98
KOIΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ 14 [σε μία εποχή που όλο και περισσότερο γίνεται αναφορά στον πολίτη και τα δικαιώματα του σε μια εποχή που “ανακαλύπτεται”, από όλες τις πλευρές, η λογική της κοινωνίας πολιτών αξίζει να αρχίσουμε να βλέπουμε περί τίνος ακριβώς πρόκειται - και πού οδηγεί η συζήτηση] Πωλείται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία Στοιχεία Επικοινωνίας: Ένωση Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Αλεξάνδρου Σούτσου 18, Τ.Κ.106 71 Αθήνα Τηλ./ Fax: 210-3616254, 210-3612963 Site: www.koinoniapoliton.gr www.paremvassi.gr e-mail: [email protected] Κεντρική Διάθεση: Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ, Νικηταρά 2, 10678 Αθήνα Τηλ.: 210-3838020, 210-3822496, Fax: 210-3809150 e-mail: [email protected] ISSN 1791-7220 Τιμή € 5,00 14 KOIΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

  • Upload
    -

  • View
    867

  • Download
    7

Embed Size (px)

DESCRIPTION

"Σε μια εποχή που όλο και περισσότερο γίνεται αναφορά στον πολίτη και τα δικαιώματά του σε μια εποχή που ανακαλύπτεται, από όλες τις πλευρές, η λογική της κοινωνίας πολιτών αξίζει να αρχίσουμε να βλέπουμε περί τίνος ακριβώς πρόκειται- και που οδηγεί αυτή η συζήτηση"

Citation preview

Page 1: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

KOIΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ

14

[σε μία εποχή που όλο και περισσότερο γίνεται αναφορά στον πολίτη και τα δικαιώματα του σε μια εποχή που “ανακαλύπτεται”, από όλες τις πλευρές, η λογική της κοινωνίας πολιτών αξίζει να αρχίσουμε να βλέπουμε περί τίνος ακριβώς πρόκειται - και πού οδηγεί η συζήτηση]

Πωλείται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία

Στοιχεία Επικοινωνίας: Ένωση Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Αλεξάνδρου Σούτσου 18, Τ.Κ.106 71 Αθήνα Τηλ./ Fax: 210-3616254, 210-3612963 Site: www.koinoniapoliton.gr www.paremvassi.gr e-mail: [email protected]

Κεντρική Διάθεση: Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ, Νικηταρά 2, 10678 Αθήνα Τηλ.: 210-3838020, 210-3822496, Fax: 210-3809150 e-mail: [email protected]

ISSN 1791-7220Τιμή € 5,00

14

KO

IΝΩ

ΝΙΑ

ΠΟ

ΛΙΤ

ΩΝ

Page 2: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Πρόεδρος Νίκος Μουζέλης

Διευθυντής Περικλής Βασιλόπουλος

Γενικός συντονιστής έκδοσης Βασίλης Μαγκλάρας

Σύμβουλοι έκδοσης Αντώνης Δ. Παπαγιαννίδης Νίτα Κυριακοπούλου

Το σχεδιασμό του τεύχους προσέφερε η Οmikron Adv

Συντακτική Επιτροπή

Περικλής ΒασιλόπουλοςΘάνος ΒερέμηςΧρήστος Διαμαντόπουλος Πάνος ΚαζάκοςΣωκράτης ΚονιόρδοςΣτέλλα ΛαδήΠωλίνα ΛάμψαBασίλης ΜαγκλάραςΑντώνης ΜακρυδημήτρηςΝίκος ΜουζέληςΓιώργος ΠαγουλάτοςΑ.Δ. ΠαπαγιαννίδηςΣπήλιος ΠαπασπηλιόπουλοςΔημήτρης ΣωτηρόπουλοςΛουκάς Τσούκαλης

Την έκδοση και διανομή του τεύχους προσέφεραν οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ

Υπεύθυνοι επικοινωνίας Μαρία-Μαρίνα Κυριακοπούλου

Διαδίκτυο Χρήστος Φασλής

Εταιρική κοινωνική ευθύνη Αγγέλα Μυλωνά

Την έκδοση αυτή στήριξαν οι: - COCA-COLA ΤΡΙΑ ΕΨΙΛΟΝ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ - ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Α.Ε. - NESTLÉ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ

14ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2008-2009

Μια έκδοση της ΕΝΩΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Συνδρομές: Ετήσια ιδιωτών 35€, Νομικών προσώπων 75€Πληροφορίες: ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Αλ. Σούτσου 18, 10671 Κολωνάκι, Αθήνα,

Τηλ/Fαχ: 210 3616254 - Τηλ. 210 3612963Ηλεκτρονική διεύθυνση: [email protected] Ιστοσελίδα www.koinoniapoliton.gr

Κεντρική διάθεση: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ Νικηταρά 2, 10678 Αθήνα, Τηλ: 210 3838020 - Fax: 210 3809150

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΧΟΡΗΓΩΝ 2000-2008Εκδόσεις Παπαζήση, Αφοι Βασιλόπουλοι Α.Ε.:Βιομηχανία και Εμπορία Ξυλείας, Γιάννης Σταυρινίδης Λογιστικό Φοροτεχνικό Γραφείο,

Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Εθνική Τράπεζα, Εμπορική Τράπεζα, Coca-Cola Τρία Έψιλον, Μυτιληναίος Α.Ε., Nestlé, DIAGEO, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς, Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, Clinilab, Allianz, Αλουμίνιον της Ελλάδος, Φλωρίκα

Κυριακοπούλου, Ιωάννα Νικολαρεϊζη, Λίνα Βασιλοπούλου, Αριέττα Παντελάκη, Αμαλία Τόγια, Γιάννης Αναστασόπουλος, Γιώργος Τσαρτσιανίδης, Δόμνα Μιράσγεζη - Νότης Μπερνίτσας, Νικόλ και Οδυσσέας Κυριακόπουλος, Μαρίλυ Φραγκίστα.

Page 3: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14
Page 4: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14
Page 5: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η θεαματική εκλογή του Μπα-ράκ Ομπάμα ως 44ου Προέ-

δρου των ΗΠΑ άνοιξε μια νέα σε-λίδα σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρώ-τον, σε συμβολικό επίπεδο, πολύ περισσότερο από την εκλογή του Τζων Κέννεντυ το 1960 ο Μπαράκ Ομπάμα ενέπνευσε σε εκατοντά-δες εκατομμύρια σε ολόκληρο τον πλανήτη την αισιόδοξη οπτική των «μπορών» σε ατομικό και συλλο-γικό επίπεδο. Δεύτερον, σε πολιτι-κό επίπεδο, εκφράζει μια πολύ πιο ευέλικτη αντίληξη στην χρήση της εξουσίας της πρώτης υπερδύνα-μης. Άνοιγμα στην πολυπολικότητα και αποδοχή μιας πιο συνεναιτικής αντίληψης στην διαχείριση των πα-γκόσμιψν υποθέσεων, πολέμιος του ακραίου οικονομικού νεοφιλε-λευθερισμού και εκφραστής μιας κοινωνικής διαχείρισης της αγοράς και τέλος απίστευτα πιο «φιλοευρω-παίος» σχετικά με τον απερχόμενο Πρόεδρο. Η ομιλία του στο Βερο-λίνο το προηγούμενο καλοκαίρι το αποδυκνείει. Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι τα παραπάνω χαρα-κττηριστικά του νέου Προέδρου των ΗΠΑ έρχονται ακριβ΄ψς την κατάλ-ληλη στιγμή, λίγο πριν την ύστατη

ώρα όπου οι τρεις αλληλοσυμπλη-ρούμενες κρίσεις (χρηματοπιστωτι-κή, κλιματική αλλαγή, ενεργειακή) τείνουν να πάρουν καταστροφική μορφή σε πλανητικό επίπεδο. Και τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ομόρ-ροπα με μια βιώσιμη έξοδο από την κρίση. Συναίνεση και συνεννόηση στα βασικά είναι η κρίσιμη έννοια. Συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο ανάμεσα στις Κυβερνήσεις, τις Κε-ντρικές Τράπεζες και τους Διεθνείς Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς για την αποτροπή της κατάρρευσης αλλά και για μια νέα παγκόσμια ρύθ-μιση του τραπεζικού και χρηματι-στηριακού συστήματος προς όφελος όχι μόνον της οικονομίας και των καταθετών αλλά προς όφελος μιας Βιώσιμης Ανάπτυξης με μείωση των ανισοτήτων. Συναίνεση σε ευ-ρωπαϊκό επίπεδο για την ανάπτυξη μιας υγιούς εσωτερικής αγοράς και την προστασία των καταθέσεων όχι όμως εις βάρος του πρωτοποριακού σχεδίου για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών ούτε εις βάρος της κοινωνικής Ευρώπης. Συναίνε-ση τέλος, σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της

κρίσης αλλά και την ανάδειξη ενός νέου μοντέλου καινοτομικής ανά-πτυξης της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας της Γνώσης. Συναίνε-ση αλλά και Διαφάνεια, Εμπιστο-σύνη, Αξιολόγηση και Αξιοπιστία. Όλες αυτές οι κρίσιμες έννοιες που αναδεικνύονται από την κρίση έχουν προταθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια από την Διεθνή Κοινωνία Πολιτών και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώ-σεις (ΜΚΟ) ως βασικά συστατικά στην λειτουργία των σύγχρονων πο-λύπλοκων κοινωνιών. Κυβερνήσεις κάθε μορφής ωθούμενες από βρα-χυπρόθεσμα κομματικά συμφέροντα και σε στενή συνεργασία με τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου καταπά-τησαν κατά συρροή αυτές τις αρχές ανοίγοντας τον δρόμο στην κρίση. Επιχειρήσεις κάθε μορφής ωθού-μενες από το στενό κριτήριο του κέρδους έκαναν το ίδιο. Το σύστημα της επιχειρηματικής ηθικής και της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης αποτελεί πλέον ελάχιστη προϋπόθε-ση για την βιώσιμη λειτουργία του επιχειρηματικού καπιταλισμού αλλά και των επιχειρήσεων κάθε μορφής. Δεν χρειαζόμαστε απλά μια νέα, στιβαρή ρύθμιση των αγορών, χρει-

Συναίνεση στα βασικά μπροστά στην κρίση. Η εκλογή Ομπάμα.

Κοινωνία Πολιτών

ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΖΕΛΗΣ - ΠΡΟΕΔΡΟΣΠΕΡΙΚΛΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ - Α/ΔΡΟΣ -ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Page 6: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

αζόμαστε επίσης, μια ριζική αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου. Ένα ειδικό αφιέρωμα στο παρόν τεύχος του περιοδικού ασχολείται με αυτό το ζήτημα.

Η Ευρώπη μπορεί να χαράξει την διέξοδο

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έδειξε λοιπόν, για μια ακόμη φορά, την αδυναμία του νεο-φιλελεύθερου λόγου να εξηγήσει και να δώσει λύσεις στα προβλήματα του καπι-ταλισμού σήμερα. Όταν ο άκρως νεοφιλελεύθερος Πρόεδρος των ΗΠΑ επεμβαίνει στην αγορά για να σώσει τις δύο μεγαλύτερες επεν-δυτικές τράπεζες της χώρας και όταν προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει το Κογκρέσο να εγκρίνει το μυθικό ποσό των 700 δισ. δολαρίων για να σταθεροποιήσει την κλονιζόμενη οι-κονομία γίνεται όλο και πιο φανερό πως χρειάζονται πολύ πιο παρεμβα-τικοί τρόποι ελέγχου και της αμερι-κανικής αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, χρειάζονται δηλαδή όχι νεοφιλελεύθερου αλλά σοσιαλδη-μοκρατικού τύπου παρεμβατικοί μηχανισμοί που θα στοχεύουν και στην αποφυγή παρόμοιων κρίσεων και στην δικαιότερη κατανομή του παγκόσμιου πλούτου. Χρειάζεται μ’ άλλα λόγια ένα παγκόσμιο New Deal παρόμοιο μ’ αυτό που εφάρ-μοσε ο Πρόεδρος Ρούζβελτ μετά την μεγάλη κρίση του 1929. Αν οι ΗΠΑ παρ’ όλη την εκλογή Ομπά-μα δεν είναι διατεθειμένες (για δι-

άφορους λόγους) ν’ αλλάξουν την δομή του άναρχου καπιταλισμού που κυριαρχεί σήμερα σ’ όλο τον κό-σμο, η αλλαγή μπορεί να έρθει από τις αναδυόμενες οικονομίες της Κί-νας, της Ινδίας, της Ρωσίας και της Βραζιλίας. Αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει αβέβαιο και μακρινό. Είναι επείγον σ’ αυτό τον χώρο η ΕΕ να παίξει άμε-σα έναν καθοριστικό ρόλο. Η βασική προυπόθεση όμως για να το κάνει αυτό, η προϋπόθεση δηλαδή για να έχει ένα βαρύνοντα λόγο στην μελ-λοντική αναδιάρθρωση της παγκό-σμιας οικονομίας είναι η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης. Όσο αυτό δεν επιτυγχάνεται, όσο η Ευρώπη παραμένει απλά μια μεγάλη αγορά, τόσο θα ετεροπροσδιορίζεται, τόσο οι αποφάσεις στην παγκόσμια αρένα θα λαμβάνονται από άλλους. Πολ-λά από τα άρθρα αυτού του τεύχους ασχολούνται ακριβώς με το πρόβλη-μα της πολιτικής ενοποίησης –με τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν για να καταστεί η Ευρώπη ένας από τους σοβαρούς παίκτες της παγκό-σμιας οικονομικής και γεωπολιτικής σκακιέρας.

Συναίνεση στα βασικά, ιδίως στην Ελλάδα

Περνώντας τώρα από το παγκό-σμιο οικονομικό σύστημα και την Ευρώπη στα καθ’ ημάς, εδώ την οικονομική κρίση επισκιάζουν τα διαδοχικά σκάνδαλα που αντιμε-τωπίζονται και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση κατά ad

hoc ή/και κατά ηθικολογικό τρόπο. Έτσι, οι πραγματικές, δομικές αιτίες της παθολογίας του πολιτικού συ-στήματος αγνοούνται. Όπως έχουμε πολλές φορές τονίσει από τις στήλες του περιοδικού, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του πολιτικού μαύρου χρήματος, της γενικευμένης διαφθο-ράς και της πελατειακής νοοτροπίας προϋποθέτει την πάταξη της κομμα-τικοκρατίας, την αποδυνάμωση της τάσης των κομμάτων να διεισδύουν και να καταργούν τις αυτόνομες λο-γικές και αξίες όλων των άλλων θεσμικών χωρών –από τα επαγγέλ-ματα μέχρι το πανεπιστήμιο και τον αθλητισμό. Η άμβλυνση της κομμα-τικοκρατίας προϋποθέτει βέβαια την διακομματική συναίνεση στην δημι-ουργία αυτόνομων (από την κυβέρ-νηση και τα κόμματα) Ανεξάρτητων Αρχών που θα ελέγχουν συστημα-τικά τα φαινόμενα της αδιαφάνειας και της διαφθοράς –όπως αυτά των ομολόγων και του Βατοπεδίου. Δυ-στυχώς όμως η πολιτική μας κουλ-τούρα είναι λιγότερο συναινετική και περισσότερο συγκρουσιακή. Είναι ακριβώς η έλλειψη συναίνεσης στα βασικά σε συνδυασμό με την κομ-ματικοκρατία που έχει οδηγήσει στο σημερινό αδιέξοδο. Ένα αδιέ-ξοδο που θα αναπαράγεται κυκλικά κάθε φορά που τελειώνει ο γνωστός «οκταετής εκλογικός κύκλος» που έχει καθιερωθεί στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό. Το σκηνικό αυτό βέβαια προσέφερε για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας σταθερές

4 - Κοινωνία Πολιτών

Page 7: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

συνθήκες δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία, μια ποσοτική μεγέ-θυνση που μας σταθεροποίησε στην 24η θέση της παγκόσμιας κατάταξης για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του ΟΗΕ κοντά στον κεντρικό πυρή-να της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοήθησε στην ωρίμανση και την αυτοπεποίθηση της ελληνικής κοι-νωνίας. Δεν είναι λίγο ούτε όμως και αρκετό για να μπορεί η χώρα να αντιμετωπίσει ευέλικτα τις μεγάλες και μικρές κρίσεις που όλο και πιο συχνά εμφανίζονται. Γενικές εναλ-λακτικές λύσεις προς το παρόν δεν βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Αλλά ουσιώδεις διαρρυθμίσεις του σκηνικού είναι όχι μόνο εφικτές αλλά και επείγουσες. Γι’ αυτό και η συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις με συναίνεση στα βασικά είναι κε-

ντρικής σημασίας. Ποιος όμως θα τις προωθήσει ουσιαστικά όταν τα κόμματα δεν συζητούν επί της ου-σίας και διαιωνίζουν –την βαρετή πλέον- τεχνητή συγκρουσιακότητα για εκλογικούς λόγους; Μόνον όσοι εξ’ υποθέσεως διατηρούν σταθερή απόσταση ασφαλείας από την άμεση διαχείριση της εξουσίας. Τμήματα των κοινωνικών εταίρων, δεξαμενές σκέψης εντός και εκτός ΑΕΙ, και κυ-ρίως οι ΜΚΟ της Κοινωνίας Πολι-τών. Οι ΜΚΟ που δεν διεκδικούν την εξουσία αλλά την σχολιάζουν δι-εκδικώντας ένα δημόσιο λόγο με συ-νέπειες, προτείνουν ιδέες και λύσεις για την ενδυνάμωση του πολίτη και την Βιώσιμη Ανάπτυξη. Είναι έτσι οι πιο πιθανοί αμερόληπτοι υπο-ψήφιοι για τον ρόλο του Οργανωτή και Διαμεσολαβητή στην ανάπτυξη

του Δημόσιου Διαλόγου για τις με-ταρρυθμίσεις. Κανονικά τα πολιτικά κόμματα στη βάση των δικών τους μακροπρόθεσμων συμφερόντων θα έπρεπε να είχαν υιοθετήσει αυτή την οπτική και να την είχαν υποστηρίξει. Δεν το έχουν κάνει, τουλάχιστον όχι ακόμη. Όποιος βάσιμα το επιχει-ρήσει, θα κερδίσει στην στροφή την επόμενη δεκαετία. Πάντως, ποιοτι-κή Διακυβέρνηση της χώρας χωρίς την συμμετοχή και συναίνεση των κοινωνικών εταίρων και της Κοινω-νίας Πολιτών δεν μπορεί πλέον να συμβεί. Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι η παγκόσμια κρίση εκτός από τις επι-κίνδυνες αναταράξεις θα ανοίξει τα μάτια όλων μας για μια διαφορετική θέαση των προβλημάτων αλλά και των προκλήσεων της χώρας.

5Κοινωνία Πολιτών -

Page 8: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Α] Δημόσιος Διάλογος παντού,ιδίως στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας

1. Η έλλειψη συστηματικού, οργανω-μένου Διαλόγου για ζητήματα Πανε θνικής σημασίας ιδίως διαμέ-σου της ραδιοτηλεόρασης αποτελεί την κε ντρική αδυναμία του Δημό-σιου Χώ ρου στην Ελλάδα. Γι' αυτό προτεί νουμε το αυτονόητο για όλες τις άλ λες ευρωπαϊκές χώρες. - Την θέσπιση στην Δημόσια Τηλεό ραση μιας ωριαίας, καθημερινής, βρα-δινής ζώνης με εναλλασσόμενους δημοσιογράφους-παρουσιαστές που θα διασφαλίσουν την ισότιμη συμμε τοχή όχι μόνο των πολιτικών κομμά των αλλά και των ΜΚΟ της κοινω νίας πολιτών και μελών της επιστη μονικής κοινότητας. Απο-κλειστική αποστολή της ζώνης - στην Αναλογική ή την Ψηφιακή τηλεό-ραση -θα είναι η ανάπτυξη του Πα-νεθνικού Δη μόσιου Διαλόγου. Θα πρόκειται για ένα ορ γανωμένο στη βάση αρχών και ειδικών εγ γυήσεων ανοικτό «Τη λεοπτικό Κοινοβού λιο» με υποστήριξη από την ΕΡΤ και την Βουλή των Ελλήνων. Οι ιδιωτικές τηλεορά σεις θα πρέπει να έχουν το λιγότερο μια αντίστοιχη εβδομα-διαία, ωριαία εκπομπή στη ριγμένη στις ίδιες αρχές.- Καθιέρωση και εφαρμογή συστη-

ματικής προβολής κοινωνικών μηνυ μάτων εκ μέρους των ΜΚΟ και από τα ιδιωτικά κανάλια μέσα από τις επίσημες άδειες παραχώρη-σης που θα εγκριθούν από το ΕΣΡ.- Ανάγκη δημιουργίας μιας Τηλεόρα σης των Πολιτών ως τρί-του τομέα δί πλα από την ιδιωτική και δημόσια Ρα διοτηλεόραση σε στενή συνεργασία με το Κανάλι της Βουλής και την ΕΡΤ.

Β] Συνταγματική Κατοχύρωση Κοινωνίας

Πολιτών2. Στην υπό εξέλιξη Αναθεώρη-ση να συμπληρωθεί το ά.29 του Συντάγμα τος περί κομμάτων με ειδι-κή παράγραφο που θα αναγνωρίζει τον ρόλο της Κοινωνίας Πολιτών και των ΜΚΟ στην ανάπτυξη της συμμετοχής και της Δημοκρατίας, όπως αυτή αναφέρεται και στο ά.46 του υπό συζήτηση Ευρω παϊκού Συ-ντάγματος.

Γ] Κοινωνία Πολιτών και Βουλή των Ελλήνων:

Δημόσιος Διάλογος παντού

3. Μια νέα στενή σχέση ΜΚΟ - Κοι νοβουλίου είναι καθοριστική για τη σωστή λειτουργία του πολιτικού συ στήματος και το άνοιγμα προς τον

πολίτη. Γι' αυτό προτείνουμε: α) την δυνατότητα Ακρόασης εκπρο-σώπων ΜΚΟ σε θέματα της δράσης τους (Περιβάλλοντος, Δικαιωμάτων του Πολίτη, Ισότητας κλπ.) σε όλεςτις Επιτροπές της Βου λής. Χρησιμο-ποίηση του Διαδικτύου για την συ-νεχή επαφή πολιτών με βουλευτές. β) την γενίκευση του θεσμού της Δημόσιας Διαβούλευσης για όλα τα συζητούμενα Νομο σχέδια και της δυνατό τητας των πολιτών να συμμε-τέχουν σε αυτές, κυρίως μέσω του Δια δικτύου. γ) την προώθηση του τηλεοπτικού Καναλιού της Βουλής ως πρότυπου κυττάρου στήριξης μιας Τηλεόρασης τον Πολίτη, όπως αυτό που έχει ήδη αρχίσει να προωθείται σε άλλες ευ-ρωπαϊκές χώρες (Σκαν διναβικές, Γαλλία κλπ.). δ) την συγκρότηση νέας, ειδικής Επι τροπής της Βουλής για τον έλεγχο της δράσης των Ανεξάρτητων Διοικητι κών Αρχών ή, αν αυτό δεν είναι δυνα τό, την ενδυνάμωση της υπάρχουσας Επιτροπής Διαφάνειας και Θεσμών.

Δ] Πρόσβαση ΜΚΟ στη Δημόσια Διοίκηση

4. Υιοθέτηση μέτρων ώστε οι ΜΚΟ, που αποτελούν την Κοινωνία Πολι-τών μαζί με τους κοινωνικούς εταί-

ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΔωδεκάλογος θέσεων της Κοινωνίας Πολιτών

προς υιοθέτηση από τα πολιτικά κόμματα και την κυβέρνηση

Δημόσιος Διάλογος παντού και Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές

Page 9: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ρους, να έχουν ελεύθερη και τακτική πρόσβαση στα όργανα του κράτους. Δέσμευση κάθε Υπουργού ή κάθε Προϊ σταμένου Αρχής του ευρύ-τερου δημόσιου τομέα ότι θα διαθέ-τει 4 ώρες κάθε μήνα συνολικά σε υποχρε ωτικές εκ μέρους του ακρο-άσεις εκπροσώπων των ΜΚΟ στα θεματικά πεδία δράσης του και ότι ανά τρί μηνο σε ειδικό δελτίο θα δη-μοσιεύονται τα θέματα που τέθηκαν κατά τις εν λόγω ακροάσεις, οι απα-ντήσεις που δό θηκαν και οι ενέργει-ες που λήφθη καν από τον αντίστοιχο κρατικό φο ρέα.5. Κατάργηση των απαράδεκτων δι-καστικών προνομίων του Δημοσίου και απαρέγκλιτη εφαρμογή των τελε-σίδικων δικαστικών αποφάσεων.6. Ενίσχυση της εξυπηρέτησης των πολιτών μέσα από την γρήγορη εφαρμογή της «Ηλεκτρονικής Κυ-βέρνησης» (e-ΚΕΠ, ΤΑΧΙSnet, ΙΚΑ κλπ.) και υποστήριξη πρωτο-βουλιών ΜΚΟ και ΟΤΑ στον το-μέα της ηλε κτρονικής συμμετοχής και Δημοκρα τίας διαμέσου του Δι-αδικτύου (e-democracy)

Ε] Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές

7. Αύξηση του κύρους και της αυτο νομίας των Ανεξάρτητων Διοικητι κών Αρχών που είναι ήδη συνταγμα τικά κατοχυρωμένες (Συ-νήγορος του Πολίτη, Εθνικό Συμ-βούλιο Ραδιοτη λεόρασης, ΑΣΕΠ, Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Αρχή Απορρήτου Επι-κοινωνιών) και ειδι κή συνταγματική κατοχύρωση της Εθνικής Επιτρο-πής Τηλεπικοινω νιών και Ταχυ-δρομείων (ΕΕΤΤ), της Επιτροπής

Ανταγωνισμού και της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ).- Ίδρυση και λειτουργία ΑΔΑ για την Δημόσια Διοίκηση, όπως επί-σης ΑΔΑ για τα Δημόσια Έργα/ Συμβά σεις και μιας άλλης για το Πολιτικό Χρήμα και τον έλεγχο του «Πόθεν 'Εσχες».- την συγκρότηση νέας, ειδικής Επι-τροπής της Βουλής για τον έλεγ-χο της δράσης των Ανεξάρτητων Διοικητι κών Αρχών ή, αν αυτό δεν είναι δυνα τό, την ενδυνάμωση της υπάρχουσας Επιτροπής Διαφάνειας και Θεσμών.8. Δημιουργία μακροχρόνιου σχε διασμού στο χώρο της παιδείας καιτης υγείας, σχεδιασμού που να ξε περνά το «κομματικό φουτμπόλ».

ΣΤ] Φορολογική ενίσχυση ΜΚΟ

9. Υιοθέτηση φορολογικών μέτρωνγια την ενίσχυση των Μη Κυβερνητι-κών Οργανώσεων (π.χ. κατάργησηφόρου περί δωρεών / χορηγιών στιςπιστοποιημένες ΜΚΟ).

Ζ] Εθνική Επιτροπή για τις ΜΚΟ

10. Δημιουργία μιας Εθνικής Επιτρο πής για τις ΜΚΟ που θα αναλάβει τον συντονισμό καταγρα-φής Μητρώου και θα μελετήσει τις αναγκαίες φορολογικές και νομοθε-τικές προσαρμογές αλλά και την δι-αφανή προκήρυξη έργων κοινωφε-λούς χαρακτήρα για υλοποίη ση από τις πιστοποιημένες ΜΚΟ.11. Ίδρυση ενός «Συμβουλευτικού Κοινοβουλίου Πολιτών» με την μορφή διαδικτυακοΰ φόρουμ που μαζί με το «Τηλεοπτικό Κοινωβου-

λιο» που προτείνουμε επίσης θα αποτελέσουν δυο κρίσιμους συμ-βουλευτικούς μηχανισμούς διάχυ-σης του Δημοσίου Διαλό γου από τα κάτω. Ανανέωση της υπάρ χουσας εθνικής Οικονομικής και Κοινω-νικής Επιτροπής των κοινωνικών εταίρων με την συμμετοχή των ΜΚΟ.12. Υποστήριξη του τρίτου Τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας που περι-λαμβάνει εκτός από τις ΜΚΟ και τα κοινω φελή ιδρύματα πολλαπλές οντότητες συνεταιριστικού, αλλη-λοβοηθητικού χαρα κτήρα αλλά και ερευνητι κούς οργανισμούς υψηλής γνωσιακής αξίας με μη κερδοσκοπι-κό σκοπό. Πρόβλε ψη για την διαρ-κή με ανοι χτές διαδικασίες ανάθεση -συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μη -έργων με στόχο την αύξηση της απασχό-λησης και της κοινωνικής εργα σίας προς υλοποίηση από φορείς του Τρίτου τομέα. Η ανάθεση έργων όπως και η διεκπεραίωση κοινωφε-λών προ γραμμάτων με συνεχή αξιο-λόγηση του παραγόμενου έργου, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυ-τίζεται με τη συστηματική επιδότηση χωρίς διαφα νή κριτήρια που μπορεί να οδηγήσει στην εξάρτηση από το κράτος.

Εάν τα πολιτικά κόμματα εξου-σίας σοβαρολογούν για την Κοινω-νία Πολιτών πρέπει να αυτοπεριορί-σουν το μονοπώλιο πρόσβασης τους στα ΜΜΕ και κυρίως το μονοπώλιο εκπόνησης της πολιτικής τους για τα προβλήματα της χώρας.

7Κοινωνία Πολιτών -

Page 10: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η Ένωση Πολιτών για την Παρέμβαση είναι, όπως γνωρί ζετε, μία από τις μακροβιότερες και πιο έγκυρες ανεξάρτη τες μη κυβερνητικές μη κερδοσκοπικές οργα-νώσεις στην χώρα και κλείνει φέτος 14 χρόνια δράσης. Η συμμετοχή και η δραστηριοποίηση σε αυτήν είναι εθελο-ντική και για την δράση τους αυτή τα μέλη της δεν λαμ-βάνουν αμοιβή. Αντιθέτως συνεισφέρουν σε προσωπικό χρόνο ενέργεια και πόρους.

Στο διάστημα αυτό, προκειμένου να καλυφθούν τα στοιχειώδη έξοδα λειτουργίας της, στηρίχθηκε οικονομικά στις συνδρομές των μελών της, στις δωρεές μελών, φίλων και υποστηρικτών της καθώς και στα έσοδα από τις διαφη-μίσεις που δημοσιεύονται στο περιοδικό της ΚΟΙΝΩ-ΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ και τις συνδρομές του e-Neawsletter.

Με αφορμή την συνεχή επέκταση των δραστηριοτή-των μας στο Διαδίκτυο και το ηλεκτρονικό e-Neawsletter. - εθε λοντική και αυτή συνεισφορά ομάδας μελών της ΠΑ-ΡΕΜΒΑΣΗΣ - θα θέλαμε να σας καλέσουμε, εφόσον το επιθυμείτε, να συνεισφέρετε στην προσπάθεια αυτή, επιλέ-γοντας μία από τις παρακάτω δυνατότητες:

1. Ετήσια συνδρομή στο περιοδικό και στο εβδομαδιαίο e-Neawsletter: 35 ευρώ.2. Ετήσια συνδρομή μέλους που περιλαμβάνει συνδρομή στο περιοδικό και στο εβδομαδιαίο θ-ηθ\ν$1θΐΐθΓ : 75 ευ-ρώ.3. Ετήσια συνδρομή υποστήριξης που περιλαμβάνει επί-σης την συνδρομή στο περιοδικό και στο εβδομαδιαίο e-Neawsletter: 100 ευρώ.4. Δωρεά: Χορηγού 500 ευρώ - Διακεκριμένου Χορηγού πάνω από 1500 ευρώ.

Για τον σκοπό αυτό μπορείτε να έρθετε σε επαφή μαζί μας μέσω e-mail στο [email protected] ή τηλε φωνικά στο 210-3616254.

Σημειώστε και τους αριθμούς των τραπεζικών λογαρια-σμών:ΕΜΠΟΡΙΚΗ: 52063761 ΑLPHA: 115-00-2002-017323 Σημείωση: Ειδοποιήστε μας τηλεφωνικά για την κατάθεση.

Μέλη Διοικητικού ΣυμβουλίουΝίκος Μουζέλης Πρόεδρος

Περικλής Βασιλόπουλος Α/πρόεδρος Νίτα Κυριακοπούλου Γ. Γραμματέας

Βίκτωρ Παπαζήσης Ε. Γραμματέας

ΜέληΣτέλλα Λαδή

Χρήστος ΔιαμαντόπουλοςΝατάσσα Λαδοπούλου Ηλίας Μόσσιαλος (αν.)Σωκράτης Κονιόρδος Λίνα Παπαδοπούλου

Θανάσης Παπαντωνόπουλος

Επίτιμα μέλη Λουκάς Τσούκαλης πρ.Πρόεδρος Δ.Σ.

Νικηφόρος Διαμαντούρος πρ. Γ. ΓραμματέαςΡιχάρδος Σωμερίτης πρ. Α/πρόεδρος

Σπήλιος ΠαπασπηλιόπουλοςΚώστας Ζέπος

Πωλίνα Λάμψα

Οι προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας

Page 11: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Από τον Δεκέμβριο του 2004 η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ διεύρυνε τα εργαλεία επικοινωνίας με τα μέλη-φίλους συμπε-ριλαμβάνοντας:

1. Το καινοτομικό εβδομαδιαίο e-newsletter υψηλής γνωσιακής πυκνότητας σε ελληνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τo e-newsletter “Για την Βουλή, την Ευρωβουλή, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές για την εβδομάδα που πέρασε και την εβδομάδα που έρχεται” εκδίδεται και αποστέλλεται διαδικτυακά κάθε Τρίτη.

2. Την εβδομαδιαία ηλεκτρονική βιβλιοθήκη ιδεών (e-library) η οποία αποστέλλεται και αυτή σε 1.170 μέλη/digital friends και με τις επαναπροωθήσεις σε περίπου 3.000 παραλήπτες κάθε Πέμπτη και περιλαμβάνει πολλές ενδιαφέρουσες απόψεις και προτάσεις για εκδηλώσεις, συνέδρια, κ.α.

Και οι δυο πρωτοβουλίες έτυχαν θερμής υποδοχής από τα μέλη και τους φίλους της Ένωσης και έχουν προξενή-σει γενικότερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

ΕΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΑλ. Σούτσου 18 - 106 71 ΑΘΗΝΑ

ΤΗΛ/FAX: 210.36.16.254 - ΤΗΛ: 210.36.12.963http://www.koinoniapoliton.gr & http://www.paremvassi.gr

e-mail: [email protected]

e-newsletter και e-library

Page 12: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ

ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΖΕΛΗΣ 02 Συναίνεση στα βασικά μπροστά στην κρίση. ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Η εκλογή Ομπάμα.

Ένωση Πολιτών για την Παρέμβαση 06 Δωδεκάλογος θέσεων της Κοινωνίας Πολιτών.

08 Οι προϋποθέσεις της ανεξαρτησίας.

09 e-newsletter και e-library.

ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

PAUL HIRST 14 Η Δημοκρατία των Ενώσεων.

DAvID E. MORgAN 27 Κοινωνική Δημοκρατία: Αποκέντρωση της Κοινοτικής και Βιομηχανικής Διακυβέρνησης; Μία κριτική θεώρηση.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΘΕΛΟΥΜΕ;

ΛΟΥΚΑΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ 34 Τι χρειάζεται η Ευρώπη σήμερα;

ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ 37 Από τη Νομισματική στην Πολιτική Ένωση. Η Ε.Ε. σε αναζήτηση ταυτότητας.

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ 41 Ποια Ευρώπη Θέλουμε.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ Σ. ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ 43 Η Ευρώπη ως Πολιτισμός.

ΜΙΧΑΛΗΣ Ι. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ 45 Ποιά Ευρώπη Θέλουμε;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ 47 Οι δημοκρατικές διαδικασίες στην Ε.Ε. και η ελευθερία του Ευρωπαίου Πολίτη.

ΦΑΚΕΛΟΣ: ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

ΑΓΓΕΛΑ ΜΥΛΩΝΑ 50 Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ως διέξοδος από την κρίση.

ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ 52 Γιατί πρέπει η επιχείρηση να είναι ηθική; Μια νεοαριστοτελική προσέγγιση.

10 - Κοινωνία Πολιτών

Page 13: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΑΝΤΑΣ 62 Η φρόνηση των ηγετικών στελεχών του δημόσιου τομέα ΕΥΗ ΠΑΠΑΛΟΗ ως θεμελιώδης προϋπόθεση για την εξασφάλιση της κοινωνικής ευθύνης του κράτους.

ΙΟΡΔΑΝΗΣ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 67 «Επιχειρηματική Ηθική, Διεθνής Οικονομική Συγκυρία και ο Ρόλος της Κοινωνίας Πολιτών».

ΚΩΣΤΑΣ ΖΕΡΒΑΣ 73 Βιώσιμη κατανάλωση. Τεχνολογική καινοτομία και καταναλωτική εγκράτεια.

ΛΗΔΑ ΤΣΕΝΕ 81 Μέσα Ενημέρωσης: Ο δρόμος προς την ευθύνη.

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - 85 Αρετές και Συμφέροντα, Η βρετανική ηθική σκέψη ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ στο κατώφλι της νεωτερικότητας.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ 85 Κοινωνική Θεωρία και Πολιτική Ευθύνη, Συντροφικό Αντιχάρισμα στον Νίκο Πετραλιά.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΑΝΟΥΛΗ 86 Talcott Parsons, Καπιταλισμός και Αξίες, Τα πρώιμα Κείμενα.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ 88 Andrew Dobson, Citizenship and the Environment.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΑΝΟΥΛΗ 90 Ronald Dworkin, Justice in Robes.

ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ 93 James G. McGann, Think Tanks and Policy Advice in the US: Academics, Advisors and Advocates, Routledge.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ 95 W. H. AUDEN - Οι Προϊστάμενοι

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

96 Οι Συνεργάτες του τεύχους

11Κοινωνία Πολιτών -

Page 14: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14
Page 15: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

13Κοινωνία Πολιτών -

Page 16: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Οι ιδέες μπορούν να συγκρι-θούν με τα είδη των ζώων:

έχοντας ξεκοπεί από τις κυ ρίαρχες θεωρίες και επιζώντας στο περιθώ-ριο, μπορεί να απολαμβάνουν την πλεο νεκτική τους θέση λόγω της εξελίξεως, καθώς οι πιέσεις της επι-λογής μετατοπίζο νται και οι άλλοτε ισχυροί ανταγωνιστές τρεκλίζουν προς την εξαφάνιση. Τούτο ενδέχεται να ισχύει και με τη θεωρία των ενώ-σεων. Αυτό το κεφάλαιο σκια γραφεί τη συμβολή που μπορεί να έχουν οι θεωρίες των ενώσεων στη μεταρρύθ-μιση της δημοκρατικής διακυβέρνη-σης και στην οργάνωση των οικονο-μικών σχέσεων και των υπηρεσιών πρόνοιας στις δυτι κές κοινωνίες2. Η θεωρία των ενώσεων μπορεί να ορισθεί χαλαρά ως μια κανονιστική θεωρία περί κοινωνίας, ο κεντρικός ισχυρισμός της οποίας είναι ότι η ανθρώπινη πρόνοια και ελευθερία μπορούν αμφότερες να υπηρετη-

θούν καλύτερα όταν τις περισσότερες από τις υποθέσεις της κοινωνίας τις δια χειρίζονται εθελοντικές και δημο-κρατικά αυτοκυβερνώμενες ενώσεις. Η θεωρία των ενώσεων, στη δι κή της κλίμακα αξιών, δίνει προτεραι-ότητα στην ελευθερία, αλλά ισχυρί-ζεται ότι αυτή ελευθερία μπορεί να επιδιωχθεί αποτελεσματικά μόνο εάν τα άτομα συνενωθούν3. Αντίκει-ται τόσο στον κρατικό κολλεκτιβισμό όσο και στον καθαρό ατομικισμό της ελεύθερης αγοράς, ως αρχών κοινω-νικής οργάνω σης.

Νέοι καιροί για παλιές ιδέες

Η θεωρία των ενώσεων είναι η πιο παραμελημένη από τις μεγάλες θεωρίες περί κοι νωνικής οργάνω-σης του 19ου αιώνα. Εκτοπίστηκε από τον κολεκτιβισμό και τον ατομι-κισμό και δεν είχε υποστηρι κτές που έφτασαν την πολιτική επιρροή του

Marx ή του Webbs, του Smith ή του Spencer. Παρόλα αυτά, στα τέλη του 20ου αιώνα, η θεωρία των ενώσεων μπορεί να επανακάμψει ως αρχή με-ταρρύθμισης και ανανέω σης των δυ-τικών κοινωνιών. Ο συγκεντρωτικός κρατικός καπιταλισμός είναι ολοφά-νερα νε κρός και μαζί με αυτόν το σύ-νολο σχεδόν των υποστηρικτών των υποδεέ στερων ειδών του σοσιαλιστι-κού κολεκτιβισμού. Η κατάρρευση του σοσιαλισμού σοβιετικού τύπου έχει καταστρέψει την αξιοπι στία αυ-τού του πολιτικού μοντέλου για μια τουλάχιστον γενιά. Ο χωρίς ρύθ-μιση ατομικισμός της ελεύ θερης αγοράς βρίσκεται επίσης κοντά στην κατάρρευση ως πολιτικό μοντέλο. Έχει επιφέρει χάος στις κοινωνίες, που ήταν αρκετά ανόητες ώστε να ακολουθήσουν εκείνους τους δε-ξιούς ή εργατικούς ηγέτες που τον θεώρησαν ως αρχή ανανέωσης: στις ΗΠΑ, στη Μ. Βρετανία, στην Αυ-

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ1

ΕΓΚΟΛΠΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

PAUL HIRST

1 Απόσπασμα κειμένου που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1993 εις D.Held (επ.), Prospects for Democracy, Pol ity Press, Cambridge. Περιλαμβάνεται στη συλλογή P.Hirst, From Statism to Pluralism, UCL Press, Λονδίνο 1997. Μετάφραση: Αλέξανδρος Γουργιωτόπουλος.

2 Έχω προσπαθήσει αλλού να εξετάσω με περισσότερες λεπτομέρειες το θεωρητικό επιχείρημα των ενώσεων και του πολιτικού πλουραλισμού: Βλ. Hirst, P., Representative democracy and its limits, Polity Press, Cambridge 1990, κεφ. 1, 4, 5 και 6 και Hirst, P., (επ.), The pluralist theory of the state: selected writings of G.D.H.Cole, J.N.Figgis and H.J.Laski, Rout ledge, Λονδίνο 1989, Εισαγωγή, σσ. 1-45. Αυτό το κεφάλαιο επικεντρώνεται περισσότερο στη σημερινή πολιτική κατά σταση και στον τρό πο με τον οποίο η δημοκρατία των ενώσεων μπορεί να συμβάλει στη δημοκρατική ανανέωση πα ρά στο να εκθέσει την πολιτική θεωρία των ενώσεων. Αυτή η θεωρία μπορεί να παρουσιαστεί πιο οφέ λιμα με την επαρκώς λεπτομερή επεξεργασία του θεσμικού πλαισίου της θεωρίας των ενώσεων προ κειμένου να δειχθεί με ποιο τρόπο αυτές οι σχέσεις θα λειτουργούσαν ως ένα από τα κύρια μέ σα κοινωνικής οργάνωσης. Ο χώρος μας εμποδίζει να το κάνουμε εδώ: Έχω επεξεργαστεί ένα μο ντέλο ομοσπονδιακού κοινωνικού κράτους με ενώσεις, στο οποίο οι εθελοντικές ενώσεις παροχής υπηρε σιών χρημα-τοδοτούνται με δημόσιους πόρους αλλά υφίσταται εκτεταμένη δυνατότητα επιλο γής από τους καταναλωτές και ωστόσο το σύστημα στηρίζεται ελάχιστα τόσο στην ευχέρεια της κε ντρικής διοίκησης να κατανέμει πόρους όσο και στην αγορά. Βλ. Hirst, P., Associative Democracy, Polity Press, Cambridge 1994.

3 «Aν δεν επιτραπεί στις ομάδες η ελεύθερη ανάπτυξη, η αυτοανάπτυξη των ατόμων εμποδίζεται» Figgis, J.N., Churches in the modern state, Longman, Green & Co, Λονδίνο 1913, σ. 12.

Page 17: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

στραλία και στη Νέα Ζηλανδία. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτό άφησε χώρο για τον πραγματισμό.

Ωστόσο, αυτό είναι απίθανο, γιατί τον εικοστό αιώνα ο «πραγματισμός» σήμαινε γενικά μια σύνθεση φιλε-λευθερισμού και σοσιαλδημοκρατί-ας. Δυστυχώς, η κοινω νική δημο-κρατία με τη μορφή της «κεϊνσιανής» εθνικής οι κονομικής διαχείρισης και της γραφειοκρατικά διαχειριζόμενης μαζικής πρόνοιας ευρίσκεται επίσης κο ντά στην αποτυχία4. Στη νέα διεθνή οικονομική συγκυρία, οι κεϊνσιανές μακροοι κονομικές στρατη γικές δεν είναι πλέον αποτελεσματικές. Χωρίς πλήρη απασχόλη ση και υποστηρι-ζόμενη ανάπτυξη, το κόστος της κρα-τικά χρηματοδοτούμενης μαζι κής πρόνοιας θέτει σοβαρά διανεμητικά ζητήματα. Επι πλέον, η γραφειοκρα-τική πρόνοια είναι συχνότατα τόσο αναποτελεσματική και εξευτελιστική για τους απο δέκτες της, ώστε αυτή η υποδεέστερη μορφή κολεκτιβισμού δεν μπορεί να επι βιώσει επί μα κρόν ως μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης παρά ως διοικητική ανα γκαιότητα, ελλείψει εναλλακτικής λύσης.

Η διανομή της οικονομικής

επιτυχίας και αποτυχίας μετά το τέ-λος της μεγάλης μεταπολεμικής οι-κονομικής έκρηξης το 1973 δείχνει ότι οι κοινωνίες, που είχαν ευημερή-σει περισσότερο, είχαν κατορ θώσει να εξισορροπήσουν τη συνεργασία και τον ανταγωνισμό και ήταν ικανές να συγκεντρώσουν πηγές κοινωνικές αλληλεγ γύης, οι οποίες άμβλυναν τα αποτελέσματα του ατομικισμού και της αγοράς στο βιομηχανικό το-μέα5. Η Ιαπωνία, με την οικοδόμη-ση μιας καπιταλιστικής κοινότη τας μέσα στην επιχείρηση και με πυκνά, οιονεί κορπορατιστικά δίκτυα μεταξύ της βιο μηχανίας και του κράτους, έχει πετύχει, σε μια ισχυρώς επιχει-ρηματικά προσα να τολισμένη μορφή, μια αποτελεσματική εξομοίωση της συνεργατικής με τη συντο νι σμένη οικονομία, την οποία υποστηρίζουν οι οπαδοί των ενώσεων6. Αυτό δεί-χνει ότι οι ενωσιακοί θεσμοί και σχέ-σεις μπορεί να αποδειχθούν ιδιαιτέ-ρως ανταγωνι στικά εάν μπορέσουν να αναπτυχθούν. Αυτό που υπήρξε η Γερμανία προσφέρει μιαν ανάλογη επιχειρηματι κά προσανατολισμένη σύνθεση: ανάμεσα σε ένα υπεύ θυνο σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κίνημα

και σε μια πραγματιστική, κορπορατι-στική διαχείριση, ανάμεσα σε έναν αποτελεσματικό βιομηχανικό τομέα και στον αντιπληθωριστικό μονε-ταρισμό της Bundesbank7. Kαμία από τις ανωτέρω περιπτώ σεις, πριν ή μετά από το 1973, δεν μοιάζει με τον υποτιθέμενα «κλασικό» μεταπο-λεμικό συνδυασμό κεϊνσι ανισμού και πολιτικών ευημερίας, είτε στη σοσιαλδημο κρατική βρετανική είτε στην αμερικανική «φι λελεύθερη» εκδοχή. Η Ιαπωνία και η Γερμανία είναι δύο μοντέλα που δύσκολα μπορούν να αντιγρα φούν, ενώ και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να εί-ναι μοντέλα στο χείλος της κρίσης. Οι «αγγλοσαξονικές» χώρες (η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ) απέτυχαν να αναπτύξουν ή να στηρί ξουν αυτές τις οιονεί κολεκτιβιστικές και κορ-πορατιστικές μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης. Με δεδομένη την αποτυχία αυ τών των τυπικών δο-μών κολεκτιβιστικής παρέμβασης, έχουν επιχειρήσει να απορυθμίσουν τις αγορές και διαπίστω σαν ότι αυτό έχει επιταχύνει παρά εμποδίσει την επιδείνωση8. Αυτές οι κοινωνίες χρει άζονται μιαν αρχή κοινωνικής

4 Για τα όρια των σημερινών κεϊνσιανών στρατηγικών βλ. Piore, M., & Sabel, C., The second industrial devide, Basic Books, Νέα Υόρκη 1984 και Scharpf, F.W., Crisis and choice in European social democracy, Cornell University Press, Ithaca NY 1991. Για την αμηχανία από την αποτυχία του κεϋνσιανισμού στην πρόνοια βλ. Cutler, A.J., Williams, K. & Williams, J., Keynes, Beveridge and Be yond, Routlledge and Kegan Paul, Λονδίνο 1986. Ως παράδειγμα αριστερής δυσαρέσκειας με την κολεκτιβιστική πρόνοια και εναλλακτικής σκέψης προς την αγορά, βλ. Le Grand, J., «Rethinking welfare: a case for quasi-markets», εις Pimlott, B. et al (επ.), The alternative, W.H.Allen, Λονδίνο 1990.

5 Για τους μηχανισμούς δια των οποίων εξισορροπούνται η συνεργασία και ο ανταγωνισμός βλ. Hirst, P., Zeitlin, J., «Flexible specialisation and the competitive failure of UK manufacturing», Politi cal Quarterly 60 (2), 164-78.

6 Για την Ιαπωνία, βλ. Dore, R., Taking Japan seriously: a Confucial perspective on leading eco nomic issues, Athlone Press, Λονδίνο 1986.

7 Για την πρώην Δυτική Γερμανία βλ. Scharpf, F.W., op.cit., ιδιαίτερα κεφ. 7.

8 Για την αποτυχία της Βρετανίας να αναπτύξει ένα συνεργασιακό και παρεμβατικό σύστημα οικονομικής ρύθμισης βλ. Marquand, D., The unprincipled society, Cape, Λονδίνο 1988 και για τις ΗΠΑ, Thurow, L., The zero sum society, Basic Books, Νέα Υόρκη 1980.

15Κοινωνία Πολιτών -

Page 18: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ανανέωσης που δεν επωφελείται από την κληρο νομιά της συναίνε σης που δεν μπορούν να ανανεώσουν ή δεν κατέχουν, που είναι αντικολεκτι-βιστική και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την κοινωνική πρόνοια, και όμως είναι συνεπής με ισχυρά ατομιστικές αξίες και με μια ενεργό κοινωνία των πολιτών που στηρίζεται σε εθελοντι-κές ενώσεις. Αυτή είναι η ενωσιακή αρχή.

H θεωρία των ενώσεων έχει τις απαρχές της στον 19ο αιώνα ως κριτι-κή μιας κα θαρά ανταγωνιστι κής κοι-νωνίας της αγοράς και μιας συγκε-ντρωτικής και συγκε ντροποιημένης κρατικής εξουσίας, η οποία ήταν απαραίτητη για να προστατεύσει το βασίλειο των ιδιωτικών συναλλαγών από εξωτερικούς εχθρούς και για να το διασφαλίσει από εσωτερικές κοι-νωνικές συγκρούσεις. Σε αυτό το έργο βρέθηκε αντιμέτωπη και αμφι-σβητήθηκε από τον κρατικό σοσια-λισμό και τον μεταρρυθμι στικό κοι-νωνικό σχε διασμό και ηττήθηκε από αυτούς. Οι πηγές της ενωσιακής θε-ωρίας είναι πολλές και ξεχωριστές: ο αποκεντρωτικός ουτοπικός σοσια-λισμός του Pierre-Joseph Proudhon, οι Άγγλοι οπαδοί της βιομηχανι-κής και κοινωνικής συνεργασίας, όπως ο Robert Owen και ο George

Jacob Holyoake, οι Άγγλοι πολιτι κοί πλουραλιστές John Neville Figgis και Harold J. Laski και ο αγγλικός συντε χνιακός σοσιαλισμός, μεγαλύ-τερος εκπρόσωπος του οποίου ήταν ο G. D. H. Cole9.

H θεωρία των ενώσεων απέτυ-χε όχι γιατί υπήρξε εγγενώς ατελέ-σφορη, αλλά γιατί δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί, ως πολιτικό κίνημα, μέσα στις δεδομένες πο λιτικές συ-γκυρίες, με τον κολεκτιβισμό και τον συγκεντρωτισμό. Οι μεγάλοι πό λεμοι αυτού του αιώνα ενίσχυ-σαν αμφότερες τις τάσεις, καθώς τα μείζονα κράτη κινητοποίησαν όλους τους κοινωνικούς πόρους στην επιδίωξη της βιομηχανικής σύγκρουσης. Πράττοντας αυτό, ενί-σχυσαν αποφασιστικά τη στράτευση των ευρω παϊκών εργατικών κινημά-των στον κρατισμό. Είναι πιθανό οι συγκεντρωτικές πιέ σεις στη Δύση να υποχωρούν σήμερα σταθερά. Τα δυτικά κράτη δεν αντιμετωπί ζουν πια μείζονες στρατιωτικούς ανταγω-νιστές. Ο ταξικός πόλεμος είναι εδώ και καιρό μια ανύπαρκτη απειλή. Με τον περιορισμό του εύρους της εθνι-κής μα κρο-οικονομικής διαχείρισης από συγκεντρωτικές υπηρεσίες και με την παρακμή της ιεραρχικής και συγκεντρωποιημένης φορντιστικής

οργάνωσης της παραγωγής έ χουν επίσης μειωθεί σε σημαντικό βαθμό οι οικονομικές επιταγές για μεγάλης κλί μακας συγκεντροποιημένη διοί-κηση10.

Οι κύριες απειλές για τις δυτικές κοινωνίες δεν είναι πλέον εξωτε-ρικές και οργανωμένες αλλά εσω-τερικές και διεσπαρμένες. Παρόλα αυτά είναι εξίσου πραγ ματικές, ενώ οι συγκεντροποιημένες γραφειο-κρατικές δομές αντιμετωπίζουν τόσο άσχημα αυτές τις άμορφες απειλές του εγκλήματος και του εθισμού στα ναρκωτι κά, για παράδειγμα, ώστε δύσκολα αυτές μπορούν να προσφέρουν στις πρώ τες ένα πει-στικό raison d΄ 'être. Τα πραγματικά προβλήματα πηγάζουν από την απο-τυχία να στηριχθεί η πλήρης απα-σχόληση και από τις παρενέργειες της κολλεκτιβοποιημέ νης πρόνοιας. Στις ΗΠΑ, στη Μ. Βρετανία, ακόμη και στη Γερμανία, αντιμετωπί ζουμε την προϊούσα πραγματικότητα μιας κοινωνίας των 2/3 ενάντια στο 1/3. Η ιδέα μιας underclass είναι γρα-φική και ωστόσο παράδοξη, εφόσον τα μέλη της δεν θα παραδεχθούν τη «θέση» τους στον πάτο. Μια διαφο-ροποιημένη κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει εάν οι στοιχειώ-δεις ελευθερίες της μετακίνησης

9 Για επιλεγμένα κείμενα των Cole, Figgis και Laski, βλ. Hirst, P., (επ.), The pluralist theory of the state: selected writings of G.D.H.Cole, J.N.Figgis and H.J.Laski, Routledge, Λονδίνο 1986. Για τον Proudhon, βλ. Vincent, S., Pierre-Joseph Proud hon and the origins of French republican socialism, Ox ford University Press, Νέα Υόρκη 1984. Για τον R.Owen, βλ. Taylor, K., The political ideas of the uto pian socialists, Frank Cass, Λονδίνο 1982, και για τον G.J.Holyoake, βλ. Holyoake, G.J., The coopera tive movement today, Methuen, Λονδίνο 1891 και Gurney, P., «George Jacob Holyoake: socialism, association, and cooperation in nineteenth century England», εις Yeo, S., (επ.), New forms of coopera tion, Routledge, Λονδίνο 1988.

10 Βλ. Ηirst, P., & Zeitlin, J., «Flexible specialisation vs post-Fordism: theory, evidence and policy implica tions», Econ omy and Society, 20 (1), 1-50 και Piore, M., & Sabel, C., op.cit.

16- Κοινωνία Πολιτών

Page 19: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

και ένωσης για όλους πρόκειται να δια τηρηθούν. Αν δεν προσφερθούν αποτελεσματική εργα σία και πρόνοια, με έναν τρόπο που να στοχεύ ει και να ενισχύει τα μέλη αυτής της «τάξης», τότε είναι ανοιχτός ο δρόμος σε μια κλιμακούμενη σύγ κρουση ανάμεσα στο έγκλημα και την παραβατικότητα και στα ακατάλληλα αυταρχικά μέ-τρα που αποσκοπούν στην προστα-σία της πλειοψηφίας. Τα μέλη της underclass δεν είναι ανόητα. Γνωρί-ζουν ότι ο πλούτος και η επιτυχία εί-ναι εν μέρει ιδιότροπα διανεμη μένα, ότι δηλαδή αυτά εξαρτώνται από τις ευκαιρίες της κοινωνικής θέσης και τη γεωγραφική θέση.

Η ιδιοκτησία ποτέ δεν θα είναι νόμιμη, εκτός και αν προσφέρει σε αντάλλαγμα πραγματική ευημερία σε όλους - αυτό σημαίνει ένα μερίδιο στην κοινωνία. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές εκείνο που εννοούσε ο Proudhon όταν έλεγε ότι «η ιδιοκτη-σία είναι κλοπή». Η επανάκαμψη στην καθαρή αστυνομική προστασία της ιδιοκτησίας των «εχόντων» εί-ναι το ίδιο αναποτελεσματική με την κλοπή της ευκαιρίας από τους «μη έχοντες». Δεν μπορούν να ανατρέ-ψουν την κοινωνία αλλά μπορούν να την κάνουν αβίωτη.

Η μόνη απάντηση σε αυτό το πρόβλημα είναι ένα μίγμα κοινωνι-κής σταυροφο ρίας από όσους «έχο-ντες» νοιάζονται και ενισχύουν τους «μη έχοντες»11. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά από αποτελεσμα-τικές και στρατευμένες εθελοντι κές οργανώσεις σε συνεργασία με τους φτωχούς και τους αποκλεισμένους. Μόνο με τη χρηματοδότηση των ενώσεων που βοηθούν τους φτω-χούς να αυτο-οργανω θούν και εν συνεχεία με τη χρηματοδότηση προ-γραμμάτων για το μετασχηματισμό των γκέτο και των υποβαθμισμέ-νων συνοικιών μπορεί το κράτος να συμβάλει στην ανατροπή αυτής της διαβρωτι κής πορείας κοινωνικής αποσύνθεσης. Οι σοσιαλιστές έχουν λιγό-πολύ αυτοεξαιρεθεί από αυτό το καθήκον, ταυτίζοντας την πρόνοια με την κρατική παροχή καθ’ όλη σχε-δόν τη διάρκεια αυτού του αιώ να. Οι θρησκευτικές ομάδες και οι κοινοτι-κές ομάδες αυτο-βοήθειας είναι οι μόνες που βλέπουν την ανάγκη για ακτιβισμό και συνεργασία ώστε να δημιουργήσουν μια «κοινωνία των πολιτών» για τους φτωχούς.

Το εργατικό κίνημα και τα πολι-τικά του κόμματα εγκατέλειψαν εδώ και καιρό αυτό το ρόλο. Στη Μ. Βρε-

τανία παραιτήθηκε από τη δύσκολη και αργή αποστολή να οικοδομήσει το σοσιαλισμό μέσα στην κοινωνία έναντι του φαινομενικά ταχύτε ρου και αποτελεσματικότερου δρόμου να τον επιβάλει μέσω του κράτους. Οι φιλι κές εταιρίες για την πρόνοια, η συνεργασία στη διανομή και την παραγωγή, η εθε λοντική αρχή και η αμοιβαία αρωγή ως βάσεις της κοινωνικής οργάνωσης, όλα αυτά απορρίφθη καν και αποδυναμώθη-καν υπέρ της κρατικής παροχής και της γραφειο κρατικής διοίκησης12. Αποδει κνύεται ότι οι εθελοντικές σχέσεις είναι ανθεκτικές και απο-τελεσματικές: τείνουν να αντέχουν ως μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπου χρηματοδοτούνται και υπο-στηρίζονται από τα ορθά είδη νόμων και θεσμών. Απεναντίας, οι γρα-φειοκρατίες είναι εύθραυστες και άκαμπτες, χάνουν εύκολα την ορμή τους και τα στελέχη τους χάνουν το ésprit de corps απέναντι στις κρίσεις χρηματοδότησης και λει τουργίας. Εάν το εργατικό κίνημα οικοδομού-σε το σοσια λισμό στην κοινωνία, πα-ράλληλα με τις προ σπάθειες άλλων ομάδων, όπως οι εκ κλησίες, η κα-ταστροφή που έπληξε την υγεία, την παιδεία και τον τομέα της πρό νοιας

11 Τούτο μπορεί να ακούγεται ως φιλανθρωπία του 19ου αιώνα. Στην πραγματικότητα η εθελοντική δράση του 19ου αιώνα έχει παρερμηνευθεί: η εργατική αλληλοβοήθεια στις εθελοντικές ενώσεις (εκτός του Εργατικού Κόμματος) ήταν πολύ σημαντική και υπήρχε ουσιαστική λαϊκή οικονομική βοήθεια για τις εθελοντικές υποθέσεις. Άρα δεν πρέπει κα νείς να υποθέσει ότι η πρόνοια (charity) ήταν μια επιβάρυνση της «μεσαίας τάξης» για τους φτωχούς ούτε ότι υπήρ-ξε μια αποτυχία: φαίνεται να συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην ανακούφιση της απελπισίας και ήταν λιγότερο εξευτελι στική για τους αποδέκτες της απ’ όσο μεγάλο μέρος της σύγχρονης κρατικής πρόνοιας. Για μια σημαντική επανερμηνεία βλ. Prochaska, F., The voluntary impulse, Faber & Faber, Λονδίνο 1988.

12 Μεγάλο μέρος αυτής της στροφής από τον εθελοντισμό στην αλληλοβοήθεια στο βρετανικό εργατικό κίνημα συντε λέστηκε πολύ αργά τον 20ο αιώνα. Τη δεκαετία του 1920 οι εργοδότες, τα συνδικάτα και οι κρατικοί υπάλληλοι εξακο λουθούσαν να προτιμούν ένα σύστημα πρόνοιας στηριγ μένο στον εθελοντισμό και στην εργοδοσία έναντι ενός ενιαίου κρατικού συστήματος. Ο Beveridge εξακολουθούσε να είναι σε μεγάλο βαθμό υπέρ της εθελοντικής αρχής στην Έκθε-σή του τού 1942. Βλ. Williams, Κ., & Williams, J., (επ.), A Beveridge reader, Allen & Unwin, Λονδίνο 1987, κεφ. 7.

17Κοινωνία Πολιτών -

Page 20: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

στη Μ. Βρετανία, για παράδειγμα, δεν θα συνέβαινε ποτέ.

Η συγκεντρωποιημένη κρατι-κή εξουσία στη Μ. Βρετανία έχει επιτρέψει την απορύθμιση και την ιδιωτικοποίηση. Έχει επίσης επιτρέ-ψει τον αυστηρό έλεγχο των θεσμών πρόνοιας από μια νομενκλα τούρα στρατευμένη στην ιεραρχία, απο-σταθεροποιώντας τη «μεταρρύθμι-ση» και αποσπώντας τον έλεγχο από τους «δρώ ντες» για να τον παραδώ-σουν στους διευθυντές. Η κάθετη διοίκηση των θεσμών πρόνοιας εί-ναι το δημιούργημα και η έκφραση της συγκεντρωποιημένης κρατικής εξουσίας. Είναι ο εχθρός κάθε πραγ-ματικής πρόνοιας, κάθε πραγματι-κής εκπαί δευσης, κάθε πραγματικής υγείας. Κάθε δραστηριότητα εξαρ-τάται από την προθυ μία εκείνων που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, ενεργώντας χωρίς αυστηρή αναφο-ρά στο χρόνο και στο χρήμα. Κάθε δραστηριότητα δεν επιβιώνει παρά με τον ίδιο τρό πο που επιβιώνει στον βρετανικό τομέα της πρόνοιας, επει-δή υπάρχουν ακόμη πολλοί που δεν έχουν μάθει τον υπολογισμό του ωφελιμιστικού συμφέροντος και που επιμένουν να κρατούν ζωντανές τις απόμακρες γραφειοκρατίες, ενερ-γώντας βάσει αρχών εξυπηρέτησης και αλληλοβοήθειας.

Η θεωρία των ενώσεων φαίνεται λιγότερο αναξιόπιστη μετά από την

εμπειρία της δεκαετίας του 1980, όταν έγινε φανερό το τι προσέφερε η τυραννική εξουσία επί της κοι-νωνίας στους κυβερνήτες των φαι-νομενικά «φιλελεύθερων» κρατών. Χρεια ζόμαστε μιαν αρχή ανανέωσης που θα προσφέρει εκτεταμένη και ίση πρόνοια ενώ θα είναι λεία σε λιγότερους από τους αυταρχικούς κολεκτιβιστικούς κινδύνους. Το αν η εξουσία βρίσκεται στην άκρα αρι-στερά είτε στη ριζοσπαστική δεξιά ενδια φέρει λιγότερο από την ύπαρ-ξη θεσμών που επιτρέπουν αυτή τη συγκεντρω μένη πολιτική εξουσία. Αυτό είναι το πραγματικό μάθημα της δεκαετίας του 1980. Πρό κειται για ένα μάθημα που δεν πήραν πολλοί στην αριστερά επειδή ήταν υπνωτι σμένοι από την παραδοσιακή τους μάχη με τη δεξιά.

Η ανάγκη για ανανέωση γίνεται εμφανής. Η κατάρρευση του σο-βιετικού συστή ματος έχει γεννή σει μια εντελώς διαφορετική κατάστα-ση. Ωστόσο, παρά την κατάρ ρευση, οι δυτικές θριαμβολογίες έχουν γρήγορα εξανεμιστεί. Τόσο στη Μ. Βρετα νία όσο και στις ΗΠΑ ιδιαί-τερα, υπάρχει μια βαθιά και διάχυτη δυσαρέσκεια τό σο για την οικονο-μική αποτελεσματικότητα όσο και για την υγεία της δη μοκρατίας. Η συμβατική αντιπροσωπευτική δη-μοκρατία έχει γίνει κάτι περισσότε-ρο από δημοψηφι σματική, δια της

οποίας επιλέγονται και νομιμοποι-ούνται οι άρχοντες μιας μεγάλης γραφειοκρατικής μηχανής, η οποία είναι εκτός ελέγχου, καθότι είναι σε μεγάλο βαθμό ανυπόλογη και ανί-κανη να αντι μετωπίσει τα μεγάλα κοινωνικά προ βλήματα. Η κρίση της συμμετοχής των πολιτών και μιας αποτελε σματικής κυβερνη τικής λογοδοσίας στην κοινωνία είναι πα-σιφανής. Η δημοκρατία χρειάζεται ανα νέωση. Χρειάζεται να διευρυνθεί περισσότερο, να δίνει λόγο όχι μόνο σε αυτούς που αποκλείονται λόγω της φτώχειας και των διακρίσεων, αλλά και σε πολλούς άλ λους πολί-τες, οι οποίοι βλέπουν την πολιτική ως ένα επαγγελματικό ρουσφετολο-γικό σύστημα πέρα από τον έλεγχο και το ενδιαφέρον τους. Με το τέλος του Ψυ χρού Πολέμου οι λόγοι για την υπεράσπιση του status quo στην Ευρώπη έχουν λι γοστέψει. Δεν πρόκειται πλέον για μια νομιμοποί-ηση της ελαττωματικής δημοκρα-τίας μας, που θα δείχνει ότι είναι ένα πολύ καλύτερο σύστημα από εκείνο του Στάλιν και των διαδόχων του.

Είναι ανοιχτός ο δρόμος για την υποστήριξη ενός προγράμματος μεταρρύθμι σης που θα συμπλή ρωνε και θα επέκτεινε αντί να καταστρέψει την αντιπροσωπευ τική δημοκρατία. Αυτή η συμπλήρωση θα οδηγούσε στην επέκταση του εύρους της δια-κυβέρνησης μέσω των ενώσεων13.

13 Tα επιχειρήματα για δημοκρατική ανανέωση είναι πολλά. Παραδείγματα επιχειρηματολογίας υπέρ της διεύρυνσης της εκπροσώπησης των ομάδων συμ-φερόντων μέσω θεσμικών μεταρρυθμίσεων είναι του Schmitter, P., «Corporatist de mocracy: oxymoronic? Just plain moronic? Or a promising way out of the present impasse?, εις Συλλογή Χειρογράφων, Stanford University, 1988 και των Cohen, J., & Rogers, J., «Secondary associations and democratic governance», Politics and Society, 20 (4), 393-472. (Aναθεωρημένη έκδοση) εις E.Olin Wright (επ.), Associations and Democracy, Verso, Λονδίνο 1995.

18 - Κοινωνία Πολιτών

Page 21: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Οι ενωσιακοί θε σμοί είναι σύμ-φωνοι με τις θεμελιώδεις αρχές του δυτικού φιλελευθερισμού, είναι ελευθεριακοί και συνεπείς με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώμα-τα. Η ενωσιακή διακυβέρνηση θα μείωνε το έργο της κεντρικής κυ-βέρνησης σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα καθιστούσε δυνατό το μεγαλύτερο βαθμό λογοδο σίας τόσο της δημό-σιας εξουσίας όσο των κατ’ ανάθεση ενωσιακών υπηρεσιών. Ο κύριος πολιτικός στόχος της ενωσιακής πο-λιτικής είναι να αποκεντρώνει και να αναθέτει όσο το δυνατό περισσότερες από τις υποθέσεις της κοινωνίας σε δημόσια χρηματοδοτούμενες αλλά εθελοντικές και αυτο-διοικού με νες ενώσεις.

Η σύγχρονη δημοκρατική θεω-ρία θεωρεί ευρέως τις ενώσεις αυτές ως το κοινω νικό θεμέλιο των ποικί-λων πολιτικών συμφερόντων, ως τη συγκολλητική ουσία της «κοινωνίας των πολιτών» που στηρί ζει το φι-λελεύθερο κράτος. Η θεωρία των ενώ σεων ωστόσο δεν αντιμετωπίζει αυτά τα αυτο-διοικού μενα εθελο-ντικά σώματα ως «δευτερεύουσες ενώσεις» αλλά ως τα πρωταρχικά μέσα για την οργάνωση του κοινω-νικού βίου. Σε αυτή τη θεωρία, μια αυτο-διοικούμενη κοινωνία των πολιτών γίνεται πρωταρ χική και το κράτος γίνεται δευτερεύουσα (αν και ζωτικά αναγκαία) δημόσια εξουσία που διασφαλίζει την ειρήνη μεταξύ των ενώσεων, προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων και πα-

ρέχει τους μηχανι σμούς δημόσιας χρηματοδότησης, με τους οποίους χρηματοδοτείται ένα σημαντικό μέ-ρος των δραστη ριοτήτων των ενώ-σεων. Έτσι, οι δραστηριότητες του κεντρικού και του τοπικού κράτους περιορί ζονται ως προς το εύρος τους σε μεγάλο βαθμό. Μεγάλες περιο-χές διακυβέρνησης των κοινωνικών υποθέ σεων καταλήγουν να εξαρτώ-νται είτε άμεσα από τις ενώσεις είτε από διαδικασίες συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των ενώσεων. Με αυτό τον τρόπο, το κράτος γίνεται προθυμότερα υπόλογο. Κα θώς το έργο του γίνεται ολοένα και περισ-σότερο ρυθμιστικό, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία ανα βαθμίζονται σε σημασία εν σχέσει προς την εκτε-λεστική εξουσία, αντιστρέφοντας τις αντίρροπες τάσεις του αιώνα αυτού τόσο στη Μ. Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ.

Έτσι η αντιπροσωπευτική δημο-κρατία γίνεται βιώσιμη, προσφέρο-ντας την επο πτεία στην κυβέρ νηση, η οποία είναι φρουρός παρά προμη-θευτής υπηρεσιών. Κα θώς το κρά-τος παύει να είναι τόσο προμηθευτής υπηρεσιών όσο και εγγυητής του επιπέδου αυτών των υπηρεσιών, μπορεί να αρχίσει να ασκεί επαρκώς τον τελευ ταίο ρόλο. Έτσι επιβλέπει και επιτηρεί τις ενώσεις και διασφα-λίζει τη συμ μόρφωση τους προς τους δημοκρατικούς κανόνες ως προς την εσωτερική τους διοίκηση και ως προς τη συμμόρφωσή τους προς τα κοινά συμφωνημένα επίπεδα παρο-

χής υπη ρεσιών. H ενωσιακή πολι-τική είναι έτσι τελικά ικανή να πραγ-ματοποιήσει εκείνο τον περιορισμό της έκτασης στη δραστηριότητα των κρατικών υπηρεσιών πρόνοιας που οι συντηρητικοί αντικολεκτιβιστές έχουν επιδιώξει και απέτυχαν να φέρουν εις πέρας με μέσα την ιδιω-τικοποίηση και την αγορά. Αντίθετα προς τις προσπά θειές τους, η ενωσι-ακή πολιτική το κατορθώνει χωρίς τον περιορισμό ούτε του εύ ρους της κοινωνικής διακυβέρνησης ούτε της έκτασης της δημόσια χρηματοδοτού-μενης πρόνοιας, διότι κανένα από αυτά τα πεδία δεν εγκαταλείπεται στους αρρύθ μιστους μηχανισμούς της αγοράς. Δεν περιορίζεται το εύ-ρος της δημόσιας πρό νοιας αλλά η μορφή παροχής της παύει να ευ-ρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους.

Οι δρόμοι προς την οι-κονομική δημοκρατία

Η μόνη απάντηση σε αυτά τα προβλήματα είναι μακροπρόθε-σμη: η αποκατάσταση του εύρους της κοινωνίας των πολιτών με τη μεταστροφή των εταιρειών και των κρα τικών υπηρεσιών πρόνοιας σε αυτοδιοικούμενες ενώσεις. Αυτή η μεταστροφή θα είναι μακρόχρονη και παρελκυστική. Στο μεταξύ, οι πιο ρεαλιστικές πολιτικές εί ναι εκείνες που δίνουν ώθηση στη συνεργασια-κή οικονομία και στον εθελοντικό το-μέα στην πρόνοια. Η ανάγκη για τον εκδημοκρατισμό των εταιρειών έχει

19Κοινωνία Πολιτών -

Page 22: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

γίνει ευρύτα τα αντιληπτή. Ο πιο ολο-κληρωμένος από τους σύγχρονους πολιτικούς θεωρη τικούς, ο Robert A. Dahl, στο έργο του A Preface to Economic Democracy (1985), υπο-στήριξε σθεναρά την ανάπτυξη ενός συνεργασιακού τομέα, που θα ανή-κει στους εργάτες, ως τρόπου για να εμποδιστεί η μη υγιής συγκέ ντρωση του επιχειρη ματικού ελέγχου επί της οικονομίας που έχει αναπτυχθεί πολύ στις ΗΠΑ αυτό τον αιώνα. Η δημοκρατία χρειάζεται τη διάχυση της ιδιοκτησίας. Οι αναθεωρητικοί σο σιαλιστές έχουν ασπαστεί το σο-σιαλισμό της αγοράς, ένα σαφές μο-ντέλο μιας οι κονομίας που συνδέει τη συνερ γασία με τη νεοκλασική οι-κονομική14. Οι οικονομι κές μονάδες πρόκειται να γίνουν εργατικοί συνε-ταιρισμοί και να συνδεθούν μετα ξύ τους και με τους καταναλωτές μέσα από τις συναλλαγές της αγο ράς.

Το πρόβλημα με απόψεις όπως η τελευταία είναι ότι αυτές αντιμε-τωπίζουν την οικονομία ως εάν να μπορούσε να αναχθεί στα συστατικά της μέρη, στις επιχειρή σεις. Εξισορ-ρόπησε ορθά μέσα στην επιχείρη-ση την ιδιοκτησία και τον έλεγχο, πρόσθεσε σε αυτό αποτελεσματικό ανταγωνισμό και αντιμονοπωλιακή πολιτική για να εμποδίσεις τις επι-

χειρήσεις να γίνουν πολύ μεγάλες και τότε η δια νομή των αμοιβών θα είναι δίκαιη και οι αγορές θα λει-τουργούν επίσης ως αποτελεσματι-κοί μηχανι σμοί κατανομής. Ωστόσο, οι οικονομίες της αγοράς, για να έχουν ουσιώδη αποτελέσματα, εξαρ-τώνται από μη αγοραίους κοινωνι-κούς παράγοντες, τους οποί ους η εταιρία δεν μπορεί να δημιουργήσει εύκο λα μέσα στους κόλπους της15. Αυ τοί οι παράγοντες είναι, για πα-ράδειγμα, η επίτευξη μιας αποτελε-σματικής ισορρο πίας μεταξύ συνερ-γασίας και ανταγωνισμού ανάμεσα στις εταιρείες, που εξασφαλί ζει μιαν επαρκή προσφορά των αναγκαίων «δημοσίων αγαθών» στις εται ρίες (κα τάλληλα καταρτισμένη εργασία, πληροφόρηση για την αγορά κλπ), και η δημιουρ γία μιας δομής χρη-ματοοικονομικών οργα νισμών με δημόσια ρύθμιση, που παρέ χουν πηγές επενδυτικής χρηματοδότησης με κατάλληλα ποσο στά και όρους για την ενισχυόμενη ανάπτυξη της οικο-νομίας. Δεν πρόκειται παρά μόνο για δύο παρα δείγματα των τρόπων με τους οποίους οι επιτυχείς οικονο-μίες της αγοράς ενσω ματώνονται σε κοινω νικό πλαίσιο, το οποίο η αγορά δεν μπορεί να προσφέρει ούτε να αναπαράγει. Το πρόβλημα είναι ότι

οι μεταρρυθμιστές, εστιάζοντας στο ένα επίπεδο, στην επιχείρηση, προ-τείνουν αλλαγές που είναι εύ λογες σε αυτό το επί πεδο, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο αγνοούν το σύνολο των κοι-νωνικών συνθηκών που είναι ανα-γκαίες για μια δημοκρατική και απο-κεντρωμένη κοινωνία, στην οποία οι αγορές παίζουν έναν περιορισμένο αλλά εποικοδομητικό ρόλο.

Αυτές οι ισορροπίες μεταξύ συ-νεργασίας και ανταγωνισμού είναι πιο ικανο ποιητικές σε ορισμένες εθνικές και περιφερειακές οικονο-μίες από όσο σε άλλες16. Μπορεί όμως να μην έχουν επιτευχθεί με όρους που να ευνοούν την άρση των πε ριορισμών, τη δημοκρατία ή την ισότητα της επιρροής μεταξύ των βασικών οικονο μικών δρώντων και άλλων μερών της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπο ρούμε να συμφωνήσουμε με εκείνους τους σχολιαστές, που είναι εξολοκλήρου προσανατολισμένοι στις επιχειρή-σεις, και οι οποίοι υποστηρίζουν να μάθουμε από την Ιαπωνία, ακόμη και αν καταφέρνα με να αναπαράγου-με τους ιαπωνικούς θε σμούς17. Το μεγάλο πλεονέκτημα της θεωρίας των ενώσεων είναι ότι προσφέρει αρχές και έννοιες για τον υπολογι-σμό της κλίμακας των θεσμών που

14 Βλ. Le Grand, J. & Estrin, S., (επ.), Market Socialism, Oxford University Press, 1989, ιδιαίτερα κεφ. 2.

15 Περί της εξισορρόπησης μεταξύ συνεργασίας και ανταγωνισμού και της αποτυχίας της αγοράς να την διασφαλίσει, βλ. Piore & Sabel, op. cit., καθώς και την υποσ. 4.

16 Για τη σημασία των βιομηχανικών περιοχών και της περιφερειακής οικονομικής ρύθμισης, βλ. Sabel, C., «Flexible specialisation and the re-emergence of regional economies», εις Hirst, P. & Zeitlin, J., (επ.), op.cit., και Zeitlin, J., «Indus trial districts and local economic regulation», εις Pyke, F., & Sengenberger, W., (επ.), Industrial districts and local economic regeneration, Γενεύη, Διεθνές Ινστιτούτο Εργατικών Σπουδών, 1992.

17 Για μια δηκτική κριτική των ιαπωνικών θεσμών, αναγκαία αν και υπερβολικά διορθωτική της ιαπωνολατρείας, βλ. Wolferen, 1989.

20- Κοινωνία Πολιτών

Page 23: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

επιτρέπουν την ισορροπία μεταξύ συνεργασίας και ανταγωνισμού και για την εγκαθίδρυση εκείνων των θεσμών που είναι πιο συνεπείς με την εκτεταμένη δημοκρατική διακυ-βέρνηση στην αστική κοινωνία. Αυτό το κάνει με τρεις τρόπους. Πρώτον, επιμένο ντας στη μεταβίβαση κυβερ-νητικών λειτουργιών στο χαμηλό-τερο επίπεδο, στο οποίο μπορούν να επιτελεστούν ικανοποιητικά, παρέχει ένα πολιτικό σκεπτικό για τις τάσεις προς την τοπική και περιφερειακή ρύθμιση. Δεύτερον, δίδοντας έμφα-ση στις αρχές τόσο της οργάνωσης των κοινωνικών δραστηριοτήτων μέσω των εθελοντι κών οργανώσεων όσο και της εθελο ντικής συνεργασί-ας μεταξύ τους, παρέχει τους πολι-τικούς λόγους για την οικονομική διακυβέρνηση μέσω ανοιχτών, μη αποκλει στικών σωμάτων, όπως οι επαγγελματικές ενώσεις, και για τη συνεργασία των εται ριών στην ανά-πτυξη της βιομηχανικής «δημόσιας σφαίρας» μιας περιφέρειας ή ενός δήμου. Τρίτον, δίδοντας έμφαση στην αρχή της αμοιβαιότητας, εν-θαρρύνει τις επι χειρήσεις και τις άλλες υπηρεσίες να προαγάγουν τις αναπτυσσόμενες σχέσεις και να προ-σφέρουν η μια στην άλλη αρωγή με διάφορους τρόπους (άτυπους, όπως

τα καθιερωμένα έθιμα των εταιριών να μοιράζονται εργασία και πληρο-φόρηση, και τυπικούς, όπως οι βιο-μηχανικές πιστωτικές ενώσεις).

H συγκέντρωση της ιδιοκτησί-ας δεν μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο μόνον με την κρατική ρύθμιση, αν, δηλαδή, η συνολική ώθηση της οικονομίας κατευθύνεται προς τη συγκέντρωση κεφαλαίου και αν η λειτουργία των χρηματοπιστωτι-κών αγο ρών διευκολύνει αυτή τη διαδικασία. Η ενωσιακή πολιτική θα συνέβαλε στην αναχαίτι ση της συγκέντρωσης με την ενίσχυση της ικανότητας του τομέα των μι κρού και μεσαίου μεγέθους εταιρειών να αντι-σταθεί και με την παροχή σε αυτές τις εται ρείες ενός θεσμικού πλαισίου στήριξης σε περιφερειακό και τοπι-κό επίπεδο, μια το πική βιομηχανική δημόσια σφαίρα που καθιστά αυτές τις εταιρίες πολιτικά σταθε ρές και οικονομικά ικανές να μοιραστούν πολ λά από τα οφέλη που παρέχει το μέ γεθος στους μεγαλύτερους αντα-γωνιστές τους18. Η ενωσιακή πολι-τική θα ενθάρρυ νε ιδιαίτερα την ανά-πτυξη θεσμών που ενισχύουν την τοπική και περιφερειακή κατα νομή του κεφαλαίου. Τα εμπειρικά στοι-χεία υποδεικνύουν ότι εκεί όπου το κε φάλαιο μπορεί να δη μιουργείται

και να ανακυκλώνεται σε μια περιο-χή, οι ευκαι ρίες αυτής της περιοχής να απολαύσει ένα μέτρο αυτονομί-ας και οικονομικής επι τυχίας είναι μεγαλύτερες αν αυτή εξαρτάται από επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου με-γέθους. Αυτός ο παράγοντας, σε συν-δυασμό με αποτελεσματικές τοπικές οικο νομικές ρυθμίσεις και ισχυρά πρότυπα ένωσης μεταξύ εταιρειών, συμβάλλει στο να μετατρέψει τις το-πικές κοινωνίες σε δημόσια πληρο-φορημένες και ευαίσθητες οντότητες που αναλαμβάνουν την ευθύ νη του οικονομικού τους πεπρωμένου. Οι τοπικοί χρηματοοικονομικοί θεσμοί και οι σχέσεις αμοιβαίου δανει-σμού παρέ χουν τόσο τα υλικά μέσα της αυτονομίας όσο και τις εστίες της αποτελεσματικής «ενδόμυχης γνώσης» της περιοχής, που επιτρέ-πουν στους σημαντικούς δρώντες να ασκήσουν στρατη γική καθοδήγηση στην ανάπτυξή της19. Στην περίπτω-ση της πλειο νότητας των βρετανικών περιοχών, η συγκέντρωση της ιδιο-κτησίας σημαίνει ότι οι αποφάσεις για τις τοπικές εταιρίες λαμβάνονται στις αίθουσες των διοικητικών συμ-βουλίων του Λονδίνου ή στο City. Οι μικρού και μεσαίου μεγέθους βρε τανι κές εταιρίες είναι απομονω-μένες σε καθαρά ανταγωνιστικές και

18 Για την έννοια της «βιομηχανικής δημόσιας σφαίρας», βλ. Hirst., P. & Zeitlin, J., «Flexible spec ialisation and the competitive failure of UK manufacturing». Για τα οφέλη που διασφαλίζουν τις ισο δύναμες οικονομίες κλίμακας, βλ. Brusco, S., «Small firms and the provision of real services», εις Pyke, F., & Sengenberger, W., op.cit.

19 «Eνδόμυχη γνώση» είναι μια έννοια που χρησιμοποίηση ο Alfred Marshall στο Industry and Trade (1919) για να πε ριγράψει τον κρίσιμο ρόλο της «βιο-μηχανικής ατμόσφαιρας» που επέτρεψε στις παραδοσιακές βιομηχανικές περιοχές να λειτουργήσουν. Βλ. Beccattini, G., «The Marshallian industrial districts as a socio-economic notion», εις Pyke, F., Bec cattini, G., Sengenberger, W., (επ.), Industrial districts and inter-firm cooperation in Italy, Διεθνές Ιστιντούτο Εργατικών Σπουδών, Γενεύη 1990.

21Κοινωνία Πολιτών -

Page 24: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

αγοραίες σχέσεις. Το Westmin ster αρνείται στην τοπική αυτοδιοίκη-ση την οικονομική και την πολιτι-κή αυτονομία ώστε να προβαί νει σε τοπικές οικονομικές ρυθμίσεις. Το αποτέλε σμα είναι η οικονομική πα-ρακμή και η απουσία το πικών πολι-τικών και οικονομι κών πόρων για να την καταπολεμήσουν.

Οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι επιφανειακά ένας ελκυστικός τρό-πος για να διασφαλισθεί η μεγαλύ-τερη διάχυση τόσο της οικονομικής ιδιοκτησίας όσο και της οικονομικής δημοκρατίας, μέσω της διάχυσης του ελέγχου. Ωστόσο, όπως οι συν-τεχνιακοί σοσιαλιστές σαν τον G. D. H. Cole είχαν συνειδητοποιήσει (ακόμη πε ρισσότερο από τους φαβι-ανούς που ευνοούσαν την επαγγελ-ματική διοί κηση τόσο των δημοσίων οργάνων όσο και των ιδιωτικών ενω-μένων συμφερόντων), η βιομηχα νία είναι μια κοινωνική υπηρεσία και αυτή η υπηρεσία δεν είναι σε καμιά περίπτω ση διασφαλισμένη με το να δοθεί ο έλεγχος της επιχείρησης αποκλειστικά στα χέ ρια των εργα-τών20. Ο Cole, στο Guild Socialism Re-Stated (1920), σκιαγραφεί τον τρόπο οργάνωσης αυτής της υπη-ρεσίας μέσα από τις εθνικές συντε-χνίες. Αυτό το θεσμικό σχέδιο είναι ολοφάνερα απηρχαιωμένο σήμερα, σε έναν κόσμο διεθνούς ανταγωνι-

σμού, ταχύτατα μεταβαλλόμενων τεχνολογιών και αναπτυσσόμενου κα ταμερισμού της εργα σίας. Όμως, η ανάγκη για εκτεταμένη λογοδοσία πέρα από την εταιρία καθώς και για θεσμούς που συνδέουν τις εταιρείες τόσο σε τοπικό επί πεδο όσο και στο βιομηχανικό τομέα, είναι σημεία που μπορεί να τα παραλάβει η σύγχρονη θεωρία των ενώσεων από τον Cole.

Υπάρχουν περισσότερα χρημα-τικά συμφέροντα στη βιομηχανία από άμεσους παραγωγούς μόνο. Ασφαλώς η οικονομική δημοκρατία απαιτεί οι εργάτες να απο λαμβάνουν εκτεταμένα δικαιώματα συμμετοχής στην εταιρία, ιδιαίτερα το δικαίω-μα να αποκτούν ένα μερίδιο στην ιδιοκτησία και εκπρο σώπηση στα όργανα διοίκη σής της21. Και άλλα όμως συμφέροντα έχουν δικαίωμα να εκπροσωπούνται επίσης - κυρί-ως οι προμηθευτές κεφαλαίου και η τοπική κοινότητα. Εκεί όπου η οι-κονομία ρυθμίζεται από περιφερεια-κούς ή τοπικούς συνεργατικούς και δημόσιους θε σμούς, όπου οι σχέσεις εξασφάλισης κεφαλαίου αλληλεξαρ-τώνται, τότε η τριμερής σχέση των μετόχων στη διοίκηση της εταιρείας γίνεται αξιόπιστη. Τούτο διασφαλίζει επίσης ότι αυτά τα τρία συμφέροντα είναι το καθένα καλά πληροφορη-μένο για τις επιχειρηματικές συν-θήκες και ικανό να εγγυάται ότι η

εταιρεία είναι ανταγωνιστική και επικερδής και όμως παρέχει μια αρ-μόζουσα υπηρεσία. Η δημιουργία τοπικών ή περιφερειακών θε σμών αμοιβαίας χρηματοδότησης - τοπικές βιομηχανικές απο ταμιευτικές τράπε-ζες, βιομηχανικές πιστωτικές ενώ-σεις για εταιρείες και τοπικά ελεγχό-μενα ταμεία συντάξεων - μειώνει την απόσταση μεταξύ των προμηθευτών κεφαλαίου και της εταιρείας. Είτε το κεφάλαιο παρέχεται ως μετοχές, εγ-γυημένα ομόλογα ή δάνεια, είτε η εκπροσώπηση του κεφαλαίου ως μετοχικού παίρνει τη μορφή της εκλογής αντιπροσώπων μέσω της κατοχής των μετοχών είτε μέσω των ομάδων διευθυντών, ενδιαφέρει ελάχιστα εάν οι οικονομικοί θεσμοί είναι τοπικοί, υπόλογοι με διάφορους τρόπους στην κοινότητα και στρατευ-μένοι στη μακροπρό θεσμη επιτυχία της περιφέρειας ή του δήμου. Αυτά τα υποδείγματα θα αναπτυ χθούν δι-αφορετικά καθώς οι περιφέρειες και οι δήμοι αναπτύσσουν τα δικά τους πρότυπα ρυθ μίσεων, και αυτό είναι προτιμότερο από την προδιαγραφή ενός μοντέ λου δια νόμου. Οι τοπι-κοί θεσμοί αμοιβαιότητας θα είναι πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές των χρημάτων των πολιτών και πιο ενεργοί μετοχικοί εκπρόσωποι στα διοικητικά συμβούλια των εταιρι-ών από όσο οι εθνικοί ή διεθνείς εξ

20 Για την πλευρά αυτή του Cole, βλ. Hirst, P., «Guilding the Factory», Samizdat 10, 6-7, 1990.

21 Για τις απόπειρες να δειχθεί πώς οι εργάτες θα μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν ένα ουσιώδες κριτήριο ιδιοκτησίας και ελέγχου με τη σταδιακή αλλαγή, βλ. Matthews, J., The age of democracy, Oxford University Press, Μελβούρνη 1989, κεφ. 3, Cornford, J.A., A stake in the company, Οικονομι κή Μελέτη Αρ. 3. Λονδίνο, IPPR, 1990 και Turnbull, S., «Reinventing corporations», Human Sys tems Management 10, 169-186.

22- Κοινωνία Πολιτών

Page 25: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

αποστάσεως διευθυντές κεφαλαίων, που παρακολουθούν τη χρηματιστη-ριακή αγορά και τίποτα άλλο.

Με ανάλογο τρόπο, το γεγονός ότι οι εταιρίες διαπλέκονται σε ου-σιώδεις τοπι κές και περιφερεια κές σχέσεις με άλλες εταιρείες, επαγγελ-ματικές ενώσεις και δημόσια σώ-ματα, τις διευκολύνει περισ σότερο να επιλέξουν από μόνες τους ή να αποδεχθούν απ’ έξω εκπροσώπους της κοινότητας ως μετό χου. Υποθέ-τοντας μια τοπική ή περιφερειακή οικονομία, με υψηλό βαθμό συνο-χής και με συνεργασια κή διοίκηση, διευκολυνόμαστε να δούμε πώς θα βρει κανείς «κοινοτικούς» εκπροσώ-πους, οι οποίοι δεν είναι απλοί υπο-ψήφιοι, προταθέντες είτε από την εργασία είτε από το κεφάλαιο, και οι οποίοι κατέχουν πραγματική γνώση και είναι στρατευμέ νοι στην εταιρεία και στην τοπική οικονομία. Αυτή η τριμερής εκπροσώπηση στη διοί-κησή της συμβάλλει στο κάνει την εταιρεία υπόλογη στα μέλη της και στην κοι νωνία εν γένει: έχει πραγ-ματικούς μετόχους παρά πλασματι-κούς «μετόχους» (που κυρίως δεν ενδιαφέρονται παρά για εμπορεύσι-μους χρηματιστηριακούς τίτλους). Ταυτόχρονα, επειδή η εται ρεία εν-θυλακούται στην κοινωνία με αυτή την κοινοτική εκπροσώπηση και με άλλους δεσμούς, η τοπική κοινότη-

τα θα αισθανθεί υπεύθυνη γι’ αυτήν και θα προσπαθήσει να διασφαλίσει ότι θα παρα μείνει σε λειτουργία για να παράσχει εργασία και κέρδος στον τοπικό πληθυσμό.

Ένα τέτοιο μοντέλο που προσπα-θεί να εξισορροπήσει τη συνεργασία και τον ανταγωνισμό μεταξύ εταιρει-ών, που προσπαθεί να ρυθμίσει όσο μπορεί, μέσω των επαγγελματικών ενώσεων, τις αντιπρο σωπευτικές συ-νελεύσεις και τις αμοιβαία ελεγχό-μενες υπηρεσίες, και που επιδιώκει να διατηρήσει την οικονομική και κοι νωνική συνοχή των τοπικών κοι-νωνιών, είναι συνεπώς εντελώς δι-αφορετικό είτε από την υπεράσπιση της συλλογικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού είτε από τον ατομικισμό της αρρύθμιστης αγοράς. Πράγματι, αυτή η προοπτική ισοδυναμεί με μια σχετικά συνεκτική έννοια ενός «τρί-του δρόμου» μεταξύ των δύο. Αυτή η προ οπτική δίδει έμφαση στην οικονομική αποκέντρωση και εξη-γεί πώς να την πετύχει κανείς μέσα από τις περιφερειακές και τοπικές οικονομίες που ρυθμίζονται μέ σα από τους συνεταιρισμούς δημοσίου-ιδιωτικού. Η ενωσιακή θεωρία αυ-τού του τύ που όχι μόνον ενθαρρύνει τις οικονομικές σχέσεις σε κλίμακα που κάνει εύκο λη τη διαχείριση, αλλά συνδέεται και με την πολιτική θεωρία, δείχνοντας το τρόπο με τον

οποίο οι εμπλεκόμενες σε αυτές τις σχέσεις εται ρείες είναι ευκολότερο να γί νουν υπόλογες στους εργαζό-μενους και στις κοινότητες απ’ όσο οι μεγά λες εθνικές και πολυεθνικές εταιρείες. Υπάρχει πολύ εμπειρικό υλικό από μελέτες των υπαρ χουσών περιφερειακών οικονομιών και των βιομηχανικών περιοχών, ότι αυ-τές οι αμοιβαίες και ενωσιακές οι-κονομικές σχέσεις είναι δυνατές, ότι δεν είναι επιζή μιες για την παραγω-γική αποτελεσματικότητα (ακριβώς το αντίθετο) και ότι δεν χρειάζεται να πραγματοποιείται όλη η παραγωγή και η διανομή σε μεγάλη κλίμακα για να παραβγεί με τους εθνικούς και διεθνείς ανταγωνιστές22.

Θα έπρεπε να είναι φανερό ότι αυτές οι οικονομίες δεν μπορούν να αναπτυ χθούν παρά με αυθεντι κή το-πική πρωτοβουλία και συνεργασία, δεδομένου ενός ευνοϊκού θεσμικού και δημοσιονομικού κλί ματος, που ενθαρρύνει αυτά τα πειρά ματα, και όχι σε ένα κλίμα που τα συντρίβει, όπως στη Μεγάλη Βρετανία επί του παρόντος. Η οικονομική δημοκρα-τία πρέπει να οικοδομηθεί με δύο είδη συνεταιρι σμού, το ένα είδος με-ταξύ εργαζομένων, διευθυντών και ιδιοκτητών μέσα στην εταιρεία και το άλλο είδος μεταξύ των ίδιων των εταιρειών και της τοπικής κοινωνίας. Η σύγχρονη ενωσιακή οικονομική

22 Για μελέτες σχετικά με τις δύο σύγχρονες βιομηχανικές περιοχές, που αμφότερες αποδείχθη καν ιδιαιτέρως ανταγω νιστικές στη δεκαετία του 1980, βλ.: για τη Βάδη-Βυρτεμβέργη, Sabel C., et al, «Regional prosperities compared: Massa chusetts and Baden-Wurttemberg in the 1980s», Economy and Society 18 (4), 374-404, 1989, και Schmitz, H., «Industrial districts: model and reality in Baden-Wurttemberg», εις Pyke & Sengenberger, (επ), op.cit., και για την Εμίλια Ρομάνα και την Ιταλία γενικότερα, Brusco, S., «The Emilian model: productive decentralisation and social integration», Cambridge Journal of Economics 6 (2), 167-86, 1982 και Trigilia, C., «Italian industrial districts neither myth nor interlude», εις Pyke & Sengenberger, op.cit.

23Κοινωνία Πολιτών -

Page 26: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

θεωρία αποδέχεται ότι ο δρόμος προς την οικο νομική δημοκρατία είναι πε-ρίπλοκος και ότι δεν μπορεί να πάρει τη μορφή ενός καταστατικού νόμου για τη «βιομηχανική δημοκρατία», όπως την οραματίστη καν οι ριζο-σπαστικοί εργατικοί κατά τη δεκαετία του 1970 στη Μ. Βρετανία23. Το δί-καιο των εταιρει ών πρέπει πράγματι να αναμορφωθεί και να περιλάβει ισχυρά κίνη τρα για τις εταιρείες ώστε να κινη θούν προς την κατεύθυνση της συνεργασιακής διοίκησης. Κα-τόπιν μια νομοθεσία ανεκτική και ενι σχυτική μπορεί να ακολουθήσει αυτές τις λεωφόρους της ανάπτυξης. Είναι φανερό ότι ιδέα της επιβο λής του «εργα τικού ελέγχου» δια νόμου συνιστά έναν παραλογισμό και το κα-ταστατικό πλαίσιο θα προσέκρουσε σε ώτα μη ακουόντων διστακτικών, κακοεκπαιδευμένων και συ χνά κυνι-κών εργατικών δυνάμεων με χαμηλή αφοσίωση στις εταιρείες τους και με φτωχά κίνητρα. Ακόμη και αν ήταν πολιτι κά δυνατό σε χώρες όπως η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ, θα ήταν ανε-πιθύμητο. Τούτο μπορεί να είναι έκ-φραση των πολιτικών της διοίκησης τόσο πολλών βρετανικών και αμε-ρικανικών εταιρειών, αλλά συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συγκε-ντρωτική και λεγκαλιστική αντίληψη μιας ενιαίας μεταρ ρύθμισης για την επιβολή της βιομηχανικής δημο-

κρατίας - ακόμη και αν δεν υπήρχε καμιά αντίθεση από τις επιχειρήσεις ή τα συνδικάτα. Προκειμένου οι ερ-γάτες στην πλειονότητα των εταιρει-ών να παρακινηθούν για να έχουν συμμετο χή σε εκτεταμένη κλίμακα, θα ήταν αναγκαία μια μακρόχρονη πε ρίοδος με πρωτο βουλίες ανθρώ-πινων σχέσεων, εκπαίδευσης και κινήτρων κτήσεως εργατικού κεφα-λαίου που θα υποστήριζαν μεγαλύ-τερη συνεργασία.

Το μοντέλο ανάπτυξης μιας ενωσιακής οικονομίας μπορεί να μην μοιάζει καθό λου με εκείνο που οραματίστηκαν οι συντεχνιακοί σο-σιαλιστές, το οποίο γεννήθη κε από τις προσπάθειες του εργατικού κινή-ματος και ήταν έντονα προσανατολι-σμένο στους εργάτες. Είναι μάλλον πιο πιθανό να αναπτυ χθεί από τη συγκόλληση μιας σειράς συμφε-ρόντων που επικεντρώνονται στη διατήρηση και την οικο δόμηση βι-ομηχανικών περιοχών και τοπικών και περιφερειακών οικονομιών. Οι τάξεις συνηθίζονταν να θεωρούνται κοινότητες πεπρωμένου. σήμερα, για πολλούς ανθρώ πους - συμπεριλαμ-βανομένων των επιχειρηματιών, των διευθυντών και των ειδι κευμένων εργατών, που η μη χρηματικοί πόροι τους ή η εργασία τους δεν μπορούν να ανατοποθετηθούν στις εθνικές ή τις διεθνείς αγορές - η περιφέρεια

εί ναι εκείνη που συνιστά κοινότητα πεπρωμένου. Μπορεί κάλλιστα οι περισσότερο συνεργασια κές σχέ-σεις μέσα στις εταιρείες, μαζί με τους αναγκαίους για την ανεύρεση συνερ-γασιών χρηματοοικονομικοί θεσμοί, να αναπτυχθούν από τους συνεται-ρισμούς με ταξύ εταιρειών και μεταξύ αυτών και των τοπικών δημόσιων υπηρεσιών και της οργανωμένης ερ-γασίας. Οι συντεχνιακοί σοσιαλιστές πίστευαν ότι η δια μάχη για την πολι-τική εξουσία ήταν στην καλύτερη πε-ρίπτωση μια παρεκτροπή. η κοινω-νία θα άλλα ζε από το εργατικό κίνημα που θα ασκούσε πίεση στο κεφάλαιο και θα με τατόπιζε αμετάκλητα το όριο του ελέγχου προς την εργασία. Αυτή η πολιτική αφέ λεια, την οποία συμμε-ριζόταν και ο συνδι καλισμός, οδήγη-σε στην πολιτική τους περιθωριοποί-ηση και στην παράβλεψη αυτών των ιδεών από το Εργατικό Κόμμα. Όσο αντικρατιστική και αν είναι η σύγχρο-νη ενωσιακή θεωρία, δεν μπορεί να αγνοήσει την πραγματικότητα του σύγχρονου κράτους ενώ γνωρίζει ότι οι ιδιωτι κές πρωτοβουλίες πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι με τις δημόσιες μεταρρυθμίσεις - και μάλιστα μπορεί να εξαρτώνται από αυτές. Οι νομοθε-τικές και οι θεσμικές αλ λαγές θα ήταν απαραίτητες για να διευκολύνουν τη γορ γή ανάπτυξη της ενωσιακής δια-κυβέρνησης.

23 Για μια κριτική αυτών των dirigiste προτάσεων των Εργατικών κατά τη δεκαετία του 1970, βλ. Hirst, P., Law, Social ism and Democracy, George Allen & Unwin, Λονδίνο 1986, κεφ. 7.

24 Για την αποτυχία του συντεχνιακού σοσιαλισμού, βλ. Glass, S.T., The responsive society, Longman, Λονδίνο 1966 και Carpenter, N., Guild socialism: an historical and critical analysis, D.Appleton, Νέα Υόρκη 1922.

24- Κοινωνία Πολιτών

Page 27: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Μια ενωσιακή στρατηγι-κή για τη μεταρρύθμιση

Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό; Στην οικονομική σφαίρα μπο-ρεί κανείς να υπο στηρίξει ότι αν οι βιομηχανικές περιοχές, οι οργανω-μένες περιφερειακές οικονο μίες και οι συνεργασιακές σχέσεις που εξισορροπούν τη συνεργασία με τον αντα γωνισμό μπορούν να επιβιώ-σουν από τις ανταγωνιστικές πιέ σεις των μεγάλων εται ρειών, μπορούν να χρησιμεύσουν ως πολιτικό μοντέλο. Θα υπήρχε τότε ελπίδα για τη στα-διακή διάχυση της τοπικής αυτοδι-οίκησης και της αμοιβαιότητας μέσα από τις καταγραφές της περιφερεια-κής επιτυχίας, προάγοντας τόσο την άμιλλα από τα κάτω όσο και τις πιέ-σεις για μεταρρύθμιση των εθνικών νόμων προκειμένου να επιτρέψουν τη διασπορά αυτής της εξέλιξης. Αναλόγως, στον τομέα της πρό νοιας, η σταδιακή ανάπτυξη του εθελοντι-σμού ως θεραπείας και συμπληρώ-ματος του κρα τικού κολεκτιβισμού μπορεί να δημιουργήσει μοντέλα άμιλλας και δια σποράς. Προπαντός, εκείνο που χρειάζεται είναι μια έν-νοια που να συνδέει αυτές τις ποικί-λες και συχνά δημοφιλείς ιδέες και να δείχνει την εφαρμοσιμότητά τους - πολιτική αποκέντρωση και ενωσι-ακή κυβέρνηση, νέες πε ριφερειακές οικονομίες και ομοσπονδιοποίη-ση και εθελοντισμός στην πρόνοια. Αυτή η έννοια έλλει πε, όχι επειδή δεν ήταν διαθέσιμη, αλλά επειδή η πολιτική δραστηριότητα και οι

περιστά σεις μόλις τώρα πρόφτασαν αυτές τις από καιρό παραμελημένες ιδέες. Ο μόνος δρόμος για την επι-τυχία των ενω σιακών ιδεών απαιτεί μια καθαρή αντίληψη, γιατί αυτή θα συνδέσει σε επίπεδο οργάνωσης και στά σεων τις χωριστές προσπάθειες που αναπτύσσονται σε διαφορετικές τοπικές κοινωνίες και κοινωνικές σφαίρες προς ανάλογους σκοπούς. Οι τοπικοί συνδικαλιστές και ιδι-οκτήτες μικρών εται ρειών, οι εθε-λοντές χριστιανοί εργάτες στα πυκνο-κατοικημένα κέντρα των πόλεων, οι οικολογικές ομάδες που αναζητούν μια πιο ανθρώπινη κλίμακα και τη στήριξη του περιβάλλοντος, όλοι τους μπορεί να επωφε ληθούν από αυτή τη γνώση.

Το μοντέλο της σύμπτωσης όλων αυτών σε ένα μόνο πολιτικό κόμμα, που κατα λαμβάνει την εξου σία πεί-θοντας τους εκλογείς για τις αρετές του προγράμματός του και στη συνέ-χεια επιτάσσει την υλοποίηση αυτού του σχεδίου της ταυτόχρονης μεταρ-ρύθμισης ολόκληρης της κοινωνίας, είναι εντε λώς ακατάλληλο. Τούτο εί-ναι δυνατό ως όνειρο για κολεκτιβι-στές και για εκείνους που επιθυμούν την απο-κολεκτιβοποίηση μέσα από την απορύθμιση και την ιδιωτικο-ποίηση - αμφότεροι αποδέχο νται τη συγκεντρωτική κυρίαρχη εξουσία και δεν επιθυμούν να την αλλά ξουν. Οι οπαδοί των ενώσεων πρέπει να στηριχθούν στον πολλαπλασιασμό διάφο ρων προσπαθειών. Οι ενωσια-κές σχέσεις πρέπει να οικοδομηθούν

με την πρωτο βουλία των πολιτών και με σώματα που συγκροτούνται ελεύθερα από στρατευμένα άτομα. Αν αυτές οι σχέσεις δεν εκπηγάσουν από αυθεντική συνεργασία θα έχουν μικρή αξία - η ιδέα να εξαναγκαστεί κανείς για να ενταχθεί οπωσδήποτε σε μια εθελοντική ένωση είναι πα-ράλογη (τούτο όμως είναι εκείνο που υπονοεί η προσέγ γιση για ένα ενω-σιακό σύστημα πρόνοιας, το οποίο θα προκύψει από μια νομοθετι κή «αρχική έκρηξη»). Ο ρόλος της νο-μοθεσίας πρέπει να είναι ανεκτικός και στα διακός και όχι αυταρχικός και επιτακτικός. Ευτυχώς υπάρ-χει ελπίδα ότι μπορεί να αρχίσει να υλοποιείται αυτή η διαδικασία δι-ασποράς του ενωσιακού μοντέλου: εάν τα έθνη-κράτη συνεχίσουν να γίνονται λιγότερο αποτελεσματικοί τόποι οικο νομικής ρύθμισης, εάν η σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωτική εξουσία των επιχειρή σεων γίνει λι-γότερο νόμιμη για τους πολίτες, κα-θώς φαί νεται ολοένα και λιγότερο ως ο μόνος δρόμος για τη βιομηχανική αποτελεσματικότητα και καθώς το μυστικό της επιτυχίας των πολιτικών της προσφοράς έφτασε να θεωρείται ως ένα διεσπαρμέ νο σύνολο δημο-σίων και ιδιωτικών δεσμεύσεων για την αποτελεσματική λειτουργία των εταιριών, των δικτύων και των υπο-στηρικτικών δημοσίων θεσμών. Η έσχατη νομιμοποίηση της μεγάλης κλίμακας είναι σήμε ρα οικονομική. εάν κλονισθεί τότε η θέση για περισ-σότερο αποκεντρωμένους θεσμούς

25Κοινωνία Πολιτών -

Page 28: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

θα ενισχυθεί.Θα ήταν όμως ανόητο να πει-

σθούμε ότι πρόκειται για μια διαδι-κασία μετάβα σης προς μια ενωσια κή χώρα των θαυμάτων - το υποκατάστα-το της εργατικής πα τρίδας του παλιού καλού καιρού. Η ενω σιακή αρχή μπορεί να εκδημοκρατίσει και να αναζωογονήσει τις κοινωνίες ως συ-μπλήρωμα και υγιής ανταγωνιστής των σημε ρινών μορφών κοινωνικής οργάνωσης: της αντιπροσωπευτικής μαζικής δημο κρα τίας, της γραφειο-κρατικής κρατικής πρόνοιας και της μεγάλης επιχείρησης. Δεν μπορούν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες να επιτελεστούν από συνεργατικές μικρές και μεσαίες εταιρείες (όσο αποτελεσματικές και αν είναι), ούτε μπορεί κάθε οικονομική ρύθμιση να στηρίζεται στη συνεργασία και στην περιφέρεια. Ορισμένα στοιχεία της δημόσιας πρόνοιας δεν μπορεί κανείς να τα εμπιστευθεί στις εθελο-ντικές ενώσεις (όσο εκλεπτυσμένοι και αν είναι οι μηχανισμοί μεταβί-βασης αρμο διοτήτων και πόρων): σε τελευταία ανάλυση, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, το επίπε δο των υπηρε-σιών και οι αρ χές της ίσης μεταχεί-ρισης πρέπει να διασφαλίζο νται από τη δημόσια εξουσία σε ομοσπονδια-κό επί πεδο. Οι ρυθμιστικές εθνικές

και διεθνείς υπηρεσίες (παγκόσμιες δημόσιες εξουσίες) θα παραμείνουν ανα γκαίες και, στην τελευταία περί-πτωση, θα γίνουν πιο σημαντικές. Κανείς σοβαρός οπαδός των ενώ-σεων δεν μπορεί να φανταστεί ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή η φτώ χεια του τρίτου κόσμου μπορούν να αντιμετωπιστούν (εάν όντως μπο-ρούν να αντι μετωπιστούν) μόνον από τις εθελοντικές ενώσεις.

Είναι καλύτερα να μην θεωρού-με το σύστημα των ενώσεων ως «την κοινωνία του μέλλοντος», ένα σύστημα πλήρες από μόνο του, αλλά ως μια αξονική αρχή κοινω νικής οργάνωσης, δηλαδή ως ένα πρό-τυπο οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων που μπορεί να γενικευθεί διατέμνοντας τους τομείς και τα πε-δία της κοινωνικής δρα στηριότητας, που δεν συνιστά τοπικό θεσμό ούτε πρότυπο εθιμικής πρά ξης. Ως προς αυτό, μοιάζει με την αγορά και τη γραφειοκρατική διοίκηση. Αυτές οι αρχές ανταγωνί ζονται για κυριαρχία στις σύγχρονες κοινωνίες: ο συνδυ-ασμός των επι κρατουσών κοινωνι-κών συνθη κών και η διαθεσιμότητα ενός αξιόπιστου και αποτε λεσματικά παρουσιασμένου εννοιακού μοντέ-λου θα κρίνει εάν μια αρχή θα παί-ξει κύριο ή επικουρικό ρόλο σε μια

δεδομένη περίοδο. Στην κάθε περί-πτωση, ο ρόλος του εννοιακού μο-ντέλου είναι να δείξει με ποιο τρόπο η εν λόγω αξονική αρχή μπορεί να τεθεί υπό επεξεργασία ως πρακτι-κή και αξιόπιστη βάση κοινωνικής ορ γάνωσης. Μοντέλα όπως του Πλούτου των Εθνών του Smith ή η υποστήριξη του γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού από τον Webb έχουν αποδειχθεί αποτελεσματι κά ως προς τη συμβολή τους για την εξάπλωση της αγοράς και των αρχών της κρατι-κής πρόνοιας. Οι ενωσιακές αρχές χρειάζονται μιαν ανάλογη επεξερ-γασία προκειμέ νου να δείξουν την εκτεταμένη ικανότητά τους εφαρμο-γής και αποτελεσματικό τητας. Εκείνο που διέ θεταν συχνά αυτές οι αρχές ήταν «προγράμματα δράσης», που μετέτρεπαν τα μοντέλα σε ουτοπικά σχεδιάσματα. Το εάν οι ενωσια κές πολι τικές μπορούν να ενεργήσουν ως συμπλήρωμα των αποτυχό ντων θεσμών μας δεν εξαρτάται από την αναδιατύπωση των ενωσιακών αρ-χών αλλά από τη λε πτομερή επεξερ-γασία αξιόπιστων μοντέλων ενωσια-κής διαχείρισης στην οικονομία και στους τομείς της πρό νοιας. Αυτό είναι σήμερα το κύριο καθήκον της θεωρίας των ενώσεων.

26- Κοινωνία Πολιτών

Page 29: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Σύνοψη Η πτώση του κομμουνισμού και

της περιόδου του ψυχρού πολέμου επιτάχυνε την ευρεία επανεξέταση των κεντρικών αρχών της δημο-κρατίας και της κοινοτικής διακυ-βέρνησης. Το άρθρο αυτό εξετάζει την πρόσφατη συνεισφορά του Paul Hirst- που έγκειται σε ένα μοντέλο συλλογικής δημοκρατίας. Πρόκειται για μία δημοκρατία που στηρίζεται στις αρχές του «συνεταιρισμού» και της ορθολογικής επιλογής. Ο Hirst παρουσιάζει ένα μοντέλο συμμετοχι-κής δημοκρατίας που επικεντρώνε-ται σε γενικές αρχές, οικονομικούς θεσμούς και κοινωνικές διατάξεις. Υπό το πρίσμα αυτό, προτείνονται η υποχρεωτική «οικονομική» δημο-κρατία και μία διασπώμενη δομή πολιτικής διακυβέρνησης. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις παρουσι-άζονται ως τα κύρια μέσα της προ-ώθησης της διαβουλευτικής δημο-κρατίας και της κοινωνικής ζωής. Θεωρούμε ότι η έννοια που δίνει ο Hirst στην ορθολογική επιλογή και την αποκέντρωση της διοικήσεως είναι θεμελιωδώς ανυποστήρικτη:

προτείνει την ρύθμιση των οικονομι-κών σχέσεων έτσι ώστε να εξασφαλί-ζουν αποτελέσματα που συμφωνούν με τις επιταγές του κοινωνικού κρά-τους και την εφαρμογή των κανόνων της αγοράς στη διοίκηση έτσι ώστε να αυξηθεί η σημασία του παράγο-ντα της ατομικής επιλογής. Συμπε-ραίνοντας, τα θεωρητικά εργαλεία του Hirst είναι ασυμβίβαστα με τη φύση της πολιτικής διακυβέρνησης. Επιπλέον, η διάσπαση της κρατικής εξουσίας, που ψάχνει να στηριχτεί σε τόσο αμφίβολης αποτελεσματικό-τητας οφέλη που παρέχουν αποκε-ντρωμένες οργανώσεις, υποσκάπτει τα προτερήματα της κεντρικής άσκη-σης εξουσίας.

Η πτώση του κρατικού κομμου-νισμού και η δημόσια συζήτηση σχετικά με τον πολιτικό σοσιαλισμό ανανέωσαν το ενδιαφέρον γύρω από τις κοινωνικο-πολιτικές αρχές που διέπουν στην πράξη την οργάνωση της κοινωνίας. Οι συζητήσεις δεν ακτινοβολούν πλέον με την ένταση απολογητικών δεσμεύσεων ή κριτι-κής, υπέρ ή κατά των σοσιαλιστικών

συνθημάτων ή της lato sensu φιλε-λεύθερης δημοκρατίας. Η δημόσια συζήτηση διευρύνθηκε, ιδίως μετά τη ρήξη με την κεντροποιημένη κρατική ιδιοκτησία και τον κρατικό έλεγχο κατά την σοσιαλιστική θε-ωρία (Hindess 1991: 173). Οι κοι-νοτικές και οι συνεταιρικές θέσεις παρέχουν δύο θεμελιώδεις έννοιες στην κοινωνική και την πολιτική οργάνωση καλύπτοντας την κανο-νιστική και την αμοιβαία βάση των εννοιών της κοινωνικής ζωής και της αυτο-κυβέρνησης (e.g., Etzioni 1993; Glendon 1991; Walzer 1983). Φωτίζουν τη σχέση ανάμεσα στα το-πικά κοινωνικο-πολιτικά δέοντα και την κοινωνική και οικονομική οργά-νωση.

Το πρόσφατο βιβλίο του Paul Hirst Associative Democracy (1994) συνέβαλε σημαντικά στην πρόοδο της σχετικής συζήτησης. Επανεξε-τάζοντας τις συμμετοχικές απόψεις, ο συγγραφέας προσπαθεί να διαγρά-ψει την οδό ανάμεσα στα αδύναμα σημεία του κεντρικού σοσιαλισμού και στα αρνητικά αποτελέσματα του

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: αποκέντρωση της κοινοτικής και βιομηχανικής

διακυβέρνησης; Μία κριτική θεώρηση1.

DAvID E. MORgAN

1 Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κειμένου. Μετάφραση, Χριστίνα Χαλανούλη, Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου PANTHEON-ASSAS, Paris II.

Page 30: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

οικονομικού φιλελευθερισμού και ισχυρίζεται ότι έχει επεξεργαστεί μία πολιτικο-οργανωτική ατζέντα συ-νεπή με την υπάρχουσα πρακτική, τα οικονομικά δέοντα και την αρχή της αποκέντρωσης. Ο σκοπός του είναι να παράσχει «αξιόπιστα μοντέ-λα συμμετοχικής διακυβέρνησης στους τομείς της οικονομίας και της πρόνοιας» (Hirst 1994: 43). Αυτή η προσπάθεια αξίζει εξέτασης δεδο-μένης της επιρροής της σε θέματα αμφότερης κοινωνικής και πολιτι-κής θεωρίας και οικονομικής οργά-νωσης, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ευέλικτη εξειδίκευση.

Η μορφή συλλογικής δημοκρα-τίας του Hirst είναι ανίσχυρη, γιατί βασίζεται σε μία θέση ορθολογικής επιλογής της συνεταιρικής πολιτι-κής συμμετοχής, διαμέσω της δημι-ουργίας πολιτικών «αγορών» διακυ-βέρνησης, ενώ ταυτόχρονα προτείνει τον περιορισμό της αμιγώς βασι-σμένης στην αγορά (market-based) οικονομικής δραστηριότητας. Δεύ-τερον, παρουσιάζει ένα διασπώμενο μοντέλο της πολιτείας, όπου η συμ-βατική κρατική μηχανή επισκιάζεται από ένα συλλογικό μηχανισμό που αποδυναμώνει αισθητά τις κρατικές εξουσίες.

Η άποψη που υιοθετείται εδώ είναι ότι οι τοπικοί μηχανισμοί συμ-μετοχής καλυτερεύουν στην πρά-ξη τη δημοκρατία μόνο στο βαθμό που εκτείνονται και προωθούν ου-σιαστικά το συλλογικό πεδίο του κοινωνικο-πολιτικού διαλόγου και

διακυβέρνησης. Πράγματι ο Hirst διατυπώνει ένα μοντέλο διανεμητι-κής δημοκρατίας, σε αντίθεση με μία περιεκτική ολοκληρωτική δημοκρα-τία (inclusive integrative democracy) στην οποία αναφερόμαστε εδώ. Μία ολοκληρωτική δημοκρατία βασίζε-ται στη συγχρονισμένη εξέλιξη των δημοκρατικών αρχών και της πρα-κτικής πλευράς που όντως ενσωμα-τώνει ακόμα περισσότερες πλευρές της ανθρώπινης πρακτικής διαμέσω ενός γενικευμένου συλλογικού δια-λόγου.

Το πλαίσιο του σύγχρο-νου associationalism

Δύο βασικά ζητήματα ενώνο-νται στην Κοινωνική Δημοκρατία. Το πρώτο στηρίζεται στην κοινοτική αρχή, που επανεμφανίζεται στις θε-ωρίες της βιομηχανικής οργάνωσης, ενώ το δεύτερο επικεντρώνεται στις συζητήσεις σχετικά με τη δημοκρατι-κή πρακτική και την κρατική εξουσία που προέκυψαν από τη δυσαρέσκεια που προκάλεσαν διάφορες πλευρές της αντιπροσωπευτικής φιλελεύθε-ρης δημοκρατίας. (e.g., Hirst 1990; Held 1993; Dryzek 1990; Keane 1988; Barber 1984; Pateman 1988).

Στην Κοινωνική Δημοκρατία ο Hirst αρχικά επικεντρώνεται στις κοινωνικο-πολιτικές διαστάσεις της κοινωνικής διακυβέρνησης και επιχειρηματολογεί υπέρ της απο-τελεσματικότητας των κοινωνικο-πολιτικών δομών, αφεαυτών, για την εθνική οικονομική δραστηριότητα

και την επίδοση του εμπορίου (cf. Cohen and Rogers 1992). Ο Hirst ορθώς απορρίπτει κάθε απλό χωρι-σμό πολιτείας, οικονομίας και πολιτι-κής κοινωνίας τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη και υπογραμμίζει ότι η προώθηση αυτού του χωρισμού είναι κεντρική στη σύγχρονη κρίση που περνά ο φιλελεύθερος καπιτα-λισμός.

Οι πολιτικές και ορ-γανωτικές αρχές του associationalism

Ο Hirst (1994: 42) δηλώνει ότι ο associationalism είναι μία «αξιακή αρχή κοινωνικής οργάνωσης», που ορίζεται ως ένα «μοντέλο οργάνω-σης κοινωνικών σχέσεων που μπο-ρεί να γενικευθεί μέσα από τομείς και σφαίρες κοινωνικής δραστηριό-τητας» (Hirst 1994: 42). Στηρίζεται, με τη σειρά, σε τρεις βάσεις πολιτι-κής οργάνωσης. Πρώτον, εκούσιες, εκ της βάσεως, αυτο-κυβερνούμενες οργανώσεις αποτελούν το στυλοβάτη της ελευθερίας, της ευημερίας/πρό-νοιας και της δημοκρατικής διακυ-βέρνησης. Δεύτερον, η πολυφωνία του κράτους υπερισχύει της υπάρ-χουσας κεντρικής «μονοδιάστατης» κυριαρχικής κατάστασης: ανάθεση κρατικών λειτουργιών, εξουσία και χρηματοδότηση μέσω του ομοσπον-διακού συστήματος και της αρχής της επικουρικότητας ενισχύουν το ρόλο της κοινωνίας των πολιτών (Hirst 1994: 27). Τρίτον, μία βασι-κή δύναμη των οργανώσεων είναι

28- Κοινωνία Πολιτών

Page 31: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

η ικανότητά τους να παρέχουν μία υψηλού επιπέδου διαβουλευτική δημοκρατία: δηλαδή, η λήψη των αποφάσεων βασίζεται στην ευρεία διαβούλευση και συνεργασία (Hirst 1994: 34-39).

Το αξίωμα της εκούσιας επιλο-γής εμπερικλείει το θέμα της ατομι-κής δράσης. Λειτουργεί σε δύο επί-πεδα: αυτό της συλλογικής δομής και συνέχειας και αυτό του ρόλου των οργανώσεων στην κοινοτική διακυβέρνηση. Ο Hirst απορρίπτει οποιαδήποτε ανθρωπολογική βάση των οργανώσεων.

Λογικά λοιπόν, η δημιουργία των οργανώσεων πρέπει να στηρί-ζεται στην τελολογική δραστηριότη-τα. Αφού ο Hirst θεωρεί το άτομο ως «ικανό για ορθολογική επιλογή, επαρκώς λογικό ώστε να ακολου-θεί τις δικές του πεποιθήσεις για το ποιά είναι τα ενδιαφέροντά του», που «προϋποθέτει εξατομίκευση και ένα βαθμό ορθολογισμού» (Hirst 1994: 51), η δραστηριότητα προκύπτει ως το αποτέλεσμα της έλλογης επιλο-γής. Προκειμένου να ξεπεράσει την χρονολογικά αξιωματική φύση της έλλογης επιλογής, ο Hirst διακρίνει ανάμεσα σε συλλογικότητες επιλο-γής και κοινότητες τύχης. Η μορφή συλλογικότητας όπου η ελευθερία επιλογής είναι μεγιστοποιημένη, ονομάζεται «συλλογικότητα επιλο-γής». Οι κοινότητες τύχης, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από πρακτικές δια-κρίσεις, υποβάθμιση κτλ. Συνεπώς, η κρατική διάρθρωση θα πρέπει να

αποκλείσει νομοθετικά τέτοιους κα-νόνες εισόδου στη συλλογικότητα και να εξασφαλίσει ένα απόλυτο δι-καίωμα εξόδου, αφού οι άνθρωποι συμμετέχουν εκούσια προκειμένου να προσκομίσουν πραγματικά οφέ-λη και να παραμείνουν ως μέλη μόνο για όσο τα οφέλη αυτά διαρ-κούν. Δηλαδή το δικαίωμα εξόδου είναι θεμελιώδες για την κοινωνική δημοκρατία.

Ποιος είναι ο κοινωνικός ρό-λος των συλλογικοτήτων; Εφαρμό-ζοντας τις γενικές αρχές του ομο-σπονδιακού συστήματος και της επικουρικότητας, ο Hirst προτείνει ένα αποκεντρωτικό τριεραρχικό σύ-στημα εθνικού, περιφερειακού και τοπικού επιπέδου διακυβέρνησης, όπου το συμβατικό αντιπροσωπευ-τικό κράτος συμπληρώνεται από μία παράλληλη κορπορατιστική και συλλογική δομή διακυβέρνησης. Το εκλεγμένο σύμφωνα με το σύνταγμα νομοθετικό σώμα παρέχει το πλαίσιο των απαιτούμενων οικονομικών και διαρθρωτικών δομών, που υποστη-ρίζουν την αποτελεσματικότητα των συλλογικοτήτων, ένα πλαίσιο που θα εμπερικλείει τους βασικούς θε-σμούς (όπως τα περιφερειακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια) που εξασφαλίζουν την προστασία των δι-καιωμάτων των πολιτών. Οι συλλο-γικότητες διέπονται από συμβούλια αιρετών αντιπροσώπων παραγωγών και καταναλωτών.

Προκύπτουν λοιπόν τέσσερις βασικοί τομείς: ο πρώτος είναι η

δημιουργία μίας πολιτικό- κοινωνι-κής «αγοράς», ο δεύτερος έγκειται στη βάση της κοινωνικής δράσης, ο τρίτος αφορά τις συνέπειες της κοινωνικής θέσης κάθε ατόμου στη δυνατότητα του μετέχειν, και ο τέταρ-τος έχει να κάνει με τη σχέση ανάμε-σα σε κεντρική εξουσία και τοπικές συλλογικότητες.

Σχετικά με τον τέταρτο τομέα, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο βαθμό της «ουσιαστικής» αυτονομίας και ομοίως στο βαθμό της επιτρεπτής «διαφωνίας» στην εσωτερική δια-κυβέρνηση της συλλογικότητας. Η πρόταση του Hirst γενικά θεωρεί ότι ένας σημαντικός βαθμός αυτονομίας αποδυναμώνει ευθέως την κεντρική διοίκηση αλλά όχι αναγκαστικά και την κοινοτική. Ωστόσο, η κεντρική/συλλογική σχέση δεν είναι γραμ-μική. Η αυτονομία, συνδυασμένη με ριζική ή ακόμα και αγοραστική διαφορετικότητα (για οποιονδήποτε λόγο), είναι πολύ πιθανόν να υπο-σκάπτει τους γενικούς κανόνες, που είναι ενσωματωμένοι στους πολιτι-κούς σκοπούς, τον πολιτισμό και τις διαδικασίες.

Ο Hirst προτείνει επίσης ότι το εθνικό επίπεδο ελέγχεται από ένα «συνομοσπονδιακό» διεθνές σύστημα (Hirst 1994: 133 ff. ). Κά-ποιοι σημαντικοί τομείς πολιτικής θα παραχωρηθούν συνειδητά σε διεθνή σώματα, όπως αυτά που προ-βλέπονται στις υπάρχουσες πολυμε-ρείς συνθήκες και στις υπερεθνικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

29Κοινωνία Πολιτών -

Page 32: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Αυτές οι νέες ρυθμίσεις θα εμπε-ρικλείουν μία διεθνή νομισματική μονάδα και πολυμερείς στρατιωτικές δομές (Hirst 1994: 71). Επιπρόσθε-τα, η ιδιότητα μέλους που μπορεί να παραχωρηθεί από τους πολίτες διαφόρων χωρών σε ιδιωτικούς διε-θνείς οργανισμούς θα δημιουργούσε μία «διεθνή κοινωνία των πολιτών», για τον περαιτέρω έλεγχο των ενερ-γειών των εθνικών κυβερνήσεων (Hirst 1994: 71; επίσης Hirst and Thompson 1995: 428-37).

Οι προτάσεις του Hirst για απογύμνωση του συμβατικού κρά-τους από βασικές λειτουργίες και η μεταφορά τους σε ανταγωνιστικές οργανώσεις που κινούνται στον το-μέα στης ορθολογικής επιλογής πε-ριπλέκει τα απλοποιημένα μοντέλα οργανωτικών δομών- γραφειοκρα-τία, αγορά και οργανώσεις- με θεω-ρητικές δημοκρατικές διαδικασίες ή με την έλλειψή τους. Η εξίσωση του Hirst «συλλογικότητες ίσον δημο-κρατία» είναι το ίδιο ανυποστήρικτη με την εξίσωση «αγορά ίσον δημο-κρατία» των Hayek/Friedman (e.g., Hayek 1960; Friedman, 1962). Είναι και οι δύο διαβλητές.

Associationalism και οικονομικές σχέσεις

Ο Hirst εφαρμόζει τη γενική θεωρία του στην οικονομική διακυ-βέρνηση (Hirst 1994: 74-157) και υποστηρίζει ότι η συλλογική δια-κυβέρνηση αναπόφευκτα αυξάνεται από την εμπειρία της μοντέρνας οι-

κονομίας του εικοστού αιώνα (Hirst 1994: 74-111). Το κράτος απλά δεν έχει τη δυνατότητα ελέγχου πάνω στην οικονομική δραστηριότητα που παραχωρείται στη βάση του διαχω-ρισμού του κράτους από την κοινω-νία των πολιτών. Ο Hirst επίσης απορρίπτει κάθε βιώσιμη επιλογή που προτείνεται από σύγχρονα προ-οδευτικά συστήματα ή από παλιότε-ρες ιστορικές θέσεις. Οι πρώτες εί-ναι σε πτώση και οι δεύτερες δεν θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στην οικονομική δυναμική του κεφαλαί-ου ή να προσελκύσουν οργανωτικά πολιτικά στηρίγματα.

Οι οργανωτικές προτάσεις έχουν το ίδιο κέντρο βάρους. Οι εταιρίες πρέπει να είναι προσεγγίσεις αυ-το-διοικούμενων συλλογικοτήτων με χίλια ή λιγότερα μέλη, που να βασίζονται σε μία κατανοητή αντι-προσώπευση των ενδιαφερομένων φορέων, συμπεριλαμβανομένων συμμετοχικών μηχανισμών (εποπτι-κό συμβούλιο, εργατικό συμβούλιο, υποχρεωτικά σχέδια κατοχής μετο-χών (ESOP). Ωστόσο προκύπτει μία σειρά προβλημάτων. Πρώτον, στη συζήτηση σχετικά με τις εταιρείες, οι προτάσεις βέλτιστων πρακτικών του Hirst αναδύονται και εξελίσσο-νται υπό συνθήκες ανάπτυξης κεφα-λαίου και κρατικής συγκέντρωσης. Αγνοούνται ευδιάκριτες διαφορές ανάμεσα στα κράτη, τις κοινωνικές δυνάμεις και τις κουλτούρες. Δεύτε-ρον, η εμφάνιση του «κράτους προ-νοίας» που προέκυψε από τον οικο-

νομικό συγκεντρωτισμό και από την κοινωνική δημοκρατική οργάνωση της εθνικής διαπραγμάτευσης βα-σίζεται σε έναν οικουμενικό διάλογο discourse (McEachern 1990; Lybeck and Henrekson 1988; Watts 1987).

Τρίτον, ο Hirst παραβλέπει τις υπάρχουσες πολιτικές συνθήκες από τις οποίες εξαρτώνται οι αλλα-γές που προτείνει στις οργανωτικές σχέσεις. Δεν είναι δυνατόν να υπο-στηριχθεί πειστικά, για παράδειγμα, ότι τα δικαιώματα του πολίτη/εργάτη στη Γερμανία ή τη Σουηδία είναι τα ίδια με τα αντίστοιχα στην Ιαπωνία ή ότι οι διαδικασίες συναπόφασης ται-ριάζουν με αυτές του «Toyotaism». Τέτοιες διαφορές αντανακλώνται στα συλλογικά υλικά εργατικά απο-τελέσματα. Διανομή εισοδήματος, διασπορά μισθών, γενικές ευκαιρίες εκπαίδευσης, δικαιώματα κοινωνι-κής ασφάλισης, ισότητα των φύλων, συνθήκες εργασίας και άλλοι βα-σικοί δείκτες, στοιχειοθετούν βασι-κές διαφορές ανάλογα με τα κράτη (Greenwood et al. 1992; Jacoby 1995; Ringen 1987).

Τέταρτον, μία τέτοια προοδευτική οργάνωση όπως συναντάται στην Ευ-ρώπη ή την Ιαπωνία υπόκειται στην πίεση της οικονομικής φιλελεύθε-ρης ιδεολογίας, η οποία υποστηρίζει την απορύθμιση, την αποκέντρωση και την ευελιξία. Ο ισχυρισμός ότι ο associationalism που προτείνει ο Hirst μπορεί να εισαχθεί και να δι-ατηρηθεί εις βάρος της αντίπαλής της οικονομικής θεωρίας του neo-

30- Κοινωνία Πολιτών

Page 33: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Fordism είναι υπερβολικά αμφισβη-τήσιμος. Επιπλέον, είναι ουτοπική η άποψη σύμφωνα με την οποία ο associationalism μπορεί να υιοθε-τηθεί χωρίς σημαντική συλλογική πολιτική κοινοποίηση και άσκηση πίεσης στην κεντρική διοίκηση.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο associationalism του Hirst εμπερι-κλείει μία εξαιρετικά προβληματική πλευρά για τον ρόλο των ενώσεων (Hirst 1994: 155-7). Ο Hirst απο-δέχεται την ανάγκη ενός προστα-τευτικού χαρακτήρα των ενώσεων. Δεδομένου του γεγονότος ότι η ερ-γατική τάξη συνεχίζει να εξαρτάται από τη μισθοδοσία (προφανώς μία ουσιαστικά καπιταλιστική σχέση), οι ενώσεις θα πρέπει να δεσμευτούν από τον εθνικό προσδιορισμό των μισθών. Θα συμμετάσχουν ομοί-ως σε περιφερειακά συμβούλια, αν και ο ρόλος τους θα περιορίζεται σε αυτόν του μέλους μίας διαιτητικής μηχανής και σε αυτόν του παρόχου συλλογικών υπηρεσιών.

Η δραστηριότητα της ένωσης στο επίπεδο της επιχείρησης, ωστόσο, πρέπει να περιορίζεται σαφώς στο ρόλο της χάραξης πολιτικής- της πα-ρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις νομοθετικές και τις συμβατι-κές υποχρεώσεις, τις δημοκρατικές διαδικασίες. Φαίνεται να περικλείει την επίβλεψη των ψήφων σχετικά με τους μισθούς και τις σχετικές προϋ-ποθέσεις, αν και το δικαίωμα ψήφου από μόνο του φαίνεται ότι προκύπτει ανεξάρτητα από την οργάνωση της

ένωσης. Δηλαδή, παραμένει πολύ λίγος χώρος για γνήσια και αυτό-νομη διασυνεταιρική δραστηριότη-τα των ενώσεων. Και αφού ο Hirst θέτει την ελεύθερη επιλογή ως μία αρχή συμμετοχής στις συλλογικές επιχειρήσεις, απορρίπτει οποιαδή-ποτε δομική ή ταξική βάση της δη-μιουργίας της ενώσεως και της συ-νέχειάς της.

Ομοίως, οι απόψεις του Hirst για τον έλεγχο των διακρατικών εται-ρειών είναι εξαιρετικά προβλημα-τικές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κοινή γνώμη στις αναπτυγμένες χώρες, σε συνδυασμό με την επιρ-ροή ανώνυμων «σχετιζόμενων διε-θνών οργανισμών», θα ελέγξουν την εκμετάλλευση των χαμηλόμισθων εργαζομένων και το πλαίσιο τους. Ένας από τους στόχους του είναι η δημιουργία μίας διεθνούς εταιρικής συνέλευσης με συμβουλευτική αρ-μοδιότητα, που θα αποτελείται από ανθρώπους αναμφίβολης ακεραιό-τητας (Hirst 1994: 148), στην οποία θα υποβάλλουν, οι διακρατικές εται-ρείες, επενδυτικά προγράμματα κοι-νωνικής σκοπιμότητας και η οποία θα αποφασίζει σχετικά με τις διαφω-νίες της ένωσης.

Κατανοώντας το σκεπτικισμό που θα προκαλέσουν αυτές οι ιδέες, ο Hirst απαντά ότι η καλή θέληση που πηγάζει από την ηθική εξουσία ενός τέτοιου διεθνούς σώματος θα αποτελέσει ένα σημαντικό παράγο-ντα για την παγκόσμια επιχειρημα-τική πρόοδο. Πρόκειται για μία αξι-

οσημείωτη οικονομική Weltpolitik (παγκόσμια πολιτική), που υιοθε-τείται μόνο από αποφασισμένους ουτοπιστές.

Εν ολίγοις, η καρδιά των συμ-μετοχικών ιδεών στις οικονομικές σχέσεις στηρίζεται στην εισαγωγή ουσιαστικών οικονομικών όρων κρίσης (Hirst 1994: 97) χωρίς να ανατρέπεται ο ρόλος της αγοράς ή του νομισματικού υπολογισμού. Ο Hirst αποδέχεται ότι οι εταιρείες απαιτείται, στις σύγχρονες κοινωνί-ες, να δημιουργήσουν τον αναγκαίο πλούτο για την πρόοδο της ιδιωτικής ζωής (Hirst 1994: 98).

Οι ουσιαστικές κρίσεις περι-λαμβάνουν τη δίκαιη διανομή, την ασφάλεια, τη δημοκρατική συμμετο-χή και την κοινωνική ευθύνη. Ωστό-σο, μπορεί να πρόκειται για ευγενείς στόχους, αλλά υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η κοινωνική δημοκρα-τία θα μπορούσε να τους επιτύχει ευρέως όπως το έχουν αποδείξει τα υπάρχοντα δημοκρατικά κράτη. Η μερική επίτευξή τους σε ορισμένες βιομηχανικές περιοχές, ή σε (υπό συρρίκνωση) τομείς της ιαπωνικής αγοράς δεν αποτελούν επαρκείς εν-δείξεις της ικανότητας γενίκευσής τους από μία αποκεντρωμένη κοι-νωνική δημοκρατία.

Η διαφορετικότητα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο προκύπτει από την καπιταλιστική πολιτική οικονομία, όχι από κάποια μορφή ορθολογικού σχεδίου σε με-μονωμένες περιοχές.

31Κοινωνία Πολιτών -

Page 34: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Συλλογική κοινωνική ευημερία

Ο Hirst θίγει το ζήτημα του ρό-λου των συλλογικοτήτων στην παρο-χή υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας (Hirst 1994: 158-202), επειδή το κοινωνικό κράτος θεωρείται ως μία μέγιστη αποτυχία των σοσιαλιστικών ή κοινωνικών κρατικών διοικήσεων. Στην περίπτωση αυτή, η ανώτατη ιε-ραρχική σχέση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών και η αναζωογόνηση αυτής της τελευταίας μέσω του associationalism αποτελούν σημαντικά οφέλη υπό το πρίσμα του προτεινόμενου συνομοσπονδιακού κράτους πρόνοιας (Hirst 1994: ch. 7). Υπό το πρίσμα της εισαγωγής του εθελοντικού χαρακτήρα της πρόνοι-ας, αυτές οι προτάσεις πράγματι με-ταφέρουν την κοινωνική ασφάλιση στον εθελοντικό τομέα. Αυτή η με-ταφορά είναι προβληματική. Ξεκά-θαρα, οι σύγχρονες οργανώσεις δεν έχουν την ικανότητα να παρέχουν αποτελεσματικά τέτοιες υπηρεσίες. Προκύπτουν λοιπόν βάσιμες αμφι-βολίες σχετικά με το εάν μπορεί να ξεπεράσει αυτά τα πρακτικά προβλή-ματα ένα συλλογικό συνομόσπονδο κράτος πρόνοιας.

Associationalism-η αποκέντρω-ση της κοινοτικής διακυβέρνησης;

Στον πυρήνα του associationalism η ελευθερία καταρρέει υπό την έν-νοια της ατομικής επιλογής. Στο σχήμα αυτό, η ελευθερία του ατόμου ως προς το συνεταιρίζεστε είναι ου-σιαστικά ορθολογική μόνο αν συμ-

βάλει στην αύξηση των ατομικών συμφερόντων και της ατομικότητας (Hirst 1994: 49-51). Αυτός ο ατομι-κιστικός υπολογισμός αποδόσεων από τον πολιτικό κολεκτιβισμό είναι ασυνάρτητος, αφού, προκύπτοντας από τις διαδραστικές διαδικασίες της διαβουλευτικής δημοκρατίας, τα αποτελέσματα ποιότητας είναι ήδη γνωστά. Τέτοιοι στόχοι δεν είναι ούτε δεδομένοι, διακριτοί ή γνωστοί a priori, κυρίως επειδή στην περίπτω-ση που η δημιουργία ουσιαστικών σκοπών είναι χαρακτηριστικό δια-βουλευτικών διαδικασιών, τα μέσα είναι ταυτόχρονα και σκοποί. Εν ολίγοις, η ελευθερία δεν είναι δυ-νατόν να προκύπτει από την επιλογή της πλειοψηφίας, αλλά μόνο από τη διαδραστικότητα. Ωστόσο, η θεωρία του Hirst για την κοινωνική δράση, όπως υποστηρίζεται στο Associative Democracy, είναι ανεπαρκής για τα βάρη της δημοκρατικής πρακτικής (βλ. επίσης Hindess 1988; 1989: 44-65).

Υπό τους όρους της κοινωνικής ενσωμάτωσης είναι αναγκαίο να αναζητήσουμε τη φύση των ηθικών αιτημάτων των συλλογικοτήτων που λειτουργούν ως η κοινωνική εδραί-ωση που είναι ουσιαστική για την κοινωνική τάξη. Αν σήμερα οδη-γούν στη διάσπαση και αν μια τέτοια διάσπαση έχει αποκτήσει συγκεκρι-μένο δομικό πεδίο στην κοινοτική διακυβέρνηση, τι είδους υπερσυλ-λογικών κανόνων θα ξαναεξασφα-λίσουν την (επ-)ενσωμάτωση της

πολιτείας; Ο Hirst υποστηρίζει ότι το κοινωνικό πεδίο και η αυτονομία, ή ’parcelization’ (Hirst 1994: 67), σε συνδυασμό με την αμοιβαία ανοχή, είναι μία προϋπόθεση της ενσωμά-τωσης. Παράγει ενσωμάτωση δημι-ουργώντας κοινωνική αλληλεγγύη, που βασίζεται σε «επιλεχθέντες όρους» (Hirst 1994: 66). Η θεώ-ρηση της πολιτικής διακυβέρνησης με αγοραστικούς όρους παράγει ένα πλουραλιστικό σύστημα αντισταθμι-στικής εξουσίας, ένα είδος συλλο-γικής αντανάκλασης φιλελεύθερου πολιτικού πλουραλισμού.

ΣυμπεράσματαΕν κατακλείδι, προσπαθήσαμε να

αποδείξουμε τρεις βασικές ασυμβα-τότητες της θέσης του Hirst σχετικά με την αποκεντρωμένη κοινωνική δημοκρατία. Πρώτα, η έννοια της ορθολογικής επιλογής είναι σε αντί-θεση με την ανάγκη να καλλιεργηθεί ο διαβουλευτικός ορθολογισμός έτσι ώστε να επιτευχθεί η διεύρυνση της δημοκρατικής πρακτικής. Αντιπρο-σωπεύει την επιστροφή στην έννοια της σοσιαλιστικής υπηκοότητας, όπου η δέσμευση στα δικαιώματα της (ατομικής) υπηκοότητας κατα-κλύζει την κολεκτιβιστική πρακτική και υποσκάπτει το γενικό πεδίο του διαβουλευτικού ορθολογισμού. Η επιλογή του Hirst τεκμαίρει την ικα-νότητα γνώσης του πολίτη και την αρετή ως προνομιακές ιδιότητες του ανθρώπινου λόγου.

Δεύτερον, ο Hirst υποστηρίζει

32- Κοινωνία Πολιτών

Page 35: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

τον περιορισμό των οικονομικών αγοραίων σχέσεων έτσι ώστε να εξαλειφθούν οι ανεπιθύμητες συ-νέπειες, αλλά παραμένει αισιόδοξος ως προς την αγοροποίηση της πολι-τικής στην κοινοτική διακυβέρνηση. Όντως, οι πρόσφατες ιδεολογικές αλλαγές στη θεωρητικοποίηση ενός

τεκμαιρόμενου δημόσιου συμφέρο-ντος κλίνουν αποφασιστικά υπέρ του φιλελευθερισμού, ενδυναμώνοντας τα επιχειρήματα για τους αρνητικούς περιορισμούς στην οικονομική δρα-στηριότητα, παρά το αντίθετο. Τελικά, η κλίση προς τον ουνιβερσαλισμό στην κοινωνικο-πολιτική διαβού-

λευση θα αποδυναμώσουν την κοι-νωνία των πολιτών και τις ικανότη-τες ενσωμάτωσης του δημοκρατικού κράτους σε μεγαλύτερο βαθμό από την όποια ανανέωση θα τους προ-σφέρει η αποκέντρωση.

33Κοινωνία Πολιτών -

Page 36: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Ζήσαμε στην Ευρώπη μια ειρη-νική επανάσταση τα τελευταία

εξήντα περίπου χρόνια, μια επανά-σταση που άλλαξε ριζικά την οικονο-μική και πολιτική τάξη πραγμάτων στη γηραιά ήπειρο. Δεν έχει ιστο-ρικό προηγούμενο, ούτε και μπορεί να συγκριθεί με όσα συμβαίνουν στα υπόλοιπα μέρη του πλανήτη σήμε-ρα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ευρώπης, με λίγες μό-νον εξαιρέσεις κυρίως στη γειτονιά μας, είναι τα ανοικτά σύνορα, η δη-μοκρατία και το κράτος δικαίου, η ολοένα αυξανόμενη αλληλεξάρτηση που συνοδεύεται από συνδιαχείριση (μερικοί τολμούν να μιλούν για συ-γκυριαρχία), καθώς και η, έστω πε-ριορισμένη, αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών. Και δεν είναι καθόλου λίγα για μια περιοχή του κόσμου, μικρή αλλά πυκνοκατοικημένη, με μακρά ιστορία βίαιων συγκρούσεων που συχνά εξάγονταν και στον υπόλοιπο κόσμο, με πολύ διαφορετικές πολιτι-στικές παραδόσεις και πολιτικές συ-νήθειες. Το ευρωπαϊκό μωσαϊκό εί-ναι εξαιρετικά πολύχρωμο και αυτή ακριβώς η πολυχρωμία προσθέτει

σημαντικά στην ομορφιά του.Η Ευρώπη διαθέτει πλέον ένα

δικό της πολιτικό σύστημα, ιδιό-μορφο και αποκεντρωμένο, με τους δικούς του κανόνες και τα δικά του θεσμικά όργανα που νομοθετούν σε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, ξεκινώ-ντας από τη ρύθμιση των αγορών και φθάνοντας μέχρι το χώρο της δικαιο-σύνης και της μετανάστευσης. Είναι ένα πολιτικό σύστημα του οποίου η λειτουργία συνέβαλε σημαντικά στην εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην Ευρώπη, την ενί-σχυση των δημοκρατικών θεσμών και της ευημερίας. Αυτό αποτελεί άλλωστε και το μεγάλο αφήγημα της Ευρώπης, όπως θα έλεγαν οι σύγχρονοι κοινωνικοί επιστήμονες. Ένα πολιτικό σύστημα που βασίζεται όμως ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, σε διακρατικές διαπραγματεύσεις, συμ-βιβασμούς και ευρείες συναινέσεις.

Το δημοκρατικό στοιχείο παρα-μένει αδύναμο, παρά τις επανειλημ-μένες προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα κυρίως με την βαθμι-αία ενίσχυση των εξουσιών του Ευ-ρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μερικοί μιλάνε απαξιωτικά για ένα ατέλειωτο

ευρωπαϊκό παζάρι, μόνον που δεν κάνουν καν τον κόπο να σκεφτούν ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλα-κτική λύση. Μήπως κλειστά σύνορα ή και πόλεμοι;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτε-λεί την οργανωμένη έκφραση της σύγχρονης Ευρώπης. Και η ίδια αλλάζει μορφή και λειτουργία με εντυπωσιακούς ρυθμούς, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η υιοθέτηση κοινού νομίσματος και η ένταξη δώ-δεκα νέων χωρών-μελών άλλαξαν πολύ τα δεδομένα. Και όμως, αντί να πανηγυρίζουμε, μιλάμε συχνά για κρίση και για κίνδυνο αποδόμησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αφορμή υπήρξαν αρχικά τα αρνητι-κά αποτελέσματα των δημοψηφισμά-των σε Γαλλία και Ολλανδία το 2005 και τώρα προσπαθούμε να περισώ-σουμε τα περισσότερα κομμάτια μιας φιλόδοξης συνταγματικής συνθήκης σε μια μάλλον γκρίζα συσκευασία – την ονομάζουμε μεταρρυθμιστική συνθήκη.

Ακόμη όμως και αν ολοκληρωθεί η διαδικασία επικύρωσης, θα αρκέ-σει για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος που έχει προκύψει;.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΘΕΛΟΥΜΕ;

ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΗΜΕΡΑ;

ΛΟΥΚΑΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ(*)

(*) Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ. Υπήρξε επίσης πρόεδρος της Παρέμβασης.

Page 37: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Ας ξεκινήσουμε με τη διάγνωση. Ο γενικός γιατρός θα μιλούσε πι-θανότατα για μια περίπτωση βαρυ-στομαχιάς από την οποία υποφέρει σήμερα η Ευρώπη. Έγιναν πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια. Οι δρα-στηριότητες των ευρωπαϊκών οργά-νων διευρύνθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς, πολλοί νέοι συμπολίτες προστέθηκαν σε αυτό το ιδιότυπο πολιτικό σύστημα. Αλλά οι Ευρω-παίοι δεν έπαψαν να αισθάνονται ότι οι αποφάσεις που τους αφορούν άμεσα παίρνονται σε μακρινά κέντρα και με διαδικασίες που ελάχιστα οι ίδιοι γνωρίζουν. Και η αίσθηση αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότε-ρο με τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις και την αυξανόμενη ετερογένεια στο εσωτερικό της Ένωσης. Εφόσον η διάγνωση αυτή ευσταθεί, η θεραπεία θα έπρεπε να περιλαμβάνει ελαφρύ φαγητό και περιορισμένες δραστη-ριότητες για ένα διάστημα, μαζί με κάποιο φάρμακο της λεγόμενης επικουρικότητας (σε απλά ελληνικά, περισσότερη αποκέντρωση και επι-στροφή αρμοδιοτήτων στα εθνικά ή περιφερειακά κέντρα).

Έρχονται όμως και οι γιατροί με διάφορες ειδικότητες για να εξετά-σουν τον Ευρωπαίο ασθενή. Και οι διαγνώσεις που κάνουν είναι πιο σύνθετες, όπως και η θεραπεία που προτείνουν. Ο ψυχολόγος μιλάει για κρίση της μέσης ηλικίας. Οι βασικοί στόχοι, δηλαδή ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία, έχουν σε σημαντικό-τατο βαθμό επιτευχθεί. Ο δεύτερος

παγκόσμιος πόλεμος είναι αρχαία ιστορία για τις νεότερες γενιές που θεωρούν τα επιτεύγματα της ΕΕ σχεδόν ως δεδομένα. Δεδομένοι και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά μάλλον απόμακροι και βαρετοί. Σίγουρα δεν συνεγείρουν τα πλήθη. Μήπως θα πρέπει λοιπόν η Ευρώπη να συμβι-βαστεί με την ηλικία της, να χαμηλώ-σει τους ρυθμούς, να πάρει κανένα τονωτικό χάπι και να ετοιμάζεται για πρόωρη (ημι-) συνταξιοδότηση μετά από μια πετυχημένη σταδιοδρομία;

Υπάρχουν και οι γιατροί που επι-μένουν σε μια ολιστική προσέγγιση, σε πείσμα της ακραίας εξειδίκευσης που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Αυτοί θα εξέταζαν συνολικά το μο-ντέλο της ευρωπαϊκής ολοκλήρω-σης αλλά και το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί. Η διάγνωση που θα έκαναν, συνοδευόμενη από την αντίστοιχη θεραπευτική αγωγή, θα περιλάμβανε πιθανότατα και τα παρακάτω στοιχεία.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνομωσίας των πολιτικών ηγεσιών, μιας συνο-μωσίας όμως με ευγενείς σκοπούς και εντυπωσιακά επιτεύγματα. Βα-σίστηκε για μεγάλο διάστημα σε μια παθητική συναίνεση των Ευρωπαί-ων πολιτών, που με τη σειρά της στηριζόταν σε δύο τουλάχιστον προ-ϋποθέσεις, δηλαδή τη γενικευμένη εντύπωση ότι η ευρωπαϊκή ολοκλή-ρωση έχει θετικές οικονομικές επι-πτώσεις, χωρίς όμως να επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητα του

Ευρωπαίου πολίτη. Καμιά από τις δύο αυτές προϋποθέσεις δεν θεω-ρείται πλέον δεδομένη.

Αν όμως αυτή η συνομωσία της μεγάλης πλειοψηφίας (γιατί υπήρ-χαν πάντα και οι εξαιρέσεις) των εθνικών πολιτικών ηγεσιών έφθασε στα όριά της, γιατί άλλαξε στην πο-ρεία η ποσότητα και η ποιότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, πως εφαρμόζεται η δημοκρατία σε ένα τόσο ιδιόμορφο πολιτικό σύστημα που δεν διαθέτει σύμβολα και μύ-θους κοινούς; Από τι υλικά κατα-σκευάζεται ο ευρωπαϊκός δήμος; Η πολιτικοποίηση και η δημοκρατία έφθασαν επιτέλους στην κορυφή της ευρωπαϊκής ατζέντας. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής, αλλά ούτε και συμφωνία για το πως μπορούμε να προχωρήσουμε από εδώ και πέρα.

Για να θυμηθούμε λίγο και την ελληνική μυθολογία, η Ευρώπη κινδυνεύει σήμερα να συνθλιβεί ανάμεσα στη Χάρυβδη μιας ολοένα επιταχυνόμενης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και την Σκύλλα ενός αναδυόμενου εθνικισμού. Μπορεί να περάσει η Ευρώπη με επιτυχία ανάμεσα στις Συμπληγάδες και ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της ΕΕ σε ένα παγκόσμιο και περισσότερο πολυπολικό σύστημα; Ιδού η μεγά-λη πρόκληση για τους Ευρωπαίους στα χρόνια που έρχονται. Μπορούν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τις δικές τους αξίες και συμφέροντα σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύ-τατους ρυθμούς; Αρκεί να επενδύ-

35Κοινωνία Πολιτών -

Page 38: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

σουν πρώτα στη δική τους ενότητα. Πολλοί δεν φαίνεται να έχουν πει-σθεί ακόμη.

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων οικονομικών αναδιαρθρώσεων που προκαλεί η ραγδαία κατάργηση των οικονομικών συνόρων και ακόμη περισσότερο η τεχνολογική επανά-σταση. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι τέτοιες εποχές οδηγούν σε ση-μαντική αύξηση της παγκόσμιας οικονομικής ευημερίας. Υπάρχουν όμως κερδισμένοι και χαμένοι μέσα σε ένα πλαίσιο ραγδαίων αλλαγών και έντονης ανασφάλειας. Στο μέτρο που η Ευρώπη θεωρείται ως όχημα της αλλαγής, φυσικό είναι να αντιμε-τωπίζεται αρνητικά από τους υποψη-

φίους χαμένους καθώς και όσους αισθάνονται έντονη αβεβαιότητα για το μέλλον.

Σε μια τέτοια εποχή, η Ευρώπη δεν μπορεί να αποτελέσει μόνον φορέα αλλαγής και εκσυγχρονι-σμού. Χρειάζεται και ένα κοινωνι-κό πρόσωπο. Άρα, ο παραδοσιακός καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ ευρωπαϊκών και εθνικών θεσμικών οργάνων οφείλει να προσαρμοσθεί στη νέα πραγματικότητα. Πως όμως γίνεται αυτό στην πράξη δεδομένης της μεγάλης ετερογένειας που χα-ρακτηρίζει τα κοινωνικά συστήματα των χωρών μελών αλλά και της πε-ριορισμένης αλληλεγγύης μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών; Χρειάζο-

νται πολλά χρόνια ακόμη για να αι-σθανθούν οι Λάκωνες κοντά στους Λάπωνες.

Η διάγνωση γίνεται περίπλοκη και η προτεινόμενη θεραπεία δύ-σκολα εφαρμόσιμη. Χρειάζεται η Ευρώπη έναν ανανεωμένο λόγο και καινούριο όραμα, περισσότερη δη-μοκρατία και πολιτικοποίηση, κοι-νωνικό πρόσωπο και ενεργό ρόλο σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον όπου το μέγεθος μετρά-ει. Θα πετύχει; Δεν είναι καθόλου σίγουρο, αλλά αξίζει τουλάχιστον να προσπαθήσουμε. Οι εναλλακτικές επιλογές δεν αφήνουν πολλά περι-θώρια αισιοδοξίας για το μέλλον.

36- Κοινωνία Πολιτών

Page 39: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

1. Το χάσμα μεταξύ οικο-νομίας και πολιτικής

Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει η ΕΕ σήμερα είναι, αν είναι δυνατόν να υπερεθνικοποιεί σχεδόν πλήρως αρκετούς σημαντι-κούς θεσμούς (ιδιαίτερα όσους συν-δέονται με το νόμισμα, την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, το κεφάλαιο και την απασχόληση ) και ταυτόχρονα να κρατά την πολι-τική ενοποίηση σε χαμηλό επίπεδο. Μπορεί το σύστημα να λειτουργήσει χωρίς ισχυρούς πολιτικούς θεσμούς και χωρίς ένα κοινά αποδεκτό σύστη-μα αξιών; Πολλοί υποστηρίζουν (με κορυφαίο θεωρητικό τον Etzioni), ότι η ημι-υπερεθνικότητα δεν μπο-ρεί να είναι βιώσιμη και ότι η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί, είτε προς την κατεύθυνση ενός υψηλού επιπέδου υπερεθνικότητας, είτε να επιστρέψει σε χαμηλότερα επίπεδα.

Ο Etzioni, δηλαδή, υποστηρίζει ότι η ημι-υπερεθνικότητα της ΕΕ, ιδιαίτερα όταν η υψηλή οικονομική ενοποίηση συνδυάζεται με χαμηλή πολιτική ενοποίηση, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη, γιατί οι αγορές δεν είναι αυτοτελή συστήματα με τις δι-κές τους διακριτές δυναμικές, αλλά

είναι στενά συνδεδεμένες με την πο-λιτική και την κοινωνία της οποίας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα. Οι αγορές δεν μπορούν να λειτουρ-γήσουν χωρίς πολιτικούς θεσμούς και χωρίς κοινωνικές αξίες. Στις ελεύθερες κοινωνίες οι σημαντικές αποφάσεις για την οικονομική πο-λιτική λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το σύστημα αξιών και τις συναινέσεις που δημιουργούνται, διαφορετικά αυξάνεται το αίσθημα αποξένωσης των πολιτών που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της Ένω-σης (Amitai Etzioni, 2001, “Political Uninification-revisited”)

Είναι γεγονός ότι σήμερα η ΕΕ βρίσκεται σε αναζήτηση πολιτικής ταυτότητας. Στα περισσότερα από 50 χρόνια ζωής και λειτουργίας της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή περιφερειακή ολοκλήρωση έχει εξελιχθεί σε ένα περίπλοκο σύστημα χωρίς προη-γούμενο στην ιστορία του σύγχρο-νου κόσμου. Όλες οι θεωρίες συλ-λαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος μιας μεγάλης πολυπλοκότητας. Όπως γράφει ο Δημ. Χρυσοχόου, σε κανένα άλλο σύστημα δεν έχουν αποδοθεί τόσοι πολλοί και διαφορε-τικοί νεολογισμοί: proto-federation,

confederation, concordance system, quasi-state, mixed polity, Staatenver-bund, consortio, condominio, regu-latory state, market polity, managed Gesellschaft, multilevel republic, confederal consociation, mixed com-monwealth κλπ. Χωρίς αμφιβολία η ΕΕ συνιστά ένα sui generis πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, «η ψηλά-φηση του ελέφαντα» όπως παρου-σιάστηκε από τον Puchala πριν από 35 περίπου χρόνια παραμένει πολύ δύσκολη υπόθεση για τους θεωρητι-κούς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ταυτόχρονα όμως η μελέτη της ΕΕ αποτελεί μια συναρπαστική άσκηση για την εξέλιξη της θεωρίας, για τη δημιουργία νέας θεωρίας και της με-ταθεωρίας (Χρυσοχόου, 2000).

2. Η πολιτική μετεξέλιξη όρος επιβίωσης της ΕΕ

Σήμερα, όλο και περισσότερο ενισχύεται η πεποίθηση ότι η Ένω-ση των 27 θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε πολιτική ένωση, προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή της, αλλά και το ρόλο της στο διεθνές παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η πολιτική μετε-ξέλιξη της ΕΕ κρίνεται ως αναγκαία

ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗΗ Ε.Ε. σε αναζήτηση ταυτότητας.

ΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ(*)

(*) τ. Ευρωβουλευτής.

Page 40: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

συμπλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η λειτουργία του ενιαίου νομίσματος, να κλείσει το χά-σμα μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και να ενισχυθεί, τόσο η αποτελεσμα-τικότητα, όσο και η δημοκρατία στην ΕΕ. Να σταματήσει, δηλαδή, ο διχα-σμός της ΕΕ, σε οικονομικό γίγαντα και πολιτικό νάνο.

Η οικοδόμηση μιας Ευρωπα-ϊκής πολιτικής Ένωσης και υπέρ-βασης της διαίρεσης της Ευρώπης, ξεκίνησε κατά τα τελευταία χρόνια, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, με κορυφαία στιγμή την ένταξη στην ΕΕ των δέκα νέων κρατών μελών, την 1 Μαΐου 2004.

Στο δημόσιο διάλογο για το Μέλλον της Ευρώπης, που άνοιξε ατύπως τον Μάιο του 2000 ο Joska Fischer, και συνεχίζεται μέχρι σή-μερα, διατυπώνονται πολλές και ποικίλες απόψεις, μεταξύ αυτών κι εκείνη που υποστηρίζει, ότι είναι δυνατόν να συνεχιστεί η διαδικα-σία της οικονομικής ολοκλήρωσης, χωρίς παράλληλη διαδικασία πολι-τικής ολοκλήρωσης. Αυτή η θέση ασφαλώς στηρίζεται στο από μακρού θεμελιωμένο τεχνοκρατικό δόγμα, ότι, όσο η οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών είναι επωφελής για όλους, η ΕΕ θα έχει την υποστή-ριξη του κοινού. Άλλη άποψη υπο-στηρίζει ότι η πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης είναι ανέφικτη, αν όχι εντελώς αδύνατη, λόγω της πολι-τισμικής ετερογένειας, αφού κάθε

προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης απαιτεί μια ανεπιθύμητη πολιτισμι-κή ομογενοποίηση. Αυτή η άποψη επιχειρηματολογεί ότι η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης και της στα-θερότητας επιτυγχάνονται καλύτερα όταν το «έθνος» και ο «δήμος» συ-μπίπτουν.

Κόντρα σε αυτές τις θέσεις θα επιχειρηματολογήσω, ότι η οικονο-μική ολοκλήρωση και η αυξημένη πολιτισμική ποικιλομορφία έχουν ήδη δημιουργήσει το πλαίσιο για την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλή-ρωση και ότι ήδη έχει ξεκινήσει, με δυσκολίες, αργά αλλά σταθερά, η δι-αδικασία για το πέρασμα από τις ευ-ρωπαϊκές πολιτικές στη πολιτική και από τη διπλωματία στη δημοκρατία. Η πρόσφατη υιοθέτηση της Μεταρ-ρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσα-βόνας, στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και από τις 27 κυβερνήσεις των χωρών μελών το πιστοποιεί με τον πιο έγκυ-ρο τρόπο.

3. Από τη μέθοδο Monnet στη Συνθήκη της Λισσαβόνας

Όπως είναι γνωστό, η ανάπτυξη και εξέλιξη της ΕΕ στηρίχθηκε στη μέθοδο Monnet, που είναι περισσό-τερο γνωστή ως νεολειτουργισμός. Η μέθοδος αυτή προέβλεπε ουσι-αστικά τη σταδιακή προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας σε τομείς λιγότερο ευαίσθητους από πλευράς εθνικής κυριαρχίας, κυρίως σε τομείς της οικονομίας, με την πεποίθηση

ότι έτσι θα δημιουργηθεί η δυναμική και η ενοποιητική λογική για την δι-εύρυνση του περιεχομένου της ενο-ποίησης και την διάχυση (spill over) της ενοποίησης σε άλλους τομείς.

Αναπόφευκτα η μέθοδος Monnet υποβάθμισε τη διάσταση της πολιτικής και ανέδειξε τη σημα-σία της οικονομίας στην ενοποιητική λογική, με αποτέλεσμα να επικρα-τήσει μια οικονομίστικη προσέγγι-ση στη προώθηση της ενοποίησης. Η εναλλακτική μέθοδος που είχε ως κύριο εισηγητή και υπέρμαχο τον Altiero Spinelli (απόφαση Ευ-ρωπαϊκού Κοινοβουλίου 1984), η πολιτική, δηλαδή, η μέθοδος της άμεσης εγκαθίδρυσης ευρωπαϊκής ομοσπονδίας με την επεξεργασία συ-ντάγματος, δεν έγινε αποδεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Ωστόσο, η σταδιακή προσέγγιση Monnet οδήγησε τελικά, με διαδο-χικά βήματα, στην Ενιαία Ευρωπα-ϊκή Πράξη του 1987, στη Συνθήκη της ΕΕ το 1993, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999, στη συνθήκη ης Νίκαιας το 2000, στο Σύνταγ-μα το 2004 και στην Ευρωπαϊκή Μεταρρυθμιστική Συνθήκη (όπως επιμένουν μερικοί) ή Συνθήκη της Λισσαβόνας το 2007, δηλαδή, στη συγκρότηση της Ένωσης με έντονα και διακριτά ομοσπονδιακά στοιχεία. Το τελικό κείμενο της Συνθήκης της Λισσαβόνας, παρά τις όποιες αδυναμίες του και την απόρριψή του από το Ιρλανδικό δημοψήφισμα αποτελεί σημαντική πρόοδο. Όπως

38- Κοινωνία Πολιτών

Page 41: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί ο συμ-βιβασμός που επιτεύχθηκε συνιστά, ταυτόχρονα μια ηχηρή ήττα και μια σιωπηλή επανάσταση.

Οι προτάσεις που έχουν διατυ-πωθεί για τη μορφή και το περιεχό-μενο της πολιτικής ολοκλήρωσης είναι πολλές και διαφορετικές, οι γνωστότερες των οποίων είναι: του J. Fischer περί Ομοσπονδίας, του J. Chirac και του Sarkozy περί Πο-λιτικής Ένωσης Εθνικών Κρατών, του J. Delors περί Ομοσπονδίας Εθνικών Κρατών, του V.G.d’ Estaing και του H. Schmidt περί Ομοσπον-δίας κλασσικού τύπου (ΗΠΑ), του Vedrine περί Διακυβερνητικής Ομοσπονδίας και του Romano Prodi περί Υπερεθνικής Ομοσπονδίας. Όπως εύστοχα παρατηρούν οι κον-στρουκτιβιστές συγγραφείς Glaser & Strauss «η ύπαρξη πολλών θεωριών δεν είναι κάτι κακό. Περισσότερες θεωρίες οδηγούν σε καλύτερες εξη-γήσεις»...

Ως κλασσικές θεωρίες ενοποί-ησης θεωρούνται α) ο ομοσπονδι-σμός και ο νέο-λειτουργισμός, που χρησιμοποιούν άμεσες πολιτικές μεταβλητές και β) ο πλουραλισμός και λειτουργισμός που χρησιμο-ποιούν έμμεσες κοινωνικοοικονο-μικές μεταβλητές. Από τις τέσσερις θεωρητικές σχολές, οι οποίες ανα-πτύχθηκαν γύρω από το φαινόμενο της ενοποίησης , η μια ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη διατήρηση του εθνικού κράτους (πλουραλισμός), ενώ οι άλλες δύο ενδιαφέρονται

κυρίως για την υπέρβασή του (ομο-σπονδισμός- νεολειτουργισμός). Ο λειτουργισμός βρίσκεται σε μια ενδι-άμεση κατηγορία, καθώς ορισμένοι από τους λειτουργιστές ενδιαφέρο-νται για την υπέρβαση του εθνικού κράτους, όπως λ.χ. ο Mitrany, άλλοι όμως ενδιαφέρονται για το αντίθετο, δηλαδή, τη διατήρησή του. Γενικότε-ρα ο Mitrany φαίνεται να προτιμά τη «λειτουργική δημοκρατία», τη δια-κυβέρνηση από επιτροπές διαχείρι-σης αποτελούμενες από εξειδικευ-μένους τεχνοκράτες.

Στο δίλημμα για τη λειτουργία των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων, μεταξύ δη-μοκρατίας και αποτελεσματικότητας, ο Mitrany τάσσεται σαφώς υπέρ της δεύτερης επιλογής. Γι’ αυτό άλλω-στε προτιμά τη σύσταση λειτουργικά εξειδικευμένων νομοθετικών σωμά-των κατά χώρο πολιτικής, τα οποία θεωρούσε ως εγγύηση για τη δημι-ουργία αποτελεσματικών δομών πο-λιτικής. Σε άλλο του έργο ισχυρίζεται ότι «κανείς δεν πρέπει να μοιράζεται την εξουσία, εφόσον δεν μοιράζεται την ευθύνη». Είναι γεγονός ότι οι απόψεις του Mitrany έχουν ασκήσει μεγάλη επιρροή στους γραφειοκρά-τες των Βρυξελλών, ενισχύοντας τη διαχειριστική όψη και αποστερώντας την Ευρωπαϊκή ενοποίηση από το απαραίτητο οξυγόνο της πολιτικής.

Ωστόσο, μπορεί, πράγματι, να υπάρχουν καθυστερήσεις, ελλείμ-ματα και ανεπάρκειες, αλλά τα πράγ-ματα δεν πάνε και τόσο άσχημα. Η

ΟΝΕ, η Διεύρυνση και η Συνθήκη της Λισσαβόνας αποτελούν τις κινη-τήριες δυνάμεις της νέας ΕΕ. Ίσως τελικά επιταχύνουν τις διαδικασίες σύγκλισης των διαφορετικών κα-πιταλιστικών μοντέλων και οδηγή-σουν στην οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση.

4. Ο σημαντικός ρόλος της κοινωνίας των πολι-τών

Ισχυρή πίεση προς την κατεύ-θυνση της πολιτικής μετεξέλιξης ασκεί και η ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών λόγω της κλονισμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης των θεσμών της Ένωσης. Η πολιτική εμβάθυνση της ενοποίησης εμφα-νίζεται ως διαδικασία δημοκρατο-ποίησης της Ένωσης, ως διαδικασία δηλαδή, που απαντά στο πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ένωσης. Από ακόμα ευρύτερη οπτική, η πολιτική μετεξέλιξη της Ένωσης απαντά και στο αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή της ευρω-παϊκής κοινωνίας στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Ο Etzioni υποστηρί-ζει ότι η ενοποίηση εμποδίζεται από αυτό που συχνά αποκαλείται «απο-φάσεις πίσω από κλειστές πόρτες» και ο μόνος τρόπος να ενισχυθεί η νομιμοποίηση σε μια εποχή που το κοινό δεν μπορεί να αποκλειστεί, εί-ναι μέσω εντατικού και εκτεταμένου διαλόγου.

Οι θεωρητικοί της ενοποίησης υποστηρίζουν ότι ο διάλογος για

39Κοινωνία Πολιτών -

Page 42: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

τις αξίες είναι πολύ σημαντικός στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλή-ρωσης και δεν αφορά μόνο τη διανό-ηση, αλλά ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης που πρέπει να βρουν κοινούς τόπους. Παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει ανταλλαγές από-ψεων μεταξύ των διανοουμένων και των πολιτικών ελίτ για την ανάγκη δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής υπε-ρεθνικής κοινότητας, από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέ-μου, το ευρύ κοινό έχει μείνει έξω από αυτό το διάλογο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποδο-χή και ταύτιση με ένα σκληρό πυρή-να κοινών ευρωπαϊκών αξιών.

Σύμφωνα όμως με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, η Ένωση βασίζεται σε αξίες, όπως η ανθρώπινη αξιο-πρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, το κράτος δικαίου, ο σεβα-σμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτή-των. Αυτές οι αξίες που αποτελούν τη βάση και την προϋπόθεση ύπαρ-

ξης της ΕΕ, είναι κοινές για τα κράτη μέλη, σε μια κοινωνία πολυφωνίας, ανοχής, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και απαγόρευσης των διακρίσεων. Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαι-ώματα και η ισότητα συμπεριλαμβά-νονται στις αξίες της Ένωσης είναι πολύ σημαντικό, διότι αφενός δημι-ουργείται μια ισχυρή νομική βάση για την ουσιαστική προστασία τους, αφετέρου τίθενται οι βάσεις για μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ολοκλήρωση.

5. ΣυμπέρασμαΕίναι καιρός να προχωρήσουμε

οικοδομώντας μια πιο ώριμη και πολιτική Ευρώπη. Όσο θα ενισχύ-εται ο πολιτικός χαρακτήρας της ΕΕ, τόσο πιο σαφείς θα γίνονται οι εναλλακτικές λύσεις και πολιτικές. Στο βαθμό που οι ευρωπαϊκοί θε-σμοί θα παραμένουν αδύναμοι, θα περιορίζονται στη διαχείριση, ή στην καλύτερη περίπτωση, στη ρύθμιση

της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Δεν θα μπορούν όμως να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τις επιμέρους πολι-τικές: το κοινό νόμισμα, την οικονο-μική και περιφερειακή πολιτική, την προστασία του περιβάλλοντος, την εξωτερική πολιτική, την κοινωνική πολιτική, την ΚΑΠ, την παιδεία, τη μεταναστευτική πολιτική, ούτε βε-βαίως τον ρόλο που επιβάλλουν οι ευαίσθητες ισορροπίες στον εγγύτε-ρο αλλά και στον ευρύτερο περίγυρο της ΕΕ. Γι’ αυτό, το πέρασμα από τις πολιτικές και τις διπλωματικές σχέ-σεις των κρατών μελών της ΕΕ προς την πολιτική ολοκλήρωση θα πρέπει να επιταχυνθεί και να εμπλουτισθεί ως όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση και ενίσχυση της Ευρώ-πης, που για περισσότερο από μισό αιώνα έχει διασφαλίσει στους λαούς της μια περίοδο ειρήνης, συνεργασί-ας, ανάπτυξης, αλληλεγγύης, ευημε-ρίας και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

40- Κοινωνία Πολιτών

Page 43: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή

Ένωση περνά μια κρίση που ίσως

δεν έχει προηγούμενο. Μετά την ευφο-

ρία της δεκαετίας του ’80 με την ολο-

κλήρωση της ενιαίας εσωτερικής και το

διπλασιασμό των πόρων για τις πολιτι-

κές Συνοχής, καθώς και της δεκαετίας

του ’90, με την επιτυχή κατάληξη της

πορείας προς την νομισματική ένωση,

το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει να έχει

χάσει το δυναμισμό και τον προσανατο-

λισμό του.

Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Ε.Ε

πάσχει από σοβαρή ασθένεια απώλειας

προσανατολισμού που μπορεί να είναι

και ανίατη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έχει

απλώς «δυσπεψία» γιατί δεν μπορεί

να αφομοιώσει τη μεγάλη διεύρυνση

προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανα-

τολικής Ευρώπης ενώ μερικοί ακόμη

θεωρούν ότι η απόσυρση της Συνταγ-

ματικής Συνθήκης και η υιοθέτηση της

Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισ-

σαβόνας μπορεί να είναι σύμπτωμα της

κρίσης και όχι η αιτία της.

Σχεδόν όλοι, ωστόσο, συμφωνούν

ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 δεν

μπορεί να είναι πλέον η Ευρώπη των

15. Και μόνο ο διπλασιασμός σχεδόν

των χωρών-μελών αλλάζει το χαρακτή-

ρα του οικοδομήματος από κάθε άπο-

ψη. Με την διεύρυνση διευρύνονται οι

κάθε μορφής διαφορές: γεωγραφικές,

οικονομικές, πολιτιστικές, κοινωνικές,

ιδεολογικές, πολιτικές. Διευρύνεται το

φάσμα των προτιμήσεων των πολιτών

των Χωρών-Μελών και διασπάται η,

μετά από πολλά χρόνια κοινής πορείας,

αίσθηση συμμετοχής σε κάποιο κοινό

σχέδιο πολιτικής ενοποίησης, η οποία

υπήρχε σε διαφορετικό βαθμό στις πα-

λαιότερες Χώρες-Μέλη.

Με τη διεύρυνση διευρύνονται και

τα ελλείμματα κάθε μορφής : Έλλειμμα

δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμο-

ποίησης, έλλειμμα διαφάνειας, έλλειμ-

μα κοινωνικής πολιτικής, έλλειμμα

συνοχής, έλλειμμα κοινής στρατηγικής

απέναντι στις προκλήσεις του σημερι-

νού κόσμου .

Συνεπώς, μήπως είναι η διεύρυνση

που οδήγησε στη σημερινή κρίση; Αν

είναι έτσι τότε γιατί όλες σχεδόν οι πα-

λαιότερες χώρες-μέλη συμφώνησαν τε-

λικά να πραγματοποιηθεί η διεύρυνση.

Προφανώς, η κάθε μια είχε να κερδίσει

κάτι από την διεύρυνση αλλά όλες μαζί

μάλλον έχασαν συνολικά.

Μήπως όμως τελικά η διεύρυνση

δεν είναι παρά μόνο μια από τις αιτίες

της σημερινής κατάστασης. Μήπως η

βαθύτερη αιτία της κρίσης είναι η άρνη-

ση όλων των Κρατών-Μελών, με προ-

φανείς διαβαθμίσεις, να προχωρήσουν

στην οικονομική ολοκλήρωση πέρα από

την δημιουργία της εσωτερικής αγοράς

και την νομισματική ένωση.

Όμως το κρίσιμο βήμα που θα άλ-

λαζε ριζικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα

είναι η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτή-

των προς υπερεθνικό επίπεδο στον το-

μέα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Η δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή,

η σε ευρωπαϊκό επίπεδο είσπραξη των

εσόδων και η κατανομή των δαπανών

μέσω ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋ-

πολογισμού θα άλλαζε την ουσία της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα της έδινε

χαρακτηριστικά μιας πολιτικής οντότη-

τας. Οι πολίτες των Χωρών -Μελών

της Ευρώπης θα ήταν και φορολογού-

μενοι πολίτες της Ευρώπης και επω-

φελούμενοι από τον Κοινό Ευρωπαϊκό

Προϋπολογισμό.

Οι πολίτες της Ευρώπης θα είχαν έτσι

πλέον κοινά συμφέροντα ανεξαρτήτως

εθνικότητας και η πολιτική διαμάχη για

την αναδιανομή μέσω φόρων-δαπανών

θα προσελάμβανε πανευρωπαϊκά χαρα-

κτηριστικά με ιδεολογικό και όχι εθνικό

περιεχόμενο, όπως συμβαίνει σήμερα

με τους πολίτες ενός εθνικού κράτους, οι

οποίοι συνεισφέρουν και επωφελούνται

από τον εθνικό προϋπολογισμό ανάλογα

με το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος

που έχει την πλειοψηφία στην εθνική

ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΘΕΛΟΥΜΕ

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ(*)

(*) Ο Ναπ. Μαραβέγιας είναι Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Page 44: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Βουλή, ανεξάρτητα από την περιφέρεια

που κατοικούν .

Όμως, σ’ αυτό το κρίσιμο βήμα δεν

φαίνεται να είναι καμιά Χώρα-Μέλος

διατεθειμένη να προχωρήσει. Αντίθετα,

υπάρχει μια γενικευμένη αντίθεση στην

αύξηση των πόρων και συνεπώς των

δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολο-

γισμού. Αργά αλλά σταθερά οι κοινές

πολιτικές που συνοδεύονται με κοινή

χρηματοδότηση υποχωρούν (Κοινή

Αγροτική Πολιτική) και στη θέση τους

αναπτύσσονται κοινοτικές πολιτικές με

εθνική χρηματοδότηση, ενώ η μέθοδος

του ανοικτού συντονισμού για την εφαρ-

μογή διαφόρων πολιτικών γενικεύεται

(κοινωνική πολιτική, εκπαιδευτική πο-

λιτική κλπ).

Βέβαια, η εκχώρηση εθνικών αρ-

μοδιοτήτων προς το ευρωπαϊκό επίπε-

δο στο δημοσιονομικό τομέα (φόροι-

δαπάνες-αναδιανομή) είναι εξαιρετικά

δύσκολη υπόθεση διότι η άσκηση της

δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί

τον όρο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους.

Φαίνεται ότι είναι ακόμη δυσκολότερη

και από την εκχώρηση εθνικών αρμοδι-

οτήτων στον τομέα της νομισματικής πο-

λιτικής. Όμως, χωρίς αυτό το βήμα κάθε

συζήτηση για παραπέρα εμβάθυνση της

Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χω-

ρίς περιεχόμενο.

Όσο δεν προχωρούν τα Κράτη-

Μέλη σε τέτοιου είδους εγχείρημα έστω

και σταδιακά, η αίσθηση της κρίσης θα

είναι παρούσα γιατί οι Ευρωπαίοι πο-

λίτες νοιώθουν ότι ένα μεγάλο μέρος

της καθημερινής ζωής και δράσης τους

ρυθμίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς

όμως αυτό να συνοδεύεται από τη δυνα-

τότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πα-

ρέμβει με την αναγκαία χρηματοδότηση.

Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς

μια απόσταση μεταξύ της ρύθμισης σε

ευρωπαϊκό επίπεδο και της χρηματο-

δότησης σε εθνικό επίπεδο. Μ’ άλλα

λόγια, είναι αντιφατικό να υιοθετούνται

οι στόχοι μιας κοινής πολιτικής από όλα

τα Κράτη-μέλη αλλά η χρηματοδότηση

για την επίτευξή των στόχων αυτών να

εξαρτάται από τον εθνικό προϋπολο-

γισμό κάθε κράτους-μέλους. Το με-

γαλύτερο μέρος των ελλειμμάτων που

υποσκάπτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση

στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών

οφείλεται σ’ αυτήν την αντίφαση μεταξύ

ευρωπαϊκών στοχεύσεων και της ευρω-

παϊκής χρηματοδοτικής αδυναμίας να

υποστηριχθούν αυτές οι στοχεύσεις, με

χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντιμε-

τώπιση της ανεργίας και γενικότερα την

άσκηση κοινωνικής πολιτικής, όπως

αυτές διακηρύχτηκαν με την Στρατηγι-

κή της Λισαβόνας.

Ακόμη και το έλλειμμα δημοκρατι-

κής λειτουργίας και νομιμοποίησης της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έννοια της

λήψης αποφάσεων από όργανα χωρίς

άμεση δημοκρατική εντολή και χωρίς

λογοδοσία, θα μπορούσε να μειωθεί αν

τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων

συγκροτούνταν σε ευρωπαϊκό και όχι

εθνικό επίπεδο λόγω της κοινής ευρω-

παϊκής δημοσιονομικής πολιτικής και

οδηγούσαν σε πραγματικά ευρωπαϊκά

πολιτικά κόμματα με σαφείς ιδεολογικές

αντιπαραθέσεις και τελικά σε ευρωπαϊ-

κή κυβέρνηση που θα στηριζόταν στην

εκάστοτε πολιτική πλειοψηφία του Ευ-

ρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Όσον αφορά στη διαμόρφωση μιας

Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής σε ευ-

ρωπαϊκό επίπεδο, που θα μπορούσε

να ασκηθεί στηριζόμενη σε μια κοινή

αμυντική πολιτική και σε ευρωπαϊκές

ένοπλες δυνάμεις, και εδώ απαιτείται

εκχώρηση των εθνικών αρμοδιοτήτων

στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και

κυριαρχίας, ο οποίος επίσης αποτελεί

θεμελιακό στοιχείο της κρατικής υπό-

στασης ενός έθνους, όπως και ο δημο-

σιονομικός τομέας (είσπραξη φόρων και

κατανομή των δαπανών).

Μήπως, σ’ αυτούς τους δύο τομείς

δεν μπορεί να περιμένει κανείς καμιά

υποχώρηση του εθνικού Κράτους;

Μήπως η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση

έχει φθάσει τα όριά της στη σημερινή

ιστορική φάση; Μήπως, τελικά η κρί-

ση που διαπιστώνεται στην Ευρωπαϊκή

Ένωση είναι ουσιαστικά μια σειρά άλυ-

των αντιφάσεων μεταξύ της ανάγκης για

κοινές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο

στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οι-

κονομικό σύστημα και της αδυναμίας

εφαρμογής αυτών των ευρωπαϊκών

πολιτικών, επειδή τα εθνικά κράτη αρ-

νούνται να «παραδώσουν» τα τελευταία

οχυρά της κρατικής τους υπόστασης;

Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι

ποια Ευρώπη θέλουμε, αλλά ποια Ευ-

ρώπη είναι ιστορικά εφικτή στη σημερι-

νή πραγματικότητα. Βεβαίως, η μελλο-

ντική εξέλιξη είναι άδηλη. Κανείς δεν

μπορούσε να φανταστεί το 1940 ότι 60

χρόνια αργότερα η Γερμανία και η Γαλ-

λία θα είχαν κοινό νόμισμα.

42- Κοινωνία Πολιτών

Page 45: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Στην Ελλάδα η Ευρώπη συζητεί-ται ανέκαθεν με οικονομικούς

και θεσμικούς όρους. Μας απασχο-λούν αποκλειστικά σχεδόν οι κοινοτι-κοί πόροι που «δικαιούμαστε». Και η αναδυόμενη πολιτική αρχιτεκτονική μόνο ως προς τις δυνατότητες που παρέχει για να υπερασπισθούμε τα «εθνικά δίκαια». Πρόκειται για έναν καθαρά εργαλειακό υπολογισμό: πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ευρωπαϊκό σύστημα για να ωφελή-σουμε τον εαυτό μας. Ή εν πάση πε-ριπτώσει αυτός έχει κυριαρχήσει στην κοινή γνώμη, στα μέσα επικοινωνίας που την διαμορφώνουν και στην αγο-ραία ρητορεία των πολιτικών κομμά-των. Εξ ου και η συστηματική κατα-στρατήγηση από το ελληνικό κράτος του κοινοτικού νομικού κεκτημένου, η συνεχής διεκδίκηση «εξαιρέσεων», ο φετιχισμός του βέτο που μας έχει συναρπάσει τελευταία.

Ο εγωισμός αυτός βασίζεται κατά κανόνα σε εντελώς λανθασμένες εκτι-μήσεις αυτού του ίδιου του εθνικού συμφέροντος. Ανακηρύσσει εκ προ-οιμίου σε εχθρούς όλους όσους δεν συμμερίζονται στο ακέραιο το πώς εμείς ορίζουμε το σωστό στις διε-θνείς σχέσεις στην περιοχή μας, έναν ορισμό που έχει διαμορφωθεί τα τε-λευταία χρόνια υπό την επήρεια ενός αταβιστικού εθνικισμού και μας έχει

γυρίσει λίγο πολύ στην εποχή των βαλκανικών πολέμων.

Η στόχευση όμως του ευρωπα-ϊκού πειράματος ήταν από την πρώ-τη στιγμή η υπέρβαση ακριβώς των εθνικιστικών ψυχώσεων που βύθισαν την ήπειρο στο αίμα κατά τους δυό περασμένους αιώνες. Η ελληνική πολιτική έφερνε έτσι συχνά την χώρα αντιμέτωπη με το σύνολο σχεδόν των εταίρων της, των οποίων την οικονο-μική στήριξη από την μια διεκδικού-σαμε επιθετικά ως θεόδοτο περίπου δικαίωμά μας την ίδια στιγμή που τους περιλούζαμε από την άλλη με τις ύβρεις ενός δεξιού και αριστερού εθνικισμού που έχουν γίνει πλέον του συρμού (και βέβαια ταυτίζονται ως προς τον βαθύτερο φυλετισμό τους). Αυτό που απουσιάζει από την προσέγγιση αυτή είναι η συναίσθηση ότι ανήκουμε σε ένα ευρύτερο σύνο-λο, στο οποίο οφείλουμε και εμείς να συνεισφέρουμε εντάσσοντας την πε-ριβόητη «μοναδικότητά» μας σε μια κοινωνία λαών και πολιτισμών.

Η συνεισφορά μας αυτή σε λίγο καιρό θα είναι –δυστυχώς- και οι-κονομική, αφού η ένταξη νέων και πολύ φτωχότερων εθνών στην Ευ-ρωπαϊκή Ένωση θα έχει ως συνέ-πεια την εκτροπή των κοινών κον-δυλίων για την δική τους οικονομική ανάπτυξη. Η εξέλιξη αυτή είναι θέμα

στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύ-νης. Και δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι από την μια μεριά ένθερμος υποστηρικτής (στα λόγια τουλάχι-στον) της ένταξης στην ΕΕ όλης της Βαλκανικής (Σερβίας, Μαυροβου-νίου, Αλβανία, ΠΓΔ Μακεδονίας κτλ.) και από την άλλη να αντιτίθεται στις αναπόφευκτες υλικές συνέπειες από μια τέτοια έκβαση. Προβλέπω ότι όταν φθάσει εκείνη η στιγμή θα ακολουθήσει μια νέα έκρηξη αντι-ευρωπαϊκής υστερίας. Η περικοπή των περιβόητων «πακέτων» (που σπαταλήθηκαν για τoυς σκοπούς και μόνο της επιδεικτικής κατανάλωσης των επιτηδείων και των κομματικών ημετέρων) θα αναδείξει την άθλια οι-κονομική διαχείριση των τελευταίων τριάντα χρόνων που γιγάντωσε την κοινωνική ανισότητα και εξέθρεψε τον γενικευμένο παρασιτισμό και την διαφθορά. Και τότε η κομματι-κοκρατία θα επιδοθεί σε μια πλειο-δοσία κίβδηλης εθνοπρέπειας για να συγκαλύψει τις εγκληματικές της ευθύνες. Το «έθνος» θα βρεθεί τότε πάλι σε «θέση μάχης» για να υπε-ρασπιστεί την βαμβακοκαλλιέργεια που έχει καταστρέψει τον θεσσαλικό κάμπο και καταδικάσει σε αθλιότητα μυριάδες μικροκαλλιεργητών στον τρίτο κόσμο.

Όμως το οικονομικό σκέλος δεν

Η ΕΥΡΩΠΗ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΠΕΡΙΚΛΗΣ Σ. ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ(*)

(*) Περικλής Σ. Βαλλιάνος: Αναπλ. Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας - Ε.Κ. Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Page 46: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

είναι κατά την γνώμη μου το κυρί-αρχο. Η Ευρώπη ήταν πάντα ένα αίτημα που ξεπερνούσε το άνοιγμα των οικονομικών και των πολιτικών συνόρων, και είχε να κάνει με την συγκρότηση ενός ενιαίου πολιτιστι-κού χώρου πάνω στην βάση κοινών διανοητικών και ηθικών στάσεων που αναδείχθηκαν μέσα στην μα-κραίωνα παράδοσή της. Θεμελιακό χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού πο-λιτισμού ήταν πάντα η κριτικότητα, ο ανταγωνισμός πολλαπλών θεάσεων της πραγματικότητας, η συνύπαρ-ξη αντιθετικών τρόπων σκέψης και ζωής. Πέρα από τις συχνά σφοδρές πολιτικές διενέξεις, στην Ευρώπη λειτουργούσε πάντα μια υπερεθνική δημόσια σφαίρα ελεύθερων διανοη-τικών αντιπαραθέσεων, αυτή η νοητή δημοκρατία των ιδεών (η republique des letters) που στόχευε στον ορισμό των μεγάλων εννοιών που δίνουν νόημα στην ζωή (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη κτλ.) με όρους μιας πα-νανθρώπινης καθολικότητας.

Στο επίπεδο αυτό η ευρωπαϊκή εμπειρία ήταν ανέκαθεν μια ενότητα εν διαφορά, μια αδιάλειπτη παρου-σία του Άλλου μέσα στο δικό μας. Ο Γκαίτε λ.χ. δεν ήταν μόνο ένας Γερμα-νός ποιητής, αλλά εκφραστής της γε-νικής ανθρώπινης ουσίας με τρόπο που αφορούσε και τον Γάλλο και τον Ιταλό και τον Βρετανό κτλ., και ομοί-ως ο Σαίξπηρ, ο Ρουσσώ, οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές και φιλόσοφοι. H ιστορία του κάθε ευρωπαϊκού λαού ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένη με

εκείνη όλων των άλλων και έτσι την εβίωναν οι πολιτικοί και πνευματικοί εκφραστές της. Ο Σαίξπηρ δεν νοεί-ται χωρίς τον Πλούταρχο, ο Χέγκελ χωρίς τον Αριστοτέλη κ.ο.κ. Ο κερ-ματισμός της Ευρωπαϊκής εμπειρί-ας σε αλληλοαποκλειόμενες εθνικές ιστορίες που επικράτησε από το τέλος του 19ου αιώνα ήταν μια ολέθρια πα-ρέκβαση από την παράδοση εκείνη, χωρίς εν τούτοις να την εξαλείφει. Και το μεταπολεμικό εγχείρημα για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, πέρα από την όποια οικονομική του διά-σταση, ήταν πρωτίστως ένα τόλμημα επιστροφής στην οικουμενική ιδέα των Διαφωτιστών, του Σίλλερ, του Γκαίτε και του Καντ ως αντίδοτο στην δολοφονική μονομέρεια των κλειστών και ολοκληρωτικών εθνι-κισμών. Η σημερινή συζήτηση για την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι λοιπόν η ζωντανή καρδιά του ευρω-παϊκού προτάγματος, η προσπάθεια να πραγματωθεί με λειτουργικούς πολιτικούς όρους εκείνη η ανοιχτή ενότητα των αντιθέτων που ήταν από παλιά η κοινή ευρωπαϊκή εμπειρία. Η ενότητα αυτή δεν προϋποθέτει την εξάλειψη της ιδιαιτερότητας των επί μέρους (εθνικών, αν θέλετε) συστατι-κών της, αλλά και την στερέωσή τους ακόμα, υπό συνθήκες όμως αναγνώ-ρισης της ιδιαιτερότητας όλων των άλλων (όπως το ορίζει άλλωστε η ευ-ρωπαϊκή αρχή της επικουρικότητας).

Στην συζήτηση αυτή είναι ιδιαί-τερα αποκαρδιωτική η απουσία της Ελλάδας, με τρόπο που υποδηλώνει

ότι το θέμα δεν ενδιαφέρει τις πολιτι-κές και τις πνευματικές της ηγεσίες. Περιχαρακωμένη σε μια κατά την γνώμη μου παντελώς ανιστόρη-τη αντίληψη εθνικής καθαρότητας (που ορίζεται κυρίως με όρους βι-ολογικούς) η χώρα μας επιμένει να ορίζει την ταυτότητά της με όρους αποκλεισμού των άλλων πολιτισμών, και όχι αμοιβαίας γονιμοποίησης. Και η κατάρρευση της παιδείας μας τα τελευταία χρόνια έρχεται αρωγός στο καταστροφικό αυτό ιδεολόγημα, εκτρέφοντας ακριβώς την άγνοια του ευρωπαϊκού μας περιγύρου αλλά και της ίδιας της ελληνικής παράδοσης. Και έτσι δεν μένει και εδώ παρά ο απαίδευτος φανατισμός του δήθεν περιούσιου λαού περιτριγυρισμένου από λύκους.

Η αποτελεσματικότερη όμως υπεράσπιση της πολιτιστικής ιδιο-προσωπείας ενός λαού είναι η άφο-βη συμμετοχή και συνεισφορά σ’ ένα οικουμενικό γίγνεσθαι, οι σχέσεις αμοιβαιότητας με όλες τις υπόλοι-πες ανθρώπινες ομάδες, η αναγνώ-ριση των ουσιωδών δεσμών με τον Άλλο χωρίς τους οποίους δεν θα γινόταν αυτό που είναι. Η επιμονή στο εθνικό «ανάδελφο» βρίσκεται σε οξεία αντίθεση με την ευρωπαϊκή ιδέα, αλλά και δικαιώνει ένα αδίστα-κτο παιγνίδι ισχύος από το οποίο βγαίνει κερδισμένος μονάχα εκείνος που υπερτερεί σε υλική δύναμη. Και αυτός δεν μπορεί βέβαια να είναι μια χώρα αποσαθρωμένη σε όλες τις βα-σικές της δομές όπως η δική μας.

44- Κοινωνία Πολιτών

Page 47: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Από τα πρώτα της κιόλας βήμα-τα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση

συγκέντρωσε το διεθνές ενδιαφέρον και κατέστη αντικείμενο μίμησης σε διάφορα σημεία του πλανήτη – η ASEAN ,η MERCOSUR κλπ για τρεις κυρίως λόγους: α) ανέδειξε ένα νέο πρότυπο περιφερειακής ανασυ-γκρότησης με στόχο την κοινωνική ευημερία του συνόλου προτάσσοντας τη δημιουργία «θυλάκων» ελευθέ-ρου εμπορίου μεταξύ των έξι’ ιδρυ-τικών μελών της στα πλαίσια ενός γενικευμένου τότε προστατευτικού καθεστώτος διεθνούς εμπορίου, β) εισήγαγε ένα νέο θεσμικό σύστημα, την Κοινοτική Μέθοδο, υπερβαίνο-ντας τις εγγενείς δυσλειτουργίες του παραδοσιακού διακυβερνητισμού, εναποθέτοντας όμως αρμοδιότη-τες σε ένα μη εκλεγμένο όργανο το οποίο διαθέτει αποκλειστικό δικαί-ωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας και γ) συνέβαλε, υποβοηθούμενη από τις διεθνείς εξελίξεις, δηλαδή τη γεωγραφική και πολιτική διαίρεση της Ευρωπαϊκής ηπείρου αλλά και την πολιτική της περιθωριοποίηση στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου σε μια διαδικασία ειρηνικής μεταβο-λής μέσω της ανάδυσης μιας κατά τον Deutsch κοινωνικοψυχολογι-

κής κοινότητας ή μιας «κοινότητας ασφάλειας» -μιας ειρηνικής κοινό-τητας-, η εξέλιξη της οποίας οδήγη-σε σε σημαντικές προσαρμογές στα εθνικά πολιτικά συστήματα.

Στη σημερινή συγκυρία, πολλοί αναφέρονται στα όρια της ενοποίη-σης, με αφορμή τη μαζική διεύρυν-ση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με δέκα και πλέον χώρες, κυρίως της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αλλά και των Βαλκανίων, φθάνοντας τα 27 μέλη μέσα σε μια δεκαετία από τη τέταρτη διεύρυνση του 1995, την, ως εκ τούτου αναποτελεσματι-κότητα του συστήματος λήψης των αποφάσεων το οποίο σχεδιάστηκε για έξι σχετικά ομοιογενείς οικονο-μικά χώρες με τάσεις οικονομικής σύγκλισης, την έλλειψη δημοκρα-τικού ελέγχου επί της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το Γερμανικό παράδειγμα, τον υποτονικό διεθνή πολιτικό ρόλο της ΕΕ- στη λογική της ήπιας δύνα-μης- σε συνδυασμό με την αδυναμία αυτονόμησής της από τις αμυντικές δομές του ΝΑΤΟ, και τη συνολική αδυναμία της ΕΕ να καταστεί επαρ-κώς διαφανής, κατανοητή και προσι-τή στους πολίτες της. Αυτή η κριτική ενισχύεται από τη νέα Συνθήκη της

Λισσαβόνας η οποία δεν παρουσι-άστηκε σε μορφή φιλική προς τον πολίτη. Αυτή η κριτική ενισχύεται επίσης από τις δυσκολίες θεσμοθέ-τησης ενισχυμένων συνεργασιών παρά την ύπαρξη θεσμικής δυνατό-τητας από το 1997 και την απουσία επομένως επιπλέον ευκαιριών πο-λιτικής και διοικητικής ανάπτυξης για μια σειρά κρατών μελών, τις ανήσυχες προβλέψεις για την κοι-νωνική συνοχή, το εντυπωσιακά χα-μηλό μέγεθος του κοινοτικού προϋ-πολογισμού – μόλις το 1% περίπου του αθροίσματος των ΑΕΠ των 27 κρατών μελών-, την παρατεταμένη ανεργία και τα προβλήματα από την εφαρμογή / καθιέρωση του κοινού νομίσματος και τη μη προώθηση της οικονομικής ένωσης, τις αδια-φανείς δραστηριότητες της ευρωπα-ϊκής γραφειοκρατίας και την ανάγκη νέων στρατηγικών επενδύσεων στην έρευνα και την εκπαίδευση. Aπό την άλλη μεριά η συζήτηση για τη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μοιάζει ατελέσφορη και αλυσιτελής.

Τρία σημαντικά ελλείμματα ορι-οθετούν τις σχέσεις του συστήματος με τους πολίτες κατά τον Bellamy και τα οποία οφείλουν να αντιμετω-πισθούν:

ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΘΕΛΟΥΜΕ;

ΜΙΧΑΛΗΣ Ι. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ(*)

(*) Ο Μιχάλης Ι. Τσινισιζέλης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Page 48: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

• Το συνταγματικό Έλλειμμα δη-λαδή ό,τι προκύπτει από την απουσία συστηματικής κανονιστικής συζήτη-σης για τον τελικό ρόλο και τη φυσι-ογνωμία των κεντρικών θεσμών.

• To Δημοκρατικό Έλλειμμα που αναφέρεται στην ανυπαρξία ενός ενι-αίου Ευρωπαϊκού Δήμου.

• Το Ομοσπονδιακό Έλλειμμα δηλαδή την αδιευκρίνιστη σχέση των εθνικών και των κεντρικών θε-σμών.

• Σε αυτά ίσως να έπρεπε να προστεθεί και το εθνικό δημοκρατι-κό Έλλειμμα που προκύπτει από την επικυριαρχία της εκτελεστικής εξου-σίας στη νομοθετική και την ανατρο-πή των φιλελεύθερων ισορροπιών.

Παρά τον ενθουσιασμό αρκετών στοχαστών να ανακηρύξουν το τέλος της κυριαρχίας σε μια Ευρώπη που διάγει την ύστερη νεοτερικότητα, η ΕΕ κινείται ανάμεσα σε έναν κόσμο που εξασθενεί δίχως να εξαφανίζε-ται, αυτόν του εθνικού κράτους, και έναν κόσμο που δειλά ανατέλλει, αυτόν της μετά-εθνικής διακυβέρνη-σης. Η ενδιάμεση αυτή κατάσταση συντείνει στην «έκλειψη» της κυρι-αρχίας: το γεγονός ότι η κυριαρχία δεν είναι συχνά ορατή, δεν σημαίνει ότι έπαψε να υφίσταται, όπως συ-νεχώς επισημαίνει ο Χρυσοχόου. Αντιθέτως, συμβάλει σε μια συμμε-τοχική αντίληψη περί διακυβέρνη-σης, η οποία διαπνέεται από τη νέα δυναμική της συνδιάθεσης. Αν και η ΕΕ δεν συγκροτεί μια κυρίαρχη πολιτεία, αναδεικνύει μια νέα μορφή ενότητας, που όμως χρειάζεται διεύ-

ρυνση της δημόσιας συμμετοχής. Η αξίωση αυτή ίσως οδηγήσει σε μία νέα «διαπειθαρχική» σύνθεση, ανοι-κτή σε αναστοχαστικές και μεταθεω-ρητικές αναζητήσεις. Με άλλα λόγια, σε μια πιο συστηματική ενασχόληση με a priori θεμελιακές υποθέσεις ή «πρώτες αρχές», ως διακριτές μεθό-δους κατανόησης της σύνθετης ευ-ρωπαϊκής πραγματικότητας.

46- Κοινωνία Πολιτών

Page 49: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Στην Ε.Ε. γίνεται συχνά λόγος για δημοκρατικό έλλειμμα στη

λειτουργία των θεσμικών της οργά-νων και τις επιπτώσεις του στη συ-γκρότηση αφενός και την πολιτική νομιμοποίηση αφετέρου συνολικά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η εξέλιξη της πολιτικής ενοποίη-σης της Ε.Ε. θα προκαταλάβει και τις μελλοντικές πολιτικο-κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες θα στηριχθεί, δηλαδή, τους ευρύτερους χώρους της πολιτικής κοινωνίας, αλλά και της Κοινωνίας των Πολιτών, από τους οποίους θα αντλήσει την ουσιώδη και αναγκαία δύναμη που θα χρεια-στεί για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Η αλήθεια είναι πως η Ε.Ε. από τις πρώτες της κιόλας συνθήκες έως σήμερα στόχευε στην πολιτική της ενοποίηση και στην υπέρβαση των ευρύτερων στρατιωτικο-πολιτικών προβλημάτων, που είχαν σχέση με το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, μέσω της οικονομικής συνεργασίας. Ωστόσο, σ’ όλη της την πορεία έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στον ενδι-άμεσο στόχο-μέσο παρά στον ίδιο το σκοπό. Η εν λόγω εξέλιξη, δηλαδή η αργή εμβάθυνση των δημοκρατικών διαδικασιών σε σχέση με την οικονο-μική εμβάθυνση, απειλεί αφενός με

ηθικοπολιτική απονομιμοποίηση την ίδια την ομαλή ροή των ανταλλαγών, αλλά κυρίως θέτει σε δοκιμασία τη μεταπολεμική καρδιά της Ευρώπης, που είναι ο δημοκρατικός έλεγχος και η αντιστοίχηση των προσδοκιών και των επιδιώξεων των πολιτών με το ευρύτερο περιεχόμενο των πολιτικών αποφάσεων. Είναι πλέον σαφές πως σε μια γεωγραφική περιοχή όπου δεν ελέγχεις πολιτικά, ως ενεργός πολίτης και ψηφοφόρος, το επιτό-κιο του στεγαστικού σου δανείου, τις προδιαγραφές των προϊόντων που πωλούνται στη γειτονιά σου, ούτε καν τους όρους της συνταξιοδότησής σου, πρέπει τουλάχιστον να ελέγχεις τους πολιτικούς όρους ανάπτυξης της δη-μοκρατικής διαδικασίας που παράγει όλα αυτά τα αποτελέσματα για τη ζωή σου. Η οικονομική ελευθερία επιλο-γής προϊόντων και υπηρεσιών δεν ταυτίζεται με την ίδια την ιδέα της ελευθερίας του πολίτη. Αντιθέτως, αποτελεί ελλειπτικό ανάπτυγμα της δεύτερης που μακροπρόθεσμα θέτει και την ίδια υπό διακινδύνευση.

Για παράδειγμα, σήμερα, η Ευ-ρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν βρίσκεται υπόλογη για τις αποφάσεις της απέναντι σε κανέναν δημοκρατικό θεσμό. Αυτό αποτελεί μια ιδιάζου-

σα πρωτοκαθεδρία του οικονομι-κού στοιχείου έναντι του πολιτικού. Όμως, η αποχώρηση της οικονομίας ή η αποσύνδεσή της από το δημο-κρατικό έλεγχο των πολιτών και των οργανωμένων μορφών της Κοινω-νίας των Πολιτών έχει αποδειχθεί πως μπορεί να επιφέρει αλλοιώσεις στη δημοκρατική συνοχή, να δημι-ουργήσει πολλαπλά απρόβλεπτα περιβαλλοντικά προβλήματα και εν τέλει να θέσει υπό διακινδύνευση και το ίδιο το σύστημα των ελεύθερων ανταλλαγών προϊόντων και υπηρε-σιών, όπως αποδεικνύεται σήμερα με τον πλέον επικίνδυνο τρόπο από τα αποτελέσματα της ελεύθερης και αρρύθμιστης οικονομίας των χρημα-τοπιστωτικών αγορών.

Ποιος είναι όμως ο ρόλος της Κοινωνίας των Πολιτών σ’ αυτό το τοπίο; Η δημοκρατική αρχή αναδει-κνύεται μέσω αφενός της ελευθερίας και αφετέρου της συμμετοχής. Στον πυρήνα της Κοινωνίας των Πολιτών βρίσκεται η δημοκρατική αρχή με τη διπλή της διάσταση. Οι σύγχρονες δημοκρατικές ελευθερίες του πολίτη μπορούν να εκφραστούν, σ’ ένα βαθ-μό και όχι αποκλειστικά, μέσα από αυτές τις πολιτικές, αλλά όχι κομμα-τικές, οργανώσεις της Κοινωνίας των

ΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΗ.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ(*)

(*) Ο Βασίλης Μαγκλάρας είναι διδάσκων στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πατρών και στο Ε.Α.Π.

Page 50: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Πολιτών. Αυτή η δημιουργία εναλ-λακτικών fora ανταλλαγής απόψεων μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή δημοκρατικού πλουραλισμού και ευ-ρύτερης συμμετοχής του πολίτη στις υποθέσεις του. Θα ενισχύσει τις πα-ραδοσιακές δημοκρατικές δομές χω-ρίς να τις καταστρέψει. Αυτό σημαίνει πως η πορεία προς μια ευρωπαϊκή κοινωνία πρέπει να ισοσκελιστεί από μια αντίστοιχη πορεία προς την ενί-σχυση του ρόλου των τοπικών δη-μοκρατικών ενώσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα παραγωγής πολιτικής.

Ωστόσο, αυτό το δημοκρατικό δι-καίωμα των πολιτών να οργανώνονται προκειμένου να πετύχουν πολιτικούς στόχους, αποτελεί συνάμα και μια δημοκρατική διακινδύνευση, καθώς σήμερα απουσιάζει η διαφάνεια και η δημοκρατική ευθύνη (accountability) από τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών. Ακόμη, η απλή δι-απίστωση ότι μόνο ορισμένα μέρη της είτε λόγω της αποτελεσματικής τους οργάνωσης είτε λόγω της οικο-νομικής τους ευχέρειας μπορούν να έχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς λήψης των αποφάσεων, αποτελεί την αναγνώριση ενός νέου δημοκρατικού ελλείμματος που τείνει να απαξιώσει το αξιακο-πολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο συγκροτείται κατά βάση το δημοκρατικό και ηθικό περιεχόμενο των αιτημάτων τους για περισσότερη και ποιοτικότερη πρόσβαση στους μηχανισμούς λήψης των πολιτικών αποφάσεων. Οι θεωρήσεις λοιπόν που δίνουν πρωτοκαθεδρία στις ορ-

γανώσεις της Κοινωνίας των Πολι-τών έναντι των παραδοσιακών δομών δημοκρατικής οργάνωσης παραγνω-ρίζουν το γεγονός της σημασίας της εξουσίας ως κοινωνικής σχέσης και ως κεντρικού στοιχείου στην οργά-νωση και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Έτσι, η διάγνωση δημοκρατικού ελλείμματος στην Ε.Ε. πρέπει να γίνει με μεγάλη επιφύλαξη και οι αναλύ-σεις της Κοινωνίας των Πολιτών δεν πρέπει να εμφανίζονται ως εναλλα-κτικές θεωρήσεις μιας ασθμαίνουσας δημοκρατίας. Η θεσμική ιδιαιτερότη-τα της Ε.Ε. καθιστά τις θεωρίες περί δημοκρατίας αταίριαστες αναλυτικά για το πλαίσιο της, καθώς οι ίδιες έχουν αναπτυχθεί στη βάση ενός κρα-τικο-κεντρικού μοντέλου. Στο πλαίσιο αυτό και οι αναλύσεις της Κοινωνίας των Πολιτών που στοχεύουν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Ε.Ε. πρέπει να εισέλθουν σ’ ένα είδος αξι-ακής και περιεχομενικής ανάλυσης, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση οι στόχοι της Κοινωνίας των Πολιτών και των οργανώσεών της να γίνονται αντικεί-μενο ad hoc επεξεργασιών στη βάση ενός αξιακού περιεχομενικού μέτρου. Η ίδια η πολιτική οργάνωση προσώ-πων από μόνη της δεν λέει απολύτως τίποτα, ούτε μπορεί de facto να θεω-ρηθεί ως δημοκρατική στόχευση μιας κοινωνίας που προοδεύει. Δεν είναι αυτονόητο ότι όλες οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών στοχεύουν σε υψηλές αξίες, ούτε ότι η επίλυ-ση του δημοκρατικού ελλείμματος

διαμεσολαβείται από την Κοινωνία των Πολιτών. Η αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας εγκυμονεί τον κίνδυνο οι δομές λήψης των πολιτι-κών αποφάσεων να υπαχθούν σ’ ένα περιορισμένο κέντρο συμφερόντων, σ’ ένα περιορισμένο είδος αξιών, η γενίκευση ή διάχυση των οποίων δεν αποτελεί πάντα κοινωνικό συμφέρον. Ωστόσο, η Ε.Ε. πρέπει να στρέψει πε-ρισσότερο την προσοχή της προς την Κοινωνία των Πολιτών και τις ορ-γανώσεις της ως έναν έμμεσο τρόπο ενίσχυσης της δημοκρατίας μέσω μη θεσμικών μορφών διαβούλευσης.

Εν τέλει, φαίνεται πως οι δημοκρα-τικές διαδικασίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να βαθύνουν ανάλογα με τις προσδοκίες των Ευρωπαίων Πολιτών και τις απαιτήσεις των ενδι-άμεσων από το Κράτος και την αγορά φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών. Η προοπτική αυτή θα σταθεροποιή-σει αφενός και θα ενισχύσει αφετέρου και το ευρύτερο ευρωπαϊκό οικονομι-κό σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Κοινω-νία των Πολιτών θέλει την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών και την επιγενόμενη αυτής ανάπτυξη του αισθήματος της δημοκρατικής συμ-βολής του πολίτη στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, περισσότερη διαφάνεια, ενίσχυση του ανταγωνιστικού συ-στήματος των αγοραίων ανταλλαγών και περισσότερη πράσινη ανάπτυξη. Ο σύγχρονος Ευρωπαίο Πολίτης αναμένει από το νέο ευρωπαϊκό οικο-δόμημα να ανταποκριθεί με επάρκεια σ'αυτές τις προκλήσεις.

48- Κοινωνία Πολιτών

Page 51: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

49Κοινωνία Πολιτών -

Page 52: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυ-

ριστεί ότι ένα αφιέρωμα για

την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη

(Corporate Social Responsibility)

εν μέσω παγκόσμιας χρηματοπι-

στωτικής κρίσης, ύφεσης, μείω-

σης των κερδών και των στοιχείων

ενεργητικού των επιχειρηματικών

ισολογισμών είναι σχήμα οξύμωρο.

Σε τέτοιες σφιχτές καταστάσεις όλοι

γυρίζουν στα βασικά της επιβίωσης

που για τις επιχειρήσεις σημαίνει

κέρδη και μόνο κέρδη. Η άποψη

αυτή θεωρεί ότι οι δράσεις της Εται-

ρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ)

αποτελούν ένα κόστος πολυτέλειας

που μόνον σε εποχή οικονομικής

ευεξίας ενδεχομένως θα είχε αξία

να δαπανηθεί. Το παρόν αφιέρωμα

μέσα από μια πολυπρισματική οπτι-

κή αποδυκνείει το ακριβώς αντίθετο.

Για να επιβιώσουν οι κάθε λογής

επιχειρήσεις –μικρές, μεγάλες και

πολυεθνικές- μέσα στην μεγαλύτερη

μεταπολεμική κρίση πρέπει να προ-

χωρήσουν σε αλλαγή του επιχειρη-

ματικού παραδείγματος και η Εται-

ρική Κοινωνική Ευθύνη βρίσκεται

στον πυρήνα αυτής της αλλαγής.

Άλλωστε, η έλλειψη των αρχών της

κοινωνικής υπευθυνότητας και της

καλής Εταιρικής Διακυβέρνησης

στην συμπεριφορά μερικών τραπε-

ζικών επενδυτικών οργανισμών στις

ΗΠΑ βρίσκεται στην αφετηρία της

κρίσης.

Με μια πιο έμμεση σκεπτικι-

στική ματιά θα μπορούσε κάποιος

επίσης να ισχυριστεί ότι μερικοί από

τους τραπεζικούς και ενεργειακούς

κολοσσούς που εμπλέκονται άμεσα

στην κρίση ήταν παγκοσμίως από

τους πρωτοπόρους σε ενέργειες

Εταιρικής Ευθύνης για το περιβάλ-

λον, την ανθρωπιστική βοήθεια και

τα νέα εργασιακά συμμετοχικά μο-

ντέλα, πράγμα που για ορισμένους

καταδεικνύει ότι η Εταιρική Κοινω-

νική Ευθύνη χρησιμοποιείται συ-

χνά ως ένα νέο διαφημιστικό άλλοθι

απόκρυψης των υπερκερδών στην

βασική τους δραστηριότητα. Ακόμα

και αν αυτό είναι αληθές σε αρκετές

περιπτώσεις δεν αναιρεί το γεγονός

ότι η δέσμευση μιας επιχείρησης

σε ένα νέο «ηθικό» κώδικα επιχει-

ρηματικής δράσης αργά ή γρήγορα

θα καταστήσει πιο δύσκολες τέτοιες

συμπεριφορές. Και αυτό είναι καλό

για την κοινωνία, τους πολίτες και

τελικά για τις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Άλλωστε η εξέλιξη δεν είναι ποτέ

γραμμική.

Μέσα από αυτό το πρίσμα και

τα πέντε άρθρα του αφιερώματος

αναδεικνύουν με ένα πρωτότυπο

τρόπο την κεφαλαιώδη σημασία

του εγχειρήματος. Στο άρθρο «Η

φρόνηση των ηγετικών στελεχών

του δημόσιου τομέα ως θεμελιώδης

προϋπόθεση για την εξασφάλιση της

κοινωνικής ευθύνης του κράτους»

του Καθηγητή Δημήτρη Μπου-

ραντά και της Δρ. Εύης Παπαλόη

αναδεικνύεται η επικαιρική σημασία

της αριστοτελικής φρόνησης στην

επίλυση των προβλημάτων ηγεσίας

στον σύγχρονο κόσμο. Οι αριστοτε-

λικές αξίες είναι παρούσες και στο

άρθρο «Γιατί πρέπει η επιχείρηση

να είναι ηθική; Μια νεοαριστοτελική

προσέγγιση» του Χαρίδημου Τσού-

κα. Η έννοια της εγκράτειας –μια

άλλη αρχαιοελληνική αρετή- και

Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ως διέξοδος από την κρίση

ΑΓΓΕΛΑ ΜΥΛΩΝΑ(*)

ΦΑΚΕΛΟΣ: ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

(*) Οικονομολόγος , Msc Human Resources, Brunel University.

Page 53: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

της υπεύθυνης κατανάλωσης είναι

το κεντρικό θέμα του άρθρου «Βι-

ώσιμη κατανάλωση. Τεχνολογική

καινοτομία και καταναλωτική εγκρά-

τεια» του Κώστα Ζέρβα. Τον κρίσιμο

ρόλο της Κοινωνίας Πολιτών και

των Μη Κυβερνητικών Οργανώ-

σεων αναδυκνείει επιπλέον, στο άρ-

θρο του «Επιχειρηματική Ηθική,

Διεθνής Οικονομική Συγκυρία και

ο Ρόλος της Κοινωνίας Πολιτών» ο

Ιορδάνης Παπαδόπουλος. Τέλος, η

Λήδα Τσενέ στο άρθρο της «Μέσα

Ενημέρωσης: Ο δρόμος προς την

ευθύνη» ασχολείται με την σχέση

των Μέσων Μαζικής Επικοινωνί-

ας με την ΕΚΕ, μια σχέση που είναι

κρίσιμη για την διάδοση του εγχει-

ρήματος στην κοινωνία.

Τα άρθρα στο σύνολό τους απο-

τελούν εισηγήσεις στην αντίστοιχη

θεματική ενότητα στο συνέδριο που

διοργάνωσε η Ένωση Πολιτών

για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ με θέμα:

«Κοινωνία πολιτών: Ιστορικότητα,

Αντίπαλοι, Προοπτικές» στο Πά-

ντειο Πανεπιστήμιο στις 9 και 10

Μαϊου. Η προώθηση της ΕΚΕ

αποτελεί άλλωστε έναν από τους κε-

ντρικούς άξονες δράσης και ενασχό-

λησης της Ένωσης και του περιοδι-

κού Κοινωνία Πολιτών.

51Κοινωνία Πολιτών -

Page 54: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

«Τhe business of business is business»;

Είναι αλήθεια ότι, στο δημόσιο λόγο, η επιχείρηση συνδέεται περισ-σότερο με οικονομικές έννοιες, όπως κέρδη, ανταγωνιστικότητα, παρα-γωγικότητα, και λιγότερο με ηθικές έννοιες, όπως ευθύνη, αλτρουισμός, αρετή. Εκ πρώτης όψεως αυτό είναι κατανοητό. Οι επιχειρήσεις είναι κυρίως οικονομικές οργανώσεις και, είναι ευνόητο, κυρίως οικονομικά κριτήρια να θεωρείται ότι καθορί-ζουν τη λειτουργία τους. Σύμφω-να με τη γνωστή ρήση του Μίλτον Φρήντμαν, “η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης είναι να αυξάνει τα κέρ-δη της”[1]. Η επιχείρηση που δεν έχει κέρδη θα πάψει να υφίσταται.

Ωστόσο, μια δεύτερη ανάγνωση δείχνει ότι υπάρχουν διάφοροι τρό-ποι να κάνει μια επιχείρηση κέρδη. Το ενδιαφέρον στην οικονομία της αγοράς είναι ότι, ακριβώς επειδή οι οικονομικοί φορείς απολαμβάνουν αυτονομίας, μπορούν, εντός ορίων, να επιλέγουν τον τρόπο που θα ορ-

γανώσουν την οικονομική δραστηρι-ότητα και τι σκοπούς θα επιλέξουν να υπηρετούν. Τα οικονομικά κριτήρια δεν είναι αλγόριθμοι, αλλά ενσωμα-τώνουν κοινωνικο-πολιτιστικές (αν-θρωπολογικές) παραδοχές και εφαρ-μόζονται σε ρευστά και πολύσημα περιβάλλοντα. Ο ισχυρισμός ότι «η δουλειά της επιχείρησης είναι μόνο να κάνει κέρδη» είναι απλοϊκός, στο μέτρο που εκδέχεται την οικονομική δραστηριότητα ως μια αφηρημένη, α-κοινωνική διαδικασία, και την επι-χείρηση ως ένα «μαύρο κουτί» το οποίο απλώς παράγει κέρδη, χωρίς να εξετάζει πως αυτό συμβαίνει και με τι παρεπόμενα.

Η ταυτολογία του Φρήντμαν αγνοεί τις ανθρώπινες συμπεριφο-ρές που εμπλέκονται στην παραγω-γή και διάθεση προϊόντων και υπη-ρεσιών, όπως λ.χ. τη συνεργασία και τη συναδελφικότητα, την προαγωγή του κοινού εταιρικού καλού, την τήρηση υποσχέσεων και δεσμεύσε-ων, την αφοσίωση, την τόλμη και τη διακινδύνευση. Η επιχείρηση που

θέλει να καλλιεργεί αυτές τις αρετές δεν μπορεί να αποσκοπεί εμμόνως στα κέρδη, δηλαδή στην προαγωγή της μεγιστοποιητικής λογικής και μόνον, γιατί τότε δημιουργεί ένα πε-ριβάλλον στο οποίο οι ανωτέρω αρε-τές υποσκάπτονται. Το είδαμε αυτό σε περιπτώσεις όπου η μονομανής επιδίωξη των κερδών οδήγησε σε σκάνδαλα (π.χ. Enron)[2], ή σε αμφι-σβητούμενες πρακτικές, όπως ακραί-ες περικοπές εργατικού κόστους και μειωμένη περιβαλλοντική ευαισθη-σία, οι οποίες δημιουργούν αρνητική φήμη (π.χ. περίπτωση Wal-Mart)[3].

Μια επιχείρηση δεν υπάρχει στο κενό. Λειτουργεί σε ένα ιστορικώς διαμορφωμένο περιβάλλον, οι θε-σμοί του οποίου αντικατοπτρίζουν ευρύτερες κοινωνικές αξίες. Η προ-στασία του περιβάλλοντος, η ισότητα ευκαιριών, ο οικολογικός σχεδια-σμός των προϊόντων, και η διαβού-λευση με τα εργατικά συνδικάτα, λ.χ., αποτελούν βασικές αξίες του βορειο-ευρωπαϊκού επιχειρηματικού μοντέ-λου σε σχέση με το αγγλοσαξονικό [4].

ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΘΙΚΗ; Μια νεοαριστοτελική προσέγγιση (*)

ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ(**)

(*) Απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 19, Άνοιξη 2008, σ.85-101.

(**) Kαθηγητής Οργανωσιακής Θεωρίας στο ALBA (στην Ερευνητική Θέση «Γεώργιος Δ. Μαύρος») και στο University of Warwick και διευθυντής του διεθνούς ακαδημαϊκού περιοδικού Organization Studies ([email protected]) (http://htsoukas.blogspot.com).

[1] Friedman, M. (1970) The social responsibility of business is to increase its profits, The New York Times Magazine, 13 Σεπτεμβρίου 1970. Σε ελεύθερη απόδοση, η ρήση του Φρήντμαν είναι περισσότερο γνωστή ως «the business of business is business».

[2] McLean, B. & Elkind, P. (2003), Smartest Guys in the Room: The Amazing Rise and Scandalous Fall of Enron, New York: Penguin.

[3] Lichtenstein, N. (2006) Wal-Mart: The Face of Twenty-First-Century Capitalism, New York: New Press

Page 55: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η ΙΚΕΑ και η Wal-Mart είναι δύο μεγάλες, κερδοφόρες επιχειρήσεις. Ο τρόπος, όμως που αποκομίζουν κέρδη είναι αρκετά διαφορετικός. Να κοιτάξει κανείς τις δύο αυτές επιχει-ρήσεις, να δει ότι είναι κερδοφόρες και να συνάγει ότι ο σκοπός της επι-χείρησης είναι το κέρδος, είναι τόσο ταυτολογικό όσο το να ισχυρισθεί ότι ο σκοπός των ζωντανών ανθρώπων είναι η επιβίωση! Το πραγματικό ερώτημα είναι: τι αναμένεται από τις επιχειρήσεις και, άρα, τι συνιστά την επιχειρηματική επιτυχία σε διαφο-ρετικά περιβάλλοντα; Πως αποκτά-ται ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε διαφορετικά κοινωνικο-πολιτισμικά συμφραζόμενα;

Ο ισχυρισμός του Φρήντμαν καθίσταται ακόμα πιο απλοϊκός αν σκεφθούμε ότι, για να είναι σε θέση η επιχείρηση να κάνει μπίζνες και να αυξάνει τα κέρδη της, απαιτείται η συγκατάθεση της υπόλοιπης κοινω-νίας. Η επιχείρηση υπάρχει επειδή, σε μια δημοκρατική κοινωνία, της δίνουμε το δικαίωμα να υπάρχει. Η κοινωνία δεν αποτελείται μόνο από καταναλωτές, αλλά και από πο-λίτες. Η επιχείρηση δεν κάνει μόνο μπίζνες αλλά παράγει και εξωτερικό-τητες - η οικονομική της δραστηρι-ότητα επηρεάζει το περιβάλλον, την υγεία, ενίοτε θέτει νέα διλήμματα στην κοινωνία (π.χ. μεταλλαγμένα τρόφιμα, κίνδυνοι από τη διαχείριση

αποβλήτων), και επηρεάζει την ευη-μερία της τοπικής κοινότητας στην οποία δραστηριοποιείται. Οι εξωτε-ρικότητες δεν είναι δεδομένες, αλλά διαρκώς αναθεωρούμενες, ανάλογα με τις ισχύουσες κοινωνικές αντιλή-ψεις, την πρόοδο της επιστήμης, και τη διάχυση των πληροφοριών. Γνω-ρίζουμε σήμερα λ.χ. ότι ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας στις ανεπτυγμένες κοινωνίες είναι η παχυσαρκία και τα οικονομικά προβλήματα που δημι-ουργεί, εξαιτίας των προκαλουμένων παθήσεων, στα δημόσια συστήματα υγείας. Η άσκηση πιέσεων από την κοινωνία των πολιτών, τις ρυθμιστι-κές αρχές, και τις κυβερνήσεις στις εταιρίες τροφίμων, προκειμένου να βελτιώσουν τη διαθρεπτική αξία των προϊόντων τους, έτσι ώστε να μειω-θεί η πιθανότητα παχυσαρκίας, είναι μια απόπειρα για τη διαχείριση της συναφούς εξωτερικότητας. Πριν από είκοσι χρόνια δεν ήμασταν το ίδιο ευαίσθητοι σε αυτή την εξωτερι-κότητα (το πρόβλημα, έτσι κι αλλιώς, ήταν σαφώς μικρότερης κλίμακας), ούτε γνωρίζαμε τόσα πολλά για τις επιπτώσεις της στην υγεία. Αν δούμε την επιχείρηση όχι μόνο ως εμπρό-θετο μηχανισμό παραγωγής πλού-του αλλά και ως μηχανισμό παραγω-γής (απρόθετων) εξωτερικοτήτων, τότε ο τρόπος που κάνει μπίζνες μια επιχείρηση είναι πολύ σημαντικός για το αν θα συνεχίσει επί μακρόν να

κάνει μπίζνες. Διαφορετικά: εκτός από κέρδη, μια εταιρία χρειάζεται και νομιμοποίηση.

Με άλλα λόγια, η επιχείρηση δεν είναι απλώς μια οικονομική μηχανή – πρωτίστως είναι ένας κοινωνικός θεσμός εμπρόθετης παραγωγής πλούτου αλλά και άλλων απρόθε-των συνεπειών που συνοδεύουν την παραγωγή πλούτου. Αν δούμε την επιχείρηση με θεσμικούς όρους, τότε διευρύνουμε την οπτική μας γωνία έτσι ώστε να συμπεριλάβουμε το αξιακό σύστημα εντός του οποίου λειτουργεί η επιχείρηση, καθώς και το αξιακό σύστημα που η ίδια δημι-ουργεί ως συλλογική οντότητα. Ένα κοινωνικό δημιούργημα όπως η επιχείρηση καθίσταται θεσμός από τη στιγμή που εμποτίζεται από αξίες πέραν των λειτουργικών αναγκών που ικανοποιεί [5].

Όταν μια δραστηριότητα θεσμο-ποιείται, αποκτά το status της αυτο-νόητης κοινωνικής πραγματικότη-τας, η οποία ενσωματώνει αξίες και, συνακόλουθα, διαμορφώνει ρόλους και παρέχει κατευθύνσεις συμπερι-φοράς.

Ως θεσμός, η επιχείρηση διαπερ-νάται από αξίες που χαρακτηρίζουν και οριοθετούν το ευρύτερο κοινω-νικό σύστημα εντός του οποίου λει-τουργεί, και διεκπεραιώνει αυτονόη-τες σε αυτό λειτουργίες. Αν λ.χ. μια κοινωνική κουλτούρα είναι εξισωτι-

[4] Hall, P.A. & Soskice, D. (2001) Varieties of Capitalism: The Institutional Foundations of Comparative Advantage, Oxford: Oxford University Press

[5] Selznick, P. (1992) The Moral Commonwealth: Social Theory and the Promise of Community, Berkeley, CA: University of California Press, σ.231-236

53Κοινωνία Πολιτών -

Page 56: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

κή και δεν βλέπει με καλό μάτι τις τεράστιες διαφορές αμοιβών μεταξύ των επικεφαλής και των απλών ερ-γαζομένων σε μια επιχείρηση, όπως συμβαίνει στις Σκανδιναβικές χώρες, τότε είναι πολύ πιθανόν αυτή η κοι-νωνική προσδοκία να μεταφρασθεί σε σχετικά μικρές διαφορές ενδοε-ταιρικών αμοιβών. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και αντιστρόφως. Αποτυπώ-νοντας, στη δομή και τη λειτουργία της, ευρύτερες κοινωνικές αξίες, η επιχείρηση αυξάνει τη νομιμοποίη-σή της [6].

Ως συλλογική οντότητα, η επιχεί-ρηση καθιερώνει στο εσωτερικό της συμπεριφορές, συνήθειες, στάσεις, σχέσεις, και πρακτικές – σε τελική ανάλυση: αξίες -, οι οποίες της προσ-δίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτού του είδους οι εταιρικές αξίες διευκολύνουν τον ενδοεταιρικό συ-ντονισμό και την επικοινωνία (άρα μειώνουν τα κόστη συναλλαγής), και καθοδηγούν τα άτομα στη λήψη αποφάσεων, στην άσκηση της κρίσης τους, και στη διαχείριση της αβεβαι-ότητας [7]. Αν η δομή και τα συστήμα-τα της επιχείρησης – οι σχεδιασμέ-νοι μηχανισμοί της – χαρακτηρίζουν την απαρχή της θεσμοποίησης, στο μέτρο που βοηθούν να σταθεροποιη-

θούν και να εμπεδωθούν συγκεκρι-μένες τυπικές σχέσεις στο εσωτερικό της επιχείρησης, η θεσμοποίηση ολοκληρώνεται όταν οι σχεδιασμένοι οργανωσιακοί μηχανισμοί εμποτίζο-νται με αξίες, εμπλουτίζονται με άτυ-πες συμπεριφορές και υποδειγμα-τικά παραδείγματα συμπεριφοράς, και, κατά συνέπεια, μετατρέπονται στα υποστυλώματα μιας κοινωνικής πραγματικότητας, στην οποία, αυτο-νόητα πλέον, λειτουργούν τα άτομα. Εν ολίγοις, η θεσμοποίηση μετα-τρέπει μια επιχείρηση σε οργανική κοινότητα [8].

Αν τα ανωτέρω γίνουν δεκτά, η επιχείρηση, προκειμένου να παράγει πλούτο, έχει ένα διττό καθήκον: πρέ-πει να οργανώσει στο εσωτερικό της τη συνεργασία διαφορετικών ανθρώ-πων και να κερδίσει τη νομιμοποίη-ση της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι η ρυθμιστική αρχή του «κοινού καλού» πρέπει να διαπερ-νά τη λειτουργία της[9]. Η έννοια του «κοινού καλού» αφορά τόσο τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν τα μέλη της στη συνεργασία μεταξύ τους, όσο και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τις επιχειρηματι-κές πολιτικές οι στρατηγικοί λήπτες αποφάσεων – ως συνδρομή στο

γενικότερο (εξω-εταιρικό) «κοινό καλό». Διαφορετικά: η επιχείρηση ευημερεί στο μέτρο που ικανοποιεί κοινωνικές ανάγκες και τα μέλη της μεριμνούν για το καλό της επιχείρη-σης, όχι για το στενά ατομικό τους συμφέρον. Εξηγώ τους λόγους στη συνέχεια.

Επιχείρηση, ετεροανα-φορικότητα, και το κοινό καλό [10]

Η επιχείρηση έχει στόχο την εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών – π.χ. την παραγωγή φαρμάκων, υπηρεσιών επικοινωνίας, τεχνολο-γικών συσκευών, τροφίμων, κοκ. Οι ανάγκες αυτές είναι κοινωνικές όχι τόσο γιατί αφορούν μεγάλα τμήμα-τα του πληθυσμού μιας κοινωνίας, όσο γιατί η διαμόρφωσή τους και η ικανοποίησή τους νοηματοδοτείται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από βαθύτερες αξίες που συνέχουν μια κοινωνία ή, εν πάση περιπτώ-σει, ένα κοινωνικό σύστημα[11]. Η ανάγκη της διατροφής λ.χ. είναι, κατ’ αρχήν, μια βιολογική ανάγκη, αλλά διαμορφώνεται και ικανοποι-είται διαφορετικά σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και σε διαφορε-τικές κοινωνίες. Ο κοινωνικός χαρα-

[6] Scott, R. (1995), Institutions and Organizations, Thousand Oaks, CA: Sage, σ.124-131

[7] Miller, G.J. (1992), Managerial Dilemmas: The Political Economy of Hierarchy, Cambridge: Cambridge University Press, Κεφ.10

[8] βλ. Selznick (1992), ο.π., σ.235

[9] Τσούκας, Χ. (2005) Αν ο Αριστοτέλης Ήταν Διευθύνων Σύμβουλος: Δοκίμια για την Ηγεσία και τη Διοίκηση, Αθήνα: Καστανιώτης, σ.31-34

[10] Τμήματα του κεφαλαίου αυτού αντλούν από Τσούκας (2005), ο.π., Κεφ.1

[11] Γιανναράς, Χ. (1985), Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας, Αθήνα: Δόμος, σ.151-156. Καστοριάδης, Κ. (1978), Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, Αθήνα: Εκδόσεις Ράππας, Μέρος ΙΙΙ.

54- Κοινωνία Πολιτών

Page 57: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

κτήρας των αναγκών υπογραμμίζει την πλαστικότητά τους (τη μεταβλη-τότητά τους στον χρόνο) και, συγχρό-νως, παρέχει το σημείο αναφοράς για μια επιχείρηση. Η επιχείρηση δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν ικανο-ποιεί ανάγκες που η κοινωνία ανα-γνωρίζει, κατ’ ελάχιστον, ως θεμιτές. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που οι επιχειρήσεις δεν λένε «αγοράστε τα προϊόντα μας για να έχουμε εμείς κέρδη», αλλά «αγοράστε τα προϊόντα μας για να ικανοποιήσετε κάποιες ανάγκες σας».

Δείτε, για παράδειγμα, τον τρόπο που αυτο-προβάλλονται οι επιχει-ρήσεις και οργανισμοί: «συνδέου-με τους ανθρώπους” (“connecting people”, Nokia), «Η ζωή είναι το έργο της ζωής μας», (Pfizer), «Κάντε περισσότερα, αισθανθείτε καλύτερα, ζήστε περισσότερο» (“Do more, feel better, live longer», GSK), «Στόχος της Nestle είναι να παρέχει την κα-λύτερη διατροφή σε όλους τους αν-θρώπους, κάθε μέρα, σε όλης τους τη ζωή, οπουδήποτε κι αν βρίσκο-νται» (Nestle), ή «Αναπτύσσουμε ηγέτες, οι οποίοι αναπτύσσουν αν-θρώπους, οι οποίοι αναπτύσσουν επιχειρήσεις» («we develop leaders who develop people who develop business», INSEAD).

Όλοι οι παραπάνω διακηρυγμέ-νοι σκοποί έχουν κάτι κοινό: είναι

ετεροαναφορικοί. Η ύπαρξη της επι-χείρησης δικαιολογείται με αναφορά στις εικαζόμενες ανάγκες των άλλων – των χρηστών των προϊόντων και υπηρεσιών -, όχι στην επιθυμία της επιχείρησης για κέρδη. Η ετεροανα-φορικότητα είναι ένα σημαντικό (και υποτιμημένο) γνώρισμα της επιχει-ρηματικής δραστηριότητας: η επι-χείρηση υπάρχει χάριν των άλλων. Οντολογική συνθήκη για να υπάρξει μια επιχείρηση είναι η εγκαθίδρυση σχέσης με άλλους [12].

Στο μέτρο που η επιχείρηση ορί-ζεται ετεροαναφορικά, η επιχειρημα-τική δραστηριότητα δεν είναι ούτε τυφλή, ούτε στενά εγωκεντρική, αλλά εμπεριέχει μερικές ενδογενείς αξίες, κοινά αποδεκτές (αξίες, δηλαδή, που διαπερνούν όχι μόνο την επιχείρηση αλλά ολόκληρη την κοινωνία εντός της οποίας δραστηριοποιείται η επι-χείρηση). Κάθε οργανωμένη κοινω-νική δραστηριότητα εμπεριέχει εν-δογενείς αξίες – αξίες οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο από τη συμμετοχή στη δρα-στηριότητα [13]. Όταν παίζουμε σκάκι λ.χ. ασκούμε τη στρατηγική μας ικα-νότητα, όταν κάνουμε έρευνα αναζη-τούμε μια καλύτερη κατανόηση των φαινομένων που μας απασχολούν, όταν παρέχουμε τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες καθιστούμε την ανθρώ-πινη επικοινωνία εφικτή. Όλα αυτά

συνιστούν κοινές ενδογενείς αξίες. Κάθε οργανωμένη δραστηριότη-τα αρθρώνεται με τέτοιο τρόπο που να καλλιεργεί κάποιες αξίες, κοινά αποδεκτές, οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο με τη συμμετοχή στην αντίστοιχη δραστη-ριότητα.

Επιπλέον, η ικανοποίηση των ενδογενών αξιών εξαρτάται από την ικανοποίηση εκείνων των κριτηρί-ων τελειότητας που ορίζουν τη δρα-στηριότητα [14]. Οι ενδογενείς αξίες ικανοποιούνται πληρέστερα στο μέτρο που στη δραστηριότητά μας πασχίζουμε να γινόμαστε όλο και καλύτεροι. Αν η δουλειά σου είναι να μεταφέρεις επιβάτες με ταξί, τότε η μεταφορά επιβατών είναι η ενδο-γενής αξία του επαγγέλματός σου, όπως η απόδοση δικαιοσύνης είναι η αξία του δικαστικού επαγγέλμα-τος και η ενημέρωση των πολιτών η αξία του δημοσιογραφικού. Θα κάνεις τη δουλειά σου καλύτερα στο μέτρο που υπάγεις τη συμπεριφορά σου στα κριτήρια τελειότητας που ορίζουν το επάγγελμά σου.

Ο παραπάνω συλλογισμός ση-μαίνει ότι μια εταιρία τροφίμων, για παράδειγμα, δεν παράγει απλώς τρό-φιμα, όπως μια φαρμακευτική εται-ρία δεν παράγει απλώς φάρμακα, ένα σχολείο δεν εκπαιδεύει απλώς μαθη-τές ή ένα νοσοκομείο δεν θεραπεύει

[12] Για μια σχεσιακή οντολογία, βλ. Γιανναράς, Χ. (2004), Οντολογία της Σχέσης, Αθήνα: Ίκαρος

[13] MacIntyre, A. (1985), After Virtue, London: Duckworth, σ.187-189

[14] MacIntyre (1985), ο.π.

55Κοινωνία Πολιτών -

Page 58: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

απλώς ασθενείς· αλλά, παράγοντας τρόφιμα ή φάρμακα, εκπαιδεύοντας μαθητές και θεραπεύοντας ασθενείς, οι εμπλεκόμενοι στις αντίστοιχες δραστηριότητες υλοποιούν τις εν-δογενείς αξίες της δραστηριότητάς τους. Επιπλέον, το κάνουν αυτό, με τρόπο ώστε να επιτυγχάνονται τα κριτήρια τελειότητας που ορίζουν την αντίστοιχη δραστηριότητα.

Με άλλα λόγια, η εμπλοκή σε μια οργανωμένη δραστηριότητα εμπεριέχει απαραιτήτως τον σκοπό (τις ενδογενείς αξίες) στον οποίο αποβλέπει η δραστηριότητα. Και αντιστρόφως: για να υλοποιήσεις το σκοπό πρέπει να ακολουθήσεις τα κριτήρια τελειότητας της δραστηριό-τητάς σου. Τόσο ο σκοπός της δρα-στηριότητας (π.χ. η παραγωγή τροφί-μων) όσο και τα κριτήρια τελειότητας (π.χ. τα κριτήρια επίδοσης) ορίζονται συλλογικά – αποτελούν, δηλαδή, γνωρίσματα της συλλογικής οντό-τητας στην οποία μετέχουμε, δεν τα ορίζουμε ατομικά. Προϋποθέτουν την ύπαρξη του κοινού καλού, το οποίο με τη δραστηριότητά μας προ-άγουμε. Προσέξετε ότι το κοινό καλό δεν είναι μόνο αυτό των άλλων (π.χ. η παροχή τροφίμων σε άλλους) αλλά και το εταιρικό καλό – τα κριτήρια τελειότητας που χαρακτηρίζουν την επιχείρηση ως συλλογική οντότητα.

Την αναζήτηση της τελειότητας σε μια δραστηριότητα ο Αριστοτέ-λης την ονομάζει «αρετή». «Η αρετή του ανθρώπου», παρατηρεί ο μεγά-λος φιλόσοφος, «θα πρέπει να είναι η συνήθεια [«έξις»] με βάση την οποία γίνεται καλός ο άνθρωπος κι αποκτά τη δυνατότητα να εκτελέσει αποδοτικά το έργο του»[15]. Προσέξτε ότι με τον ορισμό αυτό, η αρετή δεν είναι απλώς το ευ πράττειν αλλά και το αποδοτικώς πράττειν. Για τον Αρι-στοτέλη, αλλά και την κλασική πα-ράδοση γενικότερα, οι διανοητικές και ηθικές αρετές δεν μπορούν να διαχωριστούν. Η ιδέα ότι μπορεί κά-ποιος να είναι πρακτικά ευφυής και ανήθικος είναι αδιανόητη για το φι-λόσοφο – «δεν μπορούμε να είμαστε φρόνιμοι αν δεν είμαστε αγαθοί»[16]. Ο φρόνιμος άνθρωπος ενεργεί για το καλό και βρίσκει τρόπους να το πραγματοποιεί – «η αρετή κάνει σω-στό τον σκοπό ενός έργου και η φρό-νηση καθορίζει τα μέσα που οδη-γούν στην επίτευξη του σκοπού»[17]. Αν είμαστε ενάρετοι άνθρωποι τότε έχουμε τους σωστούς σκοπούς – να νοιαζόμαστε λ.χ. για τους άλλους. Απαιτείται, ωστόσο, η διανοητική ικανότητα να γνωρίζουμε τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να τους υλοποιήσουμε – πώς λ.χ. να νοιαζόμαστε για τους

άλλους. Είναι δυνατόν να έχουμε τις σωστές αξίες, χωρίς όμως να γνωρί-ζουμε πώς να τις θέσουμε σε εφαρ-μογή – να υποφέρουμε δηλαδή από ηθική αδεξιότητα. Παρομοίως, είναι δυνατόν να υλοποιούμε επιμέρους στόχους χωρίς να τους θέτουμε στην υπηρεσία των σωστών αξιών – να είμαστε δηλαδή έξυπνοι, αλλά όχι σοφοί. Είναι προτιμότερο να έχουμε γνωστική παρά αφελή αρετή· και εί-ναι καλύτερα να έχουμε ενάρετη κρί-ση παρά αμοραλιστική εξυπνάδα.

Η ιδέα, κατά συνέπεια, ότι μπο-ρεί μια επιχείρηση να αναπτύξει «δυναμικές ικανότητες»[18], οι οποί-ες της αποφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, χωρίς αυτές οι ικα-νότητες να εμπεριέχουν την αρετή, είναι αδιανόητη από Αριστοτελική σκοπιά. Το να είσαι καλός σε κάτι εμπεριέχει απαραιτήτως τον σκοπό στον οποίο αποβλέπεις – να ζεις τη ζωή σου σύμφωνα με τις αρετές που εμπεριέχονται στις ενδογενείς αξίες που ασπάζεσαι. Δεν ενεργείς «κατά τον ορθόν λόγον»[19] αν απλώς βελ-τιστοποιείς τα μέσα με τα οποία θα παραχθεί ένα δεδομένο προϊόν ή αν μεγιστοποιείς τα οφέλη σου από τις συναλλαγές στις οποίες εμπλέκεσαι . Αντιθέτως, ενεργείς «κατά τον ορθόν λόγον» αν, παράλληλα με τα μέσα, εξετάζεις και το σκοπό που τα μέσα

[15] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Αθήνα: Κάκτος, 1106α22-24

[16] Αριστοτέλης, ο.π., 1144α37

[17] Αριστοτέλης, ο.π., 1143β 9-10

[18] Eisenhardt, K. & Martin, J.A. (2000), Dynamic capabilities: The evolution of resources in dynamic markets, Strategic Management Journal, 21:1105-1121

[19] Αριστοτέλης, ο.π., 1138Β25

56- Κοινωνία Πολιτών

Page 59: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

υπηρετούν, ο οποίος σκοπός, δεδο-μένης της φύσης του ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να είναι ο ενάρετος βίος.

Από Αριστοτελικής απόψεως, μια φαρμακευτική εταιρία λ.χ. δεν αναπτύσσει απλώς ικανότητες επινό-ησης, παραγωγής και εμπορίας φαρ-μάκων αλλά, συγχρόνως, καλλιεργεί την «έξιν» της ενάρετης επιχειρημα-τικής δραστηριότητας - αποσκοπεί τόσο σε τεχνικοοικονομική αποτελε-σματικότητα όσο και σε ηθική τελει-ότητα. Τούτο ισχύει στο μέτρο που ο σκοπός της επιχείρησης ορίζεται ετε-ροαναφορικά - ορίζεται, δηλαδή, ως η υλοποίηση των ενδογενών αξιών που υποτείνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα. Η ενάρετη δράση αποσκοπεί και στην αποτελεσματι-κότητα και στην ευπραξία.

Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την «παραγωγή» από την «πράξη». «Ο τελικός σκοπός της παραγωγικής ερ-γασίας», λέει, «διαφέρει απ’ αυτή την ίδια, της πρακτικής όμως δεν μπορεί να διαφέρει, διότι αυτή η ίδια η καλή πράξη είναι και ο τελικός σκοπός»[20]. Αν παράγει λ.χ. κανείς αυτοκίνητα, το τελικό προϊόν είναι διαφορετικό από τη διαδικασία της παραγωγής του – ο σκοπός διαφέρει από τη διαδικασία. Όταν όμως κάποιος δρα πρακτικά, τότε η καλή πράξη - η «ευπραξία» - είναι αυτοσκοπός. Αυτό που δια-κρίνει τον καλό άνθρωπο της πρά-ξης – τον φρόνιμο – είναι ακριβώς

η ικανότητά του να διακρίνει τι είναι καλό για τον ίδιο και τους άλλους. Ενώ η «τέχνη», η γνώση δηλαδή της παραγωγής, αναζητά τρόπους με τους οποίους θα παραχθεί το προϊόν, η «φρόνησις», η εφαρμογή γενικών αρχών σε ιδιόμορφες και μεταβαλ-λόμενες κάθε φορά συνθήκες, μελε-τά πως η «τέχνη» μπορεί να χρησι-μοποιηθεί χάριν της ευδαιμονίας. Η φρόνηση, με άλλα λόγια, μετατρέπει την «τέχνη» σε «ευπραξία».

Στις «παραγωγικές» δραστηριό-τητές μας σκεπτόμαστε και αποφα-σίζουμε για πράγματα των οποίων η έκβαση είναι ακαθόριστη· δεν σκε-πτόμαστε όμως για τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουμε (αυ-τούς τους θεωρούμε δεδομένους), αλλά για τα μέσα με τους οποίους θα τους επιτύχουμε. «Ο γιατρός», λέει ο Αριστοτέλης, «δεν σκέπτεται αν θα θεραπεύει τον ασθενή, ούτε ο ρήτορας αν θα πείσει τους ακροατές, ούτε ο πολιτικός αν θα εξασφαλίσει την καλή λειτουργία των νόμων. Ούτε και κανείς από τους άλλους σκέπτεται για το σκοπό στον οποίο αποβλέπει με την εργασία του. Όλοι πάντως, αφού θέσουν και προσδιο-ρίσουν κάποιο σκοπό, εξετάζουν με ποιο τρόπο και με ποια μέσα μπορεί αυτός να επιτευχθεί»[21].

Η ιατρική είναι μια «τέχνη» η οποία μελετά ορισμένα «ενδεχόμε-να» προκειμένου να ικανοποιήσει ένα σκοπό, την υγεία. Ο γιατρός δεν

σκέπτεται για τον αν θα θεραπεύσει τον ασθενή διότι ως γιατρός, με την ιδιότητα δηλαδή του ασκούντος το επάγγελμα της ιατρικής, κατ’ ανάγκην προσπαθεί να θεραπεύσει. Αν εγερ-θεί το ερώτημα για το αν πράγματι πρέπει να θεραπεύσει έναν ασθενή, προκειμένου λ.χ. να αποφύγει τη μόλυνση ο ίδιος, τότε το ερώτημα αυτό δεν είναι πλέον ιατρικό – ανή-κει σε εκείνα τα «ενδεχόμενα» με τα οποία ασχολείται η «φρόνησις», όχι η «τέχνη» της ιατρικής. Αυτό που ισχύει για το γιατρό ισχύει και για το δικαστή, το δάσκαλο, τον μάνατζερ, κοκ. Ως παραγωγικοί άνθρωποι αναπόφευκτα εδράζουμε την πρά-ξη μας σε σκοπούς που θεωρούμε αυτονόητους, αφού αυτοί οι σκοποί αποτελούν την προϋπόθεση (την κινητήριο δύναμη) για τη δραστη-ριότητά μας και διαμορφώνουν την ταυτότητά μας. Ως «φρόνιμοι» πρα-κτικοί άνθρωποι, όμως, σκεπτόμαστε τόσο τους σκοπούς μας όσο και τα μέσα με τους οποίους θα τους επιτύ-χουμε. Η «φρόνησις» υπερτερεί της «τέχνης».

Αν δούμε την επιχείρηση ως μια κοινότητα, τα κριτήρια τελειότητας που ιστορικά έχουν αναπτυχθεί σε αυτήν την κοινότητα είναι αυτά στα οποία πρέπει να μυηθούν οι νέοι εργαζόμενοι. Όταν μαθαίνει κανείς πρακτικές δεξιότητες, δεν μαθαίνει αφηρημένους κανόνες, ούτε απλώς τεχνικά εργαλεία για την επίτευξη

[20] Αριστοτέλης, ο.π., 1140β 6-7

[21] Αριστοτέλης, ο.π., 1112β 12-16

57Κοινωνία Πολιτών -

Page 60: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

εξωγενών σκοπών, αλλά μυείται στην παράδοση της κοινότητας – μυείται στο συλλογικό καλό και στα μέσα για την επίτευξή του. Οι νεότεροι σε μια επιχείρηση μαθαίνουν πώς να εργά-ζονται από τους παλαιότερους. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περί-πτωση των ηθικών αρετών διότι, σε αντίθεση με τις διανοητικές, οι ηθι-κές αρετές, σύμφωνα με τον Αριστο-τέλη, δεν διδάσκονται αλλά «προέρ-χονται από την εθισμό» («η δ’ ηθική εξ έθους περιγίγνεται»)[22].

Οι ηθικές αρετές είναι κατα-στάσεις του χαρακτήρα και τις απο-κτούμε με το να πράττουμε ως να τις είχαμε. Η αρετή προκύπτει από τον «εθισμό», όχι από τη διδασκα-λία. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, «τις αρετές τις αποκτούμε αφού πρώτα τις ασκήσουμε, όπως συμβαίνει και στις άλλες τέχνες. Διότι τα πράγματα που πρέπει να μάθουμε να κάνουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα, όπως, για παράδειγμα, γίνεται κανείς οικο-δόμος με το να οικοδομεί και κιθαρι-στής με το να παίζει κιθάρα. Με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι με το να κάνουμε δίκαιες πράξεις, σώφρονες με το να επιτελούμε σώφρονα έργα και ανδρείοι με το να κάνουμε αν-δραγαθήματα»[23]. Με άλλα λόγια, αποκτούμε τις αρετές όταν κοινωνι-κοποιούμεθα σε αυτές· και, έχοντας εσωτερικεύσει τις αρετές, πράττουμε

ενάρετες πράξεις. Η αρετή αποκτάται μέσω εθι-

σμού και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν υπάρχουν κανόνες γενικής εφαρμογής για το πώς ένας ενάρετος άνθρωπος πρέπει να συμπεριφέ-ρεται. Τι συνιστά «θάρρος» λ.χ. δεν μπορεί να ορισθεί εκ των προτέρων, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες καλείται να δράσει ένας άνθρωπος.

Όταν εθιζόμαστε στις ηθικές αξί-ες αποκτάμε όχι μόνο μια διάθεση να ενεργούμε με συγκεκριμένο τρόπο, αλλά και μια ευαισθησία στο να διαγι-γνώσκουμε τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες που αντιμετωπίζουμε, έτσι ώστε να μπορούμε να κρίνουμε αν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, πρέπει να δείξουμε λόγου χάριν «ανδρεία» ή να υποχωρήσουμε.

Αν και επιμένει να τονίζει πόσο σημαντικό είναι για τον φρόνιμο άνθρωπο να σκέπτεται και να απο-φασίζει «κατά τον ορθόν λόγον», ο Αριστοτέλης αρνείται να διατυ-πώσει διαδικασίες και κανόνες ορ-θολογικής σκέψης. Γνωρίζει ότι τα «πρακτά» (οι πρακτικές υποθέσεις) είναι ευμετάβολα («ουδέν εστηκός έχει»[24]), «αόριστα» και μοναδικά, και γι αυτό παραμερίζει τον (θεωρη-τικό) «νου» και προκρίνει την αντί-ληψη («αίσθησιν»[25]).

Η αντίληψη δεν είναι απαγω-

γική ούτε αναγωγιστική, αλλά δι-αισθητική: είναι η ικανότητα να σκέφτεται κανείς πρακτικά με το να συλλαμβάνει ταυτοχρόνως μια σύν-θετη κατάσταση στην ολότητά της και να ξεχωρίζει τις κύριες όψεις της. Η ικανότητα αυτή αποκτάται μετά από μακρά θητεία στην κοινότητα. Ο φρόνιμος άνθρωπος είναι ανοι-χτός στην εμπειρία, την οποία χρησι-μοποιεί ως οδηγό για τα «καθ’ έκα-στα» που κάθε φορά αντιμετωπίζει, και τα οποία πασχίζει να αντιλαμβά-νεται σωστά ως έχουν.

Η άσκηση της (ατομικής) φρό-νησης προϋποθέτει την (συλλογική) κοινότητα αφού μαθαίνουμε πώς να δρούμε παρατηρώντας τους πεπει-ραμένους. Μαθαίνει κανείς το νόημα πρακτικών καθολικοτήτων (practical universals) όπως «θάρρος», «τόλ-μη», «γενναιοδωρία», «ειλικρίνεια» κλπ όχι θεωρητικά, αλλά επαγωγικά – κατανοώντας εκφάνσεις τους σε συγκεκριμένες κάθε φορά συνθή-κες – και γι αυτό το λόγο οι έννοιες αυτές δεν μπορούν να κωδικοποι-ηθούν επακριβώς[26]. Οι γενικές πρακτικές έννοιες χτίζονται από τα «καθ’ έκαστα». Καταλαβαίνουμε τι σημαίνει «τόλμη» ή «αλτρουισμός» από αντίστοιχα παραδείγματα τους παρελθόντος, τα οποία τα εκλεπτύ-νουμε περισσότερο ανάλογα με τις περιστάσεις που αντιμετωπίζουμε.

[22] Αριστοτέλης, ο.π., 1103α17

[23] Αριστοτέλης, ο.π., 1103α 31-34, 1103β 1-3

[24] Αριστοτέλης, ο.π., 1104α5

25] Αριστοτέλης, ο.π. 1142α 27

58- Κοινωνία Πολιτών

Page 61: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η κατανόηση εκ μέρους μας των αξιών που υποτείνουν τη δράση μας εκλεπτύνεται ανάλογα με τα μέσα που επιλέγουμε κάθε φορά να για να τις υλοποιήσουμε[27].

ΣυμπεράσματαΓιατί πρέπει η επιχείρηση να

είναι ηθική; Διότι, από νεοαριστο-τελική σκοπιά, δεν μπορεί να μην είναι! Η ηθική δεν είναι κάτι για το οποίο αναρωτιόμαστε αφού πρώτα οργανώσουμε τις παραγωγικές μας δραστηριότητες. Αντιθέτως, οντολο-γικά μιλώντας, η ηθική ενυπάρχει ήδη, ευθύς εξαρχής, στην επιχειρη-ματική δραστηριότητα από τη στιγ-μή που η τελευταία επιτελείται από άτομα στο πλαίσιο ενός οργανωμέ-νου συλλογικού εγχειρήματος (της επιχείρησης), μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύστημα. Η επιχείρηση ορίζεται ετεροαναφορικά: υπάρχει για να ικανοποιεί τις ανάγκες των άλλων, όπως αυτές ορίζονται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύστημα. Η επιχείρηση εγκαθιδρύει σχέση με τους άλλους, η οποία έχει έναν ανυσματικό χαρακτήρα: απαραίτη-τος όρος για να επικεντρωθεί η επι-χείρηση στον κύριο σκοπό της (την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών) είναι να έχει επικουρική επίγνωση των προϋποθέσεων που καθιστούν την επικέντρωσή της εφικτή. Οι

προϋποθέσεις αυτές είναι ρευστές, κοινωνικά ορισμένες και δεν είναι όλες εκ των προτέρων γνωστές.

Ο ετεροαναφορικός ορισμός της επιχείρησης σημαίνει ότι η τελευ-ταία επιδίδεται σε δραστηριότητες οι οποίες αποσκοπούν στην ικανοποί-ηση κοινωνικών αναγκών και, κατά συνέπεια, ενσωματώνουν ενδογενείς αξίες κοινά αποδεκτές. Η υλοποίηση των ενδογενών αξιών επιτυγχάνεται στο πλαίσιο οργανωμένων δραστηρι-οτήτων οι οποίες διέπονται από κά-ποια κριτήρια τελειότητας. Με άλλα λόγια, η επιχείρηση συνιστά ένα θε-σμό: κατ’ ανάγκην αποτυπώνει στη δομή και λειτουργία της κοινωνικές αξίες και, συγχρόνως, συνιστά η ίδια μια κοινότητα αξιών και διαμορφώ-νει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οντο-λογική συνθήκη για να λειτουργήσει η επιχείρηση είναι να είναι προσα-νατολισμένη στην προαγωγή του κοινού καλού – τόσο του ευρύτερου κοινωνικού καλού όσο και του δικού της συλλογικού καλού.

Ως κοινότητα αξιών, τα μέλη της οποίας υπάγουν τη συμπεριφορά τους σε κριτήρια τελειότητας, τα μέλη της επιχείρησης ασκούνται στην «έξιν» της «αρετής» - ασκούνται δη-λαδή και στην αποτελεσματικότητα και στην ευπραξία. Με την κοινω-νικοποίησή τους στις συλλογικές αξίες της επιχείρησης τα μέλη της

«εθίζονται» στις ηθικές αρετές και αποκτούν τη διάθεση να προσλαμ-βάνουν την πραγματικότητα με έναν συγκεκριμένο τρόπο και να δρουν αναλόγως.

Η άσκηση της ατομικής κρίσης σε ιδιαίτερες κάθε φορά περιστάσεις (η φρόνηση) καλλιεργείται μέσα από τη συμμετοχή των ατόμων στο συλλογικό ήθος της επιχείρησης. Η φρόνηση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συλλογικού ήθους. Τα μέλη της επιχείρησης μαθαίνουν να επι-λέγουν, να κρίνουν και να δρουν από τα παραδειγματικά πρότυπα που υπάρχουν ήδη στην επιχείρηση. Για να κρίνεις, πρέπει να μετέχεις. Η ατομική νόηση προϋποθέτει τη με-τοχή στα συλλογικά δρώμενα.

Η επιχείρηση είναι βαθιά ηθική στο μέτρο που η ηθική δεν εκλαμβά-νεται ως ατομική νοητική άσκηση, ούτε ως εφαρμογή κανόνων και κω-δίκων δεοντολογίας αλλά ως τρόπος συγκρότησης του συλλογικού βίου της επιχείρησης [33], έτσι ώστε τα άτομα να υπηρετούν το κοινό καλό – να αποσκοπούν σε ενδογενείς αξί-ες και να υπάγουν τη συμπεριφορά τους σε κριτήρια τελειότητας. Η ανα-ζήτηση της τελειότητας ισοδυναμεί με την αναζήτηση της «αρετής» - την αναζήτηση της αποτελεσματικότητας και της ευπραξίας.

[26] Nielsen, R. & Tsoukas, H. (2007) Towards an Aristotelian reading of Argyris’ conception of actionable knowledge in organization studies. Εισήγηση στο Third Organization Studies Summer Workshop on “Organization Studies as Applied Science: The Generation and Use of Academic Knowledge about Organizations”, 7-9 Ιουνίου 2007, Κρήτη

[27] Hughes, G.J. (2001) Aristotle on Ethics, London: Routledge, σ.105.

59Κοινωνία Πολιτών -

Page 62: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

60- Κοινωνία Πολιτών

Page 63: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

61Κοινωνία Πολιτών -

Page 64: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ΕισαγωγήΟι επιχειρήσεις – δημόσιες και

ιδιωτικές- αποτελούν πολύπλοκα ανθρώπινα συστήματα που ανα-πτύσσουν διαρκώς δίκτυα σχέσεων και διαδικασίες προκειμένου να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ταχύρυθμων και απρόβλεπτων αλ-λαγών.

Όλο και περισσότεροι επιστη-μονικοί αναλυτές διατυπώνουν την άποψη ότι θα πρέπει να στηριζόμα-στε όλο και λιγότερο στο παραδο-σιακό γραφειοκρατικό μοντέλο και ότι χρειαζόμαστε νέες θεωρίες που να αντανακλούν τις μεταβολές στον οργανωτικό σχεδιασμό, σηματοδο-τώντας μια αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις κοινωνικές ικανότητες των ηγετικών στελεχών.

Η σύγχρονη εποχή θέτει ρητά το θέμα του μετασχηματισμού των θεσμών ως πρόβλημα γενικότερης ανασυγκρότησης της κοινωνίας (Καστοριάδης, 1991). Το κράτος μέσα από τους θεσμούς, οφείλει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολιτών για διαφάνεια, ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες δημιουρ-

γώντας και υποστηρίζοντας δυναμι-κά μοντέλα που δίνουν προτεραιό-τητα στην ανάπτυξη νέων δομών και δικτύων συνεργασίας (μεταξύ δημο-σίων υπηρεσιών και πολιτών) προς όφελος της κοινότητας.

Σύμφωνα με τον Μουζέλη (2005), δυστυχώς, δεν σχεδιάστηκε ή δεν εφαρμόστηκε πολιτική που να απαντά στα ανοικτά ζητήματα κοινω-νικής πολιτικής των δημόσιων υπη-ρεσιών και η ελληνική δημόσια διοί-κηση από τη συγκρότησή της μέχρι σήμερα αποτελεί βασική τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ελληνικής κοι-νωνίας και κύριο παράγοντα της δυσλειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ο Mintzberg (1985) υπογραμ-μίζει ότι οι απαιτήσεις μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον μας επιβάλλουν να εξετάσουμε τις ορ-γανώσεις με όρους πολιτικούς και χαρακτηρίζει τις επιχειρήσεις ως «πολιτικές αρένες», ενώ, οι Ammeter, et al. (2002), επιχειρούν να μοντελοποιήσουν την ηγεσία ως πολιτικό φαινόμενο. Προς αυτή την κατεύθυνση, οι Mintzberg (1983)

χρησιμοποιώντας τον όρο «πολιτική δεξιότητα», οι Ferris et al. (1999), οι Ferris, Kolodinsky et al. (2001) και οι Ferris, Witt, et al. (2001), περι-γράφουν τις πολιτικές πτυχές της ηγετικής συμπεριφοράς και κατα-λήγουν σε τέσσερα βασικά στοιχεία (κτίσιμο δικτύων/ κοινωνικό κεφά-λαιο, διαπροσωπική επιρροή/ έλεγ-χος, δυναμισμός σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, αυθεντικότητα /ειλικρίνεια).

Έτσι, καθώς οι σύγχρονες ανα-ζητήσεις στον οργανωτικό χώρο του δημόσιου τομέα στρέφονται εκ νέου στα ζητήματα της πράξης (praxis) και της αρετής, δίνοντας έμφαση στην παραγωγή και διάδοση ιδεών, την αξιοποίηση των γνώσεων και την ανάπτυξη των ικανοτήτων των με-λών τους, βρίσκουν σταθερά σημεία αναφοράς στο έργο του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο, η άσκηση ηγεσίας δεν είναι απλά μια θεωρητική γνώση (επιστήμη) ή δεξιότητες (τέχνη) αλλά κυρίως κάτι που περιλαμβάνει πρακτική σοφία (φρόνηση) ενώ, οι αποτελεσματικές πρακτικές προσανατολίζονται προς

Η φρόνηση των ηγετικών στελεχών του δημόσιου τομέα ως θεμελιώδης προϋπόθεση για την εξασφάλιση

της κοινωνικής ευθύνης του κράτους.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΥΡΑΝΤΑΣ(*) - ΕΥΗ ΠΑΠΑΛΟΗ

(*) Ο Δημήτρης Μπουραντάς είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δ/ντής του Executive MBA και του Msc in Human Resources Management.

Page 65: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

το συλλογικό καλό (πολιτική σοφία). Κατ’ επέκταση, η φρόνηση αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για αποτελε-σματική κοινωνική οργάνωση και ανάπτυξη. Πρόκειται για μια διανο-ητική ηθική αρετή, ένα είδος γνώσης που περιλαμβάνει αξίες απαραίτητες για την κατανόηση της ευδαιμονίας που αποτελεί το «τέλειο αγαθό».

Στόχος αυτού του άρθρου είναι να ανακαλύψει το ρόλο της φρόνη-σης για την ανάπτυξη της ηγεσίας, κυρίως στο δημόσιο τομέα. Θα επι-χειρήσουμε να κατανοήσουμε πώς οι «φρόνιμοι» ηγέτες σε μια συγκε-κριμένη και ανοίκεια κατάσταση δρουν αποτελεσματικά και κάνουν τις κατάλληλες επιλογές προς όφε-λος του κοινωνικού συνόλου.

Πρακτική σοφία και πολιτική σοφία

Πολλοί σύγχρονοι μελετητές του έργου του Αριστοτέλη έχουν επιχειρήσει να δώσουν τον ορισμό της φρόνησης. Σύμφωνα με τον Schwarze (1999), η φρόνηση συν-δέεται άμεσα με τη ικανότητα να ανταποκρίνεται κανείς σε μια νέα κα-τάσταση συνδυάζοντας τον πρακτικό συλλογισμό (διαπραγμάτευση μέ-σων και σκοπών, ειδικά και γενικά, παλαιότερες εμπειρίες και παρούσες καταστάσεις) με την επιθυμία.

Βασιζόμενος στην αριστοτελική θέση ότι οι επιλογές μας βασίζονται στην εξάσκηση και τον εθισμό, ο Σκαλτσάς (1993) υπογραμμίζει ότι αυτό για το οποίο προσπαθεί να μας

πείσει ο Αριστοτέλης είναι ότι μπο-ρούμε να συνδέσουμε την έννοια του έργου του ανθρώπου με τη ζωή και τις πράξεις του. Η έννοια της φρόνησης είναι σχετική με το καλό και το ωφέλιμο για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Η ικανότητα να δούμε ότι ορισμένες πράξεις είναι καλές, ενώ άλλες κακές, δεν είναι έμφυτη. Χρειάζεται να εθιστούμε ακολουθώντας τα παραδείγματα των φρονίμων ανθρώπων, προτού ακόμη να είμαστε σε θέση να ανα-γνωρίσουμε τις πράξεις αυτές ως καλές. Η φρόνηση συνδέεται με την ηθική και τους ηθικούς κανόνες: οι πράξεις μας αντανακλούν τη φρόνη-ση και τον ηθικό μας χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, οι ενάρετες πράξεις σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνδέονται με τις ηθικές αρχές, την αξιολόγη-ση προηγούμενων εμπειριών, την ικανότητα εκτίμησης του συνόλου αλλά και την πρόθεση και θέληση να κάνει κανείς το σωστό. Σε μια τέτοια συνθήκη, η αρετή είναι απαραίτητη καθώς βοηθά τους ανθρώπους να εξετάσουν τα πιστεύω τους, να ανα-λύσουν τις προσδοκίες τους από την κατάσταση με έναν ανοικτό και όχι άκαμπτο τρόπο (Birmingham, 2004, Jordan & Meara, 1990, Zeichner & Liston, 1987).

Πρόκειται για ένα είδος «ηθικής φαντασίας» που μας επιτρέπει να διακρίνουμε το αγαθό και μας οδη-γεί στην ευδαιμονία – το υπέρτατο αγαθό σε ατομικό και συλλογικό επί-πεδο. Στο σημείο αυτό, ενδιαφέρον

έχει να δούμε πώς η πρακτική σοφία συνδέεται με την πολιτική σοφία κα-θώς, υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ ατομικής και πολιτικής φρό-νησης (Halverson, 2004), μεταξύ καλού πολίτη και καλού ατόμου. Ο καλός πολίτης κατευθύνεται προς τα όρια και τις αρετές που είναι αποδε-κτά από την κοινωνία ενώ το καλό άτομο διαθέτει ηθικές αξίες. Ο Αρι-στοτέλης, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτική σοφία τονίζοντας ότι το κοινωνικό αγαθό είναι πιο σημαντι-κό από το ατομικό. Η εμπειρία και η έξη που σχετίζονται με την πρακτική σοφία και γνώση επιτρέπουν στους φρόνιμους ανθρώπους να βλέπουν πέρα από τα συγκεκριμένα γεγονότα και να εκτιμούν το σύνολο, αναγνω-ρίζοντας τους περιορισμούς και τη σχετικότητα της γνώσης κατά τρόπο ώστε να πάρουν αποφάσεις για το καλό της κοινότητας. Το κοινό καλό, μια έννοια πλατιά στην αριστοτελική ηθική, αναφέρεται στον τελικό σκοπό της σοφίας (Σκαλτσάς, 1993).

Φρόνηση και ηγεσίαΣτη σύγχρονη αντίληψη για την

οργάνωση, η πολιτική διάσταση του ρόλου της ηγεσίας είναι όλο και πε-ρισσότερο αποδεκτή.

Έτσι, οι «φρόνιμοι» ηγέτες πέρα από την ικανότητα κατανόησης και αντίληψης της ουσίας των πραγμά-των σε προσωπικό επίπεδο, πρέπει να διαθέτουν πολιτική σοφία προκει-μένου να μεταδώσουν στους άλλους το όραμά τους για το μέλλον και να

63Κοινωνία Πολιτών -

Page 66: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

τους παρακινήσουν προς την επίτευ-ξη ενός κοινού στόχου (Nonaka & Toyama, 2007).

Αντιλαμβάνεται κανείς λοιπόν την τεράστια σημασία που έχει η ηθι-κή των ηγετών καθώς οι αξίες και οι απόψεις τους καθορίζουν τον τρόπο που αντιμετωπίζονται και ερμηνεύ-ονται τα πράγματα μέσα στην οργά-νωση, και κατ’ επέκταση, οι επιλογές τους επηρεάζουν τη συνολική από-δοση της οργάνωσης (Hambrick & Mason, 1984). Η αρετή είναι άρρητα συνδεδεμένη με την πράξη. Η αρετή δίνει ζωή στην πράξη η οποία με τη σειρά της οικοδομεί την αρετή (Birmingham, 2004), και ο φρόνιμος δρα ανάλογα με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την έννοια του καλού και του καθήκοντος. Η σχέ-ση μεταξύ στρατηγικής, πρακτικού πνεύματος και ηθικής έχει αναλυ-θεί και καθορισθεί από πολλούς ερευνητές στο χώρο του μάνατζμεντ (βλ. Singer, 1994, De George, 1990). Σε πρόσφατες σχετικές έρευνες και μοντέλα, γίνεται αναφορά σε μετα-λογικά και μετα-ηθικά κριτήρια των ηγετικών στελεχών όπως η ικανότη-τα να βλέπουν μακριά, η ικανότητα να αντιλαμβάνονται τα πράγματα σφαιρικά και συνολικά καθώς και, η ικανότητα να υποστηρίζουν τις θέ-σεις τους (Mintzberg, 1990, Kerven, 1990).

Ο Flyvbjerg (2006) υποστηρί-ζει ότι η αποτελεσματική οργάνωση εξαρτάται κυρίως από την αρετή της φρόνησης η οποία μπορεί να

εξασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ επιστήμης και τέχνης δίνοντας έτσι, έμφαση στην ηθική διάσταση του μάνατζμεντ. Κατά τον Αριστοτέλη, η φρόνηση είναι απαραίτητη στις πε-ριπτώσεις όπου δεν υπάρχει εκ των προτέρων κάποιο σχέδιο δράσης και στις οποίες οφείλουμε να δράσουμε κατά τον ορθό λόγο, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η σοφία σε επίπεδο ηγετικών στελε-χών συνδέει ικανότητες έγκαιρης και σωστής δράσης σε μια κρίσιμη κατάσταση (Burtunet & Nacochea, 2000).

Οι «φρόνιμοι» ηγέτες δίνουν ιδι-αίτερη σημασία στην ηθική διάσταση του ρόλου τους: η κρίση και η δράση τους βασίζονται σε μια κοινά διαμορ-φωμένη άποψη μέσα σε μια ομάδα και όχι σε μια προσωπική ηθική και προτιμήσεις. Επιπλέον, ερμηνεύουν και αναλύουν σχέσεις και καταστά-σεις τηρώντας κάποιες αποστάσεις από το συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται η δράση τους λαμβάνοντας υπόψη το γενικότερο κοινωνικο-πολιτικό και οικονομικό κλίμα. Ο Sternberg (2001) υποστη-ρίζει ότι, υπάρχει στενή σχέση μετα-ξύ σοφίας και των μετα- γνωσιακών ικανοτήτων που απαιτούνται για την επίλυση προβλημάτων ενώ, για έναν ηγέτη, το να δράσει με σοφία σημαί-νει: α) όλες οι επιδιώξεις του να εστι-άζονται στο κοινό καλό β)ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ προσωπικών εν-διαφερόντων και απαιτήσεων γ)ικα-νότητα να σκέφτεται βραχυπρόθεσμα

και μακροπρόθεσμα και, δ)ικανότητα προσαρμογής, σχηματοποίησης και επιλογής του κατάλληλου περιβάλ-λοντος για δράση (Sternberg,1998, 2000, 2003).

Είναι προφανές ότι, η κατασκευή της γνώσης είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατόμων και ομά-δων μέσα από δυναμικές διαδικασί-ες επιβολής απόψεων, ελέγχου και επιρροής: αυτό που παρουσιάζεται ως αντικειμενικά ορθό και επικρατεί σε μια ομάδα, συνδέεται με την ιδε-ολογία αυτών που το υποστηρίζουν, με τις επιδιώξεις της πλειοψηφίας αλλά και της μειοψηφίας, καθώς και με τις λειτουργίες και τις σχέσεις τόσο μεταξύ των μελών της ομάδας όσο και με τις σχέσεις της ομάδας με άλλες κοινωνικές ομάδες. Στην πε-ρίπτωση της οργάνωσης που στόχο έχει όχι μόνο τη δική της ανάπτυξη αλλά και την παροχή υπηρεσιών προς όφελος του κοινωνικού συ-νόλου, η φρόνηση μπορεί να παίξει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κα-θώς συνδέει την πράξη (praxis) με την έννοια της συλλογικότητας, και την ανάπτυξη σε οργανωτικό επίπε-δο, «ανοίγοντας έναν διάλογο» για περαιτέρω διερεύνηση και ανάλυση των οργανωτικών διαδικασιών, των ηθικών και πολιτικών ικανοτήτων των ηγετικών στελεχών και της απο-τελεσματικότητας των υπηρεσιών.

Η φρόνηση, ένας μοχλός κίνησης στη σύγχρονη κοινωνία;

64- Κοινωνία Πολιτών

Page 67: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Ο Pierre Clastres (1992) αναρω-τιέται εάν μπορεί να υπάρξει κοινω-νία χωρίς τον καταπιεστικό θεσμό του κράτους και χωρίς τη διαίρεση σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, εάν τελικά, μπορούμε να στοχαζόμα-στε γύρω από τη φύση της εξουσίας, τις μετατροπές που της επιβάλλει η ιστορία και τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία αποφεύγει τη στασιμότητα και εξελίσσεται.

Σήμερα, είναι επιτακτική η ανά-γκη για ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης και για στήριξη μιας πο-λιτικής κοινωνικής ευθύνης, με δη-μόσιες υπηρεσίες που να λειτουρ-γούν όχι με όρους ιεραρχικών και αυταρχικών σχέσεων αλλά που να παρέχουν στους πολίτες αξιόπιστες υπηρεσίες και να προωθούν άμεσα λύσεις.

Η δημόσια διοίκηση οφείλει να αποδεσμευτεί πλήρως από τη λογική του άκαμπτου γραφειοκρατικού μο-ντέλου εξαρτημένου και αγκιστρω-μένου στο εκάστοτε πολιτικό status quo. Ειδικότερα, τα ηγετικά στελέχη της κρατικής μηχανής, οφείλουν να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκεί-νες που θα ενισχύσουν το αίσθημα της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και θα προάγουν τις θεμελιώδεις κοινωνικές αξίες, πυροδοτώντας την εμπλοκή των μελών των δημοσίων υπηρεσιών και δυναμιτίζοντας τη συμμετοχή των πολιτών.

Θεωρούμε ότι η φρόνηση δίνει μια νέα προοπτική στην προσέγγιση μιας ουσιαστικής αναβάθμισης των

δομών και στη χάραξη μιας πολιτι-κής για την αντιμετώπιση των χρό-νιων προβλημάτων, δυσλειτουργιών και ελλείψεων που αντιμετωπίζουν οι δημόσιες υπηρεσίες. Μας βοη-θά να αντιληφθούμε την ηγεσία των δημοσίων υπηρεσιών ως ένα πολύ-πλοκο φαινόμενο προσανατολισμένο στη δράση. Η φρόνηση δίνει τη δυ-νατότητα στους ηγέτες να κατανοούν τις αξίες, τα κίνητρα και τους στόχους τους καθώς και την πολυπλοκότητα και τη συνέργια των σχέσεων, βοη-θώντας τους να γίνουν περισσότερο αυθεντικοί και αποτελεσματικοί. Μια τέτοιου τύπου θεώρηση της ηγεσίας προϋποθέτει μια ιδεαλιστική και πο-λύ-πρισματική προσέγγιση της ορ-γάνωσης και των μελών της.

Αυτός ο τρόπος σκέψης, ξεπερνά τα στενά όρια του εαυτού: μας βοηθά να αντιληφθούμε τις επιθυμίες, και τις βαθύτερες ανάγκες μας όχι σαν κάτι το μοναδικό που αφορά μόνο εμάς.

Το ατομικό συναντά το συλλογικό και η προσωπική ευημερία περνά μέσα από την κοινωνική ευημερία και το κοινωνικό καλό. Οι διαδικασί-ες και οι μηχανισμοί που ενεργοποι-ούνται με τη φρόνηση, ενθαρρύνουν το άτομο να δει την κοινωνική πραγ-ματικότητα ως «τόπο» συνάντησης του ατομικού με το συλλογικό και του πραγματικού με το συμβολικό με στόχο το καλό του κοινωνικού συνόλου. Όταν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι αποτελούν μια συλλογική ψυχή, τότε ο κοινός στόχος προκαλεί

στους ανθρώπους αυτούς την επιθυ-μία να συνεισφέρουν στο κοινό καλό και δημιουργεί ένα αίσθημα πλη-ρότητας και ικανοποίησης από τη δουλειά τους. Αυτό είναι που ωθεί την οργάνωση στην καινοτομία, την προσαρμογή και την εξέλιξη (Lewin & Regine, 1999).

Η γνώση κατασκευάζεται κοι-νωνικά μέσα από έναν πληθυντικό τρόπο «ανάγνωσης» της πραγματι-κότητας καταδεικνύοντας ότι πέρα από το ορατό υπάρχει πάντα κάποιο ίχνος το οποίο εάν ψηλαφίσουμε θα μας οδηγήσει στην ανάδυση άφατων στοιχείων οιονεί παρόντων. Η φρό-νηση ενθαρρύνει την ανα-σύνθεση πέρα από το χώρο του πραγματικού ενώ επιβάλλει μια διάθεση υιοθέτη-σης ενός «οράν» και ενός «λέγειν» διαρκώς ανανεούμενων και μετα-βαλλόμενων απελευθερώνοντας και επιτρέποντας στα γνήσια και ουσι-αστικά στοιχεία της επικοινωνίας να αναδυθούν. Πρόκειται για μια προσέγγιση που αποτελεί αληθινή άσκηση του «βλέμματος» δημιουρ-γώντας ανατροπή όχι μόνο στον τρό-πο που βλέπουμε τα πράγματα αλλά και στο ίδιο το αντικείμενο της πα-ρατήρησής μας και στους αποδέκτες των ενεργειών μας.

ΑναφορέςAmmeter, A. P., Douglas, C, Gard-

ner, W. L., Hochwater, W.A., & Ferris,

G. R. (2002). Toward a political theory

of leadership. The Leadership Quarterly,

13, 751-756

65Κοινωνία Πολιτών -

Page 68: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Αριστοτέλης (2000). Ηθικά Νι-

κομάχεια. Πετρόπουλος, Κ.Ν. (επιμ.).

Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη

Birmingham, C. 2004. Phronesis : a

model for pedagogical reflexion, Journal

of teacher education, 2004; 55; 313

Clastres, P.(1992). Η κοινωνία ενά-

ντια στο κράτος. Αθήνα, εκδόσεις Αλε-

ξάνδρεια

Douglas, C., Ammeter, P. (2004).

An examination of leader political skill

and its effect on ratings of leader effec-

tiveness. The Leadership Quarterly, 15,

537-550

De George, R. T. 1990. Business

Ethics (3rd Ed). Macmillan, New York.

Ferris, G. R.,Berkson, H. M., Ka-

plan, D. M., Gilmore, D.c., Buckley,

M. R., Hochwater, W. A., & Witt, L.

A.(1999). Development and initial

validation of the political skill inven-

tory. Paper presented at the Academy

of Management, 59th Annual National

Meeting, Chicago

Ferris, G. R., Kolodinsky, R. W.,

Hochwater, W. A., Frink, D. D. (2001).

Conceptualization, measurement, and

validation of the political skill construct.

Paper presented at the Academy of

Management, 61th National Meeting,

Washington, Ferris, G. R., Kolodinsky,

R. W., Hochwater, W. A., Frink, D.

D. (2001).Conceptualization, measure-

ment, and validation of the political skill

construct. Paper presented at the Acad-

emy of Management, 61th National

Meeting, Washington, D.C.

Ferris, G. R., Witt, L. A., & Hoch-

water, W. A. (2001). Interaction of so-

cial skill and general mental ability on

job performance and salary. Journal of

Applied Psychology, 86, 1075-1082

Flyvbjerg, B. 2006. Making organi-

zational research matter: power, values

and phronesis. The Sage Handbook of

Organization Studies, 3/13/2006

Halverson, R., Gomez, L. 2001.

Phronesis and design: how practical

wisdom is disclosed through collabora-

tive design. Paper presented at the 2001

American Educational Research Asso-

ciation Annual Meeting, Seattle, WA.

Hambrick, D. C., Mason, P. (1984).

“Upper echelons: The organization as a

reflection of its top managers”. Academy

of Management Review, 9, 195-206.

Jordan, A.E., Meara, N. M. (1990).

Ethics and the professional practice of

psychologists: the role of virtues and

principals. Professional Psychology: Re-

search and Practice, 21(2), 107-114.

Kerven, G. Y. (1990). «Au coeur des

strategies», Entreprise la Vague Ethique.

(pp.49-54). Paris,Assas Editions.

Mintzberg, H. (1983). Power in and

around organizations. Englewood Cliffs,

NJ: Pentice-Hall

Mintzberg, H. (1985). The orga-

nization as political arena. Journal of

Management Studies, 22, 133-154

Mintsberg, H. (1990).”The design

School: Reconsidering the basic prem-

ises of strategic management“. Strategic

Management Journal, 11, 171-195.

Μουζέλης, Ν. (2005). Πέντε θέσεις

για τη δημόσια διοίκηση. Εφημερίδα το

Βήμα, 10.7.2005

Nonaka, I. & Toyama, R. (2007).

Strategic management as distributed

practical wisdom (phronesis). Industrial

and corporate change, 16(3), 371-394

Καστοριάδης, Κ. (1991). Τα σταυ-

ροδρόμια του λαβύρινθου. Αθήνα, ύψι-

λον/ βιβλία

Lewin, R., & Regine, B. (1999).

'Complexity and Business Success', The

LSE Complexity Seminar, 28 October

1999.

Schwarze, S., (1999). Performing

Phronesis: The case of Isocrates’ Helen.

Philosophy and Rhetoric, Vol.32, No.1,

pp.79-96

Singer, A. (1994). Strategy as moral

Philosophy. Strategic Management

Journal, 15, 191-213.

Σκαλτσάς, Θ. (1993). Ο χρυσούς

αιών της αρετής: αριστοτελική ηθική.

Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Sternberg, R.. J. (2003). Wisdom,

intelligence, and creativity, synthesized.

New York: Cambridge University

Press

Sternberg, R. J. (2001). “Why

Schools Should Teach For Wisdom:

The Balance Theory of Wisdom in

Educational Settings.” Educational Psy-

chologist 36(4), 227-245.

Sternberg, R. J. (2000). Creativity

is a decision. In B. Z. Presseisen (Ed.),

Teaching for Intelligence II: A collec-

tion of articles, (pp.83-103). Arlington

Heights, Il: Skylight Training and Pub-

lishing Inc

Sternberg, R. J., (1998). “A Balance

Theory of Wisdom.” Review of General

Psychology 2(4):347-365

Zeichner, K.M., Liston, D. P. (1987).

Teaching student teachers to reflect. Har-

vard Educational Review, 57(1), 23-48.

66- Κοινωνία Πολιτών

Page 69: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η επιχειρηματική ηθική ως κλάδος της εφαρμοσμένης

ηθικής φιλοσοφίας και κοινωνικής θεωρίας ελέγχει τη λειτουργία και τις κοινωνικές ευθύνες των επιχει-ρήσεων με ανθρωπιστικά, ηθικά και οικολογικά κριτήρια. Η ηθική σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να ιδωθεί ως ένα είδος κοινωνικής πολιτικής, η οποία κινείται στο ενδιάμεσο πεδίο ανάμεσα στον ηθικό μινιμαλισμό, ο οποίος ανιστορικά και ακοινωνικά υπερασπίζεται την πρωτοκαθεδρία του οικονομικού και μόνο κέρδους, και στον ηθικό μαξιμαλισμό, ο οποί-ος αντιστοίχως επιβαρύνει τη λει-τουργία των επιχειρήσεων με όλες τις δυνατές κοινωνικές ευθύνες, ως αν η επιχείρηση να λειτουργεί ως υποκατάστατο των ευθυνών που θα έπρεπε να βαρύνουν άλλους, όπως τη δημόσια εξουσία, φορείς της κοι-νωνίας πολιτών ή ακόμη και μεμο-νωμένα άτομα. [1, 2]

Η επιχειρηματική ηθική προσι-διάζει στο ρεαλιστικό μαξιμαλισμό,

με βάση τον οποίο μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε τις έννοιες της υπευθυνότητας και ηθικής λογοδο-σίας, που θα έπρεπε να διέπουν στην πραγματικότητα τις επιχειρηματικές πρακτικές. Αυτές οι δύο έννοιες ισοδυναμούν με το συνδυασμό: της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, της έννομης επιχειρηματικής δραστη-ριότητας, των υπηρεσιών προς το καταναλωτικό κοινό, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της εταιρικής διακυ-βέρνησης, των ανοικτών - δημοκρα-τικών εργασιακών σχέσεων, της ανά-πτυξης της κοινότητας ακόμη και σε πολύπολιτισμικά περιβάλλοντα, των διαδικασιών δια βίου εκπαίδευσης του ανθρώπινου - στελεχικού δυνα-μικού των επιχειρήσεων.

Για την ηθική ως κοινωνική πο-λιτική δεν υφίσταται ένα εξωκοινω-νικό - ανιστορικό θεμέλιο, σύμφωνα με το οποίο θα κρίνουμε το ηθικώς σωστό και το ηθικώς λάθος. Στο χώρο του πρακτικού λόγου διερευ-νούμε το τι ευσταθεί από τη σκοπιά

της ανθρώπινης λογικής και των προϋποθέσεων του πολιτισμού. Επιδιώκουμε την κατασκευή περισ-σότερο ενός εργαλείου κατάλληλου για την επίλυση των ηθικών διλημ-μάτων που ανακύπτουν στο χώρο της πραγματικής λειτουργίας της οικονομίας παρά την ανεύρεση μιας αρχιμήδειου αρχής. [3]

Στην επιχειρηματική ηθική δεν έχουμε μια τελική θεωρία με τους όρους της παραδοσιακής ηθικής φι-λοσοφίας. Αυτό, όμως, δεν μας εμπο-δίζει από το να στοιχειοθετήσουμε κανονιστικές προτάσεις - πρακτικές για τη σχέση ανάμεσα στις επιχειρή-σεις και την κοινωνία, καθώς αυτές θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα υβριδικό πλαίσιο αρχών. Αυτό το πλαίσιο συγκροτείται στη βάση της ταυτόχρονης φιλοσοφικής- κα-νονιστικής αλλά και κοινωνιολογι-κής προσέγγισης της επιχειρηματι-κής- οικονομικής δραστηριότητας. Η ταυτόχρονη προσέγγιση ή καλύτε-ρα η «ανάμειξη» των δύο προσεγγί-

«Επιχειρηματική Ηθική, Διεθνής Οικονομική Συγκυρία και ο Ρόλος της Κοινωνίας Πολιτών»

ΙΟΡΔΑΝΗΣ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ(*)

(*) Επιστημονικός Συνεργάτης Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ΤΕΙ Πειραιά.

[1] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέρος των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στην παρούσα εργασία έχουν παρουσιασθεί σε προγενέστερες μορφές και με άλλες ευκαιρίες. Η πιο πρόσφατη ήταν το ειδικό αφιέρωμα στην Επιχειρηματική Ηθική της Επιθεώρησης: Επιστήμη και Κοινωνία, Τεύχος 19, Άνοιξη 2008, Εκδόσεις: Αντ. Ν. Σάκκουλα. Βλ. ό.π. Παπαδόπουλος, Ι. Κ. (2008). «Επιχειρηματική Ηθική: Θεωρίες και Πολιτικές», σσ. 59-84 και Παπαδόπουλος, Ι. Κ. (2008). «Επιχειρηματική Ηθική: Πτυχές της Διοίκησης, των Χρηματοοικονομικών, της Λογιστικής και του Μάρκετινγκ στο Σύγχρονο Περιβάλλον των Επιχειρήσεων», σσ. 143-155.

[2] Βλ. Philips, M. (1993). “How to Think Systematically about Business Ethics” στο Winkler, E. R. & Coombs, J.R. (eds.) (1993). Applied Ethics: A Reader. Oxford: Blackwell, σσ. 185-200.

[3] Βλ. ό.π. σελ. 189.

Page 70: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

σεων επιβάλλεται πρωτίστως από τις ανάγκες ανάλυσης και δράσης μέσα στη σύγχρονη σύνθετη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. [4]

Το υβριδικό αυτό πλαίσιο αρχών μας επιτρέπει να κρίνουμε ξεχω-ριστά κάθε φορά το τι είδους ηθική απόφαση είναι η ενδεδειγμένη. Άλ-λωστε, ο πρακτικός μας στόχος θα έπρεπε να είναι η συγκρότηση ενός τέτοιου συνόλου αρχών, οι οποίες να μας δίνουν τη δυνατότητα να θεμελι-ώσουμε ένα ηθικό μοντέλο αποφά-σεων, το οποίο με τη σειρά του μας είναι αναγκαίο από τα πράγματα. [5]

Ο στόχος της επιχειρηματικής ηθικής δεν είναι το να παρέχει ένα έτοιμο υλικό προς αποστήθιση και εφαρμογή. Οι παραδοσιακές ηθικές θεωρίες και επιχειρήματα είναι μόνο μερικώς βοηθητικά. Τα καθημερινά ηθικά διλήμματα είναι πιεστικά και απαιτούν πρακτικές απαντήσεις. Η πλουραλιστική μέθοδος, όπως αυτή προτείνεται από τον Goodpaster, ίσως να είναι η ενδεδειγμένη ηθι-κή οπτική. Η υιοθέτηση ενός τέ-τοιου πλουραλισμού δε σημαίνει ότι ασπάζεται κανείς ως ηθική στάση το σχετικισμό. τίποτε δε μας εμποδίζει από το να καταλήξουμε σε ένα κανο-νιστικό πλαίσιο αρχών και κανόνων, καθοδηγητικών για τις πράξεις μας.

[6] Διδάσκουμε, όμως, μαθαίνουμε και εφαρμόζουμε την ηθική, ταυτο-χρόνως μέσα από τη θεωρία και την πράξη.

Κατά τον Goodpaster, τα ανα-γκαία βήματα για τη λήψη ηθικών αποφάσεων είναι τα ακόλουθα: θα έπρεπε πρώτα από όλα να περιγρά-ψουμε την κατάσταση. Να είμαστε σε θέση όχι μόνο να επισημάνουμε τα κεντρικά ηθικά ζητήματα, αλλά και να εντοπίσουμε με ακρίβεια ποια είναι τα άτομα και οι ομάδες που επηρεάζονται από τη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση, επισημαί-νοντας, ασφαλώς, τις οποιεσδήποτε συγκρούσεις συμφερόντων, καθη-κόντων, δικαιωμάτων και ηθικών αρετών. Δεύτερον, θα πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ποιο ζήτημα έχει προτεραιότητα, ποια συμφέροντα και δικαιώματα προέ-χουν. Τρίτον, Θα πρέπει να είμαστε σε θέση να εκθέσουμε με ακρίβεια όλες τις εναλλακτικές λύσεις ή και συνδυασμούς λύσεων του προβλή-ματος που μας απασχολεί. Τέταρτον, στη βάση των προηγουμένων τριών βημάτων θα πρέπει να αποφασίσου-με, με ένα όσο το δυνατόν καλύτερα θεμελιωμένο επιχείρημα, ποια από τις εναλλακτικές λύσεις είναι η εν-δεδειγμένη. Τέλος, θα πρέπει να

μπορούμε να υπερασπισθούμε την απόφασή μας σε ένα υποθετικό δι-καστήριο, στο οποίο θα μπορούσαμε να κληθούμε και να εξηγήσουμε την απόφασή μας και το ηθικό πλαίσιο κανόνων και αρχών πάνω στο οποίο βασισθήκαμε.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκφράζοντας τον έντονο προβλη-ματισμό του για το κατά πόσο η οι-κειοθελής και μόνο δέσμευση των εταιρειών μπορεί να έχει θετικά απο-τελέσματα, πρόκρινε τη δημιουργία ενός κανονιστικού πλαισίου, μέσω του οποίου προωθούνται συγκε-κριμένες δεσμεύσεις, η τήρηση των οποίων θα πρέπει να επιβεβαιώνε-ται από ανεξάρτητους παρατηρητές. Η ανησυχία των ευρωπαϊκών λαών, του καταναλωτικού και επενδυτικού κοινού έγκειται στο κατά πόσον η αυτορρύθμιση της αγοράς ή και οι κώδικες επαγγελματικής δεοντολο-γίας είναι ικανοί να προστατέψουν το κοινωνικό σύνολο από μια σειρά μη δεοντολογικών επιχειρηματικών πρακτικών και δραστηριοτήτων. Τα Ευρωπαϊκά Κοινοτικά όργανα είναι προσεκτικά. Δεν ασπάζονται την ατε-λέσφορη και ξεπερασμένη λογική επιστροφής σε έναν υδροκέφαλο κρατισμό μα ούτε και εκείνη της ρη-τορικής περί υπεύθυνου καπιταλι-

[4] Βλ. Weaver, G.R. & Trevino, L. K. (1994). “Normative and Empirical Business Ethics: Separation, Marriage of Convenience or Marriage of Necessity?”. Business Ethics Quarterly, 4, 129- 143.

[5] Βλ. Donaldson, J. (1992). Business Ethics: A European Casebook. London: Academic Press και Sternberg, E. (1994). Just Business: Business Ethics in Action. London: Warner Books και Vallance, E. ( 1995 ). Business Ethics at Work. Cambridge: Cambridge University Press.

[6] Βλ. Goodpaster, K.E. ( 2002 ). “Teaching and Learning Ethics by the Case Method” στο Bowie, N.E. (ed.) (2002). Business Ethics, Oxford: Blackwell, σσ. 117 - 141.

68- Κοινωνία Πολιτών

Page 71: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

σμού. Η επιλογή ηθικής πολιτικής φαίνεται από τα πράγματα ότι δεν μπορεί παρά να κινηθεί στη χρυσή τομή ανάμεσα στην αυτορρύθμιση, τους κώδικες δεοντολογίας και την κρατική/ θεσμική παρέμβαση.

Παρόμοιους προβληματισμούς έχει και το κοινό πέραν του Ατλα-ντικού. Στην Αμερική τα αιτήματα της επιχειρηματικής ηθικής εκ-φράζονται συστηματικά μέσα από ποικιλία επιστημονικών και επαγ-γελματικών φορέων/ οργανισμών. Μπορεί κανείς να αναφερθεί ενδει-κτικά στο The Institute for Global Ethics, The World Business Council for Sustainable Development, The Ethics Officers Association ή στο Social Investment Forum.

Τα αιτήματα της επιχειρηματικής ηθικής φαίνεται πως τα ασπάζονται ακόμα και οι καθεστηκυίες εταιρείες ολκής, όπως η Johnson & Johnson, η Coca Cola, η General Electric, η TNT. [7] Η Johnson & Johnson συ-νεργάζεται με πλήθος Mη Κυβερ-νητικών Οργανώσεων και προωθεί προγράμματα και πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και περίθαλψης μητέρων και παι-διών. [8] H Coca Cola συμμετέχει σε προγράμματα διατήρησης του

παγκόσμιου υδροφόρου ορίζοντα, η General Electric επενδύει σημα-ντικά ποσά στην έρευνα των βιο-καυσίμων ως εναλλακτικής πηγής ενέργειας, προωθώντας συγχρόνως την ιδέα της ecomagination ως νέου εταιρικού οράματος, ενώ η TNT καταβάλλει συστηματικές προσπά-θειες να περιορίσει τη συμμετοχή της στις εκπομπές διοξειδίου του άν-θρακα παγκοσμίως. Μπορεί κανείς να αναφερθεί και σε άλλες εταιρείες όπως η Βritish Τelecom, η Shell, η Rio Tinto, οι οποίες πέραν των κα-θιερωμένων ετήσιων εκθέσεών τους δημοσιεύουν και εκθέσεις , σχετικά με τα πεπραγμένα τους στον τομέα της κοινωνικής ευθύνης.

Ασφαλώς, η καχυποψία έναντι όλων αυτών των εταιρικών πρακτι-κών είναι αναμενόμενη, δεδομένου ότι οι εταιρείες ουδέποτε θεωρούνταν ως φορείς του καλού. Όπως χαρα-κτηριστικά επισημαίνει η περιβαλ-λοντική οργάνωση «Φίλοι της Γης», πολλές επιχειρήσεις, ακολουθώντας το ρεύμα των καιρών, προβαίνουν απλώς σε εντελώς διακοσμητικές αλλαγές. Οι πετρελαϊκές εταιρείες, λόγου χάριν, από τη μία αποπειρώ-νται να προβάλουν την οικολογική τους ευαισθησία και από την άλλη

εξακολουθούν να επενδύουν στην ανίχνευση και τον εντοπισμό νέων πετρελαιοφόρων κοιτασμάτων, αντί να διοχετεύουν κεφάλαια στην έρευ-να των ανανεώσιμων πηγών ενέρ-γειας. [9]

Μπορεί όντως να μην πρόκει-ται για μια θεμελιώδη μεταλλαγή της κουλτούρας των επιχειρήσεων. Το γεγονός όμως είναι ότι επενδύ-ονται εξαιρετικά μεγάλα ποσά εκ μέρους εταιρειών και ιδρυμάτων σε καλές πρακτικές, οι οποίες συμ-βάλλουν στην επίλυση σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων. Χαρα-κτηριστικά, αμερικανικές εταιρείες που συγκαταλέγονται στην ετήσια έκθεση του περιοδικού Business Week απέδωσαν πίσω στο κοινω-νικό σύνολο μέσω προγραμμάτων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και φιλανθρωπίας υπεράνω του 1 δισε-κατομμυρίου δολαρίων. [10] Άλλωστε θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την έννοια των επιχειρήσεων από το πρίσμα της θεσμικής τους ιδιότητας και να θεωρήσουμε ότι δεν είναι αυ-τές απλώς μια οικονομική μηχανή. Όπως επιχειρηματολογεί χαρακτη-ριστικά ο Χαρίδημος Τσούκας, οι επιχειρήσεις είναι ένας κοινωνικός θεσμός εμπρόθετης παραγωγής

[7] Βλ.Franklin, D. (2007). “Just Good Business”. The Economist, January 19th-25th 2008, σσ. 3-6.

[8]Βλ. Brugmann, J. & Prahalad, C.K. (2007). “Cocreating Business’s New Social Compact”, Harvard Business Review, 85, 2, February σσ.80-90.

[9] Βλ. ένα χαρακτηριστικό δημοσίευμα στον ελληνικό τύπο: «Μπίζνες και Πράσιν’ Άλογα», Ποντίκι Global, 17 Απριλίου, 2008, σελ. 33. Στο δημοσίευμα καταγράφονται στοιχεία για τις «πράσινες» στρατηγικές πολυεθνικών εταιρειών, όπως η BP, η Toyota, η General Electric, η Virgin Atlantic κ.ο.κ., οι οποίες έχουν πολύ συχνά την γκρίζα, αν όχι μαύρη, πλευρά τους.

[10] Βλ. McConnon, A. & Silver-Greenberg, J. (2007). “The Greatest Givers”, BusinessWeek, November 26th, σσ. 50-52.

[11] Βλ. Τσούκας, Χ. (2004). Αν ο Αριστοτέλης ήταν Διευθύνων Σύμβουλος: Δοκίμια για την Ηγεσία και τη Διοίκηση. Αθήνα: Καστανιώτη, 2η έκδοση.

69Κοινωνία Πολιτών -

Page 72: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

πλούτου, αλλά και άλλων απρόθε-των συνεπειών που συνοδεύουν την παραγωγή πλούτου. [11] Η πραγματι-κή λειτουργία των επιχειρήσεων κα-θορίζει ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό την υφή του αντικειμένου της επι-χειρηματικής ηθικής. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να επικεντρώσου-με την προσοχή μας στη σύγχρονη διεθνή οικονομική συγκυρία.

Η πιστωτική κρίση, που υφίστα-ται κατ’ ουσία από το περασμένο κα-λοκαίρι, αποτελεί απλώς το σημείο τομής ανάμεσα στους κανονικούς οικονομικούς κύκλους της «ανανέ-ωσης» και της «απομίμησης»; Η κρίση αυτή αφορά αποκλειστικά τις κεντρικές και μεγάλες τράπεζες, οι οποίες και θα τη διαχειριστούν εντέ-λει μέσω της μείωσης των βασικών επιτοκίων, για να αποσοβηθεί η γε-νίκευση της οικονομικής κρίσης, όπως έγινε το 1987, το 1990-91, το 1997-98, το 2001-02;

Μήπως η πιστωτική κρίση είναι ένδειξη μιας ευρύτερης χρηματο-οικονομικής κρίσης, η οποία δε θα οδηγήσει υποχρεωτικά στην αποδυ-

νάμωση της κερδοφορίας των παι-κτών του χρηματοπιστωτικού μόνο κλάδου; Υφίσταται το ενδεχόμενο η κατάρρευση των τιμών στην αγορά στέγης, η μεγάλη άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων, των τροφίμων, του πετρελαίου να συνιστούν μαζί ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να οδηγήσει την παγκόσμια οικονο-μία σε μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση;

Οι ερωτήσεις αυτές δεν είναι ασφαλώς ρητορικές. Η διερεύνη-ση της μίας οδηγεί αναγκαστικά στην άλλη, αν θέλει κανείς να σχη-ματίσει μια σχετικώς σφαιρική ει-κόνα της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας. [12] Οι συνέπειες της κερδοσκοπικής πυραμίδας των «στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης» μπορούν να απεικο-νιστούν με τον ακόλουθο απλό και συνάμα γλαφυρό τρόπο: «Οι τρά-πεζες φοβούνται να δανείσουν η μία την άλλη, γιατί δεν γνωρίζουν πόσο εκτεθειμένος είναι ο δανειζόμενος σε επενδύσεις ομολόγων υψηλού ρίσκου. Έτσι έχει σπάσει η αλυσίδα

που εξασφαλίζει διαρκή ρευστότητα στις οικονομίες, βυθίζοντας σε πρώ-τη φάση τα χρηματιστήρια.» [13]

Οι συνέπειες αυτής της κρίσης είναι εξίσου χρηματοοικονομικής αλλά και ηθικής υφής. Η κατα-στρατήγηση ηθικών αρχών, όπως εκείνες της ‘εμπιστοσύνης’, της ‘αμοιβαιότητας’ και της ‘ευθύνης’, της ‘διαφάνειας’ και της ‘δικαιοσύ-νης’ έναντι όλων των ‘κοινωνικών μετόχων’ (stakeholders) [14] αφορούν σε θεμελιώδεις κοινωνικές διαδι-κασίες που νομιμοποιούν ή απονο-μιμοποιούν το κοινωνικό σύστημα και τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας. Για την αποκατάσταση, λειτουργικά, του αναγκαίου κλίματος εμπιστοσύνης και ισορροπίας είναι αναγκαία η παρέμβαση του κράτους; Στην πράξη υφίστανται, σταθερά, τρεις εναλλακτικές λύσεις: η αυτορ-ρύθμιση της αγοράς, ο ποικιλώνυ-μος κρατισμός και η ανοικτή και συ-νάμα διαρκής διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών μετόχων.

Ο υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Henry Paulson επιχείρησε

[12] Βλ. ενδεικτικά: Demyanyk, Y. & Hemert, O.V. (2008). “Understanding the Subprime Mortgage Crisis”. Working Paper, Srern School of Business, New York University, February 29, 2008, σσ. 1-37.

[13] Πολίτη, Σ. (2008). «Ιός Κερδοσκοπίας» στο «Χρήμα», Τα Νέα, Σαββατοκύριακο, 22-23 Μαρτίου, σελ. 6/40.

[14] Βλ. ενδεικτικά: Freeman, R. E. (2008). «Διαχείριση των Κοινωνικών Μετόχων. Εξισορρόπηση Διαφόρων Συμφερόντων για την Επίτευξη ενός Κοινού Στόχου.» Αφιέρωμα: «Επιχειρήσεις και Κοινωνία: Όψεις της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης», Βήμα Ιδεών, Τεύχος 12, Απρίλιος 2008, σ.15. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει ο Freeman: «Η διαχείριση των κοινωνικών μετόχων έχει να κάνει με την παραγωγή όσον το δυνατόν περισσότερης αξίας για τους μετόχους χωρίς την προσφυγή σε ανταλλάγματα (tradeoffs)…Ο καπιταλισμός δουλεύει διότι μπορούμε να επι-διώξουμε τους στόχους μας μαζί με τους άλλους. Ο ανταγωνισμός είναι σημαντικός στις επιχειρήσεις αλλά δεν αποτελεί τη μοναδική κινητήρια δύναμη. Η ανθρώπινη φύση οδηγεί τον καπιταλισμό. Το σύστημά μας έχει κτιστεί πάνω στις δίδυμες ιδέες της ελευθερίας και της ευθύνης. Η διαχείριση των κοινωνικών μετόχων επιστρέφει σε αυτές τις βασικές έννοιες, που θα κάνουν την κοινωνία και τον κόσμο μας έναν καλύτερο τόπο για να ζούμε.» (Freeman: 2008, σελ. 15) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Freeman είναι από τους πρώτους εισηγητές της θεώρησης των κοινωνικών μετόχων (ή άμεσα εμπλεκομένων μερών: εργαζόμε-νοι, προμηθευτές, καταναλωτές, πιστωτές, ανταγωνιστές, κυβερνήσεις αλλά και κοινότητες), βλ. Freeman, R.E. (1984). Strategic Management: A Stakeholders Approach. Boston: Pitman (Harper and Row), σελ.46.

70- Κοινωνία Πολιτών

Page 73: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

προσφάτως να ισορροπήσει ανάμε-σα στην ιδεολογία του νεοφιλελευ-θερισμού και την πολιτική αναγκαι-ότητα εφαρμογής κάποιου είδους κρατικής παρέμβασης. Ο υπουργός θεώρησε αναγκαία τη λήψη άμεσα τεσσάρων μέτρων για τον έλεγχο της κρίσης: 1) τη συγχώνευση των κατα-κερματισμένων εποπτικών αρχών, 2) τη συγχώνευση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) με την Επι-τροπή Παραγώγων Εμπορευμάτων (CFTC), 3) την απόκτηση εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) αρμοδιοτήτων ελέγχου στους οίκους της Wall Street σε πε-ρίπτωση συστημικού κινδύνου και 4) την εποπτεία από την αρμόδια ελεγκτική αρχή των επενδυτικών κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds). [15]

Ο εξέχων καθηγητής Nouriel Roubini στο Stern School of Business του New York University, ειδικός στα μακροοικονομικά και τη διεθνή οικονομία, σημείωσε με έμ-φαση πως οι προτάσεις Paulson ή παρόμοιες πολιτικές δεν μπορούν να επιφέρουν κάποια θετική εξέλι-ξη στην πράξη, καθώς βασίζονται σε γενικές αρχές που απέτυχαν να

προλάβουν την τρέχουσα κρίση. Κατά τον Roubini προέχει άμεσα η εποπτεία της αγοράς σε υπερεθνικό επίπεδο. Πρότεινε μάλιστα την ακό-λουθη χρήσιμη κωδικοποίηση των προβλημάτων που απαντώνται στην εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος: 1) το σύστημα αμοι-βών των τραπεζιτών, 2) το μοντέλο τιτλοποιήσεων, 3) η χαλαρότητα ή η παντελής έλλειψη εποπτείας της αγοράς, όπως στην περίπτωση των hedge funds, 4) η ανεπάρκεια της αυτορρύθμισης της αγοράς και η αναγκαιότητα ύπαρξης αυστηρών κανόνων, 5) η συνθήκη της Βασιλεί-ας II για την κεφαλαιακή επάρκεια, 6) το καθεστώς λειτουργίας των οί-κων πιστοληπτικής αξιολόγησης, 7) τα προβλήματα λογιστικής αποτί-μησης των αξιών, 8) η αδιαφάνεια των χρηματοοικονομικών αγορών, 9) η έλλειψη κατάλληλης εποπτείας σε ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από την παγκοσμιοποίηση και τη συνεχή καινοτομία. [16]

Ο Roubini θέτει ευθαρσώς τα ζητήματα της κερδοσκοπίας, της αδιαφάνειας, της ευθύνης ελέγχου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού παιγνίου. Η λήψη των χρηματοοι-

κονομικών αποφάσεων σε οποιοδή-ποτε επίπεδο αφορά στον βέλτιστο υπολογισμό ρίσκου και κερδών. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να δια-κρίνουμε στα χρηματοοικονομικά: τη λειτουργία των χρηματοοικονο-μικών αγορών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σύναψη οικονομι-κών σχέσεων και εμπορικών συμ-βολαίων, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, και τη χρηματοοικονο-μική διαχείριση/ διοίκηση, η οποία καθιστά αναγκαία την εξισορρόπηση αντιτιθέμενων οικονομικών συμφε-ρόντων. έργο πραγματικά δύσκολο πολλές φορές. [17] Τα χρηματοοικο-νομικά και ακόμη ειδικότερα η λο-γιστική η σύγχρονη «γλώσσα» των επιχειρήσεων δεν συνδυάζονται υποχρεωτικά με τις αξιώσεις που εγείρονται από τη σκοπιά της ηθικής [18], κάτι που ισχύει και για τον «ακτι-βισμό των μετόχων».

Τα ποικίλα σχήματα εταιρικής δι-ακυβέρνησης βοηθούν σε ένα βαθμό στην επίλυση ή ακόμη και αποφυγή τέτοιων καταστάσεων. Δεν αποτε-λούν όμως πανάκεια για το βέλτιστο εντέλει τρόπο υπολογισμού του ρί-σκου και των κερδών και προπαντός

[15] Βλ. Καθημερινή (Οικονομική), 6 Απριλίου 2006, σ.16.

[16] Βλ. Roubini, N. (2008). “The Current Recession and the Risks of a Systematic Financial Crisis”. Written Testimony for the House of Representatives’ Financial Service Committee. Hearing on February 26th, 2008, σσ. 21. Βλ. επίσης, Roubini, N. (2008). “Ten Fundamental Issues in Reforming Financial Regulation and Supervision in a World of Financial Innovation and Globalization”. March 31st, 2008, RGEmonitor, σσ. 10. Η Καθημερινή (Οικονομική) δημοσίευσε μία σύντομη εκδοχή του δεύτερου άρθρου του Roubini στις 6 Απριλίου 2006, σελ.16.

[17] Βλ. Boatright, J. R. (1999). “Finance Ethics”στο Frederick, R. E. (ed.) (1999). A Companion to Business Ethics. Oxford: Blackwell, σσ.153-163 και Duska, R. F. & Clarke, J. J. (2002). “Ethical Issues in Financial Services” στο Bowie, N.E. (ed.) (2002). Business Ethics, Oxford: Blackwell, σσ. 206-224.

[18] Βλ. επίσης, Gowthorpe, C. & Blake, J. (eds.) (1998). Ethical Issues in Accounting. London: Routledge.

71Κοινωνία Πολιτών -

Page 74: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

της δίκαιης κατανομής αυτών. Οι αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης θα έπρεπε να συμπληρώνονται από ηθικά κριτήρια, τον συνυπολογισμό των εξωτερικοτήτων και την αναλο-γική κατανομή των ωφελημάτων από μια οικονομική απόφαση σε όλους τους shareholders αλλά και τους stakeholders. [19]

Η συνθεώρηση των κοινωνι-κών μετόχων (stakeholders) είναι αποτέλεσμα κατ’ ουσία της πίεσης που άσκησε η κοινωνία πολιτών από τη δεκαετία ακόμη του 1960. Ειδικότερα, τις τελευταίες δύο δεκα-ετίες παρατηρούμε την ανάδυση της κοινωνίας πολιτών ως τρίτου πό-λου, δίπλα στα εθνικά κράτη και τις πολυεθνικές εταιρείες. Η κοινωνία

πολιτών, οι ΜΚΟ και οι φορείς της αγοράς συνδιαμορφώνουν πλέον σε σημαντικό βαθμό τόσο σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο όσο δε και σε παγκόσμιο το πολιτικό σύστημα. [20] Άλλωστε, η ανάδειξη της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης ως κεντρικού ηθικού αιτήματος μπορεί να γίνει αντιληπτή ως πολυμερές πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πείραμα με διεθνή εμβέλεια. [21]

Είναι αρκετά τα παραδείγματα των διεθνών ΜΚΟ αλλά και άλλων φορέων της παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών τα οποία μας δείχνουν ότι συγκροτείται σταδιακά μια «μαλακή δύναμη», η οποία προωθεί την πο-λιτική ατζέντα για έναν τύπο «μαλα-κής δημοκρατικής διακυβέρνησης»,

στον οποίο θα μπορούν να μετέχουν όλοι οι κοινωνικοί εταίροι και ο τρό-πος λήψης αποφάσεων θα βασίζεται στη διαβούλευση και το διάλογο και όχι στην άσκηση της επιβολής και της δύναμης, το ίδιον, δηλαδή, της «σκληρής εξουσίας/ διακυβέρ-νησης». Σε αυτό το πλαίσιο, διεθνή fora, όπως το Millennium Project ή το Παγκόσμιο Σύμφωνο, έχουν ανα-δείξει τα παγκόσμια προβλήματα, των οποίων η επίλυση καθίσταται άμεση προτεραιότητα. [22] Οι ίδιες δυνάμεις, μάλιστα, μπορεί να είναι αυτές που θα προωθήσουν περαιτέρω τη λογι-κή του τρίτου τομέα στην οικονομία, των κοινωνικών επενδύσεων και των κοινωνικών συμπράξεων. [23]

[19] Βλ. Blommestein, H. J. (2006). “Why is Ethics Not Part of Modern Economics and Finance? A Historical Perspective.” Finance & Common Good/Bien Commun. Review of the Observatoire de la Finance, No. 24, Spring-Summer 2006, σσ. 54-64.

[20] Βλ. ενδεικτικά: Crane, A. (2008). «Θολά Όρια. Η Ευθύνη των Εταιρειών και ο Ρυθμιστικός ρόλος του Κράτους». Αφιέρωμα: «Επιχειρήσεις και Κοινω-νία: Όψεις της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης», Βήμα Ιδεών, Τεύχος 12, Απρίλιος 2008, σ.11.

[21] Βλ. και: Τσακαρέτσου, Μ. (2008). «Επιχειρήσεις και Κοινωνία: Σύγκρουση ή Συνεργασίας;». Αφιέρωμα: «Επιχειρήσεις και Κοινωνία: Όψεις της Εται-ρικής Κοινωνικής Ευθύνης», Βήμα Ιδεών, Τεύχος 12, Απρίλιος 2008, σ.10.

[22]. Βλ. Bloem, R.D. (2008). ‘Private Sector Successes and Failures: Corporate Sector and NGOs’. Paper, 3rd International Conference of The New School of Athens, ‘What Makes Globalization Work? Lessons from the Past, Strategies for the Future’,, σσ. 13.

[23] Βλ. ενδεικτικά: Βερβερίδης, Σ. (2008). «Η Έλευση των Κοινωνικών Επενδυτών του Τρίτου Τομέα». Αφιέρωμα: «Επιχειρηματικότητα & Κοινωνική Ευθύνη», Η Καθημερινή (Ειδικές Εκδόσεις) & The Economist, Φεβρουάριος 2008, Τεύχος 48, σελ. 114. Ο συγγραφέας αναλύει την έννοια των κοινωνικών επενδύσεων και αναφέρεται σε παραδείγματα επενδυτών του τρίτου τομέα, όπως το: The Adventure Capital Fund, Big Issue Invest, Bridges Ventures, Charity Bank, Futurebuilders κ.ο.κ.

72- Κοινωνία Πολιτών

Page 75: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ΣύνοψηΗ βιωσιμότητα (sustainability,

Nachhaltigkeit) βρίσκεται όλο και πιο πολύ στο επίκεντρο της πολι-τικής, οικονομικής και κοινωνικής ατζέντας. H βιώσιμη κατανάλωση αποτελεί προϋπόθεση και ουσιαστι-κό στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης. Ενώ σε γενικό-θεωρητικό επίπεδο σχεδόν όλοι, εταιρείες, κυβερνήσεις, καταναλωτές, συμφωνούν για την ανάγκη αλλαγής των υπαρχόντων προτύπων στην παραγωγή και την κατανάλωση, εντούτοις υπάρχει ση-μαντική υστέρηση στην υλοποίηση. Σπάνια δε είναι εντελώς ξεκάθαρο τι ακριβώς εννοείται επί της ουσίας με την έννοια βιωσιμότητα, βιώσιμη ανάπτυξη, παραγωγή ή κατανάλωση. Η προώθηση της πραγματικής βι-ωσιμότητας απαιτεί μια πολιτισμική αλλαγή, μια αλλαγή αξιών αλλά και την τεχνολογική πρόοδο. Η εργασία αυτή αποσκοπεί στο να σκιαγραφήσει τις σύγχρονες τάσεις.

1. Βιώσιμη, Υπεύθυνη, Ηθική Κατανάλωση

Εναλλακτικά του όρου βιώσιμη κα-τανάλωση (sustainable consumption) στη διεθνή επιστημονική βιβλιο-γραφία αλλά και στην πολιτική και οικονομική ατζέντα χρησιμοποιού-

νται οι όροι υπεύθυνη κατανάλωση (responsible consumption) και ηθική κατανάλωση (ethical consumption). Ειδικά στην Ελλάδα αναφέρεται και όρος «αειφόρος» (κατανάλωση). Σύμφωνα με την Επιτροπή του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη (UNCSD), βιώσιμη κατανάλωση είναι «η χρήση υπηρεσιών και προϊόντων τα οποία ικανοποιούν βασικές ανάγκες και συ-νεισφέρουν στην ποιότητα ζωής ενώ ελαχιστοποιούν τη χρήση φυσικών πόρων και τοξικών υλικών καθώς και την παραγωγή καταλοίπων και την εκπομπή ρύπων σε όλο το κύκλο ζωής τους με τρόπο ώστε να μην δια-κινδυνεύουν τις ανάγκες των επόμε-νων γενιών» (Fuchs, Lorek 2004) . Ο ορισμός αυτός όμως είναι γενικός. Πρακτικά με τον όρο βιωσιμότητα, βι-ώσιμη ανάπτυξη ή κατανάλωση εν-νοείται η ύπαρξη κριτηρίων, περιβαλ-λοντικών, οικονομικών κοινωνικών που πρέπει να πληρούνται (γνωστών και ως πυλώνων της βιωσιμότητας, Piorkowsky M-B. 2001). Ουσιαστι-κά πρόκειται για μια προσπάθεια να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ φύσης, οικονομίας και κοινωνίας. Και το οι-κονομικό σύστημα να λειτουργεί απο-δοτικά, και το οικοσύστημα να μην επιβαρύνεται, και να διασφαλίζονται δίκαιες παροχές στους εργαζόμενους

(μισθός, κοινωνικές παροχές, ποιό-τητα ζωής). Βέβαια ποτέ δεν υπήρξε σύστημα που να εξασφάλιζε την αρ-μονική επίτευξη και των τριών στό-χων ταυτόχρονα, αυτή όμως είναι η μεγάλη σύγχρονη πρόκληση. Γύρω από αυτό τον τριπλό στόχο εγείρονται θεμελιώδη ερωτήματα και υπάρχει σύγκρουση: Τι σημαίνει αποδοτική λειτουργία του οικονομικού συστή-ματος, ποιο κέρδος θεωρείται θεμιτό; Τι σημαίνει επιβάρυνση του οικοσυ-στήματος, ποια επιβάρυνση θεωρείται θεμιτή; Ποια είναι μια δίκαιη αμοιβή για τον εργαζόμενο;

Βέβαια σε γενικό-θεωρητικό υπάρχει μια σχετική συναίνεση όσον αφορά τα κριτήρια αυτά, οι συγκρού-σεις επέρχονται την ώρα που πρέπει να υλοποιηθούν αποφάσεις! Χαρα-κτηριστικό παράδειγμα το πρωτόκολ-λο του Κιότο. Όλοι συμφωνούν στην ανάγκη μείωσης των εκπομπών και συμμετέχουν πρόθυμα σε διασκέψεις διατυπώνοντας μάλιστα φιλόδοξους στόχους, όταν όμως έρχεται η ώρα της εφαρμογής των αποφάσεων εμφανί-ζεται επιφυλακτικότητα και υπονό-μευση!

Φυσικά και οι όροι «βιώσιμος», «υπεύθυνος», «ηθικός» δεν είναι αποχρωματισμένοι ιδεολογικά. Οι εταιρείες μιλούν περισσότερο για

Βιώσιμη κατανάλωση.Τεχνολογική καινοτομία και καταναλωτική εγκράτεια.

ΚΩΣΤΑΣ ΖΕΡΒΑΣ(*)

(*) Ο Κώστας Ζέρβας είναι Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Page 76: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

υπευθυνότητα, τονίζοντας περισ-σότερο την ατομική υπευθυνότητα, την αυτό-δέσμευση, την εθελοντική δέσμευση για την εφαρμογή των αρ-χών της βιωσιμότητας. Η έννοια της ηθικής θεωρείται φθαρμένη και πα-λιομοδίτικη, λιγότερη αξιοποιήσιμη από το μάρκετινγκ και τη διαφήμιση. Πρόκειται όμως για ηθικές αποφά-σεις!

Ο όρος βιώσιμη κατανάλωση γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση μετά την εγκαθίδρυση της βιώσιμης ανάπτυ-ξης ως επίσημου πολιτικού στό-χου στη διάσκεψη του Rio το 1992 και ιδιαίτερα μετά τη διάσκεψη του Johannesburg το 2002. Στην Agenda 21, το ευαγγέλιο της διάσκεψης του Rio, ιδιαίτερα στο 4ο κεφάλαιο (με τίτλο «αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών») διατυπώθηκαν φιλό-δοξοι στόχοι και προτάθηκαν ριζο-σπαστικές δράσεις που ψηφίστηκαν από όλες σχεδόν τις χώρες. Βέβαια 10 χρόνια μετά διαπιστώνεται ότι, ει-δικά το κεφάλαιο 4 είναι αυτό που έχει υλοποιηθεί σε λιγότερο βαθμό από άλλα κεφάλαια της Agenda 21! (Fuchs, Lorek 2004).

Η Agenda 21 έθεσε στο επίκεντρο όχι μόνο την οικο-αποτελεσματικότητα, τη χρήση δηλαδή λιγότερων, φυσι-κών πόρων, ενέργειας και την ανακύ-κλωση αλλά και την επαναδιατύπωση των αναπτυξιακών στόχων θέτοντας κυρίως περιβαλλοντικές και κοινω-νικές προτεραιότητες και όχι μόνο οικονομίστικα κριτήρια. Επιπλέον τέθηκε η αναγκαιότητα αλλαγής των

καταναλωτικών προτύπων σε μια λιγότερη υλιστική κατεύθυνση, ειδι-κά της αναπτυγμένης Δύσης. Ήταν η πρώτη φορά που η υπερκατανά-λωση αναφέρθηκε ως άμεση αιτία της μη-βιωσιμότητας. H βιώσιμη κατανάλωση αποτελεί προϋπόθεση και ουσιαστικό στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης.

Παρ’ όλο που στα κείμενα των ορ-γανισμών του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη, γίνεται λόγος για αλλαγή του αξιακού πλαισίου της κατανάλω-σης, για νέα καταναλωτικά πρότυπα, για την ανάγκη να λαμβάνονται υπό-ψη πέρα από περιβαλλοντικά και κοι-νωνικά κριτήρια από τη βιομηχανία, εντούτοις η βιωσιμότητα στην πράξη, από εταιρείες και κυβερνήσεις, περι-ορίστηκε μόνο στον παράγοντα της μείωσης της περιβαλλοντικής επιβά-ρυνσης. Βιώσιμο προϊόν θεωρείται ένα προϊόν που επιβαρύνει λιγότερο το περιβάλλον σε σχέση με τα στάνταρ της αγοράς. Οι Fuchs, Lorek (2004) διακρίνουν δύο αντιλήψεις σε σχέση με τη βιώσιμη κατανάλωση:

1. Η βιώσιμη κατανάλωση ως οικο-αποτελεσματικότητα (eco-efficiency), που πρακτικά σημαίνει την ανάπτυξη προϊόντων με λιγότε-ρες απαιτήσεις σε φυσικούς πόρους και ενέργεια, τόσο κατά την παραγωγή όσο και κατά τη χρήση αλλά και την απόσυρσή τους. Αυτό θα επιτευχθεί με τεχνολογικές καινοτομίες

2. Η «ισχυρή βιώσιμη κατανά-λωση»(strong sustainable consump-tion), που προϋποθέτει τη ριζική

αλλαγή των μη βιώσιμων καταναλω-τικών προτύπων. Σημαίνει λιγότερη και πιο ποιοτική κατανάλωση. Η προσέγγιση αυτή καλείται και στρα-τηγική της επάρκειας (sufficiency) (Scherhorn 2002, Princen 2005).

2. Βιώσιμη κατα-νάλωση ως οικο-αποτελεσματικότητα

Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύ-ξεις του Johannesburg το 2002, οι δυ-τικές χώρες απέφυγαν να δεσμευθούν για μέτρα που θίγουν το οικονομικό status quo, εμμένοντας στην «ανάπτυ-ξη» και στο «αξίωμα» ότι η διαρκής οικονομική ανάπτυξη είναι συμβατή με την προστασία του περιβάλλοντος και την υπεύθυνη χρήση των φυ-σικών πόρων. Η αγορά δηλαδή θα προωθήσει τη βιωσιμότητα μέσω της ανάπτυξης (που επιτυγχάνεται μέσω της κατανάλωσης). Η βιώσιμη κατα-νάλωση καθορίσθηκε έμμεσα ως κα-τανάλωση πιο οικο-αποτελεσματικών προϊόντων. Φυσικά η τεχνολογική πρόοδος έχει συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση των παραγωγικών με-θόδων. Όμως τα όποια κέρδη από την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών αντισταθμίζονται από την αύξηση της κατανάλωσης (rebound-effect) (Linz 2002). Από μόνη της η τεχνολογία δεν φαίνεται να λύνει το πρόβλημα.

Βέβαια και στα πλαίσια της οι-κο-αποτελεσματικότητας αναπτύσ-σονται ριζοσπαστικές προσεγγίσεις. Οι McDonough, Braungart (2002) υποστηρίζουν την ανάγκη μιας νέας

74 - Κοινωνία Πολιτών

Page 77: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

βιομηχανικής επανάστασης, η οποία θα έχει ως βασική αρχή την ενσω-μάτωση των κύκλων παραγωγής στο οικοσύστημα και τη φυσική εξέλιξη. Την εναρμόνιση δηλαδή οικονομικής και φυσικής εξέλιξης. Αυτό θα επι-τευχθεί με την ανάπτυξη προϊόντων με καινοτόμο design, βάση της αρχής «από την κούνια στην κούνια» (cradle to cradle), όπου η αχρήστευση του προϊόντος δεν σημαίνει την απόθεση του στη χωματερή αλλά την έναρξη ενός νέου κύκλου παραγωγής χωρίς κατάλοιπα. Στο βιβλίο τους αναφέρο-νται σε πληθώρα παραδειγμάτων, π.χ. το αυτοκίνητο. Υποστηρίζουν ότι δεν είναι μακριά η εποχή του αυτοκινή-του με μηδαμινές εκπομπές, τα αέρια θα δεσμεύονται και θα μετατρέπονται σε λίπασμα, ενώ τα υλικά κατασκευ-ής θα είναι πλήρως ανακυκλώσιμα. Σήμερα οι εταιρείες χρησιμοποιούν πρώτες ύλες για να παράξουν προ-ϊόντα τα οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα θα αχρηστευθούν και θα συσσωρευτούν σε κάποια χωματε-ρή. Χρειάζεται μια νέα τεχνολογία η οποία θα χρησιμοποιήσει τα σκουπί-δια της πρώτης βιομηχανικής επανά-στασης ως «τροφή», ως πρώτη ύλη, για την παραγωγή της επόμενης.

Ακόμη όμως και το σενάριο της «τέλειας τεχνολογίας» προϋποθέτει αλλαγή του ισχύοντος οικονομικού μοντέλου, απαιτεί τεράστιες επενδύ-σεις για έρευνα και φυσικά παραίτη-ση από επικερδείς δραστηριότητες. Το σενάριο αυτό δεν φαίνεται να είναι πραγματοποιήσιμο τουλάχιστον για

το ορατό μέλλον. Αλλά ακόμη κι αν λυθεί το θέμα της παραγωγής και των συνεπειών της, υπάρχοντα ερω-τήματα θα συνεχίσουν να υφίστανται, ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ποιότητα ζωής, το ευ ζην και με τη δίκαιη αμοιβή των εργαζομένων, ζητήματα που η ιλιγγιώδης οικονομι-κή ανάπτυξη δεν έχει λύσει επαρκώς μέχρι σήμερα.

3. Η βιώσιμη κατανάλω-ση ως επάρκεια: Living better, Consuming Less.

«H πρόκληση των βιώσιμων lifestyle» (Jackson 2008).

Επάρκεια σημαίνει λιγότερη και πιο ποιοτική κατανάλωση. Η συζήτη-ση για τη βιώσιμη κατανάλωση είναι συζήτηση για την «καλή ζωή», για την αναζήτηση νέων μοντέλων ευημερίας και ευ ζην. Οι άνθρωποι που υιοθε-τούν βιώσιμα lifestyle, που ικανοποι-ούν σε διαφορετικό βαθμό τις αρχές της βιωσιμότητας, αποτελούν φορείς κοινωνικής αλλαγής. Τα κίνητρά τους μπορεί να είναι και διαφορετικά. Όλοι εκκινούν από τη δυσφορία για το υπάρχον σύστημα και αναζητούν μια διαφορετική απάντηση στο ηθικό πρόβλημα: «πως πρέπει να ζούμε» ή «τι είναι καλή ζωή». Στρέφονται σε βιώσιμα ύφη ζωής γιατί θέλουν να ζήσουν καλύτερα. Η «καλή ζωή» σημαίνει «ισορροπημένη σχέση με τα αγαθά», «πιο απλή ζωή», πιο «υγιει-νή ζωή», «ζωή πιο κοντά στη φύση», «ζωή με περισσότερη αλληλεγγύη και δικαιοσύνη». Προϋποθέτει την

αναθεώρηση του απλοϊκού σχήματος «όσο περισσότερο τόσο καλύτερα». Η αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήμα-τος και της δυνατότητας κατανάλωσης από ένα σημείο και μετά δεν συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής (nef 2004). Για αυτό στο επίκεντρο τίθενται οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνή-θειες και ο αναστοχασμός των ανα-γκών. Η στρατηγική της επάρκειας.

Πάνω από 80% των πολιτών στην Ευρώπη εκφράζουν την επιθυμία για πιο «απλά και φυσικά lifestyle» (Klages 2004). Οι προτάσεις είναι πολλές. Προτείνονται lifestyle που υποστηρί-ζουν μια πιο ριζοσπαστική παραίτηση από αγαθά και χαρακτηρίζονται από σημαντική μείωση της κατανάλω-σης, lifestyle «νέο-ασκητισμού», Linz (2002) βλ. για παράδειγμα το lifestyle «Εθελοντική Aπλότητα» («Voluntary Simplicity») και τους καταναλωτές LOVOS (Lifestyle of Voluntary Simplicity) (Etzioni 2006). Παράλ-ληλα με την «επιδεικτική κατανάλω-ση», που πριν 100 χρόνια περιέγραψε ο Veblen, σήμερα κάνει την εμφάνισή της η «επιδεικτική μη-κατανάλωση». Υπάρχουν άνθρωποι που συνειδητά και επιδεικτικά πολλές φορές παραι-τούνται από την κατοχή καταναλωτι-κών αγαθών, χωρίς να αισθάνονται ότι μειονεκτούν κοινωνικά (Scherhorn 2002). Εμφανίζονται όμως και λιγό-τερο «μαχητικές» προσεγγίσεις: «έξυ-πνη σπατάλη», «περιστασιακή πολυ-τέλεια», «αριστοκρατική άσκηση».

Το ζήτημα της καλής ζωής και της σχέσης με τα αγαθά είχε τεθεί από την

75Κοινωνία Πολιτών -

Page 78: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

αρχαιότητα. Ο «ασκητικός ευδαιμονι-σμός» του Επίκουρου (Ποταμιάνος 1997, 43) αποτελεί μια ρεαλιστική προσέγγιση της ισχυρής βιώσιμης κατανάλωσης (της επάρκειας). Η επικούρεια ηδονή και το ευ ζην δεν έχουν να κάνουν με ποσοτικά κριτή-ρια αλλά με την εγκράτεια, η οποία δεν νοείται ως καθηκοντολογική αποχή και στέρηση υλικών αγαθών και απολαύσεων αλλά ως μια ρυθμι-κή εναλλαγή άσκησης και περιστασι-ακής πολυτέλειας (Ποταμιάνος 1997, 47κε). Η εγκράτεια ως συνιστώσα της βιωσιμότητας έχει την έννοια της αποφυγής του υπερβολικού. Η λογική της εγκράτειας δεν είναι μαξι-μαλιστική (επιθυμία για το ελάχιστο), αλλά προσανατολισμένη στο μέτρο (Scherhorn 2002). Ο τελευταίος συ-μπυκνώνει τη στρατηγική της επάρ-κειας στην αρχαιοελληνική φράση «ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ», «τίποτα σε περίσσεια» (ο.π).

4. Ο πολίτης-καταναλωτής: Ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω;

Ο ηθικός καταναλωτισμός είναι ένα ανερχόμενο φαινόμενο. Έχουμε διεύρυνση της ατζέντας των κριτη-ρίων που λαμβάνει υπόψη του ο καταναλωτής, πέρα από τα τεχνικά-περιβαλλοντικά τίθενται και ηθικά-κοινωνικά, π.χ. δίκαιη αμοιβή, απο-φυγή παιδικής εργασίας. Ο πολιτικός καταναλωτής είναι ένα υβρίδιο μεταξύ του πολιτικού και του καταναλωτικού

ακτιβιστή Jensen (1998). Ο Maak (2003, 361) υποστηρίζει ότι ο κυβερ-νοχώρος έχει δημιουργήσει ένα νέο τύπο πολίτη - καταναλωτή, τον κοσμο - καταναλωτή - πολίτη (Weltkonsum-bürger), ο οποίος έχει τα χαρακτηρι-στικά του κοσμοπολίτη (κινείται στον πλανητικό κυβερνοχώρο, σε αυτό που ο Maak ονομάζει κοσμοπολίτικη κοινωνία πολιτών -Weltbürgergesell-schaft), του οικονομικού πολίτη με βάση τη φιλελεύθερη παράδοση και του κριτικού καταναλωτή που λαμβά-νει τις αποφάσεις συνυπολογίζοντας ηθικά κριτήρια πλανητικής εμβέλει-ας.

Σύμφωνα με τον Beck (2002, 28) η αντίσταση στην εξουσία σήμερα βασίζεται στο πρότυπο του πολίτη-καταναλωτή. Το όπλο του boycott δεν γνωρίζει χωρικούς ή χρονικούς πε-ριορισμούς. Προϋποθέτει μόνο την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων, πολ-λά προϊόντα στην αγορά. Δεν υπάρχει προσωπικό κόστος. Ενώ για το κεφά-λαιο δεν υπάρχει αντίδοτο. Ο κατανα-λωτής δεν μπορεί ούτε να απολυθεί ούτε να αγνοηθεί. Η καταναλωτική κοινωνία είναι η πραγματικά «υπαρ-κτή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία» (ο.π).

Ο παγκοσμιοποιημένος κατα-ναλωτής διαθέτει όλο και πιο πολύ εξουσία. Χτυπά το κεφάλαιο με τα ίδια του τα όπλα, τα προϊόντα που παράγει (ο.π., 349). Από μια άποψη ο καταναλωτής εκδικείται το κεφάλαιο για λογαριασμό του κράτους: όπως το κεφάλαιο σπάει τη δύναμη του

γεωγραφικά περιορισμένου κράτους λέγοντας του ΟΧΙ (μεταφέροντας τις δραστηριότητές του αλλού), ο κατανα-λωτής λέει ΟΧΙ στο κεφάλαιο απορ-ρίπτοντας τα προϊόντα του.

Οι κινήσεις πολιτών έρχονται να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία και την ασυδοσία του κεφαλαίου. Υπό αυτή την έννοια είναι δικαστές και δημιουργοί παγκοσμιοποιημέ-νων αξιών και κανόνων (ο.π., 350). Διαμορφώνουν και οξύνουν την παγκόσμια συνείδηση, φέρνουν στη δημοσιότητα ακραίες παραβιάσεις ανθρωπιστικών αξιών θέτοντας τους παραβάτες ενώπιον ενός δικαστηρίου που οι δικαστές είναι οι ίδιοι οι κατα-ναλωτές (ο.π.).

Όλο και περισσότεροι κατανα-λωτές ανακαλύπτουν τις αθέμιτες πρακτικές που υιοθετούν πολλές εταιρείες. Σχετικά βιβλία γίνονται best seller. Η οργή των καταναλωτών κατά την Ν. Klein (2005, 25) «θα τροφο-δοτήσει το επόμενο μεγάλο πολιτικό κίνημα , τουτέστιν ένα τεράστιο κύμα αντίδρασης που θα στοχεύει ευθέως τις πολυεθνικές εταιρείες». Το κίνημα αυτό γίνεται όλο και πιο ισχυρό (ο.π., 26). Υπάρχει μια υποβόσκουσα αλλά αυξανόμενη δυσφορία ενάντια στις εταιρείες αλλά και τις κυβερνήσεις που «δεν κάνουν κάτι».

Ο ακριβής προσδιορισμός του ποσοστού των ενεργών ηθικών κα-ταναλωτών δεν είναι εύκολος. Στην Ευρώπη ένα ποσοστό γύρω στο 10% είναι καταναλωτικοί ακτιβιστές. Είναι συνειδητοποιημένοι, συμμε-

76- Κοινωνία Πολιτών

Page 79: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

τέχουν σε οργανωμένες ενέργειες, π.χ. μποϋκοτάζ, προτιμούν βιώσιμα προϊόντα, αναζητούν ενεργά πληρο-φορίες, συμμετέχουν σε ενέργειες ενημέρωσης και διαμαρτυρίας (βλ. Ζέρβας 2004). Στην Ελλάδα το πο-σοστό αυτό ανέρχεται γύρω σε 4% (ο.π.). 20% των καταναλωτών στην Ευρώπη δεν τους απασχολεί ιδιαίτε-ρα το ζήτημα της βιώσιμης κατανά-λωσης και απέχουν από κάθε δρά-ση. Το υπόλοιπο του πληθυσμού παρουσιάζει διαβάθμιση. Πρακτικά όλοι είναι ευκαιριακοί ή εν δυνάμει ηθικοί καταναλωτές. Στην Ελλάδα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια εντυπωσιακή αύξηση των εν δυ-νάμει ηθικών καταναλωτών (βλ. τις συγκριτικές μελέτες του Ινστιτούτου Επικοινωνίας 2003, 2005, 2007). Η ενσυνείδητη πράξη τιμωρίας για μια κοινωνικά μη υπεύθυνη εταιρεία εκτοξεύθηκε σε 64,9% το 2006 από 15,9% το 2003. Το 2006, 60% των καταναλωτών αγόρασε βιολογικά προϊόντα, 51,1% συμμετείχε σε μπο-ϋκοτάζ συγκεκριμένου προϊόντος, 17,6% αγόρασε προϊόν του δίκαιου εμπορίου. Στην αφύπνιση του Έλ-ληνα καταναλωτή φαίνεται ότι έπαι-ξαν σημαντικό ρόλο τα διατροφικά σκάνδαλα των τελευταίων χρόνων1.

Υπάρχει όμως και η αμφισβή-τηση: Η βιώσιμη κατανάλωση χα-ρακτηρίζεται από το σύνδρομο 30:3 (Cowe, Williams 2000, 1). To 1/3

των καταναλωτών εκφράζει ενδιαφέ-ρον για την ηθική κατανάλωση αλλά τα ηθικά προϊόντα σπάνια ξεπερνούν σε μερίδιο αγοράς το 3%. Οι εται-ρείες ουσιαστικά είναι ασύδοτες, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι υποκρισία και γίνεται για λόγους διαφήμισης, οι όποιες αλλαγές είναι επιφανειακές, δεν θίγουν το σύστη-μα.

Παρ’ όλο που τα «σκληρά δεδο-μένα» της βιώσιμης κατανάλωσης δεν είναι πάντα ενθαρρυντικά, μια προσεκτικότερη ματιά, μας κάνει πιο αισιόδοξους. Αλλαγές έχουμε: βιώ-σιμα προϊόντα αυξάνουν τα μερίδια αγοράς με ραγδαίους ρυθμούς (π.χ. βιολογικά τρόφιμα), οι εταιρείες φοβούνται τα σκάνδαλα, επενδύουν τεράστια ποσά σε νέες τεχνολογίες πιο φιλικές προς το περιβάλλον και σε προγράμματα crisis management, έχουν σημειωθεί αρκετές πρόοδοι σε νομοθετικό επίπεδο, οι αξίες της βιωσιμότητας είναι ψηλά στην επι-καιρότητα.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η βι-ώσιμη κατανάλωση έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο ειδικά δε μετά την επικαιροποίηση του ζητήματος της αλλαγής του κλίματος. 1/3 των καταναλωτών των δυτικών χωρών υιοθετεί ένα lifestyle που στο επί-κεντρό του έχει τις αρχές της υγείας και της βιωσιμότητας, προτιμώντας αντίστοιχα προϊόντα (Wenzel et.al.

2007). Πρόκειται για το περίφημο LOHA (Lifestyle of Health and Sustainability). Οι προβλέψεις εί-ναι ότι στο άμεσο μέλλον το 50% του πληθυσμού των δυτικών χωρών θα ανήκει στην κατηγορία LOHAS (Wenzel et. al. 2007).

Το φαινόμενο έχει ήδη ανιχνευ-θεί στις ΗΠΑ από το 2000 (Ray et. al. 2001) όπου το 1/4 των ενήλι-κων Αμερικανών ανήκει στο συ-γκεκριμένο lifestyle. Το φαινόμενο LOHAS χαρακτηρίζεται από ένα νέο ήθος, γίνεται μάλιστα λόγος για «νέο-οικολόγους». Τα νέο ήθος δεν χαρακτηρίζεται από τον αντικατανα-λωτισμό και την αποχή προηγού-μενων καταναλωτικών κινημάτων. Δίνει σημασία στην αισθητική και το στυλ. Γίνεται προσπάθεια συμβι-βασμού μεταξύ απόλαυσης κατα-νάλωσης και ηθικών αρχών, προ-στασία του περιβάλλοντος, δίκαιη αμοιβή, κοινωνική δικαιοσύνη. Να σώσουμε τον πλανήτη αλλά με στυλ! (Τσακαρέστου 2008). H κίνηση LOHAS δέχεται κριτική ότι έχει επιφανειακή σχέση με τις αρχές της βιωσιμότητας: Προκαλεί νέο κύμα καταναλωτισμού, συγκαλυμμένου με τη μάσκα της προστασίας του πε-ριβάλλοντος και της βιωσιμότητας.

5. Βιώσιμη κατανάλωση: ανάγκη για μια πολιτι-σμική επανάσταση

1 Στην Ελλάδα η κοινωνία των πολιτών είναι καχεκτική (Μουζέλης 2003) και εκφράζεται με τη λεγόμενη «θεσμική» και «γραβατωμένη» κοινωνία των πολιτών (Βρετός, Κιοσέογλου 2002) η οποία δεν μπορεί να κινητοποιήσει. Η ένταξη των πολιτών σε καταναλωτικές οργανώσεις είναι στατιστικά αμελητέα. Τα καταναλωτικό κίνημα στην Ελλάδα κουβαλάει την παθογένεια της ελληνικής πραγματικότητας: κομματικοκρατία, ιδιοτέλεια, πολυδιάσπαση (Καράτζιου 2008). Δυστυχώς υστερεί σημαντικά σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και αυτό αποτελεί εμπόδιο για την προώθηση της βιώσιμης κατανάλωσης.

77Κοινωνία Πολιτών -

Page 80: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η προώθηση της βιώσιμης κατα-νάλωσης απαιτεί μια πολιτισμική αλ-λαγή. Αλλαγή αξιών, τρόπων σκέψης και συμπεριφοράς. Είναι απαραίτητη και η ανάπτυξη πιο αποτελεσματικής τεχνολογίας (eco-efficiency) αλλά και η αλλαγή των καταναλωτικών προ-τύπων και των επιπέδων κατανάλω-σης (sufficiency). Για να επιτευχθεί η αλλαγή αυτή απαιτείται η δημιουρ-γία ενός κατάλληλου κοινωνικού κλίματος με τη συνεισφορά όλων: κυβερνήσεις, εταιρείες, καταναλωτές, media, κοινωνία των πολιτών. Κομ-βικής σημασίας όμως είναι η ύπαρ-ξη ισχυρής πολιτικής βούλησης από τις κυβερνήσεις (Jackson 2008, 58).

Το «κοσμοπολίτικο κράτος»: Το εθνικό κράτος πρέπει να μεταμορ-φωθεί σε «κοσμοπολίτικο κράτος», να προσαρμοστεί στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης (Beck 2002, 14) . Από το ’70 και μετά, υπό το πρίσμα της κυριαρχίας των νεοφι-λελεύθερων απόψεων, παρατηρεί-ται μια διαδικασία απορρύθμισης (deregulation) των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ελέγχων προστασί-ας από τη μεριά του κράτους προς όφελος εθελοντικών αυτορυθμίσε-ων. Επίσης απελευθερώθηκαν τα επενδυτικά καθεστώτα, η παραγωγή μεταφέρθηκε σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια. Οι παραδοσιακοί θε-σμοί π.χ. ILO (International Labour Organisation), που είχαν σχεδιαστεί για να λειτουργούν σε εθνικό επίπε-δο, είδαν την επιρροή τους να μειώ-νεται. Την ίδια ώρα οι προσπάθειες

του ΟΗΕ για επιβολή περιορισμών στις εταιρείες και το χρηματιστηρια-κό κεφάλαιο απέτυχε (Seyfang 2003, 3). Σε αυτό το (από-)ρυθμιστικό κενό, η οικονομική εξουσία πέρασε σε υπερεθνικούς οργανισμούς όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου που ουσιαστικά υπηρετούν οργανω-μένα τα συμφέροντα, επιβάλλοντας κυρώσεις σε χώρες που δεν συμ-μορφώνονται με τους στόχους τους και καταδικάζοντας τον τρίτο κόσμο στην υπανάπτυξη. Οι πρωτοβουλίες εθελοντικής απορρύθμισης από τη μεριά του ιδιωτικού τομέα δεν κα-τόρθωσαν να αμβλύνουν τα οικονο-μικά και κοινωνικά προβλήματα.

Το κράτος πρέπει να ανακτήσει τη δυνατότητα νομοθετικών παρεμ-βάσεων: απαγόρευση επιβλαβών προϊόντων, τιμωρία ρυπογόνων δραστηριοτήτων, υπολογισμού του πραγματικού κόστους της παραγω-γής, αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και αμοιβής, ειλικρινής ενημέρωση του καταναλωτή. Σήμερα το οικονο-μικό σύστημα φρενάρει την εξέλιξη. Είναι προσανατολισμένο σε πρόσκαι-ρα κέρδη. Υπάρχει εξωτερικοποίηση (externalization) των συνεπειών της παραγωγής. Οι παράπλευρες απώλειες στον άνθρωπο και το πε-ριβάλλον δεν συνυπολογίζονται στο κόστος του προϊόντος.

Εταιρείες: Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε μεγάλο μέρος της οικονομίας μια σημαντική αλλα-γή πορείας. Σημαντικές εταιρείες στρέφονται προς τις αρχές της βιω-

σιμότητας. Υπάρχει σαφής διαφορά με την κατάσταση προ ετών που το άκουσμα και μόνο των λέξεων «πε-ριβάλλον» ή «βιωσιμότητα» προκα-λούσαν απόρριψη και καχυποψία. Το σημαντικότερο είναι ότι η βιωσιμό-τητα εκλαμβάνεται όλο και πιο πολύ ως ευκαιρία και όχι ως υποχρέωση ή κόστος.

Ίσως είναι και η μοναδική λύση. Ο φόβος της κοινωνικής έκρηξης διακατείχε πάντα τον καπιταλισμό. Το New Deal και η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας στη Ευρώπη ήταν αντίδοτα στην αυξανόμενη οργή αλλά και στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Σήμερα ο κομμουνιστικός κίνδυνος εκλείπει, η οργή όμως εί-ναι παρούσα, παγκοσμιοποιημένη και αυξανόμενη. Και αποτελεί ωρο-λογιακή βόμβα. Άρα είναι έξυπνη επιλογή να υιοθετηθεί μια άλλη πο-λιτική (M. Horx: Smart Capitalism. Το τέλος της εκμετάλλευσης, 2002). Το υπάρχον μοντέλο ακραίας εκμε-τάλλευσης ανθρώπων και φυσικών πόρων είναι μη βιώσιμο. Χρειάζεται μια ειλικρινής στάση που να στηρίζει τη πραγματική βιωσιμότητα, λαμβά-νοντας φυσικά υπόψη τις αντοχές του οικονομικού συστήματος.

Καταναλωτής: Το πρόβλημα της επάρκειας είναι πρόβλημα πρώτιστα ατομικής υπευθυνότητας. Απαι-τεί την ορθολογική διαχείριση του εαυτού (Scherhorn 2002). Και το κυριότερο, η επάρκεια είναι ένας τρόπος ζωής συμβατός με την καλή ζωή. Αυτό όμως απαιτεί αλλαγή των

78- Κοινωνία Πολιτών

Page 81: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ατομικών αξιών. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις από μόνες τους δεν μπο-ρούν να είναι λύση. Νομοθετικές ρυθμίσεις μονόπλευρες και χωρίς ατομική υπευθυνότητα οδηγούν σε παρωδίες: Στα μπαρ της Αμερικής απαγορεύεται αυστηρά το κάπνισμα, τη στιγμή που στον ίδιο χώρο η κα-τανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών είναι ασύδοτη.

Σημαντικό ρόλο στην προώθηση της βιώσιμης κατανάλωσης διαδρα-ματίζουν οι οργανώσεις της κοινω-νίας των πολιτών. Όχι μόνο μέσω μποϊκοτάζ μη-βιώσιμων προϊόντων, ενίσχυσης βιώσιμων (buycott), ορ-γάνωση διαμαρτυριών, παροχή ενη-μέρωσης αλλά και μέσω ανάπτυξης καινοτόμων βιώσιμων προϊόντων και υπηρεσιών (prototyping, βλ. Neuner 2001). Το δίκαιο εμπόριο (fair trade) είναι μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

Η αντίληψη ότι η προτίμηση ενός προϊόντος αποτελεί «ψηφοφο-ρία» προϋποθέτει ότι ο καταναλωτής είναι ενημερωμένος, ενδιαφέρεται πραγματικά και έχει τη δυνατότητα επιλογής. Η νεοφιλελεύθερη αντί-ληψη θεοποιεί τα δικαιώματα του καταναλωτή ειδικά αυτά της επιλο-γής και της ενημέρωσης. Στην πράξη όμως παραβιάζονται. Δεν υπάρχει πραγματική δυνατότητα επιλογής. Υπάρχει σημαντική υστέρηση σε «υποδομές βιώσιμης κατανάλω-σης». Δεν υπάρχουν, για παράδειγ-μα, αξιόπιστες μαζικές συγκοινωνίες,

δεν υπάρχουν υποδομές ανακύκλω-σης και ανανεώσιμων πηγών ενέρ-γειας, η σπάταλη συμπεριφορά δεν κοστολογείται, το ίδιο και η ασύδοτη παραγωγή απορριμμάτων. Ο κατα-ναλωτής δεν έχει πάντα τη δυνατό-τητα να επιλέξει βιολογικά προϊόντα και δεν μπορεί να αγοράσει υβριδι-κό αυτοκίνητο λόγω της τιμής του. Επιπλέον υπάρχει μεγάλο έλλειμμα ενημέρωσης: Πως παρήχθη ένα προϊόν, ποια η σύστασή του, ποιοι είναι οι κίνδυνοι από τη χρήση του. Η βιομηχανία συχνά είναι ιδιαίτερη απρόθυμη να συμπράξει στο αίτημα για ανάπτυξη σημάτων (labels) που θα πιστοποιούν τη βιωσιμότητα ενός προϊόντος.

6. ΕπίλογοςΗ βιωσιμότητα δεν είναι θέμα

συμβιβασμού που όλοι με μικρές παραχωρήσεις- διευθετήσεις θα βολευτούν. Είναι συγκρουσιακή έννοια γιατί προϋποθέτει αλλαγές. Σύμφωνα με τον V. Hauff (2007): «όπως η αναζήτηση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς σφράγισε τον 20ο αιώνα, έτσι η αναζήτηση της βιω-σιμότητας θα σφραγίσει τον 21ο αιώ-να». Βιωσιμότητα σημαίνει αναδιάρ-θρωση του υπάρχοντος συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης. «Βι-ώσιμη κατανάλωση δεν είναι απλά να καταναλώνουμε λιγότερο αλλά να καταναλώνουμε διαφορετικά, να καταναλώνουμε πιο αποτελεσματικά και να έχουμε καλύτερη ποιότητα ζωής. Επίσης είναι μοίρασμα μετα-

ξύ πλουσιότερων και φτωχότερων (UNEP/CDG 2000). Η βιώσιμη κατανάλωση είναι συνεισφορά στην ποιότητα ζωής. «Ένας βιώσιμος κό-σμος δεν είναι ένας κόσμος μίζερος, σε μόνιμη νηστεία ή διαλείμματα ευημερίας αλλά ένας ευημερών κό-σμος με διαφορετικό όμως τρόπο. Η πρόκληση για τον 21ο αιώνα είναι να δημιουργήσει αυτόν τον κόσμο» (Jackson 2008).

ΒιβλιογραφίαBeck U. (2002): Macht und

Gegenmacht im globalen Zeitalter, Suhrkamp

Cowe R., Williams S. (2000): Who are the ethical consumers? The Cooperative Bank

Etzioni A. (2006): Voluntary Simplicity: Characterization, Se-lect Psychological Implications and Social Consequences, in: Jackson T. (Ed.): Sustainable Consumption, Earthscan, p. 159-177

Fuchs D., Lorek S. (2004): Sus-tainable Consumption. Political Debate and Actual Impact, SERI Background Paper, Nr. 4, 3/2004, Sustainable Europe Research Insti-tute (SERI), Vienna

Hauff V. (2007): Zwischenbi-lanz der Nachhaltigkeitsdebatte: Was sind die Themen für die Zu-kunft? Vom Club of Rome zur Brundland-Kommission und bis heute, Vortrag am 7-11-2007 in der Aula der Universität Zürich, im Rahmen des "Sustainability Dia-

79Κοινωνία Πολιτών -

Page 82: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

logue with Leaders and Pioneers"Horx Μ (2001): Smart Capi-

talism. Das Ende der Ausbeutung, Eichborn

Jackson (2008): The Challenge of Sustainable Lifestyles, in: State of the World 2008: Innovations for a Sustainable Economy, Worldwatch Institute, p. 45-60

Jensen H.R. (1998): A profile of the political consumer, Asia Pacific Advances in Consumer Research, Volume 3, 1998, 126-130

Klages (2004): Gesellschaftliche Werte in Deutschland im inter-nationalen Vergleich, παρουσίαση έρευνας στο http://www.hfv-speyer.de/klages/, ανακτημένο 16/7/2004

Klein Ν. (2005): No Logo, Λι-βάνης

Linz M. (2002): Warum Suffi-zienz unentbehrlich ist, in: Linz M. (Koord.) et.al.: Von nichts zu viel, Wuppertal Papers, No 125, Wup-pertal Institut für Klima, Umwelt, Energie, p. 7-14

Maak T. (2003): Weltkonsum-bürger – Politische Konsumethik im Zeitalter von Globalisierung und E-Commerce. In: Fischer, P., Hubig C., Koslowski P. (Hrg): Wirtschaft-sethische Fragen der E-Economy, Physica Verlag

McDonough W., Braungart M. (2002): Cradle to Cradle: Remaking the Way We Make Things, Rodale Press

nef (2004): a well-being manifes-to for a flourishing society, the New Economics Foundation

Neuner M. (2001): Verant-wortliches Konsumentenverhalten, Duncker & Humbolt

Piorkowsky M-B (2001): Sub-Paradigmen des Nachhaltigkeitspa-radigmas, in: Schrader U., Hansen U. (Hrsg): Nachhaltiger Konsum. Forschung und Praxis im Dialog, Campus/Forschung, p. 49-62

Princen T. (2005): The Logic of Sufficiency, MIT Press

Ray P., Anderson S.R., Anderson R. (2001): The Cultural Creatives: How 50 Million People Are Chang-ing the World, Crown Publications

Scherhorn G. (2002): Die Logik der Suffizienz, in: Linz (Koord.) et.al.: Von nichts zu viel, Wuppertal Pa-pers, No 125, Wuppertal Institut für Klima, Umwelt, Energie, p. 15-26

Seyfang (2003): Shopping to save the planet? A critical analysis of sustainable consumption policy and practice, paper, Centre for Social and Economic Research on The Global Environment, University of East Anglia

UNEP/CDG (2000): Sustain-able Consumption and Production: Creating Opportunities in a Chang-ing World, Report of the 4th Inter-national Business Forum. Berlin: Carl Duisberg Gesellschaft.

Wenzel W., Rauch, C, Kirig A. (2007): Zielgruppe LOHAS: Wie die grüne Lifestyle die Märkte er-obert, Verlag Zukunftsinstitut

Worldwatch Institut (2004): State of the World 2004, Special Fo-

cus: The Consumer SocietyΒρετός Σ., Κιοσέογλου Ν.

(2002): Από την αμφισβήτηση των Sixties στο «Λαό του Seattle». Πο-λύμορφα Όρια, Πολλαπλές Κοι-νωνίες, Ποικιλία Πολιτών... και η καταλυτική προσέγγιση με τη Σκιά της Βίας , τ. 8, www.paremvassi.gr

Ζέρβας Κ. (2004): Ηθική Κα-τανάλωση. Κοινωνιολογική προ-σέγγιση, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειον Πανεπιστήμιο, Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτι-σμού

Ινστιτούτο Επικοινωνίας (2003, 2004, 2007): Έρευνα Καταναλωτή CSR 2004. Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και Υπεύθυνη Κατανά-λωση. Έρευνα σε συνεργασία με Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ελληνικό Δίκτυο για την ΕΚΕ, Globescan Inc. και MRB Hellas

Καράτζιου Ν. (2008): Κατανα-λώνονται σε διαμάχες, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16 Μαρτίου 2008, σ. 47

Μουζέλης Ν. (2003): Γιατί απο-τυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις, Το Βήμα Της Κυριακής, 29/3/2003, σ. Α51-52

Ποταμιάνος Δ. (1997): Στον Κήπο - Δοκιμές Υλικού Πολιτι-σμού, Καστανιώτης

Τσακαρέστου (2008): Σωτηρία με στυλ: Οι πράσινοι καταναλωτές μπορούν να σώσουν τον πλανήτη!, www.vimaideon.gr/blogs/editor/default.aspx, ανακτημένο 7/1/2008

80- Κοινωνία Πολιτών

Page 83: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Στις μέρες μας «υπάρχουν όλο και περισσότεροι δημοσιο-

γράφοι και όλο λιγότερη δημοσιο-γραφία»1. Σχήμα οξύμωρο; Όχι και τόσο. Ζούμε σε μια εποχή όπου το περιβάλλον των Μέσων έχει αλλά-ξει ριζικά, τόσο σε επίπεδο δομής και λειτουργίας, όσο και σε αυτό του ρόλου και της αποστολής τους. Και η αλλαγή αυτή είναι τόσο ριζική που ίσως θα πρέπει να επαναπροσδιορί-σουμε για ποια Μέσα και ποια δη-μοσιογραφία μιλάμε σήμερα.

Καθημερινά βιώνουμε, ως πα-γκόσμια κοινότητα, παράλληλα με την τεχνολογική εξέλιξη και στο πε-δίο της πληροφορίας, γεγονός που ενισχύει τη διάχυση της ενημέρω-σης και την προσβασιμότητα σε αυτή, την αποδόμηση των παραδοσιακών μορφών συλλογής και διάδοσης του ενημερωτικού υλικού. Από την άλλη πλευρά, η κοινή γνώμη τείνει να αμφισβητεί έντονα το λειτουργικό και οργανωτικό πλαίσιο των Μέσων, τα οποία πλέον έχουν αποδεχτεί και δημόσια τον ισχυρό επιχειρηματι-κό χαρακτήρα τους. Σύμφωνα με έρευνες γνώμης και ακαδημαϊκές μελέτες2, ένα μεγάλο ποσοστό των

πολιτών δηλώνει ανικανοποίητο από τη λειτουργία των Μέσων και τα τοποθετεί ανάμεσα στους λιγότερο αξιόπιστους οργανισμούς.

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης εστιάζει αφενός στο διοικητικό και οργανωτικό μοντέλο που ισχύει και αφετέρου στην ποιό-τητα και την αξιοπιστία των προγραμ-μάτων που προσφέρουν. Τείνουν να πιστεύουν ότι οι δημοσιογράφοι σε μια έντονη και αγωνιώδη προσπά-θεια να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην παραγωγή και παρουσίαση των ειδήσεων έναντι των ανταγωνιστών τους, συχνά καταλήγουν να θίγουν, πολλές φορές ακόμα και να παραβι-άζουν, τους κανόνες επαγγελματικής ηθικής που τους διέπουν.

Όλα τα παραπάνω βέβαια, δεν μπορούμε να τα παρατηρήσουμε και να τα σχολιάσουμε αποκομμένα από το γενικότερο κοινωνικοπολιτι-κό πλαίσιο της εποχής. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια λαμβάνει χώρα ένας διάλογος σχετικά με τις οικο-νομικές, πολιτικές, πολιτισμικές και περιβαλλοντικές αλλαγές που μας επηρεάζουν σαν παγκόσμια κοινό-τητα. Παρά τις θετικές συνέπειες

αυτών των αλλαγών δεν παύουμε καθημερινά να ερχόμαστε αντιμέτω-ποι με μια νέα απειλή, έναν κίνδυνο, είτε με τη μορφή μιας τρομοκρατικής επίθεσης, οικολογικής καταστροφής, ακόμα και απειλής κατά των ατο-μικών δικαιωμάτων. Ζώντας και ενεργώντας σε ένα τέτοιο περιβάλ-λον κινδύνου3 η αμφισβήτηση των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών αυξάνεται και το αίτημα για ένα πιο υπεύθυνο πρόσωπο από πλευράς του ιδιωτικού, του δημόσιου και του επιχειρηματικού κλάδου είναι επί-καιρο και κρίσιμο.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η δομή και ο ρόλος των σύγχρονων Μέσων φαίνεται να έχει αλλάξει. Οι οργανισμοί ενημέρωσης είναι πλέον και ισχυρές επιχειρήσεις, γεγονός που τους φέρνει αντιμέτωπους με μια πρόκληση. Τα Μέσα σήμερα, οφείλουν να προσπαθήσουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο δημό-σιο ρόλο και αποστολή τους και στην οικονομική τους διάσταση. Σε μια εποχή όπου οι πολίτες αναζητούν την αποκατάσταση της εμπιστοσύ-νης των δημοκρατικών θεσμών, οι ειδησεογραφικοί φορείς μάλλον θα

Μέσα Ενημέρωσης: Ο δρόμος προς την ευθύνη.

ΛΗΔΑ ΤΣΕΝΕ (*)

(*) Η Λήδα Τσενέ είναι επικοινωνιολόγος.

1 Βλ. P. Cohen, E. Levy, “Notre métier a mal tourne”, Mille et une nuits, 2008.

2 Βλ. για παράδειγμα, Sustainability “ Good news and bad: Media Corporate Social Responsibility and Sustainable Development ”, 2002.

3 Βλ. A. Giddens, “Risk and Responsibility”, Modern Law Review V.62, 1999.

Page 84: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

πρέπει να σκεφτούν την επανεξέτα-ση του ρυθμιστικού και οργανωτι-κού τους πλαισίου.

Σε αυτό το σημείο, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στη νέα τάση που επικρατεί στο περι-βάλλον των Μέσων. Τα συμμετοχι-κά ή κοινωνικά Μέσα (social media) αποτελούν πλέον έναν ισότιμο, αν όχι «ανώτερο» παίκτη στο μεντιακό οικοσύστημα. Η πορεία της είδη-σης που έρχεται από κάτω προς τα πάνω, από τους ίδιους τους πολίτες και η διακίνησή της σε μια συλλο-γική βάση δεδομένων ανοιχτή προς όλους όπου ο καθένας έχει τη δυνα-τότητα να προσθέτει το δικό του σχό-λιο, μας οδηγεί ίσως στη δημιουργία μιας νέας δημόσιας σφαίρας, μιας πλατφόρμας συζήτησης και διαλό-γου, ίσως ακόμα και στην επιστροφή στην πραγματική και ουσιαστική λει-τουργία των Μέσων4.

Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια βαθύτερη πολιτισμική, αλλά και πο-λιτική μεταβολή, που υπαγορεύει την όλο και μεγαλύτερη ενεργή συμ-μετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, απόρροια της γενικότερης αναξιοπιστίας και τάσης αμφισβήτησης που επικρατεί. Οι πολίτες απογοητευμένοι από τη λει-τουργία των κοινωνικοπολιτικών θε-σμών επιζητούν, όλο και πιο έντονα, ευθύνη, ποιότητα και συμμετοχή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι οργανισμοί ενημέρωσης αρχίζουν να στρέφονται σταδιακά σε στρατη-γικές εταιρικής κοινωνικής ευθύ-

νης σε μια προσπάθεια αφενός, για αποκατάσταση της σχέσης τους με την κοινή γνώμη και αφετέρου για εκσυγχρονισμό και εξισορρόπηση της λειτουργίας τους, τόσο με τις απαιτήσεις της κοινωνίας, όσο και με αυτές της αγοράς. Θα μπορούσε άραγε η εταιρική κοινωνική ευθύνη να αποτελέσει το νέο οργανωτικό και λειτουργικό μοντέλο των σύγχρονων Μέσων Ενημέρωσης; Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορού-με να απαντήσουμε με σιγουριά. Το σίγουρο είναι ότι αρκετοί ενημερωτι-κοί οργανισμοί το έχουν ήδη υιοθε-τήσει αναζητώντας σε αυτό ένα πιο ολοκληρωμένο σύστημα εταιρικής κουλτούρας και διακυβέρνησης που αφενός θα τα καταστήσει βιώσιμες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και αφετέρου θα γεφυρώσει τα κενά ανάμεσα στην κοινωνική και οικο-νομική τους διάσταση, κάτι που τα προηγούμενα μοντέλα φαίνεται να μην έχουν επιτύχει.

Έτσι, όλο και περισσότεροι οργα-νισμοί ενημέρωσης5 αναδεικνύουν σε μείζονα ζητήματα της επιχειρη-σιακής τους στρατηγικής θέματα όπως το περιβάλλον, οι εργασιακές συνθήκες, οι σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες, ενώ παράλληλα εκδί-δουν ετήσιους κοινωνικούς απολο-γισμούς προσθέτοντας στην έννοια της ευθύνης, αυτές της διαφάνειας και της λογοδοσίας, στοιχεία που τόσο απουσιάζουν από τη λειτουργία των ειδησεογραφικών φορέων και όχι μόνο.

Στη χώρα μας όμως τι συμβαί-νει; Το τοπίο των Μέσων παραμένει ιδιαίτερα θολό, παρουσιάζοντας και κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία το καθιστούν «ιδιαίτερο». Η διαπλοκή, σε πολιτικό και οικονομικό επίπε-δο, η «αναρχική» ημι-παραχώρηση αδειών, που δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης είναι μερικά από αυτά. Παράλληλα, η διεθνής κρίση στα Μέσα που παρατηρείται διεθνώς, είναι έντονη και στη χώρα μας. Σύμφωνα με έρευνες6, οι Έλληνες πολίτες δηλώνουν ανικανοποίητοι από την ποιότητα της ενημέρωσης που λαμβάνουν, κυρίως από την τηλεόραση. Όμως δεν χρειάζεται να καταφύγουμε στις έρευνες για να διαπιστώσουμε την κρίση που διέρχονται τα Μέσα. Καθημερινά, βομβαρδιζόμαστε από περιεχόμενο, τηλεπαράθυρα, ακόμα και σκάν-δαλα που περιγράφουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο το πρόσωπο των ελληνικών οργανισμών ενημέρω-σης. Η ανάγκη για ευθύνη, ποιότητα και συμμετοχή είναι έκδηλη και στη χώρα μας. Αντιλαμβάνονται όμως τα Μέσα Ενημέρωσης αυτήν την ανά-γκη; Και αν ναι, είναι διατεθειμένα να ξεκινήσουν τη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό των αξιών, της αποστολής και του ρυθμιστικού τους πλαισίου; Πόσο κοντά βρίσκονται στην υιοθέτηση πρακτικών εταιρι-κής κοινωνικής ευθύνης;

Τα τελευταία δύο χρόνια παρατη-ρείται μια κινητοποίηση και στροφή ορισμένων Μέσων σε ένα περισ-

82- Κοινωνία Πολιτών

Page 85: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

σότερο υπεύθυνο προφίλ. Ο ραδι-οτηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΙ και η εφημερίδα «Καθημερινή» παρουσι-άζουν μια σταθερή πορεία δράσης σε θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής7, δίνοντας παράλληλα έμφαση και στην ποιότητα των προγραμμάτων και του γενικότερου περιεχομένου που προσφέρουν. Επιπλέον, έχουν ήδη εντάξει τη δυνατότητα συμμε-τοχής και παρέμβασης των πολιτών σε κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα8.

Από την άλλη πλευρά, η δημόσια ραδιοτηλεόραση τον τελευταίο χρόνο φαίνεται να αναπτύσσει σταδιακά μια συγκροτημένη πολιτική εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Αυτή τη στιγ-μή παραμένει ο μοναδικός εκπρό-σωπος των ελληνικών Μέσων που έχει συστήσει ειδική ομάδα εργασίας

για τα θέματα που άπτονται της κοι-νωνικής υπευθυνότητας και έχει εκδώσει κοινωνικό απολογισμό πε-ριγράφοντας ενδελεχώς τις δράσεις της την τελευταία διετία9.

Ένα ακόμα γεγονός που θα πρέ-πει να σημειώσουμε στην πορεία των ελληνικών Μέσων προς την ευ-θύνη είναι η είσοδος των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών στο Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών και η υπογραφή, από μέρους τους, της «Χάρτας Δικαιωμάτων και Υποχρε-ώσεων των Επιχειρήσεων»10 που έχει συντάξει ο συγκεκριμένος φο-ρέας. Το γεγονός αυτό είναι σημαντι-κό γιατί σηματοδοτεί αφενός τη ρητή δήλωση, από πλευράς των σταθμών, ότι ανήκουν στη σφαίρα του επιχει-ρηματικού κόσμου και αφετέρου τη σταδιακή στροφή τους προς μια πιο

υπεύθυνη συμπεριφορά.Όλα τα παραπάνω σίγουρα

αποτελούν βήματα προς μια κατεύ-θυνση αλλαγής στο οργανωτικό και λειτουργικό μοντέλο των Μέσων και στην Ελλάδα. Τα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα όμως εί-ναι αρκετά. Τα Μέσα Ενημέρωσης, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, βρίσκονται στο κατώφλι ενός σημαντικού διλήμμα-τος, πρόκλησης θα λέγαμε καλύτερα. Απέναντι στις ευκαιρίες, τις απειλές, αλλά και τις σύγχρονες απαιτήσεις, οι ενημερωτικοί οργανισμοί, περισ-σότερο από κάθε άλλον, οφείλουν να κάνουν καινοτόμες επιλογές και να υιοθετήσουν ένα νέο τρόπο σκέψης και οργανωσιακής συμπεριφοράς.

4 Για παράδειγμα το βρετανικό BBC, η εφημερίδα Guardian, ο όμιλος Time Warner.

5 Βλ. D. Gillmor,“We the Media. Grassroots journalism by the people, for the people”. O’Reilly Media, 2004.

6 Βλ. έρευνα της VPRC που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6/5/07 με τίτλο «Πρόβλημα δημοκρατίας η τηλεόραση».

7 Για παράδειγμα η πρόσφατη καμπάνια για το νερό (για περισσότερες πληροφορίες www.skai.gr).

8 Για παράδειγμα η παρέμβαση των πολιτών στα πολιτικά debates μέσω του Youtube στις εκλογές του 2007.

9 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. www.ert.gr

10 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. www.sev.org

83Κοινωνία Πολιτών -

Page 86: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14
Page 87: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Αρετές και Συμφέροντα, Η βρετανική ηθική σκέψη στο κατώφλι της νεωτερικότητας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ

Διονύσης Γ. Δρόσος (μετάφραση, επιμέλεια, επίμετρο), Αρετές και Συμφέροντα, Η βρετανική ηθική σκέψη στο κατώ-φλι της νεωτερικότητας, εκδ. Σαββάλας, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 2008.

Ο τόμος ανθολογεί κείμενα Βρε-τανών στοχαστών που συμμε-

τείχαν σε μια σημαντική ηθικοφιλο-σοφική συζήτηση από τα μέσα του 17ου μέχρι και τα τέλη του 18ου αι-ώνα. Σ΄ αυτήν τη συζήτηση η ατομι-κή ιδιοκτησία αποτελεί τη βάση του προβληματισμού για το πλέγμα των πρώιμων αστικών κοινωνικών σχέ-σεων που ήταν υπό διαμόρφωση. Οι στοχαστές προβληματίζονται για τη δυνατότητα συμβίωσης ανάμεσα

στα εγωιστικά συμφέροντα, τα οποία χειραφετημένα από την ασκητική ηθική και αποενοχοποιημένα, επι-δίδονται στον ιδιωτικό πλουτισμό. Η συμβατότητα της αρετής με τα ιδιω-τικά συμφέροντα αποτελεί το διακύ-βευμα αυτής της συζήτησης.

Ο τόμος περιλαμβάνει κείμενα που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, σύντομα βιογραφικά σημειώματα και εργογραφία των: Τόμας Χόμπς, Ράλφ Κάντγουορθ,

Τζόν Λόκ, Σάμιουελ Κλάρκ, Ρί-τσαρντ Κάμπερλαντ, Άντονι Άσλι Κούπερ (3ου Κόμη του Σάφτσμπε-ρι), Μπέρναρντ ντε Μάντεβιλ, Φράνσις Χάτσεσον, Τζόζεφ Μπάτ-λερ, Ντέιβιντ Χιούμ, Άνταμ Σμίθ, Άνταμ Φέργκιουσον και Τόμας Ρίντ. Το εκτενές επίμετρο του επιμελητή συμπληρώνει τον τόμο, συμβάλλο-ντας στην κατανόηση της συζήτησης και αναδεικνύοντας την επικαιρότη-τά της.

Μανόλης Αγγελίδης, Διονύσης Γράβαρης, Δημήτρης Σακκάς (επ.), Κοινωνική Θεωρία και Πολιτική Ευθύνη, Συ-ντροφικό Αντιχάρισμα στον Νίκο Πετραλιά, Gutenberg, Αθήνα, 2008, σελ. 772.

Δάσκαλος, συνάδελφος, σύ-ντροφος, αλλά πάνω απ’ όλα

φίλος προσιτός στους μαθητές του, ο Νίκος Πετραλιάς είναι το τιμώμενο πρόσωπο μιας σεμνής, ευρείας και πολυσυλλεκτικής προσπάθειας ανά-πτυξης θεωρητικών θέσεων από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών επιστημό-νων, που σκιαγραφούν με τον έναν

ή τον άλλον τρόπο τις προοδευτικές πολιτικές του πεποιθήσεις, τα ευρεία κοινωνικο-πολιτικά του ενδιαφέρο-ντα και εν γένει, την επιστημονική του συγκρότηση. Η συλλογή άρθρων προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή της Οικονομικής Σχολής του Πα-νεπιστημίου Αθηνών, Νίκου Πε-τραλιά, αποτέλεσε ιδέα του Κοσμά

Ψυχοπαίδη, την οποία ο ίδιος δεν πρόλαβε δυστυχώς να δει ολοκλη-ρωμένη. Οι μαθητές όμως, σύντρο-φοί και συνάδελφοί του, τιμώντας το φίλο και συναγωνιστή Νίκο Πε-τραλιά, ένωσαν τελικά τις ιδέες τους σε μια σπάνια εκδοτική προσπάθεια καταγραφής της εκτίμησής τους στο πρόσωπο του δασκάλου τους.

Κοινωνική Θεωρία και Πολιτική Ευθύνη, Συντροφικό Αντιχάρισμα στον Νίκο Πετραλιά

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Page 88: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Talcott Parsons, Καπιταλισμός και Αξίες, Τα πρώιμα Κείμενα, με-τάφραση, επιμέλεια και εισαγωγή, Βασίλης Μαγκλάρας, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2008, σελ. 252.

Η προφανής επικαιρότητα της σκέψης του Parsons, το βι-

βλιογραφικό κενό στην ελληνική γλώσσα και η εξαιρετική σημασία των «πρώιμων» κειμένων του για την επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών, καθιστούν τη μετάφρα-ση, έστω ενός μικρού μέρους του συνολικού του έργου, εκ των ων ουκ άνευ μιας αναπτυγμένης και αναστο-χάζουσας κοινωνιολογικής κοινό-τητας, που αναζητά τους όρους συ-γκρότησης του αντικειμένου της και τις στοχεύσεις της θεωρίας της πριν καταφύγει στην ερμηνεία των κοινω-νικών φαινομένων με τα οποία κατα-πιάνεται. Και εάν η μελέτη των όρων συγκρότησης μιας θεωρίας φαντάζει εξωτική ενασχόληση των φιλοσό-φων που αποφεύγουν συστηματικά τα «πραγματικά» εμπειρικά προβλή-ματα του κόσμου, ο πιο επιφανής αμερικάνος κοινωνιολόγος του 20ου αιώνα και ιδρυτής της σύγχρονης κοινωνιολογίας, ξεκινάει μ’ αυτά ως προϋπόθεση για την κατασκευή της δικής του θεωρίας.

Συναντώντας τους Κλα-σικούς.

Ο Parsons είχε την τύχη να γνω-ρίσει μερικούς από τους σημαντι-κότερους κοινωνικούς επιστήμονες του 20ου αιώνα, όπως το Weber, το Malinowski, το Hobhouse, το Laski, το Jaspers, κ.α., και να μαθητεύσει σ’ αυτούς, ή να συνεργαστεί μαζί τους. Ωστόσο, το όνομά του στην κοινω-νιολογία συνδέθηκε με την εξαιρε-τική του ικανότητά να συνθέτει όλες τις παραδόσεις κοινωνικής σκέψης, συγκροτώντας μια ενιαία θεωρία της κοινωνικής ζωής, ιδιαίτερα πο-λύπλοκη και αφαιρετική. Άλλωστε, αυτή η πολυπλοκότητα και η δυσκο-λία του έργου του του στοίχισε αρκε-τούς φίλους και του έδωσε περισσό-τερους εχθρούς.

Τα «πρώιμα» κείμενα του Parsons, στα οποία συμπεριλαμβά-νεται και η διδακτορική του διατρι-βή, ακολουθούν τους κλασικούς κοινωνιολόγους και οικονομολό-γους, όπως το Marshall, το Weber, τον Pareto, το Durkheim και αναζη-τούν την κοινή τους επιστημολογική αρχή, που δεδομένων των μεγάλων αποκλίσεων μεταξύ των τεσσάρων αυτών θεωρητικών, συνοψίζεται στο ρόλο των αξιών στον καθορισμό της κοινωνικής δράσης. Το εγχείρημα

αυτό δεν αποτελούσε μια απλή θε-ωρητική θέση, αλλά σηματοδοτούσε τη χειραφέτηση της κοινωνιολογίας από την υπαγωγή της στην οικονομι-κή επιστήμη και στην πραγματικότη-τα, την αντιστροφή αυτής της σχέσης με την υπαγωγή των θετικιστικών και ωφελιμιστικών οικονομικών θε-ωρήσεων σε μια συνολική επιστήμη της κοινωνικής ζωής.

Η Σύνθεση.Παρότι η περιφρόνηση του

Parsons προς τη μαρξιστική κοινωνι-κή θεωρία δεν αποτελεί έκπληξη για έναν νεαρό επιστήμονα του Harvard προσδεμένο στο άρμα της Βεμπερι-ανής κοινωνιολογίας, ο εκπληκτικός τρόπος που συνθέτει τις διαμετρικά αποκλίνουσες μεθοδολογικές παρα-δόσεις, τη θετικιστική, ωφελιμιστική, ιδεαλιστική, ήδη από τα «πρώιμα» κείμενα του και η εμμενής του προ-σήλωση στην ανάδειξη της κοινής αξίας ως της θεμελιώδους μεθοδο-λογικής αρχής ερμηνείας των κοι-νωνικών φαινομένων, τον καθιστά το σημαντικότερο κοινωνιολόγο του 20ου αιώνα. Ο Parsons διέφυγε από την αμιγώς θετικιστική και μίκρο-εμπειρική μέγγενη και στράφηκε προς τη μεγάλη θεωρία της συνολι-κής κοινωνίας, αναζητώντας, όπως ο ίδιος δηλώνει, το «σχέδιο» μιας

Talcott Parsons, Καπιταλισμός και Αξίες, Τα πρώιμα Κείμενα

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΑΝΟΥΛΗ

Page 89: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

συνολικής θεωρίας της κοινωνικής ζωής. Δεν ενδιαφέρεται για την κα-τανόηση ειδικών προβλημάτων, αλλά για την ερμηνεία της δυτικής καπιταλιστικής δημοκρατίας, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται ειδικά στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα.

Ο Πολιτικός Προσανα-τολισμός.

Η παρσονική θεωρία, παρότι επι-διώκει την επιστημονική ουδετερό-τητα στην ανάλυση και ερμηνεία των σύγχρονων πολιτικο-κοινωνικών φαινομένων, συνδέεται άμεσα με την αμερικανική δημοκρατία και τις μεγάλες προσδοκίες που αναπτύ-χθηκαν σ’ αυτήν μεταπολεμικά, όσον αφορά τη δίκαιη επίλυση των ταξι-κών και ευρύτερων πολιτικών, κοι-νωνικών και οικονομικών προβλη-μάτων, στα πλαίσια μιας ελεύθερης αλλά ρυθμισμένης οικονομίας της αγοράς. Ο Parsons αποτύπωσε θεω-ρητικά, στα ώριμα πλέον κείμενά του, την πολιτική ελπίδα πως οι δημο-κρατικές διαδικασίες και οι θεσμικές διεργασίες μπορούν να επιλύσουν με «τεχνικό» τρόπο, ως υποσυστημικές ενότητες δράσης, τα πολλαπλά και σύνθετα προβλήματα της σύγχρο-νης κοινωνικής ζωής. Προέβλεψε σωστά πως η σοβιετική ένωση είτε θα οδηγούνταν προς περισσότερο εξειδικευμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης είτε θα κατέρρεε υπό το βάρος της ευρύτερης κοινωνικής της στασιμότητας, όμως δεν μπόρε-σε να προβλέψει τις πολλαπλές οπι-

σθοχωρήσεις σε όλα τα μέτωπα της κοινωνικής ζωής που ακολούθησαν με την κατάρρευση του φορντιστικού «κράτους» και την επικυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ήδη από τα «πρώιμα» κείμενά του φαίνεται πως ενσωματώνει ένα ιδι-αίτερα υψηλό πολιτικό απόθεμα στις θεωρητικές του αναλύσεις, που επι-χειρεί να το αποκρύψει πίσω από μια ιδέα αυστηρής επιστημονικής ουδε-τερότητας.

Τα «Πρώιμα» Κείμενα. Τα κείμενα τα οποία μεταφρά-

στηκαν στο εν λόγω βιβλίο αποτε-λούν μια σημαντική εισαγωγή στη σκέψη του Parsons, που ουσιαστι-κά μένει αναλλοίωτη μέχρι και την ώριμη φάση του Κοινωνικού Συ-στήματος. Σ’ αυτά αναπτύσσονται οι παρσονικές θέσεις μέσα από την κριτική επισκόπηση των θέσεων του Weber, του Marshall, του Pareto, του Sombart και του Durkheim, με κοι-νό σημείο αναφοράς την παράδοση του θετικιστικού ωφελιμισμού και την ατομιστική μεθοδολογική προ-σέγγιση στην ερμηνεία των κοινωνι-κών φαινομένων που αυτή συνεπά-γεται. Ο Parsons ασκεί κριτική στην «ορθόδοξη» οικονομική θεωρία, η οποία αναπτύχθηκε στη βάση μιας στείρας υποκειμενικής θεωρίας της αξίας από την οποία έχει αφαιρεθεί τελείως η κοινή αξία (ιστορικό- πο-λιτισμικό στοιχείο) και η οποία ερ-μήνευσε την πορεία των σύγχρονων κοινωνιών υπό το αισιόδοξο πρίσμα της αυτόματης και μονογραμμικής

προόδου που στηρίζεται στην αυ-θόρμητη σύγκλιση των συμφερό-ντων όλων.

Η ιδεολογική αυτή αποτύπωση της κοινωνικής εξέλιξης παραβλέ-πει κατά τον Parsons τις συστημικές αντινομίες που αναπτύσσονται στα πλαίσια των υποσυστημάτων του κοινωνικού και αφαιρεί τη δυνατό-τητα μιας επαρκούς θεώρησης των κοινωνικών φαινομένων, καθώς παρακάμπτει τον κυριότερο παρά-γοντα καθορισμού της δράσης, την κοινή αξία (κουλτούρα, πολιτισμό). Ωστόσο, ο Parsons, ασκώντας την επιστήμη στα πρότυπα του Weber δεν θέλησε να εισέλθει σε μια αξιο-λόγηση των ιστορικών μορφών που προσλαμβάνει αυτή η κοινή αξία, περιοριζόμενος σε μια αναφορά του ρόλου της για την κατανόηση της κοινωνικής δράσης.

Το Δεύτερο Μέρος. Τη μετάφραση συνοδεύουν στο

δεύτερο μέρος του βιβλίου τρία εκτε-νή και αναλυτικά επίμετρα που ακο-λουθούν με διαφορετικό τρόπο το κάθε ένα την πολύπλοκη και πολυ-σχιδή σκέψη του Parsons. Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, ο Νίκος Μουζέλης και ο Περικλής Βαλλιάνος, αποκω-δικοποιούν την ιδιαίτερη θεωρητική κληρονομιά της παρσονικής κοινω-νιολογίας, αναδεικνύοντας το συσχε-τισμό της σκέψης του με τα σύγχρονα κοινωνιολογικά ενδιαφέροντα.

87Κοινωνία Πολιτών -

Page 90: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Η υπαρκτή και διαρκώς ανα-πτυσσόμενη σχέση κοινωνίας

πολιτών και περιβάλλοντος αποτελεί το προνομιακό πεδίο μελέτης του Dobson που αναζητά τρόπους, μέσα από την ιδέα της συμμετοχής και της ατομικής ευθύνης, διευθέτησης και μεταγενέστερα αντιμετώπισης της σημαντικότερης πρόκλησης του 21ου αιώνα, της ολοένα υποβαθ-μιζόμενης σχέσης κοινωνίας- πε-ριβάλλοντος, η οποία υπονομεύει την καθημερινότητα του πολίτη και θέτει απροσδιόριστους και ιδιαίτερα επαχθείς νέους όρους διαβίωσης. Η διακινδύνευση που εμπεριέχει η εν λόγω περιβαλλοντική αλλαγή για τη ζωή του πολίτη δεν μπορεί να με-τρηθεί από απλές αναλύσεις κόστους και ρίσκου, καθώς αφορά, ενίοτε, μη αναστρέψιμες αλλαγές διαβίωσης, στις οποίες δεν έχει δοκιμαστεί ούτε η οικονομική, αλλά κυρίως ούτε η βιολογική αντοχή ανθρώπου και κοινωνίας. Η μετατόπιση λοιπόν συ-νολικά της έρευνας από το πεδίο της κρατικής ή της διακυβερνητικής ευ-θύνης, στο πεδίο της ατομικής ευθύ-νης, στο πλαίσιο μιας λογικής άθροι-σης των επιμέρους προσπαθειών όλων, δηλαδή προς την κατεύθυν-ση μιας αξιολογικής μεταστροφής των ατομικών νοοτροπιών, αποτελεί πλέον την πιο σύγχρονη ιδέα αντι-μετώπισης των περιβαλλοντικών προκλήσεων που εντοπίζονται στο πεδίο της καθημερινότητας, η οποία κατανοεί όλα τα μεγάλα προβλήματα

ως ένα άθροισμα πολλών μικρών. Η εν λόγω ιδέα αποτελεί επιπλέον και μια σύγχρονη μορφή περαιτέρω ανάπτυξης της δημοκρατικής συνεί-δησης του πολίτη, που συνδυάζεται με την «έξοδο» του ατόμου από τη μεταπολεμική υπεραισιοδοξία στα αποτελέσματα της κρατικής παρέμ-βασης και τη μετάβαση στη νέα επο-χή των κινημάτων και της ατομικής ευθύνης.

Ο Dobson επιχειρεί στην ανά-λυσή του αρχικά να απεγκλωβιστεί από το εύκολο δίλημμα το οποίο συνοψίζεται ως «οικολογική συνεί-δηση ή τιμωρία», που έχει ως βάση του την εργαλειακή ορθολογικότητα του συμφέροντος. Το εν λόγω δί-λημμα μετατρέπει τις οικολογικές αξίες σ’ ένα ζήτημα επιβολής οι-κονομικών κινήτρων και αντικινή-τρων, προσβλέποντας σε μια αλλαγή συνηθειών, χωρίς την αξιακή μετα-στροφή που απαιτείται σ’ αυτήν την περίπτωση. Ωστόσο, αυτή η υπερα-πλούστευση που τον οδηγεί στην εμμονή της αξιακής μεταστροφής του ατόμου για την εκπλήρωση των οικολογικών στόχων μπορεί να απο-δειχτεί παρακινδυνευμένη πολιτική, εφόσον γενικευτεί στο πεδίο των επι-χειρήσεων και της αγοράς, οι οποίες δρουν αφαιρετικά από πολλαπλούς αφηρημένους στόχους, ειδικά σε τομείς όπως η ενέργεια ή η βαριά βιομηχανία, στοχεύοντας προς το μοναδικό στόχο της μεγιστοποίησης του κέρδους. Αποτελεί ρομαντικό

και έτσι ανορθολογικό στοιχείο η συ-μπόρευση οικολογικών και αγοραί-ων αξιών. Στην περίπτωση που μια τέτοια συμπόρευση έχει παρατηρη-θεί ιστορικά, αυτό έχει συμβεί διότι οι αγοραίες αξίες έχουν βρει τρόπους να εκπληρώνονται μέσα από τις οι-κολογικές αξίες. Μια τέτοια συμπό-ρευση είναι λοιπόν συμπτωματική και σίγουρα μη γενικεύσιμη.

Το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζει ο Dobson τις ανα-λυτικές του διαπιστώσεις αποτελεί μια πρωτότυπη απόπειρα δημιουρ-γίας ενός νέου θεωρητικού πλαι-σίου με κριτικές διαπιστώσεις και ενσωματώσεις θέσεων από διαφορε-τικές θεωρητικές παραδόσεις. Έτσι, αφού διαπιστώνει εκ πρώτης ότι το «παραδοσιακό» αναλυτικό πλαίσιο της Κοινωνίας των Πολιτών, το φι-λελεύθερο και το ρεπουμπλικανικό δεν μπορούν να ανταποκριθούν αναλυτικά απέναντι σε μια σύγχρονη αντίληψη οικολογικής Κοινωνίας των Πολιτών, καθώς δεν έχουν εν-σωματώσει τις τρέχουσες δομικές και ιδεολογικές αλλαγές, οδηγείται στη συγκρότηση ενός νέου θεωρητικού πλαισίου το οποίο ο ίδιος ονομάζει ως μέτα-κοσμοπολιτικό. Οι δομικές αλλαγές αφορούν τις νέες συνθήκες που έχει επιβάλλει η παγκοσμιοποί-ηση και οι ιδεολογικές την επιρροή του φεμινισμού. Ο Dobson φαί-νεται ότι προσπαθεί με κάθε τρόπο να πρωτοτυπήσει θεωρητικά, όντας εγκλωβισμένος μέσα σε χαμηλής

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Andrew Dobson, Citizenship and the Environment, Oxford University Press, 2003

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ(*)

(*) Ο Βασίλης Μαγκλάρας είναι διδάσκων στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πατρών και στο Ε.Α.Π.

Page 91: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

αναλυτικής αξίας θεωρήσεις. Η δια-πίστωση ότι ο φεμινισμός έχει προσ-δώσει στις αναλύσεις της Κοινωνίας των Πολιτών τις αναγκαίες ωθήσεις για μια επανεξέταση της έννοιας της κοινωνικής αρετής και των σχέσε-ων μεταξύ πολιτών και πολιτών και κράτους, αποτελεί, μάλλον, την κα-θολική γενίκευση μιας θεωρητικής ασημαντότητας!

Στο πεδίο της μεθόδου, ο Dobson προσάπτει στις κλασικές θεωρήσεις της Κοινωνίας των Πολιτών τη μομφή της στατικότητας και της μο-νομέρειας. Όσον αφορά τη δεύτερη, υποστηρίζει ότι αυτές εντοπίζουν μια μόνο σκοπιά της πολυδιάστατης μορ-φής που λαμβάνει η Κοινωνία των Πολιτών, για παράδειγμα, τη σκοπιά των δικαιωμάτων ή των υποχρεώ-σεων, ενώ όσον αφορά την πρώτη, υποστηρίζει πως οι εν λόγω θεωρίες δεν ανταποκρίθηκαν στις αλλαγές του παγκόσμιου μεταβαλλόμενου περι-βάλλοντος που επιχειρούν να κατα-νοήσουν. Η πλήρης διάσταση της Κοινωνίας των Πολιτών δεν είναι για το Dobson μια μορφή επίκλησης δι-καιωμάτων σ’ ένα γεωγραφικό χώρο, που περιορίζεται επιπροσθέτως στην ιδιωτική σφαίρα δράσης των ατόμων. Πρέπει να υπερβαίνει την τοπικότη-τα, να επεκτείνεται στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα και να αποτελεί ένα συνδυασμό δικαιωμάτων και υπο-χρεώσεων. Η όλη θεωρητική επε-ξεργασία καταλήγει σε μια τυπολογία υπό τη μορφή πίνακα στην οποία δεν αξίζει καν να αναφερθούμε!

Σ’ αυτό το αδύναμο θεωρητικό πλαίσιο στηρίζει ο Dobson τις ανα-λύσεις του για τη νέα οικολογική Κοινωνία των Πολιτών. Όλες οι αναπτύξεις που ακολουθούν επικε-ντρώνονται στη στείρα αναπαραγωγή αυτού του θεωρητικού πλαισίου και στην αποσπασματική περιγραφή και

το σχολιασμό θέσεων άλλων συγ-γραφέων, κυρίως από τον φιλελεύ-θερο και ρεπουμπλικανικό χώρο της Κοινωνίας των Πολιτών. Eν τέλει, ο Dobson καταλήγει στην απλοϊκή και προφανή διαπίστωση πως η οικολο-γική δράση είναι κυρίως μια μορφή υποχρέωσης που αναπτύσσεται κα-λύτερα στην ιδιωτική σφαίρα, παράλ-ληλα μ’ ένα ιδιαίτερο είδος αρετής η οποία φαίνεται απαραίτητη ως μια μόνιμη μορφή ηθικότητας, ένα ανα-γκαίο αξιακό πλαίσιο αναφοράς, χω-ρίς το οποίο η οικολογική συνείδηση και δράση μπορεί να αποδειχθεί απο-σπασματική, ελλιπής και πρόσκαιρη. Η ιδανική οικολογική Κοινωνία των Πολιτών είναι ζήτημα καθημερινής βίωσης, χωρίς ωστόσο να υποτιμά-ται και η δημόσια σφαίρα. Φαίνεται όμως πως ο υπερτονισμός της ιδιω-τικής σφαίρας έναντι της δημόσιας αποτελεί για τον Dobson μια μορφή πολιτικοποίησης της πρώτης, καθώς η δράση στην ιδιωτική σφαίρα αποτε-λεί πλέον πεδίο κοινής αξιολόγησης με τη δράση στη δημόσια σφαίρα. Η καθημερινή ατομική δράση δεν εί-ναι πια μια ελεύθερη επιλογή, αλλά ορίζεται και αξιολογείται στο επίπεδο της αρετής της, αποκτά δηλαδή μια κανονιστική διάσταση. Έτσι, η έννοια της αρετής καθιστά την οικολογική Κοινωνία των Πολιτών μια δράση της ιδιωτικής κυρίως σφαίρας, μια μη ανταποδοτική υποχρέωση κάθε ενά-ρετου πολίτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γεωγραφική διάσταση της Κοινωνίας των Πολιτών υποβαθμίζεται, καθώς δεν αποτελεί πλέον όρο ή όριο ανά-πτυξης μιας τέτοιας κοινωνίας.

Στην ερώτηση, «πώς αποκτά κάποιος οικολογική συνείδηση», ο Dobson απαντάει με το γνωστό τετριμ-μένο τρόπο, μέσω της εκπαιδευτικής πολιτικής και των τυπικών προγραμ-μάτων σπουδών στα σχολεία. Ωστόσο,

θα αδικούσαμε το συγγραφέα εάν δεν προσθέταμε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος «μαζικής» κοι-νωνικοποίησης μιας συγκεκριμένης αξίας. Στη Βρετανία, διαπιστώνει, το πρόγραμμα σπουδών είναι ήδη ικα-νοποιητικά προσανατολισμένο προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Πρέπει να υπάρξει μέριμνα, υποστηρίζει, ώστε τα ζητήμα-τα της δημοκρατίας και της οικολογι-κής Κοινωνίας των Πολιτών να μην ξεπέσουν στην κατάσταση της παθητι-κής διδασκαλίας, αλλά να λάβουν μια ενεργητική μορφή συμμετοχής των νέων στην επίλυση των σύγχρονων κοινωνικο-πολιτικών προβλημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο Dobson απαντάει σε μια σειρά ερωτημάτων όπως, «πώς πρέπει να διδαχτεί, τι πρέπει να διδα-χτεί» κ.τ.λ., που όπως υποστηρίζει θα βοηθήσουν στην εδραίωση μιας επαρκούς εκπαιδευτικής πολιτικής προσανατολισμένης με έμφαση προς τις οικολογικές αξίες της Κοινωνίας των Πολιτών.

Συνολικά, η μελέτη του Dobson αποτελεί ένα ενδιαφέρον πλαίσιο ανά-λυσης της σύγχρονης οικολογικής δι-άστασης της Κοινωνίας των Πολιτών και της αειφόρου ανάπτυξης, το οποίο όμως δεν αναπτύσσεται επαρκώς και δεν οδηγεί πάντα στα συμπεράσματα που ο ίδιος ο συγγραφέας υποστηρί-ζει πως εξήχθησαν από τις αναλύσεις του. Σε αντίθεση με το θεωρητικό του πλαίσιο, οι εμπειρικές του διαπιστώ-σεις είναι ευρηματικές, καθώς δεν στηρίζονται ουσιαστικά σ’ αυτό το θε-ωρητικό πλαίσιο, αλλά ακολουθούν μια ερμηνευτική πορεία κατανόησης της τρέχουσας πραγματικότητας και των νέων εξελίξεων. Αυτό το τελευ-ταίο είναι που κάνει το βιβλίο του Dobson ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα.

89Κοινωνία Πολιτών -

Page 92: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Το βιβλίο του Ronald Dworkin Justice in Robes είναι μία συλλο-

γή από διάφορα δοκίμια του ίδιου με κύριο σκοπό την απάντηση στην ερώ-τηση, εάν οι ηθικές πεποιθήσεις πρέ-πει να συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στο νόημα των νομικών διατάξεων, και αν ναι με ποιόν τρόπο. Με άλλα λόγια, η βασική αναζήτηση του βιβλί-ου έγκειται στην εύρεση του τρόπου συμφιλίωσης του «κράτους δικαίου» (υπό την αγγλοσαξονική έννοια του όρου)1 με την επιρροή που ασκούν στους δικαστές, κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, οι ηθικές πε-ποιθήσεις, οι αξίες και οι θεωρίες που ενστερνίζονται σχετικά με την ιδανική κοινωνία (5).

Οι δικηγόροι, οι δικαστές, οι φι-λόσοφοι του δικαίου και οι πολιτικοί φιλόσοφοι συμφωνούν στο ότι οι νομι-κές διατάξεις έχουν αξίωση αληθείας. Για παράδειγμα, είναι είτε αληθές, είτε ψευδές ότι «το αμερικανικό σύνταγμα παρέχει την εξουσία στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής να διατάξει την επιβολή βασανιστηρί-

ων σε αλλοδαπούς που είναι ύποπτοι τρομοκρατίας» (2). Η αμφιλεγόμενη ερώτηση που θέτει και τελικά απαντά ο Ντουόρκιν είναι εάν η αξίωση αλη-θείας αυτών των προτάσεων εξαρτάται από ουσιωδώς ηθικές πεποιθήσεις. Σύμφωνα με τον Ντουόρκιν, οι ηθι-κές αρχές αποτελούν προϋπόθεση ισχύος των νομικών διατάξεων και το Justice in Robes περιέχει επιχειρήματα υπέρ αυτής της απόψεως. Έτσι από τη μία πλευρά, ο Ντουόρκιν αντικρούει τις θέσεις που διαχωρίζουν ηθικές αρχές και ισχύ των νομικών κανόνων και από την άλλη μεριά, προσπαθεί να αποδείξει ότι ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι απλά αδύνατος.

Υπό το πρίσμα αυτό αντιτίθεται στην «αρχιμήδεια» (Archimedean) αντίλη-ψη της νομικής θεωρίας και γενικότε-ρα φιλοσοφίας (κεφάλαια "Pragmatism and Law", "Moral Pluralism" και "Hart's Postscript and the Point of Political Philosophy"). Οι Archimedeans, υπο-στηρίζει ο Ντουόρκιν, επιμένουν στην απόλυτη διάσταση ανάμεσα σε δύο επίπεδα διαλόγου. Έτσι, στο πρώτο

επίπεδο αναγνωρίζουν "the discourse of non-philosophers reflecting and arguing about what is right or wrong, legal or illegal, true or false, beautiful or mundane" και στο δεύτερο επίπεδο τον "meta-discourse"(141). Είναι στο δεύτε-ρο αυτό επίπεδο που οι ισχυρισμοί και τα πορίσματα του πρώτου κατα-τάσσονται σε φιλοσοφικές κατηγορίες. Ομοίως στο δίκαιο, σύμφωνα με την αρχιμήδεια αντίληψη, ενώ οι δικηγό-ροι και οι δικαστές συμμετέχουν στο πρώτο επίπεδο διαλόγου, προκειμέ-νου να εξακριβώσουν τι είναι σύννομο και τι όχι, οι φιλόσοφοι του δικαίου και οι πολιτικοί φιλόσοφοι, προσπα-θούν να αποδείξουν την ισχύ αυτών των ισχυρισμών ( meta-discourse). Ο Ντουόρκιν υποστηρίζει ότι η αντίλη-ψη αυτή είναι λανθασμένη ή σε κάθε περίπτωση ελλιπής.

Η αντίφαση, κατά τον αμερικανό φιλόσοφο του δικαίου, έγκειται στο γεγονός ότι σκοπός της αρχιμήδειας αντίληψης είναι να διαχωρίσει τις κανο-νιστικές από τις περιγραφικές νομικές προτάσεις. Ενάντια σε τέτοιες θέσεις,

Ronald Dworkin, Justice in Robes, Belknap Press of Harvard University Press, 2006, p.295.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΛΑΝΟΥΛΗ(*)

(*) Η Χριστίνα Χαλανούλη είναι δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου PANTHEON-ASSAS, Paris II.

1 Σπηλιωτόπουλος Επ., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, Δωδέκατη Έκδοση, Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σελ.33, υπ: 7: «Κατά την επικρα-τέστερη άποψη, η αρχή του κράτους δικαίου, κατά την αγγλική αντίληψη, περιλαμβάνει: α)την έλλειψη αυθαίρετης εξουσίας της Διοίκησης, με την έννοια ότι κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί, παρά μόνο μετά από απόφαση των τακτικών δικαστηρίων, για την παράβαση ενός κανόνα που έχει νόμιμα θεσπισθεί, β)την ισότητα κάθε ατόμου ενώπιον των κανόνων δικαίου και την υπαγωγή στα κοινά δικαστήρια, χωρίς εξαίρεση των οργάνων της Διοίκησης, γ)τον καθορισμό των ατομικών δικαιωμάτων όχι με συνταγματικές διατάξεις, αλλά με αποφάσεις των κοινών δικαστηρίων, που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του κοινού δικαίου»

2 "Classified and assigned to philosophical categories"

Page 93: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ο Ντούορκιν επιδιώκει να καταδείξει ότι δεν υπάρχει κανένα κενό ανάμεσα στους κανονιστικούς ισχυρισμούς μιας ερμηνευτικής επιστήμης, όπως είναι το δίκαιο, και τους περιγραφικούς ισχυρι-σμούς της αντίστοιχης μεθεπιστήμης, όπως είναι η φιλοσοφία του δικαίου. Αντιθέτως, ο Ντουόρκιν υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις ισχύος των νομι-κών διατάξεων είναι από μόνες τους κανονιστικές και γι’ αυτό πρέπει να αναζητώνται με κανονιστικούς όρους.

Η αρχιμήδεια αντίληψη στηρίζεται σε τρεις αρκετά διαφορετικές και συ-νάμα εξίσου λανθασμένες νομικές θε-ωρίες: τον νομικό πραγματισμό (legal pragmatism (Rorty, Posner), το νομι-κό θετικισμό (legal positivism (Hart, Coleman) και τον ηθικό πλουραλισμό (moral pluralism (Berlin). Ο Ντουόρ-κιν εξηγεί αρχικά την ουσία καθεμίας από αυτές τις θεωρίες, καθώς και τη βάση της σύνδεσής της με τον κανο-νιστικό/περιγραφικό διαχωρισμό και στη συνέχεια υπογραμμίζει τους λό-γους για τους οποίους μία τέτοια θέση είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμη.

Η πραγματιστική θέση θεωρεί ανούσια την αναζήτηση της απάντη-σης στην ερώτηση "what the law really is"(37), δηλαδή στην ερώτηση του πραγματικού νοήματος του δικαίου. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, οι δικαστές πρέπει να αναγνωρίσουν ότι δεν υπάρχει καμία εξωδικαϊκή πηγή και οι αποφάσεις τους πρέπει να απο-τελούν συνεπειοκρατικές προβολές

με γνώμονα το γενικό καλό(21)3. Με άλλα λόγια, για τους πραγματιστές, ο ισχυρισμός ότι οι αντικειμενικές ηθι-κές αρχές λειτουργούν ως προϋποθέ-σεις ισχύος των νομικών προτάσεων (όπως υποστηρίζει ο Ντουόρκιν) είναι λανθασμένος: οι νομικές προτά-σεις δεν αναφέρονται σε μία εξωτερική πραγματικότητα, για το λόγο αυτό ο καλύτερος οδηγός για να απαντήσου-με πειστικά στο τι ισχύει σύμφωνα με μία νομική διάταξη είναι μία "forward-looking" συνεπειοκρατική εκτίμηση σχετικά με την ερμηνεία της υπό συ-ζήτησης διάταξη που θα μας «δώσει το καλύτερο αποτέλεσμα», που θα εξυ-πηρετήσει δηλαδή, πιο «επιτυχημένα» το γενικό καλό. Αυτή η πραγματιστική αντίληψη του δικαίου είναι «φιλοσο-φικά μπερδεμένη», θα γράψει ο Ντου-όρκιν (23).

Σύμφωνα με τον πραγματισμό, υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά στους δύο παρακάτω ισχυρισμούς, (Α) «Η δουλεία είναι παράνομη», και (Β) «Είναι αντικειμενικά αληθές ότι η δουλεία είναι παράνομη». Για τους πραγματιστές, η πρώτη φράση είναι μία αληθής κανονιστική φράση και κατατάσσεται ως τέτοια στο πρώτο (μη φιλοσοφικό) επίπεδο. Από την άλλη μεριά, η δεύτερη φράση είναι μετα-νομική, περιγραφική, πρόκειται για έναν ισχυρισμό δηλαδή, που αφορά το στάτους της πρώτης φράσης. Αυτός ο μετα-νομικός ισχυρισμός, κατά την πραγματιστική αντίληψη, είναι λανθα-

σμένος, αφού υποστηρίζει ότι η ισχύς της πρώτης φράσης εναπόκειται σε μία εξωτερική «πραγματικότητα».

Ο Ντουόρκιν από την άλλη πλευ-ρά, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς ισχυρισμούς και ότι ο πραγματιστής «προσπαθεί να μας παραπλανήσει οδηγώντας μας σε ένα σκοτεινό φιλο-σοφικό επίπεδο»(43)4, στο επίπεδο της υπερβάσεως του νομικού διαλόγου, που είναι προσβάσιμο μόνο στους φιλοσόφους (ως θεωρητικούς του δικαίου) και όχι στους δικηγόρους ή τους δικαστές (ως εφαρμοστές του). Αντιθέτως, ο Ντουόρκιν επιμένει ότι δεν υπάρχει παρά μόνο ένα επίπεδο νομικού διαλόγου, ένα εξολοκλήρου κανονιστικό επίπεδο. Το να διαχω-ρίζουμε ανάμεσα σε (A) και (B) δεν είναι παρά ένας ακόμα «φραστικός πληθωρισμός» (42)5.

Ο H. L. A. Hart αποτελεί τον κατεξοχήν στόχο του Dworkin όταν ο δεύτερος αναφέρεται στους θετικιστές. Το The Concept of Law αποτελεί μία ακόμα εκδοχή της αρχιμήδειας αντίλη-ψης στη νομική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον Hart ερωτήσεις σχετικά με το τι είναι δίκαιο ή το τι είναι ένας ισχύων νό-μος είναι περιγραφικές ερωτήσεις, υπό την έννοια ότι πρέπει να απαντώνται μέσα στα πλαίσια της δικαϊκής πρακτι-κής και όχι να αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ερμηνείας. Επιπλέον, ο Hart υποστηρίζει ότι οι παραπάνω ερωτήσεις αποτελούν φιλοσοφικά

3 "Should decide the cases before them in a forward-looking, consequentialist style"

4 "That the pragmatist is merely "trying to hijack [us] to some mystical philosophical level"

5 "Verbal inflation"

91Κοινωνία Πολιτών -

Page 94: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ζητήματα που πρέπει να απαντώνται από θεωρητικούς του δικαίου παρά από τους δικηγόρους ή τους δικαστές που ασχολούνται με την καθημερινή, υπό στενή έννοια, δικαϊκή πρακτική. Ο Ντουόρκιν θα διαφωνήσει και στα δύο αυτά σημεία. Ο Αμερικανός φι-λόσοφος του δικαίου υπογραμμίζει ότι το δίκαιο αποτελεί ερμηνευτική ιδέα. Η προσφυγή λοιπόν στη νομική πρα-κτική προκειμένου να «ρίξουμε φως» στο νόημα του νόμου απαιτεί είτε να ακολουθήσουμε έναν εμπειρικό δρό-μο συλλογής δεδομένων σχετικά με τη ρύθμιση αντίστοιχων θεμάτων (από την δικαϊκή πρακτική) σε διάφορες χώρες και εποχές είτε έναν θαρραλέο ισχυρισμό ότι μία τέτοια εμπειρική έρευνα είναι περιττή αφού το τι είναι ή όχι ισχύων νόμος είναι προφανές. Ο Ντουόρκιν θεωρεί ότι η πρόταση του Hart δεν υποστηρίζει καμία από τις δύο αυτές οδούς: από τη μια μεριά το The Concept of Law δεν υποστηρίζει τα συμπεράσματά του με κατάλληλες εμπειρικές ενδείξεις. Από την άλλη μεριά, είναι προφανώς λανθασμένο ότι το δίκαιο και ο ισχύων νόμος είναι αναμφισβήτητες έννοιες. Πράγματι, η συνεχής ανταλλαγή επιχειρημάτων σχετικά με την έννοια του δικαίου και σχετικά με το ποιες είναι οι προϋποθέ-σεις ισχύος του νόμου αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει, στον τομέα αυτό, καμία θεωρητική ή πρακτική συμφωνία.

Επιπρόσθετα με τον πραγματισμό και το θετικισμό, ο ηθικός πλουρα-

λισμός ολοκληρώνει το πλέγμα των θεωριών αυτού του είδους που ο Ντουόρκιν προσπαθεί να αντικρού-σει. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν (τον ηθικό πλουραλισμό), όπως τον θέτει για παράδειγμα ο Berlin, είναι μία αντι-κειμενική αλήθεια ότι οι αξίες αναπό-φευκτα κάποια στιγμή θα έρθουν σε σύγκρουση (105). Και η θέση αυτή είναι προβληματική για τον Ντουόρ-κιν αφού θέτει υπό αμφισβήτηση τη βάση της θεωρίας του για την ισχύ του νόμου. Για τον αμερικανό φιλόσοφο η ισχύς των νομικών κανόνων βασίζεται και στηρίζεται σε γενικές ηθικές αρχές, αν αποδεχθούμε ότι οι αρχές αυτές θα συγκρουστούν, η αναζήτηση του θεμελίου της ισχύος του νόμου είναι κατ’ουσίαν άνευ αντικειμένου.

Ο Ντουόρκιν, προσπαθώντας να καταδείξει την αδυναμία των ισχυ-ρισμών, υπογραμμίζει τη θέση του Berlin σύμφωνα με την οποία ακόμα και η ελευθερία και η ισότητα αναπό-φευκτα έρχονται σε σύγκρουση. Ωστό-σο η θέση αυτή στηρίζεται στην έννοια που δίνει ο Berlin στη λέξη ελευθερία, την οποία ορίζει ως «την ελευθερία (του κάθε ανθρώπου να αποκρούει) οποιαδήποτε ανάμειξη τρίτων στην επι-λογή και τη διενέργεια των επιθυμιών (του)»6 (112). Ο Ντουόρκιν απαντά ότι εάν ερμηνεύσουμε διαφορετικά την ελευθερία, με καντιανούς δηλαδή όρους, έχουμε τον ακόλουθο ορισμό: «ελευθερία είναι να κάνει (κανείς) ό,τι επιθυμεί, υπό τον όρο ότι σέβεται τα

ηθικά δικαιώματα των άλλων» (112) και συνεπώς η σύγκρουση ανάμεσα σε ελευθερία και ισότητα εξαφανίζεται. Ο Ντουόρκιν καταλήγει ότι ο Berlin αποτυγχάνει να επιχειρηματολογήσει πειστικά υπέρ της δικής του ερμηνείας της ελευθερίας και συνεπώς να προ-σφέρει στον πλουραλισμό ένα θεωρη-τικό στήριγμα. Το επιχείρημα υπέρ του πλουραλισμού «θα έπρεπε να δείξει γιατί η (συγκεκριμένη) έννοια της αξίας που παράγει τη σύγκρουση είναι η πλέον αρμόζουσα» (116). Το μεγα-λύτερο ωστόσο λάθος του Berlin είναι ότι προσπαθεί να αναλύσει την έννοια της ελευθερίας απογυμνωμένη από οποιοδήποτε νομικό συλλογισμό και είναι η εισαγωγή αυτής της διάστασης την οποία ο Ντουόρκιν χαρακτηρίζει θεωρητικά αδύνατη (146).

Το Justice in Robes είναι ένα ολο-κληρωμένο κείμενο φιλοσοφίας του δικαίου που προσπαθεί να εξηγήσει ποιο είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που αποτελεί την προϋπόθεση ισχύος μίας νομικής διάταξης, αλλά ταυτό-χρονα αναλύει με βάση τους κύριους εκφραστές τους, αντιπροσωπευτικά κινήματα στο χώρο της θεωρίας του δικαίου. Τα διδάγματα του Justice in Robes πρέπει λοιπόν να κατανοηθούν στο πλαίσιο της ώριμης αναζήτησης του Ντουόρκιν, που συνδέει και εξη-γεί γιατί δίκαιο και ηθική βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και γιατί η σχέση αυτή πρέπει να διέπει το νομικό πλαίσιο κάθε αληθούς δημοκρατίας.

6 "Freedom from the interference of others in doing whatever it is that you might wish to do"

7 "Freedom to do whatever you like so long as you respect the moral rights of others"

92- Κοινωνία Πολιτών

Page 95: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Το βιβλίο Think Tanks and Policy Advice in the United

States είναι ένας πλήρης τόμος σχε-τικά με τα ερευνητικά ινστιτούτα δη-μόσιας πολιτικής στις ΗΠΑ. Προ-σφέρει μια ανάλυση των κυριότερων think tanks («δεξαμενών σκέψης») των ΗΠΑ και του τρόπου με τον οποίον αλληλεπιδρούν με την κυ-βέρνηση με στόχο να προσφέρουν συμβουλές και να επηρεάσουν τις αποφάσεις πολιτικής. Περιγρά-φονται οι τεχνικές μάρκετινγκ που χρησιμοποιούν, οι δημόσιες σχέ-σεις τους και οι δραστηριότητες προσέγγισης του κοινού. Ακόμα, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιά-ζει η ενασχόληση του McGann με ένα από τα πιο δύστροπα θέματα στη βιβλιογραφία περί think tanks, που είναι η μέτρηση της επιρροής τους στις διαδικασίες σχεδιασμού δημό-σιας πολιτικής. Το βιβλίο επίσης συζητάει τις σύγχρονες τάσεις με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπα τα think tanks, όπως η έλλειψη χρημα-τοδότησης, οι νέες τεχνολογίες και η παγκοσμιοποίηση. Το δεύτερο μισό του βιβλίου αποτελείται από 20 το-ποθετήσεις προέδρων think tanks

σχετικά με το ρόλο, τις αξίες και τη γενικότερη επιρροή αυτών των ορ-γανώσεων.

Τα think tanks στις ΗΠΑ εί-ναι μια σημαντική πηγή πληρο-φοριών και ιδεών. Αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ υπάρχουν 1.736 τέτοιες οργανώσεις με περίπου τις μισές από αυτές συνδεδεμένες με πανε-πιστήμια και με το ένα τρίτο αυτών να εδρεύουν στην Ουάσινγκτον. Τα think tanks πρωτοεμφανίστηκαν στις ΗΠΑ πριν από 100 χρόνια και η προέλευση τους συνδέεται με την παράδοση της εταιρικής φιλανθρω-πίας, τις ανοιχτές διαδικασίες σχεδι-ασμού δημοσίων πολιτικών και την πεποίθηση ότι ο ιδιωτικός τομέας μπορεί «να βοηθήσει την κυβέρνηση να σκεφθεί». Τα think tanks ορίζο-νται ως «οργανώσεις που παράγουν έρευνα με στόχο τη δημιουργία πο-λιτικής, ανάλυση, και συμβουλές σε σχέση με εθνικά και διεθνή θέματα σε μια προσπάθεια να διευκολύνουν τους διαμορφωτές πολιτικής και το κοινό να λαμβάνουν ενημερωμέ-νες αποφάσεις για θέματα δημόσιας πολιτικής» (σελ. 12). Ο McGann διαχωρίζει μεταξύ ανεξάρτητων και

συνδεδεμένων think tanks. Τα ανε-ξάρτητα think tanks μπορεί να είναι ακαδημαϊκά-διαχωρισμένα ή ακα-δημαϊκά- εξειδικευμένα, μπορεί να είναι ερευνητικές οργανώσεις που παράγουν με βάση συμβάσεις, συμ-βουλευτικές οργανώσεις ή εταιρίες δημόσιας πολιτικής. Όλες οι παρα-πάνω κατηγορίες εμφανίζονται και ως συνδεδεμένες με ένα κόμμα, με την κυβέρνηση, με ένα πανεπιστήμιο ή με μια ιδιωτική εταιρία. Το βιβλίο στη συνέχεια, δίνει έμφαση στο αυ-ξημένο βάρος που προσδίδουν τα think tanks στη διάχυση της έρευ-νας τους και των προτάσεων πολι-τικής, στην εμφάνιση τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη διεξα-γωγή προγραμμάτων επαφής με το κοινό.

Για να προσεγγίσει το θέμα της επιρροής των think tanks, ο συγγρα-φέας θέτει το ερώτημα του αν οι σύμ-βουλοι πολιτικής επιδρούν σε κάθε στάδιο του κύκλου της πολιτικής ή μόνο σε κάποια στάδια και καταλήγει ότι ασκούν επιρροή ιδιαίτερα στα αρ-χικά στάδια και συγκεκριμένα κατά τις φάσεις του ορισμού του προ-βλήματος και της διαμόρφωσης της

James G. McGann (επιμ.), Think Tanks and Policy Advice in the US: Academics, Advisors

and Advocates, Routledge 2007, 196pp.

ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΔΗ(*)

(*) Η Στέλλα Λαδή είναι ειδική Επιστήμονας στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Page 96: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

ατζέντας. Συνεχίζει προσδιορίζοντας ένα σετ δεικτών για τη μέτρηση της επιρροής που μπορούν να κατηγορι-οποιηθούν ως δείκτες πόρων, απο-τελεσμάτων, χρήσης και επίδρασης. Υποστηρίζει όμως ότι «η πραγματι-κή υιοθέτηση/ αλλαγή/ εφαρμογή είναι ο πιο προφανής δείκτης επιρ-ροής» (σελ. 44). Η θέση αυτή είναι λογική αν και είναι δύσκολο να οριο-θετήσουμε σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ της έρευνας των think tanks και των δημόσιων πολιτικών. Αυτό που κάνουν συνήθως τα think tanks είναι ότι διαχέουν ιδέες που στη συ-νέχεια αλληλοεπιδρούν με προτά-σεις και συμφέροντα άλλων φορέων, που τελικά οδηγούν σε αποφάσεις πολιτικής.

Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αφι-ερώνεται στη χρηματοδότηση των think tanks τόσο λόγο της σημασίας της για την ίδια την ύπαρξη και τη λειτουργικότητα τους, όσο και για τη συσχέτιση της με την επιρροή τους κατά τη διαμόρφωση δημόσιας πο-λιτικής. Ένα ενδιαφέρον χαρακτη-ριστικό του συστήματος των ΗΠΑ είναι ότι οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις υποστηρίζονται από ιδιωτικά κεφάλαια. Η αναπτυγμέ-νη φιλανθρωπική κουλτούρα και η ύπαρξη φορολογικών κινήτρων ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες να υποστηρίξουν τα think tanks. Ο McGann παρατη-ρεί ότι όλα τα think tanks στοχεύ-ουν στο να έχουν μια διευρυμένη χρηματοδοτική βάση έτσι ώστε να

αποφεύγουν την εξάρτηση από ένα και μόνο χορηγό. Παρά ταύτα η μα-κροπρόθεσμη χρηματοδότηση είναι πιο σπάνια λόγω της οικονομικής ύφεσης. Η έμφαση είναι σε μικρής διάρκειας, θεματική χρηματοδότηση, που σημαίνει ότι χρηματοδοτούνται συγκεκριμένα προγράμματα, αλλά τα think tanks δεν διευκολύνονται στο να σκέφτονται πιο πλατιά και να προβλέπουν νέες περιοχές ενδιαφέ-ροντος και πιθανών προβλημάτων πολιτικής.

Ο McGann κλείνει περιγράφο-ντας τις σύγχρονες τάσεις με τις οποί-ες βρίσκονται αντιμέτωπα τα think tanks. Πέρα από τις αλλαγές όσον αφορά τη χρηματοδότηση, μπορεί να παρατηρηθεί μια αύξηση των think tanks και των άλλων μη κυβερνη-τικών οργανώσεων. Η τάση αυτή μεταφράζεται σε αυξημένη δικτύω-ση και δυνατότητες συνεργιών, που καθιστούν τα think tanks πιο παρα-γωγικά και τα διευκολύνουν να προ-σεγγίσουν το ευρύτερο κοινό. Μια άλλη παρατήρηση αφορά την αυξα-νόμενη πίεση που δέχονται τα think tanks να αποκτήσουν συγκεκριμένη κομματική ταυτότητα, επιλογή που μπορεί να μειώσει τον εσωτερικό δι-άλογο. Η επόμενη πρόκληση αφο-ρά την αύξηση της χρήσης του δια-δικτύου που έχει πολλαπλασιάσει τις επικοινωνιακές τους δυνατότητες καθώς και η λιγότερο θετική επίδρα-ση των μέσων μαζικής ενημέρωσης που λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα, και συνήθως

χαρακτηρίζονται από σκανδαλοθη-ρία και επομένως λιγότερο χώρο για σχολαστική ανάλυση. Μία άλλη εξέ-λιξη είναι η εμφάνιση εξειδικευμέ-νων think tanks σε περιοχές όπως η βιοτεχνολογία και η γενετική, με απο-τέλεσμα να μπορούν να προσφέρουν πιο στοχευμένη ανάλυση. Τέλος, η παγκοσμιοποίηση έχει σημάνει μια αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες συμβούλων και ένα νέο ρόλο για τα think tanks που υποχρεώνονται να μελετήσουν εναλλακτικές δημόσιας πολιτικής από όλο τον κόσμο και να τις προσαρμόσουν στις τοπικές ανά-γκες.

Συμπερασματικά, ο McGann συνεισφέρει στη συζήτηση με ένα αναλυτικό βιβλίο που επισκοπεί τα χαρακτηριστικά και την επίδρα-ση των think tanks στις ΗΠΑ. Η επιτυχία του οφείλεται στην ανάλυ-ση πλούσιου πρωτογενούς υλικού, αλλά και στην πρωτότυπη ιδέα να παραχωρήσει μέρος του βιβλίου στα ίδια τα στελέχη των think tanks για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Το Think Tanks and Policy Advice in the United States είναι ένα χρήσιμο βιβλίο αναφοράς για διαμορφωτές δημόσιας πολιτικής, ερευνητές αλλά και τα ίδια τα think tanks.

94- Κοινωνία Πολιτών

Page 97: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Τις παλιές καλές ημέρες άσχημα δεν ήταν τόσο:Στην κορυφή της κλίμακαςήταν τερπνό να κάθεσαι. Η επιτυχίασήμαινε πάρα πολλά - νωχέλεια καιτεράστια γεύματα, παλάτια πιότερο γεμάταμε αντικείμενα, βιβλία, κορίτσια, άλογα,τόσα που όλα τους να μην τα προλαβαίνεις, καινα σε ανεβάζουν στα ψηλώματα απ’ όπουέβλεπες τους άλλους να πεζοπορούνε. Το να διοικείςήταν απόλαυση, όταν έγραφες θανατική ποινήστο πίσω μέρος του άσσου σπαθί και εξακολουθούσεςνα παίζεις με άλλη τράπουλα. Οι τιμητικές διακρίσεις τώρατόσο φυσικές δεν είναι πια ούτε και πρόσχαρεςγιατί των κραταιών το είδος,έτσι που το ξεύραμε δεν είναι πια (...)Την τελευταία λέξη ως προς το πώς να ζήσουμεή να πεθάνομε την έχουν σήμεραάνθρωποι σιωπηλοί που εργάζονται σκληρά μες σε δωμάτιαόχι πολύ μεγάλα και μειώνουν με αριθμούςό,τι προκείμενο και το τι πρέπει να γίνει.Ένα γεύμα απλό, λιτό,ένα σάντουιτς φέρνουν σ’ ένα δίσκο στον καθένα τους,τροφή που με το ένα χέρι τουςμπορούνε να την πάρουν δίχως τα μάτια τουςν’ ανασηκώνουν από τα χαρτιά πουμια δυο γραμματείς χρειάζονται να τα ταξινομήσουν,είτε από προβλήματα όπου χαμόγελοκανένα δεν μπορεί να τα παραμερίσει (...)Μακριά, μέσα στη νύχτα, τα παράθυρά τους φέγγουν λαμπερά

και πίσω από τις πλάτες τους, σε μιαν αναφορά σκυμμένες,σε κάθε περιοχή,πάντοτε σαν ένας θεός ή μια αρρώστια (...)Αν για να συνεφέρουντο παιχνίδι τους το συνεχίσουν, η μεγαλοσύνη τουςανταμώνει την υπόκλιση του αρχιμάγειρα ή τη ματιάτου χορευτή μπαλέτουπου δεν μπορεί να τον ρημάξει η πτώση όποιου αφέντη.Το να διοικείς είναι μια παρόρμηση,όπως φαίνεται, στο χειρούργο και το γλύπτη.Η διασκέδαση δεν είναι ούτ’ η αγάπη ούτε το χρήμα,αλλά το να ριψοκινδυνεύεις όπου χρειάζεται, η δοκιμασίατης δεξιοσύνης σου, το ερώτημα,αν είναι δύσκολο, οι δικές τους οι ανταμοιβές. Μα τότε όμωςίσως θα ’πρεπε κανείς και ν’ αναφέρει ακόμαότι πρέπει να είναι μια ανακούφιση, όπως υποθέτουν,σε καιρούς όπως τον τωρινόόπου οι υποθέσεις μπορεί να βγουν θανάσιμα εσφαλμέ-νες,το γεγονός πως ανήκειςστους πιο επίλεκτους αλήθεια, σ’ εκείνουςπου αν υποθέσουμε ότι πραγματικά ανήκουν,θα υπάρχουν γι’ αυτούς θέσεις πάνω στο στερνόαεροπλάνο να ξεφύγουνε τη συμφορά.Όχι, κανείς πραγματικά δεν τους λυπάται που βαριοπη-γαίνουνμε μιαν όψη φαγωμένη από την έγνοια,Ούτε θα σ’ ευχαριστούσαν κιόλας αν τους έλεγες πως τους λυπάσαι.

(1951)

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

W. H. AUDENΟΙ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΙ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ(*) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΕΚΑΒΑΛΛΑΣ

(*) Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Page 98: ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ No 14

Νίκος Μουζέλης: Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο London School of Economics, Πρόεδρος της Ενωσης Πολιτών για την Παρέμβαση.

Περικλής Βασιλόπουλος: Δημοσιογράφος, Α/πρόεδρος της Ενωσης Πολιτών για την Παρέμβαση.

Paul Hirst: Καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας.

David E. Morgan: Καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας.

Αντώνης Μακρυδημήτρης: Καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Βασίλης Μαγκλάρας: Διδάσκων στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και στο Ε.Α.Π.

Λουκάς Τσούκαλης: Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθη-νών, Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Άννα Καραμάνου: τ. Ευρωβουλευτής.

Ναπολέων Μαραβέγιας: Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Περικλής Βαλλιάνος: Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτι-κής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μιχάλης Ι. Τσινισιζέλης: Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αγγέλα Μυλωνά: Οικονομολόγος, Msc Human Resources, Brunel University.

Χαρίδημος Κ. Τσούκας: Kαθηγητής Οργανωσιακής Θε-ωρίας στο ALBA και στο University of Warwick, Διευθυντής του διεθνούς ακαδημαϊκού περιοδικού Organization Studies

Δημήτρης Μπουραντάς: Καθηγητής Οικονομικού Πανε-πιστημίου Αθηνών, Διευθυντής του Executive του MBA και Msc in Human Resources Management.

Ιορδάνης Κ. Παπαδόπουλος: Επιστημονικός Συνεργάτης Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ΤΕΙ Πειραιά.

Κώστας Ζέρβας: Επιστημονικός Συνεργάτης Παντείου Πανεπιστημίου.

Λήδα Τσενέ: Επικοινωνιολόγος.

Χριστίνα Χαλανούλη: Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου PANTHEON-ASSAS, Paris II.

Λαδή Στέλλα: Ειδική Επιστήμονας Υπουργείου Εσωτερικών.

Οι Συνεργάτες του τεύχους:

96- Κοινωνία Πολιτών