252

03 Promessa

Embed Size (px)

DESCRIPTION

 

Citation preview

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΑΘΗΝΑ

Μυθιστόρημα

ΜΥΡΤΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΡΟΜέ ΣΣΑ

Τίτλος: ΠΡΟΜΕΣΣΑΣυγγραφέας: ΜΥΡΤΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥΑθήνα 2012 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ•ΒΙΒΛΙΑ•ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ•CD•DVD•MP3•ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ•ΦΥΛΛΑΔΙΑ•ΚΑΙΝΕΣ ΔΙΑΘΗΚΕΣ

Διεύθυνση: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΛΟΓΙΑ ΖΩΗΣ” Τ.Θ. 50438 -14110 Ν. Ηράκλειο - Hellas Επικοινωνία: Τηλ.: 210 5758928, e-mail: [email protected] www.logiazois.gr

Δημιουργικό:[email protected]

Εκτύπωση:ALTA GRAFICO Α.Ε.Ραβενίων 9, 136 71 Κ. ΑχαρνέςΤηλ: 210 23 14 359, Fax: 210 23 17 705, e-mail: [email protected]

Η βασιλεία των ουρανών είναι, πάλι, όμοια με έναν άνθρωπο έμπορο, που αναζητάει καλά μαργαριτάρια· ο οποίος, βρίσκοντας ένα πολύτιμο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε, και το αγόρασε.

Ματθαίος 13:45-46

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Έρημος ................................................................. 11

2. Ιστορία ................................................................. 33

3. Μαύρη Μέρα ....................................................... 50

4. Σεισμός ................................................................. 72

5. Νύχτα ................................................................... 95

6. Σύστημα 12-D ................................................... 120

7. Βιβλία ................................................................ 144

8. Καταφύγιο ......................................................... 165

9. «Ελπίδα» ............................................................. 188

10. Εχθρός ............................................................... 212

11. Φτερά ................................................................ 234

Οι στίχοι στην αρχή κάθε κεφαλαίου προέρχονται από ύμνους του Κώστα Νικολάου, και περιέχονται στα άλ-μπουμ του «Πίσω Απ’ τις Μάσκες» και «Ελέω Θεού».

Στον μπαμπά μου

4. 8. 2011

Σαν χίλια χρόνια μοιάζει η κάθε μέρα,τι μέρα να ’ναι πια, δεν λες να ’ρθειςκι όλο προσπαθώ να φτιάξω μίσχουςαπ’ την υποψία μιας αυγής.

Κώστας Νικολάου «Να Φτιάξω Μίσχους»

9

Μια μέρα πριν τα δέκατα πέμπτα μου γενέθλια, «γι-ορτάσαμε» την πρώτη μαύρη επέτειο για όλους -τους λίγους- Χριστιανούς του σύγχρονου κόσμου. Η οικογέ-νειά μου -ο μπαμπάς κι εγώ δηλαδή-, «γιορτάζαμε» και ένα χρόνο ακριβώς από τη δική μας τραγωδία. Τότε ήταν που άρχισα να ταξινομώ τους ανθρώπους στο μυ-αλό μου με νούμερα αντί για ονόματα.

Ο παππούς ήταν το 6.Η μαμά και η μικρή μου αδερφή το 1.Ο φίλος μου ο Βίκτωρας κι αυτός το 1.Η γιαγιά το 13.Κάθε χρονιά που περνάει από τότε, οι αριθμοί αυ-

ξάνονται κατά ένα. Και κάθε χρονιά που περνάει προ-σθέτω κι άλλα πρόσωπα στη λίστα μου με τους αριθ-μούς. Όταν ήμουν δεκαέξι, προστέθηκαν τα ονόματα του θείου και της θείας μαζί με τα δύο τους παιδιά, τα ξαδέρφια μου. Πέρυσι, της φίλης μου της κυρίας Φι από τη Γαλλία.

Τον προηγούμενο Δεκέμβριο έκλεισα τα δεκαοχτώ και από μέρα σε μέρα περιμένω πότε θα προστεθεί και το δικό μου όνομα στη λίστα και θα συνεχίσει κάποιος άλλος το μέτρημα, την ανάμνηση. Ή ίσως να μην την συνεχίσει κανείς, γιατί δεν θα χρειάζεται, θα είμαστε πια όλοι μαζί.

Το όνομά μου είναι Προμέσσα.

11

1. Έρημος

Το πώς λαχτάρησα μια εικόνα Ουρανού, Χριστέ Σωτήρα μου μονάχα Εσύ το ξέρεις,

σαν το αδύναμο λουλούδι του αγρούμέσα στ’ αγέρι.

Κ. Ν., «Ουρανός»

Την Τετάρτη το μεσημέρι, καθώς στρώνω το τρα-πέζι, κοντοστέκομαι μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο. Δεν είναι ότι δεν μπορώ να αποφασίσω με τι φαγητό να γεμίσω τα πιάτα μας. Είναι ότι το ψυγείο είναι σχεδόν τελείως άδειο.

Δεν μου άρεσαν ποτέ οι δουλειές του σπιτιού, αλλά εδώ και χρόνια έχω εξασκηθεί να τα κάνω όλα γρήγο-ρα και αποτελεσματικά. Τα ρούχα, τα πιάτα, τα πα-τώματα, τα φαγητά. Βέβαια από τότε που μείναμε οι δυο μας με τον μπαμπά υπάρχουν πολύ λιγότερες δου-λειές, αλλά κάποιος πρέπει να τις κάνει. Και ο μπα-μπάς είχε -και έχει- τη δουλειά του, πράγμα το οποίο είναι ένα μεγάλο θαύμα για μας. Αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να χάσει ούτε μία μέρα, γιατί η μικρή του πελατεία είναι απαιτητική και δυσεύρετη.

Εγώ εκτελώ χρέη γραμματέως από το σπίτι εδώ και τέσσερα χρόνια περίπου, μια που δεν πηγαίνω στο σχολείο. Προσπαθώ να συνεχίσω την εκπαίδευσή μου

12

Προμέσσα

στο σπίτι, αλλά δεν είναι εύκολο, γιατί τα σχολικά βι-βλία είναι πολύ ακριβά για μας, κι έπειτα, όσο προχω-ρούν οι τάξεις δυσκολεύομαι να τα καταλάβω μόνη μου, χωρίς τη βοήθεια ενός δασκάλου.

Κάνω ό,τι μπορώ με το θέμα του φαγητού και σε λίγο ακούω την πόρτα.

Ο μπαμπάς μού δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και πάει στο μπάνιο να βγάλει τη φόρμα της δουλειάς και να πλύνει τα μαύρα του χέρια.

-Πέρασε η κυρία Πέτρου, φωνάζει μέσα από την κλειστή πόρτα και ο ενθουσιασμός που ακούω στη φωνή του μου ζεσταίνει την καρδιά.

-Σοβαρά μιλάς; του φωνάζω.-Ναι, και όχι μόνο αυτό, αλλά είπε θέλει κι άλλα δύο

για τους δυο γιους της, που είναι νιόπαντροι.-Μπράβο, μπαμπά! Δεν στο είπα εγώ ότι είναι έργα

τέχνης αυτά τα ντουλαπάκια; -Ναι, μου το είπες, κοριτσάκι μου. Μια μικρή σιωπή ακολουθεί κι ακούω το νερό του

μπάνιου να τρέχει. Βάζω τα μαχαιροπίρουνα στο τρα-πέζι και το χάπι του μπαμπά για την πίεση δίπλα στο ποτήρι του με το νερό.

-Δόξα στο Θεό μας, Έσσα μου, χάρις σ’ Εκείνον γί-νονται όλα, λέει ο μπαμπάς με τη βαθιά του φωνή, καθώς μπαίνει στην κουζίνα.

Σχεδόν χρειάζεται να σκύψει το κεφάλι του για να περάσει το κατώφλι, τόσο ψηλός είναι. Ψηλός και γε-ροδεμένος, λόγω της δουλειάς του. Είναι μαραγκός ο μπαμπάς μου, όπως και ο πατέρας του Χριστού. Επί-σημα, το επάγγελμά του είναι «Συντηρητής Αντικών και Κατασκευαστής Επίπλων Παλαιού Τύπου».

Τα παλιά τα χρόνια, πριν μερικές δεκαετίες, έφτια-χναν πολλά έπιπλα και κατασκευές με το χέρι. Φαντά-ζομαι θα ήταν πολλών ανθρώπων η δουλειά να φτιά-χνουν έπιπλα ή αυτοκίνητα ή να τα επισκευάζουν, αν

13

Έρημος

και δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θα χρειάζονταν τα ανθρώπινα χέρια, αφού όλα μπορούν να γίνουν από προγράμματα. Πώς δεν το είχαν σκεφτεί αυτό; Ο παπ-πούς μου ήταν κι εκείνος μαραγκός κι έτσι έμαθε την τέχνη κι ο μπαμπάς και την αγάπησε, αν και εξελίχτη-κε κάπως όσο άλλαζαν οι συνθήκες.

Τώρα αυτά που φτιάχνει ο μπαμπάς είναι σπάνια και δυσεύρετα κομμάτια χειροποίητα, που τα αγορά-ζουν μόνο οι πολύ πλούσιοι ως αντίκες ή για να συ-μπληρώσουν κάποια συλλογή που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους. Υπάρχουν ελάχιστοι πια στην Ελλάδα που κάνουν αυτή τη δουλειά, λέει ο πατέρας μου με καμάρι.

Ο μπαμπάς λέει ότι παλιά όταν ο κόσμος έλεγε τη λέξη «αντίκα» εννοούσε κάτι πολύ παλιό, ένα έπιπλο ή βιβλίο ή αντικείμενο που χρησιμοποιούσαν οι άνθρω-ποι πριν από χρόνια και τώρα υπάρχει ως διακοσμητι-κό, σαν εκείνες τις μικρές φωτογραφικές μηχανές με φλας που βλέπουμε στα μουσεία ή ένα κουτί που είδα μια φορά όταν πήγαμε με το σχολείο στο Μουσείο τεχνολογίας, κι έγραφε από κάτω «τηλεόραση». Αυτά που φτιάχνει τώρα λέει, δεν είναι κανονικές αντίκες. Εμένα πάντως μου φαίνονται πολύ διαφορετικά από όλα τα υπόλοιπα έπιπλα, έτσι περίτεχνο και μοναδικό που είναι το καθένα που γεννιέται από τα χέρια του.

Από μικρή μου άρεσε να πηγαίνω στο εργαστήρι του μπαμπά και να μυρίζω την μπογιά πάνω στο νωπό ξύλο, ή να χαϊδεύω απαλά την κρύα επιφάνεια του γυαλιστερού μετάλλου. Πάντα ένιωθα περήφανη που είχα έναν τέτοιο δυνατό μπαμπά, με τα μπράτσα του φουσκωμένα και τα χέρια του ροζιασμένα και το πλα-τύ του χαμόγελο να φωτίζει ολόκληρο το σπίτι.

Ποτέ όμως δεν ένιωσα τόσο περήφανη για τον μπα-μπά μου, όσο τώρα που κάθεται στη συνηθισμένη του θέση στο τραπέζι και βλέπει για πρώτη φορά τι έχει

14

Προμέσσα

μέσα το πιάτο του. Ούτε καν ανοιγοκλείνει τα μάτια του από την έκπληξη. Αντίθετα, γυρίζει και μου χα-μογελάει.

-Νόμιζα που λες, ότι την είχαμε χάσει την Πέτρου από πελάτισσα, συνεχίζει την κουβέντα μας από πριν. Ύστερα από όλα αυτά…

Δεν ολοκληρώνει τη φράση του, γιατί ξέρουμε κι οι δύο καλά σε τι αναφέρεται. Βάζω το χέρι μου στο δικό του και σχεδόν εξαφανίζεται μέσα στα μακριά του δάχτυλα.

-Σ’ ευχαριστούμε, Θεέ, γι’ αυτό το πλούσιο φαγητό που μας ετοίμασες την ώρα που άλλοι πεινάνε.

Η προσευχή του είναι ίδια όπως κάθε άλλη φορά, κι ας είμαστε εμείς εκείνοι που θα πεινάμε αυτή τη φορά.

-Να ’ρθεις σύντομα, Κύριε. Σήμερα κιόλας.Πάντα τελειώνει με την ίδια φράση. Τον βλέπω να

κάνει το ψωμοτύρι του μια μπουκιά και σκέφτομαι πόσο πεινασμένος πρέπει να είναι μετά από τόσες ώρες δουλειάς και ιδρώτα. Ξαφνικά νιώθω έναν κό-μπο στο λαιμό.

Πετάγομαι και πάω στην τουαλέτα. Γυρίζω ύστερα από δύο λεπτά, έχοντας σκουπίσει

όσο πιο προσεκτικά μπορούσα τα μάτια και τα μάγου-λά μου.

-Όλα εντάξει; ρωτάει ο μπαμπάς, αποφεύγοντας να με κοιτάξει.

-Δεν ξέρω… δεν νιώθω και πολύ καλά, λέω. Θα πάω να ξαπλώσω λίγο. Σε πειράζει να φας και το δικό μου, μην πάει χαμένο;

Ο μπαμπάς σηκώνει τα μάτια του και συναντιούνται με τα δικά μου για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Εί-ναι λίγο, αλλά αρκετό για να δω ότι κατάλαβε τι έχω σκοπό. Αλλά ακόμα χειρότερο από αυτό είναι εκείνο που κάνει μετά. Χαμηλώνει το βλέμμα του ντροπια-

15

σμένος και τρώει τη δική μου φέτα σε δυο μπουκιές.

Το απόγευμα έρχεται απ’ το σπίτι ο Λεωνίδας. Στα χέρια του κρατάει ένα ταψάκι με την τυρόπιτα

της μαμάς του, και καθώς μας χαιρετάει βλέπει ότι την τρώμε με τα μάτια. Κάθεται σιωπηλός στον κα-ναπέ της κουζίνας και μας κοιτάζει καθώς την τελειώ-νουμε με τον μπαμπά μέσα σε λίγα λεπτά.

-Δεν μου το είπες αυτό, λέει σμίγοντας τα φρύδια του, όταν ο μπαμπάς βγαίνει έξω.

-Ποιο; του λέω, πίνοντας το νερό μου αργά.Αναστενάζει και ακουμπάει τους αγκώνες του στα

γόνατά του, κρατώντας το κεφάλι του. Σκύβει προς το μέρος μου. Τα μάτια του με κοιτάζουν ανήσυχα.

-Πόσος καιρός είναι; με ρωτάει απαλά.Ανασηκώνω τους ώμους μου.-Καθυστέρησαν απλώς κάποιες πληρωμές του μπα-

μπά, λέω.-Καθυστέρησαν, επαναλαμβάνει.-Δηλαδή… κάποιες παραγγελίες ακυρώθηκαν, διορ-

θώνω. Αλλά όχι όλες. Σήμερα κιόλας, μια πελάτισσα επέστρεψε ύστερα από εβδομάδες και είπε ότι θα την πάρει τελικά την παραγγελία της.

-Έσσα…-Τι;-Θα μου το πεις αν έχετε πρόβλημα, έτσι;Τον κοιτάζω και δεν απαντάω.Δεν έχω εμπιστευτεί κανέναν από τα γεγονότα της

12ης Δεκεμβρίου και μετά. Κανέναν εκτός από το Λεωνίδα. Στους καιρούς αυτούς που ζούμε, μπορείς εύκολα να καταλάβεις σε ποιον μπορείς να έχεις εμπι-στοσύνη.

Σε κανέναν.

…....

Έρημος

16

Προμέσσα

Ήταν μία από τις άσχημες μέρες, η μέρα που τον γνώρισα.

Στα μέσα του περασμένου Ιουλίου η ζέστη ήταν αφόρητη, όπως κάθε καλοκαίρι, και δεν έβλεπες κα-νένα να κυκλοφορεί έξω μετά τις 12 το μεσημέρι. Όλοι ήταν στα σπίτια τους και απολάμβαναν τη δροσιά της Κεντρικής Ατμόσφαιρας και τα νερά κάποιας εικονι-κής παραλίας στις Οθόνες VI τους.

Εκείνη τη μέρα έμοιαζε σαν να είμαι μόνο εγώ έξω, και να παλεύω με τον καύσωνα ψάχνοντας ένα μαγα-ζάκι στην άλλη άκρη της πόλης. Έπρεπε όμως, αν εί-χαμε σκοπό να μαζευτούμε σε τρεις μέρες και να μην πάθουμε θερμοπληξία από τη ζέστη. Ήδη είχα ψάξει τις προηγούμενες δύο μέρες χωρίς αποτέλεσμα, και σήμερα ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Έστειλα μια προσευχή στον ουρανό καθώς περπατούσα προς το μετρό, κι ήμουν σίγουρη ότι θα έβρισκα αυτό που έψαχνα.

Συνήθως μαζευόμαστε σε υπόγεια και εγκαταλειμ-μένα κτίρια, γιατί δεν είναι πια ασφαλές να βρισκόμα-στε στα σπίτια μας, από τότε που έγιναν πιο πυκνοί οι έλεγχοι τον περασμένο Μάρτιο. Το καλοκαίρι όμως είναι αβάσταχτη η ζέστη μέσα στους χώρους αυτούς, που συνήθως επειδή είναι σε αχρηστία δεν έχουν εγκατεστημένη την Κεντρική Ατμόσφαιρα που έχουν τα σπίτια μας.

Εκείνο τον Ιούλιο λοιπόν, μαζευόμασταν στην απο-θήκη των παλιών γραφείων του υπουργείου Τάξης και Ασφάλειας. Ειρωνικό ήταν, εκείνοι να μας ψάχνουν κι εμείς να είμαστε στο πρώην άντρο τους. Βέβαια, τον επόμενο μήνα θα αλλάζαμε τόπο συνάντησης, όπως κάνουμε κάθε μήνα. Αλλά, προς το παρόν, μας είχε βολέψει. Η γειτονιά ήταν ερημική και η συγκοινωνία βόλευε. Αυτό που δεν βόλευε ήταν η ζέστη. Η αποθήκη ήταν ένα επίπεδο κάτω από τη γη, και χωρίς κανένα

17

μηχανισμό θέρμανσης ή ψύξης. Δεν είχε παράθυρα, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Υπομέναμε όμως τη ζέστη όσο μπορούσαμε, μια που ήταν απαραίτητο για μας όσο και το οξυγόνο να βρισκόμαστε μεταξύ μας και να διαβάζουμε την Αγία Γραφή, που με πολλή προ-σοχή και μεγάλες προφυλάξεις έφερνε κάθε φορά και ένας από εμάς, περιοδικά.

Στις 20 του μηνός είπαν ότι για τις επόμενες δύο εβδομάδες θα έχει καύσωνα. Μετά από πολλή σκέψη αποφασίσαμε ότι δεν γινόταν να συναντηθούμε υπό τέτοιες συνθήκες. Δεν ήμασταν και πολλοί, αλλά οι περισσότεροι ήταν πάνω από τα 60. Ήδη είχαμε μία λιποθυμία και ένα επεισόδιο δύσπνοιας, και στο νο-σοκομείο μας αντιμετώπισαν με μεγάλη καχυποψία. Εφόσον δεν υπάρχει πια κανένα κτίριο που να μη δια-θέτει Κεντρική Ατμόσφαιρα, θα ήταν πολύ ύποπτο να λέγαμε ότι το έπαθαν από τη ζέστη.

Ο μπαρμπα-Χριστόφορος και η κυρία Άλμπα επέμε-ναν ότι δεν τους ένοιαζε, στήνοντας το κορμί τους με καμάρι, αλλά ο μπαμπάς κούνησε το κεφάλι του. Αν είχαμε σκοπό να συναντηθούμε στην παλιά αποθήκη μέσα στις μέρες του καύσωνα, θα έπρεπε να βρούμε μια λύση, για να μην πεθάνουμε όλοι μαζί.

-Έχω μια ιδέα, είπε με σπαστά Ελληνικά ο Στέφα-νο.

Ο Στέφανο είναι ένας παππούς πάνω από ογδόντα χρονών, που έχει χάσει όλη του την οικογένεια πρό-σφατα και μεταναστεύσει από την Ιταλία στην Ελλά-δα μυστικά, γιατί εκεί τον έψαχναν κι αυτόν να τον βάλουν στη φυλακή. Μαθαίνει Ελληνικά γρήγορα, και όλο γελάει, ακόμα κι όταν διηγείται το ταξίδι του μέσα στη νύχτα στις ακτές της Ανκόνα, και τις μάταιες προ-σπάθειές του να βρει μεταφορικό μέσο για την Κέρκυ-ρα ή την Αλβανία.

-Δεν ξέρω πώς το λέτε…

Έρημος

18

Προμέσσα

-Πες το όπως μπορείς, Στέφανο, είπε ο μπαμπάς χα-μογελώντας, όλο και κάτι θα καταλάβουμε.

Με μισά Ελληνικά, μισά Ιταλικά και μισά κάποια άλλη γλώσσα ανύπαρκτη, που ήταν ένα μείγμα από αυτές τις δύο, ο Στέφανο μας εξήγησε ότι στο σπίτι του στη Ρώμη είχε ένα μηχανάκι παμπάλαιο που κουνού-σε δύο πράγματα σαν φτερά και έκανε αέρα. Μπορεί να υπήρχε κάποιο τέτοιο σε κάποιο παλαιοπωλείο αν ψάχναμε. Ίσως αυτό να μας βοηθούσε.

-Ventilatore! Ξέρεις τι είναι; έλεγε με ενθουσιασμό.Έτσι βρέθηκα μετά από τρεις μέρες να ψάχνω έναν

ανεμιστήρα στις πιο απίστευτες γωνιές της πόλης. Το είχα ψάξει πρώτα στο σπίτι, στη Οθόνη VI, και είχα βρει δύο μαγαζάκια που μπορεί να είχαν «αρχαίες» συσκευές σαν αυτή που έψαχνα, και τώρα τα επισκε-πτόμουν ένα-ένα.

Μόλις κατέβηκα στη στάση του μετρό, αμέσως δι-αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στα δεξιά, λίγο πριν από την έξοδο, μια χούφτα από αστυνομικούς περίμεναν τους ελάχιστους επιβάτες για «έλεγχο». Αυτό τον έλεγχο τον ήξερα καλά. Δεν ήταν μόνο έλεγ-χος εισιτηρίων, αλλά έλεγχος όλων των στοιχείων, από το όνομα, την ταυτότητα, την υπηκοότητα, μέχρι τη θρησκεία. Παρίστανα πως μου λύθηκε το κορδόνι, κι έκατσα στην άκρη για να το δέσω.

Το ήξερα ότι μόλις έβλεπαν το όνομά μου θα με πή-γαιναν μέσα για ανάκριση, γιατί μου είχε ξανασυμβεί. Αλλά τώρα πια ήμουν δεκαοχτώ χρονών και δεν θα με γυρνούσαν στον μπαμπά μου. Μπορεί και να με έβα-ζαν μέσα, όπως είχα ακούσει ότι έγινε στον εγγονό της κυρίας Άλμπα. Εκείνον βέβαια τον είχαν αφήσει μετά, μόλις ανακάλυψαν την προθυμία του να τα αρνηθεί όλα, γιατί η μόνη αντίρρηση που είχαν μαζί του ήταν το όνομά του. Ενώ εμένα…

«Ό,τι και να γίνει, θέλω να είμαι μαζί Σου», Του

19

είπα. Δεν είχα σκοπό να Του ζητήσω να με φυλάξει, το

ήξερα ότι το κάνει αυτό κάθε στιγμή. Ήθελα απλώς να ελέγξω τον εαυτό μου, να καθησυχάσω την καρδιά μου, που χτυπούσε σαν τρελή.

Ένιωσα την ανάσα του Θεού σαν δροσιά τριγύρω μου κι αμέσως ηρέμησα. Ξαφνικά, ήμουν απόλυτα ασφαλής εκεί, στη μέση του μετρό, με τέσσερις αστυ-νομικούς να μου κόβουν το δρόμο. Σήκωσα το κεφάλι μου.

Και τότε την είδα.Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με ένα μαντήλι να

σκεπάζει το σκυμμένο της κεφάλι, καθισμένη σ’ ένα παγκάκι στην αποβάθρα, λίγα μέτρα πιο κει. Δίπλα της ήταν ακουμπισμένη μια παλιά βαλίτσα, τόσο γε-μάτη με πράγματα και ρούχα, που τη συγκρατούσαν κορδόνια δεμένα τριγύρω της, μην ανοίξει και χυθούν όλα έξω. Η εμφάνιση της γυναίκας και μόνο, με το ξερακιανό κορμί της και τα φτωχικά παλιά της ρούχα, φώναζε ότι δεν είχε σπίτι. Τα αραιά, ξανθά της μαλλιά και τα χαρακτηριστικά της φώναζαν ότι ήταν ξένη. Καθώς και το βιβλίο που διάβαζε. Έγραφε Ρωσικά στο εξώφυλλο, αλλά δεν χρειαζόταν να είναι κανείς γλωσ-σολόγος για να καταλάβει ότι η λέξη ήταν «Βίβλος», ούτε ιδιαίτερα παρατηρητικός για να δει τον χρυσό σταυρό που ερχόταν σε αντίθεση με το μαύρο δέρμα του καλύμματος.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τρέξω να πιάσω το πο-λύτιμο βιβλίο στα χέρια μου. Πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό έβλεπα κάποιον να έχει μία Αγία Γραφή όλη δική του, να μην χρειάζεται να τη μοιράζεται με άλλα τέσσερα άτομα. Κι ας μην ήξερα τη γλώσσα, θα καταλάβαινα, ήμουν σίγουρη.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Την είχα ακούσει αυτή την ιστορία, αλλά δεν την είχα δει με τα

Έρημος

20

Προμέσσα

μάτια μου. Χριστιανοί έφευγαν από τις χώρες τους κυ-νηγημένοι για την πίστη τους, κι όταν έφταναν σε μια άλλη χώρα νόμιζαν ότι ήταν αόρατοι επειδή διάβαζαν και μιλούσαν άλλη γλώσσα. Ή έλπιζαν με λαχτάρα ότι εδώ θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, ότι θα έβρισκαν εκκλησίες με βιτρό παράθυρα και αρμόνια με τρεις σειρές πλήκτρα.

Σηκώθηκα αργά. Με προσεκτικά βήματα, δήθεν αδιάφορα, άρχισα να πηγαίνω προς το μέρος της χωρίς να την κοιτάζω. Εκείνη συνέχισε να διαβάζει κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.

Ένας αστυνομικός την είδε.Άρχισε να τρέχει. Άνοιξα κι εγώ το βήμα μου. Άρχισαν κι οι υπόλοιποι να τρέχουν. Την έφτασαν πριν από μένα. Την άρπαξαν βίαια από τους ώμους. Η Βίβλος έπε-

σε στο πάτωμα γλιστρώντας με φόρα προς τις γραμ-μές πάνω στο ταλαιπωρημένο της δερμάτινο κάλυμ-μα. Γύρισα να κοιτάξω το βιβλίο, υπολογίζοντας πόσο γρήγορα μπορώ να πηδήξω να το πιάσω κι από πίσω μου άκουσα έναν γδούπο.

Η γυναίκα είχε πέσει στα γόνατα. Από το αριστερό της μάγουλο είχε αρχίσει να κυλάει ένα αυλάκι από αίμα. Ένας από τους αστυνομικούς, αυτός που την είχε δει πρώτος, την χτυπούσε παντού με το γκλοπ του, φωνάζοντας, αλλά η φωνή του ερχόταν σαν από χιλιόμετρα μακριά στα αυτιά μου και δεν καταλάβαι-να τι έλεγε. Μόνο ένα κτηνώδες βουητό ερχόταν από τη μεριά του, κι αυτό μόνο έφτανε για να πιάσω το νόημα αυτών που έλεγε.

Οι λίγοι άνθρωποι που βρισκόντουσαν στην αποβά-θρα μαζεύτηκαν τριγύρω. Ένα αγόρι, δύο κύριοι με κουστούμια, πέντε κορίτσια που έμοιαζαν να πηγαί-νουν για μπάνιο -στο κέντρο της πόλης;-, μια οικογέ-

21

νεια που ο μπαμπάς έβαζε τα χέρια του μπροστά στα μάτια της μικρής του κόρης, αλλά ο ίδιος κοιτούσε με μακάβριο ενδιαφέρον.

Έμεινα για λίγο εκεί, παγωμένη, απλός παρατηρη-τής σαν τους άλλους.

Και τότε η γυναίκα άρχισε να προσεύχεται.Φώναζε, από εκεί που ήταν πεσμένη, στα ρωσικά,

προς τον ουρανό.Χωρίς να το σκεφτώ, πήγα κοντά της, και αγνοώ-

ντας τα χτυπήματα που έπεφταν τώρα βροχή και στη δική μου πλάτη, την έπιασα από τον αγκώνα για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Γύρισε και με κοίταξε, κι αυτή η ματιά της ήταν σαν να κράτησε ώρες ολόκληρες, σαν να μου έλεγε ευχαριστώ, σαν να μου έλεγε ότι εί-μαι αδελφή της, σαν να μου έλεγε χίλια δυο πράγματα μέσα σ’ εκείνο το βουβό δευτερόλεπτο.

Στην πραγματικότητα όμως κράτησε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, γιατί αμέσως σκληρά χέρια με άρ-παξαν κι εμένα και με τράβηξαν στην άκρη. Ένας από τους αστυνομικούς, όχι αυτός που χτυπούσε τη Ρω-σίδα, ένας από τους άλλους που φαινόταν νέος, λίγο μεγαλύτερος από μένα για την ακρίβεια, τράβηξε τις χειροπέδες από τη ζώνη του κι ετοιμάστηκε να μου τις περάσει. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα, αλλά ήξερα ότι ήταν πιο δυνατός από μένα και σύντομα θα έχανα.

Τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να παραδοθώ, κάτι συνέβη στην άλλη άκρη του σταθμού –δεν είδα τι- κι ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος, κι ύστερα φωνές. Η προσοχή του αστυνομικού αποσπάστηκε για λίγο, καθώς οι άλλοι δύο έτρεχαν προς τα κει που ακούστηκε ο θόρυβος. Αυτό το λίγο ήταν ακριβώς όσο χρειαζόμουν για να του ξεφύγω. Με μια απότομη κίνη-ση, έφυγα απ’ τα χέρια του, και μέχρι να καταλάβει τι συνέβη, έτρεχα στις σκάλες με όλη μου τη δύναμη.

-Τρέξε! άκουσα πίσω μου μια φωνή, αλλά μπορεί

Έρημος

22

Προμέσσα

και να ήταν η δική μου.Δεν περίμενα να μου το πουν και δεύτερη φορά. Έτρεξα μέχρι που δεν μπορούσα να ανασάνω πια,

ακούγοντας βήματα να πλησιάζουν πίσω μου, στρί-βοντας στην τύχη μέσα στους δρόμους, περνώντας μπροστά από αυτοκίνητα που δεν είχαν προλάβει να σταματήσουν. Κάποια στιγμή, όταν ένιωθα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο, ένα χέρι με τράβηξε βί-αια προς τα αριστερά, σε μια εσοχή που σχημάτιζε η μάντρα μιας πολυκατοικίας. Την επόμενη στιγμή, δύο αστυνομικοί προσπέρασαν το καταφύγιό μου, συνεχί-ζοντας το ανώφελο πια, κυνηγητό τους.

Γύρισα να δω ποιος με είχε τραβήξει και είδα το αγόρι της αποβάθρας, αναμαλλιασμένο και λαχανια-σμένο. Μείναμε εκεί για λίγη ώρα κοντανασαίνοντας, κοιτώντας ο ένας τον άλλο και προσπαθώντας να αποφασίσουμε ποια θα είναι η επόμενη κίνησή μας.

Ένιωθα κάτι ζεστό να κυλάει στον κρόταφό μου, αλλά το αγνόησα λέγοντας στον εαυτό μου ότι είναι ιδρώτας. Το άγγιξα με το χέρι μου για να το σκουπί-σω και ανακάλυψα ότι ήταν αίμα. Το σκούπισα στην μπλούζα μου, που ούτως ή άλλως είχε λερωθεί από το αίμα της Ρωσίδας. Το αγόρι όλη αυτή την ώρα δεν πήρε τα μάτια του από πάνω μου. Τον κοίταξα κι εγώ πιο προσεκτικά. Πρέπει να ήταν στην ηλικία μου, αν και μου έριχνε τουλάχιστον ενάμισι κεφάλι, και φαινό-ταν γεροδεμένος. Τα μάτια του ήταν ευγενικά και κα-λοσυνάτα, και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν είχε κανέναν άλλο λόγο να με βοηθήσει εκτός από…

-Πώς σε λένε; τον ρώτησα.-Με λένε Λεωνίδα, απάντησε αμέσως, σαν να ήξερε

τι ήθελα να τον ρωτήσω στ’ αλήθεια.Χαμήλωσα το βλέμμα μου απογοητευμένη. Δεν ήταν λοιπόν ένας από μας. Εκείνος αναστέναξε και πέρασε το χέρι του μέσα

23

από τα πυκνά μαλλιά του. Έπειτα ακούμπησε το μάτι του. Ξαφνικά, αν και δεν τον κοιτούσα απευθείας αλλά με την άκρη του ματιού μου, η προσοχή μου ήταν ολό-κληρη στα δάχτυλά του. Πέρασε τον δείκτη του ορι-ζόντια πάνω στο βλέφαρό του, σαν να έτριβε το μάτι του, μια φορά, και μετά έκανε το ίδιο κάθετα.

Το σήμα του σταυρού.-Εμένα με λένε Προμέσσα, του είπα.Χαμογέλασε.-Το φαντάστηκα, απάντησε.Βγήκαμε προσεκτικά από την κρυψώνα μας.-Αυτός ο θόρυβος…. Εσύ ήσουν; τον ρώτησα και

έγνεψε καταφατικά με καμάρι.-Θα σε πήγαιναν και σένα μέσα, του είπα ξερά.Ανασήκωσε τους ώμους του.-Θα μας πάνε ούτως ή άλλως κάποια μέρα, είπε γε-

λώντας. Περπατήσαμε για λίγο σιωπηλά, μέσα στους άδειους

δρόμους κάτω από το φως του ήλιου, χωρίς να μιλάμε άλλο.

-Μήπως πρέπει να το σκουπίσεις αυτό, είπε κάποια στιγμή ο Λεωνίδας.

Την είχα ξεχάσει την γρατσουνιά στο μέτωπό μου.-Πού μένεις; τον ρώτησα. Με κοίταξε. Ήξερε ότι αυτό που τον ρωτούσα στην

ουσία ήταν άλλο.-Έχουμε ένα τραπέζι με τρία πόδια μερικά τετράγω-

να πιο κει, απάντησε δείχνοντας με το χέρι του.Το «τραπέζι» ήταν η κωδική μας λέξη για την εκκλη-

σία. Είχε τρία άτομα άρα η δική τους συνάθροιση. Το ήξερα ότι θα πρέπει να υπήρχαν κι άλλες μυστικές συ-ναντήσεις σαν και τη δική μας, αλλά το να βλέπω την απόδειξη έτσι χειροπιαστή μπροστά μου, μου έφερνε μια ανατριχίλα σε όλο μου το σώμα.

-Το δικό μας έχει πέντε, είπα τυλίγοντας τα χέρια

Έρημος

24

Προμέσσα

μου γύρω από τη μέση μου παρά την αβάσταχτη ζέ-στη.

Με κοίταξε με θαυμασμό. Ήμασταν πολλοί, πιο πολ-λοί από το συνηθισμένο.

-Ψάχνω ένα ventilatore, συνέχισα θαρραλέα. Ξαφνικά ήθελα να του τα πω όλα για το «τραπέζι»

μας, για τη ζωή μου, για τη μαμά μου, την αδερφή μου. Όλα για τον εαυτό μου. Ήταν τόσος καιρός από τότε που είχα έναν φίλο.

-Ένα τι; είπε, ανασηκώνοντας τα φρύδια του με έκ-πληξη.

Του είπα την ιστορία, προσεκτικά να μην αναφέρω πουθενά καμιά επικίνδυνη λέξη. Άρχισε να γελάει. Άρ-χισα κι εγώ. Σταθήκαμε εκεί, στη μέση του δρόμου και διπλωθήκαμε στα γέλια. Ακόμα η ανάμνηση εκείνης της μέρας με κάνει και χαμογελάω κι ας έχουν γίνει τόσα από τότε.

Δεν τολμούσα να ξαναπάρω το μετρό. Ο Λεωνίδας με πήγε στο σπίτι του και ζήτησε από τον πατέρα του να με πάει σπίτι με το αυτοκίνητο. Εκείνος με στραβο-κοίταξε, και γκρινιάζοντας σηκώθηκε από την Οθόνη VI. Ο Λεωνίδας τον κοιτούσε ανήσυχα μπας και κάνει καμιά αδιάκριτη ερώτηση –σίγουρα το είχαν υποπτευ-θεί και οι δύο γονείς του τι ήμουν- αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Είχα βρει τον πρώτο άνθρωπο μέσα σε τρία χρόνια που πίστευε κι εκείνος στο Χριστό έξω από τα πέντε άτομα της μυστικής μας συνάθροισης. Ξαφνικά ο κόσμος είχε γεμίσει ελπίδα και φως. Δεν περπατού-σα, πετούσα.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο -ήταν ένα καινούργιο μοντέλο, που δεν είχα ξαναδεί, θυμάμαι. Ο Λεωνίδας μου έκανε νόημα με τα μάτια ότι θα ήταν καλύτερα να μην μιλάμε. Είχα τόσα πολλά να τον ρωτήσω, τόσα πολλά να του πω, αλλά θα έπρεπε να περιμένουν.

Περάσαμε γειτονιές με μικρές μονοκατοικίες, όπως

25

η δικιά μου, αλλά όταν βγήκαμε στο μεγάλο δρόμο με τα διαφορετικά επίπεδα, τα αυτοκίνητα πύκνωσαν και κόψαμε ταχύτητα.

Ο μεσημεριανός ήλιος χρύσιζε στα τζάμια των πα-νύψηλων κτιρίων που πλαισιώνουν τον φαρδύ αυτο-κινητόδρομο, θυμάμαι, και έβαλα το χέρι μου στα μάτια, γιατί με τύφλωνε. Γενικά, δεν κυκλοφορώ πολύ έξω τα τελευταία χρόνια, αλλά απ’ ό,τι έχω καταλά-βει, και ο περισσότερος κόσμος προτιμά την άνεση της καρέκλας του μπροστά στην Οθόνη VI, από όπου μπορεί να επικοινωνήσει με κάθε γωνιά της γης, να διασκεδάσει, να ψωνίσει, ακόμα και να εργαστεί, και όλο και λιγότεροι είναι εκείνοι που έχουν την ανάγκη να βγουν από τα σπίτια τους.

Ήταν απίθανο, από όποια μεριά και να το έβλεπε κανείς, μέσα σε αυτούς τους λίγους ανθρώπους που είχαν βγει έξω εκείνη την ημέρα, ο ένας να ήταν χρι-στιανός, αδερφός μου. Και να έχουν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας, να τον έχω συναντήσει, να έχουμε βρει ο ένας τον άλλο, ακόμα πιο απίθανο. Κι όμως, έγινε.

Δεν αμφισβήτησα ούτε ένα λεπτό ότι η συνάντησή μας είχε ενορχηστρωθεί από τα τρυφερά χέρια του Θεού.

Δεν ήξερα αν θα ξαναέβλεπα τον Λεωνίδα, αλλά και μόνο η γνώση ότι υπήρχε εκείνος στον κόσμο, κα-θώς και μία ακόμα εκκλησία, ή μάλλον, ένα ακόμα μικρό κομμάτι της Εκκλησίας του Χριστού στον κόσμο, με άλλα δύο άτομα, μου έδινε τόση δύναμη και χαρά, που ένιωθα όπως πριν πεθάνει η μαμά και η Ρένα. Με το ζόρι κρατιόμουν μέχρι να το πω στον μπαμπά.

Φτάνοντας στο σπίτι ο Λεωνίδας βγήκε κι εκείνος από το αυτοκίνητο και μου άνοιξε την πόρτα.

-Η Μέρα είναι κοντά, μουρμούρισε στο αυτί μου.Με κοίταξε στα μάτια.-Είναι, του απάντησα.

Έρημος

26

Προμέσσα

Κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος, και ξανα-μπήκε στο αυτοκίνητο.

Ο χαιρετισμός αυτός, που κάθε φορά λέμε μεταξύ μας όταν φεύγουμε από τη μυστική μας συνάντηση, ηχούσε ταυτόχρονα τόσο διαφορετικός και τόσο οι-κείος από τα χείλη του. Τα είχα συνηθίσει τα λόγια αυτά, που τα έλεγα τόσο συχνά, αλλά τώρα, ακούγο-ντάς τα από το στόμα κάποιου άλλου, τα σκέφτηκα ξανά. Ήταν τελικά κοντά η Μέρα ή άδικα περιμέναμε; Τη μέρα που πέθανε η μαμά και η Ρενούλα, είπαμε πως ήταν αυτή η Μέρα. Ή η επόμενη. Φαινόταν τόσο σκληρό να μας αφήσει να ζούμε κι άλλες μέρες και εβδομάδες και χρόνια μετά από αυτά που έγιναν. Κι όμως μας άφησε.

Μήπως λοιπόν δεν θα ερχόταν ποτέ;Μπήκα στο σπίτι, θυμάμαι, και τα δάκρυα έτρεχαν

στα μάγουλά μου. Ο μπαμπάς με ρώτησε αμέσως τι είχε συμβεί, χλομός από την αγωνία, αφού είχα αρ-γήσει δύο ώρες. Βλέποντας το πρόσωπό του ξαφνικά γέλασα.

Πώς είναι δυνατόν να μην κρατήσει την υπόσχεσή Του, σκέφτηκα;

Ξεκίνησα να διηγούμαι στον μπαμπά τη μέρα μου, παραλείποντας κάποια σημεία που θα τον έκαναν να ανησυχεί περισσότερο και παρατηρούσα το πρόσωπό του να φωτίζεται, να αλλάζει έκφραση, να θαυμάζει.

Ναι, ήμουν σίγουρη ότι η Μέρα ήταν κοντά εκείνη τη στιγμή.

Κι όμως, πέρασαν τρεις μήνες από τότε κι ακόμα περιμένουμε. Κι είμαστε πιο λίγοι από ποτέ.

....…

27

Όταν φεύγει ο Λεωνίδας, ο μπαμπάς ξαπλώνει να ξεκουραστεί λίγο, κι εγώ ανοίγω την Οθόνη VI. Φο-ράω τα γυαλιά και τα γάντια με τους αισθητήρες που μου επιτρέπουν να μπω στον εικονικό κόσμο του W.A.V.O.R. και να βλέπω, να μιλάω, να περπατάω και να αγγίζω ό,τι θέλω κι ας μην είναι τίποτα από αυτά αληθινό.

Αρχικά επιλέγω με το δάχτυλό μου την πόρτα που με βάζει στο τεράστιο εικονικό σούπερ μάρκετ για να κάνω τα ψώνια της εβδομάδας. Περνάω από τους δι-αδρόμους με τα διάφορα προϊόντα και βάζω στο κα-λάθι μου φαγητά, καθώς και απορρυπαντικό για τα ρούχα, που μας τέλειωσε, κοιτάζοντας τις τιμές και προσέχοντας να διαλέξω τα πιο φτηνά. Με όχι παρα-πάνω από δέκα τεμάχια στο καλάθι, πάω στο ταμείο. Μια εικονική πωλήτρια με καλωσορίζει και μου ζητάει να πληρώσω. Ακουμπάω το δάχτυλό μου στην οθό-νη έχοντας βγάλει το γάντι μου, γιατί το αποτύπωμα του δείκτη μου είναι η ταυτότητά μου με την οποία η «πωλήτρια» θα αποκτήσει πρόσβαση στο λογαριασμό μας.

Ο μπαμπάς λέει ότι όταν ήταν μικρός πρόλαβε κά-ποια σιδερένια κουμπιά που τα έλεγαν κέρματα και πλήρωναν με αυτά καθώς και με κάποια χαρτιά στα αληθινά μαγαζιά. Έπειτα αντικαταστάθηκαν με κάρ-τες, αλλά ούτε αυτές υπάρχουν σήμερα. Κανείς δεν μπορεί να κλέψει τα δακτυλικά σου αποτυπώματα, λέει σοφά ο μπαμπάς, γι’ αυτό όλα διευκολύνθηκαν όταν ξεκίνησε να εφαρμόζεται το σύστημα αυτής της δακτυλικής ταυτότητας. Καμιά φορά προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή σε έναν τέτοιο κόσμο, με αληθινά μαγαζιά σε κάθε γωνιά και βιβλία στα ράφια των δω-ματίων, με σπίτια χωρίς Οθόνες VI εγκατεστημένες, με μηχανές που βγάζουν κρύο ή ζέστη, αλλά δυσκολεύο-μαι. Όταν πήγαινα ακόμα στο σχολείο, μας είχαν πάει

Έρημος

28

Προμέσσα

σε ένα εικονικό μουσείο του WAVOR, όπου μπορούσες να ζήσεις για λίγα λεπτά στον κόσμο όπως ήταν πριν μερικά χρόνια. Ένιωθα σαν ανάπηρη. Υπήρχαν τόσα άγνωστα πράγματα, και τα περισσότερα ήταν κύλιν-δροι ή δίσκοι. Δίσκοι που αγόραζαν πράγματα από μό-νοι τους, χωρίς να πρέπει να βάλεις το δάκτυλό σου στην οθόνη, δίσκοι που έβγαζαν μουσικοί, δίσκοι που έμπαιναν σε κουτιά και ξαφνικά έβλεπες εικόνες.

Η μηχανική φωνή της ψεύτικης πωλήτριας με βγά-ζει από τις σκέψεις μου.

«Δεν υπάρχει αρκετό πιστωτικό υπόλοιπο στο λο-γαριασμό σας για να πραγματοποιήσετε αυτή τη συ-ναλλαγή», μου λέει χαμογελώντας πλατιά. «Θέλετε να ακυρώσετε την ενέργειά σας;»

-Ναι, λέω καθαρά.Πετάω απ’ το καλάθι το απορρυπαντικό και μία

σάλτσα ντομάτας. Πληρώνω κανονικά και η πωλήτρια με ενημερώνει

ότι μπορώ να περάσω να τα πάρω σε μισή ώρα το πολύ.

Φεύγω από το χώρο του σούπερ μάρκετ προσπαθώ-ντας να μην σκέφτομαι πώς θα σερβίρω στον μπαμπά μακαρόνια χωρίς σάλτσα αύριο και θα του βγάλω το χτεσινό του ιδρωμένο πουκάμισο να φορέσει. Μπαί-νω στην εικονική βιβλιοθήκη μου. Στο ράφι δεξιά μου υπάρχουν τα εικονικά σχολικά βιβλία που έχω αγορά-σει. Λέω να προσπαθήσω ξανά με τη Φυσική που δεν καταλάβαινα χθες.

Παίρνω το βιβλίο μ’ ένα άγγιγμα από τον αριστερό μου δείκτη και το ανοίγω προσεκτικά στο δεύτερο κε-φάλαιο.

«Το Άτομο» γράφει η επικεφαλίδα. Γυρίζω το πρώτο φύλλο.Ένας άντρας, σχετικά συμπαθητικός, αναδύεται

από τις σελίδες. Με κοιτάζει καλοσυνάτα. Ανοίγει το

29

στόμα του.«Γειά σου. Είμαι ο Niels Bohr,» λέει στα Ελληνικά.

«Θα σου εξηγήσω τη δομή του ατόμου του υδρογό-νου.»

Ύστερα από πέντε λεπτά, ο Niels Bohr σταματάει.«Κατάλαβες;» με ρωτάει.-Όχι, του λέω θυμωμένη, και είμαι έτοιμη να βάλω

τα κλάματα.«Γειά σου. Είμαι ο Ni-»Κλείνω το βιβλίο απότομα. Ξέρω ότι θα ξαναπεί τα

ίδια και τα ίδια μέχρι να του πω ναι, ότι κατάλαβα δηλαδή, κι έπειτα θα συνεχίσει στα επόμενα. Βγαίνω από το σχολείο απογοητευμένη. Ή είμαι χαζή, ή έφτα-σα μέχρι το επίπεδο της μόρφωσης που μπορούσα να φτάσω μόνη μου και τώρα χρειάζομαι δάσκαλο. Αλλά, φυσικά, κανένας δεν θέλει να πάρει για μαθήτρια ένα κορίτσι με το όνομα «Προμέσσα». Θα είναι σαν ωρολο-γιακή βόμβα στα χέρια του.

Αγγίζω με το γαντοφορεμένο μου χέρι μια μικρή σφαίρα που υπάρχει στην άκρη της Οθόνης VI κι εκεί-νη στο άγγιγμά μου μεγαλώνει και στροβιλίζεται και γί-νεται η Γη. Αγγίζω πάλι στην τύχη ένα σημείο του πλα-νήτη κι ετοιμάζομαι για ένα εικονικό ταξίδι. Έχω δει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου έτσι, στην καρέκλα μου μπροστά στην Οθόνη VI, βλέποντας, αγγίζοντας και ακούγοντας θαύματα του κόσμου. Μπορείς να πας και σε άλλους πλανήτες, μέχρι και σε κάποια αστέρια με αυτόν τον τρόπο, αλλά εμένα με ενδιαφέρει η Γη προς το παρόν. Η Γη και ο Ουρανός.

Αρχίζω να εξερευνώ τη χώρα που επέλεξα στην τύχη –ούτε το όνομά της δεν έχω δει ακόμα- όταν το βλέμμα μου τραβάει μία πινακίδα στα αριστερά μου. Κουνάω το χέρι μου προς τα κει και αμέσως βρί-σκομαι μπροστά της. Είναι σε σχήμα βέλους, λες και οδηγεί σε μία πόλη. Γράφει επάνω το όνομά μου με

Έρημος

30

Προμέσσα

λατινικούς χαρακτήρες. Promessa. Πηγαίνω προς τα κει που δείχνει η ταμπέλα, σαν

μαγνητισμένη. Ο δρόμος αλλάζει και σύντομα γίνεται μια απέραντη έρημος, ένα πελώριο άδειο τοπίο. Όχι, ένα λεπτό, δεν είναι άδειο. Υπάρχει μια κουκκίδα στη μέση ακριβώς της πελώριας, άγονης γης. Σκύβω μπρο-στά και οι αισθητήρες της Οθόνης VI λαμβάνουν την κίνησή μου ως τρέξιμο. Η κουκκίδα πλησιάζει τώρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και καθώς πλησιάζει μεγαλώνει.

Η έρημος αλλάζει καθώς τρέχω, η επιφάνειά της γίνεται πιο λεία κι αστράφτει στον ήλιο. Σε ένα δευ-τερόλεπτο έχω φτάσει το πλάσμα που από μακριά έμοιαζε με κουκκίδα. Είναι ένα αρνί, που η σκιά του αντικατοπτρίζεται στη στιλπνή επιφάνεια της ερήμου που πατούν τα μικρά του πόδια. Σταματάω μπροστά του. Το κοιτάζω, τη γλυκιά του έκφραση, το μαλακό του τρίχωμα που φαίνεται σαν να ανατριχιάζει με το χάδι του αέρα.

Τα μάτια του είναι μπλε, καθαρά, σαν ανθρώπινα, λες και αυτός που έφτιαξε την εικονική του μορφή πήρε τα μάτια από έναν άνθρωπο και τα έβαλε σε ένα αρνί. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι όση ώρα έτρεχα η έρημος έγινε θάλασσα, μια θάλασσα κρυστάλλινη, που γυαλίζει από ένα φως δικό της, εσωτερικό, από-κοσμο, σαν να αντικατοπτρίζει έναν ήλιο, που δεν βρί-σκεται στον ουρανό, αλλά στα ζαφειρένια βάθη της. Η σκιά του αρνιού δεν είναι σκιά, αλλά η αντανάκλασή του στο επίπεδο, καθαρό νερό. Και δεν είναι ακριβώς η αντανάκλασή του, γιατί είναι η μορφή ενός άλλου ζώου που διαγράφεται στα κρυστάλλινα νερά. Ενός λιονταριού.

Απλώνω το χέρι μου αυθόρμητα να το αγγίξω, και ξαφνικά συνειδητοποιώ τι είναι αυτό το ζώο που βλέ-πω. Δάκρυα μου τσούζουν τα μάτια.

Μόνο Ένας σε ολόκληρο τον κόσμο, σε όλη την ιστο-

31

ρία του κόσμου ήταν ταυτόχρονα βασιλιάς και υπηρέ-της, στρατηγός και ακόλουθος, μεγάλος και μικρός.

Το Λιοντάρι κι ο Αμνός. Ο Χριστός μου.Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο. Ούτε πόσο επικίνδυνο

είναι να βρίσκομαι μέσα στον κόσμο της Οθόνης VI, όπου σίγουρα με εντοπίζουν και με παρακολουθούν, με αυτή την εικονική μορφή που συμβολίζει ένα Βασι-λιά που είναι παράνομος στη Γη. Ούτε ποιος έφτιαξε και έστειλε στον οικουμενικό κόσμο του WAVOR αυτό το ζώο που είναι Εκείνος που πιστεύω, αυτή τη θάλασ-σα που είναι κρυστάλλινη και που περιμένω να πάω εκεί, κι αυτή τη χώρα που την ονόμασε Προμέσσα, δη-λαδή Υπόσχεση, και που είναι η υποσχεμένη γη. Όλες αυτές οι σκέψεις περνάνε από το πίσω μέρος του μυα-λού μου, αλλά δεν κάνω καμία από αυτές.

Το αρνί ανοίγει το στόμα του. «Έρχομαι» λέει με καθαρά Ελληνικά και σταματάει.Η φωνή που βγαίνει από το στόμα του είναι ακρι-

βώς όπως φαντάζομαι τη φωνή Του, δυνατή και γλυ-κιά, γεμάτη θάρρος και γενναιότητα, απρόσμενη κι όμως παράξενα οικεία.

«Γρήγορα» συμπληρώνει το αρνί. Και μετά γυρίζει ανεπαίσθητα το κεφάλι του κι είναι

σαν να με κοιτάει στα μάτια με τα δικά του, ανθρώπι-να μάτια, που είναι σαν δύο λίμνες καθαρές που κα-θρεφτίζουν όλη την κακία του κόσμου και την καταπί-νουν για πάντα.

«Ετοιμαστείτε.» Τη λέξη αυτή την τελευταία το αρνί τη φωνάζει,

ακούγεται σαν βροντή μέσα στην έρημο, σαν κάλε-σμα, σαν παράκληση. Σαν προειδοποίηση.

Είναι στα χείλη μου η ερώτηση, κι ετοιμάζομαι να την πω, αν και δεν ξέρω αν το εικονικό αρνί μπορεί να με ακούσει, γιατί μου καίει την καρδιά, γιατί θέλω οπωσδήποτε να μάθω.

Έρημος

32

Προμέσσα

-Πότε θα ’ρθεις; Πότε;Αλλά δεν προλαβαίνω να την πω δυνατά. Ξαφνικά ένα τριγωνικό ασημένιο σήμα εμφανίζεται

μπροστά στα μάτια μου, το σήμα του Οικουμενικού Ηγέτη. Μια σειρήνα μου σπάει τα τύμπανα και μια μη-χανική φωνή ακούγεται στο βάθος του θορύβου, να λέει στα Αγγλικά:

«Εντοπίστηκε εχθρός. Διακοπή όλων των εργασι-ών.»

Το αρνί χάνεται από μπροστά μου, το αρνί που εί-ναι και λιοντάρι και η αστραφτερή έρημος που είναι και θάλασσα και τα ήρεμα λόγια του σβήνονται από το μυαλό μου μέσα στην κακοφωνία των σειρήνων.

Μένω στο σκοτάδι.

33

2. Ιστορία

Πίσω απ’ τις μάσκες που βολεύουνκρύβεται ολάνοιχτη πληγή,

πίσω απ’ τους λόγους που συντρέχουν έπεσε ο στέφανος στη γη.

Κ. Ν., «Πίσω Απ’ Τις Μάσκες»

Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Όταν ήμουν μικρή, οι γονείς μου μού εξήγησαν ότι δεν τα μαθαί-νουμε όλα στο σχολείο, κάποια πράγματα που έγιναν και ήταν μάλιστα πολύ σημαντικά στην ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη, τα παραλείπουν τελείως να μας τα διδάξουν.

Ο κόσμος όπως τον γνωρίζω εγώ ήρθε στην ύπαρ-ξη κάποια χρόνια πριν γεννηθώ, όταν άρχισαν να κα-ταρρέουν οι οικονομίες της Ευρώπης σαν τις πλάκες του ντόμινο –και μετά ολόκληρου του κόσμου. Τότε έγινε μία από τις πιο ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στην ιστορία –έτσι μας είπαν τουλάχιστον-, προϊόν της οποίας ήταν ένα νέο πολίτευμα, που ονομάστηκε Οικουμενική Δημοκρατία. Όλες οι χώρες, για να επιβι-ώσουν, έπρεπε να υπάγονται στην εξουσία ενός μονα-δικού ηγέτη, του Οικουμενικού Ηγέτη, που ψηφίζεται κάθε τρία χρόνια μέσα από μία σχετικά πολύπλοκη διαδικασία, που περιλαμβάνει τους Πρωθυπουργούς

34

Προμέσσα

κάθε χώρας στον κόσμο, καθώς και το Συμβούλιο των Ηπείρων, που περιλαμβάνει πέντε άτομα, ένα για κάθε ήπειρο στη Γη.

Με το σκοπό πάντα της πιο ομαλής και ασφαλούς διακυβέρνησης του κόσμου, κρίθηκε απαραίτητο να εγκατασταθεί σε κάθε σπίτι μία Οθόνη VI, με εγκα-τεστημένο το δορυφορικό σύστημα W.A.V.O.R., που τα αρχικά του σημαίνουν World Access Virtual and Optical Reality, δηλαδή το δίκτυο μέσω του οποίου μπορούμε όλοι να επικοινωνούμε μεταξύ μας, από τη μία άκρη της γης ως την άλλη, καθώς και να απολαμ-βάνουμε έναν κόσμο εικονικής πραγματικότητας, με μουσική, εικόνες, βιβλία, ταινίες, και ο,τιδήποτε δια-θέσιμο στους τομείς των επιστημών: ιατρική, φυσική, αρχαιολογία, λειτουργία των μηχανών, όλα. Μπορεί κανείς να ταξιδέψει μέσα σ’ αυτό τον εικονικό κόσμο, να επισκεφθεί για παράδειγμα τις πυραμίδες στην Αίγυπτο ή τον πύργο του Άιφελ στο Παρίσι, χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του. Μπορεί να σπουδάσει, να μάθει, να γνωρίσει καινούργιες γνώσεις και θαύ-ματα που υπάρχουν στον κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος του σχολείου και των πανεπιστημίων βασίζεται στη δυνατότητα να μπαίνουν οι μαθητές και οι φοιτητές σ’ αυτό τον εικονικό κόσμο και να βλέπουν από πρώτο χέρι εκείνα που διδάσκονται.

Η Οθόνη VI ή αλλιώς οθόνη έξι, όπως την αποκα-λούμε, ή ακόμα και o-six για συντομία, είναι μία μετα-γενέστερη μορφή της Οθόνης I, μιας εκδοχής αυτού που τότε αποκαλούσαν «υπολογιστή» και ήταν πολύ διαφορετική από τις δικές μας. Ακολούθησαν τα μο-ντέλα II, III, και IV, τα οποία είχαν κάποιες σημαντι-κές ελλείψεις όσον αφορούσε την χρησιμότητά τους στο νέο πολίτευμα που ένωσε ολόκληρη την υφήλιο και χρειάζονταν κάποια βελτίωση για να μπορέσουν να πλέξουν όλο τον κόσμο σε έναν αόρατο αλλά ισχυ-

35

ρό ιστό επικοινωνίας με τους άρχοντες και μεταξύ τους. Η Οθόνη V, ή αλλιώς, Γαιοκρυσταλλική ή GCM, κατέληξε σε πολλά κεντρικά σημεία κάθε πόλης, ως τεράστια γιγαντοοθόνη, που έστελνε τα μηνύματα του Οικουμενικού Ηγέτη και των Πρωθυπουργών κάθε χώ-ρας γρήγορα και άμεσα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τελικά, το έκτο μοντέλο ήταν αρκετά τελειοποιημένο για να ικανοποιήσει τον Οικουμενικό Ηγέτη, που μέσα σε τρεις μήνες είχε φροντίσει να είναι εγκατεστημένο σε όλα τα σπίτια.

Αρχικά, έλεγε η μαμά, ο σκοπός της Οθόνης VI και του WAVOR ήταν η ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου, σύμφωνα με τον τότε Οικουμενικό Ηγέτη –η «Εποχή της Οθό-νης», όπως την βάφτισαν οι ειδήμονες. Μπορούσε δηλαδή ο καθένας να πει ή να γράψει τη γνώμη του, κι ο κόσμος ήταν ελεύθερος να την ακούσει και να τη μοιραστεί, από το γείτονά σου, μέχρι εκείνον που έμενε στην άλλη άκρη της γης. Τώρα βέβαια έχει εξα-φανιστεί κάθε ίχνος από εκείνη την εποχή και κάποιοι λένε ότι αυτό από μόνο του είναι απόδειξη ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτα άλλο από μια ψευδαίσθηση ελευ-θερίας κι ότι ήμασταν όλοι υπό παρακολούθηση από την πρώτη στιγμή.

Είμαι ξαπλωμένη εδώ και ώρα στο κρεβάτι μου, με

τα μάγουλά μου μουσκεμένα, αλλά ο ύπνος δεν λέει να ’ρθει. Κάνω μια νοητή αναδρομή στο παρελθόν –ή τουλάχιστον σε όσα ξέρω γι’ αυτό- προσπαθώντας να ανακαλύψω κάτι που ήταν εκεί αλλά δεν το είχα δει πριν. Κάποια ελπίδα, κάποιο στοιχείο, κάποιο σημάδι ότι όντως πλησιάζει η Μέρα, ότι είναι κοντά, ότι δεν περιμένουμε μάταια.

Όταν ψηφίστηκε το νέο πολίτευμα της Οικουμενικής

Ιστορία

36

Προμέσσα

Δημοκρατίας, ένας άντρας από την Ιταλία, ο Πάολο, άρχισε να γεμίζει το WAVOR με μηνύματα προς όλους τους ανθρώπους, χριστιανούς και μη, ότι έρχεται ο Χριστός στη γη, κι ότι πρέπει όλοι να ετοιμάσουν τις καρδιές τους, γιατί έφτασε η ώρα της κρίσης. Αυτός ο οικουμενικός χαρακτήρας του πολιτεύματος ήταν που τον είχε πείσει, έλεγε, ότι τα σημεία της Αποκάλυ-ψης άρχιζαν να εκπληρώνονται όπως ποτέ πριν στην ιστορία, και αν είχαμε ποτέ σκοπό να ετοιμαστούμε για τη Δεύτερη Παρουσία του Χριστού, τώρα ήταν ο καιρός.

Ο μπαμπάς μού έχει πει κάποια από τα λόγια του Πάολο, γιατί τώρα φυσικά δεν υπάρχει ούτε ένα pixel από τις προειδοποιήσεις που είχε σκορπίσει παντού στο WAVOR.

«Μετανοείτε γιατί πλησίασε η Μέρα του Κυρίου.»«Έρχεται ο Βασιλιάς να μαζέψει τους δικούς Του.

Είσαι ένας από αυτούς; Είσαι έτοιμος;»Και το αγαπημένο μου:«Φορέστε όλοι τα λευκά σας ρούχα, γιατί μόνο κα-

θαροί θα μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο δρό-μος είναι εδώ…» Δίπλα ακριβώς, λέει ο μπαμπάς, ήταν ένας εικονικός σταυρός, τρισδιάστατος, με μικρές σταγόνες αίμα να κάνουν το ξύλο πιο σκούρο σε κά-ποια σημεία. Μια φωνή έλεγε στο αυτί σου καθώς πλη-σίαζες το σταυρό: «Κάποιος πέθανε για σένα. Θέλεις να Τον συναντήσεις;» Κι έπειτα, αν ήθελες, πατούσες ένα κουμπί που άνοιγε ένα δρόμο που σε οδηγούσε σε ένα ιδεόγραμμα του Ιησού, με τα χέρια Του ανοιχτά να φαίνονται οι πληγές από τα καρφιά. «Σ’ αγαπώ», έλεγε, σε διάφορες γλώσσες, ανάλογα με το πού βρι-σκόταν ο χρήστης. «Θέλω να πάρω τις αμαρτίες σου για πάντα. Εσύ θέλεις;»

Έβαζα τον μπαμπά να μου το διηγείται συνέχεια όταν ήμουν μικρή κι ευχόμουν να μπορούσα κι εγώ να

37

το έβλεπα. Ο μπαμπάς γελούσε και μου έλεγε ότι δεν ήταν τόσο εντυπωσιακό όσο τα γραφικά που έχουμε τώρα στην Οθόνη VI, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Μετά σοβάρευε και μου έλεγε ότι έχω δίκιο, κι ότι κι εκείνος το επισκεπτόταν κάθε μέρα σχεδόν, κι ας ήξερε ότι οι δικές του αμαρτίες ήταν πλυμένες με το αίμα του Χριστού από τότε που ήταν είκοσι πέντε χρονών.

-Ήταν σαν να έβλεπα τον ίδιο τον Κύριό μας, έλεγε σε μένα και στη Ρένα. Το ήξερα ότι ήταν μόνο το δη-μιούργημα αυτού του ανθρώπου μέσα στα πολύπλο-κα κυκλώματα του WAVOR, αλλά έστω κι αυτό ήταν κάτι.

-Και μετά τι έγινε; ρωτούσε η Ρένα.Τα μάτια του μπαμπά σκοτείνιαζαν.-Τίποτα, της απαντούσε. Πήγα μια μέρα, αλλά δεν

ήταν εκεί. Ούτε ο σταυρός, ούτε τα μηνύματα, τίποτα. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον Πάολο, αλλά δεν απαντούσε.

Έπειτα έσφιγγε τα χείλη του σαν να ήθελε να πει κι άλλα, αλλά δεν έπρεπε.

Η Ρένα τον πίεζε κι άλλο, αλλά εγώ έβλεπα ότι το σαγόνι του είχε αρχίσει να τρέμει, και την έπαιρνα μέσα να παίξουμε.

Τον καιρό που άρχισε να δημοσιεύει αυτά τα μηνύ-ματα ο Πάολο, η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο παιδί τους. Το γέννησε ύστερα από λίγους μήνες, ήταν κοριτσάκι. Ο Πάολο και η γυναίκα του την ονόμασαν Προμέσσα, που σημαίνει υπόσχεση στα ιταλικά. «Η υπόσχεση του Κυρίου μας πλησιάζει να εκπληρωθεί», έγραφε ο Πάολο. «Κι εμείς θέλουμε κάθε φορά που φωνάζουμε το όνομα της μικρής μας κόρης, να το θυ-μόμαστε.»

Τότε κάτι περίεργο συνέβηκε. Χριστιανοί σε όλη τη γη, που άκουγαν και διάβαζαν

Ιστορία

38

Προμέσσα

τις προειδοποιήσεις του τόσον καιρό χωρίς να έχουν δώσει σημεία ζωής, άρχισαν να του στέλνουν μηνύ-ματα και να λένε ότι θα βγάλουν κι εκείνοι τα κορί-τσια τους «Προμέσσα», κι ας μην ήταν Ιταλοί. Ο Πάολο με τη βοήθεια ενός φίλου του έφτιαξε ένα vicom στο WAVOR, έναν «τόπο» όπου πήγαιναν πιστοί από όλο τον κόσμο και έγραφαν κάθε μέρα από μία σκέψη για τον ερχομό του Χριστού και το πόσο πλησίαζε.

Μια μέρα ο Πάολο έγραψε ότι αποφάσισαν με τη γυναίκα του να αλλάξουν τα ονόματα όλων των παι-διών τους και τα δικά τους –ανεπίσημα, χωρίς χαρτιά αρχικά, κι έπειτα μπορεί και να το έκαναν και νομι-κά.

Ο ίδιος πήρε το όνομα Stefano, που σημαίνει στε-φάνι, για το στεφάνι που περίμενε να του δώσει ο Κύ-ριος όταν Τον συναντούσε –σύντομα δηλαδή. Η γυ-ναίκα του πήρε το όνομα Alba, που σημαίνει αυγή, για να συμβολίζει την αυγή της Ημέρας του Κυρίου. Τη μεγάλη τους κόρη την ονόμασαν Sposa, που ση-μαίνει νύφη, για να τους θυμίζει ότι όλοι τους είναι η νύφη του Χριστού. Τη δεύτερή τους κόρη την ονόμα-σαν Eternita, που είναι η αιωνιότητα, και το αγοράκι τους Fidele, που είναι ο πιστός, για να τους θυμίζει να μείνουν πιστοί μέχρι τέλους.

Δεν θα το περίμενε κανείς, αλλά αυτή η απλή κίνη-ση διαδόθηκε σαν φωτιά σε όλο τον κόσμο. Το WAVOR πλημμύρισε από λέξεις, εικόνες και φωνές, που έλεγαν όλες το ίδιο πράγμα. Σε όλες τις χώρες οι χριστιανοί, ανεξαρτήτως δόγματος και απόχρωσης, άρχισαν να αλλάζουν τα ονόματά τους και να παίρνουν αυτά που είχε δώσει ο Πάολο στην οικογένειά του και στον εαυ-τό του, καθώς και να προσθέτουν κι άλλα, στη γλώσσα του ο καθένας. Στην Ελλάδα έγινε δημοφιλές το όνο-μα «Προμέσσα», καθώς και το «Ρεγκίνα», που σημαίνει βασίλισσα στα ιταλικά, και συντομεύεται στο Ρένα. Για

39

αγόρια το Βίκτωρας, που σημαίνει νικητής, αλλά και το Στέφανος, η ελληνική –και αυθεντική- εκδοχή του «Στέφανο». Κι άλλα πολλά ονόματα, σε όλες τις γλώσ-σες, λέξεις κωδικές, γεμάτες ελπίδα, γεμάτες από το μήνυμα της παρουσίας του Χριστού. Μ’ αυτό τον τρό-πο αναγνώριζες μονομιάς ποιος ήταν του Χριστού και ποιος Τον περίμενε με λαχτάρα να έρθει. Ποιος ήθελε να διαλαλήσει την πίστη του στον κόσμο και ποιος δεν ντρεπόταν να συστήνεται ξανά και ξανά στους φίλους του με ένα νέο όνομα, συμβολίζοντας τα νέα ονόματα που θα δώσει ο Χριστός στους δικούς Του όταν ανε-βούν στον ουρανό.

Δεν άλλαξαν τα ονόματά τους όλοι, αλλά αρκετοί. Κάποιοι πίστευαν ότι ήταν υπερβολικό όλο αυτό το κίνημα, κι ότι όπως και όλοι οι Χριστιανοί κάθε προη-γούμενης γενιάς, έτσι και τώρα, έπρεπε να περιμένουν τον Κύριο ήρεμα, ήσυχα, χωρίς να δίνουν στόχο και χωρίς να γελοιοποιούνται. Λέγεται ότι κάποιος έστειλε ένα γράμμα στον Πάολο που έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι πιο κοντά απ’ ό,τι ήταν πριν δύο χιλιάδες χρόνια, κι ότι ρεζιλεύει το όνομα του Θεού με τα καμώματά του. Ο Πάολο τότε του απάντησε με χιούμορ και ειλι-κρίνεια: «Το ελπίζω, αγαπητέ μου, να έχεις δίκιο, γιατί αν όχι, τότε τρέμω στη σκέψη ότι θα σε βρει να μην Τον περιμένεις.»

Δεν συμφωνούσαν λοιπόν όλοι, αλλά είχαν εξαπλω-θεί τόσο πολύ και τόσο γρήγορα οι ιδέες του Πάολο και άλλων πιστών που συμφωνούσαν μαζί του, που ήταν σαν ένα ακράτητο ποτάμι, που παρέσυρε ακόμα κι εκείνους που δίσταζαν στο πέρασμά του. Εκείνη την εποχή, λέει ο μπαμπάς, όταν πήγαινες στην εκκλησία και άκουγες τα καινούργια αυτά ονόματα παντού, νό-μιζες στ’ αλήθεια ότι κατέβηκε ο ουρανός στη γη.

Το κίνημα «Ερχόμενος Ιησούς» απλώθηκε όλο και περισσότερο στους επόμενους μήνες μετά την εξαφά-

Ιστορία

40

Προμέσσα

νιση του Πάολο από το WAVOR και όλος ο κόσμος έμα-θε να αναγνωρίζει τους πιστούς από τα καινούργια τους ονόματα.

Και μετά, έτσι ξαφνικά, όπως άρχισαν όλα, έτσι και σταμάτησαν, φαινομενικά μέσα σε μια στιγμή. Γύρι-σαν όλοι πίσω στα παλιά τους ονόματα. Έγινε κοινό μυστικό ότι δεν θα ξαναμιλούσαν για το κίνημα «Ερ-χόμενος Ιησούς» μεταξύ τους. Όλα εκείνα τα vicoms που έφεραν το όνομα του Χριστού μέσα στα αόρατα σύρματα του WAVOR λες και εξαφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα. Έτσι απλά, χωρίς εξήγηση. Αν σε κάποιον ξέφευγε κι έλεγε ένα από τα «καινούργια» ονόματα, οι υπόλοιποι έκαναν ότι δεν τον άκουσαν μέχρι να διορ-θώσει το λάθος του.

Πέρασε ένας χρόνος και ο Χριστός δεν φάνηκε.Ήταν άρα λάθος συναγερμός, συμπέραναν όλοι. Η

«Οικουμενική Ειρήνη», όπως αποκαλούσαν πια όλοι τη νέα τάξη πραγμάτων, ήρθε σιγά-σιγά να αντικαταστή-σει την «Οικουμενική Δημοκρατία» και μια αίσθηση γενικής ηρεμίας και γαλήνης πέρασε στην συνείδηση όλων. Οι άνθρωποι συνήθισαν να κάθονται μπροστά στις Οθόνες VI τους και να απολαμβάνουν τα αγαθά του εικονικού κόσμου του WAVOR, που όλο και πλή-θαιναν και εξελίσσονταν, με ακόμα πιο προηγμένα γραφικά και ιδεογράμματα, που έκαναν την επίπλα-στη πραγματικότητα να φαίνεται πιο ρεαλιστική και επιθυμητή κι από την αληθινή. Κλεισμένοι στα σπίτια τους, με την ασφάλεια των ηλεκτρονικών τους παιχνι-διών στα χέρια, άρχισαν να ξεχνούν πώς είναι να βγαί-νεις έξω, να νιώθεις τον ήλιο να ζεσταίνει το δέρμα σου, να μιλάς πρόσωπο με πρόσωπο με τους γείτονές σου, να πηγαίνεις στα σπίτια των φίλων σου.

Και οι Χριστιανοί έκαναν ό,τι και όλοι οι άλλοι. Ξα-ναγύρισαν ο καθένας στο δόγμα και τη θρησκεία του κι άρχισαν να καταπιάνονται ξανά με τα θέματα που

41

τους απασχολούσαν εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, για το πώς πρέπει να είναι οι εκκλησίες και οι τελετουρ-γίες, για το ποια έχει τους πιο πολλούς οπαδούς και για το τι πρέπει να κάνει μ’ αυτούς. Εκείνοι που θεω-ρούσαν ότι η θρησκεία είναι κάτι με το οποίο πρέπει κανείς να ασχολείται κάθε που έχουμε Χριστούγεννα ή κάθε που πεθαίνει κάποιος, ξαναγύρισαν στην πρό-τερή τους αδιαφορία –αν είχαν ποτέ φύγει από αυ-τήν- κι εκείνοι που είχαν παρασυρθεί από τον γενικό ενθουσιασμό ή φόβο, ανακουφισμένοι πέταξαν από πάνω τους την υπόκριση της θερμής πίστης. Κι εκείνοι που είχαν προσπαθήσει να ζήσουν –έστω και για λίγο καιρό- τη ζωή τους με τα δυο τους μάτια ανοιχτά, τα έκλεισαν πάλι, ικανοποιημένοι στη γνώση ότι, αν ποτέ χρειαζόταν, μπορούσαν με τον ίδιο τρόπο να τα ξανανοίξουν.

Όχι όμως όλοι.Κάποιοι, τόσο ελάχιστοι, που ο καθένας από αυτούς

πίστευε πως ήταν μόνος του σ’ όλο αυτό τον τεράστιο, αχανή κόσμο, κρατούσαν το σπόρο της ελπίδας μέσα στην καρδιά τους, περιμένοντας τη βροχή που θα τον έκανε να βλαστήσει.

Δύο από αυτούς ήταν και οι γονείς μου. Όταν γεν-νήθηκα εγώ, με ονόμασαν Προμέσσα, και κάθε φορά που άκουγαν το όνομά μου, μια σταγόνα έπεφτε στο ξερό χώμα, που ήταν βαθιά μέσα του θαμμένο το μπόλι της προσμονής. Η αδερφή μου ήρθε δύο χρόνια μετά από μένα και την ονόμασαν Ρεγκίνα. Τα ονόματά μας ήταν δύο από τα πιο γνωστά ονόματα σε ολόκλη-ρο τον κόσμο, ως τα τελευταία και επικίνδυνα απομει-νάρια από το κίνημα «Ερχόμενος Ιησούς», κι έτσι όταν κάποιος μας ρωτούσε πώς μας λένε και του απαντού-σαμε, αμέσως ήξερε ότι ανήκαμε σε μια οικογένεια που πίστευε σ’ Εκείνον. Για εμάς ήταν απλώς τα ονό-ματά μας, και δεν καταλαβαίναμε γιατί όλοι άρχισαν

Ιστορία

42

Προμέσσα

να μας φωνάζουν «Έσσα» και «Ρένα», προσπαθώντας να τα αλλάξουν, να τα καμουφλάρουν.

Σύντομα μας έμειναν τα υποκοριστικά μας, κι άρχι-σαν και οι γονείς μας να μας φωνάζουν με αυτά πού και πού.

Αρκετά αργότερα ανακάλυψαν ότι δεν ήταν μό-νοι, αλλά υπήρχαν κι άλλοι στον κόσμο που έβγαζαν τα παιδιά τους με «καινούργια» ονόματα, ή ακόμα κι εκείνοι οι ελάχιστοι που είχαν κρατήσει το όνομα που άλλαξαν τότε, όταν έμοιαζε ότι ο Χριστός θα ερχόταν από ώρα σε ώρα. Αυτό όμως έγινε πολύ αργότερα. Προς το παρόν, όπου πηγαίναμε, η αδερφή μου κι εγώ, ήταν σαν να γράφει το μέτωπό μας ότι ήμασταν από «αυτούς».

Στην αρχή βέβαια δεν καταλαβαίναμε ακριβώς για-τί ήμασταν δακτυλοδεικτούμενες εξαιτίας των ονομά-των μας, αλλά δεν αργήσαμε να μάθουμε τα πάντα, κι ας ήμασταν ακόμα πολύ μικρές για να συλλάβουμε τη συνέπεια αυτών που μας εξήγησαν οι γονείς μας.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη μέρα που γύρισα από το σχολείο -είχα μόλις ξεκινήσει την πρώτη δημοτικού- κλαίγοντας και πέταξα την τσάντα μου στο πάτωμα της κουζίνας, τρέχοντας προς το δωμάτιο που μοιρα-ζόμουν με τη Ρένα. Έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι μου κι έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια μου, ενώ τρανταζόμουν από τους λυγμούς. Σε λίγο άκουσα μι-κρά βήματα να πλησιάζουν.

-Τι έχειθ, Έθθα; Η αδερφή μου, αν και ήταν τεσσεράμισι χρονών,

είχε ακόμα πρόβλημα με τα σύμφωνα, ειδικά όταν ήταν ταραγμένη. Ένιωσα το μικρό στρουμπουλό της χεράκι να με ακουμπάει δειλά στον ώμο και το τίναξα μακριά χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου. Περίμενα να αρχίσει να κλαίει γοερά κι εκείνη, γιατί δεν συνηθίζα-με να φερόμαστε με σκληρότητα στο σπίτι μας, αλλά

43

αντί γι’ αυτό άκουσα ένα ελαφρύ τρίξιμο δίπλα μου, και το στρώμα βούλιαξε από το μικρό βάρος της. Της πήρε λίγη ώρα να σκαρφαλώσει δίπλα μου, και ήμουν έτοιμη να παρατήσω να κλάματα για να γυρίσω να της πω να μ’ αφήσει ήσυχη, όταν την ένιωσα να βο-λεύεται δίπλα μου.

Έκατσε για λίγο σιωπηλή, ακούγοντας το κλάμα μου.

-Θε πονάει το δόντι θου; είπε τελικά.Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.-Θε πήγαν θτον κακό γιατρό;Πάλι κούνησα το κεφάλι μου.-Έφαγεθ πολλά γλυκά;«Όχι» μούγκρισα μέσα από τα δόντια και τα κλάμα-

τα.-Μμμμ… σκέφτηκε για λίγο.-Θέλειθ μήπωθ τη μαμά; ρώτησε τελικά, σαν να

ήταν η τελευταία της προσφορά.-Όχι. Πετάχτηκα πάνω, γιατί είχε ήδη αρχίσει να κατεβαί-

νει από το κρεβάτι.-Δεν θέλω τη μαμά, κάτσε εδώ Ρένα, της είπα όσο

πιο αυστηρά μπορούσα. Είμαι εντάξει τώρα, βλέπεις;Με κοίταξε εξεταστικά.-Θε πονούθε το δόντι θου, τελικά;Αναστέναξα. Είχε πάει πρόσφατα στον οδοντίατρο για μία σχετι-

κά οδυνηρή επέμβαση, που προφανώς την είχε τραυ-ματίσει ψυχικά πιο πολύ απ’ όσο οι γονείς μας είχαν συνειδητοποιήσει, γιατί δεν είχε σταματήσει να μου μιλάει για «δόντια» από τότε.

-Ναι, κάτι τέτοιο ήταν, ξεκίνησα να της λέω, όταν μπήκε η μαμά μέσα.

Με μία ματιά που συμπεριλάμβανε όλη την κατά-σταση, το τσαλακωμένο σεντόνι, τα υγρά μου μάγου-

Ιστορία

44

Προμέσσα

λα και τα γουρλωμένα μάτια της Ρένας, είμαι σίγουρη ότι τα κατάλαβε όλα. Ήρθε και κάθισε ανάμεσά μας και μας πήρε και τις δύο στην αγκαλιά της. Πώς το κατάφερνε αυτό, δεν ξέρω.

-Τι σου είπαν, Έσσα μου; με ρώτησε σκουπίζοντας τα μάτια μου.

-Ότι θα πάω στη φυλακή, φώναξα με όλη την απελ-πισία των έξι χρόνων μου. Επειδή με λένε Προμέσσα. Και η Ρένα το ίδιο, κι εσύ κι ο μπαμπάς.

Τώρα τα χειλάκια της Ρένας είχαν αρχίσει να τρέ-μουν, κι εγώ ένιωθα μια δεύτερη τρικυμία δακρύων να έρχεται. Η μαμά έσφιξε τα χέρια της πιο σφιχτά γύρω μας.

-Πες μου ακριβώς τι έγινε.-Φώναξε η δασκάλα το όνομά μου, και ένα παιδί

τσίριξε, και η δασκάλα του είπε να ησυχάσει, αλλά αυτό είπε «μα, κυρία, δεν ακούσατε το όνομά της;» και η κυρία κοκκίνισε και έκανε ότι κοιτούσε στο βι-βλίο της, και τον σήκωσε να πει μάθημα και… και…

Σταμάτησα να πάρω ανάσα, γιατί ένας λυγμός είχε εγκατασταθεί στο λαιμό μου και δεν με άφηνε να ανα-πνεύσω.

-Και; είπε η μαμά.-Και; είπε ο αντίλαλος, η Ρένα.-Και μετά, στο διάλειμμα, τα μάζεψε όλα τα παιδιά

ο Αντώνης, το παιδί που τσίριξε, και τους είπε ότι η μαμά του τού εξήγησε ότι αυτό το όνομα το έχουν κάποιοι εγκληματίες και κακούργοι που προσπαθούν να ρίξουν την κυβέρνηση –τι είναι αυτό, μαμά;- και να σφάξουν όλο τον κόσμο και κάτι τέτοια, και ότι θα έπρεπε να είναι στη φυλακή όλοι αυτοί μαζί με τις οι-κογένειές τους. Και τότε…

Πάλι χρειάστηκα μια παύση σε αυτό το σημείο, αλλά κανείς δεν μίλησε αυτή τη φορά.

-Τότε ένα άλλο παιδί, είπε να με πάνε στο γραφείο

45

και μετά στη φυλακή και άρχισαν όλοι να με τραβάνε, αλλά εγώ προσπαθούσα να τους ξεφύγω και τότε η φίλη μου η Αφροδίτη τους είπε ότι όλοι τους είναι χαζά και… και κάτι άλλες λέξεις κακές και τότε χτύπησε το κουδούνι και μπήκαμε μέσα.

Έπεσε ησυχία για λίγο. Εγώ είχα ξαλαφρώσει που τα είπα όλα, και ήμουν

τόσο εξοντωμένη από όλο αυτό το κλάμα, που δεν είχα άλλα δάκρυα, παρ’ όλο το φόβο μου για τη φυ-λακή. Η Ρένα όμως έκλαιγε απαρηγόρητη, και νόμισα πως είδα μια σταγόνα να πέφτει κι από τα βλέφαρα της μαμάς. Μπορεί να έκανα και λάθος όμως.

-Δεν είναι συνηθισμένα τα ονόματά σας, κορίτσια, ξεκίνησε η μαμά. Είναι ονόματα που κάτι σημαίνουν, όπως ξέρετε, και αυτό το κάτι έχει σχέση με τον Βασι-λιά μας, τον Ιησού Χριστό. Εσένα Προμέσσα το όνομά σου σημαίνει…

-Υπόσχεση! Τη διέκοψα θριαμβευτικά.-Κι εμένα βαθίλιθθα, συμπλήρωσε η Ρένα ρουφώ-

ντας δυνατά τη μύτη της.-Ακριβώς. Η υπόσχεση είναι ότι θα έρθει να μας

πάρει κοντά Του ο Χριστός μας, και βασίλισσες και βασιλιάδες θα είμαστε όλοι στο όμορφο μέρος που θα μας πάει.

Σταμάτησε για λίγο και σαν να σκεφτόταν τι θα πει μετά.

-Πολύς κόσμος ξέρει ότι τα ονόματα αυτά σας τα έδωσαν οι γονείς σας επειδή πιστεύουν στο Θεό, κι αυτό δεν τους αρέσει. Γι’ αυτό σκέφτονται και λένε διάφορα ψέματα, για να σας φοβίσουν.

-Μα το πθέμα είναι κακό πολύ, διέκοψε η Ρένα με ύφος καθηγητή.

-Είναι, μικρούλα μου, είπε η μαμά, αλλά αυτοί δεν το ξέρουν, γιατί εμάς μας το έχει μάθει ο Θεός αυτό. Αν δεν ξέρουν τον Θεό, δεν θα ξέρουν κι αυτό και πολ-

Ιστορία

46

Προμέσσα

λά άλλα.-Τότε… γιατί δεν τους το μαθαίνει; είπα εγώ αργά.Σαν να πέρασε ένα μυστικό χαμόγελο από το πρό-

σωπο της μαμάς στην ερώτησή μου.-Προσπαθεί, είπε, αλλά πρέπει κι αυτοί να θέλουν

να ακούσουν. Τέντωσε έπειτα το χέρι της στο κομοδίνο κι έπια-

σε την Αγία Γραφή, εκείνο το μαύρο, πυκνογραμμένο βιβλίο, που μου φαινόταν τόσο βαρετό χωρίς εικόνες και χρώματα –«έχει πολλές εικόνες και άπειρα χρώ-ματα», έλεγε πάντα η μαμά, «αλλά είναι στη φαντασία σου καθώς το διαβάζεις».

Τι δεν θα ’δινα τώρα να μπορούσα να απλώσω το χέρι μου και να πιάσω αυτό το ξεθωριασμένο, το «βα-ρετό» βιβλίο. Τι δεν θα ’δινα να άκουγα άλλη μία φορά τη φωνή της να μου διαβάζει κάτι από εκεί μέσα, όπως έκανε όταν ήμουν παιδί.

Μας διάβασε την ιστορία για δυο άντρες, τον Παύ-λο και το Σίλα, που τους έβαλαν στη φυλακή όχι για τα ονόματά τους, αλλά γιατί πίστευαν στο Θεό. Και τη νύχτα, έγινε ένας σεισμός και γκρεμίστηκε η φυλακή και ήταν ελεύθεροι.

-Είδατε, λοιπόν; μας είπε. Ούτε τη φυλακή, ούτε τί-ποτα δεν φοβόμαστε όταν έχουμε το Θεό μαζί μας.

Μας φίλησε και τις δύο στα αναψοκοκκινισμένα μας μάγουλα, και μας είπε να πάμε να πλυθούμε, για-τί το φαγητό ήταν έτοιμο.

Τώρα που τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα, αναρωτιέμαι γιατί διάλεξε αυτή συγκεκριμένα την ιστορία να μας διαβάσει, γιατί σκέφτηκε να μας πει ότι ακόμα και στη φυλακή να μας βάλουν θα είμαστε ασφαλείς, αντί να μας πει απλώς ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, κι ότι τα παιδιά στο σχολείο λένε ό,τι θέλουν. Ίσως κάτι ήξε-ρε τότε, κάτι έβλεπε στο μέλλον ή και στο παρελθόν ακόμη, κάτι που της έλεγε πιο πολλά για την κατάστα-

47

ση του κόσμου απ’ όσα μπορούσε ποτέ να μάθει στις ειδήσεις. Ίσως απλά να υποπτευόταν ή να μάντευε, βλέποντας προς τα πού πήγαιναν τα πράγματα. Και ίσως, γι’ αυτό το λόγο, να θεώρησε πιο σωστό να αρχί-σει να μας προετοιμάζει από αυτή την ηλικία για ένα τραγικό μέλλον, παρά να μας παραμυθιάζει με όμορ-φα, αλλά ψεύτικα λόγια.

Όπως και να έχει, εγώ ξαναπήγα στο σχολείο τρέμο-ντας από το φόβο μου την επόμενη μέρα, αλλά ήρθε μαζί μου ο μπαμπάς, και μίλησε με τη δασκάλα και τον διευθυντή. Δεν ξανασυνέβη κάτι παρόμοιο σε όλα τα χρόνια που πήγαινα στο σχολείο, αλλά πολλά παιδιά –και μεγάλοι- μας κορόιδεψαν εμένα και την αδερ-φή μου, μας περιφρόνησαν, μέχρι και αρνήθηκαν να έχουν φιλίες μαζί μας. Εμείς όμως το θεωρούσαμε με-γάλη περηφάνια να φέρουμε αυτά τα ονόματα, και μάλιστα να υποφέρουμε γι’ αυτά. Παίζαμε πως ήμα-σταν σε κάποιο παραμύθι, οι χαμένες πριγκίπισσες του Βασιλιά, κι όλοι μας κυνηγούσαν, γιατί φαινόταν καθαρά όπου πηγαίναμε ότι ήμασταν δικές Του, σαν να ήταν γραμμένο στο μέτωπό μας.

Δεν φανταζόμασταν, ούτε εμείς ούτε οι γονείς μας, ούτε κανένας άλλος χριστιανός στον κόσμο, πόσο σύ-ντομα το παραμύθι θα γινόταν εφιάλτης.

Κοιτάζω το ταβάνι με προσοχή, μήπως και στη λεία του επιφάνεια βρω κάτι που θα με βοηθήσει να ηρε-μήσω, να σταματήσει το μυαλό μου τις ανώφελες δι-αδρομές του στο παρελθόν, αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Πόσο κοντά νόμιζαν τότε οι άνθρωποι ότι ήταν η σω-τηρία, κι όμως δεν ήταν. Μήπως όντως έκαναν λάθος ο Πάολο και οι άλλοι;

Ιστορία

48

Προμέσσα

Σκέφτομαι τον μπαρμπα-Χριστόφορο, που πέθανε τον Αύγουστο από γεράματα, και που δεν πρόλαβε να δει την εκπλήρωση της ελπίδας του, ότι θα ερχόταν ο Χριστός να μας πάρει όσο ζούσε. Τι τον ωφέλησε να κρύβεται, να τρέχει να αποφύγει τους αστυνομικούς λες και ήταν κανένας εικοσάρης, να ταλαιπωρείται από το κρύο και τη ζέστη μόνο και μόνο για να συ-ναντιέται με άλλους τέσσερις ανθρώπους, που μόνοι τους έχουν απομείνει στον κόσμο να ελπίζουν, να πε-ριμένουν;

Και αν όλοι αυτοί έκαναν λάθος, μήπως και οι δικοί μου οι γονείς πίστεψαν ένα ψέμα; Μήπως κι εγώ;

Αλλά όχι, δεν τολμώ να το σκεφτώ αυτό, διακόπτω τη ροή της σκέψης μου πριν με παρασύρει σε ακόμα πιο επικίνδυνα μονοπάτια.

Γιατί αν ο Χριστός δεν έρχεται σύντομα, αν δεν έχει ξεκινήσει την κάθοδό Του απ’ τα αστέρια, αν δεν είναι αυτή τη στιγμή έτοιμος να σαλπίσει τον ερχομό Του, τότε κάθε εβδομάδα, κάθε μέρα, λέω ψέματα. Στον εαυτό μου και στους άλλους. Τότε δεν είναι κοντά η Μέρα. Τότε δεν πιστεύω στον Ερχόμενο Χριστό, αλλά σ’ έναν άλλο, που δεν τον ξέρω καθόλου, και που με έχει ξεχάσει.

Και, το χειρότερο απ’ όλα.Τότε η μαμά και η Ρένα σκοτώθηκαν άδικα. Αντιστέκομαι με όλη μου τη δύναμη, αλλά είναι πια

ανώφελο. Οι αναμνήσεις ήδη με κατακλύζουν, με σκε-πάζουν σαν ποτάμι ορμητικό και δεν μπορώ παρά να περιμένω να περάσουν και να ελπίζω ότι το αδυσώπη-το πέρασμά τους θα με αφήσει ζωντανή. Η ανάσα μου πιάνεται καθώς θυμάμαι τη μέρα εκείνη, πώς ξημέ-ρωσε, πώς σκοτείνιασε, πώς μας βρήκε η νύχτα. Δεν έμοιαζε διαφορετική από τις άλλες στο ξημέρωμά της, έμοιαζε ίδια με την προηγούμενη, ο κόσμος σταθερός στην αέναη περιστροφή του γύρω από την καθημερι-

49

νότητά μας, γύρω από τα μικρά κι ασήμαντα προβλή-ματά μας, που τώρα γέμιζαν όλο τον κόσμο, αλλά σε λίγη ώρα θα τα είχαμε ξεχάσει. Όχι, δεν υπήρχε τίποτα εκείνο το πρωινό της 12ης Δεκεμβρίου που να δείχνει ότι αυτή ήταν η μέρα που θα άλλαζαν οι ζωές μας για πάντα. Το μόνο που διέφερε ήταν ότι εκείνη τη συγκε-κριμένη μέρα ξύπνησα με πονόλαιμο και λίγα δέκατα, τα πρώτα συμπτώματα του καθιερωμένου χειμωνιάτι-κου κρυολογήματός μου.

Ιστορία

50

3. Μαύρη Μέρα

Χθες τη νύχτα ήμουνα παιδίκι ήτανε μια ζάλη η ζωήάφησα μακριά τα όπλα

κι έμεινα αχυρένια κούκλαπου έψαχνε δική της μια φωνή.

Κ. Ν., «Χθες τη Νύχτα»

Το θυμάμαι εκείνο το πρωινό σαν να ήταν χτες, πώς με ξύπνησε το φως που έμπαινε από το παράθυρο, και το κεφάλι μου που πονούσε. Θυμάμαι τα σχήματα που έκανε ο πρωινός ήλιος πάνω στο πάπλωμά μου και θυμάμαι ότι ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσο ξεθωρια-σμένο ήταν, με τα αρκουδάκια που ήταν σχεδιασμένα επάνω να έχουν γίνει σχεδόν αόρατα και όλες σχεδόν οι ραφές ξεφτισμένες.

Η μαμά μπήκε μέσα σε λίγο για να δει γιατί δεν ήμουν ακόμα όρθια, και μου έφερε το θερμόμετρο. Δεν πήγα στο σχολείο εκείνη την ημέρα, την πέρασα σε διαδρο-μές ανάμεσα στο κρεβάτι μου και τον καναπέ, με την αγαπημένη μου κουβέρτα γύρω από τους ώμους μου και τις παντόφλες μου να σέρνονται στο πάτωμα κα-θώς τριγύριζα αργά από την κουζίνα στο υπνοδωμάτιο και στην Οθόνη VI.

Το βράδυ η μαμά και η Ρένα πήγαν στην εκκλησία.

51

Ο μπαμπάς έκατσε μαζί μου, γιατί ο πυρετός μου είχε ανεβεί πάνω από 39,8 από το απόγευμα. Κοιμόμουν βαθιά όταν έφυγαν. Ο μπαμπάς πήγε στο εργαστήρι του να δουλέψει, στο πίσω μέρος του σπιτιού, και άνοι-ξε και την Οθόνη VI σιγανά, για να ακούει αποσπασμα-τικά τις ειδήσεις περνώντας από κει, όπως συνήθιζε.

Έχω φέρει τόσες πολλές φορές τη μέρα αυτή στη μνήμη μου, προσπαθώντας να την ανακατασκευάσω μέσα από τις ελάχιστες αναμνήσεις μου, να ξεχωρίσω μέσα από την ομίχλη του πυρετού λόγια και ματιές και κινήσεις. Ψάχνω να βρω κάτι, να θυμηθώ κάποια στιγ-μή, να την κρατήσω στα χέρια μου, ως μια από τις τε-λευταίες στιγμές της μαμάς και της αδερφής μου. Τα τελευταία τους λόγια –ή κάποια από τα τελευταία τους λόγια, τις τελευταίες τους κινήσεις, μια ματιά τους που να έλεγε «σ’ αγαπώ» για τελευταία φορά. Ή τουλάχιστον κάτι που να μου πει ότι καταλάβαιναν, ότι ήξεραν ότι λυπάμαι, ότι με συγχωρούν που τις άφησα μόνες τους να βαδίσουν στο θάνατό τους.

Όμως παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από τη μαμά μου είναι το δροσε-ρό της χέρι στο καυτό μου μέτωπο καθώς το δωμάτιο γύρω μου βυθιζόταν στο σούρουπο. Και από την αδερ-φή μου θυμάμαι μόνο τη φασαρία που έκανε το μεση-μέρι γυρνώντας από το σχολείο, τίποτα συγκεκριμένο, το τρίξιμο μιας καρέκλας στην κουζίνα, το γδούπο της τσάντας της στο πάτωμα. Ύστερα, η μαμά πρέπει να της είπε να κάνει σιγά γιατί κοιμάμαι, κι έπειτα τίποτα.

Με ξύπνησε ο ήχος της Οθόνης VI. Κοίταξα γύρω μου με μάτια θολά από τον ύπνο. Το

σκοτάδι ήταν πηχτό μέσα στο δωμάτιο και είχα ιδρώσει, αλλά ένιωθα το κεφάλι μου ελαφρύ και ο πονοκέφαλος είχε γλυκάνει λίγο. Μια γνώριμη φωνή ερχόταν από την Οθόνη VI, μια φωνή που δεν μπορούσα ακριβώς να εντοπίσω εκείνη τη στιγμή πού την ήξερα, αλλά ήταν

Μαύρη Μέρα

52

Προμέσσα

τόσο εκνευριστικά δυνατή, που κάθε της λέξη διαπερ-νούσε το κρανίο μου σαν μικρή σουβλιά. Αναστέναξα.

-Μπαμπά, φώναξα.Είχαν αυτή την ενοχλητική συνήθεια, να δυναμώνουν

την ένταση κάθε που είχε κάποιος από τους Ηγέτες τη φαεινή ιδέα να κάνει κάποια ανακοίνωση, έτσι ώστε να αναγκαστούν όλοι να την ακούσουν, ή τουλάχιστον να αναγκαστούν να πάνε στην Οθόνη VI τους και να την χαμηλώσουν. Μια-δυο φορές, μάλιστα, μας είχαν κατα-τρομάξει, αρχίζοντας να μιλάνε από την Οθόνη VI στα καλά του καθουμένου, όταν εμείς την είχαμε κλειστή.

Ο Οικουμενικός Ηγέτης είχε θεωρήσει, λέει, την αναγγελία τόσο σημαντική, που δεν έπρεπε κανείς να τη χάσει.

Μια φορά θυμάμαι η μαμά, που είχε τρομάξει πολύ από την ξαφνική εμφάνιση του Οικουμενικού Ηγέτη στην Οθόνη VI μας, άρχισε να διαμαρτύρεται ότι ει-σβάλλουν στα σπίτια μας χωρίς τη θέλησή μας, κι ότι αυτό είναι παραβίαση της ελευθερίας μας και κάτι τέ-τοια, αλλά ο μπαμπάς της έριξε μια προειδοποιητική ματιά και σταμάτησε απότομα. Έπειτα προσπαθήσα-με να το κλείσουμε, νομίζω, ήμουν μικρή δεν θυμάμαι καλά, αλλά δεν έκλεινε ούτε χαμήλωνε, μέχρι να τελει-ώσει το μήνυμα του Ηγέτη, κάτι σχετικά με τη δακτυ-λική πληρωμή, που τότε δεν ήταν ακόμα υποχρεωτική για όλους.

Ξαναφώναξα τον μπαμπά, αλλά δεν με άκουγε. Θα είχε βάλει τον τόρνο φαίνεται ή κάτι τέτοιο, σκέφτηκα. Σηκώθηκα με κόπο από το κρεβάτι, τρέμοντας καθώς με συνάντησε το απότομο κρύο, και τυλίχτηκα με την κουβέρτα μου. Ζαλιζόμουν λίγο, αλλά δεν άντεχα ούτε για ένα δευτερόλεπτο ακόμα αυτό το διαπεραστικό θό-ρυβο. Μπαίνοντας στο γραφείο, σταμάτησα απότομα.

Ο μπαμπάς ήταν εκεί, όρθιος μπροστά στην Οθόνη VI, με τα μάτια του κολλημένα στο γυαλί, και μια περί-

53

εργη έκφραση στο πρόσωπό του. Σαν να ήταν παγωμέ-νο, σαν να είχε συγκεντρώσει τόσο πολύ την προσοχή του σε αυτό που άκουγε, που δεν είχε την ενέργεια για να σχηματίσει μία οποιαδήποτε έκφραση. Ήταν τόσο δυνατή η ομιλία, που δεν άντεχες να σταθείς μέσα στο δωμάτιο, αλλά εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση να χα-μηλώσει την ένταση, λες και δεν είχε σημασία αν θα τρυπούσαν τα τύμπανά του, λες και δεν είχε τίποτα άλλο σημασία από αυτό που άκουγε.

Έμεινα για λίγο εκεί να τον κοιτάζω με απορία –δεν με είχε δει καν που μπήκα μέσα- όταν τα λόγια που ερχόντουσαν από την Οθόνη VI άρχισαν να διαπερνάνε το ζαλισμένο μου μυαλό.

-Το τονίζω αυτό, έλεγε ο Πρωθυπουργός μας και όχι ο Οικουμενικός Ηγέτης, όπως είχα νομίσει στην αρχή, θέλω να το υπογραμμίσω ότι είμαστε βέβαιοι, οι πνευ-ματικοί και πολιτικοί ηγέτες της χώρας αυτής αλλά και όλου του πλανήτη, ότι η νέα θρησκεία συγκεφαλαιώνει και περιέχει όλα τα στοιχεία του χριστιανισμού και μά-λιστα, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο, τα βελτιώνει. Ο άνθρωπος είναι εδώ και χρόνια το κέντρο γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί ολόκληρη η φιλοσοφία του πολιτεύματος της Οικουμενικής Ειρήνης, που ποτέ πριν δεν είχε επιτυχία σε τόσο μεγάλη κλίμακα, σε όλο τον πλανήτη. Σε μία μοντέρνα λοιπόν εκδοχή των Αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν ως θεούς εκείνους που πίστευ-αν ότι κρατούσαν τη μοίρα των θνητών στα χέρια τους, εμείς αποφασίζουμε, ανεξάρτητα από παγκόσμιες πιέ-σεις, με τη δική μας ελεύθερη βούληση, να απορρίψου-με όλα εκείνα τα θρησκευτικά συστήματα που θέλουν να μας φορτώσουν με ανύπαρκτους θεούς και όντα που απαιτούν την υπακοή μας. Αντίθετα, ασπαζόμα-στε όλοι μαζί σαν κράτος και ο καθένας ξεχωριστά στα σπίτια και την προσωπική ζωή μας, να ακολουθούμε με θρησκευτική ευλάβεια την πίστη και πεποίθησή μας

Μαύρη Μέρα

54

Προμέσσα

στα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Οικουμενικό Σύ-νταγμα, και στη διατήρηση της Οικουμενικής Ειρήνης μέσα από την εκλογή του Οικουμενικού Ηγέτη μας.

Ο Πρωθυπουργός καθάρισε το λαιμό του και κοίταξε κάπου μπροστά. Ήταν φανερό ότι τα διάβαζε αυτά που έλεγε, και πού και πού η στεντόρεια φωνή του πρόδι-δε κάποιο απειροελάχιστο δείγμα ανασφάλειας και δι-σταγμού. Γρήγορα όμως το ξεπερνούσε, σε σημείο που με έκανε να νομίσω ότι το είχα φανταστεί.

-Από χθες ακούτε φήμες και τα σύρματα του WAVOR έχουν πάρει φωτιά, συνέχισε, μετά την ανακοίνωση του Οικουμενικού Ηγέτη για την ίδρυση της νέας θρησκείας της Ανθρώπινης Πίστης, μιας θρησκείας, που, επανα-λαμβάνω, έχει ως κέντρο της τον άνθρωπο, αυτόν που ηγείται κι αυτόν που ακολουθεί, αυτόν που βρίσκει τις λύσεις κι αυτόν που τις εφαρμόζει, αυτόν που μεριμνά για τη διατήρηση της ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο κι αυτόν που την απολαμβάνει στη γαλήνη του σπιτιού του. Τι πιο κατάλληλο, τι πιο τέλεια προσαρμοσμένο στις ανάγκες του σύγχρονου κάτοικου της πελώριας πόλης που λέγεται κόσμος; Όλες οι απαντήσεις που προσπά-θησε ποτέ να δώσει κάθε αποτυχημένο θρησκευτικό σύστημα –χριστιανισμός, ισλαμισμός, βουδισμός, και άλλα- χωρίς τα βάρη και τις υποχρεώσεις που οφείλο-νται σε έναν ανύπαρκτο θεό, αυτό είναι η Ανθρώπινη Πίστη. Γιατί, τελικά, ποιος «θεός» είναι μεγαλύτερος από τον άνθρωπο, αυτόν που κατάφερε από τη χαραυ-γή της ύπαρξής του, να υψώσει το βιοτικό και πνευ-ματικό του επίπεδο με αστραπιαίους ρυθμούς; Ποιος θα προτιμούσε να απευθύνει τις επιθυμίες και τις πα-ρακλήσεις του σε ένα φανταστικό ον, τη στιγμή που ο Οικουμενικός μας Ηγέτης είναι υπαρκτός και ικανός να πραγματοποιήσει κάθε μία από αυτές; Εδώ και χρόνια, λοιπόν, έχει γίνει εμφανής ο πλεονασμός της ύπαρξης κάποιου θεϊκού όντος συγκρινόμενης με την αληθινή

55

ύπαρξη του συστήματος της Παγκόσμιας Ειρήνης. Και δεν είναι τίμημα μεγάλο να πληρώσουμε σαν χώρα, εί-ναι μηδαμινό το τονίζω, να τεθούν όλοι οι ναοί και οι χώροι των θρησκειών που υπάρχουν στη διάθεση και στην υπηρεσία της νέας μας θρησκείας, ώστε να προω-θηθεί η ομαλή εξάπλωση της νέας Ανθρώπινης Πίστης.

Κοίταξα φευγαλέα τον μπαμπά, αλλά πριν προλάβω να δω αν έχει αλλάξει η πέτρινη έκφρασή του, τα μάτια μου ξαναγύρισαν στην Οθόνη VI από μόνα τους, σαν μαγνητισμένα.

-Συμπολίτες και συμπολίτισσες της χώρας αυτής και όλου του κόσμου, έλεγε τώρα ο Πρωθυπουργός, σας καλώ όλους να συμμετάσχετε στη μεγαλύτερη μεταρ-ρύθμιση που έγινε ποτέ στον τομέα της θρησκείας και της εκπαίδευσης. Σας καλώ να πείτε μαζί μου και μαζί με δισεκατομμύρια άλλους συμπολίτες σας σε όλο τον πλανήτη ένα τεράστιο «όχι» στη βία του Ισλάμ, στην παθητικότητα του Βούδα, στις ελλείψεις του Χριστιανι-σμού. Και δίπλα ακριβώς, ένα πελώριο «ναι»! Ένα «ναι» στον άνθρωπο, στην ασφάλειά του μέσα σ’ αυτόν τον ενοποιημένο κόσμο, την πρόοδό του, την ειρηνική συ-νύπαρξή του. Λέγοντας «ναι» στη θρησκευτική μεταρ-ρύθμιση, λέμε «ναι» σε έναν κόσμο όπου κάθε άνθρω-πος θα είναι αδελφός με τον άλλο, κάθε άνθρωπος θα είναι ενωμένος με τον διπλανό του κάτω από την αιγί-δα της ίδιας θρησκείας, του ίδιου πιστεύω, των ίδιων ιδανικών. Λέμε «ναι» στο όνειρο της ομόνοιας και της θρησκευτικής ειρήνης, το οποίο ήδη πραγματοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο, «ναι» σε έναν κόσμο χωρίς μίση και βία, «ναι» σε μία ανθρωπότητα όπου ο καθένας δια-τηρεί την ιδιαιτερότητά του, αλλά χωρίς αυτή η ιδιαιτε-ρότητα να τον εμποδίζει να αποδεχτεί τον συνάνθρωπό του και να τον αγαπήσει χωρίς τις προκαταλήψεις του επικίνδυνου θρησκευτικού φανατισμού.

Ο Πρωθυπουργός σταμάτησε και ήπιε μια γουλιά

Μαύρη Μέρα

56

Προμέσσα

κρυστάλλινο νερό από ένα ποτήρι που είχαν βάλει στο δεξί του χέρι, και στο βάθος, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμάμαι, δεν ακουγόταν το παραμικρό σχόλιο, η πα-ραμικρή βαβούρα από όλους αυτούς που τον άκουγαν και τον μαγνητοσκοπούσαν. Σαν να κρατούσε την ανά-σα της ολόκληρη η χώρα, περιμένοντας την επόμενη λέξη του, ένα αναμμένο σπίρτο στα ξερά χόρτα.

-Μαζί με τους πατέρες της πίστης μας, ξεκίνησε ο Πρωθυπουργός τη νέα του εκτεταμένη φράση, μαζί με τους πνευματικούς ηγέτες αυτής της χώρας, που μαζί μου έχουν ήδη ασπαστεί τη νέα τάξη πραγμάτων με θέρμη και χαρά, σας καλώ να ανακαλύψετε τις πραγ-ματικές απαντήσεις στα ερωτήματα που σας βασανί-ζουν, σας καλώ να δεχθείτε το τελευταίο βήμα προς την ένωση του κόσμου μας, προς το τέλος κάθε πολέμου, προς την εδραίωση της ειρήνης. Σας καλώ να εγκατα-λείψετε τις παρωχημένες ιδέες του παρελθόντος, και καθώς εδώ και χρόνια μιλάμε για τους κινδύνους του θρησκευτικού φανατισμού, να ακολουθήσετε τον Οι-κουμενικό μας Ηγέτη στα νέα ασφαλή μονοπάτια της Ανθρώπινης Πίστης. Σας καλώ να συμμετάσχετε στην ανάπτυξη της νέας, ενοποιημένης ανθρωπότητας, σας καλώ σε ένα επίπεδο ζωής υψηλότερο ακόμα κι από αυτό που έχουμε επιτύχει σήμερα. Από σήμερα κιόλας, επαναλαμβάνω, έχει αρχίσει η μετατροπή όλων των ναών και εκκλησιών σε Κέντρα της Ανθρώπινης Πίστης, στα οποία ήδη έχουν μαζευτεί πολλοί συμπολίτες σας και ορκίζονται πίστη στη νέα οικουμενική θρησκεία.

Σήκωσε το χέρι του σαν για να αποκρούσει μια σιω-πηλή διαμαρτυρία, ή να την καθησυχάσει.

-Δεν είναι σκοπός της ανακοίνωσης αυτής ο πανικός και ο φόβος, είπε ρίχνοντας μια ματιά απέναντι, στα λό-για του. Επιτρέψτε μου να τονίσω για μία ακόμα φορά ότι ο σκοπός αυτής της πνευματικής μεταρρύθμισης είναι η βελτίωση και η εξέλιξη των υπαρχόντων ομά-

57

δων πίστης, κι όχι η διάλυση, η καταστροφή και η ακύ-ρωση. Κάθε εκκλησία θα διατηρήσει το τελετουργικό της, κάθε δόγμα τις ιδιαιτερότητές του και κάθε ναός τις ώρες λειτουργίας του, με τις απαραίτητες τροπο-ποιήσεις. Δεν επιθυμούμε τη δημιουργία σύγχυσης και ανασφάλειας. Επιθυμούμε, αντίθετα, να συνεχίσουν όλοι οι πολίτες κανονικά, όπως ακριβώς και πριν, τις θρησκευτικές τους συνήθειες. Επιθυμούμε να λειτουρ-γήσουν κανονικά οι χώροι λατρείας σε κάθε γωνιά της χώρας. Επιθυμούμε να διευκολύνουμε τους πολίτες κι όχι να τους ταράξουμε. Επιθυμούμε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο παρελθόν, την πνευματική ανά-ταση όλων των πολιτών του κόσμου, μέσα από τη νέα, οικουμενική, Ανθρώπινη Πίστη. Επιθυμούμε, τέλος, να αφαιρέσουμε όλα εκείνα τα αντιδραστικά στοιχεία που, το ξέρουμε, θα ταχθούν εχθρικά στην πνευματική αυτή αναγέννηση του τόπου μας και γενικότερα του κόσμου, να τα καθαιρέσουμε από τις θέσεις εξουσίας μέσα στο θρησκευτικό σύστημα, και να εξασφαλίσου-με τη διατήρηση της ομαλής μετάβασης στη νέα Αν-θρώπινη Πίστη. Πάντα θα υπάρχουν, συμπολίτες και συμπολίτισσες, οι εχθροί της προόδου και της ειρήνης, πάντα θα υπάρχουν οι φανατικοί, πάντα θα υπάρχουν οι παρωχημένοι. Σας καλώ λοιπόν, να συνεργαστείτε μαζί μας, να κρατήσετε τα μάτια σας ανοιχτά, με σκο-πό την εξάλειψη αυτών των στοιχείων όσο το δυνατόν συντομότερα.

Η φωνή του σταμάτησε απότομα, δημιουργώντας μια ακόμα πιο απόκοσμη σιωπή. Αμέσως όμως το πλάνο άλλαξε δείχνοντας την τελετή ορκομωσίας του Πρωθυπουργού καθώς και πολλών άλλων μελών του Συμβουλίου στη νέα θρησκεία. Ένιωθα το κεφάλι μου να πάει να σπάσει, και το μόνο που με κρατούσε ήταν μια μικρή ελπίδα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ότι βλέπω εφιάλτη εξαιτίας του πυρετού, κι ότι τίποτα από

Μαύρη Μέρα

58

Προμέσσα

όλα αυτά δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Έπειτα γύρισα και κοίταξα τον μπαμπά, που η έκ-

φρασή του είχε τελικά σπάσει, και κατάλαβα. Δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή ακριβώς τι σήμαινε

για μας αυτό που είχαμε μόλις ακούσει, δεν κατάλαβα τι σήμαινε για εκείνους που την ίδια στιγμή ήταν μαζε-μένοι στην εκκλησία. Κατάλαβα όμως ότι σήμαινε πως τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο.

Μέσα στις επόμενες μέρες οι Οθόνες VI ήταν στη διαπασών. Όπου κι αν πήγαινες, κι αν έβγαινες έξω, τα αυτιά σου αμέσως έπιαναν τις φωνές από κάποια GCM, που στρίγγλιζε μέσα στη μέση του δρόμου ανα-κοινώσεις και απειλές.

Διάβασαν τα εκατό σημεία της νέας Ανθρώπινης Πί-στης. Τα ξαναδιάβασαν άλλες πέντε φορές. Διάβασαν τη λίστα από τα σημεία μέσα στη χώρα, όπου μπορού-σε να πάει κανείς να ενταχθεί στη νέα πίστη. Έδειξαν πλάνα από τη διαδικασία «ψηφοφορίας», με την οποία απομακρύνθηκαν από την κυβέρνηση τα πολιτικά στε-λέχη εκείνα που είχαν «αμελήσει» -αυτή ήταν η λέξη που χρησιμοποίησαν- να ορκιστούν στη νέα πίστη από την πρώτη κιόλας μέρα, και που τερματίστηκε η θητεία τους λίγες μόλις ώρες μετά από το διάγγελμα του Πρω-θυπουργού. Έδειξαν τις εκκλησίες ξεγυμνωμένες, με τους σταυρούς κατεβασμένους, να ανακαινίζονται από φορτηγά με το σήμα το Οικουμενικού Ηγέτη κολλημένο σε μια ταινία κατά μήκος της μεταλλικής κοιλιάς τους.

Και έδειξαν το πτώμα της μαμάς μου και της Ρένας, καθώς και κάποιων άλλων, έτσι όπως κείτονταν στους δρόμους σε μικρές λίμνες από αίμα. Κι όλοι κουνούσαν τα κεφάλια τους στη θέα της άσκοπης αυτής βίας, στην οποία, το έβλεπαν όλοι καθαρά, και πώς δεν το είχαν δει πιο πριν, οδηγούσε αυτός ο ανόητος φανατισμός και η παθολογική προσκόλληση στις τελετουργίες, που ήδη ανήκαν πια στο παρελθόν.

59

Δεν μας άφησαν να τις δούμε, έστω και πεθαμένες. Τις ήθελαν για τα πλάνα τους, για τις φωτογραφίες,

για τις γιγαντοαφίσες που κρέμασαν παντού, κι έπειτα, ποιος ξέρει; Θα τις πέταξαν σε κανένα χωράφι. Κανείς από την εκκλησία δεν τολμούσε να επικοινωνήσει μαζί μας για να μας πει τι έγινε. Οι περισσότεροι εξάλλου είχαν τρέξει πανικόβλητοι να ορκιστούν στη νέα πίστη αμέσως μόλις συνήλθαν κάπως από τους φόνους που είχαν γίνει μπροστά στα μάτια τους. Ακόμα μαζεύονται στο ίδιο μέρος με πριν, απ’ όσο ξέρω, κανονικά, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, εκτός από τις υπογραφές και κάποιες λέξεις που δεν επιτρέπεται να πουν φωναχτά. Για μας βέβαια η «εκκλησία» τώρα πια έχει γίνει πιο επι-κίνδυνο μέρος ακόμα κι από το Αστυνομικό Τμήμα.

Δεν ξέρω γιατί δεν μας σκότωσαν κι εμάς. Σίγουρα βρήκαν στα αρχεία τους αμέσως σε ποια οικογένεια ανήκαν τα θύματα, σίγουρα ήξεραν ότι δεν είχαμε δε-χτεί τη νέα πίστη και μπορούσαν να μας βρουν πριν προλάβουμε να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας.

Μερικές φορές εύχομαι να το είχαν κάνει.

Δεν θυμάμαι για πόσον καιρό μείναμε μουδιασμένοι ο μπαμπάς κι εγώ. Δεν θυμάμαι πότε κρύψαμε τη με-γάλη δερμάτινη Αγία Γραφή και θάψαμε τις υπόλοιπες στο χώμα, στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Δεν θυμά-μαι πότε ανακαλύψαμε ότι είχε εξαφανιστεί από το WA-VOR κάθε τι –σε έγγραφο, μουσική ή εικόνα- που είχε σχέση με το Θεό και τη χριστιανική πίστη. Δεν θυμάμαι πότε ανακοινώθηκαν οι νέοι Νόμοι που αφορούσαν τη Νέα Οικουμενική Θρησκεία και απαγόρευαν ρητά τη λατρεία αλλά και την απλή αναφορά σε ονόματα θεών και θεοτήτων άλλων από την «Αρχή της Ανθρώπινης Πί-στης», που δεν ήταν άλλη από το Συμβούλιο των Ηπεί-ρων και τον Οικουμενικό Ηγέτη.

Δεν θυμάμαι αν μου έλειπαν οι φίλες μου από την

Μαύρη Μέρα

60

Προμέσσα

εκκλησία, αν προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τους, να μάθω κάτι για τις τελευταίες στιγμές της μαμάς και της αδερφής μου ή αν έψαξα κάπου αλλού στο WAVOR λεπτομέρειες για εκείνη τη φρικτή μέρα –μπορεί και να το έκανα, αλλά ξέρω ότι δεν υπήρχε περίπτωση ούτε τότε ούτε τώρα να βρω κάτι.

Θυμάμαι αμυδρά την περίοδο που αρχίσαμε να ελπί-ζουμε ξανά, την περίοδο που ήρθε σιγά-σιγά στην ύπαρ-ξη μια μικρή ομάδα άλλων πιστών που είχαν απομείνει, σαν κι εμάς, με τους οποίους αρχίσαμε να βρισκόμα-στε, κι έτσι πάλι ξεκινήσαμε δειλά-δειλά να ζούμε. Αλλά οι λεπτομέρειες έχουν όλες σβηστεί από το μυαλό μου στην προσπάθεια να σβηστεί και ο πόνος. Ανοησίες. Ο πόνος δεν σβήνει ποτέ.

Εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι μια μέρα που δεν γινόταν πια άλλο να περιφερόμαστε στο σπίτι χωρίς να τρώμε ή να μιλάμε.

Καθίσαμε με τον μπαμπά στον καναπέ, απέναντι ο ένας από τον άλλο, και κοιταχτήκαμε σαν να βλεπό-μασταν για πρώτη φορά. Ήταν σαν να είχαν περάσει χρόνια από πάνω μας. Χρόνια κακουχίας και δυστυχί-ας. Ο μπαμπάς ήταν αξύριστος, τα ρούχα του έπλεαν, κι εμένα το ίδιο. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, σαν δυο τρύπες που οδηγούν στο πουθενά. Θα καθόμασταν έτσι για πάντα, νομίζω, αν ξαφνικά δεν έλεγα:

-Εμάς γιατί δεν μας σκότωσαν, μπαμπά;Ο μπαμπάς πετάχτηκε από τη θέση του και ήρθε και

με αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που πόνεσα. Δεν με ένοιαζε όμως. Σε λίγο αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο –δεν είχα-με κλάψει από τότε.

Πέρασαν ώρες μέχρι να ηρεμήσουμε, αλλά μας έκα-νε καλό εκείνο το άγριο ξέσπασμα. Βαλθήκαμε μετά να κουβεντιάζουμε πώς μπορεί να έγινε. Δεν μας τάραζε περισσότερο αυτή η κουβέντα, αντίθετα. Ήταν ώρα να έρθει στο φως ο πόνος μας, να τον κοιτάξουμε κατά-

61

ματα, να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο να ζήσουμε μ’ αυτόν. Δεν καταλήξαμε σε κάποιο συμπέ-ρασμα. Ξέραμε ότι κάποια στιγμή μπήκαν μέσα στην εκκλησία αστυνομικοί και τους διέταξαν να βγουν όλοι έξω. Μήπως όμως δεν είχαν μπει ακόμα μέσα η μαμά και η Ρένα όταν έγινε αυτό, μήπως πήγαν εκεί και βρή-καν την εκκλησία κλειστή και τους αστυνομικούς να τις περιμένουν; Μήπως έφεραν αντίσταση; Μήπως αρ-νήθηκαν να βγουν έξω; Ή μήπως απλά οι αστυνομικοί είχαν εντολές να ρίξουν και καμιά σφαίρα για να κατα-λάβει ο κόσμος ότι δεν αστειεύονται, και ήταν η μαμά και η Ρένα οι πρώτοι που βρέθηκαν στο δρόμο τους;

Αλλά έχει διαφορά τελικά; Καταλήξαμε ότι δεν έχει.Ξέραμε κι οι δυο ότι αν τους έδιναν την επιλογή να

κρατήσουν το Χριστό ή να σώσουν τη ζωή τους, θα επέ-λεγαν το πρώτο. Ευχόμουν να ίσχυε το ίδιο και για μένα σε μια ανάλογη περίσταση, αλλά δεν είχα το κουράγιο να το σκεφτώ.

-Θα αλλάξουν όλα, είπε ο μπαμπάς.-Ήδη έχουν αλλάξει, απάντησα εγώ κουρασμένα.Με κοίταξε ερευνητικά, σαν να αναρωτιόταν αν

έπρεπε να μου πει αυτό που σκεφτόταν ή όχι. -Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα, είπε τελικά.Περίμενα σιωπηλά, νιώθοντας μια μικρή ανατριχίλα

φόβου να διαπερνάει τη σπονδυλική μου στήλη.Αναστέναξε.-Έγιναν πριν ακόμα γεννηθείτε, ξεκίνησε, εσύ και η

Ρένα, και γι’ αυτό δεν χρειάστηκε να σας τα πούμε, να σας τρομάξουμε, να σας στενοχωρήσουμε.

Είδα πώς έτρεμαν τα χείλη του όταν είπε το όνομα της Ρένας και πώς απέφυγε να αναφερθεί στη μαμά. Συγκρατήθηκα, σφίγγοντας τα χείλη μου για να μην κλάψω.

-Θυμάσαι την ιστορία για τον Πάολο, εκείνον το Ιτα-

Μαύρη Μέρα

62

Προμέσσα

λό, που είπε…-Θυμάμαι, τον έκοψα.-Και πώς σου δώσαμε το όνομα της μεγάλης του κό-

ρης. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.-Λοιπόν, κι εμείς κι άλλοι πιστοί στον κόσμο άρχισαν

να δίνουν αυτό το όνομα στα παιδιά τους, αλλά όχι μόνο επειδή σημαίνει «υπόσχεση».

Σταμάτησε.-Αλλά; Γιατί; -Γιατί ενάμισι χρόνο μετά, ο Πάολο μαζί με τη γυναί-

κα του, την Προμέσσα και τα άλλα τους παιδιά, δολο-φονήθηκαν άγρια λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους στη Ρώμη.

-Τι είπες;Τον κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό, μη μπορώντας

να πιστέψω αυτό που άκουγαν τα αυτιά μου, κι ανα-ρωτιόμουν πότε είχα ξαφνικά πατήσει το πόδι μου στον κόσμο αυτής της άλλης, της εφιαλτικής πραγματικότη-τας, όπου τίποτα δεν φαινόταν να βγάζει νόημα πια.

Ο μπαμπάς με κοίταξε θλιμμένος.-Κι εγώ δεν το πίστευα όταν μας έφτασαν τα νέα, εί-

παμε πως ήταν κακόβουλα ψέματα, από κάποιους που διαφωνούσαν με τις ιδέες του και ήθελαν να υπονο-μεύσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου στο κίνημα του «Ερχόμενου Ιησού». Όλοι αυτό πιστεύαμε στην αρχή, αλλά μετά…

Σταμάτησε και πέρασε τη γλώσσα του από τα χείλη του.

-Θυμάσαι που όταν ήσουν μικρή σου έλεγα ότι «έτσι, ξαφνικά σταμάτησαν όλα»; Ότι πήγα μια μέρα να μπω σε ένα από τα vicom του Πάολο, και δεν υπήρχε πια;

Κούνησα το κεφάλι μου βουβά.-Τότε άρχισα να ανησυχώ ότι κάτι μπορεί να του συ-

νέβη. Βλέπεις… αυτό που ξεκίνησε από τον Πάολο δεν

63

ήταν μια απλή ιδέα. Κατέληξε να είναι μια κινητοποίη-ση των χριστιανών ανά τον κόσμο, μια ενοποίησή τους, παρά τα διαφορετικά δόγματα, στο κίνημα του Ερχό-μενου Ιησού και τελικά μία τεράστια αναζωπύρωση της εκκλησίας. Από τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν είχε να γίνει τέτοια μεγάλη εξάπλωση της χριστιανικής πίστης, τέτοια μαρτυρία να δοθεί σε όλο τον κόσμο. Θέλω να πω, μέχρι και τα ονόματά τους άλλαζε ο κόσμος. Ήταν τεράστιο αυτό που έγινε, πιο τεράστιο απ’ όσο εμείς καταλαβαίναμε.

Σταμάτησε πάλι, σαν να σκεφτόταν πώς να συνεχί-σει. Περίμενα.

-Ήταν δεδομένο, συνέχισε τελικά με μια βαθιά ανά-σα, ότι δεν θα άρεσε στο Συμβούλιο των Ηπείρων αυτό το κίνημα, και πόσο μάλλον στον Οικουμενικό Ηγέτη. Αν συνέχιζε έτσι, μπορεί η εκκλησία να γινόταν μια εξί-σου μεγάλη δύναμη μ’ εκείνον ή και ακόμα πιο μεγάλη. Μας έστελναν συνεχώς προειδοποιήσεις, ξέρεις, μικρά πράγματα, στη δουλειά σου, ή στις ειδήσεις, που προ-σπαθείς να τα αγνοήσεις, να πεις ότι μέχρι εκεί θα φτά-σουν, θα σου κόψουν κάποιο επίδομα, θα σου πάρουν τους πελάτες. Μέχρι εκεί. Το συζητούσαμε μεταξύ μας, ενθαρρυνόμασταν, παίρναμε πιο πολύ κουράγιο. Ο Πά-ολο απολύθηκε από τη δουλειά του κι έπειτα ανακάλυ-ψε ότι δεν τον προσλάμβανε κανείς. Του έστελναν όλοι όμως φαγητά και ρούχα για τα παιδιά του, κι ακόμα και χρήματα. Τίποτα δεν μπορούσε να μας αγγίξει όσο ήμασταν έτσι ενωμένοι και δυνατοί. Μια μέρα ξαφνικά κυκλοφόρησαν οι φήμες που σου είπα πριν. Δεν τις πι-στέψαμε. Συνεχίσαμε όπως πάντα. Αλλά ξαφνικά…

Άφησε τη φράση του να σβήσει και έσκυψε το κε-φάλι.

-Τι έγινε; ρώτησα όταν είδα ότι δεν συνέχιζε.-Ξαφνικά δεν μπορούσαμε να αγνοούμε την πραγμα-

τικότητα άλλο, είπε σιγανά.

Μαύρη Μέρα

64

Προμέσσα

-Τι εννοείς;Ένα μέρος του εαυτού μου δεν ήθελε να μάθει, κι

όμως τα χείλη μου με πρόδωσαν. Νομίζω ακόμα ότι δεν θα μου είχε πει περισσότερα αν δεν τον είχα παροτρύ-νει με την ερώτησή μου. Αλλά ίσως καλύτερα που έγινε έτσι, γιατί αλλιώς θα έμενα να αναρωτιέμαι όλα αυτά τα χρόνια τι ήταν εκείνο που δεν μου έλεγε.

-Μας έστειλαν τις φωτογραφίες, είπε ο μπαμπάς και νόμισα ότι δεν τον άκουσα καλά. Μας τις έστειλαν προ-σωπικά, στον καθένα, και δεν τις δημοσίευσαν όπως τώρα. Ήξεραν καλά ότι θα έριχναν ξύλα στη φωτιά αν το έκαναν αυτό. Αντίθετα, έστειλαν στον καθένα μας τις φωτογραφίες μαζί με ένα προειδοποιητικό μήνυμα, διαφορετικό για τον καθένα. Εμάς, που δεν είχαμε παι-διά, τα μηνύματά μας έλεγαν για τις δουλειές μας και για τους γονείς της μαμάς σου.

Οι δικοί του γονείς, ο παππούς και η γιαγιά μου, εί-χαν πεθάνει πριν γεννηθώ, γι’ αυτό και δεν ήταν στη λίστα του.

-Και τι έλεγαν τα μηνύματα; ρώτησα, αλλά ο μπα-μπάς δεν μου απάντησε.

-Τις θυμάμαι τις εικόνες σαν να τις είδα χτες, είπε και τα μάτια του θόλωσαν. Δεν έμοιαζαν με αυτές της μητέρας και της αδερφής σου, ήταν φριχτές, απαίσιες. Σε κάποιες ήταν ζωντανοί ακόμα, για να μας δείξουν ότι τους βασάνισαν, μάλλον. Ήταν-

-Μη μου πεις, τον έκοψα απότομα.Γύρισε και με κοίταξε με έκπληξη, σαν να είχε ξε-

χάσει ότι ήμουν κι εγώ εκεί. Κούνησε το κεφάλι του, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα βοηθούσε να προσθέσω κι άλλες εικόνες σ’ αυτές της μαμάς και της Ρένας.

-Και δεν ήταν μόνο αυτοί, συνέχισε σε λίγο. Ήταν και κάποιοι άλλοι, γιατί τους είχαν πιάσει σε κάποια γιορ-τή. Ήταν κι ένα κοριτσάκι, όχι πάνω από τριών χρονών, που το έλεγαν Ρεγκίνα.

65

-Ρεγκίνα, επανέλαβα ψιθυριστά.Το φαντάζονταν άραγε οι γονείς μου όταν έδιναν το

όνομα του νεκρού κοριτσιού στην αδερφή μου, το υπο-πτεύονταν σε κάποια γωνιά του μυαλού τους, ότι θα είχε την ίδια τύχη το δικό τους κοριτσάκι μ’ εκείνο;

Έπεσε σιωπή για λίγο, όχι αυτή η σιωπή που είναι φι-λόξενη και που συνοδεύεται από το τρίξιμο της λάμπας. Η σιωπή του τρόμου, η εκκωφαντική, η απειλητική.

-Τι ήταν τα απειλητικά μηνύματα; πήγα να ρωτήσω πάλι, αλλά η φωνή μου βγήκε ψιθυριστή, ξένη, βρα-χνή.

Ο μπαμπάς γέλασε ξερά.-Δεν ήταν καν μηνύματα, τώρα που το σκέφτομαι,

είπε. Ήταν απλώς τα στοιχεία των συγγενών μας, με κάθε λεπτομέρεια, βάρος, ηλικία, ύψος, διεύθυνση, χαρακτηριστικά, ιστορία. Δίπλα στις φωτογραφίες των Ιταλών. Αυτό μόνο, και βγάλτε εσείς τα συμπεράσματά σας.

Έκλεισε τα μάτια του σαν σε μία οδυνηρή ανάμνη-ση.

- Για την ακρίβεια, το μήνυμα ήταν αρκετά ευγενικό, συνέχισε ύστερα από λίγο. Έλεγε ότι το Συμβούλιο των Ηπείρων θεωρούσε ότι ήταν επικίνδυνα για την προ-σωπική μας ψυχική υγεία αλλά και για το πολίτευμα της Οικουμενικής Δημοκρατίας αυτά τα άτομα και ό,τι εκείνα πρέσβευαν. Μας παρακάλεσε να ειδοποιήσουμε όσους τους ήξεραν, για να μην πέσουν κι άλλοι στην παγίδα. Και τελικά, πάντα πάρα πολύ επίσημα και ευ-γενικά, μας παρότρυνε να επιστρέψουμε στους προη-γούμενους φιλήσυχους τρόπους λατρείας μας, για να μην αναγκαστεί το Συμβούλιο να πάρει πιο δραστικά μέτρα απέναντι στις θρησκείες που γίνονται το βασί-λειο τέτοιων και παρόμοιων τυχοδιωκτών –εδώ εννοού-σε τον Πάολο- και θυμοσόφων, και που κατά συνέπεια καταλήγουν να εκμεταλλεύονται και να διαφθείρουν τη

Μαύρη Μέρα

66

Προμέσσα

συνείδηση του απλού κόσμου. -Φαντάζομαι ότι έτσι ανακαλύψατε ποιος ήταν γνή-

σιος όλο αυτό τον καιρό, και ποιος όχι, είπα σιγανά ύστερα από άλλη μία μακριά σιωπή.

Τα μάτια μου συνάντησαν το βλέμμα του μπαμπά, επιφυλακτικό και τόσο απόλυτα θλιμμένο. Ανασήκωσε τους ώμους του.

-Δεν ξέρω, είπε. Πραγματικά δεν ξέρω. Αν ήταν όντως έτσι, Έσσα μου, τότε κανείς δεν ήταν γνήσιος.

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, κι άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του. Το πήρε και το έκρυψε στα πελώρια δικά του.

-Όλοι φοβήθηκαν. Όλοι, είπε. Ούτε ένας δεν είχε το θάρρος να μιλήσει γι’ αυτό που είχε γίνει. Προσπαθού-σα να βρω έστω και έναν, για να παρηγορηθώ, για να πιστέψω ότι δεν ήταν ένα ψέμα αυτό που ζούσαμε τό-σον καιρό. Αλλά δεν βρήκα. Αν δεν είχα τη μαμά σου, δεν ξέρω τι θα είχα κάνει. Θα είχα τρελαθεί, μάλλον. Θα είχα πιστέψει ότι ήταν όλα στη φαντασία μου, ότι τον φαντάστηκα τον Πάολο και τον Ερχόμενο Ιησού.

Σκούπισε τα μάτια του με το άλλο του χέρι και μου χαμογέλασε ξαφνικά κι ήταν σαν να βγήκε ο ήλιος μετά από τη μεγαλύτερη μπόρα του κόσμου.

-Την είχα όμως, ψιθύρισε. Την είχα, κι ακόμα την έχουμε, κι έχουμε και τον Κύριό μας. Δεν ξέρω γιατί είμαστε ζωντανοί ακόμα, αλλά θα ζήσουμε υπό τους δικούς μας όρους. Και όσο ζήσουμε.

Τα μάτια του πετούσαν φωτιές τώρα, και μου φαινό-ταν πιο ζωντανός, πιο δυνατός, απ’ όσο ποτέ πριν. Με κοίταξε και είδα την άγρια χαρά στο πρόσωπό του, τη λαχτάρα της μάχης, το θρίαμβο του πόνου.

-Εμείς οι δυο θα ξεκινήσουμε, Έσσα, και θα δεις, θα βρούμε κι άλλους. Θα υπάρχουν κι άλλοι, δεν μπορεί, θα τους βρούμε. Θα μας βρει Εκείνος, ξέρει πού είμα-στε και ξέρει πού είναι και όλοι οι άλλοι. Και θα Τον πε-

67

ριμένουμε, όσο κι αν αργεί. Θα Τον περιμένουμε μέχρι να έρθει.

Έκλαιγα κι εγώ τώρα, και ήθελα να του πω ότι δεν υπήρχαν άλλοι, κανένας, αλλά δεν μπορούσα. Καλύτε-ρα, γιατί αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο.

Την επόμενη μέρα μετά τη «Μαύρη Επέτειο», είναι τα γενέθλιά μου. Δεν τα γιορτάζουμε ποτέ πια, φυσικά, και όχι μόνο επειδή συμπίπτουν με την ανάμνηση εκεί-νης της κακιάς μέρας. Απλούστατα, δεν σκέφτεσαι να κάνεις γιορτή όταν αναρωτιέσαι τι θα βάλεις στο τρα-πέζι την επόμενη μέρα ή πώς θα μεγαλώσεις το παιδί σου χωρίς μητέρα. Ή μήπως ο Θεός, το μόνο σταθερό σημείο στη ζωή σου, σε έχει ξεχάσει κι εσένα μαζί με την υπόσχεσή Του. Τότε βέβαια, τη χρονιά εκείνη, εί-χαν περάσει πάνω από δύο μήνες όταν το θυμήθηκα ότι κάποια στιγμή, ανάμεσα στον πόνο και τις απορίες και τις ματωμένες φωτογραφίες, είχα γίνει ένα χρόνο μεγαλύτερη.

Ένα χρόνο μετά περίπου, σε κάποια ξεχασμένη γω-νιά του WAVOR, ανακάλυψα μία φωτογραφία του φί-λου μου του Βίκτωρα. Περίεργο πώς είχε μείνει εκεί η αφίσα με το πρόσωπό του έναν ολόκληρο χρόνο, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως οι αρχές θεώρησαν πως ήταν καλό να υπάρχει κάπου ένα απομεινάρι εκείνης της σημαδιακής μέρας και πως μία υπενθύμιση του πού οδηγεί η αντίσταση στην εξουσία δεν βλάπτει, ή μπο-ρεί απλώς να την είχαν ξεχάσει εκεί μαζί με κάποιες άλλες, αν και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα άφηναν κάτι το τόσο σημαντικό στην τύχη. Δεν τα σκέφτηκα αυτά τότε, βέβαια. Έμεινα απλώς εκεί, μουδιασμένη, να κοιτάζω το γνώριμο πρόσωπό του. Είχε σύνδρομο Down ο Βίκτωρας, και ήταν δεκαεννιά χρονών. Έβλεπα το πρόσωπό του με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έτσι παραμορφωμένο από την τεράστια φωτογραφία για

Μαύρη Μέρα

68

Προμέσσα

μέρες στον ύπνο μου. Δεν του έμοιαζε σε τίποτα η φωτογραφία. Έδειχνε ένα άρρωστο παιδί, ένα δυσανάλογο σώμα

κι ένα παιδικό πρόσωπο, όλα αυτά παγωμένα στη στά-ση του θανάτου. Δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο το αγόρι που είχε πιάσει το χέρι μου μια μέρα που έκλαιγα και μου είχε πει, έτσι απλά, ότι αν γίνω του Χριστού δεν θα ξανακλάψω ποτέ πια.

....…

Ήμασταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του –ελάχιστα παιδιά έχουν την πολυτέλεια να μεγαλώνουν σε σπίτι με κήπο, όπως εγώ και η αδερφή μου-, καλοκαίρι, και οι γονείς μας κουβέντιαζαν μέσα στο σαλόνι για μια μεγάλη παραγγελία χειροποίητων τραπεζιών. Είχαν έρθει σε επικοινωνία λόγω της δουλειάς του μπαμπά, και μόλις ανακάλυψαν ότι ήμασταν κι εμείς χριστιανοί του «Ερχόμενου Ιησού», είχαν επιμείνει να μας συνα-ντήσουν. Είχα ακούσει τους γονείς μου να λένε μεταξύ τους αν θα ήταν έξυπνη κίνηση να πάνε να τους βρουν, και μήπως ήταν παγίδα, αλλά δεν κατάλαβα τότε τι εν-νοούσαν.

Θυμάμαι που κοιτούσαμε τη θέα από το παράθυρο, η Ρένα κι εγώ, και δεν χορταίναμε. Πόσο μικροί φαί-νονταν οι δρόμοι από εκεί πάνω –ήταν στον όγδοο όροφο-, πόσο πυκνές οι πολυκατοικίες, πόσο ψηλοί οι ουρανοξύστες.

Ήμουν δέκα χρονών, η Ρένα σχεδόν οχτώ κι ο Βίκτω-ρας δεκαπέντε. Μας πήρε μαζί του έξω στο μπαλκόνι πριν προλάβουμε να βαρεθούμε από τις κουβέντες των μεγάλων, και αρχίσαμε το κυνηγητό. Εγώ έπεσα κάποια στιγμή κι έβαλα τα κλάματα. Τότε μου είπε ο Βίκτωρας να γίνω του Χριστού.

69

Τον κοίταξα, λέγοντας στον εαυτό μου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το αγόρι.

-Τι; είπα.-Έτσι έχει πει ο Χριστός, ξαναείπε υπομονετικά ο Βί-

κτωρας, ότι όποιος έχει στην καρδιά του το Χριστό δεν θα κλάψει ποτέ.

-Εμένα η μαμά μου μου λέει συνέχεια ιστορίες για το Χριστό, αλλά ποτέ δεν μου το έχει πει αυτό, είπε επιθε-τικά η Ρένα.

-Ίσως να μην έχετε φτάσει ακόμα εκεί, απάντησε ο Βίκτωρας.

Δεν ξέραμε τι να απαντήσουμε σ’ αυτό.-Δηλαδή μου λες, είπα αργά μετά από μια άβολη σι-

ωπή, ότι αν είμαι του Χριστού θα πέφτω κάτω και δεν θα πονάω; Αυτό δεν είναι λογικό.

Ο Βίκτωρας σκέφτηκε λίγο.-Δεν είμαι σίγουρος, είπε τελικά. -Κάτι άλλο θα εννοούσες, του είπε η Ρένα ευγενικά.-Αυτό που ξέρω είναι, συνέχισε απτόητος ο Βίκτω-

ρας, ότι όταν έχεις το Χριστό στην καρδιά σου, πονάς αλλά δεν κλαις.

Δίστασε λίγο.-Ή μπορεί και το ανάποδο, κλαις, αλλά δεν πονάς. Κοιτάξαμε τα σκιστά του μάτια με δυσπιστία. Είχαν

χάσει το φως τους και το χαμόγελό του είχε σβηστεί. Ίσως να ανακαλύπταμε σύντομα αν ο ίδιος έκλαιγε ή όχι.

-Θα ρωτήσω τη μαμά μου, είπε η Ρένα. Εκείνη είναι του Χριστού, θα ξέρει. Κι εγώ θα γίνω, αλλά όταν με-γαλώσω.

-Εγώ είμαι του Χριστού, είπε ο Βίκτωρας, ρώτα εμέ-να.

-Εντάξει. Η Ρένα δίστασε λίγο. Εμένα είχε αρχίσει να μου φαί-

νεται λίγο χαζό όλο αυτό, αλλά οι γονείς μας μάς είχαν

Μαύρη Μέρα

70

Προμέσσα

μάθει να είμαστε ευγενικές.-Εσύ, Βίκτωρα, κλαις ποτέ; ρώτησε υπάκουα η

Ρένα.-Ναι, νομίζω.-Τότε δεν πονάς ποτέ;-Πώς, πονάω κιόλας.-Ε, τότε τι μας λες;Μείναμε όλοι να κοιτάζουμε το κενό για λίγο, αλλά ο

Βίκτωρας δεν είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια.-Το βρήκα! φώναξε σε λίγο.-Πες μας, λοιπόν. Η Ρένα είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της.-Μόνο εδώ δεν πονάς πια, είπε ο Βίκτωρας απαλά κι

έδειξε την καρδιά του. Κι εγώ πονούσα πολύ πριν εδώ και έκλαιγα κιόλας, πρόσθεσε ύστερα από λίγη σκέψη.

-Γιατί πονούσες εκεί, Βίκτωρα; Η Ρένα τον κοιτούσε όλο απορία.-Γιατί με κορόιδευαν τα παιδιά στο σχολείο. Έλεγαν

ότι είμαι χαζός. Αλλά δεν είμαι. Γι’ αυτό, πονούσα. Τα μάτια μου είχαν ξαφνικά γεμίσει δάκρυα πάλι,

αλλά δεν έφταιγε το χτυπημένο μου γόνατο αυτή τη φορά.

-Όταν όμως, συνέχισε ο Βίκτωρας διαλέγοντας τις λέξεις με προσοχή, μπήκε ο Χριστός στην καρδιά μου, σταμάτησε να πονάει. Και δεν με ένοιαζε τι έλεγαν όλοι. Δεν ξέρω γιατί, απλά είναι όλα διαφορετικά.

-Και πώς μπήκε ο Χριστός στην καρδιά σου; ρώτησε η Ρένα με περιέργεια.

-Του το ζήτησα, είπε απλά ο Βίκτωρας και το πλατύ του πρόσωπο γελούσε και πάλι.

Όταν πήγαμε σπίτι μας, Του το ζήτησα κι εγώ. Κι από τότε, πονάω μερικές φορές βέβαια, και στην καρδιά μου ακόμα, αλλά είχε δίκιο ο Βίκτωρας. Είναι όλα δια-φορετικά.

Ήταν μία μέρα πριν τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά μου

71

η μέρα που ανακάλυψα τη φωτογραφία του. Ίσως υπο-συνείδητα έψαχνα μέσα στο WAVOR για κάποιο απο-μεινάρι εκείνης της ημέρας, ακριβώς επειδή είχα τόσο έντονη τη σκέψη της στο μυαλό μου, και γι’ αυτό τη βρήκα. Ίσως και όχι. Πάντως τότε μόλις άρχισα να συ-νειδητοποιώ ότι μπορεί και κάποιοι άλλοι να είχαν σκο-τωθεί και γι’ αυτό να μην έδωσαν σημεία ζωής έπειτα από τις 12 Δεκεμβρίου, κι όχι γιατί πρόδωσαν τον Κύριό μου, όπως νόμιζα όλο αυτό το χρόνο. Όσο απαίσια κι αν ήταν αυτή η σκέψη, με ενθάρρυνε κατά κάποιο τρόπο. Έπαψα να νιώθω τόσο μόνη. Αποφάσισα να αρχίσω να μετράω πόσος καιρός πέρασε από τότε που πέθαναν, μια που ήταν πιο πολλοί οι πεθαμένοι που ήξερα παρά οι ζωντανοί.

Δεν κάνουν βέβαια τόσο καλή παρέα, αλλά όταν δεν έχεις κανέναν άλλο, βολεύεσαι όπως μπορείς.

Μαύρη Μέρα

72

4. Σεισμός

Γίνεται η σιωπήμια παράξενη αρχή…

Κ. Ν., «Για Σένα Ζω»

Το πρωί σηκώνομαι με τα μάτια μου κόκκινα από την ξαγρύπνια. Κοιτάζω τα χλωμά μου μάγουλα στον καθρέφτη και σκέφτομαι ότι δεν έχω τίποτα να κάνω έξω, άρα μάλλον δεν θα χρειαστεί να με δει κανείς εκτός από τον μπαμπά σε αυτή την κατάσταση.

Μαζεύω τα πιάτα από το πρόχειρο πρωινό που φά-γαμε, όπως κάθε πρωί, πριν φύγει ο μπαμπάς για το μαγαζί, όταν φτάνει στα αυτιά μου ένας διαπεραστι-κός ήχος από την Οθόνη VI. Την ανοίγω και βλέπω ότι είναι ο Λεωνίδας. Ενεργοποιώ το ακουστικό, αλλά όχι την εικόνα.

-Καλημέρα, μου λέει η ζεστή φωνή του. Γιατί δεν σε βλέπω;

-Γεια σου, Λεωνίδα, απαντάω και ελπίζω να μην ακούγομαι τόσο κουρασμένη όσο νιώθω.

-Τι θα κάνεις σήμερα; με ρωτάει χωρίς να επιμείνει να ανοίξω την εικόνα.

-Τίποτα.Γελάει.-Να έρθω;

73

-Ούτως ή άλλως, έρχεσαι όποτε θέλεις, του απα-ντάω.

-Είσαι καλά; με ρωτάει με διαφορετική φωνή.-Γιατί να μην είμαι;-Τι έγινε; Πες μου.Ακούγεται τόσο οικεία η φωνή του μετά από τους

εφιάλτες της νύχτας, που θέλω να του τα πω όλα ξαφ-νικά. Αλλά τι να του πω; Ότι χτες το βράδυ ξανασκότω-σαν τη μητέρα και την αδερφή μου; Ότι έχω αρχίσει να αμφιβάλλω για αυτά που πιστεύω, για αυτό που είμαι;

Έτσι δεν λέω τίποτα. Ακούγονται φωνές από πίσω του.

Έχουμε πει να μη μιλάμε συχνά από την Οθόνη VI, από όπου μπορούν και να ανακαλύψουν αλλά και να παρακολουθήσουν εύκολα οι αρχές τη σύνδεσή μας, αλλά μόνο από κοντά. Ούτε με τον Λεωνίδα, ούτε με κανέναν άλλο από τη συνάθροιση. Τουλάχιστον να κα-θυστερήσουν λίγο να μας βρουν με αυτό τον τρόπο, να μην κάνουν αμέσως τη συσχέτιση ανάμεσα σ’ εκείνους που απομένουν να μην έχουν ασπαστεί επίσημα την Ανθρώπινη Πίστη. Ελπίζουμε να μην έχουν υποπτευθεί ότι συναντιόμαστε κάθε εβδομάδα στα κρυφά και λα-τρεύουμε τον Θεό.

Προφανώς, σκέφτομαι, ακούγοντας τη χαρούμενη φωνή του Λεωνίδα, σήμερα ο κίνδυνος εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και μπορούμε να μιλάμε άνετα και με τις ώρες. Ή του έχει στρίψει για τα καλά..

-Καλά, κοίτα, πρέπει να φύγω τώρα, αλλά θα περά-σω αργότερα από κει, μου λέει σε λίγο. Εντάξει;

-Εντάξει.Περιμένει λίγο ακόμα, μήπως και βρω το θάρρος να

του πω τι με απασχολεί, αλλά εγώ σωπαίνω.-Και…Προμέσσα; Με ξαφνιάζει ο ήχος ολόκληρου του ονόματός μου,

δεν το ακούω ποτέ πια. Η φωνή του ακούγεται σαν να

Σεισμός

74

Προμέσσα

διστάζει. Από μέσα κάποιος τον φωνάζει πάλι, η μαμά του ίσως.

-Ναι;-Είναι κοντά η Μέρα. -Είναι, λέω μηχανικά.Και τότε κάτι περίεργο συμβαίνει. Πριν αποσυνδε-

θούμε, μία φράση φτάνει στα αυτιά μου, απαλή και ανεπαίσθητη σαν ανάσα, αλλά είμαι σίγουρη ότι την άκουσα.

-Έσσα, λέει ο Λεωνίδας σιγανά. Θυμήσου τη μέρα που πήγαμε στη θάλασσα… Θυμήσου.

Κι έπειτα η φωνή του σβήνει και τον χάνω.

….…

Όταν, λίγες μέρες μετά τη γνωριμία μας, είχα ρωτή-σει τον Λεωνίδα γιατί δεν είχε κάποιο από τα καινούρ-για ονόματα, μου απάντησε αδιάφορα ότι οι γονείς του δεν είχαν ασπαστεί το κίνημα του Ερχόμενου Ιησού, αν και ήταν χριστιανοί κατά τα τυπικά. Τώρα πια δεν πή-γαιναν στην εκκλησία, και είχαν δεχτεί τη νέα πίστη. Δεν είχε πει τίποτα παραπάνω και κάτι στον τρόπο του μου έλεγε να μην τον πιέσω με άλλες ερωτήσεις. Το άφησα λοιπόν εκεί το θέμα.

Δεδομένου όμως ότι ο Λεωνίδας ήταν από τους ελά-χιστους ανθρώπους με τους οποίους έκανα παρέα, δεν μπορούσα να καταπνίξω την περιέργειά μου για κείνον και τη ζωή του. Τον βομβάρδιζα λοιπόν συνεχώς με ερωτήσεις, προσπαθώντας να είμαι όσο πιο διακριτική γινόταν, αλλά μην μπορώντας να συγκρατήσω το εν-διαφέρον μου για την καθημερινότητα και τη ζωή του μοναδικού ανθρώπου που ήξερα και ήταν στην ηλικία μου.

-Το τελείωσες το σχολείο εσύ; τον ρώτησα μια μέρα

75

στις αρχές του Σεπτέμβρη, που είχα πάει σπίτι του και διαλέγαμε μαζί τα σχολικά μου βιβλία από το εικονικό μαγαζί του WAVOR.

Όπως στα περισσότερα σπίτια αυτές τις μέρες, στο σπίτι του Λεωνίδα υπάρχουν Οθόνες VI σχεδόν σε κάθε δωμάτιο. Οι τρεις είναι εγκατεστημένες στους τοίχους, και έχουν άλλες δύο φορητές, τα λεγόμενα Po-six. Τα Po-six είναι μία από τις πολλές εκδοχές της Οθόνης VI, στην ουσία έχουν την ίδια χρήση με αυτήν, συν το ότι βγαίνουν σε διάφορα μοντέλα και μεγέθη, και μπορούν να είναι τόσο μικρά ώστε να χωρούν στην τσέπη, και να τα παίρνει κανείς μαζί του, παντού. Οι δικοί μου ήταν από τους λίγους που δεν ενθουσιάστηκαν όταν πρω-τοβγήκαν οι Οθόνες VI, κι έτσι καταλήξαμε να έχουμε μόνο τη μία Οθόνη VI στο σπίτι, εκείνη που είναι υπο-χρεωτικά εγκατεστημένη. Καθώς βγήκαν στην κυκλο-φορία μέσα στα επόμενα χρόνια και οι μικρότερες –και βελτιωμένες- εκδοχές τους, οι γονείς μου δεν βιάστηκαν να τις αγοράσουν. Τώρα ο μπαμπάς έχει ένα Po-six, μο-ντέλο 23, για να το παίρνει μαζί του στο μαγαζί, αλλά καθυστέρησε την αγορά του όσο πιο πολύ μπορούσε.

Εκείνη τη μέρα καθόμασταν οκλαδόν στη μοκέτα του δωματίου του Λεωνίδα, κι εκείνος είχε στα γόνατά του το Po-six Ultimate, την τελευταία έκδοση της Οθό-νης VI. Εγώ δεν ήξερα να το χειριστώ, κι έτσι είχε εκεί-νος αναλάβει να κάνει τα σχολικά μου ψώνια, χρησιμο-ποιώντας την εφαρμογή που δεν χρειαζόταν 3D γυαλιά και άλλους αισθητήρες, ώστε να μπορούμε στο μεταξύ να κουβεντιάζουμε και να βλεπόμαστε. Αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να είναι πολύ σημαντικό για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, αν κρίνω από το γεγονός ότι η Οθόνη VI δεν λειτουργεί παρά μόνο με τα αντίστοιχα γυαλιά, τα γάντια, και σε πολλές περιπτώσεις και τα ακουστικά, που έχουν το σκοπό να σε απομονώνουν τελείως από το περιβάλλον σου και να σε βυθίζουν απο-

Σεισμός

76

Προμέσσα

τελεσματικά μέσα στον κόσμο του WAVOR. -Ναι, το τελείωσα, μου απάντησε ο Λεωνίδας. Εσύ

όχι;Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου δεν ήθελα να

του απαντήσω. Αλλά μετά τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του, που με κοίταζαν με τόση κατανόηση και καλοσύνη, και ένιωσα ότι ήταν ανόητο να ντρέπομαι.

-Όχι, είπα σιγανά.-Όχι ακόμα, με διόρθωσε, βάζοντας το εικονικό βι-

βλίο της Φυσικής στην άκρη.Κούνησα το κεφάλι μου με αμφιβολία.-Δεν είμαι σίγουρη, είπα. Προσπαθώ εδώ και τρία

χρόνια περίπου και…-Μετά από εκείνο το Δεκέμβρη δεν ξαναπήγες στο

σχολείο, ε;Είχα πάει την επόμενη Δευτέρα, αλλά το πρώτο

πράγμα που μας είπαν μόλις φτάσαμε ήταν να δώ-σουμε στους γονείς μας να υπογράψουν τα έγγραφα που δήλωναν την συγκατάθεσή τους στις «αλλαγές του διδακτικού προγράμματος, λόγω της πνευματικής με-ταρρύθμισης». Το πήγα στον μπαμπά, κι εκείνος με κοί-ταξε στεναχωρημένος. Την επόμενη μέρα με έστειλαν σπίτι. Κι αυτό ήταν όλο.

-Οι δικοί μου το υπέγραψαν το χαρτί, έλεγε τώρα ο Λεωνίδας. Θα ένιωθα όμως πολύ περήφανος αν είχαν αρνηθεί, όπως οι δικοί σου.

-Δεν θα είχες όμως καταφέρει να τελειώσεις το σχο-λείο, του είπα, χωρίς να τον διορθώσω, διότι δεν υπήρ-χαν «δικοί μου» πια, μόνο ο μπαμπάς.

Γύρισε και με κοίταξε ευθεία στα μάτια.-Ακριβώς, είπε. Σαν εσένα. Δεν ήξερα τι να πω. Χαμήλωσα το βλέμμα μου.-Πόσων χρονών είσαι; τον ρώτησα, πριν προλάβω να

σκεφτώ. -Δεκαεννιά, απάντησε σηκώνοντας το φρύδι του.

77

Γιατί ρωτάς;-Έτσι.Γύρισε την προσοχή του στο Po-six. -Φαίνεσαι πολύ πιο μεγάλος, συνέχισα ύστερα από

λίγο κι εκείνος γέλασε.-Για καλό μου το λες αυτό; ρώτησε.-Δεν ξέρω. Έσκυψε προς το μέρος μου και τα μάτια του σοβά-

ρεψαν.-Κι εσύ φαίνεσαι πιο μεγάλη από δεκαεννιά, μου είπε

και το ύφος του μου φάνηκε περίεργο.-Είμαι δεκαοχτώ, τον διόρθωσα.-Ακόμα χειρότερα, είπε. Άπλωσε το χέρι του και πέρασε το δάχτυλό του απα-

λά από το μάγουλό μου, εκεί κάτω από το βλέφαρο, στο σημείο που τρέχουν τα δάκρυα.

-Εδώ μόνο φαίνεται, συμπλήρωσε, αν κάποιος ξέρει πού να ψάξει.

-Τι φαίνεται;-Όλα.Ήταν ίσως μια καλή ευκαιρία να του πω τότε για τη

Ρένα και τη μαμά, αλλά δεν είχα το κουράγιο. Μια άλλη απορία σχηματίστηκε στο μυαλό μου.

-Πώς και δεν άλλαξες το όνομά σου; τον ρώτησα κι η φωνή μου ακούστηκε απότομη ακόμα και στα δικά μου αυτιά.

Τράβηξε το χέρι του.-Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να ακούσεις την ιστορία;

ρώτησε. Είναι λίγο μεγάλη.-Αν έχεις την υπομονή να μου την πεις, απάντησα. Χαμογέλασε, σαν αυτό να ήταν αυτονόητο.Άφησε το Po-six στην άκρη με προσοχή και έγειρε

πίσω, με την πλάτη του να ακουμπάει στη δροσερή επι-φάνεια της ντουλάπας. Τον ζήλεψα, αλλά δεν ήθελα να έρθω τόσο κοντά του.

Σεισμός

78

Προμέσσα

-Οι γονείς μου είχαν αλλάξει τα ονόματά τους, όταν πρωτοβγήκε το κίνημα του Ερχόμενου Ιησού, ξεκίνησε. Δεν στο έχω πει αυτό, ε;

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.-Δεν είμαι και πολύ περήφανος, είπε. Βλέπεις, ήταν

από αυτούς που τα άλλαξαν πάλι, που τα πήραν πίσω, μόλις εξαφανίστηκε ο Πάολο και όλοι οι άλλοι. Εγώ γεννήθηκα κάπου πάνω στην αλλαγή. Γι’ αυτό δεν μου έδωσαν κάποιο από τα καινούργια ονόματα. Δεν τα ήξερα φυσικά όλα αυτά. Όταν όμως έγιναν τα γεγονό-τα της 12ης Δεκεμβρίου και τους είδα που λούφαξαν στη γωνιά τους φοβισμένοι, πήρα την απόφασή μου.

Σταμάτησε λίγο, και τα μάτια του κοιτούσαν στο κενό, σαν να έβλεπαν το αγόρι που ήταν τότε.

-Δεν ξέρω, συνέχισε, ίσως είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που δεν ξυπνάνε αν δεν τους αναγκάσουν να πάρουν θέση. Καταλαβαίνεις, υπό πίεση. Ίσως να μην υπάρχουν άλλοι σαν εμένα και να είμαι ο μοναδι-κός που ξύπνησα με αυτό τον τρόπο. Πάντως, το θέμα είναι ότι δεν ήθελα να είμαι σαν κι αυτούς. Χλιαρός. Ευμετάβλητος. Σαν τα ελαφριά ξύλα που παρασύρει το ποτάμι. Ήθελα να ξέρω ποιος είμαι, να πιστεύω αυτό που πιστεύω όχι επειδή είναι βολικό, αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Βγάζουν νόημα καθόλου αυτά που λέω;

Έβγαζαν και πολύ μάλιστα. -Τέλος πάντων, δεν ήθελα να γίνω σαν κι αυτούς. Δεν

ήθελα πάνω στον ενθουσιασμό μου που βρήκα τον Κύ-ριο να αλλάξω το όνομά μου και μετά να το ξαναλλά-ξω. Μπορεί ο διωγμός αυτός των χριστιανών να έκανε την πίστη μου σ’ Εκείνον να πάρει φωτιά μέσα στην καρδιά μου, αλλά δεν ήθελα να είναι αυτό το κίνητρό της από κει και πέρα.

Έμεινε σιωπηλός για λίγο. Έπειτα ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου.

79

-Θέλω να πιστεύω, Έσσα, είπε και η φωνή του έτρεμε ελαφρά, ότι σε όποια άλλη εποχή κι αν ζούσα, με ό-ποιες άλλες συνθήκες, με όποιους άλλους ανθρώπους, ότι θα Τον πίστευα και θα Τον περίμενα με την ίδια λα-χτάρα, με την ίδια ζέστη.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, γιατί ξαφνικά με έτσου-ζαν.

-Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν άλλαξα το όνομά μου, είπε.-Και άρα… είσαι μόνος σου, δηλαδή;-Όπως το εννοεί κανείς το «μόνος», απάντησε.-Μόνος θα πει μόνος, είπα.-Όχι αν έχεις το Χριστό μαζί. Μου έκλεισε το μάτι.-Ο φίλος μου ο Βίκτωρας… ξεκίνησα.-Ναι;-Ο φίλος μου ο Βίκτωρας, προσπάθησα ξανά, καθα-

ρίζοντας το λαιμό μου, μου είχε πει ότι αν θα είμαι με το Χριστό δεν θα πονάω ποτέ και δεν θα κλαίω. Εδώ μέσα, στην καρδιά, πρόσθεσα, δείχνοντας την καρδιά μου, όπως είχε κάνει τότε ο Βίκτωρας, πριν από χρόνια, σε έναν άλλο πλανήτη, σε μια άλλη ζωή.

-Και, τι λες; Είχε δίκιο; Η φωνή του Λεωνίδα με έβγαλε από τις σκέψεις

μου.-Και είχε και δεν είχε, απάντησα, προσπαθώντας να

σκουπίσω το μάτι μου χωρίς να με δει.-Ωραίο αυτό που είπε, πάντως.Τον κοίταξα.-Όχι απλώς ωραίο, είπα. Ήταν αυτό που με έκανε να

δώσω την καρδιά μου στο Χριστό. Όλα όσα είχα ακού-σει στη ζωή μου από τους γονείς μου δεν ήταν τόσο πειστικά, όσο μία φράση που μου είπε αυτό το παιδί. Περίεργο δεν είναι;

-Τίποτα δεν είναι περίεργο, που να έχει να κάνει με Εκείνον.

Σεισμός

80

Προμέσσα

-Αναρωτιέμαι αν πόνεσε.-Ποιος;-Ο Βίκτωρας. Όταν τον σκότωσαν.Άκουσα ένα επιφώνημα από τη μεριά του Λεωνίδα.-Δεν ήξερα…, είπε σε λίγο. Λυπάμαι.Άρχισε να βρέχει για τα καλά. Ψιχάλιζε από το πρωί,

αλλά τώρα η βροχή ήρθε με θόρυβο, χτυπώντας ρυθ-μικά πάνω στο τζάμι. Μία σταγόνα ξεκίνησε την πορεία της από το περβάζι και γρήγορα ενώθηκε με άλλες σχη-ματίζοντας ένα ρυάκι που γλιστρούσε προς το δρόμο.

-Αν δεν ήρθε τότε, πότε θα έρθει, Λεωνίδα;Το είπα τόσο σιγανά, που ήμουν σίγουρη ότι δεν με

άκουσε.-Δεν χρειάζεται να έρθει.Η φωνή του ήταν κι εκείνη ψιθυριστή, σαν να φοβό-

ταν μην ενοχλήσει το τραγούδι της βροχής.Τον κοίταξα και η έκπληξή μου πρέπει να ήταν πολύ

έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου, γιατί γέλασε δυνατά.

-Εννοώ, είπε, ότι είναι ήδη εδώ, Έσσα.

….…

Τι να εννοούσε με την τελευταία του φράση; ανα-ρωτιέμαι τώρα. Μήπως δεν άκουσα καλά; Τι ανοησίες ήταν αυτές για τη θάλασσα; Καταρχάς, εγώ έχω να δω τη θάλασσα από κοντά πάνω από τρία χρόνια. Πόσο μάλλον, να πήγα και μαζί του.

«Θυμήσου τη μέρα που πήγαμε στη θάλασσα… Θυ-μήσου.»

Πλάκα μου κάνεις; θέλω να του πω, αλλά θα πρέπει να περιμένω μέχρι το απόγευμα.

Στο μεταξύ κάθομαι μπροστά στην Οθόνη VI και ανοίγω τη λίστα με τους πελάτες του μπαμπά. Πρώ-

81

τοι εμφανίζονται εκείνοι που έχουν κάνει παραγγελίες αλλά δεν έδωσαν σημεία ζωής για να τις παραλάβουν ή να τις πληρώσουν. Αρχίζω από αυτούς.

Κάπου ανάμεσα στον τέταρτο και τον πέμπτο πελά-τη, το κεφάλι μου αρχίζει να σφυροκοπάει. Σηκώνομαι για να πάρω ένα ποτήρι νερό. Παρακολουθώ αφηρημέ-νη το νερό της βρύσης που τρέχει μέσα από το γυαλί. Ξεχειλίζει και τρέχει στο νιπτήρα.

Θάλασσα, σκέφτομαι. Πόσο καιρό έχω να πάω στη θάλασσα. Έχω ξεχάσει και πώς είναι. Κι όμως, μια εικό-να τριγυρίζει επίμονα στη σκέψη μου, η εικόνα μιας πε-λώριας θάλασσας, απέραντης και γαλήνιας σαν λίμνη. Αμμουδιά δεν υπάρχει πουθενά, αλλά έχω την αίσθηση ότι κάτω από τα πόδια μου είναι ταυτόχρονα στεριά και θάλασσα. Το θυμάμαι σαν ένα μέρος τέλειας γαλή-νης και ευτυχίας, σαν κάπου που δεν έχω πάει ακόμα, αλλά ονειρεύομαι στα πιο τρελά μου όνειρα να είναι αλήθεια. Αλλά είναι σαν μια ζωντανή ανάμνηση η εικό-να αυτή στο μυαλό μου, σαν να πήγα εκεί. Πρόσφατα, πριν μια εβδομάδα, χτες.

Το ποτήρι γλιστράει από τα δάχτυλά μου και ραγίζει από τη μία άκρη ως την άλλη καθώς προσγειώνεται με κρότο στο μεταλλικό νιπτήρα.

Δεν του δίνω σημασία όμως, γιατί ξαφνικά ξέρω πότε πήγα στη θάλασσα τελευταία φορά και με ποιον ήμουν. Στη θάλασσα εκείνη που δεν ήταν θάλασσα και που πάνω της στεκόταν το avatar ενός αρνιού που ήταν όμως λιοντάρι. Και την ίδια στιγμή που το συνειδητο-ποιώ αυτό, αμέσως ξέρω και ποιος ήταν ο χάκερ που τόλμησε να φτιάξει αυτή την όαση, αυτό το σύμβολο της Υποσχεμένης Γης μέσα στον αφιλόξενο και επικίν-δυνο κόσμο του WAVOR.

Είναι τόσο λογικό, τώρα που το σκέφτομαι, που απο-ρώ πώς δεν το είχα σκεφτεί αμέσως. Ποιος θα είχε πε-ρισσότερες ικανότητες και γνώσεις για να παρακάμψει

Σεισμός

82

Προμέσσα

τις ασπίδες και τα τείχη προστασίας του Συμβουλίου των Ηπείρων από έναν φοιτητή Προγραμματισμού και Τεχνολογίας του WAVOR; Ο Λεωνίδας πέρασε στη σχο-λή αυτή πριν δύο χρόνια, και ήδη έχει μερικούς μήνες μόνο για να πάρει το πτυχίο του.

Οι γνώσεις του λοιπόν θα του φάνηκαν πολύ χρήσι-μες για αυτή την τόσο δραματική αν και σύντομη παρά-καμψη των Νόμων του Οικουμενικού Ηγέτη. Μου φαί-νεται πολύ περίεργο που ανακάλυψα ποιος ήταν ο δη-μιουργός της «Προμέσσας». Νόμιζα πως ήταν κάποιος άγνωστος, και τον φανταζόμουν καθισμένο μπροστά σε μια Οθόνη VI σε κάποιο μακρινό, φανταστικό σημείο του πλανήτη όπου μπορούσε κανείς να αναπνεύσει ελεύθερα, να μεταφράζει σε όλες τις γλώσσες τα λόγια του Ιησού και να τα στέλνει τυχαία σε κάποιους τυχε-ρούς παραλήπτες. Τώρα όμως ο χάκερ έχει όνομα και πρόσωπο και βρίσκεται στην ίδια χώρα με μένα και ξαφνικά συνειδητοποιώ γιατί η φωνή του λιονταριού ακουγόταν τόσο οικεία στα αυτιά μου. Γιατί ήταν η φωνή του Λεωνίδα.

Ξαφνικά είμαι τόσο θυμωμένη, που αν δεν είχε πέ-σει ήδη το ποτήρι από τα χέρια μου, θα το έριχνα με δύναμη. Γιατί να είναι τόσο ανόητος; σκέφτομαι και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Ακόμα κι αν δεν τον είχαν εντοπίσει χθες, κατευθείαν από τον WAVOR, σίγουρα θα τον πρόδωσε η τωρινή μας συνομιλία, η φράση που πρόσθεσε στο τέλος για τη θάλασσα. Και θα τον χάσω κι αυτόν. Τον μοναδικό που έχει απομείνει.

Δεν μπορούσε να περιμένει να μου το πει όταν θα ερχόταν εδώ; Τόσο δύσκολο ήταν; Αξίζει να χάσει τη ζωή του για ένα ψεύτικο λιοντάρι;

Βλέπω μπροστά μου τα γελαστά του μάτια, τα λακ-κάκια που κάνουν τα μάγουλά του όταν χαμογελάει. Ξέρω ότι θα μου έλεγε ότι σίγουρα αξίζει να πεθάνει, ότι θα το διακινδύνευε για να δώσει θάρρος ακόμα και

83

σε έναν μόνο άνθρωπο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό έκανε. Γιατί παρ’ όλο το θυμό μου, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τη χρυ-σαφένια χαίτη του λιονταριού και το ήρεμο φως στα μάτια του αρνιού καθώς μου έλεγε «Έρχομαι».

Όσο κι αν ανησυχώ για το Λεωνίδα και θυμώνω με την απερισκεψία του, η σκέψη του σιγά-σιγά υποχωρεί από το μυαλό μου, ξεθωριάζει, και μια άλλη διεκδικεί την προσοχή μου.

Παίρνω το ποτήρι προσεκτικά από το νεροχύτη και το βάζω στην άκρη.

Στέκομαι μπροστά από το παράθυρο, και οι λίγοι περαστικοί που περπατούν έξω φαίνονται μικροί στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου, μικροί και μακρινοί, μέχρι που εξαφανίζονται.

Εξαφανίζεται ο Λεωνίδας, εξαφανίζεται ο φόβος μου, εξαφανίζεται το δωμάτιο τριγύρω μου, εξαφανίζο-νται όλα. Και μένω μόνη μου με το Λιοντάρι.

Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω. Τι να πω πρώτο, τι δεύ-τερο. Μου φαίνεται πως από όπου και να αρχίσω τα λόγια μου θα φανούν λίγα και ανόητα μπροστά Του. Τον νιώθω δίπλα μου όμως, μέσα μου, όπως έχω καιρό να Τον νιώσω. Και δεν είναι μια φιγούρα στον εικονικό κόσμο του WAVOR όπως χθες, και μπορεί να μην Τον βλέπω με τα ανθρώπινα μάτια μου, αλλά το ξέρω μέσα στην καρδιά μου πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είναι ο Αληθινός, Εκείνος που γνώρισα πρώτη φορά όταν ήμουν δέκα χρονών, ο Θεός του Σύμπαντος.

Και δεν θέλω να Τον χάσω τώρα που Τον ξαναβρή-κα.

Όποια αρχή και να κάνω, θα είναι κατάλληλη. Αρκεί να αρχίσουμε να μιλάμε, όπως παλιά.

«Έχω καιρό να Σου μιλήσω», ξεκινάω δειλά.«Μου έλειψες, Προμέσσα», απαντάει αμέσως η Φωνή

Σεισμός

84

Προμέσσα

Του, καθαρή και ζεστή, μέσα στο μυαλό μου.«Νόμιζα πως θα είχες έρθει να με πάρεις», συνεχίζω

σκυθρωπά.«Νόμιζες;»Δεν είναι η Φωνή Του που με μαλώνει, αλλά η συνεί-

δησή μου. Η Φωνή Του ακούγεται τρυφερή όσο ποτέ, και μου μαλακώνει την καρδιά. Αφήνω τα δάκρυά μου να κυλήσουν.

«Νόμιζα, πίστευα, δεν ξέρω.»«Δεν το πιστεύεις πια, δηλαδή;»«Δεν ξέρω.»«Κι όμως, ξέρεις.»«Όλοι έτσι λένε. Νόμιζα πως Εσύ θα καταλάβαι-

νες. Μια που μπορείς και βλέπεις μέσα στην καρδιά μου…»

«Ακριβώς γι’ αυτό σου το λέω. Το βλέπω μέσα στην καρδιά σου. Είναι εκεί.»

«Τι βλέπεις;»«Τον Εαυτό Μου.»«Είναι αλήθεια. Ποτέ δεν θα πάψω να είμαι δική

Σου. Μόνο που…»«Ναι;»«Μόνο που τώρα τελευταία νιώθω τόσο κουρασμέ-

νη. Και σαν να χάνω το θάρρος μου.»«Εκείνοι που Με περιμένουν θα ανανεώσουν τη δύ-

ναμή τους. Ακόμα και οι πιο δυνατοί θα χάσουν τη δύναμή τους, ακόμα και οι νέοι θα κουραστούν. Αλλά Εγώ θα δώσω δύναμη σ’ εκείνους που δεν έχουν, και κουράγιο σ’ αυτούς που το χρειάζονται. Κι εκείνοι που Με περιμένουν θα πετάξουν σαν αετοί με φτερά. Θα τρέξουν και δεν θα κουραστούν. Θα περπατήσουν και δεν θα χάσουν τη δύναμή τους.»

Ανασαίνω βαριά. Πόσος καιρός είναι που έχω να διαβάσω ή να ακού-

σω αυτά τα λόγια… Η Αγία μας Γραφή είναι υπό την

85

προστασία της κυρίας Άλμπα αυτή την εβδομάδα. Σε μας αντιστοιχεί μια εβδομάδα το μήνα μόνο, αλλά και τότε δεν την κρατάμε στο σπίτι. Είναι πολύ επικίνδυνο.

«Μου έλειψαν τόσο πολύ οι κουβέντες μας,» Του λέω ξανά.

«Κι Εμένα» απαντάει απλά. Χωρίς να με μαλώνει, χω-ρίς να με κρίνει.

Σαν να με περίμενε με απέραντη υπομονή αλλά και θλίψη όλο αυτό τον καιρό.

Είναι μέσα στο μυαλό μου όλη αυτή η συζήτηση, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι πολύ πιο αληθινή από οποιαδήπο-τε άλλη εμπειρία μου μέσα στους αόρατους ιστούς του WAVOR. Γίνεται μέσα στην καρδιά μου η συζήτησή μας αυτή, αλλά η Φωνή του Θεού ακούγεται τόσο καθαρά στα αυτιά μου, όσο αν στεκόταν εδώ, κοντά μου, δίπλα μου. Και είναι τόσο δυνατή, που σβήνουν όλα τα άλλα τριγύρω μου. Και τόσο γλυκιά, που ξεχνάω ότι δεν έχω μαμά.

Ξαφνικά καταλαβαίνω τι εννοούσε ο Λεωνίδας εκεί-νη τη μέρα που είπε ότι δεν χρειάζεται να έρθει ο Χρι-στός στη γη για να Τον νιώσουμε κοντά μας.

«Δεν μπορούσα να Σου μιλήσω πριν,» λέω.«Γιατί;»«Ένιωθα πως με είχες ξεχάσει. Έγιναν τόσα κακά

πράγματα…Τόσα πολλά.»«Σκέφτηκες πως δεν βλέπω τι συμβαίνει εκεί κάτω;»«Ναι.»Ανακαλύπτω ότι δεν ντρέπομαι να Του λέω τι ακρι-

βώς έχω στην καρδιά μου.«Και είχα απογοητευτεί,» συνεχίζω.«Και θυμώσει,» συμπληρώνει Εκείνος.«Λίγο.»«Πολύ.»«Καλά. Πολύ.»Νομίζω πως ακούω ένα θεϊκό γέλιο στο αυτί μου,

Σεισμός

86

Προμέσσα

αλλά δεν είμαι σίγουρη. Είναι λίγο αστείο, το παραδέ-χομαι, να αρνούμαι ότι είχα θυμώσει, τη στιγμή που Εκείνος τα βλέπει όλα.

«Τι με ρωτάς;» Του λέω, «αφού ξέρεις.»«Ναι, ξέρω, εσύ όμως όχι.»«Α.»«Ακριβώς. Για πες Μου, λοιπόν. Γιατί ήσουν θυμωμέ-

νη μαζί Μου; Ή μήπως είσαι ακόμα;»«Όχι, δεν είμαι τώρα. Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά μόλις

άκουσα τη Φωνή Σου ένιωσα πολύ ανόητη που ήμουν θυμωμένη μαζί Σου και απογοητευμένη, αντί να έρθω να Σου μιλήσω. Μου έφυγαν όλα. Δεν αναρωτιέμαι πια πού είσαι και γιατί δεν έρχεσαι. Μου αρκεί να είσαι εδώ μαζί μου. Θα με συγχωρέσεις που αμφέβαλλα για Σένα;»

«Σ’ αγαπώ.»Αυτή η απάντησή Του πάντα με αποστομώνει.«Ήσουν λοιπόν θυμωμένη που δεν σε πήρα μαζί Μου

στον ουρανό ακόμα.»«Ναι. Η υπόσχεσή Σου…»«Ξέρω ποια είναι η υπόσχεσή Μου. Εσύ αν την ξέ-

ρεις είναι το θέμα.»«Φυσικά και την ξέρω.»«Για πες μου, λοιπόν.»«…»«Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να θυμηθείς χωρίς να

έχεις το Βιβλίο Μου κοντά σου κάθε μέρα, αλλά προ-σπάθησε. Προσπάθησε να βάλεις σε λέξεις αυτό που σκέφτεσαι. Θα σε βοηθήσει. Θα βοηθήσει κι Εμένα.»

«Εσύ τι χρειάζεσαι βοήθεια; Αφού είσαι Θεός.»«Πώς θα απαντήσω στις απορίες σου αν δεν τις ρω-

τήσεις; Πώς θα μπορέσεις να καταλάβεις ότι σου λέω αυτό που χρειάζεσαι να ακούσεις αν δεν ξέρεις τι είναι αυτό που σε απασχολεί;»

«Ναι, σωστά. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό.»

87

«Πες μου, Προμέσσα.»Το ξέρω ότι θα έλεγε κανείς ότι το φαντάστηκα, αλλά

εγώ μέσα μου το ξέρω ότι δεν είναι έτσι. Είναι αλήθεια. Ο Θεός είπε μόλις το όνομά μου.

«Μας υποσχέθηκες ότι θα έρθεις να μας πάρεις. Ότι θα έρθει ο Χριστός στη γη να πάρει τους δικούς Του, αυτούς που Του έμειναν πιστοί παρ’ όλο τον πόνο και τις δυσκολίες. Ότι πριν γίνουν τα πράγματα τόσο άσχημα που δεν θα μπορούμε να υποφέρουμε άλλο, θα μας σηκώσεις απ’ τη γη. Ότι δεν θα αφήσεις να πάθουμε κακό.»

«Χμμμ… αυτά είναι όλα; Δεν υπάρχει τίποτε άλλο;»«Όλα; Αυτά είναι πάρα πολλά. Δεν θα χρειαζόμουν

τίποτα άλλο, αν μου έκανες αυτά.»«Κι όμως θα χρειαζόσουν.»«Τι;»«Θα χρειαζόσουν ένα Σωτήρα.»«Καλά, αυτό το ξέρω…»«Περίμενε, Προμέσσα, άκουσέ Με. Η υπόσχεσή Μου

σε σένα και σε όλους τους ανθρώπους είναι ότι αν Με πλησιάσουν με πίστη στην καρδιά τους, θα τους πάρω τις αμαρτίες, θα τους τις συγχωρήσω και θα τις ξε-χάσω μια για πάντα. Γι’ αυτό έτρεξε το αίμα του Γιου Μου, του μοναδικού Παιδιού Μου, που το θυσίασα για σένα. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»

Μένω σιωπηλή για λίγο. Τι να έχω να πω;«Είναι πολύ πιο μεγάλο απ’ οτιδήποτε θα μπορούσα

να φανταστώ ή να Σου ζητήσω,» λέω τελικά.«Ακριβώς. Σήκωσε όμως το κεφάλι σου, μην ντρέ-

πεσαι.»«Πώς να μην ντρέπομαι, όταν ξέχασα ότι Εσύ τα θυ-

σίασες όλα για μένα, όταν ξέχασα ότι μου τα έχεις ήδη δώσει όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να χρειαστώ;»

«Δεν το ξέχασες, ποτέ δεν το ξέχασες. Τα βλέπω τα λόγια Μου γραμμένα μέσα στην καρδιά σου. Απλώς

Σεισμός

88

Προμέσσα

μπερδεύτηκες λίγο, γιατί πονούσε πολύ η καρδιά σου. Χαίρομαι όμως που σε ακούω να λες αυτά τα λόγια. Χαίρομαι που τα καταλαβαίνεις. Χαίρομαι πολύ μαζί σου, παιδί Μου.»

«Κι εγώ χαίρομαι μαζί Σου, Πατέρα.»«Εντάξει.»«Θα μου πεις κι άλλα;»«Θα σου λέω συνέχεια, αρκεί εσύ να ακούς.»«Ακούω.»«Η υπόσχεσή Μου είναι λοιπόν ότι θα κάνω λευκή

την καρδιά σου, ότι θα σε κάνω δικό Μου παιδί. Καμία αντίρρηση ως εδώ;»

«Όχι. Όλα αυτά τα έκανες, κι ακόμα περισσότερα.»Νιώθω το βασιλικό Του κεφάλι να σκύβει δίπλα μου

σε μια ελαφριά υπόκλιση και ξέρω ότι αν μπορούσα να Τον δω, θα έβλεπα τα χείλη Του να χαμογελούν.

«Η υπόσχεσή Μου είναι ακόμα ότι θα πάρω τα βάρη σου όλα στους ώμους Μου –αν με αφήσεις, ότι θα σου δώσω τη Δική Μου ειρήνη, τη Δική Μου γαλήνη στην καρδιά σου, κι ότι θα είμαι δίπλα σου πάντοτε, κάθε στιγμή, μέχρι το τέλος του χρόνου.»

Τα μάτια μου δακρύζουν. «Και όντως είσαι,» λέω με πεποίθηση.«Και όντως είμαι. Τέλος, η υπόσχεσή Μου είναι ότι

θα σου ετοιμάσω ένα σπίτι κοντά Μου, μια καινούργια γη κι έναν καινούργιο ουρανό για όλους τους δικούς Μου, όπου θα κατοικεί δικαιοσύνη. Και όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, όταν Εγώ το αποφασίσω, θα σας μαζέψω κοντά Μου, για να είστε και σεις όπου είμαι Εγώ.»

«Όπου είσαι Εσύ,» επαναλαμβάνω.«Όπου είμαι Εγώ. Δεν σου υποσχέθηκα ποτέ, παιδί

Μου, ότι δεν θα υποφέρεις. Δεν σου υποσχέθηκα ότι δεν θα πονάς. Σου υποσχέθηκα ότι θα είμαι μαζί σου όταν πονάς και θα σου κρατώ το χέρι. Αλήθεια σου

89

λέω, αν δεν πεθάνεις πραγματικά, δεν μπορείς να ζή-σεις για Μένα. Και πώς θα πεθάνεις χωρίς να πονέ-σεις;»

«Μα γιατί πρέπει να πεθάνω;»«Γιατί αν ο σπόρος δεν πέσει στη γη και πεθάνει, δεν

θα βγάλει καρπό. Όπως ο Γιος Μου πέθανε και έγινε ζωντανός, έτσι και συ.»

«Καλά, αλλά ο Βίκτωρας είπε…»«Ο Βίκτωρας είπε αυτό που του είπα Εγώ να πει, που

ήταν αυτό που είχε ανάγκη να ακούσει η καρδιά σου για να έρθει σε Μένα. Τώρα όμως η καρδιά σου είναι δική Μου και ξέρω ότι δεν φοβάσαι να ακούσεις την αλήθεια. Κάνω μήπως λάθος;»

«Ελπίζω όχι.»«Ποτέ δεν κάνω λάθος, Προμέσσα. Στο υπόσχομαι,

κανείς που πιστεύει σε Μένα δεν θα ντροπιαστεί στην ελπίδα του. Κανείς. Ποτέ.»

«Και η μαμά; Και η Ρένα; Και όλοι οι άλλοι;» Το ξέρω ότι φωνάζω, αλλά δεν με νοιάζει. Κλαίω τόσο δυνατά, που έχω βραχνιάσει. Κάθομαι στο πάτωμα, εξουθε-νωμένη, τα τηλεφωνήματα ξεχασμένα, η Οθόνη VI, το ραγισμένο ποτήρι. «Είσαι σίγουρος ότι βλέπεις από κει πάνω τι συμβαίνει σε μας εδώ κάτω; Βλέπεις ότι σκό-τωσαν την αδερφή και τη μαμά μου; Βλέπεις ότι δεν θα έχουμε να φάμε σε λίγο; Σε νοιάζει καθόλου;»

Κλαίω ακόμα πιο δυνατά. Δεν ακούω τίποτα από τους λυγμούς μου για λίγο και είμαι σίγουρη ότι Τον έχασα, ότι την έδιωξα τη Φωνή Του με το ξέσπασμά μου.

Ήταν τόσο ωραία πριν που μιλούσαμε, που Τον βρή-κα επιτέλους. Και κάθε Του λέξη άγγιζε τόσο απαλά την εύθραυστη καρδιά μου, κάθε Του ανάσα ήταν μια θεραπεία. Ο πόνος είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί, ο κό-σμος να γεμίζει με χρώματα και πάλι.

Γιατί έπρεπε να έρθει αυτή η ανάμνηση, σαν μαχαι-

Σεισμός

90

Προμέσσα

ριά σε μια πληγή ταλαιπωρημένη, που μόλις άρχισε δειλά-δειλά να θρέφει; Γιατί έπρεπε να ορμήσει κατά πάνω μου με λύσσα, να με καταπιεί, να παρασύρει στο πέρασμά της την απαλή φροντίδα του Θεού, την παρη-γοριά, να με γυρίσει πάλι πίσω, στις μέρες της απορίας και του σουβλερού πόνου;

Γιατί δεν θα Του έλεγες αλήθεια αν δεν Του μιλού-σες για τον πόνο σου και το θυμό σου. Δεν θα ήσουν ειλικρινής μαζί Του, θα ήταν ένα ψέμα όλη σας η κου-βέντα.

Σαν αστραπή περνάει η σκέψη από το μυαλό μου.Δεν ξέρω αν ήταν η Φωνή Του Θεού, ή η δική μου.

Ξέρω μόνο πως έτσι είναι. Ίσως δεν θα έπρεπε να έχω αυτές τις απορίες στην καρδιά μου. Ίσως ο μπαμπάς δεν τις έχει. Ίσως ένας χριστιανός δεν επιτρέπεται να τις έχει. Ίσως είμαι αδύναμη και ανόητη.

Αλλά αν δεν μου απαντήσει Εκείνος, με τη δική Του Φωνή για αυτά που με απασχολούν και με πονούν, δεν θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω. Έτσι, απλά.

Προσπαθώ να σταματήσω το κλάμα, να ηρεμήσω, να ξαναβρώ τη Φωνή Του.

Περιμένω. «Καταρχήν,» λέει σε λίγο –πώς μπόρεσα να αμφιβάλ-

λω ότι θα μου απαντούσε;-, και είναι τόσο απίστευτα τρυφερός, τόσο γλυκιά η υφή της Φωνής Του μέσα στην καρδιά μου, που μου κόβει την ανάσα, «δεν εί-μαι εδώ πάνω, είμαι εκεί κάτω, μαζί σου, μέσα στην καρδιά σου. Και πού νομίζεις ότι ήμουν τη μέρα που σκότωσαν τη μαμά και την αδερφή σου; Δεν ξέρεις ότι ήμουν εκεί, μπροστά, δίπλα τους, να τους κρατάω το χέρι, να τους ψιθυρίζω την αγάπη Μου στο αυτί; Δεν ξέρεις ότι οι σφαίρες πέρασαν πρώτα από τη Δική Μου καρδιά; Δεν ξέρεις ότι κάθομαι κι Εγώ μαζί σας στο τραπέζι και πεινάω;»

«Όχι, δεν το ήξερα,» μουρμουρίζω ρουφώντας τη

91

μύτη μου.«Να το ξέρεις από δω και πέρα. Και να ξέρεις ότι

μόνο επειδή Με νοιάζει, και μάλιστα πάρα πολύ, έστει-λα το Παιδί Μου κάτω στη γη για να Το σκοτώσουν και να σου χαρίσω αιώνια ζωή. Και ξέρω κι Εγώ από πόνο, Προμέσσα. Ξέρω, παιδί Μου.»

«Τότε…»«Τότε αυτό που σου μένει να κάνεις είναι να Με

εμπιστευτείς. Δεν είναι εύκολο αυτό που ζητάω. Αλλά, πες Μου, έχεις άλλη επιλογή;»

«Έχω. Να μην Σε εμπιστευτώ, να μην Σε πιστεύω, να μην Σε περιμένω άλλο πια.»

«Τότε γιατί είσαι εδώ και Μου μιλάς;»«Γιατί… γιατί Σε χρειάζομαι. Γιατί δεν έχω κανέναν

άλλο.»«Και δεν θέλεις κανέναν άλλο.»«Δεν είναι κανείς σαν κι Εσένα.»«Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί Μου.»Μένουμε έτσι για λίγο, απολαμβάνοντας τη σιωπή

και τη γεύση των τελευταίων Του λόγων. Μου αρέσει τόσο πολύ που μου θυμίζει, που συμπλη-

ρώνει τα λόγια από εδάφια που βρίσκονται σκονισμένα σε κάποια γωνιά της μνήμης μου. Θα μπορούσα να κά-τσω όλη μέρα εδώ μαζί Του. Όλες τις μέρες.

Είναι πάλι σαν τότε που μας διάβαζε η μαμά από την Βίβλο, αλλά ακόμα καλύτερα, γιατί τώρα συνομιλώ με τον ίδιο τον Συγγραφέα.

«Περίμενε, Προμέσσα, περίμενε λίγο ακόμα, παι-δί Μου. Περίμενέ Με και κάνε κουράγιο. Θα δεις, θα φτάνει σε σένα όση δύναμη χρειάζεσαι, τη στιγμή που τη χρειάζεσαι. Και, παρ’ όλη την αδυναμία σου, θα εί-ναι αρκετή. Το πιστεύεις αυτό;»

«Το πιστεύω.»«Ωραία.»«Με άκουσες πριν, έτσι δεν είναι;» ρωτάω χαμογε-

Σεισμός

92

Προμέσσα

λώντας μέσα από τα δάκρυά μου. «Που σκεφτόμουν ότι ίσως είμαι πολύ αδύναμη και ανόητη και λίγη και μικρή… γι’ αυτό μου τα λες αυτά.»

«Σε άκουσα, παιδί Μου. Και τι νομίζεις; Αυτούς τους αδύναμους είναι που θέλω για δικούς Μου. Οι άλ-λοι, οι «δυνατοί», δεν Με χρειάζονται, δεν Με θέλουν. Νομίζουν πως μπορούν, πως ξέρουν μόνοι τους. Δεν έχω τρόπο να αγγίξω την καρδιά τους, γιατί δεν Με αφήνουν. Εκείνοι όμως που μέσα στην αδυναμία τους χρειάζονται δύναμη, εκείνοι που στην αρρώστια τους χρειάζονται γιατρό, εκείνοι αν στραφούν σε Μένα, μπορούν να γίνουν εργαλεία και υπηρέτες Μου.»

Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά.«Θέλω να είσαι δυνατή κοντά Μου.» Η Φωνή Του

με αγκαλιάζει σαν αέρας, σαν ανάσα, με πλημμυρίζει σαν δροσερή ανοιξιάτικη αύρα. « Μαζί Μου. Μόνο τότε μπορείς. Μόνο τότε είσαι. Χωρίς δική σου δύναμη. Μόνο με τη δική Μου.»

Δεν σταματάμε να μιλάμε ακόμα κι όταν, ύστερα από ώρα, σηκώνομαι από το πάτωμα και συνεχίζω τις δουλειές μου.

Το μεσημέρι έρχεται ο μπαμπάς και μου τσιμπάει το μάγουλο λέγοντάς μου συγκινημένος ότι το χαμόγελό μου ήταν αυτό που χρειαζόταν να δει σήμερα. Καταλα-βαίνω ότι δεν ήταν εύκολη η μέρα του, ότι πάλι κανέ-νας δεν πέρασε από το μαγαζί. Στρώνω το τραπέζι και όλη την ώρα στο μυαλό μου συνεχίζουμε την κουβέντα μας μαζί Του, δεν χωρίζουμε λεπτό.

Ο μπαμπάς ξεκουράζεται λίγο κι ύστερα φεύγει πάλι, και κάθομαι μπροστά στην Οθόνη VI για να διαβάσω περιμένοντας τον Λεωνίδα –αν δεν τον έχουν συλλάβει ακόμα. Ανοίγω την Οθόνη VI και την ξανακλείνω, γιατί δεν έχω όρεξη για διάβασμα σήμερα. Τριγυρίζω λίγο στο σπίτι απολαμβάνοντας το πόσο ανάλαφρη νιώθω για πρώτη φορά μετά από μέρες –μήνες ίσως.

93

Ο απογευματινός ήλιος πέφτει λοξά μέσα από τις γρίλιες και σχηματίζει τετράγωνα στο πάτωμα. Πάω και στέκομαι πάνω τους, απολαμβάνοντας το φως και τη ζέστη, κλείνω τα μάτια μου και νιώθω τα χέρια του Θεού να με αγκαλιάζουν μέσα στην ησυχία.

Έχω αποφασίσει να σφουγγαρίσω λίγο το μπάνιο, που ξέχασα να το κάνω αυτή την εβδομάδα με όλα αυτά που προέκυψαν, όταν αρχίζει να κουνιέται το πάτωμα.

Στην αρχή νομίζω ότι ζαλίστηκα και απλώνω το χέρι μου να πιαστώ από κάπου, γιατί η κίνηση είναι τόσο βί-αια, που τα γόνατά μου λυγίζουν. Δεν σταματάει όμως το ταρακούνημα, και τώρα παρασύρει μαζί του και τους τοίχους στον άγριο χορό του. Πράγματα αρχίζουν και πέφτουν από τα ράφια. Τα παράθυρα με πλησιάζουν κι απομακρύνονται. Τα δευτερόλεπτα γίνονται αιώνες, καθώς σκέφτομαι, δεν μπορεί, τώρα θα σταματήσει.

Ένα τζάμι στο σαλόνι γίνεται συντρίμμια. Τα πιάτα πέφτουν ένα-ένα στο πάτωμα με θόρυβο.Το κεφάλι μου βουίζει. Έχω σταθεί κάτω από το δοκάρι μιας πόρτας χωρίς

να καταλάβω πότε βρέθηκα εκεί. Περιμένω να σταμα-τήσει ο κόσμος να σείεται, και μοιάζει σαν να περνούν χρόνια κάτω από εκείνο το κατώφλι.

Όταν βλέπω μπροστά στα μάτια μου να ραγίζει ο απέναντι τοίχος από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα σε μία λοξή, χοντρή γραμμή, που όλο και μεγαλώνει, αποφα-σίζω ότι μπορεί να μας έμαθαν στο σχολείο ότι δεν κου-νιόμαστε από τη θέση μας όταν γίνεται σεισμός, αλλά για μένα, τώρα ήρθε η ώρα να βγω έξω.

Στο χολ πέφτουν σοβάδες. Τα μάτια μου τσούζουν από τη σκόνη καθώς τους

διασχίζω, και κάτι σκληρό με χτυπάει στο κεφάλι και στον ώμο, ρίχνοντάς με κάτω. Σηκώνομαι γρήγορα, προσπαθώντας να συγκεντρώσω τη σκέψη μου στα βή-ματά μου και να ξεχάσω τον πόνο.

Σεισμός

94

Προμέσσα

Στο μυαλό μου γυρίζουν τα λόγια Του, που μόλις πριν λίγες ώρες άκουγα στην ησυχία του μεσημεριού: «Δεν νομίζεις ότι ήμουν εκεί, μπροστά, δίπλα τους, να τους κρατάω το χέρι, να τους ψιθυρίζω την αγάπη Μου στο αυτί;».

Ελπίζω να βρίσκεται δίπλα μου καθώς θα πεθαίνω κι εγώ, να μου κρατάει και το δικό μου χέρι, να μου ψιθυρίζει πως μ’ αγαπάει.

Ένα δοκάρι ξεκολλάει από το ταβάνι και πέφτει κά-θετα μπροστά μου, κλείνοντάς μου το δρόμο. Σκύβω για να το αποφύγω και μου σκίζει το αριστερό φρύδι, αλλά προλαβαίνω και βγαίνω από την άλλη μεριά, πριν σωριαστεί κι εκείνος ο τοίχος με πάταγο.

Ανοίγω την πόρτα με δύναμη, γιατί έχει κολλήσει, κα-θώς αρχίζει να γκρεμίζεται ο τοίχος πίσω μου, σαν το χάρτινο παιχνίδι ενός απρόσεχτου παιδιού.

Έξω, το σκοτάδι είναι πυκνό, λες και είναι μεσάνυ-χτα.

95

5. Νύχτα

Μ’ έναν ψίθυρο γλυκό μες στη βροχήπώς τον άνθρωπο θυμάσαι το πρωί.

Κ. Ν., «Η Δική Σου Στιγμή»

-Είσαι έτοιμη; Ήταν η δεύτερη φορά που μου έκανε αυτή την ερώ-

τηση ο θείος Τεό εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα. Αυτή τη φορά με κοιτούσε στα μάτια και το χέρι του ήταν ήδη στο πόμολο της πόρτας.

-Ναι, απάντησα με πεποίθηση.-Είσαι σίγουρη; επανέλαβε ο Κρις.Σε άλλη περίπτωση θα έλεγα ότι το κάνει για να με

εκνευρίσει, αλλά όχι τώρα. Τώρα τα γαλάζια μάτια του, ίδια με της Αμερικανίδας μαμάς του, της θείας μου της Φελίσιτι, ήταν σοβαρά, πιο πολύ από όσο ταίριαζε στην ηλικία του των δεκαπέντε χρόνων.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά, αν και είχα αρ-χίσει να τρέμω ελαφρά. Το ήξερα ότι δεν θα ήταν εύ-κολο αυτό που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε. Το ήξερα ότι παίζαμε τη ζωή μας κορόνα-γράμματα. Το ήξερα ότι ίσως σήμερα θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής μου. Προσπαθούσα να πω στον εαυτό μου ότι δεν με ένοιαζε.

Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν τόσο μουδιασμένη ακόμα

96

Προμέσσα

από τα γεγονότα της 12ης Δεκεμβρίου, παρόλο που είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, που δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η σκέψη του θανάτου. Ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει καλά-καλά ότι δεν θα ξανάκου-γα τη φωνή της μαμάς μου, ακόμα ξυπνούσα το πρωί και γυρνούσα δίπλα μου να βρω το κρεβάτι της Ρένας. Ίσως στ’ αλήθεια να μη με ένοιαζε ο κίνδυνος. Ίσως να μη με πείραζε να πεθάνω.

-Πάμε, λοιπόν, είπε η θεία στα Αγγλικά και χαμογέ-λασε.

Είχαμε χωριστεί σε τρεις ομάδες, ένας μεγάλος κι ένας μικρός. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ένας που να ξέ-ρει τη «δουλειά» κι ένας πρωτάρης.

Εγώ με το θείο Τεό.Η θεία με τον Κρις. Ο μπαμπάς με την ξαδέρφη μου την Ες. Δεν προσευχηθήκαμε εκείνη τη στιγμή που μπήκαμε

στα αυτοκίνητα. Δεν θέλαμε να σταθούμε πολλή ώρα στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι μας, οι έξι μας μαζε-μένοι, και να δώσουμε στόχο στους γείτονες. Εξάλλου είχαμε προσευχηθεί μέσα. Κι ο καθένας μας θα προ-σευχόταν με όλη του τη δύναμη κάθε στιγμή από δω και πέρα.

Ο θείος και εγώ ξεκινήσαμε πρώτοι. Θυμάμαι κοίτα-ζα τον μπαμπά μου στο τιμόνι του άλλου αυτοκινήτου, και προσπαθούσα να απομνημονεύσω το πρόσωπό του, κάθε λεπτομέρεια, κάθε έκφραση, σε περίπτωση που δεν το έβλεπα ποτέ ξανά.

-Εμείς είχαμε πολύ πιο μεγάλες αποστάσεις να δια-νύσουμε, είπε ο θείος. Αυτές εδώ είναι παιχνιδάκι, θα δεις. Θα πάμε, θα γυρίσουμε, πριν προλάβει κανείς να μας χαμπαριάσει.

Γέλασα παρά τη συγκίνησή μου.-Θείε, δεν λέμε «χαμπαριάσει», είπα. Πριν μας πά-

ρουν χαμπάρι. Σκούριασαν τα Ελληνικά σου.

97

-Μάλλον κι εσένα, μου αντιγύρισε, γιατί αυτή είναι αγγλική έκφραση, που είπες. Άκου «σκούριασαν». Τι εί-ναι, ποδήλατο να σκουριάσουν;

Σε λίγο γελούσαμε κι οι δύο ασταμάτητα. Ήξερα ότι το έκανε για μένα ο θείος μου, γιατί από μόνος του δεν πρέπει να είχε πολλή όρεξη για αστεία. Τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που γελούσα πραγματικά μετά από εκείνη την 12η Δεκεμβρίου.

Ο θείος μου ο Θοδωρής, μικρότερος αδερφός της μαμάς μου, έγινε «Τεό» όταν πήγε στην Αμερική για να σπουδάσει και ερωτεύτηκε τη χώρα και τη θεία Φελίσι-τι, με αποτέλεσμα να μείνει εκεί. Τα δύο τους παιδιά εί-χαν κι αυτά, όπως και μεις, ονόματα από το κίνημα του Ερχόμενου Ιησού, ο Κρις, από το όνομα του Χριστού στα αγγλικά, που ήταν ίσα με μένα, και η Προμέσσα, που τη φώναζαν Ες, ένα χρόνο μικρότερη.

Τα ξαδέρφια μου δεν τα είχα δει ποτέ από κοντά, αλλά γνωριζόμασταν αρκετά καλά μέσα από την Οθό-νη VI. Μόλις έγινε η 12η Δεκεμβρίου, ο θείος ήθελε να έρθουν αμέσως πίσω στην Ελλάδα, αλλά πέρασαν μή-νες μέχρι να τα καταφέρουν να οργανώσουν το ταξίδι τους. Ποτέ δεν το είπαν ανοιχτά, αλλά από μισόλογα και υπονοούμενα κατάλαβα ότι μετά την είδηση του φόνου της μαμάς και της Ρένας, ο θείος πέρασε μια πολύ δύσκολη περίοδο θλίψης. Δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να γελάσει, δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Για μερικούς μήνες δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Όταν άρχισε να συνέρχεται, μέσα από τη φροντίδα της θείας και την προσευχή των παιδιών του, είχε ήδη περάσει πάνω από μισός χρόνος από τα γεγο-νότα.

Ήμασταν όλοι τόσο μουδιασμένοι και μόνοι, που με το ζόρι σηκωνόμασταν το πρωί και κάναμε τις απα-ραίτητες κινήσεις για να επιβιώσουμε. Ο θείος, μακριά στην Αμερική, φοβόταν μέχρι και να επικοινωνήσει μαζί

Νύχτα

98

Προμέσσα

μας, μήπως θέσει σε κίνδυνο και τη δική μας ή τη δική του οικογένεια. Καθώς σηκωνόταν όμως από την πο-λύμηνη κατάθλιψή του, συνειδητοποίησε ότι κάπου, σε κάποια γωνιά του κόσμου, μπορεί να βρισκόταν ένας ακόμα πιστός, που να είχε χάσει την εκκλησία του, τη συντροφιά του και ίσως και την οικογένειά του, όπως ο ίδιος, όπως εμείς.

Αποφάσισε λοιπόν να μη μείνει άπραγος.Αν υπήρχε έστω και ένας χριστιανός στον κόσμο που

να μην είχε δεχτεί την Ανθρώπινη Πίστη και έμενε πι-στός στον Κύριο, όπου και να βρισκόταν, θα τον έβρι-σκε και θα γινόντουσαν εκκλησία και θα λάτρευαν μαζί τον Θεό.

Άρχισε να ψάχνει στον ιστό του WAVOR, να κάνει hacking στους λογαριασμούς χρηστών που φαίνονταν να έχουν δείξει στο παρελθόν κάποιο ενδιαφέρον για τα πράγματα του Θεού, να ψάχνει την ιστορία δια-γραμμένων vicoms που ήταν φτιαγμένα από χριστια-νούς, αλλά που είχαν εξαφανιστεί μονομιάς την 12η Δεκεμβρίου. Έκανε κάποια αρχή από εκεί, αλλά ήταν πολύ επικίνδυνο να επικοινωνήσει με αυτά τα άτομα ψηφιακά.

Αντί γι’ αυτό έκανε μικρά ταξίδια, πότε με το ένα του παιδί και πότε με το άλλο –η θεία έμενε πάντα σπίτι με το άλλο παιδί, ώστε αν ο θείος δεν γύριζε, να μην έμε-ναν και τα δύο ορφανά.

-Εδώ είναι, νομίζω, είπε, κάνοντας μια επιδέξια μα-νούβρα ανάμεσα σε δύο δέντρα.

Είχαμε φτάσει σε ένα μικρό δασάκι, περνώντας έξω από τα όρια του ασφαλτόδρομου, και συνεχίζοντας πάνω από τις πέτρες και τα πεζοδρόμια, μέχρι που το αυτοκίνητο ήταν καλά κρυμμένο από παντού. Φυσικά δεν υπήρχαν πουθενά σπίτια τριγύρω, τα είχαμε αφή-σει πίσω μας πριν από περίπου πέντε λεπτά, αλλά δεν ρώτησα τίποτα. Θα μάθαινα σύντομα, ούτως ή άλλως.

99

-Έτοιμη; με ρώτησε πάλι, σβήνοντας τη μηχανή.-Έτοιμη, ξε –έτοιμη, πάμε, του απάντησα. Προσπάθησα να επικεντρώσω τη σκέψη μου όχι

τόσο σ’ αυτό που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε, όσο στο αποτέλεσμα.

-Πες μου πάλι για το «τραπέζι» σας, του είπα καθώς αρχίσαμε να περπατάμε, και το πρόσωπό του φωτίστη-κε.

-Χτες, μόλις φτάσαμε, δεν σας την είπα την ιστορία;-Ναι. Πες την πάλι.-OK.Με κοίταξε παιχνιδιάρικα, και η ανάσα μου κόπηκε,

γιατί έμοιαζε τόσο πολύ στη μαμά εκείνη τη στιγμή, που πόνεσε η καρδιά μου.

-Άντε, του είπα για να κρύψω την ταραχή μου. Ξεκί-να, όπου να ’ναι φτάνουμε.

-Έτσι νομίζεις, μουρμούρισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας γύρω του το δρό-

μο. Είχαμε βγει από το δασάκι και στεκόμασταν σε ένα ερημωμένο σταυροδρόμι. Στα αριστερά μας ξεκινούσε ένα μεγάλο πάρκο με παχύ, τεχνητό γρασίδι, από αυτά που φτιάχτηκαν έξω από τις πόλεις σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ρύπανση των αυτοκινητόδρομων. Όμως όλο και λιγότερος κόσμος προτιμά να ξαπλώνει κάτω από τα δέντρα κι όλο και λιγότερα παιδιά παίζουν στις κούνιες. Προτιμούν τα εικονικά παιχνίδια του WA-VOR, που τους επιτρέπουν να ζήσουν μια συναρπαστι-κή και εναλλακτική –αν και ψεύτικη- πραγματικότητα.

Στο βάθος λαμπύριζαν οι ουρανοξύστες καθώς αντανακλούσαν το φως του ήλιου και αχνοφαίνονταν οι κορυφές μόνο από κάποιες ψηλές πολυκατοικίες. Θα είχαμε πολύ περπάτημα μπροστά μας για να φτάσουμε στην κατοικημένη περιοχή, τελικά.

Ο θείος συμβουλεύτηκε ένα χάρτη που είχε εκτυπώ-σει από την Οθόνη VI και πήρε το δεξί δρόμο. Είχαμε

Νύχτα

100

Προμέσσα

συμφωνήσει να μην πάρουμε κανένα Po-six μαζί μας, όσο χρήσιμα κι αν ήταν, γιατί θα ήταν πολύ πιο εύκολο να μας εντοπίσουν από το σήμα τους.

-Λοιπόν, ξεκίνησε, παίρνοντας την τσάντα από το χέρι μου. Τι το κρατάς αυτό, είναι βαρύ. Θυμάσαι τι υποτίθεται πως έχει μέσα, έτσι;

Κούνησα το κεφάλι μου.-Cool. Θα αρχίσω την ιστορία από τις «επισκέψεις»,

εντάξει;-Εντάξει, αλλά πρόσεχε.Όσο λιγότερο μιλούσαμε για τις «επισκέψεις», ιδιαίτε-

ρα σε έναν ανοιχτό χώρο, τόσο το καλύτερο.-Στην αρχή, ξεκίνησε ο θείος Τεό, δεν βρήκα κανέ-

ναν. Όλοι ήταν πολύ φοβισμένοι για να με ακούσουν. Με έσπρωχναν προς την πόρτα μόλις υποπτεύονταν τι θέλω. Μερικοί με απειλούσαν κιόλας. Anyway, δεν έχα-σα το θάρρος μου. Το περίμενα, να σου πω την αλή-θεια. Μετά, μια μέρα, πήγαμε στο σπίτι μιας κυρίας με δυο γιους μεγάλους, πάνω από είκοσι και οι δύο. Μας άνοιξαν την πόρτα και δεν χρειάστηκε να τους πούμε τίποτα. Το είδαν στα μάτια μας. Ήμουν με την Ες εκείνη τη μέρα. Μας αγκάλιασαν τόσο σφιχτά, που νόμιζα θα σκάσουμε.

-Αλήθεια; ρώτησα με έκπληξη.-Όχι. Αλλά ήταν πολύ σφιχτά, σοβαρά. Μας περίμε-

ναν, λέει. Τους είχε πει Εκείνος ότι θα έρθουμε.Έφερε το χέρι του στα μάγουλά του, και είδα ότι είχε

δακρύσει.-Έτσι, λοιπόν, βρήκαμε κι άλλους που μας «περί-

μεναν». Όχι όλοι με τον ίδιο ενθουσιασμό, βέβαια. Οι περισσότεροι ήταν τόσο απογοητευμένοι, Έσσα. Μου θύμιζαν τον εαυτό μου. Ένας άντρας, στην ηλικία μου περίπου, είχε χάσει το παιδί του. Ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών. Μου το είπε, και νόμιζα ότι την είχαν σκοτώ-σει. Αλλά όχι. Την είχαν συλλάβει και την κρατούσαν

101

ζωντανή για να τον απειλούν. Όσον αφορά και εμένα και την κόρη μου, είπε, είμαστε ήδη πεθαμένοι.

-Θείε, είπα ψιθυριστά. Δεν ήθελα να τον διακόψω, αλλά η κουβέντα είχε

αρχίσει να πηγαίνει σε επικίνδυνο έδαφος.-Τι; ρώτησε.Γύρισε και με κοίταξε, κι από το ύφος μου κατάλα-

βε.-Α, καλά, είπε, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει και

πολύ. Τέλος πάντων, έτσι φτιάξαμε ένα «τραπέζι» με εφτά πόδια. Εφτά, το φαντάζεσαι, Έσσα; Παλιά πήγαι-να κάθε εβδομάδα σε ένα «τραπέζι» με πάνω από χίλια πόδια, και ούτε το διπλανό μου δεν ήξερα τόσο καλά όσο ήξερα τη γυναίκα αυτή από την πρώτη στιγμή που την είδα.

Η καρδιά μου φτερούγισε. Ναι, θα μας το χάριζε κι εμάς ο Θεός. Θα μας χάριζε

μια εκκλησία. Μυστική, κρυμμένη, ενωμένη, δική Του. Θα στήριζε σαν κηπουρός τα αδύναμα κλαδιά μας, θα μας κρατούσε ζωντανούς για λίγο ακόμα, μέχρι να έρ-θει να μας πάρει.

Φτάσαμε στο σπίτι σε ένα μισάωρο περίπου.Χτυπήσαμε το κουδούνι και είπαμε ότι τους έχουμε

φέρει τα «ψάρια» που είχαν παραγγείλει μέσω του WA-VOR. Δεν μας απάντησαν. Τους ξαναχτυπήσαμε. Μας είπαν ότι δεν έχουν παραγγείλει τίποτα και να φύγουμε. Και αυτό ήταν όλο.

Γυρίσαμε σπίτι, και ακούσαμε ακριβώς την ίδια ιστο-ρία από τους άλλους.

Ξαναπήγαμε την επόμενη μέρα, και την επόμενη και την επόμενη. Πάντα το ίδιο.

Όταν δολοφόνησαν τον Πάολο, κάποιοι χριστιανοί αποφάσισαν μεταξύ τους να έχουν κάποια κωδικά ση-μάδια, κάποιες λέξεις κυρίως, αλλά και κινήσεις, για να συνεννοούνται μεταξύ τους, αν έρθουν ακόμα πιο δύ-

Νύχτα

102

Προμέσσα

σκολες μέρες. Όταν βέβαια ήρθαν στ’ αλήθεια οι πιο δύσκολες μέρες, οι περισσότεροι τα ξέχασαν όλα εκτός από το πώς να λουφάξουν στη γωνιά τους για να μην τους καταλάβει κανείς. Ο κώδικας όμως παρέμενε.

Όλοι αυτοί, που τους χτυπούσαμε τις πόρτες, ήταν άνθρωποι που κάποτε πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία μαζί. Ήταν άνθρωποι που, πριν δολοφονηθεί η μαμά και η αδερφή μου μπροστά στα μάτια τους, έκοβαν μαζί μας το ψωμί κι έπιναν το κρασί. Ήταν άν-θρωποι που υπόσχονταν στον Θεό αιώνια πίστη και αγάπη. Ήξεραν όλοι σε τι αναφερόταν η λέξη «ψάρια» -στους μαθητές του Χριστούς που έγιναν ψαράδες αν-θρώπων-, ήξεραν τι ήταν το «τραπέζι», ήξεραν το σήμα του σταυρού στο βλέφαρο του αριστερού ματιού.

Ήξεραν πολύ καλά γιατί δεν μας άνοιγαν την πόρτα. Ξέραμε κι εμείς, κι αυτό ήταν ίσως το πιο δύσκολο

απ’ όλα σ’ αυτές τις «επισκέψεις». Όχι ο κίνδυνος, ούτε η απογοήτευση. Το ψέμα.

Έπεισα τον μπαμπά και το θείο να πάμε στο σπίτι του Βίκτωρα. Και οι δύο επέμεναν ότι δεν ήταν καλή ιδέα, αλλά στο τέλος είδαν ότι δεν θα τους άφηνα σε ησυχία, και είπαν εντάξει.

Πήγα με τον μπαμπά. Είχε μάθει πια τη «δουλειά», αν και μόνο μία φορά του είχαν ανοίξει την πόρτα, κι αυτό μόνο για να την κλείσουν ξανά με δύναμη ένα λεπτό μετά.

Μας άνοιξαν αμέσως. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από χαρά. Μετά είδα τα πρόσωπά τους.

-Συγγνώμη, είπε ο μπαμπάς του Βίκτωρα. Έχουμε ήδη χάσει πολλά.

Πήγε να κλείσει την πόρτα. Ο μπαμπάς έβαλε το πα-πούτσι του στη γωνία.

-Περίμενε, του είπε.Εκείνος κοίταξε ανήσυχα τριγύρω και άνοιξε μία σπι-

θαμή ακόμα.

103

-Τι; είπε βλοσυρά.Νόμιζα ότι ο μπαμπάς θα τους παρακαλέσει, θα προ-

σπαθήσει να τους πείσει, θα κάνει κάτι δραστικό. Δεν το περίμενα ότι θα γέμιζαν τα μάτια του δάκρυα.

-Μήπως ήσουν εκεί εκείνη τη μέρα; ρώτησε ο μπα-μπάς σιγανά.

-Όχι, απάντησε ο μπαμπάς του Βίκτωρα μαλακά. Συγγνώμη, είπε ξανά.

Ο μπαμπάς τράβηξε το πόδι του.-Ακούστε, φώναξα, βλέποντας την ευκαιρία να φεύ-

γει μέσα από τα δάχτυλά μου.Όλοι με κοίταξαν σαν να ήμουν τρελή. Οι γονείς του

Βίκτωρα έπιασαν ο ένας το χέρι του άλλου και τα μάτια τους άνοιξαν διάπλατα, με τρόμο, σαν να είχα πετάξει στο σπίτι τους μια ωρολογιακή βόμβα.

Από το δίπλα σπίτι έτριξε μια πόρτα.-Ακούστε, είπα πιο σιγά. Είπατε έχετε χάσει πολλά.

Μην χάσετε και την ψυχή σας. Σας παρακαλώ. Σας πα-ρακαλώ.

Ακούγονταν αξιολύπητα τα λόγια μου, το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να κρύψω την απελπισία μου.

-Ο Βίκτωρας… ξεκίνησα.Ο μπαμπάς του έκανε μεταβολή απότομα, και πήγε

μέσα.-Φύγετε, είπε η μαμά του.Φύγαμε. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν βρίσκαμε την κυρία

Άλμπα την επόμενη μέρα. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα έχανα την πίστη μου, αλλά δεν ξέρω. Αν κάτι μου έμαθε η 12η Δεκεμβρίου, είναι ότι δεν μπορείς να προβλέψεις πώς θα φερθεί κανείς, ούτε καν εσύ ο ίδιος, όταν το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο.

Την κυρία Άλμπα την ανακαλύψαμε λόγω του ονόμα-τός της. Ήταν τόσο λίγοι αυτοί που είχαν κρατήσει τα «καινούργια» ονόματά τους, μετρημένοι στα δάχτυλα.

Νύχτα

104

Προμέσσα

Όταν μπήκαμε σπίτι της, μας αγκάλιασε χωρίς να πει λέξη, όπως ακριβώς είχε πει ο θείος Τεό.

Βρήκαμε και τους άλλους σιγά-σιγά. Τα φτερά μας δυνάμωσαν, οι ρίζες μας μπήκαν πιο βαθιά στο χώμα, τα φύλλα μας άστραψαν στον ήλιο.

Μία φορά μας πήρε από πίσω ένα περιπολικό. Γυρίζαμε από ένα σπίτι, στο οποίο μας είχαν δεχτεί

με πολύ ενθουσιασμό. Κάτι όμως κράτησε το θείο από το να τους πει για τη συνάθροιση που είχαμε ήδη ξεκι-νήσει. Μετά που τον ρωτούσα δεν ήξερε να μου πει τι, μόνο μία διαίσθηση μέσα του. Τελικά αυτή η διαίσθηση μας κράτησε στη ζωή όλους, εκτός από εκείνον και την οικογένειά του.

Είχαμε πάει τρεις εκείνη τη μέρα. Ήμασταν μέσα στο αυτοκίνητό του η Ες, εγώ, κι εκείνος στο τιμόνι, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι μας ακολουθούσαν. Κοίταξα την Ες. Είχε παγώσει κι εκείνη, όπως εγώ. Ο θείος όμως συνέχισε να οδηγεί ήρεμα, λες και δεν συνέβαινε τίπο-τα. Κάποια στιγμή, το περιπολικό είχε πλησιάσει τόσο, που βλέπαμε τις μορφές των αστυνομικών στα μπρο-στινά καθίσματα. Ο συνοδηγός σήκωσε το χέρι του. Κρατούσε όπλο. Ήθελα να φωνάξω, αλλά ο λαιμός μου είχε στεγνώσει.

-Βγάλτε τις ζώνες σας, είπε ο θείος ήσυχα. Χωρίς άλλη προειδοποίηση το αυτοκίνητο άρχισε να

χορεύει σαν τρελό. Χτύπησα το κεφάλι μου στην πόρτα, θυμάμαι, και η Ες έπεσε πλάγια πάνω στο κάθισμα. Δεν είχαμε προλάβει καλά-καλά να συνέλθουμε, όταν νιώ-σαμε να πετάμε στον αέρα.

Το αυτοκίνητο προσγειώθηκε άτσαλα στο χώμα –εί-χαμε βγει από το δρόμο- κι άκουσα έναν ήχο, σαν να έσπαγε στα δύο. Καπνός μας τύλιξε και η μυρωδιά του καμένου.

-Ανοίξτε τις πόρτες λίγο, να μη φαίνεται.Τον υπακούσαμε βουβά.

105

-Μόλις σας πω, θα πεταχτείτε έξω.Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Έπιασα το κρύο

μέταλλο στο χέρι μου, και με μια απαλή κίνηση, η πόρ-τα άνοιξε ένα χιλιοστό. Στο πίσω κάθισμα η Ες έκανε το ίδιο. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν κι ένιωσα το πόμολο να γλιστράει. Το έπιασα πιο δυνατά, προσέχοντας να μην ανοίξω πιο πολύ την πόρτα.

Το αυτοκίνητο συνέχιζε τον τρελό χορό του πάνω από πέτρες και μέσα από λακκούβες, παρακάμπτο-ντας θάμνους και κούτσουρα. Με την άκρη του ματιού μου είδα δίπλα μου το θείο να έχει κι εκείνος το χέρι του στο πόμολο της δικής του πόρτας.

-Έτοιμες;-Ναι, είπαμε και οι δύο μαζί.Το αυτοκίνητο μούγκρισε. Ο καπνός γινόταν όλο και

πιο πυκνός, απειλούσε να μας πνίξει. Απορούσα πώς έβλεπε ο θείος πού πήγαινε καθώς πάτησε με όλη του τη δύναμη το γκάζι. Οι αστυνομικοί χάθηκαν στο βάθος. Ο δρόμος κατηφόρισε απότομα, κι ένιωσα το κεφάλι μου να πηγαίνει πίσω σαν στο εικονικό Λούνα Παρκ του WAVOR.

-Τώρα! ούρλιαξε ο θείος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπρωξα την πόρτα με όλη

μου τη δύναμη, και πήδηξα. Τα πόδια μου συνάντησαν το χώμα μ’ ένα τράνταγμα και ένιωσα το σώμα μου να στροβιλίζεται σαν σβούρα. Δεν ξέρω για πόσα μέτρα κύλισα, αλλά μου φάνηκαν σαν χιλιόμετρα. Οι πέτρες έσκιζαν τα χέρια και τα πόδια μου, και προσπαθούσα να σταματήσω, αλλά δεν μπορούσα. Πριν σταματήσει η ιλιγγιώδης κίνησή μου καλά-καλά, κάποιος με άρπαξε από το μπράτσο και με σήκωσε απότομα, μισοσέρνο-ντάς με πάνω στο χορτάρι. Κοίταξα προς τα πάνω και είδα το θείο. Ήταν μαύρος από πάνω ως κάτω, με χώ-ματα στα ρούχα, στα μαλλιά του. Στα μάγουλά του είχε γρατζουνιές. Στο άλλο του χέρι κρατούσε την Ες, που

Νύχτα

106

Προμέσσα

παραπατούσε ζαλισμένη.Μας έσφιξε πάνω του, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί

ότι είμαστε ασφαλείς, κι έπειτα μας τράβηξε, τρέχο-ντας, πίσω από τους θάμνους. Πέσαμε στο χώμα, τη στιγμή ακριβώς που φρέναρε απότομα μπροστά μας το περιπολικό μέσα σε ένα πελώριο σύννεφο σκόνης.

Οι αστυνομικοί βγήκαν αμέσως κι έγειραν προσεχτι-κά πάνω από τον γκρεμό για να δουν τα συντρίμμια του αυτοκινήτου του θείου. Ένιωθα την ανάσα της Ες στο μπράτσο μου, έτσι όπως ήμασταν ζαρωμένοι στο κατα-φύγιό μας, και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι θα γύριζαν οι αστυνομικοί και θα μας έβλεπαν.

Φαίνεται όμως πως ήταν σίγουροι ότι πέσαμε στον γκρεμό μαζί με το αυτοκίνητο, γιατί δεν έψαξαν με με-γάλη σχολαστικότητα. Όχι ότι δεν ήταν πιθανό να μας βρουν, αλλά δεν μας βρήκαν. Όχι εκείνη τη φορά του-λάχιστον.

Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι κάτι αν πήγαινε στρα-βά ή γινόταν διαφορετικά, λίγο μικρότερες αν ήταν οι αποστάσεις, ή λίγο πιο έξυπνοι οι αστυνομικοί εκείνοι, θα είχαμε πεθάνει τότε. Θα είχαμε πέσει μαζί με το αυ-τοκίνητο στον γκρεμό ή θα μας είχαν βρει μετά. Ή θα είχαν προλάβει να μας πυροβολήσουν εξ αρχής.

Όπως έγινε τελικά με το θείο, τη θεία και τα ξαδέρ-φια μου, μισό χρόνο αργότερα περίπου, όταν, αφού μας βοήθησαν να ξεκινήσουμε τη συνάθροισή μας, γύ-ρισαν στην Αμερική.

….…

Δεν ξέρω γιατί, αλλά καθώς στέκομαι στη μέση του δρόμου με τα σπίτια γύρω μου να μετατρέπονται γρή-γορα σε ερείπια, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι εκείνη η μέρα που παραλίγο να σκοτωθούμε. Ίσως επει-

107

δή η πρώτη μου σκέψη, καθώς βλέπω τον κόσμο να γκρεμίζεται γύρω μου, είναι για τους αδελφούς μου, αυτούς που τους βρήκαμε ύστερα από τόσο ψάξιμο, τόσο κόπο, τόσο κίνδυνο, σαν να ψαρεύαμε μαργα-ριτάρια στο πέλαγος, όπως στα παραμύθια. Και ίσως τώρα κάποιος από αυτούς να βρίσκεται κάτω από μία κολόνα ή ένα δοκάρι, όπως αυτό που πήγε να πέσει στο κεφάλι μου.

Ίσως να τη θυμήθηκα εκείνη τη μέρα επειδή στο βά-θος του μυαλού μου ξέρω ότι αυτή τη φορά θα πεθάνω στ’ αλήθεια.

Όμως δεν πεθαίνω.Τα φώτα του δρόμου, όσα έχουν μείνει όρθια, τρε-

μοπαίζουν και σβήνουν, αφήνοντάς με στο απόλυτο σκοτάδι.

Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου αντηχούν οι δύο λέξεις αυτές, που μου είχε πει ο θείος Τεό εκείνη τη μέρα, πριν βγούμε για την πρώτη μας «επίσκεψη».

«Είσαι έτοιμη;»Δεν είναι όμως η φωνή του θείου εκείνη που ψιθυρί-

ζει τα ίδια λόγια στο αυτί μου. Είναι του Θεού. Ή τουλά-χιστον έτσι μου φαίνεται.

Αλλά γιατί; Έτοιμη γιατί;Για να πεθάνω;Το έδαφος σιγά-σιγά σταθεροποιείται, καθώς άν-

θρωποι τρέχουν στα τυφλά να βγουν έξω από τα σπίτια τους. Κάποιοι φωνάζουν υστερικά, άλλοι κοιτούν γύρω τους βουβά με μάτια διεσταλμένα από τον τρόμο.

«Εκείνοι που στην αδυναμία τους χρειάζονται δύνα-μη… εκείνοι αν στραφούν σε Μένα, μπορούν να γίνουν εργαλεία και υπηρέτες Μου.»

Απρόσκλητη έρχεται στο νου μου μια φράση από την προηγούμενή μου κουβέντα με τον Θεό. Και δεν την θυμάμαι απλώς, αλλά είναι σαν να την ψιθυρίζει ξανά

Νύχτα

108

Προμέσσα

Εκείνος στο αυτί μου, με μια ένταση, με μια επιτακτικό-τητα, που δεν είχε πριν η Φωνή Του.

Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει, γιατί αυτές οι αναμνήσεις τώρα, γιατί αυτή η φράση μόνο να έρθει στο μυαλό μου, ενώ τόσα μου είπε ο Κύριος πριν; Δεν καταλαβαίνω γιατί έχω την αίσθηση ότι είμαι στο χεί-λος του γκρεμού, στην αφετηρία του πιο σκληρού αγώ-να της ζωής μου, στο ξεκίνημα –ή στο τέλος.

Νομίζω όμως πως σύντομα θα μάθω. Αργώ να συνειδητοποιήσω ότι ο κόσμος σταμάτησε

τον παράλογο χορό του, γιατί τα πόδια μου τρέμουν ακόμα. Μένω στη θέση μου πετρωμένη από το φόβο, καθώς τα μάτια μου αρχίζουν να συνηθίζουν στο σκο-τάδι. Απ’ όσο μπορώ να δω, μόνο ένα μέρος της κουζί-νας έχει μείνει όρθιο από το σπίτι μας, αν και το μόνο που μπορώ να διακρίνω μέσα από τους μισογκρεμισμέ-νους τοίχους είναι τούβλα και σκόνη. Τα άλλα σπίτια τριγύρω είχαν περίπου την ίδια τύχη, άλλα λιγότερο ή περισσότερο γκρεμισμένα, αλλά κανένα ακέραιο.

Ήταν από τις λίγες γειτονιές η δικιά μας, που ήταν τακτοποιημένη σε όμορφα τετράγωνα, με μονοκατοι-κίες ή διώροφα σπίτια, χωρίς εκείνες της πανύψηλες πολυκατοικίες να μας κρύβουν τον ήλιο. Ίσως είχε δίκιο ο μπαμπάς και ήταν θέμα χρόνου να χτιστούν πολυκα-τοικίες και ουρανοξύστες δίπλα μας, αλλά μέχρι τώρα ήμασταν περήφανοι για το σπίτι μας, με την αυλή του και τον άσπρο φράχτη, που βγαίνει μέχρι έξω και συ-ναντά τις λευκές πλάκες του πεζοδρομίου. Πριν από την 12η Δεκεμβρίου είχαμε και πολύ καλές σχέσεις με τους γείτονές μας, η Ρένα κι εγώ πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά τους, οι γονείς μας πήγαιναν τα καλοκαίρια για καφέ στις αυλές τους, και πού και πού περνούσαν από το μαγαζί του μπαμπά και του έλεγαν ένα γεια.

Τώρα η άλλοτε όμορφη γειτονιά μας είναι πνιγμένη

109

στο σκοτάδι, στα ερείπια και τις σπαρακτικές φωνές και φαντάζουν όλα τόσο ανόητα. Οι παγερές ματιές που μας έριχναν μετά την ημέρα εκείνη, οι καχυποψί-ες, οι απειλές. Τώρα βλέπουν κι εκείνοι όπως κι εγώ το θάνατο με τα μάτια τους. Τώρα κινδυνεύουν κι εκείνοι όπως κι εγώ, και δεν είναι ο φόβος ότι θα τους συνδυ-άσουν μαζί μου ή με την παράνομη πίστη μου. Τώρα κάτι μεγαλύτερο τους απειλεί, κάτι ανεξέλεγκτο, κάτι που κανείς δεν περίμενε ποτέ να συμβεί.

Και ο Οικουμενικός Ηγέτης δεν είναι εδώ για να τους προστατέψει.

Καθώς προσπαθώ να ηρεμήσω, τα μάτια μου συνη-θίζουν στο παράξενο σκοτάδι και αρχίζω και παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου. Μία κοπέλα έχει τα μαλλιά της τυλιγμένα με μια πετσέτα και φοράει πιτζάμες. Μία γυναίκα κρατάει στο δεξί της χέρι ένα αγοράκι που ουρλιάζει και στο αριστερό ένα κουτάλι. Το αγόρι φο-ράει γύρω από το λαιμό του μια βρόμικη σαλιάρα. Μία γιαγιά έχει κάτσει κάτω στην άσφαλτο και προσπαθεί να πάρει ανάσα, ενώ αίμα κυλάει από ένα βαθύ κόψι-μο στο αριστερό της πόδι.

Από το σπίτι που βρίσκεται στα αριστερά μου ακού-γεται ένας θόρυβος, που μοιάζει εκκωφαντικός μέσα στην ξαφνική ησυχία. Αναπηδάω. Ένα τούβλο, που είχε πέσει λοξά πάνω σε ένα σωρό από μπάζα, γλιστράει στο έδαφος και σπάει στα δύο με κρότο. Από πίσω του καθαρίζει για μια στιγμή η σκόνη και μέσα στο σκοτάδι φωτίζει άσπρο ένα χέρι, μισοθαμμένο στα ερείπια. Γυ-ρίζω το κεφάλι μου από την άλλη και προσπαθώ να μην κάνω εμετό.

Εκείνη τη στιγμή αρχίζει να βρέχει. Οι σταγόνες με χτυπούν απότομα, σκληρά, λες και τα

σύννεφα ξέρουν ότι δεν έχω πια καταφύγιο, λες κι όλα πονάνε σήμερα, ακόμα και η βροχή. Μέσα σε λίγα δευ-τερόλεπτα η μπλούζα μου έχει γίνει μούσκεμα, σαν να

Νύχτα

110

Προμέσσα

έπεσα στη θάλασσα ντυμένη. Κοιτάζω γύρω μου, τους άλλους, μέσα από την ομίχλη. Κανείς δεν κουνιέται, κανείς δεν τρέχει να προφυλαχτεί από τη νεροποντή. Στέκονται ακίνητοι, παρατηρούν την καταστροφή, σαν μαυροντυμένοι συγγενείς στην κηδεία της ζωής τους, σαν αγάλματα βγαλμένα μέσα από έναν εφιάλτη, σαν φαντάσματα ζωντανά.

Στα δεξιά μου ένας έφηβος κάθεται βαριά στο μου-σκεμένο δρόμο -δεν έχει περάσει κανένα αυτοκίνητο μέχρι τώρα- κι ακουμπάει δίπλα του μία μπάλα με αι-σθητήρες. Πρέπει να έπαιζε κάποιο εικονικό άθλημα στην Οθόνη VI όταν έγινε ο σεισμός. Τα μάτια του είναι κενά μέσα από την πυκνή βροχή, κοιτάζουν παντού και πουθενά, χωρίς να βλέπουν τίποτα. Τι θα κάνουν τώρα οι άνθρωποι χωρίς την Οθόνη VI να τους λέει τι να σκε-φτούν;

Τότε σκέφτομαι τον μπαμπά μου κι αρχίζω να τρέ-χω.

Τα βήματά μου ηχούν περίεργα μέσα στη γενική ησυχία, και το νερό από τις λακκούβες μουσκεύει τα παπούτσια μου απ’ έξω κι από μέσα, αλλά δεν το προ-σέχω. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν είναι νύχτα, είναι το πολύ πέντε η ώρα. Ακόμα κι αν είναι Οκτώβρης, εί-ναι πολύ νωρίς για τέτοιο πυκνό σκοτάδι.

Περνάω σπίτια, κήπους, γειτονιές, και παντού γύρω μου υπάρχει η ίδια εικόνα. Άνθρωποι ακίνητοι, παγωμέ-νοι, δίπλα σε σωρούς από ερείπια, που ήταν τα σπίτια τους. Κάποιες πολυκατοικίες είναι όρθιες, αλλά σίγου-ρα οι τοίχοι τους θα κρύβουν ραγίσματα και τρύπες. Είναι σαν να είμαι η μοναδική που κινείται μέσα σ’ έναν κόσμο που έχει ξεθωριάσει στο γκρι κι έχει μείνει παγω-μένος στο pause.

Σκοντάφτω πάνω σε κάτι, κι ετοιμάζομαι να ζητήσω συγγνώμη, όταν τα μπράτσα του μπαμπά με πιάνουν και με σφίγγουν πάνω στο στήθος του με δύναμη. Πάλι

111

θυμάμαι τη μέρα εκείνη με το θείο Τεό και την Ες.Γονατίζουμε μαζί, αγκαλιασμένοι. Ο μπαμπάς κλαί-

ει.-Είσαι καλά; τον ρωτάω. Η φωνή μου ακούγεται βραχνή, ξένη, μετά από τό-

σες ώρες που φώναζα βουβά. Ο μπαμπάς κουνάει το κεφάλι του πάνω-κάτω. Δεν μπορεί να μιλήσει.

-Ανησύχησα, ψιθυρίζει τελικά.-Κι εγώ, λέω. -Σ’ ευχαριστούμε, Θεέ μας.-Ναι, Σ’ ευχαριστούμε.Φαντάζομαι ότι είμαστε οι μόνοι άνθρωποι μέσα σε

αυτή την καταστροφή που νιώθουμε ευγνωμοσύνη για κάτι, που μπορούμε να ξεφύγουμε από το φόβο μας μι-λώντας στον Θεό. Ίσως θα έπρεπε να το έχουν σκεφτεί αυτό πριν δεχτούν την Ανθρώπινη Πίστη όλοι οι άλλοι.

«Εδώ είμαι Εγώ,» ακούω τη ζεστή Του φωνή στο αυτί μου. «Μαζί σας. Μαζί σου.»

Ξαφνικά θέλω να σηκωθώ, εκεί μέσα στη μέση του σκοτεινού και βρεγμένου δρόμου, και να χτυπήσω πα-λαμάκια.

-Έλα, μπαμπά.Σηκωνόμαστε αργά και κοιταζόμαστε μέσα στο σκο-

τάδι. Είμαστε και οι δύο μούσκεμα.-Το μαγαζί; -Τι έπαθες εδώ;Μιλάμε ταυτόχρονα, κι έπειτα χαμογελάμε. Αν δεν

ήταν όλα τόσο σκοτεινά, θα γελούσαμε κιόλας, νομί-ζω.

-Κάπου χτύπησα το κεφάλι μου, λέω. Μια γρατζου-νιά είναι.

Ο μπαμπάς δεν φαίνεται και πολύ ευχαριστημένος με την εξήγησή μου, αλλά δεν μπορεί να το εξετάσει καλύτερα μέσα στη βροχή.

-Το μαγαζί πάει, λέει και η φωνή του σπάει.

Νύχτα

112

Προμέσσα

-Πάει τελείως; -Κοίτα.Κοιτάζω στην κατεύθυνση που μου δείχνει, αλλά δεν

βλέπω καλά. Πλησιάζουμε. Το μαγαζί είναι πιο όρθιο απ’ ό,τι περίμενα. Σίγουρα σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι το σπίτι μας. Οι τοίχοι έχουν γείρει προς τα μέσα, και ένα μεγάλο μέρος από το ταβάνι έχει πέσει. Είναι όμως όρθιο το κτίριο, πράγμα που μου κάνει εντύπω-ση. Παρατηρώ ότι όλα τα σπίτια είναι όρθια σ’ αυτό το τετράγωνο. Με ζημιές, αλλά όρθια.

-Αυτό δεν είναι τίποτα ,λέω πριν σκεφτώ, πού να δεις το σπίτι μας…

Ο μπαμπάς χλομιάζει.-Τι… τι έπαθε το σπίτι μας;Εύχομαι να μπορούσα να πάρω πίσω τα λόγια μου,

αλλά δεν έχει νόημα. Σε λίγο θα το δει κι ο ίδιος.-Δεν πειράζει, μπαμπά, του λέω πιο μαλακά. Έχουμε

ο ένας τον άλλο.Πάμε πίσω. Ο μπαμπάς στέκεται και κοιτάζει. Φοβά-

μαι ότι θα μεταμορφωθεί σε μία από τις ακίνητες φι-γούρες. Πιάνω το μανίκι του για να τον κρατήσω, αλλά εκείνος ετοιμάζεται να πάει στο σπίτι.

-Τι κάνεις; του λέω. Ακόμα πέφτουν τούβλα και μαδέρια πού και πού. Τα

σπίτια μοιάζουν με πύργους από χαρτιά, που κάποιος τους σκούντησε και έχουν αρχίσει να πέφτουν αργά, το ένα χαρτί μετά το άλλο, με τρομερή ακρίβεια, μέχρι να ισοπεδωθούν τελείως.

Ο μπαμπάς κάνει να διώξει το χέρι μου, και τότε το έδαφος αρχίζει να πάλλεται ξανά. Αρχίζω να φωνάζω, αλλά δεν βγαίνει ήχος απ’ το στόμα μου. Μόνο ο λαιμός μου πονάει σαν να τον σκίζουν καρφιά, και η καρδιά μου χτυπάει τρελά, ακανόνιστα, μου κόβει την ανάσα. Νιώθω τα χέρια του μπαμπά να με πιάνουν, τη φωνή του να προσπαθεί να με καθησυχάσει, αλλά περνάει

113

λίγη ώρα μέχρι να τον ακούσω.-Δεν είναι τίποτα, Έσσα, ένας μετασεισμός μόνο.

Να, τελείωσε κιόλας. Μη φοβάσαι. Είμαστε ασφαλείς τώρα.

Φτερνίζεται δυνατά.-Μην πας μέσα, του λέω, τρέμοντας ακόμα.-Εντάξει, δεν θα πάω, λέει.Ξαναφτερνίζεται.-Ίσως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να στεκόμαστε

εδώ στη βροχή, λέει. -Όχι, αλλά δεν έχουμε και πού αλλού να σταθούμε.-Χμμμ…-Τι;-Έχω μια ιδέα. Μόνο ένα κτίριο μπορώ να σκεφτώ

που μπορεί να έχει μείνει όρθιο σήμερα. -Είναι πολύ μακριά;-Ούτε μισή ώρα.-Μισή ώρα;Δεν την πιστεύω αυτή την κουβέντα που κάνουμε.

Ξαφνικά θέλω τόσο πολύ να πάω στο κρεβάτι μου, που θα σκαρφάλωνα μέσα από τα ερείπια για να το φτάσω. Κάθομαι κάτω.

Ο μπαμπάς με τραβάει απ’ το χέρι να σηκωθώ.-Έλα, μου λέει.Στο δρόμο προσκαλεί κι άλλους να έρθουν μαζί μας,

αλλά δεν επιμένει, γιατί δεν είναι σίγουρος ότι ο προ-ορισμός μας θα είναι και καταφύγιο. Οι περισσότεροι αρνούνται. Φαίνονται να νιώθουν πιο ασφαλείς καρ-φωμένοι μπροστά στα απομεινάρια των σπιτιών τους με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά τους.

Φτάνουμε στο σχολείο ύστερα από τη μακρύτερη διαδρομή που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Τα ρούχα μας είναι κρύα και μας βαραίνουν σε κάθε βήμα, ενώ οι σταγόνες της βροχής συνεχίζουν να πέφτουν από

Νύχτα

114

Προμέσσα

τον ουρανό και να μουσκεύουν τα πρόσωπά μας σαν δάκρυα. Προσπαθώ να μαζέψω τα μαλλιά μου, που στάζουν σαν να έχω βγει από μακροβούτι, αλλά είναι μάταιος κόπος. Τα νιώθω να μου παγώνουν το λαιμό, τους ώμους, την πλάτη.

-Κοίτα να δεις, λέει ο μπαμπάς σκουπίζοντας το νερό από το μέτωπό του. Μια χαρά φαίνεται.

-Τι, εδώ ερχόμασταν τόση ώρα; ρωτάω.Η καγκελόπορτα είναι κλειδωμένη, κι ο μπαμπάς

με βοηθάει να σκαρφαλώσω μετά από κείνον. Μόλις προσγειώνομαι στο προαύλιο, μια περίεργη αίσθηση με τυλίγει. Έχω να πατήσω εδώ μέσα από εκείνη τη μέρα μετά τις 12 Δεκεμβρίου, πάνω από τέσσερα χρόνια.

Τα πόδια μου τρέμουν από τους μετασεισμούς και την κούραση. Τα μάτια μου μού παίζουν περίεργα παι-χνίδια. Σαν να βλέπω τα φαντάσματα των συμμαθητών μου στο βάθος.

-Κι άλλοι είχαν την ίδια ιδέα με μας, λέει ο μπα-μπάς.

Δεν είναι φαντάσματα άρα όλοι αυτοί. Είναι διάφο-ροι σεισμόπληκτοι, άλλοι μόνοι τους, και άλλοι σε οικο-γένειες, που ψάχνουν ένα ασφαλές μέρος για να ξεφύ-γουν από τη βροχή, όπως εμείς.

Μπαίνουμε μέσα. Υπάρχουν κάποιες ρωγμές στους τοίχους, αλλά ο μπαμπάς τις ψηλαφεί προσεκτικά και καταλήγει ότι είναι επιφανειακές. Σε μια τάξη, αριστε-ρά από τις σκάλες, μια οικογένεια με τρία παιδιά έχουν ήδη βάλει τις καρέκλες στη σειρά και προσπαθούν να ξαπλώσουν τα μωρά τους και να τα ηρεμήσουν. Δεν βοηθάει βέβαια που τους έχουν βγάλει τα περισσότερα ρούχα για να μην κρυώσουν.

Δεν μου αρέσει και πολύ η ιδέα να περάσουμε τη νύ-χτα μας μέσα σε μία σχολική τάξη, κάτω από το άγρυ-πνο βλέμμα της οθόνης SchoolCM –μία έκδοση της Οθόνης V ή GCM ειδικά προσαρμοσμένη για τις μαθη-

115

σιακές ανάγκες του σχολείου- που καλύπτει ολόκληρο τον ένα τοίχο μέσα σε κάθε τάξη. Από την άλλη είναι ευχάριστο να είμαι για λίγο έξω από τη βροχή.

-Γρήγορα, λέει ο μπαμπάς. Πάμε να πιάσουμε μια γωνιά πριν πλημμυρίσει εδώ μέσα από κόσμο.

Μου φαίνονται λίγο υπερβολικά τα λόγια του, αλλά τον ακολουθώ.

Και αποδεικνύεται ότι είχε δίκιο.Μέσα σε λίγα λεπτά φαινομενικά, τα θρανία γεμί-

ζουν από τραυματισμένους, οι καρέκλες από παιδιά, τα πατώματα από κοιμισμένους. Ο μπαμπάς με αφήνει να φυλάω τη γωνιά του πατώματος που έχουμε «πιά-σει» και πάει να προσφέρει τη βοήθειά του σε όποιον τη ζητήσει.

Κάθομαι κάτω και περιμένω. Πού και πού κοιτάζω γύρω μου, τα απελπισμένα βλέμματα, τα τρομαγμένα. Κάποια στιγμή το μάτι μου πιάνει ένα γνώριμο πρόσω-πο. Κοιτάζω πιο καλά, να δω αν έκανα λάθος. Όχι, αυτή είναι. Η Ελένη. Ήμασταν φίλες παλιά, πολύ καλές φίλες κιόλας, όταν πηγαίναμε στην εκκλησία. Έχω να τη δω χρόνια, όπως και όλους τους άλλους. Είναι ίδια με τότε, απλώς φαίνεται λίγο ταρακουνημένη από το σεισμό. Γυρίζει, και το βλέμμα της συναντάει το δικό μου.

Τότε βλέπω την αλλαγή. Τα μάτια της είναι κενά, σαν εκείνου του αγοριού

έξω από το σπίτι μου. Το μόνο πράγμα που τρεμοσβή-νει μέσα τους, που δίνει κάποια σημεία ζωής, είναι ο φόβος. Σηκώνω αυθόρμητα το χέρι μου να τη χαιρε-τήσω, αλλά κρατιέμαι. Βλέπω ότι δεν με αναγνωρίζει. Συνεχίζει όμως να με κοιτάζει, με εκείνο το απλανές βλέμμα, τα μάτια της σκούρα, τα χείλη της σφιγμένα. Έπειτα πλησιάζει η μαμά της, και γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη. Η αλήθεια είναι ότι τους φοβάμαι λίγο, αυτούς τους «χριστιανούς» που έχουν δεχτεί την Αν-

Νύχτα

116

Προμέσσα

θρώπινη Πίστη. Κάποτε άκουσα ότι συνεχίζουν να πιστεύουν στο Θεό

αλλά από μέσα τους, χωρίς να αναφέρουν το όνομά Του, κι έχουν δεχτεί την Ανθρώπινη Πίστη, έστω φαινο-μενικά, για να προστατέψουν τα παιδιά τους. Δεν ξέρω τι άλλο θα έκανε ένας τέτοιος άνθρωπος που απαρ-νείται το Θεό του για να προστατέψει τον εαυτό του. Σίγουρα δεν θα δίσταζε να με προδώσει, όπως εκείνη η οικογένεια που κάλεσε την αστυνομία τότε μόλις φύγα-με ο θείος, η Ες κι εγώ από το σπίτι τους.

Τα βλέφαρά μου έχουν αρχίσει να κλείνουν από την κούραση, και εύχομαι να είχα μία αλλαξιά στεγνά ρού-χα, όταν νιώθω κάποιον από πίσω μου. Γυρίζω. Είναι μία γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά της. Είναι ξαν-θιά και δεν μοιάζει να είναι Ελληνίδα. Φοράει ένα μαύ-ρο φόρεμα από μετάξι, που είναι σκισμένο στο πλάι. Το μωρό μοιάζει νεογέννητο και κοιμάται ανήσυχα μέσα στη μουσκεμένη ροζ κουβερτούλα του. Η γυναίκα με κοιτάζει χωρίς να πει τίποτα. Σηκώνομαι και της δίνω τη θέση μου.

-Danke, μου λέει απλά. Τριγυρίζω κοιτώντας μέσα σε κάθε τάξη, ψάχνοντας

τον μπαμπά. -Τι έγινε; με ρωτάει όταν τον βρίσκω δίπλα σε έναν

παππού, που κρατάει το δεξί του χέρι με το άλλο, σαν να είναι πληγωμένο.

Ο μπαμπάς προσπαθεί να του φτιάξει έναν πρόχειρο επίδεσμο από ένα ήδη σκισμένο πουκάμισο. Σηκώνω τους ώμους μου.

-Την έδωσα τη θέση μας, λέω.-Καλά. Περίμενε να τελειώσω εδώ, και έρχομαι να

ψάξουμε. Όταν έρχεται όμως, ύστερα από ώρες, έχει πέσει για

τα καλά η νύχτα.Η βροχή έξω σταμάτησε και φαίνονται τα αστέρια.

117

Κάποιοι έχουν ξαπλώσει στην υγρή άσφαλτο του προαυλίου του σχολείου και κοιμούνται εκεί. Οι περισ-σότεροι κάθονται απλώς, και κοιτάζουν γύρω τους σαν χαμένοι, προσπαθώντας να ξυπνήσουν από τον εφιάλ-τη.

Βρίσκουμε με τον μπαμπά ένα στεγνό σημείο, κάτω από ένα μεγάλο υπόστεγο, στο πίσω μέρος του κτιρί-ου, που θυμόμουν από τα παλιά. Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό το σημείο, κι έτσι υπάρχουν λίγα άτομα εκεί. Κα-θόμαστε κάτω κατάκοποι.

-Στέγνωσες καθόλου; ρωτάει ο μπαμπάς.-Μόνο τα μαλλιά μου. Εσύ;-Τα ίδια. Ο μπαμπάς ξαπλώνει πίσω και μου δίνει έναν μπόγο

που κρατούσε στα χέρια του. -Κάποιος μου έδωσε αυτό για να με ευχαριστήσει,

λέει. Για δες αν μπορείς να το φορέσεις.Είναι μια μακριά άσπρη μπλούζα, λεπτή, αλλά τερά-

στια. Γυρίζω από την άλλη και βγάζω τη δική μου που έχει κολλήσει πάνω μου σαν δεύτερο δέρμα. Η άσπρη μπλούζα γλιστράει στο κρύο δέρμα μου απαλά και είναι το πιο ζεστό, το πιο όμορφο πράγμα που έχω φορέσει ποτέ. Διπλώνω τα μανίκια τρεις φορές και προσπαθώ να μαζέψω το κάτω μέρος, που φτάνει μέχρι τα γόνατά μου περίπου. Το άνοιγμα του λαιμού ίσα που στέκεται πάνω στους ώμους μου.

Ο μπαμπάς με βλέπει και γελάει.-Μπορείς να μπεις κι εσύ, αν θες, του λέω. Χωράς.Ανακάθεται και βγάζει το πουκάμισό του. -Μια χαρά είμαι, λέει. Έλα εδώ.Ανοίγει το αριστερό του χέρι σαν φτερούγα και μπαί-

νω μέσα. -Βγάλε τα παπούτσια σου.Τα βγάζουμε.Ξαπλώνουμε πίσω.

Νύχτα

118

Προμέσσα

-Μπαμπά…-Ναι;-Τι να κάνουν τώρα οι άλλοι;-Ποιοι άλλοι;-Ξέρεις… οι άλλοι.-Εμείς τι κάνουμε;-Είμαστε καλά.-Γιατί;-Δεν ξέρω. Θυμάμαι τη Φωνή Του μέσα στο αυτί μου.-Μας φρόντισε ο Κύριος, διορθώνω. -Ακριβώς. Να λοιπόν η απάντηση στην ερώτησή

σου.-Εντάξει. Κρυώνεις;-Καθόλου. Εσύ;-Όχι τώρα.-Σ’ ευχαριστούμε που έχει ζέστη, λέει ο μπαμπάς.Με σκουντάει.-Σ’ ευχαριστούμε που είμαστε ζωντανοί, συνεχίζω.-Σ’ ευχαριστούμε που έχουμε ο ένας τον άλλο.-Σ’ ευχαριστούμε που έχουμε Εσένα.Ησυχία για λίγο. Στρίβουμε τα κεφάλια μας για να

δούμε τα αστέρια πάνω από το υπόστεγο.-Σ’ ευχαριστούμε για τα αστέρια, λέει ο μπαμπάς.-Σ’ ευχαριστούμε για τον Ουρανό, λέω εγώ.-Σ’ ευχαριστούμε για την Έσσα.-Σ’ ευχαριστούμε για τον μπαμπά.-Σ’ ευχαριστούμε… η φωνή του σβήνει.Από δίπλα μου ακούω τη ρυθμική ανάσα του. Τον

κοιτάζω. Τα μάτια του είναι κλειστά, κι αν δεν κοιμάται ήδη, θα κοιμάται σε ένα λεπτό. Κλείνω και τα δικά μου κι ο κόσμος τριγύρω αρχίζει να σβήνει, ν’ απομακρύ-νεται.

-Έσσα, ακούω μια φωνή στο όνειρό μου. Είμαι τόσο κουρασμένη. Την αγνοώ.

119

-Έσσα, λέει πιο δυνατά η φωνή.Είναι γνώριμη και σαν να γελάει. Γυρίζω από την

άλλη πάνω στα σκληρά πλακάκια. -Έσσα.Πετάγομαι πάνω.Ο ύπνος φεύγει και η κούραση. Τεντώνω τα αυτιά

μου, ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα. Μήπως ονειρεύο-μαι ακόμα; Γιατί δεν είναι απλώς γνώριμη αυτή η φωνή. Δεν είναι απλώς οικεία. Είναι μια φωνή που την ξέρω πολύ καλά. Σχεδόν πιο καλά κι από τη δική μου. Και θα την αναγνώριζα παντού.

Είναι η φωνή της αδερφής μου.

Νύχτα

120

6. Σύστημα 12-D

Πώς κρατάει τη νύχτα ζωντανήένα κερί…

Κ. Ν., «Χθες Τη Νύχτα»

Το πρώτο πράγμα που νιώθω μόλις ξυπνάω το επό-μενο πρωί είναι πόνος. Μία δέσμη φωτός πέφτει λοξά μέσα από το υπόστεγο και κατευθείαν στα μάτια μου. Τα ανοίγω, κι αμέσως τα ξανακλείνω βογκώντας. Αγγί-ζω το μέτωπό μου προσεκτικά και ανακαλύπτω τη με-λανιά από το χθεσινό μου χτύπημα. Το εξόγκωμα που πιάνω μου φαίνεται πιο μεγάλο κι απ’ το ίδιο το κεφά-λι μου, και βρίσκω και ένα κόψιμο με ξεραμένο αίμα. Κατεβάζω τα δάχτυλά μου απότομα, γιατί ο πόνος δεν αντέχεται άλλο.

Προσπαθώ να βολευτώ λίγο πιο αριστερά, ώστε να μη με φτάνει ο ήλιος. Διψάω τόσο πολύ και το κεφάλι μου σφυροκοπάει. Δίπλα μου ο μπαμπάς έχει γυρίσει στο πλάι και στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένη η πιο γαλήνια έκφραση, λες και βρίσκεται στο κρεβάτι του. Ασυναίσθητα, σφίγγω το αριστερό μου χέρι και ανακαλύπτω ότι είναι άδειο.

Σηκώνομαι απότομα, αγνοώντας τον πόνο που μου σφυροκοπάει το μυαλό. Κοιτάζω δεξιά, αριστερά. Βγαί-νω από το υπόστεγο, αποφεύγοντας να πατήσω τα χέ-

121

Σύστημα 12-D

ρια των κοιμισμένων. Το προαύλιο του σχολείου είναι λουσμένο στο φως και έτσι όπως είναι οι άνθρωποι ξα-πλωμένοι εδώ κι εκεί, μου θυμίζει μια εικόνα από παρα-λία. Κάποιοι έχουν αρχίσει να σηκώνονται, αλλά εκείνη δεν τη βρίσκω πουθενά.

Το ήξερα, σκέφτομαι. Το ήξερα ότι δεν ήταν αληθι-νή.

Γυρίζω πίσω και κάθομαι κάτω. Ο μπαμπάς κάτι μουρμουρίζει στον ύπνο του και βάζει το χέρι του πάνω στα μάτια του, που έχουν αρχίσει να τα χαϊδεύουν οι ακτίνες του ήλιου. Ένα χοντρό δάκρυ κυλάει στο μά-γουλό μου και πέφτει πάνω στο μανίκι της τεράστιας άσπρης μπλούζας μου, αφήνοντας ένα σημάδι ολο-στρόγγυλο.

Μα ήταν εδώ, ήμουν σίγουρη. Και δεν ήταν όνειρο. Δεν μπορεί να τα ονειρεύτηκα όλα αυτά, με τόση λε-πτομέρεια, με τόση αλήθεια. Ή μήπως μπορεί;

….…

Είχα ανοίξει τα μάτια μου στη μέση της νύχτας και το πρόσωπό της ήταν δίπλα στο δικό μου, ούτε δύο εκατοστά πιο κει.

-Ρένα;Γέλασε ψιθυριστά γνέφοντας καταφατικά με το κε-

φάλι της.-Τι;…. Πώς;-Σσσς.Έβαλε το δάχτυλό της στα χείλη και μου έγνεψε να

την ακολουθήσω. Σηκώθηκα και πήγαμε λίγα μέτρα πιο κει, ώστε να μη μας ακούσει κανείς. Καθίσαμε στις υγρές πλάκες πλάι πλάι.

-Μεγάλωσες, μου είπε η Ρένα, λες και αυτό ήταν το περίεργο.

122

Προμέσσα

Και ήταν, κατά κάποιο τρόπο, γιατί εκείνη ήταν ακό-μα δώδεκα χρονών, όσο ακριβώς ήταν τότε. Πριν τέσ-σερα χρόνια, όταν πέθανε.

Μια ανατριχίλα διαπέρασε τη σπονδυλική μου στή-λη.

Την κοίταξα πιο προσεκτικά, προσπαθώντας να δια-κρίνω, να καταλάβω αν βλέπω όνειρο ή εφιάλτη. Ήταν ίδια όμως όπως πάντα, τα μάτια της, τα μαλλιά της, το γέλιο της, η ελιά στο αριστερό της μάγουλο. Ήταν ακρι-βώς όπως την ήξερα. Γνώριμη. Οικεία.

Έκλεισα τα μάτια μου και μέτρησα μέχρι το δέκα. Τα άνοιξα, και ήταν ακόμα εκεί και γελούσε, όπως

όταν ήμασταν μικρές και κάναμε η μία φάρσες στην άλλη. Τα μάτια της σοβάρεψαν και μου έπιασε το μα-νίκι.

-Μην προσπαθείς να καταλάβεις, Έσσα, μου είπε. Θα χάσουμε πολύτιμο χρόνο. Ούτε κι εγώ έχω καταλάβει ακριβώς, εξάλλου.

-Τι εννοείς δεν έχεις καταλάβει; Τι είσαι, φάντασμα, όνειρο, ευχή;

Ανασήκωσε τους ώμους της.-Είμαι η αδερφή σου.Ξαφνικά τίποτα άλλο δεν είχε σημασία, εκτός από το

γεγονός ότι ήταν εδώ, τώρα, μαζί μου, και είχα μια δεύ-τερη ευκαιρία. Την αγκάλιασα και μείναμε έτσι για λίγο, μέσα στη γλυκιά σιωπή της νύχτας. Έπειτα το έδαφος άρχισε να κινείται και τραβήχτηκα απότομα.

-Μη φοβάσαι, Έσσα, ένας μετασεισμός είναι μόνο, είπε η Ρένα.

Ίσως ήταν το ότι μου είπε σχεδόν τα ίδια λόγια που μου είχε πει ο μπαμπάς πριν λίγες ώρες. Ή ίσως ήταν ο ήρεμος τρόπος της, που θύμιζε πιο πολύ ενήλικα παρά παιδί. Κάθισα πίσω και την κοίταξα με περιέργεια.

Ήταν η αδερφή μου, δεν είχα καμία αμφιβολία γι’ αυτό, και δεν ήταν το δέρμα της άσπρο ή τα μάτια της

123

Σύστημα 12-D

κόκκινα, όπως τα φαντάσματα στις ιστορίες τρόμου. Αλλά είχε κάτι το διαφορετικό πάνω της. Δεν μπορούσα ακριβώς να το προσδιορίσω, να βρω τις λέξεις, αλλά ήταν τόσο εμφανές όσο και οι καστανές της μπούκλες. Κάτι στο ύφος της, κάτι στο χαμόγελό της, κάτι στη λάμψη των ματιών της. Σαν να είχε ζήσει πιο πολλές εμπειρίες από έναν παππού εκατό χρονών. Σαν να είχε δει πιο πολλά πράγματα από έναν έφηβο εθισμένο στο WAVOR. Σαν να είχε ζήσει και σε άλλους κόσμους εκτός από τον μικρό, περιορισμένο δικό μας. Και σαν όλα αυτά να την είχαν κάνει σοφή, άτρωτη, υπερβατική.

-Πάω να ξυπνήσω τον μπαμπά, είπα.-Όχι. Το χέρι της πάνω στο δικό μου με σταμάτησε.-Γιατί;Τον κοίταξε λίγο πιο κει, που κοιμόταν βαθιά με το

χέρι του κάτω από το κεφάλι για μαξιλάρι.-Είναι κουρασμένος, είπε. Κι έπειτα δεν ξέρω…-Τι;-Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα είμαι εδώ.-Τι εννοείς; Μόνη σου δεν ήρθες;Εκατομμύρια ερωτήσεις τριγύριζαν στο μυαλό μου,

αλλά δεν ήθελα να ξοδέψω τις πρώτες πολύτιμες στιγ-μές μου μαζί της βομβαρδίζοντάς την με τις απορίες μου. Θα είχαμε μετά όλο το χρόνο στη διάθεσή μας.

-Και ναι και όχι, απάντησε.-Ρένα, δεν καταλαβαίνω.-Σου είπα, δεν χρειάζεται να καταλάβουμε. Είμαι

όπως πριν, δεν είμαι; Και νιώθω όπως πριν, ακριβώς. Θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατάει μέσα στο σκοτάδι προς το σχολείο, αλλά δεν θυμάμαι γιατί. Ούτε από πού ξεκίνησα. Και δεν ξέρω γιατί ήρθα κατευθείαν σε σένα, ούτε πώς ήξερα ότι θα είσαι εδώ. Νομίζω όμως…

-Ναι;-Νομίζω ότι Εκείνος με έστειλε.

124

Προμέσσα

-Είσαι άγγελος, δηλαδή;Γέλασε τινάζοντας το κεφάλι της πίσω και σε λίγο άρ-

χισα να γελάω κι εγώ, αν και δεν έβλεπα πού ήταν το αστείο.

-Εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα ότι δεν εί-μαι άγγελος, μου είπε όταν τελικά σταμάτησε να γελά-ει, σκουπίζοντας τα μάτια της.

-Ρένα… ξέρεις τι εννοώ, είπα. Έχεις… είχες πεθάνει. Το ξέρεις, ε;

-Φυσικά και το ξέρω. Μπροστά δεν ήμουνα;-Πώς…;Έγλειψα τα χείλια μου, γιατί ξαφνικά είχαν στεγνώ-

σει.-Πώς έγινε; ρώτησα τελικά.-Δεν έχει σημασία, απάντησε ήρεμα η αδερφή μου.

Έγινε. Θα δεις, όταν θα έρθει η ώρα σου. Τίποτα πια δεν έχει σημασία από αυτά που είχαν πριν.

Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνάει τη σπονδυλική μου στήλη στα λόγια της. «Όταν θα έρθει η ώρα σου.»

-Θέλω κάτι να σου πω, όμως.-Εντάξει, πες μου.Με το ζόρι κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά, αλλά,

σκεφτόμουν, δεν θα τα κλείσω ξανά ποτέ, αν αυτό εί-ναι που χρειάζεται για να μείνει πάντα εδώ η Ρένα. Κι αν είναι όνειρο, ας είναι. Δεν θα τελειώσει ποτέ. Δεν θα το αφήσω να τελειώσει.

-Αυτό που ξεκίνησα πριν να σου λέω, ξεκίνησε η Ρένα, αν όντως με έχει στείλει ο Θεός εδώ, αν με κά-ποιο τρόπο γύρισα για λίγο πίσω ή αναστήθηκα ή δεν ξέρω τι…

Πήρε μια βαθιά ανάσα.-Τότε αυτό πρέπει να σημαίνει ότι ήρθα για να σου

πω κάτι. Κι εσύ να το πεις στους άλλους. -Τι… σαν τι να πω, δηλαδή;Τα λόγια της έφταναν στα αυτιά μου σαν από πολύ

125

Σύστημα 12-D

μακριά. Και πρέπει να είχαν κλείσει τα βλέφαρά μου από μόνα τους, γιατί τα άνοιξα απότομα, προσπαθώ-ντας να κρατηθώ ξύπνια.

-Να πεις ότι έρχεται, είπε η Ρένα και η φωνή της ακούστηκε σαν ψίθυρος ταυτόχρονα και σαν κραυγή θριάμβου. Να πεις ότι είναι κοντά. Στ’ αλήθεια αυτή τη φορά.

Ξαφνικά ένιωσα τόσο κουρασμένη, όσο ποτέ πριν στη ζωή μου. Τα κόκαλά μου πονούσαν παντού, τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα, το ίδιο και εγώ. Ξάπλωσα πίσω.

-Θα μου τα πεις αύριο, μουρμούρισα.-Έσσα!Η Ρένα με είχε πιάσει από τους ώμους και με ταρα-

κουνούσε για να σηκωθώ.-Μην κοιμάσαι, μου είπε. Είναι πολύ σημαντικό.

Άκουσες τι σου είπα; Πρέπει να το πεις και στους άλ-λους. Στον μπαμπά. Να ετοιμαστεί. Να πάρει θάρρος.

-Ρένα… τόσες φορές στο παρελθόν το είπαμε αυτό, και κοίτα πού βρισκόμαστε τώρα. Εσύ είσαι πεθαμένη, το ίδιο κι η μαμά. Ο μπαμπάς κι εγώ κοιμόμαστε σ’ ένα βρεγμένο πεζοδρόμιο. Και ποιος ξέρει και τι άλλο θα μας συμβεί μόλις ξημερώσει η αυριανή μέρα. Δεν θέλω να τους φορτώσω με ακόμα μερικές χάρτινες ελπίδες, μόνο και μόνο επειδή ήμουν τόσο κουρασμένη, που είδα στον ύπνο μου τη νεκρή αδερφή μου.

Δεν ήξερα κι εγώ τι έλεγα. Ήμουν κουρασμένη και θυμωμένη και απογοητευμένη και διψούσα. Ελπίζω ότι δεν θα έλεγα ποτέ στην αδερφή μου τέτοια πράγματα αν ήμουν στο κρεβάτι μου, στο σπίτι μας, και με έβρι-σκε εκεί. Αλλά τώρα, μετά από όλα αυτά που είχαν γίνει σήμερα, σε αυτή την κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και τη διαύγεια, το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ με το χέρι της μέσα στο δικό μου, χωρίς να περιμένω το αύριο. Για μία μόνο φορά, χωρίς την

126

Προμέσσα

Οθόνη VI να μας απειλεί, χωρίς να παρακολουθούν την κάθε μας κίνηση, την κάθε μας λέξη.

-Έσσα, άνοιξε τα μάτια σου, έλεγε αυστηρά η αδερ-φή μου. Κοίταξέ με. Είμαι εδώ. Δεν με βλέπεις στο όνει-ρό σου.

-Καλά, είπα.-Θα το κάνεις; Θα τα πεις όλα αυτά που σου είπα; Θα

πεις ότι με είδες;-Ναι, θα τα πω, είπα υπάκουα.-Θέλεις να κάτσω μαζί σου; ψιθύρισε πιο γλυκά, γλι-

στρώντας το χέρι της μέσα στο δικό μου.-Φυσικά. Γιατί, πού αλλού θα πας; ρώτησα μισογε-

λώντας. Είχε ήδη αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος. Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να τη ρωτήσω, να

μου πει. Αλλά θα τα λέγαμε το πρωί. Δεν μπορούσα να πω ούτε μία ακόμα λέξη.

-Ρένα; -Ναι.-Σ’ αγαπώ πολύ.-Κι εγώ.Κοιμήθηκα με το χέρι μου στο δικό της. Το ένιωθα

ζεστό να χαϊδεύει το δικό μου, ζωντανό, αληθινό. Κοι-μήθηκα χαμογελώντας.

….…

Ένα κορίτσι περνάει από μπροστά μου. Φοράει κο-ντό σορτς, που πριν το σεισμό και τη βροχή πρέπει να ήταν άσπρο, και ένα μπλουζάκι χωρίς μανίκια. Στο χέρι της κρατάει μια ρακέτα. Μοιάζει να είναι κοντά στην ηλικία μου.

-Πεινάω, μου λέει.Κάνω πως δεν την άκουσα και γυρίζω το πρόσωπό

127

Σύστημα 12-D

μου από την άλλη, για να μη δει τα δάκρυά μου.Σκύβει προς το μέρος μου, επίμονα.-Δεν σου βρίσκεται τίποτε φαγώσιμο;Αναστενάζω. Ανοίγω τα χέρια μου και η τεράστια

μπλούζα τεντώνεται σαν σεντόνι.-Πού να το έχω το φαγώσιμο; της λέω.Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Εκεί που καθόταν

η Ρένα χτες. Εκεί που φανταζόμουν ότι καθόταν. Και-νούργια δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια μου. Προσπαθώ να τα σταματήσω, αλλά αυτά κυλάνε ανάμεσα από τα δάχτυλά μου και μουσκεύουν τις παλάμες μου.

-Με λένε Άννα, λέει το κορίτσι. Εσύ είσαι η κόρη του γιατρού, έτσι δεν είναι;

-Όχι, απαντάω ελπίζοντας ότι τώρα θα σηκωθεί να φύγει.

-Α, νόμιζα… επειδή είσαι δίπλα του.Δείχνει τον μπαμπά με το δάχτυλό της.Την κοιτάζω λίγο πιο προσεκτικά για να δω αν είναι

ξένη, ή… χαζή. Δεν μοιάζει όμως τίποτα από τα δύο. Λίγο πιο ψηλή από μένα, με μαύρα μάτια και μαλλιά και μια λεπτή μύτη, γαμψή, που δίνει χαρακτήρα στο κατά τα άλλα συνηθισμένο πρόσωπό της. Φαίνεται να είναι στην ηλικία μου, ή ίσως ένα-δυο χρόνια πιο μεγάλη.

-Δεν είναι γιατρός, της λέω.-Μα φρόντιζε τόσο κόσμο χτες.-Δεν είναι γιατρός, ξαναλέω.-Κρίμα, απαντάει.Δεν μιλάει για λίγο, και σκέφτομαι να φύγω, όταν

ξυπνάει ο μπαμπάς. Σηκώνεται και προσπαθεί να τε-ντώσει το πιασμένο του σώμα. Μου χαμογελάει πλατιά κι έπειτα βλέπει την Άννα. Αμέσως σκύβει και πιάνει το –σχετικά στεγνό πια- πουκάμισό του.

-Καλημέρα, μας λέει κουμπώνοντάς το. -Πεινάω, τον ενημερώνει η Άννα.Πετάγομαι πάνω και τρέχω, δεν ξέρω προς τα πού,

128

Προμέσσα

οπουδήποτε. Το ίδιο μου κάνει. Στις βρύσες έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Περιμένω

πίσω από μία κοπέλα που κρατάει αγκαλιά ένα μωρό που ουρλιάζει. Κανείς δεν της δίνει τη σειρά του, αλλά ούτε κι εκείνη φαίνεται να προσπαθεί να ησυχάσει το παιδί της. Απλώς στέκεται εκεί, ισορροπώντας το βά-ρος του μωρού πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο και περιμένει.

«Να πεις ότι έρχεται. Να πεις ότι είναι κοντά. Στ’ αλήθεια αυτή τη φορά.»

Τα λόγια της Ρένας, απρόσκλητα, ηχούν στα αυτιά μου. «Πρέπει να το πεις και στους άλλους. Στον μπα-μπά. Να ετοιμαστεί. Να πάρει θάρρος.»

Με φαντάζομαι να σκουντάω την κοπέλα, να γυρίζει προς το μέρος μου, να με κοιτάζει ερωτηματικά με τα κουρασμένα της μάτια. Κι εγώ να της λέω… τι; Να ετοι-μαστεί γιατί έρχεται ο Χριστός να πάρει τους δικούς Του; Να πάρει θάρρος γιατί τα βάσανά μας τελειώνουν όπου να ’ναι; Να πιστέψει στα λόγια της αδερφής μου, που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια βέβαια, αλλά χτες την είδα, και με βεβαίωσε πως δεν ήταν όνειρο;

Ακούω δίπλα μου βήματα, σαν κάποιος να τρέχει. Σε λίγο ο μπαμπάς στέκεται δίπλα μου, λαχανιασμένος.

-Έσσα, μου λέει. Πρέπει να κάνουμε γρήγορα.-Προχωράει αργά η ουρά.-Όχι εδώ, για το νερό. Μετά, αφού πλυθούμε.Μου γνέφει να σκύψω.-Έχουμε δουλειά, μου ψιθυρίζει στο αυτί. Όλοι αυτοί

οι άνθρωποι, τρομαγμένοι, χωρίς σπίτια, και μαζεμέ-νοι σε ένα μέρος χωρίς παρακολούθηση. Πού θα ξα-ναβρούμε τέτοια ευκαιρία; Να πιάσουμε δουλειά όσο προλαβαίνουμε.

Σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο, αλλά ακούγοντας τον μπαμπά να το λέει δυνατά, μου ακούγεται ακόμα πιο τρελό.

129

Σύστημα 12-D

-Να βρούμε πελάτες για το μαγαζί; ρωτάω αθώα.Δεν με ακούει όμως. Έχει σηκώσει το κεφάλι του και

κοιτάζει γύρω μας το ακατάστατο πλήθος. Το πηγούνι του τρέμει όπως όταν είναι συγκινημένος, αλλά μπορεί και να μου φαίνεται.

-Κύριε…, μουρμουρίζει. Είναι λευκά τα στάχυα. Εδώ είμαστε, στείλε μας.

-Μπαμπά…«Εκείνοι όμως που μέσα στην αδυναμία τους χρειά-

ζονται δύναμη, εκείνοι που στην αρρώστια τους χρειά-ζονται γιατρό, εκείνοι αν στραφούν σε Μένα, μπορούν να γίνουν εργαλεία και υπηρέτες Μου»

«Είσαι έτοιμη;»-Να φτιάξουμε ένα σχέδιο, μου λέει ο μπαμπάς και

τα μάτια του λάμπουν. Να οργανωθούμε. Σκέφτομαι, ίσως και να γυρίσουμε στο σπίτι, να πάρουμε…

-Μπαμπά, τον κόβω.-Τι;Θέλω να του πω για τη Ρένα, τώρα είναι η κατάλληλη

στιγμή.-Αργότερα θα τα πούμε, λέω αντί γι’ αυτό. Όταν θα

είμαστε μόνοι μας.-Έχεις δίκιο, εντάξει.Με αγκαλιάζει με το αριστερό του χέρι και με σφίγ-

γει πάνω του. Ακουμπάει ένα φιλάκι στην κορυφή του κεφαλιού μου και τραβιέμαι καθώς σκέφτομαι σε τι κα-τάσταση βρίσκονται τα μαλλιά μου. Δεν με αφήνει να φύγω όμως, και τον ακούω που γελάει σιγά.

Όταν έρχεται η σειρά μου, πίνω τόσο πολύ νερό, που για λίγο ξεγελιέται η κοιλιά μου και νομίζει ότι δεν πεινάει. Βρέχω τα μαλλιά μου προσπαθώντας να τα χτενίσω και πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου όσο πιο καλά μπορώ. Καθώς φεύγω, περνάει από μπροστά μου ένα κορίτσι περίπου δέκα χρονών, που φοράει μια μπλούζα που μοιάζει πολύ με τη δικιά μου –αυτήν που

130

Προμέσσα

φορούσα χθες και έγινε μούσκεμα από τη βροχή- και πηγαίνω πίσω στο υπόστεγο που κοιμηθήκαμε για να αλλάξω. Θα έχει στεγνώσει πια, σκέφτομαι. Αυτή η τε-ράστια μπλούζα που φοράω, αν και λεπτή, έχει αρχίσει και με ζεσταίνει τώρα που είναι πρωί.

Δεν βρίσκω όμως την μπλούζα μου πουθενά, μόνο την κοπέλα εκείνη, την Άννα, που κάθεται στο ίδιο ση-μείο που την άφησα.

-Ήρθε μία και πήρε την μπλούζα σου, λέει ξερά.Γυρίζω απότομα.-Ορίστε;-Ένα κορίτσι. Της είπα ότι είναι δική σου, αλλά ο πα-

τέρας της πήγε να με χτυπήσει, κι έτσι τους άφησα να την πάρουν.

-Σοβαρά μιλάς τώρα; Αν είχα την ενέργεια θα θύμωνα, αλλά το μόνο που

μπορώ να νιώσω είναι λύπη. Μου έκλεψαν την μπλού-ζα. Κι εμείς λέμε να τους μιλήσουμε για τον Χριστό, για να πάρουν θάρρος και δύναμη. Αχ, Ρένα. Αν ήσουν αληθινή, γιατί δεν είσαι εδώ τώρα που σε χρειάζομαι;

Θέλω να καθίσω στο έδαφος σαν την Άννα, και να περιμένω να περάσουν οι ώρες μέχρι να έρθει κάποιος να με σώσει. Αντί γι’ αυτό, της απλώνω το χέρι.

-Έλα, της λέω. Αν πιεις λίγο νερό και πλυθείς, θα νιώ-σεις καλύτερα.

-Βαριέμαι, απαντάει κουνώντας τη ρακέτα της δε-ξιά-αριστερά.

-Τι είναι αυτό;-Έπαιζα τένις στο WAVOR όταν… έγινε.-Οι γονείς σου είναι εδώ;-Η μαμά μου έσπασε το πόδι της και της το έφτιαξε

ο γιατ- ο μπαμπάς σου. Είναι πάνω. -Θα της πάμε λοιπόν εμείς νερό, αφού δεν μπορεί να

σηκωθεί, λέω αποφασιστικά. Έλα, επαναλαμβάνω.Στο δρόμο συναντάω τον μπαμπά, που έχει πιάσει

131

Σύστημα 12-D

κουβέντα με έναν μεγαλύτερο κύριο, που φοράει πα-ντόφλες, παντελόνι κι ένα άσπρο φανελάκι. Από μακριά τον βλέπω που χειρονομεί έντονα, ενώ ο μπαμπάς σκύ-βει προς το μέρος του –είναι τουλάχιστον δύο κεφάλια ψηλότερος- και προσπαθεί να του μιλήσει. Πλησιάζω γρήγορα.

-Αυτοί οι φανατικοί, φωνάζει ο άνθρωπος, καλά έπα-θαν. Αυτοί το προκάλεσαν, η βία φέρνει βία. Πρέπει να είστε ο μόνος που δεν βλέπει τα καλά της Ανθρώπινης Πίστης. Όσο για τις λέξεις αυτές που μόλις αναφέρατε, συνεχίζει χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του, καλά θα κάνατε να προσέχατε τι λέτε και σε ποιον. Εγώ εί-μαι ο πιο νομοταγής πολίτης αυτής της χώρας, αλλά αν με δουν μαζί σας ή μας ακούσουν να μιλάμε, άντε να αποδείξω ότι δεν έχω καμία σχέση με αναρχικούς και φανατικούς.

-Δεν είμαι φανατικός, λέει ο μπαμπάς όταν ο κύριος διακόπτει για να πάρει ανάσα. Είμαι χριστιανός, όπως φαντάζομαι κι εσείς ήσασταν κάποτε, έστω κατ’ όνομα μόνο. Και το μόνο που θέλω να σας πω είναι ότι ο Χρι-στός, που είναι αληθινός και υπαρκτός, παρ’ όλη την καινούργια «πίστη» που Τον αρνείται, έρχεται για να πάρει τους πιστούς Του και αλίμονο σ’ όσους μείνουν πίσω.

Ο άνθρωπος είχε αρχίσει να απομακρύνεται φοβι-σμένος μόλις άκουσε τη λέξη «χριστιανός», αλλά αλ-λάζει γνώμη και γυρίζει πίσω για να πει μια τελευταία κουβέντα.

-Για το καλό σου το λέω, γιατρέ, λέει στον μπαμπά. Θα καταλήξεις σαν αυτούς τους τρομοκράτες, που τους έβγαλαν από τη μέση στις 12 Δεκεμβρίου έτσι όπως πας. Εσύ είσαι καλός άνθρωπος, δεν είναι για σένα αυτά.

-Δεν ήταν τρομοκράτες, μουρμουρίζει ο μπαμπάς ηττημένος. Ήταν η γυναίκα μου και η κόρη μου.

132

Προμέσσα

Νόμιζε πως ο άλλος δεν άκουγε, πως είχε φύγει, αλλά όχι.

-Τι είπες;Μας κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα και με την άκρη

του ματιού μου βλέπω ότι και η Άννα έχει κοντοσταθεί δίπλα μου και άκουσε τα πάντα.

-Δεν σε πιστεύω, λέει ο άντρας, και τώρα βλέπω ότι έχει έναν πρόχειρο επίδεσμο στο αριστερό του χέρι.

Έτσι εξηγείται το «γιατρέ».-Η αλήθεια είναι, λέει ο μπαμπάς. Και το ξέρεις μέσα

σου ότι αυτή είναι η αλήθεια και μόνος σου διαλέγεις τι θα πιστέψεις. Μας είπαν ότι αν κάνουμε αυτά που μας λένε, θα είμαστε ασφαλής. Ότι αν δεχτούμε την Ανθρώ-πινη Πίστη, δεν θα μας πειράξει ποτέ κανείς. Την ώρα του σεισμού όμως, ποιος ήταν εκεί για να μας προστα-τέψει; Κανείς τους. Έτσι και την ώρα της κρίσης. Μόνο το αίμα του Χριστού δικαιώνει τον άνθρωπο, τον σώζει. Τίποτα άλλο. Πού ήταν αυτοί να μας σώσουν όταν σει-όταν ο κόσμος;

-Ο πατέρας μου είναι θαμμένος στα ερείπια, τον δια-κόπτει ξαφνικά η Άννα.

Τα μάτια της είναι στεγνά και το ύφος της αδιάφορο. Χωρίς να ξέρω γιατί, βάζω το χέρι μου στο δικό της. Δεν γυρίζει να με κοιτάξει. Σε λίγο όμως νιώθω ένα μικρό σφίξιμο, σαν να μου λέει ότι κατάλαβε, ότι με χρειάζε-ται.

-Λυπάμαι πολύ, της λέει ο μπαμπάς μαλακά. Και για το χέρι σας λυπάμαι, λέει στον κύριο. Φαντάζομαι σύ-ντομα θα στείλουν βοήθεια.

-Έχεις δίκιο, μπαμπά, του λέω σε λίγο, οδηγώντας τον πίσω από τα δέντρα. Ήθελα να στο πω και πριν.

-Για ποιο πράγμα έχω δίκιο;Παίρνω μια βαθιά ανάσα κι ανοίγω το στόμα μου

πριν χάσω το θάρρος μου.

133

Σύστημα 12-D

-Ότι δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Ότι πρέπει να ετοι-μαστούμε και αν μπορούμε να ετοιμάσουμε κι άλλους. Ότι ο Χριστός έρχεται όπου να ’ναι.

-Το ξέρω, κοριτσάκι μου, μου απαντάει. Κάθε μέρα δεν λέμε «η Μέρα είναι κοντά»;

-Η Μέρα δεν είναι κοντά. Είναι σήμερα, λέω πριν το πολυσκεφτώ.

Σταματάει στη μέση του δρόμου.-Πώς το ξέρεις αυτό; ρωτάει, σχεδόν ψιθυριστά.Δεν το περίμενα ότι θα με πάρει στα σοβαρά τόσο

γρήγορα. Ίσως κι εκείνος, όπως εγώ, είναι διατεθειμέ-νος να πιστέψει ένα όνειρο, ένα ψέμα, με την ελπίδα ότι θα μας δώσει δύναμη να ζήσουμε.

-Μου το είπε η Ρένα.Αναστενάζει. Η λάμψη χάθηκε από τα μάτια του, η ένταση.-Όχι, όχι τότε, του λέω πριν προλάβει να μιλήσει. Όχι

πριν πέντε χρόνια. Τώρα, χθες το βράδυ. Είναι περίερ-γο, το ξέρω, αλλά ήρθε και την είδα, και είμαι σίγουρη ότι ήμουν ξύπνια, και μου έπιασε το χέρι, και τα φαντά-σματα δεν πιάνουν χέρια, έτσι δεν είναι; Και μου είπε ότι ο Θεός την ανέστησε για να έρθει να μας πει να ετοιμαστούμε και να το πούμε και στους άλλους…

Τα υπόλοιπα λόγια μου πνίγονται μέσα στο πουκά-μισό του, γιατί ξαφνικά με σφίγγει τόσο δυνατά στο στήθος του, που δεν μπορώ να αναπνεύσω. Προσπαθώ να ηρεμήσω και καταλαβαίνω ότι μιλούσα γρήγορα και λίγο ασυνάρτητα, μέσα στο ζήλο μου να του τα πω όλα, να τον κάνω να με πιστέψει. Γεύομαι κάτι αλμυρό στα χείλη μου και ξέρω ότι είναι δάκρυα.

Οι ώμοι του μπαμπά ανεβοκατεβαίνουν κι αυτοί. -Καταλαβαίνω, κοριτσάκι μου, λέει. Ξέρω. Πόσες φο-

ρές τις έχω δει κι εγώ στον ύπνο μου, πόσες αμέτρητες φορές… ξέρω.

Τραβιέμαι απότομα.

134

Προμέσσα

-Δεν με πιστεύεις.Το λέω σαν διαπίστωση, όχι σαν απορία. Δεν θα έπρε-

πε να με εκπλήσσει. Κι εγώ η ίδια σχεδόν δεν πιστεύω τον εαυτό μου. Ένα μέρος του εαυτού μου όμως, ένα κομμάτι της καρδιάς μου με πρόδωσε, μου είπε να ελ-πίζω.

Ξαφνικά μια σκέψη τρελή έρχεται στο μυαλό μου και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Αρχίζω και τρέχω. Ο αέρας στεγνώνει τα μάγουλά μου. Σηκώνω κι άλλο τα μανίκια της πελώριας μπλούζας. Δεν έχω απομακρυνθεί πολλά μέτρα, όταν νιώθω το χέρι του μπαμπά να με σταμα-τάει. Τα μακριά του πόδια με πρόλαβαν εύκολα, και στέκεται μπροστά μου κλείνοντάς μου το δρόμο.

-Έσσα, συγγνώμη, μου λέει κοιτώντας με ανήσυχα. Δεν ήθελα να σε πληγώσω…

-Το ξέρω, μπαμπά, του λέω, σκουπίζοντας τα μάτια μου. Και δεν με πλήγωσες, αλήθεια. Κάτι πρέπει να βρω, όμως, κάτι πρέπει να φέρω. Θα δεις.

Κοιτάζει απέναντι, στην κατεύθυνση που τρέχω, να δει πού θέλω να πάω. Βλέπει τα κάγκελα στο βάθος και καταλαβαίνει.

-Θα έρθω μαζί σου.-Όχι, δεν χρειάζεται... ξεκινάω να πω, αλλά κάτι με

διακόπτει.Ένας διαπεραστικός ήχος φτάνει στα αυτιά μας και

μας κάνει να τα καλύψουμε με τις παλάμες μας. Ένας ήχος δυνατός, χαρακτηριστικός, που έχω να ακούσω από τότε που πήγαινα στο δημοτικό. Ο ήχος από ένα μεγάφωνο.

«Προσοχή, παρακαλώ, συγκεντρωθείτε όλοι στο κε-ντρικό προαύλιο, σε τρεις σειρές. Ο Πρωθυπουργός της χώρας σε συνεργασία με τον Οικουμενικό Ηγέτη έχουν φροντίσει για τις ανάγκες σας. Υπάρχουν φαγητό, ρού-χα, και μονάδα νοσοκομειακής περίθαλψης. Θα σας

135

Σύστημα 12-D

παρακαλέσω να κινείστε με τάξη και ηρεμία. Όλοι θα εξυπηρετηθούν.»

Η φωνή είναι γυναικεία και φτάνει σε κάθε άκρη του σχολείου.

Τριγύρω μου άνθρωποι τρέχουν με ανανεωμένη ελ-πίδα. Μερικοί σπρώχνονται, μερικοί φωνάζουν.

Το στομάχι μου γουργουρίζει δυνατά στη σκέψη του φαγητού.

Μια άλλη φωνή, αντρική αυτή τη φορά, μπάσα και επαγγελματική, φτάνει στα αυτιά μας.

«Είμαστε εδώ για να διαφυλάξουμε την ασφάλειά σας. Οποιαδήποτε ταραχοποιά στοιχεία θα απομα-κρυνθούν άμεσα, ευχαριστώ.»

Είναι θεαματική η αλλαγή. Μέσα σε κλάσματα δευ-τερολέπτου, το πλήθος που ορμούσε σαν σμήνος προς το μπροστινό μέρος του σχολείου μεταμορφώνεται σε παρέλαση. Όχι ακριβώς, βέβαια, αλλά ξαφνικά όλοι σταματάνε να τρέχουν, να πατάνε τους διπλανούς τους, να βρίζουν. Τα βήματά τους είναι βιαστικά, αλλά συγκρατημένα. Τα πρόσωπά τους, που λίγο πριν ήταν γεμάτα θυμό, απελπισία, ελπίδα, γίνονται σκληρά και παγωμένα.

Κατεβάζω τα μανίκια της μπλούζας μου, γιατί ξαφ-νικά κρύωσα.

-Έσσα, μου λέει ο μπαμπάς. Καλύτερα να μην πάμε μαζί.

Κουνάω το κεφάλι μου βουβά. Μου πιάνει το χέρι και φεύγει από τα αριστερά. Εγώ πάω από τα δεξιά.

Μόλις φαίνονται τα φορτηγάκια της κυβέρνησης, καταλαβαίνω την ξαφνική προθυμία του κόσμου να συμμορφωθεί. Τα φορτηγά είναι πέντε και δίπλα τους ένα νοσοκομειακό. Σε κάθε όχημα που φέρει τριγω-νικό σήμα του Οικουμενικού Ηγέτη, αντιστοιχούν δύο περιπολικά, πλήρως επανδρωμένα. Οι αστυνομικοί ήδη καθοδηγούν τους ανθρώπους σε τρεις τακτικές σειρές,

136

Προμέσσα

ενώ τρεις νοσοκόμες με άσπρα λαστιχένια γάντια ξεχω-ρίζουν εκείνους που έχουν βαριά χτυπήματα. Δύο νο-σοκόμοι μεταφέρουν κάποιον μέσα από το κτίριο του σχολείου πάνω σε ένα φορείο.

Δεν βλέπω την Άννα πουθενά και φαντάζομαι ότι θα είναι κάπου μπροστά, από τους πρώτους που έτρεξαν, μια που είναι και αθλήτρια, έστω και ενός εικονικού σπορ. Ψάχνω το καρό πουκάμισο του μπαμπά. Στο με-ταξύ η απαλή γυναικεία φωνή συνεχίζει από το μεγά-φωνο. Στην αρχή ο καθησυχαστικός τόνος τής φωνής της με εκνευρίζει, αλλά σύντομα τα λόγια της μου πα-γώνουν το αίμα.

«Ο χθεσινός σεισμός φαίνεται να ήταν παγκόσμιας κλίμακας, και πρωτοφανής ως φαινόμενο σε μέγεθος και χαρακτηριστικά. Με βάση κάποια πρώτη συλλογή στοιχείων, υπάρχουν σεισμόπληκτοι σε κάθε ήπειρο της υφηλίου, και σε κάθε χώρα. Για την ομαλή διεξαγωγή της διάσωσης των δισεκατομμυρίων σεισμοπλήκτων, λοιπόν, αποφασίστηκε από το Συμβούλιο των Ηπείρων να εφαρμοστεί το σύστημα 12-D. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται μέχρι τώρα σε περιοχές όπου για κάποιο λόγο η επικοινωνία μέσω της Οθόνης VI είναι ανέφικτη. Προσωρινά, έχουμε ενημερωθεί ότι ένας πύργος του WAVOR και στην περιοχή αυτή έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, γι’ αυτό δεν προβλέπεται άμεση σύνδεση των πολιτών με τις οθόνες GCM ή τα προσωπικά σας Po-six. Για την καταμέτρηση, λοιπόν, των πολιτών και τις εγγραφές τους σε νοσοκομειακές μονάδες ή σε λίστα συσσιτίου, είναι απαραίτητος ένας άλλος τρόπος ταυ-τοποίησής τους. Το σύστημα 12-D, για όσους δεν γνω-ρίζουν, είναι ακόμα σε πρωτολειακό στάδιο, και αναμέ-νεται η εξέλιξή του.

»Προς το παρόν, όμως, όποιος έρχεται για να παρα-λάβει το μερίδιο τροφής ή ρουχισμού που του αντιστοι-χεί, θα ταυτοποιεί πρώτα τον εαυτό του με το αποτύ-

137

Σύστημα 12-D

πωμα του δεξιού του δείκτη και έπειτα θα παραλαμβά-νει ένα περικάρπιο, που θα φέρει το αποτύπωμα αυτό καθώς και άλλες χρήσιμες για τις συναλλαγές του πλη-ροφορίες. Τα περικάρπια αυτά δεν είναι οδυνηρά ούτε περίπλοκα στη χρήση, και είναι αμετακίνητα. Μόνο φο-ρείς των περικάρπιων δικαιούνται συσσίτιο και ιατρική περίθαλψη. Συστήνεται σε όλους τους πολίτες από τον ίδιο τον Οικουμενικό Ηγέτη η συνεργασία τους, ώστε να γίνει ταχύτερη καταμέτρηση των επιζώντων.

»Αδυναμία να επιδείξει κάποιος το περικάρπιό του όταν του ζητηθεί, τιμωρείται από το Νόμο με φυλάκιση από δώδεκα μήνες έως και δέκα χρόνια και…»

Η φωνή της σβήνει από τη συνείδησή μου, καθώς επιτέλους εντοπίζω τον μπαμπά. Είναι στην άλλη σειρά, περίπου δέκα άτομα μπροστά από μένα. Τα μάτια του βρίσκουν τα δικά μου.

Κουνάει το κεφάλι του μία φορά δεξιά, μία αριστε-ρά, πολύ αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου για να δείξω ότι κατάλαβα. Σκύβω και πα-ριστάνω ότι δένω το κορδόνι του παπουτσιού μου. Σε λίγο η ουρά προχωράει και κάποιος παίρνει τη θέση μου. Σηκώνομαι δήθεν αδιάφορα και περπατάω σιγά-σιγά προς τα πίσω. Κανείς δεν με κοιτάει. Όλων τα μά-τια είναι καρφωμένα στα πρώτα άτομα που βγαίνουν από τα φορτηγάκια κρατώντας μεγάλους δίσκους με αχνιστό φαγητό. Από πίσω μας περνάνε οι νοσοκόμοι με άλλον ένα τραυματία στο φορείο τους. Περιμένω να περάσουν και αρχίζω και τρέχω μέχρι που φτάνω στην πίσω μεριά του σχολείου. Ο ήχος από το μεγάφωνο φτάνει και εκεί, αλλά δεν ακούω τι λέει η κυρία με τη στολή της κυβέρνησης, γιατί στα αυτιά μου σφυροκο-πούν οι χτύποι της καρδιάς μου.

Δεν το περίμενα αυτό να γίνει. Δεν ήξερα καλά-καλά τι ήταν το σύστημα 12-D. Μόνο ότι είχε πάρει το όνο-μά του από τις 12 Δεκεμβρίου και ότι το εφάρμοζαν

138

Προμέσσα

στις «Προνομιούχες Χώρες», τις χώρες δηλαδή όπου μέχρι πρόσφατα η φτώχεια και οι συνθήκες ζωής δεν επέτρεπαν την εγκατάσταση μίας Οθόνης VI σε κάθε σπίτι. Ήξερα ότι το σύστημα 12-D ήταν υπεύθυνο για τον εντοπισμό εγκληματιών και αναρχικών ομάδων σε αυτές τις χώρες, πράγμα που είχε οδηγήσει στο να εξα-λειφθούν σχεδόν τελείως οι πόλεμοι και η εγκληματικό-τητα ακόμα και εκεί.

Ήξερα ότι μία οργάνωση από δεκατέσσερα άτομα στη Σομαλία είχαν βρει τραγικό θάνατο ύστερα από μία εξέγερσή τους εναντίον του συστήματος 12-D, για-τί έλεγαν ότι παραβιάζει την ελευθερία τους, κι ότι τους κάνει υποχείριο του Οικουμενικού Ηγέτη. Είχα διαβάσει για έναν από αυτούς, που είχε πληγωθεί άσχημα στο χέρι, κι έπειτα είχε προσπαθήσει να το κόψει στην προ-σπάθειά του να ξεφύγει από το σύστημα 12-D. Αλλά μέχρι τώρα κανείς μας δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό το σύστημα. Κανείς μας δεν είχε δώσει σημασία, το θε-ωρούσαμε πολύ μακρινό από μας, με τις Οθόνες VI μας, με τα Po-six και όλες τις άλλες συσκευές.

Τώρα καταλαβαίνω γιατί.Τώρα βλέπω γιατί δεν είχαν βγει να ανακοινώσουν

αυτές τις χειροπέδες, αυτές τις υπογραφές του Οικου-μενικού Ηγέτη, που στην ουσία δηλώνουν ότι κάθε άνθρωπος πάνω στον πλανήτη του ανήκει. Περίμεναν κάποια τέτοια στιγμή, που οι άνθρωποι θα είναι κου-ρασμένοι και φοβισμένοι και ανίκανοι να σκεφτούν και να αντιδράσουν. Όχι ότι ούτως ή άλλως βέβαια δεν θα πουλούσαν την ταυτότητά τους ως άνθρωποι για να εξαγοράσουν την ασφάλειά τους. Όχι ότι δεν θα που-λούσαν τα πιστεύω τους, τον ίδιο τους τον εαυτό.

Και ξέρω γιατί ο μπαμπάς μού έγνεψε «όχι».Φτάνει δίπλα μου σε λίγο, λαχανιασμένος κι αυτός.

Κοιταζόμαστε και δεν μιλάμε. Σε λίγο ακούω το στομάχι μου να διαμαρτύρεται δυνατά. Δεν θα φάμε τελικά σή-

139

Σύστημα 12-D

μερα, Του λέω. Δεν μπορώ να βάλω το βραχιόλι αυτό, ό,τι κι αν είναι. Αν το βάλω δεν θα μπορούμε να ξανα-μαζευτούμε για να λατρέψουμε τον Θεό μας, γιατί θα μας βρουν αμέσως και θα μας πιάσουν σαν ποντίκια στη φάκα. Αν, βέβαια, είναι ακόμα ζωντανοί και οι άλ-λοι. Προτιμώ να πεινάω για λίγο, παρά να χάσω για πάντα την ευκαιρία να λέω το όνομα του Θεού μου.

Καθόμαστε στο χώμα. Σκέφτομαι τη Ρένα.Άνθρωποι περνάνε από μπροστά μας, αλλά ούτε που

μας προσέχουν. Κοιτάζουν με λατρεία τους δίσκους που κρατάνε στα χέρια τους, είναι ήδη μπουκωμένοι. Άλλοι έχουν αλλάξει τα σκισμένα τους ρούχα και φορά-νε ομοιόμορφες φόρμες με το σήμα του Οικουμενικού Ηγέτη στην πλάτη.

Διπλώνω τα χέρια μου πάνω από το στομάχι μου, για να μη με προδώσουν οι διαμαρτυρίες του.

Πρώτη φορά ακούω για ένα σεισμό ότι συμβαίνει σε όλη τη γη ταυτόχρονα. Δεν είμαι βέβαια ειδήμων –ούτε το σχολείο δεν έχω τελειώσει- αλλά από την ανακοίνω-ση που ακούστηκε φαίνεται πως είναι όντως πρωτοφα-νές και ανεξήγητο το φαινόμενο.

Φαντάζει απίθανο η ίδια η φύση, το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, να ήταν το μόνο πράγμα που τόλ-μησε να αμφισβητήσει την τέλεια τάξη, την απόλυτη εξουσία του Οικουμενικού Ηγέτη. Πριν μερικές ώρες μόνο έμοιαζε πως τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ να τα-ράξει τον κόσμο όπως τον έφτιαξε εκείνος μαζί με τους συμβούλους του. Κι όμως, όλα ανατράπηκαν. Στην κυ-ριολεξία. Οι ευθυγραμμισμένοι δρόμοι, τα ψηλά σπίτια, οι Οθόνες VI. Μέσα σε λίγα λεπτά.

Οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πώς είναι να ξεβολεύο-νται, να φοβούνται. Να όμως τώρα που έχουν ανάγκη από καταφύγιο. Και δεν ξέρουν σε ποιον να στραφούν, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να τους το προσφέρει.

140

Προμέσσα

Ίσως ο Οικουμενικός Άρχοντας; Εκείνος που αγόρασε τα δικαιώματα της ψυχής τους

για ένα δίσκο με φαγητό; Είναι δυνατόν να μη βλέπουν; Να μην καταλαβαίνουν;

Νιώθω το στόμα μου να γεμίζει με σάλιο καθώς φτά-νουν οι μυρωδιές του φαγητού στη μύτη μου και αμέ-σως μετά διψάω, γιατί από μπροστά μου περνάει ένα παιδί με ένα τεράστιο μπουκάλι παγωμένο νερό και τα χείλη του να στάζουν δροσιά.

Ο μπαμπάς μου πιάνει το χέρι.Γρήγορα βήματα ακούγονται, δυνατά, έντονα, βια-

στικά. Καθώς πλησιάζουν, ακούμε και φωνές.-Μάλλον κάπου εδώ θα είναι, λέει μια λεπτή φωνή,

που μου μοιάζει γνωστή. Εδώ ήταν πριν.-Είστε σίγουρη, δεσποινίς; ρωτάει μια βαριά, αντρική

φωνή.Ξαφνικά, δεν ξέρω γιατί, αρχίζω και τρέμω.-Φύγε, μου ψιθυρίζει ο μπαμπάς. Διστάζω. Σηκώνεται όρθιος προσεκτικά.-Τώρα, διατάζει.Προσπαθώ να μην κάνω φασαρία καθώς τα παπού-

τσια μου πατάνε τις πευκοβελόνες, κι έτσι δεν πάω πολύ γρήγορα. Ο μπαμπάς πηγαίνει προς την άλλη κα-τεύθυνση. Μόνο που δεν πηγαίνει. Όταν γυρίζω πίσω να τον δω, έχει κάνει δύο βήματα, και στέκεται όρθιος, σαν να τους περιμένει να τον φτάσουν. Έχει βγει από τη σκιά του δέντρου και φαίνεται ολοκάθαρα μέσα στον πρωινό ήλιο.

Δύο αστυνομικοί τον πλησιάζουν, κι από πίσω τους η Άννα.

Έχω ριζώσει στο έδαφος, κι ακόμα κι αν ήθελα να τρέξω, τα πόδια μου δεν θα με υπάκουαν.

-Αυτός είναι, λέει η Άννα. Τον είδα που έφευγε από τη σειρά του. Τον άκουσα που έλεγε ότι δεν ανήκει στην Ανθρώπινη Πίστη. Αυτός είναι.

141

Οι αστυνομικοί πέφτουν πάνω στον μπαμπά και του πιάνουν τα χέρια πίσω από την πλάτη.

-Έχει και μια κόρη, συνεχίζει η Άννα με τη μονότονη, άχρωμη φωνή της.

-Δεν είναι εδώ η κόρη μου, φωνάζει ο μπαμπάς, για να τον ακούσω εγώ φαντάζομαι. Είμαι μόνος μου. Ίσως είναι στο σχολείο.

Οι αστυνομικοί τον σηκώνουν από το έδαφος που τον έχουν ρίξει.

«Μπαμπά», ψιθυρίζω, αλλά δεν βγαίνει ήχος από τα ξεραμένα μου χείλη.

Δεν ξέρω τι με σταματάει από το να τρέξω από πίσω τους, να πέσω πάνω στον μπαμπά, να προσπαθήσω να παλέψω. Ίσως το ότι ο μπαμπάς θα μπορούσε να φύγει, αλλά έμεινε στη θέση του ώστε να βρουν εκείνον και να με αφήσουν εμένα να φύγω, και θα πάει χαμένη η θυσία του αν πάω και τους παραδοθώ. Ή ίσως τα λόγια της Ρένας από χτες το βράδυ, που έχουν καρφωθεί στο μυαλό μου και δεν μπορώ να τα ξεχάσω.

Ίσως επειδή τώρα πιο πολύ από ποτέ έχει σημασία να ανακαλύψω την αλήθεια.

Λίγα μέτρα πιο πίσω από εκεί που βρίσκομαι, πα-λιά υπήρχε ένα σημείο της μάντρας του σχολείου, που είχαν σπάσει τα κάγκελα οι συμμαθητές μου για να βγαίνουν να παίρνουν τσιγάρα. Πηγαίνω προς τα κει, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι ότι αυτή ίσως ήταν η τελευταία φορά που είδα τον μπαμπά μου.

Βγαίνω σχετικά εύκολα –για κάποιο λόγο δεν το έχουν ανακαλύψει αυτό το κενό ακόμα οι αρχές- και παίρνω το μακρύ δρόμο για το σπίτι μου.

Οι μικροί, συνοικιακοί δρόμοι είναι άδειοι. Ούτε αυ-τοκίνητα ούτε άνθρωποι φαίνονται πουθενά. Περνάω κάποια μικρά μαγαζιά σαν του μπαμπά, μισογκρεμι-σμένα, περνάω τη μεγάλη πολυκατοικία δίπλα στο πάρ-

Σύστημα 12-D

142

Προμέσσα

κο, που στέκεται ακόμα όρθια, με τα παράθυρά της να χάσκουν σαν τυφλωμένα μάτια μέσα από τα σπασμένα τζάμια.

Αν δεν ήξερα ότι έχω φτάσει στο τετράγωνο του σπι-τιού μας, δεν θα το αναγνώριζα. Οι μετασεισμοί έχουν αποτελειώσει ό,τι έμεινε όρθιο από το μεγάλο σεισμό. Και εδώ όλα είναι ερημωμένα. Τα μόνα που στέκουν ακλόνητα είναι τα αραιά δέντρα που είναι φυτεμένα κάθε πέντε μέτρα στο πεζοδρόμιο. Τώρα φυσικά στα περιποιημένα τους κλαδιά είναι μπλεγμένα σύρματα και στις ρίζες τους κομματιασμένες πλάκες και στύλοι, που πριν ήταν κομψοί φανοστάτες.

Βρίσκω το σπίτι μας, ή μάλλον, αυτό που ήταν παλιά το σπίτι μας, αλλά τώρα είναι ένας σωρός από μπάζα.

Η καγκελόπορτα της εισόδου είναι στη θέση της, αλλά καλυμμένη με χώματα. Πηγαίνω γύρω-γύρω, ισορροπώντας πάνω από τις πλάκες και τα τούβλα, και φτάνω στο πίσω μέρος του σπιτιού. Από τον κήπο έχει μείνει μόνο μια στενή λωρίδα χώμα, και ο υπόλοιπος είναι θαμμένος κάτω από τα ερείπια. Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά έχει αλλάξει τόσο πολύ το τοπίο, και δεν υπάρχουν τα σημάδια που είχα βάλει.

Παίρνω ένα σπασμένο τούβλο και αρχίζω να σκάβω το νωπό χώμα.

Τα νύχια μου γίνονται μαύρα, τα δάχτυλά μου μα-τώνουν.

Σκάβω μία τρύπα, μετά άλλη μια δίπλα.Τίποτα. Σύντομα τελειώνει όλος ο διαθέσιμος χώρος. Ή δεν

είναι εδώ ή πρέπει να σκάψω πιο βαθιά. Τα χέρια μου έχουν βγάλει φουσκάλες στο σημείο που πιέζω το τού-βλο και τρέμουν από την κούραση και την πείνα. Ο ή-λιος μου καίει αλύπητα το κεφάλι. Δεν πρέπει να είναι ούτε έντεκα η ώρα, αλλά μοιάζει σαν να πέρασαν μέρες από τη στιγμή που κούμπωσε ο μπαμπάς το πουκάμισό

143

του και μου είπε «καλημέρα».Είμαι μέσα στα χώματα, γονατιστή, με τα χέρια μου

μέσα στην τελευταία τρύπα που έσκαψα. Ίσως έχω τρε-λαθεί με όλα αυτά που έχουν συμβεί. Ίσως είμαι ακόμα μέσα στο όνειρο που έβλεπα χτες τη νύχτα. Ίσως είμαι ήδη πεθαμένη και αυτό που σκάβω τόση ώρα δεν είναι άλλο από τον τάφο μου.

Κάνω να σηκωθώ, και ο κόσμος γυρίζει. Πέφτω πίσω και νιώθω το χώμα να ανακατεύεται με

τα μαλλιά μου, να μου αγκαλιάζει το κεφάλι, να με ξε-κουράζει.

Δεν ξέρω για πόση ώρα μένω εκεί.Μετά έρχονται τα δάκρυα.

Σύστημα 12-D

144

7. Βιβλία

Και σκιτσάρω απλά, αμπέλια καρποφόρα,να βιαστώ διπλά στη δική Σου μέρα.

Κ. Ν., «Να Φτιάξω Μίσχους»

Κάποιος με ταρακουνάει. Νιώθω δυο χέρια να με κρατάνε, να με σφίγγουν δυνατά. Ανοίγω τα μάτια μου περιμένοντας να δω τον μπαμπά μου.

Το καστανό κεφάλι του Λεωνίδα είναι σκυμμένο μπροστά μου. Χωρίς να το θέλω, αναστενάζω. Σηκώνει το βλέμμα του και συναντάει το δικό μου. Τα πράσινα μάτια του είναι υγρά. Τα χείλη του τρέμουν.

-Έσσα…, ψιθυρίζει. Σε βρήκα.Ανακάθομαι. Το μέτωπό μου καίει, το ίδιο και τα μάγουλά μου.

Ο ήλιος στέγνωσε τα δάκρυά μου και νιώθω την επιδερμίδα του προσώπου μου ξεραμένη και βρώμικη.

Ο Λεωνίδας απλώνει το χέρι του στο καρούμπαλο που έχω από χτες. Τα φρύδια του σμίγουν.

-Πονάει; με ρωτάει.Τραβιέμαι από το άγγιγμά του, αλλά κουνάω το

κεφάλι μου αρνητικά. Σηκώνεται. -Περίμενε, μου λέει. Μη σηκωθείς.Σε λίγο γυρίζει με το λάστιχο της αυλής στο χέρι.

Είναι σκονισμένο, αλλά ακέραιο. Πώς το ξέθαψε, δεν

145

Βιβλία

ξέρω. Βγάζει το πουκάμισό του από το παντελόνι του και βρέχει την άκρη με νερό. Αρχίζει και σκουπίζει το πρόσωπό μου.

Ανοίγω το στόμα μου και πίνω μέχρι που χορταίνω.-Τρέχω από χθες, λέει ο Λεωνίδας, κι εκείνη τη στιγμή

μόνο προσέχω πόσο τραβηγμένο φαίνεται το πρόσωπό του, τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του, τη λεπτή γραμμή των χειλιών του.

Του δίνω το λάστιχο και συνεχίζει μηχανικά να καθαρίζει τις γρατζουνιές μου.

-Έτσι όπως είναι όλα γκρεμισμένα, δεν αναγνώριζα τίποτα. Έκανα κύκλους. Μόλις τώρα βρήκα το σπίτι σου. Και όταν σε είδα εκεί, πεσμένη, νόμιζα…

Η φωνή του σπάει.-Πήραν τον μπαμπά, του λέω και αναπηδάει.-Γιατί;Του τα λέω όλα. Με ακούει ήσυχα κι όταν τελειώνω

στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται μια απέραντη θλίψη. Είναι περίεργο, αλλά η στιγμή που σκοτεινιάζει το βλέμμα του είναι η στιγμή που παύω να νιώθω τελείως μόνη.

Δεν μιλάμε για λίγο.Τινάζω το χώμα από τα ρούχα μου. Πλένω τα χέρια

μου και τα μαλλιά μου. Σκουπίζω τα αίματα από τα γόνατά μου.

-Και γιατί ήρθες εδώ; με ρωτάει τελικά ο Λεωνίδας.-Ήθελα να βρω τις Αγίες Γραφές που είχαμε θάψει

τότε, αλλά δεν τις βρίσκω. Ήθελα… θέλω κάτι να δω.Χαμογελάει.-Κάτι να δεις; επαναλαμβάνει.-Πρέπει να είναι κάτω από τα μπάζα. Δεν θυμάμαι

πού ακριβώς τις θάψαμε.Κοιτάζει τις τρύπες που έσκαψα. Κι εμένα μου

φαίνονται πολύ ρηχές τώρα που τις βλέπω, σαν λακκούβες πιο πολύ παρά τρύπες, αλλά εκείνος δεν

146

Προμέσσα

λέει τίποτα. -Δεν μπορούσα να σκάψω και πολύ καλά μόνη μου,

παραδέχομαι. -Δεν είσαι μόνη σου πια.Παίρνει στο χέρι του το τούβλο που είχα αφήσει

στην άκρη και δοκιμάζει το βάρος του. Το αφήνει στην άκρη και φέρνει ένα κομμάτι ξύλο. Το μπήγει στη γη λοξά, κι όταν το σηκώνει, έχει ανοίξει με μία κίνηση μια τρύπα πιο μεγάλη από όλες τις δικές μου μαζί. Κάνω να σηκωθώ, αλλά με σταματάει.

-Κάτσε εκεί, μου λέει. Αρκετά κουράστηκες.Σε δύο λεπτά, βάζει τα χέρια του μέσα στην τρύπα

και τραβάει έναν μπόγο. Δεν τον αναγνωρίζω στην αρχή, έτσι που είναι καλυμμένος με χώματα, αλλά όταν τον τινάζει ο Λεωνίδας, βλέπω ότι είναι η σακούλα που είχα βάλει μέσα τη δική μου Βίβλο.

Με μια κραυγή πετάγομαι πάνω. Μόλις σηκώνομαι, ζαλίζομαι πάλι, αλλά δεν δίνω σημασία. Περιμένω λίγο να σταθεροποιηθεί ο κόσμος γύρω μου, και τρέχω στο Λεωνίδα. Αρπάζω τη βρόμικη σακούλα από τα χέρια του πριν προλάβει να της ρίξει μια δεύτερη ματιά, και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου.

Ο Λεωνίδας μένει για λίγο στα γόνατα όπως ήταν απ’ το σκάψιμο και με κοιτάζει σαστισμένος. Έπειτα σηκώνεται όρθιος.

Έρχεται δίπλα μου και σκουπίζει τα δάκρυα, που τρέχουν ποτάμι από τα μάτια μου.

-Ωραία μπλούζα, μου λέει.Κοιτάζω κάτω. Το τεράστιο κομμάτι ύφασμα που

φοράω έχει γίνει καφέ και μαύρο, από άσπρο που ήταν. Γελάω μέσα από τα δάκρυά μου.

-Δεν κοιτάς τον εαυτό σου καλύτερα λέω εγώ; του απαντάω.

Είναι κι εκείνος μες στα χώματα. Τα μάτια του δεν αφήνουν τα δικά μου.

147

-Δεν έχω δει πιο όμορφο θέαμα από το πρόσωπό σου σήμερα το πρωί, μου λέει, και κοιτάζω κάτω, γιατί ξαφνικά νιώθω το χρώμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου.

Κάθομαι κάτω και ανοίγω τη σακούλα με ευλάβεια.-Να ψάξω κι άλλο; με ρωτάει ο Λεωνίδας. -Υπάρχουν κι άλλες τρεις, του λέω αφηρημένα κι

ακούω το μαδέρι να ξύνει το χώμα. Όλη μου η προσοχή όμως είναι στο βιβλίο που ανοίγω

στα γόνατά μου. Το εξώφυλλό της είναι απαλό μοβ, το αγαπημένο μου χρώμα την εποχή εκείνη που μου την έκαναν δώρο οι γονείς μου. Τα φύλλα της λεπτά, χρυσά, ελαφρώς φθαρμένα από τη χρήση. Είναι ζεστή στο άγγιγμά μου, σαν μόλις χτες να την έπιαναν χέρια και να τη διάβαζαν μάτια. Μια σταγόνα πέφτει από τα δικά μου στο εσώφυλλο και τη σκουπίζω γρήγορα πριν αφήσει σημάδι.

Σκουπίζω τα δάχτυλά μου στην μπλούζα μου όσο πιο καλά μπορώ, κι αρχίζω να τη φυλλομετρώ, ψάχνοντας αυτό που θέλω. Τα μάτια μου είναι θολά όμως και τα χέρια μου τρέμουν. Ξαφνικά δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τι ψάχνω. Κι είναι τόσο πολλές οι σελίδες, τόσο βαρύ το βιβλίο για τα χέρια μου, που είμαι σίγουρη ότι δεν θα βρω ποτέ αυτό που χρειάζομαι.

Ένα χέρι ζεστό ακουμπάει στην πλάτη μου κι έπειτα παίρνει απαλά το πολύτιμο βιβλίο από τα τρεμάμενα δάχτυλά μου.

-Πες μου τι θέλεις, θα το βρω εγώ.Για λίγο δεν μπορώ να μιλήσω. Τον κοιτάζω κι

εύχομαι να ήξερε από μόνος του ποια είναι τα λόγια που ψάχνω, να τα έβρισκε, να μου τα έλεγε, να τα είχε στην άκρη της γλώσσας του. Γλείφω τα χείλη μου και γεύομαι αίμα. Είναι ξεραμένα και σε μερικά σημεία θρυμματισμένα.

-Εκεί που λέει… ξεκινάω δειλά.

Βιβλία

148

Προμέσσα

-…ότι θα έρθει ο Χριστός μας; συμπληρώνει.-Ναι, κι ότι άλλοι πιστοί, πριν από μας, θα… Ντρέπομαι να το πω. Ο μπαμπάς μπορεί να μου είπε

ότι το είδα στο όνειρό μου, αλλά ο Λεωνίδας θα με περάσει για τρελή. Δεν θέλω να συνεχίσω τη φράση μου, αλλά τελικά δεν χρειάζεται, γιατί το κάνει εκείνος.

-Θα αναστηθούν, λέει κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά και γυρίζοντας τα λεπτά φύλλα, που θροΐζουν στο άγγιγμά του. Α, να, το βρήκα. Στην πρώτη επιστολή προς Θεσσαλονικείς.

Αρχίζει και διαβάζει και κάθε λέξη πέφτει μέσα στην καρδιά μου σαν βροχή μετά από πολύμηνη ξηρασία, σαν φάρμακο σε ανοιχτή πληγή.

-«Δεν θέλω, μάλιστα, να αγνοείτε, αδελφοί, για όσους έχουν κοιμηθεί, για να μη λυπάστε, όπως και οι υπόλοιποι, που δεν έχουν ελπίδα. Επειδή, αν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός, αυτούς που κοιμήθηκαν με πίστη στον Ιησού, θα τους φέρει μαζί του. Γιατί… εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε στην παρουσία τού Κυρίου, δεν θα προλάβουμε αυτούς που κοιμήθηκαν· ο ίδιος ο Κύριος θα κατέβει από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, κι αυτοί που πέθαναν εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτα· έπειτα, εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε, θα αρπαχτούμε μαζί τους, ταυτόχρονα, με σύννεφα, σε συνάντηση του Κυρίου στον αέρα·»

Η φωνή του σβήνει και ανακαλύπτω ότι έχω κλείσει τα μάτια μου. Τα ανοίγω και συναντώ τα δικά του.

-«…και έτσι», συνεχίζει, χωρίς να κοιτάζει στο βιβλίο που έχει ανοιχτό στις παλάμες του, λες και ξέρει τα λόγια απ’ έξω, Προμέσσα, «θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο.»

Βάζει τη Βίβλο στα ανοιχτά μου χέρια, ακουμπώντας τα δάχτυλά του στα πολύτιμα λόγια.

149

-Και θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο, επαναλαμβάνει.

Κοιτάζω κάτω, και τα κουρασμένα μάτια μου τρέχουν πάνω στα γνωστά λόγια. «Λοιπόν, παρηγορείτε ο ένας τον άλλον μ’ αυτά τα λόγια,» διαβάζω στο τέλος του κομματιού που μου διάβασε ο Λεωνίδας.

Φοβόμαστε να μιλήσουμε για λίγο, μήπως τα δικά μας λόγια καλύψουν εκείνα που πλανιούνται στον αέρα ανάμεσά μας σαν έμψυχα όντα.

-Αυτό έψαχνες;Τα λόγια του, αν και ψιθυριστά, σβήνουν τη μαγεία.

Γνέφω με το κεφάλι μου.-Μπορώ να ρωτήσω γιατί, αυτό το συγκεκριμένο

κομμάτι;Ανασηκώνω τους ώμους μου.-Έτσι, λέω.-Καλά, απαντάει με έναν τόνο που λέει ότι δεν

πείστηκε καθόλου.Σκάβει λίγο ακόμα, βρίσκει τις άλλες δύο. Τις

βγάζουμε από τις σακούλες τους και τις ανοίγουμε κοιτώντας τούς σελιδοδείκτες και τα υπογραμμισμένα εδάφια στις σελίδες τους. Η μία είναι πολύ παλιά, δεν την ανοίγαμε ποτέ, και έχει το όνομα της γιαγιάς μου στην πρώτη λευκή σελίδα. Η άλλη είναι μία που είχαμε φέρει στο σπίτι από την εκκλησία και έμεινε εκεί –μέχρι την 12η Δεκεμβρίου.

-Είχα θυμώσει πολύ μαζί σου, λέω ξαφνικά.-Μαζί μου; Και γιατί παρακαλώ;-Πριν από το σεισμό… Τώρα πια δεν έχει σημασία.-Λέγε.-Να… νόμιζα ότι θα σε συλλάμβαναν.Ένα χαμόγελο περηφάνιας φωτίζει το πρόσωπό του.-Με συνέλαβαν –παραλίγο, απαντάει.-Τι; -Είπα παραλίγο. Είμαι εδώ τώρα, λέει μαλακά,

Βιβλία

150

Προμέσσα

είμαστε μαζί. Κάτσε κάτω.Κάθομαι.-Την ώρα που με έβαζαν μέσα στο περιπολικό,

άρχισε να κουνιέται το σύμπαν, συνεχίζει, λες και είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Ο κόσμος γκρεμιζόταν τριγύρω, με μένα θα ασχολιόντουσαν; Με παράτησαν κι εμένα και το αυτοκίνητο κι έτρεξαν να σωθούν. Τελικά βέβαια δεν χρειαζόταν να ανησυχούν, γιατί έγιναν πολύ λίγες ζημιές στην περιοχή μου, αλλά όπως και να έχει, εγώ την έκανα.

-Φαίνεσαι πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό σου, του λέω.

-Είμαι, μου απαντάει. Κανονικά τώρα θα ήμουν μέσα. Ή…

-Ή πεθαμένος, συμπληρώνω. Όπως η μητέρα μου και η αδερφή μου. Και ο θείος μου και τα ξαδέρφια μου. Και ίσως και ο μπαμπάς μου…

-Έι… Έσσα. Με πιάνει απ’ τους ώμους, αλλά δεν μπορώ να

σταματήσω. -Δεν επιτρέπεται εγώ να έχω ένα φίλο, έτσι δεν είναι;

Συνεχίζω, και σε κάθε λέξη που λέω γεύομαι την πίκρα που έχει μαζευτεί στην καρδιά μου τα τελευταία χρόνια. Δεν μετράω, απ’ ό,τι φαίνεται. Όλοι σας θα πάτε να σώσετε τον κόσμο και θα μ’ αφήσετε πίσω, μόνη μου. Και γω τι πρέπει να κάνω; Να κάθομαι να σας περιμένω να εμφανιστείτε στα όνειρά μου; Να αναρωτιέμαι πότε θα μας θυμηθεί ο Θεός; Δεν μπορώ άλλο, δεν έχω άλλες αντοχές, μέχρι εδώ ήταν.

-Έσσα, άκου, άκουσέ με, δεν ήθελα να σε πονέσω, το έκανα για σένα, για να σου θυμίσω, να σε ενθαρρύνω…

Δεν θέλω να ακούσω άλλα. Το ξέρω ότι δεν είναι ώριμη η συμπεριφορά μου, αλλά νιώθω ότι έχω φτάσει τα όρια της αντοχής μου. Και η Φωνή του Θεού, που

151

ήταν τόσο κοντά πριν, πού είναι τώρα; Μοιάζει τόσο απίστευτα μακρινή…

Τραβιέμαι από κοντά του και πάει να μου πιάσει το χέρι για να με κρατήσει. Πετάγομαι πάνω απότομα να φύγω, αλλά κάτι περίεργο συμβαίνει. Αντί να σηκωθώ, πέφτω. Όλα γυρίζουν. Ακούω το Λεωνίδα να φωνάζει το όνομά μου από μακριά, αλλά δεν μπορώ να του απαντήσω, γιατί ξαφνικά βρίσκομαι στο σκοτάδι.

Όταν ανοίγω τα μάτια μου, το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι το πρόσωπό του να με κοιτάζει ανήσυχα. Δεν είμαστε πια στον κήπο πίσω από το σπίτι μου, αλλά σε μια σκιά. Μου βρέχει τα χείλη με νερό –ούτε που με νοιάζει πού το βρήκε το μπουκάλι, και στο δρόμο κάτω να το βρήκε το ίδιο μου κάνει- και βγάζει από την τσέπη του μία σοκολάτα.

-Πόσες ώρες έχεις να φας; με ρωτάει.-Δεν ήθελα να βάλω το βραχιόλι, μουρμουρίζω

παιδιάστικα.Ακούω ένα βαθύ αναστεναγμό και την επόμενη στιγμή

με βοηθάει να καθίσω και μου βάζει ένα κομματάκι σοκολάτα στο στόμα. Είναι το πιο τέλειο φαγητό που έχω φάει ποτέ σ’ όλη τη ζωή μου. Κλείνω τα μάτια μου για να την απολαύσω. Μου δίνει ένα ακόμα πλακάκι και νιώθω σαν να συνέρχομαι από μεγάλη αρρώστια. Τα πόδια μου δεν είναι πια τόσο βαριά και η όρασή μου καθαρίζει.

Κάθομαι και ανακαλύπτω ότι βρισκόμαστε στο μικρό πάρκο στο διπλανό τετράγωνο από το σπίτι μου, στην παχιά σκιά ενός δέντρου, δίπλα από τις κούνιες. Δεν έχω συνηθίσει να είμαι έξω τόσες ώρες, ούτε να είναι τόσο ερημικά όλα.

Πρέπει να είναι μεσημέρι. Όλα γύρω μας είναι λουσμένα στο φως του ήλιου, η κόκκινη τσουλήθρα με τις περίπλοκες διαδρομές, το μισογκρεμισμένο ξύλινο κιόσκι στο βάθος, το γρασίδι που απλώνεται σαν

Βιβλία

152

Προμέσσα

σύννεφο κάτω από τα πόδια μας. Ο Λεωνίδας κάθεται οκλαδόν δίπλα μου.

-Συγγνώμη, του λέω δειλά.Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. -Έπρεπε να το σκεφτώ, λέει. Θα είχα φέρει πιο πολλά

από μία σοκολάτα. -Είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχω φάει ποτέ.Νιώθω την ανάσα του να ανακατεύει τα μαλλιά

μου.-Έσσα, ξεκινάει. Θέλω να σου ζητήσω να με

συγχωρέσεις γιατί δεν σκέφτηκα πώς θα σε επηρέαζε εσένα η πράξη μου αυτή, να κάνω hacking στο WAVOR.

Σηκώνει το χέρι του, γιατί ετοιμαζόμουν να τον διακόψω.

-Όποιες και να ήταν οι προθέσεις μου, έπρεπε να σε είχα σκεφτεί. Γιατί είσαι σημαντική για μένα. Όπως και είσαι σημαντική για τον Θεό. Δεν ξέρω να σου πω γιατί δεν έχει έρθει ακόμα, ούτε γιατί υποφέρεις τόσο. Αλλά ξέρω ότι έχεις σημασία για Κείνον. Ότι μετράς. Τα συναισθήματά σου, ο πόνος σου, η χαρά σου. Και οι υπόλοιποι, όλοι αυτοί που σε άφησαν, δεν είχαν άλλη επιλογή, αλλά εγώ θα έπρεπε να το σκεφτώ. Αν μη τι άλλο, λίγο πριν, που ήρθα εδώ και σε είδα από μακριά ανάμεσα στα ερείπια, νόμισα εγώ ότι έχω μείνει μόνος. Όλοι έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο για να πάρουμε θάρρος, για να επιζήσουμε. Δεν είναι λάθος αυτό. Το ξέρει και ο Κύριος. Μας έπλασε για να έχει παρέα, για να έχει κάποιον που να Τον αγαπάει.

Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Το θεωρούσα αδυναμία μου να στεναχωριέμαι όταν έφευγαν όλοι από κοντά μου. Πήγαιναν στον Θεό, εξάλλου. Σε ένα μέρος πολύ καλύτερο από αυτό τον κόσμο.

«Ήξερες ότι πονούσα όλο αυτό τον καιρό; Έβλεπες;» Τον ρωτάω.

153

«Ήξερα. Έβλεπα.» Η απάντησή Του έρχεται αυτόματα, σαν ψίθυρος του αέρα μέσα στην καρδιά μου.

«Νόμιζα ότι ήμουν μόνη μου.»«Ποτέ. Ποτέ δεν ήσουν μόνη σου. Ποτέ δεν είσαι.»-Και γι’ αυτό σου ζητάω συγγνώμη, συνεχίζει ο

Λεωνίδας. Είχα σκοπό να είμαι πάντα εκεί για σένα, όταν με χρειάζεσαι, όταν με θέλεις. Και το ακύρωσα σε μια στιγμή.

-Είχες δίκιο πάντως, του λέω. Μου έδειξες το δρόμο να ξαναβρώ τη Φωνή του Θεού. Όλα αυτά που είχαν γίνει…, κάνω μία αόριστη κίνηση με το χέρι μου, την είχαν πνίξει μέσα μου. Δεν Τον έβρισκα πουθενά.

-Το ξέρω, απαντάει. Το έβλεπα. Ήθελα να βοηθήσω.-Και το έκανες. Ήταν… ήταν σαν να είμαι στην

παρουσία του Θεού. Πώς το έφτιαξες;-Ξεκίνησε από ένα σκίτσο, μια ζωγραφιά. Κι έπειτα

σκέφτηκα, γιατί να μην το ανεβάσω στον WAVOR; Ένα λιοντάρι θα είναι, ένα ζώο. Δεν είναι παράνομο, δεν σημαίνει τίποτα. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω εκεί. Κάτι με έσπρωχνε να πω κι άλλα. Αν υπάρχει ένας μόνο άνθρωπος εκεί έξω, σκέφτηκα, μόνο ένας, που θα έχει αυτή την ευκαιρία και καμία άλλη να ακούσει το μήνυμα του Χριστού, εγώ να δειλιάσω για να μη με πιάσουν;

Σταματάει λίγο και σκέφτομαι ότι ίσως τον έκρινα βιαστικά πριν.

-Έτσι έφτιαξα τα λόγια, συνεχίζει. Μετά τα μετάφρασα σε δέκα γλώσσες περίπου, δεν θυμάμαι, με ένα πρόγραμμα που έχω, και το έστειλα παντού. Ήξερα ότι είχα λιγότερα από πέντε λεπτά μέχρι να το πιάσουν τα «ραντάρ» του WAVOR, κι έκανα την πιο εντατική προσευχή που είχα κάνει στη ζωή μου μέχρι- μέχρι πρόσφατα.

Γυρίζει και με κοιτάζει εξεταστικά.-Ήμουν σίγουρος ότι εσύ θα έμπαινες. Νομίζω ότι για

Βιβλία

154

Προμέσσα

σένα το έφτιαξα.-Κι εγώ έτσι νομίζω, του απαντάω ήσυχα.Γέρνει πίσω και ακουμπάει την πλάτη του στον κορμό

του δέντρου, ικανοποιημένος από την απάντησή μου. Κάνω κι εγώ το ίδιο. Έρχεται κοντά μου και μου δίνει να πιω λίγο νερό ακόμα. Είμαι πολύ κουρασμένη για να τον ρωτήσω πού βρήκε το μπουκάλι, αλλά πίνω ευχαρίστως μερικές γουλιές.

-Α! ξαφνικά αναπηδάω τρομαγμένη.-Τι έπαθες;-Οι… τα βιβλία, λέω. Να πάμε να τα φέρουμε.-Εδώ είναι, Έσσα. Παρ’ όλο τον πανικό μου, δεν τα

άφησα πίσω. Μου δείχνει τις τρεις σακούλες στα αριστερά του.

Απλώνω το χέρι μου και πιάνω τη δική μου Βίβλο, τη μοβ. Την κρατάω στην αγκαλιά μου σαν κούκλα.

-Θα μου πεις τώρα μήπως γιατί διαβάσαμε εκείνα τα εδάφια; με ρωτάει σε λίγο ο Λεωνίδας.

-Θα σου πω, αλλά θα με κοροϊδέψεις.-Ποτέ.Παίρνω μια βαθιά ανάσα.-Ήθελα να δω αν θυμόμουν σωστά αυτό που λέει για

τους πιστούς που έχουν πεθάνει και θα αναστηθούν λίγο πριν έρθει ο Χριστός, λέω γρήγορα, πριν χάσω το θάρρος μου.

-Και γιατί αυτό;-Γιατί… γιατί νομίζω πως είδα την αδερφή μου χτες.-Τη Ρένα;-Ναι.Μου κάνει εντύπωση που θυμάται το όνομά της,

αλλά δεν το σχολιάζω, γιατί φοβάμαι τι θα πει μετά.-Την είδες… πώς; ρωτάει.-Είχα κοιμηθεί και ήρθε και με ξύπνησε. Μου είπε

να πω σε όλους ότι ο Χριστός έρχεται. Το είπα μόνο στον μπαμπά μέχρι στιγμής. Δεν με πίστεψε, προσθέτω

155

ύστερα από μια μικρή παύση. Ούτε εσύ χρειάζεται να με πιστέψεις.

-Κι όμως, σε πιστεύω.Τον κοιτάζω και πρέπει το βλέμμα μου να φανερώνει

την έκπληξή μου, γιατί ο Λεωνίδας κοκκινίζει μέχρι τα αυτιά.

-Τουλάχιστον προσπαθώ, λέει. Νιώθω ότι θα έπρεπε να σε πιστέψω, αν αυτό βγάζει νόημα.

-Ούτε εγώ με πολυπιστεύω, του απαντάω. Απλώς το θέμα είναι…

-Ποιο είναι το θέμα;-Αν όντως είναι αλήθεια, αν αυτό που λέει σ’ εκείνο

το εδάφιο πραγματοποιείται ή αν κάτι άλλο συμβαίνει και όντως η αδερφή μου ήρθε να μου πει ότι ο Κύριος έρχεται, τότε….

Αναστενάζω, γιατί κι εγώ δεν πιστεύω ότι πρόκειται να πω αυτό που ετοιμάζομαι να πω.

-Τότε, λέω ξανά, πρέπει να πάω πίσω.-Πού; Στο σχολείο; ρωτάει ο Λεωνίδας κοιτάζοντάς

με σαν να μου έστριψε.-Ναι.-Εκεί που αυτό το κορίτσι κατέδωσε στους

αστυνομικούς τον πατέρα σου;-Ναι.-Εκεί που μπορεί και τώρα που μιλάμε να ψάχνουν

κι εσένα;-Ναι, λέω για τρίτη φορά.Ο Λεωνίδας δεν μιλάει για λίγα λεπτά. Μετά χτυπάει

τις παλάμες του στα γόνατά του αποφασιστικά. -Εντάξει λοιπόν, λέει. Ήθελα μόνο να είσαι σίγουρη. «Είσαι έτοιμη;» για άλλη μια φορά η θύμηση εκείνης

της ερώτησης έρχεται στο μυαλό μου.«Είμαι,» απαντάω νοερά.

Μπαίνουμε πάλι από πίσω, από εκεί που βγήκα

Βιβλία

156

Προμέσσα

εγώ πριν, μια που δεν έχουν τοποθετηθεί αστυνομικοί εκεί ακόμη. Αυτό ήταν το εύκολο. Μετά αρχίζουν τα δύσκολα.

Γιατί δεν έχουμε κάνει δύο βήματα μέσα στο άλσος που βρίσκεται στην πίσω μεριά του σχολείου, όταν ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με την Άννα. Δίπλα της είναι ένα ξανθό αγόρι, μικρότερό της –μοιάζει γύρω στα δεκαπέντε. Εκείνη κρατάει ακόμα τη ρακέτα της και φοράει το κάτω μέρος της φόρμας που έφεραν οι νοσοκόμες. Το αγόρι φοράει μόνο το πάνω μέρος της αντίστοιχης φόρμας και από κάτω μια βερμούδα, που από τη δεξιά της τσέπη εξέχουν τα γυαλιά 3D που χρειάζονται για να μπει κανείς στον εικονικό κόσμο του WAVOR. Το πρόσωπό του κάτι μου θυμίζει αμυδρά. Ίσως τον είδα και πριν. Ο ήλιος πέφτει στα ξανθά μαλλιά του και τα κάνει να φαίνονται σχεδόν άσπρα.

Τα πρόσωπά τους είναι σκληρά, αποφασισμένα.Αμέσως ο Λεωνίδας με κάνει στην άκρη και μπαίνει

μπροστά μου, ανάμεσα σ’ αυτούς και σε μένα.-Τι θέλετε; ρωτάει.-Θέλω κάτι να πω στην… σ’ αυτήν, λέει η Άννα και με

δείχνει με το δάχτυλο.-Πες της και τελείωνε, λέει ο Λεωνίδας, χωρίς να το

κουνάει ρούπι.Κάνω ένα βήμα και στέκομαι λίγο πιο κοντά του.

Εκείνος απλώνει το χέρι του προστατευτικά και πιάνει το δικό μου.

Ξέρουμε και οι δύο πόσο επικίνδυνο είναι αυτό που κάνουμε, και μέσα μου λυπάμαι λίγο που δεν προλάβαμε ούτε να μπούμε στο σχολείο καλά-καλά και μας πιάσανε. Αλλά ήταν μία από τις πιθανότητες.

-Είμαστε ήδη χαμένοι, μου είχε πει πριν λίγο στο πάρκο ο Λεωνίδας, γελώντας. Ας το διακινδυνέψουμε άρα, τι έχουμε να χάσουμε;

Κι έβαλε την Αγία Γραφή της γιαγιάς μέσα από το

157

πουκάμισό του.Εγώ έβαλα τη δική μου, τη μοβ, κάτω από την

τεράστια μπλούζα μου. Επέμεινα ότι χωρούσε και η άλλη, η πιο μεγάλη εκεί μέσα, αλλά ο Λεωνίδας είπε ότι φαίνεται ότι μου κρεμάει η μπλούζα από παντού και θα έκανε μπαμ ο μπόγος. Έτσι την κρύψαμε κάτω από το κιόσκι.

Καθώς πλησιάζαμε, κοίταξα προσεκτικά την κεντρική είσοδο του σχολείου. Μόνο ένα φορτηγάκι είχε μείνει και τρία περιπολικά. Ένας νεαρός με στολή στεκόταν κοντά στην είσοδο και από πίσω του ήταν εγκατεστημένη μια μικρή συσκευή, που έμοιαζε κοινή, ασήμαντη. Εκείνη τη στιγμή όμως, δύο γυναίκες με δύο μωρά αγκαλιά, πλησίασαν την είσοδο από μέσα και κάτι είπαν στον νεαρό. Εκείνος τους έδειξε τη συσκευή. Η πρώτη τέντωσε τον καρπό της μπροστά από το μηχάνημα κι ακούστηκε ένα μπιπ. Τεντώθηκα να δω το βραχιόλι της, αλλά δεν φαινόταν τίποτα. Έπειτα έπιασε το χέρι του μωρού και το πλησίασε στη συσκευή. Τίποτα δεν ακούστηκε. Το έστριψε λίγο, κι εκείνο άρχισε να κλαίει. Ο νεαρός έπιασε το μικρό χέρι απότομα και το λύγισε στην κατάλληλη γωνία. Το μωρό ούρλιαξε. Ακούστηκε το μπιπ. Η γυναίκα βγήκε έξω τρέχοντας σχεδόν. Η άλλη ακολούθησε ύστερα από λίγο, μετά από άλλα δύο μπιπ και άλλα τόσα κλάματα.

Τώρα κοιτάζω με πιο πολύ ενδιαφέρον το δεξί χέρι της Άννας παρά το χλομό της πρόσωπο. Τον καρπό της τυλίγει ένας απίστευτα λεπτός δακτύλιος, σχεδόν αόρατος, σαν σύρμα. Στη μέση μόνο ξεχωρίζει μια ασημένια πλακέτα, όχι πάνω από δύο εκατοστά σε μήκος και ακόμα πιο λεπτή σε πλάτος. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι γράφει επάνω, αλλά φαίνεται καθαρά ότι έχει κάποια σημάδια.

-Πώς σε λένε; η φωνή της με βγάζει από τις σκέψεις μου.

Βιβλία

158

Προμέσσα

-Τι θέλεις από μένα, Άννα; τη ρωτάω. Θέλεις να φωνάξεις να έρθουν να με πάρουν, όπως τον πατέρα μου; Ορίστε, εδώ είμαι, πήγαινε, δεν φεύγω.

Ο Λεωνίδας με σκουντάει απότομα, αλλά, στ’ αλήθεια, έχω κουραστεί τόσο πολύ. Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει μια ώρα αρχύτερα, μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ.

-Για τον πατέρα σου… θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, λέει η Άννα και σκύβει το κεφάλι της. Δεν ήξερα τι θα γινόταν, δεν ήθελα… Και ήταν τόσο καλός με τη μαμά μου… Συγγνώμη.

Μου έρχεται να γελάσω. Για δεύτερη φορά σήμερα –ή μήπως είναι τρίτη;- αναρωτιέμαι αν έχω χάσει τα λογικά μου.

-Μου είπαν, αυτοί εκεί, συνεχίζει η Άννα, δείχνοντας με το χέρι της προς τα πίσω, στην είσοδο του σχολείου, μου είπαν ότι….

Σταματάει απότομα.-Δεν έχει σημασία, λέει. Το θέμα είναι ότι ήταν καλός

άνθρωπος, κι ας ήταν αναρχικός, και συγγνώμη. Μου τείνει το χέρι της, και βλέπω ότι έχει μέσα ένα

στρογγυλό ψωμάκι. -Σου φύλαξα αυτό, γιατί ήξερα ότι δεν θα έχεις

φαγητό.Στέκεται εκεί, με το χέρι απλωμένο, και περιμένει να

το πάρω. Ο Λεωνίδας μπροστά, εγώ στο πλάι, το ξανθό αγόρι με τα σπυράκια λίγο πιο κει. Μένουμε έτσι σαν αγάλματα μιας θεατρικής σκηνής, μέχρι που η Άννα κουράζεται και κατεβάζει το χέρι της. Τα μάτια της είναι τόσο έντονα στο λεπτό της πρόσωπο, που με φοβίζουν. Ανασηκώνει τους ώμους της και γυρίζει να φύγει.

Δίπλα μου ο Λεωνίδας αφήνει μια ανάσα που –προφανώς- κρατούσε εδώ και ώρα. Η Άννα κοντοστέκεται. Γυρίζει πίσω.

-Έχεις χαιρετίσματα απ’ τη μαμά σου, μου λέει. Όχι, λάθος, «φιλιά» είπε να σου δώσω. Αλλά μάλλον δεν θα

159

θέλεις να στα δώσω. Έτσι στα λέω προφορικά μόνο. Έχεις φιλιά απ’ τη μαμά σου.

Μέχρι να συνέλθω, έχει ήδη απομακρυνθεί. Τρέχω και την πιάνω από το μπράτσο, παρά τις προσπάθειες του Λεωνίδα να με συγκρατήσει.

-Περίμενε! της φωνάζω.Γυρίζει και με βλέπει. Η έκπληξη ζωγραφίζεται στο

πρόσωπό της.-Δεν μπορείς να λες κάτι τέτοιο και μετά να φεύγεις,

της φωνάζω. Δεν είναι αστεία αυτά, να λες ό,τι θες για έναν πεθαμένο.

-Ποιον πεθαμένο; με ρωτάει με ενδιαφέρον. Πρώτη φορά νιώθω τέτοια επιθυμία να χτυπήσω

κάποιον.-Τώρα μόλις δεν είπες για τη μαμά μου;-Ναι, αλλά δεν είναι πεθαμένη. Τουλάχιστον δεν ήταν

όταν την είδα. Μια χαρά ζωντανή ήταν.Μαύρες κηλίδες χορεύουν μπροστά μου και προς

στιγμή μοιάζει σαν το έδαφος να με πλησιάζει. Το χέρι του Λεωνίδα με στηρίζει.

-Σταμάτα, της λέει αηδιασμένος. Δεν έχεις καρδιά καθόλου;

Κάθομαι βαριά κάτω, στο χώμα, εκεί που βρίσκομαι. Ο Λεωνίδας γονατίζει δίπλα μου. Η Άννα τον μιμείται. Μοιάζει στ’ αλήθεια να τη νοιάζει. Μου ξαναδίνει το ψωμάκι της.

-Μα… την αλήθεια λέω, επιμένει. Σας είπα, λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα. Δεν θέλω το κακό σας. Γιατί δεν με πιστεύετε;

Παίρνω διστακτικά το ψωμάκι και το κάνω μία χαψιά, πριν προλάβει ο Λεωνίδας να με σταματήσει. Τα μάτια του με κοιτάζουν ανήσυχα. Κι αν έχει βάλει κάτι μέσα; μου λένε. Δεν μπορούσα να σταματήσω, συγγνώμη, του λέω με το δικό μου βλέμμα.

-Να σας τα πω απ’ την αρχή, ίσως με πιστέψετε,

Βιβλία

160

Προμέσσα

συνεχίζει η Άννα, καθώς βολεύεται στο χώμα, δίπλα μου.

Το αγόρι κάθεται λίγο πιο πίσω.-Δεν ήθελαν να πάρουν τη μαμά μου στο νοσοκομείο,

ξεκινάει, έλεγαν ότι δεν υπάρχει χώρος, ότι δεν είναι αρκετά σοβαρά τραυματισμένη. Τους παρακάλεσα, τους ικέτευσα, τίποτα. Τους είπα λοιπόν κι εγώ ότι θα τους δείξω έναν χριστιανό. Στην αρχή δεν με πίστευαν, αλλά όταν τους εξήγησα ότι τον είδα να φεύγει από τη σειρά κι ότι δεν φόρεσε το βραχιόλι, πείστηκαν. Ήταν η μόνη μου επιλογή.

Περιμένει, λες και θέλει να της επιβεβαιώσω τα λόγια της.

-Τι να έκανα, να άφηνα τη μητέρα μου να πεθάνει –όπως ο πατέρας μου;

-Μπορούσες απλά να μην καταδώσεις έναν αθώο άνθρωπο που προσπάθησε να σε βοηθήσει, της αντιγυρίζει ο Λεωνίδας σκληρά. Να μην τον στείλεις στη φυλακή ή στο θάνατο.

Προς μεγάλη μου έκπληξη η Άννα χαμηλώνει το κεφάλι της.

-Δεν το φαντάστηκα, λέει σιγανά, ότι θα του φορούσαν χειροπέδες, ότι θα τον χτυπούσαν…

Κλείνω τα αυτιά μου με τα χέρια μου και σταματάει μόλις με βλέπει.

-Συγγνώμη, μου λέει ξανά.-Τι φαντάστηκες, δηλαδή, ότι θα τον πήγαιναν για

γεύμα; ρωτάει ο Λεωνίδας.-Όχι, απλά ότι θα τον ανάγκαζαν να φορέσει το

βραχιόλι και θα του έλεγαν να μη λέει αυτές τις λέξεις, και μετά θα με ευχαριστούσαν και θα έπαιρναν τη μαμά μου στο νοσοκομείο.

Ο Λεωνίδας ανοίγει το στόμα του μ’ ένα ύφος άγριο, αλλά μετά με κοιτάζει και μάλλον αλλάζει γνώμη, γιατί λέει μόνο:

161

-Συνέχισε.-Πήγαινα από πίσω τους και τους παρακαλούσα να

μην τον χτυπάνε, λέει η Άννα, αλλά δεν με άκουγαν. Τότε ο γιατ- ο μπαμπάς σου γύρισε και μου χαμογέλασε. Δεν το πιστεύω και τώρα που σας το λέω, αλλά νομίζω ότι όντως το έκανε. Και τότε πρόσεξα τη γυναίκα.

Με τα μακριά της δάχτυλα έχει πιάσει δύο πευκοβελόνες και τις παίζει μηχανικά στο χώμα καθώς μιλάει. Νομίζω πως ξεχνάω να ανασάνω περιμένοντας τις επόμενες λέξεις της, γιατί ξαφνικά μια τρελή ελπίδα τρεμοπαίζει στην καρδιά μου.

-Ο μπαμπάς σου μόλις την είδε άλλαξε δέκα χρώματα. Εγώ δεν καταλάβαινα γιατί, περπατούσε δίπλα μας πολλή ώρα, αλλά φαίνεται εκείνος δεν την είχε προσέξει. Μετά άρχισε να κλαίει. Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο και στην αρχή νόμισα ότι τον χτύπησαν πάλι, αλλά όχι. Κοιτούσε τη γυναίκα αυτή και άρχισε να της μιλάει. Έκανε να την πλησιάσει, αλλά δεν τον άφησαν οι αστυνομικοί. «Δεν πειράζει,» του είπε εκείνη, «μου αρκεί που σε βλέπω από δω.» Αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, μόνο έκλαιγε, και ψιθύριζε μία λέξη, το όνομά της ίσως; Δεν καταλάβαινα τίποτα από εκεί που ήμουν, δεν άκουγα τα λόγια τους.

Τα μάτια μου με τσούζουν και γυρίζω απ’ την άλλη για να μη με δει κανείς.

-Πώς ήταν; ρωτάω. Η γυναίκα αυτή, πώς ήταν;-Ήταν πολύ όμορφη, απαντάει αμέσως η Άννα

μισοκλείνοντας τα μάτια, και γελούσε συνέχεια. Σαν να έλαμπε ολόκληρη από χαρά, από ζωντάνια, δεν ξέρω… Ήταν πιο κοντή από τον μπαμπά σου, με καστανά σγουρά μαλλιά. Και είχε στο μέτωπό της μια μελανιά, ένα σημάδι σκούρο, δεν το πρόσεξα καλά. Δεν έμοιαζε να την ενοχλεί όμως.

Συνειδητοποιώ ότι τρέμω τόσο πολύ, που τα δόντια μου χτυπάνε μεταξύ τους. Ο Λεωνίδας σκύβει κοντά

Βιβλία

162

Προμέσσα

μου και τυλίγει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.-Τι είναι; με ρωτάει.-Νομίζω πως ήταν αυτή, λέω. Η μαμά μου.-Μα ήταν, φωνάζει η Άννα. Τι σας λέω τόση ώρα; Όταν

έβαζαν τον μπαμπά σου μέσα στο αυτοκίνητο, γύρισε και μου είπε, «πες στην Ε…» πώς σε λένε τελοσπάντων, «φιλιά από τη μαμά της. Θα καταλάβει.» Ήθελα να της πω, τι θα καταλάβει, δεν θέλει και πολλή σοφία, και γιατί δεν της τα δίνεις εσύ τα φιλιά καλύτερα, αλλά έφυγε ξαφνικά.

-Πώς ξαφνικά;-Να, γύρισα να δω τον μπαμπά σου μια στιγμή, και

στο μεταξύ είχε εξαφανιστεί. Ο πατέρας σου όμως, σαν να είχε μεταμορφωθεί. Γελούσε ολόκληρος. Δεν ξέρω τι του είπε, γιατί δεν τα άκουσα όλα, αλλά ήταν σαν να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Σαν να του έκαναν το πιο μεγάλο δώρο. Μετά έκλεισαν την πόρτα του αυτοκινήτου και χάθηκε κι αυτός. Αποφάσισα να γυρίσω να σε βρω.

Διστάζει για λίγο, αλλά κανείς δεν τη διακόπτει αυτή τη φορά.

-Ένιωσα τόσο δυστυχισμένη με το που έφυγαν και οι δυο τους, τόσο μόνη. Κι ήθελα να σε ρωτήσω, τι ήταν αυτό που τον έκανε τόσο ευτυχισμένο; Δεν θυμάμαι να έχω νιώσει έτσι ποτέ στη ζωή μου. Κι αυτός ήταν μέσα στο περιπολικό και με κοιτούσε, εμένα που τον κατέδωσα, και γελούσε. Σαν να μην είχε σημασία πια ο πόνος. Μήπως ξέρεις να μου πεις…

Γλείφω τα χείλη μου. «Αυτό είναι, Κύριε. Γι’ αυτό με έφερες εδώ, έτσι δεν

είναι;»«Έτσι είναι.»«Τι να πω όμως, δεν ξέρω.»«Ξέρω Εγώ.»«Θα μου λες Εσύ τότε. Και θα είσαι πάντα μαζί

163

μου.»«Πάντα, Προμέσσα. Πάντα.»«Λοιπόν, ξεκινάω…»«Παιδί Μου.»«Ναι;»«Για Μένα να το κάνεις. Ξέχασε τους άλλους. Μόνο

Εγώ υπάρχω. Τίποτα άλλο. Και κανένας. Να το θυμάσαι αυτό.»

-Ξέρω να σου πω, της λέω κοιτώντας την ευθεία στα μάτια. Είναι ο Χριστός που του έδινε θάρρος και χαρά. Μπορεί το όνομά Του να είναι απαγορευμένο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ζωντανός κι αληθινός.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα.-Ή ότι δεν θα έρθει στη γη να πάρει τους δικούς Του,

προσθέτω. Σήμερα, μάλλον. Σε λίγο. Όπου να ’ναι.Δίπλα μου ο Λεωνίδας έχει χλομιάσει λίγο, αλλά

δεν με διακόπτει. Έχει κλείσει τα μάτια του και νομίζω ότι προσεύχεται. Η Άννα και το αγόρι με κοιτάζουν σαν να κρέμονται από τα χείλη μου. Κατά βάθος δεν την πιστεύω στ’ αλήθεια, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι με βάζει να τα πω αυτά μόνο για να έχει στοιχεία να με καταδώσει κι εμένα. Αλλά δεν με νοιάζει. Δεν θα τη χάσω την ευκαιρία να μιλήσω για το Χριστό μου, ό,τι και να γίνει μετά.

Εξ άλλου, αν όντως ήταν η μαμά αυτή η γυναίκα και αν όντως ήταν αληθινή η Ρένα χτες το βράδυ, ο Κύριος δεν θα αργήσει άλλο πια.

Κοιτάζω στον ουρανό για κάποιο σημάδι Του, για κάποια ένδειξη, για κάποια αλλαγή. Η ζέστη συνεχίζει, αλλά ο ήλιος πέφτει λίγο πιο λοξά τώρα. Συνειδητοποιώ ότι αυτή θα είναι η τελευταία μέρα μου στη γη και θέλω να χοροπηδήσω από τον ενθουσιασμό μου.

-Είμαι ο Μιχάλης.Η βραχνή φωνή του αγοριού με επαναφέρει στην

πραγματικότητα. Καθόταν σιωπηλό τόση ώρα, που

Βιβλία

164

Προμέσσα

είχα πιστέψει ότι δεν μπορεί να μιλήσει ή ότι δεν ξέρει Ελληνικά. Με κοιτάζει και περιμένει.

-Κι εγώ η Έσσα, του λέω. -Το ξέρω, μου απαντάει. Δεν με γνώρισες ε; Είμαι ο

αδερφός της Ελένης. Από την… εκκλησία, συμπληρώνει σιγανά.

Η λέξη ακούγεται ξένη στα χείλη του, σαν να μην την έχει προφέρει εδώ και καιρό. Εδώ και χρόνια, μάλλον. Τώρα βλέπω γιατί δεν τον γνώρισα. Ήταν παιδάκι όταν τον είδα τελευταία φορά.

-Σε είδε χτες, συνεχίζει. Πάνω. Είπε ότι εσύ θα ξέρεις να μας πεις.

-Να σας πω τι;-Τι να κάνουμε για να γυρίσουμε πίσω. Στον…-Στο Χριστό.-Ναι. Σ’ Αυτόν.Ακόμα δεν μπορεί να πει το όνομά Του, είτε γιατί του

είναι πολύ ξένο, είτε γιατί φοβάται. Ή και για τα δύο.-Οι γονείς μας, μου λέει εμπιστευτικά, λένε ότι Τον

έχουμε μέσα στην καρδιά μας, παρ’ όλο που ανήκουμε στην Ανθρώπινη Πίστη, αλλά δεν ξέρω. Μέχρι να πεις εσύ το όνομά Του δεν το θυμόμουν. Και η αλήθεια είναι, δεν ξέρω πια Ποιος είναι ούτε πώς να Τον βρω. Νομίζω όμως, δηλαδή, η Ελένη το είπε πρώτη, ότι κάτι θα γίνει. Και δεν θέλω να πάθω κακό.

-Τι είπε η Ελένη ότι θα γίνει;-Δεν κατάλαβα, ότι θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία και

κάτι τέτοια. Ότι είδε τη γιαγιά στον ύπνο της και της είπε ότι θα χαθεί, κι από τότε φοβάται.

-Πότε… πότε την είδε στον ύπνο της; ρωτάει ο Λεωνίδας πιάνοντάς τον απότομα απ’ τον ώμο.

-Χτες το βράδυ. Γιατί;

165

8. Κρυψώνα

Είμαι ένας υπηρέτηςπεριμένω στο σταθμό

να γυρίσει ο Κύριός μουμες στο πλήθος να Τον δω.

Κ. Ν., «Ο Υπηρέτης»

Φαίνεται το σημείο που κάποτε ήταν η κλειδαριά της πόρτας, απλά τώρα είναι μια άκομψη τρύπα. Κατε-βήκαμε τέσσερις διπλές σκάλες για να φτάσουμε εδώ κάτω, και η τελευταία ήταν τόσο στενή και σκονισμένη, που ούτε εγώ που πήγαινα σ’ αυτό το σχολείο τόσα χρό-νια δεν ήξερα ότι υπάρχει.

Είναι τόσο σκοτεινά, που θα είχα πέσει τουλάχιστον δύο φορές, αν δεν με κρατούσε το σταθερό χέρι του Λεωνίδα. Η Άννα ανοίγει την πόρτα διάπλατα και πέ-ντε-έξι ζευγάρια μάτια γυρίζουν προς το μέρος μας τρομαγμένα.

Μια μυρωδιά από σκόνη και κλεισούρα με υποδέχε-ται και κάνω ένα βήμα πίσω. Μου λείπει κιόλας η λιακά-δα που αφήσαμε πίσω μας πριν λίγο. Εδώ μέσα μοιάζει σαν να είναι βράδυ, αλλά δεν πρέπει να είναι ακόμα ούτε δύο η ώρα.

Η αποθήκη είναι μικρή, πιο μικρή απ’ ό,τι φαινόταν απ’ έξω, και σκοτεινή. Καθώς προχωράμε μέσα, ανα-

166

Προμέσσα

καλύπτω ότι υπάρχει ένα μικρό παράθυρο ψηλά κοντά στο ταβάνι, κι από εκεί μπαίνει το αχνό φως. Τα μά-τια μου συνηθίζουν και βλέπω ότι μπροστά μας είναι καθισμένα περίπου δέκα παιδιά, στην ηλικία μου και πιο μικρά, πάνω σε ξύλινες καρέκλες, που φαίνονται παλιές και ταλαιπωρημένες, σαν αυτές που φτιάχνει ο μπαμπάς περίπου, αλλά όχι σε καλή κατάσταση.

-Αυτή είναι, ανακοινώνει η Άννα, και κάθεται στο πά-τωμα, δίπλα σε ένα σωρό από σκουπίδια.

Το βιβλίο που έχω μέσα από την μπλούζα έχει αρχί-σει να με ενοχλεί και το βγάζω, ακουμπώντας το σε ένα πράσινο τραπεζάκι, μικρό, με τέσσερα σιδερένια πόδια. Κανείς δεν μιλάει, όλοι με κοιτάζουν με προσμονή, λες και πρόκειται να βγάλω λόγο.

Τους κοιτάζω. Με κοιτάζουν. Βλέπω την Ελένη. Το βλέμμα της έχει αλλάξει τόσο πολύ από χτες, που σχε-δόν δεν την αναγνωρίζω πάλι. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πάω κοντά της και την αγκαλιάζω. Στην αρχή διστάζει, μετά με αγκαλιάζει κι εκείνη.

-Μου έλειψες, Έσσα, λέει με φωνή που τρέμει. Λυπά-μαι πολύ. Για όλα.

-Κι εγώ, της απαντάω.

….…

Όταν μας είπε η Άννα, λίγη ώρα πριν, ότι υπάρχει ένα μέρος όπου δεν μπορούν να μας βρουν οι άνθρωποι της ασφάλειας, διστάσαμε να την ακολουθήσουμε. Με μια ματιά του Λεωνίδα κατάλαβα ότι σκεφτόταν το ίδιο που σκεφτόμουν κι εγώ.

Τα εδάφια που είχαμε διαβάσει στον κήπο του σπι-τιού μου.

Τον Κύριο που έρχεται.Μου έσφιξε το χέρι και του το έσφιξα κι εγώ. Είχα

167

βγάλει φτερά, ένιωθα το πρόσωπό μου να γελάει ολό-κληρο.

-Βρήκαμε μια αποθήκη με σκουπίδια και παλιά πράγματα, μας είπε η Άννα, που έχει να ανοιχτεί εδώ και χρόνια. Είναι ήδη κάποια παιδιά εκεί και σε περιμέ-νουν, Έσσα. Τους είπαμε ότι εσύ ξέρεις να μας πεις τι σημαίνουν όλα αυτά. Ο σεισμός, αυτό….

Έδειξε το βραχιόλι που φορούσε στον καρπό της. Αυ-θόρμητα έπιασα το χέρι της, για να το δω επιτέλους από κοντά.

Ήταν το πιο περίεργο πράγμα. Μαλακό και απαλό στην αφή, γινόταν σκληρό και στενό σαν χειροπέδη μό-λις προσπαθούσες να το τραβήξεις. Έκανα να το γυρί-σω για να δω από πού κουμπώνει και η Άννα έβγαλε μια κραυγή πόνου.

-Συγγνώμη, είπα. Τι έκανα;-Τίποτα, μου απάντησε. Το προσπάθησα κι εγώ πριν.

Δεν βγαίνει απλώς, αυτό είναι όλο.Δεν είχε πουθενά κούμπωμα, αρχή ή τέλος. Έσκυψα

πιο κοντά, για να δω τι είχε πάνω η πλακέτα. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Άφησα το χέρι της να πέσει απότομα, σαν να με είχε κάψει. Ο Λεωνίδας ήρθε δίπλα μου.

-Τι είναι; ρώτησε.-Δες μόνος σου, πήγα να πω, αλλά δεν έβγαινε

ήχος.Έσκυψε κι εκείνος να δει.Νόμιζα ότι θα έχει πάνω το σήμα του Οικουμενικού

ηγέτη, ή ότι θα γράφει 12-D, κάτι τέτοιο. Σε καμία πε-ρίπτωση δεν περίμενα αυτό που είδα. Ο Λεωνίδας με κοίταξε και το πρόσωπό του ήταν άσπρο.

-Όχι, είπε.Δεν ήξερα τι να του πω, ακόμα κι αν μπορούσα να

μιλήσω.-Τι συμβαίνει; Πείτε μου κι εμένα, φώναξε η Άννα.

Κρυψώνα

168

Προμέσσα

Γιατί κάνετε έτσι; Τι είναι πια αυτό που έχω στο χέρι μου; Όλος ο κόσμος το έχει, ξέρετε. Δεν μπορεί να είναι και τόσο κακό.

«Δεν μπορεί να είναι και τόσο κακό.»Κι όμως μπορεί, Άννα.Γιατί στη μέση της ασημένιας πλάκας που είναι αμε-

τάκλητα στερεωμένη στον καρπό της είναι ζωγραφι-σμένο το χαρακτηριστικό υδατογράφημα με τη μορφή του Οικουμενικού Ηγέτη. Κι αριστερά και δεξιά από το πρόσωπό του δύο γράμματα. Κεφαλαία. Ελληνικά. Το Άλφα και το Ωμέγα.

-Έσσα… ψιθύρισε ο Λεωνίδας και η φωνή του ακου-γόταν μικρή, τρομαγμένη. Αν το είχαμε φορέσει κι εμείς, αν δεν είχαμε σκεφτεί…

-Δεν το φορέσαμε όμως, Λεωνίδα. Μας φύλαξε Εκεί-νος.

-Είχες δίκιο. Για όλα. Είμαι σίγουρος, μου είπε με αλ-λαγμένη φωνή.

-Λες… λες ήρθε η ώρα;Με έκλεισε στην αγκαλιά του και η φωνή του έφτασε

σαν ανάσα στα αυτιά μου.-Θα δεις, μου είπε. Δεν θα μας βρει το πρωί.Ανατρίχιασα και με κράτησε πιο σφιχτά.-Και… και θέλω κάτι να σου πω μετά, Έσσα, πρόσθε-

σε σε λίγο. Κάτι που το σκέφτομαι πολύ καιρό.Ακουγόταν πολύ σοβαρός, σαν να είχε μεγαλώσει

δέκα χρόνια μέσα σε λίγες στιγμές.-Εντάξει, απάντησα, λίγο μπερδεμένη από το ύφος

του.-Μετά, είπε ξανά. Όταν θα είμαστε μόνοι μας. Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να μην υπήρχε το

«μετά», μου έκοβε την ανάσα.«Θα Σε δω επιτέλους. Είναι αλήθεια!»«Πάντα στο έλεγα. Δεν είναι η υπόσχεσή Μου;»«Είναι. Είναι, αλλά ήταν όλα τόσο δύσκολα… Δεν

169

είχα αρκετή πίστη.»«Αυτό είναι, ξέρεις, που θα έρθω να βρω στη γη. Την

πίστη. Την πίστη σου.»«Και θα δω τη μαμά μου, τον μπαμπά, το θείο

Τεό, την Ες, τον μπαρμπα-Χριστόφορο, το Βίκτωρα… όλους!»

«Κι Εμένα.»Τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια μου.«Κι Εσένα. Εσένα…»«Ελπίζω να χαίρεσαι που θα Με δεις, Προμέσσα.

Εγώ σε περιμένω πώς και πώς.»«Κι Εγώ Σε περιμένω. Χρόνια ατέλειωτα.»«Το ξέρω.»«Και θα ’μαι πάντα μαζί Σου. Το υπόσχεσαι;»«Σου το έχω υποσχεθεί πολύ πριν γεννηθείς.»-Τι θα γίνει, θα έρθετε; ρώτησε η Άννα ανυπόμονα.

Σε λίγο θα περάσουν από δω, κάνουν περιπολίες κάθε τόσο. Στην αρχή όταν δεν σε έβρισκα νόμιζα ότι σε βρήκαν σε μία από αυτές τις περιπολίες, αλλά μετά ο Μιχάλης μου έδειξε το κενό στα κάγκελα και σκέφτηκα ότι θα έφυγες. Σε περίμενα να γυρίσεις. Όλοι σε περι-μένουν.

Εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά, άρχισα να πι-στεύω ότι μπορεί να έλεγε αλήθεια όλη αυτή την ώρα.

-Πάμε, είπα μόνο.

….…

Ο τοίχος πίσω μου είναι πράσινος. Όταν πάω πιο κο-ντά όμως, βλέπω ότι δεν είναι ο τοίχος, αλλά ένας πα-νάρχαιος πίνακας ακουμπισμένος πάνω του, επίπεδος και πλατύς, γεμάτος σκόνη, όπως και όλα τα άλλα μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Στο πάτωμα μπροστά του υπάρχουν πεταμένα κομμάτια κιμωλίας. Πιάνω ένα στο

Κρυψώνα

170

Προμέσσα

χέρι μου. Είναι σκληρό και αφήνει άσπρη πούδρα στο χέρι μου. Δεν χρησιμοποιούν πια τα σχολεία πίνακες με κιμωλίες, εδώ και χρόνια, παρά μόνο με μαρκαδόρους, αλλά ακόμα κι αυτοί είναι λίγοι, γιατί οι περισσότερες τάξεις διαθέτουν οθόνες SchoolCM.

-Ένας αληθινός πίνακας, λέω στην Ελένη. Πού βρέ-θηκε αυτός εδώ;

-Θα τον ξέχασαν, απαντάει εκείνη αδιάφορα. Έχει ένα σωρό παλιατζούρες εδώ μέσα.

Κοιτάζω γύρω μου και ανακαλύπτω ότι έχουμε μπει σε έναν άλλο κόσμο, παλιό, τον κόσμο των γονιών μας ή των παππούδων μας. Βιβλία είναι στοιβαγμένα σε μια γωνιά, τετράδια σε μια άλλη. Ένας τεράστιος ιστός αράχνης ξεκινάει από τα τάστα μιας κιθάρας και φτά-νει μέχρι το παράθυρο, συλλαμβάνοντας τις ακτίνες του ήλιου στις ασημένιες της κλωστές. Μια αμυδρή μυρωδιά μούχλας διαπερνάει τον αέρα και το ταβάνι είναι σε άθλια κατάσταση, όπως και οι τοίχοι, γυμνοί από σοβάδες σε μερικά σημεία, και γεμάτοι χρώματα και λεκέδες σε περίεργα σχήματα σε άλλα.

-Εσύ είσαι η Έσσα, που ξέρεις να μας πεις τι θα γί-νει;

Ένα μικρό κορίτσι, όχι πάνω από οχτώ χρονών, μου τραβάει την μπλούζα με τα βρόμικα χέρια της.

-Εγώ είμαι η Έσσα, της λέω, αλλά δεν ξέρω τι θα γί-νει. Τι θέλεις να μάθεις;

-Πού είναι η μαμά μου, απαντάει το κοριτσάκι και τα χείλη της τρέμουν. Η γιαγιά λέει δεν μπορούμε να πάμε σπίτι να την ψάξουμε, γιατί κουνιέται. Αλλά εγώ θέλω να τη βρω. Και την κούκλα μου, προσθέτει ύστερα από λίγη σκέψη. Κι αυτή στο σπίτι είναι. Γιατί δεν μπορώ να πάω σπίτι;

Μπορώ να φανταστώ πού είναι η μαμά της, αλλά δεν μπορώ να της πω.

-Τι είπατε ότι είμαι σε όλους αυτούς; ρωτάω σιγανά

171

την Ελένη. Κανένας προφήτης, κανένας μάγος; -Έσσα, δεν ξέρω πια ποιον μπορώ να εμπιστευτώ,

μου λέει απελπισμένα. Οι γονείς μου μού είπαν ψέμα-τα. Όλη μου η ζωή είναι ένα ψέμα. Σκέφτηκα ότι εσύ θα ξέρεις να μου πεις τι να κάνω. Εσύ που έμεινες αληθινή και πιστή. Και…

Χαμηλώνει τη φωνή της και σκύβει στο αυτί μου.-Αν όντως είναι αλήθεια και έρχεται ο Χριστός σήμε-

ρα, το ξέρω ότι δεν θα με βρει έτοιμη. Βοήθησέ με. Δεν θέλω να μείνω πίσω.

Αναστενάζω.-Ελένη, σε τι να σε βοηθήσω; Τα ξέρεις ήδη όλα. Μαζί

πηγαίναμε στην εκκλησία τόσα χρόνια, μαζί ακούγαμε τα λόγια του Θεού, μαζί προσευχόμασταν. Ή τουλάχι-στον νόμιζα ότι ήμασταν μαζί. Ξέρεις ότι αυτό που θέ-λει ο Κύριος είναι να μετανιώσεις και να Του δώσεις την καρδιά σου, τη ζωή σου, τον εαυτό σου. Αν έβαλες την ασφάλειά σου μπροστά από Κείνον, κι αν τώρα ο φό-βος σου σε κάνει να στραφείς πάλι σ’ Αυτόν, δεν είμαι σίγουρη αν Τον αγαπάς.

Ξέρω ότι είμαι αυστηρή μαζί της, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αν είναι κάποτε η στιγμή να πει κανείς την αλήθεια χωρίς να την ωραιοποιεί και να την καλύ-πτει, σίγουρα η στιγμή αυτή είναι τώρα.

-Μη μου μιλάς έτσι, Έσσα. Η Ελένη κλαίει.-Τι να έκανα; Μπροστά στα μάτια μας σκότωσαν τη

μαμά σου και τη Ρένα. Όλη μου η οικογένεια δέχτηκε τη νέα πίστη. Να έμενα μόνη μου; Κι αν με σκότωναν κι εμένα;

Δεν ξέρω τι να της απαντήσω. Στρέφομαι να φύγω. -Σε παρακαλώ.-Δεν είναι ποτέ αργά, της λέω κοιτώντας το βραχιόλι

στο χέρι της, που γυαλίζει καθώς συλλαμβάνει μια αχνή ακτίνα του ήλιου.

Κρυψώνα

172

Προμέσσα

Αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια αυτό που λέω. Μήπως είναι ήδη αργά; Αλλά όχι, δεν μπορεί. Δεν θα ήμουν εγώ εδώ αν δεν υπήρχε ελπίδα. Και υπάρχει. Και είναι Εκείνος.

-Ακούστε με όλοι, φωνάζω και γύρω μου πέφτει σιω-πή.

-Ακούστε, επαναλαμβάνω. Δεν έχουμε πολύ καιρό. Ο Χριστός μπορεί να έρθει από στιγμή σε στιγμή. Και δεν θα βρει κανένα σας έτοιμο, οι περισσότεροι δεν ξέρετε Ποιος είναι. Δεν είναι όμως αργά, για να μάθετε τώρα. Θέλετε να σας πούμε;

Ο Λεωνίδας έχει έρθει σιωπηλά και στέκεται δίπλα μου.

Ακούγονται μουρμουρητά τριγύρω. Εφ’ όσον κανείς δεν αρνείται ανοιχτά, το παίρνω σαν καταφατική απά-ντηση στην ερώτησή μου, και συνεχίζω.

-Αυτό το βιβλίο, δείχνω την Αγία Γραφή, που είναι απαγορευμένο από τις αρχές, έχει μέσα όλα όσα μπο-ρεί κανείς να μάθει για την Αλήθεια. Όχι την ψεύτικη, πλαστή αλήθεια, που μας ταΐζουν από τον WAVOR και τις GCM. Την αληθινή αλήθεια, που δεν είναι λέξεις και ιδέες, αλλά ένα πρόσωπο, ο Ιησούς Χριστός.

Κάθομαι κάτω, εξαντλημένη από την προσπάθεια, και ο Λεωνίδας ακουμπάει το χέρι του στον ώμο μου.

-Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Γιος του μοναδικού και αληθινού Θεού, λέει με τη δυνατή, βαθιά φωνή του. Ο μοναδικός Σωτήρας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ο μοναδι-κός που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο από τις αμαρτί-ες του, και συνεπώς, από τον αιώνιο θάνατο, που όσο περνάει η ώρα, μας πλησιάζει όλους μας.

Έτσι όπως στέκεται από πάνω μου, γεμάτος θάρρος, γεμάτος παρρησία, μου φαίνεται ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Να αλλάξει τον κόσμο, έστω μέσα σε αυτή την παλιά αποθηκούλα, να γίνει η φωνή του Θεού.

-Ο Ιησούς Χριστός, Αυτός που απαγορεύτηκε και το

173

όνομά Του ακόμη να ακούγεται στον κόσμο μας, είναι Αυτός που πέθανε στη θέση μας, ενώ θα έπρεπε να θανατωθούμε εμείς, εσύ, εσύ, εσύ, εγώ. Όλοι μας.

Δείχνει τον καθένα με το δάχτυλο. Τα παιδιά τον κοιτάζουν με τα μάτια γουρλωμένα.-Θέλετε να σας πω γιατί;Όλοι μαζί κουνούν το κεφάλι τους. Έχω πάει τόσες

φορές στην εκκλησία, από τη στιγμή που γεννήθηκα σχεδόν, αλλά τέτοιο ακροατήριο δεν έχω δει ποτέ.

-Γιατί είμαστε όλοι αμαρτωλοί, κακοί, λάθος. Και όποιος είναι αμαρτωλός, πεθαίνει. Αλλά ο Θεός μας αγάπησε και θέλησε να μας σώσει. Έστειλε λοιπόν το Γιο Του να πεθάνει στη θέση μας.

Ο Λεωνίδας σταματάει, σαν να σκέφτεται τα επόμε-να λόγια του.

-Αυτό είναι όλο, λέει τελικά. Δεν έχει άλλο. Έτσι, απλά.

Παίρνει τη μοβ Βίβλο από τα χέρια μου, καθώς και την Αγία Γραφή της γιαγιάς μου από εκεί που την είχε ακουμπήσει και τις δίνει σε δύο ζευγάρια χέρια που απλώνονται πρόθυμα προς το μέρος του. Τα παιδιά τις φυλλομετρούν με περιέργεια, τις δείχνουν στους διπλα-νούς τους με ενδιαφέρον.

-Κοίτα τι λέει εδώ, ψιθυρίζει ένα αγόρι όχι πάνω από δεκάξι, στο διπλανό του.

Δείχνει κάτι με το δάχτυλο –φαντάζομαι κάποια λό-για που είχα υπογραμμίσει με το χρυσό μαρκαδοράκι μου- και σκύβουν και οι δύο να διαβάσουν, με μάτια ασυνήθιστα σε σελίδες αληθινών βιβλίων.

Ο Λεωνίδας τους δίνει λίγο χρόνο να επεξεργαστούν τα βιβλία που κρατάνε στα χέρια τους, και σε λίγο συ-νεχίζει.

-Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς που πέθανε για μας, θα έρθει πάλι να μαζέψει όσους είναι πιστοί σ’ Αυτόν. Και, προ-σωπικά, πιστεύω ότι έχει κάθε δικαίωμα να κρίνει τους

Κρυψώνα

174

Προμέσσα

υπόλοιπους, να τους διώξει από κοντά Του, να τους καταδικάσει σε μια αιωνιότητα πόνου και σκοταδιού. Εκείνος θυσίασε τον εαυτό Του, πέθανε γι’ αυτούς, κι εκείνοι Τον αγνόησαν, κοίταξαν από την άλλη μεριά, θεώρησαν το θάνατό Του αδιάφορο, ασήμαντο. Αν ήμουν εγώ ο Θεός, θα είχα ήδη ρίξει φωτιά να κάψω όλο τον κόσμο.

Χαμογελάει.-Ευτυχώς για όλους μας, δεν είμαι. Και ο πραγμα-

τικός Θεός έχει μια μεγάλη καρδιά, που τους χωράει όλους. Γι’ αυτό υπάρχει ακόμα μια ευκαιρία να στρα-φείτε σ’ Αυτόν και να σωθείτε. Για λίγες ώρες, ίσως για λίγα λεπτά ακόμα, είναι ανοιχτή η πόρτα που οδηγεί σ’ Εκείνον. Σας παρακαλώ, μπείτε.

-Τι εννοείς θα μας κρίνει; ρωτάει ένα κορίτσι με κο-ντοκουρεμένα μοβ μαλλιά, από το πίσω μέρος της αί-θουσας. Γιατί, τι έχουμε κάνει λάθος;

Κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα και το ύφος της είναι εχθρικό. Τα μάτια της όμως κοιτάζουν το Λεωνίδα κι εμένα λαίμαργα, την προδίδουν. Θέλει να μάθει, θέλει να σωθεί. Δίπλα της πεταμένο ένα άχρηστο πια Po-six U, σαν του Λεωνίδα.

-Πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ο μοναδικός, αληθινός, Δημιουργός Θεός του Σύμπαντος; τη ρωτάει ο Λεωνί-δας στο ίδιο ύφος.

-Όχι ακριβώς, απαντάει εκείνη. Μέχρι τώρα δεν ήξε-ρα καν Ποιος είναι.

-Αυτό, της λέει. Αυτό έχεις κάνει λάθος. Κι εσύ και όλοι μας. Καιρός να το διορθώσουμε, τι λέτε;

Απλώνει το χέρι του στο κορίτσι με τα μοβ μαλλιά. Εκείνη απρόθυμα του επιστρέφει τη Βίβλο μου, που είχε φτάσει στα χέρια της λίγες στιγμές πριν, και την κρατούσε με ελαφρώς τρεμάμενα χέρια. Ο Λεωνίδας βρίσκει γρήγορα αυτό που θέλει και διαβάζει με φωνή γεμάτη κύρος, αλλά και γλυκύτητα:

175

-«Θα ’ρθει, όμως, η ημέρα τού Κυρίου, σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα· και τότε οι ουρανοί θα χαθούν με τε-ράστιο θόρυβο, και τα στοιχεία καθώς θα καίγονται, θα διαλυθούν, και η γη και όλα τα έργα που βρίσκο-νται σ’ αυτή, θα κατακαούν. Επειδή, λοιπόν, όλα αυτά διαλύονται, πόσο πρέπει να είναι η δική σας συμπερι-φορά άγια και ευσεβής;»

Σταματάει. Κανείς δεν μιλάει. Τα μάτια είναι καρφω-μένα πάνω του.

-«Ευσεβής», λέει, σημαίνει αυτός που σέβεται τον Θεό, που Τον πιστεύει και που Τον υπολογίζει.

Ξανακοιτάζει στις σελίδες που είναι ανοιγμένες μπροστά του.

-«…προσμένοντας και σπεύδοντας στην παρουσία τής ημέρας τού Θεού, κατά την οποία οι ουρανοί, φλε-γόμενοι, θα διαλυθούν, και τα στοιχεία ενώ θα καίγο-νται, θα χωνευτούν;»

Σηκώνει τα μάτια του και εγώ, που κάθομαι στα αρι-στερά του, βλέπω να τον κοιτάζουν πρόσωπα γεμάτα φόβο και απόγνωση. Γιατί η μέρα που τους περιγράφει ήταν η μέρα η χτεσινή, που έμοιαζε ότι όλος ο κόσμος διαλυόταν κάτω από τα πόδια μας. Κι αν δεν υπήρχε φωτιά και φλόγες, ήταν η εικόνα πολύ κοντά σ’ αυ-τήν που μόλις τους διάβασε, για να μπορέσουν να την αγνοήσουν.

-«Όμως, σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού», η φωνή του τρέμει, και γυρίζει να με κοιτάξει, «καινούρ- γιους ουρανούς και καινούργια γη προσμένουμε, στους οποίους κατοικεί δικαιοσύνη.»

-«Δικαιοσύνη», μουρμουρίζω πριν το καταλάβω.-«Γι’ αυτό, ενώ τα περιμένουμε αυτά να γίνουν, προ-

σέξτε να βρεθείτε μπροστά στο Θεό με ειρήνη, χωρίς ελαττώματα και χωρίς λάθη.»

Ρίχνει άλλη μια ματιά στο ακροατήριό του.-Τα ελαττώματα και τα λάθη είναι οι αμαρτίες, λέει.

Κρυψώνα

176

Προμέσσα

Και ο τρόπος να τα ξεφορτωθούμε είναι να ζητήσουμε από το Χριστό να μπει στην καρδιά μας.

-Και πώς το ζητάς απ’ το Χριστό; ρωτάει το κοριτσάκι που έψαχνε τη μαμά και την κούκλα της.

Είναι η πρώτη φορά που ακούω κάποιον άλλο εκτός από μας να λέει το όνομα του Χριστού, και ανατριχιά-ζω.

-Απλώς Του το ζητάς, της λέει ο Λεωνίδας. Η Ελένη με κοιτάζει με τα μάτια της διάπλατα και σε

λίγο βλέπω ότι κλαίει. -Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε, λέω σε όλους, αλλά

κοιτάζω εκείνη. Ο Χριστός μας περιμένει, πότε θα έρ-θουμε σε Κείνον. Δεν είναι αργά, και τώρα ακόμη.

-Όλοι λένε όμως… -Δεν έχει σημασία τι λένε όλοι.Όποιος κι αν ήταν που μίλησε, ο Λεωνίδας δεν τον

αφήνει να συνεχίσει.-Προφανώς είστε εδώ γιατί δεν είναι αρκετό αυτό

που λένε όλοι, γιατί θέλετε κάτι επιπλέον, κάτι διαφορε-τικό. Κάτι αληθινό. Και να το, συμπληρώνει δείχνοντας το βιβλίο που κρατάει στο χέρι του.

-Και πώς είμαστε βέβαιοι ότι δεν λες κι εσύ ψέματα; ρωτάει πάλι το κορίτσι με τα μοβ μαλλιά, κοιτώντας τον καχύποπτα.

Ο Λεωνίδας ανοίγει το στόμα του να απαντήσει, αλλά τον διακόπτει ένας διαπεραστικός ήχος, ο ίδιος ήχος που ακούσαμε πριν λίγες ώρες. Αυτή τη φορά ο ήχος από το μεγάφωνο συνοδεύται από το κουδούνι του σχολείου.

Γυρίζει προς το μέρος μου και με κοιτάζει ανήσυχα.Τι να θέλουν αυτή τη φορά;

Τελικά δεν χρειαζόταν να ανησυχούμε. Το κουδούνι ήταν για φαγητό. Στην αρχή πέφτει μια αμήχανη σιωπή, που κανείς δεν θέλει να σπάσει. Δεν σηκώνεται κανένα

177

από τα παιδιά για λίγο. Έπειτα, η πείνα τους υπερνικάει την ανάγκη τους να μάθουν την αλήθεια, και φεύγουν ένας-ένας, αργά, απρόθυμα. Εμείς μένουμε καρφω-μένοι στις θέσεις μας. Η απογοήτευση με τυλίγει σαν σύννεφο, και προσπαθώ να πω στον εαυτό μου ότι δεν με νοιάζει.

Τελευταία φεύγει η Άννα.Στην πόρτα κοντοστέκεται.-Μήπως θα μπορούσες…; ξεκινάει ο Λεωνίδας, κι

έπειτα αλλάζει γνώμη. -Τι; τον ρωτάει.Εκείνος κουνάει το κεφάλι του.-Θα σου πω μετά, αν γυρίσεις.-Θα γυρίσω, λέει η Άννα και κλείνει την πόρτα πίσω

της.Μένουμε μόνοι.Χωρίς να τον κοιτάξω, ξέρω τι ήθελε να της πει. Για-

τί ετοιμαζόμουν κι εγώ να τη ρωτήσω το ίδιο πράγμα. Δεν ταιριάζει όμως να ζητήσουμε φαγητό. Έχουμε κά-νει την επιλογή μας, και αν πεινάμε τώρα, είναι δικό μας πρόβλημα και θα το υποστούμε με όση υπομονή διαθέτουμε. Εξάλλου, δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε πολύ ακόμα.

Ο Λεωνίδας τριγυρίζει το μικρό δωμάτιο κοιτώντας με περιέργεια κάποιο παράξενο, ξεχασμένο αντικείμε-νο εδώ κι εκεί. Στέκεται κάτω από το παράθυρο και το φως λούζει το κουρασμένο του πρόσωπο. Κάθεται κάτω στη μέση του δωματίου και ξαπλώνει αργά, με έναν αναστεναγμό. Διπλώνει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και μένει έτσι, σαν να μετράει αστέρια στο σαπισμένο ταβάνι.

-Πώς θα είναι, λες; με ρωτάει ύστερα από λίγο.Η φωνή του είναι σιγανή και λίγο βραχνή, σαν να εί-

ναι έτοιμος να κοιμηθεί.-Στον Ουρανό; Δεν ξέρω, απαντάω. Καλύτερα από

Κρυψώνα

178

Προμέσσα

εδώ, φαντάζομαι, προσθέτω χαμογελώντας.Γελάει.-Κι εγώ έτσι νομίζω, λέει. Αν και έχει και ωραίες στιγ-

μές κι εδώ.Γυρίζει πλάγια το κεφάλι του ώστε να με βλέπει και

τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. Χαμηλώνω το βλέμμα μου, αμήχανη.

-Αφού κι εδώ μαζί Του είμαστε, κι εκεί μαζί Του, συ-νεχίζει γυρίζοντας πάλι προς το ταβάνι, δεν θα έχει και πολύ μεγάλη διαφορά τελικά, έτσι δεν είναι;

-Ελπίζω να έχει, λέω και μισώ τη φωνή μου που τρέ-μει.

-Θα έχει, απαντάει ο Λεωνίδας με πεποίθηση και η καρδιά μου ηρεμεί.

Μένουμε για λίγο έτσι, με τη σκόνη να χορεύει στις λεπτές ακτίνες του ήλιου ανάμεσά μας, και η σιωπή τραγουδάει με τις ρυθμικές μας ανάσες. Μπορεί να πεινάω και να νιώθω τόσο κουρασμένη που χρειάζεται προσπάθεια για να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου, αλλά ανακαλύπτω ότι έχει δίκιο ο Λεωνίδας κατά κάποιο τρόπο. Αυτή η στιγμή είναι από τις πιο ευτυχισμένες, τις πιο γαλήνιες που έχω ζήσει εδώ και χρόνια. Κλείνω τα μάτια μου για να απολαύσω κάθε δευτερόλεπτο.

-Μου άρεσαν αυτά που είπες, του λέω κάποια στιγ-μή.

-Ναι, ε; Ξέρεις, τα άλλαξα λίγο, αυτά που διάβαζα. Ελπίζω να μην πειράζει.

-Τι άλλαξες δηλαδή;-Κάποιες λέξεις, κάποιες εκφράσεις. Αυτοσχεδία-

σα. Σκέφτηκα, για κάποιους που δεν έχουν ακούσει ποτέ τους λέξεις όπως ευσέβεια, ουρανός, δικαιοσύνη, αμαρτία… τουλάχιστον όχι με τις ουσιαστικές τους έν-νοιες… θα είναι πολύ ξένα όλα αυτά.

-Σκέφτεσαι καμιά φορά πώς ήταν ο κόσμος πριν; ρω-τάω γυρνώντας στο πλάι.

179

-Πριν από τις 12 Δεκεμβρίου;-Ακόμα πιο πριν. Πριν από την Οθόνη VI. Πριν από

τον Οικουμενικό Ηγέτη.-Δεν ξέρω αν ήταν καλύτερος ή χειρότερος, απαντά-

ει σκεφτικά.-Πώς θα ήταν να ζεις χωρίς να φοβάσαι ότι σε παρα-

κολουθούν, χωρίς να ξέρεις ότι θα καταλήξεις σκοτω-μένος γι’ αυτά που πιστεύεις… συνεχίζω.

-Ποτέ δεν ζούσαν έτσι οι άνθρωποι, νομίζω, λέει ο Λεωνίδας. Σκέψου τους πρώτους Χριστιανούς. Το Με-σαίωνα.

-Ναι, αλλά οι γονείς μας και οι παππούδες μας, που έζησαν πριν την εποχή της Οθόνης, λένε ότι υπήρχε πιο μεγάλη ελευθερία, επιμένω.

Δεν ξέρω γιατί με τραβάει τόσο πολύ η σκέψη αυτού, του προηγούμενου κόσμου. Μας έχουν πει ότι ήταν ένας κόσμος γεμάτος βία και αδικία, αλλά κι ο δικός μου κόσμος είναι γεμάτος ασφυκτικά κι από τα δύο. Ίσως γι’ αυτό έχει τόση γοητεία για μένα ένας παλιός τρόπος ζωής, ή μάλλον, το να φαντάζομαι τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτόν.

-Πώς είναι δυνατόν, λέω, να σκέφτηκαν ότι θα προ-όδευε ο κόσμος αν έβαζαν μία οθόνη σε όλα τα σπίτια για να ελέγχουν την κάθε μας κίνηση, ή, να, φορώντας αυτά τα βραχιόλια, που μπορεί να έχουν και μικρόφω-να επάνω, δεν ξέρουμε;

Ο Λεωνίδας γυρίζει κι εκείνος στο πλάι και είμαστε αντικριστά.

-Όπως είναι δυνατόν να δούλεψαν οι επιστήμονες για να εφεύρουν την ατομική βόμβα, απαντάει σοβαρά, αλλά τα μάτια του αστράφτουν με ένα μυστικό γέλιο.

-Τι; τον ρωτάω, λίγο ενοχλημένη.Συνεχίζει και με κοιτάει.-Με κοροϊδεύεις, του λέω και κάνω να γυρίσω, αλλά

με κρατάει με το χέρι του.

Κρυψώνα

180

Προμέσσα

-Σε θαυμάζω, με διορθώνει.Δεν τον πιστεύω, αλλά ντρέπομαι να συνεχίσουμε

αυτή τη συζήτηση. Μένουμε για λίγο στην ησυχία. Σχε-δόν νιώθω την ώρα που περνάει, τα λεπτά χειροπια-στά να γλιστρούν από τα δάχτυλά μου, με βασανιστικά αργό ρυθμό. Είναι δύσκολο να περιμένεις, δεν το είχα συνειδητοποιήσει πριν.

-Να σε ρωτήσω κάτι; ξεκινάω την ίδια στιγμή που εκείνος λέει:

-Έσσα…Σωπαίνουμε και οι δύο.-Εσύ πρώτη, λέει τελικά.-Για τον μπαμπά μου ήθελα να σε ρωτήσω. -Πες μου.-Νομίζεις ότι θα έπρεπε να τον ψάξω; ρωτάω σιγανά.

Νομίζεις ότι τα παράτησα πολύ εύκολα; Ότι φοβήθη-κα;

Ο Λεωνίδας ανακάθεται.-Κοίταξέ με, μου λέει.Τον κοιτάζω και τα μαλλιά μου πέφτουν μπροστά,

αχτένιστα και ατίθασα όπως είναι, κρύβοντάς μου το πρόσωπό του. Δάκρυα καίνε τα μάγουλά μου, αλλά δεν σηκώνω το χέρι μου να τα σκουπίσω. Σε λίγο νιώθω τα δάχτυλά του στο πρόσωπό μου, να μου σκουπίζουν τα μάγουλα, να τακτοποιούν τα μουσκεμένα μου μαλλιά πίσω από τα αυτιά μου.

-Πιστεύω ότι έκανες αυτό που ήθελε ο Θεός από σένα, μου λέει μαλακά. Πιστεύω ότι ήθελε πολύ θάρ-ρος, αλλά Εκείνος στο έδωσε. Πιστεύω ότι πονάς πολύ, αλλά δεν αργεί η ώρα που ο Χριστός μας θα σκουπίσει τα δάκρυά σου όλα.

Τα μάτια του ψάχνουν τα δικά μου.-Απαντάει αυτό την ερώτησή σου; με ρωτάει σε

λίγο.-Δεν είμαι σίγουρη.

181

-Για σκέψου, σε τι θα εξυπηρετούσε να έτρεχες πίσω του, να σ’ έπιαναν κι εσένα; συνεχίζει. Ενώ έτσι, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε σε όλους αυτούς. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια, και ίσως παραπάνω, πότε μί-λησες σε κάποιον τόσο ανοιχτά για το Χριστό;

-Ποτέ, απαντάω.-Ακριβώς. Τώρα όμως είναι αλλιώς τα πράγματα.

Μπορεί να είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Η τελευταία τους ευκαιρία.

Σκέφτομαι τα λόγια του για λίγο.-Κι έτσι να είναι, λέω, και πάλι δεν ξέρω. Δεν μου φά-

νηκε και πολύ θερμή η αντίδρασή τους. Μη σου πω ότι περιμένω να γυρίσουν με δυο αστυνομικούς ανά πάσα στιγμή.

-Κι εγώ το σκέφτηκα, μου απαντάει σοβαρά. Αλλά θερμή ή ψυχρή, με ή χωρίς αστυνομικούς, έχουμε μια ευκαιρία μοναδική εδώ μέσα να μιλήσουμε για τον Σωτήρα μας, κι όποιο κι αν είναι το ρίσκο, δεν θα την εγκαταλείψω. Ακόμα κι αν είμαι ανόητος, προσθέτει με χαμηλή φωνή, ανόητος να βάζω τον εαυτό μου κι εσέ-να σε τέτοιο κίνδυνο.

Το πρόσωπό του έχει μια έκφραση θάρρους και απο-φασιστικότητας, που με γεμίζει δύναμη και κουράγιο. Τα φρύδια του μπορεί να είναι σουφρωμένα και το σα-γόνι του να τρέμει, αλλά μόλις πάω να σταθώ δίπλα του, τυλίγει το χέρι του γύρω μου και με κρατάει τόσο δυνατά, που νιώθω ασφαλής.

-Έτσι ακριβώς σκέφτομαι κι εγώ, του λέω, κι αυτή η απλή φράση μοιάζει να τον ικανοποιεί.

Ξανακάθεται κάτω, κι εγώ δίπλα του. -Πού λες να είναι τώρα;-Ο μπαμπάς σου; Δεν ξέρω, ούτε θέλω να προσπαθή-

σω να μαντέψω. Δεν θα μας βοηθήσει σε τίποτα, Έσσα. Ξέρω όμως πού θα είναι αύριο και μεθαύριο και για πάντα.

Κρυψώνα

182

Προμέσσα

-Εκεί που θα είμαστε και μεις.Ένα δειλό χαμόγελο έχει αρχίσει να σχηματίζεται στα

χείλη μου.-Εκεί που θα είμαστε και εμείς, λέει και ο Λεωνίδας. Ακόμα να γυρίσει κανείς. Πρέπει να είναι μεγάλες οι

ουρές, βέβαια, και ακούγεται αμυδρά η φωνή της γυ-ναίκας που μιλάει συνεχώς, πότε για το πώς πρέπει να διανεμηθούν τα γεύματα, πότε για τους κανόνες «ειρη-νικής διαβίωσης στο προσωρινό άσυλο σεισμοπλήκτων» -αν άκουσα καλά- και πότε για τους πρόχειρους καταυ-λισμούς, στους οποίους οι σεισμόπληκτοι θα αρχίσουν να μεταφέρονται από αύριο κιόλας.

-«Αύριο», επαναλαμβάνω ψιθυριστά.Ο Λεωνίδας χαμογελάει με τα μάτια κλειστά. -Αυτό που ήθελα να σου πω πριν…. λέει σε λίγο και

σταματάει.Νομίζω ότι αποκοιμήθηκε, και δεν μιλάω για να μην

τον ενοχλήσω. Εκείνος όμως συνεχίζει.-Να στο πω; ρωτάει μισογελώντας.-Φυσικά. Νόμιζα ότι κοιμόσουν.-Όχι, σκεφτόμουν. Αναρωτιόμουν αν είναι έξυπνη

ιδέα να σου το πω αυτό τώρα, που είμαστε έτσι, που όλα είναι τόσο….

Πάλι σταματάει.-Δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε, του απα-

ντάω κι αναρωτιέμαι τι να είναι αυτό που θέλει να πει και τον κάνει τόσο να διστάζει. Λέγε λοιπόν.

-Σίγουρα θα γελάσεις, ξεκινάει. Αλλά, να, αυτό που σκεφτόμουν είναι ότι αν είχαμε περισσότερο χρόνο… αν ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα… δεν ξέρω πώς, αλλά αν υπήρχε η δυνατότητα, θα… θα σου ζητούσα να με παντρευτείς.

-Ορίστε; σηκώνομαι όρθια απότομα. -Δεν είπα ότι θα το κάνω, απαντάει αμέσως. Σηκώνεται κι εκείνος.

183

-Απλά ότι θα το ήθελα, συνεχίζει σιγανά. Αν ήταν οι συνθήκες άλλες.

-Μα πώς σου ήρθε τώρα αυτό;Δεν ξέρω αν είμαι πιο πολύ θυμωμένη μαζί του ή αν

μου έρχεται να γελάσω. Σε λίγο ακούω έναν ήχο από τη μεριά του, που μοιάζει πολύ με γέλιο. Ανακουφισμένη, γελάω κι εγώ.

-Ωραίο αστείο, λέω σε λίγο.-Συγγνώμη, απαντάει ο Λεωνίδας, που έχει σοβαρέ-

ψει πάλι. Δεν το είπα για να σε πειράξω, αλήθεια. Το ήξερα ότι θα ακουγόταν τρελό. Στο είπα.

Καθόμαστε πάλι. Ξαπλώνω πίσω και το κουρασμένο μου σώμα χαλαρώνει πάνω στο σκληρό, βρόμικο πά-τωμα.

-Στον Ουρανό, σκεφτόμουν…-Ναι;-Σκεφτόμουν, ξαναλέει, μήπως ισχύουν διαφορετικοί

κανόνες για αυτούς που είναι παντρεμένοι. Μήπως δι-καιούνται πιο πολύ χρόνο μαζί ή… δεν ξέρω, μπορούν να μένουν στο ίδιο «σπίτι». Διαφορετικά, ας πούμε, από το να πεις, μ’ αυτόν ήμασταν καλοί φίλοι στη γη ή πη-γαίναμε στην ίδια εκκλησία. Αλλιώς είναι να πεις, αυτός ήταν ο άντρας μου στη γη, όταν ήμασταν άνθρωποι. Απλώς θα ήθελα να είχαμε αυτή την ευκαιρία, όπως οι γονείς μας –οι γονείς σου δηλαδή, αυτό είναι όλο.

Προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι μου λέει, αλλά έχει αρχίσει το κεφάλι μου να πονάει έντονα. Είναι δυ-νατόν να μιλάμε γι’ αυτό το θέμα, εδώ, ξαπλωμένοι στο πάτωμα μιας αποθήκης που μυρίζει μούχλα, με ιστούς από αράχνες στα μαλλιά μας και χώματα στα ρούχα μας; Νομίζω από όλη αυτή την τρελή μέρα, αυτό είναι το πιο σουρεαλιστικό πράγμα που μου έχει συμβεί.

-Δεν θα είμαστε άντρες και γυναίκες στον Ουρανό, λέω. Θα είναι οι ψυχές μας μόνο. Θα είμαστε όλοι το ίδιο.

Κρυψώνα

184

Προμέσσα

-Ναι, αλλά δεν θα θυμόμαστε τι ήμασταν; επιμένει ο Λεωνίδας. Κι εγώ θα ήθελα να θυμάμαι ότι ήμουν…

-Μην το πεις πάλι, τον κόβω. -Καλά, δεν το λέω.Ακούγεται νικημένος, σαν να μου εμπιστεύθηκε την

πιο προσωπική του σκέψη, να μου άνοιξε την καρδιά του κι εγώ την ποδοπάτησα. Μετανιώνω.

-Συγγνώμη, του λέω πιο μαλακά. Απλώς, δεν το περί-μενα καθόλου ότι θα πεις κάτι τέτοιο. Δεν είχα σκεφτεί τίποτα που να έχει να κάνει με αυτό το θέμα…

-Ούτε εγώ, μέχρι πρόσφατα, απαντάει, και στρίβει το κεφάλι του προσπαθώντας να βολευτεί. Μερικές φο-ρές σκέφτομαι ότι ήταν κρίμα που δεν είχαμε το χρόνο ούτε τις ευκαιρίες να ζήσουμε σαν τους άλλους. Βλέπω τους συμφοιτητές μου, τους πρώην συμμαθητές μου. Έχουν όλο το χρόνο για να αποφασίσουν, για να κάνουν λάθη, να φερθούν ανώριμα, να μεγαλώσουν. Εμείς δεν το είχαμε αυτό.

-Δεν πειράζει, λέω ήσυχα. Εμείς είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε κάτι πολύ πιο μεγάλο, κάτι πολύ πιο ση-μαντικό. Και ίσως μας αναπληρώσει ο Κύριος για όλα αυτά που χάσαμε…

Ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα.-Ακόμα και να μην μας τα αναπληρώσει, δεν με νοιά-

ζει, λέει. Συμφωνώ μ’ αυτό που λες, ότι άξιζε να τα χά-σουμε όλα για Κείνον. Τις περισσότερες φορές τουλάχι-στον, προσθέτει ύστερα από λίγο.

-Και τις άλλες;Με κοιτάζει και τα πράσινα μάτια του μοιάζουν με

μικρού παιδιού.-Τις άλλες ζηλεύω.Δεν με σοκάρει η απάντησή του. Με σοκάρει η δική

μου αντίδραση, με σοκάρει το γεγονός ότι ήδη είχα απαντήσει ακριβώς τα ίδια λόγια στο μυαλό μου πριν ακόμα τα πει, και υποπτεύομαι ότι είναι αλήθεια για

185

μένα όσο και για κείνον.Ανοίγω το στόμα μου να του απαντήσω ή να διαψεύ-

σω τη σιωπηλή μου παραδοχή –δεν ξέρω ποιο απ’ τα δύο, όταν ακούγεται ένας ήχος απ’ έξω. Αυτόματα, βρι-σκόμαστε και οι δύο σε ετοιμότητα.

Τα αυτιά μας τεντωμένα για να προσδιορίσουμε τον ήχο, τα μάτια μας διάπλατα, η κούρασή μας ξαφνικά ξεχασμένη, μαζί με την πείνα. Ο Λεωνίδας σηκώνεται αργά από το πάτωμα γνέφοντάς μου να μην κουνη-θώ. Πλησιάζει την πόρτα με το αθόρυβο, ελαστικό του βήμα και στέκεται δίπλα, ενώ όλο του το σώμα είναι σε στάση άμυνας, έτοιμο να πολεμήσει, να αντιμετωπίσει όποιον νέο κίνδυνο μας περιμένει από πίσω.

-Άνοιξε την πόρτα, λέει αυστηρά μια αντρική φωνή.-Μα είναι κλειδωμένη, δεν βλέπετε; απαντάει μια

άλλη, κοριτσίστικη –της Άννας.-Ήταν κλειδωμένη, διορθώνει ο άντρας. Άκουσε να

δεις, κοπέλα μου, δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, άκουσα ότι εδώ μέσα είναι η κόρη αυτού που συλλάβαμε το πρωί, κι ότι μαζεύει κόσμο και τους κάνει κατηχισμό. Θα κάνεις άκρη ή να φωνάξω τους άλλους να σε μα-ζέψουν;

-Ορίστε, ακούγεται η αδιάφορη φωνή της Άννας. Προσπαθήστε, αφού τόσο το θέλετε. Αλλά εγώ σας λέω, δεν έχω ξαναέρθει εδώ και μου φαίνεται κλειδωμένη από καιρό η πόρτα.

-Στραβή είσαι κοπέλα μου ή νομίζεις ότι είμαι στρα-βός εγώ;

Η φωνή του ακούγεται όλο και πιο θυμωμένη.Δίνει μια κλωτσιά στην πόρτα κι αυτή ανοίγει με

βρόντο. Ακούω τα βήματά του, δυνατά και βιαστικά, στο πάτωμα. Σκοντάφτει πάνω σε ένα σωρό βιβλία και βρίζει για αρκετή ώρα. Δεν ξέρει βέβαια ότι είμαι κου-λουριασμένη πίσω ή μάλλον κάτω από τα βιβλία αυτά, ούτε ότι ο Λεωνίδας είναι κρυμμένος πίσω από την πόρ-

Κρυψώνα

186

Προμέσσα

τα. Η Άννα κοιτάζει με απορία τριγύρω, όσο ο άντρας ψαχουλεύει πρόχειρα στο μισοσκόταδο. Βλέπω πως έχει αραιά μαλλιά που γκριζάρουν στους κροτάφους, είναι σχετικά μικρόσωμος και φοράει μια γκρι στολή με το σήμα του Οικουμενικού Ηγέτη. Δεν μοιάζει και πολύ σίγουρος γι’ αυτό που κάνει, σαν να είναι καινούργιος. Αμέσως σκέφτομαι πώς να το εκμεταλλευτούμε αυτό. Η Άννα φαίνεται ήδη να έχει βρει το κουμπί του, αν κρί-νω από το αθώο και αδιάφορο ύφος που παίρνει κάθε φορά που γυρίζει προς το μέρος της.

Με μια κραυγή, ο φρουρός σηκώνει ένα βιβλίο από το πάτωμα. Είναι η Αγία Γραφή της γιαγιάς μου. Η άλλη είναι ευτυχώς ασφαλής –για πόσο ακόμα;- μέσα στην μπλούζα μου, όπου την έκρυψα βιαστικά μόλις ο Λεω-νίδας μου έκανε νόημα να κρυφτώ.

-Ώστε δεν ήταν κανείς εδώ μέσα, ε; -Απ’ όσο ξέρω, είπα, κύριε αστυνόμε, λέει η Άννα. Με

ρωτήσατε τι ξέρω και σας είπα. Πάω τώρα εγώ.-Δεν έχει να πας πουθενά, της φωνάζει σκληρά ο

άντρας. Πού είναι κρυμμένοι οι φίλοι σου;-Ποιοι φίλοι μου; Δεν θυμάστε; Ή μήπως δεν ήσασταν

εσείς; Εγώ ήμουν που είπα στους συναδέλφους σας για εκείνον τον…

-Τον αναρχικό, λέει ο φρουρός και η λέξη πέφτει από τα χείλη του σαν να τη φτύνει.

-Ναι, συνεχίζει η Άννα, ατάραχη. Γιατί να κρύψω κά-ποιους άλλους, όταν σας παρέδωσα εκείνον;

Για λίγο δεν ακούγεται τίποτα, και οι ελπίδες μου αναπτερώνονται. Προφανώς ο φρουρός ζυγίζει τα λό-για της και προσπαθεί να αποφασίσει αν λέει την αλή-θεια. Ξαφνικά, το μάτι μου παίρνει μια κίνηση από την πόρτα, την κρυψώνα του Λεωνίδα. Μου κάνει νόημα να φύγω μόλις αποσπάσει την προσοχή του φρουρού. Προσπαθώ να του πω ότι δεν θα κάνω το ίδιο πράγμα δύο φορές μέσα στην ίδια μέρα, όπως τότε που άφησα

187

να πάρουν τον μπαμπά μου, αλλά δεν καταλαβαίνει.-Καλά, λέει τελικά ο φρουρός. Δεν είμαι σίγουρος ότι

λες την πάσα αλήθεια, αλλά θα δούμε. Πάμε, τώρα. Θα χαρούν πολύ όταν δουν τι κρατάω στο χέρι μου.

Νομίζω ότι ξεφύγαμε για άλλη μια φορά, όταν ο φρουρός πιάνει την πόρτα στο χέρι του για να την κλεί-σει και την τελευταία στιγμή, γυρίζει να ρίξει μια τελευ-ταία ματιά στο δωμάτιο.

Και έρχεται πρόσωπο προς πρόσωπο με το Λεωνί-δα.

Κρυψώνα

188

9. «Ελπίδα»

Δωσ’ μου τα φτερά ν’ ανέβω πιο ψηλά,πάνω απ’ τους γήινους τους πόθους,

εκεί που η αγάπη Σου αληθινά τους κρυφούς σκορπάει φόβους.

Κ. Ν., «Δωσ’ Μου Τα Φτερά»

«Σε παρακαλώ, Σε παρακαλώ, Σε παρακαλώ,» επαναλαμβάνω ασταμάτητα μέσα μου, αλλά είναι ήδη αργά. Ο φρουρός τον έχει δει και σηκώνει το όπλο του απειλητικά.

Πετάγομαι από την κρυψώνα μου και ο πάταγος που κάνουν τα βιβλία καθώς πέφτουν στο πάτωμα ξαφνι-άζει τον φρουρό, που γυρνάει προς το μέρος μου. Ο Λεωνίδας βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα μέσα σε κλά-σματα του δευτερολέπτου, κι εγώ ετοιμάζομαι να τον ακολουθήσω, όταν νιώθω κάποιος να με αρπάζει από το μανίκι. Τραβάω με δύναμη το χέρι μου και ακούω το ύφασμα που σκίζεται, αλλά δεν ήμουν αρκετά γρή-γορη. Τα μπράτσα του φρουρού κλείνουν γύρω μου κό-βοντάς μου την ανάσα.

Βλέπω το Λεωνίδα να πλησιάζει προς το μέρος μου τρέχοντας, και προς στιγμήν νομίζω ότι έχει σκοπό να χτυπήσει τον φρουρό, αλλά αντί γι’ αυτό στέκεται ήρε-μα μπροστά του, καθώς εκείνος προσπαθεί να κατα-

189

«Ελπίδα»

πνίξει τις προσπάθειές μου να ξεφύγω.Ο Λεωνίδας τον καρφώνει με το βλέμμα του, και κα-

θώς στέκεται ούτε μισό μέτρο πιο κει, πρέπει να είναι πολύ εκνευριστικό για το φρουρό να μην μπορεί να τον πιάσει –έχει όμως τα χέρια του γεμάτα μ’ εμένα. Τα χοντρά του δάχτυλα μετακινούνται στο λαιμό μου και αρχίζω να έχω δυσκολία να αναπνεύσω. Προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, και συγκεντρώνομαι στα μάτια του Λεωνίδα, απέναντί μου, που πετάνε σπί-θες στο βασανιστή μου.

Όσο τρομαχτική κι αν είναι η κατάστασή μας, κι όσες επικίνδυνες στιγμές κι αν έζησα μέσα στη σημε-ρινή μέρα –αλλά και σε όλη μου τη ζωή- μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν έχω δει κάτι πιο τρομαχτικό και επικίνδυνο από το βλέμμα του Λεωνίδα αυτή τη στιγμή. Κι όμως, στέκεται εκεί και δεν μιλάει, ούτε κουνιέται, σαν άγαλμα, με τα πράσινα μάτια του να κοιτάζουν μέσα στην ψυχή του φρουρού, να τον στοχεύουν σαν μαχαίρια.

Νιώθω τη λαβή του φρουρού γύρω μου να χαλαρώ-νει, νιώθω τα χέρια του να τρέμουν, το σώμα του να παίρνει στάση άμυνας και απορίας. Ετοιμάζομαι για την ευκαιρία μου, αλλά με κρατάει ακόμα πολύ δυνα-τά. Τότε μου έρχεται μια ιδέα.

Αφήνω απότομα κάθε προσπάθεια να αντισταθώ και κάνω πως πέφτω, με το σώμα μου τελείως άτο-νο, νεκρό, με μόνο στήριγμα τα χέρια του. Δεν θέλει και πολλή προσπάθεια αυτή η προσποίηση, μια και η εξάντληση, η πείνα, η δίψα και η αγωνία με έχουν κά-νει να νιώθω πιο πολύ πεθαμένη παρά ζωντανή, αλλά ταυτόχρονα είμαι σε εγρήγορση. Όπως υπολόγιζα, τα χέρια του χαλαρώνουν αμέσως από γύρω μου, καθώς σωριάζομαι άκομψα στο πάτωμα μ’ ένα γδούπο.

-Τι…; πάει να πει.Πριν προλάβει να αντιδράσει, πετάγομαι πάνω και

190

Προμέσσα

τρέχω. Ο φρουρός ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Εμείς βρισκόμαστε ήδη στη βάση της σκάλας, με την

Άννα από πίσω μας, και έχουμε αρχίσει να ανεβαίνουμε τα σκαλιά τρία-τρία, όταν τον ακούμε να ξυπνάει από την έκπληξή του, μέσα σε ένα σύννεφο από βρισιές.

Κοιτάζω φευγαλέα το πρόσωπο του Λεωνίδα δίπλα μου καθώς ανεβαίνουμε βιαστικά τις σκάλες –πιο πολύ με σέρνει παρά τον ακολουθώ- και μου φαίνεται πως χαμογελάει, αλλά σίγουρα κάνω λάθος.

Από πίσω μας ακούω τη φωνή της Άννας που, για πρώτη φορά, φανερώνει κάποιο συναίσθημα.

Δεν μας ακολούθησε. Κάθεται στο πρώτο σκαλί βα-ριά και της ξεφεύγει ένα αναφιλητό. Στην αρχή κοντο-στέκομαι, δεν καταλαβαίνω γιατί κλαίει. Μου ρίχνει όμως ο Λεωνίδας μια ματιά όλο νόημα και τεντώνω τα αυτιά μου. Είναι αλήθεια, το κλάμα της ακούγεται πολύ έντονο, πολύ ψεύτικο, αλλά μοιάζει να καθυστερεί το φρουρό αποτελεσματικά. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το κάνει για μας, ότι μας βοηθάει, ότι καθυστερεί το φρουρό για να ξεφύγουμε.

Αλλά έτσι φαίνεται. -Αχ, ήταν τόσο σοκαριστικό όλο αυτό, λέει η Άννα

ανάμεσα στους λυγμούς της. Νόμιζα ότι δεν υπήρχε πια η βία σ’ αυτό τον κόσμο που ζούμε. Αχ, δεν νιώθω καλά. Πρέπει κάπου να κάτσω. Σας παρακαλώ, βοηθή-στε με.

-Τι κάνεις, κορίτσι μου, πήγαινε στην άκρη να περά-σω, ακούγεται η ανυπόμονη φωνή του φρουρού. Δεν κινδυνεύεις τώρα. Αν δεν μ’ αφήσεις να περάσω όμως, δεν θα προλάβω να τους πιάσω. Κάνε μου τη χάρη…

Η Άννα όμως μάλλον δεν του κάνει τη χάρη, γιατί η συνομιλία τους συνεχίζεται, καθώς ανεβαίνουμε τους ορόφους προς το φως.

Νιώθω και τα δικά μου χείλη να χαμογελούν, παρά

191

τη θέλησή μου.Ακούω το διαπεραστικό ήχο από τον ασύρματο του

φρουρού και την έκκλησή του για ενισχύσεις. Ο Λεωνί-δας μου σφίγγει το χέρι, καθώς πατάω το πόδι μου στο τελευταίο σκαλί.

Και ύστερα, τρέχουμε.

Έξω, ο απογευματινός αέρας χαϊδεύει το πρόσωπό μου σαν ανάσα. Ο ήλιος έχει χαθεί –μόλις τώρα συνει-δητοποιώ πόσες ώρες πρέπει να περάσαμε μέσα στη σκοτεινή αποθηκούλα. Γύρω μας οι περισσότεροι άν-θρωποι έχουν αρχίσει να τρώνε, και οι ουρές μπροστά στα φορτηγάκια της κυβέρνησης τελειώνουν. Επικρα-τεί μια περίεργη ησυχία και μοιάζει το μόνο πράγμα που ακούγεται να είναι τα βιαστικά μας βήματα, τα παπούτσια μας που χτυπούν στο έδαφος, οι κομμένες μας ανάσες. Τα τριζόνια στα δέντρα έχουν αρχίσει το απογευματινό τραγούδι τους, και το διακόπτουν ξαφ-νιασμένα μέχρι να περάσουμε.

Λίγα κεφάλια σηκώνονται με περιέργεια και σε λίγο ακούω κάποιον –ή κάποιους- να μας ακολουθούν. Ο Λεωνίδας με τραβάει να πάμε ακόμα πιο γρήγορα, αλλά τα πόδια μου με προδίδουν. Σκύβω το κεφάλι, σφίγγω το χέρι του, και συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου στην προσπάθεια να τρέξω, να μη μείνω πίσω. Δεν βλέπω πού πάμε. Κάποια στιγμή ο Λεωνίδας στρίβει απότομα προς τα δεξιά και παραλίγο να κουτουλήσω στον κορμό ενός δέντρου. Έπειτα πηγαίνουμε αριστε-ρά, μετά ξανά δεξιά, μέχρι που χάνω το λογαριασμό.

Φαίνεται όμως ότι εκείνος τουλάχιστον ξέρει πού πη-γαίνει, γιατί σε λίγο χάνουμε και τους καταδιώκτες μας, ή τουλάχιστον δεν τους ακούμε για λίγο. Και ξαφνικά, τη στιγμή ακριβώς που νιώθω τα πνευμόνια μου να καί-νε και τα πόδια μου να λυγίζουν, βρισκόμαστε μπροστά από τη μάντρα. Όχι στο σημείο με το άνοιγμα, αλλά

«Ελπίδα»

192

Προμέσσα

στην άλλη πλευρά του σχολείου. Στέκομαι και αναρωτιέμαι πώς θα φτάσω μέχρι εκεί

πάνω -τα κάγκελα είναι όσο μιάμιση φορά το ύψος μου περίπου- και προσπαθώ να ανασάνω κανονικά, όταν νιώθω να αιωρούμαι. Ο Λεωνίδας με σηκώνει με ευκο-λία μέχρι που μπορώ να πιαστώ από το πάνω μέρος της μάντρας. Ισορροπώ εκεί μέχρι που φτάνει δίπλα μου -δεν ξέρω πώς- και με βοηθάει να κατέβω από την άλλη μεριά. Ακόμα δεν βλέπω να έρχεται κανείς από πίσω μας, και ελπίζω αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν καταλά-βει πως έχουμε βγει από το χώρο του σχολείου.

Προσγειωνόμαστε και συνεχίζουμε να τρέχουμε για λίγο, μέχρι που δεν τρέχουμε πια, αλλά εγώ δεν το κα-ταλαβαίνω, γιατί χρειάζομαι την ίδια προσπάθεια με πριν, μόνο για να μείνω όρθια.

-Ξεκουράσου λίγο, μου λέει ο Λεωνίδας κοιτώντας προσεκτικά τριγύρω.

Κάθομαι πάνω στο πεζοδρόμιο βαριανασαίνοντας. Γύρω μας το σκοτάδι πυκνώνει γρήγορα, και οι λά-

μπες του δήμου είναι οι περισσότερες σπασμένες, κα-λώδια κρέμονται στην άσφαλτο, μαζί με τα μπάζα και τα γυαλιά.

Σκέφτομαι τους υπόλοιπους, τα παιδιά, τους μεγά-λους που αφήσαμε πίσω μας στο σχολείο, που τρώνε το φαγητό τους στην ησυχία του δειλινού. Σκέφτομαι τα γεμάτα στομάχια τους, τα γεμάτα στόματά τους και τα κρεβάτια που τους περιμένουν το βράδυ και κατα-λαβαίνω τι εννοούσε πριν ο Λεωνίδας.

Γιατί ζηλεύω. Είναι καθαρή, απλή ζήλεια. Πόσο εύκολο θα ήταν να τα δώσω όλα, να προδώ-

σω ό,τι αγαπώ και πιστεύω, για λίγο φαγητό, για λίγη ησυχία, για λίγη ξεκούραση. Πόσο εύκολα, ανώδυνα, μέσα σε μία στιγμή θα μπορούσα να βρίσκομαι εκεί μέσα, μαζί τους. Πόσο με πονάει η αδικία, εκείνοι μέσα να τρώνε, να έχουν την περιποίηση και την ασφάλεια

193

που χρειάζονται, ενώ εγώ, το παιδί του Θεού, να τρέχω κυνηγημένη, να πηδάω κάγκελα, να πέφτω κάτω από την πείνα, να βλέπω να παίρνουν τον μπαμπά μου, να δολοφονούν τη μαμά μου.

«Είναι λογικό αυτό;» Τον ρωτάω και θέλω να Του φω-νάξω, να ουρλιάξω, να Τον αναγκάσω να έρθει, να μου απαντήσει.

Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τη μέση μου και φέρ-νω τα γόνατά μου στο πηγούνι μου. Νιώθω την καρδιά μου να σπάει, να πονάει, να γέρνει μαραμένη, κεντρι-σμένη από το αγκάθι της ζήλειας, της πικρίας.

Καυτά δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου.«Είσαι δικιά Μου, μην το ξεχνάς,» έρχεται η Φωνή

Του και με αγκαλιάζει σαν αύρα καλοκαιρινή, σαν τα χέρια της μαμάς μου. «Θυμάσαι τι σου είπα πριν; Ό,τι κάνεις, για Μένα να το κάνεις. Ξέχασε τους άλλους. Μόνο Εγώ υπάρχω. Τίποτα άλλο. Και κανένας.»

«Ναι, αλλά είναι όλα τόσο δύσκολα. Και άδικα.»«Δεν σου υποσχέθηκα ότι θα είναι εύκολα. Σου υπο-

σχέθηκα όμως ότι θα είμαι μαζί σου. Και είμαι.»Σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου, μην τα δει ο Λεω-

νίδας. Για Εκείνον, λέω στον εαυτό μου. Μόνο Αυτός υπάρ-

χει. Τίποτα άλλο. Και κανένας. Τα επαναλαμβάνω νο-ερά μέχρι να τα καταλάβω, μέχρι να τα πιστέψω. Δεν είμαι σίγουρη ότι το μυαλό μου συνεργάζεται, αλλά νιώ-θω καλύτερα, νιώθω παρηγοριά με κάθε λέξη.

-Πάμε, διατάζει ο Λεωνίδας και μοιάζει σαν να πέ-ρασαν μόνο δύο δευτερόλεπτα από τη στιγμή που κά-θισα.

Συνεχίζουμε, αν και δεν τρέχουμε πια. Πού και πού ακούγονται ομιλίες και βήματα, αλλά είμαι σχεδόν σί-γουρη ότι δεν είναι για μας. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζου-με.

-Πού πάμε; ρωτάω και οι λέξεις βγαίνουν με δυσκο-

«Ελπίδα»

194

Προμέσσα

λία από τα θρυμματισμένα μου χείλη. Γυρίζει και με κοιτάζει και βλέπω στα μάτια του ότι

με λυπάται. Παλιότερα θα θύμωνα, θα επαναστατού-σα. Τώρα ούτε που με νοιάζει.

-Κάπου που να έχει νερό, απαντάει. Και φαγητό, αν είναι δυνατόν.

-Ανθρώπους, τον διορθώνω. Να έχει ανθρώπους. -Μα… ξεκινάει. Θέλεις ακόμα…; Είμαι σίγουρη ότι ξέρει τι εννοώ. Δεν χρειάζεται να

του εξηγήσω. Με κοιτάζει εξεταστικά. Σκέφτεται. «Δεν ξέρω γιατί είμαστε ζωντανοί ακόμα, αλλά θα

ζήσουμε υπό τους δικούς μας όρους. Και όσο ζήσου-με.» Η φωνή του μπαμπά μου, σπασμένη από τη θλίψη και το κλάμα, έρχεται στο μυαλό μου. Είναι σαν να τον βλέπω μπροστά μου, με τα ρουφηγμένα του μάγουλα, τα αξύριστα γένια του, στα μάτια του μια άγρια χαρά. Για πρώτη φορά μετά από τη Μαύρη Μέρα, να θέλει να ζήσει. Θυμάμαι πώς έπεσα στην αγκαλιά του και κλάψαμε μαζί. Θυμάμαι μέσα σε μια στιγμή τα πέντε χρόνια που έχουν περάσει από τότε.

Τους κινδύνους, τα ερωτηματικά, τον πόνο. Είναι σαν να οδηγούσαν όλα εδώ, κι ας μην το ήξε-

ρα, σαν να άκουγα συνεχώς τη φράση αυτή του μπα-μπά μέσα στην καρδιά μου, σαν να ζούσα ξέροντας ότι δεν θα υπάρχει αύριο. Και να που σήμερα, για μένα, δεν θα υπάρχει.

«Θα ζήσουμε υπό τους δικούς μας όρους.» Με τους δικούς Του όρους.«Και όσο ζήσουμε.»-Πολύ καλά, πάμε κάπου που να έχει ανθρώπους,

συμφωνεί ο Λεωνίδας. Του δείχνω τον ουρανό με το δάχτυλό μου. Τα αραιά

σύννεφα κρατούν ακόμα λίγο φως, αλλά ο υπόλοιπος είναι βελούδινος, μαύρος. Νυχτερινός.

-Δεν έχουμε χρόνο, ψιθυρίζω.

195

Κουνάει το κεφάλι του και νομίζω, πάλι, ότι χαμογε-λάει.

Το Νοσοκομείο «Ελπίδα» –μετονομάστηκε έτσι ύστε-ρα από την 12η Δεκεμβρίου, πιο πριν το έλεγαν «Αρχάγ-γελος Γαβριήλ»- είναι αγνώριστο από την πίσω μεριά.

Ένας τοίχος είναι ολόκληρος γκρεμισμένος και φαί-νονται από μέσα οι σειρές από σκαλιά. Βλέπουμε μια νοσοκόμα να τα ανεβαίνει βιαστική με ένα δίσκο στα χέρια, και συνειδητοποιούμε ότι λειτουργεί, παρά τις ζημιές του. Στην μπροστινή, καθώς και στις πλάγιες εισόδους, υπάρχουν φρουροί με γκρι στολές, σαν αυ-τούς του σχολείου, αλλά τα χαλάσματα φαίνονται αφύ-λακτα.

Φαίνονται, αλλά δεν είναι, όπως ανακαλύπτουμε σύ-ντομα. Δύο πελώρια σκυλιά –πρέπει να μου φτάνουν στον ώμο όταν σηκωθούν όρθια- είναι καθισμένα μέσα από τον γκρεμισμένο τοίχο, δίπλα από το χαλασμένο ασανσέρ. Φορούν κολάρα με αισθητήρες, ατσάλινα, και χασμουριούνται βαριεστημένα. Το ένα ανοίγει το μάτι του και μας βλέπει, αλλά δεν αντιδρά. Αν πλησιά-σουμε, ξέρει τι να κάνει, προφανώς.

Γυρίζω το πρόσωπό μου στον ουρανό. Νιώθω πιο κουρασμένη, πιο ηττημένη ακόμα κι από εκείνη τη μέρα που στεκόμουν μπροστά σε μια οθόνη που μου ανακοίνωνε ότι σκότωσαν τη μητέρα και την αδερφή μου.

Δεν αντέχω άλλο, σκέφτομαι.-Κάνε λίγο κουράγιο ακόμα.Ο Λεωνίδας παίρνει το χέρι μου ανάμεσα στα δικά

του και το κρατάει. Μια ζεστασιά απλώνεται σε όλο μου το σώμα και συνειδητοποιώ ότι έτρεμα από το κρύο. Τον κοιτάζω με απορία. Μήπως είπα δυνατά τη σκέψη μου; Ή μήπως ήταν η φωνή του Θεού που μου απάντησε, κι όχι του Λεωνίδα;

«Ελπίδα»

196

Προμέσσα

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, και μαζεύω το λίγο κουρά-γιο που μου απομένει.

-Τι λες; Να προσπαθήσουμε; τον ρωτάω. -Τι να προσπαθήσουμε; Να γίνουμε «βορά» των σκυ-

λιών; -Δεν μπορείς να… να παίξεις μαζί τους; Να γίνετε φί-

λοι, κάτι τέτοιο;Γελάει δυνατά και αναρωτιέμαι πού βρίσκει τη δύ-

ναμη.-Έσσα, αυτά είναι εκπαιδευμένα για ένα συγκεκριμέ-

νο σκοπό, λέει. Δεν νομίζω…. Σταματάει και σμίγει τα φρύδια του.-Έχω μια ιδέα. Περίμενε εδώ.Περιμένω, αλλά καθώς τον βλέπω να προχωράει

αποφασιστικά προς τα σκυλιά, δεν νομίζω ότι ξέρει τι κάνει. Πλησιάζει την είσοδο με σίγουρο βήμα και μόλις πατάει το πόδι του στο πεζοδρόμιο, τα σκυλιά σηκώ-νουν τα κεφάλια τους. Τον κοιτάζουν απειλητικά, ενώ τα ρουθούνια τους διαστέλλονται. Γυμνώνουν τα δό-ντια τους και γρυλίζουν. Κάνουν να σηκωθούν.

Δεν χρειάζεται, όμως, γιατί ο Λεωνίδας οπισθοχωρεί όσο πιο γρήγορα μπορεί. Τα σκυλιά βγάζουν ένα μου-γκρητό, που κάνει το έδαφος να τραντάζεται κάτω από τα πόδια μου, και βλέπω το σάλιο που τρέχει ανάμεσα από τα πελώρια δόντια τους. Ο Λεωνίδας έρχεται δίπλα μου και ετοιμάζομαι για έναν ακόμα μαραθώνιο ανα-στενάζοντας.

Όμως τα σκυλιά, ευτυχώς, μένουν στις θέσεις τους και ξανακάθονται ήσυχα-ήσυχα, σαν να περιμένουν πε-ραιτέρω εντολές.

-Δεν την είχα σκεφτεί και πολύ καλά την ιδέα μου τελικά, λέει ο Λεωνίδας και κάθεται κάτω.

Για πρώτη φορά μοιάζει κι αυτός αποκαμωμένος, σαν να μην έχει τη δύναμη να στηρίξει τον εαυτό του, πόσο μάλλον κι εμένα.

197

-Θέλεις να πάμε σπίτι σου; τον ρωτάω.-Είναι πολύ μακριά για να πάμε με τα πόδια. Κι έπει-

τα… αν με ψάχνουν ακόμα;-Πάμε στο πάρκο τότε. Να περιμένουμε. -Και να τα παραδώσουμε έτσι εύκολα;Ετοιμάζομαι να του πω ότι δεν έχουμε και άλλη επι-

λογή, όταν κάτι συμβαίνει. Στην αρχή δεν το αναγνω-ρίζω, γιατί νομίζω ότι ζαλίζομαι από την κούραση, κι ότι το βουητό είναι η ακοή μου, που ετοιμάζεται να με εγκαταλείψει. Αλλά όχι, είναι ένας καθυστερημένος μετασεισμός, και αρκετά δυνατός μάλιστα. Σηκώνομαι απότομα πάνω, και ο κόσμος σκοτεινιάζει. Το χέρι του Λεωνίδα με κρατάει να μην πέσω.

-Κοίτα! μου λέει ψιθυριστά. Τα σκυλιά φεύγουν. Έτσι απλά. Τα πελώρια μαύρα

πόδια τους καλπάζουν πάνω στην άσφαλτο και τρέ-χουν, λες και προσπαθούν να φύγουν από το σεισμό.

-Τώρα! Πάμε.Εκτός από το έδαφος, ούτε τα πόδια μου νιώθω

σταθερά, αλλά χρειάζεται πιο πολλή ενέργεια για να του αρνηθώ, παρά για να τον ακολουθήσω. Μπαίνου-με μέσα, καθώς σοβάδες πέφτουν από τον απέναντι τοίχο, και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τη σκάλα, που χορεύει. Ίσως μοιάζει με παιχνίδι από λούνα παρκ για το Λεωνίδα, που τα μακριά του πόδια καταπίνουν τα σκαλιά με ευκολία, αλλά εγώ δυσκολεύομαι.

Εκείνος έχει ανεβεί ήδη στον ημιώροφο, αλλά ο με-τασεισμός συνεχίζεται και η σκάλα μοιάζει να ταλαντώ-νεται ανάμεσα στους δύο τοίχους.

Γυρίζει προς τα κάτω και με βλέπει που ετοιμάζομαι να βάλω το πόδι μου σε ένα σημείο που το μάρμαρο της σκάλας έχει υποχωρήσει. Το τραβάω γρήγορα και χάνω την ισορροπία μου προς τα πίσω. Κατεβαίνει και με πιάνει. Ανεβαίνουμε μαζί, αποφεύγοντας τις τρύπες, προστατεύοντας με τα χέρια τα κεφάλια μας από τους

«Ελπίδα»

198

Προμέσσα

σοβάδες και τα κομμάτια τούβλα που πέφτουν. Απότομα, όπως ξεκίνησε, ο μετασεισμός σταματάει. Ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο, όπου υπάρχουν

αίματα στο πάτωμα, αίματα στις ποδιές των γιατρών, αίματα στα φορεία.

Ανεβαίνουμε στον δεύτερο, που ακούγονται τσιρίδες και ποδοβολητά από τρομαγμένα παιδιά και τις μαμά-δες τους.

Ανεβαίνουμε στον τρίτο. Ησυχία.-Εδώ είμαστε, μου κλείνει το μάτι ο Λεωνίδας. Καθόμαστε σε δύο πλαστικές καρέκλες έξω από ένα

μικρό δωμάτιο με κλειστή την πόρτα και παίρνουμε από ένα τρέιλερ ο καθένας από έναν δίσκο με μισοφα-γωμένο φαγητό. Κανείς δεν μας δίνει σημασία καθώς τρώμε λαίμαργα, κανείς δεν προσέχει τους καρπούς μας, γυμνούς από τα περιβόητα βραχιόλια. Τίποτα δεν ακούγεται, εκτός από τις ανάσες και τις μπουκιές μας, ίσως και κάποιο μηχανικό μπιπ πού και πού.

Γύρω μας άσπροι τοίχοι με διαγώνιες ρωγμές, πρά-σινες πόρτες. Το μεταλλικό χρώμα από το τρέιλερ στη γωνία. Μια κιτρινίλα στο πάτωμα δίπλα μου, που δεν θέλω να αναρωτηθώ τι είναι.

Μόλις συνερχόμαστε από το περίεργο αίσθημα του να είναι γεμάτα τα στομάχια μας, σηκωνόμαστε. Πίνου-με νερό από τον ψύκτη προσέχοντας να μη μας δει κα-νείς και παίρνουμε τα δωμάτια με τη σειρά.

Διαλέξαμε το σωστό όροφο, νομίζω. Εδώ είναι οι ασθενείς που βρίσκονταν στο νοσοκομείο πριν γίνει ο σεισμός, και που μοιάζει όλοι να τους έχουν εγκαταλεί-ψει, καθώς γιατροί και νοσοκόμες είναι απασχολημένοι με σπασμένα χέρια και κεφάλια και με ετοιμοθάνατους από τα χαλάσματα. Είναι φοβισμένοι, είναι αφρόντι-στοι, είναι μόνοι.

Μόλις μπαίνουμε στο πρώτο δωμάτιο, η μπόχα που μας συναντάει μου φέρνει εμετό. Συγκρατιέμαι όμως

199

και κοιτάζω στο κρεβάτι. Είναι ένας παππούς με άδειο βλέμμα και σωληνάκια

παντού. Δίπλα του, στο πάτωμα, μια ξέχειλη πάπια, που στάζει μέσα σε μια λίμνη. Τα σεντόνια του είναι κι αυτά λερωμένα.

-Ήρθαμε να σας πούμε…, ξεκινάω, αλλά κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό που πάω να πω.

Σταματάω. Ο παππούς γυρίζει το πρόσωπό του από την άλλη,

ντροπιασμένος. Το μαξιλάρι είναι κι αυτό βρόμικο, με καφέ λεκέδες και άσπρες τρίχες. Ο Λεωνίδας βγάζει έναν πνιχτό ήχο και βγαίνει έξω, με την παλάμη του στο στόμα. Σκέφτομαι να τον ακολουθήσω, όταν το μάτι μου παίρνει το σκεβρωμένο χέρι του παππού πάνω στο στρώμα. Είναι τόσο αδύνατο και γεμάτο γεροντικές κη-λίδες και τρέμει.

Χωρίς να το σκεφτώ, το καλύπτω με το δικό μου. Τα μάτια του παππού συναντούν τα δικά μου. Για

μια στιγμή γίνονται γυάλινα, απόκοσμα, κι έπειτα ξε-χειλίζουν.

-Ήρθαμε να σε φροντίσουμε, παππού, λέω με φωνή που τρέμει, όπως και τα χείλη του.

Δεν μιλάμε σε πολλούς για το Χριστό. Αλλάζουμε σεντόνια, αλλάζουμε βρεγμένα στρώμα-

τα, αδειάζουμε πάπιες, σκουπίζουμε χείλη. Αν κάποιος μας ρωτάει γιατί το κάνουμε αυτό, του λέμε, αλλά αλ-λιώς όχι. Δεν υπάρχει νόημα. Μια κυρία γύρω στα πε-νήντα, με λερωμένο νυχτικό και βρόμικες γάζες στην κοιλιά, μας διώχνει με φωνές μόλις της λέμε ότι ο Θεός την αγαπάει και θέλει να τη σώσει. Προλάβαμε όμως να της αλλάξουμε σεντόνια, από τη στοίβα που άφη-σε μια βιαστική νοσοκόμα στο βάθος του διαδρόμου, οπότε κι αυτό είναι κάτι. Προσπαθώ να της περιποιηθώ και το τραύμα, παρ’ όλο που δεν ξέρω και πολλά, αλλά

«Ελπίδα»

200

Προμέσσα

δεν με αφήνει, φωνάζει, κλωτσάει. Στα μάτια της είναι ζωγραφισμένος ο τρόμος, και τη λυπάμαι.

Το βραχιόλι τής έχει σκίσει το δέρμα της σε κάποιο σημείο, αλλά δεν φαίνεται να την απασχολεί αυτό τόσο, όσο τα ανατρεπτικά μου λόγια.

Σ’ ένα δωμάτιο κάποιος είναι νεκρός και μυρίζει. Τον σκεπάζουμε με το σεντόνι. Σ’ ένα άλλο δωμάτιο μια γυ-ναίκα κλαίει δίπλα στο κρεβάτι του άντρα της και μας ρωτάει τι είναι αυτό που συμβαίνει, κι αν ήρθε το τέλος του κόσμου.

-Ναι, της λέμε μαζί.Της εξηγούμε, της μιλάμε για το Χριστό. Μας ακούει.

Ο άντρας της δεν έχει τις αισθήσεις του. Όταν πάμε να φύγουμε, μας πιάνει απ’ τα χέρια, δεν μας αφήνει. Της δίνω τη μοβ Βίβλο μου και την παίρνει με δάκρυα στα μάτια.

Βγαίνουμε από το δωμάτιο ζαλισμένοι και κοιταζό-μαστε. Τότε αρχίζουν οι σειρήνες.

Ο ήχος τους είναι περίεργος, διαφορετικός, δεν έχω ξανακούσει κάτι που να του μοιάζει. Δεν είναι διαπερα-στικός, όπως συνήθως είναι ο ήχος της σειρήνας, αλλά πιο πολύ βαθύς, σαν να έρχεται από το κέντρο της γης, σαν να εξαπλώνεται στο έδαφος, σαν να με τυλίγει από τα πόδια μέχρι το κεφάλι. Είναι ρυθμικός και διακεκομ-μένος, και μου δημιουργεί την αίσθηση ότι αυξάνεται κάθε φορά, ότι πλησιάζει, σαν να προμηνύει κάτι κακό. Σαν να είναι ο ίδιος ο θόρυβος ο κίνδυνος που απειλεί, σαν να έχουν σκοπό οι σειρήνες αυτές να γεμίσουν τον κόσμο όλο με φόβο, να πνίξουν κάθε άλλη σκέψη, κάθε άλλο συναίσθημα.

Είναι από αυτές τις σειρήνες, που νομίζεις ότι αν δεν σταματήσουν τώρα, θα τρελαθείς. Θα χάσεις τα λογικά σου.

Και αυτό παθαίνω. Δεν ξέρω τι σημαίνουν, αν ενεργοποιήθηκαν από το

201

μετασεισμό ή αν προετοιμάζουν για μία ακόμα ανακοί-νωση, σαν αυτή της 12ης Δεκεμβρίου ή σαν αυτή στο σχολείο για το σύστημα 12-D. Ίσως είναι για μας, σκέ-φτομαι, ίσως είναι τόσο σημαντικό να μας βρουν και να μας εξοντώσουν, που έχουν σκοπό να ειδοποιήσουν όλη τη χώρα να μας ψάχνει. Το ξέρω ότι δεν είναι και πολύ λογική αυτή η σκέψη, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά με τον ήχο αυτό να μου γεμίζει το μυαλό, να μου τρυπάει την καρδιά.

Οι σειρήνες σταματούν για τρία δευτερόλεπτα, και ξαναρχίζουν πιο δυνατές, πιο επίμονες. Πέφτω στο πά-τωμα σαν να με χτύπησε στ’ αλήθεια ο ήχος τους και κλαίω όσο δεν έκλαψα από τη μέρα του σεισμού κι από τις 12 Δεκεμβρίου.

Κλαίω για τη μαμά, για τη Ρένα, για το Βίκτωρα. Κλαίω για τον μπαμπά. Κλαίω για το σπίτι μας, που δεν υπάρχει πια, σαν όλους αυτούς. Κλαίω για τη γιαγιά, που δεν θυμάμαι καλά και που η Βίβλος της είναι στα χέρια εκείνου του φρουρού, και κλαίω για τον παππού, που δεν γνώρισα ποτέ. Κλαίω για τη θεία Φελίσιτι, το θείο Τεό, την Ες και τον Κρις. Κλαίω για τη μοβ Αγία Γραφή μου, που ήταν ο τελευταίος μου σύνδεσμος με όλους αυτούς, με την προηγούμενη ζωή μου, ο τελευ-ταίος χειροπιαστός σύνδεσμος με την πίστη μου.

Κλαίω για τον άντρα που πέθανε στο μοναχικό του κρεβάτι πριν προλάβουμε να του πούμε για το Χριστό. Κλαίω γιατί το όνομά μου είναι Προμέσσα, αλλά ξόδε-ψα τόσον καιρό αμφιβάλλοντας για τις υποσχέσεις του Χριστού μου.

Κλαίω για τη μέρα που τελειώνει χωρίς ακόμα να έχει έρθει ο Χριστός να με πάρει από αυτό τον εφιάλτη.

Κλαίω, και οι σειρήνες κρατούν ρυθμό με τη μακά-βρια μουσική τους.

Κλαίω μέχρι που δεν μπορώ να ανασάνω, και τότε μένω εκεί, κάτω, με το πρόσωπό μου κολλημένο στο

«Ελπίδα»

202

Προμέσσα

βρόμικο πάτωμα και το σώμα μου να τραντάζεται από τους λυγμούς.

Ο Λεωνίδας έχει γονατίσει δίπλα μου. Νιώθω το χέρι του ζεστό στην πλάτη μου, αλλά του είμαι ευγνώμων που δεν μιλάει, δεν λέει ανοησίες, δεν προσπαθεί να με παρηγορήσει ή να μου πει να σηκωθώ. Μένει απλώς δίπλα μου μέχρι να περάσει η τρικυμία. Κι έπειτα με κλείνει στην αγκαλιά του.

Τα χείλη του μουρμουρίζουν ένα τραγούδι στο αυτί μου, ένα τραγούδι που μοιάζει αιώνες μακριά η τελευ-ταία φορά που το άκουσα. Αλλά δεν ήταν αιώνες πριν, ούτε καν εβδομάδες. Το άκουσα τελευταία φορά στη συνάθροισή μας, και το τραγούδησα κι εγώ, το έψαλλα, κι άκουσα τον Θεό να μου λέει αυτά, τα ίδια λόγια.

«Μην κλαις παιδί Μου, μην πονάς Δεν θα σ’ αφήσω να περιμένεις. Κρατάω στο χέρι Μου την ώρα Τη μέρα που θα ’ρθεις σε Μένα.»Μένουμε εκεί αγκαλιασμένοι στο πάτωμα και οι σει-

ρήνες ξεθωριάζουν στο μυαλό μου, νικημένες από τον ψίθυρο του Λεωνίδα. Είναι σαν να μπήκα βιαστικά σ’ ένα καταφύγιο, και συνεχίζονται πάνω από το κεφάλι μου οι πυροβολισμοί, αλλά τώρα ξέρω ότι δεν μπορούν να με αγγίξουν.

Σκουπίζει ένα τελευταίο δάκρυ στην άκρη του βλε-φάρου μου, και όταν συνεχίζει με τη ζεστή φωνή του, όλα ηρεμούν, όλα μπαίνουν στη θέση τους και θυμά-μαι ότι ξέρω όλες τις απαντήσεις. Η φωνή του, σιγανή, ψιθυριστή, τόσο που δεν ακούγεται η μελωδία παρά μόνο τα λόγια, τα γλυκά λόγια, που σταλάζουν μέσα στην πονεμένη μου καρδιά.

«Γλυκιά Μου νύφη, φτάνει η ώρα Στην αγκαλιά που θα σε πάρω. Ξέρω ακούς πολλά, κρατήσου Σ’ αυτά που άκουσες από Μένα.»

203

Οι λυγμοί καταλαγιάζουν και ψιθυρίζω τα τελευταία λόγια μαζί του. Σηκωνόμαστε. Τον κοιτάζω.

-Σ’ ευχαριστώ, του λέω.Τότε μόνο ανακαλύπτω ότι έχουν δακρύσει και τα

δικά του μάτια.

Πρέπει να έχει περάσει μία ακόμα ώρα μέσα στο νο-σοκομείο και, παρ’ όλο που είναι τεράστιο και σχεδόν κάθε κρεβάτι γεμάτο, οι άρρωστοι τελειώνουν σιγά-σι-γά.

Έξω η νύχτα έχει πέσει για τα καλά. Οι σειρήνες χτύ-πησαν για λίγη ώρα ακόμα, αλλά είχαν χάσει πια τη δύναμή τους επάνω μου. Τώρα, μέσα στην ησυχία της νύχτας, μοιάζουν σαν ένα κακό όνειρο, που διαλύθηκε μόλις άναψε το φως.

Δεν μας έχουν πιάσει ακόμα. Οι ασθενείς κοιμούνται όλοι σχεδόν, έχοντας χάσει

κάθε ελπίδα ότι κάποιος θα τους ανακαλύψει ή θα τους βοηθήσει. Γυρίζω στο Λεωνίδα, που προσπαθεί για τρίτη φορά να βάλει στα χέρια του ένα ζευγάρι πλαστι-κά γάντια –οι άλλες δύο ήταν αποτυχημένες- και έχω σκοπό να τον ρωτήσω μήπως δεν είναι σωστό να τους ξυπνήσουμε, όταν ακούγονται βήματα στο διάδρομο. Μπαίνουμε γρήγορα στην τουαλέτα. Σε λίγο ανοίγει η πόρτα του δωματίου, είναι από τα πιο μεγάλα, πρέπει να έχει μέσα οχτώ κρεβάτια.

-Δεσποινίς, ακούγεται μια αντρική φωνή με κύρος, πού είναι τα καθαρά σεντόνια που μου είπατε;

Δεν υπάρχουν πια καθαρά σεντόνια, γιατί τα ξοδέ-ψαμε όλα.

-Δεν… δεν ξέρω, απαντάει σαστισμένη η «δεσποι-νίς».

-Τέλος πάντων, λέει ο γιατρός –μάλλον-, δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε με αυτό τον όροφο, να τα φέ-ρετε κάτω. Κοιτάξτε μόνο αν…

«Ελπίδα»

204

Προμέσσα

Η πόρτα του μπάνιου ανοίγει ξαφνικά. Είμαστε πίσω από την κουρτίνα του ντους. Ο γιατρός πλένει τα χέρια του και φεύγει. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Δεν ξέρω πόσες ακόμα από αυτές τις σκηνές θα αντέξω.

Ευτυχώς, σε λίγο φεύγουν, χωρίς να μας ανακαλύ-ψουν. Οι φωνές τους χάνονται στο βάθος. Ο όροφος μένει έρημος και πάλι. Βγαίνουμε διστακτικά από την κρυψώνα μας. Τρέμω τόσο πολύ, που μου πέφτει το κουτί με τα χαρτομάντιλα που κρατούσα στα χέρια μου. Ο Λεωνίδας γυρίζει προς το μέρος μου με έκπλη-ξη, αλλά δεν λέει τίποτα. Ύστερα από λίγο πετάει στα σκουπίδια το τρίτο ζευγάρι γάντια που έσκισε.

-Λέω να φύγουμε, μου ανακοινώνει.

Μια πολυκατοικία στο διπλανό τετράγωνο είναι σχε-δόν όρθια, εκτός από τον πάνω όροφο, που έχει υπο-στεί σοβαρές ζημιές. Φαίνεται βέβαια ότι είναι εκκενω-μένη, αλλά διαθέτει έναν πολύ ωραίο υπαίθριο χώρο στο πίσω μέρος, με φροντισμένο γκαζόν και σιντριβάνι –το οποίο δε λειτουργεί.

Καθόμαστε στο γρασίδι κι ακούω το Λεωνίδα δίπλα μου να αναστενάζει βαθιά. Ξαπλώνει πίσω και νομίζω ότι τον παίρνει ο ύπνος αμέσως.

Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά, η ανάσα του είναι βαριά. Βολεύομαι δίπλα του όσο πιο ήσυχα μπορώ, και σηκώνω το κεφάλι μου στα αστέρια. Με έκπληξη συνειδητοποιώ ότι είναι η δεύτερη νύχτα που είμαι στην ύπαιθρο, κάτω από το αχνό τους φως.

Πρώτη φορά είμαι έξω από το σπίτι τόσες ώρες, μα-κριά από το άγρυπνο μάτι της Οθόνης VI. Σήμερα και χτες έχω έρθει σε επαφή με πιο πολλούς ανθρώπους απ’ ό,τι στα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής μου. Έχω αναπνεύσει πιο πολύ αέρα, έχω περπατήσει πιο μεγά-λες αποστάσεις, έχω τρέξει, έχω κουραστεί, έχω μείνει έξω όσο ποτέ πριν. Τώρα αρχίζω και συνειδητοποιώ

205

πόσο περιορισμένη ήταν –είναι, η ζωή αυτή, η «Εποχή της Οθόνης», πόσο απίστευτα εγκλωβισμένοι είμαστε μέσα σ’ αυτή, για χάρη της αποκαλούμενης προστα-σίας μας.

Γεμίζω τα πνευμόνια μου με το νυχτερινό αέρα και τεντώνω τα αυτιά μου στο τραγούδι απ’ τα λιγοστά τρι-ζόνια. Το γρασίδι με γαργαλάει λίγο, αλλά μόλις βολεύ-ομαι, αγκαλιάζει το σώμα μου όπως κανένα στρώμα. Τεντώνω την πλάτη μου πάνω στο έδαφος, γίνομαι ένα με τη γη, νιώθω τον παλμό της να κυκλοφορεί μέσα μου, το σφυγμό της να συντονίζεται με τον δικό μου.

Κάνει λίγη ψύχρα σήμερα το βράδυ ή ίσως εγώ εί-μαι πιο κουρασμένη από χτες. Αλλά είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί καθώς απλώνω με πολυτέ-λεια τα κουρασμένα μου μέλη.

Για μια ολόκληρη μέρα τα μάτια μου γέμισαν από αληθινές εικόνες κι όχι από ψηφιακές, για μια ολόκλη-ρη μέρα τα χέρια μου δεν έπιασαν αόρατα, εικονικά αντικείμενα, τα δάχτυλά μου δεν άγγιξαν αισθητήρες και κουμπιά. Με κυνήγησαν, με απείλησαν, με τρόμα-ξαν. Κι όμως, νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ.

Μια γάτα περνάει από δίπλα μου, με την άσπρη ουρά της φουντωτή, και τα μάτια της να γυαλίζουν σαν χάντρες. Ο Λεωνίδας κάνει μια ανεπαίσθητη κίνηση και καταλαβαίνω ότι είναι ξύπνιος.

-Τι σκέφτεσαι; τον ρωτάω. -Πεινάω, μου απαντάει. Δεν έφεραν βραδινό στους ασθενείς, και μάλλον και

το φαγητό που φάγαμε ήταν της προηγούμενης μέρας, αν και την ώρα που το τρώγαμε ήμασταν πολύ πεινα-σμένοι για να καταλάβουμε τη διαφορά. Ευτυχώς, δεν φαίνεται να μας πείραξε.

-Σκέψου κάτι άλλο.-Δεν μπορώ.Η φωνή του ακούγεται μικρή, αδύναμη. Για πρώτη

«Ελπίδα»

206

Προμέσσα

φορά ίσως από χθες, συνειδητοποιώ ότι εκείνος πρέ-πει να πεινάει πιο πολύ από μένα, μια που είναι αγόρι. Νιώθω άσχημα που δεν το σκέφτηκα πιο πριν, που πα-ρασύρθηκα από τις προσπάθειές του να κρυφτεί. Εύ-χομαι να είχα ένα κομμάτι μόνο από τη σοκολάτα που μου έδωσε το πρωί και να του το έδινα, όπως έκανε εκείνος.

-Σκέψου πού θα είμαστε αύριο, λέω. Σαν να βλέπω μπροστά μου το χαμόγελο που φωτίζει

το πρόσωπό του. Το νιώθω δίπλα μου, το σύννεφο της θλίψης που σηκώνεται αμέσως από πάνω του.

-Εντάξει, απαντάει. Αυτό σκέφτομαι.-Καλύτερα;-Πολύ καλύτερα.-Καληνύχτα, λέω σε λίγο.-Θα σε δω εκεί, μου απαντάει.Δεν ξέρω γιατί, αλλά στη γλώσσα μου γεύομαι την

αλμύρα από ένα δάκρυ.-Θα Σε δω εκεί, μουρμουρίζω προς τον ουρανό.Στο πίσω μέρος του μυαλού μου μια σκέψη με ενο-

χλεί. Είναι η νύχτα, που έφτασε, κι ακόμα να φανεί ο Κύ-

ριος; Είναι ο φόβος, η ανησυχία ότι πάλι θα απογοητευ-τώ; Είναι η αίσθηση ότι έχω μείνει μόνη μου πια, χωρίς τη δυναμική παρουσία του μπαμπά μου, που πάντα με στήριζε, μου έδινε ελπίδα και κουράγιο με την παρου-σία του και μόνο;

Δεν ξέρω. Προτιμώ να μην το σκεφτώ. Τα γεγονότα της ημέρας, ο γρήγορος ρυθμός τους,

αλλά και η έξαψη της προσμονής, όλα γυρίζουν στο μυαλό μου και δεν με αφήνουν να ηρεμήσω.

Μετράω τ’ αστέρια. Μετράω τις ανάσες μου. Τους χτύπους της καρδιάς μου. Τα χόρτα στο γρασίδι.

Στ’ αλήθεια, δεν το είχα φανταστεί ποτέ, ότι το πιο δύσκολο πράγμα που θα έπρεπε ποτέ να κάνω στη ζωή

207

μου θα ήταν αυτό. Να περιμένω. Και η ώρα να μην περνάει. Και να πρέπει κι άλλο να περιμένω. Κι ύστερα, κι άλλο.

-Λεωνίδα… ψιθυρίζω για να μην τον ξυπνήσω.-Ναι; μου απαντάει αμέσως.-Κοιμάσαι;-Όχι βέβαια.-Ούτε εγώ.-Το βλέπω.Δεν μιλάμε άλλο, αλλά είναι πολύ πιο φιλόξενη τώρα

η σιωπή, που τη μοιραζόμαστε. Σκέφτομαι ότι μπορεί να μην ήθελε να αλλάξει το όνομά του, αλλά αυτό από μόνο του περιέχει μέσα τη λέξη «λιοντάρι». Λέων. Λιο-ντάρι. Το Λιοντάρι του Ιούδα. Το Λιοντάρι κι ο Αμνός. Επαναλαμβάνω νοερά τις λέξεις, τις εκφράσεις, μέχρι που χάνουν το νόημά τους.

-Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι, για να περάσει η ώρα; τον ρωτάω.

-Θέλω.-Παίζαμε ένα με τον μπαμπά, ξεκινάω, αλλά η φωνή

μου σβήνει απότομα.«Σ’ ευχαριστούμε για τα αστέρια.»«Σ’ ευχαριστούμε για τον Ουρανό.»«Σ’ ευχαριστούμε για την Έσσα.»«Σ’ ευχαριστούμε για τον μπαμπά.»Ένας κόμπος μου σφίγγει το λαιμό σαν τανάλια και

ξέρω ότι αν αφήσω τον εαυτό μου θα αρχίσω πάλι να κλαίω όπως πριν, στο διάδρομο του νοσοκομείου. Δεν μπορώ όμως ξανά να βυθιστώ σ’ εκείνο το σκοτεινό μέρος, σ’ εκείνο τον πόνο που δεν έχει τελειωμό ούτε ανακούφιση.

-Θα μου πεις; ρωτάει ο Λεωνίδας απαλά.-Όχι, μουρμουρίζω.-Καλά. Θα σκεφτώ εγώ κάτι.Δεν με ρωτάει γιατί και πώς, κι αν καταλαβαίνει τι

«Ελπίδα»

208

Προμέσσα

μου συμβαίνει, δεν το δείχνει. Νιώθω ευγνωμοσύνη.Σκέφτεται, και η καρδιά μου γίνεται ένα με τον βε-

λούδινο ουρανό, ένα με τα λευκά χαλάσματα, ένα με την ανάσα του χορταριού.

-«Ο Κύριος είναι…» λέει ο Λεωνίδας και μου παίρ-νει λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβω την ερώτηση που ακούω στη φωνή του.

-«ο ποιμένας μου», συμπληρώνω τη φράση του.-«τίποτε δεν θα…»-«στερηθώ.»Συνεχίζουμε έτσι, να συμπληρώνουμε σαν παζλ τις

φράσεις, τις λέξεις ο ένας του άλλου, τις αιώνιες λέξεις, που φυτρώνουν μέσα στην καρδιά μας ξανά και βγά-ζουν κλωνάρια. Ξεχνάμε την πείνα μας, ξεχνάμε τον πόνο, ξεχνάμε το κρύο, ξεχνάμε ο ένας την παρουσία του άλλου. Γινόμαστε δύο πρόβατα στην παλάμη Του, ασφαλή και ησυχασμένα.

-«Σε βοσκές χλοερές με…»-«ανάπαυσε»-«σε νερά ανάπαυσης με…»-«οδήγησε.» λέω και συνεχίζω, πριν προλάβει εκείνος.

«Ανόρθωσε την…»-«ψυχή μου.»Η φωνή του δίπλα μου γελάει, σηκώνεται στον ουρα-

νό και χορεύει κοντά στ’ αστέρια και πιο πάνω. Σμίγει με τη δική μου κάπου εκεί, στα πόδια του Θρόνου του Θεού, και πάλλεται σαν καρδιά γεμάτη από ζωή, γεμά-τη από φλόγα.

-«με οδήγησε μέσα από…»-«μονοπάτια δικαιοσύνης, για χάρη τού Ονόματός

Του.»Είναι η σειρά μου να πω τα επόμενα λόγια, και δεν

φοβάμαι καθόλου. Με φωνή σταθερή, αρχίζω:-«Και μέσα σε κοιλάδα σκιάς θανάτου αν περπατή-

σω…»

209

Ο Λεωνίδας καθυστερεί να απαντήσει και αναρω-τιέμαι αν διστάζει ή αν ξέχασε τα λόγια. Μόλις μιλάει όμως, καταλαβαίνω. Γιατί η φωνή του είναι γεμάτη δά-κρυα.

-«δεν θα φοβηθώ κακό», ψιθυρίζει και μου πιάνει το χέρι.

-«επειδή, Εσύ…»-«…είσαι μαζί μου.» λέμε και οι δύο.-«Η ράβδος Σου και η…» πιάνει πάλι εκείνος την

αρχή,-«βακτηρία Σου,»-«αυτές με…»-«παρηγορούν.»Η νύχτα μας τυλίγει σαν μανδύας, προχωράει αργά

αλλά σταθερά πάνω από τα κεφάλια μας, μια νύχτα τρομαχτική, χωρίς φώτα, χωρίς φεγγάρι. Πλησιάζει η Μέρα, λέω στον εαυτό μου. Πλησιάζει όσο προχωρά η νύχτα.

Νιώθω την ανάσα του Θεού πάνω μου, να με τυλίγει σαν τον νυχτερινό αέρα, να με κρατάει σαν το γρασίδι στην παλάμη Του. Τον νιώθω να πλησιάζει, σαν ψίθυ-ρος που έρχεται από μακριά. Ακούω τα βήματά Του στην άσφαλτο, στο πεζοδρόμιο. Νιώθω τον αέρα γύρω μου να πάλλεται με την Παρουσία Του. Κρατάω την ανάσα μου. Κλείνω τα μάτια μου. Δεν αργεί πια.

-«Ετοίμασες μπροστά μου…» η φωνή του Λεωνίδα σπάει την ησυχία.

-«τραπέζι»-«απέναντι από τους…» -«εχθρούς μου.»Τα λόγια μου αντηχούν με σιγουριά μέσα στο σκοτά-

δι και μου δίνουν θάρρος. Σκέφτομαι το στομάχι μου που γουργούριζε όλη μέρα σχεδόν σήμερα, το «πεινάω» του Λεωνίδα που μου ράγισε την καρδιά. Κι όμως, ναι, είναι αλήθεια, Του λέω.

«Ελπίδα»

210

Προμέσσα

-«άλειψες το…»-«κεφάλι μου»-«με…»-«λάδι.»-«Το ποτήρι μου…»Δεν προλαβαίνω όμως να πω τη συνέχεια. Από πίσω

μας, στο δρόμο, ακούγονται βήματα και ένα περίεργο, αχνό φως, μετακινείται αργά προς το μέρος μας.

Ενστικτωδώς σηκωνόμαστε και πάμε στην πυλωτή. Στεκόμαστε πίσω από μία κολόνα και προσπαθούμε να διακρίνουμε τι είναι το φως και τι τα βήματα. Χωρίς να ξέρω τίποτα από τα δύο, ένα προαίσθημα μέσα μου λέει ότι δεν είναι για καλό.

Τα φώτα είναι φακοί και οι φωνές ανήκουν σε αστυ-νομικούς. Καθώς πλησιάζουν την κρυψώνα μας, ακούω κάποια από τα λόγια τους.

-Δεν καταλαβαίνω πώς μπήκαν μέσα, λέει ο ένας. Τόσοι αστυνομικοί, και τα σκυλιά, δεν τους πήραν χα-μπάρι.

-Είσαι σίγουρος ότι είναι αυτοί; λέει ο άλλος, με φωνή πιο λεπτή, πιο αβέβαιη.

Βρίζει, και κάτι μου θυμίζει αόριστα ο τρόπος που ξεσπάει την οργή του.

-Όποιοι και να είναι, εμείς τη δουλειά μας κάνουμε, απαντάει ο πρώτος. Και αν την είχες κάνει τη δουλειά σου εσύ σωστά εξ αρχής, δεν θα τρέχαμε τώρα μέσα στη νύχτα.

Ο άλλος δεν μιλάει. Σκέφτομαι ότι ίσως είναι ο «φίλος» μας από την αποθηκούλα του σχολείου, και γι’ αυτό η φωνή του, ή μάλλον οι εκφράσεις του, μου φάνηκαν γνώριμες, αλλά αναρωτιέμαι τι κάνει εδώ πέρα. Δεν προλαβαίνω όμως να αναρωτηθώ περισσότερο, γιατί ξαφνικά μπαίνουν από την πορτούλα στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Εμείς υποχωρούμε με ήσυχα βήματα προς την πίσω μεριά της πυλωτής, αλλά μέσα στην απόλυτη σιωπή

211

της νύχτας κάθε μας κίνηση μεγεθύνεται, γεμίζει τον κόσμο με φασαρία, μας προδίδει. Κοντοστεκόμαστε κρατώντας την αναπνοή μας, και βλέπουμε τα φώτα των φακών να πλησιάζουν. Κάποια στιγμή ακούγεται το γρύλισμα ενός σκυλιού. Η δέσμη ενός φακού πέφτει πάνω του και βλέπω ότι δεν είναι ένα, αλλά δύο, όμοια με εκείνα που φύλαγαν την γκρεμισμένη είσοδο του νο-σοκομείου, και ίσως ακόμα πιο μεγάλα, αν είναι δυνα-τόν. Γυρίζω και κοιτάζω το Λεωνίδα. Το πρόσωπό του καθρεφτίζει την απελπισία που νιώθω.

Τα σκυλιά αρχίζουν να γαβγίζουν. Ακούγεται ο ήχος από τα λουριά τους, που τα τραβάνε οι φρουροί πίσω.

Αρχίζουμε πάλι να τρέχουμε. Στα τυφλά αυτή τη φορά, στα τυφλά και με τις ελάχιστες δυνάμεις που μας έχουν μείνει. Νομίζω πως ακούω βήματα πίσω μου, αλλά μπορεί και να είναι τα δικά μας, που αντη-χούν στην άσφαλτο.

Σκοντάφτω σε πεζοδρόμια, παραπατάω σε φρέσκιες λακκούβες.

Σε κάποια στροφή σταματάνε τα γαβγίσματα, αλλά εμείς συνεχίζουμε το ξέπνοο τρεχαλητό μας. Ακούω το Λεωνίδα να τρέχει δίπλα μου και με κάθε του βήμα που χτυπάει στην άσφαλτο, παίρνω θάρρος.

Γυρίζω το κεφάλι μου προς τα πίσω και σκοντάφτω πάνω σε κάτι σκληρό. Πέφτω πάνω στο εμπόδιο με όλη μου τη δύναμη, κατά μέτωπο, και για λίγα δευτερόλε-πτα μου κόβεται η ανάσα. Πριν προλάβω να πισωπατή-σω, ζαλισμένη ακόμα όπως είμαι, νιώθω δυο χέρια να με αρπάζουν σαν τανάλιες.

Με κλείνουν ανάμεσά τους ασφυκτικά, με καρφώ-νουν στη θέση μου, με παγιδεύουν. Προσπαθώ να κοι-τάξω τριγύρω και τα μάτια μου ψάχνουν απεγνωσμένα τη μορφή του Λεωνίδα μέσα από τη φυλακή μου. Δεν φαίνεται πουθενά.

«Ελπίδα»

212

10. Εχθρός

...μυστήριο πράγμα είναι η πίστη σαν κατάδικος που βρήκε σύνεργα.

Κ. Ν., «Άτιτλο»

Κλείνω τα μάτια μου και περιμένω. Να μου φωνά-ξουν, να με χτυπήσουν, δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά για κάποιο λόγο νιώθω πιο ασφαλής με τα μάτια κλειστά.

-Έσσα! λέει μια γνωστή φωνή. Επιτέλους σε βρήκα.Ανοίγω με απορία τα μάτια μου και ανακαλύπτω ότι

τα χέρια που νόμιζα ότι με κρατούσαν αιχμάλωτη με αγκαλιάζουν με λαχτάρα.

Μπαμπά, σκέφτομαι, κι ας ξέρω ότι δεν είναι. Αφή-νομαι στο πατρικό του αγκάλιασμα, αφήνω τα δυνατά του χέρια να με στηρίξουν, να με παρηγορήσουν, και φαντάζομαι ότι είναι του μπαμπά μου. Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει έτσι, αλλά κάποια στιγμή τελικά με αφή-νει. Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω, και τα μάτια του γυαλίζουν στο σκοτάδι.

Τα μαλλιά του, που ήταν πάντα κοντοκουρεμένα, έχουν ασπρίσει τελείως στα χρόνια που έχω να τον δω, και έχει αφήσει ένα μικρό μούσι στο πηγούνι, που τον κάνει να φαίνεται κατά κάποιο τρόπο πιο νέος απ’ ό,τι παλιά. Τώρα είναι αξύριστος, βέβαια, και λίγο πιο αδύνατος απ’ ό,τι τον θυμάμαι. Τα άλλοτε γελαστά του

213

μάτια φαίνονται σκοτεινά και ταλαιπωρημένα. Το ύψος του είναι το μόνο που δεν έχει αλλάξει –είναι σχετικά κοντός για άντρα, στο ίδιο ύψος με μένα περίπου.

-Πώς μεγάλωσες, κοπέλα μου!-Κύριε Ζαχαρία, λέω, αλλά το μόνο που ακούγεται

είναι ένας λυγμός.Χαμογελάει λυπημένα.-Πάμε σε μια γωνιά να τα πούμε. Γιατί τρέχεις έτσι,

κοριτσάκι μου; Με τρόμαξες.Βάζει το χέρι του στους ώμους μου. Με οδηγεί σε ένα

παγκάκι δέκα βήματα πιο κει και κάθεται δίπλα μου. -Σε έψαχνα, μου λέει σοβαρά. Μου είπε η Ελένη…Κατεβάζει το κεφάλι του σαν να ντρέπεται.Δεν θα τον εμπιστευόμουν ούτε μία στιγμή, αν τον

είχα συναντήσει πριν από λίγες ώρες. Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει. Τώρα η κόρη του, και πρώην φίλη μου, η Ελένη, και ο γιος του, ο Μιχάλης, κάθισαν στην αποθη-κούλα και άκουσαν τα λόγια του Λεωνίδα. Βγήκαν από το προστατευτικό τους κουκούλι και μου ζήτησαν να τους πω την αλήθεια. Ο κόσμος γύρω μας σε ερείπια, ο Κύριος στο κατώφλι.

Δεν δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι με έψαχνε ο κύρι-ος Ζαχαρίας, εκείνος που παλιά είχε όλες τις απαντή-σεις, που ήξερε πάντα να πει το σωστό πράγμα. Δεν μου κάνει εντύπωση η ανησυχία, ο φόβος που βλέπω στα μάτια του. Δεν με ξαφνιάζουν τα χέρια του που τρέμουν.

Δεν τον φοβάμαι τώρα για την προδοσία του. Τον λυπάμαι.

Δεν του κρατάω κακία που με ξέχασε, κι εμένα και τον πατέρα μου και τη νεκρή μου μητέρα και αδερφή. Θέλω να τον βοηθήσω.

Δεν τον ζηλεύω για τη φόρμα με το σήμα του Οικου-μενικού Ηγέτη που φοράει, τη φόρμα των σεισμόπλη-κτων. Προτιμώ τη δική μου λερωμένη και σκισμένη τε-

Εχθρός

214

Προμέσσα

ράστια μπλούζα, που όμως μέσα της χτυπάει μια καρ-διά πιστή σ’ Εκείνον.

-Μου είπαν τα παιδιά ότι μιλήσατε, συνεχίζει. Ότι τους είπες τα λόγια… τα παλιά. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα τα έχετε αφήσει εσύ και ο πατέρας σου. Ήμουν βέ-βαιος ότι αν υπάρχει κάποιος που τα κρατάει ακόμα, θα είστε εσείς.

Θέλω να του πω ότι δεν μου ακούγεται και πολύ ωραία η έκφρασή του, ότι «τα κρατάμε ακόμα», λες και πρόκειται για τα απαρχαιωμένα έθιμα για τα οποία μιλούσε ο Οικουμενικός Ηγέτης στις 12 Δεκεμβρίου. Αλλά είναι τόσο όμορφο να κάθομαι σε ένα αληθινό κάθισμα και όχι στο έδαφος για μια φορά. Κι έπειτα, τα μάτια μου κλείνουν. Η γρήγορη εναλλαγή της αδρε-ναλίνης με την ηρεμία μέσα σε λίγα λεπτά με έχει εξα-ντλήσει –χώρια που κοντεύω να κλείσω ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο χωρίς να έχω κοιμηθεί.

Το αφήνω, λοιπόν, να περάσει. Δίπλα μου, ο κύριος Ζαχαρίας σκουπίζει τα μάτια

του.-Ήταν τόσο τραγικό αυτό που έγινε στη μαμά σου,

μου λέει. Και στην αδερφούλα σου… Κουνάει το κεφάλι του πέρα-δώθε σαν να θέλει να διώξει την ανάμνηση. Δεν το πιστεύαμε. Σκεφτήκαμε… μην αφήσουμε τα δικά μας τα παιδιά να πάθουν το ίδιο…

Αυτή τη φορά θυμώνω στ’ αλήθεια.-Δηλαδή ο μπαμπάς μου φταίει που τις άφησε να

πάνε...-Όχι, όχι, όχι, η φωνή του, γλυκιά αλλά αποφασιστι-

κή, με κόβει. Δεν εννοούσα αυτό, Έσσα μου, και να με συγχωρείς.

Βάζει τα χέρια του στους ώμους μου, που έχουν αρ-χίσει να τρέμουν.

-Με ντροπή το λέω, ότι φοβηθήκαμε, ότι δεν είχαμε το θάρρος. Αλλά τώρα, σε βλέπω και σε καμαρώνω-

215

Διακόπτει ξαφνικά τη φράση του. -Μα, τι κάθομαι και λέω τόσην ώρα, εσύ θα πρέπει

να πεθαίνεις της πείνας, λέει. Βγάζει από την τσέπη του ένα τοστ τυλιγμένο σε σε-

λοφάν και μου το δίνει. Ακουμπάει στο παγκάκι δίπλα του ένα μπουκάλι νερό. Τότε για πρώτη φορά θυμάμαι το Λεωνίδα. Ένας φόβος με τυλίγει, γιατί ξαφνικά συνει-δητοποιώ ότι μπορεί να τον έπιασαν, και γι’ αυτό μπο-ρούμε τόση ώρα και καθόμαστε ήσυχα με τον κύριο Ζαχαρία, χωρίς να μας ενοχλεί κανείς.

-Λεωνίδα! φωνάζω μέσα στο σκοτάδι. Μια σκιά εμφανίζεται στο απέναντι πεζοδρόμιο και

μας πλησιάζει διστακτικά.-Πού ήσουν; του λέω μόλις φτάνει. Μ’ έκανες κι ανη-

σύχησα.-Κρύφτηκα, απαντάει αποφεύγοντας να κοιτάξει τον

κύριο Ζαχαρία. Νόμιζα πως σε έπιασαν, νόμισα… Πού πήγαν; Ρωτάει κοιτώντας τριγύρω.

Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει. Μας άφησαν επιτέλους ήσυχους, μόνο αυτό έχει ση-

μασία. Πίνω λαίμαργα.-Θέλεις να φας; τείνω προς το μέρος του το τοστ.

Από δω ο κύριος Ζαχαρίας, ο μπαμπάς της Ελένης και του Μιχάλη, τους γνώρισες στο σχολείο.

Ανταλλάσσουν μια χειραψία γεμάτη καλοσύνη από τη μεριά του κύριου Ζαχαρία και καχυποψία από τη μεριά του Λεωνίδα.

-Με συγχωρείς που στο λέω, γυρίζει πάλι σε μένα, αλλά δεν θα έπρεπε να τον εμπιστευτούμε αυτόν τον κύριο. Αν μη τι άλλο, δεν είναι από αυτούς που…; Κι έπειτα, πώς εξαφανίστηκαν έτσι απότομα εκείνοι που μας κυνηγούσαν;

Η αγένειά του με σοκάρει. Δίπλα μου ο κύριος Ζα-χαρίας γελάει σιγανά. Εμένα όμως δεν μου φαίνεται καθόλου χαριτωμένο.

Εχθρός

216

Προμέσσα

-Λεωνίδα, πώς μιλάς έτσι; τον κόβω. Εσύ τολμάς και το λες αυτό, που με εγκατέλειψες μόλις είδες ότι με πι-άσανε;

Ξέρω κατά βάθος ότι δεν είναι δίκαιο αυτό που του λέω, αλλά νιώθω τις αντοχές μου να τελειώνουν. Θέλω για μια φορά να με αφήσουν να ηρεμήσω, χωρίς να πρέπει να προσέχω, χωρίς να κοιτάζω πίσω από την πλάτη μου, χωρίς να κρύβομαι. Θέλω να νιώσω πώς εί-ναι να έχεις μπαμπά ξανά. Θέλω να πάρω αυτόν τον άνθρωπο ως δώρο από το Θεό, τη στιγμή που χρειαζό-μουν μια ενθάρρυνση πιο πολύ από ποτέ, θέλω να το απολαύσω.

Θέλω να πιστέψω ότι γίνεται, ότι αλλάζουν οι άνθρω-ποι γύρω μας, ότι είχε δίκιο σ’ αυτά που μου είπε η Ρένα, ότι έκανα αυτό που μου ζήτησε ο Κύριος.

Και, όντως, είχε δίκιο.Και, όντως, έκανα αυτό που μου ζήτησε ο Κύριος.

Αλλιώς δεν θα ήταν ο κύριος Ζαχαρίας εδώ.-Με συγχωρείτε αν ακούστηκα απότομος, κύριε, λέει

ο Λεωνίδας τώρα. Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Απλά, ξέρετε, πρέπει να προσέχουμε.

-Ξέρω, αγόρι μου, του απαντάει ο κύριος Ζαχαρίας υπομονετικά. Ξέρω, και έχεις δίκιο. Εγώ όμως είμαι με το μέρος σας. Μου πήρε λίγο καιρό να το καταλάβω, αλλά ζήτησα από τον Κύριό μας να με συγχωρέσει. Κι έπειτα να με φέρει σε σας. Και το έκανε.

Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα μόλις τον ακούω να λέει «τον Κύριό μας».

-Έσσα… στο πρόσωπο του Λεωνίδα είναι ζωγραφι-σμένη μια παράκληση. Δεν σε εγκατέλειψα, πίστεψέ με. Σε παρακαλώ, πάμε κάπου να κρυφτούμε, να πε-ριμένουμε…

-Τι να περιμένετε; ρωτάει ο κύριος Ζαχαρίας με εν-διαφέρον.

Ο Λεωνίδας δεν έχει αγγίξει το τοστ ακόμα. Ούτε έχει

217

καθίσει. Τι έπαθε ξαφνικά και είναι τόσο δύσκολος;-Τον Κύριο, απαντάω. Μας είπε ότι θα έρθει σήμε-

ρα.-Σήμερα; επαναλαμβάνει ο κύριος Ζαχαρίας με έκ-

πληξη.Σμίγει τα φρύδια του και παρατηρώ ότι έχουν ασπρί-

σει κι αυτά, όπως τα μαλλιά του.-Έσσα, κοίτα… ψιθυρίζει ο Λεωνίδας, που ξαφνικά

έχει σκύψει δίπλα μου, στο πεζοδρόμιο.Μου δείχνει με το δάχτυλο προς τα πάνω.Και τότε ανακαλύπτω γιατί μπόρεσα και είδα τα

φρύδια του κύριου Ζαχαρία με τόση λεπτομέρεια. Για-τί νιώθω τόσο κουρασμένη και αποθαρρυμένη. Γιατί ο κύριος Ζαχαρίας με κοίταξε με τόση έκπληξη όταν είπα «σήμερα».

Γιατί δεν είναι σήμερα, αλλά αύριο.Δεν είναι πια σκοτάδι, αλλά μέρα.Έχει ξημερώσει.

Δεν έχω το κουράγιο να κλάψω. Κοιτάζω μόνο τον ουρανό, που φωτίζεται όλο και πιο έντονα, και νιώθω τα ξεραμένα μου χείλη να είναι ανοιχτά, αλλά δεν μπο-ρώ να τα κλείσω. Ούτε να μιλήσω.

Οι ώμοι μου σκύβουν, μέχρι που γίνομαι ένα με το έδαφος. Ο Λεωνίδας με κρατάει, αλλά δεν μπορεί κι εκείνος να με στηρίξει, γιατί τρέμει ολόκληρος.

Η μέρα πέρασε. Η Μέρα του Κυρίου. Και δεν ήρθε. Αυτό είναι όλο.

-Τι συμβαίνει; Πείτε μου!Η φωνή του κύριου Ζαχαρία διαπερνάει επιτέλους

το μουδιασμένο μου μυαλό, αλλά δεν μπορώ να του απαντήσω. Ανοίγω το στόμα μου και δεν βγαίνει ήχος κανένας.

-Νομίζαμε…. Ήμασταν σίγουροι ότι θα ερχόταν ο Κύ-

Εχθρός

218

Προμέσσα

ριος να μας πάρει, μουρμουρίζει ο Λεωνίδας χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. Σήμερα. Δηλαδή, χτες, θέλω να πω.

Ούτε η λέξη αυτή, «χτες» δεν απελευθερώνει τα δά-κρυά μου, την απελπισία μου. Μένω εκεί, παγιδευμένη στην απορία μου, πετρωμένη, και δεν μπορώ να κινη-θώ.

-Μάλιστα, λέει αργά ο κύριος Ζαχαρίας.Σκύβει δίπλα μου και με σηκώνει να καθίσω πάλι στο

παγκάκι. Τον υπακούω μηχανικά. Ο Λεωνίδας μένει στο πεζοδρόμιο. Κοιτάζει κι εκείνος σαν χαμένος.

-Και πώς και ήσασταν σίγουροι, αν επιτρέπεται να ρωτήσω;

Η φωνή του ακούγεται απαλή, γλυκιά, και ξέρω ότι δεν έχει κακούς σκοπούς, αλλά παρ’ όλα αυτά, η ερώ-τησή του καρφώνεται σαν ξίφος στην πετρωμένη μου καρδιά.

-Ήρθε η Ρένα, λέει ο Λεωνίδας με φωνή που ακούγε-ται βραχνή, άτονη και δεν θυμίζει τη δική του. Η αδερ-φή της Έσσας. Που είναι πεθαμένη. Και η μαμά της. Και της είπαν να ετοιμαστεί και να το πει και σε άλλους. Κι έπειτα…. διστάζει.

-Πες μου, αγόρι μου.-Κι έπειτα, η Ελένη, η δική σας κόρη, συνεχίζει ο Λε-

ωνίδας με μια βαθιά ανάσα, είπε ότι είδε τη γιαγιά της, που κι αυτή είχε… φύγει, απ’ ό,τι κατάλαβα, και της είπε κάτι παρόμοιο. Η Έσσα δεν ήταν σίγουρη μέχρι τότε. Ούτε εγώ. Αλλά, έτσι, πειστήκαμε.

Η φωνή του σβήνει. Ο κύριος Ζαχαρίας αναστενάζει βαριά.

-Το φαντάστηκα ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο, λέει λυ-πημένα.

Για πρώτη φορά τεντώνω τα αυτιά μου με ενδιαφέ-ρον. Όχι ότι έχει σημασία τι θα πει πια. Τίποτα δεν έχει σημασία. Ο Κύριός μου με πρόδωσε. Με ξέχασε. Δεν

219

με θυμάται. Δεν κράτησε την υπόσχεσή Του, την προ-μέσσα Του.

Θέλω να γίνω ένα με το έδαφος, να πεθάνω. Να μην υπάρχω πια σε έναν κόσμο όπου δεν μπορώ να εμπιστευτώ τη Φωνή του Θεού. Θέλω να ξεχάσω να αναπνέω. Θέλω να μην υπάρχει ο ουρανός, το φως, ο ήλιος. Θέλω να γίνω μικρή τόσο, που να χωράω στην κοιλιά της μαμάς μου. Θέλω να γυρίσω το χρόνο πίσω, να μην έχω πιστέψει ποτέ στις υποσχέσεις Του, να μην Τον έχω συναντήσει ποτέ. Θέλω να γυρίσω πίσω, στο πάτωμα της κουζίνας του γκρεμισμένου μας σπιτιού, και να μην αρχίσω ποτέ την κουβέντα μου μαζί Του. Θέλω τον μπαμπά μου.

Ο κύριος Ζαχαρίας βάζει το χέρι του γύρω μου και νιώθω ότι αυτή η μικρή κίνηση είναι το μόνο που με κρατάει για να μη διαλυθώ. Ότι με συγκρατεί, ότι με στηρίζει. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν πάλι. Εμείς είμαστε τα παιδιά, οι αδύναμοι, οι απροστάτευτοι. Κι εκείνος ο μεγάλος, που πρέπει να μας φροντίσει, να μας πει τι συμβαίνει, τι να σκεφτούμε.

Είμαι δώδεκα χρονών στον πίσω κήπο του σπιτιού του Λεωνίδα.

Είμαι δεκαπέντε χρονών και βλέπω τα άδεια μάτια της δολοφονημένης μητέρας μου στην Οθόνη VI.

Είμαι έξι χρονών και γυρίζω από το σχολείο έτοιμη να μπω στη φυλακή.

Είμαι δεκαοχτώ χρονών, σχεδόν δεκαεννιά, και βλέ-πω να φοράνε χειροπέδες στον μπαμπά μου.

Είμαι ένα κορίτσι χωρίς σπίτι, χωρίς γονείς, χωρίς φίλους. Και χωρίς Θεό, συμπληρώνει το απελπισμένο μυαλό μου.

Άρα τι είμαι; -Μου το είπε κι εμένα η Ελένη, για τη γιαγιά της, λέει

ο κύριος Λεωνίδας.Βάζει στα χέρια μου το τοστ και το ξετυλίγει. Το φέρ-

Εχθρός

220

Προμέσσα

νει στα χείλη μου, αλλά δεν έχω την ενέργεια να το δα-γκώσω. Αλλά ακόμα κι αν την είχα, τι θα άλλαζε;

-Προσπάθησα να της πω να μη δώσει πολλή σημασία σ’ αυτό το όνειρο που είδε, αλλά μετά, αφού μίλησε μαζί σας, δεν τη συγκρατούσε τίποτα. Τη βλέπει σχεδόν κάθε βράδυ τη γιαγιά της στον ύπνο της, σας το είπε αυτό;

Προσπαθώ να κουνήσω το κεφάλι μου αρνητικά, αλλά δεν με υπακούει.

-Είναι επικίνδυνα πράγματα τα όνειρα, κορίτσι μου, συνεχίζει εκείνος. Γενικά, το υποσυνείδητο του ανθρώ-που. Σου παίζει άσχημα παιχνίδια. Όσο για την ιδέα σας, ότι θα ερχόταν ο… ο Κύριος χτες, το παραδέχομαι, έχω να διαβάσω κάποιο διάστημα τα λόγια Του, αλλά δεν έχει πει ο Ίδιος ότι κανείς δεν θα ξέρει τη μέρα και την ώρα; Γιατί να σας το πει, αν είναι έτσι;

Σταματάει, για να σκεφτούμε αυτά που είπε.Έχει δίκιο.Δεν μπορώ να το αρνηθώ. Εκείνος μπορεί να έχει

χρόνια να διαβάσει την Αγία Γραφή, αλλά εγώ όχι. Εγώ τη διάβαζα κάθε μέρα. Και το ξέρω απ’ έξω το κομμάτι που λέει ότι κανείς δεν θα ξέρει. Κι ότι θα έρθει σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα. Κι ότι δεν χρειαζόμαστε ση-μεία, μόνο να κοιτάζουμε σ’ Εκείνον.

Έχει δίκιο, κι εγώ έκανα λάθος.Κι όλα αυτά τα παιδιά, κι εκείνοι οι άρρωστοι… Ψέ-

ματα τους είπαμε.Κοιτάζω δειλά το Λεωνίδα, αλλά δεν αντέχω το σκο-

τάδι που βλέπω στα μάτια του και γυρίζω απότομα απ’ την άλλη.

Όλα ήταν λάθος τελικά.Κι εγώ, κι εκείνος. Όλα.Μπορεί να μου είπε ψέματα η Άννα, δεν μπορεί; Ή

μπορεί να έκανε λάθος, και να νόμισε ότι αυτή η γυ-ναίκα ήταν η μαμά μου, αλλά εκείνη μπορεί να ευχα-

221

ριστούσε τον μπαμπά που ήταν «γιατρός» το προηγού-μενο βράδυ. Και η Ρένα. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι τη φαντάστηκα, μέχρι που μου είπε η Άννα ότι είδε τη μητέρα μου.

Ήταν όμως όλα ένα άσχημο παιχνίδι.Ίσως δεν μας είπε τελικά ψέματα ο Κύριός μας, αλλά

τότε γιατί μας άφησε να τα πιστεύουμε; Γιατί δεν μας ταρακουνούσε, γιατί δεν μας προστάτευε;

Γιατί δεν μπορούσε για μία φορά να έχει γίνει ένα θαύμα, και να ήταν όντως η αδερφή μου αυτή και η μαμά μου, και να τις είχε αναστήσει, γιατί θα ερχόταν σύντομα να μας πάρει όλους μαζί κοντά Του;

Γιατί; Γιατί; Γιατί;-Ελπίζω μόνο να μην έχετε θέσει τους εαυτούς σας

σε μεγάλο κίνδυνο, λέει σιγανά ο κύριος Ζαχαρίας.Όχι, μόνο μας κυνηγούν από το σχολείο και το νο-

σοκομείο. Και επίσης, έχουμε μιλήσει σε ένα σωρό αν-θρώπους για τον Ιησού που έρχεται –ερχόταν μάλλον- και μας πίστεψαν, και μπορεί να ψάχνουν κι εκείνους τώρα. Μόνο αυτά, κατά τα άλλα, είμαστε ασφαλείς.

Δεν μιλάω. Τι να πω;Κι ο Λεωνίδας σωπαίνει.-Ξέρεις, Έσσα, όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχω σταμα-

τήσει να σε σκέφτομαι, και σένα και τον πατέρα σου. Και, δεν σου το κρύβω, σας θαύμαζα και σας θαυμάζω. Κι εκείνον ιδιαίτερα. Που δεν υπολογίζει τον κίνδυνο για τον εαυτό του, για την οικογένειά του, τίποτα, μόνο τραβάει μπροστά να κάνει αυτό που πρέπει, όποιες και να είναι οι συνέπειες.

Ακούγεται λίγο σκληρό έτσι που το λέει. Αλλά τώρα πια όλα είναι σκληρά. Όλα πονάνε.

-Από την άλλη, συνεχίζει με την ήρεμη φωνή του, κα-μία φορά αναρωτιόμουν, μήπως εμείς οι δύο, εκείνος κι εγώ εννοώ, είμαστε δύο εξίσου ακραίες θέσεις και επικίνδυνες πάνω στο ίδιο θέμα. Εγώ τα άφησα όλα,

Εχθρός

222

Προμέσσα

τα κλείδωσα μέσα στην καρδιά μου, τα φύλαξα σαν θησαυρό, και κοίταξα να σώσω τα παιδιά και τη γυναί-κα μου. Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο ανοιχτός, να έχω προσπαθήσει να μιλήσω στην Ελένη και ιδιαίτερα στο Μιχάλη, που ήταν πιο μικρός, πού και πού για τα πράγ-ματα του Θεού. Ίσως ήμουν υπερβολικός στην ανησυ-χία μου γι’ αυτούς. Ίσως με ρωτούσαν και τους έκρυβα πράγματα.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω αρχίσει και ανακατεύομαι. Ίσως επειδή ο κόσμος έφυγε ξαφνικά κάτω από τα πό-δια μου και το σώμα μου διαμαρτύρεται σ’ αυτή την ξαφνική ανατροπή. Ή ίσως είναι κάτι στα λόγια του. Δεν έχω το κουράγιο να αναλύσω το άσχημο αίσθημα που έχει αρχίσει και σχηματίζεται στο στομάχι μου.

Πιάνω το χέρι του κύριου Ζαχαρία, για να κρατηθώ.Με κοιτάζει και χαμογελάει ενθαρρυντικά στην πρώ-

τη κίνηση που κάνω μόνη μου μετά το σοκ. Τα μάτια του γεμίζουν μικρές ρυτίδες στις άκρες. Νιώθω ασφα-λής.

-Κι ο πατέρας σου όμως, μήπως ήταν κι εκείνος λίγο υπερβολικός με το δικό του τρόπο; Μήπως δεν χρει-αζόταν, ας πούμε, να σταματήσεις έτσι απότομα την εκπαίδευσή σου…

Ο Λεωνίδας δίπλα μου τινάζεται, αλλά δεν λέει τίπο-τα.

-Μήπως δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτα τον Θεό να μείνεις αμόρφωτη; συνεχίζει ο κύριος Ζαχαρίας. Μή-πως θα βοηθούσε μάλιστα να υπάρχει μια μορφωμένη κοπέλα, έξυπνη όπως εσύ, μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, που να πιστεύει σ’ Εκείνον; Γιατί έτσι, τι θα μπορούσες να κάνεις; Και μήπως –δεν ξέρω, πίστεψέ με, τις σκέψεις μου μόνο σου λέω- μήπως υπέφερε η εργασία του για χάρη των πιστεύω του, και μαζί και εσύ; Μου φαίνεται πολύ εγωιστικό να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, ει-δικά ένας γονιός. Ίσως όμως, το σοκ που έπαθε όταν

223

έχασε τη μητέρα και την αδερφή σου να τον άλλαξε ως άνθρωπο, να τον έκανε πιο σκληρό, πιο αδιάφορο.

Σαν να μην κρατιέται άλλο, ο Λεωνίδας πετάγεται πάνω και τα μάτια του βγάζουν σπίθες. Δεν τον έχω δει ποτέ έτσι. Αν νόμιζα πριν, στην αποθηκούλα, ότι θα χτυπούσε το φρουρό, τώρα μου φαίνεται σαν να έχει σκοπό να κάνει μία χαψιά τον κύριο Ζαχαρία. Σκέφτο-μαι ότι δεν έχω τη δύναμη να τον σταματήσω.

-Θα σου έχει πει, βέβαια, για τον παππού σου…Η φράση του κύριου Ζαχαρία, ειπωμένη αδιάφορα,

σαν να μιλάει για κάτι το αυτονόητο, με παγώνει. Ο Λε-ωνίδας κοιτάζει κι αυτός με απορία. Θέλω να ρωτήσω, αλλά η γλώσσα μου δεν συνεργάζεται. Τι για τον παπ-πού μου; Τι; Τι;

Προφανώς διαβάζει την ερώτηση στα μάτια μου, για-τί συνεχίζει αμέσως:

-Για τον παππού σου, λέω, το Σίμο, που είναι στην… σταματάει. Μήπως δεν θα έπρεπε να σου τα πω τώρα, μια που οι γονείς σου θεώρησαν καλύτερα…

-Ό,τι έχεις να πεις, πες το, του λέει ο Λεωνίδας ανυ-πόμονα.

Ο παππούς είναι το 9, σκέφτομαι, η γιαγιά το 16.-Ο παππούς σου δεν είναι πεθαμένος. Είναι στη φυ-

λακή. Στο μυαλό μου έρχεται απρόσκλητη η εικόνα μιας

ιστορίας. Της ιστορίας που μας έλεγε η μαμά όταν ήμα-σταν μικρές, για δυο άντρες στη φυλακή, τον Παύλο και το Σίλα, που έγινε ένας σεισμός, και έμειναν ελεύθε-ροι. Ήταν η αγαπημένη της ιστορία. Ίσως γι’ αυτό; Ίσως επειδή, αντί για τον Παύλο και το Σίλα φανταζόταν τον πατέρα της σ’ ένα υγρό κελί, να λύνονται οι αλυσίδες καθώς κουνιόταν ο κόσμος τριγύρω του;

-Τι; ρωτάει ο Λεωνίδας, αντί για μένα.Μου πιάνει το χέρι τόσο σφιχτά που με πονάει, αλλά

δεν μπορώ να του πω να σταματήσει.

Εχθρός

224

Προμέσσα

-Ναι. Ο κύριος Ζαχαρίας κουνάει το κεφάλι του.-Η γιαγιά σου, που πέθανε όταν ήσουν δύο χρονών

περίπου, τη θυμάμαι, τι γλυκιά γυναίκα. Τέλος πάντων, είχε την καρδιά της. Και όταν τον συνέλαβαν, δεν άντε-ξε. Είχα πάει να τη δω στο νοσοκομείο. Έζησε δύο ή τρεις μέρες, όχι παραπάνω.

Ο παππούς μου είναι ζωντανός, και στη φυλακή δε-κάξι χρόνια;

Ο κόσμος γυρίζει γύρω μου και μέσα μου. Τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να εί-ναι.

-Έχω την εντύπωση πως σας είπαν ότι πέθανε, ώστε να μην ξέρετε πολλά αν σας ρωτήσει κάποιος. Ίσως να φοβήθηκαν. Ίσως να μην είμαι ο μόνος που φοβήθηκε εγώ.

Γελάει πικρά και ξαφνικά το ξέρω ότι θα κάνω εμε-τό.

Ο Λεωνίδας μου κρατάει πίσω τα μαλλιά, αλλά για κάποιο λόγο ο κύριος Ζαχαρίας δεν σηκώνεται από τη θέση του. Σκουπίζω το στόμα μου. Ο Λεωνίδας με κοι-τάζει ανήσυχα. Με βοηθάει να πιω το λίγο νερό που έχει μείνει. Έπειτα το μάτι του κάτι πιάνει στο βάθος, πίσω από τα δέντρα, και τα χείλη του παγώνουν σε μία ανείπωτη κραυγή.

Με αρπάζει από το χέρι και κάνει να τρέξει, αλλά είναι πολύ αργά.

Τριγύρω μας, παντού, σε έναν τέλειο κύκλο, οι γκρί-ζες στολές των αστυνομικών φτιάχνουν έναν τοίχο. Και στη μέση βρισκόμαστε μόνο οι δυο μας, ο Λεωνίδας κι εγώ. Ο κύριος Ζαχαρίας μας παρακολουθεί από το παγκάκι του και δείχνει να βαριέται. Ένας φρουρός τον πλησιάζει και κάτι του λέει σιγανά. Εκείνος σκύβει το κεφάλι ευχαριστημένος και σηκώνεται.

Φεύγει χωρίς να ρίξει μια ματιά προς τα πίσω.

225

Προσπαθώ να κρατηθώ από μια προεξοχή της πόρ-τας για να μην πέσω πάνω στο Λεωνίδα, καθώς στρίβει το αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι πολύ εύκολο με τα χέρια μου πίσω από την πλάτη. Δεν έχει παράθυρα η καμπί-να του περιπολικού που μας έβαλαν, ούτε καθίσματα. Μοιάζει πιο πολύ με αποθήκη κατάλληλη για μεταφορά τροφίμων ή όπλων, παρά για κρατουμένων.

Καθόμαστε μουδιασμένοι στο βρόμικο πάτωμα και αφήνουμε την κίνηση του οχήματος να μας νανουρί-σει. Μόνο που οι σκέψεις μου είναι πολύ μακριά από τον ύπνο αυτή τη στιγμή, όσο κουρασμένη κι αν είμαι. Οι χειροπέδες μου κόβουν τους καρπούς και προσπα-θώ να μη σκεφτώ την πιθανότητα να είναι κι αυτές κά-ποια εκδοχή των περικαρπίων του συστήματος 12-D. Δεν μας έβαλαν να ακουμπήσουμε πουθενά το δείκτη μας, εξάλλου.

Το μυαλό μου έχει σταματήσει. Τα σκέφτεται όλα μαζί και τίποτα. Δεν ξέρω με τι να καταπιαστώ πρώτα, ποιον πόνο να αποτιμήσω. Την προδοσία του κύριου Ζαχαρία; Των γονιών μου; Της Ελένης; Της Άννας;

Δεν έχει τίποτα πια σημασία, υπενθυμίζω στον εαυ-τό μου. Όλα τελείωσαν. Δεν θα ’ρθει.

-Πώς είσαι; με ρωτάει ο Λεωνίδας. Ανασηκώνω τους ώμους μου. Δεν μπορώ να μιλήσω

ακόμη.Θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιτάζει την πλάτη του

μπαμπά την ώρα που τον έπαιρναν οι αστυνομικοί, και προσπαθώ να διαγράψω από το νου μου τα λόγια της Άννας, που με είχαν γεμίσει ελπίδα. Προσπαθώ να δια-γράψω την εικόνα που είχαν φτιάξει τα λόγια της στο μυαλό μου, την εικόνα του μπαμπά μου να μπαίνει στο περιπολικό γελώντας, με τα μάτια του να λάμπουν επει-δή είδε την απόδειξη ότι ο Κύριος είναι κοντά. Τώρα οι εικόνες αλλάζουν. Τον φαντάζομαι σε ένα αντίστοιχο

Εχθρός

226

Προμέσσα

όχημα, να πετιέται με θόρυβο από τη μία πόρτα στην άλλη σε κάθε στροφή του δρόμου, και τα μάτια του να είναι κενά, χαμηλωμένα, σκοτεινά.

Σαν τα δικά μας. -Έσσα, λέει ο Λεωνίδας σε λίγο, αλλά τον αγνοώ.-Κοίταξέ με, Έσσα.Πιο δυνατά. Γυρίζω από την άλλη.Μου περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί να θέ-

λει να με μαλώσει επειδή βιάστηκα να εμπιστευτώ τον κύριο Ζαχαρία παρά τις προειδοποιήσεις του, επειδή εγώ ήμουν που τον ξεσήκωσα με την ιδέα ότι έρχεται ο Κύριος. Δίκιο θα ’χει να μου θυμώσει, σκέφτεται ένα μέρος του μυαλού μου. Το υπόλοιπο θέλει να πεθάνει.

-Κάναμε λάθος.Ακούγεται τόσο απλή, τόσο απλοϊκή αυτή η φράση,

που σηκώνω τα μάτια μου με θυμό. Συναντάω τα δικά του και μάλλον το πρόσωπό μου φανερώνει τις σκέψεις μου, γιατί διορθώνει αμέσως:

-Δεν προσπαθώ να πω ότι είναι μικρό το κακό ή ο πό-νος μας ασήμαντος. Αλλά πρέπει να το παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος, γιατί αλλιώς θα χάσουμε τον Κύριο. Αλλιώς θα είναι αλήθεια όσα είπε αυτός ο… ο άνθρω-πος, αλλιώς θα είναι ο Κύριός μας απόμακρος. Και θα μας έχει ξεχάσει.

Μα μας έχει ξεχάσει στ’ αλήθεια, σκέφτομαι πικρά.-Και όχι, δεν μας έχει ξεχάσει, συνεχίζει ο Λεωνίδας

αμέσως, δεν μας έχει ξεχάσει ούτε μία στιγμή. Αρνού-μαι να αφήσω αυτή τη σκέψη να περάσει από το μυαλό μου.

Εγώ δεν αρνούμαι.-Το λάθος μας ήταν, λέει με πιο γλυκιά φωνή, ότι ψά-

χναμε να βρούμε θεωρίες, να εξηγήσουμε εκείνο και το άλλο, να βρούμε τη μέρα και τη στιγμή μέσα στην απελ-πισία μας και τη λαχτάρα μας να βρεθούμε κοντά Του.

227

Δεν είναι σωστό όμως αυτό. Τους καιρούς τους κρατά-ει Εκείνος στα χέρια Του. Τους ξέρει μόνο Αυτός. Εμείς περιμένουμε και εργαζόμαστε. Και μένουμε πιστοί.

Νιώθω ένα μικρό βλαστάρι να προβάλλει μέσα από τις στάχτες της καρδιάς μου καθώς μιλάει, αλλά δεν έχω το κουράγιο να το ξεθάψω, να το ποτίσω, να το ξαναφέρω στη ζωή. Σκύβω το κεφάλι και δεν έχω τη δύναμη να το ξανασηκώσω.

-Αντί λοιπόν να ψάχνουμε θεωρίες και εξηγήσεις, συ-νεχίζει ο Λεωνίδας, να ψάξουμε να βρούμε τον Κύριό μας, να ψάξουμε να ακούσουμε τη Φωνή Του.

«Εδώ Είμαι», ακούω αμέσως.«Εσύ;»«Εγώ.»Και τότε αρχίζουν τα δάκρυα. Αλλά είναι δάκρυα

ανακούφισης μαζί και χαράς αυτή τη φορά.

«Τα έκανα όλα λάθος,» Του λέω σε λίγο.«Μαζί θα τα διορθώσουμε,» μου απαντάει.«Δεν διορθώνεται τίποτα τώρα πια. Ο κύριος Ζαχα-

ρίας είπε…»«Και είναι ο Θεός ο κύριος Ζαχαρίας;» η Φωνή Του

με διακόπτει, και νομίζω ότι διακρίνω μία ιδέα θυμού στη χροιά της.

«Όχι, αλλά αυτά που είπε…»«Ξέρεις, Έσσα, όποιος δεν είναι με το μέρος Μου,

είναι…»«…εναντίον Σου,» συμπληρώνω. «Μου κάνει εντύπωση που το θυμάσαι αυτό, κι όμως

δίνεις βαρύτητα στα λόγια του.»«Δεν δίνω βαρύτητα στα λόγια του, αλλά αν είναι

αλήθεια ότι μου είπαν ψέματα όλοι αυτοί, οι γονείς μου, η Ελένη, αν όντως τα ονειρεύτηκα όλα…»

«Κι Εγώ; Με ονειρεύτηκες κι Εμένα;»«Όχι, αλλά νόμιζα ότι η Ρένα μου είπε ότι έρχεσαι,

Εχθρός

228

Προμέσσα

αλλά αν δεν ήταν αληθινή…»«Δεν εξακολουθεί να ισχύει ότι έρχομαι;»«Δεν ξέρω. Ναι, ισχύει, φαντάζομαι.»«Και, πες μου, δεν μπορώ Εγώ αν θέλω να αναστή-

σω και τους νεκρούς; Ό,τι κι αν σου λένε.»«Μπορείς, το έχεις ξανακάνει.»«Ακριβώς. Μπορώ.»«Δηλαδή…» η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο.

«Δηλαδή όντως αυτή ήταν η Ρένα; Και η μαμά; Και η γιαγιά της Ελένης; Και είπε ψέματα και γι’ αυτό ο κύριος Ζαχαρίας;»

Η απάντησή Του αργεί ένα καρδιοχτύπι, και αμφιβο-λίες με γεμίζουν.

«Δεν θα σου απαντήσω σ’ αυτό τώρα,» λέει τελικά. «Να ψάξεις μέσα σου να βρεις την αλήθεια. Στην καρ-διά σου, όπου κατοικώ, και στο Λόγο Μου, που είναι γραμμένος στην ψυχή σου.»

«Καλά,» λέω και προσπαθώ να κρύψω την απογοή-τευσή μου.

Δεν ακούω τη Φωνή Του για λίγο και αρχίζω και σκέ-φτομαι. Το μυαλό μου είναι καθαρό, κρυστάλλινο, και όλα αρχίζουν και βγάζουν νόημα.

Δεν πήγα ποτέ στην κηδεία του παππού. Πάντα μας έλεγαν ότι είναι κάπου μακριά, πράγμα που φαντάζο-μαι ήταν αλήθεια. Κι ότι δεν μπορούμε να τον δούμε, αλλά μας αγαπάει πολύ και προσεύχεται για μας. Και έπειτα, μια μέρα άρχισαν να μας λένε ότι είναι με τον Κύριο. Τότε υποθέσαμε ότι είχε πεθάνει, και δεν μας έκανε και πολλή εντύπωση, γιατί δεν τον θυμόμασταν καθόλου. Τον πρόσθεσα όμως στη λίστα μου και η μαμά, θυμάμαι, έκλαιγε για εβδομάδες.

Και μας διάβαζε για τον Παύλο και το Σίλα.Ποιος ξέρει τι είχε γίνει τότε, και τι ήξεραν οι γονείς

μου, που θεώρησαν πιο ασφαλές να μη μας το πουν. Κι όσο για το αν έβαλε ο μπαμπάς μου τον Κύριο πιο

229

ψηλά από την ασφάλεια και την εκπαίδευσή μου, συ-νειδητοποιώ πως ακόμα κι έτσι να ήταν, ναι, είμαι πε-ρήφανη γι’ αυτό. Οι γονείς του Λεωνίδα φρόντισαν για να πάει σχολείο και να σπουδάσει και να μην του λείψει τίποτα.

Γιατί όμως ήταν πάντα μόνος του, από την πρώτη φορά που τον συνάντησα, μέχρι τη μέρα του σεισμού που με έψαχνε μέσα στα ερείπια; Γιατί δεν ήταν ποτέ μαζί του, να τον προσέχουν, να τον φροντίζουν; Να λα-τρεύουν μαζί του τον Θεό μας στα κρυφά;

Μήπως τελικά πάνε μαζί αυτά τα πράγματα;Μήπως εκείνος που θα φροντίσει για την εκπαίδευ-

ση του παιδιού του στον κόσμο μας όπως είναι τώρα, δεν μπορεί να φροντίσει και για την ψυχή του;

Μήπως ένα από τα δύο γίνεται να σωθεί, ή η ψυχή σου ή το σώμα;

Βλέπω τον μπαμπά να δένει ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από ένα σπασμένο χέρι, την πρώτη νύχτα του σει-σμού, στο σχολείο. Τον βλέπω να με κοιτάζει από την απέναντι μεριά του τραπεζιού και διαβάζω στα μάτια του ότι πεινάει. Τον βλέπω καρφωμένο μπροστά στην Οθόνη VI να βλέπει εικόνες από τους φόνους της γυ-ναίκας του και του παιδιού του και να μην μπορεί να τραβήξει τα στεγνά του μάτια από τη φρίκη. Τον βλέπω με την παλιά δερματόδετη Αγία Γραφή στα χέρια, κα-θισμένο πάνω σε ένα σάπιο σκαμνί σ’ ένα υπόγειο να διαβάζει τα λόγια του Χριστού μου και γύρω του τέσ-σερα κεφάλια να σκύβουν και να προσεύχονται. Τον βλέπω να στέκεται όρθιος ανάμεσα στα λίγα δέντρα, με το καρό του πουκάμισο να ξεχωρίζει σαν σημαία, για να πιάσουν εκείνον αντί για μένα.

-Σ’ ευχαριστώ για τον μπαμπά μου, ψιθυρίζω, και δεν είναι παιχνίδι αυτή τη φορά.

Ο Λεωνίδας με κοιτάζει με περιέργεια, που μιλάω στον εαυτό μου, αλλά δεν με νοιάζει. Μου χαμογελάει

Εχθρός

230

Προμέσσα

και τα μάτια του λάμπουν. Τότε μόνο συνειδητοποιώ ότι είναι η πρώτη φορά που μίλησα από το ξημέρω-μα. Του γελάω κι εγώ. Ίσως μιλάει κι εκείνος με το Θεό, γιατί φαίνεται πιο δυνατός, το σώμα του στέκεται πιο ίσιο καθώς ταρακουνιέται ρυθμικά από την κίνηση του αυτοκινήτου και το πρόσωπό του πιο καθαρό απ’ ό,τι πριν λίγες στιγμές.

Νιώθω και το δικό μου κεφάλι να σηκώνεται περή-φανα και κάθομαι πιο όρθια, καθώς βγαίνει από μέσα μου το δηλητήριο, καθώς ξεχωρίζω τα ψέματα από την αλήθεια.

«Αυτό εννοούσες όταν είπες ότι μπορεί να έρθουν λύκοι ανάμεσα στα πρόβατα;» ρωτάω τον Κύριο, αν και ξέρω την απάντηση. «Το είχες προβλέψει από τότε;»

«Το ξέρω ότι φαίνεται σαν να το έγραψα αυτό το εδάφιο μόνο για σένα,» μου απαντάει η ζεστή Φωνή Του και μου φαίνεται ότι γελάει, «και είναι έτσι ακρι-βώς. Όμως γενιές και αιώνες πιστών αντιμετώπισαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Είναι μια προειδοποίηση για όλους σας, να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά.»

«Κι εγώ δεν τα είχα.»«Τα έχεις τώρα όμως.»«Γιατί Σε βρήκα πάλι. Ή μάλλον, Εσύ με βρήκες.»«Θα μείνεις τώρα κοντά Μου;»«Θα μείνω.»Μένω για λίγο σιωπηλή και αναλογίζομαι τη σημα-

σία της ανανεωμένης μου υπόσχεσης. Όλα ανατράπη-καν στις προηγούμενες ώρες. Δεν έχω πια κάποιο όριο μπροστά μου, όπως χτες, δεν μπορώ να πω στον εαυτό μου, «κάνε λίγο κουράγιο ακόμα, όπου να ’ναι έρχεται ο Κύριος.» Ή μήπως μπορώ;

Ή μήπως αυτό είναι το όλο νόημα, του να Τον περι-μένεις;

Δεν ξέρεις το πότε και το πώς. Αυτό όμως δεν σημαί-νει ποτέ. Σημαίνει πάντα.

231

Σημαίνει ότι κάθε στιγμή, καλή ή κακή, εύκολη ή δύ-σκολη, κάθε σου μέρα, κάθε σου ασχολία, μπορεί να διακοπεί από τον ερχομό Του. Και δεν ξέρεις ποια ακρι-βώς θα είναι αυτή η μέρα και η στιγμή, γι’ αυτό θεω-ρείς ότι είναι πάντα. Κάθε μέρα και κάθε στιγμή. Όλα είναι πιθανά. Αυτό σημαίνει «Τον περιμένω».

Κι ας μου λείπει ο μπαμπάς μου. Κι ας μην ξέρω πού θα κοιμηθώ το βράδυ.Κι ας είμαι μέσα σε ένα περιπολικό σκοτεινό και βρό-

μικο, που δεν ξέρω πού με πηγαίνει. Δεν σημαίνει ότι πρέπει Εκείνος να με σώσει, να με πάρει μακριά, να με σηκώσει. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε ο Λεωνίδας.

Είναι εδώ, μαζί μας, στο περιπολικό. Και θα είναι και στη φυλακή, και στο θάνατο. Αυτό μόνο μου χρειάζεται να ξέρω.

«Κύριε;»«Εδώ Είμαι.»«Θα Σε περιμένω. Όσο κι αν αργήσεις, όσο κι αν βια-

στείς. Δεν θα κουραστώ. Θα σε περιμένω.»Δεν προλαβαίνω όμως να ακούσω την απάντησή

Του γιατί τα τελευταία μου λόγια κόβονται από ένα απότομο φρενάρισμα, που με πετάει μπροστά. Χτυπάω το αυτί μου και το αριστερό μου πόδι άσχημα. Νιώθω το δέρμα μου να σκίζεται και κάτι υγρό να κυλάει στο καλάμι μου και μέσα στο κεφάλι μου μια έκρηξη πόνου. Προσπαθώ να σηκωθώ, κι εκείνη την ώρα ανοίγει η συ-ρόμενη πόρτα δίπλα μου με θόρυβο.

Δυνατά χέρια με σηκώνουν απότομα, μόνο για να με ρίξουν μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο και να μου πιέσουν την πλάτη –λες και είχα σκοπό ή δυνάμεις να προσπα-θήσω να σηκωθώ και να τρέξω.

Προσπαθώ να σηκώσω το κεφάλι μου και να δω πού είμαστε, αλλά νιώθω κάτι να με χτυπάει βίαια και για λίγο όλα σκοτεινιάζουν. Όταν ανοίγω προσεκτικά τα μάτια μου, μένω όσο πιο ακίνητη μπορώ. Μπροστά

Εχθρός

232

Προμέσσα

μου βλέπω ένα κόκκινο ρυάκι και ψάχνω τρομαγμένη το Λεωνίδα.

Τον έχουν ξαπλώσει δίπλα μου και το πρόσωπό του, πιεσμένο στις πλάκες του πεζοδρομίου, είναι γυρισμένο προς το μέρος μου. Απ’ όσο βλέπω όμως, δεν είναι χτυ-πημένος πουθενά, και τότε συνειδητοποιώ γιατί με κοι-τάζει με αγωνία. Το αίμα είναι δικό μου, και κρίνοντας από το αυλάκι που μεγαλώνει, τρέχει από το κεφάλι μου. Θέλω να του πω να μην ανησυχεί, ότι δεν πονάω, ούτε νιώθω άσχημα, αλλά η γλώσσα μου ξαφνικά είναι πολύ βαριά και δεν μπορώ να σχηματίσω τις λέξεις.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και το πεζοδρόμιο μπρο-στά μου κουνιέται, πλησιάζει κι απομακρύνεται ρυθμι-κά, σαν το κατάστρωμα ενός παιχνιδιού του WAVOR που το λέγανε «Navy Rush», με εικονικές ναυμαχίες σε θάλασσες του Άρη και της Αφροδίτης, σε θάλασσες με κύματα από θείο και άνθρακα. Ήμουν καλή σ’ αυτό το παιχνίδι, σκέφτομαι αόριστα, πρέπει να ξαναπαίξω όταν βρω την ευκαιρία, πάω στοίχημα ότι θα τον νι-κούσα το Λεωνίδα, με πτυχίο ή χωρίς.

-Λοιπόν, λέει μια τραχιά φωνή από πάνω μας, πή-ραμε νέες εντολές. Με ακούτε και μου απαντάτε. Και γρήγορα, δεν έχω όλη τη μέρα.

Δεν μιλάμε. Ο Λεωνίδας με κοιτάζει ακόμα με τα φρύδια του σουφρωμένα και προσπαθώ να του χαμο-γελάσω, αλλά τα κύματα μου θολώνουν την όραση.

-Σας φοράμε τώρα τα βραχιολάκια σας, συνεχίζει ο αστυνομικός πάνω από τα κεφάλια μας, με φωνή που μοιάζει να μας κοροϊδεύει, σαν καλά παιδιά που είσα-στε, και πάτε πίσω στις μανούλες σας, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μας δίνετε τα ωραία σας δαχτυλάκια, κι εμείς σας δίνουμε να φάτε. Κι έπειτα το κλείνετε το στοματάκι σας, και δεν ξαναμιλάτε για αυτές τις αναρ-χικές ιδέες, που ακούω ότι έχετε διαδώσει σε όλο τον κόσμο, κι εμείς κλείνουμε το κεφάλι της φιλεναδίτσας

233

εδώ πέρα, που έχει ανοίξει σαν καρπούζι.Γελάνε μαζί με αυτόν που είναι σκυμμένος πάνω από

το Λεωνίδα, κι εγώ προσπαθώ να σκεφτώ ποια είναι η «φιλεναδίτσα», ποιος άλλος είναι μαζί μας.

-Φυσικά, με το που φοράτε τα βραχιολάκια σας, μου υπόσχεστε ότι θα κρατήσετε την υπόσχεσή σας, σαν καλά παιδιά που είστε. Γιατί αν δεν την κρατήσετε, εγώ έχω βάλει ένα μικρό πουλάκι στα βραχιολάκια και θα μου πει αμέσως αν είπατε παράνομες λέξεις και θα έρ-θουμε πάλι να σας πάρουμε να πάμε βόλτα. Καταλά-βατε;

Ακόμα πιο δυνατά γέλια αυτή τη φορά, αλλά τα λόγια του δεν πρέπει να τα άκουσα σωστά, γιατί δεν βγάζουν κανένα νόημα. Ίσως περνάνε τίποτε παιδάκια και τους κάνει παιχνίδια. Αν καθάριζε μόνο αυτή η ομίχλη, και μπορούσα να δω καθαρά, πόσο πιο εύκολα θα ήταν όλα.

-Μπορεί βέβαια, να μη θέλετε, συνεχίζει μια άλλη φωνή. Σ’ αυτή την περίπτωση, καθόμαστε εδώ όλη μέρα, και βλέπεις τη φίλη σου να γίνεται τοματόζουμο –πάλι εδώ γελάνε- κι έπειτα σε στέλνουμε να της κάνεις παρέα. Αν βέβαια…

Δεν ξέρω τι θα έλεγε μετά, γιατί τον κόβει ο Λεωνί-δας με μια φωνή άγρια, αγνώριστη, απελπισμένη.

-Θα τα βάλουμε! φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Θα τα βάλουμε τα βραχιόλια. Θα κάνω ό,τι μου πείτε.

Κι έπειτα δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο εκτός από αυτό:

Έμεινα, τελικά, μόνη μου. Πάλι.

Εχθρός

234

11. Φτερά

...κι ο δρόμος γίνεται Ουρανός…

Κ. Ν., «Οδοιπορικό 2: Στο Δρόμο»

Καθόμαστε πάλι σιωπηλοί στο σκληρό πάτωμα του περιπολικού. Αφήνομαι στην ανυπόμονη κίνηση του δρόμου που μας φέρνει γρήγορα, βιαστικά, στην προ-δοσία. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω το Λεωνίδα που προσπαθεί να συναντήσει το βλέμμα μου, αλλά κοιτάζω επίμονα από την άλλη.

Ο επίδεσμος στο κεφάλι μου με ζεσταίνει λίγο, αλλά με ανακουφίζει από τον πόνο. Ή μάλλον θα με ανακού-φιζε, αν δεν ήταν το σύμβολο, το αποτέλεσμα της προ-δοσίας του Λεωνίδα, του φόβου του.

Νομίζω πως τον άκουσα, μέσα από το πυκνό σύν-νεφο που με τύλιγε, να φωνάζει πως θα δεχόταν να του βάλουν το βραχιόλι, μόνο αν μου έδεναν το κεφά-λι πρώτα. Θυμάμαι αμυδρά τα γέλια των αστυνομικών καθώς μας τραβούσαν να σηκωθούμε, θυμάμαι το έδαφος ασταθές κάτω από τα πόδια μου.

Θυμάμαι που σκέφτηκα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σαν απλός παρατηρητής, ότι ίσως αυτή η πυκνή ομίχλη που με τυλίγει να είναι ο θάνατος και τελικά ο Κύριος κράτησε την υπόσχεσή Του, και θα με πάρει κο-ντά Του, απλώς όχι όπως το φανταζόμουν εγώ. Θυμά-

235

Φτερά

μαι ότι ήρθαν τα λόγια της αδερφής μου απρόσκλητα στο νου, όταν μου είχε πει δυο νύχτες πριν, ότι δεν έχει σημασία πώς πεθαίνεις, ότι θα το δω κι εγώ όταν θα έρθει η ώρα.

Και όντως δεν είχε σημασία το πώς και το γιατί. Ούτε πέρασε μπροστά από τα μάτια μου σαν κινημα-

τογραφική ταινία όλη μου η ζωή. Τίποτα από αυτά. Τί-ποτα άλλο δεν υπήρχε, εκτός από το ένα, το αγαπημέ-νο, το απαγορευμένο Του Όνομα. Κι έκλεισα τα μάτια μου περιμένοντας να τα ανοίξω στην αγκαλιά Του.

Όμως σε λίγο όλα άρχισαν να καθαρίζουν, και ανα-κάλυψα ότι ήμουν εγκλωβισμένη σε μια κινητή φυλακή, με τον εχθρό ακριβώς δίπλα μου.

-Ψιτ, λέει σιγανά. Τραβιέμαι πιο κει.Δεν μου ξαναμιλάει για λίγο.Παρατηρώ ένα δάκρυ που έχει φτάσει στην άκρη της

μύτης μου, αλλά αρνούμαι να παραδεχτώ την παρου-σία του και κοιτάζω αλλού. Το δάκρυ πέφτει κάτω και το ακολουθεί κι άλλο. Ακούω τον Λεωνίδα που σέρνεται προς το μέρος μου.

-Ξέρω τι κάνω, λέει.Την επόμενη στιγμή, η συρόμενη πόρτα δίπλα μου

είναι ορθάνοιχτη. Τον κοιτάζω με έκπληξη. Μου κλείνει το μάτι και, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, χαμο-γελάει.

-Όταν σου πω, θα είσαι έτοιμη να τρέξεις;-Όχι, απαντάω. Δεν καταλαβαίνω τι κάνει, δεν θέλω να με παρασύ-

ρει να τον εμπιστευτώ πάλι. Ο κύριος Ζαχαρίας ήταν αρκετός, το έμαθα το μάθημά μου.

-Με φοβάσαι; ρωτάει, και τα μάτια του γελάνε.-Πάρα πολύ.Έρχεται πιο κοντά μου, περπατώντας στα γόνατα,

και ο αέρας που μπαίνει από την πόρτα τού ανακατεύ-

236

Προμέσσα

ει τα μαλλιά. -Δεν μπορούσα να σε αφήσω έτσι, μου εξηγεί, σο-

βαρεμένος. Την ώρα που δεν κοιτούσαν, όμως, έβαλα ένα κομμάτι από το πουκάμισό μου εκεί που κλείνει η πόρτα και δεν κλείδωσε. Και, κοίτα, είμαστε ελεύθεροι. Μόλις σταματήσουν, τρέχουμε.

Τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.-Δεν θα πρόδινα ποτέ το Χριστό μας, το ξέρεις, προ-

σθέτει και για πρώτη φορά βλέπω την υποψία μιας επι-τίμησης στο ύφος του.

Χαμηλώνω το κεφάλι. Μετακινούμαστε και οι δύο πιο κοντά στην πόρτα,

μέχρι που θα μπορούσαμε να κρεμάσουμε τα πόδια μας κάτω. Δεν το κάνουμε όμως. Προσπαθούμε να κρατήσουμε την ισορροπία μας εκεί, γονατισμένοι, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, και ο αέρας μάς δροσίζει τα μάγουλα.

Έξω, ο κόσμος έχει ξυπνήσει εδώ και λίγη ώρα. Οι αλλαγές είναι θεαματικές. Εργάτες δουλεύουν στα κα-λώδια για να επαναφέρουν το ρεύμα στους δρόμους, ενώ έχουν αρχίσει να σχηματίζονται μικρές γειτονιές από σκηνές και τροχόσπιτα. Ο κόσμος έχει αρχίσει να κυκλοφορεί δειλά-δειλά, και κάποιοι τριγυρίζουν τα κατεστραμμένα κτίρια, παρατηρώντας τις ζημιές των σπιτιών τους και υπολογίζοντας τι μπορεί να περισωθεί και τι χάθηκε για πάντα. Παντού υπάρχουν άντρες και γυναίκες με τη γκρι στολή των φρουρών, πολλές φορές συνοδευόμενοι από αστυνομικούς.

Συνειδητοποιώ ότι δεν θα ήταν καλή ιδέα να πηδή-ξουμε στο δρόμο και να καταλήξουμε κατευθείαν στα χέρια τους και τραβιέμαι πιο πίσω, στη σκιά, ελπίζοντας ότι μέσα στη γενική αναστάτωση δεν θα προσέξει κα-νείς μία αστυνομική κλούβα με την πόρτα ορθάνοιχτη.

Ο Λεωνίδας σκέφτεται κι αυτός το ίδιο, μάλλον, γιατί προσπαθεί να κλείσει την πόρτα λίγο, αλλά δεν είναι

237

εύκολο με τις χειροπέδες. Σε λίγο, ευτυχώς, στρίβουμε σε έναν κεντρικό δρόμο, κι έπειτα βρισκόμαστε σε μια περιοχή, που δεν μοιάζει να είναι γεμάτη ερείπια όπως τα μέρη που μόλις περάσαμε. Σπίτια και ουρανοξύστες στέκουν όρθια και σκοτεινά, με τα παράθυρά τους άδεια και τα περισσότερα τζάμια σπασμένα.

Κάποια στιγμή περνάμε πολύ κοντά από μια βιτρίνα σχεδόν άθικτη. Το περιπολικό αντικατοπτρίζεται σαν σε καθρέφτη. Βλέπω τα πρόσωπα των αστυνομικών στις μπροστινές θέσεις, και δεν ταιριάζουν καθόλου με τις φωνές τους. Συζητούν μεταξύ τους σαν να ήταν δύο οποιοιδήποτε άντρες που πάνε στη δουλειά τους, και ο ένας, ο πιο μεγάλος με τα ψαρά μαλλιά, σκάει στα γέλια καθώς ο νεότερος στρίβει το τιμόνι άκομψα για να αποφύγει ένα σημείο που η άσφαλτος έχει ανοίξει από το σεισμό.

Βλέπω την ανοιχτή πόρτα, βλέπω δύο φιγούρες γα-ντζωμένες στην άκρη της. Στην αρχή δεν τις αναγνω-ρίζω. Είναι δύο παιδιά, σκελετωμένα, με τα τεράστια μάτια τους ορθάνοιχτα κι απόκοσμα. Δύο παιδιά, που δεν φαίνονται μεγαλύτερα από την αδερφή μου την τε-λευταία φορά που την είδα ζωντανή, με βρόμικα ρούχα και σκισμένα, με τα μαλλιά τους ατίθασα, με τα χέρια τους ματωμένα.

Γυρίζω αθέλητα προς το Λεωνίδα, και το είδωλό μου κάνει την ίδια κίνηση. Τότε μόνο συνειδητοποιώ ότι εγώ ήμουν το ένα από αυτά τα δύο παιδιά, το πιο βρόμικο, με την κορδέλα στο κεφάλι και την κόκκινη μπλούζα, και ο Λεωνίδας, ο δυνατός, ο ψηλός Λεωνίδας, ο φίλος μου που μπορεί να κάνει τα πάντα, ο Λεωνίδας ήταν το άλλο.

Έχουμε φύγει πια από εκείνο το σημείο, αλλά η εικό-να μένει αποτυπωμένη στο μυαλό μου. Προσπαθώ να θυμηθώ ότι είδα τα μάτια του Λεωνίδα, τα χείλη του που πάντα κρύβουν ένα μυστικό χαμόγελο, το βλέμμα

Φτερά

238

Προμέσσα

του που με γεμίζει ελπίδα και δύναμη. Δεν θυμάμαι όμως να είδα τίποτα από αυτά.

Είδα δύο μικρά και αδύναμα παιδιά, που προσπα-θούν να τα βάλουν με εκείνους που έχουν την εξουσία στον κόσμο. Είδα δύο παιδιά, που δεν έχουν άλλους γονείς από τον αόρατο, τον ουράνιο Πατέρα τους. Είδα δύο παιδιά, που είναι μόνα τους μέσα σ’ αυτόν τον πε-λώριο, τον τεράστιο, τον κόσμο.

Και ίσως, είδα δύο παιδιά, που σε λίγο θα είναι νε-κρά.

-Τώρα!Ο Λεωνίδας δίνει την εντολή ψιθυριστά, αλλά δεν πη-

δάει πρώτος, περιμένει εμένα. Νιώθω το αυτοκίνητο να φρενάρει με δύναμη, αλλά δεν έχει σταματήσει τελεί-ως. Συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου και πηδάω.

Προσγειώνομαι με τα γόνατα στο δρόμο και σε λίγο ο Λεωνίδας δίπλα μου. Σηκωνόμαστε άκομψα και αρχί-ζουμε να τρέχουμε προς τα πίσω.

Τότε αρχίζει το πανδαιμόνιο.Είμαστε σε μια μεγάλη λεωφόρο, που δεν έχει όση

κίνηση θα είχε υπό κανονικές συνθήκες, αλλά δεν είναι και άδεια, όπως υποθέτω θα ήταν χθες. Τα αυτοκίνητα μόλις μας βλέπουν αρχίζουν και κορνάρουν σαν τρε-λά. Ακούω από πίσω μου την πόρτα του περιπολικού να ανοίγει βιαστικά, κι έπειτα τις φωνές τους.

Ο Λεωνίδας περνάει με ευκολία το κιγκλίδωμα του δρόμου και βρίσκεται στο απέναντι ρεύμα. Κάνω το ίδιο. Ανεβαίνουμε στο πεζοδρόμιο, παίρνουμε ένα δρο-μάκι που οδηγεί στην κατοικημένη περιοχή. Τα βήματα από πίσω μας πλησιάζουν.

-Αν δεν σταματήσετε εκεί που βρίσκεστε, είστε νε-κροί, μας ενημερώνει μια φωνή παραμορφωμένη από το μεγάφωνο των αστυνομικών.

Περίεργο, σκέφτομαι, αυτό ακριβώς έλεγα στον εαυ-τό μου ούτε ένα λεπτό πριν. Συνεχίζουμε να τρέχουμε,

239

ο Λεωνίδας μπροστά, εγώ δυο βήματα πιο πίσω. Ακούω έναν ήχο δυνατό, περίεργο, που τον έχω ξανακούσει μόνο σε εικονικά παιχνίδια στο WAVOR, και κάτι σφυρί-ζει περνώντας ξυστά από το αυτί μου.

-Ακριβώς από πίσω μου έλα, ουρλιάζει ο Λεωνίδας.Προσπαθώ να τον υπακούσω, καθώς μια δεύτε-

ρη σφαίρα ξύνει ελαφρά το γόνατό μου. Ο Λεωνίδας σταματάει απότομα –τόσο που σχεδόν πέφτω πάνω του- και με σπρώχνει μπροστά του. Οι σφαίρες σταμα-τάνε, και αναρωτιέμαι γιατί, ώσπου καταλαβαίνω. Μας έφτασαν.

Κάποιος με αρπάζει από πίσω, αλλά αντί να σταμα-τήσω, νιώθω ότι πηγαίνω πιο γρήγορα από πριν, σχεδόν τον τραβάω μαζί μου. Ακούω την μπλούζα μου να σκί-ζεται, και συνεχίζω να τρέχω με δύναμη, που δεν ήξερα ότι είχα.

Τα πόδια μου, που τραντάζονταν με κάθε μου βήμα πάνω στην άσφαλτο, τα νιώθω τώρα ελαφριά, σαν να αιωρούμαι, σαν να βρίσκομαι στα σύννεφα. Θέλω να κοιτάξω κάτω, πίσω μου, να δω τι συμβαίνει, μήπως είναι πάλι όπως όταν είχα χτυπήσει το κεφάλι μου, γι’ αυτό νιώθω περίεργα. Αλλά αυτό δεν μοιάζει με όνειρο, είμαι πιο ξύπνια από ποτέ.

Και δεν μπορώ να κοιτάξω πουθενά αλλού εκτός από ευθεία μπροστά μου, σε κάτι που τραβάει τα μά-τια μου σαν μαγνήτης. Μια μορφή ξεχωρίζει σιγά-σιγά στην όρασή μου, και σηκώνω το κεφάλι ψηλά για να τη διακρίνω.

Την αναγνωρίζω μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.Πώς μπορούσα ποτέ και αμφέβαλλα, πώς φοβήθηκα

ότι δεν θα Τον γνώριζα τη στιγμή που θα Τον έβλεπα; Μέσα από τα σύννεφα ξεχωρίζει η μορφή Του, κι όχι

γιατί είναι όμορφος ή λουσμένος στο φως. Όχι επειδή είναι η πρώτη φορά που βλέπω Κάποιον έτσι, να αιω-ρείται στη μέση του γαλάζιου ουρανού, πατώντας τα

Φτερά

240

Προμέσσα

πόδια του στα σύννεφα, σαν να Του ανήκουν, σαν να είναι συνηθισμένα να Τον υπακούν. Όχι επειδή ανακα-λύπτω ότι δεν Τον κοιτάζω προς τα πάνω, αλλά ευθεία μπροστά μου, που σημαίνει ότι κι εγώ σηκώνομαι σιγά-σιγά από τη γη, ότι με τραβάει στον Εαυτό Του, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί.

Όλα αυτά είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι γι’ αυτό που Τον αναγνωρίζω.

Απλώς, είναι τόσο γνωστά, τόσο οικεία τα πάντα πάνω Του, που θα Τον γνώριζα κι αν Τον έβλεπα στο δρόμο ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ανθρώπων, με ρούχα σαν τα δικά μου.

Θέλω να κοιτάξω κάτω, πίσω μου, να δω τι γίνεται. Θέλω να κοιτάξω δίπλα μου, να δω πού βρίσκομαι. Αλλά δεν μπορώ. Τα μάτια μου είναι κολλημένα σ’ Εκείνον και δεν υπάρχει τίποτα άλλο και κανείς.

Δεν ξέρω αν οι αστυνομικοί συνεχίζουν να με κυνη-γούν ή αν έχουν μείνει τα στόματά τους ανοιχτά και τα κεφάλια τους στραμμένα στον ουρανό. Δεν ξέρω τι γίνε-ται με το Λεωνίδα, δεν ξέρω αν ο κόσμος έχει σταματή-σει από τις δουλειές του και μας κοιτάζει ή αν συνεχίζουν τα πάντα γύρω μου, αν συνεχίζουν να είναι όπως ήταν πάντα, εκτός από μένα που πετάω προς τον Κύριό μου.

Οι σκέψεις αυτές περνάνε σαν αστραπή από το μυα-λό μου και φεύγουν πάλι, ασήμαντες. Δεν υπάρχει τίπο-τα άλλο εκτός από Εκείνον. Τα πάντα ξεθωριάζουν και σβήνουν, σαν την ανάμνηση από ένα όνειρο την ώρα που ξημερώνει.

Έχω την περίεργη αίσθηση ότι συνεχίζω να τρέχω, κι ότι δεν είμαι μόνη μου σ’ αυτή την ένδοξη διαδρομή προς τον Σωτήρα μου. Χωρίς να γυρίσω το κεφάλι μου να τους δω, νιώθω την παρουσία τους, οι ανάσες τους μου χαϊδεύουν το λαιμό, τα μαλλιά τους μου γαργαλά-νε τα χέρια, τα λόγια τους, λόγια ευχαριστίας και δό-ξας, λόγια ψελλισμένα από χείλη τρεμάμενα πάλλονται στον αέρα.

241

Ξέρω ποιοι είναι.Πλήθος από ανθρώπους, πλήθος από πιστούς, από

άλλες εποχές και χρόνους, από άλλους τόπους και χώ-ρες, από άλλους κόσμους. Όλοι μαζί ενώνουμε τις φω-νές μας, τα βλέμματά μας, τα βήματά μας προς τον Βασιλιά των βασιλιάδων.

Ίσως κάποιων τα ρούχα να είναι βαμμένα με αίμα, όπως τα δικά μου.

Ίσως κάποιοι να βρέθηκαν εδώ μετά από ένα αέναο κυνηγητό, που κράτησε όλη τους τη ζωή σχεδόν, όπως η δική μου.

Ίσως κάποιοι να ήταν μόνοι και απογοητευμένοι και λυπημένοι, όπως εγώ.

Ίσως κάποιοι να σκεφτόντουσαν μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσουν να περιμένουν, αλλά δεν το έκαναν, δεν τους άφησε Εκείνος, όπως δεν άφησε εμένα.

Ίσως κάποιοι, ίσως όλοι, να σκέφτονται το ίδιο που σκέφτομαι κι εγώ:

Όσες φορές κι αν τη φαντάστηκα αυτή τη στιγμή, όσες φορές κι αν την ονειρεύτηκα, όσες φορές κι αν έκλεισα τα μάτια μου και την έζησα, ποτέ, ποτέ, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν το φαντάστηκα ότι θα είναι… έτσι.

Ή ότι από κοντά το Πρόσωπό Του, το αγαπημένο, το λατρευτό, το Πρόσωπό Του που γέμιζε το νου και τις προσευχές μου, που γέμιζε την ύπαρξή μου ολόκληρη, ότι θα έφτανε η στιγμή που θα το έβλεπα από κοντά, που θα στεκόμουν τόσο κοντά που να μπορώ να το αγγίξω, κι ότι θα είναι τόσο…

Φτερά

243

«…για όσους έχουν κοιμηθεί, για να μη λυπάστε, όπως και οι υπόλοιποι, που δεν έχουν ελπίδα. Επειδή, αν πι-στεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός, αυτούς που κοιμήθηκαν με πίστη στον Ιησού, θα τους φέρει μαζί του. Επειδή, σας λέμε τούτο διαμέ-σου του λόγου τού Κυρίου, ότι εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε στην παρουσία τού Κυρίου, δεν θα προ-λάβουμε αυτούς που κοιμήθηκαν· δεδομένου ότι, ο ίδι-ος ο Κύριος θα κατέβει από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, κι αυτοί που πέθαναν εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτα· έπει-τα, εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε, θα αρπαχτούμε μαζί τους, ταυτόχρονα, με σύννεφα σε συνάντηση του Κυρίου στον αέρα· και έτσι, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο.»

Α΄ Θεσσαλονικείς 4:14-17

«Τότε, μερικοί από τους γραμματείς και τους Φαρισαί-ους απάντησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, θέλουμε να δούμε από σένα ένα σημείο. Και εκείνος, απαντώντας, τους είπε: Πονηρή και μοιχαλίδα γενεά ζητάει σημείο· αλλά, σημείο δεν θα της δοθεί, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Ιωνά. Επειδή, όπως ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά τού κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα εί-ναι και ο Υιός τού ανθρώπου στην καρδιά τής γης τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Ανδρες Νινευίτες θα αναστη-θούν στην κρίση μαζί μ’ αυτή τη γενεά, και θα την κα-τακρίνουν· επειδή, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Ιωνά. Η βασίλισσα του Νότου θα σηκωθεί κατά την κρίση μαζί μ’ αυτή τη γενεά, και θα την κατακρίνει· επειδή, ήρθε από τα πέρατα της γης για να ακούσει τη σοφία τού Σολομώντα· και δέστε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Σολομώντα.»

Ματθαίος 12:18-42

Η Μυρτιά Φραγκοπούλου συνάντησε τον Ιησού Χρι-στό στα δέκατα τρίτα της γενέθλια.

Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως καθηγήτρια Φυσι-κής και Μαθηματικών, όμως η ομορφιά τής ανάγνω-σης και η τέχνη της γραφής από νωρίς αιχμαλώτισαν τη σκέψη και τους οραματισμούς της.

Μαζί με το σύζυγό της Μάριο, υπηρετούν τον Κύριο και Τον περιμένουν.

Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της στο:[email protected].

• ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ (Ποιητική Συλλογή)• ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ• ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ• ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ• ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΙΩΑΝΝΟΥ• ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ• ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ• ΝΕΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ (στην προσευχή)• ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΟΣ• Η ΦΤΩΧΕΙΑ, Η ΠΕΙΝΑ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ• ΕΓΙΝΑΝ - ΓΙΝΟΝΤΑΙ - ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ• Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ• ΙΗΣΟΥΣ, ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, Η ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ• ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ (Απολογητικό)• ΑΛΙΜΟΝΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!• ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ! • ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΖΩΗ• ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ• ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ• ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ, ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ, ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ• Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ• Η ΑΛΛΗ ΖΩΗ• Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ• Η ΒΙΒΛΟΣ – ΤΟ ΘΑΥΜΑ• Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ• ΒΙΒΛΟΣ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ• Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ• ΜΗ ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ• ΣΤΟ ΠΑΛΚΟΣΕΝΙΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ• ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ• ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΓΙΑΤΡΕΥΟΥΝ• ΤΟ ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ• Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ Η ΜΕΡΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕ (Εσχατολογία)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΟΓΙΑ ΖΩΗΣ»:ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ ΘΥΡΙΔΑ 50438/14110 Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟ - ΕΛΛΑΣ

e-mail: [email protected]

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ

Είναι ένα προφητικό βιβλίο. Έχει συγκεντρώ-σει το ενδιαφέρον όλων των εποχών, έστω κι αν κάποιοι δηλώνουν άθεοι ή αδιάφοροι. Είναι ένα «δύσκολο» βιβλίο, παραβολικό. Η ερμηνευτική του ανάλυση έχει φως, σοφία και ακρίβεια με σε-βασμό στο Λόγο του Θεού. Το βιβλίο μας αυτό είναι γραμμένο απλά, ευχάριστα, σε μορφή αφή-γησης, χωρίς να είναι δογματικά επηρεασμένο.

Προσπαθεί να οδηγήσει τον αναγνώστη στα βάθη των αποκαλύψεων του Θεού που αφορούν τις έσχατες μέρες, τις μέρες του Τέλους, που αναμφίβολα είναι οι μέρες μας.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Ε Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ

6η Έκδοση