43
1 Η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη ως Περιφερειακό Υποσύστημα Στέλιος Αλειφαντής Νικόλαος Τζιφάκης Σκοπός της δημοσίευσης αυτής είναι να αποτελέσει μια καταρχήν εισαγωγή στην μελέτη του βαλκανικού χώρου ως ένα “περιφερειακό υποσύστημα” της διεθνούς πολιτικής, να δώσει ώθηση σ’ ένα επιστημονικό διάλογο γύρω από το ζήτημα. Στην μελέτη περιφερειών δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό κεκτημένο καθολικά αποδεκτό από τους μελετητές. Πολύ περισσότερο στην ελληνική βιβλιογραφία απουσιάζει μια διαπραγμάτευση ανάλογη με τις αντίστοιχες ερευνητικές προσπάθειες του εξωτερικού. Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις του βαλκανικού χώρου τόσο στην ιστορική, όσο και στην σύγχρονη διάσταση τους έχουν διεξοδικά διερευνηθεί στην ελληνική βιβλιογραφία. Όλες αυτές οι μελέτες σαφέστατα υποδηλώνουν ότι ο βαλκανικός χώρος συνιστά μια ευδιάκριτη διεθνή περιοχή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που είναι δυνατόν να συνθέτουν ένα “περιφερειακό υποσύστημα” της διεθνούς πολιτικής. Ωστόσο, αυτή καθαυτή η υπόθεση δεν έχει συστηματικά διερευνηθεί στην ελληνική βιβλιογραφία. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια καταρχήν εξέταση της υπόθεσης ύπαρξης ενός βαλκανικού «υποσυστήματος» ως ερμηνευτικού πλαισίου των ιστορικών και σύγχρονων εξελίξεων της περιοχής. Ωστόσο, προκειμένου να προσδιοριστεί το ερμηνευτικό πλαίσιο αναφοράς είναι απαραίτητη η σύντομη επισκόπηση των σχετικών με την περιφέρεια προσεγγίσεων. Η επισκόπηση αυτή επιχειρεί να προσφέρει στον μελετητή ορισμένες βασικές οριοθετήσεις, παρά μια συνολική και κριτική διαπραγμάτευση των διαφόρων επιμέρους αντιλήψεων σχετικά με την περιφέρεια. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι υφίστανται σοβαρές επιστημονολογικές διαφορές όπως άλλωστε και διαφορές προσέγγισης μεταξύ των μελετητών που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη μια συμφωνία σ΄ ένα θεωρητικό κεκτημένο που αφορά το ζήτημα της περιφέρειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις μια ακαδημαϊκή επισκόπηση έχει να αντιμετωπίσει ακόμη και ένα καθόλα υπαρκτό πρόβλημα σ’ ότι αφορά τον όρο «περιφέρεια», ο οποίος εμφανίζεται ως ορολογία διαφορετικά σε κάθε μελετητή ανάλογα πάντα με τις ευρύτερες θεωρητικές προτιμήσεις του. Οι όροι «περιφερειακό υποσύστημα», «περιφέρεια», «διεθνή περιοχή» χρησιμοποιούνται σ΄ αυτό το κείμενο ως ταυτόσημοι έχοντας συνείδηση του ότι έχουν διαφορετικές

Η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη ως Περιφερειακό Υποσύστημα (2001)

Embed Size (px)

Citation preview

1

Η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη ως Περιφερειακό Υποσύστημα

Στέλιος Αλειφαντής – Νικόλαος Τζιφάκης

Σκοπός της δημοσίευσης αυτής είναι να αποτελέσει μια καταρχήν εισαγωγή στην

μελέτη του βαλκανικού χώρου ως ένα “περιφερειακό υποσύστημα” της διεθνούς

πολιτικής, να δώσει ώθηση σ’ ένα επιστημονικό διάλογο γύρω από το ζήτημα. Στην

μελέτη περιφερειών δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό

κεκτημένο καθολικά αποδεκτό από τους μελετητές. Πολύ περισσότερο στην ελληνική

βιβλιογραφία απουσιάζει μια διαπραγμάτευση ανάλογη με τις αντίστοιχες

ερευνητικές προσπάθειες του εξωτερικού. Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις

του βαλκανικού χώρου τόσο στην ιστορική, όσο και στην σύγχρονη διάσταση τους

έχουν διεξοδικά διερευνηθεί στην ελληνική βιβλιογραφία. Όλες αυτές οι μελέτες

σαφέστατα υποδηλώνουν ότι ο βαλκανικός χώρος συνιστά μια ευδιάκριτη διεθνή

περιοχή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που είναι δυνατόν να συνθέτουν

ένα “περιφερειακό υποσύστημα” της διεθνούς πολιτικής. Ωστόσο, αυτή καθαυτή η

υπόθεση δεν έχει συστηματικά διερευνηθεί στην ελληνική βιβλιογραφία. Στην

παρούσα μελέτη επιχειρείται μια καταρχήν εξέταση της υπόθεσης ύπαρξης ενός

βαλκανικού «υποσυστήματος» ως ερμηνευτικού πλαισίου των ιστορικών και

σύγχρονων εξελίξεων της περιοχής. Ωστόσο, προκειμένου να προσδιοριστεί το

ερμηνευτικό πλαίσιο αναφοράς είναι απαραίτητη η σύντομη επισκόπηση των

σχετικών με την περιφέρεια προσεγγίσεων. Η επισκόπηση αυτή επιχειρεί να

προσφέρει στον μελετητή ορισμένες βασικές οριοθετήσεις, παρά μια συνολική και

κριτική διαπραγμάτευση των διαφόρων επιμέρους αντιλήψεων σχετικά με την

περιφέρεια. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι υφίστανται σοβαρές επιστημονολογικές

διαφορές όπως άλλωστε και διαφορές προσέγγισης μεταξύ των μελετητών που

καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη μια συμφωνία σ΄ ένα θεωρητικό κεκτημένο που

αφορά το ζήτημα της περιφέρειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις μια ακαδημαϊκή

επισκόπηση έχει να αντιμετωπίσει ακόμη και ένα καθόλα υπαρκτό πρόβλημα σ’ ότι

αφορά τον όρο «περιφέρεια», ο οποίος εμφανίζεται ως ορολογία διαφορετικά σε κάθε

μελετητή ανάλογα πάντα με τις ευρύτερες θεωρητικές προτιμήσεις του. Οι όροι

«περιφερειακό υποσύστημα», «περιφέρεια», «διεθνή περιοχή» χρησιμοποιούνται σ΄

αυτό το κείμενο ως ταυτόσημοι έχοντας συνείδηση του ότι έχουν διαφορετικές

2

εννοιολογικές καταβολές και αναφορές. Για τις ανάγκες, ωστόσο, αυτής της

διαπραγμάτευσης προτιμάται συνήθως η «περιφέρεια» ως καταλληλότερος όρος

χωρίς να υπάρχει άκαμπτη εμμονή σε μια «τυπολογία». Η δημοσίευση αναπτύσσεται

σε τρεις ενότητες:

στην πρώτη ενότητα θα γίνει μια επισκόπηση της χρήσης “περιφερειακού

υποσυστήματος” στην διεθνολογική βιβλιογραφία.

στην δεύτερη ενότητα επιλέγονται οι βασικές προσδιοριστικές παράμετροι

ενός περιφερειακού υποσυστήματος με βάση τις οποίες θα γίνει η

καταρχήν εξέταση του βαλκανικού χώρου,

στην τρίτη ενότητα γίνεται μια γενική αναφορά στην ύπαρξη ορισμένων

προσδιοριστικών παραμέτρων ενός περιφερειακού υποσυστήματος στα

Βαλκάνια.

Α. Η χρήση της Περιφέρειας (Region)

ως Επίπεδο Ανάλυσης στις Διεθνείς Σχέσεις

Ο μελετητής της διεθνούς πολιτικής, χρησιμοποιώντας το κράτος ως κεντρική

μονάδα ανάλυσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει ως επίπεδο ανάλυσης ένα από τα εξής:

α) το εθνικό επίπεδο, δηλαδή να εξετάσει τις πολιτικές εξελίξεις σε ένα μεμονωμένο

κράτος (π.χ. επιλογές εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικά ζητήματα), β) το

περιφερειακό επίπεδο, δηλαδή τις εξελίξεις σε μια ευρύτερη περιοχή όπως είναι η

Μέση Ανατολή ή τα Βαλκάνια, και γ) το παγκόσμιο επίπεδο, με άλλα λόγια να

διερευνήσει τις εκάστοτε διεργασίες ανάμεσα στις ισχυρότερες δυνάμεις της διεθνούς

κοινότητας και τα κεντρικά φαινόμενα της παγκόσμιας πολιτικής.

Ωστόσο, ενώ η σημασία του εθνικού και του παγκόσμιου επιπέδου ως αναλυτικά

κατασκευάσματα για την κατανόηση των διεθνών σχέσεων γίνεται εύκολα αντιληπτή,

η εφαρμογή της περιφέρειας ως επίπεδο ανάλυσης αποτελεί σχετικά πρόσφατη

εξέλιξη και στηρίζεται στην διαπίστωση ύπαρξης περιορισμών στην δυνατότητα μας

να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τις διεθνείς ανακατατάξεις στη βάση μόνο

των δύο άλλων επιπέδων. Η εισαγωγή ενός ενδιαμέσου επίπεδου ανάλυσης στην

3

μελέτη της διεθνούς πολιτικής αναιρεί την αντίληψη ορισμένων μελετητών ότι η

περιφέρεια δεν έχει καμία ιδιαίτερη αναλυτική σημασία πέραν του ότι αποτελεί μια

σμίκρυνση των όσων ισχύουν στο παγκόσμιο σύστημα. Η άποψη αυτή ισχυρίζεται ότι

οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν την σύγκρουση και την

συνεργασία στο παγκόσμιο σύστημα μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τροποποίηση

και στο περιφερειακό υποσύστημα. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι David Lake και

Patrick Morgan,

“οι περιφέρειες δεν είναι απλά «μικρά» διεθνή συστήματα που

συμπεριφέρονται ταυτόσημα με το διεθνές σύστημα, αλλά ούτε είναι

πρωτότυπες περιπτώσεις με την έννοια ότι χρειαζόμαστε μοναδικές

θεωρίες για να τις κατανοήσουμε. Σ’ αντίθεση μ’ αυτές, χρειαζόμαστε

γενικές θεωρίες ικανές όμως να ερμηνεύουν τις ιδιαιτερότητες των

περιφερειακών διεθνών σχέσεων”.1

Ο Martin Wight, θεμελιωτής της “αγγλικής σχολής” των διεθνών σχέσεων,2 ήδη από

τα 1946 στην κλασική ανάλυση του «Πολιτική Δυνάμεων», επεσήμανε μ’ έμφαση ότι

«οι πολιτικές πιέσεις δεν ασκούνται ομοιόμορφα μέσω του συστήματος

κρατών σε κάποιες περιφέρειες, οι οποίες ενώνονται πολιτιστικά αλλά

χωρίζονται πολιτικά, μ’ αποτέλεσμα να εμφανίζεται μια υποδεέστερη

διεθνής κοινωνία μ’ ένα σύστημα κρατών που αναπαραγάγει σε

σμίκρυνση τα χαρακτηριστικά του γενικού συστήματος κρατών».3

Αν και η αφετηρία της προβληματικής του Martin Wight είναι ο εννοιολογικός

προσδιορισμός των «περιφερειακών δυνάμεων», ο τρόπος με τον οποίο

διαπραγματεύεται την περιφέρεια (ως «υποδεέστερη διεθνής κοινωνία») τον φέρνει

σ’ επαφή με τους «κλασικούς ρεαλιστές», παρά τους «νεο-ρεαλιστές» τους οποίους

άλλωστε πολλές φορές κατηγορεί για αναγωγισμό.4 Όπως παρατηρεί ο Robert Cox

«στον κλασικό ρεαλισμό το κράτος δεν απολυτοποιείται, το κράτος ιστορικοποιείται»

και μια τέτοια ιστορική ανάλυση δεν περιορίζει την θέαση της μόνο στα κράτη.5

Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει σε μελετητές όπως ο Martin Wight να μπορούν να

επισημαίνουν την ιδιαίτερη σημασία της περιφέρειας στην ανάλυση της διεθνούς

πολιτικής.

Την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου ενδιάμεσου επιπέδου ανάλυσης ανάμεσα σε αυτό

του κράτους και το παγκόσμιο επίπεδο παρατήρησε πρώτος ο Leonard Binder το

1958 με ένα άρθρο του στο World Politics.6 Σ’ αυτό το άρθρο ο Binder κατέδειξε ότι

η υπέρμετρη έμφαση στον διπολισμό και τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων

4

αποτελούσε ανεπαρκή και παραπλανητικό οδηγό για την κατανόηση των εξελίξεων

στην Μέση Ανατολή διότι επισκίαζε τις περιφερειακές εξελίξεις και οδηγούσε σε

λανθασμένες εκτιμήσεις των εκάστοτε δεδομένων.7 Επίσης, στο ίδιο κείμενο

τεκμηριώνεται ότι οι αντιλήψεις των κρατών της Μέσης Ανατολής για τα διεθνή

γεγονότα δεν ταυτίζονταν πάντοτε με αυτές των υπερδυνάμεων.8 Συνεπώς, ο Binder,

στην βάση των συμπερασμάτων του για την Μέση Ανατολή, κατέληξε ότι δεν

υπάρχει μόνο ένα ενιαίο παγκόσμιο σύστημα αλλά μια πληθώρα συστημάτων μεταξύ

των οποίων μπορεί να εισαχθεί η διάκριση ανάμεσα στο κύριο σύστημα (dominant

system) – που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων – και στα

υποδεέστερα συστήματα (subordinate), ένα από τα οποία είναι η Μέση Ανατολή.9

Με αυτό το άρθρο ο Binder έδωσε αφορμή σε ένα σημαντικό μέρος της

διεθνολογικής κοινότητας να ασχοληθεί τόσο με την σκοπιμότητα χρήσης της

περιφέρειας ως επίπεδο ανάλυσης όσο και την συγκεκριμένη έννοια του

υποδεέστερου συστήματος ή αλλιώς περιφερειακού υποσυστήματος. Έτσι, ο Peter

Berton επισήμανε ότι η μελέτη μιας περιφέρειας στη βάση της θεώρησης της ως ένα

ξεχωριστό υποσύστημα οδηγεί στον προσανατολισμό της εστίασης της προσοχής του

ερευνητή σε ένα περιορισμένο αριθμό κρατών – σε σχέση με το ευρύτερο διεθνές

σύστημα – και συνεπώς στην αισθητή μείωση της πολυπλοκότητας και του βαθμού

δυσκολίας της έρευνας.10

Ακόμη, η εξέταση των διεθνών σχέσεων στο περιφερειακό

επίπεδο μας βοηθά στο να δούμε τις μικρές δυνάμεις όχι ως αντικείμενα του

ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων αλλά ως υποκείμενα των διεθνών σχέσεων.

Παράλληλα, σε αντίθεση με το εθνικό επίπεδο ανάλυσης, το επίπεδο της περιφέρειας

δίνει στον αναλυτή της διεθνούς πολιτικής μεγαλύτερη ευχέρεια να κατανοήσει τα

εξωτερικά δεδομένα που επηρεάζουν όχι μόνο το περιεχόμενο (στόχους), αλλά και τα

μέσα άσκησης της εξωτερικής πολιτικής των κρατών.11

Για παράδειγμα, η μελέτη και

αποτίμηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχει ως μία από τις αναφορές της την

πρότερη γνώση και κατανόηση των περιφερειακών εξελίξεων στα Βαλκάνια.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Kay Boals, η χρήση της έννοιας του υποσυστήματος για

την μελέτη μιας περιοχής παρέχει ένα σημείο διασύνδεσης των ευρημάτων

εξειδικευμένων επιστημόνων στα ζητήματα συγκεκριμένων περιοχών (area

specialists) με τα ευρήματα ερευνητών των Διεθνών Σχέσεων.12

Συνήθως οι πρώτοι

5

τείνουν να αντιλαμβάνονται τις διάφορες περιφέρειες ως μοναδικά φαινόμενα,

υπονοώντας ότι τα ιδιαίτερα ευρήματα της έρευνας σε μια περιφέρεια δύσκολα

συνιστούν ερμηνευτικά πρότυπα ικανά να ερμηνεύσουν δεδομένα σε άλλες

περιφέρειες. Από την άλλη πλευρά ορισμένοι διεθνολόγοι καταλήγουν, υιοθετώντας

έναν αναγωγισμό, ότι οι θεωρητικές γενικεύσεις είναι επαρκές ερμηνευτικό πλαίσιο

της διεθνούς πολιτικής στο επίπεδο του υποσυστήματος. Ωστόσο, σ’ αντίθεση μ’

αυτήν την αντίληψη ο Patrick Morgan, ακολουθώντας την συγκριτική προσέγγιση,

παρατηρεί ότι οι περιφέρειες επιδρούν στην συμπεριφορά και συνιστούν ένα

ξεχωριστό επίπεδο ανάλυσης και συνεπώς δεν είναι δυνατόν η διεθνής και

περιφερειακή πολιτική να είναι ίδιες. Ταυτόχρονα, όμως, οι περιφέρειες διαφέρουν

στα μεταξύ τους χαρακτηριστικά όχι ως προς τις μεταβλητές τους αλλά ως τις τιμές

αυτών των κοινών μεταβλητών και τούτο ακριβώς επιτρέπει την δημιουργία

γενικεύσεων σχετικά με τις περιφέρειες, διατηρώντας χώρο για την εξειδικευμένη

ερμηνεία κάθε ξεχωριστής περίπτωσης.13

Επομένως, η εισαγωγή της έννοιας του

περιφερειακού υποσυστήματος συντέλεσε στην μείωση μιας στείρας αντιπαράθεσης

ανάμεσα στους οπαδούς της νομοθετικής (nomothetic) και τους οπαδούς της

αναφερόμενης στην μοναδικότητα (idiographic) προσέγγισης των διεθνών σχέσεων.

Τέλος, στηριζόμενος στην αυτονόητη, τουλάχιστον σ’ ένα δεδομένο ιστορικό πλαίσιο

ανάπτυξης του διεθνούς συστήματος, παρατήρηση του Mouritzen ότι τα κράτη

αποτελούν «ακίνητες μονάδες» (non-mobile units), ο Barry Buzan σημείωσε ότι οι

πολιτικές, στρατιωτικές και κοινωνικές απειλές για την ασφάλεια «ταξιδεύουν»

ευκολότερα σε μικρές από ότι σε μεγάλες αποστάσεις και συνεπώς οδηγούν στην

διασύνδεση της έννοιας της ανασφάλειας με την γεωγραφική εγγύτητα. Επομένως, ο

Buzan καταλήγει ότι η περιφέρεια αποτελεί το πλέον κατάλληλο επίπεδο για την

μελέτη του ζητήματος της ασφάλειας στις διεθνείς σχέσεις.14

Μάλιστα ο Barry Buzan

χρησιμοποιεί την έννοια της ασφάλειας προκειμένου να διευκρινήσεις τις

παραμέτρους ενός «περιφερειακού συμπλέγματος ασφάλειας» (“regional security

complex”) ως διακυμάνσεις στο δίπολο «φιλίας ή εχθρότητας» που έχουν ουσιαστικό

πλαίσιο αναφοράς μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.15

Στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την πρώτη συστηματική προσέγγιση

του Leonard Binder και την εισαγωγή ενός ενδιάμεσου επίπεδου ανάλυσης, η μελέτη

των διεθνών περιοχών πέρασε από περιόδους έξαρσης αλλά και κάμψης. Τις

6

περιφερειακές σπουδές «υποκατέστησε» για μια σημαντική περίοδο η μελέτη της

περιφερειακής ολοκλήρωσης (Regional integration). Άλλοτε πάλι το διεθνές

ερευνητικό ενδιαφέρον εστιάστηκε στην μελέτη της δυναμικής του παγκόσμιου

συστήματος. Ωστόσο, παρά αυτές τις διακυμάνσεις, η περιφέρεια παρέμεινε το

κατεξοχήν πεδίο αναφοράς της διεθνούς πολιτικής είτε πρόκειται για την σύγκρουση

ή την συνεργασία μεταξύ υπερδυνάμεων ή μεγάλων δυνάμεων, είτε πρόκειται για

διαστάσεις της περιφερειακών διακρατικών σχέσεων. Σ΄ όλες αυτές τις περιπτώσεις,

συγκεκριμένες περιφέρειες αποτελούν τον συνήθη «τόπο» διαπλοκής και διεργασιών

της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα για τα μεσαία ή μικρά κράτη η περιφέρεια

συνιστά σχεδόν αποκλειστικά το αντικείμενο της διεθνούς δραστηριότητας τους και

μάλιστα στην πλέον κρίσιμη πτυχή της, στο ζήτημα της ασφάλειας. Αλλά όπως

παρατηρούν και οι David Lake και Patrick Morgan, παρά το γεγονός ότι η

αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων ασφάλειας αφορά το παγκόσμιο επίπεδο

καθώς αυτά έχουν διεθνή διάσταση από πλευράς επιπτώσεων (όπως η διασπορά των

πυρηνικών όπλων, κ.α.), η «περιφερειοποίηση» (regionalization) της ασφάλειας

αποτελεί την κύρια και μονιμότερη τάση.16

Εάν, επομένως, η παγκόσμια τάξη

ασφάλειας υλοποιείται ή γίνεται περισσότερο αντιληπτή στις περιφερειακές

διαστάσεις, η εθνική ασφάλεια ενός κράτους συνδέεται ευθέως με τις περιφερειακές

εξελίξεις που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν το επιστέγασμα

πολυσύνθετων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών των κρατών της

περιοχής. Η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη είναι από αυτήν την άποψη το πλέον

εύγλωττο παράδειγμα.17

Με αυτό τον τρόπο η περιφέρεια αναδεικνύεται και πάλι στο

επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος καθώς αυξάνεται παραπέρα η πολιτική

σημασία της για την κυοφορούμενη διεθνή τάξη ασφάλειας του 2000. Αλλά και από

την άποψη των εξελίξεων στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας η περιφέρεια ως

υποκείμενο γεωπολιτικών / γεωοικονομικών εξελίξεων βρίσκεται στο επίκεντρο του

ενδιαφέροντος. Μάλιστα σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο εξελίξεων κυοφορείται η

μετάβαση από την μία παγκόσμια τάξη στην άλλη και απορρέουν οι κρίσιμες

επιδράσεις αυτής της μετάβασης στις δομές ασφάλειας.18

Το πέρασμα από την

«διεθνή οικονομία» στην «παγκόσμια οικονομία», μια διαρκώς επιταχυνόμενη

διαδικασία οδηγεί σε έντονο μετασχηματισμό των δεδομένων στο επίπεδο των

διεθνών περιοχών.19

Το πέρασμα αυτό, λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης,

πραγματοποιείται με διαφορετικό τρόπο από περιφέρεια σε περιφέρεια

7

δημιουργώντας ποικίλα δεδομένα, τα οποία μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο με

την ενδελεχή μελέτη της περιφερειακής πολιτικής και των κρατών της κάθε περιοχής.

Β. Η έννοια του περιφερειακού υποσυστήματος

Η ακαδημαϊκή έρευνα δεν περιορίστηκε μόνο στο να επιβεβαιώσει την χρησιμότητα

της έννοιας του περιφερειακού υποσυστήματος αλλά καταπιάστηκε και με τον

προσδιορισμό του περιεχομένου της. Ωστόσο, παρότι προς την κατεύθυνση αυτή

έγιναν αρκετές προσπάθειες από αξιόλογους ερευνητές όπως ο William Zartman, o

Michael Brecher και ο Michael Haas, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δημιουργήθηκε

μια ευρέως κοινά αποδεκτή θεώρηση της έννοιας του υποσυστήματος. Αντίθετα,

τόσο η απουσία υιοθέτησης μιας ενιαίας ορολογίας για το ζήτημα ως αποτέλεσμα

διαφορετικών προσεγγίσεων, μεθοδολογιών και θεωρήσεων, όσο και η έλλειψη έστω

και στοιχειώδους συμφωνίας μεταξύ των ερευνητών ως προς τα βασικά

χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός περιφερειακού υποσυστήματος κατέστησε δύσβατη

την αθροιστική συσσώρευση γνώσης και δυσχέρανε την πραγματοποίηση

συγκρίσεων ανάμεσα στις διάφορες μελέτες.20

Στην Ελλάδα, πολύ περισσότερο, το κενό μιας συστηματικής διαπραγμάτευσης των

θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με την περίπτωση του περιφερειακού

υποσυστήματος είναι σημαντικό. Στην συνέχεια, η παρούσα δημοσίευση επιχειρεί, με

βάση την υπάρχουσα διεθνή βιβλιογραφία για το ζήτημα, μία πρώτη προσέγγιση του

ζητήματος ενός εννοιολογικού προσδιορισμού του περιφερειακού υποσυστήματος.

Σκοπός αυτής της προσέγγισης είναι να τεθούν ορισμένες κεντρικές αναλυτικές

προϋποθέσεις μιας συγκεκριμένης υπόθεσης εργασίας, ώστε να γίνει δυνατή η

καταρχήν εξέταση του βαλκανικού χώρου στο πλαίσιο της. Επομένως, όπως

αναφέρθηκε και στην αρχή της δημοσίευσης, ο βασικός σκοπός αυτής της εργασίας

είναι καταρχήν εισαγωγικός, τόσο από την άποψη της υποκίνησης ενός ακαδημαϊκού

προβληματισμού για την διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης εργασίας, όσο

και, κυρίως, από την άποψη της μελέτης μιας συγκεκριμένης περιοχής, της μελέτης

του βαλκανικού χώρου. Παρακάτω, επιχειρείται η επισήμανση των αναγκαίων για

την συγκρότηση της υπόθεσης εργασίας βασικών γνωρισμάτων ενός περιφερειακού

υποσυστήματος.

8

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο W. R. Thompson επιχείρησε μια

συστηματικοποίηση της μέχρι τότε βιβλιογραφίας με σκοπό να προβάλει τα βασικά

σημεία συμφωνίας γύρω από τον εννοιολογικό προσδιορισμό του περιφερειακού

υποσυστήματος. Ασφαλώς ο W. R. Thompson ήταν ενήμερος των διαφορετικών

θεωρητικών αφετηριών με βάση τις οποίες οι διάφοροι μελετητές προσέγγιζαν την

περιφέρεια. Για αυτό επιχείρησε μια περισσότερο «μινιμαλιστική» σύνοψη των

προσεγγίσεων με κριτήριο την συμφωνία των μελετητών στις ad hoc ικανές και

αναγκαίες προϋποθέσεις ύπαρξης μιας περιφέρειας. Ο προσδιορισμός της περιφέρειας

που προσέφερε η εργασία του Thompson αποτελεί κυρίως μια απόπειρα οριοθέτησης,

παρά μια συνεκτική θεωρητική υπόθεση. Ο Thompson, λοιπόν, θεωρεί ότι ένα

περιφερειακό υποσύστημα αποτελείται από δύο ή και περισσότερα γεωγραφικά

κοντινά και σε αλληλεπίδραση κράτη, των οποίων οι σχέσεις είναι ιδιαίτερα

εντατικές και τακτικές και για τα οποία κράτη είναι ευρέως αποδεκτό ότι αποτελούν

μια ξεχωριστή περιοχή.21

Σύμφωνα μ’ αυτήν την τοποθέτηση, ένα περιφερειακό

υποσύστημα δεν αποτελεί μια απλή γεωγραφική υποδιαίρεση του συνολικού διεθνούς

συστήματος, αλλά έχει και μια ιδιαίτερη ιστορική αναφορά αφού απαρτίζεται από

κράτη ή έθνη που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και μοιράζονται από

κοινού την πεποίθηση συνύπαρξης σε μια ξεχωριστή περιοχή. Αυτός ο

«μινιμαλιστικός» προσδιορισμός του W. R. Thompson, όπως κριτικά παρατηρεί ο

Lake, απορρέει από την αποδοχή δύο διαφορετικών θεωρήσεων: πρώτον, από τις

«θεωρίες συγκρότησης» σύμφωνα με τις οποίες η περιφέρεια βασίζεται στην

αντίληψη των κρατών ότι ανήκουν σ’ αυτήν, και δεύτερον, στην «συστημική

προσέγγιση» σύμφωνα με την οποία η περιφέρεια συντίθεται από ένα, τουλάχιστον

μερικώς, αυτόνομο δίκτυο αλληλεπιδράσεων που περιορίζει και διαμορφώνει την

συμπεριφορά των κρατών που το απαρτίζουν.22

Οι Cantori και Spiegel, λίγα χρόνια

νωρίτερα από την εργασία του W. R. Thompson, προσέφεραν έναν περισσότερο

συστημικό προσδιορισμό της περιφέρειας που επικεντρωνόταν περισσότερο στην

ύπαρξη αλληλεξάρτησης. Θεώρησαν ως περιφέρεια εκείνες τις διεθνείς περιοχές οι

οποίες περιέχουν γεωγραφικά γειτονικά κράτη που σχηματίζουν στο πεδίο των

εξωτερικών σχέσεων τους αμοιβαία αλληλοσχετιζόμενες μονάδες.23

Τίθεται,

συνεπώς, με μεγαλύτερη έμφαση ως αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη ενός

περιφερειακού υποσυστήματος η πραγματολογική εστίαση της εξωτερικής πολιτικής

των κρατών-μελών στις εσωτερικές υποθέσεις της περιφέρειας. Ενώ δηλαδή τα

κράτη-μέλη μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις και δραστηριότητες με άλλα κράτη που

9

δεν ανήκουν στο ίδιο υποσύστημα, ο βασικός προσανατολισμός της εξωτερικής τους

πολιτικής παραμένει πραγματολογικά στις ενδο-περιφερειακές υποθέσεις, ούτως

ώστε να δημιουργείται τελικά ένα ιδιαίτερο πλέγμα περιφερειακών σχέσεων που να

διακρίνει την συγκεκριμένη περιοχή από το ευρύτερο διεθνές σύστημα. Στην

προσπάθεια του να διευκρινίσει παραπέρα την ουσία της έντασης αλληλεπίδρασης

ως προσδιοριστικό παράγοντα μιας περιφέρειας ο Lake ορίζει ένα περιφερειακό

υποσύστημα ως μια ομάδα κρατών επηρεαζόμενα από τουλάχιστον μια διασυνοριακή

αλλά τοπική εξωτερικότητα (“externality”) που προέρχεται από μια ιδιαίτερη

γεωγραφική περιοχή.24

Δανειζόμενος αυτήν την έννοια από την οικονομική επιστήμη,

ο Lake θεωρεί ότι η «εξωτερικότητα», προσδιοριζόμενη είτε ως κόστος, είτε ως

ωφέλεια, δεν αφορά μόνο όποιον την δημιουργεί αλλά κυρίως όποιον την υφίσταται

θετικά ως ωφέλεια ή αρνητικά ως κόστος. Σύμφωνα με τον Lake είναι ακριβώς το

υποχρεωτικό γεγονός της εξωτερικότητας που δημιουργεί την κρίσιμη μάζα

αλληλεπίδρασης των κρατών της περιοχής και συνθέτει τελικά την περιφέρεια ως

επίπεδο ανάλυσης.25

Παραμένοντας στα πλαίσια μιας γενικής συστημικής

προσέγγισης, η θεώρηση της περιφέρειας από τον Lake διακρίνεται

επιστημονολογικά για τον «θετικισμό» της.

Το περιφερειακό υποσύστημα φυσικά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του γενικότερου

διεθνούς συστήματος, προσαρμόζεται μάλιστα τις ιστορικές μεταβολές του διεθνούς

περιβάλλοντος, τις αντανακλά και ταυτόχρονα τις εκφράζει μέσα από την

περιφερειακή ιδιαιτερότητα του όπως και αυτή εκφράζεται ιστορικά. Όπως ακριβώς

και στο ευρύτερο διεθνές σύστημα, έτσι και στο επιμέρους περιφερειακό η ιστορική

εξέλιξη, οι «ιστορικές δομές» με τις οποίες ο Robert Cox την αποδίδει,26

αποτελούν

το πλαίσιο της κατανόησης τόσο της δομής, όσο και των δρώμενων στο υποσύστημα.

Επομένως και το περιφερειακό υποσύστημα προσδιορίζεται καταρχήν από τον

άναρχο χαρακτήρα του, δηλαδή από την απουσία μιας «κεντρικής περιφερειακής

εξουσίας» που να θέτει περιορισμούς και θα ρυθμίζει τις σχέσεις των κρατών-μελών

του υποσυστήματος. Όπως παρατηρεί ο Silviu Brucan, «σ’ ολόκληρη την ιστορία, το

κενό αυτό καλυπτόταν από διάφορα σχήματα συγκεντροποίησης της ισχύος, τα

οποία σκοπό είχαν την άσκηση στην διεθνή αρένα κατασταλτικών και ενοποιητικών

λειτουργιών αντίστοιχες με τις οποίες ασκεί το κράτος μέσα στην κοινωνία. Τα δύο

κλασικά μοντέλα είναι η ηγεμονία και η ισορροπία ισχύος».27

Σ’ ένα τέτοιο άναρχο

διεθνές / περιφερειακό περιβάλλον το κάθε κράτος επιδιώκει την προάσπιση της

10

ασφάλειας του και την προαγωγή των εθνικών του επιδιώξεων του καταρχήν

στηριζόμενος στην δική του ικανότητα. Σ’ αυτό το περιβάλλον όπου η ισχύς είναι όχι

μόνο κατακερματισμένη, αλλά και άνισα κατανεμημένη ανάμεσα στα κράτη, η

ικανότητα ενός κράτους για διεθνή επιρροή εξαρτάται από το εύρος της ισχύος του

συγκριτικά με την αντίστοιχη ισχύ άλλων κρατών του υποσυστήματος στο οποίο

ανήκει. Επομένως και για την κατανόηση των εξελίξεων σε μια περιφέρεια

καθοριστική είναι η μελέτη της διάταξη ισχύος του υποσυστήματος (configuration of

power), που αναφέρεται:

στον αριθμό των κρατών που το απαρτίζουν,

την κατανομή ισχύος ανάμεσα σ’ αυτά τα κράτη – δηλαδή στην σχετική ισχύ

του κάθε κράτους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη του υποσυστήματος – και

το επίπεδο ισχύος κάθε κράτους σε σχέση με το ευρύτερο διεθνές σύστημα.

Για παράδειγμα, ενώ η Ελλάδα σε σχέση με το ευρύτερο διεθνές σύστημα είναι μια

μικρή δύναμη με περιορισμένη ισχύ, στα πλαίσια του Βαλκανικού υποσυστήματος η

ισχύς της είναι υπολογίσιμη και κρίσιμη στην διαμόρφωση των ισορροπιών.

Παράλληλα, με βάση καταρχήν την διάταξη της ισχύος σε μια περιφέρεια μπορούμε

να κατανοήσουμε την πολικότητα του υποσυστήματος.28

Πιο συγκεκριμένα, όπως

ισχύει με το παγκόσμιο διεθνές σύστημα, έτσι και τα επιμέρους υποσυστήματα

μπορεί να είναι μονοπολικά, διπολικά ή πολυ-πολικά ανάλογα με τον αριθμό των

κρατών (πόλων) που κατέχουν εξέχουσα ισχύ στην περιφέρεια τους. Διαμορφώνουν,

δηλαδή στο περιφερειακό υποσύστημα, τα ιδιαίτερα «σχήματα συγκεντροποίησης

της ισχύος», τα χαρακτηριστικά των οποίων σχηματοποιούνται από τους

περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος τοπικών αλλά και διεθνών δυνάμεων που έχουν

δράση στην περιοχή.

Ομοίως, ο άναρχος χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος και η προσπάθεια των

κρατών να επιτύχουν στόχους που μπορεί να βρίσκονται σε αρμονία ή σε αντίθεση με

τους στόχους και τις επιδιώξεις άλλων κρατών, συνεπάγονται την ύπαρξη σε κάθε

υποσύστημα μιας ιδιαίτερης δομής σχέσεων η οποία αναφέρεται στις διεθνείς

11

σχέσεις της περιοχής. Ειδικότερα, σε κάθε περιφέρεια ο αναλυτής των διεθνών

σχέσεων μπορεί να διερευνήσει:

την φύση των διακρατικών σχέσεων – αν δηλαδή οι σχέσεις των κρατών είναι

σχέσεις συνεργατικές ή σχέσεις ανταγωνιστικές/αντιπαλότητας,

την βάση αυτών των σχέσεων – τα αίτια της φιλίας ή της εχθρότητας,

την ένταση τους – με άλλα λόγια, τον βαθμό σύσφιξης ή όξυνσης των

διακρατικών σχέσεων, και

τα μέσα αυτών των σχέσεων – το πως δηλαδή αποτυπώνονται στην πράξη

αυτές οι φιλίες ή οι εχθρότητες.

Η ταυτόχρονη μελέτη της διάταξης ισχύος και της δομής των σχέσεων σε ένα

υποσύστημα μας παρέχει την δυνατότητα να εντοπίσουμε ποια κράτη

υπερασπίζονται το υπάρχον status-quo και ποια κράτη επιδιώκουν την ανατροπή

του και συνεπώς να αντιληφθούμε τόσο τον βαθμό παγίωσης της ασφάλειας σε μια

περιοχή, όσο και τις πηγές αμφισβήτησης της. Επομένως, η ανάπτυξη

περιφερειακών πρωτοβουλιών συνεργασίας ή η αλληλεξάρτηση των κρατών μιας

περιοχής απέναντι σε κοινές απειλές κατά της ασφάλειας τους, αποτελούν επίσης

κρίσιμα προσδιοριστικά ζητήματα για τον εντοπισμό και την οριοθέτηση ενός

περιφερειακού υποσυστήματος.

Σύμφωνα με τους Cantori και Spiegel, η μελέτη της διάταξης ισχύος και της δομής

των σχέσεων σε ένα περιφερειακό υποσύστημα μας διευκολύνει στο να εισάγουμε

διακρίσεις που αφορούν τόσο το εσωτερικό του υποσυστήματος και αναφέρονται

στην εσωτερική οριοθέτηση του:

στον πυρήνα του,

στην περίμετρο του

όσο και την εξωτερική σχέση του με τον περιβάλλοντα διεθνή χώρο που γίνεται

κατανοητός ως:

το παρεμβατικό σύστημα (intrusive system).29

12

Πυρήνας- Περίμετρος

Συγκεκριμένα, ενώ ο πυρήνας ενός υποσυστήματος αποτελείται συνήθως από τα πιο

ισχυρά κράτη που παράγουν την κεντρική εστία διεθνούς πολιτικής στην περιοχή, η

περίμετρος περιλαμβάνει όλα αυτά τα κράτη που βρίσκονται σε κάποιο βαθμό

αποξενωμένα από τον πυρήνα λόγω οικονομικών, οργανωτικών, κοινωνικών ή

πολιτικών παραγόντων.

Ωστόσο, ο παράγοντας της ισχύος είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για

την κατάταξη ενός κράτους στον πυρήνα ή την περίμετρο του υποσυστήματος του. Σε

μερικές περιπτώσεις υπάρχουν ισχυρά κράτη που βρίσκονται γεωγραφικά ανάμεσα

σε δύο υποσυστήματα (μεθοριακά κράτη) και που συνεπώς επιλέγουν να εμπλακούν

περισσότερο στις περιφερειακές σχέσεις του ενός υποσυστήματος από ότι στο άλλο.

Έτσι, τα κράτη αυτά τοποθετούνται όχι μόνο στον πυρήνα του ενός υποσυστήματος

αλλά και στην περίμετρο του άλλου.

Σε γενικές γραμμές, η διάκριση ανάμεσα στον πυρήνα και την περίμετρο ενός

υποσυστήματος είναι χρήσιμη για τον εντοπισμό του πολιτικού κέντρου βάρους

μιας περιοχής και συνεπώς για την κατανόηση της σημασίας κάθε κράτους για την

διαμόρφωση των εκάστοτε περιφερειακών εξελίξεων.

Παρεμβατικό Σύστημα

Ομοίως, το παρεμβατικό σύστημα είναι ο διεθνής παράγοντας, δηλαδή εκείνες οι

μεγάλες δυνάμεις που αν και δεν είναι μέλη του υποσυστήματος επιδρούν

καθοριστικά στην σχηματοποίηση των ενδο-υποσυστημικών ισορροπιών και συνεπώς

συνδιαμορφώνουν τις περιφερειακές εξελίξεις.30

Σ΄ αυτήν την περίπτωση, οι μεγάλες

δυνάμεις επεμβαίνουν στο υποσύστημα συγχρονισμένα ή ανταγωνιστικά ανάλογα με

το πως διαμορφώνονται οι μεταξύ σχέσεις τους στο ευρύτερο διεθνές σύστημα. Με

άλλα λόγια, η ύπαρξη συνεργατικών ή ανταγωνιστικών σχέσεων ανάμεσα στις

μεγάλες δυνάμεις μεταφέρεται από το παγκόσμιο επίπεδο στο περιφερειακό αντί να

συμβαίνει το αντίθετο.31

Στην περίπτωση του υποσυστήματος το παρεμβατικό

σύστημα δύναται να θεωρηθεί, υπό μια έννοια, ο «ιμάντας διασύνδεσης» του

συστήματος με το υποσύστημα. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα στην περίπτωση του

βαλκανικού υποσυστήματος ότι οι ευρωπαϊκές ισορροπίες κρίνονται πρωτεύοντως

στις ευρω-ατλαντικές σχέσεις (παγκόσμιο επίπεδο) και δευτερευόντως στις εξελίξεις

13

στα Βαλκάνια (περιφερειακό επίπεδο) επειδή ακριβώς εφόσον η περιοχή νοούμενη

ως υποσύστημα ενσωματώνει με βάση τα ιδιαίτερα – ‘τοπικά’ – χαρακτηριστικά της

την λειτουργία και εξέλιξη του ευρύτερου διεθνούς συστήματος.32

Όπως παρατηρεί ο

Silviu Brucan «ένα σύστημα μπορεί να λειτουργήσει σαν τέτοιο μόνο αν τα μέρη ή τα

υποσυστήματα του προσαρμόζουν τις δραστηριότητες τους στην εσωτερική κίνηση

του συστήματος. …Το κύριο θεωρητικό σημείο εδώ είναι ότι ένα υποσύστημα δεν

μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από το σύστημα του οποίου είναι μέρος. Ένα

υποσύστημα ακόμη και αν έχει διαφορετική εσωτερική δομή και λειτουργικές αρχές

πρέπει να προσαρμοστεί εξωτερικά στην κίνηση του γενικού συστήματος».33

Στο

πεδίο των διεθνών σχέσεων οι μεγάλες δυνάμεις, δηλαδή δυνάμεις που ασκούν

επίδραση που εκτείνεται σε εύρος όσο και του ιδίου του συστήματος κρατών,34

εφόσον έχουν παρουσία στο υποσύστημα συμβάλουν καθοριστικά στην, ιδιαίτερη

πάντα, προσαρμογή του στα διεθνή δεδομένα.

Εντούτοις, ο βαθμός συμμετοχής και επιρροής κάθε μεγάλης δύναμης στις υποθέσεις

ενός υποσυστήματος δεν εξαρτάται μόνο από την επικρατούσα διάταξη ισχύος στο

συστημικό επίπεδο – δηλαδή από το πόσο ισχυρή είναι μια μεγάλη δύναμη σε σχέση

με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις – αλλά και από την σημασία των συμφερόντων

της που διακυβεύονται στο υπό μελέτη υποσύστημα.35

Σύμφωνα με τους Benjamin

Miller και Korina Kagan, υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες – όπως η ύπαρξη

οικονομικών πόρων ή στρατηγικών υλικών στην υπό μελέτη περιοχή, ο βαθμός

γεωγραφικής εγγύτητας του υποσυστήματος στην επικράτεια κάθε κράτους του

παρεμβατικού συστήματος, το εύρος της συναίνεσης στο εσωτερικό κάθε μεγάλης

δύναμης για την σημασία της υπό μελέτης περιοχής, καθώς και η διάρκεια και η

ένταση της συμμετοχής κάθε μεγάλης δύναμης στις περιφερειακές υποθέσεις – που

υποδηλώνουν τη σημασία των συμφερόντων που κάθε μεγάλη δύναμη υπερασπίζεται

σε κάθε υποσύστημα και που συνεπώς καθορίζουν το εύρος της συμμετοχής και

επιρροής της στις περιφερειακές σχέσεις.36

Έτσι, η συμμετοχή κάθε μεγάλης δύναμης στις υποθέσεις ενός υποσυστήματος

μπορεί να διακρίνεται από ασήμαντη (για παράδειγμα να αναπτύσσει μόνο εμπορικές

σχέσεις με ένα κράτος-μέλος του υποσυστήματος) ως και καταλυτική που μπορεί

τελικά μέχρι και να ανατρέψει τις υφιστάμενες περιφερειακές ισορροπίες (λόγου

χάρη με την μόνιμη στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή).37

14

Γενικότερα, το παρεμβατικό σύστημα αποτελεί στο επίπεδο των διακρατικών

σχέσεων τον τρόπο διασύνδεσης των διεθνών εξελίξεων με τις περιφερειακές. Όσο

εντονότερος είναι ο ρόλος του παρεμβατικού συστήματος στις περιφερειακές

υποθέσεις τόσο περισσότερο το περιφερειακό σύστημα δύναται να χαρακτηριστεί ως

ένα «ανοικτό» υποσύστημα.38

Σε πολλές ιστορικές περιπτώσεις η καταλυτική δράση

εξω-περιφερειακών μεγάλων δυνάμεων διαμόρφωσε καθοριστικά την περιφερειακή

πολιτική κατάσταση. Μια τέτοια πρόσφατη περίπτωση αποτελεί η Νοτιο-Ανατολική

Ευρώπη στην μετά-ψυχροπολεμική δεκαετία του ’90 όπου η διεθνής παρέμβαση με

επίκεντρο την γιουγκοσλαβική κρίση δημιούργησε μια νέα περιφερειακή

αρχιτεκτονική ασφάλειας με βασικό γνώρισμα της την άμεση διεθνή στρατιωτική

επιβολή και παρουσία με κύριο κορμό το ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, οι εξελίξεις του παρεμβατικού συστήματος που εντοπίζονται στο επίπεδο

των διακρατικών σχέσεων δεν αποτελούν τον αποκλειστικό τρόπο διασύνδεσης των

διεθνών εξελίξεων με τις περιφερειακές. Μάλιστα συνήθως αυτές παρακολουθούν

και εκφράζουν βαθύτερες διεργασίες και εξελίξεις που αναφέρονται στο επίπεδο

διαμόρφωσης της «ιστορικής δομής» σε κάθε εποχή.39

Η εντατικοποίηση της

παγκοσμιοποίησης, για παράδειγμα, συμβάλει στην δημιουργία συνθηκών

διαμόρφωσης νέας «ιστορικής δομής» που εισάγει νέα δεδομένα σε διεθνές και

περιφερειακό επίπεδο. Ήδη από την δεκαετία του ’70 ο Silviu Brucan επεσήμανε ότι

«οι αλλαγές που επήλθαν στην παγκόσμια πολιτική αφορούν όχι μόνο στον

συσχετισμό της ισχύος αλλά και στην ίδια την δυναμική της ισχύος με την έννοια

ότι η σχετική βαρύτητα του στρατιωτικού στοιχείου της ισχύος υποχώρησε προς

όφελος των οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτικο-διπλωματικών σχέσεων. Αυτό

δεν σημαίνει ότι η στρατιωτική δύναμη έπαψε να είναι θεμελιακό χαρακτηριστικό

της ισχύος. […] Το ότι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ισχύος δεν είναι

συγκυριακό φαινόμενο αλλά μακροχρόνια τάση υποδηλώνεται και από το γεγονός

ότι το παγκόσμιο εμπόριο έπαψε να είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των μεγάλων

εξαγωγικών εθνών αλλά απέκτησε πραγματική παγκοσμιότητα».40

Όπως άλλωστε

παρατηρεί και η Suzan Strange το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και το παγκόσμιο

χρηματοπιστωτικό σύστημα σήμερα συνιστούν ευδιάκριτες σφαίρες στις σχέσεις

ισχύος που περιορίζουν το σύστημα κρατών στον βαθμό που τουλάχιστον και εκείνα

επηρεάζονται από αυτό.41

Πρόκειται για τις ίδιες διεργασίες που οδηγούν σ’ αυτό που

ο Robert Cox αποκαλεί «διεθνοποίηση του κράτους» και το οποίο αναφέρεται σε μια

15

νέα «κρατική μορφή» βασισμένη στην μετατροπή του κράτους σε όχημα μεταφοράς

της οικονομικής πειθαρχίας της παγκόσμιας αγοράς στην εθνική οικονομία.42

Η

ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, επισημαίνει ο David Harvey, έχει οδηγήσει στην

τεράστια συμπίεση της σχέσης «χώρου» και «χρόνου» και επομένως σ’ ένα νέο

κυρίαρχο τρόπο αντίληψης των εξελίξεων που βασίζεται στην εμπειρία αυτής της

«συμπίεσης» χώρου και χρόνου.43

Αυτή η ιστορικο-γεωγραφική συνθήκη παρήγαγε

στην δεκαετία του ’90 τον παγκόσμιο «γεωπολιτικό ίλιγγο»,44

τον οποίο η

κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η διάλυση της ΕΣΣΔ

και του συστήματος ασφάλειας της δεν δημιούργησε αλλά απλά ενίσχυσε στο

έπακρο. Εξεταζόμενο πάντοτε στο ιστορικό πλαίσιο του, το περιφερειακό

υποσύστημα όπως και το ευρύτερο διεθνές σύστημα χαρακτηρίζεται από

συγκεκριμένα γνωρίσματα και μετουσιώνει συγκεκριμένες μεταβολές

προσδιορίζοντας τα πεδία επιλογών της ακαδημαϊκής έρευνας.

Επίπεδο Ανάπτυξης

Η οριοθέτηση μιας περιφέρειας ενισχύεται επίσης και από διάφορες, ισχυρές ή

ασθενέστερες από την άποψη της γενικής εφαρμογής τους, παραμέτρους που

συνδέονται άμεσα με την ιστορική ιδιαιτερότητα της κάθε περιφέρειας. Το κάθε

υποσύστημα βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης και εξέλιξης ανάλογα με

την ύπαρξη ή όχι συγκεκριμένων κανόνων (νορμών)45

που χαρακτηρίζουν της

διακρατικές σχέσεις. Για παράδειγμα, ενώ ανάμεσα στα Δυτικά κράτη υπάρχουν

κανόνες (όπως το απαραβίαστο των συνόρων και η αποκήρυξη της χρήσης βίας ως

μέσο επίλυση διαφορών)46

που είναι αποδεκτοί και σεβαστοί από όλους, σε άλλες

περιοχές δεν έχει αναπτυχθεί ένα ανάλογο σύστημα αξιών. Έτσι, μπορεί να

υποστηριχθεί ότι σε περιοχές όπου υπάρχει ένα ευδιάκριτο σύστημα νορμών που

είναι αποδεκτό από όλα τα κράτη, ο εντοπισμός του δύναται να μας διευκολύνει

αφενός να προσδιορίσουμε τα όρια του υποσυστήματος και αφετέρου να

κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τις περιφερειακές εξελίξεις.

Επίσης, από διαφορετική οπτική γωνιά, οι L. Cantori και S. Spiegel στο συγκριτικό

ερμηνευτικό πλαίσιο που προτείνουν για την εξέταση των διεθνών σχέσεων των

υποσυστημάτων θεωρούν την συμμετοχή των πολιτικών μονάδων της περιφέρειας σε

διεθνείς οργανισμούς και την ανάπτυξη διεργασιών ολοκλήρωσης ως φαινόμενα που

αντανακλούν διαφορετικές μορφές ανάπτυξης των ενδο-περιφερειακών σχέσεων.

16

Διακρίνουν μάλιστα τρεις γενικές φάσεις ανάπτυξης της περιφέρειας: την απλή

Συνοχή που οριοθετεί διεθνώς μια περιφέρεια, την Σταθεροποίηση με βάση την

οποία τα μέλη της περιφερείας θεωρούν την μεταξύ τους πολεμική αναμέτρηση

αδιανόητη, και την Ολοκλήρωση με βάση την οποία τα μέλη της περιφερείας

υιοθετούν διεργασίες ενοποίησης της κυριαρχίας τους.47

Η Μεταλλαγή της Περιφέρειας

Ένα περιφερειακό υποσύστημα δεν αποτελεί ένα στατικό αντικείμενο προς έρευνα

αλλά μεταλλάσσεται διαχρονικά και επαναπροσδιορίζεται σε σχέση με αλλαγές που

μπορεί να λάβουν χώρα είτε στην διάταξη ισχύος είτε στην δομή των σχέσεων

μεταξύ των κρατών-μελών του.

Σύμφωνα με τον Barry Buzan αλλαγές στην διάταξη ισχύος μπορεί να προκληθούν

όταν:

α) επέρχεται συσσωμάτωση δύο ή περισσοτέρων κρατών (π.χ. Γερμανική

ενοποίηση),

β) διασπάται μια κρατική οντότητα (π.χ. Γιουγκοσλαβική διάλυση),

γ) κράτη αναπτύσσονται με δυσανάλογους ρυθμούς ή μεταβάλλουν τον τρόπο

αξιοποίησης των πόρων τους (π.χ. αύξηση δαπανών για εξοπλισμούς),

δ) εξωτερικά γειτονικά κράτη εισέρχονται ή κάνουν συμμαχίες με κράτη-μέλη

του υποσυστήματος,

ε) κράτη του παρεμβατικού συστήματος αυξάνουν την ισχύ συγκεκριμένων

κρατών-μελών του υποσυστήματος μέσω της παροχής στρατιωτικής,

οικονομικής ή πολιτικής βοήθειας,

στ) κράτη του παρεμβατικού συστήματος αποσύρουν το ενδιαφέρον και την

συμμετοχή τους από τις περιφερειακές εξελίξεις, και

ζ) ο ανταγωνισμός των δυνάμεων του παρεμβατικού συστήματος επιβάλλεται

πάνω στις περιφερειακές υποθέσεις και συνεπώς τις επικαλύπτει (overlay).48

Ομοίως, αλλαγές στην δομή των σχέσεων σε μια περιφέρεια μπορεί να επέλθουν

όταν:

α) επιλύεται μια υπάρχουσα διένεξη ή προκύπτουν νέες διενέξεις (με ή χωρίς την

συνδρομή του παρεμβατικού συστήματος),

17

β) μεταβάλλεται ο αριθμός των κρατών που συνθέτουν το υποσύστημα (κράτη

ενώνονται, διασπώνται ή γειτονικά κράτη εισέρχονται στο υποσύστημα), και

γ) κράτη επαναπροσδιορίζουν τις προτεραιότητες της πολιτικής τους.49

Η συχνότητα, η ένταση και η κατεύθυνση (επιβεβαίωση/αμφισβήτηση του status-quo)

των αλλαγών που συμβαίνουν σε ένα υποσύστημα είναι δηλωτικές της επικράτησης ή

διατάραξης της περιφερειακής σταθερότητας και ισορροπίας.50

Ωστόσο, πολλές

φορές ακόμη και όταν οι αλλαγές είναι ραγδαίες και μη αναστρέψιμες, δεν οδηγούν

στην ανατροπή αλλά στον επαναπροσδιορισμό του υποσυστήματος.

Οι αλλαγές σ’ ένα περιφερειακό υποσύστημα συνδέονται αναπόφευκτα με αλλαγές

στο διεθνές περιβάλλον. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το παρεμβατικό σύστημα

εκφραζόμενο σε διακρατικό επίπεδο με τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων

αποτελεί το όχημα διασύνδεσης διεθνούς και περιφερειακού συστήματος. Ωστόσο,

ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις ως κρίσιμα στοιχεία

ενός διευρυμένου παρεμβατικού συστήματος αλλά και ως εκφράσεις της

περιφερειακής ιδιαιτερότητας μετουσιώνονται στην νέα περιφερειακή

πραγματικότητα. Οι περιφέρειες, όση διάρκεια ύπαρξης και αν έχουν, δεν παύουν να

είναι ιστορικά φαινόμενα που ισχύουν όσο έχουν ισχύ και οι κρίσιμες προϋποθέσεις

ύπαρξης τους.

Συμπερασματικά, η χρησιμοποίηση της περιφέρειας ως επιπέδου ανάλυσης στις

διεθνείς σχέσεις και η εφαρμογή της έννοιας του περιφερειακού υποσυστήματος ως

αναλυτικού εργαλείου μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε και να

ερμηνεύσουμε περιφερειακές εξελίξεις που μέχρι πρόσφατα αδυνατούσαμε να

μελετήσουμε με αναφορά το εθνικό ή το παγκόσμιο επίπεδο.

Γ. Η περιφέρεια της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης ως υπόθεση εργασίας

Η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη αποτελεί ίσως την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση

μελέτης υποσυστήματος στην γηραιά ήπειρο. Η βαλκανική περίπτωση εκπληρώνει

τόσο τις γεωγραφικές προϋποθέσεις, όσο και το χαρακτηριστικό γνώρισμα της

έντονης αλληλεπίδρασης που αντιπροσωπεύεται σ’ όλους εκείνους τους

18

προσδιοριστικούς παράγοντες που ορίζουν την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη ως

ευδιάκριτο περιφερειακό υποσύστημα. Ταυτόχρονα, η διάκριση των παραγόντων

αλληλεπίδρασης σε διαρκείς και δυναμικούς επιτρέπει στον μελετητή των διεθνών

περιοχών να διερευνήσει ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του βαλκανικού

υποσυστήματος, την διαδοχική μετεξέλιξη του δηλαδή μέχρι την σύγχρονη εποχή της

επίδρασης των ισχυρών διεργασιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της

παγκοσμιοποίησης. Διατηρώντας τα βασικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, το

βαλκανικό υποσύστημα μετεξελίσσεται, παρακολουθεί και συμμετέχει στις εξελίξεις

της διεθνούς πολιτικής και τελικά βρίσκεται σήμερα σε πορεία μετάλλαξης κάτω από

την επίδραση της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης που

συνδέεται άμεσα με τις διεργασίες της παγκοσμιοποίησης. Γενικότερα, η ύπαρξη ενός

περιφερειακού υποσυστήματος είναι πρωτίστως ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο.

Προσδιορίζεται καταλυτικά από την δράση του ανθρώπινου παράγοντα, δράση που

υπηρετεί μεταβαλλόμενες επιδιώξεις και διαμορφώνει τα κοινωνικά φαινόμενα και το

πολιτικό εποικοδόμημα τους. Η φυσιογνωμία της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης

ασφαλώς δεν είναι η ίδια μ’ εκείνη της ελληνορωμαϊκής περιόδου, των βυζαντινών

χρόνων και της οθωμανικής κατάκτησης. Δεν είναι βεβαίως ίδια η εποχή της

διαμόρφωσης των σύγχρονων βαλκανικών κρατικών σχηματισμών με την εποχής της

ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα τέλη του εικοστού αιώνα. Το κυριότερο ίσως ζήτημα

της έρευνας του βαλκανικού υποσυστήματος είναι ακριβώς ο προσδιορισμός των

διαρκών και δυναμικών χαρακτηριστικών του. Στα διαρκή, ωστόσο, χαρακτηριστικά

μπορεί να αναζητηθεί η οριοθέτηση της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης ως ιστορικός

χώρος, και ειδικότερα ως ευδιάκριτο περιφερειακό υποσύστημα, ως ευδιάκριτη

διεθνή περιοχή.

Πράγματι, μια πρώτη προσέγγιση της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, βασισμένης

κυρίως στα κύρια κριτήρια προσδιορισμού που έθεσαν οι L. Cantori και S. Spiegel,

οδηγεί στην αναγνώριση της ύπαρξης ενός περιφερειακού υποσυστήματος σ’ αυτήν

την περιοχή. Οι δύο μελετητές εστίασαν την έρευνα τους για την οριοθέτηση των

διεθνών περιοχών σε δύο γενικές παραμέτρους: την γεωγραφική γειτνίαση των

πολιτικών μονάδων (κράτη) και την ύπαρξη έντονης αλληλεπίδρασης μεταξύ τους.

Παρά την ύπαρξη ορισμένων εξαιρέσεων, οι δύο αυτές γενικές παράμετροι

προσδιορίζουν με σχετική ακρίβεια τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες ένταξης

ορισμένων πολιτικών μονάδων σε μια διεθνή περιοχή. Αν η γεωγραφική παράμετρος

19

έχει μια μάλλον αυταπόδεικτη προσδιοριστική συμβολή, η παράμετρος της

αλληλεπίδρασης προκειμένου να έχει ερμηνευτική αξία απαιτεί ουσιώδεις

διευκρινήσεις.

Καταρχήν, η αλληλεπίδραση είναι ένα δυναμικό φαινόμενο, έχει ιστορικότητα και

επομένως υπόκειται σε μεταβολές. Μ’ αυτήν την έννοια η αλληλεπίδραση δεν είναι

μια στατική συνθήκη και επομένως υπάρχει μόνιμη ανάγκη εξειδικευμένης μελέτης

των ιδιαίτερων συνθηκών αλληλεπίδρασης σε κάθε ιστορική περίοδο. Ωστόσο, η

ποιότητα της αλληλεπίδρασης δύναται να διακριθεί σε διαρκείς και δυναμικούς

παράγοντες, με τους πρώτους να προσφέρουν μια μάλλον διαχρονική υπόσταση της

διεθνούς περιοχής και τους δεύτερους τα περισσότερο μεταλασσόμενα στον χρόνο

προσδιοριστικά στοιχεία. Οι L. Cantori και S. Spiegel διακρίνουν τέσσερις

μεταβλητές αλληλεπίδρασης των πολιτικών μονάδων που οριοθετούν ένα

περιφερειακό υποσύστημα: την φύση και το επίπεδο Συνοχής, την φύση της

Επικοινωνίας, το επίπεδο της Ισχύος και την Δομή των Σχέσεων.51

Οι μεταβλητές

αυτές εμπεριέχουν διαρκείς και δυναμικούς παράγοντες και συνολικά προσφέρουν

την δυνατότητα οριοθέτησης μιας διεθνούς περιοχής. Η μεταβλητή της συνοχής, για

παράδειγμα, διασυνδέει κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και θεσμικούς

παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους συντίθενται από μονιμότερα

χαρακτηριστικά (εθνότητα, φυλή, γλώσσα, θρησκεία, πολιτισμός, ιστορία, συνείδηση

κοινής κληρονομιάς, κατανομή και συμπληρωματικότητα των φυσικών πόρων) ενώ

άλλοι παράγοντες από χαρακτηριστικά υποκείμενα περισσότερο στην επίδραση της

ιστορικής συγκυρίας, (οι εμπορικές σχέσεις, η ομοιότητα πολιτικών καθεστώτων,

θεσμικές σχέσεις). Μια καταρχήν εξέταση αυτών των μεταβλητών στην περίπτωση

της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης αναδεικνύει την περιοχή ως ένα ευδιάκριτο

υποσύστημα. Οι τέσσερεις αυτές μεταβλητές ως προσδιοριστικές της

αλληλεπίδρασης και μαζί με την γεωγραφική διάσταση βοηθούν να καθοριστούν

τα όρια του βαλκανικού υποσυστήματος. Παράλληλα η εξέταση των τεσσάρων

μεταβλητών οριοθετεί τις διακρίσεις εντός του περιφερειακού υποσυστήματος σε

πυρήνα και περίμετρο, καθώς ο πυρήνας του υποσυστήματος αποτελείται από εκείνη

την ομάδα κρατών που μοιράζεται ένα κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και θεσμικό

υπόβαθρο ή δραστηριότητα που συνιστά το επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής μέσα

στην περιοχή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω σε ένα υποσύστημα δύναται να

υπάρχουν περισσότεροι του ενός πυρήνες. Τέλος, οι τέσσερεις μεταβλητές

20

διευκολύνουν και τον προσδιορισμό της επίδρασης του παρεμβατικού συστήματος

σε συγκεκριμένες πλευρές του υποσυστήματος και επιτρέπουν την πληρέστερη

κατανόηση της δράσης και των επιπτώσεων των εξω-περιφερειακών δυνάμεων.

Γεωγραφική Διάκριση

Αν και τα Βαλκάνια είναι αναπόσπαστο μέρος της γηραιάς ηπείρου, τα ιδιαίτερα

γεωγραφικά και γεωφυσικά τους χαρακτηριστικά τα αναδεικνύουν σε μια ευδιάκριτη

διεθνή περιοχή. Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς και βαλκανιολόγους, η

βαλκανική χερσόνησος οριοθετείται με βάση τον υδάτινο παράγοντα, και ειδικότερα,

προσδιορίζεται από τους ποταμούς Δούναβη και Σάβα στον βορρά, την Μαύρη

Θάλασσα, τον Μαρμαρά και το Αιγαίο στην ανατολή, την Μεσόγειο στον νότο και

τέλος, το Ιόνιο και την Αδριατική στη δύση.

Ωστόσο, αν και τα εξωτερικά

γεωγραφικά όρια της περιοχής είναι υδάτινα, στο εσωτερικό της Νοτιο-Ανατολικής

Ευρώπης “κυριαρχούν” μεγάλες οροσειρές, όπως οι Διναρικές Άλπεις, οι

Τρανσυλβανικές Άλπεις, ο Αίμος, η Ροδόπη και η Πίνδος, που δικαιωματικά δίνουν

στην περιοχή και την ονομασία Βαλκάν(ια) (Balkan), που στα τουρκική γλώσσα

σημαίνει βουνό.52

Εξάλλου, μολονότι οι πεδιάδες και τα οροπέδια οριοθετούν και

ξεχωρίζουν τους ορεινούς όγκους, τα βουνά αποτέλεσαν σημαντικό εμπόδιο που δεν

διευκόλυνε ιστορικά την συγχώνευση των λαών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και

ευνόησε την ανάπτυξη του τοπικισμού και της εθνοτικής διαφοροποίησης.

Παράλληλα, καθώς τα βουνά διαχωρίζονται από ελάχιστες φυσικές διόδους, που

παραμένουν στο πέρασμα των αιώνων αναλλοίωτοι λεωφόροι επικοινωνίας ανάμεσα

στους λαούς – όπως η οδός του Βαρδάρη/Αξιού που ενώνει το Βελιγράδι με την

Θεσσαλονίκη, η οδός του Μοράβα/Έβρου που οδηγεί από το Δούναβη στην

Κωνσταντινούπολη και η Εγνατία οδός από τον Βόσπορο στην Αδριατική – η

περιοχή αναδεικνύει ως βασικό γεωφυσικό χαρακτηριστικό της την “διαπερατότητα”,

την ευκολία “πρόσβασης” στο εσωτερικό της. Πράγματι, η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη

δεν αποτελεί “εμπόδιο” στην ανάπτυξη της επικοινωνίας μεταξύ σημείων του

ευρύτερο περιβάλλοντος γεωγραφικού χώρου, αλλά περισσότερο συνιστά

γεωγραφικό σταυροδρόμι ανάμεσα στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική.

Συνολικά τα Βαλκάνια λογίζονται ως μία ενιαία γεωγραφικά περιοχή εξαιρετικής

γεωπολιτικής σημασίας, αφού ιστορικά έχουν αποτελέσει κόμβο διαμετακομιστικού

εμπορίου και “γέφυρα” ανάμεσα στην υπόλοιπη Ευρώπη και την λεκάνη της

21

Ανατολικής Μεσογείου. Ασφαλώς τα ευδιάκριτα αυτά γεωγραφικά χαρακτηριστικά

ενισχύονται ακόμη περισσότερο από την μελέτη της γεωπολιτικής και γεω-

στρατηγικής σημασίας που προσλαμβάνει η περιοχή σε κάθε ιστορική εποχή. Το

αβίαστο συμπέρασμα που προκύπτει από μια τέτοια διαχρονική έρευνα συνίσταται

στο ότι τα Βαλκάνια, παρά την διαφορετική διεθνή βαρύτητά τους ως διεθνή περιοχή

σε κάθε ιστορική περίοδο, παραμένουν σταθερά ένα γεωπολιτικό και γεω-στρατηγικό

σταυροδρόμι.53

Αποκλειστικά μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο του “σταυροδρομιού”

οικοδομείται κάθε φορά η διεθνή βαρύτητα της περιοχής. Μάλιστα το ίδιο αυτό

γεγονός αποτελεί έναν από τους διαρκείς παράγοντες οριοθέτησης της Νοτιο-

Ανατολικής Ευρώπης ως περιφερειακό υποσύστημα.54

Η περιφερειακή Αλληλεπίδραση

Η διάσταση της περιφερειακής αλληλεπίδρασης είναι κατεξοχήν σημείο αναφοράς

στον προσδιορισμό του βαλκανικού υποσυστήματος. Η ανάλυση των μεταβλητών

αλληλεπίδρασης στην περίπτωση της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης προσφέρει

σημαντικά στοιχεία οριοθέτησης της περιοχής.

Τα όρια του Βαλκανικού υποσυστήματος είναι ευδιάκριτα είτε αυτό αναγνωριστεί ως

ένα περιφερειακό υποσύστημα, είτε ως μια Ευρωπαϊκή “υπο-περιφέρεια” - δηλαδή

μια διεθνή περιοχή η οποία διατηρώντας πάντα διεθνοπολιτική αυτονομία βασισμένη

στα ευδιάκριτα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, εντάσσεται οργανικά και αποτελεί

μέρος ενός ευρύτερου περιφερειακού υποσυστήματος, του Ευρωπαϊκού. Το ζήτημα

αυτό αφορά την διασύνδεση των κρατών της βαλκανικής χερσονήσου με τις

διεργασίες της δυτικοευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήδη από την αρχή της δεκαετίας του

΄70, στην προβληματική των Cantori και Spiegel σχετικά με τις φάσεις ανάπτυξης του

υποσυστήματος από την Απλή Συνοχή, στην Σταθεροποίηση και στην Ολοκλήρωση,

εφόσον τοποθετούσαν τον βαλκανικό χώρο ως μέρος των δύο Ευρωπαϊκών

υποσυστημάτων, της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, η φάση της Ολοκλήρωσης

θα συνδέονταν με την πορεία διασύνδεσης του χώρου με την ευρωπαϊκή ενοποιητική

τάση. Για τους Cantori και Spiegel τα βαλκανικά κράτη συνιστούσαν την περίμετρο

των αντιστοίχων πυρήνων των δύο ευρωπαϊκών υποσυστημάτων του ψυχρού

πολέμου.55

Οι εξελίξεις της δεκαετίας του ΄90 και το τέλος της διπολικής διαίρεσης

της Γηραιάς ηπείρου σήμαινε και την υπερίσχυση της δυτικοευρωπαϊκής τάσης

ενοποίησης του Γαλλο-Γερμανικού πόλου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι της

22

όποιας δυναμικής αντιπροσώπευε η ανάλογη ανατολικοευρωπαϊκή με επίκεντρο την

επιρροή της τότε Σοβιετικής Ένωσης και της ΚΟΜΕΚΟΝ. Από άλλη ερμηνευτική

σκοπιά, ο Buzan θεωρεί, ανάμεσα σ΄ άλλες, τα Βαλκάνια, όπως και την Βόρεια

Ευρώπη ότι αποτελούν σαφείς « ευρωπαϊκές υπο-περιφέρειες», στις οποίες η απουσία

σαφήνειας για τις τοπικές δυναμικές λόγω της ουσιαστικής παρουσίας του

παρεμβατικού συστήματος σ΄ αυτές καθιστά δύσκολη την ανάλυση ασφάλειας στην

Ευρώπη.56

Τέλος, στις συνθήκες έντασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επισημαίνει ο

D. Delamaide, στην γηραιά ήπειρο δημιουργείται η δυνατότητα σχηματισμού των

ευρωπαϊκών «υπερ-περιοχών» (super region) οι οποίες αντανακλούν την διπλή τάση

από την μία πλευρά προς οικονομική-πολιτική ενοποίηση των κρατών και από την

άλλη ταυτόχρονα μια μεγαλύτερη αυτονομία σ’ ένα μικρότερο, περιφερειακό

επίπεδο, όπου η κοινωνική και πολιτισμική συνοχή είναι ισχυρότερη.57

Οι

επισημάνσεις του Delamaide έχουν ως ευρύτερο πεδίο αναφοράς τα φαινόμενα, που ο

R. Cox ονομάζει «μακρο-περιφέρειες» και «μικρο-περιφέρειες» και τα εντάσσει στις

μεταβολές της δομής της παγκόσμιας πολιτικής του τέλους του 20ου αιώνα.58

Τα

πολυδιάστατα αυτά ζητήματα αφορούν τις ιστορικές εξελίξεις που προσδιορίζουν

και την ευδιάκριτη ύπαρξη ή μετασχηματισμό του υποσυστήματος. Η εξέταση της

παραμέτρου της Συνοχής επιτρέπει στον ερευνητή να προσεγγίσει με σχετική

επάρκεια τα προβλήματα οριοθέτησης του βαλκανικού υποσυστήματος

Γενικότερα, ο βαθμός έντασης της αλληλεξάρτησης των βαλκανικών εξελίξεων με

τις ευρωπαϊκές είναι το βασικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της Βαλκανικής είτε

ως ένα αυτοτελές περιφερειακό υποσύστημα στην Ευρώπη, είτε ως μία “ευρωπαϊκή

υπο-περιφέρεια” ενός ευρύτερου Eυρωπαϊκού υποσυστήματος. Και στις δύο

περιπτώσεις βέβαια διατηρείται μία διεθνοπολιτική αυτονομία βασισμένη στα

ευδιάκριτα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Βαλκανικής. Όμως, όσο περισσότερο οι

ευρωπαϊκές και βαλκανικές εξελίξεις προσδιορίζονται αμοιβαία με τον χαρακτηρισμό

“εξωγενείς” παράγοντες, τόσο εντείνεται η διεθνής αυτοτέλεια του βαλκανικού υπο-

συστήματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, συνεπώς, η δραστηριότητα των ευρωπαϊκών

δυνάμεων προσλαμβάνει περισσότερο τα χαρακτηριστικά ενός “παρεμβατικού

συστήματος” όπως προσδιορίζεται στους Cantori-Spiegel ή ειδικότερα σε θέματα

ασφάλειας ενός “βαθμού επικάλυψης” (“overlay”) όπως αναφέρει ο B. Buzan στις

περιφερειακές υποθέσεις.59

Στα πλαίσια της παρούσας διαπραγμάτευσης η διάκριση

του βαθμού αυτοτέλειας του βαλκανικού υποσυστήματος δεν επηρεάζει καθοριστικά

23

τον προσδιορισμό των ορίων του καθώς και στις δύο περιπτώσεις διατηρείται μία

διεθνοπολιτική αυτονομία βασισμένη στα ευδιάκριτα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της

Βαλκανικής.

Ειδικότερα η μεταβλητή της Συνοχής, για παράδειγμα, μας παρέχει ένα πλήθος

δεδομένων σχετικά με την ομοιότητα, συμπληρωματικότητα και αλληλεπίδραση των

κρατών της περιοχής. Ενδεικτικά παρατίθενται ορισμένες διαστάσεις της σχετικής

διερεύνησης του βαλκανικού χώρου.

Η Μεταβλητή της Συνοχής

Με την μεταβλητή αυτή εξετάζεται η φύση και το επίπεδο της συνοχής στο

περιφερειακό υποσύστημα. Με τον όρο «συνοχή» εννοείται ο βαθμός

συμπληρωματικότητας ή ομοιότητας των διαφόρων παραγόντων των πολιτικών

οντοτήτων που απαρτίζουν το υποσύστημα καθώς και η μεταξύ τους

αλληλεπίδραση. Από την άποψη των διακρίσεων των Cantori και Spiegel που

αφορούν την ανάπτυξη ή ωριμότητα του περιφερειακού υποσυστήματος όπως αυτές

αναφέρθηκαν παραπάνω, ο όρος «συνοχή» συνδέεται με την απλή συνοχή, δηλαδή

την πρώτη φάση μιας διαδικασίας περιφερειακής συσσωμάτωσης.

24

Πίνακας 1: Η Μεταβλητή της Συνοχής σύμφωνα με τους Cantori, L. & Spiegel, S.60

Μεταβλητή

Παράγοντες

Γνωρίσματα Μονάδων Χαρακτηριστικά

ΣΥΝΟΧΗ

Κοινωνικοί

Ομοιότητα

Εθνότητα,

Φυλή,

Γλώσσα,

Θρησκεία,

Πολιτισμός,

Ιστορία

Συνείδησης Κοινής

Κληρονομιάς

Οικονομικοί

Συμπληρωματικότητα

Αλληλεπίδραση

Οικονομικοί Πόροι

Εμπορικές Σχέσεις

Πολιτικοί Συμπληρωματικότητα

Πολιτικό Σύστημα

Θεσμικοί Αλληλεπίδραση

Συμμετοχή σε

Θεσμούς

1. Τα Βαλκανικά Έθνη

Αρκετές εθνικές ομάδες συνθέτουν τον εθνολογικό χάρτη της βαλκανικής

χερσονήσου. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Κροάτες, Σλοβένοι,

Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, Σλαβο-Μακεδόνες, Τούρκοι αποτελούν τις κύριες εθνότητες

οργανωμένες σε ανεξάρτητους κρατικούς σχηματισμούς, αρκετοί από τους οποίους

προέκυψαν στην δεκαετία του ’90 από την διάλυση της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας. Ο

πολιτικός χάρτης της περιοχής, που ταυτίζεται περίπου με τα γεωφυσικά όρια της,

25

αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό με τα όρια του περιφερειακού υποσυστήματος. Παρά το

γεγονός ότι Σλοβενία και Κροατία γεωγραφικά τουλάχιστον βρίσκονται στις παρυφές

της βαλκανικής χερσονήσου και δείχνουν σ’ αυτήν την συγκυρία περισσότερο

έμφαση σε μια μάλλον κεντρο-ευρωπαϊκή εμπλοκή, η διασύνδεση τους - και

ιδιαίτερα της Κροατίας - με τις εξελίξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία εξακολουθεί να

είναι σημαντική. Τόσο η πρόσφατη, όσο και η παλαιότερη χρονολογικά κρατική

χειραφέτηση και πορεία όλων των βαλκανικών κρατών προήλθε και λειτουργεί μέσα

από σχέσεις συνεργασίας και αντιπαλότητας των εθνικών ομάδων στην εκάστοτε

ιστορική συγκυρία που φανερώνει την στενή αλληλοσυσχέτιση των βαλκανικών

κρατών. Αλληλοσυσχέτιση που δεν αναδεικνύεται μόνο στο επίπεδο των πολιτικών

σχέσεων, αλλά έχει παράγει έντονα στοιχεία πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας

του βαλκανικού χώρου.

2. Πολιτισμικοί παράγοντες

Η θεώρηση της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης ως μιας ευδιάκριτης περιοχής εδράζεται

και στον συνυπολογισμό πολιτισμικών παραγόντων. Όμως, στην προκειμένη

περίπτωση μπορούμε να διακρίνουμε δύο προσεγγίσεις, που αν και διαμετρικά

αντίθετες, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, την ύπαρξη ιδιαίτερης πολιτισμικής

ταυτότητας της Βαλκανικής στα πλαίσια της ευρύτερης Ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Ειδικότερα, η πρώτη προσέγγιση «φυλακίζει» τα Βαλκάνια μέσα σε ένα πεδίο λόγου

όπου δημιουργούν αντιθετικό ζεύγος με τη «Δύση» και την «Ευρώπη». Με άλλα

λόγια, σύμφωνα με την Maria Todorova – η οποία πραγματοποίησε μια εκτενή

έρευνα αναφορικά με το πως δυτικοί επιστήμονες προσλαμβάνουν πολιτισμικά την

Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη – τα Βαλκάνια χρησίμευσαν τους τελευταίους δύο αιώνες

ως πηγή αρνητικών χαρακτηριστικών απέναντι στα οποία φτιάχτηκε μια θετική και

ναρκισσιστική εικόνα του ‘Ευρωπαίου’ και της «Δύσης», ενώ ο «Βαλκανισμός»

απάλλαξε τη Δύση από τις κατηγορίες για ρατσισμό, αποικιοκρατικό πνεύμα,

ευρωκεντρισμό και χριστιανική μισαλλοδοξία.61

Ενδεικτική αυτής της προσέγγισης

είναι η ανάλυση του George Kennan για τα αίτια των Βαλκανικών πολέμων:

“Το ισχυρότερο κίνητρο στους Βαλκανικούς πολέμους δεν ήταν η

θρησκεία, αλλά ο επιθετικός εθνικισμός. Αλλά αυτός ο εθνικισμός, όπως

26

εκδηλώθηκε εκτός των πεδίων των μαχών, στηρίζεται πάνω σε βαθύτερα

στοιχεία του χαρακτήρα που πιθανώς κληροδοτήθηκαν από ένα μακρινό

φυλετικό παρελθόν […] Κι αυτό επιβιώνει και σήμερα […] Κι έτσι

φτάνουμε στη θλιβερή διαπίστωση ότι οι εξελίξεις αυτών των

παλαιότερων εποχών, όχι μόνο της Τουρκοκρατίας αλλά ακόμη και

παλαιότερων, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στη νοτιοανατολική

πλευρά της ευρωπαϊκής ηπείρου ένα εξόγκωμα μη-ευρωπαϊκού

πολιτισμού, το οποίο συνέχισε μέχρι τα σήμερα να διατηρεί πολλά από τα

μη-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά του.” 62

Έτσι, ακόμη και αυτός ο χαρακτηρισμός της Βαλκανικής ως της πυριτιδαποθήκης της

Ευρώπης αποτελεί εξω-βαλκανικό προσδιορισμό, ωστόσο με ελεγχόμενη ακρίβεια,

αφού κατά κανόνα οι Βαλκανικές εξελίξεις δεν επηρεάζουν τις Ευρωπαϊκές

ισορροπίες αλλά έπονται αυτών.

Η δεύτερη προσέγγιση, σαφώς πιο ανεκτική απέναντι στην πολιτισμική κληρονομιά

της περιοχής, υποστηρίζει ότι τα Βαλκάνια αποτελούν ένα πολιτισμικό σταυροδρόμι,

δηλαδή, ένα μωσαϊκό διαφορετικών λαών και τον τόπος συνάντησης ξεχωριστών

πολιτισμών (ανατολικού και δυτικού) και θρησκειών (του Καθολικισμού, της

Ορθοδοξίας και του Ισλάμ).63

Συνεπώς, τα Βαλκάνια θεωρούνται ως μια γέφυρα

ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία που όμως νοείται ως α ν α π ό σ π α σ τ ο μ έ ρ ο ς

του ευρύτερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού.64

Συνολικά, αν και οι δύο προαναφερθέντες

προσεγγίσεις εκκινούν από διαφορετικές υποθέσεις, έχουν ως σημείο αναφοράς ότι

τα Βαλκάνια αποτελούν και με όρους πολιτισμικούς μια ευδιάκριτη περιοχή.

3. Ιστορική ταυτότητα

Παράλληλα, η πρόσληψη της Βαλκανικής ως μιας ξεχωριστής Ευρωπαϊκής περιοχής

στηρίζεται και στην μελέτη ιστορικών δεδομένων. Ειδικότερα, οι βαλκανικοί λαοί

ενώνονται από την κοινή συνύπαρξη τους στην διάρκεια αιώνων κάτω από τον ζυγό

της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον Οθωμανικό τρόπο διοίκησης (σύστημα

millet). Έπειτα, ανέπτυξαν κινήματα εθνικής χειραφέτησης που αποτέλεσαν μέρος

της επίλυσης του ίδιου προβλήματος, δηλαδή του «Ανατολικού ζητήματος» και στις

αρχές του 20ου αιώνα, ενεπλάκησαν δύο φορές στους αποκαλούμενους Βαλκανικούς

πολέμους, αφενός ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου μεταξύ τους

(η Βουλγαρία ενάντια στα υπόλοιπα κράτη) για την αναδιανομή των εδαφικών

κερδών του πρώτου Βαλκανικού πολέμου. Στη συνέχεια, τόσο το Βαλκανικό

27

Σύμφωνο του 1934 (μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και της

Τουρκίας) όσο και το Τριμερές Πολιτικό Σύμφωνο του 1953 (μεταξύ της

Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας) αν και στηρίχθηκαν κυρίως στην

θέληση και την συνδρομή του διεθνούς παράγοντα αποτέλεσαν τις πρώτες απόπειρες

καθορισμού σε πολυμερές επίπεδο των σχέσεων των Βαλκανικών κρατών. Εξάλλου,

οι Διαβαλκανικές διασκέψεις που κατ’εξακολούθηση λαμβάνουν χώρα μετά το 1975

και ειδικότερα μετά το 1988 αποτελούν προσπάθειες θεσμοθέτησης της συνεργασίας

των κρατών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και πιστοποιούν την πεποίθηση των

κρατών αυτών ότι βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης ασφάλειας (security

interdependence), δηλαδή, ότι η ασφάλεια κάθε ενός μεμονωμένου κράτους

εξαρτάται επίσης και από την ασφάλεια των υπολοίπων. Έτσι, για παράδειγμα, η

αναβίωση του Μακεδονικού ζητήματος ή η επιδείνωση πτυχών του Αλβανικού

ζητήματος δεν αποτελούν διμερή, αλλά και περιφερειακά προβλήματα αφενός, αφού

η επίλυση του καθένα από αυτά εξαρτάται από την εξέλιξη του άλλου, και αφετέρου,

αφού και τα δύο αυτά ζητήματα, αν κλιμακωθούν, μπορούν δυνητικά να οδηγήσουν

σε εμπλοκή των περισσοτέρων κρατών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης. Συνεπώς, αν

και συλλογικές ιστορικές μνήμες, ανεκπλήρωτες εθνικές ιδέες και η έλλειψη

δημοκρατικών θεσμών – θεσμών κράτους δικαίου συνετέλεσαν στην διατήρηση της

Βαλκανικής κρίσης της δεκαετίας του ’90, η ανάγκη ομαλοποίησης των

Διαβαλκανικών σχέσεων σταδιακά αναδεικνύεται σε βασικό αίτημα της πλειοψηφίας

των λαών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και αποτελεί κινητήριο μοχλό των

προσπαθειών «περιφερειακής συνεννόησης».

Εξάλλου, η «περιφερειακή συνεννόηση» αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την

εκπλήρωση του μεσοπρόθεσμου στρατηγικού στόχου των Βαλκανικών κρατών, που

είναι η συσσωμάτωση τους στις δυτικές δομές ασφάλειας και συνεργασίας, δηλαδή

την ΕΕ/ΔΕΕ και το ΝΑΤΟ. Εντούτοις, ο Ευρωπαϊκός και ο Ευρω-Ατλαντικός

προσανατολισμός των κρατών της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης δεν αποτελεί μόνο

βασικό κίνητρο για την εξομάλυνση των Διαβαλκανικών σχέσεων αλλά και έναν

ισχυρό πολιτικό δεσμό στην βάση του οποίου μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη της

περιφερειακής συνεργασίας, κατά το πρότυπο της συνεργασίας των κρατών του

Visegrad.65

Ειδικότερα, αν και επίσημα η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ λαμβάνει

χώρα στη βάση της ξεχωριστής αξιολόγησης κάθε υποψήφιου κράτους, μία

σημαντική μερίδα αναλυτών και κρατών προωθεί ανεπίσημα τις υποψηφιότητες

28

συγκεκριμένων κρατών με κύριο γνώμονα τη γεωγραφική τους θέση. Με άλλα λόγια,

το ζήτημα σύμφωνα με αυτήν την τάση δεν είναι αν για παράδειγμα η Βουλγαρία

πληροί τα κριτήρια ένταξης στους δυτικούς Διεθνείς Οργανισμούς, αλλά αν αυτοί οι

οργανισμοί θα πρέπει να δεχθούν νέα μέλη όχι μόνο από την Κεντρική και την

Βορειο-Ανατολική Ευρώπη (Βαλτικά κράτη) αλλά και από τη Νοτιο-Ανατολική

Ευρώπη.66

Άρα, τα Βαλκανικά κράτη πρέπει ταυτόχρονα όχι μόνο να προωθήσουν

την ατομική τους ένταξη στους δυτικούς θεσμούς αλλά και συλλογικά να αγωνιστούν

ούτως ώστε η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη να μην μείνει τελικά η μόνη Ευρωπαϊκή

περιφέρεια που θα βρεθεί εκτός των Ευρωπαϊκών και Ευρω-Ατλαντικών δομών.

4. Η θεσμική διάσταση

Τέλος, οι λαοί της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται σε βαθιά και διαρκή

αλληλεπίδραση αφού έχουν αναπτυχθεί τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε ιδιωτικό

επίπεδο – δηλαδή ανάμεσα σε μη κυβερνητικούς φορείς – ιδιαίτερα τακτικές και

εντατικές σχέσεις που στηρίζονται στην εγκαθίδρυση θεσμών συνεργασίας.

Ενδεικτικά μόνο μπορούν να αναφερθούν διακρατικές πρωτοβουλίες όπως:

οι Διαβαλκανικές διασκέψεις, που στοχεύουν μεταξύ άλλων στην δημιουργία

σχέσεων συνεργασίας, καλής γειτονίας, σταθερότητας και ασφάλειας ανάμεσα

στα κράτη της Βαλκανικής,

η γαλλική πρωτοβουλία Royaumont που φιλοδοξεί να επιτύχει τόσο την

αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης και διαλόγου όσο και την πρόληψη

εντάσεων και κρίσεων ανάμεσα στα κράτη της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης,

η αμερικανικής έμπνευσης πρωτοβουλία SECI που στοχεύει στον σχεδιασμό,

την εκτέλεση και τη χρηματοδότηση – από διεθνείς οργανισμούς, τράπεζες και

επιχειρηματίες – περιφερειακών έργων ανάπτυξης ούτως ώστε να επιτευχθεί η

αναβάθμιση της υποδομής στην περιοχή,67

η υπό σύσταση «Πολυεθνική Ειρηνευτική Δύναμη της Nοτιο-ανατολικής

Eυρώπης» (SEEBRIG), η οποία είτε θα αναλαμβάνει ειρηνευτικές αποστολές

29

με την εντολή του ΟHE ή του ΟAΣE, είτε θα συμμετέχει σε αποστολές

πρόσληψης συγκρούσεων του NATΟ ή της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης, και 68

η υπό συζήτηση πρωτοβουλία του ελληνικού Υπουργείου Ανάπτυξης για την

δημιουργία ενός «Ενεργειακού Φόρουμ της Βαλκανικής» που θα στοχεύει στην

διαμόρφωση κοινής ενεργειακής στρατηγικής από πλευράς των Βαλκανικών

κρατών ούτως ώστε να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά αφενός, η

συμπληρωματικότητα των ενεργειακών συστημάτων των χωρών της περιοχής,

και αφετέρου, οι δυνατοτήτων που προσφέρουν προγράμματα της Ε.Ε.,

αναπτυξιακές τράπεζες και διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως η SECI.69

Εξάλλου, η ανάπτυξη της περιφερειακής συνεργασίας συντελείται ταυτόχρονα και

στο επίπεδο των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Ανάμεσα σε δεκάδες

«Διαβαλκανικές» προσπάθειες μπορούμε να διακρίνουμε θεσμούς όπως το «Κέντρο

Διαβαλκανικής Συνεργασίας»,70

την «Βαλκανική Εταιρία Παιδαγωγικής και

Εκπαίδευσης», την «Ένωση Βαλκανικών Πρακτορείων Ειδήσεων», την «Ένωση

Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων» καθώς και ad hoc διασκέψεις όπως, τις

Διαβαλκανικές Συναντήσεις Επιχειρηματιών, την «Συνάντηση Βαλκάνιων

Δημοσιογράφων», τη Σύνοδο «Βαλκάνιων Δημάρχων» και την «Σύνοδο Πρυτάνεων

των Πανεπιστημίων των χωρών της Βαλκανικής και του Εύξεινου Πόντου».

Συνεπώς, σήμερα διαμορφώνεται στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη ένα ιδιαίτερο

πλέγμα συνεργασίας και αλληλεξάρτησης ανάμεσα τόσο στις κυβερνήσεις όσο και

σχεδόν σε κάθε επίπεδο κοινωνικής ομαδοποίησης.

Συμπερασματικά, ο ενδεικτικός συνυπολογισμός τόσο των γεωγραφικών,

πολιτιστικών, ιστορικών και πολιτικών δεδομένων της περιοχής, όσο και του

πλέγματος συνεργασίας και αλληλεξάρτησης που αναπτύσσεται ανάμεσα στους

Βαλκανικούς λαούς, αποτελούν κρίσιμους και επαρκείς παράγοντες για την

θεμελίωση αφενός, της υπόθεσης ύπαρξης ενός διακριτού περιφερειακού

υποσυστήματος της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και αφετέρου για τον προσδιορισμό

των ορίων αυτού του υποσυστήματος. Έτσι, το περιφερειακό υποσύστημα της Νοτιο-

Ανατολικής Ευρώπης απαρτίζεται από τα εξής κράτη: Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη,

Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Κροατία, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία

της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), Ρουμανία και Τουρκία. Άρα, αν και η γεωγραφική

30

οριοθέτηση της Βαλκανικής υπονοούσε την συμπερίληψη της Ουγγαρίας και της

Σλοβενίας στο Βαλκανικό υποσύστημα, πολιτικοί – οι οποίοι στην περίπτωση της

Σλοβενίας ενισχύθηκαν από την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας -αλλά και

ιστορικοί / πολιτιστικοί παράγοντες – για παράδειγμα, το γεγονός ότι αυτά τα κράτη

δεν υπήρξαν ποτέ μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας71

– συμβάλλουν στην

θεώρηση τους ως κράτη της Κεντρικής Ευρώπης. Ομοίως, αν και η Τουρκία

κατάφερε να διατηρήσει μόνο ένα ελάχιστο τμήμα της Βαλκανικής (Ανατολική

Θράκη), ενώ μόνο το νότιο τμήμα της Ρουμανίας βρίσκεται εντός των γεωγραφικών

ορίων της χερσονήσου, και τα δύο αυτά κράτη λογίζονται ως μέρος του

υποσυστήματος της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, στην βάση κυρίως στρατηγικών,

ιστορικών και πολιτικών παραγόντων.

Πυρήνας και Περίμετρος στον Βαλκανικό χώρο

Οι τέσσερις μεταβλητές της περιφερειακής αλληλεπίδρασης ασφαλώς πέραν της

οριοθέτησης του περιφερειακού υποσυστήματος συμβάλουν στην διάκριση των

συμμετεχόντων κρατών του σ’ εκείνα που εντάσσονται στον πυρήνα και σ’ εκείνα

της περιμέτρου. Το βασικό κριτήριο διάκρισης είναι η επιρροή τους στις

περιφερειακές υποθέσεις. Βέβαια η επιρροή αυτή ενισχύεται ή μειώνεται κάτω από

την επίδραση του παρεμβατικού συστήματος, ωστόσο μπορούν να γίνουν με

ασφάλεια οι βασικές διαπιστώσεις αυτής της διάκρισης στο βαλκανικό υποσύστημα.

Διαχρονικά το πολιτικό κέντρο βάρους της περιοχής συναρτήθηκε κυρίως από την

τετραμερή σχέση Αθήνας-Βελιγραδίου-Βουκουρεστίου-Σόφιας. Για τα τέσσερα αυτά

βαλκανικά κράτη αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι εκπληρώνουν κάθε κριτήριο

για να ανήκουν στον πυρήνα του βαλκανικού υποσυστήματος. Το περιεχόμενο των

μεταξύ τους σχέσεων καθόρισε σε κάθε ιστορική περίοδο όχι μόνο τα κεντρικά

πολιτικά ζητήματα στην περιοχή, όπως το ζήτημα του πολέμου ή της ειρήνης, αλλά

και την πολιτική ατμόσφαιρα της συγκυρίας και την εξέλιξη είτε προς την

περιφερειακή συνεργασία ή την αντιπαλότητα. Το πρόβλημα της πολικότητας (ένας ή

περισσότεροι πυρήνες/πόλοι) συνδέεται άμεσα με την διαμόρφωση

ευθυγραμμίσεων/συνασπισμών στα Βαλκάνια. Καταρχήν, οι τοπικές, ενδογενείς

βαλκανικές ευθυγραμμίσεις (alignment) ορίστηκαν με βάση τις αντιθέσεις για την

χάραξη των συνόρων στην περιοχή. Το δίπολο “αναθεωρητικών” βαλκανικών

κρατών και “status quo” κρατών αποτέλεσε ιστορικά την βασική αντίθεση μεταξύ

31

των βαλκανικών κρατών που οριοθέτησε βαλκανικούς συνασπισμούς με βάση ενδο-

περιφερειακά ζητήματα. Ωστόσο, το ζήτημα των συνόρων ως συνολικό περιφερειακό

πρόβλημα εξάντλησε την δυναμική του με το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου

πολέμου και έκτοτε το ζήτημα των συνόρων αποτέλεσε κυρίως διμερές πρόβλημα, το

οποίο στις περισσότερες εκφράσεις του έμμεσα μόνο υπονοούσε εδαφικές

διεκδικήσεις – με μοναδική ίσως εξαίρεση τις μεταπολεμικές διεκδικήσεις της

Τουρκίας στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα περιφερειακά

κίνητρα των ενδο-βαλκανικών ευθυγραμμίσεων δεν αντιστοιχήθηκαν με τις

ευθυγραμμίσεις του διεθνούς ανταγωνισμού της εποχής. Το «Ανατολικό ζήτημα» με

τις διεθνείς ευθυγραμμίσεις του και αργότερα η διεθνής σύγκρουση «Ανταντ-

Κεντρικών Δυνάμεων» ή εκείνη του «Άξονα-Συμμάχων» δεν αποτέλεσαν το

ευρύτερο διεθνές πλαίσιο των ενδο-βαλκανικών ευθυγραμμίσεων. Την περίοδο του

ψυχρού πολέμου οι ευθυγραμμίσεις των βαλκανικών κρατών απόρρεαν περισσότερο

από τον διεθνή προσανατολισμό τους που αντανακλούσε την προσχώρηση του κάθε

βαλκανικού κράτους στον διπολισμό Ανατολής-Δύσης και συνακόλουθα την

αντίστοιχη εμπλοκή τους στο ΝΑΤΟ και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ενώ τα

περιφερειακά ζητήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο

ευθυγραμμίσεων υποβαθμίστηκαν ως παράγοντες περιφερειακής έντασης ή

συνεργασίας. Ωστόσο, οι βαλκανικές ιδιαιτερότητες επέδρασαν σημαντικά στην

ψυχροπολεμική γεωπολιτική του βαλκανικού χώρου προσδίδοντας στις σχέσεις

Ανατολής-Δύσης στην περιοχή την “βαλκανική” έκφρασής της. Ελλάδα-Τουρκία στο

ΝΑΤΟ, Βουλγαρία-Ρουμανία στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, Γιουγκοσλαβία στο

Αδέσμευτο κόσμο και Αλβανία στον ιδιόμορφο διεθνή απομονωτισμό της. Παρόλα

αυτά κανείς από τους συνασπισμού δεν έχαιρε μονολιθικής συνοχής στα Βαλκάνια. Η

ελληνο-τουρκική σύγκρουση καθιστούσε δυσλειτουργική την ΝΑ πτέρυγα του

ΝΑΤΟ, ενώ η Ρουμανία προσπαθούσε να αναπτύξει μια περισσότερο αυτόνομη

διπλωματία από την Μόσχα. Μετά μάλιστα από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι

(1975) και την επικράτηση της Ύφεσης στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης, Ελλάδα και

Βουλγαρία ανάπτυξαν με βάση τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα σε

κράτη διαφορετικών συνασπισμών σε τέτοιο βάθος τις διμερείς πολιτικές σχέσεις

τους που η χειροτέρευση σε κεντρικό επίπεδο των σχέσεων Ανατολής-Δύσης της

δεκαετίας του 1980 (όπως π.χ. στο ζήτημα πυραύλων μέσου βεληνεκούς) δεν

επηρέασε διόλου τις σχέσεις τους. Είναι δυνατόν να υποστηριχτεί η θέση ότι στα

Βαλκάνια μόνο το ζήτημα των συνόρων αποτέλεσε αντικείμενο διαχωρισμού σε

32

ενδο-βαλκανικούς συνασπισμούς αντιπαράθεσης και ότι το παρεμβατικό σύστημα

(ανταγωνισμός διεθνούς παράγοντα στην περιοχή) αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα

αναφοράς του διεθνούς προσανατολισμού των βαλκανικών κρατών. Ακόμη και στην

περίπτωση της διεθνούς παρέμβασης στην Βοσνιακή κρίση τα μη άμεσα

εμπλεκόμενα βαλκανικά κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) όχι μόνο απέφυγαν

επιμελώς να παρέμβουν αλλά και αντιτάχθηκαν στην χρήση στρατιωτικών μέτρων μη

διαθέτοντας την επικράτεια τους στον διεθνή παράγοντα για τον σκοπό αυτό. Αλλά

και στην περίπτωση της αεροπορικής επιδρομής του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο τα

βαλκανικά κράτη, αν και με δυσκολία, κρατήθηκαν μακριά από την διένεξη παρά το

γεγονός ότι η ασφυκτική αμερικανική πίεση (ως μέρος του σύγχρονου παρεμβατικού

συστήματος) ανάγκασε τελικά την Σόφια στην παραχώρηση του εναέριου χώρου της

στην τελευταία φάση των επιχειρήσεων. Μοναδική εξαίρεση η Τουρκία στα πλαίσια

της φιλόδοξης μετα-ψυχροπολεμικής βαλκανικής διπλωματίας και η αδύναμη

Αλβανία λόγω του αλυτρωτικού ζητήματος των Αλβανών στην πρώην

Γιουγκοσλαβία. Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία αναπτύσσουν ενεργητική διπλωματία

για την ομαλοποίηση των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με τον διεθνή παράγοντα και

παρά τις οποίες διπλωματικές δυσκολίες έχουν επανειλημμένα ταχθεί υπέρ και

προωθήσει ένα πλέγμα διαβαλκανικών σχέσεων με την συμμετοχή της

Γιουγκοσλαβίας. Συμπερασματικά, Γιουγκοσλαβία. Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία

συνιστούν τον πυρήνα του βαλκανικού υποσυστήματος, με σχέσεις που ως τάση (ήδη

από την δεκαετία του 1980) προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά τοπικής “συνεννόησης

δυνάμεων”, μια τάση που παρά την περιφερειακή αστάθεια, την εσωτερική πολιτική

ρευστότητα της καθεστωτικής μετάβασης και τον χαρακτήρα του

μεταψυχροπολεμικού παρεμβατικού συστήματος δεν έχει αναιρεθεί αλλά αναζητά

δρόμους αναπροσαρμογής της στα μεταψυχροπολεμικά δεδομένα. Ως συνέπεια της

δράσης του παρεμβατικού συστήματος στην δεκαετία του ’90, επήλθε δραματική

μείωση της ισχύος του Βελιγραδίου ως σερβικού μητροπολιτικού παράγοντα στον

χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Δεν είναι μόνο η προσφυγοποίηση προς την Σερβία

ή ο εγκλωβισμός χιλιάδων σέρβων στην Κροατία, Βοσνία και FYROM ως συνέπεια

της διάσπασης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Οι πολιτικές επιπτώσεις των αεροπορικών

επιδρομών του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο μετέτρεψαν την περιοχή σε προσωρινό «διεθνές

προτεκτοράτο», ενίσχυσαν τις φυγόκεντρες τάσεις πολιτικής μερίδας του

Μαυροβουνίου προς την δημιουργία δύο ανεξάρτητων σερβικών κρατών στα

Βαλκάνια ενώ το Βελιγράδι συνεχίζει να τελεί υπό διεθνή πίεση με στόχο την

33

ανάμειξη στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις του και την ανατροπή του Σ.

Μιλόσεβιτς. Κρίσιμο στοιχείο σ’ αυτές στις ενδο-περιφερειακές εξελίξεις είναι η

πορεία των ενδο-σερβικών σχέσεων και του αλβανικού αλυτρωτισμού στο

Κοσσυφοπέδιο, τον οποίον πλέον «διαχειρίζεται» αποκλειστικά ο διεθνής

παράγοντας. Όπως αναφέρεται παρακάτω, η δράση του παρεμβατικού συστήματος

έχει καταλυτικές συνέπειες στην διαμόρφωση του συσχετισμού ισχύος στα

μεταψυχροπολεμικά Βαλκάνια και φυσικά στην οριοθέτηση του πυρήνα και της

περιμέτρου στο υποσύστημα. Παρά την δραματική μείωση της ισχύος του

Βελιγραδίου και την συγκυριακή αμφισβήτηση της θέσης του στον πυρήνα του

υποσυστήματος είναι πρόωρος ο αποκλεισμός του από αυτό και η υιοθέτηση μιας

άλλης διάταξης «πυρήνα-περιμέτρου» στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη.72

Επομένως,

Αλβανία, Βοσνία, FYROM, Τουρκία, Κροατία μπορούν να τοποθετηθούν για

διαφορετικούς λόγους το καθένα στην περίμετρο του βαλκανικού υποσυστήματος με

τα δύο τελευταία κράτη υποκείμενα σημαντικά στην συγκυρία ως προς τον βαθμό

σημασίας της εμπλοκής τους για τις περιφερειακές υποθέσεις. Όπως διαπιστώσαμε,

κρίσιμο, ωστόσο, ρόλο στην διαμόρφωση των ενδο-βαλκανικών ισορροπιών παίζει η

επιρροή του παρεμβατικού συστήματος, το οποίο εξετάζεται στην συνέχεια.

Το παρεμβατικό σύστημα της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης

Όπως ήδη εξηγήθηκε, το παρεμβατικό σύστημα είναι εκείνες οι δυνάμεις, οι οποίες

συνήθως είναι μεγάλες δυνάμεις, που αν και δεν είναι μέλη του υποσυστήματος,

συμμετέχουν ενεργά στις περιφερειακές εξελίξεις και στην διαμόρφωση των

περιφερειακών ισορροπιών. Έτσι, στα Βαλκάνια η συμμετοχή των μεγάλων

δυνάμεων στις περιφερειακές υποθέσεις ερμηνεύεται με βάση μια σειρά

προσδιοριστικών συνισταμένων.

Πρώτα από όλα, η περιοχή κατέχει ύψιστη στρατηγική αξία αφού όπως ήδη

αναφέρθηκε «λειτουργεί» ως το σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Έτσι, η Βαλκανική

χερσόνησος αποτελεί την φυσική έξοδο της Ευρώπης στην λεκάνη της Ανατολικής

Μεσογείου η οποία βρίσκεται πάνω στον βασικό Ευρωπαϊκό δρόμο προς τον Ινδικό

Ωκεανό, τις γύρω περιοχές της Νότιας Ασίας, Μέσης Ανατολής και Ανατολικής

Αφρικής, δηλαδή την καρδιά του κόσμου των αναπτυσσομένων χωρών που όχι μόνο

είναι πλούσιες σε πετρέλαιο, ορυκτά και πρώτες ύλες αλλά και αντιπροσωπεύουν μια

34

τεράστια αγορά άνω του 1.5 δις ανθρώπων. Ακόμη, τα Βαλκάνια βρίσκονται «εντός»

της εμβέλειας τόσο του μεγάλου γεω-στρατηγικού “παιχνιδιού” που σήμερα

αναφέρεται στην πρόσβαση στα πετρέλαια της Κασπίας Θάλασσας, όσο και στους

δυτικούς σχεδιασμούς για την αντιμετώπιση της αστάθειας στην περιοχή του

Καύκασου και την γενικότερη ανάσχεση του Ισλαμικού Φονταμενταλισμού.73

Συνολικά, αν και στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη δεν κρίνονται ζωτικά συμφέροντα

των μεγάλων δυνάμεων, η τοποθέτηση της περιοχής ανάμεσα σε διάφορες εστίες

ζητημάτων παγκόσμιου ενδιαφέροντος συντελεί στην αναγνώριση στη Βαλκανική

ενός ρόλου ύψιστης στρατηγικής σημασίας που υπαγορεύει τόσο την επιδίωξη των

μεγάλων δυνάμεων για μια επί τόπου διαρκή θεσμοθετημένη παρουσία όσο και την

συλλογική προσπάθεια των κρατών αυτών για την ομαλοποίηση των περιφερειακών

υποθέσεων.

Επίσης, στην δεκαετία του ΄90 η εγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων

στις χώρες τις Δυτικής Ευρώπης από τον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την

Αλβανία καθώς και η δυνατότητα ορισμένων τοπικών προβλημάτων ασφάλειας της

Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης να μετατραπούν σε περιφερειακές διενέξεις – όπως η

περίπτωση του Κόσοβο – έχουν συμβάλει στην ανάδειξη της Βαλκανικής αστάθειας

σε ζήτημα προτεραιότητας στα πλαίσια της συνολικής Ευρωπαϊκής ατζέντας

ασφάλειας. Μ’ άλλα λόγια, δεδομένου ότι ανάμεσα στα δυτικά κράτη επικρατεί μια

κοινότητα ασφάλειας (security community)74

– που σημαίνει ότι αυτά τα κράτη δεν

περιμένουν ή προετοιμάζονται για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος στις μεταξύ τους

σχέσεις75

– μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ευρωπαϊκή ασφάλεια διακινδυνεύει

περισσότερο από εξελίξεις στην «περιφέρεια» όπως αυτές που συμβαίνουν στα

Βαλκάνια παρά από εξελίξεις στο «κέντρο», δηλαδή ανάμεσα στα κράτη της Δυτικής

Ευρώπης.76

Έτσι, σταδιακά η πολιτική ασφάλειας των μεγάλων δυνάμεων

μετατοπίζεται από την αμοιβαία εξισορρόπηση στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος

προς την ανάγκη αντιμετώπισης περιφερειακών κρίσεων που δύνανται να έχουν

επιπτώσεις – όπως, μετανάστευση, παρεμπόδιση των δρόμων και των όρων εμπορίου

και επικοινωνίας, διακινδύνευση επενδύσεων – και για την ίδια την ασφάλεια τους.

Επομένως, η Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη αποτελεί ένα από αυτά τα περιφερειακά

υποσυστήματα από τα οποία προέρχονται αυτές οι νέες απειλές για την ασφάλεια των

μεγάλων δυνάμεων.

35

Παράλληλα, καθώς η Γιουγκοσλαβική διάλυση επέφερε την πρώτη ένοπλη

σύγκρουση στην μετα-Ψυχροπολεμική Ευρώπη, η Βαλκανική κρίση αποτέλεσε ένα

«εργαστήριο» στο οποίο δοκιμάστηκε η αποτελεσματικότητα και η αντοχή των

συνεργατικών σχέσεων και θεσμών των μεγάλων δυνάμεων όπως: α) οι ενδο-

Ευρωπαϊκές ισορροπίες και οι προσπάθειες των κρατών της ΕΕ να εφαρμόσουν μια

Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠ/ΠΑ), β) οι δια-

Ατλαντικές σχέσεις και η ανάγκη διατήρησης της Ατλαντικής Συμμαχίας και της

Αμερικάνικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη, γ) οι σχέσεις της Ρωσίας με τις

Ηνωμένες Πολιτείες και τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, δ) ο ρόλος, η λειτουργία και η

αλληλεπίδραση των διάφορων οργανώσεων για την προάσπιση της Ευρωπαϊκής

ασφάλειας όπως το ΝΑΤΟ, η ΔΕΕ, ο ΟΑΣΕ και ο ΟΗΕ, και ε) η γενικότερη

ικανότητα των μεγάλων δυνάμεων και των διεθνών οργανισμών να διαχειριστούν στο

μέλλον ανάλογες κρίσεις που μπορεί να ξεσπάσουν και σε άλλα μέρη του κόσμου. 77

Εξάλλου, η στρατιωτική παρουσία των μεγάλων δυνάμεων στη Βαλκανική – την

Κροατία, στην Βοσνία, τα Σκόπια, στην Αλβανία και πρόσφατα στο Κόσοβο –

κατέστησε για τα κράτη αυτά «υποχρεωτική» την συμμετοχή τους στις περιφερειακές

υποθέσεις με ακόμη και εσωτερικές προεκτάσεις αφού όπως είδαμε για παράδειγμα

στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, το ζήτημα της διάρκειας της παραμονής

Αμερικανικών δυνάμεων στην Βοσνία, αποτέλεσε και θέμα προεκλογικής

αντιπαράθεσης. Επομένως, η τελική παρουσία των κρατών αυτών στην Νοτιο-

Ανατολική Ευρώπη ανέδειξε σε σημαντικό ζήτημα την επιτυχή διεκπεραίωση του

ρόλου τους που θα μπορέσει να οδηγήσει και στην «μερική» απεμπλοκή τους από τα

περιφερειακά προβλήματα.

Τέλος, στις Βαλκανικές εξελίξεις κρίνεται και η βιωσιμότητα του υφιστάμενου

διεθνούς συστήματος αξιών και κανόνων. Για παράδειγμα, στην κρίση του Κόσοβο

δεν «δοκιμάζεται» μόνο το μέλλον του Σερβικού και του Αλβανικού έθνους αλλά και

η διεθνής αρχή του απαραβίαστου των συνόρων σε συνδυασμό με την επαρκή

κατοχύρωση εθνικών μειονοτικών δικαιωμάτων. Αν οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου

επιτύχουν τελικά την ανεξαρτησία τους από την Γιουγκοσλαβία, αυτό θα αποτελέσει

προηγούμενο για δεκάδες άλλα αποσχιστικά κινήματα που δρουν σε όλες τις

περιφέρειες του διεθνούς συστήματος, όπως λόγου χάρη, οι Κούρδοι, οι Ερυθραίοι

και οι Ίμπος. Συνεπώς, η συνδρομή των μεγάλων δυνάμεων στην επίλυση των

βαλκανικών προβλημάτων στοχεύει και στην αποτροπή εξελίξεων που θα μπορούσαν

36

δυνητικά να επιδεινώσουν καταστάσεις και στις υπόλοιπες περιφέρειες του διεθνούς

συστήματος. Η επιλογή του διεθνούς παράγοντα να επιδιώκει ως διέξοδο την

στρατιωτική επιβολή της προσωρινής λύσης της «διεθνούς προστασίας» ή του

«διεθνούς προτεκτοράτου» φαίνεται σήμερα να αποτελεί την κυρίαρχη απάντηση

του σε πολωμένες περιφερειακές διενέξεις ή συγκρούσεις που δύνανται να

απειλήσουν με αστάθεια τα στρατηγικά ερείσματα των εμπλεκομένων στην

περιοχή μεγάλων δυνάμεων.

Συμπερασματικά, η στρατηγική αξία της περιοχής, η εμφάνιση νέων απειλών για την

εμπέδωση της ασφάλειας στην μεταψυχροπολεμική Ευρώπης και η ανάμειξη των

μεγάλων δυνάμεων στη διαχείριση της Γιουγκοσλαβικής κρίσης αποτελούν τους

κύριους άξονες πάνω στους οποίους τεκμηριώνεται η ύπαρξη ενός ευδιάκριτου

παρεμβατικού συστήματος που ενεργεί στα πλαίσια του περιφερειακού

υποσυστήματος της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης.

Δ. Η Μελέτη των Βαλκανίων ως Υποσύστημα

Η σύντομη επισκόπηση της βιβλιογραφίας για το περιφερειακό υποσύστημα αλλά και

η συνοπτική εξέταση του βαλκανικού χώρου με την χρήση κυρίως του ερμηνευτικού

πλαισίου των Cantori και Spiegel προσπάθησε να προσφέρει ερευνητικά ερεθίσματα

θέτοντας ορισμένες γενικές υποθέσεις εργασίας για μια περιπτωσιολογική ανάλυση

της περιφέρειας. Ασφαλώς τόσο η αξία του ερμηνευτικού πλαισίου των Cantori και

Spiegel στην εξέταση του βαλκανικού χώρου, όσο και ευρύτερα η θεώρηση της

Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης ως περιφερειακό υποσύστημα είναι ζητήματα ανοικτά

στην έρευνα. Η σταθερή ιστορική αλληλεπίδραση και πορεία της Ελλάδας στον

βαλκανικό χώρο δικαιώνει μια τέτοια ερευνητική επιλογή επειδή ακριβώς στοχεύει

στην κατανόηση μιας περιοχής που συνδέεται άμεσα με προτεραιότητες της

ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το ερμηνευτικό πλαίσιο των Cantori και Spiegel

αποτελεί μια μόνο από τις ερευνητικές προτάσεις στην εξέταση του βαλκανικού

χώρου, προσφέρει ωστόσο μια χρήσιμη συνολική προσέγγιση όχι μόνο για

εξοικείωση με τα βαλκανικά δεδομένα αλλά και με τα μεθοδολογικά προβλήματα της

μελέτης των περιφερειών. Στην Ελλάδα το ζήτημα της περιπτωσιολογικής μελέτης

των περιφερειών βρίσκεται ακόμη στην αρχική φάση του, αν και η ελληνική

βιβλιογραφία για τα Βαλκάνια είναι εξαιρετικά πλούσια και πολυδιάστατη. Η

37

καθυστέρηση αυτή συνδέεται και με το γεγονός ότι μόλις στο τέλος της δεκαετίας του

’90 ξεκίνησε μια σοβαρή προσπάθεια ακαδημαϊκής οργάνωσης των περιφερειακών

σπουδών (area studies) στα ελληνικά πανεπιστήμια με την ίδρυση σχετικών

τμημάτων.78

Η σημαντική αυτή εξέλιξη αναμένεται να δώσει εξαιρετική ώθηση και

στην μελέτη του βαλκανικού χώρου με την επαρκέστερη οργάνωση των σπουδών σ’

αυτό το γνωστικό αντικείμενο. Η παρούσα δημοσίευση αποσκοπεί να συμβάλει

ακριβώς στην ενθάρρυνση της έρευνας για την περιφέρεια της Νοτιο-Ανατολικής

Ευρώπης.

Δημοσιεύτηκε στο: Σ. Αλειφαντής-Ε. Χωραφάς (επιμ.), Σύγχρονο Διεθνές Σύστημα και

Ελλάδα, Αθήνα 2001. Ο Στέλιος Αλειφαντής είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων

στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, ενώ ο Νικόλαος

Τζιφάκης είναι υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ

στην Αγγλία.

1 Βλ. Lake, D. & Morgan, P. “The New Regionalism in Security Affairs”, στο Lake, D. &

Morgan, P. (eds.) Regional Orders: Building Security in a New World (University Park, Pa.:

The Pennsylvania State University Press, 1997), σελ. 7

2 Για μία ανάλυση του περιεχομένου της «Αγγλικής σχολής» των διεθνών σχέσεων Βλ. inter

alia Jones, R. “The English School of International Relations: A Case for Closure”, Review of

International Studies, Vol. 7, No 1 (1981); Grader, S. “The English School of International

Relations: Evidence and Evaluation”, Review of International Studies, Vol. 14, No 1 (1988)

3 Βλ. Wight, M. Πολιτική Δυνάμεων (Αθήνα: Εκδόσεις Ειρήνη, 1994), σελ. 60

4 Βλ. Bull, H. & Holbraad, C. “Εισαγωγή στην Πολιτική Δυνάμεων”, στο Wight, M. op cit.,

σελ. 18-20

5 Βλ. Cox, R. W. “Multilateralism and World Order”, Review of International Studies, Vol.

18, No 2 (April 1992)

6 Βλ. Binder, L. “The Middle East as a Subordinate International system”, World Politics,

Vol. 10, No. 3 (1958), σελ. 408-429

7 Ibid.

8 Ibid.

9 Ibid., ειδ. 408-410

10 Βλ. Berton, P. “International Subsystems: A Submacro Approach to International Studies”,

International Studies Quarterly, Vol. 13, No. 4 (December 1969), σελ. 330

38

11

Βλ. Brecher, M. “International Relations and Asian Studies: The Subordinate State System

of Southern Asia”, στο Falk R. A. and Mendlovitz S. H., (eds.) Regional Politics and World

Order (San Francisco: W. H. Freeman and Company, 1973), σελ. 373

12 Βλ. Boals, K. “The concept ‘Subordinate International System’: A critique”, στο Falk R.

A. and Mendlovitz, S. H. op cit., σελ. 402

13 Βλ. Lake, D. & Morgan, P. op cit., σελ. 9

14 Βλ. Buzan, B. et al. Security: A New Framework For Analysis (Boulder Co: Lynne

Rienner Publishers, 1998), σελ. 10-15

15 Βλ. Buzan, B. People, State and Fear, 2

nd edition (Hemel Hempstead: Harvester

Wheatsheaf, 1991), σελ.190-191

16 Βλ. Lake, D. & Morgan, P. op cit., σελ. 14

17 Βλ. Αλειφαντής, Σ. “Στρατηγικές και Πολιτικές Παράμετροι της Διαβαλκανικής

Συνεργασίας και ο ρόλος της Ελλάδας”, στο Παραμεθόριες Περιοχές, Αθήνα 1995, σελ. 71-

86

18 Βλ. Cox, R. “Production and Security”, στο Dewitt, D. et al. Building a New Global Order:

Emerging Trend in International Security (Toronto: Oxford University Press, 1993)

19 Βλ. Hoogvelt, A. Globalization and the Postcolonial World (Baltimore, Md.: John Hopkins

University Press, 1997)

20 Για μια κριτική προσέγγιση της σχετικά με την έννοια του υποσυστήματος ανεπτυγμένης

βιβλιογραφίας Βλ. Thompson, W. R. “The Regional Subsystem: A conceptual explication

and a propositional inventory”, International Studies Quarterly, Vol. 17, No. 1 (March 1973),

σελ. 89-117

21 Ibid. σελ. 101

22 Βλ. Lake, D. “Regional Security Complexes: A System Approach”, στο Lake, D. &

Morgan, P. op cit., σελ. 47-48

23 Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. International Politics of Regions: A comparative

approach (Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall, 1970), σελ. 1

24 Βλ. Lake, D. “Regional Security… ”, op. cit., σελ. 48-49

25 Ιbid., σελ. 49

26 Βλ. Cox, R. W. “Realism, Positivism, and Historicism”, στο Cox, R. W. & Sinclair, T. J.

Approaches to World Order (Cambridge: Cambridge University Press, 1996)

27 Βλ. Μπρουκάν, Σ. Η Διαλεκτική της Διεθνούς Πολιτικής (Αθήνα: Εκδόσεις Ειρήνη, 1993),

σελ. 79

28 Γενικότερα, η πολικότητα ενός υποσυστήματος μας διευκολύνει να εξάγουμε χρήσιμα

συμπεράσματα στη βάση μελετών έγκριτων αναλυτών αναφορικά με περιφερειακά ζητήματα

όπως η πιθανότητα να ξεσπάσει πόλεμος καθώς και τη δυνητική κλιμάκωση αυτού του

39

πολέμου. Βλ. Waltz, K. N. “The stability of a bipolar world”, Daedalus, Vol. 43 (1964), σελ.

881-909; Deutsch, K. W. & Singer, J. D. “Multipolar power systems and international

stability”, World Politics, Vol. 16, No. 3 (1964), σελ. 390-406; Rosecrance, R. N. “Bipolarity,

Multipolarity and the Future”, Journal of Conflict Resolution, Vol. 10, No. 3 (1966), σελ.

314-327; James, P. & Brecher, M. “Stability and Polarity: New paths for inquiry”, Journal of

Peace Research, Vol. 25, No. 1 (1988), σελ. 31-42

29 Οι Cantori και Spiegel υποστηρίζουν ότι σε κάθε υποσύστημα υπάρχει ένας πυρήνας (core)

και μια περιφέρεια (periphery). Ωστόσο, το παρόν κείμενο υιοθετεί το εννοιολογικό σχήμα

πυρήνας-περίμετρος αφού ο όρος περιφέρεια χρησιμοποιείται αλλού για την απόδοση στα

ελληνικά της αγγλικής λέξης region. Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. The international

politics of regions: A comparative approach (Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall, 1970);

Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. “The international relations of regions”, Polity, Vol. 2, No. 4

(1970), σελ. 397-425; Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. “International regions: A comparative

approach to five subordinate systems”, International Studies Quarterly, Vol. 13, No. 4

(December 1969), σελ. 361-380

30 Ibid.

31 Βλ. Αλειφαντής, Σ. “Εξωτερικοί Παράγοντες Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής: Το

Βαλκανικό περιβάλλον” στο Αλειφαντής, Σ. & Ζαμπούρας, Σ. Σύγχρονη Ελληνική

Εξωτερική Πολιτική: Προβλήματα Προσέγγισης και Επιλογών, (Αθήνα: Εκδόσεις Ειρήνη,

1994), σελ. 56-57

32 Βλ. Αλειφαντής, Σ. “Αντιμέτωποι με την Αστάθεια στα Βαλκάνια: Το Πρόβλημα

Συγκλίσεων Πολιτικής”, στο Κώνστας, Δ. & Τσάκωνας, Π. Ελληνική Εξωτερική Πολιτική:

Εσωτερικές και Διεθνείς Παράμετροι (Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας, 1994), σελ.223

33 Βλ. Μπρουκάν, Σ., op. cit., σελ. 73-77

34 Βλ. Wight, M. op cit., σελ. 49

35 Βλ. Miller, B. & Kagan, K. “The Great powers and regional conflicts: Eastern Europe and

the Balkans from the Post-Napoleonic Era to the Post-Cold War Era”, International Studies

Quarterly, Vol. 41, No. 1 (1997), σελ. 62

36 Ibid. σελ. 63

37 Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. International Politics of Regions…, op cit., σελ. 25-37

38 Βλ. Buzan, B. People, State and …, op cit., σελ. 214-215

39 Σύμφωνα με τον Cox η «ιστορική δομή» συνιστά μια αντίληψη ενός πλαισίου δράσης, την

απεικόνιση ενός συσχετισμού τριών κατηγοριών αλληλοεπιδρώμενων δυνάμεων (ήτοι, Υλική

Ικανότητα, Ιδέες, Θεσμοί). Βλ. Cox, R. W. “Social forces, states, and world order: beyond

international relations theory”, Millennium: Journal of International Studies, Vol. 10, No 2

(Summer 1981)

40

40

Βλ. Μπρουκάν Σ., op. cit., σελ. 80-81

41 Βλ. Strange, S. States and Markets: An Introduction to International Political Economy

(London: Pinter, 1988)

42 Βλ. Hoogvelt, A., op cit., σελ. 134-139

43 Βλ. Harvey, D. The Condition of Postmodernity: An Inquiry into the Origins of Cultural

Change (Oxford: Blackwell Publishers, 1990)

44 Για την δυσκολία προσδιορισμού γεωπολιτικής ταυτότητας και των συναφών μ’ αυτήν

προσανατολισμών στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης και των συναφών μ’ αυτήν

προσανατολισμών Βλ. O’ Tuathail, G. Critical Geopolitics: The Politics of Writing Global

Space (Mineapolis: University of Minnesota Press, 1996), σελ. 225-256.

45 Για μια περιπτωσιολογική μελέτη του συστήματος αξιών ενός συγκεκριμένου

υποσυστήματος, Βλ. Zartman, W. “Africa as a Subordinate State System in International

Relations”, International Organization, Vol. 21, No. 3 (Summer 1967), σελ. 545-564

46 Ειδικά για τον Δυτικό κόσμο, χρήσιμη είναι η έννοια της ‘κοινότητας ασφάλειας’ (security

community) που σημαίνει ότι αυτά τα κράτη δεν περιμένουν ή προετοιμάζονται για την

χρήση στρατιωτικής ισχύος στις μεταξύ τους σχέσεις. Βλ. Deutch, K. & Burrell, S. A.

Political community and the North Atlantic area (Princeton: Princeton University Press,

1957), σελ. 4-6; Buzan, B. “New patterns of global security in the twenty-first century”,

International Affairs, Vol. 67, No. 3 (1991), σελ. 436

47 Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L., op cit., σελ. 10-11

48 Βλ. Buzan, B. et al. South Asian Insecurity and the Great Powers (London: Macmillan,

1986), σελ. 22-27; Buzan, B. People, State and …, op cit., σελ. 211-216

49 Ibid.

50 Για μια αξιόλογη ανάλυση του δυνητικού αντίκτυπου αλλαγών στην σταθερότητα και την

ισορροπία ενός υποσυστήματος Βλ. Brecher, M. & Yehuda, H. B. “System and crisis in

international politics”, Review of International Studies, Vol. 11, No. 1 (1985), σελ. 19-21

51 Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. op cit, σελ. 7-19

52 Ο πρώτος ερευνητής που χρησιμοποίησε τον όρο Βαλκανική Χερσόνησος ήταν ο γερμανός

γεωγράφος August Zeune στα 1809 – Zeune, A. Goea: Versuch einer wissenschaftlichen

Erdbeschreibung (Berlin: Wittich, 1808), σελ. 11

53 Βλ. Αλειφαντής, Σ. “Η Στρατηγική Διάσταση της Οικονομικής Συνεργασίας στα

Βαλκάνια”, στο ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ: Προτάσεις για μια Εθνική Στρατηγική, Αθήνα

1995

54 Βλ. Alifantis, S. “Greece and the Balkans, “The Geopolitical Crossroads at the Turn of 21

st

century”, Hellenic Quarterly, No 2 (Winter-Spring 1999)

55 Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L., op cit. σελ. 8

41

56

Βλ. Buzan, B. People, State …, op cit., σελ. 200-201

57 Βλ. Delamaide, D. The New Super-Regions of Europe (New York: Penguin Books Ltd.,

1995)

58 Σύμφωνα με τον Cox «η παλιά Βεσφαλιανή έννοια ενός συστήματος κυρίαρχων κρατών

δεν είναι σήμερα επαρκής τρόπος αντίληψης της παγκόσμιας πολιτικής. Η κυριαρχία έχει

κερδίσει σε σημασία ως επιβεβαίωση της πολιτιστικής ταυτότητας και έχει χάσει σε σημασία

ως ισχύ πάνω στην οικονομία. Η κυριαρχία σημαίνει διαφορετικά πράγματα για

διαφορετικούς ανθρώπους. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από τα φαινόμενα των «μακρο-

περιφερειών» και «μικρο-περιφερειών». Οι «μακρο-περιφέρειες» είναι πολιτικο-οικονομικά

πλαίσια συσσώρευσης κεφαλαίου και οργάνωσης του δια-περιφερειακού ανταγωνισμού για

επενδύσεις και μερίδιο στην παγκόσμια αγορά. Οι «μακρο-περιφέρειες» είναι μία όψη της

παγκοσμιοποίησης, μια πλευρά του πώς ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος αναδομείται….Η

παγκοσμιοποίηση ευνοεί τις «μακρο-περιφέρειες» οι οποίες με την σειρά τους ευνοούν τις

«μικρο-περιφέρειες». Μ’ αυτόν τον τρόπο τα ζητήματα αναδιανομής αναβιβάζονται από το

επίπεδο του κράτους στο επίπεδο της «μακρο-περιφέρειας», ενώ ο τρόπος με τον οποίο ο

αναδιανεμημένος πλούτος χρησιμοποιείται γίνεται αποκεντρωμένος στο επίπεδο της «μικρο-

περιφέρειας». Βλ. Cox, R. “Global Perestroika”, στο Miliband, R. & Panich, L. (eds.), New

World Order? The Socialist Register (London: Monthly Review Press, 1992)

59 Βλ. Buzan, B. People, State …, op cit., σελ. 186-230

60 Βλ. Cantori, L. J. & Spiegel, S. L. op cit., σελ. 10-13

61 Βλ. Todorova, M. “The Balkans: From Discovery to Invention”, Slavic Review, Vol. 53,

No. 2 (Summer 1994), σελ. 453-482

62 Βλ. The Other Balkan Wars: A 1913 Carnegie Endowment Inquiry in Retrospect with a

New Introduction and Reflections on the Present Conflict by George F. Kennan (Washington:

Carnegie Endowment for International Peace, 1993), σελ. 11, 13

63 Βλ. inter alia, Veremis, T. Greece’s Balkan Entanglement (Athens: ELIAMEP, 1995), σελ.

33

64 Βλ. Todorova, M. Imagining the Balkans (Oxford: Oxford University Press, 1997), Κεφ. 2

65 Με την Διακήρυξη του Visegrad η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία – μετέπειτα η Τσεχία και η

Σλοβακία – και η Ουγγαρία είχαν συμφωνήσει να συντονίσουν τις προσπάθειες τους ούτως

ώστε να επιτύχουν την συσσωμάτωση τους στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, χωρίς ωστόσο να

δημιουργούν ταυτόχρονα μια νέα στρατιωτική συμμαχία ή να παρεμποδίζουν τις διεθνείς

τους σχέσεις με άλλα τρίτα κράτη. Βλ. inter alia Spero, J. “The Budapest-Prague-Warsaw

Triangle: Central European Security after the Visegrad Summit”, European Security, Vol. 1,

No. 1 (Spring 1992), σελ. 58-83

42

66

Για παράδειγμα, οι Ronald Asmus και Stephen Larrabee – αναλυτές της RAND

Corporation – έχουν μεταξύ άλλων παρατηρήσει την ύπαρξη αυτής της συγκεκριμένης τάσης

μέσα στην Ατλαντική Συμμαχία που εναντιώνεται και μόνο στην προοπτική επέκτασης του

ΝΑΤΟ στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη. Βλ. Asmus, R. D. & Larrabee, F. S. “NATO and the

have-nots: Reassurance after enlargement”, Foreign Affairs, Vol. 75, No. 6

(November/December 1996), σελ. 19

67 Βλ. Voutsas, N. “SECI – New USA Regional Policy”, Review of International Affairs,

Vol. XLVIII, No. 1062 (15 November 1997), σελ. 23-26

68 Βλ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 23/05/98

69 Βλ. Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, 31/03/98

70 Ιδρύθηκε πρόσφατα στην Κοζάνη και θα φέρει σε επαφή τοπικούς φορείς – όπως τους

Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τις Νομαρχίες και τις Περιφέρειες, τα εκπαιδευτικά

ιδρύματα, τα επιμελητήρια, τους επιχειρηματίες και ιδιώτες – της περιοχής με σκοπό την

προώθηση παρεμβάσεων στους τομείς της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της

επιχειρηματικής δραστηριότητας στα Βαλκάνια – Βλ. Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων,

03/04/98, 05/04/98

71 Αξίζει να αναφερθεί ότι και η Κροατία δεν κατακτήθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από την

Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως, ο Οθωμανικός στρατός κατάφερε στα τέλη του 16ου

αιώνα να φτάσει σχεδόν μέχρι το Ζάγκρεμπ και να καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της. Έτσι,

από το Βασίλειο της Κροατίας έμεινε εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόνο μια μικρή

έκταση (16.800 km²) που έμεινε τότε γνωστή από την ονομασία ‘reliquiae reliquiarum’ που

σημαίνει ‘απομεινάρια των απομειναριών’. Βλ. inter alia Cviic, C. “Croatia” στο Dyker, D.

A. & Vejvoda, I. (eds.) Yugoslavia And After: A Study in Fragmentation, Despair and

Rebirth (London: Longman, 1996), σελ. 197-200; Kremencic, M. “Croatia rediviva” στο

Carter, F. W. & Norris, H. T. (eds.) The changing shape of the Balkans (London: UCL Press,

1996), σελ. 97-118

72 Μια διάταξη που φαίνεται να κυριαρχεί ως συνέπεια της δράσης του παρεμβατικού

συστήματος έχει ως επίκεντρο δύο άμεσα «διεθνή προτεκτοράτα», την Βοσνία, το Κόσοβο

και δύο έμμεσα «διεθνή προτεκτοράτα», την Αλβανία και το FYROM. Ελλάδα, Βουλγαρία,

Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία (ή Σερβία και Μαυροβούνιο) εξακολουθούν να αποτελούν τον

πυρήνα του υποσυστήματος, ενώ το σύστημα των τεσσάρων «προτεκτοράτων», η Κροατία

και η Τουρκία εντάσσονται στην περίμετρο. Το πολιτικό κέντρο βάρους του υποσυστήματος

εξακολουθεί να είναι ο πυρήνας του, η καταλυτική δράση του παρεμβατικού συστήματος

επιβάλει δραματικούς εξω-περιφερειακούς περιορισμούς στα περιθώρια (περιεχόμενο και

μορφή) δράσης των κρατών του πυρήνα, αντίστοιχο με άλλες περιόδους. Τα δρώμενα των

συμμετεχόντων στον πυρήνα (ως δράση ή αντίδραση απέναντι τόσο στις ενδο-περιφερειακές

43

εξελίξεις όσο και στις εκδηλώσεις του παρεμβατικού συστήματος καθορίζουν την διεθνή

κατάσταση στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη.

73 Βλ. Pascu, I. M. “The Balkans and NATO enlargement”, Eurobalkans, No. 20 (Autumn

1995), σελ. 28

74 Βλ. Buzan, B. “New patterns of global security in the twenty-first century”, International

Affairs, Vol. 67, No. 3, 1991, σελ. 436

75 Βλ. Deutch, K. & Burrell, S. A. Political community and the North Atlantic area

(Princeton: Princeton University Press, 1957), σελ. 4-6

76 Βλ. Asmus, R. D., Kugler, R. L. & Larrabee, F. S. “Building a new NATO”, Foreign

Affairs, Vol. 72, No. 4 (September/October 1993), σελ. 29

77 Βλ. Petkovic, R. “Security in the Balkans: A possibility or a Utopia”, Review of

International Affairs, Vol. XLIV, No. 1016-17 (May/June 1993), σελ. 6-7; Petkovic, R. “The

Balkans in the 20th Century”, Eurobalkans, No. 19 (Summer 1995), σελ. 62

78 Στο Πάντειο Πανεπιστήμιο επιχειρείται να δημιουργηθεί για πρώτη φορά Τμήμα

«Βαλκανικών και Ανατολικών Σπουδών» μόλις το 1999 στο πλαίσιο μιας ευρύτερης

διεύρυνσης του αντικειμένου των πανεπιστημιακών σπουδών στην χώρα μας.