1
ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, Sensibiliti, Sentimentalism. το να διακατέχεται κανείς από ευγενικά και ανώτερα συναισθήματα (αγάπης, αλτρουισμού, φιλανθρωπίας, αυτοθυσίας κ.λπ.): αισθηματίας, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, τρυφερός. Ως εκ τούτου, η λέξη συγγενεύει νοηματικώς με τους όρους ΑΙΣΘΑΝΤΙΚΌΤΗΤΑ και ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ . Εντούτοις, σύγχυση μπορεί να προκύψει με τους δύο άλλους όρους ΑΙΣΘΗΤΙΚΌΤΗΤΑ (η αντίληψη του ωραίου και η αγάπη γι' αυτό) και ΑΙΣΘΗΤΙ(ΚΙ)ΣΜΟ (καλλιτεχνικό ρεύμα τού 19 ου αι., εξέλιξη του Ρομαντισμού). Οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές, μετά το γεωργικό και το ηρωικό μοντέλο αγωγής, καλλιέργησαν, ιδίως κατά τούς 4 ο και 5 ο αι. π.Χ., τον ανθρωπισμό, τη φιλοπατρία, την αιδώ, το έλεος, την ευπρέπεια, τη φιλοκαλία, τη φιλαλληλία, τη φιλοξενία, γενικώς τις ηθικές αρετές και την πνευματική ευγένεια κυρίως μέσω τής Ηθικής (Φιλοσοφίας) και της καθαρτικής Τέχνης. Από την άλλη μεριά, στην Αγία Γραφή επαινούνται οι αγαθοί, οι μεγαλόψυχοι, οι αγνοί, οι πράοι, οι σεμνοί, οι αιδήμονες, οι καταδεχτικοί, οι ανοιχτόκαρδοι, οι αμνησίκακοι, οι μακρόθυμοι, οι επιεικείς, οι εγκάρδιοι, οι ευαίσθητοι, οι ευσπλαχνικοί, οι οικτίρμονες, οι αβρόφρονες, οι προσηνείς, οι ήπιοι, οι μειλίχιοι, οι «μικροί», οι ταπεινοί και γενικώς οι «πτωχοί τώ πνεύματι» (Ματθ. 5, 3) άνθρωποι, ενώ, αντιθέτως, επικρίνονται οι απηνείς, οι ανάλγητοι, οι ασυγκίνητοι, οι ανελεήμονες, οι άσπλαχνοι και οι σκληρόκαρδοι ως απάνθρωποι και θηριόμορφοι. Ομοίως, οι Πατέρες τής Εκκλησίας, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατά Χριστό παιδεία, συχνά κάνουν λόγο για «ευγενείς», «ωραίες» και «ευαίσθητες» ψυχές, ορίζοντας μάλιστα αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο από την ύπαρξη ακριβώς της ανθρωπιάς του. Η νοηματοδότηση της ορθόδοξης αισθηματικότητας, μολονότι δεν αγνοεί τον κληρονομικό και τον επίκτητο παράγοντα, δεν βασίζεται σε βιοφυσικούς λόγους (βλ. ρατσισμό) ή μία ιδεαλιστική, ρομαντική και «καθωσπρεπική» πολιτιστική αγωγή (savoir-vivre), ούτε αποτελεί απλώς ένα τεχνητό ηθικό κατηγόρημα. Γι' αυτό και δεν εκτρέπεται ούτε προς έναν άλογο συναισθηματισμό, ούτε προς μία ψυχολογική υπερευαισθησία. Πρόκειται για οντολογική ιδιότητα της (εσωτερικώς υπό τής Θ. Χάριτος μεταπλασμένης ελευθέρως και κατά συνεργία) αγίας (ουράνιας, ανάλαφρης και απαλής: «πνευματικής») ψυχής, που ταπεινώς, αδόλως και ειλικρινώς σαν παιδί αγαπά, σέβεται και πονά τον Θεό, τη Φύση και τον (συν)άνθρωπο. Σ.Κ.Τ.

59295190 Αισθηματικότητα Σπυρίδων Τσιτσίγκος

  • Upload
    frotter

  • View
    221

  • Download
    3

Embed Size (px)

DESCRIPTION

59295190 Αισθηματικότητα Σπυρίδων Τσιτσίγκος

Citation preview

Page 1: 59295190 Αισθηματικότητα Σπυρίδων Τσιτσίγκος

ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, Sensibiliti, Sentimentalism.

το να διακατέχεται κανείς από ευγενικά και ανώτερα συναισθήματα (αγάπης, αλτρουισμού, φιλανθρωπίας, αυτοθυσίας κ.λπ.): αισθηματίας, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, τρυφερός. Ως εκ τούτου, η λέξη συγγενεύει νοηματικώς με τους όρους ΑΙΣΘΑΝΤΙΚΌΤΗΤΑ και ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ . Εντούτοις, σύγχυση μπορεί να προκύψει με τους δύο άλλους όρους ΑΙΣΘΗΤΙΚΌΤΗΤΑ (η αντίληψη του ωραίου και η αγάπη γι' αυτό) και ΑΙΣΘΗΤΙ(ΚΙ)ΣΜΟ (καλλιτεχνικό ρεύμα τού 19ου αι., εξέλιξη του Ρομαντισμού).

Οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές, μετά το γεωργικό και το ηρωικό μοντέλο αγωγής, καλλιέργησαν, ιδίως κατά τούς 4ο και 5ο αι. π.Χ., τον ανθρωπισμό, τη φιλοπατρία, την αιδώ, το έλεος, την ευπρέπεια, τη φιλοκαλία, τη φιλαλληλία, τη φιλοξενία, γενικώς τις ηθικές αρετές και την πνευματική ευγένεια κυρίως μέσω τής Ηθικής (Φιλοσοφίας) και της καθαρτικής Τέχνης.

Από την άλλη μεριά, στην Αγία Γραφή επαινούνται οι αγαθοί, οι μεγαλόψυχοι, οι αγνοί, οι πράοι, οι σεμνοί, οι αιδήμονες, οι καταδεχτικοί, οι ανοιχτόκαρδοι, οι αμνησίκακοι, οι μακρόθυμοι, οι επιεικείς, οι εγκάρδιοι, οι ευαίσθητοι, οι ευσπλαχνικοί, οι οικτίρμονες, οι αβρόφρονες, οι προσηνείς, οι ήπιοι, οι μειλίχιοι, οι «μικροί», οι ταπεινοί και γενικώς οι «πτωχοί τώ πνεύματι» (Ματθ. 5, 3) άνθρωποι, ενώ, αντιθέτως, επικρίνονται οι απηνείς, οι ανάλγητοι, οι ασυγκίνητοι, οι ανελεήμονες, οι άσπλαχνοι και οι σκληρόκαρδοι ως απάνθρωποι και θηριόμορφοι.

Ομοίως, οι Πατέρες τής Εκκλησίας, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατά Χριστό παιδεία, συχνά κάνουν λόγο για «ευγενείς», «ωραίες» και «ευαίσθητες» ψυχές, ορίζοντας μάλιστα αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο από την ύπαρξη ακριβώς της ανθρωπιάς του. Η νοηματοδότηση της ορθόδοξης αισθηματικότητας, μολονότι δεν αγνοεί τον κληρονομικό και τον επίκτητο παράγοντα, δεν βασίζεται σε βιοφυσικούς λόγους (βλ. ρατσισμό) ή μία ιδεαλιστική, ρομαντική και «καθωσπρεπική» πολιτιστική αγωγή (savoir-vivre), ούτε αποτελεί απλώς ένα τεχνητό ηθικό κατηγόρημα. Γι' αυτό και δεν εκτρέπεται ούτε προς έναν άλογο συναισθηματισμό, ούτε προς μία ψυχολογική υπερευαισθησία. Πρόκειται για οντολογική ιδιότητα της (εσωτερικώς υπό τής Θ. Χάριτος μεταπλασμένης ελευθέρως και κατά συνεργία) αγίας (ουράνιας, ανάλαφρης και απαλής: «πνευματικής») ψυχής, που ταπεινώς, αδόλως και ειλικρινώς σαν παιδί αγαπά, σέβεται και πονά τον Θεό, τη Φύση και τον (συν)άνθρωπο.

Σ.Κ.Τ.