12
4

11068 to agori me ti valitsa.indd 4 3/11/16 8:53 πμ...– Θέλω κι εγώ ταξίδια. Κι εκείνος έλεγε: – Ο Σεβάχ δεν τα ήθελε τα ταξίδια

  • Upload
    others

  • View
    23

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

4

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 4 3/11/16 8:53 πμ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ.

Ο Σεβάχ ο θαλασσινός.Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο

και να ζήσει περιπέτειες. Και πάντα έλεγα στον πατέρα μου:– Θέλω κι εγώ ταξίδια.Κι εκείνος έλεγε:– Ο Σεβάχ δεν τα ήθελε τα ταξίδια. Έπρεπε, όμως. Είχε

χάσει όλα του τα λεφτά. Είχε χάσει και το σπίτι του.

5

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 5 3/11/16 8:53 πμ

6

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 6 3/11/16 8:53 πμ

7

Το σπίτι μαςΣτο σπίτι μας είχα το δικό μου δωμάτιο. Εκεί ήταν το κρε-βάτι μου, το χαλάκι μου και το παράθυρο που έβλεπε τα βουνά.

Και το ρολόι του παππού, που δούλευε ακόμη.Και μια κάρτα από τον αδερφό μου, που είχε πάει στο

Βερολίνο.Και μια ζωγραφιά της μικρής μου αδερφής. Όλους μάς

είχε φτιάξει. Τη μαμά, τον μπαμπά, εμένα και τον μεγάλο μου αδερφό. Δεν ήταν και πολύ πετυχημένη ζωγραφιά. Τον

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 7 3/11/16 8:53 πμ

8

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 8 3/11/16 8:53 πμ

εαυτό της τον είχε κάνει τόσο μεγάλο που σχεδόν έπιανε όλο το χαρτί.

Εγώ ποτέ δεν είχα φύγει από το σπίτι μας. Αλλά μια μέρα ήρθε τρέχοντας ο πατέρας και μου είπε:

– Φεύγουμε.– Φεύγουμε; ρώτησα. Γιατί; Πού πάμε;– Δεν ξέρω, θα δούμε.– Μα θα βρέξει. Βροντάει, δεν ακούς;– Αυτό δεν ήτανε βροντή.– Τότε τι ήτανε;– Μπόμπες. Κανόνια. Βάλε ό,τι χρειάζεσαι στη βαλίτσα.

Γρήγορα, πλησιάζουν.Έβαλα στη βαλίτσα κάτι ρούχα, το ρολόι του παππού,

την κάρτα του αδερφού μου και τη ζωγραφιά της αδερφής μου.

Τα φορτώσαμε όλα σε ένα κάρο. Βαλίτσες, κουβέρτες και τρεις κατσίκες.

Και φύγαμε βιαστικά.Φτάσαμε στο πέρασμα ανάμεσα στα δυο βουνά.– Μην κοιτάτε πίσω, είπε ο μπαμπάς.– Γιατί;– Να μην είναι αυτό το τελευταίο πράγμα που θα θυμό-

σαστε.Δεν κοιτάξαμε πίσω.

9

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 9 3/11/16 8:53 πμ

10

Μπροστά όμως είδαμε σπίτια χωρίς πόρτες και παρά-θυρα. Παιδιά που κλαίγανε. Ανθρώπους που έτρεχαν μέσα στη φωτιά και τον καπνό.

Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι.Δεν έμοιαζε καθόλου με του Σεβάχ.Και φτάσαμε σε ένα μέρος που το χτυπούσαν οι αέρη-

δες. Πολύ μεγάλο μέρος. Πόλη ολόκληρη.Χιλιάδες κόσμος. Άλλοι σε σκηνές. Άλλοι κοιμόντουσαν

χάμω σε κουβέρτες.Κοίταζες από δω: βουνά. Κοίταζες από κει: η έρημος.

Περνούσανε οι μέρες.Και όλοι περιμέναμε.

Το δεύτερο ταξίδι μου άρχισε κάπως έτσι:Μια μέρα ένας άνθρωπος μας ρώτησε:– Πού θέλετε να πάτε;– Στο Βερολίνο, είπε ο πατέρας. Ο μεγάλος μου γιος

είναι εκεί. Δείξε την κάρτα, Ναζ. Διάβασε τι μας γράφει.Έδειξα στον άνθρωπο την κάρτα και του διάβασα όσα

έγραφε απάνω.

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 10 3/11/16 8:53 πμ

13

Να με λοιπόν στην άλλη μεριά του κόσμου. Εδώ οι άν-θρωποι χαμογελούν. Όλα είναι τέλεια.

Έχω καλή δουλειά και μένω σε ωραίο διαμέρισμα.

– Πόσα έχετε; ρώτησε ο άνθρωπος.– Αυτά, είπε ο πατέρας και του έδειξε ένα μάτσο λεφτά.– Για όλους;– Για όλους.– Δε φτάνουν.– Ναζ, είπε τότε ο πατέρας, πήγαινε να μου φέρεις ένα

ποτήρι νερό.Κι όταν έφερα το νερό, μου είπε:– Τα κανονίσαμε. Θα πουλήσουμε τις κατσίκες. Περί-

μενε εδώ. Και όταν έρθει το λεωφορείο πιάσε τη βαλίτσα σου και ανέβα. Εμείς τώρα πάμε σε μια δουλειά.

Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Αλλά δεν κατάλαβα τί-ποτα.

Το λεωφορείο σταμάτησε λίγο πιο κει και ο οδηγός μού φώναξε:

– Άντε, μικρέ, ανέβα.Μπήκα μέσα και κάθισα δίπλα σε ένα κορίτσι.Ο οδηγός έβαλε μπρος να ξεκινήσει.

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 13 3/11/16 8:53 πμ

14

– Πού πας; του φώναξα. Πρέπει να περιμένουμε τους γονείς μου. Έχουν πληρώσει.

– Για σένα.– Για μένα;– Ναι. Μόνο για σένα.Το λεωφορείο είχε ξεκινήσει.Και τότε τους είδα.Τη μάνα και τον πατέρα μου να στέκονται στην άκρη

του δρόμου. Κουνούσαν τα χέρια τους και χαιρετούσαν. Η μάνα μου έκλαιγε.

Είχε πιάσει βροχή. Καθάρισα το τζάμι για να τους δω καλύτερα. Αλλά το λεωφορείο έστριψε στη γωνία και τους έχασα.

Αυτό ήταν. Είχα ξεκινήσει για το δεύτερο ταξίδι μου.Κι ήμουνα μόνος. Ολομόναχος.Έτσι όπως είχε βρεθεί και ο Σεβάχ. Ολομόναχος στην

ανοιχτή θάλασσα.Προσπάθησα να σκεφτώ ότι δεν ήταν αλήθεια. Και ότι

το λεωφορείο ήταν καράβι.– Πώς σε λένε; με ρώτησε το κορίτσι που καθόταν

δίπλα μου.– Πώς με λένε;– Ναι, βρε χαζό.– Σεβάχ. Με λένε Σεβάχ.

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 14 3/11/16 8:53 πμ

– Είσαι θαλασσινός, δηλαδή;– Δεν έχω δει ποτέ μου θάλασσα.– Εγώ έχω δει. Από το κότερο του μπαμπά μου.– Εγώ έρχομαι από τα βουνά.– Σεβάχ ο βουνίσιος, δηλαδή. Γι’ αυτό βρομάς προβα-

τίλα;– Κατσίκες είχαμε, όχι πρόβατα. Οι γονείς μου τις που-

λήσανε για να με στείλουν να κάνω την τύχη μου και να ζήσω περιπέτειες.

– Και τώρα πού πας;– Στο Βερολίνο. Έχω εκεί τον αδερφό μου.– Κι εγώ στο Βερολίνο πάω. Έχω έναν θείο μου εκεί.

Εμένα με λένε Κρίσια. Κι έτσι, το δεύτερο ταξίδι μου ήταν μ’ ένα παλιό λεω-

φορείο.Μέσα από μια ατέλειωτη έρημο.Τη νύχτα κοίταζα την έρημο μέσα από το τζάμι και μου

φαινόταν πως είναι θάλασσα.Κι ο Σεβάχ νόμιζε πως περπατούσε σε ένα νησί, όταν

η στεριά άρχισε να κουνιέται. Δεν ήτανε όμως νησί, ήτανε φάλαινα. Περπατούσε στην πλάτη μιας φάλαινας.

Μέρες και νύχτες πηγαίναμε με το λεωφορείο.

17

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 17 3/11/16 8:53 πμ

18

Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, ξανακοιμόμασταν, ξαναξυ-πνούσαμε.

Η Κρίσια καμιά φορά φώναζε στον ύπνο της. Μάλλον έβλεπε άσχημα όνειρα. Και τότε ξυπνούσε και μου έλεγε:

– Πες μου μια ιστορία.Κι εγώ της έλεγα για τα ταξίδια του Σεβάχ.Μια μέρα φτάσαμε κάπου και σταματήσαμε.– Τέρμα, είπε ο οδηγός. Εδώ κατεβαίνετε όλοι.– Φτάσαμε στο Βερολίνο; τον ρώτησα.– Ποιο Βερολίνο, παιδί μου, δε βλέπεις; Φτάσαμε στα

βουνά.– Και πώς θα πάμε στο Βερολίνο;– Δική σου δουλειά. Εμένα μέχρι εδώ με έχεις πλη-

ρώσει.Κοίταξα τα βουνά. Ήταν πανύψηλα και χιονισμένα.Η Κρίσια φώναξε ένα όνομα και ήρθε ένας βοσκός που

είπε ότι θα μπορούσε να μας δείξει τον δρόμο για να περά-σουμε τα βουνά.

– Φορέστε ό,τι ρούχα έχετε, μας είπε. Εκεί πάνω κάνει κρύο. Έχει και λύκους. Και στα σύνορα γυρνάνε στρατιώτες που κάνουν περιπολίες. Με αυτόματα.

– Εσείς όμως θα μας περάσετε, του είπα.– Λεφτά έχετε;– Ο μπαμπάς μου έχει πληρώσει.

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 18 3/11/16 8:53 πμ

21

– Εμένα όχι.– Έλα, καημένε Σεβάχ, είπε η Κρίσια. Πώς περίμενες

να περάσεις από τη μια μεριά του κόσμου στην άλλη; Με το μαγικό χαλί;

Έβγαλε κάτι λεφτά και τα έδωσε στον βοσκό.Εκείνος τα μέτρησε και είπε:– Δε φτάνουν και για τον αδερφό σου.– Δεν είναι αδερφός μου, είπε η Κρίσια. Αυτά έχω, δεν

έχω άλλα. – Τότε θα μείνει εδώ.– Λυπάμαι, Σεβάχ, είπε η Κρίσια.Και φύγανε με τον βοσκό.Τους κοίταζα να ανεβαίνουν στο βουνό καθώς έγερνε

ο ήλιος. Να σκαρφαλώνουν όλο και πιο ψηλά.Με κοιτάζανε μόνο κάτι πρόβατα. Δεκάρα δεν έδιναν.Και τότε σκέφτηκα: «Τι θα έκανε ο Σεβάχ;».Δε θα καθόταν έτσι.Άρχισα να ανεβαίνω κι εγώ.Κι αυτό ήταν το τρίτο μου ταξίδι.

11068_to_agori_me_ti_valitsa.indd 21 3/11/16 8:53 πμ