30
Joyce Blackburn Η ΣΟΥΚΙ ΚΙ Η ΠΑΛΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ (ιστορία με μήνυμα για παιδιά και μεγάλους στο θέμα της αμαρτίας και της μετάνοιας) Μετάφραση: Γιούλικα Κ. Masry ▪▪▪ 1 ο μπουμπουνητό μιας βροντής έκανε τη Σούκι να σκεπάσει τ’ αυτιά της με τα χέρια της. Ο ήχος ήτανε δυνατός και κοντινός. Έκανε πως φοβήθηκε. Στην πραγματικότητα όμως της άρεσε και δεν μπορούσε να φανταστεί ανοιξιάτικη βροχή χωρίς βροντές. Τ Ο μπαμπάς της κάποτε της είχε πει μια ιστορία για το γιο ενός αυτοκράτορα ο οποίος μια μέρα αιχμαλώτισε τη βροντή. Όταν εκείνη βρυχήθηκε μες στον κήπο του παλατιού, ο πρίκγιπας την έπιασε μες στην κούπα του τσαγιού του και δεν την άφηνε ελεύθερη μέχρι να του υποσχεθεί πως δεν θα ξαναγύριζε ποτέ στο βασίλειό του. «Μπορείς να φανταστείς θύελλα χωρίς βροντή, Σούκι;» την είχε ρωτήσει ο μπαμπάς. Η Σούκι προσπάθησε να το συλλάβει με τη φαντασία της. «Όχι, μπαμπά. Εμένα μ’ αρέσει η βροντή». Ύστερα απ’ αυτό, όταν η Σούκι άκουγε μια βροντή, έλεγε, «Βροντή, μ’ αρέσεις». Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούσε να καταλάβει τον Κολλητό της εκείνο το χρυσαφένιο ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο 1

Η ΣΟΥΚΙ ΚΙ Η ΠΑΛΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ (Joyce Blackburn, SUKI AND THE OLD UMBRELLA) / children's book transl. into Greek)

Embed Size (px)

Citation preview

Joyce Blackburn

Η ΣΟΥΚΙ ΚΙ Η ΠΑΛΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ

(ιστορία με μήνυμα για παιδιά και μεγάλους στο θέμα τηςαμαρτίας και της μετάνοιας)

Μετάφραση: Γιούλικα Κ. Masry

▪▪▪

1ο μπουμπουνητό μιας βροντής έκανε τη Σούκι να σκεπάσειτ’ αυτιά της με τα χέρια της. Ο ήχος ήτανε δυνατός καικοντινός. Έκανε πως φοβήθηκε. Στην πραγματικότητα όμως

της άρεσε και δεν μπορούσε να φανταστεί ανοιξιάτικη βροχήχωρίς βροντές.

ΤΟ μπαμπάς της κάποτε της είχε πει μια ιστορία για το γιο

ενός αυτοκράτορα ο οποίος μια μέρα αιχμαλώτισε τη βροντή.Όταν εκείνη βρυχήθηκε μες στον κήπο του παλατιού, ο πρίκγιπαςτην έπιασε μες στην κούπα του τσαγιού του και δεν την άφηνεελεύθερη μέχρι να του υποσχεθεί πως δεν θα ξαναγύριζε ποτέστο βασίλειό του.

«Μπορείς να φανταστείς θύελλα χωρίς βροντή, Σούκι;» τηνείχε ρωτήσει ο μπαμπάς.

Η Σούκι προσπάθησε να το συλλάβει με τη φαντασία της.«Όχι, μπαμπά. Εμένα μ’ αρέσει η βροντή».Ύστερα απ’ αυτό, όταν η Σούκι άκουγε μια βροντή, έλεγε,

«Βροντή, μ’ αρέσεις».Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούσε να καταλάβει τον

Κολλητό της εκείνο το χρυσαφένιο ανοιξιάτικο απόγευμα. Ο

1

Κολλητός της ήταν ένα Αόρατο Παγώνι που ζούσε στο Δέντρο τουΠαραδείσου έξω από το παράθυρο της Σούκι. Συνήθως μιλούσανκαι γέλαγαν μαζί. Αλλά όχι αυτή τη φορά.

«Μα τι έχεις, Κολλητέ;» ρώτησε η Σούκι σκύβοντας από τοπαράθυρο. «Δεν έχεις αρθρώσει λέξη και το μόνο που κάνειςείναι κλακ, κλακ, κλακ».

Το Αόρατο Παγώνι μετακινήθηκε μπρος πίσω νευρικά πάνωστο κλαδί του Δέντρου του Παραδείσου.

«Όλη μέρα σήμερα κάνεις κλακ, κλακ, κλακ. Γιατί; Γιατίδεν μου λες τι συμβαίνει;»

Ο Κολλητός έριξε μια μελαγχολική ματιά στη Σούκι καιείπε, «Εγώ φταίω που προφητεύω τον καιρό;»

«Προφητεύεις τον καιρό; Θέλεις να πεις ότι ξέρεις απόπριν αν πρόκειται να ’χει καταιγίδα;»

«Ναι, Σούκι, ξέρω». Ο Κολλητός ακουγόταν δυστυχισμένος.«Μα αυτό είναι διασκεδαστικό», αναφώνησε η Σούκι. «Και

τώρα μπορείς να μου πεις αν θα βρέξει ή αν η βροντή απλάπαίζει παιχνίδια;»

«Ναι, θα βρέξει. Αυτό είναι το πρόβλημα!»«Τι εννοείς ‘πρόβλημα’;»«Τη μισώ τη βροχή. Τη μισώ. Δεν μου αρέσει να βρέχομαι.

Σε κανένα παγώνι δεν αρέσει να βρέχεται».Αυτό δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί η Σούκι, το ίδιο

όπως δεν μπορούσε να διανοηθεί καταιγίδα χωρίς βροντές. Τηςάρεσε η βροχή. Έλπιζε ότι θα ’βρεχε όλη τη νύχτα και τηνεπόμενη μέρα. Έτσι, θα μπορούσε να πάει στο σχολείο με τηβροχή και ίσως να βρεχόταν κιόλας –λίγο.

«Εμένα μου φαίνεται διασκεδαστικό να βρέχεται κανείς,Κολλητέ. Γιατί δεν σου φαίνεται έτσι κι εσένα;»

Το Αόρατο Παγώνι κοίταξε μακριά με το βλέμμα του καιείπε, «Γιατί δύο από τις μικρότερες αδελφές μου πέθαναν στηβροχή. Συμβαίνει συχνά αυτό στα μικρά παγώνια».

2

Πριν προλάβει να σκεφτεί τι ν’ απαντήσει η Σούκι, έκανεκι άλλη βροντή και η βροχή άρχισε να πέφτει με τεράστιεςσταγόνες επάνω στα χέρια και στη μύτη της. Κατσούφιασε. Πώςήταν δυνατό κάτι που έκανε τον Κολλητό της τόσο δυστυχισμένονα ήταν τόσο διασκεδαστικό γι’ αυτήν;

2ην ξεχάσεις το αδιάβροχό σου, Σούκι», είπε ημητέρα την ώρα του πρωινού την άλλη μέρα. «Βρέχεικαρεκλοπόδαρα!»«Μ

Τι ανόητη φράση, σκέφτηκε η Σούκι. Όλος ο κόσμος μπορεί να δει ότιβρέχει βροχή και όχι καρεκλοπόδαρα.

«Το νερό έχει φτάσει μέχρι το πεζοδρόμιο», είπε ομπαμπάς. «Καλύτερα να βάλεις και γαλότσες».

Γαλότσες! Μα ο μπαμπάς ξέρει ότι μισώ τις γαλότσες. Μου πιέζουν τα πόδια.«Την άλλη φορά που έβρεξε, μπαμπά, η Σούκι πάταγε μέσα

στις λακούβες –το έκανε επίτηδες», είπε η Γιούρι.Απλά και μόνο επειδή είσαι η μεγαλύτερη αδελφή μου δεν σημαίνει ότι

πρέπει και να του μαρτυράς όλα όσα κάνω. Η Σούκι μπορούσε νασκέφτεται ό,τι ήθελε από μέσα της και δεν πείραζε.

«Και βράχηκε το κεφάλι της και άρπαξε κρυολόγημα», είπεη Μαρί, η άλλη της αδελφή.

Ό,τι κάνει εκείνη είναι καλά καμωμένο. Εγώ όμως είμαι το ‘μωρό’ τηςοικογένειας και δεν μπορώ να κάνω τίποτε!

Η Σούκι σκέφτηκε πολλά πράγματα, αλλά δεν είπε τίποτεκαθώς φόραγε το αδιάβροχό της και το κούμπωνε μέχρι το λαιμό.Ο μπαμπάς τής έδωσε τις γαλότσες της απ’ τη ντουλάπα τουδιαδρόμου και η μαμά κούμπωσε την κουκούλα στο γιακά τουαδιάβροχου.

Σίγουρα δεν το ’χουν σκοπό να μ’ αφήσουν να χαρώ αυτή τη βροχή.Έτσι σκέφτηκε η Σούκι καθώς έκλεινε απότομα την πόρτα

του μαγαζιού του μπαμπά βγαίνοντας.

3

Ακόμα κι ο Κολλητός προσπαθεί να μου χαλάσει τη διασκέδαση της βροχήςμε το να μένει σπίτι. Από τότε που συναντηθήκαμε, αυτή είναι η πρώτη φορά πουδεν έρχεται στο σχολείο μαζί μου. Απλά και μόνο επειδή εκείνος είναι λυπημένος,τώρα θα είμαι κι εγώ λυπημένη. Εντάξει, είναι λυπημένος. Τόσο το χειρότερο.

Επινόησε μάλιστα κι ένα σκοπό να πηγαίνει με τα λόγιατης:Είναι λυπημένοςΤόσο το χειρότερο.

Από μέσα της ευχόταν να μπορούσε να περπατάει μες στηβροχή και ν’ ακούει το θόρυβο από τα λάστιχα των μεγάλωναυτοκινήτων των ταχυδρομικών υπηρεσιών πάνω στην υγρήάσφαλτο, σ-σ-σ-ςςςςς. Οι δικές τις γαλότσες έκαναν λιγότεροθόρυβο: K-Λ-I-Τ-Σ –– K-Λ-Α-Τ-Σ.

Στη γωνία της οδού Κλαρκ και της λεωφόρου Ράιτγουντ οιάνθρωποι περίμεναν το λεωφορείο με τις ομπρέλες τους ανοιχτέςπου ανεβοκατέβαιναν απότομα και τράκαραν η μία την άλλη. Τουςπροσπέρασε κι έφτασε στην πίσω πόρτα του φούρνου του Ριγκς.Μερικές φορές στεκόταν εκεί κανένα λεπτό να μυρίσει τιςελκυστικές μυρουδιές από προζύμι που ανάδινε ο φούρνος.Εκείνο το πρωί ο φούρναρης την είδε και της φώναξε,«Θαυμάσιος καιρός για παπιά, ε, Σούκι;»

Γέλασε μαζί του καθώς τον είδε να ζυγιάζει ένα δίσκοντόνατς πάνω στο κεφάλι του. Αλλά, καθώς συνέχισε ναπερπατάει, σκέφτηκε, Και τι περιμένει να του πω τώρα εγώ: κουάκ-κουάκ;

Άλλα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο έτρεχαν. Η Σούκιόμως δεν επρόκειτο να βιαστεί. Το σχολείο απείχε ακόμα μισότετράγωνο. Περπατούσε κάτω από την τέντα του Σουηδικού ΚλαμπΤραγουδιού.

Η τέντα εκτεινόταν πέρα απ’ τις εξώπορτες μέχρι τοπεζοδρόμιο. Η Σούκι στάθηκε κάτω από μια άκρη απ’ όπου έπεφτετο περισσότερο νερό, καθώς εκείνο έτρεχε προς τα κάτω.Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και κράτησε την αναπνοή της.

4

Αυτό είναι σαν να στέκεσαι κάτω από καταρράχτη!Όταν πέρασε μέσ’ απ’ το λαμπερό τείχος του νερού, προς

στιγμή ένιωσε ότι την τύφλωνε. Τα ματόκλαδά της είχανεκολλήσει και κατάπιε έναν κουβά νερό.

Βήχοντας και φτύνοντας και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τηςλες και την είχε παρασύρει ένα κύμα, η Σούκι έκανε δήθεν πωςκολυμπούσε στο υπόλοιπο της διαδρομής για το σχολείο.

Τίναξε το κίτρινο αδιάβροχό της και το κρέμασε στοντουλαπάκι της των αποδυτηρίων στο υπόγειο. Έβγαλε και τιςγαλότσες της. Τα πόδια της ήτανε μούσκεμα. Το ίδιο και οικάλτσες της καθώς και το στρίφωμα του φουστανιού της μπροστάμπροστά.

Κοντά στη σκάλα η οποία οδηγούσε από το υπόγειο στοισόγειο, ήταν το γραφείο του επιστάτη του σχολείου ‘ΛουίζαΜέι Άλκοτ’. Η πόρτα του ήταν πάντοτε κλειστή και πάνω στοθαμπό της τζάμι ήταν γραμμένο με μαύρα γράμματα:

ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αλλά εκείνο το πρωί η πόρτα ήταν ανοιχτή.Δεν είναι κακό να ρίξω μια ματιά, σκέφτηκε η Σούκι.Ο κ. Μέινζ, ο επιστάτης, δεν ήταν μέσα εκείνη τη στιγμή,

άλλα είχε περάσει νωρίτερα. Πάνω στο συρταρωτό γραφειάκι τουυπήρχε μια στoίβα από καινούργιους λαμπτήρες μέσα στα κουτιάτους. Δίπλα απ’ την καρέκλα του ήταν ο λαστιχένιοςκαθαριστήρας για τα τζάμια και κατά μήκος του ενός τοίχου ταράφια ξεχείλιζαν με όλων των ειδών τις προμήθειες, ενώ οισκουπιδοτενεκέδες ήταν γεμάτοι από πεταμένα παλιόχαρτα.

Ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα υπήρχε ένας παλιός καλόγεροςκι από ένα μπρούτζινο γάντζο του κρεμόταν μια ομπρέλα. Δενχώραγε τίποτε άλλο εκεί μέσα –oύτε καρφίτσα δεν έπεφτε!

Η Σούκι έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Έπειτα έκανεστροφή και βγήκε από το μικρό γραφειάκι, έτρεξε επάνω στο

5

ισόγειο και λαχανιασμένη σωριάστηκε στο θρανίο της την ώραακριβώς που άρχιζε να χτυπάει το κουδούνι.

3ις Tετάρτες είχαν ιχνογραφία την πρώτη ώρα. Της Σούκιτής άρεσε η ζωγραφική αλλά η δασκάλα της, η δεσποινίςΚέλυ, έλεγε πάντοτε, «Χρησιμοποιείς τα χρώματα με πολύ

δεξιοτεχνία, Σούκι, αλλά τα σκίτσα σου δεν είναι αρκετάπροσεγμένα».

ΤΚαι η δασκάλα των αγγλικών είχε πει, «Φτιάχνεις όμορφες

προτάσεις, Σούκι, αλλά τα γράμματά σου δεν είναι πολύ ωραία».Αυτή τη φορά θα προσέξω, σκέφτηκε η Σούκι, καθώς η

δεσποινίς Κέλυ έδειχνε στην τάξη ένα μεγάλο κοχύλι για να τοδουν τα παιδιά.

«Το θέμα μας σήμερα θα είναι αυτό το κοχύλι», είπε ηδασκάλα. Με τα μάτια της φαντασίας σας μπορείτε να το δείτεσε μια ακρογιαλιά, στο ράφι ενός καταστήματος, στο βυθό τουωκεανού ή στο τραπεζάκι του σπιτιού σας –όπου θέλετε. Αυτό θατο αποφασίσετε εσείς».

Η Σούκι σχεδίασε το κοχύλι με μια ανοιχτή καφέ μπογιάαφήνοντας μερικά κομμάτια της επιφάνειάς του άσπρα για ναδείξει ότι δεν ήταν λεία. Ένα χείλος του κοχυλιού που εξείχετο έβαψε ροζ τριανταφυλλί που στην άκρη κατέληγε σ’ ένααπαλότερο ροζ. Κι έπειτα συνέβη κάτι αστείο. Αντί η φαντασίατης να τοποθετήσει το κοχύλι στην ακρογιαλιά ή σ’ ένα ράφι ήστον ωκεανό, της φάνηκε ότι εκείνο, αιωρούμενο στον αέρα,διέσχιζε τους αιθέρες κρατώντας μια ομπρέλα!

Η ομπρέλα ήταν κόκκινη. Όχι κατακόκκινη σαν τααυτοκίνητα της πυροσβεστικής αλλά ένα αρχοντικό κόκκινοκερασί, με ασήμι στις άκρες, στις μπανέλες και στο χερούλιτης. Το χερούλι ειδικά δεν ήταν κανένα συνηθισμένο χερούλι.Ήταν λυγισμένο πολύ κομψά σαν να ήταν λαιμός κύκνου. Μάλιστα

6

το κεφάλι κι ο λαιμός ενός κύκνου ήταν στην πραγματικότητασκαλισμένα επάνω του με τόση τέχνη και κομψότητα που έμοιαζαναληθινά.

Μα αυτή είναι η ομπρέλα που είδα στο γραφείο του κ. Μέινζ, σκέφτηκε ηΣούκι και ξαφνιάστηκε. Είναι η ωραιότερη ομπρέλα που έχω δει ποτέ μου –όχι βαριά και ασουλούπωτη σαν του μπαμπά–, είναι το μέγεθος που είναι ό,τιπρέπει για μένα. Ακριβώς στο μέγεθός μου. Και το χρώμα της, α, πόσο το λατρεύωαυτό το χρώμα! Είναι το ίδιο χρώμα με τα καινούργια μου παπούτσια. Πάει με τακαινούργια μου παπούτσια... Όσο γι’ αυτό το ασημί κεφάλι του κύκνου, τα μάτιακαι το ράμφος και το φτερωτό λαιμό...

Η Σούκι μπορούσε να αισθανθεί το ωραίο αυτό σχήμα στην παλάμη τουχεριού της. Θα τής ερχόταν κουτί στην παλάμη της, γι’ αυτό ήταν σίγουρη.

«Σε πέντε λεπτά θα χτυπήσει το κουδούνι», είπε η δεσποινίς Κέλυ. «Τότεπρέπει να παραδώσετε τις ζωγραφιές σας και να βάλετε τα πράγματά σας στηθέση τους».

Επειδή η Σούκι σκεφτόταν την ομπρέλα, μόλις και μετάβίας άκουσε τη δασκάλα. Αν είχα μια ομπρέλα σαν εκείνη που κρεμόταν στογραφείο του κ. Μέινζ, ίσως ο Κολλητός να ’ρχόταν μαζί μου στο σχολείο κάτω απ’αυτήν αντί να μένει στο σπίτι. Δεν τον πειράζει να βραχούν τα πόδια του... είναι ηβροχή στα φτερά του, και μάλιστα στα λεπτά εκείνα φτερά που έχει στο κεφάλι καιστο στήθος του, που τον κάνει να νιώθει τόσο άσχημα. Μια ομπρέλα θα μαςπροστάτευε και τους δύο από τη βροχή... τουλάχιστον στο κεφάλι.

Η Σούκι παρέδωσε τη ζωγραφιά της και πήγε χοροπηδώνταςστο επόμενο μάθημα.

4ο κουδούνι χτύπησε στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς καιόλα τ’ αγόρια και τα κορίτσια που γύρναγαν σπίτι τουςγια το μεσημεριανό φαγητό συνωστίζονταν για να πάρουν

τα αδιάβροχά τους. Αν μπορεί να το διανοηθεί κανείς, τώραέβρεχε δυνατότερα απ’ ό,τι έβρεχε στις εννιά το πρωί. Η Σούκιδεν συνωστίστηκε με τους άλλους. Πήγε με το πάσο της και με

Τ7

βήμα αργό πέρασε μπροστά από την πόρτα του γραφείου του κ.Μέινζ.

Η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή και ο κ. Μέινζ δεν ήταν εκεί.Καθώς συνέχιζε την πορεία της για τα αποδυτήρια, η Σούκιαναρωτιόταν πού να ήταν. Φόρεσε το αδιάβροχο, την κουκούλακαι τις γαλότσες της και σαν να την τραβούσε κάποιοςμαγνήτης, ξαναγύρισε στην πόρτα του μικρού γραφείου του κ.Μέινζ.

Πάντα μου χαμογελάει όταν με βλέπει, σκέφτηκε η Σούκι. Πάντα μουχαμογελάει και λέει, «Τι κάνει η μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν;»

Αν ήταν εδώ αυτή τη στιγμή, είπε με το νου της η Σούκι, θα τουέλεγα, «κ. Μέινζ, μπορώ, σας παρακαλώ, να δανειστώ την ομπρέλα σας;»

Και εκείνος θα έλεγε, «Να δανειστείτε την ομπρέλα μου, δεσποινίς; Μα καιβέβαια, και βέβαια!»

Όμως ο κ. Μέινζ δεν ήταν εκεί και δεν μπορούσε να τονρωτήσει. Γιατί να μην τη δανειζόταν έτσι κι αλλιώς; Στο κάτωκάτω θα την ξανάφερνε αμέσως, μετά το φαγητό –μέσα σε μιαώρα.

Δεν θα τον πειράξει αυτό τον κ. Μέινζ... Δεν θα τον πειράξει καθόλου... Θαθέλει να τη χρησιμοποιήσω... Κατά πάσα πιθανότητα την κρατάει εδώ γιαοποιονδήποτε τη χρειάζεται.

Η Σούκι ξεκρέμασε την ομπρέλα απ’ το μπρούτζινο γάντζοτης. Μα αυτή ήταν πανάλαφρη, σαν φτερό, και άνοιγε τόσοεύκολα όσο και το μενταγιόν της. Όσο για το ασημένιο κεφάλιτου κύκνου στο χερούλι της, ήταν ακριβώς στα μέτρα τηςπαλάμης της.

Μπορώ ακόμα και να βγω απ’ αυτή την πόρτα με την ομπρέλα ανοιχτή,είπε με το νου της. Και πάνω στην ώρα γιατί τώρα ρίχνει βροχή με τοτουλούμι και πέφτει με δύναμη επάνω στα τσιμεντένια σκαλιά.

Παρόλο που ήταν μεσημέρι, ένα δυo πελάτες ήταν ακόμα μεςστο Κατάστημα Δώρων Γκόσο. Η μαμά μιλούσε μαζί τους, έτσι η

8

Σούκι έστησε την κόκκινη ομπρέλα απ’ την μέσα μεριά τηςπόρτας και έβγαλε τις γαλότσες της.

«Το φαγητό σου είναι επάνω στο τραπέζι, Σούκι. Ο μπαμπάςέχει πάει στην Αγορά κι εγώ έχω δουλειά. Γι’ αυτό κοίτα ναεξυπηρετηθείς μόνη σου, γλυκιά μου».

«Εντάξει, μαμά», είπε η Σούκι, αλλά συλλογίστηκε με τονου της, η μαμά μου το παρακάνει να με φροντίζει.

Η Σούκι ανέβηκε αργά τη σκάλα στο διαμέρισμα που έμενανεπάνω απ’ το μαγαζί του μπαμπά της. Η κουζίνα ήτανπεντακάθαρη κι επάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα σερβίτσιο γιακείνη.

Το σάντουιτς με το φυστικοβούτυρο και τη μαρμελάδαδαμάσκηνο δεν είχε την ίδια ωραία γεύση που είχε συνήθως καιη Σούκι κατάπιε το γάλα της με μεγάλες γουλιές. Τη μπανάνα μετις καφετιές βούλες που η μαμά είχε βάλει δίπλα στο πιάτο τηςδεν την ήθελε.

Ο Κολλητός τής είχε χαλάσει αυτή την πολύ ενθουσιώδηβροχερή μέρα με το να αρνείται να εγκαταλείψει το κλαδί τουστο καταφύγιο του Δέντρου του Παραδείσου έξω απ’ το παράθυρότης. Η Σούκι όμως αποφάσισε ότι θα του μιλούσε έτσι κιαλλιώς.

Περπάτησε κατά μήκος του μακρόσυρτου διαδρόμου πουοδηγούσε στο δωμάτιό της. Η βροχή είχε κάνει την κάσα τουπαράθυρου να φουσκώσει και ήταν αναγκασμένη να το τραβήξεικαι να το σηκώσει με όλη της τη δύναμη.

«Εκεί είσαι, Κολλητέ;» του φώναξε.Δεν πήρε απάντηση. Ακούστηκε μόνο το κλακ, κλακ, κλακ

που μισούσε.«Επειδή εμένα μου αρέσει που βρέχει δεν είναι απαραίτητο

εσύ να γίνεις αγενής», είπε η Σούκι. «Σταμάτα να κάνεις αυτότο ‘κλακ’ και μίλησέ μου».

9

Ποτέ πριν δεν είχε ξεστομίσει ούτε μία θυμωμένη λέξη στοΑόρατο Παγώνι. Εκείνο μαζεύτηκε αποκαρδιωμένο κάτω απ’ τοκλαδί με το πλουσιότερο φύλλωμα. Φαινόταν σαν να υπήρχε μιατεράστια απόσταση μεταξύ τους... μια απόσταση γεμάτη απόχρώμα γκρί και το τσιρ-τσιρ της βροχής, αλλά τελικά είπε,«Πραγματικά λυπάμαι πολύ, Σούκι, αλλά δεν νιώθω καλά σήμερα.Με πονάει ο λαιμός μου όταν μιλάω».

«Α, κρίμα», είπε η Σούκι. Ο τόνος της φωνής της είχεπερισσότερη απογοήτευση παρά συμπόνια. Μισούσε να βλέπεικάποιον να ’ναι άρρωστος. Ήταν μεγάλη αναποδιά.

«Κολλητέ, έχω πολλά να σου πω, αλλά θα περιμένω ως τοβράδυ».

Χωρίς να πει «αντίο» ή «ελπίζω να νιώσεις καλύτερα»,χωρίς να προσθέσει ούτε μία λέξη, έκλεισε το παράθυρο.

Όταν ξανακατέβηκε κάτω, φόρεσε το αδιάβροχό της και πήγεστο μπροστινό μέρος του μαγαζιού όπου είχε αφήσει τιςγαλότσες και την κόκκινη ομπρέλα. Οι γαλότσες ήταν εκεί, αλλάη ομπρέλα έλειπε!

Η Σούκι νόμισε ότι θα την έπνιγε ο πανικός. Κι αν την πήρεκάποιος πελάτης κατά λάθος;... Πολλοί είχαν μπει στο μαγαζί, ίσως για ναγλιτώσουν από τη βροχή... Η μαμά δεν θα θέλει να τη διακόψω την ώρα που τουςεξυπηρετεί... Και δεν θα πρέπει να ξέρει για την ομπρέλα έτσι κι αλλιώς... Τιμπορώ να κάνω;

«Έβαλα την ομπρέλα στη μπανιέρα, Σούκι», είπε η μαμάχωρίς να γυρίσει προς το μέρος της. «Έτρεχε νερά και γέμιζετον τόπο».

Τώρα πώς ήξερε ότι έψαχνα για την ομπρέλα; σκέφτηκε ήσυχα ηΣούκι με το μυαλό της.

«Πού τη βρήκες;» ρώτησε η μαμά. Αλλά και πάλι δεν γύρισεπρος το μέρος της. Η Σούκι χάρηκε γι’ αυτό. Και της ήτανευκολότερο ν’ απαντήσει, «Α, μου τη δάνεισε ένας φίλος».

10

Γρήγορα μάζεψε τις γαλότσες και την ομπρέλα και πήρε τοδρόμο της επιστροφής για το σχολείο ‘Λουίζα Μέι Άλκοτ’.

Αυτή τη φορά, όταν πέρασε μπρος απ’ του Ρίγκ, οφούρναρης φώναξε, «Φαίνεται πως η βροχή μάς κάνει κορωνέικηεπίσκεψη, Σούκι».

Νομίζω ότι θέλει να πεί πως η βροχή θα διαρκέσει κι άλλο, σκέφτηκε ηΣούκι. «Το ελπίζω», του απάντησε.

Ελπίζω να διαρκέσει πάρα πολύ, αλλά αν γίνει έτσι, ο Κολλητός μπορεί ναμην ξαναπερπατήσει ποτέ μαζί μου... Μου λείπει... Χωρίς αυτόν τίποτε δεν είναι τοίδιο όπως πριν... Αναρωτιέμαι τι θα πει για την ομπρέλα... Τι μπορεί να κάνεικανείς μ’ ένα άρρωστο παγώνι;

Να ο Μπουτς. Αυτός θα ξέρει.Ο Μπουτς χαιρέτησε τη Σούκι καθώς εκείνη βάδιζε προς το

μέρος του. Της κράτησε ακόμα και την πόρτα για να περάσειπρώτη. Δυο μήνες πριν δεν θα είχε κάνει κάτι τέτοιο. Τηντρομοκρατούσε, τη φώναζε ‘Σκιστομάτα’ επειδή ήτανγιαπωνεζοαμερικάνα και της πατούσε τα καθαρά αθλητικά τηςπαπούτσια. Αυτά όμως συνέβαιναν πριν από το ατύχημα –πρινπέσει επάνω του ο τοίχος με τα τούβλα. Θα μπορούσε να είχεθαφτεί ζωντανός, αν δεν τον είχε σώσει η Σούκι. Τώρα ήτανφίλοι, παρόλο που ο Μπουτς πήγαινε μια τάξη παραπάνω.

«Κάνε γρήγορα, Σούκι. Πραγματικά βρέχει με το τουλούμι!»Ο Μπουτς έκλεισε την πόρτα μ’ ένα χτύπημα.

Η Σούκι χαμήλωσε την κόκκινη ομπρέλα και την έκλεισε.Άφηνε πίσω τους μια κορδέλα νερού καθώς πήγαιναν στ’αποδυτήρια του υπογείου.

«Μπουτς, Μπορείς να γιατρέψεις ένα άρρωστο παγώνι; ΟΚολλητός δεν αισθάνεται καλά σήμερα».

«Τι ανόητη ερώτηση!», είπε ο Μπουτς και γέλασε. «Ποιοςάνθρωπος στον κόσμο θα μπορούσε να ξέρει την απάντηση σ’ αυτήτην ερώτηση;»

11

Η Σούκι ήξερε ότι ο Μπουτς είχε τις αμφιβολίες του γιατον Κολλητό επειδή δεν μπορούσε να τον δει ή να του μιλήσειόπως έκανε εκείνη. Αλλά δεν την κορόιδευε πια που είχε έναναόρατο φίλο.

«Ο Κολλητός λέει πως μερικά παγώνια πεθαίνουν ότανβρέχονται».

«Μη φοβάσαι, Σούκι. Τα αόρατα παγώνια δεν πεθαίνουν».Όπως ο Μπουτς έκλεισε με φόρα την πόρτα της ντουλάπας

του αποδυτήριου κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά δύο δύο, ΗΣούκι σκέφτηκε με το νου της, Μου μιλάει σαν να ’μουνα μικρό παιδί.

Για δεύτερη φορά μες στην ημέρα κρέμασε το αδιάβροχό τηςκι έβγαλε τις γαλότσες της. Ας περιμένω μέχρι αύριο να επιστρέψω τηνομπρέλα στον κ. Μέινζ. Δεν θα τον πειράξει να την πάρω σπίτι μου το βράδυ καιμέχρι αύριο το πρωί μπορεί να έχει σταματήσει η βροχή.

Έμεινε εκεί για ένα ολόκληρο λεπτό προσπαθώντας ν’αποφασίσει κι έπειτα, όταν πια είχε πλήρως πείσει τον εαυτότης, έστησε την ομπρέλα στη γωνία του ντουλαπιού της κιέκλεισε την πόρτα απαλά.

Αυτή τη φορά πέρασε έξω από το γραφειάκι του κ. Μέινζχωρίς να κοιτάξει μέσα, γιατί με την άκρη του ματιού της είδεότι εκείνος ήταν εκεί. Μάλιστα, βιάστηκε και λιγάκι. Είχε τηνπλάτη του γυρισμένη προς την πόρτα. Δεν την είδε. Περίεργο! Ηκαρδιά της χτυπούσε δυνατά και γρήγορα.

Όταν ξαναπεράσω απο ’δω μετά τα μαθήματα, θα σταματήσω και θαμιλήσω στον κ. Μέινζ, σκέφτηκε η Σούκι. Θα του πω, «Δεν ήσασταν εδώ τηνώρα του μεσημεριανού φαγητού και έβρεχε καρεκλοπόδαρα, οπότε δανείστηκα τηνομπρέλα σας, κ. Μέινζ. Ελπίζω να μη σας πείραξε». Κι εκείνος θα έλεγε, «Όποτεθέλετε, μικρή δεσποινίς –μπορείτε να τη δανείζεστε όποτε τη χρειάζεστε».

Σίγουρα θα τα έλεγε αυτά. Γιατί λοιπόν η καρδιά τηςχτυπούσε δυνατά; Ούτε που θα το σκεφτόταν κανείς ότι δεν τηνείχε δικαιωματικά αυτή την ομπρέλα. Ο Μπουτς δεν την είχε κανρωτήσει γι’ αυτήν. Και ο κ. Μέινζ ήτανε τόσο απασχολημένος

12

που δεν το είχε προσέξει ότι έλειπε. Εξάλλου θα πρέπει ναήταν πάρα πολύ παλιά. Έσταζε κιόλας λίγο εκεί που οιασημένιες μπανέλες είχαν φάει το μεταξωτό ύφασμα απ’ τοτέντωμα. Και ήταν και ξεθωριασμένη. Το φως τη διαπερνούσε.Όχι, τον κ. Μέινζ δεν θα τον ένοιαζε που εκείνηχρησιμοποιούσε την παλιά του ομπρέλα.

Ωστόσο, το απόγευμα ήταν ατέλειωτο. Οι ώρες τωνμαθημάτων κρατούσαν κουραστικά πολύ. Τα παράθυρα ήτανκλειστά. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική. Συνήθως η Σούκι διασκέδαζεστα διαλείμματα, αλλά αυτή την ημέρα, αυτή τη βροχερή ημέρα,κανείς δεν μπορούσε να βγει έξω. Όλοι πήγαν στο γυμναστήριογια να παίξουν παιχνίδια! Εκείνη δεν ήθελε να παίξει τίποτε.

Αν μπορούσα τουλάχιστον να κουβεντιάσω ήρεμα με τον Κολλητό αντί ναείμαι μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία! Αυτά τα παιδιά στρίγγλιζαν σαν Ινδιάνοι! Κιαυτή η δασκάλα, γιατί δεν σταματάει να σφυρίζει με τη σφυρίχτρα;

Επιτέλους το διάλειμμα τέλειωσε και οι μαθητές μπήκανστη σειρά για να επιστρέψουν στις τάξεις τους.

Καθώς έφευγαν απ’ το γυμναστήριο, νάσου ο κ. Μέινζ στοχολ. Κoίταζε τη Σούκι στα μάτια κι εκείνη περίμενε ότι θαπροσπαθούσε να τη σταματήσει όταν πέρναγε. Αντίθετα όμως τηςχαμογέλασε και είπε, «Και πώς είναι σήμερα η μικρή δεσποινίςμε τα πόδια που χορεύουν;»

«Θαυμάσια, κ. Μέινζ,», είπε η Σούκι και του χαμογέλασεκι εκείνη.

Είναι όπως ήταν πάντα, είπε με το νου της η Σούκι. Δεν τονπειράζει που κρέμασα εκείνη την παλιά ομπρέλα στο ντουλάπι μου τωναποδυτηρίων –δεν τον πειράζει καθόλου.

Θα έπρεπε να ένιωθε καλύτερα μετά απ’ αυτό, αλλά δενένιωθε.

Στις τρεισήμιση, όταν χτύπησε το τελευταίο κουδούνι, ηΣούκι αναπήδησε. Το περίμενε ώρα τώρα, αλλά ξαφνιάστηκε όταντο άκουσε. Τι παράξενη, μπερδεμένη και γεμάτη λάσπες μέρα

13

ήταν αυτή. Τώρα ήταν υποχρεωμένη να μεταφέρει τέσσερα βιβλίαμαζί της στο σπίτι για διάβασμα επειδή δεν είχε διαβάσει στοσχολείο την ώρα της μελέτης. Και θα γίνονταν όλα μούσκεμα.Της Σούκι δεν της άρεσε καθόλου να τής βρέχονται τα βιβλίακαι τα χαρτιά. Αλλά και γιατί να βρέχονταν;

Αυτό είναι το ερώτημα που της πέρασε απ’ το μυαλό καθώςξαναπέρασε από το γραφείο του κ. Μέινζ. Εκείνος δεν ήτανεκεί. Η πόρτα με την επιγραφή «ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ» ήταν ανοιχτή.Αλλά ο κ. Μέινζ έλειπε.

Αν ήταν εκεί, η Σούκι –ήταν σίγουρη γι’ αυτό– θα έμπαινε μέσα και θα τουέλεγε, «κ. Μέινζ, έχω να κάνω όλο αυτό το διάβασμα στο σπίτι και ξέρετε ότιβρέχει καρεκλοπόδαρα. Μπορώ, σας παρακαλώ, να χρησιμοποιήσω την ομπρέλασας για να προστατέψω τα βιβλία μου από τη βροχή;»

Εκείνος θα κοίταζε πάνω απ’ τα γυαλιά του, θα έκανε ένα καταφατικό νόημακαι θα ’λεγε: «Και βέβαια, μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν, ευχαρίστωςνα χρησιμοποιήσετε την ομπρέλα μου –όποτε θέλετε!»

Επειδή η Σούκι ήταν βέβαιη ότι αυτό θα έλεγε, σύντομακίνησε για το σπίτι κρατώντας ξένοιαστα την κόκκινη ομπρέλαπάνω απ’ το κεφάλι της.

5ατά τις οκτώμιση το βράδυ της Τετάρτης η βροχή είχεγίνει ομίχλη, μια ομίχλη τόσο λεπτή που έμοιαζε ναδημιουργεί χρωματιστά δαχτυλίδια γύρω απ’ τα φώτα των

δρόμων και να μεταλλάσσεται σε σύννεφα-φαντάσματα κατά μήκοςτης αυλής πίσω απ’ το Kατάστημα Δώρων Γκόσο.

ΚΑπό το παράθυρό της η Σούκι δεν μπορούσε να δει ούτε τον

ψηλό πίσω φράχτη ούτε το μικρό κοντόχοντρο πευκάκι. Τομονοπάτι με τα άσπρα βότσαλα χανόταν σε μια μυστηριώδηθολούρα κι όταν η Σούκι έσκυψε απ’ το παράθυρο, μια ομίχληπου ’χε την αφή φτερών γαργάλησε τη μύτη, τα χέρια και ταμπράτσα της. Σίγουρα τον Κολλητό δεν θα τον πείραζε η ομίχλη, σκέφτηκε.

14

«Καλησπέρα, Σούκι».«Α, Κολλητέ, χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι εδώ!

Αισθάνεσαι λίγο καλύτερα;»«Ναι, καλή μου –μόλις κόπασε η βροχή, η υγεία μου άρχισε

να καλυτερεύει».Τότε το Αόρατο Παγώνι τέντωσε το μακρύ φιδίσιο λαιμό του

και βγήκε απ’ την τέντα των πράσινων φύλλων όπου είχε βρεικαταφύγιο.

«Έφαγες;» ρώτησε η Σούκι.«Ναι, Σούκι, υπήρχαν άφθονα σκουλήκια και μπορώ να πω

ότι κατέβαιναν και εύκολα κάτω».«Τα σκουλήκια δεν σου γρατζουνίζουν το λαιμό όπως

γίνεται με το καλαμπόκι και τα βότσαλα, δεν είν’ έτσι;»«Ευτυχώς, δεν τον γρατζουνίζουν».«Κάτι άλλο που είναι σημαντικό είναι να έχεις ένα ζεστό

μέρος για να κοιμηθείς, Κολλητέ. Γι’ αυτό απόψε πρέπει να’ρθεις να μείνεις μέσα μαζί μου».

Όταν το Αόρατο Παγώνι δίστασε γι’ αυτό, η Σούκι είπε,«Δεν θέλεις να έρθεις μέσα μαζί μου; Δεν με πεθύμησες σήμερα;Εγώ σε πεθύμησα. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να κερδίσουμε τοχαμένο χρόνο».

Καθώς ο Κολλητός άφηνε το κλαδί του όμορφου Δέντρου τουΠαραδείσου για ν’ ανέβει στο πρεβάζι του παράθυρου, κάπου στημεγάλη λίμνη μούγκρισε μια προειδοποιητική σειρήνα για τηνομίχλη.

«Είσαι πολύ γενναιόδωρη που μοιράζεσαι το δωμάτιό σουμαζί μου, Σούκι», είπε όταν μπήκε μέσα. «Αυτή θα ’ναι η πρώτηφορά που κοιμάμαι κάτω από στέγη από τότε που έφυγα απ’ τοζωολογικό κήπο».

Η Σούκι έκλεισε το παράθυρο γιατί είχε υγρασία.«Και τώρα κάνε σαν στο σπίτι σου», είπε, ενώ η ίδια

χωνόταν στο κρεβάτι της. Μετά το φαΐ, είχε βοηθήσει στο

15

ξεσήκωμα των πιάτων, είχε τελειώσει βιαστικά το διάβασμά της,είχε βγάλει τα ρούχα της, πλύνει τα δόντια της, βουρτσίσει ταμαλλιά της και πει την προσευχή της –όλα μέσα σε μία μόνοώρα!

«Μέχρι που μυρίζει και στεγνά εδώ μέσα», είπε το Παγώνι.«Είναι μήπως αυτή η μυρωδιά... μια απαλή μυρωδιά απόγιασεμί;»

«Α, ναι, αυτό είναι το καινούργιο αρωματικό ταλκ που μούέστειλε η γιαγιά μου απ’ την Καλιφόρνια». Η Σούκι τακτοποίησετα χοντρά μαξιλάρια στο κεφάλι του κρεβατιού και ξάπλωσε πάνωτους αναστενάζοντας, «Πω, πω! τι μέρα ήταν κι αυτή!» Έσβησετο φως που ήταν δίπλα της και είπε, «Ας μιλήσουμε στασκοτεινά, Κολλητέ. Θέλεις;»

«Ναι, ας μιλήσουμε στα σκοτεινά», είπε το Παγώνι.Φυσικά, αυτό το δωμάτιο εμένα μού φαίνεται παράξενο, κάτι πουμε κάνει λίγο νευρικό. Έτσι, μην ανησυχείς που θα γυρίζω γύρωγύρω για λίγο μέχρι να βρω μια μεριά να κουρνιάσω».

«Μπορείς να βλέπεις στο σκοτάδι όπως λένε ότι βλέπουν οιγάτες;» ρώτησε η Σούκι.

«Όχι, Σούκι, τα παγώνια δεν βλέπουν καλά τη νύχτα. Αλλάυπάρχει κάτι στο οποίο μοιάζουμε με τις γάτες».

«Τι;»«Και οι γάτες προφητεύουν τον καιρό, όπως κι εμείς. Άκου

τι λέει αυτή η παλιά ιταλική παροιμία»:Αν η γάτα πλένει το πρόσωπό της πάνω απ’ τ’ αυτί,αυτό είναι σημάδι ότι θα ’χει καλό καιρό.

«Στην Ολλανδία πάλι λένε κάτι άλλο»:Θα βρέξει, αν οι γάτες κάθονταιμε την πλάτη γυρισμένη στη φωτιά.Η Σούκι δεν σταμάταγε το χαχανητό. «Συνέχισε, Κολλητέ –

σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πες μου κι άλλα».«Αυτό το ξέρεις;»

16

Μια μύγα στη μύτη σου,τη χτυπάς και φεύγει.Αν ξαναγυρίσει,θα φέρει δυνατή βροχή.Η Σούκι χτύπησε παλαμάκια με τα χέρια της. «Κι άλλα! Πες

μου κι άλλα!»«Για να δω», είπε το Παγώνι. «Τι θα ’λεγες για ένα

τραγούδι της βροχής;»Βρέχεικαι πλημμυρίζει–ο γέρος ροχαλίζει– Χτύπησε το κεφάλι τουπηγαίνοντας στο κρεβάτι τουκαι δεν μπορούσε το πρωίνα σηκωθεί.Βροχή, βροχή, φύγε βροχήκι έλα ξανά μια άλλη φορά.Η Σούκι επανέλαβε τον τελευταίο στίχο πολλές φορές μέχρι

που θυμήθηκε κάτι: Μα εγώ δεν θέλω να φύγει η βροχή! Ξάφνου,ακούστηκε ένα

Φ-Ρ-Ο-Υ-Σ-Σ-Σ-Τ-Φ-Σ-Σ-Σ-Ι-Τ-Μ-Π-Α-Μ.

«Τι ήταν αυτό;» είπε ψιθυριστά το Παγώνι τρομαγμένο.Η Σούκι άναψε το φως. «Α, ξέρεις, θα ’ταν απλά εκείνη η

παλιά ομπρέλα».«Ομπρέλα; Αν ήξερα ότι είχες ομπρέλα, θα ερχόμουν στο

σχολείο μαζί σου σήμερα, Σούκι».«Καλά, αν εξακολουθεί να βρέχει, μπορείς να έρθεις

αύριο. Γι’ αυτό την έφερα σπίτι».«Είναι μια εξαιρετικά ασυνήθιστη ομπρέλα», είπε το

Παγώνι περιεργαζόμενο από κοντά το ασημένιο χερούλι της. «Δενθα ’πρεπε να την ανοίξεις να στεγνώσει;»

17

Η Σούκι πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και άνοιξε την κόκκινηομπρέλα. Την κράτησε πάνω απ’ το κεφάλι της και κοιτάχτηκεστον καθρέφτη.

«Όλοι πρέπει να ’χουν μια ομπρέλα, δεν νομίζεις,Κολλητέ; Γιατί δεν ξέρει κανείς πότε θα βρέξει».

«Ακριβώς», είπε το Παγώνι. Ήταν η πρώτη φορά σε δύομέρες που χρησιμοποιούσε την αγαπημένη του λέξη –σίγουροσημάδι ότι ένιωθε καλύτερα. «Πραγματικά, Σούκι, νομίζω ότι τησήμερον ημέρα η αξία της ομπρέλας δεν αναγνωρίζεται».

Εκείνη ήξερε ότι επρόκειτο να έχουν μια καλή συζήτηση.Έτσι, έβαλε την ομπρέλα σε μια γωνιά και ξαναχώθηκε στοκρεβάτι της. «Πραγματικά, δεν βλέπεις να κυκλοφορούν πολλέςομπρέλες», είπε η Σούκι.

«Όχι. Οι γυναίκες φορούν εκείνα τα κακόγουστα πλαστικάπου δένουν κάτω απ’ το σαγώνι τους και οι άντρες δεν φορούνκαπέλο. Δεν είναι λοιπόν ν’ απορείς που σχεδόν όλοι υποφέρουναπό ιγμορίτιδα». Το Αόρατο Παγώνι έβηξε.

«Ποιος νομίζεις ότι έφτιαξε μια τέτοια αστεία λέξη σαντη λέξη ομπρέλα;»

«Δεν ξέρω, Σούκι, αλλά η λέξη που χρησιμοποιούμε σήμεραπροέρχεται από μια λατινική λέξη, ‘ούμπρα’, που θα πει ‘μικρήσκιά’».

«Α, αυτό μ’ αρέσει», είπε η Σούκι. «Είσαι το σοφότεροπλάσμα στον κόσμο, Κολλητέ. Ξέρεις τα πάντα για τα πάντα!»

«Όχι τα πάντα», είπε το Αόρατο Παγώνι. «Θα υπάρχουνπάντα πολλά άλλα να μάθει κανείς. Όπως σου είπα την πρώτηφορά που συναντηθήκαμε, είμαι σοφός επειδή είμαι μεγάλος στηνηλικία».

Για ένα δυο λεπτά έγινε σιωπή στο δωμάτιο. Έπειτα ηΣούκι είπε, «Προφανώς θα ξέρεις κι ότι η ομπρέλα δεν είναιδική μου».

18

«Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν την έχω ξαναδεί ποτέμου, Σούκι. Τίνος είναι;»

Η Σούκι έστρεψε το βλέμμα της έξω απ’ το παράθυρο.«Είναι του κ. Μέινζ που είναι ο επιστάτης του σχολείου».

«Του ανθρώπου που σου χαμογελά και σε φωνάζει ‘η μικρήδεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν’;»

«Ναι, αυτουνού».«Είναι αρκετά μεγάλης αξίας, υποθέτω», είπε το Παγώνι.

«Θα πρέπει να είναι πολύ ευγενής που σ’ αφήνει να τηχρησιμοποιείς».

Η Σούκι κατσούφιασε. «Δεν είναι ακριβώς έτσι, ότι δηλαδήμου επέτρεψε να τη χρησιμοποιήσω».

Η Σούκι πολύ θα ήθελε να έλεγε κάτι το Αόρατο Παγώνι, αντί να περιμένειαπ’ αυτήν να συνεχίσει. Αλλά εκείνο δεν το έκανε.

«Αν νομίζεις ότι την έκλεψα αυτή την παλιά ομπρέλα,κάνεις λάθος. Δεν την έκλεψα!»

«Σου δίνω το λόγο μου ότι ποτέ δεν μου πέρασε τέτοιασκέψη απ’ το μυαλό», είπε ο Κολλητός. «Αλλά μοιάζει σαν ναπροσπαθείς να πείσεις η ίδια τον εαυτό σου γι’ αυτό. Πώςέγινε και ήρθε στα χέρια σου η ομπρέλα του κ. Μέινζ;»

Η Σούκι μετακίνησε τα μαξιλάρια. «Δεν την έκλεψα. Τηδανείστηκα».

«Χωρίς να το πεις στον κ. Μέινζ;»«Θα του το είχα πει, αλλά δεν ήταν στο γραφείο του

εκείνη τη στιγμή».«Δεν θα μπορούσες να άφηνες ένα σημείωμα, Σούκι;»«Αυτό δεν το σκέφτηκα. Ειλικρινά δεν το σκέφτηκα».Η Σούκι ήξερε ότι ο Κολλητός την πίστευε. Θα την πίστευε

όμως και ο κ. Μέινζ; Κι αν ο κ. Μέινζ νόμιζε ότι την είχε κλέψει την ομπρέλα;Μπορεί να το έλεγε στους δασκάλους της και στη μαμά και στο μπαμπά και στοΜπουτς. Αυτό θα ήταν φρικτό. Θα έπρεπε να εξαφανιστεί. Κανείς δεν θέλει να ’χεικλέφτες κοντά του.

19

«Αλλά εγώ δεν είμαι κλέφτρα», είπε δυνατά. «Ό,τι και νασκέφτεται ο κ. Μέινζ για μένα, δεν είμαι κλέφτρα. Σκοπεύω νατου επιστρέψω την ομπρέλα αύριο το πρωί κιόλας –το πρώτοπράγμα που θα κάνω. Απλά τη δανείστηκα. Αυτό είν’ όλο».

Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι μόλις λίγες ώρες πρινένιωθε περήφανη να γυρνάει σπίτι της μες στη βροχή κρατώνταςτην κόκκινη ομπρέλα που την προστάτευε. Τώρα όμως ευχόταν ναμην την είχε δει ποτέ της και να μην είχε ποτέ αγγίξει τονκαμπυλωτό λαιμό του κύκνου. Ήταν πραγματικά σαν μια «ούμπρα»,σαν μια σκιά, αλλά μια σκιά τόσο βαριά που της πλάκωνε τοστήθος. Πώς γίνεται κι η παλιά αυτή ομπρέλα την έκανε να νιώθει ότι θέλει νακλάψει;

«Είμαι σίγουρος ότι ο κ. Μέινζ θα σε πιστέψει, Σούκι»,είπε το Παγώνι. «Αν του πεις ότι ήθελες να δανειστείς τηνομπρέλα γι’ απόψε το βράδυ και όχι να την κρατήσεις, θα σεπιστέψει. Αλλά, βέβαια, αν είναι σαν τους περισσότερουςανθρώπους, δεν θα του αρέσει που τη δανείστηκες χωρίς να τονρωτήσεις».

Υπήρχε καλοσύνη στον τόνο της φωνής του Κολλητού, παρόλοπου μιλούσε πάρα πολύ σοβαρά. «Θυμάσαι τις προάλλες που οΜπουτς δανείστηκε το δικό σου μίνι ανεμόπλανο; Δεν το είχεκλέψει, δεν είν’ έτσι;»

«Όχι, το ξανάφερε, αλλά το είχε σπάσει».«Ναι, Σούκι, το έσπασε και μάλιστα δεν πίστευε ότι αυτό

είχε μεγάλη σημασία γιατί είπε ότι θα σου έφτιαχνε ένα άλλοακριβώς σαν κι εκείνο».

«Δεν μπορούσε, όμως, Κολλητέ, γιατί εκείνο το είχεφτιάξει ο μπαμπάς».

«Ακριβώς. Εκείνο το ανεμόπλανο δεν μπορεί ποτέ νααντικατασταθεί εξαιτίας της σημασίας που είχε για σένα –μόνογια σένα. Για το Μπουτς είναι ίδιο σαν όλα τ’ άλλα που έχει

20

φτιάξει. Και θα στο αντικαταστήσει, αλλά δεν θα είναι το ίδιοπράγμα, δεν είν’ έτσι, Σούκι;»

«Πραγματικά. Εκείνο το είχε φτιάξει ο μπαμπάς και μεείχε αφήσει να κολλήσω εγώ την ουρά».

«Βλέπεις λοιπόν; Το να έχει κανείς κάτι δικό του μπορείνα είναι σημαντικό για λόγους που μόνο ο ιδιοκτήτηςκαταλαβαίνει. Αυτός είναι και ο λόγος που εσύ κι εγώ πρέπεινα σεβόμαστε την ιδιοκτησία των άλλων».

«Αλλά εγώ δεν την έσπασα την ομπρέλα».«Σωστά, Σούκι, αλλά θα μπορούσε κάποιος να την είχε

πάρει απ’ το μαγαζί ή να τη γυρίσει ανάποδα ο αέρας. Μερικέςφορές, όταν δανειζόμαστε, δανειζόμαστε προβλήματα».

«Πραγματικά, αυτό θα ήταν πρόβλημα», είπε η Σούκι καθώςέφερε στη μνήμη της εκείνα τα γεμάτα αγωνία λεπτά που είχεπεράσει το μεσημέρι όταν η μαμά είχε βάλει την ομπρέλα αλλού,κάτι που εκείνη δεν ήξερε. «Θα την επιστρέψω στον κ. Μέινζ τοπρωί πριν αρχίσει το σχολείο».

Ο Κολλητός χαμογέλασε. «Κι εγώ θα έρθω μαζί σου».

6ο ρολόι με το γαλάζιο πλαίσιο, τη φωτεινή όψη και τοχαρωπό τικ τακ είπε στη Σούκι ότι η ώρα ήταν οκτώμισηκι εκείνη διάσχισε το Κατάστημα Δώρων Γκόσο στις μύτες

των ποδιών της. Έλπιζε ότι η μαμά κι ο μπαμπάς θαεξακολουθούσαν να μιλούν για τον καιρό και δεν θα πρόσεχανπως έφευγε για το σχολείο νωρίτερα απ’ το κανονικό.

Τ«Νόμιζα ότι η βροχή σταμάτησε όταν πήγαμε για ύπνο χτες

το βράδυ», είπε η μαμά, «αλλά κοίτα τι γίνεται τώρα».«Η εφημερίδα λέει ότι θα σταματήσει το απόγευμα», είπε ο

μπαμπάς γυρίζοντας στη σελίδα των σπορ της εφημερίδας ‘ΤοΒήμα’».

21

«Εγώ λέω πότε να σταματήσει!» είπε η μαμά ενώξεπακετάριζε ένα κασόνι με κουδουνάκια από κείνα που χτυπούνμε το θρόισμα του αέρα. «Το μαγαζί έχει τέτοια υγρασία –ούτεσπηλιά!»

Από την εξώπορτα η Σούκι φώναξε ‘μπάι-μπάι’, αλλά τοείπε σιγανά. Να γινόταν το κουδουνάκι της πόρτας να ξέχναγενα χτυπήσει! Ωστόσο, η μαμά κι ο μπαμπάς δεν τηνκαλοπρόσεξαν, αν και η μαμά έγνεψε με το χέρι της.

Η Σούκι άνοιξε την ομπρέλα και είπε, «Έλα κοντά μου,Κολλητέ, γιατί, όπως βλέπεις, αυτή η παλιά ομπρέλα δεν είναιαρκετά μεγάλη».

Αν δεν παίζω στο δρόμο, δεν μου παίρνει ούτε δέκα λεπτά να πάω στοσχολείο με τα πόδια, είπε με το νου της η Σούκι. Τώρα ο κ. Μέινζ θαείναι σίγουρα στο γραφείο του. Έβαλε το αδιάβροχο και τις γαλότσεςτης στο ντουλαπάκι όπως ακριβώς είχε κάνει και χτες.

«Θα γυρίσω στις δώδεκα, Κολλητέ. Να με περιμένεις εδώ».«Εντάξει», είπε το Αόρατο Παγώνι. «Ξέρω ότι ο κ. Μέινζ

θα καταλάβει για την ομπρέλα, αν του πεις την αλήθεια».Και γιατί δεν θα του ’λεγα την αλήθεια; σκέφτηκε η Σούκι καθώς

προχωρούσε βιαστικά στο διάδρομο.Να, το γραφείο του κ. Μέινζ και η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Ξάφνου, ένιωσε τα πόδια της ασήκωτα, λες και ήταν από ατσάλι.Όταν έκανε τα τέσσερα τελευταία βήματα προς την πόρτα

ήταν τόσο κουρασμένη που θα σωριαζόταν κάτω. Έπειτα, κοίταξεμέσα στο μικρό δωματιάκι. Το συρταρωτό τραπεζάκι ήτανκλεισμένο σφιχτά, η καρέκλα ήτανε στη θέση της, τα ράφιαξεσκονισμένα και τακτοποιημένα, οι σκουπιδοτενεκέδεςαδειασμένοι και ο καλόγερος να περιμένει...

Δεν είν’ εδώ, είπε μέσα της η Σούκι. Δεν χρειάζεται να του πωτίποτε. Μπορώ απλά να κρεμάσω την ομπρέλα στο γάντζο. Ο κ. Μέινζ μπορεί ναμην πρόσεξε καν ότι έλειπε. Αν δεν το πρόσεξε, δεν είναι ανάγκη να του πω ότι την

22

είχα πάρει εγώ. Κανείς δεν θα το ξέρει αυτό. Το σημαντικό είναι να την ξαναβάλωστη θέση της. Αυτό είναι που μετράει.

Η Σούκι κρέμασε την κόκκινη ομπρέλα στο μπρούτζινογάντζο απ’ όπου την είχε πάρει.

Έξω απ’ την τάξη της η Σούκι είδε μια ομάδα από αγόριακαι κορίτσια που διάβαζαν ένα τοιχοκολλημένο χαρτί στονπίνακα των ανακοινώσεων. Ο Μπουτς ήταν εκεί κι όταν την είδενα πλησιάζει, της φώναξε, «Σούκι, έλα να δεις».

«Τι;»«Λείπει η ομπρέλα του γερο-Μέινζ».Η Σούκι παραλίγο να πει, «Μη μου πεις, δεν το πιστεύω»,

αλλά κρατήθηκε.«Η δεσποινίς Κέλυ έχει βάλει μια ανακοίνωση», είπε ο

Μπουτς και γύρισε να της τη διαβάσει. Θα μπορούσε να τη διαβάσεικαι μόνη της. Καλά, άσ’ τον να κάνει τον ξερόλα».

Ο Μπουτς μιμήθηκε τη φωνή της δεσποινίδας Κέλυς καθώςδιάβασε:

«ΑΠΟΛΕΣΘΕΝΤΑ

Παρακαλείται το πρόσωπο που πήρε την ομπρέλα από τογραφείο του επιστάτη να την επιστρέψει. Δεν θα του ζητηθούνεξηγήσεις, αλλά πρέπει να επιστραφεί αμέσως.(υπογραφή) Δεσποινίς Κέλυ, Αίθουσα 203»

Και όλοι γέλασαν. Όλοι εκτός από τη Σούκι.«Σου το ’χα πει ότι κάποιος θα ’κλεβε κάτι απ’ την τρύπα

του γερο-Μέινζ, αν εξακολουθούσε ν’ αφήνει την πόρταανοιχτή», είπε ο Μπουτς.

«Γιατί τον λες ‘γερο-Μέινζ’; Είναι τόσο ευγενικός».«Τι σχέση έχει αυτό με την ηλικία του, Σούκι; Είναι

πραγματικά γέρος, γέρος σαν το Τζώρτζ Γουάσινγκτον», είπε οΜπουτς και μετά την τσίγκλησε με τη στοίβα των βιβλίων του σε

23

μια φιλική κίνηση. «Τι σ’ έχει πιάσει, Σούκι; Σου έχειχαλάσει τη διάθεση η βροχή;»

«Πολύ θα ήθελες να ξέρεις!» είπε η Σούκι και πήγε στοθρανίο της.

Το αργοπορημένο κουδούνι χτύπησε κι όλοι κάθησαν κάτω. Ηδεσποινίς Κέλυ πήρε παρουσίες και μετά είπε, «Σούκι, έρχεσαιεδώ;»

Της Σούκι πάντα τής άρεσε να βοηθάει τη δεσποινίδα Κέλυ,αλλά σήμερα θα προτιμούσε να είχε φωνάξει κάποιον άλλο.

«Αυτές οι ιχνογραφίες έχουν βαθμολογηθεί. Τις μοιράζειςσε παρακαλώ στους συμμαθητές σου;»

«Μάλιστα, δεσποινίς Κελυ».«Ευχαριστώ, Σούκι».Η Σούκι πήγαινε πάνω κάτω στις σειρές των θρανίων

διαβάζοντας τα ονόματα των συμμαθητών της: Μπεθ, Βίβιαν, Πολ,Μαίρη, Κέβιν, Τόι, Ρωξάνη, Σκοτ, Άιρις, Κλωντέτ, Ράντι, Μαίρη Κέι, Τζορτζ,Γιουτζίν, Δάφνη, Έντουαρντ, Ρίβα, Γουέρνερ, Αλφρέντο, Τζούντι (η ΤζούντιΜατσουόκα ήταν απ’ το κυριακό σχολείο της), Ντενίζ και Κεν.

Η δική της ιχνογραφία ήταν εικοστή τρίτη. Την κρατούσετελευταία ενώ μοίραζε τις υπόλοιπες στους άλλους. Καθώς ηΣούκι κάθησε στο θρανίο της, την ξανακοίταξε. Είχε ξεχάσει τιείχε ζωγραφίσει. Και νάσου το κοχύλι με την κόκκινη ομπρέλαανοιγμένη από πάνω του!

Η δεσποινίς Κέλυ ήξερε για την ομπρέλα!

7έχρι τις δώδεκα η Σούκι είχε πάρει την απόφασή της. Ανο κ. Μέινζ ήτανε στο γραφείο του, θα πήγαινε μέσακατευθείαν και θα του έλεγε τι συνέβη.ΜΤην είχαν κουράσει αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα. Η

σκιά της ομπρέλας έκανε σκοτεινό το καθετί. Ο Κολλητός θα την

24

περίμενε και, παρόλο που είχε σχεδιάσει να τον αφήσει ναπιστεύει ότι είχε μιλήσει στον κ. Μέινζ χωρίς στηνπραγματικότητα να έχει μιλήσει, τώρα ήξερε πως το μόνο πράγμαπου μπορούσε να κάνει ήταν να πει την αλήθεια.

Θα έλεγε τα πάντα στον κ. Μέινζ και ίσως όλα να πήγαινανκαλά μ’ αυτό τον τρόπο, όπως είχε πει ο Κολλητός ότι θαγινόταν. Είχε πει, «Ξέρω ότι ο κ. Μέινζ θα καταλάβει για τηνομπρέλα, αν του πεις την αλήθεια».

Η Σούκι κατέβαινε τη σκάλα και σκεφτόταν... σκεφτόταν...Η πόρτα ήταν ανοιχτή.Ήταν εκεί.«Χαίρετε, χαίρετε! Και πώς είναι η μικρή δεσποινίς με τα

πόδια που χορεύουν;» αναφώνησε ο κ. Μέινζ.Μπορεί να μη μου το ξαναπεί ποτέ αυτό μετά που θα τού μιλήσω,

σκέφτηκε από μέσα της η Σούκι. «Χαίρετε κ. Μέινζ. Μπορώ νασας μιλήσω;» Η φωνή της έτρεμε.

Ο κ. Μέινζ κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του με περιέργειακαι της έκανε νόημα. «Και βέβαια, μικρή δεσποινίς, καιβέβαια. Ελάτε μέσα».

Η Σούκι ήθελε να το βάλει στα πόδια και να φύγει, αλλάήταν πολύ αργά.

«Αυτό που έχω να σας πω κ. Μέινζ είναι εμπιστευτικό.Υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω».

Ο κ. Μέινζ τράβηξε μια καρέκλα και έκανε νόημα στη Σούκινα καθήσει. «Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε».

«Καθήστε εσείς στην καρέκλα, κ. Μέινζ», είπε η Σούκι.«Εγώ προτιμώ να μείνω όρθια». Ο γερο-επιστάτης κάθησε κάτω μετο πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν στοίδιο επίπεδο με τα δικά της. Μπορούσαν να κοιτάζουν ο έναςτον άλλο.

«Κε Μέινζ, εγώ την πήρα την ομπρέλα σας».

25

«Την πήρατε, μικρή δεσποινίς; Περίεργο. Γιατί η ομπρέλαπρέπει να ξαναβρήκε το δρόμο για το γραφείο μου! Βλέπετε;Κρέμεται στη συνηθισμένη της θέση».

«Αλλά την έφερα πίσω», είπε η Σούκι, «πριν δω τηνανακοίνωση της δεσποινίδας Κέλυ στον πίνακα τωνανακοινώσεων».

Ο κ. Μέινζ έτριψε το σαγώνι του. «Είπα στη δεσποινίδαΚέλυ να μην κάνει τον κόπο –η ομπρέλα μου θα ξαναγύριζε ότανθα ήταν η ώρα της».

«Η δεσποινίς Κέλυ ήξερε ότι την έχω εγώ, αλλά νομίζειότι την έκλεψα. Δεν το έκανα, κ. Μέινζ. Δεν έκλεψα τηνομπρέλα σας. Τη δανείστηκα. Και αυτό όχι για να μεπροστατέψει από τη βροχή. Το αδιάβροχό μου έχει κουκούλα. Μούφάνηκε όμως τόσο όμορφη που ήθελα να τη βλέπω για λίγο».

«Καταλαβαίνω, μικρή δεσποινίς». Ο κ. Μέινζ άπλωσε τοχέρι του προς τη μεριά της ομπρέλας και την ξεκρέμασε απ’ τογάντζο. «Ναι, είναι όμορφη. Κι εσύ είσαι όμορφη, το ίδιοόμορφη όπως και το κοριτσάκι για το οποίο φτιάχτηκε εδώ καιπολλά, πολλά χρόνια. Έμενε σε μια πόλη μακριά από ’δω καιάγνωστη σ’ εσένα, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Ο πατέρας τηςήταν καλλιτέχνης. Ήτανε γνωστός σ’ ολόκληρη την Ευρώπη για τηδουλειά του στο ασήμι. Έφτιαξε αυτή τη μικρή ομπρέλα για τημοναχοκόρη του. Κι έφτιαξε ο ίδιος το χερούλι με τέτοιοντρόπο ώστε να χωράει στην παλάμη της».

Ο κ. Μέινζ πέρασε τα δύσκαμπτα δάχτυλά του πάνω στοκομψά σκαλισμένο κεφάλι του κύκνου. Οι αρθρώσεις των χεριώντου ήταν πρησμένες και κόκκινες, αλλά υπήρχε κάτι τόσο απαλόστο άγγιγμά του που εναρμονιζόταν με την έκφραση των ματιώνκαι τον τόνο της φωνής του.

«Να, μικρή δεσποινίς, κρατήστε την». Έβαλε το χερούλιτης ομπρέλας στο δεξί της χέρι και μετά έκλεισε τα δάχτυλάτης γύρω απ’ αυτό. «Α, βλέπω ότι είναι και στα μέτρα σας!»

26

«Είναι παλιά, πολύ παλιά, δεν είν’ έτσι κ. Μέινζ;» ρώτησεη Σούκι.

«Ναι, μικρή δεσποινίς. Δείτε τι γράφει εδώ, στοεσωτερικό της καμπύλης που σχηματίζει το χερούλι: για την Ίντα –Άμστερνταμ – 1909». Ο κ. Μέινζ αναστέναξε. «Ξέρετε, το έτος1909 ήταν πολλά, πολλά χρόνια πριν. Εγώ ήμουν τότε στηνηλικία σας και η Ίντα ήταν έξι χρονών. Εκείνη και ηοικογένειά της ζούσαν κοντά στη δική μου οικογένεια. Ήτανστην οδό Ραφαέλ Πλέιν. Πηγαίναμε για πικ-νικ στο πάρκο και ηομπρέλα ήταν πάντοτε μαζί μας. Τα πόδια μου μεγάλωναν και ταβήματά μου πήγαιναν γρήγορα οπότε έπρεπε να σκύβω για να δωτην Ίντα κάτω απ’ την ομπρέλα. Εκείνη γέλαγε και τίναζε ταμακριά μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν μαύρα και γελαστά.Η κόκκινη ομπρέλα ήταν κι αυτή ένα κομμάτι της εμφάνισής τηςεκείνη την εποχή».

«Ήταν η αγαπημένη σας φίλη στα παιχνίδια;» ρώτησε ηΣούκι.

«Πάντοτε, μικρή δεσποινίς. Γιατί όταν μεγαλώσαμε, τηνπαντρεύτηκα. Για είκοσι τρία χρόνια η Ίντα ήταν η καρδιά μου,ο πιο αγαπημένος μου θησαυρός».

Ο κ. Μέινζ έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα μάτιατου με το πίσω μέρος του χεριού του. Η Σούκι μπορούσε νακαταλάβει ότι ήταν λυπημένος.

«Τής συνέβη τίποτε –της Ίντας;»Ο κ. Μέινζ έκλεισε τα μάτια του κι η σιωπή μεταξύ τους

πήρε μια επίσημη μορφή. Τέλος είπε, «Σκοτώθηκε. Τη σκότωσεένας τρελός, ένας που τον έλεγαν Αδόλφο Χίτλερ. Προσπάθησε ναμας σκοτώσει όλους εμάς –τους εβραίους. Αλλά εγώ γλίτωσα.Μερικές φορές θα ήθελα να ήμουν με την Ίντα».

Η Σούκι έβαλε την ομπρέλα στα γόνατα του κ. Μέινζ καιακούμπησε τα μικρά της χέρια επάνω στα μεγάλα δικά του.

27

«Λυπάμαι, κ. Μέινζ. Λυπάμαι για την Ίντα σας. Καιλυπάμαι και για την ομπρέλα. Δεν ήξερα ότι είναι το πιοαγαπητό σας αντικείμενο. Δεν είχα το δικαίωμα να τη δανειστώ.Ο κολλητός μου φίλος λέει ότι το να έχει κάποιος κάτι δικότου μπορεί να είναι σημαντικό για λόγους που τουςκαταλαβαίνει μόνο ο ιδιοκτήτης τους. Αυτός είναι ο λόγος πουπρέπει να σέβομαι την ιδιοκτησία των άλλων».

Ο κ. Μέινζ φόρεσε τα γυαλιά του και κοίταξε τη Σούκιπάνω απ’ αυτά, όπως έκανε πάντα.

«Η ιδιοκτησία είναι μόνο αντικείμενα, μικρή δεσποινίς»,είπε. «Τα αντικείμενα δεν αντέχουν στο χρόνο. Δεν μένουν γιαπάντα. Αλλά συχνά είναι πράγματα που συμβολίζουν ήσηματοδοτούν κάτι άλλο: αναμνήσεις και εμπειρίες που οθάνατος δεν μπορεί να σβήσει. Έτσι, όπως το λιοντάρι είναισύμβολο δύναμης στο βιβλίο σας με τα παραμύθια, αυτή ηομπρέλα είναι ένα σύμβολο αγάπης και ευτυχίας για μένα. Αλλάεσείς είστε η μόνη που το ξέρετε αυτό. Ο Θεός έφτιαξε τονκαθέναν μας μ’ έναν ιδιωτικό χώρο βαθιά μέσα του. Εσείς κι οΘεός ξέρετε τι σημαίνει για μένα αυτή η ομπρέλα και το γιατί.Αλλά αυτό το γιατί δεν θα το μοιραστείτε με κανέναν άλλο. Αυτόείναι η δική μου ιδιωτική ανάμνηση».

«Ευχαριστώ, κ. Μέινζ».Αυτό ήταν όλο κι όλο που είπε η Σούκι. Όμως εννοούσε

πολύ περισσότερα. Ωστόσο, το μόνο που μπορούσε να πει ήταν,«Ευχαριστώ κ. Μέινζ».

Πήρε την ομπρέλα και την κρέμασε στον καλόγερο, στομπρούτζινο γάντζο της.

«Δεν θα την ξαναδανειστώ ποτέ χωρίς να ρωτήσω», είπε.Ο κ. Μέινζ σηκώθηκε με αργές κινήσεις. «Όποτε θέλετε,

μικρή δεσποινίς με τα πόδια που χορεύουν», είπε. «Όποτεθέλετε μπορείτε να με ρωτήσετε και ξέρετε τι θα πω;»

«Ναι, κ. Μέινζ, ξέρω», είπε η Σούκι.

28

8

Κολλητός θα περίμενε στα αποδυτήρια. Η Σούκι ήταν σίγουρη γι’αυτό. Αλλά ένιωθε σχεδόν πιο κοντά στον κ. Μέινζ. Γιατίεκείνον μπορούσε να τον δει. Μπορούσε να τού κρατήσει το

χέρι. Χρειαζόταν και τον κ. Μέινζ για φίλο, το ίδιο όπωςχρειαζόταν και το Αόρατο Παγώνι.

ΟΜερικά πράγματα είναι ανάγκη να τα γνωρίζουμε με το να τα βλέπουμε,

σκέφτηκε η Σούκι. Μάς βοηθούν να σιγουρευτούμε για τα σπουδαίαπράγματα που δεν μπορούμε να δούμε.

Η δεσποινίς Κέλυ δεν μπορεί να με ξέρει εμένα τώρα στο μέσα μου, γιατίγνωρίζει μόνο τον εξωτερικό εαυτό μου. Ίσως εξακολουθεί να πιστεύει ότι έκλεψατην ομπρέλα. Κι αν σκέφτεται έτσι, ίσως νομίζει ότι έχω ένα βαρύ αίσθημα μέσαμου. Αλλά εγώ δεν έχω. Το καθετί μέσα μου είναι εντάξει. Η σκιά έχει φύγει.Ωστόσο, μπορώ να νιώσω τη λύπη του κ. Μέινζ.

«Να ’σαι λοιπόν, Κολλητέ», είπε η Σούκι ανοίγοντας τοντουλαπάκι της στα αποδυτήρια. «Θ’ αργήσουμε πάρα πολύ για τομεσημεριανό φαγητό». Έβαλε το αδιάβροχό της.

«Δεν θα το χρειαστείς αυτό, Σούκι», είπε το ΑόρατοΠαγώνι. «Ξάνοιξε ο καιρός. Βγήκε ήλιος. Η βροχή σταμάτησε».

Περπάτησαν πλάι πλάι όσο γρηγορότερα μπορούσαν και, ενώπερίμεναν το συνοδό ασφαλείας να τους περάσει απ’ τηναπέναντι πλευρά της οδού Κλαρκ, ο Κολλητός τη ρώτησε,«Κατάλαβε ο κ. Μέινζ, Σούκι;»

«Ναι, βέβαια, ακριβώς όπως είχες πει ότι θα καταλάβαινε.Και του είπα την αλήθεια, όπως μου είπες να του πω».

«Είμαι περήφανος για σένα, Σούκι. Πραγματικά περήφανος!»Το Αόρατο Παγώνι προχώρησε εμπρός κουνιστό και λυγιστό

και μετά γύρισε πίσω να την κοιτάξει. Καθώς το έκανε, τίναξετο κορμί του και ξεδίπλωσε την ουρά του μέχρι που τα χάλκιναφτερά του με τα γαλαζοπράσινα μάτια σχημάτισαν αψιδωτά μια

29

ιριδίζουσα βεντάλια. Στο φως του ήλιου η κορφή του λειριούτου και το γαλάζιο του στήθος έλαμψαν όπως λάμπουν τακοσμήματα από σμαράγδι και ζαφείρι.

Αυτή η ομορφιά έκανε τη Σούκι να σκεφτεί τον κ. Μέινζ.Ευχόταν να μπορούσε να τη δει κι εκείνος.

30