21
Ο βίος του αγίου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ (1770- 1800) Ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρικώς τελειωθείς στη Ρόδο λαμπρός γόνος της Ύδρας Ανάμεσα στους πολύφωτους αστέρες που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και έλαμψαν με τη σθεναρή ομολογία και τη μαρτυρική τελείωσή τους για την αγάπη του Ιησού Χριστού κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται και ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρήσας στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800 ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού

momyof6.files.wordpress.com€¦  · Web view2018-11-28 · Οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στο ιστορικό αυτό νησί του Αργοσαρωνικού

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Ο βίος του αγίου νεομάρτυρος

Κωνσταντίνου του Υδραίου

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ (1770-1800)

Ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρικώς τελειωθείς στη Ρόδο λαμπρός γόνος της Ύδρας

Ανάμεσα στους πολύφωτους αστέρες που κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και έλαμψαν με τη σθεναρή ομολογία και τη μαρτυρική τελείωσή τους για την αγάπη του Ιησού Χριστού κατά τη διάρκεια της ζοφερής περιόδου της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται και ο δι’ απαγχονισμού μαρτυρήσας στη Ρόδο στις 14 Νοεμβρίου 1800 ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο λαμπρός αυτός γόνος της αγιοτόκου και αγιοσκεπάστου νήσου των Υδραίων, ο οποίος αναδείχθηκε το κλέος και το καύχημα των νεομαρτύρων, αλλά και το θείο εγκαλλώπισμα των νήσων της Ύδρας και της Ρόδου.

Ο γενναίος οπλίτης του Χριστού και αήττητος αθλητής της ευσεβείας, Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, γεννήθηκε στην εύανδρο νήσο Ύδρα το 1770, στη συνοικία της Κιάφας της πόλεως της Ύδρας από ευσεβείς γονείς που ονομάζονταν Μιχαήλ και Μαρίνα Δημαμά. Οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης στο ιστορικό αυτό νησί του Αργοσαρωνικού τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη φίλτατη πατρίδα του και να αναζητήσει την τύχη του σ’ έναν νέο τόπο, ο οποίος θα του πρόσφερε επαγγελματική εξέλιξη και σταδιοδρομία. Έτσι παρά την άρνηση της μητέρας του, της Μαρίνας, να φύγει ο νεαρός Κωνσταντίνος από κοντά της, ελπίζοντας ότι ο Θεός θα βοηθούσε την οικογένειά της να ξεπεράσει τις αντιξοότητες της ζωής, εκείνος σε ηλικία δεκαοκτώ ετών φεύγει κρυφά για το ξακουστό νησί της Ρόδου με το σημαντικότατο εμπορικό λιμάνι.

Φτάνοντας στη Ρόδο συνάντησε δύο συμπατριώτες του, οι οποίοι εργάζονταν στον ροδίτη ναυπηγό Καμπούρη. Την επόμενη ημέρα άρχισε ο νεαρός Κωνσταντίνος να δουλεύει στον ταρσανά κάτω από τον ζυγό των Τούρκων, αλλά λίγο αργότερα αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει αυτή την εργασία και να βρει απασχόληση στο παντοπωλείο του Νικολάου Καλόγλου στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει Τούρκους, Εβραίους, Αρμένιους, αλλά και πολλούς ντόπιους. Χάρη στην εργατικότητα και την τιμιότητά του έγινε ιδιαίτερα συμπαθής στο αφεντικό του, ενώ μέσα από τις γνωριμίες που έκανε, απόκτησε φίλους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Τούρκος Χασάν Κιρζά, ο οποίος του προξένευσε την αδελφή του, τη Μενιρέμ, για να την παντρευτεί. Μόλις όμως το αφεντικό του πληροφορήθηκε αυτό το γεγονός, τον απέλυσε από την εργασία του και έτσι ο Κωνσταντίνος έμεινε άνεργος.

Ένας όμως Τούρκος φίλος του μεσολάβησε στον Τούρκο ηγεμόνα Χασάν Καπιτάν για να προσληφθεί στην υπηρεσία του. Έτσι ο Κωνσταντίνος βρήκε εργασία στο σαράι, το οποίο ήταν το παλάτι του Τούρκου ηγεμόνα, ο οποίος του ανέθεσε να περιποιείται το αγαπημένο του άλογο, την Εσταφέτ. Σύντομα απόκτησε την εύνοια και τη συμπάθεια του Χασάν, γεγονός που συντέλεσε στο να απολαμβάνει επί τρία χρόνια μία άνετη και τρυφηλή ζωή με πολλές τιμές και απολαύσεις. Όταν μάλιστα νίκησε σε αγώνες σκοποβολής στο «τζιρίτι», στον μεγάλο διαγωνισμό κατά τη διάρκεια του Μπαϊραμιού, όπου χάρη στην επιτυχία του Κωνσταντίνου κέρδισε ο Χασάν, στήθηκε στο σαράι τρικούβερτο γλέντι. Τότε ο Τούρκος ηγεμόνας βρήκε την ευκαιρία και αφού μέθυσε τον νεαρό Κωνσταντίνο, κατόρθωσε να τον εξισλαμίσει. Στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε Χασάν και αφού υποβλήθηκε σε περιτομή, του φόρεσε το άσπρο σαρίκι.

Το θλιβερό γεγονός του εξισλαμισμού του Κωνσταντίνου έγινε γνωστό στους χριστιανούς φίλους του, αλλά και στη μακρινή πατρίδα του, την Ύδρα. Γι’ αυτό και όταν απέστειλε στη μητέρα του χρήματα με κάποιον γνωστό, εκείνη δεν τα δέχθηκε, αλλά τα σκόρπισε μέσα στη θλίψη και την απογοήτευσή της. Κάποια στιγμή αποφάσισε ο ίδιος να επισκεφθεί τη μητέρα του στην Ύδρα, αλλά φτάνοντας στο νησί ενδεδυμένος πλέον με τουρκική αμφίεση, αντιμετώπισε την περιφρόνηση και την απόρριψη των συμπατριωτών του. Όταν έφτασε στο πατρικό του σπίτι, η μητέρα του δεν τον δέχθηκε. Μάλιστα μέσα από την κλειστή πόρτα στην έκκλησή του να του ανοίξει, λέγοντάς της ότι είναι ο γιος της ο Χασάν που ήρθε από τη Ρόδο, εκείνη του απάντησε ότι δεν γέννησε κανέναν Χασάν, αλλά τον Κωνσταντίνο, γι’ αυτό και πρέπει να φύγει. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν τον δέχθηκε ούτε η νονά του, η οποία έσπασε το πήλινο δοχείο, από το οποίο είχε πιει νερό ο εξομώτης, φοβούμενη ότι θα μολυνθεί.

Συντετριμμένος από το τρομερό ολίσθημά του και αισθανόμενος βαρύτατη τη συνείδησή του, αφού είχε προδώσει την αμώμητο χριστιανική του πίστη, αναχώρησε για τη Ρόδο. Όσα χρήματα λάμβανε, τα μοίραζε στους φτωχούς, ενώ έκλαιγε απαρηγόρητος για την πνευματική συμφορά που τον είχε βρει. Μέσα από τη θλίψη και τις τύψεις που τον βασάνιζαν, αποφάσισε να μετανοήσει, να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει για την αγάπη και τη δόξα Του. Γι’αυτό και στη Ρόδο αναζήτησε έναν πνευματικό, στον οποίο εξομολογήθηκε το βαρύτατο αμάρτημά του, ζητώντας συγχώρηση. Όμως στην ψυχοσωτήρια απόφασή του να ομολογήσει το όνομα του Χριστού, ο πνευματικός τον συμβούλεψε να φύγει από τη Ρόδο και να πάει σε μακρινό τόπο, γιατί λόγω της νεαράς του ηλικίας δεν θα μπορούσε να αντέξει τα σκληρά βασανιστήρια, αφού υπήρχε ο κίνδυνος να αρνηθεί τον Χριστό για δεύτερη φορά.

Ακολουθώντας ο Κωνσταντίνος την προτροπή του πνευματικού του, πέταξε την τουρκική του αμφίεση και αναχώρησε για την Κριμαία, όπου επιδόθηκε στην προσευχή και τη μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων ως γνήσιος χριστιανός. Από την Κριμαία αναχώρησε στη συνέχεια για την Κωνσταντινούπολη, όπου Πατριάρχης την εποχή αυτή ήταν ο μετέπειτα εθνομάρτυς Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄(1745 – 10 Απριλίου 1821). Μόλις έφθασε ο Κωνσταντίνος στη Βασιλεύουσα, αναζήτησε έμπειρο πνευματικό, στον οποίο με συντετριμμένη καρδιά εξομολογήθηκε το βαρύτατο αμάρτημά του, ενώ αποκάλυψε και τον διακαή του πόθο να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο πνευματικός τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, ο οποίος αφού τον νουθέτησε πατρικά, τον συμβούλεψε να μεταβεί στο Άγιον Όρος για να ενισχυθεί πνευματικά και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Παράλληλα τον απέτρεψε από την πραγματοποίηση του σκοπού του να παρουσιασθεί ενώπιον του Τούρκου ηγεμόνα Χασάν και να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, φοβούμενος ότι θα δειλιάσει μπροστά στις απειλές και τα βασανιστήρια.

Έτσι ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και έχοντας μαζί του και μία συστατική του επιστολή, έφτασε περί το 1799 στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Ιβήρων, όπου έμεινε περίπου πέντε μήνες ασκούμενος στην προσευχή και κατευθυνόμενος πνευματικά από τους πατέρες της Μονής. Ιδιαίτερα συνδέθηκε πνευματικά με τον περίφημο παπα-Σέργιο της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, αλλά και με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος κατέστη ο αλείπτης του, αυτός δηλαδή που τον ενίσχυσε πνευματικά και τον προετοίμασε για να υποστεί το μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού. Στη Μονή Ιβήρων έλαβε το μοναχικό σχήμα και παρά τις προτροπές των πατέρων της Μονής να εγκαταβιώσει εκεί ως μοναχός, ζητώντας το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού, εκείνος πυρπολούμενος κυριολεκτικά από την αγάπη του για τον Χριστό, επιζητούσε το μαρτύριο.

Έτσι έχοντας βιώσει τη μετάνοια μέσα από την προσευχή και την άσκηση και λαμβάνοντας τις ευχές των πατέρων, αλλά και τις ευλογίες της εφόρου και προστάτιδος της Μονής Ιβήρων, Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, επέστρεψε στη Ρόδο ως μοναχός, αποφασισμένος να ομολογήσει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.

Χωρίς να χάσει χρόνο παρουσιάσθηκε ενώπιον του Χασάν Μπέη με καλογερικό ράσο, λέγοντάς του ότι είναι ο Κωνσταντίνος που τον έπεισε να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί τον μωαμεθανισμό. Ο πασάς Χασάν προσπάθησε να τον συνετίσει, προτείνοντάς του να βγάλει το καλογερικό μαύρο ράσο και να ενδεδυθεί με λαμπρά ρούχα, ενώ του υποσχέθηκε πολλά δώρα και χρήματα. Ο Κωνσταντίνος όμως με παρρησία ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, ενώ κάλεσε τον Χασάν να ασπασθεί και εκείνος τον Ιησού Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό για να απολαύσει την αιώνια χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Η θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως του Κωνσταντίνου εξόργισε τον Χασάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε την εντολή να οδηγηθεί στη φυλακή του «Ζιντανίου» μέσα στο Παλάτι των Ιπποτών.

Μετά από τρεις ημέρες ο Χασάν διέταξε να τον φέρουν ενώπιον του. Όμως η επιμονή του νεαρού αθλητού της πίστεως στο να ομολογεί τον Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και να απορρίπτει τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη, αλλά και η προτροπή του να γίνει χριστιανός ο πασάς για να μπορέσει να απολαύσει τη χαρά του Παραδείσου, εξαγρίωσε τον Χασάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο γενναίος οπλίτης του Χριστού Κωνσταντίνος υποβλήθηκε κατ’ εντολήν του σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού τον έδειραν αλύπητα, του ξερίζωσαν τις τρίχες της κεφαλής του, του ξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και του έσπασαν τα σαγόνια με πέτρες, ενώ παράλληλα τον έφτυναν στο πρόσωπο και τον ειρωνεύονταν, λέγοντάς του: «Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει».

Στη συνέχεια τον οδήγησαν στη φυλακή αλυσοδεμένο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και τον λαιμό. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε και πάλι ενώπιον του πασά, ο οποίος τον ρώτησε, εάν εξακολουθεί να πιστεύει στον Χριστό.

Η σταθερή ομολογία του Κωνσταντίνου στον Τριαδικό Θεό εξόργισε ακόμη περισσότερο τον Χασάν, ο οποίος διέταξε να τον ραβδίσουν πεντακόσιες φορές στην πλάτη και τα πόδια. Το τραγικό αποτέλεσμα των νέων σκληρών βασανιστηρίων ήταν να πέσουν τα νύχια από τα πόδια του, στη συνέχεια δε αιμόφυρτος και μισοπεθαμένος ρίχθηκε στη φυλακή.

Στην τραγική αυτή στιγμή της ζωής του δέχθηκε μέσα στο δεσμωτήριο την επίσκεψη του ίδιου του Ιησού Χριστού, ο Οποίος του θεράπευσε όλες τις πληγές στο σώμα του και αποκατάστησε πλήρως την υγεία του. Μετά από τρεις ημέρες οδηγήθηκε και πάλι στον Χασάν, ο οποίος έμεινε άναυδος, αφού καθ’ υπόδειξη του γενναίου αθλητού της πίστεως παρατήρησε ότι οι πληγές στο σώμα του μάρτυρος είχαν πλήρως θεραπευθεί, αφού ο ίδιος ο Χριστός τον επισκέφθηκε μέσα στη φυλακή και τον θεράπευσε.

Το παράδοξο αυτό γεγονός προκάλεσε αναταραχή και σύγχυση στον Χασάν και τους Τούρκους, οι οποίοι προσπάθησαν να πείσουν τον μάρτυρα ότι η θεραπεία των πληγών του σώματός του οφείλεται σε θαύμα του Μωάμεθ, γεγονός που θα οδηγούσε κατά την άποψή τους στο να ασπασθεί και πάλι τον μωαμεθανισμό. Όμως η μετά παρρησίας ένθερμη ομολογία του νεαρού Κωνσταντίνου για τον Χριστό εξαγρίωσε τον Χασάν, ο οποίος διέταξε να τον κλείσουν και πάλι στη φυλακή. Μάλιστα τον οδήγησαν αλυσοδεμένο στο τιμωρητικό ξύλο, το λεγόμενο «τουμπρούκι», το οποίο ήταν ένας κορμός δένδρου με δύο τρύπες, όσο να χωρούν τα πόδια του. Το νέο αυτό βασανιστήριο υπέμεινε ο νεαρός μάρτυς προσευχόμενος στον Κύριο, ο Οποίος και πάλι φανέρωσε με θαυμαστό τρόπο την παρουσία και τη δύναμή Του.

Έτσι μία νύχτα η σκοτεινή φυλακή άστραψε από άκτιστο φως, τα δε χέρια και τα πόδια του Κωνσταντίνου ελευθερώθηκαν από τα δεσμά. Το εξαίσιο ουράνιο αυτό φως έγινε αντιληπτό τόσο σε χριστιανούς όσο και σε μουσουλμάνους, οι δε φρουροί που βρίσκονταν έξω από τη φυλακή νόμιζαν ότι έπιασε φωτιά, γι’ αυτό και τρομοκρατήθηκαν. Μεταξύ των φυλακισμένων που έζησαν την υπερφυή αυτή παρουσία του ακτίστου φωτός, ήταν και δύο ιερείς από το χωριό Σορωνή, αλλά και ένας χριστιανός από το χωριό Σιάννα, ονόματι Ιωάννης Πουλούφας, του οποίου ακόμη και τα εγγόνια διηγούνταν το θαυμαστό αυτό γεγονός.

Όταν ο Χασάν πληροφορήθηκε για το παράδοξο φαινόμενο της παρουσίας του φωτός μέσα στη σκοτεινή φυλακή, έδωσε την εντολή να αποσιωποιηθεί το γεγονός, ενώ διέταξε να συνεχιστούν τα βασανιστήρια στον νεαρό αθλητή της πίστεως. Μάλιστα μία ημέρα και κατά τη διάρκεια που ο Κωνσταντίνος προσευχόταν, ένας βάρβαρος ιμάμης σήκωσε το χέρι του για να τον χαστουκίσει. Αμέσως το χέρι του έγινε κατάμαυρο, γεγονός που προκάλεσε τον τρόμο στους Τούρκους, οι οποίοι έκτοτε δεν ξανατόλμησαν να τον χτυπήσουν. Ο θαρραλέος οπλίτης του Χριστού, Κωνσταντίνος ο Υδραίος, έμεινε πέντε μήνες μέσα στην υγρή και σκοτεινή φυλακή, δεχόμενος αγόγγυστα κάθε είδους ταλαιπωρία και προσευχόμενος αδιάλειπτα στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, στο όνομα του Οποίου επιζητούσε να μαρτυρήσει. Μόνο ένας ευλαβής χριστιανός τον επισκεπτόταν και του έφερνε τη Θεία Κοινωνία, με την οποία έπαιρνε θάρρος, δύναμη και ελπίδα για τη συνέχιση του αγώνα του.

Ο Χασάν δίσταζε όμως και φοβόταν να θανατώσει τον προσηλωμένο στη χριστιανική πίστη Κωνσταντίνο, διότι ο καπετάν Γιώργης Βούλγαρης που ήταν συμπατριώτης του Κωνσταντίνου, ήταν ναύαρχος στον στόλο του και θα τον έστελνε να καταστείλει την εξέγερση στην Αττάλεια. Γι’ αυτό και ο Χασάν απέστειλε επιστολή στον καπετάν Γιώργη για να ζητήσει τη γνώμη του για το τι θα έπρεπε να πράξει με τον Κωνσταντίνο. Εκείνος όμως του απάντησε να τον μεταχειρισθεί όπως νομίζει και θέλει. Τότε ο Χασάν προτού τον οδηγήσει στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης, τον κάλεσε για τελευταία φορά και τον ρώτησε, εάν μετανοεί και εάν αποκηρύσσει όλα όσα ομολόγησε για τον Χριστό. Αλλά ο γενναίος Κωνσταντίνος ομολόγησε για άλλη μία φορά με ξεχωριστή παρρησία την αγάπη του στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό, του δήλωσε δε τη σταθερή του πρόθεση και επιθυμία να μαρτυρήσει για το όνομα και τη δόξα Του.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Κύριος του αποκάλυψε ότι είχε φθάσει ο καιρός που θα λάμβανε τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος με τη μαρτυρική του τελείωση. Γι’ αυτό και ζήτησε να του φέρουν Θεία Κοινωνία μέσα στη φυλακή για να κοινωνήσει για τελευταία φορά το αίμα και το σώμα του Χριστού.

Έτσι τα ξημερώματα της 14ης Νοεμβρίου του έτους 1800, ημέρας εορτασμού της μνήμης του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου, οδηγήθηκε κατ’ εντολήν του Χασάν στη θέση Μανδράκι της πόλεως Ρόδου, όπου σ’ έναν μεγάλο πλάτανο δέχθηκε τον δι’ απαγχονισμού θάνατο. Έτσι ο εξ Ύδρας τριαντάχρονος Κωνσταντίνος Δημαμάς κρεμάσθηκε στην αγχόνη και έλαβε από τον Κύριο, τον Οποίο με τόση παρρησία ομολόγησε, τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για να τιμάται και να δοξάζεται εσαεί ως κλέος και καύχημα των νεομαρτύρων, ως αήττητος αθλητής του Χριστού, ως αγαλλίαμα απάντων των ορθοδόξων, ως τερπνότατον εντρύφημα της Εκκλησίας, ως εύοσμο κρίνο, ως κατάπτωση της πλάνης των Αγαρηνών.

Ενδεικτικό είναι ότι την ίδια νύχτα, κατά την οποία ετελειώθη μαρτυρικώς δι’ αγχόνης ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ένας μεγάλος φωτεινός Σταυρός έλουσε με το φως του το δένδρο του μαρτυρίου. Ένα χρόνο μετά τον δι’ αγχόνης θάνατο του Αγίου, ο μοιραίος πλάτανος καταστράφηκε από ανεμοστρόβιλο, ενώ μετά από σύντομο χρονικό διάστημα απεβίωσε προσβεβλημένος από βαριά ασθένεια ο Χασάν, ο οποίος μάλιστα είχε δώσει την εντολή να ρίξουν το μαρτυρικό σώμα του Κωνσταντίνου πάνω σ’ ένα σωρό από ξύλα.

Το σώμα του Αγίου παρέλαβε ο Μητροπολίτης Ρόδου Αγάπιος και ενταφιάσθηκε με τις πρέπουσες τιμές πίσω από τον Ιερό Ναό των Εισοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου της πόλεως Ρόδου. Το 1921 ανακαλύφθηκε η μαρμάρινη πλάκα που τοποθέτησε αργότερα ο συμπατριώτης του Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Καφάς, και η οποία βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένη στον δεξιό τοίχο του Ιερού Ναού.

Το 1803, τρία χρόνια δηλαδή μετά το ένδοξο μαρτύριο και την ταφή του νεομάρτυρος Αγίου Κωνσταντίνου, ήρθε στη Ρόδο η μητέρα του, η Μαρίνα Δημαμά, και αφού έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του υιού της, τα μετέφερε στην Ύδρα και τα τοποθέτησε ως ανεκτίμητο πνευματικό θησαυρό στο χρονολογούμενο από τον 17ο αιώνα περιώνυμο Μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης, το οποίο είναι ο σημερινός Ιερός Καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου στην πόλη της Ύδρας. Στη Ρόδο παρέμεινε η ωλένη της χειρός του Αγίου, την οποία κράτησε για ευλογία ο εφημέριος του Ιερού Ναού των Εισοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου, π. Ιωάννης.

To 1955 και κατόπιν ενεργειών του αοιδίμου Μητροπολίτου Ρόδου κυρού θεσπίσθηκε επισήμως με σχετικό βασιλικό διάταγμα η 14η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της μνήμης του πολιούχου και προστάτου Αγίου της πόλεως Ρόδου, όπου και έλαβε χώρα η δι’ απαγχονισμού μαρτυρική του τελείωση.

Αλλά και στην ηρωοτόκο και εύανδρο νήσο της Ύδρας με το ένδοξο παρελθόν και την πλούσια ναυτική και κολλυβαδική παράδοση τιμάται και γεραίρεται μεγαλοπρεπώς και ευσεβοφρόνως ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος ως πολιούχος, προστάτης και έφορος της νήσου. Είναι ενδεικτικό ότι τα «μυρίπνοα» ιερά του λείψανα φυλάσσονται στην Ύδρα από το 1803 ως ανεκτίμητος και πάνσεπτος πνευματικός θησαυρός προς αγιασμό και ευλογία του ευσεβούς υδραϊκού λαού, αλλά και όλων των φιλαγίων επισκεπτών που καταφθάνουν στην αγιοτόκο .

Η τιμή του Αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του Υδραίου στην ιστορική γενέτειρά του ξεκίνησε από πολύ νωρίς. Μόλις το 1815 ιστορήθηκε η πρώτη εικόνα του νεομάρτυρος και τοποθετήθηκε στον τρισυπόστατο Ιερό Ενοριακό Ναό του Αγίου Δημητρίου πόλεως Ύδρας, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1815 από τον ιερέα π. Δημήτριο Μερκούρη και αφιερώθηκε στον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Αντώνιο και τον Άγιο Κωνσταντίνο τον Υδραίο. Το 1825 ανεγέρθηκε παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο στην πλαγιά της Μπουαγιάς, στην περιοχή της ενορίας της Αγίας Βαρβάρας, ενώ το 1861 ανεγέρθηκε έμπροσθεν της ιστορικής κολλυβαδικής Ιεράς Μονής του Προφήτου Ηλιού Ύδρας περικαλλές παρεκκλήσιο, βασιλικού ρυθμού, επ’ ονόματι του Αγίου. Το παρεκκλήσιο αυτό ανεγέρθηκε από τη μοναχή Μακαρία, κατά κόσμον Μαρίνα Σαρκώση, πρώτη εξαδέλφη της μητρός του Αγίου.

H ευλάβεια τόσο των κατοίκων της Ύδρας όσο και των αποδήμων Υδραίων προς τον προστάτη τους Άγιο σε συνδυασμό και με την επιθυμία και προτροπή του αοιδίμου φιλαγίου και ασκητικού Μητροπολίτου κυρού Ιεροθέου για την ανέγερση ναού αφιερωμένου στον ένδοξο Υδραίο νεομάρτυρα, συντέλεσε στο να ανεγερθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη συνοικία της Κιάφας, όπου ο Άγιος γεννήθηκε, ο επ’ ονόματι του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου βασιλικού ρυθμού περικαλλής Ιερός Ναός, ο οποίος εγκαινιάσθηκε με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στις 14 Νοεμβρίου 1974. Έκτοτε στον Ιερό αυτό Ναό, ο οποίος κοσμείται με επιβλητικό μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, φυλάσσεται η τιμία κάρα του πολιούχου Αγίου της Ύδρας και αποτελεί το επίκεντρο των κατ’ έτος λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν του.

Πλούσια είναι και η υμνογραφία, η οποία συντάχθηκε προς τιμήν του Υδραίου νεομάρτυρος. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος υπήρξε ο αλείπτης στον ένδοξο μαρτύριό του, συνέθεσε Ασματική Ακολουθία και συνέγραψε το συναξάριό του. Η Ακολουθία αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1814 στη Βενετία.

Ο λαμπρός γόνος της Ύδρας και το καύχημα της Ρόδου, ο ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος, προβάλλει στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας ως φωτεινός οδοδείκτης και ως ολόλαμπρο παράδειγμα προς μίμηση, αφού διδάσκει, εμπνέει και καθοδηγεί τους ολιγόπιστους και τους πνευματικά ευάλωτους με τη θαρραλέα του ομολογία πίστεως και με την αστείρευτη αγάπη του στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για το όνομα του Οποίου υπέμεινε πλήθος βασανιστηρίων και θυσιάστηκε για να δοξάζεται αιώνια μέσα στη Βασιλεία των Ουρανών.

(το κείμενο με το βίου του Αγίου αποτελεί απόσπασμα άρθρου του Αριστείδη Γ. Θεοδωρόπουλου, Εκπαιδευτικού, από το ιστολόγιο του Συνδέσμου Κληρικών Χίου)

ἈπολυτίκιονἮχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν λαμπρὸν γόνον Ὕδρας καὶ τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Νεομαρτύρων τὸ κλέος, Κωνσταντῖνoν τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίαν τὴν ἀμοιβήν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἐνισχύσαντι, καὶ ἐν ὑστέροις καιροῖς σε στεφανώσαντι.

ΚοντάκιονἮχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν εὐτόλμῳ στόματι Τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ τὴ ἀπάτην ἐθριάμβευσας Νεομάρτυς Κωνσταντῖνε στερρῶς ἀθλήσας. Ἀλλ’ ὡς μέτοχος ἐπάθλων ὑπὲρ ἔννοιαν Πάσης βλάβης ἀπολύτρωσαι καὶ θλίψεως Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.

ΜεγαλυνάριονΧαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ μιμητής, Μάρτυς Κωνσταντῖνε, καὶ ἰσότιμος ἀληθῶς· σὺ γὰρ ἐν ὑστέροις, καιροῖς ἀνδραγαθήσας, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, ἀπείροις χάρισι.

«Νεομάρτυρες, η δόξα της Εκκλησίας μας»

του Φώτη Κόντογλου

Το να μιλά κανένας σήμερα και να γράφει για κάποια πράγματα της θρησκείας, ο πολύς κόσμος το νομίζει για ανοησία. Και ακόμα μεγαλύτερη ανοησία έχει την ιδέα πως είναι το να γράφει για τους άγιους μάρτυρες, και μάλιστα για κείνους που μαρτυρήσανε κατά τα νεότερα χρόνια που βασιλεύανε οι Τούρκοι απάνω στη χριστιανοσύνη, επειδής ο λίγος καιρός που μας χωρίζει απ αυτοὺς κάνει ώστε να τους νιώθουμε πολύ κοντά μας, ανθρώπους σαν κι εμάς, ενώ τους αρχαίους μάρτυρες τους βλέπουμε μέσα από τους αιώνες που περάσανε από τότε που μαρτυρήσανε και στη φαντασία μας παρουσιάζονται ευκολότερά με τον φωτοστέφανο του αγίου.

Κανένας λαός δεν έχυσε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού όσο έχυσε ο δικός μας, από καταβολή του χριστιανισμού ίσαμε σήμερα. Κι αυτός ο ματωμένος ποταμός είναι μια πορφύρα που φόρεσε η ορθόδοξη Εκκλησία μας, και που θα ᾽πρεπε να την έχουμε για το μεγαλύτερο καύχημα, κι όχι να την καταφρονούμε και να μη μιλούμε ποτέ γι αὐτή, και μάλιστα να ντρεπόμαστε να μιλήσουμε γι αὐτή, σε καιρό που δε ντρεπόμαστε για τις πιο ντροπιασμένες και σιχαμερές παραλυσίες που κάνουνε οι άνθρωποι στον αδιάντροπο καιρό μας.

Εμείς οι σημερινοί πονηρεμένοι άνθρωποι φροντίζουμε μονάχα για την καλοπέραση του κορμιού μας, και για τούτο η ψυχή μας έχασε την ευαισθησία της, μ ὅλα τα πνευματικά γιατρικά που λέμε πως έχουμε. Και γι αὐτὸ περιφρονούμε και τους λέμε ανόητους εκείνους που δεν κοιτάζουνε το υλικό συμφέρο τους, αλλά κάνουνε κάποιες θυσίες.

Κατά πολύ ανόητους και μικρόμυαλους θεωρούμε εκείνους που θυσιάσανε τη ζωή τους για την πίστη τους, αφού, κατά την αμαρτωλή κρίση μας, δεν κοιτάξανε να χαρούνε τα νιάτα τους και ν ἀπολάψουνε τούτον τον κόσμο, που είναι χειροπιαστός και σίγουρος, αλλά βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε και, στο τέλος, σφαχτήκανε η κρεμαστήκανε, οι άμυαλοι, για κάποιους ίσκιους που λέγουνται αθάνατη ζωή και βασιλεία των ουρανών.

…Μ΄ αυτὰ τα λόγια βροντοφωνεί πως η Εκκλησία μας, με τα μαρτύρια που τραβά από αιώνες, είναι η αληθινή Εκκλησία, η βλογημένη από τον Κύριο, κι όχι η Δυτική, η καλοπερασμένη η υπερήφανη αφέντρα, που όχι μονάχα το αίμα της δεν έχυσε για τον Χριστό, αλλά η ίδια έκαιγε τους ανθρώπους που δεν της ήτανε υπάκουοι.

Οι δικοί μας οι άγιοι, που μαρτυρήσανε στον καιρό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους, ήτανε ταπεινοί, απλοί, λιγομίλητοι, με τη φωτιά της πίστης στα στήθιά τους, απονήρευτοι κι αγράμματοι, αφού το μόνο που γνωρίζανε να λένε μπροστά στον αγριεμένο τον κριτή ήτανε «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θ ἀποθάνω!».

Νέοι άνθρωποι, παλληκάρια απάνω στ΄ άνθος της νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερά να παραδοθούνε για τ ὄνομα του Χριστού, κι αντίς αρραβωνιάσματα σφαζόντανε σαν τα αρνιὰ ή κρεμαζόντανε με τη θελιά στον λαιμό τους και, για να τους τυραγνάνε περισσότερο οι άπιστοι, κόβανε τον λαιμό τους σιγά -σιγά με στομωμένα μαχαίρια η τους χωρίζανε με σάπια σχοινιά που κοβόντανε, για να τους ξανακρεμάσουνε.

Και τα μόνα που ξέρανε από τη Θρησκεία μας οι περισσότεροι απ αὐτοὺς ήτανε τα λόγια του Χριστού, που είπε: «Όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κ᾽ εγώ μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στον ουρανό, κι όποιος μ ἀρνηθεῖ μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κ ἐγὼ μπροστά στον Πατέρα μου, που είναι στον ουρανό». Καθώς και τα λόγια τούτα, που είπε ο Κύριος: «Μη φοβηθείτε από κείνους που σκοτώνουνε το σώμα, μα που δεν μπορούνε να σκοτώσουνε την ψυχή», και: «Όποιος χάσει τη ζωή του για τ όνομά μου, αυτός θα ζήσει στην αιώνια ζωή».

Ω! Τι ύψος και πόση πνευματική ευπρέπεια είχε η φυλή μας, τον καιρό που θαρρούμε εμείς πως ήτανε αγράμματη και βάρβαρη. Εμείς, οι σημερινοί, είμαστε βάρβαροι, που δεν είμαστε σε θέση να νιώσουμε όσο πρέπει την ευγένεια και το μεγαλείο της θυσίας για τ ὄνομα του Χριστού, που την προσφέρανε με τα κορμιά τους εκείνοι οι λεονταρόψυχοι, που γι αυτοὺς λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης πως δεν γεννηθήκανε από αίματα, μήτε από θέλημα της σάρκας, μήτε από θέλημα αντρός, αλλά πως γεννηθήκανε από τον Θεό. Η γενεά η δική μας, «η μοιχαλίς και αμαρτωλός», ας κάνει τον έξυπνον εκεί που δεν χωρά καμιά εξυπνάδα, ας περιπαίζει εκείνους που δώσανε το αίμα τους για την πίστη του Χριστού, με την ελπίδα της αιώνιας ζωής. Θα έρθει μέρα που θα δώσει απολογία και σε τούτο τον κόσμο και στον άλλον, και τότε θα καταλάβει σε τι σκοτάδι βρισκότανε…

[από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου: «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», εκδ. «Αστήρ»]

Ενθύμιο βαπτίσεως

……………

~ ~ ~

Σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας

και τις ευχές σας.