Πλανώδιοι πωλητές

Preview:

DESCRIPTION

presentation

Citation preview

Οι πλανόδιοι πωλητέςThe street vendors

Εμπνευσμένο από το απόσπασμα «Η παλιά γειτονιά» του έργου «Ξανθίππου 5», της Άννας Δεϊμέζη-Καλιότσου

(«Της γλώσσας ρόδι και ροδάνι», τεύχος Α, σ. 24)

Inspired by the excerpt "The old neighbourhood" from the book «Ksanthippou 5», Anne-Deimezi Kaliotsos

Από τους μαθητές της Ε’2 τάξηςΣχολική χρονιά 2013-2014From E’ 2 students

Στο μάθημα Γλώσσα και Πολιτισμός, στην ενότητα 2 «Η ζωή στην πόλη», μελετήσαμε ένα κείμενο με τίτλο «Η παλιά γειτονιά» της Άννας Δεϊμέζη-Καλιότσου. Στο κείμενο αυτό γίνονταν αναφορές για τους πλανόδιους πωλητές. Με αφορμή το κείμενο, τα παιδιά της Ε΄2 τάξης, ανάλαβαν να αναπαραστήσουν και να δραματοποιήσουν σκηνές με τους παραδοσιακούς, πλανόδιους πωλητές. Μελέτησαν τα διάφορα επαγγέλματα, τα ρούχα που φορούσαν, τα αντικείμενα που χρειάζονταν, τις κινήσεις τους, τον τρόπο με τον οποίο καλούσαν τους πελάτεςτους οι διάφοροι πλανόδιοι καιστη συνέχεια χρησιμοποίησαν απλά καθημερινά αντικείμενα και ρούχα για να μπουν στο ρόλο τους. Και να το αποτέλεσμα.

In the course Language and Culture, in unit 2 "CityLife", we studied a text entitled "The oldneighbourhood" from Anne - Deimezi Kaliotsos. Inthis text there were reports about street vendors.

In this context, E’2 class students, had toreconstruct and dramatise scenes with traditionalstreet vendors. After studying the variousprofessions, their clothes, the items needed, theirmovements, and the way in which theysummoned their customers, the students usedsimple, everyday objects and clothes to representthis role. Here is the result.

Ο παγοπώλης• Το επάγγελμα του

παγοπώλη υπήρχε ως τη δεκαετία του 1960, κυρίως στα αστικά κέντρα. Ο παγοπώλης πουλούσε τον πάγο περιφερόμενος στις γειτονιές, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία για τη συντήρηση των τροφίμων.

• Το μεροκάματο ήταν σκληρό. Η σούστα, ή ένα τρίτροχο καρότσι, ή ένα γαϊδουράκι, ήταν το μεταφορικό τους μέσο, προκειμένου να μεταφέρουν τις κολόνες από τα παγοποιεία της πόλης.

• Για να μη λιώνει ο πάγος τον σκέπαζαν με άχυρα, με τσουβάλια ή χοντρά πανιά και φυσικά ο διανομέας έπρεπε να κινείται γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του.

• Ο παγοπώλης φορούσε γάντια, για να μην παγώνουν τα χέρια του και χειριζόταν ένα ειδικό γάντζο-κοπίδι με τον οποίο έπιανε τον πάγο, τον έκοβε και τον μετέφερε.

• Οι γυναίκες έπαιρναν τον πάγο σε ένα κομμάτι ύφασμα και τον τοποθετούσαν σε ξύλινα ψυγεία εκείνης της εποχής (παγωνιέρες). Εκεί διατηρούσαν τα τρόφιμά τους οι οικογένειες και είχαν και δροσερό νερό το καλοκαίρι.

• Η παραγωγή του ήταν πολλαπλάσια πριν πενήντα περίπου χρόνια, όταν εφοδίαζε τα ψυγεία των σπιτιών. Χρόνο με το χρόνο, όμως, τα ψυγεία αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά και ο παγοπώλης δεν περνά πλέον με το κάρο του από τις γειτονιές για τη διανομή του πάγου.

The ice seller• We can find the

profession of ice seller before the 1960s, mainly in urban centres. The ice seller was selling ice in the neighbourhoods, because at that time there were no electric refrigerators for food preservation.

• The job was hard. The ice seller was using a three-wheeled cart or a donkey to carry the blocks of ice in the city, and of course he had to move fast and be efficient in his work.

• Women were taking the ice in a cloth and they were placing it in a wooden refrigerator (cooler) where they kept their food.

• Year after year, however, the wooden refrigerators were replaced by electric ones and ice sellers were no longer needed to distribute the ice in the neighbourhoods.

Ο εφημεριδοπώλης

• Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ήταν ο επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί.

• Παραλάμβανε τις εφημερίδες και τις προωθούσε περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.

• Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτειά του και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα. Έπρεπε να ξέρει να διαβάζει επειδή έπρεπε να διαβάσει την εφημερίδα πριν φωνάξει τα νέα σε όλους.

• Στις μέρες μας το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη έχει χαθεί, αφού πλέον οι εφημερίδες πωλούνται στα περίπτερα, αλλά μπορούμε να τις διαβάσουμε και στο διαδίκτυο.

The newspaper street vendor

• The newspaper street vendor was a professional who exercised his profession without having a shop. He was receiving the newspapers and selling them walking in the main streets.

• The newspaper street vendor of the early 20th century declared his merchandise and often informed people about major events.

• Nowadays the profession of the newspaper street vendor has perished, since most newspapers are sold in newsagents, but also can be read on the internet.

Ο γαλατάς• Ο γαλατάς ήταν

επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης .

• Το επάγγελμα του γαλατά, τα παλιά χρόνια, δεν το συναντούσες στα χωριά, παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις.

• Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια των πόλεων.

• Το μεταφορικό τους μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.

• Κάθε ημέρα έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα. Συνήθως ήταν μπακιρένια ή πήλινη.

• Μέχρι τη δεκαετία του '70

περνούσαν ακόμη

γαλατάδες απ' τις γειτονιές.

Με τη λειτουργία όμως

των εργοστασίων γάλακτος,

και των ψυγείων, χάθηκαν.

The milkman• The milkman was a street retailer

profession, which lasted until the mid-20th century. Today it has almost completely disappeared in most European countries.

• Milkmen were more often seen in towns and cities rather than villages.

• Their means of transportation were donkeys or mules carrying an open or closed lightweight trolley, and later a bicycle or a motorised two-wheeled vehicle.

• Every day the milkman had to be on time because the housewives were waiting for him, each with her own jug.

• The profession of the milkman in neighbourhoods existed until the 70s. With the operation of milk factories the profession was lost.

Ο λούστρος• Λούστρος ονομάζεται το

επάγγελμα του πλανόδιου που γυαλίζει παπούτσια περαστικών.

• Στη δουλειά του λούστρου χρησιμοποιείται κασελάκι που μέσα έχει τα βερνίκια και δύο βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα παλαιότερα (όπως φαίνεται από παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου) οι λούστροι ήταν παιδιά.

• Για να προσελκύσει τους πελάτες χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η «ιεροτελεστία» του βαψίματος.

• Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου.

• Σιγά-σιγά, λόγω του ότι οι δρόμοι πλέον δεν είναι χωμάτινοι, χάθηκε η ανάγκη για να υπάρχει ο λούστρος.

The shoeblack (shoeshiner)• The shoeblack was a

street professional who polished passersby’s shoes.

• He was using a lacquer chest that had varnishes inside and two brushes for polishing shoes. In several cases, as seen in old Greek cinema, shoeblacks were children.

• To attract customers, the shoeblack was rhythmically hitting his chest. The customers were approaching and as they were standing, they first placed their right foot followed by the left, on the special position of the metal chest.

• Slowly, because the roads were no longer paved with gravel, the need for a shoeblack was diminished.

Ο κουλουράς

• Ο κουλουράς, ήταν ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλούσε κουλούρια.

• Κάθε πρωί ο κουλουρτζής, σύχναζε σε μέρη όπου περνούσε πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία των πόλεων- έστηνε το τραπεζάκι του με τα τακτοποιημένα σουσαμένια κουλούρια του και τα πουλούσε.

• Συνήθως το σουσαμένιο κουλουράκι, που είναι γνωστό και ως “κουλούρι Θεσσαλονίκης”, συνοδευόταν από το μικρό μαλακό τρίγωνο τυράκι στο ασημόχαρτο.

• Χαρακτηριστική ήταν η προτροπή των κουλουρτζήδων «Φρέσκα κουλούρια».

• Τώρα πια που υπάρχουν οι φούρνοι και διαθέτουν εκτός από κουλούρια , μεγάλη ποικιλία αρτοποιημάτων, οι δουλειές των κουλουράδων έχουν μειωθεί σημαντικά.

The bun seller

• Every morning the bun sellers were standing in places, usually landmarks in the city centre, where many people were passing by. They were setting up a table with their sesame coated buns and selling them.

• The bun seller was an outdoor vendor who sold buns.

• Nowadays, there are bakeries that sell a great variety of bakery products in addition to buns, so bun sellers’ job has been reduced significantly.

Ο νερουλάς• Τα παλιά χρόνια που δεν

υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια ή στις αυλές, ήταν απαραίτητο το επάγγελμα του νερουλά ή αλλιώς υδρονομέα.

• Ο νερουλάς είχε σταθερή πελατεία και έδινε νερό στις νοικοκυρές που έτρεχαν με τις στάμνες και τα δοχεία τους για να προμηθευτούν το νερό. Κάθε νερουλάς είχε τη δική του γειτονιά.

• Το επάγγελμα του νερουλά, είχε τη δική του εξέλιξη! Αρχικά οι νερουλάδες κουβαλούσαν το νερό με γαϊδουράκι, στη συνέχεια με τα κάρα, μετά με μηχανοκίνητα υδροφόρα και τρίκυκλα.

• Οι νοικοκυρές ήταν χαρούμενες που ο νερουλάς περνούσε από την γειτονιά τους και τον περίμεναν με ανυπομονησία για να πιάσουν το νερό και να πλύνουν τα πιάτα όλης της ημέρας.

• Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι τη δημιουργία υδραγωγείων και των συστημάτων ύδρευσης και άρδευσης, που μετέφεραν πλέον το νερό στα σπίτια για τις βασικές καθημερινές μας ανάγκες.

The water distributor

• In the old days when there was no water supply inside houses or yards, the occupation of the water distributor was necessary.

• The water distributor had a steady clientele and was delivering water to housewives who hurried with their pitchers and containers to fill them with water. Each water distributor had his own neighbourhood.

• The profession of the water distributor, had its own evolution! Initially the water distributors were delivering water using donkeys, then carts, and then motorised tricycles.

• The profession of the water distributor lasted until the creation of aqueducts and water supply network, that carry water in houses for the basic daily needs.

Ο πλανόδιος ψαράς

• Οι αλιείς των ψαριών περνούσαν πολύ χρόνο ψαρεύοντας. Έτσι, τα ψάρια που έπιαναν, τα πουλούσαν στους πλανόδιους ψαράδες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα μεταπωλούσαν στον κόσμο.

• Οι πλανόδιοι ψαράδες, έβαζαν τα ψάρια σε πάγο, τον οποίο προμηθεύονταν από τον παγοπώλη για να τα διατηρούν φρέσκα, και γυρνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά διαλαλώντας την πραμάτεια τους.

• Σήμερα οι πλανόδιοι ψαράδες αντικαταστάθηκαν από ψαραγορές Πολύ σπάνια θα συναντήσεις ένα πλανόδιο ψαρά στη γειτονιά σου.

The fishmonger• Fishermen, who spend their time fishing, were often

selling their fish to fishmongers, who in turn resold them to the consumers in the streets.

• Fishmongers preserved the fish on ice, which was supplied by ice sellers, to keep them fresh and roamed from neighbourhood to neighbourhood calling out their product.

• Today fishmongers have been replaced by fish markets. Very rarely you will encounter a wandering fishmonger in neighbourhoods.

Ο υφασματοπώλης (μπασματζής)

• Στις πόλεις και στα μεγάλα χωρία ο υφασματοπώλης είχε κατάστημα με υφάσματα, που συνήθως ήταν και ραφτάδικο. Πουλούσε όλα τα είδη υφασμάτων, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.

• Υπήρχαν και κάποιοι υφασματοπώληδες που φόρτωναν στα γαϊδουράκια τους διάφορα υφάσματα πολύχρωμα, εμπριμέ ή μονόχρωμα και τα πουλούσε, διαλαλώντας τα εμπορεύματά τους στις γειτονιές.

• Ο υφασματοπώλης λεγόταν και μπασματζής από την τουρκική λέξη basma που σημαίνει εμπριμέ.

• Στις μέρες μας έχουν αντικατασταθεί από τα καταστήματα υφασμάτων των οποίων όμως η δουλειά έχει επίσης λιγοστέψει, λόγω των έτοιμων ενδυμάτων που βρίσκει κανείς με μεγάλη ευκολία.

The fabric seller• In cities and large

villages there were often shops that sold all kinds of fabrics.

• But, there were some street fabric sellers who loaded their stock of colourful fabrics, printed or plain, on donkeys, and were selling them across neighbourhoods.

• Nowadays the street fabric sellers have been replaced by textile shops, whose sales have also been reduced, because of readymade clothes that can be found with great ease.

Η πλανόδια ανθοπώλισσα

• Η ανθοπώλισσα γυρνούσε στο δρόμο και πουλούσε στους περαστικούς τα λουλούδια της.

• Πολλές φορές στηνόταν στις πλατείες τριγυρισμένη από τα μυρωδάτα λουλούδια της.

• Κάθε εποχή πωλούσε τα ανάλογα λουλούδια τα οποία προμηθευόταν από τον κήπο της ή καλλιεργητές.

• Τριγυρνούσε στους δρόμους όλες τις ώρες και καλούσε τον κόσμο να αγοράσει τα λουλούδια της για να στολίσει το σπίτι του ή να προσφέρει στην αγαπημένη του.

• Σήμερα το επάγγελμα αυτό έχει εξαφανιστεί, αφού ο κόσμος μπορεί να αγοράζει τα αγαπημένα του λουλούδια όλες τις εποχές από τα ανθοπωλεία.

The street florist

• The street florist was going round streets and was selling her flowers to passersby.

• She was frequently foundin squares, surrounded by her lovely flowers.

• She was selling seasonal flowers, which she grew in her garden or obtained by cultivators.

• She was wandering around the streets at all hours and invited passersby to buy flowers to decorate their houses or to offer to their beloved ones.

• Today the profession has disappeared, because people can buy their favourite flowers in all seasons from flower shops.

Ο λατερνατζής

• Ήταν άντρας ο οποίος γυρνούσε από χωριό σε χωριό κρατώντας και έναντέφι μαζί με την λατέρνα. Έπαιζε μουσική για να μαζέψει χρήματα.

• Ο λατερνατζής φορούσε πάντα κοστούμι για να εντυπωσιάζει τις κυρίες.

• Η λατέρνα ήταν πάντα στολισμένη και στη μέση είχε τη φωτογραφία μιας γυναίκας.

• Μέσα στην λατέρνα υπήρχε ένας κύλινδρος που επάνω του είχε μικρές τελίτσες που συμβόλιζαν τις νότες.

• Έπρεπε να γυρίζεις το χερούλι που είχε πάνω για να παίξει ο μελωδικός ήχος της.

• Ο λατερνατζής χρησιμοποιούσε τη λατέρνα για να παίζει διάφορα τραγούδια σε γιορτές αλλά και σε καθημερινές. Τα τραγούδια που έπαιζε με τη λατέρνα του κατά καιρούς τα αντικαθιστούσε με νέα τραγούδια.

• Σήμερα το επάγγελμα αυτό έχει χαθεί αφού υπάρχουν άλλα μέσα για να ακούσει κάποιος μουσική.

The barrel organ player• The barrel organ player

was a man who was wondering around villages holding a tambourine and his barrel organ. He played music to raise money.

• The barrel organ player always wore suit to impress the ladies.

• The barrel organ was always decorated and the middle of the barrel organ had a picture of a woman

• Inside the barrel organ there was a cylinder that had small dots that symbolized notes. The organ player had to turn the handle to play the melody.

• The barrel organ player was playing different songs not only during fares but also on weekdays.

• Today the profession hasfaded since there are other means to listen to music.

Ο παγωτατζής• Ο παγωτατζής ήταν

γραφικός, ευχάριστος, και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για τα παιδιά.

• Μικροί (που αποτελούσαν τους πιο πιστούς καταναλωτές του) αλλά και μεγάλοι, όλες τις ώρες της ημέρας αναζητούσαν τη δροσιά της «παγωμένης απόλαυσης».

• Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του στα συνηθισμένα στέκια, και διαλαλούσε το παγωτό του.

• Φόρτωναν το βαρέλι στο καρότσι και με μια ειδική μεταλλική κουτάλα και τα χωνάκια ξεκινούσαν για τη δουλειά τους.

• Κατά διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μην λιώσει το παγωτό.

• Σήμερα το τυποποιημένο παγωτό έχει κυριαρχήσει στην αγορά και ο πλανόδιος πωλητής δεν γυρίζει πια στις γειτονιές.

• Τα περισσότερα παιδιά μόλις τους άκουγαν έτρεχαν να προλάβουν ένα χωνάκι από το δροσιστικό και απολαυστικό γλύκισμα.

The ice cream seller• The ice cream seller

was the most delightful and beloved street vendor for children.

• Young children (who were the most loyal consumers), as well as older people, sought for the coolness of that "frozen delight".

• Most kids were running to buy a cone of the refreshing and delightful dessert, as soon as they heard the ice cream seller calling.

• Today the standardised ice cream has dominated the market and the ice cream seller no longer wanders in neighbourhoods.