10
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καββαδίας Νίκος(Πεζά). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων Παρασκευή, 20 Ιανουαρίου 2012 'Λι' του Νίκου Καββαδία (Απόσπασμα) "... Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη. -Λοιπόν θα με πάρεις; -Ναι. Πώς σε λένε; Μού'πε κάτι που θά'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ. -Θα σε λέω Λι, της είπα. Συμφώνησε. -Πόσο χρονών είσαι; Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα. Κατάλαβα. [...] Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της τό'δωσα. Τό'σπασε και τό'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι. -Φάε ό,τι θέλεις, της είπα. -Δώσε μου, αποκρίθηκε. -Διάλεξε μόνη σου. Δίστασε. Πήρε λίγο απ'όλα και τα τύλιξε σ'ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει. Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλα της. -Γιατί δεν τρως; -Πρέπει να το πάω στο σπίτι. -Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο. -Και το άλλο θα το πάω. -Ποιός σ'έμαθε έτσι; -Κανείς. Τότε; Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το περισσότερο στον αδελφό της που το κατάπιε σα γλάρος. [...] Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ'ένα πεζούλι, το μωρό κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και τό'βαλε στην πλάτη. -Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου; -Ναι. -Και τά'χεις διαβάσει; -Όλα. -Θα ξέρεις πολλά. -Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου. [...] Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω- στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ'όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ'εμένα τον ίδιο. -Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι; Δεν αποκρίθηκε. Γιατί τό'πα; Για να μου απαντήσει μ'ευχαριστίες; Να μου δείξει τί μου χρωστούσε; Ποιός δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα. [...] -Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό. Της τό'πα. -Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ'όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου. Κατέβασε το κεφάλι της.

KABADIAS PEZA

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: KABADIAS PEZA

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καββαδίας Νίκος(Πεζά). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεωνΠαρασκευή, 20 Ιανουαρίου 2012'Λι' του Νίκου Καββαδία (Απόσπασμα)"... Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.-Λοιπόν θα με πάρεις;-Ναι. Πώς σε λένε;Μού'πε κάτι που θά'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.-Θα σε λέω Λι, της είπα.Συμφώνησε.-Πόσο χρονών είσαι;Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα.Κατάλαβα.[...]Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της τό'δωσα. Τό'σπασε και τό'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.-Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.-Δώσε μου, αποκρίθηκε.-Διάλεξε μόνη σου.Δίστασε. Πήρε λίγο απ'όλα και τα τύλιξε σ'ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει. Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλα της.-Γιατί δεν τρως;-Πρέπει να το πάω στο σπίτι.-Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.-Και το άλλο θα το πάω.-Ποιός σ'έμαθε έτσι;-Κανείς.Τότε;Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το περισσότερο στον αδελφό τηςπου το κατάπιε σα γλάρος.[...]Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ'ένα πεζούλι, το μωρό κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και τό'βαλε στην πλάτη.-Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;-Ναι.-Και τά'χεις διαβάσει;-Όλα.-Θα ξέρεις πολλά.-Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου.[...]Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω- στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ'όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ'εμένα τον ίδιο.-Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;Δεν αποκρίθηκε. Γιατί τό'πα; Για να μου απαντήσει μ'ευχαριστίες; Να μου δείξει τί μου χρωστούσε;Ποιός δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα.[...]-Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό.Της τό'πα.-Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ'όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.Κατέβασε το κεφάλι της.

Page 2: KABADIAS PEZA

-Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμη.-Θα ξαναγυρίσω, της είπα.-Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.-Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλλα, να μη σου φύγει.-Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.-Πώς είναι;-... είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.-Και πώς βοηθάει;-Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.-Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;-Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;[...]Στο τελωνείο του Πειραιά, ένας ελεγκτής, ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα πού'χε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνά ξεφτισμένη.Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της."Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ στις 11:13 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:Ετικέτες Καββαδίας Νίκος(Πεζά)Από την βάρδια του Νίκου Καββαδία.....ένα μικρό απόσπασμα...............Πού νά'χεις ξεχάσει, πάνω σε ποιό κομοδίνο, το φυλαχτό που σου κάρφωσε η μάνα σουστη φανέλα, κείνο το πρωινό πού'φευγες για πρώτη φορά... Υπάρχουνε δέντρα, κήποι, βουνά. Γλυκά τρεχούμενα νερά, πολυτρίχια, κρεβάτια που δεν κουνιούνται, γυναίκες που δε βάφονται, άντρες που δε βλαστημούνε. Ασπροβαμμένες κάμαρες στην εξοχή, δίχως περτσίνια και σταύρωσες στο ταβάνι. Ν'αλαργέψεις για λίγο από τούτα τα πράματα που συνήθισες να τα ψάχνεις τη νύχτα προτού κοιμηθείς, να τ'αγγίζεις, να τα μυρίζεσαι, να τα βλέπεις που κουνιούνται ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου..........Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ στις 11:12 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:Ετικέτες Καββαδίας Νίκος(Πεζά)“Βάρδια” του Νίκου Καββαδία----Απόσπασμα: έκτη βάρδιαΒάρδια έκτηΔε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το’ χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτατου Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.- Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;- Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.- Θέλω τη θήκη μου. Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid allsaloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.- Ατζαμή! Φίλησέ με. – Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.- Την έχασες; Πού;- Στο Barbados…Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.- Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.- Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.

Page 3: KABADIAS PEZA

- Χάιδεψε.- Ιουδήθ… Με τι χέρια… .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ένα σπίτι στο Ικίκι…Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.- Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.- Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.- Κοίταξέ με μέ τα δικά του.- Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.- Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.- Ναι. – Πάμε. Κρυώνω.- Στάσου να σου πω ένα παραμύθι.- Δε θέλω. Πάμε.- Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…- Το σκορπιό; – Eσένα.- Πάμε σου λέω. – Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.- Λοιπόν… Μόνον ο γερο-Γιεχού δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε… Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με μάτια κλεισμένα.- Κι οι δώδεκα;- Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε… Όχι γιατί μ’ αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε.- Αύριο, στο Colombo. – Τώρα.- Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως… Ξέρεις.. Είμαι άρρωστος.- Δε με νοιάζει. – Άκου… Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα.- Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί. Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα.- Κάνε όπως θέλεις. Ό, τι βρεις κλέψε. Δείξε μού το μονάχα… Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε…AdvertisementΑναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ στις 11:09 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:Ετικέτες Καββαδίας Νίκος(Πεζά)Βάρδια του Νίκου Καββαδία (μικρό απόσπασμα)Είπες κάτι για τις γυναίκες.

- Ναι. Τις φοβάμαι.

- Όλοι, λίγο πολύ τις φοβόμαστε. Ετούτες μάλιστα στα λιμάνια.

- Ετούτες είν' οι καλύτερες. Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από "σπίτι"; Γιατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Θυμάμαι μια τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας. Έβγαλα το πουκάμισό μου. Η φανέλα μου η εσωτερικιά ήταν σκισμένη, κουρέλι. Τράβηξα τη γυναίκα να τη χαϊδέψω. "-Στάσου, μου 'πε, μη βιάζεσαι".

Μου 'βγαλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου 'πε κρατώντας τα λεφτά στο χέρι."-Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική".

Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά. "-Τότε, μου 'πε, κάνε μου τη χάρη πάρε μια φανέλα. Αν σ' έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα 'πιανε τα κλάματα".

Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε.

Page 4: KABADIAS PEZA

- Εσύ δε θα παντρευτείς;

- Όχι. Φουκαράδες ναυτικοί. Τις είδα τις γυναίκες τους να κατεβαίνουν πριν έρθει το καράβι στο μώλο και να περιμένουν όρθιες στο λιοπύρι ή στη βροχή. Τις είδα να τους αποχαιρετάνε στο σάλπα, βασανισμένες, σακατεμένες από τα ριξίματα, μ' ένα τσούρμο παιδιά να τις τραβάνε από το φουστάνι. Στερημένες. Καταλαβαίνεις. Λείπει ο άντρας. Όταν βρεθεί ο έξυπνος, τις καταφέρνει με το πρώτο. Οι κερατάδες θαλασσοπνίγονται. Ένα σωρό ξέρω, που πήραν αρρώστιες από τις γυναίκες τους. Παράτα με σου λέω.

- Είσαι άδικος, μουρμούρισε μες από τα δόντια του ο Γεράσιμος. Παραμύθια μου αραδιάζεις. Είναι χιλιάδες οι καλές, που σέβονται το ψωμί που τρώνε. Γεννάνε, βαφτίζουν, θάβουνε μοναχές τους. Δε μου λες; όταν λείπουμε πέντε και δέκα χρόνια, τι να σου κάμουνε; Κορμί το λένε.

Ο ασυρματιστής ήπιε μια γουλιά καφέ κι έφτυσε στην παλάμη του.

- Βρήκες τίποτα; Στάσου ν' ανάψω...

- Δε βαριέσαι, μη χαλάς τα σπίρτα. Μύγα με τέτοια ζέστη δε βρίσκεται, μήτε κατσαρίδα. Σκορπιός αποκλείεται να 'ναι, δε θα χώραγε στο φλυτζάνι. Λοιπόν, η μάνα μου είχ' ένα μπάρμπα καπετάνιο. Λεβέντης, πλούσιος, με τέσσερα πλεούμενα. Σαραντάρης, παντρεύτηκε τη Ζαφειριώ. Δεκαοχτάρα, ορφανή, αρχοντοξεπεσμένη. Όμορφη. Έφερε μαστόρους από την Πάτρα κι έκαμε τοπατρικό του, παλάτι. Μαόνι και κρύσταλλο. Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί της κι έπειτα μπαρκάρησε με το καλύτερό του καΐκι που το 'χε γράψει και βαφτίσει στ' όνομά της. Πήγαινε κι ερχόταν. Ένα χάραμα σαλπάρησε για τη Σαβόνα. Τα μεσάνυχτα, έβαλε κλειδί στην πόρτα του και τη βρήκε καβάλα μ' έναν Καλαματιανό που λάδωνε τα μαλλιά του, τα κατσάρωνε σαν πούστης και γύριζε την Κεφαλλονιά πουλώντας τσίτια και τσατσάρες. Ο λεγάμενος έκανε να πηδήσει από το παράθυρο ξεβράκωτος, μα τον έσυρε από τα μαλλιά πίσω. Η Ζαφειριώ, αλαλιασμένη, έκρυβε το μούτρο με τις παλάμες. Τότες ο μπάρμπας μου έστρωσε τραπέζι για τρεις, άναψε τα καντηλέρια και τις λάμπες, άνοιξε μια μποτίλια πομάρ, χαβιάρι και χοιρομέρι και τους έβαλε με το ζόρι στο τραπέζι. "Φάτε, τους είπε, έχετε ανάγκη από δύναμη."

Η ψυχοπαίδα τους με το νυχτικό φάνηκε στην πόρτα. "Σύρε μωρή σκρόφα κοιμήσου και τσιμουδιά, γιατί θα σου κόψω τον κώλο."

Καθώς κερνούσε, χύθηκε κρασί και χρωμάτισε το ρούσικο λινό τραπεζομάντηλο. Με το βρεμένο του χέρι τους άλειψε το κούτελο. "-Γούρι."

"Κωσταντή, σκότωσέ με καλύτερα τώρα, μα μη με βασανίζεις. Πέταξέ με στο δρόμο, βγάλε ντελάλη να το φωνάξεις, όμως άσε με να ντυθώ."

Μόλις ξημέρωσε, έδιωξε με μια κλωτσιά τον Καλαματιανό, αφού πρώτα του 'κοψε τα δυο μπατζάκια του παντελονιού, ήπιε καφέ και πήγε στον καφενέ, που 'χε ναργιλέ δικό του. Τη νύχτα κοιμήθηκε μαζί της και την άλλη το ίδιο. Ένα μήνα την πήδαγε και μόλις χάραζε, ξεκίναγε για τα χτήματα.

"Κωνσταντή, του 'πε η Ζαφειριώ ένα μεσημέρι, ξεχνάς κάτι λεφτά κάτου από το προσκέφαλο καθημερινά."

"Δεν τα ξεχνάω, της αποκρίθηκε. Πληρώνω πάντα τις πουτάνες που κοιμάμαι μαζί τους."

[...]

Άκου. Αν ποτέ βρισκόμουνα χαρμάνης από τσιγάρο κι από γυναίκα πάνου σ' ένα ξερονήσι και μου λέγαν να διαλέξω ένα από τούτα τα δυο, θα προτιμούσα το τσιγάρο. Το τσιγάρο.

Page 5: KABADIAS PEZA

- Κουταμάρες, Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει στην ώρα του.

- Μου 'χει τύχει κάτι σχετικό. Προτίμησα το τσιγάρο σου λέω.

- Από τα λόγια σου καταλαβαίνω πως τις αγαπάς τις γυναίκες, περισσότερο κι απ' ό,τι πρέπει. Μπορεί κάποια να σου 'καμε μεγάλη ζημιά, για τούτο έχεις χολιάσει και μιλάς έτσι. Θα σου περάσει.

- Μπα. Τις αγαπάω βέβαια. Είναι χαρά θεού να τις βλέπεις γυμνές. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος.

[...]

Σιχάθηκα πάντα κείνα τα σάπια λόγια. "Άφησε με... δε θέλω... Πες μου πρώτα πως μ' αγαπάς... πως δε θα φύγεις ποτέ". Κι άμα τελειώσεις, να μην μπορείς να το σκάσεις αμέσως. Να 'σαι υποχρεωμένος να την παρηγορήσεις, σαν να την είχες δείρει, να την είχες προσβάλει. Αναγούλα. Μαθήματα πήρα πάντα, μόνο απ' αυτές που λέμε δημόσιες.

[...]

Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς. "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."

"Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".

Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. "Τσιγάρο;"

"Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."

Την ίδια ώρα, στην καμπίνα του καπετάνιου, τα 'χε σηκώσει σαν τ' αυτιά του λαγού, μια κυρία πουτη σεβόταν όλος ο κόσμος στον τόπο της, με τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη. Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, που 'χουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στα μπορντέλα, τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες που 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη."

Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ στις 10:37 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:Ετικέτες Καββαδίας Νίκος(Πεζά)“Βάρδια” του Νίκου Καββαδία ( μικρό απόσπασμα )Βάρδια έκτηΔε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το’ χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτατου Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.- Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;- Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.- Θέλω τη θήκη μου. Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν

Page 6: KABADIAS PEZA

έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid allsaloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.- Ατζαμή! Φίλησέ με. – Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.- Την έχασες; Πού;- Στο Barbados…Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.- Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.- Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.- Χάιδεψε.- Ιουδήθ… Με τι χέρια… .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ένα σπίτι στο Ικίκι…Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.- Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.- Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.- Κοίταξέ με μέ τα δικά του.- Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.- Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.- Ναι. – Πάμε. Κρυώνω.- Στάσου να σου πω ένα παραμύθι.- Δε θέλω. Πάμε.- Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…- Το σκορπιό; – Eσένα.- Πάμε σου λέω. – Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.- Λοιπόν… Μόνον ο γερο-Γιεχού δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε… Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με μάτια κλεισμένα.- Κι οι δώδεκα;- Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε… Όχι γιατί μ’ αρέσεις. Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε.- Αύριο, στο Colombo. – Τώρα.- Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως… Ξέρεις.. Είμαι άρρωστος.- Δε με νοιάζει. – Άκου… Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα.- Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί. Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα.- Κάνε όπως θέλεις. Ό, τι βρεις κλέψε. Δείξε μού το μονάχα… Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin μπροστά σε τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς να με δούνε…Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ στις 12:52 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:Ετικέτες Καββαδίας Νίκος(Πεζά)Προτάσεις από την Βάρδια του Νίκου Καββαδία

Ένας μπερδεμένος λαός, γιομάτος χρώμα. Ο καθένας με τη δικιά του θρησκεία κι όλοι μαζί δίχως πίστη (23) Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε. (30) Ή μας λυπάται ο Θεός ή μας ξεχνάει ο διάολος. (38) Η αλήθεια είναι αμαρτία. Η πιο χοντροκομμένη, η πιο αφιλάνθρωπη μορφή της ψευτιάς. Να τηνπει κανείς μόνο για να σώσει κεφάλι από κρεμάλα, μόνο τότε πρέπει. (39) Φτάνει... Άνοιξε τα μάτια σου. Όσο τα κλείνεις βλέπεις μέσα σου και δεν κάνει. Με ανοιχτά βλέπεις μονάχα γύρω σου... (116) Νόμισα εκείνη τη στιγμή πως αν δεν είπα την αλήθεια, όμως της είπα κάτι σωστό (170) Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην γίνεται. Το πιο απίθανο, το πιο τρομαχτικό. Φτάνει κάποιος να το σκεφτεί. (175) Ξέρω ‘γω... Οι γυναίκες από τη μέση και κάτω δεν έχουνε πατρίδα. (186)

Page 7: KABADIAS PEZA

Αναρτήθηκε από ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ στις 12:35 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:Ετικέτες Καββαδίας Νίκος(Πεζά)Σάββατο, 5 Νοεμβρίου 2011Βάρδια : Μυθιστόρημα του Νίκου Καββαδία ( Μικρό απόσπασμα)

Είπες κάτι για τις γυναίκες.

- Ναι. Τις φοβάμαι.

- Όλοι, λίγο πολύ τις φοβόμαστε. Ετούτες μάλιστα στα λιμάνια.

- Ετούτες είν' οι καλύτερες. Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από "σπίτι"; Γιατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Θυμάμαι μια τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας. Έβγαλα το πουκάμισό μου. Η φανέλα μου η εσωτερικιά ήταν σκισμένη, κουρέλι. Τράβηξα τη γυναίκα να τη χαϊδέψω. "-Στάσου, μου 'πε, μη βιάζεσαι".

Μου 'βγαλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου 'πε κρατώντας τα λεφτά στο χέρι."-Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική".

Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά. "-Τότε, μου 'πε, κάνε μου τη χάρη πάρε μια φανέλα. Αν σ' έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα 'πιανε τα κλάματα".

Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε.

- Εσύ δε θα παντρευτείς;

- Όχι. Φουκαράδες ναυτικοί. Τις είδα τις γυναίκες τους να κατεβαίνουν πριν έρθει το καράβι στο μώλο και να περιμένουν όρθιες στο λιοπύρι ή στη βροχή. Τις είδα να τους αποχαιρετάνε στο σάλπα, βασανισμένες, σακατεμένες από τα ριξίματα, μ' ένα τσούρμο παιδιά να τις τραβάνε από το φουστάνι. Στερημένες. Καταλαβαίνεις. Λείπει ο άντρας. Όταν βρεθεί ο έξυπνος, τις καταφέρνει με το πρώτο. Οι κερατάδες θαλασσοπνίγονται. Ένα σωρό ξέρω, που πήραν αρρώστιες από τις γυναίκες τους. Παράτα με σου λέω.

- Είσαι άδικος, μουρμούρισε μες από τα δόντια του ο Γεράσιμος. Παραμύθια μου αραδιάζεις. Είναι χιλιάδες οι καλές, που σέβονται το ψωμί που τρώνε. Γεννάνε, βαφτίζουν, θάβουνε μοναχές τους. Δε μου λες; όταν λείπουμε πέντε και δέκα χρόνια, τι να σου κάμουνε; Κορμί το λένε.

Ο ασυρματιστής ήπιε μια γουλιά καφέ κι έφτυσε στην παλάμη του.

- Βρήκες τίποτα; Στάσου ν' ανάψω...

- Δε βαριέσαι, μη χαλάς τα σπίρτα. Μύγα με τέτοια ζέστη δε βρίσκεται, μήτε κατσαρίδα. Σκορπιός αποκλείεται να 'ναι, δε θα χώραγε στο φλυτζάνι. Λοιπόν, η μάνα μου είχ' ένα μπάρμπα καπετάνιο. Λεβέντης, πλούσιος, με τέσσερα πλεούμενα. Σαραντάρης, παντρεύτηκε τη Ζαφειριώ. Δεκαοχτάρα, ορφανή, αρχοντοξεπεσμένη. Όμορφη. Έφερε μαστόρους από την Πάτρα κι έκαμε τοπατρικό του, παλάτι. Μαόνι και κρύσταλλο. Έμεινε κάμποσο καιρό μαζί της κι έπειτα μπαρκάρησε με το καλύτερό του καΐκι που το 'χε γράψει και βαφτίσει στ' όνομά της. Πήγαινε κι ερχόταν. Ένα χάραμα σαλπάρησε για τη Σαβόνα. Τα μεσάνυχτα, έβαλε κλειδί στην πόρτα του και τη βρήκε καβάλα μ' έναν Καλαματιανό που λάδωνε τα μαλλιά του, τα κατσάρωνε σαν πούστης και γύριζε την Κεφαλλονιά πουλώντας τσίτια και τσατσάρες. Ο λεγάμενος έκανε να πηδήσει από το παράθυρο ξεβράκωτος, μα τον έσυρε από τα μαλλιά πίσω. Η Ζαφειριώ, αλαλιασμένη, έκρυβε το μούτρο με τις παλάμες. Τότες ο μπάρμπας μου έστρωσε τραπέζι για τρεις, άναψε τα καντηλέρια

Page 8: KABADIAS PEZA

και τις λάμπες, άνοιξε μια μποτίλια πομάρ, χαβιάρι και χοιρομέρι και τους έβαλε με το ζόρι στο τραπέζι. "Φάτε, τους είπε, έχετε ανάγκη από δύναμη."

Η ψυχοπαίδα τους με το νυχτικό φάνηκε στην πόρτα. "Σύρε μωρή σκρόφα κοιμήσου και τσιμουδιά, γιατί θα σου κόψω τον κώλο."

Καθώς κερνούσε, χύθηκε κρασί και χρωμάτισε το ρούσικο λινό τραπεζομάντηλο. Με το βρεμένο του χέρι τους άλειψε το κούτελο. "-Γούρι."

"Κωσταντή, σκότωσέ με καλύτερα τώρα, μα μη με βασανίζεις. Πέταξέ με στο δρόμο, βγάλε ντελάλη να το φωνάξεις, όμως άσε με να ντυθώ."

Μόλις ξημέρωσε, έδιωξε με μια κλωτσιά τον Καλαματιανό, αφού πρώτα του 'κοψε τα δυο μπατζάκια του παντελονιού, ήπιε καφέ και πήγε στον καφενέ, που 'χε ναργιλέ δικό του. Τη νύχτα κοιμήθηκε μαζί της και την άλλη το ίδιο. Ένα μήνα την πήδαγε και μόλις χάραζε, ξεκίναγε για τα χτήματα.

"Κωνσταντή, του 'πε η Ζαφειριώ ένα μεσημέρι, ξεχνάς κάτι λεφτά κάτου από το προσκέφαλο καθημερινά."

"Δεν τα ξεχνάω, της αποκρίθηκε. Πληρώνω πάντα τις πουτάνες που κοιμάμαι μαζί τους."

[...]

Άκου. Αν ποτέ βρισκόμουνα χαρμάνης από τσιγάρο κι από γυναίκα πάνου σ' ένα ξερονήσι και μου λέγαν να διαλέξω ένα από τούτα τα δυο, θα προτιμούσα το τσιγάρο. Το τσιγάρο.

- Κουταμάρες, Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει στην ώρα του.

- Μου 'χει τύχει κάτι σχετικό. Προτίμησα το τσιγάρο σου λέω.

- Από τα λόγια σου καταλαβαίνω πως τις αγαπάς τις γυναίκες, περισσότερο κι απ' ό,τι πρέπει. Μπορεί κάποια να σου 'καμε μεγάλη ζημιά, για τούτο έχεις χολιάσει και μιλάς έτσι. Θα σου περάσει.

- Μπα. Τις αγαπάω βέβαια. Είναι χαρά θεού να τις βλέπεις γυμνές. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος.

[...]

Σιχάθηκα πάντα κείνα τα σάπια λόγια. "Άφησε με... δε θέλω... Πες μου πρώτα πως μ' αγαπάς... πως δε θα φύγεις ποτέ". Κι άμα τελειώσεις, να μην μπορείς να το σκάσεις αμέσως. Να 'σαι υποχρεωμένος να την παρηγορήσεις, σαν να την είχες δείρει, να την είχες προσβάλει. Αναγούλα. Μαθήματα πήρα πάντα, μόνο απ' αυτές που λέμε δημόσιες.

[...]

Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς. "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."

"Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".

Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. "Τσιγάρο;"

Page 9: KABADIAS PEZA

"Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."

Την ίδια ώρα, στην καμπίνα του καπετάνιου, τα 'χε σηκώσει σαν τ' αυτιά του λαγού, μια κυρία πουτη σεβόταν όλος ο κόσμος στον τόπο της, με τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη. Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, που 'χουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στα μπορντέλα, τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες που 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη."

Λόγος που μαστιγώνει και που να μη βιαστεί κανείς και προπαντός καμία να τον παρεξηγήσει δίχως να συλλογιστεί γιατί τα γράφει αυτά ο Καββαδίας. Αθυρόστομος μεν σε ορισμένα σημεία, ακριβώς όσο απαιτεί ο μύθος του έργου του, αλλά δίχως να καταδέχεται στο ελάχιστο να κοροϊδέψει τον εαυτό του και τους άλλους με τα κοινώς αποδεκτά μυθεύματα.

Έχουμε όλοι συνηθίσει να κρύβουμε τις πομπές μας σε παρωπίδες και να βρίζουμε τους αθώους την ώρα που βγάζουμε το καπέλο στα λαμόγια. Ο Καββαδίας κάνει το αντίθετο. Οι δικές του βρισιές πάνε στις δήθεν "κυρίες" του καλού κόσμου και για τις περιφρονημένες και δημόσιες γυναίκες φροντίζει να αποκαλύψει την περισσή τους ευαισθησία και την αξιοπρέπειά τους ακόμη. Ξεγυμνώνει και μεταφορικά και κυριολεκτικά τις κυράδες και ντύνει τις πόρνες... Λίγο να προσέξετε το κείμενο, τόσο δα, θα διακρίνεται ένα αλληγορικό βάθος που θα σας αφήσει με το στόμα ανοιχτό.

Να, για παράδειγμα. Σταθείτε στις εικόνες. Η πόρνη που πιάνει βελόνα και ράβει την σκισμένη φανέλα.

Και η κυρία που πιάνεται καβάλα από το σύζυγο και γυμνή έπειτα βρίσκεται να πίνει κρασί με σύζυγο και εραστή στο ίδιο τραπέζι. Σουρεάλ; Εντελώς. Όσο σουρεάλ είναι και όλη η ζωή μας αν τουλάχιστον είχαμε την ειλικρίνεια να την παραδεχθούμε. Ποιος όμως;

Το σημαντικό είναι πως ο Νίκος Καββαδίας δεν κάνει απλώς μυθιστόρημα. Μιλάει για τον ίδιο του τον εαυτό και ξέρουμε πως τις απόψεις αυτές τις υπέγραψε με τις πράξεις του. Με τη ζωή του. Έτσι οι απόψεις μετατρέπονται σε αυτοβιογραφία και δημόσια εξομολόγηση ενός ανθρώπου που δεν καταδέχτηκε να υποκύψει σε στερεότυπα.

Ο συνομιλητής του μαρκόνη, γραμματικός σύμφωνα με το μύθο, είναι η δεύτερη φωνή του συγραφέα, έστω και αν επιφανειακά φαίνεται να διαφωνεί μαζί του. Ειδικά η φράση:

- Από τα λόγια σου καταλαβαίνω πως τις αγαπάς τις γυναίκες, περισσότερο κι απ' ό,τι πρέπει.

ξεκλειδώνει τη δήθεν σκληρότητα του μαρκόνη και κουρελιάζει τον επίπλαστο μισογυνισμό του σε χιλιάδες ψήγματα αληθινής λατρείας προς τη γυναίκα, αλλά ποια γυναίκα; Την αυθεντική. Το γνήσιο θηλυκό. Τη χαρά του θεού!

Μάλιστα, αν σκαλίσουμε λίγο το βερνίκι από την άλλη φράση, που ανάγει την πληρωμή ως τον πιο σωστό τρόπο σχέσης ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, και μάλιστα σε διττή μορφή, να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε... θα διακρίνουμε και τη δική του αυθεντική αρσενική φύση. Κυνηγάει το θηλυκό, και το χρήμα όπλο είναι. Μα δεν το υποτιμάει, δεν το μετατρέπει σε εμπόρευμα. Γιατί είναι πρόθυμος και ο ίδιος να μπει στον ρόλο εκείνου που τον πληρώνουνε.

Είναι λοιπόν όλα θέμα χρήματος για τον Καββαδία; Αν ήταν ένα χαραμοφάης της πατρικής του περιουσίας, ίσως τέτοιες απόψεις να να διαβάζονταν αλλιώς... Μα ο Καββαδίας τα χρήματά του τακερδίζει γυρνώντας ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είναι ο αρμυρός ιδρώτας της θάλασσας το

Page 10: KABADIAS PEZA

δικό του πορτοφόλι. Η ζωή του η ίδια. Κι αυτή τη ζωή επιλέγει να την καταθέσει στις δημόσιες γυναίκες. Γιατί αυτές είναι ό,τι δηλώνουν. Γνήσιες.

Ώχου, σε τι πήγα και έμπλεξα... Καλά τον είχα αφημένο κάτι χρόνια στο ράφι. Μωρέ βαρίδια χοντρά κρέμασαν τα λόγια του και όσο τα ξαναδιαβάζω γίνονται ασήκωτα...