22
1 «Η κρίση εκπροσώπησης στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα πριν και μετά την οικονομική κρίση: η περίπτωση των ανέργων και ευέλικτα απασχολούμενων» Μπιθυμήτρης Γιώργος Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο Καφέ Αναστασία Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

\"Η κρίση εκπροσώπησης στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα πριν και μετά την οικονομική κρίση: η περίπτωση

  • Upload
    220

  • View
    0

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

1

«Η κρίση εκπροσώπησης στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα πριν και μετά την

οικονομική κρίση: η περίπτωση των ανέργων και ευέλικτα απασχολούμενων»

Μπιθυμήτρης Γιώργος

Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Καφέ Αναστασία

Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, Πάντειο Πανεπιστήμιο

2

Εισαγωγικά

Η αρχική πρόθεσή μας να καταγράψουμε τη συνδικαλιστική υπο-

εκπροσώπηση των ανέργων και των ευέλικτα απασχολούμενων ως μία σημαντική

όψη του μετασχηματισμού των συνδικάτων, φαίνεται να έχει ξεπερασθεί υπό το φως

των εξελίξεων που πυροδότησε η οικονομική κρίση και οι πολιτικές διαχείρισής της

από τις τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις. Ο πυρήνας του αντικειμένου της ανάλυσής

μας, δηλαδή οι σχέσεις εκπροσώπησης στο εσωτερικό του ελληνικού

συνδικαλιστικού κινήματος, ακολούθησε την αποδιαρθρωτική πορεία των φορέων

της εκπροσώπησης, δημιουργώντας μια εννοιολογική «κινούμενη άμμο», καθώς

σήμερα, πέντε χρόνια μετά την αρχική επεξεργασία αυτού του κειμένου στο πλαίσιο

του Θ’ Συνεδρίου της ΕΕΠΕ: α) η ίδια η θεσμική ύπαρξη των συνδικάτων

αμφισβητείται στο βαθμό που το επιστέγασμά της, οι συλλογικές συμβάσεις, τείνουν

να εκλείψουν, β) τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας και των ανέργων

αλλάζουν δραματικά, καθώς μέσα σε μία πενταετία τα ποσοστά ανεργίας σχεδόν

τριπλασιάστηκαν, γ) η ευελιξία της απασχόλησης έχει πάψει πλέον να εντοπίζεται σε

περιφερειακά τμήματα της εργατικής τάξης, καθώς αφορά στην πλειονότητα των

απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα με τάσεις ταχείας εξάπλωσης και στον

συρρικνούμενο δημόσιο.

Ωστόσο, οι μετασχηματισμοί αφενός στη σύνθεση των ανέργων και των

ευέλικτα απασχολούμενων, αφετέρου στη λειτουργία και τους ρόλους που καλούνται

να επιτελέσουν σήμερα τα συνδικάτα, όσο και αν εμφανίζουν καινοφανή στοιχεία ως

συνέπεια των τεκτονικών αλλαγών στο σώμα της εργασίας, κατά τη γνώμη μας δεν

παύουν να φέρουν και το στοιχείο της συνέχειας σε σχέση με μετασχηματισμούς

ορατούς πριν το ξεσπασμα της κρίσης. Με αυτήν την έννοια, η συζήτηση για την

κρίση εκπροσώπησης στα συνδικάτα και για τις στρατηγικές αναζωογόνησής τους,

όσο και αν χρειάζεται επικαιροποίηση, δεν θεωρούμε ότι έχει εξαντλήσει τα

περιθώρια συμβολής της στην τομή μεταξύ του πεδίου των εργασιακών σχέσεων και

της πολιτικής κοινωνιολογίας.

Επαναπροσδιορίζοντας επομένως τους στόχους του παρόντος κειμένου,

πρόθεσή μας είναι να (ξανα)συνδεθούμε κριτικά με τη συζήτηση για την κρίση στο

συνδικαλιστικό κίνημα και την αδυναμία του να συνδεθεί με κατηγορίες

εργαζόμενων που εμφάνιζαν αυξητικές τάσεις, ήδη πριν την οικονομική κρίση.

Εστιάζοντας την ανάλυσή μας στους ευέλικτα απασχολούμενους και στους ανέργους

στην Ελλάδα των δύο τελευταίων δεκαετιών, θα επιδιώξουμε:

3

i) Να χαρτογραφήσουμε κοινωνικά αυτές τις δύο κατηγορίες, επιχειρώντας να

δούμε τις τάσεις εξέλιξης τους στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, τη σύνθεσή

τους με όρους φύλου, ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου και επαγγελματικής

κατηγορίας, τους όρους διαβίωσής τους.

ii) Να καταγράψουμε όψεις κοινωνικών και πολιτικών στάσεων, μέσα από τη

διαπραγμάτευση ερωτημάτων που ενδεχομένως να συνδέονται με την

πρόσληψη της κοινωνικής τους θέσης και τη συνδικαλιστική τους

εκπροσώπηση.

Στην προσπάθειά μας να καταγράψουμε αυτές τις τάσεις, καταφύγαμε στην

ανάλυση πρωτογενών δεδομένων από έρευνες κοινωνικής και πολιτικής

συμπεριφοράς της European Social Survey (round 1), καθώς και σε δευτερογενείς

επεξεργασίες των εμπειρικών δεδομένων που συγκεντρώνει συστηματικά η

ΕΛΣΤΑΤ1.

Τέλος, παρουσιάζουμε συνοπτικά την κυρίαρχη στρατηγική των

συνδικαλιστικών οργανώσεων των μισθωτών στην Ελλάδα, απέναντι στους

μετασχηματισμούς της οργάνωσης της εργασίας. Αν και αναγκαστικά ελλειπτική, η

αναφορά στις θέσεις και τις πρακτικές του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος,

αναδεικνύει τον κατεξοχήν πολιτικό χαρακτήρα της κρίσης εκπροσώπησης, η οποία

εκδηλώνεται (και) ως πρόβλημα δημοκρατίας στη σχέση των οργανώσεων με τους

εκτός (outsiders) & νεοεισερχομένους (entrants) στην αγορά εργασίας και μάλιστα με

διττό τρόπο: είτε ως πρόβλημα δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων (κάτι που

σαφώς επιτείνεται σε συνθήκες οικονομικής κρίσης), είτε ως πρόβλημα πρόσβασης

στο δικαίωμα της πλήρους και σταθερής εργασίας, το οποίο ωστόσο στο δημόσιο

λόγο υφίσταται μία κρίσιμη αναστροφή του περιεχομένου του: αντί για κριτήριο

ποιότητας του δημοκρατικού κανόνα, τείνει να «στιγματίζεται» ως προνόμιο που

απολαμβάνει μία μειοψηφική κατηγορία εργαζομένων εντοπισμένη κυρίως στο

δημόσιο τομέα.

Το προφίλ των εκτός αγοράς εργασίας (outsiders) και των

νεοεισερχόμενων (entrants) πριν και μετά την κρίση

Για να διαχειριστούμε λειτουργικά στην έρευνά μας τις κατηγορίες των

ανέργων και των ευέλικτα απασχολούμενων, υιοθετούμε τη διάκριση των Lindbeck

1 Βλ. http://www.statistics.gr/

4

and Snower (1988) και χωρίζουμε τον κόσμο της εργασίας σε τρεις ομάδες: τους

εντός (insiders): «εργαζόμενοι των οποίων η θέση προστατεύεται από διάφορα

μέτρα», τους εκτός (outsiders): «είτε άνεργοι, είτε δουλεύουν χωρίς καμία εργασιακή

ασφάλεια (μαύρη εργασία)» και τους εισερχόμενους (entrants): «αυτοί που πρόσφατα

έπιασαν μια δουλειά είτε μερικής είτε ευκαιριακής απασχόλησης με την προοπτική να

αποκτήσουν και αυτοί το status των insiders».

Ως προς την ανεργία, ο επίσημος ορισμός της από την Ελληνική Στατιστική

Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) περιλαμβάνει «άτομα ηλικίας 14 ετών και άνω που δεν εργάστηκαν

κατά την εβδομάδα αναφοράς, ούτε είχαν μία εργασία και τα οποία ζητούσαν εργασία

ως μισθωτοί ή για να αρχίσουν δική τους δουλειά και αν την έβρισκαν μπορούσαν να

την αναλάβουν αμέσως και τέλος είχαν κάνει συγκεκριμένες ενέργειες να βρουν

δουλειά». Ο ορισμός της ανεργίας από την ΕΛΣΤΑΤ διαφέρει από αυτόν του

Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) κυρίως ως προς την

ενεργή αναζήτηση εργασίας και τη διαθεσιμότητα για εργασία. Επιπλέον, τα στοιχεία

των δύο ανωτέρω υπηρεσιών καταγραφής της ανεργίας, διαφοροποιούνται και ως

προς τον τρόπο συλλογής τους· η ΕΛΣΤΑΤ συγκεντρώνει τα στοιχεία μέσω

δειγματοληπτικών ερευνών (Έρευνα Εργατικού Δυναμικού-ΕΕΔ) που διενεργεί

μηνιαίως και τριμηνιαίως ενώ ο ΟΑΕΔ αναφέρεται στην καταγεγραμμένη ανεργία,

δηλαδή στο σύνολο των ανέργων που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανεργίας

(Καραντινός 2012: 93-95). Όπως γίνεται κατανοητό, ο λειτουργικός ορισμός της

ανεργίας που χρησιμοποιείται επισήμως από τις επίσημες στατιστικές υπηρεσίες είναι

αρκετά περιοριστικός και όπως τονίζει ο Καραντινός «είναι σχεδιασμένες να

καταγράφουν την πλήρη απουσία εισοδήματος από την απασχόληση» (ό.π.: 98), με

αποτέλεσμα η επίσημη καταγραφή της ανεργίας να είναι πολύ μικρότερη από την

πραγματική.

Οι πίνακες που ακολουθούν περιγράφουν τη διακύμανση της παρουσίας των

ευέλικτα απασχολούμενων και των ανέργων2 σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό

πληθυσμό και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους. Η ανεργία αποτελεί ένα από τα

σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη

την Ευρώπη, ενώ μετά την κορύφωση που γνώρισε στη δεκαετία 1990 (12%) άρχισε

να μειώνεται φτάνοντας πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, περίπου στα

2 Εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των ανέργων στο δείγμα της ESS, αφενός τους αντιμετωπίσαμε

σαν ενιαία κατηγορία (άνεργοι που αναζητούν εργασία και άνεργοι που δεν αναζητούν), αφετέρου

αποφύγαμε να τους διακρίνουμε σε επαγγελματικές κατηγορίες (βλ. γραφήματα 3, 4 και πίνακα 2).

5

επίπεδα της δεκαετίας του 1980 (8%-9%). Ωστόσο, η οικονομική κρίση εκτόξευσε το

ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα με αποτέλεσμα το πρώτο τρίμηνο του 2013 να

αγγίζει σχεδόν το 30% (Γράφημα 1). Παράλληλα, η ευέλικτη απασχόληση άρχισε να

γνωρίζει σημάδια ανόδου κυρίως με τη μορφή των συμβασιούχων, αλλά και με την

ευέλικτη διευθέτηση των ωρών εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μείωση των

ποσοστών ανεργίας συσχετίζεται θετικά με την αύξηση των ευέλικτων μορφών

απασχόλησης, αφού στην Ελλάδα οι 7 στις 10 νέες θέσεις εργασίας χαρακτηρίζονται

από κάποιο είδος ευελιξίας. Αυτή η τάση της θετικής συσχέτισης ανεργίας και

ευέλικτης απασχόλησης, όπως βλέπουμε και παρακάτω εμφανίζεται από το 2009 και

έπειτα. Η ανεργία εκτοξεύεται και η μερική απασχόληση παρουσιάζει ανοδική τάση

κάτι που επίσης έρχεται σε αντίθεση με τις τάσεις στην προ-υφεσιακή οικονομία.

Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια εργασίας συνεπάγεται συνήθως και μακροχρόνια

ανεργία, ενώ και αυτοί που επανέρχονται στην αγορά εργασίας βρίσκουν μια θέση

μερικής απασχόλησης (Γράφημα 1).

Γράφημα 1. Εξέλιξη ποσοστών ανεργίας και μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2013

Εξετάζοντας το κοινωνικό προφίλ των ανέργων και των ευέλικτα

απασχολούμενων ή των εργαζομένων αντίστοιχα, παρατηρούμε ότι η ανεργία και η

ευέλικτη απασχόληση είναι «προνόμιο» κυρίως των γυναικών και των νέων

(κατηγοριών που υποεκπροσωπούνται ούτως ή άλλως διαχρονικά στον ελληνικό

συνδικαλισμό). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από την ΕΕΔ της ΕΛΣΤΑΤ για το

Α’ τρίμηνο κάθε έτους (Πίνακας 1) οι γυναίκες άνεργες είναι σχεδόν διπλάσιες σε

6

σχέση με την αντίστοιχη ομάδα των ανδρών, τουλάχιστον έως το 2009 ενώ τα

επόμενα χρόνια η ψαλίδα κλείνει αφού η ανεργία πλήττει πλέον με σφοδρότητα και

τους άνδρες. Όσον αφορά στο μορφωτικό επίπεδο, η τάση που υπήρχε για αυξημένα

ποσοστά ανεργίας σε ανθρώπους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο διατηρείται, ωστόσο

οι διαφορές μεταξύ κατόχων ανώτατου τίτλου σπουδών και κατώτατου διογκώνονται,

ενώ τα ποσοστά ανεργίας έχουν αυξηθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις βαθμίδες.

Πίνακας 1. Ποσοστά ανεργίας ΕΕΔ Α' τρίμηνο κάθε έτους

2006 2007 2008 2009 2010 2011 2012 2013

Συνολικό ποσοστό Ανεργίας 9,7 9,1 8,3 9,3 11,7 15,9 22,6 27,4

Φύλο

ΑΡΡΕΝΕΣ 6,3 5,7 5,5 6,8 9,0 13,3 19,7 24,7

ΘΗΛΕΙΣ 14,6 13,9 12,3 13,0 15,5 19,5 26,5 31,0

Ηλικία

15-19 31,4 30,8 27,8 33,2 33,8 56,2 63,6 73,4

20-24 24,3 24,0 22,7 24,3 30,4 37,5 50,9 57,9

25-29 14,6 14,4 14,1 14,7 17,7 26,3 35,7 41,2

30-44 8,7 8,3 7,4 8,5 10,9 15,0 21,3 26,1

45-64 5,3 4,8 4,4 5,5 7,4 9,9 15,1 19,7

65 + 2,1 1,1 0,8 0,9 1,1 2,1 3,2 7,5

Μορφωτικό επίπεδο

Διδακτορικό ή

Μεταπτυχιακός τίτλος 5,2 6,5 5,4 5,7 7,4 9,8 12,0 15,3

Πτυχίο ΑΕΙ 6,5 5,9 5,4 5,9 7,1 10,6 15,7 17,6

Πτυχίο ΤΕΙ 12,2 11,5 10,5 11,0 13,4 17,9 25,0 29,9

Απολυτήριο Μέσης

Εκπαίδευσης 11,1 10,2 9,1 10,5 13,2 17,6 24,7 29,8

Απολυτήριο Δημοτικού 8,0 7,9 7,1 8,3 10,6 14,8 22,7 27,9

Δεν πήγε καθόλου σχολείο 9,7 16,4 12,2 14,5 18,1 23,4 34,3 42,9

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2013

Επομένως, με βάση τα παραπάνω η ανεργία και πολύ περισσότερο η ευέλικτη

απασχόληση, δεν απειλεί τόσο τον άνδρα «κουβαλητή» όσο τη γυναίκα του και τα

παιδιά του. Ως εκ τούτου, η κύρια συνέπεια της ανεργίας στον κοινωνικό ιστό δεν

είναι η φτώχεια ολόκληρης της οικογένειας αφού στην Ελλάδα έχει επικρατήσει,

αυτό που ο Ματσαγγάνης (2004) ορίζει ως «παγιωμένο οικογενειασμό»3 (frozen

familiarism), το μοντέλο δηλαδή του άνδρα «κουβαλητή» που είναι υπεύθυνος για το

3 Η μετάφραση της έννοιας frozen familiarism γίνεται από τους συγγραφείς του παρόντος άρθρου με

κάθε επιφύλαξη. Για την ανάλυση της έννοιας βλ. Matsaganis (2004).

7

εισόδημα της οικογένειας (Καφέ 2011). Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και συγκριτικά,

λαμβάνοντας υπόψη τις αγορές εργασίας στην περιφέρεια της Ν. Ευρώπης παρά τις

μεταβολές που υφίστανται (Karamesini: 2007). Το επιχείρημα ενισχύεται και με το

Γράφημα 2 όπου σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο κίνδυνος οικονομικής

επισφάλειας αυξάνεται στους ανέργους, αποκτώντας μάλιστα και χαρακτηριστικά

ανισότητας μεταξύ των δύο φύλων, αφού ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος για

τους άνδρες άνεργους.

Γράφημα 2. Σχετικός κίνδυνος οικονομικής επισφάλειας ανάλογα με την ασχολία

και το φύλο

Ασχολία Σύνολο πληθυσμού Άρρενες Θήλεις

Εργαζόμενοι 11,9 13,2 10,1

Οικονομικά μη ενεργοί 28 28,2 27,9

Άνεργοι 44 48,4 39

Συνταξιούχοι 19,9 20,2 19,5

Πλήρης απασχόληση 10,4

Μερική απασχόληση 21,4

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2011

Ως προς τους ευέλικτα απασχολούμενους (λειτουργικά τους ορίζουμε ως

entrants) θεωρούμε χρήσιμη μία εννοιολογική επισήμανση που έχει ενδεχομένως

ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε συνθήκες ύφεσης: η ευέλικτη απασχόληση

εντοπίζεται σε τέτοια πληθώρα μορφών εργασιακών σχέσεων, που θα ήταν αδύνατον

να καταγραφεί ενδελεχώς στο πλαίσιο αυτής της μελέτης. Ενδεικτικά αναφέρουμε

ορισμένες τυπικές κατηγορίες ευελιξίας, που εντοπίζονται και στη σχετική

βιβλιογραφία εργασιακών σχέσεων (Κουζής 2001· Λυμπεράκη και Μουρίκη 1996).

1. Το μειωμένο ωράριο απασχόλησης: η σύμβαση εργασίας έχει εβδομαδιαία

διάρκεια μικρότερη από 30 ώρες. Κυρίως πρόκειται για τη μερική

απασχόληση και διάφορες παραλλαγές της, όπως την εβδομάδα των 4

ημερών, το συμπιεσμένο 15ήμερο, η 4η βάρδια (δουλειά αποκλειστικά

σαββατοκύριακο), το μοίρασμα της θέσης σε δύο άτομα (job sharing), η

εργασία κατά διαστήματα και άλλες σπανιότερες μορφές.

2. Το κλιμακούμενο και ελαστικό ωράριο: η ώρα προσέλευσης των

εργαζόμενων στην εργασία τους και η ώρα αποχώρησης κυμαίνεται σε

διευρυμένα πλαίσια, που υπερκαλύπτουν το συνηθισμένο ωράριο εργασίας.

Εδώ εντάσσεται και το κυλιόμενο ωράριο.

8

3. Η τηλεργασία: περιθωριακή μέχρι στιγμής αλλά ραγδαία αναπτυσσόμενη

μορφή εργασίας που σχετίζεται με την ταχεία εξάπλωση των τεχνολογιών

πληροφόρησης.

4. Ο ετήσιος επιμερισμός του χρόνου εργασίας: αντί να υπολογίζεται σε

εβδομαδιαία βάση , ο χρόνος εργασίας υπολογίζεται σε ετήσια (π.χ. 1850

ώρες) και το ωράριο εργασίας διαφοροποιείται ανάλογα με τις ανάγκες της

επιχείρησης.

5. Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου: πρόκειται για την εποχιακή ή

προσωρινή απασχόληση προσωπικού, το οποίο αμοίβεται μόνο για όση

διάρκεια ορίζει το συμβόλαιο.

Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε στην ευελιξία που παρουσιάζεται σε

επίπεδο μισθών (πριμ παραγωγικότητας, μερίσματα), ή σε άλλες μορφές εργασιακών

σχέσεων που δεν περιλήφθηκαν στις παραπάνω κατηγορίες (υπεργολαβίες, φασόν,

μπλοκάκι). Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε ότι ο κάπως παραπλανητικός όρος «νέες

μορφές απασχόλησης» δεν παραπέμπει επομένως σε κάτι που εμφανίζεται για πρώτη

φορά, αλλά στη διευρυνόμενη σήμερα σημασία τους στους χώρους εργασίας

(Λυμπεράκη και Δενδρινός 2006: 45). Γενικά, οι νέες μορφές απασχόλησης ορίζονται

και σηματοδοτούνται σε αντιδιαστολή με τον ορισμό και την έννοια της τυπικής

απασχόλησης αορίστου χρόνου. Ο πληθωρισμός στο περιεχόμενο συνοδεύεται

αναπόφευκτα και από πληθωρισμό στην εννοιολόγησή τους: ατυπικές (non standard),

ειδικές, ευέλικτες, περιθωριακές, απρόοπτες (contingent) ή και επισφαλείς

(precarious) μορφές απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση εδώ μιλάμε για μορφές

μισθωτής απασχόλησης (ή στα όρια αυτής) οι οποίες ως προς τουλάχιστον μια

παράμετρο της μισθωτής σχέσης (ωράριο, συνολικός χρόνος σύμβασης,

μοναδικότητα εργοδότη, τόπος παροχής υπηρεσίας κλπ), παρεκκλίνουν από το τυπικό

μοντέλο τυπικής-εξαρτημένης μισθωτής εργασίας (Λυμπεράκη και Δενδρινός 2006:

45)4.

Τι συνέπειες έχουν άραγε όλα αυτά στη διάθεση για συλλογική δράση; Σε

ποιο βαθμό η αδυναμία συλλογικής δράσης είναι τελικά αναπόφευκτη συνέπεια της

4 Μία κλασσική τυπολογία που συναντάται πολύ συχνά στη διεθνή και εγχώρια βιβλιογραφία, είναι

αυτή των Atkinson and Meager (1986) οι οποίο διακρίνουν σε ποσοτικές (κριτήριο το μέγεθος της

εργατικής δύναμης, ή ο χρόνος εργασίας) και λειτουργικές ευελιξίες (κριτήριο τα καθήκοντα των

εργαζομένων, βλ. πολυειδίκευση), καθώς και σε εσωτερικές (ευελικτοποίηση υπάρχοντος δυναμικού)

και εξωτερικές ευελιξίες (εισαγωγή εύελικτου δυναμικού).

9

ανεργίας, της ευέλιξίας και του κοινωνικού προφίλ των ομάδων που τις υφίστανται

(Waddington and Hoffman 2001); Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως οι γυναίκες

και οι νέοι (και όχι οι άντρες μεγαλύτερης ηλικίας που είναι η κύρια δεξαμενή μελών

για τα συνδικάτα) αποτελούν τον κύριο κορμό αυτών των ομάδων, ενώ για ένα

σημαντικό ποσοστό εξ’αυτών, η υποαπασχόληση δεν αποτελεί προσωπική επιλογή.

Επομένως, έχουν καταρχήν λόγους να μην είναι ικανοποιημένοι από την εργασιακή

πραγματικότητα που βιώνουν, χωρίς αυτό φυσικά να μεταφράζεται αυτόματα σε

διάθεση για ανάληψη συλλογικών δράσεων. Τα ίδια ισχύουν ακόμα και για όσους

εμφανίζονται ως ευνοημένοι από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ατυπικές

σχέσεις εργασίας.

Συνδικάτα και ευέλικτα απασχολούμενοι – άνεργοι

Για την αποτύπωση της στάσης των entrants απέναντι στα συνδικάτα στην

Ελλάδα προ κρίσης, έχουμε αξιοποιήσει τα στοιχεία του πρώτου γύρου της European

Social Survey -Round 1 (2002/2003) στον οποίο εντοπίζονται μεταβλητές για το ρόλο

και τη λειτουργία των συνδικάτων5. Τους απασχολούμενους του δείγματος τους

έχουμε χωρίσει σύμφωνα με την κωδικοποίηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας6

σε δύο μεγάλες επαγγελματικές κατηγορίες μισθωτών: επαγγελματίες-επιστημονικό

προσωπικό και διευθυντικά στελέχη αφενός, υπαλλήλους και εργάτες αφετέρου. Η

κατηγοριοποίηση αυτή, όπως και κάθε ποσοτικά προσανατολισμένο εγχείρημα

αποτύπωσης της κοινωνικής στρωμάτωσης, δεν στερείται προβλημάτων. Η

κατηγορία των επαγγελματιών (π.χ. δικηγόροι), όπως και των επιστημόνων (π.χ.

καθηγητές ανώτατης εκπαίδευσης), κοινωνικοταξικά γειτνιάζει μόνο με ένα πολύ

σχετικό τρόπο με την κατηγορία των διευθυντικών στελεχών, που επίσης έχει το δικό

της βαθμό εσωτερικού διαφορισμού (βλ. για παράδειγμα τη διάκριση μεταξύ

διευθυντή σε μια μικρή και σε μια μεγάλη επιχείρηση). Ωστόσο, ακόμα και με αυτούς

τους περιορισμούς, θεωρούμε ότι η εικόνα που αποκομίζουμε για τους outsiders και

τους entrants, είναι πληρέστερη λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την αδρή διάκριση

μεταξύ των τεσσάρων ομάδων μισθωτών.

Επίσης, για να διακρίνουμε τους ευέλικτα απασχολούμενους

χρησιμοποιήσαμε δύο μεταβλητές: τις ώρες εργασίας εβδομαδιαίως και το είδος της

σύμβασης εργασίας τους. Πλήρως απασχολούμενοι στο δείγμα μας ορίζονται οι

5 Δυστυχώς στις επόμενες έρευνες του ESS δεν έχουμε αντίστοιχες ερωτήσεις.

6 Βλ. αναλυτικά για την κωδικοποίηση των επαγγελμάτων στο http://www.ilo.org/

10

διευθυντές, επαγγελματίες-επιστήμονες, υπάλληλοι και εργάτες που εργάζονται

περισσότερες από 24 ώρες εβδομαδιαίως και έχουν σύμβαση εργασίας αορίστου

χρόνου, ενώ αντίστοιχα ως ευέλικτα απασχολούμενοι ορίζονται οι εργαζόμενοι με

λιγότερες από 25 ώρες εβδομαδιαίως ή/και σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.

Τέλος, όσον αφορά στη μεταβλητή των ανέργων, στην Ευρωπαϊκή Κοινωνική

Έρευνα γίνεται διαχωρισμός της συγκεκριμένης μεταβλητής σε ανέργους που

αναζητούν εργασία και σε ανέργους που μπαίνουν στη διαδικασία της αναζήτησης.

Στην επεξεργασία των στοιχείων που κάνουμε για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας

και προκειμένου να έχουμε όσο το δυνατό μεγαλύτερο δείγμα ανέργων, ενοποιήσαμε

αυτές τις δύο κατηγορίες.

Στο επίπεδο της εκπροσώπησης των δυνάμει μελών στις συνδικαλιστικές

οργανώσεις, έχει επισημανθεί η δυσκολία των συνδικάτων πανευρωπαϊκά, να

προσεγγίσουν κατηγορίες εργαζόμενων που είτε μπήκαν σχετικά πρόσφατα στην

αγορά εργασίας (π.χ. γυναίκες και μετανάστες), είτε βρίσκονται στις «γκρίζες ζώνες»

της απασχόλησης, όπως οι ευέλικτα εργαζόμενοι και ένα κομμάτι των ανέργων

(Checchi and Visser 2001: 12). Ένα ερώτημα που θέτουμε προς συζήτηση είναι το

κατά πόσο οι κατηγορίες αυτές απέχουν από τα συνδικάτα λόγω της «ξεπερασμένης»

συνδικαλιστικής δομής φορντιστικού τύπου, που σύμφωνα με τη μεταβιομηχανική

προβληματική δεν απαντά πλέον στις ανάγκες των ευέλικτα απασχολούμενων και

των ανέργων7, ή κατά πόσο οι ανάγκες αυτές, ειδικά στο ολισθηρό και δομικά

αβέβαιο έδαφος υφεσιακών ή μετα-υφεσιακών οικονομιών, είναι συμβατές μετην

ανάληψη συλλογικής δράσης μέσω φορέων ταξικών εγκλήσεων, όπως τα συνδικάτα.

Εξετάζοντας έναν βασικό δείκτη αποτύπωσης της οικονομικής θέσης

(Γράφημα 3), επιχειρήσαμε να διαπιστώσουμε αν υπήρχε μια τέτοια προ-υφεσιακή

διαφοροποίηση των outsiders και entrants σε σχέση με την εργατική τάξη πλήρους

και σταθερής απασχόλησης, που θα μπορούσε να συσχετισθεί με διαφορετικές

προσλήψεις της ταξικής θέσης. Με βάση τα δεδομένα που επεξεργαστήκαμε (2002-

2003), οι ευέλικτα απασχολούμενοι εργάτες και υπάλληλοι και κυρίως οι άνεργοι

εμφανίζονται σε δυσχερέστερη οικονομικά θέση και βιώνουν χειρότερους όρους

διαβίωσης, χωρίς φυσικά ο λεγόμενος «πυρήνας» να είναι προνομιούχος τη στιγμή

7 Επιχειρήματα υπέρ της δομικής αδυναμίας των «παραδοσιακών» μορφών συλλογικής εκπροσώπησης

να εμπνεύσουν τη συμμετοχή εργαζόμενων στους νέους τομείς της οικονομίας, όπου η ευελικτοποίηση

γίνεται κανόνας, αναπτύσσονται σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της ευρωπαϊκής βιβλιογραφίας

για τις εργασιακές σχέσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Boeri, Brugiavini and Calmfors (2003),

Blaschke (2000).

11

της έρευνας. Όπως αποτυπώνεται και στο Γράφημα 3, οι μισοί περίπου υπάλληλοι και

εργάτες πλήρους και σταθερής απασχόλησης βιώνουν την οικονομική τους

κατάσταση ως σχετικά ή αρκετά δύσκολη, ενώ στην περίπτωση των ευέλικτων

εργατοϋπάλληλων σε αυτή τη θέση βρίσκονται περίπου τα 2/3. Η κατάσταση

φαίνεται να είναι δυσχερέστερη για τους ανέργους.

Γράφημα 3. Εκτίμηση οικονομικής κατάστασης νοικοκυριού

Πηγή: ESS Round 1

Παρά τη σχετική μόνο επάρκεια συναφών δεικτών να αποτυπώσουν τους

όρους διαβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη και τα παραπάνω ευρήματα που

παρουσιάσαμε, μπορούμε να πούμε ότι για το πιο «επισφαλές» κομμάτι των

μισθωτών, φαίνεται να υπάρχουν λόγοι για ανάληψη συλλογικής δράσης. Ωστόσο,

όπως φαίνεται στον Πίνακα 2, ιδιαίτερα στις κατηγορίες εργατοϋπάλληλοι και ακόμα

περισσότερο στους ευέλικτους και άνεργους, η ένταξη και η συμμετοχή σε ένα

συνδικαλιστικό φορέα δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας στρατηγικής

αντιμετώπισης των οικονομικών δυσχερειών, παρά μόνο για ένα πολύ μικρό

ποσοστό8. Πως ερμηνεύεται άραγε η αντίφαση να συνειδητοποιείται μεν η ανάγκη

ύπαρξης ισχυρών συνδικάτων, αλλά όχι και η ανάγκη ένταξης σε αυτά (βλ. Γράφημα

4); Τι εμποδίζει αυτούς που βιώνουν πιο έντονα τη δυσμενή ταξική τους θέση, να

δράσουν; Μία πιθανή απάντηση προέρχεται από όσους υποστηρίζουν ότι η

νοηματοδότηση της καθημερινής πρακτικής insiders και outsiders/entrants είναι

8 Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα σχετικά πιο υψηλά ποσοστά των επαγγελματιών, σχετίζονται με τη δομή

του συνδικαλισμού πολλών επαγγελμάτων, που είναι υποχρεωτική για όσους τα ασκούν, π.χ. γιατροί, ή

δικηγόροι.

12

όντως διαφορετική, παρά τη σχετικά κοινή ταξική καταγωγή, ή θέση. Όπως

αναφέρουν οι Linders & Kalander (2007) οι άνεργοι ως οι εκτός (outsiders) του

συστήματος αγοράς εργασίας επιθυμούν να επανέλθουν εντός αυτού, επομένως, οι

άνεργοι είναι λογικό να μην σκέφτονται ως άνεργοι αλλά ως εν δυνάμει εργαζόμενοι.

Πίνακας 2. Σχέση με τα συνδικάτα

Πλήρους απασχόλησης Ευέλικτα απασχολούμενοι

Άνεργοι

Επαγγελματίες

& διευθυντές

Υπάλληλοι

& εργάτες

Επαγγελματίες

& διευθυντές

Υπάλληλοι

& εργάτες

Μέλος 15,4 7,1 13,5 4,5 1,1

Συμμετοχή στις

δραστηριότητες 7,2 3 3,8 0,2 1,1

Εισφορά χρημάτων 7,2 2,5 4,5 1,9 0

Εθελοντική εργασία 3,4 0,8 2,6 0 0

Καμία σχέση 84,6 92,2 86,5 95,3 98,9

Πηγή ESS Round 1

Γράφημα 4. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται ισχυρά συνδικάτα για να προστατέψουν

τις συνθήκες εργασίας/μισθούς

Πηγή ESS Round 1

Η πραγμάτευση τέτοιων βασικών ερωτημάτων πολιτικής συμπεριφοράς,

προϋποθέτει έναν διαφορετικό ερευνητικό σχεδιασμό, ποιοτικά προσανατολισμένο,

που θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διεξαχθεί σε συνθήκες ύφεσης. Στο πλαίσιο μιας

13

τέτοιας έρευνας θα μορούσε ακόμα και να αποσυνδέσει κανείς τα κίνητρα των

στάσεων outsiders-entrants. Για παράδειγμα, από την άποψη της ατομικής

στρατηγικής, για τον κάθε άνεργο προσωπικός στόχος είναι η ανεύρεση εργασίας και

επομένως οι διεκδικήσεις που στοχεύουν (ή στόχευαν μέχρι πρότινος) στην εξάλειψη

της ανεργίας προσλαμβάνονται ως μαξιμαλιστικές, οπότε μετριάζεται και το ατομικό

συμφέρον ως κίνητρο συλλογικής δράσης (Καφέ και Τσίρμπας 2012)9. Παρόλα αυτά,

στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής κρίσης και των πολύ υψηλών ποσοστών

ανεργίας, παρατηρείται η συγκρότηση συλλογικοτήτων ανέργων10

που δρουν

ανεξάρτητα από τα συνδικάτα εργαζομένων, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις

συνεργαζόμενα. Κοινά αιτήματα εδώ είναι η διεκδίκηση διαφόρων διευκολύνσεων

για τους ανέργους, όπως μειωμένα εισιτήρια στα μέσα μαζικής μεταφοράς, η

ενημέρωση για τα προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης μέσω ΟΑΕΔ και η

συγκέντρωση και διανομή τροφίμων σε οικογένειες που έχουν ανάγκη. Η οργανωτική

παρουσία τέτοιων μορφωμάτων όμως, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν μας επιτρέπει

να μιλήσουμε για τάσεις νέων μορφών εκπροσώπησης.

Αυτό που μπορούμε να εξετάσουμε ωστόσο, είναι το κατά πόσο η επιθυμία

συμμετοχής στα υπάρχοντα συνδικαλιστικά σχήματα, διευκολύνεται ή δυσχεραίνεται

από τις πρακτικές των ίδιων των συνδικάτων, καθώς και από το θεσμικό πλαίσιο που

διέπει τις σχέσεις σωματείων – ευέλικτων και ανέργων.

Συνδικαλιστικές στρατηγικές και θεσμικοί περιορισμοί

Ξεκινώντας αντίστροφα, παρουσιάζουμε πολύ επιγραμματικά τις νομοθετικές

ρυθμίσεις που διέπουν τη σχέση ευέλικτης απασχόλησης και συλλογικής οργάνωσης

στην Ελλάδα. Αφετηρία και σημείο αναφοράς του μεταπολιτευτικού πλαισίου

αποτελεί ο Ν. 1264/82 (επικράτησε ως ο νόμος για τον «εκδημοκρατισμό του

συνδικαλιστικού κινήματος»), που καθορίζει μεταξύ άλλων και τις προϋποθέσεις για

την εγγραφή φυσικών μελών σε εργατικά σωματεία, ή ενώσεις. Συγκεκριμένα, μέλη

πρωτοβάθμιων σωματείων, ή ενώσεων επιχείρησης, ή εκμετάλλευσης, ή κλάδου

μπορούν να γίνουν όσοι εργαζόμενοι έχουν συμπληρώσει ένα δίμηνο απασχόλησης

κατά το τελευταίο έτος στην επιχείρηση, ή στην εκμετάλλευση, ή στον κλάδο.

9 Στο πλαίσιο μιας τέτοιας προβληματικής θα μπορούσε να τεθεί υπό συζήτηση το κλασικό επιχείρημα

του Olson (1965), σύμφωνα με το οποίο για να ανακύψει συλλογική δράση προς την επίτευξη ενός

κοινού σκοπού, θα πρέπει να υπάρχουν ατομικά κίνητρα συμμετοχής, προϋπόθεση που καλύπτεται

συνήθως σε μικρές κλειστές ομάδες και όχι σε μεγάλες όπως οι καταναλωτές και εν προκειμένω όπως

οι άνεργοι. 10

Βλ. ενδεικτικά http://swbanergwn.espivblogs.net/ & http://anergoihrakleio.blogspot.gr/

14

Αλλοδαποί και ανήλικοι μπορούν να είναι μέλη, ενώ την ιδιότητα αυτή τη χάνουν

(ανάλογα και με τις καταστατικές προβλέψεις) όσοι έπαψαν με τη θέλησή τους να

απασχολούνται στον κλάδο, ή στην επιχείρηση.

Ο Ν. 1876/1990 για τις «Ελεύθερες Συλλογικές Διαπραγματεύσεις», παρέχει

το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, όχι μόνο σε μισθωτούς με σχέση

εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αλλά και σε πρόσωπα «τα οποία αν και δε

συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, παρέχουν εργασία υπό συνθήκες

εξάρτησης και εμφανίζουν ανάγκη προστασίας αντίστοιχη με αυτή των

εργαζομένων». Ωστόσο, όπως επισημαίνεται από τη ΓΣΕΕ το 1998, όταν στο

επίκεντρο βρισκόταν ο Ν. 2639/1998, απουσιάζει η ρύθμιση του συνδικαλιστικού

δικαιώματος αυτών των προσώπων «και έτσι το δικαίωμα της συλλογικής

διαπραγμάτευσης μένει ανενεργό»11

.

Με την ψήφιση του Μνημονίου το 2010 και την ένταξη της χώρας στο

Μηχανισμό Στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής

Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εγκαινιάζεται μία νέα –από την

άποψη τόσο των εργασιακών σχέσεων όσο και συνολικά της οικονομικής ζωής-

περίοδος η οποία εύλογα επηρέασε και τη σχέση που εξετάζουμε μεταξύ outsiders-

entrants και συνδικάτων.

Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα καλείται πλέον να ανταπεξέλθει σε ένα

διογκούμενο διπλό πρόβλημα: αφενός την επιδείνωση του εργασιακού και

οικογενειακού βίου για το σύνολο σχεδόν της μισθωτής εργασίας, αφετέρου στις

νομοθετικές ρυθμίσεις που έπονται της ψήφισης του μνημονίου και διαμορφώνουν

ένα νέο σχεδόν πλήρως απορρυθμισμένο πλαίσιο στις εργασιακές σχέσεις.

Όπως καθίσταται πρόδηλο από συναφή εγχειρήματα αποτύπωσης των

μνημονιακών επιπτώσεων στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (Μπιθυμήτρης

υπό έκδοση) το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο υπήρξε

συστατικό στοιχείο της παραγωγής συναίνεσης στις εργασιακές σχέσεις της περιόδου

του εξευρωπαϊσμού (1991-2010) εξαρθρώνεται. Η ενίσχυση της εξατομίκευσης της

διαπραγμάτευσης μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, σε συνδυασμό με τους

ασφυκτικούς περιορισμούς στη διάρκεια και στο περιεχόμενο των κλαδικών και της

11

Στις θέσεις της για τα εργασιακά η τριτοβάθμια οργάνωση διατυπώνει την αντίθεσή της με την

εξάπλωση των νέων μορφών απασχόλησης, πλην όμως μεριμνά για την νομική προστασία τους:

«Πιστεύουμε ότι η διάδοση των άτυπων μορφών εργασίας ανεξάρτητα αν είναι από εμάς ανεπιθύμητη,

καθιστά επιβεβλημένη την κάλυψη του κενού. Ειδικότερα θα έπρεπε να οριστεί ότι οι διατάξεις του

Ν.1264/82 εφαρμόζονται αναλόγως και στα πρόσωπα που μοιάζουν με μισθωτούς κατά το άρθρο 1

παρ. 2 του Ν.1876/90» (ΓΣΕΕ: 1998).

15

εθνικής ΣΣΕ, υπονομεύουν τα κλαδικά συνδικάτα, τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις

και την ίδια τη ΓΣΕΕ, σε βαθμό αμφισβήτησης της ίδιας της ανάγκης υπαρξής τους,

τουλάχιστον ως προς τον παγιωμένο οικονομικό-θεσμικό ρόλο τους. Στην αλυσίδα

νομοθετικών παρεμβάσεων που αλλάζουν το τοπίο των εργασιακών σχέσεων στην

Ελλάδα μετά την ψήφιση του Μνημονίου, εντάσσεται φυσικά και η πρόβλεψη για

προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα (εφεδρεία) που προβλέπει για τους δημοσίους

υπαλλήλους ο 4024/11, νόμο τον οποίο έχει προσβάλλει η ΑΔΕΔΥ στο Συμβούλιο

της Επικρατείας ως αντισυνταγματικό.

Συνοψίζοντας τόσο για την περίοδο προ κρίσης, όσο και μετά, θα μπορούσαμε

να πούμε ότι χωρίς να υφίστανται απαγορευτικές διατάξεις και όροι ως προς τη

συλλογική οργάνωση των ευέλικτων, ή των απολυμένων, το υπάρχον θεσμικό

πλαίσιο δεν αποτελεί προωθητικό παράγοντα της συλλογικής εκπροσώπησης των

outsiders-entrants. Θα λέγαμε, ότι αφήνει ελεύθερο το πεδίο να διαμορφωθεί από την

πρακτική των εκπροσώπων των εργαζομένων και της εργοδοσίας. Άρα λοιπόν, η

ανάλυσή μας εύλογα θα πρέπει να στραφεί στη στρατηγική των συνδικάτων. Οι

θέσεις και οι πρακτικές των οργανώσεων για τα ζητήματα της ευελιξίας, απορρέουν

από τη συνολικότερη στρατηγική τους, την οποία βέβαια μόνο υπαινικτικά μπορούμε

να εκθέσουμε εδώ.

Πέρα από την αμφίβολη ως προς την αντιμετώπιση τόσο της ευελικτοποίησης,

όσο και της ανεργίας, αποτελεσματικότητα της κυρίαρχης στρατηγικής σε επίπεδο

τριτοβάθμιας εκπροσώπησης (ΓΣΕΕ), αντικείμενο προβληματισμού αποτελεί

επιπλέον η πρακτική και καταστατική διαχείριση του προβλήματος από τα

πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία. Παρακάτω αναφέρουμε ενδεικτικά

κάποια παραδείγματα, που αναδεικνύουν σοβαρές πτυχές της κρίσης εκπροσώπησης

των ευέλικτα απασχολούμενων και των ανέργων στα συνδικάτα.

Συνδικαλισμός Ι: de jure και de facto αποκλεισμός

Η επισφαλής εργασία, ενώ για αρκετά χρόνια έβρισκε ευνοϊκό έδαφος στον

ιδιωτικό τομέα, πλέον ενδημεί σε τομείς και κλάδους όπου η συνδικαλιστικοποίηση

είναι ιστορικά υψηλή, λόγω και της θεσμικής υπόστασης των φορέων (δημόσια

διοίκηση, ΔΕΚΟ, Υγεία, Παιδεία, Τράπεζες, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

16

κ.α.)12

. Και ενώ οι συμβασιούχοι ήταν η πιο διαδεδομένη μορφή επισφάλειας, οι

ενοικιαζόμενοι και οι εργαζόμενοι σε εργολαβίες αυξάνονταν διαρκώς σε ΔΕΚΟ13

,

τράπεζες, ξενοδοχεία. Δεδομένης της ύπαρξης οργανωτικά ισχυρών συνδικαλιστικών

φορέων σε αυτούς τους χώρους, θα αναμέναμε η μέριμνα τους για τα «επισφαλή»

τμήματα της εργατικής τάξης να είναι μεγαλύτερη. Ωστόσο, στην πλειονότητα αυτών

των χώρων οι συμβασιούχοι, οι απασχολούμενοι που υφίστανται κάθε είδους

ευελιξία, αποκλείονται ακόμα και σήμερα από τα σωματεία «των μόνιμων», συνήθως

de jure (καταστατικά), ή/και de facto (το σωματείο δεν ασχολείται με τα ιδιαίτερα

προβλήματά τους), με αποτέλεσμα είτε να μένουν ασυνδικάλιστοι, είτε να

συγκροτούν ξεχωριστά σωματεία, επιτείνοντας το πρόβλημα του οργανωτικού

κατακερματισμού του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος14

.

Εκτός από τις υπηρεσίες (Δημόσια Διοίκηση, ΟΤΑ, Υγεία, Παιδεία,

Πολιτισμός), διάφορες μορφές ατυπικών εργασιακών σχέσεων συναντώνται και στον

ευρύτερο δημόσιο τομέα. Σε μεγάλες βιομηχανίες, όπως η ΛΑΡΚΟ, ή η ΔΕΗ, το

καθεστώς της εργολαβίας ανθούσε για χρόνια, με αποτέλεσμα εκατοντάδες

ενοικιαζόμενοι, ή συμβασιούχοι, να εργάζονται με μειωμένα εργασιακά, μισθολογικά

και συνταξιοδοτικά δικαιώματα και φυσικά χωρίς το δικαίωμα εγγραφής στο

σωματείο των μονίμων15

. Παρόμοια προσκόμματα στην ενότητα μονίμων και

ευέλικτων, παρατηρούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αρκετά πριν

από το ξέσπασμα της κρίσης. Για παράδειγμα, το 2007 στην Αλουμίνιον της

Ελλάδος, οι 400 περίπου εργαζόμενοι στις εργολαβίες, ίδρυσαν ξεχωριστό σωματείο,

συνεπεία της άρνησης του σωματείου των μονίμων να τους δεχθεί ως μέλη του

12

Για τις ευνοϊκότερες συνθήκες συνδικαλιστικοποίησης στο δημόσιο τομέα, βλ. μεταξύ άλλων Κουζή

(2007: 119-120). 13

Η τραγική περίπτωση της δολοφονικής επίθεσης εναντίον της συνδικαλίστριας στο χώρο των

εργολαβιών καθαρισμού Κ. Κούνεβα (Δεκέμβριος 2008), τονίζει εμφατικά τον παράλληλο κόσμο που

βιώνει το κομμάτι της επισφαλούς εργασίας, παρά το γεγονός ότι συνήθως αποτελεί οργανικό τμήμα

της συνολικής λειτουργίας μιας δημόσιας υπηρεσίας (στην περίπτωση της Κούνεβα, του ΗΣΑΠ). 14

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (16/04/2004), ο Σ. Γκότσης, μέλος του ΔΣ του

Πανελλήνιου Σωματείου Έκτακτου Προσωπικού του Υπ. Πολιτισμού ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η

ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ, τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια συνδικάτα, με ευθύνη της ΠΑΣΚΕ και όχι

μόνο, καθυστέρησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα, όχι από καθυστερημένα αντανακλαστικά, αλλά

από επιλογή και πολιτική αντίληψη. Σήμερα, στα λόγια μπορεί να το καταδικάζει αλλά στην πράξη το

έχει αποδεχτεί. Δεν θέλησαν να καλύψουν συνδικαλιστικά τους συμβασιούχους. Έτσι, όταν

γιγαντώθηκε ο αριθμός τους, οι συμβασιούχοι έφτιαξαν τα δικά τους σωματεία γιατί και καταστατικά

δεν μπορούσαν να ενταχθούν στα υπάρχοντα και έμεναν ακάλυπτοι ως προς τις διεκδικήσεις τους». 15

Στις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων σε εργολαβίες της ΛΑΡΚΟ το 2005, οι συνδικαλιστές του

εργοστασιακού σωματείου, όχι μόνο δεν συμμετείχαν, αλλά επιχείρησαν την καταστολή τους

(Ριζοσπαστης, 12/01/2005). Στη ΔΕΗ Λαυρίου η απόλυση 17 εργαζομένων σε εργολάβους της

επιχείρησης στις αρχές του 2009, κινητοποίησε τη Διοίκηση του ΕΚ Λαυρίου, όχι όμως και του

Σωματείου των μονίμων της ΔΕΗ, που επικαλούμενο την αντίθεσή του στις εργολαβίες, αρνήθηκε την

ανάληψη δράσης υπέρ της ανάκλησης των απολύσεων (Ριζοσπάστης: 14/02/2009).

17

(Ριζοσπαστης: 14/10/2007). Αλλού, την εκπροσώπηση των «προσωρινών»

αναλαμβάνουν, ή αναλάμβαναν τα κλαδικά σωματεία, όπως στην περίπτωση των

Ναυπηγείων Σκαραμαγκά όπου απασχολούμενοι στις εργολαβίες, είναι μέλη του

Συνδικάτου Μετάλλου Πειραιά.

Συνδικαλισμός ΙΙ: ενότητα, κοινή δράση, συμμετοχή

Οι Waterman and Timms (2004) ανατρέποντας το κλασικό στερεότυπο που θέλει

τους επισφαλώς εργαζόμενους δομικά απόντες από μορφές συλλογικής δράσης,

υποστηρίζουν ότι σε τομείς-κλειδιά για τις σύγχρονες οικονομίες υφίστανται

συνθήκες που προϋποθέτουν δομές λειτουργίας περισσότερο κινηματικές

(movement-oriented): ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα επισφαλούς εργασίας, συγκριτικά

χαμηλότερος ηλικιακός μέσος όρος, υψηλότερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης,

χρήση νέων τεχνολογιών, συχνά σκληρές εργοδοτικές τακτικές που υπονομεύουν το

διαβουλευτικό κλίμα.

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να σημειώνονται «σκιρτήματα»

συνδικαλιστικής αφύπνισης ακριβώς σε κλάδους με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Η

απεργία των 114 ημερών στην PHONE MARKETING το 2012, αποτέλεσε μία τέτοια

σημαντική στιγμή στον κλάδο της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, όπου από

το 2006 λειτουργεί το Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Τηλεπικοινωνιών και

Πληροφορικής Ν. Αττικής, το οποίο ήδη έχει στο ενεργητικό του κινητοποιήσεις με

διεκδικητική αιχμή τα προβλήματα συμβασιούχων (Vodafone, Lannet).

Μια άλλη επαγγελματική κατηγορία μισθωτών που η συγκρότησή της

συνυφαίνεται με τη διάδοση και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών, είναι οι μισθωτοί

τεχνικοί. Το 1999 ιδρύθηκε το Πανελλαδικό Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών

(Μηχανικών, Τεχνικών, Γεωλόγων, Σχεδιαστών), πρώτο μέλημα του οποίου ήταν η

υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που να καλύπτει τόσο τους μισθωτούς

επαγγελματίες, όσο και τους εργαζόμενους με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών

(«μπλοκάκι») και γενικά τους ευέλικτους, ενώ ξεχωριστή μέριμνα προβλέπεται για

την οργάνωση των ανέργων του κλάδου.

Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι χιλιάδες ενοικιαζόμενοι, εργαζόμενοι σε

προγράμματα stage, μερικώς απασχολούμενοι που εργάζονται σε ασφαλιστικές,

τράπεζες, χρηματιστηριακές, απέκτησαν το 2008 συνδικαλιστική στέγη στο

νεοσύστατο Σωματείο Εργαζομένων Χρηματοπιστωτικών και Συναφών

Επιχειρήσεων Ν. Αττικής. Συνδικάτα ανοικτά στους εργαζόμενους με ευέλικτες

18

εργασιακές σχέσεις εντοπίζουμε και σε άλλους χώρους, ή κλάδους του λεγόμενου

τριτογενούς τομέα, όπως: στο Βιβλίο (Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου Χάρτου

Αττικής – ανασυγκροτήθηκε πρόσφατα, βλ. Τσακίρης 2008), στις αλυσίδες σούπερ

μάρκετ και στα εμπορικά καταστήματα (Σωματείο Carrefour-Μαρινόπουλος-Dia,

Σωματείο LIDL, Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας), στους χώρους εστίασης, στα

ξενοδοχεία και στον τουρισμό (Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Επισιτισμού,

Τουρισμού, Ξενοδοχείων – ανασυγκροτήθηκε πρόσφατα μετά τη συνένωση των

συνδικάτων του επισιτισμού και του τουρισμού), στους εργαζόμενους της Τοπικής

Αυτοδιοίκησης (όπου σχετικά πρόσφατα ξεκίνησε η διαδικασία συγκρότησης

κλαδικών σωματείων με σκοπό μεταξύ άλλων την ένταξη εκατοντάδων εργαζόμενων

που έμεναν εκτός συνδικαλιστικής εκπροσώπησης λόγω σχέσης εργασίας). Εκτός

από την δυνατότητα συμμετοχής που δίνεται στους απασχολούμενους με ατυπική

σχέση εργασίας, κάποια καταστατικά μεριμνούν ξεχωριστά για τους άνεργους

απαλάσσοντάς τους από τη συμβατική υποχρέωση της οικονομικής εισφοράς, για όσο

χρόνο διαρκεί η ανεργία (Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Επισιτισμού, Σωματείο

Μισθωτών Τεχνικών, ΣΕΤΗΠ).

Οι περιπτώσεις αυτές είναι μερικές ψηφίδες από τις πολλές που συνθέτουν το

«παζλ» της εκπροσώπησης ευέλικτα απασχολούμενων και ανέργων, εκεί όπου

υπάρχει βούληση για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί, στο πλαίσιο της

παρούσας έρευνας δεν είναι δυνατή η εμπειρική τεκμηρίωση που θα επέτρεπε μία

ισχυρή γενίκευση σε σχέση με το κατά πόσο η επανεφεύρεση του ταξικού-

συγκρουσιακού λόγου των συνδικαλιστικών φορέων, αποτελεί μέρος της λύσης του

προβλήματος της εκπροσώπησης και του εκδημοκρατισμού τους.

Συμπεράσματα

Η επεξεργασία στοιχείων που αφορούν στις στάσεις και τις συμπεριφορές των

ευέλικτα απασχολούμενων και των ανέργων στην Ελλάδα, με έμφαση κυρίως στην

προ-υφεσιακή πραγματικότητα, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν την κρατούσα

αντίληψη περί αντικειμενικών όρων που ακυρώνουν de facto τη δυνατότητα

συγκρότησης συλλογικής ταξικής ταυτότητας αυτών των κατηγοριών. Μπορεί να τη

δυσκολεύουν, αλλά πάντως δεν την ακυρώνουν. Αντιθέτως, κάποιες πτυχές της

εργασιακής και κοινωνικής τους πραγματικότητας, δημιουργούν προϋποθέσεις

συλλογικής κινητοποίησης που ωστόσο απαιτούν περαιτέρω εμπειρική τεκμηρίωση

στις νέες συνθήκες που προέκυψαν μετά την οικονομική κρίση. Το γεγονός ότι το

19

συνδικαλιστικό κίνημα στενεύει ή και ματαιώνει με την αδράνειά του αυτές τις

δυνατότητες, αναδεικνύει ότι το πρόβλημα εξακολουθεί να είναι και πολιτικό.

Αν κάτι καθίσταται ολοένα και πιο εμφανές, από την επέκταση των κάθε

είδους ευελιξιών που υφίσταται η εργασία, είναι η σχέση αλληλοτροφοδότησης

μεταξύ δημοκρατίας και δικαιωμάτων: χωρίς δημοκρατία τα κοινωνικά και

εργασιακά δικαιώματα είναι διαρκώς υπό αίρεση, ή στις παρούσες συνθήκες ακόμα

και υπό στιγματισμό. Χωρίς δικαιώματα, το περιεχόμενο της δημοκρατίας

(συμμετοχή, έλεγχος, διεκδίκηση) αποστεώνεται και τυποποιείται. Η εξέλιξη της

διευθέτησης των αντιφάσεων της καπιταλιστικής οργάνωσης της οικονομίας διεθνώς,

φαίνεται πως τείνει να αποσυνδέει πιο δυναμικά από ποτέ αυτές τις έννοιες. Τις

συνέπειες που θα έχει για τον κοινωνικό βίο αυτή η αποσύνδεση, μπορούμε ίσως να

τις προεικάσουμε. Το πιθανότερο είναι οι συνέπειες να είναι πιο δυσμενείς για

ευάλωτες κοινωνικές ομάδες των μισθωτών, όπως αυτές που εξετάσαμε εδώ.

Αν και το ζήτημα της εμπιστοσύνης των outsiders & entrants προς τα

συνδικάτα και τις ηγεσίες τους, έμεινε εκτός της προβληματικής μας, σε ένα βαθμό

λόγω έλλειψης αξιόπιστων πρωτογενών δεδομένων, η μέχρι στιγμής εικόνα που

αποκομίσαμε θέτει την υπόθεση της συνδικαλιστικής κρίσης σε νέα βάση: η

εμπιστοσύνη στα συνδικάτα δεν υποχωρεί αναγκαστικά λόγω της αδυναμίας τους να

εγκαταλείψουν το ρόλο τους ως φορείς ταξικών εγκλήσεων, αλλά ίσως λόγω της

αδυναμίας τους να επανεφεύρουν αυτόν τον ρόλο, αξιοποιώντας αξίες και

κληρονομιές που έχουν αποδειχθεί πολλάκις αναζωογονητικές για το εργατικό

κίνημα, όπως η αλληλεγγύη και η ενότητα ανεξαρτήτως εργασιακής σχέσης, ή άλλου

προσδιορισμού (φύλο, εθνικότητα, θρησκεία κ.ο.κ.). Παραπέμπουμε αναγκαστικά

στο μέλλον για τον επανέλεγχο μια τέτοιας υπόθεσης.

20

Βιβλιογραφία

Atkinson, J. and Meager, N. (1986) Changing Working Patterns: How Companies

achieve Flexibility to meet new Needs, London: NEDO.

Blaschke, S. (2000) 'Union density and European Integration: Diverging

Convergence', European Journal of Industrial Relations, vol. 6, no. 2, pp. 217-236.

Boeri, T., Brugiavini, A. and Calmfors, L. (2003) The Role of Unions in the Twenty-

First Century, Oxford: Oxford University Press.

Checchi, D. and Visser, J. (2001) 'Pattern persistence in European Trade Union

membership. A longitudinal analysis', Amsterdam Institute for Advanced Labour

Studies, vol. Working Paper No. 4.

Clark, T.N., Lipset, S.M. and Rempel, M. (2001) 'The Declining Political

Significance of Social Class', in Clark, T.N. and Lipset, S.M. (ed.) The Breakdown of

Class politics: A Debate on Post-Industrial Stratification, Maryland: John Hopkins

University Press.

ΓΣΕΕ (1998) 'Σχέδιο Νόμου για την ‘Ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και άλλες

διατάξεις’. Παρατηρήσεις και Προτάσεις της ΓΣΕΕ', τ. 39, ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ.

Δεδουσόπουλος, Α. (2002) Οι αναδιαρθρωσεις της Παραγωγης: η κριση στην αγορα

εργασιας, ρυθμιση, απορρυθμιση, ευελιξιες, Αθήνα: Δαρδανός.

Freeman, C. and Perez, C. (1988) 'Structural Crisis of Adjustment, Bussiness Cycles

and Investment Behaviour', in Dosi, G., Freeman, C. and Nelson, R. (ed.) Technical

Change and Economic Theory, London: Pinter Publications.

Frege, C. and Kelly, J. (2004) Varieties of Unionism: Strategies for Union

Revitalization in a Globalizing Economy, Oxford: Oxford University Press.

Hout, M., Brooks, C. and Manza, J. (2001) 'The Persistence of Classes in Post-

Industrial Societies', in Clark, T.N. and Lipset, S.M. (ed.) The Breakdown of Class

politics: A Debate on Post-Industrial Stratification, Maryland: John Hopkins

University Press.

Ιωακείμογλου, Η. and Σουμέλη, Ε. (2002) 'Χαμηλά αμοιβόμενοι και εργαζόμενοι

φτωχοί στην Ελλάδα', τ.89, ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ.

Karamessini, M. (2007) 'The Southern European Social Model: Changes and

Continuities in recent Decades', International Institute for Labor Studies.

Καραντινός, Δ. (2012) 'Αγορά εργασίας, εγγεγραμμένη ανεργία και ροές εργατικού

δυναμικού κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής ύφεσης', in Μουρίκη, Α.,

Μπαλούρδος, Δ., Παπαλιού, Ο., Σπυροπούλου, Ν., Φαγαδάκη, Ε. and Φρονίμου, Ε.

(ed.) Το Κοινωνικό Πορτραιτο της Ελλαδας 2012, Αθήνα: ΕΚΚΕ.

Καφέ, Α. (2011) 'Ανεργία. Διακύβευμα ή “παράπλευρη απώλεια” της κομματικής

ταύτισης;', Επιστημονικό συνέδριο: Θεματική ψήφος και Κομματική ταύτιση,

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη.

Καφέ, Α. and Τσίρμπας, Γ. (2012) 'Κρίση, ανεργία και πολιτική μέσα από τη

Βιογραφική προσέγγιση', Επιστημονικό συνέδριο: Γεφυρώνοντας τις γενιές.

Διεπιστημονικότητα και ιστορίες ζωής στον 21ο αιώνα. Προφορική ιστορία και

ιστορίες ζωής στις κοινωνικές επιστήμες, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος.

21

Κουζής, Γ. (2001) 'Εργασιακές σχέσεις και ευρωπαϊκή ενοποίηση: Ευελιξία και

απορρύθμιση ή αναβάθμιση της εργασίας; ', τ. 14, Μελέτες ΙΝΕ ΓΣΕΕ.

Κουζής, Γ. (2007) Τα χαρακτηριστικα του ελληνικου συνδικαλιστικου κινηματος:

αποκλισεις και συγκλισεις με τον ευρωπαικό χωρο, Αθήνα: Gutenberg.

Lazonick, W. (1990) Competitive advantage on the Shop-floor, Cambridge: Harvard

University Press.

Leiusfrud, H., Bison, I. and Jensberg, H. (2005) 'Social Class in Europe: European

Social Survey 2002/3', NTNU Social Research.

Lindbeck, A. and Snower, S. (1988) The insider-outsider theory of employment and

unemployment, Cambridge: MIT Press.

Linders, A. and Kalander, M. (2007) 'The Construction and Mobilization of

Unemployed Interests: The Case of Sweden in the 1990s', Qualitative Sociology, vol.

30, no. 4, pp. 417-437.

Λυμπεράκη, Α. and Δενδρινός, Γ. (2006) Ευέλικτη Εργασια: νέες μορφές και ποιότητα

απασχόλησης, Κέρκυρα: Economia Publishing.

Λυμπεράκη, Α. and Μουρίκη, Α. (1996) Η αθόρυβη επανασταση: νέες μορφές

οργανωσης της παραγωγης και της εργασιας, Αθήνα: Gutenberg.

Matsaganis, M. (2004) 'Fighting with the hands tied behind the back. Anti- poverty

policy without a minimum income in Greece', in Ferrera, M. (ed.) Welfare state

reform in southern Europe, London: Routledge.

Μπιθυμήτρης, Γ. (2008) 'Η εκπροσώπηση των εργαζόμενων στην εποχή της

‘Διακυβέρνησης’', Πρακτικά 11ου Επιστημονικού Συνεδρίου Ιδρύματος Σ.

Καράγιωργα με θέμα Δημοκρατία και Κρατικές Πολιτικές στην Ελλάδα, Αθήνα.

Μπιθυμήτρης, Γ. (υπό έκδοση) ‘Όψεις μετασχηματισμών του ελληνικού

συνδικαλιστικού κινήματος από τη μεταπολίτευση μέχρι την κρίση: συνέχειες και

ρήξεις’ στο Σπουρδαλάκης, Μ., Αρανίτου, Β., Παπαβλασσόπουλος, Ε. (επιμ.) Κρισεις

και Μετασχηματισμοι στον Ελληνικό Κοινωνικό Σχηματισμό, Αθήνα: Σαββάλας.

Olson, M. (1965) The Logic of Collective Action, New York: Harvard University

Press.

Τσακίρης, Θ. (2008) 'Ένα πείραμα άμεσης δημοκρατίας: ο συνδικαλισμός στο χώρο

του Βιβλίου και του Χάρτου', Ανακοίνωση στο Η’ Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας

Πολιτικής Επιστήμης, Αθήνα.

Waddington, J. and Hoffman, E. (2000) Trade Unions in Europe. Facing Challenges

and searching for solutions, Brussels: ETUI.

Waterman, J. and Timms, J. (2004) 'Trade Union Internationalism and Global Civil

Society in the Making', in Helmut, A., Glasius, M. and Kaldor, M. (ed.) Global Civil

Society 2004/5, London: Sage.

22

ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

Εφημεριδες

Αυγή

Ελευθεροτυπία

Καθημερινή

Πριν

Ριζοσπάστης