302
κλοτσοσκούφι 907 κλωστοβιομηχανία 'δώσε έναν «·· ΦΡ. τού κλότσου και τού μπάτσου (ως χαρακτηρισμός) για κάποιον τον οποίο κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν, τον π ε ριφρονούν, του φέρονται βάναυσα. [ΕΤΥΜ. μεσν. < μεσν. λατ. calcio «λάκτισμα, φτέρνα» (ίσως μέσω τ. *colcio) < λατ. calx, -eis «φτέρνα». Η γρ. μ ε -ω- (κλωτσιά, κλωτσώ κ.ο.κ.) δεν έχει ετυμολ. βάση]. κλοτσοσκούφι (το) {χωρ. γεν.} 1. (παλαιότ.) παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν με το κλότσημα σκούφου 2. (μτφ.) το περιφρονημένο πρό- σωπο, που του φέρονται βάναυσα: δεν του έδιναν καμιά σημασία, τον είχαν για ~ 3. (μειωτ.) (α) το ποδόσφαιρο: άλλη δουλειά δεν έχω, με το ~ θα ασχολούμαι τώρα; (β) το κακής ποιότητας ποδόσφαιρο: αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, είναι ~. κλοτσώ (κ. -άω) ρ. μετβ. κ. αμετβ. [μεσν.] {κλοτσάς... | κλότσ-ησα, -ιέ- μαι, -ήθηκα, -ημένος} ♦ (μετβ.) 1. δίνω κλοτσιά (σε πρόσωπο ή πράγ- μα): ~ τη μπάλα || το άλογο κλότσησε τον ιπποκόμο || από τα νεύρα του κλότσησε την πόρτα 2. (μτφ.) δείχνω περιφρόνηση σε (κάποιον/ κάτι): του βρέθηκε τέτοια καλή τύχη και την κλότσησε ΣΥΝ. αποδιώ- χνω ♦ (αμετβ.) 3. (μτφ.) προβάλλω αντίσταση ή εκφράζω αντιρρήσεις ή δισταγμούς (για κάτι): προσπαθούμε να τον πείσουμε, αλλά ακόμη κλοτσάει || ήταν έτοιμος να υπογράψει, αλλά στο τέλος κλότσησε 4. (για έμβρυα) μετακινούμαι, κάνω κινήσεις μέσα στη μήτρα: έβαλε το χέρι πάνω στην κοιλιά τής εγκύου και ένιωσε το μωρό να κλοτσάει 5. (για όπλα) τινάζομαι προς τα πίσω λόγω τής εκπυρσοκρότησης: η καραμπίνα κλότσησε στον ώμο του || κράτα σταθερά και δυνατά το ό- πλο, γιατί κλοτσάει (βλ. κ. λ. κλότσος, ΕΤΥΜ.). κλου (το) {άκλ.} το πιο ενδιαφέρον και εντυπωσιακό σημείο: το ~ τής ιστορίας || το ~ τής βραδιάς ήταν ένα υπερθέαμα με ακροβάτες και χορευτικά νούμερα. [ΕΤΥΜ. < γαλλ. clou < λατ. clavus «καρφί»]. κλούβα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} 1. το μεγάλου μεγέθους κλουβί 2. το ει- δικό αστυνομικό λεωφορείο, με το οποίο μ ε ταφέρονται οι κρατούμενοι ή χρησιμοποι ε ίται για τη μετακίνηση των ανδρών των Μ.Α.Τ. ή τής αστυνομίας: στα επεισόδια έφτασαν τέσσερεις ~ || τους μάζεψε η ~ (τους^ συνέλαβαν) 3. (μτφ.) η φυλακή. κλουβί (το) {κλουβ-ιού | -ιών} 1. κατασκευή σε σχήμα κουτιού από σύρμα ή λεπτές ράβδους, μέσα στην οποία κλείνονται πουλιά ή ζώα: καναρίνι στο ~ || τα ~ των ζώων τού τσίρκου | τού ζωολογικού κήπου- ΦΡ. σαν Θηρίο στο κλουβί ως χαρακτηρισμός για κάποιον που αι- σθάνεται περιορισμένος σε έναν χώρο και αντιδρά γι' αυτό έντονα 2. (μτφ.) ο στενός χώρος, το πολύ μικρό δωμάτιο: πώς να μείνουν τρεις άνθρωποι σ' αυτό το ~; — (υποκ.) κλουβάκι (το). [ΙΤΥΜ < μτγν. κλουβίονκ κλωβίον, υποκ. τού κλωβός (βλ.λ.)]. κλου βιάζω ρ. αμετβ. {κλούβιασ-α, -μένος} 1. (για αβγά) γίνομαι κλούβιος (βλ.λ.) 2. (μτφ.) γίνομαι χαζός, αποβλακώνομαι. — κλού- βιασμα (το). κλούβιος, -ια, -ιο 1. (για αβγά) χαλασμένος, μπαγιάτικος 2. (μτφ.) ανόητος: έχει μυαλό είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως. [ΕΤΥΜ. < κλουβί, με τη σημ. «κοτέτσι», που είναι ήδη μεσν.]. κλοφέν (το) {άκλ.} εξαιρετικά τοξική χημική ουσία, σε υγρή μορφή. [ΕΤΥΜ. Συντετμ. τ. τού αγγλ. χημ. όρου poly(chlo)rinated bi(phen)yl «πολυχλωρινωμένο διφαινύλιο», το οποίο απαντά συντομογραφικά και ως PCB]. κ.λπ. κ. (εσφαλμ.) κ.λ.π. και λοιπά. κλύδων (ο) {κλύδ-ωνος, -ωνα | -ωνες, -ώνων} (λόγ.) 1. ΝΑΥΤ. η μεγάλη φουρτούνα, η θαλασσοταραχή ΣΥΝ. σάλος 2. (μτφ.) η κατάσταση με- γάλης αναταραχής στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα. [ΕΤΥΜ. αρχ., βλ. λ. κλυδωνίζομαι]. κλυδωνίζομαι ρ. αμετβ. αποθ. {κλυδωνίσ-τηκα (λόγ. -θηκα), -μένος} 1. (για πλοίο) ταρακουνιέμαι από τη θαλασσοταραχή: το πλοίο κλυ- δωνιζόταν επικίνδυνα 2. (κατ' επέκτ.) ταλαιπωρούμαι από τη φουρ- νούνα 3. (μτφ.) βρίσκομαι σε κατάσταση αστάθειας και αναταραχής: η οικογένεια τους κλυδωνιζόταν από τις ξαφνικές συμφορές || η οι- κονομία μας κλυδωνίζεται από τις απεργίες. — κλυδωνισμός (ο) [μτγν.]. ΣΧΟΛΙΟ λ. αποθετικός. [ΕΤΥΜ. μτγν. < αρχ. κλύδων, -ωνος «κύμα, θαλασσοταραχή» < I.E. *klu-d-, παρεκτεταμένη μορφή τής μηδενισμ. βαθμ. *klu- τού I.E. θ. *kleu- «πλένω, καθαρίζω», πβ. λατ. cluo, cloaca «υπόνομος», γοτθ. hlütrs «καθαρός», γερμ. lauter, ουαλ. dir κ.ά. Ομόρρ. αρχ. κλύζω «πλέ- νω, καθαρίζω (με νερό)» (< *κλύδ-]ώ), κλύσ-μα, κατα-κλυσμός κ.ά.]. κλύσμα (το) {κλύσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το υγρό που εισάγεται με ειδική συσκευή σε σωματική κοιλότητα για τον καθαρισμό της 2. (συνεκδ.) ο καθαρισμός σωματικής κοιλότητας, κυρ. των εντέρων, με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή: κάνω ~ || καθαρτικό ~. ΣΧΟΛΙΟ λ. ένεση. [ΕΤΥΜ. αρχ. < κλύζω «πλένω, καθαρίζω (με νερό)» < *κλύδ-jω < κλύ- δων «κύμα, θαλασσοταραχή», βλ. κ. κλυδωνίζομαι]. κλυστήρας (ο) ΙΑΤΡ. ειδική συσκευή, η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος και χρησιμοποιείται για την έγχυση υγρού (κλύσματος) σε κοιλότητα τού σώματος για τον καθαρισμό της. Επίσης (λαϊκ.) κλυ- στήρι (το). [ΕΤΥΜ < αρχ,- κλυστήρ, -ήρος < κλύζω, βλ. κ. κλύσμα]. Κλυταιμ(ν)ηστρα (η) ΜΥΘΟΛ. η σύζυγος τού Αγαμέμνονα, τον οποίο σκότωσε μετά την επιστροφή του από τον Τρωικό Πόλεμο με συνεργό της τον εραστή της Αίγισθο· αργότερα τη δολοφόνησε ο γυιος της Ορέστης, εκδικούμενος τον φόνο τού πατέρα του. [ΕΤΥΜ. < αρχ. Κλυταιμήστρα < κλυτός «ακουστός, φημισμένος» + -μήστρα, θηλ. τού ουσ. μήστωρ «σύμβουλος, εμπνευστής» (< ρ. μήδο-μαι «σκέφτομαι, προετοιμάζω»)]. κλωβός (ο) (λόγ.) το κλουβί. [ΕΤΥΜ μτγν., δάνειο σημιτ. προελ., πβ. εβρ. keluv «καλάθι, κλουβί», συρ. kelub «κλουβί πουλιού»]. κλώζω ρ. αμετβ. {έκλωσα} (λόγ.-για κότες) κακαρίζω. [ΕΤΥΜ. αρχ., ονοματοποιημένη λ., βλ. κ. κρώζω]. κλωθογυρίζω ρ. αμετβ. κ. μετβ. [μεσν.] {κλωθογύρισ-α, -μένος} ♦ (αμετβ.) 1. περιστρέφω (μαλλί, βαμβάκι κ.λπ.), για να κάνω νήμα 2. (μτφ.) κάνω συνέχεια κύκλους, στριφογυρίζω ♦ 3. (μετβ.) γυρίζω γύ- ρω από (κάποιον/κάτι): τον κλωθογύριζε, για να του μιλήσει- ΦΡ. τα κΛωθονυρίζω προσπαθώ να αποφύγω τη συζήτηση, αντιδρώ με υπεκ- φυγές, δεν παίρνω σαφή θέση. — κλωθονύρισμα (το). Κλωθώ (η) {-ώς κ. -ούς} ΜΥΘΟΛ. μία από τις Μοίρες. [ΕΤΥΜ. αρχ. < κλώθω (βλ.λ.)]. κλώθω ρ. μετβ. {έκλωσα, κλώσ-τηκα, -μένος} φτειάχνω νήμα από μαλλί ή βαμβάκι, περιστρέφοντας τα με ειδικά σύνεργα ΣΥΝ. γνέθω· ΦΡ. (α) (μτφ.) τα κλώθω υπεκφεύγω τη συζήτηση (β) κλώθω στον νου μου κάτι με απασχολεί έντονα και το σκέφτομαι συνέχεια. — κλώ- σιμο (το) κ. κλώση (η) [μτγν.]. ΣΧΟΛΙΟ λ. πλάθω. [ΕΤΥΜ αρχ., αβεβ. ετύμου, ίσως συνδ. με τη λ. κάλαθος, πράγμα που, ωστόσο, προϋποθέτει ασυνήθιστη (αν και όχι αμάρτυρη) μεταπτωτι-κή μεταβολή]. κλωνάρι (το) {κλωναρ-ιού | -ιών} ο μικρός και τρυφερός βλαστός: ~ ελιάς. — (υποκ.) κλωναράκι (το) [μεσν.]. [ΕΤΥΜ < μτγν. κλωνάριον, υποκ. τού αρχ. κλών (βλ. κ. κλώνος)]. κλωνί (το) {κλων-ιού | -ιών} (λογοτ.) 1. το κλαδί, το κλωνάρι (συνήθ. το ανθισμένο) 2. η κλωστή ή το νήμα που χρησιμοποιείται για ράψι- μο. Επίσης κλωνιά (η) (σημ. 2) [μεσν.]. [ΕΤΥΜ. < μτγν. κλωνίον, υποκ. τού αρχ. κλών (βλ. κ. κλώνος)]. κλωνοποίηση (η) {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} ΒΙΟΛ. τεχνική με την οποία είναι δυνατόν να αναπαραχθούν γενετικά όμοιοι οργανι- σμοί προς έναν αρχικό (ζώο ή φυτό) με παρέμβαση στη γενετική δο- μή ενός κυττάρου του (ωαρίου)· εφαρμόζεται ήδη (επιτυχώς) στα ζώα, όχι όμως και στον άνθρωπο, επειδή γεννά ηθικά και κοινωνικά προβλήματα σχετικά με τον κίνδυνο γενετικής ομοιομορφίας και επέμβασης στη δημιουργία ορισμένου τύπου ανθρώπων. Επίσης κλω- νισμός (ο). [ΕΤΥΜ. Απόδ. τού ελληνογενούς αγγλ. cloning]. κλωνοποιώ ρ. μετβ. {κλωνοποιείς... | κλωνοποί-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος} διενεργώ κλωνοποίηση: ~ πρόβατο | φυτό. κλώνος (ο) 1. το κλαδί (συνήθ. μεγάλο) 2. ΒΙΟΛ. ο πληθυσμός γενετι- κά ταυτόσημων οργανισμών ή κυττάρων, που προήλθε από ένα μόνο άτομο. [ΕΤΥΜ. < μεσν. κλώνος, μεγεθ. τού μτγν. κλωνίον, υποκ. τού αρχ. κλών, -νός < *κλα-ών < *ql-, συνεσταλμ. βαθμ. τού I.E. *qel(a)-« σπάζω, χτυπώ», πβ. αρχ. σλαβ. klati «χωρίζω», λατ. clades «κατα- στροφή» κ.ά. Ομόρρ. αρχ. κλώ (-άω) «σπάζω, χτυπώ», κλά-σις (-η), κλάσ-μα, κλή-ρος, κλή-μα κ.ά.]. -κλώνος, -η, -ο β' συνθετικό για τον σχηματισμό λέξεων που δηλώ- νουν: 1. συγκεκριμένο αριθμό κλώνων: μονόκλωνο φυτό 2. συγκεκρι- μένο αριθμό κλωστών: τρίκλωνο νήμα. [ΕΤΥΜ. Β' συνθ. τής Μτγν. και Ν. Ελληνικής (πβ. μτγν. μονό-κλωνος, τρί-κλωνος), το οποίο προέρχεται από το αρχ. κλών, -νός (βλ. λ. κλώ- νος)]. κλωσά (η) κλώσσα κλώση (η) κλώθω κλώσιμο (το) → κλώθω κλώσμα (το) {κλώσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. το νήμα που προέρχεται από γνέσιμο 2. (μτφ.) το στριφογύρισμα, η στροφή, το απότομο γύρι- σμα: ~ ποταμού. [ΕΤΥΜ. < μτγν. κλώσμα < αρχ. κλώθω]. κλώσσα (η) {κλωσσών} 1. η κότα που κλωσσά τα αβγά της 2. (μτφ.- μειωτ.) φλύαρη γυναίκα: γριά ~! [ΕΤΥΜ. < μτγν. κλώσσω (υποχωρητ.). Βλ. λ. κλωσσώ]. κλωσσοπούλι (το) {κλωσσοπουλ-ιού | -ιών} το μικρό πουλάκι που γεννά η κότα: μάζεψε δίπλα της τα παιδιά της, όπως η κλώσσα τα ~. Επίσης κλωσσόπουλο. κλωσσώ ρ. μετβ. {κλωσσάς... | κλώσσ-ησα, -ιέμαι, -ήθηκα, -ημένος} (για πτηνά, κότες) κάθομαι πάνω στα αβγά μου, ζεσταίνοντας τα, ωσότου εκκολαφθούν τα νεογνά: οι κότες κλωσσούν τα αβγά. κλώσσημα (το). [ΕΤΥΜ. < μτγν. κλώσσω «κακαρίζω» < αρχ. κλώζω (βλ.λ.)]. κλωστή (η) 1. το νήμα, σύνολο λεπτών ινών από φυσικό (βαμβάκι, μαλλί) ή τεχνητό (νάιλον) υλικό, που χρησιμοποιείται για την κατα- σκευή υφασμάτων ή σχοινιών: ~ για ράψιμο || χρωματιστή | μεταξωτή | βαμβακερή - || στερέωσε καλά το κουμπί με διπλή ~ || έφυγε μια ~ απ' το στρίφωμα || πολλά παραμύθια άρχιζαν με τη στερεότυπη φράση «κόκκινη ~ δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινίσει»- ΦΡ. κρέμομαι από μία κλωστή βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση: η υγεία του | η ζωή του κρέμεται από μία κλωστή ΣΥΝ. είμαι στο χείλος τού γκρεμού 2. (στα φασολάκια) η λεπτή απόφυση στις άκρες των φασολιών, που μοιάζει με λεπτό νήμα. — (υποκ.) κλωστούλα κ. κλωστίτσα (η). [ΕΤΥΜ. ^ιεσν., θηλ. (ως ουσ.) τού μτγν. επιθ. κλωστός < αρχ. κλώθω]. κλωστήριο (το) [1838] {κλωστηρί-ου | -ων) το εργοστάσιο ή το εργα- στήριο, στο οποίο κατασκευάζονται κλωστές. κλώστης (ο) [μεσν.] {κλωστών}, κλώστρια (η) {κλωστριών} (σημ. 1) 1. ο εργάτης που φτειάχνει νήματα σε κλωστήριο 2. εργαλείο τής κλωστοϋφαντουργίας. Επίσης (λαϊκ.) κλώστρα (η) [μεσν.] {κλω- στρών} (σημ. 1). κλωστικός, -ή, -ό [1851] αυτός που σχετίζεται με το κλώσιμο ή τον κλώστη: ~ μηχανή. κλωστοβιομηχανία (η) {κλωστοβιομηχανιών} η βιομηχανία που κα-

κλοτσοσκούφι 907 κλωστοβιοµηχανία - E-ΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ · 2018-05-22 · κλοτσοσκούφι 907 κλωστοβιοµηχανία ΦΡ'δώσε

  • Upload
    others

  • View
    6

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • κλοτσοσκούφι 907 κλωστοβιοµηχανία

    'δώσε έναν «·· ΦΡ. τού κλότσου και τού µπάτσου (ως χαρακτηρισµός) για κάποιον τον οποίο κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν, τον περιφρονούν, του φέρονται βάναυσα. [ΕΤΥΜ. µεσν. < µεσν. λατ. calcio «λάκτισµα, φτέρνα» (ίσως µέσω τ. *colcio) < λατ. calx, -eis «φτέρνα». Η γρ. µε -ω- (κλωτσιά, κλωτσώ κ.ο.κ.) δεν έχει ετυµολ. βάση].

    κλοτσοσκούφι (το) {χωρ. γεν.} 1. (παλαιότ.) παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν µε το κλότσηµα σκούφου 2. (µτφ.) το περιφρονηµένο πρό-σωπο, που του φέρονται βάναυσα: δεν του έδιναν καµιά σηµασία, τον είχαν για ~ 3. (µειωτ.) (α) το ποδόσφαιρο: άλλη δουλειά δεν έχω, µε το ~ θα ασχολούµαι τώρα; (β) το κακής ποιότητας ποδόσφαιρο: αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, είναι ~.

    κλοτσώ (κ. -άω) ρ. µετβ. κ. αµετβ. [µεσν.] {κλοτσάς... | κλότσ-ησα, -ιέ-µαι, -ήθηκα, -ηµένος} ♦ (µετβ.) 1. δίνω κλοτσιά (σε πρόσωπο ή πράγ-µα): ~ τη µπάλα || το άλογο κλότσησε τον ιπποκόµο || από τα νεύρα του κλότσησε την πόρτα 2. (µτφ.) δείχνω περιφρόνηση σε (κάποιον/ κάτι): του βρέθηκε τέτοια καλή τύχη και την κλότσησε ΣΥΝ. αποδιώ-χνω ♦ (αµετβ.) 3. (µτφ.) προβάλλω αντίσταση ή εκφράζω αντιρρήσεις ή δισταγµούς (για κάτι): προσπαθούµε να τον πείσουµε, αλλά ακόµη κλοτσάει || ήταν έτοιµος να υπογράψει, αλλά στο τέλος κλότσησε 4. (για έµβρυα) µετακινούµαι, κάνω κινήσεις µέσα στη µήτρα: έβαλε το χέρι πάνω στην κοιλιά τής εγκύου και ένιωσε το µωρό να κλοτσάει 5. (για όπλα) τινάζοµαι προς τα πίσω λόγω τής εκπυρσοκρότησης: η καραµπίνα κλότσησε στον ώµο του || κράτα σταθερά και δυνατά το ό-πλο, γιατί κλοτσάει (βλ. κ. λ. κλότσος, ΕΤΥΜ.).

    κλου (το) {άκλ.} το πιο ενδιαφέρον και εντυπωσιακό σηµείο: το ~ τής ιστορίας || το ~ τής βραδιάς ήταν ένα υπερθέαµα µε ακροβάτες και χορευτικά νούµερα. [ΕΤΥΜ. < γαλλ. clou < λατ. clavus «καρφί»].

    κλούβα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} 1. το µεγάλου µεγέθους κλουβί 2. το ει-δικό αστυνοµικό λεωφορείο, µε το οποίο µεταφέρονται οι κρατούµενοι ή χρησιµοποιείται για τη µετακίνηση των ανδρών των Μ.Α.Τ. ή τής αστυνοµίας: στα επεισόδια έφτασαν τέσσερεις ~ || τους µάζεψε η ~ (τους^ συνέλαβαν) 3. (µτφ.) η φυλακή.

    κλουβί (το) {κλουβ-ιού | -ιών} 1. κατασκευή σε σχήµα κουτιού από σύρµα ή λεπτές ράβδους, µέσα στην οποία κλείνονται πουλιά ή ζώα: καναρίνι στο ~ || τα ~ των ζώων τού τσίρκου | τού ζωολογικού κήπου-ΦΡ. σαν Θηρίο στο κλουβί ως χαρακτηρισµός για κάποιον που αι-σθάνεται περιορισµένος σε έναν χώρο και αντιδρά γι' αυτό έντονα 2. (µτφ.) ο στενός χώρος, το πολύ µικρό δωµάτιο: πώς να µείνουν τρεις άνθρωποι σ' αυτό το ~; — (υποκ.) κλουβάκι (το). [ΙΤΥΜ < µτγν. κλουβίονκ κλωβίον, υποκ. τού κλωβός (βλ.λ.)].

    κλου βιάζω ρ. αµετβ. {κλούβιασ-α, -µένος} 1. (για αβγά) γίνοµαι κλούβιος (βλ.λ.) 2. (µτφ.) γίνοµαι χαζός, αποβλακώνοµαι. — κλού-βιασµα (το).

    κλούβιος, -ια, -ιο 1. (για αβγά) χαλασµένος, µπαγιάτικος 2. (µτφ.) ανόητος: έχει µυαλό ~· είναι ανεπίδεκτος µαθήσεως. [ΕΤΥΜ. < κλουβί, µε τη σηµ. «κοτέτσι», που είναι ήδη µεσν.].

    κλοφέν (το) {άκλ.} εξαιρετικά τοξική χηµική ουσία, σε υγρή µορφή. [ΕΤΥΜ. Συντετµ. τ. τού αγγλ. χηµ. όρου poly(chlo)rinated bi(phen)yl «πολυχλωρινωµένο διφαινύλιο», το οποίο απαντά συντοµογραφικά και ως PCB].

    κ.λπ. κ. (εσφαλµ.) κ.λ.π. και λοιπά. κλύδων (ο) {κλύδ-ωνος, -ωνα | -ωνες, -ώνων} (λόγ.) 1. ΝΑΥΤ. η µεγάλη φουρτούνα, η θαλασσοταραχή ΣΥΝ. σάλος 2. (µτφ.) η κατάσταση µε-γάλης αναταραχής στον πολιτικό και κοινωνικό τοµέα. [ΕΤΥΜ. αρχ., βλ. λ. κλυδωνίζοµαι].

    κλυδωνίζοµαι ρ. αµετβ. αποθ. {κλυδωνίσ-τηκα (λόγ. -θηκα), -µένος} 1. (για πλοίο) ταρακουνιέµαι από τη θαλασσοταραχή: το πλοίο κλυ-δωνιζόταν επικίνδυνα 2. (κατ' επέκτ.) ταλαιπωρούµαι από τη φουρ-νούνα 3. (µτφ.) βρίσκοµαι σε κατάσταση αστάθειας και αναταραχής: η οικογένεια τους κλυδωνιζόταν από τις ξαφνικές συµφορές || η οι-κονοµία µας κλυδωνίζεται από τις απεργίες. — κλυδωνισµός (ο) [µτγν.]. ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. αποθετικός. [ΕΤΥΜ. µτγν. < αρχ. κλύδων, -ωνος «κύµα, θαλασσοταραχή» < I.E. *klu-d-, παρεκτεταµένη µορφή τής µηδενισµ. βαθµ. *klu- τού I.E. θ. *kleu- «πλένω, καθαρίζω», πβ. λατ. cluo, cloaca «υπόνοµος», γοτθ. hlütrs «καθαρός», γερµ. lauter, ουαλ. dir κ.ά. Οµόρρ. αρχ. κλύζω «πλέ-νω, καθαρίζω (µε νερό)» (< *κλύδ-]ώ), κλύσ-µα, κατα-κλυσµός κ.ά.].

    κλύσµα (το) {κλύσµ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το υγρό που εισάγεται µε ειδική συσκευή σε σωµατική κοιλότητα για τον καθαρισµό της 2. (συνεκδ.) ο καθαρισµός σωµατικής κοιλότητας, κυρ. των εντέρων, µε την έγχυση υγρού µε ειδική συσκευή: κάνω ~ || καθαρτικό ~. ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. ένεση. [ΕΤΥΜ. αρχ. < κλύζω «πλένω, καθαρίζω (µε νερό)» < *κλύδ-jω < κλύ-δων «κύµα, θαλασσοταραχή», βλ. κ. κλυδωνίζοµαι].

    κλυστήρας (ο) ΙΑΤΡ. ειδική συσκευή, η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος και χρησιµοποιείται για την έγχυση υγρού (κλύσµατος) σε κοιλότητα τού σώµατος για τον καθαρισµό της. Επίσης (λαϊκ.) κλυ-στήρι (το). [ΕΤΥΜ < αρχ,- κλυστήρ, -ήρος < κλύζω, βλ. κ. κλύσµα].

    Κλυταιµ(ν)ηστρα (η) ΜΥΘΟΛ. η σύζυγος τού Αγαµέµνονα, τον οποίο σκότωσε µετά την επιστροφή του από τον Τρωικό Πόλεµο µε συνεργό της τον εραστή της Αίγισθο· αργότερα τη δολοφόνησε ο γυιος της Ορέστης, εκδικούµενος τον φόνο τού πατέρα του. [ΕΤΥΜ. < αρχ. Κλυταιµήστρα < κλυτός «ακουστός, φηµισµένος» + -µήστρα, θηλ. τού ουσ. µήστωρ «σύµβουλος, εµπνευστής» (< ρ. µήδο-µαι «σκέφτοµαι, προετοιµάζω»)].

    κλωβός (ο) (λόγ.) το κλουβί. [ΕΤΥΜ µτγν., δάνειο σηµιτ. προελ., πβ. εβρ. keluv «καλάθι, κλουβί»,

    συρ. kelub «κλουβί πουλιού»]. κλώζω ρ. αµετβ. {έκλωσα} (λόγ.-για κότες) κακαρίζω.

    [ΕΤΥΜ. αρχ., ονοµατοποιηµένη λ., βλ. κ. κρώζω]. κλωθογυρίζω ρ. αµετβ. κ. µετβ. [µεσν.] {κλωθογύρισ-α, -µένος} ♦ (αµετβ.) 1. περιστρέφω (µαλλί, βαµβάκι κ.λπ.), για να κάνω νήµα 2. (µτφ.) κάνω συνέχεια κύκλους, στριφογυρίζω ♦ 3. (µετβ.) γυρίζω γύ-ρω από (κάποιον/κάτι): τον κλωθογύριζε, για να του µιλήσει- ΦΡ. τα κΛωθονυρίζω προσπαθώ να αποφύγω τη συζήτηση, αντιδρώ µε υπεκ-φυγές, δεν παίρνω σαφή θέση. — κλωθονύρισµα (το).

    Κλωθώ (η) {-ώς κ. -ούς} ΜΥΘΟΛ. µία από τις Μοίρες. [ΕΤΥΜ. αρχ. < κλώθω (βλ.λ.)].

    κλώθω ρ. µετβ. {έκλωσα, κλώσ-τηκα, -µένος} φτειάχνω νήµα από µαλλί ή βαµβάκι, περιστρέφοντας τα µε ειδικά σύνεργα ΣΥΝ. γνέθω· ΦΡ. (α) (µτφ.) τα κλώθω υπεκφεύγω τη συζήτηση (β) κλώθω στον νου µου κάτι µε απασχολεί έντονα και το σκέφτοµαι συνέχεια. — κλώ-σιµο (το) κ. κλώση (η) [µτγν.]. ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. πλάθω. [ΕΤΥΜ αρχ., αβεβ. ετύµου, ίσως συνδ. µε τη λ. κάλαθος, πράγµα που, ωστόσο, προϋποθέτει ασυνήθιστη (αν και όχι αµάρτυρη) µεταπτωτι-κή µεταβολή].

    κλωνάρι (το) {κλωναρ-ιού | -ιών} ο µικρός και τρυφερός βλαστός: ~ ελιάς. — (υποκ.) κλωναράκι (το) [µεσν.]. [ΕΤΥΜ < µτγν. κλωνάριον, υποκ. τού αρχ. κλών (βλ. κ. κλώνος)].

    κλωνί (το) {κλων-ιού | -ιών} (λογοτ.) 1. το κλαδί, το κλωνάρι (συνήθ. το ανθισµένο) 2. η κλωστή ή το νήµα που χρησιµοποιείται για ράψι-µο. Επίσης κλωνιά (η) (σηµ. 2) [µεσν.]. [ΕΤΥΜ. < µτγν. κλωνίον, υποκ. τού αρχ. κλών (βλ. κ. κλώνος)].

    κλωνοποίηση (η) {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} ΒΙΟΛ. τεχνική µε την οποία είναι δυνατόν να αναπαραχθούν γενετικά όµοιοι οργανι-σµοί προς έναν αρχικό (ζώο ή φυτό) µε παρέµβαση στη γενετική δο-µή ενός κυττάρου του (ωαρίου)· εφαρµόζεται ήδη (επιτυχώς) στα ζώα, όχι όµως και στον άνθρωπο, επειδή γεννά ηθικά και κοινωνικά προβλήµατα σχετικά µε τον κίνδυνο γενετικής οµοιοµορφίας και επέµβασης στη δηµιουργία ορισµένου τύπου ανθρώπων. Επίσης κλω-νισµός (ο). [ΕΤΥΜ. Απόδ. τού ελληνογενούς αγγλ. cloning].

    κλωνοποιώ ρ. µετβ. {κλωνοποιείς... | κλωνοποί-ησα, -ούµαι, -ήθηκα, -ηµένος} διενεργώ κλωνοποίηση: ~ πρόβατο | φυτό.

    κλώνος (ο) 1. το κλαδί (συνήθ. µεγάλο) 2. ΒΙΟΛ. ο πληθυσµός γενετι-κά ταυτόσηµων οργανισµών ή κυττάρων, που προήλθε από ένα µόνο άτοµο. [ΕΤΥΜ. < µεσν. κλώνος, µεγεθ. τού µτγν. κλωνίον, υποκ. τού αρχ. κλών, -νός < *κλα-ών < *ql-, συνεσταλµ. βαθµ. τού I.E. *qel(a)-« σπάζω, χτυπώ», πβ. αρχ. σλαβ. klati «χωρίζω», λατ. clades «κατα-στροφή» κ.ά. Οµόρρ. αρχ. κλώ (-άω) «σπάζω, χτυπώ», κλά-σις (-η), κλάσ-µα, κλή-ρος, κλή-µα κ.ά.].

    -κλώνος, -η, -ο β' συνθετικό για τον σχηµατισµό λέξεων που δηλώ-νουν: 1. συγκεκριµένο αριθµό κλώνων: µονόκλωνο φυτό 2. συγκεκρι-µένο αριθµό κλωστών: τρίκλωνο νήµα. [ΕΤΥΜ. Β' συνθ. τής Μτγν. και Ν. Ελληνικής (πβ. µτγν. µονό-κλωνος, τρί-κλωνος), το οποίο προέρχεται από το αρχ. κλών, -νός (βλ. λ. κλώ-νος)].

    κλωσά (η) → κλώσσα κλώση (η) → κλώθω κλώσιµο (το) → κλώθω κλώσµα (το) {κλώσµ-ατος | -ατα, -άτων} 1. το νήµα που προέρχεται

    από γνέσιµο 2. (µτφ.) το στριφογύρισµα, η στροφή, το απότοµο γύρι-σµα: ~ ποταµού. [ΕΤΥΜ. < µτγν. κλώσµα < αρχ. κλώθω].

    κλώσσα (η) {κλωσσών} 1. η κότα που κλωσσά τα αβγά της 2. (µτφ.-µειωτ.) φλύαρη γυναίκα: γριά ~! [ΕΤΥΜ. < µτγν. κλώσσω (υποχωρητ.). Βλ. λ. κλωσσώ].

    κλωσσοπούλι (το) {κλωσσοπουλ-ιού | -ιών} το µικρό πουλάκι που γεννά η κότα: µάζεψε δίπλα της τα παιδιά της, όπως η κλώσσα τα ~. Επίσης κλωσσόπουλο.

    κλωσσώ ρ. µετβ. {κλωσσάς... | κλώσσ-ησα, -ιέµαι, -ήθηκα, -ηµένος} (για πτηνά, κότες) κάθοµαι πάνω στα αβγά µου, ζεσταίνοντας τα, ωσότου εκκολαφθούν τα νεογνά: οι κότες κλωσσούν τα αβγά. — κλώσσηµα (το). [ΕΤΥΜ. < µτγν. κλώσσω «κακαρίζω» < αρχ. κλώζω (βλ.λ.)].

    κλωστή (η) 1. το νήµα, σύνολο λεπτών ινών από φυσικό (βαµβάκι, µαλλί) ή τεχνητό (νάιλον) υλικό, που χρησιµοποιείται για την κατα-σκευή υφασµάτων ή σχοινιών: ~ για ράψιµο || χρωµατιστή | µεταξωτή | βαµβακερή - || στερέωσε καλά το κουµπί µε διπλή ~ || έφυγε µια ~ απ' το στρίφωµα || πολλά παραµύθια άρχιζαν µε τη στερεότυπη φράση «κόκκινη ~ δεµένη, στην ανέµη τυλιγµένη, δώσε κλότσο να γυρίσει, παραµύθι ν' αρχινίσει»- ΦΡ. κρέµοµαι από µία κλωστή βρίσκοµαι σε κρίσιµη κατάσταση: η υγεία του | η ζωή του κρέµεται από µία κλωστή ΣΥΝ. είµαι στο χείλος τού γκρεµού 2. (στα φασολάκια) η λεπτή απόφυση στις άκρες των φασολιών, που µοιάζει µε λεπτό νήµα. — (υποκ.) κλωστούλα κ. κλωστίτσα (η). [ΕΤΥΜ. ^ιεσν., θηλ. (ως ουσ.) τού µτγν. επιθ. κλωστός < αρχ. κλώθω].

    κλωστήριο (το) [1838] {κλωστηρί-ου | -ων) το εργοστάσιο ή το εργα-στήριο, στο οποίο κατασκευάζονται κλωστές.

    κλώστης (ο) [µεσν.] {κλωστών}, κλώστρια (η) {κλωστριών} (σηµ. 1) 1. ο εργάτης που φτειάχνει νήµατα σε κλωστήριο 2. εργαλείο τής κλωστοϋφαντουργίας. Επίσης (λαϊκ.) κλώστρα (η) [µεσν.] {κλω-στρών} (σηµ. 1).

    κλωστικός, -ή, -ό [1851] αυτός που σχετίζεται µε το κλώσιµο ή τον κλώστη: ~ µηχανή.

    κλωστοβιοµηχανία (η) {κλωστοβιοµηχανιών} η βιοµηχανία που κα-

  • κλωστοποίηση 908 κόβω

    τασκευάζει κλωστές. κλωστοποίηση (η) {-ης κ. -ήσεως | χωρ. πληθ.} η µετατροπή ινών σε

    κλωστή. κλωστοϋφαντήριο (το) [1887] {κλωστοϋφαντηρί-ου | -ων} το κλω-στοϋφαντουργείο (βλ.λ.).

    κλωστοϋφαντικός, -ή, -ό [1898] αυτός που σχετίζεται µε την τεχνική κατασκευής νηµάτων και υφασµάτων.

    κλωστοϋφαντουργείο (το) εργοστάσιο που επεξεργάζεται νήµατα και παράγει υφάσµατα ΣΥΝ. κλωστοϋφαντήριο.

    κλωστοϋφαντουργία (η) {κλωστοϋφαντουργιών} 1.η τεχνική τής βιοµηχανικής επεξεργασίας νηµάτων και παραγωγής υφασµάτων ΣΥΝ. κλωστοϋφαντική 2. (συνεκδ.) η βιοµηχανική µονάδα, όπου γίνε-ται η παραπάνω διαδικασία 3. ο βιοµηχανικός κλάδος που περιλαµ-βάνει τις µονάδες κλωστοϋφαντουργίας: περικοπές στις επιδοτήσεις τής ελληνικής ~. — κλωστοϋφαντουργός (ο), κλωστοϋφαντουργικός, -ή, -ό.

    κλωτσιά (η) → κλοτσιά κλωτσώ ρ. -> κλοτσώ Κ.Μ.Π.Φ. (η) Κινητή Μονάδα Προνοσοκοµειακής Φροντίδας. Κ.Ν.Ε. (η) Κοµουνιστική Νεολαία Ελλάδας. κνήµη (η) {κνηµών} ΑΝΑΤ. 1. το τµήµα τού σκελετού των κάτω άκρων,

    που βρίσκεται µεταξύ τού µηρού και των αστραγάλων η γάµπα 2. (ειδικότ.) το ένα από τα δύο επιµήκη οστά που αποτελούν το παρα-πάνω τµήµα (αλλιώς κνηµιαίο οστό' το άλλο είναι η περόνη), που ενώνεται στο πάνω µέρος του µε το µηριαίο οστό και στο κάτω µε τον αστράγαλο- πβ. κ. λ. περόνη. [ΕΤΥΜ αρχ. < *knäm-, µεταπτωτ. βαθµ. τού δισύλλαβου I.E. θ. *konam-« κνήµη», πβ. αρχ. ιρλ. cnâim «πόδι, οστό», αρχ. γερµ. hamma «κνή-µη», ap(C- αγγλ. hamm κ.ά.].

    κνηµιαιος, -α, -ο [αρχ.] κ. κνηµαίος [µτγν.] ΑΝΑΤ. αυτός που σχετί-ζεται µε την κνήµη: ~ µυς.

    κνηµίδα (η) (αρχαιοπρ.) η περικνηµίδα (βλ.λ.). [ΕΓΥΜ < αρχ. κνηµίς, -ϊδος < κνήµη].

    κνησµός (ο) φαγούρα που µας κάνει να θέλουµε να ξύσουµε το ερε-θισµένο σηµείο- ο δυσάρεστος ερεθισµός τού δέρµατος. [ΕΤΥΜ; αρχ. < κναίω | κνώ (-άω) «τρίβω, ξύνω» < kn-, µηδενισµ. βαθµ. τού I.E. *ken- «τρίβω, ξύνω», πβ. αρχ. γερµ. nuoen «γυαλίζω», αρχ. γερµ. hnuo «αρµός, άρθρωση», αλβ. krromë «πιτυρίδα, ψώρα» κ.ά. Οµόρρ. κνώ-δ-αλο(ν), αρχ. κνί-ζω «τρίβω, ερεθίζω», κνϊ-σα, κνίψ (> σκνίπα) κ.ά.].

    κνησµώδης, -ης, -ες [αρχ.] {κνησµώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} αυτός που προκαλεί κνησµό: - αίσθηµα | ιδιότητα.

    κνίδη (η) {κνιδών} (λόγ.) η τσουκνίδα. [ΕΤΥΜ; αρχ. < κνίζω (< *κνίδ/ω), για το οποίο βλ. λ. κνίδωση, τσουκνίδα].

    κνίδωση (η) {-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} (λόγ.) ο ερεθισµός τού δέρµατος (π.χ. από την επαφή µε τσουκνίδα) κατά τον οποίο εµφανί-ζονται εξανθήµατα, που συνοδεύονται από κνησµό. [ΕΓΥΜ < αρχ. κνίδωσις < *κνιδώ < κνίδη «τσουκνίδα», που συνδ. µε το ρ. κνίζω «ερεθίζω, τρίβω». Το αρχ. κνίζω < *κνίδ-jω < *kn-id-, πα-ρεκτεταµένη µορφή τού θ. *kn-, µηδενισµ. βαθµ. τού I.E. *ken- «τρίβω, ξύνω», πβ. λετ. knidêt «κατατρώγω», αρχ. νορβ. hnita «πληγώνοµαι», µέσ. ιρλ. cned «πληγή» κ.ά. Οµόρρ. κνη-σµός, κνώ-δ-αλο(ν), κνϊ-σα, κνίψ (> σκνίπα)].

    κνίζω ρ. µετβ. {έκνισα} (λόγ.) προκαλώ φαγούρα, ερεθίζω το δέρµα. [ΕΤΥΜ αρχ. < *κνιδ^ω, βλ. λ. κνίδωση, πβ. κνισµός].

    κνίσα (η) {χωρ. πληθ.} ο καπνός και η µυρωδιά από κρέας που ψήνε-ται ΣΥΝ. τσίκνα. [ΕΤΥΜ< αρχ. κνίσα/ κνίση σκνίπα) κ.ά.].

    κνίτης (ο) {κνιτών}, κνίτισσα (η) {κνιτισσών} µέλος τής Κ.Ν.Ε. (βλ.λ.). — κνίτικος, -η, -ο, κνίτικα επίρρ.

    κνούτο (το) µαστίγιο από δερµάτινες λουρίδες που καταλήγουν σε µεταλλικά σφαιρίδια- όργανο µαστίγωσης στην τσαρική Ρωσία: «ένας υπανάπτυκτος βασιβουζούκος που µόνο από κνούτο καταλα-βαίνει» (εφηµ.) ΣΥΝ. φραγγέλιο. [EJYM < ρωσ. knut].

    κνώδαλο (το) (αρχαιοπρ.) ανόητος και τιποτένιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜ < αρχ. κνώδαλον, αρχική σηµ. «άγριο ζώο που δαγκώνει», αβεβ. ετύµου, πιθ. < θ. κνω-, που συνδ. µε το ρ. κνώ | κναίω «τρίβω, ξύνω» (για το οποίο βλ. λ. κνησµός). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για παράγωγο συγκεκοµµένου τ. *κυνώδων < κυνόδων«κυνόδοντας»].

    Κνωσός κ. Κνωσσός (η) αρχαία πόλη τής Κρήτης, κέντρο τού µι-νωικού πολιτισµού.

    [ΕΤΥΜ. < «ΡΧ· Κνως)σ)ός, αγν. ετύµου, πιθ. προελλην. τοπωνύµιο. Εντούτοις, έχουν διατυπωθεί και προτάσεις I.E. καταγωγής. Κατά τον V. Georgiev, το τοπωνύµιο ανάγεται σε I.E. *knex-t-yo «τάφρος, λάκ-κος» (πβ. σανσκρ. khata-h «τάφρος, λάκκος» < I.E. *knx-to-(, πράγµα που, κατά τον ίδιο, επιµαρτυρείται από το παλαιότερο όνοµα τής Κνω-σού Καίρατος (το οποίο επίσης συνδέει µε σανσκρ. kevata-h «λάκ-κος»). Κατά τον W. Merlingen, το τοπωνύµιο ανάγεται σε I.E. *knötsoh-µε τη σηµ. «βασιλική πόλη», που το παραβάλλει µε λατ. (g)nàtus «γεν-νηµένος» (βλ. λ. γνή-σιος), αρχ. γερµ. kuning «βασιλιάς» (> γερµ. König) κ.ά.]. Κ.Ο. (η) 1. Κοινοβουλευτική Οµάδα 2. Κοµµατική Οργάνωση.

    Κ.Ο.Α. (η) Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. κοάζω ρ. αµετβ. {µόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (για βάτραχο) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή (κοάξ-κοάξ) 2. (για πρόσ.) µιλώ όπως ο βάτρα-χος, µιµούµαι τη φωνή τού βατράχου. — κόασµα (το) [1782] κ. κοα-σµός (ο). [ΕΤΥΜ µτγν. < αρχ. κόαξ, ηχοµιµητική λ. από την κραυγή τού βατρά-χου, πβ. κ. λατ. coaxo, γερµ. quak κ.ά.].

    κοάλα (το) {άκλ.} ΖΩΟΛ. µικρό ζώο τής Αυστραλίας, που µοιάζει µε αρκουδάκι, ανεβαίνει στα δέντρα και δεν έχει ουρά. [ΕΤΥΜ < αγγλ. koala < αυστραλ, koola(h), το οποίο στη γλώσσα των ιθαγενών σηµαίνει «όχι νερό», αφού αυτό το είδος µαρσιπποφόρου δεν πίνει ποτέ νερό].

    κοάξ-κοάξ (το) {άκλ.} η φωνή τού βατράχου (πβ. βρεκεκέξ). [ΕΤΥΜ. αρχ., ηχοµιµητ. λ.].

    Κ.Ο.Β. (η) Κοµουνιστική Οργάνωση Βάσης. κοβάλτιο (το) [1812] {κοβαλτί-ου | -ων} ΧΗΜ. µέταλλο αργυρόλευκο µε κυανή χροιά (σύµβολο Co), που αποτελεί ένα από τα απαραίτητα στον οργανισµό ιχνοστοιχεία και συστατικό πολλών πυρίµαχων και µαγνητικών κραµάτων (βλ. κ. λ. περιοδικός, ΠΙΝ). [ΕΤΥΜ Μεταφορά τού γερµ. kobalt < µέσ. γερµ. kobolt, ονοµασία δαίµονα των ορυχείων στους παλαιούς γερµανικούς µύθους, επειδή κατά την εξόρυξη τού µετάλλου προκαλούνταν επικίνδυνες αναθυµιάσεις].

    κόβερ-γκερλ (το) {άκλ.} νέα και όµορφη κοπέλα, τής οποίας η φω-τογραφία εµφανίζεται ως εξώφυλλο σε περιοδικό. [ΕΤΥΜ < αγγλ. cover-girl].

    κόβω ρ. µετβ. κ. αµετβ. {γ' ενεστ. κόβει κ. λαϊκ. κόφτει | έκοψα (προστ. κόψε κ. κόφ' το), κόπηκα, κοµµένος} ♦ (µετβ.) 1. χωρίζω (κάτι) σε δύο ή περισσότερα κοµµάτια (µε κατάλληλο εργαλείο, λ.χ. µαχαίρι, τα-νάλια, ψαλίδι, κόφτη κ.ά.): - το σκοινί | την κορδέλα | τα καλώδια | τα δεσµά || ~ τη ντοµάτα στα τέσσερα | την πίτα σε µικρά κοµµάτια | µια φέτα στα δύο || ~ την τούρτα | τη βασιλόπιτα (τη χωρίζω σε κοµµάτια) 2. ξεχωρίζω ένα κοµµάτι από το βασικό τµήµα (κάποιου πράγµατος): κόψε µου µια φέτα ψωµί || ~ µια µερίδα κρέας || ~ ένα µπούτι από το κοτόπουλο 3. (+σε) δίνω (σε κάτι) συγκεκριµένη µορφή µε τη βοήθεια µαχαιριού ή άλλου αιχµηρού αντικειµένου: ~ το ύφασµα σε τετράγωνα || ~ το κρεµµύδι | την πιπεριά σε ροδέλες 4. (α) αφαιρώ, συνήθ. µε κοφτερό εργαλείο, από κάτι ένα τµήµα του: έκοψε το νεκρό τµήµα τού φυτού και το πέταξε || ~ τις κορυφές από τα στάρια || ~ ένα κλαδί απ' το δέντρο || ~ ένα άρθρο από την εφηµερίδα || ~ τις άκρες απ' τα φύλλα (ξακρίζω) || ~ τις σελίδες µε τον χαρτοκόπτη (β) (ειδικότ.) για αποκοπή µέλους τού σώµατος και ακρωτηριασµό: ο δήµιος του έκοψε το κεφάλι || τα παλιά χρόνια έκοβαν τα αφτιά ή τη µύτη των κακούργων για τιµωρία 5. (ειδικότ.) αποσπώ (κάτι) από το σηµείο όπου βρίσκεται (τραβώντας το): ~ τα σταφύλια | τα µήλα || ~ λεµόνια από τη λεµονιά || ~ δύο σελίδες από το τετράδιο 6. αφαιρώ τµήµα ταινίας, οµιλίας, γραπτού κειµένου κ.λπ. (επειδή ίσως προσβάλλει κάποιους ή παραβιάζει κάποιον νόµο): έκοψαν από την ταινία τις τολµηρές σκηνές || η επιτροπή έκοψε ένα µέρος τής οµιλίας στο µο-ντάζ, γιατί περιείχε ύβρεις κατά τού πολιτεύµατος || στην καινούργια έκδοση τού µυθιστορήµατος υπάρχουν και τα κοµµάτια που είχε κόψει η λογοκρισία ΣΥΝ. λογοκρίνω 7. (για δέντρο) πελεκώ ή πριονίζω τον κορµό του, ώστε να πέσει κάτω: οι ξυλοκόποι µε τα τσεκούρια κόβουν δέντρα || ~ ξύλα (δέντρα ή κλαδιά από τα δέντρα για θέρµανση) 8. (για µέλος ή σηµείο τού σώµατος µου) πληγώνω (σκόπιµα ή από απροσεξία, συνήθ. όταν ένα αιχµηρό αντικείµενο ή επιφάνεια προκαλεί άνοιγµα στο δέρµα, ώστε να τρέχει αίµα): ~ το δάχτυλο µου || έκοψα το χέρι µου µε το µαχαίρι καθώς ετοίµαζα το φαγητό- ΦΡ. (α) κόβω τις φλέβες µου (i) για απόπειρα αυτοκτονίας (ii) (µτφ.-αργκό) για να δείξει κανείς ότι έχει περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση: δεν αντέχω πια αυτή την κατάσταση, θα κόψω τις φλέβες µου! (β) κόψε τον λαιµό σου! βρες τη λύση µόνος σου, χωρίς να µε εµπλέκεις: δεν ξέρω πού θα βρεις τα λεφτά που µου χρωστάς- ~! || κόψτε τον λαιµό σας να τελειώσετε εγκαίρως τη δουλειά! 9. (για τιµή προϊόντος) µειώνω, κάνω έκπτωση: πόσα θα µου κόψετε, αν αγοράσω και τα δύο; || του έκοψε πέντε χιλιάδες δρχ. από την αρχική τιµή ΣΥΝ. κάνω έκπτωση 10. µειώνω τη διάρκεια: το φιλµ διαρκεί πολύ, πρέπει να το κόψουµε || έκοψε δέκα λεπτά από την οµιλία του, γιατί ξεπερνούσε τον χρόνο 11. µειώνω σε µήκος: ~ τα µαλλιά µου | τα νύχια | τα γένια | τις φαβορίτες || ~ το γρασσίδι 12. αφαιρώ εντελώς, ξυρίζω: από τότε που έκοψε το µουστάκι, άλλαξε το πρόσωπο του || έβαλε στοίχηµα ότι θα κόψει το µούσι του, αν χάσουν στις εκλογές 13. (για πε-ΡιοΧή) χωρίζω, διαιρώ: το ποτάµι κόβει την κοιλάδα στα δύο || ο δρόµος κόβει το χωριό στη µέση 14. (για νόµισµα) παράγω και θέτω στην κυκλοφορία: η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να κόψει πληθωριστικό νόµισµα || η Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα κόψει νέο νόµισµα 15. (για µισθό, επίδοµα) εγκρίνω και καταβάλλω, πληρώνω: του έκοψε µηνιάτικο διακόσιες χιλιάδες || ο εργάτης ζήτησε να του κόψουν επίδοµα ανθυγιεινής εργασίας 16. (για εισιτήριο) (α) εκδίδω σε (κά-ποιον): πόσα εισιτήρια κόβει το θέατρο σας τα σαββατοκύριακα; (β) ζητώ να µου εκδώσουν, βγάζω (από ταµείο | εκδοτήριο): τον έστειλαν να κόψει εισιτήρια για όλη την παρέα 17. διακόπτω (κάποιον) κατά τη διάρκεια µιας πράξης: µου τηλεφώνησε την ώρα που η ταινία έφτανε στην κορύφωση- µ' έκοψε πάνω στο καλύτερο || µη µε κόβεις την ώρα που µιλάω! 18. (λαϊκ.) σχηµατίζω µια εντύπωση για (κάποιον/κάτι), καταλαβαίνω τον χαρακτήρα του: αµέσως τον έκοψα τι κουµάσι ήταν! 19. (λαϊκ.) κοιτάζω µε προσοχή, παρατηρώ: καθόταν στην άκρη τής πλατείας κι έκοβε κίνηση || περνούσε µπροστά από τους υποψηφίους κι έκοβε φάτσες 20. εµποδίζω: φύγε από µπροστά' µου κόβεις τη θέα! || τα ψηλά κτήρια έκοβαν τον ήλιο || (µτφ.) µπήκε στη µέση και µου έκοψε τον δρόµο || αυτή η ήττα τού έκοψε τον δρό-

  • κογιονάρω 909 κόθορνος

    µο προς την προεδρία 21. απορρίπτω, θεωρώ ότι κάποιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις (για κάτι): ο καθηγητής έκοψε στις εξετάσεις είκοσι φοιτητές 22. ελαττώνω: κόψε ταχύτητα, ο δρόµος στενεύει απότοµα 23. παύω να κάνω (κάτι), διακόπτω (συνήθεια, πάθος κ.λπ.): ~ το χαρτί (τη χαρτοπαιξία) | το κάπνισµα | το ποτό 24. (για όργανα τού σώµατος, λειτουργίες κ.λπ.) σταµατώ απότοµα κάτι, το κάνω να πά-ψει να λειτουργεί: η ταινία έχει σκηνές δράσης που κόβουν την ανάσα 25. σε ΦΡ. που δηλώνουν µεγάλο φόβο, όπως κόβω τη χολή | τα ήπατα (κάποιου) προκαλώ µεγάλο φόβο (σε κάποιον): ήρθε πίσω µου αθόρυβα στο σκοτάδι και µου 'κόψε τη χολή || µου 'κόψε τα ήπατα µόλις µου είπε πως κάτι έπαθες! 26. περικόπτω ή σταµατώ: πρέπει να κόψουµε τις περιττές δαπάνες || έκοψαν όλες τις επιδοτήσεις προς τους αγρότες || λένε ότι θα µας κόψουν το οικογενειακό επίδοµα 27. διακόπτω, σταµατώ κάτι που υπάρχει µέχρι σήµερα: πρέπει να κό-ψουµε τις οικειότητες | τα πολλά-πολλά | τα πάρε-δώσε || τσακώθηκε µαζί του και του έκοψε και την καληµέρα || έκοψε κάθε επαφή | κάθε σχέση µαζί της- ΦΡ. (εκφραστ.) κοµµένα αυτά! (i) για να επισηµανθεί (σε κάποιον) ότι πρέπει να σταµατήσει αυτά που συνηθίζει να κάνει και ότι πρέπει να αλλάξει στάση ή συµπεριφορά (απέναντι σε κάποιον/κάτι): ∆εν θα κάνεις εσύ ό,τι θέλεις! ~! (ii) για να προει-δοποιηθεί (κάποιος) ότι η (κακή) συµπεριφορά του θα προκαλέσει αρνητική αντίδραση (από κάποιον άλλο): Με τέτοιος θράσος που έχεις, νοµίζεις ότι θα σου κάνω κι άλλα χατίρια; ~! 28. διακόπτω τη ροή ή την παροχή αγαθού, σταµατώ την τροφοδότηση: αν δεν πλη-ρώσετε εγκαίρως τον λογαριασµό, θα σας κόψουµε το ρεύµα || τους έκοψαν το νερό 29. στρίβω (συνήθ. µε απότοµη κίνηση): έκοψε το τι-µόνι δεξιά και µπήκε στο αντίθετο ρεύµα 30. αλέθω: ~ καφέ | κιµά | πιπέρι 31. ΑΘΛ. εµποδίζω τη συνέχεια τής πορείας, διακόπτω την κί-νηση (παίκτη ή µπάλας): ο αµυντικός έκοψε τον επιθετικό τής αντί-παλης οµάδας || έκοψε τη µπάλα µε το χέρι 32. (για χτύπηµα µε το χέ-ρι): θα σου κόψω κάνα χαστούκι! || του 'κόψε µια ανάποδη (µε την εξωτερική πλευρά τής παλάµης), που τη θυµάται ακόµη 33. σε ΦΡ. που δηλώνουν επιβολή σε κάποιον ή περιορισµό τού θάρρους ή τού θράσους του: πρέπει να του κόψεις λίγο τον βήχα, γιατί έχει γίνει πολύ θρασύς || θα του κόψω τον αέρα, γιατί αυθαδιάζει || πολλά λες και θα στην κόψω τη γλώσσα σύρριζα! || αν ξαναπλώσεις χέρι στο φαγητό, θα στα κόψω τα χέρια! || αν ξαναπατήσεις στη γειτονιά, θα στα κόψω τα πόδια! 34. (λαϊκ.) για έντονο και ξαφνικό αίσθηµα πείνας: κατά το µεσηµέρι µε έκοψε µια πείνα! || δεν είχαν φάει και τους είχε κόψει λόρδα 35. (για φιλµ ή βιντεοταινία) σταµατώ (τη µετάδοση) σε ορισµένο σηµείο: κόψε το εδώ να το δούµε καλύτερα (ενν. το φιλµ) 36. τέµνω σε ένα σηµείο: µία ευθεία κόβει τις δύο άλλες στο σηµείο αυτό 37. τεµαχίζω µε ορισµένο τρόπο ή σχέδιο: ~ ίσια | στραβά το χαρτί || ~ ύφασµα για κουρτίνες | για σακάκι ♦ (αµετβ.) 38. (για τρά-πουλα) χωρίζω το σύνολο των τραπουλόχαρτων σε δύο µέρη (στην έναρξη τού παιχνιδιού): εσύ κόβεις (ενν. την τράπουλα) 39. (για ρευ-στές τροφές) αλλοιώνεται η σύνθεση µου, χαλάω: το γάλα έκοψε, δεν πίνεται πια || χρειάζεται προσοχή όταν φτειάχνεις τη µαγιονέζα, για να µην κόψει 40. (για εργαλείο µε αιχµή, κόψη, ακµή) είµαι κοφτερός, οξύς, µπορώ να χρησιµοποιηθώ για κοπή: το µαχαίρι στόµωσε και δεν κόβει || ένα ξυράφι που κόβει πολύ (πολύ κοφτερό) || πρόσεχε τη λάµα- κόβει σαν ξυράφι! 41. µειώνεται η ένταση µου: ευτυχώς έκοψε ο αέρας || στο λιµανάκι το κύµα κόβει αρκετά || να κόψει πρώτα η βροχή και µετά φεύγουµε 42. σταµατώ (τις επαφές µου µε κάποιον), διακόπτω (τις σχέσεις): έχουµε κόψει, δεν βλεπόµαστε πια 43. (λαϊκ.) αλλοιώνοµαι, παίρνω χειρότερη όψη: έκοψε η µούρη του απ' τη δίαιτα ΣΥΝ. ρεύω 44. σε ΦΡ. που δηλώνουν οξεία αντίληψη: κόβει το µυαλό του (ή του κόβει) || κόβει το µάτι σου (βλέπεις καλά, παρατηρείς λεπτοµέρειες) 45. (για καθηγητή, εξεταστή) απορρίπτω (µαθητές, υποψηφίους), βαθµολογώ κάτω από τη βάση: ένας εξεταστής που έχει τη φήµη ότι κόβει-(µεσοπαθ. κόβοµαι) 46. απορρίπτοµαι: κόπηκε στις εξετάσεις µε τέσσερα 47. παύω να αισθάνοµαι κάτι: µόλις έµαθα τα δυσάρεστα νέα, µου κόπηκε η όρεξη 48. (για όργανα τού σώµατος, λειτουργία του κ.λπ.) σταµατώ (απότοµα) ή παύω να λειτουργώ: µό-λις δεις το βάθος τού γκρεµού θα σου κοπεί η αναπνοή || απ' την πολλή πεζοπορία µου είχε κοπεί η ανάσα 49. σε ΦΡ. για τη δήλωση µεγάλου φόβου: µόλις είδαν τους εχθρούς, τους κόπηκαν τα γόνατα/ τα πόδια || από το µεγάλο σοκ τής κόπηκε η µιλιά || µου κόπηκαν τα ήπατα απ' τον φόβο 50. διακόπτοµαι: καθώς συνοµιλούσαν, κόπηκε ξαφνικά η γραµµή || όταν έχει κακοκαιρία, κόβεται συχνά η δορυφορική σύνδεση 51. παύω να έχω (κάτι): της κόπηκε το γάλα και δεν µπορεί πλέον να θηλάσει || ξαφνικά της κόπηκε η περίοδος 52. (για υλικό που είναι πολύ µαλακό) µπορώ να τεµαχιστώ εύκολα: το βούτυρο κόβεται εύκολα || το κρέας έχει παγώσει και δεν κόβεται µε τίποτα · ΦΡ. (α) κόβω δρόµο ακολουθώ συντοµότερη διαδροµή: στρίψε από 'δώ για να κόψουµε δρόµο (β) (αργκό) κόβω λάσπη φεύγω από µια δυσάρεστη κατάσταση, την κοπανάω: µόλις είδε τα σκούρα, έκοψε λάσπη (γ) κόβω τα φτερά (κάποιου) τον αποθαρρύνω, τον κάνω να απογοητευθεί (σε µια προσπάθεια που καταβάλλει): η αναπάντεχη αποτυχία του στον διαγωνισµό τού έκοψε τα φτερά (δ) (µτφ.) κόβω το κεφάλι µου είµαι απολύτως σίγουρος για (κάποιον/κάτι), δεν έχω την παραµικρή αµφιβολία: αποκλείεται να συµπεριφέρθηκε αυτός έτσι- κόβω το κεφάλι µου γι' αυτόν || µπορεί να έγιναν κι έτσι όπως τα λες τα πράγµατα- δεν κόβω το κεφάλι µου! (ε) το κόβω µε τα πόδια πηγαίνω κάπου πεζός: απελπίστηκα να περιµένω το λεωφορείο και το 'κόψαµε τα πόδια (στ) κόβω βόλτες πηγαίνω πέρα-δώθε: ένας νεαρός έκοβε βόλτες µπροστά απ' το σπίτι σου (ζ) (οικ.) κόφ' το ή κόψ' ΤΟ! σταµάτα (να κάνεις ή να λες αυτό που κάνεις ή λες): ~! ∆εν θέλω άλλα αστεία εις βάρος µου (η) µε κόβει | λούζει κρύος ιδρώτας βλ. λ. ιδρώτας (θ) (µτφ.) κόβω | γκρεµίζω τις γέφυρες βλ. λ. γέφυρα

    (ι) (ειρων.) κόψε κάτι! (i) προς κάποιον που λέει πολλές υπερβολές, που διηγείται (συνήθ. για τον εαυτό του) απίστευτα πράγµατα: σαν πολλά µας τα λες, ~! (ii) (προς έµπορο) κάνε µια µικρή έκπτωση (ια) κόβω και ράβω για κάποιον που µπορεί να κάνει ό,τι θέλει σε έναν χώρο, έναν τοµέα: στην υπηρεσία του κόβει και ράβει ΣΥΝ. λύνει και δένει (ιβ) (µτφ.) κοµµένος και ραµµένος στα µέτρα (κάποιου) φτει-αγµένος ή απόλυτα προσαρµοσµένος στις επιθυµίες, τις ικανότητες τις δυνατότητες (κάποιου): ο ρόλος ήταν ~ αυτής τής ηθοποιού || οι εκλογικοί νόµοι είναι συνήθως κοµµένοι και ραµµένοι στα µέτρα τού κυβερνώντος κόµµατος (ιγ) τι σε κόφτει εσένα; τι σε νοιάζει, γιατί σε απασχολεί; (µε τη σηµ. «δεν σου πέφτει λόγος, δεν σε αφορά κάτι»): Εσένα τι σε κόφτει αν θα πληρώσουν πρόστιµο; Εσύ θα τα δώσεις τα λεφτά; (ιδ) (λαϊκ.) κόβω καρφιά για πολύ κρύο καιρό, για πολύ ψύ-χος: κόψαµε καρφιά µες στο χιόνι (ιε) (λαϊκ.) κόβω ρόδα µυρωµένα (γενικά) φεύγω, αποχωρώ' (ειδικότ.) εγκαταλείπω µια κατάσταση ξαφνικά, κυρ. όταν θα έπρεπε να µείνω (ιστ) µε κόβει η κοιλιά µου παθαίνω διάρροια, κόψιµο (ιζ) κόβω το αίµα (κάποιου) βλ. λ. αίµα (ιη) κόβω την ανάσα (κάποιου) (i) για να δηλωθεί ο έντονος θαυµα-σµός που προκαλείται από τη θέα ενός εντυπωσιακού και συνήθ. αχανούς τοπίου: το απέραντο πέλαγος που αντικρίσαµε από την κο-ρυφή τού βουνού, µας έκοψε την ανάσα (ii) για την περιγραφή κατα-στάσεων που προκαλούν φόβο, τρόµο, έκπληξη ή συναρπάζουν: το θρίλερ είχε κάτι τροµακτικές σκηνές που σου έκοβαν την ανάσα || µόλις τον είδα να πέφτει στο κενό, µου κόπηκε η ανάσα 53. (α) µε εν-διαφέρει πολύ: θέλω να πάω, αλλά δεν ~ κιόλας! (β) επιµένω (για κά-τι): δεν ήρθε στη συνάντηση και κοβόταν ότι δεν είχε ενηµερωθεί. [ΕΤΥΜ. µεσν. < αρχ. κόπτω (βλ.λ.), πβ. ράβω - ράπτω, σκάβω - σκά-πτω, νίβω - νίπτω κ.ά. Ήδη µεσν. είναι οι φρ. µέ κόπτει ίδρος, κόβο-νται τά πόδια | τα µέλη µου, µέ κόφτει δια κάποιον].

    κογιονάρω ρ. µετβ. {κογιονάρισα} (λαϊκ.) κοροϊδεύω, εµπαίζω. [ΕΤΥΜ. Μεταφορά τού βεν. cogionar (ιταλ. coglionare) < cogion «(κυ-ριολ.) όρχις - (µτφ.) ανόητος, ηλίθιος» < µτγν. λατ. coleo < λατ. culeus].

    κογιότ (το) {άκλ.} ΖΩΟΛ. µικρός λύκος που ζει στη δυτική Β. Αµερική (Η.Π.Α. και Μεξικό). [ΕΤΥΜ < γαλλ. coyote < µεξ. coyote < koyotl, γλώσσα Ναχουάτλ (των Αζτέκων)].

    KOVKÓ (το) → Κονγκό κογκλάβιο (το) → κονκλάβιο κογκρέσο (το) → κονγκρέσο κόγχη (η) {κογχών} 1. ΑΝΑΤ. κάθε κοιλότητα οστού ή οργάνου τού σώ-

    µατος: ~ οφθαλµού (καθεµιά από τις κοιλότητες τού κρανίου, στις οποίες βρίσκονται τα µάτια) || ~ ωτός (ονοµασία τής βαθιάς κοιλό-τητας τού πτερυγίου τού αφτιού) 2. κοίλωµα τοίχου για την τοποθέ-τηση διαφόρων αντικειµένων ή για διακοσµητικούς χώρους 3. ΕΚΚΛΗΣ. το ηµικυκλικό τµήµα τού Αγίου Βήµατος, που προεξέχει προς την ανατολή και στο οποίο τοποθετείται η Αγία Τράπεζα, όπως επί-σης και τα πλάγια µικρότερα ηµικυκλικά στοιχεία τού Ιερού Βήµα-τος 4. ΓΕΩΛ. κοίλωµα µε αµφιθεατρικό και ηµικυκλικό σχήµα, που βρίσκεται στην επιφάνεια τού εδάφους και που σχηµατίστηκε από τις διαβρωτικές διεργασίες παγετώνα. Επίσης κόχη (κυρ. σηµ. 2). ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. κοµίζω. [ΕΤΥΜ. αρχ., που συνδ. µε σανσκρ. sankhà- «µύδι», καθώς και µε το αρχ. ουσ. κόχλος «κοχλίας»].

    -κογχος, -η, -ο β' συνθετικό που δηλώνει πόσες κόγχες έχει ένα κτή-ριο: το ιερό τής εκκλησίας µας είναι τρίκογχο. [ΕΤΥΜ. Β' συνθ. τής Μτγν. και Ν. Ελληνικής (πβ. µτγν. τρί-κογχος), που προέρχεται από το αρχ. κόγχη].

    KO.∆Η.ΣΟ. (το) Κόµµα ∆ηµοκρατικού Σοσιαλισµού. Κ.Ο.Ε.Μ. (η) Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής. Κοζάκος (ο) µέλος νοµαδικού πληθυσµού στα νότια σύνορα τής Ρω-

    σίας, µε στρατό περίφηµο για τη µαχητικότητα του, ο οποίος φρου-ρούσε τα σύνορα τής χώρας και, µετά την επανάσταση τού 1917, εν-σωµατώθηκε στον κόκκινο Στρατό. — κοζάκικος, -η, -ο [1896]. [ΕΤΥΜ Μεταφορά τού γαλλ. Cosaque < ουκραν. Kozak < τουρκ. Kazak «στρατιώτης ιππικού»].

    Κοζάνη (η) πόλη τής ∆. Μακεδονίας, πρωτεύουσα τού οµώνυµου νο-µού (νοµός Κοζάνης). — Κοζανίτης (ο), Κοζανίτισσα (η), κοζανίτι-κος, -η, -ο. [ΕΤΥΜ µεσν. < σλαβ. kozani < koza «γίδα, δέρµα γίδας»].

    Κόζα Νόστρα (η) {άκλ.} η ονοµασία τής µαφίας στις Η.Π.Α.· (γενι-κότ.) ως χαρακτηρισµός κλειστών µυστικών οµάδων τού οργανωµέ-νου εγκλήµατος. [ΕΤΥΜ. < ιταλ. cosa nostra «δική µας υπόθεση»].

    κοζάρω ρ. µετβ. {κοζάρισα} (λαϊκ.) 1. κοιτάζω (κάποιον/κάτι) µε προ-σοχή, συνήθ. κρυφά 2. βλέπω (από µακριά), διακρίνω (κάποιον/κάτι), βάζω (κάποιον/κάτι) στο µάτι ΣΥΝ. µπανίζω. [ΕΤΥΜ. < Κόζΐ (βλ.λ.)].

    κόζι (το) {χωρ. γεν. κ. πληθ.} 1. (σε ορισµένα χαρτοπαίγνια) το ισχυρό φύλλο που νικάει 2. το προσεκτικό κοίταγµα, η παρατήρηση- ΦΡ. (α) κάνω κόζι διακρίνω, βλέπω (κάποιον): τον έκανες κόζι αυτόν που πέ-ρασε; (β) παίρνω κόζι κοιτάζω επίµονα και µε ερωτική διάθεση ΣΥΝ. µπανίζω, παίρνω µάτι. [ΕΤΥΜ < τουρκ. koz].

    Κ.Ο.Θ. (η) Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. κόθορνος (ο) {κοθόρν-ου | -ων, -ους} 1. υπόδηµα µε ψηλό και παχύ

    πέλµα, το οποίο φορούσαν οι υποκριτές τής αρχαίας τραγωδίας υπο-δυόµενοι ρόλους ηρώων 2. (µτφ.) (α) (µειωτ.) για άκοµψο υπόδηµα (β) άνθρωπος αναξιόπιστος που αλλάζει απόψεις και θέσεις από ιδιοτέ-λεια.

  • κοιλάδα 910 κοινοβουλευτικός

    [ΕΤΥΜ. αρχ., αγν. ετύµου, πιθ. λυδικό δάνειο], κοιλάδα (η) το κοίλωµα εδάφους που περικλείεται από βουνά ή υψώ-

    µατα και που σχηµατίστηκε λόγω τής διαβρωτικής ενέργειας τού νε-ρού- ΦΡ. κοιλάς τού κλαύθµωνος βλ. λ. κλαυθµών. [ΕΤΥΜ. < αρχ. κοιλάς, -άδος < κοίλος].

    κοιλαίνω ρ. µετβ. [αρχ.] (κοίλαν-α, -θηκα} (λόγ.) βαθουλώνω, κάνω (κάτι) κρίλο. — κοίλανση (η) [µτγν.].

    κοιλαράς, -ού, -άδικο {κοιλαράδες (θηλ. κοιλαρούδες)} (µεγεθ.-µει-ωτ.) αυτός που έχει µεγάλη και προτεταµένη κοιλιά ΣΥΝ. προκοίλης, χοντρός.

    κοιλαρφανος, -η, -ο (λαϊκ.) ορφανός από τη στιγµή τής γέννησής του. κοιλεντερωτά (τα) [1877] ΖΩΟΛ. οµοταξία υδρόβιων ασπόνδυλων, που περιλαµβάνει τα κοράλλια, τις µέδουσες, τους σπόγγους κ.ά. Επίσης κοιλέντερα [µεσν.].

    κοιλιά (η) 1. η περιοχή τού ανθρώπινου σώµατος ανάµεσα στον θώρακα και στη λεκάνη, η οποία περιέχει τα σπλάχνα ΣΥΝ. γαστέρα· ΦΡ. (α) πέφτω µε την κοιλιά πέφτω µπρούµυτα, οριζόντια προς το έδαφος: έπεσε στο νερό µε την κοιλιά (β) χορός τής κοιλιάς ανατολίτικος χορός που βασίζεται στην κίνηση τής κοιλιάς και των γοφών (γ) η κοιλιά µου παίζει βιολί/ ταµπουρά πεινάω πολύ (και ακούγονται από την κοιλιά οι χαρακτηριστικοί ήχοι, γουργούρισµα) 2. (συνεκδ.) το µπροστινό τοίχωµα τής παραπάνω περιοχής: έχει ράµµατα στην -από την εγχείρηση· ΦΡ. πιάνω την κοιλιά µου απ' τα γέλια ξεκαρδίζοµαι, γελάω πάρα πολύ 3. (συνεκδ.) (α) το στοµάχι ή τα έντερα: κοιµήθηκε µε άδεια ~ (β) (στα ζώα, ψάρια κ.λπ.) η αντίστοιχη περιοχή τού σώµατος τους- (ειδικότ.) το κάτω µαλακό µέρος τού σώµατος τους: ανοίγω το ψάρι από την ~ || µαγειρεµένες ~ ζώων || κοιλιές και ποδαράκια για πατσά · 4. η µήτρα: (καθηµ.) αισθανόταν το έµβρυο να κλοτσάει στην ~ της || µια έγκυος µε φουσκωµένη -· ΦΡ. από την κοιλιά τής µάννας του βλ. λ. µάννα 5. (µτφ.) κοίλωµα προς τα µέσα ή προς τα έξω: τέντωσε το σχοινί, γιατί κάνει - · 6. το πάχος (στην πε-ριοχή τής κοιλιάς): δεν έχεις καθόλου ~, είσαι µια χαρά- ΦΡ. κάνω κοιλιά (i) παχαίνω: λένε ότι η µπίρα φουσκώνει και κάνει κοιλιά (ii) χαλαρώνω (σε προσπάθεια, εργασία κ.λπ.): οι εργασίες για τη διά-νοιξη οδού κάνουν κοιλιά (δεν προχωρούν εντατικά) || αυτή την πε-ρίοδο η οµάδα έχει κάνει κοιλιά 7. το κάτω µέρος τού αεροσκάφους: δεν λειτούργησε το σύστηµα των τροχών και το αεροπλάνο προσγει-ώθηκε µε την ~. Επίσης (λόγ.) κοιλία (βλ.λ.). — (υποκ.) κοιλίτοα (η), (µεγεθ.) κοιλαρά (η). [ΕΤΥΜ µεσν. < αρχ. κοιλία (< κοίλος), που αρχικώς δήλωνε κάθε σω-µατική κοιλότητα, για να καταλήξει στη σηµ. «κοιλότητα των σπλά-χνων» (ήδη αρχ.)].

    κοιλία (η) {κοιλιών} ΑΝΑΤ. ονοµασία διαφόρων κοιλοτήτων των οργά-νων τού σώµατος: κοιλίες τής καρδιάς (οι δύο κοιλότητες τής καρ-διάς, όπου συγκεντρώνεται το αίµα που προέρχεται από τους κόλ-πους) || κοιλίες τού εγκεφάλου. [ΕΤΥΜ αρχ. < κοίλος].

    κοιλιακός1, -ή, -ό [µτγν.] 1. αυτός που σχετίζεται µε την κοιλιά: ~ χώρα || ~ µύες (άνω | κάτω | πλάγιοι) 2. κοιλιακοί (οι) (α) οι κοιλιακοί µύες (β) ποικίλες ασκήσεις γυµναστικής για την εκγύµναση των µυών τής κοιλιάς: κάνω κοιλιακούς 3. κοιλιακά (τα) νόσος των εντέ-ρων. ✈ ΧΧΟΛΙΟ λ. πληροφορική.

    κοιλιακός2, -ή, -ό ΑΝΑΤ. αυτός που σχετίζεται µε κοιλία (τής καρ-διάς): ~ αορτή.

    κοιλιαλγία (η) {κοιλιαλγιών} πόνος στην κοιλιά, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜ < κοιλιά + -αλγία < άλγος «πόνος», ελληνογενής ξέν. όρ., < γαλλ. cœlialgie].

    κοιλιόδουλος, -η, -ο [µεσν.] αυτός που υποκύπτει στη λαιµαργία του, ο φαγάς ΣΥΝ. λαίµαργος.

    κοιλιοκήλη (η) [1853] ΙΑΤΡ. η πρόπτωση κοιλιακού σπλάγχνου (λ.χ. εντέρου) µέσα από ασθενές σηµείο τού κοιλιακού τοιχώµατος ή µέ-σα από ουλή προηγούµενης επέµβασης (µετεγχειρητική ~). [ΕΤΥΜ; Ελληνογενής ξέν. όρ., < γαλλ. cœliocèle].

    κοιλόπονος (ο) πόνος στην κοιλιά ΣΥΝ. πονόκοιλος, κοιλιαλγία. ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. πονόδοντος.

    κοιλοπονώ ρ. αµετβ. [µεσν.] {κοιλοπονάς... | κοιλοπόνεσα} 1. πονώ στην κοιλιά 2. (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού.

    κοίλος, -η, -ο 1. αυτός που έχει βαθουλωµένη επιφάνεια, κυρτός: ~ κάτοπτρο ΣΥΝ. βαθουλός, βαθουλωτός · 2. αυτός που έχει εσωτερικό κενό, κούφιος ΑΝΤ. συµπαγής 3. κοίλο(ν) (το) το µέρος τού αρχαίου θεάτρου που προοριζόταν για τους θεατές.

    [ΕΤΥΜ. < αρχ. κοίλος < *κοΡ-ιλος (πβ. µυκ. ko-wi-ro-) < *kow-, ετεροι-ωµ. βαθµ. τού I.E. *kew- «κοίλωµα, οίδηµα», πβ. λατ. cavus «κοίλος» (> γαλλ. cave «σπηλιά»), cavitas «κοιλότητα» (> ισπ. cavidad), αρµ. soyl^o&ß. thelë «βαθύς» κ.ά. Πιθ. οµόρρ. κώθων (βλ. λ. κωθώνι)]. κοιλότητα (η) [αρχ.] {κοιλοτήτων} βαθούλωµα στην επιφάνεια τής γης ή µεγάλου επίπεδου αντικειµένου. κοίλωµα (το) [αρχ.] {κοιλώµ-ατος | -ατα, -άτων} το κοίλο µέρος µιας επιφάνειας, το βαθούλωµα: - εδάφους ΣΥΝ. κοιλότητα, κούφωµα, λάκκωµα. κοιµάµαι κ. (σπανιότ.) κοιµούµαι ρ. αµετβ. αποθ. {κοιµάσαι... | κοιµ-ήθηκα, -ισµένος) 1. βρίσκοµαι στην κατάσταση τού ύπνου: ~ καλά | ήσυχα | βαθιά | ανήσυχα | σαν πουλάκι (ήσυχα) | στο πλάι µε γυρισµένη την πλάτη | ανάσκελα | λίγο | ελαφρά | µε τα ρούχα | µε τα µάτια ανοιχτά- ΦΡ. (α) κοιµάµαι κι ονειρεύοµαι | κοιµάµαι του καλού καιρού (ί) για ύπνο βαθύ (ii) (µτφ.) για πρόσωπο που δεν αντι-λαµβάνεται τι συµβαίνει γύρω του (β) κοιµάµαι όρθιος (i) είµαι εξα-ντληµένος και κλείνουν τα µάτια µου από τη νύστα (ii) δεν αντιλαµ-βάνοµαι τι συµβαίνει γύρω µου, δεν παίρνω χαµπάρι, είµαι χαζός (γ)

    κοιµάµαι τον ύπνο τού δικαίου (ί) (µτφ.) κοιµάµαι ήρεµα και ανέµελα (ii) (µτφ.) δεν καταλαβαίνω τι µου γίνεται, είµαι αφελής, δεν παίρνω είδηση (δ) κοιµάµαι µε τις κότες πηγαίνω πολύ νωρίς για ύπνο (ε) κοιµάµαι σαν αρνάκι κοιµάµαι ξέγνοιαστος (στ) κοιµήσου και πα-ρήγγειλα αρχή νανουρίσµατος· (µτφ.-ειρων.) σε πρόσωπο που δεν αντιλαµβάνεται τι συµβαίνει γύρω του (ζ) κοιµάται (κάποιος) κι η τύχη του δουλεύει βλ. λ. τύχη (η) (παροιµ.) όπως έστρωσες, θα κοι-µηθείς βλ. λ. στρώνω (θ) (παροιµ.) µε στραβό αν κοιµηθείς, το πρωί θα αλληθωρίοεις για την επίδραση που ασκούν οι παρέες στον άν-θρωπο, κυρ. οι κακές 2. (συνεκδ.) ΕΚΚΛΗΣ. (για αγίους, ιερείς, µονα-χούς κ.λπ., αλλά και για λαϊκούς) πεθαίνω: ο άγιος εκοιµήθη στα εξήντα του χρόνια ΣΥΝ. αποδηµώ εις Κύριον 3. (µτφ.) (α) αδρανώ, µέ-νω άπρακτος: µην κοιµάσαι! (ενεργοποιήσου!) (β) είµαι τεµπέλης και αργοκίνητος · 4. κάνω έρωτα: έχει κοιµηθεί µε πολλούς || κοιµηθή-κατε µαζί; ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. αποθετικός, θυµάµαι, πεθαίνω. [ΕΤΥΜ < µεσν. κοιµούµαι < αρχ. κοιµώµαι «ξαπλώνω, πέφτω για ύπνο», µέση φωνή τού ρ. κοιµώ (-άω) «κοιµίζω, ηρεµώ», βλ. λ. κοιµίζω, o µεσν. τ. κοιµάµαι σχηµατίστηκε κατ' αναλογίαν προς το γ' πρόσωπο κοιµάται τού αρχ. κοιµώµαι].

    κοίµηση (η) [αρχ.] {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων) 1. (σπάν.) η κατά-σταση τού ύπνου · 2. ΕΚΚΛΗΣ. (α) ο θάνατος: στις 15 Αυγούστου γιορ-τάζουµε την Κοίµηση τής Θεοτόκου (β) Κοίµηση τής Θεοτόκου (ί) το αντίστοιχο εικονογραφικό θέµα (ii) (συνεκδ.) ο ναός που είναι αφιε-ρωµένος στην Κοίµηση τής Θεοτόκου.

    κοίµησης (ο) {κοιµήσηδες} αυτός που είναι νωθρός, που δεν έχει ζω-ντάνια στις κινήσεις του: χρειαζόµαστε έναν δραστήριο άνθρωπο-αυτός είναι ~, δεν κάνει για τη δουλειά. — κοιµήσικος, -η, -ο, κοι-µήσικα επίρρ. ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. ύπνος. [ΕΤΥΜ. < θ. κοιµησ- (ρ. κοιµούµαι) + καταλ. -ης].

    κοιµητήριο (το) [µτγν.] {κοιµητηρί-ου | -ων} ΕΚΚΛΗΣ. το νεκροταφείο (βλ.λ.). Επίσης κοιµητήρι. — κοιµητηριακός, -ή, -ό.

    κοιµίζω ρ. µετβ. {κοίµισ-α, -µένος} 1. κάνω (κάποιον) να κοιµηθεί: επί δύο ώρες προσπαθούσε να κοιµίσει το µωρό ΣΥΝ. αποκοιµίζω 2. (η µτχ. κοιµισµένος, -η, -ο) οκνηρός, αργοκίνητος, βραδύς στη σκέψη και στις κινήσεις ΑΝΤ. ξεφτέρι, τζιµάνι. — κοιµιστικός, -ή, -ό [µτγν.]. ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. θυµάµαι, κόµµα, ύπνος. [ΕΤΥΜ. αρχ. < *κοίµά | *κοϊµος, που εκφράζει την ιδέα τής κατάκλι-σης για ύπνο, < κεΐµαι (βλ.λ.)].

    κοιµίσης (ο) → κοίµησης κοιµούµαι ρ. → κοιµάµαι κοινά (τα) οι υποθέσεις και τα προβλήµατα που απασχολούν το σύ-νολο των πολιτών: αδιαφορεί τελείως για τα ~ || η ενασχόληση µε τα ~ είναι δηµοκρατικό καθήκον- (ειδικότ.) η διαχείριση των δηµοσίων υποθέσεων, των προβληµάτων που απασχολούν τους πολίτες τοπικής ή εθνικής κοινότητας: αναµειγνύοµαι | συµµετέχω στα ~. [ΕΤΥΜ. αρχ., πληθ. ουδ. τού επίθ. κοινός (βλ.λ.), που ήδη στην Αρχ. χρησιµοποιείται µε τη σηµ. των δηµοσίων υποθέσεων, λ.χ. προς τα κοινά προσελθεΐν «µετέχω τού δηµοσίου βίου» (∆ηµοσθ.)].

    κοίναΐσθησία (η) {χωρ. πληθ.) ΨΥΧΟΛ. η αόριστη και γενική αίσθηση που έχει κάθε άνθρωπος για την ύπαρξη του, ανεξάρτητα από τις πληροφορίες που δίνουν τα αισθητήρια όργανα. [ΕΤΎΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ., < νεολατ. coenesthesia].

    κοινό (το) 1. κάθε χαρακτηριστικό που απαντά σε περισσότερους από έναν ανθρώπους, καταστάσεις κ.λπ.: δεν έχουν τίποτα το ~ µεταξύ τους · (περιληπτ.) 2. το σύνολο των ανθρώπων που παρακολουθεί µια εκδήλωση, αυτοί στους οποίους απευθύνεται κάτι (βιβλίο, εκδήλωση, παράσταση κ.λπ.): τα εισιτήρια θα διατίθενται στο - από αύριο || το έργο του αγαπήθηκε από το ευρύ | µεγάλο ~ || αναγνωστικό | αγορα-στικό | θεατρόφιλο | νεανικό | λαϊκό | απαιτητικό | εκδηλωτικό | φί-λαθλο ~ || το ~ καταχειροκρότησε τον δηµοφιλή πιανίστα || το συντη-ρητικό ~ αποδοκίµασε έντονα τους τολµηρούς σκηνικούς πειραµατι-σµούς τού εκκεντρικού σκηνοθέτη || το νοήµον ~ 3. (ειδικότ.) οµάδα ανθρώπων που τρέφουν θαυµασµό προς έναν λογοτέχνη, καλλιτέχνη ή επιστήµονα: ο διάσηµος τραγουδιστής ζήτησε τη συνδροµή τού ~ του για τα παιδιά τού Τρίτου Κόσµου. [ΕΤΎΜ Η λ. απαντά ήδη στους εκκλησ. συγγραφείς ως µέρος των πε-ριφράσεων τό κοινόν τής εκκλησίας (Ι. Χρυσόστοµος), εις τό κοινον είσελθείν (Ωριγένης), αναφερόµενη στη συνάθροιση των πιστών, στο εκκλησίασµα].

    KOIVO· κ. κοινό- ά συνθετικό για τον σχηµατισµό λέξεων που ση-µαίνουν ότι κάτι: 1. σχετίζεται µε τα κοινά, την πολιτική: κοινο-βού-λιο 2. σχετίζεται µε αυτό που γίνεται από κοινού µε κάποιον: κοινο-πραξία, κοινό-χρηστος 3. σχετίζεται µε την κοινή γλώσσα: κοινό-λε-κτος, κοινο-λεξία 4. σχετίζεται µε τον δηµόσιο βίο: κοινο-λογώ, κοινο-ποιώ 5. στερείται πρωτοτυπίας: κοινό-τύπος. [ΕΤΥΜ. Α συνθ. τής Αρχ. και Ν. Ελληνικής (πβ. αρχ. κοινο-λογία, µτγν. κοινο-βούλιον), που προέρχεται από το επίθ. κοινός (βλ.λ.)].

    κοινοβιάζω ρ. αµετβ. {σε ενεστ. κ. παρατ.} εγκαθίσταµαι σε κοινο-βιακή µονή και γίνοµαι µέλος της. Επίσης κοινοβιώ [1868] {-οίς...}.

    κοινόβιο (το) [µτγν.] {κοινοβί-ου | -ων} 1. µορφή µοναστικής ζωής, κατά την οποία όλοι οι µοναχοί ακολουθούν κοινό πρόγραµµα ζωής και λατρείας και διοικούνται από ηγούµενο, τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι 2. (κατ' επέκτ.) η από κοινού συµβίωση πολλών ανθρώπων σε χώρο όπου υπάρχει συνήθ. αυτονοµία και ελευθερία κινήσεων και επικρατεί πνεύµα κοινοκτηµοσύνης: τα νεανικά ~ στην Αµερική τής δεκαετίας τού '60. — κοινοβιακός, -ή, -ό [µτγν.], κοινοβιακά επίρρ. * ΣΧΟΛΙΟ λ. µονή.

    κοίνοβίωση (η) {-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} η κοινή διαβίωση πολλών ανθρώπων ή οργανισµών στον ίδιο χώρο, η ζωή σε κοινόβιο.

    κοινοβουλευτικός, -ή, -ό [µτγν.] αυτός που σχετίζεται µε το Κοι-

  • κοινοβουλευτισµός 911 κοινοτισµός

    νοβούλιο: ~ εκπρόσωπος (βουλευτής που εκπροσωπεί το κόµµα του στις συνεδριάσεις τής Βουλής) | δηµοκρατία (που έχει Κοινοβούλιο· όχι άµεση δηµοκρατία) | σύστηµα | πρακτική | έλεγχος (εβδοµαδιαία συνεδρίαση, όπου εξετάζονται επερωτήσεις) | περίοδος | επιτροπή | όργανο | οµάδα κόµµατος | πλειοψηφία. — κοινοβουλευτικ-ά | -ώς [1839] επίρρ.

    κοινοβουλευτισµός (ο) [1887] το πολιτικό σύστηµα που βασίζεται στην ύπαρξη Κοινοβουλίου. [ΕΤΥΜ. Απόδ. τού γαλλ. parlementarisme].

    Κοινοβούλιο (το) {Κοινοβουλί-ου | -ων} 1. το ανώτατο συλλογικό πο-λιτικό όργανο, που συγκροτείται από εκλεγµένους αντιπροσώπους τού λαού και ασκεί τη νοµοθετική εξουσία, ενώ παράλληλα ελέγχει την εκτελεστική ΣΥΝ. Βουλή 2. το σύνολο των βουλευτών, η Βουλή: το ~ αρνήθηκε να δώσει ψήφο εµπιστοσύνης στην κυβέρνηση 3. (συ-νεκδ.) το κτήριο όπου συνεδριάζει η Βουλή ΣΥΝ. βουλευτήριο. ✈ ΣΧΟΑίο λ. βουλή. [ETYM. < µτγν. κοινοβούλιον < κοινόβουλος< κοινός + -βουλοςκ βου-λή}.

    κοινογαµία (η) [µτγν.] {χωρ. πληθ.} µορφή πολυγαµίας, κατά την οποία δύο ή περισσότεροι άνδρες έχουν κοινές συζυγικές σχέσεις µε δύο ή περισσότερες γυναίκες (πβ. λ. πολυγαµία) ANT. µονογαµία.

    κοινοκτηµοσύνη (η) [1856] {χωρ. πληθ.} 1.η από κοινού κυριότητα υλικών αγαθών 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. βασική αρχή των σοσιαλιστικών κοι-νωνιών, που καταργεί την ατοµική ιδιοκτησία και υποστηρίζει την από κοινού χρήση ή απόλαυση των υλικών αγαθών. [ETYM. < κοινοκτήµων < κοινός + -κτήµων < αρχ. κτώµαι «αποκτώ, κατέβω», µετάφρ. δάνειο από γερµ. Gütergemeinschaft].

    κοινολεκτος (η) [µτγν.] {κοινολέκτ-ου | -ων, -ους) ΓΛΩΣΣ. η κοινή γλώσσα που οµιλείται σε µια χώρα από όλους (συµπεριλαµβανοµέ-νων, κατά κανόνα, και αυτών που µιλούν διαλεκτικά και ιδιωµατι-κά). ✈ ΣΧΟΛΙΟ λ. διάλεκτος.

    κοινολεκτω ρ. αµετβ. {κοινολεκτείς...- µόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (λόγ.) λέω κοινά, συνηθισµένα πράγµατα. — κοινολεξία (η) [µτγν.], κοινολεκτικός, -ή, -ό [1819]. [ETYM. < µτγν. κοινολεκτω (-έω) < κοινός + -λεκτώ < λέγω].

    κοινολογώ ρ. µετβ. [αρχ.] {κοινολογείς... | κοινολόγ-ησα, -ούµαι, -ήθη-κα, -ηµένος} (λόγ.) διαδίδω ευρέως, γνωστοποιώ στο κοινό (συνήθ. κάτι που δεν πρέπει να µαθευτεί αµέσως): υπάρχουν πράγµατα που δεν πρέπει να κοινολογούνται ΣΥΝ. κοινοποιώ, διαλαλώ, ανακοινώνω ΑΝΤ. αποκρύπτω, συγκαλύπτω, αποσιωπώ. — κοινολόγηση (η) [1821],

    κοινόν (το) [αρχ.] (στην αρχαιότητα) συνοµοσπονδία πόλεων-κρατών µε ίσα δικαιώµατα και ενιαία κεντρική διοίκηση: το ~ των Αχαιών.

    κοινοποίηση (η) [µεσν.] {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} κάθε γνω-στοποίηση ανεξάρτητα από τον τρόπο µε τον οποίο γίνεται.

    κοινοποιώ ρ. µετβ. [µτγν.] {κοινοποιείς... | κοινοποί-ησα, -ούµαι, -ήθη-κα, -ηµένος} (λόγ.) 1. κάνω (κάτι) δηµόσια γνωστό, ανακοινώνω: η κυ-βέρνηση δεν κοινοποίησε ακόµη το νέο φορολογικό νοµοσχέδιο ΣΥΝ. κοινολογώ, γνωστοποιώ ΑΝΤ. αποκρύπτω, συγκαλύπτω 2. αποστέλλω ή επιδίδω δηµόσιο ή άλλο επίσηµο έγγραφο, µε το οποίο γνωστοποιώ διορισµό, απόλυση, καταγγελία κ.λπ.: κοινοποιήθηκε στο τοπικό γρα-φείο η απόφαση τού κεντρικού συµβουλίου.

    κοινοπολιτεία (η) {κοινοπολιτειών} 1. (γενικότ.) η ισότητα πολιτικών δικαιωµάτων · 2. η ένωση ανεξαρτήτων κρατών, που συνεργάζονται µεταξύ τους σε θέµατα αµοιβαίων συµφερόντων, π.χ. οι χώρες τής παλαιότ. Βρετανικής ~ (τώρα µόνο Κοινοπολιτείας), η ~ Ανεξάρτητων Κρατών (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία κ.ά.). — κοινοπολι-τειακός, -ή, -ό. [ΕΤΥΜ. µτγν. < κοινός + πολιτεία. o όρ. (Βρετανική) Κοινοπολιτεία (σηµ. 2) αποτελεί απόδ. τού αγγλ. Commonwealth],

    κοινοπραξία (η) [µεσν.] {κοινοπραξιών} 1. η από κοινού ανάπτυξη δραστηριότητας από µεµονωµένα άτοµα ή σύνολο ατόµων, που απο-βλέπει στην επίτευξη ορισµένου σκοπού 2. η ένωση που αποτελείται από µέλη τού ίδιου επαγγέλµατος και αποσκοπεί στην προώθηση επαγγελµατικών στόχων: ~ καπνοπαραγωγών. — κοινοπρακτικός, -ή, -ό [1896].

    κοινός, -ή, -ό 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς, χρησιµοποιείται ή προορίζεται για πολλούς ή όλους: ~ φίλος | λογαριασµός | αγαθά | καλό· (ειδικότ.) για χώρο που τον χρησιµοποιούν, τον µοιράζονται πε-ρισσότερα τού ενός άτοµα: ενοικιαζόµενα δωµάτια µε ~ µπάνιο | κουζίνα | αυλή | κήπο- ΦΡ. (α) κοινό µυστικό βλ. λ. µυστικό (β) σε κοι-νή θέα µπροστά σε όλους, µπροστά στα µάτια όλων (ώστε να βλέ-πουν όλοι): δεν είναι δυνατόν πλευρές τής ιδιωτικής ζωής των πολι-τών να εκτίθενται ~ (από τα µέσα ενηµέρωσης) (γ) κοινή γυναίκα η πόρνη (δ) κοινή ησυχία το διάστηµα µεταξύ 14.30-17.30 και 23.30-07.00 το καλοκαίρι και από 15.00-17.00 και 22.30-06.30 τον χειµώνα: συνε-λήφθη για διατάραξη τής ~ 2. αυτός που αποτελεί γνώρισµα και χα-ρακτηριστικό πολλών: αποτελεί - αντίληψη | πεποίθηση | πείρα ότι... || έχουµε ~ απόψεις | ιδέες | αντιλήψεις | συµφέροντα | όφελος || αυτοί οι δύο έχουν πολλά ~ σηµεία | στοιχεία ΣΥΝ. αµοιβαίος- ΦΡ. κοινός παρονοµαστής βλ. λ. παρονοµαστής 3. αυτός που δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο ή εξαιρετικό· συνηθισµένος: είναι ένα ~ ύφασµα || πρό-κειται για έναν ~, κοινότατο άνθρωπο || επέδειξε εργατικότητα πέρα από το ~ µέτρο || λόγος ακατανόητος από τον ~ αναγνώστη- ΦΡ. (α) κοινό«; νους (κοινός νους, Φιλόδηµος 'Ρητορ., 1,37) η κοινή λογική (βλ. λ. λογική) (β) κοινός θνητός για καθηµερινούς, συνηθισµένους ανθρώπους, κατ' αντιδιαστολή προς αυτούς που ανήκουν στην υψη-λή κοινωνία ή είναι πολύ σηµαντικά πρόσωπα: αυτά τα σπίτια δεν εί-ναι για µας τους κοινούς θνητούς || (ειρων.) αυτά είναι υψηλά νοή-µατα- δεν µπορεί να τα καταλάβει ένας ~! 4. (για πράγµ.) µέτριος ή κατώτερος σε ποιότητα: γράψε σ'ένα -χαρτί, ένα ό,τι να 'ναι... ΣΥΝ.

    πρόχειρος, ευτελής 5. αυτός που γίνεται από κοινού, που καθορίζεται από τη συµµετοχή και συµφωνία πολλών: ~ επιχείρηση | πολιτική | αγώνας | προσπάθεια | ανακοινωθέν | διάβηµα | εµφάνιση | απόφαση | έκδοση || τα συνδικάτα θα συγκροτήσουν ~ µέτωπο κατά τής κυ-βέρνησης- ΦΡ. (α) ΓΛΩΣΣ. Κοινή (η) (ενν. γλώσσα) η καθοµιλουµένη, η µορφή γλώσσας που χρησιµοποιούν όλοι στην προφορική επικοινω-νία τους, κατ' αντιδιαστολή προς τη λόγια γλώσσα· η δηµοτική, η κα-θηµερινή γλώσσα- (ειδικότ.) (i) Κοινή Ελληνιστική | Αλεξανδρινή η ελληνική γλώσσα που διαµορφώθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο, κατ' αντιδιαστολή προς την αττική διάλεκτο (ii) Κοινή Νεοελληνική η γλωσσική µορφή τής Ν. Ελληνικής που οµιλείται και γράφεται στην Ελλάδα (από το 1976 και ως επίσηµη γλώσσα τής Εκπαίδευσης και τής ∆ιοίκησης που γενικεύθηκε σταδιακά από τότε σε όλες τις µορφές γραπτού και προφορικού λόγου)· ιστορικά, είναι καρπός σύν-θεσης τής µητροδίδακτης γλώσσας (δηµοτικής) µε τη λόγια µορφή τής Ελληνικής (καθαρεύουσα) από τη µακρόχρονη παράλληλη χρήση και αλληλεπίδραση ΣΥΝ. δηµοτική (βλ. κ. ΣΧΟΛΙΟ για το γλωσσικό ζή-τηµα, λ. γλωσσικός (iii) κοινό όνοµα το προσηγορικό (βλ.λ.) κατ' αντιδιαστολή προς το κύριο όνοµα (β) κοινός τόπος η κοινοτοπία (βλ.λ.) (γ) ΝΟΜ. κοινή συναινέσει για διαζύγιο που εκδίδεται σε σύ-ντοµο χρονικό διάστηµα µε τη σύµφωνη γνώµη και των δύο εν δια-στάσει συζύγων: πήραν διαζύγιο ~ (δ) µέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. λ. µέγιστος (ε) ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. λ. ελάχιστος (στ) Κοι-νή Αγορά η Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. κ. λ. Ε.Ο.Κ., ένωση, αγορά) (ζ) από κοινού (από κοινού λαµβάνειν, Απολλώνιος ο ∆ύσκολος, Περί συ-ντάξεως 122.14) µαζί, σε συνεργασία, µε κοινή προσπάθεια: θα αντι-µετωπίσουµε το πρόβληµα ~ (η) (µτφ.) βρίσκω κοινό έδαφος (µε κά-ποιον) συµφωνώ (µε κάποιον) για κάτι, κυρ. όταν υπάρχουν διαφω-νίες σχετικά µε άλλα θέµατα: οι δυο πλευρές βρήκαν κοινό έδαφος επικοινωνίας στο επίµαχο ζήτηµα · 6. αυτός που αναφέρεται στο κοινωνικό σύνολο (το κοινό), δηµόσιος: οργανισµός κοινής ωφελείας || εργάζεται για το - καλό | συµφέρον ΦΡ. (α) κοινή γνώµη η άποψη που επικρατεί σε µεγάλο µέρος των µελών µιας κοινωνίας για συ-γκεκριµένο κοινωνικό θέµα, η συλλογική στάση τού κοινωνικού συ-νόλου και συνεκδ. ο µέσος άνθρωπος, οι καθηµερινοί άνθρωποι: η πράξη του καταδικάστηκε από την ~ || ο ρόλος | η διαµόρφωση | σφυγµοµέτρηση | η στάση τής ~ (βλ. κ. λ. γνώµη) ΣΥΝ. η γνώµη τού κό-σµου (β) κοινό αίσθηµα βλ. λ. αίσθηµα. — κοινώς [αρχ.] | κοινά επίρρ. [ΕΤΥΜ. αρχ. < *κον-]ός (µε επένθεση) < *kom-jos < I.E. επίρρ. *kom-«µαζί», πβ. λατ. cum (ευρεία σύνθεση, όπου απαντά ως com-, con- και co-), γαλλ. co-, ισπ. con, ιταλ. con, γοτθ. ga-, αρχ. ιρλ. com-, co-, αλβ. kë-κ.ά. Σύµφωνα µε λιγότερο πιθανή εκδοχή, το επίθ. κοινός εµφανίζει την ετεροιωµένη βαθµ. τού θ. *kei-, το οποίο απαντά επίσης στην οµηρική λ. κείων «διαµοιραστής», πβ. κ. σανσκ. seva- «φιλικός, αγα-πητός». Ήδη µτγν. είναι η σηµ. «ακάθαρτος» (Κ.∆. Ρωµ. 14, 14: οιδα και πέπεισµαι εν κυρίω 'Ιησού ότι ουδέν κυινόν δι' εαυτού, ει µη τφ λογιζοµένω τι κοινόν είναι, έκείνω κοινόν). Ορισµένες φρ. είναι µε-τάφρ. δάνεια, λ.χ. κοινή γνώµη (< γαλλ. opinion publique), κοινό συµ-φέρον (< γαλλ. intérêt commun(, κοινή συναινέσει (< γαλλ. de commun accord(, Κοινή Αγορά (< αγγλ. Common Market), κοινό έδαφος (< αγγλ. common ground)]. κοινοτάρχης (ο/η) {κοινοταρχών} ο εκλεγµένος πρόεδρος κοινότητας. Επίσης κοινοτάρχισσα (η) {κοινοταρχισσών}. κοινοτάφιο (το) [µτγν.] {κοινοταφί-ου | -ων) ο κοινός τάφος, το κοινό µνήµα: το ~ των Εβραίων στο Άουσβιτς. κοινότητα (η) {κοινοτήτων} 1. ένωση προσώπων που τα συνδέουν κοινά στοιχεία (π.χ. καταγωγή, γλώσσα, χρώµα, ιδέες κ.ά.): οι ελληνικές ~ τής Αµερικής || το ερώτηµα είναι αν οι δύο -, οι λευκοί και οι µαύροι, µπορούν να συνυπάρξουν αρµονικά · 2. η κατώτερη βαθµίδα διοικητικής διαιρέσεως τού κράτους σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης: οι δήµοι και οι ~ τής Ελλάδος || πρόεδρος κοινότητας- ΦΡ. µαθητικές κοινότητες σχολικός θεσµός, σύµφωνα µε τον οποίο οι µαθητές εκλέγουν συµβούλια που τους εκπροσωπούν σε επίπεδο τµήµατος και σε επίπεδο σχολείου για τα διάφορα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν 3. (µε κεφ.) η Ευρωπαϊκή Ένωση: η διεύρυνση τής Κοινότητας προς Ανατολάς · 4. ΕΚΚΛΗΣ. διοικητικός οργανισµός µοναστηριού ή µοναστικής πολιτείας: ~ τού Αγίου Όρους 5. Βουλή των Κοινοτήτων (αγγλ. House of Commons) το ένα από τα δύο νοµοθετικά σώµατα τού αγγλικού Κοινοβουλίου (βλ. κ. λ. βουλή) 6. θεραπευτική κοινότητα οργανωµένη οµάδα η οποία αποσκοπεί σε θεραπευτικούς σκοπούς, κυρ. την απεξάρτηση τοξικοµανών. ✈ ΣΧ�