνη Τ10 Γυναίκα; 25-30Ξηρολίμνη Τ11 Απροσδιόριστο 30-50Ξηρολίμνη Τ11α 9Ξηρολίμνη Τ12 3Ξηρολίμνη Τ12α ενήλικοΠοντοκώμη 78 Άνδρας 20-25Ποντοκώμη 110 3Ποντοκώμη 112 Άνδρας 35-40

261Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Παράρτημα

Θέση Ταφή Φύλο Ηλικία

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards262

Σύνολο Μαυροπηγή Ξηρολίμνη Ποντοκώμη

MNI 36 20 14 3

Ενήλικοι 21 8 11 2

Ανήλικοι 15 11 3 1

Άνδρες 9 2 5 2

Γυναίκες 7 2 5 0

Μέση ηλικία ενηλίκων

30,6 26,8Ν=7

33,3N=10

30,0Ν=2

Μέσο ανάστημα ανδρών

169,3Ν=1

171,3Ν=3

169,8Ν=2

Μέσο ανάστημα γυναικών

153,8Ν=2

154,4Ν=2

Πίν. 2. Δημογραφικά στοιχεία Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης, Ποντοκώμης.

Πίν. 3. Σύγκριση δημογραφικών χαρακτηριστικών από νεολιθικές θέσεις της Ελλάδας.

Άνδρες ΓυναίκεςΞηρολίμνη 33,3 171,3 154,4Μαυροπηγή 26,8 169,3 153,8Ποντοκώμη 30,0 169,8 -Νέα Νικομήδεια 30,4 168,0 155,5Κεφάλα 31,7 167,0 153,0Φράγχθι 34,6 164,0 156,5Αλεπότρυπα 28,8 163,0 154,3Μέσος όρος άλλων Νεολιθικών θέσεων

165,5 154,9

Θέση Ηλικία Ανάστημα (cm)

Πίν. 4. Παθολογικές αλλοιώσεις που παρατηρήθηκαν στο ανθρωπολογικό υλικό από τις θέσεις Ξηρολίμνη και Μαυροπηγή.

Θέση Cribra orbitalia Πορωτική υπερόστωση Αρθρίτιδα Φράγχθι (Μεσολιθική) 25.0% 16.7% Ξηρολίμνη 11.1% 22.2% 42.9% Μαυροπηγή 0.0% 14.3% 15.8% Ν. Νικομήδεια 50.0% 23.0% Φράγχθι Αρχαιότερη/Μέση 50.0% 11.1% Φράγχθι Νεότερη/Τελική 50.0% 26.3% Αλεπότρυπα 60.0% 50.0% 12.2% Προσκυνάς 30.0% 85.7% Μακρύγιαλος 100% 0.0% Κεφάλα 8%

Πίν. 5. Σύγκριση παθολογικών αλλοιώσεων μεταξύ νεολιθικών πληθυσμών.

Πάθηση Ξηρολίμνη % Μαυροπηγή % Πορωτική υπερόστωση 2/9 22,2% 2/14 14,3% Cribra orbitalia 1/9 11,1% 0/9 0,0% Οστεοαρθρίτιδα 6/14 42,9% 3/19 15,8% Φλεγμονή 1/14 7,1% 1/19 5,3% Τραύμα 2/14 14,3% 0/19 0,0% Απώλεια δοντιών 27/200 13,5% 2/247 0,8% Οδοντική υποπλασία 2/156 1,3% 8/288 2,8% Τερηδόνα 15/156 9,6% 2/288 0,7%

263Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Υγεία - Παθολογίες

Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση αυτών των πρώιμων πληθυσμών με άλλους σύγχρονους, νεότερους ή αρχαιότερους σε ό,τι αφορά παθολογικές αλλοιώ-σεις, που σημειώνονται, οι οποίες αποτελούν δείκτες υγείας και δραστηριότητας. Στον Πίνακα 4 δίνονται οι αλλοιώσεις που παρατηρούνται στις θέσεις, που αναλύονται σε αυτή τη μελέτη, ενώ στον Πίνακα 5 συγκρίνονται με δημοσιευμένα στοιχεία από άλλες νεολιθικές θέσεις της Ελλάδας. Και πάλι το μικρό μέγεθος των δειγμάτων, καθώς και οι διαφορές στη μεθοδολογία μεταξύ των ερευνητών, απαγορεύουν περαιτέρω στατιστική ανάλυση, επιτρέπουν όμως την αναγνώριση γενικών τάσεων (Angel 1973, 1977,

1984, Papathanasiou 2001, Triantaphyllou 2001, Pa-pathanasiou et al. 2009).

Οι πιο συχνά παρατηρούμενες παθολογικές αλ-λοιώσεις σχετίζονται με την πάροδο της ηλικίας και έχουν μεγαλύτερη συχνότητα, όπως είναι αναμενό-μενο, στον πληθυσμό με τους περισσότερους ενήλι-κες, με πιο συχνή την οστεοαρθρίτιδα. Η οστεοαρ-θρίτιδα, η αλλοίωση δηλαδή των αρθρώσεων εξαι-τίας έντονης καταπόνησης και μηχανικής επιβάρυν-σης εξαιτίας επαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων, προοδευτικά με την πάροδο της ηλικίας, ή δευτερο-γενώς μετά από τραυματικά επεισόδια (Merbs 1983, Ortner και Putchar 1985, Roberts and Manchester 2005) είναι πολύ συχνή, αλλά παρουσιάζει δυσκο-λία στη σύγκριση με άλλες θέσεις, καθώς σε κάποιες

Εικ. 3. Οστεοαρθρίτιδα σε σπονδύλους και αρθρώσεις.

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards264

θέσεις η συχνότητα αναφέρεται κατά άτομο και σε άλλες κατά οστό (Εικ. 3). Στην Ξηρολίμνη η οστε-οαρθρίτιδα παρουσιάζεται σε ποσοστό 42,9%, στη Μαυροπηγή 15,8%, ενώ απουσιάζει στην Ποντο-κώμη. Ιδιαίτερα στο υποσύνολο της Ξηρολίμνης, η οστεοαρθρίτιδα παρουσιάζει ιδιαίτερα έντονη μορ-φή, κυρίως στους άντρες.

Το ίδιο ισχύει και για τις φλεγμονές ή περιοστί-τιδες (Εικ. 4), δηλαδή τοπικές μολύνσεις που έχουν προσβάλλει εκτός από τους μαλακούς ιστούς και τα οστά (Roberts και Manchester 2005). Και εδώ το δείγμα του Μουσείου της Αιανής έχει αυξημένη συχνότητα ανεξάρτητα από τον τρόπο καταγραφής. Συγκεκριμένα, στην Ξηρολίμνη παρουσιάζονται σε ποσοστό 7,1% και στη Μαυροπηγή σε ποσοστό 5,3%.

Το αντίθετο παρατηρείται για τις αναιμικές αλ-λοιώσεις, που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τις ηλικίες ανάπτυξης του οργανισμού. Η cribra orbita-lia και η πορωτική υπερόστωση αποτελούν αντιδρά-σεις του οργανισμού σε αναιμικές καταστάσεις και προσπάθεια για δημιουργία περισσότερων ερυθρών αιμοσφαιρίων με την διόγκωση των αιμοποιητικών περιοχών του μυελού των οστών (Stuart-Macadam 1985, Stuart-Macadam and Kent 1992, Lagia 1993, Lagia et al. 2007, Walker et al. 2009). Σε μεγαλο-

βλαστικές και αιμολυτικές αναιμίες παρατηρήθηκε ότι, για να ανταπεξέλθει ο οργανισμός σε έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων, προκαλείται αντισταθμι-στική υπερτροφία του μυελού, ώστε να επιτευχθεί υπερπαραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Οι μεγα-λοβλαστικές αναιμίες είναι αποτελέσματα χρόνιας διατροφικής ανεπάρκειας (Walker et al. 2009). Οι αναιμικές αλλοιώσεις, διατροφικής και όχι γενετι-κής αιτιολογίας, οι πιο διαδεδομένες παθολογικές αλλοιώσεις σε άλλους νεολιθικούς πληθυσμούς (Angel 1984, Papathanasiou 2001, Triantaphyllou 2001), απαντώνται σπάνια στο δείγμα του Μουσεί-ου της Αιανής σε ποσοστά συγκρίσιμα με αυτά της Μεσολιθικής, υποδηλώνοντας επαρκή διατροφή και ανάπτυξη.

Σε ό,τι αφορά στην υγεία των δοντιών, ο πλη-θυσμός της Αιανής παρουσιάζει πολύ χαμηλή συ-χνότητα οδοντικών υποπλασιών, οι οποίες είναι παροδικές διακοπές της ομαλής ανάπτυξης των δοντιών κατά την περίοδο του σχηματισμού τους στην παιδική ηλικία από έντονα επεισόδια ασθέ-νειας ή υποσιτισμού (Goodman et al. 1980, Hillson 1986, Goodman and Rose 1990, 1991, Larsen 1997). Το ποσοστό στο σύνολο που εξετάζεται είναι χαμη-λότερο από οποιοδήποτε μεταγενέστερο νεολιθικό πληθυσμό και με πολύ ήπια έκφραση (1,3% στην

Εικ. 4. Φλεγμονή σε δεξιά περόνη.

Εικ. 5. Τερηδονισμός και προθανάτια

απώλεια δοντιών.

265Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Ξηρολίμνη και 2,8% στη Μαυροπηγή), υποδηλώνο-ντας ξανά ομαλή ανάπτυξη κατά την παιδική ηλικία.

Αντίθετα, τα ποσοστά της προθανάτιας απώ-λειας δοντιών και της τερηδόνας είναι πολύ αυξη-μένα (Εικ. 5), ειδικά στην υποομάδα, στην οποία η πλειονότητα είναι ενήλικες. Η προθανάτια απώλεια δοντιών παρατηρείται σε ποσοστό 13,5% στην Ξη-ρολίμνη, αλλά μόνο 0,8% στη Μαυροπηγή. Η τερη-δόνα παρατηρείται σε ποσοστό 9,6% στην Ξηρολί-μνη, 5,5% στην Ποντοκώμη, αλλά μόνο 0,7% στη Μαυροπηγή, πιθανότατα επειδή ο πληθυσμός της Μαυροπηγής απαρτίζεται κυρίως από ανήλικα άτο-μα. Ο τερηδονισμός σχετίζεται με μεγάλη κατανά-λωση σακχάρων σε συνδυασμό με κακές συνθήκες στοματικής υγιεινής, ενώ η απώλεια δοντιών εν ζωή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα περιοδοντίτιδας, τε-ρηδονισμού, ή τραυματισμού (Hillson 1986, Larsen 1997).

Τέλος, σε δύο από τα 14 άτομα της Ξηρολίμνης παρατηρούνται δύο κυκλικά, καλά επουλωμένα, κρανιακά κατάγματα. Και τα δύο τραύματα έχουν προκληθεί με αμβλεία αντικείμενα, δεν είχαν θανά-σιμο αποτέλεσμα και πιθανά και σκοπό και τα τραυ-ματισμένα άτομα είναι άνδρες μέσης ηλικίας. Αυτή είναι και η μορφή της διαπροσωπικής βίας σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής. Μικρά, κυκλικά, επου-

λωμένα κρανιακά τραύματα, από μη θανάσιμες, συμπλοκές στη συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ αν-δρών (Papathanasiou forthcoming).

Συνοψίζοντας, η σύγκριση μεταξύ των θέσεων καταδεικνύει χαμηλή συχνότητα αναιμικών αλλοι-ώσεων και οδοντικών υποπλασιών, σχετικά υψηλό μέσο όρο ηλικίας, καθώς και υψηλό ανάστημα που κυμαίνεται στα ανώτερα όρια. Οι δύο παράμετροι, ηλικία και ύψος, καθώς είναι τελικοί αποδέκτες πολλών επιδράσεων, είναι σημαντικοί, γιατί χρη-σιμοποιούνται ως δείκτες συνολικής ευημερίας, απρόσκοπτης ανάπτυξης του οργανισμού και πε-τυχημένης προσαρμογής στο περιβάλλον πέρα από την απλή επιβίωση (Maat 2003, Steckel 1995, Larsen 1997). Οι τιμές των συγκεκριμένων παραμέτρων στο υπό μελέτη σύνολο υποδηλώνουν ότι αυτοί οι πρώιμοι πληθυσμοί δεν χαρακτηρίζονται από κα-ταπόνηση ή στέρηση κατά την παιδική και εφηβική ηλικία και είχαν ομαλή και βέλτιστη ανάπτυξη. Κα-θώς η επίκτητη αναιμία και οι ανακοπές της ανά-πτυξης συνδέονται κατά κανόνα με διατροφή πολύ φτωχή σε ζωική πρωτεΐνη και δευτερευόντως με έκ-θεση του οργανισμού σε παθογόνα αίτια, μπορού-με να συμπεράνουμε ότι το δείγμα της Αιανής έχει επαρκή διατροφή που του εξασφαλίζει απρόσκοπτη ανάπτυξη. Σε μεταγενέστερες περιόδους, κυρίως

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards266

στην Ύστερη και την Τελική Νεολιθική Εποχή τα ποσοστά των ίδιων παθολογιών παρουσιάζουν ση-μαντική αύξηση, υποδηλώνοντας χαρακτηριστική υποβάθμιση της ανθρώπινης υγείας και του βιοτι-κού επιπέδου.

Στα αρνητικά, και σε συνάφεια με μετέπειτα πληθυσμούς, καταγράφεται η αυξημένη παρουσία οστεοαρθρίτιδας η οποία, σε ό,τι αφορά τα επίπε-δα δραστηριότητας, υποδηλώνει υπερβολική σω-ματική δραστηριότητα και μηχανική καταπόνηση, κάτι που παραμένει σταθερά σε υψηλά ποσοστά καθ’ όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής. Επίσης, στα αρνητικά εντάσσεται, η αυξημένη έκθεση του πλη-θυσμού σε μολύνσεις και παθογόνους οργανισμούς, και η απουσία ικανοποιητικών συνθηκών υγιεινής, όπως προκύπτει από τη συχνότητα φλεγμονών στο σκελετικό υλικό, καθώς και από τον τερηδονι-σμό και την προθανάτια απώλεια δοντιών. Η κακή στοματική υγεία, επίσης, σχετίζεται με την κατανά-λωση σακχάρων και αμυλούχων τροφών, οι οποίες υπερτερούν κατά το τροφοπαραγωγικό στάδιο με την εισαγωγή των δημητριακών. Αυξημένα ποσο-στά μολύνσεων, σκελετικών και οδοντικών, παρα-τηρούνται παγκοσμίως με το πέρασμα στο τροφο-παραγωγικό στάδιο, την κατανάλωση σιτηρών και την μόνιμη εγκατάσταση που επιφέρει αύξηση των παθογόνων αιτίων.

Ανασύσταση διατροφής

Εργαστηριακές μελέτες αποδεικνύουν ότι οι αναλογίες των σταθερών ισοτόπων τόσο του άν-θρακα (13C/12C) όσο και του αζώτου (15N/14N) στους ιστούς, συμπεριλαμ-βανομένου του οστού, αντανακλούν τις αντίστοιχες αναλογίες των τροφών που καταναλώθηκαν από το άτομο και χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία αυτών των ιστών, σε χρονική διάρκεια δέκα περίπου ετών. Πολλές τροφές ή κατηγορίες τροφών είναι ισοτοπικά διακριτές και όταν καταναλώνονται κατ’ επανάληψη, η σύστασή τους εν-σωματώνεται στους ιστούς του οστού, είναι ανιχνεύσιμες και δίνουν μια πι-στή εικόνα της συνολικής διατρο-φής του ατόμου (DeNiro and Epstein 1978, 1981, van der Merwe and Vogel 1978, Norr 1995, Ambrose and Norr 1993, Ambrose et al. 1997,

Schoeninger et al. 1983, Schoeninger 1989). Για την παλαιοδιατροφική ανασύνθεση, πραγ-

ματοποιήθηκε ανάλυση με σταθερά ισότοπα άνθρα-κα και αζώτου από κολλαγόνο ανθρώπινου οστού. Λήφθηκε ένα δείγμα από κάθε άτομο και επιπλέον, λήφθηκαν 20 δείγματα από οστά ζώων από το ίδιο ανασκαφικό πλαίσιο, τα οποία αντιπροσωπεύουν εξημερωμένα και άγρια ζώα, καθώς και σαρκοφάγα, φυτοφάγα και παμφάγα, για να δημιουργηθεί μια βάση αναφοράς του τροφικού πλέγματος στο οποίο στηρίζονταν οι άνθρωποι.

Οι χημικές αναλύσεις χρηματοδοτήθηκαν από το Εργαστήριο Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και έγιναν στο Ιν-στιτούτο Max Plank στη Λειψία από τον Καθηγη-τή Michael P. Richards. Δεκατέσσερα δείγματα από την Ξηρολίμνη, έντεκα από τη Μαυροπηγή και ένα από την Ποντοκώμη έδωσαν κολλαγόνο υψηλής ποιότητας και έγκυρα αποτελέσματα (Πίν. 6 και 7 και Εικ. 6). Τόσο οι τιμές του άνθρακα όσο και του αζώτου συγκεντρώνονται στην περιοχή της κυρίως χερσαίας διατροφής χωρίς θαλάσσιες συνιστώσες, όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω της μεγάλης από-στασης της θέσης από τη θάλασσα. Από την ανάλυ-ση προκύπτει μια μεικτή διατροφή που αποτελείται κυρίως από C3 φυτά, πιθανά σιτάρι, κριθάρι, όσπρια και φρούτα, όπως προκύπτει από αρχαιοβοτανικές μελέτες σε συναφείς θέσεις (Valamoti 2007), καθώς και από ζώα και τα δευτερογενή προϊόντα τους. Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να εκτιμηθεί πόση ακρι-βώς χερσαία ζωική πρωτεΐνη συμπεριλαμβανόταν στη δίαιτά τους, αλλά από τα δεδομένα προκύπτει ότι ήταν σημαντική. Οι αρχαιοζωολογικές μελέτες

στις συγκεκριμένες θέσεις θα προσδι-ορίσουν πόσο ποσοστό αυτής της ζω-ικής χερσαίας πρωτεΐνης προέρχεται από εξημερωμένα ζώα σε σχέση με την άγρια πανίδα.

Όταν τα αποτελέσματα συγκρίνο-νται με άλλες νεολιθικές θέσεις στην Ελλάδα (Papathanasiou 2001, 2003, 2005, Triantaphyllou 2001), παρατη-ρείται εντυπωσιακή ομοιογένεια στη διατροφή με μικρές διακυμάνσεις (Εικ. 7). Διαφορά παρατηρείται κυρίως στις τιμές του αζώτου της Ξηρολίμνης και της Ποντοκώμης, η οποία υποδηλώ-νει ότι οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί ή

άτομα συμπεριλάμβαναν περισσότερη χερσαία ζωι-κή πρωτεΐνη στη δίαιτά τους, είτε από εξημερωμένα

Όταν τα αποτελέσματα

συγκρίνονταιμε άλλες

νεολιθικές θέσειςστην Ελλάδαπαρατηρείταιεντυπωσιακήομοιογένεια

στη διατροφή

Θέση Ταφή δ13C δ15N %C %N C:N

Ποντοκώμη T110 -19.9 10.3 39.7 13.5 3.4

Ξηρολίμνη No-1 -19.7 8.8 43.8 16.2 3.2

Ξηρολίμνη No-2 -19.9 8.6 44.8 16.4 3.2

Ξηρολίμνη No-3 -19.6 8.7 42.5 15.6 3.2

Ξηρολίμνη No-4 -19.8 8.2 24.4 8.7 3.3

Ξηρολίμνη No-5 -20.3 8.7 15.5 5.1 3.5

Ξηρολίμνη No-6 -20.3 8.3 44.0 16.3 3.1

Ξηρολίμνη No-7 -19.9 8.6 44.4 16.5 3.1

Ξηρολίμνη No-8 -19.7 8.5 44.3 16.5 3.1

Ξηρολίμνη No-9 -19.4 8.9 42.0 15.4 3.2

Ξηρολίμνη No-10 -20.1 8.1 41.8 15.0 3.3

Ξηρολίμνη No-11 -19.6 9.0 43.1 15.8 3.2

Ξηρολίμνη No-11a -19.7 8.8 43.0 15.7 3.2

Ξηρολίμνη No-12 -19.4 9.7 45.2 16.8 3.2

Ξηρολίμνη No-12a -19.7 8.7 43.5 15.8 3.2

Μαυροπηγή T3 -20.2 7.2 45.5 16.2 3.3

Μαυροπηγή T5 -20.9 6.5 37.1 12.5 3.5

Μαυροπηγή T7 -20.9 6.0 40.6 14.1 3.4

Μαυροπηγή T8 -20.5 8.3 39.4 14.0 3.3

Μαυροπηγή T9 -20.1 7.3 39.1 13.7 3.3

Μαυροπηγή T10 -20.2 7.3 41.0 15.0 3.2

Μαυροπηγή T11 -20.5 7.5 40.5 14.3 3.3

Μαυροπηγή T13 -18.9 9.0 40.3 14.2 3.3

Μαυροπηγή T14 -20.7 8.1 38.6 13.3 3.4

Μαυροπηγή T16 -20.7 7.4 37.4 12.9 3.4

Μαυροπηγή T17 -19.4 8.7 38.9 13.6 3.3

Μαυροπηγή T18 -22.1 7.1 35.2 11.4 3.6

Πίν. 6. Αποτελέσματα σταθερών ισοτόπων από ανθρώπινα οστά.

267Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Θέση Αριθμός Είδος δ13C δ15N %C %N C:N

Ξηρολίμνη Xan1 Sus -19.5 4.7 41.5 14.9 3.2

Ξηρολίμνη Xan2 Capra -19.5 4.5 39.3 13.7 3.3

Ξηρολίμνη Xan3 Ovis/Capra -19.8 6.0 41.5 14.9 3.2

Ξηρολίμνη Xan4 Ovis/Capra -18.8 5.6 46.3 16.9 3.2

Ξηρολίμνη Xan5 Ovis/Capra -20.0 5.4 40.9 15.0 3.2

Ξηρολίμνη Xan6 Ovis/Capra -19.6 4.2 41.8 15.4 3.2

Μαυροπηγή M1 Sus -19.9 6.8 39.9 14.5 3.2

Μαυροπηγή M2 Sus -21.0 6.5 39.2 14.1 3.2

Μαυροπηγή M3 Sus -21.3 5.6 40.7 14.8 3.2

Μαυροπηγή M4 Capreolus -21.6 5.5 40.9 14.7 3.2

Μαυροπηγή M5 Cervus elaphus -20.1 4.0 40.9 14.8 3.2

Μαυροπηγή M6 Cervus elaphus -20.8 4.3 35.9 13.0 3.2

Μαυροπηγή M7 Ovis/Capra -20.5 4.8 40.7 14.5 3.3

Μαυροπηγή M8 Ovis/Capra -20.1 5.0 40.6 14.6 3.2

Μαυροπηγή M9 Ovis/Capra -20.4 4.2 38.9 14.0 3.2

Μαυροπηγή M10 Ursus

Μαυροπηγή M11 Bos -20.7 6.1 43.0 14.8 3.4

Μαυροπηγή M12 Bos -19.4 6.1 39.4 14.3 3.2

Μαυροπηγή M13 Bos -19.1 6.3 30.4 9.8 3.6

Μαυροπηγή M14 Vulpes -19.5 6.7 42.1 15.3 3.2

Πίν. 7. Αποτελέσματα σταθερών ισοτόπων από οστά ζώων.

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards268

Εικ. 6. Παλαιοδιατροφική ανασύσταση από την ανάλυση σταθερών ισοτόπων άνθρακα και αζώτου.

Εικ. 7. Παλαιοδιατροφική ανασύσταση νεολιθικών θέσεων.

269Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

ζώα και τα δευτερογενή προϊόντα τους είτε από κυ-νήγι, απ’ ότι πληθυσμοί μετέπειτα περιόδων. Η δια-φορά είναι μικρή, αλλά είναι στατιστικά σημαντική. Παρόμοια στατιστικά σημαντική διαφορά, ως προς την κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης, παρατηρείται, παρόλη την ομοιογένεια, ανάμεσα στο σύνολο των πληθυσμών της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθι-κής σε σύγκριση με το σύνολο των πληθυσμών της Ύστερης και Τελικής. Θα ήταν ενδιαφέρον να συ-γκρίνουμε με άλλους, προνεολιθικούς πληθυσμούς, ώστε να διαπιστωθεί αν και πόσο μεταβλήθηκε η διατροφή κατά τη Νεολιθική, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν, γιατί από το σύνολο των προνεολιθικών οστών που αναλύθηκαν προέκυψε μόνο ένα έγκυρο δείγμα, από μεσολιθικό στρώμα στο Σπήλαιο Θεό-πετρα, το οποίο όμως δεν διαφέρει από τα νεολιθικά δείγματα.

Αν στραφούμε εκτός Ελλάδας, η βιοαρχαιολογι-κή έρευνα σε αγροτικούς πληθυσμούς σε παγκόσμιο επίπεδο συγκλίνει στο ότι, ενώ οι προνεολιθικοί πληθυσμοί χρησιμοποιούσαν μια ποικιλία άγριων ειδών όλο το χρόνο, η στρατηγική πολλών νεολιθι-κών κοινωνιών ήταν η μείωση της ποικιλίας στη δι-ατροφή τους, καθώς επικεντρώνονται σε ένα πολύ μικρό αριθμό εξημερωμέ-νων ειδών φυτών και ζώων. Μια σειρά μελετών για την μεσολιθική Ευρώπη έδειξε μεγάλη εξάρτηση (μέχρι 100%) από θαλάσσιες τροφές σε παράκτι-ους μεσολιθικούς πληθυσμούς από τη Δανία (Tauber 1981, 1983, 1986), την Αγγλία (Schulting and Richards 2001, 2002α, 2002β), την Πορτογαλία (Lubell et al. 1994) και την περιοχή της Βαλτικής (Liden 1995). Με την υιοθέτηση της γεωργίας όμως, ακόμη και σε αυτές τις θέσεις παρατηρείται μια ολοκληρωτική μεταβο-λή της διατροφής, τεκμηριωμένη από ισοτοπικές με-λέτες και έτσι αναδύεται ένα σχήμα κυριαρχίας των εξημερωμένων ειδών και της χερσαίας διατροφής (Tauber 1981, Liden 1995, Lubell et al. 1994). Στη Μεσολιθική Μεσόγειο έχουμε ενδείξεις ότι αυτή η μεταβολή δεν ήταν τόσο απότομη, παρά το γεγο-νός ότι ο αριθμός των δειγμάτων είναι μικρός, κα-θώς οι μεσογειακοί μεσολιθικοί πληθυσμοί ποτέ δεν στηρίχτηκαν τόσο πολύ (μέχρι 100%) σε θαλάσσιες πηγές, ίσως γιατί, κατά μία εκδοχή, που μένει να αποδειχτεί, η Μεσόγειος δεν ήταν τόσο παραγω-γική όσο ο Ατλαντικός (Garcia-Guixé et al. 2006, Richards et al. 2001). Εκμεταλλεύονταν όμως οι μεσολιθικοί πληθυσμοί μια μεγάλη ποικιλία άγριων

ζώων και φυτών. Με την υιοθέτηση της γεωργίας η διατροφική ποικιλία και η ποιότητα μειώνονται και αντικαθίστανται από μια επένδυση σε φυτικές τρο-φές υψηλής ενεργειακής αξίας με, σχεδόν, αποκλει-στική συμμετοχή προϊόντων από εξημερωμένα ζώα και φυτά. Τα σιτηρά και τα όσπρια γίνονται βασικό είδος διατροφής, καθώς μπορούσαν να δώσουν ένα προβλεπόμενο ποσό τροφής, υψηλού θερμιδικού περιεχομένου και το περίσσευμά τους μπορούσε να αποθηκευτεί και να διατηρηθεί για μετέπειτα κα-τανάλωση, καθιστώντας τα μια σχετικά αξιόπιστη πηγή. Αρχαιοβοτανικές και αρχαιοζωολογικές με-λέτες μπορούν να απαντήσουν στο ερώτημα για τη σχετική παρουσία εξημερωμένων και άγριων ειδών στη συνολική διατροφή, ώστε να συμπληρωθεί η ει-κόνα που προκύπτει από τις ισοτοπικές μελέτες.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, οι νεολιθικές θέσεις στη Μαυρο-πηγή, στην Ξηρολίμνη και στην Ποντοκώμη, απέ-δωσαν ένα σύνολο ανθρώπινου οστεολογικού υλι-

κού 36 ατόμων που απαρτίζεται από άτομα και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων νεογνών και ηλικιωμένων ατόμων. Ο μέσος όρος ηλικίας και αναστήμα-τος κυμαίνεται μέσα στο εύρος τιμών άλλων σύγχρονων νεολιθικών πλη-θυσμών, με το ύψος των ανδρών να βρίσκεται στα ψηλότερα όρια. Η υγεία

του πληθυσμού γενικά βρίσκεται σε αρκετά υψηλό επίπεδο.

Συγκρινόμενο αυτό το πρώιμο σύνολο με άλ-λους νεολιθικούς πληθυσμούς από την Ελλάδα, φέ-ρει όλα τα χαρακτηριστικά του νεολιθικού τρόπου ζωής που χαρακτηρίζουν υστερότερες περιόδους, όπως αυξημένα ποσοστά οστεοαρθρίτιδας λόγω έντονης καταπόνησης, φλεγμονές από εκτεταμέ-νες μολύνσεις και κακή οδοντική υγεία από κατα-νάλωση υδατανθράκων και σακχάρων. Όμως, από πλευράς ανάπτυξης συγκρίνεται καλύτερα με προ-νεολιθικούς πληθυσμούς, αφού επιδεικνύει επαρκή διατροφή και απρόσκοπτη και βέλτιστη ανάπτυξη κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, στοιχεία μιας πετυχημένης προσαρμογής στις νεολιθικές μεταβο-λές, τα οποία υποβαθμίζονται σημαντικά σε μεταγε-νέστερες περιόδους.

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards270

Η υγείατου πληθυσμού

βρίσκεταισε αρκετά

υψηλό επίπεδο

Anastasia Papathanasiou, Michael P. Richards

Anthropological remains from the early sites at Mavropigi, Xirolimni and Pontokomi of the Early Neolithic in Western Macedonia

The Neolithic sites at Mavropigi, Xirolimni and Pontokomi, which are situated on the Ptolemaida plateau in Western Macedo-

nia, are some of the earliest communities of farmer-pastoralists in Europe. The anthropological bone material from these sites, which is undisturbed and in an excellent state of preservation, comes from an era for which we have very few anthropological re-mains and so its analysis will assist us in our under-standing of the effects of the Neolithic transition. A radiocarbon analysis of the human bones has indi-cated that the burials date from the beginning of the Early Neolithic Era.

The remains of at least 36 individuals have been excavated and have been found to belong to both sexes, both adults and juveniles, in almost equal pro-portions. The average age and build of the deceased lie within the range of values presented by other con-temporary populations in the Eastern Mediterrane-an. As a whole, the anthropological remains present

a low incidence of dental hypoplasias, injuries and infections, unlike other prehistoric populations of farmer-pastoralists. On the other hand, it reveals a high incidence and extent of osteoarthritic changes, indicative of a high level of movement and physical strain. In addition, it presents increased percentages of caries, tartar and tooth loss suffered during the individuals’ lifetimes.

A palaeodietary analysis with stable carbon and nitrogen isotopes from bone collagen revealed that the population, despite belonging to a very early phase of the transition to the food production stage, depended on a diet based on agriculture and pasto-ralism and, by extension, an agricultural-pastoralist economy, with the consumption of mainly terres-trial C3 foods (grains, legumes, fruit), though with larger quantities of animal protein compared with later eras, which indicates that the transition to the food production stage had already taken place by the Early Neolithic Era.

271Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Από τη διατροφική ανασύσταση, είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι η μετάβαση στο τροφοπα-ραγωγικό στάδιο έχει ήδη συντελεσθεί με σχετικά γρήγορους ρυθμούς στους πληθυσμούς από την Μαυροπηγή, την Ξηρολίμνη και την Ποντοκώμη. Εμφανίζουν μια τυπικά νεολιθική διατροφή με μικτό πρωτεϊνικό περιεχόμενο από ζώα και κυρίως φυτά, με μόνη διαφορά την αρκετά υψηλότερη κατανάλω-ση ζωικής πρωτεΐνης (κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων) σε σχέση με μεταγενέστερους πληθυ-σμούς.

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Δρα Γεωρ-γία Καραμήτρου, προϊσταμένη της Λ΄ ΕΠΚΑ, για την παραχώρηση του υλικού και τις άψογες συνθή-κες εργασίας, τον καθηγητή Michael Richards για τη πραγματοποίηση των χημικών αναλύσεων, το Wiener Laboratory of the American School of Clas-sical Studies at Athens που χρηματοδότησε αυτή τη μελέτη, και τους αρχαιολόγους κ. Βασίλη Νάνη και κ. Κλεονίκη Τσεργά για την πολύτιμη βοήθειά τους κατά τη διάρκεια της μελέτης.

Abstract

Ambrose, S.H., and L. Norr. 1992. “On stable isotopic data and prehistoric subsistence in the Soconusco region”. Current Anthropology 33 (4): 401-404.

Ambrose, S.H., B.M. Butler, D.B. Hanson, R.L. Hunter-Anderson, and H.W. Krueger. 1997. “Sta-ble isotopic analysis of human diet in the Marian-as Archipelago, Western Pacific”. American Jour-nal of Physical Anthropology 104: 343-361.

Andreou, S., M. Fotiadis, and K. Kotsakis. 1996. “The Neolithic and Bronze Age of northern Greece”. American Journal of Archaeology 100 (3): 537-597.

Angel, J.L. 1973. “Early Neolithic people of Nea Nikomedeia.” Fundamenta 103-112.

Angel, J.L. 1977. Appendix 5: “Human skel-etons”. In: Kephala: A late Neolithic settlement and cemetery. J.E. Coleman, editor. Princeton: Ameri-can School of Classical Studies. 133-156.

Angel, J.L. 1984. “Health as a crucial factor in the changes from hunting to developed farming in the eastern Mediterranean.” In Paleopathology at the origins of agriculture, edited by M.N. Cohen and G.J. Armelagos, 51-73. Orlando: Academic Press.

Bogucki, P. 1996. “The spread of early farming in Europe”. American Scientist 84: 242-253.

Brooks, S.T., and J.M. Suchey. 1990. “Skel-etal Age Determination Based on the Os Pubis: A comparison of the Ascadi-Nemeskeri and Suchey-Brooks methods.” Human Evolution 5: 227-238.

Buikstra, J.E., and D.H. Ubelaker, eds. 1994. Standards for data collection from human skeletal remains. Arkansas Archaeological Survey Re-search Series 44.

Childe, V.G. 1936. Man makes himself. London:Watts.

Cohen, M.N., and G.J. Armelagos eds. 1984. Paleopathology at the origins of agriculture. Or-lando: Academic Press.

Coleman, J.E. 1992. “Greece, the Aegean, and Cyprus”. In Chronologies in Old World archaeol-ogy, ed. R. W. Ehrich. London. The University of Chicago Press.

DeNiro, M.J., and S. Epstein. 1978. “Influence of diet on the distribution of carbon isotopes in animals”. Geochimica and Cosmochimica Acta 42: 495-506.

DeNiro, M.J., and S. Epstein. 1981. “Influence of diet on the distribution of nitrogen isotopes in animals”. Geochimica and Cosmochimica Acta 45: 341-351.

Garcia-Guixé, E., M.P. Richards, and E. Sub-irà. 2006. “Palaeodiets of humans and fauna at the Spanish Mesolithic site of El Collado”. Current Anthropology 47 (3): 549-556.

Goodman, A.H., G.J. Armelagos, and J.C. Rose. 1980. “Enamel hypoplasias as indicators of stress in three prehistoric populations from Illi-nois.” Human Biology 52: 512-528.

Goodman, A.H., and J.C. Rose. 1990. “Assess-ment of systematic physiological perturbations from dental enamel hypoplasias and associated histological structures.” Yearbook of Physical An-thropology 33: 59-110.

Goodman, A.H., and J.C. Rose 1991. “Dental enamel hypoplasias as indicators of nutritional status.” In Advances in dental anthropology, ed-ited by M.A. Kelly and C.S. Larsen, 279-294. New York: Wiley-Liss.

Hillson, S. 1986. Teeth. Cambridge: Cam-bridge University Press.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 1998. «Ξηρολίμνη Κοζάνης 1998». ΑΕΜΘ 12, 472-474.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 2000. «Νομός Κοζάνης 2000: Ανασκαφές εν οδοίς και παροδί-ως». ΑΕΜΘ 14, 625-640.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 2005. «Μαυροπη-γή 2005: Λιγνιτωρυχεία και Αρχαιότητες. ΑΕΜΘ 19, 511-539.

Lagia, A. 1993. Differential diagnosis of the three main types of anemia (thalassemia, sickle cell anemia, iron deficiency anemia) from the skeleton based on macroscopic and radiographic skeletal characteristics. M.Sc. thesis, University of Brad-ford.

Lagia, A., E.I. Petroutsa, and S. K. Manolis. 2007. “Health and diet during the Middle Bronze Age in the Peoponnese: the site of Koufovouno.” In: Cooking up the past: food and culinary prac-tices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, ed-ited by C. Mee and J. Renard., 313-328. Oxford: Oxbow books.

Larsen, C.S. 1997. Bioarchaeology: Interpreting behavior from the human skeleton. Cambridge: Cambridge University Press.

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards272

Βιβλιογραφία

Liden, K. 1995. “Megaliths, agriculture, and social complexity: a diet study of two Swedish megalith populations”. Journal Anthropological Archaeology 14: 404-417.

Lovejoy, C.O. 1985. “Dental wear in the Lib-ben population: Its functional pattern and role in the determination of adult skeletal age at death.” American Journal of Physical Anthropology 68: 47-56.

Lubell, D., M. Jackes, H. Schwarcz, M. Knyf, and C. Meiklejohn. 1994. “The Mesolithic-Neo-lithic transition in Portugal: isotopic and dental evidence of diet”. Journal of Archaeological Science 21: 201-216.

Maat, G.J.R. 2003. “Male stature. A parameter of health and wealth in The Low Countries, 50-1997 AD.” In Wealth, health and human remains in archaeology, edited by W.H. Metz, 57-88. Am-sterdam: 25th Kroon-lecture, Foundation for An-thropology and Prehistory in The Netherlands.

McKern, T.W., and T.D. Stuart. 1957. Skeletal age changes in young American males. U.S. Army Quartermaster Research and Development Com-mand, Technical Report EP-45.

Meindl, R.S., and C.O. Lovejoy. 1985. “Ecto-cranial suture closure: A revised method for the determination of skeletal age at death based on the lateral anterior sutures.” American Journal of Physical Anthropology 68: 57-66.

Merbs, C.F. 1983. Patterns of activity induced pathology in a Canadian Inuit population. Ar-chaeological Survey of Canada. Mercury Series Paper 119.

Milner, G.R. 1992. Determination of skeletal age and sex. University Park: The Pennsylvania State University.

Norr, L. 1995. “Interpreting dietary maize from stable isotopes in the American tropics: The state of the art”. In Archaeology in the lowland American tropics: Current analytical methods and applications. P. W. Stahl ed. Cambridge: Cam-bridge University Press.

Ortner, D.J. 1981. Identification of Pathological Conditions in the Human skeleton. Washington D.C.: Smithsonian Institution Press.

Ortner, D.J., and W.G.J. Putschar. 1985. Iden-tification of pathological conditions in human skel-etal remains. Washington D.C.: Smithsonian In-stitution Press.

Papathanasiou, A. 2001. A bioarchaeologi-cal analysis of Neolithic Alepotrypa Cave, Greece. BAR International Series 961.

Papathanasiou, A. 2003. “Stable isotope analy-sis in Neolithic Greece and possible implications on human health”. International Journal of Osteo-archaeology 13: 314-324.

Papathanasiou, A. 2005. “Health status of the Neolithic population of Alepotrypa Cave, Greece.” American Journal of Physical Anthropol-ogy 126: 377-390.

Papathanasiou, A., E. Zachou, and M.P. Rich-ards. 2009. “Bioarchaeological analysis of the Human Osteological Material from Proskynas, Lokris.” In New Directions in the Skeletal Biology of Greece, edited by L.A. Schepartz, C. Bourbou, and S.C. Fox, 223-236. Occasional Wiener Labo-ratory Series (Hesperia Supplement 43). Prince-ton.

Papathanasiou, A. Forthcoming. “Evidence of trauma in Neolithic Greece”. In: Schulting R, Fib-inger L, editors. Neolithic Violence in a European Perspective. Oxford.

Phenice, T.W. 1969. “A newly developed visual method of sexing the Os Pubis.” American Journal of Physical Anthropology 30: 297-302.

Resnick, D. 1995. Diagnosis of bone and joint disorders. Philadelphia: W. B. Saunders Co.

Richards, M.P., R.E.M. Hedges, I. Walton, S. Stoddart, and C. Malone. 2001. “Neolithic diet at the Brochtorff Circle”, Malta. European Journal of Archaeology 4: 253–262.

Roberts, C.A., and K. Manchester. 2005. The Archaeology of Disease. Ithaca, NY: Cornell Uni-versity Press.

Schoeninger, M.J. 1989. “Reconstructing pre-historic human diet”. In Chemistry of prehistoric human bone, ed. T. Douglas Price, 38-67. New York.

Schoeninger, M.J., M.J. DeNiro, and H. Tau-ber. 1983. “Stable isotope nitrogen ratios of bone collagen reflect marine and terrestrial compo-nents of prehistoric human diet”. Science 220: 1381-1383.

Schulting, R.J., and M.P. Richards. 2001. “Dat-ing women and becoming farmers: New palaeo-dietary and AMS dating evidence from the Bret-on Mesolithic cemeteries of Téviec and Hoëdic”. Journal of Anthropological Archaeology 20: 314-344.

273Ανθρωπολογικά κατάλοιπα από τις πρώιμες θέσεις Μαυροπηγής, Ξηρολίμνης και Ποντοκώμηςτης Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Δυτική Μακεδονία

Schulting, R.J., and M.P. Richards. 2002a. “Finding the coastal Mesolithic in Southwest Brit-ain: AMS dates and stable isotope results on hu-man remains from Caldey Island, South Wales”. Antiquity 76: 1011–1025.

Schulting, R.J., and M.P. Richards. 2002b. “The wet, wild, and the domesticated: The Mesolithic-Neolithic transition on the west coast of Scotland”. European Journal of Archaeology 5: 147-189.

Steckel, R.H. 1995. “Stature and the standard of living.” Journal of Economic Literature 33: 1903-1940.

Stuart-Macadam, P. 1985. “Porotic hyperos-tosis: Representative of a childhood condition”. American Journal of Physical Anthropology 66: 391-398.

Stuart-Macadam, P., and S. Kent, eds. 1992. Diet, demography and disease: changing perspec-tives on anemia. New York: Walter de Gruyter.

Tauber, H. 1981. “13C evidence for dietary hab-its of prehistoric man in Denmark”. Nature 292: 332-333.

Tauber, H. 1983. “13C dating of human beings in relation to dietary habits”. PACT 8: 365-375.

Tauber, H. 1986. “Analysis of stable isotopes in prehistoric populations”. In: Hänsel B, Herrmann B, editors. Innovative Trends in Prehistoric Ar-chaeology. Mitteilungen der Berliner Gesellschaft für Anthropologie, Ethnologie and Urgeschichte 7, Berlin, 31-38.

Todd, T.W. 1920. “Age Changes in the Pubic Bone. I. The White Male Pubis.” American Journal of Physical Anthropology 3: 285-334.

Todd, T.W. 1921. “Age Changes in the Pubic Bone. II, III, IV.” American Journal of Physical An-thropology 4: 1-70.

Triantaphyllou, S. 2001. A bioarchaeological approach to prehistoric cemetery populations from

central and western Greek Macedonia. BAR Inter-national Series 976, Oxford.

Trotter, M. 1970. “Estimation of stature from intact limb bones.” In Personal identification in mass disasters, edited by T.D. Stuart, 71-83. Wash-ington: Smithsonian Institution Press..

Ubelaker, D.H. 1989. Human skeletal remains: Excavations, analysis, interpretation. Washington: Taraxacum Press.

Valamoti, S.M. 2007. “Traditional foods and culinary novelties in Neolithic and Bronze Age northern Greece: an overview of the archaeobo-tanical evidence,” in Cooking up the past: food and culinary practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, ed. C. Mee, and J. Renard, Oxford, 89-108.

van der Merwe, N.J., and J.C. Vogel. 1978. “13C content of human collagen as a measure of pre-historic diet in Woodland North America”. Na-ture 276: 815-816.

Walker, P. L., R. R. Bathurst, R. Richman, T. Gjerdrum, and V. A. Andrushko. 2009. “The causes of porotic hyperostosis and cribra orbita-lia: a reappraisal of the iron-defiency-anemia hy-pothesis”. American Journal of Physical Anthropol-ogy (in press).

White, T.D. 1991. Human Osteology. Orlando: Academic Press.

Whittle, A. 1996. Europe in the Neolithic. Cam-bridge: Cambridge University Press.

Ζιώτα, Χ. 1995. «Κίτρινη Λίμνη 1995. Νέες ερευνητικές δραστηριότητες». ΑΕΜΘ 9, 47-58.

Ζιώτα, Χ. 1998. «Προϊστορικό νεκροταφείο στην Κοιλάδα Κοζάνης. Μια πρώτη αναλυτι-κή παρουσίαση της ανασκαφικής έρευνας». Στο Μνείας Χάριν, Τόμος στη μνήμη Μαίρης Σιγανί-δου. 81-102.

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards274

Έγχρωμες Εικόνες

Αναστασία Παπαθανασίου, Michael P. Richards350

Εικ. 2. Συνεσταλμένη ταφή ενηλίκου από τη Μαυροπηγή (Ταφή 3).

Εικ. 3. Οστεοαρθρίτιδα σε σπονδύλους και αρθρώσεις.

Εικ. 4. Φλεγμονή σε δεξιά περόνη.

Εικ. 5. Τερηδονισμός και προθανάτια

απώλεια δοντιών.