7
––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––– ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ 65 Κωμικά κείμενα στα ανθολόγια λογοτεχνίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Ι. Πιτσιπίος, Ε. Ροΐδης, Ζ. Παπαντωνίου, Ι. Κονδυλάκης, Γ. Σκαρίμπας) 1 του Ηλία Γιούρη* Στην εισήγησή μου θα παρουσιάσω ορισμένα κωμικά κείμενα από τα ανθολόγια λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκείου. Η πρότασή μου βασίζεται στο σκεπτικό ότι η δι - δασκαλία της λογοτεχνίας γίνεται πάντοτε πιο δελεαστι - κή για τους μαθητές όταν συσχετίζεται άμεσα με τα εν- διαφέροντα και τους συμβολικούς προσανατολισμούς της ηλικίας τους. Οι μαθητές διαβάζουν ευκολότερα τα λογοτεχνικά κείμενα όταν τα «γειώνουν» στα δικά τους βιώματα, όταν δηλαδή βρίσκουν τρόπο να εισαγάγουν στο εσωτερικό τους τις απορίες και τους προβληματι- σμούς της προσωπικής τους ζωής. Οπωσδήποτε, στα σχολικά ανθολόγια βρίσκει κανείς κείμενα που όχι μόνο παρέχουν στο μαθητή τη δυνατό- τητα να νοηματοδοτήσει την εμπειρία του, αλλά και ταυ- τόχρονα προάγουν συστηματικά την αισθηματική αγωγή του. Ωστόσο –και εδώ μεταφέρω μία από τις κριτικές που έχουν γίνει για τα εγχειρίδια λογοτεχνίας, κυρίως του Γυμνασίου–, 2 η αγωγή αυτή έχει μια μάλλον μονό- πλευρη κατεύθυνση. Σκηνές και θέματα οδύνης, απώ- λειας ή αποχωρισμού, δηλαδή όλα όσα θα μπορούσαν να αναχθούν συνεκδοχικά στην έννοια της αρνητικότητας ή της απαισιοδοξίας, καταλαμβάνουν δυσανάλογα μεγά- λη έκταση στα σχολικά βιβλία και προσφέρονται ως το κύριο αντικείμενο των συγκινησιακών επενδύσεων του μαθητή. Σε σχέση με την πληθώρα αυτών των κειμένων, τα χιουμοριστικά κείμενα, τα οποία προφανώς παραπέ- μπουν σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, πιο αισιόδοξο και ασφαλώς πιο θετικό απέναντι στη ζωή, είναι , θα λέ- γαμε, παραμελημένα και αντιπροσωπεύονται με ένα μι - κρότερο ποσοστό. Κι όμως, το χιούμορ κατέχει σημαντι - κή θέση στη ζωή των εφήβων και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τρόπου τους να αντιλαμβάνονται τον κόσμο από αυτή την άποψη μπορεί να γίνει αφορμή για τη στε- νότερη επαφή τους με τη λογοτεχνία. Μια περιδιάβαση στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε- χνίας (ΚΝΛ) Γυμνασίου και Λυκείου αποφέρει μια, ομο- λογουμένως, όχι και τόσο πλούσια συγκομιδή κωμικών κειμένων. Στο Γυμνάσιο ο κωμικός λόγος αντιπροσωπεύ- εται κυρίως με τα διηγήματα «Το παραστράτημα του προέδρου» και «Ο κ. τμηματάρχης έρχεται» του Ζ. Πα- παντωνίου, με την καυστική περιγραφή του «Αδιάκρι- του» από τον Α. Λασκαράτο και με ένα απόσπασμα διη- γήματος του Ι. Κονδυλάκη με τίτλο «Κακό συναπάντη- μα». Στο Λύκειο μπορούμε να ξεχωρίσουμε καταρχήν ορισμένα ποιήματα σατιρικού περιεχομένου: ένα ποίημα του Αλ. Σούτσου, δύο από τα Σατιρικά γυμνάσματα του Παλαμά, λίγον σατιρικό Βάρναλη, δύο (αυτο)σαρκαστικά ποιήματα του Καρυωτάκη. Στην παρούσα εισήγηση, ωστόσο, δεν θα ασχοληθώ με τα ποιήματα αυτά αλλά με κάποια από τα ανθολογημένα πεζογραφήματα. Συγκεκριμένα, θα εξετάσω το ανθολο- γημένο απόσπασμα από τον Πίθηκο Ξουθ του Ι. Πιτσιπί - ου, το «Μονόλογο ευαισθήτου» του Ε. Ροΐδη, το διήγη- μα «Το παραστράτημα του προέδρου» του Ζ. Παπαντω- νίου, το απόσπασμα από τον Πατούχα του Ι . Κονδυλάκη και , τέλος, το διήγημα «Ο τρεις άδειες καρέκλες» του Γ. Σκαρίμπα. Το διήγημα του Παπαντωνίου διδάσκεται στο Γυμνάσιο, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από τα ΚΝΛ των δύο πρώτων τάξεων του Λυκείου 3 . Ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω εξαρχής ότι πρόθεσή μου δεν είναι να παρουσιάσω κάποια διδακτικά παρα- δείγματα με τη στενή έννοια του όρου, αλλά να δώσω ορισμένα εναύσματα και να καταθέσω κάποιες σκέψεις για τον τρόπο με τον οποίο τα κείμενα αυτά (και άλλα ανάλογα) θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μέσα στην τά- ξη. Διευκρινίζω επίσης ότι τα κείμενα αυτά δεν περιλαμ- βάνονται στον κατάλογο των προτεινομένων προς διδα- σκαλία κειμένων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ωστό- σο, όπως είναι αυτονόητο, ο κατάλογος αυτός έχει κυ- ρίως ενδεικτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα. Η λογο- τεχνία, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο μάθημα, απαι - τεί τη δημιουργική πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού, ο οποίος μπορεί να επιλέγει τα κείμενα ανάλογα με τις ιδι - αίτερες κάθε φορά διδακτικές συνθήκες ή εμπειρίες της τάξης του, ή να επινοεί εναλλακτικές μεθόδους προσέγ- γισης, με προφανή στόχο να φέρει τους μαθητές του εγ- γύτερα στη λογοτεχνία. Για ποιο λόγο, όμως, θα άξιζε να διδάξουμε αυτά τα κεί - μενα; Όπως σε όλες τις περιπτώσεις κωμικών κειμένων, έτσι και εδώ η ανάγνωση συνδέεται με ένα ορισμένο ψυ- χαγωγικό αποτέλεσμα· δημιουργεί μια διάθεση ιλαρότη- τας, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει στη συγκινησιακή αποφόρτιση των μαθητών/ μαθητριών και στην ανάπτυξη ενός κλίματος οικειότητας μέσα στην τάξη. Ωστόσο, πέρα από την προφανή εκμετάλλευση της θετικής επίδρασης του γέλιου, ο κύριος στόχος μιας τέτοιας διδασκαλίας εί - ναι η ευαισθητοποίηση των μαθητών στις πολλαπλές όψεις του κωμικού και η εξοικείωσή τους με τις βασικές Φιλολογική, τχ. 84, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2003

Komika keimena

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Komika keimena

––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––– ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ 65

Κωμικά κείμενα στα ανθολόγια λογοτεχνίας

της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

(Ι. Πιτσιπίος, Ε. Ροΐδης, Ζ. Παπαντωνίου, Ι. Κονδυλάκης, Γ. Σκαρίμπας)1

του Ηλία Γιούρη*

Στην εισήγησή μου θα παρουσιάσω ορισμένα κωμικά

κείμενα από τα ανθολόγια λογοτεχνίας Γυμνασίου και

Λυκείου. Η πρότασή μου βασίζεται στο σκεπτικό ότι η δι-

δασκαλία της λογοτεχνίας γίνεται πάντοτε πιο δελεαστι-

κή για τους μαθητές όταν συσχετίζεται άμεσα με τα εν-

διαφέροντα και τους συμβολικούς προσανατολισμούς

της ηλικίας τους. Οι μαθητές διαβάζουν ευκολότερα τα

λογοτεχνικά κείμενα όταν τα «γειώνουν» στα δικά τους

βιώματα, όταν δηλαδή βρίσκουν τρόπο να εισαγάγουν

στο εσωτερικό τους τις απορίες και τους προβληματι-

σμούς της προσωπικής τους ζωής.

Οπωσδήποτε, στα σχολικά ανθολόγια βρίσκει κανείς

κείμενα που όχι μόνο παρέχουν στο μαθητή τη δυνατό-

τητα να νοηματοδοτήσει την εμπειρία του, αλλά και ταυ-

τόχρονα προάγουν συστηματικά την αισθηματική αγωγή

του. Ωστόσο –και εδώ μεταφέρω μία από τις κριτικές

που έχουν γίνει για τα εγχειρίδια λογοτεχνίας, κυρίως

του Γυμνασίου–,2 η αγωγή αυτή έχει μια μάλλον μονό-

πλευρη κατεύθυνση. Σκηνές και θέματα οδύνης, απώ-

λειας ή αποχωρισμού, δηλαδή όλα όσα θα μπορούσαν να

αναχθούν συνεκδοχικά στην έννοια της αρνητικότητας

ή της απαισιοδοξίας, καταλαμβάνουν δυσανάλογα μεγά-

λη έκταση στα σχολικά βιβλία και προσφέρονται ως το

κύριο αντικείμενο των συγκινησιακών επενδύσεων του

μαθητή. Σε σχέση με την πληθώρα αυτών των κειμένων,

τα χιουμοριστικά κείμενα, τα οποία προφανώς παραπέ-

μπουν σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, πιο αισιόδοξο

και ασφαλώς πιο θετικό απέναντι στη ζωή, είναι, θα λέ-

γαμε, παραμελημένα και αντιπροσωπεύονται με ένα μι-

κρότερο ποσοστό. Κι όμως, το χιούμορ κατέχει σημαντι-

κή θέση στη ζωή των εφήβων και αποτελεί αναπόσπαστο

μέρος του τρόπου τους να αντιλαμβάνονται τον κόσμο –

από αυτή την άποψη μπορεί να γίνει αφορμή για τη στε-

νότερη επαφή τους με τη λογοτεχνία.

Μια περιδιάβαση στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε-

χνίας (ΚΝΛ) Γυμνασίου και Λυκείου αποφέρει μια, ομο-

λογουμένως, όχι και τόσο πλούσια συγκομιδή κωμικών

κειμένων. Στο Γυμνάσιο ο κωμικός λόγος αντιπροσωπεύ-

εται κυρίως με τα διηγήματα «Το παραστράτημα του

προέδρου» και «Ο κ. τμηματάρχης έρχεται» του Ζ. Πα-

παντωνίου, με την καυστική περιγραφή του «Αδιάκρι-

του» από τον Α. Λασκαράτο και με ένα απόσπασμα διη-

γήματος του Ι. Κονδυλάκη με τίτλο «Κακό συναπάντη-

μα». Στο Λύκειο μπορούμε να ξεχωρίσουμε καταρχήν

ορισμένα ποιήματα σατιρικού περιεχομένου: ένα ποίημα

του Αλ. Σούτσου, δύο από τα Σατιρικά γυμνάσματα του

Παλαμά, λίγον σατιρικό Βάρναλη, δύο (αυτο)σαρκαστικά

ποιήματα του Καρυωτάκη.

Στην παρούσα εισήγηση, ωστόσο, δεν θα ασχοληθώ με

τα ποιήματα αυτά αλλά με κάποια από τα ανθολογημένα

πεζογραφήματα. Συγκεκριμένα, θα εξετάσω το ανθολο-

γημένο απόσπασμα από τον Πίθηκο Ξουθ του Ι. Πιτσιπί-

ου, το «Μονόλογο ευαισθήτου» του Ε. Ροΐδη, το διήγη-

μα «Το παραστράτημα του προέδρου» του Ζ. Παπαντω-

νίου, το απόσπασμα από τον Πατούχα του Ι. Κονδυλάκη

και, τέλος, το διήγημα «Ο τρεις άδειες καρέκλες» του Γ.

Σκαρίμπα. Το διήγημα του Παπαντωνίου διδάσκεται στο

Γυμνάσιο, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από τα ΚΝΛ

των δύο πρώτων τάξεων του Λυκείου3.

Ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω εξαρχής ότι πρόθεσή

μου δεν είναι να παρουσιάσω κάποια διδακτικά παρα-

δείγματα με τη στενή έννοια του όρου, αλλά να δώσω

ορισμένα εναύσματα και να καταθέσω κάποιες σκέψεις

για τον τρόπο με τον οποίο τα κείμενα αυτά (και άλλα

ανάλογα) θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μέσα στην τά-

ξη. Διευκρινίζω επίσης ότι τα κείμενα αυτά δεν περιλαμ-

βάνονται στον κατάλογο των προτεινομένων προς διδα-

σκαλία κειμένων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ωστό-

σο, όπως είναι αυτονόητο, ο κατάλογος αυτός έχει κυ-

ρίως ενδεικτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα. Η λογο-

τεχνία, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο μάθημα, απαι-

τεί τη δημιουργική πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού, ο

οποίος μπορεί να επιλέγει τα κείμενα ανάλογα με τις ιδι-

αίτερες κάθε φορά διδακτικές συνθήκες ή εμπειρίες της

τάξης του, ή να επινοεί εναλλακτικές μεθόδους προσέγ-

γισης, με προφανή στόχο να φέρει τους μαθητές του εγ-

γύτερα στη λογοτεχνία.

Για ποιο λόγο, όμως, θα άξιζε να διδάξουμε αυτά τα κεί-

μενα; Όπως σε όλες τις περιπτώσεις κωμικών κειμένων,

έτσι και εδώ η ανάγνωση συνδέεται με ένα ορισμένο ψυ-

χαγωγικό αποτέλεσμα· δημιουργεί μια διάθεση ιλαρότη-

τας, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει στη συγκινησιακή

αποφόρτιση των μαθητών/ μαθητριών και στην ανάπτυξη

ενός κλίματος οικειότητας μέσα στην τάξη. Ωστόσο, πέρα

από την προφανή εκμετάλλευση της θετικής επίδρασης

του γέλιου, ο κύριος στόχος μιας τέτοιας διδασκαλίας εί-

ναι η ευαισθητοποίηση των μαθητών στις πολλαπλές

όψεις του κωμικού και η εξοικείωσή τους με τις βασικές

Φιλολογική, τχ. 84, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2003

Page 2: Komika keimena

66 ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ –––––––––––––––––––––––––––

τεχνικές παραγωγής του κωμικού αποτελέσματος. Με άλ-

λα λόγια, τα παραπάνω κείμενα μπορούν, όχι μόνο να λει-

τουργήσουν ως πόλος αναγνωστικής έλξης για τα παιδιά,

αλλά και να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο μιας αγωγής γέλιου

στο σχολείο. Η προοπτική μιας τέτοιας αγωγής διαγράφε-

ται ήδη στο βιβλίο της Γλώσσας της Α' Λυκείου, στην

υποενότητα με τίτλο «Το κωμικό και η σημασία του

γέλιου», η οποία αποτελεί μια καλή εισαγωγή στην προ-

βληματική που μας απασχολεί εδώ. Είναι αλήθεια ότι η

ενότητα βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου και ενδεχομέ-

νως να μην προλαβαίνει ο εκπαιδευτικός να τη διδάξει·

ωστόσο, μπορεί θαυμάσια να αξιοποιήσει το υλικό της

για τη διδασκαλία των χιουμοριστικών κειμένων.

Πριν περάσουμε στην παρουσίαση, θα πρέπει να διευ-

κρινιστεί ότι το κωμικό στη λογοτεχνία έχει πολλές δια-

βαθμίσεις, οι οποίες αποδίδονται με ένα παράδειγμα συ-

ναφών όρων: ειρωνεία, χιούμορ, σάτιρα, παρωδία. Η ανί-

χνευση της περίπλοκης συγγένειας που συνδέει αυτούς

τους όρους μεταξύ τους και γενικά ο προσδιορισμός των

ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κωμικού είναι αρκετά

δύσκολα και πάντως αποτελούν αντικείμενο ατέρμονων

διαφωνιών ανάμεσα στους ειδικούς. Η βιβλιογραφία γύ-

ρω από το θέμα είναι πραγματικά αχανής, ενώ οι ποικί-

λες και όλο και πιο λεπτές κατηγοριοποιήσεις του κωμι-

κού περιπλέκουν ακόμη περισσότερο το ζήτημα4. Πέρα,

όμως, από αυτά τα δυσεπίλυτα θεωρητικά ζητήματα, η

διδασκαλία μπορεί να έχει έναν πιο πρακτικό προσανα-

τολισμό: να ανιχνεύσει τα βασικά στοιχεία του κωμικού

λόγου και να τα κατατάξει, αδρομερώς και σχηματικά, σε

κάποιες ευρείες κατηγορίες.

Αυτή ακριβώς η μέριμνα υπήρξε και το κριτήριο για

την επιλογή των κειμένων. Πράγματι, όπως θα δούμε, τα

επιλεγμένα κείμενα μπορεί να μην εξαντλούν όλο το φά-

σμα του κωμικού, ωστόσο αναδεικνύουν επαρκώς ορι-

σμένες χαρακτηριστικές του εκφράσεις: τη σάτιρα, το

χιούμορ, την ανατρεπτική φάρσα. Ο διδάσκων μπορεί να

επιλέξει να παρουσιάσει τα κείμενα είτε μεμονωμένα είτε

συγκριτικά, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες της

δουλειάς του. Μπορεί να εστιάσει σε όποια όψη του

κωμικού προκρίνει εκείνος ή πάλι να δώσει στους μαθη-

τές του την ευκαιρία να διατρέξουν, μέσα από τη σύ-

γκριση, ένα εκτεταμένο μέρος της κωμικής κλίμακας και

να κατανοήσουν την ποικιλία της: τόσο την αισιόδοξη

και παιχνιδιάρικη διάθεση του χιούμορ όσο και την καυ-

στικότητα της σάτιρας ή τη ριζοσπαστική ανατρεπτικό-

τητα της φάρσας.

Τέλος, θα προτείναμε η διδακτική προσέγγιση του κω-

μικού να ξεκινήσει με έναν κάπως ελεύθερο τρόπο: μπο-

ρούμε να υποβάλουμε στους μαθητές κατάλληλες ερω-

τήσεις σχετικά με τους λόγους που μας κάνουν να γελά-

με, να τους παροτρύνουμε να θυμηθούν και να σχολιά-

σουν διάφορες σκηνές από αστεία έργα που έχουν δια-

βάσει ή δει στον κινηματογράφο, ή να συζητήσουμε μαζί

τους σχετικά με τη θέση που κατέχει το γέλιο στην κα-

θημερινή ζωή μέσα από τα λογοπαίγνια, τα πάσης φύσε-

ως καλαμπούρια, τις γελοιογραφίες, τα ανέκδοτα, τις

φάρσες κ.λπ. Όλα αυτά είναι πολύ χρήσιμα, αφού δημι-

ουργούν μέσα στην τάξη ένα καλό κλίμα εισαγωγής στο

κωμικό εν γένει, ως στοιχείο πολιτισμού της καθημερι-

νότητας, που θα επιτρέψει στη συνέχεια να περάσουμε

στη μελέτη των λογοτεχνικών εκδοχών του.

Θα ξεκινήσω από το ανθολόγιο της Α' Λυκείου, εξετά-

ζοντας τα κείμενα δύο μεγάλων σατιρικών συγγραφέων,

του Πιτσιπίου και του Ροΐδη.

Η κοινωνική λειτουργία της σάτιρας:

Πιτσιπίος και Ροΐδης

Το πρώτο κείμενο προέρχεται από το μυθιστόρημα

του Ι. Πιτσιπίου Ο Πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνος. Το

κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται «πρωτοφανές» από

τον ίδιο το συγγραφέα του, δημοσιεύθηκε αρχικά σε συ-

νέχειες το 1848 και ήταν ολότελα άγνωστο μέχρι πολύ

πρόσφατα, οπότε ανασύρθηκε από τη λήθη και δημοσι-

εύθηκε αυτοτελώς σε βιβλίο, για να αναγνωριστεί, μαζί

με την Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Ροΐδη, ως ένα από τα

σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα του 19ου

αιώνα.

Ενδεικτικό αυτής της προϊούσας και όψιμης ένταξής του

στον κανόνα είναι και η ανθολόγησή του στα αναθεωρη-

μένα ΚΝΛ.

Το απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο κεφάλαιο,

στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τα δύο κεντρικά

πρόσωπα του μυθιστορήματός του. Ύστερα από την πε-

ριήγησή του στην Ευρώπη, ο Καλλίστρατος Ευγενίδης,

αντιπροσωπευτικός τύπος νεοαστού της εποχής, επι-

στρέφει στην Αθήνα φέρνοντας μαζί του ως θαλαμηπό-

λο τον πίθηκο Ξουθ, τον οποίο αγόρασε στην Αγγλία. Αν

και το απόσπασμα είναι μικρό, και ως εκ τούτου η ανά-

λυση θα πρέπει να περιοριστεί σε επίπεδο μικροδομής,

ωστόσο η ειρωνεία και η σάτιρα είναι τόσο διάχυτες και

τόσο εύκολα ανιχνεύσιμες, ώστε ο διδακτικός στόχος

μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να είναι απαραίτητη η παρα-

κολούθηση της μακροδομής, δηλαδή η γνώση του συνο-

λικού κειμένου ή του ευρύτερου έργου του συγγραφέα.

Αφού διαβαστεί το απόσπασμα, είναι δυνατό να ζητή-

σουμε από τους μαθητές να προσδιορίσουν καταρχήν το

αντικείμενο της σάτιρας. Όπως είναι εξαρχής φανερό, ο

συγγραφέας παρουσιάζει το γελοίο πιθηκισμό και την

αλαζονική πόζα των νεόπλουτων της μετεπαναστατικής

ελληνικής πρωτεύουσας5. Ζητάμε από τα παιδιά να εντο-

πίσουν στο κείμενο τις διάφορες όψεις αυτού του ανε-

Page 3: Komika keimena

ξέλεγκτου μιμητισμού. Ταυτόχρονα, όμως, εφιστούμε

την προσοχή τους στα μέσα και στους τρόπους με τους

οποίους ο συγγραφέας σατιρίζει και γελοιοποιεί αυτή

την υπερβολική ξενομανία. Πράγματι, το κείμενο περιέ-

χει ένα ολόκληρο απόθεμα από σατιρικά τεχνάσματα

που εναλλάσσονται σχεδόν σε κάθε παράγραφο. Θα

αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα:

α) Σε όλες του τις εκδηλώσεις ο Καλλίστρατος επιδίδεται

σε μια πρακτική μεταμφίεσης και παραποίησης με

σκοπό την εξαπάτηση των άλλων: αλλάζει το όνομά

του για να αποκρύψει την ταπεινή καταγωγή του, φαλ-

κιδεύει το προγονικό παρελθόν του, καλύπτει την

αμάθειά του με ένα επίχρισμα υπερεκλεπτυσμένης κι

ωστόσο ολότελα κενής καλλιέργειας. Όλα αυτά απο-

τελούν κωμικά τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται

αποτελεσματικά για τη σάτιρα του ήρωα. Σε κάθε πε-

ρίπτωση, οι μαθητές καλούνται να εντοπίσουν την

ασυμβατότητα ανάμεσα στο εξωτερικό περίβλημα και

το περιεχόμενο, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι,

και να συνειδητοποιήσουν το κωμικό αποτέλεσμα που

προκύπτει από μια τέτοια αναντιστοιχία.

β) Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να

διεγείρουν την προσοχή των παιδιών: η γκροτέσκα πε-

ριγραφή του τεράστιου πίνακα με την προσωπογραφία

του πατέρα του Καλλίστρατου ντυμένου παράταιρα με

φουστανέλα ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης και με

«χρυσάς ευρωπαϊκάς επωμίδας αρχιστρατήγου»: αυτό

το κωμικό υβρίδιο των επιδεικτικά υπερευρωπαϊκών

και υπερελληνικών στοιχείων προκαλεί αναμφίβολα

θυμηδία με την πομπώδη υπερβολή του. Κωμικό τέ-

χνασμα είναι επίσης και εκείνο που αφορά την επιπό-

λαιη ευρωπαϊκή παιδεία του ήρωα. Αρκεί μόνο να θυ-

μηθούμε τη μέθοδο με την οποία ο Καλλίστρατος τα-

κτοποίησε τη βιβλιοθήκη του. Επειδή τα βιβλία μεγά-

λου σχήματος δεν χωρούσαν στα χαμηλά ράφια του

«πολυτίμου ερμαρίου» του, ο ήρωας «εξοικονόμησεν

ευστόχως την δυσκολίαν ταύτην, κόψας δι' επιτηδείου

τεχνίτου το εξέχον μέρος των βιβλίων και ισομετρή-

σας αυτά κατά το εμβαδόν των θέσεων» του επίπλου.

γ) Θα πρέπει επίσης οι μαθητές να εντοπίσουν τους λε-

κτικούς τρόπους εκφοράς της ειρωνείας. Το κείμενο

βρίθει από σαρκαστικές διατυπώσεις μέσω των οποίων

ο αφηγητής εννοεί το αντίθετο από εκείνο που λέει,

όπως όταν μιλά για την «μεγάλην [...] αγχίνοιαν, τας

υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν» του

καταφανώς κενόδοξου και ανόητου ήρωά του. Ή όταν

χρησιμοποιεί τον έπαινο για να εξάρει, υποτίθεται, κά-

ποιες αρετές του Καλλίστρατου, οι οποίες, όμως, είναι

ολοφάνερα αρνητικά χρωματισμένες (όπως όταν προ-

βάλλει το εκπολιτιστικό έργο του ήρωά του αποκαλώ-

––––––––––––––––––––––––– ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ 67

ντας τον «ηθικόν βορβοροφάγον, τον οποίον η δυτική

φιλοκαλία έρριψεν επί της Ελλάδος, διά να καθαρίση

το κλασικόν τούτον έδαφος από μικρών τινων απηρ-

χαιωμένων κηλίδων»). Στην περίπτωση αυτή ο έπαινος

είναι ουσιαστικά μια μορφή επίκρισης και η επιβρά-

βευση ένας τρόπος γελοιοποίησης.

Σε τι συνίσταται η σημασία ενός τέτοιου κειμένου; Κα-

ταρχήν οι μαθητές συνειδητοποιούν ότι το σατιρικό κεί-

μενο μπορεί να είναι επιφορτισμένο με πολύ σοβαρή

αποστολή. Με όπλο τη σάτιρα ο συγγραφέας προκαλεί

μεν γέλιο, αλλά ταυτόχρονα ασκεί οξύτατη κοινωνική

κριτική. Ο Πιτσιπίος σατιρίζει με τον πιο ανελέητο τρόπο

τη σπουδαιοφάνεια, τη μωρία και την έπαρση των συ-

μπατριωτών του, επειδή θεωρεί ότι η εισβολή του ευρω-

παϊκού τρόπου ζωής και συνακόλουθα η νεοπλουτική νο-

οτροπία αποτελούν μια μορφή βίας που αποβαίνει μεί-

ζον πρόβλημα για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Με αφορμή αυτή την παρατήρηση μπορεί να ανατε-

θούν σε ομάδες μαθητών μικρές ερευνητικές εργασίες

με σχετικά θέματα: Πώς έγινε δεκτή η σάτιρα από το

πρώτο αναγνωστικό κοινό της; Πώς λειτούργησε στην

εποχή της; Ποιες συνέπειες είχε για το συγγραφέα η

καυστική κριτική του; Και ακόμη, μεταφέροντας τον

προβληματισμό στη σημερινή εποχή, πώς ανταποκρίνε-

ται μια τέτοια σάτιρα στην εμπειρία του σημερινού ανα-

γνώστη / μαθητή; Ποια η σχέση της με τη σύγχρονη κοι-

νωνική πραγματικότητα; Υπάρχουν σήμερα ανάλογες

στάσεις ζωής που να καθιστούν επίκαιρη τη σάτιρα; Κα-

τά πόσο προβλημάτισε τους μαθητές ή τους βοήθησε να

συνειδητοποιήσουν την περιρρέουσα πραγματικότητα;

Ερωτήματα αυτού του είδους θα επιτρέψουν στα παιδιά

να κατανοήσουν τον έντονα κοινωνικό χαρακτήρα του

σατιρικού κειμένου.

Το κείμενο του Πιτσιπίου μπορεί να διδαχτεί παράλλη-

λα με το χρονογράφημα «Μονόλογος ευαισθήτου» – ένα

από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της ροΐδειας ειρω-

νείας. Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των τεχνικών της σά-

τιρας που ξεκίνησε με τη διδασκαλία του Πιθήκου Ξουθ,

οι μαθητές καλούνται να συνειδητοποιήσουν καταρχήν

τον ευφυή μηχανισμό μέσα από τον οποίο προκύπτει το

σατιρικό νόημα. Ο Ροΐδης επινοεί τη ρομαντική μάσκα

του ευαίσθητου και αισθαντικού ανθρώπου και την υπο-

βάλλει σε μια ριζική ανατροπή. Στο μονόλογό του ο ευ-

αίσθητος διεκδικεί για τον εαυτό του μια σειρά από συ-

ναφείς ιδιότητες: φιλευσπλαχνία, αλληλεγγύη, κοινωνι-

κή συνείδηση, ανιδιοτέλεια... Ωστόσο, οι πράξεις με τις

οποίες συνδέει καθεμία από αυτές τις ιδιότητες, όχι μό-

νο δεν επιβεβαιώνουν την ευαισθησία του, αλλά μάλλον

τον εντάσσουν στην κατηγορία των κατεξοχήν αναίσθη-

των ανθρώπων: η φιλευσπλαχνία του δεν είναι παρά

Page 4: Komika keimena

68 ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ –––––––––––––––––––––––––––––––––

ασπλαχνία και η περιβόητη ανιδιοτέλειά του η πιο

χαμερπής μορφή υπολογισμού. Εφιστούμε την

προσοχή των μαθητών στη δεξιοτεχνία με την οποία

κατασκευάζεται η διαφορά μεταξύ φαινομένων και

πραγματικότητας. Η εξωτερική ιδιότητα υπονομεύεται

από την πραγματική συμπεριφορά, ο φαινομενικά

ευαίσθητος αποδεικνύεται φορέας της πιο ακραίας

αναλγησίας. Αυτή η έντονη σύγκρουση ανάμεσα στις

λέξεις και τα πράγματα αιφνιδιάζει τον αναγνώστη και

ευθύνεται εν πολλοίς για το κωμικό αποτέλεσμα.

Θα άξιζε επίσης να παρακολουθήσουμε μαζί με τους

μαθητές την επιχειρηματολογία με την οποία ο ευαίσθητος

διαστρέφει το πραγματικό νόημα των λέξεων. Με ποιους

ελιγμούς καταφέρνει να ονομάσει αλληλεγγύη την

άρνησή του να δώσει ελεημοσύνη; Μέσω ποιας αντι-

στροφής μπορεί να ισχυρίζεται ότι βοηθά το φίλο του τη

στιγμή που αρνείται να του παράσχει την παραμικρή οι-

κονομική βοήθεια; Με ποια λογική η απροκάλυπτη σκλη-

ρότητα μπορεί να απονέμει στις πρακτικές της το όνομα

της πιο άδολης καλοσύνης;

Προκειμένου οι μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα

την ειρωνική στρατηγική του Ροΐδη, μπορούμε να διαβά-

σουμε μέσα στην τάξη το ποίημα «Προβάδισμα» του Α.

Λασκαράτου, που περιέχεται στα ΚΝΛ της Α' Λυκείου.

Όπως στο Ροΐδη, έτσι και στο Λασκαράτο η σάτιρα εξυ-

πηρετεί κυρίως στόχους κοινωνικής κριτικής, δηλαδή

αμφισβήτησης και κριτικής θεώρησης των κοινωνικών

συμβάσεων, των τύπων και των θεσμών. Ωστόσο, οι μα-

θητές θα πρέπει να καταλάβουν ότι υπάρχει μια ουσιώ-

δης διαφορά. Η σατιρική πρακτική του Λασκαράτου αγγίζει

σχεδόν τα όρια της ευθύβολης και απροκάλυπτης

λοιδορίας. Αυτό το νόημα έχει η παραίνεσή του:

«Λεύθεροι στίχοι, ελεύθερα μιλείτε.

Στηλιτέψετε ολούθε τσι ασχημάδες

Παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες·».

Η ροΐδεια σάτιρα, παρόλο που εστιάζεται κι αυτή στην

κυριαρχική παρουσία του ψεύδους και της υποκρισίας,

αποφεύγει τον ηθικιστικό τόνο της καταγγελίας. Απενα-

ντίας, κάνει δεξιοτεχνική χρήση της ρητορικής, δηλαδή

του έμμεσου και ειρωνικού τρόπου. Η κριτική που ασκεί η

σάτιρα, φαίνεται να μας λέει ο Ροΐδης, πρέπει να είναι κα-

λυμμένη και διασκεδαστική, ακριβώς για να είναι περισσό-

τερο δραστική. Ο πλάγιος τρόπος, η χρήση προσωπείου, η

παραπλανητική παρουσίαση αποδεικνύονται τα κυριότερα

όπλα της σάτιράς του στην αντιμετώπιση της υποκρισίας.

Το χιούμορ: Ζ. Παπαντωνίου, Ι. Κονδυλάκης

Θα εξετάσουμε τώρα ένα άλλο ζεύγος κειμένων, με το

οποίο θα μεταφερθούμε σε ένα διαφορετικό σημείο της

γκάμας του κωμικού: από την καυστική σάτιρα περνάμε

στο χιούμορ. Τα κείμενα που προτείνονται για συνεξέταση

είναι «Το παραστράτημα του προέδρου» του Ζ. Πα-

παντωνίου και Ο Πατούχας του Ι. Κονδυλάκη, από τη Β'

τάξη Γυμνασίου και Λυκείου αντιστοίχως.

Και για τα δύο κείμενα μπορεί να τεθεί ο ίδιος προ-

βληματισμός: τι είναι εκείνο που προκαλεί την κωμική

εντύπωση; Και στις δύο περιπτώσεις το κωμικό απορρέει

από την απουσία κάποιας νόρμας στις πράξεις ή στις

λέξεις του ήρωα. Στην περίπτωση του Κονδυλάκη η συ-

μπεριφορά του ήρωα είναι απροσδόκητη, και άρα κωμική,

επειδή φαίνεται να παρεκκλίνει από τη νόρμα, δηλαδή

από μια φυσιολογικά αναμενόμενη κατάσταση που είναι

σύμφωνη με τους κοινωνικούς κώδικες και τις συμβάσεις.

Ο συγγραφέας φαίνεται να αξιοποιεί ευφάνταστα το

θεματικό μοτίβο του ιδιόρρυθμου ατόμου ως πηγής του

κωμικού. Η ανοικονόμητη σωματική διάπλαση του

Πατούχα, οι αδέξιες κινήσεις του, η πρωτόγονη

ανθρωποφοβία και η ακοινώνητη συμπεριφορά του, το

ατίθασο του χαρακτήρα του, η αποστροφή για το

σχολείο, κοντολογίς όλες οι ιδιαιτερότητες του ήρωα

προσφέρουν θαυμάσιες ευκαιρίες στο συγγραφέα να

στήσει μια αυθεντικά χιουμοριστική ιστορία.

Από τα παιδιά μπορεί να ζητήσουμε να εντοπίσουν τις

πιο κωμικές κατά τη γνώμη τους στιγμές στο κείμενο και να

εξηγήσουν με ποιο τρόπο δημιουργήθηκε η κωμική

εντύπωση. Επίσης θα πρέπει να αναγνωρίσουν μερικά από

τα κλασικά τεχνάσματα παραγωγής γέλιου που χρησιμο-

ποιεί αφειδώς ο Κονδυλάκης: το έμμετρο σκωπτικό επί-

γραμμα για τη σωματική κατατομή του ήρωα, τα διάφορα

ευφυολογήματα (π.χ. εκείνα που ανταλλάσσει ο Πατούχας

με τον αντίζηλό του στο γλέντι), τα πειρακτικά καλαμπούρια

των συγχωριανών του εις βάρος της ανθρωποφοβίας του,

την υπερβολή στην περιγραφή του σχολείου («Ένα σπίτι

που πάνε κάθε μέρα τα κοπέλια κι εκ' είν' ένας καλόγερος,

που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει») κ.λπ.

Στην περίπτωση του Ζ. Παπαντωνίου η νόρμα από την

οποία παρεκκλίνει ο ήρωάς του είναι ο υβριστικός τρόπος

να απευθύνεται στους άλλους, τρόπος ο οποίος είχε

παγιωθεί ως το κύριο γνώρισμα της μορφής του. Το

παραστράτημα για το οποίο προϊδεάζει ο τίτλος είναι,

λοιπόν, η απροσδόκητη υιοθέτηση μιας ευγενικής συ-

μπεριφοράς από έναν χαρακτήρα ο οποίος ήταν ταυτι-

σμένος με την υβρεολόγια. Αξίζει να επισημανθεί καταρχάς

αυτό το παιχνίδι της κωμικής αντιστροφής σύμφωνα με το

οποίο το ελάττωμα του προέδρου, δηλαδή η συνήθειά

του να βρίζει, θεωρείται από τον ίδιο (και από τους γύρω

του) ως το κατεξοχήν προτέρημά του. Μια σειρά από

άλλα κωμικά στοιχεία προσδίδουν στο αφήγημα έναν

καθαρά χιουμοριστικό χαρακτήρα: το ζωολογικό

Page 5: Komika keimena

λεξιλόγιο με το οποίο ο δικαστής απευθύνεται στο ακρο-

ατήριό του, ο λίβελός του εναντίον της στωικής φιλοσο-

φίας, το τελικό ξέσπασμά του όταν εγκαταλείπει την ευ-

γενική συμπεριφορά και ξαναβρίσκει τον εαυτό του με

έναν ορμητικό χείμαρρο ύβρεων κ.λπ. Ωστόσο, τα πιο

κωμικά ευρήματα του κειμένου έχουν να κάνουν με την

πλάνη και με την απροσδόκητη ανατροπή. Η πλάνη πη-

γάζει από τη λανθασμένη εντύπωση του προέδρου ότι

ένας από τους άνδρες του ακροατηρίου είναι ο άγγλος

ευπατρίδης που ήρθε «για να μελετήσει τα ελληνικά δι-

καστήρια». Αλλά τα πράγματα παίρνουν καθ' οδόν εντε-

λώς διαφορετική τροπή και η αποκάλυψη της αθέλητης

απάτης δημιουργεί τέτοιο ξάφνιασμα, είναι τόσο απροσ-

δόκητη και μη αναμενόμενη, ώστε προκαλεί, εκτός από

την οργή του προέδρου, και το αυθόρμητο γέλιο του

αναγνώστη. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι

πίσω από αυτή την κωμική ιστορία της απάτης ο συγγρα-

φέας θίγει με την ειρωνεία του τη δουλοπρεπή συμπερι-

φορά της Ελλάδας απέναντι στους ξένους, την επιθυμία

της να είναι αρεστή σ' αυτούς, έστω κι αν με αυτό τον

τρόπο αλλοτριώνεται η πραγματική φυσιογνωμία της.

Μετά την ολοκλήρωση της διδασκαλίας των δύο κει-

μένων, είναι δυνατό να γίνει σύγκριση με τα χιουμορι-

στικά κείμενα του Πιτσιπίου και του Ροΐδη. Μολονότι όλα

παράγουν γέλιο, είναι προφανές ότι υπάρχουν σημαντι-

κές διαφορές μεταξύ τους. Με βάση τα όσα ανακάλυψαν

οι μαθητές κατά την επεξεργασία των κειμένων, τους ζη-

τάμε να περιγράψουν τις διαφοροποιήσεις του κωμικού

λόγου. Προβληματισμοί αυτού του είδους έχουν σκοπό

να οδηγήσουν τους μαθητές στη συνειδητοποίηση των

διαβαθμίσεων του κωμικού φάσματος. Στο ένα άκρο βρί-

σκεται η σάτιρα, στο άλλο το χιούμορ. Ενώ στη σάτιρα το

κωμικό πνεύμα εμφορείται από ένα είδος επιθετικότη-

τας, στις περιπτώσεις κειμένων όπου ο δεσπόζων τόνος

είναι το χιούμορ, επικρατεί κυρίως το ένστικτο του παι-

χνιδιού. Ο χιουμορίστας Κονδυλάκης φαίνεται να μη θυ-

μώνει με τον ήρωά του ούτε να τον εμπαίζει, αλλά να τη-

ρεί απέναντι του μια στάση κατανόησης και αποδοχής.

Ενώ η σάτιρα του Πιτσιπίου και του Ροΐδη απορρίπτει, το

χιούμορ του Κονδυλάκη αποδέχεται. Οι σατιρικοί

Πιτσιπίος και Ροΐδης δυσανασχετούν με την κατάσταση

των πραγμάτων γύρω τους, επειδή την αντιλαμβάνονται

ως παρέκκλιση από κάποιο ορθό πρότυπο ζωής. Γι' αυτό

και το κίνητρο της γραφής τους είναι η επιθυμία για

αλλαγή. Απεναντίας, το κίνητρο του χιουμορίστα είναι η

συγκατάβαση, η συμπάθεια και η συναίνεση. Όπως

αποδεικνύει η νουβέλα του Κονδυλάκη, ο χιουμορίστας

αγαπά ακόμη και τους παραλογισμούς και τις

αδυναμίες των ανθρώπων, επειδή τις θεωρεί συστατικά

της ανθρώπινης ύπαρξης6.

–––––––––––––––––––––––––– ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ 69

Η φάρσα ως ανατροπή: Γ. Σκαρίμπας

Ερχόμαστε τώρα στο τελευταίο κείμενο της παρουσία-

σης, που είναι το διήγημα «Τρεις άδειες καρέκλες» του Γ.

Σκαρίμπα7. Με το παράδοξο αυτό διήγημα οι μαθητές

μπορούν να πάρουν μια γεύση από το ανατρεπτικό χιού-

μορ του συγγραφέα και να απολαύσουν την απαράμιλλη

δεξιοτεχνία του στην κωμική και ειρωνική εκμετάλλευση

του θέματός του. Η δράση του κειμένου οργανώνεται πά-

νω σε μια φάρσα από την οποία ξεκινούν μια σειρά από

παρεξηγήσεις. Το όλο παιχνίδι έχει να κάνει με την πα-

ρουσία / απουσία, ή μάλλον με την εμφάνιση / εξαφάνιση

τριών κυριών που συνάντησε ο αφηγητής στο σαλόνι ενός

οδοντιατρείου. Στην αρχή, απαντώντας σε σχετική ερώ-

τηση του γιατρού και προφανώς για να κάνει πλάκα μαζί

του, υποκρίνεται ότι δεν είδε ποτέ τις τρεις κυρίες· σε λί-

γο, όμως, η φάρσα επιστρέφει στον ίδιο και οι όροι του

παιχνιδιού αντιστρέφονται: ένας φίλος του διαβεβαιώνει

τον αφηγητή ότι οι τρεις κυρίες πραγματικά δεν υπήρξαν,

γεγονός που προκαλεί στον τελευταίο μεγάλη διανοητική

σύγχυση. Η ιστορία, έτσι, μετεωρίζεται μεταξύ πραγματι-

κού και φανταστικού, αφήνοντας τον αναγνώστη μέχρι

τέλους σε πλήρη αμηχανία και αμφιβολία για το πραγμα-

τικό γεγονός, για το αν πράγματι οι τρεις άδειες καρέκλες

του τίτλου ήταν ποτέ κατειλημμένες ή όχι.

Οι μαθητές θα πρέπει να επισημάνουν:

• Τη δομή της φάρσας και τα θεατρικά της τεχνάσματα

(χωρισμός σε σκηνές και σε εικόνες).

• Την απροσδόκητη εξέλιξη της φάρσας κατά την οποία

ο φαρσέρ μεταβάλλεται καθ' οδόν από θύτης σε θύμα.

• Την υπονόμευση της πραγματικότητας από το φαντα-

στικό και της αλήθειας από το ψεύδος.

• Τα άφθονα χιουμοριστικά στοιχεία με τα οποία παρου-

σιάζονται οι κινήσεις, το ύφος και η συμπεριφορά των

προσώπων (π.χ. το ευτράπελο όνομα κ. Πετάμενος, το

παρωνύμιο «μπουλντόκ» για τον ήρωα κ.ά.).

• Το πλήθος των απίθανων πληροφοριών που περιλαμ-

βάνονται στην αφήγηση (π.χ. η εξωφρενική εκδοχή ότι

το ναυάγιο του Τιτανικού οφείλεται στο γεγονός ότι

το πλοίο προσέκρουσε σε τεράστια θαλάσσια χελώνα).

• Τη διακωμώδηση των κοινωνικών συμβάσεων, των

αστικών καλών τρόπων και των καθιερωμένων αξιών

(π.χ. οι τρεις αιγυπτιώτισσες αδελφές που ανταλλάσ-

σουν κοινοτοπίες με τον ήρωα - αφηγητή στον προθά-

λαμο του οδοντιατρείου).

• Την ιδιωματική γλώσσα του συγγραφέα και τα κυριό-

τερα χαρακτηριστικά της: τα συντακτικά και γραμματι-

κά σαρδάμ (π.χ. η έκφραση «ερρίφθω ο κύβος», η με-

τοχή «στρέφοντας»), την αντιμετάθεση των όρων της

πρότασης (π.χ. «δεν –πια– χρειάζονται οι πολυπληθείς

ειδικοί»), τις παράδοξες συζεύξεις λέξεων κ.λπ., κο-

Page 6: Komika keimena

70 ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ––––––––––––––––––––––––––

ντολογίς, ολόκληρο το πλήθος των γραμματικά ανορ-

θόδοξων τύπων που στοιχειοθετούν το ειρωνικό ιδιό-

λεκτο του Σκαρίμπα προκαλώντας τον αιφνιδιασμό και

το γέλιο του αναγνώστη.

Με την αναγνώριση αυτών των στοιχείων οι μαθητές

ανακαλύπτουν έναν πρωτεϊκό κόσμο, ολότελα διαφορε-

τικό από εκείνον που είχαν συναντήσει στα άλλα κείμε-

να. Με τη σάτιρα ο Σκαρίμπας δεν διστάζει να βάλει στο

στόχαστρό του την κοινή λογική και να θέσει εν αμφιβό-

λω ακόμη και την ίδια την εμπειρία του πραγματικού. Η

σάτιρά του, γεμάτη από έντονες αλλαγές, εναλλαγές και

φενάκες, απεικονίζει τη ζωή έξω από τη συνηθισμένη και

κανονισμένη της σειρά.

Αλλά εδώ τίθεται ένα σημαντικό ερώτημα. Είναι εύκολο

για τα παιδιά να δεχτούν έναν τόσο ρευστό και αμφιλεγό-

μενο κόσμο; Οι γνωστικές προσλαμβάνουσες της ηλικίας

ωθούν κατά κανόνα τους μαθητές να αναζητούν μια ξε-

κάθαρη και αποφασιστική λύση τόσο στα προβλήματα της

καθημερινής τους ζωής γενικά, όσο και στις λογοτεχνικές

αναγνώσεις τους ειδικότερα. Αναμφίβολα, η αξίωση αυτή

για οριστική απάντηση δεν είναι μόνο αίτημα της συγκε-

κριμένης ηλικίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι προσεγγί-

ζουν τη λογοτεχνία στη βάση ενός πολύ συγκεκριμένου

και εν πολλοίς συντηρητικού συστήματος αναγνωστικών

προσδοκιών. Η βασική αρχή αυτού του συστήματος είναι

ότι τα λογοτεχνικά κείμενα πρέπει να αναπτύσσουν μια

ιστορία σύμφωνα με τις κλασικές συμβάσεις (αρχή - μέση

- τέλος) και να διαθέτουν οπωσδήποτε ένα συγκεκριμένο

νόημα. Ωστόσο, το κείμενο του Σκαρίμπα δεν επιτρέπει

τόσο εύκολα την εξόρυξη κάποιου νοήματος. Όπως έχει

παρατηρηθεί, «από αυτό το συγκεκριμένο διήγημα [...], η

βαρύτητα ή σοβαροφάνεια ενός μηνύματος απουσιάζει

[...]. Το μήνυμα του Σκαρίμπα στο συγκεκριμένο πεζογρά-

φημα είναι η έλλειψη σοβαροφανούς εκπομπής μηνυμά-

των. Έχουμε μια επιστροφή σε μια πρωταρχική λειτουργία

της λογοτεχνίας που είναι η απόλαυση της ανάγνωσης, η

χαρούμενη πλάκα και το παιχνίδισμα»8. Χρησιμοποιώντας

τη σύγχρονη ορολογία, θα λέγαμε ότι πρόκειται για κεί-

μενο ανοιχτό, το οποίο μετατοπίζει ανεπαίσθητα αλλά

σταθερά το ενδιαφέρον της ανάγνωσης από το περιεχό-

μενο στην ίδια τη διαδικασία της συγγραφής του. Από αυ-

τή την άποψη, το κείμενο του Σκαρίμπα προϋποθέτει εκ

μέρους του αναγνώστη έναν αρκετά υψηλό βαθμό ανο-

χής στην ασάφεια και την αμφιβολία. Προϋποθέτει, δηλα-

δή, έναν αναγνώστη που έχει μάθει να χρησιμοποιεί ανα-

γνωστικές στρατηγικές ανοιχτές σε πολλαπλά νοήματα

και να διαβάζει ένα κείμενο χωρίς να το περιορίζει σε ένα

και μοναδικό νόημα.

Αν πράγματι ισχύουν τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να

υποστηρίξουμε ότι ένας από τους επιμέρους στόχους της

διδασκαλίας του κειμένου του Σκαρίμπα, και σίγουρα όχι

από τους λιγότερο σημαντικούς, είναι να διευρύνει το ρε-

περτόριο των συμβάσεων με τις οποίες οι μαθητές

νοηματοδοτούν τα κείμενα. Πεζογραφήματα σαν αυτά

του Σκαρίμπα βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν και να

εμπλουτίσουν τις προσδοκίες τους σχετικά με την ανά-

γνωση, έτσι ώστε στις αναγνωστικές παραδοχές τους να

συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι συμβάσεις του ρεαλι-

σμού αλλά και εκείνες οι οποίες έχουν σχέση με το παρά-

λογο, το φανταστικό, την αμφισημία και το διφορούμενο9.

Θα κλείσω την εισήγησή μου με ένα γενικό σχόλιο. Η

παραπάνω περιδιάβαση στα λογοτεχνικά κείμενα επιβε-

βαιώνει, νομίζω, την ποικιλία του κωμικού και την πολυ-

μορφία των λειτουργιών του. Όλα αυτά τα κείμενα προ-

ϋποθέτουν χιούμορ, με το οποίο ενίοτε αναμειγνύεται

και η κριτική διάθεση. Βασικό στοιχείο τους είναι η υπο-

νόμευση αφενός και αφετέρου η ανατροπή του περιεχο-

μένου ή της ίδιας της δομής του κειμένου. Επιπλέον, μέ-

σα από μια τέτοια περιήγηση οι μαθητές καλούνται να

συνειδητοποιήσουν ότι η κωμική εντύπωση δημιουργεί-

ται πάντοτε μέσα από συγκεκριμένες τεχνικές που χρη-

σιμοποιεί ο συγγραφέας.

Οπωσδήποτε, η διδασκαλία θα εκπλήρωνε το στόχο

της αν οι μαθητές έπαιρναν αφόρμηση από αυτά τα κεί-

μενα και έψαχναν να βρουν και να διαβάσουν περισσό-

τερα ευθυμογραφικά και χιουμοριστικά βιβλία, εξοπλι-

σμένοι πλέον με κάποια γνώση σχετικά με το μηχανισμό

παραγωγής του κωμικού.

ΣΗΜ Ε Ι Ω ΣΕ Ι Σ 1. Μια πρώτη μορφή του κειμένου παρουσιάστηκε ως εισήγηση στην Καρδί-

τσα στις 19 Σεπτεμβρίου 2003, στο πλαίσιο διημερίδας για τη διδασκαλία

των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, που διοργάνω-

σε ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Ν. Καρδίτσας.

2. Βλ. Λίνα Κουντουρά, «Χιούμορ και λογοτεχνία», στον τόμο Β.

Αποστολίδου - Β. Καπλάνη - Ε. Χοντολίδου (επιμ.), Διαβάζοντας

λογοτεχνία στο σχολείο. Μια νέα πρόταση διδασκαλίας, εκδ. «Τυπωθήτω -

Γιώργος Δαρδανός», Αθήνα 2000, σσ. 215-23· επίσης Αγγέλα

Καστρινάκη, «Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Πότερ! (Για τη

λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση)», Αντί, τχ. 784, 21 Μαρτίου

2003, σ. 64-6.

3. Ο παραπάνω κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός και ενδεχομένως θα μπο-

ρούσε να διευρυνθεί με μερικά ακόμη κείμενα από το διδάσκοντα (π.χ. με

τα αποσπάσματα από τον Αρχοντοχωριάτη ή με το δεύτερο χρονογράφη-

μα του Ροΐδη με τίτλο «Αθηναϊκοί περίπατοι» – αμφότερα από το ανθο-

λόγιο της Α' Λυκείου· αποσπάσματα από το Δον Κιχώτη ανθολογούνται

επίσης σε δύο τάξεις, στη Β' Γυμνασίου και στην Α' Λυκείου, και μπορούν

να αξιοποιηθούν για τον ίδιο σκοπό).

4. Χρήσιμα θεωρητικά στοιχεία μπορεί να βρει ο καθηγητής και στα λήμματα

«Σάτιρα», «Ειρωνεία», «Παρωδία» του βιβλίου αναφοράς Λεξικό λογο-

τεχνικών όρων (ΟΕΔΒ, Αθήνα 1999).

5. Για τον Ι. Πιτσιπίο, βλ. Νάσος Βαγενάς, «Ο πίθηκος Ξουθ», στον τόμο Η

ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, εκδ.

«Στιγμή», Αθήνα 1998, σσ. 199-225· επίσης Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Ιάκω-

βος Γ. Πιτζιπίος: οι μεταμορφώσεις της αρετής και της πεζογραφίας του»,

εισαγωγή στον τόμο Ιάκωβος Γ. Πιτζιπίος, Η Ορφανή της Χίου ή ο θρίαμ-

Page 7: Komika keimena

––––––––––––––––––––––––––––––– ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ 71

βος της αρετής και Ο πίθηκος Ξουθ ή τα ήθη του αιώνος, Ίδρυμα Κώστα

και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1995, σσ. 9-86. 6. Για τη σχέση σάτιρας και χιούμορ γενικά, βλ. Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική

της ανατροπής: Σάτιρα, Ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ, εκδ. «Νεφέλη»,

Αθήνα 2002, σ. 243.

7. Το διήγημα περιέχεται τώρα στη συλλογή του Γ. Σκαρίμπα Τρεις άδειες

καρέκλες, επιμέλεια Κατερίνα Κωστίου, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1998.

8. Σάββας Παύλου, «Η πεζογραφία του κ. Σκαρίμπα. "Τρεις άδειες καρέκλες"»,

Ένωσις [Λευκωσίας], 4-5 (Μάιος 1991)· τώρα στον τόμο Για τον Σκαρίμπα,

επιμέλεια Κατερίνα Κωστίου, Αιγαίον, Λευκωσία 1994, σ. 224-35· βλ. επίσης

Γιώργος Παγανός, «Τρεις άδειες καρέκλες», στον τόμο Η νεοελληνική πε-

ζογραφία. Θεωρία και πράξη, τ. Β', εκδ. «Κώδικας», Αθήνα 1993, σσ.

204-12. Το κείμενο ανθολογείται και στον τόμο Για τον Σκαρίμπα, ό.π., σσ.

238-45.

9. Για το ρεπερτόριο των συμβάσεων μέσω των οποίων οι αναγνώστες

νοηματοδοτούν τα κείμενα, βλ. το κείμενο των Kathleen McCormick – Gary F.

Waller, «Κείμενο, αναγνώστης, ιδεολογία. Η αλληλεπιδραστική φύση της

αναγνωστικής κατάστασης», στον τόμο Όψεις της ανάγνωσης, εισαγωγή -

επιμέλεια Μαίρη Λεοντσίνη, εκδ. «Νήσος», Αθήνα 2000, σσ. 239-65.

Ε Ν Δ Ε Ι Κ Τ Ι Κ Η Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Θ ΕΩ ΡΙΕΣ ΤΟ Υ Κ ΩΜ ΙΚ Ο Υ

Κανατσούλη, Μένη, Ο μεγάλος περίπατος του γέλιου. Το αστείο στην παιδική

λογοτεχνία, έκφραση, Αθήνα 1993. Μια ανάλυση των όψεων του κωμικού στοιχείου σε κείμενα της παιδικής λογοτεχνίας.

Κωστίου, Κατερίνα, Η ποιητική της ανατροπής: Σάτιρα, ειρωνεία, παρωδία,

χιούμορ, Νεφέλη, Αθήνα 2002. Μια συστηματική διερεύνηση των

σχέσεων ανάμεσα σε ειρωνεία, σάτιρα, χιούμορ και παρωδία, με πλούσια παραδείγματα από την ελληνική λογοτεχνία.

Παπανούτσος, Ε. Π., Αισθητική, Ίκαρος, Αθήνα 1976. Σε ένα τμήμα του

βιβλίου (σ. 292-303) αναλύεται φιλοσοφικά το κωμικό ως αισθητική κατηγορία, μαζί με τις κατηγορίες του υπέροχου, του χαριτωμένου και του τραγικού.

Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη,

Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1979. Πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις για τη σχέση σάτιρας και πολιτικής σε μια πλειάδα συγγραφέων από τον Σολωμό μέχρι τον Σεφέρη.

Διαβάζω 124, 31/7/1985 (αφιέρωμα στο χιούμορ).

Baudelaire, Charles, Περί της ουσίας του γέλιου και γενικά περί του κωμικού

στις καλές τέχνες, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, Άγρα, Αθήνα 2000. Διερεύνηση της φύσης του γέλιου και μαζί σχεδίασμα μιας

θεωρίας για το κωμικό – γραμμένα στα 1855. Bergson, Henri, Το γέλιο, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης, Νέα Βιβλιοθήκη Φέξη,

Αθήνα 1965. Νεότερη έκδοση: Το γέλιο, μτφρ. Βασίλης Τομανάς,

Αθήνα, Εξάντας 1998. Η κλασική ανάλυση της φύσης του γέλιου που σημάδεψε τις θεωρίες του κωμικού στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.

Davis, Jessica Milner, Φάρσα, μτφρ. Ι. Ράλλη – Κ. Χατζηδήμου, Ερμής <Η

γλώσσα της κριτικής, 28>, Αθήνα 1984. Μια διεξοδική διερεύνηση του λογοτεχνικού είδους της φάρσας και της διαχρονικής χρήσης του όρου αυτού στη θεατρική κριτική.

Frye, Northrop, Η ανατομία της κριτικής, μτφρ. Μαριζέτα Γεωργουλέα,

εισαγωγή Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Gutenberg, Αθήνα 1996. Μια πρωτότυπη θεώρηση της σχέσης ανάμεσα σε κωμωδία, τραγωδία, ειρωνεία και σάτιρα.

Jankélévitch, Vladimir, Η ειρωνεία, μτφρ. Μιχάλης Καραχάλιος, Πλέθρον,

Αθήνα 1997. Μια κλασική φιλοσοφική προσέγγιση της έννοιας της ειρωνείας.

Muecke, D. C., Ειρωνεία, μτφρ. Κ. Πύρζας, Ερμής <Η γλώσσα της κριτικής,

10>, Αθήνα 1974. Pollard, Arthur, Σάτιρα, μτφρ. Θ. Παπαμάργαρης, Ερμής <Η γλώσσα της

κριτικής, 5>, Αθήνα 2000. Μια πολύ χρήσιμη παρουσίαση των βασικών παραμέτρων της σάτιρας – από τους στόχους και τη θεματολογία μέχρι τους τρόπους και τα μέσα.

* Ο Ηλίας Γιούρης, δ.φ., είναι φιλόλογος, αποσπασμένος στο Π.Ι.