13
ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Των Josef Seethaler και Gabriele Melischek Η διεθνής πολιτική και το επικοινωνιακό περιβάλλον έχουν αλλάξει δραματικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων οι προγενέστερες βεβαιότητες αντικαταστάθηκαν από αβεβαιότητες, νέες συγκρούσεις οδηγούν σε καινούργιες συμμαχίες, ενώ οι προϋπάρχουσες τίθενται υπό αμφισβήτηση. Σε αυτή την ατμόσφαιρα μιας συνεχώς απομειούμενης ευκρίνειας αναφορικά με το ποιοι θα πρέπει να θεωρούνται εχθροί και ποιοι σύμμαχοι, η κυρίαρχη αντίληψη για τα ΜΜΕ είναι ότι διαδραματίζουν έναν πολύ πιο ενεργητικό ρόλο και έχουν μια πολύ πιο ισχυρή επίδραση στην εξωτερική πολιτική. Πόσο ισχυρή όμως είναι πραγματικά η επίδρασή τους; Από τη μια οι άμεσες κι ευθείες επιδράσεις των ΜΜΕ στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτές που κωδικοποιούνται στη θεωρία της επίδρασης-CNN (CNN effect), εμφανίζονται μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Από την άλλη η πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων βρίσκεται υπό τη συνεχή έμμεση επίδραση της κοινής γνώμης που, με τη σειρά της θεωρείται ότι εξαρτάται έντονα από το περιεχόμενο των MME. Υπό αυτό το πρίσμα ο ρόλος της κοινής γνώμης στις διεθνείς σχέσεις καθορίζεται μάλλον ως «ανασχετικός» παρά ως «καθοριστικός» παράγοντας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εμποδίζει παρά επιβάλλει τη λήψη αποφάσεων. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο οι συλλογικές εικόνες και ταυτότητες σχηματοποιούνται και συσχετίζονται με άλλες συλλογικότητες. Με βάση αυτές τις υποθέσεις, προτείνουμε μια μέθοδο ανάλυσης του ρόλου των ΜΜΕ στις διεθνείς σχέσεις που βασίζεται στην έννοια της πλαισίωσης. Η συλλογιστική μας στηρίζεται σε δύο προκείμενες: Πρώτον, σε αντίθεση με τη σταθερότητα που προσέφερε η αφήγηση του Ψυχρού πολέμου, η αξιοποίηση των ερμηνευτικών σχημάτων στην ειδησεογραφική κάλυψη των διεθνών σχέσεων σήμερα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναλύει τα αέναα μεταβαλλόμενα, διαιρετικά και συνάμα ευέλικτα συστατικά που καθορίζουν τις συλλογικές ταυτότητες. Υιοθετούμε συνεπώς μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η εξωτερική πολιτική μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια διαδικασία καθορισμού εσω-ομάδων και εξω-ομάδων, 1 ταυτοτήτων και ετεροτήτων στο σύγχρονο σύστημα κρατών. Δεύτερον, μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ένα πλαίσιο που χρησιμοποιείται για να ερμηνεύσει ένα θέμα σε μια είδηση, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τα γνωσιακά σχήματα που οι θεατές θα χρησιμοποιήσουν. Η προσβασιμότητα του κοινού σε ένα ερμηνευτικό σχήμα αυξάνει την πιθανότητα να ενεργοποιηθεί η αντίστοιχη γνωσιακή δομή. Συνεπώς η προσοχή και η κατανόηση, και κατά συνέπεια η ημερησία διάταξη ή θεματολογία (agenda setting) και η ερμηνευτική πλαισίωση, είναι στενά συνδεδεμένες (McCombs 2004). Για να συνδέσουμε τις δύο προκείμενες του συλλογισμού, η προσέγγισή μας αξιοποιεί τη θεωρία παραγωγικών αιτιών (attribution theory), η οποία εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αποδίδουν αιτιότητα για τη δική τους συμπεριφορά και για τις συμπεριφορές των άλλων, καθώς και τις εγγενείς μεροληψίες που ενυπάρχουν σε αυτή τη διαδικασία. Η θεωρία αυτή μας παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία για να κατανοήσουμε τη συγκρότηση της ταυτότητας και ετερότητας, που είναι εγγενείς στη λειτουργία των εσω- και εξω-ομάδων. Μας επιτρέπει παράλληλα να μετατρέψουμε σε εργαλεία τις έννοιες βάσει των οποίων μπορούμε να αναλύσουμε τις ομαδοποιήσεις που παράγουν οι ταυτότητες και οι ετερότητες στο δεύτερο επίπεδο της ημερησίας διάταξης. 2

Βοηθητικό κείμενο για μάθημα πολιτιστικής διπλωματίας - ΠαΠει

Embed Size (px)

Citation preview

ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

— ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Των Josef Seethaler και Gabriele Melischek

Η διεθνής πολιτική και το επικοινωνιακό περιβάλλον έχουν αλλάξει δραματικά μετά το

τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων οι προγενέστερες

βεβαιότητες αντικαταστάθηκαν από αβεβαιότητες, νέες συγκρούσεις οδηγούν σε

καινούργιες συμμαχίες, ενώ οι προϋπάρχουσες τίθενται υπό αμφισβήτηση. Σε αυτή την

ατμόσφαιρα μιας συνεχώς απομειούμενης ευκρίνειας αναφορικά με το ποιοι θα πρέπει να

θεωρούνται εχθροί και ποιοι σύμμαχοι, η κυρίαρχη αντίληψη για τα ΜΜΕ είναι ότι

διαδραματίζουν έναν πολύ πιο ενεργητικό ρόλο και έχουν μια πολύ πιο ισχυρή επίδραση

στην εξωτερική πολιτική.

Πόσο ισχυρή όμως είναι πραγματικά η επίδρασή τους; Από τη μια οι άμεσες κι

ευθείες επιδράσεις των ΜΜΕ στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτές που

κωδικοποιούνται στη θεωρία της επίδρασης-CNN (CNN effect), εμφανίζονται μόνον υπό

πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Από την άλλη η πολιτική διαδικασία λήψης

αποφάσεων βρίσκεται υπό τη συνεχή έμμεση επίδραση της κοινής γνώμης που, με τη

σειρά της θεωρείται ότι εξαρτάται έντονα από το περιεχόμενο των MME. Υπό αυτό το

πρίσμα ο ρόλος της κοινής γνώμης στις διεθνείς σχέσεις καθορίζεται μάλλον ως

«ανασχετικός» παρά ως «καθοριστικός» παράγοντας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Εμποδίζει παρά επιβάλλει τη λήψη αποφάσεων. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη να εξεταστεί

ο τρόπος με τον οποίο οι συλλογικές εικόνες και ταυτότητες σχηματοποιούνται και

συσχετίζονται με άλλες συλλογικότητες.

Με βάση αυτές τις υποθέσεις, προτείνουμε μια μέθοδο ανάλυσης του ρόλου των

ΜΜΕ στις διεθνείς σχέσεις που βασίζεται στην έννοια της πλαισίωσης. Η συλλογιστική

μας στηρίζεται σε δύο προκείμενες: Πρώτον, σε αντίθεση με τη σταθερότητα που

προσέφερε η αφήγηση του Ψυχρού πολέμου, η αξιοποίηση των ερμηνευτικών σχημάτων

στην ειδησεογραφική κάλυψη των διεθνών σχέσεων σήμερα πρέπει να έχει τη δυνατότητα

να αναλύει τα αέναα μεταβαλλόμενα, διαιρετικά και συνάμα ευέλικτα συστατικά που

καθορίζουν τις συλλογικές ταυτότητες. Υιοθετούμε συνεπώς μια προσέγγιση σύμφωνα με

την οποία η εξωτερική πολιτική μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια διαδικασία καθορισμού

εσω-ομάδων και εξω-ομάδων,1 ταυτοτήτων και ετεροτήτων στο σύγχρονο σύστημα

κρατών. Δεύτερον, μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ένα πλαίσιο που χρησιμοποιείται για

να ερμηνεύσει ένα θέμα σε μια είδηση, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τα γνωσιακά

σχήματα που οι θεατές θα χρησιμοποιήσουν. Η προσβασιμότητα του κοινού σε ένα

ερμηνευτικό σχήμα αυξάνει την πιθανότητα να ενεργοποιηθεί η αντίστοιχη γνωσιακή

δομή. Συνεπώς η προσοχή και η κατανόηση, και κατά συνέπεια η ημερησία διάταξη ή

θεματολογία (agenda setting) και η ερμηνευτική πλαισίωση, είναι στενά συνδεδεμένες

(McCombs 2004).

Για να συνδέσουμε τις δύο προκείμενες του συλλογισμού, η προσέγγισή μας

αξιοποιεί τη θεωρία παραγωγικών αιτιών (attribution theory), η οποία εξετάζει τον τρόπο

με τον οποίο οι άνθρωποι αποδίδουν αιτιότητα για τη δική τους συμπεριφορά και για τις

συμπεριφορές των άλλων, καθώς και τις εγγενείς μεροληψίες που ενυπάρχουν σε αυτή τη

διαδικασία. Η θεωρία αυτή μας παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία για να κατανοήσουμε τη

συγκρότηση της ταυτότητας και ετερότητας, που είναι εγγενείς στη λειτουργία των εσω-

και εξω-ομάδων. Μας επιτρέπει παράλληλα να μετατρέψουμε σε εργαλεία τις έννοιες

βάσει των οποίων μπορούμε να αναλύσουμε τις ομαδοποιήσεις που παράγουν οι

ταυτότητες και οι ετερότητες στο δεύτερο επίπεδο της ημερησίας διάταξης.2

Με δεδομένη τη σημασία της ατλαντικής συνεργασίας, η προτεινόμενη

προσέγγιση εξετάζεται μέσω μιας συγκριτικής, διαπολιτισμικής ανάλυσης της

ειδησεογραφικής κάλυψης των αμερικανικών εκλογών του 2004 από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ.

Οι εκλογές του 2004 έλαβαν χώρα σε ένα κλίμα όπου ο πόλεμος στο Ιράκ είχε συντελέσει

στην αύξηση των διαφοροποιήσεων και συχνά αντιθέσεων στο εσωτερικό της ατλαντικής

συμμαχίας.

Μέσα ενημέρωσης και διεθνείς σχέσεις στη μεταψυχροπολεμική περίοδο

Επί δεκαετίες η πολιτική και τα ΜΜΕ πάνε «χέρι χέρι» (Malek 2003: 23), με τα ΜΜΕ

συχνά να θεωρείται ότι λειτουργούν σε κατάσταση «επαλληλίας» προς το πολιτικό

σύστημα, ότι δηλαδή διασυνδέουν και οριοθετούν το περιεχόμενο τους με την ημερησία

διάταξη και τις απόψεις της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος (θεωρία

διασύνδεσης — indexing theory) (Bennett 1990). Κατά τους J.R. Zaller και D. Chiu αυτό

είναι απόρροια της εξάρτησης τους από τις «επίσημες πηγές» (Zaller & D. Chiu 2000),

κατά μία άλλη άποψη είναι αποτέλεσμα της «αξιοποίησής» τους από τους διαμορφωτές

πολιτικής για να περάσουν μηνύματα στο εξωτερικό και να διαχειριστούν τη συναίνεση

στο εσωτερικό της χώρας (Herman & Chomsky 1988).

Ωστόσο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η δυναμική φαίνεται να έχει

αντιστραφεί, με την ισχυροποίηση των MME. Καινοτομίες στην τεχνολογία της

επικοινωνίας κατέστησαν εφικτή την παγκόσμια, σε πραγματικό χρόνο κι επί

εικοσιτετραώρου βάσεως, τηλεοπτική ενημέρωση, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις

για την εμφάνιση αυτού που ονομάστηκε επίδραση-CNN, μιας θεώρησης η οποία εικάζει

ότι η ειδησεογραφική κάλυψη έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη διεξαγωγή της

εξωτερικής πολιτικής (βλ. π.χ. Gilboa 2002· Bahador 2007).

Και οι δύο θεωρήσεις υπέστησαν μεταβολές. Η θεωρία της κατίσχυσης της

πολιτικής επί των μέσων προσαρμόστηκε για να ερμηνεύσει τις περιπτώσεις όπου η

κατάρρευση της συναίνεσης και η ανάδυση των αντιθέσεων στους κόλπους της πολιτικής

ελίτ επηρέασε τη σχέση πολιτικών-δημοσιογράφων, αποδομώντας τη διαδικασία της

διασύνδεσης (Hallin 1984). Υπέστη επίσης τις αναγκαίες προσαρμογές ώστε να

ερμηνεύσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ομάδες με περιορισμένη ισχύ (ακόμα και

περιθωριακές) κατορθώνουν να αποτρέψουν τα μέσα από το να υποστηρίξουν την

κυβερνητική πολιτική ή να αναπαραγάγουν τις οπτικές της πολιτικής ελίτ (Wolfsfeld

1997). Αναφορικά με τη θεωρία για την επίδραση-CNN ερευνητές διαφοροποίησαν τους

τύπους των επιδράσεων σε συνάρτηση με τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής

(Livingston 1997), ενώ ανέδειξαν διαφορετικούς και συχνά αντίθετους ρόλους που

μπορούν να υιοθετήσουν τα ΜΜΕ στη διαδικασία διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής

(Robinson 2002).

Πέρα από τις αποκλίνουσες εκτιμήσεις σχετικά με τη σχέση ΜΜΕ και πολιτικής,

υπάρχει μια συγκλίνουσα εκτίμηση ότι «κάτι έχει αλλάξει». Η αλλαγή αυτή είναι προς την

κατεύθυνση μιας πιο ανεξάρτητης στάσης στην ειδησεογραφική παρουσίαση των διεθνών

ειδήσεων (Zaller & Chiu 2000: 81). Η μεταβολή αυτή σχετίζεται τόσο με την αυξημένη

πρόσβαση σε ένα μεγάλο εύρος πηγών (Goodman 1999), όσο και με το γεγονός ότι στη

μεταψυχροπολεμική περίοδο ο Τύπος αναλαμβάνει πιο έντονα τo χρέος περιφρούρησης

του δημόσιου συμφέροντος έναντι της εξουσίας (watchdog obligations). Υποστηρίζεται

ωστόσο ότι η αύξηση των διακυβευμάτων στην εθνική ασφάλεια που προκάλεσε η 11η

Σεπτεμβρίου 2001 οδήγησε τα ΜΜΕ στο να απολέσουν την πρόσφατα αποκτηθείσα

αυτονομία τους (Norris, Kern & Just 2003· Nacos 2007).

Διερευνώντας τον ρόλο των ΜΜΕ στις διεθνείς σχέσεις, είναι χρήσιμο να

εξετάσουμε τον ρόλο του κοινού. Στις αστικές δημοκρατίες είναι σπάνιο οι στάσεις της

κοινής γνώμης για τα διεθνή θέματα να χειραγωγηθούν ευθέως από τις πολιτικές ελίτ με

τη συνεργία των ΜΜΕ, και είναι εξίσου σπάνιο η ειδησεογραφική κάλυψη να έχει μια

άμεση και ισχυρή επίδραση στη διαμόρφωση αποφάσεων ή στην εφαρμογή

συγκεκριμένων πολιτικών μέσα από τον καθορισμό του κλίματος της κοινής γνώμης. Πιο

ακριβής είναι η άποψη ότι μακροπρόθεσμα η κοινή γνώμη επηρεάζει τα «ευρύτερα και

κάπως ασαφή όρια για τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής», καθορίζοντας κατά

καιρούς το φάσμα των επιλογών που είναι διαθέσιμες στην πολιτική ελίτ για να

εφαρμόσει τις πολιτικές της (Risse-Kappen 1991: 510).

Με βάση αυτές τις λειτουργίες της κοινής γνώμης, καθίσταται προφανές ότι η

κατασκευή, διάχυση κι ενεργοποίηση των ερμηνευτικών πλαισίων αποτελεί κεντρική

διαδικασία του δημόσιου διαλόγου για την εξωτερική πολιτική. Αυτό έχει γίνει πιο έντονο

μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το παλαιότερο «Πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου» —

μια γνωσιακή απλούστευση (cognitive shortcut) χρηστική στην κατανόηση και διαχείριση

σύνθετων θεμάτων και καταστάσεων— υποστηριζόταν από μια ευρύτερη συναίνεση στα

ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως προσφυώς

υποστηρίζει ο R.M. Entman, έφερε μαζί του το τέλος των βεβαιοτήτων για το πώς να

ερμηνεύονται τα ζητήματα των διεθνών σχέσεων (Entman 2000).

Ενόψει της απουσίας πειστικού ορισμού του εθνικού συμφέροντος, τα ζητήματα

των διεθνών σχέσεων έγιναν πεδίο συγκρούσεως των ερμηνειών και εξελίχθηκαν σε μια

«διαμφισβητούμενη συμβολική αρένα όπου υποστηρικτές διαφόρων απόψεων

προσπαθούν να επιβάλουν τη δική τους νοηματοδότηση στα ζητήματα» (Nelson & Kinder

1996: 1057). Υπό αυτό το πρίσμα, και δεδομένου ότι οι περισσότεροι προσλαμβάνουν

σχεδόν όλη την πληροφόρησή τους για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και για τις

πολιτικές των ξένων κρατών από τα ΜΜΕ, αυτά παίζουν έναν κομβικό ρόλο,

υποδεικνύοντας «το περιεχόμενο της αντίθεσης και την ουσία του ζητήματος» (Gamson &

Modigliani 1987: 143).

Συνεπώς και στα δύο επίπεδα του εξωτερικού δελτίου —στη συνολική απεικόνιση

του εξωτερικού κόσμου και στην καταγραφή του τρόπου που οι εξωτερικές ειδήσεις

«μάς» αφορούν και σχετίζονται «με εμάς» (εσωτερίκευση — domestication)— είναι

εύλογο να υποθέσουμε ότι η πλαισίωση ενός θέματος από τα ΜΜΕ έχει τη δυνατότητα να

επιδράσει αποφασιστικά στην κινητοποίηση γνωσιακών δομών (πλαισίων) στο επίπεδο

του κοινού. Αυτή η επίδραση καθίσταται πιο ισχυρή όταν το κοινό στερείται

αποτελεσματικών διασυνδέσεων ανάμεσα στο συγκεκριμένο θέμα και σε εναλλακτικές,

πολιτιστικά οικείες, πλαισιώσεις· όταν δηλαδή δεν έχει αποτελεσματική πρόσβαση σε

εναλλακτικές ερμηνείες της πραγματικότητας.

Επιστημονικές έρευνες όχι μόνον επιβεβαιώνουν την υπόθεση του B.C. Cohen ότι

τα ΜΜΕ «λένε στο κοινό [όχι τι να σκεφτεί], αλλά σχετικά με τι να σκεφτεί» (Cohen

1963: 13), αλλά επιπροσθέτως αποκαλύπτουν ότι το ειδικό βάρος που θα δώσουν οι

πολίτες στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ως κριτήριο αξιολόγησης της κυβέρνησης και

του πολιτικού συστήματος της χώρας τους εξαρτάται από τον τρόπο πλαισίωσης αυτών

των θεμάτων στα ΜΜΕ (βλ. ενδεικτικά Iyengar & Simon 1993· Soroka 2003· Entman

2004). Παρεμφερείς επιδράσεις καταγράφονται επίσης αναφορικά με το μέρος του

εξωτερικού δελτίου που αφορά το εξωτερικό (foreign news abroad), όπου η αντίληψη που

διαμορφώνει το κοινό για δρώντα πολιτικά υποκείμενα της αλλοδαπής, για τα γεγονότα

και τις πολιτικές που αφορούν ξένες χώρες, και κατά προέκταση για τις ίδιες τις ξένες

χώρες, εξαρτάται από την έμφαση που δίνουν και τον τρόπο που πλαισιώνουν αυτά τα

ζητήματα τα ΜΜΕ (βλ. ενδεικτικά Wanta & Hu 1993· Brewer, Graf & Willnat 2003·

Wanta, Golan & Lee 2004).

Η πλαισίωση των διεθνών σχέσεων στις ειδήσεις — Θεωρητικά ζητήματα

Τα θεωρητικά θεμέλια της προτεινόμενης προσέγγισης σχετικά με την ερμηνευτική

λειτουργία της ειδησεογραφίας αντλούν από τη θεωρία διεθνών σχέσεων του Α. Wendt

(1999). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι διεθνείς σχέσεις γίνονται κατανοητές ως ένα

πλαίσιο δράσεων που προσδιορίζει και προσδιορίζεται από τις κοινωνικές ταυτότητες,

δηλαδή από το πώς τα κράτη αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε σχέση με τα άλλα κράτη

(πρβλ. Dunne, Kurki & Smith 2007).

Με βάση τη θεωρία των κοινωνικών ταυτοτήτων μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι

η κατασκευή της ταυτότητας μιας εσω-ομάδας βρίσκεται σε στενή σύνδεση όχι μόνο με

την κατασκευή διαφορετικών αντιλήψεων για την εξω-ομάδα, αλλά και με τη διαδικασία

απαξίωσης της εξω-ομάδας, με τη διαδικασία κατασκευής ετερότητας. Η αξιολογική

κατασκευή της εσω- και εξω-ομάδας επηρεάζει τις προσδοκίες σχετικά με τη

συμπεριφορά του Άλλου και καθοδηγεί την ερμηνεία της δράσης του Άλλου (Abrams &

Hogg 1990· Kowert 1998). Κατ’ αυτή την έννοια, η εξωτερική πολιτική είναι κατά βάση

«μια διαδικασία καθορισμού και προβολής των ορίων ανάμεσα σε εσω-ομάδες και εξω-

ομάδες στο σύγχρονο σύστημα κρατών» (Johnston 1999: 10).

Οι διαδικασίες κοινωνικής ταύτισης ωστόσο δεν είναι απλώς μια διαδικασία

κινητοποίησης προϋπαρχόντων «χαρακτηριστικών» του εαυτού και του Άλλου. Είναι μια

δυναμική διαδικασία κατά την οποία οι συλλογικές ταυτότητες βρίσκονται σε συνεχή

μετασχηματισμό, τελούν υπό συνεχή διαπραγμάτευση και ανακατασκευή σε συσχέτιση

πάντα με άλλες ομάδες (Rivenburgh 1997: 84). Αυτή η διαδικασία συνεχούς ανανέωσης

των ταυτοτήτων είναι, όπως υποστηρίζει η Ν. Rivenburgh, «καθοριστική για να επιτευχθεί

η καλύτερη κατανόηση της ειδησεογραφικής αναπαράστασης των διεθνών σχέσεων»

(Rivenburgh 1997: 84). Δεδομένου ότι στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων η κοινή γνώμη

λειτουργεί πρωτίστως ως ένας περιοριστικός, ένας ανασχετικός παράγοντας στη

διαδικασία διαμόρφωσης στρατηγικής, και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις διακυβερνητικής

συνεργασίας και σύγκρουσης (Hoese & Oppermann 2007), η διαμόρφωση αντιλήψεων για

την εσω- και εξω-ομάδα, για την ταυτότητα και την ετερότητα αποτελεί κομβικό σημείο

της σχέσης πολιτικής, ΜΜΕ και δημόσιας σφαίρας (Shlapentokh, Woods & Shiraev 2005:

3).

Κατά συνέπεια τα ερμηνευτικά πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής πάντα

ασχολούνται με το ποιοι είμαστε «εμείς» και ποιοι είναι «αυτοί» (Gamson 2001: x). Στις

βασικές τους λειτουργίες περιλαμβάνεται η νομιμοποίηση των πολιτικών συνεργασίας

που υιοθετούνται απέναντι σε κράτη που μοιράζονται τις ίδιες αξίες, τις ίδιες έννοιες

νομιμοποίησης της εσωτερικής (ενδοκρατικής) πολιτικής λειτουργίας, και άρα

αντιμετωπίζουν παρεμφερείς απειλές για την εσωτερική τους δομή. και συνεπώς

θεωρείται ότι αποτελούν μέρος της ίδιας (με «εμάς») εσω-ομάδας. Ταυτόχρονα

αιτιολογούν τις ανταγωνιστικές πολιτικές και δράσεις που διαμορφώνονται προς τα κράτη

που αποτελούν μέρος της εξω-ομάδας. Προφανώς παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στον

βαθμό συνταύτισης με τα κράτη που συγκροτούν την εσω-ομάδα, και αντίστοιχες

διαφοροποιήσεις στον βαθμό απαξίωσης των κρατών που συγκροτούν την εξω-ομάδα,

επηρεάζοντας αντίστοιχα την ανάγκη για νομιμοποίηση των επιλογών. Τόσο η συνταύτιση

όσο και η απαξίωση σπάνια είναι απόλυτες (Wendt 1999: 306). Μικρότερη απαξίωση

σημαίνει ότι λιγότερος ανταγωνισμός κατευθύνεται προς την πλευρά των κρατών της εξω-

ομάδας, απομειώνοντας έτσι τις προοπτικές της σύγκρουσης.

Σύμφωνα με τον Wendt (1994), διαφορετικές εικόνες του «Άλλου» μπορεί να

καταγράφονται σε διαφορετικά πεδία πολιτικής. Διαφοροποίηση στις αντιλήψεις μπορεί

επίσης να παρουσιαστεί ανάμεσα στις κυβερνήσεις και στους πολίτες, δημιουργώντας

τριβές ανάμεσα σε ανταγωνιστικές συνταυτίσεις με ομάδες.

Λειτουργικοί ορισμοί των πλαισίων της εσω-ομάδας και της εξω-ομάδας

Για να διερευνήσουμε το ζήτημα της παραμετροποίησης των πλαισίων της εσω-ομάδας

και της εξω-ομάδας, καταφεύγουμε στο θεωρητικό υπόδειγμα της ημερησίας διάταξης.

Από τότε που η έρευνα των Μ. McCombs και D.L. Shaw (1972) τεκμηρίωσε εμπειρικά τη

δυνατότητα η ιεράρχηση της σημαντικότητας ενός θέματος να επηρεάσει την αντίστοιχη

ιεράρχηση σημαντικότητας του θέματος στο κοινό, πολυάριθμες μελέτες προσπαθούν να

επεκτείνουν το εύρος των επιδράσεων που εξετάζονται. Επεκτείνοντας την ανάλυση στη

θεματολογία των επιμέρους χαρακτηριστικών που απαρτίζουν ένα θέμα, περνούν από τις

επιδράσεις στην εστίαση της προσοχής σ’ ένα θέμα στις επιδράσεις στο επίπεδο της

κατανόησης του θέματος (McCombs 2004). Τα αποτελέσματά τους επιβεβαιώνουν ότι,

όταν ένα μήνυμα δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες όψεις ενός θέματος, η έμφαση αυτή όχι

μόνον αυξάνει την προσοχή στο θέμα (Ghanem 1997· Kiousis 2005), αλλά και

συνεισφέρει σημαντικά στον τρόπο με τον οποίο οι παραλήπτες του μηνύματος

αξιολογούν το συγκεκριμένο θέμα (βλ. attribute priming· προβλ. Kim, Scheufele &

Shanahan 2002). Παράλληλα αυξάνονται συνεχώς οι επιστημονικές δημοσιεύσεις που

στηρίζονται στην υπόθεση ότι η πλαισίωση ενός θέματος στις ειδήσεις επιδρά στις

γνωσιακές κατασκευές που το κοινό των ειδήσεων κινητοποιεί για να μπορέσει να

κατανοήσει το θέμα (Reese, Gandy & Grant 2001· Chong & Druckman 2007).

Τα τελευταία χρόνια λαμβάνει χώρα μια εκτενής δημόσια συζήτηση για τη σχέση

ανάμεσα στις έννοιες της ημερησίας διάταξης και της πλαισίωσης. Ενώ ορισμένοι

αναγνωρίζουν τη δυνατότητα σύγκλισης (π.χ. McCombs 2004: 87), άλλοι εμμένουν στις

διαφορές τους στο επίπεδο στο οποίο καταγράφεται η επίδραση: Ενώ η ημερησία διάταξη

και η ανάδυση αναφέρονται σε επιδράσεις που αφορούν το επίπεδο της πρόσβασης, η

πλαισίωση αφορά επιδράσεις στο επίπεδο της εφαρμογής (βλ. π.χ. Scheufele 2000).

Σύμφωνα ωστόσο με τα πορίσματα της κοινωνικής ψυχολογίας, η ανάδυση ως επίδραση

προσβασιμότητας είναι επιτυχής μόνο όταν τα υπό ανάδυση στοιχεία (primes) είναι

εφαρμόσιμα (Higgins, Rholes & Jones 1977· Todorow 2000), και συνάμα μια εφαρμόσιμη

κατασκευή είναι πολύ πιο πιθανόν να ενεργοποιηθεί όταν είναι προσβάσιμη (Scheufele &

Tewksbury 2007: 13). Ο R.M. Entman οδηγεί σε συγκερασμό τις δύο προσεγγίσεις,

τονίζοντας ότι η επίδραση της πλαισίωσης λειτουργεί μέσω της διαδικασίας της ανάδυσης

(priming): Ιδέες και κατηγοριοποιήσεις που έχουν πρόσφατα και συχνά κινητοποιηθεί

έρχονται στο μυαλό πιο εύκολα από γνωσιακές κατασκευές που δεν έχουν (επαρκώς)

κινητοποιηθεί (Entman 2007: 164).

Υπό αυτό το πρίσμα είναι χρήσιμο να προχωρήσουμε στη συγχώνευση της

επίδρασης της ημερησίας διάταξης με αυτήν των πλαισίων σε ένα ενιαίο θεωρητικό

πλαίσιο. Σημείο άρξασθαι αποτελεί η παρατήρηση του R.M. Entman ότι οι τέσσερις

βασικές λειτουργίες που επιτελεί το κάθε πλαίσιο (καθορισμός προβλήματος, διάγνωση

αιτιών, έκφραση ηθικών κρίσεων και προσδιορισμός ενδεικνυόμενων λύσεων) αποτελούν

βασικά στοιχεία τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο επίπεδο της επίδρασης της

ημερησίας διάταξης (Entman 2007: 164· βλ. επίσης Benton & Frazier 1976). Ενώ η πρώτη

λειτουργία της πλαισίωσης, ο καθορισμός προβλήματος, μπορεί να συνταυτιστεί με το

πρώτο επίπεδο της ημερησίας διάταξης, το δεύτερο επίπεδο αφορά τις άλλες τρεις

λειτουργίες. Η διάγνωση αιτιών, η έκφραση ηθικών κρίσεων και ο προσδιορισμός λύσεων

είναι επιδράσεις που έχουν τη δυνατότητα να πραγματωθούν μόνο για ζητήματα υψηλής

ορατότητας. Τα πλαίσια επιτελούν αυτές τις λειτουργίες με τρόπο που «αναδεικνύει τις

μεταξύ τους συσχετίσεις στην προώθηση μιας συγκεκριμένης ερμηνείας» (Entman 2007:

164). Έτσι ένα σχήμα μπορεί να λειτουργήσει ως μια «κεντρική οργανωτική ιδέα ή

αφηγηματική δομή, που νοηματοδοτεί μια εκτυλισσόμενη ροή γεγονότων» (Gamson &

Modigliani 1987). Για να εργαλειοποιήσουμε τα πλαίσια της «εσω-ομάδας» και της «εξω-

ομάδας» ως τέτοιες κεντρικές οργανωτικές ιδέες στην ειδησεογραφική κάλυψη των

ζητημάτων των διεθνών σχέσεων, εστιάζουμε στις αξιολογήσεις που προσφέρουν τα

ΜΜΕ, καθώς και στις ερμηνείες των πολιτικών αποτελεσμάτων.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της κοινωνικής ψυχολογίας, οι αξιολογήσεις και οι

εξηγήσεις των συμπεριφορικών αποτελεσμάτων (τα αποκαλούμενα παραγωγικά αίτια)

είναι ένα από τα πιο ισχυρά γνωσιακά εργαλεία που έχουμε διαθέσιμα για να

κατανοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα. Εάν οι άνθρωποι απλά κατέγραφαν τα

γεγονότα που προκλήθηκαν από τη συμπεριφορά τους χωρίς να ξέρουν τι νόημα έχουν και

γιατί προκλήθηκαν, θα σχημάτιζαν την εντύπωση ότι δεν έχουν κατανοήσει αυτά τα

γεγονότα. Συνεπώς, για να κατανοήσουμε το «τι» συνέβη, θέτουμε άμεσα την ερώτηση

«γιατί συνέβη». Κατανοούμε την ουσία μιας κατάστασης μέσα από την κατανόηση των

παραγωγικών αιτιών της. Αυτό συμβαίνει ακόμα πιο έντονα με συμπεριφορές που

θεωρούνται επιτυχημένες ή αποτυχημένες, οι οποίες προκαλούν τον έπαινο ή τον ψόγο.

Επηρεασμένοι από τις έρευνες του Fritz Heider (1958) και τη θεωρία των παραγωγικών

αιτιών3 (attribution theory) που ανέπτυξε, πολλές έρευνες εξέτασαν τη φύση της αιτιακής

εξήγησης — πώς η απόδοση αιτιότητας για τις πράξεις των άλλων επηρεάζει τη

συμπεριφορά μας απέναντί τους και πώς λειτουργούν αυτές οι διαδικασίες στο επίπεδο

των σχέσεων ανάμεσα σε ομάδες.

Κεντρικό αναλυτικό εργαλείο σε αυτές τις θεωρήσεις αποτελεί η τυπολογία

παραγωγικών αιτιών του B. Weiner (1986), η οποία αρχικά αναπτύχθηκε για να ερμηνεύει

καταστάσεις που σχετίζονται με επιτεύγματα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, και η επιτυχία

και η αποτυχία μπορούν να αποδοθούν είτε σε εσωτερικούς στο άτομο παράγοντες (όπως

τα κίνητρα και οι ικανότητες) είτε σε εξωτερικούς-περιβαλλοντικούς παράγοντες (όπως το

κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον). Σχετικά με τη χρονική υφή των παραγωγικών αιτίων,

αυτά διακρίνονται σε μόνιμα ή «σταθερά» και σε μεταβαλλόμενα ή «ασταθή». Με βάση

την ταξινόμηση αυτή, γίνεται κατανοητό ότι η διαδικασία απόδοσης αιτιότητας επιτελεί

τη λειτουργία μηχανισμού προστασίας του «εγώ» και διαφύλαξης του γοήτρου, μιας και η

αποτυχία αποδίδεται σε εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή στο περιβάλλον, ενώ η επιτυχία

σε εσωτερικούς, δηλαδή στο άτομο (Zuckerman 1979).

Αυτής της μορφής η «αυτοεξυπηρετούμενη μεροληψία» (self-serving bias)

λειτουργεί και στο επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα σε ομάδες. Τα μέλη μιας ομάδας

εισπράττουν το όφελος από τις επιτυχίες της ομάδας τους αποδίδοντάς τες σε εσωτερικά

και σταθερά παραγωγικά αίτια — τις στάσεις, ικανότητες και κλίσεις που είναι εγγενείς

στην ομάδα. Αντίστοιχα, τείνουν να αποστασιοποιούνται από την ευθύνη των αποτυχιών

της ομάδας τους αποδίδοντάς τες σε εξωγενή παραγωγικά αίτια, στην τύχη ή σε ασταθή

—και γι’ αυτό υποκείμενα σε μεταβολή— παραγωγικά αίτια. Η αντίστροφη διαδικασία

απόδοσης αιτιότητας ισχύει για τις εξω-ομάδες: Οι αποτυχίες τους τείνουν να θεωρούνται

εγγενείς, οι επιτυχίες τους συγκυριακές. Έτσι η γνωσιακή μεροληψία που εξυπηρετεί τον

εαυτό μετατρέπεται σε μεροληψία που εξυπηρετεί την ομάδα (group serving bias)

(Hewstone 1989 και 1990). Αξιολογήσεις και ερμηνείες της αιτιότητας, τα βασικά

συστατικά αυτής της μορφής μεροληψίας και τα κεντρικά στοιχεία του δευτέρου επιπέδου

της θεωρίας της ημερησίας διάταξης συνδέονται με τρόπο που να συγκροτούν

συγκεκριμένα ερμηνευτικά πλαίσια — επί του προκειμένου το πλαίσιο της εσω-ομάδας

και το πλαίσιο της εξω-ομάδας.4 Με τον τρόπο αυτό η παρούσα έρευνα πραγματώνει το

πρόταγμα του θέτει ο Entman για έναν «ολοκληρωμένο» και συνεκτικό ορισμό της

πλαισίωσης.

Κατά τον P. Kowert οι αποδόσεις αιτιότητας που παράγει η εσω-ομάδα και η εξω-

ομάδας δεν επηρεάζουν μόνο τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται τον

εαυτό και τον Άλλο, αλλά λειτουργούν επίσης στο επίπεδο του έθνους-κράτους (Kowert

1998). Στο επίπεδο της πολιτικής, η κατηγοριοποίηση του Β. Weiner (1986) μπορεί να

συγκεραστεί με την ανάλυση των Abramson, Aldrich και Rohde (2007) για την εκλογική

συμπεριφορά. Από τη μια οι θέσεις σε ζητήματα πολιτικής και τα χαρακτηριστικά της

προσωπικότητας (Rokeach 1979: 246), που αντιπροσωπεύουν συντελεστικές και

λειτουργικές αξίες, μπορούν να χαρακτηριστούν εσωτερικοί και σταθεροί παράγοντες

απόδοσης αιτιότητας. Από την άλλη οι στρατηγικές και η συμπεριφορά (όπως η

προγενέστερη ή η αναμενόμενη διαχείριση ενός θέματος) αποτελούν τους εσωτερικούς

και ασταθείς παράγοντες. Εν κατακλείδι, οι εξωτερικές αποδόσεις αιτιότητας τείνουν να

αφορούν παράγοντες που σχετίζονται με τη δεδομένη συγκυρία και με τις εξελίξεις στο

κοινωνικό επίπεδο (π.χ. δημογραφικές αλλαγές), καθώς και με τις επιδράσεις άλλων

δρώντων όπως οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ (βλ. Πίνακα 13.1).

Attributions for … Success Failure

Ingroup

Internal + stable:

Issue positions (terminal values),

personal traits (instrumental

values)

Internal + unstable:

Performance, strategies

External + stable / unstable:

Social forces / situational factors

Outgroup

Internal + unstable:

Performance, strategies

External + stable / unstable:

Social forces / situational factors

Internal + stable:

Value-based issue positions,

personal traits

Ειδησεογραφική κάλυψη των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2004

— Μια περιπτωσιολογική μελέτη

Θα εξετάσουμε την ειδησεογραφική κάλυψη της αμερικανικής πολιτικής στον ευρωπαϊκό

τύπο κατά την περίοδο των προεδρικών εκλογών του 2004, ως μια πρώτη προσπάθεια

ελέγχου της μεθόδου που προτείνουμε. Επιλέχθηκε αυτό το θέμα εξαιτίας των

σημαντικών διαφοροποιήσεων που δημιούργησε ο πόλεμος στο Ιράκ στο εσωτερικό της

ατλαντικής συμμαχίας, αλλά και στο εσωτερικό της Ε.Ε. Δεν υπάρχει (μέχρι σήμερα)

συμφωνία για τη φύση αυτών των διαφοροποιήσεων. Το κεντρικό ερώτημα είναι εάν οι

διαφοροποιήσεις αυτές είναι ένα φαινόμενο πρόσκαιρο, που αποδίδεται πρωτίστως στο

ηγετικό στυλ του προέδρου Μπους και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τον πόλεμο

στο Ιράκ, ή εάν απηχούν ένα βαθύτερο πολιτιστικό ρήγμα, το οποίο διευρύνεται μετά το

τέλος του Ψυχρού Πολέμου και συσχετίζεται με την καθοδηγούμενη από τους Γάλλους

και Γερμανούς ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι, πάρα τις

όποιες διαφοροποιήσεις στον πόλεμο του Ιράκ, οι αμερικανικές κι ευρωπαϊκές αξίες και

τα παγκόσμια συμφέροντα εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να ταυτίζονται (Gordon &

Shapiro 2004), ενώ για άλλους το αξιακό ρήγμα διευρύνεται με τέτοια ταχύτητα, που τους

ωθεί να αμφισβητούν τη δυνατότητα της ατλαντικής συμμαχίας να επιβιώσει, υπό το

πρίσμα της ανάδυσης αυτού που ο R. Kagan αποκαλεί «κοσμοθεωρία της μεταμοντέρνας

Ευρώπης» (Kagan 2004: 157), ή τουλάχιστον κοσμοθεωρία της «παλιάς» Ευρώπης, όπως

ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελντ χαρακτηρίζει όσα ευρωπαϊκά

κράτη δεν συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ στην εμπλοκή τους στο Ιράκ. Αυτές οι

πολυδιάστατες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους παλαιούς συμμάχους της εποχής του

Ψυχρού Πολέμου αποτελούν το κατάλληλο πλαίσιο για να εξεταστεί η προτεινόμενη

προσέγγιση.

Στην έρευνα αναλύεται η ειδησεογραφική κάλυψη της αμερικανικής πολιτικής

κατά τη «θερμή φάση» της προεκλογικής εκστρατείας. Εξετάζονται τόσο ο πρόεδρος

Τζορτζ Γ. Μπους όσο και ο διεκδικητής γερουσιαστής Τζων Κέρυ. Η ανάλυση αφορά το

περιεχόμενο οκτώ εφημερίδων υψηλού κύρους από δύο ευρωπαϊκές χώρες που

συμπορεύθηκαν με τις ΗΠΑ στον πόλεμο του Ιράκ και από δύο που αντιτέθηκαν.

Επελέγησαν δύο εφημερίδες, μια δεξιόστροφή και μια αριστερόστροφη,5 από τη Γαλλία,

τη Γερμανία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην ανάλυση συμπεριελήφθησαν όλα

τα κείμενα στην πρώτη σελίδα και στο πρώτο πάνω μισό της πρώτης σελίδας του τομέα

των διεθνών ειδήσεων, καθώς και όλα τα άρθρα γνώμης που αναφέρονται στους

υποψηφίους στην επικεφαλίδα, την εισαγωγή ή την πρώτη παράγραφο. Επελέγησαν

εφημερίδες κύρους γιατί λειτουργούν ηγετικά για τα ειδησεογραφικά μέσα τόσο στο

εσωτερικό της χώρας τους όσο και στο εξωτερικό. Η ανάλυση εστίασε σε επιχειρήματα

που συνδέονται με την απόδοση αιτιότητας (attributional arguments).

Η υπόθεση εργασίας της έρευνας υποστηρίζεται θεωρητικά από τη λειτουργία της

διασύνδεσης (indexing theory). Αναμένουμε ότι στη Γερμανία και στη Γαλλία, χώρες που

είχαν διαφοροποιηθεί από τις ΗΠΑ στο ζήτημα του πολέμου στο Ιράκ, τα ΜΜΕ θα

χρησιμοποιήσουν ερμηνευτικά πλαίσια της εξω-ομάδας, ενώ στη Βρετανία και στην

Ιταλία, οι οποίες λειτούργησαν υποστηρικτικά προς τις ΗΠΑ, θα χρησιμοποιούν

ερμηνευτικά πλαίσια της εσω-ομάδας. Η δε διαφοροποίηση θα είναι σημαντική ακόμα και

όταν τα στοιχεία ελεγχθούν για τον βαθμό της συναίνεσης που υπάρχει στην πολιτική ελίτ

κάθε χώρας,6 καθώς και για τον πολιτικό προσανατολισμό κάθε ειδησεογραφικού

οργανισμού.

Η μεταβλητή «πολιτικός προσανατολισμός ειδησεογραφικού οργανισμού»

εισήχθη στην ανάλυση ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να εξεταστεί η εμφάνιση μιας πιο

ανεξάρτητης προσέγγισης των δημοσιογράφων στην ειδησεογραφική κάλυψη της

εξωτερικής πολιτικής. Από τη μια η εκδοτική γραμμή ενός εντύπου παίζει σημαντικό ρόλο

στη χρήση των ερμηνευτικών σχημάτων από τους δημοσιογράφους (Wicks 2005: 345),

ενώ από την άλλη οι ιδεολογικές διαφωνίες και διαφοροποιήσεις «έχουν μια σημαντική

συνεισφορά στη δημοκρατική πολιτεία, αυξάνοντας το εύρος των διαθέσιμων απόψεων»

(Zaller 1992: 327).

Ο σχεδιασμός της έρευνας πληροί τις προϋποθέσεις για την ανάλυση της

διαδικασίας πλαισίωσης (framing analysis) που θέτουν οι Gamson και Modigliani (1987:

168), σύμφωνα με τους οποίους ο καλύτερος τρόπος για να εξηγηθεί η σχηματοποίηση

των ερμηνευτικών πλαισίων είναι μέσα από τη συσχέτιση της επίδρασης των ομάδων

ειδικών συμφερόντων7 και των δημοσιογραφικών κανόνων, αξιών και πρακτικών.

Αναφορικά με την πρόσβαση στα θέματα, 50% κατά μέσο όρο των διαθέσιμων

αιτιάσεων στις οκτώ εφημερίδες αφορούσαν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (με τα τρία

τέταρτα από αυτές να αναφέρονται στον πόλεμο του Ιράκ), ενώ μόνο 18% αφορούσαν

εσωτερικά ζητήματα (βλ. Διάγραμμα 13.1). Τα οικονομικά θέματα αντιστοιχούσαν κατά

μέσο όρο στο 11%, ενώ τα ζητήματα εκλογικής στρατηγικής στο 15%. Οι γενικές

πολιτικές εκτιμήσεις (π.χ. αναφορά στην κατάσταση της χώρας) αποτελούν τη μικρότερη

ομάδα.

Αναφορικά με την ορατότητα (visibility) των υποψηφίων, δύο από τις τρεις

αναφορές σχετίζονταν με τον πρόεδρο Μπους — η τάση αυτή είναι σταθερή και

αμετάβλητη ανεξαρτήτως της χώρας της εφημερίδας ή της εκδοτικής της γραμμής. Μόνη

εξαίρεση αποτέλεσε η γαλλική Le Monde, η οποία έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στον

διεκδικητή. Οι θέσεις σε ζητήματα πολιτικής του υποψήφιου για την προεδρία Κέρυ δεν

φάνηκε ότι αξιολογήθηκαν ως αντικείμενο που χρήζει εκτεταμένης αναφοράς στις

ευρωπαϊκές εφημερίδες κύρους. Αυτό ισχύει για όλα τα θέματα πολιτικής. Το μόνο

ζήτημα το οποίο σχετίστηκε με την παρουσία του Κέρυ στις ειδήσεις είναι η

(κακο)διαχείριση της εκστρατείας του. Τα αποτελέσματα αυτά δικαιώνουν την

παρατήρηση της Μ. Scammell ότι οι εκλογές αυτές παρουσιάστηκαν ως ένα

«δημοψήφισμα για τον Μπους, τον “πρόεδρο του πολέμου”» (Scammell 2005: 208).

Λαμβάνοντας υπόψη διάφορα πεδία πολιτικής και διαφορετικές αντιλήψεις για

την κυβέρνηση, κάναμε μια σειρά από ταυτόχρονες αναλύσεις λογιστικών

παλινδρομήσεων για να εξετάσουμε τους παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η

πλαισίωση της αμερικανικής πολιτικής (μια πιο εκτεταμένη παρουσίαση της μεθοδολογίας

βλ. στο Melischek & Seethaler 2008). Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι στον

ευαίσθητο τομέα των διεθνών σχέσεων που καταγράφεται όχι μόνο στα θέματα

εξωτερικής πολιτικής, αλλά εν μέρει και στην οικονομική πολιτική, οι εφημερίδες των

χωρών-συμμάχων τείνουν να χρησιμοποιούν πλαισίωση εσω-ομάδας στην παρουσίαση

των θέσεων του προέδρου των ΗΠΑ, ενώ οι εφημερίδες από τις χώρες που δεν ανήκουν

στη συμμαχία χρησιμοποιούν πρωτίστως ερμηνευτικά πλαίσια εξω-ομάδας. Τα στοιχεία

αυτά απαρτίζουν παραπάνω από το ήμισυ του συνόλου των αιτιάσεων που

καταγράφονται, καθιστώντας τα παραγωγικά τους πλαίσια εξαιρετικά προσβάσιμα στο

κοινό.

Η προθυμία μιας εφημερίδας να ευθυγραμμιστεί με τη θέση της κυβέρνησης της

χώρας της (όπως υποθέτει η θεωρία της διασύνδεσης) διαμεσολαβείται από τον βαθμό της

συναίνεσης που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική ελίτ της χώρας8 και συσχετίζεται με την

προδιάθεση που έχει το ενημερωτικό μέσο να ακολουθεί την εκδοτική του γραμμή, η

οποία επιπροσθέτως έπαιξε πιο καθοριστικό ρόλο στην ειδησεογραφική κάλυψη της

αμερικανικής εσωτερικής πολιτικής σκηνής.9

Οι συντηρητικές εφημερίδες στις συμμαχικές χώρες και οι φιλελεύθερες

εφημερίες στις μη συμμαχικές εφαρμόζουν ένα παρεμφερές ερμηνευτικό πλαίσιο στην

παρουσίαση των επίσημων αμερικανικών πολιτικών. Οι μεν λένε στους αναγνώστες τους

ότι, παρά τις όποιες δυσκολίες και τα όποια προβλήματα, βρίσκονται «στη σωστή πλευρά

μιας μάχης που πρέπει να κερδηθεί» (όπως το θέτει η αγγλική εφημερίδα Daily

Telegraph). Οι δε αποστασιοποιούνται εμφατικά από όσους παραβιάζουν ή επιδεικτικά

αγνοούν βασικές αρχές της διεθνούς πολιτικής και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντίθετα, οι

συντηρητικές εφημερίδες στις μη συμμαχικές χώρες και οι φιλελεύθερες εφημερίδες στις

συμμαχικές χώρες χρησιμοποιούν αντιφατικά πλαίσια στην κάλυψη των διαφόρων πεδίων

πολιτικής, διαμεσολαβώντας έτσι πολλαπλές συνταυτίσεις με ομάδες. Ακόμα κι όταν

δίνεται περιορισμένη έμφαση, οι φιλελεύθερες εφημερίδες στις συμμαχικές χώρες

ξεκάθαρα αποστασιοποιούνται από την εσωτερική πολιτική του προέδρου Μπους, παρότι

στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της διεθνούς οικονομίας καταβάλλουν

προσπάθειες να ευθυγραμμιστούν και να προσεγγίσουν τη θέση της κυβέρνησης της

χώρας τους.

Παρότι η προσδοκία των φιλελεύθερων εφημερίδων σε όλη την Ευρώπη ήταν ότι,

εάν εκλεγόταν ο Κέρυ στην προεδρία, οι ΗΠΑ θα επέστρεφαν στις πολιτικές της

πολυμερούς και διεθνούς συνεργασίας, η ειδησεογραφική κάλυψη που δόθηκε ήταν

οριακή.

Οι συντηρητικές εφημερίδες στις μη συμμαχικές χώρες από την άλλη

αντιμετώπισα τις πιο αμφιλεγόμενες διαστάσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (ο

Κέρυ δεν αναμενόταν να επιφέρει μεταβολή στη χάραξη της πολιτικής), με πλαισιωμένη

σε όρους εσω-ομάδας ειδησεογραφική κάλυψη, η οποία αξιολογούσε θετικά τα

αποτελέσματα της εσωτερικής πολιτικής της προεδρίας Μπους — μια άποψη την οποία οι

συντηρητικές εφημερίδες θεωρούσαν ότι μοιράζονταν με τους Αμερικανούς πολίτες. Είναι

πάντως αξιοπαρατήρητο ότι, πέρα από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις, οι εφημερίδες που

αναλύσαμε εμφανώς κατέβαλαν προσπάθεια να προσφέρουν στους αναγνώστες τους μια

ευλόγως ισορροπημένη εικόνα του αμερικανικού λαού.

Εν κατακλείδι, η περιπτωσιολογική ανάλυση σε αυτό το κεφάλαιο παρέχει μεικτά

αποτελέσματα. Από τη μια τεκμηριώνεται ότι τα ΜΜΕ γίνονται ένας ολοένα πιο

αυτόνομος δρων στις διεθνείς σχέσεις (σε σύγκριση με αναλύσεις για τις σχέσεις μέσων-

εξωτερικής πολιτικής επί Ψυχρού Πολέμου). Ο πολιτικός προσανατολισμός των ΜΜΕ

παίζει αποφασιστικό ρόλο στις στρατηγικές πλαισίωσης μιας ξένης χώρας. Επιπλέον οι

δημοσιογράφοι διακρίνουν ξεκάθαρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους πολίτες της

χώρας, ακόμα και όταν το εύρος αυτών των απόψεων δεν «χωράει» στο ίδιο ερμηνευτικό

πλαίσιο. Από την άλλη τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν τον μόνιμο και σταθερό ρόλο της

κυβέρνησης στη διαμόρφωση των ερμηνευτικών πλαισίων σε κρίσιμα ζητήματα των

διεθνών σχέσεων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις σύγκρουσης. Η προσέγγιση μας επέτρεψε όχι

μόνο να φωτίσουμε τους άξονες που οργανώνουν τη σύγκρουση ανάμεσα στους εταίρους

της ατλαντικής συμμαχίας, αλλά επιπλέον, μέσα από την ανάλυση της σύνθετης

διαδικασίας κατασκευής ταυτοτήτων, να ανιχνεύσουμε τρόπους για να βελτιωθεί η

διαμόρφωση των εικόνων και η γεφύρωση των διαφορών. Απαιτείται περισσότερη έρευνα

για να εξελιχθεί αυτή η μεθοδολογική προσέγγιση. Προνομιακό πεδίο γι’ αυτό είναι η

ενσωμάτωση των αντιδράσεων του κοινού στην πλαισίωση των ΜΜΕ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Abrams D. & Hogg M.A. (1990). «Social Identification, Self-Categorization and Social Influence», στο

European Review of Social Psychology, επιμ. Wolfgang Stroebe & Miles Hewstone, Chichester:

Wiley, τόμ. 1, σελ. 195-228.

Abramson P.R., Aldrich J.H. & Rohde D.W. (2007). Change and Continuity in the 2004 and 2006 Elections,

Washington DC: CQ Press.

Bahador B. (2007). The CNN Effect in Action: How the News Media Pushed the West Toward War in

Kosovo, Houndmills: Palgrave Macmillan.

Bauman S.L. & Lavrakas P.J. (2000). «Reporters’ Use of Causal Explanation in Interpreting Election Polls»,

στο P.J. Lavrakas & M.W. Traugott (επιμ.), Polls, the News Media, and Democracy, New York:

Chatham House, σελ. 162-181. Bennett W.L. (1990). «Toward a Theory of Press-State Relations in the United States», στο Journal of

Communication 40, σελ. 103-125.

Benton M. & Frazier P.J. (1976). «The Agenda Setting Function of the Mass Media at Three Levels of

“Information Holding”», στο Communication Research 3/3, σελ. 261-274.

Brewer P.R., Graf J. & Willnat L. (2003). « Priming or Framing: Media Influence on Attitudes Toward

Foreign Countries », στο Gazette 65/6, σελ. 493-508.

Chong D. & Druckman J.N. (2007). «Framing Theory», στο Annual Review of Political Science 10, σελ.

103-126.

Cohen B.C.(1963). The Press and Foreign Policy, Princeton (NJ): Princeton University Press.

Dunne T., Kurki Μ. & Smith S. (επιμ.) (2007). International Relations Theories: Discipline and Diversity,

Oxford: Oxford University Press. Entman R.M. (2000). «Declarations of Independence: The Growth of Media Power After the Cold War»,

στο Decision-Making in a Glass House: Mass Media, Public Opinion, and American and

European Foreign Policy in the 21st Century, επιμ. Brigitte L. Nacos, Robert Y. Shapiro &

Pierangelo Isernia, Lanhan (MD): Rowman & Littlefield, σελ. 11-26.

——.(2004). Projections of Power: Framing News, Public Opinion, and U.S. Foreign Policy, Chicago (IL):

University of Chicago Press.

——. (2007). «Framing Bias», στο Journal of Communication 57/1, σελ. 163-173.

Gamson W.A. (2001). Εισαγωγή στο Framing Public Life: Perspectives on Media and our Understanding of

the Social World, επιμ. S.D. Reese, O.H. Gandy Jr. & A.E. Grant, Mahwah (NJ) — London:

Lawrence Erlbaum, σελ. ix-xii.

Gamson W.A. & Modigliani A. (1987). «The Changing Culture of Affirmative Action», στο Research in

Political Sociology 3, σελ. 137-177. Ghanem S. (1997). «Filling in the Tapestry: The Second Level of Agenda-Setting», στο Communication and

Democracy: Exploring the Intellectual Frontiers in Agenda-Setting Theory, επιμ. M. McCombs,

D.L. Shaw & D. Weaver, Mahwah (NJ) — London: Lawrence Erlbaum, σελ. 3-14.

Gilboa E. (2002). «Global Communication and Foreign Policy», στο Journal of Communication 52/4, σελ.

731-748.

Goodman R.S. (1999). «Prestige Press Coverage of US-China Policy During the Cold War’s Collapse and

Post-Cold War Years», στο Gazette 61/5, σελ. 391-410.

Gordon P.H. & Shapiro J. (2004). Allies at War; America, Europe and the Crisis over Iraq, New York:

McGraw-Hill

Hallin D.C. (1984). «The Media, the War in Vietnam, and Political Support: A Critique of the Thesis of the

Oppositional Media», στο Journal of Politics 46, σελ. 2-24. Heider F. (1958). The Psychology of Interpersonal Relations, New York: Wiley.

Herman E.S. & Chomsky N. (1988). Manufacturing Consent: The Political Economy of Mass Media, New

York: Pantheon Books.

Hewstone M. (1989). Causal Attribution: From Cognitive Processes to Collective Beliefs, Oxford:

Blackwell.

——. (1990). «The “Ultimate Attribution Error”: A Review of Literature on Intergroup Causal Attribution»,

στο European Journal of Social Psychology 20, σελ. 311-335.

Higgins E.T., Rholes W.S. & Jones C.R. (1977). «Category Accessibility and Impression Formation», στο

Journal of Experimental Social Psychology 13, σελ. 141-154.

Hoese A. & Oppermann K. (2007). «Transatlantic Conflict and Cooperation: What Role for Public

Opinion», στο Journal of Transatlantic Studies 5, σελ. 43-61.

Iyengar S. & Simon A. (1993). «News Coverage of the Gulf Crisis and Public Opinion», στο

Communication Research 20, σελ. 365-383. Jaeger T. & Viehrig H. (2005). Gesellschaftliche Bedrohungswahrnehmung und Elitenkonsens. Eine Analyse

der europaeischen Haltung zum Irakkrieg 2003 (Arbeitspapiere zur Internationalen Politik 1),

Cologne: University of Cologne, Chair of International Relations.

Johnston A.I. (1999). «Legitimation, Foreign Policy and the Sources of Realpolitik», weblink στο κεφ. 9 του

R. Jackson & G. Sørensen, Introduction to International Relations: Theories and Approaches,

Oxford: Oxford University Press.

Kagan R. (2004). Of Paradise and Power: America and Europe in the World Order, New York: Vintage.

Kim S.-H., Scheufele D.A. & Shanahan J. (2002). «Think about it this Way: Attribute Agenda-Setting

Function of the Press and the Public’s Evaluation of a Local Issue», στο Journalism and Mass

Communication Quarterly 75/1, σελ. 7-25.

Kiousis S.K. (2005). «Compelling Arguments and Attitude Strength: Exploring the Impact of Second-Level

Agenda Setting on Public Opinion of Presidential Candidate Images», στο The Harvard International Journal of Press/Politics 10/2, σελ. 3-27.

Kowert P. (1998). «Agent Versus Structure in the Construction of National Identity», στο International

Relations in a Constructed World, επιμ. V. Kubalkova, N. Onuf & P. Kowert, Armonk (NY): M.E.

Sharpe, σελ. 101-122.

Livingston S. (1997). «Beyond the “CNN Effect”: The Media-Foreign Policy Dynamic», στο Politics and

the Press: The News Media and their Influences, επιμ. P. Norris, Boulder: Rienner, σελ. 291-318.

Malek A. (2003). «Foreign Policy and the Media», στο Encyclopedia of International Media and

Communications, επιμ. D.H. Johnston, Amsterdam: Elsevier, τόμ. 2, σελ. 23-29.

McCombs M. (2004). Setting the Agenda: The Mass Media and Public Opinion, Malden: Blackwell.

McCombs M. & Shaw D.L. (1972). «The Agenda Setting Function of Mass Media¨, στο Public Opinion

Quarterly 36, σελ. 176-187. McLeod D.M., Kosicki G.M. & McLeοd J.M. (2002). «Resurveying the Boundaries of Political

Communications Effects», στο Media Effects: Advances in Theory and Research, επιμ. J. Bryant &

D. Zillmann, Mahwah (NJ): Lawrence Erlbaum, σελ. 215-267.

Melischek G. & Seethaler J. (2004). «The Winner Takes it all: Factors Influencing the Coverage of the

National Socialists in Berlin Newspapers, 1928-1932», στο Text und Kontext: Theoriemodelle und

methodische Verfahren im transdisziplinaeren Vergleich, επιμ. O. Panagl & R. Wodak, Wuerzburg:

Koenigshausen & Neumann, σελ. 87-104.

——. (2008). «Media and International Relations. An Attributional Analysis of In-Group and Out-Group

Perceptions in European Press Coverage of the 2004 U.S. Presidential Election», στο American

Journal of Media Psychology 1/1-2, σελ. 103-124.

Nacos B.L. (2007). Mass-Mediated Terrorism. The Central Role of the Media in Terrorism and

Counterterrorism, Lanham (MD): Rowman & Littlefield. Nelson T. & Kinder D.R. (1996). «Issue Frames and Group Centrism in American Public Opinion», στο

Journal of Politics 4, σελ. 1055-1078.

Norris P., Kern M. & Just M.R. (2003). Framing Terrorism: The News Media, the Government, and the

Public, New York: Routledge.

Reese S.D., Gandy O.H. Jr. & Grant A.E. (επιμ.) (2001). Framing Public Life: Perspectives on Media and

our Understanding of the Social World, στο Mahwah (NJ) — London: Lawrence Erlbaum,

Risse-Kappen T. (1991). «Public Opinion, Domestic Structure, and Foreign Policy in Liberal Democracies»,

στο World Politics 43, σελ. 479-512.

Rivenburgh N.K. (1997). «Social Identification and Media Coverage of Foreign Relations», στο News Media

and Foreign Relations: A Multifaceted Perspective, επιμ. A. Malek, Norwood (NJ): Ablex, σελ.

79-91. Robinson P. (2002). The CNN Effect: The Myth of News, Foreign Policy and Intervention, London:

Routledge.

Rokeach M. (1979). Understanding Human Values. Individual and Societal, New York: Free Press.

Samaras Ath.N. (2005). «Représentations du 11-septembre dans quatre journaux grecs. Une question de

cadrage», στο Questions de communication 8, σελ. 367-388.

Scammell M. (2005). «Four More Years: How the UK Press Viewed the 2004 US Presidential Election»,

στο Journalism Studies 6/2, σελ. 203-216.

Scheufele D.A. (2000). «Agenda-Setting, Priming, and Framing Revisited: Another Look at Cognitive

Effects of Political Communication¨, στο Mass Communication & Society 3/2-3, σελ. 297-316.

Scheufele D.A. & Tewksbury D. (2007). «Framing, Agenda Setting, and Priming», στο Journal of

Communication 57/1, σελ. 9-20.

Shlapentokh V., Woods J. & Shiraev E. (επιμ.) (2005). America: Sovereign Defender or Cowboy Nation?,

Aldershot (VT): Ashgate. Soroka S.N. (2003). «Media, Public Opinion, and Foreign Policy», στο Harvard International Journal of

Press/Politics 8/1, σελ. 27-48.

Sumner W.G. (1940). Folkways, Boston: Ginn Press.

Todorow A. (2000). «The Accessibility and Applicability of Knowledge: Predicting Context Effects in

National Surveys», στο Public Opinion Quarterly 64, σελ. 429-451.

Wanta W. & Hu Y.-W. (1993). «The Agenda-Setting Effects of International News Coverage: An

Examination of Differing News Frames», στο International Journal of Public Opinion Research

5/3, σελ. 250-264.

Wanta W., Golan G. & Lee C. (2004). «Agenda Setting and International News: Media Influence on Public

Opinion Perceptions of Foreign Nations», στο Journalism and Mass Communication Quarterly

81/2, σελ. 364-377.

Weiner B. (1986). An Attributional Theory of Motivation and Emotion, New York: Springer. Wendt Α. (1994). «Collective Identity Formation and the International State», στο American Political

Science Review 88, σελ. 384-396.

——. (1999) Social Theory of International Politics, Cambridge: Cambridge University Press

Wicks R.H. (2005). «Message Framing and Constructing Meaning: An Emerging Paradigm in Mass

Communication Research», στο Communication Yearbook 29, σελ. 333-361.

Wolfsfeld G. (1997). Media and Political Conflict: News from the Middle East, Cambridge: Cambridge

University Press.

Zaller J.R. (1992). The Nature and Origins of Mass Opinion, Cambridge: Cambridge University Press.

Zaller J.R. & Chiu D. (2000). «Government’s Little Helper: U.S. Press coverage of Foreign Policy Crises,

1945-1999», στο Decision-Making in a Glass House: Mass Media, Public Opinion, and American

and European Foreign Policy in the 21st Century, επιμ. B.L. Nacos, R.Y. Shapiro & P. Isernia, Lanhan (MD): Rowman & Littlefield, σελ. 61-84.

Zuckerman M. (1979). «Attribution of Success and Failure Revisited, or: The Motivational Bias is Alive and

Well in Attribution Theory», στο Journal of Personality 47, σελ. 245-287.