Upload
fausta3
View
261
Download
1
Embed Size (px)
DESCRIPTION
E.J.hobsbawm _Ξεχωριστοί Άνθρωποι
Citation preview
ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΝΤΙΣΤ ΑΣΗ, ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΤΖΑΖ
Τίτλος πρωτοτύπου:
Eric Hobsbawm
UNCOMMON ΡΕΟΡLΕ
RESISTANCE, REBELLION AND JAZZ
Weidenfeld & Nicolson, Λονδίνο 1998
© Για την ελληνική γλώσσα
2001, Εκδόσεις Θεμέλιο
Σόλωνος 84, τηλ. 36 08 180
e-mail: [email protected]
ERIC HOBSBAWM
ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΤΖΑΖ
Μετάφραση:
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΜΑΤΑΛΑΣ
Θ Ε Μ Ε ΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
1 ΤΟΜΑΣ ΠΑΙΗΝ 13 2 Το ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ 18 3 ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΥΤΣΗΔΕΣ [γραμμένο από κοινού με την
Joan W. Scott) 36 4 ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 74 5 Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ. 1870-1914 90 6 ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 113
7 ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ: ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ 139 8 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ: Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 164 9 Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 185
10 Το ΜΕΓΑΦΩΝΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 200
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
11 ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
12 ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
13 ΤΖΟΥΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
14 Το ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ
15 Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 1968
16 Οι ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
17 ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΞ
18 ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝ ΑΝ ΚΑΚΟ: Ο ΡοΥ' ΚΟΝ
19 Ο KAPOrZO ΤΗΣ ΤΖΑΖ
20 Ο KAOrNT ΜΠΕrΣI
21 Ο ΔΟΥΚΑΣ
ΤΖΑΖ
207 232
266
277 292 304 311
316
319 330 340
8
22 Η ΤΖΑΖ Φτ ΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
23 Το ΛΜκο ΣΟΥΙΝΓΚ
24 Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1960
25 ΜΠΙΛΤ ΧΟΛΙΝΤΕΥ'
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
353 364
372
386
26 Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ: 500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ 389
ErPETHPIO ΟΝΟΜΑΤΩΝ 399
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αυτό το βιβλίο αφορά, σχεδόν αποκλειστικά, το είδος εκείνο των ανθρώ
πων που τα ονόματά τους συνήθως δεν τα γνωρίζουν παρά μόνον οι συγγενείς και οι γείτονες ή, στα σύγχρονα κράτη, οι υπηρεσίες που καταγράφουν γεννήσεις, γάμους και θανάτους. Καμιά φορά τα ξέρει και η αστυνομία ή οι δημοσιογράφοι που ψάχνουν να βρουν «ανθρώπινες ιστορίες». Υπάρχουν περιπτώσεις που τα ονόματά τους δεν τα γνωρίζουμε καθόλου, και ούτε θα τα γνωρίσουμε ποτέ, όπως εκείνων των ανδρών και γυναικών που άλλαξαν τον κόσμο καλλιεργώντας σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αφρική φυτά εισαγόμενα από το Νέο Κόσμο που είχε πρόσφατα ανακαλυφθεί. Μερικοί απ' αυτούς έπαιξαν κάποιο ρόλο σε μικρούς ή τοπικούς δημόσιους χώρους: στο δρόμο, στο χωριό, στην ενορία, στο σωματείο, στο συμβούλιο. Στην εποχή των σύγχρονων μαζικών μέσων ενημέρωσης, η μουσική και ο αθλητισμός έκαναν διάσημους λίγους απ' αυτούς που παλαιότερα θα είχαν μείνει ανώνυμοι.
Αυτοί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης φυλής. Κι όμως, οι διαμάχες των ιστορικών σχετικά με το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του ατόμου και των αποφάσεών του στην ιστορία δεν αφορούν αυτούς. Α ν σβήναμε αυτά τα άτομα από την ιστορία, δε θα άλλαζαν πολλά πράγματα στη μακροϊστορική αφήγηση.
Άποψη αυτού του βιβλίου δεν είναι μόνον ότι τέτοιοι άνθρωποι θα πρέπει να διασωθούν από τη λήθη ή απ' την «πελώρια συγκατάβαση των μεταγενεστέρων », όπως λέει μια περίφημη φράση του Ε.Ρ. Thompson. Σίγουρα αυτό πρέπει να γίνει, κι ελπίζω ότι μερικά κεφάλαια του βιβλίου μου -όπως το «Πολιτικοί τσαγκάρηδες» και το «Αγροτικές καταλήψεις γης»- βοηθάνε. Όπως έχει γράψει κι ο μακαρίτης ο Joseph Mitchell του New Yorker διαμαρτυρόμενος για όσους μιλούν, έστω και με συμπάθεια, για το «λαουτζίκο»: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο μεγάλοι όσο κι εγώ». Οι ζωές τους είναι το ίδιο ενδιαφέρουσες με τις δικές σας και με τη δική μου, έστω κι αν κανείς δεν έχει γράψει γι' αυτές. Πιστεύω όμως ότι αυτοί οι άνδρες κι αυτές οι γυναίκες αποτελούν -αν όχι ως άτομα, σίγουρα συλλογικά- μείζονες παράγοντες της ιστορίας. Το τι κάνουν και το τι σκέφτονται έχει μεγάλη σημασία. Μπορεί να αλλάξει, κι έχει αλλάξει, την κουλτούρα και την κατεύθυνση της ιστορίας, και μάλιστα ποτέ άλλοτε τόσο έ-
10 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ντονα όσο στον εικοστό αιώνα. Γι' αυτό και σε ένα βιβλίο που μιλάει για
συνηθισμένους ανθρώπους, αυτούς που είναι γνωστοί ως «απλοί άνθρω
ποι», έδωσα τον τίτλο Ξεχωριστοί άνθρωποι. Δεν είναι άνθρωποι «ομοιόμορφοι και κοινότοποι», σαν τα εγκλήματα
που ο Σέρλοκ Χολμς δυσκολευόταν τόσο πολύ να διαλευκάνει. Πώς δια
πλάθονται μέσα από το παρελθόν και το παρόν τους, πώς εκλογικεύουν
τα πιστεύω και τις πράξεις τους, πώς οι ίδιοι με τη σειρά τους διαμορφώ
νουν τις κοινωνίες τους και την ιστορία; Αυτά είναι τα κεντρικά ερωτήμα
τα που απασχολούν το βιβλίο μου, και ελπίζω ότι του προσδίδουν μια βα
σική θεματική συνοχή.
Τρεις από τις ενότητες του βιβλίου έχουν να κάνουν με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και περιβάλλοντα: Η ενότητα Η ριζoσπαστικ� παράδοση (κεφάλαια 1 έως 10) ασχολείται με την εργατική τάξη και τις ιδεολογίες που συνδέονται με το κίνημά της, η ενότητα Άνθρωποι της υπαίθρου (κεφάλαια 11 ώς 13) με την παραδοσιακή αγροτιά, και η ενότητα Τζαζ (κεφάλαια 19 έως 25) με έναν από τους λίγους κλάδους της τέχνης που έχει εξ ολοκλήρου τις ρίζες του στις ζωές φτωχών ανθρώπων. Μια τέταρτη ενότητα, με τίτλο Σύγχρονη ιστορία (κεφάλαια 14 ώς 18), σχετίζεται με το θέμα του βιβλίου στο βαθμό που ασχολείται κατά κύριο λόγο με καταστάσεις στις οποίες δεν έχουμε να κάνουμε σχεδόν καθόλου με συνειδητές ανθρώπινες προθέσεις και αποφάσεις, παρότι παραδοσιακά αντιμετωπίζονται συνήθως με τέτοιους όρους. Ωστόσο, δεν μπορώ να κρύψω ότι μου δίνει ευχαρίστηση να επανεκδώσω μία τουλάχιστον επιτυχημένη άσκηση στη σύγχρονη ανάλυση. Ούτε μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να συμπεριλάβω κι ένα σύντομο φινάλε για ένα αδικοξεχασμένο κακό των ΗΠΑ, εκείνων των παράξενων χρόνων του Ψυχρού Πολέμου, που είχε δημοσιευτεί στη σειρά «Ηρωες και Κακοί» της νεοεκδοθείσας τότε εφημερίδας Independent. Στηρίζεται βέβαια στο αποστομωτικό βιβλίο του Nicholas von Hoffmann, Citizen Cohn: The Life and Tirnes of Roy Cohn (Νέα Υόρκη 1988).
Όπως φαίνεται απ' αυτά τα δοκίμια, τα ζητήματα αυτά με απασχόλησαν -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας μου ως ιστορικός. Ακολουθούν τις ερευνητικές κατευθύνσεις των πρώτων μου μελετών για τους εργαζόμενους και των πρώτων βιβλίων μου, που κυκλοφόρησαν σχεδόν πριν σαράντα χρόνια: Prirnitive Rebels και The Jazz Scene [Η σκηνή της Τζαζ]. Οι Ξεχωριστοί άνθρωποι συγκεντρώνουν μελέτες που γράφτηκαν μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του '50 και των μέσων της δεκαετίας του '90. Έντεκα από τα είκοσι έξι δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε παλαιότερα βιβλία: στο Labouring Men, στο Revolutionaries και στο Worlds of Labour (στην αμερικανική έκδοση: Workers) τα υπό-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1 1
λοιπα δεν είχαν μέχρι τώρα κυκλοφορήσει σε δικά μου βιβλία, τουλάχιστον στη Μεγάλη Βρετανία. Περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται στην αρ
χή του κάθε κεφαλαίου.
ERIC HOBSBAWM
Λονδίνο 1998
Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΤΟΜΑΣ ΠΑΙΗΝ
Αυτό το κεφάλαιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ως βιβλιοπαρουσίαση μιας βιογραφίας του Τόμας Παίην στον New Statesman το 1961. Στο μεταξύ κυκλοφόρησαν κι
άλλες. και καλύτερες. βιογραφίες του Παίην. ιδιαίτερα αυτή του John Keane (Λονδίνο
1995), οι οποίες όμως δεν μπορεί παρά να εμπνεύσουν τους ανάλογους στοχασμούς.
Μία μετριoπαθ�ς επανάσταση είναι μια έννοια που αντιφάσκει στους όρους της, αν και ένα μετριοπαθές στρατιωτικό κίνημα, πραξικόπημα � προνουντσιαμέντο δεν είναι. Όσο περιορισμένοι κι αν είναι οι δηλωμένοι στόχοι μιας επανάστασης, το φως της Νέας Iερoυσαλ�μ θα πρέπει να φέγγει μέσα από τις ρωγμές που ανοίγει στη λιθoδoμ� του αιώνιου Κατεστημένου. Όταν πέφτει η Βαστίλη, τα συνηθισμένα κριτ�ρια περί του τι είναι δυνατό πάνω στη Γη παύουν να ισχύουν' άνδρες και γυναίκες χορεύουν αυθόρμητα στους δρόμους προσβλέποντας στην ουτοπία. Έτσι οι επαναστάτες, όσο ρεαλιστικά � μετριoπαθ� και να είναι αυτά που προτείνουν στην πράξη, περιβάλλονται από ένα χιλιαστικό φωτοστέφανο.
Ο Τόμας Παίην αντανακλούσε αυτό το ουράνιο τόξο μιας επoχ�ς «στην οποία μπορούσες να ελπίζεις τα πάντα». Είχε μπροστά στα μάτια του «μια σκην� τόσό καινούργια και τόσο υπερφυσικά ασύγκριτη με oτιδ�ποτε άλλο στον εuρωπα'ίκό κόσμο, που η λέξη επανάσταση δεν αρκεί' μια σκην� που εξυψώνεται σε αναγέννηση του ανθρώπου». «Η επoχ� μας», έλεγε, «θα δικαιούται στο εξ�ς να ονομάζεται Eπoχ� του Ορθού Λόγου, και η γενιά μας θα φαντάζει στο μέλλον ως ο Αδάμ του νέου κόσμου». Η Aμερικ� έγινε ανεξάρτητη, η Βαστίλη έπεσε, κι αυτός �ταν η φων� αυτών των δύο θαυμαστών γεγονότων. «Να συμμετέχεις σε δύο επαναστάσεις», γράφει στον Ουάσινγκτον, «σημαίνει ότι ζεις για έναν σκοπό».
Κι όμως, οι πραγματικές προτάσεις αυτού του ανθρώπου, του βαθιά και ενστικτωδώς επαναστάτη, �ταν σε σχεδόν γελοίο βαθμό μετριοπαθείς. Ο στόχος του, «καθoλικ� εφ�νη, πολιτισμός και εμπόριο», �ταν ο στόχος των περισσότερων ελεύθερων εμπόρων της βικτωριαν�ς επoχ�ς. Αποποιούνταν συνειδητά κάθε πρόθεση «θεωρητικ�ς αναμόρφωσης» στα ζητ�ματα της οικονομίας. Θεωρούσε την ιδιωτικ� επιχείρηση αρκετά καλ�, και τη «βελτίωση της κατάστασης του ανθρώπου μέσω του συμφέροντός του, ως την πλέον πρόσφορη μέθοδο». Η ανάλυσ� του για τα κακά
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
της κοινωνίας, και ειδικά ότι τα χειρότερα όλων ήταν ο πόλεμος και οι μεγάλοι φόροι, εξακολουθεί να είναι ένα δόγμα που επικρατεί στη ζώνη των διευθυντών του Sussex, εκτός από τις περιόδους κατά τις οποίες τα κέρδη από τους εξοπλισμούς και ο φόβος του κομμουνισμού υπερτερούν του τρόμου των υψηλών δημοσίων δαπανών. Η πιο ριζοσπαστική πρόταση του Παίην για την οικονομία ήταν μια φορολογία 10% επί των κληρονομιών για τη χρηματοδότηση των γηροκομείων. Όταν ήρθε στη Γαλλία, προσχώρησε -όπως κι άλλοι άγγλοι «Γιακωβίνοι»- στους Γιρονδίνους, και μάλιστα ήταν μετριοπαθής κι ανάμεσα σ' αυτούς.
Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, ότι τελικά ήταν επαναστάτης. Στο κάτω κάτω υπήρξε μια εποχή κατά την οποία οι συνετοί βιομήχανοι ήταν έτοιμοι να στήσουν οδοφράγματα (ή, για να 'μαστε ακριβείς, να υποστηρίξουν αυτούς που τα στήνανε) ενάντια στις δυνάμεις της ανισότητας που δεν επέτρεπαν «τη γενική ευτυχία που μπορεί να φέρει ο πολιτισμός», ενάντια σ' αυτούς που προτιμούσαν τους βασιλιάδες και τους δούκες από τους επιχειρηματίες. Αυτό που προκαλεί όμως έκπληξη, είναι η εξαιρετική, και πιθανώς μοναδική, επιτυχία που γνώρισε ως εκπρόσωπος της εξέγερσης. Κι αυτό ακριβώς είναι που τον καθιστά ιστορικό πρόβλημα.
Κι άλλοι φυλλαδιογράφοι κατάφεραν κάποιες φορές να επιτύχουν αυτό που δικαιώνει τη ζωή του αγκιτάτορα και τον μετατρέπει σε μια ορισμένη στιγμή σε φωνή του καθένα. Ο Παίην το κατάφερε τρεις φορές. Το 1776, με τον Κοινό Νου αποκρυστάλλωσε τις ημιδιαμορφωμένες βλέψεις για αμερικανική ανεξαρτησία. Το 1791, υπερασπιζόμενος τη Γαλλική Επανάσταση στα Δικαιώματα του Α νθρώπου, είπε όλα όσα θα θέλανε να πούνε επί του θέματος οι περισσότεροι άγγλοι Ριζοσπάστες. Λέγεται ότι το βιβλίο αυτό πούλησε 200.000 αντίτυπα μέσα σε λίγους μήνες, σε μια εποχή που ολόκληρος ο πληθυσμός της Βρετανίας, μαζί και τα παιδιά και οι αναλφάβητοι, ήταν μικρότερος από τον πληθυσμό του σημερινού Ευρύτερου Λονδίνου. Το 1794, η Εποχή του Ορθού λόγου έγινε το πρώτο βιβλίο που είπε ξεκάθαρα, σε μια γλώσσα κατανοητή από τους απλούς ανθρώπους, ότι η Βίβλος δεν ήταν ο λόγος του Θεού. Στο εξής, το βιβλίο αυτό παρέμεινε η κλασική διατύπωση του ορθολογισμού της εργατικής τάξης. Είναι σαφές ότι μια τέτοια τριπλή επιτυχία δεν μπορεί να είναι συμπτωματική.
Εν μέρει οφείλεται στο ότι ο Παίην ήταν και ο ίδιος ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους έγραφε, ένας από τους αυτοδημιούργητους, αυτοδίδακτους, στηριζόμενους στις δικές τους δυνάμεις άνδρες, που δεν είχαν ακόμα οριστικά διχαστεί σε εργοδότες και μισθωτή εργασία. Ο άνθρωπος που υπήρξε διαδοχικά μαθητευόμενος κατασκευαστής κορσέδων, δάσκαλος, κρατικός υπάλληλος, καπνοπώλης, δημοσιογράφος και
ΤΟΜΑΣ nAIHN
«ένα ιδιοφυές άτομο που ήλπιζε να εισάγει τις μηχανικές του εφευρέσεις στην Αγγλία», είχε τη δυνατότητα να μιλάει εξ ονόματος όλων αυτών. Μάλιστα, τόσο ως εφευρέτης όσο και ως δημοσιογράφος, είχε την ίδια παράδοξη σχέση με το κοινό του. Το δημοφιλέστερο μεμονωμένο κατασκεύασμα της Βιομηχανικής Επανάστασης, αν κρίνουμε από τις αναρίθμητες απεικονίσεις της πάνω σε κανάτες, ήταν η σιδερένια γέφυρα πάνω από τον ποταμό Wear που οικοδομήθηκε σύμφωνα με το πρωτοποριακό σχέδιο του Παίην, αν και (είναι πολύ χαρακτηριστικό) χωρίς να βγάλει ο ίδιος κέρδος. Η ανακάλυψη της επανάστασης ως γεγονότος έδωσε στον ίδιο και στους αναγνώστες του μια εκπληκτική πίστη σε ένα μέλλον που τους ανήκε.
Πραγματικά, η ανακάλυψη αυτή τον δημιούργησε. Αν δεν ήταν η πάλη για την Αμερική το 1776, ίσως να είχε γίνει ένας ήσσονος σημασίας συγγραφέας ή, το πιθανότερο, ένας εφευρέτης και αποτυχημένος βιομήχανος, μια που η εφαρμοσμένη επιστήμη ήταν και παρέμεινε το πρώτο και τελευταίο του πάθος. Οι φίλοι του -λίγοι όμως πέραν αυτών- θα τον θαύμαζαν ως σοφό, ως έναν γοητευτικό αστέρα της μικρής τοπικής κοινωνίας, ως σπόρτσμαν και καλό παίκτη στο σκάκι και το πικέτο. Θα αποδοκίμαζαν ήπια την αγάπη του για το μπράντυ, και πότε πότε ίσως να σχολίαζαν την απουσία σεξουαλικής ζωής σε έναν άνδρα που έδειχνε τόσο ευαίσθητος στις χαρές της αγοράς. Α ν δεν είχε μεταναστεύσει στην Αμερική με μια συστατική επιστολή από τον τετραπέρατο Φραγκλίνο, θα είχε ξεχαστεί. Α ν δεν είχε ξαναγεννηθεί μέσα στην Επανάσταση, δε θα τον θυμόντουσαν παρά μόνο σε κάποια διδακτορική διατριβή.
Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι η μνήμη του δεν έχει διατηρηθεί στον κόσμο του ορθόδοξου φιλελευθερισμού, αλλά στο μαχητικό περιβάλλον της πολιτικής και θεολογικής εξέγερσης κι αυτό παρά την πολιτική του αποτυχία, εκτός από δημοσιογράφος, και τη μετριοπάθεια που τον διέκρινε. (Ήταν το μοναδικό μέλος της Συμβατικής Συνέλευσης που πολέμησε ανοιχτά τη θανατική καταδίκη του Λουδοβίκου ΙΔ" αν και ήταν ο πρώτος που πρότεινε την ανακήρυξη της Δημοκρατίας). Οι περισσότερες βιογραφίες του Παίην έχουν γραφεί από αριστερούς ένας κομμουνιστής επιμελήθηκε την έκδοση μιας συλλογής των έργων του.
Γιατί αυτό; Επειδή για τους περισσότερους από τους αναγνώστες του Παίην, η λύση δεν ήταν η σωτηρία μέσω της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ό,τι κι αν σκέφτονταν αυτός ή εκείνοι. Φαινομενικά αντετίθετο στα «πρoν�μια» που έστεκαν εμπόδιο στην «ελευθερία»' στην πραγματικότητα όμως αντετίθετο και σε μη αναγνωρίσιμες, ακόμα, νέες δυνάμεις που έσπρωχναν ανθρώπους σαν αυτούς στη φτώχεια. Ήταν αρκετά ανεξάρτητοι -ως ειδικευμένοι τεχνίτες, μικρομαγαζάτορες ή κτηματίες- για να βλέπουν τους εαυτούς τους σαν το μέλλον, όχι επειδή (όπως το μαρ-
16 Η ΡΙΖΟΣΩΑΣΤΙΚΗ ΩΑΡΑΔΟΣΗ
ξικό προλεταριάτο) ο ίδιος ο βαθμός καταπίεσής τους τους οδηγούσε στην επανάσταση, αλλά επειδή ήταν γελοίο και παράλογο να μη θριαμβεύσουν οι ανεξάρτητοι άνθρωποι. Έπρεπε να περάσουν άλλα είκοσι πέντε χρόνια πριν αρχίσουν να αναζητούν οι ορθολογιστές τεχνίτες τύπου Παίην τη σωτηρία τους μέσα από μια «γενική ένωση» και μια συνεργατική πολιτεία. Ήδη όμως η φτώχεια αποτελούσε γι' αυτούς ένα συλλογικό πρόβλημα το οποίο έπρεπε να επιλύσουν κι όχι απλά να αποφύγουν.
Στο όνομα αυτών των φτωχών που στηρίζονταν στις δικές τους δυνάμεις μιλούσε ο Παίην, και σ' αυτούς απευθυνόταν. Αυτή καθαυτή η ανάλυσή του δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο η αταλάντευτη και υπερήφανη αφοσίωσή του σ' αυτούς, η οποία εκφραζόταν μ' αυτή τη «βαθιά λογική και ενάργεια» που τόσο θαύμαζε σ' αυτόν ο Κοντορσέ. Όταν μιλούσε για την ανθρώπινη ευδαιμονία, είχε κατά νου την εξάλειψη της φτώχειας και της ανισότητας. Το μεγάλο στοίχημα της Επανάστασης, παρά την αφοσίωσή του στη χαμηλή φορολογία και την ελεύθερη επιχείρηση, ήταν «αν Ο άνθρωπος θα κληρονομήσει τα δικαιώματά του και αν θα έρθει ο καθολικός πολιτισμός. Αν θα μπορέσει να απολαύσει ο ίδιος τους καρπούς της δουλειάς του [ ... ] Αν τα δικαστήρια θα εξαλείψουν την κλοπή και τη δυστυχία από τις χώρες». Το μεγάλο ζήτημα ήταν ότι «στις χώρες που ονομάζουμε πολιτισμένες, βλέπουμε ηλικιωμένους να πηγαίνουν στο εργοστάσιο και νέους στις αγχόνες». Ήταν ότι η αριστοκρατία τυραννούσε «αυτή την τάξη των φτωχών και εξαθλιωμένων ανθρώπων, που είναι τόσοι πολλοί σ' ολόκληρη την Αγγλία, και οι οποίοι θα πρέπει να μάθουν με μια διακήρυξη ότι είναι ευτυχισμένοι».
Αλλά ο Παίην δεν είπε στους αναγνώστες του μόνον ότι η φτώχεια ήταν ασύμβατη με την ευδαιμονία και τον πολιτισμό. Τους είπε κι ότι το φως του ορθού λόγου είχε ανατείλει σε ανθρώπους σαν αυτούς για να βάλει τέλος στη φτώχεια, και ότι η Επανάσταση έδειχνε τον τρόπο που θα θριάμβευε ο ορθός λόγος. Ήταν ο λιγότερο ρομαντικός από τους επαναστάτες. Ο αυτονόητος, πρακτικός, κοινός νους του τεχνίτη θα άλλαζε τον κόσμο. Αλλά αυτή η απλή ανακάλυψη ότι ο ορθός ο λόγος μπορεί να κόψει σαν το τσεκούρι τα χαμόκλαδα των εθίμων που κρατούσαν τους ανθρώπους μέσα στη σκλαβιά και την άγνοια, ήταν αποκαλυπτική.
Μέσα απ' τις σελίδες της Εποχής του Ορθού Λόγου, όπως και μέσα από ολόκληρες γενιές εργατικών κύκλων συζήτησης, φέγγει η έξαρση που προκάλεσε η ανακάλυψη του πόσο εύκολο είναι -απ' τη στιγμή που αποφασίσεις να δεις καθαρά- να καταλάβεις ότι όλα αυτά που λένε οι παπάδες για τη Βίβλο ή οι πλούσιοι για την κοινωνία, δε στέκουν. Μέσα από τις σελίδες των Δικαιωμάτων του Α νθρώπου λάμπει το προφανές αυτής της μεγάλης αλήθειας. Για τον Burke, αυτή η επαναστατική αλή-
ΤΟΜΑΣ ΠΑΙΗΝ
θεια σήμαινε ότι «όλη η ευπρεπής ενδυμασία της ζωής μας πρέπει να ξεσκιστεί», αφήνοντας «τη φύση μας να τουρτουρίζει γυμνή», με αποκαλυμμένες όλες τις ατέλειες. Ο Παίην δε φοβόταν μια γυμνότητα που αποκάλυπτε τον άνθρωπο αυτοδημιούργητο, μέσα στη δόξα των άπειρων δυνατοτήτων του. Η δική του ανθρωπότητα έστεκε γυμνή, σαν τους έλληνες αθλητές, έτοιμη να παλέψει και να θριαμβεύσει. Ακόμα και σήμερα, όταν διαβάζουμε αυτές τις κρυστάλλινες, απλές φράσεις στις οποίες ο κοινός νους ανυψώνεται σε ηρωισμό και όπου μια σιδερένια γέφυρα ενώνει την απόσταση που χωρίζει το Thetford από τη Νέα Ιερουσαλήμ, αγαλλιάζουμε και συγκινούμαστε. Κι αν πιστεύουμε στον άνθρωπο, είναι δυνατόν, ακόμα και σήμερα, να μην τον επευφημήσουμε;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
Ο σκοπός για τον οποίο γράφτηκε αυτό το κείμενο. δηλώνεται σαφώς στην πρώτη σε
λίδα του. Ήταν να υπερασπιστεί τα βρετανικά εργατικά κινήματα απέναντι σ' αυτό
που ο Ε.Ρ. Thompson θα αποκαλούσε αργότερα «πελώρια συγκατάβαση των μεταγε
νεστέρων» αλλά και απέναντι, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς. στους ιδεολόγους της εποχής μας. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1952 στο πρώτο τεύχος ενός ιστορικού περιοδικού που μόλις είχε ιδρυθεί από το συΥΥραφέα και μια ομάδα φίλων. και το οποίο εξακολουθεί να ακμάζει: το Past and Present.
Είναι ίσως καιρός να επανεξετάσουμε το πρόβλημα της καταστροφής των μηχανών στις αρχές της βιομηχανικής ιστορίας της Βρετανίας και άλλων χωρών. Γύρω απ' αυτή την πρώψη μορφή εργατικής πάλης επικρατούν ακόμα πολλές παρανοήσεις, συχνά δε και μεταξύ των ιστορικών. Έτσι, μια εξαίρετη δουλειά, δημοσιευμένη το 1950, χαρακτηρίζει ακόμα το λουδισμό απλά σαν μια «άσκοπη, φρενιτιώδη, βιομηχανική Jacquerie1 », ενώ ένας επιφανής ιστορικός που έχει πλουτίσει ανυπολόγιστα τις γνώσεις μας, προσπερνά την ενδημική εργατική αναταραχή του δέκατου όγδοου αιώνα λέγοντας ότι επρόκειτο για ένα ξεχείλισμα ερεθισμού και όξυνσης των πνευμάτων.2 Νομίζω ότι τέτοιου είδους παρανοήσεις οφείλονται στην επίμονη συντήρηση απόψεων σχετικά με την εισαγωγή των μηχανών που διατυπώθηκαν κατά το δέκατο ένατο αιώνα καθώς και απόψεων σχετικά με την εργατική και συνδικαλιστική ιστορία που διατυπώθηκαν κατά τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα κυρίως από τους Webb και τους φαβιανούς οπαδούς τους.
Θα πρέπει ίσως να γίνει διάκριση μεταξύ απόψεων και άρρητων παραδοχών. Σε ένα μεγάλο μέρος της όλης συζήτησης σχετικά με την καταστροφή των μηχανών μπορεί κανείς να διακρίνει την παραδοχή των αστών οικονομολόγων απολογητών του δέκατου ένατου αιώνα, ότι οι εργάτες πρέπει να μάθουν να μην αντιτάσσονται στην οικονομική αλήθεια, όσο δυσάρεστη κι αν είναι' την παραδοχή των φαβιανών και των φιλελευθέρων, ότι οι δυναμικές μορφές εργατικής δράσης είναι λιγότερο αποτελεσματικές απ' την ειρηνική διαπραγμάτευση' την παραδοχή όλων αυ-
1. Αγροτική εξέγερση (στα γαλλικά) [Σ.τ.Μ.]. 2. Ι.Η. Plumb. Eng/and in the Eig/Iteenth Century. Harmondsworth 1950. σ. 150' Τ.5.
Ashton. The IndIIstrial Revo/Iltion, Λονδίνο 1948, σ. 154.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ 19
τών, ότι το πρώιμο εργατικό κίνημα δεν ήξερε τι έκανε, απλά αντιδρούσε στα τuφλά κάτω από την πίεση της μιζέριας, όπως τα πειραματόζωα αντιδρούν στα ηλεκτρικά ρεύματα. Οι συνειδητές απόψεις των περισσότερων μελετητών μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: ο θρίαμβος της εκμηχάνισης ήταν αναπόφευκτος μπορούμε να κατανοήσουμε και να αισθανθούμε σuμπάθεια για τη μακρόχρονη μάχη οπισθοφuλακής που διεξήγαγαν όλοι οι εργάτες -εκτός από μια προνομιούχα μειονότητα- ενάντια στο νέο σύστημα' οφείλοuμε όμως να αποδεχθούμε ότι η μάχη ήταν άσκοπη και η ήττα αναπόφευκτη.
Οι άρρητες παραδοχές είναι τελείως αστήρικτες. Στις συνειδητές απόψεις uπάρχει προφανώς μεγάλη δόση αλήθειας. Ωστόσο, όλες τοuς συσκοτίζοuν ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας, και έτσι καθιστούν αδύνατη κάθε σοβαρή μελέτη των μορφών ΠΟι) πήρε η εργατική πάλη κατά την προβιομηχανική περίοδο. Αρκεί, ωστόσο, μια ματιά στο εργατικό κίνημα ΤΟι) δέκατου όγδοου και των αρχών ΤΟι) δέκατοι) ένατου αιώνα για να δείξει το πόσο επικίνδuνο είναι να προβάλουμε την, τόσο γνώριμη στο διάστημα 1815-1848, εικόνα της απελπισμένης εξέγερσης και υποχώρησης πολύ πιο πίσω στο παρελθόν. Σε σχέση με τα διανοητικά και οργανωτικά όριά τους -τα οποία ήταν πολύ στενά-, τα κινήματα της περιόδου της μακράς οικονομικής ανόδοι) που έληξε με τους Ναπολεόντειους Πολέμοuς, ούτε αμελητέα ήταν, ούτε εντελώς αποτuχημένα. Η επιτυχία τοuς επικαλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ήττες ΠΟι) ακολούθησαν: η ισχυρή εργατική οργάνωση στη βαμβακουργία της Δυτικής Αγγλίας εξαφανίστηκε ολότελα, για να μην αναβιώσει μέχρι την εμφάνιση των γενικών συνδικάτων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο' οι συντεχνιακές ενώσεις των βέλγων εργατών της βαμβακουργίας, ΠΟι) ήταν τόσο ισχυρές ώστε κατά τη δεκαετία ΤΟι) 1760 να κατακτήσουν άτυπες σuλλογικές συμβάσεις, εξαφανίστηκαν μετά το 1790 και μέχρι το σuνδικαλισμό των αρχών της δεκαετίας του 1900 ήταν πρακτικώς νεκρές.3
Κι όμως, δε δικαιολογείται η παράβλεψη της δύναμης αuτών των πρώιμων κινημάτων, τοuλάχιστον στη Βρετανία' και δεν μπορούμε να την εννοήσοuμε αν δε σuνειδητοποιήσουμε πως η δύναμή τους βασιζόταν στην καταστροφή των μηχανών, στις ταραχές και, εν γένει, στην καταστροφή της ιδιοκτησίας (ή, με σύγχρονοuς όροuς, στο σαμποτάζ και την άμεση δράση).
Για τους περισσότερους μη ειδικούς, οι όροι «καταστροφέας μηχανών» και λοuδίτης είναι ταυτόσημοι. Αuτό είναι βέβαια φυσικό, γιατί τα ξεσπάσματα το 18 11-1813 και μερικά χρόνια μετά το Βατερλό τράβηξαν πολύ περισσότερο την προσοχή ΤΟι) κοινού από άλλα, και κρίθηκε ότι χρειάζονταν μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις για την καταστολή
3. L. Dechesne, LΆveneιnenΙ dIl Rtigime SyndicαΙ ii Verviers. ΠαρΙσι 1908, σ. 51-64 και
passim.
20 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
τους. Οι 12.000 στρατιώτες που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των λουδιτών ξεπερνούσαν το μέγεθος του στρατού που πήρε μαζί του ο Ουέλινγκτον στην Ιβηρική Χερσόνησο το 1808.4 Όμως, αυτό το φυσικό ενδιαφέρον για τους λουδίτες μπορεί να οδηγήάει σε μια σύγχυση τη συζήτηση για την καταστροφή των μηχανών γενικότερα, η οποία ως φαινόμενο άξιο προσοχής ξεκινάει (αν μπορεί να πει κανείς ότι έχει μια αρχή) κάποια στιγμή μέσα στο δέκατο έβδομο αιώνα και συνεχίζεται, χοντρικά, μέχρι το 1830. Πράγματι, η σειρά των εξεγέρσεων των δουλευτών των αγροκτημάτων, που οι Hammond βάφτισαν «τελευταία εξέγερση των δουλευτών», το 1830, ήταν στην ουσία μια μεγάλη επίθεση εναντίον των μηχανών των αγροκτημάτων, αν και παρεμπιπτόντως κατέστρεψε και αρκετές μηχανές εργοστασίων.5 Κατά πρώτο λόγο, ο «λουδισμός», που για διοικητικούς λόγους αντιμετωπίστηκε ως ένα ενιαίο φαινόμενο, κάλυπτε κάμποσους διαφορετικούς τύπους καταστροφής μηχανών, οι οποίοι τις περισσότερες φορές υφίσταντο ανεξάρτητα μεταξύ τους, πριν και μετά απ' αυτόν. Κατά δεύτερο λόγο, η γρήγορη ήττα του λουδισμού οδήγησε στην εδραίωση της αντίληψης, ότι η καταστροφή των μηχανών δεν είχε ποτέ επιτυχία.
Ας εξετάσουμε το πρώτο σημείο. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον μορφές καταστροφής μηχανών, αν αφήσουμε κατά μέρος τις καταστροφές που παρεμπιπτόντως συνέβαιναν στις συνηθισμένες ταραχές για τις τιμές ή άλλες αιτίες δυσαρέσκειας, όπως, για παράδειγμα, κάποιες καταστροφές στο Lancashire το 1811 και στο Wiltshire το 1826.6 Η πρώτη μορφή δε σημαίνει κάποια ιδιαίτερη εχθρότητα προς τις μηχανές αυτές καθαυτές, αλλά αποτελεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, ένα φυσικό μέσο άσκησης πίεσης πάνω στους εργοδότες ή τους εργολάβους. Όπως έχει ορθώς παρατηρηθεί, οι λουδίτες του Nottinghamshire, του Leicestershire και του Derbyshire «χρησιμοποιούσαν τις επιθέσεις στις μηχανές, είτε τις καινούργιες είτε τις παλιές, ως ένα μέσο για να εξαναγκάσουν τους εργοδότες να κάνουν παραχωρήσεις όσον αφορά τους μισθούς ή άλλα ζη-
4. F.O. DarvaIl, PoplIlar Disturbance and Public Order in Regency England, Λονδίνο 1934, σ. 1.
5. Π.χ. μηχανές κατεργασίας μαλλιού και μεταξιού στο Wiltshire, μηχανές χαρτιού στο Buckinghamshire, μηχανές κατεργασίας σιδήρου στο Berkshire (Public Record Office, Home Office Papers, ΗΟ 13/57, σ. 68-69, 107, 177' Assizes 25/21 passim)' ΤΟ J.L. και Β. Hammond, The Village Labourer (διάφορες εκδόσεις) αποτελεί την πιο προσιτή έκθεση' βλ. επίσης δύο αδημοσίευτες διδακτορικές εργασίες: Ν. Gash, «The Rural Unrest ίη England ίη 1830», Oxford University, και Alice Colson, «The Revolt of the Hampshire Agricultural Labourers», London Unive.rsity.
6. Για τις ταραχές βλ. Τ.5. Ashton - J. 5ykes, The Coal IndlIstry ΟΙ the Eighteenth CentIIry. Μάντσεστερ 1929, κεφ. 8' Α.Ρ. Wadsworth - J. de L. Mann, The Cotton Trade and Industrial Lancashire, Μάντσεστερ 1931, σ. 355 Κ.ε.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ 21
τήματα».7 Αυτή η μορφή καταστροφής αποτελούσε ένα παραδοσιακό και καθιερωμένο γνώρισμα των βιομηχανικών συγκρούσεων στην περίοδο της οικοτεχνίας και της μανιφακτούρας και στα πρώτα στάδια των εργοστασίων και των ορυχείων. Δεν είχε στόχο μόνο τις μηχανές αλλά και τις πρώτες ύλες και τα έτοιμα προ'ίόντα, ακόμα και την ιδιωτική περιουσία των εργοδοτών' η επιλογή εξαρτιόταν απ' το σε τι είδους ζημιές ήταν πιο ευαίσθητοι οι εργοδότες. Έτσι, μέσα σε τρεις μήνες ταραχών, το 1802, οι «κόφτες» (shearmen) του Wiltshire όχι μόνο επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τα εργοστάσιά τους, αλλά έκαψαν θημωνιές, σιταποθήκες και σπιτάκια σκυλιών των μισητών εργοστασιαρχών, έκοψαν τα δέντρα τους, και κατέστρεψαν φορτία υφασμάτων.8
Η γενίκευση αυτής της μορφής «συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω ταραχών» πιστοποιείται από πολλά στοιχεία. Έτσι -για να πάρουμε μόνο την υφαντουργία της Δυτικής Αγγλίας-, το 1718 και το 1724 οι βιομήχανοι διαμαρτυρήθηκαν στο Κοινοβούλιο, ότι οι υφαντές «απειλούν να γκρεμίσουν τα σπίτια τους και να κάψουν τη δουλειά τους, αν αυτοί δε δεχθούν τους όρους τους».9 Στις εργατικές συγκρούσεις του 1726-1727 στο Somerset, το Wiltshire και το Gloucestershire καθώς και στο Devon, οι υφαντουργοί πολέμησαν «σπάζοντας τα σπίτια [των αφεντικών και των απεργοσπαστών], λεηλατώντας μαλλί και σπάζοντας και διαλύοντας τους αργαλειούς και τα σύνεργα του επαγγέλματος».1Ο Οι ταραχές τέλειωσαν με κάτι που έμοιαζε με συλλογική σύμβαση. Η μεγάλη εξέγερση των εργατών κλωστοϋφαντουργίας στο Melksham το 1738 άρχισε με τους εργάτες να «κόβουν όλες τις αλυσίδες των αργαλειών που ανήκαν στον κ. Coulthurst [ ... ] εξαιτίας της μείωσης που είχε κάνει στις τιμές»'!! και τρία χρόνια αργότερα ανήσυχοι οι εργοδότες της ίδιας περιοχής έγραφαν στο Λονδίνο ζητώντας να τους προστατεύσει από τους εργάτες που απαιτούσαν να μην εργάζονται ξένοι, και απειλούσαν πως θα κατέστρεφαν το μαλλί.!2 Το ίδιο συνέβαινε καθ' όλη τη διάρκεια του αιώνα.
Αλλά και οι ανθρακωρύχοι, όταν έφταναν στο σημείο να απευθύνουν τα αιτήματά τους στους εργοδότες, χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο της κα-
7. F.O. Darνall, Popular Disturbarιce ... , ό.π .. κεφ. 8. passim. 8. Bonner and MiddJeton, Bristol Jourrιal, 31 Ιουλίου 1802. Μερικές απ' αυτές τις κατα
στροφές οφείλονταν σε συνηθισμένες εργατικές διαμάχες, μερικές στην αντίθεση στις νέες μηχανές. Βλ. J.L. και Β. Hammond, The Skilled Labourer, για μια έκθεση του κινήματος Α. Aspinall (επψ.), The Early Erιglish Trade Urιiorιs, Λονδίνο 1949. σ. 41-69, για μερικά από τα έγγραφα.
9. House ο/ Commorιs Jourrιals. τχ. χνίίί (1718), σ. 715' τχ. χχ (1724) . σ. 268. 10. House ο/ Commorιs Jourrιals, τχ. χχ (1726), σ. 598-599. Τα SaJisbury Assize Records
παρατίθενται στους Wiltshire Times, 25 Ιανουαρίου 1919 (Wiltshire Notes & QIleries). 11. Gerιtlemarι's Magazirιe, 1738, σ. 658. 12. PubJic Record Office, State Papers Domestic Geo. 2 (1741), σ. 56, 82-83.
22 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ταστροφής. (Γιατί βέβαια, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ταραχές των ανθρακωρύχων είχαν στόχο την ακρίβεια των τροφίμων και τους κερδοσκόπους που πίστευαν ότι ευθύνονται γι' αυτήν). Έτσι, στην ανθρακοφόρα ζώνη του Northumberland, η πυρπόληση των μηχανών στις εισόδους των στοών αποτελούσε μέρος των μεγάλων ταραχών της δεκαετίας του 1740, οι οποίες οδήγησαν σε μια μεγάλη αύξηση των μισθών.13 Και στις ταραχές του 1765, όπου οι ανθρακωρύχοι κατέκτησαν το δικαίωμα να επιλέγουν τους εργοδότες τους στο τέλος ενός ετήσιου συμβολαίου, μηχανές έσπασαν και κάρβουνο πυρπολήθηκε.14 Αποφάσεις ενάντια στο κάψιμο των στοών ψηφίστηκαν επανειλημμένως από το Κοινοβούλιο στα τέλη του αιώνα.15 Ακόμη και το 1831 οι απεργοί στο Bedlington (Durham) κατέστρεψαν τους ανελκυστήρες. 16
Η ιστορία της καταστροφής αργαλειών στη βιομηχανία εσωρούχων είναι επίσης αρκετά γνωστή, ώστε δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε.1Ί Σίγουρα, η καταστροφή των μηχανών αποτελούσε το πιο σημαντικό όπλο στις περίφημες ταραχές του 1778 (τους προγόνους του λουδισμού), οι οποίες εντάσσονταν στην ουσία σε ένα κίνημα αντίστασης στις μειώσεις των μισθών.
Σε καμία απ' όλες αυτές τις περιπτώσεις -και μπορούμε να αναφέρουμε κι άλλες- δεν τίθεται ζήτημα εχθρότητας στις μηχανές αυτές καθαυτές. Η καταστροφή ήταν απλώς μια συνδικαλιστική τακτική στην περίοδο πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση και κατά τις πρώτες φάσεις της. (Το γεγονός ότι τα οργανωμένα συνδικάτα ήταν ακόμα σχεδόν ανύπαρκτα στα σχετικά επαγγέλματα, δεν αλλάζει τα πράγματα. Ούτε ακόμα ότι, με τη Βιομηχανική Επανάσταση, η καταστροφή απέκτησε και νέες λειτουργίες). Ήταν μια πιο χρήσιμη μέθοδος όταν έπρεπε να ασκηθεί μια διακοπτόμενη πίεση πάνω στα αφεντικά, παρά όταν χρειαζόταν να διατηρηθεί μια συνεχής πίεση: όταν οι μισθοί και οι συνθήκες άλλαζαν ξαφνικά, όπως γινόταν με τους εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας, ή όταν έφτανε η ώρα της ταυτόχρονης ανανέωσης των ετήσιων συμβολαίων, ό-
13. Ε. Welbourne, The Miners' Unions ο! Northumberland and Durham, Καίμπριτζ 1923, σ. 21.
14. Τ.5. Ashton - J. Sykes, The Coal Industry ... , ό.π., σ. 89-91. 15. 10 Geo. 2. c.32· 17 Geo. 2, c.40· 24 Geo. 2, c.57· 31 Geo. 2, c.42· (E.R. Turner,
«The English Coal Industry ίπ the Seventeenth and Eighteenth Centuries», Americαn Historicαl Review, τχ. 27, σ. 14). Ο Turner φαίνεται πως έχει παραβλέΨει τα 13 Geo. 2. c.21· 9 Geo. 3, c.29· 39 και 40 Geo. 3. c.77· 56 Geo. 3, c.125, τα οποία έχουν επίσης στόχο τις καταστροφές στα ορυχεία (BIlrn's Justice oj the Peace, Chitty, έκδοση 1837, τόμο 3, σ. 643 κ.ε.).
16. Ε. Welboume, The Miners' Unions ... , ό.π., σ. 31. 17. Το W. Felkin, Α History oj the Machine-wrought Hosiery and Lace Manujactures, Λονδίνο
1867, είναι η βασική έγκυρη αναφορά.
το ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
πως γινόταν με τους ανθρακωρύχους και τους ναυτικούς, κι όχι όταν έπρεπε να περιοριστεί, φέρ' ειπείν, σταθερά η είσοδος στην αγορά. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κάθε είδος ανθρώπων, αρχίζοντας από τους ανεξάρτητους μικροπαραγωγούς, περνώντας από τις ενδιάμεσες μορφές που χαρακτήριζαν το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής, και φτάνοντας στους λίγο-πολύ κανονικούς μισθωτούς εργάτες. Ωστόσο, είχε να κάνει κυρίως με διενέξεις που προέκυπταν από την τυπική κοινωνική σχέση της καπιταλιστικής παραγωγής, τη σχέση ανάμεσα σε εργοδότες επιχειρηματίες και σε ανθρώπους εξαρτώμενους -άμεσα ή έμμεσα- από την πώληση της εργατικής τους δύναμης σ' αυτούς, αν κι αυτή η σχέση υπήρχε ακόμα σε πρωτόγονες μορφές και διαπλεκόταν με τις σχέσεις της μικρής ανεξάρτητης παραγωγής. Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτού του τύπου οι ταραχές και οι καταστροφές φαίνεται να είναι πιο συχνές στη Βρετανία του δέκατου όγδοου αιώνα, που είχε ήδη πίσω της μια «αστική» επανάσταση, παρά στη Γαλλία του δέκατου όγδοου αιώνα.18 Σίγουρα, τα κινήματα των βρετανών υφαντουργών και ανθρακωρύχων είναι πολύ πιο διαφορετικά από τη δράση των σωματείων των καλφάδων, που επιφανειακά θυμίζουν συνδικάτα, πολλών περισσότερο παραδοσιακών περιοχών της ηπειρωτικής Ευρώπης.19 Η αξία αυτής της τακτικής ήταν προφανής, αφ' ενός για την άσκηση πίεσης πάνω στους εργοδότες, αφ' ετέρου για την εξασφάλιση της ουσιαστικής αλληλεγγύης των εργαζομένων.
Την πρώτη λειτουργία της τη βλέπουμε πολύ καθαρά σε μια επιστολή του γραμματέα του δήμου του Nottingham το 1814.20 Οι εργάτες των πλεκτομηχανών, αναφέρει, απεργούν ενάντια στην επιχείρηση των J. και George Ray. Αφού αυτή απασχολούσε κυρίως άνδρες που είχαν τους δικούς τους αργαλειούς, ήταν ευάλωτη σε μια απλή απόσυρση της εργασίας. Οι περισσότερες επιχειρήσεις, ωστόσο, νοίκιαζαν έξω τους αργαλειούς σε υφαντές «και μέσω αυτών αποκτούσαν τον πλήρη έλεγχο των εργατών τους. Ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο μπορούσε να ασκήσει πίεση η σύμπραξή τους, ήταν η παλιά τους μέθοδος να κάνουν πόλεμο καταστρέφοντας τους αργαλειούς τους». Στο οικοτεχνικό σύστημα, όπου μικρές ομάδες εργατών ή μεμονωμένοι εργάτες εργάζονταν διάσπαρτοι σε πολλά χωριά και νοικοκυριά, σίγουρα δεν ήταν εύκολο να επινοήσει κάποιος μια άλλη μέθοδο που να εγγυάται αποτελεσματικά το σταμάτημα της δουλειάς. Επιπλέον, απέναντι σε σχετικά μικρούς τοπικούς εργοδότες, η καταστροφή της περιουσίας -ή η διαρκής
18. Για τα γαλλικά ανθρακωρυχεία βλ. Μ. Rouff. Les Mines de C/1arbon en France au XVllle siec/e. Παρίσι 1922.
19. Ε.Μ. Saint-Leon. Le Compagnonnage. τόμο 1, κεφ. 5, Παρίσι 1901. 20. Α. Aspinall (επιμ.), The Ear/y Eng/ish Trade Unions, ό.π., σ. 175.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
απειλή της καταστροφής- ήταν πολύ αποτελεσματική. Σε περιπτώσεις όπως η βιομηχανία υφασμάτων, που τόσο η πρώτη ύλη όσο και τα έτοιμα προ'ίόντα ήταν ακριβά, η καταστροφή του μαλλιού ή των υφασμάτων μπορεί να ήταν προτιμότερη από την καταστροφή των αργαλειών. 21 Αλλά στις ημιαγροτικές βιομηχανίες ακόμα και το κάψιμο των θημωνιών, των σιταποθηκών και των σπιτιών του εργοδότη μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά τον υπολογισμό κέρδους και ζημίας που έκανε.
Αυτή η τακτική είχε όμως κι άλλο ένα πλεονέκτημα. Η νοοτροπία της αλληλεγγύης, που είναι το θεμέλιο ενός αποτελεσματικού συνδικαλισμού, παίρνει χρόνο για να εμπεδωθεί - ακόμα κι εκεί, όπως στα ανθρακωρυχεία, που προκύπτει εκ των πραγμάτων. Χρειάζεται λοιπόν ακόμη περισσότερο καιρό για να καταστεί τμήμα του αδιαφιλονίκητου ηθικού κώδικα της εργατικής τάξης. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι διάσπαρτοι εργάτες των πλεκτομηχανών στα East Midlands μπορούσαν να οργανώσουν αποτελεσματικές απεργίες ενάντια στις εργοδοτικές επιχειρήσεις, φανερώνει ένα υψηλό επίπεδο «συνδικαλιστικής ηθικής», υψηλότερο απ' αυτό που. θα περίμενε κανείς σε μια περίοδο εκβιομηχάνισης. Επιπλέον, μεταξύ κακοπληρωμένων ανδρών και γυναικών δίχως απεργιακά ταμεία, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος απεργοσπαστισμού. Η καταστροφή των μηχανών ήταν μια μέθοδος για να αντισταθμιστεί αυτή η αδυναμία: όταν καταστρεφόταν ένας ανελκυστήρας σε ένα ορυχείο της Νοrthumbήa ή όταν ετίθετο εκτός λειτουργίας μια υψικάμινος στην Ουαλλία, υπήρχε μια, προσωρινή τουλάχιστον, εγγύηση ότι η εγκατάσταση δε θα δούλευε.22 Αυτή ήταν απλά μια μέθοδος, και δεν ήταν εφαρμόσιμη παντού. Αλλά ολόκληρο το πλέγμα των μορφών δράσης που οι αξιωματούχοι του δέκατου όγδοου και των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα ονόμαζαν «ταραχές» (<<Riot»), αποσκοπούσε στο ίδιο πράγμα. Όλοι έχουν υπ' όψιν τους τις ομάδες αγωνιστών ή απεργών που, ξεκινώντας από ένα μέρος, γυρνάνε όλη την περιοχή, καλώντας σε αγώνα τα χωριά, τα εργαστήρια και τα εργοστάσια μ' έναν συνδυασμό εκκλήσεων και πιέσεων (αν και στα πρώτα στάδια του αγώνα λίγοι ήταν οι εργάτες που χρειάζονταν ιδιαίτερη πειθώ).23 Ακόμα και πολύ αργότερα, οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις αποτελούσαν απαραίτητο κομμάτι μιας εργα-
21. Λέγεται ότι το 1826 οι εργάτες του Bolton σχεδίαζαν να καταστρέψουν όλα τα νήματα από βαμβάκι που ήταν συσκευασμένα για εξαγωγή καθώς και τις μηχανές (Public Record Office, Home Office Papers ΗΟ 40/19, Fletcher Ιο Hobhouse, 20 Απριλίου 1826).
22. Βλ. τη συζήτηση γι' αυτά τα θέματα στο Ε. Pouget, Le Sabotage, Παρίσι χ.χ., σ. 45 Κ.ε. 23. Π.χ. οι ουαλλοί εργάτες στη σιδηρουργία το 1816 (The Times, 26 Οκτωβρίου 1816), η
γενική απεργία του 1842 (F. Peel, The Risings of the Luddites, Chartists and P/ugdrawers, Heckmondwike 1888, σ. 341-347), και οι γερμανοί ανθρακωρύχοι το 1889 (Ρ. Grebe, «Bismarcks Sturz u.d. Bergarbeiterstreik vom Mai 1889», Historische Zeitschrift, τχ. 157, σ. 91).
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
τικής διαμάχης, όχι μόνο για να κλονιστεί η αντίσταση των εργοδοτών,
αλλά και για να κρατηθούν οι εργάτες ενωμένοι και με υψηλό ηθικό. Οι
περιοδικές ταραχές των ναυτικών της Βορειανατολικής Αγγλίας, την εποχή που κλείνονταν τα συμβόλαια, αποτελούν ένα καλό παράδειγμα·24 οι απεργίες των σύγχρονων λιμενεργατών ένα άλλο.25 Οπωσδήποτε, η λουδίτικη μέθοδος ήταν καλά προσαρμοσμένη σ' αυτό το στάδιο του βιομηχανικού πολέμου. Αν οι βρετανοί υφαντουργοί του δέκατου όγδοου αιώνα (ή οι αμερικανοί ξυλοκόποι του εικοστού) ήταν παροιμιώδεις ταραχοποιοί, υπήρχαν γι' αυτό συγκεκριμένοι τεχνικοί λόγοι.
Επ' αυτού έχουμε και μια επιβεβαίωση από έναν σύγχρονο συνδικαλιστή ηγέτη, ο οποίος, ως παιδί, έζησε τη μετάβαση μιας εριουργίας από το οικοτεχνικό σύστημα στο εργοστασιακό. «Είναι αναγκαίο να θυμόμαστε», γράφει ο Rinaldo Rigola,
«ότι σ' εκείνους τους προ-σοσιαλιστικούς καφούς, η εργατική τάξη δεν ήταν ένας στρατός, αλλά ένα πλήθος. Φωτισμένες, πειθαρχημένες, γραφειοκρατικές απεργίες ήταν αδύνατες.26 Οι εργάτες μπορούσαν να παλέψουν μόνο με διαδηλώσεις, με φωνές, κραυγές και γιουχα'ισματα, με εκφοβισμούς και βία. Ο λουδισμός και το σαμποτάζ, έστω κι αν δεν είχαν θεωρητικοποιηθεί, εντάσσονταν ωστόσο απαραίτητα στις μεθόδους πάλης».27
Πρέπει τώρα να στραφούμε στο δεύτερο είδος καταστροφής, το οποίο γενικά θεωρείται ως έκφραση της εχθρότητας της εργατικής τάξης απέναντι στις νέες μηχανές της Βιομηχανικής Επανάστασης και ιδιαίτερα σε όσες εξοικονομούσαν εργασία. Δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητήσει κανείς αυτό το μίσος εναντίον των νέων μηχανών - ένα αίσθημα πολύ βαθύ, σύμφωνα με την άποψη μιας αυθεντίας σαν τον μεγάλο Ρικάρντο.28 Χρειάζεται, ωστόσο, να κάνουμε τρεις παρατηρήσεις: Πρώτον, αυτή η εχθρότητα δεν ήταν ούτε τόσο αδιάκριτη, ούτε τόσο ειδική όσο συχνά λέγεται. Δεύτερον, με κάποιες τοπικές ή κλαδικές εξαφέσεις, ήταν εξαφετικά αδύνατη στην πράξη. Τρίτον, δεν περιοριζόταν μόνο στους εργάτες, αλλά τη συμμεριζόταν η μεγάλη μάζα της κοινής γνώμης, ακόμα και πολλοί βιομήχανοι.
24. Α. Aspinall (επιμ.), The Ear/y EngIish Trade ... , ό.π., σ. 196: «Δεν μπορώ να μη συμπε-ράνω ότι οι πρωινές συγκεντρώσεις και οι αναφορές είναι σήμερα ο δεσμός του σωματείου».
25. H.L. Smith - V. Nash, The SIory ΟΙ Ihe Dockers' SIrike, Λονδίνο 1889, passim. 26. Ο Rigola ήταν ένας από τους πιο συντηρητικούς συνδικαλιστές. 27. R. Rigola, RinaIdo RigoIa e ίΙ MovimenIo Operaio neI BieIIese, Μπάρι 1930, σ. 19. Ο Ri
gola δεν αναφέρει καμιά καταστροφή από τους υφαντουργούς, μόνο από τους καπελάδες. 28. Βλ. το κεφάλαιο «Machinery», στο D. Ricardo, Princip/es. Σχετικά μ' αυτό το κεφά
λαιο, που έχει περιληφθεί μόνο στην τρίτη έκδοση, βλ. Ρ. Sraffa - Μ.Η. Dobb, Works and Correspondence ΟΙ David Ricardo, τόμο 1, Καίμπριτζ 1951, σ. Ινίί-Ιχ.
Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ω Το πρώτο σημείο θα γίνει σαφές αν εξετάσουμε το πρόβλημα από τη σκοπιά του ίδιου του εργάτη. Δεν τον ενδιέφερε η τεχνική πρόοδος αφηρημένα, αλλά τα δίδυμα πρακτικά προβλήματα της αποφυγής της ανεργίας και της διατήρησης του παραδοσιακού βιοτικού του επιπέδου, το οποίο περιελάμβανε όχι μόνο το μισθό αλλά και μη χρηματικούς συντελεστές όπως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια. Στόχος λοιπόν δεν ήταν η μηχανή αυτή καθαυτή, αλλά κάθε τι που απειλούσε αυτά τα κεκτημένα, και πάνω απ' όλα το σύνολο της αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Το αν αυτή η απειλή προερχόταν από τη μηχανή ή από αλλού, αυτό εξαρτιόταν από τις περιστάσεις. Οι υφαντουργοί του Spitalfields ξεσηκώθηκαν το 1675 εναντίον των μηχανών, με τις οποίες «ένας άνδρας μπορεί να κάνει τόσα [ ... ] όσα περίπου είκοσι δίχως αυτές», εναντίον όσων φορούσαν εμπριμέ κάμποτ υφάσματα το 1719, εναντίον των μεταναστών που δούλευαν με μειωμένους μισθούς το 1736, και τη δεκαετία του 1760 κατέστρεψαν αργαλειούς για να εναντιωθούν στις μισθολογικές μειώσεις:29 ο στρατηγικός στόχος όλων αυτών των κινητοποιήσεων ήταν ο ίδιος. Γύρω στα 1800, οι υφαντουργοί και οι ναυτικοί της Δύσης βρέθηκαν σε κινητοποίηση ταυτόχρονα: οι πρώτοι οργανώθηκαν ενάντια στον κατακλυσμό της αγοράς εργασίας από έκτακτους εργάτες, οι δεύτεροι ενάντια στις μηχανές.30 Αλλά ο στόχος τους ήταν ο ίδιος, ο έλεγχος της αγοράς εργασίας. Αντιστρόφως, όταν η αλλαγή δεν επιβαρύνει απόλυτα τους εργάτες, δε βλέπουμε κάποια ιδιαίτερη εχθρότητα προς τις μηχανές. Στο χώρο των τυπογράφων, η εισαγωγή των μηχανοκίνητων πιεστηρίων μετά το 1815 δε φαίνεται να προκάλεσε μεγάλα προβλήματα. Έπρεπε να έρθει η επόμενη επανάσταση στην τυπογραφία, η οποία τους απειλούσε με ολοκληρωτική υποβάθμιση, για να προκληθεί μάχη.31 Το διάστημα ανάμεσα στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα και στα μέσα του δέκατου ένατου, η εκμηχάνιση και οι νέες εφευρέσεις αύξησαν πάρα πολύ την παραγωγικότητα του ανθρακωρύχου - για παράδειγμα' η εισαγωγή της υπονόμευσης με εκρηκτικά. Ωστόσο, καθώς δεν έθιξαν τη θέση του πελεκητή, δε βλέπουμε κάποιο σημαντικό κίνημα που να αντιστέκεται στην τεχνολογική αλλαγή, αν και οι εργάτες των στοών είχαν τη φήμη υπερ-συντηρητικών και ταραχοποιών. Η μείωση της παραγωγής στην οποία προέβαιναν εργάτες που λειτουργούν ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, είναι ένα ολότελα διαφορετικό πράγμα. Μπορεί να γίνει, και γίνεται, σε μη εκμηχανισμένους κλάδους -για παράδειγμα
29. M.D. George, London Life in the Eighteenth Century, Λονδίνο 1925, σ. 180, 187-188, 30, Parl. Papers 1802, Report fr. Committee οπ Woollen Clothiers' Petition, σ. 247, 249,
254-255' Rules and Articles of ... the Woollen-C/oth Weavers' Society ... 1802, British Mus. 906.k.14, ω.
31. Ε. Howe - Η. Waite, The London Compositor, Λονδίνο 1948, σ. 226-233.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
στην οικοδομή- κι ούτε εξαρτάται από κινήματα, οργανώσεις ή ξεσπά
σματα. Σε μερικές περιπτώσεις, η αντίσταση στη μηχανή ήταν συνειδητή α
ντίσταση στη μηχανή που βρισκόταν στα χέρια του καπιταλιστή. Οι καταστροφείς μηχανών του Lancashire το 1778-1780 έκαναν σαφή διάκριση ανάμεσα στα κλωστήρια που είχαν είκοσι τέσσερα ή λιγότερα αδράχτια, και τα οποία και δεν τα πείραζαν, και στα μεγαλύτερα που ήταν κατάλληλα για εργοστάσια, και τα οποία κατέστρεφαν.32 Σίγουρα στη Βρετανία, στην οποία υπήρχε μεγαλύτερη εξοικείωση με τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής που προηγήθηκαν αυτών του βιομηχανικού καπιταλισμού, αυτό το είδος συμπεριφοράς είναι λιγότερο αναπάντεχο απ' ό,τι αλλού. Ούτε θα πρέπει να βγάλουμε υπερβολικά συμπεράσματα απ' αυτό το γεγονός. Παρ' όλα αυτά, είναι σαφές ότι η πάλη τους δεν ήταν απλά μια πάλη εναντίον αυτής καθαυτής της τεχνικής προόδου.
Ούτε και υπάρχει, στις περισσότερες περιπτώσεις, κάποια θεμελιώδης διαφορά στη στάση των εργατών έναντι των μηχανών ως συγκεκριμένο πρόβλημα, ανάμεσα στις πρώτες και στις κατοπινές φάσεις της εκβιομηχάνισης. Είναι αλήθεια, ότι στους περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους ο στόχος της αποτροπής της εισαγωγής ανεπιθύμητων μηχανών έδωσε τη θέση του, με τον ερχομό της πλήρους εκμηχάνισης, στο σχέδιο της «αιχμαλωσίας» των μηχανών από τους συνδικαλισμένους εργάτες, ενώ παράλληλα έκαναν και ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν την τεχνολογική ανεργία. Αυτή η πολιτική φαίνεται πως υιοθετήθηκε σποραδικά από τη δεκαετία του 184033 και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης 'Υφεσης, και πιο γενικευμένα μετά τα μέσα της δεκαετίας τους 1890.34 Παρ' όλα αυτά, ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολλά παραδείγματα μιας κάθετης αντίθεσης στις μηχανές που απειλούν να προξενήσουν ανεργία ή να υποβαθμίσουν την εργασία.35 Στην ομαλή λειτουργία μιας οικονομίας ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι λόγοι που οδηγούσαν τους εργάτες να είναι καχύποπτοι απέναντι στις νέες μηχανές κατά τη δεκαετία του 1810, παραμένουν πειστικοί και κατά τη δεκαετία του 1960.
(ίi) Η μέχρι τώρα επιχειρηματολογία μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί τελικά η αντίσταση στις μηχανές ήταν τόσο μικρή. Το
32. Α.Ρ. Wadsworth -]. de L. Mann, The Cotton Trade ... , ό. π., σ. 499-500. 33. S. και Β. Webb, Industrial Democracy, κεφ. 8. « New Processes and Machinery», Λον
δίνο 1898. 34. Για την αλλαγή πολιτικής των στοιχειοθετών βλ. Ε. Howe - Η. Waite, The London
Compositor, ό.π.' των μηχανικών: ].Β. ]efferys, The Story of the Engineers, Λονδίνο 1945, σ. 142-143, 156-157' των εργατών λευκοσιδήρου: ].Η. ]ones, The Tinplate Industry, κεφ. 9, Λονδίνο 1914, σ. 183-184.
35.]. Lofts, The Printing Trades, Νέα Υόρκη 1942, για τη μακρόχρονη μάχη των αμερικανών στοιχειοθετών ενάντια στην τεχνολογική επανάσταση της δεκαετίας του 1940.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
γεγονός αυτό δεν έχει αναγνωριστεί ευρέως. γιατί η μυθολογία της πρωτοπόρου εποχής της εκβιομηχάνισης, την οποία εμπνεύστηκαν άνθρωποι σαν τον Baines και τον Samuel Smiles, μεγαλοποίησε τις ταραχές που είχαν γίνει πραγματικά. Οι άνθρωποι του Manchester αρέσκονταν να βλέπουν τους εαυτούς τους όχι μόνο σαν μνημεία επιχειρηματικότητας και οικονομικής σοφίας, αλλά και σαν ήρωες, κάτι που σαφώς ήταν πιο δύσκολο. Οι Wadsworth και Mann περιόρισαν σε μικρότερα μεγέθη τις ταραχές στο Lancashire του δέκατου όγδοου αιώνα.36 Στην πραγματικότητα έχουμε στοιχεία για λίγα μόνο μεγάλης έκτασης πραγματικά κινήματα καταστροφής, όπως για το κίνημα των δουλευτών των αγροκτημάτων, οι οποίοι πρέπει να κατέστρεψαν πάρα πολλές αλωνιστικές μηχανές στις περιοχές που έδρασαν,37 για τις ειδικές εκστρατείες του μικρού σώματος των κοφτών στη Βρετανία και αλλού,38 και ίσως για τις ταραχές ενάντια στους μηχανοκίνητους αργαλειούς το 1826.39 Οι καταστροφές στο Lancashire το 1778-1780 και το 1811 ήταν περιορισμένες σε ορισμένες περιοχές και εργοστάσια. (Τα μεγάλα κινήματα των East Midlands του 1811-1812 δεν είχαν ως στόχο, όπως είδαμε, τα νέα μηχανήματα). Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι μερικά μηχανήματα θεωρούνταν ακίνδυνα. Όπως έχει δειχθεί,40 οι περισσότερες μηχανές συνήθως εισάγονταν σε εποχές αυξανόμενης ευημερίας, όταν η απασχόληση αυξανόταν και μπορούσε προσωρινά να διαλυθεί η αντίσταση που δεν είχε ακόμα προλάβει να οργανωθεί πλήρως. Όταν ξανάρχονταν οι δύσκολες μέρες, η στρατηγική στιγμή για αντίσταση στις νέες εφευρέσεις είχε πια περάσει. Είχαν ήδη στρατολογηθεί νέοι εργάτες που τις χειρίζονταν, οι παλιοί χειρώνακτες είχαν εξοβελιστεί και δεν μπορούσαν να κάνουν τί-
36. Α.Ρ. Wadsworth - J. de Ι. Mann. The Cotton Trade .... ό.π .. σ. 412. Βλ. επίσης τη λεπτομερή ανάλυση της μοίρας του Hargreaves, σ. 476 Κ.ε.
37. Η Select Committee on Agriculture. τχ. 64, 1833, εκτιμά -σίγουρα με μια δόση υπερβολής- ότι μόνο μία στις εκατό αλωνιστικές μηχανές που υπήρχαν πριν το 1830 ήταν τώρα σε χρήση στο Wiltshire και στο Berkshire.
38. Για την αναταραχή στους αλλοδαπούς κόφτες βλ. F.R. Manuel, «The Luddite Movement in France», Journal ΟΙ Modern History, 1938, σ. 180 Κ.ε.· F.R. Manuel, «LIntroduction des machines en France et les ouvriers», RevrIe d 'Histoire Moderne. τχ. 18, σ. 212-215. Ο πραγματικός λουδισμός στη Γαλλία φαίνεται ότι περιοριζόταν ουσιαστικά στους κόφτες, με μικρότερη επιτυχία απ' ό,τι στη Βρετανία, αν και οι λουδίτικες διαθέσεις εκφράζονταν μερικές φορές από άλλους. Βλ. τα έγγραφα στο G. και Η. Bourgin, Le Regime de l'industrie en France de 1830 ίΊ 1840 , 3 τόμοι, Παρίσι 1912-1941.
39. J.L. και Β. Hammond, The Skilled Lαbourer, ό.π., σ. 127. 40. F.R. Manuel, «The Luddite Movement in France», ό. π. , σ. 187' F.O. Darvall,
Populαr Disturbαnce ... , ό.π .. passim. Βλ. επίσης τη σημείωση στο E. C. Tufnell, Chαrαcter, Objects αnd Ellects ΟΙ Trade Unions, 1834, σ. 17, για την απροθυμία των ανδρών που δούλευαν στις μηχανές να ενωθούν εναντίον τους στην απεργία. Ο Tufnell όμως δέχεται ότι το έκαναν είτε απειλούμενοι είτε επειδή πείστηκαν από τους άνεργους συναδέλφους τους.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
ποτε άλλο εκτός από σποραδικές καταστροφές του ανταγωνιστή τους, κι όχι πλέον να επιβληθo�ν επί της μηχανής. (Εκτός κι αν, βέβαια, είχαν την τύχη να διαθέτουν μια εξειδικευμένη αγορά που δεν επηρεαζόταν από την εκμηχανισμένη παραγωγή, όπως οι χειροτέχνες κατασκευαστές μπότας και οι ράφτες κατά τη δεκαετία του 1870 και 1880). Ένας απ' τους λόγους για τους οποίους η καταστροφή εκ μέρους των κοφτών ήταν τόσο πολύ πιο επίμονη και πιο σοβαρή, ήταν ότι αυτοί οι πολύ εξειδικευμένοι και οργανωμένοι εργάτες-κλειδιά διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό έναν έλεγχο στην αγορά εργασίας, ακόμα και μετά τη μερική εκμηχάνιση.41
ωο Η μυθολογία των πρωτοπόρων βιομηχάνων έχει επίσης συσκοτίσει την πολύ μεγάλη συμπάθεια που υπήρχε προς τους καταστροφείς μηχανών απ' όλα τα τμήματα του πληθυσμού. Στο Nottingharnshire δεν καταγγέλθηκε κανένας λουδίτης, αν και ένα σωρό μικροαφεντικά πρέπει να γνώριζαν πολύ καλά ποιος είχε σπάσει τους αργαλειούς τους.42 Στο Wi1tshire -όπου οι μεσάζοντες που έκαναν την τελική επεξεργασία των υφασμάτων και τα μικρά αφεντικά ήταν γνωστό πως συμπαθούσαν τους κόφτες43- δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν τους αληθινούς τρομοκράτες του 1802.44 Οι ίδιοι οι έμποροι και εριουργοί του Rossendale πήραν αποφάσεις εναντίον των μηχανοκίνητων αργαλειών λίγα χρόνια πριν τους σπάσουν οι εργάτες.45 Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των δουλευτών του 1830, ο δικαστικός γραμματέας του Hindon, στο Wiltshire, ανέφερε πως «εκεί όπου ο όχλος δεν κατέστρεψε τις μηχανές, οι κτηματίες τις άφησαν έκθετες για να καταστραφούν»,46 ενώ ο Λόρδος Melboume αναγκάστηκε να στείλει μια αυστηρή εγκύκλιο στους δικαστές που «σε πολλές περιπτώσεις είχαν συστήσει τη διακοπή της χρήσης των μηχανών που χρησιμοποιούνται για το αλώνισμα του αραβοσίτου και άλλους σκοπούς». «Οι μηχανές», έλεγε, «υπόκεινται εξίσου στην προστασία του νόμου όπως κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο».47
Κι αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Οι πλήρως εξελιγμένοι καπιτα-
41. Οι «κόφτες» (shearmen -croppers) μάζευαν το χνούδι από τα έτοιμα υφάσματα και το έκοβαν με μεγάλα σιδερένια Ψαλίδια. Έπρεπε να είναι και πολύ δυνατοί και εξειδικευμένοι.
42. F.O. Darνall, Popular Disturbance .... ό.π .• σ. 207. 43. Α. Aspinall (επιμ.), The Early English Trade Unions. ό.π., σ. 57-58. 44. Ο Thomas Helliker. που εκτελέστηκε ως τρομοκράτης το 1803, θεωρείται γενικά ότι
ήταν αθώος. 45. G.H. Tupling. Economic History of Rossendale. Manchester 1927. σ. 214. 46. MS Correspondence of Μ. Cobb, clerk Ιο the Justices at 5alisbury. στη Library of Wilt
shire Archaeol. & Nat. Hist. 50c .• Devizes: 26 Νοεμβρίου 1830. 47. Printed Circular. 8 Δεκεμβρίου 1830. Αναφέρεται στο J.L. και Β. Hammond. The Vil
lage Labourer. εκδ. Guild Books, τόμο 2, σ. 71-72 . •
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
λιστές επιχεφηματίες αποτελούσαν μια μικρή μειονότητα, ακόμα και με
ταξύ εκείνων που η θέση τους ήταν από τεχνικής απόψεως η εξαγωγή
κέρδους. Ο μικροβιοτέχνης ή το τοπικό αφεντικό δεν ήθελε μια οικονο
μία απεριόριστης επέκτασης, συσσώρευσης και τεχνικής επανάστασης,
το κυνήγι της άγριας ζούγκλας που καταδίκαζε τον αδύναμο σε χρεοκο
πία και τον υποβάθμιζε σε μισθωτό. Το ιδεώδες του ήταν το εγκόσμιο όνεφο όλων των «ανθρωπάκων», που εκφραζόταν περιοδικά από το ριζο
σπαστισμό των Ισοπεδωτών, του Τζέφφερσον ή των Γιακωβίνων: μια μικρής κλίμακας κοινωνία μικρο'ίδιοκτητών και ευκατάστατων μισθωτών, δίχως μεγάλες διακρίσεις πλούτου και εξουσίας μια κοινωνία, βέβαια, που με ήρεμο τρόπο θα γινόταν διαρκώς όλο και πιο πλούσια και ευημε
ρούσα. Επρόκειτο για ένα απραγματοποίητο ιδεώδες, και πολύ περισσότερο σε μια κοινωνία που εξελισσόταν πιο γρήγορα απ' όλες. Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι αυτοί στους οποίους απευθυνόταν στην Ευρώπη των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα αποτελούσαν την πλειονότητα όχι μόνο του πληθυσμού αλλά και, με εξαίρεση κάποιους βιομηχανικούς κλάδους όπως η βαμβακουργία, της τάξης των εργοδοτών.48 Αλλά ακόμα και ο τυπικός καπιταλιστής επιχεφηματίας ήταν δυνατόν να χαρακτηρίζεται από μια αμφιθυμία απέναντι στις μηχανές. Η άποψη ότι αναπόφευκτα θα έπρεπε να ευνοεί την τεχνική πρόοδο για λόγους ατομικού συμφέροντος, δε στηρίζεται πουθενά, ακόμα κι αν δεν είχαμε την εμπειρία του γαλλικού κι αργότερα του βρετανικού καπιταλισμού. Εκτός του ότι είχε τη δυνατότητα να βγάζει περισσότερα χρήματα δίχως μηχανές (σε προστατευόμενες αγορές, κ.ο.κ.), σπάνια οι νέες μηχανές είχαν άμεσες και εμφανείς αποδόσεις.
Στην ιστορία κάθε τεχνικής εφεύρεσης υπάρχει ένα «κατώφλι του κέρδους» το οποίο το περνά κανείς σχετικά αργά - όσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο που έχει εφάπαξ επενδυθεί για μια μηχανή τόσο πιο αργά γίνεται αυτό. Σ' αυτό οφείλεται, ίσως, και η παροιμιώδης επιχεφηματική αποτυχία των εφευρετών, που ρίχνουν λεφτά, δικά τους και άλλων, στα σχέδια τους, τη στιγμή που αυτά είναι ακόμα ατελή και όχι αρκετά αποδοτικά από τους μη εκμηχανισμένους ανταγωνιστές τους. 49 Βέβαια, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς θα μπορούσε να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια. Αυτό που έχει χαρακτηριστεί σαν το «τεράστιο μπουμ ενός αιώνα», του 1775-1875, δημιούργησε εδώ κι εκεί καταστάσεις που έδωσαν στους επιχεφηματίες ορισμένων κλάδων -για παράδειγμα στη βαμβα-
48. Βλ. τη λαμπρή ανάλυση του «δημοκράτη μικροαστού» στην ομιλία του Μαρξ προς την Κεντρική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Λίγκας. στο Karl Marx - Frederick Engels. Collected Works. τόμο 10. Λονδίνο 1978. σ. 277-287.
49. Η έκφραση «κατώφλι του κέρδους» είναι από το S.G. Gilfillan, «Invention as a Factor ίπ Economic History», Supp. Ισ Journαl σΙ Ecσnomic History, Δεκέμβριος 1945.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ
κουργία- την απαραίτητη ώθηση να περάσουν το «κατώφλι».50 Ο ίδιος ο μηχανισμός της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε μια κοινωνία που υφίστατο επαναστατικές αλλαγές, δημιουργούσε κι άλλες ωθήσεις. Στο βαθμό που λειτουργούσε ο ανταγωνισμός, οι τεχνικές πρόοδοι του πιο καινοτόμου ηψέα διαδίδονταν ευρέως. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε πως οι πρωτοπόροι ήταν μειοΨηφίες. Οι πέρισσότεροι καπιταλιστές υιοθετούσαν κατ' αρχήν τη μηχανή όχι ως επιθετικό όπλο, για να βγάλουν περισσότερο κέρδος, αλλά ως αμυντικό, για να προστατευτούν από τη χρεοκοπία που απειλούσε το βραδυκίνητο ανταγωνιστή. Δε μας εκπλήσσει όταν βλέπουμε τον E.C. Tufnell να καταγγέλει το 1834 ότι «πολλά αφεντικά της βαμβακοβιομηχανίας [ ... ] είχαν την επονείδιστη συμπεριφορά να παροτρύνουν τους εργάτες να στραφούν εναντίον των βιομηχάνων που είχαν πρώτοι μεγαλώσει τα εργοστάσιά τους».51 Ο μικροπαραγωγός και ο επιχειρηματίας που διηύθυνε ένα εργοστάσιο βρισκόταν σε μια διφορούμενη θέση, δίχως όμως να έχει την ανεξάρτητη δύναμη να την αλλάξει. Πιθανόν να απεχθανόταν την ανάγκη για νέες μηχανές, είτε επειδή αναστάτωνε τον τρόπο ζωής του είτε επειδή, σύμφωνα με κάθε ορθολογικό υπολογισμό, δεν αποτελούσαν επικερδή επένδυση εκείνη τη στιγμή. Εν πάση περιπτώσει, θεωρούσαν ότι οι μηχανές ενίσχυαν τη θέση του μεγάλου εκσυγχρονισμένου επιχειρηματία, που ήταν ο βασικός τους αντίπαλος. Οι εξεγέρσεις της εργατικής τάξης εναντίον των μηχανών, τους πρόσφεραν μια ευκαιρία' συχνά την άρπαζαν. Οφείλει κανείς να συμφωνήσει με έναν μελετητή της καταστροφής των μηχανών στη Γαλλία, ο οποίος παρατηρεί πως «μερικές φορές η λεπτομερής μελέτη των τοπικών περιστατικών αποκαλύπτει ότι το κίνημα των λουδιτών ήταν λιγότερο μια κινητοποίηση των εργαζομένων και περισσότερο μια όΨη του ανταγωνισμού ανάμεσα στον καθυστερημένο και τον προοδευτικό ιδιοκτήτη εργαστηρίου ή μανιφακτούρας».52
Αν όμως ο καινοτόμος επιχειρηματίας είχε εναντίον του το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, τότε πώς κατάφερε να επιβληθεί; Με τη βοήθεια του κράτους. Έχει αρκούντως επισημανθεί ότι στη Βρετανία η Επανάσταση του 1640-1660 σηματοδοτεί μια στροφή στη στάση του κράτους έναντι των μηχανών. Μετά το 1660, η παραδοσιακή έχθρα προς τις εφευρέσεις που αρπάζουν το Ψωμί απ' το στόμα των τίμιων ανθρώπων δίνει τη θέση της στην ενθάρρυνση της επιχείρησης που αναζητά το
50. Βοηθήθηκαν από τη φτήνια των νέων μηχανών. Ένας δυτικός βιομήχανος εγκατέστησε κλωστήρια με 70-90 αδράχτια για 9 στερλίνες το ένα στα 1804. Εξ ου και η δυνατότητα μιας αποσπασματικής εκβιομηχάνισης.
51. E.C. Tufnel1. Trαde Unions, ό.π., σ. 18. 52. F.R. ManueJ, «The Luddite Movement ίη France», ό.π., σ. 186.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κέρδος με oπoιoδ�πoτε κοινωνικό κόστος. 53 Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που μας επιτρέπει να θεωρούμε την επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα ως την πoλιτικ� αφετηρία του σύγχρονου βρετανικού καπιταλισμού. Σε ολόκληρη την επόμενη περίοδο, ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός είχε την τάση, αν όχι να προπορεύεται της κoιν�ς γνώμης στα οικονομικά ζητ�ματα, τουλάχιστον να είναι πιο πρόθυμος να εξετάσει τα αιτ�ματα του τυπικού καπιταλιστ� επιχειρηματία -εκτός, βέβαια, κι αν αυτά έρχονταν σε σύγκρουση με μεγαλύτερα εδραιωμένα συμφέροντα. Οι Squire Westems σε μερικές κομητείες ίσως να απολάμβαναν ακόμα τη σκιά μιας φθίνουσας φεoυδαλικ�ς ιεραρχίας σε μια αμετάλλακτη κοινωνία: δεν υπάρχουν όμως σημαντικά στοιχεία φεoυδαλικ�ς πoλιτικ�ς στις κυβερν�σεις των Whig, τουλάχιστον μετά το 1688. Η υπoστ�ριξη του Λονδίνου θα αποδεικνυόταν ανεκτίμητης αξίας για τους νέους βιομηχάνους όταν ξεκίνησε, στο τελευταίο τρίτο του αιώνα, η εκπληκτικ� τους άνοδος. Στα ζητ�ματα αγρoτικ�ς, εμπoρικ�ς � δημoσιooικoνoμικ�ς πολιτικ�ς ίσως το Lancashire να βρισκόταν σε σύγκρουση με το Λονδίνο, όχι όμως και όσον αφορά τη θεμελιακ� πρωτοκαθεδρία του εργοδότη που αναζητούσε το κέρδος. Ήταν το μη μεταρρυθμισμένο Κοινοβούλιο στην πιο συντηρητικ� του περίοδο αυτό που εισ�γαγε το πλ�ρες laissez-faire στις σχέσεις εργοδότη και εργάτη. Η κλασικ� οικονομία της ελεύθερης επιχείρησης κυριαρχούσε στις συζητ�σεις. Και το Λονδίνο δε δίσταζε να κατσαδιάζει τους πιο παραδοσιακούς και συναισθηματικούς τοπικούς εκπροσώπους του όταν αυτοί δεν κατάφερναν «να διατηρ�σoυν και να στηρίξουν τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας κάθε είδους, ενάντια στη βία και τις επιθέσεις».54
Παρ' όλα αυτά, μέχρι τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η υπoστ�ριξη του κράτους στον καινοτόμο επιχειρηματία δεν �ταν αμέριστη. Το πολιτικό σύστημα στη Βρετανία από το 1660 μέχρι το 1832 είχε σχεδιαστεί για να υπηρετεί τους βιομηχάνους μόνο στο βαθμό που αυτοί έπαιζαν μέσα στο στίβο των εδραιωμένων συμφερόντων παλαιότερου τύπου (εμπορικά σκεπτόμενοι γαιoκτ�μoνες, έμποροι, χρηματιστές, πλούσιοι των αποικιών, κ.ο.κ.). Στην καλύτερη περίπτωση μπορούσαν να ελπίζουν για ένα κομμάτι της πίτας ανάλογο με την πίεση που ασκούσαν, και στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα οι «μοντέρνοι» βιoμ�χανoι �ταν ακόμα ομάδες επαρχιωτών. Γι' αυτό και παρατηρούμε κατά καιρούς μια ορισμένη ουδετερότητα του κράτους στα εργατικά ζητ�ματα, τουλά-
53. Ε. Lipson, Economic History ο/ Eng/and, τόμο 2, 4η έκδοση, σ. cxxxv-cxxxvi' τόμο 3, σ. 300, 313, 324-327. Ο Sir John Clapham, Concise Economic History ο/ Britain, σ. 301, σωστά επισημαίνει αυτή την «επιπλέον δόση σκληρότητας που φαίνεται να εισέρχεται στο δημόσιο βίο την εποχή της Παλινόρθωσης».
54. Βλ. εδώ, σημ. 47.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ 33
χιστον μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. 55 Οι ιδιοκτήτες υφαντουργείων της Δύσης διαμαρτύρονταν έντονα ότι οι τοπικοί ειρηνοδίκες ήταν προκατειλημμένοι απέναντί τους. 56 Η στάση της εθνικής κυβέρνησης στις ταραχές των υφαντών του 1726-1727 έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση. του Υπουργείου των Εσωτερικών από τη δεκαετία του 1790 και μετέπειτα. Το Λονδίνο εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του που οι τοπικοί βιομήχανοι προκαλούσαν αναίτια τους εργάτες, συλλαμβάνοντας τους ταραχοποιούς αντιμετώπιζε ειρωνικά τις υποδείξεις τους ότι επρόκειτο περί στασιαστών' πρότεινε στις δύο πλευρές να τα βρουν φιλικά και να διατυπώσουν μια αρμόζουσα αίτηση για να αναλάβει δράση το Κοινοβούλιο.57 Όταν έγινε αυτό, το Κοινοβούλιο επικύρωσε μια συλλογική σύμβαση που έδινε στους εργάτες πολλά απ' αυτά που ζητούσαν, με αντάλλαγμα μια τυπική «συγνώμη για τις παρελθούσες ταραχές».58 Αλλά και η πυκνότητα ad hoc νόμων κατά το δέκατο όγδοο αιώνα59 δείχνει ότι δεν υπήρχε μια συστηματική, συνεπής και γενικευμένη προσπάθεια επιβολής. Καθώς ο αιώνας προχωρούσε, η φωνή του βιομήχανου γινόταν όλο και περισσότερο φωνή της κυβέρνησης πάνω σ' αυτά τα ζητήματα' νωρίτερα όμως οι εργαζόμενοι μπορούσαν ακόμα να αντιπαρατίθενται με τμήμα των αφεντικών με σχετικά ισότιμους όρους.
Φτάνουμε τώρα στο τελευταίο και πιο σύνθετο πρόβλημα: Πόσο αποτελεσματικό ήταν το σπάσιμο των μηχανών ; Δικαιούμαστε, νομίζω, να υποστηρίξουμε ότι η συλλογική διαπραγμάτευση μέσω ταραχών ήταν τουλάχιστον το ίδιο αποτελεσματική με κάθε άλλο μέσο άσκησης συνδικαλιστικής πίεσης, και πιθανώς περισσότερο αποτελεσματική από κάθε άλλο μέσο που ήταν διαθέσιμο πριν από την εποχή των εθνικών συνδικάτων
55. Για την «επαναστατική αλλαγή» σ' αυτή την περίοδο βλ. S. και Β. Webb, History of Trade Unionism, 1894, σ. 44 Κ.ε. Αλλά τα πρακτικά του κοινοβουλίου ίσως να δίνουν μια λανθασμένη εντύπωση. Η κανονική πορεία των γεγονότων ήταν ότι το laissez-faire προχωρούσε κανονικά, η αντίθετη νομοθεσία έπεφτε σε αχρησία, εκτός κι αν είχαμε μια αποτελεσματική εκστρατεία εκ μέρους των εργατών. Βλ. την ανάκληση των μισθοδοτικών διατάξεων του Act of Artificers το 1813 (W. Smart, Economic Annals of the Nineteenth Century. 1801-1820, σ. 368).
56. Philalethes, The Case as ίΙ now stands between the CΙothiers, Weavers and other Manufacturers with regard to the /ate Riot, in the Country of Wilts, Λονδίνο 1739, σ. 7 (Cambridge Uniν. Lib., Acton d. 25.1005). Εν πάση περιπτώσει, με το 17 Geo. 3, c.55, οι καπελάδες εξασφάλισαν μια απόφαση που απαγόρευε σε όλα τα αφεντικά καπελάδες να τους εκπροσωπούν σε μια διαμάχη που αφορούσε τους ίδιους - κάτι που είναι περισσότερο απ' ό,τι μπορούσαν να πετύχουν οι εργάτες των αγροκτημάτων.
57. Public Record Office, State Papers Domestic Geo. Ι , 63, σ. 72, 82, 93-94' Geo. Ι, 64, σ. 1-6, 9-10, ιδιαίτερα σ. 2-4.
58. House of Commons Journals, τχ. ΧΧ, σ. 747. 59. Ο Burn's Justice of the Peace, τόμο 3, σ. 643 Κ.ε. · τόμο 5, σ. 485 Κ.ε., 552 Κ.ε .. δίνει
μια αξιοθρήνητη εικόνα της ασυντόνιστης, αποσπασματική ς νομοθεσίας.
34 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
για ομάδες όπως οι υφαντουργοί, οι ναυτικοί και οι ανθρακωρύχοι. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Εργαζόμενοι που δεν απολάμβαναν τη φυσική προστασία που είχαν οι μικρές σε μέγεθος και σπανίζουσες ειδικότητες, οι οποίες μπορούσαν να προστατεύονται από την περιορισμένη είσοδο στην αγορά και από ισχυρά μονοπώλια απασχόλησης, βρίσκονταν αναγκαστικά σε κατάσταση άμυνας. Η επιτυχία τους επομένως θα πρέπει να μετριέται από την ικανότητά τους να διατηρούν σταθερές συνθήκες -για παράδειγμα σταθερούς μισθούς- απέναντι στη μόνιμη και πασίγνωστη επιθυμία των αφεντικών να τους οδηγήσουν στα όρια της πείνας.60 Αυτό χρειαζόταν μια αδιάλειπτη και αποτελεσματική πάλη. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η σταθερότητα των μισθών στα χαρτιά υπονομευόταν διαρκώς από τον αργόσυρτο πληθωρισμό του δέκατου όγδοου αιώνα, ο οποίος μονίμως νόθευε τους όρους του παιγνιδιού εις βάρος των μισθωτών·61 αλλά θα ήταν υπερβολικό να ζητήσει κανείς από το κίνημα του δέκατου όγδοου αιώνα να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Μέσα στα δεδομένα πλαίσια, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οι μεταξουργοί του Spitalfields βγήκαν ωφελημένοι από τις ταραχές τους.62 Οι κινητοποιήσεις των εργατών των φορτηγίδων, των ναυτών και των ανθρακωρύχων της Βορειοανατολικής Αγγλίας, για τις οποίες διαθέτουμε στοιχεία, κατέληγαν πολύ συχνά σε νίκη ή σε έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Επιπλέον, ανεξάρτητα με το πως κατέληγαν οι συγκεκριμένες συγκρούσεις, οι ταραχές και η καταστροφή των μηχανών πρόσφεραν στους εργάτες πολύτιμες εφεδρείες για όλο το υπόλοιπο διάστημα. Το αφεντικό του δέκατου όγδοου αιώνα είχε διαρκώς συνείδηση, ότι οι υπερβολικές του απαιτήσεις μπορούσαν να επιφέρουν όχι απλά μια προσωρινή απώλεια κερδών, αλλά την καταστροφή του κεφαλαιικού εξοπλισμού. Το 1829 ένας σημαίνων διευθυντής ανθρακωρυχείου ερωτήθη από την Επιτροπή των Λόρδων αν η μείωση των μισθών στα ορυχεία του Tyne και του Wearside μπορούσε «να πραγματοποιηθεί δίχως να θέσει σε κίνδυνο την ηρεμία της περιοχής ή δίχως τον κίνδυνο να καταστραφούν όλα τα ορυχεία, μ' όλες τους τις μηχανές, και το πολύτιμο κεφάλαιο που έχει ε-
60. W. Sombart, Der Moderne Kapita/ismus, τόμο 1, τχ. ίί, σ. 803, για μια βιβλιογραφία πάνω σ' αυτά' Κ. Marx, Capita/, τόμο 1 (έκδοση του 1938), σ. 259-263. Ο Philalethes, The Case as ίι now stands .. . , ό.π., σ. 29, 41, προσφέρει τυπικά επιχειρήματα.
61. E .J. Hamilton, «The Profit Inflation and the Industrial Revolution, 1751-1800», Quarter/y Journa/ ΟΙ Economics, τχ. 56 (1942), σ. 256.
62. Ι .Ι . και Β. Hammond, The Skilled Labourer, ό.π. · η παρατήρηση του Μ.Ω. George, London Life, ό.π. , σ. 190, ότι η άνοδος των τιμών στην υφαντουργία υπό την επίδραση αυτών των διατάξεων δεν ήταν συγκρίσιμη μ' αυτήν άλλων κλάδων κατά την ίδια περίοδο, ίσως να αληθεύει. Πιο σημαντική είναι η δραματική κατάρρευση των τιμών μετά την ανάκληση των διατάξεων.
ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ 35
πενδυθεί σ' αυτές». Αυτός απάντησε πως όχι.63 Αναπόφευκτα, ο εργοδότης που βρισκόταν απέναντι σε τέτοωυς κινδύνους σταματούσε, φοβούμενος ότι «η περωυσία του, ίσως και η ζωή του [μπορεί] να ετίθεντο σε κίνδυνο».64 «Πολύ περισσότερα αφεντικά απ' ό,τι θα περίμενε κανείς», σημειώνει με αδικαωλόγητη έκπληξη ο Sir John Clapharn, υποστήριξαν τη διατήρηση των συμφωνιών των μεταξουργών του Spitalfields, γιατί μ' αυτές, λέγανε, «η περωχή ζούσε σε ηρεμία και ησυχία».65
Μπορούσε, ωστόσο, η καταστροφή των μηχανών να σταματήσει την τεχνολογική πρόοδο; Σίγουρα δεν μπορούσε να σταματήσει συνολικά το θρίαμβο του βωμηχανικού καπιταλισμού. Σε μια μικρότερη κλίμακα, όμως, ήταν ένα κάθε άλλο παρά αναποτελεσματικό όπλο απελπισίας όπως το παριστάνουν. Έτσι, ο φόβος της αντίδρασης των υφαντουργών του Norwich φέρεται να απέτρεψε την εισαγωγή των μηχανών εκεΙ 66 Ο λουδισμός των κοφτών του Wiltshire το 1802 σίγουρα ανέβαλε την επέκταση της εκμηχάνισης μια διαμαρτυρία του 1816 επισημαίνει ότι «τον καιρό του Πολέμου δεν υπήρχαν ούτε λαναριστικές μηχανές, ούτε αργαλεωί στο Trowbridge αλλά, λυπηρό να το λες, τώρα αυξάνονται μέρα με τη μέρα».67 Το παράδοξο είναι ότι η καταστροφή από τους απελπισμένους δουλευτές των αγροκτημάτων το 1830 φαίνεται πως ήταν η αποτελεσματικότερη απ' όλες. Αν και οι μισθολογικές παραχωρήσεις σύντομα εξανεμίστηκαν, οι αλωνιστικές μηχανές δεν επέστρεψαν στην προηγούμενη κλίμακα.68 Σε ποω βαθμό η επιτυχία οφείλετο στους εργαζόμενους και σε ΠOLΟ στο λανθάνοντα ή παθητικό λουδισμό των ίδιων των εργοδοτών δεν μπορούμε να το προσδωρίσουμε. Όποια, όμως, κι αν είναι η αλήθεια πάνω στο ζήτημα αυτό, η πρωτοβουλία προήλθε από τους εργαζόμενους, και έτσι μπορούν να διεκδικήσουν σημαντικό μερίδω σε κάθε τέτοια επιτυχία.
63. ]. Ι. και Β. Hammond. The Skilled Labourer. ό.π., σ. 26. 64. William Stark, για τους λόγους για τους οποίους οι μηχανές δεν υιοθετήθηκαν από
την εριουργία του Norwich και συγκρατήθηκαν οι μειώσεις των μισθών ( Handloom Weavers' Commission, 1838 Ass. Commrs Report ιι).
65. ].Η. Clapham, «The Spitalfields Acts, 1 7 73-1824 » , Economic Journal, τχ. 26, σ. 463-464.
66. ]. Ι . και Β. Hammond. The Skilled Labourer, ό.π . , σ. 142 . Ο ].Η. Clapham, «The Transferen ce of the Worsted Industry from Norfolk Ιο the West Riding», Economic Journal, τχ. 20, διαπραγματεύεται το ζήτημα με μεγάλη λεπτομέρεια.
67. ]. Ι . και Β. Hammond , The Skilled Labourer, ό.π. , σ. 188. 68. Clutterbuck, The Agricu/ture ΟΙ Berkshire, Λονδίνο και Οξφόρδη 186 1 , σ. 4 1-42.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΥΤΣΗΔΕΣ*
Γραμμέιιο από κοιιιού με τη 11 Joan W. Scott
Αποτελεί συνήθεια να αποδίδονται στα μέλη κάποιων επαγγελμάτων ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, οι ιστορικοί όμως, παρότι το παρατηρούν, σπανίως αναρωτιούνται γιατί συμβαίνει. Στο κείμενο αυτό επιχειρούμε να εξηγήσουμε τον παροιμιώδη ριζοσπαστισμό των παπουτσήδων. Οι δύο συγγραφείς ανακάλυψαν το κοινό τους ενδιαφέρον πάνω στο ζήτημα αυτό στις θαυμάσιες Διεθνείς Στρογγυλές Τράπεζες για την Κοινωνική Ιστορία που οργάνωσε ο Clemens Heller του Maison' des Sciences de ΙΉοmme τη δεκαετία του '70. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Past & Present, τχ. 89, το 1980 και αναδημοσιεύεται εδώ με την άδεια της Joan Wallach Scott.
«Προχώρησε βαθύτερα στον Αρμινιανισμό1 και την πολιτική από τους συναδέλφους του. Ο αδελφός του του 'στελνε τακτικά το Methodist Magazine και το Week/y Dispatch . Είχε πάντοτε αρκετή δουλειά κι ήταν πιο ανεξάρτητος από τους αγρότες ή από τους δουλευτές . Είχε το συνήθειο να κάνει απρεπή σχόλια για τους γαιοκτήμονες και τη Βουλή των Λόρδων, για τη Βουλή των Κοινοτήτων, για το νέο νόμο για τους φτωχούς, για τους επισκόπους, για τους παπάδες, για τους νόμους περί καλαμποκιού, για την Εκκλησία και για την ταξική νομοθεσία».2
«Ένα αξιοπερίεργο πράγμα είναι ότι το κάθε επάγγελμα καλλιεργεί στους τεχνίτες που το ασκούν έναν ειδικό χαρακτήρα, μια συγκεκριμένη νοοτροπία. Ο χασάπης είναι συνήθως σοβαρός και έχει μεγάλη ιδέα για το ρόλο του, ο μπογιατζής είναι απερίσκεπτος και άσωτος, ο ράφτης είναι ευαίσθητος, ο μπακάλης ηλίθιος, ο αχθοφόρος περίεργος και παρλαπίπας και, τέλος, ο παπουτσής κι ο τσαγκάρης είναι ευδιάθετος, συχνά ζωηρός, πάντα μ' ένα τραγούδι στα χείλη του [ ... ] Παρά την απλότητα των γούστων τους, αυτοί που φτιάχνουν καινούργια και παλιά παπούτσια διακρίνονται πάντα από αεικίνητη, μερικές φορές και επιθετική, διάθεση και από μια φοβερή όρεξη για κουβέντα. Έγινε κάποια ταραχή;
* Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους William Sewell Jr, Ε.Ρ. Th ompson και Alfred Young για τα χρήσιμα σχόλιά τους.
1 . Θεωρία του Ja cobus Arminius που τονίζει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου σε αντίθεση με το θείο προορισμό του προτεσταντισμού [Σ.τ . Μ . ].
2. J . C . Buckmaster (επψ.) , Α Village Politician: The Life-Story ΟΙ John Buckley, Λονδίνο 1897, σ. 41.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠAΠOrΓΣHΔEΣ 37
Βγήκε από το πλήθος κάποιος ρήτορας ; Σίγουρα πρόκειται για κάποιον τσαγκάρη που 'ρθε να μιλήσει στον κόσμο ».3
Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός των παπουτσήδων του δέκατου ένατου αιώνα είναι παροιμιώδης. Κοινωνικοί ιστορικοί διαφόρων τάσεων απλά περιέγραψαν το φαινόμενο, θεωρώντας ότι δε χρήζει ερμηνείας. Ένας ιστορικός της Γερμανικής Επανάστασης του 1848 αποφαίνεται, για παράδειγμα, ότι «δεν ήταν τυχαίο» που οι παπουτσήδες «έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο στη δράση του λαού». Οι ιστορικοί των ταραχών του «5wing» στην Αγγλία κάνουν λόγο για τον «περιβόητο ριζοσπαστισμό » των τσαγκάρηδων, και ο Jacques Rougerie εξηγεί το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν στην Παρισινή Κομμούνα βάσει της «παραδοσιακής τους μαχητικότητας». Ακόμα κι ένας αιρετικός συγγραφέας σαν τον Theodore Zeldin, στο ζήτημα αυτό αποδέχεται την καθιερωμένη αντίληψη .4 Σ' αυτό το άρθρο επιχειρούμε να εξηγήσουμε αυτή την ξεχωριστή φήμη των παπουτσήδων ως πολιτικά ριζοσπαστών.
Όταν λέμε ότι οι παπουτσήδες, ή ένα οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, φημίζεται για το ριζοσπαστισμό του, αυτό μπορεί να σημαίνει ένα ή περισσότερα από τα εξής τρία πράγματα: τη φήμη μιας μαχητικής συμμετοχής σε κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας, είτε του επαγγέλματος είτε ευρύτερα' τη φήμη μιας συμπάθειας ή σχέσης ή δραστηριοποίησης σε κινήματα της πολιτικής Αριστεράς, και τη φήμη αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδεολόγος των απλών ανθρώπων. Αυτά τα τρία, αν και είναι πολύ πιθανό να συνδέονται μεταξύ τους, δεν ταυτίζονται. Μαθητευόμενοι και ανύπαντροι τεχνίτες παραδοσιακών συντεχνιακών επαγγελμάτων μπορούσαν πολύ εύκολα να κινητοποιούνται, δίχως να έχουν απαραίτητα καμιά σχέση με ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί την εποχή εκείνη ως πολιτικός ριζοσπαστισμός. Οι γάλλοι universitaires [πανεπιστημιακοί] έχουν, τουλάχιστον από τον καιρό της υπόθεσης Ντρέυφους, τη φήμη ότι βρίσκονται στα αριστερά των φοιτητών τους αυτό δε σημαίνει απαραίτητα και συλλογική αγωνιστική δράση. Οι αυστραλοί κουρείς
3. Μ . 5ensfelder, Histoire de Ιa cordonnerie, Παρίσι 1856, παρατίθεται στο Joseph Barberet, Le Travail en France: monographies professionnelles, 7 τόμοι, Παρίσι 1886-1890, τόμο 5, σ. 63-64.
4. Rudolf 5tadelmann, «50ziale Ursachen der Revolution νοπ 1848», στο Hans-Ulrich Wehler (επιμ.). Moderne deutsche Sozialgeschichte. Βερολίνο 1970, σ. 140' E .J . Hobsbawm -George Rude, Captain Swing, Λονδίνο 1969, σ. 181' Jacques Rougerie, «Composition d 'une population insurgee: l 'exemple de la Commune» , Le Mouvement Social, τχ. 48 (1964), σ. 42 '
Theodore Zeldin, France, 1848-1945,2 τόμοι, Οξφόρδη 1973, τόμο 1 , σ. 214.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
προβάτων, αν και συχνά εμφανίζονται μαχητικοί και προσκείμενοι στην
Αριστερά, γενικά δε φημίζονται για τα ιδεολογικά τους ενδιαφέροντα,5
σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους δασκάλους των χωριών. Οι παπουτσήδες ως επάγγελμα είχαν, κατά το δέκατο ένατο αιώνα,
μια φήμη ριζοσπαστισμού και με τις τρεις αυτές έννοιες. Ήταν μαχητικοί τόσο στα ζητήματα του κλάδου τους όσο και σε ευρύτερα κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αν και τα συνδικάτα των παπουτσήδων περιορίζονταν σε ορισμένους μόνο τομείς ή περιοχές ενός ευρύτερου επαγγελματικού κλάδου, και μολονότι μόνο κατά διαστήματα ήταν αποτελεσματικά, οργανώθηκαν σχετικά νωρίς σε εθνική κλίμακα τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελβετία, για να μην αναφέρουμε για την Αγγλία, όπου το συνδικάτο του Λονδίνου, ιδρυθέν το 1 792, αναφέρεται πως επεκτάθηκε σε εθνικό επίπεδο ήδη το 1804. Οι παπουτσήδες και οι ξυλουργοί ήταν τα πρώτα μέλη της Ομοσπονδίας Εργατών της Χώρας της Αργεντινής ( 1890), της πρώτης προσπάθειας εθνικής συνδικαλιστικής συγκρότησης σ' αυτή τη χώρα. Σε μερικές περιπτώσεις απήργησαν μαζικά και ήταν από τους κλάδους που είχαν τη μεγαλύτερη έφεση για απεργίες στη Γαλλία την περίοδο της Ιουλιανής μοναρχίας. Είχαν επίσης μεγάλη συμμετοχή στα επαναστατικά πλήθη. Ο ρόλος τους ως πολιτικών ακτιβιστών μπορεί να τεκμηριωθεί πολύ καλά. Ανάμεσα στα άτομα που δραστηριοποιούνταν στο βρετανικό χαρτιστικό κίνημα, και των οποίων γνωρίζουμε την απασχόληση, οι παπουτσήδες αποτελούν μακράν τη μεγαλύτερη ομάδα ύστερα από τους υφαντές και τη γενική κατηγορία των «δουλευτών»: Υπερδιπλάσιοι σε σχέση με τους οικοδόμους και πάνω από το 10% του συνόλου. Μεταξύ αυτών που κατέλαβαν τη Βαστίλη, ή τουλάχιστον αυτών που συνελήφθησαν, οι είκοσι οκτώ παπουτσήδες έπονται μόνο των επιπλοποιών, ξυλουργών και κλειδαράδων, ενώ στις ταραχές στο Πεδίον του Άρεως τον Αύγουστο του 1 792 έρχονται πρώτοι.6 Ανάμεσα σε αυτούς που συνελήφθησαν στο Παρίσι επειδή εναντιώθηκαν στο πρα-
5. Ο μακαρίης Ian Tumer του Εθνικού Αυστραλιανού Πανεπιστημίου της Καμπέρα, αναφέρει την περίπτωση ενός μεγάλου αριθμού απ' αυτούς, οι οποίοι συνελήφθησαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση επειδή έκαναν μια συγκέντρωση υπέρ της εξέγερσης και των σοβιέτ. Μ ια προσεκτική έρευνα για ανατρεπτικά έντυπα δεν απέδωσε τίποτε άλλο εκτός από μια προκήρυξη που είχαν μερικοί στις τσέπες τους. Έγραφε: « Αν το νερό σαπίζει τις μπότες σου, τότε τι κάνει στο στομάχι σου;».
6. Jean -Pierre Aguet, Les Greves s ous Ια monαrchie de Juillet, 1830-1847, Γενεύη 1954' David Pinkney, «The Crowd ίη the French Revolution of 1830» , American Historicαl Review, τχ. 70 ( 1964), σ. 1 -1 7' David Jones, Chαrtism αnd the Chαrtis ts, Λονδίνο 1975, σ. 30-32. Ο D .J . Goodway, London Chartism 1 838-1 848, Καίμπριτζ 1982, σ. 37-39, δείχνει ότι το ποσοστό συμμετοχής τους στο λονδρέζικο χαρτισμό ήταν υψηλότερο από κάθε άλλου επαγγέλματος (πάνω από 3.000 μέλη), με εξαίρεση τους τέκτονες. George Rude, The Crowd in the French Revolution, Οξφόρδη 1959, παράρτημα 4.
ΠΟΛIΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 39
ξικόπrιμα του 1851, οι παπουτσήδες ήταν και πάλι οι περισσότεροι.7 Από τους εργάτες που συμμετείχαν σην Παρισινή Κομμούνα του 187 1 , εκείνοι που υπέστrισαν το μεγαλύτερο ποσοστό εκτοπίσεων μετά τφ ήττα τrις ήταν, όπως παρατηρεί ο Jacques Rougerie, «φυσικά, όπως πάντα, οι παπουτσήδες».8 Όταν ξέσπασε η εξέγερση στrι γερμανική πόλrι Konstanz τον Απρίλιο του 1848, οι παπουτσήδες αποτελούσαν μακράν η μεγαλύτερη ομάδα που συμμετείχε, ίσrι σχεδόν σε αριθμό με τα Μο επόμενα επαγγέλματα (ράφτες και ξυλουργούς) μαζί. 9 Στην άλλη άκρrι του κόσμου, ο πρώτος αναρχικός που καταγράφηκε σην επαρχιακή πόλη της Βραζιλίας Rio Grande do Sul ήταν ένας ιταλός παπουτσής το 1897, ενώ το μόνο επαγγελματικό συνδικάτο που αναφέρεται ότι συμμετείχε στο πρώτο (αναρχικής κατεύθυνσης) Εργατικό Συνέδριο της Curitiba (Βραζιλία), είναι rι Ένωσrι των Παπουτσήδων. 1Ο
Από μόνα τους, ωστόσο, τα στοιχεία της αγωνιστικότητας και του αριστερού ακτιβισμού δεν ξεχωρίζουν τους παπουτσήδες από άλλους τεχνίτες που κατά καιρούς επέδειξαν την ίδια, τουλάχιστον, έφεσrι σ' αυτούς τους τομείς. Μεταξύ των θυμάτων της Eπανάστασrις του Μαρτίου το 1848 στο Βερολίνο, οι ξυλουργοί ήταν υπερδιπλάσιοι και οι ράφτες αρκετά περισσότεροι σε σχέση με τους παπουτσήδες, αν και αυτά τα επαγγέλματα ήταν συγκρίσιμα ως προς το αριθμητικό τους μέγεθος. 1 1 Στη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας, οι μαραγκοί και ο ι ράφτες ήταν εξίσου «επιρρεπείς σε απεργίες» με τους παπουτσήδες. Τα γαλλικά επαναστατικά πλήθη περιελάμβαναν αναλογικά μεγαλύτερο ποσοστό τυπογράφων, ξυλουργών, κλειδαράδων και οικοδόμων σε σχέση με το σύνολο του παρισινού πληθυσμού. Μπορεί οι έντεκα τσαγκάρηδες να αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα μεταξύ των σαράντα τριών αναρχικών που συνελήφθησαν στη Λυών το 1892, όμως και η ομάδα των οικοδόμων δεν πήγαινε πολύ πίσω . 12 Οι ράφτες συνδέονται με τους παπουτσήδες ως τυπικοί ακτιβιστές στην Επανάσταση του 1848 στη Γερμανία, και μπορεί αμφότεροι να είχαν εξέχουσα θέση μεταξύ των τεχνιτών που α-
7. Georges Duveau, Lα Vie ouvriere en Frαnce sous le Second Empire, 7η έκδοση, Παρίσι 1946, σ. 75.
8. Jacques Rougerie, Pαris libre, Παρίσι 197 1 , σ. 263. 9. Reinhold Reith, Zur biogrαphischen Dimension von «Hochverrαth und AlIfruhr»: Versuch
einer historischen Protestαnαlyse αm Beispiel des Aprilαufstαndes 1848 in Konstαnz, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, University of Konstanz, 1981 , σ. 33 Κ.ε., 44 Κ.ε.
10. Edgar Rodrigues, Sociαlismo e s indicαlismo no Brαsil, 1675-1913, Ρίο ντε Τζανέιρο 1969, σ. 73, 223.
11 . R. Hoppe - J. Kuczynski, «Eine Berufs-bzw. auch Klassen-und Schinchtenanalyse der M iirzgefallenen 1848 ίη Berlin » , Jαhrbuch fiίY Wirtschαftsgesch, 1964/IV, σ. 200-276.
12. Yves Lequin, Les Ouvriers de Ια region lyonnαise, 1848- 1914, 2 τόμοι, Λυών 1977, τόμο 2, σ. 281.
Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ποτελούσαν την πλειοψηφία της Λίγκας των Κομμουνιστών (<<η λέσχη των εργατών είναι μικρή και αποτελείται μόνο από παπουτσήδες και ράφτες», έγραφε το 1850 ο Weydemeyer στον Μαρξ),13 είναι όμως μάλλον σαφές ότι οι ράφτες ήταν περισσότεροι. Μάλιστα, ο φαινομενικά μεγάλος αριθμός παπουτσήδων ακτιβιστών μπορεί μερικές φορές να αντανακλά απλά το μέγεθος ενός κλάδου που στη Γερμανία και στη Βρετανία αποτελούσε την πολυπληθέστερη επαγγελματική ομάδα τεχνιτών. 14 Οι συλλογικές πράξεις της ομάδας δεν εξηγούν επομένως τη ριζοσπαστική φήμη των παπουτσήδων.
Δεν υπάρχει ωστόσο καμιά αμφιβολία, ότι ως εργάτες-διανοούμενοι και ιδεολόγοι, οι τσαγκάρηδες ξεχώριζαν. Προφανώς δεν ήταν μοναδικοί, παρότι, όπως θα δούμε, στα χωριά και στις μικρές εμπορικές πόλεις είχαν μικρότερο συναγωνισμό από άλλους εγκατεστημένους τεχνίτες. Σίγουρα, ο ρόλος τους ως εκπροσώπων και οργανωτών του κόσμου της υπαίθρου στην Αγγλία του δέκατου ένατου αιώνα είναι εμφανής σε οποιαδήποτε μελέτη των ταραχών του «5wing» του 1830 ή του αγροτικού πολιτικού ριζοσπαστισμού. Οι Hobsbawm και Rude αναφέρουν ότι το 1830 η μέση εξεγερμένη ενορία είχε δύο με τέσσερις φορές περισσότερους παπουτσήδες από τη μέση φιλήσυχη ενορία.15 Ο τοπικός τσαγκάρης που αναφέρει τσιτάτα του Cobbett -ο John Adams στο Κεντ, ο William Winkworth στο Hampshire- είναι μια γνώριμη φιγούρα.16 Ο χαρακτηρισμός του επαγγέλματος ως «red-hot politicians» ήταν παροιμιώδης. Στο Northampton, που ήταν κέντρο υποδηματοποιίας, οι εκλογές γιορτάζονταν όπως οι «παραδοσιακές γιορτές», όπως οι ιπποδρομίες της άνοιξης και του φθινοπώρου.17 Το πιο εκπληκτικό παρ' όλα αυτά είναι η σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την εγγραμματοσύνη. Ο παπουτσής ταυτίζεται αναπάντεχα συχνά με το δημοσιογράφο και το στιχοπλόκο, με το ρήτορα και τον ομιλητή, με το συγγραφέα και τον εκδότη. Αυτή η εντύπωση δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθεί, αν και οι τσαγκάρηδες αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα -τρεις- σε ένα δείγμα δεκαεννέα γάλλων «εργατών-ποιητών» της περιόδου πριν το 1850, που έχουν όλοι ριζοσπα-
13 . Karl Obermanη, Zur Geschichte des Bundes der Kommunisten, Ανατολικό Βερολίνο 1955, σ. 28.
1 4. Paul Voigt, « Das deutsche Handwerk nach den Berufszahlungen νοη 1 882 und 1895», στο Untersuchungen uber die Lage des Handwerks in Deutschland 9, Schriften des Vereins fϋr Socialpolitik, αρ. lxx, Λειψία 1897)' J .H . Clapham, Economic History ο/ Modern Britain, 3 τόμοι, Καίμπριτζ 1952, τόμο 2, σ. 43.
15. E .J . Hobsbawm - G. Rude, Captain Swing, ό.π., σ. 181 -182. 16. Στο ίδιο, σ. 218, 246. 1 7. Keith Brooker, « The Northampton Shoemakers' Reaction to Industrialisation: Some
Thoughts», Northamptonshire Past and Present, τχ. 6 (1980), σ. 155.
ΠΟΛIΤιΚΟΠΟIΗΜΕΝΟΙ ΠAΠOrΓΣHΔEΣ
στικές απόψεις:18 ο Sylvain Lapointe από τη Yonne, που ήταν υποψήφιος το 1848' ο Hippolyte Tampucci, εκδότης του Le Grαpίlleur, και ο Gonzalle από τη Reims, εκδότης του Le Republicain.19 ο κατάλογος θα μπορούσε εύκολα να μεγαλώσει' σκέφτεται κανείς τον Faustin Bonnefoi, εκδότη της φουριεριστικής εφημερίδας στη Μασσαλία του ΛουδοβίκουΦίλιππου,20 τον αυτοδίδακτο «Efrahem », που έγραφε μπροσούρες που καλούσαν σε <<μια ένωση των εργατών όλων των corps d 'E�tat»,21 και τον Πολίτη νίΙΙΥ, έναν κατασκευαστή μποτών που μίλησε στο πρώτο Κομμουνιστικό Συμπόσιο το 1840 και εξέδωσε μια μπροσούρα για την κατάργηση της φτώχειας.22
Κανένας, βέβαια, δεν ισχυρίζεται ότι όλοι οι ακτιβιστές παπουτσήδες, ή έστω η πλειονότητά τους, ήταν τεχνίτες-διανοούμενοι. Έχουμε μάλιστα παραδείγματα αγωνιστών παπουτσήδων που σαφέστατα δε διάβαζαν πολύ, τουλάχιστον την εποχή που δραστηριοποιούνταν, όπως ο George Hewes, ο τελευταίος επιζών του Tea Party της Βοστώνης.23 Αν και ως επάγγελμα οι παπουτσήδες φαίνεται να ήταν πιο μορφωμένοι από το μέσο όρο, ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό κακών αναγνωστών είναι φυσικό να υπάρχει μέσα σε έναν τόσο μεγάλο κλάδο που περιλάμβανε τόσο πολλούς παροιμιωδώς φτωχούς ανθρώπους.24 Ο αμόρφωτος παπουτσής ίσως μάλιστα να απαντάται πιο συχνά όσο το επάγγελμα εξαπλωνόταν και αποδιαρθρώνονταν κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα. Παρά ταύτα, δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη ενός ασυνήθιστα, ίσως και μοναδικά μεγάλου αριθμού παπουτσήδων-διανοουμέ-
18 . Δείγμα παρμένο από την Librairie Α . Faure, 1 5 rue du Val du Grace, cataIogue 5, Livres anciens et m odemes, items 262-324, ελεγμένο στο Jean Maitron (επιμ. ) , Dictionnaire biographique du mouvement ouvrier fran�ais. Ρι Ι, 1789- 1864, 3 τόμοι, Παρίσι 1964-1966.
19. David Μ . G ordon, Merchants and Capitalism: Industrialization and Provincial Politics aΙ Reims and 5ι Etienne under the 5econd RepIIblic and 5econd Empire, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Brown University, 1978, σ. 67.
20. William Sewell Jr. The 5tructure oj the Working Class oj Marseille in the Middle oj the Nineteenth Century. αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of California. Berkeley 1971, σ. 299.
2 1 . «De l 'associati on des ouvriers de tous les c orps d 'etat» , αναδημοσιευμένο στο Alain Faure - Jacques Ranciere (επιμ.), La Parole ouvriere, 1830- 185 1, Παρίσι 1976, σ. 159-168.
22. Gian Maria Bravo, Les 50cialistes avant Marx, 2 τόμοι, Παρίσι 1970, τόμο 2, σ. 221 . 23. Alfred F . Y oung, «Ge orge R obert Twelves Hewes, 1 742-1840: Α B oston Shoemaker
and the Memory of the American Revolution » , William and Mary Quarterly. 24 . Maurice Garden, Lyon et les Lyonnais au XVlIle siecle, Παρίσι 1970, σ. 244 Κ.ε . Άνω
του μέσου όρου αλφαβητισμός αναφέρεται για τους c ordwainers της υπαίθρου στο David Cressy, Literacy and the 50cial Order: Reading and Writing in Tudor and 5tuart England, Καίμπριτζ 1981 , σ. 1 30-136, αλλά μέσος ή κάτω του μέσου όρου αλφαβητισμός για την κατώτερη κατηγορία των «παπουτσήδων» τόσο στο Λονδίνο όσο και στη επαρχία. Για διάφορους λόγους. οι αριθμοί που δ ίνει ο Cressy για το Λονδίνο είναι περισσότερο προβληματικοί απ' αυτοίις που δίνει για την επαρχία.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
νων, έστω κι αν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τέτοια άτομα θα τραβούσαν την προσοχή σε μια εν πολλοίς αναλφάβητη κοινωνία. Την εποχή που η ιδεολογία είχε μια πρωταρχικά θρησκευτική μορφή, οι παπουτσήδες στοχάζονταν πάνω στις Γραφές, οδηγούμενοι μερικές φορές σε ανορθόδοξα συμπεράσματα: Αυτοί φέραν τον Καλβινισμό στη Cevennes,25 αυτοί προφήτευσαν, κήρυξαν (και συνέγραψαν) μεσσιανισμό, μυστικισμό και αίρεση.26 Στην εποχή της εκκοσμίκευσης, η πλειοψηφία τών (σε μεγάλο βαθμό κομμουνιστών, οπαδών του Spence) συνωμοτών της οδού Κάτωνος ήταν παπουτσήδες, και η σχέση τους με τον αναρχισμό ήταν πασίγνωστη. Το Le Pere Peinard του Emile Pouget είχε συμβολικά στο εξώφυλλό του την εικόνα ενός παπουτσή μέσα στο εργαστήρι του.27 Γενικότερα υπάρχει, τουλάχιστον στα αγγλικά, μια σημαντική παραγωγή συλλογικών βιογραφιών παπουτσήδων κατά το δέκατο ένατο αιώνα, που ανάλογη, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν υπάρχει για καμιά άλλη τέχνη. 28 Η συντριπτική πλειονότητα των βιογραφούμενων μνημονεύονται για τα διανοητικά τους επιτεύγματα. Η επιτυχία τους σ' αυτόν τον τομέα εξηγεί ίσως την εμφάνιση αυτών των επιτομών στην εποχή της αυτομόρφωσης.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παροιμίες του είδους «τσαγκάρη κοίταζε το καλαπόδι σου », τις οποίες συναντάμε σε πολλές χώρες από την αρχαιότητα μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, φανερώνουν ακριβώς αυτή την τάση των παπουτσήδων να εκφράζουν γνώμες πάνω σε θέματα τα οποία θα 'πρεπε να τα αφήνουν στους επισήμως μορφωμένους: «ο τσαγκάρης να κοιτάζει το καλαπόδι του κι ο μορφωμένος να γράφει τα βιβλία»' «Οι τσαγκάρηδες που κάνουν κήρυγμα, φτιάχνουν κακά παπούτσια», κ.ο.κ. Σίγουρα, ανάλογες παροιμίες για άλλα επαγγέλματα είναι πολύ λιγότερο συχνές. 29
25. Emmanuel Le R oy Ladurie, Les Paysans du Languedoc, 2 τόμοι, Παρίσι 1966, τόμο 1, σ. 349-351 .
26. Peter Burke, Popular Culture in Early Modern Europe, Λονδίνο 1978, σ. 38-39. 27. Jean Maitron, Le Mouvement anarchiste en France, 2 τόμοι, Παρίσι 1975, τόμο 1 , σ. 131 . 28. Για παράδειγμα: Ανώνυμος, Crispin Anecdotes: Comprising Interesting Notices of
5hoemakers, who have been Distinguished for Genius, Enterprise or Eccentricity, Sheffield και Λονδίνο 1827 ' John Prince, Wreath for 5t. Crispin: Being 5ketches of Eminent 5hoemakers, Βοστώνη, Μασσ. 1 848' Ανώνυμος, Crispin: The Delightful, Princely and Entertaining History of the Gentle Craft, Λονδίνο 1 750' William Ed ward Winks, Lives of IIIustrious 5hoemakers, Λονδίνο 1 883' Th omas Wright, The Romance of the 5hoe, Λονδίνο 1922' Ανώνυμος, Lives of Distinguished 5hoemakers, Portland, Maine 1849' Joseph Sparkes Hall, The Book of the Feet, Νέα Υόρκη 1847.
29. « Bei leisten, driit und pech der Schumacher sol bleiben und die gelehrten leut lassen die bίicher schreiben », «predigender Schuster macht schlechte Schuhe»: Deutsches 5prichworter-Lexikon, 5 τόμοι, Aalen 1963, τόμο 4, στήλες 398-399. Η αδικία τέτοιων παροιμιών ενόχλησε τόσο τους συντάκτες αύτής της εγκυκλοπαίδειας, ώστε πρόσθεσαν μια υποσημείωση που αναφέρει δύο διανοούμενους παπουτσήδες που έφτιαχναν και εξαιρετικά παπούτσια (στήλη 399).
ΠΟΛΙΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 43
Ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος τέτοιες έμμεσες ενδείξεις, και πάλι ο αριθμός των παπουτσήδων-διανοούμενων είναι εντυπωσιακός. Δεν ήταν απαραίτητα ριζοσπάστες, αν και οι υμνητές τους κατά το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα προτιμούσαν να επιμένουν πάνω στα επιτεύγματά τους σε τομείς που θα μπορούσαν να εντυπωσιάσουν τους κοινωνικά ανώτερους αναγνώστες -μόρφωση, λογοτεχνία και θρησκείαχωρίς να αποσιωπούν και τη φήμη τους ως λα'ίκών πολιτικών. Αλλά οι ιστορικοί δεν μπορούν παρά να επισημάνουν, ότι τα θρησκεύματα στα οποία διακρίνονταν οι παπουτσήδες -όταν δε συνδέονταν με τον αντικληρικαλισμό και την αθεΊα3Ο- ήταν συνήθως, για τα μέτρα της εποχής, αιρετικά και ριζοσπαστικά. Φέρνει κανείς κατά νου τον Jakob Bohme, το μυστικιστή που διώχθηκε από τη Λουθηρανική Εκκλησία στην πόλη του, και τον George Fox, τον Κουακέρο. Κάτι άλλο που μπορούμε να επισημάνουμε, είναι ο συνδυασμός ριζοσπαστικών και λογοτεχνικών δραστηριοτήτων, όπως στην περίπτωση του Thomas Holcroft, του πρώην τσαγκάρη δραματουργού και άγγλου γακωβίνου, του Friedrich Sander, που ίδρυσε το 1848 την Ένωση Εργατών της Βιέννης και έγραφε ποιήματα,31 και του αναρχικού Jean Grave, παπουτσή που έγινε τυπογράφος και εκδότης περιοδικών με σαφείς λογοτεχνικές-καλλιτεχνικές τάσεις.32
Οι παπουτσήδες δεν μπορούν βέβαια να διεκδικήσουν το μονοπώλιο των πληβειακών πνευματικών δραστηριοτήτων. Ο Samuel Smiles, που ήταν πάντοτε ο ένθερμος κήρυκας της ατομικής προσπάθειας, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο «Αστρονόμοι και σπουδαστές της ταπεινής ζωής: Ένα νέο κεφάλαιο στην ''Επιδίωξη της γνώσης κάτω από δύσκολες συνθήκες"» καταγράφει παραδείγματα κι από άλλα επαγγέλματα.33 Παρ' όλα αυτά, το γεγονός ότι «στην ύπαιθρο είναι πολύ συνηθισμένο ο παπάς της ενορίας να είναι παπουτσής», φανερώνει έναν ασυνήθιστα υψηλό
30. Ο Charles Bradlaugh, ο υπέρμαχος του αθε'ίσμού, εξελέγη βουλευτής του Northampton, μια εκλογική περιφέρεια παπουτσήδων. Για το «Schusterkomplott» των βιεννέζων παπουτσήδων που κατηγορήθηκαν για αθεία το 1 794, βλ. Ε. Wangermann, «Josephinismus und katholischer Glaube», στο Ε. Kovacs (επιμ.) , KαthoIische AufkIίirung und Josephinismus, Βιέννη 1979, σ. 339-340. Ένας από τους κατηγορούμενους, επηρεασμένος από τα
/κηρύγματα ενός μεταρρυθμιστή καθολικού ιεροκήρυκα, με χαρακτηριστικό τσαγκαράδικο τρόπο «αγόρασε μια παλιά βίβλο, μου τη διάβασε απ' την αρχή μέχρι το τέλος, συνέκρινε τα [ . . . ] παραθέματα των κηρυγμάτων του Wiser [ . . . ] με το ίδιο το κείμενο της βίβλου, και έτσι άρχισα να αμφισβητώ τη θρησκεία μου » .
31 . Karl Flanner, Die RevoIution von 1848 ί" Wiener Neustαdt, Βιέννη 1978, σ. 181 . 32 . Eugenia W. Herbert, The Artist αnd Sociαl Rejorm: Frαnce αnd BeIgium, 1885- 1 898, New
Haven 1961 , σ. 14 Κ.ε. Σχετικά με την εκδίκηση του παπουτσή στον Απελλή, ο οποίος του είχε πει να κοιτάζει τη δουλειά του και να μην ασχολείται με την κριτική της τέχνης, πρβλ. την τεράστια επιρροή (μέσω του Grave) που είχε ο αναρχισμός πάνω στους μετα'ίμπρεσσιονιστές ζωγράφους, βλ. στο ίδιο, σ. 184 Κ.ε.
33. Samuel Smiles, Men oj Invention αnd Industry, Λονδίνο 1884, κεφ. 12 .
44 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
βαθμό εγγραμματοσύνης.34 Το σίγουρο είναι ότι ο διανοουμενισμός των παπoυτσ�δων ως επαγγέλματος εντυπωσίαζε πολλούς παρατηρητές και ότι δεν μπορούσε να ερμηνευθεί εύκολα. Τόσο Ο W. E. Winks όσο και τα Crispin Anecdotes ομολογούν την αμηχανία τους, αλλά συμφωνούν στο ότι «περισσότεροι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι παπoυτσ�δες στο επάγγελμα, παρά oτιδ�πoτε άλλο».35 Στην αυτοβιογραφία του, ο ριζοσπάστης παπoυτσ�ς John Brown σχολιάζει πως «Άτομα που διαθέτουν τα προνόμια μιας πιο εκλεπτυσμένης παιδείας, δύσκολα μπορούν να φανταστούν πόση γνώση και διάβασμα μπορεί να συναντ�σει κανείς μεταξύ των μελών του παλιού μου επαγγέλματος».36 Στη Γαλλία, οι παπoυτσ�δες εθεωρούντο «διανοητές [που] στοχάζονται πάνω στα πράγματα που είδαν � άκουσαν [ . . . ] που προχωρούν πολύ πιο πέρα από τα ενδιαφέροντα των εργατών». 37 Στην Αγγλία του δέκατου ένατου αιώνα συναντούμε στίχους που λένε:
Ένας τσαγκάρης μια φορά, τα χρόνια τα παλιά
Στη βεράντα του καθόταν και συλλογιζόταν.
Ότι τ' άρεσε, έλεγε, τα βιβλία τα παλιά να μελετά, Κι ύστερα να κάθεται και να τα στοχάζεται. 38
Στη Ρωσία συναντάμε έναν χαρακτ�ρα σ' ένα έργο του Μαξίμ Γκόρκι που «παθιαζόταν εύκολα από ένα βιβλίο, όπως τόσοι άλλοι παπoυτσ�δες».39
Η φ�μη των παπoυτσ�δων ως λαίκών φιλοσόφων και πολιτικών προηγείται της επoχ�ς του βιομηχανικού καπιταλισμού και απλώνεται πέρα από τις τυπικές χώρες της καπιταλιστικ�ς οικονομίας. Πράγματι, έχει κανείς την αίσθηση, ότι το δέκατο ένατο αιώνα οι ριζοσπάστες παπουτσ�δες εκπλ�ρωναν έναν ρόλο ο οποίος από πολύ καιρό είχε συνδεθεί με τα μέλη του επαγγέλματός τους. Οι προστάτες άγιοι της τέχνης, ο Crispin και ο Crispinian, μαρτύρησαν επειδ� κ�ρυτταν μια νέα πίστη στους πελάτες τους μέσα στα εργαστ�ριά τους στη Soissons -στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Χριστιανισμό στα χρόνια του ειδωλολάτρη αυτο-
34 . Βλ. Ανώνυμος, Crispin Anecdotes ... , ό .π . , σ . 1 44 ' επίσης πρβλ. E . J . Hobsbawn - G. Rude, Captain Swing, ό.π. , σ. 63, 70.
35. Ανώνυμος, Crispin Anecdotes . . . , ό .π. , σ. 45' W.E. Winks, Lives ΟΙ IllustrioIIs Shoemakers, ό.π. , σ. 232.
36. John Brown, Sixty Years' Gleanings Irom Life's Harvest: Α Genuine Autobiography, Καίμπριτζ 1 858, σ. 239, παρατίθεται στο Nicholas Mansfield, «John Brown: Α Shoemaker's Place ίη London», History Workshop, τχ. 8 ( 1979), σ. 1 35.
37. J. Barberet, Le ΤΥaυaίΙ en France . . . , ό.π., τόμο 5, σ. 62-63. 38. Τ. Wright, The Romance ΟΙ the Shoe, ό.π. , σ. 218. 39. Στο ίδιο, σ. 307.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 45
κράτορα Διοκλητιανού. 40 Στην πρώτη πράξη του Ι ούλισυ Καίσαρα του Σαίξπηρ εμφανίζεται ένας τσαγκάρης ο οποίος καθοδηγεί ένα πλήθος που διαδηλώνει στους δρόμους, Οι καλφάδες στη Γιορτή του παπουτσή
του Dekker, μια ελισαβετιανή άσκηση στις δημόσιες σχέσεις στο όνομα αυτής της «ευγενικής τέχνης» του Λονδίνου, παρουσιάζονται χαρακτηριστικά μαχητικοί: απειλούν να εγκαταλείψουν το αφεντικό τους αν δε δώσει δουλειά σ' έναν περιοδεύοντα κάλφα. Την ίδια σχεδόν εποχή μ' αυτές τις θεατρικές νύξεις, βρίσκουμε την ακόλουθη αναφορά για τον παπουτσή Robert Hyde κι έναν ονόματι Lodge απ' το Sherbome:
«Κι ύστερα είπε ότι λίγο πριν τα Χριστούγεννα κάποιος παπουτσής Robert Hyde περνώντας απ' το κατώφλι του, τον φώναξε και του 'πε πως ήθελε να κουβεντιάσει μαζί του, κι αφού είπε κάποια πράγματα, ανέφερε και τα εξής: "Κύριε Scarlet μας είπατε στο κήρυγμα ότι υπάρχει ένας θεός, ένας παράδεισος και μια κόλαση και μια ανάσταση ύστερα απ' αυτή τη ζωή, και πως θα δώσουμε λογαριασμό για τα έργα μας και πως η ψυχή είναι αθάνατη". Τώρα όμως, είπε, υπάρχουν κάποιοι εδώ στην πόλη που λένε, ότι η κόλαση δεν είναι άλλη από τη φτώχεια και τη δυστυχία αυτού εδώ του κόσμου, πως ο παράδεισος δεν είναι άλλο παρά το να ' σαι πλούσιος και να χαίρεσαι τη ζωή σου, και πως Ψοφάμε όπως τα ζώα, κι όταν φεύγουμε δε μένει τίποτε από μας, Κ.Ο.Κ. Αλλά ο Ανακριτής ούτε τότε ρώτησε ποιοι ήταν αυτοί' ούτε του είπε τίποτα το ιδιαίτερο. Κι αυτός είπε ακόμα ότι όλος ο κόσμος το λέει στο Sherbome, ότι ο εν λόγω Allen και ο προαναφερθείς άνθρωπός του είναι άθεοι. Κι είπε ακόμα ότι υπάρχει και κάποιος Lodge, παπουτσής στο Sherbome, που λογαριάζεται για άθεος».4 1
Ο παπουτσής που παίζει το ρόλο που ο ποιητής Gray αποκάλεσε «Hampden42 του χωριού», απαθανατίζεται σ' ένα χαρακτικό του Timothy Bennett (πέθανε το 1 756) από το Hampton Wick, στο Middlesex. Αμφισβήτησε την κατάργηση από το βασιλιά του δικαιώματος διάβασης μέσα από το Bushy Park απειλώντας να πάει στο δικαστήριο - και κέρδισε. Το χαρακτικό τον παριστάνει «αποφασιστικό και άνετο, να συζητάει καθισμένος με τον . . . [Λόρδο Halifax] » (το δασάρχη του βασιλικού πάρ-
40. Paul Lacroix - Alphonse Duchesne - Ferdinand Sere. Histoire des cordonniers et des artisans dont Ια profession se rattache ii Ιa cordonnerie, Παρίσι 1852, σ. 116- 1 1 7 .
4 1 . Shakespeare. Julius Caesar, Ι, ί' Dekker, The Shoemaker's Holiday, ίν, 48-76. Το παράθεμα είναι από την Cerne Abbas Inquiry του 1 594 (Brit. L ib. Harleian MS 6849, fos 183-190, στο G . B . Harrison (επιμ.), Willobie His Avisa, Λονδίνο 1926, παράρτημα 3, σ. 264. Είμαστε υπόχρεοι στον Michael Hunter γι' αυτό το πρώιμο παράδειγμα άγγλων ριζοσπαστών παπουτσήδων.
42. John Hampden, 1 594-1643, πολιτικός [Σ.τ.Μ.] .
Η ΡIΖΟΣΠΑΣTlΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κου), σαν σύμβολο μιας δημοκρατικής αντιπαράθεσης με τα προνόμια και του θριάμβου επ' αυτών.43 Μια άλλη πηγή περιγράφει έναν παπουτσή να πηγαίνει με τα πόδια από «χωριό σε χωριό κουβαλώντας τα εργαλεία του μέσα σ' ένα καλάθι στην πλάτη του. Όπου έβρισκε δουλειά στρωνόταν κάτω στο κατώφλι, και την ώρα που δούλευε, πιάνανε με τον πελάτη κανένα τραγούδι ή μιλάγανε για τα πολιτικά».44 Η μεγάλη φήμη που είχαν οι παπουτσήδες ως ηγέτες έκανε τον Sir Robert Peel να ρωτήσει κάποιους απ' αυτούς που είχαν πάει για να του εκθέσουν τα αιτήματα της επαγγελματικής τους ένωσης: «Πως γίνεται [ . . . ] και είσαστε μπροστά σε κάθε κίνημα; [ . . . ] Όποτε υπάρχει κάποια συνωμοσία ή πολιτικό κίνημα, πάντοτε θα βρω κάποιον από σας μέσα».45 Ο Ε . Ρ. Thompson παραθέτει το πορτραίτο ενός «Πολιτικού του Χωριού» από έναν σατιρικό συγγραφέα του Yorkshire:
«Είναι συνήθως τσαγκάρης, γέροντας και ο σοφός του βιομηχανικού του χωριού: "Έχει μια βιβλιοθήκη για την οποία καυχιέται. Ε ίναι μια παράξενη συλλογή [ . . . ] Υπάρχει το 'Πολύτιμο μαργαριτάρι' και τα 'Ευτελή σκύβαλα του Cobbett' [ .. . ] 'Τα κακά της εργασίας' και 'Τα δικαιώματα του ανθρώπου' , Ή ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης' και ο 'Ιερός Πόλεμος' του Bunyan [ . . . ] Όταν ακούει για κάποια επιτυχημένη επανάσταση, για κάποιο θρόνο που τρέμει, για βασιλιάδες που πέφτουν και πρίγκιπες που σκορπίζουν, η γέρικη καρδιά του θερμαίνεται σαν από ένα κανάτι ζεστής μπύρας . . . "».46
Οι Άγγλοι πίστευαν επιπλέον, ότι και οι γάλλοι παπουτσήδες είχαν κι εκείνοι τα ίδια γνωρίσματα. Αρκετές αφηγήσεις της Γαλλικής Επανάστασης περιγράφουν «τσαγκάρηδες [ . . . ] να ρητορεύουν κάτω από τους μεγαλοπρεπείς θόλους των Βαλουά και των Καπέτων» και μετά να οδηγούν τα πλήθη για να βασανίσουν και να δολοφονήσουν το βασιλιά.47 Όπως στην Αγγλία, έτσι και στη Γαλλία ο παπουτσής ήταν γνωστός για την αγάπη του για την ελευθερία και για το ρόλο του ως πολιτικού του χωριού. Οι παπουτσήδες θαυμάζονταν για την «ανεξαρτησία της γνώμης τους». «Η ελευθερία του λαού», λέει ένας συγγραφέας, «εκφράζεται στη συμπεριφορά τους».48 Η εξέγερση του Maillotins το 1380 λέγεται ότι πυροδοτήθηκε από έναν τσαγκάρη, που με την παθιασμένη του ομιλία
43. Ανώνυμος, Crispin Anecdotes, σ. 1 50. 44. Τ. Wήght, The Romance ο/ the Shoe, ό.π., σ. 109. 45. Στο ίσιο, σ. 4 . 46. Ε.Ρ. Thompson, The Making ο/ the English Working Class, Λονδίνο 1963, σ . 1 83-184. 47. Ανώνυμος, Crispin Anecdotes . . . , ό.π., σ. 126. 48. Ρ. Lacroix - Α. Duchesne - F. Sere, Histoire des cordonniers . . . , ό.π., σ. 206-207.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 47
ξεσήκωσε το πλήθος.49 Και η πτώση του Concini, του ιταλού πολιτικού, το 1617, λέγεται ότι εξασφαλΙστηκε χάρη σε κάποιον Picard, έναν παπουτσή και λα(κό ρήτορα, ο οποΙος πρόσβαλε το ναύαρχο όταν ήταν ζωντανός και τον βεβήλωσε όταν πέθανε, ψήνοντας και τρώγοντας την καρδιά του.5Ο Η ανθρωποφαγΙα, σε αντLθεση με την οινοποσΙα, δεν αποτελεΙ χαρακτηριστικό που συνδέεται συχνά με τους παπουτσήδες, αλλά η ριζοσπαστική φήμη των παπουτσήδων επιβεβαιώθηκε και δεν περιορΙστηκε στη ΓαλλΙα.
ΙΙ
Σε ποιο βαθμό ο φιλόσοφος και πολιτικοποιημένος παπουτσής αποτελούσε προ'(όν του επαγγέλματός του ; Το ερώτημα φαΙνεται πως έχει δύο όψεις: μΙα που έχει να κάνει με τη μόρφωση και μΙα άλλη που έχει να κάνει με την ανεξαρτησΙα.
Το ζήτημα της εγγραμματοσύνης και της παροιμιώδους αγάπης του παπουτσή για τα βιβλΙα και το διάβασμα εΙναι δύσκολο να εξηγηθεΙ, μια που η τέχνη του δεν έχει κάτι που να υποδηλώνει κάποια σχέση με τον έντυπο λόγο, όπως συμβαΙνει για παράδειγμα με τους τυπογράφους. Οι απελπισμένες υποθέσεις ότι λόγω της ικανότητάς του στην επεξεργασΙα του δέρματος αναλάμβανε συχνά να δένει ή να επιδιορθώνει βιβλΙα, ή ότι μερικές φορές οι πάγκοι του γειτόνευαν μ' εκεΙνους των βιβλιοπωλών, δε φαΙνεται να στηρΙζονται σε στοιχεΙα.51 Επιπλέον, απ' όσο γνωρΙζουμε, δεν υπάρχει τΙποτε στα έθιμα και στις παραδόσεις των τεχνιτών του επαγγέλματος που να υπογραμμΙζει ή ακόμα και να υποδεικνύει κάποιο ιδιαΙτερο ενδιαφέρον για το διάβασμα' και παρότι ο Hans Sachs από τη Νυρεμβέργη ήταν, όπως γνωρΙζουν όλοι οι εραστές της όπερας, ο πιο διάσημος Meistersinger, δεν έχουμε κανένα στοιχεΙο που να μας λέει ότι οι παπουτσήδες εΙχαν μια δυσανάλογα υψηλή αντιπροσώπευση μεταξύ αυτών των ποιητών-τεχνιτών. Η σχέση των παπουτσήδων με τα βιβλΙα δε θα μπορούσε να έχει καθιερωθεΙ πριν από την εφεύρεση και τη διά-
49. Στα ίδια, σ. 188. 50. J . Barberet, Le Ττaυaίl en France . .. , τόμο 5, σ. 64-65. 5 1 . Τ. Wright, The Romance of the Shoe, ό .π . , σ . 46' J .5. Hall, The Book of the Feet, ό .π . , σ.
196-197. Παρά την υπόθεση των συγγραφέων, δεν έχει αποδειχθεί καμιά σχέση ανάμεσα στην κατασκευή παπουτσιών και στη βιβλιοδεσία. Στο Λονδίνο, οι γιοι των παπουτσήδων κατέχουν μάλλον μικρό ποσοστό στο επάγγελμα μεταξύ 1600 και 1815. Αν και η βιβλιοδεσία συχνά συνδυαζόταν με κάποια άλλη ιδιότητα, όπως εμποροράφτης, υφασματέμπορος, κουρέας, οικοδόμος. τζαμάς, υφαντουργός, βαφέας, βελονοποιός και αμαξοποιός, σε καμιά περίπτωση δε συνδυάζεται με την ιδιότητα του παπουτσή. Υπολογισμένο από τον ElIic H owe. Α List of London Bookbinders. 1648-1815, Λονδίνο 1950.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
δοση της τυπογραφίας, μια, που μέχρι τότε, ο γραπτός λόγος ήταν απρόσιτος στους φτωχούς. Ο γενικός χαρακτήρας των εθίμων των καλφάδων παπουτσήδων δείχνει ότι σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκαν εκείνη την εποχή. 52 Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς, ότι απ' τη στιγμή που τα βιβλία έγιναν προσιτά, ήταν επόμενο να προσελκύσουν ένα επάγγελμα που ήδη αρέσκονταν στους στοχασμούς και τη συζήτηση. Παρ' όλα αυτά το ερώτημα παραμένει.
Ίσως ο σχετικά πρωτόγονος καταμερισμός εργασίας της τέχνης τους να επέτρεψε ή να ανάγκασε πάρα πολλούς παπουτσήδες να εργάζονται τελείως μόνοι. Σίγουρα, ο Mayhew θεωρούσε πως «η μοναξιά της εργασίας τους, τους βοηθούσε να καλλιεργήσουν τις εσωτερικές τους δυνάμεις» και εξηγούσε το γιατί ήταν «μια σκληρή, αδιάλλακτη και στοχαστική ράτσα».53 Οι περιοδεύοντες τσαγκάρηδες ήταν βέβαια απομονωμένοι εργάτες. Αλλά και μέσα στο εργαστήρι του, ο μοναχικός παπουτσής ήταν ο κανόνας. Το 1882 στη Γερμανία τα δύο τρίτα δε χρησιμοποιούσαν κανέναν βοηθό.
Αλλά ακόμα και ο μεμονωμένος τσαγκάρης δεν ήταν πολιτισμικά απομονωμένος. Είχε μάλλον μάθει την τέχνη σε μια μικρή επιχείρηση. Ο μάστορας, λίγοι καλφάδες κι ένας-δυο παραγιοί, καθώς και η σύζυγος του αφεντικού, φαίνεται ότι αποτελούσαν το τυπικό εργαστήρι. Στις πιο παραδοσιακές περιοχές της Γερμανίας του δέκατου ένατου αιώνα υπήρχαν κατά μέσον όρο μόνο 2,4 με 2,6 καλφάδες ανά μαθητευόμενο. 54 Η
52. Πρβλ. το ρόλο ενός Hans νοπ Sagan στις παραδόσεις των γερμανών παπουτσήδων. Με την παρέμβασή του σε μια μάχη του δέκατου τέταρτου αιώνα, αυτός κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα και η τέχνη το δικαίωμα να βάλει τον αυτοκρατορικό αετό στο έμβλημά της. Η σχετική σπανιότητα τυποποιημένων εθίμων στο επάγγελμα έχει επισημανθεί στα Rudolf Wissell, Des alten Handwerks RechI und Gewohnheii, εκδ. Konrad Hahm, 2 τόμοι, Βερολίνο 1929, τόμο 2, σ. 91 ' Andreas Griessinger, Das symbolische ΚaρίΙal der Ehre: SIreikbewegungen und kollektives BewussIsein deIIIscher Handwerksgesellen im 18. JahrhunderI, Φρανκφούρτη, Βερολίνο και Βιέννη 1981. Είμαστε ιδιαίτερα υπόχρεοι στον Andreas Griessinger του Πανεπιστημίου της Konstanz για την παραχώρηση του χειρόγραφου του βιβλίου του πριν τη δημοσίευσή του.
53. Eileen Yeo - Ε.Ρ. Thompson (επιμ. ), The Unknown Mayhew, Λονδίνο 1971 , σ. 279. Βλ. επίσης «Mental Character of the Cobblers» , παρατίθεται στο The Man, 9 Απριλίου 1 834, Νέα ιόρκη, σ. 168: «Καθισμένος ολημερίς σε μια χαμηλή καρέκλα, πιέζοντας αμετανόητα το καλαπόδι και το δέρμα [ . . . ] ή καρφώνοντας μονότονα τακούνια και μύτες παπουτσιών -το μυαλό του τσαγκάρη περιπλανιέται σε περιοχές της μεταφυσικής, της πολιτικής και της θεολογίας και από άνδρες αυτής της δουλειάς βγήκαν πολλοί ιδρυτές σεκτών, θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές, σκυθρωποί πολιτικοί, "βάρδοι, σοφιστές, πολιτικάντηδες" κι άλλες "ανήσυχες υπάρξεις", μαζί και μια αμέτρητη στρατιά υποχονδριακών. Η γενικά σκοτεινή και σκεπτική πλευρά των παπουτσήδων είναι αντικείμενο κοινής παρατήρησης. Οφείλουμε να πούμε ότι οι γνώσεις τους και η συνήθειά τους να συλλογούνται, είναι συχνά άξια θαυμασμού».
54. Richard Watteroth, « Die Erfurter Schuharbeiterschaft» , στο Auslese IInd Anpassung der
ΠΟΛIΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 49
συχνή, ωστόσο, μετακίνηση των καλφάδων διεύρυνε τους ορίζοντες τόσο
των μαστόρων όσο και των μαθητευόμενων παραγιών, και οι καλφάδες
ήταν γνωστοί για τα μεγάλα ταξίδια που έκαναν. Ένας τσαγκάρης ενός
χωριού στη Σουηβία περιγράφει την επίδραση που είχαν πάνω του όταν
ήταν μαθητευόμενος: «Υπήρχαν πολυταξιδεμένοι κι έξυπνοι άνθρωποι α
νάμεσα στους καλφάδες. Έτσι άκουσα κι έμαθα πολλά». Κι ο ίδιος με
τη σειρά του δούλεψε σε δεκαεπτά εργαστήρια σε δεκαπέντε διαφορετικά
μέρη, από τότε που τέλειωσε τη μαθητεία του μέχρι να εγκατασταθεί σαν
μικροαφεντικό και σοσιαλδημοκράτης ακτιβιστής. 55 Αν δεχτούμε ότι, όπως
συνέβαινε στην Ιένα, οι καλφάδες έμεναν κατά μέσον όρο μόνο έξι μήνες
σε κάθε μαγαζί, τότε ο μέσος μαθητευόμενος στη διάρκεια τριών ετών μπορεί να αποκτούσε στενούς δεσμούς με δεκαπέντε πολυταξιδεμένους ανθρώπους, ενώ ο μέσος περιοδεύων κάλφας με πολύ περισσότερους.
Οι καλφάδες δε συναντιόνταν μόνο μέσα στα εργαστήρια αλλά και στο δρόμο και στα πανδοχεία, τα οποία λειτουργούσαν και ως χώροι όπου ζητούνταν και προσφέρονταν δουλειές και αντικαταστάτες με μια πολύ τελετουργική διαδικασία. 56 Ε ίχαν πολλές ευκαιρίες να μιλήσουν για τα προβλήματα του επαγγέλματος, για τα νέα της ημέρας και γενικά να ανταλλάξουν πληροφορίες. Στις πιο μεγάλες πόλεις, οι παπουτσήδες, όπως και οι περισσότεροι άλλοι επαγγελματίες, ζούσαν και εργάζονταν σε συγκεκριμένους δρόμους όπου ήταν συγκεντρωμένα τα τσαγκαράδικα. Στα κέντρα της υποδηματοποιίας, της πόλης ή της υπαίθρου, οι συνάδελφοι αφθονούσαν. Αφού η δουλειά δεν απαιτούσε πολύ χώρο, αρκετοί ημιπρολετάριοι που έκαναν εξωτερικές εργασίες ή μαστόροι της σοφίτας μπορούσαν να μοιράζονται από κοινού το ίδιο εργαστήρι. Ακόμα κι ο μοναχικότερος τσαγκάρης πρέπει να είχε κάποια στιγμή κοινωνικοποιηθεί μέσα στην κουλτούρα αυτής της «ευγενικής τέχνης».
Η «κουλτούρα των παπουτσήδων», την οποία ο Peter Burke προσφάτως χαρακτήρισε ως ισχυρότερη από τις κουλτούρες όλων των τεχνών, με εξαίρεση των υφαντουργών,57 ήταν ασυνήθιστα έντονη και ανθεκτική. Στη Σκωτία, για παράδειγμα, ο προστάτης άγιος της τέχνης επέζησε της
Arbeiterschaft in der Schuhindustrie und einem aberschleisischen Walzwerke, Schriften des Vereins fur Sozialpolitik, αρ. cliii, Μόναχο και Λειψία 1915, σ. 6.
55. Υπολογισμένο από τον Joseph Belli, Die Rate Feldpast unterm Sazialistengesetz, Βόννη, έκδοση 1978, σ. 54-94. Είμαστε υπόχρεοι στον Rainer Wirtz γι' αυτή την αναφορά. Ο JuJius Pierstorff, «Drei Jenaer Handwerke», στο Untersuchungen uber die Lage des Handwerks in Deutschland 9 (Schriften des Vereins fUr SocialpoJitik, αρ. lxx, Λειψία 1897), σ. 36, επισημαίνει ότι οι καλφάδες έμεναν στο ίδιο μαγαζί το πολύ έξι μήνες.
56. Το βιβλίο του Α. Griessinger, Das symbalische Kapital der Ehre . . . , ό .π . , σ. 102-107, περιγράφει θαυμάσια αυτές τις τελετουργίες της Γερμανίας του δέκατου όγδοου αιώνα.
57. Ρ. Burke, Papular Culture in Earl Madern Eura e, ό.π. , σ. 38-39.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
καλβινιστικής μεταρρύθμισης ως «Βασιλιάς Κρίσπιν», και στην Αγγλία η μέρα του Αγίου CήSΡίn γιορταζόταν μέχρι και το δέκατο ένατο αιώνα ως γιορτή των παπουτσήδων, συχνά με παρελάσεις της συντεχνίας, ή αναβίωσε από τους καλφάδες για πολιτικούς λόγους, όπως στο Norwich το 1813 . Στα τέλη του αιώνα ήταν ακόμα ζωντανή ή τη θυμούνταν σε μερικές καθαρά αγροτικές περιοχές. Η πρώιμη παρακμή των οργανωμένων συντεχνιών και ενώσεων στην Αγγλία καθιστά τέτοιες επιβιώσεις ακόμα πιο εντυπωσιακές. 58
Παρ' όλα αυτά δε φαίνεται να υπάρχει τίποτα στις επίσημες ή στις ανεπίσημες παραδόσεις του επαγγέλματος που να συνδέει ειδικά τους παπουτσήδες με τη διανόηση ή ακόμα και με το ριζοσπαστισμό. Οι παραδόσεις τους τόνιζαν ένα αίσθημα υπερηφάνειας, που σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν στο ότι το επάγγελμα ήταν απαραίτητο σε πλούσιους και φτωχούς, σε νέους και γέρους. Αυτό είναι το συνηθέστερο μοτίβο των τραγουδιών των παπουτσήδων καλφάδων. 59 Τόνιζαν επίσης την ανεξαρτησία, ιδιαίτερα την ανεξαρτησία του κάλφα, η οποία αποδεικνυόταν από τον έλεγχο που είχε ο τσαγκάρης πάνω στο χρόνο της δουλειάς και της ανάπαυσης, από τη δυνατότητα που είχε να γιορτάζει την Αγία Δευτέρα και άλλες γιορτές κατά πως ήθελε.6Ο Και αφού η κοινωνική ανάπαυση και το πιοτό ήταν αχώριστα, τόνιζαν ακόμα την οινοποσία, συνήθεια για την οποία οι παπουτσήδες ήταν διάσημοι, κι άλλα παρεπόμενα της κουλτούρας των καπηλειών, όπως τη βίαιη επίλυση των διαφωνιών. «Ψάξε την καλύτερη μπύρα, αυτήν που πίνουν οι παπουτσήδες κι οι αμαξάδες», λέει μια πολωνική παροιμία. Η φαρσοκωμωδία του Johann Nestroy, Lumpazivagabundus ( 1836), που παρακολουθεί τις περιπέτειες τριών ιδεοτυπικών καλφάδων, παρουσιάζει τον παπουτσή σαν έναν ερασιτέχνη αστρονόμο (το ενδιαφέρον του για τους κομήτες ίσως να εμπνεύστηκε από την ανάγνωση αλμανάκ) αλλά και σαν έναν εντυπωσιακό και καβγατζή πότη. Δεν υπάρχουν όμως ιδιαίτερες συσχετίσεις με τη διανόηση .
Η πιο εύλογη ίσως ερμηνεία του διανοουμενισμού του επαγγέλματος έχει να κάνει με το γεγονός, ότι η δουλειά του παπουτσή αφ' ενός ήταν
58. Robert Chambers, The Book ο[ Days, 2 τόμοι, ΛονlΗνο και Εδιμβούργο 1 862-1 864, τόμο 2 , σ. 492 ' A . R . Wright, BriIish Calendar Customs: England, εκδ. Τ.Ε. Lones, 3 τόμοι, Folk-Lore Soc . , αρ. xcvii, cii, cvi, Λονδίνο και Γλασκώβη 1936-1940, τόμο 3, σ. 1 02-104. Στην Αγγλία (όχι όμως στη Σκωτία) ίσως να βοηθήθηκε από τη σύνδεση της γιορτής του Αγίου Crispin με τον εθνικισμό, μια που, όπως θα θυμούνται οι αναγνώστες του Ερρίκου Ε' του Σαίξπηρ, αυτή ήταν η μέρα της μάχης του AgiIlcourt εναντίον της Γαλλίας.
59. Α. Gήessίπger, Das symbolische ΚaρίΙaΙ der Ehre . . . , ό.π., σ. 1 30-133. 60. Βλ. Κ. Brooker, «The Northampton Shoemakers' Reaction ιο Industrialisation», 6.π. ,
passim, για τις συγκρούσεις που προκύπτουν από αυτό στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης. Βλ. επίσης Ν. Mansfield, «John Brown: Α Shoemaker's Place irι London», 6.π . , passim .
ΠΟΛΙΤιΚΟΠOlΗΜΕΝOl ΠAΠOrΓΣHΔEΣ
καθιστική, αφ' ετέρου δεν απαιτούσε ιδιαίτερο σωματικό κόπο. Ίσως να ήταν η λιγότερο κοπιαστική δουλειά για τους ανθρώπους της υπαίθρου. Αποτέλεσμα ήταν να μπαίνουν συχνά στο επάγγελμα αγόρια μικρόσωμα, αδύνατα ή με κάποια σωματική αναπηρία. Τέτοια είναι η περίπτωση του Jakob Bohme, του μυστικιστή,61 του Robert Bloomfield, συγγραφέα του The Farmer's ΒσΥ,62 του William Gifford, εκδότη αργότερα του Quarter/y Review, που «τον βάλανε [ . . . ] στο αλέτρι», αλλά «γρήγορα κατάλαβαν ότι ήταν πολύ αδύνατος για τέτοια βαριά δουλειά», του John Pounds, πρωτεργάτη των «Ragged Schools» [λαίκά πρωτοβάθμια σχολεία] , ο οποίος έγινε παπουτσής όταν σακατεύτηκε από ένα ατύχημα κι εγκατέλειψε την παλιά του δουλειά στο ναυπηγείο,63 του John Lobb, ιδρυτή μια διάσημης επιχείρησης στο St James που υπάρχει ακόμα,64 και σίγουρα πολλών άλλων. Στο Loitz της Πομερανίας, «σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται μ' αυτό το επάγγελμα είναι ανάπηροι ή άνθρωποι που δεν κάνουν γι' αγροτικές ή βιομηχανικές δουλειές». Εξ ου και η τάση των παπουτσήδων των χωριών, που δεν μπορούν να τα φέρουν βόλτα με την τέχνη τους, να κάνουν (όπως στην πόλη Heide, στο Schleswig) δεύτερες δουλειές όπως νυχτοφύλακας, επιστάτης σχολείου, υπάλληλος για θελήματα, γκαρσόνι, ντελάλης, βοηθός εφημέριος ή βοηθός ταχυδρόμος και οδοκαθαριστής.65 Οι οδηγίες στρατολόγησης στο αμερικανικό ναυτικό το 1813 επέμεναν στη στρατολόγηση «μόνο δυνατών, υγιών και καλών ανδρών. Στεριανοί μπορούν να υπηρετήσουν σαν ορντινάτσες. Θαλασσινοί [ . . . ] αλλά κατ' ουδένα τρόπο ράφτες, παπουτσήδες ή μαύροι [sic] , καθώς αυτοί, λόγω των απασχολήσεών τους, σπάνια διαθέτουν φυσική ρώμη» .66
Ο Ramazzini είχε επισημάνει το μεγάλο αριθμό παραμορφωμένων (<<καμπούρηδων, κουτσών») τσαγκάρηδων και ραφτάδων στις ιταλικές παρελάσεις των συντεχνιών.67 Σε αντίθεση, ωστόσο, με τους ράφτες, οι τσαγκάρηδες δεν είχαν συνδεθεί παροιμιωδώς με τη φιλασθένεια, κι αυτό επιβεβαιώνεται κι από τις βρετανικές στατιστικές της θνησιμότητας
61. Allgemeine Deutsche Biographie, τόμ ο 3, λήμμα για τον Jakob B6hme. 62. Dictionary σΙ National Biography, τόμ ο 5. 63. W.E. Winks, Lives σΙ Illustrious 5hoemakers, ό.π . . σ. 81, 180. 64 . Brian Dobbs, The Last 5hall Be First: The CoIourlrll 5tory σΙ John Lobb, the 5Ι. Jαmes 's
Bootmaker, Λονδίνο 1972, σ. 27-28. 65. Β. Aebert, «Die Schuhmacherei ίη Loitz», στο Untersuchungen iίber die Lage des Hand
werks in Deutschland 1 , Schriften des Vereins fίίr Socialpolitik, αρ. ΙΧίί, Λειψία 1 895, σ. 39, 49' Siegfried Heckscher, «ϋber die Lage des Schuhmachergewerbes ίη Altona, Elmshorn, Heide, Preetz und Barmstedt» , στο Untersuchungen iίber die Lage des Handwerks in Deutschland 1 , ό.π., σ. 2.
66. us National Archives RG 2 1 7, Fourth Auditor Accounts, Numerical Series, 1 14 1 . Αυτή την αναφορά την οφείλουμε στον Christopher McKee.
67. Bemardino Ramazzini, Health Preserved, in Two Treatises, 2η έχδ. , Λονδίνο 1 750, σ. 2 15.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
των επαγγελμάτων κατά το δέκατο ένατο αιώνα.68 Από την άλλη, ο τύπος του χωλού τσαγκάρη καταγράφεται ήδη στον λατίνο δραματουργό Πλαύτο. Ίσως εδώ έχει να κάνει το γεγονός, ότι πολλοί τσαγκάρηδες στα χωριά συνδύαζαν το επάγγελμά τους με αγροτικές δραστηριότητες. Ό μως, την τέχνη του τσαγκάρη την επέλεγαν, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, αγόρια τα οποία δεν ήταν ικανά να συναγωνιστούν συνομήλικούς τους που εργάζονταν στις παραδοσιακά εκτιμώμενες δουλειές που απαιτούσαν φυσική ρώμη. Αυτό ίσως να τους έδωσε ένα κίνητρο για να αποκτήσουν άλλα είδη γοήτρου. Και ίσως ο κάπως ρουτινιάρικος χαρακτήρας μεγάλου μέρους της δουλειάς τους, που μπορούσε εύκολα να συνδυάζεται με στοχασμούς, παρατήρηση και συζήτηση, να τους οδήγησε σε πνευματικές κατευθύνσεις. Οι παπουτσήδες που εργάζονταν μαζί σε μεγαλύτερα εργαστήρια, συγκαταλέγονταν στις τέχνες (όπως ήταν ακόμα οι ράφτες και οι τσιγαράδες) που ανέπτυξαν το θεσμό του «αναγνώστη»: έτσι κάποιος απ' όλους αναλάμβανε εκ περιτροπής να διαβάζει δυνατά εφημερίδες ή βιβλία, ή ένας γέρος στρατιώτης που τον προσλάμβαναν για να διαβάζει, ή το μικρότερο αγόρι που είχε το καθήκον να φέρνει και να διαβάζει τα νέα. (Ο George Bloomfield, ένας ελάσσων παπουτσήςποιητής, υπέθεσε, όχι αδικαιολόγητα, ότι ίσως εδώ «να βρίσκεται η λύση της απορίας όσων λένε ότι οι "παπουτσήδες είναι πολιτικοί"»).69 Στις πόλεις υπήρχαν κι άλλες τέτοιες ήσυχες και μη απαιτητικές εσωτερικές δουλειές, στα χωριά όμως είναι δύσκολο να σκεφτούμε άλλες, και σίγουρα όχι τους σιδεράδες ή τους αμαξοποιούς. 70
Η δουλειά του τσαγκάρη του επέτρεπε λοιπόν να σκέφτεται και να συζητά την ώρα που δούλευε' η συχνή απομόνωσή του επί ώρες, τον βύ-
68. Ο John Thomas Arlίdge, The Hygiene, Diseases and ΜοτΙa/ίΙΥ o/ Occupations, Λονδίνο 1892, σ. 2 16, παραθέτει στοιχεία του William Farr από το 1875 -κάτω του μέσου όρου θνησιμότητα σε όλες τις ηλικίες με εξαίρεση αυτήν των 20-25 και σε αντίθεση με την πολύ υψηλή θνησιμότητα των ραφτών- και του Ratcliffe, ένας αναλυτής της θνησιμότητας των μελών των Φιλικών Εταιρειών, ο οποίος θεωρούσε τη «ζωτικότητά» τους κατώτερη μόνο από εκείνη των δουλευτών αγροκτημάτων και των επιπλοποιών.
69. Ανώνυμος, Crispin Anecdotes ... , ό.π. , σ. 126. 70. «Η συχνότητα της εμφάνισης λογοτεχνικών ταλέντων μεταξύ των παπουτσήδων έ
χει επισημανθεί πολλές φορές. Η δουλειά τους, καθιστική και σχετικά αθόρυβη, μπορεί να θεωρηθεί ότι ευνοεί περισσότερο από άλλες το στοχασμό' ίσως όμως η λογοτεχνική τους παραγωγικότητα να οφείλεται και στο ότι δεν είναι βαρύ επάγγελμα, με αποτέλεσμα να το προτιμούν άτομα ταπεινής προέλευσης που έχουν συνείδηση της πνευματικής περισσότερο δύναμης παρά της σωματικής» : J . 5 . Hall, The Book ο/ the Feet, ό . π. , σ. 4 . Αν και το κάρφωμα του δέρματος ήταν αιτία να αποκλείουν μερικές φορές τους τσαγκάρηδες από ορισμένες γειτονιές ως « θορυβώδες επάγγελμα» Oarmendes Handwerk) -πρβλ. W.J. 5chroder, Arbeitergeschichte lIl1d ArbeiterbezvegIIng: 1I1dustriearbeit und Organisationsverha/ten ίιι 19. undfriίhen 20. Jahrhundert, Φρανκφούρτη και Νέα Υόρκη 1 978, σ. 91-, ο θόρυβος σπάνια αναφέρεται στη φιλολογία σχετικά με τους παπουτσήδες-διανοούμενους.
ΠΟΛΙΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 53
θιζε σε στοχασμούς την τέχνη αυτή τη διάλεγαν αγόρια που ήθελαν πιθανώς να αναπληρώσουν τα σωματικά τους μειονεκτήματα' η μαθητεία των παραγιών και οι περιπλανώμενοι καλφάδες τον έφερναν σε επαφή με την κουλτούρα του επαγγέλματος καθώς και με την κουλτούρα και την πολιτική ενός ευρύτερου κόσμου. Θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε και ότι το ελαφρύ σακίδιο με τα εργαλεία τού επέτρεπε πιο εύκολα, σε σχέση με άλλα επαγγέλματα, να κουβαλάει μαζί του και βιβλία - και υπάρχουν κάποιες σχετικές μαρτυρίες. Δεν μπορούμε να 'μαστε σίγουροι αν όλα αυτά μας δίνουν μια επαρκή, πάντοτε προς επαλήθευση, ερμηνεία της μελετηρότητάς τους. Ωστόσο, τρία πράγματα είναι σαφή:
Πρώτον, οι πιο γραμματιζούμενοι τεχνίτες παπουτσήδες ήταν, όπως θα δούμε πιο κάτω, κάτι το διαφορετικό μέσα στο συντριπτικά αναλφάβητο περιβάλλον των χωριών και των κωμοπόλεων, στο οποίο μπορούσαν να λειτουργούν ως ανεπίσημοι γραφιάδες ή διανοούμενοι των μεροκαματιάρηδων. Δεν είχαν μεγάλο συναγωνισμό. Δεύτερον, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η εικόνα του διανοούμενου και ριζοσπάστη παπουτσή (πράγμα που αναμφισβήτητα έγινε), αυτή επέδρασε με πολλούς τρόπους πάνω στην ίδια την πραγματικότητα. Κάθε φορά που ένας τσαγκάρης ταίριαζε σ' αυτόν το ρόλο, εκπλήρωνε τις λαϊκές προσδοκίες. Αποτέλεσμα ήταν η συμπεριφορά των τσαγκάρηδων που είχε να κάνει μ' αυτόν το ρόλο, να επισημαίνεται, να καταγράφεται και να σχολιάζεται συχνότερα. Αυτή η λαϊκή εικόνα ίσως να προσέλκυε νέους με φιλοσοφικά ή πολιτικά ενδιαφέροντα' και αντιστρόφως, αγόρια που έρχονταν σε επαφή με φιλοσοφούντες και ριζοσπάστες παπουτσήδες, μπορούσαν να ενδιαφερθούν γι' αυτά τα ζητήματα. Τέλος, η κουλτούρα του επαγγέλματος καλλιεργούσε αυτά τα χαρακτηριστικά σε όσους το ασκούσαν, όχι μόνο επειδή αυτό διευκολυνόταν από τις υλικές συνθήκες, αλλά και γιατί τα ήθη του δεν ήταν εμπόδιο. Σε πολλά επαγγέλματα ένας «αναγνώστης» ίσως να μην μπορούσε να σταθεί ή να τον περιγελούσαν. Στους τσαγκάρηδες ήταν ίσως πιο αποδεκτός ως μια μορφή συμπεριφοράς συμβατή με τα ήθη της ομάδας.
Η ανεξαρτησία του τσαγκάρη ήταν στενά συνδεδεμένη με τις υλικές συνθήκες του επαγγέλματος και απ' αυτήν απέρρεε η ικανότητά του να κάνει τον πολιτικό του χωριού. Επιπλέον, το ταπεινό κοινωνικό status του επαγγέλματος και οι σχετικά πενιχρές αποδοχές του, τουλάχιστον κατά το δέκατο ένατο αιώνα, βοηθούν στην ερμηνεία του ριζοσπαστισμού του.
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνδέονται μεταξύ τους. Το επάγγελμα βασιζόταν ουσιαστικά στο δέρμα, η κατεργασία του οποίου (εκδορά, καθάρισμα, βυρσοδεψία, κ .ο .κ . ) είναι δύσοσμη και βρώμικη, και γι' αυτό συχνά την ασκούσαν άτομα χαμηλής κοινωνικής θέσης ή απόβλητοι (ό-
54 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
πως στην Ινδία και την Ιαπωνία) . Στις απαρχές τους, ο τσαγκάρης και ο βυρσοδέΨης συνδέονταν στενά μεταξύ τους, μια που οι τσαγκάρηδες συχνά κατεργάζονταν μόνοι τους το δέρμα, όπως έκαναν μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα στην κοινότητα των παπουτσήδων στο Loitz της Πομερανίας.7 1 Στη Λειψία, οι βυρσοδέΨες και οι παπουτσήδες αρχικά αποτελούσαν μια ενιαία συντεχνία.72 Η χαμηλή κοινωνική υπόληΨη των παπουτσήδων και η περιφρόνησή τους κατά την αρχαιότητα -τουλάχιστoν από τους συγγραφείς73- ίσως να οφείλεται σ' έναν βαθμό σ' αυτή τη σύνδεση με την «ακαθαρσία» ή στην ανάμνησή της. Από την άλλη, το ίδιο το επάγγελμα (που έδινε έμφαση στο ότι ήταν απαραίτητο και ευγενικό) δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι έκλινε προς το ριζοσπαστισμό από πικρία. Σίγουρα, ένα στοιχείο χαμηλού κοινωνικού status φαίνεται να επιβίωσε, ενισχυμένο πιθανώς και από τη φήμη που είχε ο τσαγκάρης, ότι παραμελούσε το σώμα του. Ακόμα και στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ένας συγγραφέας μπορούσε να γράφει για την παραδοσιακή (προβιομηχανική) τέχνη: «Ως τάξη [ . . . ] οι κοινοί παπουτσήδες δεν ήταν ούτε καθαροί ούτε τακτικοί στις συνήθειές τους, και το επάγγελμα εθεωρείτο χαμηλής κοινωνικής στάθμης μια απασχόληση που για να τη μάθει το αγόρι μένει μέσα στα εργαστήρια». 74
Επιπλέον, καθώς το κόστος της μαθητείας ήταν μηδαμινό, οι οικογένειες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να βάλουν το παιδί τους σε ένα πιο προσοδοφόρο, αποκλειστικό (και δαπανηρό) επάγγελμα, μπορούσαν να συγκεντρώσουν τα δίδακτρα για να μάθει υποδηματοποιία. Πράγματι, η σύνδεση της τέχνης με τη φτώχεια είναι παροιμιώδης.75 «Όλοι οι παπουτσήδες πάνε ξυπόλυτοι», λέει μια γερμανοεβραίκή παροιμία. «ο παπουτσής φοράει πάντα τρύπια παπούτσια». Στην περιοχή του Αμβούργου, ένα μείγμα από αποφάγια ήταν γνωστό σαν «η πίτα του τσαγκάρη» . 76
71 . Β . Aebert, « Die Schuhmacherei in Loitz» , ό.π., σ. 38. 72. Nicolaus Geissenberger, « Die Schuhmacherei ίη Leipzig und Umgegend», στο Unter
suchungen uber die Lage des Handwerks in DeutschIand 2, Schriften des Vereins ftir Socialpolitik, αρ. ΙΧίίί, Λειψία 1895, σ. 1 69.
73. Pauly - Wissowa, ReaI-encyclopiidie der classischen Alterthumswissenschaft, 2η σειρά, 4/1 , στήλες 989-994, λήμμα «sutor» . Το χαμηλό κοινωνικό κύρος του επαγγέλματος φαίνεται επίσης κι από τη γλώσσα. Στη Γαλλία savetier ήταν χλευαστικός όρος στην Αγγλία η λέξή cobbler (τσαγκάρης) σήμαινε και τον «botcher» (<<τσαπατσούλψ» και έναν ανειδίκευτο εργάτη. Βλ. Ρ. Lacroix - Α. Duchesne - F. Sere, Histoire des cordonniers ... , ό.π. , σ. 1 79.
74 . }.Τ. Arlidge, The Hygiene, Diseases and Mortality of Occupations, ό .π. , σ. 216. 75. W.} . Schroder, Arbeitergeschichte . . . , ό . π. , σ. 93. 76. Για αυτές τις αναφορές για τους παπουτσήδες βλ. Ανώνυμος, Crispin Anecdotes . .. ,
ό. π. , σ. 1 02 ' Deutsches Sprichworter-Lexikon, τόμο 4, στήλες 398-401 ' English Dialect Dictionary, τόμο 1 , λήμματα «cobbler» . « C obbler's dinner - bread and bread to i t» . Η λα'ίκή εντύπωση, από την αποικιακή Αμερική μέχρι την Ευρώπη, ήταν πως ό,τι και να 'ταν, ο τσαγκάρης σπάνια ήταν εύπορος. Η φτώχεια και η ροπή στη φιλοσοφία κάθε άλλο παρά
ΠΟΛIΤιΚΟΠOJΗΜΕΝΟI ΠAΠOrΓΣHΔEΣ 55
Η συνύπαρξη ανεξαρτησίας και φτώχειας στο επάγγελμα οφείλεται εν μέρει στο ότι ήταν πανταχού παρόν. Ε ίχε οργανωθεί από νωρίς, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, τουλάχιστον στις εύκρατες ζώνες όπου είχε αναγνωριστεί από παλιά ότι για υποδήματα σκληρών εξωτερικών εργασιών «τίποτα δεν είναι σαν το δέρμα». Οι παπουτσήδες, συνήθως ταπεινής καταγωγής και οι ίδιοι, εξυπηρετούσαν μια πελατεία που περιλάμβανε πάρα πολλούς ταπεινούς ανθρώπους. Η παραγωγή και η επιδιόρθωση δερμάτινων υποδημάτων απαιτεί κάποιου είδους ειδίκευση, σε αντίθεση με άλλα είδη κατασκευής και επισκευής. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα υπήρχαν ακόμα παπουτσήδες που ήταν ειδικευμένοι να πηγαίνουν στα αλπικά αγροκτήματα στην Αυστρία (StDrschuster) για να φτιάξουν και να επιδιορθώσουν τα παπούτσια της χρονιάς με τομάρια και δέρματα που τους παρείχαν οι ίδιοι οι αγρότες. 77 Οι παπουτσήδες και οι τσαγκάρηδες ήταν επομένως όχι μόνο μια τέχνη που είχε οργανωθεί ως τέτοια σε μια ασυνήθιστα πρώιμη εποχή (είναι ανάμεσα στις παλαιότερες συντεχνίες που αναφέρονται τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γερμανία),Ί8 αλλά και μία από τις πιο ευρέως διαδεδομένες τέχνες στην πόλη και στην ύπαιθρο. Στη Σεβίλλη του δέκατου όγδοου αιώνα, όπως και στο Bαλπαρα"tζo του δέκατου ένατου, υπερείχαν αριθμητικά όλων των άλλων τεχνών. 79 Το ίδιο και στην Πρωσία το 1800, όπου ακολουθούσαν οι ράφτες και οι σιδεράδες. Στη Βαυαρία το 1 77 1 τους ξεπερνούσαν μόνο οι υφαντές, αλλά στα εμπορικά χωριά ήταν πρώτοι, ακολουθούμενοι από τους ζυθοποιούς και τους υφαντές.80 Στην αγροτική
αντιφατικές καταστάσεις ήταν- μπορούν μάλιστα να μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε τη μακροχρόνια φήμη των τσαγκάρηδων ως ριζοσπαστών. Οι σκεπτόμενοι άνδρες μεταξύ των φτωχών ήταν πολύ πιθανό να γίνουν ριζοσπάστες πολιτικά και ιδεολογικά. Στις αναμνήσεις του John Brown, «οι μεγάλοι ρήτορες του επαγγέλματος» περιγράφονται ως « άνδρες με κουρελιασμένα ρούχα και αξιοθρήνητη εμφάνιση », που « βγάζουν λόγους με μια συγκινητική και γλαφυρή γλώσσα»: Ν. Mansfield, «John Brown: Α Shoemaker's Place in London», 6.π., σ. 131 .
77 . Max von Tayenthal, « Die Schuhwarenindustrie Osterreichs», Sociale Rundschau. (Arbeitsstatistisches Amt im k. u . k. Handelsministerium), αρ. ii, pt Ι. 1901 . σ. 764.
78. George Unwin, The Gilds and Companies ο/ London, Λονδίνο 1908, σ. 82' Ν. Geissenberger, « Die Schuhmacherei in Leipzig und Umgegend », 6.π., σ. 169' R. Watteroth, « Die Erfurter Schuharbeiterschaft», 6.π., σ. 15 .
79 . Το 1854, στις επαρχίες του Σαντιάγκο και του Βαλπαρα'ίζο υπήρχαν 5 .865 απ' αυτούς, σε σύγκριση με 3. 720 ξυλουργούς, 1 .6 1 5 ράφτες, 1 . 287 οικοδόμους και χτίστες, και 1 .088 σιδεράδες και πεταλωτές: Ι . Α . Romero, La Sociedad de la Igualdad: los artesanos de Santiago de Chίle Υ sus primeras experiencias politicas, 1 820-185 1 , Μπουένος Άιρες 1 978, σ. 1 4 ' βλ. επίσης Α . Bemal - Α . Collantes de Teran - Α . Garcia-Baquero, « Sevilla: de los gremios a la industriaΙiΖaciόn », Estudios de historia social, τχ. 5-6 ( 1978), Μαδρίτη, σ. 7-310, ιδιαίτερα πίνακας 8.
80. Α. Griessinger, Das symbolische ΚapίΙαl der Ehre . . . , ό .π. , σ. 87-90.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣTlΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Φρισσία το 1 749 υπήρχαν 5,79 τσαγκάΡ'Υ]δες ανά 1 .000 κατοίκους, σε σύγκρισ'Υ] με 4,53 υφαντές, 4,48 ξυλουργούς, 3,70 φουρνάΡ'Υ]δες, 2,08 σιδεράδες, 1 , 76 κλ'Υ]ρικούς, 1 ,51 ταβερνιάρ'Υ]δες και 1 ,45 ράφτες οι τσαγκάΡ'Υ]δες απαντώνται στο 54% όλων των οικισμών, οι ξυλουργοί στο 52%, οι σιδεράδες στο 40% και οι ταβερνιάΡ'Υ]δες στο 32%.81 Ε ίναι φανερό ότι ο κόσμος είχε μεγαλύτερ'Υ] ανάγκ'Υ] από ειδικευμένους παπουτσήδες και τσαγκάΡ'Υ]οες σε κοντινή απόστασ'Υ] παρά από άλλους τεχνίτες και υπ'Υ]ρεσίες.
Το επάγγελμα του παπουτσή, αν και απλωνόταν σε ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων και ειδίκευσ'Υ]ς, παρέμεινε αρκετά πρωτόγονο, όσον αφορά τφ τεχνολογία και τον καταμερισμό εργασίας, και με ένα αρκετά ομοιογενές προ"ίόν, για να εξακολουθήσει ουσιαστικά να αποτελεί μια ενιαία τέχν'Υ]. Δεν παραΤ'Υ]ρείται εδώ κάτι ανάλογο με τον αυξανόμενο κατακερματισμό ης επεξεργασίας των μετάλλων σε ξεχωριστές εξειδικευμένες τέχνες, που τόσο συχνά απαντώνται ση μεσαιωνική OLκονομία των συντεχνιών. Σε γενικές γραμμές, από Τ'Υ] στιγμή που το επάγγελμα διαχωρίσΤ'Υ]κε από τους βυρσοδέΨες, από τους εμπόρους δερμάτων και από τους άλλους παραγωγούς και προμ'Υ]θευτές των πρώτων υλών του, οι βασικές .εσωτερικές του ρωγμές ήταν εμπορικής μορφής - ανάμεσα σε παπουτσήδες και σε πωλ'Υ]τές παπουτσιών (είτε αυτοί κατασκεύαζαν επίσ'Υ]ς παπούτσια είτε όχι) . Υπήρχε επίσ'Υ]ς ένας καταμερισμός ανάμεσα σε όσους έφτιαχναν παπούτσια και σε όσους απλά επιδιόρθωναν, οι οποίοι χαραΚΤ'Υ]ρίζονται με διάφορους τρόπους - cordwainers και cobblers [παπουτσήδες και τσαγκάΡ'Υ]δες στα αγγλικά], savatiers [στα γαλλικά], Flickschuster [στα γερμανικά], ciabattino [στα ιταλικά], αν και θα πρέπει να σ'Υ]μειώσουμε, ότι οι έμποροι προήλθαν κυρίως από τους cordwainers. Η διάκρισ'Υ] ανάμεσα σε κατασκευαστές και σε επιδιορθωτές είχε θεσμοΠOL'Υ]θεί μερικές φορές σε ξεχωριστές συντεχνίες, αν και οι συντεχνίες των cobblers δυσκολεύονταν να αποδεσμευτούν πλήρως από τον έλεγχο των cordwainers ή να παραμείνουν βιώσψες.
Η τσαγκαρική (cobbling) ήταν σαφώς ένας υποδεέστερος κλάδος, και ο όρος στα αγγλικά ΧΡ'YJOψοποιείτο για κάθε εργασία χαμ'Υ]λής ποιόητας. Ωστόσο, 'Υ] διαχωριστική γραμμή ήταν ασαφής, ειδικά σε εποχές και περιοχές (όπως στ'Υ] Γερμανία του δέκατου όγδοου αιώνα) όπου μια μάλλον στατική ζήτ'YJO'Υ] αντιστοιχούσε σε μια αυξανόμεν'Υ] προσφορά στις πόλεις.82 Λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να ζουν φτιάχνοντας μόνο παπούτσια. Στφ πραγματικότψα ήταν αυτονόψο, ότι οι κατασκευαστές επιδιόρθωναν κιόλας. Έτσι έλεγαν, σίγουρα ρψορικά, ότι για να
8 1 . Ι.Α. Faber, Drie Eeuwen Friesland, 2 τόμοι, A.A.G. Bijdragen, αρ. xvii,. Wageningen 1972, τόμο 2, πίνακες 1 1 1 .8, 1 1 1 .9, σ. 444-445 και 446-447 αντίστοιχα.
82. Α. Griessinger, Das symbolische ΚaρίΙaΙ der Ehre ... , ό.π., σ. 90-95.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 57
φτάσει ένας μάστορας σε ένα «αξιοπρεπές» εισόδημα (91 gulder το χρόνο), «έπρεπε να φτιάχνει κάθε μέρα ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια ή τρία ζευγάρια σόλες και μπαλώματα, και επιπλέον να έχει πελάτες που να πληρώνουν». Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το δέκατο ό γδοο και το δέκατο ένατο αιώνα ο ι όροι στα αγγλικά χρησιμοποιούνται εναλλακτικά,83 ενώ στα γαλλικά η λέξη cordonnier έφτασε να σημαίνει τόσο τον κατασκευαστή όσο και τον επιδιορθωτή, όπως και η λέξη Schuster στη λαίκή γερμανική χρήση, παρά την τάση τού πιο «αριστοκράτη » Schuhmacher να κερδίσει έδαφος εις βάρος του.84 Και πράγματι, πέραν των πόλεων, οι οποίες βρίσκονταν κάτω από έναν ισχυρό έλεγχο των συντεχνιών και παρήκμαζαν, πώς ήταν δυνατόν να κρατηθούν αυστηρά διαχωρισμένες η κατασκευή και η επιδιόρθωση των παπουτσιών ;
Η εκτεταμένη ζήτηση για εξειδικευμένους παπουτσήδες και τσαγκάρηδες καθιστούσε αδύνατη τη μονοπώληση της τέχνης από τις συντεχνίες των πόλεων. Η τσαγκαρική στα χωριά ήταν πολύ δύσκολο να απαγορευτεί, και παρόλο που ήταν (δίχως αμφιβολία, αναπόφευκτα) ελεύθερη από τον έλεγχο των συντεχνιών, έπρεπε σχεδόν πάντοτε να διδαχθεί από κάποιου είδους παπουτσή. Δεν υπήρχε τρόπος να αποτρέψεις τον τσαγκάρη της περιοχής να καλύψει την τοπική ζήτηση για παπούτσια, ειδικά για τα πιο καθημερινής χρήσης, μέχρι την έλευση της παραγωγής και διανομής μεγάλης κλίμακας. Έτσι λοιπόν, καλφάδες που δεν είχαν πολλές πιθανότητες να γίνουν μαστόροι στο ελεγχόμενο επάγγελμα της πόλης, προτιμούσαν να στήσουν ένα δικό του μαγαζί σε κάποιο χωριό ή κωμόπολη. Πράγματι, μια αύξηση της τάσης αυτής παρατηρείται στη Γερμανία αρκετά αργά, το δέκατο ένατο αιώνα. Όταν το 1840 έχουμε την άρση της απαγόρευσης που ίσχυε για τους παπουτσήδες (όχι όμως και για τους τσαγκάρηδες) στην ύπαιθρο της Σαξονίας, και επιτράπηκε στο εξής να υπάρχει ένας μάστορας (δίχως παραγιούς) σε κάθε χωριό, αμέσως έκανε την εμφάνισή του ένας σημαντικός αριθμός χωρικών παπουτσήδων.85 Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι πολλοί απ' αυτούς απλά άλλαξαν τον επίσημο τίτλο τους.
83. Έτσι, π.χ. , ο Winks εξετάζει το πρόβλημα της ιδεολογικής διάκρισης των παπουτσήδων κάτω από τον τίτλο « Ενας αστερισμός φημισμένων τσαγκάρηδων»: W . E . Winks, «Α Constellation of Celebrated Cobbleτs» , Lives σ! Illustrious Shoemakers, ό . π . , σ. 229 Κ . ε . Για την εναλλαξιμότητα των όρων βλ. Scottish National Dictionary, λήμμα «soutef» .
84. C . N.R.S., Tresor de Ιa langue Jranraise. Παρίσι 1 978, λήμμα «cordonnier» ' Grimms Worterbuch, λήμμα «Schuster» .
85. Ν. Geissenberger, « Die Schuhmacherei ίη Leipzig und Umgegend», 6.π. , σ. 1 75. Το 1 882 στη Γερμανία, το 46,5% όλων των ανεξάρτητων παπουτσήδων βρισκόταν σε χωριά κάτω των 2 .000 κατοίκων (τα δύο τρίτα αυτών είχαν και μια δεύτερη απασχόληση). Τα δύο τρίτα όλων των ανεξάρτητων παπουτσήδων βρίσκονταν σε κέντρα με λιγότερους από 5.000 κατοίκους. Statistik des Deutschen Reiches NF Bd 4 . 1 -2, σ. 1 1 94 και NF Bd 1 1 1 , σ. 1 04 Κ .ε .
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Από την άλλη, αν και δεν υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή α
νάμεσα στον πιο ειδικευμένο παπουτσή και στον πιο ταπεινό τσαγκάρη,
το τεράστιο μέγεθος του επαγγέλματος δείχνει ότι γενικά πρέπει να συ
μπεριέλαβε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό του περιθωρίου, που δεν
μπορούσαν να ζήσουν μόνο από την τέχνη τους, καθώς η επιδιόρθωση παπουτσιών -απ' την οποία οι γερμανοί τσαγκάρηδες των χωριών μπορούσαν να κερδίσουν το μισό τους εισόδημα- ήταν πασίγνωστο πως δεν ήταν προσοδοφόρα. Προβιομηχανικά στοιχεία είναι δύσκολο να βρεθούν, αλλά ένας υπολογισμός για ένα χωριό της Σουηβίας το δέκατο ένατο αι
ώνα δείχνει ότι λόγω της ανεπαρκούς ζήτησης ένας τσαγκάρης δεν ήταν δυνατόν
' να φτιάχνει, κατά μέσον όρο, πάνω από επτά ζευγάρια υποδή
ματα το χρόνο·86 επομένως, για τους περισσότερους η τέχνη δεν μπορούσε παρά να είναι μια συμπληρωματική πηγή εισοδήματος. Η φήμη του επαγγέλματος ως φτωχού έχει λοιπόν μια βάση, αλλά οι λόγοι για τον υπερπληθυσμό του δεν είναι σαφείς. Ίσως εν μέρει να εξηγείται από το μικρό κόστος του βασικού εξοπλισμού και τη δυνατότητα να το ασκεί κανείς σπίτι του' ίσως ακόμα απ' το ότι οι παπουτσήδες στρατολογούνταν απ' έξω, εκτός των γραμμών των ανθρώπων της τέχνης και των οικογενειών τους. Οι τυπογράφοι και οι υαλουργοί στρατολογούσαν μόνο από τα παιδιά τους, τους συγγενείς τους και λίγους προνομιούχους τρίτους στους παπουτσήδες σπάνια γινόταν αυτό.8? Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι παπουτσήδες δεν έλεγχαν ούτε την είσοδο στο επάγγελμα ούτε το μέγεθός του, εξ ου κι ο υπερπληθυσμός του.
Το επάγγελμα επομένως δεν ήταν καθόλου ομοιογενές. Όσο καιρό όμως παρέμενε ένα χειροτεχνικό επάγγελμα -μέχρι τη δεκαετία του 1850 δεν είχε εισαχθεί ούτε η οικιακή ραπτομηχανή-, οι διαιρέσεις στο εσωτερικό του ήταν ασαφείς και ρευστές. Γι' αυτό, παρόλο που μεταξύ των παπουτσήδων υπήρχαν πιο «αριστοκρατικοί» ή προνομιούχοι τομείς, όπως και στους ράφτες (για παράδειγμα αυτοί που εργάζονταν στις πόλεις για παραγγελίες πολυτελείας), κανένα απ' αυτά τα επαγγέλματα ως σύνολο δε βρισκόταν Ψηλά στην ιεραρχία των τεχνών, όπως παρατήρησε ο κομμουνιστής Wilhelm Weitling.88 Και τα δύο, και ιδιαίτερα οι παπουτσήδες, ήταν εξαιρετικά πολυπληθή και επομένως περιείχαν στους
86. Utz JaeggIe, Kiebingen: Eine Heimatgeschichte, Tubingen 1977, σ. 249. Σχεδόν κανένας από τους παπουτσήδες της περιοχής δεν ανήκε στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα του χωριού και η πλεLOΨηφία τους ούτε στο μεσαίο στρώμα. «Ακόμα και σήμερα, οι παπουτσήδες δε μετράνε στο χωριό »: στο ίδιο. Είμαστε υπόχρεοι στον Rainer Wirtz γι' αυτή την αναφορά.
87. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι κατά το δέκατο όγδοο αιώνα ήταν ασυνήθιστα υΨηλή η OLκογενειακή συνέχεια από γενιά σε γενιά μεταξύ των παπουτσήδων του Λονδίνου.
88. WiIheIm Weίtling, Garantien der Harmonie und Freiheit, Βερολίνο, έκδοση 1955, σ. 289.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 59
κόλπους τους έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό περιθωριακών και φτωχών. Ανάμεσα στους εκατοντάδες τεχνίτες καλφάδες που συνέρευσαν στο εκβιομηχανιζόμενο Wiener Neustadt τη δεκαετία του 1840 και ζήτησαν να μείνουν εκεί, το 14,7% (το 1 7% των προερχόμενων από τη Βοημία) ήταν παπουτσήδες, και ακολουθούσαν από κάποια απόσταση με 10% ( 14,6 των Βοημών) οι ράφτες και με 8,3% (9, 1 Βοημών) οι ξυλουργοΙ89
Ο παπουτσής του χωριού ήταν αυτοαπασχολούμενος και η επιχείρησή του χρειαζόταν μικρό κεφάλαιο. Ο εξοπλισμός ήταν φτηνός, ελαφρύς και κινητός, και το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια φτωχική στέγη πάνω απ' το κεφάλι του για να δουλεύει και να ζει, εν ανάγκη στον ίδιο χώρο. Αυτό τον έκανε εξαιρετικά ευκίνητο, δεν τον ξεχώριζε όμως από πολλές άλλες τέχνες. Εκείνο που τον ξεχώριζε ήταν η επαφή του με μεγάλους αριθμούς ταπεινών ανθρώπων καθώς και η ανεξαρτησία του από αφεντικά, πλούσιους πελάτες και εργοδότες. Οι αγρότες εξαρτιόνταν από τους γαιοκτήμονες οι αμαξοποιοί και οι οικοδόμοι, από τις παραγγελίες αγροτών και εύπορων ανθρώπων' οι ράφτες εξυπηρετούσαν τους πλούσιους, αφού οι φτωχοί έφτιαχναν μόνοι τους τα ρούχα τους. Ο παπουτσής εξυπηρετούσε κι αυτός τους πλούσιους, αφού τον είχαν ανάγκη' στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, η βασική του πελατεία ήταν οι φτωχοί, γιατί κι αυτοί τον χρειάζονταν. Αυτό είναι βέβαιο, παρότι δε γνωρίζουμε όσα θα 'πρεπε για την πραγματική χρήση του δέρματος για υπόδηση μεταξύ των φτωχών, η οποία ήταν σίγουρα μικρότερη σε σχέση με τη δική μας εύπορη εποχή.90 Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία που δείχνουν ότι καθώς στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα οι πιο πλούσιοι χωρικοί στρέφονταν σε παπούτσια φτιαγμένα αλλού, αγορασμένα από εμπορικά καταστήματα, αν όχι σε υποδήματα πολυτελείας επί παραγγελία, ο τσαγκάρης του χωριού εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από την πελατεία όσων χρειάζονταν χοντρά παπούτσια για εξωτερικές εργασίες.
Μπορούσε επομένως να εκφράζει τη γνώμη του δίχως να φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του ή τους πελάτες του, ακόμα και τους αξιότιμους πελάτες του, αν έκανε καλή δουλειά.91 Επιπλέον, με τους πελάτες του τον συνέδεαν σχέσεις εμπιστοσύνης. Αυτό εν μέρει οφειλόταν στο ότι ή -
89. Κ . Flanner, Die Revolution von 1848 in Wiener Neustadt, ό.π. , σ . 26-27. Εφόσον η πόλη ειδικευόταν σε μεταλλοβιομηχανίες καθώς και σε υφαντουργίες, οι μεταλλοτεχνίτες (αν και λιγότεροι από τους παπουτσήδες) δεν αναφέρονται, πιθανώς επειδή υπεραντιπροσωπεύονται.
90. Πρέπει να μάθουμε περισσότερα, ιδιαίτερα για την έκταση της συνήθειας να περπατάς ξυπόλυτος (διαδεδομένη μεταξύ των γυναικών και των παιδιών) και τη χρήση άλλων μορφών υπόδησης - τσόκαρα, τσόχινες μπότες και παπούτσια, κλπ.
91 . Πρβλ. τον καλαβρέζο παπουτσή που παρατίθεται στο E.J . Hobsbawm, Primitive Rebels, Manchester 1959, παράρτημα 9, που περηφανευόταν ότι δούλευε ακόμα και για τους carabinieri.
60 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ταν πολύ συνηθισμένο να του χρωστάνε, αφού οι εργάτες των αγροκτημάτων ή και οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν μόνο σε μικρά μεσοδιαστήματα, όταν έπαιρναν μαζεμένα χρήματα, για παράδειγμα μετά τη σοδειά (η μέρα πληρωμής στην Πομερανία ήταν του Αγίου CήSΡίn, στις 25 Οκτωβρίου)92 ή ανάμεσα στο Πάσχα και την Πεντηκοστή, όταν ανανεώνονταν οι ετήσιες μισθώσεις. Έπρεπε να εμπιστεύεται τους πελάτες του, αλλά κι εκείνοι δεν είχαν λόγο να είναι καχύποπτοι. Σε αντίθεση με τόσους άλλους με τους οποίους είχαν συναλλαγές οι φτωχοί -το μυλωνά, το φούρναρη ακόμα και τον ταβερνιάρη-, και οι οποίοι μπορούσαν να τους κλέψουν στο ζύγι, ο παπουτσής έφτιαχνε ή επισκεύαζε ένα παπούτσι το οποίο μπορούσε να κριθεί αμέσως και οι παραλλαγές στην ποιότητα δεν οφείλονταν σε απάτες, αλλά στη επιδεξιότητα.93 Έτσι, ο παπουτσής είχε το ελεύθερο να εκφράζει τις απόψεις του, τις οποίες δεν υπήρχε λόγος να υποψιάζονται.
Η ζωή του παπουτσή του χωριού ήταν παρόμοια με τη ζωή του φτωχού, όχι με τη ζωή του πλούσιου και του ισχυρού. Δεν είχε μεγάλη σχέση με την ιεραρχία και τη θεσμική οργάνωση, οι οποίες δε χαρακτήριζαν ιδιαίτερα το επάγγελμά του, και σε πολλές περιπτώσεις έβρισκε δουλειά εκτός της συντεχνίας ή της τέχνης και σε αντίθεση με τους κανονισμούς της. Γνώριζε την αξία της ανεξαρτησίας και είχε πολλές ευκαιρίες να συγκρίνει τη σχετική του αυτονομία μ' εκείνη των πελατών του. Το κατά πόσον αυτή η δυνατότητα έκφρασης ανεξάρτητων απόψεων αφορούσε μόνο μια μειοψηφία σχετικά πετυχημένων τεχνιτών και όχι την -κατά πάσα πιθανότητα- πλειονότητα των περιθωριακών τσαγκάρηδων μερικής απασχόλησης, δεν μπορούμε να το πούμε, αφού είναι δύσκολο ή και αδύνατο να συνθέσουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των ριζοσπαστών της τέχνης. Το ερώτημα πρέπει να παραμείνει ανοιχτό. Ωστόσο, στο ειδικό πλαίσιο του τέλους του δέκατου όγδοου αιώνα και των αρχών του δέκατου ένατου είναι φυσικό να βρίσκουμε ριζοσπάστες παπουτσήδες να διαβάζουν τον Cobbett, που κήρυττε ενάντια στην καταστροφή όλων των μικροεπαγγελματιών και που κατήγγειλε ένα σύστημα που αντικαθιστούσε τον «μάστορα και τον άνθρωπο [ . . . ] όπου ο καθένας ήταν στη θέση του και ο καθένας ήταν ελεύθερος» με «αφεντικά και σκλάβους».94 Ούτε μας προκαλεί έκπληξη όταν τους βρίσκουμε στις τάξεις των αβρά-
92. Υπάρχει άραγε κάποια σχέση ανάμεσα στους αγροτικους ρυθμους και στη γιορτή του Αγίου Crispin στις 25 Οκτωβρίου;
93. Αυτή την επισήμανση την οφείλουμε στο Δρ Mikulas Teich. που παραθέτει την εξής παροιμία από τη γενέτειρά του Τσεχοσλοβακία: «όπου κόβουν. ζυγίζουν και σερβίρουν, εκεί βγαίνουν τα λεφτά».
94. Raymond Williams, Culture αnd Society , Νέα Υόρκη 1960, σ. 16, που παραθέτει από ΤΟΥ PoΙίΙίcαΙ Register, 14 Απριλίου 182 1 .
ΠΟΛIΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 6 .
κωτων και αργότερα των αναρχικών. Σίγουρα 'Υ] εμμονή στα φτωχά μέσα, η σκλ'Υ]ρή δουλειά και ΤΎjV ανεξαρησία, ως λύσεις στα προβλήματα ης αδικίας και Τ'Υ]ς φτώχειας, ήταν μέσα στην εμπειρία των τσαγκάρ'Υ]δων των χωριών.
Πολλά απ' όλα αυτά έχουν εφαρμογή και σε άλλους τεχνίτες των χωριών. Αλλά ενώ το μαγαζί του σιδερά, φέρ' ειπείν, ήταν θορυβώδες και 'Υ] δουλειά του έκανε δύσκολ'Υ] τη συζήηση, ο παπουτσής κατείχε μια στραηγική θέση για να περνάει ιδέες της πόλης και να κινητοποιεί. Το τσαγκαράδικο στο χωριό παρείχε μια ιδεώδη βάσ'Υ] γι' αυτό, και ευφραδείς άνθρωποι που δούλευαν Τ'Υ]ν περισσότερη ώρα μόνοι τους, μπορούσαν να γίνουν πολυλογάδες όταν είχαν παρέα, και μπορούσαν να το κάνουν και Τ'Υ]ν ώρα που δουλεύανε. Ο τσαγκάρης της υπαίθρου ήταν πάντοτε παρών, τα μάτια του τα είχε στο δρόμο, ήξερε τι τρέχει σΤ'Υ]ν κοινότητα, ακόμα κι όταν δεν τύχαινε να έχει παράλληλα και την ιδιότητα του εφ'Υ]μέριου ή κάποια άλλη κοινοτική θέση. Επιπλέον, τα ήσυχα εργαστήριά τους στα χωριά και τις κωμοπόλεις αποτελούσαν κοινωνικά κέντρα, που 'Υ] σ'Υ]μασία τους υπολείπεται μόνο των καπηλειών, ανοιχτά και πρόθυμα για συζήτφη όλ'Υ] μέρα. Δεν είναι παράξενο που στη γαλλική ύπαιθρο το 1 793-1 794 οι παπουτσήδες μαζί με τους ταβερνιάρηδες «φαίνεται να είχαν μια γνήσια κλίσ'Υ] προς την επανάσταση». Ο Richard Cobb τονίζει
«το ρόλο των παπουτσήδων, αυτών των επαναστατών του χωριού που, είτε διορισμένοι σαν δήμαρχοι από την επαναστατική άνοδο του καλοκαιριού του 1 793 είτε ως επικεφαλής των επιτροπών επαγρύπνησης, καθοδηγούσαν τις μειοΨηφίες των αβράκωτων ενάντια στους les gros [ . . . ] Στους καταλόγους των "τρομοκρατών που πρέπει να αφοπλιστούν", οι οποίοι συντάχθηκαν το' έτος πΙ στην ύπαιθρο, αποτελούσαν ΤΎjV πλειοΨηφία. Έχουμε εδώ ένα αδιαμφισβήτητο κοινωνικό φαινόμενο».95
Βέβαια, το τσαγκαράδικο και η ταβέρνα διέφεραν ως σημεία συνάντησης από μια σημαντική άποΨη. Στην ταβέρνα, οι άνδρες συγκεντρώνονταν να πιουν σε παρέες, ενώ στο μαγαζί του τσαγκάρη ένας ή δύο. Οι ταβέρνες ήταν μόνο για ενήλικες αρσενικούς, όμως οι γυναίκες, και ακόμα περισσότερο τα παιδιά, είχαν πρόσβασ'Υ] στο διανοούμενο του χωριού. Σε πόσα χωριά και κωμοπόλεις, ο παπουτσής δεν έπαιξε το ρόλο του παιδαγωγού! Έτσι στο Every-Dαy Book ο Hone θυμάται έναν «τίμιο γέροντα που μπάλωνε τα παπούτσια μου και το μυαλό μου, όταν ήμου-
95. Richard Cobb, Les Armfes rfvoluIionnaires, 2 τόμοι, ΠαρΙσι χαι Χάγη 1 961 -1 963, τόμο 2, σ. 486-487.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
να παιδί [ . . . ] το φίλο μου τον τσαγκάρη ο οποίος, αν και δεν ήταν φιλό
σοφος, είχε την τάση να κάθεται να στοχάζεται πάνω στην "αιτιότητα".
Δάνειζε στο παιδί βιβλία, που τα φύλαγε στο συρτάρι του καθίσματός
του μαζί με [ . . . ] τα εργαλεία της "ευγενικής τέχνης" του».96 Και ακόμα
και τη δεκαετία του 1940, ένας νέος που έμελλε να γίνει διακεκριμένος
μαρξιστής ιστορικός γνώρισε την πολιτική στο τσαγκαράδικο μιας μι
κρής πόλης στη γενέτειρά του Ρουμανία.97 Ο παπουτσής ήταν λοιπόν μια κεντρική μορφή στη διανοητική και πο
λιτική ζωή της υπαιθρου: εγγράμματος, ευφραδής, αρκετά ενημερωμένος, ανεξάρτητος πνευματικά και μερικές φορές και οικονομικά, τουλάχιστον για τα μέτρα της κοινότητας του χωριού. Ήταν πάντοτε παρών σε μέρη όπου ήταν πιθανό να έχουμε μια λιiίκή κινητοποίηση: στο δρόμο του χωριού, στις αγορές, στα πανηγύρια και τις γιορτές. Δεν μπορούμε να πούμε αν αυτά αποτελούν επαρκείς εξηγήσεις για το συχνά εξακριβωμένο ρόλο του ως ηγέτη του πλήθους. Ωστόσο, δε μας εκπλήσσει διόλου όταν τον βρίσκουμε να παίζει τέτοιους ρόλους.
πΙ
Στους κοινωνικούς ιστορικούς, η ριζοσπαστική φήμη των παπουτσήδων συνδέεται κυρίως με τα τέλη του δέκατου όγδοου και τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, την περίοδο της μετάβασης στη βιομηχανική εποχή . Δεν μπορούμε να μετρήσουμε αν υπήρξε ή όχι κάποια αύξηση του αριθμού των πολιτικοποιημένων τσαγκάρηδων, αλλά φαίνεται πιθανόν ότι δύο εξελίξεις βοήθησαν στη ριζοσπαστικοποίησή τους. Η πρώτη είναι απόρροια της αργής παρακμής της υποδηματοποιίας ως χειροτεχνικής απασχόλησης που οδήγησε σε μια περίοδο μεγάλης έντασης μέσα στο επάγγελμα. Τα ειδικά προβλήματα ποικίλλαν από περιοχή σε περιοχή (οι σχέσεις ανάμεσα στους μαστόρους και τους καλφάδες ήταν διαφορετικές στο Northampton και το Λονδίνο), είναι όμως αδιαμφισβήτητο ότι το επάγγελμα στο σύνολό του ήταν πολιτικοποιημένο. Έτσι, ένας νεαρός κάλφας καθώς αποκτούσε τις δεξιότητές του, αποκτούσε και εμπειρία από απεργίες και συμμετείχε σε συζητήσεις πάνω σε εναλλακτικά πολιτικά και οικονομικά συστήματα. Όσοι κατέληγαν σε μικρά εργαστήρια χωριών, ήξεραν για τον Ιακωβινισμό και μετέφεραν από τις πόλεις τις ριζοσπαστικές ιδέες. Η δεύτερη εξέλιξη συνδέεται στενά με την εντεινόμενη δυσαρέσκεια των αγροτικών πληθυσμών που αντιμετώπιζαν τις συ-
96. Ανώνυμος. Crispin Anecdotes ... , ό.π. , σ. 1 54-1 55. 97. Dale Tomich - Anson G. Rabinbach, « Georges Haupt, 1928-1978» , German Critique,
τχ. 14 ( 1978), σ. 3.
ΠΟΛΙΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ
νέπειες της εξάπλωσης του αγροτικού καπιταλισμού. Οι χωρικοί γίνονταν όλο και πιο δεκτικοί στις ιδεολογικές εκφράσεις των παραπόνων τους που ήταν σε θέση να προσφέρουν οι παπουτσήδες. Ο συνδυασμός των συγκυριών στο επάγγελμα και στο χωριό μπορούσε εύκολα να μετατρέΨει το φιλόσοφο του χωριού σε πολιτικό του χωριού, πράγμα που έγινε σίγουρα κατά τη διάρκεια των ταραχών του «5wing».
Ποιες αλλαγές επηρέασαν το επάγγελμα του παπουτσή στην περίοδο μεταξύ 1 770 και 1880 ;
Το πρώτο σημείο που πρέπει να θυμηθούμε, είναι το καθαρά αριθμητικό μέγεθος του επαγγέλματος, το οποίο, μέχρι τις αλλαγές που επέφερε η εκμηχάνιση και η εργοστασιακή παραγωγή, μεγάλωνε παράλληλα με την αύξηση των πόλεων και του πληθυσμού. Ο αριθμός των εργαζομένων στην υποδηματοποιία της Βιέννης (στην οποία τα εργοστάσια ήταν αμελητέα) υπερτριπλασιάστηκε μεταξύ 1855 και 1890, και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης συνέβη πριν από τη δεκαετία του 1870.98 Στη Βρετανία, ο αριθμός των ενήλικων ανδρών του επαγγέλματος αυξήθηκε από 133.000 σε 243.000 ανάμεσα στο 1841 και το 1851 , οπότε υπήρχαν περισσότεροι παπουτσήδες στη χώρα παρά ανθρακωρύχοι. 99 Ανάμεσα στα 1835 και στα 1850 εισέρχονταν στη Λειψία κατά μέσον όρο 250 με 400 τσαγκάρηδες το χρόνο και, αφού η πόλη μεγάλωνε, κάθε χρόνο έφευγε ένας κάπως μικρότερος αριθμός. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της δεκαπενταετίας υπήρξαν τουλάχιστον 3 .750 αφίξεις και 3.000 αναχωρήσεις . l 00
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να σημειώσουμε, είναι η εξάπλωση της βιοτεχνικής παραγωγής για την εμπορική αγορά που διακρίνεται από την παραγωγή για ατομικούς πελάτες και την πανταχού παρούσα επιδιόρθωση . Ο «παπουτσής της αγοράς», που έφτιαχνε χοντρά παπούτσια για να τα πουλήσει στις τοπικές αγορές, σε πολλά μέρη μπορούσε να έχει με τους πελάτες του τους ίδιους στενούς δεσμούς που είχε ο παπουτσής επί π'αραγγελία, μια που μπορούσαν να τον βρουν εύκολα στον πάγκο του οι άνδρες και οι γυναίκες που τον γνώριζαν και τους γνώριζε καλά. Η σχέση αυτή ήταν πιθανώς στενότερη από εκείνην του ανταγωνιστή του, του πλανόδιου τσαγκάρη, που πήγαινε από σπίτι σε σπίτι. 101 Και οι δύο αυτές μορφές, όμως, προσφέρονταν για διάφορα είδη οικοτεχνικού συστήματος,
98. Richard Schtiller, « Die Schuhmacherei ίη Wien » , στο Untersuchungen i.ίber die Lage des Handwerks in Osterreich, Schriften des Vereins fϋr Socialpolitik, αρ. ΙΧΧί, ΛειψΙα 1896, σ. 49-50.
99. Ι .Η . Clapham, The Economic History ο/ Modern Britain, τόμο 1, 2η έκδοση, ΚαΙμπριτζ 1930, σ. 1 69.
1 00. Ν . Geissenberger, « Die Schuhmacherei ίη Leipzig und Umgegend », 6.π. , σ . 190. 1 0 1 . Μ. νοη Tayenthal, « Die Schuhwarenindustrie Osterreichs» , 6. π., σ . 974-975' S .
Heckscher, « ϋber die Lage des Schuhmachergewerbes ί η Altona, Elmshorn, Heide, Preetz uηd Barmstedt» , 6. π. , σ. 4 , 6.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κι έτσι έχουμε την ανάπτυξη κοινοτήτων παπουτσήδων τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις, οι οποίες ξεκινούν από συγκεντρώσεις παραδοσιακών εργαστηρίων με έναν ελάχιστο καταμερισμό εργασίας και φτάνουν μέχρι μεγαλύτερα κέντρα, που στην πραγματικότητα ήταν μη εκμηχανι-σμένα εργοστάσια τα οποία λειτουργούσαν με εργάτες που είχαν ειδικευμένα καθήκοντα και συμπληρώνονταν με εξωτερικούς εργαζόμενους που είχαν το δικό τους υπο-καταμερισμό εργασίας. 1Ο2 Σ' αυτά μπορούσε να γίνει και μεγάλης κλίμακας παραγωγή για εξαγωγές ή για παραγγελίες του στρατού και του ναυτικού. Ε ίναι πιθανόν ότι πολλοί τέτοιοι ημιειδικευμένοι χειρώνακτες μπήκαν στο επάγγελμα δίχως να έχουν καταρτιστεί ή κοινωνικοποιηθεί μέσα στην τέχνη, και ιδιαίτερα αυτοί που προέρχονταν από τη γεωργία. 103 Ήταν πολύ συνηθισμένο την περίοδο αυτή, οι μαθητευόμενοι να είναι παιδιά φτωχών χωρικών. Στην Ευρώπη, ωστόσο, ο πυρήνας των καταρτισμένων παπουτσήδων, γύρω απ' τον οποίο αναπτυσσόταν αυτή η ημιειδικευμένη εργατική δύναμη, ήταν σημαντικός. Αυτό ισχύει ακόμα και για τους εργάτες των εργοστασίων, σύμφωνα με το εγχειρίδιο υποδηματοποιίας του (ριζοσπάστη) ] .Β . Leno, ενώ γνωρίζουμε ότι στην Ερφούρτη, ένα από τα κέντρα της εκμηχανισμένης εργοστασιακής παραγωγής στη Γερμανία, το ένα τρίτο ενός δείγματος 193 εργατών είχαν μάθει την τέχνη, και οι μισοί απ' αυτούς ήταν παιδιά παπουτσήδων. 1Ο4 Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, εφόσον, με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγο αργότερα και τη Βρετανία, καμιά σημαντική τεχνολογική καινοτομία πέρα από τη μικρή ραπτομηχανή (που διαδόθηκε στο διάστημα ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του 1850 και τις αρχές της δεκαετίας του 1870) δεν είχε εισαχθεί μέχρι τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. 1Ο5
1 02. P .R . Mounfield. «The Footwear Industry of the East Midlands». East Midlands Geographer, τχ. 22 ( 1965), σ. 293-306.
1 03. Για την κατάσταση στο Lynn. της Μασσαχουσέτης, βλ. Alan Dawley. C/ass and Community: The Industrial Revolution in Lynn, Καίμπριτζ, Μασσ., 1976.
1 04. Το βιβλίο του James Devlin. The Guide Ισ Trade: The 5hoemaker, 2 τόμοι, Λονδίνο 1 839. είναι το καλύτερο εγχειρίδιο για τις τεχνικές των παπουτσήδων πριν από την εκμηχάνιση. Ο συγγραφέας, ένας ριζοσπάστης. ακτιβιστής και ελάσσων λογοτέχνης (έγραφε στο London Journal του Leigh Hunt), ήταν ο καλύτερος τεχνίτης του επαγγέλματος στο Λονδίνο: D.J . Goodway, London Chartism . . . . ό.π . . σ. 282. Για τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα βλ. John Bedford Leno, The Art ο/ ΒσοΙ- and 5hoe-making . . . with α Description ο/ the Most Approved Machinery Employed, Λονδίνο 1885. Ο Leno. αν και τυπογράφος εξ επαγγέλματος και ερασιτέχνης στιχοπλόκος-αφηγητής, είχε μια μακροχρόνια σχέση με το επάγγελμα ως ιδιοκτήτης και εκδότης της εφημερίδας 5Ι Crispin' βλ. το βιβλίο του: The A/termath: With Autobiography ο/ the Author, Λονδίνο 1892. Για μια πιο πρόσφατη εργασία βλ. R .A. Church. « Labour Supply and Innovation. 1800-1860: The ΒοοΙ and Shoe Industry» , Business History, τχ. 1 2 ( 1 970). Για την Ερφούρτη βλ. R. Watteroth. « Die Erfurter Schuharbeiterschaft» , ό. π . . ιδιαίτερα σ. 1 13-1 14.
1 05. J . Barberet, Le Travail en France ... , ό .π . . τόμο 5. σ. 7 1 , 85, 1 16. 1 63' Emile Levasseur.
ΠΟΛΙΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ
Το τρίτο σημείο είναι ότι η πίεση των αριθμών και ο πολλαπλασιασμός της οργανωμένης οικοτεχνίας (που από τους περήφανους τεχνίτες αναφέρεται ως «αναξιοπρεπής» ή «παλιοδουλειά») υπονόμευσε την ανεξαρτησία του επαγγέλματος και πίεσε προς τα κάτω τα μεροκάματα. Μια έρευνα απασχόλησης στη Μασσαλία τη δεκαετία του 1840, αποκαλύπτει πως οι τσαγκάρηδες αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα με ιδιαίτερα χαμηλές αποδοχές. Ε ίχαν ένα μέσο ημερήσιο εισόδημα τριών μόνο φράγκων και ένα μέσο ετήσιο εισόδημα 600 φράγκων, που τους τοποθετούσε κάτω από πολλούς ανειδίκευτους μεροκαματιάρηδες. 1Ο6 Ο εργάτης-ποιητής Charles Poncy διαμαρτύρεται το 1850 στον Άγιο Crispin:
«Η πείνα μάς ζεύει στο μαύρο αμάξι της: τα μεροκάματά μας είναι
τόσο μικρά. Για ψωμί και κουρέλια καίμε το λάδι του μεσονυχτιού. Τα παιδιά μου, στοιβαγμένα στο παλιό κρεβάτι, ξεζούμισαν το κάτισχνο στήθος της μάνας τους. Τρώμε το σπόρο του καλαμποκιού που θα 'πρεπε να βγάλει τροφή για τους νέους». 1ΟΊ
Ο άγγλος παπουτσής John Brant απέδωσε τη συμμετοχή του στη συνωμοσία της οδού Κάτωνος στους χαμηλούς μισθούς και στην απώλεια της ανεξαρτησίας που σήμαιναν αυτοί. Η κατάθεσή του δείχνει πως ήθελε να εκδικηθεί αυτούς που είχαν την εξουσία, επιβεβαιώνοντας τη δυνατότητά του να σκέφτεται και να πράττει ανεξάρτητα:
«Μπορούσε, με τη δουλειά του, να βγάζει γύρω στις 3 με 4 λίρες τη βδομάδα, και όσο ήταν έτσι τα πράγματα, ποτέ του δεν ανακατεύτηκε με τα πολιτικά' όταν όμως είδε το εισόδημά του να μειώνεται σε 10 σεντς τη βδομάδα, άρχισε να Ψάχνει γύρω του [ . . . ] Και τι βρήκε ; Ναι, ανθρώπους στην εξουσία που κάθονται και αποφασίζουν το πως να πεθάνουν στην πείνα τη χώρα και να την καταστρέψουν [ . . . ] Έλαβε μέρος στη συνωμοσία για το δημόσιο καλό». 1Ο8
Η διάδοση της βιοτεχνίας για μια μακρινή αγορά και όχι για γνωστούς πελάτες επηρέασε με διάφορους τρόπους το επάγγελμα. Από τη
Histoire de classes ouvrii!res et de l 'industrie en France de 1 789 iί 1870, 2 τόμοι, Παρίσι, έκδοση 1940. τόμο 2, σ. 567' Christopher Johnson, «Communism and the Working CΙass before Marx : The Icarian Experience» . American Historical Review, τχ. 7 6 ( 1 971) , σ . 6 6 ' David Landes, The Unbound Prometheus, Λονδίνο 1 969, σ. 294-296' Direction du travail, Les Associations projessionelles ouvrii!res, 4 τόμοι. Παρίσι 1 894-1904), τόμο 2, σ. 1 1 -87 ' Ε . Yeo -Ε.Ρ. Thompson (επιμ.), The Unknown Mayhew, ό.π. , σ. 228-279.
106. W. Sewell Jr, The Shoemakers oj Marseille, σ. 2 1 7. 1 07. Charles Poncy, « La Chanson du cordonnier» , La Chanson de chaque mftier, Παρίσι
1850, σ. 80-85. 1 08. Ε .Ρ. Thompson, The Making oj the English Working CΙass, ό. π .• σ. 704.
66 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
μια, οδηγούσε, τουλάχιστον προσωρινά, σε μια επιβεβαίωση των αξιών και των αιτημάτων του συνόλου της τέχνης, των αξιών που συμμερίζονταν τόσο οι μαστόροι όσο και καλφάδες, ενάντια στη φτηνοδουλειά και την «αναξιοπρεπή» εργασία, που γινόταν είτε τοπικά είτε σε μεγάλης κλίμακας βιομηχανικά κέντρα όπως το Northampton. Από την άλλη, καλφάδες ή προλεταριοποιημένα μικροαφεντικά που αντιλαμβάνονταν ότι είχαν μετατραπεί σε μόνιμους μεροκαματιάρηδες εργάτες, οδηγούνταν στο συνδικαλισμό και στη σύγκρουση με τους εργοδότες τους, γεγονός που όξυνε τον παπουτσίδικο ριζοσπαστισμό. Έτσι, ο παριζιάνος παπουτσής «Efrahem » μιλούσε για τη μέρα που «όταν δοθεί το σύνθημα, όλοι οι εργάτες ταυτόχρονα θα αφήσουν τα εργαστήρια και θα απέχουν από την εργασία για να πετύχουν την αύξηση που ζήτησαν από τα αφεντικά τους». 1Ο9 Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, οι παπουτσήδες έφτιαξαν γρήγορα μαχητικά σωματεία. Στη Βρετανία, τουλάχιστον, οι ρίζες του συνδικαλισμού ήταν βαθιές. Ο James Hawker, που κατέχει μια ταπεινή θέση στην ιστορία σαν ένας λαμπρός και πολιτικά συνειδητός λαθροθήρας και αγροτικός ριζοσπάστης στο Leicestershire, ήταν γιος ενός φτωχού ράφτη που έμαθε τσαγκαρική στο Northampton. Στα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στις κατατάξεις στο στρατό και στις λιποταξίες του, έκανε κάθε δυνατή δουλειά στα Easter Midlands. Αλλά μπήκε σε συνδικάτο αμέσως μόλις βρήκε κάποιο διαθέσιμο: « Ετρεξα σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πήρα την ταξιδιωτική μου κάρτα. Από τη στιγμή εκείνη ήμουν συνδικαλισμένος - πριν καλά καλά μάθω τι ήταν [ . . . ] Αν δεν είχα συνδικαλιστεί, θα είχα αναγκαστεί να ζητιανεύω ή να κλέβω». 1 1Ο
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην τέχνη και τη μισθωτή εργασία, ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική πάλη, ήταν ακόμα αρκετά ασαφής για να επιτρέψει την υπερβολική κατηγοριοποίηση. Μέχρι το 1874 στη Βρετανία, οι παραδοσιακοί παπουτσήδες και οι εργάτες της μεταποίησης δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους τόσο πολύ ώστε οι τελευταίοι να αποχωρήσουν από την Amalgamated Cordwainers Assocation και να ιδρύσουν το National υηίοη of Boot and Shoe Riveters and Finishers - το μελλοντικό National υηίοη of Boot and Shoe Operatives . Το σωματείο του 1820 στήριξε την υπόθεση των κατηγορουμένων για τη συνωμοσία της οδού Κάτωνος. Και τα σωματεία στα οικοτεχνικά και βιομηχανικά κέ-
1 09. Παρατίθεται στο Α. Faure - J . Ranciere (επιμ.), La Parole ouvriere, 1830-1 85 1 , ό.π. , σ. 16 1 .
1 10. Garth Christian (επιμ.) , James Hawker's Journal: Α Victorian Poacher, Οξφόρδη 1978, σ. 1 5, 16 . Βλ. επίσης Ν. Mansfield, « John Brown: Α Shoemaker's Place ίη London », ό. π. , σ. 1 30-13 1 , που παραθέτει τη μαρτυρία του John Brown από το 181 1 : <<μόλις εγκαταστάθηκα σε μια μόνιμη δουλειά, έγινε απαραίτητο να συμμετέχω στις συναντήσεις του επαγγέλματος, που είναι μια σύμπραξη για τη στήριξη των μισθών» .
ΠΟΛΙΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠAΠOrΓΣHΔEΣ
ντρα στηρίζονταν στην παλιά παράδοση της τέχνης για τις δ ιαμαρτυρίες τους. Στο Nantwich στο Cheshire, για παράδειγμα, ένα ισχυρό σωματείο αυτού του είδους γιόρτασε τη γιορτή του Αγίου Crispin το 1833 με μια μεγάλη παρέλαση
«ο Βασιλιάς Crispin καβάλα στο άλογο με βασιλικά εμβλήματα [ . . . ] συνοδευόμενος από λακέδες με κατάλληλα κοστούμια. Οι επίσημοι του σωματείου ήταν ντυμένοι με ρούχα αρμόζοντα στη σειρά τους, και κρατούσαν τη Βίβλο, ένα μεγάλο ζευγάρι υδρόγειων σφαιρών και επίσης όμορφα δείγματα ανδρικών και γυναικείων μποτών και παπουτσιών [ . . . ] Σχεδόν 500 άτομα συμμετείχαν στην παρέλαση, που όλοι τους φορούσαν περιποιημένες λευκές ποδιές. Η πομπή έκλεινε με έναν παραγιό που βάδιζε με βηματισμό, με τα εργαλεία στην πλάτη του και μ' ένα μπαστούνι στο χέρι» .Η I
Το λάβαρο του σωματείου <<με το έμβλημα του επαγγέλματος και την επιγραφή "Είθε τα προ'ίόντα των υιών του Crispin να περπατήσουν σε όλον τον κόσμο" [ . . . ] θαυμάστηκε πολύ». 1 12 Η παρέλαση μιας συντεχνίας δε θα 'τανε πολύ διαφορετική .
Οι δ ιαδρομές, ωστόσο, που οδηγούν στους ριζοσπάστες των χωριών του τέλους του δέκατου όγδοου αιώνα και των αρχών του δέκατου ένατου, ξεκινούν πιο συχνά από περιβάλλοντα όπως το Λονδίνο, όπου μάστορες και καλφάδες συμμερίζονταν γιακωβίνικες απόψεις σαν αυτές που εξέφραζε η Εταιρεία Αλληλογραφίας του Λονδίνου και τα μέλη της συνωμοσίας της οδού Κάτωνος, ή το Παρίσι, όπου οι παπουτσήδες ήταν από τους πλέον πολυάριθμους οπαδούς του Etienne Cabet. Ο παπουτσής του χωριού συμμεριζόταν με τους αξιοπρεπείς παπουτσήδες της πόλης την υπεράσπιση της υπόθεσης του ανεξάρτητου μικροβιοτέχνη. Υπερασπιζόμενος αυτή την υπόθεση, διατύπωσε μια κριτική της οικονομίας και της κυβέρνησης που μπορούσε να εκφράζει τα παράπονα άλλων εργατών και να τους παρακινεί σε δράση. Το κάλεσμα σε δράση στηριζόταν στην αντίληψη, ότι οι άνθρωποι σαν αυτόν ήταν έτοιμοι για δράση' υπέθετε μάλιστα ότι μικρές ομάδες ευφυών «πολιτών» μπορούσαν να δράσουν ανεξάρτητα -δίχως δηλαδή την καθοδήγηση πιο μορφωμένων ανθρώπων ή την υποστήριξη κεντρικών θεσμικών οργανώσεων- για να διορθώσουν τις αδικίες.
Παρ' όλα αυτά, αν και οι αλλαγές μέσα στο ίδιο το επάγγελμα ενίσχυσαν τη συνείδηση των μελών του για τις ανισότητες της κοινωνίας,
1 1 1 . W.H. Chaloner (επιμ . ), « The Reminiscences of Thomas Dunning ( 1813-1894) and the Nantwich Shoemakers' Case of 1 834» , Trans. Lancs. and Cheshire Antiq. Soc . . τχ. 59 ( t947), σ. 98.
1 1 2 . Στο ίδιο.
68 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
δεν μπορούμε να πούμε ότι ο ριζοσπαστισμός των παπουτσήδων προέκυψε στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα απλά σαν μια απάντηση στον πρώιμο βιομηχανικό καπιταλισμό. Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε, ο τσαγκάρης ως διανοούμενος και ετερόδοξος φιλόσοφος του εργαζόμενου και εκφραστής του απλού κόσμου, ως αγωνιστής του επαγγέλματος, προηγείται κατά πολύ της Βιομηχανικής Επανάστασης - τουλάχιστον αν αποδεχθούμε τη θέση αυτού του άρθρου. Αυτό που έγινε στα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης ή της πρωτοεκβιομηχάνισης, ήταν να διευρυνθεί η βάση του ριζοσπαστισμού των παπουτσήδων με την αύξηση των αριθμών των υποδηματοποιών και επιδιορθωτών και τη δημιουργία ενός ευρύτερου σώματος περιοδικώς, τουλάχιστον, φτωχοποιημένων ημιπρολεταριοποιημένων εργατών. Πολλοί καλφάδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό πλαίσιο των δραστηριοτήτων και προσδοκιών της τέχνης και να ενταχθούν στο μαχητικό συνδικαλισμό των ειδικευμένων εργατών.
Αλλά αυτό που πάνω απ' όλα έκανε αυτή η περίοδος, ήταν να πλουτίσει τα εργαλεία του πολιτικού ριζοσπαστισμού και το ρεπερτόριο ιδεών, αιτημάτων και προγραμμάτων του. Πολλαπλασιάστηκαν οι κοσμικές, δημοκρατικές, γιακωβίνικες, ρεπουμπλικανικές, αντικληρικαλικές, συνεταιριστικές, σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και αναρχικές ιδεολογίες κοινωνικής και πολιτικής κριτικής και συμπλήρωσαν ή αντικατέστησαν τις ετερόδοξες θρησκευτικές ιδεολογίες που παρείχαν μέχρι τότε το βασικό λεξιλόγιο της λα'ικής σκέψης. Κάποιες είχαν μεγαλύτερη απήχηση από άλλες, αλλά όλες είχαν πλευρές που μιλούσαν στις εμπειρίες των παπουτσήδων, παλιών και νέων. Επίσης, πολλαπλασιάστηκαν τα μέσα της λα'ικής προπαγάνδας και συζήτησης: εφημερίδες και φυλλάδια που παρείχαν μια ευρύτερη απεύθυνση στα κείμενα των εργαζόμενων διανοούμενων μπορούσαν να διαβαστούν και να συζητηθούν στο τσαγκαράδικο. Και καθώς ο φιλόσοφος ή αιρετικός παπουτσής μετατρεπόταν στον πολιτικοποιημένο ριζοσπάστη παπουτσή, η ανάδυση των κινημάτων διαμαρτυρίας και κοινωνικής απελευθέρωσης ενός κόσμου που είχε έρθει τα πάνω κάτω μέσα από μεγάλες επαναστάσεις που επιχειρήθηκαν, πέτυχαν και προαναγγέλθηκαν, του έδωσε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό να τον ακούσει, και ίσως να τον ακολουθήσει, στην πόλη και στο χωριό. Δεν είναι παράξενο που η εκατονταετία που άρχισε με την Αμερικανική Επανάσταση ήταν ο χρυσός αιώνας του ριζοσπαστισμού των τσαγκάρηδων.
ΠΟΛJΤιΚΟΠΟJΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 69
Ιv
Υπάρχει ένα τελευταίο ερώτημα που πρέπει να τεθεΙ Τι απέγινε τελικά ο ριζοσπαστισμός της ευγενικής τέχνης; Ασχοληθήκαμε κυρίως με την περίοδο που προηγείται της βωμηχανικής εκμηχανισμένης υποδηματοποιίας και της ανάδυσης των σύγχρονων σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κινημάτων της εργατικής τάξης. Στη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου, OL παπουτσήδες συνδέθηκαν με όλα σχεδόν τα κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Τους βρίσκουμε να πρωτοστατούν στους αφετικούς και τους ιεροκήρυκες, στα κινήματα των ρεπουμπλικάνων, των ριζοσπαστών, των ιακωβίνων και των αβράκωτων, στις συνεταφιστικές, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες, στους άθεους αντικληρικαλιστές και, φυσικά, στους αναρχικούς. Πρωτοστάτησαν άραγε εξίσου και στα σοσιαλιστικά κινήματα της νέας εποχής ;
Η απάντηση είναι όχι. Στη Γερμανία περιλαμβάνονται βέβαια μεταξύ των έξι ομάδων ειδικευμένων εργατών που αποτελούν τα δύο τρίτα τουλάχιστον των σοσιαλδημοκρατών εργατών υποψηφίων στις εκλογές για το Reichstag πριν το 1914 : μαζί με τους εργάτες ξύλου, τους μεταλλεργάτες, τους τυπογράφους, τους τσιγαράδες και, αργότερα, τους οικοδόμους. Παρ' όλα αυτά, το 1912 ήταν πολύ πίσω απ' όλους αυτούς (με εξαίρεση τους OLκοδόμους) στο ποσοστό των εκλεγμένων βουλευτών, και πολύ μακριά από τους μεταλλεργάτες, τους οικοδόμους και τους εργάτες ξύλου στο ποσοστό των υποψηφίων, αν και στο ίδω επίπεδο με την πολύ μικρότερη ομάδα των τυπογράφων και πάνω από τη μικρότερη ομάδα των τσιγαράδων (βλ. πίνακα). Το συνδικάτο των υποδηματοποιών, αν και, ως συνήθως, είχε ξεκινήσει νωρίς τη ζωή του σαν οργάνωση, υποχώρησε από την όγδοη θέση σε μέγεθος το 1892 στην ένατη το 1899
και στη δωδέκατη το 1905-1912 . Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, μετά το 1918 οι παπουτσήδες ήταν αμελητέα ποσότητα, αφού από 504
ηγετικά στελέχη υπήρχαν μόνο 7 καταρτισμένοι παπουτσήδες. Ανάμεσα στα 107 επαγγέλματα (κι αφήνοντας έξω τα συντριπτικά κυρίαρχα επαγγέλματα μετάλλου), ήταν πολύ πίσω από τους τυπογράφους ( 1 7) και τους εργάτες ξύλου (29), αν και στο ίδω επίπεδο με τους ράφτες (7), τους χτίστες (7) και τους υδραυλικούς (8) . Εκτός από έναν ανειδίκευτο εργάτη υποδηματοποιίας, τον ννίΙΙί Mίinzenberg, το μεγάλο προπαγανδιστή, το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε κανέναν άλλον επιφανή παπουτσή . 1 13
Στη Γαλλία, οι παπουτσήδες σαφώς υπεραντιπροσωπεύονταν στο Parti Ouνrier Franςaίs (Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) κατά τη δεκαετία του
1 1 3. Βασισμένο στα βιογραφικά στοιχεία του Hermann Weber, Die Wand/ung des deutschen Kommunismus, 2 τόμοι, Φρανκφοίιρτη 1969, τόμο 2.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΠΙΝΑΚΑΣ
Εκλογές του 1 9 1 2 για το Reichstag:
εΠαΥΥελματικές ομάδες ως ποσοστό υποΨηφίων και βουλευτών
Επαγγελματικές ομάδες Εργάτες μετάλλου Εργάτες ξύλου Οικοδόμοι Τυπογράφοι Παπουτσήδες Καπνεργάτες Ράφτες Υφαντουργοί
ΥποΦήφιοι 1 5,6 1 4,8 12,8 6,6 6,6 3,8 2,7 0,8
Βουλευτές 1 5,2 10,9 3,6 7,3 4,5 6,4 4.5 2,7
Σημείωση και πηγή: W. H . Schroder. « Die Sozialstruktur der sozialdemokratischen Reichstagskandidaten. 1898-1 912». στο Herkunft und Mandat: Beitrίige zur Fuhrungsproblematik in der Arbeiterbewegung, Φρανκφούρτη και Κολωνία 1976. σ. 72-96. Όλοι οι αριθμοί είναι ποσοστά.
1890, σε σύγκρισΎj με το ποσοστό τους στον ενεργό πλΎjθυσμό (3,6%), με ένα 5,3% επί των μελών του κόμματος και 7,7% επί των υΠOΨΎjφίων του κόμματος ( 1 894-1897), αλλά τα τοπικά στοιχεία δεν τους δείχνουν να παίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, παρά μόνο σε λίγες περιοχές. 1 14 Δε θα τους επέλεγε κανείς σαν σύμβολο των αγωνιστών του σοσιαλιστικού κινήματος, πράγμα που φαινόταν εύλογο για τους αναρχικούς. Πράγματι, οι πιο επιφανείς αριστεροί παπουτσήδες ήταν σίγουρα ο αναρχικός Jean Grave και ο αναρχοσυνδικαλιστής Vicror Griffuelhes, που και οι δύο διακρίνονταν από ΤΎj χαραΚΤΎjριστική κλίσΎj του επαγγέλματος για ΤΎjν πολιτική συγγραφή. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο ρόλος του παπουτσή μειωνόταν καθώς το κέντρο βάρους μετατοπιζόταν στις μεγάλες βιoμΎjχανίες και στο δΎjμόσιo τομέα. Το 1945, μεταξύ των πιο επιφανών κομμουνιστών περιλαμβάνονται δύο πρώΎjν ξυλουργοί και ένας πρώΎjν ζαχαροπλάσΤΎjς, όμως οι παπουτσήδες είναι απόντες από τον κατάλογο, όπου κυριαρχούν οι εργαζόμενοι στο μέταλλο και τους σιδΎjρoδρόμoυς. Από τους 51 πρώΎjν τεχνίτες που εξελέγΎJσαν σΤΎj γαλλική βουλή το 1951 , μόνο ένας ήταν παπουτσής (ένας σοσιαλιστής) . 1 1 5
Α ν υπήρχαν κάποια τυπικά επαγγέλματα στους αγωνιστές του Αυ-
1 1 4 . Chaude Willard, Le MouvemenI socialisIe en France. 1893- 1 905: les Guesdistes. Παρίσι 1965, ιδιαίτερα σ. 335-337. Βλ. επίσης Tony Judt, Socialism in Provence. 1871 - 1 9 1 4 . Καίμπριτζ 1979. σ. 73. 1 12 .
1 1 5. Parti Communiste Franςaίs, Des Fran�ais en qui Ια France peut avoir confiance, 2η έκδοση. Παρίσι 1945' Maurice Duverger (επψ.). Partis politiques εΙ classes sociales en France, Παρίσι 1955, σ. 302, 304 .
ΠΟΛΙΤιΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ
στριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος, αυτά ήταν οι κλειδαράδες!μΎjχανΙΚOί και οι τυπογράφοι. 1 16 Δύσκολο να βρεθούν επιφανείς τσαγκάΡΎjδες σ' αυτό το κόμμα, ενώ στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας, παρότι για ένα διάσΤΎjμα γραμματέας του ήταν ένας παπουτσής, ο Φρανθίσκο Μόρα, ο οποίος τελικά (και χαρακηριστικά) υπήρξε και ο ιστορικός του, το επάγγελμα που κυριαρχούσε σαφώς σ' αυτό το σώμα τεχνιτών ήταν οι τυπογράφοι. Σίγουρα μπορούμε να βρούμε μερικούς επιφανείς παπουτσήδες σε μικρότερα σοσιαλιστικά κόμματα, όπως στο Ουγγαρέζικο, όπου δύο απ' αυτούς έγιναν εκδότες ης εφΎjμερίδας του, ή στο (Μαρξιστικό) ΣοσιαλδΎjμOκρατικό Κόμμα του Βασιλείου ΤΎjς Πολωνίας και Λιθουανίας, στο οποίο οι τσαγκάρΎjδες «παρέμειναν σ' όλΎj του ΤΎjV ιστορία το βασικό προπύργιο» . 1 17 Αλλά τα μόνα κομμάτια του σύγχρονου σοσιαλισμού και κομμουνισμού στα οποία ο ριζOσπάσΤΎjς τσαγκάΡΎjς φαίνεται να δεσπόζει πραγματικά, είναι εκείνα που απέτυχαν εμφανώς να εξελιχθούν σε μαζικά κόμματα ή έστω σε τυπικά κόμματα ΤΎjς βΙOμΎjχανικής εργατικής τάξΎjς. Ο γενικός γραμματέας του μικροσκοπικού Αυστριακού Κομμουνιστικού Κόμματος και ο (συμβολικός) προεδρικός του υποψήφιος ήταν και οι δύο πρώΎjν καλφάδες παπουτσήδες από τις επαρχίες ΤΎjς Καρινθίας και ΤΎjς BOΎjμίας αντίστοιχα, ενώ ο πλέον επιφανής ριζOσπάσΤΎjς παπουτσής του εικοστού αιώνα είναι αναμφισβήητα ο Πρόεδρος ΤΎjς Ρουμανίας Τσαουσέσκου, το κόμμα του οποίου, ην εποχή που προσχώρφε σ ' αυτό, δεν είχε παρά μια χούφτα μελών ρουμανικής εθνικότψας.
ΣΤΎjν εκβΙOμΎjχανισμένΎj Βρετανία, οι παπουτσήδες, οι οποίοι τόσο περίOΠΤΎj θέσΎj κατείχαν κατά ΤΎjν περίοδο ανάμεσα σην εποχή ΤΎjς Εταιρείας AλλΎjλoγραφίας του Λονδίνου και σΤΎjν εκλογή του άθεου ριζοσπάσΤΎj Charles Bradlaugh σΤΎjν τσαγκαράδΙΚΎj εκλογική περιφέρεια του Northampton το 1880, δεν έπαιξαν σΎjμαντικό ρόλο σΤΎjν εποχή του Εργατικού Κόμματος, πέρα από το δικό τους συνδικάτο. Δεν αντιπροσωπεύονται σχεδόν καθόλου σΤΎjν κοινοβουλευτική ομάδα των Εργατικών, και ούτε παίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο κάπου αλλού. Ο μόνος που είχε κάποια (ανειδίκευΤΎj) τσαγκαράδΙΚΎj εμπειρία στο ξεκίνΎjμα ης πoλυτάραΧΎjς καριέρας του και έγινε κάπως επιφανής είναι ο Ύjγέης των εργατών στις μεταφορές, Ben Tillett. 1 18
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, σε γενικές γραμμές, ο ρόλος του ριζοσπά-
1 1 6. Βασισμένο σε στοιχεία από το Jean Maitron - Georges Haupt (επιμ. ) , Dictionnaire biographique du mol/vement οιιυΥίεΥ international: ΙΆutrίche, Παρίσι 197 1 .
1 1 7 . Προσωπική πληροφόρηση από ουγγρους συναδέλφους. Μ . Κ . Dziewanowski, «Social Democrats Versus "Social Patriots": The Origins of the Split in the Marxist Movement in Poland » , American Slavic and East European Review, τχ. 1 0 ( 1951 ), σ. 18.
1 1 8. Βασισμένο στο Joyce Μ. Bellamy - John Saville (επιμ . ) , Dictionary ο/ Labour Biography, 9 τόμοι, Λονδίνο 1994.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
στη παπουτσή δεν ήταν πλέον, την εποχή των μαζικών σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων, το ίδιο σημαντικός. Σίγουρα αυτό οφείλεται εν μέρει στην αλλαγή που υπέστη η υποδηματοποιία από μια αριθμητικά μεγάλη χειροτεχνική ή ημιχειροτεχνική τέχνη σε μια αριθμητικά πολύ μικρότερη βιομηχανία που διένειμε τα προίόντα της μέσω καταστημάτων. Δεν υπήρχαν πια πολλοί που να ασκούν την πιο χαρακτηριστική από «αυτές τις καθιστικές τέχνες, που επιτρέπει σ' έναν άνθρωπο να "φιλοσοφεί" την ώρα που ασχολείται με τις συνηθισμένες δουλειές του» κι ανάμεσα στους οποίους οι αναρχικοί βρήκαν τόσους πολλούς οπαδούς. 1 19 Οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες που έφτιαχναν παπούτσια, γίνονταν σιγά σιγά μια υποκατηγορία του εργοστασιακού εργάτη ή του εξωτερικού εργάτη της ανεπτυγμένης βιομηχανικής οικονομίας οι περισσότεροι απ' αυτούς που πουλούσαν παπούτσια δεν είχαν πια καμιά σχέση με την κατασκευή τους. Ο τύπος του ριζοσπάστη παπουτσή ανήκει σε μια προηγούμενη εποχή.
Η εποχή της δόξας του είναι ανάμεσα στην Αμερικανική Επανάσταση και στην ανάδυση των μαζικών σοσιαλιστικών κομμάτων της εργατικής τάξης, όποτε αυτή έγινε στην κάθε χώρα (και στο βαθμό που έγινε) . Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κλίση του για τη δημοκρατική και ανεξάρτητη σκέψη, ομιλία και κήρυγμα, που πιο πριν εκφραζόταν κυρίως μέσα από τη θρησκευτική ετεροδοξία και το ριζοσπαστισμό, βρήκε θεωρητικές διατυπώσεις στις κοσμικές εξισωτικές επαναστατικές ιδεολογίες και στην έμπρακτη πάλη των μαζικών κινημάτων κοινωνικής διαμαρτυρίας και ελπίδας. Η σύνδεση μ' αυτού του είδους τις ειδικά πολιτικές ιδεολογίες του ριζοσπαστισμού μετέτρεψαν τον παλιό «φιλόσοφο τσαγκάρψ> στο «ριζοσπάστη τσαγκάρη», μετέτρεψαν το φτωχό διανοούμενο του χωριού στον αβράκωτο, ρεπουμπλικάνο ή αναρχικό του χωριού.
Ο συνδυασμός της πανταχού παρουσίας του με τις περιστασιακές μεγάλες συγκεντρώσεις ημιπρολεταριοποιημένων τεχνιτών, έδωσε στον παπουτσή τον καθολικό και επιφανή του ρόλο ως συνηγόρου, εκπροσώπου και ηγέτη του φτωχού. Ως άτομο βρέθηκε σπάνια στην πρώτη γραμμή κινημάτων εθνικής εμβέλειας. Ακόμα κι ανάμεσα στους χειρώνακτες εργάτες που απέκτησαν φήμη ως θεωρητικοί και ιδεολόγοι, άνθρωποι σαν τον Τόμας Παίην τον κατασκευαστή κορσέδων, τον Weitling τον ράφτη, τον Προυντόν και τον Bray τους τυπογράφους, τον Μπέμπελ τον ξυλουργό, τον Dietzgen το βυρσοδέψη, έρχονται πιο εύκολα στη μνήμη από οποιονδήποτε τσαγκάρη. Η δύναμη του παπουτσή βρίσκεται στη βάση. Δίπλα σε κάθε Thomas Hardy ή Μόρα ή Griffuelhes υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι τους οποίους ακόμα και ο ειδικός στην ιστορία των ριζοσπα-
1 1 9. J. Maitron, Le Mouvement anarchiste en France, ό.π. , τόμο 1, σ. 1 3 1 .
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΠΣΗΔΕΣ 73
σηκών και εργατικών κινημάτων έχει δυσκολία να περισώσει από την ανωνυμία του τοπικού αγωνιστή, μια που πολύ λίγα είναι γνωστά γι' αυτούς πέρα από το ότι μίλησαν και πάλεψαν στον τόπο τους για τα δικαιώματα άλλων φτωχών ανθρώπων: ο John Adams, ο τσαγκάρης του Maidstone στις ταραχές των δουλευτών των αγροκτημάτων το 1830' ο Thomas Dunning, η αποφασιστικότητα και η εξυπνάδα του οποίου έσωσαν τους παπουτσήδες του Nantwich από τη μοίρα που είχαν οι μεροκαματιάρηδες του Dorchester' ο μοναχικός ιταλός αναρχικός τσαγκάρης που έφερε τις ιδέες του σε μια επαρχιακή πόλη της Βραζιλίας. Ο χώρος του παπουτσή ήταν η πολιτική πρόσωπο με πρόσωπο, ήταν περισσότερο η Gemeinschaft παρά της Gesellschaft. Ιστορικά ανήκει στην εποχή του εργαστηρίου, της μικρής πόλης, της γειτονιάς και, πάνω απ' όλα, του χωριού, και όχι στην εποχή του εργοστασίου και της μητρόπολης.
Δεν εξαφανίστηκε τελείως. Ένας από τους συγγραφείς αυτού του άρθρου θυμάται ακόμα τον καιρό που, σαν φοιτητής, παρακολούθησε μαθήματα μαρξισμού από έναν αξιοθαύμαστο Σκωτσέζο αυτού του είδους και του κίνησε την προσοχή το πρόβλημα του τσαγκαράδικου ριζοσπαστισμού σε ένα εργαστήρι ενός καλαβρέζου τσαγκάρη στη δεκαετία του 1950. Σίγουρα υπάρχουν μέρη που επιβιώνει ακόμα, και εμπνέει τους νέους να ακολουθήσουν τα ιδεώδη της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, όπως ο τσαγκάρης θείος του Λόυντ Τζωρτζ δίδαξε στον ανιψιό του τις βασικές αρχές της ριζοσπαστικής πολιτικής σε ένα χωριό της Ουαλίας τη δεκαετία του 1880. Ανεξάρτητα από το αν εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό φαινόμενο στην πολιτική των απλών ανθρώπων, τους υπηρέτησε καλά. Και έχει βάλει, τόσο συλλογικά όσο και μέσα από έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό ατομικών περιπτώσεων, τη σφραγίδα του στην ιστορία.
.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Αυτό το άρθρο ερευνά τη συμβολή των εθνικών ιστοριών στο χαρακτήρα των εργατικών κινημάτων. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1964, αλλά βασίζεται σε μια διάλεξη στα πλαίσια ενός σεμιναρίου με θέμα τη «Συγκριτική ανάλυση του βρετανικού και του γαλλικού εργατικού κινήματος» που έγινε στο Καίμπριτζ γύρω στο 195 1. Οι υφηγητές (σαν εμένα τότε) είχαν το δικαίωμα να δίνουν διαλέξεις. ακόμα και στις περιπτώσεις που (όπως εγώ) αρνούνταν θέσεις τόσο του Οικονομικού όσο και του Ι στορικού τμήματος του Πανεπιστημίου.
Τι ρόλο παίζουν τα έθιμα, οι παραδόσεις και οι ειδικές ιστορικές εμπειρίες μιας χώρας στα πολιτικά της κινήματα; Όσον αφορά το εργατικό κίνημα , το πρόβλημα αυτό έχει συζητηθεί περισσότερο από πολιτικούς ( Μαρξ εναντίον Wesley) παρά από ιστορικούς. Σ' αυτό το άρθρο προτείνω μια σύγκριση των εμπειριών της Γαλλίας και της Βρετανίας, των χωρών με τη μεγαλύτερη ιστορία στο εργατικό κίνημα .
Το εργατικό κίνημα, είτε το θεωρήσουμε από τη σκοπιά της πολιτικής είτε από τη σκοπιά της βιομηχανίας, αποτελεί βέβαια ένα καινοφανές ιστορικό φαινόμενο. Ανεξάρτητα από το αν υπάρχει κάποια συνέχεια ανάμεσα στις ενώσεις των τεχνιτών και στα πρώιμα συνδικάτα, είναι απλή αρχαιοπληξία να σκεφτόμαστε το κίνημα της δεκαετίας του 1870, ή ακόμα και του 1830, με τους όρους, φέρ' ειπείν, των πρώτων επαγγελματικών εταιρειών των καπελάδων και των βυρσοδεΨών. Από ιστορική άποΨη, ωστόσο, η διαδικασία οικοδόμησης νέων θεσμών, νέων ιδεών, νέων θεωριών και τακτικών, σπάνια ξεκινά σαν μια συνειδητή εργασία κοινωνικής μηχανικής. Οι άνθρωποι ζουν περιτριγυρισμένοι από μια τεράστια συσσώρευση παλαιών επινοήσεων και είναι φυσικό να παίρνουν τις πιο βολικές απ' αυτές και να τις προσαρμόζουν στους δικούς τους (και καινούργιους) σκοπούς. Ο ιστορικός που ανιχνεύει, βέβαια, αυτές τις διαδικασίες, δεν πρέπει να ξεχνά τη συγκεκριμένη λειτουργία που έχουν να εκπληρώσουν οι νέοι θεσμοί ' αλλά και η λειτουργιστική ανάλυση δεν πρέπει να ξεχνά ότι το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο αναγκαστικά τους χρωματίζει (και ίσως τους βοηθά; τους παρεμποδίζει ή τους εκτρέπει).
Ας πάρουμε δύο ακραία παραδείγματα. Το 1855, οι εργάτες στα νταμάρια του Trelaze, δυσαρεστημένοι από την οικονομική τους κατάσταση, αποφάσισαν να αναλάβουν δράση: πήγαν στην Αγγέρη και κήρυξαν μια
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 75
εξεγερσιακή Κομμούνα,1 έχοντας πιθανότατα στο μυαλό τους την ανάμνηση της Κομμούνας του 1792. Εννιά χρόνια αργότερα, οι ανθρακωρύχοι του Ebbw Vale βρίσκονταν κι αυτο ί σε μια ανάλογη κινητοποίηση. Οι αδελφότητες των χωριών της κοιλάδας έκαναν πορεία πάνω στο βουνό, με μουσικές μπάντες επικεφαλής. Εκφωνήθηκαν λόγοι, η αδελφότητα του Ebbw Vale πρόσφερε τσάι με 6 πένες το άτομο, και έκλεισε η συγκέντρωση Ψάλλοντας τη δοξολογία.2 Οι οικονομικές αιτίες που κινούσαν τόσο τους ουαλλούς ανθρακωρύχους όσο και τους εργάτες της Βρετάνης ήταν μάλλον παρόμοιες. Οι κινητοποιήσεις τους όμως διέφεραν εμφανώς, επειδή διέφεραν οι ιστορίες των αντίστοιχων χωρών τους. Τα αποθέματα των εμπειριών του παρελθόντος, απ' τα οποία αντλούσαν όταν μάθαιναν πώς να οργανώνονται, γιατ ί να οργανώνονται, πού να βρουν τους ηγέτες τους, καθώς και η ιδεολογία αυτών των ηγετών ενσωμάτωνε, εν μέρει τουλάχιστον, ειδικά γαλλικά και βρετανικά στοιχεία: γενικά, μπορούμε να πούμε ότι στην πρώτη περίπτωση έχουμε τις επαναστατικές παραδόσεις, ενώ στη δεύτερη τις ριζοσπαστικές αντικομφορμιστικές παραδόσεις.
Και πάλι ε ίναι χρήσιμα συγκεκριμένα παραδείγματα. Οι υφαντουργοί και οι υπεργολάβοι της Λυών, θέλοντας να οργανώσουν ένα συνδικάτο το 1828, οργάνωσαν φυσικά τη δική τους εταιρεία των «Mutualists» σύμφωνα με το επαναστατικό μοντέλο. Χαρακτήρισαν μάλιστα το έτος ίδρυσης ως «Ετος Ένα της Αναγέννησης», πράγμα που απηχεί προφανώς ιακωβινισμό, και οργάνωσαν μικρές συνωμοτικές ομάδες, που φαίνεται να οφείλουν κάποια στοιχεία στις μπαμπεφικές ιδέες,3 ίσως όμως και στους παλιούς Compagnonnages,4 καθώς και στην ανάγκη να παρακάμΨουν το νόμο Chapelier. Αλλά και στη δεύτερη Αυτοκρατορία, το εργατικό πρόγραμμα απέρρεε εμφανώς από την κλασική γιακωβίνικη-ρι ζοσπαστική θεωρία' οι αριστεροί αναζητούσαν έμπνευση στον Ροβεσπιέρο και στον Σαιν Ζυστ, αν όχι στον Εμπέρ και στον Ζακ Ρου, ενώ οι φιλελεύθεροι έψαχναν τη δική τους πιο δεξιά. Ακόμα και στη δεκαετία του 1890, ο αναρχικός Emile Pouget, μετέπειτα ηγέτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CGT), έφτιαξε την εφημερίδα του Le Pere Peinard
πάνω στο πρότυπο, το όνομα και το στυλ του Pere Duchene του Εμπέρ. Και το σημαντικότερο, ήταν η επαναστατική ιδεολογία αυτή που υιοθέτησαν αυτομάτως οι πρωτοπόροι εργάτες και διανοούμενοι που αποτελούσαν τον πυρήνα της ηγεσίας του κινήματος. Οι εργάτες πορσελάνης
1 . G. Duveau, Ια Vie ouvrii!re en France sous /e Second Empire, Παρίσι 1946, σ. 543. 2. Ness Edwards, The History of the South Wα/es Miners, Λονδίνο 1926, σ. 39. 3. Ε. Labrousse, Le Mouvement ouvrier et /es idees sociα/es en France de 1815 α /a ΙίΥΙ du ΧΕΧ
sii!C/e, Les Cours de la Sorbonne 1949: Fasc. ΙΙΙ, σ. 83-84. 4. W. Lexis, Gewerkvereine u. Unternehmerverbaende ίΥΙ Frarιkreich, Λειψία 1879, σ. 123-124.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
της Λιμόζ ήταν ρεπουμπλικάνοι, και εύκολα μεταπηδούσαν από το συνδικαλισμό σε πολιτικές πρακτικές έτσι, όταν τέθηκε υπό απαγόρευση το συνδικάτο τους, γρήγορα οργάνωσαν την εξεγερσιακή τους Κομμούνα.5 Η Αριστερά στο νομό του Nieνre αντιστάθηκε στο πραξικόπημα του Λουδοβίκου Ναπολέοντα, και οργανώθηκε σε μια μυστική εταιρεία γνωστή ως η «Jeune Montagne» [οι Νέοι ΟρεινοL].6
Η κατάσταση στη Βρετανία ε ίναι πιο πολύπλοκη, γιατί η αρχική ριζοσπαστική-δημοκρατική παράδοση εξελίχθηκε σε δύο πτέρυγες, η διαχωριστική γραμμή των οποίων ήταν εν πολλοίς (υπεραπλουστεύω) αυτή που χωρίζει τους τεχνίτες και τα μέλη των συντεχνιών των παλαιότερων πόλεων με τα νέα κέντρα των εργοστασίων και ορυχε ίων: ριζοσπάστες«λαίκοί» από τη μια, σχισματικοί-μεθοδιστές από την άλλη. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, η αντικομφορμιστική παράδοση ποτέ δεν απέκτησε ρ ίζες ως μια αριστερή παράδοση, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει τη σχετικά μεγαλύτερη επιρροή του μαρξισμού σε μεταγενέστερες εποχές. Ακόμα κι ένας γνήσια θρησκευόμενος εργάτης σαν τον George Lansbury βρέθηκε στη Μαρξιστική Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία από την αρχή της πολιτικής του καριέρας και δε συνδέθηκε ποτέ με τα σχισματικά παρεκκλήσια αλλά με την επίσημη Αγγλικανική Εκκλησία - κάτι μάλλον ασυνήθιστο. Στις επαρχίες αντ ίθετα, ο δρόμος οδηγούσε πολύ πιο φυσικά προς το ILP [Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα] ή προς τους μεθοδιστές κληρικολαίκούς. Έχουμε, πράγματι, δύο γραμμές διανοητικής παράδοσης. Η μία ξεκινάει από ανθρώπους σαν τον Τόμας Παίην, περνάει από ανθρώπους σαν τους άθεους ριζοσπάστες της περιόδου των Owen -Carlile, και φτάνει στους κοσμικούς της μέσης βικτωριανής περιόδου σαν τον Ηοlyoake και τον Bradlaugh και, μετά το 1880, στους μαρξιστές. Απ' αυτή την παράδοση προέρχονται μερικές από τις σημαντικότερες οργανωτικές επινοήσεις του βρετανικού εργατικού κινήματος: η «Εταιρεία Αλληλογραφίας» της δεκαετίας του 1790, το φυλλάδιο, η εργατική εφημερίδα, η αναφορά στο Κοινοβούλιο, η δημόσια συγκέντρωση και η δημόσια συζήτηση, κ.ο.κ.· σ' αυτήν οφείλεται επίσης και το μικρό ενδιαφέρον του για τη θεωρία.
Υπό μ ία έννοια, αυτή η πρώτη παράδοση κατάγεται από το παρακλάδι των σχισματικών του δέκατου έβδομου αιώνα, που κατά το δέκατο όγδοο οδηγήθηκε προς τον ντε'ίσμό και αργότερα στον αγνωστικισμό. Ένα μέρος της άλλης παράδοσης -ιδιαίτερα στην καλβινιστική Σκωτίακατάγεται απευθείας από την επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα, η οποία διεξήχθη με όρους θρησκευτικής ιδεολογίας. Ακόμα και στην
5. Στο ίδιο. σ. 183-184. 6. G . Duveau. La νίε ouvriere . ... ό.π . . σ. 89-9 1 .
ΕΡΓΑΤιΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 77
Αγγλία, ο ανεξάρτητος αιρετικός επιβίωσε ως καθαρός τύπος - για παράδειγμα στον Zechariah Coleman του Mark Rutherford.7 Ως επί το πλείστον όμως, η εργατικ� σχισματικ� παράδοση προέρχεται από τη Μεθοδιστικ� αναγέννηση και ειδικότερα από σειρά αποσχίσεων μετά το 1810, απ' τις οποίες πιο γνωστ� είναι η Πρωτo-μεθoδιστικ� (Ρήmitive Methodist). Σ' αυτ�ν τη σχoλ� έμαθαν οι νέοι προλετάριοι των εργοστασίων, οι δουλευτές των αγροκτημάτων, οι ανθρακωρύχοι και άλλοι παρόμοιοι, το πώς να φτιάξουν ένα εργατικό συνδικάτο έχοντας ως πρότυπο το παρεκκλ�σιo και την αδελφότητα. Αρκεί να διαβάσει κανείς την περιφερειακ� αναφορά ενός συνδικάτου δουλευτών γης της Aνατoλικ�ς Αγγλίας,8 για να διαπιστώσει πόσα πολλά της οφείλουν. Από τους Μεθοδιστές πρo�λθαν επίσης, όπως έχει δείξει ο Δρ Wearmouth, σημαντικές μέθοδοι μαζικ�ς κινητοποίησης και προπαγάνδας: η υπαίθρια συγκέντρωση, η ταξικ� συγκέντρωση, κ.ά. Πάνω απ' όλα, ωστόσο, οι σχισματικοί προσέφεραν στην ηγεσία του κιν�ματoς την ιδεoλoγικ� της βάση, ιδιαίτερα στις περιοχές των ορυχείων. Όταν ο Λόρδος Londonderry εκδίωξε αυτούς που είχαν πρωτoστατ�σει στην κινητοποίηση των ανθρακωρύχων του Durham το 1843, επλ�γησαν τα δύο τρίτα της τoπικ�ς αδελφότητας των Πρωτο -μεθοδιστών,9 και όταν τη δεκαετ ία του 1870 ένα συνδικάτο δουλευτών γης του Lincolnshire βρέθηκε σε δύσκολη θέση, σκέφτηκε να συγχωνευθεί με τους Πρωτο-μεθοδιστές. Είναι φανερό ότι αυτ� η αίρεση �ταν για τους ανθρακωρύχους του Durham της δεκαετ ίας του 1840 � για τους δουλευτές γης του Lincolnshire της δεκαετίας του 1870 ό,τι �ταν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα για τους γάλλους εργάτες επ ί μισό αιώνα: ένα πλαίσιο καθoδ�γησης.
Τέτοιου ε ίδους θρησκευτικά φαινόμενα δεν ε ίναι τελείως άγνωστα και στη Γαλλία. Σε μερικές περιοχές του Νότου, η μειονότητα των Ουγενότων χαρακτηριζόταν πάντοτε, για προφανείς λόγους, από αντισυντηρητικές τάσεις κι έβγαλε έτσι έναν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό αριστερών ηγετών. Συνολικά όμως, αυτό το στοιχείο δεν έχει μεγάλη σημασία για το γαλλικό εργατικό κίνημα. Είναι εύκολο να εξηγ�σει κανείς το διαφορετικό βαθμό πολιτικού ριζοσπαστισμού μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας βάσει αυτ�ς της διαφοράς παραδόσεων. Στέκει όμως μια τέτοια εξ�γηση ;
Μια επαναστατικ� παράδοση μπορε ί κάλλιστα να είναι πολιτικά μετριoπαθ�ς από την άλλη, μια θρησκευτικ� δεν είναι απαραίτητο να ε ίναι. Όταν οι Κομμουνάροι ηγέτες επέστρεψαν το 1880 από την εξορία,
7. Mark Rutherford, The Revolution in Tanner's Lane, Λονδίνο 1887. 8 . Ανατύπωση στο E.J . Hobsbawm (επψ.), Labour's Turning Point 1880-1900, Λονδίνο
1948, σ. 89. 9. R.F. Wearmouth, Some Working-class Movements oj the Nineteenth Century, Λονδίνο 1 948,
σ. 305.
Η ΡIZΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
βρέθηκαν οι περισσότεροιlΟ στην άκρα δεξιά πτέρυγα ενός κινήματος το οποίο οδηγούνταν ταχύτατα στην επιρροή των σοσιαλιστών. Η προθυμία να στήσει κανείς οδοφράγματα, δε σημαίνει απαραίτητα και ένα εξτρεμιστικό πρόγραμμα. Στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, η γαλλική επαναστατική παράδοση αποτελούσε απλά μια όψη του γαλλικού φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού, οι οπαδοί του οποίου ήταν ιδεολογικά το ανάλογο των αξιότιμων βρετανών κοσμικών ρεπουμπλικάνων σαν τον George Odger. Είναι ενδεικτικό, ότι η σύγχρονη μορφή του επαναστατισμού, το Κομμουνιστικό Κόμμα, από μερικές απόψεις αποτελούσε μια ρήξη τόσο με τις γαλλικές όσο και με τις αγγλικές παραδόσεις, αν και από άλλες απόψεις αποτελεί συνέχεια και των δύο.
Η μοίρα αυτού που μοιάζει σαν μία από τις πιο βίαιες τάσεις του γαλλικού εργατικού κινήματος, των αναρχικών, φωτίζει αυτό το σημείο. Γενικά, οι τεχνίτες και μικροβιοτέχνες που αποτελούσαν τη βάση του γαλλικού αναρχισμού, ήταν εξαιρετικά μαχητικοί. (Ωστόσο, ο πνευματικός τους πατέρας, ο Προυντόν, ήταν αξιοσημείωτα ειρηνικός). Πολλές φορές πολέμησαν δίχως αναστολές -όπως και οι αντίστοιχοι μ' αυτούς μικρο-μεταλλοτεχνίτες του Sheffield- και προσέλκυσαν εύκολα ριζοσπάστες διανοούμενους. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές τους απόΨεις, όπως ακριβώς και των τρομοκρατών του Sheffield, ήταν εξαιρετικά μετριοπαθείς,11 κι έτσι οι γάλλοι αναρχικο ί αποτελούσαν ουσιαστικά τη μετριοπαθή πτέρυγα μέσα στο κίνημά τους. Η μεγαλύτερή τους επιτυχία, η CGT,
πέρασε πολύ γρήγορα απ' το φαινομενικό υπερεπαναστατισμό στη συνετή σοσιαλδημοκρατία μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Επιπλέον, το κομμάτι του γαλλικού σοσιαλισμού που αργότερα θα υποστήριζε με μεγαλύτερο πάθος την πολιτική του κατευνασμού (σε σχέση με τη χιτλερική Γερμανία [Σ.τ. Μ.]) και θα συνεργαζόταν με τον Πεταίν -ο Dumoulin, ο Belin και άλλοι-, άντλησε σε μεγάλο βαθμό τις δυνάμεις του από την αναρχίζουσα πτέρυγα του προ του 1914 κινήματος. Σε γενικές γραμμές, το γαλλικό πολιτικό σύστημα είχε μάθει από παλιά να αντιμετωπίζει αυτές τις παλαιότερες, και συχνά εγγενώς μετριοπαθείς, μορφές επαναστατισμού. Όταν το 1920 δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, αμέσως προσχώρησαν σ' αυτό πολλοί νέοι της αξιοπρεπούς μεσαίας τάξης, μια που ήταν εδραιωμένη η «παράδοση ο γιος της οικογένειας να ξεκινάει την καριέρα του από την άκρα Αριστερά, υπό τα συγκαταβατικά βλέμματα της φαμίλιας, και να την τελειώνει στις πιο αξιοπρεπείς θέσεις». 12 Μάλιστα, μια ομάδα σιδηροδρο-
10. Α. Zevaes, De l'introduction du marxisme en France, Παρίσι 1947, σ. 1 16 Κ. ε. 1 1 . Για το συνδυασμό άμεσης δράσης και ακραίας μετριοπάθειας στο Sheffield πρβλ.
S. Pollard, Α History ο! Labour in Shejfield, Λίβερπουλ 1959. 1 2 . Α. Rossi, Physiologie du parti communiste fran�ais, Παρίσι 1948, σ. 3 17 .
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 79
μικών που έμελλε να δώσει αρκετούς από τους ηγέτες του (Semard, Monmousseau, Midol) αρνήθηκε αρχικά να προσχωρήσει στο νέο κόμμα γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Το κόμμα δεν <<μπολσεβικοποιήθηκε» παρά μερικά χρόνια αργότερα.13
Μια θρησκευτική παράδοση, από την άλλη, μπορεί να ε ίναι πολύ ριζοσπαστική. Είναι αλήθεια ότι ορισμένες μορφές της θρησκείας λειτουργούν σαν ναρκωτικό για τον πόνο που προκαλούν οι κοινωνικές πιέσεις, και προσφέρουν ένα υποκατάστατο στην εξέγερση. Μερικές μάλιστα, όπως ο Μεθοδισμός του Wesley, το κάνουν αυτό συνειδητά. Ωστόσο, στο βαθμό που η θρησκεία αποτελεί τη γλώσσα και το πλαίσιο γενικά κάθε δράσης στις μη ανεπτυγμένες κοινωνίες -και σε μεγάλο βαθμό και μέσα στον απλό κόσμο της προβιομηχανικής Βρετανίας-, είναι επόμενο οι ιδεολογίες της εξέγερσης να είναι κι αυτές θρησκευτικής υφής.
Δύο παράγοντες βοήθησαν να διατηρηθεί η θρησκε ία στη Βρετανία ως μια δυνητικά ριζοσπαστική δύναμη κατά το δέκατο ένατο αιώνα. Πρώτον, το καθοριστικό πολιτικό γεγονός της ιστορίας μας, η επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα, διεξήχθη σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα υιοθετηθε ί από τον απλό λαό η σύγχρονη κοσμική γλώσσα της πολιτικής. Σε αντ ίθεση λοιπόν με τη Γαλλία, η θρησκεία δεν ταυτίστηκε κατά κύριο λόγο με το status quo. Επιπλέον, οι συνήθειες αργούν να πεθάνουν. Μέχρι τη δεκαετία του 1890 βρίσκουμε σχεδόν καθαρά δε ίγματα μιας μεσαιωνικής ή πουριτανικής προσέγγισης: τις Εργατικές Εκκλησίες. Ο John Treνor που τις ίδρυσε, ήταν ένας ιδιόμορφος τύπος, προερχόμενος από αυτές τις μικρές υπερευσεβιστικές ομάδες εργατών ή μικροαστών φανατικών πουριτανών που διαρκώς αποσχίζονταν για να φτιάξουν ακόμα πιο θεοσεβούμενες κοινότητες. Όπως και άλλα διανοητικά ρεύματα της μέσης βικτωριανής περιόδου, το σχισματικό ρεύμα άρχισε να ραγίζει σιγά σιγά κάτω από τις επιδράσεις των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών μετά το 1870, και στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης ο Treνor, αφού πέρασε διάφορες κρ ίσεις συνείδησης και μια αρκετά πολυτάραχη πνευματική πορεία, προσέγγισε το εργατικό κίνημα. Αδυνατώντας να συλλάβει ένα νέο πολιτικό κίνημα που να μην έχει και τη θρησκευτική του έκφραση, έκανε το ίδιο το εργατικό κίνημα θρησκεία. Δεν ήταν Χριστιανο-σοσιαλιστής πίστευε ότι το εργατικό κίνημα ήταν Θεός, και οικοδόμησε γύρω απ' αυτό έναν μηχανισμό από εκκλησίες, κυριακάτικα σχολεία, ύμνους, κ.ο.κ. Φυσικά, οι αυστηροί σχισματικο ί τεχνίτες του Yorkshire και του Lancashire δεν ακολούθησαν αυτή την παράδοξη θεολογία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ίσως σαν ένας πολύ εξα-
13 . Για την κρίση του Γαλλικού Κ.Κ. πρβλ. L. Trotsky, The First Five Years ΟΙ the Comintern. Νέα Υόρκη 1953, τόμο 2 , σχεδ όν passim, αλλά ιδιαίτερα σ. 1 53-155, 28 1 -282, 321 .
80 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
υλωμένος αντιτριαδισμός. Ωστόσο, ε ίχαν ανατραφεί μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου το παρεκκλήσι ήταν το κέντρο της κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Η Μεγάλη Ύφεση (και γεγονότα όπως η φορολογία McKinley το 1891) τους έκαναν να συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τη σύγκρουση συμφερόντων στο εσωτερικό των εκκλησιών, ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργάτη αδελφό ' και τίποτε πιο φυσικό από το να θεωρήσουν πως η πολιτική ρήξη θα έπρεπε να πάρει τη μορφή και μιας αποσκίρτησης από το παρεκκλήσι, όπως ακριβώς νωρίτερα η ρήξη ανάμεσα στους Μεθοδιστές του Wesley και τους Πρωτο-μεθοδιστές ήταν μια ρήξη ανάμεσα σε πολιτικά ριζοσπαστικές και συντηρητικές ομάδες. Έτσι οι Εργατικές Εκκλησίες, με όλα τα γνωστά συνοδευτικά -τους ύμνους, τα κυριακάτικα σχολεία, τις μπάντες των χάλκινων και τις χορωδίες, τις λέσχες της Δορκάδος, κλπ.-, εξαπλώθηκαν στο Βορρά. Στην πραγματικότητα βρίσκονταν στο ενδιάμεσο ανάμεσα στον ορθόδοξο πολιτικό φιλελεύθερο ριζοσπαστισμό και στο ILP, με το οποίο σύντομα οι Εκκλησίες συγχωνεύθηκαν.14 Αυτό το φαινόμενο δε θα μπορούσε βέβαια να συμβεί σε μια χώρα, στην οποία οι μη εκκοσμικευμένες πολιτικές παραδόσεις δεν ε ίχαν τόσο βαθιές ρίζες.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η μεγάλη Ψυχολογική πίεση που άσκησε η πρώιμη εκβιομηχάνιση πάνω στην πρώτη βιομηχανική χώρα: η ραγδαία μεταμόρφωση μιας παραδοσιακής κοινωνίας που βασιζόταν στο έθιμο' ο τρόμος το ξαφνικό κόΨιμο των ριζών. Αναπόφευκτα, οι μάζες της εκριζωμένης και της νέας εργατικής τάξης έψαξαν να βρουν μια συναισθηματική έκφραση της αδυναμίας προσαρμογής τους, κάτι που να υποκαθιστά το παλαιό πλαίσιο της ζωής. Όπως ακριβώς σήμερα οι εργάτες των ορυχε ίων χαλκού της Βόρειας Ροδεσίας πηγαίνουν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και όπως στους Μπαντού ο κατακλυσμός των κοινωνικών αλλαγών βρ ίσκει την έκφρασή του σε μια αναβίωση των μαγικών λατρειών, έτσι και οι αρχές του δέκατου ένατου αιώνα σ' ολόκληρη την Ευρώπη ήταν μια εποχή φορτισμένης, έντονης, συχνά αποκαλυπτικής θρησκευτικής ατμόσφαιρας, η οποία εκφραζόταν με αναγεννητικές εκστρατε ίες στις περιοχές των ορυχείων, με τεράστιες υπαίθριες συγκεντρώσεις, με προσηλυτισμούς, κ.ο.κ. Εκεί όμως που η οργανωμένη θρησκεία ήταν, σε γενικές γραμμές, μια πολύ συντηρητική δύναμη -όπως ήταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία-, το εργατικό κίνημα αναπτύχθηκε αναγκαστικά ανεξάρτητα απ' αυτήν. Στη Γαλλία, επιπλέον, η ισχυρή συγκινησιακή εμπειρία της Επανάστασης ε ίχε δημιουργήσει, με καθαρά κοσμικά καύσιμα, τη δική της συγκινησιακή φλόγα για να ζεσταίνει την ψυχρή ζωή των ερ-
14 . Πρβλ. Κ.5. IngIis. «The Labour Church Moνement» , lnternational RevieίO o/ Social History, τχ. 3 ( 1958).
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 81
γατών. Θυμόμαστε το γέρο που πέθαινε τη δεκαετία του 1840 λέγοντας: «Ω, ήλιε του 1793, πότε θα σε δω να ανατέλλεις πάλι ;». Η μεγάλη εικόνα της Ιακωβίνικης Δημοκρατίας ανταποκρίθηκε, και γύρω από αυτή την προσωποποιημένη δημοκρατία συσπειρώθηκαν εύκολα τα αισθήματα των αγωνιζόμενων ανδρών και γυναικών, όπως αργότερα στη Γερμανία και την Αυστρία συσπειρώθηκαν γύρω από την προσωποποίηση των δικών τους αγώνων, τα μαρξιστικά κόμματα και τους ηγέτες τους. Στη Βρετανία δεν υπήρχε μια τέτοια ζωντανή εμπειρία' υπήρχαν όμως τα σχισματικά τάγματα, ανεξάρτητα από το κράτος, σχετικά δημοκρατικά και ζωντανά. Εξ ου και αυτή η εμπειρία, η τόσο χαρακτηριστική στο βρετανικό εργατικό κίνημα, ο νεαρός εργάτης να «βλέπει το φως» συχνά σαν Πρωτο-μεθοδιστής και να μεταφράζει τις πολιτικές του επιδιώξεις με όρους της Νέας Ιερουσαλήμ.15
Αυτό δεν τον καθιστούσε απαραίτητα λιγότερο συνειδητοποιημένο ταξικά ή λιγότερο μαχητικό. Υπάρχουν άφθονα ντοκουμέντα της μεγάλης μαχητικότητας των Πρωτο-μεθοδιστών σε ορισμένες περιοχές και σε μερικές περιπτώσεις -όπως στο απομακρυσμένο Dorset- ακόμα και οι συντηρητικοί οπαδοί του Wesley μπορούσαν να αποτελέσουν την αφετηρία για τοπικούς εργατικούς ηγέτες. Κι ούτε απέτρεψε αυτή η παράδοση τους ανθρώπους να κάνουν πολιτικές προόδους. Στις μέρες μας, ο Arthur Homer (παιδί ευαγγελιστή) και ο William Gallacher (που είχε την πρώτη πολιτική εμπειρία σ' αυτό το υποπρο'ίόν του σχίσματος, το αντιαλκοολικό κίνημα) έγιναν και οι δύο κομμουνιστές.
Θα πρέπει λοιπόν να βλέπουμε αυτές τις δύο παραδόσεις σαν κομμάτια πλαστελίνη που πλάθονται για να πάρουν το σχήμα των διαθέσεων και των πρακτικών αναγκών των κινημάτων τους ; Καμιά θεωρία δε θα μπορούσε να είναι πιο ακατάλληλη για να μεταλλαχθεί σε ένα δόγμα περί του «αναπόφευκτου της σταδιακής αλλαγής» απ' αυτήν του Μαρξ' κι όμως, αυτό συνέβη σε πολλές χώρες στο διάστημα ανάμεσα στη Μεγάλη Ύφεση και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε σιωπηρά είτε μέσα από φοβερά κείμενα ερμηνευτικών ακροβασιών. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέμεινε πιο σταθερά σε κάποια αξιώμ,ατα κοινωνικής πολιτικής παρά στην καταδίκη της χωριστής οργάνωσης αφεντικών και εργατών' κι όμως, δίχως σημαντικές εξαιρέσεις, οι κορπορατιστικές οργανώσεις που πατρονάρισε στις βιομηχανικές χώρες είτε αποβλήθηκαν από το εργατικό κίνημα είτε μεταβλήθηκαν -ύστερα από κάποιες μάχες- σε πραγματικά συνδικάτα.16 Οι ιδέες, είναι αλήθεια, είναι πιο ελαστικές από τα πράγματα. Όμως μια πολιτική και ιδεολογική παράδοση, ειδικά
15. Για αυτήν και τις επόμενες παραγράφους βλ. το κεφάλαιο για τις Εργατικές Σέχτες στο βιβλίο μου Primitive Rebels. Manchester 1959.
16. Πρβλ. R. Goetz-Girey, La Ρerιsέe syrιdicale frarιfaise, Παρίσι 1948. σ. 96 Κ. ε.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
αν συνοψίζει αυθεντικές μορφές πρακτικής δράσης του παρελθόντος ή αν ενσαρκώνεται σε σταθερούς θεσμούς, έχει μια δική της ζωή και δύναμη και επηρεάζει αναγκαστικά τη συμπεριφορά των πολιτικών κινημάτων. Είναι ολοφάνερο ότι η θεωρία της πλαστελίνης είναι υπεραπλουστευτική.
Όταν επιχειρούμε να εκτιμήσουμε τον πραγματικό ρόλο που παίζουν οι παραδόσεις, καταπιανόμαστε με ένα από τα πω δύσκολα καθήκοντα του ιστορικού. Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις. Κατά πρώτο λόγο, η σχισματική παράδοση, όντας μάλλον ασαφής πολιτικά, ήταν πολύ περισσότερο διαχειρίσιμη από την επαναστατική. Δεν είχε πίσω της μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία σαν τη Γαλλική Επανάσταση, με τα προγράμματά της, τα διδάγματα τακτικής και τα πολιτικά της συνθήματα. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγει κανείς από το γεγονός, ότι η επαναστατική παράδοση εξυμνούσε την ένοπλη εξέγερση του «λαού» ενάντια στους «πλούσωυς»' ή από τις καθαγιασμένες μεθόδους μιας τέτοιας εξέγερσης - εξεγερσιακές κομμούνες, επαναστατικές δικτατορίες, κ.ο.κ. Αν έπρεπε να μετατραπεί στο αντίθετό της, για παράδειγμα σε μια θεωρία σταδιακής αλλαγής και ταξικής συνεργασίας, αυτό μπορούσε να γίνει μόνο έμμεσα' ας πούμε, χρησιμοποιώντας τις φιλελεύθερες-ριζοσπαστικές της όψεις ενάντια στους κομμουνιστές, όπως επιχείρησαν να κάνουν η μεσοπολεμική CGT και η μεταπολεμική Καθολική Εκκλησία, προβάλλοντας ως πρότυπο τις προυντονικές παραδόσεις ενάντια στις μπαμπεφικές και μπλανκικές, ή -όπως έκανε ο ΓαμβέτταςlΊ- τονίζοντας τα κοινά συμφέροντα όλων των τάξεων του «λαού» ενάντια σε έναν κοινό εξωτερικό εχθρό, όπως η «Αντίδραση» ή ο «Κληρικαλισμός». Αλλά αυτή η ίδια η διαδικασία του στρογγυλέματος των αιχμών της, στην πράξη δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο μέσα από τη θεωρητική εξύμνηση της επανάστασης. Οι γνήσωι συντηρητικοί ήταν αναγκασμένοι να έρθουν, αργά ή γρήγορα, σε μια σαφή ρήξη μαζί της. Η σχισματική παράδοση όμως, στο βαθμό που ήταν μια θρησκευτική παράδoση, δε συνδεόταν με κάποω συγκεκριμένο πρόγραμμα ή αναφορά, αν και για πολύ καιρό ήταν συνδεδεμένη με ιδιαίτερα πολιτικά αιτήματα. Σ' αυτό ακριβώς έγκειται η σοφιστεία της σύγχρονης θέσης ότι «ο βρετανικός σοσιαλισμός κατάγεται από τον Wesley κι όχι από τον Μαρξ». Στο βαθμό που ο σοσιαλισμός (ή στην περίπτωση αυτή ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός) αποτελούσε μια ειδική κριτική ενός συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος και ένα σύνολο προτάσεων για αλλαγή, πήγαζε από τις ίδιες κοσμικές πηγές με το μαρξισμό. Στο βαθμό που ήταν απλά
1 7 . Πρβλ. ιδιαίτερα «Discours prononce le 12 aout 1881 a la reunion electorale du XXe arrondissement» , στο J . Reinach (επιμ.), Discollrs . . . de Ltion Gambetta, Παρίσι 1895.
ΕΡΓΑΤιΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
ένας παθιασμένος τρόπος κατάδειξης της πραγματικότητας της φτώχειας, δεν είχε κανέναν εγγενή δεσμό με κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό δόγμα. Εν πάση περιπτώσει, αρκούσε μόνο μια ελαφρά μετατόπιση θεολογικής έμφασης για να μετατραπεί ένας σχισματικός, που στην πράξη ήταν επαναστάτης, σε ησυχαστή (αυτό
'έγινε κατά το παρελθόν τόσο με
τους Α ναβαπτιστές όσο και με τους Κουακέρους) ή για να μετατραπεί ο αριστερός αγωνιστής σε μετριοπαθή. Η διαφορά ελαστικότητας των δύο παραδόσεων μπορεί να φανεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις: Η αλλαγή του John Bums από επαναστάτη σε φιλελεύθερο υπουργό σήμαινε απαραίτητα μια ρήξη με τις παλαιότερες μαρξιστικές του πεποιθήσεις. Από την άλλη, ο Mr Love, ο ιδιοκτήτης ορυχείου του Brancepeth, συνδικαλιστής στα νιάτα του, που κατέστρεψε την Ένωση Α νθρακωρύχων του Durham το 1863-1864, μπορούσε κάλλιστα να τερματίσει το βίο του όπως τον άρχισε, ως ένας δραστήριος και ευσεβής Πρωτο-μεθοδιστής.18
Μια δεύτερη διαπίστωση έπεται αυτής. Μια επαναστατική παράδοση αποτελεί εξ ορισμού ένα διαρκές κάλεσμα σε δράση, ή σε υποστήριξη της δράσης. Η εξέγερση του Newport το 1839 ήταν, από αριθμητική άποψη, μια πολύ σοβαρότερη, αν και πολύ χειρότερα καθοδηγημένη, υπόθεση απ' ό,τι η Πασχαλινή Εξέγερση του Δουβλίνου το 1916' όμως οι επιπτώσεις που είχε στην επόμενη δεκαετία ήταν πολύ μικρότερες από εκείνες του ιρλανδέζικου εγχειρήματος και οι επιδράσεις της στη βρετανική ή ακόμα και την ουαλλική λα'ίκή παράδοση ήταν ασύγκριτα μικρότερες. Η μία ταίριαζε σε μια εικόνα όπου ο «αντάρτης» κατείχε από παλιά μια τιμώμενη θέση' η άλλη, όχι.
Έτσι, η μία αποτέλεσε εύκολα πηγή έμπνευσης του μύθου, ενώ η άλλη απλά ένα σκοτεινό ιστορικό συμβάν. Η διαφορά έχει μεγάλη σημασία, γιατί δεν είναι αυτή καθαυτή η προθυμία χρήσης βίας, αλλά ένας ορισμένος τρόπος χρήσης, ή απειλής χρήσης, της βίας που καθιστά τα κινήματα επαναστατικά. Καμιά άλλη ευρωπα'ίκή χώρα δεν έχει τόσο ισχυρές παραδόσεις λα'ίκών ταραχών όσο η Αγγλία, μια παράδοση μάλιστα που επιβίωσε και μετά τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Οι λα'ίκές ταραχές, ως κανονικό κομμάτι της συλλογικής διαπραγμάτευσης, αποτελούσαν ένα εδραιωμένο φαινόμενο κατά το δέκατο όγδοο αιώνα.19 Ο εξαναγκασμός και ο εκφοβισμός ήταν ζωτικής σημασίας στα πρώτα στάδια του συνδικαλισμού, όταν η ανηθικότητα του απεργοσπαστισμού δεν είχε ακόμα ενσωματωθεί στον ηθικό κώδικα της οργανωμένης εργασίας. Θα ήταν ανόητο, βέβαια, να πούμε πως αν η Βρετανία διέθετε μια επαναστατική πα-
18 . Ε. WeJbourne, The Miners' Unions ο/ Northumberland and Durham. Καίμπριτζ 1923, σ. 1 15 .
19. Ε. HaJevy. History ο/ the English ΡεορΙε in the Nineteenth Century. Λονδίνο 1961 . τόμο 1 , σ. 148 Κ.ε. Για τη συλλογική διαπραγμάτευση μέσω ταραχών βλ. εδώ, κεφ. 2.
84 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ράδοση, θα έκανε και επανάσταση. Μπορούμε, ωστόσο, να πούμε πως επεισόδια σαν τις εξεγέρσεις του Derbyshire και του Newport θα μπορούσαν να ξεσπάνε συχνότερα, και εξαιρετικά τεταμένες καταστάσεις, όπως αυτή στη Γλασκώβη το 1919, δε θα διευθετούνταν τόσο εύκολα.2Ο
Αληθεύει, βέβαια, ότι στον ομαλό καθημερινό βίο του εργατικού κινήματος η παρουσία ή η απουσία μιας επαναστατικής παράδοσης δεν έχει άμεση σημασία. Από την άποψη της επίτευξης αυξήσεων και καλύτερων συνθηκών, η προθυμία των λατόμων του Trelaze να κηρύξουν στο πι και φι την κοινωνική δημοκρατία, δεν ήταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από μια ειδική αγωνιστική μορφή μαζικής κινητοποίησης. Ίσως μάλιστα να μην ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ικανοποιηθούν τα άμεσα οικονομικά τους αιτήματα. Ή ίσως να ήταν απλά χρήσιμος, μια που στην οργάνωση των ανίσχυρων και ανοργάνωτων εργατών απέναντι σε μια ισχυρή αντίσταση, οι επιθετικές και φανταχτερές τακτικές είναι πάντοτε πιο αποτελεσματικές. (Γι' αυτό και οι πολιτικοί επαναστάτες έπαιζαν πάντοτε έναν δυσανάλογα σημαντικό ρόλο στην οργάνωση τέτοιων κινητοποιήσεων, είτε στα βρετανικά «νεο-συνδικαλιστικά» κινήματα του 1889 και 1911, είτε στους εργάτες της βιομηχανίας της σαρδέλας στο Douamenez, είτε στην ελαφρά βρετανική μηχανουργία της δεκαετίας του 1930, είτε ακόμα στα αμερικάνικα και τα καναδέζικα συνδικάτα την ίδια δεκαετία). Σε καιρούς, ωστόσο, ραγδαίων πολιτικών αλλαγών και μεγάλων εντάσεων, η παρουσία ή η απουσία της μπορεί να αποτελέσει έναν σοβαρό ανεξάρτητο παράγοντα' παράδειγμα η Γερμανία μετά το 1918.
Η επαναστατική παράδοση ήταν, λοιπόν, από τη φύση της πολιτική, ενώ η σχισματική παράδοση ήταν πολύ πιο έμμεσα. Το κατά πόσον αυτό το γεγονός συνέβαλε στον πολύ περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα του γαλλικού εργατικού κινήματος, δεν είναι εύκολο να το πούμε. Τα αδύναμα συνδικαλιστικά κινήματα έχουν γενικά την τάση να στηρίζονται σε πολιτικές καμπάνιες για να αποκτούν πρόσθετη ισχύ, ενώ τα ισχυρά έχουν την τάση να μην ενδιαφέρονται για την πολιτική' και τα γαλλικά συνδικάτα καθ' όλη τη διάρκεια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα ήταν πολύ πιο ανίσχυρα από τα βρετανικά. Το γεγονός αυτό όμως δεν εξηγεί πλήρως δύο φαινόμενα που προκαλούν εντύπωση: την πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα με την οποία η γαλλική εργατική τάξη στράφηκε προς τους σοσιαλιστές και το πολύ συχνότερο πέρασμα από την πολιτική δράση στη συνδικαλιστική και αντιστρόφως.
Έτσι, στη Γαλλία, το σοσιαλιστικό κίνημα άρχισε να καταλαμβάνει δη-
20. W. Gallacher, Revolt on the C/yde, Λονδίνο 1936, κεφ. 1 0, για μια αυτοκριτική έκθεση ενός από τους «ηγέτες της απεργίας, τίποτε περισσότερο' είχαμε ξεχάσει ότι ήμασταν επαναστάτες ηγέτες».
ΕΡΓΑΤιΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
μαρχίες περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα από το βρετανικό. Ο πρώτος βρετανικός δήμος που είχε μια πλειοψηφία Εργατικών-Ριζοσπαστών-Ιρλανδών ήταν το West Ham το 1898, ενώ ήδη από το 1881 το Parti Ouvrier είχε κερδίσει την πρώτη του πλειοψηφία στο Commentry. Το 1892, όταν οι σοσιαλιστές σύμβουλοι (που συχνά δεν εκλέγονταν καθόλου ως τέτοιοι) ήταν ακόμα εξαιρετικά σπάνιοι στη Βρετανία, στη Γαλλία οι επαναστάτες μαρξιστές από μόνοι τους -χωρίς να υπολογίσουμε τους Ποσιμπιλιστές, του Αλεμανιστές και διάφορους άλλους που είχαν σοσιαλιστική ταμπέλα- διοικούσαν πάνω από δώδεκα δήμους, και ανάμεσά τους περιοχές σαν τη Μασσαλία, την Τουλόν και το Roubaix. Αυτή η διαφορά είναι ακόμα πιο έκδηλη στις κοινοβουλευτικές εκλογές.
Εξάλλου, οι πολιτικές δραστηριότητες των βρετανικών συνδικάτων υπήρξαν πάντοτε εξαιρετικά περιορισμένες, αν κι αυτό το γεγονός συσκοτίστηκε από το ότι εκείνοι που έπαιρναν μέρος σ' αυτές, συχνά ήταν και συνδικαλιστές. Χρηματοδοτούν το Εργατικό Κόμμα, αλλά δεν είναι. καθόλου σαφές (πέρα από κάποιες μάλλον ειδικές περιπτώσεις) κατά πόσον τα μέλη των συνδικάτων Ψηφίζουν τους Εργατικούς επειδή τα συνδικάτα τους υποστηρίζουν το κόμμα ή είναι ταυτόχρονα και συνδικαλισμένοι και Ψηφοφόροι των Εργατικών επειδή είναι «άνθρωποι της εργατικής τάξης». Το σίγουρο είναι πως καθαροί συνδικαλιστές υποψήφιοι σπάνια είχαν επιτυχία. Στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1870 και του 1880, οι υποψήφιοι που υποστήριξε το Λονδρέζικο Συμβούλιο των Επαγγελμάτων πήγαν αρκετά χειρότερα από εκείνους που υποστηρίχθηκαν από πολιτικές οργανώσεις σαν την Εθνική Κοσμική Εταιρεία,21 ενώ τη δεκαετία του 1950 ο εκλεγμένος κομμουνιστής πρόεδρος των συνδικαλιστικών στελεχών σε μια μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία είχε ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα σε μια περιφέρεια γεμάτη από ανθρώπους οι οποίοι στο εργοστάσιό τους τον ψήφιζαν και -το σημαντικότερο- τον ακολουθούσαν. Αυτός ο κάθετος διαχωρισμός είναι ιδιαίτερα σαφής στην περίπτωση ενός ανθρώπου σαν τον Arthur Homer, ο οποίος ήταν και πολιτικός και συνδικαλιστής - συνδυασμός πολύ σπάνιος. (Ο Αneuήn Bevan, για παράδειγμα, υπήρξε μια σημαντική πολιτική μορφή, ποτέ όμως δεν έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο στο συνδικάτο των ανθρακωρύχων). Η καριέρα του Homer χωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη: στην πρώτη περίοδο, κατά την οποία ήταν κυρίως πολιτικός ηγέτης, έχοντας μια ισχυρή τοπική βάση στο Maerdy, και στην ύστερη, κατά την οποία -μετά την αποπομπή του από τις ηγετικές θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος- αφοσιώθηκε στη συνδικαλιστική δουλειά. Ο Homer όμως, που έγινε ο ικανότερος η-
21. 'Ετσι το 1882 στις εκλογές του London School Board , οι συνδικαλιστές υποψήφιοι (εκτός από έναν που είχε εκλεγεί ήδη μέλος) δεν τα πήγαν καθόλου καλά, ενώ εξελέγησαν οι Helen Taylor και Aveling, που οι σχέσεις τους ήταν κυρίως πολιτικές ή ιδεολογικές.
86 Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
γέτης που είχαν ποτέ οι βρετανοί ανθρακωρύχοι, παρότι ήταν ένα στολίδι για το κόμμα του, δεν ήταν με καμία έννοια ηγέτης του.22
Παρομοίως, είναι δύσκολο να σκεφτούμε κάποια πετυχημένη ή έστω
σοβαρή πολιτική απεργία στη Βρετανία, αν και είναι συχνές οι απεργίες . υποστήριξης και αλληλεγγύης (οι οποίες καταγράφονται στο συνδικαλισμό υπό τη στενή έννοια). Η Γενική Απεργία του 1926 ανήκει σ' αυτό το είδος. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα βρετανικό αντίστοιχο των γενικών απεργιών υπέρ της εκλογικής μεταρρύθμισης που οργάνωσαν τα υπό μαρξιστική ηγεσία κινήματα της ηπειρωτικής Ευρώπης, συχνά με μεγάλη επιτυχία, μεταξύ του 1890 και του 1914 σε χώρες όπως το Βέλγιο ή τη Σουηδία. Οι πολιτικές απεργίες δεν ήταν αδιανόητες στη Βρετανία, ιδιαίτερα σε περιόδους έντασης και σχεδόν επαναστατικής έξαρσης, όπως το 1920 που απειλήθηκε να γίνει μία ενάντια στο ρωσο-πολωνικό πόλεμο. Όμως η ύπαρξη μιας πολιτικής παράδοσης σίγουρα τις ευνοεί περισσότερο, παρότι βέβαια η εμβέλειά τους είναι πιο περιορισμένη απ' όσο συχνά υπέθεσαν οι υποστηρικτές τους (εκτός από τις επαναστατικές περιόδους) .
Τρίτον, και σημαντικότερο, μια επαναστατική παράδοση προσβλέπει εξ ορισμού στη μεταβίβαση της εξουσίας. Μπορεί να το κάνει με τόσο αναποτελεσματικό τρόπο, ώστε να μην την λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψιν. Αλλά η πιθανότητα υπάρχει πάντοτε. Ο ιστορικός του Χαρτισμού, για παράδειγμα, είναι δύσκολο να μη μελαγχολήσει με την εξαιρετική πολιτική αδυναμία του μεγαλύτερου μαζικού κινήματος της βρετανικής εργατικής τάξης και ακόμα περισσότερο από την αταραξία με την οποία το παρακολουθούσε η βρετανική άρχουσα τάξη, όταν δεν έτρεμε από την ξένη επανάσταση.23 Η αταραξία αυτή ήταν δικαιολογημένη. Οι Χαρτιστές δεν είχαν ιδέα για τι θα έκαναν αν η καμπάνια τους για τη συλλογή υπογραφών για μια αναφορά αποτύγχανε να πείσει το Κοινοβούλιο, όπως μοιραία θα γινόταν. Γιατί ακόμα και η πρόταση για γενική απεργία (<<ιερό μήνα») ήταν, όπως επισήμαναν οι αντίπαλοί της, απλά ένας άλλος τρόπος να εκφράσουν την αμηχανία τους:
«Θα αφήσουμε να πάνε στράφι για την κοινωνία εκατοντάδες χιλιάδες απελπισμένων και πεινασμένων ανθρώπων, μην έχοντας κάποιο συγκε-
22. Αντιθέτως στη Γαλλία, ο Pierre 5emard, με προέλευση συνδικαλιστική, διετέλεσε για ένα διάστημα γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, και ο Leon Mauvais (γραμματέας της CGTU το 1933) έγινε οργανωτικός γραμματέας του Κ.Κ. το 1947. Ο Charles ΤϊΙΙοη, επίσης με συνδικαλιστική κυρίως παρουσία στη Βρετανία -σε συνδυασμό όμως με πολιτική δράση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση-, έγινε ο βασικός στρατιωτικός οργανωτής της κομμουνιστικής Αντίστασης και υπουργός στην κυβέρνηση του Ντε Γκωλ' το ίδιο και ο Lucien Midol. Ο κατάλογος θα μπορούσε να μεγαλώσει.
23. Πρβλ. F.C. Mather, PubIic Order in the Age ο/ the Chartists, Manchester 1960.
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
κριμένο στόχο ή κάποιο καταστρωμένο πλάνο δράσης και στηριζόμενοι σε μια σειρά συμπτώσεων; [ ... ] Θά αντιταχθώ στον προσδιορισμό μιας ημέρας αργίας μέχρις ότου έχουμε περισσότερα στοιχεία, πρώτον σχετικά με το κατά πόσον είναι εφαρμόσιμη, τις πιθανότητες επιτυχίας της, και δεύτερον σχετικά με τη μέθοδο που θα χρησιμοποιηθεί».24
Και όταν το καλοκαίρι του 1842 συνέβη κάτι σαν αυθόρμητη γενική α-περγία, οι Χαρτιστές αποδείχθηκαν ανίκανοι να την εκμεταλλευτούν, και ήταν λιγότερο αποτελεσματική από τις αυθόρμητες ταραχές των δουλευτών γης το 1830, οι οποίοι, τελικά, πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό τον περιορισμένο στόχο τους, να ανακόψουν τη διαδικασία εκμηχανισμού των αγροκτημάτων. Και αυτή η αναποτελεσματικότητα του Χαρτισμού οφείλεται, ώς έναν βαθμό τουλάχιστον, στη μη εξοικείωση των Εγγλέζων με την ίδια την ιδέα της εξέγερσης, την οργάνωση που απαιτείται για την εξέγερση και τη μεταβίβαση της εξουσίας.
Αντίστροφα, το κίνημα της Γαλλικής Αντίστασης κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συνειδητά δεν ήταν μια απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, τουλάχιστον εκ μέρους των κομμουνιστών οι οποίοι, ως συνήθως, αποτελούσαν το σημαντικότερο και πιο δραστήριο πυρήνα του. Η άποψη που λέει ότι πράγματι ήταν, και η οποία προβλήθηκε για προπαγανδιστικούς λόγους μετά το 1945 και στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είναι Ψέμα και έχει διαΨευστεί οριστικά.25 Κι όμως, μέσα στις συνθήκες του γαλλικού κινήματος χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να μην πάρει η Αντίσταση τη μορφή που θα φαινόταν πιο λογική (αν και όχι απαραίτητα και πιο σωστή), μιας απόπειρας κατάληψης της εξουσίας αν οι αντιστασιακές ομάδες αφήνονταν μόνες τους, ίσως να ακολουθούσαν τις δικές τους .διαθέσεις σε τοπικές απόπειρες κατάληψης της εξουσίας.26 Θα ήταν εξαιρετικά απιθανο να κάνει κάτι τέτοιο αυθόρμητα οποιοδήποτε βρετανικό κίνημα, όσο μαχητικό και ριζοσπαστικό κι αν ήταν.
Το πόσο σημαντικές είναι στην πράξη τέτοιες διαφορές παράδοσης είναι κάτι που πρέπει να παραμείνει ζήτημα διερεύνησης σαφώς όμως δεν είναι καθοριστικές. Επηρεάζουν το στυλ των δραστηριοτήτων ενός κινήματος και όχι τη φύση του. Το στυλ όμως μπορεί να μην είναι μόνο επιφανειακό ζήτημα, και μπορεί να υπάρξουν στιγμές όπου το στυλ είναι ο άνθρωπος ή μάλλον το κίνημα. Προφανώς αυτό θα συμβεί σπάνια εκεί όπου, για παράδειγμα, τα κινήματα συμμορφώνονται σε αυστηρά καθορισμένα πρότυπα οργάνωσης, ιδεολογίας και συμπεριφοράς, όπως
24. William Carpenter στο The Charter, 21 Ιουλίου 1839. 25. Το βιβλίο του A.J. Rieber. Sta/in and the French Communist Party. 1941-1947, Νέα
Υόρκη και Λονδίνο 1962, σ. 142-155, εξετάζει εκτενώς το ζήτημα. 26. Στο ίδιο, σ. 150-151.
88 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
συμβαίνει στα κομμουνιστικά κόμματα. Αλλά όποιος έχει γνώση των κομμουνιστικών κινημάτων, γνωρίζει πως η ακραία διεθνής ομοιομορφία που τους επιβλήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 (η <<μπολσεβικοποίηση») δεν απέτρεψε την ύπαρξη πολύ έντονων διαφορών στην εθνική ατμόσφαιρα και στο στυλ των κομμουνιστών, όπως ακριβώς η ομοιομορφία του καθολικού κλήρου δεν κάνει την Ιρλανδική Εκκλησία παρόμοια με την Ιταλική ή την Ολλανδική. Όταν οι συνειδητές δυνάμεις διαμόρφωσης του κινήματος είναι λιγότερο ισχυρές, τα στ υλιστικά αποτελέσματα της παράδοσης μπορεί να είναι ακόμα πιο εμφανή.
Ένα διδακτικό παράδειγμα είναι το «ειρηνιστικό κίνημα», το οποίο υπήρξε πάντοτε αφύσικα ισχυρό στη Βρετανία και σχετικά αδύναμο στη Γαλλία. (Δεν πρέπει να το συγχέουμε με το αντιμιλιταριστικό κίνημα, που μερικές φορές κινείται παράλληλα). Από τον καιρό των Ιακωβίνων ρίζωσε μέσα στη γαλλική άκρα Αριστερά ένας επιθετικός και μερικές φορές μαχητικός πατριωτισμός, και μάλιστα κυριάρχησε, με εξαίρεση ορισμένες περιόδους (για παράδειγμα από το 1880 περίπου μέχρι το 1934) κατά τις οποίες άλλα χέρια απέσπασαν την τρίχρωμη σημαία. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς, ότι οι περίοδοι της μέγιστης ενότητας και δύναμης του γαλλικού εργατικού κινήματος ήταν εκείνες που μπορούσε να στιγματίσει την άρχουσα τάξη όχι απλά ως εκμεταλλευτική αλλά και ως προδοτική, όπως έγινε στην Παρισινή Κομμούνα, στη διάρκεια του Λαr.κού Μετώπου και κυρίως στην Αντίσταση. από μία έννοια αυτό δεν είναι παρά μια ακόμα έκφραση της εγγενούς, σε μια επαναστατική παράδοση, προσδοκίας για κατάληψη της εξουσίας οι Ιακωβίνοι και οι διάδοχοί τους έβλεπαν πάντοτε τους εαυτούς τους σαν μια δυνητική ή ενεργή κρατική ή κυβερνητική δύναμη).27 Από την άλλη, το βρετανικό εργατικό κίνημα χαρακτηριζόταν πάντοτε από μια ηθική απέχθεια για την επιθετικότητα και τον πόλεμο αυτά καθαυτά, κι αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της φιλελεύθερης-ριζοσπαστικής -και συχνά ειδικά της σχισματικής- παράδοσης. Δεν είναι τυχαίο που το 1914 το ILP ήταν το μοναδικό μη επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα σε εμπόλεμη χώρα -και μάλιστα το μοναδικό σοσιαλιστικό κόμμα σε οποιαδήποτε χώρα- που αρνήθηκε συλλογικά να υποστηρίξει τον πόλεμο' αλλά η Βρετανία ήταν τότε η μόνη εμπόλεμη χώρα στην οποία δύο υπουργοί -και οι δύο Φιλελεύθεροι- παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση για τον ίδιο λό-
27. Το αποδεικνύει το πιο προφανές αντίθετο παράδειγμα. η υπόθεση Ντρέυφους. Οι επιπτώσεις της μέσα στο εργατικό κίνημα δεν ήταν ενωτικές αλλά διχαστικές. γιατί απέναντι στη «στράτευση των σοσιαλιστών πολιτικών στην υπεράσπιση της απειλούμενης Δημοκρατίας και στη rapprochement μεταξύ των περισσότερων σοσιαλιστικών ομάδων» έχουμε την ενίσχυση του αντιπολιτικού συνδικαλισμού (G. D . H. Co]e, History o/ Sociαlist Thought, τόμο 3, Λονδίνο 1956, σ. 343).
ΕΡΓΑΤιΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 89
γο. Η αντίσταση στην επιθετικότητα ή τον πόλεμο υπήρξε κατ' επανάληψη η αποτελεσματικότερη μέθοδος ενοποίησης ή κινητοποίησης της βρετανικής Αριστεράς: στα τέλη της δεκαετίας του 1870, στον Πόλεμο των Μπόερς, στη δεκαετία του 1930 και ξανά στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Η αντίθεση ανάμεσα στα ειρηνιστικά κινήματα της Γαλλίας και της Βρετανίας μετά το 1945 είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, γιατί δεν είναι εύκολο να βρούμε άλλους παράγοντες που να την εξηγούν πέρα από την παράδοση. Η Γαλλία δεν είχε αυθόρμητο μαζικό κίνημα ειρήνης, αλλά μόνο μια φάση όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα έβαλε τις δυνάμεις του πίσω από ένα αντιπυρηνικό κάλεσμα και μάζεΨε έτσι πολλές υπογραφές. Οι Βρετανοί δεν έχουν καμιά σημαντική πολιτική οργάνωση που να θέλει ή να μπορεί να κινητοποιήσει τον κόσμο ενάντια στον πυρηνικό πόλεμο. (Η στενή σχέση ανάμεσα στο «Παγκόσμιο Κίνημα Ειρήνης» και στους κομμουνιστές πιθανώς να ανέβαλε την ανάδυση ενός μαζικού κινήματος ειρήνης στη Βρετανία μέχρι το τέλος της χειρότερης φάσης της υστερίας του Ψυχρού Πολέμου). Από την άλλη, μια μη κομματική ομάδα ανθρώπων κατάφερε να δημιουργήσει τη ριζοσπαστική ειρηνιστική Καμπάνια για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND), που όχι μόνο έγινε το μαζικότερο αντιπυρηνικό κίνημα στον κόσμο, ίσως με εξαίρεση το ιαπωνικό, και μοντέλο για (λιγότερο πετυχημένους) ξένους μιμητές, αλλά και μια μείζονα δύναμη στη βρετανική πολιτική, υπό την ευρεία έννοια. Κι αυτό γιατί πάνω στο ζήτημα της «ειρήνης» συσπειρώθηκε μέσα στο εργατικό κίνημα η αριστερή πτέρυγα για να ανατρέψει τη μακρόχρονη κυριαρχία της δεξιάς ηγεσίας.
Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤιΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
1870-1914
Αυτό το κείμενο δόθηκε αρχικά ως διάλεξη, μια Ford Lecture, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1981, και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1984. Ερευνά τις σχετικά πρόσφατες ιστορικές ρίζες του λεγόμενου «παραδοσιακού» τρόπου ζωής της βρετανικής εργατικής τάξης του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα.
Ι
Αν ονομάζω αυτό το κεφάλαιο «Η δΎjμιoυργία ης εργατικής τάξΎjς», δεν είναι γιατί θέλω να πω ότι Ύj διαμόρφωσΎj αυτής ή όποιας άλλΎjς κοινωνικής τάξΎjς είναι μια διαδικασία που γίνεται άπαξ και διά παντός, όπως το χτίσιμο ενός σπιτιού, Οι τάξεις ποτέ δεν είναι δΎjμιoυργΎjμένες, με ην έννοια ότι είναι τελειωμένες ή ότι έχουν αποκτήσει το οριστικό τους σχήμα. Βρίσκονται υπό συνεχή διαμόρφωσΎj. Ωστόσο, εφόσον Ύj εργατική τάξΎj ήταν μια ιστορικά νέα τάξΎj -που δεν ήταν αναγνωρισμένΎj ως θεσμική συλλογικότψα από ην ίδια ή από άλλους πριν από μια συγκεκριμένΎj περίοδο--, μπορούμε να ανιχνεύσουμε Τψ ανάδυσή ης ως κοινωνική ομάδα σΤΎj διάρκεια μιας oρισμένΎjς περιόδου. Αυτό ακριβώς επιχείρφε να κάνει ο Ε.Ρ. Thompson σε ένα βιβλίο που έγινε αμέσως, και δικαίως, κλασικό.! Από ΤΎjν άλλΎj, Ύj εργατική τάξΎj των δεκαετιών του 1820 και του 1830 -μπορεί από τότε να πάρει αυτό το όνομα- ήταν πολύ διαφορετική από η λεγόμενΎj «παραδοσιακή» εργατική τάξΎj, για ην οποία διάφοροι πολιτισμικοί παραΤΎjρψές, μερικές φορές προλεταριακής καταγωγής όπως ο Richard Hoggart, άρχισαν σΤΎj δεκαετία του 1950 να γράφουν γλυκόπικρες ελεγείες. Τα περίφΎjμα fustian σακάκια των Χαρτιστών, πόρρω απείχαν από τον Άντυ Καπ.2 Το θέμα μου λοιπόν εδώ είναι Ύj ανάδυσΎj ΤΎjς εργατικής τάξΎjς του Άντυ Καπ: του βρετανικού προλεταριάτου που έγινε αναγνωρίσιμο όχι μόνο από ην τραγιάσκα του, θα πω κάτι και γι' αυτήν, αλλά από το υλικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έ-
1. Ε.Ρ. Thompson, The Making ο/ the Eng/ish Working C/ass, Λονδίνο 1963. 2. Ήρωας μικρών κόμικς δημοσιευμένων σε καθημερινές εφημερίδες. Ο τυπικός βρετα
νός εργαζόμενος που φοράει ένα μεγάλο κασκέτο και συχνάζει στις παμπ και στα γήπεδα [Σ.τ.Μ.].
Η ΔHMΙOTPΓlA ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 91
ζησε, από το στυλ της ζωής του και της διασκέδασής του, από μια ορισμένη ταξική συνείδηση που εκφραζόταν όλο και περισσότερο σε μια τάση να οργανωθεί σε συνδικάτα και να ταυτιστεί με ένα ταξικό κόμμα, τους Εργατικούς. Είναι η εργατική τάξη των τελικών του κυπέλλου, του fish-and-chip, των αιθουσών χορού και των Εργατικών με Ε κεφαλαίο. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, αυτή η τάξη συρρικνώθηκε και άλλαξε, αν και οι θεωρητικοί τής «αταξικότητας» και της «αστικοποίησης» του 1950 έκαναν λάθος όταν προέβλεπαν τη διάλυσή της. Υπάρχει αρκετή ακόμα. Παρ' όλα αυτά, οι μεταμορφώσεις που υπέστη από το 1950 και μετά ήταν βαθιές. Το θέμα μου όμως εδώ δεν είναι αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις η φύση τους και οι επιπτώσεις τους αποτελούν αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης, στην οποία μετέχω μαζί με ανθρώπους του εργατικού κινήματος.3
Ο τ ίτλος του κειμένου μου αυτού αποτελεί έναν φόρο τιμής αλλά και μια κριτική στο σημαντικό βιβλίο του Ε.Ρ. Thornpson. Από μια άποψη, ο Thornpson είχε δίκιο να χρονολογήσει την εμφάνιση της εργατικής τάξης στη βρετανική κοινωνία στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, μια που την εποχή του Χαρτισμού η εικόνα της βρετανικής κοινωνίας όπως εκφραζόταν στην «ταξική γλώσσα» του Asa Briggs ήταν ήδη διαμορφωμένη, και ήταν διαμορφωμένη ως ένα τριαδικό σχήμα γαιοκτημόνων, αστικής τάξης και εργατικής τάξης. Και η εικόνα αυτή σημαίνει ήδη την εννοιολογική ενσωμάτωση στην εργατική τάξη κάθε είδους κοινωνικών στρωμάτων που υπήρχαν ακόμα, αλλά είχαν γίνει κοινωνικά αόρατα. Το μεγάλο σώμα των ανθρώπων που έπαιξαν τόσο μεγάλο, και συχνά τόσο συνειδητό, ρόλο στην κοινωνική σκηνή άλλων χωρών κάτω από ονομασίες όπως αγροτιά, μικροαστοί και μικροβιοτέχνες, φα ίνεται να απουσιάζει στη Βρετανία. Την εποχή του Χαρτισμού, όροι όπως «artisan» [τεχνίτης], «joumeyrnan» [κάλφας] και σχεδόν κάθε όρος που συνδέεται με τον παλαιό κόσμο των ανεξάρτητων μικροπαραγωγών και των οργανώσεών τους, δηλώνουν περίπου τον ειδικευμένο μισθωτό και όχι τον α νεξάρτητο παραγωγό, ενώ, από την άλλη, ο όρος «rnanufacturer» [βιομήχανος], που προηγουμένως αναφερόταν αόριστα στην εργατική δύναμη, καταλήγει να μονοπωλείται από τον εργοδότη της βιομηχανίας.4 Η πόλωση στην ορολογία φανερώνει μια οικονομική αλλαγή. Αν οι λέξεις «trade» και «tradesrnan», χρησιμοποιούμενες από τους εργάτες, έφτασαν να σημαίνουν κυρίως τη βιομηχανική ειδίκευση, οι ίδιοι όροι στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις έφτασαν να δηλώνουν το λιανικό εμπόριο. Ο
3. Martin Jacques - Francis Mulhern (επψ.) , The Fοrιυard March of Labour Halted? , Λονδί-νο 1982.
4. Και στα ελληνικά συμβαίνει η ίδια ακριβώς νοηματική μετατόπιση του βιομηχάΥου [Σ.τ.Μ.] .
Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κλασικός Handwerker, artisan ή artigiano, που έφτιαχνε και πουλούσε ταυτόχρονα, είχε στο μεταξύ εξαφανιστεΙ
Αλλά αν η περίοδος που εξετάζει ο Thompson είναι, από αυτήν και κάποιες άλλες απόψεις, κρίσιμη για την ανάδυση, τη «δημιουργία», της αγγλικής εργατικής τάξης, ο Thompson μου φαίνεται ότι κάνει λάθος όταν υποθέτει -γιατί απλά υποθέτει- ότι οι εργατικές τάξεις της περιόδου πριν ή και κατά τη διάρκεια του Χαρτισμού ήταν η εργατική τάξη όπως θα αναπτυσσόταν αργότερα. Παρά την εντυπωσιακή και εντελώς εξαιρετική, για τα διεθνή μέτρα, συνέχεια του συνδικαλιστικού κινήματος με το προβιομηχανικό βιοτεχνικό παρελθόν, οι περισσότερες μελέτες που έγιναν μετά τον Thompson έδειξαν πόσο επικίνδυνο είναι να μεταφέρει κανείς το προλεταριάτο, τα εργατικά κινήματα και τις ιδεολογίες του αιώνα μας πίσω στις προ-ναπολεόντειες δεκαετίες. Πράγματι, η ασυνέχεια ανάμεσα στα εργατικά κινήματα πριν και μετά το Χαρτισμό, το γενεακό χάσμα ανάμεσα στο σοσιαλισμό του Owen και στη σοσιαλιστική αναγέννηση της δεκαετίας του 1880, είναι τόσο εμφανές που οι ιστορικοί ακόμα προσπαθούν να το εξηγήσουν. Μερικές από τις οργανώσεις μας μπορεί να είναι πολύ παλιές και να έχουν μερικές φορές κάποια στοιχεία φολκλόρ, αλλά η αλήθεια είναι ότι η συνεχής ιστορία των βρετανικών εργατικών κινημάτων, και μαζί και η ιστορική τους μνήμη, ξεκινά πολύ μετά τους Χαρτιστές. Αν η ζωντανή παράδοση του κινήματος πάει πολύ πιο πίσω, αυτό οφείλεται στο ότι οι ιστορικοί του κινήματος ξέθαΨαν το απόμακρο παρελθόν και το διοχέτευσαν στο κίνημα, όπου και έγινε κομμάτι του διανοητικού εξοπλισμού των αγωνιστών. Ο Οουενισμός, ο Χαρτισμός και τα λοιπά, οι εργατικές τάξεις αυτής της πρώιμης περιόδου είναι φυσικά οι πρόγονοι της μεταγενέστερης εργατικής τάξης και των κινημάτων της, αλλά από πολλές κρίσιμες απόψεις αποτελούν διαφορετικά φαινόμενα. Με την έννοια αυτή, η εργατική τάξη «δημιουργήθηκε» πολύ μετά απ ' το σημείο που σταματά το βιβλίο του Thompson.
ΙΙ
Δεν είναι βέβαια παράξενο που η εργατική τάξη της ισχυρής και ευρείας βάσης οικονομίας της ύστερης βικτωριανής εποχής ήταν πολύ διαφορετική από τις εργαζόμενες τάξεις της περιόδου πριν από την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου. Δεν είναι ανάγκη να χρονοτριβούμε για να το αποδείξουμε αυτό. Το 1851 υπήρχαν περισσότεροι παπουτσήδες παρά ανθρακωρύχοι, δυόμισι φορές περισσότεροι ράφτες από σιδηροδρομικούς, και περισσότεροι εργάτες μεταξουργίας απ' ότι εμπορικοί υπάλ-
Η ΔΗΜΙΟ11'Γ1Α ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 93
ληλοι.5 Το «εργαστήρι του κόσμου» δεν είχε γίνει ακόμα αυτό που ο Clapham ονόμασε «το βιομηχανικό κράτος», όσον αφορά την κλίμακα, την τεχνολογία και τη βιομηχανική οργάνωση. Αν το Lancashire είχε βρει τη βιομηχανική του μορφή, το Birmingham, το Sheffield, το Tyneside και η Νότια Ουαλία την έψαχναν ακόμα. Το ζήτημα όμως είναι με ποιο τρόπο η ανάπτυξη της νέας και διευρυμένης βιομηχανικής οικονομίας επηρέαζε την εργατική τάξη. Αυτό συνέβαινε με πολλούς τρόπους.
Κατ' αρχάς, η εργατική τάξη αυξήθηκε πολύ τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε συγκέντρωση. Αν και το συνολικό ποσοστό των απασχολούμενων στη βιοτεχνία, στα ορυχεία και τη βιομηχανία δεν αυξήθηκε πολύ μεταξύ 1851 και 1911, και σχεδόν καθόλου μέχρι τη δεκαετία του 1890 -ενώ στις μεταφορές αυξήθηκε-, αποτελούσε τώρα μια πολύ μεγαλύτερη και πιο συγκεντρωμένη μάζα.6 Το 1911 υπήρχαν στη Βρετανία 36 πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων, ενώ το 1851 μόνο 10, και σ' αυτές ζούσε το 44% του συνολικού πληθυσμού, ενώ το 1851 το 25%. Ανάμεσα στο 1871 και το 1911, το Merseyside μεγάλωσε σχεδόν κατά τα τρία τέταρτα και το Tyneside τριπλασίασε σχεδόν τον πληθυσμό του. Το μέσο μέγεθος των εγκαταστάσεων στις οποίες δούλευαν οι εργαζόμενοι επίσης μεγάλωσε, παρότι στους βιομηχανικούς κλάδους που είχαν ήδη καθιερώσει έναν τύπο, η γενική τάξη μεγέθους δεν άλλαξε. Ανεξάρτητα από το αν οι 400 περίπου ανθρακωρύχοι, που αποτελούσαν τη μέση εργατική δύναμη ενός ορυχείου του Yorkshire και του Glamorgan-Monmouth, το 1912 ήταν πολύ περισσότεροι απ' ό,τι πριν, ορυχεία αυτού του μεγέθους είχαν γίνει από καιρό συνηθισμένα, και οι 220 εργάτες παραγωγής του μέσου κλωστηρίου βαμβακιού του 1906, αν και είχαν αυξηθεί κατά ένα τέταρτο σε σχέση με το 1871, δε μεταμόρφωσαν πολύ το χαρακτήρα τέτοιων εργοστασίων. 7
Από την άλλη, δεν μπορούμε παρά να εντυπωσιαστούμε από την εμφάνιση μεγάλων βιομηχανικών συγκεντρώσεων εκεί που πριν δεν υπήρχε τ ίποτε. Δεν υπάρχει τίποτα πριν το 1850 που να συγκρίνεται με το μεσοβικτωριανό Tyneside, όπου στη δεκαετία του 1860 βρίσκουμε ίσως δώδεκα ναυπηγεία που το καθένα απασχολεί τουλάχιστον 1.500 εργάτες - οι Armstrongs είχαν ήδη 6 με 7 χιλιάδες εργάτες στα ναυπηγεία Elswick. Αλλά το 1914 θα έφταναν τους 20.000, δηλαδή τρεις φορές περισσότε-
5. Ι .Η . Clapham. The Economic History of Modern Britain. τόμο 2. 2η έκδοση. Καίμπριτζ 1930, σ. 24.
6. Phyllis Deane - Alan Cole. British Economic Growth. 1688-1959. Καίμπριτζ 1 967. σ. 1 42-143.
7 . Η .5. Ievons. The British Coal Trade. Λονδίνο 1915 : υπολογισμένο από στοιχεία των σ. 65. 1 1 7 ' Earnings and Hours Enquiry Ι : ΤεχΙίΙε Trades. 80/1 του 1 909. σ. 27 ' Ι .Η. Clapham. The Economic History .. .. ό.π . . σ. 1 15. 1 1 7.
94 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ροι. Το ίδιο και η Great Westem Railway στο Swindon τριπλασίασε την εργατική δύναμη που είχε το 1875, για να φτάσει στους 14.000 το 1914. Υπάρχει μια ποιοτική και όχι απλά ποσοτική διαφορά ανάμεσα στο Barrow-in-Fumess του 1871-1872, όταν το μεγαλύτερο ναυπηγείο και .μηχανουργείο της πόλης απασχολούσαν από 600 άνδρες το καθένα, και στο Barrow του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Vickers απασχολούσε 27.000 μηχανικούς και 6.000 ναυπηγούς.8
Δεύτερον, άλλαξε ριζικά η επαγγελματική σύνθεση των εργατικών τάξεων, όπως μαρτυρεί η άνοδος των σιδηροδρομικών από 100.000 το 1871 σε 400.000 το 1911, και των ανθρακωρύχων από μισό εκατομμύριο σε 1,2 μέσα στην ίδια περίοδο, ενώ ο συνολικός ανδρικός πληθυσμός στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Σκωτία αυξήθηκε μόνο κατά 60%. Το ίδιο άλλαξε και η σύνθεση κατά φύλο και ηλικία, καθώς η απασχόληση των παιδιών σχολικής ηλικίας από το 30% επί του συνόλου των παιδιών το 1851 έπεσε στο 14% το 1914,9 ενώ είχαμε και μια μικρή, αλλά καινοφανή, είσοδο των γυναικών και σε άλλες βιομηχανίες πέραν της υφαντουρ γίας. Οι αλλαγές στις χειρωνακτικές δεξιότητες των εργατών είναι λιγότερο εμφανείς και αποτελούν ακόμα αντικείμενο μεγάλης συζήτησης. Είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο, ότι το 1875 τα μεγαλύτερα εθνικά συνδικάτα ήταν μακράν οι Ενωμένοι Μηχανικοί και οι Εργάτες Τέκτονες, ακολουθούμενοι, κατά σειρά, από τους Λεβητοποιούς, τους Ενωμένους Ξυλουργούς και Επιπλοποιούς, τους Ενωμένους Ράφτες και τους Βαμβακονηματουργούς. Μετά το 1895, στην TUC κυριαρχούσαν ως γνωστόν τα μεγάλα τάγματα των ανθρακωρύχων -που ήταν πλέον οργανωμένοι σε εθνικό επίπεδο- και της βαμβακοβιομηχανίας, και το 1914 η Τριπλή Συμμαχία Άνθρακα, Μεταφορών και Σιδηροδρόμων. Επιπλέον, ακόμα και οι πανίσχυρες ομάδες της εργατικής αριστοκρατίας στηρίζονταν όλο και περισσότερο όχι σε αναντικατάστατες χειρωνακτικές δεξιότητες, αλλά σε ένα μονοπώλιο του επαγγέλματος, εξασφαλισμένο χάρη στην ισχύ των οργανώσεών τους, που απέκλειε άλλους που εύκολα θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους. Γι' αυτό και το βασικό εργατικό ζήτημα στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα ήταν η «dilution» [η πρόσληψη ανειδίκευτων εργατών].
Τρίτον, η αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της εθνικής οικονομίας και των τομέων της, και ο αυξανόμενος ρόλος του κράτους σ' αυτούς, μετέβαλε τις συνθήκες των βιομηχανικών συγκρούσεων . Ας θυμηθούμε μόνο ότι, για πρακτικούς λόγους, η βιομηχανική σύγκρουση
8. John Marshall, The Industrial Revolution in Furness, Barrow 1958, σ. 356' James Hinton. The First Shop Stewards ' MovemeIlt, Λονδίνο 1 973, σ. 28' M . C . Reed (επιμ. ) , Railways in the Victorian Economy: Studies in Finance and Economic Growth, Newton Abbot 1 969, σ. 125.
9. E .D . Hunt, British Labour History, 1815-1914 , 198 1 , σ. 1 7 .
Η ΔΗΜΙΟΥΡΠΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤιΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 95
ως εθνική απεργία ή λοκ-άουτ δεν υφίσταται πριν τη δεκαετία του 1890. Ο Cronin, μάλιστα, έχει δείξει ότι και η ίδια η απεργία δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια παρά μετά το 1870.10 Η εθνική συλλογική διαπραγμάτευση δεν υπάρχει πριν το 1890, εκτός από κάποιους τομείς της βαμβακουργίας στους οποίους το «έθνος» συνέπιπτε με περιοχές του Lancashire. Το 1910, όπως δείχνουν οι Clegg, Fox και Thornpson,11 υπήρχαν τέτοιες συμφωνίες στη μηχανουργία, στα ναυπηγεία, στην τυπογραφία, στο μέ ταλλο και το χάλυβα, και στην υποδηματοποιία, καθώς και ανάλογοι μηχανισμοί αλλού. Επιπλέον, το άμεσο ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τις βιομηχανικές σχέσεις φαίνεται όχι μόνο από την ίδρυση του Τμήματος Εργασίας του Υπουργείου Εμπορίου (1893) και το αυξανόμενο εύρος των δραστηριοτήτων του, αλλά και από την άμεση παρέμβαση επιφανών πολιτικών στις εργατικές διενέξεις, με πρώτο σημαντικό παράδειγμα την επέμβαση του Rosebery στο λοκ-άουτ των ανθρακωρυχείων το 1893.12
Τέταρτον -και εδώ αφήνουμε την οικονομία και ερχόμαστε στην πολι τική-, έχουμε τη διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων και της μαζικής πολιτικής. Το τι σκέφτονταν και ήθελαν οι προλετάριοι Ψηφοφόροι θα αποτελούσε στο εξής μεγάλη έγνοια των πολιτικών και, αντιστρόφως, το τι θα έκανε η κεντρική κυβέρνηση θα απασχολούσε πολύ πιο άμεσα τους εργάτες, αν και τους πήρε κάποιο χρόνο μέχρι να το συνειδητοποιήσουν. Όταν οι πολιτικοί -παραθέτω τον εουδαρδιανό Τσώρτσιλ- σκέφτονταν πως το βασικό πρόβλημα ήταν να μην αφήσουν την κομματική πολιτική να εξελιχθεί σε ταξική πολιτική, ήταν και για τους εργάτες πιο εύκολο να εντυπωσιαστούν από τις δυνατότητες μιας εθνικής ταξικής πολιτικής. Το να ανήκεις στους «Εργατικούς», δηλαδή στη χειρωνακτική εργασία, απέκτησε μια τέτοια πολιτική διάσταση που δεν είχε από την εποχή του Χαρτισμού.
Οι εξελίξεις αυτές είναι σημαντικές, γιατί δίχως αυτές είναι δύσκολο να καταλάβουμε το πως το άθροισμα των μικρόκοσμων που συγκροτούσαν το βρετανικό κόσμο της εργασίας, και οι οποίοι συχνά ήταν αυστηρά αυτάρκεις, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε ένα ενιαίο εθνικό φαινόμενο. Ας πάρουμε ένα ύστερο και μάλλον ακραίο παράδειγμα, αυτό του W.P. Richardson (1873-1930). Γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στο Usworth , της Κομητείας του Durharn, δούλεΨε τριάντα χρόνια στο αν-
10. James Ε. Cronin, «5trikes 1 870-1914 » , στο C .J. Wrigley (επιμ. ) , Α History of British Industrial Relations, 1875-1914, Brighton 1982, κεφ. 4 .
1 1 . Η.Α. Clegg - Alan Fox - A.F. Thompson, Α History of British Trade Unions since 1889, Οξφόρδη 1964, σ. 471 .
1 2 . Chris Wrigley, «The Government and Industrial Relations», και Roger Davidson, «Government Administration», στο C .J. Wrigley (επιμ. ) , Α History of British Industrial Relations, ό.π. , κεφ. 7 και 8 αντίστοιχα.
96 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
θρακωρυχείο του Usworth , παντρεύτηκε την κόρη ενός ντόπιου ανθρακωρύχου, έγινε Πρόεδρος του ενοριακού συμβουλίου του Usworth , διηύθυνε τη χορωδία του Παρεκκλησίου των Πρωτο-μεθοδιστών του ανθρακωρυχείου του Usworth και είχε μια στήλη για τα πουλερικά στην τοπική εφημερίδα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν, φέρ' ειπείν, το Manchester εξαφανιζόταν από έναν σεισμό, δε θα είχε πρακτική σημασία γι' αυτόν. Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, που ήταν ριζωμένος στο χωριό του ό πως μια γαλατού του Herefordshire, βοήθησε στην ίδρυση της τοπικής οργάνωσης του ILP, συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή της Daily Herald,
αγωνίστηκε για την εθνικοποίηση όλων των ορυχείων και έμελλε να γίνει εθνικός ταμίας της Ομοσπονδίας των Ανθρακωρύχων. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν τόσο φυσική όσο φαίνεται εκ των υστέρων. Αφ' ενός, για τους ανθρακωρύχους της γενιάς του Richardson είχε γίνει ευκολότερο, κι από πολλές απόψεις και απαραίτητο, να βλέπουν το Usworth σαν ένα κομμάτι όχι μόνο της ανθρακοφόρας ζώνης του Durham αλλά και της βιομηχανίας άνθρακα όλης της χώρας αφ' ετέρου, το να είναι ανθρακωρύχοι σήμαινε πως ανήκουν σε μια εθνική εργατική τάξη της οποίας οι ειδικές πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες εκφράζονταν από ένα ανεξάρτητο εργατικό κόμμα με τις δικές του εφημερίδες και τα δικά του ειδικά προγράμματα. Ένας παλαιότερος, όπως ο Henry Rust (1831-1902), ποτέ του δεν παραδέχτηκε το ότι οι ανθρακωρύχοι του West Bromwich και του Darlaston είχαν κάτι να κερδίσουν αν ενώνονταν με τους υπόλοιπους ανθρακωρύχους του Midland, για να μην πούμε με την Εθνική Ομοσπονδία Ανθρακωρύχων.13
Δεδομένων όλων αυτών, ήταν αναμενόμενο ότι και η ίδια η εργατική τάξη θα άλλαζε. Πώς όμως, και πότε ; Ας πάρουμε την απλή και φαινο μενικά άνευ σημασίας περίπτωση του Άντυ Καπ. Πότε αυτό το συγκεκριμένο καπέλο -η τραγιάσκα- έγινε χαρακτηριστικό σύμβολο του βρετανού προλετάριου; Σίγουρα δεν ήταν στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1870, αφού ο Jules Valles , ο κομμουνάρος πρόσφυγας, διαμαρτυρόταν ακριβώς για έλλειψη συνείδησης της τοπικής εργατικής τάξης, επειδή, σε αντίθεση με τους παριζιάνους τεχνίτες, δε φόραγαν εκτός της δουλειάς «la blouse et la casquette». 14 Οι εικονογραφήσεις και οι φωτογραφίες των δεκαετιών του 1870 και 1880 δείχνουν μια ποικιλία καπέλων και εξάλλου -όπως δείχνει το deerstalker [κυνηγετικό κασκέτο] του Keir Hardie-, ακόμα κι οι τραγιάσκες δεν είχαν τυποποιηθεΙ Το 1914, όμως, σε οποια-
13 . Οι πληροφορίες σχετικά με τους Richardson και Rust έχουν ληφθεί από το Joyce Μ. Bellamy - John Saville (επψ.) , Dictionary ΟΙ Labour Biography, 9 τόμοι, Λονδίνο 1 994, τόμο 2, σ. 320, 326.
1 4 . Paul Martinez, The French Communard RellIgees in Britain, 1871-1880, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, University of Sussex, 198 1 , σ. 341 .
Η ΔΗΜΙΟΤΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 97
δήποτε εικόνα που δείχνει μάζα βρετανών εργατών οπουδήποτε, εντός ή εκτός εργασίας, βλέπουμε τη γνωστή θάλασσα από πλακουτσωτές τραγιάσκες. Η λεπτομερής χρονολόγηση αυτής της αλλαγής περιμένει ακόμα μια έρευνα στο πλούσιο εικονογραφικό υλικό. Είναι όμως προφανές, ότι μέσα σε δύο περίπου δεκαετίες οι βρετανοί άνδρες εργάτες είχαν υιοθετήσει ένα σήμα κατατεθέν που τους σταμπάριζε αμέσως ως μέλη μιας τάξης. Επιπλέον, είχαν συνείδηση αυτού του γεγονότος. Θέση του άρθρου μου είναι ότι η λεγόμενη «παραδοσιακή» εργατική τάξη με τους συγκεκριμένους τρόπους ζωής και αντιλήψεις δεν εμφανίστηκε πολύ πριν τη δεκαετία του 1880 και ότι διαμορφώθηκε μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες. Θα πρέπει ίσως να προσθέσω, ότι αυτή είναι η περίοδος που διαμορφώνεται και η «μεσαία τάξη» όπως τη γνωρίζουμε, η οποία είναι πράγματι πολύ διαφορετική από τους προκατόχους της, της πρώιμης και μέσης βικτωριανής περιόδου, και από τη μεγαλοαστική τάξη του «Establishrnent». Η ξαφνική εμφάνιση της τραγιάσκας είναι παράλληλη με την εξίσου ταχεία εμφάνιση της κλασικής γραβάτας15 και την ακόμα πιο ξαφνική εμφάνιση του γκολφ-κλαμπ. Είκοσι εννέα γήπεδα γκολφ κατασκευάστηκαν στο Yorkshire το 1890-1895, ενώ πριν το 1890 υπήρχαν μόνο δύο.16 Δεν είναι όμως αυτό το αντικείμενό μου εδώ, όσο κι αν η αναδόμηση κάθε μίας από τις δύο κύριες κοινωνικές τάξεις της Βρετανίας συνδέεται άμεσα με την αναδόμηση της άλλης .
πΙ
Η δεκαετία του 1880 είναι γνωστή σε όλους τους ιστορικούς της εργατικής τάξης ως η δεκαετία της λεγόμενης σοσιαλιστικής αναγέννησης στη Βρετανία, αλλά τα φαινόμενα με τα οποία ασχολούμαι εδώ είναι από στατιστικής άποψης πιο σημαντικά από τις ιδεολογικές αλλαγές που αφορούν τις λ ίγες εκατοντάδες ανθρώπους που αποτελούσαν, στη δεκαετία του 1880, τις βρετανικές σοσιαλιστικές οργανώσεις και τους συμπαθούντες τους. Είναι πιο μαζικά ακόμα και από τις απαρχές του «νέου» συνδικαλισμού. Ξεχωρίζω τη δεκαετία του 1880 επειδή η βαθιά μεταμόρφωση των υλικών συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης, καθώς και αυτών που μπορούμε να ονομάσουμε ως κοινωνικά και θεσμικά όρια της διαδρομής της εργατικής τάξης μέσα στην επικράτεια της εθνικής ζωής, δεν ήταν ορατή πιο πριν. Δε λέω ότι δεν υπήρχε καθόλου. Είναι εύκολο να παίξει κανείς το γνωστό παιγνίδι του ιστορικού που πηγαίνει όλο και
15. Πρβλ. E.J. Hobsbawm - Τ. Ranger (επψ.) , The Invention of Tradition, Καίμπριτζ 1 983, σ. 295.
16. Victoria County History of Yorkshire, τόμο 2, Λονδίνο 1914, σ. 543 Κ.ε.
98 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
πιο πίσω τις απαρχές ενός φαινομένου, ειδικά σε μια περίοδο όπου η εργατική τάξη δεν έχει ένα σαφές προφίλ, όπως είναι οι δεκαετίες μετά το Χαρτισμό, μια περίοδος όπου είναι δύσκολο ακόμα και να αποφασίσουμε το κατά πόσον η αργία για τους εργαζομένους ήταν το σαββατοκύριακο -η περίφημη semaine anglaise [αγγλική βδομάδα] που ονειρεύο νταν στην ηπειρωτική Ευρώπη- ή η παραδοσιακή Αγία Δευτέρα, Ι7 Έτσι, για να πάρουμε ένα πολύ γνώριμο ορόσημο στο χάρτη της «παραδοσιακής» εργατικής τάξης, το μαγαζί fish -and-chip γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, στο Oldham τη δεκαετία του 1860, ενώ μια τοπική επιχείρηση άρχισε να κατασκευάζει μαγειρικές εστίες αποκλειστικά για το τηγάνισμα ψαριών στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1870, Το 1876 χαρακτηριζόταν ακόμα «μικρο-επάγγελμα», ενώ το 1914 υπήρχαν γύρω στους 25,000 πωλητές τηγανητών Ψαριών, Ι8 Κι άλλες καινοτομίες της δεκαετίας του 1880 μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε από τη δεκαετία του 1870, Το ποδόσφαιρο είχε ήδη μια κάποια υπόγεια ζωή σαν προλεταριακό θέαμα στα τέλη της δεκαετίας του 1870,19 Οι επαγγελματίες ατζέντηδες και το σε εθνικό επίπεδο μπούκινγκ των καλλιτεχνών των music -hall φαίνεται πως είχαν αναπτυχθεί ήδη σ' αυτή τη δεκαετία, η οποία είδε επίσης τη γέννηση ενός επαγγελματικού εμπορικού τύπου για τις επιχειρήσεις της λα'ίκής μουσικής,20 Δε θέλω να διεκδικήσω την πατέντα για την πρωτοκαθεδρία οποιασδήποτε δεκαετίας, αλλά απλά να δείξω πως, ό,τι και αν είχε προηγηθεί κατά τη δεκαετία του 1870, στη δεκαετία του 1880 οι νέες μορφές βγαίνουν στο προσκήνιο σε εθνικό επίπεδο και δεν μπορούν πλέον να παραβλέπονται, αν και για πολύ καιρό τις παρέβλεπαν τόσο οι αστοί παρατηρητές της εποχής όσο και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί.
Τρεις παράγοντες επηρέασαν τις υλικές συνθήκες της ζωής των εργατών μετά το 1870: η δραστική πτώση του κόστους διαβίωσης κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Μεγάλης Ύφεσης του 1873-1896' η ανακάλυψη της μαζικής εσωτερικής αγοράς, στην οποία περιλαμβάνονταν οι καλοπληρωμένοι ή τουλάχιστον κανονικής απασχόλησης εργάτες για τα βιο μηχανικά παραγόμενα ή επεξεργαζόμενα προ'ίόντα, και (μετά το 1875) η
1 7. E .D . Hunt, Labour History, ό.π. , σ. 77-79' D.A. Reid, «The Decline of Saint Monday, 1 766-1876», Past and Present, τχ. 7 1 (1976), σ . 76-101 .
18. T.C . Barker - J .C . McKenzie - J. Yudkin (επιμ.) , Our Chan ging Fare: Two Hundred Years οι British Food Habits, Λονδίνο 1966, σ. 1 10' «Chatchip», W. Loftas, The Fish Frier and his Trade: Or How Το Establish and Carry On an Up-to-date Fish Frying Business, Λονδίνο χ.χ. , σ. 15 , 23-24. Από τις δέκα φίρμες που κατασκεύαζαν φριτέζες και αναφέρονται ή διαφημίζονται σ' αυτό το εγχειρίδιο, όλες, εκτός από δύο, ήταν στο Lancashire και στο Yorkshire.
19 . Tony Mason, Association Football and English Society, 1863-1915, Brighton 1980. 20. C .D. Stuart - A.J. Park, The Variety Stαge, Λονδίνο 1895' G .J . Mellor, The Northern
Music Hall, Newcastle 1970.
Η ΔΗΜΙΟΤΡΠΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤιΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 99
λεγόμενη «νόμιμη (by-law) στέγαση» (παράγραφος 157 του Νόμου περί Δημόσιας Υγείας), η οποία δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον της ζωής της εργατικής τάξης, τις ομοιόμορφες σειρές των διώροφων σπιτιών έξω από τα κέντρα των πόλεων. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες συνδέονται με τη συγκρατημένη και αποσπασματική, αναμφισβήτητη όμως, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των βρετανών εργατών, για την οποία συμφωνούν ακόμα και οι ιστορικοί. Το κρίσιμο σημείο σ' αυτή τη βελτίωση δεν είναι η απλή αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων και των καταναλωτικών δαπανών, αλλά οι δομικές αλλαγές που μεσολάβησαν γι' αυτές. Οι αλλαγές αυτές είναι πιο εντυπωσιακές στο χώρο της διανομής, δηλαδή στη σχετική παρακμή του λιανικού εμπορίου και των μικρών καταστημάτων και στην άνοδο από τη μία των συνεταιρισμών (Co-ops), τα μέλη των οποίων από μισό περίπου εκατομμύριο στα τέλη της δεκαετίας του 1870 έφτασαν σε ένα εκατομμύριο γύρω στο 1890 και σε τρία εκατομμύρια το 1914, και από την άλλη η εμφάνιση των πολυκαταστημάτων, τα οποία θα έδιναν στους μεγάλους δρόμους των βρετανικών πόλεων τη χαρακτηριστική τους όψη στην περίοδο που αρχίζει τη δεκαετία του 1890 και τελειώνει με την εμφάνιση του σούπερ -μάρκετ γύρω στη δεκαετία του 1950.21 Και δεν πρέπει να ξεχνάμε και την εμφάνιση και θεσμοποίηση των αγορών με δόσεις, οι οποίες επέτρεψαν τη μεταμόρφωση του εσωτερικού των σπιτιών της εργατικής τάξης. Η ιστορία αυτού του φαινομένου είναι παραμελημένη, αν και έχουν ξεκινήσει κάποιες εργασίες. Και εδώ, οι δεκαετίες του 1880 και 1890 είναι καθοριστικές. Οι χρονιές των υποθέσεων-κλειδιών που αποσαφήνισαν τη νομική και οικονομική σύγχυση που περιέβαλε αυτή την επεκτεινόμενη πρακτική είναι το 1893 και το 1895.22 Δεν μπορούμε όμως να διαχωρίσουμε τη διανομή από την παραγωγή. Η μαζική παραγωγή τσαγιού σε τυποποιημένα πακέτα χρονολογείται από το 1884,23 και οι καινούργιες μαρμελάδες και κομπόστες που άλλαξαν το διαιτολόγιο της εργατικής τάξης, παράγονταν στα εργοστάσια που στους ιστορικούς της εργασίας είναι γνωστά κυρίως ως η σκηνή των πρώτων αγώνων των βιομηχανικών εργατριών.
Όσον αφορά τη στέγαση, η βασική εξέλιξη δεν ήταν μόνο ότι τώρα χτίζονταν κάπως μεγαλύτερα και καλύτερα σπίτια, αλλά ότι είχαμε την ανάπτυξη χωριστών δρόμων και γειτονιών για την εργατική τάξη, ειδικά μάλιστα μετά τη μαζική ανάπτυξη των φτηνών δημόσιων μεταφορών στη
2 1 . J . B . Jefferys. Retail Tradirιg ίrι Bτίιαίrι , 1850-1950. Καίμπριτζ 1954' W. Hamish Fraser, The Comirιg ΟΙ the Mass Market, 1850-1914, Λονδίνο 1982.
22. Cyril Ehrlich, The Pίαrιo: Α History. Λονδίνο 1976. σ. 102-103. 23. John Burnett. Plerιty arιd Warιt: Α Social History ΟΙ Diet ίrι Erιglarιd Irom 1815 Ιο the
Preserιt, Λονδίνο 1966, σ. 1 1 1 .
1 00 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
δεκαετία του 1880, ακόμα και χωριστών εργατικών προαστείων, κυρίως εσωτερικών προαστείων. Θα αναφερθώ πιο κάτω στις συνέπειες αυτού του αυξανόμενου χωροταξικού διαχωρισμού των κατοικιών . Όσον αφορά την προαστειοποίηση της εργατικής τάξης, μπορούμε να επισημάνουμε ότι έτεινε να χαλαρώσει ή να κόψει έναν από τους ισχυρότερους βιωματικούς δεσμούς που συνείχαν την εργατική κοινότητα, δηλαδή το δεσμό ανάμεσα στο χώρο κατοικίας και το χώρο εργασίας, αυτό όμως μάλλον ίσχυε μόνο στο Λονδίνο. Το 1905 το LCC υπολόγιζε ότι 820.000 εργαζόμενοι έκαναν κάθε μέρα μακρινές διαδρομές για να πάνε να δουλέψουν στο Λονδίνο.
Η πιο θεαματική αλλαγή ήταν, βέβαια, στη μορφή των διακοπών και των αργιών της εργατικής τάξης. Δε χρειάζεται μάλλον να σας θυμίσω σήμερα την ανάδυση του ποδοσφαίρου ως ενός εθνικού, και όλο και πιο προλεταριακού, αθλητικού θεάματος και την ανάπτυξη μιας ανδρικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας που καθαγιάστηκε τελικά από την παρουσία του Βασιλιά στους τελικούς του Κυπέλλου από το 1913 και μετέπειτα. Ούτε ότι η χειραφέτηση του ποδοσφαίρου από το -ή μάλλον, ενάντια στο- πατρονάρισμα της μεσαίας και ανώτερης τάξης έλαβε χώραν τη δεκαετία του 1880 με το θρίαμβο της Blackburn επί της Old Etonians, με την επίσημη επαγγελματοποίηση του αθλήματος το 1885, και με τη δημιουργία της League το 1888, που παρεμπιπτόντως ακολουθούσε το μοντέλο του συστήματος που είχε καθιερωθεί πρωτύτερα στις ΗΠΑ για το επαγγελματικό μπέιζμπολ. 24 Η δεκαετία του 1880 είναι επίσης αποφασιστική για την ανάπτυξη των διακοπών της εργατικής τάξης. Ο πρώτος τόμος του Herapath '5 Railway Journal, στο ευρετήριο του οποίου καταγράφεται το φαινόμενο της «κίνησης των αργιών» (<<holiday traffic»), είναι του 1884, και αξίζει να παραθέσουμε το σχόλιο του άρθρου:
«Χρονιά με τη χρονιά, η κίνηση των αργιών το Πάσχα, την Πεντηκοστή και τον Αύγουστο αυξάνεται σε σημασία. Οι διαστάσεις της δεν έχουν ακόμα διογκωθεί τόσο πολύ ώστε να επηρεάζει τις μετοχές, είναι όμως εύκολο να προβλέΨουμε ότι μια μέρα θα γίνει κι αυτό [ . . . ] Ίσως να μην κάνουμε ποτέ το Πάσχα καρναβάλι, αλλά οι σκληρά εργαζόμενες μάζες μας μοιάζουν αποφασισμένες να το κάνουν μια σημαντική αργία».25
Η ανάπτυξη των δεσμών των βιομηχανικών πόλεων με το Blackpool μπορεί να ανιχνευτεί μέσα από το Bradshaw. Το 1865 υπήρχαν μόνο δύο τρένα την ημέρα με βαγόνια τρίτης θέσης από το Bolton στο B lackpool, το 1870 τέσσερα, το 1875 δώδεκα, το 1880 δεκατρία, το 1885 δε-
24. Geoffrey Green, The History ο/ the Football Association, Λονδίνο 1953, σ. 1 25. 25. Herapath 's RaiIway JournaI, 19 Απριλίου 1884, σ. 441 .
Η ΔΗΜΙΟΥΡΠΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 1 0 1
Περίοδος
1863-1865
1866-1870
1871 -1875
1876-1880
1881 -1885
1886-1890
1891 -1895
1896-1899
ΠΙΝΑΚΑΣ
Προτεινόμενες επενδύσεις σε προβλήτες αναψυχής 1 863-1 899
(σε χιλ. λίρες)
Μεσαία τάξη Εργατική τάξη Σύνολο Μέσος όρος ετησίως Σύνολο Μέσος όρος ετησίως
78,0 26.0 30,0 10.0
1 12,5 22,5 25,0 5,0
98,5 19,7 30,0 6,0
184,4 36,9 83,8 16,8
292,0 58,4 70,0 14,0
1 74,5 34,9 75,5 15 , 1
1 72,0 34,4 291 ,5 58,3
158,0 39,5 19 1 ,9 48,0
κατέσσερα και το 1890 είκοσι τρία. Υπάρχει όμως ένας πιο γενικός και λιγότερο κουραστικός τρόπος να υπολογίσουμε το ρυθμό ανάπτυξYjς των επιχεφήσεων των διακοπών : μια ετήσια στατιστική του Υπουργείου Εμπορίου, σύμφωνα με έναν νόμο του 1861, μας επιτρέπει να μετρήσουμε το μέγεθος των προτεινόμενων επενδύσεων σε προβλήτες και λιμενικά έργα, πολλά από τα οποία μπορούμε να τα ταυτίσουμε ως προβλήτες αναψυχής ή περιπάτου, αυτές τις χαραΚΤYjριστικές κατασκευές των διακοπών στις αγγλικές παραλίες.26 Ο πίνακας αναλύει τις προτεινόμενες επενδύσεις σ' εκείνες που προορίζονται για θέρετρα ΤYjς μεσαίας τάξης και σ' εκείνες που προορίζονται για θέρετρα της εργατικής τάξης, παραλείποντας τις επισφαλείς περιπτώσεις.2 7 Αυτός ο, αναγκαστικά χο-
26. Αυτό έγινε βάσει του General Pier and Harbours Act του 186 1 . Εκθέσεις στο ΡΡ 62, 1 863' 55, 1864 ' 50, 1865' 66, 1866' 63, 1 867-1868' 54, 1 868-1869' 59, 1870' 60, 1871 ' 52, 1872' 58, 1873' 59, 1874' 67, 1 875' 65, 1876' 73, 1877' 67, 1878' 64, 1878-1879' 66, 1880' 82, 1 8 8 1 ' 62, 1 882' 62, 1 883' 7 1 , 1 884' 70, 1 884-1885' 59, 1 886' 74, 1887 ' 90, 1888' 69, 1889' 66, 1890' 76, 1890-1 89 1 ' 7 1 , 1892' 80, 1893-1894' 76, 1894' 87, 1895' 75, 1896' 78, 1 897' 83, 1898' 87, 1899. Βλ. επίσης: Return from the Authorities of Harbours ... Giving description of works executed within the last twenty years. distinguishing Piers. Docks . . . etc, (Ρ.Ρ. 62 του 1883).
27. Στα παραλιακά θέρετρα αποδόθηκε ο «κοινωνικός τόνος» τους (για να χρησιμοποιήσω την ταιριαστή βικτωριανή φράση του H .J. Perkin) στο φως των γενικών γνώσεων (π.χ. το Torquay ή το Skegness) αλλά και των μελετών πολλών ερευνητών, αρχίζοντας από τους E.W. Gίlbert, «The Growth of Inland and Seaside Health Resorts ίπ England » , Scottish Geographica/ Magazine, τχ. 55 (1939). Για μια βιβλιογραφία βλ. J. Walvin, Leisure and Society, 1830-1950, Λονδίνο 1 978)' πρβλ. επίσης H.J. Perkin, « The "SociaI Tone" of Victorian Seaside Resorts ίπ the Northwest» , The StrlIctured Crowd: Essays in Eng/ish Social History' J. Lowerson - J. Myerscough. Time Ιο Spare in Victorian England, Brighton 1 977, σ. 30-44. Στην
1 0 2 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ντρικός, πίνακας δείχνει ΤΎjν ανάπτυξΎj των εργατικών θέρετρων από τα τέλΎj ΤΎjς δεκαετίας του 1870 και μετέπειτα, αλλά κυρίως ην τεράστια έΚΡΎjξΎj των προτεινόμενων επενδύσεων ση δεκαετία του 1890 Ύj οποία, για πρώΤΎj φορά, ώθφε τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις σην αναΨυχ� ΤΎjς εργατικ�ς τάξΎjς να ξεπεράσουν κατά πολύ τις επενδύσεις σε θέρετρα ης μεσαίας τάξΎjς.
Μπορούμε να εικoνoγραφ�σoυμε αυτ� ΤΎjν εξέλιξΎj με το κλασικό παράδειγμα του Blackpool, όπου έχουμε τα πρώτα πραγματικά σΎjμάδια δράσΎjς ση δεκαετία του 1860, με το άνοιγμα ΤΎjς Βόρειας Πρoβλ�τας (κόστισε λ ίγο περισσότερο από το μισό όσων ξοδεύηκαν για ην προβλ�τα του Ventnor σΤΎj N�σo του Wight), η δεύτερΎj πρoβλ�τα και το πρώτο θέατρο. Με η δεκαετία του 1870 αρχίζουν οι σΎjμαντικές επιχειρ�σεις: Ο Χειμερινός K�πoς (που κόστισε 107.000 λίρες) ξεκίνφε το 1878. Αλλά το Blackpool που γνωρίζουμε καλύτερα είναι αυτό ης δεκαετίας του 1890: του Πύργου, του Μεγάλου Τροχού, ΤΎjς Πρoβλ�τας ΤΎjς Βικτωρίας ση Νότια Aκτ�, του μεγάλου περίπατου, ΤΎjς Όπερας (1889), ΤΎjς νέας αγοράς, ης ανoιχτ�ς βιβλιoθ�κης, του ΔΎjμαρχείoυ και, συν τοις άλλοις, ενός ειδικού εΙΡΎjνOδικείoυ και θυρεού.
Σ�μερα όλοι γνωρίζουμε ότι Ύj βρετανικ� εργατικ� τάξΎj, σε αντιθεσΎj με ΤΎJV αγγλικ� μεσαία τάξΎj Ύj οποία μέσα σ' αυτ� ΤΎjν περίοδο ομοιογενOΠOι�θΎjκε σε μεγάλο βαθμό -ειδικά στον τρόπο ομιλίας-, δεν έχασε ΤΎjν τoπικ� ης ταυτόητα, τις τοπικές ΤΎjς ιδιομορφίες, γούστα και υπεΡΎjφάνεια. Παρ' όλα αυτά είναι επίσΎjς σαφές, ότι ο νέος τρόπος ζω�ς � ταν πιο τυΠOΠOΙΎjμένOς από κάθε άλλΎj επoχ�. Στα ορυχεία οι εργάτες μπορεί να επέμεναν να φορούν τα παραδοσιακά τοπικά ρούχα ης δουλειάς. Ακόμα και στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Ύj απόπειρα του Υπoυργείoυ Εμπορίου να τα αντικαταστ�σει με ομοιόμορφες «πρακτικές» φόρμες, προκάλεσε μεγάλΎj αντίδρασΎj από τα συνδικάτα. Εκτός ΤΎjς εργασίας όμως, ο ανθρακωρύχος, όπως και οι περισσότεροι άλλοι άνδρες εργάτες, φοράει τα ίδια ρούχα από το Blyth ώς το Midsomer Norton. Ο εργάης ταυτιζόταν με ην τoπικ� ομάδα ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, και μάλιστα στις πιο μεγάλες πόλεις με ΤΎj μία από τις δύο αντιπάλους -ΤΎj Σ ίτυ � η Γιουνάιτεντ, ΤΎj Φόρεστ � ΤΎJV Κάουντu- που γι' αυτούς όριζε τον ΠOλίΤΎj του Μάντσεστερ � του Νότινχαμ � όποιας άλλΎjς πόλΎjς. Η πoδoσφαιρικ� κουλτούρα όμως �ταν Ύj ίδια παντού -με μια μεγαλύτεΡΎj � μικρότεΡΎj δόσΎj πάθους- και �ταν εθνικ�, � για να είμαστε πιο α-
τελευταία περίοδο ίσως οι επενδύσεις για τη μεσαία τάξη να έχουν μεγαλοποιηθεί, εν μέρει επειδή αρκετά μεγάλα σχέδια για δάνεια απορρίφθηκαν, εν μέρει επειδή με τον καιρό πολλά μεσοαστικά θέρετρα αναγνώρισαν, μερικές φορές διστακτικά, τις οικονομικές ευκαιρίες της μαζικής αγοράς.
Η ΔHMΙOTPrιA ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
κριβείς ήταν η κουλτούρα ενός προλεταριακού έθνους, μια που ο χάρτης της ποδοσφαιρικής League σχεδόν συνέπιπτε με το χάρτη της βιομηχανικής Αγγλίας. Είχε γίνει εθνική πριν ακόμα αρχίσει η ετήσια συμβολική κατάληψη του δημόσιου χώρου της εθνικής πρωτεύουσας από τους δύο προλεταριακούς στρατούς που εισέβαλαν στο Λονδίνο για τον τελικό του κυπέλλου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 υπήρχαν ήδη τοπικές συλλογικές τελετουργίες αυτού του είδους, και κυρίως οι ετήσιες εκδηλώσεις των ανθρακωρύχων από τις οποίες έχει επιβιώσει το Γκαλά των Ανθρακωρύχων του Durham (ίσως επειδή, σε αντίθεση με άλλες, είχε ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό της συμβολικής κατάληψης μιας επαρχιακής πρωτεύουσας από τους ανθρακωρύχους), δεν υπήρχαν όμως ακόμα εθνικές.
Υπάρχει ένα ενιαίο, τυποποιημένο, εθνικό στυλ ζωής της εργατικής τάξης, που ταυτόχρονα είναι ένα στυλ που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο ειδικά την εργατική τάξη. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ο διαχωρισμός του κόσμου της χειρωνακτικής εργασίας.28 Στην αρχή επρόκειτο για έναν εντεινόμενο διαχωρισμό στην κατοικία, που οφειλόταν τόσο στην έξοδο των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων από περιοχές που ήταν ώς τότε μεικτές -η διαδικασία αυτή έχει ανιχνευτεί στο East End του Λονδίνου- όσο και στην κατασκευή νέων και de facto ταξικών συνοικιών και προαστείων. Μερικές από τις νέες αυτές συνοικίες, κτίρια ή ιδιοκτησίες προορίζονταν ειδικά για την εργατική τάξη, όπως το Queen's Park Estate στο Paddington, οι περισσότερες για τους νέους «μικροαστούς» που, πολύ σωστά, έχουν ταυτιστεί με τη νέα μικρομεσαία τάξη των «λευκών κo�άρων»' άλλες για τους «Τόρυδες της Βίλας»: το είδος εκείνο των ανθρώπων που, όπως υπέθετε το Cornhill Mαgαzine το 1901, θα ζούσαν, αν μπορούσαν, σε ένα από τα «προάστεια υπαλλήλων» του Λονδίνου, το Clapham, το Forest Gate, το Wandsworth, το Walthamstow ή το Kilbum.29 Άλλα προάστεια δεν ήταν εξαρχής προορισμένα για ένα ορισμένο κοινωνικό στρώμα ή στυλ ζωής, αλλά θα γίνονταν τέτοια είτε επειδή τα ενοίκια απέκλειαν τους φτωχότερους ενοικιαστές είτε, το πιθανότερο, επειδή η ζωή των χειρώνακτων εργατών και η ζωή των υπαλλήλων με μαύρο παλτό που είχαν ανάλογα εισοδήματα διέφεραν όλο και πιο πολύ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 ο χωροταξικός διαχωρισμός των κατοικιών των καλοπληρωμένων εργατών (των «τεχνιτών») και της νέας μικρομεσαίας τάξης κάθε άλλο παρά γενικευμένος ήταν. Στον τύπο της καλής λα'ίκής κατοικίας -σπίτια πέντε ή έξι δωματίων- αναφέρεται ότι κατοικούν ακόμα αδιακρίτως «τεχνίτες, υπάλληλοι, ασφαλιστές, πωλητές» Κ . Ο . Κ . σε
28. Για εντυπώσεις από ένα εργατικό «γκέτο» βλ. C .F .G . Masterman, The HeαrI oj Ihe Empire, Λονδίνο 1901, σ. 12-13.
29. G.S. Layard, «Family Budgets 1 1», Cornhίll Mαgαzine, τχ. 10 ( 1901), σ. 656 κ.ε.
104 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
μέρη όπως το Birkenhead, το Bolton, το Chester, το Crewe, το Croydon, το Darlington, το Derby, το Hull, το Newcastle, το Oldham, το Portsmouth, το Preston, το Sheffield, το South Shields και το Wigam' σε άλλα μέρη όμως επισημαίνεται η απουσία των εργατών ή κατοικούνται «συχνότερα από υπαλλήλους γραφείων και καταστημάτων παρά από ανθρώπους που συνήθως περιλαμβάνονται στον όρο «εργατικές τάξεις».30 Τέτοια μέρη ήταν το Birmingham, το Bradford, το Bristol, το Burton-on-Trent, το Gateshead, το Grimsby, το Halifax, το Hanley, το Huddenrsfield, το Kidder minster, το Liνerpool (ή τουλάχιστον το Bootle), το Manchester, το Middlesbrough, το Northampton, το Norwich, το Nottingham, το Plymouth, το Reading, το Southampton, το Stoke οη Trent, το Walsall, το Wolνer hampton και το μεγαλύτερο μέρος της περιφέρειας του Λονδίνου. Αφού τα καλύτερα σπίτια ήταν συνήθως τα πιο καινούργια, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι ο διαχωρισμός εντεινόταν.
Ανάλογος, και για τους ίδιους λόγους, ήταν βέβαια και ο διαχωρισμός ανάμεσα στους πιο καλοπληρωμένους τεχνίτες και στους χαμηλόμισθους, παρότι η συνύπαρξή τους αναφέρεται ακόμα σε αρκετές πόλεις -για παράδειγμα στο Norwich, το Nottingham, το Preston, το Stockport- και παρότι η συγκέντρωση της εργατικής τάξης στις εσωτερικές ζώνες των πόλεων και η απροθυμία της να μετακομίζει πολύ μακριά από τη δουλειά, που παρατηρείται σε διάφορες πόλεις, είχε ως αποτέλεσμα οι εργατικές ζώνες, αν και στρωματοποιημένες, . να αποτελούν μια συμπαγή συνοικία. Τα κτίρια Shaftesbury στο Battersea, προπύργιο των τεχνιτών (και του σοσιαλισμού του Battersea), ήταν, τελικά, ένα κομμάτι της περιοχής ανάμεσα στο Laνender ΗίΙΙ και στο ποτάμι όπου «κατοικούσε ο κύριος όγκος της εργατικής τάξης».3\
Κατά δεύτερο λόγο, οι εργάτες διαχωρίζονταν από τις προσδοκίες τους. Όπως λέει ο Robert Roberts, πριν το 1914 «οι ειδικευμένοι εργάτες γενικά δεν πάσχιζαν να ανέβουν κοινωνικά»,32 στην πραγματικότητα όμως οι πιθανότητες ανόδου τους ακόμα και εντός του στρώματος που βρισκόταν κάτω από την αποδεκτή μεσαία τάξη, μειώνονταν από δύο εξελίξεις: την αυξανόμενη χρήση της σχολικής εκπαίδευσης ως ταξικού κριτηρίου, για να μην πούμε ως διόδου εξόδου από τη χειρωνακτική εργατική τάξη, και την παρακμή του εναλλακτικού δρόμου προς τον αυτοσεβασμό και την υπερηφάνεια, δηλαδή της κατάρτισης και της εμπειρίας του πολύπλευρου τεχνίτη. Οι εργάτες ορίζονταν όλο και περισσότερο ως εκείνοι που δεν είχαν λάβει καμία εκπαίδευση ή που δεν κέρδιζαν τίπο-
30. Board of Trade, Report on Cost ΟΙ Living (Ρ.Ρ. 107, 1908), passim. Το παράθεμα είναι από τη σ. 655.
31 . Στο ίδιο, σ. 406. 32. R . Roberts, The CIassic Slum, Manchester 197 1 , σ. 1 3.
Η ΔΗΜΙΟΊ"ΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 1 05
τε απ' αυτήν' και η αντiθεση ανάμεσα σε όσους είχαν εγκαταλείΨει το σχολέίο και σε όσους το συνέχισαν ή ανάμεσα σ' αυτούς που έβρισκαν δουλειά χάρη στην εκπαίδευσή τους και σ' αυτούς για τους οποίους δεν είχε καμιά σημασία -μια αντίθεση που χώριζε καμιά φορά πατέρα και γιο, αν και όχι τόσο συχνά μητέρα και γιο (βλ. D.H. Lawrence)-, όξυνε τις αισθητές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε χειρώνακτες και μη χειρώνακτες εργάτες. Από την άλλη, η εκτεταμένη αποειδίκευση της εργασίας που έλαβε χώραν στις τρεις δεκαετίες πριν το 1914 προξένησε μια απογοήτευση την οποία ο Askwith, ο βασικός βιομηχανικός σύμβουλος της κυβέρνησης αυτά τα χρόνια, θεωρούσε πολύ σημαντικό παράγοντα. Ο νέος εργάτης
«δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι δεν έχει καταρτισθεί για να γίνει ένας μηχανικός ή ναυπηγός ή οικοδόμος, αλλά μόνο ένας απλός εργάτης παραγωγής. Γρήγορα όμως έρχεται για τους περισσότερους το τέλος των Ψευδαισθήσεων ' και όταν χάσει κανείς τις ψευδαισθήσεις του, ως φυσικό αποτέλεσμα έρχεται η πικρία και ο ανταγωνισμός με το σύστημα το οποίο θεωρεί ως αιτία».33
Έτσι λοιπόν, οι ορίζοντες του ειδικευμένου εργάτη έκλειναν όλο και περισσότερο μέσα στον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας και για τους λιγότερο ειδικευμένους γίνονταν ακόμα στενότεροι. Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, ο αποκλεισμός τους από την υπόλοιπη κοινωνία τούς πίεζε σε μια ενιαία τάξη.
Κατά τρίτο λόγο, οι εργάτες διαχωρίζονταν από τη διαφορετικότητα του τρόπου ζωής τους, τις διαφορές αυτών «που κάνουν οι εργάτες» απ' αυτά που κάνουν οι άλλες τάξεις. Έτσι είναι σαφές ότι από τη στιγμή που το ποδόσφαιρο απέκτησε μαζική απήχηση, εξελίχθηκε σε μια προλεταριακή δραστηριότητα, όσον αφορά τόσο τους παίκτες όσο και τους οπαδούς. Σίγουρα ήταν μια δραστηριότητα που αφορούσε κυρίως τους πιο ειδικευμένους και αξιοπρεπείς εργάτες, αλλά στο βαθμό που η υποστήριξη μιας ομάδας ένωνε όλους όσους ζούσαν στο Blackbum ή στο Bolton ή στο Sunderland, και στο βαθμό που το ποδόσφαιρο έγινε βασικό θέμα κοινωνικής συζήτησης μέσα στο μπαρ,34 ένα είδος lingua franca για τις κοινωνικές επαφές μεταξύ των ανδρών, έγινε κομμάτι του κόσμου όλων των εργατών. Αλλά και τα στοιχήματα στην ειδική για τους εργάτες μορφή τους, που απέκτησαν τεράστια διάδοση από τη δεκαετία του 1880 και μετά, ήταν μια δραστηριότητα εντυπωσιακά προλεταριακή . Ήταν, όπως λέει ο McKibbin, «η πιο πετυχημένη μορφή ατομικής προ-
33. G. Askwith, Industrial Problems and Disputes, Λονδίνο 1920, σ. 10. 34. Β .5. Rowntree, Poverty and Progress: Α Second Social Survey of York, Λονδίνο 194 1 , σ.
359-360.
1 06 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
σπάθειας της εργατικής τάξης στη σύγχρονη εποχή»:35 ένα παράνομο, αλλά εντελώς τίμιο δίκτυο οικονομικών συναλλαγών που εκτεινόταν σε κάθε προλεταριακό δρόμο και σε κάθε μαγαζί. Ο ίδιος ταξικός χαρακτήρας ξεχώριζε όλο και περισσότερο την κυριακάτικη εφημερίδα (για την οποία τα News Of the World ήταν το πρότυπο μέχρι τη μεταγενέστερη εμφάνιση της προλεταριακής καθημερινής εφημερίδας) τόσο από το σοβαρό Τύπο όσο και από το νέο Τύπο για τη μικρομεσαία τάξη που εγκαινίασε ο Northcliffe. Και, όπως ήδη ανέφερα, έχουμε και την τραγιάσκα.
Τέλος, η εργατική τάξη δε διαχωρίστηκε τόσο όσο αποξενώθηκε από την κυρίαρχη τάξη εξαιτίας δύο εξελίξεων τις οποίες, μαζί με την πτώση των πραγματικών μισθών, ο Askwith θεωρούσε υπεύθυνες για τις εργατικές κινητοποιήσεις στα 1910-1914. Κι αυτές ήταν, όπως είπε εμπιστευτικά στο υπουργικό συμβούλιο, η επίδειξη πολυτέλειας εκ μέρους των πλουσίων, ιδιαίτερα με τη χρήση του αυτοκινήτου, και η ανάπτυξη των μαζικών μέσων ενημέρωσης, η οποία συνετέλεσε στο μεγαλύτερο εθνικό συντονισμό των ειδήσεων - αλλά και των δραστηριοτήτων.36 Παραθέτω αυτή την άποψη του Askwith όχι τόσο ως απόδειξη πως η πλουτοκρατία -η λέξη ανήκει στο εδουαρδιανό πολιτικό λεξιλόγιο- ήταν πιο επιδεικτική στην Belle Epoque απ' ό,τι στη βικτωριανή εποχή, αν και αυτό είναι πιθανό, αλλά ως ένα τεκμήριο της πεποίθησης πως ο πλούτος ήταν τώρα πιο ορατός και δημιουργούσε μεγαλύτερη αγανάκτηση.
Όλα αυτά οδηγούσαν στην αυξανόμενη αίσθηση μιας ενιαίας εργατικής τάξης, δεμένης σε μια κοινή μοίρα, ανεξάρτητα από τις εσωτερικές της διαφοροποιήσεις. Μιας τάξης με την κοινωνική και όχι μόνο με την ταξινομική έννοια ' ένα σώμα μέσα στο οποίο δε θα είχε πλέον νόημα να μιλάει κανείς για την «τάξη των ανθρακωρύχων» ως κάτι διακριτό από την «τάξη των εργατών βαμβακιού», όπως έκανε ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο Keir Hardie.37 Κι αυτό εξηγεί το γιατί μια περίοδος κατά την οποία υπήρχαν πολλοί λόγοι για να έχουμε έναν εντεινόμενο συντεχνιασμό και εσωτερικές διαμάχες μεταξύ ομάδων εργατών -έρχεται στο μυαλό μας η ναυπηγική βιομηχανία-, μπορούσε να είναι και μια περίοδος όπου οι εργάτες έβλεπαν όλο και περισσότερο τους εαυτούς τους σαν Εργατικούς, με το Ε κεφαλαίο. Η ιστορία αυτού του Ε κεφαλαίου απομένει να γραφεί, όπως και η ιστορία της εργατικής τάξης ως ενός ουσιαστικού στον ενικό και όχι στον πληθυντικό, δεν υπάρχει ό-
35. Ross McKibbin, «Working-Class Gambling ίπ Britain, 1880-1939», Past and Present, τχ. 82 ( 1979), σ. 1 72.
36. Παρατίθεται στο Η. Pelling, Popular Politics and Society ίll Late Victorian Britain, Λονδίνο 1968, σ. 147 .
37 . Fred Reid, «Keir Hardie's Conversion to Socialism», στο Asa Briggs - John Saville (επιμ.), Essays in Labour History. 1886-1923, Λονδίνο 197 1 , σ. 28.
Η ΔΗΜ ΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
μως αμφιβολία ότι η αλλαγή γίνεται ορατή στην εικοσιπενταετία που τελειώνει το 1914. Αλλά ακόμα και με καθαρά οικονομικούς όρους, μετά το 1900, και ακόμα περισσότερο μετά το 1911, παρατηρείται μάλλον μια σύγκλιση παρά μια απόκλιση των μισθών μεταξύ περιφερειών και μεταξύ ειδικευμένων και ανειδίκευτων. Όπως έχει δείξει η Hunt, πριν το 1890 τα συνδικάτα και όλο το πλαίσιο των βιομηχανικών σχέσεων βοηθούσε στη συντήρηση της μισθολογικής Ψαλίδας, μεταξύ 1890 και 1910 δεν ασκούσε κάποια σαφή επίδραση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ενώ από το 1911 και μετά ωθούσε προς τη μείωση της Ψαλίδας.
Οι πολιτικοί είχαν επίγνωση αυτής της ταξικής συνείδησης - αυτού που ο Chamber!ain, το 1906, θα ονόμαζε «την πίστη που για πρώτη φορά γεννήθηκε στις εργαζόμενες τάξεις, ότι η κοινωνική τους σωτηρία βρίσκεται στα χέρια τους».38 Α ν δεν ήθελαν να ταυτιστεί η κομματική πολιτική με την ταξική πάλη, θα έπρεπε να προσέχουν τη σημασία που είχε η τάξη όταν απευθύνονταν στους εργάτες ως κόμμα. Το Rhondda, έλεγε τόσο ο βουλευτής του, ο Lib-Lab Mabon, όσο και η τοπική εφημερίδα, ήταν «ολόΨυχα Εργατικό», ο στόχος όμως αυτής της παρατήρησης ήταν βέβαια να υποστηρίξει ότι δεν ήταν μόνο Εργατικό : «Αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν μόνο με ψωμί, οι ανθρακωρύχοι εκλογείς του Rhondda είναι εθνικιστές, είναι αντικομφορμιστές», κ.ο.κ. Η εδουαρδιανή πολιτική ρητορεία «ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιεί μια γλώσσα, και ειδικά τη λέξη ''Εργατικός'', για να προσδέσει τους οπαδούς της στην κατεστημένη μορφή πολιτικής»,39 από την οποία αυτοί απειλούσαν να δραπετεύσουν. Σε μέρη όπως το O!ster ή το Liverpoo! του Sa!vidge, όπου αρκούσε η επίκληση της θρησκείας και της εθνικότητας, η τάξη δεν ήταν κυρίαρχη στη γλώσσα της τοπικής πολιτικής.40
Παραδόξως, η έννοια της τάξης πρωτομπήκε στην εργατική πολιτική από την πίσω πόρτα. Στο βαθμό που κάποιος εθεωρείτο «αντιπρόσωπος της τάξης», εθεωρείτο και «εκτός του στίβου της "κομματικής πολιτικής"», ακόμα κι αν ως άτομο ήταν φιλελεύθερος, τόρυς ή, σπανιότερα, σοσιαλιστής.41 Αυτό δε σήμαινε μονάχα ότι σοσιαλιστές και μη σοσιαλιστές μπορούσαν να συνεργάζονται μια χαρά μέσα στο νέο Εργατικό Κόμμα, ή ότι οι συμπαγώς φιλελεύθεροι ανθρακωρύχοι μπορούσαν να περάσουν στους Εργατικούς δίχως να αλλάξουν απόψεις, αλλά και ότι οι
38. Julian Amery, στο James L. Garvin, The Life ο/ ]oseph Chamberlain , τόμ ο 6, Λονδίνο 1932-1969, σ. 791 .
39. Ρ. Stead, «The Language of Edwardian Politics», στο D. Smith (επιμ.) , Α People and α
Proletariat, Λονδίνο 1980. σ. 1 50. 40. P.J. Waller, Democracy and Sectarianism: Α Political and Social History ο/ Liverpool, 1868-
1920, Liverpool 1981 , χεφ. 7. 1 3-15. 41. Η. Pelling - F. Bealey, Labour and Politics , 1900-1906, Λονδίνο 1958, σ. 1 58.
108 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
τόρυδες εργάτες που δε θα ψήφιζαν ποτέ τους Φιλελεύθερους, μπορούσαν να ψηφίσουν υποψήφιους των Εργατικών. Αυτό ειπώθηκε όταν ο Will Crooks κέρδισε το 1903 την έδρα του Woolwich , μια έδρα τόσο απρόσμενη που οι Φιλελεύθεροι δεν την είχαν καν παλέψει το 1900, και έπαιξε ρόλο στο Lancashire, όπου οι εργάτες ήταν πολιτικά διασπασμένοι, έστω κι αν το «εργοστάσιο πολιτικής» του Joyce βρισκόταν ήδη σε ραγδαία παρακμή κατά τη δεκαετία του 1890. Η ζώνη των ανθρακωρυχείων του Lancashire ήταν η περιφέρεια όπου οι Εργατικοί ε ίχαν τη μεγαλύτερη πλειοΨηφία, και το 191342 τα περίφημα για τη μετριοπάθειά τους συνδικάτα της βαμβακουργίας ψήφισαν με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της πολιτικής εισφοράς στο Κόμμα, παντού εκτός από το Oldham, προπύργιο της Συντηρητικής εργατικής τάξης.43
Πρέπει όμως να αναρωτηθούμε αν αυτό θα ήταν δυνατόν να συμβεί εφόσον τα κοινά συμφέροντα των εργατών ως τάξη δε φαίνονταν, ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο, πιο σημαντικά, ή τουλάχιστον πιο άμεσης σημασίας, σε σχέση με άλλες ιδεολογικές στρατεύσεις, πράγμα που σαφώς δε συνέβαινε στο Belfast και στο Liνerpool. Σύντομα, η επιλογή υπέρ των Εργατικών έπρεπε να γίνει μια επιλογή ενάντια στα άλλα κόμματα, και να πάψει να είναι ένας τρόπος παράκαμψης της κομματικής πολιτικής. Είναι πολύ πιθανό, ότι η εκλογική στασιμότητα των Εργατικών μετά το 1906 αντανακλά τη δυσκολία να γίνει αυτό το δεύτερο βήμα. Ο πόλεμος του 1914 θα παραμέριζε κι αυτή τη δυσκολία.
Γιατί το βήμα αυτό σήμαινε την υπερίσχυση της άποψης των σοσιαλιστών για ένα ανεξάρτητο κόμμα της Εργασίας, το οποίο ήταν κάτι ποιοτικά διαφορετικό από το προηγούμενο στάδιο της πάλης για μια ανεξάρτητη εργατική αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο. Αυτό στην ουσία ήταν ένα αίτημα, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν μερικοί εργάτες στο Κοινοβούλιο για να εκφράζουν τα ειδικά συμφέροντα της χειρωνακτικής εργασίας, όπως οι διευθυντές των σιδηροδρόμων μιλούσαν υπέρ των σιδηροδρομικών συμφερόντων ή οι εφοπλιστές για τη ναυτιλία. Το πρόβλημα με το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν ήταν ότι ως εθνικό κόμμα βρισκόταν σε αντLθεση μ' αυτό -το αντLθετo-, αλλά ότι δεν μπορούσε να καταλάβει ότι η νέα αντίληψη των ανεξάρτητων Εργατικών σήμαινε κάτι περισσότερο από μια χούφτα από αξιόπιστους εργάτες ή πρώην εργάτες κοινοβουλευτικούς : από έναν Joseph Arch , έναν Burt , ακόμα κι από έναν -γιατί όχι;- John Bums, που μίλαγαν εκ μέρους των Εργατών όπως ο Cobden και ο Bright μ ίλαγαν εκ μέρους των βιομηχάνων του Lancashire. Σήμαινε ότι οι εργάτες θα έπρεπε να Ψηφίζουν μόνο υπέρ ταξικών υπο-
42. Ray Gregory, The Miners and British Politics, 1906-1914, Λονδίνο 1968, σ. 185. 43. Joseph L . White, The Limits of Trade Union Mίlitancy, Westport κ α ι Λονδίνο 1978, σ.
1 52-155.
Η ΔΗΜΙΟΤΡΠΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 109
Ψηφίων. Όπως εξηγούσε ο Ramsay MacDonald το 1903, «από τη στιγμή που υπάρχει ένα πολιτικό Εργατικό κίνημα, η ίδια η έννοια της εργατικής αντιπροσώπευσης πρέπει να αλλάξει», γιατί «η εργατική πολιτ ική είναι η έκφραση των αναγκών της εργατικής τάξης». Όχι, πρόσθεσε χαρακτηριστικά, «ως μιας τάξης, αλλά ως ενός βασικού συστατικού στοιχείου του έθνους».44 Αλλά η ταξική πάλη δεν επρόκειτο τόσο εύκολα να εξαλειφθεί από την πολιτ ική της εργατικής τάξης, και σίγουρα όχι σε μια περίοδο κατά την οποία διεξαγόταν με αυξανόμενη βιαιότητα και από τις δύο πλευρές.
Έρχομαι έτσι στο τελευταίο σημείο: την ταξική συνείδηση. Απέφυγα
συνειδητά να ταυτίσω τα αισθήματα και τ ις απόψεις της μάζας των ερ
γατών, στο βαθμό που τα γνωρίζουμε, με εκείνα της πρωτοπορίας των ακτιβ ιστών και αγωνιστών, μια που σαφώς διέφεραν. Οι ακτιβ ιστές ήταν εμποτισμένοι με ένα αντικομφορμιστικό πνεύμα σε μια εποχή που η αι
ρετικότητα ήταν σε παρακμή. Δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια γ ια ένα μεγάλο μέρος του τρόπου ζωής της εργατικής τάξης - και ιδιαίτερα γ ια την ποδοσφαιρική κουλτούρα. Θα μπορούσε κανείς να συνθέσει μια μεγάλη ανθολογία από κείμενα σοσιαλιστών της εποχής που εξέφραζαν μίσος, σαρκασμό και περιφρόνηση για τη βλακεία και τη νωθρότητα των προλεταριακών μαζών. Όποιες κι αν ήταν οι επιδράσεις που είχε η ταξική συνείδηση στους αγωνιστές, οι μάζες δε ζούσαν σύμφωνα με τ ις προσδοκίες τους. Από την άλλη όμως, είναι εξίσου λάθος να βλέπουμε την εργατική τάξη απλά σαν έναν απολιτικό και στωικό υπό-κοσμο, σαν ένα γκέτο που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του έθνους ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μια δύναμη που μπορούσε να κινητοποιηθεί για την υπεράσπιση των στενών οικονομικών της συμφερόντων, σαν δυνητικούς ή εν ενεργεία συνδικαλισμένους. Είχαν αποκτήσει και τη συνείδηση μιας τάξης. Δε θέλω να μεγαλοποιήσω τη σημασία του προσηλυτισμού μια μικρής μειοψηφίας εργατών στο σοσιαλισμό, παρότι δεν είναι αμελητέο γεγονός ούτε την εκπληκτική επιτυχία που είχε αυτή η μειοψηφία και οι οργανώσεις της στο να γίνε ι αποδεκτή ως φυτώριο των ηγετών και των καθοδηγητών, εγκεφάλων της τάξης από τη δεκαετία του 1890 και μετέπειτα. Τα εργατικά κινήματα χρειάζονται ηγέτες και οι ηγέτες χρειάζονται εκπαίδευση. Από την εποχή της αναγέννησης του σοσιαλισμού, ο ι οργανώσεις της σοσιαλιστικής Αριστεράς παρείχαν μακράν τους καλύτερους μηχανισμούς για τη συσπείρωση της φυσικής πρωτοπορίας των ικανών, έξυπνων, δυναμικών και επινοητικών εργατών -κυρίως νέων εργατών- και επίσης μακράν τους καλύτερους μηχανισμούς εκπαίδευσής τους. Στην εποχή που εξετάζουμε, τέτοιοι άνθρωποι ξεκίνησαν
44. Παρατίθεται στο David Marquand, Ramsay MacDona/d, Λονδίνο 1 977, σ, 84.
1 1 0 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
τις καριέρες τους ως μέλη του SDF � του ILP � Συνδικαλιστές, ακριβώς όπως στο Μεσοπόλεμο η μελλoντικ� εθνικ� ηγεσία των συνδικάτων ξεκίνησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έγιναν αποδεκτοί ως ηγέτες από ανθρώπους που δε συμμερίζονταν τις απόψεις τους, επειδ� �ταν οι καλύτεροι και είχαν εφαρμόσιμες, όπως και φαινομενικά ανεφάρμοστες, ιδέες. Όμως, στην πoλιτικ� μεταμόρφωση των Εργατικών υπάρχει σαφώς κάτι περισσότερο. Αυτό που πρέπει να εξηγ�σoυμε είναι η μεταμόρφωση των ανθρακωρύχων από ένα σώμα που �ταν διάσημο ως απρόσβλητο στη γοητεία των σοσιαλιστών, σ' αυτό που απoκλ�θηκε «το σώμα των Πραιτωριανών ενός δηλωμένα σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος».45 Αυτό που πρέπει να εξηγ�σoυμε, είναι πώς αυτό συνέβη όχι μόνο σε πε ριοχές με οξυμένες ταξικές συγκρούσεις, όπως η Νότια Ουαλία, αλλά και σε περιοχές δίχως ιδιαίτερη βιoμηχανικ� αγωνιστικότητα, όπως το Yorkshire' όχι μόνο σε περιοχές όπου οι ανθρακωρύχοι �ταν πολύ φτωχοί, όπως το Lancashire, αλλά και σε μερικές που ζούσαν αρκετά καλά.
Σε αντίθεση με την πρόοδο του συνδικαλιστικού κιν�ματoς στην περίοδο αυτ�, που διπλασιάστηκε αριθμητικά και δύο δεκαετίες αργότερα ξαναδιπλασιάστηκε για να φτάσει το 1914 στα τέσσερα εκατομμύρια, η πρόοδος της ταξικ�ς συνείδησης είναι σχεδόν αδύνατο να χαρτογραφηθεΙ Η εμφάνιση αυτού που ακόμα και με τα δικά μας κριτ�ρια είναι ένας μαζικός συνδικαλισμός -και το 1910-1914 μαζικός ακτιβισμός-, σίγουρα φανερώνει κάποια αλλαγ�, η ακριβ�ς φύση της είναι ασαφ�ς. Οι εκλογικοί δείκτες μάς παραπλανούν, εν μέρει γιατί άλλες κατηγορίες εργατών δεν είναι τόσο εύκολο να ταυτιστούν όσο οι ανθρακωρύχοι , κυρίως όμως επειδ� οι στατιστικές της ανεξάρτητης εργατικ�ς Ψ�φoυ είναι θολές πριν από το 1906, ενώ από τότε μέχρι το 1914 δεν είναι σημαντικές. Μόνο μετά το 1918, όταν ξαφνικά οι Εργατικοί εμφανίζονται με ποσοστό 24% επί του συνόλου των Ψ�φων, για να ανέβουν στο 37,5% το 1929, η ψ�φoς στους Εργατικούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί θετικά ως δείκτης της πoλιτικ�ς ταξικής συνείδησης. Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε ότι μεγάλες και αυξανόμενες μάζες βρετανών εργατών βλέπουν την ψήφο στους Εργατικούς ως μια αυτονόητη συνέπεια του γεγονότος πως είναι εργάτες. Πριν από το 1914 δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το 1913, ακόμα και το 43% των ανθρακωρύχων ψήφισε ενάντια στην καταβoλ� της πολιτικής εισφοράς των συνδικάτων στο Εργατικό Κόμμα.46
Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορεί να μετρηθεί η διαμόρφωση της συνείδησης της εργατικ�ς τάξης πριν το 1914, παρ' όλα αυτά υπάρχει. Το 1915 η Beatrice Webb μπορούσε να πει: «Η ισχύς του κινήματος έγκειται στο μαζικό πείσμα της βάσης, που κάθε μέρα χαρακτηρίζει όλο και περισσό-
45. R. Gregory. The Miners . . . , ό .π. , σ. 1 78. 46. Στο ίδιο, σ. 188.
Η ΔΗΜJOΥ1'ΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤιΚΗΣ ΤΑΞΗΣ 1 1 1
τερο την εργατική τάξη. Οσάκις αυτό το μαζικό κίνημα έχει την ευκαιρία να ταχθεί υπέρ ή εναντίον κάποιου συγκεκριμένου μέτρου, γίνεται σχεδόν ακαταμάχητο. Η κυβερνώσα τάξη της Αγγλίας δε θα τολμούσε να το προκαλέσει ανοιχτά».47 Το 1880 κανένας δε θα έκανε στα σοβαρά μια τέτοια δήλωση. Τα δύο έθνη του Ντισραέλι δεν ήταν πια οι πλούσιοι και οι φτωχοί, αλλά η αστική τάξη και η εργατική τάξη, μια εργατική τάξη που, μέσα στο υλικό της περιβάλλον, στις πρακτικές της και στα ανακλαστικά της, είναι αναγνωρίσιμη, τουλάχιστον στις βιομηχανικές περιοχές, όπως την περιγράφει ο Richard Hoggart από τη μεσοπολεμική περίοδο. Στο βαθμό που δεν ήταν ενδοτική, απολιτική και απαθής, η πολιτική της δεν ακολουθούσε πλέον απλά μια γενική πίστη στα δικαιώματα του ανθρώπου, και οι εργάτες δεν ήταν απλά ένα τμήμα ενός ευρύτερου «λαού». Η πολιτική του Χαρτισμού, είτε ως ανεξάρτητου μαζικού κινήματος είτε ως ενός κομματιού του φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού, είχε σβήσει. Το τελευταίο κίνημα αυτού του τύπου ιδρύθηκε την ίδια εποχή με την Επιτροπή Εργατικής Αντιπροσώπευσης. Συγκέντρωνε τη μεσοβικτωριανή Αριστερά της Reyno/ds News, που το καθοδηγούσε, ισχυρές Lib-Lab προσωπικότητες, όπως οι Howell, Fenwick και Sam Woods, και Νέους Συνδικαλιστές της σοσιαλιστικής Αριστεράς: Tom Mann, Bob Smillie. Ο John Burns το ευλόγησε. Αλλά αυτή η Εθνική Δημοκρατική Ένωση εξαφανίστηκε το 1906, ύστερα από λίγα χρόνια μιας καθόλου αμελητέας επιρροής. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποια γενική ιστορία της Βρετανίας αυτής της περιόδου που να αναφέρει τον τίτλο της. Ακόμα και οι ιστορικοί του εργατικού κινήματος της παραχωρούν κάτι περισσότερο από μια υποσημείωση. Το μέλλον ανήκε στην Επιτροπή Εργατικής Αντιπροσώπευσης, και η ουσία του προγράμματός της, όποιο κι αν ήταν αυτό, ήταν ότι υπηρετούσε ειδικά τα αιτήματα και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης.
Επιτρέψτε μου να τελειώσω με έναν ακόμα ανθρακωρύχο. Επέλεξα τον Herbert Smith (1862-1938) επειδή δεν ήταν ούτε ακτιβιστής της ενορίας ούτε ένας άνθρωπος που θα τον συνέδεε κανείς με την ιδεολογία ή, παρά τον ενθουσιασμό του για την παιδεία, με το πολύ διάβασμα. Ήταν μάλλον τόσο κοντά στο μέσο ανθρακωρύχο όσο ήταν κάθε ηγέτης, ακό μα και στους ανθρακωρύχους, ακόμα και στο Yorkshire: ένας ήρεμος, σκληρός, αξιόπιστος άνδρας, φανατικότερος για το κρίκετ και την ποδοσφαιρική ομάδα του Barnsley, τα παιχνίδια της οποία παρακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια, παρά για τις ιδέες ένας άνδρας που προτιμούσε να λέει στους αντιπάλους του να φύγουν παρά να τσακώνεται μαζί τους. Ο Herbert Smith από ζυγιστής αναρριχήθηκε σιγά σιγά στην
47. Beatrice Webb, Diαries. 1912-1924, Λονδίνο 1952, σ. 45.
1 1 2 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
προεδρία των ανθρακωρύχων του Υ orkshire και τελικά, στη δεκαετία του 1920, στην ηγεσία της Ομοσπονδίας των Ανθρακωρύχων. Το 1897, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, αποφάσισε να υποστηρίξει το ILP. Είναι η όΨιμη ηλικία αυτής της απόφασης που καθιστά τον προσηλυτισμό του σημαντικό. Στο εξής παρέμεινε σοσιαλιστής, και παρότι στη δεκαετία του 1920 χτύπησε τους κομμουνιστές, με τα εδουαρδιανά μέτρα ανήκε μάλλον στην Αριστερά του ILP. Σίγουρα δεν ήταν η ιδεολογία που τον τράβηξε ' ήταν η εμπειρία της πάλης των ανθρακωρύχων και το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές ζητούσαν αυτά που πίστευε πως χρειάζονταν οι ανθρακωρύχοι, τη θέσπιση του οχτάωρου, έναν εξασφαλισμένο κατώτατο μι σθό και μεγαλύτερη ασφάλεια.
Αλλά η επιλογή του εξέφραζε και μια ενστικτώδη, αγωνιστική και βαθιά ταξική συνείδηση, η οποία βρήκε την ορατή της έκφραση στο ντύσιμό του. Ο Herbert Smith ήταν διάσημος για την τραγιάσκα του. Υπάρχει μια βLOγραφία του με τίτλο Ο άνθρωπος με την τραγιάσκα.48 Τη φορούσε σαν σημαία. Υπάρχει μια φωτογραφία που τον δείχνει σε μεγάλη ηλικία, ως δήμαρχο του Bamsley, μαζί με τον Λόρδο Harewood, Ψηλόλιγνο και κομΨό, με καπέλο μπόουλερ και διπλωμένη ομπρέλα της δικής του τάξης, και το ΔLOικητή της Αστυνομίας με μια «βατραχωτή» στολή. Ο Herbert Smith, ένας μάλλον κοντόχοντρος γέρος, φοράει την αλυσίδα και τα διακριτικά του Δημάρχου, αλλά πάνω απ' αυτά φοράει την τραγιάσκα του. Πολλά μπορεί κανείς να πει για την καριέρα του, όχι όλα κολακευτικά, δεν μπορεί όμως να μη θαυμάσει τον άνθρωπο που το 1926 κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων φορώντας την τραγιάσκα του, αλλά δίχως τη μασέλα του, την οποία ακούμπησε στο τραπέζι για μεγαλύτερη άνεση, και είπε «όχι» εκ μέρους των ανθρακωρύχων στους ιδLOκτήτες των ορυχείων, στην κυβέρνηση και σ' όλο τον κόσμο. Αυτό που θέλω να πω εδώ, είναι ότι τόσο ο Herbert Smith ως εργατικός ηγέτης όσο και η καριέρα του θα ήταν αδιανόητα σε οποιαδήποτε προγενέστερη περίοδο της εργατικής ιστορίας - ίσως και σε οπωαδήποτε μεταγενέστερη. Είναι δημLOύργημα της νέας εργατικής τάξης, όμως βοήθησε και στο να φτιαχτεί αυτή η τάξη, την ανάδυση της οποίας στις δεκαετίες πριν το 1914 προσπάθησα εδώ να σκιαγραφήσω. Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανδρών που φορούσαν τραγιάσκες, ήταν σίγουρα κάτι το εξαιρετικό. Όμως μόνο όπως ένα ιδιαίτερα επιβλητικό δέντρο ξεχωρίζει μέσα σ' ένα μεγάλο δάσος. Υπήρχαν αμέτρητοι άλλοι, λιγότερο επιφανείς, λιγότερο πολιτικοποιημένοι, λιγότερο δραστήρLOΙ, που στην εικόνα του αναγνώριζαν τους εαυτούς τους, και τους οποίους θα πρέπει κι εμείς να αναγνωρίσουμε.
48. Jack Lawson, The Mαn in the Cαp: The Life ο/ Herbert Smith, Λονδίνο 194 1 .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ
Α υτό το κεφάλαιο είναι. ανάμεσα στ ' άλλα. κι ένας επικήδειος για τον ειδικευμένο χειρώνακτα εργάτη. Αρχικά γράφτηκε για μια διάλεξη. μια Tawney Lecture στην Εταιρεία Ο ικονομικής Ιστορίας το 1983. Εξ ου και η αναφορά στο τέλος στον R . H . Tawney (1880-1962), μ ι α μορφή πολύ σημαντική για τη βρετανική οικονομική ιστο
ρία. για το σοσιαλισμό και για τον αγώνα υπέρ της «Ισότητας» και εναντίον της «Κτητικής κοινωνίας». για να αναφέρω τους τίτλους δύο βιβλίων του.
Το κεφάλαιο αυτό αφορά, στην ουσία, τις περιπέτειες και τις μεταμορφώσεις του ειδικευμένου χεφώνακτα μισθωτού εργάτη στο πρώτο βιομηχανικό έθνος του κόσμου. Τα χαρακτηριστικά του, οι αξίες του, τα ενδιαφέροντά του και ιδίως οι μορφές προστασίας που επινόησε, είχαν τις ρίζες τους βαθιά στο προβιομηχανικό παρελθόν των «τεχνών», οι οποίες αποτέλεσαν το πρότυπο ακόμα και για ειδικευμένα επαγγέλματα που δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, όπως για τους Τεχνίτες Κατασκευαστές Ατμομηχανών. Η ειδικευμένη εργασία συνέχισε να φέρει τα σημάδια αυτού του παρελθόντος ακόμα και μέσα στον εικοστό αιώνα' από μερικές απόψεις επιβίωσε μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι πλέον γενικά αποδεκτό, ότι η βρετανική βιομηχανική οικονομία στις απαρχές της στηρίχτηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, και συχνά θεμελιακά, πάνω στην ειδικευμένη χεφωνακτική εργασία με ή χωρίς τη βοήθεια μηχανών που χρησιμοποιούν ενέργεια. Αυτό συνέβη για τεχνικούς λόγους -στο βαθμό που οι χεφωνακτικές δεξιότητες ήταν ακόμα απαραίτητες-, για λόγους οργάνωσης της παραγωγής -επειδή η ειδικευμένη εργασία συμπλήρωνε και εν μέρει υποκαθιστούσε το σχεδιασμό, την τεχνική γνώση και τη διεύθυνση-, και, πιο θεμελιακά, για λόγους επιχεφηματικής ορθολογικότητας. Όσο καφό η ειδικευμένη εργασία δεν εμπόδιζε την επίτευξη ικανοποιητικών κερδών, το βαρύ κόστος της αντικατάστασής της, ή το κόστος που θα συνεπαγόταν μια αντικατάστασή της, δε φαινόταν να δικαιολογείται από τα προσδοκώμενα από αυτή την αντικατάσταση κέρδη. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο σε ειδικές περιπτώσεις όπως η Fleet Street [τα τυπογραφεία του Λονδίνου]. Ο Sir Andrew Noble του Armstrong υποστήριξε, σίγουρα σωστά, ότι περισσότερα χρήματα έβγαιναν από την κατασκευή ενός ποταμόπλοιου παρά από την παραγω -
1 14 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
γή 6.000 αμαξιών.! Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπήρχε έλλειψη προσφοράς ειδικευμένης χειρωνακτικής εργασίας. Και το μεγαλύτερο κίνητρο για την αντικατάστασή της, δηλαδή η μαζική παραγωγή τυποποιημένων προ'ιόντων, ήταν ασυνήθιστα ισχνή ή ετερόκλητη στην εσωτερική βρετανική αγορά, τουλάχιστον μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, ενώ η κυριαρχία των βρετανικών προ'ιόντων μέσα στην παγκόσμια αγορά ή, για την ακρίβεια, στις αγορές αυτού που σήμερα θα αποκαλούσαμε Τρίτο Κόσμο και λευκή αυτοκρατορία, συντηρούσε τη βιωσιμότητα των παλαιών μεθόδων παραγωγής. Επιπλέον, μπορούμε να πούμε ότι, με όρους χρηματικών ημερομισθίων, ο βρετανός ειδικευμένος εργάτης μάλλον δεν ήταν ακριβός.
Ο βρετανός ειδικευμένος εργάτης είχε αποκτήσει λοιπόν μια θέση
κλειδί με σημαντική δύναμη, και όσο μεγαλύτερο διάστημα την κατείχε
και την εκμεταλλευόταν τόσο περισσότερο προβληματικό και δαπανηρό
γινόταν να τον απομακρύνουν απ' αυτήν. Η ειδίκευση μπορούσε βέβαια
να κλονιστεΙ Οι ειδικευμένοι εργάτες ηττήθηκαν σε μετωπικές και φαι
νομενικά αποφασιστικές μάχες στο διάστημα ανάμεσα στις αρχές της δε
καετίας του 1830 και τη δεκαετία του 1850, ακόμα και οι πανίσχυροι μηχανικοΙ Παρά ταύτα, στους περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους αυτό που επακολούθησε ήταν ένα σύστημα άτυπων διευθετήσεων και συμβιβασμών ανάμεσα στα αφεντικά και στην ειδικευμένη εργασία, το οποίο ικανοποιούσε αμφότερα τα μέρη. Η θέση των ειδικευμένων ενισχύθηκε
σε τέτοιο βαθμό, που η επόμενη και πολύ πιο συστηματική απόπειρα να
τους αντικαταστήσουν με μια νέα και πιο εκλεπτυσμένη εκμηχάνιση και «επιστημονική διεύθυνση » απέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Ο τεχνίτης του δέκατου ένατου αιώνα ήταν όμως καταδικασμένος. Με εξαίρεση κάποια μικρά, αν και αποφασιστικής σημασίας, κομμάτια της β ιομηχανικής οικονομίας και την υπόγεια ανάπτυξη της μαύρης οικονομίας, ο τεχνίτης -μια που ακόμα και σήμερα είναι πολύ σπάνια η «τεχνίτρΙα>> - δε μετράει και πολύ. Μαζί μ' αυτόν όμως δε μετράει και η βρετανική βιομηχανία.
Η ιστορία του τεχνίτη εμφανίζεται λοιπόν σαν ένα δράμα σε πέντε πράξεις: η πρώτη πράξη τον δείχνει μέσα στο προβιομηχανικό του περιβάλλον' η δεύτερη, παρουσιάζει τους αγώνες του στην πρώτη βιομηχανική περίοδο' η τρίτη, τη δόξα του στη μέση βικτωριανή εποχή' η τέταρτη, την επιτυχημένη αντίστασή του στη νέα επίθεση, και η τελευταία, τη σταδιακή αλλά κάθε άλλο παρά ανώδυνη παρακμή και πτώση του από το τέλος του πρώτου μεταπολεμικού μπουμ και μετά.
1 . J. Zeitlin, «The Labour Strategies of British Engineering Employers. 1 890-1 922 » , στο H.C. Gospel - C. Littler (επιμ.), Management Strategy and Industrial Relations: An Historical and Comparative Survey, 1 983. Η αναφορά μου είναι από τη σ. 20 της αρχικής ανακοίνωσης στην SSRC Conference οη Business and Labour History, 23 Μαρτίου 1981 .
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 1 15
Θα ξεκιν�σω με μια απλ� παρατ�ρηση . Στις περισσότερες ευρωπαϊ κές γλώσσες, η λέξη τεχνίτης (artisan) � το αντίστοιχό της, όταν χρησιμοποιείται μόνη της, σημαίνει αυτομάτως κάτι σαν ανεξάρτητος βιοτέχνης � μάστορας � κάποιος που ελπίζει να γίνει τέτοιος. Στη Βρετανία του δέκατου ένατου αιώνα σημαίνει έναν ειδικευμένο μισθωτό εργάτη � , ακόμα, αρχικά (όπως στο Τεχνίτες και Μηχανές του Gaskel!) κάθε μισθωτό εργάτη . Με δυο λόγια, οι παραδόσεις και οι αξίες του τεχνίτη σ' αυτ� τη χώρα πρoλεταριoπoι�θηκαν περισσότερο από oπoυδ�πoτε αλλού. Ο ίδιος ο όρος τεχνίτης είναι παραπλανητικός. Εν πολλοίς αν�κει στον κοινωνικό και πολιτικό λόγο του δέκατου ένατου αιώνα, και πιθανώς να εισ�λθε στο δημόσιο λεξιλόγιο στη διάρκεια των αποτυχημένων εκστρατειών, των τελευταίων ίσως συλλογικών προσπαθειών μαστόρων και καλφάδων -οι τελευταίοι αποτελούσαν �δη τη μεγάλη πλειοψηφία-, στα τέλη των Ναπολεόντειων Πολέμων, να γυρίσουν τη ζω� πίσω στον Ελισαβετιανό κώδικα εργασίας. Στο δέκατο ένατο αιώνα, ο όρος φαίνεται ότι σπάνια χρησιμοποιείτο για κoινωνικ� περιγραφ� � ταξινόμηση. Η λέξη που χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα στους κύκλους της εργατικ�ς τάξης είναι «tradesman » [έμπορος-επαγγελματίας]. Μια λέξη που ενώ στη χρ�ση της από τη μεσαία τάξη κατά το δέκατο ένατο αιώνα έφτασε να σημαίνει σχεδόν πάντα έναν, συν�θως μικρό, καταστηματάρχη (κάποιον που «είναι στο εμπόριο»), στη χρ�ση της από την εργατικ� τάξη διατ�ρησε, ίσως μάλιστα στους πιο ηλικιωμένους να διατηρεί ακόμα, την παλιά της σημασία του ανθρώπου που «έχει ένα επάγγελμα»: εδώ η εξέλιξη της γλώσσας συμβαδίζει με την εσωτερικ� διαφοροποίηση της τάξης των βιοτεχνών ανάμεσα σ' αυτούς που παράγουν και σ' αυτούς που πουλούν. Μπορούμε να παρατηρ�σoυμε ότι ενώ το να «είσαι στο εμπόριο » αναπτύσσει συνδηλώσεις περιφρόνησης � σεβασμού, το να «έχεις ένα επάγγελμα», τουλάχιστον γι ' αυτούς που το έχουν � γι ' αυτούς που συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τους κατόχους του, διατηρεί τις συνδηλώσεις της ικανοποίησης και της υπερηφάνειας.
Όπως η λέξη «master» [μάστορας-αφεντικό] παρουσιάζει μιαν ανάλογη εξέλιξη, για να γίνει μέσα από τη χρ�ση της, στο δέκατο ένατο αιώνα, συνώνυμη με τον «εργοδότη », έτσι κι από την άλλη μεριά ο «joumeyman » [κάλφας] γίνεται συνώνυμος με το μισθωτό επαγγελματία. Μάλιστα, στην αυγ� της εκβιομηχάνισης η λέξη χρησιμοποιείται μερικές φορές για oπo ιoνδ�πoτε μισθωτό εργάτη. Οι επαγγελματικές ενώσεις και τα σωματεία που κράτησαν τα ονόματα των παλαιών συντεχνιών είναι τώρα όχι μόνο σωματεία παραδοσιακών τεχνών, όπως οι καπελάδες και οι βουρτσοποιοί, αλλά και καινοφανών, όπως οι κατασκευαστές ατμομη χανών και οι λεβητοποιοί. Ενώ τα συνδικάτα βαθμιαία θα αφαφέσουν από τους τίτλους τους τη λέξη «joumeyman », η ίδια η λέξη συνέχισε να
1 16 Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
χαρακτηρίζει τον ειδικευμένο τεχνίτη, που δεν οριζόταν πια σε αντίθεση με τους «μάστορες» του επαγγέλματος, αλλά μάλλον σε αντίθεση με τους μαθητευόμενους, τους αριθμούς των οποίων προσπαθούσε να ελέγξει, και ειδικά τους «labourers» [δουλευτές] ή «handymen » [παραγιούς, τσιράκια], απέναντι στους οποίους προσπαθούσε να υπερασπιστεί το μονοπώλιο της δουλειάς. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η ταξική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση του δέκατου ένατου αιώνα είναι βαθιά ριζωμένη στην ορολογία, και συνεπώς και στις κρυσταλλωμένες μνήμες του προβιομηχανικού συντεχνιακού κόσμου.
Ακόμα περισσότερο, ο όρος «the trade» [επάγγελμα] ταυτίζεται ουσιαστικά με τους ειδικευμένους εργάτες που το ασκούν. «Οι άνθρωποι κάθε επαγγέλματος όταν μιλούν μεταξύ τους αναφέρουν το επάγγελμά τους ως "το επάγγελμα" ».2 «Σε σχέση με τις εργατικές υποθέσεις», λέει ένα εργατικό λεξικό των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα», «ο όρος αυτός υποδηλώνει είτε ( 1 ) μια συγκεκριμένη τέχνη ή δουλειά στο χώρο της χειρωνακτικής απασχόλησης είτε (2) το συλλογικό σώμα των εργατών που ασχολείται με μια συγκεκριμένη τέχνη ή δουλειά».3 Πράγματι, το «επάγγελμα» μπορεί να γίνει και συνώνυμο με το σωματείο. Έτσι, ακόμα και στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκουμε έναν μαθητευόμενο βαρελά, ο οποίος έχει οργιστεί βλέποντας έναν δουλευτή να κάνει ειδικευμένη εργασία και απειλεί, επιτυχώς, το αφεντικό ότι, αν δεν του πει να σταματήσει, θα φέρει το ζήτημα στο «επάγγελμα».4
Δε θέλω να συνεχίσω τη γλωσσική ανάλυση, αν και το ζήτημα της ορολογίας είναι σημαντικό και μια συστηματική έρευνα μπορεί να αποδώσει πολλά. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές ότι όχι μόνο το λεξιλόγιο των θεσμών της προβιομηχανικής συντεχνιακής οργάνωσης πέρασε στην εργατική τάξη σχεδόν en bloc, αλλά και ότι η βασική βικτωριανή κατηγοριοποίηση στο εσωτερικό των εργατικών τάξεων προερχόταν κι αυτή από τη συντεχνιακή παράδοση. Ε ίναι κοινός τόπος, ότι ο βικτωριανός διαχωρισμός των εργατών ανάμεσα σε «τεχνίτες» (ή κάποιον ανάλογο όρο όπως « μηχανικοί») και σε «δουλευτές» δεν απέδιδε την πραγματικότητα, και υπήρξε πάντοτε περιγραφικά ανεπαρκής. Παρ' όλα αυτά ήταν ευρέως αποδεκτός. Γ ια τους ειδικευμένους εργάτες αντιπροσώπευε μια πραγματική διχοτομία και δεν προκαλούσε μεγάλα προβλήματα ταξινόμησης μέχρις ότου να αναπτυχθούν ομάδες που δεν κολλούσαν σε καμιά α.πό αυτές τις κατηγορίες και ούτε μπορούσαν να αγνοηθούν, και που, από τη δεκαετία του 1890 και μετά, θα γίνονταν γνωστές ως «ημι-
2. Ανώνυμος, Warking Men αnd Wamen by α Warking Man, Λονδίνο 1879, σ . 102. 3. Waldo R. Browne, What's What in the Labar MavemenI: Α Dictianary σΙ Labar Affairs and
Lαbar TerminaΙagy, Νέα Υόρκη 1921, σ. 497. 4. Bob Gilding, The ]azιrneymen Caapers σΙ East Landan, Οξφόρδη 1971, σ. 56-57.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 1 1 7
ειδικευμένοι».5 Από τη σκοπιά των μαστόρων, ο διαχωρισμός αυτός α
ντιπροσώπευε τη διαφορά ανάμεσα σε οποιαδήποτε άλλη εργασία και
στην ειδικευμένη εργασία, δηλαδή «αυτή που χρειάζεται μια μακρά πε
ρίοδο μαθητείας, είτε σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση, βάσει ενός καθο
ρισμένου συμβολαίου ή συμφωνίας, είτε δίχως τέτοια συμφωνία, με το
μαθητευόμενο να μετακινείται από τη μια επιχείρηση στην άλλη» . 6 Αυτός στην ουσία ήταν και ο ορισμός που έδιναν οι ίδιοι.7
Από τη σκοπιά των τεχνιτών αντιπροσώπευε την ποιοτική υπεροχή της ειδίκευσης που έχει αποκτηθεί μ' αυτόν τον τρόπο -τον επαγγελματισμό της τέχνης- και ταυτόχρονα το κοινωνικό της status και τις αποδοχές της. Ο εκπαιδευμένος τεχνίτης ήταν ο ιδεότυπος του αριστοκράτη-εργάτη, όχι μόνο επειδή η δουλειά του απαιτούσε ειδίκευση και κρίση, αλλά και γιατί υπήρχε ένα «επάγγελμα» που παρείχε μια τυπική, στην καλύτερη περίπτωση θεσμοποιημένη, οροθετική γραμμή, η οποία χώριζε τον προνομιούχο από τον μη προνομιούχο. Δεν έχει μεγάλη σημασία το ότι η τυπική μαθητεία πιθανώς να μην ήταν η σημαντικότερη πύλη που οδηγούσε σε πολλά επαγγέλματα. Ο George Howell εκτιμούσε το 1877, ότι λιγότερο από το 1 0% των μελών των σωματείων είχαν περάσει από κανονική μαθητεία. 8 Περιλάμβαναν στέρεους πυλώνες των τεχνών, σαν τον Robert Applegarth , γραμματέα της ASCJ (Amalgamated Society of Carpenters and Joiners). Το βασικό ήταν ότι OL καλοί μονταδόροι, ακόμα και οι καλοί ξυλουργοί και χτίστες που ήταν πολύ πιο ευάλωτοι σε παρεισφρήσεις, δε γίνονταν μέσα
. σε μια μέρα. Όσο καφό ήταν απαραίτητη μια πραγματική ειδίκευση, οι τεχνίτες, το είδος εκείνο που ποτέ δε θα έχαναν την απασχόλησή τους όσο υπήρχαν δουλειές, ήταν λιγότερο ανασφαλείς απ' ό,τι λέγεται μερικές φορές. Δεν απειλούνταν τόσο από δουλευτές ή τσφάκια που μπορούσαν να αναλάβουν αμέσως τις δουλειές όσο από μια μακροπρόθεσμη υπερπροσφορά ειδικευμένων επαγγελματιών, καθώς βέβαια και από την ανασφάλεια τόσο του επαγγελματικού κύκλου όσο και του κύκλου της ζωής. Σε πολλά επαγγέλματα, για παράδειγμα στους μηχανικούς, OL κίνδυνOL μιας ανεξέλεγκτης δημιουργίας ενός εφεδρικού στρατού επαγγελματιών ήταν μικροί, σε μερικά όμως οικοδομικά επαγγέλματα, όπου υπήρχε μεγάλη εισροή ειδικευμένων ανδρών από την ύπαιθρο, ήταν σημαντικοί.
Τέτοιοι λοιπόν ήταν OL τεχνίτες με τους οποίους ασχολούμαστε. Να
5. Ν.Β. Dearle, Industria/ Training: With Specia/ Reference Ιο the Conditions Prevai/ing in London, Λονδίνο 1 914, σ. 31 -32.
6. Στο ίδιο, σ. 31. 7. Roya/ Commission on Labour (Ρ.Ρ. 1892 36/ 1 ) Group Α, Q. 16064. Κατάθεση του J.
Cronin, γραμματέα των Associated Millmen of Scotland. 8. George Howell, «Trade Unions, Apprentices and Technical Education». Contemprorary
Review, τχ. 30 (1877), σ. 854.
1 18 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
σημειώσω παρεμπιπτόντως, ότι δεν πρέπει να τους συγχέουμε με το λεγόμενο «ευφυή τεχνίτη », για τον οποίο γίνεται λόγος στις συζητήσεις για την κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση στη μέση βικτωριανή εποχή ή στον Thornas Wright , αυτόν τον «ήρωα των χιλίων υποσημειώσεων», όπως τον αποκαλεί ο Alastair Reid . Οι τεχνίτες είχαν πράγματι περισσότερες δυνατότητες να αποκτήσουν μια επαρκή σχολική εκπαίδευση από τους περισσότερους μη τεχνίτες και, όπως δείχνει η ιστορία των περισσότερων εργατικών κινημάτων, ήταν πολύ πιο εύκολο γι' αυτούς να καταλάβουν υπεύθυνες και ηγετικές θέσεις. Ακόμα και στη δεκαετία του 1950, οι ειδικευμένοι εργάτες εξακολουθούσαν να παρέχουν το ίδιο ποσοστό των συνδικαλιστών πλήρους απασχόλησης -γύρω στο 95%- στα συνδικάτα που κατάγονταν από συντεχνίες και είχαν ένα μεγάλο ποσοστό ημιειδικευμένων, καθώς και στα συνδικάτα που χαρακτηρίζονταν ακόμα ως συνδικάτα ειδικευμένων.9 Παρ' όλα αυτά, όπως σωστά παρατηρεί ο Thornas Wήght , οι εγγράμματοι τεχνίτες με πνευματικά ενδιαφέροντα -τουλάχιστον στην Αγγλία- ήταν μειοψηφία μέσα στους συναδέλφους τους, τα γούστα των οποίων δε διέφεραν και πολύ απ' αυτά του υπόλοιπου προλεταριάτου.1Ο Μια ανάλυση ενός δείγματος αυτών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οι κατ' εξοχήν «ευφυείς τεχνίτες» το επιβεβαιώνει. Στα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας του Ινστιτούτου Μηχανικών του Λονδίνου, ομάδες όπως οι καπελάδες, οι βαρελάδες και οι ναυπηγοί υποεκπροσωπούνταν κατάφωρα, παρότι πολύ δύσκολα θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους λιγότερο ειδικευμένους ή πιο κάτω στην ιεραρχία των τεχνών από τα ξυλουργικά, ας πούμε, επαγγέλματα, τα οποία άντιπροσωπεύονται καλύτερα.!! Η αλήθεια, η οποία επιβεβαιώνεται και από μεταγενέστερες στατιστικές των μαθητών των νυχτερινών σχολείων,! 2 είναι ότι ορισμένα επαγγέλματα θεωρούσαν πως είναι επαγγελματικά πιο χρήσιμο να μπορούν να κάνουν γραπτούς υπολογισμούς και να χρησιμοποιούν σχέδια απ' ότι άλλα, και είχαν έτσι την τάση να είναι πιο μελετηρά. Μπορούμε επομένως να αφήσουμε κατά μέρος τον «ευφυή εργάτη ».
Τ ι είχαν αποκομίσει από το προβιομηχανικό συντεχνιακό τους παρελθόν; Εμείς οι επιστήμονες δε θα έπρεπε να έχουμε δυσκολία να κατανοήσουμε τις παραδοχές που βρίσκονται στη βάση της σκέψης και της δράσης των συντεχνιών, μια που κι εμείς σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουμε
9. Η.Α. CJegg - A.J. Kίllick - Rex Adams, Trade Union Officers, Οξφόρδη 1961, σ. 50. 1 0. Πρβλ. Alastair Reid, «Intelligent Artisans and Aristocrats of Labour: The Essays of
Thomas Wright», στο Jay Winter (επιμ.), The Working CΙass in Modern British History: Essays in Honour of Henry Pe//ing. Καίμπριτζ 1983, σ. 1 75-1 76.
1 1 . Τα αρχεία του Ινστιτούτου φυλάσσονται στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το οποίο και ευχαριστώ για την πρόσβαση σ' αυτά.
1 2. Ν.Β. Dearle, IndustriaI Training, ό.π., σ. 566-567.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 1 19
να ενεργούμε βάσει των ίδιων παραδοχών. Μία τέχνη αποτελείτο απ' όλους εκείνους που είχαν αποκτήσει τις ιδιαίτερες δεξιότητες ενός λιγότερο ή περισσότερο δύσκολου επαγγέλματος, μέσα από μια ειδική διαδικασία εκπαίδευσης, η οποία συμπληρώνεται από δοκιμασίες και αξιολογήσεις που πιστοποιούν ότι κάποιος διαθέτει την απαιτούμενη για το επάγγελμα γνώση και επίδοση . Αυτά τα άτομα, από την πλευρά τους, αναμένουν ότι θα έχουν το δικαίωμα να ασκούν το επάγγελμα και να έχουν ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο που να ανταποκρίνεται στην αξία τους στην κοινωνία και στην κοινωνική τους θέση. Ε ίναι πολύ εύκολο να μεταφράσουμε αυτή την τελευταία απαίτηση με όρους οικονομίας της αγοράς, και πράγματι πολλά από όσα έκαναν οι συντεχνίες γίνονταν με στόχο τον περιορισμό της εισόδου στο επάγγελμα, την αποφυγή του ανταγωνισμού από παρείσακτους (που είτε είχαν δικό τους επάγγελμα είτε όχι), και τον περιορισμό της παραγωγής και της προσφοράς εργασίας, έτσι ώστε να κρατιέται το μέσο εισόδημα στο αναγκαίο επίπεδο. Στις μέρες μας, η θεωρία της οικονομίας της αγοράς έχει βέβαια επικρατήσει, αλλά οι βασικές συντεχνιακές παραδοχές δεν έχουν μεγάλη σχέση με το λόγο των επιχειρηματικών σχολών. Μιλούσαν την αρχαία γλώσσα μιας αυστηρά δομημένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων ή, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Ε . Ρ . Thompson, μιας «ηθικής οικονομίας»:
«Η προφανής επιδίωξη των προγόνων μας όταν θέσπιζαν το Καταστατικό [των Βιοτεχνών] [ . . . ] ήταν να παραχθεί ένας ικανός αριθμός και μια συνεχής διαδοχή μαστόρων και καλφάδων που να διαθέτουν πρακτική εμπειρία, για να προωθηθεί, να διασφαλιστεί και να διαιωνιστεί η ευημερία των τεχνών του έθνους, οι οποίες έχουν καθιερωθεί με ευσυνειδησία χάρη στις ικανότητες και τα ταλέντα τους και έχουν εμπεδωθεί μέσα από μια πρακτική εκπαίδευση» (η υπογράμμιση δική μου).
Κι αυτό με τη σειρά του σήμαινε πως είχαν «ένα αδιαφιλονίκητο δικαίωμα [ . . . ] [στην] ήρεμη και αποκλειστική απόλαυση των διαφόρων αντίστοιχων τεχνών και επαγγελμάτων, τα οποία ο νόμος τους είχε ήδη παραχωρήσει ως περιουσία τους». 13 Η δουλειά ήταν «περιουσία» του εργαζόμενου, και για να χαρακτηρίζεται έτσι, πάει να πει, βέβαια, ότι αυτό ήταν ένας κοινός τόπος του ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου της εποχής.
Από την άλλη, γινόταν αποδεκτό το καθήκον της καλής δουλειάς: Οι Εργάτες Τσίγκου του Λονδίνου που άφηναν τη δουλειά τους, ήταν υποχρεωμένοι να γυρίσουν και να τελειώσουν τις ημιτελείς εργασίες ή να
13. «Report of the Committee οη the Petition of the Watchmakers, 1817», παρατίθεται στο Α.Ε. Bland - Ρ.Α. Brown - R.H. Tawney (επιμ.), English Economic History: Select Documents, Λονδίνο 1914, σ. 588-590.
120 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
πληρώσουν γι' αυτές, αλλιώς το Σωματείο τους επέβαλε πρόστιμο. 14 Με
δυο λόγια, το επάγγελμα δεν ήταν απλά ένας τρόπος να βγάζεις χρήμα
τα. Το εισόδημα που απέδιδε ήταν περισσότερο μια αναγνώριση εκ μέ
ρους της κοινωνίας και των θεσμικών αρχών της αξίας της σωστής δου
λειάς που έκαναν ευσυνείδητα σώματα αξιότιμων ανδρών, επαρκώς ειδι
κευμένων σε καθήκοντα που είχε ανάγκη η κοινωνία. Η ιδεώδης, αλλά
και αναμενόμενη, κατάσταση ήταν οι αρχές να αφήνουν ή να μεταβιβά
ζουν αυτά τα δικαιώματα σε επαγγελματικά σώματα, και το ίδιο το ε
πάγγελμα να εξασφαλίζει συλλογικά τους καλύτερους τρόπους με τους
οποίους θα λειτουργούσε και θα προστατευόταν. Στις κλασικές, ή αν προτιμάτε στις ιδεοτυπικές, συντεχνίες της προβιο
μηχανικής εποχής, αυτή η ρύθμιση και η προστασία βρισκόταν ουσιαστικά
στα χέρια των μαστόρων, οι επιχειρήσεις των οποίων αποτελούσαν τις
βασικές μονάδες της συλλογικότητας καθώς και του συστήματος εκπαί
δευσης και αναπαραγωγής της. Ε ίναι σαφές, ότι όταν τα συμφέροντα της
τέχνης αντιπροσωπεύονται ουσιαστικά από τους αμειβόμενους εργάτες,
διατυπώνονται αρκετά διαφορετικά. Είναι λιγότερο προφανές, το εάν ένα
«επάγγελμα», οριζόμενο μ' αυτόν τον τρόπο, δε θα ισοδυναμούσε με έ
να κλειστό στρώμα καλφάδων τεχνιτών μέσα σε μια συντεχνιακή οικονο
μία, ακόμα κι όταν οργανωνόταν σε ειδικές συντεχνίες, αδελφότητες ή
άλλες ενώσεις καλφάδων. Η διαφορά ανάμεσα σ' αυτή τη δεύτερη μορ
φή οργάνωσης και στη βρετανική «επαγγελματική εταιρεία», η οποία ο
δηγεί κατευθείαν στο επαγγελματικό σωματείο, αξίζει περισσότερη ανάλυση απ' όση της έχει αφιερωθεί, αν και υπάρχουν κάποιες πρόσφατες εργασίες που έχουν προχωρήσει σ' αυτόν τον τομέα. Έχει προταθεί η άποψη, ότι τέτοιες μορφές συλλογικής δράσης των καλφάδων έχουν την τάση να τονίζουν την «υπόληψη» και το κοινωνικό κύρος του τεχνίτη πέρα
από τα οικονομικά συμφέροντα, και πολλές φορές σε βάρος τους, συχνά μέσα από ένα είδος υπερτροφίας των συμβολικών πρακτικών, όπως οι γνωστές τελετουργίες, οι συμπλοκές και οι ταραχές των καλφάδων. 15 Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε εδώ, είναι ότι αυτός ο δρόμος της εξέλιξης του κάλφα -ο οποίος δεν έχει βρετανικό ανάλογο απ' όσο γνωρίζω- δεν μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στον εργατικό συνδικαλισμό .
Τα οικονομικά συμφέροντα των μισθωτών εργατών ήταν σαφώς θεμελιώδη για τις βρετανικές επαγγελματικές οργανώσεις των καλφάδων ακόμα και πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Απέβλεπαν, δηλαδή, στην
14. Α. Kidd, History of the Tin P/ate Workers and Sheet Meta/ Workers and Braziers Societies, Λονδίνο 1949, σ. 28.
15. Για μια εκτενή διαπραγμάτευση πρβλ. Andreas Griessinger, Das symbo/ische ΚaρίΙa/ der Ehre: Streikbewegungen und kollektives Bewusstsein deutscher Handwerksgesellen im 18. Jahrhundert, Βερολίνο 1 981.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 12 1
προστασία τους από τους βασικούς κινδύνους που απειλούσαν τη χεφωνακτική εργασία, δηλαδή τα ατυχήματα, την αρρώστια και τα γηρατειά, το χάσιμο χρόνου, την υποαπασχόληση, την περιοδική απασχόληση και τον ανταγωνισμό από την υπερπροσφορά εργασίας. 16 Ενώ ο πυρήνας της γερμανικής και της γαλλικής συλλογικότητας των καλφάδων βρίσκεται εκτός του εργαστηρίου -την εποχή της καθιέρωσης των ταξιδιών στο πανδοχείο ή το ενοικιαζόμενο σπίτι όπου στεγάζονταν οι καλφάδες, και όπου και γίνονταν οι τελετουργίες της μύησης-, στη Βρετανία ο βασικός τόπος κοινωνικοποίησης του μαθητευόμενου στον τρόπο συμπεριφοράς του κάλφα ήταν σαφώς ο ίδιος ο χώρος εργασίας. Εκεί «μάθαινε, από τις εντολές και από το παράδειγμα των συναδέλφων του, ότι πρέπει να σέβεται το επάγγελμα και τους γραπτούς και άγραφους νόμους του, και ότι σε κάθε ζήτημα που αφορά γενικά το επάγγελμα, πρέπει να θυσιάζει το προσωπικό του συμφέρον ή την προσωπική του γνώμη σ' αυτό που το επάγγελμα έχει, καλώς ή κακώς, ορίσει για το γενικό καλό». 1 7 Δεν υπήρχε λοιπόν κάποια σαφής διάκριση ανάμεσα στα «έθιμα του επαγγέλματος» ως παράδοση ή τελετουργικοποιημένη πρακτική και ως λογική της συλλογικής δράσης των εργατών στη δουλειά ή επικύρωση των παραχωρήσεων που είχαν κατακτηθεί χάρη σ' αυτήν. Έτσι, μερικές τυποποιημένες τελετουργίες μπορούσαν να οδηγηθούν σε ατροφία δίχως να εξασθενίσει η δύναμη «των εθίμων του επαγγέλματος».
Οι βασικοί θεσμοί των καλφάδων, όπως έχει δείξει ο Prothero στο Artisan Politics, ήταν η εταφεία αλληλοβοήθειας, το «house of call », το σύστημα των περιοδειών -το οποίο προσέδωσε στους τεχνίτες μια εθνική εμβέλεια- και η μαθητεία. Σ ' αυτά πρέπει να προστεθεί, όπως σωστά έχει τονίσει η έρευνα, η ανοργάνωτη, όχι όμως και τελείως άτυπη, ομάδα εργασίας στο εργαστήρι ή στο χώρο εργασίας. 18 Οι θεσμοί αυτοί προστάτευαν τα συμφέροντα αμειβόμενων ανδρών -αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι αυτό θεωρείτο πως ήταν «το επάγγελμα», ότι το αποτελούσαν στην ουσία αμειβόμενοι άνθρωποι, δηλαδή ένα ειδικό σώμα από αξιοσέβαστους και έντιμους άνδρες που υπερασπίζονταν την «τέχνη » τους, δηλαδή το δικαίωμά τους στην ανεξαρτησία, στο σεβασμό και σε μια αξιοπρεπή διαβίωση που η κοινωνία τούς όφειλε, σε ανταπόδοση
16. Iorwerth Prothero, Artisans and Politics in Early Nineteenth Century London: John Gast and his Times, Folkestone 1979, σ. 27-28.
1 7. Thomas Wright, $ome Habits of the Working CΙasses, 1 867, σ. 102. Βλ. επίσης την έκθεση του F.W. Galton, στο S. και Β. Webb, History of Trade Unionism, 1 894, σ. 431-432, καθώς και John Dunlop, Artificial and Compulsory Drinking Usages of the United Kingdom, 7η έκδοση, 1 844, passim, σχετικά με τη σημασία των τελετουργιών που έχουν να κάνουν με το χώρο εργασίας.
18. Για αναφορές βλ. R. Price, Masters, Unions αnd Men: Work Control in Building αnd the Rise of Lαbour, Καίμπριτζ 1980, κεφ. 2.
122 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
για τη σωστ� επιτέλεση των κοινωνικά αναγκαίων καθηκόντων που απαιτούσαν τη δικ� τους εκπαίδευση και εμπειρία. Το «δικαίωμα σε ένα επάγγελμα» στο αρχικό καταστατικό της ASE (Ενωμένη Εταιρεία Μηχανικών) συγκρίνεται με το δικαίωμα του κατόχου ενός ιατρικού διπλώματος. 19 Τα τυπικά προσόντα για μια δουλειά ταυτίζονταν με το δικαίωμα άσκησ�ς της.
Η αίσθηση ανεξαρτησίας του τεχνίτη δε βασιζόταν, βέβαια, μόνο σε μια ηθικ� επιταγ� . Βασιζόταν στη δικαιολογημένη του πεποίθηση πως η δεξιότητά του �ταν απαραίτητη για την παραγωγ� , και μάλιστα πως �ταν ο μοναδικός αναγκαίος συντελεστ�ς της παραγωγ�ς. Γι ' αυτό και η αντίθεση του τεχνίτη στον καπιταλισμό, ο οποίος στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα συγκρουόταν όλο και περισσότερο με την ηθικ� οικονομία που έδινε στα επαγγέλματα μια ταπειν� αλλά σεβαστ� θέση, δεν εκφραζόταν τόσο ενάντια στους εργαζόμενους μάστορες-αφεντικά, τους οποίους τους γνώριζαν από παλιά, � αυτές καθαυτές τις μηχανές, τις οποίες μπορούσαν να τις δουν σαν προεκτάσεις των εργαλείων, αλλά ενάντια στον καπιταλιστ�, που τον έβλεπαν σαν έναν αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μεσάζοντα. Οι μάστορες-αφεντικά που αν�καν στις «χρ�σιμες τάξεις», στο βαθμό που -για να παραθέσουμε τα λόγια του Hodgskin- �ταν «και οι ίδιοι δουλευτές όσο και οι καλφάδες τους» και στο βαθμό που �ταν απαραίτητοι «για να διευθύνουν και να επιβλέπουν τη δουλειά και να διανέμουν τους καρπούς της»,20 �ταν όλα μια χαρά' μόνο που, δυστυχώς, «είναι επίσης», λέει και πάλι ο Hodgskin, «και καπιταλιστές � πράκτορες των καπιταλιστών, και από την άποψη αυτ� τα συμφέροντά τους αντιτίθενται άμεσα στα συμφέροντα των εργαζομένων σ' αυτούς». Τ α μικροαφεντικά δε δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα, και μπορούσαν μάλιστα συχνά να γίνονται � να παραμένουν μέλη των σωματείων. Οι θεωρητικές βάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού, αυτού που εσφαλμένα ονομάζεται «ουτοπικός», πρέπει να αναζητηθούν σ' αυτ� τη στάση. Ουσιαστικά επεδίωκε την εξάλειψη του ανταγωνισμού και του καπιταλιστ� μέσα από τη συνεταιριστικ� παραγωγ� των τεχνιτών. Ο Prothero έχει δείξει πως οι τεχνίτες που άρχισαν απλά, προσπαθώντας να υπερασπιστούν � να επαναφέρουν την παλαιά «ηθικ� οικονομία», μπορούσαν και οι ίδιοι να οδηγηθούν, κάτω από την πίεση των οικονομικών μετασχηματισμών των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα, στην υιοθέτηση μιας επαναστατικ�ς α-
19. «Είναι καθήκον μας να ασκήσουμε τον ίδιο έλεγχο σ' αυτό που έχουμε ίδιον συμφέρον, όπως ένας φυσικός που έχει το δίπλωμά του ή ο συγγραφέας που προστατεύεται από τα πνευματικά δικαιώματα». Πρόλογος στους Κανόνες του Ενωμένου Σωματείου των Μηχανικών, 1851, παρατίθεται στο J.B. Jefferys (επιμ.), Labour's Formative Years, Λονδίνο 1948, σ. 30.
20. Παρατίθεται στο G. Stedman Jones, Languages ο/ CΙass, Καίμπριτζ 1983, σ. 136-137.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ
ντίληψης που στόχευε στην επανεγκαθίδρυση μιας ηθικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων όπως αυτοί την έβλεπαν, και να γίνουν έτσι κοινωνικοί καινοτόμοι και επαναστάτες. Και ακόμα, ο Prothero σωστά επέστησε την προσοχή στο γεγονός, ότι από την άποψη αυτή η εξέλιξη του βρετανoύ κάλφα τεχνίτη είναι παράλληλη με αυτήν του αντίστοιχου της ηπειρωτικής Ευρώπης ή, μάλλον, του γάλλου.21 Και οι δυο τους είχαν την τάση να δραστηριοποιηθούν πολιτικά ως τεχνίτες, και με τον τρόπο αυτό να μεταμορφωθούν σε «εργατικές τάξεις» ή σε σημαντικούς τομείς τους.
Υπάρχει όμως μια κρίσιμη διαφορά. Ο ουτοπικός σοσιαλισμός, ή μάλλον η αλληλοβοήθεια και ο συνεργατισμός των παραγωγών, έγινε και παρέμεινε επί μακρόν ο πυρήνας του γαλλικού σοσιαλισμού. Στη Βρετανία, αντίθετα και παρά τα παροδικά κύματα δημοτικότητας που γνώρισε και την έλξη που ασκούσε σε στελέχη των τεχνιτών, ο συνεταιριστικός σοσιαλισμός παρέμεινε πάντοτε ένα περιθωριακό φαινόμενο, που έφθινε ακόμα και την ώρα που η χώρα σαρωνόταν από το Χαρτισμό, το πρώτο μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης στο οποίο πήραν μέρος και οι καλφάδες τεχνίτες, όπως και όλοι οι άλλοι που βρίσκονταν κάτω από οικονομική πίεση. Ο σοσιαλισμός παρήκμαζε στη Βρετανία της δεκαετίας του 1840, την ώρα που αναπτυσσόταν στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όποιες κι αν είναι οι αιτίες αυτής της διαφοράς -και απομένει να εξηγηθούν πλήρως-, πρέπει σ' έναν βαθμό να αναζητηθούν στις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα, κυρίως όμως στην ίδια την πρόοδο της βρετανικής καπιταλιστικής οικονομίας σε σχέση με τις υπόλοιπες, η οποία είχε ήδη καταστήσει μάλλον απίθανη ή περιθωριακή μια οικονομία ατομικών ή συλλογικών μικροπαραγωγών. Οι καλφάδες τεχνίτες είχαν γίνει εργάτες. Ζούσαν σε έναν κόσμο εξαρτημένων εργαζομένων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μόνη μορφή συνεταιρισμού που αποδείχθηκε πως είχε εξαρχής μια γνήσια έλξη, ήταν αυτή που επεδίωκε να αντικαταστήσει έναν οικονομικό τομέα μικρών ανεξάρτητων μονάδων, δηλαδή το συνεταιριστικό (co -op) κατάστημα.
Έτσι λοιπόν, οι επαγγελματίες δεν είχαν καμιά δυσκολία να συμβιβαστούν με μια οικονομία βιομηχανικού καπιταλισμού, από τη στιγμή που η οικονομία ήταν έτοιμη να αποδεχθεί τις μετριοπαθείς τους απαιτήσεις σε ειδίκευση, σεβασμό και μια σχετικά προνομιούχα θέση, και που τους πρόσφερε σαφώς όλο και περισσότερες ευκαιρίες και καλύτερες υλικές συνθήκες. Κι αυτό σαφώς συνέβαινε στις δεκαετίες του 1850 και 1860. Τη θέση τους συμβολίζει ο διάκοσμος του επετειακού δείπνου του παραρτήματος του Cardiff της Ενωμένης Εταιρείας Επιπλοποιών και Ξυ-
21. Prothero, Arlisans. σ. 337-338. Για μια σαφή έκθεση βλ. Wil\iam Η . Sewel\ Jr, Work and RevoIulion in France: The Language ΟΙ Labour Irom Ihe OId Regime 10 1848, Καίμπριτζ 1980. σ. 283.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
λουργών το 1867, με τους τεκτονικούς θυρεούς «όμορφα διακοσμημένους με φυτικά μοτίβα, κλπ . , ενώ πάνω από το κεφάλι της προεδρικής έδρας υπήρχε ένα σχέδιο που παρίστανε τη φιλία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου με μια θερμή χειραψία» .22 Αυτό το εικονογραφικό μοτίβο
εμφανίζεται συχνά την εποχή αυτή. 23 «Στο φόντο απεικονιζόταν το εμπόριo όλων των εθνών και στη γωνία προτομές αρχαίων φιλοσόφων, κλπ. Το σχέδιο αυτό έφερε την εξής επιγραφή: 'Έπιτυχία στον έντιμο α νταγωνισμό" και " η ευημερία και ο πλούτος των εθνών οφείλονται στην επιστήμη, στη βιομηχανία και σε μια δίκαιη ισορροπία όλων των συμφερόντων" ». Θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς, ότι αυτού του είδους τα αισθήματα ήταν ασύμβατα με τις απεργίες.
Αξίζει ίσως να σημειώσουμε ότι, όπως μας θυμίζει ο Richard Ρήce, αν κι ο τεχνίτης χρειαζόταν σίγουρα συλλογική οργάνωση, η συλλογική του δύναμη συνήθως δε μετριέται ακόμα από τον αριθμό των συνδικαλισμένων. Η γενική παραδοχή, από τον Mayhew και άλλους, είναι πως οι «εταιρισμένοι» αντιπροσώπευαν περίπου ένα 10% σε όλα τα επαγγέλμα τα, εκτός κάποιων εξαιρέσεων. Ισχυρά σωματεία, όπως των οικοδόμων, είχαν οργανώσει περίπου το 1 5% του επαγγέλματος το 187 1 , οι επιπλοποιοί και ξυλουργοί γύρω στο 1 1 με 1 2%, οι γυψαδόροι κάτω από το 1 0%.24 Οι Ενωμένοι Μηχανικοί με οργανωμένους γύρω στο 40% το 1861 ήταν μια εντελώς εξαιρετική περίπτωση.25 Το ζήτημα του αν και πότε οι συνδικαλισμένοι λειτούργησαν στα μη οργανωμένα επαγγέλματα ως σκαπανείς της οικονομικής προόδου, έχει σήμερα ξανανοίξει. Όπως και να 'χει όμως, όσον αφορά τις κινήσεις στους μισθούς και τις ώρες εργασίας δεν υπήρχε σαφής διάκριση ανάμεσα σε οργανωμένους και ανοργάνωτους, στο βαθμό που όλοι είχαν το ίδιο συμφέρον του περιορισμού των μη-επαγγελματιών. Έτσι, στους ελάχιστα οργανωμένους οικοδόμους του Portsmouth , όπου δεν υπήρχαν επί συμβάσει μαθητευόμενοι και το 70% απ' αυτούς είχαν «βρεθεί τυχαία » στο επάγγελμα, δεν υπήρχε δουλειά με το κομμάτι και η, κάποτε συχνή, είσοδος δουλευτών είχε γίνει σπάνια.26 Στη Γλασκώβη, όπου οι Webb δε βρήκαν ούτε σχέσεις με τους εργοδότες, ούτε εργασιακούς κανονισμούς, ούτε όρια στον αριθμό των μαθητευόμενων, ούτε ισχυρά συνδικάτα, δεν είχαν «παρεισφρήσει» δου -
22. Amalgamated Society of Carρenters and Joiners (στο εξής ASCj), Month/y Report, Ια-νουάριος 1868, σ. 25.
23. Βλ. την περιγραφή των λαβάρων στο W.A. Moyes, The Banner Book, Gateshead 1974. 24. R. Price, Masters, Unions and Men, ό.π., σ. 62. 25. Μ. και J.B. Jefferys, «The Wages, Hours and Trade Customs of the Skilled Engineer
ίη 1861 », Economic History Review, τχ. 17 (t 94 7), σ. 29-30' αν περιληφθούν όμως και μέλη άλλων σωματείων ειδικευμένων, το ποσοστό αυτό θα ανέβει.
26. LSE Library, Webb Collection, ColI. ΕΑ 31, σ. 245-249.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 125
λευτές.27 Η αλήθεια είναι ότι η μαστοριά δεν αποτελούσε μόνο κριτήριο της ταυτότητας και του αυτοσεβασμού ενός άνδρα, αλλά και εγγύηση του εισοδήματός του . Οι καλύτεροι άνδρες, λέει ένας μελετητής της α νεργίας στους οικοδόμους του Λονδίνου, είχαν πάντοτε δουλειά. 28 Στους Ενωμένους Επιπλοποιούς και Ξυλουργούς εθεωρείτο δεδομένο πως «η επιτυχία του σωματείου εξαρτάται από το να είναι όλα τα μέλη της εξίσου ικανοί εργάτες»,29 και γι' αυτό στρατολογούνταν αναλόγως μάλιστα ελέγχονταν αν εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στα κριτήρια . «Αν κάποιος δεν αξίζει τα 36 σελίνια βδομαδιάτικο», έλεγε το Monthly Record της ASE, αν και ίσως όχι τόσο ειλικρινώς το 19 1 1 , «το σωματείο έχει κα νόνες να αντιμετωπίσει την ανικανότητά του ».30 Όπως παρατηρούσε ο James Hopkinson τη δεκαετία του 1830: «Το μαγαζί μας ήταν ένα δυνα τό συνδικαλισμένο μαγαζί και οι καλύτεροι εργάτες της πόλης δούλευαν εκεί».31 Τα πυρά των ελαφρών οπλών με τα οποία οι τεχνίτες πολεμούσαν τα μεγάλα κανόνια των εργοδοτών, γίνονταν αποτελεσματικά χάρη στους προμαχώνες της ειδίκευσης που τα προστάτευαν καθώς και στην αλληλεγγύη μεταξύ των σκοπευτών.
Η ειδίκευση και η ανεξαρτησία του τεχνίτη συμβολίζονταν από την κατοχή των προσωπικών εργαλείων,32 αυτών των μικρών, αλλά ζωτικής σημασίας, μέσων παραγωγής που του επέτρεπαν να ασκεί οπουδήποτε το επάγγελμά του . Ο Broadhurst, συνδικαλιστής ηγέτης και βουλευτής των Lib-Lab , φύλαγε τα οικοδομικά του εργαλεία πακεταρισμένα και έτοιμα καθ ' όλη τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας: ήταν η ασφάλειά του . 33 Πολλά χρόνια αργότερα, το 1939, όταν ο λεβητοποιός Harry Pollitt απομακρύνθηκε από την ηγετική του θέση στο Κομμουνιστικό Κόμμα, η μητέρα του του έγραψε με καμάρι: «Τα εργαλεία σου είναι ε-
27. Στο ίδιο, σ. 311-322. 28. Ν.Β. Dearle, Problems of Unemployment in the London Building Trade, Λονδίνο 1908, σ.
93. 29. ASCJ, Monthly Report, Φεβρουάριος 1868, σ. 63. 30. Amalgamated Society of Engineers (στο εξής ASE), Monthly Record, Ιούνιος 1911, πα
ρατίθεται στο Μ. Holbrook-Jones, Supremacy and Subordination of Labour, Λονδίνο 1982, σ. 78. 31. J.B. Goodman (επιμ.), Victorian Cabinet Maker: The Memoirs of James Hopkinson, 1819-
1894, Λονδίνο 1968, σ. 24. 32. « Αν η Κεντρική Ένωση των Εργοδοτών πραγματοποιήσει την απειλή και προχωρή
σει σε μια απεργία των αφεντικών [ ... ] το καθήκον των εργαζομένων είναι να [ ... ] αρχίσουν να εργάζονται για τον κόσμο [ ... ] Στο βαθμό που πολλά από τα μέλη μας έχουν στην κατοχή τους τόρνους και άλλα εργαλεία [ ... ] μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα [ ... ] κάνουν γνωστή την πρόθεσή τους να δανείσουν τέτοια εργαλεία προς όφελος εκείνων που μπορεί να πεταχτούν έξω από τη δουλειά από την απεργία των αφεντικών». Ανακοίνωση του Συμβουλίου της ASE στον The Operative, 23 Δεκεμβρίου 1851.
33. Henry Broadhurst, The Story of his Life from Stone-mason's Bench Ιο the Treasury Bench, Λονδίνο 1901, σ. 2.
1 26 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
δώ, κω τα έχω κρατήσει στη βαζελίνη, έτοιμα να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή ».34 Σε ένα πιο ταπεινό επίπεδο, όταν ο Jess Oakroyd, στο Good Companions του J . Β . P riestley, έχασε τη δουλειά του κω άρχισε την περιπλάνηση, το πιο σημαντικό πράγμα που πήρε μαζί του ήταν η βαλίτσα με τα εργαλεία .
Οι καλύτερες ειδικότητες δεν απωτούσαν απαραίτητα και τις πιο α κριβές ή περίτεχνες βαλίτσες εργαλείων, αλλά οι περήφανοι επαγγελμα τίες -και ιδιαίτερα στην επεξεργασία του ξύλοu- ξόδευαν πολλά χρήμα τα σε εργαλεία κω σε πολυτελή μπαούλα ως σύμβολα κύρους. Η ASCJ
μείωσε το 1886 την αποζημίωση που έδινε για απώλεια της εργαλειοθήκης, με το σκεπτικό ότι «αν ένα μέλος παίρνει μια πιο πολύτιμη κασέλα για να δουλέψει [απ' όσο, δηλαδή, είναι αναγκαίο], θα πρέπει να ανα λαμβάνει ο ίδιος το ρίσκο».35 Η ασφάλιση των εργαλείων από το σωμα τείο ήταν κοινή στους εργαζόμενους στο ξύλο, λιγότερο όμως στους μεταλλοτεχνίτες, μάλλον γιατί τα προσωπικά τους εργαλεία ήταν συμπληρωματικά στον εξοπλισμό του εργαστηρίου.36 Η «αποζημίωση εργαλείων» της ASCJ είχε σαφώς στόχο να χρησιμεύσει σαν κράχτης για το σωματείο -ασφάλιζε από κλοπή κι όχι μόνο από φωτιά κω ναυάγιο- και η σημασία της καταδεικνύεται από τη συχνότητα των σχετικών αποφάσεων και ανακοινώσεων.37 Μάλιστα, στα πρώτα τριάντα χρόνια του σωμα τείου, το ποσό της αποζημίωσης εργαλείων που πληρωνόταν ανά μέλος ήταν σχεδόν το ίδιο με την αποζημίωση για ατύχημα, και ανερχόταν στο 55% της αποζημίωσης για κηδεία . 38
Η αξία πάντως των εργαλείων δεν ήταν τόσο σημαντική όσο η συμβολική τους σημασία . Οι λονδρέζοι ναυπηγοί, που ήταν από τους πιο ειδικευμένους τεχνίτες, είχαν, σύμφωνα με τον Mayhew,39 εργαλεία αξίας 50 σελινιών το 1849, κω στη δεκαετία του 1880 το σωματείο κατέβαλε το
34. Harry ΡοlΙίΙΙ, Serving Iny Time, Λονδίνο, έκδοση του 1941. σ. 14. 35. ASCJ, Monthly Report, Ιούλιος 1886, σ. 137-138. 36. Οι λεβητοποιοί εμφανίζονται να μην έχουν κανένα: D.C. Cummings, History oj the
United Society oj Boilermakers and Iron & Steel Shίp Builders, Newcastle 1905, σ. 36-37, 52. Οι Ετήσιες Εκθέσεις της ASE περιλαμβάνουν τις δαπάνες για «απώλειες εργαλείων από φωτιά» σε μια στήλη των λογαριασμών που καλύπτουν διάφορες δωρεές, από τους οποίους μπορούμε να συμπεράνουμε τη σχετικά μεικτή τους σημασία.
37. Μετά από πιέσεις του κλάδου, κατάλογοι των κλεμμένων εργαλείων δημοσιεύονταν στη Monthly Report από τον Οκτώβριο του 1889 και εξής.
38. Συνολική αποζημίωση ανά μέλος της ASCJ 1860-1889: Κηδεία 3 λίρες, 2 σελίνια, 8 πένες Ατύχημα 1 λίρα, 15 σελίνια, 10,5 πένες Εργαλεία 1 λίρα, 14 σελίνια, 6,5 πένες - G. Howell, The Conflicts oj Capital and Labour historical/y and economically considered, being α history and review oj the trade IInions oj Great Britain etc., 2η έκδοση, 1890, σ. 519.
39. Henry Mayhew, The Morning Chronicle Survey oj Labour and the Poor: The Metropo/itan Districts, τόμο 5, Horsham 1982, σ. 225.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ
50% του κόστους αντικατάστασής τους μέχρι ένα ανώτατο όριο 5 στερλινών.4Ο Ο Mayhew υπολογίζει την αξία των εργαλείων των επιπλοποιών σε 30 με 40 στερλίνες, των ξυλουργών μέχρι 30 στερλίνες, των βαρελάδων σε 1 2 στερλίνες. Αυτοί οι αριθμοί, με εξαίρεση τους μαραγκούς και ξυλουργούς, είναι μάλλον μεγαλύτεροι από αυτούς που αναφέρει η Βα σιλική Επιτροπή Εργασίας ή εκείνους που προκύπτουν από τους κατα λόγους κλεμμένων εργαλείων στις αναφορές των ξυλουργώνο ενώ, σύμφωνα τόσο με τον Mayhew όσο και με τη λογική, τα εργαλεία αγοράζονταν κομμάτι-κομμάτι κατά τα τελευταία χρόνια της μαθητείας, και στην αρχή συνήθως από δεύτερο χέρι.41 Συμβόλιζαν όμως την ανεξαρτησία . Εξ ου και οι διενέξεις σχετικά με το «χρόνο του τροχίσματος». Αφού ο επαγγελματίας έφερνε στη δουλειά τις δεξιότητες και τα εργα λεία του, και τα δύο έπρεπε να είναι πανέτοιμα για δράση . Αυτός, και μόνον αυτός, έπρεπε να τα λειαίνει, αφιερώνοντας κάθε εβδομάδα έναν χρόνο που δεν ήταν αμελητέος.42 Λογικά, η δουλειά αυτή γινόταν όταν τελείωνε η τελευταία εργασία και σε χρόνο (ή χρήματα αντί για χρόνο) που παρείχε ο εργοδότης.43 Ακόμα και σήμερα, όπως δείχνει ο Beynon για τη Φορντ, τα εργαλεία εξακολουθούν να σημαίνουν κάποια ανεξαρτησία για τον επαγγελματία σε σχέση με τους εργάτες παραγωγής.44
Α ν όμως τα προσωπικά εργαλεία συμβόλιζαν για τους τεχνίτες την α νεξαρτησία
' από την άλλη, ο έλεγχος των εργαλείων συμβόλιζε την κυ
ριαρχία της διεύθυνσης. Γνωρίζουμε ότι η διεύθυνση ήθελε να αλλάξει την οργάνωση της παραγωγής όταν οι σμυριδοτροχοί απομακρύνονταν από το β ιομηχανοστάσιο και οι εργάτες δεν μπορούσαν πια να λειαίνουν τα εργαλεία με το δικό τους τρόπο και σύμφωνα με τις δικές τους προδιαγραφές, αλλά αυτό έπρεπε να γίνεται σε γωνίες καθορισμένες από άλλους, σε έναν ειδικό χώρο εργαλείων.45 Και είναι χαρακτηριστικό, ότι
40. David Dougan, The Shipwrights: The Histary σΙ the Shipcanstructars and Shipwrights Assaciatian. 1882-1963, 1968, σ. 19, 30. Βλ. επίσης Rayal Cammissian an Labaur (Ρ.Ρ. 1893-4, 34) Group Α, Q 20,413, 21,398.
41. Η. Mayhew, The Marning Chranicle Survey σΙ Labaur ... , ό. π., τόμο 5, σ. 193. Για στοιχεία σχετικά με το κόστος των εργαλείων από τη Rayal Cammissian an Labaur, Group Α, βλ. Ρ.Ρ. 1892 36/2, Q 16,848, 19.466, 19,812-813, 20,367-369.
42. Ο Η. Mayhew, The Marning Chranicle Survey σΙ Labaur ... , ό.π., σ. 94, 96, 155, 167, 214, εκτιμά το εβδομαδιαίο κόστος περίπου σε 6 πένες και 2 σελίνια.
43. S. και Β. Webb, Industrial Demacracy, 1913, σ. 313. 44. Huw Beynon, Warkinglar Fard, Harmondsworth 1973, σ. 145: «Στη γραμμή συναρ
μολόγησης ένας άνδρας είναι το ίδιο καλός με τον επόμενο [ ... ] σε μια κατάσταση ειδικευμένης εργασίας τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά [ ... ] λόγω του ότι [οι άνδρες] ελέγχουν τα εργαλεία, ή τη γνώση, που είναι ζωτικής σημασίας για την εκπλήρωση της δουλειάς. Ο αρχιεργάτης πρέπει να τους ρωτάει».
45. J. Zeitlin, «The Labour Strategies . .. », ό. π., σ. 21, 26.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ο χώρος εργαλείων θα παρέμενε το τελευταίο οχυρό των τεχνιτών μέσα σην ημιειδικευμένη μαζική παραγωγή των μηχανοκατασκευών κατά τον εικοστό αιώνα. Ακόμα και στη ανοργάνωτη συνδικαλιστικά αυτοκινητοβιομηχανία του Μεσοπολέμου, η διεύθυνση θα ήταν προσεκτική με τις ευαισθησίες σχετικά με το χώρο εργαλείων και θα έκανε τα στραβά μάτια στο συνδικαλισμό των εργαλειοκατασκευαστών. Στο δέκατο ένατο α ιώνα αυτός ο έλεγχος ήταν πιο ορατός στις τεράστιες σιδηροδρομικές εταιρείες, επιχειρήσεις που απασχολούσαν και κατάρτιζαν πάρα πολλούς τεχνίτες και οι οποίες, παρότι αναγνώριζαν πως οι εργοδηγοί τους προέρχονταν στην ουσία απ' αυτούς και ήταν επομένως αναμενόμενο να έχουν την άποψη του τεχνίτη,46 δε θεωρούσαν ότι υπήρχε καμία ανάγκη να συμβιώνουν με μια εν μέρει αυτόνομη εργασία . Έτσι, η Μεγάλη Δυτική και η Μεγάλη Ανατολική μετέτρεψαν την περηφάνια του τεχνίτη σε υποχρέωση, αναγκάζοντας τους εργαζομένους, σύμφωνα με τους μονομερώς επιβληθέντες Κανονισμούς Εργασίας, να αγοράζουν και να ασφαλίζουν τα προσωπικά τους εργαλεία . Οι εργοδηγοί στο Statford έπρεπε να ελέγχουν την εργαλειοθήκη των ανδρών πριν αυτοί την πάρουν έξω από τη δουλειά και στο Derby χρειαζόταν ένα ειδικό πάσο για να το κάνουν αυ τό. 47 Οι πολιτικές εργασίας στις σιδηροδρομικές εταιρείες, που αξίζουν περισσότερη μελέτη απ' όση τους έχει αφιερωθεί στη Βρετανία , μοιάζουν μερικές φορές να έχουν σχεδιαστεί ειδικά για να αντικαταστήσουν την αυτονομία και τον αποκλειστικό έλεγχο του τεχνίτη με έναν έλεγχο της διεύθυνσης πάνω στην πρόσληψη, την κατάρτιση και την προαγωγή σε' ανώτερες βαθμίδες ειδίκευσης και λειτουργιών μέσα στο εργαστήριο.
Κι αυτό επειδή τα εργαλεία δε συμβόλιζαν μόνο τη σχετική ανεξαρτησία του τεχνίτη από τη διεύθυνση, αλλά ακόμα περισσότερο το μονοπώλιό του στην ειδικευμένη εργασία . Η τυπική έκφραση γι' αυτό που πρέπει πάση θυσία να αποτραπεί να κάνουν οι ανειδίκευτοι ή οι μη ειδικά καταρτισμένοι εργάτες, δηλαδή να «παρεισφρήσουν» ή να « μπουν στο επάγγελμα », είναι κάποια παραλλαγή της φράσης: «έπιασε τα σύνεργα » ή «δουλεύει τα σύνεργα του επαγγελματία » ή «γράπωσε τα σύνεργα για λογαριασμό του ».48 Υπάρχουν διάφοροι εργασιακοί κανονισμοί που απαγορεύουν ειδικά στους χτίστες δουλευτές «να χρησιμοποιούν το
46. «Οι αρχιεργάτες θα είναι άνδρες που είναι ειδικευμένοι στη δουλειά των αντίστοιχων εργαστηρίων. Ίσως ως εργάτες να επέδειξαν ιδιαίτερη ικανότητα και δεξιότητα, που οδήγησε στην προαγωγή τους»: James Clayton, «The Organization of the Locomotive Department», στο John Macauley (επιμ.), Modern Railway Working: Α PracticaI Treatise by Engineering Experts, τόμο 2, 1912-1914, σ. 57.
47. Kenneth Hudson, Working Ιο Rule: Railway Working Rules: Α Study oj IndIIstriaI Discipline, Bath 1970.
48. Ανώνυμος, Working Men and Women, σ. 66' ASE, Quarterly Report, Δεκέμβριος 1 893, σ. 48, 59' Ν.Β. Dearle, IndustriaI Training, ό.π., σ. 25.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 129
μυστρί». 49 Στους βαρελάδες δουλευτές επιτρεπόταν η χρήση συγκεκριμένων μόνο εργαλείων, όπως σφυριών. 50 Αντιστρόφως, οι τεχνίτες ανα γνώριζαν ο ένας τη θέση του άλλου δανείζοντας τα εργαλεία τους. 51 Με δυο λόγια , θα μπορούσαμε να τους ορίσουμε τελικά σαν όντα που χρησιμοποιούν και μονοπωλούν εργαλεία .
Το δικαίωμα σε ένα επάγγελμα δεν ήταν μόνο ένα δικαίωμα του αρκούντως καταρτισμένου επαγγελματία, αλλά και μια οικογενειακή κληρονομιά.52 Οι γιοι και οι συγγενείς του επαγγελματία δε γίνονταν επαγγελματίες απλά και μόνο επειδή, όπως συνέβαινε στις επαγγελματικές μεσαίες τάξεις, είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες γι' αυτό απ' ό,τι οι υπόλοιποι, αλλά και επειδή οι πατεράδες τους, που δεν ήθελαν τίποτε καλύτερο για τα παιδιά τους, επέμεναν να τους δίνεται μια προνομιακή πρόσβαση. Δωρεάν μαθητεία για ένα τουλάχιστον παιδί προβλεπόταν σε πολλούς Εργασιακούς Κανονισμούς Οικοδόμων.53 Η φοβερή Εταιρεία των Λεβητοποιών στρατολογούσε τα μέλη της σε μεγάλο βαθμό από γιους και συγγενείς,54 και στο εδουαρδιανό Λονδίνό η κληρονομική διαδοχή εθεωρείτο σύνηθες φαινόμενο στους λεβητοποιούς και στους μηχανικούς, σε μερικά τυπογραφικά επαγγέλματα, αν και από τις οικοδομικές ειδικότητες μόνο στους προνομιούχους τέκτονες, στους γυΨαδόρους και ίσως στους υδραυλικούς. Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι τους γιους των επαγγελματιών δεν τους τραβούσαν πολύ οι δουλειές γραφείου . 55 Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση 200 περίπου βιογραφιών από το
49. Πρβλ. τη συλλογή των « εργασιακών κανονισμών» των οικοδόμων, στη συλλογή Webb (LSE Library, Coll ΕΒ XXXI-XXXVI και Coll EC VI-XVIII)' για παράδειγμα, Bridgnorth 1863, Loughborough 1892, Worcester 1891, CoH ΕΒ ΧΧΧΙΥ' Shrewsbury, Coll EC VII.
50. Β. Gilding, The Journeymen Coopers ... , ό.π., σ. 56. 51. Thomas Wright, The Great Unwashed, 1868, σ. 282: οι συνάδελφοι θα δανείσουν σε έ
ναν τεχνίτη που περιοδεύει για μεγάλο διάστημα, «τα καλύτερά τους εργαλεία». Charity Organization Society, SpeciaI Committee on UnskίlIed Labour: Report and MinlItes ο/ Evidence, June 1908, σ. 98: « Στην περίπτωση των μηχανικών που βρέθηκαν εκτός δουλειάς για κάποιο χρόνο, πόσο στερούνται εργαλείων [ ... ] ; [ ... ] Υπάρχει πολύ μασονία μεταξύ τους, και δανείζουν ο ένας του άλλου εργαλεία. Αν κοίταζες στα καλάθια τους, θα έβρισκες ότι λείπουν το 10% των εργαλείων». Ας σημειωθεί ότι αυτός ο μάρτυρας, ένας οικοδόμος αρχιεργάτης, ισχυρίζεται ό.τι απλά υποθέτει. Δεν ψάχνει στα καλάθια των τεχνιτών. Για την ποινή από την απώλεια εργαλείων, δηλαδή την ολίσθηση στην ανειδίκευτη εργασία, βλ. Η. Mayhew. The Morning Chronicle Sllrυey ο/ Labour ... , ό.π .. τόμο 5, σ. 130.
52. } .Β. }efferys. The Story ο/ the Engineers, Λονδίνο 1945. σ. 58. για το δεύτερο και το τρίτο παιδί και για γιους πατεράδων εκτός του επαγγέλματος που μπαίνουν στο επάγγελμα.
53. Coll ΕΒ XXXIV: Hull, Redditch, Wakefield' Coll EC ΥΙΙ: Bristol, Dudley. Gomal, Kidderminster, Leicester. Rotherham, Stourbridge. Wigan.
54. Keith McLelland - Alastair Reid, The ShipbuiIding Workers, 1840-1914. αδημοσίευτη εργασία, σ. 18.
55. Ν.Β. Dearle. IndustriaI Training. ό.π .• σ. 241.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
λεξικό της Εργατικής Βιογραφίας56 (κυρίως αυτών που γεννήθηκαν μεταξύ 1850 και 1900), η οποία δείχνει ότι, αν και ο αριθμός των γιων μη επαγγελματιών ήταν μόνο γύρω στο 75% του αριθμού των γιων των επαγγελματιών, ο αριθμός των γιων των επαγγελματιών που κατευθύνονταν σε δουλειές λευκών κολάρων ή ανάλογες, ήταν σχεδόν το μισό αυτού των γιων των μη επαγγελματιών. Με δυο λόγια, για το βικτωριανό τεχνίτη αυτό που μετρούσε ακόμα ήταν η μαθητεία στο εργαστήρι κι όχι το σχολείο, και ένα επάγγελμα εθεωρείτο τουλάχιστον το ίδιο καλό ή και καλύτερο από οτιδήποτε άλλο του προσφερόταν. Πράγματι, η μεγαλύτερη ομάδα στο δείγμα του λεξικού (από το οποίο απέκλεισα τους σε συντριπτικό ποσοστό αυτοαναπαραγόμενους ανθρακωρύχους) αποτελείται από τους εβδομήντα περίπου γιους επαγγελματιών που ακολούθησαν κάποιο επάγγελμα, στις μισές περίπου περιπτώσεις αυτό του πατέρα τους. Και γνωρίζουμε ότι στο Kentish London του Crossick 0873 -1875), το 43% των μηχανικών τεχνιτών ήταν γιοι τεχνιτών της ίδιας τέχνης, και το 64% είχε γενικότερα ειδικευμένους πατεράδες το 64% και το 76% των τεχνιτών στα ναυπηγεία προέρχονταν αντίστοιχα από οικογένειες ναυπηγών και ειδικευμένων τεχνιτών' το ίδιο και το 46% και το 69% αντίστοιχα των επαγγελματιών οικοδόμων. Αφήνω ανοιχτό το ερώτημα εάν οι δεσμοί που ένωναν μεταξύ τους τους τεχνίτες και τους χώριζαν από τους ανειδίκευτους, ενισχύθηκαν κατά τη διάρκεια της μέσης βικτωριανής εποχής, όπως υποθέτει ο Crossick.57
Αυτό δε σημαίνει, ότι η είσοδος στα επαγγέλματα ήταν κλειστή. Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αυτό, δεδομένων των ρυθμών αύξησης της εργατικής δύναμης, για να μην αναφέρουμε τις πανίσχυρες επιχειρήσεις, όπως οι σιδηρόδρομοι, που φρόντιζαν βάσει σχεδίου για την κατάρτιση και προαγωγή της ανειδίκευτης εργασίας, και πρόσφεραν έναν σημαντικό δρόμο για την αναβάθμισή της στο δείγμα του λεξικού αυτό είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτο. Φαίνεται όμως και το σχετικό πλεονέκτημα που είχε το στρώμα των επαγγελματιών στην αναπαραγωγή του και ο σημαντικός ρόλος που έπαιζε μέσα στην ειδικευμένη εργατική δύναμη αυτό το μπλοκ των αυτοαναπαραγόμενων τεχνιτών' αλλά επίσης και η ικανότητά τους να ενσωματώνουν μη τεχνίτες που κατάφερναν να μπουν στις τάξεις τους, όσο καιρό η θέση του τεχνίτη σήμαινε μια ειδική και μακρόχρονη πρακτική εκπαίδευση, που στην ουσία γινόταν από τεχνίτες μέσα στο εργαστήρι. Το 1906, σύμφωνα με μια εκτίμηση, γύρω στο 18% των απασχολούμενων ανδρών ηλικίας από δεκαπέντε έως δεκαεννέα ε-
56. Joyce Μ. Bellamy - John Saνille (επιμ.), Dictionary ο/ Labour Biography, 9 τόμοι, Λονδίνο 1994, τόμο 1-6.
57. Geoffrey Crossick, An Artisan E/ite in Victorian Society: Kentish London, 1840- 1880, Λονδίνο 1978, σ. 116.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ
τών ταξινομούνταν ακόμα ως μαθητευόμενοι και αρχάριοι. 58 Στις βιομηχανίες και στις περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι τεχνίτες -έρχεται στο νου μας αμέσως η βορειοανατολική ακτή-, η ικανότητά τους να αφομοιώνουν νεοεισερχόμενους ήταν σαφέστατα πολύ μεγάλη. Κάποιος θυμάται ότι το 1914, και παρά τις σημαντικές προσπάθειες που καταβάλλονταν, το 60% των απασχολούμενων από την Ομοσπονδία Εργοδοτών Μηχανικής ταξινομούνταν ακόμα ως ειδικευμένοι. 59 Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι τεχνίτες ή η πλειονότητά τους ήταν προνομιούχοι και σχετικά ασφαλείς.
Το κομβικό σημείο της θέσης τους έγκειται στο ότι η οικονομία στηριζόταν σε χειρωνακτικές δεξιότητες, δηλαδή σε ειδικότητες που κατείχαν εργάτες-μπλε κολάρα. Η πραγματική κρίση του τεχνίτη αρχίζει από τη στιγμή που ο επαγγελματίας μπορεί να αντικατασταθεί από ημιειδικευμένους χειριστές μηχανών ή από κάποιον άλλον καταμερισμό εργασίας εξειδικευμένων και εύκολα διδάξιμων καθηκόντων' μια διαδικασία που σε γενικές γραμμές τοποθετείται στις δύο τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αυτή η φάση της ιστορίας του τεχνίτη έχει ερευνηθεί αρκετά, τουλάχιστον για ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους,60 και εδώ είναι που επικεντρώθηκε η κύρια επίθεση στην αντίληψη μιας «εργατικής αριστοκρατίας». Αν εξαιρέσουμε μια φθίνουσα μειονότητα, η θέση του τεχνίτη δεν προστατευόταν πλέον από το μάκρος της εκπαίδευσης και της πρακτικής, από την ειδίκευση και από την πρόθυμη ανοχή των εργοδοτών. Προστατευόταν κυρίως από ένα μονοπώλιο στις θέσεις εργασίας που εξασφάλιζαν τα συνδικάτα και ο έλεγχος του εργαστηρίου. Αλλά αυτές οι θέσεις εργασίας που τώρα μονοπωλούνταν και προστατεύονταν, δεν ήταν πια οι ειδικευμένες δουλειές με την παλαιά έννοια, αν και εκείνοι που μπορούσαν καλύτερα να τις προστατεύσουν ήταν συνήθως τα πρώην ειδικευμένα επαγγέλματα, όπως οι στοιχειοθέτες και οι λεβητοποιοί, που επέμεναν να διατηρούν τα μέλη τους το μονοπώλιο στις νέες αποειδικευμένες θέσεις εργασίας. Αλλά ακόμα και αυτό υπονόμευε την ειδική θέση του τεχνίτη. Γιατί, όπως όλοι γνωρίζουν από το παράδειγμα των τυπογράφων της Fleet Street, όταν η ειδίκευση δεν αντιστοιχεί πλέον στα προνόμια ή στους υΨηλούς μισθούς, οι τεχνίτες είναι απλά ένα σύνολο εργατών μεταξύ πολλών άλλων που μπορούν, υπό τις
58. CharJes More, Skill and the English Working CΙass, Λονδίνο 1980, σ. 103, πίν. 5. 1 3. 59. M.L. Yates, Wages and Labour Conditions in British Engineering, Λονδίνο 1 937, σ. 31 ,
πίν. 6. 60. Π.χ. Α. Reid, The Division of Labour in the British Shipbuilding Industry, 1880-1920, α
δ'l]μοσίευτ'l] διδακτορική διατριβή, Cambridge University, 1980' J. Zeitlίn, Craft Regulation and the Division ο! Labour: Engineers and Compositors in Britain, 1890-1914, αδ'l]μοσίευτ'l] διδακτορική διατριβή, Warwick University, 1981.
Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κατάλληλες συνθήκες -συνήθως τον έλεγχο ενός στρατηγικού σημείου στη διαδικασία παραγωγής- να εγκαθιδρύουν τέτοιες ισχυρές διαπραγματευτικές θέσεις.
Σε γενικές γραμμές, στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, και για πρώτη φορά μετά τις δεκαετίες του 1830 και 1840, τα επαγγέλματα βρέθηκαν να απειλούνται από το βιομηχανικό καπιταλισμό, δίχως όμως τώρα να έχουν ελπίδα να τον παρακάμψουν. Απειλείτο η ίδια η ύπαρξή τους ως προνομLOύχο στρώμα. Επιπλέον, η βασική επLθεση των εργοδοτών αφορούσε τώρα τα συντεχνιακά προνόμια. Γι' αυτό και, για πρώτη φορά, βασικοί τομείς τους στράφηκαν εναντίον του καπιταλισμού. Έτσι, σε αντLθεση με μερικά παραδοσιακά επαγγέλματα, οι νέες μεταλλοτεχνικές ειδικότητες της βLOμηχανικής OLκονομίας δεν έβγαζαν πολιτικούς ακτιβιστές. Υπάρχουν λίγOL ή και καθόλου μηχανικοί και μεταλλο-ναυπηγοί μεταξύ των γνωστών Lib-Lab πολιτικών πριν από τη δεκαετία του 1890. Εξαρχής, όμως, OL μηχανικοί κατείχαν επιφανή θέση μεταξύ των σοσιαλιστών. Στο ΣυνέδρLO της Α5Ε το 1912 , περισσότεροι από τους μισούς παρόντες αντιπροσώπους φαίνεται να ήταν υπέρ ενός «κολεκτιβισμού » ο οποίος θα επιτυγχάνονταν με ταξικό πόλεμο.61 Οι μικρές ριζοσπαστικές μαρξιστικές σέχτες όπως το 5LP (Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) ήταν γεμάτες από δαύτους. Τα συνδικαλιστικά στελέχη των μηχανικών και ο επαναστατικός ριζοσπαστισμός κατά τον Πρώτο ΠαγκόσμLO Πόλεμο πηγαίνανε μαζί, σαν ψωμί με τυρί, και οι μεταλλεργάτες -που γενικά ήταν πολύ ειδικευμένοι άνδρες- θα γίνονταν αργότερα παΡOLμιώδεις, κυριαρχώντας στο προλεταριακό στοιχείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, με τους οικοδόμους και τους ανθρακωρύχους να ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση.62 Η Αριστερά τους προσέλκυε για δύο λόγους: Πρώτον, μια ανάλυση ταξικής πάλης είχε νόημα για ανθρώπους που είχαν εμπλακεί σε μια πάλη με οργανωμένους εργοδότες σ' έναν, κατά τα φαινόμενα, αποφασιστικό τομέα του μετώπου της ταξικής σύγκρουσης ως εκ τούτου, η αντίληψη ότι ο καπιταλισμός ήθελε «μία δίκαιη ισορροπία όλων των συμφερόντων», δεν μπορούσε πλέον να ευσταθεΙ Δεύτερον, η ριζοσπαστική Αριστερά στα συνδικάτα, από τη δεκαετία του 1880 και μετέπειτα, είχε ειδικευτεί στην επινόηση στρατηγικών και τακτικών που είχαν σκοπό να ανταποκριθούν επακριβώς στις καταστάσεις στις οποίες OL παραδοσιακές συντεχνιακές μέθοδOL εμφανίζονταν ανεπαρκείς.
61. B. C.M. Weekes, The Amalgamated Society of Engineers, 1880-19 1 4 : Α Study of Trade Union Government, Politics and Industrial Policy, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Warwick University, 1970, σ. 318-320, 322. Ήδη το 1 895 τέσσερα μέλη του ASE ήταν υποψήφιοι για το κοινοβούλιο υπό την αιγίδα των ΙΙΡ: David Howell, British Workers and the Independent Labour Party 1888-1906, Manchester 1983, σ. 88.
62. Kenneth Newton, The Sociology of British Communism, Λονδίνο 1969, παραρτ. [[, [[Ι.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 1 33
Δε θέλω να υποβαθμίσω αυτή τη στροφή προς τα αριστερά, η οποία έδινε τώρα στο βρετανικό εργατικό κίνημα μια πολιτική όψη θεμελιακά διαφορετική από εκείνην της Χαρτιστικής δημοκρατίας που κυριαρχούσε ακόμα στις μετριοπαθείς αιτήσεις του φιλελεύθερου ριζοσπαστισμού, μια νέα πολιτική όψη που θα 'λεγε κανείς ότι στην πράξη ήταν πιο ριζοσπαστική από πολλά σοσιαλιστικά κινήματα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ταυτόχρονα, αυτή η στροφή δε θα πρέπει να ταυτίζεται με τις διάφορες εκδοχές σοσιαλιστικής ιδεολογίας που ξεπήδησαν και, όπως ήταν φυσικό, προσέλκυαν νεαρούς τεχνίτες που είχαν συνείδηση της νέας κατάστασης: στη δεκαετία του 1880 άνδρες γύρω στα 25 με 30, από την εδουαρδιανή εποχή ίσως άνδρες που πλησίαζαν τα είκοσι. Για τους περισσότερους επαγγελματίες, η στροφή προς τον αντικαπιταλισμό ξεκίνησε απλά σαν μια προέκταση της εμπειρίας τους μέσα στο επάγγελμα. Σήμαινε να κάνουν αυτό που πάντα έκαναν: να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, τους μισθούς τους και τις απειλούμενες τώρα συνθήκες τους, να μην αφήνουν τη διεύθυνση να λέει στα παιδιά το πως να κάνουν τη δουλειά τους, και να στηρίζονται σε μια δημοκρατία της βάσης μέσα στο χώρο δουλειάς και ενάντια σε όλους τους άλλους, εν ανάγκη ακόμα και στις ηγεσίες των συνδικάτων τους. Μόνο που τώρα έπρεπε να πολεμούν με τη διεύθυνση συνεχώς, γιατί η διεύθυνση απειλούσε διαρκώς να τους υποβαθμίσει σε «δουλευτές» και τώρα πλέον διέθετε και τα τεχνικά μέσα να το κάνει.
Δεν ήταν επαναστάτες, αλλά πόσο άραγε διέφερε αυτή η διαρκής αντιπαράθεση από την ταξική πάλη που κήρυσσαν οι επαναστάτες ; Αν τα αφεντικά δεν αναγνώριζαν πια τα συμφέροντα των ειδικευμένων ανδρών, γιατί κι αυτοί να αναγνωρίσουν τα συμφέροντα των αφεντικών ; Δεν πιστεύω πως υπήρχαν πολλοί επαγγελματίες επηρεασμένοι ακόμα από τη ριζική απάρνηση των παλαιών συντεχνιακών παραδοχών που κήρυσσαν κάποιοι υπερ-αριστεροί, οι οποίοι έλεγαν ότι ο καπιταλισμός πρέπει να πολεμηθεί με τις δικές του αγοραίες μεθόδους, με το να δουλεύουν όσο λιγότερο ή όσο χειρότερα γινόταν, για όσο περισσότερα χρήματα μπορούσε να φέρει η συναλλαγή. Τέτοιες ιδέες άρχισαν να εμφανίζονται στην εποχή των συνδικάτων. Ωστόσο, σ' αυτή τη φάση δεν υπάρχει καμιά ένδειξη πως οι επαγγελματίες -οι οποίοι ήταν ακόμα συχνά καχύποπτοι απέναντι στην πληρωμή σύμφωνα με την απόδοση, αν και πιέζονταν όλο και περισσότερο για κάτι τέτοιο- σκέφτονταν με τέτοιους όρους όρους που, όπως παρατηρούσαν οι Webb, υπονόμευαν τη βασική τους αρχή για μια αξιοπρεπή δουλειά που να αμείβεται με έναν μισθό που να αναγνωρίζει την αξία τους.
Αλλά η περίοδος μεταξύ 1889 και 19 1 4 μας εισάγει σε μια δύσκολη κατάσταση για τους τεχνίτες, ανάλογη με την κατάσταση της βρετανικής
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
οικονομίας στο σύνολό της, εφόσον αποτελεί μία από τις όψεις της. Όπως ακριβώς στο χώρο των επιχειρηματιών υπήρχαν άνθρωποι που αναγνώριζαν ότι χρειαζόταν ένας θεμελιώδης εκσυγχρονισμός του βρετανικού παραγωγικού συστήματος, αλλά δεν κατόρθωναν να επιστρατεύσουν αρκετή υποστήριξη για να το επιτύχουν, το ίδιο υπήρχαν και στο χώρο της εργασίας. Η Αριστερά, ακόμα και η Αριστερά των τεχνιτών, γνώριζε ότι ο συντεχνιακός συνδικαλισμός της ύστερης βικτωριανής εποχής ήταν καταδικασμένος. Βρισκόταν στο στόχαστρο όλων των κριτικών. Στην πλειοψηφία τους, οι προτάσεις συνδικαλιστικής μεταρρύθμισης ανάμεσα στο 1889 και το 1927, που ξεκινούσαν από την ομοσπονδιοποίηση και τη συγχώνευση και έφταναν μέχρι την πλήρη αναδιάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος πάνω σε βιομηχανικές αρχές,63 καταδίκαζαν μια θέση που θεωρητικά δεν υπερασπιζόταν σχεδόν κανείς, ακόμα και μεταξύ των ηγετών των παλαιών συντεχνιακών σωματείων. Κι όμως, καμιά συστηματική γενική μεταρρύθμιση των συνδικάτων δεν πραγματοποιήθηκε, παρότι τα συντεχνιακά σωματεία αναγνώριζαν πως υπήρχε κάποια ανάγκη να ανοιχτούν, να ομοσπονδιοποιηθούν και να συγχωνευτούν, και παρότι δέχονταν πως η οργάνωση της ελίτ έπρεπε στο εξής να αποτελεί μέρος του μαζικού συνδικαλισμού όλων των εργατών και πως σε έναν τέτοιο μαζικό συνδικαλισμό τα συντεχνιακά σωματεία αναπόφευκτα δε θα είχαν την ίδια ηγεμονία, τόσο αριθμητικά όσο και στρατηγικά. Παρά ταύτα, οι απόπειρες για μια γενική μεταρρύθμιση οδηγήθηκαν σε μια τόσο σαφή αποτυχία, ώστε μετά το 1926 στην πράξη εγκαταλείφθηκαν.
Οι σιδηροδρομικοί και οι μηχανικοί είναι δύο προφανή παραδείγματα αυτής της αποτυχίας. Το νέο Εθνικό Σωματείο των Σιδηροδρομικών, που σχεδιάστηκε ως το μοντέλο ενός βιομηχανικού σωματείου που θα περιελάμβανε τους πάντες, δεν κατάφερε ποτέ να ενσωματώσει τους περισσότερους από τους ειδικευμένους μηχανοδηγούς, ενώ τους μηχανικούς ούτε καν το επιχείρησε, παρότι η αριστερή ηγεσία του προσπάθησε επανειλημμένα να διευρύνει τη στρατολόγηση: το 1892, το 1901 και πάλι το 1926. Αλλά μέχρι και το 193 1 , το Ενωμένο Σωματείο των Μηχανικών (ΑΕυ) έλεγε στους Εργάτες Μεταφορών και στους Γενικούς Εργάτες:
«Σε σχέση με τις οργανωτικές δραστηριότητες του AEU, παρότι είναι αλήθεια ότι το καταστατικό του σωματείου είχε διορθωθεί για να επιτρέψει σε όλες τις κατηγορίες των εργατών να οργανωθούν στο σωματείο, αυτό δεν επιτεύχθηκε και το ΑΕυ περιόρισε τις οργανωτικές του
63. Πρβλ. την Resolution of the Hull TUC, 1924, στο W. Milne-Bailey (επιμ.), Trade υl1ίοl1 Docllmel1Is, Λονδίνο 1 929, σ. 1 29' για την εγκατάλειψη της συστηματικής μεταρρύθμισης βλ. στο ίδιο, σ. 133-134.
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 13 5
δραστηριότητες αυστηρά στους τομείς εκείνους της βιομηχανίας που πάντοτε οργάνωνε. Δεν ήταν πρόθεση του ΑΕυ να εγκαταλείΨει αυτή την πολιτική ».64
Γιατί, όπως ακριβώς η βρετανική βιομηχανική οικονομία έτσι και οι τεχνίτες έμοιαζαν να απολαμβάνουν τις αλκυονίδες μέρες τους. Μια λυσσασμένη αντίσταση μέσα στα εργοστάσια ανέτρεΨε την ολοκληρωτική νίκη που είχε πετύχει η Ομοσπονδία Εργοδοτών Μηχανικής με το λοκ-άουτ του 1897-1898, και εξαιτίας της οποίας είχε χάσει τη θέση του ο σοσιαλιστής γενικός γραμματέας του συνδικάτου George Bames.65 Η θέση τους είχε σε τέτοιο βαθμό αποκατασταθεί, ώστε ο προσεταιρισμός των τεχνιτών έγινε το μείζον καθήκον της πολεμικής οικονομίας του 1914 . Στην πραγματικότητα, η θέση τους είχε ενισχυθεί, επειδή το σύστημα της πληρωμής σύμφωνα με την απόδοση, που οι εργοδότες προτιμούσαν από τις τεϋλορικές και φορντικές στρατηγικές, δημιουργούσε τη βάση για ατέρμονες συγκρούσεις μέσα στο βιομηχανοστάσιο και, κατά συνέπεια, για τη δύναμη των συνδικαλιστών. Επιπλέον, στη διάρκεια του Πολέμου, η βιομηχανία κατακλύστηκε όχι από άνδρες ημιειδικευμένους χειριστές μηχανών που είχαν τη δυνατότητα να προαχθούν, αλλά από 650.000 γυναίκες, που σχεδόν όλες τους αποσύρθηκαν από την αγορά εργασίας μετά το 19 19 . Το συνδικάτο υποχρεώθηκε σε νέα ήττα στην κατά μέτωπον μάχη του 1922. Μετά απ' αυτό, τα συνδικάτα σχεδόν αποκλείστηκαν από νέους κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και τα ηλεκτρικά προ'ίόντα, έστω κι αν οι εργοδότες θεώρησαν και πάλι το κόστος του συστηματικού παραγωγικού εξορθολογισμού πολύ υΨηλό και τα προσδοκώμενα κέρδη ανεπαρκώς ελκυστικά για να δικαιολογήσουν τέτοιες μεγάλες δαπάνες.
Οι τεχνίτες είχαν μια ακόμα ευκαιρία στη δεκαετία του 1930, καθώς η ανάκαμψη, ο επανεξοπλισμός και ο πόλεμος έκαναν την εποχή πιο ευνο'ίκή για την οργάνωση των εργατών. Αυτός ήταν και ο τελευταίος θρίαμβος των βικτωριανών επαγγελμάτων. Οι άνθρωποι που ξανάφεραν τα νερά του συνδικαλισμού στην έρημο των ασυνδικάλιστων εργαστηρίων, ήταν σε μεγάλο βαθμό, ίσως κατά κύριο λόγο, τεχνίτες, όπ�ς οι κατασκευαστές των εργαλείων και αυτοί που έφτιαχναν τα αεροπλάνα στις δεκαετίες του 1930 και 1940, που ο ρόλος τους στην ανάπτυξη του μαζικού συνδικαλισμού των μεταλλεργατών ήταν κρίσιμος. Ήταν ο πρώτος πυρήνας ενός αναγεννημένου κινήματος των συνδικαλιστών. Αυτοί οι άνδρες ήταν τεχνίτες ή, έστω, ακόμα κι όταν έκαναν μια ημιειδικευμένη
64. J. Zeitlin, « The Emergence of Shop Steward Organisation and Job Control in the British Car Industry», History Workshop JournaJ, τχ. 10 ( 1980), σ. 1 29.
65. J. Zeitlin, <<The Labour Strategies . . . » , 6.π. , σ. 30-32.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
εργασία, ήταν τεχνίτες λόγω προέλευσης και κατάρτισης. Πολλοί απ' αυτούς ήταν επίσης κομμουνιστές ή έγιναν κομμουνιστές.66
Παρ' όλα αυτά, ηθελημένα ή αθέλητα, προωθούσαν την ίδια τους τη διάλυση ως ειδικού στρώματος της εργατικής τάξης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στο ότι οι εκμηχανισμένες βιομηχανίες που οργάνωναν, δε βασίζονταν πλέον στην ειδίκευση των τεχνιτών, αν και τη χρειάζονταν ακόμα. Αλλά σ' έναν βαθμό οφειλόταν και στο ότι η Αριστερά δε διέθετε πια μια συνεπή συνδικαλιστική πολιτική . Δεδομένης της αποτυχίας μιας γενικής συνδικαλιστικής μεταρρύθμισης, δεν είχε πλέον ένα υλοποιήσιμο «νέο μοντέλο» συνδικαλιστικής οργάνωσης. Επωφελείτο από την κυβερνητική πολιτική, ιδιαίτερα μετά το 1940 όταν ανέλαβε το Υπουργείο Εργασίας ο Emest Beνin που ευνοούσε το συνδικαλισμό. Όμως δεν την ήλεγχε, συχνά δεν την κατανοούσε και συνήθως ούτε την ενέκρινε. Το μεγαλύτερο όπλο της (αν αφήσουμε κατά μέρος τον, παραγωγικού προσανατολισμού, συνδικαλισμό των κομμουνιστών το 1941 -1945) ήταν σχεδόν το ίδιο με αυτό του 1889 -192 1 : μια τυφλή, πεισματική υπεράσπιση των «εθίμων του επαγγέλματος» μέσα στα εργαστήρια. Δεν έχει ση μασία αν ένα κομμάτι της Αριστεράς ταύτισε με κάποιον τρόπο αυτή την αντίσταση με το δρόμο προς την επανάσταση ή, έστω, προς την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Η Αριστερά, εκ των πραγμάτων, δεν είχε μια συγκεκριμένη συνδικαλιστική στρατηγική, αλλά ακολουθούσε απλά τις παλαιές τακτικές με ευφυΤα, δυναμισμό και αποτελεσματικότητα, μέσα σε μια συγκυρία τελείως διαφορετική από εκείνην του 1889 -192 1 . Αυτό που πέτυχαν ήταν η γενίκευση των παλαιών συντεχνιακών-μονοπωλιακών μεθόδων σε όλους τους τομείς του συνδικαλιστικού κινήματος, και σε βιομηχανικούς κλάδους όπου οι επαγγελματίες αποτελούσαν μια φθίνουσα μειονότητα μέσα στη μάζα των ημιειδικευμένων χειριστών. Έτσι οι τεχνίτες έγιναν απλά μια ομάδα εργατών μεταξύ πολλών άλλων που είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τέτοιες μεθόδους, και όχι απαραίτητα αυτή που μπορούσε να πετύχει τα καλύτερα παζάρια. Τη δεκαετία του 1970 στη Fleet Street, όχι μόνο είχε εξαλειφθεί η ποιοτική διαφοροποίηση ανάμεσα σε στοιχειοθέτες και δουλευτές «τυπογράφους», αλλά και το σωματείο της Εθνικής Ένωσης Γραφικών Τεχνών δεν ήταν πια απαραίτητα ισχυρότερος διαπραγματευτής από το SOGAT '82 . Δε σήμαινε πλέον τίποτε το ιδιαίτερο να είναι κανείς επαγγελματίας.
Μερικοί οδεύουν σαφώς προς την εξαφάνιση, όπως οι μηχανοδηγοί
66. Γι' αυτό το κομμάτι του άρθρου οφείλω πολλά στο Nina Fishman, The British Communist Party and the Trade Unions 1933- 1945, Aldershot, 1995. Βλ., επίσης, R. Croucher, Engineers aΙ War, 1939-1945, Λονδίνο 1982, ιδιαίτερα σ. 168-1 74, και James Hinton, «Coventry Communism: Α Study of Factory Politics ίη the Second World Waf», History Workshop ]ourna/, τχ. 10 ( 1980).
ΒΙΚΤΩΡΙΑΝΕΣ ΑΞΙΕΣ 1 37
του παλαιού συντεχνιακού σωματείου ASLEF. Μερικοί επιβιώνουν ακόμα, αλλά σ' έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνουν πια καλά. Δουλεύει για όσο περισσότερα χρήματα μπορεί, και τίποτε περισσότερο.67 Αυτό είναι μια θεμελιακή ρήξη στη συντεχνιακή παράδοση, η οποία, όπως είπαμε, στόχευε σε ένα εισόδημα που να ανταποκρίνεται στο κοινωνικό status των τεχνιτών ως ομάδας, όπως συμβαίνει ακόμα με τους καθηγητές.68 Εξ ου και η πεισματική ιστορική δυσπιστία απέναντι στην πληρωμή με το κομμάτι. Ένας κομμουνιστής μηχανικός, σε μια συνέντευξή του σε έναν ερευνητή, θυμάται την κατάπληξή του όταν ανακάλυΨε, στη διάρκεια του πολέμου στο Coventry, ότι οι εργάτες όχι μόνο μπορούσαν αλλά και ήταν αναμενόμενο από αυτούς να ανεβάζουν τις αποδοχές τους μέχρι ύψη που του φαίνονταν απίστευτα. Και πράγματι, η Coventry Toolroom Agreement του 1941 αντανακλά αυτό το παράξενο μείγμα παλαιών και νέων αρχών, μέχρι που καταργήθηκε στη δεκαετία του 1970. Ενώ κατά το παρελθόν οι αποδοχές των κατασκευαστών εργαλείων ήταν αυτές που παρείχαν το μέτρο της μισθολογικής «Ψαλίδας» από τις λιγότερο ευνοούμενες ομάδες, στο εξής αυτή η Ψαλίδα καθοριζόταν με βάση το ολότελα ακαθόριστο επίπεδο αυτών που μπορούσαν να κερδίσουν οι μη-κατασκευαστές εργαλείων με δουλειά με το κομμάτι. Η μαστοριά, η καλή δουλειά, δεν ήταν πια η απαραίτητη βάση για τις καλές αποδοχές. Αποτελούσε μάλιστα ένα εμπόδιο για τους υπέρογκους μισθούς που μπορούσαν να πάρουν αυτοί που συνειδητά και σκόπιμα έβαζαν την ταχύτητα και την τσιγκουνιά πάνω από τη σωστή δουλειά. Από οικονομική άποΨη, ο «καουμπόης» -η προέλευση του όρου είναι αβέβαιη, αλλά φαίνεται ότι εμφανίστηκε στους οικοδόμους στο απόγειο του «φουσκώματος» της δεκαετίας του 1960- μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα από το σωστό επαγγελματία.
67. Η. Beynon, Workinglor Ford, ό.π., σ. 1 45. 68. « Ισως το πιο ενδιαφέρον σε σχέση με τις εξουσίες που είχαν οι ναυπηγοί στον έ
λεγχο της εργασίας, ήταν ότι δεν τις χρησιμοποιούσαν για να μεγιστοποιήσουν τις απολαβές τους ή για να δημιουργήσουν Ψαλίδες. Οι ναυπηγοί ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν μισθούς που δε συνδέονταν με την ατομική προσπάθεια ή ειδίκευση και έτειναν σε ένα ενιαίο μισθολόγιο» : David Wilson, Α Social History ΟΙ Workers in Η.Μ. Dockyard during the Industrial Revolution, Particu/arly 1 793- 1815, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Warwick University, 1 975, σ. 1 88. Για την επιμονή των εδουαρδιανών ναυπηγών σε καθορισμένους μισθούς για καθορισμένη παραγωγή βλ. Charity Organisation Society, Report 0/1 Unskilled Labour, Q 251 -272, σ. 104-105. Οι Webb υποστηρίζουν (IlIdIIstrial Democracy, σ. 719), επισημαίνοντας ως κάτι το θετικό το παράλληλο με τον επαγγελματικό κερπορατισμό των μεσαίων στρωμάτων, ότι «η σταδιακή επικράτηση του κοινού κανόνα, προωθώντας διαρκώς την "επιλογή του ικανότερου", επιφέρει την εξειδίκευση των ρόλων, δημιουργώντας μια διακριτή ομάδα, που έχει ένα δικό της βιοτικό επίπεδο και τις δικές της συλλογικές παραδόσεις, τις οποίες ο κάθε στρατολογούμενος υιοθετεί με χαρά».
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Τέλος, μειώθηκαν οι δυνατότητες που είχε να καταρτιστεί κανείς ως τεχνίτης. Το 1966 ο αριθμός των μαθητευόμενων ήταν μόνο τα τρία τέταρτα αυτού που ήταν εξήντα χρόνια νωρίτερα ή ακόμα και το 1925, και το 1973 ο αριθμός αυτός είχε πέσει στο 25% σε σχέση με το 1966.69 Αναλόγως μειώθηκαν και τα κίνητρα να ακολουθήσει κανείς το επάγγελμα του πατέρα του. Η εκπαίδευση μέσα από τα βιβλία και όχι πια η ειδίκευση ήταν τώρα ο δρόμος για το κοινωνικό status, ενώ και η ίδια η ειδίκευση, με όλο και λιγότερες εξαιρέσεις, περνάει πια στο χώρο των διπλωμάτων. Υπήρξε μια εποχή που οι ανθρακωρύχοι ήθελαν πάση θυσία τα παιδιά τους να μείνουν έξω από τις στοές, οι μηχανικοί όμως ήταν ικανοποιημένοι αν τους πρόσφεραν μια κάπως βελτιωμένη εκδοχή των δικών τους προοπτικών. Άραγε, πόσα παιδιά κατασκευαστών εργαλείων θέλουν σήμερα να γίνουν κατασκευαστές εργαλείων ;
Οι τεχνίτες δεν αναπαράγουν πια τους εαυτούς τους ή το είδος τους. Η γενιά των ανθρώπων που μεγάλωσε με τις εμπειρίες και τις αξίες του τεχνίτη στις δεκαετίες του 1930 και 1940, βρίσκεται ακόμα στη ζωή, αλλά γερνάει. Όταν αποσυρθεί και ο τελευταίος άνθρωπος που οδήγησε και φρόντισε τις σιδηροδρομικές ατμομηχανές -κι αυτό δε θα αργήσει πολύ να γίνει- κι όταν οι μηχανοδηγοί θα έχουν σχεδόν εξομοιωθεί με τους οδηγούς των τραμ, και σε ορισμένες περιπτώσεις θα έχουν γίνει εντελώς περιττοί, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα ; Πώς θα είναι η κοινωνία μας δίχως αυτό το πλατύ σώμα ανθρώπων που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είχαν μια αίσθηση αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού για τη δύσκολη, καλή και κοινωνικά χρήσιμη χειρωνακτική εργασία, η οποία είναι ταυτόχρονα και μια αίσθηση μιας κοινωνίας που δεν κυβερνάται από τις τιμές της αγοράς και το χρήμα: μιας κοινωνίας διαφορετικής από τη δική μας και δυνητικά καλύτερης; Πώς θα μοιάζει μια χώρα δίχως το δρόμο προς τον αυτοσεβασμό που πρόσφερε η δεξιότητα του χεριού, του ματιού και του μυαλού στους άνδρες -και θα προσθέταμε και στις γυναίκες- που τυχαίνει να μην είναι τόσο καλοί στο να δίνουν εξετάσεις ; Ο Tawney έχει θέσει αυτά τα ερωτήματα, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε καλύτερο από το να κλείσω εδώ αφήνοντάς τα μαζί σας.
69. Σε απόλυτους αριθμούς: 1906: 343.200, (C. More, Skill ... , ό.π., σ. 103)' 1 966: 27 1 .650 (Ministry ΟΙ LaboIlr Gαzette, Ιανουάριος 1 967)' 1974: 66.000 (Ministry ΟΙ LαboIlr Gαzette, Μάιος 1974). Η επιτρεπόμενη ηλικία που μπορεί να εγκαταλείΨει ένα παιδί το σχολείο ανέβηκε στα δεκαέξι από το Σεπτέμβριο του 1972. Οι αριθμοί αφορούν μόνο τους άνδρες, δεδομένου του πολύ μικρού αριθμού γυναικών μαθητευομένων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ :
ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Η σημασία της εικονογραφίας για τη μελέτη του κόσμου της εργασίας ανακαλύφθηκε
τη δεκαετία του 19 70. Αυτή εδώ η περιδιάβασή μου στο χώρο της εικονογραφίας.
που εν πολλοίς έγινε εφικτή χάρη στη βοήθεια φίλων ιστορικών τέχνης και στον απί
στευτο πλούτο της βιβλιοθήκης του Ι νστιτούτου Wαrburg. πρωτοδημοσιεύτηκε στο
History Workshop Journal το 19 78. Την εποχή εκείνη δέχτηκε κριτική από ορισμένες
φεμινίστριες καθώς και κάποιες, λιγότερο εμπαθείς, κριτικές που είχαν να κάνουν με
πιθανές εικονογραφικές παρανοήσεις. Το άρθρο μου θέτει δύο ερωτήματα. ένα πιο
ανάλαφρου χαρακτήρα κι ένα πιο σοβαρό: Πώς εξηγείται ότι. στη διάρκεια ενός αιώ
να εργατικής ιστορίας, η γυναικεία φιγούρα εμφανίζεται όλο και πιο ντυμένη, ενώ η
ανδρική όλο και πιο ημίγυμνη ; Τι μπορούν να μας πουν οι εικόνες, είτε ρεαλιστικές
είτε συμβολικές, για τις πραγματικές σχέσεις των ανδρών και των γυναικών μέσα στα εργατικά κι νήματα;
Οι γυναίκες έχουν συχνά επισημάνει ότι στο παρελθόν οι άνδρες ιστορικοί, ακόμα και οι μαρξιστές, αγνόησαν κατάφωρα το γυναικείο ήμισυ του ανθρωπίνου γένους. Η κριτική είναι δίκαιη' ο υποφαινόμενος παραδέχεται ότι αφορά και τη δική του δουλειά. Αν όμως θέλουμε να θεραπεύσουμε αυτή την ανεπάρκεια, δεν αρκεί να αναπτύξουμε έναν εξειδικευμένο κλάδο της ιστορίας που να ασχολείται αποκλειστικά με τις γυναίκες, γιατί μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία τα δύο φύλα είναι αδιαχώριστα. 1 Πρέπει να μελετήσουμε και τις αλλαγές στη μορφή των σχέσεων των δύο φύλων, τόσο μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα όσο και στην εικόνα που έχει το κάθε φύλο για το άλλο. Το άρθρο αυτό αποτελεί μια προκαταρκτική προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο σε σχέση με τα επαναστατικά και σοσιαλιστικά κινήματα του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού, μέσα από την ιδεολογία που εκφράζεται στις εικόνες και τα εμβλήματα που συνδέονται με αυτά τα κινήματα. Στο βαθμό βέβαια που αυτές τις εικόνες, στη συντριπτική τους πλειονότητα,
1 . Αυτό το άρθρο προέκυΨε από μια συζήτηση με τον Peter Hanak του Ινστιτούτου Ιστορίας της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών. σχετικά με ένα άρθρο του Efim Etkind (καθηγητή παλιά στο Λένινγκραντ, τώρα στη Nanterre) για την «Ευρωπα'ίκή ποίηση του 1 830" . Από πλευράς ιστορίας της τέχνης είχα στη συνέχεια πολύ σημαντική βοήθεια από τους Georg Eisler, Francis και Larissa Haskell και Nick Penny. Υπό μία έννοια πρόκειται για μια συλλογική δουλειά. αν και οι ερμηνείες και τα λάθη είναι όλα δικά μου.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
τις φιλοτεχνούσαν άνδρες, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι έμφυλοι
ρόλοι που αναπαριστούν εκφράζουν τις απόψεις των περισσοτέρων γυ
ναικών. Μπορούμε, ωστόσο, να παραβάλουμε αυτές τις απεικονίσεις ρό
λων και σχέσεων με ης κοινωνικές πραγμαηκότητες της περιόδου, κα
θώς και με ης πω ρητά διατυπωμένες ιδεολογίες των επαναστατικών
και σοσιαλισηκών κινημάτων. Αυτό το άρθρο βασίζεται στην παραδοχή, ότι μια τέτοια σύγκριση εί
ναι δυνατή . Δε θέλω να πω ότι οι εικόνες που αναλύονται εδώ αντανα
κλούν άμεσα κοινωνικές πραγματικότητες, εκτός από τις περιπτώσεις ε
κείνες όπου σχεδιάστηκαν ειδικά για κάτι τέτοω, όπως, Π.χ. , εικόνες
που θέλουν να έχουν την αξία ντοκουμέντου. Η υπόθεση που κάνω είναι
απλά όη στις εικόνες που έχουν φτιαχτεί για να ης δει ένα ευρύ κοινό,
ας πούμε οι εργάτες, και οι οποίες έχουν μια επίδραση πάνω του, η ε
μπεφία της πραγματικότητας που έχει αυτό το κοινό θέτει όρια στο
βαθμό απόκλισής τους από αυτή την εμπεφία. Α ν ο καπιταλιστής στα
σοσιαλιστικά καρτούν της Belle Epoque δεν παρουσιαζόταν συνήθως σαν
ένας χοντρός με πούρο και ψηλό καπέλο, αλλά σαν μια χοντρή κυρία,
αυτά τα ανεκτά όρια θα είχαν παραβιασθεί και τα καρτούν δε θα ήταν
τόσο αποτελεσματικά' κι αυτό συμβαίνει επειδή τα περισσότερα αφενη
κά δε νοούνταν μόνο ως άνδρες, ήταν άνδρες. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι
οι καπιταλιστές ήταν χοντροί, με Ψηλά καπέλα και πούρα, αν και αυτά
τα χαρακτηριστικά γίνονταν αμέσως αντιληπτά ως προσιδιάζοντα σε μια
συγκεκριμένη μορφή πλούτου και προνομίων, σε αντίθεση με άλλα, για
παράδειγμα του αριστοκράτη. Αυτή η αντιστοιχία με την πραγματικότη
τα προφανώς ήταν λιγότερο απαραίτητη σης καθαρά συμβολικές και αλληγορικές εικόνες, παρότι ακόμα κι εκεί δεν απουσιάζει τελείως. Αν ο
θεός του πολέμου παριστάνετο ως γυναίκα, αυτό θα γινόταν για να προκαλέσει ένα σοκ. Αυτού του είδους η ερμηνεία της εικονογραφίας δεν αποβλέπει, φυσικά, σε μια σοβαρή εικονολογική και συμβολική ανάλυση . Ο στόχος μου είναι πω ταπεινός.
Ας ξεκινήσουμε με το διασημότερο, ίσως, επαναστατικό πίνακα, παρόη δεν τον έφηαξε κάποιος επαναστάτης: Την Ελευθερία στα Οδοφράγματα του Ντελακρουά, του 1830.2 Η εικόνα πρέπει να είναι οικεία σε πολλούς: μια γυμνόστηθη κοπέλα που φορά το φρυγικό σκούφο και κρατά μια σημαία, πατάει πάνω στους πεσόντες ακολουθούμενη από οπλισμένους άνδρες με χαρακτηριστικές ενδυμασίες. Το ζήτημα των εικονογραφικών πηγών του πίνακα έχει ερευνηθεί εκτενώς.3 Όποιες κι αν εί-
2. Συνήθως αναφέρεται με τον τίτλο Η Ελευθερία οδηγεί το λαό [Σ .τ.Μ.]. 3. Πρβλ. τον κατάλογο της έκθεσης La Libertti guidant /e peup/e de De/acroix, catalogue
etabli et redige par Helene Toussaint, Etude au laboratoire de la recherche des musees de France par Lola Faillant-Dumas et Jean-Paul Rioux, Παρίσι 1982, για μια πλήρη οιαπραγμά-
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ
ναι όμως οι ΠΎjγές του, Ύj ερμψεία του δε χωρά αμφισβΎjτήσεις. Η Ελευθερία δεν είναι εδώ μια αλλΎjγoρική φιγούρα, αλλά μια πραγματική γυναίκα (εμπνευσμένΎj αναμφίβολα από ΤΎjν Ύjρωική Marie Deschamps, τα κατορθώματα ΤΎjς οποίας υπονοούνται στον πίνακα). Είναι μια γυναίκα του λαού, που ανήκει στο λαό, που αισθάνεται άνετα μέσα στο λαό:
C 'est une forte femme aux puissantes mamelIes, α Ιa υοίΧ rauque, aux durs appas qui . . . Agile e t marchant α grands pas Se ρΙaΗ aux cris du peuple . . .
Barbier, La Curee
(Είναι μια γυναίκα δυνατή, με γερούς μαστούς, με βραχνή φωνή και αδρά κάλλη . . . που ... Προχωρά γοργή με μεγάλες δρασκελιές Και χαίρεται με τις κραυγές του λαού
Barbier, Τα λάφυρα)
Για τον Μπαλζάκ ήταν από χωριάΤΙΚΎj γενιά: «μελαψή και παθιασμένΎj, ίδια Ύj εικόνα του λαού».4 Ήταν περήφανΎj, ίσως και αναιδής (λόγια του Μπαλζάκ), και επομένως το ακριβώς αντίθετο ης γυναικείας εικόνας στψ αστική κοινωνία. Και όπως τονίζουν οι σύγχρονοι, ήταν και σεξουαλικά απελευθερωμένΎj. Ο Barbier, το πoίΎjμα του οποίου, La Curee, υπήρξε σίγουρα μία από τις ΠΎjγές έμπνευσΎjς του Ντελακρουά, φτιάχνει γι' αυτήν μια oλόκλΎjΡΎj ιστορία σεξουαλικής χεφαφέΤ'Y]σΎjς και μ ύ'Y]σΎj ς:
qui ne prend ses amours que dans Ιa populace, qui ne prete son large flanc qu 'α des gens forts comme elIe
(που διαλέγει τους εραστές της μόνο από το φτωχό λαό, που δεν προσφέρει το ρωμαλέο κορμί της παρά μόνο σε άνδρες δυνατούς σαν την ίδια)
αφού άπλωσε γύρω ης, ως enfant de Ιa Bastille (<<παιδί ΤΎjς BαστίλΎjς»),
τεuση και βιβλιογραφία, στην οποία θα πρέπει να προστεθούν και τα: Η. Lίidecke, Eugene Delacroix und die Pariser Julirevolution, Βερολίνο 1965 , και Efim Etkind, «1830 in der europiiischen Dichtung», στο R. Urbach (επψ.), Wien und Europa zwischen den RevoluIionen (1789-1848), Βιέννη-Μόναχο 1978.
4 . T .J . Clark, The Absolute Bourgeois, Λονδίνο 1973, σ. 19.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
μια γενική σεξουαλική διέγερση, κουράστηκε από τους πρώτους της εραστές και ακολούθησε τα λάβαρα του Ναπολέοντα κι έναν capitaine de vingt ans (<<εικοσάχρονο λοχαγό »). Τώρα επέστρεψε,
toujours belle et nue Avec l 'echarpe aux trois couleurs
(πάντοτε όμορφη χαι γυμνή με την τρίχρωμη εσάρπα [η υπογράμμιση δική μου])
για να κερδίσει τις «Trois GΙοήeuses» (την Ιουλιανή Επανάσταση) για το λαό της. 5
Ο Heine, σχολιάζοντας τον ίδιο τον πίνακα, ωθεί την εικόνα ακόμα περισσότερο προς την κατεύθυνση ενός άλλου, διφορούμενου, στερεότυπου της ανεξάρτητης και σεξουαλικά χειραφετημένης γυναίκας, αυτό της εταίρας: «ένα παράξενο μείγμα Φρύνης, γυναίκας της αγοράς και θεάς της ελευθερίας».6 Το μοτίβο είναι αναγνωρίσιμο: ο Φλωμπέρ στην Education sentimentale το επαναφέρει μέσα στο πλαίσιο του 1848, με την εικόνα της Ελευθερίας σαν κοινής γυναίκας μέσα στο λεηλατημένο Κεραμεικό (αν και κάνει το συνηθισμένο αστικό πέρασμα από την εξίσωση ελευθερία = καλό στην εξίσωση η κατάχρηση της ελευθερίας = κακό): «Μέσα στον προθάλαμο, όρθια πάνω σ' ένα σωρό ρούχων, στεκόταν μια γυναίκα του δρόμου, παριστάνοντας το άγαλμα της Ελευθερίας».7 Στο ίδιο μοτίβο παραπέμπει και ο αντιδραστικός Felicien Rops, ο οποίος παρουσίασε «την Κομμούνα προσωΠΟΠOLημένη σε μια γυμνή γυναίκα, με ένα στρατιωτικό κασκέτο στο κεφάλι και ένα σπαθί στο χέρι»,8 μια εικόνα που δεν πέρασε μόνο από το δικό του μυαλό. Ο πανίσχυρος Peuple του είναι μια γυμνή κοπέλα, που έχει την εμφάνιση μιας πόρνης που φοράει μονάχα κάλτσες και έναν νυχτικό σκούφο, που ίσως παραπέμπει στο φρυγικό σκούφο, και με τα πόδια της να ανοίγουν για να φανεί το αιδοίο της. 9
5. Ε. Etkind, «1830 iη der eurΟΡaϊschen Dichtung», ό.π., σ. 150-151. 6. Heinrich Heine, GesammeIte Werke, τόμο 4, Βερολίνο 1956-1957, σ. 19. 7. Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η Αισθηματική αγωγή (μετάφραση Π. Μουλλάς), Αθήνα 1981, σ.
328 [Σ .τ.Μ.]. 8 . Ε . Ramiro, Felicien Rops, Παρίσι 1905, σ. 80-81. 9. Eduard Fuchs, Die Frau in der Karikatur, Μόναχο 1906, σ. 484 . Ο Fuchs περιέγραψε
τον Peuple ως «Megare Volk» ή «Τον Λαό ως Μέγαιρα»: Ε. Ramiro, Felicien Rops, ό.π., σ. 188. Μια λιγότερο σαφής εκδοχή της ίδιας φιγούρας, επειδή παραλείπει το κάτω μέρος του γυναικείου σώματος, βρίσκεται σε μια μη αριθμημένη εικόνα του Franz Blei, Fέlicien -Ρ"rιι:: 'RCl"\n){,,,', 1QIJ1
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ 143
Η καινοτομία της Ελευθερίας του Ντελακρουά έγκειται λοιπόν στην ταύτιση της γυμνής γυναικείας μορφής με μια πραγματική γυναίκα τομ λαού, μια χειραφετημένη γυναίκα, μια γυναίκα που παίζει ενεργό -και μάλιστα ηγετικό- ρόλο σε ένα κίνημα ανδρών. Το πόσο πίσω μπορούμε να ανιχνεύσουμε αυτή την επαναστατική εικόνα, είναι ένα ζήτημα που πρέπει να αφήσουμε να το απαντήσουν οι ιστορικοί της τέχνης.lΟ Εδώ μπορούμε μόνο να παρατηρήσουμε δύο πράγματα. Πρώτον, ο ρεαλισμός της την απομακρύνει από το συνηθισμένο αλληγορικό ρόλο των γυναικείων μορφών, αν και διατηρεί τη γυμνότητα τέτοιων φιγούρων, και αυτή η γυμνότητα τονίζεται μάλιστα τόσο από το ζωγράφο όσο και από τους παρατηρητές. Δεν εμπνέει και δεν αναπαριστά: δρα. Δεύτερον, μοιάζει πολύ διαφορετική από το παραδοσιακό εικονογραφικό μοτίβο της γυναίκας-αγωνίστριας της ελευθερίας, ειδικά της Ιουδήθ, η οποία, με τον Νταβίντ, αναπαριστά συχνά τη νικηφόρα πάλη του αδύνατου εναντίον του ισχυρού. Σε αντίθεση με την Ιουδήθ του Νταβίντ, η Ελευθερία του Ντελακρουά δεν είναι μόνη, και δεν αναπαριστά την αδυναμία. Αντιθέτως, αναπαριστά τη συμπυκνωμένη δύναμη του ανίκητου λαού. Αφού «ο λαός» αποτελείται από ένα σύνολο διαφορετικών τάξεων και επαγγελμάτων, και έτσι απεικονίζεται, χρειάζεται ένα γενικό σύμβολο που δε θα ταυτίζεται με καμιά συγκεκριμένη ομάδα. Για παραδοσιακούς εικονογραφικούς λόγους, αυτό το σύμβολο ήταν αναμενόμενο να είναι γυναίκα. Αλλά η γυναίκα που επιλέχθηκε αναπαριστά «το λαό».
Η Επανάσταση του 1830 φαίνεται πως αντιπροσωπεύει το απόγειο αυτής της εικόνας της Ελευθερίας ως μιας δραστήριας, απελευθερωμένης κο-
10. Μ. Agulhon. «Esquisse pour une archeologie de la Republique : l 'allegorie civique feminine», Annales, τόμο 28 (1973), σ. 5-34. Μια μη επαναστατική ηρωίδα παρουσιάζεται με τρόπο αντίθετο μ' αυτόν του Ντελακρουά στο David Wilkie, Defence of Sαragossα. 1828, Wilkie Exhibition, Royal Academy, 1958. Η πραγματική ισπανίδα ηρωίδα παρουσιάζεται εντελώς ντυμένη, αλλά σε αλληγορική πόζα, ενώ ένας παρτιζάνος είναι μαζεμένος πίσω της. γυμνός μέχρι τη μέση (οφείλω αυτή την αναφορά στον Δρ Ν. Penny). Ο Βύρωνας, που διαπραγματεύεται επί μακρόν το ρόλο των θηλυκών μαχητών της ελευθερίας και της Κόρης της Σαραγόσσας, τονίζει θαυμαστικά (Childe Hαrold, 1, 54 κ.ε.) το φαινομενικά ανδρικό ηρωισμό τους: «Her lover sinks - she sheds no ill-timed tear; / Her chief is slain - she fills his fatal post; / Her fellows flee - she checks their base career; / The foe retires - she heads the sallying host». [«Πέφτει ο εραστής της. / Μάταια δάκρυα δεν χύνει αυτή / Ο αρχηγός της έχει σφαγεί. / Την επικίνδυνη παίρνει θέση του στη στιγμή. / Οι στρατιές 0-
πισθοχωρούνε. / Θ' αντισταθεί στην άνανδρη φυγή τους», Βύρωνας, Τσάιλντ Χάρολντ,
μτφρ.: Μ. Ι Κεσίση, Αθήνα 1977, σ. 110 - [Σ.τ.Μ.]. Τονίζει όμως ότι παραμένει εντός του φάσματος αυτού που η ανδρική υπεροχή βλέπει ως επιθυμητό στις γυναίκες: «Yet are Spain's maids no race of Amazons / ΒυΙ formed for all the witching arts of love». [«Μα της Ισπανίας οι κόρες / δε γεννιούνται γι' Αμαζόνες. / Για του έρωτα την τέχνη / πλάσθηκαν τη μαγική ... ». Βύρωνας, 6 .π., σ. 57] . Σε αντίθεση με την Ελευθερία, «πολεμόχαρη η ορμή τους. Όμως μοιάζει περιστέρας».
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
πέλας, που γίνεται απoδεκτ� ως αρχηγός των ανδρών, αν και το μοτίβο εξακολουθεί να είναι δημοφιλές και το 1848, σίγουρα εξαιτίας της επίδρασης του Ντελακρουά και άλλων ζωγράφων. Εξακολουθεί να είναι γυμν� και να φορά το φρυγικό σκούφο στην Ελευθερία πάνω στα Οδοφράγματα του Μιλλέ, τώρα όμως το περιβάλλον της είναι πιο ασαφές. Παραμένει μια ηγετικ� μoρφ� στο προσχέδιο της ΕξέΥερσηςτου Ντωμιέ, και πάλι όμως το πλαίσιο είναι θολό. Από την άλλη, αν και δεν υπάρχουν πολλές αναπαραστάσεις της Κομμούνας και της Ελευθερίας το 1871, είχαν την τάση να είναι γυμνές (όπως στο σχέδιο του Rops που αναφέραμε πιο πάνω) � γυμνόστηθες.11 Ίσως ο αξιοσημείωτα ενεργός ρόλος που έπαιξαν οι γυναίκες στην Κομμούνα, να εξηγεί τη συμβoλικ� αναπαράσταση αυτ�ς της επανάστασης από μια μη-αλληγoρικ� (δηλ. ντυμένη) και εμφανώς αγωνίστρια γυναίκα σε μία τουλάχιστον ξένη εικονογράφηση . 12
Η επαναστατικ� αντίληψη της δημοκρατίας ή της ελευθερίας είχε λοιπόν ακόμα την τάση να εικονίζεται ως μια γυμν� �, συνηθέστερα, γυμνόστηθη γυναικεία μoρφ�. Το περίφημο άγαλμα της Δημοκρατίας από τον κομμουνάρο Dalou στην Place de la Nation έχει ακόμα το ένα τουλάχιστον στ�θoς ακάλυπτο. Μόνο η έρευνα μπορεί να δείξει το κατά πόσον η αποκάλυψη του στ�θoυς διατηρεί αυτ� την εξεγερσιακ� � τουλάχιστον πoλεμικ� σύνδεση, όπως συμβαίνει ίσως σε ένα σκίτσο από την επoχ� της υπόθεσης Ντρέυφους (Ιανουάριος 1898) στο οποίο μια σεβάσμια και οπλισμένη Δικαιοσύνη προστατεύει μια νεαρή και παρθενικ� Μαριάν, που έχει το ένα στ�θoς ακάλυπτο, από ένα τέρας, με τη λεζάντα: «Δικαιοσύνη: Μη φοβάσαι το τέρας! Εγώ είμαι εδώ».13 Από την άλλη, η θεσμοποιημένη μορφή της Δημοκρατίας, η �αριάν, παρά τις επαναστατικές της καταβολές, είναι τώρα κανονικά, αν και ελαφρά, ντυμένη. Η βασιλεία της κοσμιότητας έχει παλινορθωθεί. Ίσως και η βασιλεία των ψεμάτων, μια που ένα χαρακτηριστικό της αλληγορικής γυναικείας μoρφ�ς της Aλ�θειας -εξακολουθεί να εμφανίζεται συχνά, ειδικά σε καρικατούρες της περιόδου της υπόθεσης Ντρέυφους- είναι ότι θα πρέπει να είναι γυμν�.14 Και πραγματικά, ακόμα και στην εικονογραφία του αξιοπρεπούς βρετανικού εργατικού κιν�ματoς της βικτωριαν�ς Αγγλίας εξακολουθεί να είναι γυμν�, όπως στο έμβλημα του Ενωμένου Σωματείου Επιπλοποιών και Ξυλουργών, το 1860,15 μέχρι να επικρατ�σει η ηθικ� της
11. Βλ. Jean Duchέ, 1760-1960: deux siecles d 'hisIoire de France par Ια caricature, Παρίσι 1961, σ. 142, 143, 145.
12. J . Bruhat - Jean Dautry - Emile Tersen, La Commune de 1871, Παρίσι 1971, σ. 190 -πρόκειται για μια αγγλική εικόνα.
13. Jean Grand-Carteret, L Ά!faίre Dreyfus et l'image, Παρίσι 1898, σ. 150. 14. Στο {δια, εικόνες 61, 67, 106,251. 15. R .A . Leeson, UniIed We Stand: Απ I/lustrated AccounI oj Trade υπίοπ Emblems, Λονδίνο
1971, σ. 26.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ 145
ύστερης βικτωριανής εποχής. Γενικά, ο ρόλος της γυναικείας φιγούρας, γυμνής ή ντυμένης, μειώνεται απότομα με το πέρασμα από τις δημοκρατικές-πληβειακές επαναστάσεις του δέκατου ένατου αιώνα στα προλεταριακά και σοσιαλιστικά κινήματα του εικοστού. Από μια άποψη, το βασικό πρόβλημα αυτού του άρθρου είναι η αρσενικοποίηση της εικόνας του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος.
Για προφανείς λόγους, η εργαζόμενη προλετάρια γυναίκα δεν παριστάνεται συχνά από τους καλλιτέχνες, με εξαίρεση μερικούς βιομηχανικούς κλάδους όπου η γυναικεία εργασία κυριαρχούσε. Αυτό σίγουρα δεν οφείλεται σε προκατάληψη. Ο Constantin Meunier, ο βέλγος καλλιτέχνης που εισήγαγε την τυπική ιδεατή εικόνα του άνδρα εργάτη, ζωγράφιζε -και σε μικρότερο βαθμό λάξευε- γυναίκες εργάτριες το ίδιο πρόθυμα όσο και άνδρες. Μερικές φορές, όπως στον πίνακα Le Retour des mines (Επιστροφή από τα ορυχεία) (1905), τις παριστάνει να δουλεύουν μαζί με τους άνδρες, όπως συνέβαινε ακόμα στα βελγικά ανθρακωρυχεία. 16 Ωστόσο, είναι πιθανό, η εικόνα της γυναίκας ως μισθωτού εργάτη και ως ενεργώς μετέχουσας μαζί με τους άνδρες στην πολιτική δράση1? να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση του σοσιαλισμού. Στη Βρετανία, η γυναίκα αρχίζει να γίνεται ευδιάκριτη στη συνδικαλιστική εικονογραφία, μόνον όταν γίνεται αισθητή αυτή η επίδραση. 18 Στα εμβλήματα των προ-σοσιαλιστικών βρετανικών επαγγελματικών σωματείων, όπου δεν υπάρχει επίδραση των διανοουμένων, πραγματικές γυναίκες εμφανίζονται κυρίως σ' αυτές τις μικρές εικόνες με τις οποίες τα σωματεία διαφήμιζαν τη συναδελφική βοήθεια που προσέφεραν στα αναξιοπαθούντα μέλη τους: επιδόματα για ασθένειες, ατυχήματα και κηδείες. Οι γυναίκες στέκονται στο προσκέφαλο του συζύγου, καθώς οι συνάδελφοί του έρχονται να τον επισκεφθούν φορώντας τα εμβλήματα του σωματείου. Περιτριγυρισμένες από παιδιά, σφίγγουν τα χέρια των εκπροσώπων του σωματείου που τους παραδίδουν χρήματα μετά το θάνατο του κουβαλητή.
Φυσικά, οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι παρούσες υπό τη μορφή συμβόλων και αλληγοριών, αν και προς το τέλος του αιώνα μπορούμε να συναντήσουμε βρετανικά συνδικαλιστικά εμβλήματα δίχως καμιά γυναικεία φιγούρα, και ιδιαίτερα σε καθαρά ανδρικούς βιομηχανικούς κλάδους όπως τα ανθρακωρυχεία, η χαλυβουργία, κ .ο .κ . 19 Επίσης, οι αλληγορίες της φιλελεύθερης ατομικής επιτυχίας εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό γυναικείες, όπως ήταν πάντοτε. Η Σωφροσύνη, η Β ιομη-
1β. Lucien Christophe, Constantin Meunier, Antwerp 1947, εικόνες β, 7, 8, 9 , 2 1 . 17. Frans Masereel, Die Stadt, Μόναχο 1925. 18 . John Gorrnan, Banner Bright: An I/lustrated History ο/ the Banners ο/ the British Trade
Union Movement, Λονδίνο 1973, σ. 12β. 19. R.A. Leeson, United We Stand, ό.π., σ. βΟ-70.
146 Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
χανία (= εργατικότητα), η Καρτερία, η Εγκράτεια, η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη προήδρευαν πάνω από τη Φιλική Εταιρεία των Τεκτόνων το 1868. Η Τέχνη, η Βιομηχανία, η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη πάνω από το Ενωμένο Σωματείο των Επιπλοποιών και Ξυλουργών. Από τη δεκαετία του 1880 και μετέπειτα έχει κανείς την εντύπωση, ότι μόνο η Δικαιοσύνη, και η Αλήθεια, με την πιθανή προσθήκη της Πίστης και της Ελπίδας, επιβιώνουν απ' αυτές τις παραδοσιακές φιγούρες. Ωστόσο, καθώς αναπτύσσεται ο σοσιαλισμός, κι άλλες γυναικείες φιγούρες κάνουν την εμφάνισή τους στην εικονογραφία της Αριστεράς, αν και κατ' ουδένα τρόπο δεν υποτίθεται ότι παριστάνουν πραγματικές γυναίκες. Πρόκειται για θεές ή μούσες.
Έτσι, σε ένα λάβαρο του (αριστεροίι) Σωματείου των Εργατών ( 1898-1929), μια γλυκιά νεαρή κυρία με λευκό χιτώνα και σανδάλια δείχνει έναν ανατέλλοντα ήλιο, που φέρει την επιγραφή «Μια καλύτερη ζωή», σε κάποιους ρεαλιστικά ζωγραφισμένους εργάτες με εργατικές ενδυμασίες. Πρόκειται για την Πίστη, όπως διασαφηνίζει το κείμενο κάτω από την εικόνα. Μια μαχητική φιγούρα που φορά επίσης λευκό χιτώνα και σανδάλια, αλλά κρατάει και ένα ξίφος και μια ασπίδα που γράφει «Δικαιοσύνη και Ισότητα» και έχει τα μαλλιά της άψογα χτενισμένα στο όμορφο κεφάλι της, στέκεται μπροστά από έναν μυώδη εργάτη με ανοιχτό πουκάμισο, ο οποίος καθώς φαίνεται έχει μόλις κατατροπώσει ένα τέρας που φέρει την επιγραφή «καπιταλισμός» και το οποίο κείτεται άψυχο εμπρός του. Το λάβαρο φέρει την επιγραφή «ο Θρίαμβος της Εργασίας», και αναπαριστά το παράρτημα του Southend-on-Sea του Εθνικού Σωματείου Γενικών Εργατών, ενός ακόμη σοσιαλιστικού σωματείου. Το παράρτημα του Tottenham του ίδιου σωματείου έχει την ίδια νεαρή κυρία, αυτή τη φορά με τα μαλλιά να ανεμίζουν και με το φόρεμά της να γράφει «Φωτισμός, Εκπαίδευση, Βιομηχανική Οργάνωση, Πολιτική Δράση και Πραγματική Διεθνής», η οποία δείχνει στη συνηθισμένη ομάδα των εργατών τη Γη της επαγγελίας που έχει τη μορφή μιας παιδικής χαράς. Η Γη της επαγγελίας φέρει την επιγραφή «κατάκτησε τη Συνεργατική Πολιτεία», και ολόκληρο το λάβαρο εικονογραφεί το σύνθημα «Παραγωγοί του Πλούτου του Έθνους, Ενωθείτε! Και θα έχετε το μερτικό σας στον κόσμο».20
Αυτές οι εικόνες έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία γιατί είναι σαφές, ότι συνδέονται με το νέο σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο αναπτύσσει τη δική του εικονογραφία, και γιατί (σε αντίθεση με το παλιό αλληγορικό λεξιλόγιο) αυτή η νέα εικονογραφία εμπνέεται εν μέρει από τη γαλλική επαναστατική εικαστική φαντασία, από την οποία κατάγεται και η Ελευθερία του Ντελακρουά. Στυλιστικά, τουλάχιστο στη Βρετανία, ανή-
20. J. Gorman, Banner Bright, ό.π. , σ. 122-123.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ
κει στο προοδευτικό κίνημα arts-and -crafts και στο παρακλάδι του, την αρ νουβό, που έδωσαν στο βρετανικό σοσιαλισμό τους κυριότερους καλλιτέχνες και εικονογράφους του: τον William Morris και τον Walter Crane. Αλλά η ευρέως γνωστή εικόνα του Walter Crane που παριστάνει την ανθρωπότητα να βαδίζει προς το σοσιαλισμό -ένα ζευγάρι με άνετα ρούχα κι ένα παιδί στους ώμους-, όπως και τόσα άλλα σχέδια του ίδιου ζωγράφου, αντανακλά ακόμα τις οφειλές στο 1789 με την παρουσία του φρυγικού σκούφου.21 Η πιο παλιές από τις πρωτομαγιάτικες κονκάρδες των αυστριακών σοσιαλδημοκρατών κάνουν τη σύνδεση ακόμα πιο προφανή. Παριστάνουν μια γυναικεία φιγούρα με το μότο: Αδελφότητα, Ισότητα, Ελευθερία και Οχτάωρο.22
Τι ρόλο παίζουν όμως οι γυναίκες σ' αυτή τη νέα σοσιαλιστική εικονογραφία; Εμπνέουν. Η προμετωπίδα του Labour Annual,23 που κυκλοφορεί από το 1895, είναι το έργο του Τ.Α. West, Light and Life (Φως και Ζωή). Μια κυρία με ρούχα που ανεμίζουν, η οποία διακρίνεται πίσω από έναν θυρεό, φυσάει μια τελετουργική τρομπέτα για ένα όμορφο αγόρι που φοράει ένα πουκάμισο, ανοιχτό στο λαιμό και με τα μανίκια σηκωμένα πάνω από τους αγκώνες, και κουβαλάει ένα καλάθι από το οποίο, όπως υποθέτουμε, σπέρνει το σπόρο της σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Ακτίνες, αστέρια και κύματα αποτελούν το φόντο του σχεδίου . Στο βαθμό που εμφανίζονται θνητές γυναίκες σ' αυτή την εικονογραφία, αυτές αποτελούν το ένα μέρος ενός εξιδανικευμένου ζευγαριού, με ή χωρίς παιδιά. Στο βαθμό που οι δυο τους ταυτίζονται συμβολικά με κάποια δραστηριότητα, ο άνδρας είναι αυτός που αναπαριστά τη βιομηχανική εργασία. Στο ζευγάρι του Crane, αυτός έχει πίσω του μια σκαπάνη και ένα φτυάρι, ενώ εκείνη κουβαλάει ένα καλάθι με καλαμπόκι και έχει μια τσουγκράνα στο πλάι, αναπαριστώντας τη φύση ή, έστω, τη γεωργία. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ίδιος καταμερισμός εργασίας εμφανίζεται και στο περίφημο γλυπτό της Μούκινα με τον εργάτη και την αγρότισσα του κολχόζ που εκτέθηκε στο σοβιετικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού το 1937: αυτός κρατά το σφυρί, εκείνη το δρεπάνι.
Βέβαια, στη σοσιαλιστική εικονογραφία εμφανίζονται και πραγματικές γυναίκες των εργατικών τάξεων, που ενσαρκώνουν ένα συμβολικό νόημα, τουλάχιστον έμμεσα. Είναι όμως πολύ διαφορετικές από τα μαχητι-
21. W. Crane, Cartoons for the Cause: Α Souvenir of the International Socialist Workers and Trade υηίοη Congress. 1886-96, Λονδίνο 1896 .
22. Από τη συλλογή του Δρ Herbert Steiner της Βιέννης. Για την επιβίωση του τριπλού συνθήματος της Γαλλικής Επανάστασης βλ. Udo Achten (επιμ.) , Zum Lichte Empor: ΜaίFestzeitungel1 der Sozialdemokratie. 1891-1914, Βερολίνο-Βόννη 1980, σ. 12-14' D. Fricke, Kleine Geschichte des Ersten Μaί, Φρανκφούρτη 1980, σ. 61.
23. Joseph Edwards (επιμ.), Labour Annual 1895, Manchester .
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κά κορίτσια ης παρισινής Κομμούνας. Είναι φιγούρες πόνου και καρτερικότητας. Ο Meunier, αυτός ο μεγάλος πρωτοπόρος της προλεταριακής τέχνης και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού -όσον αφορά τόσο το ρεαλισμό όσο και την εξιδανίκευση- ως συνήθως τις προαναγγέλλει. Ο πίνακάς του Femme du peup/e (Γυναίκα του Λαού) ( 1893) παριστάνει μια ηλικιωμένη, λιγνή γυναίκα, με τα μαλλιά της να πέφτουν πίσω τόσο σφιχτά, που να δείχνουν ένα σχεδόν γυμνό κρανίο, με το μαραμένο επίπεδο στήθος της να τονίζεται από την (ασυνήθιστη) γυμνότητα των ώμων της. 24 Ο ακόμα πιο γνωστός πίνακας Le Grisou (Το εύφλεκτο αέριο) δείχνει μια γυναικεία φιγούρα, τυλιγμένη με μαντίλες, να θρηνεί πάνω από το σώμα του νεκρού ανθρακωρύχου. Είναι οι βασανισμένες προλετάρισσες μάνες που τις γνωρίζουμε καλύτερα από το μυθιστόρημα του Γκόρκι κι από τα τραγικά σχέδια της Kaethe Kollwitz. 25 Και δεν είναι ίσως τυχαίο, ότι τα σώματά τους γίνονται αόρατα κάτω από μαντίλες και σάλια. Η τυπική εικόνα της προλετάρισσας γυναίκας είναι αποσεξουαλοποιημένη και κρυμμένη πίσω από τα ρούχα της φτώχειας. Είναι πνεύμα, όχι σώμα. (Στην πραγματική ζωή, αυτή την εικόνα της βασανισμένης συζύγου και μάνας που γίνεται αγωνίστρια, την προσωποποιεί ίσως η μαυροφορούσα ευφράδεια της Πασιονάρια στις μέρες του Ισπανικού Εμφύλιου).
Καθώς όμως το γυναικείο σώμα στη σοσιαλιστική εικονογραφία σταδιακά ντύνεται, αν όχι κρύβεται, με το ανδρικό συμβαίνει ένα παράξενο πράγμα: αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο για συμβολικούς λόγους. Η εικόνα που αρχίζει όλο και περισσότερο να συμβολίζει την εργατική τάξη, είναι το αντίστοιχο της Ελευθερίας του Ντελακρουά, δηλαδή ένας ημίγυμνος νεαρός άνδρας: μια δυνατή μορφή ενός μυώδους δουλευτή που κραδαίνει σφυρί ή δρεπάνι και είναι γυμνός από τη μέση και πάνω.26 Αυτή η εικόνα είναι διπλά αντφεαλιστική. Κατά πρώτο λόγο, δεν ήταν καθόλου εύκολο να συναντήσει κανείς το δέκατο ένατο αιώνα σε χώρες με ισχυρό εργατικό κίνημα πολλούς εργάτες που να δουλεύουν έτσι, με γυμνό τον κορμό. Κι αυτή, όπως αναγνώρισε ο Βαν Γκογκ, ήταν μία από τις δυσκολίες τις εποχής του ρεαλισμού. Θα ήθελε να ζωγραφίζει τα γυμνά κορμιά των χωρικών, στην πραγματική ζωή όμως δεν κυκλοφορούσαν γυμνοί. 27 Οι πολλές εικόνες που παριστάνουν βιομηχανική
24. L. Christophe, Constantin Meunier, ό.π., εικόνα 12. 25. Βλ. Ε. και Μ. Dixmier. LΆssίeΙΙe au beurre, Παρίσι 1974, εικόνα ίχ.
26. Η αντικατάσταση της γυναικείας αλληγορ ίας από τη γυμνή ανδρική φιγούρα στη γερμανική σοσιαλιστική εικονογραφία γύρω στο 1900 έχει επισημανθεί επίσης από τους Detlev Hoffman - Ursula Schmidt-Linsenhoff, Un�ere Welt trotz alledem, Φρανκφούρτη 1978, σ. 375.
27. «Να σχεδιάσω μια φιγούρα αγρότη εν δράσει, αυτό δηλαδή που είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη φιγούρα, η ίδια η καρδιά της σύγχρονης τέχνης, που μήτε οι Έλληνες μήτε η Αναγέννηση μήτε οι παλιοί Ολλανδοί έκαναν [ ... ] Ανθρώπους σαν τον Daumier πρέπει να
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ
εργασία, ακόμα και κάτω από συνθήκες που σήμερα θα φαινόταν λογικό να βγάλει κανείς το πουκάμισό του, όπως μέσα στη ζέστη και τη φωτιά του χυτηρίου, τους δείχνουν σχεδόν πάντοτε ντυμένους, έστω ελαφρά. Κι αυτό δεν αφορά μόνο γενικές παραστάσεις του κόσμου της εργασίας, όπως το Work του Madox Brown ή το Le Trαvαil του Alfred Roll ( 1881) -μια σκηνή οικοδομικής εργασίας σε ανοιχτό χώρο-, αλλά και ρεαλιστικούς πίνακες ή εικονογραφήσεις.28 Φυσικά, μπορούσε κανείς να δει εργάτες με γυμνά κορμιά, για παράδειγμα κάποιους, όχι βέβαια όλους, βρετανούς ανθρακωρύχους στις στοές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εργάτες θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ρεαλιστικά ημίγυμνοι, όπως στους Rαboteurs de pαrquet (Γυαλιστές πατώματος) του G. Caillebotte29 ή στη μορφή του εργάτη που σπάζει το κάρβουνο στο έμβλημα του Σωματείου των Εργατών Χυτηρίων ( 1857) . 30 Στην πραγματική ζωή, ωστόσο, αυτές ήταν ειδικές περιπτώσεις. Κατά δεύτερο λόγο, η εικόνα του γυμνού είναι αντιρεαλιστική, επειδή απέκλειε το ευρύ σώμα των ειδικευμένων και εργοστασιακών εργατών, στους οποίους ποτέ δε θα περνούσε απ' το μυαλό να δουλέψουν δίχως να φοράνε πουκάμισο και οι οποίοι αποτελούσαν τις περισσότερες φορές τον κορμό του οργανωμένου εργατικού κινήματος.
Δεν είναι βέβαιο το πότε ακριβώς κάνει την εμφάνισή του ο ημίγυμνος εργάτης. Το σίγουρο είναι ότι ένα από τα πρώτα γλυπτά που παριστάνουν προλετάριους, ο λατόμος του Westmacott στο μνημείο του Penrhyn, στο Bangor ( 1821),31 είναι ντυμένος, ενώ η, ίσως ημιαλληγορική, χωριατοπούλα που είναι δίπλα του, έχει μάλλον γυμνό το ντεκολτέ. Εν πάση περιπτώσει, από τη δεκαετία του 1880 και μετά είναι συνηθισμένος στη γλυπτική στο έργο του Βέλγου Constantin Meunier, του πρώτου ίσως καλλιτέχνη που αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην αναπαράσταση του χειρώνακτα εργάτη. Ίσως και στο έργο του κομμουνάρου Dalou, του
τους σεβόμαστε, γιατί ανήκουν στους πρωτοπόρους. Η απλή, γυμνή αλλά μοντέρνα μορφή, όπως την ανανέωσαν οι Hennor και Lefevre, στέκει ψηλά [ ... ] Αλλά οι αγρότες και οι δουλευτές, στο κάτω κάτω, δεν είναι γυμνοί και δεν είναι απαραίτητο να τους φανταζόμαστε γυμνούς. Όσο περισσότερο οι ζωγράφοι αρχίζουν να ζωγραφίζουν μορφές εργατών και αγροτών τόσο πιο πολύ μ' αρέσουν . . . » , Vincent van Gogh, The CompIete Letters ο/ Vincent van Gogh, τόμο 2, Λονδίνο 1958, σ. 400, 402. Οφείλω αυτή την αναφορά στον Francis Haskell.
28. F.D. K1ingender, ΑτΙ and the IndustriaI RevoIution, Λονδίνο 1947, εικόνες 10, 47, 57 , 90, 92, 103' Paul Brandt, Schaffende Arbeit und biIdende Kunst, τόμο 2, Λειψία 1927-1928, σ. 240 Κ.ε.
29. Ρ. Brandt, Schaffende Arbeit . . . , ό.π., σ. 243, εικόνα 314. 30. R .A. Leeson, United We Stand, ό.π., σ. 23. 31. Nicholas Penny, Church Monuments in Romαntic EngIand, New Ηaven-Λονδίνο 1977, ει
κόνα 138.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
οποίου το ημιτελές μνημείο για την εργασία περιέχει παρόμοια μοτίβα. Προφανώς κυριαρχούσε πολύ περισσότερο στη γλυπτική, η οποία, λόγω μακράς παράδοσης, είχε μια πολύ ισχυρότερη τάση να παρουσιάζει την ανθρώπινη μορφή γυμνή απ' ό,τι η ζωγραφική. Πράγματι, οι μορφές στα σχέδια και τους πίνακες του Meunier είναι πολύ πιο συχνά ρεαλιστικά ντυμένες, και όπως έχει δειχθεί για ένα τουλάχιστον από τα θέματά του, τους λιμενεργάτες που ξεφορτώνουν ένα πλοίο, ήταν γυμνοί μόνο στο τρισδιάστατο πρόπλασμα για ένα μνημείο της εργασίας. 32 Ίσως αυτός να είναι ένας λόγος για τον οποίο η ημίγυμνη μορφή κυριαρχεί λιγότερο στην περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς, όταν το σοσιαλιστικό κίνημα δεν ή ταν σε θέση ακόμα ν α παραγγέλνει πολλά δημόσια μνημεία, σ ε αντίθεση με τη μετά το 1917 Σοβιετική Ρωσία. Παρότι όμως η σύγκριση ζωγραφικών εικόνων και γλυπτών είναι παραπλανητική, μπορούμε να συναντήσουμε το γυμνό ανδρικό κορμό εδώ κι εκεί και σε δυσδιάστατα εμβλήματα, λάβαρα και άλλες εικόνες του εργατικού κινήματος ακόμα και το δέκατο ένατο αιώνα. Στη γλυπτική, βέβαια, θριάμβευσε μετά το 1917 στη Σοβιετική Ρωσία, με τίτλους όπως Εργάτης, Τα όπλα του προλεταριάτου και Μνημείο για τη Ματωμένη Κυριακή του 1905. 33 Άλλωστε, αυτό το εικαστικό μοτίβο δεν έχει ακόμα εξαντληθεί, αφού ένα άγαλμα της δεκαετίας του 1970 που ονομάζεται Η Φιλία των λαών, παριστάνει το γνωστό μας ημίγυμνο Ηρακλή να κραδαίνει ένα σφυρΙ 34
Για τη ζωγραφική και τη χαρακτική ήταν πιο δύσκολο να κόψουν τους δεσμούς με το ρεαλισμό. Δεν είναι εύκολο να βρούμε ημίγυμνους εργάτες στην ηρωική εποχή της ρωσικής επαναστατικής αφίσας. Ακόμα και ο συμβολικός πίνακας Τρουντ (Δουλευτής) παρουσιάζει έναν εξιδανικευμένο νέο άνδρα που είναι ντυμένος με τα ρούχα της δουλειάς, και περιβάλλεται από τα εργαλεία ενός ειδικευμένου τεχνίτη,35 και όχι το γνωστό, υπερβολικά μυώδη και βασικά ανειδίκευτο Τιτάνα. Ο πανίσχυρος άνδρας που σπάζει με το σφυρί τις αλυσίδες που δένουν την υφήλιο, και συμβολίζει την Κομμουνιστική Διεθνή στα εξώφυλλα του περιοδικού της από το 1920, έχει ντυμένο, έστω πολύ στοιχειωδώς, το πάνω μέρος του σώματος. Οι συμβολικές διακοσμήσεις του περιοδικού στα πρώτα του τεύχη δεν είχαν ανθρώπινες μορφές: αστέρια, ακτίνες, σφυριά, δρεπάνια, στάχυα, κυΨέλες, κέρατα της αφθονίας, τριαντάφυλλα, αγκάθια, σταυρωτοί δαυλοί και αλυσίδες. Υπήρχαν και πιο μοντέρνες εικόνες, όπως
32. Ρ . Brandt, Schaffel1de Arbeit . . . , ό.π., σ. 270. 33. Ι.Ε. Grabar - ν.Ν. Lazarev - F.S. Kamenov. Istoriya Russkogo Isskusstva, Μόσχα 1957,
τόμο 11, σ. 33, 83, 359. 381, 431. 34. Tsigal - Burganov - Svetlov - Chemov (επιμ. ), Sovietskaya Sku/ptura 74, Μόσχα 1976,
σ. 52. 35. Ι .Ε. Grabar, χ.ά., Istoriya RI/sskogo Isskusstva, ό.π., σ. 150.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ
στυλιζαρισμένες τσιμινιέρες σε στυλ αρ νουβό36 και ιμάντες μεταβίβασης, δεν υπήρχαν όμως ημίγυμνοι εργάτες. Οι προπαγανδιστικές φωτογραφίες τέτοιων ανδρών, αν υπάρχουν καθόλου, δεν πληθαίνουν πριν το πρώτο Πενταετές Πλάνο. 37 Ωστόσο, αν και η πρόοδος του δυσδιάστατου γυμνού κορμού ήταν πιο αργή απ' όσο θα περίμενε κανείς, η εικόνα ήταν οικεία. Έτσι, είναι το σύμβολο που διακοσμεί το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης του Compte rendu analytique του 50υ Συνεδρίου της Κομιντέρν (Παρίσι 1924).
Γιατί ο γυμνός κορμός ; Το ερώτημα αυτό μπορούμε εν συντομία μόνο να το εξετάσουμε, μας οδηγεί όμως πίσω στη γλώσσα της εξιδανικευμένης και συμβολικής αναπαράστασης καθώς και στην ανάγκη να αναπτυχθεί μια τέτοια γλώσσα για το σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι η αισθητική θεωρία του δέκατου όγδοου αιώνα συνέδεε το γυμνό κορμί με την εξιδανίκευση του ανθρώπου, συχνά εντελώς συνειδητά όπως συμβαίνει στον Βίνκελμαν. Ένα εξιδανικευμένο πρόσωπο (που δεν είναι το ίδιο με μια αλληγορική φιγούρα) δεν μπορεί να ντύνεται με τα ρούχα της πραγματικής ζωής και, ει δυνατόν, θα πρέπει να παρουσιάζεται δίχως ρούχα, όπως π.χ. οι γυμνοί ανδριάντες του Ναπολέοντα. Ο ρεαλισμός δεν είχε θέση σε μια τέτοια αναπαράσταση. Όταν ο Σταντάλ ασκούσε κριτική στον Νταβίντ, με το επιχείρημα ότι θα ήταν αυτοκτονικό αν οι πολεμιστές της αρχαιότητας πήγαιναν στη μάχη γυμνοί, φορώντας μόνο κράνος, ξίφος κι ασπίδα, πολύ απλά επεσήμαινε, με το συνήθη προβοκατόρικο τρόπο του, το ασυμβίβαστο ανάμεσα στις ρεαλιστικές και τις συμβολικές αξιώσεις της τέχνης. Το σοσιαλιστικό κίνημα όμως, παρά τη βαθιά του προσήλωση στην καλλιτεχνική αρχή του ρεαλισμού -μια προσήλωση που ανάγεται στην εποχή των Σαινσιμονιστών-, είχε ανάγκη από μια συμβολική γλώσσα, με την οποία να προβάλει τα ιδεώδη του. Όπως είδαμε, τα εμβλήματα και τα λάβαρα των βρετανικών συνδικάτων -που σωστά έχουν χαρακτηριστεί από τον Klingender ως η «αληθινή λα'ίκή τέχνη της Βρετανίας του δέκατου ένατου αιώνα»38- είναι ένας συνδυασμός ρεαλισμού, αλληγορίας και συμβολισμού. Είναι ίσως η τελευταία γόνιμη μορφή αλληγορικής και συμβολικής γλώσσας, πέρα από τη δημόσια μνημειακή γλυπτική. Μια εξιδανικευμένη παρουσίαση του θέματος του κινήματος της ίδιας της μαχόμενης εργατικής τάξης θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να εμπλέξει τη
36. Στη Ρωσία αυτό το μοτίβο εμφανίζεται ήδη το 1905-1907. 37. Την πρώτη φωτογραφία αυτού του είδους «<ο σοσιαλιστικός άνθρωπος και ο εν
θουσιασμός του είναι ο κινητήρας της οικοδόμησης») την έχουμε το 1932, σε ένα έργο που υμνεί τα δεκαπεντάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Fiirιjzehrι Eiserrιe Schritte. Eίrιε Buch der Tatsacherι aus der Sowjeturιiorι, Βερολίνο 1932.
38. F.D. K]jngender, Art and the Irιdustrial Revolution, ό.π., εικόνα χν.
Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
χρήση του γυμνού - όπως βλέπουμε στο λάβαρο του Εξαγωγικού Παραρτήματος του Σωματείου Λιμενεργατών στη δεκαετία του 1890, όπου μια γυμνή μυώδης μορφή, με ελαφρά ντυμένους τους λαγόνες της, γονατίζει πάνω σε έναν βράχο παλεύοντας με ένα μεγάλο πράσινο ερπετό και περιβαλλόμενη από ταφιαστά μότο.39 Με δυο λόγια, αν και η ένταση μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού παρέμενε, ήταν ακόμα δύσκολο να επινοηθεί ένα πλήρες συμβολικό λεξιλόγιο δίχως το γυμνό. Από την άλλη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το τελείως γυμνό δεν ήταν πια αποδεκτό. Δε θα μπορούσε εύκολα να παραβλεφθεί το παράλογο του πίνακα του 1927 Ομάδα: Οκτώβρης,40 στον οποίο αναπαρίστανται τρεις μυώδεις άνδρες, που δε φορούν τίποτα, εκτός από ένα καπέλο του Κόκκινου Στρατού που φοράει ο ένας απ' αυτούς, και φέρουν σφυριά και λοιπό κατάλληλο εξοπλισμό. Μπορούμε να εικάσουμε πως η εικόνα του γυμνού μπούστου εκφράζει λοιπόν έναν συμβιβασμό μεταξύ συμβολισμού και ρεαλισμού. Στο κάτω κάτω υπήρχαν και κάποιοι πραγματικοί εργάτες που μπορούσαν να παρουσιαστούν έτσι.
Μας έχει μείνει ένα τελευταίο, αλλά κρίσιμο, ερώτημα. Γιατί η μαχόμενη εργατική τάξη να συμβολίζεται αποκλειστικά από έναν αρσενικό κορμό; Εδώ μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις. Μπορούμε να προτείνουμε δύο γραμμές υποθέσεων.
Η πρώτη έχει να κάνει με τις αλλαγές στον πραγματικό έμφυλο καταμερισμό εργασίας στην καπιταλιστική εποχή, τόσο τον παραγωγικό όσο και τον πολιτικό. Ένα παράδοξο της εκβιομηχάνισης του δέκατου ένατου αιώνα είναι ότι, στερώντας τον παραγωγό από τα μέσα παραγωγής, επιτείνει τον έμφυλο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στην (απλήρωτη) δουλειά του νοικοκυριού και την (πληρωμένη) δουλειά έξω απ' αυτό. Στην προβιομηχανική ή την πρωτοβιομηχανική οικονομία (γεωργία, βιοτεχνική παραγωγή, μικρά εργαστήρια, οικοτεχνία, κ.ο.κ.), το νοικοκυριό και η παραγωγή αποτελούσαν γενικά μια ενιαία ή συνδυασμένη μονάδα, και παρότι αυτό σήμαινε συνήθως ότι οι γυναίκες δούλευαν πολύ περισσότερο -μια που έκαναν το μεγαλύτερο μέρος του νοικοκυριού και μοιράζονταν και την υπόλοιπη δουλειά-, δεν περιορίζονταν σε μια μορφή εργασίας. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης εξάπλωσης του «πρωτο-βιομηχανισμού» (της οικοτεχνίας) -η οποία μελετήθηκε τα τελευταία χρόνια-, οι παραγωγικές διαδικασίες που επικράτησαν, μείωσαν ή ακόμα και εξάλειψαν τις διαφορές ανάμεσα στην εργασία ανδρών και γυ-
39. (,Ενα πλήγμα για έναν είναι πλήγμα για όλους». «Θα πολεμήσουμε και ίσως πεθάνουμε, ποτέ όμως δε θα παραδοθούμε». «Αυτός ο πόλεμος είναι ιερός / και δε θα πάψουμε / μέχρι που όλη η φτώχεια / η πορνεία και η εκμετάλλευση / να σαρωθεί». J. Gorman, Banner Bright, ό.π., σ. 130.
40. Ι .Ε. Grabar, κ.ά., Istoriya Russkogo Isskusstva, ό.π., εικόνα χι, σ. 431.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ 153
ναικών, γεγονός που είχε βαθιές επιπτώσεις στους κοινωνικούς και έμφυλους ρόλους και τις συμβάσεις των δύο φύλων.41
Από την άλλη, στην όλο και πιο συνηθισμένη κατάσταση του εργάτη
που δουλεύει για λογαριασμό ενός εργοδότη μέσα σε έναν χώρο εργα
σίας που ανήκει στον εργοδότη, σπίτι και δουλειά είναι διαχωρισμένα.
Κανονικά, ο άνδρας ήταν αυτός που έπρεπε να φύγει κάθε μέρα για το
μεροκάματο, και η γυναίκα αυτή που έμενε σπίτι. Κανονικά, οι γυναί
κες, αν εργάζονταν ποτέ εκτός σπιτιού, το έκαναν μόνο πριν από το γά
μο ή μετά απ' αυτόν, ως χήρες ή χωρισμένες, ή όταν ο σύζυγος ήταν ανί
κανος να κερδίσει αρκετά για να συντηρήσει γυναίκα και οικογένεια, και
στην περίπτωση αυτή μάλλον μόνο για όσο διάστημα ήταν ανίκανος.
Και αντιστρόφως, μια απασχόληση στην οποία ένας ενήλικος άνδρας δεν
μπορούσε να κερδίσει ένα οικογενειακό εισόδημα, εθεωρείτο -αυτονόη
τα- κακοπληρωμένη . Ήταν λοιπόν φυσικό το εργατικό κίνημα να έχει την
τάση να υπολογίζει τον επιθυμητό κατώτατο μισθό βάσει ενός μόνο (στην
πράξη αρσενικού) «κουβαλητή» της οικογένειας, και να θεωρεί την ερ
γαζόμενη σύζυγο ως σύμπτωμα μιας ανεπιθύμητης οικονομικής κατάστα
σης. Και πράγματι, η κατάσταση ήταν συχνά ανεπιθύμητη, και πάρα
πολλές παντρεμένες γυναίκες αναγκάζονταν να δουλεύουν για κάποιο
μισθό ή το αντίστοιχό του, αν κι ένα μεγάλο ποσοστό απ' αυτές το έκαναν μέσα στο σπίτι, δηλαδή έξω από την ακτίνα δράσης των εργατικών κινημάτων. 42 Επιπλέον, ακόμα και σε βιομηχανικούς κλάδους στους ο
ποίους ήταν καθιερωμένο να δουλεύουν παντρεμένες γυναίκες -όπως στην υφαντουργία του Lancashire-, η έκταση του φαινομένου ίσως να μεγαλοποιείται. Στο Blackbum το 38% των παντρεμένων και χήρων γυναικών εργαζόταν έμμισθα το 1938, όμως στο Bolton μόνο το 15%. 43
Με δυο λόγια, οι συνηθισμένες γυναίκες από τη στιγμή που παντρεύονταν προτιμούσαν να σταματούν να εργάζονται έμμισθα εκτός σπιτιού . Η Βρετανία, όπου το 1911 μόνο το 11% των έμμισθα εργαζομένων γυναικών είχαν συζύγους και μόνο το 10% των παντρεμένων γυναικών εργάζονταν, αποτελούσε ίσως μια ακραία περίπτωση' αλλά ακόμα και στη Γερμανία (1907), όπου το 30% των έμμισθα εργαζομένων γυναικών είχαν συζύγους, η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα ήταν έκδηλη. Για κάθε μία
41. Peter Kriedte - Hans Medick - Jίirgen Schlumbohm, Industrialisierung υοτ der Industrialiserung, Gottingen 1977, κεφ. 2-3.
42. Έτσι στη Γαλλία, το 56% όλων των γυναικών που απασχολούνταν στη βιομηχανία το 1906 δούλευαν στην υφαντουργία, η οποία επίσης απασχολούσε το 50% των γυναικών στη βελγική βιομηχανία (1890), το 25% στη γερμανική (1907), και το 36% στη βρετανική βιομηχανία ( 1891). Peter Ν. Stearns, Lives ο/ Labour: Work ίπ α Maturing Industrial Society, Λονδίνο 1975, παράρτημα 111, σ. 365.
43. D.C. Marsh, The Changing Social Structure ο/ England and Wales, 1871-1961, αναθεωρημένη έκδοση, Λονδίνο 1965, σ. 129.
1 54 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
σύζυγο που δούλευε έμμισθα στις ηλικίες ανάμεσα στα είκοσι πέντε και στα σαράντα, υπήρχαν τέσσερις εργαζόμενοι σύζυγοι.44 Η θέση της παντρεμένης γυναίκας δεν είχε ακόμα μεταβληθεί ουσιαστικά από την τάση -που παρατηρείται μάλλον μετά το 1900- των γυναικών να μπαίνουν στη βιομηχανία σε μεγαλύτερους αριθμούς, και από την αυξανόμενη ποικιλία απασχολήσεων και Ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων για τα ανύπαντρα κορίτσια.45 «Η τάση να αποκτήσει ένας μεγαλύτερος αριθμός γυναικών μια συγκεκριμένη απασχόληση, δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί στο γύρισμα του αιώνα». 46 Αυτό αξίζει να το τονίσουμε, μια που μερικές φεμινίστριες ιστορικοί επιχείρησαν, για λόγους δύσκολο να κατανοη θούν, να το αρνηθούν. Η εκβιομηχάνιση του δέκατου ένατου αιώνα (σε αντίθεση με την εκβιομηχάνιση του εικοστού αιώνα) έτεινε να καταστήσει το γάμο και την οικογένεια ως τη βασική σταδιοδρομία για τη γυναίκα της εργατικής τάξης που δεν ήταν υποχρεωμένη, λόγω απόλυτης φτώχειας, να κάνει κι άλλη δουλειά.47 Στο βαθμό που η γυναίκα δούλευε έμμισθα πριν το γάμο, έβλεπε τη μισθωτή εργασία σαν μια προσωρινή, αν και σίγουρα επιθυμητή, φάση της ζωής της. Από τη στιγμή που παντρευόταν, ανήκε πλέον στο προλεταριάτο όχι σαν εργάτρια αλλά σαν σύζυγος, μητέρα και νοικοκυρά εργατών.
Πολιτικά, η προβιομηχανική πάλη των φτωχών όχι μόνο πρόσφερε στις γυναίκες έναν ευρύ χώρο συμμετοχής δίπλα στους άνδρες -κανένα φύλο δεν είχε πολιτικά δικαιώματα, όπως δικαίωμα Ψήφου-, αλλά από μερικές απόψεις τους έδινε και έναν ειδικό και ηγετικό ρόλο. Η πιο συνηθισμένη μορφή πάλης ήταν η διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή η υπεράσπιση αυτού που ο Ε . Ρ. Thompson έχει ονομάσει «ηθική οικονομία του πλήθους», μέσα από την άμεση δράση για έλεγχο των τιμών. 48 Σ' αυτή τη μορφή δράσης, που μπορούσε να είναι πολιτικά αποφασιστική
44. W. Woytinsky, Die WeJt in ZαhJen, τόμο 2, Βερολίνο 1926. σ. 76' Gertraud Wolf, Der Frαuenerwerb in den HαuptkuJturstααten, Μόναχο 1916, σ. 251.
45. Peter Ν. Stearns στο Martha J. Vicinus (επιμ.), Suffer αnd Βε StiJ: Women in the Victorian Age, ΒΙοοmίngtοn-Λονδίνο 1973. σ. 118.
46. D.C. Marsh. The Chαnging SociaJ Structure . . . , ό.π., σ. 129. 47. Το πρόβλημα που θίγεται εδώ παρουσιάζεται θαυμάσια στο Louise Α. ΤίΙΙΥ - Joan
W. Scott. Women, Work and FαmiJy. Νέα Υόρκη 1978, ιδίως κεφ. 8 και σ. 228-229. Αυτή η εξαιρετική διαπραγμάτευση επιβεβαιώνει την παρούσα ανάλυση. ειδικά στο βαθμό που τοποθετεί την εμφάνιση αυτής της φάσης της οικονομίας, όταν «η νέα οργάνωση της βιομηχανίας απαιτούσε κυρίως μια ανδρική εργατική δύναμη» και όταν «στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της συζυγικής της ζωής μια γυναίκα υπηρετούσε την οικογένειά της ως ειδική στην ανατροφή των παιδιών και στις καταναλωτικές δραστηριότητες», στην περίοδο ακριβώς που το μαζικό εργατικό κίνημα αναδυόταν στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες.
48. Ε.Ρ. Thompson. «The Moral Economy of the English Crowd ίπ the Eighteenth Century», Past and Present, τχ. 50 (1971).
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ 155
-ας θυμΎJθOύμε ΤΎJν πορεία των γυναικών στις Βερσαλλίες το 1789-, οι γυναίκες όχι μόνο έμπαιναν μπροστά, αλλά και ήταν αναμενόμενο να το κάνουν. Όπως σωστά αναφέρει ΎJ Luisa Accati : «σε πολλές περιπτώσεις (θα έλεγα μάλιστα σχεδόν σε όλες) οι γυναίκες έχουν τον αποφασιστικό ρόλο, είτε γιατί αυτές είναι που θα πάρουν ην πρωτοβουλία είτε γιατί αποτελούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλήθους».49 Δεν είναι ανάγΚΎJ να αναφερθούμε εδώ σΤΎJ γνωστή ΠΡOβΙOμΎJχανική πρακτική κατά ΤΎJν οποία οι εξεγερθέντες άνδρες αναλαμβάνουν δράσΎJ μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, όπως στις λεγόμενες ταραχές ης Ρεβέκκας σην Ουαλλία (1843).
Ακόμα περισσότερο, ΎJ τυπική επανάστασΎJ των πόλεων κατά ΤΎJV προβιoμΎJχανική εποχή δεν ήταν προλεταριακή, αλλά πλΎJβειακή. Μέσα στον menu peuple, ένα κοινωνικά ετερόκλψο σύνολο που το συνέδεε ΎJ κοινή ταπεινή του θέσΎJ και όχι επαγγελματικά ή ταξικά κριτήρια, οι γυναίκες μπορούσαν να διαδραματίσουν πολιτικό ρόλο, αρκεί μόνο να έβγαιναν στο δρόμο. Μπορούσαν να βOΎJθήσoυν στο στήσιμο οδοφραγμάτων, και το έκαναν. Μπορούσαν να παρασταθούν σ' αυτούς που πολεμούσαν στα οδοφράγματα. Μπορούσαν ακόμα να πολεμήσουν και οι ίδιες ή να φέρουν όπλα. Οι γυναίκες υπάρχουν επίσΎJς και σην εικόνα ης σύγχρoνΎJς «λαϊκής επανάστασΎJς» σε μια μεγάλΎJ μΎJ-βιoμΎJχανική μψρόπoλΎJ, όπως μπορεί να βεβαιώσει όποιος θυμάται τις σΚΎJνές στους δρόμους ΤΎJς Αβάνας μετά το θρίαμβο του Φιντέλ Κάστρο.
Από ην άλλΎJ, οι ειδικές μορφές πάλΎJς του προλεταριάτου, το σωματείο και ΎJ απεργία, σε μεγάλο βαθμό τις απέκλειαν ή μείωναν τον ορατό τους ρόλο ως ενεργές συμμετέχουσες, εκτός από λίγους βιoμΎJχανικoύς κλάδους οι οποίοι παρουσίαζαν μεγάλΎJ συγκέντρωσΎJ γυναικείας εργασίας. Έτσι το 1896, ο συνολικός αριθμός των γυναικών στα βρετανικά συνδικάτα (εξαιρουμένων των δασκάλων) ήταν 142.000 ή γύρω στο 8%,
αλλά το 60% αυτών βρισκόταν σΤΎJν πολύ καλά oργανωμένΎJ βαμβακουργία. Το 1910 ήταν περίπου το 10%, αλλά παρότι υπήρξε κάποια ανάπτυξΎJ στο συνδικαλισμό των λευκών κολάρων και των υπαλλήλων κατασΤΎJμάτων, ο κύριος όγκος ΤΎJς επέκτασΎJς σΤΎJ βιoμΎJχανία εξακολουθούσε να βρίσκεται σην κλωστοϋφαντουργία. 50 Αλλού ο ρόλος τους ήταν πράγματι αποφασιστικός, αλλά διακριτός, ακόμα και σε μικρά κέντρα βΙOμΎJχανίας και ορυχείων, όπου κατοικία, εργασία και κοινόητα ήταν αδιαχώριστα. Παρότι σ' αυτά τα μέΡΎJ ο ρόλος τους στις απεργίες ήταν δΎJμόσΙOς, ορατός και καθοριστικός, δεν ήταν, ωστόσο, αυτές που απεργούσαν.
49. L. Levi Accati, «Vive le roi sans taille et sans gabelle: una discussione sulle rivolte contadine», Quaderni Storici, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1972, σ. 1078, Το σχόλιο του Heine για τον Ντελακρουά αντανακλά το ρόλο των γυναικών της αγοράς.
50, Η.Α. Clegg - Alan Fox - A.F. Thompson, Α History ΟΙ British Trade Unions since 1889, τόμο 1, Οξφόρδη 1964, σ. 469-470.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Επιπλέον, εκεί όπου η δουλειά των ανδρών και η δουλειά των γυναικών δεν �ταν τόσο διαχωρισμένη και διακριτ� ώστε να μην τίθεται ζ�τημα ανάμειξης, η συν�θης στάση των ανδρών συνδικαλιστών απέναντι στις γυναίκες που �θελαν να εισέλθουν στην απασχόλησ� τους �ταν, σύμφωνα με τα λόγια των S. και Β . Webb, «δυσφορία και βδελυγμία».51 Ο λόγος �ταν απλός: εφόσον οι μισθοί τους �ταν τόσο πολύ χαμηλότεροι, αντιπροσώπευαν μια απειλ� για τα μισθολόγια και τις συνθ�κες εργασίας των ανδρών. Ήταν -για να παραθέσω και πάλι τους Webb- «ως τάξη, οι μεγαλύτεροι εχθροί του βιοτικού επιπέδου του τεχνίτη», αν και βέβαια η στάση των ανδρών επηρεαζόταν πολύ και από αυτό που σ�μερα θα ονομάζαμε «σεξισμό», παρά την αυξανόμενη επίδραση των αριστερών ιδεών:52 «ο αξιoπρεπ�ς τεχνίτης τρέφει μια ενστικτώδη απέχθεια για την αδιάκριτη ανάμειξη ανδρών και γυναικών στην καθημεριν� συναναστρoφ�, είτε μέσα στο χώρο εργασίας είτε σ' ένα κλαμπ ».53 Έτσι, η ΠOλιτικ� όλων των συνδικάτων που �ταν σε θέση να το κάνουν, �ταν να αποκλείουν τις γυναίκες από τη δουλειά τους, ενώ ακόμα και τα συνδικάτα που δεν �ταν σε θέση να το κάνουν (για παράδειγμα οι υφαντουργοΟ, προσπαθούσαν να διαχωρίζονται τα δύο φύλα �, τουλάχιστον, να αποφεύγεται οι γυναίκες και τα κορίτσια να δουλεύουν «σε συνάφεια με τους άνδρες, ειδικά όταν είχαν στο παρελθόν συναναστραφεί με άλλες γυναίκες εργάτριες». 54 Έτσι λοιπόν, ο συνδυασμός του φόβου του οικονομικού ανταγωνισμού των εργατριών και της υπεράσπισης της «ηθικ�ς» κρατούσαν τις γυναίκες εκτός των ορίων του εργατικού κιν�ματoς, αν ε ξαιρέσουμε το συμβατικό ρόλο που έπαιζαν ω ς μέλη της οικογένειας.
Το παράδοξο με το εργατικό κίνημα είναι λοιπόν, ότι ενώ προωθούσε μια ιδεολογία ισότητας και χειραφέτησης των φύλων, στην πράξη αποθάρρυνε την κoιν� συμμετoχ� ανδρών και γυναικών στις εργατικές διαδικασίες. Για τη μειοψηφία των χειραφετημένων γυναικών όλων των τάξεων, περιλαμβανομένων των εργατριών, παρείχε τις καλύτερες ευκαιρίες για να αναπτυχθούν ως άνθρωποι, και μάλιστα ως ηγετικές και δημόσιες μορφές. Ίσως μάλιστα να �ταν το μόνο περLβάλλoν στο δέκατο ένατο αιώνα που τους έδινε τέτοιες δυνατότητες. Και δεν πρέπει να υποτιμούμε την επίδραση που είχε πάνω στη μέση γυναίκα της εργατικ�ς τάξης, ακόμα και την παντρεμένη, ένα κίνημα που μιλούσε για γυναικεία απελευθέρωση. Σε αντίθεση με τα «προοδευτικά» μικροαστικά κιν�ματα τα οποία, όπως οι γάλλοι ριζοσπάστες σοσιαλιστές, σχεδόν επιδεικνύανε με καμάρι τον ανδρικό τους σωβινισμό, το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα
51. S. και Β. Webb, Industrial Democracy, Λονδίνο 1897, σ. 496. 52. Στο ίδιο, σ. 497. 53 . Στο ίδιο, σ. 496-497. 54. Στο ίδιο, σ. 497.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ 157
προσπαθούσε να ξεπεράσει τις τάσεις, μέσα στο προλεταριάτο και αλ
λού, που προάσπιζαν ην ανισότητα των φύλων, έστω κι αν δεν το πετύ
χαινε όσο θα ήθελε. 55 Είναι ενδεικτικό ότι το σημαντικότερο έργο του
χαρισματικού ηγέτη των γερμανών σοσιαλιστών, του Αύγουστου Μπέ
μπελ -και μακράν το πιο δημοφιλές έργο σοσιαλιστικής προπαγάνδας
στη Γερμανία εκείνη την περίοδο-, ήταν το βιβλίο του Γυναίκα και Σο
σιαλισμός.56 Την ίδια στιγμή όμως, το εργατικό κίνημα ασυναίσθητα έ
σφιγγε τα δεσμά που κρατούσαν την πλειονότητα των (μη έμμισθων)
παντρεμένων γυναικών της εργατικής τάξης στον επιβεβλημένο και υπο
τακτικό κοινωνικό τους ρόλο. Και όσο πιο ισχυρό γινόταν ως μαζικό κί
νημα τόσο πιο αποτελεσματική γινόταν και αυτή η τροχοπέδη στην απε
λευθερωτική θεωρία και πρακτική του, μέχρι τουλάχιστον την εποχή που οι οικονομικές αλλαγές κατέστρεψαν τη βιομηχανική φάση του έμφυλου
καταμερισμού εργασίας του δέκατου ένατου αιώνα. Υπό μία έννοια λοι
πόν, η εικονογραφία του κινήματος αντανακλά την ασυνείδητη ενίσχυση
του έμφυλου καταμερισμού εργασίας. Παρά και ενάντια στις συνειδητές
προθέσεις του κινήματος, η εικόνα του εξέφραζε τη βαθιά «αρρενωπό
τητα» της πρωταρχικής μορφής προλεταριακής πάλης πριν το 1914, δηλαδή της συνδικαλιστικής πάλης.
Μπορεί τώρα να αποσαφηνιστεί το γιατί, παραδόξως, η ιστορική μετάβαση από μια εποχή πληβειακών και δημοκρατικών κινημάτων σε μια
εποχή προλεταριακών-σοσιαλιστικών κινημάτων οδήγησε εικονογραφικά
σε μια υποβάθμιση του ρόλου της γυναίκας. Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας άλλος παράγοντας που ενίσχυσε την «ανδροποίηση » του κινήματος: η παρακμή του κλασικού προβιομηχανικού χιλιασμού. Πρόκειται για μια ακόμα πιο παρακινδυνευμένη υπόθεση και την αναφέρω με πολλές επιφυλάξεις.
Όπως είπα ήδη, στην εικονογραφία της Αριστεράς η γυναικεία μορφή προβαλλόταν περισσότερο ως μια εικόνα της ουτοπίας: η θεά της ελευθερίας, το σύμβολο της νίκης, η μορφή που έδειχνε προς την τέλεια κοινωνία του μέλλοντος. Και πράγματι, οι ιδεατές εικόνες της σοσιαλιστικής ουτοπίας ήταν εικόνες φύσης, γονιμότητας, ανάπτυξης, ανθοφορίας, όπου ταίριαζαν γυναικείες μεταφορές:
Les generations ecloses Verront fleurir leurs bebes roses Comme eglantiers en Floreal
55. Βλ. Jean Touchard, La Gauche en France depIIis 1900, Παρίσι 1977. σ. 113. 56. Ο φεμινισμός του Μπέμπελ ίσως να συνδέεται με τον ενθουσιασμό του για τον
Φουριέ, για τον οποίο έγραΨε επίσης ένα βιβλίο. Πρέπει ακόμα να αναφέρουμε το έργο του Φρίντριχ Ένγκελς, Η καταγωγή της οικογένειας, που άσκησε μεγάλη επίδραση.
Ce sera Ιa saison des roses . . . Voila ι 'avenir social.
Ε. Pottier57
(ΟΙ γενιές που μπουμπουκιάζουν
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Θα δουν τα ροδαλά μωρά τους ν ' ανθίζουν Σαν αΥριοτριανταφυλλιές την Ά. νοιξη Θα 'ναι η εποχή των ρόδων . . . Ιδού το μέλλον της κοινωνίας) .
ο Eugene Pottier, ο φουριεριστής που έγραψε τη Διεθνή, είναι γεμάτος με εικόνες θηλυκότητας, ακόμα και με την κυριολεκτική έννοια του μητρικού στήθους:
pour tes enfants Iongtemps sevres reprends le r6le du mamelle «LΆge d 'Or»
Ah, chassons-la. Dans ΙΌr des bles Mere apparais , les seins gonflees α nos phalanges collectives «La Fille du Thermidor»
Du sein de Ιa nourrice, il coule ce beau jour Une inondation d 'existence et d 'amour. Tout est fecondite, tout pullule et foisonne «Abondance»
Nature . . . Τοί qui gonfles ton sein Pour Ιa famille entiere «La Cremaillere»
(Στα παιδιά σου, που 'ναι καιρό στερημένα Δώσε και πάλι το μαστό σου. «Η Χρυσή Εποχή»
Μες τα χρυσά στάχυα Φανερώσου μητέρα, με τα στήθη γεμάτα Για τις συλλογικές μας φάλαγγες. «Η κόρη του Θερμιδώρ»
Από το στήθος της τροφού πηγάζει αυτή την όμορφη μέρα Μια πλημμύρα ζωής και έρωτα.
57. Eugene Pottier, Οeιιvres completes, επιμέλεια Pierre Brochon, Παρίσι 1966.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τα πάντα είναι γονιμότητα, όλα πολλαπλασιάζονται και αφθονούν. «Αφθονία»
Φύση . . . Εσύ που φουσκώνεις το στήθος σου Για όλη την οικογένειά σου . . .
«Η Γιορτή »)
1 59
Το ίδω κάνει, με έναν όχι τόσο νατουραλιστικό τρόπο, και ο Walter Crane, ο οποίος ήταν, όπως είδαμε, αυτός που σε μεγάλο βαθμό εισήγαγε τα μοτίβα της σοσιαλιστικής εικονογραφίας στη Βρετανία από τη δεκαετία του 1880 και μετέπειτα. Ήταν εικόνες άνοιξης και λουλουδιών, θερισμού (όπως στον πολύ γνωστό Θρίαμβο της Εργασίας που σχεδίασε το 1891 για την πρωτομαγιάτικη διαδήλωση), κοριτσιών με ανάλαφρα ανεμίζοντα ρούχα και φρυγικούς σκούφους. 58 Η Δήμητρα ήταν η θεά του κομμουνισμού. 59
Δεν είναι παράξενο ότι η φάση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας που εμποτίστηκε περισσότερο από το φεμινισμό, και αυτή που είχε τη μεγαλύτερη τάση να αποδώσει στις γυναίκες έναν ουσιαστικό, μερικές φορές μάλιστα κυρίαρχο, ρόλο ήταν η ρομαντική-ουτοπιστική εποχή πριν το 1848. Σ' αυτή την περίοδο, βέβαια, σχεδόν δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σοσιαλιστικό «κίνημα», αλλά μόνο για μικρές και ανοργάνωτες ομάδες. Επιπλέον, σ' αυτές τις ομάδες ο πραγματικός αριθμός και ο ρόλος των γυναικών ήταν πολύ μικρότερος απ' ό,τι στα χρόνια της μη-ουτοπιστικής Δεύτερης Διεθνούς. Στη Βρετανία του Οουενισμού και του Χαρτισμού δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να συγκριθεί με το ρόλο των γυναικών ως συγγραφέων, ομιλητριών και ηγετών κατά τις δεκαετίες του 1880 και 1890, όχι μόνο στα μεσοαστικά περιβάλλοντα της Φαβιανής Εταιρείας, αλλά στην πολύ πιο εργατική ατμόσφαιρα του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος (ILP), για να μην αναφέρουμε μορφές σαν την Ελεωνόρα Μαρξ στο συνδικαλιστικό κίνημα. Επιπλέον, οι γυναίκες που έγιναν τότε διάσημες, όπως η Beatrice Webb και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν έφτιαξαν τη φήμη τους πάνω στο γεγονός ότι ήταν γυναί-
58. J . Gorman, Bαnner Bright, ό.π., σ. 126. 59. Η εικόνα της ουτοπίας μετατοπιζόταν όλο και περισσότερο από μια εικόνα βασι
σμένη στη φυσική γονιμότητα σε μια εικόνα βασισμένη στην τεχνολογική και επιστημονική παραγωγικότητα. Και οι δύο ήταν σαφώς παρούσες στον ουτοπικό σοσιαλισμό - βλ. το ποίημα του Pottier, L Άge d 'Or, που παρατίθεται πιο πάνω: " Oh nations, plus de torpeur. / Mille reseaux vous ont nouees. / I;electricite, la vapeur / sont vos servants devoues» , κλπ. (Ω, έθνη ξυπνήστε απ' το λήθαργο! / Έχετε τυλιχτεί με χίλια δίκτυα. / Ο ηλεκτρισμός, ο ατμός είναι πιστοί σας υπηρέτες). Ωστόσο, εικονογραφικά η φύση/γονιμότητα επικράτησαν επί της τεχνολογίας, τουλάχιστον μέχρι το 1917.
1 60 Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κες, αλλά στο ότι ήταν ως άτομα ξεχωριστές, ανεξαρτήτως του φύλου
τους. Παρ' όλα αυτά, ο ρόλος της γυναικείας χεφαφέτησης στη σοσιαλι
στική ιδεολογία ποτέ δεν ήταν τόσο εμφανής και κεντρικός όσο την περίοδο του «ουτοπικού σοσιαλισμού».
Αυτό οφείλεται εν μέρει στον καθοριστικό ρόλο που ο σοσιαλισμός
αυτής της περιόδου τους απέδιδε στο γκρέμισμα της παραδοσιακής οικογένειας,60 έναν ρόλο που είναι ακόμα πολύ εμφανής στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Η οικογένεια αντιμετωπίζεται σαν ένα σπίτι-φυλακή όχι μόνο για τις γυναίκες, που σε γενικές γραμμές δεν ήταν πολύ δραστήριες πολιτικά και μάλλον ούτε πολύ ενθουσιώδεις υποστηρικτές της κατάργησης του γάμου, αλλά και για τους νέους, που ελκύονταν πολύ περισσότερο από τις επαναστατικές ιδεολογίες. Επιπλέον, όπως έχει παρατηρήσει σωστά ο J .F. C . Ηarήsοn, ακόμα και άμεσα εμπεφικά αν το έβλεπαν, οι νέοι προλετάριοι θα οδηγούνταν στο συμπέρασμα, ότι «τα κακοφτιαγμένα μικρά σπίτια τους δρούσαν πολύ περιοριστικά και εγκλωβιστικά, κι ότι στα πλαίσια μιας κοινότητας θα είχαν τα μέσα να το σπάσουν αυτό: «έχουμε τη δυνατότητα να ζήσουμε σε παλάτια όπως οι πλούσιοι [ . . . ] "αρκεί να υιοθετήσουμε την αρχή της σύμπραξης, την πατριαρχική αρχή των μεγάλων οικογενειών, όπως αυτή του Αβραάμ"».61 Η καταναλωτική κοινωνία, σε συνδυασμό -παραδόξως- με την αντικατάσταση της αλληλοβοήθειας από την κρατική πρόνοια, ήταν εκείνη που υπονόμευσε αυτή την κριτική του ιδιωτικού νοικοκυριού της πυρηνικής οικογένειας.
Ο ουτοπικός σοσιαλισμός απέδιδε όμως στη γυναίκα κι έναν άλλο ρόλο, που βασικά ήταν παρόμοιος με το ρόλο της γυναίκας στα χιλιαστικά θρησκευτικά κινήματα με τα οποία οι ουτοπιστές είχαν πολλά κοινά σημεία. Εδώ οι γυναίκες δεν ήταν μόνο -ίσως ούτε πρωταρχικά- ίσες, ήταν ανώτερες. Ο ειδικός τους ρόλος ήταν αυτός των προφητών, όπως η Joanna Southcott που ίδρυσε ένα χιλιαστικό κίνημα που άσκησε μεγάλη επφροή στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα στην Αγγλία ή η «femmemere-messie» (γυναίκα-μητέρα-μεσσίας) της θρησκείας του Σαινσιμονισμού.62 Αυτός ο ρόλος πρόσφερε σ' έναν μικρό αριθμό γυναικών και ευκαφίες για μια δημόσια καριέρα μέσα σ' έναν ανδρικό κόσμο. Μπορούμε να αναφέρουμε τις γυναίκες που ίδρυσαν τα κινήματα της Χριστιανικής Επιστήμης και της Θεοσοφίας. Ωστόσο, η τάση των σοσιαλιστικών και εργατικών κινημάτων να ξεκόψουν από το χιλιασμό και να υιοθετή σουν μια ορθολογική θεωρία και οργάνωση (τον «επιστημονικό σοσιαλι-
60. J.F.C. Harrison, Robert Owen and the Owenites in Britain and America: The Ques tfor the New Moral World, Λονδίνο 1969, σ. 58-62.
61 . Στο ίδιο, σ. 60-61 .
62. Στο ίδιο, σ. 98, 102, 1 2 1 , για τη συχνότητα των θηλυκών μεσσιών αυτή τηll περίοδο.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑ 161
σμό») καθιστούσε αυτόν τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών όλο και πιο περιθωριακό. Ικανές γυναίκες, που είχαν ταλέντο σ' αυτόν το ρόλο, σπρώχτηκαν έξω από το κέντρο του κινήματος σε περιθωριακές θρησκείες, οι οποίες Ί'ους παρείχαν μεγαλύτερο πεδίο δράσης. Έτσι, η Annie Besant, κοσμική και σοσιαλίστρια, βρήκε τον προορισμό της και το μεγαλύτερο πολιτικό της ρόλο μετά το 1890 ως μεγάλη ιέρεια της Θεοσοφίας και -μέσω της Θεοσοφίας- ως εμπνεύστρια του ινδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος.
Ό,τι απέμεινε από τον ουτοπικό/μεσσιανικό ρόλο των γυναικών στο σοσιαλισμό, ήταν η εικόνα της γυναίκας ως έμπνευσης και συμβόλου για έναν καλύτερο κόσμο. Παραδόξως όμως, αυτή η εικόνα από μόνη της δε διέφερε σχεδόν σε τίποτε από «το αιώνιο θηλυκό που μας υψώνει στα ουράνια» (<<das ewig weibliche zieht uns hinan») του Γκαίτε. Πραγματικά, δεν ήταν δυνατόν να διαφέρει από την αστική-αρσενική θεωρητική εξιδανίκευση του θηλυκού, η οποία όμως συμβιβαζόταν πολύ εύκολα με την κατωτερότητά του στην πράξη. Στην καλύτερη περίπτωση, η γυναικεία εικόνα της εμπνεύστριας έγινε η εικόνα της Ζαν ντ' Αρκ, η οποία αναγνωρίζεται εύκολα στα σχέδια του Walter Crane. Η Ζαν ντ' Αρκ ή ταν πράγματι μια εικόνα της γυναικείας αγωνιστικότητας, αλλά δεν α ντιπροσώπευε ούτε μία πολιτική ούτε μία προσωπική χειραφέτηση, ούτε ακόμα έναν ακτιβισμό, υπό οποιαδήποτε έννοια, που θα μπορούσε να γίνει μοντέλο για πραγματικές γυναίκες. Ακόμα κι αν παραβλέΨουμε ότι απέκλειε την πλειονότητα των γυναικών που δεν ήταν πλέον παρθένες -δηλαδή τις γυναίκες ως σεξουαλικά όντα-, μέσα στον κόσμο, σε κάθε δεδομένη στιγμή, υπήρχε χώρος, ελέω ιστορίας, για πολύ λίγες Ζαν ντ' Αρκ. Και, άλλωστε, όπως δείχνει και η όλο και πιο ενθουσιώδης υιοθέτηση της Ιωάννας από τη γαλλική άκρα Δεξιά, η εικόνα της ήταν πολιτικά και ιδεολογικά διφορούμενη. Μπορούσε να αντιπροσωπεύει την ελευθερία, μπορούσε και όχι. Μπορούσε να είναι πάνω στα οδοφράγματα, αλλά -σε αντίθεση με την κοπέλα του Ντελακρουά- δεν ανήκε αναγκαστικά εκεΙ
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε σήμερα την εικονογραφική ανάλυση του σοσιαλιστικού κινήματος πέρα από ένα σημείο της ιστορίας που είναι ήδη αρκετά μακρινό. Η παραδοσιακή γλώσσα των συμβόλων κάι των αλληγοριών δε μιλιέται και δε γίνεται κατανοητή πλέον, και με την παρακμή της, οι γυναίκες ως θεές και μούσες, ως προσωποποιήσεις της αρετής και των ιδεωδών, ακόμα και ως Ιωάννες της Λωραίνης, έχασαν την ειδική τους θέση μέσα στην πολιτική εικονογραφία. Ακόμα και το περίφημο διεθνές σύμβολο της Ειρήνης της δεκαετίας του 1950 δεν ή ταν πλέον μια γυναίκα, όπως σίγουρα θ α ήταν το δέκατο ένατο αιώνα, αλλά το περιστέρι του Πικάσο. Το ίδιο ισχύει και για τις ανδρικές εικό-
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
νες, αν και ο προμηθε'ίκός άνδρας που κραδαίνει το σφυρί επιβίωσε περισσότερο ως προσωποποίηση του κινήματος και της πάλης. Η εικονογραφία του κινήματος από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ας πούμε, και μετά δεν είναι παραδοσιακή. Δε διαθέτουμε ακόμα τα αναλυτικά εργαλεία να την ερμηνεύσουμε, να κάνουμε για παράδειγμα συμβολικές αναγνώσεις του κυριότερου σύγχρονου εικονογραφικού μέσου, που είναι δήθεν ρεαλιστικό, της φωτογραφίας και του κινηματογράφου.
Η εικονογραφία δεν μπορεί λοιπόν να φωτίσει σήμερα τις σχέσεις ανδρών-γυναικών στο σοσιαλιστικό κίνημα των μέσων του εικοστού αιώνα, με τον τρόπο που μπορεί να το κάνει για το δέκατο ένατο αιώνα. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε μια τελευταία υπόθεση σε σχέση με την ανδρική εικόνα. Η εικόνα αυτή, όπως ήδη είπαμε, είναι από ορισμένες απόΨεις παράδοξη, μια που δεν εξιδανικεύει τόσο τον εργάτη όσο την καθαρή μυ'ίκή προσπάθεια' όχι την ε υφυΤα , την ειδίκευση και την εμπειρία, αλλά την κτηνώδη δύναμη - ακόμα και, όπως στον περίφημο σιδηρουργό του Meunier, μια σωματική προσπάθεια που ουσιαστικά αποκλείει και εξουθενώνει το μυαλό. Μπορεί κανείς να επισημάνει καλλιτεχνικούς λόγους αυτού του φαινομένου. Όπως λέει ο Brandt, στον Meunier, «το προλεταριάτο μεταμορφώνεται σε έλληνα αθλητή »,63 και γι' αυτή τη μορφή της εξιδανίκευσης η έκφραση της ευφυ'ιας δεν ταιριάζει. Μπορεί κανείς να δει και ιστορικούς λόγους γι' αυτό. Η περίοδος 1870-1914 ήταν πάνω απ' όλα μια περίοδος στην οποία η βιομηχανία στηριζόταν σε μια μαζική εισροή ανειδίκευτης, αλλά σωματικά δυνατής εργασίας, που έπρεπε να φέρει εις πέρας το πολύ μεγάλο ποσοστό αποειδικευμένων και έντασης εργασίας καθηκόντων, μια περίοδος όπου το δραματικό περιβάλλον του σκοταδιού, της φλόγας και του καπνού συμβόλιζε την επανάσταση στην ι κανότητα του ανθρώπου να παράγει μέσω της ατμοκίνητης βιομηχανίας.
Όμως, όπως γνωρίζουμε, ο κύριος όγκος των αγωνιστών του οργανωμένου εργατικού κινήματος αυτής της περιόδου αποτελείτο ουσιαστικά, αν αφήσουμε κατά μέρος την ομολογουμένως σημαντική στρατιά των ανθρακωρύχων, από ειδικευμένους άνδρες. Πώς εξηγείται το ότι μια εικόνα που παραβλέπει κάθε γνώρισμα του είδους της εργασίας που κάνουν αυτοί, καθιερώθηκε ως η έκφραση της εργατικής τάξης; Μπορούμε να προτείνουμε τρεις εξηγήσεις. Η πρώτη, που είναι ίσως η πιο πειστική από Ψυχολογική άποΨη, είναι ότι για τους περισσότερους εργάτες, ανε� ξαρτήτως ειδίκευσης, το κριτήριο του ανήκειν στην τάξη ήταν ακριβώς η εκτέλεση χειρωνακτικής, σωματικής εργασίας. Τα αυθεντικό εργατικό κίνημα είχε ouvrieriste [εργατίστικα] ένστικτα: μια απέχθεια προς όσους δε λερώνανε τα χέρια τους. Αυτό αντιπροσωπεύει η εικόνα. Η δεύτερη
63. J. Brandt, Schaffende Arbeit . . . , ό.π. , σ. 269.
ΑΝΔΡΑΣ ΚΑ! ΓΥΝΑΙΚΑ
είναι ότι το κίνημα ήθελε ακριβώς να τονίσει τον ενωτικό του χαρακτή ρα. Περιελάμβανε όλους τους προλετάριους, όχι μόνο τους τυπογράφους, τους ειδικευμένους μηχανικούς και ανάλογες ειδικότητες. Η τρίτη, που μάλλον επικράτησε κατά την περίοδο της Τρίτης Διεθνούς, ήταν πως, υπό μία έννοια, ο σχετικά ανειδίκευτος εργάτης, ο καθαρά χειρώνακτας δουλευτής, ο ανθρακωρύχος ή ο λιμενεργάτης εθεωρείτο πιο επαναστάτης, μια που δεν ανήκε στην εργατική αριστοκρατία που είχε τάσεις προς το ρεφορμισμό και τη σοσιαλδημοκρατία. Αντιπροσώπευε «τις μάζες» προς τις οποίες απευθύνονταν οι επαναστάτες πάνω από τα κεφάλια των σοσιαλδημοκρατών. Η εικόνα ήταν αληθινή στο βαθμό που αντιπροσώπευε τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα σε χειρωνακτική και μη χειρωνακτική εργασία· ήταν έμπνευση στο βαθμό που σήμαινε ένα πρόγραμμα ή μια στρατηγική. Το πόσο ρεαλιστική ήταν από αυτή τη δεύτερη άποψη, αυτό είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει από τα όρια αυτού εδώ του άρθρου. Έχει ωστόσο μια σημασία το ότι, ως εικόνα, παρέλειπε πολλά γνωρίσματα που χαρακτήριζαν περισσότερο την εργατική τάξη και το κίνημά της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ: Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Αυτό το κείμεΥΟ, αρχικά, ήταν μια ομιλία που δόθηκε με την ευκαιρία των εκατό χρόνων της σοσιαλιστικής Πρωτομαγιάς, το 1990, στο σιιεεη Mary al1d WestfieId ColIege του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ως η πρώτη διάλεξη S.T. Bil1doff, στη μνήμη ενός επιφαΥούς μέλους του Ιστορικού Τμήματος του Κολεγίου. Δημοσιεύτηκε αυτοτελώς από το Κολέγιο και ακολούθως ως συμβολή στον τόμο: Chris WrigIey - John Shepherd (επψ.), Οη the Move: Essays ίη Labour and Transport History Presented Ιο Philip Bagwel1, ΛονδίΥΟ και Rio Grande 1994.1
Το 1990 ο Michael Ignatieff, γράφοντας στον Observer για το Πάσχα,2 παρατηρούσε πως οι «εκκοσμικευμένες κοινωνίες ποτέ δεν κατάφεραν να προσφέρουν υποκατάστατα των θρησκευτικών τελετουργιών». Και επισήμανε ότι η Γαλλική Επανάσταση «μπορεί να έκανε τους υπηκόους πολίτες, μπορεί να έβαλε το liberte, egalite, fratemite πάνω από την πόρτα όλων των σχολείων, μπορεί να έκλεισε τα μοναστήρια, αλλά πέρα από την 14η Ιουλίου δεν επέφερε κάποιο ρήγμα στο χριστιανικό εορτολόγιο». Το αντικείμενό μου αποτελεί ίσως το μοναδικό αδιαμφισβήτητο ρήγμα που επέφερε ένα κοσμικό κίνημα στο χριστιανικό ή σε κάποιο άλλο επίσημο εορτολόγιο, μια γιορτή που έχει καθιερωθεί όχι σε μία ή σε δύο χώρες, αλλά, το 1990, επισήμως σε 107 κράτη. Και το σημαντικότερο, είναι μια επέτειος που δεν την καθιέρωσε η εξουσία κυβερνήσεων ή κατακτητών, αλλά ένα καθόλα ανεπίσημο κίνημα φτωχών ανδρών και γυναικών. Μιλώ για την Πρωτομαγιά, την παγκόσμια μέρα του κινήματος της εργατικής τάξης, τα εκατό χρόνια της οποίας γιορτάσαμε το 1990, μιας που καθιερώθηκε το 1890.
Το σωστό θα ήταν να πω «θα έπρεπε να τα γιορτάσουμε», αφού, εκτός από τους ιστορικούς, δεν υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για την επέτειο, ούτε ακόμα και απ' αυτά τα σοσιαλιστικά κόμματα που είναι οι απευθείας απόγονοι εκείνων που στο ιδρυτικό συνέδριο αυτού που θα γινόταν η Δεύτερη Διεθνής, το 1889 κάλεσαν σε μια ταυτόχρονη διεθνή διαδήλωση των εργαζομένων για την 1η Μα'ίου του 1890 με αίτημα έναν
1. Για μια πλήρη βιβλιογραφία βλ. Α. Panaccione, «Ι 100 anni del 10 maggio nella storiografia», στο Α. Panaccione (επιμ.), Ι Iuoghi e ί soggetti del 10 maggio, Βενετία 1990.
2. Michael Ignatieff, «Easter Has Become Chocolate Sunday», Observer, 15 Απριλίου 1990.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ Γ10ΡΤΗΣ
νόμο που να περιορίζει την εργάσιμη ημέρα σε οκτω ωρες. Κι αυτό ισχύει και για κόμματα που αντιπροσωπεύονταν στα συνέδρια του 1889 και βρίσκονται ακόμα εν ζωή. Τα κόμματα αυτά της Δεύτερης Διεθνούς ή οι σημερινοί απόγονοί τους είναι κυβέρνηση ή αξιωματική αντιπολίτευση σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, δυτικά αυτού που μέχρι πρόσφατα αυτοπροσδιοριζόταν ως «υπαρκτός σοσιαλισμός». Θα περίμενε κανείς απ' αυτά να επιδείξουν μια μεγαλύτερη υπερηφάνεια ή, έστω, ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το παρελθόν τους.
Η μεγαλύτερη πολιτική αντίδραση στη Βρετανία για τον εορτασμό των εκατό χρόνων της Πρωτομαγιάς προήλθε από τον Sir John Hackett, έναν πρώην στρατηγό και, λυπάμαι που το λέω, πρώην πρόεδρο ενός Κολεγίου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ο οποίος πρότεινε την κατάργηση της Πρωτομαγιάς, την οποία φαίνεται ότι θεωρεί κάτι σαν σοβιετική εφεύρεση. Είχε τη γνώμη ότι δεν πρέπει να επιβιώσει της κατάρρευσης του παγκόσμιου κομμουνισμού. Ωστόσο, οι καταβολές της καθιέρωσης της Γιορτής του Μάη της Ευρωπα'Cκής Κοινότητας βρίσκονται στους αντίποδες του μπολσεβικισμού ή ακόμα και της σοσιαλδημοκρατίας. Ανάγονται στους αντισοσιαλιστές πολιτικούς οι οποίοι, αναγνωρίζοντας το πόσο βαθιές ρίζες είχε αποκτήσει η Πρωτομαγιά μέσα στις εργατικές τάξεις των δυτικών χωρών, θέλησαν να αντισταθμίσουν την έλξη των εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων οικειοποιούμενοι τη γιορτή τους και μετατρέποντάς την σε κάτι διαφορετικό. Παραθέτω μια γαλλική κοινοβουλευτική πρόταση του Απριλίου του 1920, που υποστήριξαν 4 1 βουλευτές τους οποίους τους ένωνε μόνο το γεγονός ότι δεν ήταν σοσιαλιστές:
«Η γιορτή δε θα πρέπει να περιέχει κανένα στοιχείο φθόνου και μίσους [κωδική λέξη για την ταξική πάλη] . Όλες οι τάξεις, αν μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν τάξεις, και όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες του έθνους πρέπει να συναδελφωθούν, εμπνεόμενες από μια κοινή ιδέα και ένα κοινό ιδανικό».3
Αυτοί που, πριν από την Ευρωπα'Cκή Κοινότητα, προχώρησαν περισσότερο στην οικειοποίηση της Πρωτομαγιάς ήταν η άκρα Δεξιά, όχι η Αριστερά. Η κυβέρνηση του Χίτλερ ήταν η πρώτη, μετά τη Σοβιετική, που ανακήρυξε την Πρώτη Μα'ιου σε επίσημη Εθνική Μέρα της Εργασίας.4 Η
3. Maurice Dommanget. Histoire du Premier Μaί, Παρίσι 1953, σ. 350-351. Το βιβλίο του Dommanget, ένα από τα λίγα που ασχολούνται με το θέμα πριν τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εξακολουθεί να είναι σημαντικό, του λείπει όμως η ισχυρή εικονογραφική κατεύθυνση της πιο πρόσφατης βιβλιογραφίας.
4. Πρβλ. Helmut Hartwig, «Plaketten zum 1. Mai 1934-39», Aesthetik und Kommunikation, τόμο 7, τχ. 26 (1976), σ. 56-59' Α. Riosa (επψ.), Le metamorfosi del 10 maggio, Βενετία 1990, περιλαμβάνει δοκίμια για τις ιταλικές, ναζιστικές και σαλαζαρικές προσπάθειες οικειοποίησης της Πρωτομαγιάς.
166 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
κυβέρνηση του Βισύ του Πεταίν ανακήρυξε την Πρώτη Μα'ίου σε Γιορτή της Εργασίας και της Ομόνοιας και λέγεται ότι σ' αυτό εμπνεύστηκε από την Πρωτομαγιά των Φαλαγγιτών της φρανκικής Ισπανίας, την οποία ο Πεταίν είχε θαυμάσει ως πρεσβευτής. 5 Και βέβαια, την εποχή που η Ευρωπα'ική Οικονομική Κοινότητα έκανε την Πρωτομαγιά δημόσια αργία, ήταν ένα σώμα που δεν αποτελείτο -παρά την αντίθετη άποψη της κας Θάτσερ- από σοσιαλιστικές, αλλά κυρίως από αντισοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Οι επίσημες Πρωτομαγιές στη Δύση αποτελούσαν αναγνώριση της ανάγκης για έναν συμβιβασμό με την παράδοση των ανεπίσημων Πρωτομαγιών και την απόσπασή τους από τα εργατικά κινήματα, από την ταξική συνείδηση και την ταξική πάλη. Πώς έγινε όμως και αυτή η παράδοση ισχυροποιήθηκε τόσο πολύ, που ακόμα και οι εχθροί της να σκεφτούν πως πρέπει να την υιοθετήσουν, την ώρα μάλιστα που, όπως ο Χίτλερ, ο Φράνκο και ο Πεταίν, διέλυαν το εργατικό κίνημα;
Το εκπληκτικό σε σχέση με την εξέλιξη αυτού του θεσμού είναι ότι αυτή έγινε δίχως πρόθεση και σχέδιο. Από την άποψη αυτή δεν πρόκειται τόσο για μια «επινοημένη παράδοση », αλλά για μια παράδοση που ξεφύτρωσε ξαφνικά. Η άμεση προέλευση της Πρωτομαγιάς δε χωρά αμφισβητήσεις. Ήταν μια απόφαση που πέρασε στο ένα από τα δύο ανταγωνιστικά ιδρυτικά συνέδρια της Διεθνούς -στο μαρξιστικό- στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1889, στα εκατό χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση. Η απόφαση αυτή καλούσε σε μια διεθνή εργατική διαδήλωση την ίδια μέρα, με αίτημα την διά νόμου καθιέρωση του οχτάωρου, στις κατά τόπους δημόσιες και άλλες αρχές. Και επειδή η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας είχε αποφασίσει ήδη να κάνει μια τέτοια διαδήλωση την 1 η Μα'ίου του 1890, η μέρα αυτή επιλέχθηκε και για τη διεθνή διαδήλωση. Η ειρωνεία είναι ότι στις ίδιες τις ΗΠΑ η Πρωτομαγιά ποτέ δεν καθιερώθηκε όπως αλλού, έστω κι αν αυτό οφείλεται στο ότι υπήρχε ήδη μια επίσημη δημόσια εργατική αργία, η Ημέρα της Εργασίας, την πρώτη Κυριακή του Σεπτέμβρη.
Οι ιστορικοί έχουν βέβαια ερευνήσει το ιστορικό αυτής της απόφασης, και το πως συνδέεται με την προηγηθείσα πάλη για την καθιέρωση του οχτάωρου στις ΗΠΑ και αλλού, αλλά αυτά τα ζητήματα δε μας αφορούν εδώ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το κατά πόσον αυτό που προέβλεπε η απόφαση διέφερε από αυτό που τελικά έγινε. Ας σημειώσουμε τρία πράγματα σε σχέση με την αρχική απόφαση: Πρώτον, το κάλεσμα ήταν για μία και μοναδική διεθνή διαδήλωση. Πουθενά δε φαίνεται ότι αυτή θα επαναλαμβανόταν, πόσο μάλλον ότι θα γινόταν ένα τακτικό ετήσιο γεγονός. Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία υπόνοια ότι θα ήταν μια ι-
5. Maurice Dommanget. Histoire du Premier Μaί, ό.π . . σ. 301 χ.ε.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ rιOPTHΣ
διαίτερα εορταστική ή τελετουργική μέρα, αν και τα εργατικά κινήματα σε όλες τις χώρες αναλάμβαναν να «πραγματοποιήσουν τη διαδήλωση κατά τον τρόπο που επιβάλει η κατάσταση της χώρας τους». Αυτό, βέβαια, ήταν μια διέξοδος που άφηνε η απόφαση για το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο τότε βρισκόταν ακόμα στην παρανομία, σύμφωνα με τον αντισοσιαλιστικό νόμο του Βίσμαρκ. Τρίτον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη, ότι αυτή η απόφαση θεωρήθηκε τότε ιδιαίτερα σημαντική . Αντιθέτως, ο Τύπος της εποχής ίσα που την αναφέρει και, με μία εξαίρεση (παραδόξως μια αστική εφημερίδα), δίχως να αναφέρει την προτεινόμενη ημέρα.6 Ακόμα και ο επίσημος Απολογισμός του Συνεδρίου που εκδόθηκε από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, απλώς αναφέρει αυτούς που την πρότειναν και το κείμενο της απόφασης δίχως κανένα σχόλιο ή κάτι που να δείχνει ότι επρόκειτο για ένα σημαντικό θέμα. Εν ολίγοις, όπως θα θυμόταν λίγα χρόνια αργότερα ο Edouard Vaillant, ένας από τους πιο επιφανείς και πολιτικά ευαίσθητους αντιπροσώπους στο Συνέδριο: «Ποιος μπορούσε να προβλέΨει [ . . . ] τη γρήγορη ανάδυση της Πρωτομαγιάς ;» . 7
Η ταχεία ανάδυση και θεσμοποίησή της οφείλεται σίγουρα στην εκπληκτική επιτυχία των πρωτομαγιάτικων διαδηλώσεων του 1 890, τουλάχιστον στις χώρες της Ευρώπης δυτικά της ρωσικής αυτοκρατορίας και των Βαλκανίων.8 Οι σοσιαλιστές είχαν επιλέξει την κατάλληλη στιγμή για να ιδρύσουν ή, αν προτιμάτε, να ανασυστήσουν μια Διεθνή. Η πρώτη Πρωτομαγιά συνέπιπτε με μια θριαμβευτική άνοδο της ισχύος και της αυτοπεποίθησης της εργατικής τάξης σε πολλές χώρες. Αναφέρω μόνο δύο γνωστά παραδείγματα: την έκρηξη του Νέου Συνδικαλισμού στη Βρετανία που ακολούθησε την απεργία των λιμενεργατών του 1889, και τη νίκη των σοσιαλιστών στη Γερμανία, όταν το Reichstag αρνήθηκε τον Ιανουάριο του 1890 να διατηρήσει την αντισοσιαλιστική νομοθεσία του Βίσμαρκ, με αποτέλεσμα έναν μήνα αργότερα το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να διπλασιάσει τις Ψήφους του στις γενικές εκλογές και να πάρει ένα ποσοστό γύρω στο 20%. Το να πετύχουν οι μαζικές διαδη λώσεις σε μια τέτοια συγκυρία δεν ήταν δύσκολο, αφού οι ακτιβιστές και οι αγωνιστές έβαζαν την Ψυχή τους σ' αυτές, ενώ οι μάζες των απλών εργατών ενώνονταν μαζί τους για να διατρανώσουν μια αίσθηση νίκης, δύναμης και ελπίδας.
6. Στο {διο, σ. 100-101. 7. Στο {δια, σ. 102. 8. Η πληρέστερη διεθνής διαπραγμάτευση είναι: Andrea Panaccione (επψ. ), The Memory
ο/ May Day: An Iconographic History ο/ the Origin and ImpJanting ο/ α Workers ' HoJiday, Βενετία 1989. Για την πρώτη Πρωτομαγιά βλ. του ίδιου, Un giorno perchIi. Cent'anni di storia internazionaJe deJ 10 maggio, Ρώμη 1990, χεφ. 4.
168 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Παρ' όλα αυτά, η έκταση της συμμετοχής των εργατών σ' αυτές τις συγκεντρώσεις εξέπληξε ακόμα και τους διοργανωτές τους, και ιδιαίτερα οι 300.000 που γέμισαν το Hyde Park του Λονδίνου, κάνοντας, για πρώτη και τελευταία φορά, τη μεγαλύτερη συγκέντρωση της ημέρας. Γιατί, ενώ όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα και οργανώσεις είχαν φυσικά διοργανώσει συγκεντρώσεις, μόνο μερικά απ' αυτά είχαν συνειδητοποιήσει τη δυναμική τους και είχαν βάλει από την αρχή όλες τους τις δυνάμεις. Το Αυστριακό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αποτελούσε εξαίρεση στο πόσο γρήγορα αντιλήφθηκε το κλίμα, με αποτέλεσμα, όπως θα παρατηρούσε ο Φρίντριχ Ένγκελς λίγες εβδομάδες αργότερα, «σ' όλη την Ευρώπη ήταν η Αυστρία, και στην Αυστρία η Βιέννη, που γιόρτασε την ημέρα αυτή με τον πιο λαμπρό και κατάλληλο τρόπο».9
Πραγματικά, σε πολλές χώρες τα τοπικά κόμματα και κινήματα δε ρίχτηκαν ολόΨυχα στην προετοιμασία της Πρωτομαγιάς, εξαιτίας, όπως συμβαίνει συχνά στην πολιτική, ιδεολογικών διαφωνιών και διασπάσεων σχετικά με την ορθή μορφή ή μορφές αυτών των διαδηλώσεων -θα επιστρέΨουμε σ' αυτό το ζήτημα αργότερα- ή εξαιτίας καθαρής διστακτικότητας. Απέναντι σε μια εξαιρετικά νευρική, σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και υστερική, αντίδραση εκ μέρους των κυβερνήσεων, της αστικής κοινής γνώμης και των εργοδοτών που απειλούσαν με αστυνομική καταστολή και ποινικοποίηση των διαδηλώσεων, οι υπεύθυνοι σοσιαλιστές ηγέτες συχνά προτίμησαν να αποφύγουν υπερβολικά προκλητικές μορφές αντιπαράθεσης. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τη Γερμανία, όπου είχε μόλις ανασταλεί η απαγόρευση του κόμματος ύστερα από έντεκα χρόνια παρανομίας. «Εχουμε κάθε λόγο να κρατήσουμε τις μάζες υπό έλεγχο στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς», έγραφε ο ηγέτης του κόμματος Αύγουστος Μπέμπελ στον Ένγκελς. «Πρέπει να αποφύγουμε τις συγκρούσεις». Κι ο Ένγκελς συμφώνησε.1Ο
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν το αν θα έπρεπε να ζητήσουν από τους εργάτες να διαδηλώσουν σε ώρα εργασίας, δηλαδή να απεργήσουν, γιατί το 1 890 η Πρωτομαγιά έπεφτε Τετάρτη. Τα διστακτικά κόμματα και τα ισχυρά και εδραιωμένα συνδικάτα δεν έβλεπαν το λόγο να θέσουν σε κίνδυνο τα ίδια και τα μέλη τους για να κάνουν μια συμβολική πράξη -εκτός κι αν συνειδητά ήθελαν να ξεκινήσουν ένα κίνημα στη βιομηχανία, όπως ήταν το σχέδιο της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας. Προτιμούσαν λοιπόν να κάνουν τη διαδήλωση την πρώτη Κυριακή του Μάη και όχι την πρώτη μέρα του μήνα. Αυτή ήταν και παρέμεινε η επιλογή των Βρετανών, και γι' αυτό η μεγαλειώδης πρώτη Πρωτομαγιά έγινε
9. Karl Marx - Friedrich Engels, Werke, τόμο 22, Βερολίνο 1963, σ. 60. 10. Dieter Fricke, KIeine Geschichte des Ersten Μaί, Φρανχφούρτη 1980, σ. 30-31.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑ Σ ΓΙΟΡΤΗΣ 169
στις 4 Μαίου. Αυτή ήταν όμως και η προτίμηση του γερμανικού κόμματος, αν κι εκεί, σε αντίθεση με τη Βρετανία, στην πράξη επικράτησε η 1η ΜαΙου. Το ζήτημα έμελλε πράγματι να συζητηθεί στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Βρυξελλών το 1891 , στο οποίο οι Βρετανοί και οι Γερμανοί διαφώνησαν γι' αυτό το ζήτημα με τους Γάλλους και τους Αυστριακούς, και μειοΨήφησαν.!! Και αυτό το θέμα, όπως και τόσες άλλες πλευρές της Πρωτομαγιάς, ήταν ένα τυχαίο υποπρο'r:όν της διεθνούς επιλογής της ημέρας. Η αρχική απόφαση δε μιλούσε για σταμάτημα της δουλειάς. Το πρόβλημα προέκυΨε απλά επειδή η πρώτη Πρωτομαγιά έπεφτε μέσα στην εβδομάδα, όπως ανακάλυψαν αμέσως, και αναγκαστικά, όλοι όσοι οργάνωναν τη διαδήλωση.
Η σύνεση υπαγόρευε διαφορετική τακτική. Αλλά εκείνο που δημιούργησε τελικά την Πρωτομαγιά, ήταν ακριβώς η προτίμηση του συμβολισμού έναντι της ρεαλιστικής λογικής. Ήταν αυτή η πράξη του συμβολικού σταματήματος της δουλειάς που έκανε την Πρωτομαγιά κάτι περισσότερο από μια ακόμα διαδήλωση ή έστω μια επέτειο. Και γι' αυτό στις χώρες όπου τα κόμματα, ακόμα και ενάντια στα διστακτικά συνδικάτα, επέμειναν στη συμβολική απεργία, η Πρωτομαγιά έγινε πραγματικά ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής της εργατικής τάξης και της εργατικής ταυτότητας, πράγμα που ποτέ δεν έγινε στη Βρετανία, παρά το λαμπρό της ξεκίνημα. Κι αυτό γιατί η αποχή από την εργασία σε μια εργάσιμη μέρα αποτελούσε τόσο μια επιβεβαίωση της δύναμης της εργατικής τάξης -την πεμπτουσία μάλιστα της επιβεβαίωσης αυτής της δύναμης- όσο και την ουσία της ελευθερίας: να μην είναι αναγκασμένος κανείς να πάει να Ψοφήσει στη δουλειά, αλλά να κάνει ό,τι θέλει μαζί με την οικογένεια ή τους φίλους του. Αποτελούσε λοιπόν ταυτόχρονα τόσο μια κίνηση ταξικής επιβεβαίωσης και ταξικής πάλης όσο και μια γιορτή: ένα είδος πρόγευσης της καλύτερης ζωής που θα ερχόταν μετά την απελευθέρωση της εργασίας. Και, βέβαια, μέσα στη συγκυρία του 1890 ήταν μια γιορτή της νίκης, ο γύρος του θριάμβου του νικητή μέσα στο στάδιο . Ιδωμένη μέσα απ' αυτό το πρίσμα, η Πρωτομαγιά έφερε μέσα της ένα πλούσιο φορτίο συγκίνησης και ελπίδας.
Αυτό το γεγονός είχε συνειδητοποιήσει και ο Β ίκτωρ Άντλερ όταν, σε αντίθεση με τις συμβουλές του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, επέμενε ότι το Αυστριακό Κόμμα έπρεπε να προκαλέσει αυτήν ακριβώς τη σύγκρουση που ήθελε να αποφύγει ο Μπέμπελ. Όπως και ο Μπέμπελ, έβλεπε αυτό το κλίμα ευφορίας, μαζικού προσηλυτισμού, σχεδόν μεσσιανικής προσμονής που σάρωνε τις εργατικές τάξεις. «Οι εκλογές άλλαξαν τα μυαλά των λιγότερο πολιτικοποιημένων (geschuIt) μα-
11. Maurice Dommanget, Histoire du Premier Μαί, ό.π., σ. 156.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ζών. Πιστεύουν ότι αρκεί μόνο να θέλουν κάτι και όλα μπορούν να επιτευχθούν», έλεγε ο Μπέμπελ,12 Σε αντίθεση όμως με τον Μπέμπελ, ο Άντλερ χρειαζόταν ακόμα να επιστρατεύσει αυτά τα αισθήματα για να οικοδομήσει ένα μαζικό κόμμα μέσα από έναν συνδυασμό ακτιβισμών και ανερχόμενης μαζικής υποστήριξης. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι Αυστριακοί δεν Ψήφιζαν ακόμα. Η ισχύς του κινήματος δεν μπορούσε επομένως να επιδειχθεί εκλογικά. Αλλά και οι Σκανδιναβοί είχαν συνείδηση των δυνατοτήτων κινητοποίησης που πρόσφερε η άμεση δράση όταν, μετά την πρώτη Πρωτομαγιά, Ψήφισαν υπέρ της επανάληΨης της διαδήλωσης το 189 1 , «ειδικά αν συνδυαστεί με μια παύση της εργασίας και όχι με απλές εκφράσεις γνώμης».13 Η ίδια η Διεθνής υιοθέτησε αυτή την άποΨη και το 1891 Ψήφισε (ενάντια όπως είδαμε στους βρετανούς και γερμανούς αντιπροσώπους) να γίνει η διαδήλωση την Πρώτη MιiΙOυ και να «σταματήσει η δουλειά, εκτός κι αν κάτι τέτοιο είναι αδύνατο». 14
Αυτό δε σήμαινε ότι το διεθνές κίνημα καλούσε σε μια κανονική γενική απεργία, γιατί, παρά τις απεριόριστες προσδοκίες της στιγμής, οι οργανωμένοι εργάτες είχαν στην πράξη συνείδηση τόσο της δύναμής τους όσο και της αδυναμίας τους. Το αν ο κόσμος έπρεπε να απεργήσει την Πρωτομαγιά ή το αν θα μπορούσε να παραιτηθεί από ένα μεροκάματο χάριν της διαδήλωσης, ήταν ζητήματα που συζητούνταν εκτενώς στις παμπ και στα μπαρ του προλεταριακού Αμβούργου, σύμφωνα με μυστικούς αστυνομικούς που είχε στείλει η Γερουσία για να κρυφακούσουν τις συζητήσεις των εργατών σ' αυτή τη μαζικά «κόκκινη » πόλη . 15 Ήταν αυτονόητο, ότι πολλοί εργάτες, ακόμα κι αν θέλανε, δε θα μπορούσαν να αφήσουν τις δουλειές τους. Έτσι, οι σιδηροδρομικοί έστειλαν ένα τηλεγράφημα στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση της Κοπενχάγης που διαβάστηκε κάτω από ζητωκραυγές: «Μια που δεν μπορούμε να είμαστε παρόντες στη συγκέντρωση εξαιτίας των πιέσεων που ασκούνται από την εξουσία, θέλουμε να εκφράσουμε την πλήρη υποστήριξή μας στο αίτημα του 0-
χτάωρου» . 16 Ωστόσο, στις περιπτώσεις που οι εργοδότες γνώριζαν ότι οι εργάτες ήταν δυνατοί και αποφασισμένοι, συχνά αποδέχονταν σιωπηρά μια μέρα άδεια. Αυτό συνέβαινε κατά κόρον στην Αυστρία. Έτσι, παρά τις σαφείς οδηγίες του Υπουργείου των Εσωτερικών ότι απαγορεύονται οι πορείες και οι παύσεις εργασίας, και παρά την επίσημη απόφαση των
12. Dieter Fricke, ΚIeine GeschichIe des ErsIen Μαί, ό.π. , σ. 30. 13. Maurice Dommanget, Histoire du Premier Μαί, ό.π., σ. 136. 14. Στο ίδιο, σ. 156. 15. R. Eνans (επψ.), Kneipengesprache im Kaiserreich. Stimmungsberichte der Hamburger
Politischen Polizei, 1892- 1914, Reinbek 1989, σ. 20,253-257. 16. Α. Panaccione (επψ.), The Memory ... , ό.π., σ. 247.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜJΑΣ rιOP1ΉΣ
εργοδοτών να μη θεωρήσουν την Πρωτομαγιά ως αργία -και μερικές φορές μάλιστα να κάνουν αντί αυτής την παραμονή της Πρωτομαγιάς αργία-, η Κρατική Βιομηχανία Όπλων στο Στάγιερ της Άνω Αυστρίας έμεινε κλειστή την Πρωτομαγιά του 1890 και όλες τις επόμενες χρονιές. 1 7 Όπως και ν α 'χει, αρκετοί εργάτες απείχαν από τις εργασίες τους σ ε αρκετές χώρες, ώστε να είναι ορατό ένα κίνημα σταματήματος της εργασίας. Στην Κοπενχάγη μάλιστα, περίπου το 40% των εργατών της πόλης συμμετείχαν στη διαδήλωση του 1890.18
Δεδομένης αυτής της αξιοσημείωτης, και συχνά αναπάντεχης, επιτυχίας της πρώτης Πρωτομαγιάς, ήταν φυσικό να ζητηθεί η επανάληψή της. Όπως είδαμε ήδη, τα ενωμένα σκανδιναβικά κινήματα το ζήτησαν το καλοκαίρι του 1890, το ίδιο και οι Ισπανοί. Στο τέλος του χρόνου είχαν ακολουθήσει τα περισσότερα ευρωπα'ίκά κόμματα. Το να καθιερωθεί η μέρα ως κανονική επέτειος ίσως να προτάθηκε πρώτα από τους αγωνιστές της Τουλούζης, που πήραν μια τέτοια απόφαση το 1890,19 πάντως κανείς δεν εξεπλάγη όταν το Συνέδριο της Διεθνούς στις Βρυξέλλες το 1891 αποφάσισε να γιορτάζεται η Πρωτομαγιά κάθε χρόνο. Το συνέδριο επέμεινε, όπως είδαμε, ότι η Πρωτομαγιά πρέπει να γιορτάζεται με μια μοναδική διαδήλωση την πρώτη του μήνα, όποια μέρα και να 'πεφτε, για να δώσει έμφαση στον «πραγματικό της χαρακτήρα ως οικονομικής διεκδίκησης του οχτάωρου και ως επιβεβαίωσης της ταξικής πάλης»,20 ενώ στο οχτάωρο πρόσθεσε και δύο άλλα αιτήματα: εργατική νομοθεσία και πάλη ενάντια στον πόλεμο. Το σύνθημα υπέρ της ειρήνης, παρότι στο εξής κατέστη επίσημα κομμάτι της Πρωτομαγιάς, δεν ενσωματώθηκε στη λαίκή πρωτομαγιάτικη παράδοση, παρά μόνο σαν κάτι που τόνιζε το διεθνιστικό χαρακτήρα της ημέρας. Εκτός όμως από τη συμπλήρωση του προγραμματικού περιεχομένου της διαδήλωσης, η απόφαση περιείχε και μια άλλη καινοτομία: την αναγνώριζε επίσημα όχι μόνο ως πολιτική πράξη αλλά και ως γιορτή.
Ούτε αυτό αποτελούσε τμήμα του αρχικού σχεδίου . Αντιθέτως, η αγωνιστική πτέρυγα του κινήματος καθώς και, περιττό να το πούμε, οι αναρχικοί αντιδρούσαν με πάθος στην ιδέα των εορταστικών εκδηλώσεων για ιδεολογικούς λόγους. Η Πρωτομαγιά ήταν μέρα αγώνα. Αυτό που θα ήθελαν οι αναρχικοί, ήταν από μια ημέρα ανάπαυσης που είχε αποσπαστεί από τους καπιταλιστές, να διευρυνθεί σε μια μεγάλη γενική απεργία που θα ανέτρεπε όλο το σύστημα. Όπως συμβαίνει πολύ συχνά, οι
17. Kurt Greussing (επψ.), Die Roten am Land. Arbeitsleben IJnd ArbeiterbeweglJng im west1ichen Osterreich, Steyr 1989, σ. 58-59.
.
18. Υπολογισμένο από τον Α. Panaccione (επψ.), The Memory . . . , ό.π. , σ. 247. 19. Maurice Dommanget, Histoire dlJ Premier Μaί, ό.π. , σ. 155. 20. Στο ίδιο, σ. 156.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
πιο άτεγκτοι επαναστάτες υιοθέτησαν μια ζoφερ� εικόνα της ταξικ�ς πάλης, που αποτυπώνεται και στην εικονογραφία των ασπρόμαυρων μαζών που δε φωτίζονται παρά μόνο από τις κόκκινες σημαίες.21 Οι αναρχικοί προτιμούσαν να βλέπουν την Πρωτομαγιά σαν ένα μνημόσυνο μαρτύρων -των μαρτύρων του Σικάγου το 1886-, σαν «μια μέρα θλίψης και όχι γιoρτ�ς»,22 και στις χώρες που είχαν μεγάλη επφρo�, όπως στην Ισπανία, τη Νότιο Aμερικ� και την Ιταλία, η μαρτυρoλoγικ� πλευρά της Πρωτομαγιάς κυριάρχησε. Τα γλυκά και η μπύρα δεν �ταν μέσα στο επαναστατικό παιγνίδι . Πράγματι, όπως δείχνει μια πρόσφατη μελέτη για την αναρχικ� Πρωτομαγιά στη Βαρκελώνη, η άρνηση να αντιμετωπιστεί ως εργατικ� γιoρτ� � ακόμα και να ονομαστεί «Festa del Traball», �ταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της την επoχ� πριν τη Δημοκρατία.23 Στο διάβολο οι συμβολικές πράξεις: � η παγκόσμια επανάσταση � τίποτα. Μερικοί αναρχικοί αρνούνταν ακόμα και να ενθαρρύνουν την πρωτομαγιάτικη απεργία, επειδ� κάθε τι που δεν οδηγούσε πραγματικά στην επανάσταση, δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από μια ακόμη ρεφορμιστικ� εκτρoπ�. Η γαλλικ� αναρχοσυνδικαλιστική Confederation Generale du Travail (CGT) δεν ενέδωσε στον εορταστικό χαρακτ�ρα της Πρωτομαγιάς παρά μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.24
21 . Πρβλ. τη σύγκριση μεταξύ σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής εικονογραφίας της Πρωτομαγιάς στη Γερμανία της Βαϊμάρης στο W.L. Guttsman, Workers' Culture in Weimar Germany: Between Tradition and Commitment, Νέα Υόρκη, Οξφόρδη και Μόναχο 1990, σ. 1989-1999. Το ωραιότερο παράδειγμα αυτού του χρωματικού μοτίβου που γνωρίζω. είναι η αχρονολόγητη La Manifestation του Th. Α. Steinlen (αρ. 314 στο Le Bel Heritage: Th. Α. Steinlen Retrospective, 1885- 1922, Montreuil 1987). Για σύγκριση: μια πραγματική πρωτομαγιάτικη εργατική διαδήλωση σε μια εποχή επαναστατικής πάλης, το έργο του Κουστόντιεφ, «Διαδήλωση στο Εργοστάσιο Putilovskij για την Πρωτομαγιά του 1906», στον Α. Panaccione (επιμ.), The Memory . . . , ό .π . , σ. 530-531. Αν και είναι προφανώς επηρεασμένος από το μαυροκόκκινο μοτίβο, ο ζωγράφος απηχεί σαφώς την ευρύτερη χρωματική γκάμα τέτοιων περιπτώσεων στην πραγματική ζωή. Για άλλες συμβολές του καλλιτέχνη στη ριζοσπαστική εικονογραφία βλ. David King - Cathy Porter, Images ΟΙ Revolution: Graphic Art Irom 1905 Russia, Νέα Υόρκη 1983.
22. Lucίa Rivas Lara, « ΕΙ Primer de Maig a Catalunya, 1900- 1931 », LΆven�, Μάιος 1988, σ. 9. Η ουσία του προέρχεται από το βιβλίο του ίδιου, Historia del 10 de mayo en Espana: desde 1900 hasta Ια 2α Republica, Μαδρίτη 1987, που αποτελεί την πληρέστερη διαπραγμάτευση του θέματος γι' αυτή τη χώρα.
23. Lucίa Rivas Lara, «ΕΙ Primer de Maig a Catalunya ... », ό. π., passim. Βλ. επίσης της ίδιας, «RίtuaιiΖacίόn socialista del 10 de mayo. Fiesta, huelga, manίfestacίόn?», Historia CοntemΡοrάneα, Revista del Departamento de Historia CοntemΡοrάneα de Ια Universidad del Pais Vasco, τχ. 3 (1990). Οφείλω αυτή την αναφορά στον Paul Preston.
24. Για μια (αποτυχημένη) αναρχική απόπειρα να εξελιχθεί μια διαδήλωση σε επανάσταση, βλ. David Ballester - Manuel Vicente, «ΕΙ Primer de Maig a Barcelona. Vuit hores de treball, d'ίnstruccίό ί de descans», LΆvenς, Μάιος 1990, σ. 12-17: μια μελέτη της Πρωτομαγιάς σ' αυτή την πόλη . Για τη γαλλική CGT βλ. Maxime Leroy, La CoiιtIIme ouvriere,
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ 173
Οι ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς θα μπορούσαν, βέβαια, να ενθαρρύνουν τη μετατροπή της Πρωτομαγιάς σε πανηγύρι, μια που σίγουρα ήθελαν να αποφύγουν τις συγκρουσιακές τακτικές των αναρχικών και φυσικά ευνοούσαν την πλατύτερη δυνατή βάση των διαδηλώσεων. Σίγουρα όμως δεν είχαν αρχικά στο μυαλό τους την ιδέα μιας ταξικής γιορτής, που να είναι και ημέρα πάλης και ημέρα διασκέδασης. Πώς προέκυψε λοιπόν;
Οπωσδήποτε, στην αρχή έπαιξε σημαντικό ρόλο η επιλογή της ημέρας. Οι γιορτές της Άνοιξης έχουν βαθιές ρίζες μέσα στον τελετουργικό κύκλο του έτους στο εύκρατο βόρειο ημισφαίριο, και μάλιστα ο ίδιος ο Μάιος συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, η Πρωτομαγιά είχε ήδη μια μακρά παράδοση ως δημόσια γιορτή. 25 Αυτό, παρεμπιπτόντως, ήταν και ένα από τα προβλήματα του εορτασμού των Πρωτομαγιών μέσα στο χειμώνα, στην κατά τα άλλα αγωνιστική Αυστραλία. Από το άφθονο εικονογραφικό και φιλολογικό υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας τα τελευταία χρόνια,26 είναι προφανές ότι η φύση, τα φυτά και πάνω απ' όλα τα λουλούδια χρησιμοποιήθηκαν αυθορμήτως και οικουμενικά ως σύμβολα της ημέρας. Στις πιο απλές αγροτικές συγκεντρώσεις, όπως στη συγκέντρωση του 1890 σε ένα χωρίο της Στυρίας, δε βλέπουμε λάβαρα, αλλά λουλουδένιες επιγραφές με συν-
Παρίσι 1913, τόμο 1, σ. 246, που σημειώνει ότι η CGT πήρε τη γιορτή από τους σοσιαλιστές μετά το 1904 «plus de fete du travail». Maurice Dommanget. Histoire du Premier Μaί. ό. π., σ. 334.
25. Για μια πολύ ενδιαφέρουσα αφήγηση (1) της μεταφοράς (την εποχή του Μεγάλου Πέτρου) της δυτικής γιορτής της Άνοιξης στη Ρωσία. μέσω του γε'ρμανικού προαστείου της Μόσχας. και (2) της συγχώνευσης αυτής της maevka με τις μικρές εργατικές σοσιαλδημοκρατικές διαδηλώσεις της δεκαετίας του 1890. στις οποίες παρείχε κάλυψη. βλ. Vjaceslav Kolomiez. «Dalla storia del 10 maggio a Mosca tra la fine del ottocento e gli ίηίΖί del novecento: ί luoghi delle manifestazioni». στο Α. Panaccione (επιμ.). Ι luoghi e ί soggetti del 10 maggio. ό.π., σ. 105-122. ειδικά σ. 110-111 για τη χρήση της παρομοίωσης της Άνοιξης σε ένα πολιτικό πλαίσιο.
26. Από αυτή τη βιβλιογραφία αξίζει να αναφερθούν: Andre Rossel. Premier mai: 90 ans de lutte populaire dans Ιε monde. Παρίσι 1977' Udo Achten, I/lustrierte Geschichte des Ersten Μaί, Obserhausen 1979' Udo Achten. Zum Lichte Empor: Maifestzeitungen der Sozial-demokratie. 1891-1914. Βερολίνο και Βόννη 1980' Sven Bodin - Carl-Adam Nycop. Forsta Μaί. 1890-1980, Στοκχόλμη 1980' Upp ιίlΙ kamp: Social-demokratins forsta majmiίrken. 1894-1986. Στοκχόλμη 1986' U. Achten - Μ. Reichelt - R. Schultz (επιμ.). Mein Vaterland ist internαtionαl . Internαtionαle illustrierte Geschichte des ersten Maj von 1886 bis heute. Oberhausen 1986' Fondazione Giangiacomo Feltrinelli. Ogni anno un mαggio nuovo: ίl centenario del Primo Maggio. Μιλάνο 1988' Comune di Milano, Fondazione Giagiacomo Brodolini. Per ί cent'anni dellα festa del lαvoro, Μιλάνο 1988' Maurizio ΑηΙοηίοιi - Giovanna Ginex, 10 Mαggio. Repertorio dei numeri unici dαl 1890 aΙ 1924, Μιλάνο 1988. και. πάνω απ' όλα. Α. Panaccione (επιμ.). The Memory . . .. ό .π. Βλ. επίσης. σχετικά με την Ελβετία. Bildarchiv und Dokumentation zur Geschichte der Arbeiterbewegung. Ztirich, 1. Mai/1er mai: Μaρρε zur Geschichte des 1. Μaί in der Schweiz. Ζυρίχη 1989.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
θήματα, καθώς και μουσικούς.27 Μια γοητευτική φωτογραφία από μια μεταγενέστερη επαρχιώτικη Πρωτομαγιά, επίσης στην Αυστρία, δείχνει τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες-ποδηλάτες, άνδρες και γυναίκες, να παρελαύνουν με λουλούδια τυλιγμένα στις ρόδες και τα τιμόνια των ποδηλάτων, και μ' ένα μικρό ανθοστόλιστο μαγιάτικο παιδί μέσα σε παιδικό καθισματάκι κρεμασμένο ανάμεσα σε δύο ποδήλατα.28
Άνθη περιβάλλουν αμέριμνα τα αυστηρά πορτρέτα των επτά αυστριακών αντιπροσώπων στο Διεθνές Συνέδριο του 1889, που μοιράζονταν στην πρώτη βιεννέζικη Πρωτομαγιά. Τα λουλούδια εισβάλουν ακόμα και μέσα στους αγωνιστικούς μύθους. Στη Γαλλία, η fusillade de Fourmies του 189 1 , με τους δέκα νεκρούς, συμβολίζεται στη νέα παράδοση από τη δεκαοχτάχρονη Μaήa Blondeau, που χόρεψε επικεφαλής 200 αγοριών και κοριτσιών, και κρατά ένα κλαδί ανθισμένης λευκαγκάθας, που της είχε δώσει ο αρραβωνιαστικός της, τη στιγμή που τη σκοτώνουν οι στρατιώτες πυροβολώντας την στο κεφάλι. Εδώ αναμειγνύονται οι δύο μαγιάτικες παραδόσεις. Τι είδους λουλούδια χρησιμοποιούνταν; Αρχικά, όπως δείχνει και το κλαδί της λευκαγκάθας, τα χρώματα παρέπεμπαν μάλλον στην άνοιξη παρά στην πολιτική, σύντομα όμως το κίνημα θα καθιερώσει άνθη του δικού του χρώματος: τριαντάφυλλα, παπαρούνες και πάνω απ' όλα κόκκινα γαρίφαλα. Υπάρχουν βέβαια διαφορές ανάλογα με τη χώρα, ωστόσο τα λουλούδια και το άλλο σύμβολο της άνθησης, της νεότητας, της αναγέννησης και της ελπίδας, δηλαδή οι νέες κοπέλες, κατέχουν κεντρική θέση. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο οικουμενικές εικόνες της γιορτής, που αναπαράχθηκαν επανειλημμένα σε διάφορες γλώσσες, προέρχονται από τον Walter Crane - ειδικά η περίφημη κοπέλα με το φρυγικό σκούφο που περιτριγυρίζεται από γιρλάντες. Το βρετανικό σοσιαλιστικό κίνημα ήταν μικρό και ασήμαντο και ύστερα από μερικά χρόνια, οι Πρωτομαγιές του είχαν ήδη γίνει περιθωριακές. Παρ' όλα αυτά, μέσω του Wil1iam Μοrήs, του Crane και του κινήματος arts-andcrafts, απ' το οποίο βγήκε το πιο διάσημο ρεύμα της αρ νουβό, βρήκε την πιστή έκφραση του πνεύματος της εποχής. Η βρετανική εικονογραφική επίδραση αποτελεί μία ακόμα ένδειξη του διεθνιστικού χαρακτήρα της Πρωτομαγιάς.
Η ιδέα μιας δημόσιας γιορτής ή αργίας της εργασίας γεννήθηκε λοιπόν κι αυτή αυθόρμητα και σχεδόν ταυτόχρονα' σίγουρα βοήθησε το ότι στα γερμανικά η λέξη feiem μπορεί να σημαίνει τόσο τη «σχόλη » όσο και τον «επίσημο εορτασμό». (Η χρήση του «παίζω » με τη σημασία του «απεργώ », που ήταν συνηθισμένη στην Αγγλία το πρώτο μισό του αιώ-
27. Α. Panaccione (επιμ.), The Memory . . . , ό .π. , σ. 356-357. 28. Κ. Greussing (επιμ.), Die Roten am Land ... , ό .π. , σ. 168.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ Γ10ΡΤΗΣ 175
να, δε φαίνεται να είναι κοινή στα τέλη του) . Εν πάση περιπτώσει, φαινόταν λογικό σε μια ημέρα που οι άνθρωποι δεν είχαν δουλειά, να συμπληρώσουν τις πρωινές πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες με κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες πιο μετά, πόσο μάλλον που ο ρόλος των πανδοχείων και των εστιατορίων ως τόπων συνάντησης για το κίνημα ήταν τόσο σημαντικός. Οι ταβερνιάρηδες και οι cabaretiers αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι των σοσιαλιστών ακτιβιστών σε αρκετές χώρες.29
Πρέπει να επισημάνω αμέσως μια σημαντική συνέπεια αυτού του γεγονότος: Σε αντίθεση με την πολιτική που εκείνη την εποχή ήταν «δουλειά των ανδρών», στις γιορτές συμμετείχαν και τα παιδιά και οι γυναίκες. Τόσο οι εικαστικές όσο και οι φιλολογικές πηγές δείχνουν πως οι γυναίκες συμμετείχαν εξαρχής στην Πρωτομαγιά.30 Αυτό που έκανε την Πρωτομαγιά μια γνήσια ταξική εκδήλωση, η οποία μάλιστα προσέλκυε, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία, όλο και περισσότερο εργάτες που πολιτικά δεν πρόσκειντο στους σοσιαλιστές,31 ήταν ακριβώς ότι δεν ανήκε αποκλειστικά στους άνδρες αλλά στις οικογένειες. Μέσω της Πρωτομαγιάς, οι γυναίκες που δε μετείχαν άμεσα ως μισθωτοί στην αγορά εργασίας, που σε πολλές χώρες ήταν η πλειονότητα των παντρεμένων γυναικών της εργατικής τάξης, μπόρεσαν να ταυτιστούν δημοσίως με το κίνημα και την τάξη.
Ουσιαστικά μέχρι τότε όλες οι τακτές αργίες ήταν θρησκευτικές, τουλάχιστον στην Ευρώπη, με εξαίρεση τη Βρετανία στην οποία είναι χαρακτηριστικό ότι η Πρωτομαγιά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συγχωνεύθηκε σε μια Bank Holiday (επίσημη αργία) . Όπως και οι θρησκευτικές αργίες, έτσι και η Πρωτομαγιά είχε μια οικουμενική διάσταση ή, με εργατικούς όρους, μια διεθνιστική διάσταση. Αυτή η οικουμενικότητα εντυπωσίαζε βαθιά τους συμμετέχοντες και πρόσθετε στην αίγλη της ημέρας. Τα πολυάριθμα πρωτομαγιάτικα φυλλάδια, συχνά τοπικής προέλευσης, που αποτελούν μια τόσο πολύτιμη πηγή για την εικονογραφία και την πολιτισμική ιστορία της γιορτής -308 διαφορετικά φύλλα τέτοιων εφήμερων εκδόσεων έχουν διασωθεί μόνο από την προ-φασιστική Ιταλία-, τονίζουν διαρκώς αυτό το σημείο. Η πρωτομαγιάτικη εφημερίδα από την Μπολώνια του 1891 περιέχει τέσσερα άρθρα ειδικά αφιερωμένα στην οικουμενικότητα της ημέρας.32 Και, φυσικά, οι αναλογίες με το Πάσχα ή την Πε-
29. Claude Willard, Les Guesdistes, Παρίσι 1964, σ. 237 σημείωση' W.L. Guttsman, TlJe German Social DemοcraΊίc Party. 1875- 1933, Λονδίνο 1981, σ. 160.
3Ω. Πρβλ. Renata Ameruso - Gabriela Spigarelii, «Il 10 maggio delle donne», στο Α. Panaccione (επψ.), Ι /uoghi e ί soggetti del 10 maggio, ό.π., σ. 9-104.
31. L. Rivas Lara, «ΕΙ Primer de Maig a Catalunya», ό. π. , σ. 7-8. 32. Μ. ΑπΙοπίοlί - G. Ginex, 10 Maggio Repertorio .. . , ό.π., σ. 4-5' D. Ballester - Μ. Vicente,
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ντηκοστή έμοιαζαν το ίδιο φυσικές όσο και με τις ανοιξιάτικες λαίκές γιορτές.
Οι ιταλοί σοσιαλιστές, έχοντας ιδιαίτερη επίγνωση της αυθόρμητης έλξης που ασκούσε η νέα festa del lavoro σε έναν πληθυσμό που στην πλειονότητά του αποτελείτο από αγράμματους και Καθολικούς, χρησιμοποιούσαν, τουλάχιστον από το 1892, τον όρο «Πάσχα των εργατών», και τέτοιες αναλογίες ήταν διεθνώς διαδεδομένες στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1890.33 Εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει το γιατΙ Η ομοιότητα του νέου σοσιαλιστικού κινήματος με ένα θρησκευτικό κίνημα ή, ακόμα, και -στα πρώτα μεθυστικά χρόνια της Πρωτομαγιάς- με ένα κίνημα θρησκευτικής αναγέννησης με μεσσιανικές προσδοκίες, ήταν εμφανής. Από ορισμένες απόψεις, το σώμα των πρώτων ηγετών, ακτιβιστών και προπαγανδιστών θύμιζε κλήρο ή τουλάχιστον ένα σώμα ιεροκηρύκων. Έχουμε ένα εξαιρετικό φυλλάδιο από το Charlero i του Βελγίου το 1898, που έχει τυπωμένο ένα κείμενο το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά μόνο ως πρωτομαγιάτικο κήρυγμα. Έχει συνταχθεί από βουλευτές και γερουσιαστές του Parti Ouvrier Belge, ή εξ ονόματός τους, από ανθρώπους δηλαδή που σίγουρα ήταν όλοι τους άθεοι, και φέρει στο πάνω μέρος τις επιγραφές: «Εργάτες όλων των χωρών ενωθείτε (Καρλ Μαρξ)>> και «Αγαπάτε Αλλήλους (Ιησούς)>>. Λίγα παραδείγματα θα δείξουν το πνεύμα του:
«Αυτή [αρχίζει] είναι η ώρα της Άνοιξης και της γιορτής, όταν η αέναη Εξέλιξη της φύσης λάμπει μέσα στη δόξα της. Όπως η φύση, γεμίστε κι εσείς με ελπίδα και ετοιμαστείτε για τη Νέα Ζωή ».
Μετά από μερικές παραγράφους ηθικών διδαχών (<<Έχε αυτοσεβασμό: Πρόσεχε τα υγρά που σε μεθάνε και τα πάθη που σε υποβιβάζουν», κ .ο .κ.) και σοσιαλιστικής ενθάρρυνσης, καταλήγει με μια παράγραφο χιλιαστικής ελπίδας:
« Σύντομα τα σύνορα θα πέσουν! Σύντομα οι πόλεμοι κι οι στρατοί θα εκλείψουν! Κάθε φορά που εφαρμόζετε τις σοσιαλιστικές αρετές της
"ΕΙ Primer de Maig a Barcelona», 6 . π. , σ. 13, για μια (χαρακτηριστικά) έντονη αίσθηση του διεθνούς χαρακτήρα της διαδήλωσης του 1890 στη Βαρκελώνη. Ο F. Giovanoli, Die Maifeierbewegung. Ihre wirtschaftlichen und soziologischen Ursprunge und Wirkungen, Καρλσρούη 1925, τονίζει την απρόσμενη δύναμη αυτής της διεθνιστικής αίσθησης από τις πρώτες διαδηλώσεις (σ. 90-91).
33. Ο αναρχικός ποιητής Pietro Gori δημιούργησε τον περίφημο πρωτομαγιάτικο ύμνο του (<<Γλυκό Πάσχα των Εργατών») πάνω στη χορωδιακή μουσική του Nabucco του Βέρντι το 1896, ως μέρος ενός μονόπρακτου έργου για την Πρωτομαγιά. F. Andreucci - Τ. Detti (επιμ.), Il moυimento operaio italiano. Dizionario biografico, τόμο 2, Ρώμη 1976, σ. 526. Βλ. E.J. Hobsbawm" Worlds of Labour, Λονδίνο 1984, σ. 77.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ Γ10ΡΤΗΣ 177
Αλληλεγγύης και της Αγάπης, φέρνετε το μέλλον πιο κοντά. Και ύστερα, μέσα σε ειρήνη και χαρά, από τη στιγμή που θα γίνει κατανοητό ότι η εκπλήρωση του κοινωνικού καθήκοντος απ' όλους θα φέρει την ολόπλευρη ανάπτυξη του κάθε ανθρώπου, θα γεννηθεί ένας κόσμος όπου θα θριαμβεύσει ο Σοσιαλισμός». 34
Παρ' όλα αυτά, το βασικό χαρακτηριστικό του νέου εργατικού κινήματος δεν ήταν ότι ήταν μια Πίστη, και μάλιστα μια Πίστη που απηχούσε συχνά τον τόνο και το ύφος του θρησκευτικού λόγου, αλλά αντίθετα το πόσο λίγο ήταν επηρεασμένο από το θρησκευτικό μοντέλο ακόμα και σε χώρες στις οποίες οι μάζες ήταν βαθιά θρησκευόμενες και εμποτισμένες στους τρόπους σκέψης της Εκκλησίας.35 Επιπλέον, δεν υπήρχε ιδιαίτερη σύγκλιση ανάμεσα στην παλιά και τη νέα Πίστη, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις (όχι όμως όλες) στις οποίες ο Προτεσταντισμός πήρε περισσότερο τη μορφή ανεπίσημων και έμμεσα αντιπολιτευόμενων σεχτών παρά Εκκλησιών, όπως στην Αγγλία. Το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα ήταν ένα μαχητικά κοσμικό, αντιθρησκευτικό κίνημα, που προσηλύτιζε en masse ευσεβείς ή πρώην ευσεβείς πληθυσμούς.
Και μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί συνέβαινε αυτό. Ο σοσιαλισμός και το εργατικό κίνημα απευθύνονταν σε άνδρες και γυναίκες για τους οποίους, ως μέλη μιας νέας τάξης που είχε συνείδηση του εαυτού της, δεν υπήρχε θέση στην κοινότητα που παραδοσιακά εξέφραζαν οι κατεστημένες Εκκλησίες, και κυρίως η Καθολική Εκκλησία. Υπήρχαν βέβαια μικρές κοινότητες «αποκλεισμένων», είτε λόγω της απασχόλησης τους, όπως χωριά ανθρακωρύχων ή πρωτοεκβιομηχάνισης ή εργοστασίων, είτε λόγω καταγωγής, όπως οι Αλβανοί της Piana dei Greci στη Σικελία (σήμερα Piana degli AlbanesO που γινόταν το κατεξοχήν «κόκκινο χωριό », είτε συνδεόμενες από κάποιο άλλο κριτήριο που τις διαχώριζε συλλογικά από την ευρύτερη κοινωνία. Σ' αυτές λοιπόν, «το κίνημα» μπορούσε να λειτουργεί ως rι κοινότητα, και αναλάμβανε πολλές από τις παλιές πρακτικές του χωριού που μέχρι τότε μονοπωλούσε η θρησκεία. Ωστόσο, αυτές ήταν μάλλον εξαιρέσεις. Στην πραγματικότητα, ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Πρωτομαγιά είχε τέτοια μαζική επιτυχία, ήταν ότι την έβλεπαν σαν τη μοναδική αργία που ανήκε αποκλειστικά στην εργατική τάξη και σε κανέναν άλλο, και η οποία επιπλέον είχε καθιερωθεί χάρη στην ίδια τη δράση των εργατών. Ακόμα περισσότερο: ήταν μια ημέρα στην οποία αυτοί που συνήθως ήταν αόρατοι έβγαιναν
34. Οι Jules Destree - Ernile Vandervelde, Le Socialisme en Belgique, Παρίσι 1903, σ. 417-418, και F. Giovanoli, Die Maifeierbewegung ... , ό.π., σ. 114-115, επισημαίνουν το θρησκευτικό στοιχείο
'στη γλώσσα.
35. Βλ. E.J . Hobsbawrn, Worlds ΟΙ Labour, κεφ. 3: «Re!igion and the Rise of Socia!isrn », ό.π.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
στο φως, τουλάχιστον για μια μέρα, καταλαμβάνοντας το δημόσιο χώρο των αρχόντων και της κοινωνίας.36 Από αυτή την άποψη, τα γκαλά των βρετανών ανθρακωρύχων, από τα οποία το γκαλά των ανθρακωρύχων του Durham είναι το μακροβιότερο, αποτελούν προανακρούσματα της Πρωτομαγιάς, αφορούν όμως έναν μόνο βιομηχανικό κλάδο και όχι το σύνολο της εργατικής τάξης.37 Από αυτή την άποψη, η μοναδική σχέση ανάμεσα στην Πρωτομαγιά και την παραδοσιακή θρησκεία ήταν η διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων. «Οι παπάδες έχουν τις γιορτές τους», έλεγε το 1891 το πρωτομαγιάτικο φυλλάδιο της Voghera στην κοιλάδα του Πο, «οι Μετριοπαθείς έχουν κι αυτοί τις δικές τους. Το ίδιο και οι Δημοκρατικοί. Η Πρωτομαγιά είναι το Πανηγύρι των εργατών όλου του κόσμου ».38
Υπήρχε όμως και κάτι άλλο που αποστασιοποιούσε το κίνημα από τη θρησκεία. Η λέξη-κλειδί ήταν «νέο », όπως στους Νέους Καιρούς (Die Neue Zeit), τον τίτλο της μαρξιστικής θεωρητικής επιθεώρησης του Κάουτσκυ, και όπως σε ένα αυστριακό εργατικό τραγούδι που ακόμα συνδέεται με την Πρωτομαγιά, και του οποίου το ρεφραίν λέει «Mit uns zieht die neue Zeit» (<<Οι νέοι καιροί προχωράνε μαζί μας») . Όπως δείχνει η εμπειρία των Σκανδιναβικών χωρών και της Αυστρίας, ο σοσιαλισμός πολλές φορές φτάνει στην ύπαιθρο και στις επαρχιακές πόλεις κυριολεκτικά με το τραίνο, μ' αυτούς που κατασκευάζουν και επανδρώνουν το σιδηρόδρομο, με τις νέες ιδέες και τους νέους καιρούς που φέρνουν μαζί τους.39 Σε αντίθεση με άλλες δημόσιες αργίες, καθώς και με τις περισσότερες μέχρι τότε τελετουργικές εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος, η Πρωτομαγιά δε μνημόνευε τίποτε - τουλάχιστον στο χώρο πέρα από τους αναρχικούς οι οποίοι, όπως είδαμε, αρέσκονταν να τη συνδέουν με τους αναρχικούς του Σικάγο του 1886. Δεν αφορούσε τίποτε άλλο παρά μόνο το μέλλον' το μέλλον που, σε αντίθεση με ένα παρελθόν που δεν είχε τίποτε άλλο να δώσει στο προλεταριάτο παρά θλιβερές αναμνήσεις (<<Du passe faisons table rase » [το παρελθόν θα το σβήσουμε], τραγουδούσε, όχι τυχαία, η Διεθνής), προσέφερε χειραφέτηση. Σε αντίθεση με μια διεθνή θρησκεία, «το κίνημα» δεν πρόσφερε μετά θάνατον ανταπόδοση, αλλά μια νέα Ιερουσαλήμ επί της γης αυτής.
36. Η αίσθηση της Πρωτομαγιάς ως της μοναδικής γιορτής που συνδέεται αποκλειστικά με τους εργάτες, και οι επιπτώσεις που είχε αυτό στη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης, επισημαίνονται εξαρχής. « Αυτή η μέρα είναι δική τους. Είναι μόνο δική τους». J. Diner-Denes, « Der erste Mai », Der Kampj, Βιέννη, 1 ΜαΤου 1908. Ο Diner-Denes επισημαίνει επίσης την κατάληψη του δημόσιου χώρου από τους εργάτες αυτή τη μέρα.
37. E.J. Hobsbawm, Worlds oj Labour, ό .π. , σ. 73, και πιο γενικά, κεφ. 5: « The Transformation of Labour Rituals » .
38. Μ. Antonioli - G . Ginex, 10 Maggio Repertorio . . . , ό.π. , σ . 23. 39. Κ. Greussing (επψ.), Die Roten am Land, ό.π. , σ. 18-21.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ 179
Η εικονογραφία της Πρωτομαγιάς, που γρήγορα ανέπτυξε τις δικές της εικόνες και σύμβολα, είναι ολοκληρωτικά στραμμένη στο μέλλον .4Ο Το τι θα έφερνε το μέλλον δεν ήταν καθόλου σαφές, εκτός από το ότι θα ήταν καλό και ότι θα ερχόταν σίγουρα. Ευτυχώς για την επιτυχία της Πρωτομαγιάς, ένας τουλάχιστον δρόμος προς το μέλλον μετέτρεψε τη μέρα σε κάτι περισσότερο από μια διαδήλωση και μια γιορτή. Το 1890 η δημοκρατία των εκλογών δεν είχε ακόμα καθιερωθεί στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, και το αίτημα της καθολικής Ψηφοφορίας ήταν φυσικό να προστεθεί σ' αυτό του οχτάωρου και στα άλλα πρωτομαγιάτικα συνθήματα. Το παράξενο είναι πως η διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου αν και έγινε αναπόσπαστο μέρος της Πρωτομαγιάς στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στις Σκανδιναβικές χώρες, στην Ιταλία και αλλού μέχρι ,να κατακτηθεί, ποτέ δεν απετέλεσε επισήμως μέρος του πολιτικού της περιεχομένου, όπως το οχτάωρο και, αργότερα, η ειρήνη. Παρ' όλα αυτά, στις χώρες που ήταν επίκαιρη εντάχθηκε στην εκδήλωση και συνέτεινε στη σημασία της.
Πράγματι, η τακτική της οργάνωσης ή της απειλής γενικών απεργιών με αίτημα την καθολική Ψηφοφορία, η οποία αναπτύχθηκε με κάποια επιτυχία στο Βέλγιο, τη Σουηδία και την Αυστρία και βοήθησε στην ενότητα του κόμματος με τα συνδικάτα, γεννήθηκε μέσα από τις συμβολικές στάσεις εργασίας της Πρωτομαγιάς. Η πρώτη απεργία αυτού του είδους ξεκίνησε από τους ανθρακωρύχους του Βελγίου την Πρωτομαγιά του 189 1 . 4 1 Τα συνδικάτα, από την άλλη, ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα συνθήματα της σουηδικής Πρωτομαγιάς, «λιγότερες ώρες, μεγαλύτεροι μισθοί», παρά για οποιαδήποτε άλλη πλευρά της μεγάλης μέρας.42 Υπήρξαν περιπτώσεις, όπως στην Ιταλία, όπου επικεντρώνονταν σ' αυτά και άφηναν ακόμα και τη δημοκρατία σε άλλους. Οι μεγάλες πρόοδοι του κινήματος, όπως η επιτυχημένη πάλη για τη δημοκρατία, δε βασίστηκαν σε στενά οικονομίστικα συμφέροντα.
Το ζήτημα της δημοκρατίας ήταν ασφαλώς κεντρικό για τα εργατικά κινήματα. Δεν είχε μόνο ουσιαστική σημασία για την πρόοδό τους, ήταν αναπόσπαστα δεμένο μαζί τους. Η Πρωτομαγιά στη Γερμανία γιορταζόταν με ένα πλακάτ που απεικόνιζε τον Καρλ Μαρξ από τη μια μεριά
40. Οι πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις του συμβολισμού της Πρωτομαγιάς είναι οι : Giovanna Ginex . «�immagine de! Primo Maggio ίπ Ita!ia ( 1890-1945» >. στο Comune di Milano. Per ί cent'anni, σ. 37-41 , και της ίδιας. « Images οπ May Day Sing!e Issue Newspapers ( 1891 -1924): Their Function and Meanings » . στο Α. Panaccione (επψ.) . May Day Celebration, Βενετία 1988, σ. 1 3-25.
41 . Ο ρόλος της Πρωτομαγιάς στην προώθηση της ιδέας της γενικής απεργίας -όχι μόνο για την καθολική Ψηφοφορία- επισημαίνεται ήδη στο F. Giovanolli . Die Maifeierbewegung .... ό.π.
42. Upp ΙίΙΙ kamp .. .. ό .π. , σ. 12.
180 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
και το Άγαλμα της Ελευθερίας από την άλλη. 43 Ένα αυστριακό πρωτομαγιάτικο φυλλάδιο του 189 1 έχει τον Μαρξ να κρατάει το Das ΚaρίΙaΙ και να δείχνει πέρα από τη θάλασσα, ένα από εκείνα τα ρομαντικά νησιά που ήταν γνώριμα στους ανθρώπους της εποχής από ζωγραφιές μεσογειακού χαρακτήρα και πίσω απ' το οποίο ανατέλλει ο πρωτομαγιάτικος ήλιος, που υπήρξε το μακροβιότερο και ισχυρότερο σύμβολο του μέλλοντος. Οι αχτίδες του έφεραν τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη, που βρίσκουμε σε τόσες και τόσες πρωτομαγιάτικες κονκάρδες και αναμνηστικά.44 Ο Μαρξ περιβάλλεται από εργάτες, που φαίνεται να 'ναι έτοιμοι να μπαρκάρουν για το νησί, ό,τι κι αν είναι αυτό, σε πλοία που τα πανιά τους γράφουν: Καθολική και Άμεση Ψήφος, και Οχτάωρη Ημέρα και Προστασία για τους Εργάτες. Αυτή ήταν η αυθεντική παράδοση της Πρωτομαγιάς.
Η παράδοση αυτή αναπτύχθηκε με εξαιρετική ταχύτητα - μέσα από μια περίεργη συμβίωση των συνθημάτων των σοσιαλιστών ηγετών και της συχνά αυθόρμητης ερμηνείας τους από τους αγωνιστές και την εργατική βάση.45 Πήρε μορφή σ' αυτά τα υπέροχα πρώτα χρόνια της ξαφνικής άνθησης των μαζικών εργατικών κινημάτων και κομμάτων, όταν κάθε καινούργια ημέρα έφερνε ορατή πρόοδο, όταν η ίδια η ύπαρξη αυτών των κινημάτων, η ίδια η παρουσία της τάξης, έμοιαζε να εξασφαλίζει το μελλοντικό θρίαμβο. Ακόμα περισσότερο: φαινόταν σαν ένα σημάδι επικείμενου θριάμβου, σαν τις πύλες ενός νέου κόσμου που ήταν ορθάνοιχτες μπροστά στην εργατική τάξη.
Ωστόσο, το μιλλένιουμ δεν ήρθε και η Πρωτομαγιά, όπως και τόσα άλλα στο εργατικό κίνημα, αναγκάστηκε να τυποποιηθεί και να θεσμοποιηθεί, έστω κι αν κάτι από το παλαιό άνθισμα της ελπίδας και του θριάμβου επέστρεψε αργότερα, ύστερα από μεγάλες μάχες και νίκες. Μ πορούμε να το δούμε στις τρελές φουτουριστικές Πρωτομαγιές των πρώτων χρόνων της Ρώσικης Επανάστασης, αλλά και σχεδόν παντού στην Ευρώπη το 1919-1920, όταν το αρχικό πρωτομαγιάτικο αίτημα του οχτάωρου κατακτήθηκε σε πολλές χώρες. Μπορούμε να το δούμε στις Πρωτομαγιές των αρχών του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία το 1935 και 1936, αλλά και στις ευρωπα'ίκές χώρες που απελευθερώθηκαν από την κατοχή μετά την ήττα του φασισμού. Πάντως, στις περισσότερες χώρες με μαζικά σοσιαλιστικά κινήματα, η Πρωτομαγιά είχε αποκτήσει έναν τυπικό χαρακτήρα λίγο πριν το 1914 .
Περιέργως, στην πορεία αυτής της ρουτινοποίησης απέκτησε και την
43. Α. Panaccione (επιμ.), The Memory . . . , ό.π. , σ. 223. 44. Στο ίδιο, σ. 363. 45. E. J. Hobsbawn, « 100 Years of May Day», Liber, 8 Ιουνίου 1990 (διανέμεται μαζί με
το Times Literary Supplement), σ. 10-1 1 .
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ 1 8 1
τελετουργική της πλευρά. Όπως λέει ένας ιταλός ιστορικός, όταν έπαψε να θεωρείται σαν ο άμεσος προθάλαμος της μεγάλης αλλαγής, έγινε «μια συλλογική τελετουργία που χρειαζόταν τις λειτουργίες της και τις θεότητές της»,46 θεότητες που συνήθως ταυτίζονταν μ' αυτές τις κοπέλες με τα μαλλιά που ανεμίζουν και τα κυματιστά ρούχα και δείχνουν το δρόμο προς τον ήλιο που ανατέλλει σε όλο και πιο ασαφή πλήθη ή διαδηλώσεις ανδρών και γυναικών. Ήταν η Ελευθερία, η Άνοιξη, η Νεότητα, η Ελπίδα, η ροδοδάκτυλη Αυγή ή κάτι απ' όλες αυτές μαζί; Ποιος μπορεί να πει ; Εικονογραφικά δεν έχει ενιαία χαρακτηριστικά, εκτός από το νεαρό της ηλικίας, αφού ακόμα και ο φρυγικός σκούφος, αν και είναι πολύ συνηθισμένος, δεν απαντάται πάντοτε. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την πορεία αυτής της τελετουργικοποίησης της ημέρας μέσα από τα λουλούδια τα οποία, όπως είδαμε, υπάρχουν εξαρχής, αλλά επισημοποιούνται προς τα τέλη του αιώνα. Έτσι, το κόκκινο γαρίφαλο αποκτά επίσημη θέση στις χώρες των ΑΨβούργων και στην Ιταλία από το 1 900 περίπου, όταν ο συμβολισμός του εξηγείται συγκεκριμένα σε ένα πολύ ζωντανό και καλογραμμένο φυλλάδιο από τη Φλωρεντία που φέρει αυτόν τον τίτλο. (Το Il Garofano Rosso κυκλοφορούσε τις Πρωτομαγιές μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο). Το κόκκινο τριαντάφυλλο έγινε επίσημο σύμβολο στη Σουηδία το 191 1 -1912 .47 Και προς μεγάλη θλίψη των ασυμβίβαστων επαναστατών, τα εντελώς απολίτικα κρινάκια άρχισαν να παρεισφρέουν στη γαλλική εργατική Πρωτομαγιά από τις αρχές της δεκαετίας του 1900, μέχρι που έγιναν τα επίσημα σύμβολα της ημέρας.48
Παρ' όλα αυτά, οι μέρες δόξας των Πρωτομαγιών δεν τέλειωσαν όσο αυτές παρέμεναν αφ' ενός νόμιμες -δηλαδή ικανές να κατεβάζουν στο δρόμο μεγάλες μάζες-, αφ' ετέρου ανεπίσημες. Από τη στιγμή όμως που έγιναν μια παραχωρημένη ή, ακόμα χειρότερα, μια άνωθεν επιβε-
46. G. Ginex, « αmmagίne ... » , 6.π., σ. 40. 47. Την εμφάνιση του κόκκινου γαρίφαλου στην Ιταλία μπορούμε να την παρακολουθή
σουμε πολύ εύκολα στο Fondazione Giangiacomo Feltrinelli, Ogni anno (που περιλαμβάνει τη συλλογή μονόφυλλων της Βιβλιοθήκης Fe1trinelli, η οποία περιέχει, καθώς φαίνεται, και μερικά που δεν καταγράφονται στο Repertorio), που περιέχει και πολλές εικόνες. Η πρώτη αναφορά στο γαρίφαλο ως « επίσημο» σύμβολο φαίνεται ότι είναι σε ένα ποίημα σε ένα φυλλάδιο του 1898 (σ. 94), αν και τα άλλα λουλούδια δεν εξαφανίζονται πριν το 1900. Για μια εξήγηση του 11 Garofano Rosso, στο ίδιο, σ. 105, και Repertorio, σ. 130. Για το σουηδικό τριαντάφυλλο, Upp till kαmp, σ. 21-23.
48. Τουλάχιστον σύμφωνα με τον Maurice Dommanget, Histoire du Premier Μαί, ό.π. , σ. 361-363. Ο ίδιος όμως ανιχνεύει την πολιτική χρήση αυτών των λουλουδιών σε ένα αυστριακό έντυπο των αρχών της δεκαετίας του 1890 (σ. 175-176), δηλαδή σε μια εποχή όπου η πολιτική σύνδεση γινόταν με ανοιξιάτικα λουλούδια, όχι απαραίτητα κόκκινα. Για μια γερμανική πρωτομαγιάτικη εικόνα ενός μικρού κοριτσιού που πουλάει αυτά τα λουλούδια, και διαδόθηκε διεθνώς, βλ. Ogni anno, σ. 100 (Der Wahre Jacob, 26 Απριλίου 1898).
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
βλημένη αργία, ο χαρακτήρας τους αναγκαστικά άλλαξε. Και στο βαθμό που η μαζική κινητοποίηση αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο τους, δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το πρόβλημα της παρανομίας, έστω κι αν οι σοσιαλιστές (κι αργότερα οι κομμουνιστές) της Piana degli Albanesi υπερηφανεύονταν ότι ακόμα και στις μαύρες μέρες του φασισμού στέλνανε κάθε Πρωτομαγιά ανελλιπώς μερικούς συντρόφους πάνω στο βουνό, στο σημείο που είναι ακόμα γνωστό σαν ο βράχος του Δρ Barbato, απ' όπου ο τοπικός απόστολος του σοσιαλισμού τούς είχε μιλήσει το 1893. Στο ίδιο αυτό μέρος, ο Τζουλιάνο ο Αρχιληστής κατέσφαξε το 1947 την αναγεννημένη μετά το τέλος του φασισμού πρωτομαγιάτικη διαδήλωση και οικογενειακό πικ-νικ της κοινότητας. 49 Από το 1914, και ιδιαίτερα μετά το 1945, η Πρωτομαγιά γινόταν όλο και περισσότερο είτε παράνομη είτε, συνηθέστερα, επίσημη γιορτή. Μόνο σε σχετικά λίγα μέρη του Τρίτου Κόσμου, όπου αναπτύχθηκαν ανεπίσημα σοσιαλιστικά εργατικά κινήματα σε συνθήκες που επέτρεψαν στην Πρωτομαγιά να ανθίσει, υπάρχει μια πραγματική συνέχεια με την παλαιότερη παράδοση.
Η Πρωτομαγιά δεν έχει χάσει, βέβαια, παντού τα χαρακτηριστικά της. Παρ' όλα αυτά, ακόμα κι εκεί που δε συνδέεται με την πτώση των παλαιών καθεστώτων που ήσαν κάποτε νέα, όπως στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η λέξη Πρωτομαγιά δεν ανακαλεί τόσο το παρόν όσο το παρελθόν. Η κοινωνία που γέννησε την Πρωτομαγιά έχει αλλάξει. Πόσο σημαντικές είναι πια σήμερα αυτές οι μικρές προλεταριακές κοινότητες που θυμούνται οι παλιοί Ιταλοί ; «Κάναμε πορεία γύρω απ' το χωριό . Μετά υπήρχε ένα κοινό γεύμα. Όλα τα μέλη του κόμματος ήταν εκεί κι όποιος άλλος ήθελε να 'ρθει». 50 Τι απέγιναν στο βιομηχανικό κόσμο όλοι εκείνοι που τη δεκαετία του 1890 μπορούσαν ακόμα να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στο «Εμπρός της Γης οι κολασμένοι»; Όπως έλεγε μια ηλικιωμένη ιταλίδα κυρία το 1980, αναπολώντας την Πρωτομαγιά του 1920 όταν, δωδεκάχρονη εργάτρια της υφαντουργίας που μόλις είχε μπει στα βάσανα, κρατούσε τη σημαία: «Από δω και πέρα όλοι όσοι πάνε στη δουλειά, είναι όλοι τους κυρίες και κύριοι, παίρνουν οτιδήποτε απαιτήσουν».51 Τι απέγινε το πνεύμα εκείνων των πρωτομαγιάτικων κηρυγμάτων αυτοπεποίθησης και ελπίδας στο μέλλον, πίστης στην πορεία του ορθού λόγου και
49. Το περιστατικό αυτό ζωντανεύει στην υπέροχη ταινία του Francesco Rosi, Salvatore Giuliano.
50. Un altra ΙΙαΙία nelle bandiere dei lavoratori: simboli e cultura dall 'unitii d 'ΙΙαΙία αll'αυυωΙο del fascismo, Τορίνο 1980, σ. 276. Αυτός ο κατάλογος μιας έκθεσης εργατικών σημαιών που είχαν κατασχεθεί από τους φασίστες, αποτελεί μια θαυμάσια συμβολή στην ιστορία της λα'ίκής ισεολογίας.
51. Στο ίδιο, σ. 277.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ
της προόδου ; «Μορφωθείτε! Τα σχολειά και οι τάξεις, τα βιβλία και οι εφημερίδες είναι τα μέσα της ελευθερίας! Πιείτε από την πηγή της Επιστήμης και της Τέχνης, και θα γίνετε αρκετά δυνατοί για να φέρετε τη δικαιοσύνη » .52 Τι απέγινε το συλλογικό όνειρο της οικοδόμησης μιας Ιερουσαλήμ πάνω στην πράσινη και ευτυχισμένη γη μας ;
Κι όμως, αν η Πρωτομαγιά έχει γίνει κι αυτή άλλη μια αργία, μια μέρα που -όπως λέει μια γαλλική διαφήμιση- δε χρειάζεται να πάρει κανείς ηρεμιστικά γιατί δεν έχει να πάει στη δουλειά, εξακολουθεί να είναι μια ιδιαίτερη αργία. Ίσως να μην είναι πια, όπως λέει η περήφανη φράση, «μια γιορτή έξω απ' όλα τα ημερολόγια»,53 μια που στην Ευρώπη έχει μπει σε κάθε ημερολόγιο. Είναι, μάλιστα, η πιο οικουμενική αργία, με εξαίρεση την 25η Δεκεμβρίου και την Ιη Ιανουαρίου,54 έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ άλλες αντίπαλες θρησκευτικές αργίες. Αλλά αυτή ήρθε από τα κάτω. Πήρε μορφή από τους ίδιους τους ανώνυμους εργαζόμενους, που μέσα απ' αυτήν αναγνώρισαν τον εαυτό τους πέρα από σύνορα, γλώσσες, ακόμα και εθνικότητες, σαν μια ενιαία τάξη, αποφασίζοντας συνειδητά μια φορά κάθε χρόνο να μην πηγαίνουν στη δουλειά: να χλευάσουν την ηθική, πολιτική και οικονομική υποχρέωση στην εργασία. Όπως έλεγε ο Β ίκτωρ Άντλερ το 1893: «Αυτό είναι το νόημα της γιορτής του Μάη, της αποχής από την εργασία που φοβούνται οι εχθροί μας. Αυτό είναι που διαισθάνονται ότι είναι επαναστατικό ». 55
Ο ιστορικός ενδιαφέρεται γι' αυτή την επέτειο των εκατό χρόνων για πολλούς λόγους. Από μια άποψη είναι σημαντική γιατί μας βοηθά να καταλάβουμε το γιατί ο Μαρξ απέκτησε τόσο μεγάλη επιρροή σε εργατικά κινήματα ανδρών και γυναικών που μέχρι τότε δεν είχαν ακούσει γι' αυτόν, αλλά αναγνώρισαν το κάλεσμά του να αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους και να οργανωθούν ως τάξη . Από μια άλλη άποψη είναι σημαντική γιατί δείχνει την ιστορική δύναμη που έχουν οι σκέψεις και τα αισθήματα της βάσης και φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο άνδρες και γυναίκες που ενώ ως άτομα είναι άφωνα, ανίσχυρα και δεν τα υπολογίζει κανείς, μπορούν ωστόσο ν' αφήσουν τη σφραγίδα τους πάνω στην ιστορία. Πάνω απ' όλα όμως, η επέτειος αυτή για πολλούς από μας, ι-
52. J. Destree - Ε. Vanderνelde, Le Socialisme en Belgique, ό.π., σ. 418. 53. LΆurοrα del 10 Maggio 1950, στο Μ. Antonioli - G. Gineχ, Repertorio . .. , ό .π. , σ. 290.
Παραδόξως, αυτό το είχε προβλέΨει ο βεμπεριανός αστός της Βαρκελώνης το 1890, που προφήτεΨε καυστικά ότι αν οι εργάτες επέμεναν να απεργούν την Πρωτομαγιά, αυτό θα σήμαινε « την προσθήκη μιας ακόμα αργίας στις τόσες άλλες, με τις οποίες έχουν φορτώσει το ημερολόγιο η παράδοση και η Εκκλησία» . D . Ballester - Μ. Vicente, « ΕΙ Primer de Maig a Barcelona» , ό .π. , σ . 1 4.
54. Τ. Ferenczi, « Feastdays » , Liber, 8 Ιουνίου 1990, σ . 1 1 . 55. Victor Adler's Aujsίίtze, Reden und Brieje, τόμο 1, Β ιέννη 1922, σ. 73.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
στορικούς και μη, είναι βαθιά συγκινητικ� γιατί αντιπροσωπεύει αυτό που ο γερμανός φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ ονόμασε (και διαπραγματεύτηκε εκτενώς σε δύο πολυσέλιδους τόμους) Η Αρχή της Ελπίδας: η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, σε έναν καλύτερο κόσμο. Κι αν κανείς άλλος δεν τη θυμάται το 1990, επιβάλλεται να το κάνουν οι ιστορικοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ -ΓΚΑΡΝΤ 1 8 80- 1 9 1 4
Α ν το όγδοο κεφάλαιο ΠΡαΥματεύται τις επιπτώσεις που είχε η ανάδυση του εργατικού κινήματος στους εργάτες, το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με τις πιο πολύπλοκες επιπτώσεις που είχε πάνω στους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες και, κατ ' επέκταση, με τις σχέσεις μεταξύ πολιτικών ιδεολόγων και καλλιτεχνών μέσα σ' αυτά τα κινήματα. Οι πολιτικές και καλλιτεχνικές πρωτοπορίες συγκλίνουν στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, αποκλίνουν έντονα στην πρώτη φάση του «ριζοσπαστικού» μοντερνισμού, αλλά ξανασυναντιούνται -τουλάχιστον για μερικά παθιασμένα χρόνιακάτω από την επίδραση του Μεγάλου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το κεφάλαιο αυτό, που γράφτηκε για να περιληφθεί στο δεύτερο τόμο της Storia del Marxismo που εξέδωσε ο ιταλικός εκδοτικός οίκος του Giulio Einaudi (Τορίνο 19 78-1982), πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Mouνement Social, τχ. 1 1 1 . Απρίλιος-Ιούνιος 1980 .
Τόσο ο σοσιαλισμός ως μαζικό κίνημα όσο και η πολιτιστική και καλλιτεχνική πρωτοπορία ως μια ευρέως αναγνωρισμένη, συνειδητή και μερικές φορές χωριστά οργανωμένη εκπρόσωπος της «νεωτερικότητας» και της «προόδου» μέσα στο χώρο των τεχνών είναι, ως ευρωπαίκά φαινόμενα, τέκνα των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα. Στο κείμενο αυτό προτείνω μια εξέταση της μεταξύ τους σχέσης.
Δεν υπάρχει καμιά αναγκαία ή λογική σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά φαινόμενα, μια που η παραδοχή πως ό,τι είναι επαναστατικό στις τέχνες πρέπει να είναι και στην πολιτική (ή το αντίστροφο) βασίζεται σε μια σημεωλογική σύγχυση ανάμεσα στις διαφορετικές σημασίες που έχει η λέξη «επαναστατικός» ή ανάλογOL όροι. Από την άλλη, συχνά υπάρχει ή υπήρχε μια υπαρξιακή συνάφεια, στο βαθμό που τόσο οι σοσιαλιστές (μαρξιστές, αναρχικοί και άλλα είδη) όσο και η καλλιτεχνική και πολιτιστική πρωτοπορία βρίσκονταν «εκτός», ήταν αντίπαλοι της αστικής ορθοδοξίας. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε το νεαρό της ηλικίας και αρκετά συχνά τη σχετική φτώχεια πολλών μελών της πρωτοπορίας και των μποέμ.
Η φτώχεια ίσως να υπερτονίζεται, αλλά η οικονομική ανασφάλεια των νέων και αιρετικών καλλιτεχνών και συγγραφέων, μικροπαραγωγών προ'ίόντων για τα οποία δεν υπήρχε κάποια σταθερή αγορά, δεν πρέπει να υποτιμάται, έστω κι αν για πολλούς αβανγκαρντιστές αστικής προέ-
1 86 Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
λευσης η επιλογή της ανασφάλειας αντΙ της ασφαλούς αστικής διαβΙωσης ήταν συνειδητή.
Και οι δύο αυτές ομάδες των «εκτός» ωθούνταν κατά κάποιον τρόπο σε μια συνύπαρξη μεταξύ τους και με άλλους διαφωνούντες προς τα συστήματα ηθικής και αξιών της αστικής κοινωνΙας. Τα μειοψηφικά, επαναστατικά ή «προοδευτικά» πολιτικά κινήματα προσέλκυαν όχι μόνο το γνωστό περιθώριο της πολιτιστικής ετεροδοξΙας και των εναλλακτικών τρόπων ζωής -χορτοφάγους, πνευματιστές, θεοσοφιστές, κ.ο.κ.-, αλλά και ανεξάρτητες χειραφετημένες γυναΙκες, αμφισβητΙες της σεξουαλικής ορθοδοξΙας και νέους και των δύο φύλων, που εΙτε δεν εΙχαν ακόμα κάνει καριέρα μέσα στην αστική κοινωνΙα εΙτε εξεγεΙρονταν εναντΙον της με όποιον τρόπο έβρισκαν πιο θεαματικό εΙτε αισθάνονταν αποκλεισμένοι απ' αυτήν. Οι ετεροδοξΙες αλληλοεπικαλύπτονταν. Αυτού του εΙδους οι κοινωνικοΙ χώροι εΙναι γνώριμοι σε κάθε ιστορικό της κουλτούρας. Η Ελεωνόρα Μαρξ δεν ήταν μόνο μια μαρξΙστρια αγωνΙστρια αλλά και μια ελεύθερη επαγγελματΙας που απέρριπτε τον επΙσημο γάμο, μεταφράστρια του Ίψεν και ερασιτέχνης ηθοποιός. Ο Μπέρναρντ Σω ήταν ένας μαρξΙζων σοσιαλιστής ακτιβιστής, αυτοδΙδακτος λογοτέχνης, ανελέητος κριτής της συμβατικής ορθοδοξΙας ως μουσικοκριτικός και κριτικός θεάτρου, και υπερασπιστής της πρωτοπορΙας στην τέχνη και στη σκέψη (Βάγκνερ, Ίψεν) . Το πρωτοποριακό κΙνημα arts-and-crafts (William Morήs, Walter Crane) στράφηκε προς το (μαρξιστικό) σοσιαλισμό, ενώ η πρωτοπορΙα της σεξουαλικής απελευθέρωσης -ο ομοφυλόφιλος Edward Carpenter και ο υπέρμαχος της γενικής σεξουαλικής απελευθέρωσης Haverlock Ellis- δρούσαν στον Ιδιο χώρο. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, αν και η πολιτική δεν ήταν το πεδΙο του, ενδιαφερόταν πολύ για το σοσιαλισμό 'και έγραψε ένα σχετικό βιβλΙο.
Το ευτύχημα για τη συνύπαρξη της πρωτοπορΙας με το μαρξισμό ήταν πως οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν πολύ λΙγα πράγματα ειδικά για τις τέχνες, και δημοσΙευσαν ακόμα λιγότερα. Έτσι τα γούστα των πρώτων σοσιαλδημοκρατών δεν περιορΙζονταν από την κλασική θεωρΙα. Στην πραγματικότητα, οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έδειξαν καμιά ιδιαΙτερη συμπάθεια για την πρωτοπορΙα μετά τη δεκαετΙα του 1840. Το πόσο σημαντικές ήταν και πόση επιρροή ασκούσαν άλλες σοσιαλιστικές θεωρΙες για την τέχνη (για παράδειγμα η σαινσιμονική) τη δεκαετΙα του 1880, εΙναι ένα ζήτημα που χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Ωστόσο, εΙναι απLθανo να εΙχαν ιδιαΙτερο κύρος μέσα στα νέα σοσιαλιστικά κινήματα. Η απουσΙα ενός σώματος αισθητικών αναλύσεων που να αναγνωρΙζονται ως έγκυρες, ανάγκασε τους σοσιαλδημοκράτες να αναπτύξουν μόνοι τους τέτοιες. Το πιο προφανές κριτήριο για τη σύγχρονη τέχνη που αποδέχονταν τα σοσιαλιστικά εργατικά κινήματα -δεν υπήρχε ποτέ καμιά αμφι-
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ
βολία για το θαυμασμό τους στους κλασικούς της εθνικής και παγκό
σμιας τέχνης και λογοτεχνίας- ήταν ότι έπρεπε να παρουσιάζει με ειλι
κρίνεια και κριτικό πνεύμα τις πραγματικότητες της καπιταλιστικής κοι
νωνίας, κατά προτίμηση να δίνει έμφαση στo�ς εργάτες και ιδεωδώς να
στρατεύεται στους αγώνες τους. Αυτό από μόνο του δε σημαίνει κάποια
προτίμηση για την πρωτοπορία. Παραδοσιακοί και κατεστημένοι ζωγρά
φοι και συγγραφείς μπορούσαν πολύ εύκολα να επεκτείνουν τη θεματο
λογία τους και τις κοινωνικές τους συμπάθειες, και πράγματι στο διά
στημα μεταξύ 1870 και 1900 πολλοί ζωγράφοι στράφηκαν στην απεικό
νιση βιομηχανικών σκηνών, εργατών και αγροτών, μερικές φορές ακόμα
και εργατικών αγώνων (παράδειγμα ο πίνακας του Sir Hubert Herkomer,
Απεργία).! Ενώ σύμφωνα με τα επίσημα κριτήρια των «σαλόν», πολλοί
απ' αυτούς τους καλλιτέχνες που θα θεωρούνταν ως μετριοπαθώς «προ
οδευτικοί» (για παράδειγμα, ο Liebermann), δεν ήταν επαναστάτες της
τέχνης, και ούτε οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τ?υς ως τέτοιους . Αυτό το είδος σοσιαλιστικής αισθητικής δε δημιουργούσε ιδιαίτερα
προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ μαρξισμού και πρωτοπορίας στις δεκαετίες του 1880 και 1890, σε μια εποχή κατά την οποία, τουλάχιστον στην πεζογραφία, κυριαρχούσαν οι ρεαλιστές με έντονα πολιτικά και κοινωνικά ενδιαφέροντα ή συγγραφείς που μπορούσαν να ερμηνευθούν έτσι. Μερικοί, επηρεασμένοι από την άνοδο του εργατικού κινήματος, έδειχναν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τους εργάτες. Οι μαρξιστές δεν είχαν δυσκολία να δεχτούν ευμενώς, πάνω σ' αυτή τη βάση, τους μεγάλους ρώσους μυθιστοριογράφους -των οποίων η ανακάλυψη στη Δύση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους «προοδευτικούς>> -, το δράμα του Ίψεν καθώς και άλλους σχανδιναβούς λογοτέχνες (τον Χάμσουν και, περιέργως για τις σημερινές αντιλήψεις, τον Στρίνμπεργκ), αλλά πάνω απ' όλα συγγραφείς σχολών που χαρακτηρίζονταν «νατουραλιστικές» και οι οποίοι εμφανώς ασχολούνταν με εκείνες τις πλευρές της καπιταλιστικής πραγματικότητας που απέφευγαν οι συμβατικοί καλλιτέχνες (Ζολά και Μωπασσάν στη Γαλλία, Hauptmann και Sudermann στη Γερμανία) . Το ότι πολλοί νατουραλιστές είχαν πολιτική και κοινωνική δράση ή ακόμα, όπως ο Hauptmann, πρόσκειντο στη σοσιαλδημοκρατία,2 έκανε το νατουραλισμό ακόμα πιο αποδεκτό. Βέβαια, οι ιδεολόγοι ήταν προσεκτικοί στη διάκριση ανάμεσα στη σοσιαλιστική συνείδηση και στην απλή σκανδαλοθηρία. Ο Mehring, κάνοντας μια ανασκόπηση του νατουραλισμού στα 1892-1893, τον καλωσόριζε ως ένα σημάδι τού ότι «η τέχνη αρχίζει να αι-
1 . Η μεγάλη έκθεση των μεταϊμπρεσισνιστών στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου το 1979-1980 το έδειξε πολύ εύγλωττα.
2. Το Weavers και το Florian Geyer του Hauptmann ήταν ειλικρινώς στρατευμένα κοινωνικοπολιτικά δράματα και θαυμάστηκαν πολύ ως τέτοια.
1 88 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
σθάνεται στο πετσί της τον καπιταλισμό», κάνοντας έναν παραλληλισμό
ανάμεσα στο νατουραλισμό και τον ψπρεσωνισμό, που τότε ήταν πω φυσικός απ' όσο φαντάζει σήμερα:
«Πράγματι, μπορούμε έτσι να εξηγήσουμε εύκολα την, διαφορετικά ανεξήγητη, ευχαρίστηση που παίρνουν οι ψπρεσωνιστές [ ... ] και οι νατουραλιστές [ . . . ] από όλα τα ακάθαρτα απόβλητα της καπιταλιστικής ΚOLνωνίας. Ζουν και δουλεύουν μέσα σ' αυτά τα σκουπίδια, και παρακινούμενοι από ένα σκοτεινό ένστικτο, δεν μπορούν να βρουν τίποτε πω βασανιστικό να πετάξουν καταπρόσωπο σ' αυτούς που τους βασανίζουν».3
Υποστηρίζει όμως ότι αυτό, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι παρά ένα βήμα προς την «αληθινή» τέχνη. Παρ' όλα αυτά, το περωδικό Neue Zeit, που άνοιξε τις στήλες του στους <ψοντερνιστές»,4 δημοσίευε βιβλωπαρουσιάσεις ή κείμενα των Hauptmann, Μωπασσάν, Κορολένκο, Ντοστογιέφσκι, Στρίνμπεργκ, Χάμσουν, Ζολά, Ίψεν, Bjomson, Τολστόι και Γκόρκι. Και ο ίδως ο Mehring δεν αρνήθηκε ότι ο γερμανικός νατουραλισμός είχε στραφεί προς τη σοσιαλδημοκρατία, έστω κι αν πίστευε πως OL «αστοί νατουραλιστές είναι σοσιαλιστές στη σκέψη, τόσο όσο OL φεουδαλικοί σοσιαλιστές ήταν αστοί στη σκέψη' ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο».5
Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο επαφής ανάμεσα στο μαρξισμό και στις τέχνες είναι εικαστικό. Από τη μια, υπήρξαν μερικοί ΚOLνωνικά συνειδητοποιημένοι εικαστικοί καλλιτέχνες που ανακάλυψαν την εργατική τάξη ως θέμα και στράφηκαν έτσι προς το εργατικό κίνημα. Και εδώ, όπως και σε άλλους τομείς της πρωτοποριακής κουλτούρας, πρέπει να σημειώσουμε το ρόλο των Κάτω Χωρών, που βρίσκονταν σε ένα σταυροδρόμι γαλλικών, βρετανικών και, σ' έναν βαθμό, γερμανικών επιδράσεων, και είχαν έναν εργατικό πληθυσμό που υφίστατο μια ιδιαίτερη εκμετάλλευση και κακομεταχείριση (στο Βέλγω). Πράγματι, ο διεθνής πολιτιστικός ρόλος αυτών των χωρών -ιδιαίτερα του Βελγίοu- ήταν στην περίοδο αυτή πω κεντρικός απ' ό,τι στους προηγούμενους αιώνες: ο συμβολισμός, η αρ νουβό και αργότερα η μοντέρνα αρχιτεκτονική και η πρωτοποριακή μετιiίμπρεσωνιστική ζωγραφική δεν μπορούν να κατανοηθούν δίχως τη συμβολή τους. Ειδικότερα στη δεκαετία του 1880, ο Βέλγος Constantin Meunier, που ανήκε σε μια ομάδα καλλιτεχνών που πρόσκειντο στο Βελγικό Εργατικό Κόμμα, εισήγαγε τα μοτίβα που έμελλε να α-
3. Gesammelte Schriften und Aufsiitze, επιμέλεια: Ε. Fuchs, Zur Literaturgeschichte, τόμο 2, Βερολίνο 1930, σ. 107.
4. Πρβλ. «Was wollen die Modernen, νοη einem Modernen» , Neue ΖείΙ, 1893-1 994, σ. 132 χ.ε., 168 χ.ε.
5. F. Mehring, Zur Literaturgeschichte, τόμο 2, σ. 298, πρώτη δημοσίευση το 1898-1999.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 1 89
ποτελέσουν την καθιερωμένη σοσιαλιστική εικονογραφία του «εργάτη» -
το μυώδη, ημίγυμνο, χειρώνακτα άνδρα, την κάτισχνη και βασανισμένη
προλετάρισσα σύζυγο και μάνα. (ΟΙ εξερευνήσεις του Βαν Γκογκ στον
κόσμο των φτωχών έγιναν γνωστές μόνο αργότερα) . Οι μαρξιστές κριτι
κοί όπως ο Πλεχάνωφ αντιμετώπισαν αυτό το άνοιγμα του θεματολογίου
της ζωγραφικής στον κόσμο των θυμάτων του καπιταλισμού με τη συνή
θη επιφυλακτικότητα, ακόμα κι όταν προχωρούσε πέρα από την απλή
καταγραφή ή την έκφραση κοινωνικού οίκτου. Παρ' όλα αυτά, για όσους
καλλιτέχνες ενδιαφέρονταν πρωταρχικά για το θέμα τους, ήταν μια γέ
φυρα ανάμεσα στον κόσμο τους και στο χώρο διαλόγου του μαρξισμού. Ένας πιο ισχυρός και άμεσος δεσμός με το σοσιαλισμό ήρθε μέσα από
τις εφαρμοσμένες και διακοσμητικές τέχνες, ο μεγάλος δάσκαλος των οποίων William Μοrήs ( 1834-1896) έγινε ένα είδος μαρξιστή και συνέβαλε τα μέγιστα, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, στην κοινωνική μεταμόρφωση των τεχνών. Αυτά τα ρεύματα πήραν ως σημείο αφετηρίας τους όχι τον ατομικό και απομονωμένο καλλιτέχνη, αλλά τον τεχνίτη. Κατήγγειλαν την υποβάθμιση του δημιουργικού εργάτη-τεχνίτη σε απλό «χειριστή» της καπιταλιστικής βιομηχανίας, και βασικός τους στόχος ήταν να δημιουργήσουν όχι ατομικά έργα τέχνης, που, ιδεωδώς, είναι φτιαγμένα για να ενατενίζονται σε απομόνωση, αλλά το περιβάλλον της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, όπως χωριά και πόλεις, σπίτια και εσωτερική επίπλωση. Τελικά βέβαια, για οικονομικούς λόγους, η βασική αγορά των προ'ίόντων τους ήταν η πολιτιστικά τολμηρή μπουρζουαζία και οι επαγγελματικές μεσαίες τάξεις - μια μοίρα που γνώρισαν και οι υπέρμαχοι ενός «λα'ίκού θεάτρου», και τότε και αργότερα.6 Πράγματι, το κίνημα arts-and -crafts και η μετεξέλιξή του, η αρ νουβό, εισήγαγε το πρώτο πραγματικά άνετο αστικό λάιφ-στάιλ του δέκατου ένατου αιώνα -το προαστειακό ή ημιαγροτικό «εξοχικό» ή «βίλα>>-, και το στυλ αυτό, σε διάφορες εκδοχές, διαδόθηκε ιδιαίτερα στις νέες ή περιφερειακές αστικές κοινότητες που έσπευδαν να εκφράσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα: στις Βρυξέλλες και τη Βαρκελώνη, στη Γλασκώβη, το Ελσίνκι και την Πράγα. Ωστόσο, οι κοινωνικές φιλοδοξίες των καλλιτεχνών-τεχνιτών και των αρχιτεκτόνων αυτής της πρωτοπορίας δεν περιορίζονταν στην κάλυψη των αναγκών της μεσαίας τάξης. Εισήγαγαν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολεοδομία, στην οποία είναι εμφανές ένα στοιχείο κοινωνικής ουτοπίας, κι αυτοί οι «πρωτοπόροι του μοντέρνου κινήματος» συχνά, όπως στην περίπτωση του W.R. Lethaby (1857-193 1 ), του
6. Για τους ίδιους λόγους, ποτέ δεν αναπτύχθηκε μια «λα'ίκή όπερα», παρότι ένας τουλάχιστον συνθέτης όπερας, ο επαναστάτης Gustaνe Charpentier, δοκίμασε να πλάσσει μια ηρωίδα της εργατικής τάξης (Louise, 1900), ενώ ένα στοιχείο βερισμού εισάγεται στην όπερα εκείνη την περίοδο (Cavalleria Rusticana).
1 90 Η ΡIΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ρatήck Geddes και των οπαδών των κηπουπόλεων, προέρχονταν από τους βρετανικούς προοδευτικούς-σοσιαλιστικούς κύκλους. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι οπαδοί του κινήματος είχαν στενές σχέσεις με τη σοσιαλδημοκρατία. Ο Victor Horta (1861 -1947), ο μεγάλος αυτός αρχιτέκτονας της βελγικής αρ νουβό, σχεδίασε το Maison du Peuple των Βρυξελλών ( 1897), στο «καλλιτεχνικό τμήμα» του οποίου ο Η . Van de Velde, που αργότερα θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του μοντέρνου κινήματος στη Γερμανία, έδινε διαλέξεις για τον William Morris. Ο σοσιαλιστής πρωτοπόρος της ολλανδικής σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ο Η .Ρ . Berlage (1856-1934), σχεδίασε τα γραφεία του Συνδικάτου Αδαμαντοτεχνιτών του Άμστερνταμ (1899) .
Το σημαντικό είναι πως η νέα πολιτική και οι νέες τέχνες συνέκλιναν σ' αυτό το σημείο. Ακόμα πιο σημαντικό είναι, ότι ο αρχικός πυρήνας των καλλιτεχνών (κυρίως ΒρετανοΟ που ξεκίνησαν αυτή την επανάσταση στις εφαρμοσμένες τέχνες όχι μόνο ήταν άμεσα επηρεασμένοι από το μαρξισμό, όπως ο Μοπίs, αλλά και προσέφεραν -με τον Walter Craneμεγάλο μέρος του διεθνούς εικονογραφικού λεξιλογίου του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος. Ο William Μοπίs ανέπτυξε μια ρωμαλέα ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στην τέχνη και την κοινωνία, την οποία σίγουρα ο ίδιος θα θεωρούσε μαρξιστική (αφού ήταν μαρξιστής), έστω κι αν μπορούμε να ανιχνεύσουμε και παλαιότερες επιδράσεις από τους Προραφαηλίτες και τον Ruskin. Το παράξενο είναι πως η ορθόδοξη μαρξιστική σκέψη γύρω από τις τέχνες δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου απ' αυτές τις εξελίξεις. Τα κείμενα του William Μοπίs δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί στο κύριο ρεύμα των μαρξιστικών αισθητικών συζητήσεων, αν και τα τελευταία χρόνια έγιναν πολύ περισσότερο γνωστά και βρήκαν ισχυρούς μαρξιστές υπερασπιστές.7
Δεν υπήρχαν ανάλογοι εμφανείς δεσμοί που να φέρουν κοντά στους μαρξιστές τις άλλες βασικές πρωτοποριακές ομάδες των δεχαετιών του 1880 και 1890, τις οποίες μπορούμε, πολύ χοντρικά, να ονομάσουμε συμβολιστικές. Είναι όμως γεγονός, ότι οι περισσότεροι συμβολιστές ποιητές είχαν επαναστατικές ή σοσιαλιστικές τάσεις. Στη Γαλλία οι συμβολιστές, όπως και οι περισσότεροι από τους νεότερους ζωγράφους της περιόδου -οι παλαιοί ιμπρεσιονιστές ήταν, με λίγες εξαιρέσεις σαν τον Πισσαρό, μάλλον απολιτικοί-, στράφηκαν κυρίως προς τον αναρχισμό στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Η αιτία γι' αυτό μάλλον δεν ήταν ότι είχαν κάποια αντίρρηση αρχής στον Μαρξ -η «πλειονότητα των νέων ποιητών» που προσηλυτίστηκαν «στις θεωρίες της εξέγερσης, είτε του
7. Ε.Ρ. Thompson, William Morris: Romantic to Revo/IItionary, Λονδίνο 1955, 1977 ' Ρ. Meier, La Ρensέe IItopique de William Morris, Παρίσι 1972.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 1 9 1
Μπακούνιν είτε του Καρλ Μαρξ»8 πιθανότατα θα ακολουθούσαν κάθε πρόσφορο εξεγερσιακό λάβαρο-, αλλά ότι οι γάλλοι σοσιαλιστές 'Υ]γέτες (μέχρι ην άνοδο του Ζωρές) δεν τους ενέπνεαν. Ειδικά ο δασκαλίστικος φιλιστιiίσμός των Γκεντιστών δύσκολα μπορούσε να τους τραβήξει, ενώ οι αναρχικοί όχι μόνο είχαν ένα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις τέχνες, αλλά και μεταξύ των πρώτων αγωνιστών του υπήρχαν σ'Υ]μαντικοί ζωγράφοι και κριτικοί, για παράδειγμα ο Fέlix Feneon. 9 Αντιθέτως στο Βέλγιο, ήταν το Βελγικό Εργατικό Κόμμα που προσέλκυσε τους συμβολιστές, όχι μόνο επειδή στις τάξεις του περιελάμβανε τους αναρχίζοντες εξεγερμένους, αλλά και γιατί οι 'Υ]γέτες ή εκπρόσωποί του που προέρχονταν από Τ'Υ] μορφωμέν'Υ] μεσαία τάξ'Υ] έδειχναν πολύ πιο ενεργό ενδιαφέρον για τις τέχνες. Ο Jules Destree έγραΨε πολλά για το σοσιαλισμό και Τ'Υ]ν τέχν'Υ] και δ'Υ]μοσίευσε έναν κατάλογο των λιθογραφιών του Odilon Redon. Ο Vanderνelde συναναστρεφόταν τους ποιψές. Ο Maeterlinck παρέμεινε κοντά στο κόμμα σχεδόν μέχρι το 1914, ο Verhaeren σχεδόν έγινε ο επίσ'Υ]μος ποιψής του, οι ζωγράφοι Eeckhout και Κhnopff δρασΤ'Υ]ριοποιούνταν στο Maison du Peuple. Είναι αλήθεια ότι ο συμβολισμός αναπτύχθ'Υ]κε σε χώρες από τις οποίες σχεδόν απουσίαζαν μαρξιστές θεωρψικοί που τον καταδίκαζαν με φανατισμό (τύπου Πλεχάνωφ) . Οι σχέσεις ανάμεσα σΤ'Υ]ν καλλιτεχνική και Τψ πολιτική εξέγερσ'Υ] ήταν λοιπόν αρκετά φιλικές.
Έτσι, μέχρι το τέλος του αιώνα υπήρχε κοινό έδαφος ανάμεσα, από η μια, στις πολιτιστικές πρωτοπορίες και τις τέχνες που θαύμαζαν οι διορατικές μεΙΟΨ'Υ]φίες και, από Τψ άλλ'Υ] , σην ολοένα και πιο μαρξιστικής κατεύθυνσ'Υ]ς σοσιαλδ'Υ]μοκρατία. Οι σοσιαλιστές διανοούμενοι που αναδείχθ'YjΚαν στψ 'Υ]γεσία των νέων κομμάτων -και είχαν γενν'Υ]θεί συνήθως γύρω στο 1860- ήταν ακόμα αρκετά νέοι για να μψ έχουν χάσει Τ'Υ]ν επαφή τους με τα γούστα των πιο «προχωρ'Υ]μένων». Ακόμα και οι μεγαλύτεροι σην 'Υ]λικία, όπως ο Βίκτωρ Άντλερ (1852) και ο Κάουτσκυ (1854), δεν είχαν περάσει τα σαράντα το 1890. Ο Βίκτωρ Άντλερ σύχναζε στο Cafe Griensteidl, το βασικό κέντρο των βιεννέζων καλλιτεχνών και διανοουμένων, και έτσι δεν ήταν μόνο βαθιά εμποτισμένος από ην κλασική λογοτεχνία και μουσική, αλλά και παθιασμένος βαγκνερικός (όπως και ο
8. Stuart Merrill. παρατίθεται στο E.W. Herbert. The Artist and Social Reform: France and Be/gium, 1885-1898, Newhaven 1961 . σ. 100 σημείωση.
9. Στους συνδρομητές της αναρχικής La Rtvolte. το 1894 συγκαταλέγονταν ο Ντωντέ. ο Ανατόλ Φρανς. ο Υσμάν. ο Λεκόντ ντε Λιλ, ο Μαλλαρμέ. ο Λοτί και η θεατρική πρωτοπορία του Antoine και του Lugne-Poe. Καμιά σοσιαλιστική επιθεώρηση της εποχής δε θα μπορούσε να προσελκύσει τέτοιον γαλαξία. Αλλά ήδη από εκείνη την εποχή ένας αναρχικός σαν τον ποιητή Gustave Kahn σεβόταν βαθιά τον Μαρξ και ήταν υπέρ την ενότητας όλων των αριστερών. Ε. W. Herbert. The Artist and Social Reform .... ό. π . . σ. 2 1 , 1 10-1 1 1 .
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Πλεχάνωφ και ο Σω, τόνιζε την επαναστατική και «σοσιαλιστική» σημασία του έργου του Βάγκνερ πολύ περισσότερο απ' όσο συνηθίζεται σήμερα), ενθουσιώδης οπαδός του φίλου του Γκούσταβ Μάλερ, από τους πρώτους οπαδούς του Bruckner, θαυμαστής, όπως και όλοι σχεδόν οι σοσιαλιστές της γενιάς του, του Ίψεν και του Ντοστογιέφσκι, ενώ τον συγκινούσε βαθιά ο Verhaeren, ποιήματα του οποίου μετέφραζε. ω Από την άλλη, όπως είδαμε, ένα μεγάλο μέρος των νατουραλιστών, των συμβολιστών και των άλλων «προχωρημένων» σχολών της εποχής στρέφονταν προς το εργατικό κίνημα και (με εξαίρεση τη Γαλλία) προς τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η έλξη δε διαρκούσε για πάντα: ο αυστριακός λογοτέχνης Hermann Bahr, που παρίστανε τον εκπρόσωπο των <<μοντέρνων», εγκατέλειψε το μαρξισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ενώ ο μεγάλος νατουραλιστής Hauptmann έκανε στροφή προς το συμβολισμό, γεγονός που επιβεβαίωσε τις επιφυλάξεις των μαρξιστών σχολιαστών. Η ρήξη ανάμεσα σε σοσιαλιστές και αναρχικούς είχε κι αυτή αρνητικές επιπτώσεις, μια που είναι σαφές ότι μερικοί (ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες) προσελκύονταν πάντοτε από την καθαρή εξέγερση των τελευταίων. Πάντως, οι «μοντέρνοι» αισθάνονταν άνετα στο περιβάλλον των εργατικών κινημάτων, όπως και οι μαρξιστές, τουλάχιστον οι καλλιεργημένοι, στο περιβάλλον των «μοντέρνων».
Για λόγους που δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς, αυτοί οι δεσμοί έσπασαν για ένα διάστημα. Μπορούμε να υποθέσουμε κάποιες πιθανές αιτίες. Πρώτον, όπως δείχνει και η «κρίση του μαρξισμού» στα τέλη της δεκαετίας του 1890, η πίστη ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στο χεLλoς της κατάρρευσης και το σοσιαλιστικό κίνημα στα πρόθυρα του επαναστατικού θριάμβου δεν μπορούσε πλέον να διατηρείται στη Δυτική Ευρώπη. Διανοούμενοι και καλλιτέχνες που είχαν προσχωρήσει σε ένα πλατύ και ασαφώς ορισμένο κίνημα των εργατών, μέσα στο γενικό κλίμα ελπίδας, πίστης ακόμα και ουτοπικής προσμονής που δημιουργούσε γύρω του, είχαν τώρα απέναντί τους ένα κίνημα αβέβαιο για τις μελλοντικές του προοπτικές και διχασμένο από εσωτερικές και όλο και πιο σεχταριστικές διαμάχες. Αυτός ο ιδεολογικός κατακερματισμός υπήρχε και στην Ανατολική Ευρώπη: άλλο πράγμα ήταν να πρόσκεισαι σε ένα κίνημα που όλες οι τάσεις του έδειχναν να συγκλίνουν σε μια γενική μαρξιστική κατεύθυνση, όπως συνέβαινε στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ή με τον πολωνικό σοσιαλισμό πριν από τη διάσπασή του σε εθνικιστές και αντεθνικιστές, και εντελώς άλλο να πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σε αντίπαλες και αμοιβαία εχθρευόμενες ομάδες επαναστατών και πρώην επαναστατών.
Στη Δύση, ωστόσο, υπήρχε το πρόσθετο γεγονός, ότι τα νέα κινήματα
10. Β. Ermers, Victor Ad/er, Βιέννη 1932, σ. 236-237.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 193
γίνονταν όλο και πιο θεσμικά, εμπλέκονταν σε μια καθημερινή πολιτική
που δεν μπορούσε εύκολα να εμπνεύσει καλλιτέχνες και συγγραφείς, ενώ
στην πράξη έγιναν και ρεφορμιστικά, αφήνοντας την επανάσταση σε κάποια εκδοχή ιστορικής αναγκαιότητας. Επιπλέον, τα θεσμοποιημένα μαζικά κόμματα, που συχνά ανέπτυσσαν έναν δικό τους πολιτισμικό κόσμο, δεν είχαν την τάση να ευνοούν μορφές τέχνης τις οποίες δε θα μπορούσε εύκολα να καταλάβει ή να εγκρίνει ένα ευρύ εργατικό κοινό. Είναι αλήθεια πως οι συνδρομητές στις γερμανικές εργατικές βιβλιοθήκες εγκατέλειπαν όλο και περισσότερο τα πολιτικά βιβλία για τα μυθιστορήματα, πως διάβαζαν όλο και λιγότερη ποίηση και κλασική λογοτεχνία, ενώ ο πιο δημοφιλής σ' αυτούς συγγραφέας, ο Fήedrich Gerstaecker, ένας συγγραφέας ιστοριών περιπέτειας, δεν πρέπει να ενέπνεε την πρωτοπορία.!! Δεν είναι παράξενο που στη Βιέννη ο Karl Kraus, ο οποίος αρχικά είχε προσεγγίσει τους σοσιαλδημοκράτες λόγω των αιρετικών πολιτικών και πολιτιστικών του απόψεων, απομακρύνθηκε απ' αυτούς στη δεκαετία του 1900. Τους κατηγόρησε ότι δεν καλλιεργούσαν στους εργάτες ένα αρκετά σοβαρό πολιτιστικό επίπεδο, ενώ δεν τον ενέπνεε η μεγάλη -και τελικά νικηφόρα- καμπάνια του κόμματος για την καθολική ψηφοφορία.!2
Η επαναστατική Αριστερα της σοσιαλδημοκρατίας, που αρχικά ήταν σχετικά περιθωριακή στη Δύση, και οι αναρχοσυνδικαλιστικές ή αναρχικές τάσεις ήταν περισσότερο πιθανό να τραβήξουν τη ριζοσπαστικοποιημένη πολιτιστική πρωτοπορία. Ειδικότερα οι αναρχικοί, με εξαίρεση τις λατινικές χώρες, είχαν μετά το 1900 όλο και περισσότερο ως κοινωνική βάση έναν χώρο μποέμηδων και αυτοδίδακτων εργατών που έφτανε μέχρι τα όρια του λούμπεν προλεταριάτου -τις διάφορες Μονμάρτες του δυτικού κόσμοu- και στηρίζονταν σε μια γενική υποκουλτούρα όσων απέρριπταν ή δεν ήταν αφομοιώσιμοι από τους «αστικούς» τρόπους ζωής ή τα οργανωμένα μαζικά κινήματα.!3 Αυτή η ουσιαστικά ατομικιστική και αντινομιακή εξέγερση δε βρισκόταν σε αντίθεση με την κοινωνική επανάσταση. Απλά, συχνά περίμενε το εξεγερσιακό ή επαναστατικό κίνημα στο οποίο θα μπορούσε να προσκολληθεί, και θα κινητοποιούνταν en masse εναντίον του πολέμου και υπέρ της Ρώσικης Επανάστασης. Το σοβιέτ του Μονάχου του 1919 αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη στιγμή πολιτικής της έκφρασης. Όμως, τόσο η πραγματικότητα όσο και η θεωρία την οδηγούσαν μακριά από το μαρξισμό. Ο Νίτσε, ένας στοχαστής που, παρά το μίσος του για τον «αστό», ήταν για πολύ προφανείς λόγους αντιπαθής στους μαρξιστές και σε άλλους σοσιαλδημοκράτες, έγινε
1 1 . H.J. Steinberg. Sozia!ismus und deutsche Sozia!demokratie, Ανόβερο 1 967, σ. 1 32-135. 12. C. Koh�, Καr! KrarIs, Στουτγάρδη 1966, σ. 65, 66. 1 3. Πρβλ. G. Botz - G. Brandstetter - Μ. Pollack, 1m SchaIten der Arbeiterbewegung, Βιέννη
1977, σ. 83-85, για τον αυστρο-γερμανικό αναρχισμό.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ο τυπικός γκουρού των αναρχικών και αναρχιζόντων εξεγερμένων, καθώς
και του χώρου των απολιτικών διαφωνούντων της μεσαίας τάξης. Από την άλλη, ο ίδιος ο πολιτιστικός ριζοσπαστισμός της εξέλιξης της
πρωτοπορίας στις αρχές του αιώνα, την απέκοψε από τα εργατικά κινήματα, τα μέλη των οποίων παρέμεναν παραδοσιακά στα γούστα τους, στο βαθμό που τόσο τα ίδια όσο και το κίνημα έμεναν προσηλωμένα σε γλώσσες και συμβολικούς κώδικες επικοινωνίας που εξέφραζαν με κατανοητό τρόπο το περιεχόμενο των έργων τέχνης. Οι πρωτοπορίες του τελευταίου τέταρτου του 190υ αιώνα δεν είχαν ακόμα έρθει σε ρήξη μ' αυτές τις γλώσσες, αν και τις είχαν οδηγήσει στα άκρα. Με κάποια μικρή εξοικείωση, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς τι «έτρεχε» με τον Βάγκνερ και τους ιμπρεσιονιστές ή ακόμα και με πολλούς από τους συμβολιστές. Από τις αρχές όμως του 200ύ αιώνα -ίσως το Παρισινό Σαλόν του Φθινοπώρου του 1905 να σηματοδοτεί τη ρήξη στις εικαστικές τέχνες- αυτό πλέον δεν ίσχυε.
Επιπλέον, οι σοσιαλιστές ηγέτες -ακόμα και η νεότερη γενιά που γεννήθηκε μετά το 1870- είχαν χάσει πλέον την «επαφή» τους με την πρωτοπορία. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έπρεπε να απολογείται για την κατηγορία πως δεν της άρεσαν οι «μοντέρνοι συγγραφείς», και παρότι την είχε συγκινήσει πολύ η πρωτοπορία της δεκαετίας του 1890, π.χ. οι γερμανοί νατουραλιστές ποιητές, παραδεχόταν ότι δεν καταλάβαινε τον Hofmannsthal και ότι δεν είχε ακούσει τίποτε για τον Stefan George.14 Ακόμα και ο Τρότσκι, που προσπαθούσε να έχει μια πολύ στενότερη επαφή με τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις -το 1908 έγραψε μια μακροσκελή ανάλυση για τον Frank Wedekind στη Neue Zeit καθώς και παρουσιάσεις εκθέσεων τέχνης-, δε φαίνεται να είχε κάποια ιδιαίτερη εξοικείωση μ' αυτά που θα θεωρούσαν πρωτοπορία οι πιο τολμηροί νέοι το 1905-1914 - με εξαίρεση, φυσικά, το χώρο της ρώσικης λογοτεχνίας. Όπως και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, επεσήμαινε και αποδοκίμαζε τον ακραίο υποκειμενισμό της - την ικανότητά της, σύμφωνα με τα λόγια της Λούξεμπουργκ, να εκφράζει «μία πνευματική κατάσταση», αλλά τίποτε περισσότερο (<<αλλά δεν μπορεί κανείς να φτιάξει ανθρώπους με πνευματικές καταστάσεις») .15 Σε αντίθεση όμως μ' αυτήν, ο Τρότσκι επεχείρησε να επεξεργαστεί μια ,μαρξιστική ερμηνεία των νέων τάσεων της υποκειμενιστικής εξέγερσης και της «καθαρά αισθητικής λογικής», η οποία «ήταν φυσικό να μετατρέπει την εξέγερση ενάντια στον ακαδημα'ίσμό σε μια εξέγερση της αυτάρκους καλλιτεχνικής φόρμας ενάντια στο περιεχόμενο, το οποίο θεωρείται ως κάτι το αδιάφορο».16 Την απέδωσε στους νέους τρόπους
14 . R. Luxemburg, J'itais, je suis, je serai. Correspondance, 1914-1919, Παρίσι 1977, σ. 306-7. 15. Στο ίδιο, σ. 307. 16. L. Trotskij, Letteratura e rivoluzione, επιμέλεια: V. Strada, Τορίνο 1973, σ. 467.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 1 95
ζωής μέσα στο περιβάλλον της σύγχρονης γιγάντιας πόλης, και ειδικότε
ρα στην έκφραση αυτής της εμπειρίας από τους διανοούμενους που ζούσαν μέσα σ' αυτές τις μοντέρνες Βαβυλώνες. Αναμφίβολα, τόσο η Λούξεμπουργκ όσο και ο Τρότσκι απηχούσαν τις ισχυρές κοινωνικές παραδοχές της ρώσικης αισθητικής θεωρίας, κατά βάθος όμως αντανακλούσαν μια πολύ γενική στάση των μαρξιστών, ανατολικών και δυτικών. Κάποιος που είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις τέχνες και που προσπαθούσε να διατηρήσει επαφή με τα πιο σύγχρονα ρεύματα, μπορούσε ίσως ως άτομο να καλλιεργήσει ένα γούστο για ορισμένες απ' αυτές τις καινοτομίες, το πρόβλημα όμως ήταν το πώς ακριβώς μπορούσε να συνδέσει αυτό το ενδιαφέρον του με τις σοσιαλιστικές δραστηριότητες και πεποιθήσεις του.
Δεν ήταν απλά θέμα ηλικίας, αν και τα γνωστά ονόματα στη Διεθνή που το 1910 δεν είχαν περάσει τα τριάντα ήταν λίγα, οι περισσότεροι βρίσκονταν στη μέση ηλικία. Εκείνο που σαφώς δεν μπόρεσαν να κάνουν οι μαρξιστές, ήταν να εκτιμήσουν αυτό που θεώρησαν ως υποχώρηση (και όχι ως πρόοδο, όπως η πρωτοπορία) σε μια δεξιοτεχνική επίδειξη και έναν πειραματισμό της φόρμας, σε μια εγκατάλειψη του περιεχομένου των τεχνών, συμπεριλαμβανομένου και του εμφανούς και αναγνωρίσιμου κοινωνικού και πολιτικού τους περιεχομένου. Αυτό που δεν μπορούσαν να αποδεχθούν, ήταν η επιλογή ενός καθαρού υποκειμενισμού, σχεδόν σολιψισμού, τον οποίο διέκρινε ο Πλεχάνωφ στους κυβιστές. Ήταν ήδη λυπηρό, αν και εξηγήσιμο, ότι «ανάμεσα στους αστούς ιδεολόγους που πέρασαν στο προλεταριάτο βλέπουμε πολύ λίγους καλλιτέχνες» (Kun-stler)·17 και στα χρόνια πριν το 1914 αυτοί που προσέγγισαν το εργατικό κίνημα φαίνεται πως ήταν ακόμα λιγότεροι απ' ό,τι πριν το 1900. Η πρωτοπορία των γάλλων ζωγράφων ήταν «Β. l'ecart de toute agitation intel-lectuelle et sociale, confines dans les conflits de technique» [«μακριά από κάθε πνευματική και κοινωνική αναταραχή, περιοριζόμενοι σε τεχνικές διαμάχες»] . 18 Αλλά δεν ηταν μόνο αυτό. Το 1912-1913 ο Πλεχάνωφ μπορούσε να υποστηρίζει ως κάτι το προφανές, ότι «η πλειονότητα των σημερινών καλλιτεχνών έχουν αστικές απόψεις και εντελώς ανεπηρέαστοι από τις μεγάλες ιδέες της ελευθερίας του καιρού μας».19 Δεν ήταν εύκολο, ανάμεσα στη μάζα των καλλιτεχνών που ισχυρίζονταν ότι ήταν «αντι-αστικοί», να ανακαλύψει κανείς πολλούς που να είναι κοντά στα οργανωμένα σοσιαλιστικά κινήματα -ακόμα και οι αναρχικοί έβρισκαν λιγότερους αφοσιωμένους οπαδούς μεταξύ των ζωγράφων σε σχέση με τη δεκαετία του
1 7 . G. Plekhanov, Kunst und Literatur, Βερολίνο 1 954, σ. 284-285 [Γ. Β. Πλεχάνωφ. Αισθητική, μτφρ. Τάσος Βουρνάς, σ. 67-69, 76] .
18. J .C. Holl, Ιa Jeune Peinture contemporaine, Παρίσι 1912, σ. 14-15. 19. G. Plekhanov, Kunst und Literatur, ό.π., σ. 292, 295. [Πλεχάνωφ, ό.π., σ. 76, σημ. 1 ] .
1 96 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
1890-, ήταν όμως πολύ ευκολότερο να βρει αυτούς που διαμαρτύρονταν για το φιλισταϊσμό των εργατών, ειλικρινείς ελιτιστές, όπως ο κύκλος του Stefan George στ'Υ] Γερμανία ή οι ρώσοι ακμε·ίστές, αυτούς που αναζ'Υ]τούσαν μια (κατά προτίμφ'Υ] θ'Υ]λυκού γένους) αριστοκρατική συντροφιά, ακόμα και -ειδικά στΎJ λογοτεχνία- δυν'Υ]τικούς ή ενεργούς αντιδραστικούς. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι νέες πειραματικές πρωτοπορίες δεν εξεγείροντο τόσο ενάντια στον ακαδ'Υ]μαίσμό όσο ενάντια σ' εκείνες ακριβώς τις πρωτοπορίες των δεκαετιών του 1880 και 1890 που ήταν σχετικά κοντά στα σοσιαλιστικά κινήματα τΎJς εποχής.
Με δυο λόγια, τι άλλο μπορούσαν να δουν οι μαρξιστές σ' αυτές τις πρωτοπορίες, παρά ένα ακόμα σύμπτωμα τΎJς κρίσ'Υ]ς τΎJς αστικής κουλτούρας και τι άλλο οι πρωτοπορίες στο μαρξισμό, παρά μια ακόμα απόδειξ'Υ] ότι το παρελθόν δεν μπορεί να κατανοήσει το μέλλον; Σίγουρα, ανάμεσα στις λίγες δεκάδες ανθρώπων από το πατρονάρισμα των οποίων (ως συλλεκτών και εμπόρων) εξαρτιόνταν οι νέοι ζωγράφοι, υπήρχαν και κάποιοι που συμπαθούσαν το μαρξισμό. Οι λάτρεις Τ'Υ]ς εξεγερμέν'Υ]ς τέχν'Υ]ς δεν ήταν πολύ πιθανό να είναι πολιτικά συνΤ'Y]ΡΎjτικoί εκείν'Υ] τΎJν εποχή. Πότε πότε μπορεί ακόμα και κάποιος μαρξιστής θεωΡ'Υ]τικός -ο Λουναρτσάσκι, ο Μπογκντάνωφ- να εκλογίκευε τΎJ συμπάθειά του για τους καινοτόμους, το πιθανότερο όμως ήταν να συναντήσει αντιδράσεις. Η κουλτούρα των σοσιαλιστικών και εργατικών κιν'Υ]μάτων δεν είχε κάποια εμφανή θέσ'Υ] για τις νέες πρωτοπορίες, και οι ορθόδοξοι αισθΎjτΙΚOί θεωΡΎjτΙΚOί του μαρξισμού (που ήταν de facto είδος Τ'Υ]ς Κεντρικής και Ανατολικής ΕυρώΠ'Υ]ς) τις καταδίκαζαν.
Ωστόσο, αν κάποιες νέες πρωτοπορίες παρέμεναν μακριά από το σοσιαλισμό ή τφ πολιτική γενικά, κι αν κάποιες γίνονταν καθαρά αντιδραστικές ή ακόμα και φασιστικές, πολλοί από τους αντάρτες των τεχνών απλά περίμεναν τφ κατάλλ'Υ]λ'Υ] ιστορική συγκυρία όπου θα μπορούσαν να συνανΤ'Υ]θούν και πάλι 'Υ] πολιτική και 'Υ] πολιτιστική εξέγερσ'Υ], αρχικά κυρίως στ'Υ] Ρωσία και Τ'Υ] Γερμανία. Η εποχή αυτού που οι Ναζί ονόμασαν (όχι εσφαλμένα) Kulturbolschewismus δεν ανήκει στΎJν ιστορία του μαρξισμού Τ'Υ]ς περιόδου Τ'Υ]ς Δεύτερ'Υ]ς Διεθνούς. Πρέπει όμως να αναφερθούμε και στις εξελίξεις μετά το 1917 , γιατί οδήγφαν στ'Υ] διάσπασ'Υ] τΎJς μαρξιστικής αισθ'Υ]τικής θεωρίας σε οπαδούς του «ρεαλισμού» και σε οπαδούς Τ'Υ]ς «πρωτοπορίας» - οι διαμάχες του Λούκατς με τον Μπρεχτ, των οπαδών του Τολστόι με τους οπαδούς του Τζέ'Υ]μς Τζόυς. Και όπως είδαμε, αυτή 'Υ] διάσπασ'Υ] είχε τις ρίζες Τ'Υ]ς σΤ'Υ]ν πριν το 1914 περίοδο.
Αν εξετάσουμε συνολικά τΎJν περίοδο τΎJς Δεύτερ'Υ]ς Διεθνούς, θα φτάσουμε στο συμπέρασμα πως 'Υ] σχέσ'Υ] του μαρξισμού με τις τέχνες δεν υπήρξε ποτέ ομαλή, έστω κι αν μετά το 1900 έγινε πολύ ,πιο δύσκολ'Υ]. Οι μαρξιστές θεωΡΎjτΙΚOί δεν ήταν ποτέ πολύ ευτυχείς με οποιοδήποτε από
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 1 9 7
τα «μοντέρνα» κινήματα των δεκαετιών του 1880 και του 1890, αφήνοντας την ενθουσιώδη υπεράσπισή τους σε διανοούμενους στις παρυφές του μαρξισμού (όπως στο Βέλγιο) ή σε μη μαρξιστές επαναστάτες και σοσιαλιστές. Οι κυριότεροι ορθόδοξοι μαρξιστές έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν σχολιαστές ή σαν διαιτητές παρά σαν οπαδούς ή σαν παίκτες στο ποδοσφαιρικό ματς της κουλτούρας. Αυτό δεν άλλαζε την ιστορική τους ανάλυση για τις καλλιτεχνικές εξελίξεις ως συμπτώματα της παρακμής της αστικής κοινωνίας: μια εντυπωσιακή ανάλυση. Κι όμως προκαλεί εντύπωση η εξωτερικότητα των παρατηρήσεών τους. Κάθε μαρξιστής διανοούμενος θεωρούσε ότι συμμετέχει, έστω ερασιτεχνικά, στη φιλοσοφία και τις επιστήμες σχεδόν κανείς δε θεωρούσε ότι συμμετέχει στις δημιουργικές τέχνες. Ανέλυαν τη σχέση της τέχνης με την κοινωνία και το κίνημα και έδιναν καλούς ή κακούς βαθμούς σε σχολές, καλλιτέχνες και έργα. Στην καλύτερη περίπτωση, αγαπούσαν τους λίγους καλλιτέχνες που προσχωρούσαν στα κινήματά τους και παρέβλεπαν τις προσωπικές και ιδεολογικές τους ιδιοτροπίες, όπως έκανε και η αστική κοινωνία. Ήταν επόμενο λοιπόν, η επίδραση του μαρξισμού στις τέχνες να μην είναι βαθιά. Ακόμα και ο νατουραλισμός και ο συμβολισμός, που ήταν κοντά στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής τους, θα είχαν σε μεγάλο βαθμό εξελιχθεί όπως εξελίχθηκαν ακόμα κι αν οι μαρξιστές δεν είχαν ενδιαφερθεί καθόλου γι' αυτούς. Πράγματι, για τους μαρξιστές ήταν δύσκολο να δουν οποιονδήποτε άλλο ρόλο του καλλιτέχνη μέσα στον καπιταλισμό απ' αυτόν του προπαγανδιστή, του κοινωνιολογικού συμπτώματος ή του «κλασικού». Τείνει κανείς να πιστέψει ότι ο μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς όχι μόνο δε διέθετε καμιά επαρκή θεωρία για τις τέχνες αλλά και, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με το «εθνικό ζήτημα», δεν αναγκάστηκε από την πίεση της πολιτικής πραγματικότητας να διαπιστώσει αυτή τη θεωρητική του ανεπάρκεια.
Στο εσωτερικό όμως του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς υπήρχε μια αυθεντική θεωρία για τις τέχνες και την κοινωνία, αν και το επίσημο COrpUS της μαρξιστικής θεωρίας δεν την είχε αντιληφθεί: ήταν η θεωρία που επεξεργάστηκε πληρέστερα ο William Morris. Αν υπήρξε κάποια επίδραση του μαρξισμού που να ήταν σημαντική και να άντεξε στο χρόνο, αυτή προήλθε από αυτό το ρεύμα σκέΨης, το οποίο έβλεπε πέρα από τη δομή των τεχνών στην αστική εποχή (τον ατομικό «καλλιτέχνη») το στοιχείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας που υπάρχει σε κάθε εργασία και (παραδοσιακή) τέχνη της λιiίκής ζωής, και πέρα από το αντίστοιχο της εμπορευματικής παραγωγής της τέχνης (το ατομικό «έργο τέχνης») στο περιβάλλον της καθημερινής ζωής. Είναι χαρακτηριστικό πως ήταν η μοναδική τάση μαρξιστικής αισθητικής θεωρίας που έδωσε σημασία στην αρχιτεκτονική, και μάλιστα τη θεώρησε ως το κλειδί και την κορωνίδα
1 98 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
των τεχνών.2Ο Αν η μαρξιστική κριτική ήταν το φτερό στον τροχό του νατουραλισμού ή του «ρεαλισμού», ήταν ο κινητήρας για το κίνημα artsand-crafs, του οποίου η ιστορική επίδραση πάνω στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και το desing ήταν και παραμένει θεμελιώδης.
Το κίνημα αυτό παραβλέφθηκε, επειδή ο Μοrήs, που υπήρξε ένας από τους πρώτους βρετανούς μαρξιστές,21 εθεωρείτο απλά μεγάλος καλλιτέχνης και όχι σημαντικός από πολιτική άποψη, αλλά και σίγουρα επειδή η βρετανική θεωρητική παράδοση γύρω από την τέχνη και την κοινωνία (νεορομαντικός μεσαιωνισμός, Ruskin), που συγχωνεύθηκε με το μαρξισμό, δεν είχε μεγάλη επαφή με το κύριο ρεύμα της μαρξιστικής σκέψης. Κι όμως, προερχόταν από το εσωτερικό των τεχνών, ήταν μαρξιστική -τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν ο Μοrήs- και προσηλύτισε και επηρέασε ανθρώπους που ασκούσαν τις τέχνες -σχεδιαστές, αρχιτέκτονες και πολεοδόμους- αλλά και τους οργανωτές των μουσείων και των καλλιτεχνικών σχολών σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Κι ούτε είναι τυχαίο που αυτή η μείζονα μαρξιστική επίδραση στις τέχνες προήλθε από τη Βρετανία, παρότι στη χώρα αυτή η γενικότερη σημασία του μαρξισμού ήταν αμελητέα. Γιατί αυτή την περίοδο η Βρετανία ήταν η μοναδική εuρωπαίκή χώρα που ο καπιταλισμός την είχε μεταμορφώσει αρκετά, ώστε η βιομηχανική παραγωγή να έχει μεταμορφώσει τη χειροτεχνική παραγωγή. Αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι παράξενο που η «κλασική», για τον Μαρξ, χώρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης παρήγαγε τη μοναδική σημαντική κριτική της επίδρασης που είχε ο καπιταλισμός στις τέχνες. Ούτε και είναι παράξενο που το μαρξιστικό στοιχείο αυτού του σημαίνοντος για τις τέχνες κινήματος έχει ξεχαστεί. Ο ίδιος ο Morris ήταν αρκετά ρεαλιστής για να γνωρίζει ότι, όσο βαστούσε ο καπιταλισμός, η τέχνη δε θα μπορούσε να γίνει σοσιαλιστική.22 Καθώς ο καπιταλισμός έβγαινε από την κρίση του και άρχιζε να ανθίζει και να επεκτείνεται, οικειοποιήθηκε και απορρόφησε τις τέχνες των επαναστατών. Τις οικειοποιήθηκαν η εύπορη και καλλιεργημένη μεσαία τάξη, οι βιομηχανικοί σχεδιαστές. Το μεγαλύτερο έργο του Η.Ρ. Berlage, του ολλανδού σοσιαλιστή αρχιτέκτονα, δεν είναι το κτίριο της Ένωσης των Αδαμαντοτεχνιτών αλλά το Χρηματιστήριο του Άμστερνταμ. Το πλησιέστερο στις λα'ίκές τους πόλεις πράγμα που έκαναν οι πολεοδόμοι οπαδοί του Morris ή-
20. W. Morris. On Art and Socialism. επιμέλεια: Holbrook Jackson. Λονδίνο 1 946. σ. 76. 2 1 . Ο Morris εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε σοσιαλιστική συγκέντρωση (για να συζη
τήσει για το χτίσιμο σπιτιών για το λαό) το 1883. 22. «Εξετάζοντας τη σχέση του σύγχρονου κόσμου με την τέχνη, η δουλειά μας είναι
τώρα, και θα είναι για πολύ καιρό, όχι τόσο να προσπαθούμε να παράγουμε οριστική τέχνη όσο το να ξεκαθαρίζουμε το έδαφος για να δώσουμε στην τέχνη την ευκαιρία της»: W. Μοπίs, «The Socialist Ideal», στο On Art and Socialism. ό.π., σ. 323.
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΒΑΝ-ΓΚΑΡΝΤ 1 99
ταν «προάστεια με κήπους» που τελικά κατοικήθηκαν από τη μεσαία τάξη και «κηπουπόλεις» μακριά από τις βιομηχανίες. Έτσι λοιπόν οι τέχνες αντανακλούν τις ελπίδες και την τραγωδία του σοσιαλισμού της Δεύτερης Διεθνούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Το ΜΕΓΑΦΩΝΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Α υτές οι σκέψεις για το ρ6λο του Χάρολντ λάσκι στη ν εργατική πολιτική τω ν δεκα
ετιώ ν του 1930 και 1940 δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο London Review of Books, 8 Ιουλίου 1993. Αποτελού ν επίσης μια περιδιάβαση στο πολιτικ6 κλίμα της Αριστε
ράς την ε ποχή της μεγάλης ύφεσης και του φασισμού. σ' αυτ6 που έκανε τη ν κυβέρ
νηση τω ν Εργατικώ ν του 1945 τη σημαντικ6τερη μεταρρυθμιστική διακυβέρ νηση του
αιώ να.
«Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε», έγραψε ο κατά τ' άλλα όχι φιλικός Max (σήμερα λόρδος) Beloff μετά το θάνατο του Χάρολντ Λάσκι το 1950, «ότι [ ... ] ο ιστορικός του μέλλοντος θα μιλάει για την περίοδο μεταξύ 1920 και 1950 ως 'Ή εποχή του Λάσκι"». Τριάντα επτά χρόνια αργότερα, ένας επιφανής ιστορικός του Εργατικού Κόμματος παρατηρούσε πως «οι μέρες και η φήμη του Λάσκι έχουν εκλείψει σχεδόν ολότελα». Πώς έγινε και το όνομα ενός τόσο διάσημου διανοητή, συγγραφέα και πολιτικού έσβησε τόσο ολοκληρωτικά; Είναι ένα πρόβλημα που αφορά τόσο τη βιογραφία όσο και τη διανοητική ιστορία, γιατί η επίδραση του Λάσκι είναι αδιαχώριστη από την προσωπικότητά του και το στυλ της δημόσιας παρουσίας του. Και, περιέργως, μετά από σαράντα χρόνια στη σκιά, τώρα επανεμφανίζεται, με τη σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση δύο βιογραφιών 1 .000 συνολικά σελίδων, γεγονός που σίγουρα θα ευχαριστούσε τον ίδιο.
Τόσο η Πολιτική Βιογραφία του Michael Newman όσο και το Μια ζωή στην Αριστερά των Isaac Kramnick και Barry Sheerman επιμένουν στο δημόσιο πρόσωπό του. Αλλά ακόμα και ο πολιτικός του βίος υπήρξε ιδιόμορφος, κι αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, επειδή αυτός ο βαθιά πολιτικοποιημένος άνθρωπος ποτέ του δεν έγινε πολιτικός και δεν άσκησε σοβαρή επίδραση στους ηγέτες του κόμματός του. Η νίκη των Εργατικών το 1945 ανέδειξε τους συντρόφους του, αντάρτες της δεκαετίας του 1930, τον Cripps, τον Strauss και τον Beνan, σε αρχιτέκτονες της νέας Βρετανίας (και οι τέσσερις απειλήθηκαν με διαγραφή από το κόμμα γιατί υποστήριζαν την ενότητα με το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι υπόλοιποι τρεις διαγράφτηκαν για ένα διάστημα), τον Λάσκι όμως τον περιθωριοποίησε τελείως. Όχι γιατί είχε αντίρρηση να είναι μέσα στα πράγματα. Αντιθέτως, ήθελε να είναι ταυτόχρονα και μέσα και έξω, όχι μόνον όσον
ΤΟ ΜΕΓΑΦΩΝΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 201
αφορά την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, αλλά γενικά στη ζωή του: ένας ειλικρινής επαναστάτης που «του άρεσε να παίζει τον ενταγμένο στο σύστημα, που επηρεάζει μια οριακή αλλαγή εδώ και την ανάπτυξη μιας πολιτικής αυξήσεων εκεί». Ή, όπως λένε οι Isaac Kramnick και Barry Sheerman, «Σχεδόν με όση σοβαρότητα επιτίθετο στα προνόμια, με άλλη τόση δειπνούσε μαζί τους». Ακόμα πιο εμφανώς, η δημόσια ζωή του, η ακαδημαίκή του καριέρα και η προσωπική του εξέλιξη ήταν όλες τους μια σειρά αντιπαραθέσεων και αντιφάσεων, <<μια συγκινητική ιστορία εξέγερσης, αναγνώρισης και απόρριΨης».
Ο Χάρολντ Λάσκι αποτελεί σίγουρα ένα πρόσφορο θέμα για Ψυχολογική ανάλυση, εκτός απ' όλα τ' άλλα, και για την περίφημη και, θα 'λεγε κανείς, εντελώς άχρηστη μυθομανία του. Γιατί δεν είχε καμιά ανάγκη να επινοεί όλες αυτές τις στενές σχέσεις του με επιφανείς και ισχυρούς, απ' τον Woodrow Wilson μέχρι τον Στάλιν, με τις οποίες γελάγανε φίλοι και εχθροί. Γνώριζε στ' αλήθεια τέτοιους ανθρώπους: μάλιστα είχε φροντίσει εξαρχής να τους γνωρίσει. Ο Πρόεδρος Ρούζβελτ ζητούσε να τον δει όποτε ερχόταν στις ΗΠΑ και χρησιμοποιούσε τα επιχειρήματά του στις κυβερνητικές συνεδριάσεις.
Το βιβλίο των Kramnick και Sheerman είναι το πιο οξυδερκές από τις δύο βιογραφίες, γιατί έχει μια ισχυρή αίσθηση τόσο του γεγονότος ότι η εβρα'ίκότητα του Λάσκι «και η στάση του απέναντί της ήταν καθοριστική για τη ζωή του» όσο και του γεγονότος ότι αυτό τον καθιστούσε μια ανωμαλία στη Βρετανία του καιρού του, πράγμα που δε θα συνέβαινε στις ΗΠΑ. Αποτελούσε ανωμαλία, όχι μόνο ως «ένας από τους λιγοστούς Εβραίους μέσα στους καλούς Χριστιανούς του εργατικού κινήματος», αλλά και ως ένας αδιαφιλονίκητα μεγαλοαστός Εβραίος, που δεν ήταν ούτε σεφαραδίτικης ούτε γερμανικής καταγωγής, που ήταν το ίδιο διστακτικός, όσο και οι παλαιότεροι Εβραίοι, να ταυτιστεί μ' αυτό που (μιλώντας για το σιωνιστή μαθηματικό Selig Brodetsky, ήρωα των φτωχών παιδιών μεταναστών στις δημόσιες βιβλιοθήκες) θεωρούσε «το χειρότερο τύπο Εβραίου του East End».
Είναι δύσκολο να φανταστούμε το πόσο αβέβαιη ήταν η θέση ενός τέτοιου ατόμου. Η εξέγερση του Λάσκι εναντίον του πατέρα και της πίστης σε ηλικία δεκαέξι ετών -η οποία δραματοποιήθηκε με το γάμο του στα δεκαοχτώ του με τη ριζοσπάστρια ιδεολογικά αλλά χριστιανή Φρίντα, έξι χρόνια μεγαλύτερή του- τον άφησε εκτός της μόνης κοινότητας που δεν είχε πρόβλημα να αποδεχθεί έναν διανοητικό Wunderkind που υπέφερε σ' όλη του τη ζωή από την υγεία του και είχε προωθημένες ιδέες: την κοινότητα των πλούσιων Αγγλοεβραίων που συνδύαζαν την ορθόδοξη πίστη και την προσφορά στην κοινότητά τους με μια ενθουσιώδη πολιτισμική αφομοίωσή τους στην Αγγλία. Ίσως ποτέ του να μην αντιλήφθηκε
202 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
πλήρως τον αντισημιτισμό που τον περιέβαλε, και ο οποίος έκανε βρετανούς επισήμους να αναφέρονται σ' αυτόν σαν «ο κλαψιάρης Εβραίος», τον Hugh Dalton να τον αποκαλεί «κοντοστούπη ΣημίΤη», και μια συντηρητική νεκρολογία να τον χαρακτηρίσει «ένα ξένο πνεύμα που είχε διαποτιστεί και γονιμοποιηθεί από μια ξένη φιλοσοφία». Αλλά η προσπάθειά του να μοιάζει, σ' όλη του τη ζωή, με «ένα enfant terrible ανάμεσα σε θεατές που θαυμάζουν» (Lionel Robbins), φανερώνει μια ανασφάλεια την οποία οι αμερικανοεβραίοι πνευματικοί του φίλοι -ένας Frankfurter, ένας Lippman ή ένας Brandeis- δε χρειαζόταν να έχουν, γιατί υπήρχαν πολλοί απ' αυτούς.
Το σε ποιο βαθμό αυτό εξηγεί τις συνεχείς διακοπές της σταδιοδρομίας του Λάσκι από δημόσιες αντιπαραθέσεις δεν είναι δυνατόν να το πούμε. Βρέθηκε σε αντίθεση με τις αρχές για πολιτικούς λόγους κατά την πρώτη του καθηγητική δουλειά στο McGill στο Μόντρεαλ. Η έξοδός του από το Χάρβαρντ το 1920 καλύφθηκε από πολιτικό θόρυβο. Ύστερα από ένα ήρεμο ξεκίνημα, η καριέρα του στο London School of Economics (όπου του δόθηκε η Έδρα της Πολιτικής Επιστήμης το 1 927) υπήρξε θυελλώδης. Η κρίση κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ο τότε διευθυντής (ο Beveridge της Beveridge Report) υποστήριξε πως οι ανατρεπτικές του απόψεις και συμπεριφορές δεν ήταν συμβατές με τη θέση του. Η καριέρα του στο Εργατικό Κόμμα ήταν το αντίθετο της γαλήνης, και η στιγμή του μεγαλύτερου θριάμβου του, όταν ήταν πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κόμματος στον εκλογικό θρίαμβο του 1945, ήταν και η χρονιά της καταστροφής. Έκοψε τις γέφυρές του με την ηγεσία του κόμματος ζητώντας από τον Άτλη να παραιτηθεί, έγινε ο μπαμπούλας του Τσώρτσιλ στην προεκλογική εκστρατεία, κι έχασε άδικα μια δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση που είχε προκαλέσει εναντίον ενός ασήμαντου αντιδραστικού που τον κατηγορούσε πως υποστήριζε τη βίαιη επανάσταση. Το πρόβλημα δεν ήταν οι απόψεις για τις οποίες κατηγορούσαν τον Λάσκι, σωστά ή λάθος, αλλά η προφανής του διάθεση να προκαλεί τέτοιου είδους δημόσιες αντιδράσεις και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η ειρωνεία είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του δεν ήταν καμιά ιδιαίτερα ριζοσπαστική μορφή. Η τραγωδία του ήταν ότι σ' όλη του τη ζωή έμεινε ένα enfant teπίbΙe .
Είναι αρκετά παράξενο που ένας από τους λίγους ανθρώπους που όχι μόνο το αναγνώρισαν αυτό αλλά και του το συγχώρεσαν, ήταν ο μεγάλος του αντίπαλος στις μέρες δόξας του LSE, ο Lionel Robbins, ο οικονομολόγος που, μαζί με το συνάδελφό του τον Friedrich νοη Hayek, αντιπροσώπευε όλα όσα απεχθανόταν ο Λάσκι. Ο Robbins, ένας γνήσιος διανοούμενος πρώτης σειράς που έφτιαξε μια καριέρα ανάμεσα στους μεγαλύτερους και τους καλύτερους των Μεγάλων και των Καλών, υπήρξε
ΤΟ ΜΕΓΑΦΩΝΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 203
ένας από τους λίγους φίλους που είχε ο Λάσκι ανάμεσα στους συναδέλφους του και ο μόνιμος υπερασπιστής του. Μάλιστα, μετά το θάνατο του Λάσκι, ο Robbins και κάποιοι άλλοι θύμωσαν τόσο πολύ με τη νεκρολογία των Times, ώστε ετοίμασαν μια δεύτερη νεκρολογία που ήθελε να «εκφράσει τις προσωπικές αρετές του μακαρίτη Καθηγητή Λάσκι που τον έκαναν αγαπητό στους πολλούς φίλους του» καθώς και «τις αρετές που του έδωσαν μια τόσο μεγάλη επιρροή στο εργατικό κίνημα». Ο Robbins αναγνώρισε όχι μόνο την «σχεδόν ανώριμη προσωπικότητα του Λάσκι, μια έλλειψη συναισθηματικής ισορροπίας σχεδόν οδυνηρή», και τη μοναξιά του, αλλά και τη «γρήγορη αντίληψη και αίσθηση του χιούμορ» που είχε, την αίσθηση του παράλογου, και βέβαια τη γενναιοδωρία και την καλοσύνη του. (Το ότι οι Times δημοσίευσαν τη δεύτερη νεκρολογία ήταν, παρεμπιπτόντως, πρωτοφανές).
Τι κατάφερε τελικά ο Λάσκι; Μια ματιά στα Index των παραπομπών, τόσο στις κοινωνικές όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, δείχνει ότι τα είκοσι πέντε βιβλία του δεν επιβίωσαν. Παρ' όλα αυτά ήταν ένας άνθρωπος με πολλά χαρίσματα. Ο Leonard Woolf, που ήξερε τι μπορούσαν να κάνουν ο Κέυνς και ο Ράσσελ, θυμόταν μια συνάντηση συμπαθούντων των Εργατικών με τον Γκάντι στο Λονδίνο, όπου τον είχε καταπλήξει «μια από τις λαμπρότερες πυροτεχνικές παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει»:
«ο Χάρολντ [ . . . ] συνόψισε με τον πιο διαυγή και άψογο τρόπο τις δέκα με δεκαπέντε πολύπλοκες και διαφορετικές ομιλίες ανθρώπων τους οποίους άκουγε επί μιάμιση ώρα. Μίλησε γύρω στα είκοσι λεπτά' έδωσε ένα τέλειο διάγραμμα ενός κειμένου στο οποίο οι διάφορες τοποθετήσεις και απόψεις συνθέτονταν λογικά μεταξύ τους ούτε μια στιγμή δε δίστασε για μια λέξη ή μια σκέψη και, νομίζω, δεν έκανε κανένα λάθος. Υπήρχε ένα είδος ομορφιάς στην παρουσίασή του, μια αψεγάδιαστη σιγουριά και απλότητα την οποία αισθάνεται κανείς στα έργα τέχνης».
Είχε μια ασύγκριτη σκηνική παρουσία στο αμφιθέατρο, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει όποιος τον είχε ακούσει. «Μπορούσε κανείς να καταλάβει ότι έδινε διάλεξη, γιατί κάθε λίγα λεπτά ξεσπούσε μια καταιγίδα γέλιων που ακουγόταν σε όλο το κτίριο [ . . . ] Μεταπτυχιακοί φοιτητές από άλλες ειδικότητες [ . . . ] συνήθιζαν να πηγαίνουν στις διαλέξεις του Λάσκι "όταν θέλανε να χαλαρώσουν, σχεδόν όπως πηγαίνουμε στο σινεμά ή στο θέατρο"». Ήταν ένας ιδιοφυής δάσκαλος, και δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον καλύτερο στο να εμπνέει φοιτητές, ειδικά αυτούς που είχαν έρθει από την Αμερική και από τις χώρες αυτού που τότε δεν αποκαλούνταν ακόμα Τρίτος Κόσμος κανένας άλλος δεν τους ενέπνευσε περισσότερο.
Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Αποκλειστικά χάρη στον Λάσκι το LSE έγινε, όπως είπε και ο γερουσιαστής Daniel Moynihan, «ο σημαντικότερος θεσμός ανώτατης εκπαίδευσης για την Ασία και την Αφρική ». Για τους περισσότερους υπερπόντιους φοιτητές -και όταν ήρθε 300 από τους 2.500 φοιτητές της σχολής ήταν από « ξένες χώρες και αποικίες>>- αυτός ήταν το LSE. Ένας ηλικιωμένος ιστορικός στην Μπογκοτά μου είπε κάποτε, ότι ο Λάσκι ήταν που τον ενέπνευσε στο έργο της ζωής του, να γράψει την ιστορία της καταπίεσης των Ινδιάνων από την κατάκτηση και μετά. Είχε πάει στο LSE τη δεκαετία του 1920. «Τι απέγινε μ' αυτό το ίδρυμα ;» με ρώτησε. «Υπάρχει ακόμα ; »
Όμως, η καλή νεράιδα που γέμισε τον μικρό Λάσκι μ ε τόσα πολλά πνευματικά χαρίσματα, τον στέρησε από δύο. Δεν ήταν πρωτότυπος στοχαστής ούτε είχε φυσικό συγγραφικό ταλέντο, και ποτέ δεν έγινε καλός συγγραφέας, γιατί έγραφε πολύ, πολύ γρήγορα, πάνω σε πολλά θέματα και δίχως να κάνει αυτοκριτική και αναθεώρηση. Ακόμα και στην εποχή της μεγαλύτερης επιρροής του, στην Αριστερά των διανοουμένων δεν τον παίρνανε πολύ στα σοβαρά ως θεωρητικό, παρότι, μαζί με τους Σω, Ουέλλς, Μαρξ, G.D.H. Cole και Tawney συγκαταλέγετο μεταξύ των συγγραφέων που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στους Εργατικούς βουλευτές το 1962. Σε αντίθεση με τον Tawney, δεν έγραψε κανένα κείμενο που να διαμορφώνει ένα όραμα για το σοσιαλισμό· σε αντίθεση με τον Cole (που πολιτικά ήταν λιγότερο επιφανής, αλλά άσκησε πολύ μεγαλύτερη επίδραση), δεν έγραψε ιστορίες των κινημάτων τις οποίες όλοι έβλεπαν ως τους φυσικούς συνεχιστές των ιστοριών των Webb. Οι πανεπιστημιακοί έκαναν ευγενικά σχόλια για τα πρώτα πλουραλιστικά του κείμενα, που ήταν απομεινάρια του νεανικού του συνδικαλισμού, δίχως όμως στην πραγματικότητα να τα συστήνουν. (Ισως να κάνουν μια μικρή επιστροφή στα πλαίσια τής μετά το 1989 μόδας της αντικρατικιστικής ρητορείας) . Το rnagnurn opus του: Μία Γραμματική της Πολιτικής ( 1925), λίγο καιρό επέπλευσε και μετά χάθηκε από το προσκήνιο.
Κι όμως, τίποτε απ' αυτά δεν τον εμπόδισε να έχει μια εξαιρετικά περίοπτη θέση από το 1931 μέχρι το 1945. Κατά κάποιον τρόπο, όπως παρατήρησε οξυδερκώς ο John Strachey, «τα άλυτα ζητήματα που διατρέχουν τα βιβλία, τα άρθρα και τις ομιλίες του [ήταν] η βασική του δύναμη. Αυτό ακριβώς ήταν που του έδινε έναν έλεγχο πάνω στα μυαλά μιας ολόκληρης γενιάς του Βρετανικού Εργατικού Κινήματος. Στο κάτω κάτω, οι αντιφάσεις βρίσκονταν και μέσα στα δικά μας κεφάλια - υπό μία έννοια βρίσκονταν και μέσα στην ίδια την αντικειμενική κατάστασψ>. Ήταν «κατά βάθος, ένας ιεροκήρυκας της μάζας και ένας δημόσιος δάσκαλος», αν και οι Krarnnick και Sheerrnan κάνουν σίγουρα λάθος, όταν λένε πως ήταν έτοιμος να θυσιάσει την πολιτική και ακαδημα·ίκή υ-
ΤΟ ΜΕΓΑΦΩΝΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ 2°5
πόληΨ� του στη «διάθεσ� του να διδάσκει τον κόσμο και να τον εισάγει στο σοσιαλισμό». Αυτό που κ�ρυττε και δίδασκε δημοσίως, �ταν αυτό που αισθάνονταν για την επoχ� τους οι περισσότεροι άνθρωποι που στράφηκαν προς την Αριστερά στη Βρετανία στα χρόνια ανάμεσα στο 1931 και 1945.
Αυτό είναι που καθιστά τον Λάσκι μια ενδιαφέρουσα δημόσια φιγούρα στη Βρετανία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Ινδία, όπου λειτούργησε ουσιαστικά μέσα σε μια μειονότητα αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις. Α ν�κει στην επoχ� της Μεγάλης 'Ύ'φεσης και της πάλης ενάντια στο φασισμό, και πίσω από την αινιγματικ� εξέλιξη των απόψεών του βρίσκονται τα τραύματα της περιόδου: οι αποτυχίες της κυβέρνησης των Εργατικών το 1929-1931 , το βαθύ σοκ της «προδοσίας» του MacDonald και του σχηματισμού της κυβέρνησης εθνικ�ς ενότητας, η επικράτηση του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, η απελπισμένη υποχώρηση μπροστά στη διεθν� επιθετικότητα και κατάκτηση. Η ιστορία της δεκαετίας του 1920 θα μπορούσε να γραφεί δίχως αναφορά στον Λάσκι, γιατί τότε δεν αντιπροσώπευε τίποτε πέρα από τον εαυτό του. Μόνο μετά το 1931 γίνεται μια χαρακτηριστικ� φιγούρα, ένα είδος βαρόμετρου της βρετανικ�ς Αριστεράς εντός και εκτός Εργατικού Κόμματος (όχι όμως και του Κομμουνιστικού Κόμματος). Το 1931 �ταν ένας απ' αυτούς που π�ραν τις περισσότερες ψ�φoυς στις εκλογές για την Eκτελεστικ� Eπιτρoπ� του Εργατικού Κόμματος, η οποία έκτοτε παρέμεινε η «βάση της ισχύος» του (αν αυτός ο όρος δεν είναι προβληματικός).
Το κλειδί για τη θέση του και για τη θέση της Αριστεράς της δεκαετίας του 1930, είναι η απομόνωση της Αριστεράς. Πέρα από τις Σκανδιναβικές χώρες δεν είχε άλλη απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση, από το να δείχνει τη μoναδικ� οικονομία που έμοιαζε απρόσβλητη στην ύφεση, την ΕΣΣΔ, δηλαδ� να καλεί σε 100% σοσιαλισμό. Οι οικονομικές πολιτικές για το ξεπέρασμα της κρίσης πρo�λθαν απ' τον φιλελεύθερο Κέυνς, απέναντι στον οποίο ο Λάσκι, σε μια συζ�τηση στην Aμερικ� το 1934, υπoστ�ριξε ότι μόνο η δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγ�ς θα μπορούσε να σώσει τις ΗΠΑ . (Σε τίποτε άλλο δεν �ταν πιο χαρακτηριστικό δείγμα της Βρετανίας του '30, παρά στο συνδυασμό ενός γν�σιoυ θαυμασμού για τον Ρούζβελτ με έναν θαυμασμό και υπoστ�ριξη στη Σοβιετικ� Ένωση). Πολιτικά, η Αριστερά είχε μια αδιαφιλονίκητη πoλιτικ� : αντιφασιστικ� ενότητα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ωστόσο, κανείς δεν άκουγε πέρα από κείνους που �ταν �δη πεπεισμένοι, κι απ' αυτούς όχι όλοι. Πέρα από τις Σκανδιναβικές χώρες και τις ΗΠΑ δεν υπ�ρχε κάποια σημαντικ� δημόσια στρoφ� προς τα αριστερά· σε μεγάλα κομμάτια της Ευρώπης υπ�ρχε μια oρατ� στρoφ� προς τα δεξιά - όπου μπορούσαν να διεξάγονται ακόμα εκλογές. Η νίκη του
206 Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤιΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Λιiίκoύ Μετώπου στη Γαλλία έδειξε απλά την ανάγκη για ενότητα. Πήρε μόνο 1 % περίπου περισσότερο από ό,τι είχε πάρει όλη η Αριστερά το 1932. Το Εργατικό Κόμμα, που μετά βίας ανέκαμπτε μετά την απώλεια του ενός τετάρτου του εκλογικού του σώματος το 1931 , δεν είχε σοβαρές προοπτικές να κερδίσει τις εκλογές. Ο αντιφασισμός δεν επεκτάθηκε στη λα'ίκή του βάση, παρά μόνο μετά το Μόναχο, και η ριζοσπαστικοποίηση της κοινής γνώμης που οδήγησε στη νίκη των Εργατικών το 1 945, δεν έγινε ορατή πριν το 1941 -1942.
Οι φωνές της Αριστεράς ήταν κραυγές βοώντος, όχι ακριβώς εν ερήμω, αλλά πάντως δίχως ελπίδες: στρέφονταν ενάντια στην άρνηση συγκρότησης ενός αντιχιτλερικού συνασπισμού στη δεκαετία του 1 930, ενάντια στην άρνηση αναγνώρισης των δυνατοτήτων κοινωνικής αλλαγής που άνοιγε ο λιiίκός πόλεμος του 1940-1945. Ο Λάσκι αποτελούσε το μεγάφωνο μέσα απ' το οποίο μιλούσαν. Έγινε μια δύναμη όταν σταμάτησε να κάνει παρασκηνιακές υποδείξεις στους πολιτικούς που έπαιρναν τις αποφάσεις, και άρχισε να μιλάει εκ μέρους της μόνιμης αντιπολίτευσης: σαν ένας Τόνυ Μπεν στη δεκαετία του 1940 (αλλά, πρέπει να το πούμε, όχι το ίδιο εύγλωττα).
Εδώ βρίσκεται η δύναμη του Λάσκι αλλά και τα όριά του. Από τη στιγμή που η Αριστερά άγγιζε το θρίαμβο, ο οποίος θα ωθούσε το κόμμα να έρθει σε ρήξη με τον Τσώρτσιλ και να διεκδικήσει τις εκλογές του 1945 με ένα, για τα σημερινά μέτρα, αδιανόητα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, δεν είχε περισσότερα να πει. Ή, μάλλον, είχε περάσει η εποχή των διαλέξεων και των καταγγελιών, ειδικά για έναν άνθρωπο που είχε επιδείξει μια εντυπωσιακή έλλειψη πολιτικής κρίσης. Η περίφημη προσγείωσή του από τον Άτλη (<<θα ήταν ευπρόσδεκτη μια περίοδος σιωπής εκ μέρους σας») ήταν αναμενόμενη . Υπήρχε μεγάλο περιθώριο για μια αριστερή κριτική στην κυβέρνηση των Εργατικών, προϋπέθετε όμως μια αναγνώριση τόσο των περιορισμών όσο και των δυνατοτήτων της εξουσίας, την οποία ο Λάσκι δε διέθετε.
Τα τελευταία του χρόνια, που σκιάστηκαν από τον Ψυχρό Πόλεμο, του οποίου έγινε μεταθανάτιο θύμα, ήταν θλιβερά. Πέθανε στα μέσα της έκτης δεκαετίας του από υπερκόπωση και απογοήτευση. Για τους νέους ανθρώπους του 1945 ήταν (σύμφωνα με τα λόγια του Denis Healey) « ένας φοβισμένος ανθρωπάκος με μικρό μουστάκι και μεγάλα θλιμμένα καστανά μάτια» και «ένα ύφος Τσάρλι Τσάπλιν». Γρήγορα τον ξέχασαν, με εξαίρεση τους παλιούς του φοιτητές. Ήταν μια προσωπική τραγωδία αλλά και η τραγωδία ενός ορισμένου είδους βρετανού αριστερού διανοητή. Δίχως αυτόν, όμως, θα είχε υπάρξει η μεγαλύτερη και πιο ανθρώπινη μεταρρυθμιστική διακυβέρνηση του αιώνα ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τα τρία ε πόμενα κεφάλαια ασχολού νται ουσιαστικά με τις πολιτικές σχέσεις τω ν
«παραδοσιακώ ν» αγροτώ ν με ομάδες και θεσμούς που βρίσκονται έξω από τη ν τοπι
κή τους κοι νότητα. Πιο συγκεκριμέ να, με καταστάσεις όπου οι αγρότες συναντού ν τα
πολιτικά κι νήματα και προβλήματα του εικοστού αιώ να. Συνεχίζουν τη μελέτη τω ν
βασικώ ν θεμάτω ν του βιβλίου μου Primitiνe Rebels (1959), βάσει όμως -ιδιαίτερα τα
κεφάλαια 11 και 12- μιας πρωτογε νούς έρευνας σε διάφορες χώρες της Λατι νικής
Αμερικής. Το παρόν κεφάλαιο δημοσιεύτηκε αρχικά στο πρώτο τεύχος του Journal of Peasant Studies α, 1, 1973).
Το θέμα αυτού του άρθρου είναι τεράστιο, και επιπλέον προϋποθέτει κάποιον ορισμό τόσο των αγροτών όσο και της πολιτικής. Β έβαια, η προσπάθεια να δωθούν ορισμοί έχει αξία περισσότερο για θεωρητικούς παρά για πρακτικούς λόγους. Όσο σύνθετο πρόβλημα και να είναι για έναν ζωολόγο το πως θα ορίσει ένα άλογο, αυτό συνήθως δε σημαίνει κι ότι υπάρχει πραγματική δυσκολία να αναγνωρίσει κανείς ένα άλογο. Θα υποθέσω λοιπόν, ότι οι περισσότεροι από μας συνήθως γνωρίζουν σε τι αναφέρονται οι λέξεις «αγρότες» και «πολιτική ».
Ωστόσο, είναι χρήσιμες κάποιες προκαταρκτικές διασαφηνίσεις. Η πολιτική που μας ενδιαφέρει σ' αυτό το άρθρο είναι αυτή, μέσω της οποίας οι αγρότες έρχονται σε επαφή με τις ευρύτερες κοινωνίες στις οποίες ανήκουν. Οι σχέσεις, δηλαδή, των αγροτών με άλλες κοινωνικές ομάδες, τόσο αυτές που είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά «ανώτερές» τους ή εκμεταλλεύτριές τους όσο κι εκείνες που δεν είναι -τους εργάτες, για παράδειγμα, ή άλλα τμήματα της αγροτιάς-, καθώς και με ευρύτερους μηχανισμούς ή κοινωνικές οντότητες - την κυβέρνηση, το εθνικό κράτος. Δε θα ασχοληθώ με εκείνο το είδος της μικρο-πολιτικής που καταλαμβάνει καθημερινά τον ορίζοντα των χωρικών, όπως άλλωστε και των φοιτητών, των καθηγητών και άλλων κατοίκων κλειστών ή εν μέρει κλειστών μικρόκοσμων. Αν και το όριο που χωρίζει τη μικρο-πολιτική από τη μακρο-πολιτική στις αγροτικές κοινότητες δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί στην πράξη, μια που σε μεγάλο βαθμό αλληλοεπικαλύπτονται, πρέπει παρ' όλα αυτά να κάνουμε αυτή τη διάκριση.
Όσον αφορά τους αγρότες, θέλω απλά να αναφέρω -ή μάλλον να θυμίσω- δύο σημεία: πρώτον, ότι υπάρχουν βαθιές διαφορές ανάμεσα στους διάφορους τύπους οικογενειακής αγροτικής παραγωγής, διαφορές
208 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
τις οποίες οιαδήποτε γενίκευση κινδυνεύει να τις υποβαθμίσει. -Π.χ. ανά
μεσα σε κτηνοτροφικές και καλλιεργητικές οικονομίες- και δεύτερον, ότι
πέραν ενός ορισμένου σημείου εσωτερικής κοινωνικο-οικονομικής διαφο
ροποίησης του αγροτικού πληθυσμού, ο όρος «αγροτιά» δεν έχει πλέον
νόημα. Και αυτό το σημείο είναι συχνά δύσκολο να οριστεί, είναι ωστό
σο προφανές ότι ούτε, για παράδειγμα, οι έμποροι-κτηματίες της Αγ
γλίας του δέκατου ένατου αιώνα, ούτε οι αγροτο-προλετάριοι ορισμένων
οικονομιών μεγάλων φυτειών στους τροπικούς εντάσσονται στο «αγροτι
κό ζήτημα», αν και αποτελούν τμήμα του «γεωργικού ζητήματος». Θα ήθελα όμως να επιμείνω σε μια διάκριση που εφαρμόζεται με διαφο
ρετικό τρόπο τόσο στους αγρότες όσο και στην πολιτική, και η οποία χωρί
ζει τη ζωή πριν τη «Μεγάλη Αλλαγή » από τη ζωή μετά το θρίαμβο της
αστικής κοινωνίας και του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Ευρώπη. Θέ
λω να κάνω σαφές, ότι αυτό δε σημαίνει και αποδοχή της χονδροειδούς
και ανιστορικής διχοτομίας ανάμεσα σε «παραδοσιακή » και « μοντέρνα»
κοινωνία. Η ιστορία δε συνίσταται σε ένα μοναδικό βήμα. Οι «παραδο
σιακές» κοινωνίες δεν είναι στατικές και αμετάλλακτες, απαλλαγμένες
από ιστορική αλλαγή και εξέλιξη, και ούτε υπάρχει κάποιο ενιαίο μοντέ
λο «εκσυγχρονισμού» που να καθορίζει τη μεταμόρφωσή τους. Αλλά η
άρνηση των χοντροκομμένων σχημάτων ορισμένων κοινωνικών επιστημών δε θα πρέπει να μας κάνει να υποτιμήσουμε τη βαθιά μεταμόρφωση που είχαμε στις περισσότερες χώρες μετά το θρίαμβο του βιομηχανικού καπιταλισμού και την ποιοτική της διαφορά από προηγούμενες εξελίξεις. Το γεγονός και μόνο ότι η αγροτιά έπαψε να αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού σε πολλά μέρη του κόσμου, ότι σε μερικές χώρες, με πρώτη την καπιταλιστική Αγγλία, ουσιαστικά εξαφανίστηκε και ότι αυτή η εξαφάνισή της ως τάξη είναι σήμερα ορατή σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, ξεχωρίζει την περίοδο μετά το δέκατο όγδοο αιώνα απ' όλη την προηγούμενη ιστορία από την ανάπτυξη της γεωργίας και μετέπειτα.
Ι
Μπορούμε να τοποθετήσουμε τους αγρότες σε κάποιο σημείο ανάμεσα σε δύο ακραίους ιδεατούς τύπους: ο πρώτος τύπος αντιπροσωπεύεται κατά κάποιον τρόπο από τις αγροτικές κοινότητες της Κεντρικής Ρωσίας των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα, και κάνει τη ζωή που έχει περιγράψει καλά ο Dobrowolski για την Πολωνία· 1 ο δεύτερος αντιπροσωπεύεται από το μοντέλο της γαλλικής αγροτιάς των μέσων του δέκατου ένα-
1. Kazimierz Dobrowolski, «Peasant Traditional Culture» , στο Teodor Shanin (επιμ.), Peasant and Peasant Societies, Λονδίνο 1971 .
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛIΤιΚΗ 209
του αιώνα που παρουσιάζει ο Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ,2 και λειτουργεί
μέσα σε ένα πλαίσιο αστικών θεσμών και νόμων, ιδιαίτερα των νόμων
περί ιδιοκτησίας, συνήθως ως ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων, φτά
νοντας ίσως μέχρι την κατηγορία των εμπόρων-κτηματιών, μια αγροτιά
που αποτελείται από ένα σύνολο μικρών ατομικών επιχειρήσεων που δε
συνδέονται με ισχυρές μεταξύ τους σχέσεις, το «σακί με τις πατάτες» του Μαρξ. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, οι παραδοσιακοί αγρότες χαρακτηρίζονται από έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό επίσημης ή άτυπης (συνήθως σε τοπικό επίπεδο) συλλογικότητας, η οποία αφ' ενός έχει την τάση να περιορίζει τις διαρκείς κοινωνικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της αγροτιάς, αφ' ετέρου διευκολύνει ή ακόμα και επιβάλει την κοινοτική δράση. 3 Δε χρειάζεται εδώ να εξετάσουμε το αν αυτή η συλλογικότητα οφείλεται σε οικονομικούς παράγοντες -ίσως την ανάγκη για συνεργασία που επιβάλλει η διαδικασία της εργασίας ή η διαχείριση των κοινόχρηστων πόρων- ή σε άλλους παράγοντες. Δε συνεπάγεται εξισωτισμό, αν και είναι πιθανό (σε συνδυασμό ίσως με θεσμούς σαν εκείνους των φεουδαρχών γαιοκτημόνων) να συνεπάγεται κάποιον μηχανισμό που ανακόπτει την απεριόριστη συσσώρευση πόρων σε μεμονωμένες αγροτικές οικογένειες. Η δύναμη της «κοινότητας» μπορεί να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, μας είναι δύσκολο να συλλάβουμε μια «παραδοσιακή » αγροτιά, πέρα από κάποιες πολύ ειδικές καταστάσεις, που να μην έχει αυτό το στοιχείο της συλλογικότητας. Στο βαθμό που υπάρχουν περιοχές όπου αυτό το στοιχείο απουσιάζει, η παρακάτω διαπραγμάτευση προφανώς δεν έχει εφαρμογή πάνω τους. Αφορά πρώτα και κύρια τους «παραδοσιακούς» αγρότες ή εκείνους που βρίσκονται σε μια διαδικασία μετασχηματισμού, δηλαδή κοινωνικής και οικονομικής διαφοροποίησης.
Σε γενικές γραμμές, η «Μεγάλη Αλλαγή» αλλάζει και την πολιτική, μαζί και την πολιτική των λα'ικών μαζών, στο βαθμό που το κυρίαρχο «επικρατειακό», «εθνικό κράτος», το οποίο διαθέτει ειδικούς θεσμούς που περιλαμβάνουν όλο και περισσότερο και εθνικές εκλογές, καθίσταται το καθιερωμένο πλαίσιο της ΠOλιτr.κής δράσης, στο βαθμό που ανα-
2. Καρλ Μαρξ, Η 1 8η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852). 3. Πρβλ. ένα σχόλιο της εποχής πάνω σε μία σύγκρουση ανάμεσα σε αγροτικά στρώ
ματα στη Γερμανία του δέκατου έκτου αιώνα: «Είναι παράξενο που οι υπήκοοι του Φέουδου του Messkirch εξεγέρθηκαν εναντίον του αφέντη τους Gottfried Werner, γιατί δεν μπορούσαν να δώσουν κάποιον πειστικό ή πιεστικό λόγο που να εξηγεί τη δράση τους. Απλά ισχυρίζονταν πως είχαν κατακλυστεί από τους μεροκαματιάρηδες που θέλανε να χρησιμοποιούν τα βοσκοτόπια, και πως δεν μπορούσαν να ζήσουν στα κτήματά τους όπως παλιά. Στην πραγματικότητα όμως, οι περισσότεροι από τους μεροκαματιάρηδες ήταν γιοι, γαμπροί και κοντινοί συγγενείς των αγροτών» . David Sabean, «Famille e t tenure paysanne: aux origines de la guerre des paysans en Allemagne» , Annαles: Economies. Socitittis, CΊvilisαtions 27, τχ. 4-5, Ιούλιος-Οκτώβριος 1972, σ. 904.
2 1 0 ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑlθΡΟΥ
πτύσσονται νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης και κινήματος με ειδικές, και όλο και πιο κοσμικού χαρακτήρα, ιδεολογίες, κ .ο .κ . Πρέπει να τονίσουμε πως η διαφορά δεν είναι ανάμεσα σε «παραδοσιακές» κοινωνίες «δίχως πολιτική » και σε «σύγχρονες» κοινωνίες με πολιτική . Και στις δύο υπάρχει πολιτική . Ούτε είναι μια διαφορά ανάμεσα σε μια εποχή όπου η πολιτική ανήκει αποκλειστικά στις ανώτερες τάξεις και σε μια εποχή κατά την οποία οι απλοί άνθρωποι, μαζί και οι αγρότες, γίνονται μόνιμοι ενεργοί παράγοντες της πολιτικής. Ωστόσο στην Ευρώπη, η πολιτική της περιόδου πριν τη Γαλλική Επανάσταση και η πολιτική της περιόδου μετά απ' αυτήν διαφέρουν όσον αφορά τις διαδικασίες τους και τις δομές τους. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας είναι ιστορία με παραδοσιακούς αγρότες σε παραδοσιακή πολιτική, αλλά αυτό με το οποίο ασχολείται κατά κύριο λόγο αυτό το άρθρο είναι τι γίνεται όταν οι παραδοσιακοί αγρότες εμπλέκονται με τη σύγχρονη πολιτική: δηλαδή σε μια μεταβατική κατάσταση, η οποία όμως σε πολλά μέρη του κόσμου έχει ένα άμεσο πρακτικό και όχι απλά ιστορικό ενδιαφέρον.
Ας περάσουμε τώρα στο ερώτημα που βρίσκεται στη βάση του προβλήματος της σχέσης των αγροτών με την πολιτική : σε ποιο βαθμό μπορούμε να μιλάμε για την αγροτιά ως τάξη ; Αντικειμενικά βέβαια, μπορεί να οριστεί κι αυτή ως μια τάξη «καθ' εαυτή » με την κλασική έννοια, δηλαδή ως ένα σώμα ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από μια ορισμένη μορφή σχέσης με τα μέσα παραγωγής καθώς και από άλλα κοινά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Όπως όμως έχει σωστά παρατηρήσει ο Shanin, ανάμεσα σ' αυτού του είδους τις τάξεις η αγροτιά είναι «μια τάξη χαμηλής ταξικότητας»,4 σε σύγκριση, φέρ' ειπείν, με τη βιομηχανική εργατική τάξη, μια τάξη πολύ υΨηλής «ταξικότητας», με την έννοια πως η πολιτική της προκύπτει σε μεγάλο βαθμό άμεσα από τις ειδικές σχέσεις της με τα μέσα παραγωγής.
Κατά πόσον όμως είναι και μία «τάξη δι' εαυτήν» - μία τάξη που έχει συνείδηση του εαυτού της ως τέτοιας ; Στις παραδοσιακές κοινωνίες, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, οι αγρότες θεωρούσαν τους εαυτούς τους, και πράγματι ήταν, ως το βασικό τύπο ανθρώπου, μια που αποτελούσαν βέβαια τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που ζούσαν μέσα στον κόσμο που ήξεραν, αλλά και οπουδήποτε αλλού άλλωστε. Υπό μία έννοια, οι τυπικοί άνθρωποι ήταν αγρότες και όλοι οι υπόλοιποι, μη τυπικές μειονότητες. Δεύτερον, οι αγρότες είχαν πολύ μεγάλη επίγνωση της διαφοράς που τους χώριζε, και σχεδόν πάντοτε της υποταγής τους ή της καταπίεσης τους, από μειονότητες μη αγροτών, τις οποίες δε συμπαθούσαν και δεν εμπιστεύονταν. Αυτό δεν αφορούσε μό-
4. Teodor Shanin, «The Peasantry as a Political Factor» , στο Τ. Shanin (επψ.), Peasans . .. , ό.π.
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛIΤιΚΗ 2 1 1
νο την αριστοκρατία ή τους φεουδάρχες (όπου υπήρχαν), αλλά και τους εμπόρους και τους ανθρώπους των πόλεων, με εξαίρεση ίσως τους συγγενείς των αγροτών που επισκέπτονταν για σύντομα διαστήματα τις πόλεις δίχως να γίνονται και οι ίδιοι αστοΙ Βέβαια στον εικοστό αιώνα αυτή η κατάσταση άλλαξε, και η κάθετη διάκριση πόλης και υπαίθρου δεν ισχύει πλέον, δεδομένης της μαζικής Landflucht της αγροτιάς. Όμως οι αγρότες εξακολουθούσαν να έχουν την τάση να μην εμπιστεύονται όσους δεν είναι αγρότες, γιατί οι περισσότεροι άλλοι άνθρωποι μοιάζουν να συμμετέχουν σε μια συνωμοσία που έχει βαλθεί να τους κλέβει και να τους καταπιέζει, και βρίσκονται από πάνω τους σε οποιαδήποτε κοινωνική ιεραρχία έχει καθιερωθεΙ
Ο Leonardo Sciascia, ο σικελός συγγραφέας, έχει δημοσιεύσει ένα τραγούδι του θερισμού που ανακάλυψε σε κάποια ταπεινή τοπική εφημερίδα του 1876, στο οποίο οι αγρότες, ενώ θερίζουν, κάνουν και μια λιτανεία μίσους για όλους όσους δεν είναι αγρότες και δεν κρατάνε δρεπάνι, ένα τραγούδι μίσους αλλά και αυτοπεριφρόνησης και απελπισίας, γιατί ο αγρότης είναι αλυσοδεμένος στην κοινωνική τάξη πραγμάτων των εκμεταλλευτών του. 5 Είναι η φωνή αυτών για τους οποίους έγραφε ο La Bruyere στη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ':
«Σκορπισμένα μέσα στην ύπαιθρο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει κάποια άγρια ζώα, αρσενικά και θηλυκά, σκοτεινά, πελιδνά και καμένα απ' τον ήλιο, κολλημένα πάνω στη γη την οποία σκάβουν και ανακατώνουν μ' ένα ακατανίκητο πείσμα. Ωστόσο, έχουν κάτι που μοιάζει με έναρθρη φωνή, κι όταν σηκώνονται όρθια αποκαλύπτουν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Ναι, είναι άνθρωποι [ . . . ] Χάρη σ' αυτούς, οι υπό λοιποι άνθρωποι δε χρειάζεται να σπέρνουν, να δουλεύουν και να θερίζουν για να ζήσουν. Να γιατί δε θα 'πρεπε να στερούνται το ψωμί που έσπεφαν ».6
Τέτοιες εκρήξεις μίσους μπορεί να είναι σπάνιες -αν και δεν εκπλήσσουν στη Σικελία του δέκατου ένατου αιώνα-, αλλά αυτό το βαθύ αίσθημα της διαφοράς και της μνησικακίας που έχουν αυτοί που τρέφουν μεν τους άλλους μα θεωρούνται από εκείνους ως υπάνθρωποι, δεν είναι μοναδικό. Οι άνθρωποι της υπαίθρου είναι μάλιστα πολύ συχνά και εμφανισιακά διαφορετικοί από τους ανθρώπους της πόλης, ακόμα και όταν δεν υπάρχει καμιά διαφορά φυλής, χρώματος, γλώσσας ή θρησκείας. Η συμπεριφορά τους, τα ρούχα τους, είναι διαφορετικά. Στη Σικελία, οι «τραγιάσκες» (αυτοί που φοράνε το παλιό σκουφί, το φρυγικό σκούφο της Γαλλικής Επανάστασης) είναι ταξικοί εχθροί των «καπέλων». Στη
5. Leonardo Sciascia, La corda ραΖΖα: scritIori e cose della Sicilia, Τορίνο 1970, σ. 80-83. 6. Jean de La Bruyere, Les Caracteres, Παρίσι 1869, σ. 292-293.
2 1 2 ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙθΡΟΥ
ΒολιβΙα, στις σπάνιες περιπτώσεις που οι αγρότες επιβλήθηκαν συλλογικά στους ανθρώπους της πόλης, όπως στην εξέγερση του 1899,7 επιτιθονταν σε όλους όσους «φορούσαν παντελόνια» και επέβαλαν στους αστούς τη φορεσιά των αγροτών (δηλαδή τα ινδιάνικα ρούχα) .
Αυτή η αΙσθηση ενός κοινού διαχωρισμού από τους μη-αγρότες Ισως να παράγει μια ασαφή «αγροτική συνεΙδησψ> που επιτρέπει ακόμα και σε αγρότες από διαφορετικές περιοχές, με διαφορετικές διαλέκτους, ενδυμασΙες και έθιμα, να αναγνωρΙζονται μεταξύ τους ως «αγρότες», τουλάχιστον στις προσωπικές τους σχέσεις. Όπως στους «φτωχούς εργαζόμενους» υπάρχει γενικά η αΙσθηση ότι: «εΙναι φτωχοΙ μπάσταρδοι σαν κι εμάς» ή ότι «ο φτωχός βοηθάει το φτωχό», κάτι ανάλογο υπάρχει και στους παραδοσιακούς αγρότες. Οι κομμουνιστές αντάρτες της Marquetalia (ΚολομβΙα), ένα καθαρά αγροτικό κΙνημα, τον καιρό που περιπλανιόντουσαν ύστερα από την εκδΙωξή τους από τις βάσεις τους το 1964-1965, στηρΙχθηκαν σ' αυτή την αυθόρμητη αναγνώριση και υποστήριξη των άλλων χωρικών, υποστήριξη που δε θα ήταν τόσο αυτόματη στην περΙπτωση των φοιτητών ανταρτών:
«Οι ηγέτες τους εΙχαν μεγάλο κύρος μεταξύ των χωρικών, ακόμα και σε συντηρητικές περιοχές [ . . . ] Οι αγρότες πΙστευαν πως εΙχαν μαγικές δυνάμεις που τους κάνανε άτρωτους, αλλά σε καμιά περΙπτωση δεν έδειχναν να τους θεωρούν ως ένα μέσο για να πάρουν την εξουσΙα ή, έστω, να καταλάβουν τη γη . Τους φαΙνονταν μάλλον σαν άλλοι φτω χοΙ αγρότες, που διώκονταν άδικα από τους ισχυρούς, από τα συμφέροντα της πόλης, και στους οποΙους έπρεπε να προσφέρουν την αλλη λεγγύη του απελπισμένου».8
Αυτή η ασαφής συνεΙδηση της «αγροτικότητας» ως μια ειδική κατηγορΙα κοινωνικής κατωτερότητας, φτώχειας, εκμετάλλευσης και καταπΙεσης δεν έχει συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, μια που στηρΙζεται στην αμοιβαΙα αναγνώριση εκ μέρους των αγροτών της ομοιότητας των σχέσεών τους με τη φύση, με την παραγωγή και με τους μη-αγρότες. Ιδεωδώς, τα όρια αυτής της συνεΙδησης εΙναι η ανθρωπότητα, και η πολιτική δράση που της αντιστοιχεΙ, εΙναι ένα σύντομο αλλά τεράστιο χιλιαστικό κύμα που τα σαρώνει όλα και που, θεωρητικά τουλάχιστον, αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. Αλλά τέτοια σαρώματα αναγκαστικά εΙναι σύντομα, όπως και οικουμενικής εμβέλειας, ακριβώς γιατΙ βασΙζονται στην αναγνώριση της ομοιότητας ή της ταυτότητας και όχι σε μια πιο στέρεη βάση ενός
7. Ramino Condarco Morales, Zαrte, ΕΙ «Terrible» W illkα: historiα de Ια rebeΙίόοn indigena de 1 899, Λα Παζ 1965, σ. 290.
8. Pierre Gilhodes, «Agrarian Struggles ίη Columbia», στο R. Stavenhagen (επιμ.), Agrariαn Problems αnd Peasant Movements ίπ Latin Americα, Νέα Τόρκη 1970, σ. 445.
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛIΤιΚΗ 2 1 3
συγκεκριμένου συστήματος οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Η μονάδα αυτών των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων στους παραδοσιακούς αγρότες είναι πολύ μικρότερη και πιο περιορισμένη: είναι η «κοινότητα» ή, γενικότερα, ο «μικρόκοσμος», στα πλαίσια του οποίου υπάρχουν συστηματικές συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων. Όταν έχουμε γνήσια αυθόρμητα χιλιαστικά σαρώματα, είναι χαρακτηριστικό πως αυτά εξαπλώνονται μέσα από τη «μόλυνση » της μιας κοινότητας απ' την άλλη, και πως η καμπύλη της ανάπτυξής τους μοιάζει με την εξάπλωση των επιδημιών.
Ο «μικρόκοσμος» μπορεί μάλιστα να ποικίλλει σημαντικά σε μέγεθος, πληθυσμό και πολυπλοκότητα. Η βασική μονάδα της παραδοσιακής αγροτικής ζωής, η κοινότητα, είναι μόνο ένα κομμάτι του. Μέσα σ' αυτή την περιοχή -μεγάλη ή μικρή, περισσότερο ή λιγότερο σύνθετη- οι άνθρωπOL γνωρίζονται μεταξύ τους και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, το σύστημα της εκμετάλλευσης και της ταξικής διαστρωμάτωσης, είναι ορατός. Εδώ μπορεί κανείς να υποθέσει την ύπαρξη μιας πλήρους «ταξικής συνείδησης», στο βαθμό που η διαφοροποίηση στο εσωτερικό της αγροτιάς δεν είναι τόσο σημαντική όσο τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των αγροτών και τα κοινά τους συμφέροντα απέναντι σε άλλες ομάδες, και στο βαθμό που η διάκριση ανάμεσα σε αυτούς και στις άλλες ομάδες είναι αρκετά σαφής. Κι αυτό μπορεί πράγματι να συμβαίνει: η αλληλεγγύη όλων των αγροτών απέναντι σε τρίτους μπορεί να έχει μεγαλύτερο βάρος από τις μεταξύ τους συγκρούσεις.9 Στις κοιλάδες της La Cοηveηcίόη και της Lares στο Περού αναπτύχθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ένα ενωμένο αγροτικό κίνημα ενάντια στους νεο-φεουδάρχες γαιοκτήμονες, παρότι σ' αυτό μετείχαν ομάδες αγροτών που εκμεταλλεύονταν η μία την άλλη . ω Από την άλλη, τόσο οι κάθετοι διαχωρισμοί στο εσωτερικό μιας τέτοιας περιοχής -για παράδειγμα ανάμεσα σε αγροτικές κοινότητες- όσο και η προσωποποίηση των κοινωνικών σχέσεων -για παράδειγμα μέσα από τις πελατειακές σχέσεις ή από τεχνητές μορφές συγγένειας (compadrazgo [κουμπαριά])- εμποδίζουν την ανάπτυξη μιας ταξικής συνείδησης. Ο έμπορος ή αυτός που στρατολογεί εργασία, δεν είναι μόνο ένας κοινωνικός τύπος αλλά και ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, συγγενής ή compadre αυτών με τους οποίους συναλλάσ-
9. Teodor Shanin, The Awkward Class: Political Sociology ο/ Peasantry ίπ α Developing Society: Russia, 1910-1925. Λονδίνο 1972, σ. 161 .
10 . Wesley Craig, « Peru: the peasant movement ίη La Cοnνercίόn» . στο Η. Landsberger (επιμ.), Latίn American Peasant Movements, Ithaca 1 969' E.J. Hobsbawm. « Problemes agraires a La Cοnνencίόn (Perou» >, στο Les Problemes agraires des Ameriques Latines, Παρίσι 1967. σ. 385-394' του ίδιου. «Α Case of Neo-feudalism : La Cοnνencίόn» , Journal ο/ Latin American Studies, τόμο 1/1 . 1970.
2 1 4 ΑΝΘΡΩΠOJ ΤΗΣ mΑΙΘΡοr
σεται, και τους οποίους εκμεταλλεύεται. Η κοινότητα μπορεί να βρίσκεται σε αντιδικία όχι μόνο με τη μεγάλη ιδιοκτησία που απαλλοτρίωσε τα κοινόκτητα εδάφη της, αλλά και με άλλες κοινότητες για τα σύνορά τους, και μερικές φορές φαίνεται ότι ίσως είναι πολιτικά σκόπιμο να συμμαχ�σει με τη μεγάλη ιδιοκτησία εναντίον των γειτόνων της.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη δoμ� του << μικρόκοσμου», όλοι γνωρίζουν ότι όχι μόνο συνορεύει � αλληλοεπικαλύπτεται με άλλους ανάλογους «μικρόκοσμους», αλλά και ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κόσμου. Ένα κρίσιμο πρόβλημα για την πoλιτικ� των παραδοσιακών αγροτών είναι αυτ� η σχέση ανάμεσα στο μικρόκοσμο και το μακρόκοσμο. Από μόνοι τους δεν μπορούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα, αφού το πλαίσιο της πoλιτικ�ς τους δράσης είναι είτε (στην πράξη) η στεν� περιoχ� είτε (νοητά) το σύνολο της ανθρώπινης φυλ�ς: είτε η βρύση του χωριού είτε η οικουμένη. Στην πραγματικότητα όμως, ο χώρος των μεγάλων εξελίξεων και αποφάσεων βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο, και τα σύνορα και η δoμ� του δεν καθορίζονται από την οικονομία � την κοινωνία του αγροτικού μικρόκοσμου.
Κι αυτά στην πραγματικότητα οι αγρότες δεν τα γνωρίζουν, παρά μόνο εξ ακo�ς. Αυτό είναι βέβαια προφανές για την οικουμένη. Όταν κάποιοι δημοσιογράφοι ρώτησαν κάποιους περουβιανούς αγρότες που είχαν οργανωθεί κάτω από συνθ�ματα του Κάστρο, πού βρίσκεται η Κούβα, εκείνοι απάντησαν «σε κάποιο άλλο μέρος του Περού». Ένας αγρότης που είχε φτάσει πρόσφατα στην Cuautla (Μεξικό) από ένα χωριό της γενέτειράς του Oaxaca, και με ρωτούσε για την πατρίδα μου, δεν μπορούσε με τίποτα να εντοπίσει τη «Βρετανία» υπό oιανδ�πoτε γεωγραφικ� έννοια. Ήταν στην Ευρώπη - αλλά τι �ταν και πού βρισκόταν η Ευρώπη ; Ήταν πέρα απ' τον ωκεανό. Αλλά τι �ταν ο ωκεανός και τι σ�μαινε η απόσταση ; Το μόνο που μπορούσε να εννo�σει, �ταν πως �ταν «κοντά στη Ρωσία» - μια χώρα για την οποία είχε ακουστά. Ε ίναι λιγότερο προφανές, αλλά εξίσου αληθινό, ότι οι γνώσεις του αγρότη για το έθνος � το κράτος εντός του οποίου ζει είναι σχεδόν το ίδιο ασαφείς και αποσπασματικές είναι ζ�τημα πρoσωπικ�ς έρευνας και εξοικείωσης. Οι γνώσεις που έχει για την ίδια του τη χώρα:
«Εδώ, σ ' αυτό το μάθημα, έμαθα να μιλάω με τους συναδέλφους από την ακτ� και μ' αυτούς από τους λόφους. Λοιπόν, ίσα με τώρα αυτοί απ' την ακτ� δε μου μιλάνε καθόλου. Απ' την άλλη, αυτοί από το Cafίar μου μιλ�σανε και μου 'πανε τα πρoβλ�ματά τους, κι αυτό είναι συντροφικό, όπως κι αυτοί από το Chimborazo μου μιλ�σανε. Αλλά οι συνάδελφοι από την ακτ� δε μου 'πανε τίποτα για τη χώρα τους [ . . . ] Βγαίνεις από την εκκλησία του Quito, κι αυτοί από την ακτ� κολλάνε
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
μεταξύ τους, και το ίδιο και αυτοί απ' το Caiίar με άλλους από το Caiίar [ . . . ] κανένας τους δε μου είπε, "πάμε κάπου μαζί". Έτσι έπρε π ε εγώ ν α τους ρωτήσω για ν α μου εξηγήσουν πράγματα. Ρώτησα έναν συνάδελφο απ' το Caiίar να μου πει τι γινότανε στη χώρα του, και μου 'πε. Τώρα όμως οι τεχνικοί εξηγήσανε τα πράγματα, κι είμαι ευχαριστημένος, γιατί έτσι μπορώ να παρακολουθήσω καλύτερα το τι γίνεται με το μάθημα». 1 1
Ο ι γνώσεις για τους θεσμούς της χώρας του:
«Εγώ μαζί μ' έναν άλλο σύντροφο αποφασίσαμε να μάθουμε τι γίνεται, και πήγαμε στην επαρχία του Chimborazo να ρωτήσουμε τις κοινότητες που ανήκουν στις ενορίες του San Juan, του ΕΙ Guabo και του ChogoI, γιατί πιστεύω πως έχουν κι αυτές προβλήματα [ . . . ] Και μετά πήγαμε στο Riobamba στο CEDOC και τους είπαμε τι μας είχε πει ο κόσμος στο Guabo, και τους ρωτήσαμε αν μπορούσαν να ασχοληθούν με το πρόβλημά μας. Αυτοί είπανε, εντάξει, θα μιλούσανε στο γερουσιαστή Chamara. Τον πήρανε στο τηλέφωνο και απάντησε η δεσποινίς γραμματέας, και είπε ότι δεν ήταν εκεί, είχε πάει στο Guayaquil . Θα γύριζε πολύ αργά αύριο, ίσως αύριο, είπε. Κι έτσι έμεινα εκεί στο Riobamba σ' ένα πανδοχείο . . . ». 1 2
Τα παραθέματα αυτά προέρχονται από μια μικρή χώρα με γύρω στα πέντε εκατομμύρια κατοίκους, και χρονολογούνται το 1969. Εξυπακούεται ότι αυτό το στοιχείο της καθαρής άγνοιας και της αδυναμίας των χωρικών έξω από τα όρια της περιοχής τους γίνεται ακόμα σημαντικότερο για την κατανόηση της πολιτικής τους σε παλαιότερες περιόδους της ιστορίας και σε μεγαλύτερα κράτη.
ΙΙ
Έχοντας αυτά κατά νου, ας εξετάσουμε τώρα εάν μπορεί να υπάρξει αυτό που θα ονομάζαμε εθνικό αγροτικό κίνημα ή εθνική αγροτική εξέγερση. Έχω όμως πολλές αμφιβολίες. Η τοπική και περιφερειακή δράση, που είναι ο κανόνας, μετατρέπεται σε ευρύτερη δράση μόνο χάρη σε κάποια εξωτερική δύναμη -φυσική, πολιτική ή ιδεολογική- και μόνον όταν ένας πολύ μεγάλος αριθμός κοινοτήτων ή χωριών κινηθούν ταυτόχρονα προς την ίδια σχεδόν κατεύθυνση. Αλλά ακόμα κι όταν έχουμε μια τέ-
1 1. John C . Hammock - Jeffrey Α. Ashe (επιμ.), Hablan lideres campesinos, Quito 1 970, σ. 19-20.
1 2. Στο ίδιο, σ. 1 3.
2 1 6 ΑΝθΡΩΠΟI ΤΗΣ mΑlθΡΟΥ
τοια εξαπλωμένη και γενικευμένη δράση, πολύ σπάνια αυτή συμπίπτει
με την επικράτεια ενός κράτους (όπως είδαμε πιο πάνω), ακόμα και σε
πολύ μικρά κράτη, και θα πρόκειται λιγότερο για ένα ενιαίο γενικευμέ
νο κίνημα και περισσότερο για ένα άθροισμα τοπικών και περιφερεια
κών κινημάτων, η ενότητα των οποίων είναι παροδική και εύθραυστη. Οι
άνθρωποι από τα παράλια και οι άνθρωποι από τα ορεινά ίσως να 'ναι πολύ διαφορετικοί για να έχουν κάτι περισσότερο από μια σύντομη συνάντηση σε κοινό έδαφος.
Τα μεγαλύτερα αγροτικά κινήματα εμφανίζονται όλα να είναι είτε πε
ριφερειακά είτε συμμαχίες περιφερειακών κινημάτων. Από την άλλη, αν τα αγροτικά κινήματα αναπτυχθούν στο σύνολο της εθνικής επικράτειας,
δεν είναι εύκολο, εκτός κι αν πατρονάρονται ή οργανώνονται από κρατικές αρχές, να αναπτυχθούν ταυτόχρονα ή να έχουν τα ίδια πολιτικά χα
ρακτηριστικά και τα ίδια αιτήματα. Στη χειρότερη περίπτωση, μια τέτοια σύνθεση πλατιών αγροτικών κινημάτων από ένα μωσαίκό μικρών
κινημάτων δημιουργεί απλά μια σειρά από διάσπαρτους θύλακες που
δεν επηρεάζουν το υπόλοιπο της χώρας. Έτσι, στην Κολομβία, πολύ ισχυρά αγροτικά κινήματα, οργανωμένα κυρίως από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αναπτύχθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 σε ορισμένες ζώνες - στις φυτείες του καφέ, στις ινδιάνικες περιοχές, που είχαν τα ειδικά προβλήματά τους, σε περιοχές των συνόρων ή νέων εγκαταστάσεων από καταπατητές και αποίκους, κ.ο.κ . Ωστόσο, ακόμα και ο εθνικός συντονισμός του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν παρήγαγε ένα ενιαίο αγροτικό κίνημα, αλλά μια διασπορά «κόκκινων» αγροτικών περιοχών που συχνά απείχαν πολύ μεταξύ τους και ούτε αναπτύχθηκε ένα εθνικής εμβέλειας κίνημα από αυτές τις διάσπαρτες περιοχές, αν και κάποιες κατάφεραν να εξαπλώσουν την επιρροή τους περιφερειακά. Φυσικά, μέσα από αυτούς τους απομονωμένους και συχνά μόνιμους πυρήνες μπορεί να αναδειχθούν στελέχη της πολιτικής ή του αντάρτικου, αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα.
Στην καλύτερη περίπτωση, τέτοια αγροτικά κινήματα μπορεί να αναπτυχθούν σε μία ή δύο περιοχές στρατηγικής σημασίας, απ' όπου η επίδρασή τους στην εθνική πολιτική να είναι αποφασιστική, ή σε περιοχές ικανές να προσφέρουν ισχυρές ευκίνητες στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό συνέβη σε γενικές γραμμές στη Μεξικανική Επανάσταση. Ο κύριος όγκος της αγροτιάς σ' αυτήν τη χώρα δεν είχε μεγάλη συμμετοχή στην Επανάσταση του 1910-1920, αν και μετά τη νίκη της Επανάστασης πολλές περιοχές οργανώθηκαν. Μάλιστα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η μεγαλύτερη κινητοποίηση της μεξικανικής αγροτιάς που συνδέεται με την Επανάσταση, συνδέεται από την ανάποδη' είναι το κίνημα των Cristeros της δεκαετίας του 1920 που ξεσηκώθηκε υπέρ του Χριστού Βασιλέως και ενα-
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛIΤιΚΗ
ντίον των κοσμικών Αgraήstas . Υποκειμενικά, ήταν κι αυτή μια αγροτική επανάσταση, έστω κι αν τόσο η χρονική στιγμή που ξέσπασε όσο και η ιδεολογία της την καθιστούσαν αντικειμενικά αντεπανάσταση. 13 Ωστόσο, μεταξύ 1910 και 1920 δύο περιοχές έτυχε να ασκήσουν μια τεράστια πολιτική επίδραση. Η μία ήταν η περιοχή κοντά στα βόρεια σύνορα, με τους αδέσμευτους ένοπλους άνδρες -καουμπόηδες, χρυσοθήρες, ληστές, κ .ο. κ.- που σχημάτισαν το στρατό του Πάντσο Βίλλα που είχε μεγάλη ευκινησία και μια μεγάλη εμβέλεια δράσης: ένα μεξικάνικο αντίστοιχο των Κοζάκων. Η άλλη ήταν η περιοχή Morelos με την πολύ πιο σταθερής βάσης κοινοτική επανάσταση του Εμιλιάνο Ζαπάτα, μια επανάσταση με πολύ πιο τοπικούς ορίζοντες αλλά και με το τεράστιο πλεονέκτημα να βρίσκεται δίπλα στην πρωτεύουσα, την Πόλη του Μεξικού. Η πολιτική επιρροή του αγροτικού προγράμματος του Ζαπάτα απορρέει από το γεγονός, ότι οι αγρότες που είχε στρατολογήσει βρισκόντουσαν αρκετά κοντά για να καταλάβουν την πρωτεύουσα. Οι κυβερνήσεις σε μεγάλα και χαλαρά διοικούμενα κράτη, όπως ήταν οι λατινοαμερικάνικες δημοκρατίες των αρχών του εικοστού αιώνα, πότε πότε υποτάσσονταν στο αναπόφευκτo και εγκατέλειπαν τον έλεγχο απομακρυσμένων περιοχών σε τοπικούς ανΤΙΠOλΙΤΕUόμενOυς ή εξεγερμένους. Εκείνο όμως που τις ανησυχούσε σοβαρά, ήταν μια εξέγερση στα περίχωρα της πρωτεύουσας.
Όταν οι αγροτικές εξεγέρσεις δε διαθέτουν τέτοια πλεονεκτήματα, τα όριά τους γίνονται πολύ πιο . εμφανή. Το μεγάλο αγροτικό κίνημα στο Περού των αρχών της δεκαετίας του 1960 αποτελεί ένα καλό παράδειγμα, όντας ίσως η μεγαλύτερη αυθόρμητη κινητοποίηση του είδους στη Λατινική Αμερική αυτή τη δεκαετία. Την περίοδο αυτή υπήρχε αναταραχή σε εθνικό επίπεδο, και στους εργάτες και τους φοιτητές. Το αγροτικό κίνημα ήταν δραστήριο τόσο στις φυτείες των παραθαλάσσιων περιοχών -τις οποίες δεν μπορούμε να τις κατατάξουμε στην αγροτική οικονομία, αλλά είναι σωστότερο να τις αποκαλούμε με το τοπικό τους όνομα «αγροτο-βιομηχανικά συμπλέγματα>>- όσο και στους αγρότες των υψιπέδων. Στα ορεινά, τώρα, υπήρχαν πολύ εκτεταμένα κινήματα, τόσο στις νότιες όσο και στις κεντρικές περιοχές, καθώς και διάσπαρτα ξεσπάσματα με καταλήψεις γης, απεργίες, οργάνωση αγροτικών συνδικάτων, κλπ. Δεν έχει γραφεί ακόμα κάποια επαρκής παρουσίαση αυτού του κινήματος. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, τα τοπικά κινήματα, αν και ξέσπασαν λίγο-πολύ ταυτόχρονα -η άνοδος του κινήματος είναι το 1962 -1964 και η κορύφωσή του στα τέλη του 1963 στο κέντρο της χώρας και λίγο αργότερα στο Νότο-, δε συνδέονταν πραγματικά μεταξύ τους, και δε συνδέονταν αποτελεσματικά με τα μη αγροτι-
1 3. Jean Α. Meyer, La Cristiada, el Estado Υ el pueblo en Ιa Revοlucίόn mexicana, 1 926-1929,
3 τόμοι. Μεξικό 1973.
2 1 8 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙΘΡΟΥ
κά κινήματα. Δεύτερον, υπάρχει περίεργο χάσμα. Έτσι, η παραδοσιακή περιοχή των « ιθαγενών εξεγέρσεων» του Νότου, ο Νομός του Puno, παρέμεινε αξιοσημείωτα αδρανής. Η παραδοσιακή κινηματική μορφή δέν ήταν πλέον κεντρική ή επίκαιρη, έστω κι αν αρκετά πρόσφατα -το 1910-1921- είχε υπάρξει τόσο σημαντική. Στο Puno το αγροτικό κίνημα πήρε τη μορφή της εγκαθίδρυσης ενός πολιτικού μηχανισμού αποτελούμενου από τοπικούς κουλάκους και εμπόρους, ο οποίος σύντομα αναδείχθηκε σε σημαντική πολιτική δύναμη . 14 Στο μεταξύ, στο γειτονικό προς βορράν Νομό του Cuzco η άμεση δράση των αγροτών που οργάνωναν συνδικάτα και καταλάμβαναν τη γη, εμπνεόμενοι από την επιτυχία της ακριτικής αγροτιάς της La Cοnνencίόn, αναπτυσσόταν σε μαζική κλίμακα, αν και οι ίδιοι οι αγρότες της La Cοnνencίόn, έχοντας ήδη επιτύχει τους βασικούς τους στόχους, ήταν μαχητικοί κυρίως όσον αφορά την υπεράσπιση των κεκτημένων τους. Το πλατύ αγροτικό κίνημα του Περού του 1962-1964 παρήγαγε μάλλον μια αναταραχή παρά μια επανάσταση.
Τείνω λοιπόν στην άποψη πως η ιδέα ενός γενικευμένου αγροτικού κινήματος, όταν αυτό δεν εμπνέεται από τα έξω, ή ακόμα καλύτερα, από τα πάνω, είναι εντελώς ανέφικτη. 15 Αποτελεί έναν μύθο, τόσο επαναστατικό όσο και αντεπαναστατικό. Γιατί και οι συντηρητικοί έχουν αυτόν το μύθο, όπως μαρτυρά ο φόβος μιας νέας «Πουγκατσόφσκινα» -μιας γενικής αγροτικής εξέγερσης σύμφωνα με το πρότυπο της εξέγερσης του Πουγκάτσεφ τη δεκαετία του 1 770- που επηρέαζε τόσο πολύ τον τρόπο σκέψης των κυβερνήσεων και των αντιδραστικών της Ρωσίας πριν από τη χειραφέτηση των δουλοπάροικων. Ίσως στη Ρωσία τέτοιοι φόβοι να ήταν πιο βάσιμοι, μια που σίγουρα το 1905-1907 το αγροτικό κίνημα ήταν εξαιρετικά εξαπλωμένο, έχοντας πλήξει το 80 με 100% επί του συνόλου των περιοχών σε έξι ρωσικές περιφέρειες. Αλλά ακόμα και τότε, οι διαφορές ανάμεσα στις περιφέρειες ήταν πολύ σημαντικές στις υπόλοιπες έξι περιφέρειες (αν εξαιρέσουμε τις Βαλτικές επαρχίες και την lπερκαυκασία)' οι ταραχές έπλητταν ένα ποσοστό που ξεκινούσε από το 38% (στα Ουράλια) και έφτανε μέχρι το 74% (στη Λιθουανία) . 16 Παρεμπιπτόντως, και το κίνημα του Πουγκατσώφ ήταν μάλλον τοπικής παρά εθνικής εμβέλειας, και η δύναμή του έγκειτο περισσότερο στη δυνατότητά του να πλήξει τη Μόσχα παρά στη γεωγραφική του εξάπλωση.
14. Edward Dew, Politics in the Altiplano: The Dynamics ΟΙ Change in Rural Peru. Ώστιν-Λονδίνο 1 969.
1 5. Hamza A!avi, «Peasants and Revo!ution » , στο R. Mi!iband - J. Saville (επιμ.), The Socialist Register, Λονδίνο 1965, σ. 24 1 -277' Eric Wo!f, Peasant Wars ol the Twentieth Century, Νέα Ί'όρκη-Λονδίνο 1971.
1 6. Maureen Perrie, «The Russian Peasant Movement of 1905-7: Its Socia! Composition and Revo!utionary Significance» , Past and Present, τχ. 57, Νοέμβριος 1972, σ . 123-1 55.
ι
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 2 1 9
Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμάμε την ισχύ τέΤOLων αθροιστικών κινημάτων. Αν ενωθούν από κάΠOLα εξωτερική δύναμη -μια εθνική κρίση και κατάρρευση, μια φιλική μεταρρυθμιστική ή επαναστατική κυβέρνηση, είτε ένα εθνικά οργανωμένο και αποτελεσματικό κόμμα ή οργάνωση- μπορούν να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στη νίκη και την ήττα μεγάλων επαναστάσεων. Αλλά ακόμα και από μόνα τους, μπορούν να οδηγήσουν σε κατάρρευση ένα αγροτικό σύστημα ή μια δομή εξουσίας στην ύπαιθρο, όπως έκανε ο «Μεγάλος Φόβος» του 1 789 στη Γαλλία17 και το περουβιανό κίνημα καταλήψεων γης το 1962-1964. Όλα τα στOLχεία δείχνουν ότι κάΠOLα στιγμή ανάμεσα στον Ιούνω του 1963 και το Φεβρουάρω ή Μάρτιο του 1964 η πλεωνότητα των κτηματιών και γαωκτημόνων στα κεντρικά και νότια υΨίπεδα, έχοντας απέναντί τους μια καθολική αγροτική κινητοποίηση, αποφάσισαν να περωρίσουν τις απώλειές τους και άρχισαν να προσανατολίζονται στην επίτευξη αποζημιώσεων για απαλλοτριώσεις στα πλαίσια κάΠOLας μορφής αγροτικής μεταρρύθμισης. Αυτό δεν οδήγησε αυτομάτως σε αγροτική μεταρρύθμιση. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα πέντε χρόνια και να γίνει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα για να επιβληθεί η μεταρρύθμιση' αυτή όμως απλά έθαψε το πτώμα της γαωκτημονικής OLκονομίας των υΨιπέδων, η οποία είχε ήδη εξοντωθεί από το αγροτικό κίνημα.
πΙ
Η δυνητική ισχύς μιας παραδοσιακής αγροτιάς είναι τεράστια, αλλά η πραγματική της δύναμη και επιρροή είναι πολύ πω περωρισμένες. Ο πρώτος σοβαρός λόγος γι' αυτό είναι η μόνιμη, και συνήθως εντελώς ρεαλιστική, αίσθηση αδυναμίας και κατωτερότητας που τη διακατέχει . Η κατωτερότητα είναι κοινωνική και πολιτισμική, για παράδειγμα των αγράμματων έναντι των « μορφωμένων»: εξ ου και η μεγάλη σημασία που έχουν για τα αγροτικά κινήματα διανοούμενοι που μένουν στον τόπο, και ιδιαίτερα ο πιο φοβερός απ' τους διανοούμενους του χωρωύ, ο δάσκαλος. Η αδυναμία τους δεν οφείλεται μόνο στην ΚOLνωνική κατωτερότητα και στην έλλειψη αποτελεσματικής ένοπλης δύναμης, αλλά και στη φύση της αγροτικής OLκονομίας. Για παράδειγμα, οι κινητοποιήσεις των αγροτών πρέπει να σταματήσουν για το θερισμό. Όσο μαχητικοί και να 'ναι OL αγρότες, ο κύκλος των εργασιών τους τούς αλυσοδένει στη μοίρα τους. Αξίζει να αναλογιστούμε το ρόλο που έπαιξε η οικονομία της πατάτας στην Ιρλανδία -μιας καλλιέργειας που δε χρειάζεται πολύ σταθε-
17 . Georges Lefebvre, The Great Fear ο/ 1 789: Rural Panic in Revolutionary France, Λονδίνο 1973.
2 20 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙθΡΟΥ
ρή εργασία- στην παροιμιώδη συχνότητα των εκρήξεων « αγροτικής οργής» σ' αυτή τη χώρα κατά το δέκατο ένατο αιώνα. Κατά βάθος όμως, οι αγρότες είναι και αισθάνονται κατώτεροι στην κοινωνική ιεραρχία. Με λίγες εξαιρέσεις, δεν προσβλέπουν στην καταστροφή της πυραμίδας αλλά στη διόρθωσή της, παρότι δεν είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς την καταστροφή της. Ο αναρχισμός, δηλαδή η διάλυση της υπερδομής της εξουσίας και της εκμετάλλευσης, αφήνει ανέπαφο το παραδοσιακό χωριό ως βιώσιμη οικονομία και κοινωνία. Είναι όμως λίγες οι στιγμές που αυτή η ουτοπία μπορεί να συλληφθεί, για να μην πούμε να πραγματοποιηθεί.
Στην πράξη, βέβαια, δεν έχει μεγάλη διαφορά το αν οι αγρότες παλεύουν για μια τελείως διαφορετική και νέα κοινωνία ή για μια επιδιόρθωση της παλαιάς, πράγμα που συνήθως σημαίνει είτε την υπεράσπιση της παραδοσιακής κοινωνίας ενάντια σε κάποια απειλή είτε την παλινόρθωση παλιών καταστάσεων οι οποίες, αν είναι αρκετά απόμακρες στο παρελθόν, μπορεί απλά να σημαίνουν μια παραδοσιακή διατύπωση επαναστατικών προσδοκιών. Οι επαναστάσεις μπορεί να γίνονται de facto από αγρότες που δεν αρνούνται τη νομιμότητα της υπάρχουσας δομής εξουσίας, του νόμου και του κράτους, ακόμα και των γαιοκτημόνων. Έχουμε παραδείγματα αγροτικών κινημάτων που φαίνεται να αρνούνται πλήρως τη νομιμότητα της ιδιοκτησίας των γαιοκτημόνων, στην τσαρική Ρωσία για παράδειγμα, πολύ σπάνια όμως τη νομιμότητα των δικαιωμάτων του ανώτατου άρχοντα πάνω σε κάθε ιδιοκτησία. Δε γνωρίζουμε, βέβαια, το τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη αυτή η άρνηση. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους δουλοπάροικους της Ρωσίας, που πίστευαν πως οι ίδιοι ανήκουν στους γαιοκτήμονες αλλά η γη είναι δική τους και όχι των ευγενών, και των Ινδιάνων των Άνδεων, που πίστευαν πως η προσφορά εργασίας στους Ίνκας ή στους ισπανούς άρχοντες ήταν νόμιμη, αλλά απεχθάνονταν την πληρωμή ή τη μίσθωση σε χρήμα ή σε είδος,18 και οι απόγονοι των οποίων δε φαίνεται να αμφισβητούν αυτή καθ' εαυτή την ύπαρξη των μεγάλων γαιοκτησιών ; Μπορούμε απλά να κάνουμε υποθέσεις. Ένα κίνημα αγροτών που απλά διεκδικεί να «πάρει πίσω» τις κοινοτικές γαίες που τους αφαιρέθηκαν παρανόμως, μπορεί να είναι εξίσου επαναστατικό στην πράξη όσο και νομοταγές στη θεωρία. Και ούτε είναι εύκολο να χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη νομιμοφροσύνη και την επανάσταση. Το ζαπατίστικο κίνημα στο Morelos δε στρεφόταν αρχικά ενάντια σε όλες τις χασιέντες, αλλά μονάχα στις νέες που είχαν δημιουργηθεί κατά την εποχή του Porfirio Diaz, αφού η «παραδειγματική », νοσταλγούμενη εποχή που χρησίμευε για να ορίσει τις παλιές καλές και νόμιμες μέρες, περιελάμβανε και το στοιχείο
18. Nathan Wachtel, La Vision des vaincus, Παρίσι 197 1 .
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 2 2 1
της ανωτερότητας των ευγενών από τους αγρότες. Δεν έμεινε όμως εντός αυτών των ορίων.
Η μεγαλύτερη διαφορά δεν έγκειται στις θεωρητικές βλέψεις της αγροτιάς, αλλά στην πρακτική πολιτική συγκυρία μέσα στην οποία αυτές λειτουργούν. Είναι η διαφορά ανάμεσα στη δυσπιστία και την ελπίδα. Η φυσιολογική στρατηγική της παραδοσιακής αγροτιάς είναι η παθητικότητα. Και δεν είναι μια αναποτελεσματική στρατηγική, αφού εκμεταλλεύεται τα μεγαλύτερα ατού της αγροτιάς: το αριθμητικό της μέγεθος και το ότι δεν είναι δυνατόν να τη βάλουν να κάνει ορισμένα πράγματα διά της βίας για πολύ καιρό' επίσης, αξιοποιεί τακτικά το γεγονός, ότι η μη αλλαγή είναι αυτό που ταιριάζει καλύτερα στην παραδοσιακή αγροτιά. Μια κοινοτικά οργανωμένη παραδοσιακή αγροτιά, με τη βοήθεια μιας λειτουργικά χρήσιμης βραδύτητας, αταραξίας και ηλιθιότητας -είτε φαινομενικής είτε πραγματικής-, αποτελεί μια φοβερή δύναμη. Η άρνησή της να καταλάβει είναι μια μορφή ταξικής πάλης, και οι παρατηρητές τόσο της Ρωσίας του δέκατου ένατου αιώνα όσο και του Περού του εικοστού αιώνα την έχουν περιγράψει με παρόμοιο τρόπο. 19 Το να είσαι ιεραρχικά κατώτερος δε σημαίνει ότι δεν έχεις καμία δύναμη . Η πλέον υποτακτική αγροτιά είναι ικανή όχι μόνο «να δουλέψει το σύστημα» προς όφελός της -ή μάλλον με τη μικρότερη γι' αυτήν επιβάρυνση-, αλλά ακόμα και να αντισταθεί και, όπου μπορεί, να αντεπιτεθεί. Το στερεότυπο του ρώσου μουζίκου που είχαν στα μυαλά τους οι μορφωμένοι Ρώσοι, και που είναι κάτι ανάλογο με το στερεότυπο του Ινδιάνου στα μυαλά των λευκών των Άνδεων, εκφράζει σε μεγάλο βαθμό ένα πράγμα που οι ανώτερες τάξεις αδυνατούν να καταλάβουν γιατί αδυνατούν να το ελέγξουν: «εύπιστοι, αφοσιωμένοι στον Τσάρο και επιρρεπείς σε μια παράλογη βία (αν και από φυσικού τους πειθήνιοι)>> . 20 Στην πραγματικότητα, πίσω απ' αυτή τη συμπεριφορά υπάρχει μια στρατηγική.
Φυσικά, αυτή η παθητικότητα δεν είναι καθολική. Σε περιοχές που δεν υπάρχουν γαιοκτήμονες ή νόμοι, ή σε ακριτικές περιοχές που όλοι οι άνδρες οπλοφορούν, η στάση της αγροτιάς μπορεί κάλλιστα να είναι πολύ διαφορετική. Μπορεί μάλιστα να βρίσκεται στα όρια της ανυποταξίας. Ωστόσο, για τους περισσότερους αγρότες που είναι δεμένοι με τη
19 . Daniel Field, βιβλιοπαρουσίαση του: S .B . Okun - Κ.ν. Sivkov (επιμ.) , «Krestianske Dvizhenie ν Rossii ν 1 857-mae 1961 gg. » , KriIikα, τόμο 3/3, Άνοιξη 1 967, σ . 34-55' Juan Martinez Alier, «Peasants and Labourers ίπ Southern Spain, Cuba, and Highland Peru » , Journal of Peasant SIudies. τόμο 1/2, 1974.
20. Daniel Field , ό .π . , σ. 49. Ο Field υποστηρίζει πως ακόμα και ο Μοναρχισμός των ρώσων αγροτών ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα αμυντικό κόλπο: είχαν ήδη αρκετά προβλήματα για να φορτωθούν και τη φήμη των ανυπάκουων απέναντι στο κράτος. Ίσως αυτή η άποψη να τονίζει υπερβολικά τον πραγματισμό των αγροτών, ωστόσο δε στερείται εντελώς κάποιας βάσης.
2 2 2 ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ffiΑΙθΡοr
γΥΙ, το πρόβλΥΙμα δεν είναι το εάν πρέπει να είναι σταθερά παθrιτΙΚOί ή ενεργYIτLΚOί, αλλά το πότε θα περάσουν από η μία κατάστασΥΙ στφ άλλΥΙ. Αυτό εξαρτάται από μια εκτίμφΥΙ ης πολιτικής κατάστασΥΙς. Σε γενικές γραμμές, Yj παθrιτικότrιτα ενδείκνυται στις περιπτώσεις που Yj δομή εξουσίας -τοπική ή εθνική- είναι στέρεΥΙ, σταθερή και «κλειστή», ενώ Yj δράσΥΙ στις περιπτώσεις που δείχνει κατά κάποιον τρόπο να αλλάζει, να μεταφέρεται ή να «ανοίγει».
Οι αγρότες μπορούν κάλλιστα να εκτιμήσουν τφ τοπική πολιτική κατάστασΥΙ, αλλά Yj πραγματική τους δυσκολία βρίσκεται στο να διακρίνουν τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις που ΤΥΙν καθορίζουν. Τι γνωρίζουν γι' αυτές ; Κανονικά έχουν συνείδΥΙσΥΙ ότι ανήκουν σε κάποια ευρύτερΥΙ πολιτική ενόΤΥΙτα - ένα βασίλειο, μια αυτοκρατορία, μια δΥΙμοκρατία. Πράγματι, ο γνωστός αγροτικός μύθος του απόμακρου βασιλιά, ο οποίος αρκεί μόνο να γνώριζε και θα έφτιαχνε τα πράγματα και θα έφερνε ή θα επανέφερε ΤΥΙ δικαιοσύνΥΙ, αντικατοπτρίζει και σ' έναν βαθμό δΥΙμιουργεί ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής δράσΥΙς. Ταυτόχρονα αντLκατOπτρίζει και η συνήθΥΙ απόστασΥΙ που χωρίζει ΤΥΙν εθνική κυβέρνφΥΙ από ΤΥΙν τοπική πολιτική δομή Yj οποία, ανεξάρτrιτα με το ποια είναι στΥΙ θεωρία, σην πράξΥΙ συνίσταται από κρατική εξουσία και νόμο που ασκείται από τους ντόπιους ισχυρούς, τους συγγενείς τους, τους πελάτες τους ή εκείνους τους οποίους μπορούν να δωροδοκήσουν και να ξιπάσουν. Το τι άλλα πράγματα μπορεί να ξέρουν οι αγρότες, ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το πολιτικό σύσΤΥΙμα. Αν υπάρχουν εθνικά δικαστήρια -γιατί δεν υπάρχουν πάντοτε-, οι δικαστLκές υποθέσεις μπορούν να φέρουν ακόμα και απόμακρες κοινόΤΥΙτες στο εθνικό κέντρο, σίγουρα μέσα από ΤΥΙ μεσολάβφΥΙ μιας αλυσίδας δΙΚΥΙγόρων ης πόλΥΙς. Η περουβιανή κoινότrιτα ΤΥΙς Huasicancha, που βρίσκεται σε υΨόμετρο γύρω στα 4 .000 μέτρα, δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο απομακρυσμένΥΙ, ύστερα όμως από ην πρώη ης δικαστική υπόθεσΥΙ στο δικαστήριο του αντιβασιλέως στΥΙ Λίμα εναντίον ενός ισπανού σφετεριστή το 1607, ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για ορισμένες τουλάχιστον διαστάσεις ΤΥΙς ευρύτερΥΙς πολιτικής ενόΤΥΙτας ΤΥΙς οποίας αποτελούσε ένα μακρινό κομμάτι.
Όσο πλφιάζουμε προς τις μέρες μας, οι λεπτομέρειες ΤΥΙς εθνικής πολιτικής αποκτούν όλο και μεγαλύτερΥΙ σΥΙμασία και γίνονται όλο και περισσότερο γνωστές - όταν, για παράδειγμα, έρχονται στο προσκήνιο εκλογές και κόμματα ή όταν Yj άμεσΥΙ επέμβασΥΙ του κράτους στις υποθέσεις των τοπικών κοινωνιών και των ατόμων απαιτεί κάποια γνώσΥΙ των θεσμών και ης λειτουργίας τους. Επιπλέον, μέσω ΤΥΙς μαζικής μετανάστευσΥΙς, το χωριό αποκτά άμεσους δεσμούς με το κέντρο, οι οποίοι έχουν ΤΥΙ μορφή παροικιών από χωριανούς που έχουν εγκατασταθεί σΤΥΙν πρωτεύουσα ή αλλού και μαθαίνουν τα ήθη ης πόλΥΙς. Αλλά πολύ πριν
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛJΤιΚΗ 2 23
συμβούν αυτά, οι αγρότες έχουν ήδη συνείδηση των αλλαγών μέσα στο σύστημα, έστω κι αν δεν είναι ικανοί να τις περιγράΨουν ή να τις κατανοήσουν επακριβώς. Ο πόλεμος, ο εμφύλιος, η ήττα και η κατάκτηση μπορούν να εμπλέξουν άμεσα τους αγρότες στην πολιτική και να τους ανοίξουν νέες δυνατότητες όταν θέτουν σε επισφαλή θέση τους φορείς της κεντρικής εξουσίας και αλλάζουν τους φορείς της τοπικής. Ακόμα και ήσσονος σημασίας γεγονότα στην πολιτική της άρχουσας τάξης, όπως εκλογές και πραξικοπήματα, τα οποία άμεσα δεν τους επηρεάζουν σχεδόν καθόλου, οι αγρότες μπορεί να τα διαβάσουν σωστά ως ενθαρρυντικά ή αποθαρρυντικά. Ίσως να μη γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει στην πρωτεύουσα, αν όμως η οικογένεια Α πάΨει να βγάζει τον τοπικό γερουσιαστή και η αντίπαλη οικογένεια Β δείξει να ενισχύεται, τότε οι άνθρωποι της περιοχής, σίγουρα πρώτα της πόλης, τελικά όμως και των χωριών, θα επανεκτιμήσουν την κατάσταση. Η Μεξικάνικη Επανάσταση -ακόμα και στην περιοχή του Ζαπάτα, στο Morelos- δεν ξεκίνησε τόσο σαν μια επανάσταση όσο σαν μια κατάρρευση μιας εδραιωμένης τοπικής ισορροπίας, η οποία με τη σειρά της εξαρτιόταν από την ομαλή λειτουργία και σταθερότητα του συστήματος εθνικής διακυβέρνησης του Porfirio Diaz.
Αν κάθε μεγάλη πολιτική αλλαγή μπορεί να ανοίξει νέες δυνατότητες σε τοπικό επίπεδο ή να κλείσει παλαιές, τότε τα νέα μιας μεταρρύθμισης ή κάποιας άλλης ευνο'ίκής αλλαγής μπορούν να κινητοποιήσουν τους αγρότες. Όταν, για παράδειγμα στο Περού, το 1945 ανέβηκε στην εξουσία μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση υποστηριζόμενη από το κόμμα της APRA (Allianza Popular Revolucionaria Αmeήcana - Λαίκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία), οι κοινότητες που μέχρι τότε λειτουργούσαν βάσει της παραδοχής της σταθερότητας της κατάστασης, πολύ γρήγορα άλλαξαν τακτική. Η κοινότητα της Santa Rosa, που διαπραγματευόταν συνοριακούς διακανονισμούς με τις γειτονικές χασιέντες, ανακοίνωσε ότι «τώρα με την καινούργια κυβέρνηση μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και καταγγέλλουμε τις υπάρχουσες συμφωνίες με την Ganadera » (Sociedad Ganadera del Centro - Εταιρεία Αγελαδοτρόφων του Κέντρου) . 21 Ο Marc Ferro αποδεικνύει πως οι αποφάσεις που έστειλαν οι αγρότες αμέσως μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση στη Ρωσία, συνταγμένες σίγουρα από την τοπική ιντελιγκέντσια, σε αντίθεση με τις αποφάσεις των εργατών, συνήθως «απαιτούν» παρά «διαμαρτύρονται» ή «αναφέρουν », και «εκφράζουν πολύ συχνότερα απ' ό,τι οι εργάτες την επιθυμία να τιμωρηθούν τα αφεντικά του παλαιού καθεστώτος».22 Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι τα χωριά, που και μέσα στην ταπεινή τους θέση διατη-
2 1 . E.J. Hobsbawm, «Peasant Land Invasions», Past & Present, τχ. 62, 1974. 22. Marc Feπσ, La Rtiυolution Russe de 1 9 1 7 : la chute de tsarisme et les origines d 'Octobre, Πα
ρΙσι 1967, σ. 186.
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙθΡΟΤ
ρούν πάντοτε μια συνείδφη της δυνητικής τους ισχύος, το μόνο που χρειάζονται είναι η εξασφάλιση της καλής θέλφης ή έστω της απλής ανοχής εκ μέρους των κεντρικών αρχών για να ορθώσουν το ανάστημά τους. Από την άλλη, βέβαια, κάθε υπόνοια πως η εξουσία θα τους χτυπήσει και πάλι, τους κάνει να κλειστούν στα καβούκια τους. Όπως η άνοδος στην εξουσία της μεταρρυθμιστικής κυβέρνφης του 1945 οδήγφε σε ένα κύμα εξέγερσης και οργάνωσης των αγροτών, έτσι και η επιβολή της στρατιωτικής κυβέρνφης το 1948 έβαλε ένα απότομο φρένο στις καταλήψεις γης και στα αγροτικά συνδικάτα, μέχρις ότου μετά το 1956, με τη νέα κυβέρνφη, οι αγρότες να αρχίσουν να συνειδητοποιούν πως η κατάσταση άνοιγε και πάλι.
Αυτή η αίσθφη μιας διαρκούς, είτε επαπειλούμενης είτε υπαρκτής, αντιπαράθεσης δυνάμεων ίσως να πηγάζει από τον ίδιο τον αποκλεισμό των παραδοσιακών αγροτών από τους επίσημους μηχανισμούς της πολιτικής ή και του νόμου. Οι σχέσεις που στηρίζονται στη βία -είτε πραγματικές είτε συμβολικές αναμετρήσεις- αντικαθιστούν τις θεσμοποιημένες σχέσεις. Η διστακτικότητα του Sefιor Femandini να εκδιώξει μια γειτονική ινδιάνικη κοινότητα που εισέβαλε στη χασιέντα του, ερμηνεύεται από τους αγρότες ως φόβος: «Δεν υπάρχει Ινδιάνος στην περιοχή που να μη λέει ότι μπορούν να πάρουν ό,τι θέλουν από τον taita Eulogio, επειδή ο taita Eulogio τους φοβάται».23 Από την άλλη, όπως σωστά αναγνωρίζει ο Daniel Field,24 αν οι αγρότες ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή των αρχών, δεν είχαν άλλο αποτελεσματικό μέσο να το κάνουν απ' το να προκαλέσουν την εξουσία μέσω της άμεσης δράσης τους, αφού δε διέθεταν κάποιον πολιτικό μηχανισμό για να ακουστούν. Αυτό ήταν ριψοκίνδυνο, μια που κανονικά η τιμωρία ήταν βέβαιη, σίγουρα όμως οι αγρότες, και πιθανώς ακόμα και οι γαιοκτήμονες και η κυβέρνηση, θα υπολόγιζαν τη δόση βίας που θα έδιναν. Στις εισβολές του 1947, οι κοινότητες που δεν είχαν εμπειρία ήταν εκείνες που έμειναν και σφαγιάστηκαν όταν ήρθαν οι στρατιώτες. Οι Huasicancha, που είχαν πίσω τους αιώνες εμπειρίας σε μια εναλλαγή δικαστικής διαμάχης και άμεσης δράσης, όταν ήρθε ο στρατός εκκένωσαν ήσυχα το κατειλημμένο έδαφος και για ένα διάστημα έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει μέσω του νόμου.
Αυτού του είδους η αντιπαράθεση μπορούσε λοιπόν να μην είναι καθόλου επαναστατική: είναι λάθος να θεωρούμε κάθε περιστατικό βίαιης πρόκλησης εκ μέρους των αγροτών ως «εξέγερση » ή «στάση ». Επειδή όμως σήμαινε μια απογυμνωμένη σχέση δύναμης, ήταν δυνατόν να εξελιχθεί και σε επανάσταση. Γιατί, τι θα συνέβαινε αν οι αγρότες έβλεπαν
23. J. Martinez Alier. « Peasants and Labourers . . . », 6. Π. 24. Daniel Field, ό.π. , σ. 54.
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑ/ ΠΟΛ/ΤΙΚ" 2 25
ότι το οριστικό τέλος της εξουσίας των αρχόντων ήταν κοντά ; Εδώ βρισκόμαστε στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ρεαλιστική πολιτική εκτίμηση και στην αποκαλυπτική προσδοκία. Δύσκολα οι αγρότες θα ελπίζανε ότι από μόνη της η δική τους περιοχή ή το χωριό τους μπορούσαν να επιτύχουν μια διαρκή απελευθέρωση. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά. Αν όμως άλλαζε ολόκληρο το βασίλειο ή ακόμα όλος ο κόσμος ; Το τεράστιο κίνημα του trienio bolchevista [μπολσεβίκικης τριετίας] στην Ισπανία (1918-1920) οφείλεται στη διπλή επίδραση των νέων από τη διαδοχική διάλυση των αυτοκρατοριών της Ρωσίας και της Κεντρικής Ευρώπης, και από μιας πραγματική αγροτική επανάσταση. «Πώς όμως», ρωτούσε ο Diaz del Moral, «μπορείς να πιστέψεις ότι θα νικήσεις ; Πώς θα αντιδράσει η ισπανική κυβέρνηση και ο στρατός; ». Και απαντούσε: «Αλλά, σενιορίτο, όταν έχει καταρρεύσει η ίδια η Γερμανία, τι να ελπίζουν οι αστοί απ' αυτή την ισπανική κυβέρνηση, που, εν πάση περιπτώσει, δεν αξίζει και πολλά ;» .25 Αλλά όσο μακρύτερα βρίσκονταν τα κέντρα των αποφάσεων από τη γνώριμη και κατανοήσιμη τοπική δομή εξουσίας τόσο πιο συγκεχυμένα ήταν και τα όρια ανάμεσα στη ρεαλιστική κρίση, την ελπίδα και το μύθο (τόσο με την τρέχουσα όσο και με τη σορελική έννοια) . Οι οιωνοί βάσει των οποίων οι άνθρωποι προ έλεγαν την έλευση του μιλένιουμ, υπό μία έννοια ήταν εμπειρικοί - σαν εκείνους με τους οποίους προβλέπανε τον καιρό' υπό μία άλλη έννοια όμως, αποτελούσαν εκφράσεις των αισθημάτων τους. Ποιος μπορούσε να πει αν υπήρχε πράγματι «ένας νέος νόμος» ή ο καβαλάρης που έφερνε τη διακήρυξη του Τσάρου, γραμμένη με χρυσά γράμματα, που έδινε γη στους γεωργούς, ή αν όλα αυτά απλά θα έπρεπε να υπάρχουν ;
Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε αυτή τη σκέψη ένα βήμα παραπέρα και να υποθέσουμε ότι, από την άλλη, η διάψευση των ελπίδων στα πλαίσια μιας ρεαλιστικά εκτιμούμενης κατάστασης ήταν μικρότερης διάρκειας από τη διάψευση συνολικών και αποκαλυπτικών ελπίδων. Όταν ερχόταν ο στρατός κι έδιωχνε την κοινότητα από τη γη που είχε καταλάβει, αυτή δεν απογοητευόταν τελείως, αλλά περίμενε την επόμενη κατάλληλη στιγμή για να αναλάβει δράση. Όταν όμως αποτύγχανε η προσδοκούμενη επανάσταση, χρειαζόταν πολύ περισσότερος καιρός για να αποκατασταθεί το ηθικό των αγροτών. Έτσι ο Malefakis26 έχει υποστηρίξει πως η τραγωδία της δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας του 1931 -1939 ώς έναν βαθμό οφείλεται στο ότι το αγροτικό κίνημα της βάσης δε συνειδητοποίησε πριν από το 1933 ότι άνοιγε μια νέα εποχή δυνατοτή-
25. Juan Diaz del Moral, HisIoria de las agitaciones campesinas Andaluzas, Μαδρίτη 1 967, σ. 468.
26. Edward Ε. Malefakis, Agrarian Reform and Peasant RevoluIion in Spain: Origins of the Civil War, New Ηaven-Λονδίνο 1970.
2 26 ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAIePOY
των, κι όταν πλέον το συνειδητοποίησε, η πιο πρόσφορη στιγμ� για να ωθηθεί η δημoκρατικ� κυβέρνηση σε μια αγρoτικ� μεταρρύθμιση είχε περάσει. Μετά από την αποτυχία της tήenίο bolchevista χρειαζόταν κάτι περισσότερο από την πτώση ενός βασιλιά για να ξαναζωντανέψει η πίστη τους.
ιν
'Ως εδώ εξετάσαμε την ευρύτερη πoλιτικ� δoμ� απλά σαν κάτι που επηρεάζει την αγρoτικ� δράση θετικά � αρνητικά. Αλλά, ειδικά κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη σύγχρονη πoλιτικ�, πρέπει να δούμε και το πώς επιδρούν οι ίδιοι οι αγρότες πάνω της. Στην Ευρώπη -ίσως και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου- πριν από το δέκατο ένατο αιώνα οι επιδράσεις αυτές είναι συν�θως αμελητέες, εκτός από περιόδους μεγάλων επαναστάσεων, οπότε και καθίστανται αποφασιστικές, είτε για το θρίαμβο είτε για την �ττα της επανάστασης. Οι αγρότες μοιάζουν σαν να αν�κoυν μεν στην oικoνoμικ� και κoινωνικ� ιστορία, αλλά όχι στην πoλιτικ�, μια που η εξουσία σπάνια σκοτίζεται για το τι συμβαίνει στα χωριά. Η Κίνα ίσως να αποτελεί μια μεγάλη εξαίρεση, αφού στην παραδoσιακ� πoλιτικ� αυτ�ς της χώρας οι αγροτικές εξεγέρσεις παίζουν έναν αποδεκτό και αναμενόμενο ρόλο στο τέλος μιας δυναστείας και στην άνοδο μιας άλλης. Στην επoχ� όμως της μετάβασης στη σύγχρονη πολιτικ�, η ύπαιθρος στην Ευρώπη καθίσταται σημαντικ� και μόνο λόγω της συχνότητας των επαναστάσεων ή της απειλής επαναστάσεων, και καθώς αναπτύσσονται συστ�ματα μαζικής πoλιτικ�ς, εκλογικά � άλλα, η στάση της αποτελεί μέρος των μόνιμων υπολογισμών που κάνουν οι πολιτικοί.
Οι παραδοσιακοί αγρότες εντάσσονται στο ισχύον πολιτικό σύστημα μέσω τριών μεγάλων ιδεολογικών εργαλείων: του «βασιλιά», της «εκκλησίας» (� άλλων θρησκευτικών δομών) και αυτού που μπορούμε, με επιφύλαξη και συνείδηση του κινδύνου του αναχρονισμού, να αποκαλέσουμε «πρωτοεθνικισμό». Και τα τρία είναι από πoλιτικ� άποψη διφορούμενα. Ο «βασιλιάς» είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας σταθερ�ς κοινωνικ�ς δoμ�ς που στηρίζεται πάνω στις πλάτες μιας πειθ�νιας και ανεκτικ�ς αγροτιάς, είναι όμως και μια μυθικ� απόμακρη πηγ� δικαιοσύνης, την οποία μπορεί κανείς να επικαλεστεί ενάντια στους πραγματικούς εξουσιαστές, τους ευγενείς. Η «εκκλησία» χαρακτηρίζεται κι αυτ� από μια ανάλογη αμφισημία, αν και ίσως πιο διακριτή: στις χριστιανικές περιοχές ο επίσκοπος μπορεί να αν�κει «σ' αυτούς», οι άγιοι όμως αν�κουν πάντοτε «σ' εμάς». Ο «πρωτοεθνικισμός», που συχνά ταυτίζεται με τη θρησκεία (όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς στο ιρλανδικό εθνι-
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
κό κίνημα όπου ο καθολικισμός αποτελεί ένα, τουλάχιστον, εξίσου αποφασιστικό κριτήριο εθνικής ταυτότητας με την εθνοτική καταγωγή), ταυτίζεται λιγότερο συχνά με την πολιτική ενσωμάτωση, όπου όμως τυχαίνει να συμπίπτει με το βασιλιά ή την εκκλησία ή και με τα δύο, ο συνδυασμός είναι πανίσχυρος όπως διαπίστωσε ο Ναπολέοντας τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ισπανία. Από την άλλη, εκεί όπου δε συμπίπτει, σπάνια έχει πολιτικές επιπτώσεις σε εθνική κλίμακα, τουλάχιστον στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη σύγχρονη ευρωπα'ίκή πολιτική, αυτές οι ιδεολογίες (με τη μερική εξαίρεση του πρωτοεθνικισμού) αρχικά κινητοποιούν την αγροτιά στην πολιτική Δεξιά ή αποτρέπουν την κινητοποίησή της στην πολιτική Αριστερά, ακόμα κι αν οι βλέψεις της αγροτιάς είναι, με τα δικά μας μέτρα, επαναστατικές. Η σύγχρονη μορφή πολιτικής (για παράδειγμα ο φιλελευθερισμός) προσιδίαζε στις πόλεις και στους πλούσιους, και ήταν είτε αδιάφορη είτε ακόμα και εχθρική απέναντι στους αγρότες η υπεράσπιση των παλαιών ηθών ενάντια στα νέα σήμαινε εκείνο το είδος του επαναστατικού συντηρητισμού που χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά οι Βουρβώνοι στη Νότιο Ιταλία, όχι όμως και στη Σικελία όπου και οι ίδιοι ήταν «ξένοι». Το ερώτημα που έχει ενδιαφέρον, είναι το εξής: πότε, πώς και υπό ποίες συνθήκες τα αγροτικά κινήματα ακολουθούν μια αριστερή ηγεσία ή, γενικότερα, κατορθώνουν να εκφραστούν σε μια νέα πολιτική γλώσσα ; Είναι, για παράδειγμα, εμφανές ότι ενώ τη δεκαετία του 1870 οι ρώσοι αγρότες, προς μεγάλη απογοήτευση των Ναρόντνικων, ήταν ακόμα εντελώς απρόσιτοι σ' αυτούς και γενικά στους μη-αγρότες και τη γλώσσα τους, στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν πολύ πιο δεκτικοί στις νέες ιδέες και μεθόδους. Προφανώς, οι οικονομικές αλλαγές, η αστικοποίηση, η μετανάστευση, Κ .Ο .κ . ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό γι' αυτή την αλλαγή στάσης. Όπως έλεγε το 1908 μια ρωσική έρευνα:
«Η "μαγιά" ή το "μυαλό" του κινήματος [ . . . ] ήταν αγρότες που είχαν δεύτερες δουλειές στα εργοστάσια, στα ορυχεία και στις πόλεις. Ως πιο ανεπτυγμένα άτομα ήταν φυσικό να γίνουν οι ηγέτες του κινήματος σε μερικές περιπτώσεις έφερναν στην ύπαιθρο -μαζί με τις εφη μερίδες- νέα για το κίνημα των αγροτών και των εργατών σε άλλα μέρη και ασυνείδητα προπαγάνδιζαν την ιδέα ενός αγροτικού κινή ματος».2Ί
Έχουμε, βέβαια, και παραδείγματα παραδοσιακών αγροτών που ανέλαβαν την ηγεσία της πολιτικής Αριστεράς (για παράδειγμα στη Σικελία
27. Maureen Perrie, «The Russian Peasant Movement. . . » , ό. π . . σ. 1 36.
2 28 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑIΘΡΟΥ
και τη Νότιο Ιταλία του Γαριβάλδη) πολύ πριν η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση επιδράσουν σοβαρά επάνω τους. Σχετικά με αυτό το ζήτημα βρισκόμαστε σε μεγάλο βαθμό στο σκοτάδι, και χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Δεν πρέπει όμως να το συγχέουμε με την εύκολη έλξη που ασκεί σε ένα πρώιμο στάδιο η ετεροδοξία, ακόμα και η ετεροδοξία των κοσμικών πολιτικών επαναστατών, σε δυσαρεστημένες μειονοτικές ομάδες, όπως είναι οι αλβανοί μέτοικοι της Νότιας Ιταλίας ή φυλετικές ομάδες στη σύγχρονη Ινδία.
Χρειάζεται, ωστόσο, να ειπωθεί και κάτι άλλο. Αντίθετα με ό,τι μπορεί να υποθέτει κανείς, η σύγχρονη καθαρή εθνικιστική αγκιτάτσια συνήθως δεν κατακτά τους αγρότες τόσο γρήγορα όσο η κοινωνική, παρά μόνο με τη μορφή της απλής ξενοφοβίας, η οποία όμως μπορεί να στραφεί το ίδιο εύκολα και εναντίον άλλων ομάδων που ανήκουν στο ίδιο «έθνος». Έτσι οι άνδρες του Tipperary στο πρώτο μέρος του δέκατου ένατου αιώνα άσκησαν τη διαβόητη «αγροτική τρομοκρατία» τους όχι μόνο εναντίον των Προτεσταντών άγγλων γαιοκτημόνων, αλλά και εναντίον των Connaughtrnen και των Kerryrnen που τους ανταγωνίζονταν για τη γη και την εργασία. Και το πιο σαφές παράδειγμα ενός εθνικού κινήματος λα"ίκής βάσης κατά το δέκατο ένατο αιώνα, οι Ιρλανδοί Fenians, δεν απέκτησαν μια πραγματικά στέρεη αγροτική βάση που να ξεπερνά την πανίσχυρη εχθρότητα της Εκκλησίας, παρά μόνον όταν η αγροτική ύφεση και η Λίγκα της Γης τούς έδωσε και ένα κοινωνικό πρόγραμμα.
Στο άρθρο αυτό ασχοληθήκαμε με την πολιτική των παραδοσιακών αγροτών σε παραδοσιακές ή μεταβατικές καταστάσεις. Μπορούμε να καταλήξουμε με τρεις σύντομες προτάσεις σχετικά με τους αγρότες σε σύγχρονες πολιτικές καταστάσεις. Δεν αναφέρομαι στο ρόλο των αγροτών στις σοσιαλιστικές χώρες, γιατί σ' αυτές (με εξαίρεση πιθανώς την Κίνα) οι αγρότες έγιναν και πάλι μια υποχωρητική και σχετικά παθητική δύναμη, αν και η αποτελεσματικότητα της άρνησής τους να επιτελέσουν ορισμένα πράγματα αποδεικνύει ότι τα σύγχρονα κράτη και οι οικονομίες μπορεί να είναι πολύ ευάλωτα στην παραδοσιακή μέθοδο της παθητικής άρνησης στην οποία έχουν τόσο μεγάλη εμπειρία οι αγρότες.
Η πρώτη πρόταση είναι ότι από ένα σημείο οικονομικής διαφοροποίησης και πέρα, «η αγροτιά» ως πολιτική έννοια παύει να υφίσταται, επειδή οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του αγροτικού τομέα βαραίνουν περισσότερο απ' αυτά που ενώνουν όλους τους αγρότες απέναντι στους απ' έξω. Αυτή την εξέλιξη μερικές φορές την ευχήθηκαν οι επαναστάτες (για παράδειγμα οι ρώσοι μπολσεβίκοι), όταν όμως συμβαίνει τουλάχιστον πριν από τις επαναστάσεις, συνήθως καταλήγει εις βάρος τους. Η δυσκολία που συναντούν σήμερα οι ινδοί κομμουνιστές στη δουλειά τους μέσα στους αγρότες, είναι ότι μπορούν να απευθύνονται αποτελεσματι-
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛIΤιΚΗ 2 29
κά σε ορισμένα μόνο αγροτικά στρώματα, και όταν απευθύνονται σε μία
ομάδα αυτομάτως έρχονται σε αντίθεση με άλλες. Ωστόσο, αυτή η πολι
τική αποσύνθεση της αγροτιάς μετατίθεται στο μέλλον ή αποκρύπτεται
από τη διατήρηση των παραδοσιακών διαφορών μεταξύ υπαίθρου και
πόλης, χάρη στα ιδιαίτερα πολιτικά συμφέροντα που μπορεί να ενώνουν ένα πολύ ευρύ φάσμα ανθρώπων που απασχολούνται στη γεωργία - για παράδειγμα, το αίτημα για μια κρατική πολιτική υψηλών και εγγυημένων τιμών για τα αγροτικά προ'ίόντα καθώς και παραδοσιακοί θεσμοί και πρακτικές. Έτσι η «αγροτική κοινότητα» στη δεκαετία του 1970 ίσως στην πραγματικότητα να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα μιας ομάδας κουλάκων ή μεσαίων στρωμάτων της υπαίθρου παρά τα συμφέροντα όλων των μελών της, τα οποία με τη σειρά τους ίσως τώρα πια να αποτελούν ένα μικρό μόνο ποσοστό των κατοίκων της περιοχής. Παρ' όλα αυτά, θα εξακολουθήσει να λειτουργεί ως κοινότητα και να αντιπροσωπεύεται σ' έναν βαθμό από τα μέλη της ως τέτοια. Ο φτωχός του χωριού ή ο ακτήμονας ίσως εξακολουθεί να εξαρτάται από τον πλουσιότερο συνάδελφό του, αλλά η σύγχρονη πολιτική και οργάνωση είναι δυνατόν να τους κάνουν πιο αποτελεσματικούς ως ομάδα απ' ό,τι ήταν κάποτε. Στο βαθμό που αυτό αληθεύει, μας λέει ότι μια «αγροτική » πολιτική είναι πιο πιθανή από μια πολιτική μη-πλουσίων αγροτών.
Η δεύτερη πρόταση είναι ότι η δημοκρατική πολιτική των εκλογών δεν επηρεάζει τους αγρότες ως τάξη. Σε αντίθεση με το «κόμμα της εργατικής τάξης», ένα «αγροτικό κόμμα» δεν αποτελεί μια φυσιολογική προέκταση της ταξικής συνείδησης στο χώρο της πολιτικής, αλλά ένα μάλλον αλλόκοτο ιστορικό φαινόμενο, ένα φαινόμενο που στην ουσία είναι περιορισμένο σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής, Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης του Μεσοπολέμου. Αλλά ακόμα και αυτά τα «αγροτικά κόμματα» δε διέφεραν αναγκαστικά και πολύ από άλλα κόμματα που διέθεταν μια μεγάλη αγροτική πελατεία αλλά δε βάσιζαν επισήμως τον πολιτικό τους λόγο στην αγροτική τάξη. Από τους 2 .836 ριζοσπάστες δημάρχους στη γαλλική ύπαιθρο των αρχών της δεκαετίας του 1950, τουλάχιστον οι 2 .600 ήταν καλλιεργητές αγρότες. 28 Υπάρχουν χώρες στις οποίες ποτέ δεν αναπτύχθηκαν ειδικά αγροτικά κόμματα, και μάλιστα χώρες στις οποίες δεν παρατηρείται «καμιά συνολική συσχέτιση ανάμεσα στο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολείται στη γεωργία και στις πολιτικές συμπεριφορές στην περιοχή ».29 Έτσι, στους πέντε πιο αγροτικούς νομούς της Γαλλίας το 1951 πλειοψήφησαν αντίστοιχα οι κομμουνιστές, μια συμμαχία χριστιανοδημοκρατών και ριζο-
28. Maurice Duνerger (επιμ.) , Partis politiques εΙ classes sociales en France, Παρίσι 1 955, σ. 225.
29. Στο ίδιο, σ. 1 57.
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑlθΡΟΥ
σπαστών, μια συμμαχία σοσιαλιστών και ριζοσπαστών, οι γκωλλικοί και οι χριστιανοδημοκράτες. Επιπλέον, ακόμα κι όταν συγκεκριμένα κόμματα κερδίζουν την πλειοψηφία στους αγρότες, τα στελέχη τους σπάνια είναι αγροτικής προέλευσης. Οι ιταλοί χριστιανοδημοκράτες βουλευτές του 1963, αν και Ψηφίστηκαν από το 44% της αγροτιάς, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία μη αγροτικής προέλευσης. Μόνο το 4,5% είχε γονείς που ήταν αγρότες-ιδιοκτήτες - ενώ, περιέργως, σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό είχε γονείς εργάτες.3Ο (Για σύγκριση, σχεδόν το ένα τρίτο των ιταλών κομμουνιστών βουλευτών είχε γονείς της εργατικής τάξης το 1963, ενώ το 40% των γάλλων κομμουνιστών βουλευτών στις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν ξεκινήσει τη ζωή τους οι ίδιοι ως χειρώνακτες εργάτες). Όσον αφορά την κεντρική πολιτική στις αστικοδημοκρατικές χώρες, οι αγρότες συνήθως αποτελούν εκλογική βορά, εκτός όταν ζητούν ή αποτρέπουν ορισμένα συγκεκριμένα πολιτικά μέτρα. Όσον αφορά την τοπική πολιτική, φυσικά είναι πολύ πιο σημαντικοί. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπονται οι απόλυτοι αριθμοί των αγροτών εκλογέων ή η μόνιμη υπερ-αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος της υπαίθρου.
Η τρίτη πρόταση είναι αυτό που έχει διατυπώσει ο Μαρξ στην 1 8η Μπρυμαίρ.31 Υποστηρίζει ότι, λόγω των ιδιομορφιών τους ως τάξη, οι αγρότες είναι:
«ανίκανοι να επιβάλουν με το όνομά τους τα ταξικά τους συμφέροντα [ . . . ] Δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει να τους αντιπροσωπεύουν. Ο αντιπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζεται και σαν κύριός τους, σαν εξουσία πάνω σ' αυτούς, σαν απεριόριστη κυβερνητική δύναμη, που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει απ' τα πάνω τη βροχή και τον ήλιο . Η πολιτική επιρροή των μικροαγροτών βρίσκει, λοιπόν, την τελευταία της έκφραση στην εκτελεστική εξουσία που υποτάσσει την κοινωνία».
Δεν είναι ανάγκη να συζητήσουμε εδώ αν αυτή η θέση έχει εφαρμογή όχι μόνο στους αγρότες αλλά και σε άλλες τάξεις και στρώματα που είναι ανίκανα να οργανωθούν τα ίδια ως τάξη (για παράδειγμα οι μικρομεσαίες τάξεις με την ευρωπαίκή έννοια του όρου). Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε, ότι σε πολλές περιπτώσεις η φαινομενικά παθητική στάση των αγροτών απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση υποκρύπτει σύνθε τες ιεραρχίες πελατειακών σχέσεων, ο ι οποίες βασίζονται πάνω σ ε ένα υπόρρητο ή φανερό παζάρι που ξεκινά από τα χωριά και φτάνει μέχρι
30. Sidney G. Tarrow, Peasant Communism in Southern Ita/y, New Ηaven-Λονδίνο 1 967. σ. 134 και 144.
3 1 . Καρλ Μαρξ, Η 1 8η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη [μτφρ. : Φ. Φωτίου, Αθήνα 1976, σ. 1 56] .
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛIΤιΚΗ
την κορυφή της κρατικής εξουσίας.32 Μπορεί ακόμα να υποστηριχθεί, ότι η πελώρια «εξουσία αρνησικυρίας» που de facto διαθέτουν οι αγρότες αρνούμενοι να δράσουν, καθιστά αυτή τη σχέση λιγότερο παθητική απ' ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Παρ' όλα αυτά, η θέση του Μαρξ εξηγεί πιθανότατα περισσότερα από τη φύση του βοναπαρτισμού του δέκατου ένατου αιώνα. Δεν είναι ανάγκη να οδηγεί σε μια δεξιά δικτατορία, αν και υπό μία έννοια η άνοδος του Ναζιστικού Κόμματος στη Γερμανία ανάμεσα στα 1928 και 1933 ήταν το τελευταίο αυθεντικό μαζικό κίνημα αγροτών, τουλάχιστον στις προτεσταντικές περιοχές της Γερμανίας. Αξίζει να ερευνήσουμε τη σημασία που έχει η φιγούρα του πολιτικού πατέρα -ή μητέρας- ή το κράτος-πάτρωνας στην πολιτική των αγροτικών περιοχών σήμερα, έχοντας κατά νου την παρατήρηση του Μαρξ.
Όμως, το θεμελιακό γεγονός της αγροτικής πολιτικής σήμερα είναι η παρακμή της παραδοσιακής αγροτιάς, και μάλιστα η όλο και μεγαλύτερη σχετική αριθμητική παρακμή κάθε είδους αγροτιάς. Πολλά απ' όσα συζητήθηκαν σ' αυτό το άρθρο έχουν πλέον ιστορικό μόνο ενδιαφέρον. Ωστόσο, αφού η μάζα των μεταναστών που καταφτάνουν στις πόλεις σε πολλά μέρη του κόσμου αποτελείται από άνδρες και γυναίκες με παραδοσιακή αγροτική προέλευση, οι οποίοι φέρνουν στο νέο τους κόσμο τρόπους δράσης και σκέψης του παλαιού τους κόσμου, η ιστορία εξακολουθεί να έχει μια άμεση πολιτική δύναμη. Δε θα ήταν φρόνιμο να την παραβλέψουμε.
32. John Duncan Powell, «Peasant Society and Clientelist Polίtics » , American Political Science Review, τχ. 64, 2 Ιουνίου 1970. σ. 4 1 1 -425.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙ Σ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
Όπως και οι ιστορίες που λέγονται για τους ληστές, έτσι και οι καταλήψεις γης απ6
αγρ6τες -η πιο σημαντική μορφή συλλογικής, 6χι 6μως απαραίτητα και επαναστατι
κής δράσης της παραδοσιακής αγροτιάς - χαρακτηρίζovται απ6 μια αξιοσημείωτη 0-μοι6τητα σε ένα μεγάλο φάσμα απ6 κουλτούρες. Το κεφάλαιο αυτ6 επιχειρεί να τις
αναλύσει, εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη περιοχή -τις Ά. νδεις του Περού- και σε
μια συγκεκριμένη ιστορική φάση κινητοποιήσεων των αγροτών, κατά την οποία μας
είναι δυνατ6 να εξακριβώσουμε το τι ήθελαν, τι μπορούσαν και τι απέτυχαν να κά
νουν. Το άρθρο αυτ6 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Past & Present, τχ. 62, 1974 .
Όσοι μελετούν τα αγροτικά κιν�ματα, είναι εξοικειωμένοι με το φαινόμενο των μαζικών εισβολών και καταλ�Ψεων γης. Θα επιχεφ�σω εδώ να αναλύσω αυτ� τη μoρφ� αγρoτικ�ς κινητοποίησης, κυρίως στο φως στοιχείων που προέρχονται από το Περού, κάνοντας όμως και κάποιες αναφορές σε άλλες χώρες. 1 Στόχος του άρθρου, ωστόσο, δεν είναι να μελετ�σει ένα ειδικό περουβιανό φαινόμενο, αλλά να ψάξει πίσω από τις πρακτικές των αγροτών, τις κοινωνικές και πολιτικές παραδοχές και τη στρατηγικ� σκέψη που βρίσκεται στη βάση τους, και να φωτίσει το ζ�τημα της επαναστατικ�ς δράσης των αγροτών. Στην πορεία βέβαια θα εξετάσω και το βαθμό στον οποίο η συγκεκριμένη ιστoρικ� κατάσταση του Περού και αντίστοιχων χωρών καθορίζει το χαρακτ�ρα και τη μoρφ� των εισβολών Υης.
Ι
Υπάρχουν τρεις πιθανές μορφές καταλ�Ψεων γης, τόσο στο Περού όσο και αλλού, που έχουν να κάνουν με τη νoμικ� κατάσταση της υπό κατάληψη γης, τόσο σε σχέση με το ισχύον επίσημο νομικό σύστημα όσο και με τις νομικές αρχές που αποδέχεται στην πράξη η αγροτιά. Αυτά τα
1 . Οι βασικές πηγές που χρησιμoπoι�θηκαν πέρα από τον Τύπο και έναν σημαντικό αριθμό επίσημων και ημιεπίσημων περουβιανών εκδόσεων. είναι τα έγγραφα από τη Ζώνη Χ της αγρoτικ�ς μεταρρύθμισης (Γραφείο του Huancayo) και του «Juzgado de Tierras» στο Huancayo, και τα αρχεία πολλών πρώην χασιέντων, ειδικά των Sociedad Ganadera del Centro, Sociedad Ganadera Tucle και Compania Ganadera Antapongo. Όλες αυτές βρίσκονται στα κεντρικά υψίπεδα του Περού.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 233
δύο δε συμπίπτουν απαραίτψα. Πρώτη περίπτωση : η γη που είναι να καταληφθεί να ανήκε στους αγρότες και να έχει αποσπαστεί απ' αυτούς, σύμφωνα με το νόμο ή όχι, κατά τρόπο πάντως που οι αγρότες δεν αναγνωρίζουν ως έγκυρο. Η εισβολή σ' αυτή τη γη ισοδυναμεί λοιπόν με ανάκτηση δικής τους γης. Έτσι οι αγρότες του ΟΥοη (στις Άνδεις, βορειοανατολικά της Λίμα) αρνήθηκαν ότι είχαν εισβάλει στις γαίες της Sociedad Agricola Υ Ganadera Algolan τον Αύγουστο του 1963, λέγοντας πως η διαφιλονικούμενη γη -μερικά λιβάδια σε υΨόμετρο 5 .000 μέτρωνήταν ανέκαθεν δική τους.2
Δεύτερη περίπτωση: η κατειλημμένη γη μπορεί να μην ανήκει σε κανέναν ή να ανήκει, σύμφωνα με το νόμο, στην κυβέρνηση ως γη του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία αποικισμού ή καταπάτησής της από τους αγρότες μετατρέπεται σε «εισβολή» μόνον όταν υπάρχει κάποια διαμάχη σε σχέση με τους νόμιμους τίτλους. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι η γη να διεκδικείται ταυτόχρονα και από τους αγρότες και από τους γαιοκτήμονες, από τους οποίους μπορεί κανείς να μην έ χει, και πράγματι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει, νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στις ακατοίκητες συνοριακές περιοχές πολλών νοτιομερικανικών χωρών, αν και όχι ιδιαίτερα στο Περού, εκτός από τις υποτροπικές αμαζόνιες πλαγιές των Άνδεων και μερικές φορές σε κάποιες γωνιές των τεράστιων ακαλλιέργητων εκτάσεων γης που ανήκουν σε μεγάλες χασιέντες και τις οποίες οι χωρικοί έχουν, εύλογα, την τάση να θεωρούν ως έρημη χώρα.
Η νομική επιχειρηματολογία στην περίπτωση αυτή είναι διαφορετική, μια που δεν μπορεί να γίνει επίκληση τίτλων ή, έστω, εθιμικών κανόνων. Στηρίζεται στο ότι η γη ανήκει σ' αυτόν που την καλλιεργεί με το μόχθο του. Αυτό το επιχείρημα ήταν αποδεκτό από τον ισπανικό αποικιακό νόμο, ο οποίος απέδιδε χέρσες γαίες (tierras baΙdίas) σ' εκείνους που τις ξεχέρσωναν, τις σπέρνανε ή τις καλλιεργούσαν με κάποιον τρόπο μέσα σε ορισμένα χρονικά όρια, καθορίζοντας το μέγεθος του κλήρου ανάλογα με την ικανότητα του κληρούχου να τον καλλιεργήσει.3 Ο Αστικός Κώδικας της Κολομβίας, για παράδειγμα, αναγνωρίζει αυτόν τον τρόπο κατοχής μεταξύ άλλων, και ο Νόμος 200 του 1936, που Ψηφίστηκε μετά από μια μεγάλη αγροτική κινητοποίηση, τον ανέδειξε σε βασικό κριτήριο ιδιοκτησίας των χέρσων γαιών. Εδώ δε γίνεται επίκληση ενός νόμιμου τίτλου ή του ισοδύναμού του (για παράδειγμα ενός εθιμικού δικαιώματος), αλλά μιας γενικής αρχής. Έτσι το 1963, 350 καταπατητές οργανωμένοι στην Αsοcίacίόη de Nuevos Colonos [Σύνδεσμος Νέων Αποίκων] κα-
2. Lα Prensa, Λίμα, 7 Αυγούστου 1963. Για παλαιότερες εισβολές ( 1924-1926) βλ. C.D.A.,
«Inventario de los Fondos de la Sociedad Ganadera Algolan» , t/s. , σ. 45-61 . 3. Α. Aguilera Camacho, Derecho Agrαrio Colombiαno, Μπογκοτά 1962 .
234 ΑΝΘΡΩΠΟΙ Τ Η Σ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
τέλαβαν δύο μεγάλα κτήματα στην υποτροπική ζώνη του Tingo Μarίa με τη δικαιολογία ότι «δεν είναι παραγωγικά, κι έτσι έχουμε δικαιώματα πάνω τους».4
Τρίτη περίπτωση: η γη να ανήκει αδιαμφισβήτητα σε κάποιον άλλον, ακόμα και βάσει νομικών θεωριών και εγγραφών που και οι ίδιοι οι εισβολείς παραδέχονται. Η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την κατάσταση όπου αγρότες μισθωτές που πληρώνουν ενοίκιο σε εργασία, σε χρήμα ή σε είδος διεκδικούν δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στη γη που ήδη κατέχουν και καλλιεργούν, γιατί κάτι τέτοιο από μόνο του δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του γαικτήμονα στη γη που καλλιεργεί ο ίδιος άμεσα ή με μισθωτή εργασία. Αυτό άλλωστε δε συνιστά «εισβολή», αφού οι αγρότες βρίσκονται ήδη μέσα στα κτήματα, τους νόμιμους τίτλους των οποίων θέλουν να αλλάξουν. Η περίπτωση της καθαρής απαλλοτρίωσης αποτελεί την πιο συνειδητά επαναστατική μορφή κατάληψης γης. Στο Περού, και γενικά στη Λατινική Αμερική, είναι και η πιο σπάνια (εκτός, βέβαια, από την ιστορικά διαδεδομένη μορφή της απαλλοτρίωσης του αδύνατου απ' τον ισχυρό). Για την ακρίβεια, τη συναντάμε σπάνια ή και καθόλου σε αγροτικά κινήματα που δεν έχουν επηρεαστεί άμεσα από σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες.
Εδώ θα ασχοληθούμε κυρίως με το πρώτο είδος εισβολών, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των καταγεγραμμένων εισβολών στο Περού κατά τον εικοστό αιώνα.5 Η χαρακτηριστική κινητοποίηση αυτής της μορφής είναι η ανακατάληψη χαμένων κοινόκτητων γαιών από κοινότητες αγροτών. Τέτοιες διεκδικήσεις στηρίζονται, στο βαθμό που μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη λογική των αγροτών, σε μια τριπλή βάση, αν και δεν μπορούμε να πούμε (εκτός από τις περιπτώσεις της έρημης χώρας) αν τα δύο από τα τρία στοιχεία της διεκδίκησης κατοχής εί-
4 . Prensα, 27 Αυγούστου 1963. 5. 1 03 inνasiones αναφέρονται στον Τύπο της Λίμας από το 1 959 μέχρι το 1 966, οι 77
από τις οποίες κατά την περίοδο της έξαρσης της αγροτικής αναταραχής, τον ΑύγουστοΔεκέμβριο του 1963. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν ανακτήσεις γαιών. Οι αναφορές αυτές είναι πολύ ελλιπείς. Ο μόνος πλήρης κατάλογος που γνωρίζω, είναι αυτός που μας δίνει η Χωροφυλακή της Επαρχίας του Cuzco από τον Απρίλιο μέχρι τις 1 1 Νοεμβρίου του 1 963, πριν οι inνasiones φτάσουν στο απόγειό τους. Καταγράφει 70 περιπτώσεις, αλλά λεπτομέρειες για τους εισβολείς δίνονται μόνο σε 24 περιπτώσεις, ενώ στις υπόλοιπες αναφέρεται απλά η ιδιοκτησία που δέχτηκε εισβολή . Από αυτές:
Κοινότητες που εισβάλουν σε χασιέντες Κοινότητες που εισβάλουν σε κοινότητες Κολίγοι που εισβάλουν σε χασιέντες « Ντόπιοι αγρότες» που εισβάλουν
1 4 4 3 3
Legislatura Ordinaria, Diαrio de los Debαtes, τόμο ν, Senado 1963, σ. 481 -485.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 235
ναι απαραίτητα, και πόσο μεγάλη σημασία έχει το καθένα στα μυαλά των διεκδικητών. Όπως λέει ο Δρ Satumino Paredes, επιχειρηματολογώντας εναντίον κάποιων διαφωνούντων μελών του μικρού (μαο'ίκού) Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού του οποίου ήταν τότε γενικός γραμματέας:
«Στο Περού, είναι γεγονός ότι οι αγρότες που ζουν σε κοινότητες [ . . . ] είναι πεπεισμένοι πως οι γαίες που βρίσκονται σήμερα στην κατοχή των μεγαλοκτηματιών ανήκουν σ' αυτούς, επειδή αυτοί τις έχουν δουλέψει και επειδή σε πολλές περιπτώσεις έχουν τίτλους πάνω τους ή βάσει του δικαιώματος της προ αμνημονεύτων ετών κατοχής τους σε άλλες».6
Το δικαίωμα που πηγάζει από την εργασία υπάρχει έμμεσα σε όλες τις άλλες διεκδικήσεις κατοχής, αν και (εκτός από περιπτώσεις πρόσφατης εγκατάστασης) δε διακρίνεται από το δικαίωμα της προ αμνημονεύτων ετών κατοχής, μια που αυτό απλά σημαίνει ότι αμέτρητες γενιές αγροτών έχουν καλλιεργήσει ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης ή έχουν βοσκήσει τα ζώα τους εκεΙ Ίσως σ' αυτό να οφείλεται και το ότι δεν έχω συναντήσει καμιά εισβολή που να δικαιολογείται μόνο από το σύνθημα «η γη στον καλλιεργητή», εκτός από περιπτώσεις που μπαίνουν στο παιγνίδι σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παίζει ρόλο. Στο Cilento (Νότια Ιταλία) πριν από την Επανάσταση του 1848, «κάθε Χριστούγεννα οι χωρικοί ανέβαιναν στη γη που διεκδικούσαν για να κάνουν αγροτικές εργασίες, προσπαθώντας έτσι να διατηρήσουν την ιδεατή αρχή στην οποία στήριζαν τα δικαιώματά τους» . 7 Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1848, στην ίδια περιοχή, 800 αγρότες, αφού γκρέμισαν τις μάντρες και τους φράχτες των καταπατημένων πρώην κοινοτικών γαιών, πορεύτηκαν πάλι την επόμενη μέρα, «οι περισσότεροι κρατώντας φτυάρια, τσάπες και κοντάρια, και μόνο πέντε-έξι με όπλα, και φωνάζοντας: "Ζήτω ο Βασιλιάς και το Σύνταγμα! Θέλουμε να σκάΨουμε. Πεθαίνουμε από την πείνα. Θέλουμ.ε πίσω τα δικαιώματά μας"». Στη Sila της Καλαβρίας είδανε 400 άνδρες με τύμπανα και εθνικές σημαίες, εν μέρει οπλισμένους, να σκάβουν, κι όταν τους ρώτησαν γιατί σκάβουν, μερικοί απ' αυτούς απάντησαν ότι «θέλουν να ανακτήσουν τα αρχαία τους δικαιώματα, ετοιμάζοντας τις κοινόκτητες γαίες τους για την αγρανάπαυση και πληρώνοντας ένα tomolo (τοπική μονάδα) για κάθε tomolata γης».8 Στο
6. Saturnino Paredes, Επ Torno α 1α Practica Revo1ucionaria Υ 1α Lucha Interna. Ι Ι P1eno de1 Comitt! Centra1 de1 Partido Comunista Peruano. Informe Po1itico, Ediciones Bandera Roja, Λίμα 1970, mimeo, σ. 1 2 . Ο Δρ Paredes είναι δικηγόρος με μακρά εμπειρία σε αγροτικές υποθέσεις.
7 . Pietro Laνeglia, «Lotte per la terra e prime tentatiνi dΌrganίΖΖaΖίοίne contadina ίπ proνincia di Salemo», Movimento Operario, τχ. 3-4, Μάιος-Αύγουστος 1955, σ. 599.
8. Α. Basile, «11 moto contadino nel Napoletano e ίl ministero del 3 aprile 1848», Rivista Storica de1 Socia/ismo, τχ. Χί ( 1960), σ. 795, 799.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΤΠΑΙΘΡΟΥ
Pozoblanco και στις γειτονικές πολίχνες της Ανδαλουσίας, το 1873 οι αγρότες ζήτησαν την επιστροφή και τη διανομή κάποιων κοινόκτητων γαιών με το επιχείρημα ότι εκείνοι που τις δούλευαν είχαν περισσότερα δικαιώματα από εκείνους που πλήρωναν τους ανθρώπους με έναν άθλιο μισθό από άνομα κέρδη.9 Η σημασία της «αρχής της εργασίας» στη ρωσική αγροτική θεωρία είναι γνωστή. Με δυο λόγια, για τους αγρότες είναι αδιανόητη η κατοχή της γης δίχως εργασία, μια που ό,τι γη έχουν πρέπει να χρησιμοποιείται.
Αν όμως η προ αμνημονεύτων ετών κατοχή αποτελεί επαρκή τίτλο, μια τέτοια κατοχή επικυρωμένη από έγγραφα είναι ακόμα καλύτερη. Δεδομένης της φύσης του ισπανικού αποικιακού συστήματος, υπάρχουν πάρα πολλές ινδιάνικες κοινότητες που διαθέτουν τέτοια έγγραφα, κι αυτά συνήθως τα επικαλούνται για να νομιμοποιήσουν εισβολές σε γαίες. Έτσι η Comunidad του Tusi παρουσιάζει τίτλους που ανάγονται στο 1 7 16 . 10 Οι εισβολείς σε πέντε κτήματα της επαρχίας της Huancave1ica ισχυρίστηκαν ότι έχουν τίτλους της ίδιας χρονολογίας η κοινότητα του Huaylacucho (Huancave1ica) έχει τίτλους που ανάγονται στο 1 746, κ .ο .κ . ! ! Οι νεαροί σεχταριστές του Μαο'ίκού Κομμουνιστικού Κόμματος όλα αυτά τα θεωρούσαν μικροαστικές παρεκτροπές, ισχυριζόμενοι ότι το μόνο πράγμα που πρέπει να κάνει κανείς με τους τίτλους γης της φεουδαλικής ή της αστικής περιόδου, είναι να τους καίει' αλλά όπως δ ικαιολογημένα παρατήρησε ο Δρ Paredes, στηριζόμενος σε μια μεγάλη εμπειρία: «Αυτά δείχνουν πως οι οπορτουνιστές αριστεροί λικβινταριστές δεν έχουν εμπειρία από το αγροτικό κίνημα και ποτέ τους δεν είχαν καμία σχέση με καμιά [αγροτική] κοινότητα». !2 Ο βαθιά ριζωμένος νομικισμός των αγροτικών εισβολών σε γαίες είναι ένα γεγονός που τόσο ο φοιτητής όσο και ο αγκιτάτορας παραβλέπουν πολύ εύκολα. Το να κατέχεις papelitos (<<χαρτάκια») είναι πολύ σημαντικό για μια λατινοαμερικάνικη αγροτική κοινότητα. Είτε είναι αληθινά είτε πλαστά, τα αγαπάνε, τα διατηρούν, τα φυλάνε από πιθανούς κλέφτες, γιατί αν τα χάσουν, αυτό θα σήμαινε πλήγμα στα δικαιώματά τους, αν και δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι θα εξασθένιζε την αίσθηση που έχουν γι' αυτά. Ο John Womack μας έχει δώσει μια συγκινητική αφήγηση της διατήρησης των τίτλων γης του Anenecuilco, του χωριού του μεγάλου Εμιλιάνο Ζαπάτα, από την ε-
9. J . Diaz de ! Mora!, Historia de las agitaciones campesinas Andaluzas, Μαδρίτη, έχδοση 1967, σ. 85-86.
10. Prensa, 19 Αυγούστου 1963. 1 1 . Prensa, 2 Σεπτεμβρίου 1 963, 6 Σεπτεμβρίου 1 963. Οι Huamanmarca χαι Yanacachi
παρέπεμπαν στους τίτλους από το 1825 έως το 1 930: βλ. C.D.A., « Inventario . . . A!golan», ό .π . , σ. 63.
12 . S. Paredes, En Torno α Ιa Practica Revolucionaria . . . , ό .π . , σ. 1 2 .
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 237
ποχή των γονιών του μέχρι σήμερα. 1 3 Υπάρχουν, μου έχουν πει, ακόμα και περιπτώσεις βολιβιανών χωριών που, αφού πήραν γη με την αγροτική μεταρρύθμιση, πήγαν στον πρώην ιδιοκτήτη και του ζήτησαν να τους δώσει έγγραφα μεταβίβασης ιδιοκτησίας για να είναι όλα νόμιμα. Όπως θα δούμε, αυτός ο νομικισμός δεν αποτρέπει τους ίδιους χωρικούς να κάνουν επαναστάσεις. Γιατί, απλούστατα, έχουν την τάση να απορρίπτουν ως ηθικά άκυρους και «αφύσικους», όσο συνταγματικά σωστοί και να 'ναι, τους νόμους που αρπάζουν κοινοτικές γαίες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε τις ιδιομορφίες της κατάστασης στη Λατινική Αμερική, μια που αυτές μετατρέπουν το νομικισμό υπό τη στενή έννοια του όρου σε μια δραστική, αν και περιορισμένη, κοινωνική δύναμη μέσα στην αγροτιά. Η ισπανική κατάκτηση εξασφάλισε νομική αναγνώριση στις κοινοτικές γαίες των ινδιάνικων κοινοτήτων, κάτω από τον έλεγχο της βασιλικής γραφειοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούσε να ασκήσει έναν αυστηρό έλεγχο στους κονκισταδόρες αποίκους, αν και με μικρή επιτυχία. Η χασιέντα, το μεγάλο αγρόκτημα, οι ιδιοκτήτες του οποίου απέκτησαν de facto τον έλεγχο της εξουσίας, αναπτύχθηκαν λοιπόν δίπλα στις αγροτικές κοινότητες, και η εδαφική τους επέκταση περιοριζόταν από τα δικαιώματα τόσο του θρόνου όσο και των Ινδιάνων- αυτοί οι νομικοί περιορισμοί δεν καταργήθηκαν τελείως στην περίοδο της ανεξαρτησίας, αν και στην πράξη κατέστησαν ανενεργοΙ Κατά συνέπεια, η επέκταση της χασιέντας έλαβε χώραν σε μεγάλο βαθμό μέσω μιας ωμής υφαρπαγής, ειδικά κατά το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, όταν μεγάλες εκτάσεις γης που μέχρι τότε δεν είχαν ιδιαίτερη οικονομική αξία έγιναν δυνητικά κερδοφόρες και απέκτησαν πρόσβαση στις αγορές. Η τυπική μεγάλη χασιέντα της Λατινικής Αμερικής βασίζεται λοιπόν όχι στη νόμιμη ιδιοκτησία (χάρη σε έναν «νέο νόμο» και ενάντια σε έναν «παλιό νόμο»), αλλά απλά στο γεγονός ότι η εξουσία των μεγαλογαιοκτημόνων ήταν ισχυρότερη από αυτήν του κράτους όταν οι δύο δε συνέπιπταν στο ίδιο πρόσωπο. Ένας παλαιός δικηγόρος και πρώην πολιτικός στα κεντρικά υψίπεδα του Περού έφτασε μάλιστα να πει, ότι η αγροτική μεταρρύθμιση δεν ήταν αναγκαία, αφού αυτό που αρκούσε για να εξασφαλιστεί μια αποτελεσματική αναδιανομή της γης ήταν να ζητήσουν από τους γαιοκτήμονες -από όλους τους γαιοκτήμονες- να επιδείξουν τους τίτλους των κτημάτων τους, και να επιστρέΨουν τη γη που κατείχαν δίχως νόμιμους τίτλους στους αγρότες από τους οποίους την είχαν αρπάξει . 1 4 Δεν πρέπει βέβαια να παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά τις δικηγορικές ακροβασίες, η συγκεκριμένη όμως στηρίζεται σε μια αρκετά πραγματική βάση.
13. John Womack, Zapata and the Mexican Revolution, Νέα Υόρκη 1969, Επίλογος, σ. 371 Κ.ε . 14 . Συνέντευξη με τον Sr. Oscar Bemuy Gomez, Huancayo, Ιούνιος 197 1 .
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAlePOl"
'Ετσι στην Κολομβία, μετά από τις αγροτικές κινητοποιήσεις ερευνήθηκαν επισήμως οι τίτλοι τριών λατιφουντίων που ανήκαν στον J. Otero Torres και κάλυπταν γύρω στις 300.000 εκτάρια. Ο αρχικός τίτλος ιδιοκτησίας του 1823 αναφερόταν σε 426 εκτάρια. 15 Στα κεντρικά υψίπεδα του Περού, η χασιέντα Tucle το 1887 είχε τίτλους για 12 .000 περίπου εκτάρια, αν και ακόμα κι αυτό είναι υπό αμφισβήτηση. Το 1915 με κάποιον τρόπο είχε αποκτήσει 103.000 εκτάρια. 16 Πώς; Μερικά παραδείγματα μπορούν να δείξουν το αναίσχυντο αυτής της διαδικασίας. Το 1870 το περουβιανό κράτος έβγαλε στον πλειστηριασμό χέρσες γαίες στην πάμπα του Chimbote, μερικές από τις οποίες ανήκαν σε μια κοινότητα. Σ' αυτές τις γαίες εγκαταστάθηκε η χασιέντα Tambo Real, «η οποία δεν σταμάτησε ούτε μέρα να επεκτείνεται εις βάρος της κοινοτικής γης». 1 7 Το 1926 η χασιέντα Tucle απέκτησε το κτήμα του Rio de la Virgen (το οποίο διεκδικούσε στο σύνολό του μια γειτονική κοινότητα) από την Εκκλησία, καθώς η ενορία του Huancayo ισχυριζόταν ότι το κατείχε από αμνημονεύτων ετών. Δυστυχώς, ομολόγησε η Εκκλησία, στη διάρκεια αυτών των αμνημονεύτων ετών όλοι οι τίτλοι είχαν χαθεί. Ομολόγησε επίσης ότι δεν είχε ερευνήσει την περιοχή που πουλούσε, κι έτσι δεν ήξερε πόσο μεγάλη ήταν ούτε ποια ήταν τα σύνορά της. 18 Από τη στιγμή που οι ιδιοκτήτες αποκτούσαν την κλεμμένη γη με τον αρμόζοντα νομικά τρόπο, περίμεναν να έχουν, και συνήθως είχαν, την προστασία των δικαστηρίων' ακόμα κι αν δεν είχαν κανέναν τίτλο, μπορούσαν να κάνουν τους Ινδιάνους να σιωπούν και είχαν τέτοια πολιτική επιρροή στους τοπικούς δικαστές και χωροφύλακες, ώστε να αποκρούουν τις αμφισβητήσεις.
Η κατάσταση, βέβαια, ήταν πιο σύνθετη. Οι χασιέντες μπορεί να είχαν τίτλους για τεράστιες εκτάσεις, στην ουσία όμως χρησιμοποιούσαν μόνο ένα μικρό κομμάτι απ' αυτές, αφήνοντας τις υπόλοιπες είτε αχρησιμοποίητες είτε στην de facto κατάληψή τους από τους αγρότες, οι οποίοι βέβαια πίστευαν ότι δουλεύοντας τη γη αποκτούσαν και τα δικαιώματα κατοχής ή ιδιοκτησίας και ότι, τουλάχιστον, είχαν περισσότερα δικαιώματα από τους απόντες γαιοκτήμονες. Οι κοινότητες μπορεί να ενίσχυαν τις ηθικές αξιώσεις τους στη γη πλαστογραφώντας ή επεκτείνοντας παλαιούς τίτλους. Επιπλέον, όπως θα δούμε, αλληλοσυγκρουόμενες νομικές αξιώσεις επί της ίδιας γης έφερναν αντιμέτωπους όχι μόνο τους αγρότες
1 5. Informe de Ιa Cοmίsίόn que ίnvestίgό 105 sucesos sangrientos de ΡaquίΙό . . . , Μπογκοτά 1932, σ. 9.
16. Juzgado de Tierras, Huancavo: Expediente 70/1385/2 C , fj 468, 469. 1 7 . Carlos Alberto Izaguirre, «La transferencia de bienes, comunales» . Peru Indigena, τόμο
νί, τχ. 1 4 -1 5 (1957), σ. 1 10-1 15 . 18 . Juzgado de Tierras. Huancayo, ό .π . , fj 105: «ο ι τίτλοι που αποδείκνυαν αυτό το γε
γονός, χάθηκαν».
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 239
με τις χασιέντες αλλά και κοινότητες με άλλες κοινότητες, ειδικά όταν ομάδες αγροτών άφηναν την αρχική τους εγκατάσταση για να εγκατασταθούν αλλού σε κοινοτική γη (συνήθως, στο Περού, μετακινούνταν σε κάποια άλλη οικολογική ζώνη, ψηλότερα ή χαμηλότερα στις πλαγιές των Άνδεων, οι οποίες εκτείνονται από την τούντρα Ψηλά μέχρι τις υποτροπικές και τροπικές περιοχές στα χαμηλά). Ακολούθως επιχειρούσαν να χαράξουν τις δικές τους κοινοτικές γαίες, τα σύνορα των οποίων αμφισβητούνταν από τη μητέρα-εγκατάσταση.
Ωστόσο, γενικά στη Λατινική Αμερική και ειδικότερα σε περιοχές με σταθερές ινδιάνικες εγκαταστάσεις, έχουμε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό αγροτικών κοινοτήτων που έχουν νόμιμα έγγραφα κοινοτικής ιδιοκτησίας γης που τους έχει αφαιρεθεί με ωμή ή μόλις καλυμμένη κλοπή. 'Ως εδώ λοιπόν, το πρόβλημα της νομιμοποίησης των αγροτικών δικαιωμάτων είναι, θεωρητικά, ασυνήθιστα απλό. Από την άλλη, η απαίτηση για γη, όσο επαναστατική και να είναι αντικειμενικά, πολύ συχνά δεν απαιτεί κάποια ιδεολογική αμφισβήτηση της υπάρχουσας νομιμότητας.
ΙΙ
Ας έρθουμε τώρα σε κάποιες πραγματικές εισβολές σε γαίες. Μια εισβολή είναι μια μάλλον τυποποιημένη υπόθεση. Αυτό σημαίνει ότι συνήθως συζητιέται από τα πριν . Έτσι στην περιοχή του Cuzco οι περισσότερες απ ' αυτές τις εισβολές «ανακοινώνονται εκ των προτέρων», συχνά με λεπτομέρειες. Πριν από τις εισβολές, «οι αγρότες έκαναν συγκεντρώσεις» . 19 Η πρόθεσή τους να εισβάλουν γίνεται λοιπόν γνωστή στους γαιοκτήμονες και στις αρχές, που μπορούν έτσι να πάρουν τα μέτρα τους και, αν είναι δυνατόν, να στείλουν αστυνομία, στρατό ή δικούς τους ένοπλους άνδρες στο διαφιλονικούμενο σύνορο, το οποίο φυσικά μπορεί να είναι απομακρυσμένο και απρόσιτο . 20 Οι πολιτικά εκλεπτυσμένοι οργανωτές του Cuzco το 1960-1964 χρησιμοποιούσαν μάλιστα αυτή τη μέθοδο για να παίζουν το παιγνίδι της γάτας με το ποντίκι με τις αρχές, βάζοντας τις περιορισμένες κρατικές δυνάμεις να τρέχουν από τη μία χασιέντα στην άλλη, μέσα στη γενικά παράνομη ζώνη της πάμπα της Anta' αυτό όμως δεν αφορά τις απλές παραδοσιακές εισβολές, η στρατηγική και τακτική των οποίων είναι πιο απλή.
Η εισβολή αυτή καθ ' εαυτή είναι μια μεγάλη τελετουργική γιορτή. Τέ-
19. Prensa. 1 0 και 11 Φεβρουαρίου 1964. 20. Πρβλ. την αναφορά ενός σχεδίου εισβολής στις υποτροπικές πλαγιές της χασιέντας
RunatulIo: C.D.A., Αρχεία Ganadera del Centro, έγγραφα χασιέντας Acopalca. Φάκελος «RunatulIo» , 27 Ιανουαρίου 1958.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAJePOr
τοια γεγονότα «γίνονται μέσα σε μεγάλη οχλοβοή. Οι ηγέτες εμφανίζονται καβάλα σε άλογα και φυσώντας κέρατα» (Cuzco, 1964)' «στους ήχους κεράτων και τυμπάνων» (Cuzco)' <<με συνοδεία huzzas και κεράτων» (Anta, Cuzco)' «τραγουδώντας και χορεύοντας στους σκοπούς της τοπικής μουσικής» (Paruro, Cuzco)' «παίζοντας κέρατα και εκτοξεύοντας ρουκέτες (Ροtaca, Junin) .21 Πρόσφατα φαίνεται ότι συνοδεύονταν από έναν μεγάλο αριθμό σημαιών. Η απουσία των σημαιών, μάλιστα, σημαίνει πως η εισβολή δεν είχε κορυφωθεί: «μία σημαντική λεπτομέρεια: σε μια εισβολή υπάρχουν κανονικά πολλές σημαίες, αλλά το συγκεκριμένο πλήθος [μια αναγνώριση ;] είχε μόνο μία».22 Οι περουβιανές σημαίες είχαν γενικευτεί κατά τη δεκαετία του 1960, αλλά στην πολιτικά ριζοσπαστικοποιημένη περιοχή του Cuzco συνοδεύονταν από συνθήματα του Κάστρο - «Tierra ο Muerte», «Venceremos», Κ .Ο .κ . Κόκκινες σημαίες δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου αυτή την περίοδο, αν και αναφέρεται μια εισβολή με κόκκινες σημαίες στη διάρκεια της πρώτης φάσης της πολιτικά συνειδητής αγροτικής κινητοποίησης το 1930-1932 . 23 Η εθνική σημαία έγινε αναμφίβολα σύμβολο των φιλοδοξιών των αγροτών: στη βορειότερη επαρχία της Piura «πολλοί αγρότες στην περιοχή φτιάχνουν περουβιανές σημαίες για να τις χρησιμοποιήσουν σε εισβολές». Στο Junin (Yantac, Q'ero, San Pedro de Cajas), στην Mocquegua (Mauca Llacta), στο Cuzco (Chumbiνilcas), στο Ancash (Recuay) και αλλού, αναφέρεται συγκεκριμένα η παρουσία των ερυθρόλευκων εθνικών σημαιών.24 Δεν υπάρχουν στοιχεία αυτής της πρακτικής για τις εισβολές της περιόδου του 1946-1948 ή παλαιότερα, τουλάχιστον για τα κεντρικά υψίπεδα. Όπως σε όλες τις μεγάλες συλλογικές τελετουργίες, πολύ συχνά οι συμμετέχοντες είναι μάλλον πιωμένοι, αν και οι μαρτυρίες -οι οποίες προέρχονται κυρίως από γαιοκτήμονες ή αξιωματούχους- έχουν την τάση να υπερτονίζουν αυτό το σημείο.
Η κινητοποίηση για μια εισβολή συνήθως γίνεται το απόγευμα, η βασική επιχείρηση, με καθαρά στρατιωτικούς όρους, γίνεται την αυγή, αν κι αυτό μπορεί να ποικίλλει. Μια μεγαλύτερη ή μικρότερη μάζα ανδρών, γυναικών και παιδιών -εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες- μαζί με κοπάδια, γεωργικά εργαλεία και οικοδομικά υλικά, καταλαμβάνει τη διαφιλονικούμενη έκταση, γκρεμίζοντας φράχτες, μάντρες ή άλλα σημάδια
2 1 . Prensa, 1 1 Φεβρουαρίου 1 964, 12 Νοεμβρίου 1963, 30 Νοεμβρίου 1 963: C.D.A.,
Αρχεία Ganadera de1 Centro, έγγραφα Acopa1ca: «Informe sobre 10s sucesos ocuridos en 1as Hdas. Tuc1e, Antapongo Υ Laive ... », από τον Ingeniero A1berto Chaparro, Correspondencia Confidencial, 25 Ιανουαρίου 1947 .
22 . Hugo Neira, Cuzco, Tierra Υ Muerte, Λίμα 1964, σ. 22. 23. C.D.A., Αρχεία Ganadera de1 Centro, έγγραφα Laive: Laive προς Λίμα, 9 Αυγούστου
193 1 . 24 . Prensa, 1 0 Σεπτεμβρίου 1963, 1 Σεπτεμβρίου 1963, 19 Σεπτεμβρίου 1 963, 30 Ιουλίου
1963, 19 Αυγούστου 1963, 1 7 Οκτωβρίου 1 963, 21 Οκτωβρίου 1963.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
συνόρων, και προχωρά αμέσως στο χτίσιμο απλών καλυβιών ή άλλων κατασκευών, συνήθως πάνω στη γραμμή του συνόρου που διεκδικείται ως το νόμιμο. Οι οικογένειες εγκαθίστανται αμέσως μέσα, αρχίζουν να βόσκουν τα κοπάδια τους (όπου είναι αναγκαίο, διώχνουν τα ζώα των γαιοκτημόνων) και να οργώνουν και να σπέρνουν τη γη. 25 Σε μερικές περιπτώσεις ακολουθείται μια πιο προσεκτική τακτική, προπορεύεται ένα αναγνωριστικό τμήμα και, εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις σημαντικής αντίστασης, ακολουθεί η μαζική κατάληΨη. Ας σημειώσουμε παρεμπιπτόντως ότι (τουλάχιστον στο Περού) αυτό το χαρακτηριστικό φαινόμενο των τελευταίων ετών, η εισβολή σε αστική γη (ή μαζική καταπάτηση), γίνεται με ακριβώς ανάλογη διαδικασία. Μία μεγάλη ομάδα οικογενειών εισβάλει σε ένα κομμάτι άδειας γης, αμέσως στήνει ένα πλήθος από παραπήγματα -συνήθως υποτυπώδεις σκελετούς με Ψάθες για τοίχους και οροφή- στα οποία και εγκαθίστανται, προετοιμάζοντας έτσι την οικοδόμηση πιο μόνιμων καταλυμάτων με τη βοήθεια των γειτόνων, και προκαλώντας τις αρχές να τους βγάλουν έξω. Όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, αυτές οι παραγκουπόλεις αποτελούν προσαρμογές στο αστικό περιβάλλον των κοινοτικών ηθών του χωριού . 26
Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις κλασικές κοινοτικές εισβολές και καταλήψεις γης, και στις καταλήΨεις γης που οργανώνονται από πιο μοντέρνα πολιτικά κινήματα. Η στρατηγική και τακτική των σύγχρονων καταλήΨεων, είτε γης είτε χώρων εργασίας (<<sit-ins» ή «work-ins»), τις βλέπει ως μορφές άσκησης πίεσης πάνω στις αρχές, δηλαδή ως μέσο και όχι ως σκοπό. Έτσι -για να πάρουμε το παράδειγμα ενός οργανωμένου αγροτικού κινήματος- το κίνημα του οποίου ηγείτο ο Jacinto Lopez στην πολιτεία της Sinaloa στο Μεξικό τη δεκαετία του 1950, χρησιμοποιούσε τις εισβολές σε γη μ' αυτόν τον περιορισμένο τρόπο. Το αγροτικό συνέδριο του Los Mochis, στη Sinaloa το 1957, απείλησε με εισβολές αν δεν τηρούνταν οι υποσχέσεις για νομική λύση στα προβλήματα των διαμαρτυρομένων. Και πράγματι, στις αρχές του 1958 πραγματοποιήθηκαν καταλήΨεις, αλλά η εισβολή 3.000 αγροτών σε 20.000 εκτάρια αρδευόμενης γης ήταν συμβολική . « Η εισβολή στα καλλιεργούμενα εδάφη συνίστατο στο στήσιμο μιας εθνικής σημαίας στη μέση του κτήματος, ενώ ο κύριος όγκος των αγροτών στε-
25. Π .χ. Prensa, 18 Νοεμβρίου 1 963, Χασιέντα Inapi, Anta-Cuzco' 3 χασιέντας στο Paruro-Cuzco, 30 Νοεμβρίου 1963' Χασιέντα Mapi Florencia, Anta, 4 Δεκεμβρίου 1 963' Dist. Huacondo, 16 Δεκεμβρίου 1963.
26. Οι θεωρίες που δικαιώνουν τέτοιες αστικές καταπατήσεις δεν είναι προφανώς οι ίδ ιες μ' εκείνες που δικαιώνουν την ανάκτηση της χαμένης κοινοτικής γης, αλλά δε θα ασχοληθούμε εδώ με τις αλλαγές της αγροτικής νομικής σκέψης στους χωρικούς μετανάστες των πόλεων.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙΘΡΟΥ
κόταν ή καθόταν στους δρόμους που διέσχιζαν αυτά τα χωράφια [ . . . ] Όταν έφτασαν στρατιωτικά αποσπάσματα για να διαλύσουν αυτές τις καταλήψεις διαμαρτυρίας, οι σκόπιμα άοπλοι αγρότες αποσύρθηκαν ειρηνικά».27 Οι μαζικές καταλήψεις γης που οργανώθηκαν την άνοιξη του 197 1 από την Αsοcίacίόη de Usuarios στην Κολομβία ήταν επίσης εκουσίως βραχύβιες. Με δυο λόγια, οι καταλήψεις γης σύγχρονων, πολιτικά οργανωμένων, αγροτικών κινημάτων, εκτός κι αν εντάσσονται μέσα σε μια πραγματική αγροτική επανάσταση ή εξέγερση, αποτελούν μια κινητοποίηση στα πλαίσια μιας μακροπρόθεσμης καμπάνιας. Όμως για το κλασικό κοινοτικό κίνημα οι καταλήψεις είναι η ίδια η καμπάνια, η μάχη και, αν έχουν τύχη, η τελική νίκη. Δεν είναι τα μέσα αλλά ο σκοπός. Όσον αφορά τους εισβολείς, όλα θα 'τανε μια χαρά, αν το κράτος ή άλλες εξωτερικές δυνάμεις αποσύρονταν αφήνοντας την κοινότητα να ζήσει και να εργαστεί στη γη που έχουν τώρα δικαιωματικά ανακτήσει. Ρεαλιστές καθώς είναι, οι αγρότες γνωρίζουν ότι αυτό δεν είναι πολύ πιθανό, αν και (όπως θα δούμε) οι εισβολές επιχειρούνται συνήθως μόνον όταν η κατάσταση δείχνει να είναι ευνΟίκή. Αλλά ακόμα κι αν τελικά εκδιωχθούν από το γαιοκτήμονα ή την κυβέρνηση, τουλάχιστον έχουν επαναβεβαιώσει τόσο το δικαίωμά τους στην κατοχή της γης μέσω της εργασίας τους όσο και την ικανότητά τους να δουλεύουν τη γη που διεκδικούν ως δική τους - πράγμα σημαντικό, μια που η ικανότητά τους να το κάνουν μπορεί να αμφισβητείται.28 Ο σκοπός όμως της επιχείρησης δεν είναι τακτικός. Είναι να πάρουν πίσω τη γη και να μείνουν εκεΙ
Έχουμε ήδη σημειώσει πως η κλασική εισβολή γης δεν αποτελεί ειδικά περουβιανό φαινόμενο ή ακόμα και ινδιάνικο. Υπάρχουν πράγματι πολλά ανάλογα παραδείγματα σε άλλα μέρη της Λατινικής Αμερικής. Στη Χιλή όλες οι καταλήψεις γης (tomas de fundos) από μικρούς καλλιεργητές μέχρι το 1968 ήταν ανακτήσεις απαλλοτριωμένων κοινοτικών γαιών από τους Ινδιάνους Mapuche,29 αλλού όμως πραγματοποιήθηκαν και από μη-ινδιάνους, όπως στη Βενεζουέλα, όπου υπολογίζονται σε 500 οι περι-
, πτώσεις εισβολής σε απαλλοτριωμένες γαίες κατά τις αρχές της διαδικασίας της αγροτικής μεταρρύθμισης στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και
27, Gerrit Huizer, Report on the Study oJ the RoIe oJ Peasant Organizations in the Process oJ Agrαriαn ReJorm in Latin Americα, lLO-CΙOA, Γενεύη 1969, mimeo, σ, 241 , 243,
28. Όπως στη διένεξη σχετικά με τις αγροτικές διεκδικήσεις στην Comarca Lagunera (Μεξικό) που κατέληξε στο ζήτημα αν οι διεκδικητές ήταν ικανοί να καλλιεργήσουν τη διαφιλονικούμενη γη. Πρβλ. «Historical resume ... written ίπ 1 936 by J. Cruz Chacon Sifuentes» , Αρρ. 1 to Henry Landsberger and Cynthia Hewitt d e Alcantara, Peαsαnt Orgαnisαtion in Lα Lagunα. Mexico, CΙOA Research Papers, 1 7, OAS, Ουάσινγκτον 1970, σ. 1 29.
29. Α . Affonso - S. GόmeΖ - Ε. Klein - Ρ. RamίreΖ, Movimento Cαmpesino ChiIeno. Σαντιάγο 1970, ίί, σ. 127 Κ.ε. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ήταν παρούσα πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι γαίες στις οποίες έγινε εισβολή ή ταν συχνά αυτές που είχαν αφαιρεθεί από τους αγρότες πρωτύτερα.3Ο Μ πορούμε όμως να βρούμε και ευρωπα"ίκά αντίστοιχα παραδείγματα. Το 1848 οι καλαβρέζοι αγρότες έκαναν πορεία με σημαίες και τύμπανα για να καταλάβουν γαίες.31 Στους αγρότες του Σαλέρνο του δέκατου ένατου αιώνα παρατηρούμε το γνωστό συνδυασμό διεκδίκησης γης, για την οποία ισχυρίζονται ότι κατέχουν νόμιμους τίτλους, και εισβολών «που πραγματοποιούνται από μάζες ανθρώπων με απόλυτα οργανωμένο τρόπο. "Κρατούσαν σημαίες, πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι για να κινητοποιήσουν όλο τον κόσμο, και ακολουθώντας του ήχους των κεράτων, προχώρησαν στη γη που ήταν να καταλάβουν" την ώρα που το χάραμα άρχιζε να φωτίζει τις κορφές των βουνών».32 Σημαίες, τύμπανα και κέρατα αποτελούσαν τα συνήθη τελετουργικά συνοδευτικά των εισβολών του 1848. Όπως σημειώνει ένας οξυδερκής παρατηρητής, οι ακτήμονες δουλευτές «αφήνανε τις φτωχογειτονιές τους και τα καλύβια τους στο άκουσμα του άγριου ήχου της tofa, που στους ειρηνικούς καιρούς ήταν η μουσική που αλάφρωνε τη δουλειά του χωραφιού και συνόδευε τις χαρές του τρύγου, αλλά το 1848 έγινε κάλεσμα για ενότητα και εξέγερση» .33 Οι ιταλικές καταλήψεις γης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από το σοσιαλιστικό κίνημα, συνεχίστηκαν πάνω στο παλαιό μοτίβο. Έτσι, το κίνημα του Λάτιου, απ' το οποίο το 1919 ξεπήδησε ένα εθνικής κλίμακας κύμα εισβολών γης, δ ιακήρυξε ότι «θα υπερασπιστεί τη γη στην οποία έχει νόμιμα δικαιώματα, ενάντια στους σφετεριστές». Ο Osservαtore Romαno περιγράφει τις ταυτόχρονες εισβολές σε σαράντα δήμους ως εξής: «Την αυγή [ . . . ] αυτοσχέδια καραβάνια αγροτών, στους ήχους μουσικής και κρατώντας σημαίες, πορεύτηκαν μέσα στα λατιφούντια της περιοχής και διακήρυξαν ότι τα καταλάμβαναν χαράζοντας με ειδικά σημάδια τα σύνορα των κατειλημμένων εκτάσεων».34 Αλλά και οι μεγάλες καταλήψεις γης του Μαρτίου του 1936 στην Ισπανία, που ακολούθησαν τη νίκη του Λα"ικού Μετώπου, ξεκίνησαν ως ανακτήσεις χαμένης γης και, μάλιστα, ξεκινούσαν κι αυτές, όπως θα περίμενε κανείς, την αυγή.35 Αυτα τα σκόρπια παραδείγματα αρκούν για να δείξουν ότι η κλασική κοινοτική εισβολή γης μπορεί να απαντηθεί
30. Gerrit Huizer, On Peasant Unrest in Latin America, CΙDA, Ουάσινγκτον 1967, σ. 2 1 7 Κ.ε . 31 . Α . La Cava, «La rivolta calabrese del 1848», Arch. Stor. delle Provincie NapoIetane, νέα
σειρά, τχ. ΧΧΧί ( 1947-1949), σ. 445 Κ .ε . , 540, 552. 32. Ρ. Laveglia, ό.π . . σ. 601 . 33. Α . Basile. ό .π. , σ . 795. 34 . Παρατίθεται στο Renzo del Carria, ProIetari senza RivoIuzione, Μιλάνο 1970, ίί, σ. 78-9 1 . 35. Ε. Malefakis, Agrarian Reform and Peasant RevoIrltion i n Spain, New Haven-Aovoevo
1970. ιδίως σ. 368-369.
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙθΡΟΥ
μέσα σε περιβάλλοντα πολύ διαφορετικά από εκείνα των περουβιανών υψιπέδων. Δεν αν�κει στην ιστορία των Ινδιάνων του Περού � της Λατινικ�ς Aμερικ�ς, αλλά στην ιστορία των αγροτικών κoινoτ�των.
πΙ
Για να κατανo�σoυμε το χαρακτ�ρα αυτών των εισβολών και το ρόλο που παίζουν στη δράση των αγροτών, είναι ίσως χρ�σιμo να παρακολουθ�σoυμε συγκεκριμένα ένα τέτοιο κίνημα, μέσα τουλάχιστον από ορισμένα παρακλάδια του: το κίνημα της κοινότητας της Huasicancha, μιας μικρής και κατά κύριο λόγο κτηνοτροφικής ινδιάνικης εγκατάστασης στα κεντρικά υψίπεδα του Περού, που βρίσκεται σχεδόν στο σημείο που συνορεύουν οι νομοί του }υηίη, της Λίμα και της Huancaνelica. Έχουμε την τύχη να μπορούμε να παρακoλoυθ�σoυμε την πάλη αυτής της κοινότητας για μια συγκεκριμένη περιoχ� κοινοτικών βοσκοτόπων από τις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, είναι δηλαδ� ένα πολύ σπάνιο παράδειγμα συνεχούς τεκμηρίωσης.36 Εξαιτίας της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι στατιστικές του Π1Ορού, και παρά μια πλειάδα απογραφών και άλλων κατ' όνομα ποσοτικών ερευνών, το μόνο που μπορούμε να πούμε για την Huasicancha, είναι ότι το 1930 έγινε αρκετά μεγάλη � αξιοπρόσεχτη για να αποτελέσει μια «περιoχ� » -τη μικρότερη διoικητικ� μονάδα στην ύπαιθρο του Περού-, ότι τον περασμένο αιώνα δεν είχε πάνω από λίγες εκατοντάδες ψυχές, και ότι φαίνεται πως διαθέτει, και μάλλον διέθετε και κατά το παρελθόν, έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ζώων. Το 1970 �ταν πέμπτη ανάμεσα σε τριάντα δύο κοινότητες σε αριθμό προβάτων και σε συνολικό αριθμό ζώων και δεύτερη σε βooειδ�.
Κάπου Ψηλά στην puna -στα 4 .000 μέτρα υΨόμετρο και παραπάνω-, η Huasicancha κατείχε πάντοτε μια μεγάλη έκταση κοινοτικών βοσκότοπων «που αν�καν στο βασιλιά Ίνκα», και την οποία καθώς φαίνεται τη σφετερίστηκε ο }uan Iparraguirre, εναντίον του οποίου κέρδισαν το έτος 1607 ένα expediente από μία αρχ� την οποία οι αντιπρόσωποι της κοινότητας τη δεκαετία του 1960 ανέφεραν ως «eI Virrey de Ia RepubIica residente en Lima» [ο Αντιβασιλεύς της Δημοκρατίας που έμενε στη Λί-
36. Αυτή περιέχεται κυρίως στους φακέλους του Juzgado de Tierras, Huancayo -όπου συμβουλεύτηκα τις ογκώδεις Expendientes 69.831 και 70/1385/2C- στα πρακτικά της δικαστικής υπόθεσης ανάμεσα στην κοινότητα και τη χασιέντα Tucle, καθώς και στην Subdίreccίόn de Reforma Agraria ΖΑΧ Huancayo, Expediente de afectacίόn, Hacienda Tucle και Expediente, Comunidad Huasicancha. Ο Juan Martinez Alier είχε την ευγενή καλοσύνη να τα συμβουλευτεί. Για μια πληρέστερη αναφορά τόσο για την κοινότητα όσο και για τις εκστρατείες της για τη γη βλ. Gavin Smith, Live/ihood and Resistance, Berkeley 1 989. Αυτό το θαυμάσιο βιβλίο διευρύνει και διορθώνει τη δική μας προγενέστερη αναφορά.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 245
μα], κι από το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε πως η δικαστική διαμάχη είχε ξεκινήσει μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Στο -iΥγραφο αυτό ορίζονται τα σύνορα αυτής της έκτασης, και είναι ακριβώς αυτά τα οποία η κοινότητα διεκδικούσε κατά τη δεκαετία του 1960, έχοντας εξακριβωθεί τότε από επιτόπια αυτοψία, τα τοπωνυμία και άλλες κατάλληλες μεθόδους από έναν επόπτη δικαστή. Η διαμάχη, που σερνόταν επί αιώνες, καθιερώθηκε σαν μια σύγκρουση με τη χασιέντα Tuc1e, η οποία φαίνεται πως δημιουργήθηκε προς τα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, για να επεκταθεί στους επόμενους αιώνες εξελισσόμενη σε ένα τεράστιο κτηνοτροφικό ράντζο. Όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες χασιέντες, η Tuc1e είχε μια σχέση σύγκρουσης και συμβίωσης με τις γειτονικές κοινότητες, τη γη των οποίων είχε αρπάξει3Ί και οι οποίες την εφοδίαζαν με εργατικά χέρια. Η συνήθης κατάσταση των υψιπέδων σ' αυτή την περιοχή του Περού ήταν ένα μπλοκ από χασιέντες περιτριγυρισμένο από περιθωριακές κοινότητες. Τη δεκαετία του 1960 η Tuc1e αποτελούσε ένα τέτοιο μπλοκ μαζί με την Laive και την Antapongo. Παρά τις μεταξύ τους αντιδικίες, προσπαθούσαν να συντονίσουν την πολιτική τους απέναντι στην αγροτιά, ενώ οι δύο πρώτες είχαν απορροφήσει άλλες χασιέντες (τη Rio de 1a Virgen και την Ingahuasi αντίστοιχα). Συνόρευαν με τριάντα τρεις κοινότητες, τρεις από τις οποίες συνόρευαν με περισσότερες από μία χασιέντες. Και οι κοινότητες, με τη σειρά τους, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, είχαν συμφέρον να συντονίσουν τη στρατηγική τους απέναντι στις χασιέντες.
Κατά τη διάρκεια της αποικιακής περιόδου, το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, η Huasicancha κέρδισε κάποιες δικαστικές αποφάσεις εναντίον της Tuc1e, οι οποίες φαίνεται πως δεν είχαν μεγάλα πρακτικά αποτελέσματα. Η Δημοκρατία έθεσε τέρμα στην προστατευτική νομοθεσία της αποικίας καθώς και, μέχρι το 1920, στην αναγνώριση των ινδιάνικων κοινοτήτων ως τέτοιων, όχι όμως και στην αποφασιστικότητα της Huasicancha να διεκδικήσει τα βοσκοτόπια της. Ο Πόλεμος του Ειρηνικού ( 1879-1884) έδωσε μια ευκαιρία στην κοινότητα. Η Tuc1e ανήκε την εποχή εκείνη σε μια φοβερή κυρία, την Bernarda Pie1ago, η οποία στη διαθήκη της το 1887 παρατηρεί με κάποια πικρία ότι η χασιέντα περιορίστηκε σε 3.000 πρόβατα μια που 40.000 και περισσότερα τα πήραν εκείνη τη χρονιά τα γειτονικά pueb10s με το πρόσχημα του εθνικού πολέμου. «Γι' αυτόν το σφετερισμό και την κλοπή ξεκίνησα μια νομική διαδικασία ενώπιον της ανώτατης κυβέρνησης».38 Σ ' αυτό το κομμάτι του
37. Η Expediente de Afectacίόn για την Tucle αναφέρει 13 κοινότητες, εκτός από την Huasicancha, που είχαν όλες διεκδικήσεις εναντίον της χασιέντας και καταγεγραμμένες δικαστικές διαμάχες μαζί της.
38. Juzgado de Τίeπas, Huancayo, ΕχΡ. 70/1385/2 C, Fj 1 7 Κ.ε.
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAlePO"f
Περού, όπως και αλλού, οι Ινδιάνοι είχαν σχηματίσει αντάρτικες ομάδες ενάντια στους νικητές Χιλιανούς, και αμέσως είχαν αρχίσει το μόνο πόλεμο που είχε νόημα γι' αυτούς, καταλαμβάνοντας τις γαίες που τους είχαν απαλλοτριώσει. Ο καθηγητής Henri Favre με πληροφόρησε ότι ο ηγέτης αυτής της τοπικής rnontonera ή ένοπλης ομάδας ήταν ένας άνδρας από την Huasicancha, ο οποίος τελικά σκοτώθηκε σε μια ενέδρα. Ο τοπικός θρύλος, με το συνήθη συγκρητισμό, τον συγχέει με το μεγάλο ινδιάνο επαναστάτη Tupac Arnaru και ισχυρίζεται ότι σύρανε το σώμα του και το τεμάχισαν στο Huancayo.
Λίγο αργότερα η Huasicancha εμφανίζεται να έχει χάσει και πάλι τις γαίες της. Καμιά περίοδος δεν ήταν λιγότερο ευνο'ίκή για τις ινδιάνικες κοινότητες από τις δεκαετίες της Civilista μετά τη δεκαετία του 1880, αν και η κοινότητα κατάφερε και πάλι να επιβεβαιώσει τα δικαιώματά της το 1889 και το 1902. Από το 1919 και πέρα, όμως, η κατάσταση έγινε κάπως πιο ευνο·ίκή . Η διακυβέρνηση του Προέδρου Leguia (1919-1930) βελτίωσε την κατάσταση των Ινδιάνων, τουλάχιστον θεωρητικά, αφ' ενός παρέχοντας νομική αναγνώριση στις κοινότητες, αλλά ακόμα περισσότερο με την ίδρυση ενός Υπουργείου Ιθαγενών Υποθέσεων. Έτσι οι γαιοκτήμονες είχαν την τάση να αποδίδουν τα προβλήματά τους όχι τόσο στο φυσικό πείσμα των Ινδιάνων ή ακόμα και στους tinterillos -τους δικηγόρους της επαρχίας οι οποίοι, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν μια τόσο επικερδή δυνητικά δουλειά σαν τις αγροτικές δικαστικές υποθέσεις για γαίες (συμπεριλαμβανομένων και των κοινοτικών)- όσο στην ενθάρρυνση που έδινε στους αγρότες το Υπουργείο Ιθαγενών Υποθέσεων. Η κατηγορία αυτή δεν ευσταθούσε ιδιαίτερα' αλλά λόγω της ταυτόχρονης εξάπλωσης της πολιτικής αναταραχής στην ύπαιθρο, όπου έφτασε πρώτα από τους φιλάνθρωπους indigenistas [«αυτοχθονιστές»]39 και αργότερα από τα πιο ισχυρά πολιτικά κινήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Περού ( 1930) και κυρίως της APRA (Alianza Popular Revolucionaria Arnericana, που ιδρύθηκε επισήμως το 1924), οι Ιθαγενείς Υποθέσεις δύσκολα μπορούσαν να έχουν λιγότερο καλές σχέσεις με τους γαιοκτήμονες (αν υποθέσουμε ότι αυτοί ήταν από τη «σωστή» πολιτικά πλευρά) απ' ό,τι άλλα κομμάτια του κρατικού μηχανισμού του Περού. Υπάρχουν παράπονα για κομμουνιστική δράση, και αναφορές (μάλλον λανθασμένες) για μια διαδήλωση τριών
39. Οι ενέργειές τους οικειοποιήθηκαν εν μέρει από την κυβέρνηση. μέσω του «Patronato Central de la Raza Indigena» ( 1922). αλλά η πιο ριζοσπαστική «Comite Pro Derecho Indigena Tahuantinsuyo» ( 1920) διαλύθηκε από την κυβέρνηση το 1 927 . Βλ .• σχετικά, W. Kapsoli - W. Reategui, ΕΙ Cαmpesinαdo Peruαno 1919-1930, Λίμα 1972, mimeo. κεφ. ν. Το Patronato ανέλαβε πολλές υποθέσεις που αφορούσαν κοινότητες της περιοχής και βρίσκονταν σε διαμάχη με τις χασιέντες Tucle, Antapongo και Laive-Ingahuasi.
ΚΑΤΑΛΗΨΕJΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
κοινοτήτων με κόκκινες σημαίες το 1931 , ο αρχηγός μίας εκ των οποίων κατηγορήθηκε για «απροκάλυπτα κομμουνιστικούς λόγους». 40 Αν πράγματι όμως υπήρχε κάποια κομμουνιστική παρουσία στην περιοχή, σίγουρα ήταν πολύ ισχνότερη από της APRA, μια που αυτό το κόμμα, ο κατοπινός γενικός γραμματέας του οποίου, ο Sr Ramiro Pria!e καταγόταν από το Huancayo, δημιούργησε μια ισχυρή βάση στα κεντρικά υψίπεδα. Και οι διαθέσεις της αγροτιάς με τη σειρά τους δεν επηρεάζονταν μόνο από το άνοιγμα των επικοινωνιών που ενθάρρυναν οι εκσυγχρονιστικές πολιτικές του Leguίa αλλά και από τις οικονομικές εξελίξεις.
Και επειδή αυτές οι εξελίξεις δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί επαρκώς, απλά θα προσπαθήσω να δώσω ένα προσωρινό σχήμα. Δύο μεγάλες αλλαγές φαίνεται να λαμβάνουν χώραν. Στα βοσκοτόπια των υψιπέδων η επέκταση της αγοράς του μαλλιού (καθώς και της αγοράς του κρέατος για τοπική κατανάλωση) ευνόησε την εγκαθίδρυση μιας οικονομίας μεγάλων ράντζων, τόσο μέσω της επέκτασης παλαιών χασιέντων όσο και με τη δημιουργία καινούργιων (όπως του συμπλέγματος της Sociedad Ganadera de! Centro, που δημιουργήθηκε το 1910). Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι εισήγαγε στις κτηνοτροφικές κοινότητες των υψιπέδων τις εκχρηματισμένες πωλήσεις στην αγορά, οι οποίες πλέον συμπλήρωναν ή αντικαθιστούσαν τις παραδοσιακές ανταλλαγές εις είδος με τις κοινότητες που βρίσκονταν χαμηλότερα στις πλαγιές σε διαφορετικές κλιματικές/οικολογικές ζώνες. Στο μεταξύ, στη μεγάλη κοιλάδα του Mantaro (όπου, παρεμπιπτόντως, το εμπόριο κατά μήκος των νέων σιδηροδρομικών γραμμών και δρόμων αντικατέστησε το παλαιό «κάθετο» σύστημα ανταλλαγών), η παλαιά οικονομία μεικτών καλλιεργειών των μη-ινδιάνων γαιοκτημόνων παρήκμασε και φαίνεται ότι έχουμε -στις δεκαετίες του 1920 και 1930- μια αρκετά σημαντική διαδικασία εκποιήσεων απ' αυτούς (καθώς και από την Εκκλησία), κυρίως προς τους πλουσιότερους ινδιάνους χωρικούς. Έχουμε έτσι μια εντεινόμενη πόλωση ανάμεσα στα ορεινά λατιφούντια από τη μια, και στην αγροτική οικονομία και τα μινιφούντια της πεδιάδας από την άλλη, με τις κοινότητες των υψιπέδων να κατέχουν μια ευαίσθητη ενδιάμεση θέση. Η πτώση της τιμής του μαλλιού μετά τον πόλεμο ( 1921 ) και λίγα χρόνια αργότερα η παγκόσμια οικονομική κρίση κατέστησε ακόμα πιο ευαίσθητη τη θέση της κτηνοτροφικής ζώνης.
Αυτή την περίοδο, η πολύ εξασθενημένη Huasicancha φαίνεται πως ήταν λιγότερο μαχητική στο ζήτημα των χαμένων βοσκοτόπων της από
40. Ο Δρ Carlos Samaniego, που έχει πάρει συνεντεύξεις από αγωνιστές της εποχής σ' αυτή την περιοχή, με δ ιαβεβαίωσε πως η σημαία ήταν η σημαία του Περού (κόκκινη και άσπρη). και πως ο αρχηγός τής εν λόγω κοινότητας (Ahuac) ήταν ένας αστυνομικός που βρισκόταν σε άδεια και ο οποίος αργότερα έγινε ενωμοτάρχης. Η αναφορά είναι στο (.Π.Α., Αρχεία Ganadera del Centro, Έγγραφα Laive: Laive προς Λίμα, 9 Αυγούστου 1931 .
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙθΡΟΥ
κάποιες άλλες κοινότητες, ιδιαίτερα την Yanacancha και την Chongos Bajos (που μαζί με την απόγονό της, την Chongos Alto, θα σχημάτιζε το 1945 μια επιθετική συμμαχία). Η κατάσταση της Υanacancha .ήταν αρκετά σύνθετη . 4 1 Αυτή η κοινότητα ψηλά πάνω στο βουνό, είχε αυτονομηθεί από την Ahuac το 1928, και ήταν εξίσου απασχολημένη με την απειλή από την Ahuac όσο και με τα βοσκοτόπια που διεκδικούσε από τη χασιέντα, και μάλιστα ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί, προσωρινά, την υποστήριξη της Laive εναντίον της αντίπαλης κοινότητας, η οποία με τη σειρά της πίεζε την Yanacancha να προωθήσει τις διεκδικήσεις ενάντια στη μεγάλη γαιοκτησία. Η μαχητικότητά της ήταν επομένως διστακτική και προτίμησε (με την καλή θέληση της Ganadera del Centro, η οποία είχε πάντοτε μια έξυπνη και εκλεπτυσμένη διπλωματία απέναντι στις κοινότητες) να κάνει έναν συμβιβαστικό διακανονισμό, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της, όπως θα δούμε παρακάτω, να έχει προβλήματα. Η Chongos ήταν λιγότερο υπάκουη. Οι άνθρωποι αυτής της κοινότητας είχαν, τη δεκαετία του 1920, «πάρει υπό την κατοχή τους μια μεγάλη έκταση βοσκοτόπων» που ανήκαν στη χασιέντα Laive (<<Η Εταιρεία τους απέτρεψε δραστικά να σφετεριστούν μεγαλύτερη έκταση και προσφέρθηκε να διαπραγματευτεί έναν συνοριακό διακανονισμό») . 42 Και οι δύο αυτές κοινότητες συνέχισαν να προκαλούν ανησυχία στις μεγάλες γαιοκτησίες στις αρχές της δεκαετίας του 1930 με τη διστακτικότητά τους να υπογράψουν διακανονισμούς, παρ' όλες τις σημαντικές πιέσεις που δέχονταν.43 Η Chongos φαίνεται ότι παρέμεινε η πιο μαχητική κοινότητα για την υπόλοιπη δεκαετία. Ωστόσο, κάπου γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1930, οι κοινότητες της περιοχής -κάπως αργότερα από τις κοινότητες από την άλλη πλευρά της κοιλάδας του ποταμού Mantaro- συνειδητοποίησαν τα πιθανά οφέλη που μπορούσαν να έχουν από την επίσημη κα-
4 1 . Τα παρακάτω βασίζονται στη μελέτη του Δρ Car!os Samaniego και των φοιτητών του από το Universidad Agraria της Λίμα στην Yanacancha.
42. Sociedad Ganadera de! Centro, Datos Estadisticos, Λίμα 1929, σ. 1 3. Αυτή η ετήσια έκδοση αποδεικνύει τη διαρκή ανησυχία των χασιέντων που είχαν συνοριακές διαφορές.
43. «Στη συζήτηση με τον Αντιέπαρχο της Επαρχίας συμφώνησα να συλλάβω τους βασικούς ηγέτες του κινήματος, δύο άτομα ονόματι OreΙΙana και Sesa. τα οποία θα μεταφέρονταν στη Λίμα καθότι βρέθηκαν στην κατοχή τους κομμουνιστικά έγγραφα. Η κατάσταση δείχνει τώρα να έχει ηρεμήσει . . . » (Αρχεία Laive, Laive προς Λίμα, 1 2 Ιουνίου 1 931 ) . « Στις 19 του μηνός, 85 άνδρες από το 50 σύνταγμα πεζικού έφτασαν στο Huancayo και προσχώρησαν αμέσως στο Chongos Bajo, όπου και έμειναν στο εξής, προσπαθώντας να βρουν τους ενόχους [ ... ] Ο Enrique L1aca, ο κοινοτάρχης του χωριού, που ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος (apoderado) της κοινότητας και υπέγραψε τη συμφωνία με το Ministerio de Fomento, ο Julio Muniba και ο Gobemador Me!chiades Garcίa και κάποιος Guerro, αυτοί οι τέσσερις θα φύγουν αύριο συνοδεία στρατιωτών για τη Λίμα»: Laive προς Λίμα, 25 Σεπτεμβρίου 193 1 . Οι κάτοικοι του Chongos αρνήθηκαν να κατασκευάσουν έναν συνοριακό φράχτη.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
ταγραφή τους ως «αναγνωρισμένες κοινότητες», και σ' αυτό η Huasicancha, ίσως χάρη στη μακρά δικαστική της πείρα, φαίνεται πως υπήρξε πω γρήγορη από τις περισσότερες, και ΤΟ 1936 καταγράφηκε, για να ακολουθήσει σε λίγο, το 1937, και η Chongos. 44 Μεταξύ 1936 και 1939 δεκαέξι από τις είκοσι πέντε αναγνωρισμένες κοινότητες απέκτησαν το νέο τους νομικό status.
Η απόφαση να αποκτήσουν νομική αναγνώριση, υποδηλώνει σαφώς ένα νέο σ:rάδω στην ανάπτυξη μιας κοινοτικής πολιτικής συνείδησης, με τις κοινότητες των πω προχωρημένων περωχών του Βόρεωυ και Κεντρικού Περού να είναι γενικά πω γρήγορες από εκείνες του Νότου. Στα κεντρικά υΨίπεδα, τα χρόνια 1935-1945 αποτελούν σαφώς μια κρίσιμη καμπή αυτής της διαδικασίας. Η αναγνώριση επέδρασε στην αγροτική κινητοποίηση με τρεις τρόπους. Έδωσε μια πω επίσημη ιδιότητα στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τής de facto κοινότητας -μέχρι το 1963 η comunidad indigena αποτελούσε τη μοναδική επίσημη δωικητική μονάδα στην οποία η τοπική εκλογή αξιωματούχων ήταν νόμιμη και επιτρεπτή45- αλλά, το σημαντικότερο, σήμαινε και την επίσημη διατύπωση των συγκεκριμένων διεκδικήσεων που είχε η κοινότητα στη συλλογική της κληρονομιά, και επομένως την ορωθέτησή τους. Επομένως, η αίτηση για καταγραφή συχνά πήγαζε από τη διεκδίκηση των κοινοτικών γαιών. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορούσε να οδηγr.σει στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας μιας συλλογικότητας αγροτών απέναντι σε χασιέντες ή και απέναντι σε ευρύτερες κοινότητες των οποίων θεωρούνταν απλά «παραρτήματα» (anexos) . Τέλος, η διαδικασία της καταγραφής ήταν πολύπλοκη και δαπανηρή, και έτσι παρακινούσε την πολιτική οργάνωση της κοινότητας,
44. Ημερομηνίες της επίσημης αναγνώρισης των κοινοτήτων της κοιλάδας του κάτω Mantaro (δεξιά όχθη):
1 928 2 1939 3 1 935 2 1940 1 1936 1941 -1950 5 1937 2 1951-1960 Ο 1938 8 1961 -1969 Ο
υπό αναγνώριση 3 μη αναγνωρισμένες 4
Πηγή: Proyecto Sociedad Ganadera del Centro. Datos Para Adjudicaci6n. σ. 7-7Α.
Στην αριστερή όχθη έξι κοινότητες καταγράφηκαν πριν το 1930' μόνο έξι τη δεκαετία του 1930' δέκα τη δεκαετία του 1940' μία τη δεκαετία του 1950 και μία τη δεκαετία του 1960.
45. Paul L. Doughty, HuayIas: An Andean District in Search ΟΙ Progress, Ιthaca-Νέα Υόρκη 1968, σ. 1 43.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAlePOY
μια που χρειαζόταν τόσο 'Υ] δ'Υ]μιουργία μιας 'Υ]γεσίας (προερχόμεν'Υ]ς τόσο από μόνιμους κατοίκους όσο και από μετανάστες comuneros) όσο και ενός μ'Υ]χανισμού συλλογής χρ'Υ]μάτων.
Η Huasicancha, που ήταν πάντοτε γρήγορ'Υ] στ'Υ] χρήσ'Υ] του νόμου όποτε χρειαζόταν, πρόλαβε με βραχεία κεφαλή η χασιέντα Tucle και κατέγραψε τους πιο αδιαμφισβήτψους τίτλους ης στα Δ'Υ]μόσια Μψρώα σην αρχή ης νέας περιόδου (20 Νοεμβρίου 1919). Μόλις «αναγνωρίσηκε», έβαλε αμέσως μπρος η διαδικασία ης επίσ'Υ]μ'Υ]ς διεκδίκφ'Υ]ς όλ'Υ]ς Τ'Υ]ς χαμέν'Υ]ς Τ'Υ]ς κλ'Υ]ρονομιάς, ζψώντας Τ'Υ] μισή Tucle, ολόκλ'Υ]ρ'Υ] η Rio de la Virgen, ένα μεγάλο κομμάτι Τ'Υ]ς Antapongo, ίσως ακόμα και ένα μέρος Τ'Υ]ς Laive, καθώς και το χωριουδάκι του Palaco και ένα μέρος Τ'Υ]ς Chongos Alto, σχέδιο που ο αντιπρόσωπος ης Laive χαρακτήρισε «αστήρικτο και παράλογο»:6 αλλά που οι Ιθαγενείς Υποθέσεις πήραν αρκετά στα σοβαρά, ώστε να φροντίσουν να γίνει λίγο αργότερα ένας ιδιωτικός συνοριακός διακανονισμός ανάμεσα σΤ'Υ]ν Huasicancha και το Palaco.47 Α ν κάποια στιγμή αυτές οι διεκδικήσεις εις βάρος των χασιέντων έπαυαν να είναι απλά ακαδ'Υ]μα'ίκές, οι συνέπειες θα ήταν δραματικές.
Κι αυτό συνέβ'Υ] στα χρόνια ανάμεσα στο 1945 και το 1948, όταν ανέβ'Υ]κε μια μεταρρυθμιστική κυβέρνφ'Υ] υπό τον Πρόεδρο Bustamente που είχε Τ'Υ] στήριξ'Υ] ης APRA. Η ζωή των αγροτών είναι ένα δράμα που παίζεται σε μια καθαρά τοπική ή επαρχιακή σΚ'Υ]νή, σε μια μικρή φωτισμέν'Υ] περιοχή πέρα από ην οποία όλα μοιάζουν σκοτεινά και άγνωστα. Αλλά 'Υ] εμπειρία από το Περού μας δείχνει, και 'Υ] εμπειρία από άλλα μέρ'Υ] το επιβεβαιώνει, ότι αν και οι αγρότες δεν έχουν και πολύ συγκεκριμένες γνώσεις για το ευρύτερο πλαίσιο που περικλείει τους μικρόκοσμούς τους, έχουν ωστόσο μία οξεία αίσθ'Υ]σ'Υ] των αλλαγών που φαίνεται να εΠ'Υ]ρεάζουν Τ'Υ]ν ακατάλυτ'Υ] σταθερόΤ'Υ]τά τους. Αν 'Υ] δομή Τ'Υ]ς εξουσίας είναι στέρε'Υ] και κλειστή, οπισθοχωρούν στ'Υ] συν'Υ]θισμέν'Υ] τους θέσ'Υ] αναμονής. Αν αρχίζει να ανοίγει ή να κλονίζεται, ετοιμάζονται για δράσ'Υ]. Αυτό συνέβ'Υ] το 1945 με 1948, μέχρι που 'Υ] επικράτφ'Υ] Τ'Υ]ς στρατιωτικής δικτατορίας του ΣτραΤ'Υ]γού Οdήa (1948-1956) έριξε και πάλι για μερικά χρόνια στψ ύπαιθρο το συν'Υ]θισμένο βάρος τής καταστολής. Όχι όμως για πάντα. Ο μεγάλος ξεσ'Υ]κωμός ης υπαίθρου το 1945-1948, που αν και αγνοήθ'Υ]κε σχεδόν από τους ιστορικούς ήταν πολύ σ'Υ]μαντικός,48 α-
46. (.lλΑ . . Αρχεία Ganadera del Centro: Έγγραφα Laive, Φάκ. Ι , Comunidades, Camarena προς Fernandez, 1 4 Ιουλίου 1937. Το σχέδιο <<το συνέλαβε, μου λένε, κάποιος Sabini ή Sabino Roman που παλιά δούλευε στο Jngahuasi και πρόσφατα έγινε αρχηγός {alcalde» >.
47 . Βο!eΙίn de !a Dίreccίόn de AslInIos Indigenas, 1940, σ. 353. Η Tucle έκρινε επίσης ότι ήταν φρόνιμο να διευθετήσει κάποιες συνοριακές διαφορές της με την Huasicancha: Juzgado de Tierras, Huancayo, ΕχΡ. 69.831 , fj 197.
48. Στα κεντρικά υψίπεδα ήταν αρκετά ισχυρός για να αναγκάσει πολλές μεγάλες χασιέντες -Laive, Maco, Queta, San Francisco de Apicancha, Antapongo και σίγουρα και άλ-
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
πλά διακόπηκε από τη δικτατορία για να ξαναρχίσει λίγα χρόνια αργό
τερα, οδηγώντας σε ένα ακόμα μεγαλύτερο κύμα εισβολών γης στις αρ
χές της δεκαετίας του 1960. Τρία πράγματα χαρακτηρίζουν τη νέα περίοδο, η οποία θα αποδεικνυό
ταν η αρχή του τέλους του λατιφουντισμού στα κεντρικά υψίπεδα: Πρώτον, αυτή την εποχή έχει γίνει αισθητή μια διαδικασία μαζικής μετανάστευσης στις πόλεις - αποτέλεσμα τόσο των δημογραφικών πιέσεων όσο και του εκσυγχρονισμού. Το 1963, η Sociedad Ganadera del Centro επισήμαινε σε ένα μνημόνιο ότι: «η κινητικότητα σ' αυτή τη ζώνη οφείλεται κυρίως στις δημογραφικές πιέσεις».49 Ταυτόχρονα, η μετανάστευση είχε ήδη δημιουργήσει στη Λίμα κοινότητες μεταναστών comuneros με οργανωμένους πυρήνες, πολιτική εμπειρία και, πάνω απ' όλα, διαθέσιμο χρήμα. Μια τέτοια δραστήρια ομάδα μεταναστών συγκέντρωσε τα πρώτα χρήματα που χρειάζονταν για τη νομική διεκδίκηση της Huasicancha. 50
Δεύτερον, υπήρχαν τώρα πολιτικοί ακτιβιστές και πολιτική στήριξη. Ο πιο επιφανής αγωνιστής από την Huasicancha ήταν ο Elίas Tacunan Cahuana (ένας Cahuana εμφανίζεται ως personero ή νομικός εκπρόσωπος της κοινότητας το 1940 και πάλι το 1967), μέλος της APRA από το 1930, αργότερα οργανωτής στα ορυχεία, και μετά το 1958 ιδρυτής και ηγέτης της πανίσχυρης FEDECOJ (Federacίόn Departmental de Comunidades de Junin), την οποία έστησε από το 1958, αρχικά με βάση την Huasicancha, την Chongos και μερικές άλλες γειτονικές κοινότητες. 51 Είναι ενδεικτικό ότι όταν το 1959 ο Tacunan και το κίνημά του, απογοητευμένοι από την προδοσία του αγροτικού κινήματος, ήρθαν σε ρήξη με την APRA για να ιδρύσουν ένα ανεπιτυχές «Κομμουνιστικό Κόμμα», γραμματέας της αγροτικής ομοσπονδίας της APRA (της FENCAP) έγινε ένας άλλος από την Huasicancha -ο Elίas Υauήvi!ca-, επιβεβαιώνοντας τη φήμη της κοινότητας ως φυτώριου αγωνιστών.
λες- να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις με τα νεο'ιδρυμένα συνδικάτα των εργατών των χασιέντων: ( . η . Α . , Αρχεία Ganadera del Centro, Έγγραφα Laive, Αρχεία 50c. Ganadera Maco S.A.
49. (.η.Α., Αρχεία Ganadera del Centro, Έγγραφα Laive: Φάκ. «Comunidades» , Υπόμνημα « Comunidades colindantes con la Hacienda» (Ιανουάριος 1963).
50. Συνέντευξη με τον 5r. Oscar Bemuy Gomez, νομικό σύμβουλο της Huasicancha εκείνη την περίοδο. Πρβλ. επίσης Paul L. Doughty, HlIaylas. σ. 144-145, για επιστολές «από ένα πρόσωπο που έμενε στο Callao» (το λιμάνι της Λίμα) και υποστήριζε την αίτηση της Huaylas να αναγνωριστεί ως κοινότητα.
51 . Το Floyd La Mond Tullis, Lord and Peasant in Peru: Α Paradigm ΟΙ Political and Social Change, Καίμπριτζ, Μασσ. 1970, σ. 63-66, σκιαγραφεί τη βιογραφία του. Οι πληροφορίες μου προέρχονται από συνεντεύξεις με τον καθηγητή Jesus Veliz Lizarraga από το Huancayo, ο οποίος συνδεόταν με τον Tacunan μέσα στην ομοσπονδία και σε άλλες πολιτικές δραστηριότητες.
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙθΡΟΎ
Τα υψηλότερα στελέχη και οι πολιτικοί του «κόμματος του λαού» επηρεάζονταν ήδη από τους πειρασμούς και τα επιχειρήματα των ανθρώπων της εξουσίας, όπως γίνεται σαφές αν διαβάσει κανείς την εμπιστευτική αλληλογραφία των χασιέντων. Ήδη τον Οκτώβριο του 1945 ο διευθυντής της Laive σημείωνε ότι ο έπαρχος (μέλος της APRA) «είναι ένας κύριος σε όλα του και μας προσέφερε κάθε υποστήριξη μέσα στα όρια της εξουσίας του», αν και:
<<με χαρακτηριστική διακριτικότητα δε θέλησε να εμπλακεί άμεσα στην υπόθεση, αλλά άφησε τις κοινότητες να πιστέψουν πως σκοπός της επίσκεψής του ήταν να ακούσει τα παράπονά τους, να τοποθετήσει τοπικές αρχές, κλπ. Στο μεταξύ ο Δρ Campos [ο Επαρχιακός Alcade του Huancayo, μέλος κι αυτός της APRA] κάλεσε, με την ιδιότητα του πολιτικού εκπροσώπου, συγκεντρώσεις όπου τόνισε στον κόσμο την ανάγκη να δ ιατηρήσουν την τάξη για το δ ικό τους καλό, μια που ούτε η κυβέρνηση του Περού ούτε το Κόμμα του Λαού μπορούσαν να στηρίξουν ένα κίνημα των κοινοτήτων εις βάρος των χασιέντων».52
Από τη σκοπιά των ακτιβιστών της κοινότητας, το Κόμμα του Λαού φαινόταν ακόμα σαν κάτι διαφορετικό. Πίστευαν στην επαναστατική ρητορεία του και ήξεραν πως η κατάσταση ήταν πιο ευνο'ίκή γι' αυτούς από κάθε άλλη φορά.
Η Chongos και η Huasicancha, τα δύο κέντρα του ακτιβισμού, φαίνεται ότι συμμάχησαν αυτή την εποχή για να διεκδικήσουν γαίες ή, όπως λέει ένα εμπιστευτικό μνημόνιο, για «να εφορμήσουν στις χασιέντες της Tucle και του Antapongo, να τις καταλάβουν και να αναγκάσουν σε μια αναθεώρηση των τίτλων της γης», παροτρυνόμενες, φυσικά, «από δυο τρεις Apristas αγκιτάτορες».53 Απλά δρούσαν σύμφωνα με τις ίδιες παραδοχές που την ίδια ώρα εξέφραζαν οι comuneros της Santa Rosa, οι οποίοι έστειλαν μήνυμα στη χασιέντα Laive, με την οποία είχαν μακροχρόνια διαμάχη, ότι «τώρα με τη νέα κυβέρνηση μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και καταγγέλλουμε τις υφιστάμενες συμφωνίες με την Ganadera».54 Οι χασιέντες απέφυγαν το 1945 την αντιπαράθεση, ετοιμαζόμενες παράλληλα για ένοπλη αντίσταση, δεν μπόρεσαν όμως να την αποφύγουν στα τέλη του 1946. Ανήμερα τα Χριστούγεννα του '46, ένα πλήθος ανδρών, γυναικών και παιδιών από την Huasicancha εισέβαλαν στην Tucle μαζί με όλα
52. C.D.A., Αρχεία Ganadera del Centro, Έγγραφα Laive: Laive προς Λίμα, 16 Οκτωβρίου 1945.
53. Στο ίδιο, αχρονολόγητο υπόμνημα «Περί :των ανατρεπτικών σχεδίων στις περιοχές Chongos Alto και Huasicancha» , που απευθύνεται στο Γενικό Διευθυντή στη Λίμα, και είναι γραμμένο πιθανότατα μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου 1945.
54. Στο ίδιο.
ΚΑΤΑΛΗΨΕJΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 253
τους τα κοπάδια, κατέστρεψαν τις μάντρες των συνόρων και αρνήθηκαν να εκκενώσουν ένα μέρος της γης. Σύντομα ακολούθησαν και οι υπόλοιπες κοινότητες στις 23 Ιανουαρίου πολλοί χωρικοί σφαγιάστηκαν από το 430 τάγμα πεζικού, και μετά απ' αυτό οι εισβολές κόπασαν.55
Η Huasicancha, η οποία, παρεμπιπτόντως, φαίνεται ότι απέφυγε τη σφαγή χάρη σε μια προσωρινή της υποχώρηση, κέρδισε με την εισβολή αυτή ένα μεγάλο μέρος της Πάμπα της Tucle, αφού οι ιδιοκτήτες το πούλησαν στην κοινότητα έχοντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι μ' αυτόν τον τρόπο η κοινότητα παραιτείτο από άλλες διεκδικήσεις, και με αντίτιμο την υποχρέωση κατασκευής ενός συνοριακού χαντακιού. 56 Η Tucle, όπως συχνά αναγκάζονταν να επισημάνουν οι γειτονικές χασιέντες, μειονεκτούσε σε διπλωματία, νομικούς συμβούλους και διαχειριστές ελλείψεις που μακροπρόθεσμα δεν αντισταθμίστηκαν από το γεγονός, ότι ο Sefίor Pielago ήταν γερουσιαστής και είχε τις διασυνδέσεις ενός γερουσιαστή .
Η δικτατορία του Στρατηγού Οdήa (1948-1956) μετέθεσε για αργότερα την επόμενη φάση της κινητοποίησης - οι κοινότητες γνώριζαν πότε ήταν φρόνιμο να βάλουν τα κεφάλια μέσα. Όταν το μεγάλο κύμα αγροτικής αναταραχής, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, έφτασε το 1963 στα κεντρικά υψίπεδα, η Huasicancha ήταν και πάλι έτοιμη για δράση. Οι εισβολές στην περιοχή ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1963 και κλιμακώθηκαν στις αρχές Νοεμβρίου, όταν ακόμα και η προσεκτική Ganadera del Centro, η οποία ήταν πολύ ικανοποιημένη από την ασυλία που απολάμβανε την ώρα που παντού γύρω της οι αγρότες κάνανε εισβολές, είδε τελικά το πλαίσιο των συνοριακών διακανονισμών που είχε στήσει να καταρρέει κάτω από το βάρος των κοινοτικών επιδρομών. 57 Οι αγρότες της Huasicancha εξακολουθούσαν να προτιμούν το νόμο, και εκείνο το μήνα υπέβαλαν άλλη μία διεκδίκηση εναντίον της Tucle . Όταν όμως ο νόμος και πάλι τους απογοήτευσε, εισέβαλαν σε 3.000 εκτάρια με 4 .000 ζώα, για να καταλάβουν τελικά περί τα 15 .000 εκτάρια. Αυτή
55. C .D .A . , Αρχεία Ganadera del Centro: Έγγραφα Acopalca: « Informe sobre 105 sucesos ocuridos en las Haciendas Tucle, Antapongo Υ Laive desde el 23 del mes de Diciembre 1946» , από τον Alberto Chaparro, 25 Ιανουαρίου 1947 .
56. Η χασιέντα μπήκε σε μεγάλα προβλήματα για να κάνει αυτή την πράξη πώλησης δεσμευτική, βάζοντας όρο όχι μόνο την κατασκευή του οριοθετικού χαντακιού, αλλά και την προσωπική συμφωνία, που να βεβαιώνεται από υπογραφή ή σημάδι, κάθε ενήλικα μέλους της κοινότητας: Juzgado de Τ. Huancayo, Εχρ. 69.831 , fj 39 Κ.ε. Η κοινότητα έπρεπε να δεσμευτεί, με απειλή βαρύτατου προστίμου, ότι δε θα εμπλέκετο σε περαιτέρω «actos pertubatorios» ή δε θα προέβαλε άλλες αξιώσεις. Ο Sr Bernuy Gomez, ο νομικός σύμβουλος της κοινότητας εκείνη την εποχή, με πληροφόρησε πως οι πελάτες του δεν υπέγραψαν, παρά μόνο αφού τους διαβεβαίωσε ότι, βάσει κάποιων αρκετά πολύπλοκων νομικών λόγων, αυτό δε θα έβλαπτε τις άλλες πολύ μεγάλες διεκδικήσεις τους εις βάρος της Tucle.
57. C .D .A . , Αρχεία Ganadera del Centro, γραφείο της Λίμα: Πρακτικά Συμβουλίου Διευθυντών, Ιούνιος-Νοέμβριος 1963.
254 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙΘΡΟΎ
τη φορά, η κλονιζόμενη πολιτική δύναμη των χασιέντων δεν ήταν ικανή να τους εκδιώξει, και παρά τις δικαστικές αποφάσεις εναντίον τους έμειναν εκεί μέχρι την κήρυξη της Αγροτικής Μεταρρύθμισης το 1969 . 58 Τελικά, το 1970 κέρδισαν μια δικαστική απόφαση υπέρ των ιστορικών τους αξιώσεων από το νέο Αγροτικό Δικαστήριο .59 Αξίζει ίσως να πούμε, ότι στη συνέχεια αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο γιγαντιαίο αγροτικό συνεταιρισμό (SAIS Cahuide) που δημιουργήθηκε από τις χασιέντες της Ganadera del Centro, της Tucle και της Antapongo και από είκοσι εννέα κοινότητες. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1971 εισβάλανε και πάλι, αυτή τη φορά στις γαίες του νέου συνεταιρισμού.
Πολλά ενδιαφέροντα σημεία αναδεικνύονται από αυτή την ιστορία τεσσάρων αιώνων πάλης για τα βοσκοτόπια της Huasicancha. Πώς μια κοινότητα αγράμματων ανθρώπων διατηρεί μία ακριβή μνήμη της γης που διεκδικούσε, τόσο ακριβή, ώστε η «αυτοψία» του 1963 να επιβεβαιώσει σε όλα τους τα σημεία τους τίτλους του 1607 ; Γιατί μπορεί να είχαν έγγραφα, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους προφανώς δεν μπορούσαν να τα διαβάσουν' δεν μπορούσαν, άλλωστε, ούτε και οι λευκοί δικηγόροι, που δουλειά τους ήταν μερικές φορές να βρίσκουν ειδικούς παλαιογράφους γι' αυτόν το σκοπό. Στη δεκαετία του 1960 ένας αναλφάβητος μάρτυρας που κατέθεσε υπέρ της κοινότητας, ονόματι Julian Paucarchuco Samaniego, πενήντα εννέα ετών, απάντησε σ' αυτή την ερώτηση, λέγοντας ότι ήξερε τα σύνορα από το 1922 γιατί «όταν ή ταν παιδί, ο πατέρας του τον ανέβασε εκεί πάνω για να του δείξει τα σύνορα, και γι' αυτόν το λόγο τα γνώριζε».60 Φαίνεται ότι γενιά με γενιά από το δέκατο έκτο αιώνα, οι πατεράδες παίρνανε τους γιους τους πάνω στα βοσκοτόπια για να κρατήσουν με τον ίδιο τρόπο ζωντανή τη μνήμη των χαμένων γαιών.
Δεύτερον, και σημαντικότερο ίσως, η ιστορία της Huasicancha δείχνει πόσο παραπλανητικό είναι το στερεότυπο του παθητικού και πειθήνιου Ινδιάνου. Επί τέσσερεις αιώνες, η Huasicancha, μικρή, απόμακρη, απομονωμένη και πεισματάρα, δε σταμάτησε ποτέ την πάλη για τα δικαιώματά της. Οι αγρότες δεν ήταν ούτε δυτικοί φιλελεύθεροι ούτε επαναστατημένοι φοιτητές, κι έτσι δε χρειάστηκε να επιλέξουν ανάμεσα σε ειρηνικές και βίαιες αρχές, σε νόμιμες και μη νόμιμες μεθόδους, σε «φυσική» και «ηθική» δύναμη' χρησιμοποιούσαν είτε τη μία είτε και τις δύο από τις εναλλακτικές λύσεις, ανάλογα με τις περιστάσεις. Ποτέ τους όμως δεν εγκατέλειψαν τις διεκδικήσεις τους.
58. Expediente de afecΙaciόn de Tucle (Suboficina Regional de Reforma Agraria, ΖΑΧ Huancayo).
59. Juzgado de Τ. Huancayo, Εχρ. 70/1385/2 C, fj 468. 60. Στο ίδιο, Εχρ. 69.831 , fj 35.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 2 55
Τρίτον, είναι σαφές ότι δεν αληθεύει πως οι ορίζοντες των αγροτών περιορίζονται απόλυτα από τοπικούς παράγοντες. Οι Huasicancha μπορεί να γνωρίζουν λίγα πράγματα για τη Λίμα και τίποτα για τη Μαδρίτη, τη Ρώμη ή την Αίγυπτο, αλλά ήταν αρκετά ευαίσθητοι σε αλλαγές στον ευρύτερο κόσμο που έδειχναν να κλονίζουν τα θεμέλια της τοπικής δομής εξουσίας. Ωστόσο, ο ορίζοντάς τους ήταν τοπικός, στο βαθμό που η μονάδα της δράσης τους ήταν η κοινότητα, και πλαίσιό της το διαπλεκόμενο σύστημα των χασιέντων και των κοινοτήτων σ' αυτή την περιοχή των υψιπέδων. Όπως είδαμε, μπορούσαν να κινητοποιούνταν πολιτικά σε εθνικό επίπεδο και να παράγουν στελέχη για εθνικά κινήματα. Όμως, φαίνεται ότι αυτό για την κοινότητα εθεωρείτο μάλλον ως επικουρικό στους δικούς της αγώνες ή ως ένα υποπρσ"ίόν της ανάπτυξής τους σε έ να συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. (Ετσι στην Yanacancha, που κινητοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 1920, πριν γίνει σημαντική η APRA, αν υπήρχαν κάποιοι πολιτικοί δεσμοί, αυτοί ήταν με την Αsοcίacίοn Pro-Indigena του Leguia) . Όσον αφορά την Huasicancha, η APRA ήρθε και απήλθε, η κοινότητα όμως δε στρατεύθηκε σ' αυτήν. Σίγουρα ήταν περήφανη για παιδιά της όπως ο Elίas Tacunan, όμως (με εξαίρεση περιόδους που οι δραστηριότητές του εστιάζονταν στις υποθέσεις της) η καριέρα του δεν ταυτιζόταν με τους αγώνες της. Οι χωρικοί της Huasicancha δε φιλοδοξούσαν τόσο να αλλάξουν το σύστημα όσο να καταφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούν μ' αυτό όταν αυτό ήταν ισχυρό, και να το κάνουν να υποχωρήσει όταν φαινόταν να ενδίδει.
ιν
Ωστόσο, η δράση των αγροτών και οι πολιτικές αλλαγές αλληλοεπηρεάζονταν ποικιλοτρόπως. Ποιος οργάνωνε και καθοδηγούσε τις εισβολές γης ; Αφού ήταν υποθέσεις που αφορούσαν την κοινότητα στο σύνολό της, πρέπει να υποθέσουμε ότι στην κλασική τους μορφή καθοδηγούνταν από τους ηγέτες της και τους προκρίτους, η ηγετική θέση των οποίων πολύ συχνά (όπως και στη ρωσική ομπσκίνα) στηριζόταν στην ικανότητά τους να ταυτίζονται με την κοινή βούληση του «λαού» και να την εκφράζουν, αν και, από την άλλη, η προθυμία του λαού να ακούει τους ανθρώπους που διέθεταν σοφία και κρίση, και οι οποίοι μπορεί να προέρχονταν από οικογένειες που είχαν ιστορία στην ηγεσία της κοινότητας, αποτελούσε ένα πολύ ισχυρό στοιχείο για τη διατύπωση αυτής της κοινής βούλησης. Πρέπει να θυμηθούμε πως η κοινοτική δημοκρατία λειτουργεί περισσότερο με την «αίσθηση της σύναξης» παρά με την πλειοψηφία των Ψήφων. Αλλά στην περίοδο για την οποία έχουμε την καλύ-
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙθΡΟΥ
τερη τεκμηρίωση, η λήψη των αποφάσεων στην κοινότητα ήταν μια πιο σύνθετη υπόθεση απ' ό,τι στο παράδειγμα που περιγράφεται στον πρόλογο του λαμπρού βιβλίου του John Womack για τον Ζαπάτα.
Κατά πρώτο λόγο, η ίδια η «κοινότητα» δεν μπορεί πάντοτε να θεωρείται ως αρχαία και παραδοσιακή. Εξίσου συχνά ήταν νέα κατά δύο έννοιες: είτε επειδή είχε έρθει σε ρήξη με μια παλαιότερη κοινότητα για δημογραφικούς ή άλλους λόγους, είτε επειδή χρησιμοποιούσε έναν ειδικό δικονομικό μηχανισμό, που πιθανόν να αποτελούσε και ο ίδιος καινοτομία και ο οποίος τύχαινε να τις ευνοεί, για παράδειγμα η διαδικασία των «αναγνωρίσεων» κατά τη δεκαετία του 1920.61 Αναμφίβολα, οι τρόποι με τους οποίους τα σώματα των νέων κοινοτήτων οργανώνονταν και έπαιρναν συλλογικές αποφάσεις ήταν οι παραδοσιακοί τρόποι των αγροτών που είχαν πίσω τους μια μακρόχρονη εμπειρία κοινοτικής δράσης, δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπουμε και το στοιχείο της καινοτομίας.
Κατά δεύτερο λόγο, κάθε περουβιανή κοινότητα μεταμορφωνόταν και η ίδια μέσα από μια διαδικασία εσωτερικής ταξικής διαφοροποίησης, αλλά και, όλο και περισσότερο, απ' αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε εξωτερική διαφοροποίηση, δηλαδή τη διαμόρφωση μιας (σχετικά πιο εύπορης) ομάδας μεταναστών στην πόλη ή τις πόλεις, μια ομάδα από την οποία σήμερα επιλέγονται συχνά οι άνθρωποι που η γνώμη τους μετράει λόγω, ώς έναν βαθμό, της υποτιθέμενης πολιτικής τους εμπειρίας. Το παράδοξο είναι ότι η μετανάστευση ενός τοπικού προκρίτου, η οικογένεια του οποίου μονοπωλούσε τα αξιώματα του χωριού, μπορεί συχνά να αφήσει ανοιχτό το πεδίο σε άλλους, ακόμα και σε νεοφερμένους.62 Η ανισομερής πρόοδος της εκπαίδευσης εισάγει ένα ακόμα νέο στοιχείο στην πολιτική του χωριού. Εν ολίγοις, ο εκσυγχρονισμός φέρνει μαζί του ευρύτερες επαφές με τον έξω κόσμο, αρχικά για λίγους, βαθμιαία για τους πολλούς.
Ένα καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Yanacancha, την οποία αναφέραμε ήδη.63 Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν αυτή η κοινό-
6 1 . Εφόσον για τους αγρότες τέτοιοι μηχανισμοί δεν είχαν οργανική σχέση με την «πραγματική» κοινότητα, αλλά ανήκαν στον κόσμο του κράτους, του κρατικού νόμου και της πολιτικής, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν εντελώς πραγματιστικά. Έτσι, στο απόγειο της κοινωνικής κινητοποίησης των αρχών της δεκαετίας του 1960 πολλές κοινότητες οργανώθηκαν σαν συνδικάτα (sindicatos) επειδή αυτό φαινόταν να βοηθάει τους αγώνες τους. Αντιλαμβάνομαι ότι σήμερα ( 1973) μερικές κοινότητες στο Κεντρικό Περού ζητάνε να τους δοθεί το status των pueblos jovenes «<νέων οικισμών»), το οποίο επινόησε η στρατιωτική κυβέρνηση για τις παραγκουπόλεις των πόλεων, επειδή αυτό σήμαινε πλεονεκτήματα στην απόκτηση ηλεκτρικού, δρόμων, κλπ.) .
62 . Instituto Indigenista Peruano, Subproyecto . . . Mantaro 2 Α, Distrito Ρucarά, Λίμα 1968, σ. 58-62.
63. Είμαι και πάλι υποχρεωμένος στον Δρ Samaniego για τις πληροφορίες που ακολουθούν.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 257
τητα ενεπλάκη στη διπλή της σύγκρουση με τη μητέρα κοινότητα της Ahuac και με τη χασιέντα Laive, ένας από τους πλουσιότερους comuneros έπεισε κάποιον Yauri να αναλάβει την ηγεσία της εκστρατείας, επειδή, αν και από φτωχή οικογένεια, είχε κάποια (ατελή) δευτεροβάθμια μόρφωση και ήταν δάσκαλος σ' ένα διπλανό χωριό, καθώς επίσης και γιατί είχε αδελφό στη Λίμα. Ο Yauri (μαζί με έναν παλιό του συμμαθητή, κάποιον Camayo) δραστηριοποιήθηκε πράγματι έντονα στην καμπάνια. Αυτό τον έφερε σε πολύ στενότερη επαφή με τη Λίμα, όπου έπρεπε να ταξιδεύει συχνά μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια - τόσο που το 1930-1931 γνώριζε για τις φοιτητικές ταραχές στο Πανεπιστήμιο San Marcos. Ο νέος του ρόλος ίσως να τον βοήθησε να παντρευτεί (το 1931) μια κοπέλα από μια πιο πλούσια οικογένεια και να εξελιχθεί σε έναν μεσάζοντα και υπεργολάβο οδοποιίας, προμήθειας εργασίας, κ .ο .κ . , δηλαδή σε ένα μέλος μιας νέας μπουρζουαζίας του χωριού, η οποία διαθέτοντας σημαντικούς αριθμούς κοπαδιών, αποσπούσε δυσανάλογα οφέλη από την επέκταση των κοινοτικών γαιών.
Έχουμε λοιπόν διάφορα στοιχεία μεταξύ των ακτιβιστών. Υπάρχει μια μεσαία τάξη της κοινότητας. Υπάρχουν αυτοί που, σύμφωνα με μια εχθρική αλλά ρεαλιστική αφήγηση, «στρατολογούνται από ανθρώπους που διατηρούν οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς με τη μάζα των ιθαγενών, αλλά που, λόγω περιστάσεων ανεξάρτητων από τη θέλησή τους, άφησαν την κοινότητα και την ατμόσφαιρά της».64 Από μια εποχή και πέρα υπάρχουν και οι μετανάστες που αποκτούν πολιτικό ρόλο, ιδιαίτερα φοιτητές ή πρώην φοιτητές. Ο Manuel Grijalba, ηγέτης του κινήματος στη χασιέντα Tingo (Jauja, επαρχία Ιυηίη), συνδυάζει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά: από γενιά χωρικών, μετανάστευσε στα ορυχεία στην La Oroya, αποταμίευσε χρήματα, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου San Marcos στη Λίμα, δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο (πιθανώς εξαιτίας της δράσης του στην APRA), και ήρθε στο χωριό το 1945, όπου είχε ήδη φίλους, εν συνεχεία παντρεύτηκε και έγινε ιδρυτής του τοπικού σχολείου και πολιτικός ηγέτης.65
Τόσο η νέα ελίτ του χωριού όσο και το πιο ετερόκλητο σώμα των ανθρώπων που συνέδεαν την κοινότητα με τον έξω κόσμο, έπαιξαν ρόλο στη νέα δομή της πολιτικής του χωριού. Αρχικά, τη δεύτερη ομάδα πρέπει να την αποτελούσαν εποχικοί μετανάστες που επέστρεφαν, μόνιμοι μετανάστες που επισκέπτονταν το χωριό ή πρώην στρατιωτικοί που φαίνεται ότι ήταν σημαντικοί στις πιο παραδοσιακές και λιγότερο μεταναστευτικές περιοχές,66 ενώ στα κεντρικά υψίπεδα κυρίως ανθρακωρύχοι,
64. C. Guillaguiros, «Radiografia de las invasiones», Prensa, 1 1 -13 Φεβρουαρίου 1 964. 65. Floyd La Mond Tullis, Lord and Peasanl in Peru, σ. 94-95. 66. For Anta (Cuzco), Prensa, 5 Δεκεμβρίου 1963.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAIePOY
ένα επάγγελμα που στρατολογείτο σχεδόν αποκλειστικά από τις κοινότητες και το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα να βγάζει τόσο άνδρες με αυτoπεπoiθηση και εμπεφία από οργανωμένους εργατικούς αγώνες όσο και, λόγω της δυνατότητας αποταμίευσης χρημάτων που παρέχει, υποΨ�φια μέλη της αγρoτικ�ς μεσαίας τάξης. Αργότερα πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των ανθρώπων που λόγω της μoρφ�ς της δουλειάς τους στο χωριό τους έρχονται σε τακτικ� επαφ� με τον έξω κόσμο, για παράδειγμα οδηγοί φορτηγών και μεταφορείς. Η νέα ομάδα της ελίτ του χωριού πρωτοεμφανίστηκε μάλλον μέσα από τις κοινότητες των μεταναστών, δημιουργώντας τοπικούς συλλόγους στη μεγάλη πόλη. Μεταξύ των μεταναστών από την Huasicancha αυτοί έγιναν οι πρώτοι χρηματοδότες της εκστρατείας για την ανάκτηση της γης. Αλλά και εδώ η κατάσταση έγινε βαθμιαία πιο σύνθετη. Έχουμε περιπτώσεις τοπικών ηγετών, όπως ο Abel Quiroz απ' το Oyon, που πιθανόν είχαν υπάρξει μετανάστες (ο Quiroz ασχολείτο με μικρ�ς κλίμακας μεταλλευτικές επιχεφ�σεις), σίγουρα δε ζούσαν μόνιμα στην κοινότητα, αλλά «στηρίζονται από δύο � τρεις από τους πλουσιότερους comuneros».67 Yπ�ρχε μια αυξανόμενη ομάδα ντόπιων κουλάκων, εκσυγχρονιστών, εγγράμματων, υπέρμαχων της παιδείας, που συν�θως έκαναν λεφτά από επιχεφ�σεις τοπικών μεταφορών � ανάλογες δουλειές, ενώ οι γυναίκες τους ασχολούνταν με το μικροεμπόριο, και οι οποίοι είχαν (π.χ. στην PucanO « ιδιαίτερη συνείδηση των εαυτών τους ως ομάδας» αλλά και καλές σχέσεις με τους πιο παραδοσιακούς comuneros.68 Οι γιοι τους θα γίνονταν οι μαο'ίκοί φόιτητές της δεκαετίας του '60, που γύριζαν σπίτι στις διακοπές κουβαλώντας νέες πολιτικές ιδέες, και που σε μερικά μέρη όπως το Ayacucho -δε γνωρίζουμε όμως σε πόσα- επηρέαζαν την τoπικ� πoλιτικ� .
Προφανώς, τα εθνικ�ς κλίμακας πολιτικά κιν�ματα λειτουργούσαν μέσα από τέτοιους ανθρώπους, είτε αυτοί είχαν επίσημες θέσεις στην κοινότητα είτε όχι, και αντιστρόφως, ο εκσυγχρονισμός δημιουργούσε στενότερες επαφές με τέτοια κιν�ματα. Η πιο πρoφαν�ς �ταν η βo�θεια που παρείχε η συνδικαλιστικ� και πoλιτικ� οργάνωση των πόλεων της επαρχίας (όπως το Cuzco) � πολιτικά στρατευμένοι διανοούμενοι -φοιτητές και δικηγόροι-, είτε με δικ� τους πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία των χωρικών που �ξεραν ότι αυτ� η βo�θεια �ταν διαθέσιμη. Δε γνωρίζουμε πολλά για την πoλιτικ� μικρο'ίστορία των κoινoτ�των ώστε να μπορούμε να γενικεύσουμε και, ακόμα, το κύμα των αγροτικών συνδικάτων και ομοσπονδιών κoινoτ�των, που �ταν πολύ ισχυρό για ένα διάστημα στα κεντρικά υΨίπεδα, μας είναι γνωστό με μάλλον αποσπασματικό τρόπο. Ωστόσο, τα πολιτικά κιν�ματα -η APRA μέχρι τη διάβρωσ� της
67. Prensa, 8 Οκτωβρίου 1963. 68. Ι . Ι .Ρ . , Subproyect . . . Mantaro 2 Α, Distrito Ρucarά, ό.π . . σ. 58-62.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 259
και αργότερα διάφορα μαρξιστικά κινήματα- έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο ως υποκινητές τοπικών στελεχών, ως καταλύτες της δράσης των χωρικών και, πάνω απ' όλα, ως δυνάμεις που ένωναν σκόρπιες τοπικές κινήσεις σε ένα ευρύτερο κίνημα.
Λιγότερο προφανής, αλλά εξίσου σημαντική, είναι η κατάρρευση της πίστης στην εσαεί διατήρηση της επικρατούσας δομής εξουσίας, η οποία απελευθέρωσε ακτιβιστές αγρότες που είχαν ώς τότε επιλέξει να υπηρετούν τους γαιοκτήμονες, και τους έκανε να αναλάβουν νέους ρόλους ως λιiίκoί ηγέτες. Όπως σημειώνει ένας εχθρικός παρατηρητής το 1963 -και υπάρχουν ανάλογα στοιχεία και για την περίοδο μετά το 1945-, οι νέοι αγωνιστές συχνά ήταν οι παλαιοί «επιστάτες των κτημάτων [mandones Υ capataces] που μέχρι χθες ακολουθούσαν τον hacendado και εκμεταλλεύονταν την ίδια τους τη φυλή».69 Οι μεταστροφές τους είναι μάλλον εντελώς αυθεντικές. Οι κοινοτικοί αρχηγοί ήταν δυνατόν, σε μια περίοδο σταθερής εξουσίας των γαιοκτημόνων, να υποστηρίζουν τη χασιέντα όχι μόνο γιατί ο γαιοκτήμονας τους χρηματοδοτούσε στα κρυφά (πράγμα για το οποίο υπάρχουν αρκετά στοιχεία) αλλά και γιατί, όταν δεν υπήρχε διαθέσιμη εναλλακτική λύση, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει η κοινότητα ήταν ίσως να αποδεχτεί τη μικρή βοήθεια που ήταν διατεθειμένη να της δώσει η χασιέντα για να συγκρατήσει τη δυσαρέσκεια των αγροτών. Όμως, είτε οι παλαιές αρχές της κοινότητας αλλάζανε πράγματι μυαλά είτε όχι, μέσα στη νέα κατάσταση ήταν αναγκασμένες ν' αλλάξουν τη συμπεριφορά τους. Έτσι, το 1931 τρεις κοινότητες επιτέθηκαν στην κοινότητα της Yanacancha και προπηλάκισαν και πήραν αιχμάλωτο τον alcalde [κοινοτάρχη] της, τον οποίο κατηγορούσαν -έχοντας καθώς φαίνεται μεγάλη υποστήριξη από ντόπιους- σαν προδότη που είχε πουλήσει βοσκοτόπια στη χασιέντα. 7Ο Το 1945 ο alcalde της Chongos Alto, ένας ονόματι Orihuela, αντιτάχθηκε στα σχέδια των κοινοτήτων για μια εισβολή, και μετά από αυτό του επιτέθηκαν, τον χτύπησαν και τον καθαίρεσαν από τη θέση του . 71
Η τυπική εισβολή γης των πρόσφατων ετών ήταν επομένως μια αρκετά σύνθετη υπόθεση. Οι επίσημοι αντιπρόσωποι της κοινότητας ήταν σχεδόν πάντοτε παρόντες, όπως όφειλαν να είναι' στο πλάι τους όμως είχαν πολύ συχνά «υποκινητές» ή «αγκιτάτορες».72 Οι παλαιές και οι
69. C. Guillaguiros, ό.π. 70. C . D . A . , Αρχεία Ganadera del Centro, Έγγραφα Laive : Laive προς Λίμα, 9 Αυγούστου
1931 . 71 . C . D . A . , Αρχεία Ganadera del Centro, Έγγραφα Acopalca: Informe . . . Α. Chaparro. 25
Ιανουαρίου 1947, σ. 2 . 72. Για τις εισβολές της Corpacancha, όπου μετείχαν και φοιτητές, βλ. Prensa, 1 9 Αυ
γούστου 1 963' για μια εισβολή στην Yanacancha, Voz de Htιancayo, 9 Φεβρουαρίου 1 961 (<<είχαν επικεφαλής τις αρχές τους και έναν υποκινητή » ).
260 ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAIePOY
νέες ΚΟLνωνLκές δομές εξουσίας του χωρωύ αναμεLγνύοντω, OL ρόλΟL μεταμορφώνοντω. Ο μεLκτός χαρακτήρας της ηγεσίας μπορεί να φανεί σε μία από ης σπάνLες λεπτομερείς μελέτες που έχουμε YLa τον αΚΤLβLσμό στα χωΡLά. Στη Marcantuna (στην ΚΟLλάδα του Mantaro), OL δεκατέσσερεLς άνδρες που ξεχώΡLσαν ως ΚΟLνΟηΚΟί αρχηγοί στα μέσα της δεκαετίας του 1960, περLελάμβαναν δύο εLκοσάρηδες (έναν φΟLτητή XL έναν λογLστή), έναν ΤΡLαντάρη (έναν αγρότη-έμπορο), τέσσερεLς σαραντάρηδες (έναν υπάλληλο, έναν αγρότη κω φορτηγατζή, έναν αγρότη/δουλευτή, κω έναν αγρότη), πέντε πενηντάρηδες (τρεLς αγρότες-τεχνίτες, δύο αγρότες), κω δύο άνω των εξήντα ετών (κω OL δύο αγρότες). Επτά απ' αυτούς είχαν apxiaEL ή είχαν τελεLώσεL την πρωτοβάθμLα εκπαίδευση, πέντε είχαν κάνεL ένα μέρος της δευτεροβάθμLας, ένας είχε ανώτερη πωδεία, ενώ ενός άλλου η μόρφωση είνω άγνωστη. 73 Δυστυχώς δεν μπορούμε να στηΡLχθούμε σης ενδείξεLς που έχουμε YLa την πολLηκή τους τοποθέτηση, μLα που ο Τύπος έχεL την τάση να παρουσLάζεL όλους απαράλλακτα τους αΚΤLβLστές ως μπολσεβίκους. 74
ν
Τέλος, τίθετω το ερώτημα, η μας λένε OL εLσβολές YLa το ζήτημα της επανασταηκότητας των αγροτών. Είνω μάλλον προφανές, όΤL αντικειμενικά μία μαζLκή δLαδLκασία εLσβολών γης μπορεί να έχεL επανασταΤLκές συνέπεLες, ανεξάρτητα από ης υποκεψενLκές προθέσεLς των εLσβOλέων, στο βαθμό που το ποσοστό της καταπατημένης γης σης χασLέντες είνω αρκετά μεγάλο κω ο πληθυσμός των ΚOLνοτήτων που ανακτούν ΤLς χαμένες τους γαίες είνω αρκετά πoλυάρLθμoς. Κάη τέτοω συνέβη σε μεγάλα τμήματα του Περού σης αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα σταησηκά σΤOLχεία του Περού μας δίνουν μόνο γενLκές τάξεLς μεγέθους, δε φαίνετω όμως απίθανο να υπήρχαν το 1961 (όπως λέεL η Απογραφή) γύρω σΤLς 4 . 500 «cornunidades parcia1izadas ο ayllus», δηλαδή αγΡΟΤLκές ΚOLνότητες, από ης οποίες OL 2 . 337 ήταν το 1969 επίσημα «αναγνωΡLσμέ-
73 . Adriel Osorio Zamalloa, La comunidad campesina. nivel micro-economico de desarrol/o regional, Fac. de Ciencias Economicas Υ Comerciales, υηίν. Nacional del Centro de Peru , Huancayo 1966, mimeo, σ. 279 κ.ε .
74. Το μείγμα φαίνεται πολύ καλά στη φερόμενη ηγεσία μιας εισβολής στις χασιέντες Cerro de Pasco (Prensa, 18 Αυγούστου 1963, και 21 Αυγούστου 1 963). Ο ηγέτης της λέγεται πως ήταν κάποιος 5ergio ΒeΠΟSΡί, ένας εύπορος μεταλλωρύχος (ή ίσως μικροεπιχειρηματίας μεταλλευτικών επιχειρήσεων) υποστηριζόμενος από τον C laro Huallanuay, alcalde της Pallanchacra, τον Juan 50to, sub-alacalde, τον Pedro Berrospi (συγγενή του 5ergio ;) και το φοιτητή Zenon Najara. ο οποίος την προηγούμενη χρονιά ήταν υποψήφιος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ 261
νες». Ο συνολικός αριθμός των μελών τους ίσως να έφτανε τους 400.000 αρχηγούς OLκογενειών, δηλαδή γύρω στα δύο εκατομμύρια άτομα, μέσα σε έναν συνολικό πληθυσμό του ορεινού Περού που ήταν γύρω στα τέσσερα εκατομμύρια.75 Ο αριθμός αυτός μπορεί να θεωρηθεί πως είνω πω κοντά στην πραγματικότητα από τις εκτψήσεις περί 2,5 με 4 εκατομμύρια που υπάρχουν στην αναφορά της CIDA. 76 Σε ορισμένες περωχές, όπως στα κεντρικά υΨίπεδα, ο κύρως όγκος του αγροτικού πληθυσμού είναι οργανωμένος σε κοινότητες. Έτσι η κοιλάδα του Mantaro, με πληθυσμό γύρω στις 150.000 το 1969, είχε 36 χασιέντες κω 234 νομικά αναγνωρισμένες κοινότητες ή, πLθανoλoγoύμε, 400 de facto ΚOLνότητες. 77
Από τις κοινότητες αυτές οι μLσές ΤOυλάΧLσΤOν είχαν συνοριακές δ ιενέξεις - η εκτίμηση αυτή βασίζετω σε μια σεφά δειγμάτων κω τοπικών ερευνών,78 κω σίγουρα είνω ένα απόλυτο ελάχιστο. Έτσι, το 73,3% των απαντήσεων στο ερωτηματολόγω του Instituto Ιndίgenίsta Peruano αναφέρει συνοριακή «διένεξη» με γειτονικούς ιδιώτες ιδωκτήτες. 79 ΓLα την περωχή των κτηνοτροφικών ράντζων των κεντρικών υψιπέδων με την οποία ασχοληθήκαμε, OL αριθμοί είνω ακόμα πω σαφείς. Από τις 1 5 comunidades που τελικά συγχωνεύθηκαν με τα ράντζα του Cerro de Pasco Corporation για να σχηματίσουν την SAIS Tupac Amaru (Sociedad Agricola de Interes Social, μία μορφή αγροτικού συνεταφισμού), οι δεκατρείς τουλάχιστον είχαν εγείρει διεκδικήσεις εναντίον του ράντζου στηριζόμενες είτε (οι έξι απ' αυτές) σε «προ αμνημονεύτων ετών κατοχή» είτε (OL άλλες επτά) σε αποικιακούς τίτλους γης.80 Έχουμε στοιχεία για είκοσι τρεις κοινότητες που σε κάποιά στιγμή από τη δεκαετία του 1920 και μετά εί-
75. R . Rodrigo Montoya, Α Proposito deI Caracter Predominantemente CapitaIista de Ια Εconοmία Ρeruαnα ΑctuαΙ, Λίμα 1970, σ. 1 10-1 1 1 .
76. C1DA, Tenencia de Tierra . . . Peru, Ουάσινγκτον 1966, σ. 1 23. 77 . Oficina Nacional del Desarrollo Comunal. Comite Zonal ZAC 1, Sistema de ΟrgαnίΖαcίόn
Campesina ραΥα eI Desarrollo deI Valle deI Mantaro. Huancayo 1969, mimeo. 78. Στο C1DA. Tenencia de Tierra . . . . ό .π .• σ. 1 34, οι μισές κοινότητες του δείγματος έχουν δι
ενέξεις. Ο Henry F. Dobyns, Comunidades Campesinas deI Peru. Λίμα 1970. σ. 57-58. καταγράφει το 44% ενός δείγματος 50 κοινοτήτων που έχουν μελετηθεί μονογραφικά. να έχουν διενέξεις, αλλά και το 64% από 640 κοινότητες που έχουν ερευνηθεί από το πρόγραμμα PeruCornel l . Δύο επιτόπιες έρευνες για το σύνολο των κοινοτήτων μιας περιοχής δείχνουν: στο Chucuito, Puno το 50% έχει διενέξεις (με τις 46 από τις 58 να έχουν απαντήσει) και στο Βο-10gnesi. Ancash. το 61 .7%. με το 1 4,7% να αρνείται την ύπαρξη διενέξεων και το 23,5% να μην απαντά. Για τις Μο αυτές επαρχίες. Datos Basicos. Λίμα 1970. σ. 19 και 29 αντίστοιχα.
79. Henry F. Dobyns, ComlInidades Cambesinas deI Peru. ό.π . • σ. 58. Από το δείγμα του Dobyns, το 54.4% είχε διενέξεις με τους γαιοκτήμονες, το 40,9% με άλλες κοινότητες. το 4 ,5% και με τους δύο. Από το δείγμα του Peru-Comell το 64% είχε διενέξεις με τους γαιοκτήμονες, το 60% με άλλες κοινότητες, το 6% είχε διενέξεις στο εσωτερικό της κοινότητας.
80. Μίη. Agric .• Dίreccίόn General de Reforma Agraria Υ Asentamiento Rural, Las Comunidades Integrantes de Ια SAlS Tupac Amaru, Λίμα 1971 , σ. 2 1 .
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙΘΡΟΥ
χαν συνοριακές διενέξεις με τη χασιέντα Laive, και μόνο για μία που ίσως να μην είχε.8! Είναι προφανές, ότι αν όλες ή οι περισσότερες απ' αυτές τις κοινότητες διεκδικούσαν ταυτόχρονα τα δικαιώματά τους, η δομή του τοπικού λατιφουντισμού θα κατέρρεε αυτομάτως (εκτός κι αν τη στήριζε στρατιωτική δύναμη) . Κι αυτό, σε γενικές γραμμές, συνέβη στα κεντρικά υψίπεδα στο δεύτερο μισό του 1963. Ο Humpty Dumpty έπεσε απ' τον τοίχο: μετά το 1963 κανένας δεν μπορούσε να τον ξανακρεμάσει, και οι διευθυντές των μεγάλων αγροκτημάτων -Ganadera del Centro, Division Ganadera of the Cerro de Pasco Corporation, Algolan, Corpacancha και λοιπές- είχαν πλήρη συνείδηση του γεγονότος. Έτσι ακριβώς είχε καταρρεύσει, έναν χρόνο νωρίτερα, η δομή του λατιφουντισμού στις κοιλάδες της La Cοnvencίόn και της Lares, κάτω από μια μαζική άρνηση -που αποδείχθηκε διαρκής- των δουλοπάροικων-ενοικιαστών να δουλέΨουν. Και αυτή τη φορά -για λόγους που θα μας έβγαζαν από τα όρια αυτού του άρθρου- δε χρησιμοποιήθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις για την αποκατάσταση της παλαιάς τάξης πραγμάτων.
Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να αναρωτηθούμε αν υποκειμενικά αυτή η διαδικασία σημαίνει μια αγροτική επανάσταση. Αυτό είναι πολύ λιγότερο σίγουρο. Σε γενικές γραμμές, στις πρωτόγονες εξεγέρσεις μπορούμε κανονικά να διακρίνουμε ανάμεσα σε «επαναστατικά» και «ρεφορμιστικά» κινήματα, αν και όχι απαραίτητα από την ποσότητα βίας που περιέχουν. Τα πρώτα έχουν υποκειμενικά πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες, που εκφράζονται είτε με χιλιαστικές προσδοκίες είτε με απόπειρες παλινόρθωσης κάποιας χαμένης χρυσής εποχής του παρελθόντος, όπως στο Περού η Αυτοκρατορία των Ίνκα.82 Ο Henri Favre -αναφερόμενος στους , Μάγια των υψιπέδων της Τσιάπας στο Μεξικό- κάνει μια εύστοχη διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους αυτού που ονομάζει «εξέγερση» και «στάση». Ο πρώτος τύπος είναι περιορισμένος τόσο γεωγραφικά όσο και στους στόχους του: στοχεύει στην αποκατάσταση της εθιμικής ισορροπίας που έχει διαταραχθεί προσωρινά' ο δεύτερος είναι μια απόπειρα συνολικής αναδόμησης της αποικιακής κατάστασης.83 Ο πρώτος δε συνο-
81 , Μίη. Agric . , Dίreccίόn de Comunidades Campesinas, ZAC Mantano 1, Proyecto Sociedad Ganadera del Centro. Datos para Αdjudίcacίόn, και ( , D , A . , «Inventario de los Fondos Sociedad Ganadera del Centro, Tucle Υ Antapongo» , MS., Νοέμβριος 197 1 . Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κατάλογος των κοινοτήτων που έχουν διενέξεις, ο οποίος μπορεί να συνταχθεί από τα αρχεία της χασιέντας, είναι πολύ μακρύτερος από τον κατάλογο των κοινοτήτων που περιγράφονται να έχουν κοινά σύνορα με τη χασιέντα στην επίσημη έρευνα του 1970.
82. Τοπικές εξεγέρσεις για την παλινόρθωση του καθεστώτος των Ίνκα ή που να εκφράζουν μια ειδική υποστήριξη στους Ίνκα δεν είναι ασυνήθιστες στο Περού κατά το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1930. Για το μύθο των Ίνκα βλ. Α . Flores Galindo, BItscando vu Inca: Identidad Υ υΙορία επ los Andes, Αβάνα 1986.
83. Henri Favre, Changement εΙ continuitt chez les Mayas dIt Mexique, Παρίσι 1971 , σ. 269 κ.ε ,
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
δεύεται από κάποια ιδεολογική καινοτομία' ο δεύτερος -τουλάχιστον στην Τσιάπας, Π.χ. το 1 712 και το 1869- «εμφανίζεται αρχικά σαν μια θρησκευτική μεταρρύθμιση που ακολούθως οδηγεί σε μια συνολική αναδωργάνωση των ΚOLνωνικών σχέσεων, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών».84 Στον εικοστό αιώνα είναι βέβαια πολύ φυσικό τέτοιες ιδεολογικές καινοτομίες να πάρουν μια σύγχρονη εκκοσμικευμένη μορφή. Η ουσία είναι η πλήρης άρνηση της ισχύουσας δομής ταξικής (ή φυλετικής) κυριαρχίας.
Υπάρχουν αγροτικά κινήματα που προφανώς αμφισβητούν όχι μόνο την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των γαωκτημόνων, αλλά και την ίδια την πραγματικότητα της γαωκτημονικής εξουσίας, για παράδειγμα οι σικελικές jacqueήes του δέκατου ένατου αιώνα, το ρωσικό αγροτικό κίνημα των αρχών του εικοστού αιώνα και ίσως και του δέκατου ένατου αιώνα: θυμόμαστε για παράδειγμα τους αγρότες της περωχής του Χάρκωφ που πίστευαν ότι ο Τσάρος είχε διατάξει το μοίρασμα όλης της γης. Οι γαωκτήμονες «μπορούν να κρατήσουν λίγη γη για να τρέφουν τις οικογένειές τους, όχι περισσότερη όμως», αν και οι αγρότες θα τους βοηθούσανε βέβαια αν δεν τα κατάφερναν να την οργώσουν μόνοι τους. Ή εκείνους του Ναντεζντίνο (Σαράτωφ) που υποστήριζαν ότι «η ΚOLνότητα δεν έχει αντίρρηση να κρατήσει ο άρχοντας το αρχοντικό του, αλλά το αν θα κρατήσει τον κήπο του πρέπει να συζητηθεί».85 Από την άλλη, δεν έχουμε πολλά σΤOLχεία (πέρα από γνωστές περιπτώσεις όπου υπήρχε κομμουνιστική ή τροτσκιστική καθοδήγηση) όπου οι περουβιανοί αγρότες να αμφισβητούν αυτή καθ' εαυτή την εξουσία των γαωκτημόνων, για παράδειγμα την ιδωκτησία των γαιών που έλεγχε άμεσα ο ίδως ο γαωκτήμονας, αν και υπήρχε μια αυξανόμενη και αποτελεσματική αντίδραση ενάντια στις αγγαρείες.86 Η παραδοσιακή σχέση πάτρωνα-πελάτη ανάμεσα στους γαωκτήμονες που «θεωρούν τους εαυτούς τους προστάτες των Ινδιάνων, τους οποίους και αποκαλούν παιδιά τους (hijitos) >>, εξακολουθούσε να ισχύει σε πολλά μέρη, καθώς οι γαωκτήμονες είχαν ίσως μεγαλύτερη επίγνωση των επικείμενων αλλαγων απ' ό,τι OL χωρικοι.87 Οι κλασικές πυρπολήσεις αρχοντικών, OL δολοφονίες γαωκτημόνων, κ .ο .κ . ουσιαστικά απουσιάζουν από τις κινηΤΟΠOLήσεις των ετών 1958-1964, οι οποίες υπήρξαν αξωσημείωτα ειρηνικές. Αυτό που έχουμε στην περίπτωση αυτή δεν είναι μια παραδοσιακή subΙeνacίόn indigena [εξέ-
84 . Για την εξέγερση του 1 71 2 βλ. επίσης Herbert S. Klein, «Peasant communities ίπ revolt: the Tzeltal republίc of 1 7 12», Pacific Hist. Rev. , τχ. χχχν ( 1966). σ. 247 χ.ε.
85. R . Portal (επιμ. ) , Le statut des paysans Ιίberέs du servage, Παρίσι-Χάγη 1963, σ. 248, 263. 86. Μίπ . de Trabajo, Instituto Indigenista Peruano, Serie Monografica 1 7, Sociedad Υ
culturα en 10 areαs Andino-Peruanαs, Λίμα 1966, σ. 1 3, 36-38, για τις Andahuaylas. 87. Στο ίδιο, σ. 36-37, για το Chuyas χαι το Huaychao στο Ancash.
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAIePOY
γερση ιθαγενών] σε μεγάλη κλίμακα, αλλά μια αυθόρμητη μαζική διακήρυξη νόμιμων δικαιωμάτων, η οποία έχει υποκινηθεί, αλλά καθώς φαίνεται δεν έχει διαποτιστεί -εκτός από ορισμένες μόνο περιοχές-, από μια σύγχρονη, ή και παλιά, επαναστατική ιδεολογία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις μαζικών προσχωρήσεων σε κάποιας μορφής κομμουνισμό, ακόμα και στο CUZCO. Ο μαρξισμός παρέμεινε μια ιδεολογία των στελεχών, όλο και περισσότερο βέβαια και αγροτικών στελεχών, όπως άλλωστε ήταν και η APRA, τουλάχιστον έξω από το «συμπαγή Βορρά» όπου το κόμμα αυτό εγκαθιδρύθηκε ως μαζικό κίνημα.88
Όπως έχει δειχθεί, αυτό δεν είναι ασύμβατο με την πραγματοποίηση αυτού που ισοδυναμεί με μια αγροτική επανάσταση ή ακόμα και με ένα κύμα μιας εντεινόμενης αίσθησης πως η παλαιά εποχή φτάνει, και πρέπει να φτάσει, σ' ένα τέλος. Και ούτε, θεωρητικά, είναι ασύμβατο με τη μετεξέλιξη τέτοιων αγροτικών κινημάτων σε μια συνειδητή αγροτική επανάσταση, μέσα στα πλαίσια μια συνολικής επαναστατικής κατάστασης στη χώρα. Από την άλλη, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε πολλές περιοχές της Λατινικής Αμερικής το ίδιο το σύστημα της μεγάλης γαιοκτησίας είναι μια ρευστή οντότητα. Στη διάρκεια της μετα-αποικιακής ιστορίας, οι χασιέντες διαμορφώθηκαν, επεκτάθηκαν, διαιρέθηκαν και μεταρρυθμίστηκαν ανάλογα με τις πολιτικές αλλαγές και την οικονομική συγκυρία.89 Οι κοινότητες ίσως ποτέ να μην επωφελήθηκαν από αυτές τις διακυμάνσεις, αλλά η διαρκής πίεση που ασκούσαν, και που γινόταν σχετικά αποτελεσματικότερη σε περιόδους κάμψης της ισχύος των μεγάλων γαιοκτησιών, δε σημαίνει και την πίστη ότι μια τέτοια κάμψη οδηγεί και στην εξάλειψη όλων των χασιέντων. Με δυο λόγια, πρέπει να έχουμε κατά νου τόσο τη δύναμη όσο και τους περιορισμούς των παραδοσιακών αγροτικών κινημάτων.
Τα κινήματα αυτά μετατρέπονται σε αγροτικές επαναστάσεις όταν το άθροισμα των «μικρόκοσμων» τίθεται ταυτόχρονα σε κίνηση, πράγμα που σχεδόν πάντοτε συμβαίνει χάρη σε κάποιο γεγονός ή εξέλιξη του «μακρόκοσμου», επί του οποίου οι αγρότες δεν έχουν κανέναν έλεγχο. (Δεν μπο-
88. Ο χαρακτήρας και η έκταση της μαζικής υποστήριξης στην APRA έξω από την εργατική τάξη παραμένουν σκοτεινά. Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό, ότι τα τελευταία είκοσι ή και περισσότερα χρόνια η υποστήριξη που είχε από τους ινδιάνους χωρικούς ήταν πολύ μικρότερη απ' ό,τι ισχυριζόταν η μυθολογία του κόμματος. Το 1 965 η FENCAP, η αγροτική ομοσπονδία του κόμματος, οργάνωσε 13 κοινότητες ακριβώς, οι 6 από τις οποίες βρίσκονταν στις επαρχίες της Λίμα και του CalIao. Βλ. Grant HilIiker, The Politics of Reforrn in Peru, Βαλτιμόρη και Λονδίνο 197 1 , σ. 98. Αλλά η ιστορία της APRA στην κοινωνική βάση, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που ήταν ή θεωρείτο επαναστατικό κίνημα, δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σοβαρά.
89. Henri Favre, L 'evolution et la situation des haciendas dans la region de Huancαvelica, Παρίσι 1965, mimeo.
ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ
ρούμε εδώ να εξετάσουμε ποιοι ήταν αυτοί οι παράγοντες στο Περού το 1958-1964) . Μετατρέπονται σε αποτελεσματικές αγροτικές επαναστάσεις όταν ενοποιηθούν και οργανωθούν σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό πολιτικά αποφασιστικών περιοχών με τη βοήθεια μιας σύγχρονης οργάνωσης και ηγεσίας, πιθανότατα επαναστατικής, όταν η εθνική δομή και η εθνική κρίση είναι τέτοιες, ώστε αγροτικά κινήματα που κατέχουν μια στρατηγική θέση να μπορέσουν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο. Αυτό συνέβη στο Μεξικό το 1910-1920 με τους βόρειους του Πάντσο Βίλλα, χάρη στην ένοπλη ευκινησία τους, και με τους οπαδούς του Ζαπάτα του «κόκορα του Νότου», στο Morelos, επειδή αυτή η πολιτεία βρισκόταν δίπλα στην πρωτεύουσα. ΤΙποτε απ' όλα όμως αυτά δε συνέβη στο Περού, εκτός ίσως από τη δεκαετία του 1880 όταν ο Caceres, που προσπαθούσε να πετύχει τη στήριξη των Ινδιάνων τους οποίους είχε οργανώσει σε αντάρτικες ομάδες εναντίον των Χιλιανών στη διάρκεια του Πολέμου του Ειρηνικού, οδήγησε τους άνδρες του από τα υψίπεδα στην πρωτεύουσα, δίχως όμως να αναλάβει το ρόλο ενός επαναστατικού ηγέτη και σίγουρα δίχως κοινωνικές-επαναστατικές επιπτώσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι εισβολές γης είχαν πράγματι επικρατήσει στα κεντρικά υψίπεδα και στο Cuzco, ενώ ήταν αρκετά εκτεταμένες και σε άλλα μέρη των υΨιπέδων, ώστε να οδηγήσουν σε κατάρρευση το σύστημα των χασιέντων των υψιπέδων.9Ο Ωστόσο, 'η αυθόρμητη δύναμη της αγροτιάς, σε αντLθεση με το μαρξικό προλεταριάτο, ήταν μεν ικανή να σκοτώσει την εξουσία της μεγάλης γαιοκτησίας, δεν μπορούσε όμως να σκάψει τον τάφο της. Έκανε αναπόφευκτη την Αγροτική Μεταρρύθμιση. Χρειάστηκε όμως να γίνει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, μετά από πολλά χρόνια παλινωδιών, για να θαφτεί το πτώμα των χασιέντων των υψιπέδων.
90. Οι εξαιρέσεις που χρειάζεται να ερευνηθούν είναι μέρη στο Βορρά (Cajamarca, Ancash και Huanuco) και το παραδοσιακό κέντρο της « ιθαγενούς εξέγερσης», το Puno, στο Νότο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Tzor ΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
Αυτ6 το άρθρο, που δημοσιεύτηκε αρχικά σαν μια βιβλιοκριτική στο New York Review of Books, στις 14 Φεβρουαρίου 1985, επανέρχεται στα θέματα που διαπραγματεύομαι λεπτομερώς σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου μου Primitive Rebels και στο Bandits (αναθεωρημένη έκδοση, Νέα [6ρκη 1981 - ελληνική έκδοση: Οι Ληστές, μτφρ. : Φαίδρα Ζαμπαθά-ΠαΥουλάτου, Αθήνα 1975) καθώς και σε άλλα κείμενα πάνω στη ληστεία ως κοινωνικ6 φαιν6μενο. Την άνοδο και την πτώση του Τζουλιάνο του αρχιληστή τη βλέπω μέσα στα πλαίσια μιας ευρύτερης ιστορίας εθνικής και διεθνούς πολιτικής, την οποία, σε αντίθεση με τη Μαφία, άνθρωποι σαν αυτ6ν δεν μπορούσαν ούτε να κατανοήσουν, ούτε να συμβιβαστούν μαζί της.
Με τη δημοσίευση του βιβλίου του Mario PUZO, Ο Νονός, το 1969, το πάθος του αμερικανικού κοινού για τη Μαφία που σιγόκαιγε από πολύ καφό, εκδηλώθηκε επιτέλους ανοιχτά. Στην πράξη, αποτελούσε εδώ και καφό ένα αποδεκτό αλλά δευτερεύον μέρος της ζωής της αμερικανικής πόλης και των επιχεφήσεων, για το οποίο κανείς δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, στη θεωρία όμως αντιπροσώπευε το οργανωμένο έγκλημα, την αμαρτία και τον ανθρωποφάγο καρχαρία, και επομένως έπρεπε δημοσίως να εξορκίζεται. Ο Edgar Hoover, που πάντοτε αντιλαμβανόταν πολύ καλά τα αισθήματα των μέσων Αμερικανών, απέφυγε να την επιλέξει ως στόχο, και μάλιστα αρνήθηκε την ύπαρξή της μέχρι την εμπλοκή της στο εμπόρω ηρωίνης, που την έκανε, για ένα διάστημα τουλάχιστον, πραγματικά αντιδημοφιλή. Οι «δημόσωι εχθροί» του Hoover συνήθως αμφισβητούσαν, έστω συμβολικά, τις αξίες της επιχεφηματικής ΚOLνωνίας. Η Μαφία όχι μόνο δεν αμφισβητούσε τις «Αμερικανικές» αξίες, αλλά τις ενσάρκωνε.
Γιατί, τ ι άλλο, στο κάτω κάτω, μπορούσε να είναι περισσότερο αμερικανικό από τις ιστορίες της επιτυχίας αδέκαρων παιδιών μεταναστών που καταφέρνανε να κατακτήσουν τον πλούτο και το σεβασμό μέσα από την ατομική προσπάθεια ; Ποως γνήσως αμερικάνος μεγιστάνας είχε ποτέ αντίρρηση να τον αποκαλούν «ανελέητο», να του αποδίδουν (όπως και σ' έναν καλό μποξέρ) ένα «δολοφονικό ένστικτο» ή το ηθικό αξίωμα: «τα καλά παιδιά φτάνουν τελευταία» ; Οι μαφιόζOL ήταν λιγομίλητοι σαν τους σερίφηδες στα γουέστερν ή σαν τον Calνin Coolidge. Δεν είχαν καθόλου διανοουμενίστικες τάσεις (άλλο ένα χαρακτηριστικό που διευκόλυνε την ταύτιση) . Αυτού του είδους η υποκατάσταση της κρατικής εξουσίας από την ιδιωτική βία ήταν τόσο αμερικάνικη όσο και η μηλόπιτα.
ΤΖΟΥΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
Ακόμα περισσότερο, Ο Νονός μπορούσε να θεωρηθεί πως αντιπροσώπευε όχι μόνο μερικές σταθερές και ζώσες αξίες του αμερικάνικου τρόπου ζωής, αλλά και τα πατρογονικά ιδεώδη που είχαν, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, χαθεί στην πορεία. Στον κόσμο του Ντον Κορλεόνε, οι υφιστάμενοι αγαπούν και σέβονται τα αφεντικά σαν θετούς γονείς τους. Οι άνδρες είναι άνδρες, και οι γυναίκες χαίρονται γι' αυτό. Η ηθική δεν αμφισβητείται, και το έγκλημα, ως επί το πλείστον, μένει μακριά από τους δρόμους. Οι οικογένειες είναι δεμένες κάτω από τον πατριαρχικό έλεγχο. Τα παιδιά υπακούουν τους πατεράδες, και οι ενάρετες σύζυγοι δε φοβούνται ότι θα χάσουν τη θέση τους από τις ερωμένες, ούτε ονειρεύονται να ξεσκεπάσουν τους συζύγους τους για να πάρουν διατροφή. Δεν είναι περίεργο που το περιοδικό New York αναφώνησε (σύμφωνα με το οπισθόφυλλο της έκδοσης): «Θα είναι δύσκολο να σταματήσετε να το ονειρεύεστε ».
Οι αμερικανοί αναγνώστες και θεατές κινηματογράφου μπορούσαν επομένως να απολαύσουν το Νονό δίχως να σκοτίζονται γι' αυτό το εκπληκτικό νησί απ' το οποίο υποτίθεται ότι είχαν έρθει οι Κορλεόνε, όπως ακριβώς και οι οπαδοί του θρύλου των Κένεντυ (αληθινού ή μυθοποιημένου), δε χρειάζεται να γνωρίζουν τίποτε για την Κομητεία του Wexford. Και οι δύο αυτές ιστορίες είναι η πεμπτουσία της Αμερικής. Τι μπορούν να κάνουν όμως με το καινούργιο βιβλίο του κ. Puzo, Ο Σικελός, το οποίο διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην παλαιά Σικελία, και το οποίο θέλει να είναι μια ελάχιστα μυθοπλαστική αφήγηση της αληθινής ιστορίας του ληστή Σαλβατόρε Τζουλιάνο ( 1922-1950), μιας φιγούρας καταφανώς μη αμερικανικής; Για εμπορικούς λόγους, η ιστορία του συνδέεται αόριστα με τις πρώτες συνέχειες του έπους των Κορλεόνε.
Η φιλολογία σχετικά με τον Τζουλιάνο, στην οποία το βιβλίο του Puzo δεν προσθέτει τίποτα το ενδιαφέρον, είναι ίσως η μεγαλύτερη στην ιστορία που υπάρχει για κάποιον υπαρκτό ευρωπαίο παράνομο. Υπάρχουν τρεις λόγοι γι' αυτό. Πρώτον, έγινε μείζον ζήτημα στην ιταλική πολιτική και επομένως αντικείμενο ευρείας δημοσιότητας και τεκμηρίωσης. Η ιταλική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη Μαφία στις αρχές της δεκαετίας του 1970 του αφιέρωσε γύρω στις 800 σελίδες, σχεδόν το ένα τρίτο της αναφοράς της. Δεύτερον, ήταν ο πρώτος ευρωπαίος ληστής που έζησε στο μεσουράνημα των σύγχρονων μαζικών μέσων επικοινωνίας, τα οποία με ευγνωμοσύνη τον προέβαλαν στη χώρα του και διεθνώς. Το 1947 έγινε εξώφυλλο στο Life. Και τρίτον, μα όχι λιγότερο σημαντικό, ήταν ο τελευταίος ζωντανός εκπρόσωπος ενός είδους, με την εξαφάνιση του οποίου ο κόσμος δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί: του «λαίκού ληστή». Στη μεγάλη σαπουνόπερα, όπου οι φτωχοί και οι αδύναμοι εξακολουθούν να ονειρεύονται σχετικά με την ανισότητα των ανθρώπων και την
ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAlePO-r
αδικία, πάντοτε υπήρχε, και υπάρχει ακόμα, ένας ρόλος για τον Ρομπέν των Δασών. Ο Τουριντού Τζουλιάνο ήταν το τελευταίο καταγεγραμμένο αληθινό πρόσωπο που υποδύθηκε αυτόν το ρόλο.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι πράγματι έβλεπε τον εαυτό του σ' αυτό το ρόλο, στο βαθμό που κάθε πραγματικός λησταντάρτης έκανε το ίδιο και που πάρα πολλοί φτωχοί Σικελοί τον αποδέχονταν σ' αυτόν το ρόλο. Όταν ο Puzo τον βάζει να ορκίζεται ότι θα δίνει τη μισή λεία των ληστειών σ' αυτούς που την έχουν ανάγκη, πρόκειται περί καθαρής χολυγουντιανής αισθηματολογίας, όμως ένας από τους λίγους έντιμους μπάτσους που τον κυνηγήσανε, ο σκληροτράχηλος Lo Bianco, πιστοποιεί πως είχε μοιράσει «αρκετές φορές» χιλιάδες λίρες σε ανθρώπους με προβλήματα. « Γι' αυτούς τους ανθρώπους, ο Τζουλιάνο ήταν καλός» . ! Και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, και για πολλούς άλλους Σικελούς που είχαν ακούσει γι' αυτά τα περιστατικά.
Αν είχε κάποια ενστικτώδη πολιτική άποψη, αυτή ήταν λα·ίκιστική. Οι κομμουνιστές, τους οποίους κατέσφαξε από την Πρωτομαγιά του 1947 και μετά, αρχικά εξεπλάγησαν όταν στράφηκε εναντίον τους, γιατί, αν και από το 1945 είχε συμμαχήσει με φεουδάρχες πολιτικούς, «καθ' όλη τη διάρκεια της έντονης κινητοποίησης για τη γη», όπως λέει ένας τοπικός ηγέτης, «ποτέ δεν παρενέβη στους χωρικούς».2 Ένας σοβαρός συγγραφέας έχει επίσης ισχυριστεί ότι κατά την πρώτη φάση -πριν ακόμα η Μαφία επανεγκαθιδρύσει πλήρως την εξουσία της στην ύπαιθρο- ο Τζουλιάνο έδειχνε σημάδια μιας αντίθεσης αρχών στη Μαφία . 3 Μ ε δυο λόγια, όπως είπε ένας αμερικανός δημοσιογράφος που του πήρε συνέντευξη, ήταν ένας Ρομπέν των Δασών - ένα καλό παιδί, ένα ειλικρινές παιδί, που είχε ένα μονάχα ελάττωμα (το οποίο δεν ταιριάζει και πολύ στην εικόνα του «ευγενούς ληστή»): του άρεσε να σκοτώνει ανθρώπους. Σκότωσε, για την ακρίβεια, τετρακόσιους τριάντα στη διάρκεια της καριέρας του.
Κι αφού όλοι μας ξέρουμε το μύθο του Ρομπέν των Δασών, ο Μaήο PUZO δεν δυσκολεύεται να σκαρώσει μια ματσό βερσιόν μιας μεσογειακής ρομαντικής νουβέλας κι ενός μελοδράματος εποχής, το οποίο σίγουρα θα γίνει μια ευχάριστη ταινία μόλις βρεθεί ο κατάλληλος ζεν-πρεμιέ. Ο ήρωας είναι όμορφος σαν έλληνας θεός. Έχει έναν κολλητό φίλο που τον προδίδει, μία μαμά που του κανονίζει έναν γάμο με μια ώριμη γυναίκα, η θλιβερή αναχώρηση της οποίας τον αφήνει ελεύθερο να πα-
1. Relazione della commissione parIamentare d 'inchiesta sIIl fenomeno della mafia, testo integrale. τόμο 2, Ρώμη 1973, σ. 1633.
2. Girolamo Ιί Causi e Ια sua azione politica in Sicilia : scritti, ricordi e testimonianze α cura di Franco Grasso, Παλέρμο 1966, σ. 1 50.
3. Michele Pantaleone, ΜαΙία e politica , Τορίνο 1962, σ. 1 59.
ΤΖΟ)"ΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
ντρεuτεί στα κρυφά με μια συναρπαστικά αξιαγάπητη κοπελίτσα με μακριά πόδια, την οποία αυτός στέλνει για ασφάλεια στην Αμερική. (Στην πραγματικότητα δεν έχουμε στοιχεία για κάποια σοβαρή σχέση του Τζουλιάνο με γυναίκες, μετά από μια φιλενάδα που είχε στην παψίδα του κι η οποία έφυγε για την Αμερική). Κινείται μέσα σ' ένα περιβάλλον φτιαγμένο λες από γραφείο ταξιδίων, το οποίο αναπλάθει ωραία ο καλλιτέχνης που εικονογράφησε την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στο Playboy: ήλιος, θάλασσα, πρασινάδες, λοφοπλαγιές με ερείπια ελληνικών ναών και τραπέζια γεμάτα από ένα σωρό πράγματα τα οποία σίγουρα οι σικελοί χωρικοί δε θα αναγνώριζαν ως τοπικές σπεσιαλιτέ. (Η γλώσσα του συγγραφέως ζωντανεύει αξιοπρόσεκτα όταν φτάνει σε περιγραφές φαγητών).
Σ' αυτό το σκηνικό εκτυλίσσεται το δράμα αυτού του καταδικασμένου από τη μοίρα νεαρού, ενός παράνομου από τα είκοσί του, το 1943.
Ο πραγματικός νονός της Σικελίας, ο Don Calogero νίΖΖίηί ( 1887-1954),
σε μια εξόφθαλμη μεταμφίεση, τον θαυμάζει και, μην έχοντας έναν κατάλληλο γιο, του ζητάει να αναλάβει αυτός τις δουλειές του. Αλλά ο ευγενής ληστής του απαντάει (παραθέτω): «Έχω τώρα δεσμευτεί να απελευθερώσω τους φτωχούς της Σικελίας και δεν πιστεύω πως οι Φίλοι θέλουν το ίδιο. Είναι υπηρέτες των πλουσίων και των πολιτικών της Ρώμης, κι αυτοί είναι οι ορκισμένοι εχθροί μου». Έτσι λοιπόν, ένας αμείλικτος πόλεμος ξεσπά ανάμεσα στον απογοητευμένο πατέρα και τον αντάρτη γιο και, όσο φοβερός και να 'ναι ο νεαρός ήρωας μας, αυτή η άνιση αναμέτρηση δεν μπορεί να έχει παρά μόνο ένα τέλος: Υπόσχονται στον ήρωα μια ασφαλή μετάβαση στις ΗΠΑ, μετά τον προδίδουν και τον δολοφονούν με τη συνηθισμένη μέθοδο της Μαφίας.
Όλες αυτές οι σαχλαμάρες είναι αρκετά καλές για ένα αεροπορικό ταξίδι και , είναι πιο αστείες από τη Βίβλο του Γεδεών. Τι σχέση έχουν όμως μ ' αυτό το παράξενο νησί, που ακόμα και οι ίδιοι οι κάτοικοί του δυσκολεύονται να καταλάβουν (αν και αυτοί, επειδή ζουν σ' αυτό, νομίζουν ότι δε χρειάζεται) ; Για τους ξένους όμως που διαβάζουν για τη Σικελία είναι απαραίτητο να μπορούν να βγάζουν κάποιο νόημα από το φαινομενικά ακατανόητο. Οι σικελοί συγγραφείς, που δεν είναι διόλου χαζοί -ο Verga, ο Πφαντέλλο, ο Vittorino, ο Tomasi di Lampedusa, ο Sciascia- ασχολούνται με τέτοια εμμονή με το νησί τους, συχνά είναι το μοναδικό θέμα τους, ακριβώς γιατί γνωρίζουν πόσο ζωτικής σημασίας είναι η διαπραγμάτευση της παραξενιάς του, η οποία με τη σεφά της αντανακλά -σύμφωνα με την περίφημη φράση του Lampedusa- «μια τρομακτική στενότητα πνεύματος». Α ν αυτοί οι λαμπροί και οξυδερκείς καλλιτέχνες έχουν πρόβλημα να αντιμετωπίσουν τη Σικελικότητα, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τον Puzo ;
2 70 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
Τίποτα βέβαια, παρ' όλη την παράξενη επιμονή του ότι δεν αφηγείται απλά μια ιστορία, αλλά είναι ένας ελαφρά μεταμφιεσμένος ιστορικός. Ο συγγραφέας φροντίζει σαφώς για την τεκμηριωτική αξιοπιστία του και, παρότι δε βάζει υποσημειώσεις, όποιος είναι εξοικειωμένος με το θέμα θα αναγνωρίσει πίσω από το βιβλίο την έρευνα, και το βαθμό στον οποίο στηρίζεται σε επαληθεύσιμα στοιχεία. Δυστυχώς για την καριέρα του ως ιστορικός -αναμφίβολα όμως με την ελπίδα μιας ακόμα κινηματογραφικής επιτυχίας- επέλεξε να μη γράψει ούτε «faction» ούτε fiction [ούτε «πραγματικότητα» ούτε μυθοπλασία], αλλά κάτι ανάμεσα στα δύο, ακολουθώντας το παράδειγμα εκείνου του απίστωτου κινηματογραφικού παραγωγού ο οποίος θεωρούσε ως κορύφωση της βιογραφίας του Μπετόβεν τη δημόσια παρουσίαση από το συνθέτη του τελευταίου του έργου, του βαλς του Γαλάζιου Δούναβη. Ο κύριος Puzo, ενθαρρυμένος ίσως από θεωρητικούς που ισχυρίζονται ότι κάθε πραγματικότητα είναι μια διανοητική κατασκευή, δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως ακόμα και μια-δυο, κατά τα άλλα ασήμαντες και δραματολογικά επωφελείς, αλλαγές των γεγονότων μπορούν να καταστρέψουν ολότελα την αξιοπιστία ενός προσώπου ως ρεπόρτερ, ως μάρτυρα σε δίκη ή ως ιστορικού. Αυτό όμως είναι άλλο ζήτημα.
Ο ιστορικός όμως, και ειδικά ο ξένος ιστορικός, μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση μιας σικελικής ιστορίας, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι ίδιες οι ασάφειες, τα ψέματα και οι συγχύσεις των στοιχείων προσφέρουν πολύτιμα πιασίματα στις γυμνές και απόκρημνες βραχώδεις όψεις της σικελικής πραγματικότητας. Αυτός είναι ο λόγος που μερικές από τις καλύτερες διαπραγματεύσεις της ιστορίας του Τζουλιάνο προέρχονται από ξένους που ακολουθούν τις μεθόδους του αμήχανου ερευνητή : η βιογραφία του Gavin Maxwe1l4 και η υπέροχη ταινία του Francesco Rosi το 1961 , το Salvatore Giuliano. Για κάτι τέτοιο όμως χρειάζεται τουλάχιστον μια γνώση της Σικελίας, της Ιταλίας και του κόσμου στα χρόνια μεταξύ 1943 και 1950, καθώς και της πολιτικής, την οποία ο Puzo δε φαίνεται να έχει. Έτσι, σχεδόν αναγκαστικά, κάνει τον ολοζώντανο ήρωά του ένα κλισέ.
Γιατί ακόμα και οι Ρομπέν των Δασών ζούνε μέσα στην πολιτική, ειδικά όταν επιβιώνουν επί επτά χρόνια μέσα σ' ένα σύγχρονο δυτικό κράτος. Το κρίσιμο γεγονός στην καριέρα του Τζουλιάνο, και το οποίο δε μνημονεύεται καθόλου στο Σικελό, είναι ότι λίγο μετά το τέλος του πολέμου, το Αποσχιστικό Κόμμα της Σικελίας των γαιοκτημόνων, που επιδίωκε την ανεξαρτησία του νησιού και ίσως την ενσωμάτωσή του στις
4. Gavin Maxwell. BαndiI, που κυκλοφόρησε στην Αγγλία ως: God Protect Me from my FrieIlds, Λονδίνο 1956' επανέκδοση το 1972 από τις εκδόσεις Pan Books.
ΤΖΟ)"ΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
Ηνωμένες Πολιτείες ως μιας ακόμα πολιτείας, είχε ανάγκη από μια ένοπλη δύναμη και στρατολόγησε τη συμμορία του Τζουλιάνο, ονομάζοντάς τον συνταγματάρχη. Αυτό το γεγονός στάθηκε αποφασιστικό κατά δύο τρόπους. Έδωσε στον Τζουλιάνο, για πρώτη φορά, πραγματικό κύρος, ισχυρή στήριξη, δημοσιότητα και φυσική δύναμη.5 Τον έκανε κάτι περισσότερο από μια καθαρά τοπική μορφή. Πάνω απ' όλα όμως, έκανε να πάρουν αέρα τα μυαλά ενός αδαούς χωριατόπαιδου που είχε κάποια ασαφή, αν και ειλικρινή, ιδεώδη. Όπως είπε ο ασυγκίνητος Ιο Bianco: «Οι Αποσχιστικοί τον έβαλαν αρχηγό, και ο Τζουλιάνο μέθυσε με την ιδέα ότι ήταν πραγματικά αρχηγός. Νόμισε πως είχε στ' αλήθεια γίνει μέγας και τρανός και τρελάθηκε. Τον λέω "τρελό" γιατί τέτοιος ήταν».6 Βέβαια, ίσως να μην ήταν παράφρων από κλινική άποψη, αν και ακόμα και ο Puzo υπονοεί ένα στοιχείο πνευματικής ανισορροπίας. Αλλά για τους πραγματιστές Σικελούς ήταν τρέλα να νομίζει κανείς στα σοβαρά ότι είναι ο απελευθερωτής της Σικελίας ή μια πολιτική δύναμη πάνω στο νησί ή ακόμα να φαντάζεται ότι ένας παράνομος μπορεί να επιβιώσει ενάντια στη Μαφία. Ήξεραν ότι στην πολιτική δεν αρκεί να 'χει κανείς φυσεκλίκια, να είναι φωτογενής και να 'χει στις διαταγές του μερικές ντουζίνες ντόπιων νταήδων.
Έτσι η τραγωδία του Τζουλιάνο ήταν πως η ίδια ακριβώς κατάσταση που επέτρεψε σε έναν γενναίο, ειλικρινώς εξεγερμένο και ίσως χαρισματικό νεαρό φονιά του τόπου να παίξει, ανάμεσα στ' άλλα, και τον ελευθερωτή των φτωχών Σικελών (<<ήταν ποτέ δυνατόν ένας Τζουλιάνο, που αγαπούσε τους φτωχούς και μισούσε τους πλούσιους, να στραφεί εναντίον των εργατών»),1 τον μετέτρεψε σε πιστολά των πλούσιων Σικελών και τελικά σε θύμα τους. Ο Τζουλιάνο αναδείχθηκε μέσα στο πολιτικό κενό που δημιούργησε η απόβαση των Συμμάχων το 1943, η οποία σάρωσε τους φασίστες. Εκείνη την ώρα κανείς δεν ήξερε πως θα ερχόντουσαν τα πράγματα. Όλα φαίνονταν πιθανά. Το τέλος του ήρθε όταν πλέον όλοι ήξεραν τι μορφή θα είχε το μέλλον: μια περιφερειακή αυτονομία της Σικελίας μέσα σε μια Ιταλία κυβερνούμενη από τους Χριστιανοδημοκράτες.
Η ιστορία του Τζουλιάνο είναι η ιστορία αυτού του μεσοδιαστήματος,
5. Στην πραγματικότητα, ο συνταγματάρχης της αστυνομίας που διοικούσε το απόσπασμα που τον κυνηγούσε, ήταν κι ο ίδιος με τους αποσχιστικούς. Relazione della . . . , τόμο 2, σ. 1 700.
6. Στο ίσιο, σ. 1658, και πάλι σ. 1 665. Βλ. επίσης στοιχεία για έναν άλλο (τίμιο) μπάτσο, τον στρατηγό Paolantonio, στο ίσιο, σ. 1 700- 1 701 .
7. Από μία επιστολή στη Voce di Sicilia, 20 Σεπτεμβρίου 1947, όπου υπερασπίζεται τον εαυτό του (ανειλικρινώς) από την κατηγορία ότι διέπραξε σφαγή σε κομμουνιστική διαδήλωση. Παρατίθεται στο Girolamo Li Causi . . . , ό .π. , σ. 147 .
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAlePOY
στη διάρκεια του οποίου οι μόνοι άνθρωποι, εκτός από τους κομμουνιστές, που είχαν μια σαφή ιδέα τού τι θέλανε στην πολιτική, ήταν οι μαφιόζοι, που απλά θέλανε να βρίσκονται πίσω από τους νικητές, μια που οι δουλειές είναι δουλειές και τα κέρδη τους είναι εκεί που είναι η εξουσία. Το πρόβλημα προέκυπτε καθόσον μετά το 1943 δεν ήταν καθόλου σαφές ποιος θα νικήσει' η Μαφία επιχείρησε να ποντάρει πλαγίως ακόμα και στους κομμουνιστές. Ούτε και πρέπει να ξεχνάμε, αν και ο PUZO φαίνεται να το ξεχνάει παρασυρμένος από το μύθο της εξουσίας του Ντον Κορλεόνε, ότι το 1943, δεκαπέντε χρόνια αφ' ότου την είχε διαλύει ο Μουσολίνι, η Μαφία ήταν αδύναμη κι έπρεπε να ξαναστηθεί στα πόδια της. Η αμερικανική υποστήριξη αποτελούσε αναμφίβολα ένα τεράστιο και μάλλον αποφασιστικό ατού, και η στρατιωτική κατοχή ένα απέραντο χρυσωρυχείο, αλλά η Μαφία μόλις τότε άρχιζε να μπαίνει στις πόλεις χάρη στους Αμερικάνους και, λόγω της αγροτικής κινητοποίησης και των ληστών, δεν είχε πλήρως επανεγκαθιδρυθεί στις παλιές της βάσεις στην επαρχία. Τα μεγάλα κεφάλια της δρούσαν ακόμα σαν κομπιναδόροι της υπαίθρου από τις πιο απόμακρες γωνιές των σιτοβολώνων της ενδοχώρας.
Μεταξύ 1943 και 1946, οι άρχουσες τάξεις της Σικελίας, ή σημαντικά τμήματά τους, ποντάρισαν πάνω στην αποσχιστική πολιτική και στη μοναρχία, και χάσανε . Η αποσχιστική πολιτική ποτέ δεν πέτυχε εκλογικά, παρά μόνο διά της βίας: Ο υποΨήφιος των αποσχιστικών στην πατρίδα του Τζουλιάνο, και προσωπικός του δικηγόρος, κέρδισε εύκολα τις εκλογές στο Montelepre, όταν όμως ο Τζουλιάνο τον παράτησε, πήρε ακριβώς είκοσι έξι Ψήφους. Η περιφερειακή αυτονομία καθιστούσε περιττή την ανεξαρτησία. Η μοναρχία πήρε πολλές Ψήφους στη Σικελία -τα δύο τρίτα-, αλλά το εθνικό δημοΨήφισμα καθιέρωσε την Αβασίλευτη Δημοκρατία. Το 1946 οι λόγοι τόσο για την ανεξαρτησία όσο και για τη μοναρχία είχαν σβήσει.
Μην έχοντας μια ξεκάθαρη προοπτική, οι συντηρητικοί Σικελοί υποστήριζαν κατά περίπτωση τους μοναρχικούς, τους αποσχιστικούς, τους νεοφασίστες ή το παλιό προφασιστικό Φιλελεύθερο Κόμμα όπως υπαγόρευε η παράδοση και οι υπολογισμοί των ντόπιων αφεντικών. Επίσης, όλο και περισσότερο συνδέονταν με το κόμμα που πατροναριζόταν από την κυβέρνηση της Ρώμης, τους Χριστιανοδημοκράτες, το οποίο στην αρχή δεν το εμπιστεύονταν και πολύ, εξαιτίας των λα'ίκιστικών καταβολών του. Ο αληθινός Ντον Κορλεόνε, ο ματοβαμμένος δόκτωρ Ναβάρρα, ξεκίνησε με τους αποσχιστικούς, πέρασε στους Φιλελεύθερους, και τελικά προσέφερε την υποστήριξή του στους Χριστιανοδημοκράτες. Μέσα σ' αυτή την κατάσταση αβεβαιότητας, η ενωμένη Αριστερά είχε περιθώρια ελιγμών. Με την ώθηση ενός μεγάλου αγροτικού κινήματος πέτυχε έναν τεράστιο και
ΤΖΟΤΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
αναπάντεχο θρίαμβο απέναντι στη διασπασμένη Δεξιά στις πρώτες τοπικές εκλογές του 1947. Συγκέντρωσε σχεδόν το 40% των ψ�φων.
Ο Τζουλιάνο έμεινε εντελώς έκθετος από την κατάρρευση του αποσχιστικού κιν�ματoς. Για κάθε άλλο σικελικό � ιταλικό καθεστώς δεν �ταν παρά ένας παράνομος με λίγες ντουζίνες άνδρες. Παρέμεινε ελεύθερος, επειδ� η πoλιτικ� κατάσταση �ταν συγκεχυμένη, επειδ� είχε την υποστ�ριξη της Μαφίας και επειδ�, σύμφωνα με τον κλασικό ευφημισμό της αναφοράς της Eπιτρoπ�ς για τη Μαφία, «τα αστυνομικά όργανα που υπηρετούσαν την επoχ� της συμμορίας του Τζουλιάνο, συμπεριφέρονταν κατά τρόπον όχι πάντοτε ενδεδειγμένο».8 Το περισσότερο που μπορούσε να ελπίζει, �ταν να του επιτραπεί να γυρίσει στην κανoνικ� ζω�, δηλαδ� η αμνηστία, � να πάρει τη συμμορία του και να καταφύγει κάπου στο εξωτερικό. (Είχε προσφορές) . Αλλά ακόμα και για να πετύχει κάτι τέτοιο, είχε πολύ μεγάλη ανάγκη να αποδείξει στους ανθρώπους που �ταν σε θέση να ανταποδώσουν χάρες, πως �ταν πολιτικά απαραίτητος �, τουλάχιστον, χρ�σιμoς.
Ο Τζουλιάνο, � αυτοί που τον συμβούλευαν, είχε αίσθηση της πραγματικότητας ώστε να καταλαβαίνει ότι για να κερδίσει το 1947 ένας λησταντάρτης φίλους και ανθρώπους επφρo�ς, η καλύτερη μέθοδος �ταν ο αντικομμουνισμός, του οποίου μέχρι τότε δεν είχε δώσει δείγματα. Και ο θρίαμβος της σικελικ�ς Αριστεράς στις εκλογές του Απρίλη του έδινε καταφανώς μια ευκαφία να παίξει αυτό το χαρτί. Έτσι, για λόγους αυτoσυντ�ρησης, η συμμορία μετατράπηκε σε απόσπασμα τρομοκράτησης των κόκκινων. Το αν πραγματικά είχε σκοπό να σκοτώσει και να τραυματίσει σαράντα διαδηλωτές από αριστερά χωριά την Πρωτομαγιά του 194 7 -αυτ� «η σφαγ� της Portella della Ginestra» αναπλάθεται θαυμάσια στην ταινία του Rosi- και ποιος πραγματικά βρισκόταν πίσω απ' αυτ� την τρoμoκρατικ� πράξη, είναι ζητ�ματα που είναι ακόμα ανοιχτά. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία, ότι η συμμορία αυτοδιαφημιζόταν ως διώκτης των ερυθρών (και μάλιστα και σε ένα γράμμα προς τον Πρόεδρο Τρούμαν) και έκανε επιθέσεις εναντίον εργατικών λεσχών και κομματικών γραφείων στην περιoχ�. Ποιος την έβαλε ; Ποτέ δε θα το μάθουμε με σιγουριά, και δεν έχει μεγάλη σημασία. Εκείνο που γνωρίζουμε, είναι ότι μέσα στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν ανάμεσα στις εκλογές, όταν στηριζόταν ακόμα στους Αποσχιστικούς, και στην Πρωτομαγιά, ο Τζουλιάνο διαπραγματευόταν απελπισμένα με όλους όσους μπορούσαν να τον στηρίξουν, προσφέροντας υπηρεσίες με αντάλλαγμα την ατιμωρησία του.
Η στρατηγικ� αυτ� είχε κακά αποτελέσματα. Κανένας βέβαια δεν � ταν αντίθετος στην τρομοκράτηση των εκλογέων, και αυτό γινόταν κατά
8. Re/αzione . . . . ό.π .• τόμο 1 . σ. 1 1 1 -1 12 .
274 ΑΝθΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mAlePOY
κόρον εκείνη τη χρονιά (498 άνθρωποι δολοφονήθηκαν μέσα στο 1948). Το 1948 οι Χριστιανοδημοκράτες θριάμβευσαν, διπλασιάζοντας τους ψήφους τους, και δίχως σοβαρές οφειλές στον Τζουλιάνο, που ήταν ένα τοπικά χρήσιμο αλλά περιφερειακά ενοχλητικό κυνηγόσκυλο. (Για δραματικούς λόγους, ο Puzo συμπτύσσει τις δύο εκλογές και τη σφαγή μέσα σε ένα διάστημα λίγων μόνο εβδομάδων του 1948). Κανένας δε διεκδικούσε κάποιο κομμάτι του δολοφόνου της Portella della Ginestra, αφού αυτή η σφαγή είχε εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό σκάνδαλο, μεγαλοποιημένη μέσα από το δικαιολογημένο θόρυβο που ξεσήκωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Ρώμη. Τα χέρια της κυβέρνησης ήταν δεμένα. Μέσα σε λίγους μήνες είχαν συλληφθεί οι μισοί απ' αυτούς που αργότερα δικάστηκαν για το έγκλημα, κι άρχισαν οι λιποταξίες από τη συμμορία.
Ο Τζουλιάνο έπρεπε να φύγει από τη μέση. Πάντοτε ήταν πρόβλημα -υπερβολικά επιρρεπής στο να σκοτώνει carabinieri- για τα γούστα της Μαφίας, η οποία προτιμούσε να παρακάμπτει, παρά να προκαλεί, τις δομές της εξουσίας και του νόμου. Τώρα είχε γίνει τριπλά ενοχλητικός: επειδή οι απαιτήσεις του δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν, επειδή μέσα στην απελπισία του άρχιζε να σκοτώνει πολιτικούς και μαφιόζους που «δεν είχαν κρατήσει το λόγο τους», για να μην αναφέρουμε τους πάμπολλους αστυνομικούς, και επειδή η ίδια η επιβίωσή του αποτελούσε μια μόνιμη μομφή προς την κυβέρνηση της Ρώμης και εμπόδιζε τους αξιοσέβαστους σικελούς πολίτες να συνεχίσουν με την ησυχία τους τις δολοφονίες τους.
Γιατί, όμως, παρ' όλα αυτά επιβίωσε ; Δεν είναι ανάγκη να αποδεχθούμε τη μυθιστορηματική θεωρία (μια εκδοχή της οποίας υιοθετεί και ο Puzo), σύμφωνα με την οποία ήταν ασφαλής για όσο διάστημα οι φίλοι του είχαν στα χέρια τους έναν κατάλογο με ονόματα, ειδικά αυτών που κρύβονταν πίσω από τη σφαγή, και ότι τον σκότωσαν μόλις έχασε τον έλεγχο αυτού του εγγράφου. Είναι μια καλή ιστορία, ίσως ακόμα και να 'ναι αληθινή, αν και (σύμφωνα με καλύτερες πηγές) στηρίζεται αποκλειστικά σε κάποιον Pasquale Sciortino που υποτίθεται ότι πήρε το έγγραφο στις ΗΠΑ' έναν άνθρωπο τόσο έκδηλα αναξιόπιστο, που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τον Τζουλιάνο να του εμπιστεύεται τη ζωή του. (Ο ληστής τον είχε μόλις εξαναγκάσει να κάνει έναν εσπευσμένο, λόγω εγκυμοσύνης, γάμο με την αδελφή του). Και στις σκοτεινές ιταλικές υποθέσεις τα έγγραφα εξαφανίζονται τόσο προ όσο και μετά θάνατον.
Χρειαζόμαστε όμως αυτές τις μελοδραματικές ερμηνείες ; Ο Τζουλιάνο δεν ήταν κανένας νταής του χωριού, απ' αυτούς που η Μαφία παρέδιδε μαζικά, ζωντανούς ή νεκρούς, στις ευγνωμονούσες χριστιανοδημοκρατικές αρχές, αλλά ένας άνθρωπος βαθιά χωμένος, από το 1945, στην υψη-
ΤΖΟΤΛΙΑΝΟ Ο ΑΡΧΙΛΗΣΤΗΣ
λή πολιτική της Σικελίας και της χώρας. Χρειάστηκε πολύς καιρός και μεγάλη προσπάθεια απ' όλους τους ενδιαφερόμενους για να απεμπλακούν απ' αυτόν. Εξάλλου, πέρα από την τοπική ένοπλη δύναμη που διέθετε, είχε και μια ανεξάρτητη πολιτική βάση ως λα'ίκός ήρ<ι>ας. Η εξόντωσή του έπρεπε να σχεδιαστεί προσεκτικά. Εν πάση περιπτώσει, η δωροδοκία, η Ψηφοθηρία και η βεντέτα μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων που είχαν αναλάβει να τον συλλάβουν, του έδινε, μέχρι το τέλος, κάποιον χρόνο για να παίξει.
Αυτός ο χρόνος όμως ήταν δανεικός. Από τη στιγμή που η πολιτική κατάσταση στη Σικελία και την Ιταλία σταθεροποιήθηκε, δεν υπήρχε πλέον χώρος γι' ανθρώπους σαν αυτόν. Αυτά που έκανε τα δύο τελευταία χρόνια δεν άλλαξαν τα πράγματα, αν και σίγουρα δεν έγινε, όπως λέει το μυθιστόρημα του Puzo, υπέρμαχος της αγροτικής μεταρρύθμισης εναντίον των τσιφλικάδων και της Μαφίας. Στο σημείο, μάλιστα, που ο Puzo βλέπει τον ήρωά του να ρίχνει κάτω έξι ηλικιωμένους pezzi di novanta, που καβάλα στ' άλογά τους τρομοκρατούσαν τους χωρικούς, ενώ ο άρχοντας παρακολουθεί τη σκηνή από το κάστρο του, υπερισχύει σαφώς το όραμα του συγγραφέα για μια ταινία που θα βασίζεται στο β Lβλίo. Όπως και να' χει, ο Τζουλιάνο δολοφονήθηκε από τη Μαφία, αναρωτιέται όμως κανείς πώς και του ξέφυγε του Puzo μια τόσο προφανής σύνδεση με τον κόσμο του Ντον Κορλεόνε : ο άνθρωπος που λέγεται ότι ανέλαβε τη δουλειά ήταν ένας πρώην αμερικάνος γκάνγκστερ από το Partinico ονόματι Φρανκ Κόππολα.9
Τον βρήκανε νεκρό, στη στάση στην οποία φωτογραφήθηκε τότε και που περιγράφει επακριβώς ο Puzo, σε μια αυλή στο Castelvetrano. Στη συνέχεια, σχεδόν όλοι όσοι μπορούσαν να μιλήσουν πέθαναν ξαφνικά. Ακόμα και η Επιτροπή για τη Μαφία είκοσι χρόνια αργότερα άφησε πολλά σημεία της σταδιοδρομίας του στο σκοτάδι.
Όλες οι σικελικές κρίσεις για το νεκρό συμφωνούν στο ότι ήταν αναπόφευκτα χαμένος. Για το Νονό του Puzo, το λάθος του ήταν ότι άφησε να υπεισέλθει το συναίσθημα στους επιχειρηματικούς υπολογισμούς. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι και θύματα στην Αριστερά στάθηκαν πιο γενναιόδωροι μαζί του, αν και σωστά προέβλεΨαν το αναπόφευκτο τέλος του. ω Γι' αυτούς ήταν προφανές πως οι κοινωνικοί ληστές δίχως σωστή πολιτική αίσθηση, στόχους ή συμβουλές γίνονται πιόνια και θύματα των αρχουσών τάξεων, «ακόμα κι αν οι άνθρωποι σας αγαπάνε και σας περLβάλλoυν με συμπάθεια, θαυμασμό και φόβο». Κι όμως, τέτοιο τέλος
9. Σύμφωνα με τον καλά πληροφορημένο Gaia Servadio. Mαfioso. Λονδίνο 1976, σ. 1 30. 1Ο. 'Ετσι. το 1947: « Είσαι νεκρός, Τζουλιάνο. η ζωή σου τέλειωσε. Ε ίτε θα σκοτωθείς α
πό προδοσία της Μαφίας [ .. . ] είτε σε μάχη με την αστυνομία είτε θα σε πιάσουν» , Girolαmo Li Cαusi . . .. ό.π . . σ. 1 52 .
2 76 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ mΑΙΘΡΟΥ
δεν «άξιζε σ' ένα αυθεντικό τέκνο του εργαζόμενου λαού της Σικελίας». Υπάρχει και μια τρίτη, μη σικελική, αντίδραση στο θάνατο του Τζου
λιάνο: Αυτή του Michael Corleone (ίσως και του Puzo) . Στο μυθιστόρημα ο γως παίρνει απ' τον πατέρα του το δίδαγμα ότι τα ζωντανά αφεντικά της Μαφίας είναι καλύτερα από τους ήρωες που πρόδωσαν, αλλά αυτή η αλήθεια «τον στεναχώρησε». Κατά κάπο ων τρόπο «ζηλεύει» το νεκρό ληστή, όπως η Φώκια του Lewis Carroll κλαίει για τα στρείδια που είναι έτοιμη να φάει. 1 1 Οι περισσότεροι Σικελοί αυτό θα το διάβαζαν σαν μια συνηθισμένη ρητορική υποκρισία για δημόσια κατανάλωση, ο Puzo όμως εννοεί ότι ο χαρακτήρας του είναι ειλικρινής. Ανήκει σε μια κουλτούρα στην οποία είναι καθιερωμένο να πιστεύει κανείς, ή τουλάχιστον να μισοπιστεύει, τα ψέματα που λέει. Ο συναισθηματισμός που, σαν σφόπι σοκολάτας, περιχύνει ο Puzo στον ήρωά του, δεν είναι καλός οδηγός μέσα στον κόσμο που έζησε και πέθανε ο Τζουλιάνο. Αυτό το μυθιστόρημα αποτελεί ένα ευτελές μνημόσυνο για μια μικρή μορφή της ιστορίας, στην οποία άξιζε κάτι καλύτερο. Ευτυχώς υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο Francesco Rosi, που στάθηκαν πω δίκαωι μ' αυτόν και με τον κόσμο του.
1 1 . «"Πόσο, καλά μου Στρείδια, σας λυπάμαι! " είπε με στεναγμούς και δάκρυα η Φώκια κι ευθύς τα μεγαλύτερα απ' τα Στρείδια άρχισε αυτή ν' ανοίγει και να τρώει, με το μαντήλι της στραγγίζοντας τα δάκρυα που έτρεχαν απ' τα μάτια της ποτάμι».
[Λιούις Κάρολ, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, μτφρ. : Καίσαρ Εμμανουήλ, Αθήνα χ.χ. , σ. 186].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Το Β ΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ
Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά το 1965 στο περιοδικό The Nation της Νέας Υόρκης, όταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν να κλιμακώσουν την επέμβασή τους στο Βιετνάμ. αλλά πριν ακόμα εξαπολύσουν έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Οι θέσεις του εξακολουθούν να ισχύουν, αν και ο κίνδυνος από τη μεγαλομανία της Ουάσινγκτον που άνοιγε το δρόμο για έναν πυρηνικό πόλεμο, δεν υφίσταται πλέον. Κι ούτε υπάρχει πλέον, εκτός από εξαιρετικά ιδιαίτερες περιστάσεις, η δυνατότητα να νικήσουν αντάρτικα σε πόλεμο εναντίον ισχυρών κρατών. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει μια ασυμμετρία δυνάμεων, όπως καταδείχθηκε πιο πρόσφατα στο Ιράκ: Οι υπερδυνάμεις και οι σύμμαχοί τους μπορούν να νικήσουν όλες τις μάχες, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν και να κρατήσουν υπό κατοχή απείθαρχες χώρες, παρά μόνο με ένα δυσανάλογα μεγάλο, και στις περισσότερες περιπτώσεις απαγορευτικό, κόστος - κόστος πολιτικό αλλά και οικονομικό. Ο Δαυίδ μπορεί ακόμα να φέρνει σε δύσκολη θέση τον Γολιάθ. Επιπλέον, ο Γολιάθ εξακολουθεί να υποφέρει από «τη γνωστή παιδική ασθένεια των υπερδυνάμεων, μια αίσθηση παντοδυναμίας».
Τρία είναι τα στοιχεία που έχουν κερδίσει τους συμβατικούς πολέμους στον εικοστό αιώνα: οι μεγαλύτερες εφεδρείες ανθρώπινου δυναμικού ' το μεγαλύτερο βιομηχανικό δυναμικό, και μια καλή λειτουργία του συστήματος της πολιτικής διοίκησης. Η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες βασίστηκε στην ελπίδα, ότι το δεύτερο απ' αυτά τα στοιχεία -στο οποίο υπερτερεί- θα αντιστάθμιζε το πρώτο - στο οποίο θεωρείτο ότι είχε πλεονέκτημα η ΕΣΣΔ. Αυτή η θεωρία βασιζόταν σε μια εσφαλμένη αριθμητική εκτίμηση, γιατί την εποχή εκείνη ο μόνος πόλεμος που προβλεπόταν ήταν εναντίον της Ρωσίας και οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό από το ΝΑΤΟ. Απλά, η Δύση ήταν πιο διστακτική στην επιστράτευση του ανθρώπινου δυναμικού της με τους συμβατικούς τρόπους. Παρ' όλα αυτά, σήμερα αυτό το επιχείρημα ισχύει μάλλον περισσότερο, μια που ορισμένα δυτικά κράτη (όπως η Γαλλία) θα μείνουν, σχεδόν σίγουρα, ουδέτερα σε έναν πιθανό πόλεμο, ενώ η Κίνα από μόνη της έχει περισσότερους άνδρες απ' όλες τις δυτικές δυνάμεις μαζί. Εν πάση περιπτώσει, είτε αυτό το επιχείρημα ήταν ορθό είτε όχι, οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1945 και μετά στηρίχθηκαν εξ ολοκλήρου στην υπεροχή τους ως βιομηχανική δύναμη, στην ικανότητά τους να ρίχνουν σε έναν πόλεμο περισσότερες μηχανές και περισσότερη δύναμη πυρός απ' οποιονδήποτε άλλον.
278 ΣΠΧΡ-ΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ήταν λοιπόν φυσικό να σοκαριστούν όταν ανακάλυψαν ότι μια καινούργια μέθοδος να κερδίζεις τους πολέμους είχε αναπτυχθεί στην εποχή μας, και ότι αυτή μπορεί να αντισταθμίσει με το παραπάνω την οργάνωση και τη βιομηχανική ισχύ των συμβατικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αυτή είναι ο ανταρτοπόλεμος, και ο αριθμός των Γολιάθ που έχουν πέσει κάτω από τις σφεντόνες των Δαυίδ είναι τώρα πολύ εντυπωσιακός: οι Γιαπωνέζοι στην Κίνα, οι Γερμανοί στη Γιουγκοσλαβία, οι Βρετανοί στο Ισραήλ, οι Γάλλοι στην Ινδοκίνα και στην Αλγερία. Σήμερα, ακόμα και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες υφίστανται την ίδια μεταχείριση στο Νότιο Βιετνάμ. Εξ ου και οι αγωνιώδεις προσπάθειές τους να ισοπεδώσουν με βόμβες μικρόσωμους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από δέντρα, ή να ανακαλύψουν το κόλπο (πρέπει σίγουρα να υπάρχει κάποιο κόλπο ;) που επιτρέπει σε μερικές χιλιάδες κακοοπλισμένους χωρικούς να κρατάνε καθηλωμένη τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της υφηλίου . Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το πρόβλημα πρέπει να οφείλεται σε κάποιον άλλον -μετρήσιμο και βομβαρδίσιμο- λόγο: στην επιθετικότητα του Βορείου Βιετνάμ, το οποίο πράγματι είναι αλληλέγγυο με τους νότιους αδελφούς του και του περνάει λαθραία μερικές σταγόνες εφοδίων· στους φοβερούς Κινέζους, που έχουν το κουράγιο να διαθέτουν ένα κοινό σύνορο με το Βόρειο Βιετνάμ, και τελικά, αναμφίβολα, στους Ρώσους. Πριν λοιπόν η στοιχειώδης λογική πετάξει ολότελα από το παράθυρο, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στο χαρακτήρα του σύγχρονου ανταρτοπόλεμου.
Δεν υπάρχει τίπο-:ε το καινούργιο στις επιχειρήσεις αντάρτικου τύπου. Κάθε αγροτική κοινωνία είναι εξοικειωμένη με τον «ευγενή» ληστή, τον Ρομπέν τον Δασών, που «αρπάζει από τους πλούσιους για να δώσει στους φτωχούς» και καταφέρνει πάντα να ξεφεύγει από τις ατζαμίδικες παγίδες των στρατιωτών και των αστυνομικών, μέχρις ότου τον προδώσουν. Γιατί, όσο οι χωρικοί δεν τον παραδίδουν και τον πληροφορούν για τις κινήσεις των διωκτών του, είναι πραγματικά τόσο άτρωτος από τα όπλα και τόσο αόρατος στα μάτια των αντιπάλων όσο ισχυρίζονται όλοι ανεξαιρέτως οι θρύλοι και τα τραγούδια που μιλάνε γι' αυτούς τους ληστές.
Μπορούμε και στις μέρες μας να βρούμε και την πραγματικότητα και το θρύλο, από την Κίνα μέχρι το Περού. Τα στρατιωτικά μέσα του αντάρτικου, όπως και του ληστή, είναι προφανή: ένας στοιχειώδης εξοπλισμός που ενισχύεται από μια λεπτομερειακή γνώση ενός δύσκολου και απρόσιτου πεδίου, μεγάλη κινητικότητα, φυσική αντοχή ανώτερη απ' αυτήν των διωκτών του και, πάνω απ' όλα, η άρνησή του να πολεμήσει με τους όρους του εχθρού, με συγκεντρωμένες δυνάμεις, κατά μέτωπον. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα που διαθέτει το αντάρτικο δεν είναι
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ 2 79
στρατιωτικό, και δίχως αυτό είναι ανίσχυρο: πρέπει να έχει τη συμπάθεια και την υποστήριξη, ενεργητική και παθητική, του ντόπιου πληθυσμού. Όποιος Ρομπέν των Δασών χάσει αυτό το στήριγμα, είναι νεκρός, το ίδιο και το αντάρτικο. Όλα τα εγχειρίδια του ανταρτοπόλεμου αρχίζουν μ' αυτό το μάθημα, κι αυτό είναι κάτι που η θεωρία του «αντι-αντάρτικου » δεν μπορεί να διδάξει.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στην παλαιά, και ενδημική στις περισσότερες αγροτικές κοινωνίες, μορφή των ληστρικών επιχειρήσεων και στο σύγχρονο αντάρτικο είναι ότι ο τύπος του κοινωνικού ληστή αλά Ρομπέν των Δασών είχε εξαιρετικά ταπεινούς και περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους (και συνήθως πολύ μικρές και τοπικά περιορισμένες δυνάμεις) . Η στιγμή της δοκιμασίας για ένα αντάρτικο έρχεται όταν θέσει φιλόδοξους στόχους, όπως την ανατροπή ενός πολιτικού καθεστώτος ή την εκδίωξη ενός τακτικού στρατού εισβολέων, και ειδικά όταν θέτει αυτούς τους στόχους όχι σε κάποια απόμακρη γωνιά της χώρας (στην «απελευθερωμένη ζώνη »), αλλά στο σύνολο της εθνικής επικράτειας. Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, σχεδόν κανένα αντάρτικο δεν είχε αντιμετωπίσει αυτή τη δοκιμασία· δρούσαν σε εξαιρετικά δυσπρόσιτες και ακριτικές περιοχές -συνήθως σε ορεινά μέρη- ή αντιμετώπιζαν σχετικά πρωτόγονες και ανεπαρκείς κυβερνήσεις, ντόπιες ή ξένες. Οι αντάρτικες δυνάμεις μερικές φορές έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε μεγάλους σύγχρονους πολέμους, είτε μόνες τους σε εξαιρετικές ΕUνOΊ:κές συνθήκες, όπως οι Τυρολέζοι εναντίον των Γάλλων το 1809, είτε, συνήθως, ως επικουρικές τακτικών δυνάμεων - για παράδειγμα, στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων ή στον αιώνα μας στην Ισπανία και τη Ρωσία. Ωστόσο, από μόνες τους συνήθως δεν έχουν παρά μόνο μια δευτερεύουσα αξία παρενόχλησης, όπως στη Νότιο Ιταλία, όπου οι Γάλλοι του Ναπολέοντα ποτέ δεν αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα μ' αυτές. Αυτός ίσως να είναι ένας λόγος που δεν απασχόλησαν πολύ τους στρατιωτικούς αναλυτές μέχρι τον εικοστό αιώνα. Ένας άλλος λόγος που ίσως εξηγεί γιατί ακόμα και οι επαναστάτες στρατιωτικοί δεν τους είχαν δώσει μεγάλη σημασία, ήταν ότι σχεδόν όλα τα αποτελεσματικά αντάρτικα ήταν ιδεολογικά συντηρητικά, έστω κι αν κοινωνικά ήταν εξεγερσιακά. Λίγοι ήταν οι αγρότες που είχαν προσηλυτισθεί σε αριστερές πολιτικές απόψεις ή ακολουθούσαν αριστερούς πολιτικούς ηγέτες.
Η καινοτομία του σύγχρονου ανταρτοπόλεμου δεν είναι λοιπόν τόσο στρατιωτικού χαρακτήρα. Τα σημερινά αντάρτικα μπορεί να έχουν στη διάθεσή τους πολύ καλύτερο εξοπλισμό από τους πρακατόχους τους, όμως εξακολουθούν ακόμα να είναι πολύ χειρότερα εξοπλισμένα από τους αντιπάλους τους (μεγάλο μέρος των όπλων τους -αρχικά ίσως τα περισσότερα- προέρχονται απ' αυτά που μπορούν να αποσπάσουν, να
ΣΠ'ΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αγοράσουν ή να κλέψουν από τον αντίπαλο, και όχι όπως υποστηρίζει η μυθολογία του Πενταγώνου, από ξένες ενισχύσεις) . Μέχρι την τελευταία φάση του ανταρτοπόλεμου, όπου οι αντάρτικες δυνάμεις γίνονται στρατός και μπορούν πραγματικά να αντιμετωπίσουν και να νικήσουν τον αντίπαλο σε ανοιχτή μάχη, όπως έγινε στο Ντιενμπιενφού, δεν υπάρχει τίποτε το καθαρά στρατιωτικό στα κείμενα του Μάο, του Vo Nguyen Giap, του Τσε Γκεβάρα ή σε άλλα εγχειρίδια ανταρτοπόλεμου που ένας παραδοσιακός guerrillero ή αρχηγός ληστοσυμμορίας να μη θεωρεί παρά ως κοινό νου, και τίποτε άλλο.
Η καινοτομία είναι πολιτική, και είναι δύο ειδών. Πρώτον, είναι σήμερα πιο συνηθισμένες οι καταστάσεις όπου ένα αντάρτικο έχει μια μαζική υποστήριξη σε πολύ διαφορετικές περιοχές της χώρας. Αυτό το επιτυγχάνει εν μέρει απευθυνόμενο στα κοινά συμφέροντα των φτωχών εναντίον των πλουσίων, των καταπιεσμένων εναντίον της κυβέρνησης, και εν μέρει εκμεταλλευόμενο τον εθνικισμό ή το μίσος εναντίον ξένων κατακτητών (συχνά δ ιαφορετικού χρώματος) . Και πάλι στο σημείο αυτό, μόνο η μυθολογία των στρατιωτικών ειδικών λέει ότι «το μόνο που θέλουν οι χωρικοί είναι να τους αφήσουν ήσυχους». Δε θέλουν μόνο αυτό. Όταν δεν έχουν να φάνε, θέλουν τροφή' όταν δεν έχουν γη, θέλουν γη' όταν εξαπατώνται από τους αξιωματούχους μιας μακρινής πρωτεύουσας, θέλουν να απαλλαγούν απ' αυτούς. Πάνω απ' όλα όμως θέλουν τα δ ικαιώματά τους ως άνθρωποι, και όταν βρίσκονται υπό την εξουσία ξένων θέλουν να απαλλαγούν από τους ξένους. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς, ότι ένας αποτελεσματικός ανταρτοπόλεμος είναι δυνατός μόνο σε χώρες στις οποίες μια τέτοια έκκληση μπορεί να γίνει επιτυχώς σε ένα μεγάλο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μιας μεγάλης περιοχής της επικράτειας. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οδήγησε στην ήττα του αντάρτικου στη Μαλαισία και στην Κένυα, ήταν ότι δεν υπήρχαν τέτοιες συνθήκες: τα αντάρτικα στρατολογούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τους Κινέζους ή τους Κικούγιου, ενώ οι Μαλαισιανοί (η αγροτική πλειονότητα) και οι υπόλοιποι Κενυάτες έμειναν εν πολλοίς εκτός του κινήματος.
Η δεύτερη πολιτική καινοτομία είναι η ανάπτυξη σε εθνικό επίπεδο όχι μόνο της υποστήριξης του αντάρτικου αλλά και των ίδιων των αντάρτικων δυνάμεων, μέσω κομμάτων και κινημάτων εθνικής, και καμιά φορά διεθνούς, εμβέλειας. Η αντάρτικη μονάδα δεν είναι πια καθαρά ντόπιας προέλευσης είναι ένα σώμα μόνιμων και κινούμενων στελεχών γύρω από τα οποία συγκροτείται η τοπική δύναμη. Τα στελέχη αυτά τη συνδέουν με άλλες μονάδες στα πλαίσια ενός «αντάρτικου στρατού » ικανού για μια στρατηγική εθνικής κλίμακας και ικανού να μεταμορφωθεί σε «πραγματικό» στρατό. Τη συνδέουν επίσης με το μη στρατιωτικό εθνικό
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ 2 8 1
κίνημα γενικότερα, και μ ε τις πολιτικά αποφασιστικές πόλεις ειδικότερα. Αυτό συνεπάγεται μια θεμελιώδη αλλαγή στο χαρακτήρα αυτού του είδους των δυνάμεων: δε σημαίνει πως οι αντάρτικοι στρατοί αποτελούνται τώρα από σκληροπυρηνικούς επαναστάτες που έχουν διεισδύσει απ' έξω. Όσο πολλοί και ενθουσιώδεις και να 'ναι οι εθελοντές, η στρατολόγηση του αντάρτικου απ' έξω είναι περιορισμένη, εν μέρει για τεχνικούς λόγους, εν μέρει γιατί πολλοί υποΨήφLOΙ για στρατολόγηση, ειδικά διανοούμενοι και εργάτες των πόλεων, δεν είναι εκπαιδευμένοι και δεν έχουν εκείνο το είδος της εμπε;φίας που μόνο η αντάρτικη δράση της αγροτικής ζωής μπορεί να δώσει. Ένα αντάρτικο μπορεί βέβαια να ξεκινήσει από έναν πυρήνα στελεχών, αλλά ακόμα κι αν πρόκειται για μια τελείως εξωτερική δύναμη, όπως τα σώματα των κομμουνιστών που παρέμειναν για μερικά χρόνια μετά το 1945 στην Αραγωνία (Ισπανία), σύντομα πρέπει να αρχίσει να στρατολογεί συστηματικά από τον ντόπιο πληθυσμό. Ο κύΡLOς όγκος κάθε πετυχημένου αντάρτικου αποτελείται σχεδόν πάντοτε από ντόΠLOυς ή από επαγγελματίες μαχητές που στρατολογήθηκαν κάποτε ως ντόπLOΙ, κι αυτό, όπως έχει δείξει και ο Τσε Γκεβάρα, έχει τεράστια στρατιωτικά πλεονεκτήματα, γιατί ο ντόΠLOς «έχει φίλους, από τους οποίους μπορεί να ζητήσει προσωπικά βοήθεια· ξέρει το πεδίο και όλα όσα μπορεί να συμβούν στην περιοχή, και θα έχει επίσης τον επιπλέον ενθουσιασμό του ανθρώπου που υπερασπίζεται το σπίτι του».
Ένα αντάρτικο όμως, που είναι αμάλγαμα εξωτερικών στελεχών και στρατολογημένων ντόπιων, έχει μεταμορφωθεί πλήρως. Χαρακτηρίζεται όχι μόνο από μια πολύ ανώτερη συνοχή, πειθαρχία και ηθικό, που μπορεί να αναπτύσσεται χάρη στη συστηματική εκπαίδευση (στα γράμματα αλλά και στις στρατιωτικές τεχνικές) και στην πολιτική κατάρτιση, αλλά και από μια κινητικότητα μεγάλης εμβέλειας. Η «Μεγάλη πορεία» έφερε τον Κόκκινο Στρατό του Μάο από τη μια άκρη της Κίνας στην άλλη, και οι παρτιζάνοι του Τίτο κατάφεραν ανάλογες μετακινήσεις ύστερα από αντίστοιχες ήττες. Και όπου πάνε οι αντάρτες, εφαρμόζουν τις απαραίτητες αρχές του ανταρτοπόλεμου που, σχεδόν εξ ορισμού, είναι ανεφάρμοστες από ορθόδοξες δυνάμεις: (α) να πληρώνουν για ό,τι τους παρέχει ο τοπικός πληθυσμός (β) να μη βιάζουν τις ντόπιες γυναίκες (γ) να φέρνουν γη, δικαιοσύνη και σχολεία όπου πάνε, και (δ) ποτέ να μη ζούνε καλύτερα ή διαφορετικά από τους ντόΠLOυς κατοίκους.
Τέτοιες δυνάμεις, που λειτουργούν στα πλαίσια ενός πολιτικού κινήματος εθνικής εμβέλειας και χαίρουν της λαϊκής υποστήριξης, έχουν αποδειχθεί εξαφετικά σκληροί αντίπαλοι. Στην καλύτερη περίπτωση, δεν μπορούν να καταβληθούν με ορθόδοξες στρατιωτικές επιχεφήσεις. Αλλά ακόμα και οι λιγότερο επιτυχείς, μπορούν να ηττηθούν, σύμφωνα με
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τους υπολογισμούς των βρετανών ειδικών του αντι-αντάρτικου στη Μαλαισία και αλλού, μόνο από μια δύναμη δέκα ανδρών για κάθε αντάρτη, το ελάχιστο' στο Νότιο Βιετνάμ, δηλαδή, χρειάζεται ένα ελάχιστο ενός εκατομμυρίου περίπου Αμερικανών και Β ιετναμέζων ανδρείκελων. (Πράγματι, 8.000 μαλαισιανοί αντάρτες καθήλωσαν 1 40.000 στρατιώτες και αστυνομικούς). Όπως ανακαλύπτουν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι ορθόδοξες στρατιωτικές μέθοδοι δεν αρκούν, οι βόμβες δεν μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα, εάν δεν υπάρχει κάτι περισσότερο από ριζοχώραφα για να ανοίξουν επάνω κρατήρες. Οι «επίσημοι» ή οι ξένοι στρατοί σύντομα συνειδητοποιούν ότι ο μόνος τρόπος για να πολεμήσουν τους αντάρτες, είναι να χτυπήσουν τις βάσεις τους, δηλαδή τον άοπλο πληθυσμό. Διάφοροι σχετικοί τρόποι έχουν προταθεί, από την παλιομοδίτικη μέθοδο των Ναζί που μεταχειρίζονταν όλους τους πολίτες ως δυνητικούς αντάρτες, περνώντας από μεθόδους πιο επιλεκτικών σφαγών και βασανιστηρίων' και φτάνοντας μέχρι και την πιο σύγχρονη διαδεδομένη επινόηση της απαγωγής ολόκληρων πληθυσμών και της συγκέντρωσής τους μέσα σε περιφραγμένα χωριά, έτσι ώστε να στερηθούν οι αντάρτες την απαραίτητη πηγή προμηθειών και πληροφοριών. Οι Αμερικανοί, με τη συνηθισμένη τους τάση να επιλύουν τα κοινωνικά προβλήματα με τεχνολογικά μέσα, προτιμούν να καταστρέφουν οτιδήποτε υπάρχει μέσα σε τεράστιες περιοχές, ελπίζοντας φαίνεται ότι όλοι οι αντάρτες της περιοχής θα σκοτωθούν μαζί με κάθε άλλη ανθρώπινη ζωή, πανίδα και χλωρίδα, ή ότι κατά κάποιον τρόπο όλα τα δέντρα και οι θάμνοι θα εξατμιστούν, αφήνοντας ορατούς τους αντάρτες, έτσι ώστε να μπορούν να βομβαρδιστούν εύκολα ως αληθινοί στρατιώτες. Το σχέδιο του Barry Goldwater να αποψιλώσει τα βιετναμέζικα δάση με ατομικές βόμβες δεν είναι περισσότερο παράλογο από το ανάλογο που επιχειρείται τώρα.
Το πρόβλημα που έχουν αυτές οι μέθοδοι, είναι ότι ενισχύουν τη διάθεση του ντόπιου πληθυσμού να στηρίξει τους αντάρτες και να τους προσφέρει μια σταθερή παροχή στρατολογούμενων. Γι' αυτό άλλωστε και έχει επινοηθεί μια αντι-αντάρτικη τακτική που στόχο έχει να τραβήξει το έδαφος κάτω από τα πόδια του εχθρού, βελτιώνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των ντόπιων πληθυσμών, όπως περίπου ο Βασιλιάς Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Α' της Πρωσσίας που, καθώς λέγεται, κυνηγqύσε τους υπηκόους του στο Βερολίνο χτυπώντας τους μ' ένα ραβδί και φωνάζοντας: «Θέλω να μ' αγαπάτε». Δεν είναι όμως τόσο εύκολο να πείσεις τους ανθρώπους πως η ζωή τους βελτιώνεται, την ώρα που οι γυναίκες και τα παιδιά τους Ψεκάζονται με φλεγόμενη βενζίνη, και ειδικά όταν αυτοί που τους Ψεκάζουν ζουν (για τα βιετναμέζικα δεδομένα) σαν πρίγκιπες.
Οι αντι-αντάρτικες κυβερνήσεις συνήθως υπόσχονται γη στους αγρό-
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Ή ΔΥΝΑΜΙΚΉ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ
τες δίχως να τη δίνουν, αλλά ακόμα κι όταν εφαρμόζουν μια σειρά τέτοιων μεταρρυθμίσεων, δεν είναι σίγουρο ότι θα κερδίσουν την ευγνωμοσύνη των αγροτών. Οι καταπιεσμένοι λαοί δε ζητάνε μόνο οικονομική βελτίωση. Οι πιο φοβερές εξεγέρσεις (ανάμεσά τους βέβαια και οι Β ιετναμέζοι) είναι εκείνες που συνδυάζουν εθνικά και κοινωνικά στοιχεία. Ένας λαός που θέλει ψωμί και ανεξαρτησία, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με μια πιο γενναιόδωρη μερίδα Ψωμιού. Οι Βρετανοί αντιμετώπισαν την επαναστατική κινητοποίηση των Ιρλανδών υπό τους Pamell και Davitt στη δεκαετία του 1880 με έναν συνδυασμό καταστολής και οικονομικής μεταρρύθμισης, κι όχι δίχως επιτυχία, αλλά αυτό δε ματαίωσε το επαναστατικό κίνημα που τους πέταξε τελικά έξω το 1916-1922 .
Παρ' όλα αυτά, οι δυνατότητες που έχει ένα αντάρτικο να κερδίσει έναν πόλεμο είναι περιορισμένες, αν και συνήθως διαθέτει αποτελεσματικά μέσα με τα οποία μπορεί να αποφύγει την ήττα. Κατ' αρχήν, η αντάρτικη στρατηγική δεν μπορεί βέβαια να εφαρμοστεί παντού σε εθνική κλίμακα, και γι' αυτό απέτυχε ή απέτυχε μερικώς σε αρκετές χώρες, για παράδειγμα στη Μαλαισία και τη Βιρμανία. Οι εσωτερικές διαιρέσεις και εχθρότητες -φυλετικές, θρησκευτικές, Κ .Ο . κ.- στο εσωτερικό μιας χώρας ή μιας περιοχής μπορεί να περιορίσουν τη βάση του αντάρτικου σε μια μερίδα του πληθυσμού, και ταυτόχρονα να προσφέρουν στον αντίπαλο μια δυνητική βάση για αντι-αντάρτικη δράση. Ας πάρουμε ένα εμφανές παράδειγμα: η Ιρλανδική Επανάσταση του 1916-1922, που ουσιαστικά ήταν ένα αντάρτικο, πέτυχε στις είκοσι έξι κομητείες, αλλά όχι στη Βόρειο Ιρλανδία, παρά το κοινό σύνορο και την ενεργητική ή παθητική βοήθεια του Νότου. (Η βρετανική κυβέρνηση, παρεμπιπτόντως, ποτέ δε χρησιμοποίησε αυτή την αλληλεγγύη ως δικαιολογία για να βομβαρδίσει το φράγμα του Shannon και να αναγκάσει την κυβέρνηση του Δουβλίνου να παύσει την επίθεσή της εναντίον του ελεύθερου κόσμου).
Εξάλλου, υπάρχουν ίσως λαοί με τόσο μεγάλη έλλειψη πείρας ή κατάλληλων στελεχών, ώστε να είναι δυνατή η καταστολή αντάρτικων κινημάτων μεγάλης κλίμακας και πλατιάς βάσης, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Αυτή είναι ίσως η περίπτωση της Αγκόλας. Ή μπορεί η γεωγραφία μιας χώρας να διευκολύνει μια τοπική αντάρτικη δράση, αλλά να καθιστά εξαιρετικά δύσκολο έναν συντονισμένο ανταρτοπόλεμο (όπως ίσως συμβαίνει σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής). Ή μπορεί ένας λαός να είναι απλά πολύ μικρός για να κερδίσει την ανεξαρτησία του με άμεση δράση και δίχως μια σημαντική εξωτερική βοήθεια ενάντια στις συνδυασμένες δυνάμεις των κατακτητριών χωρών που είναι αποφασισμένες να τον καταπνίξουν. Αυτή είναι ίσως η περίπτωση των Κούρδων, που παρότι είναι φοβεροί και επίμονοι πολεμιστές αντάρτες του παραδοσιακού είδους, ποτέ δεν κατάφεραν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους.
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πέρα απ' αυτά τα εμπόδια, τα οποία ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, υπάρχει και το πρόβλημα των πόλεων. Όσο μεγάλη και αν είναι η υποστήριξη του κινήματος στις πόλεις, όσο αστικής προέλευσης και αν είναι οι ηγέτες του, οι πόλεις, και ειδικά οι πρωτεύουσες, είναι το τελευταίο μέρος που το αντάρτικο θα καταλάβει ή, εκτός κι αν έχει πάρει πολύ κακές συμβουλές, θα επιτεθεΙ Ο δρόμος των κινέζων κομμουνιστών προς τη Σαγκάη και την Καντώνα περνούσε μέσα από το ΓLενάν. Η αντίσταση στην Ιταλία και τη Γαλλία άφησε τις αστικές της εξεγέρσεις (Παρίσι 1944' Μιλάνο και Τορίνο 1945) για τις τελευταίες ώρες πριν την άφιξη των Συμμάχων, ενώ οι Πολωνοί που δεν έκαναν το ίδιο (Βαρσοβία 1943) εξολοθρεύτηκαν. Η δύναμη της σύγχρονης βιομηχανίας, των μεταφορικών μέσων και της διοίκησης μπορεί να εξουδετερωθεί για ένα σημαντικά μεγάλο διάστημα μόνο εκεί όπου είναι αραιά εξαπλωμένη. Μ ικρής κλίμακας παρενοχλήσεις, όπως το κόΨιμο ενός-δυο δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών, μπορούν να διαταράξουν τις κινήσεις του στρατού και τη λειτουργία της διοίκησης σε δυσπρόσιτα ορεινά μέρη, όχι όμως και στις μεγάλες πόλεις. Μια μορφή αντάρτικου είναι εντελώς εφικτή σε μια πόλη -στο κάτω κάτω, πόσοι ληστές τραπεζών έχουν πιαστεί ποτέ στο Λονδίνο ;- και υπάρχουν ορισμένα πρόσφατα σχετικά παραδείγματα, όπως η Βαρκελώνη στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και διάφορες πόλεις της Λατινικής Αμερικής. Δεν μπορεί όμως να προξενήσει πολύ περισσότερα από μια παρενόχληση, και χρησιμεύει απλά στη δημιουργία ενός κλίματος έλλειΨης εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα του καθεστώτος ή στην καθήλωση ενόπλων δυνάμεων και αστυνομίας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αλλού.
Τέλος, ο πιο αποφασιστικός περιορισμός του ανταρτοπόλεμου είναι ότι δεν μπορεί να επικρατήσει, παρά μόνο εφόσον εξελιχθεί σε κανονικό πόλεμο, οπότε πρέπει να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του στο δικό τους γήπεδο. Είναι σχετικά εύκολο για ένα αντάρτικο κίνημα με ευρεία τοπική υποστήριξη να εξαλείψει την επίσημη εξουσία από την ύπαιθρο, με εξαίρεση οχυρά σημεία που κατέχονται από τις ένοπλες δυνάμεις, και να αφήσει στην κυβέρνηση ή στις δυνάμεις κατοχής τον έλεγχο των πόλεων και των στρατοπέδων που συνδέονται μεταξύ τους μέσω των βασικών οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών (κι αυτό μόνο την ημέρα) καθώς και από αέρος ή με το ραδιόφωνο. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Τα εγχεφίδια δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σ' αυτή την τελευταία φάση του ανταρτοπόλεμου, την οποία οι Κινέζοι και οι Β ιετναμέζοι έφεραν εις πέρας με πολύ μεγάλη επιτυχία εναντίον του Τσανγκ Κάι-Σεκ και των Γάλλων. Αυτές οι επιτυχίες δε θα πρέπει, ωστόσο, να μας οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η πραγματική δύναμη των αντάρτικων δεν έγκειται στην ικανότητά τους να γίνονται
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ
τακτικοί στρατοί που να μπορούν να εκδιώξουν άλλες συμβατικές δυνάμεις, αλλά στην πολιτική τους ισχύ. Η πλήρης άρση της λα·ίκής υποστήριξης μπορεί συχνά να προκαλέσει μια κατάρρευση κυβερνήσεων -όπως στην Κίνα ή στο Βιετνάμ-, η οποία προαναγγέλλεται από μαζικές αποσκιρτήσεις προς την πλευρά των ανταρτών· μια αποφασιστική στρατιωτική επιτυχία των ανταρτών μπορεί να οδηγήσει σε ανοιχτή κατάρρευση. Ο αντάρτικος στρατός του Φιντέλ Κάστρο δεν κατέκτησε στρατιωτικά την Αβάνα· όταν απέδειξε ότι μπορούσε όχι μόνο να κρατήσει τη Σιέρα Μαέστρα αλλά και να καταλάβει την επαρχιακή πρωτεύουσα του Σαντιάγκο, ο κρατικός μηχανισμός του Μπατίστα κατέρρευσε από μόνος του.
Οι ξένες δυνάμεις κατοχής είναι συνήθως λιγότερο ευάλωτες και αναποτελεσματικές. Ωστόσο, ακόμα κι αυτές μπορεί να πειστούν ότι έχουν εμπλακεί σ' έναν πόλεμο τον οποίο δεν μπορούν να κερδίσουν, και ότι ακόμα κι αυτή η ισχνή τους εξουσία μπορεί να διατηρηθεί μόνο με ένα δυσανάλογα μεγάλο κόστος. Η απόφαση να δώσουν τέλος σ' αυτή τη φθορά είναι βέβαια ταπεινωτική, και πάντοτε υπάρχουν λόγοι να αναβάλλεται, γιατί σπάνια οι ξένες δυνάμεις θα έχουν ηττηθεί οριστικά, ακόμα και τοπικές μάχες σαν το Ντιενμπιενφού. Οι Αμερικανοί βρίσκονται ακόμα στη Σαίγκόν, και φαινομενικά πίνουν αμέριμνοι το μπέρμπον τους, εκτός κι αν τύχει και πέσει πάνω στο καφενείο καμιά βόμβα. Οι φάλαγγές τους εξακολουθούν να διασχίζουν, φαινομενικά, όπως θέλουν πάνωκάτω τη χώρα, και οι απώλειές τους δεν είναι πολύ μεγαλύτερες από τις απώλειες που προκαλούν τα τροχαία στην πατρίδα. Η αεροπορία τους ρίχνει βόμβες όποτε θέλει, και υπάρχει ακόμα κάποιος που μπορεί να ονομάζεται πρωθυπουργός του «ελεύθερου» Βιετνάμ, αν και είναι ίσως δύσκολο να προβλέΨει κανείς το ποιος θα είναι την επόμενη μέρα.
Έτσι λοιπόν μπορεί να εξακολουθήσει να υποστηρίζει κανείς, ότι η ισορροπία μπορεί να αλλάξει με μια επιπλέον προσπάθεια: με περισσότερα στρατεύματα, περισσότερες βόμβες, περισσότερες σφαγές και βασανιστήρια, περισσότερες «κοινωνικές αποστολές». Απ' αυτή την άποΨη, το Βιετνάμ είναι μια επανάληψη της ιστορίας του πολέμου της Αλγερίας. Όταν τελείωνε, υπήρχαν μισό εκατομμύριο ένστολοι Γάλλοι (εναντίον ενός συνολικού μουσουλμανικού πληθυσμού εννέα εκατομμυρίων), και ο στρατός ζητούσε ακόμα περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης και της κατάργησης της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Είναι δύσκολο κάτω από τέτοιες συνθήκες να αποφασίσει κανείς να περιορίσει τις ζημίες, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη απόφαση δεν έχει νόημα. Οι Βρετανοί εκκένωσαν την Ιρλανδία και το Ισραήλ πολύ πριν η στρατιωτική τους θέση καταστεί τραγική . Οι Γάλλοι επιμένανε επί εννιά χρόνια στο Βιετνάμ και επί επτά χρόνια στην Αλγερία, στο τέλος όμως έφυγαν. Γιατί, ποια είναι η εναλλακτική λύση ; Οι
286 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
παλαιάς μορφής τοπικές και περιθωριακές αντάρτικες ενέργειες, όπως επιδρομές νομάδων στα σόνορα, μποροόσαν να απομονώνονται ή να αναχαιτίζονται με διάφορους σχετικά ανέξοδους μηχανισμοός που δεν παρενέβαιναν στην κανονική ζωή της χώρας ή των κατακτητών της. Μποροόσαν να βάζουν λίγα σμήνη αεροπλάνων να βομβαρδίζουν πότε πότε τα χωριά (αγαπημένη μέθοδος των Βρετανών στη Μέση Ανατολή κατά το Μεσοπόλεμο)' μποροόσαν να φτιάχνουν στρατιωτικές συνοριακές ζώνες (όπως στα παλαιά βορειοδυτικά σόνορα της Ινδίας), και, σε ακραίες περιπτώσεις, η κυβέρνηση μποροόσε σιωπηλά να αφήσει κάποια απόμακρη και ταραχώδη περιοχή να κάνει ό,τι της καπνίσει για ένα διάστημα, φροντίζοντας απλά να μην εξαπλωθεί το πρόβλημα. Σε μια κατάσταση όμως σαν αυτή που έΧOUΜε σήμερα στο Βιετνάμ ή σαν αυτή που είχαμε στην Αλγερία στο δεότερο μισό της δεκαετίας του 1950, τίποτε από αυτά δεν ισχόει. Αν ένας λαός δε θέλει να συνεχίσει να εξουσιάζεται με τον παλαιό τρόπο, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Φυσικά, αν το 1956 γίνονταν εκλογές στο Νότιο Βιετνάμ, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες της Γενεόης, οι απόψεις του λαοό του θα είχαν αποκαλυφθεί με μικρότερο κόστος.
Μετά απ' αυτά, λοιπόν, τι μπορούν να ελπίζουν οι ειδικοί του «αντιαντάρτικου» ; Θα ήταν ανόητο να ισχυριστούμε ότι ο ανταρτοπόλεμος είναι πάντα η συνταγή για μια πετυχημένη επανάσταση ή ότι έχει ελπίδες να επικρατήσει σε περισσότερες από λίγες, σχετικά υπανάπτυκτες, χώρες. Οι θεωρητικοί του «αντι-αντάρτικου» μποροόν λοιπόν να ανακουφιστοόν με τη σκέψη, ότι δεν είναι ανάγκη πάντοτε να χάνουν. Αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Όταν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ένα αντάρτικα έχει γίνει αληθινά εθνικό και έχει επεκταθεί σε εθνική κλίμακα, όταν έχει εκδιώξει την επίσημη διοίκηση από ένα μεγάλο μέρος της χώρας, οι πιθανότητες να ηττηθεί είναι μηδενικές. Το ότι οι Μάαυ-Μάου ηττήθηκαν στην Κένυα, σε τίπ.οτα δε βοηθάει τους Αμερικανούς στο Βιετνάμ - πόσο μάλλον αν σκεφτοόμε ότι η Κένυα είναι σήμερα ανεξάρτητη και οι Μάου-Μάου θεωροόνται οι σκαπανείς και οι ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το ότι η κυβέρνηση της Βιρμανίας δεν ανατράπηκε από τους αντάρτες, διόλου δε βοήθησε τους Γάλλους στην Αλγερία. Το πρόβλημα του Προέδρου Τζόνσον είναι το Βιετνάμ, όχι οι Φιλιππίνες, και η υπόθεση του Βιετνάμ είναι χαμένη.
Το μόνο που απομένει σε μια παρόμοια κατάσταση, είναι οι αυταπάτες και ο τρόμος. Όλες τις εκλογικεόσεις της σημερινής πολιτικής της Ουάσινγκτον τις έχουμε ήδη δει στην Αλγερία. Οι γάλλοι επίσημοι εκπρόσωποι μας έλεγαν πως ο μέσος Αλγερινός ήταν με τη Γαλλία ή ότι, αν δεν ήταν με τη Γαλλία, το μόνο που ήθελε ήταν η ειρήνη και η ησυχία του, αλλά τον τρομοκρατοόσε το FLN. Σχεδόν κάθε βδομάδα μας έλεγαν
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ
πως η κατάσταση βελτιώνεται, ότι τώρα σταθεροποιείται, ότι τον επόμενο μήνα οι δυνάμεις της τάξης θα ξαναπέρνανε και πάλι την πρωτοβουλία, ότι αρκούσαν λίγες χιλιάδες στρατιώτες ακόμα και λίγα εκατομμύρια φράγκα επιπλέον. Μας είπαν πως η εξέγερση θα έσβηνε, μόλις στερούνταν το άσυλο και την πηγή προμηθειών που είχε στο εξωτερικό. Το άσυλο (η Τυνησία) βομβαρδίστηκε και τα σύνορα έκλεισαν ερμητικά. Μας είπαν πως αν εξέλειπε το μεγάλο κέντρο της μουσουλμανικής υποκίνησης, δηλαδή το Κάφο, όλα θα ήταν μια χαρά. Έτσι, οι Γάλλοι έκαναν πόλεμο στην Αίγυπτο. Στην τελευταία φάση μας είπαν πως ήταν σαφές, ότι μερικοί άνθρωποι ήθελαν στ' αλήθεια να απαλλαγούν από τους Γάλλους, αλλά εφόσον ήταν προφανές ότι το FLN δεν αντιπροσώπευε τον αλγερινό λαό, αλλά μόνο μια συμμορία φανατικών υποκινητών, θα ήταν πολύ άδικο για τους Αλγερινούς να διαπραγματευτούν μαζί του. Μας είπαν για τις μειονότητες που έπρεπε να προστατευτούν από την τρομοκρατία. Το μόνο που δεν μας είπαν ήταν πως η Γαλλία εν ανάγκη θα χρησιμοποιούσε πυρηνικά όπλα, κι αυτό επειδή τότε δε διέθετε. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα ; Η Αλγερία κυβερνάται σήμερα από το FLN.
ΤΟ μέσο με το οποίο οι αυταπάτες πρέπει να γίνουν πραγματικότητα είναι ο τρόμος, και κυρίως ο τρόμος -όπως είναι φυσικό- εναντίον του άοπλου πληθυσμού. Υπάρχει η παλαιάς μορφής τρομοκράτηση των πολιτών από φοβισμένους στρατιώτες που έχουν εξαγριωθεί με τη σκέψη, ότι πίσω από κάθε πολίτη μπορεί να βρίσκεται ένας στρατιώτης του εχθρού, και η οποία κορυφώνεται σε άνανδρα μαζικά αντίποινα, όπως οι ναζιστικές ισοπεδώσεις χωριών. Οι πιο έξυπνες αντι-αντάρτικες τακτικές δεν προωθούν τέτοιες μεθόδους, γιατί συνήθως κάνουν τους τοπικούς πληθυσμούς ολότελα εχθρικούς. Ωστόσο, τέτοια τρομοκρατία και αντίποινα θα γίνουν. Ακόμα περισσότερο, θα υπάρχουν τα επιλεκτικά βασανιστήρια των αιχμαλώτων για αποκόμιση πληροφοριών. Στο παρελθόν ί-
. σως να μπαίνανε κάποια όρια σ' αυτού του είδους τα βασανιστήρια, αλίμονο όμως, όχι στην εποχή μας. Τόσο πολύ έχουμε ξεχάσει τα στοιχειώδη ανθρωπιστικά ανακλαστικά μας, ώστε στο Βιετνάμ φωτογραφίζουμε βασανιστές και θύματα και δίνουμε στον Τύπο τις φωτογραφίες.
Υπάρχει ένα δεύτερο είδος τρομοκρατίας που βρίσκεται στη βάση κάθε σύγχρονου πολέμου, το οποίο έχει στόχο του πλέον τους πολίτες και όχι τους ενόπλους. (Κανένας δε θα είχε αναπτύξει ποτέ πυρηνικά όπλα για άλλο λόγο). Στον ορθόδοξο πόλεμο, ο στόχος της αδιάκριτης μαζικής καταστροφής είναι να σπάσει το ηθικό του πληθυσμού και της κυβέρνησης, και να καταστρέΨει τη βιομηχανική και διοικητική μηχανή πάνω στην οποία στηρίζεται απαραίτητα κάθε ορθόδοξη πολεμική προσπάθεια. Κανένας απ' αυτούς τους στόχους δεν είναι εύκολος στον ανταρ-
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τοπόλεμο -γιατί εκεί σχεδόν δεν υπάρχουν πόλεις, εργοστάσια, επικοινωνίες κω άλλες εγκαταστάσεις προς καταστροφή-, και οτιδήποτε που να μοιάζει μ' έναν κεντρικό διοικητικό μ'Yjχανισμό ενός σύγχρονου κράτους. Από ην άλλ'Yj, πιο μικρές επιτυχίες μπορεί να έχουν αποτέλεσμα. Α ν 'Yj τρομοκρατία πείσει έστω κω μία μόνο περιοχή να σταματήσει να υποσΤ'Yjρίζει τους αντάρτες, κω με τον τρόπο αυτό τους αναγκάσει να πάνε αλλού, αυτό είναι ένα καθαρό κέρδος για τους αντι-αντάρτες. Έτσι, είνω πολύ μεγάλος ο πεφασμός να συνεχίζει κανείς να βομβαρδίζει κω να πυρπολεί αδιακρίτως, ειδικά για χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες που θα μπορούσαν να απογυμνώσουν ην επιφάνεια του Νοτίου Β ιετνάμ από κάθε ίχνος ζωής δίχως να βάλουν πολύ βαθιά το χέρι στα αποθέματα όπλων και ΧΡ'Yjμάτων.
Τέλος, υπάρχει 'Yj πιο απελπισμέν'Yj μορφή τρομοκρατίας, ην οποία εφαρμόζουν αυτή η στιγμή οι ΗΠΑ: 'Yj απειλή να εξαπλώσουν τον πόλεμο σε άλλα κράτ'Yj, εάν αυτά δεν μπορέσουν με κάποιον τρόπο να σταματήσουν τους αντάρτες. Αυτό δε σηρίζετω σε καμιά απολύτως ορθολογική δικαιολογία. Αν ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν πραγματικά αυτό που ισχυρίζεται το Στέψ Ντιπάρτμεντ, δ'Yjλαδή μια «έμμεσψ> ξέν'Yj επLθεσ'Yj δίχως «μια αυθόρμψ'Yj ντόπια εξέγερσψ>, τότε δε θα χρειαζόταν κανένας βομβαρδισμός του Βορείου Βιετνάμ. Οι Βιετκόνγκ δε θα ήταν πιο σ'Yjμαντικοί για Τψ ιστορία από τις απόπεφες να ξεκινήσει αντάρτικο σην Ισπανία μετά το 1945, που έσβφαν χωρίς να αφήσουν πολλά LXV'Yj, πέρα από μερικές ιστορίες στις τοπικές εφ'Yjμερίδες και λίγα δ'Yjμοσιεύματα ισπανών αστυνομικών. Κω αντιστρόφως, αν ο λαός του Νοτίου Βιετνάμ ήταν πραγματικά στο πλευρό του όποιου στραΤ'Yjγού παριστάνει ην κυβέρνφ'Yj ή αν, έστω, απλά ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο, δε θα υπήρχαν περισσότερα προβλήματα ση χώρα, απ' αυτά που υπάρχουν στις γειτονικές Καμπότζ'Yj κω Βφμανία, που και οι δύο είχαν ή έχουν ακόμα αντάρτικα κινήματα.
Αλλά τώρα πια είνω φανερό, αν κω θα έπρεπε εξαρχής να είνω φανερό, πως οι Β ιετκόνγκ δε θα φύγουν ήσυχα, κω κανένα θαύμα δε θα μεταμορφώσει το Νότιο Βιετνάμ σε μια σταθερή αντικομμουνιστική δ'Yjμοκρατία μέσα σε ένα προβλέΨιμο μέλλον. Όπως γνωρίζουν οι περισσότερες κυβερνήσεις στον κόσμο (αν κω μια-δυο, όπως 'Yj βρετανική, είναι υπερβολικά εξαρημένες από ην Ουάσινγκτον για να το πούνε) δεν μπορεί να υπάρξει στρατιωτική Ma'Yj στο Βιετνάμ δίχως έναν τουλάχιστον μεγάλο συμβατικό πόλεμο σΤ'Yjν Άπω Ανατολή, ο οποίος πιθανότατα θα κλιμακωνόταν σε παγκόσμιο πόλεμο όταν, αργά ή γρήγορα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ανακάλυπταν πως δεν μπορούν να κερδίσουν ούτε αυτόν το συμβατικό πόλεμο. Κι αυτός ο πόλεμος θα διεξαγόταν με μερικές εκατοντάδες χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες, γιατί οι σύμμα-
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΥ
χοι των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και σίγουρα θα ήταν πρόθυμες να στείλουν συμβολικά κάποιο τάγμα ή κάποια νοσοκομειακή μονάδα, δεν είναι τόσο τρελοί για να εμπλακούν στα σοβαρά σε μια τέτοια σύγκρουση. Η πίεση για μια ακόμα μικρή κλιμάκωση θα μεγαλώνει, όπως και η πίστη του Πενταγώνου στην πιο αυτοκτονική ανάμεσα στις τόσες πολλές βιετναμέζικες αυταπάτες του: ότι στην τελευταία αποφασιστική αναμέτρηση, οι Βορειοβιετναμέζοι και οι Κινέζοι θα τρομοκρατηθούν από την προοπτική ενός πυρηνικού πολέμου και θα ηττηθούν ή θα υποχωρήσουν.
Αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει για τρεις λόγους. Πρώτον, επειδή (ό,τι και να λένε τα κομπιούτερ) κανένας δεν πιστεύει ότι μια κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών που ενδιαφέρεται στ' αλήθεια για έναν σταθερό και ειρηνικό κόσμο, θα πυροδοτήσει τελικά έναν πυρηνικό πόλεμο για χάρη του Βιετνάμ. Το Νότιο Βιετνάμ είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για το Ανόι και για το Πεκίνο, όπως ακριβώς οι σοβιετικοί πύραυλοι εθεωρούντο ζωτικής σημασίας ζήτημα στην Ουάσινγκτον, ενώ οι Β ιετκόνγκ για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι απλά ένα ζήτημα γοήτρου, όπως και για τον Χρουστσώφ οι βάσεις των πυραύλων στην Κούβα δεν ήταν άμεση προτεραιότητα. Οι Ρώσοι υποχώρησαν- στο ζήτημα της Κούβας επειδή γι' αυτούς δεν άξιζε κανενός είδους πόλεμο, είτε πυρηνικό είτε συμβατικό. Για τον ίδιο λόγο μπορεί να περιμένει κανείς πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποχωρήσουν στο Νότιο Βιετνάμ, με την προϋπόθεση ότι τους ενδιαφέρει η παγκόσμια ειρήνη και με την προϋπόθεση, πιθανολογούμε, να βρεθεί κάποια φόρμουλα που να σώζει τα προσχήματα.
Δεύτερον, και στηριζόμενοι στην υπόθεση πως οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματικά δεν μπορούν να καταφέρουν καμιά ρεαλιστική διευθέτηση στο Νότιο Βιετνάμ, η πυρηνική απειλή δε θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα επειδή το Βόρειο Βιετνάμ, η Κίνα και λίγες ακόμα χώρες θα φτάσουν στο συμπέρασμα, ότι με μία υποχώρησή τους δε θα πετύχουν τίποτε περισσότερο από επιπλέον αμερικανικές απαιτήσεις. Πολλά ειπώθηκαν τις τελευταίες μέρες στην Ουάσινγκτον περί «Μονάχου», αλλά ξεχνούν πόσο πολύ Μόναχο πρέπει να θυμίζει η κατάσταση και στην άλλη πλευρά. Μ ια κυβέρνηση που θεωρεί ότι έχει το ελεύθερο να βομβαρδίσει μια χώρα με την οποία δεν είναι σε πόλεμο, δε θα πρέπει να εκπλήσσεται αν η Κίνα και το Βόρειο Βιετνάμ αρνηθούν να πιστέψουν ότι αυτή είναι η τελευταία παραχώρηση που θα τους ζητηθεΙ Υπάρχουν σήμερα καταστάσεις, και το γνωρίζουν οι ΗΠΑ, στις οποίες κάποιες χώρες θα ήταν πρόθυμες να αντιμετωπίσουν το ρίσκο ενός παγκόσμιου πολέμου, ακόμα και πυρηνικού. Για την Κίνα και για το Βόρειο Βιετνάμ, το Νότιο Βιετνάμ_ είναι μια τέτοια κατάσταση, και οι Κινέζοι το έχουν ήδη καταστήσει σαφές. Το να μην το συνειδητοποιεί κανείς είναι επικίνδυνο ονειροπόλημα.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τρίτον και τελευταίο, Ύj απειλή ενός πυΡΎjνικoύ πολέμου εναντίον ΤΎjς Κίνας και του Βόρειου Βιετνάμ είναι σχετικά αναποτελεσματική, γιατί έχει μεγαλύτερο νόΎjμα να απειλείς εκβιομηχανισμένους εμπόλεμους. Υποθέτει ότι στο σύγχρονο πόλεμο έρχεται μια στιγμή που μια χώρα ή ένας λαός πρέπει να παραδοθεί γιατί Ύj πλάη του είναι σπασμένΎj. Αυτό είναι το σίγουρο αποτέλεσμα ενός πυΡΎJVικoύ πολέμου για μικρού και μεσαίου μεγέθους βιoμΎjχανικά κράΤΎj και ένα πιθανό αποτέλεσμα για μεγάλα (περιλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών), αλλά δεν είναι το απαραίητο αποτέλεσμα όσον αφορά μια σχετικά υπανάπτυΚΤΎj χώρα, και ειδικά για μια γιγαντιαία χώρα σαν ΤΎjν Κίνα. Σίγουρα είναι αλήθεια πως Ύj Κίνα (δίχως τη βοήθεια ης ΕΣΣΔ) δεν έχει ελπίδες να νικήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δύναμή ΤΎjς έγκειται στο ότι δεν μπορεί να νΙΚΎjθεί με κάποια ρεαλιστική έννοια. Οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να καταστρέψουν τις λίγες ατομικές βόμβες που διαθέτει, το ίδιο και τις βιoμΎjχανίες ΤΎjς, τις πόλεις ΤΎjς και να εξοντώσουν πολλά από τα 700 εκατομμύρια των πολιτών ΤΎjς. Όλα αυτά όμως, το μόνο που θα κατάφερναν είναι να πάνε η χώρα πίσω στην εποχή του πολέμου ΤΎjς Κορέας. Γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν αρκετοί Αμερικανοί για να κατακτήσουν και να κρατήσουν υπό ην κατοχή τους ΤΎj χώρα.
Είναι σΎjμαντικό να συνειδΎjτoπoιήσoυν οι αμερικανοί στραηγοί (και όποιος άλλος κάνει πολεμικούς υπολογισμούς βάσει των παραδοχών των βιoμΎjχανικών κοινωνιών), ότι μια πυΡΎJVική απειλή θα αντιμετωπιστεί από τους Κινέζους είτε ως μια μπλόφα είτε ως κάτι το αναπόφευκτο, όχι όμως ως κάτι που θα έχει αποφασιστική σΎjμασία γι' αυτούς. Δε θα λειτουργήσει δΎjλαδή ως απειλή, αν και σίγουρα οι Κινέζοι δε θα oδΎjγΎjθoύν ελαφρά ΤΎj καρδία σε έναν μεγάλο πόλεμο, και ειδικά πυΡΎjνικό, ακόμα κι αν πιστεύουν ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί. Όπως συνέβΎj και σΤΎjν Κορέα, δεν είναι πιθανό να μπουν σε πόλεμο μέχρι η στιγμή που θα δεχτούν επίθεσΎj ή θα απειλΎjθoύν. Επομένως, το πρόβλΎjμα ΤΎjς αμερικανικής πολιτικής παραμένει. Το να έχεις τρεις φορές περισσότερα πυρΎJVΙκά απ' όσα όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί είναι πολύ εντυπωσιακό, αλλά δε θα σταματήσει τον κόσμο να κάνει επαναστάσεις τις οποίες δεν εγκρίνει ο κ. McGeorge Bundy. Τα πυρηνικά δεν μπορούν να κερδίσουν ανταρτοπόλεμους σαν αυτούς που κάνουν τώρα οι Β ιετναμέζοι, και δίχως τέτοια όπλα είναι απίθανο το αν μπορούν να κερδηθούν ακόμα και συμβατικοί πόλεμοι σ' αυτή ΤΎjν περιοχή. (Ο Πόλεμος ΤΎjς Κορέας τελείωσε, σην καλύτερΎj περίπτωσΎj, με ισοπαλία) . Οι πυΡΎjνικές βόμβες δεν μπορούν να χρφιμεύσουν ως απειλή για να κερδΎjθεί ένας μικρός πόλεμος που είναι ήδΎj χαμένος ή ακόμα και ένας μετρίου μεγέθους πόλεμος, γιατί ακόμα και αν σφαγιασθεί ο πληθυσμός, ο εχθρός δεν μπορεί να αναγκαστεί σε παράδoσΎj. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορέσουν να συμ-
ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΎ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΎ
φιλιωθούν με την πραγματικότητα της Νοτιοανατολικής Ασίας, θα δουν ότι είναι περίπου στο σημείο που βρίσκονταν και πριν: η πιο φοβερή δύναμη στον κόσμο, τη θέση και την επιρροή της οποίας κανείς δεν θέλει ή δεν μπορεί να αμφισβητήσει, η οποία όμως, σαν όλες τις άλλες μεγάλες δυνάμεις του παρελθόντος και του σήμερα, είναι αναγκασμένη να ζήσει μέσα σε έναν κόσμο που δεν είναι ακριβώς όπως τον θέλει. Αν δεν μπορέσει να συμφιλιωθεί, τότε αργά ή γρήγορα θα εκτοξεύσει αυτούς τους πυραύλους. Ο κίνδυνος είναι μήπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, που υποφέρουν από τη γνωστή παιδική ασθένεια των υπερδυνάμεων -μια αίσθηση παντοδυναμίας-, ολισθήσουν σε έναν πυρηνικό πόλεμο αντί να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο Μ ΑΗΣ ΤΟΥ 1 968
Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο New York Review o f Books το 1969. Σπάνια έχει κανείς την ευκαιρία να παρατηρήσει από κοντά κοσμοϊστορικά γεγονότα' το 1968 ήταν ένα τέτοιο γεγονός. Όπως τα κινήματα των αγροτών (βλ. κεφ. 11 και 12) έτσι και τα κινήματα των φοιτητών το 1968 ήταν πανίσχυρα κινήματα ανώνυμων, είχαν μάλλον εκπροσώπους παρά ηγέτες, και δεν ενδιαφέρονταν πολύ για την πολιτική των κρατών μέσα στα οποία κατοικούσαν και την οποία μπορούσαν να συνταράξουν. Σε αντίθεση όμως με τους χωρικούς, είναι πιο δύσκολο να καταλάβει κανείς το τι τους απασχολούσε και τι ήθελαν. Αυτό το κεφάλαιο φανερώνει το βαθμό στον οποίο οι οξυδερκείς παρατηρητές της εποχής μπορούσαν, ή δεν μπορούσαν, να κατανοήσουν αυτά τα κινήματα (βλ. επίσης κεφ. 17). Ωστόσο, γράφοντας το 1968 υποτίμησα τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που είχε το σοκ του 1968 πάνω στο πολιτικό σύστημα της Γαλλίας και άλλων χωρών.
Ανάμεσα στα τόσα πολλά αναπάντεχα γεγονότα του τέλους της δεκαετίας του 1960 -μία πραγματικά πολύ κακή εποχή για προφήτες-, το κίνημα του Μάη του 1968 στη Γαλλία ήταν προφανώς αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη, ίσως όμως και, μεταξύ των αριστερών διανοουμένων, το μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Φαινόταν να αποδεικνύει κάτι που σχεδόν κανένας ριζοσπάστης που είχε περάσει τα είκοσι πέντε, συμπεριλαμβανομένων του Μάο Τσε-Τουνγκ και του Φιντέλ Κάστρο, δεν πίστευε' δηλαδή ότι ήταν δυνατή μια επανάσταση μέσα σε συνθήκες ειρήνης, ευημερίας και φαινομενικής πολιτικής σταθερότητας. Η επανάσταση δεν πέτυχε και, όπως θα δούμε, είναι συζητήσιμο εάν είχε πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο, το πιο υπεροπτικό και σίγουρο για τον εαυτό του πολιτικό καθεστώς της Ευρώπης βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Κι αυτό έγινε χάρη σε ένα κίνημα από τα κάτω, δίχως τη βοήθεια κανενός από το εσωτερικό της δομής της εξουσίας. Και ήταν οι φοιτητές αυτοί που ξεκίνησαν, ενέπνευσαν και στις κρίσιμες στιγμές αντιπροσώπευσαν αυτό το κίνημα.
Ίσως κανένα άλλο επαναστατικό κίνημα στην ιστορία δεν περιελάμβανε στους κόλπους του τόσο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που διάβαζαν και έγραφαν βιβλία, και δεν είναι επομένως περίεργο που η γαλλική εκδοτική βιομηχανία έσπευσε να καλύψει μια φαινομενικά αστείρευτη ζήτηση. Στα τέλη του 1968 είχαν κυκλοφορήσει τουλάχιστον πενήντα δύο βιβλία σχετικά με τα γεγονότα του Μάη, και η ροή συνεχίζεται. Όλα τους
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 1 968 293
είναι βέβαια βιαστικές δουλειές, μερικά δεν είναι παρά σύντομα άρθρα παραγεμισμένα με αναδημοσιεύσεις παλαιών κειμένων, συνεντεύξεις, απομαγνητοφωνημένες ομιλίες, κ .ο .κ .
Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να μην έχουν αξία και οι εσπευσμένες έρευνες όταν αυτές διεξάγονται από ευφυείς ανθρώπους, και το Καρτιέ Λατέν διαθέτει μάλλον τους περισσότερους ανά τετραγωνικό μέτρο απ' οποιοδήποτε άλλο σημείο του πλανήτη. Και, εν πάση περιπτώσει, οι επαναστάσεις και οι αντεπαναστάσεις στη Γαλλία έδωσαν αφορμή στον καιρό τους σε μερικές από τις πιο περίφημες βιαστικές δουλειές πάνω στην ιστορία, με διασημότερη όλων την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη του Καρλ Μαρξ. Επιπλέον, οι γάλλοι διανοούμενοι δεν είναι μόνο πολυάριθμοι και ικανοί στην έκφραση, αλλά και συνηθισμένοι στο γρήγορο και άφθονο γράψιμο' μια ικανότητα που ανέπτυξαν μέσα από πολλά χρόνια μαύρης εργασίας σε περιοδικά και άλλων δουλειών για όχι και πολύ γενναιόδωρους εκδότες. Α ν προσθέσουμε τα βιβλία, τα περιοδικά και τα άρθρα των εφημερίδων, με επικεφαλής εκείνα της μεγαλοπρεπούς και απαραίτητης Le Monde, ο τυπικός παριζιάνος επαναστάτης έχει διαβάσει το ισοδύναμο αρκετών χιλιάδων σελίδων που μιλούν για τις εμπειρίες του ή τουλάχιστον μιλάει σαν να είχε .
Τι μπορούμε να ανακαλύψουμε μέσα σε όλο αυτόν τον όγκο της βιβλιογραφίας ; Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της προσπαθεί να εξηγήσει το κίνημα, να αναλύσει τη φύση του και τις πιθανές συνεισφορές του στην κοινωνική αλλαγή . Ένα σημαντικό κομμάτι προσπαθεί να το ταιριάξει με τη μία ή την άλλη αναλυτική κατηγορία των οπαδών του -από τους οποίους προέρχεται η μεγάλη πλειονότητα των συγγραφέωνμε μεγαλύτερη ή μικρότερη πρωτοτυπία. Αυτό είναι αρκετά φυσικό. Ωστόσο, δεν έχουμε μια νέα 18η Μπρυμαίρ - δηλαδή, μια μελέτη της πολιτικής του Μάη του '68. Αναμφίβολα, τα γεγονότα είναι τόσο έντονα χαραγμένα στη μνήμη των περισσότερων γάλλων διανοουμένων, που νομίζουν ότι ξέρουν ήδη τα πάντα γι' αυτά. Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο που πλησιάζει περισσότερο σε μια συνεκτική πολιτική αφήγηση προέρχεται από δύο βρετανούς δημοσιογράφους, τους Seale και McConνille. Χωρίς να είναι κάτι το εξαιρετικό, είναι επαρκές, έχει μια ευμενή ματιά και είναι πολύτιμο για τους μη Γάλλους, και μόνο επειδή εξηγεί με σαφήνεια τι σημαίνουν όλα εκείνα τα μπερδεμένα αρχικά που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες ιδεολογικές γκρούπες. 1
Παρ' όλα αυτά, αν ο Μάης του 1968 ήταν μια επανάσταση που λίγο έλειψε να ρίξει τον Ντε Γκωλ, αξίζει να αναλύσουμε τη συγκυρία που ε-
1 . Στα ελληνικά: Π . Σίηλ - Μ . Μακκονβίλ, Η Γαλλική Επανάσταση του 1968, Αθήνα 1971 και 1982 [Σ.τ.Μ. ] .
294 ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πέτρεψε σε αυτό που λίγες βδομάδες νωρίτερα ήταν μια συλλογή εριστικών φοιτητικών σεχτών να το επιχειρήσει. Το ίδιο πρέπει να αναλυθούν και οι λόγοι της αποτυχίας αυτών των σεχτών. Είναι λοιπόν χρήσιμο να αφήσουμε κατά μέρος τη φύση και την πρωτοτυπία των επαναστατικών δυνάμεων και να επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε το λιγότερο συναρπαστικό ζήτημα της αρχικής τους επιτυχίας και της σχετικά γρήγορης αποτυχίας τους.
Υπήρξαν καθώς φαίνεται δύο φάσεις στην κινητοποίηση των επαναστατικών δυνάμεων, που και οι δύο ήταν εντελώς απρόσμενες για την κυβέρνηση, για την επίσημη αντιπολίτευση, ακόμα και για την ανεπίσημη αλλά αναγνωρισμένη αντιπολίτευση των σημαντικών αριστερών διανοουμένων του Παρισιού. (Η καθιερωμένη αριστερή διανόηση δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του Μάη: Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, με μεγάλη διακριτικότητα και διαίσθηση, το αναγνώρισε παραμερίζοντας μπροστά στον Κον-Μπεντίτ, του οποίου λειτούργησε απλά ως συνομιλητής) . Στην πρώτη φάση, χοντρικά μεταξύ 3 και 1 1 του Μάη, κινητοποιήθηκαν οι φοιτητές. Χάρη στην απερισκεψία, την αυταρέσκεια και τη βλακεία της κυβέρνησης, ένα κίνημα ακτιβιστών σε ένα πανεπιστημιακό campus των προαστείων μεταμορφώθηκε σε ένα μαζικό κίνημα που αγκάλιασε όλους σχεδόν τους φοιτητές του Παρισιού και κέρδισε μια ευρεία δημόσια υποστήριξη -στη φάση αυτή το 61 % των Παριζιάνων ήταν υπέρ των φοιτητών και μόνο το 16% ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι-, και ακολούθως σε ένα είδος συμβολικής εξέγερσης στο Καρτιέ Λατέν. Μπροστά σ' αυτή την εξέλιξη, η κυβέρνηση υποχώρησε, επιτρέποντας έτσι στο κίνημα να εξαπλωθεί στις επαρχίες και, κυρίως, στους εργάτες.
Η δεύτερη φάση της κινητοποίησης, ιχ.πό τις 1 4 μέχρι τις 27 του Μάη, στην ουσία συνίστατο στην εξάπλωση μιας γενικής απεργίας, της μεγαλύτερης στην ιστορία της Γαλλίας και ίσως οποιασδήποτε άλλης χώρας, και κορυφώθηκε με την απόρριψη εκ μέρους των απεργών της συμφωνίας που διαπραγματεύτηκε, στο όνομά τους, με την κυβέρνηση η επίσημη συνδικαλιστική ηγεσία. Στη διάρκεια αυτής της φάσης, μέχρι τις 29 Μα'εου, το λιΧίκό κίνημα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων: η κυβέρνηση, που είχε καταληφθεί εξ απήνης και είχε ξεκινήσει στραβά, δεν μπορούσε να αντιδράσει και έχανε το ηθικό της. Το ίδιο ίσχυε και για τη συντηρητική ή μετριοπαθή κοινή γνώμη, που σ' αυτή τη φάση ήταν παθητική ή ακόμα και παραλυμένη. Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται ραγδαία όταν ο Ντε Γκωλ ανέλαβε επιτέλους δράση στις 29 Μα·εου.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς, είναι ότι μόνο στη δεύτερη φάση δημιουργήθηκαν επαναστατικές δυνατότητες (ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναλάβει αντεπαναστατική δράση). Από μόνο του, το φοιτητικό κίνημα αποτελούσε μια ενόχληση,
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 1 968 295
αλλά όχι σοβαρό πολιτικό κίνδυνο. Οι αρχές το υποτίμησαν, αλλά αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στο ότι ήταν απασχολημένες με άλλα πράγματα, όπως άλλα πανεπιστημιακά προβλήματα και γραφειοκρατικές διαμάχες μεταξύ διαφόρων υπουργείων, τα οποία θεωρούσαν σημαντικότερα. Ο Alain Touraine, συγγραφέας του πιο διαφωτιστικού από τα βιβλία που δημοσιεύτηκαν αμέσως μετά το Μάη, σωστά λέει ότι το πρόβλημα του γαλλικού συστήματος δεν ήταν πως ήταν υπερβολικό Ναπολεωνικό, αλλά μάλλον πως έμοιαζε πάρα πολύ με το καθεστώς του Λουδοβίκου-Φίλιππου, η κυβέρνηση του οποίου είχε επίσης καταληφθεί εξ απήνης από τις ταραχές του 1848, που ακολούθως εξελίχθηκαν σε επανάσταση.
Παραδόξως, η ίδια ακριβώς μικρή σημασία του φοιτητικού κινήματος το κατέστησε έναν αποτελεσματικότερο πυροδότη της κινητοποίησης των εργατών. Αφού το είχε υποτιμήσει και παραμελήσει, η κυβέρνηση προσπάθησε να το διαλύσει διά της βίας. Όταν οι φοιτητές αρνήθηκαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, οι μοναδικές επιλογές που είχε η κυβέρνηση ήταν ή να τους χτυπήσει ή μια ταπεινωτική υποχώρηση. Ήταν όμως δυνατόν να ανοίξει πυρ εναντίον τους ; Η σφαγή είναι μία από τις τελευταίες λύσεις που έχει μια κυβέρνηση σε σταθερές βιομηχανικές κοινωνίες, αφού (εκτός κι αν έχει στόχο κάποιους ξένους) καταστρέφει την αίσθηση λαϊκής συναίνεσης επί της οποίας στηρίζεται. Από τη στιγμή που έχει φορέσει το βελούδινο γάντι πάνω στη σιδερένια γροθιά, είναι πολύ ριψοκίνδυνο να το βγάλει. Και το να σφάζεις φοιτητές, τους γόνους της αξιοπρεπούς μεσαίας τάξης, για να μην πούμε των υπουργών, είναι ακόμα πιο απωθητικό από πολιτικής απόψεως από το να σκοτώνεις εργάτες ή αγρότες. Ακριβώς λοιπόν επειδή οι φοιτητές ήταν απλά μια ομάδα από άοπλα παιδιά που δεν έθετε σε κίνδυνο το καθεστώς, η κυβέρνηση δεν είχε πολλά περιθώρια να επιλέξει κάτι άλλο από την υποχώρηση. Υποχωρώντας όμως, δημιουργούσε ακριβώς την κατάσταση που ήθελε να αποφύγει' έδειχνε αδυναμία και πρόσφερε στους φοιτητές μια εύκολη νίκη . Ο αρχηγός της αστυνομίας του Παρισιού, ένας έξυπνος άνθρωπος, είπε πάνω-κάτω στον υπουργό του να δει την μπλόφα και να την αποφύγει . Το γεγονός ότι οι φοιτητές δεν το έβλεπαν ως μπλόφα, δεν αλλάζει την πραγματικότητα της κατάστασης.
Η κινητοποίηση των εργατών δημιουργούσε, από την άλλη, κινδύνους για το καθεστώς, γι' αυτό και ο Ντε Γκωλ ήταν τελικά έτοιμος να χρησιμοποιήσει το ύστατό του όπλο, τον εμφύλιο πόλεμο, απευθυνόμενος στο στρατό. Όχι γιατί μια ένοπλη στάση αποτελούσε στα σοβαρά στόχο κανενός, αφού ούτε οι φοιτητές, που ίσως να την ήθελαν, ούτε οι εργάτες, που σίγουρα δεν την επιζητούσαν, σκέφτονταν ή λειτουργούσαν με τέτοιους πολιτικούς όρους, αλλά γιατί οι εντεινόμενοι τριγμοί της κυβερνη-
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τικής εξουσίας άφηναν ένα κενό και η μοναδική υλοποιήσιμη εναλλακτική κυβέρνηση ήταν ένα λαίκό μέτωπο όπου αναπόφευκτα θα κυριαρχούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι επαναστατημένοι φοιτητές μάλλον δεν το θεωρούσαν αυτό ως κάποια ιδιαίτερα σημαντική πολιτική αλλαγή, ενώ οι περισσότεροι Γάλλοι σίγουρα θα το αποδέχονταν περισσότερο ή λιγότερο πρόθυμα.
Υπήρξε πράγματι μια στιγμή κατά την οποία ακόμα και αυτοί οι δύο χομπσιανοί θεσμοί, η γαλλική αστυνομία και ο γαλλικός στρατός, που διαθέτουν μια πολύ μακρά εμπειρία στον προσδιορισμό της στιγμής που πρέπει να εγκαταλείπουν τα παλαιά καθεστώτα και να αποδέχονται τα καινούργια, άφησαν να εννοηθεί πως δε θα θεωρούσαν μια νομίμως σχηματισμένη κυβέρνηση λα'ίκού μετώπου ως στάση την οποία θα ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν. Δε θα ήταν αυτή καθ' εαυτή επαναστατική (αλλά μόνο ως προς τον τρόπο που θα είχε ανέβει στην εξουσία) και δε θα αντιμετωπιζόταν ως τέτοια. Από την άλλη, δύσκολα μπορεί κανείς να σκεφτεί κάποια άλλη θετική πολιτική έκβαση της κρίσης την οποία θα αποδέχονταν ακόμα και οι επαναστάτες.
Αλλά το λα'ίκό μέτωπο δεν ήταν έτοιμο να καταλάβει το κενό που άφηνε η αποσύνθεση του Γκωλισμού. Οι μη-κομμουνιστές κωλυσιεργούσαν, αφού η κρίση αποδείκνυε ότι δεν αντιπροσώπευαν παρά μόνο λίγους πολιτικούς, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα, ελέγχοντας την ισχυρότερη συνδικαλιστική ομοσπονδία, αποτελούσε προς το παρόν τη μοναδική πραγματικά σημαντική δύναμη μέσα στον κόσμο, και επομένως θα κυριαρχούσε αναπόφευκτα σε μια νέα κυβέρνηση. Η κρίση έβαλε στο περιθώριο την υποκριτική εκλογικίστικη πολιτική και ανέδειξε γυμνή την πραγματική πολιτική των συσχετισμών δυνάμεων. Αλλά και οι κομμουνιστές, με τη σειρά τους, δεν είχαν τα μέσα να πιέσουν για έναν εσπευσμένο γάμο με άλλες ομάδες της αντιπολίτευσης. Γιατί και οι ίδιοι παίζανε μέσα στο εκλογικό παιγνίδι. Δεν ήταν αυτοί που είχαν κινητοποιήσει τις μάζες, η δράση των οποίων τους είχε φέρει στα πρόθυρα τη εξουσίας, χαι δεν τους περνούσε απ' το μυαλό να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δράση για να πιέσουν τους συμμάχους τους. Αντιθέτως μάλιστα, αν πιστέψουμε τον Philippe Alexandre, έδειχναν να θεωρούν την απεργία σαν .κάτι που μπορούσε να τους αποσπάσει από τη βασική τους δουλειά, που ήταν να κρατούν ενωμένους τους κοινοβουλευτικούς τους συμμάχους.
Ο Ντε Γκωλ, ένας λαμπρός πολιτικός νους, αντιλήφθηκε τόσο τη στιγμή που οι αντίπαλοί του έχασαν την κατάλληλη ευκαιρία όσο και την ευκαιρία που του δινόταν να επανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Με το φάσμα ενός επικείμενου λαίκού μετώπου υπό κομμουνιστική ηγεσία, ένα συντηρητικό καθεστώς μπορούσε επιτέλους να παίξει το δυνατό του χαρτί: το φόβο της επανάστασης. Από τακτική άποψη, ο Ντε Γκωλ
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ t 968 297
έδωσε μια εξαιρετική παράσταση. Δε χρειάστηκε καν να ανοίξει πυρ. Πράγματι, μία από τις πιο αξιοπερίεργες όψεις ολόκληρης της κρίσης του Μάη ήταν και ότι η αναμέτρηση ισχύος παρέμεινε καθ' όλη τη διάρκειά της σε συμβολικό επίπεδο, κάτι σαν τα γυμνάσια των παροιμιωδών αρχαίων κινέζων στρατηγών. Συνολικά, ίσως να σκοτώθηκαν μόνο πέντε άνθρωποι, αν και πάρα πολλοί ξυλοκοπήθηκαν.
Όπως και να 'χει, τόσο οι Γκωλλικοί όσο και οι επαναστάτες επιτέθηκαν ταυτόχρονα στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, κατηγορώντας το οι μεν πως σχεδίαζε επανάσταση, οι δε πως τη σαμποτάριζε. Καμία απ' αυτές τις επιχειρηματολογίες δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, εκτός του ότι αποδεικνύουν τον κρίσιμο ρόλο του Κ.Κ. το Μάη. Υπήρξε σαφώς η μοναδική πολιτική οργάνωση, και σίγουρα το μοναδικό κομμάτι της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, που κράτησε και την επιρροή του και την ψυχραιμία του. Αυτό βέβαια δεν είναι και τόσο εκπληκτικό, εκτός κι αν υποθέσουμε πως οι εργάτες ήταν τόσο επαναστατικοί όσο και οι φοιτητές ή πως είχαν αηδιάσει με το Κ.Κ.
Αλλά παρότι οι εργάτες βρίσκονταν σίγουρα πολύ πιο μπροστά από τις ηγεσίες τους, για παράδειγμα στο πόσο έτοιμοι ήταν να θέσουν ζητήματα κοινωνικού ελέγχου στη βιομηχανία τα οποία η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας ούτε που σκεφτόταν, η διάσταση μεταξύ ηγεσίας και βάσης το Μάη ήταν περισσότερο δυνητική παρά πραγματική . Οι πολιτικές προτάσεις του Κ.Κ. εξέφραζαν σε μεγάλο βαθμό αυτό που ήθελαν οι περισσότεροι εργάτες, και σχεδόν σίγουρα αντανακλούσαν τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης της γαλλικής Αριστεράς (<<προάσπιση της δημοκρατίας», «ενότητα όλης της Αριστεράς», «λαίκή κυβέρνφη» , «Κάτω η προσωπική εξουσία», κ .ο .κ . ) . Όσο για τη γενική απεργία, τα συνδικάτα ανέλαβαν σχεδόν αμέσως την καθοδήγησή της. Οι ηγέτες τους διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση και τα αφεντικά και, μέχρι να γυρίσουν πίσω με μη ικανοποιητικούς όρους, δεν υπήρχε κανένας λόγος να περιμένει κανείς μια μεγάλη εξέγερση της βάσης εναντίον τους. Εν ολίγοις, ενώ οι φοιτητές ξεκίνησαν την εξέγερσή τους με ένα πνεύμα εχθρότητας τόσο απέναντι στον Ντε Γκωλ όσο και απέναντι στο Κ.Κ. (απ' το οποίο είχαν αποσχιστεί ή είχαν διαγραφεί οι περισσότεροι από τους ηγέτες τους), δε συνέβαινε το ίδιο και με τους εργάτες.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, επομένως, είχε τις προϋποθέσεις για να δράσει. Η ηγεσία του συνεδρίαζε καθημερινά για να εκτιμήσει την κατάσταση. Νόμιζε πως ήξερε τι να κάνει. Τι έκανε όμως ; Το σίγουρο είναι ότι δεν προσπαθούσε να διατηρήσει στην εξουσία τον Γκωλισμό για χάρη της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής ή όποιους άλλους λόγους. Από τη στιγμή που η ανατροπή του Ντε Γκωλ άρχισε να φαίνεται πιθανή, δηλαδή τρεις-τέσσερεις μέρες αφότου άρχισαν να εξαπλώνονται οι αυθόρ-
ΣΎΤΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μητες καταλήψεις εργοστασίων, διακήρυξε επισήμως ότι διεκδικούσε την εξουσία για τον εαυτό του και το Λαϊκό Μέτωπο. Από την άλλη, αρνήθηκε σταθερά ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τη στήριξη της εξέγερσης, με το επιχείρημα ότι αυτό θα διευκόλυνε το παιγνίδι του Ντε Γκωλ.
Σ' αυτό είχε δίκιο. Η κρίση του Μάη δεν ήταν μια κλασική επαναστατική κατάσταση, αν και οι συνθήκες για μια τέτοια κατάσταση ίσως να είχαν αναπτυχθεί πολύ γρήγορα με μια ενδεχόμενη ξαφνική, αναπάντεχη ρήξη στο καθεστώς, το οποίο αποδεικνυόταν πολύ πιο ευάλωτο απ' ό,τι περίμεναν όλοι. Όμως οι κυβερνητικές δυνάμεις και η πλατιά πολιτική τους στήριξη κάθε άλλο παρά διασπασμένες και διαλυμένες ήταν. Οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν την πρωτοβουλία, αλλά ήταν αδύναμες. Πέραν των φοιτητών, των οργανωμένων εργατών και μερικών συμπαθούντων ανάμεσα στα μορφωμένα επαγγελματικά στρώματα, το στήριγμά τους δεν ήταν τόσο οι συμμαχίες όσο η διαθεσιμότητα της μεγάλης μάζας, της ουδέτερης, ή ακόμα και εχθρικής, κοινής γνώμης να εγκαταλείψει τον Γκωλισμό και να αποδεχθεί ήρεμα τη μόνη υπαρκτή εναλλακτική λύση. Καθώς η κρίση προχωρούσε, η παρισινή κοινή γνώμη γινόταν λιγότερο ευνο'ίκή απέναντι στον Γκωλισμό και κάπως πιο ευνο·ίκή απέναντι στην παραδοσιακή Αριστερά, από τις δημοσκοπήσεις όμως δε βγαίνει κάποια ξεκάθαρη κυριαρχία. Αν το Λαίκό Μέτωπο ανέβαινε στην εξουσία, σίγουρα θα κέρδιζε τις επόμενες εκλογές, όπως τις είχε κερδίσει ο Ντε Γκωλ· η νίκη είναι αποφασιστικός παράγοντας για την εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης.
Το καλύτερο που είχαν να κάνουν για να ανατρέψουν τον Γκωλισμό, ήταν επομένως να τον αφήσουν να πέσει μόνος του. Σε ένα σημείο -ανάμεσα στις 27 και τις 29 του Μάη- η αξιοπιστία του είχε τόσο πολύ κλονιστεί, που ακόμα και οι οπαδοί του τον είχαν για χαμένο. Η χειρότερη πολιτική θα ήταν να επιτρέψουν στον Γκωλισμό να συσπειρώσει τους οπαδούς του, τον κρατικό μηχανισμό και τους ουδέτερους, εναντίον μιας περιχαρακωμένης, και στρατιωτικά αναποτελεσματικής, μειονότητας εργατών και φοιτητών. Ο στρατός και η αστυνομία, αν και δεν ήταν πρόθυμοι να εκδιώξουν διά της βίας τους απεργούς από τα εργοστάσια, ήταν πλήρως αξιόπιστες δυνάμεις σε περίπτωση στάσης. Το είπαν μάλιστα. Και πραγματικά, ο Ντε Γκωλ ανέκαμψε ακριβώς επειδή έστρεψε την κατάσταση σε μια υπεράσπιση της «τάξης» απέναντι στην «ερυθρή επανάσταση». Το ότι το Κ.Κ. δεν είχε στο μυαλό του καμιά «ερυθρή επανάσταση» , είναι άλλο ζήτημα. Η βασική του στρατηγική ήταν σωστή για όσους, ακόμα και για τους επαναστάτες, ανακάλυπταν ξαφνικά πως υπήρχε μια δυνατότητα ανατροπής του καθεστώτος μέσα σε μια βασικά μη-επαναστατική κατάσταση. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ήθελαν να πάρουν την εξουσία.
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΎ 1 968 299
Άλλα ήταν τα λάθη των κομμουνιστών. Αυτό που κρίνει ένα επαναστατικό κίνημα δεν είναι η προθυμία του να στήνει οδοφράγματα με την πρώτη ευκαιρία, αλλά η ετοιμότητά του να αναγνωρίζει το πότε παύουν να λειτουργούν οι «κανονικές» πολιτικές συνθήκες, και να προσαρμόζει αναλόγως τη συμπεριφορά του. Το Γαλλικό Κ. Κ. απέτυχε και στα δύο, και κατά συνέπεια απέτυχε όχι μόνο να ανατρέψει τον καπιταλισμό (πράγμα που δεν το ήθελε τότε) αλλά και να εγκαθιδρύσει το Λα'ίκό Μέτωπο (πράγμα που σίγουρα το ήθελε). Όπως παρατηρεί σαρκαστικά ο Touraine, η πραγματική του αποτυχία δεν είναι σαν επαναστατικό, αλλά σαν ρεφορμιστικό κόμμα. Διαρκώς συρόταν πίσω από τις μάζες, αρνούμενο να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του φοιτητικού κινήματος μέχρις ότου τα οδοφράγματα είχαν στηθεί, αρνούμενο να αντιληφθεί την ετοιμότητα των εργατών για μια γενική απεργία διαρκείας μέχρις ότου οι αυθόρμητες καταλήψεις των εργοστασίων έσυραν και τους συνδικαλιστές ηγέτες, ενώ βρέθηκε προ εκπλήξεως γι' ακόμα μια φορά όταν οι εργάτες απέρριΨαν τους όρους λήξης της απεργίας.
Σε αντίθεση με τη μη κομμουνιστική Αριστερά, δεν μπήκε στο περιθώριο, μια που διέθετε και οργάνωση και μαζική υποστήριξη στη βάση . Όμως, όπως και η υπόλοιπη Αριστερά, συνέχισε να παίζει το παιγνίδι της ομαλής πολιτικής και του ομαλού συνδικαλισμού. Εκμεταλλεύτηκε μια κατάσταση που δεν είχε δημιουργήσει το ίδιο, και την οποία όχι μόνο δεν καθοδηγούσε αλλά και δεν κατανοούσε, παρά μόνο ίσως ως μια απειλή για την ίδια του τη θέση μέσα στο εργατικό κίνημα από μια εχθρική άκρα Αριστερά. Αν το Κ.Κ. είχε αναγνωρίσει την ύπαρξη και εμβέλεια του λα'ίκού κινήματος και είχε δράσει ανάλογα, ίσως να μπορούσε να κερδίσει την ώθηση εκείνη που θα ανάγκαζε τους διστακτικούς συμμάχους του της παραδοσιακής Αριστεράς να ευθυγραμμιστούν. Δεν μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο απ' αυτό, μια που οι πιθανότητες ανατροπής του Γκωλισμού, ποτέ δεν ξεπέρασαν τα όρια μιας λογικής δυνατότητας, αν και για κάποιες μέρες ήταν υπαρκτές. Έτσι λοιπόν, εκείνες τις κρίσιμες μέρες, 27 με 29 Μα'ιου, καταδίκασε τον εαυτό του να περιμένει και να κάνει εκκλήσεις. Αλλά σε τέτοιες στιγμές το να περιμένεις είναι μοιραίο. Όσοι χάνουν την πρωτοβουλία, χάνουν και το παιγνίδι.
Οι δυνατότητες ανατροπής του καθεστώτος ήταν περιορισμένες, όχι μόνο εξαιτίας της αποτυχίας των κομμουνιστών, αλλά και εξαιτίας του χαρακτήρα του κινήματος. Το ίδιο το κίνημα δεν είχε πολιτικούς σκοπούς, αν και χρησιμοποιούσε πολιτική φρασεολογία. Αν δεν υπάρχουν βαθιές κοινωνικές και πολιτισμικές δυσαρέσκειες που να είναι έτοιμες, με μια σχετικά ελαφρά ώθηση, να βγουν στην επιφάνεια, δεν μπορούν να υπάρξουν μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις. Αν όμως δεν υπάρχει και μια ορισμένη εστίαση σε συγκεκριμένους στόχους, όσο περιφερεια-
300 ΣΎΤΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κοί και να 'ναι αυτοί ως προς τον κύριο στόχο, η δύναμη τέτοιων επαναστατικών ενεργειών διασκορπίζεται. Μ ια δεδομένη πολιτική και οικονομική κρίση, μια δεδομένη πολιτική συγκυρία, μπορεί να προσφέρει αυτομάτως τέτοιους εχθρούς και στόχους: ένας πόλεμος που πρέπει να σταματήσει' ένας ξένος κατακτητής που πρέπει να εκδιωχθεί, μια ρωγμή στο πολιτικό σύστημα που επιβάλει συγκεκριμένες επιλογές, όπως το αν θα υποστηριχτεί η ισπανική κυβέρνηση του 1936 απέναντι στη στάση των στρατηγών. Η κατάσταση όμως στη Γαλλία του 1968 δεν πρόσφερε αυτομάτως τέτοιους στόχους.
Η ίδια η ριζοσπαστικότητα της κριτικής της κοινωνίας εκ μέρους του κινήματος το άφηνε δίχως συγκεκριμένους στόχους. Εχθρός του ήταν το ίδιο «το σύστημα». Όπως λέει ο Touraine: «ο εχθρός δεν είναι πια ένα πρόσωπο ή μια κοινωνική κατηγορία, ο μονάρχης ή η μπουρζουαζία. Ε Ι ναι το σύνολο των απρόσωπων, "εξορθολογισμένων", γραφειοκρατικών τρόπων δράσης της κοινωνικο-οικονομικής εξουσίας . . . ». Ο εχθρός είναι εξ ορισμού απρόσωπος, δεν είναι καν ένα πράγμα ή ένας θεσμός, είναι ένα πρόγραμμα κοινωνικών σχέσεων, μια διαδικασία αποπροσωποποίησης δεν είναι η εκμετάλλεuση, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη εκμεταλλεuτών, αλλά η αλλοτρίωση. Είναι χαρακτηριστικό πως οι περισσότεροι από τους ίδιους τους φοιτητές (σε αντίθεση με τους λιγότερο επαναστάτες εργάτες) δεν ασχολούνταν με τον Ντε Γκωλ, παρά μόνο στο βαθμό που ο πραγματικός στόχος, η κοινωνία, συσκοτιζόταν από το καθαρό πολιτικό επιφαινόμενο του Γκωλισμού. Το λα"ίκό κίνημα ήταν επομένως είτε υπο-πολιτικό είτε αντι-πολιτικό. Στη μακρά διάρκεια αυτό δε μειώνει την ιστορική του σημασία ή επιρροή. Στη βραχεία διάρκεια όμως στάθηκε μοιραίο. Όπως λέει ο Touraine, ο Μάης του '68 είναι λιγότερο σημαντικός από την Παρισινή Κομμούνα, ακόμα και στα πλαίσια μιας ιστορίας των επαναστάσεων. Δεν απέδειξε πως οι επαναστάσεις μπορούν να νικήσουν στις σημερινές δυτικές χώρες, αλλά μόνον ότι μπορούν να ξεσπάσουν.
Πολλά από τα βιβλία τα σχετικά με τα γεγονότα του Μάη μπορούν να μπουν στην άκρη. Το βιβλίο του Alain Touraine όμως είναι άλλης τάξεως.2 Ο συγγραφέας του είναι καθηγητής της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, μαρξιστικής προελεύσεως, δάσκαλος του Κον-Μπεντίτ στη Ναντέρ -το αρχικό σημείο ανάφλεξης της φοιτητικής εξέγερσης-, και αναμείχθηκε ενεργώς στις πρώτες της φάσεις. Η ανάλυσή του τα αντανακλά όλα αυτά σ' έναν βαθμό. Η αξία της δεν έγκειται τόσο στην πρωτοτυπία της -όταν έχουν γραφτεί τόσα πολλά, οι περισσότερες ιδέες έχουν ήδη κάπου διατυπωθεί και αμφισβητηθεί- όσο στη διαύγεια και την ιστορική
2. Alain Touraine, Le Mouvement de mai ou le communisme utopique, Παρίσι 1969.
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 1 968 3° 1
αίσθηση που χαρακτηρίζουν το συγγραφέα, στην απουσία αυταπατών, στη γνώση του εργατικού κινήματος, καθώς και στη συμβολή των εμπειριών που είχε από πρώτο χέρι. Περιέχει, για παράδειγμα, την καλύτερη ανάλυση της γενικής απεργίας, ενός φαινομένου που έχει υποτιμηθεί πολύ σε σύγκριση με το πόσα πολλά γράφτηκαν σχετικά με το Καρτιέ Λατέν. (Δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για το τι συνέβη σε όλα εκείνα τα εργοστάσια και τα γραφεία, που στο κάτω κάτω έδωσαν δέκα εκατομμύρια απεργούς, οι περισσότεροι απ' τους οποίους δεν είχαν επαφές με τους φοιτητές και τους δημοσιογράφους) . Για τους ξένους αναγνώστες έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα, ότι ο συγγραφέας του έχει μια από πρώτο χέρι εξοικείωση με άλλα μέρη του κόσμου, ιδιαίτερα τη Λατινική Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία τον βοηθάει να ξεφύγει από τον εγγενή τοπικισμό των Γάλλων.
Η επιχειρηματολογία του Touraine είναι επεξεργασμένη και σύνθετη, μπορούμε όμως να ξεχωρίσουμε λίγα σημεία. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια «μεγάλη μεταμόρφωση» από την παλαιά μπουρζουαζία σε μια νέα τεχνοκρατική κοινωνία, κι αυτό, όπως αποδεικνύει το κίνημα του Μάη, δημιουργεί συγκρούσεις όχι μόνο στο περιθώριό της αλλά και στο κέντρο της. Η διαχωριστική γραμμή «ταξικής πάλης» που αποκαλύπτεται, κόβει στη μέση τις «μεσαίες τάξεις», χωρίζοντάς τες σε «τεχνο-γραφειοκράτες» από τη μια, και σε «επαγγελματίες» από την άλλη. Οι τελευταίοι, αν και με καμιά έννοια δεν είναι θύματα καταπίεσης, αντιπροσωπεύουν μέσα στη σύγχρονη τεχνολογική οικονομία κάτι σαν την ελίτ της ειδικευμένης εργασίας στην παλαιότερη βιομηχανική εποχή, και για ανάλογους λόγους αποκρυσταλλώνουν τη νέα φάση της ταξικής συνείδησης:
«ο βασικός παράγοντας στο κίνημα του Μάη δεν ήταν η εργατική τάξη, αλλά το σύνολο αυτών που μπορούμε να ονομάσουμε επαγγελματίες [ . . . ] και μεταξύ αυτών οι πιο δραστήριοι ήταν εκείνοι που είναι πιο ανεξάρτητοι από τις μεγάλες οργανώσεις για τις οποίες, άμεσα η έμμεσα, δουλεύουν: φοιτητές, άνθρωποι του ραδιοφώνου και της τη λεόρασης, τεχνικοί σε γραφεία σχεδιασμού, εργαζόμενοι στην έρευνα, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, καθηγητές, κλπ .» .
Αυτοί, και όχι ο ι συλλογικότητες της παλιάς εργατικής τάξης, των αν-θρακωρύχων, των λιμενεργατών, των σιδηροδρομικών, ήταν που έδωσαν στη γενική απεργία το συγκεκριμένο χαρακτήρα της. Ο πυρήνας βρίσκεται στους νέους βιομηχανικούς κλάδους: το σύμπλεγμα αυτοκινητοβιομηχανίας-ηλεκτρονικών-χημικών.
Σύμφωνα με τον Touraine, λοιπόν, αναδύεται ένα νέο κοινωνικό κίνημα προσαρμοσμένο στη νέα οικονομία, ένα κίνημα όμως παράδοξα αντιφατικό. Από μια άποψη πρόκειται για μια πρωτόγονη εξέγερση ανθρώπων
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
που στηρίζονται πάνω σε παλαιές εμπειρίες για να αντιμετωπίσουν μια νέα κατάσταση. Μπορεί να οδηγήσει και σε μια αναβίωση μορφών οργανωμένης πάλης ή, μεταξύ των νέων στρατολογιών του κοινωνικού κινήματος που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες, σε κάτι αντίστοιχο με τα λα'ίκίστικα κινήματα στις υπανάπτυκτες χώρες ή, ακριβέστερα, με το εργατικό κίνημα των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα. Ένα τέτοιο κίνημα είναι σημαντικό, όχι για τη μάχη που δίνει αυτή τη στιγμή πάνω σε παλαιές πολιτικές γραμμές, αλλά γι' αυτό που δείχνει για το μέλλον: για το όραμά του και όχι για τα αναγκαστικά ισχνά επιτεύγματά του. Γιατί η δύναμη του οράματος, ο «ουτοπικός κομμουνισμός» που δημιούργησε το 1968, όπως οι νεαροί προλετάριοι είχαν δημιουργήσει πριν το 1848, βασίζεται στην πρακτική του αδυναμία. Από την άλλη, αυτό το κοινωνικό κίνημα περιέχει ή σημαίνει και μια σύγχρονη μορφή μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, μια δύναμη που μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή των αποσκληρυμένων και απηρχαιωμένων δομών της κοινωνίας - του εκπαιδευτικού συστήματος, των βιομηχανικών σχέσεων, της διαχείρισης, της διακυβέρνησης. Εδώ βρίσκονται τα πραγματικά διλήμματα των επαναστατών.
Ήταν αυτό το νέο κοινωνικό κίνημα του Μάη «επαναστατικό» (πέρα απ' τη διατύπωση μιας «επαναστατικής» «αντι-ουτοπίας» ή ενός ελευθεριακού κομμουνισμού απέναντι στην «κυρίαρχη ουτοπία» των ακαδημαίκών κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων) ; Ο Touraine υποστηρίζει ότι στη Γαλλία το νέο κίνημα παρήγαγε μια αυθεντική επαναστατική κρίση, αν και μια κρίση που δεν μπορούσε να οδηγήσει σε επανάσταση, επειδή, για ιστορικούς λόγους, συνδύαζε ταξική πάλη, πολιτική και ένα είδος «πολιτιστικής επανάστασης» εναντίον κάθε μορφής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης της ατομικής συμπεριφοράς. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό κίνημα σήμερα που να μη συνδυάζει αυτά τα τρία στοιχεία, κι αυτό λόγω της «προοδευτικής εξάλειψης του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών». Ταυτόχρονα όμως, καθίσταται όλο και πιο δύσκολη η εστίαση της πάλης και η ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών δράσης, όπως κομμάτων μπολσεβίκικου τύπου.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες αντίθετα -ίσως λόγω της απουσίας κρατικού συγκεντρωτισμού ή μιας παράδοσης προλεταριακής επανάστασης- δεν υπήρξε τέτοιος συνδυασμός των δυνάμεων. Τα φαινόμενα πολιτιστικής εξέγερσης, τα οποία αποτελούν περισσότερο συμπτώματα παρά μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, είναι τα πιο ορατά. «Ενώ στη Γαλλία», γράφει ο Tountine, «η κοινωνική πάλη βρέθηκε στο επίκεντρο του κινή ματος και η πολιτιστική εξέγερση αποτελούσε, θα έλεγε σχεδόν κανείς, ένα υποπρο'ίόν μιας κρίσης κοινωνικής αλλαγής, στις Ηνωμένες Πολιτείες η πολιτιστική εξέγερση βρίσκεται στο κέντρο». Κι αυτό είναι σύμπτωμα μιας αδυναμίας.
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 1 968
Ο στόχος του Touraine δεν είναι τόσο να διατυπώσει κρίσεις ή προφητείες -και στο βαθμό που το κάνει θα δεχτεί κριτική- όσο το να αποδείξει ότι το κίνημα του Μάη δεν ήταν ούτε ένα επεισόδιο ούτε μια απλή συνέχεια παλαιότερων κοινωνικών κινημάτων. Το κίνημα έδειξε ότι αρχίζει, ή έχει αρχίσει, «μια νέα περίοδος στην κοινωνική ιστορία» και ότι η ανάλυση του χαρακτήρα της δεν μπορεί να γίνει μέσα από το λόγο των ίδιων των επαναστατών του Μάη. Είναι πολύ πιθανό να έχει δ ίκιο και στα δύο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ ΤΟ ΕΚΤΟ
Οι ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Εκ πρώτης 6ψεως, αυτ6 το κεφάλαιο -Υραμμένο το 1969- μοιάζει ανεπίκαιρο. Δεν αληθεύει πλέον, 6τι «οι περισσ6τεροι [άνθρωποι], εκτ6ς κι αν σκ6πιμα το επιδιώκουν, μπορούν να περάσουν τη ζωή τους δίχως να έχουν άμεση εμπειρία» της βίας, ακ6μα κι αν αφήσουμε κατά μέρος τη Β6ρειο Ιρλανδία. Η διαρκώς αυξαν6μενη βία που μας πλημμυρίζει μέσα απ6 εφημερίδες και οθ6νες, μαρτυρά μια πραΥματικ6τητα. Ωστ6σο το άρθρο αυτ6 προβλέπει αυτές τις εξελίξεις, και Υια το λ6ΥΟ αυτ6ν είναι επίκαιρη η έκκληση που κάνει Υια καν6νες και συμβάσεις ενάντια στον κατήφορο προς τη βαρβαρ6τητα. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικ6 New Socieίy το 1969.
Απ' όλες τις λέξεις που είναι ης μόδας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η «βία» είναι ίσως η πιο διαδεδομένη αλλά κι αυτή που έχει το λιγότερο νόημα. Όλοι μιλάνε γι' αυτήν, αλλά κανείς δε σκέφτεται πάνω σ' αυτήν. Όπως αναφέρει και η πρόσφατα δημοσιευμένη αναφορά ης Εθνικής Επιτροπής των ΗΠΑ για τις Αιτίες και την Πρόληψη της Β ίας, η Δ ιεθνής Εγκυκλοπαίδεια των Κοινωνικών Επιστημών, που κυκλοφόρησε το 1968, δεν περιλαμβάνει λήμμα μ' αυτόν τον τίτλο.
Τόσο το ότι είναι της μόδας όσο και η ασάφειά της είναι ενδεικτικές. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι που θα διαβάσουν βιβλία όπως Η εποχή της βίας (που αναφέρεται στην συμβολιστική ποίηση) ή Τα παιδιά της βίας (που αναφέρεται σε μάλλον ήρεμες ζωές) έχουν συναίσθηση ης βίας που υπάρχει στον κόσμο, αλλά η σχέση τους μαζί της δε στηρίζεται σε προηγούμενες άμεσες εμπειρίες και είναι νεφελώδης. Οι πιο πολλοί,
εκτός κι αν σκόπιμα το επιδιώκουν, μπορούν να περάσουν τη ζωή τους δίχως να έρθουν σε επαφή με μια «συμπεριφορά που αποβλέπει στην πρόκληση σωματικής βλάβης σε άλλους ανθρώπους ή σε περιουσία» (για να χρησιμοποιήσουμε τον ορισμό της αμερικανικής επιτροπής) είτε, ακόμα, με τον « εξαναγκασμό», που ορίζεται ως «η χρήση ή η απειλή χρήσης βίας για να αναγκάσει άλλους να κάνουν κάτι που διαφορετικά δε θα το έκαναν» .
Τη φυσική βία την απαντούν μόνο με έναν άμεσο και τρεις έμμεσους τρόπους. Άμεσα, είναι πανταχού παρούσα υπό τη μορφή των οδικών δυστυχημάτων, που είναι τυχαία, ακούσια, απρόβλεπτα και ανεξέλεγκτα από τα περισσότερα θύματα, και αποτελούν σχεδόν τη μόνη κατάσταση σε περίοδο ειρήνης στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν και δουλεύουν σε σπίτια και γραφεία θα έρθουν σε πραγματική επαφή με
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
ματωμένα και ακρωτηριασμένα κορμιά. Εμμέσως, rι βία είναι πανταχού παρούσα στα μαζικά μέσα ενrιμέρωσrις και στο θέαμα. Δεν περνάει μέρα που οι περισσότεροι θεατές και αναγνώστες να μrι συναντήσουν τrιν εικόνα ενός πτώματος, μια εικόνα πολύ σπάνια στην πραγματική βρετανική ζωή. Ακόμα πιο έμμεσα, έχουμε συνείδrισrι ότι υπάρχει στrιν εποχή μας μια τεράστια, αδιανόrιτrι μαζική καταστροφή, για την οποία έχουν βρεθεί συμβατικά σύμβολα (<<rι βόμβα», «Άουσβιτς» και τέτοια), καθώς επίσrις και ότι υπάρχουν τομείς και καταστάσεις τrις κοινωνίας όπου rι φυσική βία είναι συνrιθισμένrι και πιθανόν αυξανόμενrι. Η rιρεμία και rι βία συνυπάρχουν.
Αυτές όμως είναι εξωπραγματικές καταστάσεις, κι έτσι μας είναι δύσκολο να εννοήσουμε τrι βία ως ιστορικό ή κοινωνικό φαινόμενο, όπως δείχνει και rι εξαιρετική απαξίωσrι που περιέχουν όροι όπως «επiθεσψ> στrι λαϊκή Ψυχολογικο-κοινωνική κουβέντα ή rι λέξrι «γενοκτονία» στην πολιτική . Οι επικρατούσες φιλελεύθερες ιδέες δε μας διευκολύνουν καθόλου, μια που στηρίζονται στην παραδοχή μιας εντελώς αντφρεαλιστικής διχοτομίας μεταξύ «βίας» ή «φυσικής δύναμrις» (που είναι κακό και δείγμα καθυστέρrισrις) και <<μrι-βίας» ή «rιθικής δύναμrις» (που είναι καλό και τέκνο τrις προόδου). Φυσικά, κανείς δεν έχει πρόβλrιμα μ ' αυτήν, όπως και με άλλες παιδαγωγικού χαρακτήρα υπεραπλουστεύσεις, στο βαθμό που αποθαρρύνει τους ανθρώπους να χτυπούν ο ένας τον άλλο στο κεφάλι, κάτι που κανείς υγιής και πολιτισμένος άνθρωπος δεν εγκρίνει. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με άλλα πρσ'ίόντα της φιλελεύθερrις rιθικής, φτάνουμε σε ένα σrιμείo όπου rι ενθάρρυνσrι του καλού δε συμβιβάζεται με την κατανόrισrι τrις πραγματικότrιτας, δrιλαδή με τrιν εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την ενθάρρυνση του καλού.
Κι αυτό γιατί για να συλλάβουμε τrι βία ως κοινωνικό φαινόμενο, πρέπει να έχουμε υπόψrι μας ότι rι βία υπάρχει μόνο στον πλrιθυντικό · ότι υπάρχουν δrιλαδή πράξεις με διαφορετικούς βαθμούς βίας, που σrιμαίνουν και διαφορετικές πoιότrιτες βίας. Όλα τα αγροτικά κινήματα είναι και εκδrιλώσεις καθαρής φυσικής βίας, μερικά όμως είναι ασυνήθιστα φειδωλά στο χύσιμο αίματος, ενώ άλλα εξελίσσονται σε πραγματικές σφαγές, επειδή ο χαρακτήρας και οι στόχοι τους διαφέρουν. Οι άγγλοι δουλευτές των αγροκτημάτων στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα θεωρούσαν τη βία εναντίον της ιδιoκτrισίας νόμιμrι, τrι μετρrιμένrι βία εναντίον προσώπων δικαιoλoγrιμένrι κάτω από ορισμένες συνθήκες, αλλά απέφευγαν συστrιματικά τις δολοφονίες οι ίδιοι άνθρωποι όμως σε διαφορετικές συνθήκες (όπως σε συμπλοκές μεταξύ λαθροθήρων και θrιρoφυλάκων) δε δίσταζαν να παλέΨουν μέχρι θανάτου. Δεν έχει καμία αξία, παρά μόνο ως νομική δικαιoλόγrισrι της καταστολής ή ως επιχείρrιμα υπέρ τού «να μrιν ενδίδουμε ποτέ στrι βία», να αντιμετωπίζουμε όλες τις
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
βίαιες πρακτικές διαφορετικών ειδών και βαθμών ως ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Εξάλλου, πράξεις του ίδιου βαθμού βίας μπορεί να διαφέρουν βαθιά ως προς τη νομιμοποίηση και τη δικαίωσή τους, τουλάχιστον στα μυαλά της κοινής γνώμης. Όταν ρώτησαν το μεγάλο καλαβρέζο αρχιληστή Musolino να ορίσει τη λέξη «κακό», είπε ότι σήμαινε «να σκοτώνεις χριστιανούς δίχως να υπάρχει κάποιος πολύ βαθύς λόγος».
Οι αυθεντικά βίαιες κοινωνίες διαθέτουν πάντοτε μία οξεία αντίληψη αυτών των «κανόνων», ακριβώς επειδή η ιδιωτική βία είναι απαραίτητη μέσα στην καθημερινότητα, όσο κι αν εμείς δυσκολευόμαστε να το συνειδητοποιήσουμε μιας και η φυσιολογική σε τέτοιες κοινωνίες ποσότητα αιματοχυσίας μας φαντάζει ανεπίτρεπτα υψηλή . Σε μέρη όπως στις Φιλιππίνες, όπου οι νεκροί σε κάθε εκλογική εκστρατεία ανέρχονται σε εκατοντάδες, μας φαίνεται άνευ νοήματος το ότι, για τα φιλιππινέζικα κριτήρια, μερικές απ' αυτές τις απώλειες είναι πιο καταδικαστέες από άλλες. Κι όμως υπάρχουν κανόνες. Στα βουνά της Σαρδηνίας οι κανόνες αυτοί φτιάχνουν έναν ολόκληρο κώδικα εθιμικού δικαίου, τον οποίο εξωτερικοί παρατηρητές έχουν περιγράΨει με νομικούς όρους. t Για παράδειγμα, η κλοπή μιας κατσίκας δε συνιστά «προσβολή», παρά μόνο αν το γάλα της κατσίκας χρησιμοποιηθεί από την οικογένεια των κλεφτών ή αν υπάρχει μια σαφής πρόθεση «προσβολής» του θύματος. Στην περίπτωση αυτή αρχίζει μια αντεκδίκηση που γίνεται βαθμιαία όλο και πιο σοβαρή, μέχρι θανάτου.
Όσο δεσμευτική και αν είναι όμως η υποχρέωσή τους να σκοτώσουν, τα μέλη των οικογενειών που βρίσκονται σε βεντέτα θα φρίξουν ειλικρινώς αν από κάποια ατυχή συγκυρία σκοτωθεί κάποιος τυχαία παρευρισκόμενος ή ξένος. Οι καταστάσεις όπου έχουμε βία και η φύση αυτής της βίας συνήθως ορίζονται σαφώς, όπως στην ερώτηση του παροιμιώδους Ιρλανδού: «Αυτός ο καυγάς είναι ιδιωτικός ή μπορεί να μπει ο καθένας ;» . Έτσι ο πραγματικός κίνδυνος για τους ξένους, αν και αναμφίβολα υψηλότερος απ' ό,τι στις δικές μας κοινωνίες, είναι μετρήσιμος. Ίσως οι μόνες καταστάσεις ανεξέλεγκτης άσκησης βίας να είναι από τους κοινωνικά ανώτερους εναντίον των κοινωνικά κατώτερων (που, σχεδόν εξ ορισμού, δεν έχουν κανένα δικαίωμα απέναντί τους), αλλά ακόμα κι εδώ υπάρχουν πιθανώς κάποιοι κανόνες.
Στην πραγματικότητα, κάποιοι τέτοιοι κανόνες βίας μας είναι ακόμα οικείοJ,. Γιατί, για παράδειγμα, οι υπέρμαχοι της κατάργησης της θανατικής ποινής, που υποτίθεται ότι πιστεύουν πως όλες οι εκτελέσεις είναι εξίσου καη:Χδικαστέες, βασίζουν τόσο πολύ την καμπάνια τους πάνω στο επιχείρημα, ότι η θανατική ποινή δολοφονεί μερικές φορές αθώους αν-
1 . Βλ. Α. Pigliaru. Ιa vendetta barbaricina come ordinamento giuridico. Μιλάνο 1959.
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑ Σ
θρώπους ; Επειδή για τους περισσότερους από μας, και μάλλον και για τους περισσότερους από τους υπέρμαχους της κατάργησης, η θανάτωση ενός «αθώου» προκαλεί μια ποιοτικά διαφορετική αντίδραση από τη θανάτωση ενός «ένοχου».
Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που απειλούν τις κοινωνίες στις οποίες η άμεση βία δεν παίζει πλέον μεγάλο ρόλο στη διευθέτηση των καθημερινών σχέσεων ανάμεσα σε άτομα και σε ομάδες, ή στις οποίες η βία έχει γίνει απρόσωπη, είναι ότι χάνουν την αίσθηση τέτοιων διακρίσεων. Έτσι όμως διαλύουν και ορισμένους κοινωνικούς μηχανισμούς που ελέγχουν τη χρήση της φυσικής βίας. Αυτό δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία την εποχή που οι παραδοσιακές μορφές βίας στις κοινωνικές σχέσεις, ή τουλάχιστον οι πιο επικίνδυνες απ' αυτές, υποχωρούσαν εμφανώς και γρήγορα. Σήμερα όμως βρίσκονται και πάλι σε άνοδο, ενώ έχουμε παράλληλα και την εμφάνιση νέων μορφών βίας.
Οι παλαιότερες μορφές βίας ίσως να αυξάνονται επειδή τα εδραιωμένα συστήματα τήρησης της δημόσιας τάξης που αναπτύχθηκαν κατά την εποχή του φιλελευθερισμού είναι όλο και πιο καταπονημένα, ενώ μορφές πολιτικής βίας όπως η άμεση βίαιη δράση και η τρομοκρατία είναι πιο διαδεδομένες απ' ό,τι στο παρελθόν. Η νευρικότητα και η σύγχυση των αρχών, η αναβίωση των ιδιωτικών επιχεφήσεων secuήtΥ ή νέων κινημάτων επαγρύπνησης, αποτελούν σαφείς ενδείξεις. Από μια άποψη, έχουν ήδη οδηγήσει στην εκ νέου ανακάλυψη της ελεγχόμενης βίας, όπως και στην επιστροφή των αστυνομικών δυνάμεων σε έναν παράξενο μεσαιωνισμό -κράνη, ασπίδες, πανοπλίες και τα τοιαύτα- και στην ανάπτυξη διαφόρων αερίων προσωρινής εξουδετέρωσης, ελαστικών σφαιρών, κ . ο . κ . ,
που όλα τους αντανακλούν την εύλογη άποψη πως μέσα σε μια κοινωνία υπάρχουν διάφορες μορφές αναγκαίας ή επιθυμητής βίας μια άποψη την οποία το αρχαίο εθιμικό δίκαιο της Αγγλίας ποτέ δεν εγκατέλειψε.2 Από την άλλη, οι ίδιες οι κρατικές αρχές έχουν εθιστεί στη χρήση ορισμένων τρομακτικών μορφών βίας, και ιδιαίτερα των βασανιστηρίων, οι οποίες μέχρι λίγες δεκαετίες παλαιότερα εθεωρούντο βάρβαρες και ολότελα αταίριαστες σε πολιτισμένες κοινωνίες, ενώ η «καθωσπρέπει» κοινή γνώμη κάνει υστερικές εκκλήσεις για μια αδιάκριτη άσκηση κρατικής τρομοκρατίας.
Όλα αυτά εντάσσονται στην ανάδυση ενός νέου είδους βίας σήμερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι παραδοσιακές μορφές βίας (και οι αναγεννημένες εκδοχές της) στηρίζονται στην παραδοχή, ότι η φυσική βία
2 . Στο Μεσοπόλεμο. η RAF αντιστάθηκε σε όλα τα σχέδια να χρησιμοποιηθεί για τη διατήρηση της τάξης, με το επιχείρημα ότι τα όπλα της δεν έκαναν διακρίσεις, και επομένως θα μπορούσε να κατηγορηθεί σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο. Αυτό βέβαια δεν το εφάρμοσε όταν βομβάρδιζε χωριά στην Ινδία και τη Μέση Ανατολή . . .
ΣΤΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πρέπει να χρησιμοποιείται στο βαθμό που δεν είναι διαθέσιμες ή αποτε
λεσματικές άλλες μέθοδοι. Επομένως, οι βίαιες πράξεις κανονικά έχουν
έναν συγκεκριμένο και προσδιορίσιμο σκοπό, και η χρήση της βίας είναι
ευθέως ανάλογη με αυτόν το σκοπό. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της σύγ
χρονης ιδιωτικής βίας δεν μπορεί να εκπληρώσει τέτοιους κανόνες και δεν έχει συγκεκριμένη λειτουργικότητα, και κατά συνέπεια η κρατική βία τείνει να πάρει τη μορφή μιας αδιάκριτης καταστολής.
Η ιδιωτική βία δε χρειάζεται, ή δεν μπορεί, να καταφέρει πολλά απέναντι στους πραγματικά μεγάλους και θεσμοποιημένους κατόχους της βίας, ανεξάρτητα με το αν αυτοί την ασκούν άμεσα ή την κρατούν ως εφεδρεία. Η ιδιωτική βία έχει λοιπόν την τάση να γίνει από πραγματική δράση ένα υποκατάστατο δράσης. Τα διακριτικά και οι σιδερένιοι σταυροί του ναζιστικού στρατού είχαν έναν πρακτικό σκοπό, έστω κι αν δεν τον εγκρίνουμε. Τα ίδια σύμβολα όταν τα φορούν οι Άγγελοι της Κολάσεως και ανάλογες ομάδες έχουν απλά ένα κίνητρο: την επιθυμία τού κατά τα άλλα ανίσχυρου νέου να αντισταθμίσει τη διάψευσή του μέσα από βίαιες πρακτικές και σύμβολα. Μερικές κατ' όνομα πολιτικές μορφές βίας (όπως τα «σπασίματα» ή κάποιες βομβιστικές ενέργειες νεοαναρχικών) είναι εξίσου ανορθολογικές, μια που στις περισσότερες περιπτώσεις το πολιτικό τους αποτέλεσμα είναι είτε αμελητέο είτε, συνηθέστερα, το αντίθετο απ' το επιδιωκόμενο.
Οι τυφλές βίαιες επιθέσεις δεν είναι απαραίτητα πιο επικίνδυνες (στατιστικά) για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα από τη βία των παραδοσιακών «άνομων» κοινωνιών, αν και πιθανότατα προκαλούν περισσότερες ζημιές στα πράγματα ή, μάλλον, στις εταιρείες που τα ασφαλίζουν. Από την άλλη όμως, αυτές οι πρακτικές προκαλούν, δικαιολογημένα ίσως, μεγαλύτερο τρόμο, γιατί είναι πιο τυχαίες και πιο ωμές, στο βαθμό που αυτό το είδος βίας είναι αυτοσκοπός. Όπως έδειξε η υπόθεση δολοφονίας Moors, το τρομακτικό με όλους αυτούς που φαντασιώνονται με ναζιστικές μπότες, και αναφύονται σήμερα μέσα σε διάφορους υπό-κοσμους και υπο-κουλτούρες της Δύσης, δεν είναι απλά ότι γυρίζουν πίσω στον Χίμλερ και τον Άιχμαν, στους γραφειοκράτες ενός μηχανισμού, οι σκοποί του οποίου συνέβαινε να είναι παρανο'ίκοί' είναι ότι για το αποπροσανατολισμένο περιθώριο, για τον αδύναμο και αβοήθητο φτωχό, η βία και η σκληρότητα -μερικές φορές με την πιο αναποτελεσματική κοινωνικά και προσωποποιημένη σεξουαλική μορφή της- είναι αναπληρώσεις ατομικής επιτυχίας και κοινωνικής δύναμης.
Εκείνο που προκαλεί τρόμο στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, είναι ο συνδυασμός της αναβίωσης μιας παλιάς και της ανάδυσης μιας καινούργιας βίας μέσα σε καταστάσεις κοινωνικής έντασης και διάλυσης. Και αυτές ακριβώς είναι οι καταστάσεις τις οποίες η συμβατική σοφία των
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
φιλελεύθερων ιδεών είναι εντελώς ανίκανη να αντιμετωπίσει, ακόμα και να εννοήσει' εξ ου και η τάση να ολισθήσει και πάλι σε μια ενστικτώδη συντηρητική αντίδραση, η οποία είναι η άλλη σχεδόν όψη της αταξίας που επιδιώκει να ελέγξει. Για να πάρουμε το πιο απλό παράδειγμα: Η φιλελεύθερη ανεκτικότητα και ελευθερία έκφρασης βοηθάει στον κορεσμό της ατμόσφαιρας με εικόνες αίματος και βασανισμού, εικόνες ασύμβατες με τις φιλελεύθερες ιδέες μιας κοινωνίας που βασίζεται στη συναίνεση και την ηθική δύναμη.3
Οδηγούμαστε, καθώς φαίνεται, και πάλι προς μια εποχή βίας στο εσωτερικό των κοινωνιών, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την αυξανόμενη καταστροφικότητα των συγκρούσεων μεταξύ κοινωνιών. Πρέπει επομένως να κατανοήσουμε καλύτερα τις κοινωνικές χρήσεις της βίας, να μάθουμε και πάλι να κάνουμε διακρίσεις ανάμεσα στις διάφορες μορφές βίαιης δραστηριότητας, και, πάνω απ' όλα, να δημιουργήσουμε ή να ξαναφτιάξουμε συστηματικούς κανόνες για τη χρήση της βίας. Πράγμα πάρα πολύ δύσκολο για ανθρώπους που ανατράφηκαν μέσα σε μια φιλελεύθερη κουλτούρα, με την πεποίθηση ότι κάθε είδους βία είναι χειρότερη από τη μη βία, κι όλα τα άλλα είναι ίδια (που δεν είναι) . Φυσικά και η βία είναι χειρότερη, δυστυχώς όμως μια τέτοια αφηρημένη ηθική γενίκευση δε μας προσφέρει καμιά καθοδήγηση σε πρακτικά προβλήματα βίας στην κοινωνία μας. Αυτό που κάποτε ήταν μια χρήσιμη αρχή κοινωνικής προόδου (<<ειρηνική και όχι βίαιη επίλυση των διαφωνιών», «ο αυτοσεβασμός δεν έχει ανάγκη την αιματοχυσία», κ .ο .κ . ) καταντάει απλή ρητορεία και αντι-ρητορεία. Αφήνει την αυξανόμενη περιοχή της ανθρώπινης ζωής όπου λαμβάνει χώραν η βία δίχως κανόνες και, παραδόξως, δίχως καμιά πρακτικά εφαρμόσιμη ηθική αρχή, όπως μαρτυρεί η οικουμενική επάνοδος των βασανιστηρίων από τις δυνάμεις του κράτους. Η κατάργηση των βασανιστηρίων αποτελούσε ένα από τα σχετικά λίγα επιτεύγματα για τα οποία ο φιλελευθερισμός μπορεί να πάρει ανεπιφύλακτους επαίνους, σήμερα όμως διαπράττονται και πάλι σ' ολόκληρο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις κάνουν τα στραβά μάτια και τα μαζικά μέσα τα διαδίδουν.
Όσοι πιστεύουν ότι κάθε βία είναι εξ ορισμού κακή, δεν μπορούν να κάνουν καμιά συστηματική διάκριση ανάμεσα στα διάφορα είδη της βίας στην πράξη ή να αντιληφθούν τα αποτελέσματά της τόσο σ' αυτούς που την υφίστανται όσο και σ' εκείνους που την επιβάλλουν. Το μόνο
3. Το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί πως αυτές οι εικόνες επηρεάζουν τη δράση κανενός, απλά επιχειρεί να εκλογικεύσει αυτή την αντίφαση και δεν αντέχει σε μια σοβαρή επιστημονική έρευνα. Ούτε και τα επιχειρήματα πως η λαϊκή κουλτούρα πάντοτε περιείχε εικόνες β ίας ή πως αυτές οι εικόνες δρουν σαν ένα είδος υποκατάστατου της πραγματικής βίας.
3 1 0 ΣΥΤΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
που θα κάνουν είναι να παράγουν, από αντίδραση, άνδρες και γυναίκες που θα θεωρούν κάθε μoρφ� βίας καλ�, είτε από μια συντηρητικ� είτε από μια επαναστατικ� σκοπιά, που θα αντιλαμβάνονται δηλαδ� την υπoκειμενικ� Ψυχoλoγικ� ανακούφιση που προσφέρει η βία δίχως να τους ενδιαφέρει καθόλου η αποτελεσματικότητά της. Υπό την έννοια αυτ�, οι αντιδραστικοί που ζητούν τη γενικευμένη επαναφορά των πυροβολισμών, των μαστιγώσεων και των εκτελέσεων έχουν μια αναλογία μ' εκείνους που τα συναισθ�ματά τους συστηματοποίησε ο Fanon και άλλοι, και για τους οποίους η δράση με το όπλο και τη βόμβα είναι σε κάθε περίπτωση προτιμητέα από τη μη βίαιη δράση.4 Ο φιλελευθερισμός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στη διδασκαλία των πιο �πιων μορφών του τζούντο και των δυνητικά δολοφονικών μορφών του καράτε, ενώ στη γιαπωνέζικη παράδοση υπάρχει πλ�ρης συνείδηση ότι τέτοιες πολεμικές τέχνες πρέπει να τις μαθαίνουν μόνον όσοι διαθέτουν επαρκ� κρίση και ηθικ� αγωγ� για να μπορούν χρησιμoπoι�σoυν υπεύθυνα τη δύναμη να σκοτώνουν.
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι τέτοιες διακρίσεις αρχίζουν και πάλι σιγά σιγά και εμπειρικά να μαθαίνονται, μέσα όμως σε μια γενικ� ατμόσφαιρα αποπροσανατολισμού και υστερίας που καθιστά δύσκολη μια oρθoλoγικ� και περιορισμένη χρ�ση βίας. Είναι πια καιρός να θέσουμε αυτ� τη διαδικασία μάθησης σε μια πιο συστηματικ� βάση κατανοώντας τις κοινωνικές χρ�σεις της βίας. Μπορεί να πιστεύουμε ότι κάθε μoρφ�ς βία είναι χειρότερη από τη μη βία. Η χειρότερη όμως μoρφ� βίας είναι αυτ� που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.
4 . Οι ορθολογικοί επαναστάτες μετρούσαν πάντοτε τη βία σε σχέση με τους στόχους της και τα πιθανά αποτελέσματά της. Όταν το 19 16 είπαν στον Λένιν ότι ο γραμματέας των αυστριακών σοσιαλδημοκρατών είχε δολοφονήσει τον αυστριακό πρωθυπουργό ως μια πράξη διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου, αυτός απλά αναρωτήθηκε γιατί ένας άνθρωπος με τη δική του θέση δεν έκανε κάτι λιγότερο δραματικό, αλλά πιο αποτελεσματικό, να κυκλοφορήσει μέσω των μελών του κόμματος μια αντιπολεμική προκήρυξη. Γι' αυτόν ήταν προφανές, ότι μια κοινότοπη αλλά αποτελεσματική μη βίαιη δράση ήταν προτιμότερη από μια ρομαντική αλλά αναποτελεσματική. Αυτό δεν τον απέτρεψε να συνιστά την ένοπλη εξέγερση όταν το έκρινε αναγκαίο.
Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ε ΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΞ
Το κεφάλαιο αυτό για τη σύγχρονη «πολιτιστική επανάσταση» στη Δύση συμπληρώνει το κεφ. 15 , που είχε να κάνει κυρίως με την πολιτική πλευρά του '68. Όπως και το κεφ. 1 6, δημοσιεύτηκε το 1969 στο New Society που διηύθυνε ο ΡαΖΙΙ Barker. ο οποίος το έκανε το πιο λαμπρό ίσως εβδομαδιαίο περιοδικό των ημερών του.
Ο μακαρίτης Ο Τσε Γκεβάρα θα αισθανόταν μεγάλη έκπληξη αλλά και εκνευρισμό αν ανακάλυπτε πως η φωτογραφία του έγινε εξώφυλλο στο Evergreen Review, η προσωπικότητά του θέμα άρθρου του Vogue, και το όνομά του η προσχηματική δικαιολογία κάποιας ομοφυλόφιλης επιδεικτικότητας σε ένα νεοϋορκέζικο θέατρο (βλ. Observer, 8 ΜαΊου 1969) . Μπορούμε ίσως ν ' αφήσουμε κατά μέρος το Vogue. Δουλειά του είναι να λέει στις γυναίκες τι είναι της μόδας να φορούν, να ξέρουν και να συζητούντο ενδιαφέρον του για τον Τσε Γκεβάρα δε σημαίνει πολιτικά τίποτε περισσότερο απ' αυτό του εκδότη του Who's Who. Οι άλλες δύο αστειότητες, ωστόσο, αντανακλούν μια διαδεδομένη αντίληψη: ότι υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση ανάμεσα στα κοινωνικά επαναστατικά κινήματα και στην ανεκτικότητα στη δημόσια έκφραση της σεξουαλικής και λοιπής προσωπικής συμπεριφοράς. Είναι νομίζω καιρός να δείξει κάποιος ότι αυτή η αντίληψη είναι αβάσιμη.
Κατά πρώτο λόγο, θα έπρεπε να είναι πλέον σαφές, ότι οι συμβάσεις σε σχέση με το ποια σεξουαλική συμπεριφορά είναι επιτρεπτή δημοσίως δεν έχουν καμιά ειδική σχέση με συστήματα πολιτικής εξουσίας ή κοινωνικής και οικονομικής εκμετάλλευσης. (Εξαίρεση αποτελεί η εξουσία των ανδρών επί των γυναικών και η εκμετάλλευση των γυναικών από τους άνδρες, η οποία σημαίνει, υποθέτουμε, μεγαλύτερους ή μικρότερους περιορισμούς στη δημόσια συμπεριφορά του κατώτερου φύλου). Η σεξουαλική «απελευθέρωση» έχει έμμεση μόνο σχέση με άλλα είδη απελευθέρωσης. Συστήματα ταξικής εξουσίας και εκμετάλλευσης μπορεί να επιβάλλουν αυστηρές συμβάσεις προσωπικής (για παράδειγμα σεξουαλικής) συμπεριφοράς σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, μπορεί όμως και όχι. Η ινδουιστική κοινωνία δεν ήταν καθόλου πιο ελεύθερη ή εξισωτική από τη θρησκευτική κοινότητα των ουαλλών αντικομφορμιστών επειδή η πρώτη χρησιμοποιούσε τους ναούς για να επιδεικνύει μια ατέλειωτη ποικιλία σεξουαλικών δραστηριοτήτων με τον πλέον προκλητικό τρόπο, ενώ η
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
δεύτερη επέβαλε, τουλάχιστον θεωρητικά, στα μέλη της σκληρούς περιορισμούς. Το μόνο που μπορούμε να συνάγουμε από αυτή τη συγκεκριμένη πολιτισμική διαφορά, είναι πως οι ευσεβείς Ινδουιστές που ήθελαν να ποικίλλουν τη σεξουαλική ρουτίνα, μπορούσαν να μάθουν να το κάνουν πολύ πιο εύκολα από τους ευσεβείς Ουαλλούς.
Μάλιστα, αν μπορεί να γίνει μια χοντρική γενίκευση για τη σχέση ανάμεσα στην ταξική κυριαρχία και τη σεξουαλική ελευθερία, αυτή είναι πως οι κυρίαρχοι βρίσκουν βολικό να ενθαρρύνουν τη σεξουαλική ανοχή ή χαλαρότητα ανάμεσα στους υπηκόους τους μόνο και μόνο για να κρατoύν τα μυαλά τους μακριά από την υποτέλειά τους. Κανένας ποτέ δεν επέβαλε σεξουαλικό πουριτανισμό στους σκλάβους το εντελώς αντίθετο. Οι κοινωνίες στις οποίες οι φτωχοί κρατιούνται αυστηρά στην ταπεινή θέση τους, είναι εξοικειωμένες με θεσμοποιημένα μαζικά ξεσπάσματα ελεύθερου σεξ σε τακτά διαστήματα, όπως είναι τα καρναβάλια. Πράγματι, εφόσον το σεξ είναι η φτηνότερη καθώς και η πιο έντονη μορφή διασκέδασης (όπως λένε οι Ναπολιτάνοι, το κρεβάτι είναι η όπερα του φτωχού), είναι πολιτικά επωφελές, όταν τα άλλα παραμένουν ως έχουν, να δίνεται η δυνατότητα όσο περισσότερου γίνεται.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμιά αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνική ή πολιτική λογοκρισία και στην ηθικολογική λογοκρισία, όσο κι αν συχνά υποθέτουμε ότι υπάρχει. Το αίτημα να περάσουν κάποια είδη συμπεριφοράς από το μη επιτρεπτό στο δημοσίως επιτρεπτό αποτελεί πολιτική πράξη μόνο στο βαθμό που συνεπάγεται κάποια αλλαγή στις πολιτικές σχέσεις. Η κατάκτηση του δικαιώματος να κάνουν έρωτα μαύροι με λευκούς στη Νότιο Αφρική θα ήταν μια πολιτική πράξη, όχι επειδή διευρύνει το φάσμα τού τι είναι σεξουαλικά επιτρεπτό, αλλά επειδή χτυπά τη ρατσιστική υποτέλεια. Η κατάκτηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ δεν είχε τέτοιες πολιτικές συνεπαγωγές, όσο κι αν ήταν ευπρόσδεκτη για άλλους λόγους.
Αυτό θα έπρεπε να μας είναι εντελώς σαφές από την ίδια μας την εμπειρία. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οι επίσημες ή συμβατικές απαγορεύσεις αυτού που μπορεί κανείς να πει, να ακούσει, να κάνει και να δει δημοσίως -ή και ιδιωτικά- σε σχέση με το σεξ, ουσιαστικά καταργήθηκαν σε πολλές δυτικές χώρες. Η αντίληψη ότι η στενή σεξουαλική ηθική συνιστά έναν ουσιαστικό προμαχώνα του καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπορεί πλέον να σταθεΙ Ούτε και η αντίληψη ότι η πάλη ενάντια σε μια τέτοια ηθική είναι πρωταρχικής σημασίας. Υπάρχουν βέβαια ακόμα κάποιοι ξεπερασμένοι από τα πράγματα σταυροφόροι που νομίζουν ότι εφορμούν ενάντια στα πουριτανικά κάστρα, στην πραγματικότητα όμως αυτά τα τείχη έχουν σχεδόν ισοπεδωθεΙ
Σίγουρα υπάρχουν ακόμα πράγματα που δεν μπορούν να τυπωθούν ή
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΞ
να παρουσιαστούν, αλλά είναι όλο και πω δύσκολο να τα βρεις και να αγανακτ�σεις μ' αυτά. Η κατάργηση της λογοκρισίας είναι μια μονοδιάστατη δραστηριότητα, όπως και οι μετατοπίσεις του ντεκολτέ και του μ�κoυς της φούστας των γυναικών, και αν αυτ� η κίνηση πρoχωρ�σει πολύ μακριά προς την ίδια κατεύθυνση, η επαναστατικ� ικανοποίηση που αποκομίζουν οι σταυροφόροι θα μειωθεί δραστικά. Το δικαίωμα των ηθοποιών να πηδωύνται επί σκην�ς αποτελεί σαφέστατα μια λιγότερο σημαντικ� πρόοδο, ακόμα και για την πρoσωπικ� απελευθέρωση, από το δικαίωμα των κοριτσιών της βικτωριαν�ς επoχ�ς να καβαλάνε ποδ�λατα. Σ�μερα γίνεται πολύ δύσκολο ακόμα και να κιν�σει κανείς αυτές τις διώξεις περί ασέμνων, στις οποίες τόσο πολύ στηρίζονταν οι εκδότες και οι θεατρικοί παραγωγοί για να έχουν τζάμπα διαφ�μιση .
Στην πράξη, η μάχη για ελεύθερο σεξ έχει κερδηθεί. Έφερε άραγε αυτό πω κοντά την κoινωνικ� επανάσταση �, έστω, κάποια αλλαγ� εκτός του κρεβατωύ, των τυπωμένων σελίδων και των δημοσίων θεαμάτων (που μπορεί να είναι � να μην είναι επιθυμητ�) ; Τίποτε δε μας λέει κάτι τέτοω. Το μόνο που προφανώς έφερε, είναι περισσότερο δημόσω σεξ μέσα σε μια κατά τα άλλα αμετάλλακτη κoινωνικ� τάξη πραγμάτων.
Παρότι όμως δεν υπάρχει καμιά εγγεν�ς σχέση ανάμεσα στη σεξουαλικ� ανεκτικότητα και στην κoινωνικ� οργάνωση, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω με κάποια θλίψη πως υπάρχει μια σταθερ� συνάφεια ανάμεσα στην επανάσταση και στον πουριτανισμό. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα γερά εδραιωμένο επαναστατικό κίνημα � καθεστώς που να μην ανέπτυξε αξωσημείωτα πουριτανικές τάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των μαρξιστικών κινημάτων, παρότι η θεωρία των ιδρυτών τους κάθε άλλο παρά πoυριτανικ� �ταν (και στην περίπτωση του Ένγκελς ενεργώς αντιπoυριτανικ�) ' συμπεριλαμβανομένων και χωρών σαν την Κούβα, που έχουν μια ιθαγεν� παράδοση που είναι το αντίθετο του πουριτανισμού' συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των πλέον δεδηλωμένων αναρχικών-ελευθεριακών κινημάτων. Όποως έχει την εντύπωση πως η ηθικ� των παλαιών αναρχικών αγωνιστών �ταν ελευθεριακ� και χαλαρ�, απατάται οικτρά. Η ελεύθερη αγάπη (στην οποία πίστευαν με πάθος) σ�μαινε: όχι ποτά, όχι ναρκωτικά και μονογαμικές σχέσεις δίχως επίσημο γάμο.
Η ελευθεριακ� �, για την ακρίβεια, αντι νομιακή συνιστώσα των επαναστατικών κινημάτων, αν και μερικές φορές είναι ισχυρ� � ακόμα και κυρίαρχη στις στιγμές της πραγματικ�ς απελευθέρωσης, ποτέ δεν τα κατέφερε να αντισταθεί στην πoυριτανικ� συνιστώσα. Οι Ροβεσπιέροι νικάνε πάντοτε τους Δαντών. Οι επαναστάτες για τους οποίους η σεξoυαλικ� � και η πoλιτισμικ� ελευθεριακότητα αποτελούν πραγματικά κεντρικά ζητ�ματα της επανάστασης, αργά � γρ�γoρα μπαίνουν στην άκρη. Ο Βίλχελμ Ράιχ, ο απόστολος του οργασμού, ξεκίνησε πράγματι, όπως μας
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
υπενθυμίζει η νέα Αριστερά, σαν ένας φροϋδομαρξιστής, και μάλιστα πολύ ικανός αν κρίνουμε απ' το βιβλίο του Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού (που έφερε τον υπότιτλο: Η σεξουαλική οικονομία της πολιτικής
αντίδρασης και η προλεταριακή σεξουαλική πολιτική) . Είναι όμως άραγε παράξενο που ένας τέτοιος άνθρωπος κατέληξε να εστιάσει το ενδιαφέρον του στον οργασμό και όχι στην οργάνωση ; Ούτε οι σταλινικοί, ούτε οι τροτσκιστές είχαν κανέναν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τους επαναστάτες σουρρεαλιστές που χτυπάγανε τις πόρτες τους ζητώντας να γίνουν δεκτοί στις τάξεις τους. Όσοι απ' αυτούς παρέμειναν στην πολιτική, δεν το έκαναν ως σουρρεαλιστές.
Το γιατί, είναι ένα σημαντικό και σκοτεινό ζήτημα που δεν μπορούμε να το απαντήσουμε εδώ. Το αν αυτό συμβαίνει αναγκαστικά, είναι ένα ακόμα σημαντικότερο ζήτημα - τουλάχιστον για τους επαναστάτες που βρίσκουν υπερβολικό και άσκοπο τον πουριτανισμό των επαναστατικών καθεστώτων. Αλλά το ότι οι μεγάλες επαναστάσεις του αιώνα μας δεν αφιερώθηκαν στον αγώνα της σεξουαλικής ανοχής, αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να το αρνηθεί. Προώθησαν τη σεξουαλική ελευθερία (και μάλιστα θεμελιακά) όχι καταργώντας τις σεξουαλικές απαγορεύσεις, αλλά με μια μείζονος σημασίας πράξη χειραφέτησης: την απελευθέρωση των γυναικών από την καταπίεσή τους. Ότι αυτά τα επαναστατικά κινήματα θεώρησαν ενοχλητική την προσωπική ελευθεριακότητα, είναι επίσης αναμφισβήτητο. Στους χώρους των εξεγερμένων νέων, αυτοί που είναι κοντύτερα στο πνεύμα και στις φιλοδοξίες της παλιομοδίτικης κοινωνικής επανάστασης, είναι και οι πιο αρνητικοί απέναντι στα ναρκωτικά, στο διαφημιζόμενο ελεύθερο και αδιάκριτο σεξ, και σε άλλα στυλ συμπεριφοράς και σύμβολα προσωπικής αντίθεσης στο σύστημα: οι μασίκοί, οι τροτσκιστές και οι κομμουνιστές. Συχνά, αυτή τη στάση τη δικαιολογούν λέγοντας πως «οι εργάτες» δεν καταλαβαίνουν και δεν αρέσκονται σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Είτε αυτό ισχύει είτε όχι, γεγονός είναι ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές καταναλώνουν χρόνο και ενέργεια και δε συμβιβάζονται εύκολα με τις απαιτήσεις της οργάνωσης και της πολιτικής.
Το όλο ζήτημα εντάσσεται μέσα σε ένα πολύ ευρύτερο ερώτημα: Τι ρόλο παίζει στην επανάσταση ή σε οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή αυτή η πολιτισμική εξέγερση που είναι σήμερα μια τόσο σημαντική συνιστώσα της νέας Αριστεράς, και που σε ορισμένες χώρες, όπως τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η κυρίαρχη όψη της ; Δεν υπάρχει μεγάλη κοινωνική επανάσταση που να μη συνδυάζεται, τουλάχιστον περιφερειακά, με τέτοιου είδους πολιτισμικές εξεγέρσεις. Ίσως σήμερα στη Δύση, όπου η αποφασιστική κινητήριος δύναμη της εξέγερσης δεν είναι η φτώχεια αλλά η «αλλοτρίωση» , κανένα κίνημα να μην μπορεί να είναι επαναστατικό αν δεν
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΕΞ
επιτίθεται ταυτόχρονα και στο σύστημα των προσωπικών σχέσεων και των ατομικών αναγκών. Από μόνες τους όμως, η πολιτισμική εξέγερση και η πολιτισμική κριτική αποτελούν συμπτώματα και όχι επαναστατικές δυνάμεις. Από πολιτική άποψη δεν είναι πολύ σημαντικές.
Η Ρώσικη Επανάσταση του 1917 περιόρισε την πρωτοπορία της εποχής και τους εξεγερμένους της κουλτούρας, πολλοί από τους οποίους ήταν φίλα διακείμενοι απέναντί της, στα δικά της κοινωνικά και πολιτικά μέτρα. Την ώρα που οι Γάλλοι προχωρούσαν σε γενική απεργία το Μάη του '68, τα χάππενινγκς στο θέατρο του Οντεόν και εκείνα τα υπέροχα . γκράφιτι (<<Απαγορεύεται το απαγορεύειν», «Όταν κάνω επανάσταση αισθάνομαι σαν να κάνω έρωτα», κ .ο .κ . ) θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ελάσσονες μορφές λογοτεχνίας και θεάτρου, περιθωριακές ως προς τα κυρίως γεγονότα. Όσο πιο προβεβλημένα είναι τέτοια φαινόμενα τόσο πιο σίγουροι μπορούμε να είμαστε, ότι δε συμβαίνουν μεγάλα πράγματα. Το να σοκάρεις τον αστό είναι, δυστυχώς, πιο εύκολο από το να τον ανατρέπεις.
Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
Ε ΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΚΟ :
Ο ΡΟΎ' ΚΟΝ
Αυτ6 το σημείωμα πάνω στην κουλτούρα των ΗΠΑ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου δημοσιεύτηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1989. Γράφτηκε στη Νέα Υ6ρκη για τη σειρά «Ήρωες και Κακοί», που δημοσιευ6ταν στο The Independent Magazine στα πρώτα και ελπιδοφ6ρα χρ6νια αυτού του εντύπου.
Λίγοι κακοί ξεκινούν την καριέρα τους σαν δ ιεθνή ανέκδοτα, κι όμως αυτό συνέβη με αυτόν για τον οποίο επέλεξα να σας μιλήσω, την εποχή που ήταν ένας νεαρός κυνηγός μαγισσών. Εντάξει, δεν ήταν ακριβώς στο ξεκίνημά της καριέρας του . Ο Ρόυ Κον (Roy Cohn, 1927-1986) είχε ήδη καταφέρει να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία, είχε δωροδοκήσει τον καθηγητή του Lionel Trilling, είχε κυνηγήσει τον επιφανή ειδικό στην Κεντρική Ασία, Owen Lattimore, και είχε βοηθήσει να καταδικαστούν σε θάνατο ως κατάσκοποι οι Rosenberg, πριν αυτός και ο παρτενέρ του, ο David Schine, δύο νεαροί που έμοιαζαν σαν να είναι βγαλμένοι από νούμερο επιθεώρησης, επισκεφτούν την Ευρώπη το 1953 για να ερευνήσουν την Παγκόσμια Κομμουνιστική Συνωμοσία για λογαριασμό του γερουσιαστή Μακάρθυ. Τα μέρη της συνωμοσίας που τους ενδιέφεραν ήταν η αδυναμία των Αμερικανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών Β ιβλιοθηκών να εξαλείψουν στο εξωτερικό τα έργα του Ντάσιελ Χάμμετ, καθώς και ο ανεπαρκής αντικομμουνισμός του BBC .
Το ντουέτο Κον και Schine πρόσφερε στους Ευρωπαίους μια θαυμάσια ευκαιρία επίδειξης αντιμακαρθισμού, για να μην πούμε πολιτιστικού σνομπισμού, και όπου και να πήγαν, ο Τύπος τους περιποιήθηκε δεόντως. Όταν ήρθαν αντιμέτωποι με εξήντα περίπου δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο του Χήθροου, άλλαξαν σχέδια και γύρισαν σπίτι. Μετά απ' αυτό οι περισσότεροι Ευρωπαίοι τους ξέχασαν.
Αν όμως η δημόσια καριέρα του Schine τελείωσε εδώ -ζει ακόμα κάπου-, ο Ρόυ Κον ξαναβγήκε στην επιφάνεια ως ένας καλά δικτυωμένος δικηγόρος της Νέας Υόρκης ζώντας, όπως γράφει ο βιογράφος του, <<μέσα σε ένα περιβάλλον εγκλήματος και ανήθικης συμπεριφοράς». Στη δεκαετία του 1970 έγινε μία από τις πιο «ίη» διασημότητες της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του 1980 έγινε φίλος (ποιων άλλων ;) του ζεύγους Ρήγκαν. Ακόμα και οι παλαιοί φιλελεύθεροι συμφιλιώθηκαν με έναν άν-
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΚΟ
θρωπο που μπορούσε να τους μπάσει στον παράδεισο της κοκαίνης του νάιτ κλαμπ Studio 54, στο οποίο είχε κάποια συμφέροντα. Δεν ήταν διάσημος μόνο και μόνο επειδή ήταν διάσημος, όπως ο Γουόρχολ, αλλά ήταν διάσημος σαν ένας άνθρωπος με επιρροή και πάνω απ' όλα σαν ένας μεσάζων μεταξύ του χώρου της πολιτικής και του εγκλήματος, σαν διακανονιστής συμφωνιών και σαν εκβιαστής. Όταν το 1986 πέθαινε από Aids (πράγμα που ο ίδιος αρνήθηκε), τελικά τον πέταξαν έξω από το νεοϋορκέζικο μπαρ, την ηθική του οποίου, εύκαμπτη καθώς ήταν, είχε τεντώσει μέχρι τα άκρα, και δεν υπήρξε γι' αυτόν καμιά επιθανάτια ευγένεια - για συμπάθεια ούτε λόγος. Ακόμα και οι άθεοι του Big Apple [της Νέας Υόρκης] αισθάνθηκαν, όπως μου είπε ένας, ότι τον τιμώρησε η Θεία Δίκη.
Δύσκολο να βρει κανείς πραγματικούς κακούς ο Ρόυ Κον όμως ήταν πιθανότατα ένας αυθεντικός πρίγκιπας του σκότους. Είχε ανατραφεί από μια καρικατούρα εβραίας μαμάς, στα μάτια της οποίας, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να κάνει λάθος. Έκανε νομική και πολιτική καριέρα μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο το χρήμα και η δύναμη υπερισχύουν των κανόνων και του νόμου, και στο οποίο μάλιστα η ικανότητα να αρπάζεις και να φεύγεις, κάτι που δεν μπορούν οι απλοί πολίτες, είναι αυτό που αποδεικνύει τη συμμετοχή στην ελίτ. Εκείνο που έκανε τον Κον ανήθικο και όχι αμοραλιστή, ήταν ένα ορισμένο πνεύμα αντίδρασης, το πνεύμα του Μεφιστοφελή «που λέει πάντα όχι». Αν και ήταν μια ζωή με τους Δημοκρατικούς, καυχιόταν που τους την έφερε στις προεδρικές εκλογές του 1972. Αν και ήταν Εβραίος, συντάχθηκε με τους αντισημίτες αν και ήταν ένας γκέι που έβγαινε επιδεικτικά στη γύρα, έπαιρνε τους φίλους του σε εκδηλώσεις όπου μιλούσε ενάντια στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Ακόμα και ο αντικομμουνισμός του, ο οποίος, αντίθετα με του γερουσιαστή Μακάρθυ, φαίνεται πως ήταν γνήσιος, ταιριάζει μ' αυτό το μοτίβο, αφού το περιβάλλον απ' το οποίο προερχόταν, των νεοϋορκέζων εβραίων φιλελεύθερων και οπαδών του Ρούζβελτ, απεχθανόταν τη μισαλλοδοξία και το κυνήγι των μαγισσών.
Ως δικηγόρος (<<Δε με νοιάζει τι λέει ο νόμος, πες μου ποιος είναι ο δικαστής») είχε μια σαφή προτίμηση στους σκοτεινούς πελάτες και τους γκάνγκστερς, και όχι μόνο το έβρισκε χρήσιμο αλλά και το ευχαριστιόταν να λέει ότι μπορούσε να στείλει ανθρώπους στην ηλεκτρική καρέκλα. Πιο σημαντικό, επειδή αυτό τελικά τον έριξε, χλεύαζε όχι μόνο τις τυπικές υποχρεώσεις αλλά και τις άρρητες υποχρεώσεις του επαγγελματισμού. Δεν εξαπάτησε μόνο επαγγελματίες, αλλά ακόμα και το συγγραφέα-φάντασμα που έγραφε αντί γι' αυτόν τα βιβλία του, οποιονδήποτε πίστευε πως δεν μπορούσε να του κάνει κακό. Πρόδιδε τους πελάτες του δίχως ενδοιασμούς. Την εποχή που θα ήταν παιχνιδάκι για έναν
ΣΠΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λαμπρό και δικτυωμένο δικηγόρο να βγάλει εκατομμύρια με νόμιμα μέσα στο Big Apple, αυτός ήταν αγύρτης επειδή του άρεσε να είναι.
Δεν είχε ούτε πεποιθήσεις ούτε φιλοδοξίες. Οι μεγάλες εμπειρίες της εποχής του πέρασαν πλάι του δίχως να τον αγγίξουν: ο Πόλεμος, τα πολιτικά δικαιώματα, το Βιετνάμ, το Ισραήλ, η υπόθεση των μειονοτήτων. Δεν τον δελέαζαν ούτε τα αξιώματα ούτε το καθαρό ρίγος της συσσώρευσης του κεφαλαίου που κινούσε τόσους ανθρώπους απ' αυτούς με τους οποίους συναναστρεφόταν, τους μονοδιάστατους Φάουστ για τους οποίους έπαιζε το μεφιστοφελή προαγωγό. Δεν είχε τίποτα, δε μάζεψε τίποτα, δεν απέβλεπε σε τίποτα.
Τι ήταν αυτό που ήθελε τελικά, εκτός από το να κάνει πάντα το δικό του, να αποφεύγει τις δυσάρεστες σκέψεις και να απολαμβάνει την εξουσία στα παρασκήνια, τη δυνατότητα να κάνει χάρες και να απειλεί, να αναγνωρίζεται απ' αυτούς που μετράνε και από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία πάντα τον έτρεφαν ; Είναι πολύ αργά για να το μάθουμε. Εκτός από κάποιες απλήρωτες προσωπικές χάρες σε φίλους και εραστές και μια ικανότητα να διασκεδάζει, δεν έκανε κανένα καλό σε κανέναν, ενώ κατέστρεψε πολλούς, και όχι μόνο τα θύματα του Μακάρθυ αλλά, εξαιτίας της ανευθυνότητάς του, και τον ίδιο το γερουσιαστή . Πέθανε όπως έζησε, πηδώντας στην ουρά άλλων θυμάτων του Aids. Το καλύτερο που μπορούμε να πούμε γι' αυτόν, είναι ότι αν γεννιόταν σε κάποια άλλη χώρα δε θα είχε γίνει αυτό που έγινε. Σε καμιά άλλη χώρα δε θα είχε λάβει στο νοσοκομείο ένα προεδρικό τηλεγράφημα (<<Η Νάνσυ κι εγώ σε έχουμε στις σκέψεις μας και τις προσευχές μας»). Όταν όμως πέθανε, ακόμα και ο Λευκός Οίκος εποίησε την νήσσαν.
Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Ο KAPOrZO ΤΗΣ ΤΖΑΖ
Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύθηκε αρχικά στο New York Reνiew of Books στις 12 Μαιου 1988 ως παρουσίαση των βιβλίων: Johrι Chilforι , Sidney Bechet: The Wizard of Jazz, Νέα γόρκη 1988. και Jazz Odyssey: The Autobiography of Joe Darensbourg as told Ιο Peter Vacher. BaΙorι Rollge 1988.
Ήταν μεταξύ των πρώτων μουσικών που έπαιζαν αυτό που δεν είχε καλά καλά βαφτιστεί «τζαζ» και θεωρ�θηκε « ιδιoφυ�ς καλλιτέχνης», Πολύ λίγοι τζαζίστες είναι τόσο γνωστοί όσο ο Σίντνεϋ Μπεσέ, και μάλιστα από ανθρώπους που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι μ ' αυτ� τη μουσικ� , Κανενός άλλου η φων� δεν αναγνωρίζεται τόσο γρ�γoρα και εύκολα. Λίγους μ�νες μετά το θάνατό του αποκαλύφθηκε ένας ανδριάντας του στη γαλλικ� Ριβιέρα και, χάρη στους μόχθους του βιογράφου του, γνωρίζουμε πλέον ότι το πρόσωπό του εικονίζεται στα γραμματόσημα των δημοκρατιών του Τσαντ και της Γκαμπόν. Ο πoιητ�ς Philip Larkin έγραψε γι' αυτόν:
«Η φων� σου πέφτει πάνω μου όπως λένε πως πέφτει ο έρωτας Σαν ένα πελώριο ναι».
Στη δεκαετία του 1920 ο Μπεσέ θαυμαζόταν και από συναδέλφους του, και μάλιστα από ανθρώπους μεγάλης οξυδέρκειας, όπως ο Ντιούκ Έλλινγκτον και ο Benny Carter. Δεν είναι να απορεί κανείς, Στο κάτω κάτω �ταν ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που έκανε το σαξόφωνo σημαντικό όργανο της τζαζ,
Γιατί όμως, παρ' όλα αυτά, η καριέρα του Σίντνεϋ Μπεσέ (1897-1959) είναι, � μάλλον έγινε, περιθωριακ� σε σχέση με το κύριο ρεύμα της εξέλιξης της τζαζ ; Βρισκόταν σε μια στρατηγικ� θέση, και διέθετε με το παραπάνω πρωτοτυπία και ταλέντο για να γίνει ένα πρότυπο έμπνευσης για άλλους μουσικούς � ακόμα κι ένα σταθερό πρότυπο για όσους έπαιζαν κάποιο όργανο: ανθρώπους σαν τον Λούις Άρμστρονγκ, τον Coleman Hawkins, τον Django Reinhardt, τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Charlie Christian, τον John Coltrane. Κι όμως, παρότι ενέπνευσε τον Johnny Hodges της μπάντας του Έλλινγκτον, κατά τα άλλα είναι δύσκολο να ανιχνεύσουμε επιδράσεις που άσκησε όσο ζούσε, πέρα από την επίδρασ� του σε λευκούς οπαδούς του Ντίξιλαντ, Όταν οι λευκοί τζαζόφιλοι λάνσαραν τη μό-
320 ΤΖΑΖ
δα του Μπεσέ στα τέλη της δεκαετίας του 1930, δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, ούτε καν μεταξύ των μουσικών.
Το βιβλίο του John Chilton, το οποίο ανήκει σε εκείνα τα μνημεία αφοσιωμένης και επιστημονικής συλλογής στοιχείων που συχνά έχει εμπνεύσει η τζαζ στους πιστούς φίλους της, μας δίνει πολλές καινούργιες πληροφορίες για να κατανοήσουμε την απομόνωση του Μπεσέ. Το σίγουρο είναι ότι αντικαθιστά τους ρομαντικούς μύθους που περνούσαν για αυτοβιογραφία του Μπεσέ . ! Στο εξής θα αποτελεί την απαραίτητη βάση για κάθε περαιτέρω διερεύνηση μιας ζωής έξω απ' τα συνηθισμένα, η οποία αργά ή γρήγορα θα βρει το δρόμο της και για τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Γιατί, αλήθεια, πόσοι μπορούν να πουν ότι έχουν απελαθεί και από τη Βρετανία και από τη Γαλλία (από την πρώτη ύστερα από μια σύλληψη για βιασμό, από τη δεύτερη μετά από ένα πιστολίδι στη Μονμάρτη)' ότι είχαν μακροχρόνιες σχέσεις και με την Μπέσυ Σμιθ και με την Ζοζεφίν Μπέικερ, αλλά και μια μακρά, παθιασμένη, αν και διακοπτόμενη, σχέση με την Tallulah Bankhead' ότι ήταν τιμώμενα πρόσωπα στη Μόσχα στα μέσα της δεκαετίας του 1920, αφού πρώτα είχαν διδάξει το κλαρινέτο στον άνθρωπο που υποτίθεται ότι είναι ο πραγματικός Μ του Τζέημς Μποντ; Επίσης, ο Μπεσέ έπαιξε αργότερα για δύο σεζόν σ' ένα καλοκαιρινό κομμουνιστικό κάμπινγκ στο Berkshires, αψηφώντας τα παράπονα του Willie «The Lion» Smith, ο οποίος δεν μπόρεσε να το αντέξει πάνω από μια βδομάδα, λέγοντας πως: «ήταν το πιο ανάμεικτο κάμπινγκ που είχε δει και είχε ακούσει ποτέ - φυλές, φύλα και θρησκείες, ήταν όλα ανακατωμένα».
Σε αντίθεση με τους περισσότερους απ' τους μουσικούς της γενιάς του, ο Σίντνεϋ Μπεσέ ήταν στην ουσία ένας μονήρης τύπος και, σύμφωνα με τα λεγόμενα όσων είχαν συνεργαστεί μαζί του -συνεργασίες που σχεδόν πάντα τελείωναν άσχημα-, ήταν ένας άνθρωπος που έπρεπε να τον χειρίζεσαι με μεγάλη προσοχή. Είναι βέβαια γεγονός, ότι στους πιο εγωπαθείς χώρους της σόου μπίζνες, όπου μπορούμε να βρούμε και ορισμένους τζαζίστες, όσοι συναναστρέφονται με καλλιτέχνες έχουν γενικά την τάση να μιλάνε (κατ' ιδίαν) γι' αυτούς περισσότερο σαν να είναι τέρατα παρά άνθρωποι, όσον αφορά όμως τον Μ πεσέ, η συμφωνία όλων για το πόσο δύσκολο ήταν να ζεις δίπλα του ξεπερνά κατά πολύ τα συνηθισμένα παράπονα των μπούκερς και των ατζέντηδων.
«Αν σχημάτιζε την εντύπωση ότι δεν τον συμπαθούσες, ήταν επικίνδυνος», παρατηρεί ο Sammy Price, ο τεξανός πιανίστας των μπλουζ, ένας άνθρωπος που προερχόταν από ένα περιβάλλον όπου δε θα χαρα-
1. Sidney Bechet, Treat It Gentle: An Autobiography, Λονδίνο 1 960. Κυκλοφόρησε, ύστερα από ένα ταξίδι μετ' εμποδίων, μέσω εκδοτών, δικηγόρων και συνεργατών όπως ο John Ciardi.
Ο ΚΑΡΟΥΖΟ ΤΗΣ ΤΖΑΖ 3 2 1
κτήριζαν έτσι κάποιον που ήταν απλά ευέξαπτος. Μπορούσε να γίνει «σατανάς», παραδέχεται ο βιογράφος του. «Ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος για να συνεργαστείς μαζί του, εγωκεντρικός, αδιάφορος για τους άλλους, και εντελώς απρόθυμος να μοιραστεί έναν προβολέα», παρατηρεί ένας από τους πολλούς του μπούκερ. Ακόμα και ο Bob Wilber, ο πιστός μαθητής του, συμφωνεί ότι «μπορούσε να γίνει κακός και -δεν είναι υπερβολική η λέξη- παρανσ"ίκός [sic] ». Ήταν σίγουρος, ότι οι άλλοι συνωμοτούσαν διαρκώς εναντίον του κάνοντάς του -σε μία τουλάχιστον περίπτωση- μάγια, ενάντια στα οποία πήρε τα μέτρα του μελοποιώντας τον Τριακοστό Τρίτο Ψαλμό. Τόσο πολύ τον ανησυχούσε, που το έκανε δίχως αμοιβή. Με δυο λόγια, όπως στο ανέκδοτο που έλεγε ο Κοκτώ για τον Βίκτωρα Ουγκώ, ο Σίντνεϋ Μπεσέ πλησίαζε πολύ στο να είναι ένας τρελός που νόμιζε πως ήταν ο Σίντνεϋ Μπεσέ. Και στις δύο περιπτώσεις, η φαντασίωση ήταν δικαιολογημένη από τα αναμφιβόλως εξαιρετικά ταλέντα του ανθρώπου. Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, η φαντασίωση έγινε πραγματικότητα. Οι Γάλλοι ξαναάνοιξαν το Πάνθεον για το νεκρό Ουγκώ και έστησαν έναν ανδριάντα για το νεκρό Μ πεσέ. Ο Μπεσέ το θεωρούσε δεδομένο. «Η πιο δυνατή ανάμνησή μου», γράφει ένας μουσικός, «είναι να βλέπω τον Μπεσέ καθισμένο στα παρασκήνια σαν βασιλιάς στο θρόνο του. Εκεί δεχόταν τους πιστούς του υπηκόους, και ήταν κάμποσοι, με αυτοκρατορική συγκατάβαση . Ο Alfred Ιίοη, από τη Blue Note, ήρθε και κέρασε σαμπάνια τον Σίντνεϋ, που τη δέχθηκε με μια εγωκεντρική αλλά ηγεμονική υπόκλιση».
Αυτά τα χαρακτηριστικά αρκούν ίσως για να εξηγήσουν τη μουσική του απομόνωση . Στις οργανωμένες και δαπανηρές μορφές της βιομηχανίας του ζωντανού και κινηματογραφικού θεάματος, οι υπερβολές σολιψισμού κρατιόνταν, σε μεγάλο βαθμό, υπό κάποιο έλεγχο (μέχρι την εμφάνιση του ροκ-εντ-ρολλ) . Και η τζαζ είναι μια δημοκρατική τέχνη, μια τέχνη που διαμορφώνεται από ανθρώπους που παίζουν μαζί, και η οποία θέτει κάποια όρια σε όλους όσους συμμετέχουν: κανένας πατινέρ, όσο φοβερός και να 'ναι, δεν έχει στο χόκε"ί επί πάγου τα περιθώρια προσωπικής προβολής που έχει στο καλλιτεχνικό πατινάζ.
Αλλά ο Μπεσέ, ενώ φυσικά κατανοούσε το συλλογικό χαρακτήρα της μουσικής του, έδειχνε να απεχθάνεται κάθε εκδοχή της τζαζ που είτε δεν έστηνε τη συλλογικότητα γύρω από τη δική του κεντρική και κυρίαρχη φωνή, είτε δεν του έδινε, τουλάχιστον, την ευκαιρία να κάνει τακτικά τη σόλο επίδειξη της δεξιοτεχνίας του. Είναι σχεδόν σίγουρο, μάλιστα, ότι άφησε το κλαρινέτο για το σοπράνο σαξόφωνο, στο οποίο σχεδόν κανένας άλλος δεν ειδικεύτηκε εφ' όρου ζωής, λόγω της μεγαλύτερης δυνατότητας που είχε αυτό το όργανο να οδηγεί ή να επιβάλλεται σε ένα σύνολο. Ο Μπεσέ δεν μπορούσε να ανεχθεί τους τρομπετίστες
3 2 2 ΤΖΑΖ
που αναλάμβαναν την ηγεσία που παραδοσιακά ανήκε στο όργανό τους, και ειδικά αυτούς, σαν τον Λούις Άρμστρονγκ, που μπορούσαν να τον ξεπεράσουν και τους οποίους ζήλευε έντονα. Συνεργαζόταν καλύτερα με ήπιους χαρακτήρες που δεν του αμφισβητούσαν τα πρωτεία, όπως τους τρομπετίστες/κορνετίστες Tommy Ladnier και Muggsy Spanier, μαζί με τους οποίους έκανε γοητευτικές ηχογραφήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις άφηνε αρκετό χώρο για τα δικά τους σόλο. Ακόμα πιο άνετα αισθανόταν με όργανα, όπως το πιάνο, που συμπλήρωναν το δικό του, όπως με τον Earl Hines στο περίφημο «Blues ίη Thirds».
Κατά βάθος είχε το ένστικτο, όχι όμως και το ταλέντο, ενός στρατιωτικού διοικητή ή ακόμα ενός ηθοποιού-θιασάρχη της παλιάς σχολής, που θεωρούσε δεδομένο ότι το σόου στρεφόταν γύρω από αυτόν. Γι' αυτόν το λόγο αργότερα αισθανόταν άνετα με νεαρούς, λιγότερο ταλαντούχους και λιγότερο έμπειρους, γάλλους μουσικούς, για τους οποίους ήταν ο τιμημένος σενσέι, ο δάσκαλος, ακόμα κι όταν έκοβε το σόλο όσων σήκωναν τα μάτια τους στα κορίτσια που γούσταρε ο ίδιος.
Ωστόσο, ο Bill Coleman, ο ευαίσθητος εκπατρισμένος τρομπετίστας, είχε άδικο να κατηγορεί τον Μπεσέ ότι «χαιρόταν μόνον όταν μπορούσε να δίνει κοφτά διαταγές σε ερασιτέχνες». Το πιο πολύ που μπορεί να πει κανείς, είναι ότι του χρειαζόταν περισσότερος έλεγχος απ' ό,τι του άρεσε ή απ' ό,τι είχε συνήθως. Οι καλύτερες δουλειές που έχει κάνει είναι με μικρά συγκροτήματα μουσικών, ο καθένας απ' τους οποίους θεωρούσε δεδομένο το ταλέντο και, κυρίως, τον επαγγελματισμό του άλλου. Έπαιξε μερικά υπέροχα κομμάτια το 1949 με τον μποπ ντράμερ Kenny CΙarke, αν και κανείς από τους δύο δεν είχε ιδιαίτερη συμπάθεια ή αίσθηση για τη μουσική του άλλου. Ακόμα καλύτερος ήταν όταν μοιραζόταν τις βασικές ιδέες πάνω στο στήσιμο και τη διαδικασία με τους συνεργάτες του, όπως θυμάται ένας παλιός του μουσικός:
«ο Μπεσέ και ο [μπασίστας Wellman] Braud έφτασαν φορώντας μεγάλα παλιά παλτά και καπέλα' νομίζω ότι ο Μπεσέ φορούσε έναν μπερέ. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο και αντάλλασσαν αστε"ίσμούς. Ήταν σαν ένα αρχαίο τελετουργικό μεταξύ δύο οπλαρχηγών. Ο Muggsy [Spanier] συμμετείχε ενώ ζεσταινόταν - σαν ένα είδος προσέγγισης. Όντας συνηθισμένος στο ρατζματάτζ [των προετοιμασιών της σουίνγκ ορχήστρας], αναρωτιόμουν τι επρόκειτο να συμβεί: ένα, δύο, τρία, τέσσερα και απ! Η μουσική εκρήγνυται στο χώρο! ».
Ωστόσο, η απομόνωση του Μπεσέ δεν ήταν μόνο προσωπική αλλά και γεωγραφική. Η τζαζ, ανάμεσα στ' άλλα, είναι και μια μουσική της διασποράς. Η ιστορία της εντάσσεται στη μαζική μετανάστευση από τον Παλιό Νότο, και έχει φτιαχτεί από ανθρώπους που ήταν, για οικονομι-
Ο ΚΑΡΟΠΟ ΤΗΣ ΤΖΑΖ
κούς αλλά και συχνά για Ψυχολογικούς λόγους, ελεύθεροι, δίχως δεσμεύσεις ανθρώπους που περνούσαν πολύ καιρό ταξιδεύοντας. Σίγουρα δε θα είχε γίνει τόσο γρήγορα μια εθνικής εμβέλειας μουσική, αν δεν τη μετέφεραν στην κυριολεξία οι μουσικοί σε μέρη που ώς τότε ήταν άγνωστη. Η αυτοβιογραφία του Joe Darensbourg, Η Οδύσσεια της τζαζ, μας παρουσιάζει με θαυμάσιο τρόπο αυτή την εξάπλωση της τζαζ της Νέας Ορλεάνης, φωτίζοντας έτσι τη γενιά των σκαπανέων στην οποία ανήκει και ο Μπεσέ. Παίρνει τον ήρωά της από τη δεκαετία του 1920 στο Baton Rouge, και μέσω Λος Άντζελες, Μισσισιπή, Τενεσσή, Σαιν Λούις και Harrisburg τον φέρνει πίσω στη Δυτική Ακτή και μέχρι πάνω στον Ειρηνικό, βορειοδυτικά, όπου ήλπιζε να ανοίξει το δρόμο στην τζαζ. Στην ιστορία αυτής της μουσικής, πόλεις σαν το Σηάτλ, το Πόρτλαντ και το Spokane δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου, αλλά ο Darensbourg δείχνει ότι τουλάχιστον οι κοινωνικοί ιστορικοί της τζαζ θα πρέπει να εξετάσουν πιο σοβαρά το ρόλο των βορειοδυτικών περιοχών. (<<Κυκλοφορούσε η φήμη στους μουσικούς ότι μπορούσες να βγάλεις λεφτά στο Σηάτλ. Ήταν μια πόλη του χρήματος», λέει ο Darensbourg).
Παρ' όλα αυτά. οι περισσότεροι από τους μετακινούμενους τζαζίστες παρέμειναν εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, που, όπως και να 'χει, ήταν το μέρος όπου γίνονταν πράγματα. Ο Μπεσέ ανήκει στους λίγους που εξαρχής στράφηκαν προς τη διεθνή αγορά των μαύρων καλλιτεχνών: γυναίκες όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ, που τις ανακάλυψε το Παρίσι, και άνδρες σαν τον πιανίστα Teddy Weatherford, που, από τη δεκαετία του 1920, δρούσε κυρίως στα μεγάλα λιμάνια της Ασίας όπως η Σανγκάη και η Καλκούτα, ή τον τρομπετίστα ΒίΗ Coleman, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ζούσε κυρίως στη Γαλλία. Ο ίδιος ο Μπεσέ πέρασε μόνο τρία χρόνια της δεκαετίας του 1920 στις ΗΠΑ (1922-1925) και τα υπόλοιπα στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία και άλλες μικρότερες ευρωπα'ίκές χώρες, πράγμα που εξηγεί το γιατί έκανε λιγότερες ηχογραφήσεις, σε σχέση με λιγότερο ταλαντούχους μουσικούς, αλλά και το γιατί, όταν επέστρεΨε στις ΗΠΑ το 1931 , οι νεότεροι μουσικοί τον θεωρούσαν ξεπερασμένο σε σχέση με γνωστούς σαξοφωνίστες όπως ο Hawkins και ο Benny Carter. Μέσα στα επτά χρόνια που είχαν περάσει από τότε που είχε φύγει, είχαν συμβεί πάρα πολλά στην ταχύτατα εξελισσόμενη μουσική . Πολλοί από τους νεότερους μουσικούς της εποχής του σουίνγκ συνέχισαν μάλλον να τον θεωρούν σαν έναν δυνατό μεν αλλά παλιομοδίτη μουσικό.
Πράγματι, η θέση του Μ πεσέ ήταν τόσο περιθωριακή, που μαζί με τον Tommy Ladnier άφησαν την αποκλειστική απασχόληση με τη μουσική και άνοιξαν ένα ραφτάδικο και καθαριστήριο στο Χάρλεμ το 1933 (το οποίο απέτυχε, όπως κι όλα τα άλλα επιχειρηματικά σχέδια του Μπεσέ,
ΤΖΑΖ
που -κακώς- θεωρούσε τον εαυτό του επιχειρηματία), ενώ το 1939 σκέφτηκε και πάλι ν ' αφήσει τη μουσική για ν ' ανοίξει ένα φαγάδικο στη Φιλαδέλφεια. Εν ολίγοις, ο άνθρωπος που υπήρξε μεγάλη μορφή στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στα σαράντα δύο του έδινε την εντύπωση ενός εξαντλημένου ταλέντου, μια εντύπωση που την ενίσχυε και το γεγονός ότι εμφανισιακά έδειχνε μεγαλύτερος από την ηλικία του.
Γύρισε βέβαια στις ΗΠΑ σε μια κακή εποχή για την τζαζ. Δεν ήταν τόσο ότι η κρίση είχε οδηγήσει στον πάτο την αγορά των δίσκων της τζαζ, οι οποίοι ήδη δεν απέδιδαν αρκετά στους μουσικούς, όσο το ότι η χοτ τζαζ, η οποία είχε, κατά κάποιον τρόπο, συνδεθεί με το κλίμα της χρυσής δεκαετίας του 1920, έπεσε θύμα της καταθλιπτικής ατμόσφαιρας και των οικονομικών δυσχερειών της κρίσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 έχουμε διεθνώς μια μετατόπιση των γούστων του κοινού από τη γρήγορη και δυνατή μουσική προς την ονειροπόληση, πράγμα που δεν έχει επισημανθεί από τους ιστορικούς της τζαζ. Οι γερμανοί κριτικοί το παρατήρησαν, μάλλον με ικανοποίηση, για τα χρόνια 1931 με 1933. Ο Chilton δείχνει ότι το ίδιο ήταν εμφανές και στο Χάρλεμ. Το 1932 ο Rudy Vallee μάζεψε σε μια βραδιά 2.800 πελάτες σε μια μεγάλη αίθουσα χορού, ενώ ο Έλλινγκτον μόνο το ένα τέταρτο απ' αυτούς ο Guy Lombardo μάζεψε 2 . 200, ενώ ο Cab Calloway μόνο 500' ο Ben Bemie 2 .000, ενώ ο Λούις Άρμστρονγκ μόνο 350. Ο Μπεσέ δεν ήταν ο μόνος μουσικός που αντιμετώπιζε δυσκολίες, και θα πρέπει να ήταν πολύ σκληρό για έναν άνθρωπο που είχε τέτοια επίγνωση των χαρισμάτων του, να μην έχει ούτε χρήματα ούτε υπόληψη μεταξύ των συναδέλφων του.
Εκείνο που τον έσωσε, ήταν το παράξενο και αναπάντεχο φαινόμενο της «αρχαιολογίας» της τζαζ, που πήρε τη μορφή της αναζήτησης της αυθεντικής μουσικής της Νέας Ορλεάνης από παθιασμένες ομάδες νεαρών λευκών τζαζόφιλων για τους οποίους η τζαζ δεν ήταν απλά ένα είδος μουσικής αλλά και ένα σύμβολο και ένας σκοπός. Η αναβίωση του Ντίξιλαντ έχει απορριφθεί (στο The New Grove) ως «το πιο μακρόβιο κίνημα της τζαζ [ . . . ] αλλά και το μόνο που δεν παρήγαγε αξιόλογη μουσική».2 Κι όμως, και μόνο που επανέφερε τον Μπεσέ στην κύρια παράδοση της τζαζ, δικαιώνει την ύπαρξή του.
Ο Μπεσέ πάντοτε προκαλούσε το ενδιαφέρον των ειδημόνων της μουσικής. Ο Emest Ansermet έγραψε το 1919 το γνωστό πανηγυρικό που παραθέτουν όλοι, ενώ τον ίδιο καιρό ο Edward J. Dent, ο υπερασπιστής της όπερας του Μότσαρτ, τον ξεχώρισε από όλη την υπόλοιπη Southem Syncopated Orchestra, την οποία θεωρούσε κατά τα άλλα «εφιαλτική
2. Paul OIiver - Max Harrison - William Bolcom. The New Grove: GospeI. BIues and ]azz. Νέα Υόρκη 1 987, σ. 292.
Ο ΚΑΡΟΎΖΟ ΤΗΣ ΤΖΑΖ
διασκέδαση». Ο ξεχασμένος ύμνος του Ansermet (<<Θέλω να σημειώσω το όνομα αυτού του ιδιοφυή καλλιτέχνη' όσο για μένα, δε θα το ξεχάσω ποτέ, είναι ο Σίντνεϋ Μπεσέ») διαδόθηκε ευρέως μετά το 1938 όταν αναδημοσιεύτηκε στο (γαλλικό) Le Jazz Hot και στο (βρετανικό) Melody Maker. 3
Η μικρή αλλά επίλεκτη ομάδα των φίλων της τζαζ που είχαν γνώση του αντικειμένου, δεν είχε πρόβλημα να αναγνωρίσει την ποιότητά του, πέρα απ' αυτούς όμως δεν ήταν πολλοί οι άλλοι που άκουγαν τα εφήμερα γκρουπ σαν τους New Orleans Feetwarmers του 1932-1933 και τα έξι κομμάτια που ηχογράφησαν. Όταν γύρω στο 1935 αναπτύχθηκε και πάλι μια αγορά για την τζαζ, αυτοί οι φαν κατάφεραν να εξασφαλίσουν στον Μπεσέ λίγες εμφανίσεις με μικρά γκρουπ, οι οποίες τον έφεραν για πρώτη φορά ενώπιον του βασικού κοινού της τζαζ και έφτιαξαν τη φήμη του: οι ηχογραφήσεις του 1937 στη δισκογραφική εταιρεία Variety (με πρωτοβουλία της Helen Oakley και τη στήριξη των παλιών θαυμαστών του Μπεσέ, Έλλινγκτον και Hodges), οι κλασικές ηχογραφήσεις των Μπεσέ και Ladnier το 1938 που οργάνωσε ο γάλλος πρωτοπόρος κριτικός Hugues Panassit\ και, βέβαια, ο John Hammond και το περίφημο κοντσέρτο των New Masses στο Carnegie Hall: «Από τα σπφίτσουαλς στο σουίνγκ». Αυτά ενέπνευσαν και τις ηχογραφήσεις του Μπεσέ το 1939 οι οποίες έγιναν από τον ενθουσιώδη φίλο της τζαζ Alfred Lion, που είχε προσφάτως φύγει από το Βερολίνο, και οι οποίες εδραίωσαν τη νέα του δισκογραφική εταιρεία Blue Note αλλά και τον Μπεσέ.
Οι ευρωαμερικανοί σωτήρες του Μπεσέ εκτιμούσαν την παράδοση της Νέας Ορλεάνης -όπως άλλωστε και κάθε λάτρης της τζαζ- και πάσχιζαν πάντοτε να επαναφέρουν στο προσκήνιο λησμονημένους καλλιτέχνες, δεν ήταν όμως ειδήμονες στη μουσική της Νέας Ορλεάνης. Ακόμα και οι εμφανίσεις των Μπεσέ και Ladnier που, όπως έχει λεχθεί, «είχαν περισσότερη σχέση με την αναβίωση του Ντίξιλαντ από οποιεσδήποτε άλλες», διακρίνονταν περισσότερο για την καλλιτεχνική τους ποιότητα παρά για την αυθεντικότητά τους. Ωστόσο, πίσω απ' όλα αυτά υπέβοσκε μια σκοτεινή παλίρροια νοσταλγίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νεαρών μεσοαστών, για την αγνή, την όμορφη, τη μοναδική αληθιv'ή μουσική τζαζ, αυτήν που είχε κατά κάποιον τρόπο προδοθεί όταν έκλεισαν το Storyville και οι μουσικοί ανέβηκαν τον Μισσισιπή, αν και οι επιβιώσαντες της δεκαετίας του 1920 που προσπαθούσαν σε μικρά γκρουπάκια ήταν καλύτεροι απ' το τίποτα, κι ειδικά αν ήταν μαύροι.
3. Ωστόσο, η αρνητική κρίση του Ansermet τριάντα χρόνια αργότερα ( "Ο ι μέρες της τζαζ τελείωσαν. Έδωσε τη συμβολή της στη μουσική. Τώρα από μόνη της είναι απλά μονότονη») δε γνωστοποιήθηκε από τους τζαζόφιλους ή τους θαυμαστές του Μπεσέ, παρότι ο Chilton την παραθέτει (σ. 207).
ΤΖΑΖ
Η αναβίωση του Ντίξιλαντ ή της μουσικής της Νέας Ορλεάνης ήταν ουσιαστικά ένα μη μουσικό φαινόμενο, παρότι θα επέτρεπε σε τεράστιους αριθμούς ερασιτεχνών να διασκεδάσουν παίζοντας το «Muskrat Ramble» και ανάλογα κομμάτια. Ανήκει στην πολιτισμική και διανοητική ιστορία, και γι' αυτό αξίζει μιας σοβαρής έρευνας που δεν έχει ακόμα γίνει. Ήταν ένα καθαρά λευκό κίνημα, αν και φυσικά ευπρόσδεκτο από τους ηλικιωμένους κρεολούς μουσικούς, ειδικά όσους είχαν πάρει την κάτω βόλτα. Η «Νέα Ορλεάνη» έγινε ένα πολλαπλό σύμβολο: αντιεμπορική, αντιρατσιστική, προλεταριακή-λα'ίκή, ριζοσπαστική «New Deal», ή απλά αντισυμβατική και αντιπατριαρχική, ανάλογα με τα γούστα του καθενός.
Στις ΗΠΑ και σ' άλλες αγγλόφωνες χώρες, το ιδεολογικό της στίγμα βρισκόταν κάπου μεταξύ του New Deal και του Κομμουνιστικού Κόμματος, αν και για τους περισσότερους από τους νεαρούς θαυμαστές επρόκειτο μάλλον για κάτι που απλά. μιλούσε άμεσα σε αδιαμόρφωτες ακόμα ψυχές. Ένας από αυτούς που εξέδωσαν το 1939 το Jazzmen, την πρώτη αμερικανική ιστορία της τζαζ που βασιζόταν πάνω σε έρευνα, ένα βιβλίο που άσκησε μεγάλη επίδραση διεθνώς, ήταν ένας μουσικοκριτικός της [κομμουνιστικής εφημερίδας] Daily Worker. Το ρεύμα της αναβίωσης συνέδεε την υπόθεση των μαύρων και τη (μειοψηφική) αγάπη για την τζαζ με το λα"ίκό τραγούδι και τη λα'ίκή μουσική, παλιά και νέα, που ήταν και παρέμειναν για πολύ καιρό οι βασικοί στυλοβάτες της αριστερής υπο-κουλτούρας που συγχωνεύθηκε μέσα στην κουλτούρα του New Deal .
Έτσι ο Μπεσέ, «ένας άνθρωπος με ανοιχτά μουσικά γούστα», ανακάλυπτε πως «είχε με κάποιον τρόπο φθάσει στον κόσμο του Ντίξιλαντ». Γι' αυτόν το Ντίξιλαντ υπήρξε καταρχήν το κλειδί για την αναγνώριση . Οι ηχογραφήσεις του 1940 ήταν η απόδειξη ότι τα είχε καταφέρει, και μάλιστα (δεδομένης της καθυστερημένης επανεκκίνησής του) με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Από τότε και στο εξής κανένας κατάλογος των «μεγάλων της τζαζ» δε θα τον άφηνε απ' έξω. Κατά δεύτερο λόγο, το κίνημα του Ντίξιλαντ του πρόσφερε την ευκαιρία να συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε πάντα, μια που, όπως είχε πει στον Ansermet το 1919, ακολουθούσε «το δικό του δρόμο» δίχως να τον νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Η ηλικία του τον καθιστούσε τον αδιαφιλονίκητο πατέρα της τζαζ της Νέας Ορλεάνης, και το στυλ του ήταν επομένως, εκ των πραγμάτων, υπεράνω κριτικής. Πράγματι, ο Μ πεσέ αισθανόταν πολύ άνετα μέσα στο λιτό στήσιμο του Ντίξιλαντ, μια που κατά κύριο λόγο ήταν ένας γραμμικός αυτοσχεδιαστής και μελωδιστής, και δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα αρμονικά παιγνίδια αυτά καθαυτά. Και εν πάση περιπτώσει, ήταν πολύ ευχαριστημένος που αυτές οι δυνατές, ρέουσες, ελικοειδείς και παλλόμενες πλεξούδες όμορφου ήχου (ο Άρμστρονγκ ονόμαζε τον ήχο του «μια κανάτα χρυσαφένιου μελιού») ήταν εύκολα προσιτές ακόμα και στους μη ειδή-
ο ΚΑΡΟΠΟ ΤΗΣ ΤΖΑΖ
μονες, με εξαίρεση εκείνους -που πάντοτε υπήρχαν- που δεν άντεχαν το έντονο βιμπράτο του. Δεν ήταν, κι ούτε χρειαζόταν να είναι, στενά προσηλωμένος στην παράδοση, δεν ήταν όμως και υποχρεωμένος να ευθυγραμμίζεται με την εποχή του' αυτό δεν τον απέτρεπε να παίζει υπέροχα μαζί με οποιονδήποτε μουσικό πρώτης σειράς, ανεξαρτήτως στυλ.
Σε ποιο βαθμό το Ντίξιλαντ του εξασφάλιζε ένα εισόδημα ; Αυτό είναι σίγουρα το πρώτο ερώτημα που τον απασχολούσε. Είναι βέβαιο ότι στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στο κοινό των επανανακαλυφθέντων μικρών γκρουπ των μουσικών της δεκαετίας του 1920, που στο κλαμπ Nick's βρήκαν ένα στέκι στο Greenwich Village, και στο πρόσωπο του Eddie Condon τον άνθρωπο για τις δημόσιες σχέσεις τους. Επίσης βασιζόταν στις επαφές του στο χώρο της Αριστεράς για το κλείσιμο εμφανίσεων, αν και δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό αυτές οι επαφές ήταν καθαρά εμπορικού χαρακτήρα. (Σίγουρα, παρά τις υποψίες για κομμουνιστικές τάσεις και τις καλές αναμνήσεις που είχε από τη Ρωσία, είναι δύσκολο να δούμε τον Μπεσέ ως πολιτικό πρόσωπο, κι ακόμα λιγότερο ως έναν κόκκινο ανάμεσα σε μαύρους τζαζίστες). Όσον αφορά την αναβίωση της Νέας Ορλεάνης, αναγνώριζε τις δυνατότητες που προσέφερε για ένα πιστοποιημένο ιδρυτικό μέλος της Crescent City. Όποια κι αν ήταν τα κίνητρά του, με τη συνεργασία του το 1945 με τον Bunk Johnson, έναν παλιό τρομπετίστα που τον είχαν ξεθάψει οι οπαδοί της παράδοσης και τον είχαν κάνει εικόνισμα της αυθεντικότητας, έδειξε στους φαν το που στεκόταν. Όπως κι άλλες προηγούμενες συνεργασίες του, έληξε κι αυτή με άσχημο τρόπο.
Καμιά όμως απ' όλες αυτές τις δουλειές δεν του παρείχε ένα εισόδημα στα επίπεδα που ο Μπεσέ θεωρούσε ότι ανταποκρίνονταν στην υπόληψή του, αν και από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχε πια σημαντικά δικαιώματα από τους δίσκους. Αυτό που τελικά έλυσε τα προβλήματά του ήταν η πρόσκληση να πάει στη Γαλλία το 1949. Σ ' αυτή τη χώρα, όπου η τζαζ διέθετε πολύ μεγάλο πνευματικό και πολιτιστικό κύρος και είχε συνδεθεί με την Αντίσταση, ο Μπεσέ βρήκε αυτό που πάντοτε ονειρευόταν: ένα τεράστιο κοινό, για το οποίο ο άνθρωπος με το γαλλικό επώνυμο και το σπονσοράρισμα των γάλλων κριτικών, ήταν μια πιστοποιημένη ιδιοφυ-Ια της τζαζ, και μια κοινότητα νέων μουσικών που η καρδιά τους χτυπούσε έντονα μόνο στη σκέψη ότι θα τους έκανε την τιμή να κατέβει στα καταγώγιά τους. Η Γαλλία έγινε το μόνιμο σπίτι του, κι αυτός έγινε ένα είδος πολιτιστικής μασκότ, όπως ήταν πριν η Ζοζεφίν Μπέικερ. Τον απάλλαξε από τις προσωπικές και επιχειρηματικές εντάσεις που πάντοτε αναστάτωναν τη ζωή του στις ΗΠΑ. Έζησε τη ζωή του σαν ένας ευτυχισμένος αυτοεξόριστος.
Ο άνθρωπος που προβάλλει μέσα από τη αξιοθαύμαστη έρευνα του
ΤΖΑΖ
Chilton είναι ταυτόχρονα ένα χαρακτηριστικό προ'ίόν της Νέας Ορλεάνης αλλά και ένας πολύ ιδιόρρυθμος χαρακτήρας. Ως μέλος της κοινωνίας των έγχρωμων Κρεολών, της τάξης των (γαλλόφωνων) ελεύθερων μιγάδων τεχνιτών και μικροαστών, που ο μετεμφυλιακός φυλετικός διαχωρισμός πίεσε να συγχωνευθούν με τους μαύρους, είχε πάρει τις μουσικές και επαγγελματικές δεξιότητες της κοινότητάς του. Σε όλη του τη ζωή μπορούσε να κάνει το ράφτη και το μάγειρα, αν και αρνήθηκε να μαθητεύσει σε ένα επάγγελμα, όπως οι περισσότεροι κρεολοί μουσικοί. Αρνήθηκε όμως επίσης, κι αυτό δεν ήταν τυπικό, να μάθει να διαβάζει μουσική, στην αρχή σίγουρα επειδή φαινόταν περιττό για ένα τόσο λαμπρό φυσικό μουσικό ταλέντο, αργότερα από αντίδραση, και στο τέλος ίσως από πείσμα.
Είχε πάρει τους καλούς τρόπους της κρεολικής κοινωνίας της Νέας Ορλεάνης, την αγάπη για το αξιοπρεπές ντύσιμο, τη δικαιολογημένη περηφάνια της για τη μουσική της παράδοση, και ίσως και την ασυνήθιστη αδιαφορία για τις φυλετικές σχέσεις που χαρακτήριζε τους μουσικούς της Νέας Ορλεάνης. Από την αυτοβιογραφία του Joe Darensbourg δεν μπορεί κανείς να καταλάβει αν ήταν λευκός ή μαύρος. Ο ίδιος ο Μπεσέ έλεγε συχνά ότι τον ενδιέφερε περισσότερο το μουσικό ταλέντο ενός ανθρώπου παρά το χρώμα του δέρματός του, ενώ είχε πει, με αφορμή τον Mezz Mezzrow, έναν λευκό υπέρμαχο της ανωτερότητας των μαύρων, ότι «η φυλή δεν έχει σημασία, αυτό που μετράει είναι να βρίσκεις τις σωστές νότες».
Ίσως και το έντονο ενδιαφέρον του για την κλασική μουσική, το οποίο είχε την ευκαιρία να αναπτύξει στη Μόσχα -τις μέρες που ήταν ελεύθερος πήγαινε τακτικά σε συμφωνικά κοντσέρτα πριν κατέβει στα νάιτ κλαμπ-, να βασιζόταν στην προ του 1914 μουσική κουλτούρα των μικροαστικών οικογενειών των Κρεολών της Λουιζιάνας, μια κουλτούρα που έχει αναλογίες με αυτή του Δουβλίνου του Τζέημς Τζόυς. Ο Καρούζο, απ' τον οποίον ο Μπεσέ ισχυριζόταν πως είχε πάρει το βιμπράτο του, ανήκε και στις δύο. Και εν πάση περιπτώσει, ο Μπεσέ, μια μεγάλη μορφή του espressiνo, μπορούσε να βάλει ένα παράθεμα από τους Pagliacci σε ένα σόλο, το ίδιο εύκολα που κρεμούσε και το πορτρέτο του Μπετόβεν στον τοίχο του.
Παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν ένας άνθρωπος με μια πολύ ιδιόρρυθμη στάση μέσα στο περιβάλλον του. Οι τζαζίστες είναι γενικά πιο ανεκτικοί στις ανθρώπινες ιδιοτροπίες από τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά παρότι όλοι όσοι έπαιζαν μαζί του, θαύμαζαν τις καταπληκτικές μουσικές του ικανότητες, η άποψη που επικρατούσε για τον Μπεσέ μέσα στις ορχήστρες ήταν ιδιαιτέρως αρνητική, ανεξάρτητα από το αν είχε μαζί του το σκυλί και το μαχαίρι που συχνά τον συνό-
Ο ΚΑΡΟΥΖΟ ΤΗΣ ΤΖΑΖ
δευαν. Ακόμα και Ο Έλλινγκτον, που τον θαύμαζε και σκεφτόταν σοβαρά να τον φέρει και πάλι στην ορχήστρα του το 1932, τελικά κατέληξε να μην το κάνει. Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να συμβιώσει κανείς για πολύ καιρό μαζί του, αν και με τις γυναίκες του ήταν πιο εύκολο να κρατάει τα γλυκά λόγια και την ευγένεια της νεοορλεάνικης γοητείας.
Παραμένει μια εξαιρετική μορφή της τζαζ: ένας ρολίστας που δεν ήταν καλός στο να διαλέγει τους ρόλους του, ένας άνθρωπος που συχνά ζούσε σ' έναν φανταστικό κόσμο, ένας παράξενος οδοιπόρος που ερχόταν κι έφευγε, και δεν αισθανόταν πουθενά σαν στο σπίτι του, παρά μόνο στο θρόνο που πίστευε ότι δικαιούταν, που δεν ήταν σε κανέναν πιστός παρά μόνο στον εαυτό του' ήταν όμως ένας εκπληκτικός, αξέχαστο ς καλλιτέχνης, τελείως πρωτότυπος, παρότι έμεινε κοντά σε μια απαρχαιωμένη παράδοση. Μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ακόμα και από τους μοντερνιστές, όπως δείχνει και η εξάπλωση του σοπράνο σαξόφωνου ανάμεσά τους, ένα όργανο που ήταν σχεδόν μονοπώλιό του. Ο Coltrane το υιοθέτησε από το 1961 . Έγινε ένας μετά θάνατον κλασικός.
Κι όμως, τι θα είχε απογίνει αν δεν ήταν εκείνοι οι λιγοστοί διανοούμενοι της τζαζ που τον ανακάλυψαν, οι μικρές δισκογραφικές εταιρείες στα τέλη της δεκαετίας του 1930, τα λευκά παιδιά στα υπόγεια κλαμπάκια, οι Γάλλοι που πραγματοποίησαν τα όνειρα του ; Δε θα μπορούσε να ταιριάξει στις μεγάλες ορχήστρες του σουίνγκ. Θα ήταν κάπου εκεί στο χώρο, όμως οι νεότεροι μουσικοί θα άφηναν τόπο για έναν γέρο με φωνή από το παρελθόν, που δεν ενδιαφερόταν για τις νέες ιδέες και είχε τη φήμη εγωπαθή, δύστροπου και φιλάργυρου ; Ίσως μετά το θάνατό του μερικοί μουσικοί να ανακάλυπταν, από καθαρή τύχη, τα ξεχασμένα έξι κομμάτια του 1932, να άκουγαν το καταπληκτικό «Maple Leaf Rag», και να αισθάνονταν αυτό που είπε ο Coltrane: «Όλοι αυτοί οι παλιοί, έπαιζαν άραγε έτσι ;» . Όχι βέβαια, ο Μπεσέ όμως έπαιζε.
Χάρη στους λευκούς μεσοαστούς δε χρειάζεται να Ψάχνουμε για να ξεθάψουμε μια χούφτα από εβδομηνταοχτάρια. Είχαμε την τύχη να ανακαλύψουμε έναν κλασικό πριν πεθάνει. Αυτό τελικά αποτελεί μια κάποια δικαίωση για τους τζαζόφιλους, ακόμα και για εκείνους που δεν ξέρουν πολλά από τζαζ. Μόλις τον άκουσαν, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσουν την ευφράδεια, το λυρικό πάθος, τη ρυθμική χαρά και τα μπλουζ που έβγαιναν μέσα από το πνευστό του Μπεσέ όποτε το φυσούσε. Οι φαν δεν ερωτεύονται πάντα τους καλύτερους στην τέχνη, αυτή τη φορά όμως δε λάθεψαν.
Ι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
Ο ΚΑΟΥΝΤ Μ ΠΕrΣΙ
Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύτηκε αρχικά στο New York Review of Books στις 1 6 Ιανουαρίου του 1986, ως παρουσίαση των βιβλίων: Good Morning Blues: The Autobiography of Count Basie as told Ιο Albert M urray, Νέα Υόρκη 1986, και Stanley Dance, The World of Count Basie, Νέα Υόρκη 1985.
Κάπου μέσα στη δεκαετία του 1950, η αμερικανική λα'ίκή μουσική διέπραξε μια πατροκτονία: το ροκ δολοφόνησε την τζαζ. Ο Κάουντ Μπέισι περιγράφει τη στιγμή του φόνου στην αυτοβιογραφία του:
«γινόταν χαμός μέσα σ' ένα θέατρο κάπου κάτω στη 1 4η οδό, και φτάναμε εκεί κάτω γύρω στις έντεκα, δεν μπορούσες να πλησιάσεις από τον πολύ κόσμο [ . . . ] Το θυμάμαι καλά, και θυμάμαι και τι γινόταν. Άρχιζε το πρόγραμμα, κι όλα τα παιδιά χοροπήδαγαν, χόρευαν, χειροκροτούσαν και σφύριζαν . Μετά, όταν ερχόταν η σειρά μας, σχεδόν όλοι σηκωνόντουσαν να πάνε έξω να φάνε τα ποπ κορν και το παγωτό τους, κι εμείς παίζαμε μπροστά σε σχεδόν άδεια καθίσματα. Μετά, αφού τελειώναμε εμείς, μαζεύονταν πάλι μέσα. Δεν κάνω πλάκα. Έτσι κι εμείς, κατεβαίναμε κάτω και παίζαμε πόκερ μέχρι νά 'ρθει πάλι η σειρά μας. Έτσι γινόντουσαν τα πράγματα. Αυτά τα παιδιά δε νοιάζονταν καθόλου για την τζαζ, Μερικά μπορεί να έρχονταν μπροστά και προσπαθούσαν να μας ακούσουν όσο άντεχαν, κι εμείς δοκιμάζαμε και με αργά και με γρήγορα κομμάτια, αλλά αποτέλεσμα κανένα. Δεν είχαν έρθει ν' ακούσουν τέτοια. Γι' αυτούς ήμασταν μόνο ένα διάλειμμα. Αυτό, και τίποτε άλλο. Έπρεπε να το δούμε καταπρόσωπο».
Αν κάποιος ήθελε να διασκευάσει σε θεατρικό το Good Morning Blues, αυτή η εικόνα του μεσόκοπου μπαντλήντερ που αποδέχεται στωικά την ήττα του πληγωμένος βαθιά, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ωραία αυλαία. Η καριέρα όμως του Μπέισι συνεχίστηκε για τριάντα ακόμα χρόνια, αν και τα απομνημονεύματά του τα προσπερνούν αυτά μάλλον βιαστικά. Δεν πρόλαβε να δει τη σημερινή νεκρανάσταση της τζαζ ως ενός είδους αμερικανικής κλασικής μουσικής για την επαγγελματική μεσαία τάξη και ως μουσικής δείπνου · για τα ρεστωράν του Κάτω Μανχάταν που συχνάζουν οι γιάπηδες.
Αυτές οι τελευταίες δεκαετίες πριν το θάνατό του, το 1984, δεν ήταν
Ο ΚΑΟΥΝΤ ΜπεΥΣΙ 33 1
οι καλύτερες στην καριέρα μιας μεγάλης ορχήστρας της τζαζ που ίσως να μην ήταν η καλύτερη -ο ίδιος ο Μπέισι τόνιζε πάντοτε την πρωτοκαθεδρία του Έλλινγκτον-, ήταν όμως από πολλές απόψεις η πεμπτουσία της λα'ίκής απήχηση ς της τζαζ, και η τζαζ παραμένει η σημαντικότερη προσφορά των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια κουλτούρα. Ο Μπέισι είναι μια κεντρική μορφή, τόσο στη χρυσή εποχή της τζαζ -που συμπίπτει με τα χρόνια του New Deal- όσο και στην ανακάλυψη της τζαζ -που μέχρι τότε ήταν μια μουσική για ανυπόληπτους φτωχούς μαύρους και για λευκούς χορευτές που έπιναν από πλακέ μπουκάλια- ως μιας τέχνης που έπρεπε να αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα και ως φυτώριο μεγάλων καλλιτεχνών. Η ανακάλυψη αυτή έγινε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε πολιτικοποιημένους ριζοσπάστες που αφοσιώθηκαν με πάθος και αυταπάρνηση στη διπλή υπόθεση των μαύρων και της μουσικής τους, δίχως, όπως υπογραμμίζει ο Μπέισι, να θέλουν να τους εκμεταλλευτούν . 1 Στις συζητήσεις που έχουν ανάψει σήμερα γύρω από την ιστορία της αμερικανικής Αριστεράς την περίοδο του Ρούζβελτ, αυτό το επίτευγμα των κόκκινων και των συνοδοιπόρων τους δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως.
Πριν χαθεί μέσα σε κουραστικές λεπτομέρειες για τις περιοδείες και τις αλλαγές στη σύνθεση της ορχήστρας, το Good Morning Blues έχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον για όποιον θέλει να καταλάβει την εξέλιξη μιας από τις λίγες τέχνες του εικοστού αιώνα που δε χρωστάει τίποτα στην αστική κουλτούρα. Και η πρώτη μπάντα του Μπέισι, που μόλις ούρλιαξε από το Κάνσας Σίτυ αναγνωρίστηκε αμέσως ως η πιο καθαρή έκφραση του σουίνγκ της μεγάλης μπάντας, οφείλει λιγότερα από κάθε άλλον στην αστική τάξη και στους διανοούμενους, εκτός, βέβαια, από την ανακάλυψή της και την ανάδειξή της.
Στην καλύτερη φάση της, δεν ήταν και τόσο «μπάντα που διάβαζε [νότες] ». Χρησιμοποιούσε σχεδόν μόνο από μνήμης ενορχηστρώσεις. «Δε νομίζω ότι είχαμε πάνω από τέσσερις-πέντε παρτιτούρες εκείνη την εποχή», θυμάται ο Μπέισι. Ακόμα και με τα μέτρα της τζαζ, δεν ήταν μια καθωσπρέπει μπάντα. Ο ενορχηστρωτής Eddie Durham, μαθημένος με τα κολεγιόπαιδα της μπάντας του Lunceford, δεν άντεχε το συγκρότημα του Μπέισι. «Δεν τους ενδιέφερε να κάνουν παρέα με αξιοπρεπείς μαύρους», λέει ο Gene Ramey, που σκιαγραφεί τόσο ωραία την ατμόσφαιρα του Κάνσας Σίτυ στην ανεκτίμητη συλλογή συνεντεύξεων του Stanley Dance που επανεκδόθηκε πρόσφατα:
1 . «Είναι φοβερός άνθρωπος» . γράφει ο Μπέισι για τον John Hammond που τον ανακάλυψε. «Και ποτέ του δε μου ζήτησε ούτε δραχμή. ούτε από μένα ούτε από άλλους για τους οποίους έκανε πάρα πολλά. Και ήταν αρκετοί. Το μόνο που ήθελε ήταν να δει τα αποτελέσματα αυτού που υποτίθεται ότι γινόταν » .
332 ΤΖΑΖ
«Τραβούσαν κατευθείαν στους νταβατζήδες και τις πόρνες και έμεναν μαζί τους. Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν σαν μια μεγάλrι δ ιαφήμισrι για τον Μπέισι. Δε γούσταραν τον Andy Kirk. Έλεγαν πως ήταν πολύ Ψrιλoμύτrις. Ενώ ο Μπέισι ήταν εκεί κάτω, μέσα στο βούρκο, μεθώντας μαζί τους. Είχε μπαλώματα στα παντελόνια του και όλα τα συναφή . Όλrι rι μπάντα έτσι ήταν».
Το Good Morning Blues , ένα βιβλίο επιφυλακτικό από πολλές απόΨεις, δεν τονίζει βέβαια αυτή τrιν εικόνα, αν και rι γorιτεία αυτού του περιβάλλοντος του τζόγου, του γλεντιού, των γυναικών και, φυσικά, του ποτού, ξεπροβάλλει πίσω από ην αυτοβιογραφική βιτρίνα του παλαίμαχου τζαζίστα. Μας φανερώνει, ίσως καθαρότερα από κάθε άλλrι αυτοβιογραφία, πόσο σαγφευτική αλλά και πόσο σrιμαντική για τrιν ανάπτυξrι τrις μουσικής ήταν αυτή rι κυμαινόμενrι, νομαδική κoινότrιτα των μαύρων επαγγελματιών μουσικών, που ζούσαν μέσα στις κλειστές και αυτάρκεις νrισίδες τrις λιiίκής διασκέδασrις, και των άλλων ανθρώπων τrις νύχτας -οι ένας-δυο δρόμοι όπου υπήρχε rι νυχτερινή ζωή, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα μπαρ, τα κλαμπ-, νrισίδες διάσπαρτες μέσα στις ΗΠΑ σαν ένα αρχιπέλαγος ης Mικρoνrισίας.
Γιατί εκεί οι μουσικοί έβρισκαν ένα περιβάλλον που δεχόταν τφ πρωταρχική αξία του επαγγελματισμού, τrις σωστής αντιμετώπισrις τrις μουσικής, του παράδοξου συνδυασμού συνεργασίας και άγριου ανταγωνισμού, ένα περιβάλλον που έχει αναλογίες με ένα άλλο δrιμιoύργrιμα τrις κουλτούρας ης εργατικής τάξrις, τον επαγγελματικό αθλrιτισμό. Βέβαια, οι συγκρατrιμένες περιγραφές του Μπέισι και rι εξαιρετική -υπερβολική για αυτοβιογραφούμενο- μετριoφρoσύνrι του αποδυναμώνουν κάπως τrιν αφήγrισή του. Το περισσότερο που επιτρέπει στον εαυτό του να του ξεφύγει είναι: «δε θέλω να το παινευτώ, αλλά αυτή rι μπάντα ήταν να τφ καμαρώνεις, πραγματικά να τrιν καμαρώνεις». Προτιμά πολύ περισσότερο να καταγράφει περιπτώσεις που υπέφερε ή που μόλις απέφυγε ην καταστροφή, παρά να καυχιέται δrιμoσίως. Τον πραγματικό απόrιχo του θριάμβου των αποδυηρίων για τrιν μπάντα μπορούμε να τον ακούσουμε αλλού:
«Δεν ήμασταν παρά rι μπάντα του Κάουντ Μπέισι, κι είχαμε φτάσει μ' ένα ξεχαρβαλωμένο λεωφορείο, όταν όμως ανεβήκαμε στο πάλκο αρχίσαμε να χoρoπrιδάμε [ . . . ] τους δώσαμε και κατάλαβαν εκείνο το βράδυ και διώξαμε τον Lunceford από ην αίθουσα του χορού » (ο τρομπετίστας Harry «Sweets» Edison, παρατίθεται στο Stanley Dance, The World oj Count Basie) .
Η αυτoπεπoίθrισrι τrις πρώης μπάντας του Μπέισι οφείλεται σ' αυτή
Ο ΚΑΟΥΝΤ ΜΠΕΥΣΙ 333
την ικανότητά της να πανηγυρίζει. Για τους επαγγελματίες μουσικούς της εποχής του Μπέισι, όπως λέει και ο ίδιος, «το να παίζουν μουσική ποτέ δεν ήταν πραγματικά δουλειά». Ήταν κάτι περισσότερο κι από διασκέδαση. Ήταν, όπως τα σπορ για τον αθλητή, ένας τρόπος να επιβεβαιώνεις διαρκώς την υπόστασή σου ως άνθρωπος, να επιβεβαιώνεις ότι είσαι ένας δρων παράγοντας μέσα στον κόσμο και όχι αντικείμενο των πράξεων των άλλων, ήταν μια πειθαρχία της Ψυχής, μια καθημερινή δοκιμασία, μια έκφραση της αξίας και του νοήματος της ζωής, ένας δρόμος προς την τελείωση. Οι αθλητές δεν μπορούν να το εκφράσουν αυτό με τη φωνή τους, οι μουσικοί όμως μπορούν, δίχως να χρειάζεται να το διατυπώσουν με λέξεις. Έτσι, η αυτοπεποίθηση του αθλητή της εργατικής τάξης παρήγαγε μια μεγάλη τέχνη που είχε τη μορφή της τζαζ, μια τέχνη που, χάρη στο γραμμόφωνο, θα μείνει για πάντα.
Η δύναμη του Μπέισι ως αρχηγού μπάντας βρισκόταν στην ικανότητά του να αποστάζει την ουσία της τζαζ όπως την ένιωθαν οι μαύροι οργανοπαίκτες. Γι' αυτό και αυτός ο άναρθρος περιθωριακός απ' το Νιου Τζέρσεϋ στάθηκε διπλά τυχερός όταν ξέμεινε, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, στο Κάνσας Σίτυ. Πρώτον, επειδή αυτό του επέτρεΨε να ανακαλύΨει την κλίση του. Μέχρι τότε ήταν ένας φτωχός μαύρος νεαρός που του άρεσε να παίζει πιάνο και είχε διαλέξει τη μοναδική μορφή ελευθερίας που ήταν διαθέσιμη στους ομοίους του: την τσιγγάνικη ζωή της σόου μπίζνες. Στόχος δεν ήταν τα λεφτά, αλλά η απελευθέρωση (<<Δε νομίζω ότ; ήρθα ποτέ σε επαφή με κανέναν πλούσιο αρτίστα από τότε που μεγάλωσα»), κι ούτε έκανε ούτε μάζεΨε ποτέ του χρήματα (<<Μου άρεσε να παίζω μουσική και μου άρεσε αυτή η ζωή») . Το Good Morning Blues είναι μια υπέροχη περιγραφή του παρασκηνίου πίσω από τη σκηνή της μαύρης σόου μπίζνες τη δεκαετία του 1920 - των θιάσων μπουρλέσκων θεαμάτων όπως το Hippity-Hop, που λαχταρούσαν για λίγη δράση στην έρημο της Ομάχα, της Gonzelle White με το Big Jazz Jamboree, που βούλιαζε σιγά σιγά καθώς έπλεε περιοδεύοντας κατά μήκος των μαύρων επιθεωρησιακών θεάτρων, για να βυθιστεί τελικά στο Κάνσας Σίτυ. Μετά το ναυάγιο, ο Μπέισι στράφηκε αποκλειστικά στην τζαζ, «δίχως να πολυκαταλάβω πόσο μεγάλη αλλαγή έκανα». Ήταν γι' αυτόν η πρώτη εύνοια της τύχης.
Η δεύτερη ήταν ότι βρέθηκε στο Κάνσας Σίτυ, πρωτεύουσα αυτής της φαινομενικά έρημης περιοχής που εκτείνεται νοτιοδυτικά του Μισσούρι, την οποία ακόμα και οι μαύροι απλά διέσχιζαν για να πάνε από το Δέλτα του Μισσισιπή στα λαμπερά φώτα του Σικάγο και του Ντητρόιτ, και την οποία ακόμα και οι τουρνέ της μαύρης επιθεώρησης είχαν διαγράΨει. Το Κάνσας Σίτυ ήταν το δυτικό άκρο της, γι' αυτό και οι θ ίασοι σαν αυτόν της Gonzelle White διαλύονταν εκεί ή γύριζαν πίσω ή άλλαζαν
334 ΤΖΑΖ
δρομολόγιο ή ανασχηματίζονταν. Ούτε το Κάνσας ούτε η Οκλαχόμα ήταν η Μέκκα της σόου μπίζνες. Πέρα από το Κάνσας Σίτυ και το Τέξας, όλη η νοτιοδυτική περιοχή των ΗΠΑ δεν είχε παρά διάσπαρτους μαύρους πληθυσμούς. Η πρώτη περιοδεία της νεοσύστατης μπάντας του Μπέισι ήταν μια σειρά εμφανίσεων της μιας βραδιάς σε μέρη όπως η Tulsa, το Muskogee, το Okmulgee, η Οκλαχόμα Σίτυ και η Wichita .
Κι όμως, σ' αυτή την περιοχή έλαβαν χώραν δύο σημαντικότατες για την ιστορία της τζαζ εξελίξεις: το πάντρεμα του παραδοσιακού μπλουζ με τη λα'ίκή χορευτική μουσική, και της ενορχηστρωμένης παράστασης με το τζαμ σέσιον. Από αυτά τα δύο προήλθε η κλασική μπάντα του σουίνγκ και το πιο δυνατό πειραματικό εργαστήρι της τζαζ: Το Κάνσας Σίτυ δεν έβγαλε μόνο τον Κάουντ Μπέσι αλλά και τον Τσάρλι Πάρκερ.
Πολλά έχουν γραφτεί γι' αυτό το φαινομενικά παράδοξο γεγονός. Τα περισσότερα επικεντρώνονται στην ιδιομορφία του Κάνσας Σίτυ, στον ανοιχτό, γλεντζέδικο χαρακτήρα της πόλης τις μέρες του Boss Pendergast, ο νυχτόβιος γκανγκστερικός κεϋνσιανισμός τον οποίο διατήρησε μέσα στη Μεγάλη Ύφεση το Κάνσας Σίτυ σαν μια όαση όπου οι μαύροι μουσικοί είχαν τουλάχιστον να φάνε. (Θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε ευημερία μια ζωή με χοτ ντογκ, φασόλια, ουίσκι, και ίσως κάποια μικρή οικονομική ενίσχυση από κάποιο κορίτσι). Στην πραγματικότητα, αν και το Good Morning Blues δεν αναφέρει πολλά πάνω σ' αυτό, οι σταθερές δουλειές ήταν σπάνιες στο Κάνσας Σίτυ. Όπως λέει ένας από τους αρχικούς μουσικούς του Μπέισι, «οι δουλειές ήταν έξω, στις περιοδείες», αν και στο ίδιο το Κάνσας Σίτυ υπήρχαν πάρα πολλές ευκαιρίες για κακοπληρωμένες αρπαχτές με φιλοδωρήματα, κι ακόμα περισσότερες για τζάμινγκ στο τζάμπα.
Τα περισσότερα ταλέντα φαίνεται ότι κατάγονταν από την περιοχή, σχετικά λίγοι προέρχονταν από το Βαθύ Νότο, κι ακόμα λιγότεροι από την Ανατολή. Οι Blue Devils του Walter Page, που στάθηκαν η βάση και η έμπνευση για την ομάδα του Μπέισι, ήταν ένα ντόπιο συγκρότημα που δούλευε στην Οκλαχόμα. Αλλά και το παραδοσιακό μπλουζ που το Κάνσας Σίτυ ενσωμάτωσε στην μπάντα της τζαζ, δεν ήταν προ'ίόν της μεγαλούπολης ούτε επίσης, σ' αυτή τη φάση, ενδιέφεραν το λευκό κοινό οι άνδρες τραγουδιστές των μπλουζ με συνοδεία ορχήστρας (blues shouters), που θα γίνονταν το σήμα κατατεθέν του Μπέισι.
Οι μουσικοί του Κάνσας Σίτυ, εν ολίγοις, έπαιζαν αυτό που έβγαινε αυθόρμητα από τους μαύρους των νοτιοδυτικών πολιτειών κι αυτό που ζητούσε το κοινό των αποκλεισμένων. Τα μπλουζ επιβλήθηκαν από το γκέτο. Ο Μπέισι και ο Jimmy Rushing παρατηρούν ο ένας για τον άλλο, ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1920 ο μεν Μπέισι «δεν μπορούσε τότε να παίζει τα μπλουζ», ο δε Rushing μπορούσε μεν, αλλά «δεν ήταν εκεί-
Ο ΚΑΟΥΝΤ ΜΠΕΥΣΙ 335
νη την εποχή πραγματικός τραγουδιστής μπλουζ». Δέκα χρόνια αργότερα δεν έπαιζαν και δεν τραγουδούσαν σχεδόν τίποτε άλλο.
Τα ακατέργαστα πετράδια που έφταναν από τα χορευτικά κέντρα πόλεων σαν το Muskogee κόβονταν και λειαίνονταν στα αναρίθμητα νάιτ κλαμπ του Κάνσας Σίτυ από μια ασυνήθιστα μεγάλη κοινότητα επαγγελματιών μουσικών. Αλλά, παρά το μύθο του Κάνσας Σίτυ που μιλάει για νικηφόρες μάχες ενάντια στα αστέρια που το επισκέπτονταν και για το θαυμασμό των ξένων, αυτή η κοινότητα αισθανόταν υπό μία έννοια απομονωμένη από τον κόσμο.
« Στην πραγματικότητα βρισκόμασταν πίσω από ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα. Δεν υπήρχε ελπίδα για μας. Έτσι, δε μας έμενε τίποτε άλλο απ' το να παίζουμε για τον εαυτό μας» (ο μεγάλος ντράμερ Jo Jones στο The World ΟΙ Count Basie).
Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τη σκηνή του Κάνσας Σίτυ ως σύνολο. Και έχει ειπωθεί για το πιο χαρακτηριστικό της προ'ίόν, την μπάντα του Μπέισι. Κι όμως, εκ πρώτης όψεως ο ίδιος ο Μπέισι δεν έδειχνε να έχει τα προσόντα που απαιτούνταν για να γίνει διάσημος. Με τα μέτρα της τζαζ δεν ήταν κανένας πιανίστας πρώτης τάξεως, και κυρίως σε σύγκριση με τους γίγαντες της σχολής της Νέας Υόρκης, στο ύφος των οποίων είχε διαμορφωθεί και με τους οποίους διαρκώς μετρούσε τον εαυτό του - με εις βάρος του αποτέλεσμα. Όπως λέει ένας από τους ενορχηστρωτές του: «ήξερε πως δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον Fats Waller ή τον Earl Hines. Δε διέθετε το ίδιο θε'ίκό χάρισμα».
Κι ούτε ήταν κανένας ιδιαίτερα μορφωμένος μουσικός, σε αντίθεση με τους περισσότερους αρχηγούς των μπιγκ μπαντς, που συνήθως προέρχονταν από κύκλους μαύρων που πήγαιναν σχολείο. Τα εφόδιά του ήταν κάτι περισσότερο από μερικές από μνήμης ενορχηστρώσεις και μπλουζ, κι όχι μόνο επειδή δε διηύθυνε μπάντα που «διάβαζε», αλλά επειδή κι ο ίδιος δεν ήταν ούτε συνθέτης ούτε ενορχηστρωτής, με την κανονική έννοια. Ακόμα και οι μουσικές του ιδέες ήταν μικρής πνοής: «Δεν κρατούσαν πάνω από τέσσερα μέτρα», λέει ο ενορχηστρωτής του Eddie Durham . Η επαρχιώτικη άγνοιά του, ακόμα και για τα μέτρα της εμπορικής χορευτικής μουσικής, ήταν εντυπωσιακή. Το 1936 κινδύνευσε να χάσει τη δουλειά του σε μια μεγάλη αίθουσα χορού της Νέας Υόρκης επειδή, όπως λέει, «νομίζω πως δεν ήξερα καν τι ήταν αυτό το αναθεματισμένο το τάνγκο». Η σύνθεση της μπάντας του δεν είχε τίποτα το πρωτότυπο, εκτός ίσως από τη χρήση δύο ανταγωνιζόμενων σαξόφωνων. Όποιος διαβάζει τα απομνημονεύματά του, αναρωτιέται πώς αυτός ο ανέμελος, συχνά μεθυσμένος, λιγομίλητος άνθρωπος κατόρθωνε να διατηρεί τον έλεγχο της ομάδας του.
ΤΖΑΖ
Εν ολίγοις, στα χαρτιά δεν είχε τα προσόντα να γίνει κάτι περισσότερο από έναν ακόμα επαρκή τζαζίστα. Και με τη μετριοφροσύνη ή την εντιμότητα που τον χαρακτηρίζει, το λέει και ο ίδιος στο φόρο τιμής που αποτίει στον John Hammond, ο οποίος άκουσε την εκπομπή του από το Reno Club σ' ένα ραδιόφωνο βραχέων κυμάτων μέσα στο αυτοκίνητο του το 1935, καθώς διέσχιζε τις μεσοδυτικές πολιτείες, ενθουσιάστηκε, και ανέδειξε τον Μπέισι σε εθνική φυσιογνωμία: «Δίχως αυτόν μάλλον θα ήμουνα ακόμα στο Κάνσας Σίτυ, αν ζούσα ακόμα. Ή στη Νέα Υόρκη [ . . . ] να προσπαθώ να μπω σε καμιά ορχήστρα, κι ύστερα να φοβάμαι μη με διώξουν».
Τι ήταν όμως αυτό που ο Hammond, κι αργότερα ο υπόλοιπος κόσμος, αναγνώρισε στον Μπέισι ; Και πάλι στο σημείο αυτό οι καλύτερες περιγραφές προέρχονται από άλλους.
«Ήταν και είναι», λέει ο Harry "Sweets" Edison, «ο καλύτερος στο να δ ίνει το τέμπο. Στριφογυρίζει πάνω στο πιάνο μέχρι να πιάσει καλά το ρυθμό. Σαν να ανακατεύεις βύνη και μαγιά για να φτιάξεις ουίσκι, και δοκιμάζεις ξανά και ξανά [ . . . ] ο Freddie Green και ο Jo Jones τον παρακολουθούσαν μέχρι να πιάσει το σωστό τέμπο, κι όταν το έπιανε, αυτοί το κρατούσαν».
Το «τέμπο» ήταν το μυστικό του Μπέισι, και το Good Morning Blues ξεκινά με την ανακάλυψη (όχι πουθενά αλλού αλλά στην Tulsa της Οκλαχόμα) αυτού που ο Albert Murray ονομάζει κάπου αλλού «αυτός ο διαρκώς σταθερός, κι όμως ελαστικός, σαν ατμομηχανή διηπειρωτικού σιδηρόδρομου, ρυθμός 4/4 του Κάνσας Σίτυ»2 από τους Blues Devils του Walter Page, που είναι, κατά κοινή ομολογία, οι πρωτοπόροι αυτού του απολαυστικού, ανάλαφρου, πηδηχτού ρυθμού, του ταυτόχρονα ορμητικού και χαλαρού. Αυτοί θα αποτελούσαν τον πυρήνα της πρώτης του μπάντας.
Αφού έδινε το τέμπο, ο Μπέισι
«θα έβρισκε πρώτα έναν ρυθμό για τα σαξόφωνα [ . . . ] μετά έναν άλλο για τα τρομπόνια, κι εμείς θα τον πιάναμε. Τώρα ο δικός μας ρυθμός κοντράρει το δικό τους. Ο τρίτος ρυθμός ήταν για τις τρομπέτες [ . . . ] Τα σόλο έπεφταν ανάμεσα στα σύνολα, έτσι όμως άρχιζε ένα κομμάτι ο Μπέισι κι έτσι τα συναρμολογούσε μεταξύ τους» CDicky Wells, τρομπονίστας, από το The World ΟΙ Count Basie) .
Επομένως, τα riff των συνόλων, που χτυπούσαν το ακροατήριο σαν μεγάλα κύματα του ωκεανού, δεν ήταν -αρχικά τουλάχιστον- ούτε στυ-
2. Albert Murray, Stompirιg the B/ues. Νέα Υόρκη 1982, σ. 1 66.
Ο ΚΑΟΥΝΤ ΜΠΕΪΣΙ 337
λιστικά κόλπα ούτε αυτοσκοπός. Ήταν ο βασικός κυματισμός της μουσικής, η βάση μιας ορχήστρας την οποία οι ίδιοι οι μουσικοί, στις ένδοξες μέρες, δεν την έβλεπαν σαν μια μπάντα συνόλου, αλλά (με εξαίρεση τα σεμνά μέλη του καταπληκτικού ρυθμικού της τμήματος), σαν μια παρέα από δημιουργικούς σολίστες. Αλίμονο, όμως, τελικά κατάντησε κι αυτή μια μπάντα συνόλου, υποκύπτοντας στις απαιτήσεις του κοινού. Η διακριτικότητα ήταν και το μυστικό των μινιμαλιστικών ενορχηστρώσεων του Μπέισι, των όλο και πιο αραιών παρεμβάσεών του στο πιάνο, μοναδικός σκοπός των οποίων ήταν να κρατάει ζωντανή τη μουσική.
Όποια κι αν ήταν η προέλευση μιας ενορχήστρωσης, λαξευόταν στην εκδοχή του Μπέισι μέσα από μια ανελέητη επιλογή και κόΨιμο. Ο Μπέισι, που «ποτέ του δεν έγραψε τίποτα σε χαρτί», συνέθετε διασκευάζοντας, μ' άλλα λόγια προσαρμόζοντας, τα κομμάτια του στους μουσικούς του. Σε αντίθεση όμως με τον Έλλινγκτον, που είχε συγκεκριμένες μουσικές ιδέες και διάλεγε τους μουσικούς του έτσι ώστε να ταιριάζουν σ' αυτές -έστω κι αν κάποιες τις είχε αρχικά εμπνευστεί ακούγοντας άλλους μουσικούς-, ο Μπέισι, που δυσκολευόταν περισσότερο στην έκφραση, ήταν στην ουσία ένας επιλογέας. Αυτό που άκουγε μέσα στο μυαλό του ήταν τα σχήματα και τα μοτίβα των κομματιών, ο ρυθμός και η δυναμική, ήταν περισσότερο τα σκηνικά εφέ παρά η πλοκή και τα λόγια του έργου. (<<Έχω τις δικές μου μικρές ιδέες για το πως να μπάσω ορισμένα παιδιά σε ορισμένα κομμάτια και πως να τα βγάλω. Είχα το δικό μου τρόπο να τους ανοίγω την πόρτα και να τους αφήνω να μπαίνουν μέσα και να κάθονται λίγο. Μετά τους έβγαζα»). Τίποτε απ' αυτά όμως δε γίνονταν πραγματικότητα πριν ακούσει τους μουσικούς να παίζουν και πριν αναγνωρίσει τον ήχο που είχε στο μυαλό του. Το αληθινό του ταλέντο ήταν να ακούει. Κι έτσι φτιάχτηκε στην ακμή της -μεταξύ 1936 και 1950- η μπάντα του Μπέισι, χτισμένη και διαμορφωμένη μέσα από μια στρατολόγηση μελών και μια επιλογή παιξίματος που φαινομενικά ήταν τυχαία.
Η μόνη φορά μέσα σ' όλη αυτή την περίοδο που ο Μπέισι φάνηκε διστακτικός και αμήχανος, ήταν όταν ο ατζέντης του, ο αφοσιωμένος Willard Alexander, του είπε ότι για εμπορικούς λόγους θα έπρεπε να διπλασιάσει το μέγεθος της μπάντας. Τα έμπλεξε και σχεδόν απέτυχε. Ευτυχώς, τόσο οι υποστηρικτές του όσο και άλλοι μουσικοί (ο Fletcher Henderson του παραχώρησε γενναιόδωρα τις ενορχηστρώσεις του) ήταν τόσο πολύ πεισμένοι για την αξία της μπάντας, που είχε το χρόνο να προσαρμοστεί.
Η μπάντα του Μπέισι υπήρξε, λοιπόν, ένας θαυμαστός συνδυασμός ατομικής δημιουργικότητας και συλλογικού σφρίγους. Προσέλκυσε και κράτησε μια πολύ σημαντική πλειάδα ατομικών ταλέντων. Η μεγάλη χαρά να ανήκεις στην αρχική μπάντα του Μπέισι, μια συντροφιά από α-
ΤΖΑΖ
δέλφια, ξεπηδά μέσα από τις αναμνήσεις των σκληροτράχηλων και ζηλιάρηδων βετεράνων μουσικών. Η χαρά αυτή οφειλόταν εν μέρει στο ταμπεραμέντο και το τακτ του αρχηγού της που, όπως ακριβώς ο πρόκριτος μιας παραδοσιακής ρώσικης αγροτικής κοινότητας, ήταν αρχηγός επειδή εξέφραζε και αποκρυστάλλωνε το κοινό αίσθημα. Ακόμα περισσότερο όμως, οφειλόταν στην αίσθηση της ισότητας, της αδελφότητας και, πάνω απ' όλα, της ελευθερίας της δημιουργίας που είχαν οι μουσικοί, και η οποία δεν ελεγχόταν παρά μόνο από τη δική τους συλλογική αίσθηση του τι τους ακουγόταν «σωστό». Και μέχρι το τέλος ο Μπέισι δεν ήθελε να παρουσιάζεται σαν ο αρχηγός ή ο οδηγός, αλλά σαν το σημείο στήριξης της μπάντας, το μικρό σταθερό της κέντρο: «Κράτα τα μάτια σου πάνω στο φίλο στο πιάνο. Το σπουργίτι. Αυτός δεν ξέρει τίποτε, αλλά κράτα τα μάτια σου πάνω του και τότε όλοι θα ξέρουμε τι τρέχει». Αυτά τα λόγια δεν ήταν μόνο μια επιτήδευση.
Όσοι ήταν νέοι στη δεκαετία του 1930 και πρωτοάκουσαν τον αποστομωτικό ήχο της αρχικής μπάντας του Μπέισι να ξεχύνεται σε στεριές και ωκεανούς, μπαίνουν στον πειρασμό να κάνουν, όπως ο Γητς για την Πασχαλινή Εξέγερση, προσκλητήριο ηρώων: Μπέισι, Page, Jones και Green, Herschel Evans και Lester Young, Buck Clayton και Harry Edison, Benny Morton, Dicky Wells και Jimmy Rushing που τραγουδούσε τα μπλουζ. Βλέποντάς τους εκ των υστέρων, καταλαβαίνει κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο παρήγαγαν εξαιρετική μουσική και βοήθησαν στη δημιουργία αυτού που στην πραγματικότητα είναι η «κλασική» αμερικανική μουσική, αλλά και το έκαναν με έναν εκπληκτικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Το Good Morning Blues και το The World ΟΙ Count Bαsie δεν είναι έργα πολιτισμικής κοινωνιολογίας. (Ευτυχώς, ίσως ο Α ντόρνο έγραψε μερικές από τις πιο ηλίθιες σελίδες που έχουν γραφτεί ποτέ για την τζαζ) . Ωστόσο, θα πρέπει να τα διαβάσουν όλοι όσοι θέλουν να εξερευνήσουν τη σκοτεινή εκείνη ζώνη που συνδέει την κοινωνία με την καλλιτεχνική δημιουργία.
Το βιβλίο του Stanley Dance είναι μια συλλογή συνεντεύξεων που έχει πάρει ένας από τους πιο παλιούς και πιο ενημερωμένους λάτρεις της τζαζ στον κόσμο. Το Good Morning Blues δεν είναι απλώς μια «αυτοβιογραφία» που έγραψε για λογαριασμό του κάποιος άλλος. Ο Albert Murray, ένας διακεκριμένος μαύρος συγγραφέας που δούλεψε μαζί με τον Μπέισι πάνω σ' αυτό το βιβλίο επί χρόνια και το στήριξε -όπως πρέπει να στηρίζεται κάθε καλή προφορική ιστορία- με έρευνα που προχωρά πολύ πιο πέρα από την πραγματική συνέντευξη, επιτέλεσε ένα αξιομνημόνευτο επίτευγμα. Όπως έκανε και με το θέμα του, παραμέρισε για να αφήσει κάποιον άλλον να μιλήσει όπως θα ήθελε, αλλά δε θα μπορούσε να το κάνει δίχως τη δική του βοήθεια. Σεβάστηκε την επιφυ-
ο ΚΑΟΥΝΤ ΜΠΕΪΣΙ 339
λακτικότητα του Μπέισι, και ούτε έκρυψε ούτε μεταμφίεσε τους περιορισμούς ενός ανθρώπου που είχε μεγάλα χαρίσματα, αλλά δεν είχε διάθεση να εκδηλωθεί δημοσίως, πράγμα αναμενόμενο από έναν μαύρο αρτίστα που μεγάλωσε σε μια εποχή που τους φώναζαν ακόμα «σέπια». Ο άνθρωπος που ξεπροβάλλει μέσα απ' το βιβλίο αξίζει το σεβασμό μας. Ο Μπέισι ήταν πάντοτε καλός στο να βρίσκει άλλους να εξωτερικεύουν τις ιδέες του. Το Good Morning Blues είναι η τελευταία του επιτυχία σ' αυτόν τον τομέα.
1 1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΔΟΥΚΑΣ
Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύθηκε αρχικά στο New York Review of Books στις 19 Νοεμβρίου 1987, ως παρουσίαση του βιβλίου του James Lincoln Collier, Duke Ellington, Νέα Υόρκη 1987.
Ανάμεσα στις μεγάλες μορφές της κουλτούρας του εικοστού αιώνα, ο Έντουαρντ Κένεντυ Έλλινγκτον είναι μία από τις πλέον μυστηριώδεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει το θαυμάσιο βιβλίο του James Lincoln Collier, πρέπει να ήταν και μία από τις λιγότερο αξιαγάπητες -ψυχρός με το γιο του, ανελέητος στις σχέσεις του με τις γυναίκες, και αδίστακτος στην εκμετάλλευση της δουλειάς των άλλων μουσικών. Δεν μπορεί όμως να αρνηθεί κανείς την εξαιρετική γοητεία που ασκούσε στους ανθρώπους τους οποίους κακομεταχειριζόταν αλλά και στους ο ποίους την ίδια στιγμή ήταν πιστός, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που του επέτρεπαν να ασκεί πάνω τους εξουσία, δηλαδή των περισσοτέρων συναδέλφων του και ερωμένων του.
Αυτή η συμπεριφορά του, που πρέπει να φαινόταν φρικτή στους αμερόληπτους παρατηρητές, δεν είχε τίποτα το χυδαίο . Ο χαρακτήρας του ήταν το ακριβώς αντίθετο των ευέξαπτων καβγατζήδων που έμπαιναν κατά διαστήματα σε τόσες ορχήστρες της εποχής του, και στη δική του, αν και η συνήθειά του να κλέβει τις μελωδίες των μουσικών του, καμιά φορά και τις γυναίκες τους, θα πρέπει να ερέθιζε ακόμα και τους πιο πράους απ' αυτούς. Ωστόσο, οι μόνοι άνθρωποι που τελικά σήκωσαν όπλο ή μαχαίρι εναντίον του, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, ήταν νόμιμες ή de facto σύζυγοι, οι οποίες είχαν περισσότερο από επαρκείς αφορμές.
Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι προφανές για τον άνθρωπο Ντιούκ Έλλινγκτον, πέρα από τη μάσκα που ανελλιπώς φορούσε δημοσίως, και πίσω από την οποία έκρυβε την προσωπικότητά του: τη μάσκα ενός όμορφου, καλοδιάθετου και γοητευτικού κοσμικού άνδρα, του οποίου η προφορική επικοινωνία με το κοινό του, και καθώς φαίνεται και με τις απίστευτα πολλές γυναικείες κατακτήσεις του, συνίστατο σε ανούσιες φράσεις κολακειών και γλυκόλογων (<<Σας αγαπώ τρελά») . Η αυτοβιογραφία που έγραψε λίγο πριν πεθάνει, με τίτλο Η Μ ουσιΧή είναι η ερωμένη μου, 1 αποτελεί ένα ιδιαίτερα μη διαφωτιστικό κείμενο, που
1 . Duke Ellington, Music is my Mistress, Νέα Υόρκη 1 973.
Ο ΔΟΥΚΑΣ
συν τοις άλλοις έχει και λανθασμένο τίτλο. Γιατί ενώ μάλλον περιφρο
νούσε και προσπαθούσε να υποτάσσει τις ερωμένες του (στην ουσία ό
λες τις γυναίκες εκτός από τη μητέρα του και τις αδελφές του, τις οποί
ες είχε εξιδανικεύσει θεωρώντας τες ασεξουαλικά όντα - τουλάχιστον
αυτή είναι η άποψη του ταπεινωμένου γιου του2), η σχέση του με τη
μουσική ήταν ολότελα διαφορετική. Αλλά ακόμα κι έτσι, η μουσική δεν
ήταν ερωμένη του με την έννοια κάποιου που ασκεί κυριαρχία. Στον Έλ
λινγκτον άρεσε να έχει τον έλεγχο. Εδώ βρίσκεται στην πραγματικότητα η καρδιά του μυστηρίου που
προσπάθησε να φωτίσει ο James Lincoln Collier στο βιβλίο του. Γιατί ο Έλλινγκτον, που έχει χαρακτηριστεί η σημαντικότερη μορφή της αμερικανικής μουσικής μαζί με τον Charles Ives,3 δεν ανταποκρίνεται στα συμβατικά κριτήρια της εικόνας του «καλλιτέχνη », όπως και οι αυτοσχεδιασμοί του δεν ταιριάζουν στη συμβατική εικόνα του «έργου τέχνης». Ο Έλλινγκτον ωστόσο, σε αντίθεση με τους περισσότερους τζαζίστ ες της εποχής του, είχε για τον εαυτό του αυτή την εικόνα του «καλλιτέχνψ> και γι' αυτό καταπιάστηκε με τη σύνθεση «έργων» για κοντσέρτα, τα οποία πότε πότε παίζονταν. Στο μεσοαστικό κοινωνικό περιβάλλον που ζούσε η οικογένειά του, και τη σημασία του οποίου σωστά τονίζει ο Collier, ήταν οικεία η αντίληψη του «μεγάλου καλλιτέχνη», ενώ δεν είχε νόημα, Π.χ. , για κάποιον σαν τον Λούις Άρμστρονγκ, που προερχόταν από έναν λιγότερο ενσυνείδητο και καθόλου αστικό κόσμο.
Όταν ο Έλλινγκτον, στη θριαμβευτική του επίσκεψη στη Βρετανία το 1933, ανακάλυψε ότι για τους βρετανούς διανοούμενους δεν ήταν ένας απλός μπαντλήντερ, αλλά ένας καλλιτέχνης, όπως ο Ραβέλ ή ο Delius, μπήκε στο ρόλο του «συνθέτη» όπως εκείνος τον αντιλαμβανόταν. Βέβαια, σχεδόν κανείς δεν μπορεί να πει ότι η φήμη του στηρίζεται στις τριάντα και κάτι κακοοργανωμένες μίνι-σουίτες που συνέθεσε, κι ακόμα λιγότερο στα «ιερά κοντσέρτα» στα οποία αφιέρωσε πολλά από τα τελευταία του χρόνια. Ως ορθόδοξος συνθέτης, ο Έλλινγκτον δεν είναι και πολύ σπουδαίος.
Κι όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το corpus των έργων του στη τζαζ, το οποίο, όπως λέει ο Col1ier, «περιλαμβάνει εκατοντάδες ολοκληρωμένων συνθέσεων, πολλές από τις οποίες είναι σχεδόν αΨεγάδιαστες», αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της μουσικής -0-
2. Mercer E llington - Stanley Dance, Duke Ellington in Person, Βοστώνη 1978. Σύμφωνα με την αφήγηση του Μέρσερ, ο Ντιούκ Έλλινγκτον ήταν ευγενικός μαζί του όσο καιρό αυτός έκανε ό,τι του έλεγε και τον βοηθούσε στην ορχήστρα. Όταν ο γιος προσπάθησε να ανεξαρτητοποιηθεί ως μουσικός, τότε ο Ντιούκ, γράφει, έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποθαρρύνει.
3. Martin Williams, The ]αΖΖ Trαdition, έκδοση νέα-αναθεωρημένη, Οξφόρδη 1983, σ. 1 02.
342 ΤΖΑΖ
ποιουδήποτε είδους αμερικανικής μουσικής- του καφού του ( 1899-1974). Κι ούτε ακόμα υπάρχει αμφιβολία, ότι δίχως τον Έλλινγκτον όλη αυτή η μουσική δε θα υπήρχε, μολονότι σχεδόν η κάθε σελίδα του εξυμνητικού αλλά και απομυθοποιητικού βιβλίου του Collier μαρτυρεί τις μουσικές του ανεπάρκειες. Ο Έλλινγκτον ήταν ένας καλός, αλλά όχι λαμπρός, πιανίστας. Δε διέθετε ούτε τεχνικές γνώσεις πάνω στη μουσική, ούτε την αυτοπειθαρχία για να τις αποκτήσει. Είχε πρόβλημα να διαβάσει τις κοινές πάρτες, για να μην πούμε για πιο πολύπλοκες παρτιτούρες. Μετά το 1939 στηριζόταν πάρα πολύ για τις ενορχηστρώσεις και για μουσικές συμβουλές στον ΒίΙΙΥ Strayhom, ο οποίος δρούσε σαν το alter ego του στη διεύθυνση της ορχήστρας και ο οποίος έγινε κάτι σαν θετός του γιος. Ο Strayhom, που διέθετε μουσική κατάρτιση και πολύ μεγάλη καλλιέργεια, μπορούσε να κρίνει καλύτερα από μια παρτιτούρα πως θα ακούγεται η μουσική.
Εκτός από κάποιες σκόρπιες συμβουλές που του έδωσαν τη δεκαετία του 1920 σπουδαγμένοι μαύροι επαγγελματίες μουσικοί, όπως ο ννίΙΙ Vodery, ο μουσικός διευθυντής του Ziegfe1d, δε διδάχτηκε πολλά πράγματα, παρά μόνο μέσα από μια διαδικασία πρακτικής άσκησης. Ήταν πολύ τεμπέλης, και ίσως όχι αρκετά διανοητικός τύπος, για να μπορεί να διαβάζει πολύ, κι ούτε άκουγε προσεκτικά τη μουσική των άλλων. Κι αν πιστέψουμε τον Collier, δεν έκανε ιδιαίτερες προσπάθειες να βρει τους κατάλληλους μουσικούς για την ορχήστρα του, αλλά έπαφνε τους πρώτους που του ταίριαζαν κάπως για να του καλύψουν τα κενά - αν κι αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει τους υπέροχους συνδυασμούς πνευστών οργάνων της ορχήστρας του Έλλινγκτον ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Σίγουρα δεν ήταν ένας μεγάλος τραγουδοποιός, μια που σύμφωνα με τα στοιχεία του Co1-1ier, «απ' όλα τα τραγούδια στα οποία στήριζε τη φήμη του σαν τραγουδοποιός -καθώς και τα πνευματικά του δικαιώματα-, μόνο το Solitude φαίνεται πως είναι αποκλειστικά δικό του δημιούργημα. Στα υπόλοιπα, στην καλύτερη περίπτωση συνεργάστηκε και στη χεφότερη απλά τα ενορχήστρωσε». Ένας μουσικός του τού είπε κάποτε, σε μια χαρακτηριστική στιγμή αμοιβαίου εκνευρισμού: «Δε σε θεωρώ συνθέτη. Είσαι μόνο ένας συλλέκτης».
Τέλος, και ίσως χεφότερο απ' όλα, ο Collier δικαιώνει την άποψη, ότι ο Έλλινγκτον δε διέθετε το ταλέντο, «το ατόφιο φυσικό χάρισμα», άλλων μεγάλων μουσικών της τζαζ, κι ούτε «οδηγήθηκε στην τζαζ από ένα πελώριο αίσθημα για την ίδια τη μουσική ». Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους τζαζίστες, μέχρι να φτάσει σχεδόν τριάντα χρονών δεν είχε δείξει τίποτε το ιδιαίτερο, και μόνο μετά τα σαράντα άρχισε να κάνει τις καλύτερες δουλειές του.
Ο ΔΟΥΚΑΣ 343
Εδώ βρίσκεται το πιο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου του Collier. Σε γενικές γραμμές, αυτές οι κρίσεις δεν είναι καινούργιες. Είναι εδώ και καιρό αποδεκτό, ότι ο Έλλινγκτον ήταν ουσιαστικά ένας αυτοσχεδιαστής που είχε σαν «όργανό του ολόκληρη την ορχήστρα», και που δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τη μουσική του, παρά μόνο μέσα από τις συγκεκριμένες φωνές των μελών της. Πάντοτε ήταν εμφανές ότι δεν μπορούσε να αναπτύξει σε μεγάλο μάκρος μια μουσική ιδέα, από την άλλη όμως το 1933 ήταν ήδη γνωστό πως κανένας άλλος συνθέτης, κλασικός ή άλλου είδους, δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί στην απόσταση των 78 στροφών - δηλαδή στα τρία λεπτά. Ένας κριτικός της τζαζ και της κλασικής μουσικής τον αποκάλεσε το «μεγαλύτερο μινιατουρίστα της τέχνης».4 Τα σχόλια του Collier για συγκεκριμένα έργα και φάσεις του oeuvre του Έλλινγκτον είναι, ως συνήθως, διεισδυτικά και διαφωτιστικά, η γενική του όμως κρίση δύσκολα θα μπορούσε να διαφέρει από την κοινώς αποδεκτή άποψη.
Οι προφανείς περιορισμοί ενός ανθρώπου σαν τον Έλλινγκτον μόνο μέσα από την τζαζ θα μπορούσαν να παράγουν μια σημαντική συμβολή στη μουσική του εικοστού αιώνα. Μόνο ένας μαύρος Αμερικανός, και μάλλον μόνο ένας μαύρος Αμερικανός της μεσαίας τάξης και της γενιάς του Έλλινγκτον, θα το επιχειρούσε αυτό ως αρχηγός μιας μπάντας. Μόνο ένα άτομο με τον ασυνήθιστο χαρακτήρα του Έλλινγκτον θα είχε φτάσει σ' αυτό το αποτέλεσμα. Το προσόν του βιβλίου του Collier είναι ότι δείχνει τι οφείλει η μουσική στον άνθρωπο, αλλά η καινοτομία του είναι ότι βλέπει τον άνθρωπο να διαμορφώνεται μέσα στο κοινωνικό και μουσικό του περιβάλλον.
Οι ιδιομορφίες της προσωπικότητάς του έχουν συχνά περιγραφεί με διάφορους βαθμούς κατανόησης. Ήταν πλήρως πεπεισμένος πως «είχε ένα μοναδικό χάρισμα από το Θεό, ότι καθοδηγούνταν στη ζωή του από ένα μυστηριώδες φως, ότι η Θεία Πρόνοια τον οδηγούσε να παίρνει ορισμένες αποφάσεις σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής του», και ότι συνεπώς του είχε παραχωρηθεί μια ολοκληρωτική εξουσία. Ο κριτικός Alexander Coleman επιχείρησε να συνοψίσει τις βαθύτερες σκέψεις του Έλλινγκτον ως εξής: «Πρέπει να είμαι ικανός να δίνω και να παίρνω. Διευθύνω τον κόσμο γιατί πάντοτε είμαι τυχερός, ασύγκριτα προσεκτικός, η πιο πονηρή αλεπού σ' αυτόν τον κόσμο».5
Αυτή είναι ουσιαστικά και η εικόνα που δίνει και ο Collier, αν και το βιβλίο του επιμένει λιγότερο απ' όσο θα έπρεπε στη νοοτροπία τής με κάθε τρόπο επιβίωσης και επιτυχίας, που ως ένας ευγενικός νεαρός
4. Max Harrison, Α Jazz Retrospect, Νέα Τόρκη 1976, σ. 128. 5 . Alexander Coleman, « The Duke and his Only Son » , New Boston Review. Δεκέμβριος
1978.
344 ΤΖΑΖ
μαύρος καταφερτζής απέκτησε ο «Δούκας» -το όνομα αυτό το πήρε νωρίς στη ζωή τοu- την πονηράδα, το να μην αφήνει να του ξεφύγει τίποτα, τις στρατηγικές χειραγώγησης των ανθρώπων, την, στυλ «νονού », εμμονή του στο να «εμπνέει σεβασμό». Από την άποψη αυτή, οι αναμνήσεις του Μέρσερ Έλλινγκτον από τη ζωή με τον πατέρα του αποτελούν ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στο βιβλίο του Collier.
Εν ολίγοις, ο Έλλινγκτον, όπως κι ο ίδιος αναγνώριζε,6 ήταν ένα κακομαθημένο παιδί που κατάφερε να διατηρήσει κάτι από την παιδική αίσθηση της παντοδυναμίας καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Στην Ουάσινγκτον, ο πατέρας του κατάφερε από αμαξάς να εξελιχθεί σε μπάτλερ στο σπίτι του δόκτορος M.F . Cuthburt, που σύμφωνα με τον Collier «εθεωρείτο γιατρός της αριστοκρατίας, που είχε πελάτες τους Morgenthaus και τους Du Ponts». Από την οικογένειά του και τον κύκλο των γονιών του στην Ουάσινγκτον, που περιλάμβανε πολλούς μαύρους με πολιτικές διασυνδέσεις ή με κολεγιακή εκπαίδευση, πήρε αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση και μια ισχυρή υπερηφάνεια για τη φυλή του - αλλά και μια αίσθηση ανωτερότητας στο εσωτερικό της φυλής του. «Δεν ξέρω πόσες κάστες Νέγρων υπήρχαν στην πόλη εκείνη την εποχή», είπε κάποτε, «αυτό που ξέρω όμως είναι ότι αν αποφάσιζες να αναμειχθείς αψήφιστα με κάποια άλλη, θα σου έλεγαν πως κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό». Προτιμούσε να μην έχει μια φυλετικά μεικτή μπάντα, ακόμα κι όταν αυτό ήταν δυνατό. Η χαρισματικότητα που τον περιέβαλλε, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σ' αυτό το ύφος ενός grand seigneur που περίμενε να τον σέβονται, κι αυτή η εντύπωση ενισχυόταν από τη γοητεία, το ωραίο του παρουσιαστικό και έναν αναμφισβήτητο μαγνητισμό που διέθετε.
Κι όμως, ήταν ένα κακομαθημένο παιδί που ξεκίνησε σαν ένας τεμπέλης και κακός μαθητής, που είχε στο μυαλό του μόνο την καλοπέραση, που ποτέ του δεν απέκτησε τη συνήθεια να μαθαίνει και να εργάζεται σκληρά, αλλά και που ποτέ του δεν τον εγκατέλειψε η αίσθηση της θέσης του ή οι φιλοδοξίες του. Η μουσική, την οποία φαίνεται ότι αρχικά θεωρούσε απλά σαν ένα μέσο διασκέδασης, έγινε ένα προφανές, καθώς και εύκολο, μέσο να βγάλει ένα εισόδημα, δεδομένης της μεγάλης ζήτησης που υπήρχε για τζαζ και της θέσης που είχαν οι μαύροι στις χορευτικές ορχήστρες, και η οποία παρά τη διείσδυση των λευκών ήταν ακόμα πολύ ισχυρή. Αν μορφωμένοι και με κολεγιακές σπουδές μαύροι κατέληγαν να γίνουν μουσικοί -και συχνά αρχηγοί ορχήστρας ή ενορχηστρωτές, όπως ο Fletcher Henderson και ο Don Redman-, αυτό ήταν ακόμα πιο φυσικό για έναν ακαμάτη μεσοαστό που δεν είχε τα τυπικά προσόντα, και ειδικά για κάποιον που είχε πρόσφατα αναγκαστεί να παντρευτεί.
6. Duke Ellington, Music is my Mistress, ό. π., σ. χ.
ο ΔΟΥΚΑΣ 345
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η μουσική είχε καλά λεφτά, ίσως πιο καλά από την τέχνη του εμπορίου, στην οποία ο νεαρός Έλλινγκτον φαίνεται πως έδειχνε να έχει κάποιο ταλέντο.
Ο Έλλινγκτον είχε την τύχη να μπει στην τζαζ σε μια στιγμή που αυτό το είδος μουσικής ανακάλυπτε τον εαυτό του, και μεγαλώνοντας μέσα σ' αυτήν μπόρεσε να ανακαλύψει κι ο ίδιος τον εαυτό του. Δεν έχουμε καμία ένδειξη πως είχε κάποια ιδιαίτερη επιθυμία να συνθέσει, μέχρι τη στιγμή που συνεργάστηκε με τον Irving Mills, ο οποίος ως μουσικός εκδότης γνώριζε καλά την οικονομική απόδοση που είχαν τα τραγούδια στη σόου μπίζνες. Τίποτα δε μας λέει ότι ο Έλλινγκτον ήθελε να γίνει κάτι περισσότερο από ένας πολύ πετυχημένος μπαντλήντερ.
Η ορχήστρα του εξελίχθηκε από την πρόχειρη κοντρατέμπο μουσική, που έπαιζε μια στρατιά από δυσπερίγραπτα νεαρά συγκροτήματα, στη «χοτ» τζαζ στα μέσα της δεκαετίας του 1920, επειδή αυτή ήταν η γενική τάση . Ίσως μάλιστα το χαρακτηριστικό στυλ του Έλλινγκτον να αναπτύχθηκε για εμπορικούς λόγους μέσα από τη «μουσική ζούγκλας» που ταίριαζε με τα γούστα της πελατείας του Cotton Club. «Σε μια περίοδο στο Cotton Club», λέει ο Έλλινγκτον, «ήταν της μόδας τα "αφρικάνικα" νούμερα, και για να τα συνοδέΨουμε αναπτύξαμε αυτό που ονομάστηκε τζαζ "ζούγκλας"». Το στυλ αυτό είχε το πλεονέκτημα αφ' ενός να στηρίζεται στο ταλέντο ορισμένων αξιόλογων μελών της ορχήστρας, αφ' ετέρου να προσφέρει έναν άμεσα αναγνωρίσιμο «ήχο» που αποτελούσε σήμα κατατεθέν.
Ο Collier υποστηρίζει ακόμα, ότι ο αριθμός των οργάνων της ορχήστρας αυξήθηκε επειδή οι ανταγωνιστές του Έλλινγκτον είχαν περισσότερα μπρούτζινα απ' αυτόν. Τα πρότυπα της «μεγάλης ορχήστρας» ήταν λευκά. Η ενορχηστρωμένη μουσική που χρησιμοποιούσε, χτιζόταν γύρω απ' αυτό που ο Collier ονομάζει μία «χορωδία σαξόφωνων», ένα συντονισμένο τμήμα πνευστών, το οποίο το λάνσαρε πρώτη φορά ο Art Hickman και ο Ferde Grofe γύρω στο 1914, και αναπτύχθηκε από τον Grofe και το «Βασιλιά της τζαζ» Paul Whiteman στη δεκαετία του 1 920. Ο Fletcher Henderson και ο Don Redman δημιούργησαν μια μαύρη εκδοχή μέσα από μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ σολ ιστών και τμημάτων της ορχήστρας.
Έτσι ο Έλλινγκτόν έγινε «συνθέτης» επειδή το μέλλον των επιτυχημένων ορχηστρών στη δεκαετία του 1920 δε βρισκόταν στα μικρά συγκροτήματα πνευστών που ρόλαραν ελεύθερα, αλλά στις μεγαλύτερες ορχήστρες που έπαιζαν ενορχηστρωμένη μουσική . Δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί τον Henderson, τον οποίο θαύμαζε κι από τον οποίο πήρε, όπως λέει ο Collier, το «σύστημα του να υπογραμμίζει, να απαντά, να υποστηρίζει το καθετί με κάτι άλλο», επειδή ήταν ανίκανος να γράψει πολύπλοκη
ΤΖΑΖ
μουσική, και οι μουσικοί του δεν μπορούσαν να διαβάσουν πολύπλοκες ενορχηστρώσεις. Από την άλλη, ο συνδυασμός τζαζ ρυθμών και αρμονικών επινοήσεων που προέρχεται από, ή θυμίζει, κλασική μουσική, και τον οποίο εγκαινίασε ο Whiteman, ήταν ευκολότερο να ακολουθηθεί και ήταν πιο φυσικός για έναν άνθρωπο που ζούσε και ανέπνεε μέσα στην ατμόσφαιρα της σόου μπίζνες της Νέας Υόρκης και που, στην πραγματικότητα, δεν του άρεσε και πολύ να τον αποκαλούν τζαζίστα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Collier, ο πραγματικός θρίαμβος της «συμφωνικής τζαζ» δεν είναι το Rhapsody in Blue του Gershwin (την οποία είχε παραγγείλει ο Whiteman), αλλά η μουσική της ορχήστρας του Έλλινγκτον.
Από τη στιγμή που ο Έλλινγκτον έγινε υπεύθυνος του ρεπερτορίου της δικής του ορχήστρας, ήταν αναγκασμένος να ανακαλύψει τον εαυτό του σαν μουσικό. Η προσωπική του μέθοδος να δημιουργεί συνθέσεις περιγράφεται πολύ καλά από τον Collier:
«Ξεκινούσε φέρνοντας μέσα στο στούντιο ή την αίθουσα για τις πρόβες λίγες μουσικές ιδέες - κομμάτια μελωδιών, αρμονίες και σειρές συγχορδιών, ντυμένες συνήθως με τον ήχο συγκεκριμένων οργάνων της μπάντας. Εκεί λοιπόν, καθόταν στο πιάνο και γρήγορα σχεδίαζε ένα μικρό κομμάτι - τέσσερα, οκτώ, δεκάξι μέτρα. Η μπάντα το έπαιζε' ο Ντιούκ το επαναλάμβανε' η μπάντα το ξανάπαιζε μέχρι να το πιάσουν όλοι. Χρόνια αργότερα, ο πιανίστας Jimmy Jones είπε : "Αυτό που κάνει είναι σαν μια αλυσιδωτή αντίδραση. Ένα μικρό κομμάτι εδώ, ένα μικρό κομμάτι εκεί, και ανάμεσά τους αρχίζει να φτιάχνει συνδετικούς ιστούς - το εκπληκτικό με τον Έλλινγκτον είναι ότι μπορεί να σκέφτεται τόσο γρήγορα επί τόπου και να δημιουργεί τόσο γρήγορα". Στην πορεία, τα μέλη της ορχήστρας έκαναν προτάσεις [ . . . ] Καθώς αναπτυσσόταν ένα κομμάτι, συχνά οι μουσικοί αναλάμβαναν να επεξεργαστούν τις αρμονίες, συνήθως βάσει των συγχορδιών που τους έδινε ο Ντιούκ. Όταν ο τρομπετίστας Lawrence Brown ήρθε στην μπάντα [ . . . ] για να κάνει ένα τρίτο τρομπόνι, περίμεναν απ' αυτόν να φτιάχνει ένα τρίτο κομμάτι για το καθετί. "Έπρεπε να συνθέτω τα δικά μου κομμάτια [ . . . ] απλά ακολουθούσες και όποτε άκουγες κάτι να λείπει, εκεί έμπαινες εσύ"».
Είναι προφανές, ότι ο Έλλινγκτον έφερε σ' αυτόν τον τρόπο να φτιάχνεις μουσική κάτι περισσότερο από τη γνωστή του αποστροφή στο σχεδιασμό και την προετοιμασία. Έφερε μια φυσική και αυξανόμενη διάθεση για ανάμειξη διαφορετικών ήχων και χρωμάτων, μια διάθεση να οδηγηθεί η αρμονία στα όρια του φάλτσου, μια τάση να σπάσουν οι κανόνες, και μια μεγάλη αυτοπεποίθηση για τις ανορθόδοξες πρακτικές λύσεις που έδινε, εφόσον στον ίδιο «ακούγονταν σωστές». Έφερε επίσης
ο ΔΟΥΚΑΣ 347
μια τονική αίσθ'Υ)σ'Υ) που συχνά ην έχουν συγκρίνει -και ο Collier το κάνει- με τα χρώματα των ζωγράφων, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να κατανΟ'Υ)θεί καλύτερα σαν μια αίσθ'Υ)σ'Υ) σόου. Ο Έλλινγκτον, ένας απτόψος συνθέης προγραμματικής μουσικής, δε φαίνεται να σκεφτόταν με χρώματα, τα οποία δεν εμφανίζονται σχεδόν ποτέ στους τίτλους των δίσκων (εκτός από τα μ'Υ) εικονικά «μαύρο» και «μπλε»), αλλά αντλούσε από «μια εμπειρία των αισθήσεων, μια μνήμ'Υ) του σώματoς�>, όπως στο «Harlem Airshaft» ή το «Daybreak Express»· από μια Ψυχολογική διάθεσ'Υ), όπως το «Mood Indigo» ή το «501itude»· ή από αισθ'Υ)ματικές ιστορίες, σαν αυτές που προτιμούσαν οι παραδοσιακοί χορογράφοι, όπως το «Black and Tan Fantasy» ή πολλά από τα πιο μεγάλα κομμάτια του.
Τίποτε απ' όλα αυτά δε θα είχε γίνει κάτι σπουδαίο, αν δεν υπήρχε μια ομάδα από δ'Υ)μιουργικούς μουσικούς που ο καθένας είχε ανεξάρηΤ'Υ) προσωπικότψα και αναγνωρίσιμ'Υ) φωνή: δ'Υ)λαδή δίχως ΤΎjV τζαζ. Δε χωράει αμφιβολία, ότι κάθε κομμάτι Τ'Υ)ς μουσικής του Έλλινγκτον αναγνωρίζεται αμέσως σαν δικό του, όποια και να 'ναι 'Υ) σύνθεσ'Υ) ης ορχήστρας. Πράγματι, πέτυχε τα ίδια ή ανάλογα αποτελέσματα με πολύ διαφορετικούς συνδυασμούς μουσικών, έστω κι αν 'Υ) μπάντα επωφελήθ'Υ)κε Τ'Υ)ς μακράς παρουσίας μερικών φωνών που συνδέθΎJΚαν άΡΡ'Υ)κτα με τον Έλλινγκτον: Cootie Williams, Johnny Hodges, Joe Nanton, Bamey Bigard, Harry Camey. (Αλλά ανέπτυξαν το στυλ τους βάσει αυτού που άκουγε σ' αυτούς ο Ντιούκ). Επιπλέον, είναι αναντίρρ'Υ)ΤΟ ότι αυτός ο μουσικός ιμπρεσιονισμός που θύμιζε Ντεμπυσύ σε κλασικής παιδείας ακροατές, και 'Υ) πάντοτε λαμπρή φόρμα των τρίλεπτων 'Υ)χογραφ'Υ)μένων κομματιών ορχήστρας -όταν ξεπερνούν τα τρία λεπτά έχουν ην τάσ'Υ) να «κρεμάνε» ή να παραπαίουν- ανήκουν αποκλειστικά στον Έλλινγκτον.
Ωστόσο, 'Υ) μουσική του είναι σ'Υ)μαντική πάνω απ' όλα για τον τρόπο που φτιαχνόταν. Ο Ντιούκ, ο πανούργος χειριστής των ανθρώπων, ήξερε ότι ο κάθε μουσικός μέσα στΎjV ορχήστρα έπρεπε να κάνει η μουσική δική του. Αυτό μπορούσε να γίνει όταν σκόπιμα τους άφ'Υ)νε δίχως οδ'Υ)γίες, για να ανακαλύΨουν από μόνοι τους αυτό που ο Έλλινγκτον ήθελε να κάνουν -όπως έκανε τον Cootie Williams να δει τον εαυτό του σαν το διάδοχο ης γρυλίζουσας τρομπέτας του Bubber Miley. Ή μπορεί ακόμα να τους ερέθιζε σκόπιμα με προσβολές, για να τους κάνει να δείξουν τι μπορούσαν πραγματικά να κάνουν. Πίσω από Τ'Υ) φαινομενικά χαοτική αταξία ης μπάντας, υπήρχε μια μέθοδος.
Από ην άλλ'Υ) , ο Έλλινγκτον τρεφόταν από τους μουσικούς του, όχι μόνο επειδή έπαιρνε απ' αυτούς ιδέες και μελωδίες, αλλά και γιατί οι δικές τους φωνές ήταν που έφτιαχναν Τ'Υ) δική του. Στάθ'Υ)κε βέβαια τυχερός σΤ'Υ)ν εποχή του. Οι μουσικοί, όντας ως επί το πλείστον μ'Υ) καταρτισμένοι καθώς και πολύ ανταγωνιστικοί, ανέπτυσσαν τις δικές τους
ΤΖΑΖ
προσωπικές φωνές, γεγονός που επέτρεπε τους πιο συναρπαστικούς και πρωτότυπους συνδυασμούς. Ο Collier και όλοι σχεδόν συμφωνούν πως η ανακάλυψη μιας τέτοιας φωνής, του Bubber Miley, ήταν αυτή από την οποία ξεκίνησε η μεταμόρφωση της μπάντας του Έλλινγκτον, και που επέτρεψε στον Ντιούκ να φτιάξει αυτή την ατέλειωτη ποικιλία συνδυασμών τραχύτητας και απαλότητας, ακατέργαστου και έντεχνου, που αποτελεί το χαρακτηριστικό στοιχείο του. Ήταν τυχερός που οι μάστορες της νέας χοτ τζαζ κατάγονταν συχνά από τη Νέα Ορλεάνη - όπως και ο ίδιος ο Σίντνεϋ Μπεσέ που συμμετείχε για λίγο καιρό στην ορχήστρα πριν αυτή γίνει και επίσημα η μπάντα του Έλλινγκτον. Απ' αυτούς πρέπει να πήρε ο Έλλινγκτον την αγάπη του για τους πλούσιους και ελικοειδείς ήχους των πνευστών, τους ήχους του σαξοφωνίστα Johnny Hodges και του κλαρινετίστα Bamey Bigard.
Αλλά η εξάρτηση που είχε ο Έλλινγκτον από τους μουσικούς του, αποδεικνύεται με τον πιο πειστικό τρόπο από το γεγονός, ότι κράτησε την ορχήστρα σε λειτουργία μέχρι το τέλος της ζωής του, παρότι οικονομικά ήταν μάλλον ζημιογόνα. Το αν με μια καλύτερη διαχείριση θα μπορούσε να είναι αποδοτική, δεν είναι σαφές δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ο Ντιούκ έβαζε τα έσοδα που είχε από τα δικαιώματα των δίσκων για να την κρατάει εν ζωή. Η μπάντα ήταν η φωνή του. Ο Έλλινγκτον δεν ενδιαφερόταν να φτιάχνει ή να κρατάει παρτιτούρες των έργων του, όχι γιατί δεν είχε μέσα στο μυαλό του τον ήχο και το σχήμα τους, αλλά γιατί τα κομμάτια του δεν είχαν γι' αυτόν νόημα, παρά μόνον όταν παίζονταν και, όπως πάντοτε συμβαίνει με την τζαζ, άλλαζαν ανάλογα με τους μουσικούς που τα έπαιζαν, ανάλογα με την περίσταση και τις διαθέσεις. Δε θα μπορούσε να υπάρξει κάτι σαν οριστική εκδοχή, παρά μόνο μία προτιμώτερη, αλλά προσωρινή . Ο Constant Lambert, ένας παλιός θαυμαστής του, δεν είχε δίκιο όταν έλεγε πως ο δίσκος ήταν για τον Έλλινγκτον το αντίστοιχο της παρτιτούρας ενός κανονικού συνθέτη. 7
Είναι προφανές ότι έργα που έχουν φτιαχτεί μ' αυτόν τον τρόπο δεν ανταποκρίνονται στη συμβατική έννοια του «καλλιτέχνη» ως ατομικού δημιουργού και μοναδικού γεννήτορα, αλλά φυσικά αυτό το συμβατικό μοντέλο ποτέ δεν ήταν εφαρμόσιμο στις απαραίτητα συνεργατικές ή συλλογικές μορφές δημιουργίας που γεμίζουν τις σκηνές και τις οθόνες της εποχής μας, και οι οποίες χαρακτηρίζουν πολύ περισσότερο την τέχνη του εικοστού αιώνα απ' ό,τι ο ατομικός καλλιτέχνης μέσα στο στού-
7. Περιέργως, ο Collier δεν αποφεύγει την ίδια παγίδα όταν εξυμνεί τα τρίλεπτα κομμάτια του Έλλινγκτον. Οι δίσκοι των 78 στροφών, που μας δίνουν τόσο πολλά από τα αριστουργήματά του που επιβίωσαν, δεν καθορίζουν τη δομή των συνθέσεων του Έλλινγκτον, αλλά μόνο της μουσικής που παρήγαγε για τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, όπως μαρτυρούν οι άτυπες ηχογραφήσεις έργων του σε αίθουσες χορού.
Ο ΔΟΥΚΑΣ 349
ντιό του ή πάνω στο γραφείο του. Το πρόβλΎ]μα ης κατάταξΎ]ς του Έλ
λινγκτον ως «καλλιτέχνΎ]» δε διαφέρει κατ' αρχήν από το πρόβλΎ]μα του
χαρακηρισμού των μεγάλων χορογράφων, σΚΎ]νοθετών ή άλλων που βά
ζουν το προσωπικό τους στίγμα πάνω σε συλλογικές δουλειές. Απλά, σΤΎ] μουσική σύνθεσΎ] είναι πιο ασυνήθιστο.
Αυτό όμως δΎ]μιουργεί σίγουρα σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά τον κοινώς αποδεκτό ορισμό ή χαρακηρισμό ης τέχνΎ]ς και ΤΎ]ς καλλιτεχνικής δΎ]μιουργίας. Είναι σαφές, ότι ο όρος «συνθέΤΎ]ς» είναι προβλΎ]ματικός όσον αφορά τον Έλλινγκτον, όπως προβλΎ]ματικός είναι για τους σΚΎ]νοθέτες του Χόλυγουντ και ο όρος «δΎ]μιουργός», που χρφιμοποιή θΎ]κε από γάλλους κριτικούς που έχουν γενικά μια τάσΎ] για αστικούς και καρτεσιανούς αναγωγισμούς. Ο Έλλινγκτον όμως παρήγαγε συνεργατικές δουλειές σοβαρής τέχνΎ]ς που είναι ταυτόχρονα και δικές του, όπως ακριβώς οι σΚΎ]νοθέτες του κινΎ]ματογράφου και του θεάτρου και, σε αντίθεσΎ] με τους διάφορους μεγαλομανείς, ήξερε ο ίδιος να εμπλέκεται σε αυθεντικά συλλογικές δΎ]μιουργίες.
Ο Collier θέτει τέτοια ερωτήματα, αλλά μετά τα αφήνει, εξαιτίας ης πεποίθΎ]σής του ότι ο Έλλινγκτον άφΎ]σε το ταλέντο του να ξεστρατίσει απ' αυτό που έκανε καλύτερα «σε ένα είδος μουσικής που συναγωνιζόταν μοντέλα του παρελθόντος, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν καταλάβαινε πραγματικά», ένα είδος στο οποίο δεν ήταν πολύ καλός. Το αν αυτό «τον απέσπασε από ην ανάπτυξΎ] ης φόρμας σην οποία αισθανόταν πιο άνετα», δεν είναι και τόσο σίγουρο. Στο κάτω κάτω, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του βιβλίου, παρήγαγε πάνω από 120 ώρες Ύ]ΧΟγραφΎ]μένΎ]ς τζαζ, ένα corpus αρκετά μεγάλο για τους περισσότερους συνθέτες, και συνέχισε να εξελίσσεται και να καινοτομεί μέχρι το τέλος ης ζωής του. Αν μετά τα πενήντα παρήγαγε λιγότερα αριστουργήματα, γι' αυτό δε φταίει τόσο Ύ] επίδρασΎ] του Camegie Hall όσο τα επιχεφΎ]ματικά προβλήματα που επιδρούσαν αρνΎ]τικά στο όργανό του, ΤΎ] μεγάλΎ] μπάντα.
Όπως και να 'χει, ο Έλλινγκτον θα μείνει ζωντανός χάρΎ] σε μουσικές σαν το «Κο-Κο» και όχι χάρΎ] σε συνθέσεις σαν ΤΎ] «Liberian Suite». Αλλά ο Collier κάνει σίγουρα λάθος να αντιπαραθέτει ην τζαζ, ως ένα είδος Gebrauchmusik που ΧΡΎ]σιμεύει «να συνοδεύει χορό, να υποσΤΎ]ρίζει τραγουδιστές ή χορευτές, να ξεσΎ]κώνει ή να διασκεδάζει το ακροατήΡΙΟ», με ΤΎ]ν «τέχνΎ] ως μια ειδική πρακτική που έχει τις δικές ης αρχές που υπάρχουν αφΎ]ΡΎ]μένα, ανεξάρτψα από το κοινό», και Ύ] οποία «δε δΎ]μιουργείται από μια επιθυμία άμεσΎ]ς επίδρασΎ]ς στα πραγματικά συναισθήματα των ανθρώπων». Όποια κι αν είναι Ύ] σχέσΎ] των αποδεκτών, συμβατικών τεχνών με το κοινό -μια σχέσΎ] που αναμφίβολα υπήρξε δύσκολΎ] για τους καλλιτέχνες ης αβάν-γκαρντ από τις αρχές του εικοστού
ΤΖΑΖ
αιώνα και μετά-, αυτή η διχοτομία υπεραπλουστεύει τη σχέση που είχαν
οι τζαζίστες με το ακροατήριό τους, ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος
τους μουσικούς, που, μετά τη γέννηση του μπήμποπ, προκάλεσαν το
κοινό να τους ακολουθήσει. Γιατί είναι εντελώς σίγουρο, ότι τα καλύτερα έργα του Έλλινγκτον
φτιάχτηκαν για καμπαρέ και για αίθουσες χορού, για ένα κοινό δηλαδή
για το οποίο μια φτηνιάρικη μουσική μπορεί να ήταν εξίσου καλή ή και
καλύτερη ' και πραγματικά, το ίδιο κοινό ήταν ικανοποιημένο με μπάντες τρίτης διαλογής. Όπως και οι περισσότεροι μουσικοί οργανισμοί της γενιάς του, η μπάντα του Έλλινγκτον επιβίωνε παίζοντας σε χορούς, δεν έπαιζε όμως για τους χορευτές. Οι μουσικοί της ορχήστρας έπαιζαν ο ένας για τον άλλο. Σίγουρα το ιδεώδες κοινό τους αποδεχόταν τη μουσική τους και ενθουσιαζόταν μ' αυτήν, πάνω απ' όλα όμως δεν τους εμπόδιζε.
Ο υποφαινόμενος αρθρογράφος έχασε μια για πάντα την καρδιά του με την μπάντα του Έλλινγκτον την εποχή της μεγάλης της δόξας, όταν την άκουσε να παίζει σε ένα λεγόμενο <ψπρέκφαστ ντανς» σε μια αίθουσα χορού στα προάστεια του Λονδίνου μπροστά σε ένα ανίδεο και εντελώς άσχετο κοινό, όπου αυτό που έβλεπε μπροστά της η ορχήστρα ήταν μια λικνιζόμενη μάζα χορευτών. Όσοι δεν έχουν ποτέ τους ακούσει τον Έλλινγκτον να παίζει σε κάποιο χορό ή, ακόμα καλύτερα, σε κάποιο δείπνο σοφιστικέ κόσμου της νύχτας, όπου το πραγματικό χειροκρότημα συνίστατο στο σταμάτημα των συζητήσεων στα τραπέζια, δεν μπορεί να καταλάβει πώς ήταν να παίζει η μεγαλύτερη μπάντα στη ιστορία της τζαζ μέσα στο φυσικό της περιβάλλον.
Από την άλλη, το κοινό που περίμενε ότι ο Έλλινγκτον «θα δράσει κατ' ευθείαν και ταχύτατα στα πραγματικά του αισθήματα», δημιουργούσε πρόβλημα. Στην τελευταία περίοδο, οι περισσότεροι Αμερικανοί και ξένοι άκουγαν τον Έλλινγκτον ζωντανά μόνο σε περιοδείες. Οι κατάμεστες αίθουσες από φανατικούς τζαζόφιλους που είτε απόλυτα σιωπηλοί είτε χειροκροτώντας περίμεναν να τους έρθει η αποκάλυψη, σπάνια έβγαζαν ό,τι καλύτερο είχε να δώσει η μπάντα. Έβγαζαν τον Έλλινγκτον που ήξερε πως το πολύ κορνάρισμα (κυρίως από τον Paul Gonsalves) θα ξεσήκωνε την αίθουσα.
Ούτε και αρκεί να πούμε, όπως λέει ο Collier, ότι «όταν η τζαζ συγχέεται με την τέχνη, το πάθος φεύγει από το παράθυρο και τη θέση του παίρνει η φιλοδοξία». Ο λόγος για τον οποίο η τζαζ είναι σημαντική, δεν είναι πως είναι παθιασμένη και ταπεινή. Αυτά είναι μάλλον ρομαντισμοί. Ούτε είναι πως, σε αντίθεση με την τέχνη που δεν αρέσει στον Collier, «εκατομμύρια ανθρώπων ενδιαφέρονται γι' αυτήν». Η τζαζ είναι και ήταν πάντοτε μια τέχνη της μειοΨηφίας, ακόμα και σε σύγκριση με την κλασική μουσική και τη σοβαρή λογοτεχνία, για να μη μιλήσουμε για
Ο ΔΟΥΚΑΣ 35 1
πραγματικά κοινά εκατομμυρίων. Σίγουρα δεν είναι μαζική τέχνη στις
ΗΠΑ, όπου τα νεοϋορκέζικα τζαζ κλαμπ (όπως και οι βρετανοί θεατρικοί επιχειρηματίες) στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στο κοινό των τουριστών.
Η τζαζ είναι σημαντική στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης γιατί ανέπτυξε έναν εναλλακτικό τρόπο να κάνεις τέχνη, διαφορετικό από την υΨηλή κουλτούρα της αβάν-γκαρντ, η εξάντληση της οποίας κατάντησε τόσες πολλές από τις «σοβαρές» τέχνες σε παρεπόμενα πανεπιστημιακών προγραμμάτων, κερδοσκοπικών επενδύσεων ή φιλανθρωπίας. Γι' αυτό και είναι ανησυχητική η τάση της τζαζ να μετατραπεί σε μια ακόμη πρωτοποριακή τέχνη .
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο Έλλινγκτον αντιπροσώπευε αυτή την ικανότητα της τζαζ να κάνει ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για την «κουλτούρα», ανθρώπους που κυνηγούν τα πάθη τους, τις φιλοδοξίες τους και τα συμφέροντά τους με το δικό τους τρόπο, σε δημιουργούς μιας σοβαρής και -σε μικρή κλίμακα- μεγάλης τέχνης. Το απέδειξε τόσο με την προσωπική του εξέλιξη σε συνθέτη όσο και με τα ολοκληρωμένα έργα τέχνης που δημιούργησε μαζί με την ορχήστρα του, μια ορχήστρα που περιλάμβανε λιγότερα καταπληκτικά ταλέντα από άλλες -μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ίσως μόνο ένα, τον Hodges-, αλλά στην οποία η εξαιρετική ατομική επίδοση ήταν το θεμέλιο ενός συλλογικού επιτεύγματος. Καμία άλλη πηγή συλλογικής μουσικής δημιουργίας δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Σίγουρα τόσο ο Έλλινγκτον όσο και οι μουσικοί του επιδρούσαν κατευθείαν και αμέσως πάνω στα αισθήματα του κοινού, αλλά αυτό από μόνο του δεν εξηγεί το γιατί, όπως σημειώνει ο Collier, η μουσική τους ήταν τόσο περισσότερο πολύπλοκη από άλλων τζαζ συγκροτημάτων. Εν ολίγοις, ο συγγραφέας ρέπει κάποιες στιγμές προς μια λα'ίκίστικη θεωρία για την τέχνη, σύμφωνα με την οποία ο καλλιτέχνης όχι μόνο «αγαλλιάζει να επικοινωνεί με το μέσο αναγνώστη » (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Δρ Johnson), αλλά έχει για οδηγό του τις προτιμήσεις του κοινού. Το ότι αυτή η θεωρία είναι ανεπαρκής, αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων παραδειγμάτων, και από μια σύγκριση ανάμεσα στην αμερικανική και τη γερμανική φάση της καριέρας του Γκέοργκ Γκρος αλλά και του Κουρτ Βάιλ.
Ο Collier έχει ωστόσο ολότελα δίκιο στο ότι τα μεγάλα επιτεύγματα της τζαζ, ανάμεσα στα οποία η μουσική του Έλλινγκτον είναι από μερικές απόψεις το εντυπωσιακότερο, αναπτύχθηκαν σε ένα έδαφος τελείως διαφορετικό απ' αυτό που παρήγαγε την υΨηλή τέχνη. Ήταν μια μουσική επαγγελματιών διασκεδαστών με ταπεινές προσδοκίες, που αναπτύχθηκε μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων της νύχτας με λα'ίχ,ές ρίζες. Δεν παρίστανε πως ήταν μια «τέχνη» όπως η μουσική δωματίου' δεν είχε την πολυτέλεια να αντιμετωπίζεται ως «τέχνη», και όταν οι μουσικοί της
352 ΤΖΑΖ
εξελίσσονταν σε μια ακόμα πρωτοπορία τη θεωρούσαν μάλλον τόσο χαμένη όσο και τις υψηλές τέχνες. Η μεγαλύτερη συμβολή της στη μουσική πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεν υπάρχει πια. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε έναν μεγάλο μουσικό του μέλλοντος να λέει, όπως είπε ένας από τους μεγαλύτερους σολίστες του Έλλινγκτον: «Το μόνο που 'θελα να γίνω ήταν ένας πετυχημένος νταβατζής, και μετά ανακάλυψα ότι μπορούσα να το κάνω με το όργανό μου» .
Σήμερα η τζαζ, που παίζεται σε μεγάλο βαθμό από μορφωμένους μουσικούς, OL οποίοι συχνά διαθέτουν κλασική παιδεία, και κυρίως για ένα φιλόμουσο κοινό, από μια γενιά που η δεσμοί της με τα μπλουζ διαμεσολαβούνται από το ροκ και μουσικά υποβαθμισμένους ήχους γκόσπελ, θα πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο, αν μπορεί, για να φτάσει στο σημείο που έφτασε η τζαζ των ανθρώπων που μεγάλωσαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Όλοι όμως ανεξαιρέτως οι μουσικοί της θα εξακολουθήσουν να ακούν τους δίσκους του Έλλινγκτον, για τον οποίο ο Collier έγραψε το καλύτερο βιβλίο που διαθέτουμε: ένα λιτό, διαφωτιστικό, οξυδερκές για τον άνθρωπο βιβλίο, που συνδυάζει καλή μουσικοκριτική και καλή ιστορία.
1 1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥ'ΤΕΡΟ
Η ΤΖΑΖ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΙΡΩΠΗ
Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύθηκε αρχικά με τίτλο «Για την υποδοχή της τζαζ στην Ευρώπη», στο Theo Mίίus/i (επιμ,), Jazz und Sozialgeschichte, Ζυρίχη 1994 .
Η συζήτrιση για την τζαζ πρέπει να ξεκινήσει, όπως κάθε ιστορική ανάλυση που αφορά τις κοινωνίες του σύγχρονου καπιταλισμού, από την τεχνολογία και τις επιχειρήσεις: στην περίπτωσή μας από τις επιχειρήσεις που υπηρετούν την Ψυχαγωγία των όλο και πολυπληθέστερων κατώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων. Μέχρι τον Α' Παγκόσμω Πόλεμο, η τεχνολογία, που υπό τη μορφή του ραδωφώνου και του φωνόγραφου θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της νέγρικης μουσικής μετά τη δεκαετία του 1920, δεν ήταν ακόμα σημαντική . Ωστόσο, από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα η «σόου μπίζνες» και η βωμηχανία της λα'ικής μουσικής είχαν ήδη αναπτυχθεί αρκετά και είχαν δημωυργήσει εθνικά αλλά και υπερατλαντικά δίκτυα -πρακτορεία, θεατρικές περωδείες, ακόμα και αλυσίδες, Κ .Ο .Κ.-, για να μην αναφέρουμε την κυκλοφορία και διανομή μιας διαρκώς ανανεούμενης ποικιλίας λα'ικών μουσικών κομματιών.
Από τεχνικής απόΨεως, αυτές οι επιχειρήσεις ήταν πρωτόγονες, σε σύγκριση με την άλλη μεγάλη τέχνη του αιώνα, τον κινηματογράφο. Παρέμειναν περωρισμένες στην ανάγκη για επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο ή στόμα με αυτί. Μόνο από μία, κρίσιμη όμως, άποΨη είχαν επαναστατικοποιηθεί. Οι υπερατλαντικές επικοινωνίες είχαν πλέον τόσο πολύ αναπτυχθεί, που ιδέες, νότες και άνθρωπOL μπορούσαν να διασχίσουν πολύ γρήγορα τον ωκεανό . Η μουσική επιθεώρηση του Marion Cook, C/oridy: The Origin oj the Cakewalk (ο Cook ήταν αυτός που θα έφερνε αργότερα τον Μπεσέ στη Βρετανία) παίχτηκε το 1898 και στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο. Το φοξτρότ, ο κυριότερος μαζικός χορός που συνδέεται με την τζαζ, ήρθε στη Βρετανία το καλοκαίρι του 1914, μόλις λίγους μήνες αφότου είχε κάνει την εμφάνισή του στις ΗΠΑ, και στο Β έλγω το 19 15 . Η τζαζ δεν είχε καλά καλά πάρει το όνομά της στις ΗΠΑ, όταν μουσικά σύνολα μ' αυτόν τον τίτλο άρχισαν να περωδεύουν στην Ευρώπη . Βρίσκονταν κιόλας εκεί στα μέσα του 1917 . Επομένως, τα βασικά εμπόδια για τη γρήγορη διάδοση της τζαζ δεν ήταν τεχνικής φύσεως, αλλά ΚOLνωνικής και πολιτισμικής.
354 ΤΖΑΖ
Εκείνο που έχει ενδιαφέρον ωστόσο μ' αυτή τη δ ιάδοση είναι αυτό που δ ιεδίδετο. Επρόκειτο για ένα από τα πολλά νέα είδη πολιτιστικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας που έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, μέσα στα πληβειακά κοινωνικά περιβάλλοντα, κυρίως των πόλεων της δυτικής βιομηχανικής κοινωνίας, και προπαντώς μέσα στα ιδιαίτερα λούμπεν περιβάλλοντα των συνοικιών διασκέδασης των μεγάλων πόλεων, που είχαν τις ιδιαίτερες υποκουλτούρες τους, τα ιδιαίτερα ανδρικά και γυναικεία στερεότυπά τους, τα ρούχα τους, και φυσικά τη μουσική τους . Το τάνγκο του Μπουένος Άιρες, που εξασφάλισε στη λατινοαμερικάνικη μουσική μια μόνιμη, αν και δευτερεύουσα, θέση στη δ ιεθνή χορευτική σκηνή την ίδια εποχή που εμφανίστηκε και η τζαζ, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα. Η κουβανέζικη μουσική είναι ένα άλλο. Το ότι η τζαζ ήταν ταυτόχρονα κάτι το νέο αλλά και, αρχικά, μια τέχνη που ανήκε σε μια αυτόνομη υποκουλτούρα είναι σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ο μηχανισμός της εμπορικής διάδοσης την έπιασε, θα λέγαμε, στον αέρα, την ώρα που δ ιαμορφωνόταν και εξελισσόταν. Η υποδοχή της τζαζ ήταν το αντίθετο από φαινόμενα όπως «η αναβίωση της παραδοσιακής μουσικής», που ανακάλυπτε μουσικά απολιθώματα στο Σόμερσετ ή στα Απαλλάχια. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η γοργή εξέλιξη του είδους δημιουργούσε ένα κλίμα νοσταλγίας και μουσικής αρχαιολογίας στο δευτερογενές κοινό της τζαζ. Κι αυτό το κλίμα θα γεννούσε την «παραδοσιακή » (τραντ) ή «αναβιω μένη » (Ντίξιλαντ) τζαζ. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, η τζαζ δε γινόταν δεκτή απλά σαν μια Gebrauchsmusik, μια ακόμα ηχητική συνοδεία για να χορέΨεις ή να πιεις τη μπύρα σου, αλλά σαν κάτι που είχε από μόνο του έναν συμβολισμό και μια σημασία. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την ευρωπα"ίκή υποδοχή της τζαζ.
Παραμένει όμως το μείζον ερώτημα: γιατί απ' όλες τις πληβειακές μορφές τέχνης των πόλεων που υιοθετήθηκαν από ένα δευτερογενές κοινό, η μαύρη αμερικάνικη μουσική ήταν αυτή που επέδειξε τη μεγαλύτερη ικανότητα να κατακτήσει το δυτικό κόσμο ; Δεν ήταν βέβαια η πρώτη τέχνη αυτού του είδους που υιοθετήθηκε από τους κοινωνικά ανώτερους και πιο μορφωμένους, τους καλλιτέχνες, τους αριστοκράτες και τους διανοούμενους. Στην πραγματικότητα μάλιστα, δεδομένης της απουσίας αριστοκρατών και διανοουμένων ευρωπαίκού τύπου στις ΗΠΑ, ήταν μία από τις τελευταίες. Πριν από τη δεκαετία του 1930, ή έστω του 1920, δεν υπάρχει τίποτε αντίστοιχο στην ιστορία της τζαζ με τη φιλολογία γύρω από το ανδαλουσιανό cante hondo που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1880 ή με την Ιστορία του Fado του Pinto de Carvalho του 1903 ή με τους διάφορους Max Beerbohm και Τουλούζ-Λωτρέκ που εξυμνούσαν τα μιούζικ-χωλ τη δεκαετία του 1890 ή, ακόμα, με την εκστρατεία των α-
Η ΤΖΑΖ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΎ"ΡΩΠΗ 355
φοσιωμένων οπαδών που έφεραν τη μόδα του τάνγκο στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1900. Τα πρώτα σοβαρά βιβλία για την τζαζ που δείχνουν μια γνώση των καλλιτεχνών και της μουσικής ανάλογη μ' αυτήν των συγγραφέων της Ιβηρικής του τέλους του 190υ αιώνα, δεν κυκλοφόρησαν παρά στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, θέλω όμως να συνεισφέρω κι εγώ ένα στοιχείο. Η μαύρη αμερικανική μουσική είχε το πλεονέκτημα να είναι αμερικανική . Δεν έγινε δεκτή απλά σαν κάτι το εξωτικό, το πρωτόγονο, το μη-αστικό, αλλά σαν κάτι το μοντέρνο. Οι μπάντες της τζαζ προέρχονταν από τη χώρα του Χένρυ Φορντ. Οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες που έφεραν την τζαζ αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στην ευρωπα'ίκή ήπειρο, γοητεύονταν από το στοιχείο της νεωτερικότητας. Εξ ου και η παράλογη και μυστηριώδης σύνδεσή της με τον πολιτισμό των μηχανών, με τις οποίες (αν εξαιρέσουμε τις μηχανές των τραίνων) η τζαζ δεν είχε καμία απολύτως σχέση . Οι βρετανοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες του 1918, παρεμπιπτόντως, δεν έδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον για την τζαζ που έδειξε η αβάν-γκαρντ της ηπειρωτικής Ευρώπης της ίδιας εποχής, ο Κοκτώ, ο Μιλώ και οι υπόλοιποι.
Ωστόσο, ένα τρίτο στοιχείο της υποδοχής της νέγρικης μουσικής είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό. Η τζαζ προωθήθηκε και θριάμβευσε όχι σαν μια μουσική για διανοούμενους, αλλά σαν μια μουσική για χορό, και ειδικά για έναν μεταμορφωμένο, επαναστατικοποιημένο κοινωνικό χορό των μεσαίων και ανώτερων τάξεων αλλά και, σχεδόν ταυτόχρονα, της εργατικής τάξης. Κατά τη δεκαετία του 1 900 ο χορός των ανώτερων στρωμάτων μεταμορφώθηκε κατά δύο τρόπους. (Ενας ειδικός της εποχής προσδιορίζει χρονικά τη μεγαλύτερη αλλαγή στη σεζόν 1 9 10-1 9 1 1 ) . Πρώτον, η μουσική των πόλεων είχε πάψει να είναι μια εποχιακή απασχόληση για ειδικές περιστάσεις, και είχε γίνει μια κοινωνική και Ψυχαγωγική δραστηριότητα που ασκείτο καθ ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ώς έναν βαθμό γινόταν μέσα στα σπίτια, αλλά δημιουργήθηκαν και ειδικά χορευτικά κλαμπ -μόνο στο εδουαρδιανό Hampstead υπήρχαν τρίακαθώς και σε ξενοδοχεία και στους χώρους που θα ονομάζονταν «νάιτκλαμπ» . Σε μικρότερη έκταση εμφανίστηκαν τε'ίποτεία χορού και ρεστωράν χορού. Δεύτερον, ο χορός έχασε την τυπική του μορφή και τα πολύ συγκεκριμένα βήματα. Παράλληλα έγινε πιο απλός, πιο εύκολος να μαθευτεί, λιγότερο απαιτητικός και κοπιαστικός. Η κρίσιμη αλλαγή εδώ ήταν το πέρασμα από τον «περιστροφικό» χορό, όπως το βαλς, στο «βηματιστό», όπως το μπόστον - ένα είδος ευθύγραμμου βαλς που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Αυτές οι εξελίξεις φαίνεται να αντανακλούν ένα χαλάρωμα των αριστοκρατικών και αστικών συμβάσεων, και αποτελούν ένα σαφές αν και αγνοημένο σύμπτωμα μιας
ΤΖΑΖ
αξιοσημείωτης χειραφέτησης των γυναικών αυτών των τάξεων πριν από το 1914 . Η σχέση μεταξύ χορού και επανάστασης, ακόμα και η ειδικότερη σχέση ανάμεσα στην προτεραιότητα που απέκτησε ο ρυθμός στον κοινωνικό χορό και την απελευθέρωση των γυναικών, δεν πέρασε απαρατήρητη . Επισημαίνεται στο πιο οξυδερκές από τα πρώτα βιβλία που γράφτηκαν για την τζαζ, το βιβλίο του Paul Bernhard, Jazz: Eine musikalische Zeitfrage ( 1927) . Ο Bernhard τονίζει ότι αυτή η εξέλιξη έφτασε στην ηπειρωτική Ευρώπη από τις αγγλοσαξονικές χώρες.
Δε χρειάζεται να πούμε πολλά για τη χρονολόγηση της υποδοχής της τζαζ. Απλά μπορούμε, εν συντομία, να διακρίνουμε μια παλαιολιθική ε ποχή, πριν ακόμα η τζαζ γίνει γνωστή μ ' αυτό το όνομα, οπότε έχουμε τη διείσδυση μαύρων αμερικάνικων στοιχείων στη βρετανική χορευτική μουσική του συρμού, τα οποία κυριαρχούν γύρω στο 1 9 1 2 όταν το κοντρατέμπο έγινε βασικό στοιχείο . Υπάρχει μια νεολιθική επανάσταση μετά το 19 17, όταν η τζαζ εφορμά στην ευρωπαϊκή συνείδηση σαν έναν δυνατός και βραχνός θόρυβος, σαν το σύμβολο όλων εκείνων -δημοσιογράφοι, παπάδες και διανοούμενοι-, που επιλέγουν να καταγγείλουν ή να εξυμνήσουν, και σαν το όνομα και η ενορχήστρωση της μουσικής που συνοδεύει μια νέα επιδημία μαζικού κοινωνικού χορού. Στο εσωτερικό αυτής της πλατιάς περιοχής χορευτικής και (αμερικανικής) Ψυχαγωγικής μουσικής, ένα μικρό, αλλά παθιασμένο και ενημερωμένο, κοινό φαν δημιουργεί το ειδικό πεδίο της «χοτ» τζαζ, μιας καλλιτεχνικής μουσικής που προκαλεί το θαυμασμό . Κατά τη δεκαετία του 1930, που αποτελεί την επόμενη περίοδο της ιστορίας της υποδοχής της τζαζ, το ειδικό ευρωπα'ίκό κοινό των τζαζόφιλων διευρύνεται και οργανώνεται, κυρίως μέσω των τζαζ κλαμπ, και οι συλλέκτες αρχίζουν να διεισδύουν στο νέο μέσο του ραδιοφώνου. Οι Ευρωπαίοι αρχίζουν μάλιστα, σιγά σιγά, να βγάζουν και δ ικούς τους ντόπιους τζαζίστες. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ένα ουσιαστικά λευκό δευτερογενές κοινό, τ.όσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, ανέπτυξε ένα σώμα ερασιτεχνών οργανοπαικτών αλλά και μια ειδική συντηρητική ή παραδοσιακή αντίδραση στην περαιτέρω εξέλιξη της τζαζ, που πήρε τη μορφή της αναβίωσης της Νέας Ορλεάνης ή κινήματος Ντίξιλαντ. Στην Ευρώπη, και σίγουρα στη Βρετανία, αυτό το είδος έγινε «η βασική κοινωνική μουσική πολλών νέων» (για να παραθέσουμε τον Lincoln Collier) στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και παρέμεινε μέχρι την εμφάνιση του ροκ-εντρολλ.
Αυτή η ανάδυση μιας λα"ίκής νεολαιίστικης μουσικής πλατιάς βάσης μέσα από μια μικρή, κλειστή, διανοουμενίστικη μειονότητα φανατικών τζαζόφιλων είναι σημαντική από δύο απόψεις: Αποδεικνύει τον σχεδόν ολότελα δευτερογενή χαρακτήρα που είχε ο εγκλιματισμός της μαύρης
Η ΤΖΑΖ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΎ"ΡΩΠΗ 357
μουσικής στην Ευρώπη . Βασίστηκε ως επί το πλείστον σε νέους που άκουγαν, συνέλεγαν και συζητούσαν δίσκους αμερικανών μουσικών. Η κεντρική σημασία που είχαν OL δίσκOL και OL εμπνεόμενες από δίσκους εμφανίσεις καταδεικνύεται από το μικρό αριθμό περωδειών αμερικανών μουσικών. Στη Βρετανία, όπως άλλωστε και, για άλλους λόγους, στη Γερμανία και την ΕΣΣΔ, OL περωδείες αμερικανικών συγκροτημάτων στην ουσία απαγορεύτηκαν για μεγάλες περιόδους. Αλλά η διαμόρφωση ενός νέου γούστου του κοινού από μια μεωνότητα παθιασμένων ειδημόνων της τζαζ έδωσε τη δυνατότητα στην Ευρώπη να εξοικειωθεί με στοιχεία της μαύρης παράδοσης, τα οποία δε θα είχαν αναδειχθεί μέσα από μια καθαρά εμπορική εξέλιξη του γούστου. Ένα προφανές παράδειγμα είναι τα νέγρικα μπλουζ, για τα οποία η αγορά ακόμα και στις ΗΠΑ ήταν αμελητέα. Κι αυτό υπήρξε αποφασιστικό για την αφομοίωση του ροκ-εντρολλ στη Βρετανία και ίσως να εξηγεί και το γιατί το ροκ, υπό τη βρετανική του μορφή, έγινε η πρώτη εξευρωπαίσμένη εκδοχή της αμερικάνικης μαύρης μουσικής που κατέλαβε εξ εφόδου και τις ίδ ιες τις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1960. Η σύνδεση είναι οφθαλμοφανής στην περίπτωση των Ρόλλινγκ Στόουνς, οι οποίοι επηρεάστηκαν από ένα από εκείνα τα συγκροτηματάκια των βρετανών ειδημόνων της τζαζ, αυτό του μακαρίτη Alexis Korner. Γενικότερα, ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο μέσος έφηβος του Μπίρμινχαμ ήταν μάλλον πω εξοικειωμένος με τους μπλούζμεν του Σικάγο, σαν τον Muddy Waters, απ' ό,τι ο μέσος έφηβος της Ιντιάνα.
Μετά απ' αυτή τη σύντομη υπενθύμιση της περωδολόγησης, ας εξετάσουμε δύο συγκεκριμένες όψεις της υποδοχής της τζαζ: σε ποωυς απευθυνόταν η τζαζ και πως την αντιλαμβανόταν το ΚOLνό.
Υπάρχει μια έντονη διαφορά ανάμεσα στη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, όσον αφορά τουλάχιστον το πρώτο ερώτημα. Η υποδοχή της τζαζ στη Βρετανία είχε πολύ πω πλατιά βάση, και η αφομοίωσή της ή ταν πολύ πω εύκολη, μια που η Βρετανία αποτελούσε ήδη μαζί με τις ΗΠΑ μια ενιαία, από γλωσσική και μουσική άποψη, ζώνη λαίκής κουλτούρας. Η Βρετανία ήταν επομένως ένα είδος γέφυρας μεταξύ των ΗΠΑ και της υπόλοιπης Ευρώπης. Συχνά OL τζαζόφιλοι της ηπειρωτικής Ευρώπης είχαν τις πρώτες τους εμπειρίες από αμερικανική τζαζ στο Λονδίνο . Στο Λονδίνο εμπνεύστηκε ο Ansermet το γνωστό εγκώμω που έγραψε το 19 19 για τον Μπεσέ. Στη δεκαετία του 1920 όχι μόνο βρετανικές μπάντες περιόδευαν ανά την Ευρώπη -σκέφτεται κανείς δ ιστακτικά, την τζαζ ορχήστρα βρετανίδων κυριών που έπαιξε το Tabarin στη Β ιέννηαλλά και οι δίσκοι του Jack Hylton ήταν ίσως πω γνωστοί από τους δίσκους των Αμερικανών και για πολλούς Ευρωπαίους αυτοί στην ουσία αντιπροσώπευαν την τζαζ. Ο Hylton, ένα αγόρι εργατικής προέλευσης
ΤΖΑΖ
και θερμός υποστηρικτής των Εργατικών, αρκετά καπάτσος για να γίνει αργότερα εκατομμυριούχος, αντιλήφθηκε τις δυνατότητές του ήδη από το 19 13 όταν δούλευε ως μέλος χορευτικής ορχήστρας στο Savoy Hotel του Λονδ ίνου. Το 1921 ανήκε ξεκάθαρα στη τζαζ. Επίσης, η βρετανική σοφιστικέ διανόηση ήταν, για προφανείς λόγους, κοντύτερα στην Αμερική απ' ό,τι τα καλλιτεχνικά καφέ άλλων χωρών. Κλαμπ όπως το Embassy και ξενοδοχεία όπως το Savoy έδιναν το στίγμα ακόμα και πριν το 1 9 1 4, και το 1928 το Savoy απασχολούσε μάλιστα μια ντόπια «χοτ» μπάντα την οποία είχε δημιουργήσει ένας φιλιππινέζος πλούσιος τζέντλεμαν, ο Federiko ή Fred Elizalde, ο οποίος είχε βουτήξει μέσα στην τζαζ τον καιρό που σπούδαζε στο Καίμπριτζ. Αλλά και στη δεκαετία του 1960, μόνο τα βρετανικά ροκ συγκροτήματα από όλη την Ευρώπη απέκτησαν φήμη στην Αμερική.
Η βρετανική τζαζ είχε μια πλατιά λα'ίκή βάση, γιατί η ιδιαίτερα μεγάλη βρετανική εργατική τάξη είχε αναπτύξει έναν μοναδικό, για την Ευρώπη, αναγνωρίσιμο, αστικοποιημένο, μη παραδοσιακό τρόπο ζωής. Ήδη πριν το 1914 είχαν χτιστεί τεράστιες λα'ίκές αίθουσες χορού για τις ανάγκες των διακοπών στα προλεταριακά παραθαλάσσια θέρετρα όπως το Blackpool, το Morecambe, το Margate και το Douglas στο Νησί του Μαν. Η μεταπολεμική μανία του χορού καλύφθηκε αμέσως από το νέο θεσμό των λεγόμενων Παλαί ντε Ντανς, το πρώτο από τα οποία, το Παλαί του Hammersmith, έγινε αμέσως στέκι της τζαζ όταν το 19 19 έφερε από την Αμερική την Original Dixieland Jazz Band . Βέβαια, η μουσική με την ο ποία χόρευαν ο ι πληβείοι σήμερα δε θα θεωρείτο πάντοτε τζαζ. Μάλιστα, η κύρια παράδοση του μαζικού χορού στη Βρετανία από την τζαζ πέρασε σε ένα παράξενο φαινόμενο που ονομάστηκε χορός «strict tempo», και ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε ένα δ ιαγωνιστικό σπορ στη βρετανική τηλεόραση. Παρ' όλα αυτά, η τζαζ καθιερώθηκε σαν όνομα, σαν ιδέα και σαν ένας ευρέως διαδεδομένος ήχος.
Η μανία του μαζικού χορού παρήγαγε έναν πολύ μεγάλο αριθμό μουσικών που έπαιζαν σε χορευτικές ορχήστρες, και οι οποίοι ήταν προλεταριακής καταγωγής ή τουλάχιστον είχαν βγει μέσα από το κίνημα των ορχηστρών χάλκινων οργάνων που είχαν μεγάλη απήχηση στις βιομηχανικές περιοχές. Αυτοί αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του κοινού της τζαζ. Στη φοβερή δεκαετία του 1920 ο αριθμός των μουσικών αυξήθηκε κατά 50%' ανάμεσα στα 1901 και 19 1 1 είχε αυξηθεί μόνο κατά 10%. Το 1 93 1 υπήρχαν γύρω στους 30.000 μουσικούς, στους οποίους βέβαια περιλαμβάνονταν και πολλοί μουσικοί του σινεμά που δεν ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για την τζαζ. Αυτοί έπρεπε να μάθουν τα κόλπα της μουσικής -μεγάλο μέρος των βιβλίων για την τζαζ εκείνης της δεκαετίας ήταν εκπαιδευτικού χαρακτήρα- και ήταν πολύ πιθανό να ενδιαφερθούν να γνωρί-
Η ΤΖΑΖ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΤΡΩΠΗ 359
σουν την αυθεντική τζαζ, έστω και μόνο γιατί είχαν βαρεθεί τη ρουτίνα της δουλειάς τους. Το περιοδικό του επαγγέλματος, το Melody Maker, που ιδρύθηκε το 1926, έγινε σχεδόν αμέσως υπέρμαχος της τζαζ, και θα παρέμενε το κυριότερο ευρωπα·ίκό έντυπο για τους τζαζόφιλους.
Από κοινωνικής απόψεως, οι μουσικοί των χορευτικών ορχηστρών, οι οποίοι τα έβγαζαν πέρα μάλλον καλύτερα στη δεκαετία του 1 920 παρά στην ύφεση της δεκαετίας του 1 930, βρίσκονταν στα όρια ανάμεσα στους ειδικευμένους εργάτες και στις μεσαίες τάξεις. Στα υψηλότερα στρώματα αυτής της ζώνης συναντάμε τους ευαγγελιστές της βρετανικής τζαζ πριν από το 1 945. Συνήθως ήταν αυτοδίδακτοι διανοούμενοι . Στο Λονδίνο τα Rhythm Clubs (98 τέτοια ξεφύτρωσαν στη Βρετανία ανάμεσα στο 1933 και το 1935) δεν τα απαντάμε στις μεσοαστικές συνοικίες, στο Chelsea, το Kensington ή ακόμα και το Hampstead, αλλά σε περιφερειακές περιοχές όπως το Croydon, το Forest Gate, το Barking ή το Edmonton . Το φοιτητικό στοιχείο υπήρχε βέβαια, αλλά δε θα γίνει ορατό παρά μόνο πολύ αργότερα. Η τζαζ διατήρησε φυσικά τους δεσμούς της με την υψηλή κοινωνία, αλλά δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για ιδιαίτερες σχέσεις της με την κουλτούρα, τον καλλιτεχνικό σνομπισμό και την αβάν-γκαρντ, όπως συμβαίνει στην ηπειρωτική Ευρώπη, με εξαίρεση τις παρυφές του πρωτοποριακού μπαλέτου, με τον Frederick Ashton και τον συνθέτη-μαέστρο Constant Lambert, και μερικούς νεαρούς οπαδούς τού σχετικά ασήμαντου βρετανικού σουρεαλιστικού κινήματος. Οι καθιερωμένες αλλά και οι πιο εφήμερες προσωπικότητες της κουλτούρας και τα περιοδικά τους δεν αισθάνονταν υποχρέωση να τιμήσουν την τζαζ. Οι συγγραφείς που θα τη διαφήμιζαν στη δεκαετία του 1950 (Amis, Larkin, John Osbome) το έκαναν ακριβώς γιατί ήταν σύμβολο του επαρχιώτη και του παρείσακτου. Τα έντυπα της διανόησης δεν της αφιέρωναν χώρο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το προφίλ του μεσοαστού βρετανού τζαζόφιλου της δεκαετίας του 1930 είναι σχετικά ταπεινό - που συνήθως ήταν κάποιος που δεν είχε φτάσει τα δεκαπέντε-δεκαέξι πριν από το 1933-1935. Η ύπαρξη μιας αντεργκράουντ τζαζ στα πανεπιστήμια κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930, δείχνει ότι, έστω και σιωπηρά, μερικοί τουλάχιστον από τους μελλοντικούς διανοούμενους άκουγαν. Ο πόλεμος διεύρυνε σε τεράστιο βαθμό το κοινό της τζαζ στη Βρετανία όπως και στις άλλες χώρες.
Το ισχυρό λα·ίκό στοιχείο του βρετανικού κοινού της τζαζ, το ξεχώριζε από το αντίστοιχο κοινό άλλων χωρών της Ευρώπης, που αποτελείτο κυρίως από μέλη των αστικών και των ανώτερων μορφωτικά τάξεων. Αυτό είναι κάτι πολύ γνωστό στους μελετητές της Kulturgeschichte [πολιτισμικής ιστορίας] της ηπειρωτικής Ευρώπης. « Η τζαζ ήταν η μουσική της δεκαετίας», όχι μόνο για πολλούς κεντροευρωπαίους μοντερνιστές συνθέ-
ΤΖΑΖ
τες αλλά, όπως μας θυμίζει ο Michael Kater, και για το λαμπρό νεαρό ιστορικό Eckart Kehr. Οι διακυμάνσεις αυτού του κοινού δεν έχουν όμως επισημανθεί αρκετά, αν και φαίνεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1920 το πάθος για την τζαζ σαν μουσική του μέλλοντος εξασθένισε κάπως, γεγονός που ικανοποίησε τους αντιπάλους της, τόσο τους δεξιούς, όσο και τους αριστερούς της Σχολής της Φρανκφούρτης. Η μοίρα της τζαζ την εποχή των Ναζί και του Σοβιετικού καθεστώτος έχει περιγραφεί πρόσφατα από τους Michael Kater και Frederick Starr, δε γνωρίζω όμως να υπάρχει ακόμα κάτι ανάλογο για τη φασιστική Ιταλία.
Τέλος, ας αναρωτηθούμε τι σήμαινε η τζαζ γι' αυτούς που την άκουγαν. Για το μεγάλο κοινό σήμαινε, πέρα από μια χορευτική μουσική, ένα ορισμένο είδος ρυθμού και έναν δυνατό και αντισυμβατικό ήχο (<<μια θορυβώδικη και συχνά εκκωφαντική μουσική που δημιουργείται από διάφορα κρουστά και άλλα όργανα», για να παραθέσουμε ένα γερμανικό εγχειρίδιο χορού του 1 922)· σήμαινε επίσης, ίσως, ένα είδος μουσικής που παιζόταν με μια άγρια ανεμελιά. Όντας, σύμφωνα με τη γαλλική έκφραση «ένα είδος νομιμοποιημένου βαρβαρισμού» (une certaine barbarie deνenue licite), ταίριαζε σε όσους εξεγείρονταν ενάντια στις συμβάσεις και τις παλαιότερες γενιές. Στη δεκαετία του 1920, όπως είδαμε, οι συνδηλώσεις της ήταν με το «μοντέρνο» ή το «σύγχρονο». Το Paris-Midi το 1925 ζευγάρωνε τις ορχήστρες της τζαζ με τα μικρά αυτοκίνητα, τα ξυράφια Gillette και τα κοντά μαλλιά των γυναικών. Μετά τη δεκαετία του 1 920 η μαύρη μουσική έχασε τη σημασία της ως σύμβολο νεωτερικότητας, ύστερα όμως από τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να γίνεται σύμβολο ταυτότητας της νέας γενιάς. Υπό τη μορφή του ροκ, έγινε η μεγαλύτερη παγκόσμια έκφραση της νεανικής κουλτούρας.
Μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος την ανταπόκριση της υψηλής κοινωνίας και των διανοουμένων της. Στη Βρετανία αυτή δεν είχε μεγάλη σημασία, αν και σίγουρα του άρεσε πολύ του Ντιούκ Έλt.ινγκτoν να έχει το μέλλοντα βασιλιά Εδουάρδο Η' να κάθεται στα ντραμς σε ένα πάρτυ προς τιμήν της ορχήστρας του στο Λονδίνο. Πολύ σημαντικότερος ήταν ο δημοκρατικός και λα·Ι:κός χαρακτήρας της τζαζ, ο οποίος οδηγούσε το Melody Maker να δ ιαπιστώσει με ικανοποίηση : «δεν απευθύνεται μόνο στα θεωρεία αλλά και στη γαλαρία. Δεν κάνει ταξικές διακρίσεις». Στη Βρετανία -αλλά μόνο σ' αυτήν- μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε τη δημιουργική καλλιτεχνική πρωτοπορία η οποία σε άλλα μέρη, πεπεισμένη για την εξάντληση της παλιάς μουσικής, έψαχνε τις πηγές της αναγέννησης στο τσίρκο, στο μιούζικ-χωλ, στους μουσικούς του δρόμου και στην τζαζ, ή στους κεντρoεuρωπαίoυς μπολσεβίκους της κουλτούρας που πήγαιναν ακόμα μακρύτερα και συνέδεαν την τζαζ με το προλεταριάτο και την επανάσταση . Η Βρετανία δεν πέρασε απ' αυτή τη φάση .
Η ΤΖΑΖ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ Ε1Ί'ΩΠΗ
Αυτό που ανέπτυξε ωστόσο, και το οποίο συνδέεται ίσως στενά με τον αμερικανικό ριζοσπαστισμό του New Deal, �ταν ένα ισχυρό δέσιμο της τζαζ, των μπλουζ και της λα'ίκ�ς μoυσικ�ς με την άκρα Αριστερά, κυρίως με την κoμμoυνιστικ� αλλά και, περιθωριακά, με την αναρχικ� . Γι' αυτούς τους ανθρώπους, η τζαζ και τα μπλουζ �ταν στην ουσία <<μουσικ� του λαού» κατά τρεις έννοιες: �ταν μια μoυσικ� που είχε λα'ίκές ρίζες και �ταν ικαν� να απευθύνεται στις μάζες �ταν μια μoυσικ� «κάν' το μόνος σου » και την οποία μπορούσαν να την παίξουν οι απλοί άνθρωποι, σε αντίθεση με είδη που απαιτούσαν ειδικ� τεχνικ� κατάρτιση, και, τέλος, �ταν μια μoυσικ� διαμαρτυρίας, δ ιαδ�λωσης και συλλoγικ�ς γιορτ�ς. Η αναβιωμένη τζαζ � Ντίξιλαντ ταίριαζε πολύ καλά σ' αυτ� τη λογικ� . Τόσο καλά, που στο απόγειό της, τη δεκαετία του 1950, πλησίασε πιο κοντά από ποτέ άλλοτε στη μετατρoπ� της τζαζ από μια τέχνη κλειστών κύκλων σε μια μαζικ� μoυσικ�, με εξαίρεση ίσως τη έκρηξη του σουίνγκ στα τέλη της δεκαετίας του 1930 στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο που ένας χαρακτηριστικός ύμνος των φαν της τραΥΤ τζαζ έγινε και το χαρακτηριστικό τραγούδι των φιλάθλων του ποδοσφαίρου στις κερκίδες: «When the Saints Go Marching In». Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι ενώ η αναβιωμένη τζαζ έγινε de facto η μoυσικ� μιας ηλικιακ�ς κατηγορίας, στην οποία πρωτεύοντα ρόλο είχαν αρχικά οι φοιτητές, και ιδιαίτερα οι φοιτητές της τέχνης, δεν �ταν ούτε συνειδητά ούτε μαχητικά μια νεανικ� μoυσικ�. Σ' αυτό διέφερε από το διάδοχό της, το ροκ-εντ-ρολλ. Οι �ρωες της «παραδoσιακ�ς» τζαζ �ταν βετεράνοι που τους είχαν ξεθάψει από τα μπλουζ μπαρ και την επαρχία του Νότου. Οι ιδεολογικοί μέντορες και οργανωτές του κιν�ματoς, ακόμα και κάποιοι από τους αρχηγούς του, �ταν μεσ�λικες. Μερικοί �ταν αρκετά μεγάλοι για να έχουν ζ�σει τον πόλεμο. (Από τους δεκαπέντε αρχηγούς των βρετανικών τραντ συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1950, ο ένας �ταν γεννημένος το 19 1 7, τρεις το 1920-192 1 , δύο το 1926, και εννέα το 1928-1932 - έξι απ' αυτούς τους τελευταίους το 1928-1929). Η έκρηξη της τραντ προετοίμασε το έδαφος για την έκρηξη του ροκ, αλλά μόνο το ροκ μετατράπηκε σε ένα συνειδητό μανιφέστο της ανωριμότητας.
Η συντριπτικ� πλειοψηφία του κοινού της τζαζ και ( ιδ ιωτικά) της πρώτης γενιάς των ευαγγελιστών και κριτικών της τζαζ, παρέμεινε πιστ� στην «παλιά» μoυσικ� όταν μετά το δεύτερο πόλεμο έφτασε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού η επανάσταση του μποπ. Σε γενικές γραμμές, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν άρχισε να γίνεται αισθητ� η επίδραση του Μάιλς Ντέιβις, η «μοντέρνα» τζαζ απευθυνόταν μόνο σε μια μειονότητα νεαρών επαγγελματιών μουσικών των ορχηστρών, οι οποίες είχαν τώρα αποδεκατιστεί εξαιτίας της παρακμ�ς της μπιγκ μπαντ, και γρ�γoρα θα περιθωριοποιούνταν ακόμα περισσότερο
ΤΖΑΖ
λόγω της ανόδου της ντίσκο. Ήταν πια αργά για να φτιάξει ένα κοινό. Η κοινότητα της τζαζ ήταν αρκετά μικρή . Σύμφωνα με υπολογισμούς που έκανα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο σκληρός πυρήνας του κοινού της τζαζ στη Βρετανία τη δεκαετία αυτή ήταν κάπου ανάμεσα στις 25 .000 που αγόραζαν ένα ειδικό περιοδικό για την τζαζ, όπως το Jazz News, και στους 1 1 5 .000 που αγόραζαν το παραδοσιακό βδομαδιάτικο περιοδικό του τζαζόφιλου, το Melody Maker. Το συνολικό κοινό της χώρας για μια μεγ.:χλη περιοδεία μιας μεγάλης αμερικανικής ορχήστρας μπορεί να υπολογιστεί γύρω στις 100.000 περίπου. Το διανοούμενο τμήμα του κοινού του ήταν πολύ μικρότερο. Τα βιβλία για την τζαζ μπορούσαν να πουλήσουν γύρω στα 8.000 αντίτυπα. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεταξύ 1945 και 1955 η τζαζ καθιερώθηκε στη Βρετανία ως ένα αποδεκτό και αναγνωρίσιμο κομμάτι της κουλτούρας των μορφωμένων, πράγμα που δεν ίσχυε πριν τον πόλεμο. Στη Γαλλία μετά τον πόλεμο, ίσως εν μέρει λόγω της σύνδεσής της με την αντιφασιστική και αντιρατσιστική μουσική, αναδείχθηκε βέβαια σε έναν από τους πυλώνες της culture franς:aise, αλλά μάλλον σαν κάτι το οποίο έπρεπε να σέβονται ακόμα και οι πυλώνες της κουλτούρας: Η εφημερίδα Le Monde δημοσίευε άρθρα για την τζαζ, πράγμα που ποτέ δε θα σκεφτόταν να κάνει η Le Temps ' ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ την αναγνώριζε . Η θέση της, ωστόσο, μέσα στην επίσημη μουσική εξακολούθησε για πολύν καιρό να είναι κάπως περιθωριακή.
Η υποδοχή της τζαζ στην Ευρώπη συνίσταται επομένως από δύο πολύ διαφορετικά φαινόμενα. Η υποδοχή των βασισμένων στην τζαζ μορφών λα'ίκής μουσικής ήταν σχεδόν καθολική . Η υποδοχή της τζαζ ως μιας μορφής καλλιτεχνικής μουσικής με λα'ίκές ρίζες, περιοριζόταν σε μια μειονότητα, και παραμένει ακόμα, παρότι η σχετική εξοικείωση μαζί της έγινε ένα αποδεκτό κομμάτι της κουλτούρας των μορφωμένων. Αν και μικρό, το ευρωπιiίκό κοινό της τζαζ έπαιξε για πολύν καιρό έναν σημαντικό ρόλο στην πορεία της τζαζ, καθώς αποτελούσε ένα στήριγμα πιο σταθερό από το πολύ ευμετάβλητο αμερικανικό κοινό. Αυτό θα αποδεικνυόταν σημαντικό στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν το ροκ εξαφάνισε σχεδόν την τζαζ από προσώπου γης στις ΗΠΑ και οι αμερικανοί μουσικοί, που συχνά βρίσκονταν ήδη στην Ευρώπη, βρέθηκαν να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις περιοδείες σε ευρωπα'ίκές συναυλίες και φεστιβάλ, πράγμα που εξακολουθεί να ισχύει εν πολλοίς και σήμερα. Αυτό ωστόσο δεν αποδεικνύει ότι έχουμε απαραίτητα και μια μεγάλη επέκταση του σκληροπυρηνικού ευρωπα'ίκού κοινού της τζαζ. Οι εξελίξεις όμως μετά τον πόλεμο ξεφεύγουν από τα όρια αυτού του κειμένου. Το κοινό της τζαζ ήταν και παραμένει μια μειονότητα πολύ μικρότερη από το κοινό της κλασικής μουσικής, αν κρίνουμε από τις πωλήσεις
Η ΤΖΑΖ ΦΤΑΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
των δίσκων και από το πόσο παίζεται στα ραδιόφωνα. Η υποδοχή της τζαζ (με τη στενή της έννοια) δεν πρέπει να κριθεί από τον αριθμό των προσήλυτων, αλλά από τις αρετές της μουσικής και από το εξαιρετικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τον ιστορικό της κουλτούρας αυτή καθαυτή η διαδικασία της υπερατλαντικής πολιτισμικής ανταλλαγής.
1 1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ
Το ΛΜκο ΣΟΥΙΝΓΚ
Αυτό το δοκίμιο δημοσιεύθηκε αρχικά στο London Review of Books, 24 Νοεμβρίου 1994 , ως παρουσίαση των βιβλίων: Mark Tucker (επιμ. ), The Duke ElIington Reader, Οξφόρδη 1993, και David Stowe, Swing Changes: Big Band Jazz ίη New Deal America.
Η αμερικανική συμβολή στις ελιτίστικες τέχνες του εικοστού αιώνα είναι μία ανάμεσα σε πολλές, και κάθε άλλο παρά η σημαντικότερη. Από την άλλη, η αμερικανική κουλτούρα διεισδύει, ή μάλλον κυριαρχεί, στη λαίκή κουλτούρα όλου του πλανήτη, με μοναδική εξαίρεση τον αθλητισμό, ο οποίος απηχεί ακόμα τη βρετανική ηγεμονία κατά το δέκατο ένατο αιώνα, τον αιώνα της μπουρζουαζίας και της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, μέσω του τένις, του γκολφ και, κυρίως, του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο, ότι αυτά που κατά γενική ομολογία θεωρούνται οι μεγαλύτερες αμερικανικές συμβολές στην υψηλή κουλτούρα του αιώνα μας, έχουν τις ρίζες τους στη λα'ίκή και την εμπορική -μια που οι ΗΠΑ είναι αυτό που είναι- διασκέδαση: ο κινηματογράφος και η μουσική που προήλθε από την τζαζ.
Υπάρχει, ωστόσο, μια αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στο Χόλυγουντ και την 42η λεωφόρο. Το Χόλυγουντ, όπως και ο Χένρυ Φορντ, κατέκτησε τον κόσμο μέσω της μαζικής παραγωγής, και συγκεκριμένα μέσω της μαζικής παραγωγής ονείρων. Βασική του έγνοια ήταν η μεγαλύτερη δυνατή διασκέδαση όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, αποτιμούμενη από τις εισπράξεις των ταμείων. Το μουσικό ανάλογο του Χόλυγουντ ήταν βέβαια βαθιά εμποτισμένο από την επίδραση της μαύρης μουσικής, και κυρίως μετά την εμφάνιση του ροκ-εντ-ρολλ στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Πράγματι, από την εποχή του ραγκτάιμ, οι επιχειρήσεις της λα'ίκής μουσικής δε θα μπορούσαν να υπάρξουν δίχως αυτή τη συνεχή αιμοδοσία. Η τζαζ που ανακαλύφθηκε ως σοβαρή τέχνη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από μικρές ομάδες παθιασμένων οπαδών, μπορούσε να βρεθεί μόνο μέσα από την εμπορική μουσική ψυχαγωγία.
Η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της τζαζ, η οποία τιμάται όπως της αξίζει στις 536 σελίδες του βιβλίου του Mark Tucker, The Duke Ellington Reader, «ένα βιβλίο-πηγή με κείμενα που αναφέρονται στον Έλλινγκτον», έζησε και πέθανε σαν ένας περιοδεύων αρχηγός μπάντας. Όχι επειδή ήταν αναγκασμένος να το κάνει -στα τελευταία χρόνια χρηματοδοτούσε την
το ΛΑΥκο ΣοηΝΓΚ
μπάντα του από τα δικαιώματα των δίσκων τοu-, αλλά επειδή δεν μπορούσε να εννοήσει τη δημιουργία της μουσικής του παρά μόνο μέσα σ' αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Παρ' όλα αυτά, η τζαζ ήταν μια μειοψηφική τέχνη που ασκείτο από μια μειονότητα και απευθυνόταν σε ένα κοινό πολύ μικρότερο από το κοινό της κλασικής μουσικής. Στα πρώτα χρόνια της υποδοχής της, το βασικό μέλημα των οπαδών της ήταν να βρουν λίγες βελόνες χοτ τζαζ μέσα στα άπειρα άχυρα ρυθμικής χορευτικής μουσικής, να βρουν τρόπους να διακρίνουν το αυθεντικό μέσα στα γλυκανάλατα ή κοντρατέμπο σκουπίδια, και να το υπερασπιστούν ενάντια στους Φιλισταίους που δεν μπορούσαν να δουν τη διαφορά.
Η φύση του κοινωνικού χώρου μέσα στον οποίο εκκολάφθηκε η εκπληκτική τέχνη των μπλουζ και της τζαζ μάς είναι τώρα πια αρκετά γνωστή, χάρη σε μια μεγάλη και όλο και πιο επιστημονική βιβλιογραφία. Υπάρχουν επίσης και κάποιες μελέτες για τη φύση του κοινού, αν και (στις ΗΠΑ) αυτό το θέμα ερεθίζει το εθνικό φιλότιμο. Κι αυτό γιατί είναι δύσκολο για τους βορειοαμερικανούς συγγραφείς να δεχτούν πως η πολιτιστική δόξα των ΗΠΑ απέκτησε για πρώτη φορά αξία σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με τον Tucker, μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Έλλινγκτον «άρχισε να τραβάει την προσοχή της κριτικής (και κυρίως στο εξωτερικό)>>. Μπορούμε να δούμε έναν από τους πρώτους υπέρμαχούς του να προσπαθεί το 1933 να τον κάνει αποδεκτό στους αναγνώστες του Fortune παραθέτοντας πρόσφατους θριάμβους του στην Ευρώπη «η οποία είναι πιο κριτική και δύσκολη από τις ΗΠΑ για όλα τα είδη της μουσικής» - αν και, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, όχι περισσότερο ενημερωμένη.
Για λίγα χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, η «χοτ» τζαζ, υπό το εμπορικό όνομα «σουίνγκ» και με μέσο τη μεγάλη μπάντα, έγινε η βασική -τουλάχιστον μία βασική- γλώσσα της εμπορικής λαϊκής μουσικής. Μετά απ' αυτό επέστρεψε σε ένα μουσικά πιο φιλόδοξο, αλλά αριθμητικά περιορισμένο γκέτο. Χρονολογικά, το σουίνγκ συμπίπτει πάνω κάτω με την εποχή του Φρανκλίνου Ρούζβελτ. Κι άλλοι έχουν κάνει νύξεις ή υποθέσεις για τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την πολιτισμική ιστορία των ΗΠΑ αυτής της περιόδου, αλλά ο David Stowe, ο οποίος διδάσκει αμερικανική σκέψη και γλώσσα στο Michigan State University, είναι, εξ όσων γνωρίζω, ο πρώτος συγγραφέας που επιχειρεί μια συστηματική ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην τζαζ και στο New Deal στην Αμερική.
Η πιο άμεση επίπτωση που είχε η Αμερική του Ρούζβελτ πάνω στην τζαζ ήρθε από την πολιτική Αριστερά, από τους οπαδούς του New Deal και μιας δημοκρατικής λιiίκής κουλτούρας μέχρι το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο υιοθέτησε την τζαζ από το 1935 και μετά. (ΟΙ τροτσκίζο-
ΤΖΑΖ
ντες διανοούμενοι της Νέας Υόρκης δε φαίνεται να έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τζαζ, αν και ο βασικός τους εκπρόσωπος υπέγραψε μια επιστολή διαμαρτυρίας στο New Masses μαζί με τον Edmund Wilson, τον Meyer Schapiro και τους Trilling, τους οποίους μας είναι δύσκολο να φανταστούμε να χτυπούν τα πόδια τους στη μουσική του Κάουντ Μπέισι) . Η συμβολή της Αριστεράς δεν ήταν μόνο η ανακάλυψη ταλέντων, αν και κανείς άλλος δεν έδειξε σοβαρό ενδιαφέρον για τους σκοτεινούς -και, το σημαντικότερο, αντιεμπορικούς- μπλουζίστες του Νότου. Μουσικοί επιχειρηματίες σαν τον Moe Gale, το (λευκό) ιδιοκτήτη της αίθουσας χορού Savoy στο Χάρλεμ, μπορούσαν να αναγνωρίζουν τα μελλοντικά ταλέντα, όταν τα συναντούσαν, το ίδιο καλά με τον John Hammond, τον μεγαλύτερο κυνηγό ταλέντων της δεκαετίας, αν και δεν ήταν τόσο πλατιάς γκάμας. Εκείνο που -ενσυνείδητα και επιτυχώς- έκανε η Αριστερά ήταν να βγάλει από το γκέτο τη μαύρη μουσική κινητοποιώντας αυτόν τον παράξενο συνδυασμό ριζοσπαστών Εβραίων και πλούσιων φιλελεύθερων Wasp [Λευκών Αγγλοσαξόνων Προτεσταντών], το νεοϋορκέζικο κατεστημένο.
Ο John Hammond Jr ( 1910-1987), στον οποίο ο Stowe (δικαίως) αφιερώνει περισσότερο χώρο απ' ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον, με εξαίρεση τον Έλλινγκτον, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο αυτόν το συνδυασμό. Ένας Vanderbilt, ο Hammond ήταν ένα σχεδόν απίστευτα χαρακτηριστικό προ'ίόν της Ivy League [δηλαδή της κουλτούρας των κολεγίων της βορειοδυτικής Αμερικής] και (στα τελευταία του χρόνια) ένα αφοσιωμένο μέλος του Century, του κατεξοχήν νεοϋορκέζικου κλαμπ του κατεστημένου. Παράλληλα, υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας παθιασμένος υπερασπιστής της φυλετικής ισότητας, και γι' αυτό ήταν επί πολλά χρόνια κοντά στους κομμουνιστές. Α ν και ποτέ δεν υπήρξε μέλος του κόμματος -ακόμα και το FBI βεβαιώθηκε γι' αυτό ύστερα από πολύχρονες έρευνες- ήταν (αν μπορώ να παραπέμψω στις προσωπικές μου αναμνήσεις γι' αυτόν) κάτι πολύ περισσότερο από το μέσο νεοϋορκέζικο «προοδευτισμό» στον οποίο προσπαθεί να τον περιορίσει ο Stowe.
Το ρεκόρ του Hammond στην ανακάλυψη και προώθηση ταλέντων από το 1933 μέχρι το θάνατό του είναι άπιαστο. Δε στηριζόταν μόνο στην εκπληκτική του γνώση και κρίση, αλλά και στην ικανότητά του να επιστρατεύει τα τρία κρίσιμα συστατικά της επιτυχίας στη Νέα Υόρκη -και επομένως στη χώρα: προσωπικές διασυνδέσεις, ένα μητροπολιτικό κοινό υπερήφανο για το συνδυασμό φιλελευθερισμού και εστετισμού του New Yorker, και μια κοινότητα της σόου μπίζνες που έχει εξασφαλίσει την εκμετάλλευση αυτής της αγοράς. Το Χόλυγουντ θα κατέρεε μπροστά στο Μακαρθισμό' το Μπροντγουέυ κλονίστηκε, αλλά κρατήθηκε. Το New Yorker παρέμεινε σταθερά πιστό στην τζαζ από τη δεκαετία του 1930, και το The Duke Ellington Reader αξίζει τα λεφτά του μόνο και μόνο για
ΤΟ ΛΑϊκο ΣοηΝΓΚ
το υπέροχο προφίλ που μεγάλου άνδρα από τον Richard Boyer (<<ο χοτ Μπαχ»), το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό το 1944. Μπορούμε με σιγουριά να πούμε, ότι εκείνη την εποχή σε καμιά άλλη αμερικανική πόλη εκτός από τη Νέα Υόρκη δεν μπορούσε να αποκτήσει τέτοια θέση ένα νάιτ-κλαμπ σαν το Cafe Society, που ήταν μαχητικά στρατευμένο στην υπόθεση της κοινωνικής ανάμειξης και της κοινής μουσικής δημιουργίας λευκών και μαύρων και το διηύθυνε ο αδελφός ενός πράκτορα της Κομιντέρν (και το χρηματοδοτούσε εν μέρει ο Hammond) .
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι αυτή η επιτυχία της Νέας Υόρκης δεν είχε μόνο τοπική σημασία, αφού η πόλη ήταν για το ραδιόφωνο και τους δίσκους, που αποτελούσαν το θεμέλιο της επιτυχίας στη λαϊκή μουσική, ό,τι ήταν το Χόλυγουντ για τις ταινίες. Ο Μπένυ Γκούντμαν έγινε ο «Βασιλιάς του σουίνγκ» όχι μόνο επειδή ο Hammond έπεισε αυτόν το χαρισματικό άνθρωπο, που ήταν τότε ένας απογοητευμένος μουσικός των στούντιο, να στήσει μια ορχήστρα: Ο Γκούντμαν πήρε για ενορχηστρωτή έναν πρώτης τάξεως μαύρο πρώην μπαντλήντερ, επινόησε έναν τζαζ ήχο αντί να παίζει την εμπορική χορευτική μουσική της σειράς και επίσης, όχι λιγότερο σημαντικό, ανέμειξε μαύροuς και λευκούς μοuσικούς. Χάρη στις επαφές τοu Hammond έκανε ηχογραφήσεις και υπέγραψε σuμβόλαια που περιελάμβαναν ραδιοφωνικές εκπομπές σε όλη τη χώρα. Όπως κάθε λάτρης της τζαζ γνωρίζει, το 1935 όταν μια αποθαρρυμένη ορχήστρα έφτασε στην Καλιφόρνια, ύστερα από μια τουρνέ που είχε διασχίσει όλη τη χώρα, ανακάλuψε πως ήταν ήδη διάσημη στους φοιτητές τοu πανεπιστήμιου που άκουγαν τις μεταμεσονύκτιες Ανατολικές ραδιοφωνικές εκπομπές του «Let's Dance», ποu έφταναν πρώτα στις ακτές τοu Ειρηνικού. Μέσω των δισκογραφικών εταιρειών, της Columbia και της MCA, και των δικτύων των ραδιοφώνων, η Αριστερά της Νέας Υόρκης διέδωσε το σουίνγκ σ' ολόκληρη τη χώρα.
Αυτή η μειοψηφική πρωτοβοuλία ήταν αποφασιστική, μια που δεν υπάρχοuν ενδείξεις που να μας δείχνοuν πως είτε το κοινό της λαίκής χορευτικής μουσικής είτε οι μουσικοί της τζαζ άλλαξαν πολύ - αν και ο σκληρός πuρήνας των τζαζόφιλων αuξήθηκε σημαντικά. Το κοινό (και ειδικά οι έφηβOL και οι φοιτητές, την οικονομική σημασία των οποίων η μουσική βιομηχανία ανακάλuψε μέσα από το aouivyx) απλά βρέθηκε μπροστά σε έναν καινούργιο ήχο, και τον απήλαυσε. Οι ορχήστρες πολλαπλασιάζονταν και διέσχιζαν πάνω-κάτω τη χώρα προς όφελος όχι μόνο δικό τους αλλά και της βιομηχανίας δίσκων, οι πωλήσεις των οποίων ανέβαιναν παράλληλα με τη δημοτικότητα των ορχηστρών, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη νέα μόδα των τζουκ-μποξ, τα οποία το 1940 απορροφούσαν σχεδόν τη μισή παραγωγή δίσκων. Οι πωλήσεις των δίσκων εκτινάχθηκαν από 10 εκατομμύρια την εποχή της μεγάλης κρίσης σε 130 εκατομμύρια
ΤΖΑΖ
το 194 1 - που ήταν η καλύτερη χρονιά της βιομηχανίας μετά το 192 1 . Όσον αφορά τους μουσικούς, αυτοί παρέμειναν ακριβώς στην ίδια με
πριν προσωδία των πνευστών, του πιάνου και των κρουστών. Είναι δύσκολο να αποδειχτεί σε ποιο βαθμό είχαν επηρεαστεί από τις πολιτικές πεποιθήσεις της εποχής και των αφεντικών τους, αν και μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι μαύροι καλλιτέχνες συμμερίζονταν τη μαζική μεταστροφή της φυλής προς το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρούζβελτ, το οποίο έγινε επίσης το καταφύγιο των μεταναστών εργατών καθώς και όσων Εβραίων δε βρίσκονταν πιο αριστερά. Η πολιτική δεν ήταν ένα θέμα που απασχολούσε πολύ τους ανθρώπους για τους οποίους η μουσική ή ταν τρόπος ζωής. Γιατί ο ι άγριες και διαβρωτικές φυλετικές διακρίσεις μπορεί να σημάδευαν βαθιά τη ζωή των μαύρων καλλιτεχνών, δεν πίστευαν όμως πως η πολιτική μπορούσε να κάνει πολλά γι' αυτό.
Οι μαύροι διανοούμενοι, από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι, και συγκινούνταν από το γνήσιο πάθος των κομμουνιστών υπέρ της φυλετικής ενσωμάτωσης και της προώθησης της μαύρης μουσικής. (Η εφημερίδα Dai/y Worker δημοσίευσε μια τρίστηλη συγνώμη για τα «λάθη» ενός μουσικοκριτικού, υπέρμαχου της αυθεντικότητας, που είχε γράψει μια παρουσίαση ενός κοντσέρτου μαύρου σουίνγκ στο Carnegie Hall δίχως να δείξει τον προσήκοντα σεβασμό). Ακόμα και ο Έλλινγκτον, ο οποίος δεν έδειχνε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για τους λευκούς αριστερούς -υπήρχε και μια περιβόητη διαμάχη ανάμεσα σ' αυτόν και τον Hammond-, στήριζε διάφορες υποθέσεις ερυθρής απόχρωσης, αρκετά συχνά μάλιστα ώστε να προκαλέσει την προσοχή του FBI, γεγονός που το σημειώνει ο Stowe που έχει κοιτάξει τα αρχεία του, δεν αναφέρεται όμως στον Reader του Tucker. Ο τρομπετίστας Rex Stewart ισχυριζόταν πως είχε διαβάσει Μαρξ και Σπένγκλερ, οι περισσότεροι όμως τζαζίστες της εποχής δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως διανοούμενους.
Δεν αποκλείεται βέβαια, οι μουσικοί που έπαιζαν σε χορούς στο Camp Unity, μια κατασκήνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος στην κόκκινη περιοχή του Borscht Belt, να είχαν αναπτύξει κάποιες ιδέες, αν και σίγουρα εκείνο που θυμόντουσαν οι περισσότεροι -μια που τότε ήταν σχεδόν άγνωστο- ήταν η δημόσια ενθάρρυνση του διαφυλετικού σεξ. (Ωστόσο, η παράδοση του φυλετικού διαχωρισμού ήταν τόσο ισχυρή, που οι παλαιότεροι μουσικοί σαν τον Σίντνεϋ Μπεσέ απαγόρευαν στους μουσικούς τους να κάνουν παρέα με λευκές, ακόμα και στο Camp Unity, φοβούμενοι ότι αυτό μπορεί να τους στοίχιζε αρραβώνα). «Νομίζω ότι προσπαθούσαν να αποδείξουν πόσο πολύ υπέρ της ισότητας ήταν», λέει ο ομολογουμένως ασυνήθιστος Dizzy Gillespie ο οποίος απέκτησε μάλιστα και κομματική ταυτότητα, και μάλλον όχι μόνο για να κλείνει παραστάσεις, όπως ισχυρίστηκε αργότερα. Ο Κάουντ Μπέισι είναι η πιο χα-
το ΛΑΥκο ΣΟΠΝΓΚ
ρακτηριστική περίπτωση. Ηχογράφησε μια πολιτικού χαρακτήρα σάτιρα για τη φτώχεια και το ρατσισμό του Νότου, διστάζοντας όμως, και από υποχρέωση στον Hammond που τον πίεσε.
Το πόσα πολλά οφείλει στην Αριστερά η τζαζ της εποχής του Ρούζβελτ, είναι γνωστό εδώ και πολύ καιρό. Η αφήγηση του Stowe περιέχει πολλά άγνωστα στοιχεία, όχι όμως κάτι το μη αναμενόμενο. Το καινούργιο είναι η προσπάθειά του να τεκμηριώσει γενικότερα τις σχέσεις ανάμεσα στο σουίνγκ και τα ήθη της Αμερικής του New Deal. Βασίζεται εν μέρει σε μια οξυδερκή ανάλυση του περιοδικού Downbeat που είχε έδρα το Σικάγο (ιδρύθηκε το 1934), και που αντανακλά την πρόσληψη του φαινομένου του σουίνγκ στις κεντρικές πολιτείες περισσότερο παρά στη Νέα Υόρκη. Μέσα στα ποικίλα περιεχόμενα του περιοδικού ο Stowe ανιχνεύει μια « ιδεολογία του σουίνγκ» που «εξέφραζε έναν σεβασμό για τις αγαπημένες αμερικανικές ιδέες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και της ισότητας, ενώ είχε την πεποίθηση πως η εμπειρία του σουίνγκ αντανακλούσε αλλά και προωθούσε μια πορεία προς μια βαθιά ορθολογική και προοδευτική αμερικανική κοινωνία». Η ιδεολογία του ήταν αντιρατσιστική ή, μάλλον, μια πίστη ότι «η μουσική δεν έχει χρώμα»: είχε αμφιβολίες για τις μεικτές μεγάλες ορχήστρες, και δεν απέκλειε μια αυτάρεσκη πίστη στην αμερικανική ανωτερότητα και μια εχθρότητα προς τα «αντιαμερικανικά ιδεώδη» που έτρεφαν «ομάδες μη ενσωματωμένων ανθρώπων που ζουν στη χώρα [ . . . ] και καλλιεργούν το μίσος και την έλλειψη σεβασμού για τους αμερικανικούς θεσμούς», δηλαδή ναζιστές και κομμουνιστές. Επιπλέον, όπως σημειώνει παρεμπιπτόντως ο Stowe, η « ιδεολογία του σουίνγκ» δεν άφηνε πολύ χώρο για τις γυναίκες. Όποια κι αν ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της ιδεολογίας, ο Ρούζβελτ είχε την εξυπνάδα να απευθυνθεί σ' αυτήν: η Ελεωνόρα πήγε σε μια παράσταση γκόσπελ στο Cafe Society και κάλεσε δέκα τραγουδιστές στο Λευκό Οίκο, ενώ ο γιος της, ο Φρανκλίνος ο νεότερος, «άκουγε συνεπαρμένος» το (μεικτό) κουαρτέτο του Μπένυ Γκούντμαν στη Βοστώνη.
Το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου του Stowe είναι ίσως τα όσα γράφει για τη μουσική σουίνγκ στη διάρκεια του πολέμου. Σε αντίθεση με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Δεύτερος, όπως όλοι οι παρατηρητές παραπονιούνται, δεν παρήγαγε ευρείας διάδοσης λαίκά τραγούδια και σίγουρα όχι τραγούδια πορείας. Οι εξηγήσεις ποικίλλουν, αλλά το γεγονός παραμένει. Το Τίη Pan Alley έβγαλε πατριωτικά τραγούδια, αλλά κανείς δεν τα υιοθέτησε. Ο Stowe υποθέτει ότι «στον πόλεμο το ηθικό κρατιόταν καλύτερα όχι με την καλλιέργεια εκείνου του είδους πατριωτικής υπερηφάνειας που συνδέεται με πατριωτικά τραγούδια, αλλά με τη χρήση μιας πιο αποκλειστικής και ιδιωτικής εκδοχής αισθητικής εμπειρίας».
370 ΤΖΑΖ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως έθνος «δεν μπορούσαν να απαιτήσουν» ένα ανιδιοτελές καθήκον απέναντι στο κράτος. Τη θέση του την πήρε η υποχρέωση απέναντι «στους γονείς, στην οικογένεια, στις Αμερικανίδες, στον αμερικανικό τρόπο ζωής».
Αυτό έχει βάση. Αμφιβάλλω αν ο πόλεμος των Βρετανών ή των Σοβιετικών μπορούσε να παραγάγει ένα μυθιστόρημα σαν το Catch-22 του Heller. Δεν εξηγεί όμως τα πάντα, γιατί και τα τραγούδια που είχαν απήχηση σε άλλους στρατούς -με κλασικότερο παράδειγμα το «Λιλί Μαρλέν>>-, δεν είχαν σχέση με τον πατριωτισμό ή τη δημόσια σφαίρα. Μήπως η τεράστια επιτυχία των μεγάλων ορχηστρών του σουίνγκ κάλυψε αυτά που θα ήθελε να ακούσει το μεγαλύτερο μέρος της ντόπιας και λευκής αμερικανικής εργατικής τάξης, δηλαδή τα αισθηματικά και βαθιά προσωπικά τραγούδια που θα ονομάζονταν <<μουσική κάουντρυ» όταν μετά το 1950 θα γινόταν ένα σημαντικό κομμάτι της μουσικής βιομηχανίας ; Η ορχήστρα του Glenn Miller ήταν το δημόσιο πρόσωπο της λιiίκής κουλτούρας της εποχής του πολέμου, αλλά το σουίνγκ δεν ήταν φτιαγμένο για ιδιωτική χρήση, παρά μόνο, τελικά, μέσω των τραγουδιστών που είχαν βγει από τις μεγάλες ορχήστρες (ο Φρανκ Σινάτρα, για παράδειγμα), και επιβίωσαν της κατάρρευσής τους μεταπηδώντας στο αισθηματικό τραγούδι. Δυστυχώς όμως, ο Stowe δεν ερευνά τους άλλους κλάδους της ποπ μουσικής μετά τον πόλεμο, όταν άρχισε η δραματική παρακμή του σουίνγκ.
Η απότομη πτώση του το 1946-1947 είναι σαφής. Ο αριθμός των θεατών μειώθηκε απότομα, οδηγώντας σε οικονομική καταστροφή τις μεγάλες ορχήστρες, οι οποίες πάντοτε ήταν δαπανηρές, αλλά το κόστος τους είχε φουσκώσει πολύ στα χρόνια της απρόσκοπτης επέκτασης και του πληθωρισμού του πολέμου. Το χειμώνα του 1946-1947, ο Γκούντμαν, ο Woody Herrnan, ο Artie Shaw, ο Tornrny Dorsey, οι Les Brown, ο Harry Jarnes, ο Jack Teagarden και ο Benny Carter διέλυσαν τις ορχήστρες τους. Η μπιγκ μπαντ δε θα ανέκαμπτε ποτέ πια. Ακόμα και οι «γλυκές» μπάντες, παραδοσιακοί αντίπαλοι του σουίνγκ, υπέφεραν από την παρακμή του δημόσιου χορού.
Δεν υπάρχει επαρκής ερμηνεία -τουλάχιστον το βιβλίο δεν έχει- αυτής της ξαφνικής κατάρρευσης, η οποία ανάγκασε την τζαζ να γυρίσει στο γκέτο της. Η μελλοντική ποπ μουσική, όταν στη δεκαετία του 1950 πήρε το σταθερό μεταπολεμικό της σχήμα, θα στηριζόταν σε κλάδους που μέχρι τότε είχε παραμελήσει η εθνική βιομηχανία της διασκέδασης: την κάουντρυ και, κυρίως, το ρυθμ-εντ-μπλουζ (ροκ-εντ-ρολλ), το οποίο, βέβαια, περιείχε ακόμα μεγαλύτερη δόση μαύρης μουσικής απ' ό,τι το σουίνγκ. Το παρακλάδι της τζαζ που επιβίωσε του σουίνγκ -το μπήμποπ- δεν ενδιαφερόταν να κατακτήσει το μεγάλο κοινό: ήταν μάλιστα
ΤΟ ΛΑϊκο ΣΟl1ΝΓΚ 371
ανταγωνιστικό ως προς αυτό. Στον Hammond δεν άρεσε αυτή η νέα αβάν-γκαρντ. Ύστερα από μια άγονη περίοδο, επέστρεψε και πάλι στην ανακάλυψη και την προώθηση ταλέντων -Μπομπ Ντύλαν, Αρέθα Φράνκλιν, Μπρους Σπρίνγκστην-, σε αντίθεση όμως με την ιστορία της τζαζ, η ιστορία της λαϊκής μουσικής από το ροκ και μετά δε χρειάζεται να τον αναφέρει και πολύ. Οι παλιοί αριστεροί, που με το μπήμποπ βρέθηκαν έξω απ' τα νερά τους, επικεντρώθηκαν σ' αυτό που για τους περισσότερους ήταν πάντα η μουσική της καρδιάς τους, το λα'ίκό τραγούδι.
Στο σημείο αυτό ο Stowe επιχειρεί να συσχετίσει τη μοίρα του σουίνγκ μ' αυτήν του New Deal. Είναι ωραίος ο παραλληλισμός με τον κατακερματισμό τής «υπό τον Ρούζβελτ συμμαχίας εργατών, εθνικών μειονοτήτων των πόλεων, Αφροαμερικανών, αγροτών και διανοουμένων», η οποία διαλύθηκε το 1948, αλλά ενώ μπορεί να προταθεί ένας πολιτικός ή σχεδόν πολιτικός μηχανισμός που να εξηγεί την άνοδο του σουίνγκ, δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο για την πτώση του. Είναι βέβαια αναμενόμενο ότι θα υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην κατάρρευση του σουίνγκ και στο τέλος της εποχής του New Deal, πρέπει όμως κανείς να αποδείξει το πώς και το γιατί. Αυτό είναι το πιο αδύνατο σημείο του ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου. Ίσως το πραγματικό μυστήριο να μην είναι η πτώση του σουίνγκ, αλλά το γιατί, όπως παρατηρούσε ένας αρθρογράφος του Downbeat το 1949, στη δεκαετία του 1930 το μεγάλο κοινό (με τη βοήθεια, πρέπει να πούμε, της μουσικής βιομηχανίας) αποδέχθηκε τις μουσικές προτιμήσεις των μουσικών της τζαζ και των τζαζόφιλων εφήβων και φοιτητών.
Μέσα στα ερείπια μόνο ένα μνημείο έμεινε όρθιο - ακόμα κι ο Κάουντ Μπέισι περιόρισε για λίγο την ορχήστρα του σ' ένα μικρό συγκρότημα. Ο Έλλινγκτον υπήρχε εκεί πριν απ' το σουίνγκ. Αν και δική του ήταν η φράση «αν δεν πιάσεις το σουίνγκ, δεν κατάλαβες τίποτα», ποτέ του δεν ανήκε στη μόδα του σουίνγκ. Αρνιόταν να βάλει στη μουσική του ακόμα και την αποκλειστική ταμπέλα της «τζαζ». Και εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί και μετά το σουίνγκ, ως η μεγαλύτερη μορφή της αμερικανικής μουσικής του εικοστού αιώνα. Όλοι οι θαυμαστές του θα θελήσουν να αποκτήσουν το The Duke Ellington Reader, το οποίο επιμελήθηκε αξιοθαύμαστα ένας μουσικολόγος του Columbia University.
1 1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤ ΑΡΤΟ
Η ΤΖΑΖ Μ Ε Τ Α ΤΟ 1 960
Το κεφάλαιο αυτό βασίζεται σε εισαγωγές που έγραψα για νέες εκδόσεις του βιβλίου μου Η σκηνή της τζαζ, το 1989 και το 1992. 1
Ανέκαθεν η τζαζ, όπως και η κλασική μουσική, ενδιέφερε μόνο μια μικρή μερίδα του κοινού' σε αντίθεση όμως με την κλασική μουσική, το ενδιαφέρον γι' αυτήν δεν υπήρξε ποτέ σταθερό. Άλλοτε αυξανόταν αλματωδώς κι άλλοτε βρισκόταν στα κάτω του. Τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και η δεκαετία του 1950 ήταν περίοδοι εντυπωσιακής εξάπλωσης, ενώ στα χρόνια της μεγάλης κρίσης του 1929 (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) ακόμα και το Χάρλεμ προτιμούσε τα απαλά φώτα και τη γλυκανάλατη μουσική απ' τον Έλλινγκτον και τον Άρμστρονγκ. Οι περίοδοι κατά τις οποίες το ενδιαφέρον για την τζαζ αυξανόταν ή αναγεννάτο ήταν και ο ι εποχές που, για λόγους προφανείς για τους εκδότες, οι νέες γενιές των φαν ή θελαν να μάθουν περισσότερα γι' αυτήν.
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε μια τέτοια περίοδος. Η χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1950 τελείωσε απότομα, αφήνοντας την τζαζ αποτραβηγμένη σε μια πικρή και στενάχωρη απομόνωση για είκοσι περίπου χρόνια. Εκείνο που έκανε αυτή την εποχή της απομόνωσης τόσο μελαγχολική και παράδοξη, ήταν ότι η μουσική που σχεδόν δολοφόνησε την τζαζ είχε βγει από τα ίδια σχεδόν σπλάχνα που είχαν γεννήσει και την τζαζ: το ροκ-εντ-ρολλ ήταν, και είναι, εμφανέστατα καρπός του αμερικανικού μπλουζ. Οι νέοι, δίχως τους οποίους η τζαζ δεν μπορεί να ζήσει -ελάχιστοι οπαδοί της προσηλυτίστηκαν μετά τα είκοσί τους-, την εγκατέλειψαν, και με εντυπωσιακή μάλιστα ταχύτητα. Τρία χρόνια μετά το 1960, όταν οι Μπητλς θριάμβΕUαν σε όλο τον κόσμο, η τζαζ είχε στην ουσία πέσει νοκ-άουτ. «ο Μπερντ ζει» μπορούσες ακόμα να διαβάσεις σε κάποιον έρημο δρόμο, αλλά το διάσημο νεοϋορκέζικο στέκι που πήρε απ' αυτόν το όνομά του, το Birdland, δεν υπήρχε πια. Η επίσκεψη στη Νέα Υόρκη του 1963 ενός εραστή της τζαζ που την είχε ζήσει τελευταία φορά το 1960, ήταν μια θλιβερή εμπειρία.
Αυτό δε σημαίνει πως η τζαζ εξαφανίστηκε, αλλά ότι τόσο οι μουσι-
1 . The Jazz Scene. 1 993 (ελληνική έκδοση: Η σκηνή της τζαζ, β' έκδοση, μτφρ . : Τάκης Τσήρος, Αθήνα 1993).
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1960 373
κοί της όσο και το κοινό της γερνούσαν, δίχως να ενισχύονται από νέες γενιές. Βέβαια, εκτός των ΗΠΑ και της Βρετανίας, που ήταν τα βασικά κέντρα του ροκ, το νεανικό κοινό της τζαζ, αν και ήταν μάλλον επίλεκτο κοινωνικά και πολιτιστικά, εξακολουθούσε να είναι σημαντικό και διόλου αμελητέο από οικονομική άποψη. Γι' αυτόν το λόγο, αρκετοί αμερικανοί τζαζίστες αποφάσισαν σ' αυτές τις δεκαετίες να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη . Στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία, στη Βραζιλία και την Ιαπωνία, στις Σκανδιναβικές χώρες αλλά και στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, η τζαζ μπορούσε ακόμα να επιβιώνει. Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία το κοινό της περιοριζόταν σε μεσήλικες που ήταν νέOL στις δεκαετίες του 1920 και 1930 ή, στην καλύτερη περίπτωση, στη δεκαετία του 1 950. Όπως έλεγε το 1976 ένας γνωστός άγγλος σαξοφωνίστας: «Νομίζω ότι δε θα μπορούσα να βγάλω το ψωμί μου σ' αυτή τη χώρα. Νομίζω πως κανένας δε θα μπορούσε [ ... ] δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι, δεν υπάρχει αρκετό χρήμα [ . . . ] Τα δύο τελευταία χρόνια η μπάντα έδωσε περισσότερες παραστάσεις στη Γερμανία παρά εδώ».2
Αυτή ήταν η κατάσταση της τζαζ στη δεκαετία του 1960 και στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970, τουλάχιστον στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Δεν υπήρχε αγορά για την τζαζ. Σύμφωνα με το Billboard International Music Industry Directory του 1972, μόνο το 1 ,3% των δίσκων και των κασετών που είχαν πουληθεί τη χρονιά αυτή στις ΗΠΑ ανήκε στην τζαζ,
. έναντι 6, 1 % που είχε η κλασική μουσική και 75% που είχε η ροκ και τα παρόμοια. Τα τζαζ-κλαμπ έκλειναν, οι συναυλίες τζαζ παρήκμαζαν, οι μουσικοί της πρωτοπορίας έπαιζαν ο ένας για τον άλλο σε σπίτια, και η αυξανόμενη αναγνώριση της τζαζ ως ενός κομματωύ της επίσημης αμερικανικής κουλτούρας παρείχε μεν ένα ευπρόσδεκτο εισόδημα σε μη εμπορικούς μουσικούς μέσω των σχολείων, των κολεγίων και άλλων ιδρυμάτων, αλλά ενίσχυε την πεποίθηση των νέων πως η τζαζ ανήκε πλέον στον κόσμο των ενηλίκων. Σε αντίθεση με το ροκ, δεν ήταν η δική τους μουσική. Μόνον όταν φάνηκε μια κάποια εξάντληση της μουσικής ορμής του ροκ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να δημωυργείται κάποως χώρος για μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γύρω από την τζαζ ως κάτι διαφορετικό από το ροκ. (Μερικοί μουσικοί είχαν, βέβαια, επινοήσει μια φούζιοιι [συγχώνευση] τζαζ και ροκ, προς μεγάλη φρίκη των οπαδών της καθαρότητας ειδικά από την πρωτοπορία, και πιθανόν μέσα απ' αυτό το κράμα η τζαζ να διατήρησε μια κάποια δημόσια παρουσία στα χρόνια της απομόνωσης: μέσα από τον Μάιλς Ντέιβις, τον Τσικ Κορία, τον Herbie Hancock, το βρετανό κιθαρίστα John McLoughlin και το αυστρο-αμερικανικό ντουέτο των Joe Zawinul και Wayne Shorter στο «Weather Report»).
2. J. Skidmore, στο Jazz Now, Λονδίνο 1976, σ. 76.
374 ΤΖΑΖ
Γιατί το ροκ θα έπρεπε να δολοφονήσει την τζαζ επί μία εικοσαετία ; Και τα δύο είδη είχαν βγει μέσα από τη μουσική των μαύρων Αμερικανών, και ήταν μέσω των μουσικών και οπαδών της τζαζ που τα μπλουζ τράβηξαν την προσοχή ενός ευρύτερου κοινού, πέρα από τις πολιτείες του Νότου και τα γκέτο του Βορρά. Οι λευκοί λάτρεις της τζαζ και των μπλουζ, επειδή ήταν από τους λίγους λευκούς που γνώριζαν τους καλλιτέχνες και το ρεπερτόριο των καταλόγων των «δίσκων για μαύρους» (<<race record») (που διπλωματικά μετονομάστηκαν σε «ρυθμ-εντ-μπλουζ» στα τέλη της δεκαετίας του 1940), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο λανσάρισμα του ροκ. Ο Ahrnet Ertegun, ιδρυτής της Atlantic Records, που έγινε μία από τις σημαντικότερες δισκογραφικές εταιρείες ροκ μουσικής, ήταν ένα από τα δύο αδέλφια που για πολύ καιρό ήταν μέλη της μικροσκοπικής διεθνούς κοινότητας των συλλεκτών δίσκων και ειδημόνων της τζαζ. Ο John Harnrnond, για τον αποφασιστικό ρόλο του οποίου στην ανάπτυξη της τζαζ τη δεκαετία του 1930 έχουμε ήδη μιλήσει, ήταν αυτός που βοήθησε τις καριέρες του Μπομπ Ντύλαν, της Αρέθα Φράνκλιν και, αργότερα, του Μπρους Σπρίνγκστην. Τι θα ήταν σήμερα το βρετανικό ροκ, δίχως την επίδραση μιας χούφτας ντόπιων φαν των μπλουζ, όπως ο μακαρίτης ο Alexis Komer που ενέπνευσε τους Ρόλλινγκ Στόουνς, ή των φαν της τραντ τζαζ που έφεραν από την επαρχία και τις πόλεις της Αμερικής τραγουδιστές των μπλουζ σαν τον Muddy Waters και τους έκαναν γνωστούς στο Lancashire και το Lanark πολύ προτού στην Αμερική μάθει την ύπαρξή τους ένα ευρύτερο κοινό έξω από τα γκέτο των μαύρων ;
Αρχικά φαινόταν να μην υπάρχει εχθρότητα ή ασυμβίβαστο ανάμεσα στην τζαζ και το ροκ, έστω κι αν οι προσεκτικοί αναγνώστες του βιβλίου μου Η σκηνή της τζαζ θα επισημάνουν τη συγκαταβατική περιφρόνηση με την οποία οι κριτικοί και, ακόμα περισσότερο, οι επαγγελματίες της τζαζ αντιμετώπισαν τους πρώτους θριάμβους του ροκ-εντ-ρολλ, το κοινό του οποίου φαινόταν ανίκανο να ξεχωρίσει τον Μπιλ Χάλλεϋ (<<Rock Around the Clock») απ' τον Τσακ Μπέρρυ. Μια κρίσιμη διάκριση της τζαζ από το ροκ είναι ότι το ροκ ποτέ δεν ήταν μουσική μιας μειονότητας. Το ρυθμ-εντ-μπλουζ, όπως αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η λαίκή μουσική των μαύρων των πόλεων της δεκαετίας του 1940, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο μαύροι άφησαν το Νότο για να εγκατασταθούν στα γκέτο του Βορρά και της Δύσης. Όλοι αυτοί αποτελούσαν μια νέα αγορά, την οποία κάλυψαν αρχικά ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες όπως η Chess Records, την οποία ίδρυσαν στο Σικάγο το 1949 δύο πολωνοί μετανάστες που σχετίζονταν με το κύκλωμα των κλαμπ, και η οποία ειδικεύτηκε στα λεγόμενα Σικάγο μπλουζ (Muddy Waters, Ηοννlίη' Wolf, Sonny ΒΟΥ Williarnson) και ηχογράφησε, μεταξύ άλλων, και τον Τσακ Μπέρρυ, που υπήρξε ίσως, μαζί με τον Έλβις Πρί-
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το t 960 375
σλεϋ, το σημαντικότερο όνομα στο ροκ-εντ-ρολλ της δεκαετίας του 1950. Οι νεαροί λευκοί άρχισαν να αγοράζουν δίσκους μαύρης ρυθμ-εντμπλουζ μουσικής στις αρχές της δεκαετίας του 1950, έχοντας ανακαλύψει αυτή τη μουσική σε τοπικούς και εξειδικευμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς που πολλαπλασιάζονταν αυτά τα χρόνια, καθώς η μάζα των ενηλίκων στρεφόταν στην τηλεόραση. Εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι επρόκειτο για τη συνηθισμένη μικρή και παράξενη μειονότητα που δημιουργείται ακόμα και σήμερα στις παρυφές της μαύρης μουσικής, όπως ήταν και οι λευκοί που πήγαιναν στα μαύρα μπλουζ κλαμπ του Σικάγο. Μόλις όμως η μουσική βιομηχανία συνειδητοποίησε τη δυνητική αγορά των λευκών νέων, έγινε σαφές ότι το ροκ ήταν το αντίθετο μιας μειονοτικής προτίμησης. Ήταν η μουσική μιας ολόκληρης ηλικιακής ομάδας.
Αυτό ήταν αποτέλεσμα του «οικονομικού θαύματος» της δεκαετίας του 1950, το οποίο όχι μόνο δημιούργησε έναν δυτικό κόσμο πλήρους απασχόλησης, αλλά και πρόσφερε, ίσως για πρώτη φορά, στη μάζα των εφήβων επαρκώς αμειβόμενες δουλειές, που σήμαινε λεφτά στην τσέπη, ή ένα πρωτοφανές μερίδιο της ευημερίας των μεσοαστών γονιών τους. Αυτή η αγορά των παιδιών και των εφήβων ήταν που μεταμόρφωσε τη μουσική βιομηχανία. Από το 1955, που γεννήθηκε το ροκ-εντ-ρολλ, μέχρι το 1959, οι πωλήσεις δίσκων στην Αμερική ανέβαιναν κατά 36% κάθε χρόνο. Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα, η βρετανική εισβολή του 1963, με τους Μπητλς επικεφαλής, εγκαινίασε μια ακόμα θεαματικότερη άνοδο: οι πωλήσεις δίσκων στις ΗΠΑ, που από 277 εκατομμύρια δολάρια το 1955 είχαν φτάσει στα 600 εκατομμύρια το 1959, πέρασαν στα 2 δις το 1973 (συμπεριλαμβανομένων πλέον και των κασετών) . Το 75 με 80% αυτών των πωλήσεων ήταν ροκ και παρεμφερή είδη. Ποτέ άλλοτε οι εμπορικές τύχες της βιομηχανίας δίσκων δεν εξαρτιόταν τόσο πολύ από ένα μουσικό είδος που απευθυνόταν σε μία μόνο στενή ηλικιακή κατηγορία. Η σχέση των πωλήσεων των δίσκων με την οικονομική ανάπτυξη και το εισόδημα ήταν προφανέστατη. Το 1973 οι ΗΠΑ είχαν τις υψηλότερες κατά κεφαλήν δαπάνες για δίσκους, και ακολουθούσαν (κατά σειράν) η Σουηδία, η Δυτική Γερμανία, η Ολλανδία και η Βρετανία. Σε όλες αυτές τις χώρες, η κατά κεφαλήν δαπάνη ήταν 7 με 10 δολάρια. Την ίδια χρονιά οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και οι Μεξικανοί ξόδεψαν μεταξύ 1 και 1 ,4 δολάρια το άτομο, και οι Βραζιλιάνοι 0,66.
Το ροκ έγινε σχεδόν αμέσως ένα μέσον για την έκφραση των επιθυμιών, των ενστίκτων, των συναισθημάτων και των φιλοδοξιών της ηλικίας που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβεία και στο σημείο που οι ενήλικες κατασταλάζουν σε κάποια συμβατική κοινωνική θέση, οικογένεια ή καριέρα' έγινε η φωνή και η γλώσσα μιας «νεολαίας» και μιας «νεανικής κουλτούρας» που αποκτούσε συνείδηση του εαυτού της στις σύγχρονες
ΤΖΑΖ
βιομ'Υ]χανικές κοινωνίες. Μπορούσε να εκφράσει οτιδήποτε μέσα σ' αυτό το 'Υ]λικιακό φάσμα, αλλά ενώ το ροκ σαφώς ανέπτυξε διάφορες τοπικές, εθνικές, ταξικές ή πολιτικο-ιδεολογικές παραλλαγές, 'Υ] βασική του γλώσσα, όπως και το εξίσου «λα'ίκό» νεανικό ντύσιμο (κυρίως τα τζ'Υ]ν), ξεπερνούσε τους εθνικούς, ταξικούς και ιδεολογικούς φραγμούς. Στο ροκ, όπως και στ'Υ] ζωή των 'Υ]λικιακών ομάδων του, δεν υπήρχε διάκρισ'Υ] ανάμεσα στο δ'Υ]μόσιο και το ιδιωτικό, στο συναίσθ'Υ]μα και τφ πίστ'Υ], στον έρωτα, τφ εξέγερσ'Υ] και τφ τέχν'Υ] , σΤ'Υ]ν αυθεντική πράξ'Υ] και Τ'Υ] θεατρική συμπεριφορά. Έτσι, οι πιο μεγάλοι σε 'Υ]λικία παραΤ'Υ]ρψές, που ή ταν συν'Υ]θισμένοι να διαχωρίζουν εξ ορισμού τφ επανάστασ'Υ] από Τ'Υ] μουσική και να κρίνουν ην καθεμιά με τα δικά Τ'Υ]ς κριτήρια, έμεναν αμήχανοι μπροστά σην αποκαλυπτική Ρ'Υ]τορεία που συχνά περιέβαλε το ροκ στο αποκορύφωμα Τ'Υ]ς παγκόσμιας νεανικής εξέγερσ'Υ]ς, όταν το Rolling Stone έγραφε με αφορμή μια συναυλία ροκ:
«Μια στρατιά εΙΡ'Υ]νικών ανταρτών έφτιαξε μια πόλ'Υ] μεγαλύτερ'Υ] από το Ρότσεστερ, η Νέα Υόρκ'Υ], και έδειξε αμέσως έτοιμ'Υ] να επιστρέψει σην ήδ'Υ] λε'Υ]λαΤ'Υ]μέν'Υ] πόλ'Υ] και στους αβίωτους τρόπους ζωής Τ'Υ]ς, έτοιμ'Υ] αμέσως να ξεχυθεί στα ομιχλώδ'Υ] λιβάδια και στα δροσερά και ήρεμα δάσ'Υ]. Και θα το κάνουν πάλι' το νήμα ης νεανικής εξέγερσ'Υ]ς στο Παρίσι και σΤ'Υ]ν Πράγα και στο Fort Lauderdale και στο Μπέρκλεϋ και στο Σικάγο και στο Λονδίνο θα πυκνώνει όλο και περισσότερο, μέχρι που ο χάρης του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε να είναι βιώσιμος και ορατός για όλους εκείνους που ανήκουν σ' αυτόν και όλους όσους είναι θαμμένοι κάτω απ' αυτόν».3
Το Γούντστοκ ήταν προφανώς μια υπέροχ'Υ] εμπειρία για όσους συμμετείχαν, αλλά, ακόμα και τότε, 'Υ] πολιτική του σ'Υ]μασία και το στενά μουσικό ενδιαφέρον πολλών από τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν δεν ήταν και τόσο προφανή.
Μ ια παγκόσμια πολιτισμική γλώσσα δεν μπορεί να κριθεί με τα ίδια κριτήρια που κρίνεται ένα συγκεκριμένο είδος καλλιτεχνικής μουσικής, και δεν είχε, ούτε έχει, νό'Υ]μα να κρίνουμε το ροκ με τα μέτρα Τ'Υ]ς καλής τζαζ. Ωστόσο, το ροκ στέρφε από Τ'Υ]ν τζαζ τους περισσότερους από τους δυν'Υ]τικούς νέους ακροατές ης, επειδή οι νέοι που προσέτρεχαν στο ροκ έβρισκαν σ' αυτό, σε μια απλουστευμέν'Υ] και ίσως χοντροκομμέν'Υ] εκδοχή, πολλά, αν όχι όλα, απ' αυτά που τραβούσαν τους μεγαλύτερούς τους σΤ'Υ]ν τζαζ: ρυθμό, έναν ήχο άμεσα αναγνωρίσιμο, γνήσιο (ή επίπλαστο) αυθορμψισμό και ζωντάνια, και έναν τρόπο να μεταφέρουν άμεσα
3. Παρατίθεται στο S. Chapple - R. Garofalo, Rock ' n' RolI is Here to Pay, Σικάγο 1977. σ. 144 .
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1 960 377
τις ανθρώπινες συγκιν�σεις στη μoυσικ�. Και επιπλέον, όλα αυτά τα ανακάλυπταν σε ένα είδος που είχε άμεση σχέση με την τζαζ. Τι τη χρειάζονταν λοιπόν την τζαζ ; Με λίγες εξαιρέσεις, οι νέοι που θα μπορούσαν να προσηλυτιστούν στην τζαζ είχαν τώρα μια εναλλακτικ� λύση.
Εκείνο που έκανε ολοένα και πιο ελκυστικ� αυτ� την εναλλακτικ� λύση, και που συνέτεινε στο να στενέψει ακόμα περισσότερο ο χώρος για μια αμυνόμενη και απομονωμένη τζαζ, �ταν η ίδια της η μεταμόρφωση. Ενώ οι επαναστάτες του μπ�μπoπ επανασυνδέονταν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 με το κύριο ρεύμα της, η νέα πρωτοπορία της φρη τζαζ, που όδευε προς την ατονικότητα και γκρέμιζε όλα όσα μέχρι τότε προσέδιδαν μια δoμ� στην τζαζ -συμπεριλαμβανομένου και του μπητ, γύρω απ' το οποίο οργανωνόταν η μoυσικ�- διεύρυνε το χάσμα μεταξύ της μoυσικ�ς και του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κοινού της τζαζ. Και δεν είναι παράξενο που η αντίδραση της πρωτοπορίας στη λιποταξία του κοινού �ταν μια ακόμα πιο ακραία και πoλεμικ� στάση. Στο ξεκίνημα της νέας επανάστασης �ταν πολύ εύκολο να αναγνωρίσεις στο σαξόφωνο του Omette Coleman, φέρ' ειπείν, το μπλουζ αίσθημα της πατρίδας του, του Τέξας, ενώ η παράδοση των μεγάλων σολίστ του παρελθόντος �ταν εμφαν�ς στον Coltrane. Δεν �ταν όμως αυτά τα πράγματα που �θελαν οι καινοτόμοι να προσέξει πάνω τους το κοινό.
Ωστόσο, η κατάσταση της νέας πρωτοπορίας στις μαύρες εκείνες δεκαετίες �ταν αντιφατικ�. Η χαλάρωση του παραδοσιακού πλαισίου της τζαζ, η συνεχ�ς μετατόπισ� της προς κάτι που έμοιαζε με πρωτoπoριακ� κλασικ� μoυσικ� με τζαζ βάση, την άνοιγε σε κάθε είδους εξωτερικές επιδράσεις, ευρωπα'ίκές, αφρικανικές, ισλαμικές, λατινοαμερικανικές και, κυρίως, ινδικές. Στη δεκαετία του 1960 πέρασε μέσα από διάφορους ε ξωτισμούς. Με άλλα λόγια, έγινε λιγότερο αμερικανικ� από πριν και πολύ περισσότερο κοσμοπολίτικη. Ίσως γι' αυτόν το λόγο το αμερικανικό τζαζ κοινό γινόταν λιγότερο σημαντικό για την τζαζ, ίσως για άλλους λόγους γεγονός πάντως είναι ότι μετά το 1962 η φρη τζαζ έγινε το πρώτο στυλ τζαζ, η ιστορία του οποίου δεν μπορεί να γραφεί δίχως να παίρνει υπ' όψιν της τις σημαντικές εξελίξεις στην Ευρώπη καθώς και τους ευρωπαίους μουσικούς.
Ταυτόχρονα -και εξίσου αντιφατικά-, η νέα πρωτοπορία που είχε έρθει σε ρ�ξη με την παράδοση της τζαζ, επιζητούσε διακαώς να τονίσει τους δεσμούς της με την παράδοση, ακόμα κι αν ώς τότε δεν την είχε προσέξει ιδιαίτερα: όπως όταν ο Coltrane ( 1926-1967) καταπιάστηκε με το σοπράνο σαξόφωνο, που μέχρι τότε το είχε ουσιαστικά μονοπωλήσει ο πρόσφατα αποθανών Σίντνεϋ Μπεσέ, για να τον ακολουθήσουν πολλοί νεαροί πρωτοποριακοί μουσικοΙ Για τους περισσότερους μουσικούς της γενιάς του Coltrane, ο Μπεσέ �ταν σχεδόν μόνο ένα όνομα. Aυτ� η εκ
ΤΖΑΖ
νέου διεκδίκηση της παράδοσης ήταν μάλλον πολιτικού χαρακτήρα παρά μουσικού. Γιατί -κι εδώ έχουμε την τρίτη όψη του παράδοξοu- στη δεκαετία του 1960 η πρωτοπορία της τζαζ ήταν συνειδητά και πολιτικά μαύρη, όπως δεν ήταν καμιά προηγούμενη γενιά μαύρων μουσικών, αν και στη Σκηνή της Τζαζ επισήμαινα ήδη τους δεσμούς ανάμεσα στον τζαζ πειραματισμό και τη μαύρη αυτοσυνείδηση. Όπως έγραφε ο Whitney Balliett στη δεκαετία του 1970: «Η φρη τζαζ είναι σήμερα η πιο μαύρη τζαζ που υπάρχει».4 Μαύρη και πολιτικά ριζοσπαστική. Για παράδειγμα, το άλμπουμ Charlie Haden : Liberation Music Orchestra ( 1969) περιλαμβάνει τέσσερα τραγούδια από τον Ισπανικό Εμφύλιο, ένα κομμάτι εμπνευσμένο από τις ταραχές στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο το 1968, ένα άλλο στη μνήμη του Τσε Γκεβάρα, και μια διασκευή του «We Shall Overcome». Ο Archie Shepp (τενόρος και σοπράνο σαξόφωνο), μία από τις μεγαλύτερες μορφές της πρωτοπορίας, δημιούργησε ένα μουσικό μνημόσυνο στον Malcolm Χ και το Attica Blues, εμπνευσμένο από τη γνωστή εξέγερση των μαύρων στις ομώνυμες φυλακές. Η πολιτική συνειδητοποίηση συνέχισε να συνδέει την πρωτοπορία με τη μεγάλη μάζα των μαύρων της Αμερικής και τις μουσικές τους παραδόσεις, προσφέροντας έτσι μια πιθανή οδό επιστροφής στο κύριο ρεύμα της τζαζ. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, πρέπει να έκανε ιδιαίτερα αποκαρδιωτική την απομόνωση αυτής της πρωτοπορίας από ένα μαύρο κοινό που δεν την καταλάβαινε.
Η απόρριψη της επιτυχίας (εκτός κι αν αυτή είναι συμβατή με τους αδιάλλακτους όρους που θέτει ο καλλιτέχνης) αποτελεί πάγιο χαρακτηριστικό των πρωτοποριών, μαζί και της πρωτοπορίας της τζαζ, η οποία πάντοτε έζησε χάρη στην πληρωμή του πελάτη και χάρη σε παραχωρήσεις στη λογική του ταμείου που φαντάζουν ιδιαίτερα επικίνδυνες στο μουσικό που επιζητεί να είναι «καλλιτέχνης». Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν να συμβιβαστεί με το ροκ ; (<<Υπάρχει μια ορισμένη πολιτική τοποθέτηση στην επιλογή όσων αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τους εύκολα αφομοιώσιμους ροκ ρυθμούς») . 5 Παρ' όλα αυτά, το ροκ ήταν μοιραίο να επηρεάσει την τζαζ για τρεις λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι οι αμερικανοί (και βρετανοΟ τζαζίστες που γεννήθηκαν μετά το 1940, μεγάλωσαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλημμυρισμένη από το ροκ ή τα αντίστοιχα είδη του γκέτο, και επομένως δύσκολα μπορούσαν να μην πάρουν κάτι απ' αυτό. Ο δεύτερος είναι ότι το ροκ, μια τέχνη ερασιτεχνών και μουσικά, ή ακόμα και γλωσσικά, αναλφάβη-
4. Whitney Balliett, New York Notes: Α Journal of Jazz in the Seventies, Νέα Υόρκη 1 977, σ. 147 .
5 . Valerie Wilmer, As SeriolIs as your Life: The Story of the New Jazz, Λονδίνο 1 977, 2η έκδ. 1 987, σ'. 27.
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1960 379
των απαιτούσε -και χάρη στον απεριόριστο πλούτο του μπορούσε να εξασφαλίσει- τις τεχνικές και μουσικές ικανότητες των επαγγελματιών της τζαζ, και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους μουσικούς της τζαζ επειδή θέλησαν να πάρουν κι αυτοί μερικές λεπτές φέτες από μια τόσο τεράστια και γλυκιά τούρτα. Και τρίτον, και σημαντικότερο, το ροκ ήταν μουσικά καινοτόμο. Όπως τόσο συχνά συμβαίνει στην ιστορία των τεχνών, οι μεγάλες επαναστάσεις δεν έρχονται απ' αυτούς που δηλώνουν επαναστάτες, αλλά από εκείνους που χρησιμοποιούν τις καινοτομίες για εμπορικούς σκοπούς. Όπως οι πρώτες ταινίες ήταν πιο αποτελεσματικά επαναστατικές από τον κυβισμό, έτσι και οι μουσικοί της ροκ άλλαξαν τη μουσική σκηνή πιο βαθιά απ' ό,τι οι πρωτοπορίες της κλασικής μουσικής και της τζαζ.
Η μεγαλύτερη καινοτομία που έφερε το ροκ ήταν τεχνολογική . Εξασφάλισε τη μαζική επικράτηση της ηλεκτρικής μουσικής. Οι σχολαστικοί ίσως σημειώσουν ότι στην τζαζ υπήρξαν πρωτοπόροι των ηλεκτρικών μουσικών οργάνων (ο Charlie Christian επαναστατικοποίησε την κιθάρα και η Μπίλυ Χόλιντεϋ μεταμόρφωσε τη χρήση της ανθρώπινης φωνής παντρεύοντάς την με το ατομικό μικρόφωνο) κι ότι επαναστατικοί τρόποι παραγωγής ήχου, όπως το συνθεσάιζερ, είχαν ξεκινήσει από συναυλίες πρωτοποριακής κλασικής μουσικής. Ωστόσο, είναι αναντίρρητο ότι το ροκ ήταν η πρώτη μουσική που με συστηματικό τρόπο αντικατέστησε τα ακουστικά όργανα με ηλεκτρικά και που συστηματικά χρησιμοποίησε την ηλεκτρονική τεχνολογία όχι για ειδικά εφέ, αλλά για το κανονικό της ρεπερτόριο, που γινόταν αποδεκτό από ένα μαζικό κοινό. Ήταν η πρώτη μουσική που ανέδειξε τους τεχνικούς του ήχου και των ηχογραφήσεων σε ισότιμους συνεργάτες στη δημιουργία μιας μουσικής εκτέλεσης, κυρίως επειδή η ανικανότητα των ροκάδων ήταν συχνά τόσο μεγάλη, που διαφορετικά δεν μπορούσαν να γίνουν επαρκείς ηχογραφήσεις ή ακόμα και ζωντανές παραστάσεις. Είναι προφανές, ότι τέτοιες καινοτομίες ενδιέφεραν μουσικούς με αυθεντική πρωτοτυπία και ταλέντο.
Η δεύτερη καινοτομία που έφερε το ροκ έχει να κάνει με την έννοια του «γκρουπ». Το ροκ συγκρότημα όχι μόνο ανέπτυξε πίσω από τη φωνή ή τις φωνές έναν πρωτότυπο συνδυασμό οργάνων (βασικά κρουστών και ηλεκτρικών κιθάρων διαφόρων ειδών, με την μπάσο κιθάρα να παίρνει τη θέση του κοντραμπάσου), αλλά αποτελούσε μια ουσιαστική συλλογικότητα και όχι μια μικρή ομάδα βιρτουόζων που περίμεναν να επιδείξουν τις ατομικές τους δεξιότητες.6 Ούτως ή άλλως βέβαια, πολύ λίγα
6. Παρεμπιπτόντως, έδωσε επίσης και ένα μονοπώλιο ουσιαστικά στα φωνητικά γκρουπ, που μέχρι τότε ήταν μάλλον εξαίρεση στην τζαζ και τα μπλουζ, και -παρά τη συντριπτική υπεροχή των γυναικών στα φωνητικά μπλουζ, τα γκόσπελ και την τζαζ- στους (νεαρούς) άνδρες.
ΤΖΑΖ
συγκροτήματα ροκ, σε αντίθεση με τα τζαζ σύνολα, είχαν μέλη που διέ
θεταν ιδιαίτερες ατομικές ικανότητες για να τις επιδείξουν. Επιπλέον, το
«γκρουπ» χαρακτηριζόταν, ιδεωδώς, από έναν απόλυτα δικό του «ήχο»,
ένα ηχητικό σήμα κατατεθέν, μέσω του οποίου, ή μάλλον μέσω των τεχνικών των στούντιο, επιχεφούσε να εδραιώσει μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Και σε αντίθεση με την παλιά μεγάλη ορχήστρα της τζαζ, το ροκ συγκρότημα ήταν μικρό. Παρήγαγε το «μεγάλο ήχο» του (που δε σημαίνει απαραίτητα μεγάλη ένταση ήχου, αν και το ροκ προτιμούσε την απλούστευση του πολύ δυνατού ήχου) με τον ελάχιστο αριθμό ανθρώπων. Αυτό βοήθησε τα μικρά τζαζ σύνολα να επιστρέΨουν σε κάτι που είχε σχεδόν χαθεί στις μέρες του μπήμποπ με τα διαδοχικά σόλο, δηλαδή στη δυνατότητα ενός ομαδικού αυτοσχεδιασμού και μιας υφής
του μικρού γκρουπ. Εκλεπτυσμένες ροκ ενορχηστρώσεις, όπως το Sergeant Pepper των Μπητλς, που έχουν χαρακτηριστεί, όχι αδικαιολόγητα, ως «συμφωνικό ροκ», δεν μπορούσαν παρά να δώσουν ιδέες σε ευφυείς μουσικούς της τζαζ.
Το τρίτο ενδιαφέρον στοιχείο του ροκ ήταν ο επίμονος και παλλόμενος ρυθμός του. Παρότι αρχικά ήταν σαφώς πολύ πιο χοντροκομμένος από το ρυθμό της τζαζ, ο συνδυασμός των διαφόρων ρυθμικών οργάνων που αποτελούσαν το ροκ συγκρότημα -μια που όλα τα όργανά του, πλήκτρα, κιθάρες και κρουστά, θα ανήκαν κανονικά στο ρυθμικό τμήμα μιας ορχήστρας τζαζ- δημιουργούσε δυνατότητες πιο σύνθετων ρυθμών, τους οποίους οι τζαζίστες μπορούσαν να μετατρέΨουν σε πολυεπίπεδα και μετατοπιζόμενα ostinatos και μουσικές αντιστίξεις.
Κι όμως, ενώ, όπως είδαμε, μερικοί από τους πιο ταλαντούχους τζαζίστες ανέπτυξαν κατά τη δεκαετία του 1970 μια φούζιον ροκ-τζαζ -το Bitches Brew του Μάιλς Ντέιβις το 1969 έδωσε το έναυσμα-, το ανάμεικτο στυλ δεν καθόρισε μόνιμα το μέλλον της τζαζ, κι ούτε οι ενέσεις τζαζ στοιχείων προσέφεραν μια μόνιμη αιμοδοσία για το ροκ. Αυτό που φαίνεται να συνέβη είναι μια προ'ίούσα εξάντληση του ροκ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η οποία ίσως να συνδέεται με την υποχώρηση του μεγάλου κύματος νεανικής εξέγερσης που έφτασε στο αποκορύφωμά του στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ανεπαίσθητα, φαινόταν ότι κατά κάποιον τρόπο ο χώρος για την τζαζ γινόταν λιγότερο ασφυκτικός. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι έξυπνοι ή μέσα στη μόδα κολεγιόπαιδες άρχισαν και πάλι να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τους φίλους των γονιών τους που είχαν δίσκους του Μάιλς Ντέιβις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σης αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν σαφή σημάδια μιας περιορισμένης αναγέννησης, έστω κι αν τότε ένα μεγάλο μέρος του κλασικού ρεπερτορίου της τζαζ είχε πε-
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1960
ράσει σε μόνιμη ακινησία λόγω του θανάτου τόσων μεγάλων και καθοριστικών μορφών, παλαιών και σύγχρονων: ο τζαζ τρόπος ζωής δεν ευνοεί τη μακροβιότητα. Το 1980 είχαν φύγει ακόμα και κάποια από τα αστέρια που είχαν διαπλάσει τη «νέα μουσική»: όπως για παράδειγμα οι John Coltrane, AIbert AyIer, Eric Dolphy. Έτσι, μεγάλο μέρος της τζαζ που μάθαιναν να αγαπούν οι νέοι φαν ήταν ανίκανη για παραπέρα εξέλιξη, επειδή ήταν μια μουσική πεθαμένων ανθρώπων, κι αυτή η κατάσταση θα οδηγούσε σε ένα περίεργο είδος νεκρανάστασης, όπου ζώντες μουσικοί αναπαρήγαγαν ήχους του παρελθόντος, όπως μια ομάδα υπό τη διεύθυνση του Bob WiIber ανασύστησε τη μουσική και τον ήχο της αρχικής ορχήστρας του Έλλινγκτον για την ταινία Cotton Club. Επιπλέον, αρχικά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωντανής τζαζ που μπορούσαν να ακούσουν οι νέοι φαν προερχόταν από μουσικούς που ηλικιακά ήταν από μεσήλικες μέχρι πολύ γέροι. Την εποχή που έγραφα μια ανάλογη εισαγωγή για την ιταλική έκδοση της Σκηνής της Τζαζ που κυκλοφόρησε το 1982, οι φίλοι της τζαζ στο Λονδίνο είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε μια ποικιλία βετεράνων: τους Harry «5weets» Edison, Joe Newman, Buddy Tate και Frank Foster, οι οποίοι είχαν διατελέσει μέλη της μπάντας του Μπέισι πριν από πολύν καιρό· τον Nate Pierce, γνωστό από τις μέρες του Woody Herman· τους 5helly Manne και Art Pepper, γνωστούς από τις κουλ μέρες της δεκαετίας του 1950· τον ΑΙ Grey, που είχε ξεκινήσει στις σουίνγκ ορχήστρες της δεκαετίας του 1930· τον Trummy Young, γεννημένο το 1912, που είχε περάσει πολλά χρόνια μαζί με τον Λούις Άρμστρονγκ, και άλλα μέλη της παλιάς γενιάς. Στην πραγματικότητα, από τους σημαντικούς μουσικούς που εμφανίζονταν εκείνη την εβδομάδα, μονάχα ο πιανίστας McCoy Tyner (γεννημένος το 1938), γνωστός από τη συνεργασία του με τον Coltrane τη δεκαετία του 1960, δεν ήταν τόσο γνωστός στους περισσότερους λάτρεις της τζαζ από το 1960.
Από τότε η αναγέννηση της τζαζ συνεχίστηκε. Ήταν επόμενο να επωφεληθεί και η φθίνουσα ομάδα των επιζώντων, μερικοί από τους οποίους, επιστρέφοντας μετά την εξορία στην Ευρώπη ή από την ανωνυμία της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και των στούντιο, ανασύστησαν γκρουπ διαλυμένα από πολύ καιρό, τουλάχιστον για περιστασιακές παραστάσεις και περιοδείες, όπως το Modem Jazz Quartet, και το Art Farmer-Benny Golson Jazztet. Η αναγέννηση υπήρξε ιδιαίτερα ευεργετική για τους επιζώντες της πρώτης επανάστασης της τζαζ, γιατί το μπήμποπ ήταν αυτό που αναδύθηκε ή επανέκαμψε ως το κεντρικό στυλ της τζαζ των δεκαετιών του 1980 και του 1990, και ως το βασικό μοντέλο για τους νέους μουσικούς. Αντίθετα, η νέα αναγέννηση άφησε απ' έξω την παλαιότερη, την πρώτη «επιστροφή στην παράδοση» εκείνων που ήθελαν να ξαναζωντανέψουν τη μουσική της Νέας Ορλεάνης και της δεκαε-
ΤΖΑΖ
τίας του 1920. Το τραντ ή Ντίξιλαντ ή όπως αλλιώς ονομάζεται, το πιο μακρόβιο στυλ ης τζαζ, το στυλ που, βασισμένο στη γλυκιά νοσταλγία της λευκής μεσαίας τάξης και όλο και περισσότερων μεσήλικων ερασιτεχνών, αντιστάθηκε περισσότερο στην έφιππη έφοδο του ροκ, δεν ένιωσε το νέο άνεμο στα πανιά του.
Εκείνοι που φαίνεται να επωφελήθηκαν περισσότερο από την αναγέννηση της τζαζ, ήταν οι προικισμένοι μουσικοί που δεν το είχαν βάλει κάτω στα δύσκολα χρόνια της πρωτοπορίας, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, και που μπήκαν στον πειρασμό να επιστρέψουν στο κύριο ρεύμα της τζαζ με την επανεμφάνιση ενός ζωντανού τζαζόφιλου κοινού. Αυτοί οι μουσικοί δεν ήταν πια νέοι με τα κριτήρια της εποχής που ένας Άρμστρονγκ γινόταν παγκοσμίως γνωστός πριν πατήσει τα τριάντα, που ένας Τσάρλι Πάρκερ πέθαινε στα τριάντα πέντε του, και που κανείς δεν παραξενευόταν που την επανάσταση στην κιθάρα τζαζ την έφερνε ένας μουσικός (ο Charlie Chήstian) που μόλις είχε περάσει τα είκοσι. Έτσι, τα μέλη του σημαντικού World Saxophone Quartet, που απέκτησε φήμη τη δεκαετία του 1980 (Hamiett Bluiett, Julius Hemphill, Oliver Lake, David Murray) γεννήθηκαν, αντίστοιχα, το 1938, το 1940, το 1942 και το 1955 -
δηλαδή όλοι τους εκτός από έναν κοντεύοuν (όταν γράφονται αυτά, το 1988) τα πενήντα. Όταν βρίσκοuμε αμερικανούς τζαζ αστέρες που έχοuν αποκτήσει φήμη πριν γίνοuν τριάντα χρονών, πρόκειται συνήθως για δεύτερης γενιάς μουσικούς, όπως οι αδελφοί Marsalis (ο Wynton, κλασική και τζαζ τρομπέτα, γεννήθηκε το 1960' ο Branford, σαξοφωνίστας, το 1961) . 7 Πιο πρόσφατα αναδείχθηκαν πραγματικά νέοι μοuσικοί πρώτης γενιάς με μεγάλα επιτεύγματα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι το παράξενο σ' αuτή την αναγέννηση, όσο κι αν αuτό την έκανε πιο οικεία σε παλιούς λάτρεις της τζαζ σαν τον uποφαινόμενο. Η τζαζ των αρχών της δεκαετίας τοι> 1990 κοιτούσε προς το παρελθόν.
Ας δούμε ποιους ψήφισαν οι κριτικοί του Downbeat για το 1991 ως τους καλύτερους «τζαζ καλλιτέχνες της χρονιάς»: Wynton Marsalis, Benny Carter, Sonny Rollins, Jackie McLean, Dizzy Gillespie, Cecil Taylor, Henry Threadgill και David Murray. Από τους οκτώ, οι πέντε ήταν γνωστά ονόματα το 1961 , οι δύο εμφανίστηκαν στα δύσκολα χρόνια της εξορίας της τζαζ και είναι τώρα μεσήλικες, και μόνο ένας, ο Wynton Marsalis (ένας τζαζίστας δεύτερης γενιάς) ανήκει στη δεκαετία του 1 980. Οι προτιμήσεις των αναγνωστών το Δεκέμβριο τοι> 1990 δεν κοιτάζοuν και πολύ στο μέλλον, αν και δίνουν καλύτερη θέση στοuς μεσήλικες ποι>
7. Ο πατέρας τους, ο Ellis Marsalis, ένας πιανίστας από τη Νέα Ορλεάνη και παθιασμένος οπαδός της Ornette Coleman και της αβάν-γκαρντ, ακολούθησε μια εμπορική καριέρα για να ζήσει την οικογένειά του. Στη Νέα Ορλεάνη, η μουσική είναι συχνά ένα οικογενειακό επάγγελμα, όπως ήταν και την εποχή των Μπαχ.
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1960
έκαναν το καθήκον τους στα μαύρα χρόνια (Jack de Johnette, Marcus Roberts, Phil Woods, Pat Metheny).
Ας δούμε τώρα τι είδους μουσική παίζουν. Η βάση αυτού που παίζεται σήμερα είναι ουσιαστικά αυτό που παιζόταν στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Όλοι είναι μπόπερς. Όχι ότι δε συνέβη τίποτε στην τζαζ στο μεταξύ, αλλά οι καινοτομίες των τριάντα τελευταίων χρόνων, από τη φρη τζαζ στη φούζιον, έχουν σιωΠ'ηλά περιθωριοποιηθεΙ Ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις νεκρολογίες για τον Μάιλς Ντέιβις -φυσιογνωμία καθοριστική για την εξέλιξη της τζαζ από τις αρχές της δεκαετίας του 1 950 και μετά- γίνονται εμφανώς πιο διφορούμενες όταν φτάνουν στα είκοσι τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας του, και προτιμούν να αποσιωπούν τα δέκα τελευταία. Αυτό βέβαια βολεύει εμάς, τους πρεσβύτερους, που θυμόμαστε καλά τα αριστουργήματα του πρώτου κουιντέτου, το Miles Ahead και το King of Blue, κανονικά όμως δε θα έπρεπε το χάσμα των γενεών να είναι κάπως μεγαλύτερο ; Η λέξη κλειδί σήμερα είναι η «παράδοση», ένας όρος που κάποτε τον άκουγες συχνότερα από τους τζαζ φανς που θρηνούσαν το τέλος του Ντίξιλαντ και των νιάτων τους, παρά από τους μουσικούς. Κι όμως, να τι είπε πρόσφατα ένας εικοσιπεντάχρονος σαξοφωνίστας (<<που κατάγεται από τον Πάρκερ και τον Adderley»): «ο Μπερντ είναι η βασική επιρροή, επειδή το παίξιμό του καλύπτει τόσες πολλές εποχές και στυλ. Συμβόλιζε την παράδοση, και σκέφτηκα ότι αν μελετούσα αρκετά τον Μπερντ, θα την έπιανα κι εγώ». Αυτή την εικόνα είχε άραγε ο Μ περντ για τον εαυτό του στα είκοσι πέντε του ;
Η μόδα του ρετρό πάει μάλιστα πολύ πιο πίσω από τους πρώτους μπόπερς. Υπάρχει μια επιστροφή στις κλασικές μπαλάντες, έστω κι αν τώρα παίζονται με αβανγκαρντίστικες φιοριτούρες από μουσικούς που επέστρεψαν στο κύριο ρεύμα από τα πιο μακρινά και απρόσιτα σύνορα, όπως ο Archie Shepp, ο φόβος και ο τρόμος της δεκαετίας του 1960. Υπάρχουν ακόμα ενδείξεις μιας μαύρης επαναανακάλυψης της αυθεντικής παράδοσης της Νέας Ορλεάνης, την οποία προέβλεπα στη Σκηνή της Τζαζ, σίγουρα από τον Wynton Marsalis, ο οποίος και κατάγεται από τη Νέα Ορλεάνη και είναι υπέρμαχος των παραδόσεων. Πάνω απ' όλα έχουμε μια θεαματική επιστροφή στα μπλουζ. Η περσινή επανέκδοση του Robert Johnson λέγεται πως πούλησε 500.000 κομμάτια. Η Benson & Hedges σπονσοράρει ένα Φεστιβάλ Μπλουζ στη Νέα Υόρκη. Μπλουζ μπαρς ανοίγουν δεξιά κι αριστερά στο Σικάγο, προς όφελος των φτωχών παλαίμαχων τραγουδιστών που το αξίζουν, και, όπως μαθαίνω, εισάγονται και σε ένα καινούργιο νεοϋορκέζικο κλαμπ το οποίο θα παίζει αποκλειστικά Σικάγο μπλουζ.
Όλα τούτα είναι παρήγορα και οικεία στους παλιούς, αν και είναι αδύνατον να αισθανθείς, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή στα
ΤΖΑΖ
χρόνια μεταξύ 1936 και 1942, ότι ζούμε και πάλι μια χρυσή εποχή της τζαζ. Απλά, υπάρχει πολύ τζαζ για να ακούσει κανείς, και αρκετοί πιανίστες (τουλάχιστον στην περιοχή της Νέας Υόρκης) που είναι ταυτόχρονα και τολμηροί και προσιτοί. Υπάρχει όμως και ένα σήμα κινδύνου. Η τζαζ δεν μπορεί να επιβιώσει όπως η μουσική μπαρόκ, σαν μια απομίμηση ή σαν μια αρχαιολογία για ένα καλλιεργημένο κοινό, ακόμα και μεταξύ των μαύρων. Τα παιδιά των μαύρων δεν τραγουδούν σήμερα τα μπλουζ. Τα μπλουζ παίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, από ηλικιωμένους καλλιτέχνες για ένα ηλικιωμένο κοινό της γειτονιάς και, στη χειρότερη (όπως συμβαίνει σε πολλά καινούργια μπλουζ στέκια του Σικάγο), σε λευκές συνοικίες, από τους ίδιους γκριζομάλληδες, για ένα κοινό λευκών φοιτητών. Τα παιδιά των μαύρων δεν ονειρεύονται να παίξουν πνευστά (με εξαίρεση, παραδόξως, νεαρούς που κατάγονται από την Καραϊβική και ζουν στη Βρετανία, και οι οποίοι δεν έχουν πίσω τους μια ιθαγενή τζαζ παράδοση), αλλά να γίνουν μέλη μεγάλων ραπ συγκροτημάτων, μια μορφή τέχνης, κατά τη γνώμη μου, μουσικά αδιάφορη και λογοτεχνικά ασήμαντη . Στην πραγματικότητα, είναι το αντίθετο της μεγάλης και βαθιάς τέχνης των μπλουζ. Υπάρχουν βέβαια πολλοί λόγοι γι' αυτό -τι να σου κάνει ένα σαξόφωνο μπροστά σ' ένα γκέτο μπλάστερ [τεράστιο ραδιοκασετόφωνο] ;-, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι κόβει τις ρίζες της τζαζ. Τα ακμάζοντα μαύρα μέσα ενημέρωσης και η μαύρη καλλιτεχνική σκηνή -αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «κύκλωμα του Σπάικ Λη >>- είναι διαποτισμένο από την τζαζ, το ίδιο και οι μουσικοί, μαύροι και λευκοί. Αλλά η τζαζ έζησε πάντοτε όχι από τις επευφημίες του κοινού της (το οποίο, με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, ήταν πάντοτε μειοΨηφικό), αλλά από αυτό που ο Comel West ονομάζει «δίκτυο μαθητείας», από τη «μετάδοση δεξιοτήτων και ευαισθησιών σε νέους μουσικούς». Τα νήματα αυτού του δικτύου ξεφτίζουνο μερικά έχουν ήδη κοπεί.
Μεταμορφώνεται λοιπόν και η τζαζ ανεπανόρθωτα σε μια άλλη εκδοχή κλασικής μουσικής: σε έναν «πολιτιστικό θησαυρό», που αποτελείται από ένα ρεπερτόριο, νεκρωμένων στην πλειονότητά τους, στυλ, που παίζονται ζωντανά από καλλιτέχνες -μερικοί απ' τους οποίους είναι νέοιγια ένα εύπορο κοινό μεσοαστών μεσηλίκων, μαύρων και λευκών, και για γιαπωνέζους τουρίστες ; Θα ξαναγίνει άραγε και πάλι προσιτή σε ένα δυνητικά μαζικό κοινό, κυρίως μέσω του ραδιοφώνου και των δίσκων, όπως ήταν μισό αιώνα πριν στη δική μου ευρωπα'ίκή γενιά ; Η ακρόαση σήμερα των περισσότερων ραδιοφωνικών σταθμών τζαζ προϋποθέτει την είσοδο σ' έναν κόσμο μυημένων, αυτών που διαφυλάσσουν την αληθινή πίστη, όπου τρεις μέρες αφιερωμένες αποκλειστικά στους δίσκους, φέρ' ειπείν, του C1ifford Brown θεωρούνται τρεις γόνιμες μέρες.
Η τζαζ οδηγείται οριστικά στην απολίθωση ; Δεν αποκλείεται. Αν αυτή
Η ΤΖΑΖ ΜΕΤΑ το 1 960
είναι η μοίρα της, τότε δεν αποτελεί παρηγοριά το ότι ο Κλιντ Ήστγουντ έθαψε τον Μπερντ μέσα σ' ένα μαυσωλείο από σελιλόιντ, ούτε ότι το κάθε κομμωτήριο και μαγαζί καλλυντικών παίζει κασέτες της Μπίλυ Χόλιντεϋ. Η τζαζ όμως έχει αποδείξει πως έχει εξαιρετικές δυνάμεις επιβίωσης και ανανέωσης μέσα σε μια κοινωνία που δεν είναι φτιαγμένη γι' αυτήν και που δεν της αξίζει. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι τα καύσιμά της έχουν εξαντληθεί. Πειράζει, άλλωστε, απλώς να ακούμε και ν' αφήσουμε το μέλλον ν' αποφασίσει ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Μ ΠΙΛΤ ΧΟΛΙΝΤΕΎ'
Αυτή η σύντομη νεκρολογία δημοσιεύτηκε το 1959 στη στήλη που είχα τότε (με το ψευδώνυμο «Francis Newton ») στο New Statesman and Nation. Την επανεκδίδω εδώ. μεταξύ των άλλων. και ως φόρο τιμής στη μνήμη του φίλου μου John Hammond Jr (βλ. κεφ. 23) ο οποίος. όταν τον ρώτησα λίγο πριν πεθάνει ποιο πράγμα στη ζωή του ήταν αυτό που τον έκανε περισσότερο περήφανο. μου είπε: η ανακάλυψη της Μπίλυ Χόλιντεϋ.
Η Μπίλυ Χόλιντεϋ πέθανε πριν από λίγες εβδομάδες. Δεν τα κατάφερα μέχρι τώρα να γράψω γι' αυτήν. Αφού όμως το όνομά της θα επιζήσει πολύ περισσότερο από πολλών άλλων για τους οποίους γράφονται πολύ μεγαλύτερες νεκρολογίες, μια μικρή καθυστέρηση σ' αυτό το μικρό δείγμα αναγνώρισης δε θα βλάψει ούτε αυτήν ούτε εμάς. Όταν πέθανε, όλοι μας -μουσικοί, κριτικοί, όλοι όσοι μείναμε κάποτε αποσβολωμένο ι ακούγοντας την πω συγκινητική φωνή της περασμένης γενιάς- θρηνήσαμε πικρά. Κι όμως δεν υπήρχε λόγος. Λίγοι άνθρωποι κυνήγησαν την αυτοκαταστροφή πω αποφασιστικά από αυτήν, κι όταν το κυνήγι έφτανε στο τέλος του, στα σαράντα τέσσερα, είχε κάνει τον εαυτό της ένα σωματικό και καλλιτεχνικό ράκος. Κάποωι από εμάς προσπαθούσαμε ευγενικά να παριστάνουμε πως δεν ήταν έτσι, και παρηγορούμασταν όταν κάποιες στιγμές φαινόταν σαν μια κατεστραμμένη ηχώ της εποχής του μεγαλείου της. Σε άλλους πάλι από εμάς, δεν μας έκανε καρδιά να την ακούμε πλέον . Προτιμούσαμε να καθόμαστε σπίτι και, αν ήμασταν αρκετά μεγάλοι και τυχεροί για να έχουμε τους ασύγκριτους δίσκους της εποχής της ακμής της, μεταξύ 1937 και 1946, πολλοί απ' τους οποίους δεν είναι διαθέσιμοι σε βρετανικά άλμπουμ, να αναπαράγουμε εκείνους τους χοντροϋφασμένους, ελικοειδείς και αφόρητα μελαγχολικούς ήχους που της εξασφάλισαν μια σίγουρη θέση στην αθανασία. Ο φυσικός της θάνατος θα έπρεπε να προκαλέσει μάλλον ανακούφιση παρά θλίψη . Τι είδους ζωή θα μπορούσε να έχει δ ίχως τη φωνή της που της επέτρεπε να βγάζει τα ποτά της και τις δόσεις της, δ ίχως τα βλέμματα -και στις μέρες της υπήρξε βασανιστικά όμορφη- για να τραβάει τους άνδρες που χρειαζόταν, δίχως την επιχειρηματική αίσθηση, δίχως τίποτε, παρά μόνο την ανιδωτελή λατρεία κάποιων ανθρώπων που την είχαν δει και ακούσει την εποχή της δόξας της και τώρα γερνούσαν ;
Κι όμως, η θλίψη μας, όσο και να είναι παράλογη, ήταν ταιριαστή με
ΜΠΙΛΤ ΧΟΛΙΝΤΕΥ'
την τέχνη της Μπίλυ Χόλιντεϋ, την τέχνη μιας γυναίκας για την οποία πρέπει κανείς να λυπάται. Οι μεγάλες τραγουδίστριες των μπλουζ, με τις οποίες πρέπει δικαίως να συγκρίνεται, έπαιζαν το παιγνίδι τους από θέση ισχύος. Ήταν λέαινες, αν και συχνά πληγωμένες � στριμωγμένες (μ�πως η Μπέσυ Σμιθ δεν αποκάλεσε τον εαυτό της «μια τίγρη, έτοιμη να πηδ�σει» ;), που είχαν ως δραματικά αντίστοιχά τους την Κλεοπάτρα και τη Φαίδρα' το αντίστοιχο της Μπίλυ ήταν μια πικραμένη Οφηλία. Ήταν μια ηρωίδα του Πουτσίνι μεταξύ των τραγουδιστών της τζαζ, γιατί, αν και τραγουδούσε ασύγκριτα ένα είδος μπλουζ των καμπαρέ, η φυσική της γλώσσα ήταν το ποπ τραγούδι. Το επίτευγμά της ήταν ότι το παραποίησε κάνοντάς το μια γνήσια έκφραση των μεγάλων παθών, μέσα από μια πλήρη αδιαφορία για τους ζαχαρένιους τόνους του ή και για ο ποιονδήποτε άλλο τόνο πέρα από τις λίγες δ ικές της απαλά κλαίουσες επιμηκυμένες νότες, αρθρωμένες, όπως και στη Μπέσυ Σμιθ ή τον Λούις Άρμστρονγκ, με σπαρακτικό τρόπο, τραγουδισμένες με μια λεπτή, τολμηρή, βασανιστικ� φωνή που η φυσική διάθεση που εξέφραζε �ταν ένα ανυπόμονο και φιλήδονο καλωσόρισμα των πόνων του έρωτα. Κανένας άλλος δεν τραγούδησε, κι ούτε θα τραγουδήσει ποτέ, όπως αυτή το τραγούδι της Μπες από το Porgy. Είναι αυτός ο συνδυασμός πίκρας και φυσικής υποταγής, σαν κάποιος να είναι ξαπλωμένος και να βλέπει τα πόδ ια του ακρωτηριασμένα, που σου κόβει το αίμα στο Strange Fruit , στο ποίημα κατά του λιντσαρίσματος το οποίο μετέτρεψε σε ένα αξέχαστο τραγούδι τέχνης. Το να υποφέρει ήταν το επάγγελμά της. Αλλά δεν το αποδέχθηκε.
Λίγα χρειάζεται να ειπωθούν για την τρoμερ� ζωή της, που την περιέγραψε με τέτοια συγκινητική, αν και όχι και τόσο πραγματολογική, αλήθεια στην αυτοβιογραφία της με τίτλο Lady Sings the Blues . 1 Μ ετά από μια εφηβεία κατά την οποία ο αυτοσεβασμός της μετριόταν από την εμμονή του κοριτσιού να μαζεύει με τα χέρια της τα κέρματα που της πέταγαν οι πελάτες, κανείς δεν μπορούσε πλέον να τη βοηθήσει. Η προσφορά βοήθειας δεν της έλειπε: είχε τον John Hammond, η διαίσθηση και η ευσυνειδησία του οποίου την ανέδειξε, είχε τους καλύτερους μουσικούς της δεκαετίας του 1930 να τη συνοδεύουν -ιδιαίτερα τους Teddy Wilson, Frankie Newton και Lester Young-, είχε την απεριόριστη αφοσίωση όλων των σοβαρών ειδημόνων, αλλά και μεγάλη απήχηση στο κοινό . Ήταν όμως πολύ αργά για να σταματήσει μια πορεία συστηματικού και πικρού αυτοσφαγιασμού. Το να γεννηθείς με ομορφιά και αυτοσεβασμό στο νέγρικο γκέτο της Βαλτιμόρης το 19 15 αποτελούσε ένα πολύ
1 . Στα ελληνικά: Μπίλλυ Χόλιντεϋ, Αυτοβιογραφία. Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ. Αθήνα, χ.χ. [Σ.τ.Μ. ] .
ΤΖΑΖ
μεγάλο πρόσκομμα, ακόμα κι αν δε σε είχαν βιάσει στα δέκα σου, ακόμα κι αν δεν είχες εθιστεί στα ναρκωτικά στα δεκαπέντε σου. Κι όμως, ενώ κατέστρεφε τον εαυτό της, τραγουδούσε με μια φωνή βαθιά, μια πικρή φωνή που σου έσκιζε την καρδιά. Δεν είναι δυνατόν να μην κλάψουμε για την Μπίλυ Χόλιντεϋ, να μη μισήσουμε τον κόσμο που την κατάντησε έτσι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙ ΚΟ ΣΤΟ ΕΚΤΟ
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ :
500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ ' ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ
Το κεφάλαιο αυτό. που αρχικά δόθηκε ως διάλεξη σε μια συνάντηση που έγινε στη Σεβίλλη το 1992 για την επέτειο των πεντακοσίων χρόνων. αφορά κυρίως την επίδραση του Νέου Κόσμου πάνω στον Παλιό. και υποστηρίζει ότι αυτή δεν προήλθε από τους κατακτητές αλλά από τους κατακτημένους. όχι από την εξουσία αλλά από τους λαούς. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο London Reνiew of Books, 9 Ιουλίου 1992.
Στις αρχές του 1992, όταν ήμουν στο Μεξικό, μου ζήτησαν να υπογράψω μια διαμαρτυρία εναντίον του Χριστόφορου Κολόμβου, εκ μέρους των παλιών ιθαγενών πληθυσμών των αμερικανικών ηπείρων και νήσων, ή μάλλον των απογόνων τους. Κατανοώ τα αισθήματα που εμπνέουν τέτοιες χειρονομίες, και ώς έναν βαθμό τα συμμερίζομαι, αλλά μου φαίνεται ότι ο μόνος λόγος να διαμαρτυρηθείς για κάτι που έγινε μισή χιλιετία πριν, είναι για να δοθεί μια κάποια δημοσιότητα σε μια υπόθεση του 1992 κι όχι του 1492, Οι επιπτώσεις που είχαν τα ταξίδια του Κολόμβου και των διαδόχων του δεν μπορούν να ανατραπούν. Τα δεινά που πέρασαν οι ιθαγενείς Αμερικανοί και οι εισαγόμενοι Αφρικανοί, είτε από σκόπιμες ανθρώπινες πράξεις είτε από τις έμμεσες συνέπειες της κατάκτησης και της εκμετάλλευσης, είναι αναντίρρητα και δεν μπορούν να σβηστούν εκ των υστέρων. Κανείς επίσης δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε να παραβλέψει τις καταστροφικές επιπτώσεις που είχε η κατάκτηση και η εκμετάλλευση πάνω σ' αυτούς του πληθυσμούς, κι όχι μόνο στη διάρκεια των 1 50 χρόνων που διήρκεσε η ευρωπαίκή κατάκτηση. Ωστόσο, δεν μπορούμε να ακυρώσουμε την ιστορία, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τη θυμόμαστε, να την ξεχνάμε ή να την επινοούμε. Όλοι όσοι ζουν σήμερα στις αμερικανικές ηπείρους, είτε είναι απόγονοι των ιθαγενών πληθυσμών είτε απόγονοι των εκούσιων ή ακούσιων αποίκων, έχουν διαμορφωθεί μέσα από αυτά τα 500 χρόνια που πέρασαν από τη στιγμή που σάλπαρε ο Κολόμβος. Εξίσου όμως έχουν διαμορφωθεί και όλοι όσοι ζουν στον Παλιό Κόσμο, αν και με τρόπους που σπάνια συνειδητοποιούνται.
Το ότι και οι δύο πλευρές μεταμορφώθηκαν, είναι κάτι που έχει καλυφθεί πρώτα απ' όλα από το ίδιο το γεγονός της κατάκτησης και της συντριπτικής υπεροχής της ισχύος των κατακτητών. Μόνο στην περιφέρεια
Ο ΠΑΛJOΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ
των περιοχών που εγκαταστάθηκαν οι κατακτητές, και συνήθως μετά
την αρχική εμπέδωση της ΕUρωπαίκής εξουσίας, οι Ευρωπαίοι και οι γη
γενείς Αμερικανοί ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους με κάπως ισότιμους ό
ρους: μια ισότητα που ενισχύθηκε, για έναν-δυο αιώνες, στα βόρεια και
τα νότια σύνορα, χάρη στην «επανάσταση του αλόγοω>, η οποία μετα
μόρφωσε τους Ινδιάνους των πεδιάδων, που ζούσαν στις ερήμους και τα λιβάδια της Βόρειας Αμερικής, και του νότιου κώνου σε φοβερούς έφιππους επιδρομείς. Μόνο σ' αυτές τις περιοχές και στα σύνορα της ζούγκλας του Αμαζονίου, καθώς επίσης και στις διάσπαρτες κοινότητες των σκλάβων φυγάδων που βρίσκονταν πέρα από τις φυτείες των δουλοκτητών, συναντάμε μια μακροχρόνια αντίσταση στην κατάκτηση και στον αποικισμό. Οι μεγάλοι προκολομβιανοί πολιτισμοί, ιδιαίτερα της Κεντρικής Αμερικής, υπέκυψαν αμέσως. Υπ' αυτές τις συνθήκες, της σχεδόν ολοκληρωτικής κυριαρχίας της μίας πλευράς, δεν είναι ρεαλιστικό να κάνουμε λόγο για «σύγκρουσψ> πολιτισμών.
Αυτή η κυριαρχία ενισχύθηκε από το συνδυασμό του Χριστιανισμού και της βάρβαρης κατάκτησης, έναν συνδυασμό που, όπως είχε παρατηρήσει ο Γίββων αναφερόμενος στην περίπτωση της Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας, αποτελεί μια πολύ αποτελεσματική δύναμη καταστροφής πολιτισμών. Με όλον τον απαιτούμενο σεβασμό στον Las Casas και τους ηθικούς ενδοιασμούς του ισπανικού θρόνου, με κάθε θαυμασμό στην προστασία που πρόσφεραν οι Ιησουίτες στους Ινδιάνους, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι στόχος της κατάκτησης ήταν η καταστροφή της παγανιστικής κουλτούρας και η αντικατάστασή της με την πραγματική πίστη. Όπως στην Κόρδοβα, έτσι και στο Μεξικό βλέπουμε τους κατακτητές να γκρεμίζουν τα οικοδομήματα ενός ιερού τόπου για να χτίσουν στη θέση τους εκκλησίες. Αυτή η αρχική καταστροφή ήταν τόσο συστηματική που -παρά κάποιες καθυστερημένες απόπειρες διάσωσης- μόνο τρεις από τους γραπτούς κώδικες των Μάγια σώζονται μέχρι σήμερα και οι χαρακτήρες τους έχουν πλήρως αποκρυπτογραφηθεΙ Πραγματικά, μπορούμε να διαβάσουμε τα κείμενα των προκολομβιανών πολιτισμών πολύ λιγότερο απ' ό,τι τα ιερογλυφικά ή τις πινακίδες της σφηνοειδούς γραφής. Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα αυτών των πολιτισμών έφτασαν μέχρι την Ευρώπη, θαυμάστηκαν για την τεχνική τους ποιότητα και την ομορφιά τους από ειδικούς όπως ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, δίχως όμως, απ' όσο γνωρίζουμε, να γίνουν αντικείμενο σοβαρού καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος πριν τον εικοστό αιώνα. Πολλά από τα πιο σημαντικά τους μνημεία, που έχουν γίνει παγκόσμιες τουριστικές ατραξιόν, όπως τοποθεσίες των Μάγια και το Μάτσου Πίτσου, ήταν μέχρι τότε άγνωστα.
Εν ολίγοις, ό,τι κι αν ήλπιζαν να πάρουν από το Νέο Κόσμο οι κατακτητές και οι άποικοι, σίγουρα δεν περίμεναν να μάθουν από τους κα-
500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ ' ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ 39 1
τοίκους του πολλά πράγματα που να έχουν αξία για τον Παλιό. Το πιο ενδιαφέρον και διδακτικό στοιχείο σ' αυτόν ήταν ότι ήταν νέος: η ανακάλυψη άλλων ανθρώπινων κοινωνιών, άγνωστων και αδιαμεσολάβητων από την ιστορία, τη λογοτεχνία και την προφορική παράδοση. Η ανακάλυψη περιοχών με γεωλογικές και κλιματολογικές δομές διαφορετικές από της Ευρώπης και με μια εκπληκτικά παράξενη και πλούσια χλωρίδα και πανίδα - σε μερικές περιοχές έμοιαζε με τον παράδεισο πριν την πτώση. Αυτή η επαφή με το νέο υπήρξε για πολύ καιρό η αμερικανική επίδραση στην ευρωπα'ίκή κουλτούρα. Έχει υποστηριχτεί ότι αυτή επέσπευσε την ευρωπα'ίκή αντίληψη της ιδεώδους κοινωνίας ή της ουτοπίας. Δε χρειάζεται να σας θυμίσω ότι στο βιβλίο του Τόμας Μορ αυτός που ανακαλύπτει την Ουτοπία είναι ένας Πορτογάλος που σαλπάρει μαζί με τον Αμέρικο Βεσπούτσι στη Νέα Καστίλη, και όταν γυρίζει πίσω ο Βεσπούτσι, αυτός μένει εκεί για να εξερευνήσει το Νέο Κόσμο. Εξίσου, και ίσως περισσότερο σημαντικό υπήρξε αυτό το στοιχείο της ανακάλυψης του νέου για την αναθεώρηση της επιστημονικής κοσμοαντίληψης. Άλλωστε, και στο δέκατο ένατο αιώνα, η εμπειρία της Νότιας Αμερικής ήταν που οδήγησε τον Δαρβίνο και τον Russel Wallace να διατυπώσουν τη θεωρία της εξέλιξης. Το αναφέρει ο ίδιος ο Δαρβίνος στις πρώτες φράσεις της Καταγωγής των Ειδών.
Στο χώρο της πολιτικής, των θεσμών και της υΨηλής κουλτούρας μπορούμε να πούμε πως οι Ευρωπαίοι δε θεωρούσαν ότι είχαν να μάθουν τίποτε από το Νέο Κόσμο μέχρι την εποχή της ανεξαρτησίας της Βόρειας Αμερικής. Οι θεσμοί του είχαν έρθει από τον Παλιό Κόσμο. Η κουλτούρα του και οι τέχνες του ήταν μακρινές επαρχιακές παραλλαγές των μητροπολιτικών προτύπων. Στο χώρο της πολιτικής αυτό άλλαξε δραματικά με την εξέγερση των αμερικανικών αποικιών, μια που μετά απ' αυτήν ο Νέος Κόσμος έγινε το μοντέλο της πολιτικής καινοτομίας στην εποχή της ανολοκλήρωτης ή ανεπιτυχούς μητροπολιτικής επανάστασης. Η Αμερική ήταν μια ήπειρος δημοκρατιών μέσα σε έναν κόσμο μοναρχιών, και οι ΗΠΑ ήταν ο σκαπανέας της πολιτικής δημοκρατίας. Αλλά ακόμα και στην πολιτική, ο Παλιός Κόσμος δεν έχασε εντελώς την ηγεμονία του. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν ένα πολύ πιο καθολικό μοντέλο από τις επαναστάσεις των αμερικανικών αποικιών, και ακόμα και στη Λατινική Αμερική, η τρικολόρ έγινε το κυρίαρχο πρότυπο για τις τρίχρωμες εθνικές σημαίες. Ο Νέος Κόσμος έμεινε εξαρτημένος από τον Παλιό στην πνευματική ζωή και τις τέχνες, και μόνο λίγοι πλούσιοι και μορφωμένοι Αμερικανοί το αρνήθηκαν αυτό πριν το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα.
Η μεγάλη μάζα των αμερικανικών πληθυσμών, ιθαγενών, δούλων και αποίκων, αν ήξεραν κάτι για την Ευρώπη, ήξεραν ότι δε ζούσαν σε μια
392 Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ
υποδεέστερη εκδοχή της μητρόπολης. Οι Κρεολοί ή οι άποικοι ήταν ίσως οι πρώτοι συνειδητοί «Αμερικανοί», και είναι σαφές ότι, με λίγες αριθμητικά εξαιρέσεις. οι ιθαγενείς και οι μιγάδες πληθυσμοί ζούσαν μέσα σε μια συγκρητιστική κουλτούρα η οποία συγχώνευε, σε διαφορετικές αναλογίες, ευρωπα'ίκά και αυτόχθονα στοιχεία, δημιουργώντας διάφορους συνδυασμούς: Στο ένα άκρο βρίσκουμε περιοχές πυκνής ευρωπα'ίκής εγκατάστασης -αστικής ή αγροτικής- και σχετικά μικρούς ιθαγενείς πληθυσμούς, περιοχές τις οποίες οι άποικοι μπορούσαν ουσιαστικά να μεταχειριστούν σαν άδειες εκτάσεις, από τις οποίες οι αυτόχθονες απλά θα εξαλείφονταν. Στην πράξη, οι ιθαγενείς Αμερικανοί των ΗΠΑ δε θα άφηναν σημαντικά ίχνη στην κουλτούρα της χώρας, ύστερα από την αρχική τους επαφή με τους πρώτους αποίκους, παρά μόνο σαν κάτι που βρισκόταν έξω απ' αυτήν. Στο άλλο άκρο βρίσκουμε μικρούς πληθυσμούς αποίκων ή πιονέρηδων στα σύνορα της κατάκτησης ή ανάμεσα σε ιθαγενείς, οι οποίοι μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να «ιθαγενοποιηθούν». Μάλιστα, στην ειδική περίπτωση της Παραγουάης και των γειτονικών περιοχών που ανήκουν σήμερα στη Βραζιλία και την Αργεντινή, μια ιθαγενής γλώσσα, τα Γκουαρανί, έγιναν το βασικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των λευκών αποίκων, αλλά αυτό είναι εξαίρεση. Η ευρωπα'ίκή πνευματική και πολιτισμική επίδραση γινόταν μεγαλύτερη όσο περνούσαμε από τους λιγότερο στους περισσότερο μορφωμένους, και η μικρότερη ήταν στους αναλφάβητους λευκούς αποίκους. Ωστόσο, οι περισσότεροι κάτοικοι του δυτικού ημισφαιρίου, πριν από την εποχή της μαζικής μετανάστευσης από την Ευρώπη στο Βορρά και το νότιο κώνο της Νότιας Αμερικής, ζούσαν σε μια μάλλον συγκρητιστική κουλτούρα του Νέου Κόσμου, η οποία συγχώνευε στοιχεία και από τους δύο κόσμους.
Η επίδραση που είχε η αμερικανική ήπειρος στην κουλτούρα του Παλιού Κόσμου προερχόταν ακριβώς απ' αυτήν την κουλτούρα του Νέου Κόσμου. Εδώ πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην επίδραση της Λατινικής Αμερικής και της Καρα'ίβικής από τη μια, και της Βόρειας Αμερικής, και ειδικά των ΗΠΑ, από την άλλη, κι αυτό για δύο λόγους. Η επίδραση των ΗΠΑ μεγαλοποιήθηκε σε τεράστιο βαθμό λόγω της μετατροπής αυτής της χώρας στη μεγαλύτερη βιομηχανική οικονομία του εικοστού αιώνα και σε μοντέλο πλούτου και τεχνολογικής προόδου, και αργότερα από τη μετατροπή της σε υπερδύναμη. Σχεδόν το καθετί που έρχεται από εκεί είναι πολύ πιθανό να βρει μιμητές. Αν θέλουμε να διαπιστώσουμε τη δύναμη αυτής της επίδρασης, δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε την επίδραση των ΗΠΑ μ' αυτήν του Καναδά τόσο στη Βρετανία όσο και στη Γαλλία. Ο Καναδάς είναι στο κάτω κάτω, μία από τις επτά ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, αλλά και με τη Βρετανία και τη Γαλλία, ο Καναδάς παραμένει πολιτιστικά
500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ 393
μια επαρχία, αν και κατά καιρούς προκύπτουν από εκεί ενδιαφέροντα πράγματα και άνθρωποι. ΟΙ ΗΠΑ, από τα τέλrι του δέκατου ένατου αιώνα, έγιναν ένα πολιτικό μοντέλο για τον υπόλοιπο κόσμο, αν και τελικά ένα μοντέλο που δε βρήκε πολλούς μψrιτές. Αρχικά αυτό το μοντέλο δεν είχε τίποτε το ειδικά αμερικανικό, πέραν του ότι ιδέες που ήταν ήδrι κοινές στους προοδευτικούς διανοούμενους όλrις τrις Eυρώπrις εφαρμόστrικαν επιτυχώς για πρώτrι φορά σην άλλrι όχθrι του Ατλαντικού. Αργότερα, rι αυξανόμενrι ισχύς των ΗΠΑ ενίσχυσε αυτή ην επίδρασrι . Το New Deal του Ρούζβελτ ήταν ένα φαινόμενο με παγκόσμια σrιμασία, ενώ rι σύγχρoνrι με αυτό εποχή του Καρντένας στο Μεξικό εθεωρείτο τοπικού μόνο ενδιαφέροντος. Η κατάστασrι είναι ανάλoγrι και στο, πιο στενά, πολιτισμικό πεδίο. Όλος ο κόσμος ξέρει τους καoυμπόrιδες τrις Δύσrις των ΗΠΑ. ΟΙ μεξικάνοι βακέρος, απ' τους οποίους οι καoυμπόrιδες πήραν τα ρούχα τους, τον εξοπλισμό τους, ακόμα και το λεξιλόγιό τους, δεν έχουν παγκόσμια φήμrι. Σίγουρα, αν το Χόλυγουντ ήταν σε ένα μεξικάνικο κι όχι σ' ένα γιάνκικο Λος Άντζελες, τα έπrι ης Άγριας Δύσrις θα έδιναν περισσότερrι προσοχή ση Λατινική Αμερική .
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υπoστrιρίξει ότι, από μερικές απόψεις, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν πλrιρέστερα από κάθε άλλrι ομάδα υπερατλαντικών αποικιών τον πολιτισμό, ην οικονομία και τους πολιτικούς θεσμούς ενός «Νέου Κόσμου», επειδή έκανε μια πιο πλήρrι ρήξrι με τους θεσμούς του Παλαιού Κόσμου από οποιαδήποτε άλλrι ομάδα ευρωπαίκών υπερατλαντικών αποικιών. Πράγματι, ακόμα και σήμερα πολλοί ευρωπαίοι επισκέπτες βρίσκουν από πολλές απόψεις πολύ πιο παράξενrι τψ κοινωνία των ΗΠΑ, και πιο δύσκολο να κατανοήσουν τα ήθrι τους, απ' ό,τι των λατινοαμερικάνικων χωρών. Από ορισμένες απόΨεις, rι ανάδειξrι των ΗΠΑ σε οικονομική και πολιτική υπερδι)ναμrι οφείλει πολλά στrι θέσrι τrις στο Νέο Κόσμο -για παράδειγμα, στrι δυνατότrιτά τrις για διrιπειρωτική εδαφική επέκτασrι-, δε θα ήθελα όμως να υπερτονίσω τrι σrιμασία τέτοιων παραγόντων. Αν rι άνοδος των ΗΠΑ εξrιγείται με το ότι είναι μια νέα χώρα σε έναν νέο κόσμο, τότε τι πρέπει να πούμε για ην άνοδο ης Ιαπωνίας ;
Δε θέλω να μιλήσω για τις επιπτώσεις των ΗΠΑ σην Eυρώπrι, αν και οι περισσότεροι από μας όταν σκεφτόμαστε τψ αμερικανική επίδρασrι, αυτό έχουμε στο νου. Θέλω περισσότερο να εξετάσω τις πολιτισμικές επιπτώσεις που είχε rι Αμερική ως σύνολο και οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με το μέγεθος, τον πλούτο και η δι)ναμrι των χωρών προέλευσής τους. Για να πάρουμε το ακραίο παράδειγμα του Ruben Darίο στrι λογοτεχνία, rι σrιμασία του για ην ιστορία ης σύγχρoνrις ισπανικής πoίrισrις είναι αντιστρόφως ανάλoγrι ης γενικότερrις σrιμασίας ης χώρας του, ης Νικαράγουα, στις αρχές του εικοστού αιώνα.
394 Ο ΠΑΛJOΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ
Αν εξετάσουμε την ισορροπία ευρωπαϊκών και αμερικανικών στοιχείων στη δική μας κουλτούρα, γίνεται εμφανής μια ενδιαφέρουσα αντίθεση ανάμεσα στην υψηλή ή ελιτίστικη κουλτούρα και στη λαίκή κουλτούρα. Στο χώρο της υψηλής κουλτούρας, ο συσχετισμός, μέχρι τα τέλη του εικοστού αιώνα, είναι υπέρ του Παλιού Κόσμου, παρόλο το τεράστιο κύρος, πόρους και δημιουργική ενέργεια των ΗΠΑ. Η αμερικανική ήπειρος εξακολουθεί να είναι εισαγωγέας ταλέντων και ιδεών, με πρώτες τις ΗΠΑ, ακόμα και στο χώρο του μεγαλύτερου πνευματικού τους θριάμβου, την επιστημονική έρευνα. Στις υπόλοιπες χώρες, η ηγεμονία του Παλιού Κόσμου συνεχίζεται στους διανοούμενους, αν και συγκεκριμένες μητροπόλεις αντιλήφθηκαν πως η πολιτιστική τους υπεροχή έναντι των παλιών τους αποικιών δεν υφίσταται πλέον.
Ωστόσο, ακόμα και στους τομείς της υψηλής κουλτούρας, ο Παλιός Κόσμος αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο την ύπαρξη του Νέου, αν και επίσημα με μια καθυστέρηση. Το βραβείο Νόμπελ δεν άρχισε να δίνεται σε βορειοαμερικάνους συγγραφείς πριν από το 1930, και σε λατινοαμερικάνους πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αλλά η λογοτεχνία των ΗΠΑ έγινε αποδεκτή ως σοβαρή και ανεξάρτητη συνιστώσα της παγκόσμιας λογοτεχνίας εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια. Η λατινοαμερικάνικη είχε δυσκολίες να διαδοθεί έξω από την ιβηρική γλωσσική ζώνη, αλλά στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση, και σήμερα είναι, από μερικές απόψεις, πιο σημαντική διεθνώς από αυτήν των ΗΠΑ. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό σίγουρα οφείλεται και στην Κουβανέζικη Επανάσταση, η οποία, αν και μικρή με τα διεθνή μέτρα, ήταν το πρώτο γηγενές λατινοαμερικάνικο γεγονός από την εποχή της εκτέλεσης του Μαξιμιλιανού, που θεωρήθηκε γεγονός παγκόσμιας σημασίας. Η μεγάλη Μεξικανική Επανάσταση επισκιάστηκε στην εποχή της από τα γεγονότα στη Ρωσία, αν και δημιούργησε ένα μεγάλο πολιτιστικό επίτευγμα με τη μεξικάνικη επαναστατική ζωγραφική - την πρώτη παγκόσμιας αναγνώρισης μοντέρνα εικαστική έκφραση που έχει τις ρίζες της στην Αμερική. Η Επανάσταση υπήρξε πράγματι το μυστικό όπλο της υψηλής λατινοαμερικάνικης κουλτούρας στο εξωτερικό, ενθαρρυμένη από τη μόδα του επαναστατικού τουρισμού μετά το 1959, ιδιαίτερα από τους διανοούμενους που έβρισκαν πιο εύκολο να μαθαίνουν τα ισπανικά ή τα πορτογαλικά από τα αραβικά ή γλώσσες της νοτιοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, μέχρι σήμερα οι ελπίδες της επανάστασης επιβίωσαν περισσότερο εδώ, παρά σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Για το λόγο αυτόν, η λογοτεχνία της απέφυγε μέχρι τούδε τις χειρότερες επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης της φαντασίας. Για πόσο όμως ακόμα ;
Σε σύγκριση, ωστόσο, με τη μοίρα της υΨηλής αμερικανικής κουλτούρας, οι λα·ίκές αμερικανικές κουλτούρες, από τα μέσα ή, έστω, τα τέλη
500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ ' ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ 395
του δέκατου ένατου αιώνα, επέδειξαν μια πολύ μεγαλύτερη ικανότητα διείσδυσης στον Παλιό Κόσμο. Αυτό υπήρξε και πάλι ένα χαρακτηριστικό επίτευγμα μιας μεικτής κουλτούρας - στην περίπτωση αυτή μιας Εuρωαμερικανικής κουλτούρας ζωογονημένης από αφρικανικά στοιχεία. Οι χοροί και η λα'ίκή μουσική της Βόρειας Αμερικής, της Καρα'ίβικής και της Νότιας Αμερικής κατέκτησαν την Ευρώπη από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα και συνέχισαν να εξελίσσονται από το τάνγκο, το maxixe και το ραγκτάιμ μέχρι σήμερα. Η μαζική λα'ίκή μουσική της βιομηχανικής κοινωνίας προέρχεται σήμερα ουσιαστικά από το δυτικό ημισφαίριο, ενώ η πέραν του Ατλαντικού μουσική της υψηλής κουλτούρας, από το Colon του Μπουένος Άιρες μέχρι το Lincoln Centre της Νέας Υόρκης, παραμένει εξαρτημένη από την Ευρώπη. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε αυτές τις πολιτισμικές επιπτώσεις του Νέου Κόσμου. Η λα'ίκή κουλτούρα είναι η παγκόσμια κουλτούρα του αιώνα. Την έχουμε όλοι μέσα μας, ακόμα και οι πλέον ανένδοτοι διανοούμενοι. Η υΨηλή κουλτούρα ανήκει σε μειονότητες, μερικές φορές πολύ μικρές. Λέγοντάς το αυτό δεν κάνω κάποια αξιολογική κρίση. Από την άλλη, εννοώ πως υπάρχει μια «σύγκρουση πολιτισμών». Πράγματι, αν υπάρχει μια αληθινή σύγκρουση πολιτισμών ανάμεσα στον Παλιό και το Νέο κόσμο, εδώ βρίσκεται: ανάμεσα σε έναν Νέο Κόσμο, η κύρια δύναμη και δυναμική του οποίου είναι λα"ίκή, και σε έναν Παλιό Κόσμο που η πολιτισμική του επίδραση στο Νέο ασκείται μέσα από τις ελίτ και από ανθρώπους της εξουσίας.
Αυτή η αντιπαραβολή με οδηγεί στο βασικό μου ισχυρισμό. Ο μακράν σημαντικότερος τρόπος με τον οποίο η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου επηρέασε τον Παλιό, είναι μια ολότελα ανώνυμη διαδικασία μαζικής κατάκτησης που ξεκίνησε από τη Δύση. Η κύρια συμβολή της αμερικανικής ηπείρου στον Παλιό Κόσμο υπήρξε η διάδοση σε όλο τον κόσμο ενός πολύ μεγάλου αριθμού άγριων και καλλιεργημένων προίόντων, κυρίως φυτών, δίχως τα οποία δεν είναι νοητός ο σύγχρονος κόσμος όπως τον γνωρίζουμε. Μπορείτε να πείτε ότι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την κουλτούρα. Αυτό όμως που καλλιεργούμε και τρώμε, και ειδικά αν είναι ένα είδος τροφής εντελώς ασυνήθιστο για το δικό μας τρόπο ζωής, ή ακόμα και μια ολότελα νέα μορφή κατανάλωσης, οπωσδήποτε επηρεάζει, και ίσως ακόμα μεταμορφώνει, όχι μόνο την κατανάλωσή μας αλλά και άλλες όψεις της ζωής μας. Αρκεί να δούμε τις βασικές τροφές μας. Τέσσερις από τις επτά σημαντικότερες σήμερα στον κόσμο καλλιέργειες προέρχονται από την Αμερική : η πατάτα, το καλαμπόκι, η μανιόκα και η γλυκοπατάτα. (ΟΙ άλλες τρεις είναι το σιτάρι, το κριθάρι και το ρύζι). Το κλασικό έργο πάνω «στην ιστορία και την κοινωνική επίδραση της πατάτας» έχει γραφτεί από τον Redcliffe Salaman ήδη από το 1949. Το βιβλίο του Arturo Warman, La historia de un bastardo: maiz Υ capita/ismo [Η (-
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ
στορ ία ειιός ιιόθου: καλαμπόκι και καπιταλισμός] κυκλοφόρησε το 1988. Και τα δύο αυτά εξαιρετικά βιβλία μας δείχνουν πόσο μακρύτερα από την απλή τροφή μας πηγαίνει η κοινωνική ιστορία αυτών των καλλιεργειών. Και τι να πούμε για όλα εκείνα τα προ'ίόντα που δεν αποτελούν απλώς υποκατάστατα για πράγματα που ήδη καταναλώνονταν στον Παλιό Κόσμο, αλλά άνοιξαν νέες διαστάσεις, νέους τρόπους ζωής: τη σοκολάτα, τον καπνό, την κοκα·ίνη . Ή που έδωσαν βασικά συστατικά για καινοτομίες, όπως η τσίχλα, η Coca -Cola (αν κι αυτή έχασε την κοκα"ίνη που περιείχε αρχικά) ή το τόνικ που βάζουμε στο τζιν. Για τις σημαντικές προσθήκες στην παγκόσμια φαρμακοποιία, όπως το κινίνο, που για πολύ καιρό ήταν το μόνο φάρμακο που ήταν ικανό να ελέγχει την ελονοσία. Ή για τα ηλιοτρόπια που θα ζωγράφιζαν ο Ρέμπραντ και ο Βαν Γκογκ, ή τα φιστίκια, δίχως τα οποία η σύγχρονη δυτική κοινωνικότητα είναι ατελής, για να μην αναφέρουμε την πιο πρακτική τους χρήση ως μεγάλης πηγής φυτικών ελαίων.
Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι η υιοθέτηση νέων προ'ίόντων, ή ακόμα και, στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, το πέρασμα από ένα βαqικό είδος διατροφής σε ένα άλλο, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια αλλαγή επιλογών του καταναλωτή. Οι πατάτες και το καλαμπόκι μπορούσαν να θρέψουν πολύ περισσότερους ανθρώπους ανά μονάδα καλλιεργημένης γης απ' ό,τι οι προηγούμενες καλλιέργειες. Ξέρουμε τι συνέβη όταν ταχύτατα αναπτυσσόμενοι πληθυσμοί εξαρτήθηκαν από μια τέτοια μονοκαλλιέργεια - η ιστορία της Ιρλανδίας είναι ένα τραγικό παράδειγμα. Ποιος όμως μπορεί να πει πως η μεταμόρφωση της Ιρλανδίας από την πατάτα, ο μεγάλος λιμός που ακολούθησε και η μαζική πληθυσμιακή αιμορραγία που υπέστη έκτοτε η χώρα, δεν είχαν πολιτισμικές επιπτώσεις, για να μην αναφέρουμε τις πολιτικές, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ; Δίχως τον Πιζάρο δε θα είχαν συμβεί όλα αυτά. Όλα όσα έχουν να κάνουν με τη χρήση του καπνού, ο οποίος ήταν άγνωστος έξω από την Αμερική πριν την κατάκτησή της, έχουν πολιτισμικές επιπτώσεις, πράγμα βέβαια που δε χρειάζεται να το πω στη Σεβίλλη, όπου η Κάρμεν συνάντησε τον Δον Χοσέ στην περίφημη Real Fabrica de Tabacos. Όλα όσα έχουν να κάνουν με τη χρήση του καπνού συνδέονται με αισθήματα, ιδέες, ελπίδες και φόβους των ανθρώπων: από το τελευταίο τσιγάρο που προσφέρεται στο μελλοθάνατο πριν την εκτέλεση, μέχρι τον καπνιστή που αυτόματα ανάβει ένα τσιγάρο μετά τη σεξουαλική πράξη. Ακόμα και η αντικαπνιστική εκστρατεία, η οποία είναι μάλλον πιο πετυχημένη στις αγγλοσαξονικές χώρες απ' ό,τι σε άλλες, μας λέει περισσότερα για τις πεποιθήσεις του τέλους του εικοστού αιώνα σχετικά με το πώς πρέπει να ζούμε τη ζωή μας παρά για τις ιατρικές επιπτώσεις της νικοτίνης. Μιλάμε, δηλαδή, για προ'ίόντα του Νέου Κόσμου που ήταν
500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ 397
άγνωστα και μάλιστα αδιανόητα πριν από την κατάκτηση της Αμερικής, και τα οποία έκτοτε μεταμόρφωσαν τον Παλιό Κόσμο βαθιά και απρόβλεπτα, και συνεχίζουν να το κάνουν. Και πρέπει να προσθέσω ότι απ' αυτή την άποψη ο Παλιός Κόσμος οφείλει περισσότερα στο Νέο, παρά το αντίθετο.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι αυτά τα προ'ίόντα δεν τα «ανακάλυψαν» απλά οι Ευρωπαίοι, και ακόμα λιγότερο δεν τα αναζήτησαν συνειδητά, με τον τρόπο που οι ΚονκισταΟόρες αναζητούσαν ασήμι και χρυσάφι. Ήταν γνωστά προ'ίόντα, τα οποία συνέλεγαν, καλλιεργούσαν και επεξεργάζονταν συστηματικά οι ιθαγενείς κοινωνίες. Οι Κονκισταδόρες και οι άποικοι έμαθαν πώς να τα φτιάχνουν και να τα χρησιμοποιούν από τις ντόπιες κοινωνίες. Μάλιστα, αν οι άποικοι δεν τα είχαν διδαχθεί αυτά από τους αυτόχθονες, θα ήταν πολύ δύσκολο, ίσως και αδύνατο. να επιβιώσουν. Μέχρι σήμερα, η μεγάλη συμβολική γιορτή των ΗΠΑ, η Γιορτή των Ευχαριστιών, καταγράφει τις οφειλές των πρώτων αποίκων προς τους Ινδιάνους, τις οποίες εν συνεχεία ο λευκός πολιτισμός τις ξεπλήρωσε πετώντας τους έξω. Η Γιορτή των Ευχαριστιών γιορτάζεται με ένα γεύμα που συνίσταται ουσιαστικά από τις τροφές του Νέου Κόσμου τις οποίες οι άποικοι τις έμαθαν από τους Ινδιάνους: με αποκορύφωμα. όπως όλοι ξέρουμε, τη γαλοπούλα.
Η θέση μου είναι πως η πραγματική φύση και σημασία της συνάντησης των πολιτισμών που εγκαινιάστηκε όταν ο Κολόμβος αποβιβάστηκε στο πρώτο νησί της Kαριiίβικής, δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με όρους της συμβατικής ιστορίας. Αν αναρωτηθούμε τι πήρε η Ευρώπη από την κατάκτηση του Νέου Κόσμου, η προφανής απάντηση είναι η επέκταση ορισμένων χωρών στα δυτικά της ηπείρου, μέσα από την ιμπεριαλιστική εξουσία, μέσα από τον πλούτο που αποσπάστηκε από την εργασία Ινδιάνων και Αφρικανών, και μέσα από την εγκατάσταση μεταναστών και αποίκων από τις ευρωπα'ίκές χώρες. Η αμερικανική ήπειρος ήταν η πρώτη περιοχή εκτός Ευρώπης στην οποία ευρωπαίοι στρατιώτες ανέτρεψαν αυτοκρατορίες, και στην οποία οι ευρωπαίοι άποικοι ίδρυσαν νέες Καστίλες, νέες Πορτογαλίες και, αργότερα, νέες Αγγλίες. Επί χίλια χρόνια πριν από το 1492, η κατάκτηση και ο αποικισμός είχαν την αντίθετη κατεύθυνση: από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη. Γι' αυτό και είναι σημαντικό, ότι η χρονολογία της ανακάλυψης της Αμερικής από τον Κολόμβο συμπίπτει με την κατάκτηση της Γρανάδας και την εκδίωξη των Εβραίων από την Ισπανία: και τα τρία αυτά γεγονότα συμβολίζουν αυτή την αντιστροφή. Το ενενήντα δύο σημαδεύει την αρχή της ευρωκεντρικής παγκόσμιας ιστορίας, της πεποίθησης ότι λίγες χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης ήταν προορισμένες να κατακτήσουν και να εξουσιάσουν τον κόσμο, της Ευρωμεγαλομανίας.
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ
Όλα αυτά όμως είναι πια περασμένη ιστορία. Η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Βρετανία, η Γαλλία και οι υπόλοιπες χώρες δεν εξουσιάζουν πια την Αμερική . Παρήκμασαν και οι ίδιες ως παγκόσμιες δυνάμεις, ακόμα και ως «μεγάλες δυνάμεις» στα ευρωπα'ίκά πλαίσια, και έγιναν κράτη που, από μόνα τους, δεν ασκούν καμιά ιδιαίτερη επιρροή, αλλά είναι σημαντικά μόνο συλλογικά μέσω της Ευρωπα'ίκής Κοινότητας. Στην καλύτερη περίπτωση, η Ισπανία και η Βρετανία επωφελούνται του γεγονότος. ότι οι γλώσσες τους, χάρη στις παρελθούσες κατακτήσεις τους στην Αμερική, έχουν γίνει διεθνείς γλώσσες. Οι χώρες της αμερικανικής ηπείρου έπαψαν από καιρό να αποτελούν υπερατλαντικές προεκτάσεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της ΑΥΥλίας, ακόμα και για τις τοπικές ελίτ. Η εποχή της «επέκτασης της Ευρώπης», ένα αντικείμενο στο οποίο οι φοιτητές της ιστορίας με καμάρι εξετάζονταν στα νιάτα μου, έχει λήξει.
Όμως άλλες άμεσες επιπτώσεις της κατάκτησης και του αποικισμού της Αμερικής βρίσκονται ακόμα εδώ. Δεν ανήκουν στο χώρο των διασήμων ανδρών και των κυβερνήσεων. Έχουν όμως μεταμορφώσει μια για πάντα όλη τη δομή της ευρωπα'ίκής ζωής. Και επίσης και των άλλων ηπείρων. Όταν γραφτεί με ρεαλιστικούς όρους η πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική ιστορία του νεότερου κόσμου, τότε η κατάκτηση της Νότιας Ευρώπης από το καλαμπόκι, της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης από την πατάτα, και ολόκληρης από τον καπνό και πιο πρόσφατα από την Coca -Cola, θα φαίνεται σημαντικότερη από το χρυσό και το ασήμι χάριν των οποίων κατακτήθηκε η Αμερική.
ErPETHPIO Ο ΝΟΜΑΤΩΝ
Άιχμαν. Αδόλφος 308 Άντλερ. Βίκτωρ 169. 1 70. 183. 191 Αντόρνο. Τέοντορ 338 Απελλής 43 Άρμστρονγκ. Λούις 319. 322. 324. 326. 341 .
372. 381 . 382. 387 Άτλη. Κλέμεντ 202. 206
Abraham. William (<<Mabon» ) Accati. Luisa 1 55 Adams. John 40. 73 Adderley. Julian 383 Alexander. Willard 337 Alexandre. Philippe 296 Alier. Juan Martinez 244 Amaru. Tupac 246 Amis. Sir Kingsley 359 Anserm ·�t. Emest 324. 325. 326. 357 Applegarth. Robert 1 1 7 Arch. Joseph 108 Arlidge. John Thomas 52 Arminius. Jacobus 36 Ashton. Sir Frederick 359 Askwith. G. 105. 1 06 Ayler. Albert 381
Βάγκνερ. Ρίχαρντ 186. 192. 194 Βάιλ. Κουρτ 351 Βαν Γκογκ. Βενσά'l 148. 189. 396 Βέρντι. Τζουζέπε 1 76 Βεσπούτσι. Αμέρικο 391 Βίλλα. Πάντσο 217 . 265 Βίνκελμαν. Γιόχαν Γιόαχιμ 15 1 Βίσμαρκ. Ότο φον 167
Bagwell. Philip 164 Bahr. Hermann 192 Baines. Sir Edward 28 Bal1iett. v'/hitney 378 Bankhead. Tallulah 320 Barbier. Henri Auguste 141
Barker. Paul 31 1 Bames. George 135 Beerbohm. Sir Max 354 Belin. Rene 78 Beloff. Max. Λόρδος 200 Bennett. Timothy 45 Berlage. Hendrik Petrus 190. 198 Bemhard. Paul 356 Bemie. Ben 324 Besant. Annie 161 Bevan. Aneurin 85. 200 Beveridge. Wi11iam. Λόρδος 202 Bevin. Emest 136 Beynon. Huw 127 Bigard. Bamey 347. 348 BjOmson. Bjornstjerne 188 Blondeau. Maria 1 74 Bloomfield. George 52 Bloomfield. Robert 51 Bluiett. Hamiett 382 BOhme. Jakob 43. 51 Bonnefoi. Faustin 41 Boyer. Richard 367 Bradlaugh. Charles 43. 7 1 . 76 Brandt. Paul 162 Brant. John 65 Braud. WeJ1man 322 Bray. John Francis 72 Briggs. Asa. Λόρδος 91 Bright. John 108 Broadhurst. Henry 125 Brodetsky. Selig 201 Brown. Clifford 384 Brown. Ford Madox 149 Brown. John (παπουτσής) 44. 55. 66 Brown. Lawrence 346 Brown. Les 370 Bruckner. ΑπΙοπ 192 Bundy. McGeorge 290 Bunyan. John 46
Burke. Edmund 16 Burke. Peter 49 Bums. John 83. 108, 1 1 1 Burt. Thomas 108 Bustamente Rivero. Jose Luis 250
Γαμβέττας. Λέων 82 Γαριβάλδης Τζουζέππε 228 Γητς. Ουίλιαμ Μπάτλερ 338 Γίββων. Έντουαρντ 390 Γκαίτε. Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον 161 Γκάντι. Μαχάτμα 203 Γκεβάρα. Τσε 280. 281 . 3 1 1 . 378 Γκόρκι, Μαξίμ 44. 148. 188 Γκούντμαν. Μπένυ 367-370 Γκρος. Γκέοργκ 351 Γουόρχολ. Άντι 317
Cabet. Etienne 67 Caceres. Andres Avelino 265 Cahuana, ΕΙίas Tacunan' βλ. Tacunan Ca-
huana, ΕΙίas Caillebotte. Gustave 149 Calloway. Cab 324 Camayo (περουβιανός ηγέτης των αγρο-
τών) 257 Campos. Δρ 252 Camey. Harry 347 Carpenter. Edward 186 Carrol l , Lewis 276 Carter. Benny 319. 323. 370, 382 Carvalho. ΡίηΙο de 354 Chamara. γερουσιαστής 215 Chamberlain. Joseph 107 Charpentier. Gustave 189 Chilton. John 319, 320, 324. 325. 328 Christian. Charlie 319. 379. 382 Ciardi. John 320 CΙapham. Sir John Η. 32. 35. 93 Clarke. Kenny 322 Clayton. Buck 338 CΙegg. Η .Α . 95 Cobb. Richard 61 Cobbett. William 40. 46. 60 Cobden. Richard 108 Cole. G .D .H . 204 Coleman. Alexander 343 Coleman. ΒίΙΙ 322. 323 Coleman. Omette 377. 382 Collier. James Lincoln 340. 34 1 . 342. 343,
Ε Υ' ΡΕ Τ Η Ρ Ι Ο
344. 345. 346. 347. 348. 349. 350. 351 . 352. 356
Coltrane. John 319. 329. 377. 381 Concini, Concino. Count Della Penna 47 Condon, Eddie 327 Cook. ννίΙΙ Marion 353 Coolidge. Calvin 266 Crane. Walter 147, 1 59. 161 . 1 74, 186, 190 Cressy, David 41 Cripps. Sir Stafford 200 Cronin. James Ε. 95. 1 1 7 Crooks, ννίΙΙ 108 Crossick. Geoffrey 130 Cuthburt, M .F. 344
Δαντών. Ζορζ Ζακ 313 Δαρβίνος, Κάρολος 391 Διοκλητιανός, Γάιος Αυρήλιος Βαλέριος 45
Dalou. Jules 144, 1 49 Dalton. Hugh 202 Dance. Stanley 330-332. 335. 338 Darensbourg, Joe 319. 323. 328 Darίο. Ruben 393 Davitt, Michael 283 de Johnette. Jack 383 Dekker. Thomas 45 Delius. Frederick 341 Dent, Edward J. 324 Deschamps. Marie 141 Destree. Jules 191 Devlin. James 64 Diaz del Moral. Juan 225 Diaz. Porfirio 220. 223 Diner-Denes, J . 1 78 Dobrowolski, Kazimierz 208 Dobyns. Henry F. 261 Dolphy. Eric 381 Dommanget. Maurice 165. 181 Dorsey. Tommy 370 Dumoulin de la Barthete. Η. 78 Dunning. Thomas 73 Du Ponts 344 Durham, Eddie 331 . 335
Εδουάρδος Η' 360 Έλλινγκτον, Μέρσερ 341 . 344 Έλλινγκτον, Ντιούκ (Εντουαρντ Κένεντυ
Έλλινγκτον) 319. 324. 325, 329. 331 . 340-352. 360. 364. 372. 381
Ε Ί'"ΡΕΤΗ ΡΙΟ
Εμπέρ, Ζακ-Ρενέ 75 Ένγκελς, Φρίντριχ 1 57, 168, 186, 313
Edison, Harry «Sweets» 332, 336, 338, 381 Eeckhout, Jakob Joseph 191 Efrahem, Zael 41 Einaudi, Giulio 185 Eisler, Georg 139 Elizalde, Federiko (Fred) 358 Ellis, Henry Haverlock 186 Ertegun, Ahmet 374 Etkind, Efim 139 Evans, Herschel 338
Fanon, Franz 310 Farr, William 52 Favre, Henri 246, 262 Feneon, Felix 191 Fenwick, Charles 1 1 1 Femandini, Seίior 224 Ferro, Marc 223 Field, Daniel 221 . 224 Foster, Frank 381 Fox, Alan 95 Fox, George 43 Fuchs, Eduard 1 42
Ζαν ντ' Αρκ 161 Ζαπάτα, Εμιλιάνο 2 1 7, 223, 236, 256, 265 Ζολά, Εμίλ 187, 188
Gale, Moe 366 Gallacher, William 81 Gaskell , Ρ. 1 15 Geddes, Patrick 190 George, Stefan 194, 196 Gershwin, George 346 Gerstaecker, Friedrich 193 Giap, Vo Nguyen 280 Gifford , William 51 Gillespie, Dizzy 368, 382 Giovanoli, F, 1 76 Goldwater, Barry 282 Golson, Benny 381 Gomez, Sr. Oscar Bemuy 251, 253 Gonzalle, Zean-Louis 41 Gonsalves, Paul 350 Gori, Pietro 1 76 Grave, Jean 43, 70 Gray, Thomas 45 Green, Freddie 336, 338
Grey, ΑΙ 381 Griessinger, Andreas 48 Griffuelhes, Vicror 70, 72 Grijalba, Manuel 257 Grofe, Ferde 345
Ήστγουντ, Κλιντ 385
Hackett, Sir John 165 Halifax, Λόρδος 45 Hammond, John, Jr 325, 331 , 336, 366, 367,
368, 369, 371 , 374. 386, 387 Hammond, J .L . και Β. 20 Hampden, John 45 Hanak, Peter 139 Hancock, Herbie 373 Hardie, Keir 96, 1 06 Hardy, Thomas 72 Harewood , Henry George Charles Lascelles,
Λόρδος 1 1 2 Harrison, J .F .C . 160 HaskeJl, Francis 1 39, 149 HaskeJl, Larissa 1 39 Hauptmann, Gerhart 187, 188, 192 Hawker, James 66 Hawkins, Coleman 319, 323 Healey, Denis, Λόρδος 206 Heine, Heinrich 1 42, 155 Heller, CJemens 36 Heller, Joseph 370 Helliker, Thomas 29 HemphiJl, Julius 382 Henderson. Fletcher 337. 344. 345 Hennor 1 49 Herkomer. Sir Hubert 187 Herman, Woody 370. 381 Hewes, George 4 1 Hickman. Art 345 Hines. Earl 322. 335 Hobsbawm. Eric 40, 207. 266. 372. 374. 378.
381 , 383 Hodges. Johnny 325. 347. 351 . 348 Hodgskin. Thomas 122 Hoffmann, Nicholas νοπ 10 Hofmannsthal. Hugo νοπ 194 Hoggart. Richard 90. 1 1 1 Holcroft, Thomas 43 Holyoake. George Jacob 76 Hone, William 61 Hoover, J . Edgar 266
Hopkinson, James 125 Homer. Arthur 81 , 85 Horta, Victor 190 Howell. George 1 1 1 . 1 1 7 Hunt, E .D. 107 Hunter. Michael 45 Hyde, Robert 45 Hylton. Jack 357
Ιησούς Χριστός 1 76 Ίψεν. Χένρικ 186. 187. 188, 192
Ignatieff. Michael 164 Iparraguirre, Juan 244 Iνes. Charles 341
James. Harry 370 Johnette, Jack' βλ. de Johnette, Jack Johnson, Bunk 327 Johnson, Robert 383 Johnson, Samuel 351 Jones, Jimmy 346 Jones, ΙΟ 335, 336, 338 Joyce, Patric 108
Κάουτσκυ, Καρλ 1 78, 191 Καρντένας, Λάζαρος 393 Καρούζο, Ενρίκο 328 Κάστρο, Φιντέλ 155, 214 , 285. 292 Κένεντυ, οικογένεια 267 Κέυνς. Τζον 203-205 Κοκτώ, Ζαν 321 . 355 Κολόμβος. Χριστόφορος 389, 397 Κον, Ρόυ 316-318 Κον-Μπεντίτ. Ντάνιελ 294, 300 Κοντορσέ, Μαρί Ζαν Αντουάν Νικολά ντε
Καριτά 16 Κόππολα. Φρανκ 275 Κορία, Τσικ 373 Κορολένκο. Βλαδιμήρ 188 Κουστόντιεφ 1 72
Kahn. Gustaνe 191 Kater. Michael 360 Keane, John 13 Kehr, Eckart 360 Khnopff. Femand 191 Kirk, Andy 332 Klingender 151 Kollwitz, Kaethe 148 Komer, Alexis 357, 374
Kramnick, Isaac 200, 201, 204 Kraus, Karl 193 Ktinstler 195
Λάσκι, Φρίντα 201 Λάσκι, Χάρολντ 200-206 Λένιν, Βλαντιμίρ Ίλιτς 310 Λη, Σπάικ 384 Λοτί, Πιέρ 191 Λουδοβίκος Ι Δ ' 15 . 21 1 Λουδοβίκος Ναπολέοντας 76 Λουδοβίκος-Φίλιππος 4 1 . 295 Λούκατς, Γκέοργκ 196 Λουναρτσάσκι, Α νατόλι 196
ΕΤΡ Ε Τ Η Ρ Ι Ο
Λόυντ Τζωρτζ, Ντ. 73 Λούξεμπουργκ, Ρόζα 1 59, 194, 1 95
La Bruyere, Jean de 2 1 1 Ladnier. Tommy 322. 323. 325 Lake. Oliνer 382 Lambert. Constant 348. 359 Lampedusa. Tomasi di 269 Lansbury, George 76 Lapointe, Sylνain 4 1 Larkin. Philip 319. 359 Las Casas. Bartolome de 390 Lattimore, Owen 316 Lawrence, D.H. 105, 312 Lefeνre 1 49 Ιeguίa, Augusto Β . 246 Leno, J .B . 64 Lethaby. W.R. 189 Liebermann 187 Lizarraga, Jesus Veliz 251 Ιίοη, Alfred 321 . 325 Lionel. Robbins 202-203 Llaca, Enrique 248 Ιο Bianco. Maresciallo 268. 271 Lobb, John 51 Lodge (παπουτσής) 45 Lombardo, Guy 324 Londonderry. Λόρδος 77 Lopez. Jacinto 241 Loνe. Mr 83 Lunceford 331 . 332
Μακάρθυ. Τζ., γερουσιαστής 316, 31 7. 318 Μάλερ. Γκούσταβ 192 Μαλλαρμέ. Στεφάν 191 Μαξιμιλιανός, Αυτοκράτορας Μεξικού 394
Ε ΥΡΕΤΗΡΙΟ
Μάο Τσε-Τουνγκ 280, 281 , 292 Μαρξ, Ελεωνόρα 1 59, 186 Μαρξ, Καρλ 30, 40, 74 , 81 , 82, 1 76, 1 79, 180,
183, 186, 190, 191 , 198, 204, 209, 230, 231 . 293, 368
Μιλλέ, Ζαν Φρανσουά 144 Μιλώ, Νταριίς 355 Μορ, Τόμας 391 Μόρα, Φρανθίσκο 7 1 . 72 Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους 324 Μούκινα, Βέρα 147 Μουσολίνι, Μπενίτο 272 Μπακούνιν, Μιχαήλ 191 Μπαλζάκ, Ονορέ ντε 14 1 Μπατίστα, Φουλχένσιο, Στρατηγός 285 Μπαχ, οικογένεια 382 Μπέικερ, Ζοζεφίν 320, 323, 327 Μπέισι, Κάουντ 330-339, 366, 368, 371 , 381 Μπέμπελ. Αύγουστος 72, 157, 168, 169,
1 70 Μπεν, Τόνυ 206 Μπερντ' βλ, Πάρκερ, Τσάρλι Μπέρρυ, Τσακ 374 Μπεσέ, Σίντvεϋ 319-329, 348, 353, 357, 368,
377 Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν 270, 328 Μπητλς 372, 375, 380 Μπλοχ, Ερνστ 184 Μπογκντάνωφ, Α. Α. 196 Μπρεχτ, Μπέρτολτ 196 Μωπασσάν, Γκι ντε 187, 188
Mabon' βλ. Abraham, William MacDonald, James Ramsay 1 09, 205 Maeterlinck, Maurice 191 Malcolm Χ 378 Malefakis, Edward Ε . 225 Mann, J. de L. 28 Mann, Tom 1 1 1 Manne, Shelly 381 Marsalis, Branford 382 Marsalis, Ellis 382 Marsalis, Wynton 382, 383 Mausli, Theo 353 Mauνais, Leon 86 Mayhew, Henry 48, 1 24, 1 26, 127 Maxwell, Gaνin 270 McConνille, Μ. 293 McKee, Christopher 51
McKibbin, Ross 1 05 McLean, Jackie 382 McLoughlin, John 373 Mehring, Franz 187, 188 Melboume, William Lamb, Λόρδος 29 Metheny, Pat 383 Meunier, Constantin 1 45, 148, 1 49, 1 50, 162,
188 Mezzrow, Mezz 328 Midol, Lucien 79, 86 Miley, Bubber 347, 348 Miller, Glenn 370 Mills, Irνing 345 Mitchell, Joseph 9 Monmousseau, Gaston 79 Morgenthaus, οικογένεια 344 Μοπίs, William 147, 1 74 , 1 86, 189, 190, 197,
198 Morton, Benny 338 Moynihan, Daniel 204 Mtinzenberg, ννίllί 69 Murray, Albert 330-334, 336, 338 ΜuπaΥ' Daνid 382 Musolino, Benedetto 306
Ναβάρρα, δόκτωρ Μ, 272 Ναπολέων Ι (Βοναπάρτης) 1 42, 1 5 1 , 227 Ναπολέων 1 1 1 · βλ. Λουδοβίκος Ναπολέοντας Νίτσε, Φρίντριχ 193 Νταβίντ, Ζακ Λουί 15 1 Ντε Γκωλ, Σαρλ 86, 293, 294, 295, 296, 297,
298, 300 ντε Λιλ, Λεκόντ 191 Ντέιβις, Μάιλς 361 , 373, 380, 383 Ντελακρουά, Ευγένιος 1 40, 1 4 1 , 1 43, 144,
1 46, 1 48, 1 55, 161 Ντισραέλι, Μπέντζαμιν 1 1 1 Ντοστογιέφσκι, Φιόντορ 188, 192 Ντρέυφους, Αλφρέντ 37, 88, 144 Ντύλαν, Μπομπ 371 , 374 Ντύρερ, Άλμπρεχτ 390 Ντωμιέ, Ονορέ 144 Ντωντέ, Αλφόνς 191
Nanton, Joe 347 Nestroy, Johann 50 Newman, Joe 381 Newman, Michael 200 Newton, Frankie 387 Noble, Sir Andrew 1 1 3
Northcliffe, Alfred Hermsworth 106
Ουάιλντ, Όσκαρ 186 Ουάσινγκτον, Τζορτζ 13 Ουγκώ, Βίκτωρ 321 Ουέλινγκτον, Άρθουρ 20 Ουέλλς, Χέρμπερτ Τζορτζ 204
Oakley, Helen 325 Odger, George 78 Οdrίa, Manuel Α. , Στρατηγός 250, 253 Osbome, John 359 Otero Torres, J . 238 Owen, Robert 92
Παίην, Τόμας 13-17, 72, 76 Πάρκερ, Τσάρλι 31 9, 334, 372, 382, 383, 385 Πασιονάρια (Ντολόρες Ιμπαρούρι) 148 Πεταίν, Φιλίπ 78, 166 Πέτρος Α', Μέγας 1 73 Πιζάρο, Φραγκίσκος 396 Πικάσο, Πάμπλο 161 Πφαντέλλο, Λουίτζι 269 Πισσαρό, Καμίγ 190 Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος 52 Πλεχάνωφ, Γκεόργκι 189, 191 , 192, 195 Πουγκάτσεφ, Αιμιλιανός Ιβάνοβιτς 218 Πουτσίνι, Τζάκομο 387 Πρίσλεϋ, Έλβις 374-375 Προυντόν, Πιερ-Ζοζέφ 72, 78
Page, Walter 334, 336, 338 Pagliacci 328 Panassie, Hugues 325 Paredes, Satumino 235, 236 Pamell, Charles Stewart 283 Paucarchuco Samaniego, Julian 254 Peel, Sir Robert 46 Pendergast, Thomas Joseph «< Boss » του
Κάνσας Σίτυ) 334 Penny, Nick 139, 143 Pepper, Art 381 Perkin, H .J . 101 Picard (παπουτσής) 47 Pielago, Bemarda 245 Pielago, Seiior 253 Pierce, Nate 381 Pierstorff, Julius 49 ΡοlΙίΙΙ, Harry 125 Poncy, Charles 65 Pottier, Eugene 1 58, 1 59
Pouget, Emile 42, 75 Pounds, John 51 Preston, Paul 1 72 Priale, Ramiro 247 Price, Richard 124 Price, Sammy 320 Priestley, J .B . 1 26 Prothero, Iorwerth 121 -123 Puzo, Mario 266-272, 274-276
Quiroz, Abel 258
Ραβέλ Μορίς 341 Ράιχ, Βίλχελμ 313 Ράσσελ, Μπέρτραντ 203
Ε ΤΡΕ Τ Η Ρ Ι Ο
Ρέμπραντ, Χάρμενσον βαν Ρέιν 396 Ρήγκαν, Ρόλαντ και Νάνσυ 316, 318 Ρικάρντο, Ντέιβιντ 25 Ροβεσπιέρος, Μαξιμιλιέν ντε 75, 313 Ρόλλινγκ Στόουνς 357, 374 Ρου, Ζακ 75 Ρούζβελτ, Ελεωνόρα 369 Ρούζβελτ, Φρανκλίνος 201 , 205, 31 7, 331 ,
365, 368, 369, 393 Ρούζβελτ, Φρανκλίνος ο νεότερος 369
Ramazzini, Bemardino 51 Ramey, Gene 331 Ramsey, Fred 326 Ratcliffe 52 Ray, J. και George 23 Redman, Οοπ 344, 345 Redon, Odilon 191 Reid, Alastair 1 1 8 Reinhardt. Django 319 Richardson, W.P. 95, 96 Rigola, Rinaldo 25 Robbins, Lionel, Λόρδος 202 Roberts, Marcus 383 Roberts, Robert 104 Roll, Alfred 1 49 Rollins, Sonny 382 Rops, Felicien 1 42, 144 Rosebery 95 Rosenberg, Julίus και Ethel 316 Rosi, Francesco 182, 270, 273, 276 Rougerie, Jacques 37 Rude, George 40 Rushing, Jimmy 334, 338 Ruskin, John 190, 198
Ε ΤΡ Ε Τ Η Ρ Ι Ο
Rust, Henry 96 Rutherford, Mark 77
Σων Ζυστ, Λουί ντε 75 Σαίξπηρ, Ουίλλιαμ 50 Σαρτρ, Ζαν-Πωλ 294, 362 Σινάτρα, Φρανκ 370 Σμιθ, Μπέσυ 320, 387 Σπένγκλερ, Όσβαλντ 368 Σπρίνγκστην, Μπρους 371 , 374 Στάλιν, Ιωσήφ 201 Σταντάλ (Μαρί-Ανρί Μπελ) 15 1 Στρίνμπεργκ, Άουγκουστ 187, 188 Σω, Μπέρναρντ 186, 192, 204
Sachs, Hans 47 Sagan, Hans von 48 Salaman, Redcliffe 395 Salvidge, Sir Archibald Tutton 1 07 Samaniego, Carlos 247, 248, 256 Samaniego, Julian Paucarchuco' βλ. Paucar-
chuco Samaniego, Julian Sander, Friedrich 43 Schapiro, Meyer 366 Schine, David 316 Sciascia , Leonardo 21 1 , 269 Sciortino, Pasquale 274 Scott, Joan Wallach 36 Seale, Patrick 293 Semard, Pierre 79, 86 Serνadio, Gaia 275 Sewell, William, Jr 36 Shanin, Teodor 210 Shaw, Artie 370 Sheerman , Barry 200, 201 . 204 Shepherd, John 164 Shepp, Archie 378, 383 Shorter, Wayne 373 Smiles, Samuel 28, 43 Smillie, Bob 1 1 1 Smith, Charles Edward 326 Smith, Herbert 1 1 1 , 1 1 2 Smith, Willie «The Lion» 320 Southcott, Joanna 160 Spanier, Muggsy 322 Stark, William 35 Starr, Frederick 360 Steiner, Herbert 147 Steinlen, Th . Α. 1 72 Stewart, Reχ 368
Stowe, David 364, 365, 366, 368, 369, 370, 371
Strachey, John 204 Strauss, George Russel 200 Strayhom, ΒίΙΙΥ 342 Sudermann, Η. 187
Τζέφφερσον, Τόμας 30 Τζόνσον, Λίντον 286 Τζουλιάνο, Σαλβατόρε 182, 267, 266-276 Τζόυς, Τζέημς 196, 328 Τίτο, Γιόζιπ Μπροζ 281 Τολστόι, Λέων 188, 196 Τουλουζ-Λωτρέκ, Ανρί ντε 354 Τρότσκι, Λεόν 194, 195 τρουμαν, Χάρι 273 Τσανγκ Κάι-Σεκ 284 Τσαουσέσκου, Νικολάε 71 Τσώρτσιλ, Ουίνστον 95, 202, 206
Tacunan Cahuana, Elfas 251 , 255 Tampucci, Hippolyte 41 Tate, Buddy 381 Taylor, Cecil 382 Taylor, Helen 85 Tawney, Richard Henry 1 13, 138, 204 Teagarden, Jack 370 Teich, Mikulas 60 Thompson, A .F . 95 Thompson, Ε.Ρ. 9, 18 , 36, 46, 90, 9 1 , 92, 1 19,
1 54 Threadgill, Henry 382 Tillett, Ben 7 1 Tillon, Charles 86 Touraine, Alain 295, 299, 300-301 , 302, 303 Torres, J. Otero' βλ. Otero Torres, J . Trevor, John 79 Trilling, Diana 366 Trilling, Lionel 316. 366 Tucker, Mark 364, 365, 366, 368, 371 Tufnell, E .C . 31 Tumer, Ian 22, 38 Tyner, McCoy 381
Τσμάν 191
Φλωμπέρ, Γκυστάβ 142 Φορντ, Χένρυ 355, 364 Φουριέ, Σαρλ 157 Φραγκλίνος, Βενιαμίν 1 5 Φράνκλιν, Αρέθα 371 , 374
406
Φράνκο, Φρανθίσκο, Στρατηγός 166 Φρανς, Ανατόλ 191 Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Α ' 282
Vacher, Peter 319, 323 Vaillant, Edouard 167 Vallee, Rudy 324 Valles, JuJes 96 VanderveJde, EmiJe 191 Van de VeJde, Η, 190 Verga, Giovanni 269 Verhaeren, EmiJe 19 1 , 192 ΥίΙΙΥ, Πολίτης 41 Vittorino, Ειiο 269 ΥίΖΖίηί, Don CaJogero 269 Vodery, Will 342 νοη Hayek, Friedrich 202
Χάλλεϋ, Μπιλ 374 Χάμμετ, Ντάσιελ 316 Χάμσουν, Κνουτ 187, 188 Χίμλερ, Χάινριχ 308 Χίτλερ, Αδόλφος 165, 166 Χόλιντεϋ, Μπίλυ 379, 385, 386-388 Χρουστσώφ, Νικήτα 289
Wadsworth, Α.Ρ. 28 Wallace, Russe! 391 Waller, Fats 335 Warman, Arturo 395 Waters, Muddy 357, 374 Wearmouth, R.F. 77 Weatherford, Teddy 323 Webb, Beatrice 18, 1 10, 124, 133, 137, 1 56,
1 59, 204 Webb, Sidney 18, 124, 133, 137, 1 56, 204
Wedekind, Frank 194 Weitling, WiJheJm 58. 72 Wells, Dicky 336, 338 Wemer, Gοttfήed 209 WesJey, John 74, 79, 82 West, Come! 384 West, Τ.Α. 147 Westmacott, Sir Richard 1 49 Weydemeyer 40 White, Gonzelle 333 Whiteman, PauJ 345, 346 WiJber, Bob 321 , 381 Williams, Cootie 347 Williamson, Sonny ΒΟΥ 374 WiJson, Edmund 366 WiJson, Teddy 387 WiJson, Woodrow 201 Winks, W.E . 44, 57 Winkworth, WilJiam 40 Wirtz, Rainer 49, 58 WoJf, HowJin' 374 Womack, John 236, 256 Woods. PhiJ 383 Woods, SamueJ 1 1 1 WooJf, Leonard 203 Wright, Thomas 1 1 8 WrigJey, Chris 164
ΕΊ"Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο
Yauri (περουβιανός καταληψίας αγρότης) 257
YauriviJca, Elίas 251 Young, Lester 338, 387 Young, Trummy 381
ZawinuJ, Joe 373 Ze!din, Theodore 37
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ERIC HOBSBAWM « ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΙ ΑΝθΡΩΠΟI .
ΑΝΤιΣΤΑΣΗ, ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΤΖΑΖ» τmΩθΗΚΕ ΣΤΟ ΛlθΟ
ΓΡΑΦΕΙΟ «Χ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - Δ. ΣΙΤΑΡΑΣ - Σ. ΖΑΧΑ
ΡΟΠΟΥΛΟΥ», ΛΕΥΚΑΔΟΣ 9, Μ Ο ΣΧΑΤΟ, ΚΑΙ Β Ι ΒΛ Ι ΟΔΕΤΗ
θΗΚΕ ΣΤιΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Ε Π Ε » ,
Κ . ΠΑΛΑΜΑ 13 ΚΑΜΑΤΕΡΟ Τ Ο Ν ΟΚΤΩΒΡ/Ο Τ Ο Υ 2 00 1 ΓΙΑ
ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ θΕΜΕΛΙΟ
τmΟΓΡΑΦIΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΝΝΑ ΜΑΛΙΚΙΩΣΗ