28
ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΑΛΦΑΒΗΤΑ Α λυκειου Β τετραμηνο --------------------------------------------------------- Α Ρ Χ Α Ι Ο Τ Η Τ Α Εισαγωγή Ανάμεσα στα Ουράλια όρη και στην Κασπία θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας, διαβιούσε μια φυλή πολυπληθής, που ήδη την 6η χιλιετία είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Οι Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές τον λαό που ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί και με την αρωγή του το άλογο, το πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και τον τροχό του κεραμέα, ίσως και της άμαξας. Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν «άφθαρτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν μακρόπνοες ωδές. 'Όμως στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται. Το δυτικότερο άκρο του ανύσματος προσέγγισε τις ακτές του Ατλαντικού. Από τους ευρωπαϊκούς λαούς μόνο οι Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν είναι ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Το ανατολικότερο άκρο του ανύσματος εκτινάχθηκε ως τις παρυφές των Ιμαλαΐων! Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό σύστημα της κάστας. Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα φυσικά είναι πολύ μεταγενέστερο), περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης και της βόρειας Βαλκανικής. Όμως γύρω στο 2000 άρχισαν να κατέρχονται κατά κύματα προς το νότιο άκρο της χερσονήσου. Η Ελλάδα θα πρέπει να φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες εκείνες πολεμικές φυλές ότι ήταν η χώρα που υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς - το φως του Αιγαίου! Η τμηματική διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής επιτάxυνε και τη διαφοροποίηση της γλώσσας σε διαλέκτους. Η πρωτοελληνική διατήρησε αρκετά αρχαϊκότατα στοιχεία: την ποικιλία των φωνηέντων, την ευκινησία των όρων της πρότασης, την ευγονία στην παραγωγή και την ευκολία στη σύνθεση των λέξεων. Ανέπτυξε ωστόσο και νεοτερισμούς. Ως τελικά σύμφωνα αποδέχθηκε μόνο το ν, το Ρ και το σ (γάλα < γάλακτ, πρβλ. γενική γάλακτος). Ο τόνος δεν ανερχόταν πέραν της προπαραλήγουσας (νόμος της τρισυλλαβίας). Οι οκτώ πτώσεις περιορίστηκαν σε πέντε, καθώς η τοπική και η οργανική αφομοιώθηκαν με τη δοτική και η γενική με την αφαιρετική. Σχημάτισε απαρέμφατα από όλα τα θέματα του ρήματος: λείπειν, λείψειν, λιπείν, λελοιπέναι! Τεχνούργησε την κομψότατη ευκτική του πλαγίου λόγου και την προσφιλέστατη στους χειριστές του έντεχνου λόγου γενική απόλυτο: δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται. Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες κατοικούσαν φιλόπονοι γεωργοί, ριψοκίνδυνοι πειρατές, «έμποροι με τους λογαριασμούς του λαβυρίνθου» . οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι Πελασγοί - με ένα όνομα: οι Προ-έλληνες. Βέβαια η κάθοδος δεν είχε πάντοτε το χαρακτήρα εισβολής. Ορθότερο είναι να μιλάμε για διείσδυση. Παμπάλαιοι μύθοι ιστορούν για τον γέροντα βασιλιά που καλεί τον ήρωα και τους συντρόφους του να

sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

  • Upload
    others

  • View
    4

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΑΛΦΑΒΗΤΑ

Α λυκειου Β τετραμηνο

---------------------------------------------------------

Α Ρ Χ Α Ι Ο Τ Η Τ Α

Εισαγωγή

Ανάμεσα στα Ουράλια όρη και στην Κασπία θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας,

διαβιούσε μια φυλή πολυπληθής, που ήδη την 6η χιλιετία είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο

πολιτισμού. Οι Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές

τον λαό που ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί και με την

αρωγή του το άλογο, το πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και

τον τροχό του κεραμέα, ίσως και της άμαξας. Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν

«άφθαρτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν μακρόπνοες ωδές. 'Όμως στις αρχές

της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται. Το δυτικότερο άκρο του ανύσματος

προσέγγισε τις ακτές του Ατλαντικού. Από τους ευρωπαϊκούς λαούς μόνο οι

Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν είναι

ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Το ανατολικότερο άκρο του ανύσματος εκτινάχθηκε ως τις

παρυφές των Ιμαλαΐων! Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της

αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό

σύστημα της κάστας. Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα φυσικά

είναι πολύ μεταγενέστερο), περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της

κεντρικής Ευρώπης και της βόρειας Βαλκανικής. Όμως γύρω στο 2000 άρχισαν να

κατέρχονται κατά κύματα προς το νότιο άκρο της χερσονήσου. Η Ελλάδα θα πρέπει να

φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες εκείνες πολεμικές φυλές ότι ήταν η χώρα που

υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι

και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς - το φως του Αιγαίου!

Η τμηματική διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής επιτάxυνε και τη διαφοροποίηση της

γλώσσας σε διαλέκτους. Η πρωτοελληνική διατήρησε αρκετά αρχαϊκότατα στοιχεία: την

ποικιλία των φωνηέντων, την ευκινησία των όρων της πρότασης, την ευγονία στην

παραγωγή και την ευκολία στη σύνθεση των λέξεων. Ανέπτυξε ωστόσο και

νεοτερισμούς. Ως τελικά σύμφωνα αποδέχθηκε μόνο το ν, το Ρ και το σ (γάλα < γάλακτ,

πρβλ. γενική γάλακτος). Ο τόνος δεν ανερχόταν πέραν της προπαραλήγουσας (νόμος της

τρισυλλαβίας). Οι οκτώ πτώσεις περιορίστηκαν σε πέντε, καθώς η τοπική και η οργανική

αφομοιώθηκαν με τη δοτική και η γενική με την αφαιρετική. Σχημάτισε απαρέμφατα από

όλα τα θέματα του ρήματος: λείπειν, λείψειν, λιπείν, λελοιπέναι! Τεχνούργησε την

κομψότατη ευκτική του πλαγίου λόγου και την προσφιλέστατη στους χειριστές του

έντεχνου λόγου γενική απόλυτο: δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται.

Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες κατοικούσαν φιλόπονοι γεωργοί, ριψοκίνδυνοι

πειρατές, «έμποροι με τους λογαριασμούς του λαβυρίνθου». οι Κάρες, οι Λέλεγες, οι

Πελασγοί - με ένα όνομα: οι Προ-έλληνες. Βέβαια η κάθοδος δεν είχε πάντοτε το

χαρακτήρα εισβολής. Ορθότερο είναι να μιλάμε για διείσδυση. Παμπάλαιοι μύθοι

ιστορούν για τον γέροντα βασιλιά που καλεί τον ήρωα και τους συντρόφους του να

Page 2: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

υπερασπιστούν τη χώρα από ορδές βαρβάρων ή από τον αιμοδιψή δράκο. Ο ήρωας

επιτελεί τον άθλο του και ως ανταμοιβή λαβαίνει σε γάμο τη βασιλοπούλα και το μισό ή

και ολόκληρο το βασίλειο. Πάντως οι Έλληνες προσοικειώθηκαν τον εκλεπτυσμένο

πολιτισμό των αυτοχθόνων, και κατά συνέπεια και τους όρους που εξέφραζαν τα

πολιτιστικά τους επιτεύγματα: ειρήνη, βασιλεύς, πλίνθος, ασάμινθος. Πολλά

προελληνικά τοπωνύμια διατηρήθηκαν: Μυκήναι, Αθήναι, Κόρινθος, Λυκαβηττός,

Κρήτη, Λάρισα. Προελληνικά είναι και ορισμένα θεωνύμια: Αθηνά, Αφροδίτη,

Ήφαιστος, κ.ά. Στους κατοπινούς αιώνες η ελληνική γλώσσα πλουτίζεται και με δάνεια

από την Ανατολή: εβραϊκή προέλευση έχει ο χρυσός, και ο κακός (πρβλ. κάκκη:

περιττώματα) φρυγική. Αν η δοσολογία είναι σωστή, το κράμα αποβαίνει ανθεκτικότερο

από τα συστατικά του. Από τη μίξη των επήλυδων με τους αυτόχθονες προέκυψε το

πολύτροπο, αγχινούστατο και ρωμαλέο εκείνο φύλο που δημιούργησε τον αρχαίο

ελληνικό πολιτισμό.

Πώς ονομάζονταν οι επήλυδες στη νότια Βαλκανική; Τους πολεμιστές που μάχονται

μπροστά στα τείχη της ανεμόδαρτης Τροίας ο Όμηρος τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους

και συνηθέστερα Αχαιούς. Οι Έλληνες είναι μία από τις τρεις φυλές που συγκροτούν το

εκστρατευτικό σώμα του Αχιλλέα (Ιλιάς, Β 684). Στα ομηρικά ποιήματα μνημονεύονται

επίσης, από μια φορά, Ίωνες (Ιλιάς, Ν 685), Δωριείς (Οδύσσεια, τ 177) και Πανέλληνες

(Ιλιάς, Β 530). Όμως οι στίχοι αυτοί θεωρούνται μεταγενέστερες προσθήκες. Ο Ησίοδος

ωστόσο γνωρίζει ότι ο φιλοπόλεμος βασιλιάς "Έλλην" είχε τρεις γιους, τον Δώρο, τον

Αίολο και τον Ξούθο (θετός γιος του Ξούθου ήταν ο Ίων, ο γενάρχης της ιωνικής φυλής).

Ακόμη και σήμερα η άποψη του Ησιόδου για την τριμερή συνάρθρωση της ελληνικής

φυλής (Δωριείς,. Αιολείς και Ίωνες) έχει θερμούς υποστηρικτές. Πρώτοι πιστεύεται ότι

ήρθαν οι Ίωνες γύρω στα 2000 π.Χ., ύστερα οι Αιολείς γύρω στο 1700 και τελευταίοι

(γύρω στο 1200 ή ακόμη και στα 1000) οι Δωριείς.

Η κρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων συνετελέσθη σε

δύο φάσεις: το πρώτο κύμα εισέδυσε σταδιακά ως την Πελοπόννησο και δημιούργησε

τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Το δεύτερο κύμα παρέμεινε στη βορειοδυτική Ελλάδα

απομονωμένο. Όταν ύστερα από αιώνες άρχισε να κατέρχεται και αυτό προς την

Πελοπόννησο, οι εύθραυστες ισορροπίες των μυκηναϊκών κοινωνιών κατέρρευσαν, και η

πολιτική πολυδιάσπαση είχε ως μοιραία συνέπεια την εσωτερική διαφοροποίηση και στις

δύο ήδη διαφοροποιημένες διαλεκτικά ομάδες, την ανατολική και τη δυτική. Οι

μετακινήσεις πληθυσμών, η γεωφυσική σύσταση της χώρας, που δυσχέραινε τις

επικοινωνίες, οι συνεχείς προστριβές και το ισχυρό τοπικιστικό πνεύμα συνετέλεσαν

ώστε ο διαλεκτικός κατακερματισμός να διατηρηθεί ώς την ελληνιστική εποχή, οπότε

επικρατεί η πανελλήνια Κοινή, που είχε ως βάση την Αττική διάλεκτο.

Την ανατολική ομάδα συγκροτούσαν η Ιωνική, η Αττική, η Αρκαδοκυπριακή και η

Αιολική. Στη δυτική ομάδα εντάσσονταν η Δωρική, η Βορειοδυτική, η Μακεδονική και

ορισμένες άλλες μικτού χαρακτήρα (της Αχαΐας, της Ίλιδας και της Παμφυλίας). Φυσικά

και μέσα στις ίδιες τις διαλέκτους υπήρχαν διαφοροποιήσεις. ο γλωσσικός άτλαντας της

αρχαιότητας είχε φύση πρωτεϊκή! Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις

των διαλέκτων ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη είναι περιορισμένες. Οι ουσιώδεις

διαφορές αφορούν στην τυπολογία και ιδίως τη φωνολογία, Έχει πάντως υπολογιστεί ότι

οι βασικές ισόγλωσσες (ισόγλωσση είναι η γραμμή πάνω στο γεωγραφικό χάρτη, στο

εσωτερικό της οποίας απαντά το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο) είναι περίπου είκοσι. 'Ένα

παράδειγμα.ανάμεσα στο 1200 με 900 η lωνική μετατρέπει το ινδοευρωπαϊκό μακρό α σε

Page 3: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

η (μάτηρ> μήτηρ). 'Όλες οι άλλες διάλεκτοι (ακόμη και η Αττική μετά τα ρ, ι, ε, υ: ώρα)

το διατηρούν αναλλοίωτο.

Την Ιωνική μιλούσαν στον Ωρωπό, την Εύβοια, τις Κυκλάδες, στην ιωνική δωδεκάπολη

της μικρασιατικής ακτής και των κατέναντι νήσων (Χίος, Σάμος, κ.ά.), καθώς βέβαια και

στις πολυπληθείς αποικίες αυτών των πόλεων. Οι Ίωνες ήταν φυλή ανήσυχη, ευκίνητη

και καινοτόμος. Κατά συνέπεια και η διάλεκτος ήταν λιγότερο συντηρητική:

αποσιώπηση του δίγαμμα (F), κατάργηση του δασέος πνεύματος και του δυϊκού.

Η Αττική, «η ανώτατη έκφραση του ανθρωπίνου γλωσσοπλαστικού δαιμονίου» (W.

Schulze), δεν είναι ασφαλώς η πιο καλόβολη διάλεκτος. Η δυστροπία φαίνεται να είναι

το δορυφόρημα της ομορφιάς. Η προφορά, τα πολυπληθή μόρια -το άλας του λόγου- και

η ποικίλη δράση των σημασιολογικών προσαρμογών θα πρέπει να προκαλούσαν δέος

στους αλλόγλωσσους. Ακόμη και ο Τύρταμος, που επονομάσθη Θεόφραστος για την

ευγλωττία του, μολονότι και είχε ζήσει για χρόνια στην Αθήνα και καταγόταν από τη

γειτονική Εύβοια, δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί ανεπίληπτα την αττική προφορά. Τα

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αττικής είναι τα συμπλέγματα ττ αντί του σσ (θάλαττα,

θάλαττα!) και ρρ αντί ρσ (άρρην αντί άρσην). Η λεγόμενη ωστόσο αττική σύνταξη (τά

παιδία παίζει: το «παιδομάνι») απαντά ήδη στον Όμηρο και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως

ιδιομορφία διαλεκτική, αλλά υφολογική, όπως άλλωστε και το λεγόμενο αττικόν σχήμα

(μάχομαι μάχην). Την Αιολική διάλεκτο μιλούσαν στη Θεσσαλία, στη Βοιωτία, στη

Λέσβο και στην κατέναντι μικρασιατική ακτή. Η Λέσβος στάθηκε γενναιόδωρη στην

παγκόσμια ποίηση: εκεί τραγουδούσαν τον γλυκύπικρο έρωτα η Σαπφώ και τον

λαθικάδεα οίνον ο Αλκαίος.

Τοπωνύμια («Αχαιών ακτή»), μύθοι για κτίσεις πόλεων, όπως η ίδρυση της Πάφου από

τον Αρκάδα Αγαπήνορα, αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά προπάντων οι εντυπωσιακές

ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (κάς: καί, -το καί είναι δωρικός τύπος

που υιοθέτησαν και οι άλλες διάλεκτοι), μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικίσει και την

Κύπρο. Με την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου η επικοινωνία διακόπηκε, και η

Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την

Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μας είναι γνωστές μόνο από επιγραφές, ιδιωτικές και

δημόσιες, και από «γλώσσες» (λ.χ. κόρζα: καρδία, στην Κυπριακή) στους

λεξικογράφους. Σε περιοχές της Κύπρου είχε χρησιμοποιηθεί για αιώνες και μετά την

εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου μία ατελής γραφή, το «κυπριακόν συλλαβάριον».

Η Δωρική μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στη Μεγαρίδα, στα νησιά

του νοτίου Αιγαίου (Κρήτη, Ρόδος, κ.ά.) στη μικρασιατική ακτή της Καρίας

(Αλικαρνασσός, Κνίδος) και στις δωρικές αποικίες της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.

Η διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού α (το πιο ανοικτό φωνήεν) προσέδιδε στη διάλεκτο

έναν ανυπόφορο για το αττικό τουλάχιστον αυτί πλατυασμό: τάν κεφαλάν καί μην τάν

γραμμάν! -η μνημειώδης παράκληση του Αρχιμήδη. Το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο

γνώρισμα είναι η κατάληξη του πρώτου πληθυντικού σε -μες αντί -μεν: νικώμες. 'Ένα

από τα αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά της Δωρικής είναι η διατήρηση του τ προ του ι:

πέρυτι, είκοτι, δίδωτι. Η Δωρική διατήρησε πάμπολλους αρχαϊσμούς στο λεξιλόγιό της,

Page 4: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

επί παραδείγματι το ρήμα βλώσκω του οποίου η μετοχή αορίστου έμολον

απαθανατίστηκε στο περίπυστο μολών λαβέ. Γενικά η Δωρική ήταν μια διάλεκτος βαριά,

μονότονη, σταθερή και «αριστοκρατική» - κάτοπτρον της ψυχοσύστασης του λαού που

τη μιλούσε.

Οι διάλεκτοι που μιλιόνταν στην Ήπειρο, Ακαρνανία, Αιτωλία, Λοκρίδα και Φωκίδα

ονομάζονται με τον συλλογικό όρο Βορειοδυτική (ΒΔ). Ακόμη και το επιγραφικό υλικό

(για λογοτεχνία ούτε λόγος) από τις περιοχές αυτές, που απέκτησαν μια παροδική

σπουδαιότητα κατά την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, είναι περιορισμένο.

Μόνο οι Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες. Όταν ο

Βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Α' (494-454), ο οποίος είχε συνεπικουρήσει

ποικιλοτρόπως τους Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους, θέλησε να αγωνισθεί στην

Ολυμπία, οι αντίπαλοί του εναντιώθηκαν προφασιζόμενοι ότι ήταν βάρβαρος. Ο

Αλέξανδρος, ωστόσο, απέδειξε στους Ελλανοδίκες ότι η γενιά του κρατούσε από το

Άργος και έλαβε μέρος στον αγώνα σταδίου. Οι ενστάσεις όμως αυτές, ο χαρακτηρισμός

του Φιλίππου ως βαρβάρου από τον Δημοσθένη, οι ελάχιστες φωνολογικές κυρίως

ιδιομορφίες της Μακεδονικής διαλέκτου (Βερενίκη, Βαλακρός, δάνος αντί Φερενίκη,

φαλακρός, θάνατος), αλλά και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέσυραν ένιους ερευνητές

στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Μακεδόνων και της γλώσσας τους. Όμως ήδη

ο Γεώργιος Χατζιδάκις, αλλά και άλλοι επιφανείς γλωσσολόγοι και ιστορικοί, Έλληνες

και ξένοι, απέδειξαν με αδιάσειστα επιχειρήματα ότι η Μακεδονική διάλεκτος ήταν

ελληνική και μάλιστα συγγενής με τη ΒΔ. Οι Μακεδόνες, ένας κλάδος της δωρικής

φυλής κατά τον Ηρόδοτο (Vl, 56 και VIII, 43), καθυπέταξαν θρακικά και ιλλυρικά φύλα

και ήταν φυσικό να δεχθούν κάποιες επιδράσεις στη διάλεκτό τους από τις γλώσσες των

κατακτημένων λαών.

Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος

της αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία

του φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων

πινακίδων, που είχαν ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της

ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250 π.Χ.). Οι αργιλώδεις αυτές πινακίδες διατηρήθηκαν

εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν καταστρέψει τα κτίρια.

Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α,

η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα

(φαίνεται ότι είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου

συλλαβογράμματα και αρκετά ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα

κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων

(θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό

υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Από λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν

διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την κατάρρευση των

μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της Πρωτο-

αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την

τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών. Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της

ελληνικής είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες

διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο.

Page 5: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και η τέχνη της γραφής.

Κατά τους σκοτεινούς αιώνες (1200-750) μόνο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου

χρησιμοποιούσαν κάποια ατελή συστήματα γραφής, όπως το κυπριακό συλλαβάριο. Τη

νέα, αλφαβητική, όμως, γραφή εισήγαγαν έμποροι (Κρήτες; Ρόδιοι; Κύπριοι; Μιλήσιοι;)

πιθανότατα από τη Φοινίκη. Την καταγωγή του ελληνικού από το φοινικικό αλφάβητο

μαρτυρούν οι ονομασίες (άλεφ > άλφα, κτλ.), η μορφή, η φωνητική αξία και η σειρά

εμφανίσεως των γραμμάτων. Για τη φοινικική προέλευση συνηγορούν επίσης η μαρτυρία

του Ηροδότου (V, 58-61), η κατεύθυνση της γραφής στα αρχαιότερα μνημεία (επί τά

λαιά) και εμμέσως η γραφική ύλη, εφόσον στην αρχαϊκή εποχή δεν απαντούν επιγραφές

σε πήλινες πινακίδες. Και ο τόπος και ο χρόνος εισαγωγής δεν μπορούν να

προσδιοριστούν επακριβώς. Ως αρχαιότερες επιγραφές πάντως θεωρούνται η οινοχόη

του Διπύλου (735-725) και το ποτήριον του Νέστορος (740-720).

Είναι πολύ πιθανό η παραλαβή να έγινε σχεδόν ταυτοχρόνως σε πολλές περιοχές του

ελληνισμού, επειδή ακριβώς το αλφάβητο δεν εμφανίζεται ομοιόμορφο παντού. Φυσικά

οι Έλληνες επέφεραν περιορισμένες, αλλά αποφασιστικής σημασίας τροποποιήσεις, η

σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η χρησιμοποίηση ορισμένων γραφημάτων για την

απόδοση των φωνηέντων, που είναι (σε αντίθεση με τα σημιτικά) η βάση της γλώσσας

τους. Έτσι στο ελληνικό αλφάβητο κάθε γράφημα αντιπροσωπεύει και ένα φθόγγο. Το

νέο λοιπόν οικονομικότατο, ακριβέστατο (πιστή φωνητική απόδοση) και ευκολομάθητο

σύστημα γραφής (ένα επίτευγμα του αναλυτικού πνεύματος των Ελλήνων!) απλώθηκε

ταχύτατα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και δεν παρέμεινε ως τέχνη απόκρυφη, όπως

στην Αίγυπτο, μιας κάστας γραφέων.

Ο προφορικός λόγος σαγήνευε τους Έλληνες. Οι στρατηγοί αγόρευαν και πριν και μετά

τη μάχη (παραίνεση, επικήδειος). Οι πολιτικοί ονομάζονταν ρήτορες. Ακόμη και ο

ομηρικός Όλυμπος ήταν μια θορυβώδης δημοκρατία. Έτσι ώς το τέλος της κλασικής

εποχής οι φωνές διαμαρτυρίας δεν έλειψαν. Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Αλκιδάμας και

άλλοι στοχαστές καταδίκαζαν τη γραφή, επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι

αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο λόγο. Εντούτοις η νέα αυτή εκρηκτική

τεχνολογία είχε σε συνάρτηση με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες καθοριστικές

επιπτώσεις σε καίριους τομείς της ζωής: υποκατέστησε με τον καιρό τη φυλετική

εγκυκλοπαίδεια της συλλογικής μνήμης, που ήταν (επειδή δεν στηριζόταν στο μάτι, αλλά

στο αυτί) επισφαλής και αναξιόπιστη, προώθησε την επιστήμη, επειδή το γραπτό κείμενο

επιτρέπει τη συστηματική συναγωγή και τη συγκριτική ανάλυση του γνωστικού υλικού,

συνεπικούρησε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας οχυρώνοντας τους δημοκρατικούς

θεσμούς, διευκόλυνε τις εμπορικές συναλλαγές, επέτρεψε και στα λαϊκά στρώματα να

καρπωθούν τα αγαθά της εκπαίδευσης, περιόρισε τις διαλεκτικές διαφορές και τέλος

βοήθησε στη διάδοση και στη διάσωση προπάντων της λογοτεχνίας. Όμως και μετά την

εισαγωγή του αλφαβήτου η λογοτεχνία διατήρησε εν μέρει τον προφορικό της

χαρακτήρα. συχνότατα η «δημοσίευση» ενός έργου συνίστατο στην απαγγελία και την

απομνημόνευσή του από τους παρόντες.

Ακόμη και όταν ολοκληρώθηκε η κάθοδος των ελληνικών φυλών, η γλώσσα παρέμεινε

κατατμημένη διαλέκτους. Ωστόσο οι διαφορές δεν δυσχέραιναν τη συνεννόηση ανάμεσα

στις ποικίλες διαλεκτικές ομάδες. Οι έφοροι της Σπάρτης για παράδειγμα ενδέχεται να

δυσφορούσαν με τη ρητορική εκζήτηση και την πολυλογία των Αθηναίων πρεσβευτών,

αλλά πάντως κατανοούσαν αν είχαν τεταμένη την προσοχή τους, πλήρως τα αττικά, και

Page 6: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

αντιστρόφως. Οι παρεξηγήσεις φυσικά υπερτονίζονταν από τους κωμωδιογράφοuς.

Διαφορές άλλου είδους ωστόσο υπήρχαν και ανάμεσα στους ομόγλωσσους. Η κοινωνική

προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο, το επιτήδευμα, ακόμη και το φύλο προσδιόριζαν το

επίπεδο χρήσης της γλώσσας. Ασφαλώς δεν μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο ο αστός και ο

χωρικός, η ιέρεια και η πόρνη, ο σοφιστής και ο ιχθυοπώλης, η έγκλειστη στο

γυναικωνίτη και ο ρήτορας. «Απόσταση ασφαλείας» από τον φυσικό λόγο τηρούσε και η

γλώσσα της κρατικής γραφειοκρατίας. Το λεξιλόγιο της γλώσσας του κράτους (νόμοι,

ψηφίσματα, συνθήκες) ήταν αρχαιοπινές, η τυπολογία αρχαϊκή, η σύνταξη βαρειά και

περίπλοκη. Πάντοτε η γλώσσα της εξουσίας είναι άκαμπτη, παγερή, απρόσωπη και

κανονιστική.

Του έντεχνου πεζού λόγου, που εκφράζοντας ιδέες απευθύνεται στη διάνοια, προηγείται

η ποίηση που εκμεταλλευόμενη τη μουσικότητα των λέξεων αποκαλύπτει συναισθήματα

και σαγηνεύει την ψυχή. Η ποίηση υπακούει βέβαια σε αυστηρούς μορφικούς κανόνες,

αλλά η στάση της έναντι της καθομιλουμένης είναι αυθάδης: συστέλλει ή διαστέλλει το

σημασιολογικό εύρος των λέξεων, επινοεί αλλόκοτες ονοματοποιίες, αρέσκεται σε

εκφραστικούς πρωτογονισμούς (μετωνυμίες, μεταφορές), ανασύρει από τη λήθη

αραχνιασμένα λεξίδια, υπονομεύει τις παγιωμένες συντακτικές δομές, μεταλλάσσει

ακόμη και την τυπολογία. Από τον 8ο αι. αρχίζουν να εμφανίζονται τα διάφορα είδη της

ποίησης. Οι δημιουργoί τους είναι πλέον επώνυμοι, αλλά τουλάχιστον οι επικοί και οι

Λυρικοί οφείλουν πολλά στους ανώνυμους προπάτορες της λαϊκής παράδοσης. Στην

ελληνική ποίηση παρουσιάζεται τούτο το ανεπανάληπτο στην παγκόσμια λογοτεχνία:

εξαιρέσει του μέλους και εν μέρει του επιγράμματος τα ποιητικά είδη, καθώς και

ορισμένα του πεζού λόγου, είναι συνδεδεμένα εφ’ όρου ζωής με τη διάλεκτο στην οποία

γεννήθηκαν! Ο ποιητής λοιπόν ήταν υποχρεωμένος ανεξαρτήτως του τόπου της

καταγωγής του να συνθέτει στη διάλεκτο του είδους που καλλιεργούσε. Ο χορικός επί

παραδείγματι και αν ακόμη ήταν Ίωνας ή Βοιωτός έγραφε στα δωρικά. Παρά το γεγονός

ότι η διάλεκτος ήταν δεδομένη, ο ποιητής είχε την ευχέρεια να σφραγίσει το έργο του με

το προσωπικό του ύφος. Όλες ωστόσο οι λογοτεχνικές διάλεκτοι είχαν πανελλήνια

εμβέλεια ίσως επειδή ακριβώς ήταν τεχνητές. Έτσι ο Σπαρτιάτης πολεμιστής κατανοούσε

ασφαλώς τις ελεγείες του Τυρταίου μολονότι είχαν συντεθεί στην Ιωνική διάλεκτο.

«Ο κόσμος γεννιέται. Ο Όμηρος τραγουδά» - λάθος. τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι η

τέχνη του ευγενούς πρωτόγονου, αλλά ένα πολυσύνθετο καλλιτέχνημα που συνιστά την

κορύφωση μιας μακρόχρονης παράδοσης. Βάση του ομηρικού ιδιώματος είναι η Ιωνική,

που εμπλουτίζεται με στοιχεία κυρίως από την Αιολική (η αρχική γλώσσα του έπους;),

αλλά και από την Αρκαδοκυπριακή, ακόμη και από την Αττική διάλεκτο (εωσφόρος: ο

Αυγερινός). Σημαντικό ποσοστό του επικού πλούτου (περίπου 9.000 λέξεις, εκ των

οποίων 2.700 είναι άπαξ ευρημένα) είναι παραδοσιακό: κοσμητικά επίθετα, σπάνιες και

δυσνόητες λέξεις («γλώσσαι») και λογότυποι, δηλαδή συμπλοκές λέξεων που απαντούν

κατά κανόνα σε καθορισμένες θέσεις του στίχου. Λογοτυπικό χαρακτήρα έχουν και

στίχοι ολόκληροι (ήμος δ' ήριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς) ή ακόμη και νοηματικές

ενότητες, όπως είναι οι περιγραφές γευμάτων και οπλισμού των πολεμιστών. Η ομηρική

λοιπόν διάλεκτος είναι μια γλώσσα τεχνητή (Kunstsprache») που δεν μιλήθηκε ποτέ,

αλλά που στάθηκε το ανεξάντλητο θησαύρισμα για όλη τη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Ο

Αισχύλος θεωρούσε, προφανώς και από γλωσσική άποψη, τις τραγωδίες του ψίχουλα

από τα πλούσια ομηρικά δείπνα. Ο Στησίχορος, ο Πλάτων, ακόμη και ο lουδαίος

Page 7: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

ιστοριογράφος Ιώσηπος (1ος αι. μ.Χ.) και πάμπολλοι άλλοι ήταν Ομήρου ζηλωτές.

Η θρηνωδία για τα χτυπήματα της μοίρας, η εμψύχωση του πολεμιστή που πορεύεται την

ανεπίστροφο οδό της αρετής, οι. πολιτικές υποθήκες, ο έρωτας και οι χαρές του

συμποσίου είναι τα θέματα της ελεγείας. Η γλώσσα της είναι η Ιωνική με πολλά επικά

στοιχεία, αυτούσια ή μετασχηματισμένα.

Όσο καιρό το επίγραμμα είναι μνημειακό, χαράσσεται δηλαδή πάνω στον τάφο ή το

ανάθημα, η γλώσσα του βασίζεται βέβαια στην επιχώρια διάλεκτο, αλλά για τις ανάγκες

του μέτρου υιοθετεί και ορισμένους επικούς τύπους. Όταν όμως αποσπάται από το

μνημείο και αποβαίνει αυτόνομο λογοτεχνικό είδος για απαγγελία σε κλειστό κύκλο

επαϊόντων, τότε η γλώσσα του προσεγγίζει ακόμη πιο πολύ την Επική διάλεκτο.

Σε αντίθεση με την ελεγεία και το επίγραμμα, που είναι απότοκα του έπους από

θεματολογική, γλωσσική και από μετρική άποψη (το ελεγειακό δίστιχο είναι παραλλαγή

του εξαμέτρου), η ιαμβική ποίηση αρέσκεται στην ταπεινή θεματογραφία, η γλώσσα της

δεν αφίσταται πολύ από την καθομιλουμένη Ιωνική, και το μέτρο της ακολουθεί το

φυσικό ρυθμό εκφοράς του καθημερινού πεζού λόγου. Ενίοτε υιοθετεί και επικούς

τύπους, αλλά πολύ συχνά καταφεύγει και στην αυχμηρή, απελέκητη και ζωηρή γλώσσα

των λαϊκών στρωμάτων.

Η επική ποίηση απαγγελλόταν. Η εκφορά της ιαμβικής και ελεγειακής κατείχε ένα

ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Με τον όρο «λυρική» οι

Αλεξανδρινοί τουλάχιστον χαρακτήριζαν την ποίηση που συνοδευόταν από μουσική

λύρας ή και αυλού. Το ένα είδος λυρικής ποίησης είναι το μέλος ή μονωδία (solo). Ο

ποιητής κρούει τη λύρα του και τραγουδά σύντομες συνθέσεις εκφράζοντας τα μύχια

συναισθήματά του για τον έρωτα, την πολιτική, τη ζωή και το θάνατο. Η ποίηση αυτή

είναι πολύ προσωπική και γι' αυτό το λόγο γλώσσα της είναι η επιχώρια διάλεκτος, η

γλώσσα δηλαδή που ψέλλισε στην αγκαλιά της μητρός του ο ποιητής. Έτσι η Σαπφώ

γράφει στα αιολικά της Λέσβου, η Κόριννα στα βοιωτικά, ο Ανακρέων στα ιωνικά.

Εξυπακούεται πάντως ότι ο ποιητής είχε το χάρισμα από τον απέραντο λειμώνα του

προφορικού λόγου να συλλέγει τα λεπτότερα και τα ευωδέστερα άνθη ή ακόμη και να

μεταμορφώνει την τσουκνίδα σε μελίλωτο ανθεμώδη...

Το άλλο είδος, η χορική ποίηση είναι η πλήρης καλλιτεχνική έκφραση που συνδυάζει

μουσική, χορό και τραγούδι. Το μεγαλόπρεπο και αυστηρό αυτό είδος προϋποθέτει

υποταγή του ατόμου στο σύνολο και γι' αυτό το λόγο βλάστησε σε δωρικές περιοχές,

αρχικά στη Σπάρτη. Η γλώσσα συνεπώς της χορικής ποίησης είναι η Δωρική, αλλά μια

Δωρική που δεν μιλήθηκε ποτέ από τον τραχύ πολεμιστή της Σπάρτης και τον αιγοβοσκό

των Μεγάρων. Πρόκειται για ένα ιδίωμα τεχνητό με βάση Δωρική, αλλά και με πολλές

προσμίξεις από την Επικοϊωνική και την Αιολική. Το αιολικό στοιχείο είναι κατάλοιπο

της επίδρασης που άσκησαν οι Λέσβιοι αοιδοί (Τέρπανδρος, Αρίων, κ.ά.) στη

διαμόρφωση του χορικού άσματος. Φυσικά η υπερτοπική αυτή δωρίδα δεν είναι ενιαία. ο

καθένας από τους μεγάλους χορικούς ποιητές (Αλκμάν, Στησίχορος, Ίβυκος, Πίνδαρος,

Σιμωνίδης, Βακχυλίδης) εξευρίσκει τρόπους να διαφοροποιηθεί από τους ομοτέχνους-

αντιτέχνους του: ο ένας προτιμά τον τύπο Μώσα, ο άλλος το Μοίσα, ο τρίτος το Μωα!

Την άνοιξη είναι οι μέρες οι σκληρές. Η φύση θάλλει, αλλά οι προμήθειες έχουν σχεδόν

αναλωθεί, και η νέα σοδειά είναι όπως πάντα επισφαλής. Οι δυνάμεις των αγρών και

ιδιαίτερα ο θεός «πάσης υγράς φύσεως», ο Διόνυσος, ήταν ανάγκη να τιμηθούν με

Page 8: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

οργιαστικούς χορούς και αυτοσχέδια άσεμνα τραγούδια. Στο διθύραμβο (το χορικό άσμα

προς τιμήν του Διονύσου) που βλάστησε στην Πελοπόννησο αναζητούν πολλοί τις ρίζες

της τραγωδίας. Το τρυφερό διφυές βλαστάρι που μεταφυτεύθηκε στην Αττική διατήρησε

και όταν ακόμη είχε θεριέψει ίχνη από τα πρωταρχικά του γλωσσικά χαρακτηριστικά:

την ιωνική απόχρωση στα διαλογικά μέρη και έναν έντονο δωρικό χρωματισμό στα

χορικά. Στην πλήρη πάντως ανάπτυξή της η γλώσσα της τραγωδίας είναι ένα

σεσοφισμένο τεχνούργημα. Στον διάλογο τον τόνο δίνει η εξελισσόμενη Αττική. Με τον

καιρό η καθομιλουμένη διεκδικεί τα δικαιώματά της και σ' αυτό το σεμνοπρεπέστατο

ποιητικό είδος. Όμως επειδή το βασικό θεματικό υλικό δεν το παρέχουν πια τα πάθη του

Διονύσου («ουδέν πρός Διόνυσον»), αλλά τα ηρωικά έπη, είναι φυσικό στο στημόνι της

Αττικής να επικάθεται το επικό (λεξιλογικό κυρίως) υφάδι. Ως διακοσμητικά μοτίβα

απαντούν ιωνισμοί (ο ίαμβος άλλωστε, το μέτρο των διαλογικών μερών, είχε ιωνική

προέλευση), κατά κανόνα λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, και δωρισμοί - ένας τους μάλιστα

βγάζει μάτι. το μη καθαρό μακρό α στη θέση του αττικού η. Η γλωσσική διαστρωμάτωση

στα χορικά είναι ακόμη περιπλοκότερη. Πάντως εδώ το δωρικό χρώμα διατηρείται

εντονότερο.

Την πολυπόθητη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού προετοίμασαν για αιώνες οι εμπορικές συναλλαγές, οι αμφικτυονίες, οι συμμαχίες, οι πανελλήνιοι αγώνες, τα

κοινά ιερά και, φυσικά, η λογοτεχνία. Όμως την αποφασιστική ώθηση για την

ομογενοποίηση, την απλούστευση και τη σταθερότητα έδωσε η νέα τάξη πραγμάτων

που επέβαλε η μακεδονική ηγεμονία. Η γλώσσα που θα αποτελέσει τη βάση της

πανελλήνιας Κοινής δεν ήταν η φτωχή Μακεδονική διάλεκτος, αλλά η Αττική, την

οποία η μακεδονική δυναστεία είχε υιοθετήσει ως επίσημη γλώσσα του βασιλείου -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------.

Η Σκωτική Γαελική γλώσσα (Σκωτικά Γαελικά Gàidhlig IPA [ˈɡaːlɪkʲ],

Αγγλικά Gaelic IPA [ˈgeɪlɪk] ή [ˈgælɪk]), είναι ένα μέλος της Γοϊδελικής

υποοικογένειας της οικογένειας τωνΚελτικών γλωσσών, η οποία περιλαμβάνει

ακόμη τα Ιρλανδικά και τη Γλώσσα Μανξ. Οι γλώσσες αυτής της υποοικογένειας

προέρχονται από τα Μέσα Ιρλανδικά, ενώ η καταγωγή τους ανάγεται στην

Αρχαία Ιρλανδική γλώσσα και τελικά στην Αρχαϊκή Ιρλανδική.

Πολλές φορές η γλώσσα αναφέρεται απλώς ως Σκωτικά, ιδίως όταν συγκρίνεται

με τις άλλες δύο γλώσσες της υποοικογένειας. Η Σκωτική Γαελική γλώσσα,

όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τη Σκωτική γλώσσα (Σκωτς), μια διακριτή από

τα Αγγλικά γλώσσα της υποομάδας των Αγγλικών γλωσσών της Αγγλοφριζικής

οικογένειας του Γερμανικού κλάδου, ούτε και με τη Σκωτική Αγγλική γλώσσα,

όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι διάλεκτοι της Αγγλικής γλώσσας οι οποίες

ομιλούνται στη Σκωτία.

Η Σκωτική Γαελική γλώσσα, όπως και η Ιρλανδική και η Γλώσσα Μανξ,

αναπτύχθηκε ως ξεχωριστή γλώσσα μετά τον 12ο αιώνα. Οι κελτικές γλώσσες

της Γοϊδελικής υποοικογένειας έφτασαν να αποτελούν τις γλώσσες της

πλειοψηφίας στη Σκωτία, εκτοπίζοντας παλαιότερες κελτικές γλώσσες και κατά

τόπους ακόμη και τα Αρχαία Αγγλικά. Ήδη, όμως, από τον 13ο αιώνα τα Γαελικά

Page 9: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

αρχίζουν να υποχωρούν από την ηπειρωτική Σκωτία. Τον 15ο αιώνα αρχίζει να

εμφανίζεται η διαχωριστική γραμμή Χάιλαντ-Λόουλαντ, δηλαδή ο

γλωσσολογικός διαχωρισμός σύμφωνα με τις γεωγραφικές περιοχές όπου

ομιλούνταν η Γαελική γλώσσα (ορεινές περιοχές, Χάιλαντ) από τις περιοχές όπου

ομιλούνταν η Αγγλική γλώσσα (πεδινές περιοχές, Λόουλαντ). Έκτοτε η γλώσσα

γνωρίζει φθίνουσα πορεία, με αποτέλεσμα το 2001 να ομιλείται μόλις από το

1,2% (58.652 άτομα) του συνολικού πληθυσμού της Σκωτίας, με το μεγαλύτερο

ποσοστό να βρίσκεται στα νησιά των Εξωτερικών Εβρίδων. Υπάρχουν ακόμη

περίπου 34.000 άτομα στη Σκωτία τα οποία έχουν κάποια γνώση της γλώσσας,

ενώ λίγο περισσότεροι από 8.000 ακόμη ομιλητές υπάρχουν στον Καναδά, στις

Η.Π.Α., στην Αυστραλία κσι στη Νέα Ζηλανδία.

Η Σκωτική Γαελική γλώσσα γράφεται με το λατινικό αλφάβητο.

Χρησιμοποιούνται μόλις 18 γράμματα για να αποδώσουν γύρω στους 50

διαφορετικούς φθόγγους.[1]

Η γλώσσα αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα στη

Σκωτία με την Πράξη του Σκωτικού Κοινοβουλίου για τη Γαελική γλώσσα το

2005. Εκτός από τη διδασκαλία της στα σχολεία, υπάρχουν ακόμη και μερικοί

ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί οι οποίοι μεταδίδουν τα προγράμματά

τους στη γλώσσα.

==========================================================

Oι Σκύθες αποτελούσαν ένα χαλαρό δίκτυο από νομαδικές φυλές από

έφιππους βοσκούς και καβαλάρηδες. Εισέβαλαν σε πολλές περιοχές στις

στέπες της Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σήμερα

αποτελούν τοΚαζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, τη νότια Ουκρανία και τη Νότια

Ρωσία. Οι Σκύθες, που κυβερνώνταν από ολιγάριθμες ελίτ οι οποίες

συνδέονταν με στενές συμμαχίες, ήταν διάσημοι για τους τοξότες τους και

πολλοί έβρισκαν εργασία ως μισθοφόροι. Οι σκυθικές ελίτ είχαν τάφους

τύπου "κουργκάν": ψηλοί λόφοι υψωμένοι πάνω από τάφους-δωμάτια από

ξύλο πεύκου, ένα φυλλοβόλο κωνοφόρο, το οποίο πιθανόν να είχε

ιδιαίτερη σημασία ως το δέντρο της ανανέωσης της ζωής, επειδή μένει

γυμνό το χειμώνα. Χώροι ταφής στο Πάζυρυκ στα όρη Αλτάι

περιλαμβάνουν ορισμένους εντυπωσιακά διατηρημένους Σκύθες του

πολιτισμού Πάζυρυκ — συμπεριλαμβανομένης της "Παγωμένης

Παρθένας" του 5ου αιώνα π.Χ.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία ευρέως αποδεκτή εξήγηση για την

καταγωγή των Σκυθών, ούτε του πως μετανάστευσαν στον Καύκασο και

την Ουκρανία. Όμως πολλοί μελετητές συμπίπτουν στο ότι

μετανάστευσαν δυτικά από την Κεντρική Ασία μεταξύ του 800 π.Χ. και

600 π.Χ. Ηρόδοτος αποδίδει το όνομα της χώρας από όπου κατάγονται οι

Σκύθες ως Γέρρος. Ετοίμαζαν τον νεκρό τους και ταξίδευαν με αυτόν

μακρινές αποστάσεις για να τον πάνε

Page 10: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

========================================================================

Η Αρχαία σκανδιναβική (εναλλακτικά παλαιά σκανδιναβική γλώσσα) είναι Γερμανική

γλώσσα που ομιλείτο από τους κατοίκους της Σκανδιναβίας και τις υπερπόντιες εγκαταστάσεις

τους κατά την Εποχή των Βίκινγκ, έως το 1300. Εξελίχθηκε από την αρχαιότερη

Πρωτοσκανδιναβική , κατά τον 8ο αιώνα.

Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα περισσότερα κείμενα στα οποία μαρτυρείται προέρχονται από τη

μεσαιωνική Ισλανδική, η de facto στερεότυπη εκδοχή της γλώσσας είναι η διάλεκτός της

αρχαίας δυτικής σκανδιναβικής -ή δυτικής αρχαίας σκανδιναβικής- δηλαδή η αρχαία Ισλανδική

και η παλαιονορβηγική γλώσσα ή αρχαία Νορβηγική. Ενίοτε η αρχαία σκανδιναβική ορίζεται

ακόμη και ως Παλαιοϊσλανδική και Παλαιονορβηγική.

Ωστόσο, υπήρχε επίσης μια παρόμοια ανατολική αρχαία σκανδιναβική διάλεκτος που ομιλείτο

στην Δανία και τη Σουηδία και τις αποικίες τους. Επιπλέον, δεν υπήρχε καθαρός γεωγραφικός

διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο διαλέκτους. Ίχνη της ανατολικής αρχαίας σκανδιναβικής

βρέθηκαν στη Νορβηγία και ίχνη της δυτικής αρχαίας σκανδιναβικής στη δυτική Σουηδία.

Επιπλέον, υπήρχε μια αρχαία διάλεκτος η Αρχαία Γκούτνις (Old Gutnish), που περιλαμβανόταν

ενίοτε στην ανατολική αρχαία σκανδιναβική.

Τη δεκαετία του 1850 τα Αλβανικά αποδείχθηκε πως είναι Ινδο-Ευρωπαϊκή γλώσσα και

αποτελούν ξεχωριστό κλάδο στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Η Αλβανική είναι

απόγονος κάποιας αρχαίας Βαλκανικής γλώσσας, πιθανόν της Ιλλυρικής ή της Θρακικής. Τα

Αλβανικά χωρίζονται σε δύο κύριες διαλέκτους: την Γκεγκική ομάδα, στη βόρεια Αλβανία, το

Κόσοβο και τη δυτική ΠΓΔΜ και την Τοσκική ομάδα, στη νότια και κεντρική Αλβανία. Από την

Τοσκική κατάγεται και η Αρβανιτική της Ελλάδας καθώς και η Αrbëreshë της νότιας Ιταλίας.

Η Τοσκική διάλεκτος των Αλβανικών είναι και η επίσημη γλώσσα της Αλβανίας. Τα Αλβανικά

είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Κόσοβο και την Πρώην Γιουγκοσλαβική

Δημοκρατία της Μακεδονίας (FYROM).H Δακική γλώσσα ήταν Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και

ομιλείτο από τους αρχαίους λαούς της Δακίας. Θεωρείται γενικά ότι ανήκει στον ίδια κλάδο με

τη Θρακική.

Πολλά από τα χαρακτηριστικά της Δακικής γλώσσας είναι άγνωστα και αμφισβητούμενα,

καθώς λείπουν σχεδόν παντελώς οι γραπτές μαρτυρίες. Όσα γνωρίζουμε για τη γλώσσα

προέρχονται από:

Τοπωνύμια, Υδρωνύμια, ονόματα (περιλαμβανομένων των ονομάτων των βασιλέων) και

δακικές ονομασίες για πενήντα φυτά περίπου γραμμένα στην αρχαία Ελληνική και σε αρχαίες

Page 11: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

ρωμαϊκές πηγές (βλ. Κατάλογος ονομάτων δακικών φυτών).

Βασικές λέξεις που βρίσκονται στις σύγχρονες Λατινογενείς γλώσσες, που ομιλούνταν σχεδόν

σε όλα τα σημεία όπου ζούσαν οι Δάκες. Υπάρχουν περίπου 400 λέξεις αβέβαιης προέλευσης

(όπως η brânză=τυρί, balaur=δράκων, κ.λπ.), ορισμένες από τις οποίες έχουν ομόρριζες λέξεις

στην Αλβανική. Αυτές οι λέξεις πιθανώς εισήχθησαν από την Δακική γλώσσα σε αρχαίες εποχές

και συνιστούν υπολείμματα της Δακικής.

Δακικά κείμενα: Το Decebalus Per Scorilo είναι το μεγαλύτερο γνωστό κείμενο. Ο ρωμαίος

ποιητής Οβίδιος έμαθε την Δακική κατά την περίοδο της εξορίας του στο Τόμις (Tomis) -τη

σημερινή Κοστάντζα (Constanţa)- στη Δακία. Συνέθεσε ποιήματα σε αυτή τη γλώσσα αλλά δεν

σώθηκαν.

Γεωγραφική διασπορά

Η Δακική ήταν μία από τις μείζονες γλώσσες της νοτιοανατολικής Ευρώπης διεσπαρμένη στις

περιοχές της σύγχρονης ανατολικής Ουγγαρίας έως τη Μαύρη Θάλασσα. Βάσει αρχαιολογικών

ευρημάτων η προέλευση του Δακικού πολιτισμού τοποθετείται στη Μολδαβία, και θεωρείται

μετεξέλιξη του πολιτισμού Μπασαραμπί της εποχής του σιδήρου.

Εξαφάνιση

Δεν είναι βέβαιο πότε εξαφανίστηκε η Δακική ή αν έχει κάποιο ζωντανό απόγονο. Η αρχική

ρωμαϊκή κατάκτηση τμήματος της Δακίας δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει τη γλώσσα, καθώς οι

ελεύθερες δακικές φυλές συνέχισαν να τη μιλούν, πιθανώς έως τον 4ο αιώνα, στη Μολδαβία

και τις γύρω περιοχές. Κατά τον 5ο ή 6ο αιώνα η Δακική είτε εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά ή,

σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, ένας κλάδος της συνέχισε ως Αλβανική γλώσσα.

Όλες οι Γερμανικές γλώσσες θεωρείται ότι προέρχονται από ένα υποθετικό πρωτο-

γερμανικό γλωσσικό σχήμα με την επίδραση της μετατόπισης συμφώνων των νόμων του Γκριμ

και του Βέρνερ. Αυτή η επίδραση ήταν έντονη μάλλον κατά τη διάρκεια της προ-ρωμαϊκής

εποχής του σιδήρου στη βόρεια Ευρώπη από περίπου το 500 π.Χ.. Άλλοι ερευνητές

υποστηρίζουν τον πρώιμο διαχωρισμό των γερμανικών γλωσσών από τις ινδοευρωπαϊκές και

προτείνουν μία κοινή ιστορική πορεία όλων των αρχικών ομιλητών της πρωτο-γερμανικής

διαλέκτου σε όλη τη διάρκεια της εποχής του χαλκού στη βόρεια Ευρώπη.

Από τις αρχές του γλωσσικού εντοπισμού τους, όλες οι γερμανικές γλώσσες και διάλεκτοι

διακρίνονται σε τρεις ομάδες με γεωγραφικό προσδιορισμό: οι δυτικές, οι ανατολικές και οι

βόρειες γερμανικές γλώσσες. Οι σαφείς σχέσεις μεταξύ τους δεν έχουν καθοριστεί με ακρίβεια

αλλά προέρχονται από ρουνικές επιγραφές και ευρήματα από τις περιόδους των μαζικών

μεταναστεύσεων. Συνεπώς, ορισμένες τοπικές διάλεκτοι και γλωσσικές ομάδες είναι δύσκολο

Page 12: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

να καθοριστούν επακριβώς ως προς την κατηγορία που ανήκουν. Για παράδειγμα, το γλωσσικό

ιδίωμα της Λομβαρδίας κατά τον 6ο αιώνα, ίσως είναι μία ποικιλία βόρειας ή ανατολικής (πριν

την ομογενοποίηση με τη δυτική) γερμανικής γλώσσας, κατά την περίοδο εποικισμού των

περιοχών του ποταμού Έλβα από τους Λομβαρδούς. Οι ομάδες των δυτικών γλωσσών

προέρχονται κατά βάση από τον πολιτισμό Γιάστορφ, ενώ οι ανατολικές ως ποικιλία των

διαλέκτων Γκότλαντ του 1ου αιώνα. Οι βόρειες έχουν χώρο καταγωγής τη νότια Σουηδία. Το

πρώτο γνωστό αυτοσυναφές κείμενο σε γερμανική γλώσσα είναι η γοτθική μετάφραση της

Καινής Διαθήκης από τον Ουλφιλάς τον 4ο αιώνα. Αντίστοιχα, γραπτές μαρτυρίες δυτικών

γερμανικών γλωσσών αποτελούν η παλαιά υψηλή γερμανική γλώσσα με λέξεις και φράσεις του

6ου αιώνα και συγκροτημένα κείμενα του 9ου αιώνα, καθώς και η παλαιά αγγλική γλώσσα με

κείμενα του 10ου αιώνα. Οι βόρειες γερμανικές γλώσσες έχουν μόνο γραπτές μαρτυρίες από

ρουνικές επιγραφές, ως πρωτο-νορβηγικά, μέχρι την εξέλιξή τους στην παλαιά νορβηγική

γλώσσα γύρω στα 800 μ.Χ. Εκτενέστερες ρουνικές επιγραφές του 8ου και 9ου αιώνα, καθώς και

κείμενα στην λατινική αλφάβητο του 12ου αιώνα, μαρτυρούν την εξέλιξη των γερμανικών

γλωσσών. Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί και πρώιμα έργα της σκαλδικής ποίησης ως και του

9ου αιώνα.

Γύρω στον 10ο αιώνα, οι διάφορες παραλλαγές των γερμανικών γλωσσών είχαν αναπτύξει

σημαντικές διαφορές, ώστε η αλληλοκατανόηση και συνάφεια μεταξύ τους να είναι δύσκολη.

Το γλωσσολογικό αποτύπωμα των Βίκινγκ στον Αγγλοσαξονικό πολιτισμό έχει επιδράσει στην

αγγλική γλώσσα και επίσης θεωρείται ότι συνέβαλε στον μετασχηματισμό της γραμματικής της

παλαιάς αγγλικής στα μεσαιωνικά αγγλικά του 12ου αιώνα.

Οι ανατολικές γερμανικές γλώσσες περιθωριοποιήθηκαν σταδιακά μετά τις μαζικές

μεταναστεύσεις. Οι Βουργουνδοί, οι Γότθοι και οι Βάνδαλοι αφομοιώθηκαν από τους

αντίστοιχους γειτονικούς πληθυσμούς τους μέχρι και τον 7ο αιώνα, αφήνοντας μόνο τη

γλωσσική ομάδα των γοτθικών της Κριμαίας ανεξάρτητη γλωσσικά μέχρι και τον 18ο αιώνα.

Στις αρχές του Μεσαίωνα, οι δυτικές γερμανικές γλώσσες διαχωρίστηκαν τόσο από την

απομονωμένη εξέλιξη των μεσαιωνικών αγγλικών, όσο και από τη μετατόπιση συμφώνων των

υψηλών γερμανικών στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των

υψηλών γερμανικών ιδιωμάτων, παράλληλα με τα κάτω σαξονικά ιδιώματα, και τις ενδιάμεσες

παραλλαγές της κεντρικής γερμανικής περιοχής. Με το τέλος του Μεσαίωνα, οι παραλλαγές

είχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, διαμορφώνοντας τη γλωσσική ομάδα των υψηλών

αλαμανικών στο νότο και την αντίστοιχη κάτω σαξονική διάλεκτο στο βορρά. Αν και οι δύο

ομάδες θεωρούνται ότι ανήκουν στη γερμανική γλώσσα, δεν είχαν αμοιβαία γλωσσική

συνάφεια. Οι νοτιότερες παραλλαγές ολοκλήρωσαν την μετατόπιση συμφώνων, ενώ οι βόρειες

δεν επηρεάστηκαν καθόλου.

Παράλληλα, οι βόρειες γερμανικές γλώσσες παρέμειναν περισσότερο ομοιογενείς, λόγω της

γεωγραφικής απομόνωσης της χερσονήσου της Δανίας και της Σκανδιναβίας, διατηρώντας την

μεταξύ τους συνάφεια μέχρι και σήμερα.

Page 13: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Τόπος και χρόνος της πρωτοελληνικής

Άγνωστο παραμένει το κατά πόσον η «προϊστορική κοινή» ομιλούνταν εντός του σημερινού

ελλαδικού χώρου ή εάν η διαφοροποίηση των επιμέρους διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής είχε

ήδη λάβει χώρα πριν την έλευση και εγκατάσταση των ελληνικών φύλων στον μετέπειτα

ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι οι ελληνικές διάλεκτοι είχαν

διαφοροποιηθεί ήδη πριν την έλευση των ελληνικών φύλων, τα οποία ήρθαν στον ελλαδικό

χώρο κατά «κύματα» με ορισμένους αιώνες διαφορά, με τελευταίο τους Δωριείς («κάθοδος

των Δωριέων»). Η έλλειψη όμως αρχαιολογικών ευρημάτων που να επιβεβαιώνουν

αλλεπάλληλες εισόδους εχθρικών μεταξύ τους φύλων δημιούργησε αμφιβολίες για την

ορθότητα της υπόθεσης αυτής.

Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β αποκάλυψε ότι στη Μυκηναϊκή ελληνική είχαν ήδη

επέλθει ορισμένοι νεωτερισμοί (φωνητικές μεταβολές), οι οποίοι δεν είχαν επέλθει στη Δωρική

και στις Δυτικές διαλέκτους ακόμη και στους κλασικούς χρόνους. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην

πεποίθηση ότι ήδη τη μυκηναϊκή εποχή υπήρχαν περισσότερες της μιας ελληνικές διάλεκτοι.

Έτσι η πρωτοελληνική τοποθετείται σε ακόμη προγενέστερο στάδιο από τους Μυκηναίους,

δηλαδή περί τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Από την άλλη οι ομοιότητες της Μυκηναϊκής

με τη Δωρική καθιστούν πιο πιθανή την συνύπαρξη των δύο φύλων μέσα στον ελλαδικό χώρο

παρά την έλευση των Δωριέων αργότερα από κάποιον μακρινό τόπο.

Ρομανικές γλώσσες (επίσης Λατινογενείς ή Νεολατινικές γλώσσες) ονομάζονται οι γλώσσες

που είναι απόγονοι της Λατινικής. Οι γλώσσες αυτές πήραν μορφή σταδιακά μετά την

αποσύνθεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και προήλθαν από την ομιλουμένη Λατινική.

Ορισμένες λατινογενείς γλώσσες συγκαταλέγονται σε αυτές με τους περισσότερους ομιλητές

παγκοσμίως: (Ισπανική, Πορτογαλική, Γαλλική).

Στις Ρομανικές γλώσσες περιλαμβάνονται όλες οι γλώσσες που προέρχονται από τα Λατινικά,

τη γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πάνω από 1.200 εκατομμύρια άνθρωποι ομιλούν

σήμερα κάποια ρομανική γλώσσα και αυτοί βρίσκονται κυρίως στην Ευρώπη, την Αμερική και

την Αφρική, καθώς και σε διάφορες διάσπαρτες περιοχές ανά την υφήλιο.

Οι Ρομανικές γλώσσες προέρχονται από τη δημώδη Λατινική, δηλαδή τη γλώσσα που μιλούσαν

οι στρατιώτες, οι άποικοι και οι δούλοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η δημώδης Λατινική

διέφερε σημαντικά από τα κλασικά Λατινικά των λογίων. Μεταξύ του 200 π.Χ. και 100 μ.Χ., η

επέκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, συνεπικουρούμενη και από την πολιτική που

ακολουθούσε σε θέματα δημόσιας διοίκησης και εκπαίδευσης, είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η

"δημώδης" Λατινική κυρίαρχη διάλεκτος από την Ιβηρική χερσόνησο έως τις δυτικές ακτές της

Μαύρης θάλασσας. Κατά τη διάρκεια της παρακμής και της διάσπασης της αυτοκρατορίας, η

"δημώδης" λατινική εξελίχθηκε κατά τόπους και ανεξάρτητα. Αυτό είχε ως συνέπεια να

Page 14: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

εμφανιστούν δεκάδες διακριτές Ρομανικές διάλεκτοι. Οι υπερπόντιες αυτοκρατορίες που

ιδρύθηκαν από την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία μετά τον 15ο αιώνα διέδωσαν τις

ρομανικές γλώσσες και στις άλλες ηπείρους, σε σημείο που τα 2/3 των ομιλούντων ρομανική

γλώσσα να βρίσκονται εκτός των τότε ορίων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Παρά τις πολλαπλές επιρροές που υπήρξαν από παλαιότερες τοπικές διαλέκτους τού

υποστρώματος αλλά και από μεταγενέστερες εισβολές λαών με διαφορετική γλώσσα, η

φωνολογία, η μορφολογία, το λεξικό και το συντακτικό όλων των ρομανικών γλωσσών

προέρχεται κατά κύριο λόγο από τη "δημώδη" Λατινική γλώσσα .

Οι Ρομανικές γλώσσες διαιρούνται σε τρεις υποομάδες:

τις Νότιες ρομανικές γλώσσες, που περιλαμβάνουν τη Σαρδηνιακή και την Κορσικανική.

τις Ιταλοδυτικές γλώσσες, που περιλαμβάνουν την Ιταλική, την Ισπανική, την Πορτογαλική και

τη Γαλλική.

τις Ανατολικές ρομανικές γλώσσες, που περιλαμβάνουν τη Ρουμανική, τη Βλάχικη (ή

Αρωμουνική) και τη Μογλενίτικη.

Κύριες Ομάδες [Επεξεργασία]

Οι ερευνητές διακρίνουν τις σλαβικές γλώσσες σε τρεις κύριους κλάδους μερικοί από τους

οποίους περιλαμβάνουν υποκλάδους:

Ανατολικές Σλαβικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των Ρωσικών,

Ουκρανικών,Λευκορωσικών και της Ρουσίν γλώσσας

Δυτικές Σλαβικές γλώσσες, που διαιρούνται περαιτέρω σε:

Τσεχική και Σλοβακική,

Άνω και Κάτω Σορβική (μειονοτικές γλώσσες στη Γερμανία)

Λεχιτικές γλώσσες: Πολωνική, Πομερανική/Κασουμπιανή,Σιλεσική και η εξαφανισμένη

Πολαβική.

Νοτιοσλαβικές γλώσσες, που διαιρούνται περαιτέρω σε:

Δυτική υποομάδα που αποτελείται από τη Σερβική,τη Βοσνιακή,τη Κροατική και τη Σλοβενική.

Ανατολική υποομάδα που αποτελείται από τη Βουλγαρική και τη Σλαβομακεδονική.

Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική, από την οποία προήρθε η Εκκλησιαστική Σλαβονική .

Page 15: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Κάποιοι γλωσσολόγοι εικάζουν ότι υπήρξε επίσης και ο βόρειος κλάδος σλαβικών γλωσσών. Η

αρχαία διάλεκτος του Νόβγκοροντ μπορεί να αντανακλούσε κάποια από τα χαρακτηριστικά

αυτής της ομάδας. Από την άλλη μεριά, ο όρος "Βόρειες Σλαβικές" χρησιμοποιήθηκε επίσης

μερικές φορές για να συνδυάσει τις Δυτικές και Ανατολικές Σλαβικές γλώσσες σε μια ομάδα, σε

αντίθεση με τις Νοτιοσλαβικές γλώσσες, λόγω των χαρακτηριστικών που είναι κοινά στις

Δυτικές και Ανατολικές Σλαβικές γλώσσες και δεν παρουσιάζονται στις Νότιες Σλαβικές

γλώσσες.

Η βασική διαφορά μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών Σλαβικών γλωσσών είναι η γραφή. Στις

Δυτικές Σλαβικές γλώσσες χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο, λόγω της συνεχούς επαφής

με τη Δύση αλλά και επειδή ιστορικά υπήρξαν Ρωμαιοκαθολικοί λαοί, ενώ στις Ανατολικές

Σλαβικές γλώσσες χρησιμοποιείται το κυριλλικό, λόγω της συνεχούς επαφής με την Ανατολική

Ορθόδοξη Εκκλησία και με την Ελληνική γλώσσα. Παρ'ολ'αυτά οι Ανατολικές Σλαβικές

απέκτησαν και κάποια δυτική επιρροή κατά την διαδικασία εξευρωπαϊσμού του Μεγάλου

Πέτρου, με αποτέλεσμα να απορροφήσουν πολλές διεθνείς λατινικές, γαλλικές, γερμανικές και

ιταλικές λέξεις.

Λίστα κλάδων των Σλαβικών γλωσσών

--------------------------------------------------------------

Ανατολικές Σλαβικές γλώσσες

Ρουθηνικές γλώσσες

Λευκορωσική

Ουκρανική

Ρουσίν (θεωρείται διάλεκτος των Ουκρανικών)

Ρωσική

Δυτικές Σλαβικές γλώσσες

Σορβικές γλώσσες

Άνω Σορβική

Κάτω Σορβική

Λεχιτικές γλώσσες

Πολωνική

Πομερανικές γλώσσες

Page 16: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Κασουμπιανή

Σλοβινσιανή †

Σιλεσική

Πολαβιανή †

Τσεχο-Σλοβακικός κλάδος

Τσέχικη

Κναανική (Εβρεο-Σλαβική) †

Σλοβακική

Νότιες Σλαβικές γλώσσες

Δυτικός κλάδος

Βοσνιακή

Κροατική

Σερβική

Σλοβενική

Μαυροβουνιακή (Σερβική διάλεκτος)

Ανατολικός κλάδος

Βουλγαρική

Σλαβομακεδονική

Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική

Εκκλησιαστική Σλαβονική

Ιστορία

Θρησκευτικό κείμενο στην Παλαιά Σλαβονική, από τη Μονή Ζωγράφου

Page 17: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Κοινές ρίζες

Όλες οι Σλαβικές γλώσσες προήλθαν από την Πρωτοσλαβική γλώσσα, την πατρική τους γλώσσα

που προήλθε από την Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, την υποθετική γλώσσα από την οποία

προήλθαν όλες οι Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Η Πρωτοσλαβική γεννήθηκε σε ένα υποθετικό

Πρωτο-Βαλτοσλαβικό στάδιο. Κατά τη διάρκεια του σταδίου αυτού, εξελίχθηκαν πολλά

ισόγλωσσα στη φωνολογία, τη μορφολογία, τις λέξεις και το συντακτικό των Βαλτικών

γλωσσών, πράγμα που τις καθιστά πιο κοντινές στα Ινδευρωπαϊκά παρακλάδια. Η εξέλιξη από

την Βαλτοσλαβική γλώσσα στην Πρωτοσλαβική, από ενδείξεις αρχαιολογικών και

γλωσσολογικών ευρημάτων, ανάγεται γύρω στο 1000-1500 π.Χ.

Πολλοί "Βαλτιστές" υποστηρίζουν ότι οι Σλαβικές γλώσσες διαφέρουν τόσο πολύ από τις

Βαλτικές (Λιθουανική, Λεττονική και τη νεκρή Παλαιά Πρωσσική), ώστε θα ήταν αδύνατο να

μοιράζονταν μία κοινή προγονική γλώσσα μετά το χωρισμό της Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκής πριν

περίπου 5 χιλιάδες χρόνια. Κάποιες έρευνες των τελευταίων 30 χρόνων στην Βαλτοσλαβική

προφορά αποκλείουν την παραπάνω άποψη, καθώς είναι πολύ απίθανο να υπήρχε μια

"Πρωτο-Βαλτική γλώσσα", από τη στιγμή που οι Ανατολικές Βαλτικές γλώσσες διαφέρουν τόσο

πολύ από τις Δυτικές Βαλτικές, όσο περίπου διαφέρει καθεμιά τους και από την

Πρωτοσλαβική.

Εξέλιξη

Η γλωσσική διαφοροποίηση των Σλάβων ήταν αποτέλεσμα της διασκόρπισης των Σλαβικών

λαών σε μεγαλύτερες περιοχές. Δεν υπάρχει κάποια θεωρία που να εξηγεί το χωρισμό Δυτικών

και Νοτίων Σλαβικών γλωσσών. Η Ανατολική Σλαβική λέγεται ότι μετατράπηκε σε Παλαιά

Ρωσική γλώσσα ή Παλαιά Ανατολική Σλαβονική, η οποία υπήρχε σαν γλώσσα εως και τον 12ο

αιώνα.

Η επιβολή της Εκκλησιαστικής Σλαβονικής στους Ορθόδοξους Σλάβους συνήθως γινόταν εις

βάρος των τοπικών διαλέκτων. Η Εκκλησιαστική Σλαβονική εμπόδιζε την εξέλιξη των διαλέκτων

αλλά επηρεαζόταν από αυτές, και σχημάτιζε ποικιλίες της για κάθε σλαβική γλώσσα. Αυτό

φαίνεται και από τη λογοτεχνία των Ορθόδοξων Σλάβων, που συνήθως είναι γραμμένη σε

"ανάμεικτη" γλώσσα τοπικής διαλέκτου εμπλουτισμένης με λέξεις από την Εκκλησιαστική

Σλαβονική. Στη δύση αντίθετα, όπου τα Λατινικά ήταν πιο σημαντικά, τα πράγματα ήταν

διαφορετικά. Όλοι οι Καθολικοί Σλάβοι συγγραφείς έγραφαν στην τοπική τους γλώσσα ή/και

διάλεκτο, η οποία πολλές φορές επηρεαζόταν από τα Λατινικά.

Page 18: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Αν και η Εκκλησιαστική Σλαβονική περιόρισε τις τοπικές διαλέκτους, έδωσε σημαντικό πάτημα

στη Σλαβική λογοτεχνία και την κράτησε μακριά από ξένες επιρροές. Αντίθετα οι γλώσσες των

Καθολικών Σλάβων κινδύνεψαν πολλές φορές να εξαφανιστούν. Μέχρι και τον 14ο αιώνα, η

γλώσσα του κράτους στην Πολωνία ήταν τα Λατινικά, που είχαν ελάχιστη σχέση με τη

Πολωνικά που μιλούσε ο λαός. Τα Τσεχικά κινδύνευαν με εξαφάνιση από τη συνεχή επιρροή

των Γερμανικών, και τα Σλοβενικά για πολύ καιρό ήταν η διάλεκτος του λαού, με την επισκίαση

των Γερμανικών και των Ιταλικών ως επίσημες γλώσσες.

------------------------------------------------------------------

===============================================

Οι Χάζαροι ή Χαζάροι είναι ένας μεσαιωνικός ημινομαδικός λαός, ο

οποίος έπαψε να υπάρχει γύρω στον 11ο - 12ο αιώνα. Βρίσκονταν

συγκεντρωμένοι δυτικά και βόρεια τηςΚασπίας Θάλασσας, κυρίως στο

βόρειο Καύκασο και την ευρασιατική στέπα. Πέραν της αναμφισβήτητης

τουρανικής καταγωγής τους, η ακριβής προέλευσή τους δεν είναι ακόμα

εξακριβωμένη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, προήλθαν από την ανάμιξη

κάποιων τουρκομογγολικών φύλων με απομεινάρια των Ούνων και

τοπικά φύλα της ΒΔ Κασπίας. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία

τουρκική ρίζα «qaz-» που σημαίνει «περιπλανώμαι».

Η παρακμή του χαγανάτου ξεκίνησε στις αρχές του 10ου αιώνα, όταν οι

Ρως ήταν πια έτοιμοι να αμφισβητήσουν με τα όπλα το χαζαρικό έλεγχο

στις εμπορικές οδούς. Μετά από κάποιες δεκαετίες προστριβών, πέτυχαν

την κατάλυσή του (965-969) υπό την ηγεσία του Μεγάλου Πρίγκιπα

Σβιάτοσλαβ A'. Αυτό σήμανε την αρχή του τέλους συνολικά για το

χαζαρικό έθνος. Κάποιοι αφομοιώθηκαν από τους κατακτητές ενώ άλλοι,

απομονωμένοι στον Καύκασο, σχημάτισαν βραχύβιες κοινότητες μέχρι

που ενσωματώθηκαν στα τουρανικά φύλα (Κιπτσάκ, Χρυσή Ορδή) που

εγκαταστάθηκαν στις περιοχές τους στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας.

=================================================

Οι Σκύθες αποτελούσαν ένα χαλαρό δίκτυο από νομαδικές φυλές από έφιππους

βοσκούς και καβαλάρηδες. Εισέβαλαν σε πολλές περιοχές στις στέπες της

Ευρασίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σήμερα αποτελούν τοΚαζακστάν,

Αζερμπαϊτζάν, τη νότια Ουκρανία και τη Νότια Ρωσία. Οι Σκύθες, που

κυβερνώνταν από ολιγάριθμες ελίτ οι οποίες συνδέονταν με στενές συμμαχίες,

ήταν διάσημοι για τους τοξότες τους και πολλοί έβρισκαν εργασία ως

μισθοφόροι. Οι σκυθικές ελίτ είχαν τάφους τύπου "κουργκάν": ψηλοί λόφοι

υψωμένοι πάνω από τάφους-δωμάτια από ξύλο πεύκου, ένα φυλλοβόλο

κωνοφόρο, το οποίο πιθανόν να είχε ιδιαίτερη σημασία ως το δέντρο της

ανανέωσης της ζωής, επειδή μένει γυμνό το χειμώνα. Χώροι ταφής στο Πάζυρυκ

στα όρη Αλτάι περιλαμβάνουν ορισμένους εντυπωσιακά διατηρημένους Σκύθες

του πολιτισμού Πάζυρυκ — συμπεριλαμβανομένης της "Παγωμένης Παρθένας"

Page 19: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

του 5ου αιώνα π.Χ.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία ευρέως αποδεκτή εξήγηση για την καταγωγή

των Σκυθών, ούτε του πως μετανάστευσαν στον Καύκασο και την Ουκρανία.

Όμως πολλοί μελετητές συμπίπτουν στο ότι μετανάστευσαν δυτικά από την

Κεντρική Ασία μεταξύ του 800 π.Χ. και 600 π.Χ.

Ο Ηρόδοτος αποδίδει το όνομα της χώρας από όπου κατάγονται οι Σκύθες ως

Γέρρος. Ετοίμαζαν τον νεκρό τους και ταξίδευαν με αυτόν μακρινές αποστάσεις

για να τον πάνε στους Γέρους για ταφή.

Μετά το 625 ωστόσο, οι Σκύθες εγκατέλειψαν τη Μηδική Αυτοκρατορία -οι

ιστορικοί διαφωνούν για το αν το έπραξαν αυτό με τη θέλησή τους, η του

εξόρισαν. Όπως και να 'χει, δεδομένου ότι ακολούθησε η καταστροφή της

Ασσούρ από τους Μήδους το 614 π.Χ., χρειάστηκε να αλλάξουν πλευρά και να

συμμαχήσουν μα τους Μήδους. Αποτέλεσαν τμήμα της δύναμης που κατέστρεψε

τηΝινευή το 612 π.Χ. Λίγο καιρό αργότερα, οι Σκύθες ξαναγύρισαν στις στέπες.

Το 512 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Δαρείος ο Μέγας της Περσίας επιτέθηκε στους

Σκύθες, φαίνεται να τους προσέγγισε διασχίζοντας τον Δούναβη. Ο Ηρόδοτος

αναφέρεται ότι οι Σκύθες, ως νομάδες που ήταν, κατάφεραν να μπερδέψουν τα

σχέδια του Περσικού στρατού, αφήνοντάς τους να προελάσουν κατά μήκος

ολόκληρης της χώρας, χωρίς συμπλοκή. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με

αυτόν τον τρόπο κατέληξε να φτάσει μέχρι τον ποταμό Βόλγα.

Οι Σκύθες της Κριμαίας δημιούργησαν ένα βασίλειο που εκτείνονταν από το

κάτω μέρος του Δνείπερου μέχρι την Κριμαία. Η πρωτεύουσά τους, η Σκυθική

Νεάπολη, βρίσκονταν στα προάστια της σημερινής Συμφερούπολης. (Οι Γότθοι

την κατέστρεψαν πολύ αργότερα, κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ..)

Στη νοτιότερη γωνία των πεδιάδων, βόρεια από τα δάση της Θράκης, ο Φίλιππος

ο Μακεδόνας εγκατέστησε Μακεδονικές εμπορικές πόλεις κατά μήκος δρόμων

που έφταναν βόρεια μέχρι τον Δούναβη κατά τη διάρκεια του 330 π.Χ.(Fox

1973). Οι Έλληνες τεχνίτες από τις αποικίες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας

έφτιαξαν εντυπωσιακά Σκυθικά χρυσά στολίδια (δες παρακάτω),

χρησιμοποιώντας τον Ελληνικό ρεαλισμό για να αναπαραστήσουν Σκυθικά

μοτίβα λιονταριών, κερασφόρων ελαφιών, και γρυπών. Η Ελληνο-Σκυθική επαφή

επικεντρώθηκε στις Ελληνιστικές πόλεις και οικισμούς της Κριμαίας (ιδίως στο

Βασίλειο του Βοσπόρου).

Λίγο μετά το 300 π.Χ., οι Κέλτες φαίνεται ότι εκτόπισαν τους Σκύθες από τα

Βαλκάνια, ενώ στη νότια Ρωσία, μια συγγενική φυλή, οι Σαυρομάτες, σταδιακά

υπερίσχυσαν αυτών

Θεωρούμενοι Σκύθες

Παρόλο που οι Σκύθες λέγεται ότι είχαν εξαφανισθεί τον 1ο αιώνα πχ, οι

Ανατολικοί Ρωμαίοι εξακολουθούσαν να μιλούν συμβατικά για "Σκύθες" για να

περιγράψουν γενικά τους καβαλάρηδες νομάδες βάρβαρους της Ευρασίας: το 448

Page 20: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

μ.χ. δύο καβαλάρηδες "Σκύθες" οδήγησαν την αντιπροσωπεία του Πρίσκου στην

κατασκήνωση του Αττίλα στην Παννονία. Οι Βυζαντινοί σε αυτήν την περίπτωση

διαχώριζαν προσεκτικά τους Σκύθες από τους Γότθουςκαι τους Ούννους οι οποίοι

επίσης ακολουθούσαν τον Αττίλα.

Οι Σαυρομάτες, οι Αλανοί και τελικώς οι Οσσέτες θεωρούνταν ως Σκύθες με την

ευρεία έννοια του όρου -επειδή μιλούσαν Βορειοανατολική Ιρανική γλώσσα-

αλλά ωστόσο, παρέμεναν διαφορετικοί από τους κανονικούς Σκύθες. Οι Οσσέτες,

ο μόνος λαός Ιρανικής καταγωγής που κατοικεί επί του παρόντος στην Ευρώπη,

ονομάζουν την πατρίδα τους "Ιρονιστόν" ή "Ιρόν" παρόλο που η Βόρεια Οσσετία

φέρει τώρα επισήμως την προσωνυμία "Αλανία". Μιλούν μια Βορειοανατολική

Ιρανική Γλώσσα, τα Οσσετικά, της οποίας η πιο ευρέως διαδεδομένη διάλεκτος,

τα "Ιρόν" ή "Ιρονικά" (βλ. Ιρανικά), διατηρεί κάποιες ομοιότητες με τη γλώσσα

"Gathic Avestan", μια άλλη Ιρανική γλώσσα του ανατολικού κλάδου. Συγχρόνως,

έχει ένα αριθμό από λέξεις που είναι σημαντικά όμοιες με τις αντίστοιχες λέξεις

στα σύγχρονα Γερμανικά, όπως THAU ("tauen", λιώνω, όπως το χιόνι) και GAU

(περιοχή, περιφέρεια).

Παραδόσεις των Τούρκογενών Καζάκων και των Γιακουτίων (που αποκαλούν

τους εαυτούς τους "Σαχά"), των Μαράθα της Ινδίας, των Πικτών, των Κελτών,

των Μαγυάρων, των Σέρβων και των Κροατών (μεταξύ άλλων) περιλαμβάνουν

επίσης αναφορές σε Σκυθική καταγωγή.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι όλοι αυτοί οι διαφορετικοί λαοί οι

οποίοι αναφέρονται ως "Σκύθες" ή "Σάκα" μιλούσαν Ιρανικές γλώσσες ή ότι

συνδέονταν γενετικά στο σύνολο αυτών που εξ αρχής μιλούσαν Ιρανικά. Ίσως να

είχαν μόνο μια ελίτ που μιλούσε Ιρανικά και οι μητρικές γλώσσες των λαών που

κυβερνούσαν μπορεί να ήταν τα Πρωτογερμανικά, τα Πρωτοσλαβικά, οι

Ινδοαριανικές γλώσσες και/ή ακόμα και τα Tocharian (αυτό μπορεί να εξηγήσει

την παρουσία των Tocharian στα ανατολικά).

==========================================

H Εσπεράντο είναι η πλέον διαδεδομένη Διεθνής

τεχνητή γλώσσα που κατασκευάστηκε το 1887 από

τον πολωνοεβραίο γιατρό Λουδοβίκο Λάζαρο

Ζαμένχοφ, (τον λεγόμενο Δόκτορα Εσπεράντο - εξ'

ου και το όνομα) από στοιχεία Ευρωπαϊκών

γλωσσών. Σχεδιάστηκε με τρόπο τέτοιο ώστε να

είναι εύκολη στην εκμάθηση από τους Ευρωπαίους

ώστε να διευκολύνει την ενδο-ευρωπαϊκή

επικοινωνία. Παρ' ότι δεν έχει αναγνωριστεί από

διεθνείς οργανισμούς, χρησιμοποιείται στο εμπόριο,

την αλληλογραφία, τις πολιτιστικές ανταλλαγές, τα

συνέδρια, την λογοτεχνία, στην τηλεόραση και σε

Page 21: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

ραδιοφωνικές εκπομπές.Η Εσπεράντο είχε μια

συνεχόμενη χρήση από μια κοινότητα που

υπολογίζεται μεταξύ 100.000 και 2 εκατομμυρίων

ομιλητών για παραπάνω από έναν αιώνα, και κατά

προσέγγιση χιλίων ανθρώπων που την έχουν ως

μητρική γλώσσα.Υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία

ότι μαθαίνοντας κάποιος την Εσπεράντο μπορεί να

του προσφέρει μια καλή βάση για την εκμάθηση

γλωσσών γενικότερα. H Εσπεράντο είναι επίσης

γλώσσα διδασκαλίας σε ένα πανεπιστήμιο, την

Διεθνή Ακαδημία Επιστημών στο Σαν Μαρίνο.Η

Εσπεράντο βασίζεται κυρίως στο συντακτικό υλικό

των λατινογενών γλωσσών. Χρησιμοποιεί το

λατινικό αλφάβητο και έχει φωνητική προφορά,

ενώ όλες οι λέξεις τονίζονται στην παραλήγουσα.

Είναι εύκολη, με γραμματική που περιλαμβάνει 16

κύριους κανόνες. Η εκμάθησή της είναι δυνατή

μετά από σπουδή 12-18 μηνών, σε εβδομαδιαία

μαθήματα της μιάμισης ώρας. θεωρείται απλή,

προσιτή σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως

ηλικίας και μόρφωσης, πλήρης και εκφραστική,

όσο όλες οι γλώσσες του κόσμου, με πλούσια

πρωτότυπη και μεταφρασμένη λογοτεχνία.Ως μια

τεχνητή γλώσσα, η Εσπεράντο δεν είναι

γενεαλογικά σε συσχέτιση με οποιαδήποτε εθνική

γλώσσα. Έχει περιγραφεί ως «μία γλώσσα

λεξικολογικά κατά κύριο λόγο ως Ρομανική,

μορφολογικά σε μεγάλο βαθμό ωςσυγκολλητική

και σε έναν μεγάλο βαθμό απομονωμένη γλώσσα

ως προς τον χαρακτήρα της».[7] Η φωνολογία, η

γραμματική, το λεξιλόγιο, και η σημασιολογία της

βασίζονται στις δυτικές Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.

Ταφωνηματικά στοιχεία της είναι κυρίως από τις

Σλαβικές γλώσσες, όπως και ένα μεγάλο μέρος των

σημασιολογικών της στοιχείων, ενώ το λεξιλόγιό

της προέρχεται κυρίως από τις Ρομανικές γλώσσες,

με μία μικρότερη συνεισφορά από τις Γερμανικές

γλώσσες. Τα πραγματολογικά και άλλα στοιχεία

της γλώσσας που δεν καθορίστηκαν από τα

πρωτότυπα κείμενα του Ζάμενχοφ επηρεάστηκαν

από τις φυσικές γλώσσες των πρώτων ομιλητών της

Εσπεράντο, κυρίως από την Ρωσική, την Πολωνική,

την Γερμανική, και την Γαλλική.

Page 22: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΛΤΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ (οι διαφορές επισημαίνονται με αρίθμηση και έντονα γράμματα)

Αλταϊκές γλώσσες

Οι αλταϊκές γλώσσες είναι μια ομάδα γλωσσών που είναι ευρύτατα

διαδεδομένη στην Ασία και περιλαμβάνει γύρω στις 60 γλώσσες με περίπου

160 εκατομμύρια ομιλητές.

Πολλοί γλωσσολόγοι θεωρούν ότι οι γλώσσες αυτές αποτελούν μια γλωσσική

οικογένεια. Αρκετοί όμως πιστεύουν ότι δεν πρόκειται στην πραγματικότητα

για γλωσσική οικογένεια, αλλά για γλωσσικό δεσμό. Σύμφωνα με τη θεωρία

αυτήν οι γλώσσες αυτές δεν έχουν κοινό πρόγονο (την πρωτοαλταϊκή), αλλά

αποτελούν τρεις διακριτές γλωσσικές οικογένειες, τις τουρκικές γλώσσες,

τις μογγολικές γλώσσες και τις τουνγκουζικές γλώσσες.·Τα αναμφισβήτητα

κοινά χαρακτηριστικά των τριών αυτών οικογενειών τόσο στη δομή όσο και

στο λεξιλόγιο οφείλονται στη μακροχρόνια επαφή των λαών.

Η ομάδα των αλταϊκών γλωσσών, η οποία περιλαμβάνει 60 γλώσσες διακρίνεται σε τρεις χωριστές ανισομεγέθεις οικογένειες:

Τουρκικές γλώσσες: 41 γλώσσες, 155 εκ. ομιλητές

Μογγολικές γλώσσες: 14 γλώσσες, 7,5 εκ. ομιλητές

Τουνγκουζικές γλώσσες: 12 γλώσσες, 75.000 ομιλητές

4.Τυπολογικά χαρακτηριστικά των αλταϊκών γλωσσών

Απλή δομή των συλλαβών.

Το βασικό κοινό ϕωνολογικό χαρακτηριστικό των Αλταϊκών γλωσσvών είναι η ϕωνηεντική αρμονία στις καταλήξεις, με βάση διάφορους τύπους

φωνηέντων. Σε μια λέξη υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος φωνηέντων και τα

Page 23: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

επιθήματα αλλάζουν για να προσαρμοστούν στο φωνήεν της ρίζας της λέξης.

Για παράδειγμα στην τουρκική γλώσσα: "ev.de" «στο σπίτι», αλλά

"orman.da" «στο δάσος». Η φωνηεντική αρμονία απαντά σε όλες τις αλταϊκές

γλώσσες, τουλάχιστον στον προφορικό λόγο, ενώ σε ορισμένες δεν είναι τόσο

εμφανής πλέον στο γραπτό, όπως στην ουζμπεκική.

Συγκολλητικός σχηματισμός των λέξεων (το οποίο σημαίνει ότι ένα λέξημα

μπορεί να πάρει περισσότερες από μια κατάληξη, κάθε μία απ τις οποίες έχει

μια συγκεκριμένη μορϕοσυντακτική λειτουργία και σταθερή θέση στην

αλυσίδα καταλήξεων) και κλίση τους με την προσθήκη ασυγχώνευτων

επιθημάτων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες και σύνθετες κατασκευές.

Στην πράξη βέβαια σπάνια χρησιμοποιούνται πάνω από τρία έως τέσσερα

επιθήματα. Το κάθε μόρφημα έχει ιδιαίτερη σημασία και γραμματική

λειτουργία και δεν αλλάζει πέραν των απαιτήσεων της φωνηεντικής

αρμονίας.

Τα επίθετα σπάνια κλίνονται ούτε συμφωνούν (προσαρμόζονται) με το

ουσιαστικό που προσδιορίζουν.

Δεν υπάρχουν άρθρα. Το αριθμητικό «ένας» αντικαθιστά συνήθως το αόριστο άρθρο. Η οριστικότητα εκϕράζεται περιϕερικά.

Δεν υπάρχει γραμματικό γένος. Δεν υπάρχουν ούτε καν διαφορετικές προσωπικές αντωνυμίες για το αρσενικό και το θηλυκό (αυτός-αυτή).

Οι αναφορικές προτάσεις αντικαθιστώνται από μετοχικές και γερουνδιακές δομές.

Το ρήμα πηγαίνει στο τέλος της πρότασης. Η σειρά των όρων της πρότασης είναι υποκείμενο-αντικείμενο-ρήμα (Υ-Α-Ρ).

Τα μέρη του λόγου είναι μεταβλητά, δηλαδή μια λέξη μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο ή επίρρημα.

Δε διαθέτουν τύπους ευγενείας (αντίθετα από την Κορεατική, όπου είναι πολύ διαδεδομένοι) ούτε γυναικεία γλώσσα (όπως η ιαπωνική, όπου οι γυναίκες χρησιμοποιούν διαφορετικές εκφράσεις από τους άνδρες).

Page 24: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αποτελούν, κατά μία θεωρία, γλωσσική

οικογένεια τα μέλη της οποίας ήταν, στην αρχαιότερή τους

μορφή, διάλεκτοι μιας ενοποιημένης γλώσσας, οι οποίες διαφοροποιήθηκαν

σταδιακά εξαιτίας των αλλεπάλληλων μεταναστεύσεων και των επαφών

των Ινδοευρωπαίων με άλλα γλωσσικά ιδιώματα. Η ύπαρξη κοινών ριζών

οδήγησε με τη σειρά της στην υπόθεση ότι οι γλώσσες αυτές προέρχονται

από μια κοινή πρωτογλώσσα, η οποία ονομάζεται

συμβατικά Πρωτοϊνδευρωπαϊκή . Η δυνατότητα τέτοιες ομοιότητες να

οφείλονται σε δανεισμό μεταξύ γειτονικών γλωσσών αποκλείστηκε, διότι

θεωρείται απίθανο ένας λαός με ξεχωριστή γλώσσα να μην έχει δικές του

λέξεις για τόσο βασικές έννοιες, αλλά να χρησιμοποιεί τις λέξεις άλλων

γλωσσών.

Ο όρος «ινδοευρωπαϊκός» εξηγεί κατά κάποιον τρόπο και το περιεχόμενό

του, καθώς αναφέρεται σε γλώσσες πού εκτείνονται σε μια γεωγραφική

περιοχή από την Ινδία μέχρι την Ευρώπη. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι

ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ομιλούνταν από λαούς που ζούσαν, ανεξαρτήτως

της φυλετικής τους ταυτότητας, σε μια ενιαία αν και εκτεταμένη περιοχή, η

οποία δικαιολογεί πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια.

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι ομάδα αρκετών εκατοντάδων γλωσσών και

διαλέκτων που περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις γλωσσικές υπο-

οικογένειες της Ευρώπης όπως και πολλές γλώσσες της Ασίας. Σύγχρονες

Page 25: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

γλώσσες που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια είναι,

ανάμεσα σε άλλες, η Αγγλική, η Γαλλική, η Γερμανική, η Ισπανική,

η Μπενγκάλι, ηΠορτογαλική, η Ρωσική και η Χίντι, κάθε μία από τις οποίες

είναι μητρική γλώσσα περισσότερων από 40 εκατομμύρια ανθρώπων. Επίσης

στην ίδια γλωσσική οικογένεια ανήκουν πολυάριθμες άλλες μικρότερες

εθνικές ή μειονοτικές γλώσσες όπως η Αλβανική, ηΑρμενική, η Ελληνική,

η Ιταλική, η Κουρδική, η Λιθουανική, η Περσική (ή Φαρσί).

Στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια ανήκουν επίσης γλώσσες που δεν

έχουν πια ομιλητές όπως η Αρχαία ελληνική, η Λατινική, η Σανσκριτική,

η Τοχαρική, η Χεττιτική και άλλες.

Συνοπτικά οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι οι εξής:

Αλβανική (4), Αρμενική (1) ,Βαλτικές γλώσσες (3) ,Κελτικές γλώσσες (7) ,Γερμανικές γλώσσες (53) ,Ανατολικές γερμανικές(1), Βορειογερμανικές (11), Δυτικές γερμανικές (41), Ελληνικές (6) , Ινδοϊρανικές γλώσσες (308) , Λατινογενείς γλώσσες (48) ,Σλαβικές γλώσσες (19)

Η ινδοευρωπαϊκή είναι η μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια στον κόσμο

σήμερα με τα μέλη της να αποτελούν τη μητρική γλώσσα περισσότερων από

3 δισεκατομμύρια ανθρώπων.

Οι ινδοευρωπαϊκοί κλάδοι ταξινομούνται στις ομάδες γλωσσών σάτεμ (satəm) και κέντουμ (centum). Αυτή η διάκριση βασίζεται στη διαφορετική εξέλιξη των τριών αρχικών σειρών υπερωικών φθόγγων της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής. Γεωγραφικά, οι “ανατολικές” γλώσσες είναι σάτεμ (ινδοϊρανικές, βαλτοσλαβικές αλλά όχι η Τοχαρική και οι γλώσσες της Ανατολίας) και οι “δυτικές” γλώσσες είναι κέντουμ (γερμανικές, ιταλικές, κελτικές). Το ισόγλωσσο σάτεμ-κέντουμ τοποθετείται ανάμεσα στην ελληνική (κέντουμ) και την αρμενική (σάτεμ) με την ελληνική να παρουσιάζει κάποια περιθωριακά σάτεμ χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των γλωσσών αυτών, δεν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σύγχρονες γνωστές μας γλώσσες, όπως τη νέα ελληνική ή την αγγλική, αλλά διαφέρουν κατά πολύ από τις αλταϊκές

Page 26: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

γλώσσες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν γένη, αριθμοί (πλέον μόνο ενικός και πληθυντικός), καταλήξεις, χρόνοι και εγκλίσεις του ρήματος, τονισμός (τονισμένες και άτονες συλλαβές), τα επίθετα που κλίνονται ώστε να συμφωνούν με το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, η σειρά των όρων της πρότασης είναι υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο.

Ρούνοι ή ρούνες ονομάζεται το αρχαίο αλφαβητικό σύστημα γραφής των βόρειων λαών

της Ευρώπης, το οποίο η μυθολογική παράδοση αποδίδει στους θεούς και είναι κελτικής

καταγωγής. Το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανικοί λαοί, πριν αποκτήσουν το δυτικό

αλφάβητο, οι Τεύτονες, οι Βίκινγκς και φυσικά οι Κέλτες. Η λέξη ρούνος (rune), με

βάση την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ru, σημαίνει ψίθυρος, μυστικό. Αυτό συνεπάγεται και από

την πρωταρχική χρήση που είχαν: η παράδοσή τους ήταν προφορική και μεταδιδόταν

από το σαμάνο ή το δρυίδη στο μαθητευόμενο και μόνο. Έτσι η χρήση των ρουνικών

συμβόλων ως μέσο απομνημόνευσης των εννοιών και των δοξολογιών παρέμενε σε έναν

κλειστό ιερατικό κύκλο. Ακόμη, εικάζεται ότι οι ρούνοι γράφονταν σε ξύλο, το οποίο,

πέρα της φθαρτότητας του σε σχέση με την πέτρα και τον πάπυρο, καίγονταν κατά το

τέλος της τελετής. Έτσι τα στοιχεία που έχουμε για αυτούς είναι κατά πολύ νεώτερα της

χρήσης τους (περίπου στα 200 μ.Χ), ενώ ασαφή αποσπάσματα έχουμε σε πέτρες της

Νορβηγίας ανάγουν τη χρήση του περί το 1300 π.Χ.

Προέλευση

Είναι άγνωστη η προέλευσή τους, ωστόσο υπάρχει μύθος που εξηγεί την δημιουργία

τους. Λέγεται πως ο πατέρας των θεών και ανθρώπων Οντίν, αντίστοιχος του Δία στην

ελληνική μυθολογία, θυσιάστηκε στο Δέντρο του Κόσμου, το Yogdrasil (προφέρεται

Υγκντράσιλ), για να αποκτήσει όλη την συμπαντική σοφία, διαπερνώντας με το ακόντιό

του τον εαυτό του. Για εννιά μέρες και εννιά νύχτες αιωρείτο ώστε να μάθει τη σοφία

αυτή μέσα από τους ρούνους. Όταν το κατάφερε, κατέβηκε από το δένδρο και τους

χάραζε, με το δόρυ του Γκούνγκνιρρ, σε όσα μέρη περνούσε.

Ρουνικό αλφάβητο

Το ρουνικό αλφάβητο ονομάζεται Φούθαρκ, λόγω των έξι πρώτων ρούνων. Χωρίζεται σε

τρία είδη :

το Αρχαίο, που αποτελείται από 24 γράμματα ή σύμβολα.

το Γερμανικό, που έχει 22 χαρακτήρες - σύμβολα, και

το Αγγλοσαξονικό, αποτελούμενο από 33 γράμματα ή σύμβολα.

Αυτή η διαφοροποίηση εξυπηρετούσε περισσότερο ανάγκες φωνητικές,προσαρμοσμένες

στον κάθε λαό, παρά τυχόν φθορά ή αλλοίωση της αλφαβήτου. Είναι σαφές πως το

Page 27: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

επικρατέστερο ήταν το αρχαίο, αυτό που χρησιμοποιούσε το ιερατείο. Το αρχαίο ρουνικό

αλφάβητο διαβαζόταν από αριστερά προς τα δεξιά, κατά το αρχαϊκό πρότυπο ανάγνωσης

που διέπει πολλές αρχαίες γλώσσες. Οι χαρακτήρες που το απαρτίζουν είναι χωρισμένοι

σε τρεις οικογένειες (ættir, προφέρεται άττερ) και είναι οι εξής, κατά οικογένεια :

Οικογένεια Φρέυρ - FREYRS ÆTT

1) Φέοχ - Fe

2) Ουρ - Ur

3) Θορν - Thorn

4) Άνζουρ - Ansur

5) Ραντ - Reid

6) Κεν - Kaun

7) Γκιφού - Gifu

8) Γουίν - Wynn

Οικογένεια Χέιμνταλλ - HEIMDALLRS ÆTT

9) Χάγκαλ - Hagall

10) Νιντ - Naudr

11) Ις - Is

12) Γιάρα - Ar

13) Υρ - Yr

14) Πέορθ - Peorth

15) Έολχ - Eolh

16) Σίγκελ - Sol

Οικογένεια Τυρ - TYRS ÆTT

17) Τιρ - Tyr

18) Μπέοργκ - Bjarkan

19) Έοχ - Eoh

20) Μαν - Madr

21) Λάγκου - Logr

Page 28: sch.gr3lyk-ag-parask.att.sch.gr/autosch/joomla15/images/Student_work/20… · Με την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού λησμονήθηκε και

22) Ίνγκ - Ing

23) Ντάεγκ - Dæg

24) Όθελ - Othel

Υπάρχει και ένα τελευταίο γράμμα - σύμβολο, το Γουίρντ (Wyrd), που φέρει ως σύμβολο

το κενό (δηλαδή δεν απεικονίζει τίποτα) και αντιπροσωπεύει το πεπρωμένο. Αυτός ο

ρούνος είναι η αρχή όλων των άλλων και δεν ανήκει σε καμία οικογένεια.

Οι ρούνοι ως σύμβολα πληροφορίας μπορούν να αναπαριστούν κάποιο φυσικό

φαινόμενο, να έχουν το όνομα ενός ζώου ή αντικειμένου, πόσο μάλλον ενός Θεού.

Είναι φανερό πως χρησιμοποιούνταν για υπερφυσικούς σκοπούς (μαντεία, μαγεία) στην

αρχή. Όταν επικράτησε ο χριστιανισμός άρχισε και η, μεθοδευμένη από τους φανατικούς

χριστιανούς ιερείς, αλλοίωση της πρωταρχικής τους σημασίας (11ος αιώνας μ.Χ).

Άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην συγγραφή κειμένων, σώζοντας τη βόρεια

μυθολογική παράδοση, και να παίρνουν έτσι την μορφή ενός συνηθισμένου, και όχι

πλέον ιερατικού, αλφαβήτου, χάνοντας ένα μέρος του απόκρυφου περιεχομένου τους. Η

Ισλανδία διατήρησε επίσημα την χρήση των ρούνων μέχρι το 1639, οπότε και

απαγορεύτηκε. Ανεπίσημα όμως, ο λαός της υπαίθρου των σκανδιναβικών και

γερμανικών περιοχών τους χρησιμοποιεί ακόμη και ως σήμερα.

ΠΗΓΕΣ:

http://lmgd.philology.upatras.gr

http://falsefaith.blogspot.gr

http://www.armahellas.com http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B9

Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999