17
1 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΕΝΙΑΝΑΚΗ ΔΙΑ ΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗ Ο ΙΕΡΕΥΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ ΑΙΓΙΟ 2014

ο ιερεας εξομολογουμενος

Embed Size (px)

Citation preview

1

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ

ΙΔΡΥΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΚΕΙΜ ΒΕΝΙΑΝΑΚΗ

ΔΙΑ ΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗ

Ο ΙΕΡΕΥΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΣ

ΑΙΓΙΟ 2014

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ σ.3

2. ΟΔΟΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ σ.3

3. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ

ΙΕΡΕΑ σ.8

4. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ

ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ σ.10

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ σ.14

6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σ.17

3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφερόμενος στις προϋποθέσεις της

πνευματικής ζωής εν αναφορά προς τους λειτουργούς του ιερού

θυσιαστηρίου και κυρίως σε εκείνους που αναλαμβάνουν το έργο της

πνευματικής καθοδηγήσεως των ψυχών των ανθρώπων, τονίζει ότι

πρώτιστο μέλημά τους είναι να φροντίσουν για την προσωπική τους

πνευματική κάθαρση: «Καθαρθήναι δει πρώτον είτα καθάραι, σοφισθήναι

και ούτω σοφίσαι˙ γενέσθαι φως και φωτίσαι˙ εγγίσαι Θεόν και

προσαγαγείν άλλους ˙ αγιασθήναι και αγιάσαι»1

Γι αυτό σε έναν από τους μεγαλύτερους Νηπτικούς Πατέρες της

Εκκλησίας μας, τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, διαβάζουμε: «ο αισθανθείς της

εαυτού ασθενείας ανώτερος του εγείροντος τους νεκρούς εστί»2. Τούτο

σημαίνει ότι αυτός που κατάλαβε το μικρόβιό του, την αρρώστια του, την

αδυναμία του, το πάθος του, που το εντόπισε και δεν το έκρυψε, που το

ένιωσε και το αποδέχτηκε, είναι ανώτερος από κάποιον άλλον που έχει

τόση εξουσία, τόση δύναμη και τόση χάρη από το Θεό, ώστε να ανασταίνει

νεκρούς. Και τότε γεννιέται ο Θεός μέσα μας. Η Παναγία αναγεννήθηκε

την ώρα που αποδέχτηκε με ταπείνωση τον ευαγγελισμό του Αρχαγγέλου.

Ο ευαγγελισμός όμως του ανθρώπου και μάλιστα του ιερέως που

αποδέχεται ως δωρεά την χάρη του Θεού, πραγματώνεται όταν κατανοήσει

την αμαρτία του και καθαρίσει την ψυχή του, πρώτος από τα πάθη.

Δηλαδή, όταν ως ιερείς αποδεχθούμε την κλήση του Θεού για μετάνοια και

εξομολόγηση. Τούτο όμως αποτελεί το μεγαλείο της υπάρξεώς μας και της

αναφοράς μας στο Θεό.

2. ΟΔΟΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Η σιωπή, που είναι η μήτρα, η μητέρα του λόγου και το μυστήριο του

μέλλοντος αιώνος, μας δίνει την δυνατότητα να εντοπίσουμε το προσωπικό

μας πρόβλημα. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι η ησυχία είναι η αρχή της

καθάρσεως της ψυχής.3 Πάντοτε, πριν αρχίσουμε τις γενικές εξετάσεις για

την σωματική μας υγεία, είναι απαραίτητο να υποβληθούμε σε δίαιτες που

θα μας δώσουν οι ιατροί. Και η δίαιτα για να καταλάβουμε τί συμβαίνει

μέσα μας, είναι η ησυχία, το να μείνουμε μόνοι κατά το ψαλμικό «κατά

μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω»4Χρειαζόμαστε αυτές τις στιγμές, αυτές τις

1 Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου 19,2 PG35, 1045B 2 Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικοί Λόγοι, ΕΠΕ, σειρά Φιλοκαλία, τόμος 8Β, Θεσς.1978,σ.119-120. 3 Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή προς Γρηγόριον, ΕΠΕ, τομ.1ος, Θεσσ. 1978, σ.64. 4 Ψαλμ. λγ΄,22.

4

μέρες και τις νύχτες. Αναφέρεται στο βιογραφικό του Αποστόλου Παύλου,

ότι δεκατέσσερα χρόνια, μετά από το όραμα της Δαμασκού, έζησε στην

έρημο, μόνος με τον Θεό, προσευχόμενος επειδή ένιωθε την αναξιότητά

του 5.

Η βιασύνη που έχουμε ως ιερείς να σώσουμε τον κόσμο και να

γίνουμε απόστολοι και ισαπόστολοι, σχεδόν πάντα, δεν προέρχεται από

τον Θεό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απάτη από το να νομίζουμε ότι είμεθα

άξιοι να σώσουμε τον κόσμο και ότι ο Θεός συμφωνεί μαζί μας, ενώ εμείς

δεν έχουμε φροντίσει για την προσωπική μας σωτηρία. Και δεν είμαστε

σωσμένοι, διότι δεν αναγνωρίζουμε, ότι πρώτοι εμείς χρειαζόμαστε

θεραπεία και σωτηρία. Όταν όμως αυτό το καταλάβουμε, αμέσως

γινόμαστε φαρμακείο για τους άλλους, γινόμαστε φάρμακο για τους

άλλους, εμείς, πού στο παρελθόν ήμασταν λεπροί στην ψυχή, στο σώμα,

στη διάνοια και στη βούληση. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει: «Μη

τυχόν απατηθήτε και ξεγελασθήτε πιστεύοντας ότι είστε κάτι, χωρίς να

είστε τίποτε. Μην τυχόν εφησυχάζετε την συνείδησή σας και νομίζετε ότι

είστε πνευματικοί πριν να λάβετε το Άγιο Πνεύμα...και τολμάτε χωρίς

συστολή και φόβο την ιερατική διακονία6»

Ένας ιερός Αυγουστίνος, δεν άφησε αμαρτία που να μην την είχε

κάνει και συμπλήρωσε στη ζωή του φιλόδοξα όλη την γκάμα των

αμαρτημάτων. Όταν όμως ήλθε η χάρη του Θεού μέσα του, ούρλιαζε σαν

σφαγμένο ζώο. Όταν στον Απόστολο Παύλο διάβασε το χωρίο: «ιδού η νυξ

προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και

ενδυσώμεθα τά όπλα του φωτός»7, τότε ένιωσε σαν να μπήκε δίκοπο

μαχαίρι μέσα στη καρδιά του, συναισθάνθηκε σε βάθος την αμαρτωλότητά

του, κατάλαβε ότι ασθενούσε βαριά. Τόσο δυνατά μπορεί να διαπεράσει ο

λόγος του Θεού το είναι μας, ώστε να Τον αναζητήσουμε. Διαφορετικά δεν

τον αναζητάμε και νομίζουμε ότι είμαστε σε θέση να σώσουμε τον κόσμο,

ότι μας έχει ανάγκη ο Θεός και οι άλλοι.

Όσο αγνοί και να είμαστε, ποιός μπορεί να καυχηθεί ότι η καρδιά

του είναι αγνή; Εάν πούμε ότι δεν είμαστε αμαρτωλοί, λέγει ο

Ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι είμαστε «ψεύσται»8 Και αφού εντοπίσουμε

μέσα μας το πάθος, την ασθένεια, το πρόβλημά μας θα πρέπει κάπου να

ακουμπήσουμε, να μιλήσουμε να το πούμε. Η προσευχή θα μας βοηθήσει,

αφού θα κάνει πιό έντονη την ανάγκη να μιλήσουμε. Ο Θεός που μας

5 K. Holzner,Παύλος, ἔκδ. 12η , Αθήναι 1989. σ.57-58. 6 ΕΠΕΦ 19Β,460-62 7 Ρωμ. ιγ, 12 8 Α΄Ιωάννου, δ΄,20 και ε΄,10

5

ακούει είναι Θεός ζώντων αλλά και Θεός των Πατέρων ημών και των

Αδελφών ημών, έχει μία προσωπική σχέση με τον καθένα μας, κατά το

πρότυπο της σχέσεως των προσώπων της Αγίας Τριάδας μεταξύ τους. Γι

αυτό έθεσε στην Εκκλησία Του και συνέστησε το ιερό Μυστήριο της Ιεράς

Εξομολογήσεως σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Λέγει χαρακτηριστικά στους

Αποστόλους, κατά την πρώτη εμφάνισή του μετά την Ανάσταση, στο

υπερώο του Μυστικού Δείπνου «Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινών αφήτε τας

αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται9» Και δεν μας

επιβάλλει το πρόσωπο του πνευματικού, αλλά μας αφήνει ελεύθερους να

επιλέξουμε τον μυσταγωγό πατέρα μας , εκείνον που με την χάρη του Θεού

θα μας αναπαύσει την ψυχή, που θα σηκώσει, ως άλλος Σίμωνας

Κυρηναίος, τον σταυρό των παθών μας και θα μας οδηγήσει στην

καταλλαγή με τον Θεό, στην άφεση των αμαρτιών μας. Πόση ελευθερία

αλλά και φοβερή ευθύνη έχει η Εκκλησία μέσα στην οποία, όπως για τη

σωματική μας υγεία επιλέγουμε τον ιατρό μας, με τον ίδιο τρόπο στην

πνευματική μας ζωή ως ιερείς, έχουμε την ελευθερία να επιλέξουμε τον

πνευματικό μας πατέρα. Η τελική μας επιλογή μοιάζει με την χειροτονία

που μας κάνει ο Επίσκοπος, η οποία δεν μπορεί να επαναληφθεί ποτέ ξανά

από άλλον, έτσι και στην πνευματική μας ζωή η οριστική επιλογή του

πνευματικού μας πατρός αφήνει αυτό το στίγμα, αυτή τη χάρη πάνω μας,

που είτε θα γίνει φως είτε καταδίκη.

Και λέγει ο ψαλμός «εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθόν10». Κανείς

δεν είναι αγαθός παρά μόνον ο Θεός. Εδώ το «αγαθός» έχει την έννοια του

τελείου, του πλήρους στην αρετή καθ’ Εαυτόν αλλά και έναντι των άλλων.

Ο μόνος αγαθός και τέλειος είναι ο Θεός. Σ Αυτόν λοιπόν, που είναι πλήρης

ηθικής καθαρότητος, ο κάθε άνθρωπος και κυρίως εμείς οι ιερείς θα πρέπει

να εξομολογηθούμε τη ζωή μας, να εμπιστευθούμε, να αφιερώσουμε το

είναι μας ολόκληρο, για να λάβουμε από την έκχυση της χάριτός Του, για

να εισέλθει ο Θεός μέσα στην αυλή της ψυχής μας, να γίνουμε οι δύο ένα,

μία άρρηκτη ενότητα. Ποιός όμως είναι εκείνος που θα αναλάβει, ως

διάκονος του Θεού, να δώσει την άφεση, και ως άλλος Μωυσής θα μας

βοηθήσει να ελευθερωθούμε από τα πάθη και την αμαρτία; Ο υπό του Θεού

διατεταγμένος.

Όταν εξομολογείται ο Ελισσαίος στον Προφήτη Ηλία τον λέγει

Κύριο « ει συ αυτός Κύριέ μου Ηλία11», όταν πάλι μιλάει ο Ιησούς του Ναυή

9 Ιω, κ΄ 22-23 10 Ψαλμ., 117,1 11 Βας. Β΄, ιγ΄,16

6

στον Μωυσή τον αποκαλεί Κύριο «Κύριε Μωυσή12 ». Πρέπει να υπάρχει μία

διαρκής και άρρηκτη πιστότητα στο αρχικό πρόσωπο το οποίο διαλέξαμε

ελεύθερα, και με το οποίο ξεκινήσαμε την πνευματική μας ζωή, δηλαδή με

τον πνευματικό μας πατέρα «εφ ω πατρί τας συνθήκας έδωκας πρώτον13»,

όπως λέγει το Ευχολόγιο στην Ακολουθία της Μεγαλοσχημίας. Πρέπει

δηλαδή να έχουμε άρρηκτη ενότητα με τον πνευματικό μας πατέρα, σ

εκείνον που δώσαμε τις υποσχέσεις μας, που εξομολογηθήκαμε, που

ανοίξαμε την καρδιά μας, που λάβαμε την άφεση των αμαρτιών, που

δώσαμε τις ομολογίες τις μοναχικές ή τις ιερατικές διά της χειροτονίας. Και

τότε αρχίζει μια άλλη ζωή, όσο και να μας κοστίσει, πορευόμεθα, κι όσο

πιστοί μένουμε στον πνευματικό μας πατέρα, τόσο οι αποκαλύψεις

πληθύνονται στο να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Όσο όμως επιθυμούμε να

σπάσουμε την σχέση με τον πνευματικό μας και να προχωρήσουμε

αυτονομημένοι και ανεξάρτητοι, πέφτουμε σε παγίδες, στη μία μετά την

άλλη, και ξεκόβουμε σαν ένα πρόβατο μακριά από το κοπάδι, από την

μάνδρα και λέμε : μανδρωμένοι σε κοπάδι είμαστε; Πρόβατα;. Και τότε τις

πιο τρυφερές προτάσεις του Χριστού τις κάνουμε να χάσουν την αγνότητά

τους, τη γλυκύτητά τους και τις θεωρούμε περιφρονητικές και υβριστικές.

Κι αν επειδή είμεθα ιερείς μας μπει ο λογισμός ότι «»μα δεν έχω τι

να εξομολογηθώ», ο πολύαθλος Ιώβ μας απαντάει «τις γαρ καθαρός έσται

από ρύπου; Αλλ ουδείς, εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού14». Και μια ημέρα

να ζήσουμε αμαρτήσαμε ήδη. Όμως εξομολόγηση δεν σημαίνει

απαραίτητα φανερώνω στον πνευματικό μου τις αμαρτίες μου. Η

εξομολόγηση είναι μια σχέση κοινωνίας μία σχέση διαπροσωπική.

Σημαίνει η καρδιά να είναι ή να γίνεται διαφανής, να παραμένει ανοικτή,

να μην υπάρχουν υπόνοιες. Μπορεί να μην έχουμε να εξομολογηθούμε

τίποτε, αλλά το να μένουμε μόνοι μας, χωρίς να επικοινωνήσουμε με το

άνοιγμα της καρδίας μας, με τον αδελφό μας, με τον πατέρα μας, τούτο

σημαίνει ότι τον αφήνουμε να καίγεται στις υποψίες, στους φόβους, στις

καχυποψίες, στους λογισμούς, ενώ τί είναι για μας να είμαστε πάντοτε

ταπεινοί και να ανοίγουμε την καρδία μας;

Γι αυτό στην Εκκλησία είναι συγκεκριμένη λειτουργική πράξη, η

αίτηση της συγνώμης από τους συλλειτουργούς ιερείς στην Θεία

Λειτουργία , τόσο μεταξύ τους όσο και από το λαό πριν τη Μεγάλη Είσοδο,

πριν πάρουν στα χέρια τους τα Άγια. Διότι δεν έχει δικαίωμα ο ιερέας να τα

ακουμπήσει πριν συγχωρηθεί με τους συλλειτουργούς του και το λαό, διότι

διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συγχωρήσει και δεν συγχωρηθεί, είναι σαν

να ακουμπάει τον Χριστό με τα καρφιά και το ακάνθινο στέφανο. Δεν μας

12 Αριθμ., ιδ΄, 14 13 Μεγάλο Ευχολόγιο, Ακολουθία Μεγαλοσχημίας, έκδ Αστέρος, Αθήναι, σ.210 14 Ιώβ ιδ΄, 4-5

7

ξέρει, δεν μας θέλει ο Θεός, δεν Του χρειάζονται άλλα μαρτύρια, ούτε εμείς

οι ίδιοι. Και τοποθετεί η Εκκλησία αυτή την συγχωρητική πράξη στο

ιερότερο σημείο της λειτουργίας όταν οι ιερείς λένε: «ο Θεός ιλάσθητί μοι

τω αμαρτωλώ. Ήμαρτον εις σε Σωτήρ, ως ο άσωτος υιός. Δέξαι με Πάτερ

μετανοούντα και ελέησόν με ο Θεός. Κράζω σοι Χριστέ Σωτήρ του Τελώνου

την φωνήν , ιλάσθητί μοι ώσπερ εκείνω, και ελέησόν με ο Θεός15 ». Τα λόγια

αυτά σημαίνουν ότι εμείς ως ιερείς αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας

και εξερχόμεθα στους συμπρεσβυτέρους μας και στο λαό και ζητάμε

συγνώμη. Οπότε πού να μείνει στον ιερέα φεουδαρχισμός, αυταρχισμός,

αυτοτέλεια, αυτάρκεια, ακοινωνησία, εγωισμός, κρίση, κατάκριση,

επίθεση, κραυγή, κατακραυγή; Ο ίδιος πέφτει στα γόνατα και

ταπεινώνεται, δίδει το μέτρον, όχι για να παίξει θέατρο, αλλά για να γίνει

η γέφυρα, είναι ο ίδιος η γέφυρα, είναι ο τρόπος για να μπορέσει να

πλησιάσει το Θεό, αφού ταπεινωθεί μπροστά σε όλους.

Διασώζει η παράδοση ένα ιστορικό γεγονός. Κάποτε ένα Επίσκοπος

έπεσε σε μια μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή. Επρόκειτο να

λειτουργήσει σε μια Εκκλησία που πανηγύριζε και θα συγκεντρωνόταν

ολόκληρη η πόλη.

Μόλις μπήκε στην εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα,

φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμόφορό του,

το σύμβολο της αρχιεροσύνης, το έδωσε στον Διάκονό του, και είπε με

πολλή συντριβή, δυνατά, για να ακουστεί απ’ όλους:

- Ύστερα από μια τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι Επίσκοπος σας.

Διαλέξτε κάποιον άλλον να σας ποιμαίνει, να σας λειτουργεί, να σας

εξομολογεί.

Και έκανε να κατέβει από τον άμβωνα, για να φύγει. Ο κόσμος όμως που

τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.

-Μείνε στη θέση σου κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, του φώναξαν

όλοι με μια φωνή. Εμείς εσένα θέλουμε για πατέρα και Επίσκοπό μας.

Συγκινημένος τότε ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι

επάνω στον άμβωνα και φώναξε:

-Αν θέλετε να μείνω στη θέση που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας πω.

-Θα κάνουμε ό,τι μας πεις, συμφώνησαν όλοι μαζί. Αρκεί μονάχα να

μείνεις.

- Κλείστε όλες τις πόρτες και αφήστε το παραπόρτι ανοικτό. Θα πάω και θα

πέσω μπρούμυτα μπροστά σ’ αυτό παραπόρτι. Θα βγείτε όλοι και

περνώντας θα πατάτε επάνω μου, λέγοντας: «Ο Θεός να σε συγχωρέσει».

Τότε θα μείνω.

Οι Χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπό τους, υπάκουσαν. ΄Ενας-

ένας που έβγαινε πατούσε επάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος,

ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό να λέει:

15 Θεία Λειτουργία του Ιερού Χρυσοστόμου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1995,σ 118

8

-Για την πολλή του μετάνοια και ταπείνωση, συγχωρέθηκε η αμαρτία του.

Γι αυτό έχει δύναμη η ιερωσύνη. Και ποιά είναι η δύναμή της; Η του

Χριστού ταπείνωση. Οπότε καθαίρονται τα όποια δαιμόνια. Και μετά ο

ιερέας αποκτάει μια τέτοια δύναμη, όπως την εξέφρασε ο Αμβρόσιος

Μεδιολάνων που είπε στον Αυτοκράτορα: «Σταμάτησε εκεί που είσαι και

μην προχωράς» απαγορεύοντάς του την είσοδο στο Ναό, επειδή είχε

αμαρτήσει. Αποκτάει λοιπόν τόση δύναμη ο ιερέας, αλλά όχι αυτή την

δύναμη του ζηλωτισμού, του φανατισμού. Μία δύναμη του Χριστού, ο

οποίος είπε στον στρατιώτη: « εαν κακώς ελάλησα μαρτύρησον περί του

κακού, ει δε καλώς, τι με δέρεις;16»

3. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ ΣΤΗ ΖΩΗ

ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ

Πώς ξεκινήσαμε και μπήκαμε στη ιερωσύνη; Με την αναγκαία

συμμαρτυρία του πνευματικού μας. Τούτο σημαίνει ότι εκείνος έβαλε το

κεφάλι του στη λαιμητόμο, στο θυσιαστήριο για εμάς, ότι με το ίδιο του το

χέρι υπέγραψε για να ανοίξουν οι πόρτες του ουρανού, της Εκκλησίας

προκειμένου εισέλθουμε. Οπότε πώς είναι δυνατόν από κάποιο σημείο και

μετά ο ιερεύς να σταματήσει να είναι ο εξομολογούμενος; Ό,τι κι αν

συμβεί, εάν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε γεύση της στοργής της αφέσεως, της

επιεικείας, της κοινωνίας, της μετοχής, της προίκας του Θεού, της

κληρονομίας, της διαθήκης, που γίνονται όλα αυτά δικά μας διά του

Χριστού, πώς θα τα κηρύξουμε, πώς θα τα μεταδώσουμε στους άλλους;

Η συμμαρτυρία είναι η βάση μας, είναι τα παπούτσια μας, είναι το

θεμέλιό μας, είναι ο χώρος που περπατάμε πάντοτε, και από εκεί και μετά

αρχίζει η ιερατική μας ζωή διά της χειροτονίας. Οπότε δεν είναι δυνατόν

μετά την χειροτονία να σταματήσει η εξομολόγηση, η εν τη Εκκλησία

επικοινωνία μας με τον Πατέρα μας, τον Πνευματικό, με τον Αδελφό μας.

Είναι αποστολική η εντολή «εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα

υμών, όπως ιαθήτε17». Να εξομολογείσθε μεταξύ σας τα αμαρτήματά σας

για να θεραπευθείτε. Πόσες φορές όμως φοβόμαστε ο ένας τον άλλον;

Γι αυτό η Εκκλησία, επειδή γνωρίζει την αδυναμία μας, μας

εξασφαλίζει το εχέμυθον, που είναι ανυπέρβλητος όρος στην

εξομολόγηση. Πώς λέγει ο Χριστός ότι «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται,

οι δε λόγοι οι εμοί ου μη παρέλθωσι18»; έτσι είναι το εχέμυθον της

εξομολογήσεως. Σε όποιον πνευματικό, από αφέλεια, από απροσεξία, από

16 Ιω., ιη΄,23 17 Ιακ. Ε΄,16 18 Μάρκ. Ιγ΄, 31

9

κακεντρέχεια, από ιδιοτέλεια, από κακία, του ξεφύγει κάτι από το στόμα,

τότε είναι χειρότερος τουλάχιστον του Ιούδα, διότι διά του λόγου εκείνος

πρόδωσε τον Κύριο. Διά του λόγου λοιπόν και εμείςπροδίδουμε την όποια

ψυχή αδελφού μας, όταν μιλήσουμε γι αυτήν .

Η συμμαρτυρία λοιπόν σημαίνει ότι ο πνευματικός μας είναι η σκιά

μας, η ασφάλειά μας. Και καθώς ο σοφός Σολομών λέγει «θυμήσου τον

θάνατόν σου και είναι αδύνατον να αμαρτήσης 19» , εμείς κατ αναλογία θα

πούμε «εξομολογήσου καθημερινά και είναι αδύνατον να αμαρτήσεις, και

θα εξαγνίζεσαι συνεχώς». Το φάρμακο της αμαρτίας είναι η εξομολόγηση,

το οποίο μας θεραπεύει και μας καθιστά ικανούς να θεραπεύουμε τον

κόσμο όλο. Πρέπει ο ίδιος ο ιερέας να είναι πρώτος εξομολογούμενος, ώστε

να μπορέσει στη συνέχεια να εξομολογήσει, να ποιμάνει το ποίμνιό του και

να διακονήσει τις ψυχές των ανθρώπων.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει «αλλ’ ουδε ξένον τι και από

τρόπου τοις πολλοίς τα θεία φιλοσοφούσιν επί το άρχειν αναβαίνειν από

του άρχεσθαι, ουδέ έξω των νενομισμένων της φιλοσοφίας όρων, και φέρον

εις όνειδος20». Η εξομολόγηση έχει σκοπό να οδηγήσει τον άνθρωπο στο

Θεό, και να τον κάνει να βιώσει τη μακαρία κατάσταση της θεώσεως. Πώς

όμως μπορεί να το κατορθώσει αυτό ο ιερέας, αν ο ίδιος δεν έχει

προηγουμένως συναντηθεί με τον Θεό και δεν έχει εμπειρία αυτής της

θεώσεως;

Διότι , όπως συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος «καθαρώ, μόνον απτέον του

καθαρού και ωσαύτως έχοντος21». Που σημαίνει ότι για να αποκτήσει ο

ιερέας εμπειρία θεώσεως θα πρέπει ο νούς του να καθαρθεί , να ελλαμφθεί.

Τούτο προϋποθέτει την εξομολόγηση του ίδιου του ιερέα. Προηγείται η δική

μας εξομολόγηση στον πνευματικό μας για να μπορέσουμε να

θεραπεύσουμε και άλλους.

Το να είναι κάποιος πνευματικός καθοδηγητής, χωρίς να διαθέτει

παρόμοια εμπειρία στη ζωή του, είναι πονηρότατο κατά τον άγιο Γρηγόριο:

« έστι πονηρία ην είδον υπό τον ήλιον άνδρα δοξάσαντα παρ εαυτώ σοφόν

είναι... και ο τούτου πονηρότερον, παιδεύειν άλλους πεπιστευμένον τον

μηδέ της οικείας αμαθείας επαισθανόμενον 22» Το πονηρότερο δηλαδή απ

όλα είναι να επιδιώκει να παιδαγωγεί ο ιερέας τους άλλους, χωρίς να

αισθάνεται τη δική του αμαρτία, το δικό του σκοτάδι.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ελέγχει και νουθετεί τον εμπαθή

ποιμένα λέγοντας: «Δεν φρίττεις να οδηγείς τους άλλους προς το φως, ενώ

εσύ ο ίδιος είσαι στερημένος του Θείου Φωτός; Δεν φοβάσαι να ποιμαίνεις

αδελφούς, ενώ κάθεσαι ακόμη μέσα στο σκοτάδι και δεν απέκτησες εκείνον

τον οφθαλμό που βλέπει το φως το αληθινό; Δεν ντρέπεσαι να ιατρεύεις

19 Σοφ. Σειρ. Ζ΄, 36 20 Γρηγορίου Ναζιανζηνού, APOLOGETICA, MINGE, 35.412.22 21 Γρηγορίου Θεολόγου, Απολογητικά, MINGE, 35.448.6 22 Του ιδίου, 35.460.38

10

τους άλλους, ενώ εσύ ο ίδιος ασθενείς και δεν μπορείς να αισθανθείς τα

δικά σου τραύματα; Πρόσεχε να μην επιχειρήσεις να ποιμάνεις πριν

αποκτήσεις γνήσιο φίλο τον Καλό Ποιμένα, διότι έτσι δεν θα κερδίσεις

τίποτε άλλο, παρά να δώσεις λόγο στο Θεό, όχι μόνο για την αναξιότητά

σου, αλλά και για τα πρόβατα τα οποία χάθηκαν από την απειρία και

εμπάθειά σου. Πρόσεχε, παρακαλώ, μην αναλάβεις καθόλου ξένα χρέη

όταν εσύ ο ίδιος είσαι χρεώστης σε κάτι. Μην τολμήσεις να δώσεις άφεση

εσύ που δεν απέκτησε στην καρδιά σου τον αίροντα την αμαρτία του

κόσμου23 »

Γι αυτό ο ιερέας πρέπει να γίνει διά της εξομολογήσεώς του στον

πνευματικό του πατέρα, καθρέπτης καθαρός που θα δέχεται τις ακτίνες

του θείου φωτός. Να γίνει σφάγιον του Θεού, να παραστήσει τον εαυτόν

του θυσίαν ζώσαν και αγίαν24, να θυσιάσει στο Θεό θυσίαν αινέσεως και

πνεύμα συντετριμμένον25, να τελεί όσια έργα με τα χέρια του, να βλέπει με

τα μάτια του υγιώς την κτίση, να αποκτήσει και να βιώσει την παιδεία του

Θεού. Όλες του οι αισθήσεις να προσφερθούν στο Θεό και να γίνουν

όργανα του Θεού. Να αισθάνεται και να γεύεται τις ενέργειες του Θεού. Να

αποθέσει κάθε νεκρότητα, και να καταποθεί από τη ζωή, να καεί η καρδιά

του από τα θεία λόγια, να αποκτήσει νουν Χριστού, να δει την ωραιότητα

του Θεού, να γίνει έμψυχος ναός Θεού Ζώντος.

4. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Μόνον με την εξομολόγηση θα κατορθώσει να φτάσει σε αυτή την

πνευματική κατάσταση. Ο πρώτος εξομολογούμενος στην Εκκλησία είναι

ο ιερέας. Αυτός είναι το πρότυπο και ο διδάσκαλος. Από αυτόν αρχίζει ο

Θεός να διαλέγεται με τους ανθρώπους. Ο Αβραάμ βρήκε τον ιερέα

Μελχισεδέκ απάτορα, αμήτορα, χαμένο μέσα στην ιστορία, αγενεαλόγητο.

Του εξομολογήθηκε, του ενεπιστεύθη την ιστορία της ζωής του . Και ο

Μελχισεδέκ τον ευλόγησε και ο Αβραάμ εξήλθε και νίκησε τους εχθρούς.

Τύπος του Χριστού ήταν ο Μελχισεδέκ26 Και εμείς ευρίσκοντας τον

πνευματικό μας πατέρα στο πρόσωπο του συμπρεσβυτέρου μας, μέσα στην

23 ΕΠΕΦ 19Β, 492-4 24 Του ιδίου, 35.497.14 25 Του ιδίου, 35.497.16 26 Γεν. ιδ΄ 1-12

11

ίδια ενορία ή την διπλανή, του επισκόπου μας που μας χειροτόνησε, του

ευρισκομένου στην άλλη άκρη της γης πνευματικού μας, και

εξομολογούμενοι, αμέσως δημιουργούμε το πρώτο κύτταρο ζωής. Και αν

δεν το κάναμε ποτέ ως τώρα, η Εκκλησία μας προτρέπει διαρκώς «ιδού

καιρός ευπρόσδεκτος, ημέρα μετανοίας27».

Πολλές φορές οι άνθρωποι περνούν την ζωή τους χωρίς να

εξομολογηθούν ποτέ. Ο φόβος της εξομολογήσεως πρέπει να εξαληφθεί,

διότι ο φόβος εκβάλει την αγάπη, ενώ αντίθετα η αγάπη έξω βάλλει τον

φόβο. Αγάπη και φόβος είναι δύο εχθροί αμείλικτοι. Η υπόσταση της

αγάπης είναι το φως, ενώ η υπόσταση του φόβου το σκότος. Κάθε τί που

φανερώνεται είναι φως. Όταν εξομολογείται κάποιος, ο Θεός γνωρίζει εάν

θέλει να κρίνει τον εξομολογούμενο ή τον εξομολόγο ή και τους δύο. Ο

Θεός κάθε στιγμή παλεύει μαζί μας και μέσα μας και ανάμεσά μας. Και

καθίσταται ο ιερέας εξομολογούμενος χωρίς αυτό να το κηρύττει ή να το

διαφημίζει. Η εξομολόγηση είναι το βίωμά του, η αναπνοή του. Γίνεται ο

ίδιος το πρότυπο για το ποίμνιό του, γίνεται ο ίδιος παράδειγμα με τη ζωή

του.

Όταν ο Παύλος επέπληξε τον Πέτρο σχετικά με το θέμα των

ειδωλοθύτων, ο δεύτερος δεν είπε : «εγώ είμαι αρχαιότερος, εγώ έζησα το

Χριστό, ενώ για σένα δεν γνωρίζουμε αν είναι αλήθεια αυτό που έζησες στη

Δαμασκό.» Αντίθετα, αποδέχτηκε την επίπληξη του αδελφού του. Και έγινε

ο Πέτρος υποτακτικός του Παύλου. Ο πρώτος μετά τον Έναν έγινε δεύτερος

χωρίς να διακυβεύεται η τάξη των θρόνων και των Εκκλησιών. Στην

Εκκλησία υπάρχει σεβασμός σε όλα. Μέσα στη σπηλιά ενός ασκητή πήγε

ένα λιοντάρι. Ο ασκητής έδειξε στο λιοντάρι τη θέση του, πού να καθίσει,

και ποια η θέση του ιδίου, και πορευθήκανε έτσι για πολλά χρόνια. Σ έναν

άλλον ασκητή πήγε ο ίδιος ο σατανάς. Ούτε ο διάβολος άρχιζε να φωνάζει,

ούτε ο άγιος να τον εξορκίζει. Τον άφησε εκεί και ο ασκητής συνέχισε

την προσευχή του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει ο πειρασμός, και μετά από

λίγο, άρχισε να βάζει λογισμούς στον ασκητή, εκείνος όμως του είπε: κάνε

τη δουλειά σου και εγώ τη δική μου. Και δεν άντεξε την ευγένεια του

ασκητή και έφυγε άπραγος ο σατανάς.

Η ευγένεια και ο σεβασμός λύνουν τις αλυσίδες, όλα τα

προσχήματα, οι φόβοι πέφτουν κάτω. Δεν αντέχει τίποτε μπροστά στις δύο

αυτές αρετές.

Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, κάποια νύχτα, τελειώνοντας

κατάκοπος την εξομολόγηση των πατέρων στη Μεγίστη Λαύρα, πήγε στο

κελί του, άνοιξε την πόρτα, και πίσω απ αυτή ήταν ένας από τους μοναχούς

με ένα μαχαίρι, ο οποίος περίμενε τον άγιο για να τον σκοτώσει. Ο άγιος

Αθανάσιος ούτε τον μάλωσε, ούτε φώναξε βοήθεια, ούτε έτρεξε να φύγει

να γλιτώσει, αλλά το αντιμετώπισε όπως ο Κύριος τον Ιούδα και τον

27 Τριώδιον, Απόστιχα Εσπερινού Τυρινής, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1994, σ. 163

12

ρώτησε: Φίλε τί θέλεις; Και εκείνος τα έχασε, κόπηκαν τα γόνατά του,

ταράχτηκε συθέμελα το είναι του, ήρθε σε ανάνηψη, συνήλθε, κατάλαβε

την αμαρτία του, και έγινε κατόπιν ο πιό αφοσιωμένος του μοναχός. Κι

όταν εκοιμήθη, ο άγιος Αθανάσιος έλειπε μακριά. Και πήγε με τα πόδια

ώρες και μέρες για να προλάβει την κηδεία του. Και εκείνος ο μοναχός, από

το νεκροκρέβατο που ήταν, μέχρι να έρθει ο άγιος, ενώ του διαβάζανε το

ψαλτήρι, άπλωσε το χέρι του, και πήγαιναν όλοι οι άρρωστοι απ όλο το

Άγιο όρος και από όλες τις γειτονικές περιοχές, για να του ασπασθούν το

χέρι και να θεραπευτούν.

Κι όταν έφθασε ο άγιος Αθανάσιος τον χτύπησε με το ραβδί του και

του είπε: τρελός ήσουν όσο ζούσες κι αποτρελάθηκες τώρα που πέθανες.

Βάλε το χέρι σου μέσα και γρήγορα να σε θάψουν με τους πατέρες, για να

μην ξαναφανείς μέχρι τη Δευτέρα παρουσία. Και ο υποτακτικός

συνέστειλε, μάζεψε το χέρι του και εξήλθε στην ουράνιο βασιλεία. Η

δύναμη λοιπόν της ευγένειας και του σεβασμού μπορεί να μεταποιήσει τον

εχθρό μας σε άνθρωπό μας.

Ο Παύλος έγινε υποτακτικός του Ανανία, πήγε στο σπίτι του

Αποστόλου, ταπεινώθηκε και για μέρες ήταν οδηγούμενος, διότι είχε χάσει

το φως των ματιών του και κάθισε σαν μικρός μαθητής μαζί του να τα

μάθει όλα από την αρχή να μάθει από την αρχή την ζωή την πνευματική

που οδηγεί στο Χριστό. Άραγε εμείς μάθαμε ποτέ κάτι από την αρχή;

Αρχίσαμε από το μηδέν, αρχίσαμε από το τίποτε, ή πάντοτε είχαμε μαγιά;

Ενώ ο λόγος του Θεού μας ζητάει να αρχίσουμε εν αζύμοις28, να αρχίσουμε

με νέα ζύμη, με καινούριο ζυμάρι που όλο το φύραμα ζυμοί, που

μεταπλάθει με μία δύναμη γενεσιουργό και δημιουργό όλη την

πραγματικότητά μας.

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ήταν υποτακτικός στον Μεγάλο Βασίλειο.

Εάν δεν είχαν αυτή τη σχέση, θα είχαμε εμείς αυτούς τους μεγάλους

άνδρες; Γνωρίζετε τί ζωογόνο μπορεί να βγει αν ο ένας εμπιστευθεί τον

άλλον σαν αδελφό, σαν φίλο, σαν συνεργάτη ή σαν εξομολόγο και

εξομολογούμενο; Γνωρίζετε τί φλόγα μπορεί να ξεπηδήσει;

Ο Χριστός είπε: «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το όνομά μου,

εκεί ειμί εν μέσω αυτών29». Εδώ ομιλεί πρωταρχικά διά το μυστήριο της

εξομολογήσεως. Στην εξομολόγηση έχουμε το πρώτο consensus patrum ,

την πρώτη σύνοδο, την πρώτη συμφωνία. Ο ένας, ο εξομολογούμενος,

αφήνει τον εαυτό του στην κρίση του άλλου. Ο άλλος, ο εξομολόγος, ένθεος

κατά Θεόν, οδηγεί τον εξομολογούμενο στην βασιλεία του Θεού. Σ αυτή

την συνάντηση ο Θεός είναι παρών. Στο μυστήριο της εξομολογήσεως

βλέπουμε λοιπόν όλη την εικόνα της Εκκλησίας. Γιατί να φοβηθούμε;

28 Α΄ Κορ. Ε΄,6 29 Ματθ. Ιη΄,20

13

Και αν δεν υπάρχει άξιος εξομολόγος να εμπιστευθούμε, ο Θεός θα

πλάσει ειδικώς έναν για μας. Θα μας τον φέρει από την άκρη του κόσμου ή

θα μας οδηγήσει εμάς στην άλλη άκρη του κόσμου για να τον βρούμε, ή θα

πέσουν τα σκοτάδια από τα μάτια μας και θα δούμε ότι ο τέλειος

εξομολόγος είναι ο διπλανός μας.

Κάποτε, ο παππά-Δημήτρης ο Γκαγκαστάθης πήγε να εξομολογηθεί

στον πνευματικό του. Χτύπησε την πόρτα, και από μέσα άκουγε φωνές.

Ξαναχτύπησε την πόρτα, όμως δεν άκουγαν. Του ήρθε ο λογισμός να

φύγει. Όμως για τελευταία φορά ξαναχτύπησε και μετά από ώρα του

άνοιξε ο πνευματικός του με ένα τσιγάρο αναμμένο στο χέρι. Το σπίτι ήταν

γεμάτο καπνούς και οι παρευρισκόμενοι έπαιζαν χαρτιά. Τρόμαξε. Έκανε

για μια στιγμή πίσω να φύγει, όμως τα πόδια του κόλλησαν στο δάπεδο και

μέσα του άκουσε τη φωνή της συνειδήσεώς του ότι θα έπρεπε να

εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο είχε έρθει. Και είπε στον πνευματικό

του ότι ήθελε να εξομολογηθεί. Εξομολογήθηκε, και όπως ομολογούσε

από τότε, ήταν η καλύτερη εξομολόγηση της ζωής του.

Είτε μοναχοί είμαστε, είτε δόκιμοι, είτε ιερείς, είτε ο,τιδήποτε, η

εξομολόγηση είναι η σύσταση της ζωής μας, το καθημερινό μας βίωμα.

Όταν ανοίγουμε την καρδιά μας και δεν φοβόμαστε, τότε γεμίζουμε από

φως και γίνεται θεϊκή η καθημερινή ανθρώπινη σχέση. Όταν ο κόμπος

φτάσει στο χτένι θα πρέπει να τολμήσουμε να πάμε στον πνευματικό μας,

οπότε από εμάς ως ιερείς θα πάρουν θάρρος να το τολμούν όλοι, και

μάλιστα σε μας. Να τολμήσουμε αυτό που φοβόμαστε να

αντιμετωπίσουμε, να αναγνωρίσουμε, να ομολογήσουμε, να διακρίνουμε

μέσα μας μία τόλμη. Δεν ήταν φόβος αλλά τόλμη για τον Πέτρο να βγει

απο την βάρκα, όταν ο Χριστός του είπε να περπατήσει στα κύματα.

Τουλάχιστον τόση, αν όχι λιγότερη τόλμη χρειαζόμαστε για να

μπορέσουμε να σπάσουμε την καρδιά μας , σαν το μυροδοχείο της

αμαρτωλής εκείνης γυναικός, στα πόδια του Χριστού. Πρέπει (όχι με έναν

πρεπεισμό) να το κάνουμε για να αναπνεύσουμε. Αλλιώς θα πεθάνουμε

μέσα στην μήτρα του εαυτού μας.

Λέγει ο Κύριος «γίνεσθαι ως τα παιδία, των γαρ τοιούτων εστί η

βασιλεία των ουρανών 30». Ένα παιδί φοβάται να εμπιστευθεί; Οι γονείς

του το φέρνουν σ έναν γείτονα ή περαστικό , που το παιδί βλέπει για πρώτη

φορά. Του το δίνουν και εκείνο λίγη ώρα μετά γελάει και παίζει μαζί του.

Άραγε επειδή είναι χαζό το παιδί ή δεν ξέρει τί κάνει; Τα παιδιά έχουν όχι

την έκτη και έβδομη και όγδοη αίσθηση, αλλά όλες τις αισθήσεις του

κόσμου. Γι αυτό μας ζητάει ο Θεός να εγκαταλείψουμε τη σοφία και τη

γνώση που αποκτήσαμε, και να ξαναγίνουμε παιδιά για να

κληρονομήσουμε τη βασιλεία του « ει τις δοκει σοφός είναι εν υμίν εν τω

30 Ματθ. Ιθ΄,13-15

14

αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός. Η γαρ σοφία του κόσμου

τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστί31»

Και πώς γίνεται κανείς παιδί; Με το να εξομολογηθεί. Δεν έχει

σημασία πόσο χρονών είναι. Ασπρογένης να είναι, όταν εξομολογηθεί,

γίνεται παιδί και ταυτόχρονα κληρονόμος της Βασιλείας του Θεού. Τόσο

εύκολα είναι τα πράγματα. Σωτήρια κλείδα είναι το «Μνήσθητί μου». Ο

ληστής πάνω στο σταυρό σαν κλειδί άρπαξε το «Μνήσθητί μου Κύριε» και

άνοιξε τους ουρανούς. Κι όταν μένουμε πιστοί σ αυτό πάντοτε μένουμε

παιδιά των πατέρων μας, πάντοτε είμεθα πατέρες των παιδιών μας,

πάντοτε πραγματώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας. Τότε η Ορθοδοξία

είναι Ορθοπραξία. Και από αυτή τη Ορθοδοξία και Ορθοπραξία έχει

μεγάλη ανάγκη η οικουμένη πιό πολύ, από το να λύσει τα οικονομικά της

προβλήματα κι όλα τα υπόλοιπα, που τόσα χρόνια δεν μπορεί να λύσει.

Μέσα όμως στη Εκκλησία είναι δεδομένη η λύση, δηλαδή η εξομολόγηση.

Εξομολογούμενος ο ιερέας γίνεται κοινωνός της θείας φύσεως,

γίνεται ο ίδιος θεία κοινωνία για τους άλλους, με την εξομολόγησή του.

Καλλιεργείται η εμπιστοσύνη που έχει εκλείψει από προσώπου γης.

Διότι ποιός εμπιστεύεται σήμερα τον άλλον; Ποιος τολμάει να πει

μυστικό στον άλλον, να πει τις σκέψεις του, τους φόβους του, τις υποψίες

του, τις επιθυμίες του, τους πειρασμούς του τους διαλογισμούς του; Με την

εξομολόγηση καλλιεργείται αυτό το σπάνιο λουλούδι της εμπιστοσύνης.

Φεύγουν οι υποψίες, όπως τα δαιμόνια τα Φώτα. Με τον τρόπο αυτό και οι

καχυποψίες διαλύονται, και μένει μία άρρηκτη σχέση κατά το ψαλμικό

«αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά». Η εχεμύθεια και η

μυστικότητα ασφαλίζουν τα πάντα με μία δύναμη μεγαλύτερη από τη

δύναμη του πάγου. Τόσο ο Θεός ασφαλίζει τις ψυχές μας, μόνο εάν τον

εμπιστευόμαστε. Και τότε θα γίνουμε διαφεντευτές του εαυτού Του και της

Βασιλείας Του. Είναι ηρωισμός και τόλμη να ανακαλύψουμε και να

εξαγγείλουμε την ασθένειά μας. Κατευθείαν τότε πραγματοποιείται η

κάθοδος του Αγίου Πνεύματος. Πεντηκοστή συντελείται και επιτελείται,

αγιασμός, ανοίγουν οι κρουνοί της σοφίας. Αν στην Σαμαρείτιδα έγινε

αυτό, πολύ περισσότερο σε μάς. Γαληνεύει η ψυχή μας, αποκτάμε υγεία

ψυχής και σώματος αποκτάμε φρόνηση.

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Aς μη φοβούμεθα να επαναλαμβάνουμε τα λόγια του Δαυίδ:

«έξέτασέ με Κύριε. Έλα να με ελέγξεις και κοίταξε μέσα μου και βρές ,

επειδή εγώ δεν βλέπω ή φοβάμαι να δω το ανόμημά μου, το πλημμέλημά

31 Α΄Κορ. Γ΄,18-19

15

μου, την αμαρτία μου, και πες μου την, ποια είναι, για να Σου την

ομολογήσω ».

Όταν ο ιερέας παραμένει ανεξομολόγητος, τότε αρχίζει η πηγή των

κακών, η πηγή των αιρέσεων και των σχισμάτων. Η μητέρα του Αρείου με

δάκρυα, γονατιστή τον παρακαλούσε και έλεγε: «ζήτησε συγνώμη από

τους πατέρες, ομολόγησε την πλάνη σου». Και εκείνος εγωιστικά της

απαντούσε : «όχι, δεν μπορώ να κάνω πίσω τώρα, ξέρω ότι κάνω λάθος

αλλά δεν μπορώ να αλλάξω, να μετανοήσω, να ζητήσω συγνώμη». Και

προχώρησε προσπερνώντας τη μητέρα του. Αν πάρουμε έναν έναν τους

αιρετικούς, θα δούμε ότι μόνοι τους απέκοψαν τον εαυτό τους από την

κοινωνία, την εκκλησία, και ακολούθησαν αλαζονικά το δικό τους δρόμο.

Και ο Θεός παραμένει ο πιο αυστηρός με τους δικούς του ανθρώπους αφού

λέγει: «ο γνους πολλά, δαρίσετε και πολλάς και ω εδόθη πολύ, πολύ και

ζητηθήσετε εξ αυτού32» . Εξάλλου ο ίδιος ο Υιός του Θεού παρέμεινε και

είναι ο κατεξοχήν εξομολογούμενος «εξομολογούμαι σοι Πάτερ, Κύριε του

ουρανού και της γης33 ».Και το είπε αυτό όταν μιλούσε για τα παιδιά του,

για όλους μας δηλαδή, δίδοντας λόγο στο Θεό Πατέρα για μας , όπως εμείς

ως ποιμένες δίδουμε λόγο και θα πρέπει να εξομολογούμεθα στο Θεό για

τις ψυχές που κρέμονται στο επιτραχήλιό μας.

Είτε εξομολογούμεθα την αμαρτία μας είτε οποιοδήποτε

περιεχόμενο της καρδιάς μας, η δύναμη του Θεού το μεταποιεί σε άρωμα.

Εάν μέσα μας είναι βόρβορος, ο Θεός έχει τη δύναμη, αυτήν τη σήψη, αυτό

το δηλητήριο, αυτόν τον θάνατο να τον μεταποιεί σε ζωή μόνο και μόνο

επειδή του το εμπιστευθήκαμε.

Οι αμαρτίες μας, μας ενώνουν, όχι αυτές που κάνουμε, αλλά αυτές

που εξομολογούμεθα. Το εχέγγυο της Ορθοδοξίας είναι η εξομολόγηση

των ποιμένων της. Αυτή είναι η σφραγίδα της γνησιότητας. Αυτή είναι το

φύτρο, ο θεμέλιος λίθος. Και φυγαδεύοντας τα πάθη, η εξομολόγηση δεν

αποτελεί πλέον μια πράξη ευσεβείας, αλλά είναι μια πράξη ζωής και

κοινωνίας.

Το χρέος που έχουμε όλοι όσοι αναλάβαμε το έργο της θεραπείας

των αδελφών μας, το αναλύει ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Πρέπει

να μιμηθούμε τον υπηρέτη μας ήλιο. Όπως εκείνος δεν παύει ποτέ να

ανατέλλει και να φωτίζει, αλλά εκπληρώνει αιώνια το πρόσταγμα του

Δεσπότου, έτσι και εμείς να μην θελήσουμε από αμέλεια να καθίσουμε στο

σκότος των ηδονών και των παθών. Με την καθημερινή και αδιάλειπτη

μετάνοια να φυλάσσουμε το πρόσταγμα Εκείνου που είπε, <Μετανοείτε,

ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών>. Και αφού καθαρισθούμε με την

μετάνοια, με τα δάκρυα που αναβλύζουν από αυτήν, και με κάθε άλλο έργο

32 Λουκ. Ιβ, 47 33 Λουκ., ι΄,2

16

αγαθό, ας σπεύσουμε να επανέλθουμε προς το ανέσπερο Φως ως υιοί

φωτός. Έτσι λοιπόν εμείς οι ίδιοι, έχοντας τον Ήλιο της Δικαιοσύνης να

λάμπει μέσα μας, με το υπόδειγμά μας να γίνουμε στους πλησίον άυλη

μέρα, καινή γη και καινοί ουρανοί, διηγούμενοι τα προστάγματα και τη

δόξα του Θεού, όχι με κούφια και μάταια λόγια, αλλά με τα ίδια τα έργα

μας34 »

34 ΕΠΕΦ 19Β, 412-14

17

6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας,

Αθήνα 1955 και εξής

Φιλοκαλία Νηπτικών και Ασκητικών (ΕΠΕΦ), Θεσσαλονίκη, 1978

MIGNE PATROLOGIA GRAECA, PARIS

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Μετάφραση Α Γαλίτη, Θεσσαλονίκη

1984-1988

Τριώδιον, Απόστιχα Εσπερινού Τυρινής, έκδ. Αποστολικής Διακονίας,

Αθήναι 1994

Θεία Λειτουργία του Ιερού Χρυσοστόμου, εκδ. Αποστολικής

Διακονίας, Αθήναι 1995

Μεγάλο Ευχολόγιο, Ακολουθία Μεγαλοσχημίας, έκδ Αστέρος,

Αθήναι, 1955

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΕΡΓΑ

Ιερομονάχου Γρηγορίου, η Θεραπεία των θεραπευτών, Άγιο Όρος,

2002

K. Holzner,Παύλος, ἔκδ. 12η , Αθήναι 1989