Η Σχέση Αλληλεπίδρασης της Ιστορίας με την...

Preview:

Citation preview

Πανεπιστήμιο Κρήτης

Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών

Σπουδών

Προπτυχιακή Σεμιναριακή Εργασία

ΚΚΒ418: Ειδικά Θέματα Ιστορικής και

Πολιτικής Κοινωνιολογίας

Υπεύθυνος καθηγητής: Βαφέας Νικόλαος

Η ΣΧΕΣΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕ

ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Ελπίς Φράγκου

Τομέας ΘΕ.Μ.Κ.Ε.

Α.Μ. 3992

Εξάμηνο: 6ο

Ρέθυμνο 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή …………………………………………………………………. σελ. 2

Reinhard Bendix ………………………………………………………….. σελ. 3

Kai T. Erikson ………………………………………………………..…… σελ. 4

John H. Goldthorpe ………………………………………………………. σελ. 6

Michael Mann ………………………………….………………………….. σελ. 9

Immanuel

Wallerstein .............................................

..................................... σελ. 10

Συμπεράσματα ............................................

.................................................. σελ.

12

Βιβλιογραφία ............................................

.................................................... σελ.

15

1

Εισαγωγή

Η παρούσα σεμιναριακή εργασία πραγματεύεται τη σχέση

μεταξύ των επιστημών της ιστορίας και της κοινωνιολογίας,

αλλά και τη σύσταση της ιστορικής κοινωνιολογίας, όπως

αντιμετωπίστηκε από πέντε μεγάλους κοινωνιολόγους του 20ου

και του 21ου αι. Αρχικά, παρουσιάζεται η άποψη του

Reinhard Bendix, όπως φάνηκε στο άρθρο του «Έννοιες και

γενικεύσεις στις συγκριτικές κοινωνιολογικές μελέτες»

(1963), στο οποίο αναλύονται οι κοινωνιολογικές έννοιες

και αναδεικνύονται τα οφέλη που θα προσκομίσει η

κοινωνιολογία μέσω της ιστορικής οπτικής. Στη συνέχεια,

περιγράφεται περιληπτικά η άποψη του Kai T. Erikson για

σύγκλιση των δύο επιστημών, όπως εμφανίστηκε στο κείμενό

του «Κοινωνιολογία και Ιστορική Οπτική» (1970), ενώ

παράλληλα εκθέτονται οι διαφορές και τα εμπόδια που

προκύπτουν κατά την αλληλεπίδραση των δύο επιστημονικών

πειθαρχιών. Έπειτα, παρατίθεται η επιφυλακτική άποψη του

John H. Goldthorpe απέναντι στη σχέση των δύο επιστημών,

μέσω του κειμένου του «Οι χρήσεις της ιστορίας στην

κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων»

(1991), καθώς και η επικριτική του στάση απέναντι στη

«μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία». Ως απάντηση στο άρθρο

του Goldthorpe παρουσιάζεται το άρθρο του Michael Mann

«Εγκώμιο στη μακρο-κοινωνιολογία: Μια απάντηση στον

Goldthorpe» (1994), μέσω του οποίου ο Mann υπερασπίζεται

ανοικτά τη «μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία» και εκθέτει

παράλληλα το μεθοδολογικό της πλαίσιο. Ακόμα, αναφέρεται

το άρθρο του Immanuel Wallerstein «Από την Κοινωνιολογία

2

στην Ιστορική Κοινωνική Επιστήμη: Προοπτικές και εμπόδια»

(2000), το οποίο αποτελεί μια κριτική επισκόπηση της

πορείας της κοινωνιολογίας στο χρόνο, καθώς και μια

έκθεση προτάγματος νέων μεθοδολογικών αρχών στα πλαίσια

μιας νέας διεπιστημονικής κοινωνιολογίας. Τέλος,

πραγματοποιείται μια κριτική ανάλυση των άρθρων και των

απόψεων που έχουν αναφερθεί, επιχειρώντας να εκτεθούν

κάποια τελικά συμπεράσματα.

Reinhard Bendix

Το κείμενο του Reinhard Bendix «Έννοιες και

γενικεύσεις στις συγκριτικές κοινωνιολογικές μελέτες»

συντάχθηκε το 1963 και αποτελεί ένα κείμενο μεθοδολογίας

δεύτερης γενιάς. Ο Bendix, ο οποίος είναι επηρεασμένος

από τη βεμπεριανή και δομολειτουργιστική παράδοση του

Parsons, ασχολείται με τις κοινωνιολογικές έννοιες και

την αποσαφήνισή τους, όπως παρουσιάζεται στις συγκριτικές

(ιστορικο-κοινωνιολογικές) μελέτες. Στο άρθρο του

συγκεκριμένα, ερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι

κοινωνιολογικές έννοιες δημιουργούνται, αλλά και τα

3

μεθοδολογικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν κατά τον

ορισμό και τη χρήση τους.

Αρχικά, αναφέρονται οι καθολικές έννοιες, οι οποίες

καταδεικνύουν ένα σύνολο φαινομένων που έχουν εφαρμογή

παντός τόπου και χρόνου και εμφανίζονται σε όλες τις

κοινωνίες, όπως για παράδειγμα η έννοια του «καταμερισμού

της εργασίας» ή η «κοινωνική οργάνωση». Η αναγνώριση μιας

έννοιας ως καθολική μπορεί να προκύψει μόνο μέσω της

εμπειρίας, γεγονός που δυσκολεύει τη σύνδεση της έννοιας

με την καθαρή θεωρία, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα

εμπειρικής γνώσης.

Ακόμα, ο Bendix κάνει αναφορά στις συνθετικές

έννοιες, οι οποίες χρησιμοποιούνται όταν είναι δύσκολο να

προσδιοριστεί με απλές έννοιες το χρονικό και τοπικό

πλαίσιο. Βέβαια, το μεγαλύτερο πρόβλημα στη χρήση των

συνθετικών εννοιών είναι το γεγονός ότι ενέχουν τον

κίνδυνο να αναπαράγουν γενικεύσεις μέσω των λανθανουσών

εννοιών που περιέχουν και κατά συνέπεια να προκύπτουν

ανακρίβειες και λάθη. Πολύ συχνά οι συνθετικές έννοιες

συνιστούν μεταμφιεσμένες γενικεύσεις που συνδέονται

λογικά εξηγώντας πώς λειτουργεί μια έννοια, χρησιμοποιούν

λογικές συσχετίσεις για την εξήγησή τους και στη συνέχεια

καταλήγουν στις ίδιες γενικεύσεις. Χαρακτηριστικό

παράδειγμα μιας συνθετικής έννοιας είναι ο «αστισμός»

στην Ινδία, που παρόλο που χρησιμοποιήθηκε η ίδια αυτή

έννοια για την περιγραφή του φαινομένου που έχει

παρατηρηθεί στη δύση, τα χαρακτηριστικά της αστικοποίησης

στην Ινδία ήταν εντελώς διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά4

της αστικοποίησης των δυτικών κοινωνιών, και συνεπώς η

εξέλιξη της σχέσης της ινδικής επαρχίας με την πόλη,

υπολογίζεται να είναι διαφορετική από τη σχέση της

επαρχίας με την πόλη στη δύση.

Επίσης, μια υποκατηγορία των συνθετικών εννοιών

φέρονται να είναι οι αντιδιασταλτικές έννοιες, δηλαδή οι

έννοιες οι οποίες είναι αδύνατο να υφίστανται και να

προσδιοριστούν με ακρίβεια χωρίς να έχει προηγηθεί μια

αντιπαραβολή με κάποια άλλη έννοια. Παρά το γεγονός ότι

αυτές οι έννοιες δεν είναι πλήρως ικανοποιητικές,

επιτρέπουν στο μελετητή τον καλύτερο χρονικό και χωρικό

προσδιορισμό της έννοιας, καθιστώντας τες χρήσιμες για

την κοινωνιολογική μελέτη.

Κατά τον Bendix, οι τρεις αυτές έννοιες παρουσιάζουν

ορισμένες προβληματικές, οι οποίες είναι εύκολο να

ξεπεραστούν με τη χρήση των συγκριτικών κοινωνιολογικών

μελετών. Σχετικά με τις καθολικές έννοιες, το χάσμα που

προκύπτει μεταξύ εμπειρικής γνώσης και καθαρής θεωρίας,

καλύπτεται μέσω της ιστορικής οπτικής, η οποία είναι

ικανή να αναδείξει το εύρος των λύσεων που έχουν βρει οι

άνθρωποι σε όλες τις κοινωνίες για ένα συγκεκριμένο

πρόβλημα. Επιπλέον, το πρόβλημα της γενίκευσης που

λανθάνει στις συνθετικές έννοιες, αντιμετωπίζεται μέσω

της αποσαφήνισής τους χάρη στις συγκριτικές μελέτες. Μέσω

των συγκριτικών μελετών, η συνθετική έννοια

αποσαφηνίζεται, στη συνέχεια αναλύεται και τέλος είναι

δυνατή η χρήση απλών εννοιών στη θέση της προς αποφυγή

των γενικεύσεων. Τέλος, ως προς τις αντιδιασταλτικές5

έννοιες, γίνεται δυνατή η εύρεση του χωρο-χρονικού

πλαισίου τους, περιορίζοντας τη χρήση τους και κάνοντάς

τες πιο χρηστικές.

Στο τελευταίο τμήμα της εργασίας του Bendix

παρουσιάζονται τα οφέλη που θα αποκομίσει η

κοινωνιολογική έρευνα μέσω της συγκριτικής μελέτης,

αναφέροντας τρία παραδείγματα- μελέτες για την πολιτική

κοινότητα και συγκεκριμένα για τις μεταβαλλόμενες

πολιτικές δομές μιας κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Bendix,

μέσω της συγκριτικής κοινωνιολογίας δημιουργείται η

δυνατότητα μελέτης πολλών ιστορικών κοινωνιών και η

αντιπαραβολή τους με σύγχρονες κοινωνίες, δίνοντας την

ευκαιρία για περαιτέρω έρευνα που δε θα περιλαμβάνουν το

χωρο-χρονικό περιορισμό.

Kai T. Erikson

Το άρθρο του Kai T. Erikson «Κοινωνιολογία και

Ιστορική Οπτική», που συντάχθηκε στις αρχές της δεκαετίας

του 1970, αναφέρεται στη σχέση της κοινωνιολογίας με την

ιστορία, στην αναγκαιότητα αλληλεπίδρασης των δύο κλάδων

καθώς και στα εμπόδια που προκύπτουν κατά την προσπάθεια

σύνδεσης των μεθόδων έρευνας. Βασικό θέμα του κειμένου

του είναι το επιχείρημα ότι η διάκριση κοινωνιολογίας-

ιστορίας δεν έχει γίνει βάσει επιστημολογικών κριτηρίων,

αλλά επαγγελματικών αντανακλαστικών. Ο Erikson θίγει το

ζήτημα της απουσίας της ιστορικής οπτικής στην

6

κοινωνιολογία, έτσι όπως ασκείται στις Ηνωμένες Πολιτείες

με αφορμή τη συμμετοχή του σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα.

Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό ότι ο Erikson

γράφει το άρθρο του, ενώ βρίσκεται σε ένα

δομολειτουργιστικό πλαίσιο που υφίσταται η παρακμή του

παρσονισμού και μόλις αρχίζει να πραγματοποιείται η

σύγκλιση των δύο επιστημών. Παράλληλα, η κατεύθυνση της

κοινωνιολογίας στις ΗΠΑ το διάστημα των δεκαετιών 1920-

1970 είναι στραμμένη σε πολύ συγκεκριμένες/ειδικές

κοινωνιολογικές έρευνες χωρίς ιστορική οπτική

(εμπειρικά), είτε υπάρχει μετατόπιση ενδιαφέροντος προς

το υπερβολικά αφηρημένο χάνοντας την ιστορικότητά της.

Στο κείμενό του ο Erikson περιγράφει τις

σημαντικότερες διαφορές των δύο επιστημών, τονίζοντας

αρχικά την αντίληψη ότι η κοινωνιολογία ενδιαφέρεται για

το παρόν, ενώ η ιστορία για το παρελθόν. Ενώ αναγνωρίζει

πως αυτή η αντίληψη χάνει πλέον την ισχύ της, μιας και

δεν είναι εύκολη πια η σκιαγράφηση της διαχωριστικής τους

γραμμής λόγω της αλληλεπίδρασης των δύο πεδίων,

ισχυρίζεται πως ακόμα επικρατεί η αίσθηση ότι οι

προσανατολισμοί των δύο επιστημών διαφέρουν, εξαιτίας των

διαφορετικής φύσεως τεκμηρίων που χρησιμοποιούν για τη

μελέτη τους. Μια δεύτερη διαφορά μεταξύ των δύο

επιστημονικών πειθαρχιών που επισημαίνεται στο κείμενο

είναι το θέμα της έρευνάς τους, καθώς η κοινωνιολογία

χαρακτηρίζεται ως νομοθετική, αφού ασχολείται με γενικές

ιδιότητες της κοινωνικής εμπειρίας, ενώ η ιστορία ως

ιδιογραφική, αφού ασχολείται με τις συγκεκριμένες στιγμές7

που επηρέασαν το μέλλον. Σύμφωνα βέβαια με τον Erikson,

αυτές οι διαφορές οφείλονται στα «επαγγελματικά

αντανακλαστικά» των κοινωνιολόγων και των ιστορικών,

δηλαδή τον τρόπο προσέγγισης των δεδομένων της έρευνας,

και αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ως ο ουσιαστικός φραγμός

των δύο επιστημών.

Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος κάνει μια εκτενέστερη

αναφορά στα «επαγγελματικά αντανακλαστικά» που

διαχωρίζουν την κοινωνιολογία από την ιστορία.

Υποστηρίζεται ότι η υποσυνείδητη και αυτόματη τάση του

κοινωνιολόγου να επικεντρώνεται στις κοινωνικές

διαδικασίες, παρά στα ίδια τα υποκείμενα, ταυτόχρονα

λειτουργεί ως αρνητικός παράγοντας καθώς παρακάμπτονται

οι βιολογικές διαδικασίες που επηρεάζουν τις καταστάσεις,

όπως για παράδειγμα οι γενετικοί παράγοντες. Επίσης, η

προσπάθεια για υπέρβαση της έννοιας της χρονικότητας που

επιχειρούν οι κοινωνιολόγοι μέσω της ορολογίας και των

εννοιών που χρησιμοποιούν για την αντικειμενικότερη

μελέτη ενός φαινομένου, λειτουργεί ως τροχοπέδη για την

εύρεση μιας μέσης λύσης, καθώς οι ιστορικοί χρησιμοποιούν

όρους και έννοιες που χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση

συνέχειας και χρονικότητας. Ακόμα, ένα βασικό εμπόδιο

μεταξύ των δύο επιστημών είναι ο διαφορετικός τρόπος

ερμηνείας ενός φαινομένου. Σε αντίθεση με την

κοινωνιολογία, η οποία λειτουργεί με αιτιότητες για την

ερμηνεία φαινομένων, η ιστορία επιδιώκει την εξήγηση μέσα

από μία ακολουθία γεγονότων.

8

Τέλος, η σημαντικότερη διάκριση των δύο επιστημών,

κατά τον Erikson, είναι η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που

προσδίδουν τα δεδομένα για την έρευνα του κοινωνιολόγου,

λόγω της αμεσότητας που τα χαρακτηρίζουν. Εξαιτίας αυτής

της αίσθησης ασφάλειας που αποκτούν οι κοινωνιολόγοι,

πολλές φορές επαναπαύονται, διατηρώντας υπεραισιόδοξη

στάση και η έρευνά τους καταλήγει να είναι ανεπαρκής.

Σύμφωνα με τον Erikson, ο οποίος τάσσεται υπέρ της

αλληλεπίδρασης των δύο επιστημών, κάτι τέτοιο θα μπορούσε

να αποφευχθεί εάν οι κοινωνιολόγοι υιοθετούσαν την

ιστορική οπτική στην επιστημονική πειθαρχία τους.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, θεωρεί πως η συμβολή της ιστορίας

στη μεθοδολογία της κοινωνιολογίας θα ήταν πολύ

σημαντική, καθώς οι κοινωνιολόγοι θα μπορούσαν να

ερμηνεύσουν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα κοινωνικά

φαινόμενα, αν χρησιμοποιούσαν την έννοια της χρονικότητας

και της αφήγησης, ενώ παράλληλα, θα προέκυπταν ακόμα

καλύτερα αποτελέσματα από την προσπάθεια δημιουργίας μιας

κοινής ορολογίας των δύο επιστημονικών πειθαρχιών.

John H. Goldthorpe

Το άρθρο του Goldthorpe «Οι χρήσεις της ιστορίας

στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων

τάσεων» είναι ένα κείμενο μεταθεωρίας κατά της ιστορικής

9

κοινωνιολογίας, το οποίο συντάχθηκε το 1991 και βασίζεται

στο κείμενο της Διάλεξης προς τιμήν του T. H. Marshall το

1989. Στο άρθρο, ο Goldthorpe επιχειρεί να μελετήσει τη

σχέση μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας, όπως έχει

διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια και να αναδείξει τα

χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν, καθώς σύμφωνα με

την άποψή του, οι δύο αυτές επιστήμες επιδέχονται

διάκριση. Προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση του

χρησιμοποιεί τρία βασικά επιχειρήματα που, κατά την άποψή

του, είναι άξια κριτικής και αμφισβήτησης.

Στο πρώτο μέρος της επιχειρηματολογίας του, ο

Goldthorpe αναφέρει ότι οι δύο επιστήμες έχουν διαφορά

αρχικά ως προς τη φύση των τεκμηρίων τους, αλλά και ως

προς τα «επαγγελματικά περιβάλλοντα» στα οποία δρουν.

Υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν αυτές οι

διαφορές που υπάρχουν, ειδάλλως πιστεύει ότι ενέχουν

κίνδυνοι για την κοινωνιολογική έρευνα. Η πρώτη διαφορά

που παρουσιάζει έχει σχέση με τη φύση των τεκμηρίων που

χρησιμοποιούν οι δύο επιστήμες, καθώς στην κοινωνιολογία

επιτάσσεται η παραγωγή νέων τεκμηρίων προκειμένου να

πραγματοποιηθεί η κοινωνιολογική έρευνα, ενώ αντίθετα

στην ιστορία πρέπει να γίνει εύρεση προϋπαρχόντων

τεκμηρίων. Μάλιστα, για την περιγραφή των ιστορικών

τεκμηρίων, αναφέρεται σε «λείψανα του παρελθόντος», υλικό

δηλαδή το οποίο έχει επιβιώσει στο πέρασμα του χρόνου και

κατ’ επέκταση υπάρχει πιθανότητα να είναι πεπερασμένο και

ελλιπές.

10

Ακόμα, μία βασική διάκριση που επισημαίνεται μεταξύ

των δύο επιστημών είναι τα διαφορετικά «επαγγελματικά

περιβάλλοντα», καθώς υποστηρίζει ότι η κοινωνιολογία

αποτελεί μια «νομοθετική» επιστήμη, επιδιώκει δηλαδή τη

γενίκευση για τη διατύπωση θεωριών, ενώ παράλληλα η

αφετηρία των ερευνών της είναι το παρόν. Αντίθετα,

χαρακτηρίζει την ιστορία ως «ιδιογραφική», δηλαδή

επιστήμη που επιδιώκει τη μερίκευση ως τρόπο προσέγγισης

του υλικού της, τοποθετώντας αντίστοιχα το πεδίο δράσης

της το παρελθόν. Αποφεύγοντας την απολυτότητα και

διατηρώντας μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους δύο

όρους, επισημαίνει ότι παρόλο που δεν είναι καταλυτικοί

παράγοντες διάκρισης των δύο επιστημών, δεν παύουν να

υφίστανται δηλώνοντας τη διαφοροποίησή τους.

Στη συνέχεια της επιχειρηματολογίας του ο

Goldthorpe, παρουσιάζοντας κάποια παραδείγματα

κοινωνιολογικών ερευνών που έχουν ως πεδίο δράσης τους το

παρελθόν, προσπαθεί να διαπιστώσει τη χρησιμότητα της

ιστορίας στην κοινωνιολογική έρευνα, διατηρώντας μια

κριτική στάση. Επιλέγοντας ως παραδείγματα τις έρευνες

των Anderson, Erikson και Marshall1, αναφέρεται στην

κατηγορία της «μικρής/ειδικής ιστορικής κοινωνιολογίας»,

δηλαδή της κοινωνιολογίας που χρησιμοποιεί ως πεδίο

έρευνας το παρελθόν, αλλά περιορίζεται σε συγκεκριμένο

χώρο και χρόνο χωρίς να επεκτείνεται. Η στάση του

Goldthorpe διαφέρει μεταξύ των παραδειγμάτων, αφού στις

έρευνες των Marshall και Anderson φέρεται να διατηρεί μια

πιο φιλικά διακείμενη στάση, καθώς θεωρεί ότι, παρά τα

11

ελλιπή ιστορικά τεκμήρια, η προσφυγή τους σε ιστορικά

δεδομένα ήταν αναπόφευκτη και δικαιολογημένη, ενώ

αντίθετα κατακρίνει την έρευνα του Erikson, η οποία

σύμφωνα με τον αρθρογράφο δε χρήζει προσφυγής στο

ιστορικό παρελθόν, επιχειρεί γενικεύσεις που δεν μπορούν

να επαληθευτούν στο παρόν και είναι υπέρ του δέοντος

φιλόδοξη.

Τέλος, το σημαντικότερο ζήτημα που θίγει στο άρθρο του ο

Goldthorpe, σχετίζεται με τη «μεγάλη ιστορική

κοινωνιολογία», ένα διαφορετικό είδος κοινωνιολογίας από

τη «μικρή ιστορική κοινωνιολογία», που έχει πολύ μεγάλο

εύρος χώρου και χρόνου και δεν αντλεί τα τεκμήριά της από

πρωτογενείς ή δευτερογενείς πηγές, αλλά από μη αξιόπιστες

και αυθαίρετες ερμηνείες των ιστορικών για τα γεγονότα.

Σε αυτό το είδος κοινωνιολογίας ο Goldthorpe ασκεί

αυστηρή κριτική, λόγω του υπερβολικά φιλόδοξου χαρακτήρα

της και της ουσιαστικής απουσίας μεθοδολογίας.

Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την έρευνα του Moore,

«Κοινωνικές Ρίζες της Δικτατορίας και της Δημοκρατίας»,

κατηγορεί τους κοινωνιολόγους του συγκεκριμένου είδους

για έλλειψη επαγγελματισμού και μεθοδολογίας, αφού δεν

έχουν οριστεί συγκεκριμένοι κανόνες, καθώς θεωρεί ότι

επιλέγουν τις ιστορικές ερμηνείες που ταιριάζουν κάθε

φορά στην έρευνά τους κατευθύνοντάς τες σε αυθαίρετα

συμπεράσματα. Τέλος, σχολιάζοντας τη φιλοδοξία της

«μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας», καταλήγει στο

συμπέρασμα ότι η προσπάθεια για εύρεση «λύσεων-κλειδιών»,

δηλ. γενικευμένων απαντήσεων για όλα τα ζητήματα, είναι

12

ανούσια και επισφαλής, αφού δεν προκύπτει μέσω μιας ορθής

μεθοδολογικής διεργασίας.

1. Οικογενειακή δομή στο Λάνκασαϊρ του 19ου αιώνα, Παρεκκλίνοντες Πουριτανοί,

Πρεσβυτέρια και κέρδη αντίστοιχα

Michael Mann

Το άρθρο του κοινωνιολόγου Michael Mann γράφτηκε το

1994 με τίτλο «Εγκώμιο στη μακρο-κοινωνιολογία: Μια

απάντηση στον Goldthorpe» και αποτελεί την απάντηση στο

άρθρο του αναφερόμενου, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του

είδους της «μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας».

Ακολουθώντας την τριμερή δομή του άρθρου του Goldthorpe,

ο Mann επιχειρεί να απαντήσει στις κατηγορίες και την

κριτική του, χωρίς να διστάζει στο τέλος να κάνει και

κάποιες περαιτέρω συστάσεις στους εμπειριστές

κοινωνιολόγους, όπως ο Goldthorpe.

Αρχικά, ο Mann αναλαμβάνει την υπεράσπιση της μακρο-

κοινωνιολογίας αντικρούοντας τα επιχειρήματα του

Goldthorpe και εν συνεχεία θέτοντας τους προβληματισμούς

του. Δίνοντας ένα διαφορετικό ορισμό για την

κοινωνιολογία, ανεξάρτητο αυτή τη φορά με την έννοια του

χρόνου, βρίσκεται σε θέση να καταρρίψει το διαχωρισμό

«παρόν- παρελθόν» και κατ’ επέκταση τα αυστηρά όρια που

έθεσε ο Goldthorpe για τον «ιδιογραφικό» και «νομοθετικό»

χαρακτήρα των δύο επιστημών. Παράλληλα, στο επιχείρημα

13

του Goldthorpe για τη φύση των τεκμηρίων που

χρησιμοποιούν οι δύο πειθαρχίες, ο Mann αντιμετωπίζοντας

με μεγαλύτερο ρεαλισμό το ζήτημα, εκθέτει τα προβλήματα

που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της έρευνας των

κοινωνιολόγων, όπως είναι η δυσκολία συλλογής τεκμηρίων,

λόγω εξωτερικών παραγόντων.

Ακόμα, εκφράζει ανοιχτά τις αμφιβολίες του σχετικά

με την κατεύθυνση της έρευνας που υποτίθεται ότι δίνουν

οι κοινωνιολόγοι της μακρο- κοινωνιολογίας μέσω της

επιλογής των τεκμηρίων τους, τα οποία μάλιστα ο

Goldthorpe πιστεύει ότι αποτελούν ερμηνείες των ιστορικών

και στερούνται πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας.

Υποστηρίζει ότι οι ακόλουθοι της μακρο- κοινωνιολογίας δε

βασίζονται αναγκαστικά εξ ολοκλήρου στις ερμηνείες των

ιστορικών, αλλά επιλέγουν τμήματά τους, τα οποία αν δεν

ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους, τους παρέχουν τη

δυνατότητα να ανατρέξουν στην πρωτότυπη πηγή. Επίσης,

αφού ήδη γνωρίζουν το αποτέλεσμα μέσω της ιστορίας, δεν

έχουν τη δυνατότητα να παραποιήσουν τα στοιχεία, όπως θα

μπορούσε να κάνει ένας κοινωνιολόγος, προκειμένου να

κατευθύνει τα συμπεράσματα της έρευνάς του. Έχοντας πλέον

καταρρίψει τις κατηγορίες του Goldthorpe, ο Mann

συνεχίζει την υπεράσπισή του δηλώνοντας τον τρόπο

λειτουργίας της μακρο- κοινωνιολογίας, υποδεικνύοντας την

ανάγκη για διεπιστημονικότητα μέσω της υιοθέτησης

ιστορικής οπτικής στην κοινωνιολογική έρευνα, καθώς, όπως

αναφέρει, η κοινωνιολογία που έχει ως σημείο αναφοράς

14

αποκλειστικά είτε το παρόν, ή το παρελθόν, είναι

μεθοδολογικά ανεπαρκής.

Στο τελευταίο τμήμα της απάντησής του, ο Mann ξεκινά

με την κατηγορία του Moore, ο οποίος είχε αποτελέσει

στόχο στο κείμενο του Goldthorpe, δηλώνοντας ότι με αυτό

το παράδειγμα δεν αποδεικνύει κάτι που ισχύει γενικά και

συνεπώς δεν ασχολείται περαιτέρω μαζί του. Παράλληλα,

επισημαίνει το γεγονός ότι ο Goldthorpe διακρίνει την

άμεση σχέση μεταξύ των δύο επιστημονικών πειθαρχιών και

θεωρεί ότι τα προβλήματα και τα εμπόδια που παρουσιάζει

στο κείμενό του, είναι εύκολο να υπερβούν με περισσότερη

προσοχή στη χρήση των ιστορικών τεκμηρίων. Τέλος, κλείνει

το κείμενό του με κάποιες συμβουλές στους εμπειριστές

κοινωνιολόγους, όπως ο Goldthorpe, προκειμένου να

βελτιώσουν την ποιότητα του έργου τους και να εξελίξουν

τη μεθοδολογία τους.

Immanuel Wallerstein

Το κείμενο του Wallerstein «Από την Κοινωνιολογία

στην Ιστορική Κοινωνική Επιστήμη: Προοπτικές και εμπόδια»

συντάχθηκε το 2000, σε μια μεταβατική περίοδο για τις

κοινωνικές επιστήμες, και αποτελεί μια επισκόπηση της

κοινωνικής γνώσης που έχει παραχθεί στο σύγχρονο κόσμο.

Το άρθρο του, επίσης, που έχει έναν πραξεολογικό

χαρακτήρα ανοιχτό για αλλαγές, είναι μια θέση προτάγματος

νέων μεθοδολογικών αρχών για εκ νέου σχεδιασμό των

κοινωνικών αρχών σε παγκόσμια κλίμακα.

15

Αρχικά, ο Wallerstein πραγματοποιεί μια αναδρομή

στις αρχές του 20ου αι., στην αρχή της εδραίωσης της

κοινωνιολογίας ως μια εκκολαπτόμενη οργανωμένη

επιστημονική πειθαρχία, η οποία καταλήγει στον 21ο αι. που

η κοινωνιολογία έχει εδραιωθεί ως επιστημονικός κλάδος,

δηλώνοντας παράλληλα την αδυναμία ορισμού της «κοινωνικής

επιστήμης», μιας έννοιας που εμφανίστηκε μαζί με την

«κοινωνιολογία», αλλά ακόμα δεν έχει οριστεί επακριβώς.

Θεωρώντας ως «Χρυσή Εποχή» της κοινωνιολογία τις

δεκαετίες 1945-1965, κατά τις οποίες η κοινωνιολογία

αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε, ακολουθεί την πορεία των

επόμενων χρόνων, στα οποία σημειώθηκαν σημαντικές

αποκλίσεις μεταξύ των επιστημών του κλάδου και

δημιουργήθηκαν διαφορετικά ρεύματα.

Στη συνέχεια του άρθρου γίνεται αναφορά στα

ερωτήματα που είχαν τεθεί στο παρελθόν σχετικά με το

κοσμο-σύστημα, σε αντιπαραβολή με τα σύγχρονα ερωτήματα

που θέτονται. Προκειμένου να ερμηνευτεί το κοσμο-σύστημα

και να εξηγηθεί η έννοια στου συστήματος, ο Wallerstein

παρουσιάζει αρχικά τη «φιλελεύθερη ερμηνεία της ιστορίας»

που επικρατούσε εκείνη την εποχή, δηλαδή τη θεωρία της

μακροπρόθεσμης εξέλιξης του κόσμου. Βέβαια, η φιλελεύθερη

οπτική αναφερόταν σε άτομα τα οποία άνηκαν σε ορισμένες

ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες και παράλληλα ήταν

οικονομικά και κοινωνικά προνομιούχα, γεγονός που οδήγησε

σε έναν επιπλέον διχασμό τους υπερασπιστές της

φιλελεύθερης μεγάλης αφήγησης, δημιουργώντας δύο επιπλέον

16

παραλλαγές της, τη συντηρητική και τη πιο ριζοσπαστική,

μαρξιστική οπτική.

Η συντηρητική οπτική δεν αποδεχόταν τη θετική

εξελικτική πορεία όπως την προέβλεπε η φιλελεύθερη

ερμηνεία, διατηρώντας το χαρακτήρα της κοινωνικής

ιεραρχίας και της έννοιας του Κράτους. Από την άλλη

πλευρά, η μαρξιστική οπτική υπερασπιζόταν την εξέλιξη των

κοινωνιών, αλλά δε θεωρούσε τη σύγχρονη κοινωνία το

τελικό στάδιο αυτής της εξέλιξης στην ιστορική πρόοδο.

Σύμφωνα με τη μαρξιστική οπτική, το παρόν είναι το

προτελευταίο στάδιο, δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο την

ανάγκη για πολιτική δράση και περαιτέρω εξέλιξη της

κοινωνίας. Βέβαια, κατά το Wallerstein, αυτά τα ερωτήματα

που απασχολούσαν τους κοινωνιολόγους κατά τη «Χρυσή

εποχή» έχουν παρέλθει, καθώς έχει μετατοπιστεί το κέντρο

ενδιαφέροντος στις διάφορες «μεταθεωρίες», και πλέον το

μείζον ερώτημα που έχουν κληθεί να απαντήσουν είναι η

ύπαρξη πιθανότητας κατάρρευσης του κοσμο-συστήματος στον

21ο αι.

Σύμφωνα με το Wallerstein, οι παλαιότεροι τρόποι

εξήγησης των φαινομένων (ντετερμινιστικός και θεολογικός)

δε στέκονται ικανοί στην απάντηση ενός τέτοιου

πολύπλευρου και σύνθετου ερωτήματος και γι’ αυτό το λόγο

έχει προκύψει η ανάδυση ενός τρίτου τρόπου εξήγησης, των

«επιστημών της πολυπλοκότητας», των πολύπλοκων ερμηνειών,

δηλαδή, για πολύπλοκα και όχι μονοδιάστατα φαινόμενα.

Κατά την άποψή του, η συνεργασία μεταξύ των επιστημών

κρίνεται αναγκαία, καθώς πλέον τα φαινόμενα που17

παρατηρούνται και χρήζουν ερμηνείας είναι διεπιστημονικά

και δεν αρκεί η μονοδιάστατη προσέγγιση του παρελθόντος.

Προκειμένου όμως, να υπάρξει η θεμιτή προσέγγιση και να

αποφευχθούν τα αδιέξοδα κατά τις επιστημονικές διενέξεις,

προτείνεται να ξεπεραστεί ο διαχωρισμός «ιδιογραφικού» -

«νομοθετικού», που επικρατούσε μεταξύ των επιστημών τα

προηγούμενα χρόνια, και να επιχειρηθεί η σύνδεση των

λεγόμενων «ιδιογραφικών» και «νομοθετικών» επιστημών.

Επίσης, τάσσεται υπέρ της «υλικής ορθολογικότητας», μιας

έννοιας που πρωτοεμφανίστηκε στα κείμενα του Weber, η

οποία εξετάζει τα πράγματα βάσει της αποτελεσματικότητάς

τους και αποτελεί το βέλτιστο τρόπο για να εξετάζονται τα

φαινόμενα σύμφωνα με τις αρχές της διυποκειμενικότητας,

παρά της αντικειμενικότητας, όπως παρουσιάστηκε στον

«τυπικό ορθολογισμό», ο οποίος εξέταζε τα πράγματα μέσω

των σκοπών και των μέσων.

Τέλος, ο Wallerstein δηλώνει στο άρθρο του ότι το

πιο επιθυμητό μελλοντικό σενάριο για την επιστημονική

κοινότητα είναι η παραδοχή του διεπιστημονικού τρόπου

προσέγγισης της κοινωνιολογίας μέσω μιας νέας,

αναθεωρημένης ιστορικής κοινωνικής επιστήμης.

Αναγνωρίζοντας τα οικονομικά κυρίως προβλήματα που

προκύπτουν από κάτι τέτοιο, ο Wallerstein παραμένει

αισιόδοξος, ευελπιστώντας σε αναστοχασμό των επιστημόνων

και στη σύσταση μιας διεπιστημονικής και πολύπλευρης

κοινωνιολογίας στο μέλλον.

18

Συμπεράσματα

Έχοντας αναλύσει τις θέσεις των πέντε κοινωνιολόγων,

είναι δυνατό πλέον να γίνει αντιληπτή η άμεση σχέση

μεταξύ των επιστημών της ιστορίας και της κοινωνιολογίας

στην πάροδο των χρόνων. Ακολουθώντας μια γραμμική πορεία

στο χρόνο και έχοντας ως αφετηρία το κείμενο του Bendix

(1963), το οποίο γράφτηκε σε ένα πλαίσιο

δομολειτουργισμού που ακολουθούσε τις αρχές της

βεμπεριανής παράδοσης, πριν την ανάπτυξη της ιστορικής

κοινωνιολογίας ως επιστήμη, είναι εύκολο να διαπιστωθούν

τα οφέλη της κοινωνιολογίας μέσω της ιστορικής οπτικής. Ο

Bendix τάσσεται υπέρ της συγκριτικής μεθόδου (ιστορικο-

κοινωνιολογική μέθοδος) για επαλήθευση των καθολικών

κοινωνιολογικών εννοιών, ακολουθώντας μια παραγωγική

πορεία για τη δημιουργία των εννοιών στοχεύοντας αργότερα

της μερίκευσης. Επιπλέον, ο Bendix διατηρώντας μια

ριζοσπαστική στάση, διακρίνει τη σημασία της ιστορικής

οπτικής στην κοινωνιολογία, καθώς αμφισβητεί τη

δομολειτουργιστική παράδοση της εποχής και προτείνει τη

συνεργασία των δύο επιστημών.

Παράλληλα, φτάνοντας στη δεκαετία του 1970 και την

παρακμή του παρσονισμού, παρουσιάζεται η άποψη του

Erikson, ο οποίος παρά το γεγονός ότι παρατηρεί τη

διάκριση παρόντος- παρελθόντος, θεωρεί ότι η διάκριση των

δύο επιστημών δεν έχει γίνει βάσει επιστημολογικών

κριτηρίων, αλλά επαγγελματικών αντανακλαστικών. Το

κείμενο του Erikson ίσως αποτελεί την πιο διαλλακτική

προσέγγιση του θέματος, καθώς αναγνωρίζοντας και19

παραθέτοντας τις δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν κατά

την αλληλεπίδραση των δύο επιστημών, αναγνωρίζει τη

συμβολή της ιστορίας στην κοινωνιολογία και τη θεωρεί

αναγκαία, αφού μέσω της έννοιας της χρονικότητας, μπορεί

να ωφεληθεί η κοινωνιολογική έρευνα.

Στη συνέχεια, παρουσιάζοντας τη διένεξη μεταξύ

Goldthorpe και Mann, η οποία λαμβάνει χώρο τη δεκαετία

του 1990 που η ιστορική κοινωνιολογία αποτελεί πλέον

επιστημονικό κλάδο, διαπιστώνεται ότι ακόμα και η

συντηρητική και επιφυλακτική στάση του Goldthorpe

απέναντι στην ιστορική κοινωνιολογία μπορεί να

αντιμετωπιστεί εύκολα, καθώς τα εμπόδια που παρουσιάζει,

στην πραγματικότητα υπερβαίνονται μέσω μιας

προσεκτικότερης χρήσης της ιστορικής προσέγγισης.

Επιπλέον, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρά την

επικριτική του στάση απέναντι στην ιστορική

κοινωνιολογία, ακόμα και ο ίδιος βρίσκεται σε θέση να

αντιληφθεί τη χρησιμότητα της ιστορίας στην

κοινωνιολογική μελέτη. Παράλληλα, μέσω της απάντησης-

υπεράσπισης της ιστορικής κοινωνιολογίας από το Mann στον

Goldthorpe, γίνεται πλέον σαφές και το μεθοδολογικό

πλαίσιο της ιστορικής κοινωνιολογίας και η σημασία του

έργου των ιστορικών κοινωνιολόγων.

Τέλος, με αφορμή το κείμενο του Wallerstein,

παρουσιάζεται μια άποψη από τις αρχές του 21ου αι., η

οποία τοποθετείται σε μια μεταβατική περίοδο για την

κοινωνιολογία, καθώς έχουν εισαχθεί οι διάφορες

«μεταθεωρίες», μέσω της οποίας επιχειρείται αρχικά μια20

κριτική επισκόπηση της πορείας της κοινωνιολογίας στο

σύγχρονο νεοτερικό κόσμο και έπειτα αναδεικνύεται η

επιτακτική ανάγκη για διεπιστημονική κατεύθυνση των

επιστημών. Ο Wallerstein δε διστάζει να υπερασπιστεί

ανοικτά τη διεπιστημονικότητα και κατ’ επέκταση την

ιστορική κοινωνιολογία, θεωρώντας την ως την

αποτελεσματικότερη λύση για τα πολύπλευρα και σύνθετα

φαινόμενα της εποχής που παρατηρούνται.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, και εκτιμώντας κριτικά τις

απόψεις των κοινωνιολόγων που αναφέρθηκαν απέναντι στη

σχέση ιστορίας και κοινωνιολογίας, καταλήγουμε στο

συμπέρασμα ότι υπάρχει μεγάλη συνάφεια μεταξύ των δύο

επιστημών, καθώς και μεγάλη αναγκαιότητα για υιοθέτηση

ιστορικής οπτικής στην κοινωνιολογία. Τα μεθοδολογικά

προβλήματα που είχαν προκύψει στο παρελθόν και πιθανόν να

προκύψουν στη συνέχεια, είναι αντιμετωπίσιμα, ενώ τα

οφέλη της κοινωνιολογικής έρευνας από την ιστορία είναι

πολύ σημαντικά. Ακόμα και η αμφισβήτηση αυτής της

αναγκαιότητας, όπως σημειώθηκε στο άρθρο του Goldthorpe,

αποτελεί χρήσιμο εφόδιο για τους υπερασπιστές της

ιστορικής κοινωνιολογίας, καθώς χάρη στην κριτική,

αποσαφηνίζεται ο ρόλος και το μεθοδολογικό πλαίσιο της

ιστορικής κοινωνιολογίας και αποκτά ένα δυναμικό

χαρακτήρα που εξελίσσεται συνεχώς και μεταβάλλεται

σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής. Έτσι, η ιστορική

κοινωνιολογία μπορεί να θεωρηθεί ικανή να αντιμετωπίσει,

χάρη στην διεπιστημονικότητά της, τα σύγχρονα πολύπλευρα

φαινόμενα που απασχολούν την επιστημονική κοινότητα.

21

Βιβλιογραφία

«Φιλοσοφικό & Κοινωνιολογικό Λεξικό, Τόμος Β’»,

Αθήνα, εκδ. Κ. Καπόπουλος, 1995

Craib, I., (2009): «Κλασική Κοινωνική Θεωρία: Μια

εισαγωγή στη σκέψη των Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ και

Ζίμμελ», Αθήνα, εκδ. Κατάρτι

Wallerstein, I., (2009): «Για να καταλάβουμε τον

κόσμο μας: Εισαγωγή στην ανάλυση κοσμοσυστημάτων»,

Θεσσαλονίκη, εκδ. Θύραθεν

22

Bendix, R., (1963): “Concepts and Generalizations in

Comparative Sociological Studies”

Erikson, K., T., (1970): “Sociology and the

Historical Perspective”

Goldthorpe, J., H., (1991): “The uses of history in

sociology: reflections on some recent tendencies”

Mann, M., (1994): “In Praise of Macro-Sociology: A

Reply to Goldthorpe”

Wallerstein, I., (2000): “From sociology to

historical social science: prospects and obstacles”

23

Recommended