43
by avopolis.gr ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ «ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΑΘΑΙΝΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΟΤΑΝ ΟΛΟΙ ΗΤΑΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥΣ, ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΑΘΩ;» GORAN BREGOVIC «ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΝΑ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ!» SIVERT HOYEM «ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» I LIKE TRAINS «ΔΕΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΟΤΕ ΑΜΙΓΩΣ POST-ROCK ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ» BAND OF HORSES «ΜΑΣ ΤΡΟΜΑζΕΙ Η ΣΙΓΗ ΤΩΝ ΘΕΑΤΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» DEMONOID O ΚΑΚΟΣ (;) ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΕΞΟΝΤΩΘΗΚΕ; THE CORFU CONNECTION ΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ GRIZZLY BEAR ΑΣΤΕΡΕΣ ΣΕ ΑΝΑζΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ζΗΝ

Sonik81

Embed Size (px)

Citation preview

by avopolis.gr

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ«ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΑΘΑΙΝΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΟΤΑΝ ΟΛΟΙ ΗΤΑΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥΣ, ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΑΘΩ;»

GORAN BREGOVIC«ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΝΑ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ!»

SIVERT HOYEM«ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»

I LIKE TRAINS«ΔΕΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΟΤΕ ΑΜΙΓΩΣ POST-ROCK ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ»

BANd Of HORSES«ΜΑΣ ΤΡΟΜΑζΕΙ Η ΣΙΓΗ ΤΩΝ ΘΕΑΤΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ»

dEMONOIdO ΚΑΚΟΣ (;) ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΕΞΟΝΤΩΘΗΚΕ;

THE CORfU CONNECTIONΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ

GRIZZLY BEARΑΣΤΕΡΕΣ ΣΕ ΑΝΑζΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ζΗΝ

ΕΚΔΟΣΗ-ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΤάσος ΒογιατζήςΝίκος Χατζόπουλος

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣΜάκης Μηλάτος

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣΤάσος Βογιατζής

ART DIRECTIONEλένη Κυριακίδου

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΆρης Καραμπεάζης, Διονύσης Κοτταρίδης, Αντώνης Ξαγάς, Νίκος Σβέρκος, Αλέξανδρος ΤοπιντζήςΣε αυτό το τεύχος συνεργάστηκαν οι:Μάρω Αγγελοπούλου, Σωτηρία Αδαμοπούλου, Λένα Αλεξανδράκη, Παντελής Αντωνιάδης, Χρήστος

2 | LOGΙΝ

EDITORIALΘα μπορούσαμε να αφήσουμε το συλλεκτικό τεύχος του ελληνικού ροκ για επόμενο μήνα, δεδομένου του ότι μιλάμε για ένα μήνα στον οποίο η δισκογραφία παραδοσιακά χτυπά και οι κυκλοφορίες πολλαπλασιάζο-νται, όπως θα διαπιστώσετε άλλστε και στην εκτενή δισκοκριτική αυτού του τεύχους. Πήραμε την (όχι εύκολη) απόφαση να ζοριστούμε, να ξενυ-χτίσουμε και να καταφέρουμε να βγάλουμε δύο τεύχη μαζί, δύο τεύχη που υπό κανονικές συνθήκες δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρεθούν μαζί στο περίπτερο «φουσκώνοντας» την τιμή, για την οποία επίσης προ-βληματιστήκαμε, δεδομένης της προσπάθειας που καταβάλλουμε κι εμείς για να μην «πυροβολούμε» σε μια δύσκολη οικονομικά συγκυρία (αν και η λογική των 8,50 ευρώ βρίσκεται στο ότι αγοράζετε το κανονικό τεύχος με 3,50 ευρώ, και το συλλεκτικό –όπως σε όλες τις προηγούμενες εκδόσεις– με 5,00 ευρώ). Όμως, τόσο η επικαιρότητα, όσο και η δημι-ουργία αυτής της έκδοσης που φιλοξούμε να μείνει, ήταν εξίσου σημα-ντικά για μας. Ειλικρινά, στην πορεία και βλέποντας το χρόνο να τελειώ-νει και γνωρίζοντας τις πολύ μεγάλες καθυστερήσεις πλέον, όχι μόνο της παραγωγής, αλλά και του περιεχομένου (π.χ. συνεντεύξεις του συλλεκτι-κού τεύχους που αναβάλλονταν), σε ένα βαθμό απελπιστήκαμε και ξανα-γυρίσαμε σε σκέψεις νέας αναβολής. Τέλος καλό, όλα καλά, όμως, και έχουμε, μαζί με το συλλεκτικό, και ένα τεύχος αποκλειστικά με επικαιρό-τητα, χωρίς την καθιερωμένη αρθρογραφία. Με τους Godspeed You! Black Emperor –για τους οποίους δεν μας τα ζαλίζει καμία δισκογραφι-κή, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα promo (την τελευταία στιγμή ανακοινώ-θηκε η κυκλοφορία του άλμπουμ), δεν γίνεται λόγος καν για αίτημα συ-νέντευξης (μία όλη κι όλη έδωσαν κι αυτή μέσω e-mail στη Guardian, από την οποία αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα, τα οποία ξεκαθαρίζουν βέβαια αρκετές από τις απορίες όλων μας)– «συμβολικά» στο εξώφυλ-λο... Γιατί πολλές φορές οι αποκλειστικές συνεντεύξεις, αλλά και όλα τα λοιπά δημοσιογραφικά κατάλοιπα για τα εξώφυλλα, φαίνονται και λίγο παράταιρες/α, ιδιαίτερα με την τροπή που έχει πάρει πλέον η μουσική και η μουσική μας ενημέρωση... Και κάποια πράγματα, έστω κι αν φαίνο-νται ακραία ή ουτοπικά, πρέπει να προβάλλονται... —Τάσος Βογιατζής

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ......Η καθιερωμένη ανασκόπηση της χρονιάς, αλλά μαζί με τη μουσική επι-καιρότητα και δισκογραφία του μήνα. Περίπου στις 20-24 Δεκεμβρίου αναζητήστε το επόμενο SONIK στα περίπτερα. Με τις ημερομηνίες ξέρε-τε ότι δεν τα πάμε καλά, αλλά πάντα υπάρχει η σελίδα μας στο facebook (αναζήτηση: SONIK-Magazine-Official) και το avopolis.gr για ενημερώσεις.

ΠΕριΕΧΟΜΕΝα4 My Latest Obsession

8 αναγνώστες του SONIK μας γνωστοποιούν το τελευταίο τους κόλλημα

6 SONIK World Τάσεις, εξελίξεις και προτάσεις από την παγκόσμια μουσική

σφαίρα

14 SONIK Greek Τάσεις, εξελίξεις και προτάσεις από την ελληνική μουσική σκηνή

και αγορά

24 Τα 25 καλύτερα άλμπουμ του post-rock

28 Godspeed You! Black Emperor Η επιστροφή που μας έπιασε στον ύπνο

32 I Like Trains | Συνέντευξη «Δεν ήμασταν ποτέ ένα αμιγώς post-rock συγκρότημα!»

34 Sivert Hoyem | Συνέντευξη «Συνάντησα οργή και απογοήτευση στην Ελλάδα»

36 Band of Horses | Συνέντευξη «Μας τρομάζει η σιγή των θεατών ανάμεσα στα τραγούδια»

38 Goran Bregovic | Συνέντευξη «Είναι προνόμιο να γεννιέσαι Έλληνας. Εγώ θα ήθελα να είχα

γεννηθεί Έλληνας...»

42 Download Κομμάτια που αξίζει να κατεβάσεις νόμιμα ή να αναζητήσεις

στο YouTube

50 Reviews Οι σημαντικότερες κυκλοφορίες άλμπουμ, ανά είδος μουσικής

76 In the workshop Και τι γίνεται όταν 3 ακόρντα δεν αρκούν; Έτσι θα τη βγάλουμε;

More Chords, Please!

79 Logout Υπάρχει σωτηρία;

Δουλγεράκης, Γιώργος Θεοφανόπουλος, Γιώργος Κατσαΐτης, Δημήτρης Λιλής, Τάσος Μαγιόπουλος, Άγγελος Μακρής, Γιώργος Μιχαλόπουλος, Θανάσης Μπόγρης, Μάνος Μπούρας, Πάνος Παπανάγνου, Στέλιος Πατεράκης, Βαγγέλης Πούλιος, Ευδοκία Πρέκα, Αλέξανδρος Σαλαμές, Όλγα Σκούρτη, Κώστας Συνατσάκης, Πάνος Τράγος, Μιχάλης Τσαντίλας, Σπύρος Χυτήρης

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΤάσος ΒογιατζήςΓιάννης ΓκολφινόπουλοςEmail διαφήμισης: [email protected]

ΥΠΕΥΘΥΝOΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣΣτέλιος Κριτσωτάκης

ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟMπάμπης Mαδεντζόγλου

ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣΜηνάς Μιχάλοβιτς

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ-ΣΥΝΔΡΟΜΕΣΔέσποινα Παντελίδου

ΔΙΑΝΟΜΗΕΥΡΩΠΗ Α.Ε.

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ-ΕΚΔΟΣΗBRAINFOOD ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΕΓ. Aβέρωφ 20, ΠερισσόςΤηλ.: 210 5226609Fax: 210 5227768E-mail: [email protected]

ΣΥΝΔΡΟΜΕΣΣτείλτε μας email στο [email protected] ή μπείτε στη διεύθυνση http://www.brainfood.gr/magazines.php?cat=3, κάντε click σε ένα τεύχος και από εκεί click στο link Συνδρομή. Ρίξαμε την τιμή της ετήσιας συνδρομής (στην οποία παίρνετε την απλή έκδοση) στα 30 € Τα ταχυδρομικά έξοδα συμπεριλαμβάνονται.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, η αντιγραφή και γενικότερα η μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, μέρους ή ολόκληρης της ύλης του περιοδικού, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. 

Μηνιαίο μουσικό περιοδικό Διπλό τεύχος: Νοέμβριος -Δεκέμβριος 2012 ISSN: 1790-1960

Γιολάντά τρουΓκάκουΗ μαγεία των CalexicoΠίστευα ότι έχω ακούσει ότι ήταν να ακούσω από τους Calexico, αλλά το νέο άλμπουμ με διέψευσε. Το Algiers είναι γεμάτο με το desert feeling στο ίντι-φολκ στυλάκι του, Mariachi στοιχεία φυσικά και τις εκπληκτικές ακουστικές κιθάρες τους. Πρωταγωνί-στρια είναι βέβαια η μουσική αφού δεν υπάρχει ούτε ένα μέτριο κομ-μάτι. Αν και οι πιο ψαγμένοι και καλά λατρεύουν να τους χλευάζουν, αμφιβάλλω αν υπάρχουν πολλά συγκροτήματα που να έχουν αυτή τη μαγεία στον έβδομο δίσκο τους.

ΔΗμΗτρΗς ΠάΠΠάςο ελέφαντας πρέπει να κρεμαστείMου έχει κολλήσει το “Elephant in the Dock” από τους mewithoutYou, με την επαναλαμβανόμενη, μελωδική προτροπή τους στους στίχους, πως ο ελέφαντας πρέπει να κρεμαστεί (“the elephant must hung”). Δυνατοί στίχοι, με πολλές παραδηλώσεις και συμβολισμούς – θες να γίνεις πολυ ειλικρινής ακούγοντάς το. Μη το ακούσετε πριν πάτε στη δουλειά σας.

μιχάλΗς ΔελΗΓιάννιΔΗςA Place to Bury StrangersTo έκτο track του νέου δίσκου (Worship, 2012) των A Place to Bury Strangers αποτελεί από μόνο του μια κατηγορία και ίσως, πέρα από τις κύριες επιρροές των δύο προηγού-μενων δίσκων τους (APTBS, 2007 και Exploding Head, 2009) από Jesus and Mary Chain και My Bloody Valentine, θα έλεγα ότι μέχρι το χρονι-κό σημείο 03:12 φέρνει στο μυαλό μου μελωδίες από τον δίσκο The Joshua Tree των U2 (ίσως και λίγο από το Achtung baby). Μετά από αυτό το χρονικό σημείο, εμφανίζονται οι Joy παρέα με τους Echo του χθες να συναναστρέφονται με τους Raveonettes και τους Wild Nothing του σήμερα. Death by audio? Σίγουρα όχι, αλλά σίγουρα χα-μένος στα ηχοχρώματα τους.

χρΗςτος ΓρΗΓοριος ΦάλΗρεάςAlexander Ebert – το στανταράκι στις βραδυνές μου playlistsΈπεσα τυχαία πάνω σε ένα κομμάτι του Alexander Ebert με συμμετοχή RZA (The truth) στο YouTube και γρήγορα κοιτώντας τα related ανακάλυ-ψα αρκετά διαμαντάκια (Remember Our Heart, A Million years, Glimpses κ.α) με άρτια παραγωγή, ερμηνεία, ταξιδιάρικες, ψυχεδελικές και καθα-ρές μελωδίες που συνοδεύουν μια εξίσου ζεστή και όμορφη φωνή. Γρή-γορα μπήκε σα στανταράκι στις βραδυνές μου playlists, θυμίζοντας μου αρκετά Tallest Man On Earth, βγάζοντας μου όμως κάτι ίσως πιο χαρμο-λυπικό και συνάμα αισιόδοξο από το Σουηδό συνάδελφό του.

μάρινά ΘεοΦιλουTo “Cherokee” της Cat PowerΈχω κολλήσει με το “Cherokee” της Cat Power στην αυθεντική του εκτέλεση όσο και με το remix του Nicolas Jaar που το κάνει ένα από τα πιο ονειρικά κομμάτια της χρονιάς. Το πρώτο πρέπει

να το δείτε μαζί με το b-movie clip που το συνοδεύει. Αντίθετα, για το δεύτερο πρέπει να κλείσετε τα μάτια...

λουκάς ΓάβάλάςMy Sleeping KarmaΕιμαι ο Λουκάς απο τη Νέα Σμύρνη και, μια που μιλάμε για πρόσφατα μουσικά κολλήματα, θέλω να σας πω και το δικό μου που ακούει στο όνομα My Sleeping Karma, με την τελευταία τους δουλειά, “Soma”. Κατά την γνώμη μου, για όσους τους ξέρουν και έχουν ασχοληθεί, αλλά και για όλους όσους τους ενδιαφέρουν οι space rock ήχοι, έχουν έντονα στοιχεία ανατολότικα, post και σε κάποια σημεία ο ήχος γίνε-ται stoner! Υπέροχες instrumental μελωδίες, απά μια γερμανική μπά-ντα που σέβεται το κοινό της...

ΘάνάςΗς ρεμΠελοςοι Stones ξεπέρασαν και τα όρια της επιστημονικής φαντασίαςΜουσικό «κόλλημα»; Πιο πολύ μουσική «φλασιά»... Ακούω το καινούριο single των Rolling Stones, “Doom And Gloom”

και, εκτός από το γεγονός ότι είναι μια χαρά ροκιά, συνειδητοποίησα το εξής... Στη τηλεοπτική σειρά Seaquest (1993-96), η οποία εξελισ-σόταν στα μέσα του 21ου αιώνα, γινόταν αναφορά ότι το τελευταίο single τους το βγάλανε το 2011. Οι Stones ξεπέρασαν και τα όρια της επιστημονικής φαντασίας.. [http://twitter.com/rebel_gr]

χάρΗς Θεοχάράκοςτο μελαγχολικό rock’n’roll των RaveonettesΤο κομμάτι με το οποίο έχω φάει «κόλλημα» τον τελευταίο καιρό είναι το “Observations” των Raveonettes, μου άρεσε πάντα αυτό το μελαγ-χολικό rock’n’roll – εξωτική διάθεση, με μια μοναδική δυναμική τάση να κινηθείς στον τρόπο που παίζει το σολάκι...

8 αναγνώστεσ του SONIK μασ γνώστοποιουν το τελευταιο τουσ κολλημα

MY LATEST

OBSESSION

4 |

SOnIk | 7

SONIK

Τάσεις, εξελίξεις και προτάσεις από την παγκόσμια μουσική σφαίρα

οι τελευταίες κυκλοφορίες του 2012ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ

Το 2012 μας αφήνει εντός ολίγων εβδομάδων και έχει μείνει η δισκογραφική ουρά της χρονιάς, οι κυκλοφορίες που είναι καταδικασμένες να μη συμπεριληφθούν στις υποψηφιότητες των λιστών εντύπων και sites, καθώς αναμένονται να γίνουν διαθέσιμες στα τέλη Νοεμβρίου ή τις αρχές του Δεκεμβρίου. Το SONIK συγκεντρώνει τις επερχόμενες, τελευταίες κυκλοφορίες της χρονιάς.

Brian Eno LUX

Πρόκειται για το πρώτο σόλο άλμπουμ του στη Warp και το πρώτο επίσης από το Another Day On Earth του 2005. Η πρώτη αναφέρει ότι εξελίσσει τα θέμα-

τα και τα ηχοτοπία που ήταν παρόντα σε κλασικά άλμπουμ όπως τα Music For Films (1978), Music For Airports (1978) και Apollo: Atmospheres and Soundtracks (1983). Ο Eno το βλέπει ως συνέχεια του Music for Thinking project του που περιλαμβάνει τα Discreet Music (1975) και Neroli (1993). Πρόκειται για μια 75λεπτη σύνθεση, σε 12 μέρη, η οποία εξελίχθηκε από τη δουλειά που φιλοξενείται στη Μεγάλη Πινακοθήκη του Παλατιού της Venaria στο Τορίνο της Ιταλίας.

Neil Young & Crazy Horse PsychedeLic PiLL

Είναι το δεύτερο άλμπουμ για τον Neil Young και τους Crazy Horse μέσα στο 2012. Θα είναι διπλό στην έκδοσή του σε cd και τρι-πλό στη βινυλιακή

έκδοση, ενώ η παραγωγή ανήκει στο Neil Young, μαζί με τους John Hanlon και Mark Humphreys.

Andrew Birdhands of GLory

Ναι, σωστά θυμά-στε, φέτος κυκλο-φόρησε το άλμπουμ Break it Yourself. Λίγο πριν το τέλος της χρονιάς κυκλο-φορεί και νέο άλ-μπουμ, το οποίο

περιλαμβάνει εμφανίσεις από την πρόσφατη περιοδεία του για την υποστήριξη του άλ-μπουμ που κυκλοφόρησε στις αρχές τις χρο-νιάς, μαζί με νέα κομμάτια και διασκευές σε κομμάτια των Carter Family, Alpha Consumer και The Handsome Family.

Oneidaa List of the BUrninG MoUntains

To 12o άλμπουμ τους, ηχογραφημέ-νο στο δικό τους στούντιο, Ocropolis. Ο δίσκος αποτελεί-ται από δύο μόνο κομμάτια, κάθε ένα από τα οποία κατα-

λαμβάνει μία ολόκληρη πλευρά του LP.

50 Centstreet KinG iMMortaL

Πέμπτο στούντιο άλμπουμ – ήδη ακούστηκε το κομ-μάτι “New Day” σε παραγωγή Dr Dre, μίξη από Eminem και τη συμμετοχή της Alicia Keys.

Jozef Van Wissem and Jim Jarmuschthe Mystery of heaven

Το άλμπουμ συνερ-γασίας του σκηνο-θέτη Jim Jarmusch και του δεξιοτέχνη του λαούτου και μι-νιμαλιστή συνθέτη Jozef Van Wissem.

Clinicfree reiGn

Κυκλοφορεί από τη Domino και περιλαμ-βάνει εννιά κομμάτια σε παραγωγή των ίδιων και μίξη σε συ-νεργασία με τον Dani-el Lopatin (Oneohtrix Point Never).

Big BoivicioUs Lies and danGeroUs rUMors

Το δεύτερο σόλο LP του Big Boi των Outkast.

Green Daydos!

Σε κέντρο αποτοξί-νωσης εισήλθε ο frontman των Green Day, Billie Joe Arm-strong, δύο μέρες από την εμφάνιση της μπάντας στο iHeartRadio Music

Festival του Las Vegas, στην οποία εμφανί-στηκε σε κακό χάλι. Αυτό δεν εμποδίζει μάλ-λον τη ροή των κυκλοφοριών των Green Day: η τριλογία ξεκίνησε με το άλμπουμ ¡Uno! και αυτές τις μέρες κυκλοφορεί το δεύτερο LP της σειράς, με τίτλο ¡Dos!.

SoundgardenKinG aniMaL

Το single “Been Away Too Long” ακού στη-κε από τον Οκτώβριο, το πλήρες όμως άλ-μπουμ κυκλοφορεί το δεύ τερο δεκα-πενθήμερο του Νο-εμβρίου. Πρόκειται

για το πρώτο στούντιο άλμπουμ τους μετά από μια δεκαπενταετία, σε συμπαραγωγή με τον φίλο και χρόνιο συνεργάτη τους Adam Kasper (Foo Fighters, Nirvana, Pearl Jam).

The Rolling Stones Grrr!

Περιλαμβάνει great-est hits και δύο νέα τραγούδια, τα “Gloom and Doom” και “One Last Shot” που ηχο-γράφησαν τον πε-ρασμένο μήνα στο Παρίσι, ξαναμπαίνο-

ντας για πρώτη φορά όλοι μαζί στο studio, 7 χρόνια μετά από το A Bigger Bang του 2005.

Το νέο τους άλμπουμ κυκλοφορεί σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις: 50 τραγούδια για τα 50 τους χρόνια σε ένα τριπλό CD, σε τριπλό CD με 24σέλιδο booklet, σε τριπλό CD στην deluxe έκδοση, box set με έναν τόμο 36 σελί-δων και 5 postcards, και ένα ακόμα box με 5 12’’ βινύλια. Η super deluxe έκδοση περιλαμ-βάνει 80 τραγούδια σε 4 CD, ένα bonus CD, ένα 7’’ βινύλιο, μια αφίσα, ένα βιβλίο και 5 postcards.

Tracey Thorn tinseL and LiGhts

Δύο χρόνια μετά το τελευταίο άλμπουμ της με τίτλο Love and Its Opposite ακολουθεί ένα χρι-στουγεννιάτικο, με δέκα διασκευές και δύο νέα κομμάτια.

Ghostface KillahtweLve reasons to die

Νέο σόλο άλμπουμ στις 20 Νοεμβρίου από το label του RZA, Soul Temple Records. Την παρα-γωγή έχει αναλά-βει ο RZA με τον Adrian Younge (μου-

σική για την ταινία “Black Dynamite”).

Alicia KeysGirL on fire

Το πέμπτο studio άλμπουμ της κυ-κλοφορεί στις 26 Νοεμβρίου από την RCA Records. Η Keys συνεργάστη-κε με διάσημα και ανερχόμενα ταλέ-

ντα, συμπεριλαμβανομένου του Jamie XX (των the XX), της Emeli Sande, του επί χρόνια συνεργάτη της, Krucial, του γνωστού και μη εξαιρετέου Babyface, του συγγραφέα και τραγουδιστή Jeff Bhasaker και του καλλιτέ-χνη Gary Clarke Jr. Κυρίαρχο και πάλι το σήμα κατατεθέν της (εκτός από τη φωνή της), το πιάνο... Soul, reggae και ηλεκτρονικά στοι-χεία περιλαμβάνονται στο πακέτο, στο οποίο στηρίζει πολλά η δισκογραφική της.

Ke$ha warrior

Περιέχει τραγού-δια που έχει γρά-ψει η Ke$ha, όπως επίσης και συνερ-γασίες με παραγω-γούς, τραγουδοποι-ούς και μουσικούς: will.i.am, Max Mar-

tin, Benny Blanco, Cirkut, Bonnie McKee, Wayne Coyne, Iggy Pop, Patrick Carney, Ben Folds, Greg Kurstin, Kojak, Ammo και Bill-board. Εντυπωσιακός ο κατάλογος, αλλά ας κρατάμε μικρό καλάθι.

Memory TapesGrace/confUsion

O παραγωγός Dayve Hawk (κατά κόσμον Memory Tapes) επι-στρέφει με νέο άλ-μπουμ στις αρχές Δεκεμβρίου, με έξι κομμάτια σε 39 λε-πτά, με «space rock

και classic electro επιρροές», σύμφωνα με την ανακοίνωση.

Olly MursriGht PLace, riGht tiMe

Το τρίτο στούντιο άλμπουμ του κυκλο-φορεί από την Epic/Syco. Μέσα σε μό-λις δύο χρόνια, ο Olly έχει κυκλοφο-ρήσει δύο άλμπουμ με το πιο πρόσφα-

το να έχει γίνει τριπλά πλατινένιο στην Αγγλία – από αυτά τα albums έχουν κυκλοφορήσει τρία #1 singles. Φέτος ο Olly πραγματοποίη-σε μια sold out tour στην Μεγάλη Βρετανία – μια εμπειρία που χωρίς αμφιβολία θα επανα-ληφθεί όταν θα περιοδεύσει ξανά στις αρχές του 2013.

Scott Walker Bish Bosch

6 χρόνια μετά το The Drift, η 4AD κυ-κλοφορεί την πο-λυαναμενόμενη νέα του δουλειά που ετοιμάζει από το 2009...

8 | SOnIk WORLD SOnIk | 9

Morrissey vs Ramones:ο ΦΘονος Που μετάτράΠΗκε ςε λάτρειάΉταν 17 ετών ο Morrissey όταν έστειλε το άρθρο αυτό στο Melody Maker, εξαπολύοντας μύδρους κατά των Ramones - άρθρο που ξέθαψε blog, για να ξεκινήσουν συζητήσεις και σχόλια. Ο Moz έδωσε τη δική του απάντηση στο περιοδικό Billboard:

«Το ξεκαθάρισα πριν από πολλά χρόνια. Όταν αγόρασα το πρώτο άλμπουμ των Ramones από εισαγωγή, ήμουν γεμάτος με ζήλια γιατί ένιωθα ότι είχαν βγάλει τους Dolls από το χάρτη. Ήμουν 100% λάθος. Τρεις ημέρες μετά τη σύνταξη εκείνου του άρθρου για τους Ramones, συνειδητοποίησα ότι η αγάπη μου για τους Ramones θα ξεπεράσει τον ίδιο το χρόνο. Ουσιαστικά αυτό ήδη έχει συμβεί. Αν ήταν ζωντανοί οι Ramones σήμερα, θα ήταν η μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο. Θέλει 30 χρόνια ο κόσμος για να το πιάσει, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, κοίτα την κακόμοιρη τη Nico. Κάθε σύγχρονος έφηβος τώρα φαί-νεται να την αγαπά, αλλά όταν ήταν ζωντανή δεν μπορούσε να αντέξει οικονο-μικά ένα αξιοπρεπές στρώμα.» [ ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ ]

εΠάνάκυκλοΦοριά του κλάςικου Πλεον "TuRN ON THE BRIGHT LIGHTS" των INTERPOL

Δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο των Inter-pol μπορούμε να πού-με με βεβαιότητα ότι ο αρχικός ενθουσιασμός των περισσότερων που μιλούσαν για ένα αρι-στουργηματικό άλμπουμ

δεν έχει πάει στράφι. Ελάχιστες φορές συνέβη αυτό την τελευταία δεκαετία, οπότε δεν μας κά-νει εντύπωση που το μελοδραματικό, σχεδόν επικό post-punk δημιούργημα των Interpol ξα-ναβγαίνει ζεστό στην αγορά για να καλύψει το χαμένο έδαφος των φυσικών πωλήσεων. Το Turn On The Bright Lights κυκλοφορεί στις 19 Νοεμβρίου σε deluxe edition, μια ειδική έκδοση που περιλαμβάνει ακυκλοφόρητα, b-sides, demo και live video υλικό, μαζί με ένα βιβλιαρά-κι 28 σελίδων με ακυκλοφόρητες φωτογραφίες από την περίοδο 2000-2003, σημειώσεις τις μπάντας, αλλά και free download όλων των κομματιών του άλμπουμ σε mp3 και flac (στην έκδοση βινυλίου). Στη βινυλιακή έκδοση θα περιλαμβάνονται τα “Get The Girls/Song 5”, “PDA” και “Roland” από το First Demo του 2001, αλλά και το “Precipitate”, οι αυθεντικές εκδόσεις των “Song Seven” και “A Time To Be So Small” από το Second Demo του 2002, μια πρώιμη έκδοση του “Gavilan/Cubed” από το Third Demo και τα b-sides “Specialist” και “Interlude”. Οι φανατικοί έχουν ήδη κάνει τις προπαραγγελίες τους, αλλά και όλοι οι λοιποί δεν πρόκειται να μείνουν ασυγκίνητοι με το πα-κέτο. [ ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ ]

15% Πιο Πάνω οι ψΗΦιάκες ΠωλΗςεις ςτις Η.Π.ά. το Πρωτο εννιάμΗνο

ςαρώνουν οι Mumford & Sons!Σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen Sound-Scan, οι ψηφιακές πωλήσεις στις Η.Π.Α. ση-μείωσαν 15% αύξηση το διάστημα της 1ης Ιανουαρίου με 30 Σεπτεμβρίου 2012, σε σχέ-ση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγού-μενου έτους. Σε πραγματικά νούμερα, οι ψη-φιακές πωλήσεις κομματιών φτάνουν πλέον το 1 δισεκατομύριο πωλήσεις στην Αμερική, ενώ σύνολο 1,3 δισεκατομύρια πωλήθηκαν καθόλη τη διάρκεια της περσινής χρονιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το άλμπουμ με τις πιο γρήγορες πωλήσεις μάλιστα είναι το Babel των Mumford & Sons, και μάλιστα δεν είναι μόνο στη μία πλευρά του Ατλαντικού. Μέσα στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, το δεύτερο άλμπουμ το group πούλησε 600.000 αντίτυπα στις Η.Π.Α. και 159.000 στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ έσπασε και το ρεκόρ των εβδομαδιαίων streams στο Spo-tify. 8 εκ. ακροάσεις του άλμπουμ έγιναν μόνο στις 7 πρώτες μέρες της κυκλοφορίας και όσο κι αν φωνάζουν οι καλλιτέχνες για τις χαμηλές αμοιβές, κάποιου είδους προ-βολή κι αυτό παρέχει, και μάλιστα όχι δωρε-άν για τους δημιουργούς. Προβολή που δεν είχε επίπτωση όπως φαίνεται στις (εντυπω-σιακές για τους καιρούς που διανύουμε) πω-λήσεις. [ ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΚΡΗΣ ]

GRIzzLY BEAR

άστέρες σε αναζήτηση των προς το ζην

Μπορεί να γεμίζουν clubs, όπως, οπως φαίνεται, τα προς το ζην δεν είναι δεδομένα για indie καλλιτέχνες με αναγνώριση από τα hip sites και blogs, καλλιτέχνες (και group) που δεν είναι ότι έχουν μεί-νει πίσω και σε πωλήσεις, όπως οι Grizzly Bear. Σε ένα αποκαλυπτι-κό αφιέρωμα που έκανε σ' αυτούς και την καθημερινότητά τους o Nitsuh Abebe (για το Vulture) φάνηκε ότι η day-to-day αβεβαιότη-τα και οι οικονομικές δυσκολίες υπάρχουν ακόμα και στις top indie μπάντες, παρά τις sold out εμφανίσεις, τα support στους Radiohead και τις επευφημίες των indie Βίβλων.

Η πραγματικότητα του ταμείου του τέλους του μήνα είναι σκληρή και ξεκινάει από το ότι δεν έχουν τη δυνατότητα όλα τα μέλη της μπάντας να αντέξουν οικονομικά μία βασική ασφάλιση υγείας. «Προφανώς επιζούμε», είπε ο Ed Droste των Grizzly Bear. «Μερικοί από εμάς έχουν ασφάλιση υγείας, κάποιοι από εμάς δεν το κάνου-με, βασικά όλοι ζούμε στα ίδια μέρη που μέναμε, δεν ενοικιάζει κανείς private jet. Βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα.»

Τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει δραματικά για εκείνους. Οι Grizzly Bear ζουν στα ίδια διαμερίσματα που ζούσαν, βγάζουν όλα τα χρήματα από τις συναυλίες, και περιστασιακά από το licensing. Αλλά βγάζουν πολύ λίγα χρήματα από τις πωλήσεις των άλμπουμ (ψηφιακές ή φυσικές) και σχεδόν καθόλου από το Spotify. Στη δε περιοδεία τους κινούνται με λεωφορείο, με ένα επιπλέον πληκτρά και τους μηχανικούς ήχου και φωτισμού. Παρόλα αυτά, μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας τους και τις δαπάνες για το προσωπι-κό, τον manager και τα fees της Ticketmaster, φτάσανε μόλις στο break even σημείο τους – ίσα βάρκα ίσα πανιά δηλαδή. Και μάλιστα διακατέχονται από την ανησυχία ότι κάποια στιγμή όλο αυτό είναι πιθανό να γυρίσει... αρνητικό ή να εξαφανιστεί εν μία νυκτί.

«Ζούμε στον κόσμο των blogs που κάνουν εκ του ασφαλούς τις κρίσεις τους – μερικά εξ αυτών είναι ιδιαίτερα επικριτικά», λέει με νόημα ο Droste για να συμπληρώσει χαρακτηριστικά (και αμετάφρα-στα): “We don't have a 'Get Out of Jail Free' card”! Μάλιστα, δεν έχουν καν προσδοκίες για εισόδημα που κερδίζει σήμερα η μεσαία τάξη (αυτό βέβαια με πολλούς αστερίσκους)... [ ΛΕΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ ]

SOnIk | 1110 | SOnIk WORLD

Η ανατρεπτική για την παγκόσμια βιομηχανία της εικόνας και του ήχου εφεύρεση των παντός είδους τρόπων ανταλλαγής, αντιγραφής και διακίνησης αρχείων μέσω διαδικτύου εξαρχής είχε εχθρό της τους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας και κατά καιρούς υπέστη πλήγματα, αρχής γενομένης με το κλείσιμο του πρώτου διδάξαντος ονόματι Napster. Η πρωτόγνωρη εμπειρία της δυνατότητας να «κατε-βάζει» κανείς στον υπολογιστή του σε ελάχιστο χρονι-κό διάστημα –εντελώς δωρεάν– τη μουσική των ονεί-ρων του από χρήστες που κατά κανόνα δεν γνωρίζει -και ούτε καν έχει υποχρέωση να ευχαριστήσει για την προσφορά τους- προξένησε πανικό και αντεπίθε-ση εκ μέρους της βιομηχανίας, που όμως -ως τώρα- είχε παροδικά αποτελέσματα, αφού οι διάφορες μέθοδοι file-sharing άρχισαν να διαφοροποιούνται, να εξελίσσονται και να μεταλλάσσονται με ρυθμό μη αποτελεσματικά αντιμετωπίσιμο.

Η υπόθεση Napster μπορεί να είχε άδοξο τέλος, αλλά ήταν μόνο η αρχή. Το επίσης πολύ δημοφιλές Audio Galaxy έκλεισε επίσης ύστερα από λίγο, αλλά αμέσως μετά το Soulseek έδωσε μια οριστική λύση για σιγουριά του να βρει κανείς ότι «δύσκολο» μπορεί να φανταστεί, δη-λαδή μια πραγματική όαση για τους συλλέκτες, έστω και με χαμηλές ταχύτητες και με τον περιορισμό του να κατεβάζεις από έναν συγκε-κριμένο χρήστη που πιθανόν να έκλεινε το σύστημά του και να έμενε το κατέβασμα στη μέση. Αλλά τα πραγματικά καλά νέα θα ακολουθού-σαν λίγο αργότερα. Τα torrents και οι servers τύπου rapidshare, megaupload, mediafire κλπ έδιναν πλέον τη δυνατότητα ανταλλαγής τεράστιων αρχείων με ταχύτητες ασύλληπτες. Κι εδώ αρχίζει το πραγματικό κυνήγι. Οι διώκτες κατάλαβαν πλέον ότι οι χρήστες δεν πτοούνται με τις διώξεις ιδιωτών και αποφάσισαν να δώ-σουν τέρμα στους μηχανισμούς που διευκολύνουν το «μοίρα-σμα». Το rapidshare αναγκάστηκε να περιορίσει τη φιλοξε-νία περιεχομένου νέων κυκλοφοριών στους server του, ενώ το megaupload έκλεισε δια της βίας (βάση το Χονγκ Κονγκ, ιδιο-

DEMONOIDΟ κακΟς(;) δαίμΟνας εξΟντώθηκε(;)Στο κείμενο του Pitchfork «Η Κοινωνική Ιστορία του MP3», ο Eric Harvey με ευστοχία αναφέρεται στο MP3 ως το μέσον που δίνει ένα ιστορικό τέλος στην εκμετάλλευση της μουσικής ως «αντικειμένου» με τη μορφή δίσκου, CD κ.λπ. Αυτό που κατάφερε η βιομηχανία τον περασμένο αιώνα, δηλαδή να εκτοξεύσει το οικονομικό όφελος έξω από τον περιορισμένο συναυλιακό χώρο και να αντλήσει χρήμα από εκατομμύρια σαλόνια (που απαιτούσαν προϊόντα για την αξιοποίηση αρχικά του γραμμοφώνου και αργότερα του πικάπ, του κασετοφώνου και τελικά του CD player) γκρεμίστηκε κυριολεκτικά με την έλευση του MP3 και του file-sharing.

κτήτης στη Νέα Ζηλανδία, αντίδικος το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ). Το μεγαλύτερο χτύπημα όμως για το file-sharing ήρθε με το κλείσιμο του μεγαλύτερου και καλύτερου κόμβου διακίνησης

torrents, δηλαδή του Demonoid. Επί πολλά χρό-νια κορυφαίο στις προτιμήσεις των χρηστών, το εν λόγω site ήταν στο στόχαστρο εταιριών δί-σκων, κινηματογραφικών εταιριών κλπ. Οι Ου-κρανικές αρχές σε συνεργασία με την Interpol έκαναν κατάσχεση των servers του «δαιμονοϊ-δούς», ενώ οι anonymous ανήγγειλαν στο YouTube επίθεση σε κυβερνητικές ιστοσελίδες της Ουκρανίας προς συμπαράσταση στο πλέον

δημοφιλές site για τους ανταλλαγείς αρχείων. Η ιστοσελίδα του Demonoid δεν είναι πλέον διαθέσιμη ούτε μέσω των υποκατάστατων servers του Μεξικού. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, κά-ποιοι θριαμβολογούσαν και για το κλείσιμο του δεύτερου πιο δημοφι-λούς site του είδους Pirate Bay, αλλά μερικές μέρες αργότερα τo Pirate Bay επανήλθε θριαμβευτικά, παρότι αυτή τη στιγμή έχει συλλη-φθεί ένα από τα ιδρυτικά μέλη του διαβόητου «πειρατικού» της Σουη-δίας, αφού εντοπίστηκε στην Καμπότζη και αναμένεται να εκδοθεί σε συνεννόηση με τις σουηδικές αρχές, οι οποίες ήδη τον έχουν καταδι-κάσει σε φυλάκιση. Εντούτοις, η επίσημη σελίδα του γκρουπ στο facebook ήδη έχει αναγγείλει event για το 2013 καλώντας τα σχεδόν 23.000 μέλη να «δούμε τα πρόσωπα των φίλων πειρατών, να πιούμε ρούμι, να φορέσουμε μαύρο μάτι και να φωνάξουμε “seeed!!!” δημο-σίως… Για να τιμήσουμε στη Στοκχόλμη τους ιδρυτές του Pirate Bay

που τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με το νόμο για ό,τι πρόσφεραν σε όλους μας».

Πιθανόν να διανύουμε τις τελευταίες μέρες του file-sharing όπως ως τώρα γνωρίζαμε, αλλά

ένα είναι σίγουρο: η Λερναία Ύδρα της ανταλλαγής αρχείων χρειάζεται κάποιον Ηρακλή για να παταχθεί

οριστικά… [ ΣΠΥΡΟΣ ΧΥΤΗΡΗΣ ]

12 | SOnIk WORLD SOnIk | 13

World Music FestivalsΤο πρώτο ετήσιο Cape Town World Music Festival είναι γεγονός και θα διοργανωθεί 9 & 10 Νοεμβρίου 2012. 32 μουσικά σχήματα από όλο το φάσμα της μουσικής του κόσμου, σεμινάρια, εργαστή-ρια, εμπορικά περίπτερα και bars θα πλαισιώσουν τρεις χώρους γύρω από την πόλη. Ορισμένα από τα ονόματα είναι Oliver ‘Tuku’ Mtukudzi, Bholoja, Boom Pam, DJ Click Band, Madosini & Derek Gripper, Kongo Elektro, Larry Joe Live, Rumspringer, Kanimambo,

Manouche, Toby2shoes, Maoriginal, DJ Mighty, Jakobsnake-AfroClap, DJ Invisible feat. Com-puter General & The Season Marimba Stars, Kimon κ.ά. www.capetownworldmusicfestival.com

Το London Remixed Festival έρχεται να αναστατώσει στις 24 Νο-εμβρίου 2012 το μουσικό γίγνεσθαι σε διάφορους χώρους του Ανατολικού Λονδίνου. Τα καλύτερα κι ανερχόμενα ταλέντα του remix θα συναντηθούν με τους Ska Cubano, Los Chinches, Molo-tov Jukebox, Horndog Brass Band, The Monster Ceilidh Band, Gypsy Hill, The Turbans, Wara, Awesome Tapes From Africa, Unit-ed Vibrations, Afriquoi, Nahini Doumbia+Sankoulekan κ.ά.www.londonremixedfestival.com

WOrlD NEWsαΠΟ ΤηΝ ΕΥΔΟΚΙΑ ΠΡΕΚΑ

Punk In Africa“Punk in Africa” είναι ο τίτλος του νέου μουσικού ντοκιμαντέρ-ντοκουμέντου που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2011 από τους παραγωγούς Deon Maas και Keith Jones γύρω από την σκηνή που αναπτύ-χθηκε στα μέσα των 70s στη Νότια Αφρική. Οι 4 βασικές του δομές αφορούν: α) Προέλευση και πρώιμη ιστορία του punk στα 70s, β) Punk και πολιτική πάλη την περίοδο 1976-1990, γ) Διεθνής εμβέλεια στη Μοζαμβίκη και Ζιμπάμπουε και δ) Μουσική σκηνή στη Νότια Αφρική σήμερα. Ταξίδεψε στα διεθνή φεστιβάλ “50th New York Festival”, “22nd Film Fra Sor/Films From The South Festival”, “28th Warsaw International Film Festival” και “19th Austin Film Festival” και έπεται να συνεχίσει την επιτυχημένη προβολή του. www.punkinafrica.co.za

BAnD TO wATch

Mucca Pazza

Οι Mucca Pazza, η 30μελής απρόβλεπτη «στρατιωτική μπάντα-τσίρκο που παίζει rock’ n roll» από το Σικάγο κυκλοφόρησε πρόσφα-τα (σύντομα και στη χώρα μας) την τρίτη δου-λειά της Safety Fifth/Electric Cowbell. Παρα-φράζοντας στο όνομά τους τη γνωστή νόσο των Τρελών Αγελάδων, σας παραπέμπουμε στο βίντεο του νέου δίσκου www.youtube.com/watch?v=G3sWewh_UwM και στην ιστο-σελίδα τους www.mucca-pazza.org

World Music ChartsΤα World Music Charts στην Ευρώπη για το μήνα Οκτώβριο ήταν τα εξής:

�� Staff Benda Bilili, Bouger Le Monde�� habib koite, Brothers In Bamako�� warsaw Village Band, nord�� The Touré-Raichel collective, The Tel Aviv Session�� Officina Zoe, Baba Sissoko, Mamani keita &

Sourakhata Dioubate, Taranta nera

�� R.U.T.A, na Uschod�� Arnaldo Antunes, Edgar Scandurra & Toumani

Diabate, A curva Da cintura�� Stefano & Piccola Banda Ikona Saletti, Folkpolitik�� Janka nabay & The Bubu Gang, En Yay Sah�� Various Artists, nordic woman

SOnIk | 15

SONIK

Τάσεις, εξελίξεις και προτάσεις από την ελληνική μουσική σκηνή και αγορά

Backstage ΤηΣ ΜΑΡΩΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ @Γίαννης αΓΓελακας

Η ψυχεδέλεια, το ρεμπέτικο και δυο βυζιά που κρέμονται[…ή, αλλιώς, η βραδιά που ο Αγγελάκας έμαθε ότι κλείνει 30 χρόνια στη σκηνή]

Σάββατο, 8 Σεπτεμβρίου 2012 και ο Γιάννης Αγγελάκας ανηφορίζει στο Άλσος Βεΐκου για μια συναυλία με, όπως αποδείχθηκε, μυσταγωγικό χαρακτήρα. Τουλάχιστον.

– Τι εννοείς ότι κλείνω 30 χρόνια συ-ναυλιακής παρουσίας;– Για θυμήσου πότε ήταν το πρώτο live με τις Τρύπες..– Το ’82. (σκέφτεται). Ωχ! Δεν έπρεπε να μου το πεις!– Έλα ρε Γιάννη, σιγά μην κλάψεις. Σιγά μη φοβηθείς!

Όσο συνειδητοποιεί το πόσο πίσω πάει ο χρό-νος που ζωντανεύει στη σκηνή Ταξιδιάρες Ψυχές, Τραίνα και Ανάσες των Λύκων, το γέ-λιο του βγαίνει βαθύ και παιδικό, ένα κράμα τρυφερού Πουκ και σκανταλιάρη Πάνα, σχε-δόν ψυχεδελικό – όπως ακριβώς οι παραμυ-θίες που ερμηνεύει τα τελευταία χρόνια. Με-γάλωσε ο Γιάννης και στα 53 του χρόνια παίζει ακόμα: με τη λαϊκή προφορική παράδοση, το post-punk των Gang of Four και το ροκ ημί-φως του Nick Cave, τις ορφικές κοσμογονίες και το λούμπεν προλεταριάτο του ρεμπέτι-κου. Τα αποδομεί και τα ανασυντάσσει και εί-ναι μέσα από αυτή την αλχημεία που αναπα-

ράγεται και ο ίδιος. Στις μεταμορφώσεις του, το κοινό είναι παρόν και μεταλλασσόμενο. «30 χρόνια τώρα έχω δει μεγάλες αλλαγές. Άλλα τα ακροατήρια της εποχής που ξεκινού-σαμε με τις Τρύπες –έβλεπες διακόσια άτομα από κάτω να χτυπιούνται σαν τους τρελούς (και σου μιλάω για τα πρώτα live στη ‘Σελήνη’ που δε μας ήξερε η μάνα μας)– άλλο ήταν μετά το κοινό όταν κάναμε το μεγάλο ‘μπαμ’ με τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια: το πάθος υπήρχε ακόμα, ωστόσο απογειωμένο, να τα σπάνε, να τους σιγοντάρεις κι εσύ από τη σκηνή, μιλάμε για κανιβαλισμό! Και, βεβαί-ως, άλλο το ακροατήριο μετά τις Τρύπες. Έχει αλλάξει πια ο κόσμος. Αλλιώς γλεντάει, αλ-λιώς παθιάζεται. Οι παραστάσεις μπροστά μου έχουν αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια».

Δυο κλασικές κιθάρες, μια για τον Στάθη Αραμπατζή και

μια για τον Ντίνο Σαδίκη που «όχι ότι αφήνει τον μπαγλαμά όπως βλέπεις, είναι προέκτα-ση του χεριού του πια, αλλά κάνει και κανά διάλειμμα να πιάσει την κιθάρα», λέει ο Γιάν-

νης και ο Σαδίκης κρυφογελά σκυμμένος πάνω από τον μπαγλαμά του. Ιδρυτική μορφή και φωνή των Εν Πλω από το 1985, και παρά το ένα μόνο δισκογραφικό τους πόνημα, ο Ντίνος Σαδίκης συνέχισε μέσα από τις προ-σωπικές του δουλειές να επαναδιατυπώνει την ίδια θεματολογία ροκ ποίησης (κοινωνικό περιθώριο, έρωτες, πολιτική), που αποτέλε-σε και πόλο σύνδεσης με τον Αγγελάκα. Είναι χρόνια φίλοι, με τη συνεργασία τους να με-τρά από τους Επισκέπτες μέχρι τώρα και, κρί-νοντας τόσο από την επιτυχημένη περιοδεία όσο και από το επικείμενο δισκογραφικό υλι-κό, αναμένεται να έχει μέλλον. «Η περιοδεία κύλησε εξαιρετικά μέχρι στιγμής. Ήταν ένα φορτισμένο καλοκαίρι, με πολύ έντονες στιγ-μές με το κοινό. Τα live στο Ηράκλειο, στα Γιάννενα, στο Βεάκειο του Πειραιά, η τελευ-ταία συναυλία στην Αθήνα.. Ανάμεσα στα πα-λιά κομμάτια, με Τρύπες, Εν Πλω, Επισκέπτες, έχουμε διασκευές από Βαμβακάρη και, βε-βαίως, ένα μέρος του νέου δίσκου. Οι ίδιοι που είμαστε στην περιοδεία, είμαστε και στο στούντιο. Πέρα από τον Σαδίκη και τον Αρα-μπατζή, ο Τίτος Καριωτάκης στον ήχο- παίζει

με τα ηλεκτρονικά του και στη σκηνή-και, τέ-λος, ο Χρήστος Χαρμπιλάς επίσης στα ηλε-κτρονικά. Βεβαίως, έχουμε και κλασικές συ-νεργασίες, με τις Διώνες και τα παιδιά από τα Χάλκινα Κοζάνης. Τώρα περιμένω να ξανα-μπούμε στο στούντιο γιατί αφήσαμε την ηχο-γράφηση στη μέση λόγω της περιοδείας. Να σου πω την αλήθεια, είμαι λίγο αγχωμένος. Το κοινό σκέφτομαι. Να το αγαπήσει..»

«Ξέρεις, με ένα μαγικό τρό-πο υπάρχει μια σύνδεση σε

όλη την αλυσίδα των ακροατηρίων από τη δε-

καετία του ’80 μέχρι σήμερα. Ίσως να έχει να κάνει και με τον τρόπο που εγώ αντιλαμβά-νομαι το live. Οι συναυλίες πρέπει να αγγί-ζουν τη μεταφυσική εμπειρία. Να φτάνει η επαφή με το κοινό πέρα από τη λογική, πέρα από αυτό που περιμένεις. Αυτές τις στιγμές, είμαι πραγματικά ευτυχισμένος! Δηλαδή, αν κάνουμε μια συναυλία και είτε είμαστε εμείς σε μια περίεργη μέρα, είτε το κοινό είναι κά-πως, και δεν υπάρξει αυτό το μαγικό, ερωτικό αλισβερίσι, είναι σα χαμένος χρόνος. Ευτυ-χώς, δεν έχει συμβεί πολλές φορές».

Αρχίζουν οι πρώτες δοκιμές με το ‘Ποτάμι’, τεχνικοί πηγαινοέρχονται με μεγάφωνα στα χέρια, τραβούν καλώδια και στήνουν το σκη-νικό. «Τη βλέπω τη δουλειά, θα σηκωθεί ο κόσμος πάνω και θα θέλουμε γερανό να μας σηκώσει για να ακουστούμε», λέει ο Γιάννης

και κάθεται σε μια καρέκλα στη μέση της σκη-νής. Ποιάς σκηνής δηλαδή, που είναι ένα με το επίπεδο του κοινού, χωρίς διαχωριστικά. Στην ίδια καρέκλα θα στέκεται όρθιος λίγες ώρες αργότερα, ασφυκτικά κλεισμένος από ένα κοινό ασύλληπτου ηλικιακού φάσματος, που θα του προσφέρει τσιγάρα και κρασί να πιεί («τραγούδα Γιάννη και πές μας ιστορίες» και «πες του ρε Γιάννη του ψηλού με το μαλλί να κάτσει, δε βλέπω Χριστό, να πούμε») κι εκείνος μια θα ανεβαίνει στην καρέκλα και μια θα χορεύει γύρω της, μια συνάθροιση που γίνεται ενότητα, μια ‘σίκιννις’ με τη συνοδεία του μπαγλαμά στη θέση του αυλού. Όμως, ακόμα, τίποτα από αυτά δεν έχει γίνει, ο ήλιος μόλις δύει, από τα μεγάφωνα μπαίνουν οι Δι-ώνες, απόκοσμες κι αλλόκοτες, και ο Γιάννης, μαυροφορεμένος, είναι στη μέση της ορχή-στρας και ξεκινά την πρόβα για το Γλέντι «Μέ-θυσα, γυρεύοντας να πιω και χόρτασα προ-σμένοντας να φάω..», του κάνει σήμα ο Καρι-ωτάκης ότι είναι εντάξει ο ήχος, «ρε, τι φωνή

«Εδώ δεν πάθαινα

κατάθλιψη όταν ήταν όλοι

στον κόσμο τους και ζούσαν

σα χρυσές αγελάδες, τώρα

θα πάθω; Όμως, έχω πολύ

θυμό μέσα μου!»

16 | SOnIk GReeK

είναι αυτή; θα φας ντομάτα σήμερα!» τον κο-ροϊδεύει ο Σαδίκης, ρυθμίζοντας την κιθάρα. «Ντομάτα να φάω, κουτόχορτο δε θέλω», απαντά ο Γιάννης και γελούν.

Επαναλαμβάνει συνεχώς τις λέξεις φίλους, παρέα, και εί-

ναι απολύτως αντιληπτό το πόσο σημαντικές είναι «για την επιβίωσή μου, δε ζω χωρίς αυ-τούς. Ποιος ζει, άλλωστε;». Συναυλίες σαν τη σημερινή, ακόμα και άλλες επαγγελματικές πτυχές της ζωής του κινούνται κυκλωτικά γύρω από την αίσθηση της παρέας. Έτσι και με την Alltogethernow, τη δισκογραφική εταιρεία που δημιούργησε. «Τα πρώτα χρό-νια δεσμευόμασταν με συμβόλαιο στην ΕΜΙ από την εποχή των Τρυπών. Με την ΕΜΙ τα τσουγκρίσαμε, αλλά τα βρήκαμε τελικά και μας έκανε τη διανομή. Η Alltogethernow ως εταιρία που παράγει, σχεδιάζει τα πάντα και διατηρεί το υλικό, υπάρχει από το 2005. Εδώ και ενάμισι χρόνο περίπου αποδεσμευθήκα-με από την ΕΜΙ και το πήραμε όλο πάνω μας: τη διανομή, την ιστοσελίδα, όλα. Ανανεωθή-καμε, η επικοινωνία με το κοινό είναι πιο άμε-ση, αναφορικά και με τις πωλήσεις και γενι-κότερα. Τώρα, είμαστε εντελώς αυτόνομοι». Και οι παρέες; Τι θέση έχουν σ’ αυτό; «Βλέ-πεις ότι σε αυτές τις άσχημες στιγμές κρίσης, οι παρέες βρίσκουν το δρόμο. Άλλωστε, έχουν μια οργάνωση από μόνες τους. Εμείς δεν είμαστε μια εταιρεία με αυστηρές δομές. Μια παρέα είμαστε, που δουλεύουμε σωστά και μαθαίνουμε παράλληλα. Τώρα βγάλαμε τον δίσκο με τον Ψαρογιώργη (σ.σ. Γιώργος Ξυλούρης), το «Όσο κι αν δέρνει ο άνεμος» και το καταφέραμε να πάει καλά. Ανταποκρι-θήκαμε στη ζήτηση και δώσαμε 700 αντίτυπα σε ένα μήνα, κάτι που δεν είχαμε ξανακάνει. Παλαιότερα αυτό το έκανε η ΕΜΙ». Εν καιρώ

μιας κρίσης που δεν άφησε ανέγγιχτη τη μου-σική αγορά, με τις pop ιέρειες και τους εναλ-λακτικούς εντεχνορόκ να κρέμονται στα περί-πτερα, δίπλα σε συμβουλές σεξ και γυμναστι-κής, η Alltogethernow ήταν και ένας τρόπος να αποφύγει ο ίδιος αυτό που διατεινόταν ως αναπόφευκτο. «Ήθελα να αποφύγω να κρε-μαστώ δίπλα σε τσίχλες και δυο βυζιά. Πι-στεύω ακόμα στη φυσική μορφή της μουσι-κής, πιστεύω στα δισκοπωλεία, όπως και πι-στεύω σε οτιδήποτε μπορεί να ανανεώσει τη μουσική αγορά. Αλλά όχι κάτι τέτοιο.. Πι-στεύω πως πάμε καλά. Ο κόσμος μας μαθαί-νει, επικοινωνεί μαζί μας και νομίζω, πως, παρά το υποτιθέμενο ερασιτεχνιλίκι μας ήταν μια σωστή απόφαση». Ήταν, κρίνοντας από τις sold-out εμφανίσεις της φετινής περιοδεί-ας και τις αντιδράσεις του κοινού στα ακυκλο-φόρητα ακόμη τραγούδια του επικείμενου δίσκου, που ζητά να τα ακούσει στις συναυλί-ες ( ‘Γλέντι’, ‘Ποτάμι’, ‘Σαράβαλο’, ‘Δικαιοσύ-νη’ κ.α.) «Ακόμα δεν ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι τι να περιμένουμε από το δίσκο. Σίγουρα θα έχει ψυχεδέλεια, παράδοση και ροκ. Αυτό που κάνω δηλαδή τα τελευταία χρόνια. Κι εί-ναι ένα τρίπτυχο που βρίσκω εξαιρετικά εν-διαφέρον. Έχουμε μια ζωντανή σχέση με το υλικό. Κάτι σκέφτεται ο ένας, κάπου συμπλη-ρώνει ο άλλος, προχωράμε και προσθαφαι-ρούμε. Δεν έχουμε μια προκάτ ιδέα που ακο-λουθούμε κατά γράμμα».

Η συζήτηση είναι σαρωτική, από τη μουσική στην ποίηση

και από κει πίσω στο παρελθόν και μπροστά στο μέλλον. Για το τώρα, παρότι είναι φύσει αισιόδοξος, κομπιάζει, δαγκώνεται, όπως οι περισσότεροι εκεί έξω. Πώς να μιλήσεις άλλω-στε για ένα σουρεαλιστικό παρόν που συνδυά-ζει ταυτόχρονα τέσσερις δεκαετίες –την πείνα

του ’50 και του ’60 με τους ανθρώπους σκιές μέσα στα σκουπίδια, τη χούντα του ’70 μέσω της μποτοξιασμένης χρυσής αυγής και το trash του ’80 με τα μουσικοθέατρα της Άντζε-λας και του Τόλη–πακέτο με την οργή και την κατάθλιψη; «Εδώ δεν πάθαινα κατάθλιψη όταν ήταν όλοι στον κόσμο τους και ζούσαν σα χρυσές αγελάδες, τώρα θα πάθω; Όμως, έχω πολύ θυμό μέσα μου. Σε όλη τη διάρκεια της ΠΑΣΟΚ εποχής τη δεκαετία του ’80, όταν ο νεοέλληνας δημιουργήθηκε ως όρος και ως υπόσταση και γαμούσε κι έδερνε ως ο πιο μά-γκας του πλανήτη, εμείς είχαμε τις κορώνες μας σαν αντίλογο. Η μουσική μας είχε αυτή τη δύναμη και αυτή την ενέργεια. Προσπαθού-σαμε να συντηρούμε και να ενισχύουμε ένα κομμάτι του κόσμου που ήταν λίγο πιο ανήσυ-χο. Από τις Τρύπες κιόλας, ήμασταν, και είμαι, λαϊκή περίπτωση. Με ανησυχίες και τάσεις για καλλιτεχνικούς κλυδωνισμούς. Αυτή τη φλόγα προσπαθώ να συντηρήσω». Ωραίες οι φλόγες και οι μουσικές συν-ουσίες, όμως, το πάρτι των ευρώ που παίχτηκε και στα καλλιτε-χνικά πηγαδάκια; «Ρε παιδί μου, υπήρχαν στιγμές που γλυκάθηκες; Που το’ θελες κι εσύ;», ρωτάω. Ο Γιάννης ανάβει τσιγάρο και αφήνει τον καπνό να βγει. «Χαίρομαι που με ρωτάς. Δεν είχα ποτέ καμιά ανάγκη να σώσω το τομάρι μου. Από πιτσιρικάς έτσι ήμουν. Ακόμα και όταν η Ελλάδα ήταν ένας μόσχος σιτευτός, με το σκυλοπόπ και την καλοπέρα-σή της, ακόμα και τότε παλεύαμε για την αξι-οπρέπεια και την ελευθερία στη σκέψη και στη δράση μας. Οπότε, όχι, δε ζήλεψα το πάρ-τι των ευρώ. Αν ήθελα θα ήμουν ένας από αυ-τούς. Κι εγώ κάνω αυτό που μου έλαχε: Να τραγουδάω. Είναι αυτό που λέγαμε για τα απωθημένα: Δε θέλω να επιθυμώ κάτι και να μην το δοκιμάσω. Έτσι φαντάζομαι και το τέ-λος, όταν είναι να έρθει. Να φύγω από δω χω-ρίς απωθημένα».

18 | SOnIk GReeK SOnIk | 19

Στα μέσα της περασμένης δεκαετίας κυκλοφόρησε από το κερκυραϊκό γκρουπ των Dead Eyes Of Youth ένα από τα σημαντικότερα ανεξάρτη-τα άλμπουμ της ελληνικής σκηνής. Ο δημιουργός τους, Αλέξανδρος Μίαρης, με σχεδόν μόνιμη διαμονή στο Λονδίνο, σχημάτισε εκεί τους ατμοσφαιρικότερους, ακόμα πιο ενδιαφέροντες, εντυπωσιακά αυτάρ-κεις και –όπως αποδεικνύεται– ιδιαίτερα φιλόδοξους Electric Litany, των οποίων το νέο άλμπουμ πρόκειται να ηχογραφηθεί υπό την επο-πτεία του Alan Parsons. Το άτομο που σε μεγάλο ποσοστό ευθύνεται για τον ήχο του Dark Side Of the Moon των Pink Floyd έχει υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με το γκρουπ που αυτή τη στιγμή πρέπει να βρίσκεται στην Καλιφόρνια για να μπει στο στούντιο. Αν πληκτρολογή-σετε στο YouTube το όνομα του συγκροτήματος και του παραγωγού θα δείτε τον ίδιο τον Parsons να λέει ότι αποφάσισε να συνεργαστεί με τους E.L. επειδή εντυπωσιάστηκε πολύ από τον ήχο τους.

Ως υποκατάστατο της τριετούς απουσίας των Κόρε.Ύδρο, οι φίλοι της ταραγμένης στιχουργικής ιδιοφυίας του Παντελή Ε. Δημητριάδη μπορούν να αρκεστούν στην άνευ ήχων πρώτη –απολαυστική– ποιητική του συλ-λογή «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών» (από την «Εξώστης» της Ιnner Ear, παραγγελία και από την ιστοσελίδα του γκρουπ). Υπότιτλος της συλλογής άλλη μια κλασική ατάκα αλα-Π.Δ. «να φύγουν από πάνω μου». Αλλά επι-τέλους υπάρχει νέο υλικό για τους απανταχού λάτρεις της συναισθηματι-κής αντι-ποπ των Κόρε.Ύδρο – στο νέο τους στούντιο ετοιμάζουν κάτι το οποίο οι ίδιοι μου περιέγραψαν ως εξής: «Έχουμε μαζέψει έναν ικανό αριθμό τραγουδιών για τη δημιουργία ενός καινούριου δίσκου. Η βασική διαφοροποίηση από τους προηγούμενους είναι ότι φιλοδοξούμε να ηχο-γραφήσουμε ζωντανά ένα 70-80% των κομματιών, με όσο το δυνατόν λιγότερα overdubs, πράγμα που δεν το έχουμε ξανακάνει σε τέτοια έκτα-ση. Αυτός είναι και ο λόγος που μετακομίσαμε πρόσφατα στο νέο πιο ευρύχωρο στούντιο της Ανούσιας Έντασης, που φτιάξαμε μόνοι μας το καλοκαίρι δίπλα στο παλιό. Η αντικατάσταση του Φοίβου [σ.σ. του ήδη περιζήτητου ταλαντούχου νεαρού ντράμερ] που έφυγε για σπουδές, εί-ναι η μόνη εκκρεμότητα για να ξεκινήσουμε. Στιχουργικά πρόκειται για μια υπαρξιακή παρωδία με αποκαλυπτικές προεκτάσεις, ενώ ο μουσικός μας προσανατολισμός είναι ύφους τσιφτετελομέταλ».

Εν τω μεταξύ, ο τέως κιθαρίστας των Κορε Υδρο Σπύρος Σπυράκος έχει προσχωρήσει στους Gandhi Berzerk (Γ. Ανδριώτης, Γ. Βουτσινάς, T. Tillmans), ένα καλοδουλεμένο indie rock σχήμα με έντονο κιθαριστικό ύφος, ανάμεσα σε αμερικανικό ’80s underground, post rock και σύγχρονο indie, που έχει αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις στις εμφανίσεις του (support στους Last Drive, Electric Litany, στον εξαιρετικό συναυλιακό χώρο του 7 Τεχνών Τόπος). To γκρουπ έχει έτοιμο υλικό για ένα πρώτο άλμπουμ.

Ο Zio είναι από τους βετεράνους του τοπικού underground που επί χρόνια πειραματίζεται με διαφορετικούς συνεργάτες μέσω του προσωπι-κού του οχήματος Moonwind. Στο πρώτο του άλμπουμ “Juxtaposition” –που ευελπιστεί να κυκλοφορήσει μέσα στο 2013– διακρίνει κανείς ένα «ψαγμένο» άτομο (λάτρης του Frank Zappa και των Guided By Voices, με ευρύτατη παιδεία από jazz μέχρι electronica). Από το prog-indie υλικό που έχει ήδη ηχογραφηθεί αξίζει να αναφέρουμε τη συμμετοχή της κα-λύτερης γυναικείας φωνής που πέρασε ποτέ από το ελληνικό ροκ, της εν Αθήναις Κερκυραίας Εύης –Echo Tattoo– Χασαπίδου. Δύο ντράμερ, τσέ-λο, βιόλα και σεξτέτο πνευστών απο τη φιλαρμονική Μαντζαρος συμπλη-ρώνουν το ηχητικό τοπίο, ενώ ο ίδιος ο Zio παίζει παντός είδους κιθάρες, μπάσα και διάφορα άλλα, τραγουδάει και έχει κάνει την παραγωγή.

Οι Deadfile είναι ουσιαστικά ένα άτομο, ο Βασίλης Παγκράτης που, λα-τρεύοντας εξίσου τα μπλουζ των συλλογών του Alan Lomax και το post rock, έκανε με χρήση φυσικών οργάνων, samples και υπολογιστή ένα πολύ ενδιαφέρον υβρίδιο των επιρροών του στο ομότιτλο άλμπουμ, το οποίο μπορείτε να έχετε δωρεάν από τη σελίδα http://deadfile.bandcamp.com/album/deadfile. Ο ίδιος αναφέρεται στους Deadfile ως «post rock project που λατρεύει τα προπολεμικά μπλουζ, το ιμπρεσιονιστικό πιάνο, την κινηματογραφική μουσική και τους Godspeed You! Black Emperor». Αυτή τη στιγμή αναζητεί μουσικούς που θα τον πλαισιώσουν με έγχορδα για την πρώτη του συναυλία στο ΠΟΛΥΤΕΧΝΟ, έναν «προχωρημένο» χώρο όπου μπορείτε να συναντήσετε –είτε ως μέλη σχημάτων που αυτοσχεδιάζουν ή ως θαμώνες– την «αριστοκρατία» του μουσικού τμήματος του Ιονίου Πα-νεπιστημίου, υπό τους ήχους αντισυμβατικών DJ. Αυτές τις μέρες μπορεί εκεί να παρακολουθήσει κανείς ένα υψηλής ποιότητας σεμινάριο του Δή-μου Δημητριάδη (αναπληρωτή καθηγητή) για την ιστορία της jazz.

Με team που κινείται από jazz μέχρι avant-electronica, οι ακαδημα-ϊκοί δάσκαλοι (Δ. Δημητριάδης, Α. Μνιέστρης, Γ. Κοντραφούρης, Θ. Λώτης) κατά καιρούς δισκογραφούν έργα ανάλογης ποιότητας. Αναζη-τείστε το παλαιότερο “Ecolapsis –Music For Dance” του Θοδωρή Λώτη (ηλεκτρονική μουσική για φλάουτο και χορό με οκτακάναλες συνθέσεις για παράσταση – εδώ στην στερεοφωνική τους εκδοχή), ένα άλμπουμ που –για να πάρετε μια ιδέα περί τίνος πρόκειται– άνετα θα επέλεγε το WIRE στις προτεινόμενες ακροάσεις του. Στο τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, στις δισκοκριτικές θα βρείτε την καινούρια κυκλοφορία των Baby Trio του Γ. Κοντραφούρη, ένα σχήμα μεταβαλ-λόμενο, αφού ο “Daddy George” το ανανεώνει όταν κάποιος περνάει τα 25 και δεν δικαιούται να είναι baby πλέον, αντικαθιστώντας τον με νέα φυντάνια από το μουσικό τμήμα του πανεπιστημίου. Μπορείτε να ακούσετε στο YouTube τέσσερα από τα δέκα κομμάτια του Urban Jazz, τρίτης κυκλοφορίας του σχήματος (προηγήθηκαν ένα ακόμη άλμπουμ και ένα EP). Αν θέλετε να έχετε άποψη για την ποιότητα του τμήματος jazz του Ιονίου, ακούστε οπωσδήποτε τη συλλογή “Jazz Now! New Music from Ionian University Jazz Program” (Jazz & Tzaz No224, Νοέμ-βριος 2011), στην οποία συμμετέχουν δεκατρία άτομα.

Aλλά το νησί του Σάκη και της Vicky Leandros έχει απ’ όλα, από gothic έως και dark psy. Ο Δώρος Γρηγορόπουλος, έχοντας από καιρό παρατήσει τους σκληροπυρηνικούς ήχους –αν και όχι τις απόψεις– του hardcore punk γκρουπ των ALT-T.C., έχει παραδώσει ψυχή και σώμα στο ανελέητο σφυροκόπημα των 150 χτύπων ανά λεπτό που έχουν δο-νήσει ουκ ολίγα psychedelic trance πάρτι στην Ελλάδα και το εξωτερι-κό. Το δεύτερο άλμπουμ του θα κυκλοφορήσει σύντομα από την Pixan, ενώ συμμετέχει στη συλλογή Keep It Surreal της ίδιας εταιρείας.

Επίλογος κάτι από το παρελθόν, αφού το άλμπουμ των Split Image κυκλοφορεί με 25 χρόνια καθυστέρηση. Ένα κλασικό gothic σχήμα, οι Split Image ήταν από τα ελπιδοφόρα γκρουπ του ελληνικού underground της δεκαετίας του ’80, αλλά έχασα τα ίχνη τους μετά από μια συναυλία στο Cats Meow της Συγγρού το 1987. Οι ηχογραφή-σεις που έκαναν τότε έμειναν στο ράφι, για να πάρουν νέα μορφή στο Exposure που μόλις κυκλοφόρησε.

Πρόσφατες ή επικείμενες κυκλοφορίες από το νησί των ΦαιάκωνΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΧΥΤΗΡΗ

ThE COrfu CONNECTION

Κόρε.΄Υδρο Electric Litany Alan Parsons

20 | SOnIk GReeK

siMon & GarfUnKeL“Bookends”

Σπουδή στον στίχο, στη μελωδία, στον τρόπο που με απλά συστατικά γράφεις ιστορία – αλλά από την άλλη το υπε-ρανάλυσα. Άφησαν απόλυτη μουσική κληρονομιά που δημιουργεί τάσεις για δημιουργία!

JaMie LideLL“Multiply”

Άνθρωπος – φαινόμενο. Με ταρακούνησε όταν τον πρω-τοείδα στο Bios και μου το επιβεβαίωσε στο Synch. Κα-ταπληκτικός και στα ηλεκτρονικά του αλλά και όταν τρα-γουδά. Δίαολε! Όταν τραγουδά, ακούγεται λες και μεγά-λωσε στις βαμβακοφυτείες!

tortoise“TNT”

Αυτή η κολεκτίβα από το Buffalo με διέλυσε. Εκεί που νό-μιζα ότι η ζωή μου θα τελείωνε στους τεράστιους Alice in Chains και στο Seattle, οι τύποι μου έδειξαν ότι γίνεται «κι αλλιώς». Και πόσο δίκιο είχαν. Και έχουν. Και θα έχουν. Επίσης με σύστησαν στον «πατέρα» Steve Reich. Τέλεια!

deftones“White Pony”

Όταν βγήκε το “Around the Fur” έγινα άντρας. Δεν το πίστευα πως μία μπάντα συνδυάζει τόσα πολλά στοιχεία και έχει τόσο φοβερά τραγούδια, αλλά και φοβερό ντράμερ/κιθαρίστα/μπασίστα/τραγουδιστή, που το κάνουν ν’ ακούγεται... φυσιο-λογικό αλλά και δύσκολο. Όταν βγήκε το “White Pony”, οι τύποι το προχώρησαν εκατό βήματα μπροστά. Άλμπουμ που με βοήθησε και εξακολουθεί να με πορώνει.

Marvin Gaye“What’s Going On”

Ένας από τους λόγους που γεννήθηκα είναι για να ακούω Marvin Gaye όταν κάνω έρωτα και όταν προσεύχομαι (και αν γίνεται και ταυτόχρονα!). Τεράστια επιρροή. Θεός.

dJ shadow“Entroducing”

Θυμάμαι ακόμα τον Χαλιώτη να μου δίνει αυτό το cd, να το λιώνω και μετά χαράς να το βρίσκω μεταχειρισμένο στον «Ζαχαρία» στο Μοναστηράκι και να το λιώνω και πάλι. Καταπληκτικά samples, πάντρεμα soul με Metalli-ca, κομματάρες και ατελείωτοι χοροί.

MichaeL JacKson“Bad”

Η πρώτη σου αγάπη και παντοτινή. Είμαι λίγος για να μι-λήσω για την φάση του. Δεν τον θυμήθηκα αφότου πέθα-νε. Τον άκουγα από πάντα, ακόμα και κάνοντας διάλειμ-μα μεταξύ Bolt Thrower και Six Feet Under, απλά γιατί έχει τραγούδια που, γαμώτο, σου μιλάνε στην ψυχή, κα-τευθείαν.

Boards of canada“Music has the right to children”

Ξεκινώντας από το EP “In a Beautiful Place Out In The Country” (που αγαπά και ο Sundayman), όταν έπεσε αυτή η δισκάρα στα χέρια μου δεν ήξερα τί να την κάνω. Aυτό που έκανα ήταν… αρκετές ακροάσεις μέχρι που κα-τάλαβα ότι αυτή η μουσική υπήρχε μέσα μου από πάντα, απλά δεν ήξερα ότι λέγεται Boards of Canada! Και όχι, δεν είναι από τον Καναδά.

John frUsciante“Niandra Lades and usually Just a T-Shirt”

Θυμάμαι ακόμα αυτό το Πάσχα στα Κύθηρα με την αδερφή μου, την Ματίνα που, αφού έχω λιώσει τον πρώτο δίσκο Frusciante, της σιγοπαίζω ιδέες Spectralfire. Μου έδειξε με τον ιδιαίτερο τρόπο του ότι όλα γίνονται, ότι όλα είναι πιθανά. Απλά εσύ καλείσαι να βρεις τον τρόπο. Μοναδικός, χαρισματικός, φαινό-

μενο. Και έχω ακούσει κράξιμο από πολλούς κιθαρίστες για το πως παίζει κιθάρα και ότι είναι κουλός. Ε, όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια…

dJanGo reinhardt“Django Reinhardt Et Le Quintette Du Hot-Club De France Volume 2”

Ήμουν 17 χρονών όταν μετά από δου-λειά στην ταβέρνα «Βαρκούλα» στην πλατεία Άμμο Κυθήρων ο γιατρός ο Γα-βρίλος μου έδωσε μία κασέτα με έναν τύπο που παίζει την κιθάρα του με δύο δάκτυλα. Τρεισήμισι η ώρα τα ξημερώ-ματα πήρα από την δασκάλα του χωρί-

ου την κυρα-Πόπη τέσσερα Stuyvesant και μπήκα στο αγροτι-κό αυτοκίνητο να ακούσω. Είχα περιέργεια. Άκουσα την κασέ-τα δύο φορές σερί, κάπνισα όλα τα τσιγάρα και έχασα τον ύπνο μου. Για μία εβδομάδα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία..

Ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης, ή αλλιώς Spectralfire, συν-δημιουργός και κιθαρί-στας των Modrec, μόλις κυκλοφόρησε το ντεμπούτο σόλο άλμπουμ του, ένα «με-ταμεσονύχτιο, φασματικό, ηχητικό ρομά-ντζο», όπως ο ίδιος συνηθίζει να το απο-

καλεί... Αυτό το μήνα, το Sonik απευθύ-νεται σε εκείνον για να μας πει τα 10 άλμπουμ που τον ενέπνευσαν.

«Ακούω μουσική από πάντα. Ακόμα και όταν δεν την καταλάβαινα, πάλι

την άκουγα. Αργότερα άρχισα να την αντιλαμβάνομαι κιόλας. Αργότερα έμα-θα να παίζω και όργανα, έμαθα και θεωρία και έκανα τα πράγματα καλύ-

τερα για τον αυτοδίδακτο εαυτό μου. Παρακάτω, ενδεικτικά παραθέτω

σε τυχαία σειρά 10 αγαπημένα άλμπουμ... Απολαύ στε υπεύθυ-

να και ακούστε μουσική χωρίς προκα-ταλήψεις.»

10 αλμπΟυμ απΟ τΟν spECTralfIrE

22 | SOnIk GReeK

Η Αθήνα υποδέχτηκε το πρώτο flagship store της Vans στο The Mall Athens όπως της άρμοζε και η κοσμοπλημμύρα από το πρωί ξεκίνησε (βοήθησε και ο… καλοκαιρινός καιρός του Οκτωβρίου!). Σε πολλούς φαίνεται είχε λείψει η Vans το τελευταίο διάστημα από την Ελλάδα, αλλά η επιστροφή της στα μαγαζιά και με το δικό της spot ήρθε να υπερκαλύψει αυτό το κενό. Σίγουρα δεν θα ψάχνεις για πολύ τα αγα-πημένα σου Classics και California μοντέλα παπουτσιών, μιας και η συλλογή το Vans store είναι πλήρης. Well done! Η νούμερο ένα skate εταιρία του κόσμου είναι πλέον εδώ!

Ξεκινάμε όμως από το τέλος (!!), με αναφορά στο live που ακολού-θησε των εγκαινίων και πραγματικά μας έκανε εντύπωση το stage και η γενικότερη οργάνωση. Ένα μεγάλο live stage στα χρώματα της Vans με τα συγκροτήματα να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, η επιλογή τους σίγουρα πετυχημένη: Zebra Tracks, Bangies, Puta Volcano, Lefthanded Society…

Κάπου εκεί όλοι μας (και σίγουρα τα συγκροτήματα στη σκηνή αλλά και πολλοί μουσικοί και band members που βρέθηκαν στο κοινό) με-

ταφερθήκαμε με το νου μας σε κάποια στάση του Vans Warped Tour στην Καλιφόρνια. Μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο punk/rock και action sports tour παγκοσμίως χορηγείται από την Vans από την πρώ-τη κιόλας μέρα πίσω στο 1995 μέχρι και σήμερα. Μπορεί Vans Warped Tour να μην είχαμε στο The Mall, αλλά τα συγκροτήματα μας αποζημί-ωσαν με τις εμφανίσεις τους και φάνηκε πραγματικά πόσο το χάρη-καν να είναι μέρος σε ένα τέτοιο event.

Back to the future, επιστροφή μέσα στο μαγαζί με τα παπούτσια και ρούχα της Vans να φεύγουν σε γοργούς ρυθμούς από το πρώτο λεπτό του opening (ευχάριστο πράγμα σίγουρα στην Ελλάδα του σήμερα), κόσμος πολύς και τα παράλληλα events να συνεχίζονται (live street art από τον Αλέξανδρο Tζάλλα, το πολύ έξυπνο skate photobooth και πολλά giveaways)…

Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα απόγευμα Σαββάτου;

Επισκεφτείτε το Vans flagship store στο The Mall Athens (Ανδρέα Παπανδρέου 35, Μαρούσι – στάση Μετρό Νερατζιώτισσα)

VaNs aThENs sTOrE

OpENINgμία βραδία… Off ThE Wall!Σάββάτο 20 οκτωβρίουADVERTORIAL: ΜΑΝΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ

SOnIk | 2524 |

Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά μας έπια-σαν κυριολεκτικά στον ύπνο, σαν να ήταν κάτι που δεν περιμέναμε. Όπως είπαν στη συνέντευξή τους στη Guardian, ξαναβρέθη-καν μετά από 10 χρόνια χώρια, ξαναέμαθαν αρχικά τα παλιά κομμάτια, άρχισαν να συ-νεργάζονται – δεν ήθελαν να μείνουν απλώς στα παλιά. «Έτσι, κάποια στιγμή απο-φασίσαμε να ηχογραφήσουμε – αυτό κά-νουν οι μπάντες», είπαν σε μία από τις σπά-νιες φορές που βγαίνουν για να μιλήσουν. Έστω κι αν αυτή η συνομιλία ήταν ηλεκτρο-νική, απλώς με καλογραμμένες απαντήσεις που δύσκολα δίνονται προφορικά. Αλλά αυτοί είναι οι Godspeed που αγαπάμε.

Η κοινότητα των Godspeed You! Black EmperorΑκόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η... παρα-βολή του συνεργείου. Είναι γνωστό ότι δεν είναι εύκολη η καλλιτεχνική συμβίωση πολ-λών ταλαντούχων μουσικών. Αλλά οι εντά-σεις για τις οποίες υπήρχε η φημολογία, εί-ναι εξίσου αναμενόμενες και μέσα στο παιχνίδι: «Tο αυτοκίνητό σου χαλάει και το πας στο συνεργείο – βρώμικος χώρος, πέ-ντε μηχανικοί ίσως, τα κλειδιά του αυτοκι-νήτου κρεμασμένα σε καρφιά δίπλα στο μπροστινό πάγκο. Δύο αυτοκίνητα στους

Απο το 2003, όταν και ανακοίνωσαν την επ’ αόριστον «παύση εργασιών τους» για να ακολουθήσουν τα μέλη τα δικά τους project, μέχρι και τα τέλη του 2010, οι Godspeed (ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο σχήμα του post-rock ήχου) παρέμεναν «στον πάγο», όπως και ένα μεγάλο κομμάτι των συγκροτημάτων αυτής της γενιάς, όπως και σε ένα μεγάλο βαθμό και το είδος που τα πρηγούμενα χρόνια μας είχε χαρίσει δεκάδες καλούς δίσκους. Και ήταν αναπόφευκτο, μετά και τη συνεύρεσή τους για τις live εμφανίσεις, στα τέλη του 2010, να αρχίσουν να σκέφτονται αρχικά την πιθανότητα και στη συνέχεια να ηχογραφήσουν νέο υλικό.

ανυψωτήρες, ένα αυτοκίνητο στη γωνία, όλα τα άλλα αυτοκίνητα σταθμευμένα στο πίσω μέρος. Όλοι και όλα καλυμμένα με γράσο, όλοι καπνίζουν σαν τρελοί. Θα πρέ-πει να φτιάξουν 20 αμάξια πριν τις 17:00. Οι προμηθευτές των εξαρτημάτων έρχο-νται κάθε μισή ώρα περίπου, φέρνοντας ως επί το πλείστον καινούργια τακάκια των φρένων, αλλά μερικές φορές και προφυλα-κτήρες, συγκροτήματα προβολέων κ.ά.»

Οι Godspeed μας βάζουν στην ατμόσφαι-ρα ενός συνεχούς χάους ενός γκαράζ (που έχει δουλειά, σημειώνουμε εμείς). Και συ-μπληρώνουν, πάντα στην ίδια συνέντευξη: «Οι τύποι φωνάζουν και διαφωνούν, όλα πάνε στραβά... “Και γιατί το κάνουμε αυτό ούτως ή άλλως;” Ο γαμημένος σωλήνας δεν ταιριάζει, ή το κατσαβίδι γλιστράει και χά-νεις το σφιγκτήρα κάπου κάτω από το σασί. Ο ήλιος αρχίζει να πέφτει και το πάτωμα γε-μίζει με καμένες λάμπες, χρησιμοποιημέ-νες φλάντζες, λάδια και ιδρώτα και υγρό φρένων. Κάποιος με hangover, κάποιος πληγωμένος, κάποιος δεν μπορούσε να κοι-μηθεί χθες το βράδυ, κάποιος αισθάνεται υποτιμημένος, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι να τα καταφέρουμε συνολικά...»

Στο τέλος, αυτό που φαίνεται αδύνατο, γί-νεται πράξη: «Τα αυτοκίνητα λειτουργούν ξα-

νά. Τα αυτοκίνητα φεύγουν. Δύσκολη μέρα, αλλά τώρα τα έχουμε καταφέρει, και όλα εί-ναι καλά, όλα είναι περισσότερο από καλά. Αύριο θα το ξανακάνουμε από την αρχή. Εσύ ασχολείσαι με το Volvo, εγώ με το Toyota. Ζέ-στη και θόρυβος. Όλη μέρα, κάθε μέρα, μέχρι να επικρατήσει πάλι η ηρεμία. Φτιάχνουμε τα αυτοκίνητα μέχρι να πεθάνουμε. Αγαπάμε να φτιάχνουμε τα αυτοκίνητα.»

Godspeed εναντίον χαρτογιακάδωνΟι Godspeed ισχυρίζονται ότι δεν κουρά-στηκαν να παίζουν για τον κόσμο, «πάντα αισθανόμασταν τυχεροί που μπορούσαμε. Απλά είναι το ότι η rock βιομηχανία, τότε όπως και τώρα, είναι ένα άθλιο χοιροστά-σιο». Ξεσπαθώνουν κατά αυτών που θη-σαυρίζουν από πίσω. «Τις περισσότερες φορές έχεις να κάνεις με προνομιούχους ανόητους που είναι εντελώς ανασφαλείς. Μισούν τη δουλειά τους, αγαπούν τα χρή-ματα και θέλουν περισσότερα.»

«ςημειώσαμε θριάμβους, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπαμε ότι ελάχιστοι τους πρόσεχαν»Στο λόγο τους υπάρχει η υπερβολή, ενδεχο-μένως και η ισοπέδωση. Όσο η κρίση βαθαί-νει, όμως, τόσο όλο και περισσότεροι άνθρω-

ποι ταυτίζονται, τόσο ο λόγος τους γίνεται επίκαιρος και μάλιστα παγκόσμια. Από την αρχή της εμφάνισής τους νιώθουν ότι πολε-μούν και μάλιστα ένα τέρας το οποίο δεν κά-μπτεται εύκολα, αντίθετα απείλησε κάποια στιγμή να κάμψει και τις δικές τους αντοχές.

«Το να χτυπας αυτόν τον τοίχο σε κουράζει – σε κάποιο σημείο πρέπει να σταματήσεις, αλλιώς θα σπάσεις», ανέφεραν στη βρετανι-κή εφημερίδα, συμπληρώνοντας ότι ενώ η μάχη αυτή που δίνουν είναι σημαντική («για-τί όλες οι μάχες ενάντια σ' αυτή την ομαλο-ποιημένη πτώση είναι σημαντικές»), το με-γαλύτερο μέρος του κόσμου, δικαιολογημέ-να, θα μπορούσε και να μη δώσει δεκάρα. «Υπάρχει πιο σημαντική δουλειά που γίνεται εκεί έξω, υπάρχουν μεγαλύτερες ταξικές αδικίες από την απληστία της μουσικής βιο-μηχανίας. Και οι περισσότεροι από μας σ' αυτό τον απένταρο κόσμο μόλις τα βγάζου-με πέρα. Έτσι, βουτάς σ' αυτή τη φρικτή μου-σική βιομηχανία, αποφασισμένος να κάνεις αυτό που μπορείς για να την κάνεις να αλλά-ξει, αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Σημειώνεις θριάμβους και βήματα που φαίνονται τερά-στια, αλλά τις περισσότερες φορές κανένας δεν τα παρατηρεί, εκτός από τα παιδιά στην πρώτη σειρά. Ανησυχείς γι' αυτό, ωσότου κάποια στιγμή μετά αρχίζεις να νιώθεις σαν

τον ενοχλητικό φίλο που δεν σταματά να πα-ραπονιέται για την πρώην του. Γίνονται τα πράγματα έτσι ώστε να μην θέλεις καν να σκέφτεσαι αυτό το σύστημα της Βαβυλώνας πια. Έτσι σταματήσαμε. Και ξαναρχίσαμε.»

«Παίζουμε για τα παιδιά στην πρώτη σειρά»Παρόλα αυτά, δεν βλέπουν τον αγώνα αυτό ως ουτοπία. Κάτι φτιάχνει, τουλάχιστον στο δικό τους (μικρό)κοσμο. Από εκεί ξεκινάς, άλλωστε. Μετά από πολλά χρόνια συνεχών «όχι», όσοι δεν ταίριαζαν δεν είναι πλέον δίπλα τους, ενώ δεν ασχολούνται και πολ-λοί άσχετοι, ειδήμονες και παρατρεχάμενοι μαζί τους. «Δουλεύουμε με ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και ελπίζουμε ότι μας εμπιστεύονται κι εκείνοι με τη σειρά τους». Δεν χρειάζεται να αποδείξουν και πολλά, δεν χρειάζεται να εξηγήσουν πλέον τη φι-λοσοφία τους. «Αυτές τις μέρες είμαστε τυχεροί βετεράνοι, ρίχνουμε τους ενισχυ-τές μας πάνω στη σκηνή, βάζουμε τα κεφά-λια μας κάτω και παίζουμε». Και παίζουν, όπως λένε, για τα παιδιά στην πρώτη σειρά, «γιατί ήμασταν τα παιδιά στην μπροστινή σειρά. Όλα τα άλλα είναι απλώς στατικά...»

«Βουτάς σ' αυτή

τη φρικτή μουσική

βιομηχανία,

αποφασισμένος

να κάνεις αυτό που

μπορείς για να

την κάνεις να αλλάξει,

αλλά τίποτα

δεν αλλάζει.»

ΕΠιΜΕλΕια ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

gODspEED YOu! BlaCk EMpErOrη επίςτρΟφη πΟυ μας επίαςε ςτΟν υπνΟ

Godspeed You! Black emperor

26 | GODSPeeD YOu! BLaCK emPeROR

«κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προσποιείσαι ότι όλα είναι οκ»Παρότι παίζουν post-rock και ο στίχος δεν είναι μέρος της μουσικής τους, πολλοί ανα-φέρουμε ότι κάνουν πολιτικό τραγούδι. Ο τρόπος (άσπρο-μαύρο) που το βλέπουν, το καθιστά αυτόματα πολιτικό. «Τί είναι το πο-λιτικό τραγούδι; Όλη η μουσική είναι πολιτι-κή, σωστά;», αναφέρουν. Και εξηγούνται: «Είτε κάνεις μουσική που ευχαριστεί τον βασιλιά και την αυλή του, είτε κάνεις μουσι-κή για τις δουλοπάροικους έξω από τα τείχη. Γι' αυτό δεν είναι η μουσική και ο πολιτι-σμός; Να αποσπάς την προσοχή ή να αντιμε-τωπίζεις ή και τα δύο ταυτόχρονα; Εμείς ξέ-ρουμε πολύ καλά ότι η κατάσταση αυτή εί-ναι γαμημένη. Είναι πιο εύκολο να βρεις την αιτία απ' ό,τι 10 ή 20 χρόνια πριν. Μιλάς σε άγνωστους σε bar ή στο δρόμο, και συνειδη-τοποιείς ότι όλοι είμαστε με τα μπούνια μέσα. Τώρα είμαστε περισσότεροι από ποτέ. Είναι αλήθεια. Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προσποιείσαι ότι όλα είναι ΟΚ. Οι πλούσιοι γίνονται ακόμα πιο πλούσιοι και

εμείς γινόμαστε όλο και πιο φτωχοί. “Post-9/11”, “post-7/7” – υπάρχει μια αστυνομο-κρατία, ένας αστυνομικός κλοιός που σφίγ-γει μέρα με τη μέρα. Στην καθημερινότητά μας γινόμαστε μάρτυρες των ταπεινωτικων αποτελεσμάτων των διεφθαρμένων κυβερ-νήσων. Οι πόλεις μας είναι χρεωκοπημένες, τα δάση κομμένα και πουλημένα για να φτιαχτούν εφημερίδες που θα μας πουν για την κίνηση στην οποία έχουμε κολλήσει. Μπάτσος πυροβολάει παιδί, παιδί πυροβο-λάει παιδί, άστεγος πεθαίνει αναμένοντας να δει γιατρό, γέροι κοιμούνται σε κρεβάτια νοσοκομείων, ενώ την ίδια ώρα η (διαλυμέ-νη) γραφειοκρατία κλέβει αυτό που έχει απομείνει από την αξιοπρέπειά τους. Κό-σμος έρχεται για να ξεφύγει από το χάος που έχουμε προκαλέσει στη χώρα του, κι εμείς τον αντιμετωπίζουμε ως κλέφτη. Κυρί-ως νιώθεις πως ό,τι αγαπάς θα εξαφανιστεί. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και είναι ένα γαμη-μένο show τρόμου – και μιλάμε για όλα όσα οι κυβερνήσεις μας κάνουν στο όνομά μας, μόνο και μόνο για να «παχύνουν» με τη στα-θερή μας πτώση.»

το σταυροδρόμι της ιστορίας«Επομένως είμαστε σε ένα συγκεκριμένο σταυροδρόμι της ιστορίας τώρα που είναι ξεκάθαρο ότι κάτι έχει να μας δώσει». Οι ίδιοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι και φοβι-σμένοι, «καθόμαστε και προσπαθούμε να κάνουμε έναν ευχάριστο θόρυβο», λένε. «Αλλά γαμήστε εμάς, εμείς κάνουμε instru-mental μουσική, που σημαίνει ότι πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να δημιουργήσου-με ένα πλαίσιο που δείχνει στη γενική κα-τεύθυνση της αντίστασης και της ελευθερί-ας. Αλλιώς είναι απλώς ένας ευχάριστος θόρυβος και τίποτα παραπάνω. Δεν πρόκει-ται πάντως να παίξουμε το ηλίθιο παιχνιδι. Όταν κάποιος μας λέει ότι είμαστε ξεχωρι-στοί, λέμε: “Γάμησέ τα, όχι, δεν είμαστε ξε-χωριστοί”. Όταν κάποιος μας ρωτάει τι ση-μαίνει αυτό που φτιάξαμε, λέμε “βρες το μόνος σου, οι ενδείξεις είναι εκεί”. Νομίζου-με ότι αυτό το πείσμα είναι αρετή. Ξέρουμε ότι αυτό μπορεί να είναι ενοχλητικό. Είναι ΟΚ για μας». Απόλυτα ΟΚ και για όλους όσοι τους παρακολουθούν πιστά, έστω κι αν δεν ταυτίζονται πάντα με τις απόψεις τους.

ΑΝΤΙ ΔΙΣΚΟΚΡΙΤΙΚΗΣΥπάρχει μία ιστορία πίσω από κάθε κομ-μάτι του νέου δίσκου των Godspeed You! Black Emperor, “Allelujah! Don't Bend! Ascend!”, με τη διαφορά ότι αυτή, εδώ και χρόνια και παρά τη δισκογραφική απουσία τους, χτιζόταν υπομονετικά και προσωπικά για τον κάθε ακροατή. Είναι το αφηγηματικό αντίστοιχο της μουσι-κής διαδικασίας: κάθε κομμάτι που στο-λίζει το δίσκο, και δίχως χονδροειδή

υπολογισμό, χρειάστηκε περίπου δυόμιση χρόνια για να ηχογραφηθεί. Με λίγα λόγια, υπάρχουν εκατομμύρια ιστορίες πίσω από κάθε κομμάτι, κι όσο κι αν απεχθάνεται κανείς το τετριμμένο λεκτικό πασπαρτού, εκτείνονται από την πατρίδα (ο Καναδάς ως αφετηριακό σημείο) μέχρι την άλλη άκρη της Γης (οι αναφορές στην ανατολίτικη μουσική στο εναρκτήριο κομμάτι και όχι μόνο), ιστορίες που αλλάζουν το “Albanian” σε "Mladic" και το “Gamelan" σε "We Drift Like Worried Fire", ψάχνοντας επί δεκαετίας τον χώρο και το χρόνο ενός δίσκου που ρίχνει ήδη βαριά σκιά στην ποστ ροκ Ιστορία (ως διά-κριση ανάμεσα στά αγγλικά story-History).

Για τη χωρική ευστοχία σε έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στο χρόνο και αποδέχεται την αλλαγή σε οτιδήποτε τον περιβάλλει, το νέο άλμπουμ των Godspeed δεν αντιπροτείνει κουρασμένο, αλλά χτίζει το ιδανικό

soundtrack μιας προαποφασισμένης απάθειας. Χτίζει ταυτόχρονα όμως έναν ύμνο στην αντίδραση από την καταπίεση με τα υλικά μιας ιδιοφυίας της μουσικής διανόησης που διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές, ανάμεσα δηλαδή στα μεγαλειώδη και ανεπανάληπτα riff που σιγοβράζουν για 20 και βάλε λεπτά κάθε φορά, εγκαθιστώντας μία μελαγχολία πριν το φινά-λε. Είναι δηλαδή η διαδρομή (χώρος) που οδήγησε ως εδώ, είναι η Ιστορία που μένει πίσω κάθε δευτερόλεπτο και γράφεται κάθε επόμενο (χρόνος), έτσι στα βήματα που με θαυμαστή υπομονή αποτελούν ολόκληρη αυτή τη διαδρομή μπορεί κάποιος να πατήσει για να συνθλίψει τα λάθη του παρελ-θόντος και να οδηγηθεί στην κάθαρση που ακολουθεί την κορύφωση.

Μακριά από άφεση αμαρτιών και συγχωροχάρτια, μακριά από το κλεί-σιμο των ματιών και την απενοχοποίηση, ο νέος θρίαμβος των Καναδών αγκαλιάζει την ελπίδα των βαθιά ανθρωπιστών, πιστεύοντας στον άν-θρωπο και όχι ελπίζοντας στον ευτυχή συγχρονισμό της τύχης. Το μουσι-κό αντίστοιχο του πολιτικού απροχώρητου δηλαδή, για όσους ακόμα (και μελετώντας διεξοδικά το timing των τεσσάρων -πλέον- κυκλοφορι-ών) αρνούνται να προσδώσουν πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό που εκφράζεται μέσα από νότες και δίχως ίχνος στίχου και καταλήγει να πυροδοτεί κάθε συναίσθημα βαθιά κρυμμένο μέσα μας.

Κάθε ακρόαση και μια προσωπική ιστορία, διαφορετική κάθε φορά μέ-χρι να σταματήσουμε να ακούμε και να αρχίσουμε να μιλάμε, δίχως λόγια. See the difference? [ ΠΑΝΟΣ ΤΡΑΓΟΣ ]

Μέσα από ασυνήθιστα και πανέξυπνα πειράματα,

ο Richard Wiseman, καθηγητής Ψυχολογίας

στο Πανεπιστήμιο του Χέρτφορντσαϊρ, ρίχνει φως

σε παράξενες πτυχές της συμπεριφοράς μας

και αποδεικνύει ότι έχουμε ακόμα να μάθουμε

πολλά για την ανθρώπινη φύση. Πώς επηρεάζει

τη συμπεριφορά μας η μέρα που γεννηθήκαμε;

Τι αποκαλύπτει για την προσωπικότητά μας

ο τρόπος που περπατάμε; Έχουν επιστημονική

βάση οι προλήψεις και τα μεταφυσικά φαινόμενα;

Με ποια ανέκδοτα γελάνε οι καλύτεροι κωμικοί

του κόσμου; Ποιες είναι

οι ενδείξεις ότι κάποιος λέει ψέματα;

κυκλοφορoyn απο τις εκδοσεισ οξυ

www.brainfood.gr

Ένα μπουκάλι ρούμι που μοιάζει να μην αδειάζει

ποτέ, το Πουέρτο Ρίκο στα πρόθυρα της εξέγερσης,

κυνικοί τυχοδιώκτες που προσποιούνται

τους δημοσιογράφους ακροβατώντας ανάμεσα

στη φυλάκιση και τη φυγή, μαφιόζοι που το σκάνε

όπως-όπως από την Κούβα του Κάστρο.

Η δράση δεν σταματάει στιγμή, ενώ

η παραίτηση μπροστά στο πεπρωμένο φέρνει

στο μυαλό ήρωες του Χέμινγουεϊ, που πασχίζουν

να βρουν τη θέση τους μέσα στην παμφάγο δίνη

τού ήδη ανεπανόρθωτα τραυματισμένου

«αμερικανικού ονείρου».

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

[ THE RUM DIARY ]

HUNTER S. THOMPSON

ΟΛΑ ΟΣΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ

ΓΙΑ ΣΕΝΑ[ QUIRKOLOGY ]

RicHaRd WiSEMaN

SOnIk | 2928 |

1. Godspeed You! Black EmperorLift yr. sKinny fists LiKe antennas to heaven! (2000)

Δίσκος κλασικός στην ιστορία της μουσικής και μάλιστα με σχεδόν αυτόμα-τη αναγνώριση από μουσικοκριτικούς και κοινό. Ελεγειακός, συμφωνικός, πομπώδης, άλλοτε ζοφερός και δυσοίωνος, άλλοτε λυτρωτικός. Λιγότερο πυκνογραμμένος αλλά με τόνους συναισθημάτων (αρκετοί από μας έχουν αναφέρει ότι έχουν δακρύσει στη διάρκειά του...). Με μια μπάντα πιο έτοι-μη πλέον και πιο ικανή να αγκαλιάσει την παραδοσιακή έννοια της μελωδί-ας. Με έγχορδα κλασικίζοντα, παραμορφωμένες ραδιοφωνικές εκπομπές, με την αλληλουχία ηρεμίας, χτισίματος του τελικού ήχου και τελικής έκρη-ξης, σε τέτοιες δόσεις που κάθε μετέπειτα απόπειρα ήταν καταδικασμένη να μοιάζει (άδικα) υποδεέστερη.

2. SlintsPiderLand (1991)

Στη χρονιά του Nevermind, του Ten ή του Out of Time, το Spiderland δεν ήταν παρά μια υποσημείωση για το (πραγματικά) ευρύ κοινό του εναλλακτικού ροκ. Κι όμως, σ’ αυτά τα ντουζένια του grunge, το Spiderland δεν μοιάζει να ξεπήδη-σε απότομα κι απρόσμενα, κι ας επηρέασε δεκάδες μπάντες του post ή math rock ιδιώματος. Moody, ανήσυχο, με νευρώδη arpeggios, τις hardcore punk και noise rock βάσεις, με αλλαγές tempo, το δεύ-τερο και το τελευταίο άλμπουμ των Αμερικανών είχε πολλά από αυτά τα στοιχεία που λατρεύαμε τότε, αλλά πυροδότησε μια δυνα-μική που εξελίχθηκε σε ένα σαφέ-στατα διαφορετικό δρόμο από αυ-τούς που είχαμε συνηθίσει να ακο-λουθούμε, σε μια εντελώς διαφορε-τική κωδικοποίηση και απόδοση της μέχρι τότε (έτσι κι αλλιώς ασαφούς) έννοιας του εναλλακτικού ροκ.

3. Talk TalkLaUGhinG stocK (1991)

Νεορομαντικοί, synth-pop stars, πειραματικοί-pop δημιουργοί, avant/art-rockers... Αυτή ήταν η πορεία των διαρκώς εξελισσόμενων Talk Talk που με κάθε άλμπουμ έκαναν και ένα μεγάλο άλμα τύπου παρ-κούρ, ενώ στο πέμπτο και τελευ-ταίο άλμπουμ τους έβαλαν (μαζί με τους Slint) τα θεμέλια του post-rock οικοδομήματος, με ένα άλμπουμ που είναι τόσο κοντά στον Miles Davis, όσο και στο βρετανικό ροκ. Οι Bark Psychosis, οι Labradford, ακόμα και οι Radiohead επηρεά-στηκαν από τον ηχητικό τόπο αυτού του art rock αριστουργήματος και δόμησαν διαφορετικής υφής μεν θέματα, αλλά μεθοδικά δομημένα στους κανόνες του Laughing Stock.

4. Sigur RosaGaetis ByrJUn (1999)

Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτο άλμπουμ τους, Von, ήρθε ένα άλμπουμ με αλλαγ-μένο ήχο, στηριγμένο πλέον πε-ρισσότερο σε πλούσια έγχορδα. Κάθε δευτερόλεπτο, κάθε μονότο-νη, παγωμένη νότα του άλμπουμ, έχει σημασία σ’ αυτό το αιθέριο, γεμάτο reverb άλμπουμ κινηματο-γραφικής ομορφιάς, που δεν ξε-περάστηκε ούτε από τους ίδιους.

5. MogwaiyoUnG teaM (1997)

Για κάποιους, το ντεμπούτο των Σκω-τσέζων δεν ήταν και η πιο ολοκληρω-μένη δουλειά τους. Για πολλούς, όμως, πρόκειται για ένα άλμπουμ-ορόσημο, ένα σύνδεσμο μεταξύ των Sonic Youth, των My Bloody Valen-tine, των Slint, με μια ολόκληρη νέα γενιά συγκροτημάτων του βαφτι-σμένου (πλέον) post-rock, όπως οι Explosions In The Sky. Μοναδικός ήχος, στις βάσεις του rock (κιθάρα, μπάσο, drums), με ευαισθησία και θυμό μαζί, με μεγάλα, επικών δια-στάσεων δημιουργήματα.

6. TortoiseMiLLions now LivinG wiLL never die (1996)

Το εναρκτήριο “Djed”, ένα εκπληκτι-κό, υπνωτικό ταξίδι 20 λεπτών, τρα-βάει μόνο του όλο το άλμπουμ σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά και αδι-κεί τα υπόλοιπα. Οι Can, οι Kraftwerk του Autobahn και o Miles Davis, το Krautrock και η jazz, η ambient και

το progressive rock, ο πειραματι-σμός, ο μινιμαλισμός και η electronica, συνυπάρχουν εδώ με ένα τρόπο όχι δυσπρόσιτο, αλλά μο-ναδικά εμπνευσμένο, εγκε φαλικό και ανεπανάληπτο στην ιστορία του είδους – στο οποίο, παρεμπιπτό-ντως, έβαλαν πολύ διαφορετικές βάσεις από αυτές που τοποθέτησαν τα κιθαριστικά συγκροτήματα.

7. A Silver Mt. zionhe has Left Us aLone BUt shafts of LiGht soMetiMes Grace the corner of oUr rooMs...(2000)

Το side project τριών μελών των Godspeed μας είχε τότε καθηλώ-σει σε ασταμάτητες ακροάσεις και αναπόφευκτους διθυράμβους για την κλασική τους πλευρά, που είχε αφήσει στην άκρη τα πολλά κιλά κιθαριστικού θορύβου για τα ατμο-σφαιρικά πούπουλα του βιολιού, του πιάνου και του κοντραμπάσου (βέβαια και tapes είχαν και κιθάρα και drums, αλλά σε δεύτερο πλά-νο). Αυτό το σχεδόν αντανακλαστι-κό στοιχείο που προ κάλεσαν με ευ-κολία, δεδομένης της δεδομένης δίψας μας τότε γι’ αυτή την πλευρά τους, βοήθησε στο να αφήσουμε στην άκρη αυτό το αριστούργημα ως μάλλον υπερ τιμημένο. Δώδεκα χρόνια μετά όμως ακούγεται εξί-σου ισχυρό συναισθηματικά όπως και τότε που έμοιαζε περιέργως με συναισθηματικό ελιξίριο...

8. LabradfordMi Media naranJa (1997)

H πιο κινηματογραφική πλευρά του post-rock εκπροσωπείται επάξια στο τέταρτο άλμπουμ των Αμερικα-νών. Οι εναλλαγές ambient ηρεμί-ας και κιθαριστικών εκρήξεων επι-κών διαστάσεων δεν υπάρχουν εδώ – μόνο οι μικροί κύκλοι μιας γαλήνι-ας μελαγχολίας. Εδώ για πρώτη

φορά προσθέτουν έγχορδα, ηλε-κτρικό πιάνο και slide κιθάρα σ’ αυτές τις ποσότητες – μαζί με τα samples θορύβου και αφηγήσεων δημιουργούν υπνωτικά ηχοτοπία που με στην αρχή ταιριάζεις με spaghetti-western εικόνες, ενώ στη συνέχεια εξελίσσονται σε τέλεια μουσική επένδυση ταινίας του David Lynch. Όλα αυτά σήμερα ακούγονται κλισέ (τουλάχιστον στη γραφή), αλλά μιλάμε για ένα άλ-μπουμ του 1997 που ακούγεται φρέσκο δεκαπέντε χρόνια μετά.

9. Gastr Del SolcaMofLeUr (1998)

Το τελευταίο άλμπουμ των Jim O’Rourke και David Grubbs έμελλε να είναι και ένα από τα αριστουρ-γήματα της δεκαετίας, με έντονη την country blues και folk αίσθη-ση, στο ίδιο jazzy και avant-garde μοτίβο, με τα ηλεκτρονικά και κι-νηματογραφικά στοιχεία που έκα-ναν τη συνεργασία τους μία από τις πιο συναρπαστικές της δεκαετίας του ’90. Τρομπέτες, τρομπόνια, σα-ξόφωνα, slide κιθάρες, έγχορδα, ακορντεόν και πιάνο ξεπηδάνε από παντού και μαζί με tape noise, motorik-beats και delay εφέ καθι-στούν το Camofleur ένα ευφυές, περιπετειώδες άλμπουμ, για το οποίο η ταμπέλα του post-rock εί-ναι τουλάχιστον περιοριστική.

10. Bark PsychosisheX (1994)

Ένα από τα πιο αθόρυβα και υποτιμη-μένα άλμπουμ της μετά Laughing Stock εποχής χάρισε –μέσω μιας κρι-τικής του Simon Reynolds για το Mojo– το ονοματάκι του genre, αλ λά οι βάσεις του βρίσκονται στα δύο άλ-μπουμ ορόσημο του 1991, στα οποία αναφερθήκαμε. Αέρινο, με dub μπα-σογραμμές, ελίσσεται επιδέξια μετα-

ξύ art-pop, πρώιμων post-rock και jazz κανόνων, με συνθέσεις που είναι λιγότερο αποπνιχτικές, περισσότερο αραχνοΰφαντες και ενίοτε και φωτει-νές. Και μπορεί να συμμετέχουν ένα σκασμό καλοί μουσικοί, αλλά οι υπο-λογιστές και τα samplers έχουν τον τελευταίο λόγο.Στο Ποπ+Ροκ εκείνης της εποχής, ο Μάρκος Φράγκος του είχε δώσει ένα... 6, εξασφαλίζοντας την οργή μας (λέμε τώρα...).

11. Boredomsvision creation newsUn (1999)

Κάπου στα τέλη των ’90s φάνταζε ως η μουσική του μέλλοντος, που γιορτάζει όμως το τώρα. Tribal ρυθμοί, ατμοσφαιρικό/υπνωτιστι-κό fun, δόση από Can, ψυχεδέ-λεια, samples / παράξενοι ήχοι σε διαφορετικά στρώματα, κάνουν κάθε δευτερόλεπτο των 69 λε-πτών... το λιγότερο ενδιαφέρον. Οι punk παρεμβολές διαλύουν το όποιο παγανιστικό βόλεμα και σί-γουρα δεν είναι ο κλασικός post-rock δίσκος που παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του.

12. Dirty Threeocean sonGs (1998)

Βραδύκαυστο, αργόσυρτο ιμπρε-σιονιστικό διαμαντάκι, του οποίου η τριάδα (γήινη κιθάρα, βιολί και κατανυκτικά drums, άντε και λίγο πιάνο) συνόδευσε αρκετά μοναχι-κά βράδια μας (τότε που τα ’χαμε).

13. Rachel’sthe sea and the BeLLs (1996)

Δεν ήταν μόνοι οι Dirty Three: και οι Rachel’s αποτύπωσαν το μυ-στήριο και τη μαγεία που εκπέ-μπει η θάλασσα, με post-classical δομές, με drone, επαναληπτικές και μίνιμαλ συνθέσεις που φέρ-νουν προς Philip Glass ή και 4AD. 17 μουσικοί (τσελίστες, τρομπετί-στες, drummers) συμμετέχουν σε αυτή τη νεο-κλασική συμφωνία του πιανίστα Rachel Grimes, του μπασίστα/οργανίστα Jason Noble (που πέθανε πρόωρα, σε ηλικία μόλις 40 ετών, από καρκίνο, τον περασμένο Αύγουστο) και του βιολιστή Christian Frederickson. Αυτό ήταν το τρίτο και καλύτερο άλμπουμ των Rachel’s και μία από τις βασικές πηγές έμπνευσης της κολλεκτίβας της Constellation.

14. Explosions in the Skythose who teLL the trUth shaLL die, those who teLL the trUth shaLL Live forever (2001)

Δεν ανακάλυψαν τον τροχό του post-rock οι Explosions in the Sky. Ακολούθησαν και ενίσχυσαν όλα τα βασικά του στοιχεία (και κλισέ στη συνέχεια), του soft-loud διπό-λου, τον κρεσέντο, των ξαφνικών και συνταρακτικών κιθαριστικών εκρήξεων, μόνο που χάρισαν πε-ρισσότερη οικονομία στη συνθέ-σεις τους. Αξεπέραστο πάντως αυ-τό το άλμπουμ για τους ίδιους και σημαντικό για μια τρίτη και ίσως πιο αδύναμη γενιά γκρουπ.

15. Isisoceanic (2002)

Φλερτάροντας με το post-rock, το hardcore και το metal, το ατμο-σφαιρικό και εκκωφαντικό (με επι-θετικά, noisecore riff), το εσω-στρεφές και το ζοφερό, καθαρκτι-

τα 25 καλυτερα αλμπΟυμ τΟυ

pOsT-rOCkΚΕιΜΕΝΟ: ΤαΣΟΣ ΒΟΓιαΤΖηΣ

Αν και η έννοια του post-rock έχει πολυφορεθεί, κατακρεουργηθεί, ξεχειλωθεί και εν πολλοίς... χαθεί στη μετάφραση, συνεχίζουμε να τη χρησιμοποιούμε για να κάνουμε κατάτι πιο εύκολη τη ζωή μας, αλλά και για ομαδοποιήσεις σαν κι αυτή που επιχειρούμε, με αφορμή την επιστροφή των Godspeed You! Black Emperor. Για πολλούς από εσάς (εμάς) είναι φανερό ότι όλη αυτή η τρέλα που μας κατέλαβε από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 μέχρι και το “Yanqui U.X.O.” των τελευταίων (στα τέλη του 2002) έχει παραμείνει ως καλή ανάμνηση, και ίσως έχουμε και τις αμφιβολίες μας για το πόσο παρασυρθήκαμε ακούγοντας και την τελευταία μπάντα που έπαιζε instrumental rock με προβλέψιμες δόσεις εξάρσεων και εύκολες εκμαιεύσεις συναισθημάτων. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι σχεδόν όλα τα άλμπουμ που πραγματικά αγαπήσαμε, ακούγονται εξίσου δυνατά και φρέσκα, ακόμα και σήμερα. Στην κατάρτιση της σχετικής λίστας και για να μπορέσουμε να «χωρέσουμε» ακόμα περισσότερους εκπροσώπους του είδους, προσπαθήσαμε να αποφύγουμε δεύτερα άλμπουμ από το ίδιο συγκρότημα, μολονότι αδικούνται οι Godspeed, οι Sigur Ros και οι Mogwai για παράδειγμα...

SOnIk | 3130 | ΤΑ 25 ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥ POST-ROCK

κό, οι Isis απέκτησαν με το φιλό-δοξο, μαξιμαλιστικό και παραλη-ρηματικό Oceanic, ένα φανατικό κοινό (και όχι μόνο αυτό των Neurosis) που τους ακολουθεί πι-στά μέχρι τη διαλυσή τους το 2010.

16. FridgehaPPiness (2001)

Το τέταρτο άλμπουμ των Βρετα-νών, στους οποίους συμμετείχε και ο Kieran Hebden (πιο γνωστός και ως Four Tet), ήταν και το καλύ-τερό τους. Στρίμωξαν στη φαρέ-τρα τους στοιχεία από post-rock, IDM, avant-garde electronica, τους Tortoise και τον Brian Eno, σε ένα σύνθετο και εγκεφαλικό άλμπουμ. Κάθε κομμάτι βασίζεται στην τυ-ραννία, εξέλιξη και ανακύκλωση βασικών ήχων και ιδεών, μια λα-βυρινθοειδή προοπτική που δεν μοιάζει δυσπρόσιτη ή ικανοποιεί αποκλειστικά κάποιο άνευ ουσίας ακαδημαϊκό βίτσιο.

17. Do Make Say Thinkwinter hyMn coUntry hyMn secret hyMn(2003)

Δεν άλλαξαν τη ζωή του ποστροκά οι Do Make Say Think, αλλά δεν υπάρχει δισκοθήκη που να μην πε-ριέχει άλμπουμ τους. Επιλέξαμε το τρίτο και πιο ενδιαφέρον άλμπουμ τους: Χρησιμοποιούν το αλφαβη-τάρι του slowcore, κρατούν χρήσι-μες αποστάσεις από τα κιθαριστι-κά στεγανά του post-rock και το καθιστούν διάστικτο από τις folky και avant-jazz διαθέσεις τους.

18. Yndi HaldaenJoy eternaL BLiss (2007)

Το αδυσώπητο καλωσόρισμα της κριτικής του Pitchfork τού έκοψε τα πόδια και έτσι πέρασε στα ψιλά. Τα πιτσιρίκια από την Αγγλία έχουν συμπυκνώσει στα τέσσερα αυτά κομμάτια όλα τα διδάγματα και την ατμόσφαιρα του Skinny Fists Like Antennas to Heaven!, με εξαι-ρετική παραγωγή και μελωδίες, οι οποίες από τα βιολιά τους εξακο-ντίζουν τη γνώριμη θλίψη που γυρ-νά σε ευφορία στα επικά, εμβατη-ριακά ξεσπάσματα. Το “Dash and Blast” ανήκει στα καλύτερα κομ-μάτια που έβγαλε ποτέ το είδος.

19. Long Fin KilliehoUdini (1995)

Εξαιρετικά καταρτισμένοι Σκω-τσέζοι μουσικοί που κυκλοφόρη-σαν στα μέσα των ’90s ένα υποτι-μημένο ντεμπούτο στα όρια του post rock, του experimental rock, του krautrock αλλά και της jazz – τόσα χρόνια μετά ακούγεται εξί-σου ευρηματικό και φρέσκο. Και, ναι, ο Mark E. Smith ακούγεται στο “The Heads Of Dead Surfers”.

20. GangerhaMMocK styLe (1998)

Μακριά από την τότε post-post-rock μανία, το άλμπουμ των Σκω-τσέζων αποκτά άξια τη δική του θέση στα πολύ καλά άλμπουμ του είδους, με τις ξεκάθαρες Eno / Tortoise / Kim Gordon αναφορές, όχι ατάκτως ερριμένες, αλλά σε ένα πολύ διαφορετικό χωνευτήρι από αυτό που είχαμε συνηθίσει.

21. Meanwhile, Back in Communist Russiaindian inK (2001)

Σύντομος ο βίος της μπάντας, αλλά πρόλαβε και μας έδωσε ένα αρι-στουργηματικό ντεμπούτο, που όταν βγήκε χόρτασε συγκρίσεις με τους Arab Strap (ελαφρώς και με τους Radiohead εκείνης της επο-χής), κι ένα από τα καλύτερα κομ-μάτια της δεκαετίας (“Morning After Pill”). Φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, απλώνουν όλη την απογοήτευση και την απελπισία των μονολόγων της Emily Gray στο δίπολο ηρεμίας και θορύβου τριών κιθάρων που έχουν τις επικές στιγ-μές τους, τα αλά-Mogwai ξεσπά-σματα, αλλά και samples και drum machine ήχους που βιομηχανοποι-ούν το μίγμα.

22. Trans AMfUtUreworLd (1999)

Στην τέταρτη δουλειά τους χρησι-μοποίησαν για πρώτη φορά στί-χους και φωνητικά, έστω και μέσα από vocoder, ακροβατώντας ανά-μεσα στη ρομποτική, ρετρό με-λαγχολία των Kraftwerk και την ψευτο-φουτουριστική αντίληψη μιας lo-fi ηλεκτρονικής παραγω-γής που δεν αποκόβεται από τη ζωτική αναφορικότητα των κιθα-ριστικών rock στεγανών.

23. Cul De Saccrashes to LiGht, MinUtes to its faLL (1999)

Από το μπουζούκι μέχρι τις λυσ-σομανούσες κιθάρες του εναρ-κτήριου Etaoin Shrdiu καταλαβαί-νεις ότι οι Cul De Sac έχουν τρα-βήξει τα όρια του είδους αρκετά κι εκπροσωπούν την πιο πειραμα-τική, πιο avant-garde, πιο Kraut πλευρά του post-rock, με ξεκάθα-ρες progressive αναφορές.

24. The For Carnation the for carnation (2000)

Κορυφαία στιγμή για τη μπάντα του Brian McMahan, της φωνής των Slint, σε συμπαραγωγή του John McEntire (Tortoise). Η πα-ρουσία του τελευταίου είναι φα-νερή στον ήχο του, όμως το σκο-τεινό mood, οι επαναλαμβανόμε-νες, σχεδόν κολλητικές μπασο-γραμμές, οι παράξενοι ήχοι στο background και τα ψιθυριστά φω-νητικά αποκαλύπτουν μια εντε-λώς διαφορετική, σχεδόν trip-hop και dubby πλευρά του post rock, που θέλει αρκετά ακούσματα για να αναδειχτεί...

25. 2 by Bukowski what a LonG, stranGe JoUrney this has Been? (2001)

Κάπου εκεί στις αρχές του 2001 νιώθαμε υπερήφανοι για το κατα-πληκτικό άλμπουμ «του πρώτου ελληνικού post rock σχήματος» και γίνονταν συγκρίσεις (ατυχείς, βέβαια) με τους Godspeed You! Black Emperor. Περισσότερο ambient, παρά κιθαριστικοί, με Kraftwerk και Badalamenti επιρ-ροές, αλλά πάντα εντός του (ευ-ρέως) post ιδιώματος, οι 2 by Bukowski έδωσαν με το καταπλη-κτικό ντεμπούτο τους το δικό τους στίγμα. Την κατάλληλη ώρα.

SOnIk | 3332 |

Οι I Like Trains ξεκίνησαν την πορεία τους το 2004 στο Leeds. Ποιοί λόγοι σας ώθησαν να σχηματίσετε ένα συγκρότημα;

Φτιάξαμε τους I Like Trains από καθαρή αγάπη για την μουσική, αλλά και λόγω μιας εσωτερικής ανάγκης για δημιουργία. Κά-πως έτσι δεν ξεκινούν τα περισσότερα συ-γκροτήματα άλλωστε;

Στον ντεμπούτο δίσκο σας “Elegies to Lessons Learnt” τα ζητήματα που πραγμα-τεύονται τα τραγούδια σας αφορούν απο-κλειστικά ορισμένες καταστροφικές ιστο-ρικές καταστάσεις. Δεδομένου ότι το στι-χουργικό σας στυλ έχει μεταβληθεί με την πάροδο των ετών, ποιά είναι τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο δράτε στιχουργικά σήμερα και τότε;

Νομίζω πως το κοινό σημείο ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο έγραφα στίχους την εποχή του “Elegies To Lessons Learnt” και στον τρόπο με τον οποίο γράφω στίχους

σήμερα, είναι ότι εξακολουθώ να κάνω εν-δελεχή έρευνα για πιθανά θέματα. Νιώθω πως απαιτείται να αφιερώσω αρκετή ενέρ-γεια στην έρευνα αυτή προκειμένου να μπορέσω να δημιουργήσω. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, πράγματι η θεματολο-γία έχει μεταβληθεί, και από ιστορικές φι-γούρες και γεγονότα μετακινούμαστε σε πιο άμεσα ζητήματα, όπως η κλιματική αλ-λαγή, οι προσωπικές σχέσεις ή το πώς η τεχνολογία επηρεάζει τις ζωές μας.

Εκτός από το στιχουργικό σας ύφος, το μουσικό σας ύφος επίσης διαφοροποιεί-ται από το “Elegies To Lessons Learnt” και το “He Who Saw The Deep” μέχρι το “The Shallows”. Γιατί και πώς θεωρείτε ότι εξελίσσεται ο ήχος;

Μπορώ να πω ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό γί-νεται για να παραμένει ζωντανό το δικό μας δημιουργικό ενδιαφέρον. Επιπλέον, όσο περνά ο καιρός τα γούστα μας αλλάζουν και

μαζί αλλάζουν και τα είδη μουσικής που μας αρέσουν. Παράλληλα με την μεταβολή στην θεματολογία του νέου δίσκου που αφορά, για παράδειγμα, το πώς επηρεάζει η τεχνο-λογία την καθημερινή ζωή, θεωρήσαμε ότι θα ήταν καλή ιδέα να δούμε πώς μπορεί μια ηλεκτρονική ενορχήστρωση να επηρεάσει την μουσική μας! Εξάλλου, όταν ξεκινάμε να γράψουμε, ποτέ δεν είναι εντελώς ξεκά-θαρο το ύφος του δίσκου που θα προκύψει. Παρολαυτά, δεν θέλουμε ποτέ να γράψου-με έναν παρεμφερή δίσκο δύο φορές. Το ταξίδι που κάνουμε σε κάθε δίσκο είναι μέ-ρος της διασκέδασης!

Λέγεται συχνά ότι τα τελευταία χρόνια γί-νεστε όλο και πιο απόμακροι προς το post-rock ιδίωμα, ενώ προσεγγίζετε έναν πιο μαλακό, λιγότερο πολύπλοκο post-punk ήχο. Πιστεύετε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός ανταποκρίνεται στην πραγμα-τικότητα;

Συμφωνώ πως, όσο περνάει ο καιρός, χάνου-με τον post-rock ήχο μας, αλλά από την άλλη πλευρά δεν ήμασταν ποτέ ένα αμιγώς post-rock συγκρότημα. Παίρναμε απλώς κάποια στοιχεία από αυτό το είδος και τα κάναμε δικά μας. Νομίζω πως δεν έχουμε γίνει λιγό-τεροι πολύπλοκοι, απλώς οι δομές των τρα-γουδιών είναι πιο «ευθείες», ενώ ο πειραμα-τισμός παραμένει στα ίδια επίπεδα. Προσεγ-γίζουμε την ηλεκτρονική μουσική σαν από-λυτοι πρωτάρηδες και αυτό είναι σαν μια απότομη μαθησιακή στροφή για μας. Πι-στεύω πως όταν βρίσκεσαι στην διαδικασία

να μάθεις καινούργια πράγματα, μπορεί να υπάρξει πολύ καλή έκβαση σ’αυτό.

Ο πιο πρόσφατος δίσκος σας “The Shal-lows” κυκλοφόρησε από την δική σας δι-σκογραφική εταιρία, την I Like Records. Ποιά είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειο-νεκτήματα του να κυκλοφορείς μόνος σου το δικό σου υλικό;

Είναι ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς να είναι. Είμαστε ελεύθεροι να είμαστε όσο δημιουργικοί θέλουμε να είμαστε και είναι πολύ ικανοποιητικό να γνωρίζουμε πως η σκληρή δουλειά που κάνουμε έχει φέρει αυτόν τον δίσκο στα μαγαζιά και στις ζωές του κόσμου. Φυσικά απαιτείται πολλή δου-λειά και είναι ταυτόχρονα δύσκολο να ανταγωνιστεί κανεί τις μεγάλες δισκογρα-φικές εταιρίες και τους προϋπολογισμούς τους. Είναι πραγματικά δυσκολότερο να προβληθεί κανείς στον Τύπο και στο ραδιό-φωνο σε σχέση με συγκροτήματα που βρί-σκονται σε μεγάλες εταιρίες.

Το πρόσφατο ΕΡ “Beacons” σε τί αφορά;

Πλέον δεν θέλω να φανερώνω πολλά πράγματα! Μου αρέσει όταν οι ακροατές μας αποφασίζουν οι ίδιοι τί θέλουν να κα-ταλάβουν από την μουσική μας. Σε γενικές γραμμές πάντως αφορά στους πολιτισμούς εκείνους που έχουν καταστεί θύματα της ίδιας τους της επιτυχίας, αλλά υπάρχουν και διάφορα άλλα θέματα.

Οι ζωντανές σας εμφανίσεις θεωρούνται ιδιαίτερα έντονες. Πώς αντιμετωπίζετε και με ποιό τρόπο οργανώνετε τις συναυ-λίες σας;

Μου αρέσει ο χαρακτηρισμός «έντονες» ως περιγραφή. Ενσωματώνουμε μεγάλο μέρος από τους εαυτούς μας στις ζωντανές μας εμφανίσεις. Φυσικά, όπως σε όλα τα πράγματα, υπάρχουν καλές στιγμές και κα-κές στιγμές και επομένως καλές και κακές συναυλίες. Όταν όμως όλα πηγαίνουν

καλά, δεν υπάρχουν πολλά καλύτερα συ-ναισθήματα στον κόσμο από αυτό...

Μπορείτε να ονομάσετε κάποια συγκρο-τήματα που θεωρείτε ότι εκπροσωπούν έναν ήχο παρόμοιο με τον δικό σας και που τα βρίσκετε ενδιαφέροντα;

Όπως ανέφερα και νωρίτερα, τα είδη μου-σικής που ακούμε έχουν μεταβληθεί με τα χρόνια. Τον τελευταίο καιρό η ηλεκτρονική μουσική μας εμπνέει πολύ. Συγκροτήματα όπως οι The Knife, Fever Ray, Pantha du Prince και Kuedo είναι κάποια από αυτά. Γενικά μας αρέσει οτιδήποτε έχει ένα σκο-τεινό υπόβαθρο. Επίσης βρίσκουμε ενδια-φέροντα κάποια συγκροτήματα, όπως οι Kraftwerk, Neu! and Can. Σε αντίθεση με παλαιότερα που μας ενδιέφερε να δούμε πόσο αργά μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα για εμάς, τώρα θέλουμε να επι-ταχύνουμε την εξέλιξη αυτή!

Υπάρχουν κάποια μελλοντικά πλάνα που πρέπει να γνωρίζουμε;

Όχι ακόμη, αλλά θα σας κρατάμε ενήμερους!

Έχετε βρεθεί ξανά στην Ελλάδα για συ-ναυλίες. Έχετε κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση από τις φορές αυτές;

Βέβαια! Σε όλα μας τα ταξίδια στην Ελλάδα έχουμε περάσει εξαιρετικά. Η αντίδραση του κοινού ήταν φανταστική και πάντα νιώ-θουμε πολύ ευπρόσδεκτοι εκεί, παρόλο που βρισκόμαστε τόσο μακριά από τα σπί-τια μας. Επιπλέον, ήταν πολύ ωραίο το ότι σε κάθε μας ταξίδι ανακαλύπτουμε διαφο-ρετικά σημεία της Αθήνας.

Τί προσδοκίες έχετε από τις επερχόμενες εμφανίσεις σας σε Αθήνα και Θεσσαλονί-κη και τί πρέπει να περιμένει το ελληνικό κοινό από εσάς;

Πραγματικά ανυπομονούμε γι’ αυτό! Αυτή την φορά θα επισκεφθούμε για πρώτη φορά και την Θεσσαλονίκη και μας χαρο-ποιεί πολύ αυτό. Θα θέλαμε επίσης ήλιο και λίγο καλό φαγητό. Όσο για το ελληνικό κοινό, μπορεί να περιμένει μια έντονη συ-ναυλία και κάποια παλιά και καινούργια τραγούδια των I Like Trains..

LIVE ΣΕ αθηΝα Και θΕΣΣαλΟΝιΚηΤην Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου, οι I Like Trains θα ανέβουν στη σκηνή του eightball Club στη Θεσσαλονίκη για ένα μοναδικό show και την επόμενη ημέρα (15/12) θα βρίσκονται στην Αθήνα και στη σκηνή του Κύτταρου.

Προπώληση: 15 ευρω, μέχρι 15 Νοεμβρίου, 18 ευρώ μέχρι την ημέρα της συναυλίας.

Ταμείο: 22 ευρω

ΣΥΝΕΝΤΕΥξη ΣΤηΝ ΚΑΛΛΙΑ ΚΑΚΑΛΕΤΡΗ

Με τον τελευταίο τους δίσκο “The Shallows”, oι I Like Trains αφήνουν τα post-rock μερίδια χάρισμα στο παρελθόν τους και επιτρέπουν στον ήχο τους να κυλήσει προς, ανεξερεύνητες ως τώρα, περισσότερο ηλεκτρονικές δομές. Το συγκρότημα που καθιερώθηκε στις συνειδήσεις εξαιτίας της μελωδικότητας με την οποία “έντυνε” μουσικά κάποια επιλεγμένα τραγικά γεγονότα στο ντεμπούτο του “Elegies To Lessons Learnt”, επιστρέφει στην Ελλάδα για δύο συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ενόψει των συναυλιών αυτών, ο david Martin μας είπε μερικά πράγματα για την ηχητική εξέλιξη των I Like Trains, για την δισκογραφική τους εταιρία I Like Records και για το τί πρέπει να περιμένουμε από την άφιξή τους στην χώρα μας...

I LIke TraInsI LIke TraIns«Δεν Ημάςτάν Ποτε ενά άμιΓως POST-ROCK ςυΓκροτΗμά!»

SOnIk | 3534 |

Καλώς σας δεχτήκαμε και πάλι στην Ελλά-δα. Τι να περιμένουμε αυτή την φορά;

Καλώς σας βρήκα. Αυτή την φορά θα σας επι-σκεφτώ μόνος, παρέα με τις κιθάρες μου και χωρίς μπάντα να με συνοδεύει… Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο –για να είμαι ειλικρινής– αλλά αρκετά ενδιαφέρον στήσιμο επί σκηνής. Πραγματικά ανυπομονώ να το παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό καθώς μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει, εκτός από τα κλασικά κομμάτια των Madrugada, και προσωπικό υλικό που δεν έχει παιχτεί εδώ και πολύ καιρό.

Όταν γυρνάτε πίσω σε συναυλίες όπως το acoustic set των Madrugada με δωρεάν εί-σοδο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στον Μύλο της Θεσσαλονίκης, περιμένατε ότι το ελληνικό κοινό θα αγκάλιαζε την μουσική σας τόσο πολύ;

Καθόλου. Αντίθετα μας είχε φανεί τότε έως και υπερβολική. Κανείς δεν περίμενε ότι θα εξελίσσονταν έτσι η σχέση μας με την Ελλάδα.

Ακούγοντας το τελευταίο σας άλμπουμ “Long Slow Distance”, μου γεννάται η αί-σθηση ότι επιστρέφετε καλλιτεχνικά στα πρώτα χρόνια των Madrugada. Αισθάνεστε το ίδιο;

Λίγο ως πολύ ναι. Ο τρόπος που παράχθηκε, ενορχηστρώθηκε και ηχογραφήθηκε η συγκε-κριμένη δουλειά, ήταν ένα…όμορφο πισωγύ-ρισμα για μένα. Ένας δίσκος πρωτόλειος χωρίς «χαρτί και μολύβι». Η μουσική απλά χαράχτη-κε και πήρε τον δρόμο της προς το κοινό, ακρι-βώς όπως όταν ξεκινούσαμε με τους Madru-gada. Και πραγματικά δεν με ενοχλεί καθόλου ως διαδικασία, ακόμη και αν υπάρχει η υποψία της επανάληψης.

Ποιο ήταν το δυσκολότερο σημείο που κα-λεστήκατε να ξεπεράσετε από την διάλυση των Madrugada;

Η απώλεια του Robert, της μεγαλύτερης μουσι-κής ιδιοφυίας που γνώρισα ποτέ, ήταν πραγ-ματικά το πιο δύσκολο μέρος αυτής της ιστορί-ας. Ο Robert δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κανένα τρόπο, ούτε σε καλλιτεχνικό αλλά ούτε φυσικά και σε προσωπικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα το να συνεχίσω την καριέρα μου σαν solo καλλιτέχνης, δεν ήταν και το ευκολό-τερο πράγμα που καλούμουν να κάνω, αλλά ούτε και κάτι που είχα ονειρευτεί στα πρώτα μου βήματα στην μουσική. Απλά ήταν η φυσι-κή και αναγκαστική μου συνέχεια. Καλώς ή κακώς το να δημιουργήσεις το υγιές περιβάλ-λον σε ένα συγκρότημα, στο οποίο η ανταλλα-

Sivert HoyemSivert HoyemΣΥΝΕΝΤΕΥξη ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΣΑΛΑΜΕ ([email protected])

Η «φωνή» των θρυλικών Madrugada, επισκέπτεται την Ελλάδα, «γυμνή» αυτή την φορά από κάθε είδους ενορχήστρωση. Στόχος της ιδιότυπης αυτής solo παράστασης, η αναζήτηση της επί σκηνής χαμένης μαγείας. Ένας εσωτερικός στόχος, που οι φίλοι του Sivert Hoyem αναμένουν με αγωνία. Πώς να είναι άραγε μία πρωτογενής παρουσίαση τόσων αγαπημένων τραγουδιών; Πως είναι να ακούς το “What’s on your mind?” με μία φωνή; Ακριβώς όπως γράφτηκε; Αυτά και άλλα ερωτήματα θα λυθούν στις πέντε στάσεις της ανά την Ελλάδα solo περιοδείας του με τίτλο “Autumn in Arcadia”.

γή μουσικών ιδεών γίνεται με ειλικρίνεια, μπο-ρεί να πάρει χρόνια. Είναι στα όρια της ψυχο-λογικής σχοινοβασίας. Γι’ αυτό και η δυναμική των Madrugada δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια μετά τον θάνατο του Robert. Ήταν και από τους λόγους που αποφάσισα να βγω «γυ-μνός», χωρίς την κάλυψη άλλων μουσικών, ώστε για να αποκτήσω ξανά την αυτοπεποίθη-ση αλλά και την ανεξαρτησία μου. Αυτή η περι-οδεία είναι η ευκαιρία μου να ανακαλύψω ξανά την πραγματική μαγεία της σκηνής.

Ποια ήταν η σημειολογία της επιλογής του Oslo, του τόπου που ζείτε, ως την τελευταία στάση της αποχαιρετιστήριας περιοδείας των Madrugada το 2008;

Το Oslo είναι η πόλη μου και η πόλη των υπό-λοιπων Madrugada. Δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε καλύτερο τόπο αποχαιρετισμού από ένα κατάμεστο Oslo Spectrum με 9.000 θεατές. Αν με ρωτήσεις πάντως τι θυμάμαι από εκείνη την νύχτα θα σου απαντήσω… «τί-ποτα»! Ήταν μία χαοτική σε επίπεδο συναι-σθημάτων βραδιά, τόσο για μένα όσο και για τους άλλους μουσικούς των Madrugada.

Όντας ο γιος μιας διάσημης πολιτικού όπως η Jørun Drevland, δεν μπορώ να αποφύγω μία ερώτηση που αφορά την δική σας εμπλοκή και σχέση με την πολιτική.

Δεν θα έλεγα ότι η μητέρα μου ήταν πραγμα-τικά διάσημη με την έννοια που το τοποθε-τείς. Πιο πολύ θα έλεγα ότι είναι ότι είναι μία αρκετά γνωστή φιγούρα της πολιτικής εδώ στον Βορρά και αρκετά ενεργή τα προηγού-μενα χρόνια. Προσωπικά μεγαλώνοντας, ενε-πλάκην σε διάφορες νεολαίες, όπως έκαναν οι περισσότεροι εκείνα τα χρόνια. Αλλά δεν είχα σκοπό να προχωρήσω σε αυτό το κομμά-τι, και φυσικά δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Βρίσκω το σημερινό πολιτικό τοπίο πολύ δύ-σκολο να κατανοηθεί. Ειδικά ο δεύτερος πό-λεμος στο Ιράκ υπήρξε το οριστικό διαζύγιο μου με την πολιτική. Πείστηκα ότι οι άνθρωποι με δύναμη, θα κάνουν αυτό που θέλουν τελι-κά, ανεξάρτητα από τιο αν είναι ανήθικο ή αν η κοινή γνώμη προστάζει κάτι διαφορετικό. Κάποιες φορές απελπίζομαι όταν το σκέφτο-μαι. Αλλά σίγουρα δεν θέλω σε καμία περί-πτωση να είμαι και θύμα των καταστάσεων.

Πάντως η κυρίαρχη τάση στην Ευρώπη, μάλ-λον συμφωνεί μαζί σας. Ότι πολιτική και ειλικρίνεια δεν συντάσσονται.

Μπορεί να συντάσσονται μπορεί και όχι. Θα έπρεπε πάντως να γίνεται. Η πολιτική θα ήταν

διαφορετική αν ήταν κάλεσμα και όχι ευκαι-ρία για καριέρα κάποιων επιτήδειων.

Τι ήταν αυτό που συνάντησες στην Ελλάδα την πρώτη φορά που ήρθες, τι συνάντησες την τελευταία φορά και τι περιμένεις να συ-ναντήσεις φέτος;

Προτιμώ να πω τι συνάντησα την τελευταία φορά που ήρθα. Και συνάντησα οργή και απογοήτευση στην Ελλάδα, ειδικά ανάμεσα στους νέους ανθρώπους. Από την άλλη χάρη-κα που κάποιοι φίλοι κρατήθηκαν και δεν «έσπασαν» από την πίεση. Αυτή την φορά εί-μαι περίεργος, αλλά δεν ξέρω τι θα περιμέ-νω. Ελπίζω, όχι τα χειρότερα.

Αντί επιλόγου, αν η μουσική σας ήταν μία εικόνα, τι θα απεικόνιζε αυτή;

Όταν στα μέσα του 1990 οι Madrugada μετακομίσαμε στο Όσλο, νοικιάσαμε ένα προ-βάδικο σε ένα παλιό εργοστάσιο, με θεά τις γραμμές του τρένου οι οποίες έβγαζαν στην ανατολική πλευρά της πόλης. Τις νύχτες λοι-πόν που τα φώτα της πόλης αντανακλούσαν στο παράθυρο μας, τότε γυρνούσαμε τα όργα-να και προς το παράθυρο και παίζαμε με το βλέμμα στραμμένο στην πόλη που κοιμόνταν. Αυτή είναι σημαντικότερη εικόνα που έχω. Αυτή η εικόνα είναι οι Madrugada για μένα.

INfOΟ SIVERT hOYEM θα ΕΜφαΝιΣΤΕι:Την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου στην Πάτρα (Πολιτεία).

Την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου στην Αθήνα (φιλολογικός Σύλλογος Παρνασός)

Την Παρασκευή 30 Νοεμβρίου στην Λάρισα (Stage club)

Το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου στην Θεσσαλονίκη (Γαία Live)

Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου στα Ιωάννινα (Boxx)

«ςυναντηςα ΟρΓη καί απΟΓΟητευςη ςτην ελλαδα»

SOnIk | 3736 |

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γιατί Band of Horses;

Όσο και αν ακούγεται περίεργο, βασικός εμπνευστής του ονόματος ήταν ο… Don Johnson, ο πρωταγωνιστής του Miami Vice, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1960 άνηκε σε ένα ψυχεδελικό rock συγκρότημα που ονομαζόταν Horses. Για κάποιο λόγο το όνομα αυτό μας φάνηκε ενδιαφέρον, το υιο-θετήσαμε και το προσαρμόσαμε πάνω μας.

Λίγα λόγια για τον ήχο σας. Δίνετε την εντύπωση, ότι κατά την διάρκεια της πα-ραγωγικής διαδικασίας, η μελαγχολία έχει τον πρώτο ρόλο. Είναι η μελαγχολία οδός έμπνευσης για εσάς;

Φυσικά. Και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθ-μό. Έχοντας ζήσει για αρκετό διάστημα σε μία μελαγχολική πόλη όπως το Seattle, δεν θα μπορούσαμε παρά να επηρεαστούμε και καλλιτεχνικά. Αυτή την στιγμή, όμως, ζώ-ντας οι περισσότεροι στον αμερικάνικο νότο, έχουμε μεν αντικαταστήσει εσωτερι-κά αυτή την μελαγχολία, αλλά καλλιτεχνικά είναι καλώς ή κακώς αναπόσπαστο κομμάτι των Band of Horses.

«Μας τροΜαζει η ςιγη των θεατων αναΜεςα ςτα τραγούδια»

Αν ο κόσμος λοιπόν δεν αντιδράσει καλά, τότε σημαίνει ότι και το άλμπουμ σας δεν είναι καλό;

(γέλια) Ερώτηση παγίδα, ε; Δεν ξέρω. Μάλ-λον κατά βάθος είμαστε πολύ εγωιστές και πιστεύουμε ότι καλή αντίδραση σημαίνει ότι αν κάνουμε αυτό που αγαπάμε θα το αγκα-λιάσει και ο κόσμος. Εξάλλου δεν πρόκειται ποτέ να ηχογραφήσουμε ένα «σκουπίδι» και να το κυκλοφορήσουμε. Θα έχει ένα στά-νταρ και από εκεί και πέρα θα κριθεί.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι από το Mirage Rock;

Θα έλεγα το “Shut-in Tourist”. Γιατί αντιπρο-σωπεύει ακριβώς τον τρόπο που πρέπει να ακουγόμαστε ζωντανά αλλά και την φιλοσο-φία που πρέπει να έχουμε στην ηχογράφη-ση. Το αισθάνθηκα από την πρώτη φορά που άκουσα το συγκεκριμένο τραγούδι.

Πότε αισθάνεστε σίγουροι, ότι θέλετε να ηχογραφηθεί ένα νέο άλμπουμ;

Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Σίγουρα μας αρέσει ανά λίγα χρόνια να κυκλοφο-ρούμε και ένα δίσκο. Πιο πολύ σαν φυσική συνέχεια ενός συγκροτήματος. Γεννιούνται τραγούδια, ηχογραφούνται, κάποια στιγμή κυκλοφορούν. Τόσο απλά. Δεν θα μπούμε ποτέ στο δίλημμα για τον λόγο που πρέπει να κυκλοφορήσει ένας δίσκος. Θα κυκλο-φορήσει γιατί πρέπει να κυκλοφορήσει.

Με άλλα λόγια ο τόπος που ζείτε αποτελεί σημαντική καλλιτεχνική επιρροή. Σωστά;

Μα πώς δεν θα μπορούσε; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι περιοδείες μας δεν αποτε-λούν συλλογή εικόνων και αναμνήσεων που μεταφέρονται ως κλίμα και κατά την διάρ-κεια των ηχογραφήσεων. Πιο πολύ θα έλεγα ότι είναι ένα πολύ όμορφο παζλ. Γι’ αυτό άλ-λωστε και μαζί μας στα διάφορα live ανά τον κόσμο έχουμε πάντα ένα φωτογράφο, ο οποίος συλλέγει όλες αυτές τις εικόνες και τις χρησιμοποιεί τόσο για τα δημιουργικά των δίσκων μας, όσο και για τα video projections κατά τη διάρκεια της συναυλίας.

Καινούργιο άλμπουμ και μάλιστα μετά από δύο χρόνια. Τι αντιδράσεις εισπράξα-τε μέχρι στιγμής;

Εξαιρετικές. Ξέρεις, όταν γράφουμε ένα άλ-μπουμ πρώτα από όλα έχουμε κατά νου πως θα το παρουσιάσουμε ζωντανά. Και πιο πολύ μας τρομάζει η… σιγή των θεατών ανάμεσα στα τραγούδια, πράγμα που ση-μαίνει ότι ο κόσμος δεν αγκάλιασε αυτό που άκουσε. Όσο λοιπόν δεχόμαστε ενθουσιώ-δεις αντιδράσεις και χειροκροτήματα, τότε πάει να πει ότι τα πράγματα πήγαν καλά.

Διαβάζω την περιοδεία σας και με… λύπη διαπιστώνω ότι δεν περιλαμβάνει την Ελ-λάδα. Σκοπεύετε να μας επισκεφθείτε κά-ποια στιγμή;

Σίγουρα αλλά πραγματικά δεν ξέρω τι συμβαί-νει και δεν έχουμε έρθει ακόμα. Η Ελλάδα εί-ναι από τους αγαπημένους μου προορισμούς και πραγματικά στεναχωριέμαι που στο φετι-νό tour θα φτάσουμε μέχρι το Μιλάνο, αλλά δεν θα κάνουμε άλλα δυο βήματα για να βρε-θούμε και στην Ελλάδα. Ακόμη και τώρα που από όλα τα μηνύματα που λαμβάνουμε είναι ότι δοκιμάζεστε και μάλιστα σκληρά.

Μιλώντας για σκληρή δοκιμασία, εσείς αισθανθήκατε να δοκιμάζεστε σαν καλλι-τέχνες από τη κρίση;

Δεν θα πω ψέματα. Οικονομικά μπορεί να επη-ρεαστήκαμε, αλλά ανεπαίσθητα. Σίγουρα όμως τα vibes που λαμβάνουμε ανά τον κό-σμο, ειδικά από την Ευρώπη, είναι πολύ στενά-χωρα. Όπως και οι συζητήσεις που έχουμε όταν επισκεπτόμαστε κάποιες από τις χώρες που έπληξε η κρίση. Τίποτα δεν είναι ίδιο πια. Είτε θέλουμε είτε όχι…

Με όνομα επηρεασμένο από τον «σκληρό του Μαϊάμι», Don Johnson και καταγωγή από το μελαγχολικό Seattle, οι Band of Horses, κυκλοφορούν ένα ακόμα δισκογραφικό διαμάντι για τους φίλους των μελαγχολικών τους συνθέσεων. Το άλμπουμ Mirage Rock ήδη εισέπραξε κριτικές που κυμαίνονται από το μέτριο ως το εξαιρετικό (ο γράφων το τοποθετεί στη δεύτερη κατηγορία). Με αφορμή αυτή την κυκλοφορία, για λογαριασμό του συγκροτήματος μιλάει στο SONIK ο Ryan Monroe.

BaND ΣΥΝΕΝΤΕΥξη ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΣΑΛΑΜΕ([email protected])

Of hOrsEs

38 | SOnIk | 39

Τι σε φέρνει στην Αθήνα Γκόραν;

Ήρθα εδώ για προωθήσω το δίσκο μου και να παίξω στο φεστιβάλ. Ήταν μια καλή ευ-καιρία για μένα να παίξω τη μουσική μου στην Ελλάδα. Δεν έχω πολλές τέτοιες ευ-καιρίες ξέρεις.

Πώς θα περιέγραφες το “Champagane for the Gypsies”;

Είναι ένας δίσκος χορού και ποτού, αλλά και ένας δίσκος για να δοθεί λίγη προσοχή στους τσιγγάνους της Ευρώπης. Δε νομίζω ότι είναι δίκαιο να τους διώχνεις π.χ. από την Ιταλία ή τη Γαλλία, ή να καις τα σπίτια τους στην Ουγγαρία, ή να τους δέρνεις στη Σερβία. Είναι 21ος αιώνας. Μιλάμε για αν-θρώπους που άφησαν ίχνη στην κουλτούρα μας. Ο Έλβις Πρίσλεϋ είχε τσιγγάνικο αίμα, η Μητέρα Τερέζα, ο Τσάρλι Τσάπλιν. Δεν είναι δίκαιο. Έτσι, κάλεσα μερικούς τσιγγά-νους που μου αρέσει η μουσική τους –μερι-κές πολύ ισχυρές προσωπικότητες–, φτιά-ξαμε τραγούδια και τα βάλαμε στο δίσκο αυτό. Οπότε, είναι ένας δίσκος για να πιεις και να χορέψεις με ένα μήνυμα όμως: «μη φέρεστε έτσι στους τσιγγάνους».

Οπότε είναι μια πολιτική δήλωση.

Ναι. Ξέρεις, δε φέρεσαι σε κανέναν άλλο έτσι. Αν μαζεύονταν μερικοί Γάλλοι και κα-τασκήνωναν κάπου, δε θα τους έδιωχνε κανείς. Δεν είμαστε ρατσιστές με τους μαύρους, αλλά με τους τσιγγάνους δεν ισχύει το ίδιο. Δεν είναι δίκαιο.

Ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που «κουβαλούν» οι τσιγ-γάνοι στο αίμα τους;

«Είναί προνομίο να γΕννίΕσαί Ελληνασ. Εγώ θα ηθΕλα να Είχα γΕννηθΕί Ελληνασ...»ΣΥΝΕΝΤΕΥξη ΣΤΟ ΘΑΝΟ ΚΑΜΠΥΛΗ

Με αφορμή την εμφάνισή του στο φεστιβάλ νέων Σύριζα, και με ένα δίσκο «για να πιεις και να χορέψεις»

–όπως μου είπε κι ο ίδιος– στις αποσκευές του, ο Goran Bregovic πάτησε για λίγες ώρες το πόδι του στην Αθήνα.

Νέος όσο ποτέ στα 62 του χρόνια, μας έδωσε μια ιδέα του τι είναι το “Champagne for The Gypsies”, του πώς βλέπει

την κρίση στην Ελλάδα, αλλά και μερικές καλές συμβουλές που… θα τρέλαιναν τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας.

Απολαύστε τον…

gOraN BrEgOVIC

Πολλές μοντέρνες ιδέες έρχονται από τους τσιγγάνους. Ιδέες που έχουμε σήμερα, όχι στο παρελθόν, όχι στο μέλλον, αλλά σήμε-ρα. Για παράδειγμα τον Ιούλιο, όλοι θέλουν να «γίνουν» τσιγγάνοι, πάνε στη θάλασσα, δεν κάνουν τίποτα, τα παρατάνε όλα, και γίνονται «τσιγγάνοι» για ένα μήνα.

Ποιο χαρακτηριστικό των τσιγγάνων θα έλεγες ότι έχεις εσύ;

Οι τσιγγάνοι σε μεταφορικό επίπεδο είναι σαν τους καουμπόηδες. Έχουν βαθιά αί-σθηση της ελευθερίας. Δεν έχουν βαρύτη-τα, πετάνε. Οπότε ο καθένας μας έχει λίγη «τσιγγανιά» μέσα του. Το ίδιο θα έλεγα και για μένα. Ότι τρελαίνομαι λίγο παραπάνω…

Δώσε μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό με τη λέξη «τσιγγάνος».

Τσιγγάνικη μουσική, τσιγγάνικη οικογένεια, και τσιγγάνικο σπίτι. Είμαι ένας συνθέτης βαθιά επηρεασμένος από την τσιγγάνικη μουσική. Η τσιγγάνικη οικογένεια είναι μια οικογένεια πολύ δύσκολη να κρατηθεί όπως έχει κρατηθεί. Δεν είναι εύκολο να διατηρή-σεις τη δομή μιας οικογένειας, που όταν με-γαλώνεις, δεν έχεις πολλές επιλογές στο πως θα ζήσεις. Παρόλα αυτά, έχουν ζεστές οικογένειες, όπου θα βρεις μια ζεστή κουζί-να σαν αυτή της γιαγιάς σου. Και τσιγγάνικο σπίτι! Έχω δει πολύ φτωχά σπίτια, αλλά όλα τους ήθελαν να γίνουν κάστρα! Ακόμα και σπίτια από χαρτόκουτα, που είχαν όμως τη φιλοδοξία να γίνουν κάστρα! Αυτό είναι κάτι που σέβομαι πάρα πολύ.

Ποιο είναι το νέο στοιχείο που μας φέρνει αυτός ο δίσκος;

Είναι ο μόνος δίσκος που έχει επηρεαστεί τόσο πολύ από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα. Δεν είναι συναφής με κανένα τρόπο, γιατί η τσιγγάνικη μουσι-κή δεν υπάρχει. Δεν ορίζεται. Από την Ινδία στην Αγγλία, δεν έχει καμία σχέση. Ξεκινάς να παίζεις με τους Gypsy Kings, και φυσιο-λογικά το τραγούδι σου γίνεται αυτό το πράγμα. Παίζεις με τους Gogol Bordello, και είναι προφανές ότι γίνεται neo-punk. Δεν μπορείς να το αποφύγεις. Έχει πολύ ισχυρές προσωπικότητες.

Είναι σαν ένα παζλ;

Κατά κάποιο τρόπο ναι. Είναι ένας πολύ πα-ραδοσιακός δίσκος. Φτιάχτηκε όπως τον παλιό καιρό. Πολλοί άνθρωποι «πετάνε» ιδέες, δίνουν κάτι, παίρνουν κάτι άλλο, όπως παλιά. Τώρα παίρνεις έναν υπολογι-στή και κάνεις μουσική. Είναι ένας παλιο-μοδίτικος δίσκος. Και μου αρέσει που αφή-νω πίσω μου ένα δίσκο για να πιεις και να χορέψεις, χωρίς να σκέφτομαι τους κανό-νες της show business.

Άρα δεν είναι ροκ, δεν είναι πανκ, είναι…

Είναι ένας «τσιγγάνικος» δίσκος, που κάνει μια πρόποση στην τσιγγάνικη διασκέδαση. Αυτό ήθελα να κάνω. Αυτό βγήκε.

Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που θα μπορούσε να «κληρονομήσει» τη νοοτρο-πία σου στη μουσική;

Πολλοί άνθρωποι από μικρές χώρες έχουν καταλάβει ότι στις μέρες μας δεν πρέπει να είσαι Αγγλοσάξονας για να κάνεις επιτυχία και να ταξιδέψει η μουσική σου σε όλο τον κόσμο. Αυτό στο οποίο επηρέασα πολλούς

είναι ότι νέα παιδιά ξεκινάνε πλέον από την παράδοση. Προσπαθούν να αφήσουν πίσω τους κάτι για την επόμενη γενιά. Είναι βασι-κό να ξεκινάς με την παράδοση. Από τον Μα-κάρτνεϊ μέχρι το Μπόνο, όλοι ξεκίνησαν με την παράδοση. Αν είσαι αφελής θα νομίσεις ότι όλα παίζονται στο mtv. Όμως πουλάω εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο και δεν έχω βγει ποτέ στην τηλεόραση. Μπορεί το 90% των ανθρώπων που έρχονται και αγοράζουν εισιτήριο για να με ακούσουν να μην ξέρουν καν πώς είναι το πρόσωπό μου. Ποιος νοιάζεται; Ο στόχος του δίσκου μου είναι να τον ακούσουν άνθρωποι που χρησι-μοποιούν τον εγκέφαλό τους για να σκε-φτούν. Το κοινό μου είναι ένα νεαρό ώριμο κοινό. Σε αυτούς απευθύνεται.

Όπως θα ξέρεις, το τελευταίο διάστημα, η χώρα μας έχει ένα τεράστιο σύννεφο που πλανάται πάνω της και που λέγεται οικο-νομική κρίση. Εσύ τι εικόνα έχεις για αυτό;

Βλέπω πανικό παντού, αλλά ξέρεις κάτι; Εί-χαμε κι άλλες πιο δύσκολες στιγμές στην ιστορία. Είναι μία κρίση. Διάολε! Δεν είναι μια κρίση στην Ελβετία. Είναι στα Βαλκάνια. Έχουμε συνηθίσει σε αυτά. Είναι μια κοινή κρίση. Δεν είναι παγκόσμιος πόλεμος.

Εδώ λέμε τη φράση «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε». Συμφωνείς;

Εννοείται. Έχω την ίδια γνώμη. Είναι το σύ-νορο ανάμεσα σε ορθόδοξους, καθολι-κούς και μουσουλμάνους. Ένα μέρος με φρικτή ιστορία, αλλά το αγαπάμε όπως άλλοι αγαπούν τις χώρες τους. Αγαπάμε αυτά τα τρελά μέρη. Δεν αλλάζει αυτό. Μι-λάμε για μια πολύ ιδιαίτερη περιοχή.

Εσύ όμως ζεις στη Γαλλία;

Ζω και στη Γαλλία. Αλλά δε μπορώ να δου-λέψω εκεί. Προτιμώ να δουλεύω στο Βελι-γράδι. Είμαι “rock and roll” τύπος. Θέλω να παίζω τη μουσική μου δυνατά και να περι-

Ξέρω ότι οι Έλληνες νομίζουν ότι είναι η χειρότερη στιγμή στην ιστορία τους από την εποχή του Περικλή, αλλά δεν είναι. Είναι μια στιγμή στην ιστορία.

SOnIk | 4140 | GORAn BREGOVIc

βάλλομαι από τέτοιους ανθρώπους. Οι Γάλ-λοι, ξέρεις, είναι λίγο πιο μηχανικοί. Σκέφτο-νται και ακούς τον εγκέφαλό τους να κάνει «κλικ-κλικ-κλικ» (γέλια).

Το κάστρο στο Βελιγράδι, η γέφυρα του Μό-σταρ, και ο Πύργος του Άιφελ. Ποιο θα διάλε-γες για να γράψεις τον καινούριο σου δίσκο;

Η αλήθεια είναι πως θα ‘θελα να έχω πρόσβαση και στα τρία. Δε θέλω να είμαι κολλημένος σε ένα μέρος. Πνευματικά, σωματικά, συναισθη-ματικά, θα ‘θελα να είμαι και στα τρία. Μην ξε-χνάς, είμαι από μια χώρα που έχει εξαφανιστεί. Κι όταν συμβαίνει αυτό, καταλαβαίνεις ότι η πατρίδα σου δεν έχει πολιτικά ή γεωγραφικά σύνορα. Έχει συναισθηματικά σύνορα. Για πα-ράδειγμα το Βελιγράδι είναι μια πόλη πανικού. Μαθαίνεις να επιβιώνεις, να διασκεδάζεις, σε μια πόλη που περιβάλλεται από καταστροφή. Κι έχει και πολλή ζωή. Νομίζω ότι μπορείς να δια-σκεδάζεις περισσότερο στο Βελιγράδι παρά στο Λονδίνο. Το Παρίσι, από την άλλη, είναι ένα μέρος που έχει καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στο να δουλεύεις και να μην κάνεις τίποτα. Κι εμάς η κουλτούρα μας μάς υπαγορεύει να έχουμε χρόνο για να μην κάνουμε τίποτε. Αν δεν έχεις χρόνο για να μην κάνεις τίποτα, δεν έχει νόημα να κάνεις οτιδήποτε.

Έχεις μεγάλη οικογένεια;

Έχω τρεις κόρες. Δεκαεπτά, έντεκα και οκτώ ετών.

Τους δίνεις συμβουλές;

Όχι ιδιαίτερα. Τα παιδιά στις μέρες μας μεγαλώ-νουν μόνα τους. Η μητέρα είναι που τα επηρεά-ζει περισσότερο. Ο πατέρας είναι κάποιος που πρέπει να ναι τριγύρω, αλλά η μητέρα είναι αυτή που τους δίνει τις συμβουλές. Αλλά νομίζω ότι θα μάθουν τον κόσμο όπως τον έμαθα εγώ κι όπως τον μαθαίνεις εσύ. Δε θα κάνεις κάτι μόνο και μόνο επειδή στο είπε ο πατέρας σου.

Πώς θα περιέγραφες τον Εμίρ Κουστουρίτσα;

Είναι υπερβολικά ταλαντούχος, και υπερβο-λικά μορφωμένος. Γενναιόδωρος φίλος. Και εργάζεται πολύ σκληρά…

Είσαι 62 ετών. Πώς είναι η ζωή σου;

Ο τρόπος που έζησα, νομίζω είναι ο τρόπος που θα ‘πρεπε να ζούνε όλοι. Όταν όλοι δού-λευαν μεταξύ 25 και 40 ετών, εγώ δεν δού-λευα. Ήμουν ροκ σταρ. Σε μια χώρα που είχε 90% φορολόγηση, δεν ήθελα να δουλέψω.

Έτσι δούλευα μια φορά στα τρία χρόνια. Τις υπόλοιπες μέρες σκαρφάλωνα βουνά, ήμουν πρόεδρος λέσχης μποξ, έφτιαχνα κοσμήματα για γυναίκες, έκανα ιστιοπλοΐα στον ωκεανό, δεν έκανα τίποτα δηλαδή. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω στα 40, και τώρα είμαι «φρέσκος» στη δουλειά! Έτσι θα έπρεπε να είναι. Τα κα-λύτερα χρόνια της ζωής σου, μη σκέφτεσαι. Να διασκεδάζεις! (πετάει κι ένα “fuck” εκεί-νη τη στιγμή). Αυτό είναι το σωστό.

Θα έλεγες ότι η αναζήτηση της δημιουργι-κότητας είναι το κλειδί για την ευτυχία;

Δε συμφωνώ πολύ με τέτοιες γνώμες. Δεν πι-στεύω τους καλλιτέχνες που λένε «περιμένω την έμπνευσή μου, κάθομαι σε εκείνο το ση-μείο, πάνω στο πιάνο μου…». Δεν τα μπορώ αυτά. Πες μου 10 μεγάλους καλλιτέχνες, συν-θέτες, ζωγράφους κτλ, και θα σου πω ότι όλοι δούλευαν 8 ώρες τη μέρα. Όλοι τους. Από το Μότσαρτ μέχρι κάθε συγγραφέα που έχει πά-ρει το βραβείο Νόμπελ. Είναι σαν κάθε άλλη δουλειά. Σαν την οδοντόκρεμα. Την πιέζεις, και βγαίνει από το σωληνάριο. Δε σημαίνει πως είσαι διαφορετικός ή ξεχωριστός επειδή είσαι καλλιτέχνης. Είναι η δουλειά σου.

Πώς βλέπεις τον εαυτό σου σε 10 χρόνια από τώρα;

Κοίτα, έχω δουλέψει αρκετά, και μου αρέσει, κι από την άλλη, θα μπορούσα να ξυπνήσω μια ωραία μέρα, και να πω “fuck off”, θα πάω για ψάρεμα (γέλια εκατέρωθεν). Δεν ξέρω. Αλήθεια. Θα ήθελα να έχω χρόνο να γράφω αξιοπρεπή μουσική, και να αφήσω πίσω μου ένα αξιοπρεπές μουσικό έργο. Αλλά θα θελα να διασκεδάζω με ό,τι κάνω. Να νιώθω νέος.

Έχεις κάποια ατάκα που ακολουθείς στη ζωή;

«Αν δεν τρελαθείς, δεν είσαι φυσιολογικός!». Είναι πολύ καλό μότο. Πρέπει να έχεις στη ζωή σου στιγμές τρέλας. Δε γίνεται αλλιώς.

Κλείνοντας, θα μοιραστείς μια σκέψη σου για τους Έλληνες που ακούν τη μουσική σου;

Ξέρω ότι νομίζουν ότι είναι η χειρότερη στιγμή στην ιστορία τους από την εποχή του Περικλή, αλλά δεν είναι. Είναι μια στιγμή στην ιστορία. Είχατε δυσκολίες ξανά. Η Ελλάδα είναι η χώρα που όταν τη σκέφτεσαι, σε κάνει να χαμογε-λάς. Είναι προνόμιο να γεννιέσαι Έλληνας. Εγώ θα ήθελα να είχα γεννηθεί Έλληνας. Δεν υπάρ-χουν πολλά μέρη σαν την Ελλάδα. Είναι μία στιγμή, αλλά θα περάσει.

SOnIk | 4342 |

ΤωΝ ΤΑΣΟΥ ΒΟΓΙΑΤζΗ

ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

POP ROCKΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

Το κομμάτι του μήναPoLica Dark StarΥπνωτική pop, με φοβερό μπάσο μπροστά, 80s mid-tempo ρυθμό, υπέροχα φωνητικά και πνευ-στά στο τέλος για τον πανηγυρικό τόνο. Εκ Minneapolis ορμώμενοι, τώρα κερδίζουν τη δη-μοσιότητα που αναλογεί στο μεγάλο ταλέντο τους. Επανακυκλοφόρησε μάλιστα το ντεμπούτο άλμπουμ τους (“Give You The Ghost”), αλλά και ένα remix EP του “Dark Star”. Εμείς το ακούμε ξανά και ξανά. – Σ.Π.

stiLL corners Fireflies

Την αδυναμία μας στους Still Corners τη γνωρίζετε. Δύο χρόνια πριν, ανοίγαμε τη συλλογή του sonik με τις ελπίδες της βρετανικής ποπ με το ονειρικό “Endless Summer”, που κατάφερε να αντέξει στα χτυπήματα του χρόνου και της μουσικής υπερπληρο-φόρησης. Αυτό είναι το νέο τους single – εξακολου-θεί να είναι dreamy, στα πρότυπα των Beach House (ακόμα και στις φωνητικές τους αρμονίες), αλλά με μία 80s synth-pop αισθητική που του χαρίζει την ει-κονική υποψηφιότητα για το soundtrack ενός μελλο-ντικού Drive. – Τ.Β.

Lana deL rey Ride

Μας τα ζάλισαν «σχετικοί» και επαΐοντες για το… «δίχως αύριο» και το «ξεφούσκωμα» της Lana Del Rey, αλλά η τελευταία συνεχίζει ακάθεκτη. Το νέο single της (σε παραγωγή Rick Rubin, παρακαλώ) ανήκει ήδη στην τετράδα των καλύτερων κομματιών της. Περιλαμβάνεται στην The Paradise Edition του Born To Die που κυκλοφορεί στις 12 Νοεμβρίου και περιλαμβάνει 8 νέα ή «νέα» (όπως το καταπληκτικό “Yayo”) κομμάτια. – Σ.Α.

sUsanne sUndfor White Foxes (MAN WITHOUT COUNTRY remix)

Σχεδόν επική η ηλεκτρονική/dream pop του remix αυτού σε ένα από τα κομμάτια της χρονιάς. Το αυθε-ντικό (πρώτο single από το άλμπουμ της Νορβηγίδας “The Silicone Veil”) κερδίζει με το συνδυασμό παγω-μένων synths και ζεστού πιάνο. Στο remix, όμως, τα beats βαραίνουν, τα synths επικρατούν, τα φωνητι-κά γίνονται μέρος ενός καλειδοσκοπικού electro-pop anthem, σε ήχο ανάλογο με αυτό των Καναδών Austra. Τσεκάρετε και τα δύο... – Τ.Β.

the neiGhBoUrhood Female Robbery

Hit που μπορεί να γίνει ακόμη μεγαλύτερο μετά την παρέμβαση του παραγωγού της Lana Del Rey, Emile Haynie, που το έκανε πιο dark και ατμοσφαιρικό. Μελαγχολική και στρογγυλή indie-pop για τα ραδιό-φωνα, με hip-hop beats, ακουστικές κιθάρες και θόρυβο. Όσο pop και όσο urban χρειάζεται για να τους έχει όλους ικανοποιημένους. – Σ.Α.

PaLe seas Bodies

Ενδιαφέρον 7ιντσο από την Communion Records (κυ-κλοφόρησε στα μέσα του Σεπτέμβρη). Οι Pale Seas είναι από το Σαουθάμπτον, λατρεύουν τα ‘90s και δεν το ‘χουν και πολύ δύσκολο να σκαρώσουν καλές μελωδίες με όλα τα κλισέ: την ακουστική εισαγωγή, τη dream φορεσιά, τη shoegaze στάμπα. «Τα συστα-τικά του δεν πωλούνται ξεχωριστά.»– Σ.Π.

ethan danieL davidson The Dogs Howl, The Caravan Moves On

Μια διαφορετική επιστροφή από τον folk τροβαδούρο. Με Krautrock στοιχεία, το βαρύτονο της φωνής του και τις διακριτικές κιθάρες, το “The Dogs Howl, The Cara-van Moves On” εκπέμπει... απομόνωση. Μετά από μια περιοδεία 6 ετών και 900 σταθμών, είχε έρθει η ώρα της δικής του απομόνωσης, σε ένα σπίτι των 1920's, μαζί με γυναίκα (που συμμετέχει στο άλμπουμ) και παι-διά, και το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ καλή επιστροφή, με δείγματα σαφούς εξέλιξης. Ο ήχος είναι live (η μπά-ντα έπαιξε ζωντανά και ο ίδιος τραγούδησε χωρίς ακουστικά), παρόλα αυτά τραγούδια όπως αυτό είναι τόσο καλοδουλεμένα που μοιάζουν προϊόν πολλών επιπέδων στην παραγωγή. – Σ.Α.

neLLy fUrtado Don't Leave Me

R&B, latin, pop, dance-pop τύπου Jennifer Lopez – όλα τα 'χει ο μπαξές στο τελευταίο άλμπουμ της. Αλλά δεν περιμέναμε να ακούσουμε και reggae τύ-που Johnny B. Goode (Peter Tosh). Κι όμως, το νο.15 (λόγω και των σοροπιαστών φωνητικών της) είναι και το πιο όμορφο κομμάτι ενός άλμπουμ που προσπα-θεί πολύ, χωρίς όμως αποτέλεσμα στην πλειοψηφία των κομματιών του. – Σ.Α.

GrizzLy Bear Yet Again

Ακόμα ένα δείγμα τέλειας, πλούσιας καλειδοσκοπι-κής ποπ από τους Grizzly Bear. Μετά το “Sleeping Ute”, αυτό εδώ είναι το δεύτερο καλύτερο κομμάτι του νέου τους άλμπουμ. Ενδιαφέρον και το video που το συνοδεύει. – Σ.Π.

teen daze union (feat. Frankie Rose)

Στις αρχές του Νοέμβρη κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του Καναδού Teen Daze μέσα στο 2012.

Αυτό εδώ είναι το δεύτερο δείγμα από το άλμπουμ. Fuzzy indie-rock στο πρώτο μισό του κομματιού, απότομο stop και πιο χαλαρό, dreamy τελείωμα. Με φωνητικά από την υπέροχη Frankie Rose. – Σ.Α.

the raveonettes Observations

H κορυφαία στιγμή του σχεδόν ομώνυμου δίσκου που μόλις κυκλοφόρησαν και μια απτή απόδειξη ότι έχουν ακόμα πράγματα να πουν οι Raveonettes. Ένα από τα πιο στοιχειωτικά κομμάτια της χρονιάς, με το πιάνο μπροστά και όλα τα κόλπα των Jesus and Mary Chain (fuzz, reverb) από πίσω. 4,5 λεπτά κρατάει το κομμάτι, αλλά και 8 να κράταγε, πάλι λίγο θα μας φαινόταν... – Σ.Π.

cfcf feat. aUstra Soul Love

Κάθε χρόνο, οι καλλιτέχνες του καναδέζικου label Paper Bag (που περιλαμβάνει και τους αγαπημένους μας Rural Alberta Advantage) συμμετέχουν στη δια-σκευή ενός ολόκληρου κλασικού άλμπουμ. Πέρσι ήταν το “True Blue” της Madonna. Φέτος, κάθε καλλι-τέχνης από το ρόστερ της εταιρίας διασκεύασε ένα κομμάτι του The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars του David Bowie. Η (so... '80s) εκτέλεση του “Soul Love” από τον Καναδό Michael Silver,με τα φωνητικά της Katie Stelmanis των Austra, είναι η κορυφαία στιγμή του tribute άλμπουμ και ίσως η μοναδική που χαρίζει με απόλυτη επιτυχία μια εντε-λώς άλλη διάσταση στο κομμάτι. – Τ.Β.

SOnIk | 4544 |

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΠΙΝΤζΗ

yaKUza The Last Day

Το εν λόγω κομμάτι θα μπορούσαν να είχαν γράψει κάλλιστα οι Black Sabbath, πίσω στα 70's, εάν τα ναρκωτικά που έπαιρναν ήταν πολύ πολύ περισσότε-ρα. Ίσως να το είχαν γράψει και οι Nirvana εάν δεν έπαιρναν τόσα ναρκωτικά. Σίγουρα θα το έγραφαν οι Baroness εάν είχαν λίγο παραπάνω φαντασία, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν θα το έγραφαν οι μαστοδο-νίζοντες νεοσσοί. Οι Yakuza του Bruce Lamont συν-θέτουν τεράστια άσματα –σαν αυτό– για την πλάκα τους. Αλλά σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες, μάλλον το πράττουν για την πάρτη τους.

PiG destroyer Burning Palm

Η πρώτη προσωπική ακρόαση–θέαση του πρώτου lyric video, από το “Book Burner” αλμπουμ των grinders, με άφησε να αιωρούμαι κάπου ανάμεσα στους Napalm Death (μέχρι εδώ, ok) και τους Slip-knot (κάπου εδώ το χαλάμε). Ακόμα και το teaser του ενός λεπτού φαίνεται να είναι λιγότερο τσίτα απ' όσο πρέπει. Ευτυχώς οι στίχοι παραμένουν παρανοϊκά ευφυείς, οπότε το ενδιαφέρον μου θα παραμείνει ενεργό, παρά τις groovy σιχαμάρες, που βάζω στοί-χημα ότι θα υπάρχουν.

neUrosis At The Well

Κάπου εδώ σοβαρεύουν τα πράγματα. Οι Neurosis επιστρέφουν με το άλμπουμ Honor Found In Decay και οι καρδιές μας σταματούν να δουλεύουν. Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε στην πιάτσα ήδη έχει καταφέρει να «προκαλέσει» τους ακροατές του. Το ηχητικό κτήνος ελευθερώνεται μετά το πρώτο λε-πτό, χτίζοντας αργά και με υπομονή τον μονολιθικό τοίχο του, επιλέγοντας να κορυφώσει τον ρυθμό του στο έβδομο λεπτό, επιφυλάσσοντας μια ευχάριστη έκπληξη στον ακροατή, που νόμιζε ότι οι Neurosis είναι μια καλή, αλλά μονοδιάστατη μπάντα.

converGe Aimless Arrow

Κανείς δεν περιμένει από τους ηγέτες του hardcore κινήματος κάτι λιγότερο από έναν ακόμα κορυφαίο δίσκο. Το άλμπουμ Axe To Fall του 2009, έπεσε βαρύ πάνω στα κεφάλια μας και προσωπικά με έθεσαν σε στάση αναμονής για πιο εύπεπτο υλικό. Το πρώτο κομμάτι από το άλμπουμ All We Love We Leave Be-hind μας προετοιμάζει για κάτι τέτοιο, αλλά μην ξε-γελιέστε. Οι Converge δεν θα γίνουν ποτέ Parkway Drive.

PeriPhery Scarlet

Και εγένετο djent... όπως θα έλεγε και ο θεικός κιθα-ρίστας των Meshuggah, Fredrik Thordendal. Χρειά-στηκαν περίπου 10 χρόνια για να αποκωδικοποιη-θούν τα πεπραγμένα των Σουηδών, αλλά πλέον τα τέκνα τους καταφέρνουν να συνθέτουν χωρίς δεκανί-κια. Τεχνική μουσική για την μεγαλωμένη με Guitar Hero νεολαία, που εξασκεί το μυαλό κάτω από την φράντζα με απανωτά twists και turns, εξισώνοντας το core με το prog. Μπρος στον Bieber, τι΄ναι ο πόνος, λέω εγώ και συνεχίζω να κάνω νοητά skate...

METALdePhosPhorUs Starless

Από το άλμπουμ Graves Of The Archangels αλμπουμ των Dead Congragation είχα να νιώσω τόση «εθνι-κή» περηφάνια για την τοπική ακραία σκηνή. Αν και οι πολύ αξιόλογες ελληνικές κυκλοφορίες δεν λεί-πουν τα τελευταία χρόνια, το δεύτερο άλμπουμ των Dephosphorus, υπό τον τίτλο “Night Sky Transform”, κρύβει τον ήλιο. Grinding black metal για τολμη-ρούς, που αψηφά τα στεγανά των δύο σκηνών, συν-δυάζοντας την ταχύτητα με την ατμόσφαιρα. Το εν λόγω hit θα χορευτεί πολύ εφέτος.

saMothrace When We Emerged

Η ζωή κύκλους κάνει και έτσι, σχεδόν νομοτελειακά η αμερικανική doom-sludge σκηνή αριθμεί αρκετές κορυφαίες κυκλοφορίες τα τελευταία χρόνια. Η φε-τινή αποκάλυψη του άλμπουμ “Sorrow And Exctinc-tion” των Pallbearer βρίσκει άξιο συμπαραστάτη στους Samothrace και το δεύτερο πλήρες άλμπουμ τους, Reverence To Stone. Απαλλαγμένοι από το άγ-χος του ντεμπούτου (αν και το προ τετραετίας άλ-μπουμ Life’s Trade ήταν εξίσου καταπληκτικό), χτί-ζουν τον κολοσσιαίο ήχο τους, επιστρατεύοντας ακόμα πιο μεγαλειώδη riffs και απόκοσμα leads.

fLower KinGs Numbers

Μπορεί να το χαρακτηρίσεις τραβηγμένο από τα μαλλιά. Έχεις το δικαίωμα να χασμουρηθείς αρκετές φορές, μιας και διαρκεί πάνω από 25 λεπτά. Πιθανό-τατα θα το χλευάσεις ως ένα ακόμα prog έκτρωμα, χωρίς νόημα ύπαρξης. Το “Numbers” είναι το τρα-γούδι που όλοι θέλουν να μισούν. Η μουσική δυστυ-χώς έχει απομακρυνθεί πολύ από αυτό που πρέ-σβευαν κάποτε οι Yes και οι Genesis. Επειδή όμως η ζωή κύκλους κάνει, όπως είπαμε και πιο πάνω, οι Flower Kings και τα τεράστια τραγούδια τους κάποτε θα δικαιωθούν.

ΤηΣ ΛΕΝΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ACOuSTIC FOLK COuNTRYaGent a & oMae C'mon

Πιασάρικη folk-pop με εναλλαγές ακουστικού μέ-ρους και συνθετικών μερών, τις γνωστές φωνητικές αρμονίες, αλλά και τα drum machine beats σε ρόλο μπαλαντέρ. Θα μπορούσε άνετα να μπει στην ποπ/ροκ κατηγορία των downloads και μάλιστα κάτω από την πολυφορεμένη ταμπέλα της dream pop.

MUrder By death Lost River

Το indie-folk-rock κουιντέτο από την Indiana είναι μαζί από τις αρχές των ‘00s και βρίσκεται ήδη στο έκτο του άλμπουμ, από το οποίο ξεχωρίζουμε το “Lost River” που συγκεντρώνει στον υψηλότερο

βαθμό όλα εκείνα τα στοιχεία που τους κάνουν αγα-πητούς: Το διακριτικό συνδυασμό πιάνου και βιο-λιού, τις αιώνια πιασάρικες διφωνίες άνδρα-γυναί-κας (ιδιαίτερα αν ο πρώτος είναι βαρύτονος), την απαραίτητη θεατρικότητα και το λυτρωτικό indie-goth κρεσέντο. Τα έχουμε ακούσει ξανά και ξανά όλα μαζί, σε εκατομμύρια συνδυασμούς, αλλά δεν αρνούμαστε ποτέ τις καλοφτιαγμένες συνταγές.

MarK KnoPfLer Redbud Tree

Κέλτικη folk, blues και country είναι (αναμενόμενα) τα συστατικά του τελευταίου άλμπουμ του Mark Knopfler και το πανέμορφο “Redbud Tree” είναι η εναρκτήρια μελωδία του...

Band of horses Slow Cruel Hands Of Time

Δεν ήταν αριστούργημα σίγουρα το τελευταίο άλ-μπουμ των Band Of Horses, αλλά κατάφερε να έχει δύο εξαιρετικά single. To πρώτο ήταν το “Knock Knock” (σίγουρα στα καλύτερα κομμάτια της χρο-νιάς και προφανές highlight των συναυλιών τους), το δεύτερο τούτο εδώ το πιο προσγειωμένο, πιο 70s folk-pop κομμάτι, στο οποίο οι Fleet Foxes συνα-ντούν τον παππού Neil Young.

SOnIk | 4746 | R&B SOuLΤηΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

Το κομμάτι του μήναnosaJ thinG Eclipse/Blue feat. Kazu Makino (Blonde Redhead)Διαμαντάκι και πάλι από τον καλιφορνέζο electron-ica/hip-hop παραγωγό Nosaj Thing. Αν δεν έχετε τσεκάρει το πολύ καλό ντεμπούτο LP του με τίτλο “Drift”, κάντε το έστω και τώρα. Ο νέος του δίσκος θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 κι αυτό είναι το πρώτο δείγμα, που μας ανοίγει για τα καλά την όρεξη. Trippy, dark ήχος και τα γνωστά καθηλωτι-κά, αιθέρια φωνητικά από την Kazu Makino των Blonde Redhead που θα κάνουν το 10ιντσο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από την Innovative Leisure, πραγματικό απόκτημα για τα indietronica ακροατήρια. Και το “Eclipse/Blue” ένα από τα πιο παράξενα διαμαντάκια της χρονιάς. –Τ.Β.

ΤωΝ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

DANCE ELECTRONICAΤΑΣΟΥ ΒΟΓΙΑΤζΗ

ΔΙΟΝΥΣΗ ΛΙΓΝΟΥ

LUca c & BriGante feat. róisín MUrPhy Flash Of Light (Solomun Remix)

Deep house με απογειωτικά φωνητικά από τη Róisín Murphy – οι δε ατμοσφαιρικές εναλλαγές του δί-νουν μια σχεδόν επική διάσταση. Κυκλοφόρησε από τη Southern Fried και αναμένεται να ακουστεί πα-ντού... – Δ.Λ.

LaByrinth ear urchin

Διάσπαρτα samples, παραμορφωμένα, πολυεπίπεδα αγγελικά φωνητικά, υπνωτικά, dark σύνθια, στο γνω-στό στυλ των Chromatics και του Drive που μας αρέσει. Μετά το EP Apparitions που κυκλοφόρησαν μέσα στη χρονιά, ετοιμαζόμαστε για το ολοκληρωμένο άλμπουμ τους, κι αυτό εδώ το dark synthpop κομμάτι των Λον-δρέζων αποτελεί μια καλή υπόσχεση. – Σ.Α.

soUthern shores New Love

Σε μόνιμο vacation mode είναι οι Southern Shores – η μουσική τους παίρνει συχνά την ταμπέλα της paradise pop. Μοχίτο, παραλία, ξεγνοιασιά, ψευτο-φλάουτα και synths σε 90s mid-tempo βάση (αλά Deep Forest - τους θυμάστε;), αυτό που λέμε balearic ατμόσφαιρα. Καμία σχέση δηλαδή με τον χειμώνα, αλλά κρατήστε το σε μια καβάντζα για το επερχόμε-νο καλοκαίρι. – Τ.Β.

eL Perro deL Mar Walk On By

Πολύ κοντά ηχητικά στο “Only Love Can Break Your Heart” από την εκτέλεση των Saint Etienne και στο mid-tempo vibe του τέλους των 80s και των αρχών των 90s, με αργά breakbeats και chill ατμόσφαιρα, ενώ κάπου στο βάθος ακούγεται και ένα “Like a soul without a mind / In a body without a heart / I'm miss-ing every part”... Το καλύτερο μέχρι τώρα τραγούδι της Sarah Assbring, η οποια κυκλοφορεί το άλμπουμ της με τίτλο Pale Fire αυτές τις μέρες. – Τ.Β.

trUst Divine

Από το νέο EP των Καναδών, βασισμένο στο κομμάτι “Dressed for Space” από το ντεμπούτο άλμπουμ τους TRST. Το electro-goth ξέσπασμα στο έρχεται στο 3ο λεπτό και κάτι μας λέει ότι χωράνε καλά dance remix στην ήδη χορευτική βάση του. – Σ.Α.

saM fLaX Child of Glass

Πολυοργανίστας από Καλιφόρνια μεριά, που κυκλο-φόρησε το ντεμπούτο του σε κασέτα που εξαντλή-θηκε. Χιπστερικό, θα πουν κάποιοι, όσο δεν πάει. Δε νομίζω να το αρνείται, αλλά έχει πολύ δυνατά κομ-μάτια για να αποδείξει το λόγο ύπαρξής του, τώρα που η κασέτα επανακυκλοφορεί σε βινύλιο και αρχί-

ζει να δίνει τα κομμάτια του και σε ψηφιακή μορφή. Pop weirdo που καταριέται τον εαυτό του που δεν έδρασε στα 80s, αλλά με πολλή δουλειά στην παρα-γωγή και τις απαραίτητες πειραματικές τάσεις, ο Sam Flax δεν μένει απλώς σε μια στεγνή lo-fi disco, αλλά προσθέτει μια μοναδική ψυχεδελική αίσθηση, εξελίσσει το κομμάτι μέχρι να τελειώσει και κάνει και τους πιο δύσπιστους να εθιστούν στο μοναδικό του μίγμα. – Τ.Β.

andy stott Numb

Όχι η προφανής electronica επιλογή το κομμάτι. Ο βετεράνος βρετανός παραγωγός Andy Stott, βέβαια, μας έχει συνηθίσει σε κομμάτια που νομίζεις ότι ακούς από τον πάτο της θάλασσας και το πρώτο κομ-μάτι από το νέο του άλμπουμ (με τίτλο Luxury Problems) δεν είναι εξαίρεση: το techno beat μοιά-ζει με χτύπο καρδιάς και η (αλά Sade, πειραγμένη) φωνή με βαθιά αναπνοή διαρκείας. – Σ.Α.

nefertt Blue Skies Red Soil

Όσο φανκάτο και κεφάτο μπορεί να είναι ένα track με sample από το “Groove Is In The Heart” των Deee-Lite. Από το ομώνυμο EP των δύο παραγωγών που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο. – Δ.Λ.

rihanna Diamonds

Καθόλου άσχημη η κλασική R&B επιστροφή με το Diamonds, με τη βοήθεια των hit-makers Stargate και Benny Blanco. Της πάει πολύ περισσότερο από τις dance-pop απόπειρές της...

anGie stone I Can't Take It

Με διαφορά το πιο πιασάρικο και πιο Motown-ίζον κομμάτι του νέου άλμπουμ της. Εθιστική, μελωδική, αλλά και παράλληλα funky neo-soul (σηκώνει πολλά remix), στα πρότυπα του “Wish I Didn't Miss You”.

rhye The Fall

Μέσα στη χρονιά κυκλοφόρησαν ένα εξαιρετικό, sexy ντεμπούτο EP με τίτλο “Open” που πρέπει να αναζητή-σουν οι fans του ήχου της Sade. Κι ενώ εξαφανίστηκαν για κάποιο διάστημα, εμφανίστηκαν ξαφνικά με νέο single μέσα στον Οκτώβριο, στο ίδιο κλίμα. Οι Rhye είναι από το Los Angeles, παίζουν soul-pop αέρινη, soft, jazzy, αλλά με ελαφρώς funky ρυθμό και διακριτι-κά έγχορδα. Μοναδικός, λοιπόν, ο συνδυασμός του “The Fall” για βραδινές ακροάσεις. Το ντεμπούτο άλ-μπουμ τους έρχεται το Φεβρουάριο του 2013.

wiz KhaLifa & the weeKnd Remember You

Μιας και λείπει ο Michael Jackson, ο Weeknd προ-σφέρεται ως το πιο ζωντανό sample του, κι ο Wiz

Khalifa όχι μόνο τον επιλέγει για πρωταγωνιστή του πρώτου single από το επερχόμενο νέο άλμπουμ του (ο δίσκος, με τίτλο O.N.I.F.C., κυκλοφορεί στις 4 Δε-κεμβρίου), αλλά του αφήνει άπλετο χώρο για να δρά-σει, σ' αυτό το ενδιαφέρον, dark R&B κομμάτι.

Jai PaUL Jasmine (demo)

Το κομμάτι δεν είναι νέο, αλλά θα ήταν κρίμα να κλείσει η χρονιά, χωρίς να το συμπεριλάβουμε στα download μας. Έχοντας υπογράψει στην XL, o Λον-δρέζος τραγουδιστής και παραγωγός με το falsetto, την κολλητική funk κιθάρα, το hand-clap beat και τον D'Angelo x Daft Punk ήχο, παράγει φρέσκο electro-R&B, ένα μοναδικό ήχο που κάνει πολύ κό-σμο να αναζητεί την πλήρη κυκλοφορία. Εκείνος όμως πάει με τους ρυθμούς του και... ουδέν νεώτε-ρον από τότε.

SOnIk | 4948 |

ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΛΙΓΝΟΥHIP HOP

Pharoahe Monch Damage

Εκρηκτικό πρώτο single από το πολυαναμενόμενο άλμπουμ PTSD (Post-Traumatic Stress Disorder), σε (εξαιρετική) παραγωγή Lee Stone και κοφτερούς στίχους για τη μάστιγα των ομαδικών δολοφονιών και την αύξηση της ένοπλης βίας στις Ηνωμένες Πο-λιτείες. Βρώμικο, φασαριόζικο, αγχωτικό, με ξεση-κωτικά πνευστά και με τη μοναδική δύναμη του λό-γου: Fuck a stray bullet, I take aim when the gun draws / For ever lasting fame I will maim those who change the gun laws...

ΤηΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΠΡΕΚΑ

WORLD

Mary haLvorson QUintet Sinks When She Rounds The Bend

Το μακρόσυρτο ακόρντο της κιθάρας της Halvorson στην αρχή και τα γαλήνια φυσήματα σε τρομπέτα και σαξόφωνο που το συνοδεύουν, σίγουρα δεν προμη-νύουν την κατάληξη: ένα σχεδόν no wave ξέσπασμα το οποίο οδηγεί σε οξείς free jazz στροβιλισμούς. Παρόλα αυτά, η συνθέτρια όσο καλά γνωρίζει να ονειροπολεί, άλλο τόσο γνωρίζει και να αγριεύει, χτί-ζοντας την ένταση με ιδιαίτερη μαεστρία. Και με το όλον του δίσκου της (Bending Bridges), αποδεικνύει πως ορθά λογαριάζεται ως αναδυόμενη αστέρας της πολυδιάστατης σκηνής της Ανατολικής Ακτής.

freddie GiBBs feat. dana wiLLiaMs The Hard

Ενδιαφέρον street, gangsta shit, με sample από το “Don’t Ask My Neighbors” των Emotions, Roots-ίζον ήχο και τα smooth φωνητικά της Dana Williams.

KiLLer MiKe feat. chaMiLLionaire & eMiLy Panic Anywhere But Here Remix

Η προσθήκη του Chamillionaire μας δινει την ευκαι-ρία να θυμηθούμε ένα από τα κομμάτια της χρονιάς

(θα το βρείτε στο άλμπουμ R.A.P. Music του Killer Mike που κυκλοφόρησε το Μάιο).

KendricK LaMar Art Of Peer Pressure

Τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα έχει κυκλοφορήσει το ντεμπούτο άλμπουμ του 25χρονου Kendrick Lamar, με τίτλο good kid, m.A.A.d. city, από το οποίο προέρχεται αυτό το φανταστικό single σε παραγωγή Dr Dre (ναι, είναι ο νέος προστατευόμε-νός του) και με εμφανές άρωμα από “Alberto Balsalm” (Aphex Twin).

Johnathan BLaKe Time To Kill

Ευθυγραμμισμένο με τις τρέχουσες συνθετικές νόρ-μες μιας μουσικής φόρμας που συνδέει την τζαζ πα-ράδοση με το αντίστοιχο παρόν, το Time To Kill του νεαρού ντράμερ Johnathan Blake μάλλον δεν διεκδι-κεί ιδιαίτερες δάφνες πρωτοτυπίας. Με τον αέρινο ρυθμό που του χαρίζει όμως ο Blake, την ιδιαίτερη πιανιστική λογική του Robert Glasper και τις όμορφες ερμηνείες των Tom Harrell και Jaleel Shaw σε τρομπέ-τα και άλτο σαξόφωνο αντιστοίχως, κερδίζει με άνε-ση το στοίχημα από άποψη αισθητικής επάρκειας.

yUri honinG acoUstic QUartet Paper Bag

Φέρνοντας στα μέτρα του την ομώνυμη σύνθεση των Goldfrapp, το ακουστικό κουαρτέτο του σαξοφωνίστα

Yuri Honing, φτιάχνει ένα εξάλεπτο κομψής και μο-ντέρνας τζαζ. Διακριτικό και σκοτεινό το “Paper Bag” του Honing, καλύπτει την έλλειψη της φωνής της Ali-son με την πλήρη συναισθηματική του ωρίμανση.

avishai cohen with nitai hershKovits Soof

Γραμμένο από τον ισραηλινό κοντραμπασίστα Avis-hai Cohen και προερχόμενο από την συνεργασία του με τον νεαρό πιανίστα Nitai Hershkovits, το “Soof” βουτάει από το πρώτο του δευτερόλεπτο στον λυρι-σμό. Οι συνδέσεις με μία σύγχρονη έννοια του κλα-σικισμού είναι εμφανείς, ενώ η γεμάτη ζωτικότητα σχέση μεταξύ των μουσικών, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τον εύθραυστο συναισθηματισμό και την περιπετειώδη φύση του κειμένου.

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΥΛΙΟΥΥJAzz

zani diaBate & Les heritiers Soubagaya

Αν και αποτελεί ένα από τα κύκνεια άσματα του λιγό-τερο αναγνωρισμένου κιθαρίστα της επιφανούς μουσικής οικογένειας, στέκεται ως πυγολαμπίδα φωτός από γενιά σε γενιά. Οι παραδοσιακές χαρα-μάδες αποκτούν μια γλυκιά γεύση, ίσως ενίοτε επι-φορτισμένη και με την απροσδόκητη απώλεια του καλλιτέχνη. Είναι από εκείνες τις στιγμές που η μου-σικότητα είναι τόσο…απλή!

Lo’ Jo La Marsellaise En Creole

Mετά από 30 χρόνια και 13 δίσκους, η γαλλική μπάντα καλείται να «αναζητήσει» τη δική της πολυπολιτισμι-

κή γαλλική ταυτότητα. Το βαθύ dub υπόστρωμα – ηχώ των ντραμς, μαζί με τις εκλεπτυσμένες αλγερινές φωνές των αδελφών Yamina και Nadia Nid El Mourid, προσφέρουν μια διαφορετική ματιά στην ακριβοθώ-ρητη “Marsellaise” που οφείλει να ακουστεί.

Kristi stasinoPoULoU & stathis KaLyviotis Matia san kai ta dika sou

Η sample-αναγγελία του καπετάνιου για το καράβι που είναι έτοιμο να σαλπάρει δίνει το πρόσταγμα για το δικό μας νοσταλγικό και συνάμα τρυφερό «βλέμ-μα» στα κυκλαδίτικα τοπία. Το ελληνικό δίδυμο με τις βραβευμένες, μάλιστα, πολυπολιτισμικές περγα-μηνές αποτίει φόρο τιμής στα δικά του εσωτερικά «ταξίδια» που είναι γεμάτα από αναπνοές, σιωπές, χαμόγελα και ήχους.

teraKaft Aima Ymaima

Βαδίζοντας στα χνάρια των μεγαλύτερων Τουαρέγκ εξαδέλφων τους, έρχονται να μας δώσουν μια πιο «ανεβαστική» αφήγηση της ζωής στην έρημο. Οι «ελικοειδείς» κιθαριστικές τους σταγόνες, τα «χω-μάτινα» φωνητικά και τα δυναμικά χειροκροτήματα στήνουν ένα μουσικό καραβάνι που δεν θες να το χορτάσεις. Ό,τι και να σημαίνει “Aima Ymaima”, εμείς το αγαπήσαμε κι όλας.

SOnIk | 51PROGRESSIVE

REVIEWSΑριστουργηματικό: Υποψήφιο για καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς: Εξαιρετικό: Πολύ καλό:

Καλό: Μέτριο: Αδιάφορο: Κακό: Πολύ Κακό:

50 |

ΧΑΡΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΔΗΣ Οι Muse είναι από τις μπάντες που εξέπληξαν με την εξέλιξή τους και δικαίως κατέλαβαν θέση περίοπτη στο σύγχρονο, πλανητικών διαστά-σεων, ροκ. Στο 2nd Law επιχειρούν να κρατήσουν αυτό το μομέντουμ για τρίτο σερί δίσκο, ενώ όμως τους δικαιώνει η παραδοσιακά «δύσκο-λη» για το ευρωπαϊκό ροκ αμερικάνικη αγορά, την ίδια στιγμή το άλ-μπουμ δείχνει να μην αρέσει σε πολλούς από όσους τους ακολουθούν πιστά μετά το Black Holes And Revelations. Και σε πρώτη ακρόαση πράγματι απογοητεύει: βρίσκει τους Βρετανούς να ανακατεύουν τόσες πολλές επιρροές ώστε βγαίνει τελικά ένας ήχος που μπερδεύει, ο οποί-ος όμως σου ορμάει με τη φόρα χολιγουντιανού blockbuster, επιδιώκο-ντας να σε καθηλώσει με την τεχνική και τα εφέ του. Μένεις έτσι και αποσβολωμένος και εντυπωσιασμένος και απογοητευμένος μαζί κι αυτό είναι ένα κοκτέιλ που δεν σε κάνει εύκολα να πας σε επόμενη ακρόαση. Θα πω ωστόσο ότι, αν το κατορθώσεις και φανείς πιο έτοι-μος, θα βρεις έναν δίσκο πιο καλό από όσο φαίνεται. Ο οποίος προσπα-θεί (και εν πολλοίς επιτυγχάνει) να χαράξει πορεία σε ένα πολυσυλλε-κτικό, ανακατωμένο σήμερα με πλοηγό τους Queen – το πιο πολυσχι-δές δηλαδή και στιλιστικά ανένταχτο σχήμα του ροκ παρελθόντος.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΠΙΝΤζΗΣ Και κάπου εδώ ολοκληρώνεται ο κύκλος των καταπληκτικών (Showbiz, Origin Of Symmetry, Absolution) ή αξιόλογων (Hullabaloo Soundtrck, Black Holes and Revelations, The Resistance) κυκλοφοριών για το αγαπημένο τέκνο της βρετανικής pop/indie/prog σκηνής. Οι Muse επέλεξαν να ασχοληθούν ακόμα περισσότερο με τις έντονες, όπως συνηθίζουν να τις χαρακτηρίζουν ειδικοί και μη, επιρροές τους και δυ-στυχώς έχασαν τον δρόμο τους. Η επιλογή τους να ροκάρουν λιγότερο από την διάθεση τους για πειραματισμό και επιτηδευμένη αλλαγή, δεί-χνει περίτρανα την πτωτική πορεία τους, όσον αφορά την διαδικασία της σύνθεσης. Ο Bellamy ακροβατεί στα όρια της παράνομης χρήσης θεμάτων από τους Queen, τους U2, τους Radiohead, τον Mike Oldfield ή ακόμα και τον Skrillex, γεγονός που ενώ ήδη συνέβαινε στο παρελ-θόν, αυτή την φορά είναι πιο έντονο από ποτέ. Δεν θεωρώ υπερβολική την διαπίστωση, ότι η πιο αυθεντική στιγμή του αλμπουμ είναι η αυτο-βιογραφική σύνθεση “Liquid State” του μπασίστα Wolstenholme, που πραγματεύεται το πρόβλημα αλκοολισμού που είχε. Κατά τ’ άλλα, το “Survival” που πρωτακούσαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδί-νου, «επιζεί» μέσα στην γενική μετριότητα, ενώ το “Supremacy”, που έπαιξε γερά για να αποτελέσει το τραγούδι τίτλων της νέας James Bond ταινίας “Skyfall”, ευτυχώς δεν επιλέχθηκε. Στον αντίποδα, οι δύο μακράν πιο αντιεμπορικές συνθέσεις του αλμπουμ κρύβουν το καλό πρόσωπο των Βρετανών: το περιπετειώδες “Animals” θυμίζει τους ευ-φυείς Muse του “Black Holes...” και το instrumental “The 2nd Law: Isolated System” που ολοκληρώνει τον δίσκο ιεροτελεστιακά, μας υπενθυμίζουν το ταλέντο του Bellamy να δανείζεται, πολλά, μικρά συ-στατικά και να τα εντάσσει με έξυπνο τρόπο στην μουσική του. Ας ελ-πίσουμε, βέβαια, να το πράξει με μεγαλύτερη επιτυχία στο επόμενο αλμπουμ και το “The 2nd Law” να μην αποτελέσει την ταφόπλακα της έμπνευσης του. Γιατί, τότε, η πτώση θα είναι πιο φαντασμαγορική και από αυτή του Felix Baumgartner από την στρατόσφαιρα της Γης.

MUse The 2nd Lawhelium3/warner

Δύο συντάκτες του sonik αποφαίνονται για τη σημαντικότερη κυκλοφορία του μήνατο άλμΠουμ του μΗνά

affectorHarmagedonInside Out

Τι πρόκειται, άραγε, να συμβεί εάν όντως ο κόσμος καταστραφεί τον προσεχή Δεκέμβρη, κατά τη γνωστή προφητεία των Μάγιας; Στο ερώτημα αυτό προσπαθούν να απαντήσουν οι Γερμανοί Affector, υιοθετώντας μια άκρως ενδιαφέρουσα, θρησκευτική προσέγγιση. Ακόμα πιο αξιόλογη κρίνεται η μουσική τους, όπως μας την παρουσιάζουν στο ντεμπούτο τους, “Harmagedon”. Metal προοδευτικού χαρακτήρα που ενδείκνυται για φίλους των Symphony X και των Shadow Gallery. Οι οκτώ σκληρές και τεχνικές συνθέσεις παραμένουν καθόλη την διάρκεια προσηλωμένες στα πρότυπα του αμερικανικού prog metal ήχου των

90’s και στηρίζονται ξεκάθαρα στο ταλέντο του χαρισματικού κιθαρίστα Daniel Fries, που ηγείται του γκρουπ. Η νεανική έμπνευση και ορμή που βγάζει στα riffs, παράλληλα με τις συμμετοχές των ζωντανών θρύλων Jordan Rudess, Derek Sherinian και Neal Morse σε κάποια εξαίρετα solo στα πλήκτρα, εκτινάσσουν στα ύψη την καλλιτεχνική αρτιότητα του δίσκου. Δυστυχώς στις μέρες μας, σπανίζουν δίσκοι ανάλογου ύφους, μιας και το metal έχει στρέψει αλλού το ενδιαφέρον του. Η φετινή χρονιά, όμως, αποδεικνύει ότι η ανομβρία των ‘00s φτάνει σιγά σιγά στο τέλος της. — Πάνος Παπαπανάγου

asiaXXX

Frontiers Records

Χωρίς, βέβαια, να τίθεται θέμα σύγκρισης με το ιστορικό, ομώνυμο αλμπουμ του 1982, οι Asia με το φετινό άλμπουμ τους επιτυγχάνουν να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον μας για την AOR μουσικη, όπως είχαν κάνει και οι Journey με το περσινό Eclipse. Το συνθετικό δίδυμο των Wetton/Downes, ακολουθώντας πιστά την συνταγή των εύπεπτων rock συνθέσεων που οι ίδιοι συνεπίγραψαν, προσφέρει αυτό που ακριβώς περιμένουμε από ένα γκρουπ που ποτέ δεν το χαρακτήρισε πρωτοτυπία. Άλλωστε, με τον διακοσμητικό ρολο των Carl Palmer και Steve Howe στον συνθετικό τομέα, δεν ελπίζαμε σε προοδευτικές εκλάμψεις. Αντί αυτού όμως, ο Downes στα keyboards αποδεικνύει, και μετά την υπέροχη δουλειά που έκανε στο περσινό άλμπουμ Fly From Here των Yes, ότι συνεχίζει να είναι ένας από τους πιο λυρικούς παίχτες της ηλικίας του, αν και θεωρείται, πλέον, ξεπερασμένος. Μάλιστα στα “I Know How You Feel”, “Νο Religion” και “Reno”, οι original Asia (όπως οι ίδιοι προσφωνούν το γκρουπ τους) επανακτούν αρκετή από την χαμένη λάμψη τους. Δυστυχώς ή ευτυχώς ο χρόνος τους προσπέρασε... — Αλέξανδρος Τοπιντζής

BaronessYellow and GreenRelapse Records

Προβλέποντας ότι το άλμπουμ Blue των Baroness θα αποτελέσει τον προπομπό μιας λαμπρής καριέρας, σε συνδυασμό με την εξέλιξη της «προχώ» σκληρής μουσικής τους πρότασης, μάλλον η κατεύθυνση της Yellow/Green διλογίας αφήνει μετέωρο τον παραπάνω χρησμό. Old-fashioned μουσική που ακουμπά την γέρικη πλάτη του τόσο στο prog όσο και στο classic rock, χωρίς να στερείται ταυτότητας αλλά και χωρίς να γίνεται επικίνδυνη. Με φωτεινές

εξαιρέσεις τα “The Line Between” και “March To The Sea”, που θυμίζουν αρκετά το λαμπρό κοντινό παρελθόν, οι Αμερικανοί δοκιμάζουν νέες πορείες στην μουσική τους, αντλώντας έμπνευση από σύγχρονα indie groups που κάνουν γκελ τα τελευταία χρονια. Με προσανατολισμό στην αμεσότητα και την απλότητα η μουσική των Yellow/Green διαθέτει την ποιότητα να εισβάλει σε περισσότερα σπίτια. Hits όπως τα “Cocainium”, “Eula” και “Take My Bones Away” δεν γράφονται κάθε μέρα και οι Baroness δείχνουν να γνωρίζουν να παίζουν καλά το παιχνίδι της ψυχαγωγικής, ψευτοκουλτουρέ rock μουσικής. Ακόμα και το εξαίσιο packaging βοηθά στο να τους πιστέψετε για τις αγνές τους προθέσεις... — Αλέξανδρος Τοπιντζής

headsPaceI Am AnonymousInside Out

Τολμώ να χαρακτηρίσω, πρόωρα, το I Am Anonymous των φρεσκο-ιδρυθέντων Headspace ως τον καλύτερο, progressive δίσκο της χρονιάς. Οι Βρετανοί, σε αυτό το μοναδικό ντεμπούτο, ενώ δεν προσπαθούν να κάνουν τίποτα το εξαιρετικά πρωτότυπο, επιστρέφουν στην αλφαβήτα του σκληρού προοδευτικού ήχου. Όσοι λατρεύουν τα Scenes from a Memory και A Train of Thought των Dream Theater, εδώ θα βρουν πολύ υλικό να τους απασχολήσει για καιρό. Υλικό που ετοίμασαν με απόλυτο σεβασμό στον πολύπαθο prog χώρο αλλά και με ισχυρή δόση ταλέντου και ευφυίας. Ιθύνων νους των Headspace είναι ο κιμπορντίστας Adam Wakeman (γιός του θρυλικού Rick Wakeman) – παρέα με τον χαρισματικό Damian Wilson στα φωνητικά έχουν καταφέρει να χρωματίσουν με θείες μελωδίες τους απαιτητικούς στίχους του άλμπουμ, που καταπιάνονται αποκλειστικά με υπαρκτές, σύγχρονες συγκρούσεις. Αν

Μήνας “progressive”: Με αφορμή την επιστροφή των Muse και την πληθώρα prog κυκλοφοριών, αφιερώνουμε αυτό το μήνα τις δύο πρώτες μας σελίδες αποκλειστικά σ’ αυτές...

echoLyn EcholynSelf Released

Το νεότερο μέλος της δισκογραφί-ας των αμερικανών progsters δεν διαφοροποιείται από το ομώνυμο ντεμπούτο του μακρινού 1991 – μονάχα στο πρώτο, μικρό γράμμα. Τα χρόνια φαίνεται να λειτουργούν ευεργετικά, μιας και οι Echolyn κυ-κλοφορούν φέτος ένα από τα κα-

λύτερα άλμπουμ προοδευτικής ροκ μουσικής. Ανάμεσα στην neo-prog φρεσκά-δα που εχει παρουσιαστεί πρόσφατα τις Η.Π.Α και στην αειθαλή βρετανική σκηνή των 70’s, το γκρουπ ισσοροπεί άψογα τον ήχο του, προσδίδοντας στα τραγούδια ξεχωριστό χαρακτήρα. Άλλοτε πιο bluesy (“Past Gravity”), άλλοτε πιο proggy (“Island”, “Some Memorial”), τη μια με συμφωνικά περάσματα (“Locust To Bethlehem”, “Lampblack”), την άλλη με indie επιπλοκές (“Headright”), το άλ-μπουμ ξεχειλίζει λεπτομερειών που λατρεύουν οι θιασώτες του ήχου. Δεν μπορώ να φανταστώ πού θα μπορούσε να φτάσει αυτό το καταπληκτικό γκρουπ, εάν οι μουσικοί που το απαρτίζουν δεν ήταν «ερασιτέχνες»... Το άλμπουμ σίγουρα θα βρει τον δρόμο του στο πάνθεον, αλλά οι δημιουργοί θα παραμείνουν άσημοι. — Αλέξανδρος Τοπιντζής

TO άλμΠουμ του μΗνά

SOnIk | 5352 | REVIEwS | PROGReSSive POP ROCK

swansThe SeerYoung God

Δεν είναι η δίωρη διάρκεια, δεν είναι η Jarboe, ούτε είναι η απόκοσμη μυστα-γωγία που καθιστά το The Seer έναν δίσκο που σοκάρει. Δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς δίσκος των Swans που να μην σοκάρει και δεν υπάρχει πτυχή των Swans που να μην εκπροσωπείται εδώ. Μέσα σ’ αυτήν τη δίωρη στοιχειωμέ-νη κατήχηση του Michael Gira, η οποία τυγχάνει να αποτελεί και τον πληρέ-στερο δίσκο της πορείας του, ο χειρότερος εφιάλτης προδιαγράφεται εξίσου με την ωραιότερη φαντασίωση. Η εκλεκτικότητα που διατρέχει το The Seer

αναδεικνύεται όχι εύκολα διαχειρίσιμη, παρά το γεγονός ότι ως δίσκος φανερά διαθέτει ηχητική διεισδυτικότητα. Μου-σικά μπορεί να θεωρηθεί μέχρι και ότι «λαϊκίζει» (με την συμμετοχή, για παράδειγμα, της Karen ‘O στα φωνητικά του “Song For A Warrior”), αν και δύσκολα μπορεί να αποδοθεί «λαϊκισμός» σε ένα άκουσμα που καταλήγει τόσο ενοχλητι-κά διαπεραστικό. Ένα άκουσμα διορατικό που με διαφορετική οπτική σε κάθε μια από τις πλευρές του The Seer ανακινεί συναισθήματα και φοβίες και μέσα από την αναμέτρησή τους δίνει μια προσεκτική, ακροθιγή περιγραφή των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης. — Κάλλια Κακαλέτρη

TO άλμΠουμ του μΗνά

συνυπολογίσουμε την υποδειγματική παραγωγή αλλά και την συμμετοχή στο μπάσο, ενός από τους καλύτερους session, βρετανούς μουσικούς (Lee Pomeroy), τότε με σιγουριά δηλώνω ότι έχουμε στα χέρια μας μια σπουδαία δουλειά από ένα γκρουπ που έχει όλα τα εφόδια για να αφήσει εποχή. — Πάνος Παπαπανάγου

steve hoGarth / steve BarBieriNot The Weapon But The Handkscope Music

Παράλληλα με την συνεργασία των Akerfeldt – Wilson και χωρίς τα φώτα της δημοσιότητας να είναι στραμμένα πάνω τους, οι Hogarth (Marillion) και Barbieri (Porcupine Tree), απαλλαγμένοι από την πίεση και το άγχος των συγκροτημάτων τους, συνέθεσαν μουσική πολύ κοντά στην καρδιά και το μυαλό των φίλων του Brian Eno, των Japan, αλλα και της γενικότερης ambient σκηνής. Με το εναρκτήριο “Red Kite” να κλέβει τις εντυπώσεις (ως η πιο «συναισθηματικά» δύσπεπτη σύνθεση) και το “Only Love Will Make You Free” να θυμίζει έντονα τους

μελαγχολικούς Marillion των 00’s, φαίνεται ότι συνολικά στο Not The Weapon But The Hand οι δύο μουσικοί επιλέγουν να προσεγγίζουν την μουσική από την σκοτεινή πλευρά της. Και πολύ επιτυχημένα πράττουν, μιας και η συναισθηματική φόρτιση που προσφέρουν οι συνθέσεις είναι αναντίστοιχη των ελάχιστων ηχητικών εξάρσεων που περιλαμβάνουν. Εκλεπτυσμένα πληκτρα και ψίθυροι αρκούν για να στηθεί ένα από τα καλύτερα art rock αλμπουμς της χρονιάς που διανύουμε. — Αλέξανδρος Τοπιντζής

it BitesMap Of The Pastcentury Media

Συνήθως όταν έχεις τα πόδια σου σε δύο βάρκες, δεν αργεί η στιγμή που θα βραχείς. Αλλά για τον John Mitchell, κοινό mastermind των Arena αλλά και των It Bites, φαίνεται οτι η ταυτόχρονη ενασχόληση του με δύο groups, τον έχει αναζωογονήσει. Προσπερνώντας την φευγαλέα αίσθηση ότι πλέον, με δυσκολία, διαχωρίζει το υλικό που προωρίζει για το καθένα από τα γκρουπς του, οι It

Bites με το άλμπουμ Map Of The Past ξεπερνούν τις προσδοκίες των φίλων του βρετανικού προοδευτικού ήχου. Με βάση ένα ρομαντικό concept γύρω από μια παλιά, ξεχασμένη φωτογραφία, η μουσική ξεδιπλώνεται με απλότητα, χωρίς να καταφεύγει σε τεχνικά περάσματα ή να θυσιάζει την ατμόσφαιρα που χτίζουν μαεστρικά τα πλήκτρα του John Beck. Μια μίξη της λυρικότητας των Genesis, της μεγαλοπρέπειας των Queen και της pop αμεσότητας των Police, σε συνδυασμό με το «περίεργο» παρελθόν του γκρουπ στα 80s (όσοι... τολμηροί τσεκάρετε το bizzare prog-pop-disco-funk ντεμπούτο The Big Lad In The Windmill) θα μπορούσε να περιγράψει αρκετά το πως ηχούν οι It Bites στο καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους. — Αλέξανδρος Τοπιντζής

tin sPiritsWired To Earthcherry Red Records

Προερχόμενοι από τo Swindon της Βρετανία, οι Tin Spirits αποτελούν μια από τις πιο φρέσκες και ανερχόμενες προτάσεις για το κλασικό prog rock. Αν και το ντεμπούτο άλμπουμ τους ξεκινά με το ορχηστρικό “Glimmer” που αποπνέει μια έντονη φλοϋδική ατμόσφαιρα, ο υπόλοιπος δίσκος κινείται περισσότερο στους ηχητικούς δρόμους των Genesis και μοιραία των Marillion. Τόσο έντονα, μάλιστα, που η διασκευή τους στο “Back In N.Y.C” των Genesis θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί δική τους σύνθεση. Πρόκειται για μια πολύ ευχάριστη και ανάλαφρη, αλλά και ταυτόχρονα μελαγχολική δουλειά, με την χροιά του τραγουδιστή τους να θυμίζει αρκετά τον Kurt Cobain και το κιθαρίστα τους να κερδίζει τις εντυπώσεις σε αρκετά σημεία με το ελαφρώς bluesy παίξιμό του. Οι Tin Spirits δεν ανακαλύπτουν εκ νέου τον τροχό, το ντεμπούτο τους φανερώνει ένα συγκρότημα-παρέα που τρέφει αγάπη για το prog, αλλά οι καλές εντυπώσεις που αφήνουν δίνουν υποσχέσεις για μια ακόμα καλύτερη συνέχεια. — Πάνος Παπαπανάγου

threshoLdMarch Of Progressnuclear Blast

Έναν μόλις χρόνο νωρίτερα, τον περασμένο Αύγουστο, το μέλλον έμοιαζε κάτι περισσότερο από δυσοίωνο για τους Threshold. Έχοντας πέντε χρόνια να κυκλοφορήσουν καινούρια δουλειά, ο τραγικός θάνατος του επί δέκα χρόνια τραγουδιστή τους, Andrew McDermott, έδειχνε να αποτελεί ταφόπλακα για μια από τις πιο αξιοπρεπείς και συνεπείς μπάντες στο χώρο του προοδευτικού μέταλ. Να όμως που η ιστορία εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά. Η επιστροφή του Damian Wilson στο group που τον ανέδειξε, αποδεικνύεται απόλυτα επιτυχημένη μιας και ήταν πάντοτε κοινό μυστικό ότι υπερείχε τόσο τεχνικά, όσο και εκφραστικά του αδικοχαμένου “Mac”. Στο άλμπουμ “March of Progress” συναντάμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιέρωσαν τους Βρετανούς στις συνειδήσεις των φίλων του progressive: τα μεταλλικά riffs, αλλά και τις βελούδινες μελωδίες που γεννούν οι κιθάρες του Karl Groom, το βιρτουόζικο αλλά επουδενί υπερβολικό παίξιμο σε όλα τα όργανα, ενώ να μην ξεχνάμε και την αξιοπρόσεχτη στιχουργική προσσέγγιση θεμάτων όπως η εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής. Το εξαιρετικά πιασάρικο “Ashes” σημαίνει την έναρξη του μαγικά μελωδικού ταξιδιού που επιφυλλάσουν οι υπόλοιπες συνθέσεις. Η κορύφώση στο σκληρό “Don’t Look Back”, με το σπουδαίο ρεφρέν του, αλλά και το δεκάλεπτο “The Rubicon”, με το πανέμορφο σόλο του, είναι μονάχα δύο από τα highlights που ο καθένας θα ανακαλύψει. Οι φίλοι του progressive σκληρού ήχου θα έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ευτυχισμένοι με αυτήν εδώ την κυκλοφορία. Καθόλου τυχαίο και το γεγονός ότι κύριος Wilson έχει βάλει την υπογραφή του και σε ένα δεύτερο αριστούργημα (Headspace - I Am Anonymous), μέσα στην ίδια χρονιά! — Πάνος Παπαπανάγου

BARONESS: «άυτή τη φορά ακολουθήσαμε μια πιο “γραμμική” προσέγγιση»«Αυτή τη φορά θέλαμε να κάνουμε κάτι το εντελώς διαφορετικό, με αποτέλε-σμα να γράψουμε πάρα πολλές συνθέσεις, που ίσως να χώραγαν όχι μόνο σε δύο αλλά και τρία albums. Ήταν μια τρομακτικά δημιουργική διαδικασία που μας οδήγησε στο να δούμε την μουσική μας από μια άλλη πλευρά και να εξε-ρευνήσουμε διάφορα στυλ, άσχετα με το παρελθόν μας. Θέλαμε επίσης να δώσουμε βάρος στα φωνητικά και στην δομή των κομματιών. Στα προηγούμε-να άλμπουμ μας βάζαμε στη σειρά τα riff που είχαμε, με αποτέλεσμα τα κομ-μάτια να ακούγονται πιο progressive, πιο περίτεχνα. Αυτή τη φορά, όμως, ακολουθήσαμε μια πιο «γραμμική» προσέγγιση. Αρχικά αποφασίζαμε για τις φωνητικές μελωδίες και έπειτα στήναμε όλα τα υπόλοιπα γύρω από αυτές, σύμφωνα με αυτές. Ουσιαστικά χρησιμοποιήσαμε μια πιο παραδοσιακή διαδι-κασία σύνθεσης, κατά την οποία, ακούγοντας τα διάφορα demo, με μικροαλ-λαγές σε λεπτομέρειες, τελειοποιούσαμε τα κομμάτια.»

archiveWith us until You’re Dead

Δίσκος, τρόπον τινά, «καταδικασμένος» να φέρει το ευμεγέθες tag του «trip hop δίσκου της χρονιάς», αλλά στάσου: πόσο απέχει πλέον μια από τις πιο επιδραστικές μπάντες της εποχής μας από το κοντινό τους παρελθόν; Κι ενώ άλλοι θα προλάβουν να απαντήσουν ότι βρίσκονται ασφυκτικά κοντά στις -αναμασημένες- ιδέες που τους έφτασαν κάποτε στην κορυφή, η προσωπική άποψη του γράφοντος είναι αρκετά πιο μακριά. Γιατί, αν μπορεί να εκφραστεί η τολμηρότητα των επιλογών απλώς με ένα αγκάλιασμα προς ξένα, ας πούμε, μουσικά είδη, λειτουργώντας ταυτόχρονα στίχους κοφτερούς σαν καλοδιατηρημένη λεπίδα που δεν άγγιξε ο χρόνος (“When I close my eyes/I think of how you died/Died in me/So violently/Quietly”), τότε αποδέχεται ο τελευταίος των κυνικών επικριτών αυτήν την οικομενικότητα της μουσικής που οδηγεί ακόμα και σε τρικλοποδιές του παρελθόντος, θύμα των οποίων θα έπεφτες ξανά με λυτρωτική ευχαρίστηση. Ο τρόπος που το soul ρυθμικό συναίσθημα κυκλώνεται από τα έγχορδα της Supersonic Belgian Orchestra και ανασαίνει με τις φωνές των Holly Martin (το νέο πουλέν του Darius Keeler) και Maria Q, είναι εκείνος που κάνει το χρόνο να βιωθεί υποκειμενικά, εκτός πραγματικότητας, και σβήνει τα όρια ανάμεσα στα είδη. Η δουλειά του σταθερού συνεργάτη παραγωγού, Jerome Devoise, σκληραίνει τις στιχουργικές γωνίες που χτυπά κανείς επικίνδυνα αν κινηθεί απρόσεκτα στο (απόλυτα κινηματογραφικό, όπως δικαιολογείται από το soundtrack παρελθόν του Devoise) ταξίδι του “With Us Until You're Dead”. Κι αν μιλήσαμε για γωνίες και κινδύνους ανάμεσα στους στίχους, σχεδόν ξεχάστε τον κοινωνικό προβληματισμό του πρόσφατου (και όχι μόνο) παρελθόντος και αφήστε

λίγο χώρο για πιο προσωπικά προβλήματα ή καλύτερα, για την εκκίνηση όλων: τον έρωτα. — Πάνος Τράγος

Band of horsesMirage Rockcolumbia

Η μπάντα από το Seattle, που γλυκάθηκε από τις μεγάλες αρένες και τα ευμεγέθη φεστιβάλ, κατέχει πλέον μια θέση στην πολυπόθητη αναγνωρισιμότητα. Ιδίως όμως από το 2010 -όταν κυκλοφόρησε το Infinite Arms- και μέχρι τώρα δεν δείχνει την ίδια ζέση στην τραγουδοποιία της. Οι Band Of Horses καλλιεργούν την εικόνα τους, πετάγονται για πολύ λίγο σε άλλα μουσικά τοπία και επιστρέφουν για να δρέψουν τις δάφνες των δημοσίων σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο το Mirage Rock ακολουθεί την κλασική διαδρομή του «δεύτερου εμπορικού άλμπουμ» (αν και είναι το τέταρτό τους) μιας μπάντας που δεν διακινδυνεύει τίποτα. Τραγούδια ρηχά, με τον

συναισθηματισμό να παραμένει χαμηλός και τις μελωδίες να ξεφτίζουν από την υπερβολική χρήση τους. Και «παρεκτροπές» που ακουμπούν την country για να ικανοποιήσουν το νέο trend στην indie δημιουργία. Ένας δίσκος με παραγωγή χωρίς ούτε μια πρόκληση και ισοπεδωτική ραδιόφιλη αμηχανία. Θα πετύχει στις πωλήσεις, αλλά θα ξεχαστεί ως η επανάληψη που χάθηκε στην αδιαφορία.— Νίκος Σβέρκος

Ben foLds fiveTHE SOuND OF THE LIFE OF THE MINDLegacy

Μέχρι πριν από λίγους μήνες κάναμε σκέψεις σχετικά με τα προσεχή βήματα του Ben Folds, λαμβάνοντας υπόψη τη συλλογή The Best Imitation

Of Myself που ανακεφαλαίωνε τη μέχρι τότε πορεία του. Η απάντηση έρχεται με τούτο το νέο του άλμπουμ σαν Ben Folds Five, τη μπάντα δηλαδή με την οποία είχε ξεκινήσει το 1995 για να τη διαλύσει πέντε χρόνια και τρία άλμπουμ αργότερα προκειμένου να συνεχίσει μόνος του. Πρόκειται για ένα power pop τρίο που του ταίριαζε πολύ και με το οποίο πιθανώς να έχει γράψει τα καλύτερα τραγούδια του. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, δεν θα έλεγα ότι καταφέρνει να αγγίξει τα ίδια υψηλά συνθετικά επίπεδα με παλιότερα, απ’ την άλλη βέβαια δεν θα έλεγα ότι είναι και εντελώς ντεφορμέ! Αν αφήσεις στο πλάι το γεγονός ότι αρκετά κομμάτια φέρνουν στο μυαλό άλλα αντίστοιχα από το παρελθόν του (το “Hold That Thought” ας πούμε είναι γραμμένο στις ίδιες γραμμές με το “Mess”, το ομώνυμο του δίσκου θυμίζει το “Philosophy” κτλ), παραμένει απολαυστικός παρότι επαναλαμβάνεται… Κανείς δεν αλλάζει μία επιτυχημένη φόρμα, ειδικά ο Ben Folds που έχει κερδίσει επάξια ένα μεγάλο ακροατήριο που τον ακολουθεί σε κάθε βήμα του. Ευπρόσδεκτη λοιπόν η επάνοδος με το φαζαριστό μπάσο του Robert Sledge και τα υπερδραστήρια ντραμς του Darren Jessee πλάι του, αν και ο Ben Folds ήταν και παραμένει το αστέρι στην όλη υπόθεση.— Μάνος Μπούρας

SOnIk | 5554 | REVIEwS | POP ROCK

david Byrne & st. vincentLove This Giant4AD

Μια τραγουδοποιός της νεότερης εσοδείας, που είτε την λατρεύεις είτε αδιαφορείς για αυτή, και ο David Byrne -για τον οποίο τα πολλά λόγια είναι φτώχεια- συνεργάζονται υπό τα δύσκολα διαχειρίσιμα πνευστά. Οι εκφραστικές διαφορές τους είναι αυτές που κάνουν το αποτέλεσμα του Love This Giant ελκυστικό. Αν επρόκειτο για ένα ηχογράφημα στο οποίο ο David Byrne παλιμπαιδίζει με έναν κλώνο του, τότε η λακκούβα θα ήταν τεράστια και το αποτέλεσμα απογοητευτικό. Η St. Vincent όμως κερδίζει το χώρο της και το δημιουργικό δικαίωμά της στο δίσκο με παρρησία. Δεν είναι μια γλάστρα που πετάει τα φωνητικά της, αλλά μπλέκει ισότιμα τις ικανότητές της με τον Byrne. Και εν τέλει φτιάχνεται ένας δίσκος εν πολλοίς αισιόδοξος και φωτεινός, με τα πνευστά και τη φυσική ηχητική τους να σε σπρώχνουν να κινηθείς στους ρυθμούς του. Δύσκολο αυτό το πράγμα στους καιρούς μας, όπου τα

αλφαδιασμένα από μηχανές beats σε κάνουν να νιώθεις μέτριος.— Νίκος Σβέρκος

cULt of yoUthLove Will PrevailSacred Bones

Δεν λείπει αυτή η αίσθηση επιδιωκόμενης μουσικής αποικιοκρατίας ούτε από τον δεύτερο δίσκο του Sean Ragon με τους Cult Of Youth: εξάλλου μια τέτοια παραγωγή θα ευνοούσε κάθε παρόμοιο μεγαλεπήβολο σχέδιο. Ξεκάθαρα neofolk, το γινόμενο πολυοργανικότητας και νατουραλισμού στη στιχουργική και όχι μόνο, που προκύπτει από το Love Will Prevail, ακολουθεί κατά πόδας τον ομώνυμο προηγηθέντα δίσκο, χωρίς όμως να είναι φανερό αν τον ξεπερνά ή όχι σε δυναμικότητα. Κι αν τελικά όντως τον ξεπερνά κάπου στο σημείο όπου τέμνονται το “Path Of Total Freedom” με το “The Gateway” και εντοπίζονται οι διαθέσεις του πρώτου να αλεγράρουν και του δεύτερου να πανικοβάλλονται, πού

βρίσκεται το σημείο εκείνο που προσφέρει τελικά κάτι παραπάνω από ένα αν μη τι άλλο στολισμένο, γοτθικού τύπου post-punk κατακάθι; Κι αν υπάρχει τελικά ένα τέτοιο σημείο, γιατί ένας πολυσχιδής νέος μουσικός όπως ο Ragan δεν μπορεί να εστιάσει το ενδιαφέρον επάνω του και παραμένει στην περιφέρεια;— Κάλλια Κακαλέτρη

deerhoofBreakup SongPolyvinyl

Σπάνια θα εντοπίσει κάποιος στη σημερινή δισκογραφία συγκρότημα πιο βερμπαλιστικό και μινιμαλιστικό ταυτόχρονα. Η Matsuzaki, που άδει στα χέρια άλλων χειριστών, θα είχε γίνει μια pop μαριονέττα, διότι η εξωτική της προφορά θα προσέλκυε παραπάνω από τους κανονικούς ακροατές των Deerhoof. Αντιθέτως η μπάντα συμπεριφέρεται στα φωνητικά της σαν άλλον ένα από τους δεκάδες ήχους που θα ακούσετε σε αυτό το δίσκο. Δεδομένη η πολυπλοκότητα των Deerhoof όπως και η ευκολία τους την ίδια στιγμή να πλάθουν σύγχρονους παραξενο-pop ύμνους. Στα live βέβαια αλλάζει αυτή αίσθηση, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία μιας και εδώ έχουμε να κάνουμε με το νέο τους δίσκο. Και τα καταφέρνουν πολύ καλά, αν και τα δεξιά-αριστερά στα ηχεία μερικών ήχων μπορεί να σε τρελάνουν - είναι φανερή η εμμονή των δημιουργών του σε αυτή την studio τεχνική. Προσωπικά με εκνευρίζει, διότι τελικώς σου μένουν οι προσπάθειες τους να πλάσουν ήχο και όχι τραγούδια. Είναι πασιφανές αυτό (και όχι μόνο σε αυτό το δίσκο). Δεν είναι ότι ξεχνάνε να φτιάξουν συνθέσεις, απλώς μερικές γέφυρες και κουπλέ αντιλαμβάνεσαι ότι έχουν φτιαχτεί εξεπίτηδες αντιστικτικά (βλέπε “Mothball the Fleet”). Το ότι κρατάει σχεδόν 30 λεπτά δεικνύει για άλλη μια φορά την ευφυΐα τους.— Στυλιανός Τζιρίτας

diivOshincaptured Tracks

Ένα όμορφο ντεμπούτο που αντλεί από την μετά το punk ατμόσφαιρα (Names του Swimming και Cure του Faith μου ήρθαν αμέσως στο νου), όχι πολύ μακριά από την ατμοσφαιρικότητα των Joy Division, ενώ η dream pop που διακατέχει το σύνολο των τραγουδιών λιώνει σ’ έναν ωκεανό (προφέρετε το «όουσεν» και γράψτε το όπως το ακούτε για να λύσετε το αίνιγμα του τίτλου του δίσκου) από φωνητικά ασαφή και νεραϊδοπαρμένα, ως είθισται σε μυριάδες ηχογραφήσεις κατά Μπρούκλιν μεριά τα τελευταία χρόνια. Προσωπικό σχήμα του Zachary Cole Smith που παίζει κιθάρα στους Beach Fossils, oi DIIV (προφέρετέ το «ντάιβ» κι έχετε μια «βουτιά» στην υγρή χώρα όπου τα μέλη του γκρουπ κατοικούν ως ζώδια του νερού άπαντες) έχουν λεπτές ιδέες σαν ακουαρέλες δίχως κεντρικό θέμα, με σχήματα και σχέδια που μπαινοβγαίνουν το ένα στο άλλο, ρέοντας ακατάπαυστα. Ολόκληρος ο δίσκος είναι παραλλαγές του ίδιου θέματος που διαρκώς αλλάζει αποχρώσεις. Αφήστε το Oshin να παίζει στο mp3 player φορώντας τα ακουστικά σας πριν κοιμηθείτε κι έχετε εξασφαλίσει το ονείρεμα της ζωής σας. Με βεβαιότητα σε μπόλικες λίστες στο τέλος της χρονιάς. — Σπύρος Χυτήρης

MarK eitzeL

Don’t be a strangerMerge

Η αρχική ιδέα ήταν τα demos που αποτέλεσαν την βάση του Don’t Be a Stranger να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για το νέο άλμπουμ των American Music Club (της μπάντας όπου ο Eitzel, Άγγλος ο ίδιος, υπηρετεί εδώ και 30 χρόνια με μια μικρή διακοπή όταν είχαν διαλυθεί για ένα διάστημα). Τελικά η Merge συναίνεσε να στεγάσει δισκογραφικά το άλμπουμ όταν ένας φίλος του manager του Eitzel κέρδισε το Lotto και διέθεσε το απαιτούμενο κεφάλαιο ώστε να αναλάβει ο Sheldon Gomberg την παραγωγή. Με θεαματικά αποτελέσματα είναι η αλήθεια, καθώς το Don’t Be A Stranger άνετα διεκδικεί τον τίτλο της καλύτερης δουλειάς του από το The Invisible Man του 2001. Ο Eitzel παραμένει σε γενικές γραμμές καυστικός και με τη διάθεσή του να χαζολογεί ή να ευφυολογεί (όπως το πάρει ο καθένας) σταθερά ακονισμένη, τα βέλη ενάντια σε πολιτικοκοινωνικές αδικίες και προσωπικές αδυναμίες εξακοντίζονται πάντα, ο τόνος του όμως είναι λιγότερο αυστηρός σε σχέση με το παρελθόν. Από κει και πέρα το μενού περιέχει πιάνο μπαλάντες όπως το “All my love”, σπανιόλικη κιθάρα και όμορφες σκοτεινές αρμονίες στο “Break The

Champagne”, φανταστικές ιστορίες γεμάτες ειρωνική διάθεση στο “I Love You But You’re Dead” και μια Bill Withers τύπου κυκλική μελωδία στο “Oh mercy”. Τα ακουστικά όργανα έχουν την τιμητική τους και οι americana εμμονές διαπλέκονται με jazz και soul στοιχεία, η αξία του Eitzel είναι όμως η ικανότητά του να μιλά για τις μεγάλες παρακάμψεις που κάνει κάθε άνθρωπος στην προσπάθεια του να ξεκαθαρίσει τον εσωτερικό του εαυτό. — Παντελής Αντωνιάδης

divine fitsA Thing Called Divine FitsMerge

Εδώ λοιπόν εξετάζεται η ετοιμότητα του ακροατή και η οξυδέρκεια του δημιουργού. Το ερώτημα είναι το

εξής: Αν προσθέσεις τους Spoon με τους Wolf Parade και τους New Bomb Turks, θα προκύψουν οι Divine Fits; Η απάντηση είναι σαφής: Όχι. Γιατί οι τρεις συμμετέχοντες στην μπάντα Britt Daniel, Dan Boeckner και Sam Brown έχουν το τσαγανό να δημιουργήσουν κάτι θεωρητικά εκ του μηδενός και να μπολιάσουν ο καθένας τον άλλον με τις ιδέες τους. Και το πετυχαίνουν, καθώς το A Thing Called Divine Fits δεν είναι το παραγόμενο ενός supergroup, αλλά ο δίσκος μιας καινούριας μπάντας. Είναι μια καινούργια προσπάθεια, με αφαιρετική νοοτροπία και διάθεση για δοκιμές χωρίς άγχος και προαπαιτούμενα. Αυτό ειναι και το σημαντικότερο στοιχείο αυτού του αμερικανοτραφούς indie δίσκου: η όμορφη παρεΐστικη διάθεσή του και η ευκρίνεια των κομματιών του. Είναι από τις πολύ λίγες περιπτώσεις που η φόρμα μοιάζει αδιάφορη μπροστά στην ατμόσφαιρα.— Νίκος Σβέρκος

GrizzLy BearShieldswarp

Με το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου, το “Sleeping Ute”, τρως ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, έτσι σαν καλωσόρισμα και σαν υπενθύμιση από το κουαρτέτο από το Brooklyn ότι στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από το προηγούμενό τους Veckatimest δεν έχαναν το χρόνο τους ονειροπολώντας και σκαρώνοντας ουράνιες φωνητικές αρμονίες. Ή τουλάχιστον δεν έκαναν μόνο αυτό! Οι ήχοι από τις κιθάρες τους και τα τύμπανα που τις οδηγούν σε συναρπαστικούς νέους τόπους σε κάνουν να χάσεις το μυαλό σου και να αναρωτηθείς πώς είναι δυνατόν να πέρασε τόσος καιρός χωρίς καινούργια μουσική από το γκρουπ χωρίς την εμφάνιση στερητικών συνδρόμων… Παρότι η συνέχεια του δίσκου δεν επιφυλάσσει παρόμοιες συγκινήσεις, δεν πέφτει ποτέ κάτω

από ένα υψηλότατο επίπεδο λυρισμού και συναισθηματικών κορυφώσεων, όλα όσα με λίγα λόγια περιμένεις από τους Grizzly Bear. Τα ποπ μοτίβα τους αγγίζουν τις εσώτερες ψυχικές πτυχές του ακροατηρίου τους, και στο τέταρτο ετούτο άλμπουμ τους τίποτε (ευτυχώς!) δεν αλλάζει, η έντεχνη και κάποτε εγκεφαλική προσέγγιση της μουσικής τους δίνει μικρά αριστουργηματικά τραγούδια που ξέρουν να μεγαλώνουν μέσα στο μυαλό σου και να σκάνε πλημμυρίζοντάς σε με γλυκιά ευδαιμονία και αγάπη για τη ζωή. Οι Grizzly Bear είναι μοναδικοί σ’ αυτό που κάνουν και για μία ακόμη φορά δείχνουν πως βρίσκονται πολύ μακριά από τον ανταγωνισμό.— Μάνος Μπούρας

the heavyThe Glorious Deadninja Tune

Η αλήθεια είναι ότι αν μια μπάντα έχει «καεί» από ένα τραγούδι της, επί του προκειμένου το “How You Like Me Now?”, πρέπει να έχει πολλά αποθέματα συνθετικής και στιχουργικής ικανότητας για να το ξεπεράσει και να προσφέρει κάτι το παραπάνω. Όταν μάλιστα αυτό το τραγούδι είναι επιτυχημένο προϊόν ακροβασίας σε είδη και τεχνικές, τότε είναι πραγματικά δύσκολο να αποστασιοποιηθεί η ύστερη δημιουργία και να πάει σε άλλα μέρη. Οι The Heavy λοιπόν πέφτουν θύματα των ίδιων των εαυτών τους και του παλαιότερου single τους. Μένουν στην ίσια συνταγή και παρέχουν τα ίδια αγαθά: Γαργαλιστικούς ρυθμούς, soul φωνητικά και πιασάρικες μελωδίες. Όλα όμως στερούνται ευρηματικότητας και εν τέλει ο δίσκος καταντάει μανιέρα. Είναι πάντως ωραίος ο βρετανικός αέρας του δίσκου, αλλά δεν αρκεί να κάνει τίποτα παρά να ψιλοδιασκεδάσει τον ακροατή μέχρι το μισό της διάρκειάς του.— Νίκος Σβέρκος

CuLT OF YOuTH:«ως και πέντε χρόνια πριν η σκηνή στην άμερική ήταν χάλια – τώρα είναι στα καλύτερά της!»«Το πανκ επηρεάζει κάθε τι που κάνω, γιατί έτσι μεγάλωσα. Νομίζω δε ότι, τουλάχιστον στις Η.Π.Α., υπάρχει μια νέα γενιά DIY καλλιτεχνών και μουσικών οι οποίοι κάνουν πράγματα με ολότελα νέους τρόπους και επανεφευρίσκουν τους κανόνες του παρελθόντος. Υπάρχει μια πολύ δυνατή αίσθηση συντροφικότητας ανάμεσα σε διαφορετικές υποκουλτούρες κι ένα αίσθημα ότι όλοι μας δουλεύουμε προς έναν παρόμοιο στόχο. Πράγματι, ως και πέντε χρόνια πριν η σκηνή στην Αμερική ήταν χάλια. Τώρα όμως βρίσκεται στα καλύτερά της. Είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος για το μέλλον».

Oι Grizzly Bear μιλούν για την εμφανή επιρροή του jazz και κλασικού background τους στο Shields«Τόσο εγώ, όσο και οι Chris Taylor και Chris Bear έχουμε ένα αρκετά jazz και κλασικό background. Νιώθω ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε έρθει πιο κοντά στο να το αγκαλιάσουμε περισσότερο. Υπήρχαν μικρά βήματα στο Veckatim-est, αλλά νομίζω ότι το μεγάλο βήμα έγινε σ’ αυτό το δίσκο. Δεν ανησυχήσαμε αν κάτι είναι πολύ έξω από το σωστό είδος που υποτίθεται ότι παίζουμε - αυτό είναι κάτι που σίγουρα φοβόμουν όταν ήμουν πιο μικρός. Από την ώρα που ξεκίνησα να προσπαθώ να γράψω κομματια, φοβόμουν μη γίνω πολύ τεχνικός και αφήσω τη τζαζ θεωρία και γνώση να μπουν στο δρόμο ενός διαισθητικού γραψίματος. Τώρα που είμαστε μαζί αρκετό καιρό σκεφτόμαστε ότι δεν χρει-άζεται να κάνουμε τα πράγματα σύνθετα ή υπερβολικά jazzy, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε να προσθέσουμε αυτές τις λογικές στη δημιουργική διαδικασία. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι προηγούμενοι δίσκοι ήταν σίγουρα πιο ονειρικοί, με αρκετά στρώματα φωνητικών. Σ’ αυτό το δίσκο θέλαμε πιο καθαρό παίξιμο και πιο άμεσες ενορχηστρώσεις, πιο συγκεκριμέ-νες ιδέες, που δεν εκτελούνται πάντα με τον ίδιο τρόπο...»

SOnIk | 5756 | REVIEwS | POP ROCK

KiLLersBATTLE BORNUniversal

Τώρα που οι Killers αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μουσικού mainstream και τα τραγούδια τους

ακούγονται παντού, φαντάζομαι ότι η είδηση ενός νέου τους δίσκου συναντά το μειδίαμα των σκληροπυρηνικών μουσικόφιλων που αναζητούν διαρκώς το καινούργιο και το άγνωστο. ΟΜΩΣ: έχοντας την ευκαιρία να τους δω ζωντανά πρόσφατα, θα πρέπει να πω ότι το συγκρότημα από το Λας Βέγκας δεν είναι ένα γκρουπ που του χαρίστηκε η επιτυχία ή ότι την συνάντησαν κατά τύχη, μα που την αξίζουν στο ακέραιο απ’ τη στιγμή που και σπουδαίους ποπ / ροκ ύμνους έχουν γράψει, και σε μεγάλες ποσότητες, τους παραδίδουν δε στο κοινό τους με μία σπάνια φρεσκάδα και μια αίσθηση δοτικότητας που ασφαλώς δεν περνάει απαρατήρητη. Περνάς τόσο καλά σε μία συναυλία των Killers ώστε όταν έρχεται η ώρα να αξιολογήσεις το νέο τους άλμπουμ, δεν σε ενοχλεί που ο ήχος τους είναι αμετάβλητος, που οι καινούργιες συνθέσεις διακατέχονται από το ίδιο σκεπτικό και τις ίδιες συγχορδίες -εδώ που τα λέμε- με τις παλιές, ούτε από το ότι τελικά το τέταρτο άλμπουμ τους φέρνει ελάχιστα πιο μπροστά από το πρώτο. Οι Killers είναι διασκεδαστές, ανέκαθεν ήταν, οπότε το να αναζητήσουμε ποιες ποιοτικές στάθμες είναι πεσμένες αυτή τη φορά θεωρείται στην παρούσα φάση ανούσιο. Πάντως, μιας που ρωτάτε, το Battle Born τους βρίσκει σε φόρμα, καλοσιδερωμένους και ευδιάθετους, κι αυτό περνάει και στον κόσμο! Και το διαπίστωσα από πρώτο χέρι…— Μάνος Μπούρας

freddie MercUry/MontserratcaBaLLeBarcelonaPolydor

Θεωρώ ότι είναι γνωστή η εμπλοκή του Mercury με την Ισπανίδα τενόρο και τους Ολυμπιακούς του 1982 στην ισπανική πόλη, οπότε και προχωρώ στις λεπτομέρειες που αφορούν την παρούσα και νέα έκδοση του δίσκου. Έχουμε ένα καινούργιο (και καλύτερο) εξώφυλλο και πολύ περισσότερες

ηχητικές δονήσεις. Σε ποιο επίπεδο; Εκτός των κλασικών τραγουδιών του ντουέτο, όπου για άλλη μια φορά διαπιστώσουμε την αδυναμία της πάλαι ποτέ εκπληκτικής τραγουδίστριας να ακολουθήσει του γεμάτους μπρίο ρυθμούς του Mercury (βλέπε ακόμα και το ομώνυμο “Barcelona” ή το θαυμάσιο κατά τα άλλα “Golden Boy”) επίσης έχουμε αφανισμό των κακών πλήκτρων και beats που κακοτροπούσαν στην αρχική έκδοση. Τουτέστιν, στις εκτενείς οργανικές συνθέσεις του δίσκου υπάρχουν κανονικοί τυμπανιστές και τα όμποε, φλάουτα και γενικότερα τα υπέροχα όργανα που απαρτίζουν μια ορχήστρα δεν είναι παιγμένα πια από συνθετητές, αλλά επιστρατεύτηκαν κανονικότατοι άνθρωποι. Και η διαφορά είναι εμφανής. Εγώ προσωπικά πέρασα ωραία ακούγοντας αυτό το δίσκο pop νεορομαντισμού. Ναι, φυσικά και είναι υπέροχος ο Freddie για άλλη μια φορά…— Στυλιανός Τζιρίτας.

MiKaThe Origin Of LoveBarclay Records

Ξέρετε πως πολλές φορές ένα τραγούδι που μπορεί να είναι καλό κατ’ουσίαν, καταντάει κόκκινο πανί για τους ακροατές από τα απανωτά ακούσματα; Ε, το 2006 αυτό το τραγούδι ήταν το “Relax, Take It Easy” του Mika. Πέρα όμως απο το ισοπεδωτικό overplay του, το “Relax” ήταν ένα τραγούδι που είχε όλα τα φόντα να διακριθεί διαθέτοντας διαχρονικές αξίες της pop μουσικής, τουτέστιν μελωδία, κέφι και, ελαφρά μεν, όχι χαζοχαρούμενη δε αισθητική. Με αυτό στο μυαλό συνεχίζει να πορεύεται ο Mika και στο τρίτο του δίσκο, ποντάροντας στη χαρούμενη διάθεση των τραγουδιών του, τα κολλητικά φωνητικά και μελωδίες, αλλά και μια αντιμετώπιση απέναντι στα πράγματα, που στόχο δεν έχει να προβληματίσει αλλά να προβάλει τη χαρούμενη πλευρά της ζωής. Τα

καταφέρνει με χαρακτηριστική άνεση, ενώ σε ορισμένες στιγμές παράγει κομμάτια που δύσκολα ξεφεύγουν από τον εγκέφαλο του ακροατή. Αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος του και τίποτα παραπάνω και με το Origin Of Love τον πέτυχε για άλλη μια φορά. — Tάσος Μαγιόπουλος

MonoFor My ParentsTemporary Resistence

OK, το να κυκλοφορούσαν μετά από τόσα χρόνια ISO ένα hooky garage punk άλμπουμ με τρίλεπτες κραυγές αγωνίας για την pop του σήμερα δεν θα ήταν η καλύτερη κίνηση, αλλά όσο και να το ακούσεις με καλή διάθεση το εν λόγω νιοστό τους άλμπουμ σε ένα συμπέρασμα καταλήγεις. Οι Mono το έχουν εξαντλήσει το πράγμα, το έχουν τραβήξει από κάθε άκρη και μέχρι εκεί που δεν πάει και σαν να εξαντλήθηκαν και οι ίδιοι. Το ότι καλούν και πάλι Ορχήστρα για να τους συνοδεύσει είναι το πρώτο επιβεβαιωτικό της αφόρητης κούρασης, που προθυμοποιείται να προσφέρει η μουσική τους, αλλά και της ανεξάντλητης βοήθειας σε όσους αναζητούν να ντύσουν ηχητικά τα πιο βαρετά ντοκιμαντέρ της επόμενης διετίας για το National Geographic. Παιδεύουν μια μελωδία για ώρες, έστω και αν ο μέσος όρος των κομματιών τους είναι τα εφτά λεπτά. Θα σας φανούν πολλά παραπάνω. Επιστρατεύουν φλυαρία για αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και για αναζήτηση στις συναισθηματικές ρίζες του καθενός, αλλά τελικά, έχοντας απομακρύνει και τον Steve Albini από τις κονσόλες, καταφέρνουν να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ που θα μπορείτε να ακούτε παρέα με τους γονείς σας. Και αυτοί με τους γονείς τους κ.ο.κ. Άλλωστε το λέει και ο τίτλος, έπρεπε να το είχαμε υποψιαστεί.— Άρης Καραμπεάζης

BoB MoULdSilver AgeMerge

Από κάτι τέτοιες παλιές καραβάνες είναι που απολαμβάνεις τα καλά και μεστά (αλλά όχι κουρασμένα) άλμπουμ ενίοτε. Ο άνθρωπος-πολυβόλο πίσω από την κιθάρα και το μικρόφωνο των Husker Du επανέρχεται με ένα νέο δίσκο που μπορεί να μην είναι το αριστούργημα της χιλιετίας, αλλά στα σίγουρα θα παίζει για πολύ καιρό στα ηχεία σας. Μαζεύοντας μια καλή σύνθεση μπάντας και σε άτομα (βλέπε τον drummer των Superchunk) αλλά και σε αριθμό (το κλασσικό rock n roll τρίο) ο Mould -τα μάλα ανανεωμένος- παραθέτει συνθέσεις που ισορροπούν ιδεωδώς ανάμεσα στους πρώιμους Sugar αλλά και τους εσχατικούς Husker Du (αν και η κιθάρα στον ήχο της είναι πιο σφιχτή στον ήχο και τα ακόρντα δεν ακούγονται με παιγμένες ανοικτές χορδές). Την παραγωγή την έχει κάνει ό ίδιος και εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι τη

φωνή την τοποθετεί διαφορετικά μέσα στη μίξη αλλά και σε επίπεδο ηχοληψίας, πιο κοντά ή πιο μακριά από το μικρόφωνο, ανάλογα με το τραγούδι. Και δε διστάζει να δείξει ούτε τα δόντια ούτε την ευαισθησία του (χαρακτηριστικό δίπολο που πάντα είχε ως χαρακτηριστικό) ή και να «παραδεχθεί» ότι άκουσε Placebo (το ‚πα δεν άντεξα και ας ακούγεται ως ιεροσυλία) στο “Briefest Moment”. Τι ωραίος δίσκος για τα ακουστικά και βραδινή βόλτα στην πόλη. Έχει κάτι που θα σας γυρίσει στα ‚90s αλλά αυτό κρίνεται μάλλον ως λογικό… — Στυλιανός Τζιρίτας

no doUBtPush And ShoveInterscope

Η δισκογραφική επιστροφή των No Doubt άργησε αρκετά, ίσως περισσότερο από ό,τι θα περίμεναν και οι ίδιοι όταν ανακοίνωναν ότι θα κάνουν ένα διάλειμμα μετά την κυκλοφορία του Rock Steady, το 2001. Στο μεταξύ άλλαξαν αρκετά

πράγματα: η Gwen Stefani έγινε μια πολύ επιτυχημένη ποπ περσόνα και η δισκογραφία όπως την ξέραμε δεν υφίσταται πια. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίζονται σε μεγάλο βαθμό στο υλικό του Push And Shove και πρέπει να πω ότι, κατά την γνώμη μου, δεν το βοηθούν και πολύ. Είναι σαφές ότι εδώ το γκρουπ προσπαθεί να «πατήσει» στις σόλο προσπάθειες της Stefani και να στήσει ένα εμπορικό ποπ άλμπουμ με την απαραίτητη «συγχρονίλα» στον ήχο και στα συνθετικά κόλπα. Δυστυχώς το πράγμα δεν τους βγαίνει καθώς οι συνθέσεις προκύπτουν αδιάφορες, οι στίχοι κοινότοποι και η παραγωγή υπερβολικά διψασμένη για ραδιοφωνικό χρόνο. Το όποιο ενδιαφέρον εξαντλείται στα πρώτα δύο-τρία κομμάτια, με το σινγκλ “Looking Hot” να ξεχωρίζει, καθώς αποτελεί τη μόνη στιγμή που ο δίσκος παίρνει φωτιά και η Stefani ακούγεται πραγματικά σέξυ και απολαυστική.— Μιχάλης Τσαντίλας

aManda PaLMer and the Grand theft orchestraTHEATRE IS EVIL8 Ft.

Δύο γεγονότα σχεδόν επισκίασαν το ίδιο το περιεχόμενο του τρίτου αυτού δίσκου της Amanda Palmer. Αφενός η συγκέντρωση ενός και κάτι εκατομμυρίου δολαρίων από οπαδούς για την ηχογράφησή του μέσω της πλατφόρμας Kickstarter, αφετέρου η έκκληση της Palmer σε νέους μουσικούς να συμμετάσχουν σαν μέλη της μπάντας της σε επερχόμενες συναυλίες της αμισθί, παίρνοντας σαν αντάλλαγμα εμπειρία, δωρεάν μπύρα και «αγκαλιές». Έγινε ασφαλώς της κακομοίρας κι άνοιξε μία τεράστια συζήτηση στο blog της σχετικά με το κατά πόσο αυτό συνιστά εκμετάλλευση του κόπου κάθε φέρελπι μουσικού που θα θελήσει να πάρει μέρος. Πέρα από όλα αυτά, το θέμα μας είναι κατά πόσο αξίζει η Palmer το όνομα που έχει

δημιουργήσει γύρω από το όνομά της (που σημειωτέον συμπληρώνεται και με το επίθετο Gaiman ως σύζυγος του διάσημου συγγραφέα Neil): μην σας παραπλανάει ο τίτλος του δίσκου, το θέατρο ήταν ανέκαθεν μία μεγάλη αγάπη της και όσα ροκ ηχοχρώματα κι αν ρίξει στα κομμάτια της, ο θεατρικός χαρακτήρας της ερμηνείας της θα επιχειρεί να επισκιάζει τα πάντα. Η ατμόσφαιρα είναι ιδιαίτερη στους δίσκους της, και το πολυδιάστατο ταλέντο της μπορεί ενίοτε να κάνει θαύματα, όπως στο επτάλεπτο “Trout Heart Replica” που αποτελεί το κομβικό σημείο ενός άλμπουμ που οπωσδήποτε παρουσιάζει ενδιαφέρον.— Μάνος Μπούρας

PinKThe Truth about LoveSony

H Pink, αν και κατάφερνε πάντα να κεντράρει πάνω της θηλυκά και αρσενικά βλέμματα καταρχήν λόγω των συνεχών τη μεταμορφώσεων (μέχρι που της έφαγε τη μανιέρα μια και καλή η Lady Gaga), πάντα είχε ένα single που θα σε έπειθε (έστω) να παρακολουθήσεις το video clip που συνόδευε το τραγούδι. Αυτή τη φορά η Ροζ κυρία δεν μπορεί μήτε να στεριώσει ένα καλό κουπλέ, πόσο μάλλον... ρεφραίν. Και όσο και να προσπαθεί, ακόμα και με την αρωγή του Eminem, μελωδία στο αυτί δε σου μένει. Και η αλήθεια είναι ότι μέχρι και το τέλος του cd περίμενα ότι θα σκάσει το καλό και το πιασιάρικο, αλλά όσο περνούσε η ώρα όλο και μειώνονταν οι ελπίδες μιας και το υπόλοιπο υλικό μόνο κανονική μουσική δεν είναι. Δεν θα βρείτε μουσικούς να παίζουν πουθενά. Η Pink έχει γράψει με μισή ντουζίνα διαφορετικούς dj/παραγωγούς μια 17άρα (!) τραγουδιών και με τον καθένα κάθεται στο studio και με τη βοήθεια της τεχνολογίας στήνουν τα τραγούδια. Αποτέλεσμα μια μπερδεμένη ηχητικά αισθητική όχι μόνο σε επίπεδο σύνθεσης αλλά και

Η Amanda Palmer μιλάει για τον synth ήχο του άλμπουμ«Όταν κοίταξα το σωρό από τα τρα-γούδια που θα βρίσκονταν σε αυτό το δίσκο –τα “Do It with a Rockstar”, “Want It Back”, “The Killing Type”– ήταν πολύ ξεκάθαρο σε μένα ότι αυτά τα κομμάτια απαιτούσαν μια πολύ συ-γκεκριμένη παραγωγή. Ήξερα ότι έπρεπε να βρω ένα παραγωγό που θα μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα του New Wave, και ήξερα ότι ο John Congleton ήταν αυτός ο τύπος. Ήξερα ότι η μπά-ντα έπρεπε να μοιράζεται το ίδιο ψυ-χικό χωνευτήρι του John και εμού, αλλά και το πως έπρεπε να ακου-στούν οι γραμμές των synths, ώστε να εξυπηρετηθούν πάνω απ’ όλα αυτές οι συνθέσεις. Όλοι το έπιασαν. Όλοι μίλησαν αυτή τη γλώσσα και τα τρα-γούδια πήραν αυτό που ήθελαν...»

Spots “Battle Born” είναι το όνομα του

studio της μπάντας στο Las Vegas και το υποκοριστικό της πόλης τους nevada.

Το πρώτο single του album, το “Runaways”, γράφτηκε το 2009 στη διάρκεια της περιοδείας τους “Day & Age”, αλλά σύμφωνα με τον frontman των killers, Brandon Flowers, «τότε δεν ξέραμε τι να το κάνουμε. η tour μας “Day & Age” είχε ένα πιο pop χρώμα, ο δυναμισμός όμως του “Runaways” είχε έναν εμφανώς αμερικανικό χαρακτήρα και σίγουρα μπορούσε να λειτουργήσει σαν προπομπός ενός νέου album».

Στην παραγωγή του Battle Born συμμετείχαν μεγάλα ονόματα όπως οι Daniel Lanois, Steve Lillywhite, Damian Taylor, Stuart Price και Brendan O’Brien.

από το πρώτο τους album ( 2004) μέχρι σήμερα πούλησαν 15 εκ. αντίτυπα, πήραν μέρος σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ του πλανήτη και κατέληξαν να γίνουν ένα από τα μεγαλύτερα pop/rock συγκροτήματα στον κόσμο.

SOnIk | 5958 | REVIEwS | POP ROCK

παραγωγής. Συνηθισμένο θα μου πείτε για τραγουδιστές τέτοιου τύπου αλλά, για κάποιο λόγο, και επειδή είναι χρόνια στο κουρμπέτι και θεωρώ ότι και πείρα έχει αλλά και γνώση ότι χρειαζόταν ένα καλό και νέο εφαλτήριο προς την κορυφή, πίστευα ότι ένα-δύο πραγματα θα τα είχε τακτοποιήσει διαφορετικά. Έλα όμως που μόνο η πολυτελής συσκευασία του cd έχει πολύ καλή φροντίδα. Μάλλον ο ναρκισσισμός ξεπέρασε την αυτογνωσία…— Στυλιανός Τζιρίτας

redd KrossResearching The BluesMerge

Τριάντα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, επιστρέφουν ορθά απομακρυνόμενοι από το in your face rock μπέρδεμα που τους κατέστησε μάλλον αναξιόπιστους στα mid 90s και υπεραπλουστεύουν τη σχέση του άγριου ροκ με τις ρίζες του, ήδη από τον τίτλο του δίσκου. Ηχογραφημένο εδώ και αρκετά χρόνια, ρυθμισμένο σε ατόφιες σκληρές ροκ αμερικάνικες ιδιαιτερότητες και γεμάτο από ενέργεια που κατά το κλισέ κάνει τους νεότερους, αν όχι να ζηλεύουν, τότε σίγουρα να απορούν, το Researching The Blues είναι ο δίσκος με τον οποίο αξίζει ενδεχόμενα και να κλείσει η πορεία τους, μιας και δύσκολο το βλέπω να παρακολουθήσουν την δημιουργική μανία των Guided By Voices (με τους οποίους κάποτε μοιράστηκαν αν μη τι άλλο target group). Θα μπορούσα να είμαι ο πρώτος άνθρωπος στο κόσμο που έκατσε να γράψει τρεις αράδες για τους Redd Kross χωρίς να χρησιμοποιήσει τις λέξεις power και pop, αλλά προτίμησα τελικά να απέχω του θριάμβου και απλά τις διαχώρισα, διότι συναντάμε αυτούσια και τα δύο συστατικά στα τραγούδια τους, όσο και αν αντιπαθούμε (κάποιοι από εμάς) το εν λόγω είδος. Και όσο και αν με δυσκολία κάποιο τραγούδι θα ξεχωρίσει από τα άλλα, για ακόμη μια φορά.— Άρης Καραμπεάζης

sic aLPsSic AlpsDrag city

Η τακτική του Mike Donovan σπανίως μεταβλήθηκε στα οχτώ χρόνια δισκογραφικής παρουσίας των Sic Alps. Και ενώ για τα μέσα έκφρασης και τους συντελεστές του ισχύει το ίδιο. Η μόνη διαφορά είναι ότι από το Napa Asylum και μετά φαίνεται ότι η δημιουργική υπερκινητικότητά του, που μεταφραζόταν σε κυκλοφορίες EP και επτάιντσων... κατά ριπάς, καταπραΰνεται και διανέμεται με σύνεση. Το νέο, ομώνυμο δικαιώνει τις τεθειμένες από το Napa Asylum προσδοκίες, όχι τόσο σε αρτιότητα συνολικής κατάθεσης ή σε πρωτοτυπία, όσο σε επίπεδο ψύχραιμης συγκέντρωσης και απόδοσης μιας αξιόλογης πρώτης ύλης. Όπως είπαμε άλλωστε, οι επιδιώξεις παραμένουν οι ίδιες: καλιφορνέζικο γκαράζ της σχολής του συνεργάτη-συνοδοιπόρου Ty Segall, αγάπη για την δεκαετία του ‚60 και τις ψυχεδελικές ανησυχίες της και δροσιστική αισθητική δυτικής ακτής. Επιδιώξεις δηλαδή που μοιράζεται με μια ολόκληρη γενιά μουσικών από την γειτονιά του, αλλά που συνήθως εκείνος αποδίδει πολύ καλύτερα από τους περισσότερους από αυτούς.— Κάλλια Κακαλέτρη

siX orGans of adMittance AscentDrag city

Πιστός στο ετήσιο καθιερωμένο ραντεβού του με το κοινό, ο Ben Chasny επιστρέφει και φέτος με το όχημα των Six Organs Of Admittance, όχι για να μας μάθει τεχνικές διαλογισμού και χαλάρωσης, αλλά για να μας ζωγραφίσει τι βλέπει όταν επικοινωνεί με το πνεύμα του Hendrix και των Funkadelic (πολύ θα το ήθελε). Μια ανάβαση λοιπόν σε μουσικές που γεννήθηκαν σε άλλες εποχές και που αν ήταν άνθρωποι, θα ήταν στα σαράντα και βάλε για να μην πω στα πενήντα πατημένα. Είναι περίεργο το πώς όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες συμμετέχουν στην αναβίωση αυτών των ήχων, αλλά το πιο σημαντικό είναι το γιατί. Λόγω έλλειψης έμπνευσης ή λόγω μόδας; Ο Chasny πάντως έχει διαβάσει πολύ καλά τα ιδιώματα της εποχής την οποία μέσα από το Ascent προσπαθεί να πλησιάσει και μας προσφέρει ένα κράμα από ψυχεδελική αισθητική με folk αποχρώσεις και ατελείωτα space rock solos, ενώ έχει φυλάξει και μικρές δόσεις εσωστρέφειας και απόκοσμης ατμόσφαιρας στις δύο-τρεις μπαλάντες του δίσκου. Η παραμόρφωση, το reverb και τα στοιχειωτικά φωνητικά είναι το κύριο συστατικό σε ένα άλμπουμ που συμπυκνώνει (για ένα νεαρό κοινό) όλα εκείνα τα βασικά συστατικά της

space ψυχεδέλειας του 1970, ενώ για τους ήδη γνωρίζοντες, το Ascent θα ακουστεί ευχάριστα και στην επανάληψη – μέχρι να ξαναβάλεις τα αυθεντικά βινύλια στο πικ απ.— Όλγα Σκούρτη

Jon sPencer BLUes eXPLosion Meat And BoneMom + Pop Music

Κάπου το έχασαν οι Jon Spencer Blues Explosion, κάπου τους παράτησα κι εγώ, έμειναν στον νου ως παλιές αλτερνατιβοκαραβάνες με σημαντικό έρεισμα στα 1990s. Οποία έκπληξις, στο Meat And Bone άκουσα να έχουν ξαναβρεί αν όχι την έμπνευσή τους, σίγουρα το κέφι τους. Κιθάρες με εναλλακτικά πατήματα στην πρόσοψη, η μεταξύ πανκ και μπλουζ άρρωστη γκρούβα εποχής

Extra Width να υφέρπει στην ενορχήστρωση, ο Spencer να ερμηνεύει με το οικεία μεταλλαγμένο Έλβις στιλ. Θα μου πείτε, αυτό δεν κάνουν, αυτό δεν είναι οι Jon Spencer Blues Explosion; Ναι, ισχύει. Ωστόσο στην περίπτωση τέτοιων συγκροτημάτων όλα παίζονται στο πώς το κάνουν, στο αν βρίσκουν τον τρόπο να αναμετρηθούν ξανά με τη γνωστή συνταγή και να την κερδίσουν – ώστε να διατηρείται το καλλιτεχνικό μίνιμουμ κόντρα στην κουρασμένη μανιέρα. Στο Meat And Bone υπάρχει λοιπόν και πάλι λίγη λάμψη, έστω κι αν μπορείς να εντοπίσεις εύκολα την «πηγή» της πίσω στο παρελθόν των Αμερικάνων. — Χάρης Συμβουλίδης

starsThe North

Soft Revolution

Πότε κοντύτερα στους Metric, πότε προσεγγίζοντας τους Cocteau Twins, οι Καναδοί Stars μπορεί να είναι λίγο πιο ανεβαστικοί στο The North αλλά κατά βάθος κάνουν αυτό που κάναν πάντα. Ποιό είναι αυτό; Μα... να μπλέκουν την indie αισθητική και ήχο με pop ευαισθησίες. Τα upbeat κομμάτια τους αποτελούσαν το διαβατήριο τους για τις playlists διαφόρων κολλεγιακών δωματίων, αλλά εκεί που ενίοτε παρήγαν ορισμένα εξαιρετικά αποτελέσματα ήταν οι μελαγχολικές, χαμηλότονες και εσωστρεφείς στιγμές τους. Δυστυχώς στο The North αυτές έχουν περιοριστεί χάριν μιας πιο φωτεινής προσέγγισης, αλλά αυτό λίγο επηρρεάζει το αποτέλεσμα, καθώς η μπάντα από το Toronto συνεχίζει να δείχνει πως φτιάχνονται δίσκοι προσβάσιμοι στο μέσο αυτί δίχως αυτό να σημαίνει και ένα ευτελές αποτέλεσμα, χωρίς ευαισθησίες και συνθετική έμπνευση. Δεν αποτελεί το δυνατότερο χαρτί της μέχρι τώρα δισκογραφίας τους αλλά το The North είναι μια ακόμα αξιόλογη προσθήκη σε αυτή, που κάθε φίλος του εναλλακτικού μουσικού χώρου θα απολαύσει, έστω και αν δε θα τον σημαδεύσει. — Τάσος Μαγιόπουλος

BarBra streisand Release Me 1967-2011Legacy/columbia/Sony Music

Με τον αδημοσίευτο κατάλογο της Barbra Streisand να είναι, προφανώς, τεράστιος, προξενεί εντύπωση ότι τη βγάλαμε με ένα CD 11 επιλογών, αντί για κάτι σε διπλό, τριπλό, box set. Η επιλογή της έκφρασης «τη βγάλαμε» δεν είναι τυχαία, ούτε όμως αποτελεί ειρωνεία για τη Streisand. Την εκτιμώ την πρώτη κυρία της αμερικάνικης σόου μπιζ, κι ας μη μ’ αρέσουν όλα όσα κατά καιρούς κάνει (δεν γίνεται

να σου αρέσουν όλα). Υπογραμμίζω, απλά, ότι στην ιστορία της μουσικής τα λεγόμενα «τραγούδια από το συρτάρι» λίγες φορές άξιζαν να βγουν από την κρυψώνα τους. Με το να περιοριστούν λοιπόν οι επιλογές σε 11, σημαίνει ότι έγινε μια καλή, αυστηρή σταχυολόγηση –κάτι που νομίζω αντανακλάται και στο Release Me. Από τα τέλη των 1960s ως σήμερα, περνάμε από ένα ευρύ φάσμα όσων άγγιξε με τη φωνή της η Streisand, το αυτί στέκεται με θαυμασμό σε 2-3 highlights (π.χ. στο “Willow Weep For Me”) και η ακρόαση τελειώνει έχοντάς σε αφήσει αρκετά ικανοποιημένο, κι ας μην επανοριοθέτησες κάπως, κάπου το «φαινόμενο Streisand». Τόσο ικανοποιημένο, ώστε θα καλοδεχόσουν κι ένα Release Me II…— Χάρης Συμβουλίδης

varioUs artistsJust Tell Me That You Want Me A Tribute To Fleetwood Machear Music/concord

Το πρόβλημα με τα tribute άλμπουμ είναι ότι δεν είναι δυνατόν να τα δει κανείς αυτόνομα χωρίς να τα συγκρίνει με τον καλλιτέχνη που τιμάται. Όταν μάλιστα έχει να κάνει με κολοσσούς αισθητικής όπως το “Albatross” ή το “Before The Beginning”… Τι παραπάνω μπορούν να προσθέσουν οι indie αρμονικές παραμορφώσεις των Lee Ranaldo/J Mascis ή η συντηρητική απόδοση της Trixie Whitley στα εν λόγω τραγούδια; Ακόμη και ο καημένος ο Antony αδικείται αν έχει κανείς υπόψη το αυθεντικό “Landslide”. Έρχεται αισίως το όγδοο τρακ για να μου τραβήξει το ενδιαφέρον η εξαίσια Lykke Li σε ένα B-side τους που ως τη μέση είναι καλύτερο από την πρώτη εκτέλεση (“Silver Springs”), αλλά όταν φτάνει το ρεφρέν ούτε η Σουηδέζα μπορεί να τα βγάλει πέρα με τις θεϊκές γυναικείες φωνές των

Fleetwood Mac. Ενδιαφέρον έχουν οι Tame Impala που οικειοποιούνται πλήρως το “That’s All For Everyone” (λες και γράφτηκε ειδικά γι’ αυτούς) ενώ οι MGMT παραξηλώνουν στην παρέμβαση το “Future Games”. Κρίμα που την είδα έτσι πάντως. Αν δεν ήξερα τα πρώτα, μια χαρά είναι το άλμπουμ. —Σπύρος Χυτήρης

rUdi zyGadLo TragicomediesPlanet Mu

Ολόκληρο το όνομα είναι Rudi Mikhail Zygadlo, εμπνευσμένο από τους Ρώσους χορευτές Rudolph Nureyev και Mikhail Baryshnikov. Είναι από τη Γλασκόβη και μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου το ταλέντο του στην ηλεκτρονική σύνθεση βρίσκει έδαφος να ανθίσει. Με αφετηρία το dubstep απλώθηκε σε ένα ευρύ φάσμα κατευθύνσεων, που απ’ ότι φαίνεται στον δεύτερο δίσκο του κερδίζουν ολοένα έδαφος, απομακρύνοντάς τον από τους αρχικούς του περιορισμούς. Λάτρης της ελληνικής μυθολογίας, έδωσε τίτλους δανεισμένους απ’ αυτήν τουλάχιστον σε τέσσερα κομμάτια (“Melpomene”, “Tragicomedy”, “Persephone”, “Waltz For Daphnis”) που είναι και από τα καλύτερά του. Το “Melpomene” είναι από τα πλέον ενδιαφέροντα σινγκλ που άκουσα φέτος (δείτε το φιλμάκι στο Υοutube, αξίζει). Ευφυής συνθέτης ο Zygaldo, χειρίζεται αριστοτεχνικά τα φωνητικά και δίνει διαστάσεις από μπαρόκ ηλεκτρονική και βαλς μέχρι φουτουριστικό R’n’B. Δεν είναι παντού έτσι, έχει και τα μπιτάκια του, αλλά μη σας πάει ο νους σε τετριμμένα και μονότονα ως είθισται. Υπάρχει ποιότητα, φαντασία, εκλεπτυσμένο γούστο και πολλές φορές ασυνήθιστη ανάπτυξη θεμάτων με διαρκείς εναλλαγές ύφους, ρυθμού και αισθητικής.— Σπύρος Χυτήρης

O JON SPENCER μιλάει:...για την οκτάχρονη δισκογραφική απουσία της μπάντας«Eίχαμε αποφασίσει να κάνουμε ένα διάλειμμα για κάποια χρόνια και μια συλ-λογή κάποιων από τα single μας κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο Jukebox Explosion το 2007. Μετά από το τελευταίο αρχίσαμε να δεχόμαστε προσφορές για συναυ-λίες και φεστιβάλ και σκεφτήκαμε: “Γιατί όχι; Ας παίξουμε κάποια live”. To ευ-χαριστηθήκαμε και αρχίσαμε να παίζουμε περισσότερο. Το 2010 ξεκινήσαμε το εξαντλητικό πρόγραμμα των επανακυκλοφοριών, ενώ παράλληλα ξεκινήσαμε να γράφουμε τα κομμάτια που σιγά σιγά μας οδήγησαν στο Meat And Bone.»

...για τις συγκρίσεις με τον Jack White«Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο Jack White ένας περισσότερο παραδοσιακός ποπ τραγουδοποιός. Δεν υπάρχει κάτι λάθος σ’ αυτό. Αυτό είναι αυτό που κάνει. Αλλά είναι μουσική που απευθύνεται σε ένα πιο ευρύ, mainstream ακροατήριο. Ο ήχος του μοιάζει περισσότερο με αυτά που παίζονταν στο ραδιόφωνο όταν ήμουν παιδί στα ‘70s. Οι Jon Spencer Blues Explosion είναι πιο δύσκολο να χωνευτούν και υπήρ-χε παντα ένα συγκρουσιακό στοιχείο στη μπάντα. Είμαστε πιο πειραματικοί, πιο punk. Είμαστε πολύ τρελοί για κάποιους ανθρώπους. Αλλά αυτό είναι ΟΚ για μένα.»

Spots Στο άλμπουμ περιλαμβάνονται

11 ακυκλοφόρητα τραγούδια, τα

οποία έχει δημιουργήσει από το 1963

μέχρι σήμερα.

Με εξαίρεση δύο τραγουδιών,

για τα οποία τα αρχικά masters

δεν μπορούσαν να βρεθούν,

όλα τα tracks του Release Me

μεταφέρθηκαν από την πρώτη

γενιά των αυθεντικών tapes. Με

μεγάλη προσοχή διατηρήθηκαν οι

ηχογραφήσεις που είχαν αρχικά

καταγραφεί και είχαν μιξαριστεί.

Για το album η Streisand είπε:

«Είμαι πολύ ευτυχισμένη γιατί ότι

εξακολουθώ να έχω μεγάλη αγάπη

για όλα αυτά τα τραγούδια. Μου

άρεσαν πάρα πολύ από τότε…

και συνεχίζουν να μου αρέσουν.

ακούγοντάς τα τώρα, πραγματικά

σκέφτομαι για τον εαυτό μου,

‘Το κορίτσι δεν ήταν τόσο κακό’».

SOnIk | 61HARD ROCKεΠι του ΠιεςτΗριου... METALTO άλμΠουμ του μΗνά

the devin townsend ProJectEpicloudInside Out Music

Στην προσπάθεια των απανταχού μουσικοκριτικών να εντάξουν κάπου την αλ-λόκοτη μουσική του Devin Townsend, ο ευφυής μουσικός απαντά κάθε φορά με κάποιον δίσκο ακόμα πιο καμμένο. Ο «Frank Zappa των καιρών μας», θα μπορούσε να πει κάποιος και δεν θα είχε άδικο, μιας και ο τρελό-Devin απολαμ-βάνει τον καθολικό σεβασμό των σύγχρονων μουσικών και η μουσική του βρί-σκει ιδιαίτερη απήχηση σε κοινό τόσο του metal, όσο και του προοδευτικού rock. Το φετινό άλμπουμ “Epicloud” εισάγει το project στο πάνθεον των πιο προοδευτικών μουσικών κινήσεων της δεκαετίας. Αφού δηλώσω απροθυμία

να υποπέσω στο λάθος της πεζής περιγραφής της μουσικής που περιλαμβάνει το “Epicloud”, θα επισημάνω, μονάχα, ότι οι «υπερηχητικές pop μελωδίες» συνεχίζουν να αποτελούν το trademark του ήχου του Devin και όποιος κατάλαβε. Η Anneke (ex-The Gathering) ξανά παρούσα στα φωνητικά, προσφέρει την γλυκύτητα της φωνής της ανάμεσα στα άγρια ξεσπάσματα του Devin, σμιλεύοντας έτσι την όποια ακραία φύση της μουσικής. Η απίστευτη επαναηχογράφηση του “Kingdom” από το “Physicist”, αποδεικνύει περίτρανα ότι η μουσική που υπάρχει στο μυαλό του επιστήμονα αποτυπώνεται στο μέσο ακρόα-σης, εντελώς συνειρμικά, χωρίς να παρεμβάλλονται συζητήσεις, υποχωρήσεις ή εναντιώσεις όπως στις περισσότερες φυσι-ολογικές μπάντες. Και αυτή η μεθοδολογία φαίνεται να διευκολύνει πλέον τον μουσικό, με απώτερη συνέπεια τον καταιγι-σμό κυκλοφοριών τα τελευταία τρία χρόνια. Εφόσον η έτερη μπάντα του Townsend, οι θεοί Strapping Young Lad έχουν μπει στον πάγο εδώ και καιρό, οι απαιτήσεις μας από το Project είναι υπεραυξημένες. Και κακά τα ψέματα, από το άλμπουμ “KI” έως και την περσινή διλογία “Ghost/Deconstruction”, ο Devin δεν είχε καταφέρει σε κανένα σημείο να ξεπεράσει σε ποιό-τητα το αριστουργηματικό “Terria” του 2001. Το “Epicloud” είναι μια πολύ ιδιαίτερη κυκλοφορία, που πιθανότατα στο μακρι-νό μέλλον θα αναγνωρισθεί ως η πληρέστερη του καλλιτέχνη. Και ίσως όχι σε αυτόν τον πλανήτη.. — Αλέξανδρος Τοπιντζής

a forest of starsA Shadowplay Of YesterdaysProphecy

Οι AFOS κάνουν ένα ομολογουμένως γοητευτικό παιχνίδι με την εμμονή τους σε χρόνους παρελθόντες, είτε αισθητικά-ηχητικά, είτε ενδυματολογικά. Για κάποιο λόγο όμως αυτό το παιχνίδι αντιμετωπίζεται με περισσή σοβαροφάνεια, όχι μόνο από το μουσικό Τύπο, αλλά εν τέλει και από τους ίδιους. Αν πιστέψουμε όχι μόνο τα όσα λένε στις συνεντεύξεις, αλλά και στην πομπώδη εκφορά των λεγομένων τους, στα ίδια τους τα τραγούδια. Αν χαλάρωναν λίγο και αν είχαν περισσότερες ιδέες, από ότι απόψεις και εμμονές, ίσως τα πράγματα να κυλούσαν πιο εύκολα εδώ πέρα. Με το post Dimmu Borgir συμφωνικό black metal να αποτελεί ήδη το επόμενο μεγάλο εμπορικό χαρτί, κάθε προσπάθεια για όμορφες ενορχηστρώσεις πάνω σε ακραίες (κάποτε) μουσικές, αντιμετωπίζεται, ίσως και δικαιολογημένα, με καχυποψία. Και εδώ αδικούν εαυτούς οι Βρετανοί, καθώς επιμελώς τεμαχίζουν τα τραγούδια τους σε μέρη ευάκουστα και σε μέρη δήθεν αγριεμένα. Τους έχουν απομείνει κάτι ίχνη υψηλών ταχυτήτων, όχι τίποτε blast beat και τέτοια, τα οποία καταπλακώνονται πάνω από φωνητικά, που στην επόμενη εκκαθάριση από κιθάρες που θα κάνουν στον ήχο τους, θα είναι έτοιμα να ντύσουν ημεδαπές προεκλογικές συγκεντρώσεις. Αν μοιράζεστε την αγωνία τους για το πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα σε αλλοτινούς αιώνες, ίσως και να βρείτε θέση διαρκείας εδώ μέσα. Εγώ θυμήθηκα απλώς ότι κάποτε είχα περάσει πολύ καλά με τους Skyclad, αλλά αμέσως μετά θυμήθηκα ότι δεν πρέπει να ήμουν και πολύ πάνω από τα 15-16 μου όταν συνέβη αυτό. Τo “Left Behind As Statik” πάντως σε άλλους καιρούς μέχρι και σε ethnic folk συλλογές θα έπαιρνε θέση ως

υποψιασμένο γέμισμα και αυτό δεν το λέω δήθεν για αρνητικό. — Άρης Καραμπεάζης

aerosMithMusic From Another DimensionSony Music

Ο διαβολάκος έβαλε την ουρά του πάλι...και το rock’n’roll επιστρέφει δριμύ και με τα γερασμένα παλικάρια του πολύ πιο άτακτα απ’ ότι τα άφησε. Δεν είναι μυστικό ότι τα 70’s έχουν επιστρέψει για τα καλά στα πράματα και οι Aerosmith δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, μιας και ο τελευταίος ενδιαφέρων δίσκος τους χρονολογείται πίσω στα τέλη των ’80s, οι προβλέψεις για την ποιότητα του άλμπουμ “Music From Another Dimension” δεν ήταν ευοίωνες. Ο «έξ’

από-δώ» φαίνεται, όμως, ότι είχε κάποια χρωστούμενα στην παρέα του Mr. Tyler, προσφέροντας τους μια νέα πνοή στην από καιρό γερασμένη έμπνευση τους. Το υλικό που θα βρείτε εδώ δανείζεται στοιχεία από ολόκληρη την διαδρομή του γκρουπ, με αναφορές τόσο στο καθαρόαιμο hard rock των 70’s, όσο και στο ραδιοφωνικό μελωδικό rock που εκτίναξε την καριέρα τους στα ’80s. Η μουσική των Aerosmith διαφέρει. Και αυτός είναι ο κύριος λόγος της παρουσίας τους στο “top of the cream” για πλέον τα 40 χρόνια. Το ροκ τους παραμένει πρόστυχο (“LUV XXX”, “Legendary Child”, “Oh Yeah”), ερωτικό (“We All Fall Down”), σκληρό (“Lover Alot”), περιπετειώδες (“Something”, “Beautiful”) και πάνω απ’όλα πιστό στις blues διδαχές των προπατόρων τους (“Street Jesus”). Κάποια ελάχιστα μπαλαντοειδή fillers που η βιομηχανία προστάζει την ύπαρξη τους, δεν χαλάνε σε καμιά περίπτωση την έκπληξη που μας επιφύλασσαν οι Aerosmith, ενώ και οι διάφορες επώνυμες συμμετοχές (βλέπε Johnny Depp, τον υιό Lennon και κανά δυό ξανθιές από το American Idol) δεν προσφέρουν τίποτα το ουσιαστικό. Η αξία του άλμπουμ “Music From Another Dimension” ξεπερνά την σημειολογία της μουσικής. Στα μάτια μου φαντάζει ως μια νίκη της γνήσιας πεμπτουσίας της ροκ μουσικής και της σταθερής πορείας επιστροφής στον χαμένο ρομαντισμό. —Αλέξανδρος Τοπιντζής

ensLaved Riitiirnuclear Blast Records

Αν και ξεκίνησαν σαν black metal μπάντα, οι Enslaved έχουν ξεφύγει προ πολλού από τα στενά όρια του ακραίου ήχου. Μετά το ξεχωριστό “Axioma Ethica Odini” κυκλοφορούν το δωδέκατο album τους, το “Riitiir”. Η πρώτη ακρόαση αφήνει την εντύπωση πως συνεχίζει στο μονοπάτι του προκατόχου του, αλλά με πιο ενδελεχείς ακροάσεις οι διαφορές γίνονται εμφανείς. Μεγαλύτερες διάρκειες των κομματιών, δομές και συναίσθημα που αποκτούν πιο επικό χαρακτήρα, αύξηση των καθαρών φωνητικών, εντονότερη progressive διάθεση, αλλά και τα ενισχυμένα leads/solos είναι οι πιο τρανταχτές διαφορές. Από εκεί και πέρα, η φωνή του Larsen μου ακούγεται πιο όμορφη από ποτέ, οι ’70s νοοτροπίες

60 | REVIEwS | POP ROCK

PaUL BanKs BanksMatador

Με το μέτριο φερώνυμο άλμπουμ των Interpol και ένα εξαιρετικά άνισο προηγούμενο σόλο άλμπουμ, οι προσδοκίες από το νέο πονημα του Paul Banks δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Ίσως αυτό βοήθησε να απολαύσουμε ακόμα περισσότερο από όσο αξίζει το δεύτερο δίσκο του frontman των Interpol. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία (samples, ηλεκτρονικά κρουστά) δεν αφαιρούν από την υφέρπουσα ζέση, η ρομποτική φωνή εμποτίζεται με στρώματα πιάνου, κιθάρων και πλούσιων εγχόρδων και τα κιθαριστικά arpeggios είναι λίγα αλλά καλά. Μπορεί να είναι το σύνολο παραφορτωμένο με ιδέες (πολλές φορές στο ίδιο κομμάτι) και layers, μπορεί στα ρεφρέν να μην το έχει ο Banks, ξεφουσκώνοντας πολλές φορές άτσαλα τα πολλά υποσχόμενα κουπλέ, αλλά είναι το πιο ενδιαφέρον ηχητικά άλμπουμ από την εποχή του Antics – σε σημείο που όσα κομμάτια θυμίζουν το τελευταίο να είναι και τα πιο αδιάφορα. Ο παραγωγός Peter

Katis (Interpol, Jónsi, The National) φαίνεται να έχει κάνει πολύ καλή δουλειά, με ήχο πιο φωτεινό, που κατά διαστήματα αναπέμπει ευχαριστίες στους The Psychedelic Furs ή τους Folk Implosion, έχει αρκετά κοινά με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι παραγωγή τη μίξη του ‘90s εναλλακτικού rock με τον ηλεκτρονικό ήχο, αλλά βοηθιέται και από τις συνθέσεις του Banks που δεν είναι ημιτελείς, όπως στο προηγούμενο άλμπουμ. Η δε προσθήκη δύο instrumental κομματιών μπορεί να μην φέρνει κάτι νέο στο κουρασμένο σώμα του post-rock, αλλά έχω την εντύπωση ότι παράγει αποτέλεσμα πιο ουσιαστικό από μερικές στιχουργικές ασάφειες-κλισέ... Θέλει το χρόνο του, δεν έχει το hit singles, αλλά σε αρκετές στιγμές είναι πραγματικά απολαυστικό και (κυρίως) σου δίνει την αίσθηση ότι κάτι επιτέλους μπορεί να (ξανα)συμβεί... — Τάσος Βογιατζής

tender traPTen Songs About GirlsFortuna Pop!

Στα περάσματα από όλα τα συγκροτήματα που έστησε η Amelia Fletcher φρόντιζε τη συνέπεια. Η καλλιτεχνική αναζήτηση, δηλαδή, ξεπερνούσε τη φόρμα η οποία, κακά τα ψέματα, δεν επιδεχόταν και πολλές αλλαγές. Ένα κορίτσι με εμφανές ταλέντο αρνιόταν να δει πέρα από την αγαπημένη της μουσική – και γιατί να το έκανε άλλωστε; Μιλώντας για αποτυχημένες σχέσεις σαν potentially intellectual έφηβη, η Amelia Fletcher ενθουσιάζεται αντιστοίχως εφηβικά με τις πανκ επιρροές της, στήνοντας όμως η ίδια μπροστά της το τείχος των καλλιτεχνικών της ορίων. Μετά από δυο δεκαετίες με Talulah Gosh, Marine Research και Heavenly και τώρα να ακουμπάει ξανά το συνθετικό και ερμηνευτικό της ζενίθ με τους Tender Trap. Δεν είναι ότι πρόκειται για έναν κακό δίσκο, δεν είναι ότι πρόκειται καν για έναν μέτριο, ούτε ότι περιδιαβαίνοντας στο αχανές τοπίο της διαδικτυακής κριτικής θα βαρεθεί κανείς να κλείνει το ένα παράθυρο μετά το άλλο στο επαναλαμβανόμενο διάβασμα άγνωστων λέξεων που έγιναν κουραστικά κλισέ περιγράφοντας την ποπ της αλλά, ξέρετε, είναι οι προσδοκίες που μεγαλώνουν μαζί μας, η υπομονή που μικραίνει γύρω μας και δεν ξεγελιέται με ασφαλείς μελωδίες που προσπαθούν να λύσουν (ή να

καταδείξουν, απλώς) τα μικρότερα των προβλημάτων γύρω μας. Εκεί που δίνει τα ρέστα της είναι όταν τολμάει να ντύσει με ηλιόλουστες μελωδίες μερικούς κοφτερούς, σκοτεινούς στίχους που φτάνουν μέχρι το θάνατο, εκεί δηλαδή που το κλείνεις το στόμα, σταματάς να γράφεις από απόσταση και απολαμβάνεις πώς ξορκίζει το τέλος των πάντων με αυθάδεια ένα κορίτσι που αρνήθηκε να μεγαλώσει. — Πάνος Τράγος

Jens LeKMan I Know What Love Isn'tSecretly canadian

Αν με πετύχαινες πριν από μερικά χρόνια έφτανε μια μόνο λέξη για να με στείλει προς μουσική μετανάστευση στην Κορτεντάλα, εκείνο τον τόπο που το συνθετικό μεγαλείο του Jens Lekman μου είχε περιγράψει διαυγέστατα και καθαρά ως ένα δοχείο για τα χαμένα συναισθήματα, ένα μέρος σκοτεινής μελαγχολίας που κατέφευγε κάθε λογής έκφραση μοναξιάς. Έκτοτε ο Σουηδός αφοσιώθηκε ψάχνοντας την αγάπη από την ανάποδη: επειδή αδυνατεί οποιοσδήποτε να την ορίσει, εκείνος εκτός έδρας για χρόνια έγραφε το δικό του αντι-εγχειρίδιο. Σημείο καμπής, εν ολίγοις, το τρίτο LP του για την επίγνωση του ίδιου σχετικά με την καλλιτεχνική του αξία, ακόμα κι αν οι μελωδίες στρογγύλεψαν για να αποφύγουμε το τραύμα, ακόμα κι αν το ταλέντο του είναι έτοιμο να εκραγεί στο κάθε μουσικό γύρισμα του δίσκου, ακόμα και αν, τελικά, ο Jens πλησίασε τόσο πολύ αυτό που αποστρέφονταν όσοι λάτρεψαν το Night Falls Over Kortedala και βλέπουν τώρα τη νύχτα εκείνη να ξημερώνει υπέρμετρα «γλυκά» και ασταθώς ρομαντικά. Και, γαμώτο, με τη μελαγχολία να την παίζεις στα δάχτυλα ως γλυκόπικρο αστείο, όταν άλλοι υποφέρουν ακόμα μαζί σου επισκοπτόμενοι το δώρο σου πριν λίγα χρόνια, μόλις κατάφερες τον ορισμό της αδικίας. — Πάνος Τράγος

Bat for LashesThe Haunted ManEMI

Θα θυμάστε ότι το Two Suns ήταν στις κορυφαίες θέσεις των προτιμήσεών μας για τα άλμπουμ του 2009, όπως επίσης και το ότι με εκείνο το άλμπουμ κατάφερε να ακουστεί σε ένα ιδιαίτερα ευρύ ακροατήριο. Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια της εταιρίας της να κρατήσει ζωντανή αυτή την εμπορική παρα-καταθήκη, με την επιμονή για τη συνεργασία με τον Justin Parker (που έγραψε μαζί με τη Lana Del Rey το “Video Games”) στο (πολύ κοντινό στις ghost μπαλ-λάντες της Lana) “Laura”, είναι φανερό ότι με αυτό το άλμπουμ ακολουθεί ένα διαφορετικό, art-pop δρόμο, δύσκολο όσο αυτός του David Byrne με τη St. Vincent ή της Fiona Apple για φέτος και πάντως σε απόσταση από αυτόν του Two Suns. Ο ρυθμός εδώ παίζει βασικό ρόλο, είτε σε πιο ήπες στιγμές (που μοιάζουν με ασκήσεις του Jamie XX), είτε σε dark-synth-pop ή αλά Austra υπνωτικά vibes, με τη θεατρικότητα όπως πάντα της δασκάλας Kate Bush, αλλά και τις fuzzy synth εξερευνήσεις μιας φορμαρισμένης Bjork. Τα φαινομε-νικά απορρυθμισμένα synths και oι τριπαριστές drum machine βάσεις μετα-τρέπουν πλέον το παιχνίδι σε αισθησιασμό, πολλές φορές με ψυχεδελίζουσα ηλεκτρονική αισθητική (βλ. “Oh Yeah”), την ίδια ώρα που η Natasha Khan τραγουδάει με το δικό της, ιδιαίτερο και αιθέριο τρόπο για την ταλαιπωρία (και

το πολλές φορές ασυμβίβαστο timing) των σχέσεων. Οι όποιες συνθετικές αδυναμίες ή ευκολίες απορροφώνται ως κραδασμοί από την εφευρετική και ανήσυχη παραγωγή, η αλήθεια είναι όμως ότι δεν μας έχει «τσιμπήσει» τόσο πολύ όσο ο προκάτοχός του για συνεχείς ακροάσεις... — Τάσος Βογιατζής

SOnIk | 6362 | REVIEwS | meTaL

περιβάλλονται περίφημα με τη μαυρομεταλλική αύρα της Νορβηγίας, χωρίς να παραμελλούνται οι μελωδίες. Οι Enslaved καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα εμπνευσμένο 67-λεπτο μουσικό έργο που ταξιδεύει τον ακροατή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που πολλοί είναι αυτοί που τους έχουν ανακηρύξει σε ηγέτες του ακραίου progressive metal στη θέση των OPETH… — Θανάσης Μπόγρης

GraveEndless Procession of Soulscentury Media

Για πολλούς ο όρος παλιομοδίτικο σουηδικό death metal φέρνει στο νου συνειρμικά τέσσερα-πέντε ονόματα. Μέσα σε αυτά σίγουρα είναι και οι παλαίμαχοι Grave, οι οποίοι πλέον έχουν συμπληρώσει μια 20ετία ύπαρξης και φέτος κυκλοφορούν ίσως τον καλύτερο δίσκο τους μετά το θρυλικό “Soulless” του 1994. Το “Endless Procession of Souls” χαρακτηρίζεται για την απλή δομή των συνθέσεων του, που άλλοτε σε καταπλακώνουν με το τεράστιο groove τους και τον όγκο τους και άλλοτε δημιουργούν αυτή την κολασμένη ατμόσφαιρα που σε περιβάλλει όταν ακούς old school death metal. Ήχος δυνατός και διαυγής που αφήνει τη μουσική να ανασαίνει, αν και του λείπει λίγο το χαρακτηριστικό reverb. Με συνετή διάρκεια και συμπαγή δομικά στοιχεία το αλμπουμ πορεύεται με σθένος στη λεωφόρο του ακραίου metal και ξεπερνάει με ευκολία τη διαχωριστική γραμμή που καθιστά έναn δίσκο του είδους ενδιαφέροντα. Και αν δεν ήταν τόσο εμφανής η τάση τους να κατεβάζουν «στροφές» σε κομβικά σημεία και επέλεγαν να αφήσουν τα πράγματα να εκτραχυνθούν (από άποψη ταχύτητας σε drumming και κιθάρες), αυτό θα προσέθετε πολλούς επιπλέον πόντους. — Θανάσης Αδαμαντόπουλος

horse LatitUdesAwakening Doomentia Records

Θυμάστε παλιά που ο Χάρυ Κλυνν έλεγε για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή –τον Πρεσβύτερο ε– τη φράση «μιλάμε, πολύ μεγάλα αρχ…. Ο δικός σου… Περπατάει… και τα σέρνει… Περπατάει και σέρνει αυλάκι πίσω του, να πούμε». Ε, κάπως έτσι και με το νέο άλμπουμ των Φιλανδών. Μετά από μερικές ακροάσεις θα βγείτε στον δρόμο και θα έχετε την αίσθηση ότι κινείστε σε αργή κίνηση, ότι δεν περπατάτε, αλλά σέρνεστε κι εσείς… Όχι μόνο δεν υπάρχει ίχνος ταχύτητας εδώ μέσα, αλλά σε ορισμένες στιγμές τα πράγματα κυλάνε ακόμη πιο αργά από το σύνηθες, σε βαθμό που ανησυχείς για το αν έχει ζωή ακόμη ο βραχίονας του πικάπ. Τρίο, μπάσο, κιθάρα, ντραμς (ό,τι γουστάρεις που λέγανε και οι Nightstalker), με το μπάσο να αναλαμβάνει το δύσκολο καθοδηγητικό έργο, και με την drone αίσθηση (ότι και είναι αυτό…) να υποσκελίζει την doom διάθεση (ότι και αν είναι αυτό). Το “Into The Deep” είναι ένα τεράστιο τραγούδι σε διάρκεια, αισθήματα και τροχοπέδηση των οργανοπαιχτών, σχεδόν σαν να παίζουν οι HL με τις αντοχές των ακροατών τους. Αν το αντέχετε, το υπόλοιπο άλμπουμ είναι φτιαγμένο για εσάς, θα σας ενθουσιάσει. Το ιδιότυπο groove της μπάντας, επιτρέπει στους οπαδούς της να ισχυρίζονται ότι πηγαίνει το είδος δυο βήματα παραπέρα, ενώ η διαυγής μεν, αλουστράριστη, δε, παραγωγή, υπογραμμίζει, ότι ντουμ-ξεντουμ, η φάση πρέπει να είναι rock ‘n’ roll για να έχει νόημα και όχι μόνο file under. Και η περίπτωση των Horse Latitudes είναι ό,τι υπόσχεται το rock ‘n’ roll από καταβολής του, έστω και σε αργές, βασανιστικές δόσεις. — Άρης Καραμπεάζης

MaGnUMOn the Thirteenth DayFrontiers Records

O άγραφος κανόνας που θέλει τη σκληρή και τίμια δουλειά να επιβραβεύεται έστω και καθυστερημένα δείχνει να έχει ισχύ στηνπερίπτωση των Magnum. Aπό το 2001, οπότε και επανασυνδέθηκαν μετά από επτά χρόνια απουσίας, βρίσκονται σε συνεχώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορική όσο και –

κυρίως– καλλιτεχνική. Το άλμπουμ “On the Thirteenth Day” δεν πρόκειται να εκπλήξει κανέναν από όσους έχουν παρακολουθήσει την πορεία του γκρουπ τα τελευταία χρόνια, αφού συνεχίζει να ακούγεται αρκετά κοντά στον ήχο του περσινού “Visitation”, έχοντας όμως αποβάλει πλήρως την επική θεματολογία τους, προς χάριν πιο ανθρώπινων και καθημερινών θεμάτων. Βασισμένο στα πλήκτρα του Mark Stanway, το πομπώδες, μελωδικό σκληρό rock των Magnum φλερτάρει ελαφρώς με το AOR και το φρέσκο υλικό των Βρετανών υπερέχει ξεκάθαρα έναντι των εξίσου αξιόλογων προκατόχων του. Οι Tony Clarkin (κιθάρες) και Bob Catley (φωνητικά) εξακολουθούν να λάμπουν, με τις μπαλάντες “Putting Things In Place” και “FromWithin” να είναι εξαιρετικά δείγματα της κοινής τους διαδρομής. Με σιγουριά μπορώ να μιλήσω για τον καλύτερο δίσκο τους από το μακρινό “Wings Of Heaven” του 1988. — Πάνος Παπαπανάγου

heXvesseLNo Holier TempleSvart Records

Forest Folk from Finland, σου λέει, αλλά ο ιθύνων νους και η δρώσα ψυχή είναι Άγγλος. Δασικός μετανάστης καθώς φαίνεται. Ο Kvohst, πέρα από τις λοιπές extreme metal δραστηριότητες του, κινεί παράλληλα τους Hexvessel (με αστα-θώς αίθριο line up) σε υποδειγματικά μονοπάτια psych folk ψύχωσης, που θα είναι εγκληματικό (λέμε τώρα) να τα αγνοήσετε, επειδή συνειδητά αποφεύγετε οτιδήποτε βορειοευρωπαϊκά ακραίο. Διότι η ακρότητα εδώ κινείται στο πλαίσιο μίας χτυπητά φυσιολατρικής απομόνωσης, που αν δεν σκύψεις και πολύ πάνω στους στίχους, δύσκολα θα την διακρίνεις από την αντίστοιχη αστική, που ξετρε-λαίνει τους μελαγχολικούς ακροατές. Από το τέλος αν το πάρεις, το άλμπουμ ξεκινάει με μία υπεράνω κριτικής διασκευή σε Ultimate Spinach (“Your Head Is Reeling”), που μπορείς μέχρι και να πεις ότι προδίδει την συνθετική διαύγεια του Kvohst. Τα αμέσως προηγούμενα δεκατέσσερα λεπτά του Unseen Sun εμπεριέχουν ό,τι πιο μεταλίζον υπάρχει στο δίσκο, σε μορφή καλού παλαιολιθι-κού heavy σαβάνου, χωρίς τις trendy occult διαστάσεις των καιρών όμως. Καθώς αντικαθιστά την θεόπνευστη θρησκοληψία των Wovenhand, με natural feeling που πατάει γερά στη γη αφενός, αιθεροβατεί στα στοιχειά αυτής, αφετέρου, η προσωπική γραφή των τραγουδιών εδώ μέσα δεν εγκλωβίζει τις συναισθηματι-κές αντοχές του ακροατή. Το δεύτερο άλμπουμ των Hexvessel είναι λοιπόν ένα έξοχο δείγμα ώριμης σκοτεινής pop, χωρίς κανέναν αρνητικό συνειρμό από όσους κουβαλάνε οι δύο φορτωμένοι επιθετικοί προσδιορισμοί. Τα πνευστά στο “Woods To Conjure” και τα γυμνά φωνητικά στο “Sacred Marriage” μαρτυ-ρούν βαθιά μουσική αντίληψη. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ακούγεται ο δεύτε-ρος δίσκος του Bon Iver, αν για αυτόν η απομόνωση δεν ήταν τελικά τίποτε άλλο παρά ένα βίτσιο της στιγμής. Η απλώς αν δεν ήταν φλωράντζας Αμερικάνος, που τελικά γούσταρε ορχήστρες και μοκέτες. — Άρης Καραμπεάζης

αληθινά ιδεώδη και γνήσιες αξίες (και λοιπά γραφικά). Από τη μία όλοι βλέπουμε το «κατάντημα» των Ulver, από την άλλη κανείς δεν αγωνιά για τον επόμενο δίσκο των Mayhem. Οι Marduk το έχουν παίξει κάπως «και αλλάζουμε και βουλιάζουμε» και σχεδόν τους βγαίνει το πράγμα, ειδικά μετά την αλλαγή frontman. Ο αξιαγάπητος Azentrius, εδώ πέρα, αμφιταλαντεύεται και αυτός, καθώς φαίνεται. Για δύο δίσκους σερί το είχε γυρίσει σε απροσδιόριστο μείγμα psych ηλεκτρονικών και ό,τι-άλλο-θες αναζητήσεων και μάλιστα του βγήκε και εμπορικά το χαρτί. Αντί να το τραβήξει στα άκρα, όμως, μάλλον ορθά επιλέγει να κυκλοφορήσει ένα ατόφια black, στα όρια του παραδοσιακού heavy, και σίγουρα γνήσια metal δίσκο, ξεκαθαρίζοντας ότι οι Nachtmystium δεν πρόκειται να γίνουν μια «άλλη μπάντα». Και –ώ του θαύματος!– του βγαίνει και πάλι η παρτίδα, καθότι παραδίδει έναν προβλεπόμενο μεν, αξιόμαχο και αξιοπρεπέστατο, δε, δίσκο, για όσους τελευταία έχουν βαρεθεί να αφαιρούν ολοένα και περισσότερο metal από το black metal τους. Με μία εξαίρεση στα παραπάνω όμως: αν η παραγωγή δεν είχε ισοπεδώσει τη rhythm section υπερβολικά προς την πλευρά του τετριμμένα heavy ήχου, ο σκοτεινός χαρακτήρας που εμφανώς επιμένει ο Azentrius να καλύψει τα νέα του τραγούδια θα ήταν περισσότερο εμφανής (ή περισσότερο σκοτεινός για να κυριολεκτούμε) και όλοι θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι (ή δυστυχισμένοι, αν προτιμάτε, λόγω της ζοφερότητας του είδους). Οι εξαιρετικές του κραυγές επανέρχονται ως είχαν τότε, όχι όμως και το γενικότερο μυστικιστικό κλίμα, που μπορεί μεν να στιγμάτισε κάποτε το αμερικάνικο black metal ως επιτυχημένο franchise των νορβηγικών-σουηδικών προτύπων, σε περιπτώσεις όμως όπως των Nachtmystium, αποτέλεσε επί της ουσίας μία ιδανική συνέχεια όταν οι Βορειοευρωπαίοι απλά ξέμειναν από έμπνευση. Εδώ η έμπνευση περισσεύει και τα τραγούδια το αποδεικνύουν. Η επιθυμία όμως για απάλειψη κάθε στοιχείου ηχητικού ρίσκου, λειτούργησε εν μέρει αντίστροφα και σε τραγούδια όπως τα “Demication”, “Annihilation” (με την ψηφιακή παραγωγή να προδίδει το ότι κατά βάθος πρόκειται για one man band με πρόσκαιρους συνεργάτες) καταλήγει να αδικεί τις αρχικές προθέσεις και τις εγνωσμένες δυνατότητες. Περιμέναμε σίγουρα κάτι περισσότερο από αυτό. — Άρης Καραμπεάζης

sardonisSardonis II hammerheart Records

Αυτό που ξεχωρίζει το instrumental ντουέτο από το Βέλγιο σε σχέση με τον ανταγωνισμό, είναι η έλλειψη τεχνικής, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και από κοντά πριν από 1 ½ χρόνο περίπου στη σκηνή του An Club. Και αυτό καταρχήν είναι περίεργο για ένα σχήμα που δεν ουρλιάζει τίποτε, παρά μόνο περιμένει από τη μουσική του να μιλήσει. Δύναμη, πάθος, εντάσεις, μπόλικες ιδέες σε κάθε σύνθεση και κύρια η εμμονή στην απλότητα, αντικαθιστούν όμως επάξια την τεχνική κατάρτιση (που μας έχει κουράσει στο είδος) και έτσι οι Sardonis στήνουν ένα από τα καλύτερα φετινά extreme ορχηστρικά άλμπουμ. Επιπλέον, όσο και να μην είναι, σε σχέση με το προ διετίας ντεμπούτο, υπάρχει εμφανής πρόοδος τους ως οργανοπαίχτες. «Χέβι-ρίφινγκ-εντ-δε-λιβινγκ-ις–ζυ», είναι η φάση, είτε σε τέμπο αργό, είτε και με ταχύτητες παραπάνω. Παρότι δεν τους έχω πετύχει κάπου πρόσφατα, υποθέτω ότι συνεχίζουν να είναι ακόμη καλύτεροι στα live, χωρίς αυτό να καθιστά τον παρόντα δίσκο λιγότερο απολαυστικό από όσο πράγματι είναι. Ξέρεις τι θα ακούσεις, πόσο και γιατί θα πωρωθείς, ίσως και το που θα βαρεθείς. Οπότε όλα ΟΚ. Το τρίλεπτο Wormonger μπορείς να το ντύσεις με στίχους δικούς σου και να γίνει το metal hit της χρονιάς! — Άρης Καραμπεάζης

Είναι γεγονός: όπου βάζει το (πολύτιμο και πανάκριβο) χέρι του ο Rick Rubin καταφέρνει αυτό που για κάποιους θε-ωρείται ενδεχομένως και ακατόρθωτο. Και αυτό γιατί η νεκρανάσταση ενός καλλιτέχνη δεν είναι απλή υπόθεση. Εμπεριέχει τον κίνδυνο αφενός της γε-λοιοποίησης αν δεν γίνει με τον σωστό τρόπο, αφετέρου μιας καλογυαλισμέ-νης επανάληψης με την βοήθεια και της τεχνολογίας. Στην περίπτωση των ZZ Top οι οποίοι απευθύνονται εδώ και χρόνια –κυρίως– σε μια ορισμένη με-ρίδα του κοινού, η δουλειά του Rubin έφερε φέτος, το πολυπόθητο αποτέλε-σμα. Κιθάρες που μαρσάρουν γκάζια και μπλουζιές made in Houston, μπάσο που χτυπάει κατευθείαν στο στέρνο και drums που παίζουν βρόμικα και δυνα-τά. Μελωδικότατες μπαλάντες με μπό-λικα γρέζια που στέλνουν κύματα φόρ-τισης από έναν Gibbons που νιώθεις ότι περπατάει δίπλα σου στο δρόμο και παίζει για το κέφι του. H καθαρά κλα-μπίστικη οπτική και προσέγγιση των τραγουδιών φτιάχνει εικόνες από κάτι το οποίο συμβαίνει τώρα, είναι δηλαδή «ζωντανό» ή live αν προτιμάτε, πράγμα που δίνει μια ιδιαίτερη ενέργεια και δυ-ναμική στο εγχείρημα. Boogie διάθε-ση, μελωδικός θόρυβος από τις παρυ-φές του hard rock των 1970’s και πολύ καλές ισορροπίες σε ένα άλμπουμ που δείχνει να δικαιώνει το όνομά του. — Όλγα Σκούρτη

zz toPLa FuturaAmerican Recordings

Οι τρεις μουσάτοι τύποι (ένας με το όνομα και δύο με τη χάρη) από το Texas των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν τα παρατάνε εύκολα και μετά από πλέον τα 40 χρόνια στο προσκήνιο, κυκλοφορούν φέτος το ολοκαίνουριο La Futura. H τακτική «φέρτε τον Rick Rubin να μας σώσει», τακτική που έχουν ακολουθήσει και άλλα γκρουπ σε παρακμή, δεν λειτούργησε. Η εσκεμ μένα τραχιά παραγωγή όχι μόνο δεν ανέδειξε τον παραδοσιακό, βρώμικο ήχο των ZZ Top, αλλά λογίζε-ται και ως φτωχή για τα δεδομένα και την τεχνολογία της εποχής. Δυστυχώς το αλμπουμ ακολουθεί την πτωτική πορεία των προκατόχων του, με την cult-ίλα που κατοικοεδρεύει εδώ και χρόνια στις τρίχες του Billy Gibbons και του Dusty Hill να μην εκπλήσσει πια, ενώ κάτι διάσπαρτες boogie ιδέ-ες του γερο-Billy να διασώζονται του ναυαγίου, αλλά να μην περισώζουν τίποτα από αυτό. Αισθάνομαι ωραία να ακούω ξανά την γεμάτη γρέζι, πα-θιασμένη φωνή του Billy Gibbons και μάλιστα στα 63 του χρόνια, αλλά και πάλι την επόμενη φορά στο player μου θα παίζει το “Just Got Paid”. Και όχι το “I Gotsa Get Paid” που θα βρεί-τε στο “La Futura”... — Χρήστος Δουλγεράκης

ΕΝα αλΜΠΟΥΜΔΥΟ αΠΟΨΕιΣ

nachtMystiUM

Silencing Machinecentury Media

Ειδικά για τα black metal σχήματα που κουβαλάνε χρόνια και δίσκους πολλούς στις πλάτες τους, το δίλημμα καταντάει εκβιαστικό: να αλλάξεις, να πειραματιστείς και να πας για αλλού, για να αποφύγεις την ούτως ή άλλως φορμαλιστική φύση του είδους; Ή μήπως να το παίξεις σκληροπυρηνικά και να ταχθείς με όσους κηρύττουν

SOnIk | 6564 | REVIEwS FOLKACOuSTIC COuNTRY

tori aMosGold DustDeutsche Grammophon

Πόσο εύκολο είναι για έναν συνθέτη να ξαναπιάσει τραγούδια που έγραψε πριν από 15 χρόνια και να τα μεταφέρει στο σήμερα; Και τελικά για ποιο λόγο να το κάνει; Η Tori Amos το τελευταίο διάστημα ανοίγει πανιά για άλλες πολιτείες, υπογράφει με την Deutsche Grammophon, εμβαθύνει στη σχέση –που πάντα είχε– με την κλασική μουσική και πειραματίζεται αποστασιοποιημένη από τον ρόλο του pop star. Μετά το περσινό “Night of

Hunters” και τις αναφορές σε κλασικούς συνθέτες, φέτος η Amos επιλέγει να παρουσιάσει τραγούδια από όλη της σχεδόν την δισκογραφία, με τη συνοδεία της Metropole Orchestra και τις ενορχηστρώσεις του John Philip Shenale. Η ορχηστρική πλευρά της pop με jazzy προεκτάσεις, εκεί όπου έγχορδα (και ειδικά βιολιά) ξεχύνονται από παντού και κρεσεντάρουν παρέα με μπόλικα πνευστά, δημιουργώντας έντονα μια αίσθηση κινηματογραφικής μουσικής, επικού και λυρικού τοπίου το οποίο βάφεται συχνά σε τόνους υπερβολής. Το πάντα εξαιρετικό πιάνο είναι φυσικά στο επίκεντρο, όπως και η ανέγγιχτη από το χρόνο, φωνή της. Στο Gold Dust έχουμε τις καλές βάσεις και αριστοτεχνικό στήσιμο, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα φαντάζει χλιαρό και συχνά βαρυφορτωμένο, ειδικά σε σχέση με το πρωτότυπο υλικό που βγάζει ακόμα σκοτεινές σπίθες. — Όλγα Σκούρτη

tiM BUrGessOh no I love you

O Genesis

O Tim Burgess του 2012 δεν θυμίζει σε τίποτα τον Tim Burgess της περιόδου 1990 – 94 που οδηγούσε τους Charlatans σ’ ένα ονειρεμένο καταιγισμό από νέας κοπής flower power διαμάντια, βουτηγμένα σε οργιαστικές Hammond δίνες. Το Oh no I love you δεν θυμίζει για την ακρίβεια ούτε τους Charlatans της τελευταίας δεκαπενταετίας ούτε καν τον ήχο του προ 9 χρόνων πρώτου σόλο album του. Πως θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί κάτι τέτοιο όταν όλη η δουλειά ηχογραφήθηκε στο Nashville σε συνεργασία με τον Kurt Wagner (των Lambchop), με τον τελευταίο να γράφει τους στίχους και να κυριαρχεί απόλυτα στην αισθητική του άλμπουμ. Κάτι που σημαίνει γερές δόσεις alt. country ή πιο ορθόδοξου country rock, με ρομαντικό, μελαγχολικό ή χαρούμενο περιτύλιγμα και το πόδι πατημένο σταθερά στο φρένο σε ό,τι αφορά το ρυθμό. Είναι θετικό για ένα μουσικό με πάνω από 20 χρόνια καριέρα να ξεβολεύεται τόσο επιδεικτικά. Από την άλλη πλευρά τα highlights του Oh no I love you είναι η χαλαρή northern soul με άρωμα americana του “White” και το “The Great Outdoor Bitches” με τα ηλεκτρονικά beats και την alt.rock κιθάρα. — Παντελής Αντωνιάδης

ry cooderElection Specialnonesuch / warner

Ιδού μια άσκηση για όσους κοιτούν τα αμερικάνικα πολιτικά πράγματα με την ματιά της εύκολης απλούστευσης και τις γενικεύσεις της χωριάτικης μικροπρέπειας. Ο σπουδαίος Ry Cooder εμμένει μουσικά στις αμερικάνικες ρίζες των blues, με απλό και στεγνό ήχο, με κοφτερή και τραχιά παραγωγή και με διάθεση σχετικά φωτεινή. Παράλληλα όμως στους στίχους επιλέγει να τοποθετηθεί με παρρησία γύρω από το θέμα των αμερικάνικων εκλογών. Ο Cooder στρατεύεται υπέρ των Δημοκρατικών με το βλέμμα στην καθημερινότητα. Είναι όμορφο και κάπως σοκαριστικό να συνειδητοποιείς ξανά ότι, ιδίως σε καιρούς που οι οικονομίες τρέχουν με ορμή προς ένα τεράστιο τείχος, το μέλλον ενός ολόκληρου «πολιτισμένου» κόσμου περνά, έστω ξυστά, από την κρίση, τα μπερδέματα και τις οπτικές ενός λαού. Αν και το Election Special είσαι δίσκος αμερικάνικης εσωτερικής καύσεως, με συγκεκριμένο σκοπό και λιγότερες φιλοδοξίες, αποτυπώνει με εύστοχο

JOEY BuRNS (CALEXICO): «Θα ήθελα να το δούμε ως αρχή μιας σειράς ταξιδιών και ηχογραφήσεων!»«Πάντα λατρεύαμε τη Νέα Ορλεά-νη. Υπάρχει τόση πολλή ιστορία εκεί, τόσα φαντάσματα, ακόμα και βαμπίρ. Ηχογραφήσαμε σε στού-ντιο, σε αυτή την περιοχή, σε μια όμορφη, παλιά πρώην Βαπτιστική εκκλησία, με ανεπτυγμένη την αί-σθηση της μουσικής και της πνευ-ματικής ιστορίας [...]. Μας ανανέω-σε πλήρως. Θα ήταν πολύ καλό να το δούμε σαν την αφετηρία μιας σειράς ταξιδιών και ηχογραφήσε-ων. Η Κούβα θα ήταν φανταστική, αλλά θα ήθελα να προχωρήσω πε-ρισσότερο, στην Ελλάδα και γύρω από τη Μεσόγειο (απόσπασμα από τη συνέντευξη στο Uncut).»

Οι Calexico θα εμφανιστούν την Παρασκευή 31 Νοεμβρίου στο Principal Club Theater, στη Θεσσαλονίκη και το Σάββατο Σάββατο 1 Δεκεμβρίου στο Fuzz Live Music Club, στην Αθήνα. Η προπώληση των εισιτηρίων θα ξεκινήσει σύντομα. Τιμή εισιτηρίων για Αθήνα: 26€ προπώληση / 30€ ταμείο. Αναμένεται το αδιαχώρητο, ως συνήθως!

caLeXicoAlgierscity Slang

Όσοι από μας παρασύρθηκαν από τη μαγεία του ήχου των Giant Sand ή των Thin White Rope –για να θυμηθώ μερικά από τα μυθικά ονόματα του αμερι-κανικού underground των μέσων ‘80s– αποκλείεται να μη λατρέψουν αυτό το άλμπουμ. Όχι πως είναι κάτι πρωτόγνωρο. Χρόνια τώρα οι Calexico μας… έχουν συνηθίσει. Αλλά τόση συμπυκνωμένη ομορφιά και αβίαστη έμπνευση είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς σε έναν έβδομο δίσκο. Ηχογραφημένο σε μια συνοικία της Νέας Ορλεάνης με όνομα τον τίτλο της ηχογράφησης, παραθέτουν μια σειρά από ιστορίες όπου η φαντασία εκρήγνυται. Περιπλά-νηση, νοσταλγία, μυστήριο και μαγεία, χωρισμοί, ανεκπλήρωτες επιθυμίες,

παράφοροι έρωτες, φόβος, αέναη αναζήτηση σε μιαν ελευθερία που αυτοαναιρείται πληρώνοντας το τίμημα της επιλογής της. Σάλσα από Κούβα, μαριάκι από Μεξικό, φολκ από τα έρημα τοπία της Αμερικής, μυστήριο από τη Νέα Ορλεάνη, μελωδίες που μένουν και σιγοτραγουδιούνται, ενίοτε στίχοι στα Μεξικάνικα κι ένα αριστουργηματικό εξω-τικό “No Te Vayas” – ύμνος στον έρωτα. Την ώρα που γράφω τούτες τις γραμμές, έχω στα χέρια μου μια συνέντευξη του Joe Burns στο UNCUT, όπου εκφράζει την επιθυμία κάποτε να έρθει να γράψει ένα άλμπουμ στην Ελλάδα. Ας το αφήσω ασχολίαστο. — Σπύρος Χυτήρης

TO άλμΠουμ του μΗνAτρόπο το μοναδικό συναίσθημα της λαϊκής υπερηφάνειας, που μέσα από τις εμπειρίες παρακινεί για συγκεκριμένες επιλογές. — Νίκος Σβέρκος

cat PowerSunMatador

Με το φετινό “Sun”, η Cat Power επιστρέφει μετά από μια ιδιαίτερα επίπονη εποχή για εκείνη, στην οποία αναγκάστηκε να ασχοληθεί με τα οικονομικά της δεδομένα και να δει ότι το ταμείο είναι μείον, με την έμπνευση να μην της χτυπά την πόρτα και τις ηχογραφήσεις για νέο άλμπουμ να δείχνουν άπιαστο όνειρο. Ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα, και προσθέστε σ’ αυτό και μια μακροχρόνια σχέση που έλαβε τέλος, κάτι που περνάει και στο “Sun”, με τον τρόπο που λέει «έμαθα το μάθημα, αλλά είμαι όρθια και πάμε τώρα παρακάτω». Μπόλικα σύνθια και

βαρυφορτωμένη ενορχήστρωση, σοουλίστικο mood και funk περάσματα, disco pop ριπές και γνώριμες blues - folk ανάσες. Κρουστά που σε κυκλώνουν απειλητικά, μελωδικές ρυθμικές και jazzy μπασογραμμές και μια ελαφριά βροχή ηλεκτρονικών πέφτει με φόρα πάνω στο πιάνο και τις κιθάρες ενώ η φωνή του Iggy Pop έρχεται από το υπερπέραν. Η μελωδική φωνή της Marshall εδώ, βγαίνει σε διάφορα χρώματα - συναισθήματα: επιθετικότητα, απορία, παράπονο, σαρκασμός, επούλωση. Η Cat Power επιστρατεύει όλη τη συναισθηματική της φόρτιση για να φτιάξει ένα album που ζόριζε πολύ καιρό και το οποίο της κόστισε πολλά. Έξυπνο μα και συνάμα εφετζίδικο ανακάτεμα ήχων με τη βοήθεια της συγκολλητικής ουσίας που λέγεται ποπ, όμως τελικά έξι χρόνια απουσίας είναι πολλά για ένα απλώς συμπαθητικό άλμπουμ.— Όλγα Σκούρτη

darK darK darK

Who Needs WhoSupply And Demand Music

Το ντεμπούτο των Dark Dark Dark του 2008 (The Snow Magic) πέρασε εντελώς στα ψιλά γράμματα, με το επόμενο (Wild Go) δύο χρόνια αργότερα κουνήθηκαν λίγα βλέφαρα, κι ελπίζουμε αυτό το καθοριστικό τρίτο άλμπουμ να τους κάνει ένα γνωστό(τερο) όνομα, επειδή είναι πραγματικά κρίμα να χαθούν έτσι αθόρυβα... Μας έρχονται από τη Μινεάπολη, ομοιάζουν μιας εναλλακτικής ορχήστρας δωματίου που δεν καταγίνεται με την κλασική μουσική, γράφει όμως κομμάτια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κλασικά και διαθέτουν τα φόντα να μείνουν τέτοια μέσα στα πλαίσια μιας αμερικάνικης pastoral pop φόρμας που πασχίζει να θέσει έντεχνο χαρακτήρα στην βιωματική τραγουδοποιία. Είναι ένα από αυτά τα συγκροτήματα που ονειρεύεσαι να δεις κάποτε να παίζουν live σε έναν απροσδόκητο χώρο που δεν περιχαρακώνει το ύφος τους, σε μία παλιά εκκλησία ή σε ένα φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο κτίριο, εκεί όπου ο ήχος του πιάνου θα δώσει στην ατμόσφαιρα έναν άλλου είδους ηλεκτρισμό και η φωνή της Nona Marie Invie (αγνή, επίμονη, φορτισμένη, θελκτική, δυναμική και την ίδια στιγμή ερωτική) θα καθηλώσει με τον ίδιο τρόπο που το κάνει εκείνη της Margo Timmins των

Cowboy Junkies ή της Karin Bergquist των Over The Rhine. Ο λυρισμός κάνει τις καρδιές να λιώνουν εδώ, τα μάτια είναι μόνιμα κλειστά και οι τρομπέτες, το μπάντζο, το κλαρινέτο θα συντροφεύουν τη ζεστασιά ενός ήχου οικείου και ευπρόσδεκτα μελαγχολικού. — Μάνος Μπούρας

BiLL fayLife Is PeopleDead Oceans

Από το 1971, οπότε και κυκλοφόρησε το Time Of The Last Persecution, έχει να μας απασχολήσει με «επίκαιρο» υλικό ο βρετανός τραγουδοποιός Bill Fay. Ίσως βέβαια η χρήση της λέξης «απασχολήσει» να είναι υπερβολική, μιας και ο Fay υπήρξε «θύμα» του τρόπου λειτουργίας της μουσικής βιομηχανίας και οδηγήθηκε στην αφάνεια και την αποχή από τη δισκογραφία λόγω της έλλειψης «επιτυχιών». Μέρος του υλικού που συγκέντρωσε όλα αυτά τα χρόνια –και ενώ έκανε άλλες δουλειές– βρίσκει διέξοδο στο Life Is People, έναν δίσκο που ηχογραφήθηκε υπό την επίβλεψη του παραγωγού Joshua Henry. Το αξιοσημείωτο με αυτή την εργασία είναι ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζεις τα προαναφερθέντα ιστορικά στοιχεία για να σε αγγίξει. Τα τραγούδια του Fay διαπνέονται από απλότητα και μια βαθιά θρησκευτικότητα και ο ίδιος τα ερμηνεύει ανεπιτήδευτα, πετυχαίνοντας την αμεσότητα και τη συγκίνηση. Τον συνδράμουν οι καλοζυγισμένες και καλοπαιγμένες ενορχηστρώσεις από ένα επιτελείο παλιών συνοδοιπόρων και νέων φίλων και ο Jeff Tweedy των Wilco με τη συμμετοχή του στο This World, ένα από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ. Απόλυτα επιτυχημένη επιστροφή που ίσως αποφέρει επιτέλους στον δημιουργό την αναγνώριση που αναμφισβήτητα δικαιούται.— Μιχάλης Τσαντίλας

H Cat Power μιλάει για τη στιγμή που η αποτυχία σε φέρνει μόνο με τον εαυτό σου«Όλοι έχουν την τάση να με θεωρούν τρελή, κι αυτό είναι το μεγαλύτε-ρο πρόβλημα στη ζωή μου», εξομολογείται η Chan Marshall. Όλοι θυ-μόμαστε την ίδια ως μια sui generis περίπτωση, να τελειώνει συναυλί-ες προ της ώρας τους, για πραγματικά ή μη προβλήματα, με αιτίες ή αφορμές, και η ίδια έχει μιλήσει με ειλικρίνεια για την περίθαλψη που έλαβε μετά από την κατάρρευση του 2006. Μετά από αυτό, σταμάτη-σε το ποτό και ανακάλυψε μια νέα on-stage persona, εξελίσσοντας και το στυλ της και μπήκε σε μια μακροχρόνια σχέση που, όπως λέει η ίδια «ήθελε να αποδειχθεί επιτυχημένη»: «Ξέρετε, αυτό που όλοι μεγαλώ-νουμε για να θέλουμε: μια όμορφη ζωή με παιδιά. Τώρα που η σχέση αυτή έλαβε τέλος και έκανε τον κύκλο της, υπάρχει μια μεγάλη απώ-λεια στη ζωή μου, αλλά είναι και ένα δώρο - είμαι τυχερή που τελείωσα αυτό το άλμπουμ», αναφέρει. «Αυτός ο χωρισμός με απελευθέρωσε και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Η λέξη απελευθέρωση είναι πράγματι κλι-σέ, αλλά υπάρχει παράλληλα και η αίσθηση της αποτυχίας, της φυσι-κής, όπως και της ψυχολογικής, της πνευματικής. Αλλά ευτυχώς, στο πνευματικό κομμάτι νιώθω ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά, και αυτό που παρατήρησα πρόσφατα είναι ότι βρίσκω σημαντικά κομμάτια του εαυτού μου που πατούν πάνω σε αναμνήσεις ή συναισθήματα που βί-ωνα σε ηλικία τεσσάρων, πέντε ή έξι ετών. Ξέρεις, όταν είσαι πια από-λυτα μόνη σου. Όλο αυτό με έφερε πιο κοντά στο ποια οργανικά, αυθε-ντικά ήμουν. Όταν βιώνεις αυτό το μέγεθος της αποτυχίας, πονάει, το ξέρεις, και είναι κάτι σαν θάνατος αυτό που εμφανίζεται εκεί...»

SOnIk | 6766 | REVIEwS | aCOuSTiC | FOLK | COunTRY

the LUMineersThe LumineersDualtone Records

Για τους περισσότερους ανθρώπους το αντίδοτο στον ψυχικό πόνο είναι η κατανάλωση (τουλάχιστον όταν υπήρχαν τα χρήματα). Για κάποιους άλλους, είναι η δημιουργία. Κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία των αμερικανών Lumineers. Όταν ο Jeremiah Fraits έχασε τον αδελφό του τον Josh από ναρκωτικά, αντί αν βυθιστεί, αποφάσισε να τραγουδήσει. Μαζί με τον καλύτερο φίλο του Josh, τον Wesley Schultz έφτιαξαν την μπάντα και σήμερα μας παρουσιάζουν την δική τους οπτική πάνω στις μουσικές του τόπου τους. Νότιοι άνεμοι και ηλεκτροακουστικές folk μελωδίες, με μαντολίνο και τσέλο, πιάνο και κρουστά, φωνητικά που κάπου φαλτσάρουν αλλά δεν σε πειράζει, country αποχρώσεις και ντυλανικοί βηματισμοί παρέα με μια αύρα Simon and Garfunkel, μπόλικα παλαμάκια και χτυπήματα ποδιών στο ξερό σανίδι, ζεστή οικεία ατμόσφαιρα μιας ιρλανδικής παμπ αλλά και πιο σκοτεινά σημεία, μοναξιάς και εσωστρέφειας. Οι Lumineers φτιάχνουν τραγούδια με στίχους που κάποιος μπορεί να σταθεί, χωρίς να εξαντλούνται στην καραμέλα τις «αγάπης και του θανάτου» και θα ήταν ιδανικοί στο να «ζεστάνουν» την ατμόσφαιρα σε μια ζωντανή εμφάνιση. Όμως αυτό δεν αρκεί, αφού η σκηνή του είδους έχει να επιδείξει πληθώρα μουσικών που αναβιώνουν στοιχεία της παράδοσης για να φτιάξουν κάτι δικό τους και τελικά, πολύ λίγοι το καταφέρνουν. Μια αξιοπρόσεκτη αρχή και αναμένουμε…— Όλγα Σκούρτη

the MoUntain GoatsTranscendental YouthMerge Records

Στο 14ο album των Mountain Goats το εξώφυλλο είναι βγαλμένο από παιδικούς εφιάλτες, όπου ένας μπλέ μοβ νυχτερινός ουρανός είναι γεμάτος με κεφάλια δαιμόνων, με μυτερά δόντια και ολάνοιχτα στόματα σαν σπηλιές. Μερικές φιγούρες ανθρώπων πετούν προς την πλευρά τους με φόντο ένα κιτρινιάρικο φεγγάρι. Βγάλε άκρη. Ο John Darnielle, ιθύνων νους των Goats που λέει συχνά σκληρές ιστορίες με μια σχεδόν παθιασμένη ελαφρότητα, φτιάχνει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που παραπέμπει με ένα περίεργο τρόπο σε ένα αντίστοιχο “Holocaust” όπως το είπαν οι Big Star. Ανθρώπινα απόβλητα και οι ιστορίες τους, εκεί όπου η ψυχική νόσος μπλέκεται με υπαρξιακές αναζητήσεις που έχουν πάρει παρανοϊκές προσεγγίσεις. Κυνισμός με «χαρούμενα» φολκίζοντα κιθαριστικά ακόρντα με έντονο ποπ χρώμα, μπάσο και drums με εικόνες από μια πραγματικότητα που βουλιάζει σε πέντε τετραγωνικά, μελωδίες που σε τρέχουν και άλλες που σε σέρνουν αργά σε σοκάκια της πόλης που ανασαίνουν αμίλητοι, άστεγοι άνθρωποι. Eξαιρετικό πιάνο

και προσεγμένες προσθήκες πνευστών, με μια σχεδόν smooth - jazz προσέγγιση στην ενορχήστρωση σε ένα ισορροπημένο album, που όμως εύκολα μπορεί να χάσει τη μισή του γοητεία αν ο ακροατής δεν πιάσει από την αρχή τους στίχους.— Όλγα Σκούρτη

MUMford and sonsBabelIsland

Το μαζικό ενδιαφέρον για τη «νέα φολκ» των M&S δεν είναι τυχαίο. Ο Marcus Mumford διαθέτει το πολυεπίπεδο προφίλ ενός χαρισματικού frontman. Εκτέλεση (φωνή γεμάτη δύναμη που πείθει και παρασύρει), συνθέσεις (εύληπτη ποπ που δεν βασίζεται σε κλισέ),

αισθητική (πάθος χωρίς μελοδραματισμό), ιστορικό στίγμα (παλιές αξίες με σύγχρονη άποψη). Η φολκ-ποπ των M&S έχει προδιαγραφές μεγάλων φεστιβάλ, με ρεφρέν που τραγουδιούνται από χιλιάδες εν χορώ, με δεδομένη την ευφορία στο ακροατήριο. Η Guardian σνομπάρει, ενώ ο Mark E. Smith των Fall τους πετάει μπουκάλια αποκαλώντας τους «καθυστερημένους Ιρλανδούς τραγουδιστές». Πιθανόν εκεί υπάρχει θέμα. Οι M&S, με αστραπιαία ταχύτητα πουλάνε δίσκους με τα... εκατομμύρια και δρουν στο μεταίχμιο του mainstream και του ανεξάρτητου κλέβοντας ψήφους απ’ όλους. Το μόλις δεύτερο άλμπουμ τους παίζει με ασφάλεια εντός της έδρας που δημιούργησε το πρώτο, εμπνευσμένο σε ικανοποιητικό ποσοστό. Δεν είναι για κείνους που επιλέγουν τα πιο αιθέρια μονοπάτια της μετά τον Devendra πειραγμένης φολκ ή τις πιο παραδοσιακές –πλην θεσπέσιες– First Aid Kit, αλλά μπορούν και παίζουν το “The Boxer” του Paul Simon κοιτώντας κατάματα τον δημιουργό του, σίγουροι ότι θα τους χαμογελάσει. — Σπύρος Χυτήρης

BoB dyLanTempestcolumbia

Ο Dylan σταμάτησε να γράφει αριστουργήματα στα μέσα ‘70s. Κατά καιρούς έκτοτε έκανε και εξακολουθεί να κάνει έως και πολύ καλούς δίσκους. Η εμπνευσμένη περίοδος συνεχίστηκε και μετά τα τέλη ‘60s, όταν άρχισε να γράφει στα παλιά του τα παπούτσια όσους τον κυνηγούσαν για να συνεχίσει να ηγείται του «κινήματος» και ασχολήθηκε με τις προσωπικές του υποθέσεις. Αυτό κράτησε πάνω-κάτω ως το Desire. Ακολούθησε μια ακόμη ενδιαφέρουσα φάση –αυτή τη φορά ενασχόλησης με τον εσωτερισμό και τη θρη-σκεία– και κατά τα τέλη ‘80s επανήλθε στις φολκ ρίζες του με την ακουστική κιθάρα και τη φωνή του να θυμίζουν τους προ-Woody Guthrie δασκάλους του. Η περασμένη δεκαετία τον είδε να επανέρχεται στις προτιμήσεις κριτικών και κοι-νού με τρεις δίσκους καλογραμμένους. Ο 35ος του με τίτλο «Καταιγίδα» τον βρίσκει σε ακόμα καλύτερη φόρμα, όπου το ακαταμάχητο της ντιλανικής καταγραφής παντός είδους καταστροφής –ψυχικής, σωματικής ή φυσικής– δεν αφήνει περιθώρια να αμφισβητήσει κανείς το τεράστιο κεφάλαιο που ο 71χρονος τραγουδοποιός άνοιξε πριν 50 περίπου χρό-

νια ως σφραγίδα στον πολιτισμό του 20ου αιώνα. Η αισθητι-κή που επιλέγει ο Dylan ανήκει σε αυτό ακριβώς το παρελ-θόν. Το ομότιτλο 15λεπτο τραγούδι –θέμα του ο Τιτανικός, με καμιά πενηνταριά στροφές– ακούγεται σαν από τροβα-δούρο του δρόμου την εποχή που βυθίστηκε, ενώ δεν πα-ραλείπει να αναφέρει και το όνομα του Di Caprio, βλέπο-ντας σαν απλός παρατηρητής –συναισθηματικά– ένα συμ-βάν διαχρονικό. Το “Roll On John” γράφτηκε για τον Lennon («…Δώσε μας φως / Κάηκες γεμάτος λάμψη / Συνέχισέ το Τζον…») σε έναν ύστατο φόρο τιμής για τον φίλο του. Έχου-με και δολοφονίες από έρωτα και πολλή νοσταλγία και κα-θημερινές ιστορίες και απογοήτευση και διαρκές σκότος. Ίσως επειδή διαπιστώνει ότι το «οι καιροί αλλάζουν» δεν ήταν και τόσο ρεαλιστικό εν τέλει. Κάθε τρία χρόνια τον θέ-λουμε έναν τέτοιο Dylan, τουλάχιστον για μια ακρόαση. Έχει τον ήχο και το υποδειγματικά καλό γκρουπ, δεν έχει πάντα τις συνθέσεις, αλλά μονίμως εκείνη την αινιγματικά ενδιαφέρουσα άποψη που πάντα θα μας έχει οπαδούς. — Σπύρος Χυτήρης

MUrder By death Bitter Drink, Bitter MoonBloodshot Records

Ως μπάντα που έχει χτίσει τα επιτεύγματά της μέσα από σκληρή δουλειά των μελών της σε όλα τα επίπεδα, οι Murder By Death δύσκολα θα εκνευρίσουν τον οποιοδήποτε, κυρίως επειδή είναι έκδηλη η αγάπη τους για τη μουσική. Δυστυχώς στον κόσμο της μουσικής, δεν απαντάται συχνά κάτι τόσο σημαντικό. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που όταν η μπάντα ζήτησε από τους fans να την στηρίξουν για την ηχογράφηση αυτού του έβδομου δίσκου της, εκείνοι ανταποκρίθηκαν υπέρ το δέον. Εδώ λοιπόν οι Murder By Death ομαλοποιούν τους «πειραματισμούς» του προκατόχου του και βουτάνε ακόμα περισσότερο στην εναλλακτική country αισθητική τους. Το τσέλο της Sarah Balliet μαζεύεται και γίνεται εξυπνότερο, ενώ τα σκοτεινά περάσματα θυμίζουν την αντίληψη του T-Bone Burnett. Το δυναμικό “Straight At The Sun” αναδεικνύει ότι η μπάντα πρέπει να επενδύσει και σε πιο απλές μορφές. Γιατί ξέρουν να γράφουν μελωδικές γραμμές και να δίνουν ένα ωραίο χαμόγελο στον ακροατή τους.— Νίκος Σβέρκος

MarK KnoPfLerPrivateeringMercury

Έβδομο σόλο –και διπλό αυτή τη φορά– άλμπουμ από τον πρώην ηγέτη των Dire Straits και τα

πράγματα έχουν όπως θα τα περίμενε κανείς. Ο Knopfler γράφει τραγούδια που αντλούν από την παραδοσιακή μουσική της Βρετανίας και της βόρειας Αμερικής, χωρίς όμως να αναμειγνύει τα στοιχεία. Έτσι, ανάλογα με το θέμα και το τραγούδι, η φόρμα μπορεί να είναι μπλουζ, κάντρι, ιρλανδική φολκ και πάει λέγοντας. Η έλλειψη εκπλήξεων εδώ αντισταθμίζεται από τη συνέπεια στην ποιότητα του υλικού και από τις όμορφες, μες στην απλότητά τους, ενορχηστρώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τη μεγάλη διάρκεια και τα είκοσι τραγούδια, η ακρόαση κυλάει όμορφα και αβίαστα. Μάλιστα, σε τραγούδια όπως τα “Redbud Tree” και “Go, Love” ο Knopfler παραδίδει μαθήματα σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ της οικονομίας των μέσων και της επίτευξης του επιθυμητού καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Όσο για την κιθάρα του, αυτή ακούγεται γλυκειά και ταπεινή, λες και δεν παίζεται από έναν εκ των μεγαλύτερων μαστόρων της...— Μιχάλης Τσαντίλας

Beth ortonSugaring seasonAnti

Η σχέση της με τον εξαιρετικό συνθέτη /παραγωγό ηλεκτρονικής pop, William Orbit έδωσε στην Βρετανίδα τραγουδίστρια/τραγουδοποιό την δυνατότητα να εξελιχθεί στο δεύτερο μισό των ‘90s στην απόλυτη comedown queen για την κλαμπίστικη κοινότητα της εποχής. Τα βελούδινα φωνητικά της έμοιαζαν με το απόλυτο chill out φάρμακο, άσχετα από το αν έκλειναν με την ιδιότητα του guest (“Alive Alone”) το Exit planet dust των Chemical Brothers ή περιλαμβάνονταν σε δικές της δουλειές, όπως το αιθέριο remix των Deep Dish στο “Central Reservation”. Έξι χρόνια πλέον μετά το τελευταίο στούντιο άλμπουμ και μητέρα δύο παιδιών στο μεταξύ, η Orton εγκαταλείπει το φλερτ με τα

downtempo ηλεκτρονικά μοτίβα, περνώντας σ’ ένα πλουσιότερο, σχεδόν βουκολικό ήχο. Τα jazz ηχοχρώματα παραπέμπουν στη Joni Mitchell και τους Pentangle, οι folk αναφορές είναι όμως ακόμη εντονότερες, θυμίζοντας τον φίλο και συνεργάτη της Bert Jansch. Κορυφαίες στιγμές, το single “Magpie” με τα ονειρικά έγχορδα, το ζωηρότερο “Dawn Chorus” με το ακορντεόν να συνυπάρχει αρμονικά με την απαλή ερμηνεία της και η σύντομη βαλς ανορθοδοξία του “See Through Blue”. Όσοι μπορούν να εκτιμήσουν μια απλή πιάνο μπαλάντα όπως το “Something More Beautiful” ή τους αιθέριους τόνους του “Mystery”, αξίζει να γευτούν την έντιμη ωριμότητα και την εύθραυστη αύρα της Orton. — Παντελής Αντωνιάδης

steve von tiLL, wino, scott KeLLySongs Of Townes Van zandtneurot Recordings

Ίσως όχι το αποτέλεσμα που θα περίμενε κανείς από την ενασχόληση του πυρήνα των Neurosis με τα τραγούδια του TVZ, σίγουρα όμως ένα ικανός δίσκος για να την βγάλουν καθαρή και φέτος όσοι περίμεναν ένα ακόμη χαμένο American Recordings του Johnny Cash, αλλά δεν το βλέπουν να πλησιάζει. Περιέργως, στην επιφάνεια κινούνται οι προσπάθειες του Scott Kelly, ο οποίος ρίχνει μπόλικη επιτηδευμένη μαυρίλα, σε συνθέσεις που –όλοι το ξέρουν- δεν αντέχουν περισσότερη. Η οικειότητα με τις αυθεντικές ηχογραφήσεις ή με τα τραγούδια εν γένει, καθότι πολυδιασκευασμένος ο TVZ, δεν βοηθάει τις ακροάσεις, καθότι δεν γίνεται κάτι έστω και χαλαρά ριζοσπαστικό εδώ πέρα. Στο The Snake Song, o Steve Von Till, κάπως πάει να αντιδράσει, αλλά σαν να το μετανιώνει στη διάρκεια. Παραμένει πάντως η καλύτερη στιγμή του δίσκου. Το, ούτως ή άλλως, συνταρακτικό “Lungs” περνάει και

δεν αγγίζει - και αυτό είναι κρίμα και άδικο, διότι ο Scott Kelly ήδη από το The Wake του 2008 είχε δείξει ότι το νεύρο στους Neurosis δεν είναι μονάχα ηλεκτρικό. Τα τραγούδια του Van Zandt είναι άλλωστε εξαιρετικά απλά, ειδικά στην στιχοπλοκή τους και αφήνουν περιθώριο να τα αντιμετωπίσεις με χίλιους-δυο τρόπους. Εδώ άπαντες επιδεικνύουν σεβασμό και (σχεδόν) κανείς δεν στέκεται απέναντι τους. Τα liner notes αναφέρουν ότι πρόκειται για τραγούδια που εκτελούνταν εν είδει χαλάρωσης, στις ιδιαίτερες στιγμές των περιοδειών των Neurosis για χρόνια, και κάποιος σκέφτηκε ότι πρέπει να αποτυπωθούν και στο βινύλιο. Διόλου κακή ιδέα, αλλά όλοι θα μπορούσαν να τα είχαν πάει καλύτερα. Νομίζω. Πάντως το νήμα της αμερικάνικης μουσικής συνεχίζεται και δεν σπάει και αυτό δεν είναι διόλου αμελητέο.— Άρης Καραμπεάζης

MARK KNOPFLER: «Πάντα είχα μια συμπάθεια για την εργασία, ανεξάρτητα από το είδος της»

Βλέπω ότι όσο μεγαλώνω, τόση περισσότερη δουλειά μπορώ να κάνω, τόσα

περισσότερα κομμάτια γράφω. Το αν είναι όλο

αυτό πανικός για το χρόνο που τελειώνει δεν

είμαι σίγουρος. η σύνθεση των τραγουδιών είναι κάτι

πολύ διαφορετικό από το να είσαι μουσικός.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μουσικό: βλέπω την

κιθάρα ως ένα μέσο που χρησιμοποιώ γοα να

γράψω τραγούδια. Ο τρόπος που παίζω και ο

τρόπος που προσεγγίζω το όλο πράγμα, δεν

είναι αυτός που θα αποκαλούσες ορθόδοξο

- κάνω πολλά πράγματα με λάθος τρόπο στην

κιθάρα για την ακρίβεια. Νομίζω ότι σπάω

αρκετούς κανόνες. Όταν ήμουν πιτσιρικάς έκανα πολλές

γεωργικές εργασίες: είχα ένα σύντομο

πρώτο γάμο με την κόρη ενός αγρότη στο

northumberland, οπότε δούλευα αρκετά

στο αγρόκτημα. αυτό που συνειδητοποίησα

ήταν ότι όταν δούλευα στο αγρόκτημα ήταν

ότι η κιθάρα είχε το ρόλο της. Δούλευα όλη

τη μέρα και τα χέρια μου είχαν γίνει σκληρά

και κουρασμένα: μπορούσες να φτιάχνεις

ένα αχυρώνα και να δουλεύεις πάτα πολύ

σκληρά και στο τέλος της ημέρας δεν ένιωθες

απαραίτητα ότι ήθελες να παίξεις. Και

πάντα είχα μια συμπάθεια για την εργασία,

ανεξάρτητα από το είδος της. θαυμάζω

τη δύναμη και την ανθεκτικότητα και τους

ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά.

SOnIk | 6968 | REVIEwS ELECTRONICADANCE

fLyinG LotUsuntil The Quiet Comeswarp

Είναι εύκολο να απορρίψεις και μόνο από τις περιγραφές τον Flying Lotus ως δημιουργό εργαστηριακών πει-ραματικών πονημάτων. Κι όμως, το ιδιοσυγκρασιακό του στυλ από αδραχτοειδείς ρυθμούς που παίρ-νουν στοιχεία από instrumental hip-

hop, dubstep, EDM και jazz, στο Until The Quiet Comes γίνεται πιο άμεσο, πλούσιο, ζεστό, soulful από ποτέ. Η δήθεν μουσικά αναρχική ελευθεριότητα δεν είναι παρά μια εντελώς προγραμματισμένη, σοφιστικέ, αλλά trippy εργα-σία, που παράλληλα όμως έχει αφθονο το συναίσθημα και μια άκρως γοητευ-τική, έστω και θρυματισμένη ευφορία. Το τρίτο του άλμπουμ (Cosmogramma) ήταν αυτό που του εξασφάλισε εμπορική επιτυχία και κριτική αναγνώριση, αλλά τούτο εδώ είναι που νομίζουμε ότι θα ακούσουμε περισσότερες φορές,

ενώ είναι βέβαιο ότι δεν θα γλιτώσει από τις κορυφαίες θέσεις των άλμπουμ της χρονιάς. Αν και το Cosmogramma έμοιαζε πιο κλειστοφοβικό και αδιαπέ-ραστο, το νέο πόνημα του παραγωγού από το LA είναι σαφώς πιο ζεστό και γεμάτο από μια πολύχρωμη ψυχεδέλεια, στη βάση πάντα μιας ατμόσφαιρας που θα λατρέψουν αναπόφευκτα τόσο οι fans των Radiohead όσο και εκείνοι των Stereolab στα '90s. Όλοι οι γνώριμοι guests είναι εδώ (Erykah Badu, Thom Yorke, Laura Darlington), αλλά ο χώρος που τους δίνεται είναι πολύ συ-γκεκριμένος, δεδομένης της post επέμβασης του Flying Lotus που μουτζου-ρώνει, γεφυρώνει και εξισορροπεί τα πάντα με μια digital-jazz λογική που δεν κάνει το λάθος να τραβήξει τα άκρα μιας προκλητικής αισθητικής επίδειξης, αλλά παρουσιάζει όλο το άλμπουμ σχεδόν ως ένα διαρκώς ανήσυχο, εφευρε-τικό (αλλά πάνω απ' όλα ενιαίο) σώμα. —Τάσος Βογιατζής

TO άλμΠουμ του μΗνA

Mario BasanovJourneyneedwant

Ο Λιθουανός Mario Basanov δείχνει να ξέρει πως να φτιάχνει ένα καλά δομημένο deep house κομμάτι. Σταθερό beat, ηλεκτρονικές αποχρώσεις στο προσκήνιο, μουντή και ατμοσφαιρική διάθεση, πλήκτρα να γεμίζουν τα ηχητικά κενά, μερικά γυναικεία φωνητικά που και που και έδεσε το γλυκό. Η αλήθεια είναι πως αυτά είναι συνήθως αρκετά για ένα ή σε αυτή τη περίπτωση 16 τυπικά deep house ακούσματα, τα οποία όμως έχουν να επιδείξουν και μια μουσικότητα αλλά και αίσθηση του πιασάρικου από πλευράς του παραγωγού. Εδώ δεν βρίσκεται κρυμμένο κάποιο μέγα καλλιτεχνικό μυστικό, άλλωστε πότε ήταν η τελευταία φορά που πετύχατε κάτι τέτοιο κρυμμένο σε ένα deep house δίσκο; Το Journey δημιουργήθηκε με σκοπό να λάμψει μέσα στη ζώνη άνεσης και δράσης του, και αυτό ακριβώς κάνει, προσφέροντας και

πληθώρα ραδιοφωνικών ασμάτων κατά τη διάρκεια του. Οι οπαδοί του συγκεκριμένου ήχου θα παραδοθούν άνευ όρων, οι καλλιτεχνικά ανήσυχοι θα κοιτάξουν αλλού, ενώ οι απλοί μουσικόφιλοι θα το ευχαριστηθούν για δεδομένο χρονικό διάστημα και μετά θα προχωρήσουν στο επόμενο ατμοσφαιρικό άκουσμα. —Τάσος Μαγιόπουλος

MiGUeL caMPBeLLBack In Flight Schoolhot creations

Είναι σχεδόν αδύνατο να μην «πήρε» το αυτί σας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού το “Something Special” από τον κύριο Campbell. Βασισμένο σε σταθερές αξίες, το εν λόγω κομμάτι χρωμάτισε ένα από τα καλοκαίρια της ζωής μας. Τώρα, ο δημιουργός του επιστρέφει με ένα ολοκληρωμένο δίσκο και τα καταφέρνει αρκετά καλά, δηλώνοντας ότι δεν αποτελεί one hit wonder παραγωγό. Και αν το single δήλωνε ένα deep house χαρακτήρα,

το LP σαν σύνολο κόβει βόλτες σε πολλές και διαφορετικές μουσικές γειτονιές, με τη soul και το funk να μπλέκονται ευχάριστα με το house, δημιουργώντας όχι διαχρονική αλλά σίγουρα απολαυστική μουσική. Βαθιές συναισθηματικές περιπλανήσεις δε θα βρείτε στο Back In Flight School, όμως συναντάται μια υγιής αναβίωση του house των late 90s που γκρουβάρει ιδιαίτερα επιτυχώς σε σημεία, ενώ παράλληλα σου βγάζει και μια ατμοσφαιρικότητα που απομακρύνει το τελικό αποτέλεσμα από μια στείρα αναπαραγωγή των funk ρυθμών προηγούμενων δεκαετιών. Όχι καινοτόμο, όμως απόλυτα ρυθμικό το εν λόγω ντεμπούτο. Τάσος Μαγιόπουλος

hoLy otherHeldTri Angle

Η μουσική των Holy Other αποτελεί την προσωποποίση του

όρου «ατμοσφαιρικότητα». Ομιχλώδης, φτιαγμένη για να προκαλει νοητικά ταξίδια, την αίσθηση της αιώρησης και του αφηρημένου, κάτι άμορφο που εναλλάσεται συνέχεια χωρίς να σου αποκαλύπτεται εξολοκλήρου ποτέ, βουτηγμένο στα synths και τα κοφτά γυναικεία φωνητικά σε ρόλο ηχητικών εφέ. Ως αφετηρία έχουν τους Boards of Canada, τους οποίους όμως χρησιμοποιούν μονάχα σαν αυτό, μιας και η αισθητική τους βρίσκεται πολύ πιό κοντά στους σύγχρονους laptop παραγωγούς που πετσοκόβουν samples προσπαθώντας να δημιουργήσουν κάτι αντισυμβατικό και φρέσκο. Το Held, όμως, δεν είναι καινοτόμο, καθώς δείχνει να νοιάζεται περισσότερο για την προαναφερθείσα ατμοσφαιρικότητα παρά για τη δημιουργία ολοκληρωμένων τραγουδιστικών φορμών. Έτσι, η μουντάδα γίνεται αυτοσκοπός, τα επιβλητικά πλήκτρα οδηγός και τα υπνωτιστικά beats... το κερασάκι στη τούρτα. Εκτός από γνώριμο πλέον μουσικό μοτίβο, η μουσική των Holy Other μένει στάσιμη στη ζώνη άνεσης της δίνοντας σου την αίσθηση ότι αρνείται επιδεικτικά και σκόπιμα να πάει παρακάτω. —Τάσος Μαγιόπουλος

HIP HOPR&B

neLLy fUrtadoThe Spirit IndestructibleMosley / Interscope / Universal

Η Nelly Furtado ξαναμιλάει αγγλικά στη δισκογραφία έξι χρόνια μετά το Loose, και δείχνει αποφασισμένη να διατηρήσει τα κεκτημένα εκείνου του δίσκου, όσα έχτισαν γι’ αυτήν ο Timbaland και το “Promiscuous”, καθιστώντας την ποπ σταρ μα και σύμβολο του σεξ. Το προσπαθεί

σκληρά: φαίνεται στη δουλειά που έχει πέσει στην παραγωγή του Spirit Indestructible, στη συνεργασία με τον Nas, στην απόπειρα να φτιαχτεί ένα νέο χιτ για τα κλαμπ με το “Big Hoops (Bigger The Better)”. Κι όμως, όσο πιο κοντά στο Loose κινείται, τόσο αυτή η νέα προσπάθεια δείχνει θαμπή, αναιμική. Δεν κάνει κάτι λάθος η Furtado και το επιτελείο της, όμως γρήγορα γίνεται φανερό ότι η όλη διαδικασία δεν «βγαίνει» φυσικά, αρθρώνεται κατά τρόπο υπερ-επαγγελματικό μεν, τεχνητό δε. Αντίθετα, στις στιγμές όπου διατηρείται το ηλεκτρονικό του πράγματος μα μπαίνει στο παιχνίδι και το διαθλασμένο φολκ στοιχείο του ξεκινήματός της, ηχεί πιο πειστική – αν και ουδέποτε επιτυγχάνεται κάτι το σπουδαίο.—Χάρης Συμβουλίδης

(Kanye west Presents) G.o.o.d. MUsicCruel SummerDef Jam

Όπου G.O.O.D. Music βάλτε τον υπότιτλο «η παρέα του Kanye West»

για να έχετε μια καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου. Ο Kanye λοιπόν είχε αρχίσει τα τελευταία χρόνια να δημιουργεί τη δική του κλίκα από προστατευόμενους, και από ό,τι φαίνεται αποφάσισε να πάει ένα βήμα παραπέρα την όλη κατάσταση και να δημιουργήσει το δικό του label στα πρότυπα του Rick Ross με την Maybach Music. Οι καλλιτέχνες πολλοί, τα feats από «φτασμένα» ονόματα του χώρου επίσης, ενώ και το βαρύ πυροβολικό της σύγχρονης παραγωγικής σκηνής δίνει «το παρών». Ο συνωστισμός κορυφαίων ονομάτων, όμως, δε σημαίνει τις περισσότερες φορές και το άθροισμα των συνιστωσών του. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και εδώ όπου δεν προκύπτει το «αριστούργημα» που θα περίμενε κανείς βλέποντας τα ονόματα των συμμετεχόντων, όμως αποφεύγεται και το ναυάγιο του μουσικού αχταρμά. Αυτό που μένει τελικά είναι μια αξιοπρεπής συλλογή από κομμάτια που εξερευνούν το σύνολο των σύγχρονων τάσεων στον μαύρο ήχο, είτε αυτό λέγεται Trap ή μοντέρνας κοπής R&B. —Τάσος Μαγιόπουλος

anGie stone

Rich GirlStax

Η Angie Stone επιστρέφει με το Rich Girl και επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά οτι γνωρίζει από καλή soul και ότι η φωνή της παραμένει μια από τις καλύτερες μα και πιό γήινες, ανθρώπινες και αισθαντικές του συγκεκριμένου ιδιώματος. Παρόλη όμως τη σφραγίδα ποιότητας της μουσικής της η αίσθηση που αποκομίζουμε εδώ είναι πως τα έχουμε ξανακούσει όλα αυτά από την ίδια εδώ και χρόνια. Ο δίσκος είναι καλός δίχως αμφιβολία, όμως, όταν ξέρεις ότι στο παρελθόν έχεις παρακολουθήσει την ίδια φωνή να ερμηνεύει τραγούδια με μεγαλύτερο πάθος και συνθετική σπιρτάδα, μπαίνεις στη διαδικασία της σύγκρισης και αυτό «ρίχνει» τον παρόντα δίσκο. Οι στιγμές με πραγματικό τσαγανό και δίψα για δημιουργία υπάρχουν ακόμα και φαίνονται πλήρως σε τραγούδια σα το “Livin’ It Up”. Όμως σε ένα μεγάλο κομμάτι η Angie Stone φαίνεται να πηγαίνει με τον αυτόματο πιλότο. Το ότι ακόμα και σε αυτό το mode «πατάει» πάνω σε μερικά εξαιρετικά τραγούδια λέει πολλά για τη καλλιτεχνική της αξία. —Τάσος Μαγιόπουλος

Spots η nelly Furtado έγινε διεθνώς γνωστή

το 2000 με το ντεμπούτο album της, “whoa, nelly” και τα hit singles, “I’m Like A Bird” και “Turn Off The Light”, εκ των οποίων το πρώτο της χάρισε ένα Grammy για το καλύτερο τραγούδι της χρονιάς.

Ήταν η πιο επιτυχημένη εμπορικά γυναίκα της μουσικής την περίοδο 2006-2007, με την κυκλοφορία του album της, “Loose”, και την περιοδεία που ακολούθησε.

Το 2007, για τη συνεργασία της με τον Timbaland στο “Promiscuous” (πρώτο single του “Loose”) κέρδισε το Billboard Music Award για το καλύτερο pop single της χρονιάς.

«Άρχισα να γράφω αυτά τα τραγούδια όταν κυκλοφόρησε το ισπανόφωνο album μου “Mi Plan”», αναφέρει σχετικά με τη δημιουργία του πέμπτου άλμπουμ της, συνεχίζοντας: «Ο ιδανικός ακροατής αυτού του γεμάτου ενέργεια δίσκου που είχα κατά νου είναι εκείνος που, ακούγοντάς τον, θα νιώσει την ανάγκη να σηκωθεί να χορέψει, να φωνάξει, να γελάσει, να ερωτευτεί και να δυναμώσει την ένταση του ήχου για να χαθεί στο ρυθμό του».

PLan BIll ManorsAtlantic

Από το hip hop στη nu soul και πάλι πίσω. Αυτή είναι η πορεία του Plan B που, μετά τη μαζική αναγνώριση του προηγούμενου άλμπουμ του, δημιουρ-γεί τώρα το soundtrack της πρώτης του ταινίας. Μπορεί να τον ακούτε να τραγουδάει ανά διαστήματα, έτσι όπως ράπαρε σε σημεία στο The Defamation of Strickland Banks. Όμως το κύριο ρόλο εδώ κατέχει το hip hop, με τα κλασικά τύμπανα, τα πιανιστικά θέματα και τη μουντάδα του Λον-δίνου να έχουν χρωματίσει από άκρη σε άκρη το Ill Manors. Εδώ όμως είναι παρούσα και μια διάθεση εμπλουτισμού της ήδη υπάρχουσας παράδοσης, κάτι που βλέπουμε σε κομμάτια σαν το “Lost My Way” με το κλείσιμο-ξέσπα-

σμα, το οργανικό σκότος που παράγει το “Falling Down” ή τη πηγαία τσαμπουκαλίδικη εκφορά του Plan B στο “Great Day For A Murder”. Στιχουργικά πάλι ο καλλιτέχνης καταπιάνεται με υπαρκτά θέματα, αφορμές για προβληματισμό, που μόνο για μαζική κατανάλωση δεν προορίζονται και σαφώς δε θα του προσφέρουν κάποιο καινούργιο chart topper. Και αυτό απαιτεί μεγάλη μαγκιά όταν έχεις βιώσει την επιτυχία που πέτυχε ο Plan B μόλις ένα δίσκο πίσω. — Τάσος Μαγιόπουλος

TO άλμΠουμ του μΗνA

SOnIk | 7170 | REVIEwS

adaM BaLdych & the BaLticGanGImaginary RoomAcT

Δεν συναντάς συχνά τζαζ σχήματα, με το βιολί στην θέση του οδηγού. Εδώ ο νεαρός Πολωνός Adam Baldych, προσπαθώντας να βάλει το βιολί του σε γραμμές τις οποίες «φυσιολογικά» καταλαμβάνουν πνευστά, ψάχνει και για νέες διεξόδους. Από την σκανδιναβική τζαζ στην ευρωπαϊκή παράδοση και από τις ζωηρές εξάρσεις του “Village Underground” στο εύθραυστο ντουέτο (βιολί-κοντραμπάσο) του “Million Miles Away”, εξυφαίνεται ένα αρκετά ευρύ πεδίο δράσης. Πλάι στον Baldych, ένα σκανδιναβικό σεξτέτο το οποίο συνδυάζει εμπειρία (βλέπε Lars Danielsson και Nils Landgren) και ταλέντο (Verneri Pohjola, Markus Neset, Jacob Karlzon, Morten Lund), αλλά κυρίως είναι ικανό να λάμψει μέσα σε αυτή την ευρύτητα. Με έξυπνες ιδέες στην σύνθεση και καλή δουλειά στην ενορχήστρωση, το Imaginary Room κομίζει τις καλύτερες στιγμές του όταν το τέμπο είναι αργό,

με την τρομπέτα του Pohjola και –βεβαίως– το βιολί του Baldych να ξεχωρίζουν μεταξύ ίσων. Σε αναγκάζει το Imaginary Room να σκεφτείς, πως το μέλλον τούτων των νέων μουσικών προδιαγράφεται λαμπρότερο του –ούτως ή άλλως– εξαιρετικού παρόντος. — Βαγγέλης Πούλιος

PaoLo fresU & oMar sosaAlmaOta Records

Από το 2006 κρατάει η συνεργασία του Ιταλού τρομπετίστα Paolo Fresu με τον Κουβανό πιανίστα Omar Sosa και δια μέσω αρκετών περιστάσεων έφτασε στην παρούσα ηχογράφησή τους ως duo. Το κυρίαρχο στοιχείο εδώ είναι η αρμονία, η μελωδικότητα? μια ανίχνευση συναισθηματικά φορτισμένων μα επιτελεστικά νηφάλιων μουσικών σχέσεων. Με αυτή την κατεύθυνση δεδομένη, δέχονται περιστασιακά την σύμπραξη του τσελίστα Jacques Morelenbaum, κάποια στοιχειώδη ηλεκτρονικά για ρυθμική υποβοήθηση και μία

παραγωγή που εμφανώς στοχεύει στο καθάριο, στο αιθέριο. Ίσως κάποιες φορές το Alma να διολισθαίνει στις παρυφές ενός κάποιου new age, ακόμα και τότε όμως δεν παραδίδεται σε ευκολίες και κλισέ⋅ βρίσκει τον τρόπο να ακούγονται ουσιαστικό και συναισθηματικά πλήρες. Συνήθως με νωχελικούς και διακριτικούς βηματισμούς, εγγενώς ευπροσήγορο μα και ουσιωδώς ενεργητικό τις λίγες φορές που Fresu και Sosa αποφασίζουν να ανοίξουν το τέμπο (ακούστε για παράδειγμα τους αρπισμούς του Sosa στο “Angustia”), το Alma μοιάζει να ανταποκρίνεται στις συνδηλώσεις που φέρει: μια συνεργασία με όρους ψυχής (alma=ψυχή στην ισπανική). Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.— Βαγγέλης Πούλιος

Branford MarsaLis QUartetFour MFs Playing TunesMarsalis Music

Όπως μάλλον συμβαίνει στο σύνολο της δισκογραφίας του ευρυμαθούς

Branford Marsalis, έτσι και το Four MFs Playing Tunes, ξεχωρίζει για την διεξοδική εμπέδωση του τζαζ παρελθόντος. Εμπέδωση δεν σημαίνει απλώς μία προβολή παρελθοντικών τρόπων στο σήμερα αλλά η αναδιατύπωσή τους υπό το πρίσμα (και) των σύγχρονων εξελίξεων – σε επίπεδο λόγου ή χρωματισμών. Στην πορεία του δίσκου, το κουαρτέτο που καθοδηγείται από τα σαξόφωνα του Marsalis (άλτο και σοπράνο), αναζωογονεί το “Teo” του Thelonious Monk, μεταφράζει εμβριθώς το standard “My Ideal”, εμφανίζει στιγμές έμπλεες ενός γλυκόπικρου συναισθηματισμού, ενώ φθάνει και σε κάποιους (συγκρατημένους) αυτοσχεδιασμούς. H προσθήκη του εικοσάχρονου (!) ντράμερ Justin Faulkner, δένει εξαιρετικά με ένα κουαρτέτο ιδιαίτερων αξιώσεων –το οποίο συμπληρώνεται από το πιάνο του Joey Calderazzo και το μπάσο του Eric Revis– ενώ στις πιο ελεύθερες στιγμές χαρίζει στο σύνολο μία ανόθευτη ορμητικότητα. Στον δίσκο δεν υπάρχει κάποια σημαντική έκπληξη⋅ η οξυδέρκεια όμως του Marsalis και η εκτελεστική αξιοπιστία που διαχρονικά χαρακτηρίζει το κουαρτέτο του, συνθέτουν από μόνα τους αυτή την ικανή και αναγκαία συνθήκη. — Βαγγέλης Πούλιος

hafez ModirzadehPost-Chromodal Out!Pi Recordings

Το ζήτημα γνωστό: η Δύση συναντά την Ανατολή (και το ανάποδο). Οι γνώμες πολλές, οι προσεγγίσεις υπό τις οποίες μορφώνεται ακόμα περισσότερες. Εδώ, η Ανατολή εκφράζεται δια μέσω κλιμάκων, τονισμών και κουρδισμάτων, ενώ η Δύση μέσω μίας ελευθεριακής τζαζ σκέψης και νοο-τροπίας⋅ η μεν συναντά την δε, εναλλάσσοντας αφετηρίες και προορισμούς. Δύο σουίτες περιέχει ο δίσκος (χωρισμένες σε 17 και 11 τεμάχια αντιστοίχως): την Weft Facets Suite που ξετυλίγει τα τρέχοντα πορίσματα μιας προσέγγισης

TO άλμΠουμ του μΗνά

wadada Leo sMithTen Freedom Summerscuneiform Records

Ο τρομπετίστας και συνθέτης Wadada Leo Smith ολοκληρώνει με τα «Δέκα Καλοκαίρια της Ελευθερίας» ένα project χρόνων και μέσα σε 4,5 ώρες μου-σικής περιγράφει την ταραγμένη ιστορία της διεκδίκησης πολιτικών δικαιω-μάτων από τους μαύρους των ΗΠΑ – όντας κι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας μιας σημαντικής ιστορικής περιόδου. Η αφήγηση ξεκινά από το 1857 όταν ο Dred Scott, σκλάβος στο Μιζούρι, έγινε ο πρώτος νέγρος που διεκδίκησε (ανεπι-τυχώς) τα πολιτικά του δικαιώματα από τα δικαστήρια των λευκών. Επισημαί-νει σημαντικούς σταθμούς, δεν σταματά όμως στο 1964 (στον περίφημο Civil Rights Act), αλλά στο 2001 και στην ημερομηνία που πιθανόν αποτελεί το ορόσημο ορισμένων εκ των σύγχρονων βασάνων. Ο λόγος του Smith είναι διεισδυτικός και ταυτόχρονα πολυσήμαντος⋅ για τον μορφοποιήσει, γράφει για δύο ορχήστρες: ένα τζαζ κουιντέτο και μία εννεαμελή ορχήστρα δωματί-ου. Καθοδηγεί με διαύγεια την μία μέσα στην άλλη –μπλέκει δηλαδή τα κλα-σικότροπα μοτίβα με ό,τι μπορεί να ονομαστεί ως η ουσία της τζαζ– και κα-ταλήγει σε έναν προσωπικό κώδικα, με συνταρακτική εσωτερική ένταση και αξιοθαύμαστο εκφραστικό εύρος. Είναι έργο δύσβατο το Ten Freedom Summers. Ωστόσο δεν συμβαίνει συχνά, οι νότες να φορτώνονται τόσα πολ-λά νοήματα και η ακολουθία τους να τα αποκρυσταλλώνει τόσο ξεκάθαρα. Είναι ίσως αυτή η ποιότητα που καθιστά κάποια έργα τέχνης κλασικά⋅ η δυ-νατότητά τους να λειτουργήσουν ως ιστορικά τεκμήρια. — Βαγγέλης Πούλιος που ο Modirzadeh εξελίσσει εδώ και

δύο δεκαετίες και την Wolf And Warp Suite, την οποία ο σαξοφωνίστας «παρήγγειλε» από τον συνθέτη James Norton, με σκοπό να δοκιμάσει πάνω στο δυτικό της σώμα την ιδιόμορφη μέθοδό του. Η «ακαδημαϊκή» επιτυχία του εγχειρήματος, πλαισιώνεται από μία επιτελεστική: Η διάνοιξη νέων εκφραστικών δρόμων, στέρεα

τοποθετημένων στην σύζευξη πολιτισμικών διαλέκτων, βρίσκει συνδέσεις που μοιάζουν να ενεργοποιούν βαθύτερα αντανακλαστικά. Κι όπως όλοι οι διάλογοι που διενεργούνται δίχως προκαταλήψεις και με ανοικτό μυαλό, έτσι κι ο συγκεκριμένος παράγει εξαιρετικά αποτελέσματα. — Βαγγέλης Πούλιος

troyKa MoxxyEdition Records

Έχουν για όνομα την λέξη με τις περισσότερες αρνητικές συνδηλώσεις στην τρέχουσα «νεοελληνική». Και υπακούουν υπό μία έννοια και αυτοί

στη λογική μιας «δομικής» λιτότητας (αποτελούνται από ένα απλό σετ πληκτροφόρων, μία ηλεκτρική κιθάρα και ένα στοιχειώδες σετ ντραμς). Σε αντίθεση όμως με τις δύο άλλες τρόικες που ταλαιπωρούν ψυχή τε κε σώματι την χώρα και τον πληθυσμό της, ετούτοι παράγουν ένα κάποιο νόημα. Η νεο-τζαζ τους μπλέκεται κατά περίπτωση με ενεργειακό φανκ, με ένα βαθύ και αργόσυρτο μπλουζ ή με ροκίζουσες γκρούβες, ενώ το συχνοτικό κενό που προκύπτει από την έλλειψη μπάσου καλύπτεται επαρκώς πότε με τα πλήκτρα του Kit Downes, άλλοτε με την κιθάρα του Chris Montague και πάντοτε με το αλάνθαστο kick drum του Joshua Blackmore. Ο ήχος τους εφάπτεται με την λογική των Medeski Martin & Wood, μόνο που οι free παρεκτροπές των τελευταίων εδώ αντικαθιστώνται από γεμάτες εναλλαγές σε ρυθμικά -κυρίως– μοτίβα. Στακάτο, ευφάνταστο και περιεκτικό το Moxxy, προσδίδει στην έξοδο του νεανικού τρίο προς ευρύτερα ακροατήρια, μία ορισμένη «καλλιτεχνική» επιτυχία. — Βαγγέλης Πούλιος

Spots Ο hafez Modirzadeh είναι ένας ιρανικής καταγωγής σαξοφωνίστας,

γεννημένος, μεγαλωμένος και σπουδαγμένος στις ηΠα. Έχει κάνει

σπουδές στην θεωρία της τζαζ, ενώ κατέχει PhD στην εθνομουσικολογία.

Το 1993 με τον δίσκο In chromodal Discourse, ο Modirzadeh

παρουσίασε την δυική του προσέγγιση, την οποία ονόμασε chromodality.

Σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην επιστημονική μελέτη τεχνοτροπιών

της περσικής παράδοσης (και πιο συγκεκριμένα της μουσικής dastgah)

και στην εφαρμογή αυτών πάνω σε μοτίβα της τζαζ.

Στο κουιντέτο του οποίου ηγείται στο Post chromodal Out!, συμμετέχουν

μουσικοί με αντίστοιχη καταγωγή και ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν, όπως

ο ιρακινο-αμερικανός τρομπετίστας Amir ElSaffar και ο ινδο-αμερικανός πιανίστας

Vijay Iyer.

Το (εξαιρετικό) κουιντέτο συμπληρώνουν οι ken Filiano (μπάσο) και Royal

hartigan (τύμπανα), ενώ στην weft Facets Suite, προστίθενται και όργανα όπως το

φιλιπινέζικο kulintang, το σαντούρι αλλά και η ηλεκτρική κιθάρα.

JAzz

arttracksrecording studio

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ * DEMOS * MASTERING * VOICEOVERS * ΑΠΟΘΟΡΥΒΟΠΟΙΗΣΕΙΣ * ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ

Γιατί αξίζετε κι εσείς τον ήχο και τις υπηρεσίες ενός κορυφαίου studio ηχογραφήεων με τα καλύτερα αναλογικά και ψηφιακά μηχανήματα.

Κι όλα αυτά σε τιμές… που δεν φαντάζεστε!

ΓΑΡΕΦΗ 23, NEO ΨΥΧΙΚΟ (Κηφισίας & Κατεχάκη) Τηλ. 210-6740567Επισκεφτείτε μας και στο www.artracks.gr e-mail: [email protected]

SOnIk | 7372 | REVIEwS WORLD

PaPa chanGoThe MatadorShock Entertainment

Η εννιαμελής afro-funky κολλεκτίβα με έδρα τη Μελβούρνη έχει μελετήσει εις βάθος τα πλούσια μουσικά κοιτάσματα των Fela Kuti, Getatchew Mekurya, Mulatu Astatke, Lalo Schifrin, John Barry και δονείται με άνεση και έντονη παιχνιδιάρικη διάθεση στον κόσμο των ηρώων της. Η σύνθεση ενός «ταυρομαχικού» σάουντρακ για μια ταινία που δεν υπάρχει αποπνέει ένα μυστήριο και μια γοητεία γύρω από το πνεύμα αυτού του ταλαντούχου σχήματος. Τα πράγματα μπαίνουν στις σωστές τους afro διαστάσεις με τις επιβλητικές «μάχες» των κρουστών, πνευστών, κιθάρας και φαρφίσας που συχνά σε παραπέμπουν σε αγαπημένα blaxpoitation και spaghetti western τοπία των 70s. Η ηχητική εθιστική «βρωμιά» ισορροπεί με δεξιότητα με ακρογωνιαίους ρυθμικούς σχεδιασμούς που σε κάνουν ν’αναφωνήσεις «ω! Papa Chango».— Ευδοκία Πρέκα

easy star aLL-starsEasy Star’s ThrillahEasy Star

Αρέσκονται εδώ και χρόνια να μεταμορφώνουν concept δουλειές άλλων καλλιτεχνών όπως Pink Floyd, Radiohead και Beatles. Η εκλεκτή σειρά του βασιλιά της ποπ Michael Jackson, όμως, έβαλε ποικίλα

εμπόδια παρά την αξιόλογη συνεισφορά καλεσμένων μουσικών (Spragga Benz, Kirsty Rock, Michael Rose κ.α.) και δε μπόρεσε να σταθεί στο ύψος της reggae-pop βαρύτητας ή στην αναζήτηση μιας αλλιώτικης μουσικής αποδόμησης. Η οικεία και πλέον διαδεδομένη εδώ και δεκαετίες διαδικασία διασκευής του υλικού του διάσημου πρωταγωνιστή απαιτεί αν μη τι άλλο σεβασμό, φαντασία και ωριμότητα, στοιχεία που για τους αγαπημένους Νεουορκέζους μάλλον λειτούργησαν ανασταλτικά και άνευρα απέναντι σε ένα τέτοιο τολμηρό εγχείρημα. Το αληθινό «Θρίλερ» εδώ ξεκινά...— Ευδοκία Πρέκα

Ba cissoKoNimissacristal Records

Εδώ και έξι χρόνια η μουσική αφρικανική παράδοση (Mandinka) βουτάει με μαεστρία σε rock, reggae, funky, blues διαδρομές στα χέρια του Ba Cissoko και της kora rock μπάντας του. Στην τέταρτη δισκογραφική του απόπειρα οι «ασφαλείς» μελωδικές δικλείδες δίνουν τη θέση τους στον mid-tempo ρυθμό (“Ako”, “N’Goni Ba”), σε πολιτικές αναφορές (“Politiki”), στη griot μνήμη (“Djeli Fatouma”), στη νοσταλγία, στις καθημερινές εικόνες της δυτικής αφρικανικής κοινωνίας (“Loumo”) και σε kora εξάρσεις (“Kora Rocks”). Κάθε ακρόαση αυτής της δουλειάς σε φέρνει κοντά σε έναν καλλιτέχνη που προκαλεί και προκαλείται άνευ «ηχηρών» διαστάσεων κι εκεί ακριβώς κρύβεται η σπάνια ομορφιά του.— Ευδοκία Πρέκα

varioUsNicola Conte Presents Viagem 4Far Out

Η jazz παντρεύεται με τη βραζιλιάνικη παράδοση μέσα σε big band, swing, afro-samba συννεφάκια και ραφιναρισμένους-κλασάτους καλεσμένους. Είμαστε στα μέσα των 60s-70s και ο πάντα ψαγμένος μας οικοδεσπότης παραγωγός, συνθέτης, μουσικός και συλλέκτης μάς έχει ετοιμάσει την τέταρτη συλλογή διαμαντάκι που υποκλίνεται στη χάρη της σπανιότητας, του στιλ και της φρεσκάδας. Πρωταγωνιστές διάσημοι και άγνωστοι στο ευρύ κοινό μοιράζονται σαν σήμερα την αύρα μιας αλλιώτικης Βραζιλίας που τραντάζει και τραντάζεται. Για 40 λεπτά αυτό το ιδιαίτερο jazz-bossa-samba χαρμάνι σε κάνει να χαμογελάς και να σκέφτεσαι ότι τα πράγματα έχουν εκεί που δεν το περιμένεις το δικό τους φωτεινό παράθυρο. Ας πλησιάσουμε οι πιο αισιόδοξοι!— Ευδοκία Πρέκα

cLinton fearonHeart and SoulPhantom Domestic

Το κεφάλαιο (φωνή, μπάσο, σύνθεση) του άδικα υποτιμημένου Clinton Fearon είναι άμεσα συνδεδεμένο με την πλούσια κι ανεκτίμητη ιστορία των Gladiators και του Studio One. Οι

δώδεκα προσωπικές του συνθετικές απόπειρες μπορεί να πηγάζουν από εκείνη την ένδοξη εποχή, όμως εδώ κερδίζουν έδαφος και κοινό με την ακουστική τους γοητεία. Η soulful ερμηνεία, τα μπασιστικά πιασίματα και η εναλλαγή κρουστών (congas, tama) δένονται άριστα στο βωμό των πάντα εναλλακτικών μουσικών αφηγήσεων του τζαμαϊκανού καλλιτέχνη. Με «καρδιά και ψυχή», λοιπόν, μετά από δεκαετίες είναι ένας από εκείνους που πατούν στις ρίζες και δίνουν νόημα στο μουσικό «σήμερα». — Ευδοκία Πρέκα

the soULJazz orchestraSolidarityStrut

Η ανήσυχη φλέβα της Souljazz Orchestra δίνει τα ρέστα της με ένα ταξίδι-αστραπή στον κόσμο της afro jazz, latin, reggae, funk και 70s, παρέα με αξιόλογους καλλιτέχνες της καναδικής underground σκηνής. Καταιγιστικές συγχορδίες afrobeat πνευστών, κίμπορντς και φλάουτου εναλλάσονται με salsa και caribbean πινελιές ενώ αλλού περίτεχνες ενορχηστρώσεις-μίξεις δείχνουν την μεθυστική περιπέτεια ενός σχήματος που γνωρίζει καλά τις δυνατότητές του. Η δυναμική τους στο να ίπτανται πάνω από ταμπέλες, προτείνοντας την «τελευταία λέξη» κάνει το ταξίδι στις μουσικές του κόσμου πιο ελκυστικό ακόμη και στον πιο δύσκολο ή λιγότερο γνώριμο ακροατή. Εξάλλου υπάρχει πιο δυνατή έννοια την εποχή που διανύουμε από την «Αλληλεγγύη»;— Ευδοκία Πρέκα

BaBy GUrUPiecesInner Ear

Αν κάποιος χαρακτηρισμός δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποδοθεί στους Baby Guru, είναι αυτός του «συγκροτήματος-φούσκα». Δύσκολα μπορεί να τεθεί ζήτημα αμφισβήτησης για την εκδήλωση μιας άκρατης και ταυτόχρονα δίκαια κατανεμημένης διαλεκτικής μεταξύ ψυχεδέλειας, πειθαρχημένης γερμανικής επαναληπτικότητας και απαρχιακής ποπ στο πλαίσιο του ομώνυμου Baby Guru, αλλά κυρίως για την ακεραιότητα της όλης δουλειάς τους. Εξάλλου ένα σχήμα αναμφίβολης στιβαρότητας –όπως η προκείμενη τριάδα– δεν είναι εύκολο να πέσει έξω στις προβλέψεις του και, ομολογουμένως, το Pieces (όσο κι αν εγείρει συζητήσεις) δεν αποτελεί τελικά εξαίρεση. Σαν ακόλουθος ενός πρώτου δίσκου που κουράστηκε να απολυτοποιείται ως άνισα καλή κυκλοφορία, το συγκεκριμένο άλμπουμ εμφανίζεται πιο διστακτικό, για τον λόγο και μόνο ότι ο προκάτοχός του προσπάθησε πολύ

για να πιάσει αυτήν την απόλυτη κατηγοριοποίηση. Ακόμα λοιπόν κι αν θεωρηθεί ότι ο δεύτερος δίσκος των Baby Guru προσυπογράφει τα όσα είπε ο πρώτος και δεν επιχειρεί να μετακινηθεί πολύ μακρύτερα από τις θεμελιώδεις συνιστώσες αυτού –πέρα από το να υιοθετήσει τις σκόπιμα ελλείπουσες κιθαριστικές χορδές και τα σποραδικά γυναικεία φωνητικά– το λιγότερο που μπορεί κανείς να επιρρίψει σε τραγούδια όμορφης μπητλικής αφέλειας τύπου “The Things You Do” ή σε τραγούδια με καλώς εννοούμενες κλασικές ροκ προθέσεις επί αφρικανικών ρυθμoλογιών τύπου “Amaye”, είναι ότι μπορούν να αφήσουν την ανωτέρω φούσκα να σκάσει. Ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι εδώ οι Baby Guru, ενδίδοντας τελικά στην κιθαριστική σαγήνη, απο-πειραματοποιούν μέρος του τελικού αποτελέσματος εκποιώντας μια πολυκύμαντη ψυχεδελο-ποπ “Marilu” στο όνομα μιας εναργέστερης μεν, αλλά λιγότερο «κουρασμένης» “(For) Trish”, δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί η ανεξέλεγκτη δυναμικότητα τραγουδιών όπως τα εναρκτήρια “Necessary Voodoo” και “For Naked Sun” ή του σκληραγωγικού “Bog” στον επίλογο. Εν ολίγοις, είτε συντάσσεστε με τον πολυποίκιλο αυτοσχεδιασμό, είτε συντάσσεστε με την περίτεχνη ευπεψία και είτε διάκειστε θετικά προς τις κυκλοφορίες της Inner Ear, είτε είστε αρνητές της, το Pieces των Baby Guru είναι ένας δίσκος που πρέπει να ακούσετε τουλάχιστον μία φορά. — Κάλλια Κακαλέτρη [αναδημοσίευση από το avopolis.gr]

BaBy triourban JazzPuzzlemusik

Το Urban Jazz απεικονίζει την τρίτη φάση του ιδιαίτερου project του Γιώργου Κοντραφούρη, όπου κιθαρίστας και ντράμερ αντικαθίστανται μόλις φθάσουν στην ηλικία των 25. Εδώ, δίπλα στον έμπειρο οργανίστα βρίσκουμε τους Βασίλη Ποδαρά και Κωνσταντίνο Στουραϊτη σε τύμπανα και κιθάρα αντίστοιχα, ενώ τρομπόνι (Αντώνης Ανδρέου), κρουστά (Άγγελος Πολυχρονίου) και φωνή (Dean Bowman) προσφέρουν κατά περίπτωση επιπλέον εκφραστικές δυνατότητες. Γνώριμοι οι δρόμοι από τους οποίους διέρχεται το τρίο: acid τζαζ, μπολιασμένη με ροκ και φανκ στοιχεία – ένας ήχος τον οποίον ο Κοντραφούρης υπηρετεί με συνέπεια εδώ και χρόνια. Σπάνια επιχειρείται η διαφυγή από αυτά τα όρια, μολονότι όταν αυτό συμβαίνει (λ.χ. στο σύντομο “Time Angel meets Billy Pod”) το αποτέλεσμα δικαιώνει. Βέβαια το βάρος πέφτει («αυτοδικαίως») στις γεμάτες ενέργεια και ζωηρότητα

γκρούβες – κι η πυκνότητα με την οποία αυτές εμφανίζονται στον δίσκο καταμετράται σίγουρα στα υπέρ. Όμως, δεδομένης και της απουσίας ουσιαστικών εκπλήξεων, έχω την αίσθηση πως το όλο πράγμα φθάνει γρήγορα στα όριά του. Σίγουρα εκπληρώνει τις προσδοκίες το Urban Jazz δείχνει όμως ανίκανο να τις υπερβεί. — Βαγγέλης Πούλιος

deadfiLeDeadfile Self Released

Έχει ήδη γραφεί και αλλού, αλλά όπως και να το δεις, αυτό είναι το μεγάλο ατού της σπουδαίας μουσικής του project τούτου: ακούγεται σαν να συμπράττουν δεκάδες ιδιοφυείς και πειραγμένοι και όχι σαν να το σκαρφίστηκε ένας και μόνο άνθρωπος. Και επιπλέον είναι από τα καλύτερα εγχώρια post οτιδήποτε έχουμε ακούσει από καταβολής του post κόσμου. Ήδη από το μετρημένα folky “This Hollow Land”, ο δίσκος παίρνει τον ακροατή με το μέρος του και μέχρι το τέλος τον υποχρεώνει συνεχώς να αναρωτιέται... τί, πώς και γιατί. Καθότι όσοι δεν είχαμε προηγούμενη επαφή με τις διάφορες δημιουργικές ενασχολήσεις του Βασίλη Παγκράτη, μείναμε κάπως με το στόμα ανοιχτό. Μια freestyle άσκηση πάνω στο τέλος του ροκ που, καθώς αναγνωρίζει τα όρια του, αποφασίζει σε παράλληλο χρόνο να συμπλακεί με «αντίπαλες» μουσικές καταστάσεις, αλλά και να ταμπουρωθεί στις αρετές του. Στο “Arachnae”, οι Savage Republic επιστρατεύονται ως το απαραίτητο όνομα για να θυμηθούμε ότι προϋπήρξε σχέση του punk με την παράδοση και σε τραγούδια με ακόμη δυσκολότερους τίτλους το διαλογικό sampling υποκαθιστά επάξια την έλλειψη στίχου και σε κάνει να αναρωτιέσαι αν το Deadfile τελικά είναι ένα instrumental άλμπουμ ή όχι... Είτε κρύβεται τελικά πίσω από ορχήστρες που δεν μας τις συστήνει, είτε απλώς περιβάλλεται από ένα τεράστιο music cloud που συνοδεύει ακατάπαυστα τις ημέρες της

caveMan Joe and the afrodyKesBack From The CaveBody Blows / Swallow It All

TO άλμΠουμ του μΗνά Έχοντας ήδη δώσει ένα διαδικτυακό άριστα στον δίσκο, ρωτήθηκα πολλές φο-ρές αν ο Caveman Joe είναι συγγενής μου πρώτου ή τουλάχιστον δεύτερου βαθ-μού. Καλόπιστα σκέφτομαι ότι οι ερωτώντες δεν είναι καχύποπτοι, απλά δεν μπορούν να δεχτούν πως ένα άλμπουμ παραδοσιακά σκληροτράχηλου garage rock έχει να προσφέρει και πολλά, στο ιδίωμα που όλα μοιάζουν να έχουν ειπω-θεί να εξαρχής. Το Back From The Cave όμως είναι από τους δίσκους για τους οποίους εφευρέθηκε στη μουσικοκριτική η φράση «έτοιμο να εκραγεί», σε δια-κριτή αντίστιξη με το κλισαρισμένο «εκρηκτικό». Οτιδήποτε σας ακούγεται αφόρητα πλαστικοποιημένο στις προκάτ vintage ανησυχίες του Jack White, εδώ συναντάται στην αυθεντικά πρωτόγονη μορφή του. Χυδαίοι rock ‘n’ roll στίχοι και κιθάρες που χρησιμοποιούνται ανελέητα προς κάθε κατεύθυνση, συμπλη-ρώνουν ένα σκηνικό άναρχης συμπεριφοράς απέναντι στις ανάγκες του μέσου ακροατή. Surf Instrumental σε θεμιτό επίπεδο νοσταλγίας, αλλά κυρίως βρώμι-κος έρωτας με το αντικείμενο του να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο, σε τραγούδια με τίτλους όπως “Suck My Cock, Buy Me A Beer”, υπογραμμίζουν ότι ο Caveman Joe δεν είναι ο επόμενος αγαπημένος των free press (αν και θα μπορούσε). Όλα αυτά σε μία αψεγάδιαστα «ερασιτεχνική» χειροποίητη κυκλοφορία, που φιλο-τέχνησε ο Joe με τα χεράκια του, για να αποδείξει την αγάπη του προς τον πλη-σίον της σκηνής, παλαιό, νέο, σπουδαίο ή εγνωσμένα άχρηστο. Τα πάντα ηχο-γραφημένα στην ζωντανή αύρα του στούντιο και οι φήμες να λένε ότι μετά από αυτό το καθυστερημένο ντεμπούτο, έρχονται συνεχή δισκογραφικά χτυπήματα στο άμεσο μέλλον. Αναμένουμε το λοιπόν. — Άρης Καραμπεάζης

ελλΗνικά

SOnIk | 7574 | REVIEwS | ΕΛΛΗΝΙΚΑ

δημιουργίας του σε ατέλειωτες ώρες μπροστά σε οθόνες, ο Deadfile είναι ατόφιο παράδειγμα περί του ότι δεν υπάρχουν αληθινά όργανα, παρά μόνο αληθινή έμπνευση και στο τέλος αληθινή ή ψεύτικη μουσική. Και η δική του αλήθεια είναι σοκαριστική. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά το ότι πρόκειται για 100% ανεξάρτητη και διαδικτυακή κυκλοφορία, τότε όσοι ανησυχούν για το τέλος της μουσικής, ως επακόλουθο της βιομηχανίας αυτής, σίγουρα είναι βαθιά νυχτωμένοι. — Άρης Καραμπεάζης

dePhosPhorUsNight Sky Transform7 Degrees Records

Δεν είναι μόνο το ψαρωτικό «astrogrind» tag (με το οποίο οι συγκεκριμένοι Αθηναίοι περιγράφουν τη μουσική τους) αυτό που έστρεψε αρκετά βλέματα πάνω τους. Είναι κυρίως το γεγονός ότι καταφέρνουν αυτό που ελάχιστοι (π.χ. οι ισλανδοί cult ήρωες Forgarður Helvítis) έχουν καταφέρει: Να παντρέψουν τον grindcore χαμό με την επιβλητικότητα του black metal. Στο πρώτο τους LP οι Dephosphorus εμφανίζονται με μερικώς κατεβασμένες ταχύτητες εν συγκρίσει με το υλικό του EP “Axiom”, αλλά ακόμα πιο επιβλητικές διαθέσεις. Η απουσία μπάσου δίνει έναν ψυχρό αέρα που δένει με τις σποραδικές απαγγελίες και το γενικό «συμπαντικό» στιχουργικό concept. Η δε συμμετοχή του πολύ Ryan Lipynsky (Unearthly Trance) στο “Unconscious Excursion” είναι απλά η επιβεβαίωση. Εσωστρεφές, περιπετειώδες, διαστημικό grindcore. Κι όμως γίνεται. Δίσκος πρωτοποριακός, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά γενικώς για τα extreme metal standards. Η ανάγκη για ζωντανές εμφανίσεις είναι πλέον επιτακτική.— Κώστας Συνατσάκης

Mary’s fLower sUPerheadDigesting The Animal Digital / Self Released Vinyl

Μου φαίνεται ότι οι εν λόγω Θεσσαλονικείς έχουν απομείνει οι τελευταίοι υπερασπιστές του indie. Και αν όχι, τότε σίγουρα οι μόνοι που κρατάνε ακμαίο το πνεύμα των mid 00s, οπότε και λέξεις όπως rocktronica/indie discoteca κλπ έφυγαν, όσο γρήγορα είχαν μπει, από τη ζωή μας. Το groove παραμένει ατόφιο, οι κιθάρες δεν υποχωρούν, αλλά καθοδηγούνται σε λιγότερο extreme δρόμους και ο ντράμερ τους συνεχίζει να είναι από τους καλύτερους που υπάρχουν (παρότι περιττά μηχανήματα επιμένουν να τον τριγυρίζουν). To “Moroco / Seize The Light” είναι ένα απίστευτα δουλεμένο τραγούδι σε θέματα ανάπτυξης της σύνθεσης, διαπλοκής των ρυθμών και κυρίως ηχητικής πολυπλοκότητας. Οι MFS εξιδανικεύουν την εικόνα του εμπορικού εναλλακτικού ροκ, που έχουν παρατήσει λειψό οι Placebo, συνεχίζω να πιστεύω όμως ότι κάτι πιο ωμό, πιο ξεκάθαρα ροκενρολ και χωρίς πολύ τεχνοβοήθεια, θα ήταν αυτό που θα τους πήγαινε καλύτερα, ειδικά αν κρίνω από τις ζωντανές τους εμφανίσεις, όπου παραμένουν από τα ισχυρότερα εγχώρια χαρτιά, όντας και παίχτουρες και επαγγελματίες. Το EP το ακούτε ελεύθερα στο bandcamp της μπάντας, το βινύλιο το κυκλοφορούν με προσωπικά έξοδα και κόπους και αναμένεται και ένα δεύτερο μέχρι τα τέλη της χρονιάς, ενώ επιμένω ότι πολύ πριν από τότε πρέπει να τους πετύχετε κάπου ζωντανά.— Άρης Καραμπεάζης

sPectraLfireSpectralfireRestless wind

Είναι αληθινά ελπιδοφόρο να βλέπεις και να ακούς δουλειές που προσπαθούν να σφυρηλατήσουν έναν προσωπικό ήχο, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο στις μέρες μας, και ειδικά όταν οι ήχοι που χρησιμοποιούνται δεν είναι προϊόντα κάποιας πρωτοποριακής ηχητικής διεργασίας ή όταν η βάση της όλης δουλειάς είναι η παλιά καλή κλασική ποπ τραγουδοποιία. Οι Spactralfire είναι το όχημα του Λάμπρου Κουντουρογιάννη που γνωρίζουμε από τους Modrec, και με το όνομα αυτό κάνει ευκαιριακές ζωντανές εμφανίσεις από το 2006. Ήρθε η ώρα να παρουσιάσει το παρθενικό του άλμπουμ, μια συλλογή από κομμάτια που δεν έχουν σταθερές αναφορές και μου θυμίζουν κάποιους αγαπημένους αμερικανούς δημιουργούς που σαν ευαγγέλιό τους έχουν τη μελωδία και την ποπ έκφραση σε μια εναλλακτική μορφή της: μουσικούς όπως ο Brendan Benson, o Joseph Arthur ή ο Ken Stringfellow για παράδειγμα. Το ηχητικό περιβάλλον που χτίζεται για να υποστηρίξει αυτά τα τραγούδια, βέβαια, δεν έχει τις ρίζες του μόνο στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, αλλά σε μία ευρεία δεξαμενή ηχοχρωμάτων που φτάνουν μέχρι το trip hop και το σύγχρονο r&b (όπως στο Tendency για παράδειγμα). Εξαιρετικά ενδιαφέρον άλμπουμ, σίγουρα κάνει τη διαφορά από την υπόλοιπη εγχώρια παραγωγή και εκπέμπει έναν ασυνήθιστα φρέσκο αέρα σε μία σκηνή που τείνει να ομογενοποιηθεί. — Μάνος Μπούρας   

sPectraL Lore: sentineL Spectral Lore / Locust Leaves (Split) Stellar Auditorium Productions

One Man Band Black Metal… Για κάποιους ο απόλυτος «ευτελισμός» του είδους (από καταβολής του πάντως), που το απομακρύνει από το πρότυπο των ροκ συγκροτημάτων, της σύμπραξης κ.ο.κ., για άλλους η πιο ουσιαστική εξέλιξη του σε μουσικό επίπεδο, που επιπλέον το αποσυνδέει από παρέες εφήβων που βολτάρουν σε κοιμητήρια αντί για καφέ-μπαρ-ηλεκτρονικά. Αν επιλέξετε τη σωστή πλευρά, τότε η περίπτωση του/των Spectral Lore, είναι από τα απολύτως εξαιρετικά δείγματα εγχώριου OMBBM που μπορείτε να βρείτε εδώ και αρκετά χρόνια, μέσα από DIY παραγωγές, split κυκλοφορίες και γενικά δραστηριοποίηση, που τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά, βάζει τα γυαλιά σε όσους κινούνται ήδη (ή επιμένουν να κινούνται) σε μονοπάτια δισκογραφικών. Το Sentinel ξεχωρίζει σαφώς από τις προηγούμενες κυκλοφορίες, κυρίως χάρη στην εξαιρετική δουλειά στον τομέα της παραγωγής, καθώς η σαφής αίσθηση της μουσικής και το βάθος των συνθέσεων υπάρχει ούτως ή άλλως σε οτιδήποτε μπορείτε να βρείτε κάτω από το όνομα Spectral Lore. To δεκάλεπτο “My Ascension Into The Celestial Spheres” είναι ένα ολοκληρωμένο από κάθε άποψη BM αριστούργημα, σαν να βγήκε από τους (λίγους πραγματικά) σπουδαίους δίσκους των κορυφαίων του είδους, με την παραγωγή σε εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στο συνειδητό lo-fi και την ανεκτή καθαρότητα των ήχων. Στα 30’ του τελικού “Atlus (A World Without A World)” και λόγω διάρκειας υπερέχει η ambient-ική αισθητική και το όλο πράγμα απομακρύνεται από τα ορθόδοξα ιδεώδη της συνήθους παραγωγής. Σαν σύνολο, πάντως, το Sentinel είναι ένα καθαρόαιμο black metal άκουσμα και οι όποιες παρεκκλίσεις χρησιμοποιούνται με απολύτως ουσιαστικό τρόπο και όχι για να προσδώσουν περιττή σοβαρότητα, την οποία το ροκενρολ, όπως και να το μετονομάσεις, δεν την χρειάζεται. Στο split με τους Locust Leaves κάθε σχήμα συνεισφέρει δύο τραγούδια, με το μερίδιο των τελευταίων να αφοσιώνεται σε μία πιο παραδοσιακή metal αισθητική, με διακριτά ριφ στις κιθάρες, προτεταμένο blast beat στα τύμπανα και φωνητικά στα όρια του επικού sing along, περίπου σαν να στριμώχτηκαν δυο- τρία ισάξια τρίλεπτα τραγούδια, στη διάρκεια έντεκα λεπτών, φόρου- τιμής στις ικανότητες του metal να τραβάει επάνω του τους πιστούς, έστω και δια της επανάληψης. Για το δεκαπεντάλεπτο “Duty” του Spectral Lore ισχύουν αυτούσια τα παραπάνω, με την επισήμανση ότι είναι μία από τις πιο δυνατές του συνθέσεις, σε ελαφρώς πιο βατό metal ύφος κι εδώ,

για να ταιριάξει καλύτερα –υποθέτω- με τους κοινοπρακτούντες στην κυκλοφορία. Ελληνικό underground στα καλύτερα του, χωρίς δηθενιές, υπεροψία και να ‘χαμε να λέγαμε «άποψη», αλλά με μουσική, που αν υπάρχουν ακόμη τα περιβόητα τσακάλια των δισκογραφικών, θα πρέπει να ορμήξουν κατά πάνω της. Καιρός να αρχίσουμε να μιλάμε για Intelligent Black Metal μου φαίνεται...(Στη διεύθυνση spectrallore.bandcamp.com όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα)— Άρης Καραμπεάζης

stained veiLEndless Hours

yeLL o yeLL(Still) Warm Like WormsSmash Records

Αρχές καλοκαιριού πετυχαίνω στον τακτικό μου δισκοπώλη τα κλασικά άλμπουμ των Stained Veil & Fear Condition και ρωτάω να μάθω αν αυτός που τα πούλησε ζητάει πάνω ή κάτω από 100 €. Πληροφορούμαι ότι πρόκειται για χαμένες κόπιες, ανατυπωμένα εξώφυλλα και όποιος προλάβει. Θεωρώ το deal των 50€ και για τα δύο τίμιο, τα παίρνω και αποχωρώ. Αναφέροντας το γεγονός σε forum γνωστού μουσικού blog, γίνεται παρέμβαση από το σήμερα της Smash, που δηλώνει ότι δεν συμμετέχει στα παραπάνω (ενοχλημένο και με το δίκιο του). Λίγο αργότερα βρίσκω σε γνωστό (και αξιόλογο κατά τα άλλα) ημεδαπό on

line order κατάλογο τα παραπάνω για 60€ έκαστο. Με τις υγείες μας, όσοι επιμένουμε να αγοράζουμε μουσική. Στα ίδια χρονικά διαστήματα ανακοινώνονται, κυκλοφορούν και –ποιος ξέρει;- ίσως και να εξαντλήθηκαν ήδη, οι παρόντες δύο δίσκοι. Το χαμένο άλμπουμ των Stained Veil και τα χαμένα τραγούδια των Yell O Yell, με τους πρώτους να είχαν κυκλοφορήσει στη Smash -του τότε- το μοναδικό τους άλμπουμ (Livin’ On Leavin) και τους δεύτερους αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο τους (ΧΙΙΙ). Αμφότερα άξιζε να κυκλοφορήσουν και τότε και τώρα. Αμφότερα δεν αφαιρούν, αλλά και δεν προσθέτουν κάτι το πολύ ουσιαστικό στο μύθο των δύο σχημάτων. Τους Yell O Yell θα τους μνημονεύουμε πάντα για τα αριστουργήματα στην Creep Records, ενώ οι Stained Veil, παραμένουν ένα απόλυτα παθιασμένο, πλην σθεναρά προσκολλημένο στις αναφορές του, μετά-πανκ σχήμα. Τα τραγούδια των ΥΟΥ καταδεικνύουν πάντοτε μια μπάντα ισάξιας ορμής με τους αντίστοιχους ταραξίες του εξωτερικού (Birthday Party κλπ), οι Stained Veil, παρότι συγκινούν, δυσκολότερα ενθουσιάζουν ειδικά όσους έχουν χρόνια τριβή με τον εν λόγω ήχο. Υπάρχουν ειδικές εκδόσεις διάφανου και κόκκινου βινυλίου αντίστοιχα για κάθε κυκλοφορία, με το τελευταίο να υπερτιμάται μάλλον και να ετοιμάζεται ήδη να χτυπήσει την ανηφόρα στα χέρια όσων φρόντισαν να αποκτήσουν μερικές κόπιες παραπάνω, παρότι πρόθεση της εταιρείας ασφαλώς και δεν ήταν κάτι τέτοιο. Κατά τα λοιπά, οι δισκοθήκες μας συμπληρώνονται ιδανικά ως προς το ουσιαστικό κομμάτι του εγχώριου ροκ, συνεπώς ειδικά οι βινυλιολάτρεις είναι υπεύθυνοι πώς θα αντιδράσουν σε όλες αυτές τις καταστάσεις.— Άρης Καραμπεάζης

the sPeaKeasies swinG BandLiquid BassBathtub Gin

Swinging άρωμα Θεσσαλονίκης, τέσσερις «καπνισμένες» ιστορίες και μια πληθωρική καλλιτεχνική παρέα δονούν τις αισθήσεις με την «αλκοολική» τους μουσική πρόταση που ακούει στο όνομα Bathtub Gin και μας έρχεται από την εποχή της αμερικανικής ποτοαπαγόρευσης. Η Speakeasy διάθεσή τους έχει αλανιάρικα ζόμπι, vintage νυχτερινές διαδρομές, αλήτικους παράδεισους και έναν αλλιώτικο Ζορμπά με «πικάντικες» επιθυμίες. Η ψυχή του οκταμελούς σχήματος παρασύρει και παρασύρεται με μεράκι και φαντασία στο κάλεσμα των Jelly Roll Morton, Sidney Bechet, Ma Rainey, Duke Ellington, Django Reinhardt, Squirrel Nut Zippers κι εμείς δε σταματάμε να τα πίνουμε μαζί τους στα γνωστά και άγνωστα στέκια τους. — Ευδοκία Πρέκα

wonKy doLL and the echoPleasant ThoughtsGeheimnis Records

Post-punk revival με minimal χαρακτηριστικά στοιχεία δηλώνουν ότι παίζουν οι Wonky Doll And The Echo στον πρώτο τους δίσκο “Pleasant Thoughts” και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πέφτουν έξω στις περιγραφές τους. Πράγματι, ακριβώς αυτό κάνουν στο ντεμπούτο τους οι Αθηναίοι, υιοθετώντας ενορχηστρώσεις, δομές και φωνητικά ταυτοποιημένα με το συγκεκριμένο αναβιωτικό ιδίωμα και τους πολυάριθμους εκπροσώπους του, ενώ παράλληλα παρεμβάλλουν σε διάσπαρτες στιγμές όπως για παράδειγμα στο “Something Is Wrong With You” και τα προαναφερθέντα, συγγενικά minimal wave χαρακτηριστικά. Στη σύντομη διάρκεια των εννιά τραγουδιών του, το “Pleasant Thoughts” εξελίσσεται βατά και έχει αναμενόμενη έκβαση, χωρίς παρολαυτά η έλλειψη εκπλήξεων να αφαιρεί απαραίτητα κάτι από το καλοστημένο της όλης δουλειάς των τεσσάρων Wonky Doll And The Echo.— Κάλλια Κακαλέτρη

Μιχάλης ΤςάνΤιλάςςκιά στο μυαλόΜετρονόμος

Ναι, περί του δικού μας Μιχάλη Τσαντίλα πρόκειται, γι' αυτό θα μας επιτρέψετε (και ο ίδιος) να είμαστε ελαφρώς πιο αυστηροί. Καταρχάς, το ότι κυκλοφορεί αυτός ο –φτιαγμένος με μεράκι, αλλά με ελάχιστες πιθανοτητες να απευθυνθεί σε ένα σχετικά προσοδοφόρο target group, ώστε να βγάλει τα χρήματά του– δίσκος εν έτει 2012, όταν μόνο με (πολύτιμες) οικονομίες στην άκρη κάνεις την εκκίνησή σου, αποτελεί μια πεισματάρικη παρασπονδία του ίδιου. Ξεπερνώντας τα των συγχαρητηρίων, λοιπόν, μπαίνουμε στην ουσία ενός ποπ δίσκου που κουβαλά Μπιτλικές δομές (Π.χ. «Αρχάγγελος»), ακόμα και αλά Deserter's Songs ονειρικά κομμάτια (η βάση ενός “Godess On A Highway” υπάρχει στο «Τι Κι Αν»), ή ακόμα και το Blufunk του ξεχασμένου Keziah Jones (στο αγγλόφωνο “Forgive Me”), αλλά και πολλές μπαλάντες, με τροχοπέδη όμως μια φωνή που όσο και να φιλτράρεται (ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες συνθέσεις) δεν μπορεί αν απογειώσει τις συνθέσεις, ενώ και η παραγωγή, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες και τις πεταχτές ιδέες φανερώνει ότι δεν υπάρχει πλέον (και οικονομικά) περιθώριο στο στούντιο για πολλή ταλαιπωρία. Στον αντίποδα, αν και το συνθετικό στυλ φανερώνει κοινό DNA (παρά τις διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες γράφτηκαν τα κομμάτια), δεν υπάρχουν παραγεμίσματα, ενώ ευτυχώς αποφεύγονται έντεχνες ασάφειες και περίπλοκες γενικότητες, χάριν μιας αφοπλιστικής αμεσότητας που θα αποκαλούσε κανείς μετεφηβική. Προτιμούμε, το άμεσο και ειλικρινές, έστω και με τις ευκολίες και τα κλισέ του, από το δήθεν ποιητικό τίποτα. Σχεδόν όλα λοιπόν συναινούν στο ότι η αποτύπωση των τραγουδιών αυτών σε ένα cd αποτελεί την αφορμή για να οργανώσει και πριμοδοτεί ουσιαστικά το παίξιμο αυτών των προσωπικών πονημάτων στις παρέες πλέον, εκεί που φαίνεται να ανήκουν κι εκεί όπου μπορούν να εξελιχθούν μαζί με το δημιουργό τους. — Τάσος Βογιατζής

Όλη αυτή η κουβέντα

για τα ακόρντα –τόσο από αυτή

τη στήλη, όσο πολύ περισσότερο

στις πρόβες των συγκροτημάτων

(βλ. ατάκες τύπου «βρήκα κάτι

ακόρντα» ή «άκου αυτά

τα ακόρντα»)– γίνεται γιατί είναι

διαπιστωμένο και κοινά αποδεκτό

ότι αν το τραγούδι δεν πατάει καλά

πάνω σε ένα γερό chord sequence

τότε θα ξεπηδήσουν στην πορεία

διάφορα προβλήματα.

workshop

76 |

In theΣτο ΕργαΣτήρι…ΓραφΕι Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ*

*Συνθέτης, ιδρυτής της ανεξάρτητης δισκογραφικής [email protected]

Και τι γινεται οταν 3 αΚορντα δεν αρΚούν; ετςι θα τη βγαλούΜε;

MOrE ChOrDs, plEasE!Πράγματι: Μέχρι τώρα είδαμε ότι οι τρεις κύριες βαθμίδες μιας κλίμακας (I – IV – V) αρκούν για να γράψεις ένα τραγούδι οποιουδήποτε μουσικού είδους. Ο άνθρωπος όμως είναι… ανήσυχο ον. Και κάθε κλίμακα έχει 7 βαθμίδες. Οπότε…

I II III IV V VI VII

C(Ντο

ματζόρε)

D min(Ρε μινόρε)

E min(Μι μινόρε)

F(Φα

ματζόρε)

G(Σολ

ματζόρε)

A min(Λα μινόρε)

B dim(Σι

ελαττωμένη)

Για κάθε κύρια βαθμίδα (δηλ. συγχορδία) μίας κλίμακας υπάρχει και μία δευτερεύουσα βαθμίδα που είναι δυνατόν να την αντικατα-στήσει. Αυτό ισχύει για κάθε κλίμακα και όχι μόνο για την Ντο μείζονα που πήραμε σαν παράδειγμα στον παραπάνω πίνακα.

Έτσι:

την I βαθμίδα είναι δυνατόν να την αντικαταστήσει η VI (ή και η III)

την IV την αντικαθιστά η II

η V μπορεί να αντικατασταθεί είτε από την VII είτε από την III επίσης.

Έτσι, οποιοσδήποτε συνδυασμός των κύριων βαθμίδων μπορεί με τις κατάλληλες αντικα-

ταστάσεις να εμπλουτιστεί με τέτοιο τρόπο που το άκουσμα του να διαφοροποιηθεί πολύ.

Για παράδειγμα: Αν στο I – V – I – IV αντικα-ταστήσουμε το I με VI, τότε θα έχουμε το απο-τέλεσμα I – V – VI – IV. Δηλαδή το chord se-quence πάνω στο οποίο έχουν γραφτεί τα: “No Woman, No Cry” του Bob Marley, “With Or Without You” των U2 και “I’m Yours” του Jason Mraz! Και τα τρία αυτά τραγούδια χρη-σιμοποιούν από την αρχή ως το τέλος1 τη δια-δοχή I – V – VI – IV. Και δεν είναι τα μόνα. Η λίστα είναι ογκωδέστατη. Ειδικά αν συμπερι-λάβουμε σε αυτή τραγούδια που χρησιμοποι-ούν τη συγκεκριμένη διαδοχή μόνο στο κου-πλέ (π.χ. “Let It Be” – The Beatles) ή μόνο στο ρεφρέν (π.χ. “Down Under” – Men At Work). Και μια που το’φερε η κουβέντα, το “Apolo-

SOnIk | 77

gize” των One Republic το θυμάστε; Τα ίδια ακόρντα χρησιμοποιεί μόνο που ξεκινά τη σειρά, όχι από I αλλά από VI. Κι έτσι η διαδοχή γίνεται VI – IV – I – V. Στην ουσία βέβαια είναι η… ίδια! Απλά ο κύκλος ξεκινάει από διαφορετικό σημείο.

Στην ίδια διαδοχή I – V – VI – IV βασίζεται και το “The Show” της Lenka. Είναι γραμμένο στην ΝΤΟ μείζονα, όποτε ο πίνακας που παρουσιάστηκε στην αρχή της στήλης θα φανεί χρήσιμος.

Το ρεφρέν ξεκινά με I ακολουθούμενο από V, αλλά εκεί που κανονικά θα ξανακούγονταν η Ι ακούγεται στη θέση της η VI (A min). Οι νότες της μελωδίας είναι τέτοιες που θα μπορούσαν κάλλιστα να υποστηριχτούν από την I βαθμίδα2. Γιατί τότε αυτή η αντικατάσταση;

Η λογική που διέπει τις αντικαταστάσεις είναι η λογική του εμπλουτισμού των εκφραστικών μέσων, προκειμένου να επιτευχθεί ένα πληρέστερο αποτέλεσμα. Η VI βαθμίδα μιας κλίμακας

είναι πάντα το «αντίθετο» της Ι. Αν δηλαδή η κλίμακα είναι μινόρε, τότε η Ι είναι μινόρε συγχορδία και η VI ματζόρε συγχορδία. Αν η κλίμακα είναι ματζόρε, τότε η I είναι ματζόρε συγχορδία και η VI είναι και πάλι το «αντίθε-το» της. Δηλαδή μινόρε συγχορδία. Όπως συμβαίνει και στο “The Show”.

Τι νόημα θα είχε να αντικαταστήσω κάτι με κάτι άλλο το οποίο όμως θα είχε λίγο-πολύ το ίδιο αποτέλεσμα; Η αντικατάσταση της μα-τζόρε I με την μινόρε VI αλλάζει το χρώμα και την υφή του ακούσματος και προσθέτει σε ποικιλία. Συχνά, όπως συμβαίνει και στο συ-γκεκριμένο παράδειγμα, αυτή η αλλαγή υφής και χρώματος υποστηρίζει καλύτερα το νόημα των στίχων με αποτέλεσμα να «ταιριά-ζει καλύτερα» ο στίχος με τη μουσική!

Η σχετικά ουδέτερη διαπίστωση των αρχι-κού δίστιχου “I’m just a little girl caught in the middle / life is a maze and love is a riddle” αποκτά χρώμα, αλλά και μια πιο προσωπική χροιά όταν ο επόμενος στίχος “I don’t know where to go” συνοδεύεται από την VI λα μινό-ρε αντί της I Ντο ματζόρε. Το προσωπικό αδι-έξοδο της κεντρικής ηρωίδας, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από το στίχο, βρίσκει την κατάλληλη υποστήριξη και από τη μουσική.

Η υποστήριξη του στίχου είναι μόνο ένας από τους λόγους που οδηγούν στην αντικατά-

One Republic

Men at work

U2

Jason Mraz

Lanka

LOGOUT | 7978 | in The WORKShOP…

σταση μιας συγχορδίας από μία άλλη. Ας δούμε έναν ακόμη –εξίσου συχνό– λόγο για τον οποίο μπορεί να συμβεί αυτό.

Το “Cold Cold Ground” του Tom Waits συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ Frank’s Wild Years. Είναι γραμμένο στη μονομερή φόρμα της «φόρμα-μπαλάντα»3. Αποτελείται δηλαδή από ένα μόνο μουσικό μέρος, το οποίο επαναλαμβάνεται συνεχώς με άλλους όμως στίχους κάθε φορά, εκτός από την μόνιμη επωδό “…in the cold, cold ground” που οι στίχοι παραμένουν ίδιοι. Ακολουθεί δηλαδή τη μορφή α – α – α - β (όπου «α» είναι το αρχικό μοτίβο και το «β» η μόνιμη επωδός).

Σε αυτή την περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα υπογράμμισης του νοήματος ενός συγκεκριμέ-νου στίχου. Η ροή είναι συνεχόμενη, αρχικά με μια περιγραφή και στη συνέχεια με οδηγίες που δίνει ο πρωταγωνιστής – αφηγητής προς κάποιο άλλο πρόσωπο.

Η χρήση της VI γίνεται χάριν ποικιλίας καθώς αυτή η συνεχόμενη ροή στίχων δεν θα «άντε-χε» τόσες επαναλήψεις μέχρι να φτάσουμε στο β και το όλο πράγμα θα ήταν απλά… βαρετό. Η χρήση της VI δίνει την απαιτούμενη ποικιλία, κρατάει το ενδιαφέρον, αποφεύγοντας παράλ-ληλα την εισαγωγή ενός νέου στοιχείου (βλ. κάποια άλλη κύρια βαθμίδα) που ενδεχομένως θα αποσπούσε την προσοχή.

Το νέο αυτό στοιχείο τελικά εισάγεται εκεί που έχει πραγματικά ανάγκη να εισαχθεί, δηλ. στο β. Είναι η IV κύρια βαθμίδα της κλίμακας Ντο μείζονος η οποία με τη σειρά της μας οδηγεί στην V4.

Με τη χρήση των αντικαταστάσεων, μπορεί κανείς να φτάσει τους πιθανούς συνδυασμούς ακόρντων σε έναν… ιλιγγιώδη αριθμό. Αυτός ο αριθμός όμως δεν παύει να είναι… ένας αριθ-μός. Δεν θα είναι το άπειρο. Επομένως, είναι λογικό και αυτονόητο ότι θα υπάρχουν συνδυα-σμοί ακόρντων που θα είναι κοινοί σε πάρα πολλά τραγούδια.

Όλη αυτή η κουβέντα για τα ακόρντα –τόσο από αυτή τη στήλη, όσο πολύ περισσότερο στις πρόβες των συγκροτημάτων (βλ. ατάκες τύπου «βρήκα κάτι ακόρντα» ή «άκου αυτά τα ακόρ-ντα»)– γίνεται γιατί είναι διαπιστωμένο και κοινά αποδεκτό ότι αν το τραγούδι δεν πατάει

καλά πάνω σε ένα γερό chord sequence τότε θα ξεπηδήσουν στην πορεία διάφορα προ-βλήματα. Προβλήματα που θα έχουν να κά-νουν είτε με τη μελωδία, είτε με το rhythm section ή με την ενορχήστρωση γενικότερα, τα οποία ενώ θεωρητικά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, στην πράξη θα φανεί αδύ-νατον εξαιτίας της σαθρής βάσης πάνω στην οποία θα έχει ήδη στηριχτεί το τραγούδι. Η ατάκα «άστο, θα το δούμε στη μίξη» είναι πά-ντα η αρχή μεγάλων μπελάδων, μιας περιπέ-τειας με δεδομένα κακό τέλος…

Τα ακόρντα λοιπόν και οι συνδυασμοί τους είναι η απαραίτητη στέρεη βάση στην οποία πατάει κανείς. Αφού εξασφαλιστεί αυτό, τότε αρχίζει η κουβέντα για όλα τα υπόλοιπα (δομή/φόρμα, ρυθμοί, ήχος κλπ.) μέσα από τα οποία θα βρει κανείς (ιδανικά) τον προσω-πικό του τρόπο έκφρασης.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ιΣωΣ ΔΟΥΜΕ Και αλλα ΠαραΔΕιΓΜαΤα αΝΤιΚαΤαΣΤαΣΕωΝ. Π.Χ. ΠωΣ η ιι ΜΠΟρΕι Να αΝΤιΚαΤαΣΤηΣΕι ΤηΝ IV Και ΠωΣ η ιιι αΝΤιΚαθιΣΤα ΤηΝ ι η ΤηΝ V. η ΜΠΟρΕι Να ΠΕραΣΟΥΜΕ ΣΕ ΖηΤηΜαΤα φΟρΜαΣ. Π.Χ. Τι ΕιΝαι ΤΟ PRE-chORUS; Τι ΕιΝαι ΤΟ BRIDGE (ΓΕφΥρα) Και ΚαΤα ΠΟΣΟ ΕιΝαι αΠαραιΤηΤΟ Να ΥΠαρΧΟΥΝ ΣΕ ΕΝα ΤραΓΟΥΔι. ΤΟ ΜΕ Τι αΠΟ Τα ΠαραΠαΝω θα αΣΧΟληθΟΥΜΕ θα ΕξαρΤηθΕι ΣΕ ΣηΜαΝΤιΚΟ ΒαθΜΟ Και αΠΟ ΤιΣ ΔιΚΕΣ ΣαΣ αΝαΖηΤηΣΕιΣ, ΟΠωΣ αΥΤΕΣ θα ΕΚφραΣΤΟΥΝ ΣΤΟ [email protected] ΤΟ ΟΠΟιΟ ΕιΝαι ΔιαθΕΣιΜΟ Για αΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΠΟ!

footnotes

1. Στο No Woman, No Cry ο 2ος και ο 4ος στίχος του ρεφρέν «αφαιρεί» την αντικατάσταση και παραλλάσσεται σε I-IV-I-V. Κατά τα άλλα, το ίδιο sequence διατρέχει όλο το τραγούδι.2. Αν βρίσκεστε ανάμεσα στους λίγους (;) που μπορούν να τσεκάρουν αυτά τα 8 μέτρα σε πιάνο ή πλήκτρα ή κιθάρα, δοκιμάστε να παίξετε πάλι C (Ντο Ματζόρε) εκεί που είναι το Amin (λα μινόρε) και διαπιστώστε τη διαφορά. 3. Δες σχετικά και το προηγούμενο τεύχος #80.4. Αν προσθέσουμε σε αυτή την εμφάνιση των κύριων βαθμίδων IV και V και την παράλληλη πύκνωση του αρμονικού ρυθμού (στο “α” είχαμε 1 συγχορδία ανά 2 μέτρα, ενώ στο “β” έχουμε 1 συγχορδία ανά 1 μέτρο) διαπιστώνουμε ποια είναι τα «εργαλεία» που κάνουν την επωδό “β” να ξεχωρίζει και να μας «μένει».Το γεγονός ότι η V εδώ εμφανίζεται σε μια πιο «ενισχυμένη» μορφή της (V 13ης) δεν αλλάζει τα βασικά συστατικά. Απλά προσθέτει ένα … spicy μπαχαρικό στο «πιάτο» μας.

Tom Waits

Την ίδια ώρα, κάποια κομματικά επιτελεία, που με χαρά θα διέρρεαν αυτό το στικάκι στον πρώτο εκδότη που θα μπορούσε να εξα-σφαλίσει τη μέγιστη προβολή, ξεφυσούν με ανακούφιση (και, εν τέλει, ποιος ηλίθιος πι-στεύει ότι με εμβάσματα θα έβγαζε τα χρή-ματά του ο πολιτικός;) μπροστά σ’ αυτή τη βρώμικη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Κάπου στο βάθος αυτής της απέραντης, κουτσομπολί-στικης φαρσοκωμωδίας κρύβεται ένα πραγ-ματικό σκάνδαλο που ανακάλυψε η Ευρωπαϊ-κή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στο μέχρι τώρα άμεμπτο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «Διόφαντος» που εμπλεκόταν σε (τι άλλο) επενδυτικά έργα εκ-παίδευσης – το οποίο φυσικά πέρασε στα ψιλά. Αυτή είναι μια τυπική «ειδησεογραφι-κή» ημέρα εν έτει 2012. Και κάπως έτσι πο-ρευόμαστε τους τελευταίους μήνες: Πηδώ-ντας από το ένα φλέγον θέμα στο άλλο, στρέ-φοντας την προσοχή πάντα κάπου αλλού...

Ήμουν έτοιμος να γράψω ένα ακόμα μίζε-ρο κείμενο, εμπλέκοντας και τη Χρυσή Αυγή, και από τη μία τους δήθεν ευαισθητοποιημέ-νους (ενάντια στο φασισμό) καλλιτέχνες της μέχρι τώρα σιωπής και του «βολέματος», από την άλλη κάποιους επαγγελματίες πατριώτες και εμπόρους της θρησκείας, που τους έφται-ξε εν έτει 2012 η πώληση των cd από μαύ-ρους και σπεύδουν να υπερασπιστούν αυτής της μορφής τη βία.

υπαρΧεί ςώτηρία;ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΒΟΓΙΑΤζΗ

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, χιλιάδες συμπολίτες μας βγάζουν τα μάτια τους στα σκαναρισμένα JPG της λίστας Λαγκάρντ. Μόλις τη χθεσινή μέρα, βλαστημούσαν τα μεγάλα τυπογραφεία γιατί δεν έλαβαν εκείνα τη δουλειά για τις 100.000 κόπιες του Hot Doc, ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος έψαχνε κατευθείαν από το τυπογραφείο το αυθεντικό PDF ώστε να δημοσιεύσει τη λίστα πριν βγει το περιοδικό στα περίπτερα (όπερ και εγένετο) και ο δημοσιογράφος/εκδότης του περιοδικού Κώστας Βαξεβάνης (ο οποίος δημοσίευσε μια λίστα ονομάτων, χωρίς καν τα ποσά, ώστε να διαχωρίζεται αυτός που έχει βγάλει εκατομμύρια από τον μικροκαταθέτη που απλώς φοβάται την επιστροφή στη δραχμή ή εκείνον που έβαλε χρήματα π.χ. στην κόρη-φοιτήτρια) βρήκε το «σθένος» (για να το πούμε ευγενικά) να αποκαλέσει την πράξη αυτή... «αλητεία».

Ώσπου έπεσα πάνω σε ένα κείμενο «έφυγα από την Ελλάδα», του γνωστού μου από παλιά Τόλη Αϊβαλή, γνωστού από τα γενοφάσκια του ελληνικού (επιχειρηματικού) internet, ανήσυχου επιχειρηματικού μυαλού, μιας ηλι-κίας παρόμοιας με τη δικιά μου, με επιτυχίες και αποτυχίες, που αποφάσισε κάποια στιγμή να φύγει από την Ελλάδα σε αναζήτηση καλύ-τερης τύχης. Τύχης που στο εδώ τεχνολογικο-επιχειρηματικό περιβάλλον, ήταν σχεδόν αδύνατον να έχει. Και μάλιστα, την απόφαση αυτή την πήρε λίγο πριν την κρίση, δοκιμάζο-ντας όχι ένα, αλλά τρία σημεία στον κόσμο.

Είναι από τα κείμενα που ισοδυναμούν με ταξίδια. Μόνο που, επειδή πλέον τα τελευ-ταία γίνονται όλο και λιγότερα εξ ανάγκης (για να μην πούμε ότι δεν κάνουμε οι περισ-σότεροι, πλέον), το μυαλό δεν έχει την ευκαι-ρία να καθαρίσει, να δει τα πράγματα εκτός αυτού του σύννεφου που βρισκόμαστε...

Να σημειώσω, ότι είμαι από εκείνους που ποτέ δεν προέκριναν την ιδέα της φυγής, αλλά τη μάχη εντός, εδώ, για πολλούς λόγους που δεν είναι του παρόντος. Άλλωστε, μετά από το MSc μου εκτός Ελλάδας, δεν τέθηκε ποτέ άλλο θέμα, πέρα από το ότι γνωρίζοντας πόσο δύσκολο ήταν το τρέξιμο (και δεν λέμε και για την ίδρυση) μιας οποιασδήποτε επιχεί-ρησης στην Ελλάδα, εδώ θα ήθελα να το κυνη-γήσω. Και μετά από αρκετά χρόνια που το πα-λεύω επιχειρηματικά, όντας χρεωμένος μέχρι και για τα εγγόνια μου, καταφεσωμένος με ποσά τεράστια, από διανομείς και εκδότες που ανοίγουν τώρα πολυχώρους στο Γκάζι, εκ-δότες νομικών βιβλίων που μπήκαν στο άρθρο 99 και «ξένοιασαν» απαντώντας κυνικά «δεν χρωστάμε πλέον κύριε», αλλά την ίδια ώρα έβγαζαν χρήματα στο εξωτερικό (βλ. λίστα), αλλά και έναν δημοσιογράφο που μιλά για την κρίση την ίδια ώρα που εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο τις «τρύπες» του συστή-ματος (φόρτωσε σε ένα μπλοκ επιταγών αρκε-τά 30ρια χιλιάδες ευρώ και τα σκόρπισε στην αγορά μέσα σε λίγους μήνες, χωρίς φυσικά κανένα αντίκρυσμα), δηλαδή έχοντας βιώσει όλο τον κυνισμό ενός διεφθαρμένου και τρύ-πιου επιχειρηματικού συστήματος (με μπαλα-ντέρ πάντα το κράτος) στο οποίο επιβιώνει το λαμόγιο-επιχειρηματίας και ο συνδικαλιστής-τραμπούκος, επιμένω να λέω, εδώ, σ’ αυτή τη χώρα που κάθε τόσο ανοίγει η πόρτα και απο-χωρεί κάποιος από το επιχειρείν, είτε για άλ-λες πολιτείες, είτε για το σπίτι του, εδώ που η επιχειρηματικότητα στοχοποιείται και ποινικο-ποιείται, εδώ όπου τα ανταποδοτικά οφέλη από το κράτος είναι ανύπαρκτα, αλλά οι πολι-τικοί μας μόνο για τα δημόσια προνόμια κό-πτονται και θέτουν κόκκινες γραμμές (και όχι για τις υπηρεσίες που προσφέρονται στον πο-λίτη), εδώ θέλω να το παλέψω...

Το κείμενο, όμως, που περιγράφει την εμπειρία του στην Καλιφόρνια (Silicon Val-ley), από το τέλος του 2009, και μετά από δύο απορρίψεις (Ρωσία, Ντουμπάι), με λύγισε... Δεν είναι ότι απλώς ζούμε σε ένα πολύ δια-φορετικό κόσμο, είναι ότι η απόσταση μα-κραίνει όλο και περισσότερο. Και δεν μιλάω μόνο για το επιχειρηματικό κομμάτι. Αυτό το γνωρίζουμε οι περισσότεροι, έχοντας κάνει ταξίδια σε οποιοδήποτε άλλο (και όχι μόνο κεντρο-) ευρωπαϊκό σημείο. Απαντήσεις και αντίθετες απόψεις πάντα υπάρχουν. Στο κομ-μάτι των φεστιβάλ, για παράδειγμα, οι διορ-γανωτές πάντα έχουν κάτι να πουν για το απί-στευτο κόντραστ των υπηρεσιών που λαμβά-νουμε. Πώς όμως να απαιτήσουμε καλύτερες συναυλίες, καλύτερα φεστιβάλ, καλύτερα εκπαιδευμένο κόσμο στη δουλειά του, όταν στα βασικά απέχουμε έτη φωτός;

80 | LOGOUT

Διαβάστε, τι συμβαίνει από τον ίδιο τον Τόλη, εκεί:• «Το κράτος το βλέπεις ΜΟΝΟ online και όλα

γίνονται απ το WEB μονο (αιτήσεις, αποτελέ-σματα κτλ). Χαρτιά δύσκολα να δεις. Όλα ψηφιακά. Μου συνέβη κάτι με την αστυνο-μία και πήγα εκεί για αίτηση (να είμαι σίγου-ρος) και με έστειλαν σπίτι μου. Όλα ειναι online, καμία εξυπηρέτηση απο κοντά, κα-μία ουρά, δεν μπλέκεται ο πολίτης με το δη-μόσιο, για να αποφεύγεται η διαφθορά, οι κουβέντες, οι γνωριμίες (κοινή λογική ε;).

• Δεν υπάρχουν αποδείξεις. Σου στέλνουν email. Εκτός αν ζητήσεις χάρτινη απόδειξη γιατί είσαι ηλίθιος ή κατά της οικολογίας.

• Οι μισθοί ειναι παντα μεικτοί. Κάθε μήνα αφαιρείται αυτόματα απ’ τον εργοδότη η φορολογία σου (35%) και ΤΕΡΜΑ.

• Πας 9 το πρωί φεύγεις 5. Τέρμα. Μετά έχει ζωή. 5 έφυγες. Εκτός αν είσαι startup, ή workacholic, ή δουλεύεις στην google. Τότε δουλεύεις παραπάνω. Και, όταν δουλεύεις παραπάνω, πληρώνεσαι και επιβραβεύεσαι.

• Αν παρκάρεις σε θέση ανάπηρου, δεν θα ξαναδείς αυτοκίνητο στην ζωή σου.

• Οι πεζοί νουμερο ένα. Αν δεν σταματήσεις, καλύτερα να μην σε δει μπάτσος.

• Αν πάρεις κλήση απο τροχαία, πληρώνεις 300-1000$ πρόστιμο, πας ΚΑΙ στο δικαστή-ριο και αυξάνεται ΚΑΙ η ασφάλεια σου. Άρα το σκέφτεσαι 10 φορές να οδηγείς γρήγο-ρα, ή να περάσεις stop, ή να περάσεις εκτός διάβασης ως πεζός (και γκόμενα να είσαι, παίρνεις πρόστιμο εδώ γιατί απλώς... έκλεισες μια διασταύρωση).

• Αν πετάξεις σκουπίδι κάτω ή από το αυτο-κίνητο είναι 1000$ πρόστιμο. Για τόλμα. Αν πετάξεις τσιγάρο, θα κατέβει ελικόπτερο. Αλήθεια θα κατέβει όμως.

• Τα φανάρια ανάβουν πράσινο όταν δεν έχει κί-νηση αυτόματα και έρχεσαι (κοινή λογική ε;).

• Το φανάρι προς δεξιά ακόμη και κόκκινο το περνάς, για να αδειάζει το δεξί ρεύμα (κοι-νή λογική ε;).

• Οι δρόμοι έχουν αισθητήρες ελέγχου κίνη-σης και ταχύτητας (κοινή λογική ε;)

Και για τις επιχειρήσεις:

• Δεν υπάρχουν μεταχρονολογημένες επιτα-γές (μόνο ημέρας, αν δεν θες να δώσεις με-τρητά). Αν κάποιος δεν πληρώσει κάτι, «κά-ηκε». Υπάρχει το credit check & credit score και τα καταγράφει όλα και βάσει αυτού μπορείς να κινηθείς γενικώς ως πολίτης και επιχειρηματίας, να αγοράσεις πράγματα με κάρτες ή δάνεια. Άρα πρέπει να είσαι τυπι-κότατος για να μην πέφτει το score σου. Έναν λογαριασμό να καθυστερήσεις, πάει.

• Πώς βγάζει λεφτά το κράτος; Μα απ’ την φορολογία των μισθών (35%) και απ’ τους φόρους που πληρώνουν όλοι όταν αγορά-ζουν αγαθά (9%). Άρα το κράτος το συμφέ-ρει εσύ ως επιχειρηματίας να βγάζεις δις και να προσλαμβάνεις κόσμο που θα πλη-ρώνεται καλά και θα ξοδεύει πολλά...

• Εταιρία (INC) δημιουργείς online σε μισή ώρα και κοστίζει 450$ (www.incorporate.com).

• Εταιρία δεν χρειάζεσαι παρά μόνο όταν βγά-ζεις χρήματα και πρέπει να κόβεις τιμολόγια.

• Έδρα (γραφεία) για την εταιρία σου δεν χρειάζεσαι. Ούτε λογιστή, ούτε ταμείο, ούτε εφημερίδες της κυβερνήσεως, ούτε πρακτικά συμβουλίων, ούτε ισολογισμούς, ακόμη και αν βγάζεις εκατομμύρια.

• Φορολογία ΜΗΔΕΝ (0,09%). Υπάρχουν δύο πολιτείες που το έχουν: η Nevada και το Del-aware, και όλοι στήνουν έδρα εκεί βεβαίως.

• Έναρξη και ελεύθερο επάγγελμα κάνεις πα-νεύκολα, δεν έχει ταμεία και εφορίες και ΦΠΑ. Κάνεις δήλωση στο τέλος του χρόνου, έσοδα – έξοδα, και φορολογείσαι με 35% περίπου, ανάλογα με τα κέρδη σου, αν έχεις. Πώς ξέρουν οτι θα δηλώσεις τα πάντα; Αν δεν δηλώσεις κάτι και σε ελέγξουν, πας. Θα πληρώσεις πρόστιμο, θα στιγματιστείς για χρόνια, θα αλλάξει το credit score σου και δεν θα μπορείς ούτε σε fast food να πας.

• Δεν έχει ταμεία, εφορίες, δεν κανεις φο-ρολογική δήλωση.

• Η απόλυτη οργάνωση δεν επιτρέπει κόλ-πα, παρανομίες, λαμογιές και εξαιρέσεις.»

Αλήθεια, ποιο από τα υπάρχοντα κόμματα έθεσε έστω κάποια από αυτά τα ζητήματα;

Φανταζόμαστε ότι εκεί δεν τρώγονται με-ταξύ τους για το αν είναι σωστό να υποκαθι-στούν την αστυνομία τάγματα εφόδου, για το πόσο πρέπει να είναι το φακελάκι κάθε φο-ρολογικού ελέγχου ή του γιατρού (ακόμα και σήμερα!), πόση γραφειοκρατία άλλη θα προ-στεθεί (βλ. συμβολαιογράφοι εν έτει 2012 για μια απλή δήλωση) στην ήδη βαριά υπάρ-χουσα και στην κατάργηση της οποίας επειδή τυγχάνει να φωνάζει η τρόικα, θα πρέπει κι εμείς να αντιδράσουμε. Ίσως εκεί δεν προ-πληρώνεις το φόρο αν κάνεις συναυλία, γιατί το κράτος θεωρεί εκ των υστέρων ότι θα το εξαπατήσεις, κι αν είναι να επιστρέψει ΦΠΑ δεν σε «ελέγχει» με καβλωμένους «φακελά-κηδες» εφοριακούς, ώστε να υποχρεωθείς να δώσεις κάτω από το τραπέζι το 10%, όπως ατύπως προβλέπεται. Ίσως εκεί ο έλεγχος δεν κρατά 6 μήνες, όπως έτυχε στο γράφο-ντα πριν πολλά χρόνια, με διαρκείς εκβια-σμούς για χρήματα κάτω από τραπέζι και ότι έτσι θα κλείσει η επιχείρηση, με εσένα να πρέπει να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφα-ντας, για να αναγκαστείς να δώσεις δεκάδες χιλιάδες ευρώ και να τα δανειστείς με ληστρι-κό επιτόκιο από τράπεζα, για να πληρώνεις τόκους μια ζωή.

Έχει σημασία καμιά φορά, παρά το ότι εδώ παλεύουμε από βίτσιο, αγάπη για τα συγγενι-κά μας πρόσωπα, από συνήθεια ή γιατί έτσι μας αρέσει βρε αδερφέ, να συνειδητοποιούμε τη θέση μας που, όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο απομακρύνεται από τις αναπτυγμένες κοινω-νίες, όχι τόσο σε ΑΕΠ και τρίχες κατσαρές, όσο σε ποιότητα ζωής, στην καθημερινότητά μας που μας έχει κάνει να παλεύουμε νυχθημερόν οι περισσότεροι (με τα χρήματα όλα να πέ-φτουν απλώς σε χρωστούμενα και τρύπες), σε ένα σύστημα που θέλει ξήλωμα από την αρχή και ξαναχτίσιμο σε άλλες βάσεις. Και κυρίως, πολλά χρόνια... Και σίγουρα, αυτό δεν μπορεί να γίνει με λογικές «Πατρίς-Οικογένεια-και ξύλο» που μας φέρνουν δεκαετίες πίσω και μας πάνε ολοταχώς προς Τρίτο Κόσμο, για να επανέλθω σε μία από τις αφορμές του αρχικού κειμένου... Και όσο για τους επαναστατημέ-νους –ενάντια στο φασισμό– καλλιτέχνες του μέχρι τώρα έντεχνου απολιτίκ, των μπουκα-λιών του νταλκά των 120 ευρώ, του τίποτα και των όλων, ίσως πρέπει να βρουν και άλλες αφορμές (εκτός του αυτονόητου, της Χρυσής Αυγής) για να μιλήσουν: με τις δημόσιες πα-ρεμβάσεις, τα σχόλια ή τη μουσική τους.