8
1 Δημοσιεύθηκε στο Μ. Πουρκός (επιμ.), Ενσώματος νους, πλαισιοθετημένη γνώση και εκπαί - δευση: προσεγγίζοντας την ποιητική και τον πολιτισμό του σκεπτόμενου σώματος. Διεπι - στημονικές προσεγγίσεις. Αθήνα: GUTENBERG, Κεφάλαιο (13 ο ), σ. 429-438. ISBN 978-960-01-1200-9. Πρωταρχικές μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας, απτική επικοινωνία και σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις Παναγιώτης Ι. Σταμάτης Διδάσκων ΤΕΠΑΕΣ Πανεπιστημίου Αιγαίου Η εισήγηση αποσκοπεί στην παρουσίαση της λειτουργίας των πρωταρχικών μορφών μη λεκτικής επικοινωνίας, οι οποίες σχετίζονται με τις αισθήσεις της όσφρη - σης, της γεύσης και της αφής. Επίσης, αποσκοπεί στην παρουσίαση των λειτουργικών διαταραχών των αντίστοιχων αισθητηρίων οργάνων στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάδειξης της πολυαισθητηριακής διάστασης πρόσκτησης της γνώσης. Παιδαγωγικά χρήσιμες και αξιοποιήσιμες επισημάνσεις παρατίθενται, οι οποίες αποσκοπούν στην ανάδειξη του σώματος ως μέσου πρόσκτησης της βιωματικής γνώσης γεγονός που αποτελεί σύγχρονο στόχο κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πλήθος εθολογικών παρατηρήσεων επισημαίνουν τον ιδιαίτερο ρόλο της όσφρησης στα ζώα (Morris, 1971/Eibl-Eibesfeldt , 1981 κ.ά.). Κυρίως στα θηλαστικά, η αναγνώριση της συγγένειας μεταξύ μητέρας και νεογνού επιτυγχάνεται δια της οσμής. Μέσα σ’ ένα πολυπληθές κοπάδι ζώων είναι εντυπωσιακή η ακρίβεια με την οποία κάθε θηλυκό αναγνωρίζει το μικρό του και αντίστροφα. Ανάλογες έρευνες αποκάλυψαν ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες μπορούν να αναγνωρίζουν τα μωρά τους, σ’ ένα αρκετά υψηλό ποσοστό επιτυχίας, δια της οσμής που αναδύεται από το νεογνικό σώμα (Kaitz, et al ., 1987). Η οσμή αυτή είναι συνήθως ευχάριστη για κάθε άτομο, ιδιαίτερα μάλιστα για τα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος του νεογνού. Όμως, και για το βρέφος, ιδίως η μητρική οσμή, αποτελεί πόλο έλξης η οποία καθώς συνδέεται και με άλλες ζωτικής σημασίας συνήθειες, όπως π.χ. ο θηλασμός, ο ύπνος κ.ά. προσλαμβάνει ένα ιδιαίτερης σημασίας χαρακτηριστικό του σώματος, γεγονός που καθίσταται απολύτως κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς την πραγματικότητα ότι κάθε ανάμνηση είναι συνδεδεμένη με οσμητικές μνημονικές εντυπώσεις ( Miles & Jenkins, 2000). Οι οσμές που αναδύει το ανθρώπινο σώμα οφείλονται, ουσιαστικά, είτε σε βακτήρια που διαβιούν στο δέρμα είτε σε χημικά απεκκρίματα καύσεων ή δράσης ορμονών και φερομονών. Οι οσμές, συχνά, εκλαμβάνονται ως δείκτες της ψυχ oσω- ματικής κατάστασης του ανθρώπου υπό την έννοια ότι ερμηνεύονται ως μη λεκτικά σήματα. Η κακοσμία επισύρει συνειρμούς δυσλειτουργίας ή ασθένειας του σώματος γεγονός που συνήθως ισχύει. Η κακοσμία του στόματος π.χ. προδικάζει χαλασμένα δόντια ή στομαχικές διαταραχές κ.τ.ό. Οι σωματικές οσμές των ενηλίκων είναι συνή- θως ανεπιθύμητες από τρίτα πρόσωπα και μάλιστα σε βαθμό τόσο αποκρουστικό που επιφέρει τη διατήρηση αποστάσεων, όπου είναι εφικτό ( Doty, 2003). Για την αποφυ- γή αυτού του φαινομένου έχει επινοηθεί η χρήση αρωμάτων τα οποία αποσκοπούν αφενός στην κάλυψη των δυσάρεστων οσμών και αφετέρου στην αντικατάστασή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Citation preview

Page 1: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

1

Δημοσιεύθηκε στο Μ. Πουρκός (επιμ.), Ενσώματος νους, πλαισιοθετημένη γνώση και εκπαί-

δευση: προσεγγίζοντας την ποιητική και τον πολιτισμό του σκεπτόμενου σώματος. Διεπι-στημονικές προσεγγίσεις. Αθήνα: GUTENBERG, Κεφάλαιο (13

ο), σ. 429-438.

ISBN 978-960-01-1200-9.

Πρωταρχικές μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας,

απτική επικοινωνία και σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις

Παναγιώτης Ι. Σταμάτης

Διδάσκων ΤΕΠΑΕΣ

Πανεπιστημίου Αιγαίου

Η εισήγηση αποσκοπεί στην παρουσίαση της λειτουργίας των πρωταρχικών

μορφών μη λεκτικής επικοινωνίας, οι οποίες σχετίζονται με τις αισθήσεις της όσφρη-

σης, της γεύσης και της αφής. Επίσης, αποσκοπεί στην παρουσίαση των λειτουργικών

διαταραχών των αντίστοιχων αισθητηρίων οργάνων στο πλαίσιο της προσπάθειας

ανάδειξης της πολυαισθητηριακής διάστασης πρόσκτησης της γνώσης. Παιδαγωγικά

χρήσιμες και αξιοποιήσιμες επισημάνσεις παρατίθενται, οι οποίες αποσκοπούν στην

ανάδειξη του σώματος ως μέσου πρόσκτησης της βιωματικής γνώσης γεγονός που

αποτελεί σύγχρονο στόχο κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Πλήθος εθολογικών παρατηρήσεων επισημαίνουν τον ιδιαίτερο ρόλο της

όσφρησης στα ζώα (Morris, 1971/Eibl-Eibesfeldt, 1981 κ.ά.). Κυρίως στα θηλαστικά,

η αναγνώριση της συγγένειας μεταξύ μητέρας και νεογνού επιτυγχάνεται δια της

οσμής. Μέσα σ’ ένα πολυπληθές κοπάδι ζώων είναι εντυπωσιακή η ακρίβεια με την

οποία κάθε θηλυκό αναγνωρίζει το μικρό του και αντίστροφα. Ανάλογες έρευνες

αποκάλυψαν ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα,

διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες μπορούν να αναγνωρίζουν τα μωρά τους, σ’ ένα αρκετά

υψηλό ποσοστό επιτυχίας, δια της οσμής που αναδύεται από το νεογνικό σώμα

(Kaitz, et al., 1987). Η οσμή αυτή είναι συνήθως ευχάριστη για κάθε άτομο, ιδιαίτερα

μάλιστα για τα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος του νεογνού.

Όμως, και για το βρέφος, ιδίως η μητρική οσμή, αποτελεί πόλο έλξης η οποία καθώς

συνδέεται και με άλλες ζωτικής σημασίας συνήθειες, όπως π.χ. ο θηλασμός, ο ύπνος

κ.ά. προσλαμβάνει ένα ιδιαίτερης σημασίας χαρακτηριστικό του σώματος, γεγονός

που καθίσταται απολύτως κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς την πραγματικότητα ότι

κάθε ανάμνηση είναι συνδεδεμένη με οσμητικές μνημονικές εντυπώσεις (Miles &

Jenkins, 2000).

Οι οσμές που αναδύει το ανθρώπινο σώμα οφείλονται, ουσιαστικά, είτε σε

βακτήρια που διαβιούν στο δέρμα είτε σε χημικά απεκκρίματα καύσεων ή δράσης

ορμονών και φερομονών. Οι οσμές, συχνά, εκλαμβάνονται ως δείκτες της ψυχoσω-

ματικής κατάστασης του ανθρώπου υπό την έννοια ότι ερμηνεύονται ως μη λεκτικά

σήματα. Η κακοσμία επισύρει συνειρμούς δυσλειτουργίας ή ασθένειας του σώματος

γεγονός που συνήθως ισχύει. Η κακοσμία του στόματος π.χ. προδικάζει χαλασμένα

δόντια ή στομαχικές διαταραχές κ.τ.ό. Οι σωματικές οσμές των ενηλίκων είναι συνή-

θως ανεπιθύμητες από τρίτα πρόσωπα και μάλιστα σε βαθμό τόσο αποκρουστικό που

επιφέρει τη διατήρηση αποστάσεων, όπου είναι εφικτό (Doty, 2003). Για την αποφυ-

γή αυτού του φαινομένου έχει επινοηθεί η χρήση αρωμάτων τα οποία αποσκοπούν

αφενός στην κάλυψη των δυσάρεστων οσμών και αφετέρου στην αντικατάστασή

Page 2: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

2

τους από ευχάριστες. Γύρω από το στόχο αυτό, έχει αναπτυχθεί μια τεράστια

παγκόσμια βιομηχανία χημικών με απώτερο στόχο την κερδοφορία από την προσπά-

θεια μείωσης της κοινωνικής απόστασης λόγω δυσοσμίας μεταξύ των ανθρώπων και

αντίθετα την ανάπτυξη πιο ευνοϊκών όρων συνύπαρξης, καθώς επιχειρείται να συνδε-

θούν οι οσφρητικές εντυπώσεις με πρόσωπα, χώρους, μορφές παραγωγικότητας και

άλλες εργασιακές και ευρύτερα κοινωνικές προσδοκίες και επιλογές (Goldstein,

1999/Bone & Ellen, 1999). Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι, ιδιαίτερα κατά την

πραγμάτωση μιας επικοινωνιακής διαδικασίας, οι οσμές που διαχέονται στην ατμό-

σφαιρα και συνδιαμορφώνουν το ευρύτερο επικοινωνιακό πλαίσιο, οφείλουν να είναι

τουλάχιστον ανεκτές. Είναι ευνόητο ότι το ευχάριστα αρωματισμένο περιβάλλον

διεγείρει θετικά το αισθητήριο της όσφρησης και συμβάλλει, ως μη λεκτικός παρά-

γοντας, στην αποτελεσματικότητα της επικοινωνιακής διαδικασίας καθώς επηρεάζει

τη διαπροσωπική απόσταση μεταξύ των επικοινωνιακών συντρόφων. Από τα

παραπάνω γίνεται κατανοητός ο ρόλος της όσφρησης -και γενικότερα της οσφρητικής

λειτουργίας- ως πρωταρχικού διαύλου μη λεκτικής επικοινωνίας. Ας δούμε, όμως,

πως λειτουργεί το αισθητήριο όργανο της όσφρησης (βλ. Σχεδ. 1- δεν εμφανίζεται).

Η μύτη είναι το αισθητήριο όργανο της όσφρησης, της αίσθησης που

προστατεύει τον οργανισμό από επιβλαβείς οσμές, όπως π.χ. δηλητηριώδη αέρια

κ.λπ. (Kratskin & Belluzzi, 2003). Κατά την εισπνοή εισέρχονται στη ρινική

κοιλότητα αρωματικά μόρια από διάφορες οσμές που έχουν διαχυθεί στον αέρα. Τα

αρωματικά μόρια ερεθίζουν την τριχώδη περιοχή, η οποία διεγείρει παλμικά τους

οσφρητικούς νευρώνες που διαδοχικά διαβιβάζουν τα ερεθίσματα στον οσφρητικό

βολβό απ’ όπου τα οσφρητικά νεύρα τα μεταφέρουν σε διάφορα εγκεφαλικά κέντρα

όπου γίνεται η ταυτοποίησή τους προκειμένου να καθοριστούν οι αντιδράσεις του

οργανισμού σ’ αυτά. Η ανθρώπινη μνήμη διαθέτει τη δυνατότητα να καταγράφει ένα

μεγάλο σύνολο οσμών τις οποίες διατηρεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ταξινο-

μώντας τες σε ευχάριστες ή δυσάρεστες-επιβλαβείς και συνδέοντάς τες συνειρμικά με

περιστατικά της καθημερινότητας, πρόσωπα ή περιβάλλοντα. Η ικανότητα όσφρησης

αποτελεί μια φυσιολογική λειτουργία. Αντίθετα, η αδυναμία ή ακόμα περισσότερο η

ολοκληρωτική απώλεια όσφρησης αποτελεί σοβαρή δυσλειτουργία του οργανισμού.

Η κατάσταση αυτή ονομάζεται ανοσμία (anosmia) και μπορεί να προκληθεί είτε από

ισχυρό τραυματισμό στο κεφάλι είτε από ίωση (Crawford & Sounder, 1995/Gillyatt,

1997). Ορισμένοι άνθρωποι έχουν γεννηθεί χωρίς την αίσθηση της όσφρησης (εγγε-

νής ανοσμία) ενώ ορισμένοι την αποκτούν εξαιτίας άλλων νόσων (επίκτητη ανοσμία),

όπως π.χ. της νόσου Alzheimer. Η ανοσμία που προκαλείται από τραυματισμό στο

κεφάλι μπορεί να θεραπευτεί όπως και η ιογενής ανοσμία, η οποία είναι προσωρινή

(π.χ. συνάχι), σε αντίθεση με την εγγενή ανοσμία, η οποία διαρκεί εφ’ όρου ζωής

εκθέτοντας, συχνά, τα πάσχοντα άτομα σε κίνδυνο. Η σταδιακή απώλεια της όσφρη-

σης, όπως συμβαίνει και με όλες τις άλλες αισθήσεις, επέρχεται προοδευτικά ως

φυσιολογική συνέπεια του γήρατος. Τέλος, διαφορές λόγω φύλου εμφανίζονται στην

οσφρητική ικανότητα των ανθρώπων. Οι γυναίκες αποδεικνύονται πιο ευαίσθητες

στις οσμές και συνεπώς εμφανίζουν μεγαλύτερη οσφρητική ικανότητα που μπορεί να

αντιλαμβάνεται ακόμη και τον επερχόμενο κίνδυνο (Ackerl, et al., 2002).

Εκτός από την όσφρηση, αποτελούν διαύλους μη λεκτικής επικοινωνίας η

γεύση και η αφή δυο αισθήσεις οι οποίες συγκαταλέγονται επίσης στις πρωταρχικές

μορφές διαπροσωπικής επικοινωνίας (Hartley, 1999). Η αίσθηση της γεύσης

προστατεύει τον οργανισμό από την κατάποση επιβλαβών ή θανατηφόρων ουσιών. H

γλώσσα αποτελεί το όργανο της γεύσης. Όμως, η γεύση δεν μπορεί να γίνει αντι-

ληπτή χωρίς την αίσθηση της όσφρησης. Όταν π.χ. κάποιος έχει συνάχι δεν μπορεί

να γευθεί τις τροφές. Σε ολόκληρη την επιφάνεια της γλώσσας υπάρχει πληθώρα

Page 3: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

3

γευστικών αισθητήρων οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται στην μπροστινή

και στις πλάγιες περιοχές της γλώσσας (βλ. Σχεδ. 2- δεν εμφανίζεται/ Kinnamon,

2000). Οι αισθητήρες μεταδίδουν τα γευστικά ερεθίσματα σε νεύρα που τα

διαβιβάζουν στη συνέχεια μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο. Γευστικοί

αισθητήρες υπάρχουν επίσης στον ουρανίσκο, στο φάρυγγα, στην επιγλωττίδα και

στον οισοφάγο. Η γλώσσα διαθέτει την ικανότητα να διακρίνει τη θερμοκρασία και

την υφή κάποιας στερεάς ή υγρής ουσίας. Παράλληλα, διακρίνει τις βασικές γεύσεις

όπως το αλμυρό, το γλυκό, το ξινό, το πικρό και το στυφό. Εκτός, όμως, από τη

φυσιολογική της λειτουργία η γεύση και το αισθητήριο όργανό της, η γλώσσα που

αποτελεί βασικό όργανο της λεκτικής επικοινωνίας, συνιστούν παράλληλα διαύλους

μη λεκτικής επικοινωνίας. Οι γευστικοί μορφασμοί αποτελούν το πιο αντιπρο-

σωπευτικό παράδειγμα αυτού του γεγονότος καθώς πλήθος μη λεκτικών γευστικών

σημάτων εκπέμπονται, τα οποία αποκαλύπτουν τις προτιμήσεις κάθε ανθρώπου. Τα

σήματα αυτά αξιοποιούνται επικοινωνιακά σε ειδικές κοινωνικές περιστάσεις.

Το ανθρώπινο σώμα διατηρεί σε σταθερό επίπεδο τη θερμότητά του, μια

κατάσταση που σηματοδοτεί τη φυσιολογική του λειτουργία. Η πτώση της θερμο-

κρασίας του σώματος αποτελεί ένδειξη δυσλειτουργίας ή ψυχικής έντασης συνδε-

δεμένης κυρίως με φοβικές καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστική η φράση ‘Πάγωσε

απ’ το φόβο του!’. Αντίθετα, η θερμοκρασία του σώματος, συνήθως αυξάνει αισθητά

σε παθολογικές καταστάσεις όταν το άτομο ασθενεί (βλ. εμπύρετος κατάσταση). Σε

ορισμένες, όμως, περιπτώσεις η θερμοκρασία αυξάνει εξαιτίας της ψυχολογικής

διάθεσης. Έτσι, αποκαλύπτεται ο ψυχισμός του ατόμου σε κάποια δεδομένη χρονική

στιγμή. Σε περίπτωση θυμού ή οργής π.χ. η πίεση του αίματος αυξάνει ανεβάζοντας

ταυτόχρονα και τη θερμοκρασία. Τότε παρατηρούνται, κυρίως στο πρόσωπο, σήματα

έξαψης, τα οποία ταυτίζονται με έντονη και εκτεταμένη ερυθρίαση. Όταν το φαινό-

μενο επικεντρώνεται μόνο στα μάγουλα τότε το σήμα αυτό υποδηλώνει συνήθως

αίσθημα ντροπής καθώς ερμηνεύεται μη λεκτικά ως ένδειξη ντροπαλότητας. Η

αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος όταν σχετίζεται με ψυχική φόρτιση συνο-

δεύεται συχνά και από την εφίδρωση, η οποία βέβαια αποσκοπεί πρωτίστως στην

πτώση της θερμοκρασίας. Δευτερευόντως η εφίδρωση εκλαμβάνεται ως μη λεκτικό

σήμα, όπως συμβαίνει π.χ. σε στιγμές έντονου άγχους και αγωνίας καταστάσεις κατά

τις οποίες υπερθερμαίνονται και ιδρώνουν οι παλάμες, οι μασχάλες, το μέτωπο κ.ά.

μέρη του σώματος. Η σχετική φράση «τον έλουσε κρύος ιδρώτας» είναι πολύ

γνωστή! Το αίσθημα μετάδοσης της θερμότητας μεταξύ δυο σωμάτων συνιστά

θεμελιώδη λειτουργία ζωτικής σημασίας. Τα πειράματα του Harlow, του Spitz κ.π.ά.

έχουν επισημάνει τη σημασία αυτή για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της

ζωής του καθώς η μη βίωση του αισθήματος της θερμότητας δια της επαφικής συμπε-

ριφοράς συμβάλλει στην ανάπτυξη του θανατηφόρου φαινομένου του ‘μαρασμού’

(Hatfield, 1994).

Ήδη από τη στιγμή της σύλληψής του ο άνθρωπος βιώνει μέσα στον αμνιακό

σάκο την ολόσωμη επαφή με τη μητέρα. Αναπτύσσεται με τη ζεστασιά του κορμιού

της, τρέφεται μέσω του ομφάλιου λώρου από τα συστατικά του αίματός της. Βιώνει

ήδη ως έμβρυο την αίσθηση της απόλυτης επαφής. Όταν μεταγενέστερα γεννιέται,

ανακαλύπτει τον κόσμο πρωταρχικά με την αφή και τη γεύση. Το νεογνό, καθώς

θηλάζει μέσα στην ολόσωμη αγκαλιά της μητέρας του γεύεται, αγγίζει και αποκτά

έτσι τα πρώτα απτικά του βιώματα για τη θερμοκρασία και την υφή. Ειδικότερα η

αφή, η αίσθηση του μεγαλύτερου σε έκταση αισθητηρίου οργάνου, του δέρματος,

αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της πρώτης μαθησιακής ικανότητας του ανθρώπου, η

οποία αναπτύσσεται μέσω της απτικής συμπεριφοράς. Η απτική συμπεριφορά εκτι-

μάται πως αποτελεί αφενός μια ζωτική αναγκαιότητα, π.χ. κατά την πρόσληψη τρο-

Page 4: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

4

φής, την υγιεινή του σώματος, την έκφραση αναγκών, συναισθημάτων κ.ά. και

αφετέρου προϊόν κοινωνικής μάθησης, το οποίο εκδηλώνεται υπό πολύ συγκε-

κριμένες περιστάσεις, υπακούει σε προκαθορισμένες κοινωνικο-πολιτισμικές νόρμες,

σηματοδοτεί συγκεκριμένες κοινωνικές δεξιότητες και συμβάλλει στην προαγωγή της

επικοινωνιακής διαδικασίας (Σταμάτης, 2004).

Η απτική συμπεριφορά ποικίλει κατά περίσταση και γι’ αυτό προσλαμβάνει

ανάλογο μη λεκτικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, διαφορετική είναι η απτική

συμπεριφορά που εκδηλώνει ο πολιτικός, ο εκπαιδευτικός, ο επιχειρηματίας, ο φυσιο-

θεραπευτής κ.ο.κ. Η καθεμιά σηματοδοτεί και διαφορετική σκοπιμότητα γι’ αυτό και

ασκείται σε συγκεκριμένα κοινωνικώς επιτρεπτά σημεία του σώματος. Επιπλέον,

παράγοντες όπως ο τρόπος, ο χρόνος, οι συνθήκες και το ευρύτερο επικοινωνιακό

πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η απτική συμπεριφορά συνιστούν πηγές

διαμόρφωσης ή ακόμη και δημιουργίας μη λεκτικών σημάτων ή μηνυμάτων

(Κοντάκος & Πολεμικός, 2000). Η έκφραση συναισθημάτων βρίσκει στην απτική

συμπεριφορά έναν εκτενή μη λεκτικό επικοινωνιακό κώδικα. Μια τυπική ή εγκάρδια

χειραψία, μια ψυχρή ή θερμή αγκαλιά, ένα χάδι ή ένα απειλητικό άγγιγμα κ.λπ.

βιώνονται με όλες τις συναισθηματικές τους διαβαθμίσεις μέσω συγκεκριμένης

απτικής συμπεριφοράς που υπέχει θέση φρασεολογικού κώδικα επικοινωνίας, ο

οποίος μπορεί, εφόσον γίνεται κατανοητός, να διδάσκεται (Βρεττός, 2003), να

εμπλουτίζεται, και να αξιοποιείται, όπως έχει δείξει σχετική έρευνά μας στο χώρο της

προσχολικής εκπαίδευσης (Κοντάκος & Σταμάτης, 2004). Η έρευνα αυτή κατέδειξε

πως μολονότι οι νηπιαγωγοί αναγνωρίζουν την παιδαγωγική σπουδαιότητα της

σωματικής επαφής με τη μορφή του παιδαγωγικού αγγίγματος τόσο για την ψυχοσυ-

ναισθηματική ανάπτυξη των νηπίων όσο και για τη μαθησιακή διαδικασία γενικό-

τερα, εντούτοις αποφεύγουν τα αγγίγματα με τα νήπια μέσα στην τάξη. Εκτιμάται

πως και μόνο η συνειδητοποίηση αυτού του φαινομένου, εκτός από τη συστηματική

καλλιέργεια της απτικής συμπεριφοράς, μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στην

αλλαγή της συγκεκριμένης παιδαγωγικής κατάστασης με στόχο τη βελτίωση του

παιδαγωγικού κλίματος και της αναβάθμισης της παιδαγωγικής σχέσης.

Το δέρμα είναι το όργανο πρόσληψης των απτικών ερεθισμάτων (βλ. Σχεδ. 3-

δεν εμφανίζεται). Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε μέγεθος αισθητήριο όργανο που

περιβάλλει ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό λειτουργώντας σαν μια ασπίδα

προστασίας και ταυτόχρονα πρόσληψης περιβαλλοντικών-εξωσωματικών ερεθι-

σμάτων. Οι πολυπληθείς αισθητήρες του δέρματος προσλαμβάνουν ακόμη και τα πιο

ανεπαίσθητα ερεθίσματα (Montagu, 1971). Το άγγιγμα ή ακόμη περισσότερο το

τράβηγμα μιας τρίχας σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος κι αν αυτή βρίσκεται, το

φύσημα του αέρα ή της πνοής κάποιου επάνω στο δέρμα όπως, επίσης, η θερμότητα,

η υφή, το σχήμα, το μέγεθος και άλλες ιδιότητες κάποιου αντικειμένου γίνονται

απολύτως αντιληπτές από κάθε φυσιολογικό άνθρωπο χάρη στην αίσθηση της αφής

(Harris, et al., 1999). Μέσω του εκτεταμένου και πολύπλοκου νευρικού συστήματος

τα ερεθίσματα διαβιβάζονται αστραπιαία στον εγκέφαλο για επεξεργασία ώστε να

προκληθεί η κατάλληλη αντίδραση. Η αντίδραση μπορεί να συνίσταται είτε σε

αποφυγή είτε σε αποδοχή του απτικού ερεθίσματος. Ένα γονεϊκό ή φιλικό χάδι π.χ.

γίνονται συνήθως αποδεκτά με ευχαρίστηση ενώ αντίθετα το τρύπημα με μια σύριγγα

ή το παραμικρό κάψιμο κάνουν κάθε άνθρωπο να τα αποφεύγει παντοιοτρόπως.

Κάθε απτικό ερέθισμα περιλαμβάνει ένα σαφές μη λεκτικό μήνυμα το οποίο

γίνεται αντιληπτό και ερμηνεύεται με αντικειμενικά ή υποκειμενικά κριτήρια

ανάλογα είτε με την ευαισθησία στο ερέθισμα είτε με τον ψυχισμό κάθε ανθρώπου

(Lederman & Klatzky, 1987). Το αίσθημα του τσιμπήματος π.χ. δεν γίνεται κατά τον

ίδιο τρόπο αντιληπτό από όλους. Ούτε βέβαια ερμηνεύεται πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Page 5: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

5

Ένα δυνατό τσίμπημα (τσιμπιά) π.χ. στο χέρι ενός συνομιλητή μπορεί να υπονοεί

ενόχληση, εντολή προσωρινής παύσης, πρόκληση προσοχής, θυμό κ.ά. ενώ

αντίστοιχα ένα τσίμπημα στο μαγουλάκι ενός παχουλού νηπίου συνήθως εκφράζει

στοργικά συναισθήματα. Η πλήρης κατανόηση του συγκεκριμένου μη λεκτικού

σήματος που εκπέμφθηκε ως χειρονομία ή με κάποια άλλη μη λεκτική συμπεριφορά

απαιτεί τη γνώση ολόκληρου του επικοινωνιακού πλαισίου το οποίο διαμορφώνεται

από πλήθος επιμέρους μη λεκτικών εκφράσεων της συνολικής κινησιολογίας του

σώματος (βλ. Πουρκός, 2002). Τα απτικά ερεθίσματα που βιώνονται μέσω της

σωματικής επαφής και των εστιασμένων θετικών αγγιγμάτων εκλαμβάνονται ως

ευεργετικά επειδή σχετίζονται με πληθώρα σωματικών επιδράσεων όπως την ενίσχυ-

ση και βελτίωση του ανοσοποιητικού, του ενδοκρινολογικού, του αναπνευστικού, του

κυκλοφοριακού, του νευρικού και του μυοσκελετικού συστήματος (Field, 2001), τη

φυσιολογική ανάπτυξη του εγκεφάλου, γεγονός που συμβάλλει θετικά στη βελτίωση

της μαθησιακής ικανότητας και στην ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης

των παιδιών επιφέροντας ανάλογες βελτιώσεις των επικοινωνιακών τους δεξιοτήτων

(Montagu, 1995/Field et al., 1994), τη δημιουργία και μη λεκτική έκφραση ευχά-

ριστων ψυχοσυναισθηματικών καταστάσεων όπως π.χ. την εμπέδωση συναισθηματι-

κής ασφάλειας, την οικοδόμηση κλίματος αμοιβαίας αποδοχής, ενσυναίσθησης και

εμπιστοσύνης μεταξύ των αγγιζόμενων με παράλληλη αύξηση της κοινωνικής τους

επιρροής (Wellman, et al., 2000/Hall, 2001) και τέλος την ηπιότερη κοινωνική

συμπεριφορά του ατόμου που εμφανίζεται ως βελτίωση της προσαρμοστικότητας στο

οικογενειακό, στο εργασιακό και στο ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον (Anderson,

1995).

Όπως κάθε άλλη αίσθηση έτσι και η αφή εμφανίζει δυσλειτουργίες ή

διαταραχές, οι οποίες αναφέρονται στη συνέχεια (Watson Genna, 2001/ILTF, 2002).

1. Επαφική Διαταραχή (Attachment Disorder).

H Επαφική Διαταραχή εμφανίζεται κυρίως στα βρέφη. Ως συμπτώματά της

αναφέρονται τα ακόλουθα:

Αφύσικο κλάμα: πολύ αδύναμο ή πολύ έντονο κλάμα, κλάμα χωρίς δάκρυα

ή επίμονοι λυγμοί.

Εξαιρετική αντίδραση στο αγκάλιασμα: άκαμπτη στάση και έντονη

διαμαρτυρία, άρνηση της γονεϊκής αγκαλιάς και αγωνιώδης προσπάθεια

διαφυγής από αυτήν.

Αντίδραση στη βλεμματική επαφή: αποφυγή του γονεϊκού βλέμματος και

άρνηση της «πρόσωπο με πρόσωπο» επικοινωνιακής επαφής.

Μη ανταπόκριση στο χαμόγελο: παθητική αντιμετώπιση του χαμόγελου

των άλλων και άρνηση ανταλλαγής χαμόγελων ακόμη και με τους γονείς.

Αδιαφορία για παιχνίδι: αδιαφορία και μάλλον αποφυγή των παιχνι-

δισμάτων, των τρυφεροτήτων και των γαργαλημάτων και παθητικότητα στο

χιούμορ και στις γκριμάτσες.

Δυσκολίες στη φροντίδα: άρνηση της γονεϊκής φροντίδας, ακόμα και του

θηλασμού.

Εσωστρέφεια: άρνηση ανάπτυξης δεσμών με τους άλλους και αποφυγή

των μικροχαρών της καθημερινής ζωής.

Για την αντιμετώπιση της Επαφικής Διαταραχής συνίσταται η καλλιέργεια και

των πέντε αισθήσεων και η παροχή βιωμάτων μέσω αυτών με την ακόλουθη

ιεράρχηση σπουδαιότητας: αφή, όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση.

2. Διαταραχή της Ελλειμματικής Προσοχής (Attention Deficit Disorder).

Η Διαταραχή της Ελλειμματικής Προσοχής εμφανίζεται σε άτομα κάθε

ηλικίας και συνίσταται βασικά στην εμφάνιση υπέρμετρης αναισθησίας στο άγγιγμα.

Page 6: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

6

Τα αίτια που προκαλούν τη διαταραχή αυτή οφείλονται στην ελλιπή και ακατάλληλη

επεξεργασία των ερεθισμάτων από τον εγκέφαλο.

3. Διαταραχή της Απτικής Άμυνας (Tactile Defensiveness Disorder).

Η Διαταραχή της Απτικής Άμυνας μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα κάθε

ηλικίας. Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή παρουσιάζουν την τάση να αντιδρούν

αρνητικά στην αίσθηση του αγγίγματος και τινάζονται σαν ελατήρια καθώς

βρίσκονται σε κατάσταση εκνευρισμού, άγχους ή πανικού όταν αντιληφθούν ότι

κάποιος επιχειρεί να τα αγγίξει ή το έχει ήδη κάνει (Shapiro, 2002).

4. Διαταραχή της Ολοκληρωτικής Αισθητήριας Δυσλειτουργίας (Sensory

Integrative Dysfunction Disorder).

Η Διαταραχή της Ολοκληρωτικής Αισθητήριας Δυσλειτουργίας εμφανίζεται

συνήθως στα παιδιά τα οποία εξαιτίας της παρουσιάζουν ανησυχία, μειωμένη

ικανότητα ευστάθειας και υπερβολική ή υποτονική ευαισθησία στο άγγιγμα. Η

διαταραχή αυτή οφείλεται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος.

5. Σύνδρομο της Σωματοαισθητικής Στοργικής Αποστέρησης

(Somatosensory Affectional Deprivation–SAD Sydrome).

Το Σύνδρομο της Σωματοαισθητικής Στοργικής Αποστέρησης οδηγεί στην

ανάπτυξη αντικοινωνικών συμπεριφορών (Prescott, 1975). Η έντονη βίωση του

συνδρόμου αυτού που οφείλεται σε μακροχρόνια στέρηση στοργικής σωματικής επα-

φής, όπως π.χ. η γονεϊκή αγκαλιά ή το χάδι προσφιλών προσώπων ενδέχεται να

οδηγήσει ακόμη και στο θανατηφόρο φαινόμενο του ‘μαρασμού’.

Η αναφορά σε πρωταρχικά, όπως θεωρούνται φαινόμενα μη λεκτικής

επικοινωνίας, τα οποία είναι ταυτόχρονα και αλληλένδετα, όπως π.χ. το οσφρητικό με

το γευστικό και το θερμικό με το απτικό, εκτιμούμε πως κατέστησε εμφανή τη

αναγκαιότητα προσέγγισής τους στο πλαίσιο των σύγχρονων ερευνητικών

προσπαθειών και της αξιοποίησής τους σε ένα ευρύ φάσμα επιστημολογικών

εφαρμογών, ιδιαιτέρως σε τομείς φροντίδας και εξυπηρέτησης του ανθρώπου, όπως η

εκπαίδευση, η υγεία, η διοίκηση, η πολιτική, η επιχειρηματικότητα και γενικότερα σε

όσα επαγγέλματα και δραστηριότητες η γνώση βασικών στοιχείων επικοινωνίας ή

ακόμη περισσότερο, η ανάπτυξη επικοινωνιακών στρατηγικών αποτελεί θεμελιώδες

κριτήριο αποτελεσματικότητας. Από παιδαγωγικής σκοπιάς αν γίνεται σήμερα λόγος

για βιωματική πρόσκτηση της γνώσης τότε αυτή δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημη

με την αντίληψη μιας πολυαισθητηριακής διαδικασίας που προϋποθέτει την πλήρη

και φυσιολογική λειτουργία όλων των αισθήσεων και φυσικά των αντίστοιχων

αισθητηρίων οργάνων καθώς τα ερεθίσματα είτε ως βιώματα είτε ως πληροφορίες

που μετατρέπονται σε γνώσεις, προσκτώνται μέσω όλων των αισθήσεων. Όπως

παρουσιάστηκε στην εισήγηση αυτή κάθε αίσθηση σχετίζεται με λειτουργικές διατα-

ραχές, οι οποίες δυσχεραίνουν ή καθιστούν αδύνατη την πρόσληψη ερεθισμάτων που

αποτελούν κίνητρα παραγωγής γνώσης. Υπό αυτή τη σκοπιά θεώρησης, θα μπορούσε

να τεθεί ως καίριο το ζήτημα του αξιολογικού ελέγχου ικανότητας των αισθητηρίων

οργάνων των παιδιών που καλούνται να συμμετάσχουν στην παιδαγωγική διαδικασία

ώστε να διαπιστώνεται, τελικά, ο βαθμός της προσληπτικής τους ετοιμότητας. Από

όσο μπορεί να εκτιμηθεί, η θετική αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού σε συνδυασμό

με την ανάπτυξη μιας σειράς θεσμικών και πρακτικά υλοποιήσιμων ενεργειών μπορεί

να συνδράμει παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά υποστηρίζοντας την καταλυτική

συμβολή του σώματος στη μαθησιακή διαδικασία δια της πρόσκτησης της

πολυαισθητηριακά βιωματικής γνώσης.

Το σώμα διέθετε ανέκαθεν μια παιδαγωγική θεωρητική διάσταση. Άλλοτε

προβάλλεται και εξυψώνεται θεωρούμενο ως κορυφαίο μέσο έκφρασης, επικοινωνία

και δημιουργικότητας και άλλοτε υποτιμάται, υποφέρει και κακοποιείται βάναυσα. Σε

Page 7: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

7

κάθε περίπτωση, ωστόσο, το σώμα θεωρείται πάντα ως το κατεξοχήν μέσο μάθησης

δια του οποίου ή για το οποίο εμπεδώνονται βιωματικά οι γνώσεις και οι δεξιότητες.

Μολονότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες η παιδαγωγική εστίασε, κατά μείζονα λόγο,

το ενδιαφέρον της στην ψυχοσυναισθηματική και στην ψυχοκοινωνιολογική υπόστα-

ση του ανθρώπου, δεν παρέλειψε να επισημάνει τις αποκλίσεις κάθε μορφής αναφέ-

ροντάς τες άλλοτε ως ειδικές ανάγκες και άλλοτε ως ψυχοσωματικά σύνδρομα. Το

σώμα αποτελεί πύλη εισόδου και εξόδου καθώς μέσω των αισθήσεων εισέρχονται-

προσλαμβάνονται ποικίλα ερεθίσματα ζωτικής, ψυχοπνευματικής και επικοινωνιακής

σημασίας ενώ παράλληλα εξέρχονται-εκπέμπονται ανάλογα ερεθίσματα σε μια

διαρκή προσπάθεια επικοινωνίας, ψυχικής αποφόρτισης, έκφρασης και δημιουργικής

διάθεσης. Η εύρυθμη λειτουργία της πύλης αυτής διασφαλίζει προφανώς το ποιοτικό

επίπεδο της ζωής κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό ας μεριμνήσει ο καθένας, στο μέτρο των

δυνατοτήτων του, να προστατεύει και παράλληλα να διευρύνει την πύλη αυτή

βελτιώνοντας ποιοτικά τη ζωή του και εξασκώντας τη γλώσσα του σώματος.

Βιβλιογραφία

Ackerl, K., Atzmueller, M. & Grammer, K. (2002). The scent of fear. Neuroendocrinology

Letters, v. 23, pp.79-84.

Anderson, J.R. (1995). Cognitive Psychology and its implications, 4th ed., N.Y.: Freeman &

Co.

Bone, P.F. & Ellen, P.S. (1999). Scents in the marketplace: explaining a function of olfaction.

Journal of retailing, v. 75(2), pp.243-262. Crawford, D.C. & Sounder, E. (1995). Smell disorders=danger. RN, v. 58(11), pp. 40-44.

Doty, R.L. (2003). Handbook of olfaction and gustition. N.Y.: Marcel Dekker.

Eibl-Eibesfeldt, I. (1981). Aγάπη και μίσος: καταγωγή και εξέλιξη των βασικών σχημάτων

συμπεριφοράς στα ζώα και στον άνθρωπο. Aθήνα: Θυμάρι. Field, T. (2001). Touch. In Touch Research Institutes: The MIT Press.

Field, T., Harding, J., Soliday, B. & Lasko, D. (1994). Touching in infant, toddler, and

preschool nurseries. Early Child Development Care, v.98, pp.113-120. Gillyatt, P. (1997). Loss of smell: when the nose doesn’t know. Harvard Health Letter, v.22,

pp.6-8.

Hall, J.A. (2001). Status, gender, and the nonverbal behavior in candid and posed photographs: a study of conversations between university employees. Sex Roles: A

Journal of Research, v.1, pp.37-46.

Harris, J.A., Petersen, R.S. & Diamont, M.E. (1999). Distribution of tactile learning and its

neural basis. Psychology, v.96, pp.7587-7591, Proc..Natl. Acad. Sci. USA. Hartley, P. (1999). Interpersonal Communication. London & New York: Routledge.

Hatfield, R.W. (1994). Touch and human sexuality. In Bullough, V., Bullough, B. & Stein, A.

(Eds), Human Sexuality: An Encyclopedia, Garland Publishing, N.Y., pp.345-358. ILTF (International Loving Touch Foundation, Inc.), 2002, USA.

Kaitz, M., Good, A., Roken, A.M., Eidelman, A.I. (1987). Mothers learn to recognize the

smell of their own infant within 2 days. Developmental Psychobiology, v.20(6), pp.

587-591. Kinnamon, S.C. (2000). A plethora of taste receptors. Neuron, v. 25, pp.507-510.

Kratskin, I.L. & Belluzzi, O. (2003). Anatomy and neurochemistry of the olfactory bulb. In

“Handbook of olfaction and gustation” 2nd

ed., Ed. R.L. Doty, N.Y.: Merkel Dekker, pp. 139-164.

Lederman, S.J. & Klatzky, R.I. (1987). Hand movements: a window into haptic object

recognition. Cognitive Psychology, v. 19, pp. 342-368. Miles, C. & Jenkins, R. (2000). Regency and suffix effects with serial recall of odours.

Memory, v. 8(3), pp.195-206.

Montagu, A. (1971). Touching: The Human Significance of the Skin. London: Harper & Row.

Page 8: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

8

Montagu, A. (1995). Animadversions on the development of a theory of touch. In Touch in

early development. UK:Lawrence Erlbaum Associates. Morris, D. (1971). Intimate Behavior. Jonathan Cape Ltd.

Prescott, J.M. (1975). Body pleasure and the origins of violence. Bulletin of the Atomic

Scientists, v.11, pp.10-20.

Shapiro, M. A. (2002). Generalizability in communication research. Human Communication Research, v.28, pp.491-500.

Watson Genna, C. (2001). Tactile defensiveness and other sensory modulation difficulties.

LEAVEN, v. 37(3), pp.51-53. Wellman, H. M., Phillips, A. T. & Rodriguez, T. (2000). Young children understanding of

perception, desire and emotion. Child Development, v.71, n.4, pp. 895-912.

Βρεττός, Ι. Ε. (2003). Μη λεκτική συμπεριφορά εκπαιδευτικού–μαθητή: άσκηση με μικροδιδασκαλία. Αθήνα, Ατραπός.

Κοντάκος, Α. & Πολεμικός, Ν. (2000). Η μη λεκτική επικοινωνία στο νηπιαγωγείο. Αθήνα:

Ελληνικά Γράμματα.

Κοντάκος, Α. & Σταμάτης. Π.Ι. (2004). Η απτική συμπεριφορά των νηπιαγωγών: αντιλήψεις και πρακτικές στο πλαίσιο πραγμάτωσης της παιδαγωγικής μη λεκτικής τους

επικοινωνίας. Στα πρακτικά του 4ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Π.Ε.Ε. στην

Αλεξανδρούπολη. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη. Πουρκός, Μ. (2002). Ο πολιτισμός του σκεπτόμενου σώματος και ο ρόλος των χειρονομιών

στη σημειωτική-επικοινωνιακή διαδικασία: προς μια εναλλακτική ψυχοπαιδαγωγική

προσέγγιση. Στο Ν. Πολεμικός & Α. Κοντάκος (επιμ.), Μη λεκτική επικοινωνία. Σύγχρονες θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις στην Ελλάδα. Αθήνα: Ελληνικά

Γράμματα, 2002, σ. 87-137.

Σταμάτης, Π. Ι. (2005). Παιδαγωγική μη λεκτική επικοινωνία. Ο ρόλος της απτικής

συμπεριφοράς στην προσχολική και πρωτοσχολική εκπαίδευση. Αθήνα: Ατραπός