50
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΔΙΑΒΑΤΑ 2014

Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

  • Upload
    -

  • View
    227

  • Download
    2

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

Citation preview

Page 1: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΔΙΑΒΑΤΑ 2014

Page 2: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

2

Page 3: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

3

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

Θηρευτές ποιημάτων:

Χρύσα Καπαρινού

Μαρία Μερτζεμέκη

Παρασκευή Μετχότζα

Γιώργος Μιχελής

Γιώργος Μπότσογλου

Μαρία Μπουκουτσού

Φωτεινή Μπουκουτσού

Μαρία-Ελένη Χάλαρη

Μαρία Χατζηγεωργίου

Συντονιστής: Σταύρος Γκιργκένης

Θεσσαλονίκη-Διαβατά 2014

Page 4: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

4

Page 5: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

5

Page 6: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

6

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΕΛ.

Το σονέτο 7

Λορέντζος Μαβίλης: σύντομο βιογραφικό σημείωμα 9

Λορέντζος Μαβίλης: σονέτα 11

Στέφανος Μαρτζώκης: σύντομο βιογραφικό σημείωμα 37

Στέφανος Μαρτζώκης: σονέτα 39

Βιβλιογραφικό σημείωμα 47

Page 7: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

7

ΤΟ ΣΟΝΕΤΟ

Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη sonetto, που σημαίνει «μικρός

ήχος», «τραγουδάκι». Κατά την πιθανότερη εκδοχή το ποιητικό αυτό είδος

γεννήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του 13ου αιώνα. Πιστεύεται ότι στο σκελετικό

strambotto που απαρτίζεται από δύο τετράστιχες στροφές προστέθηκε σιγά-σιγά

ένα διπλό ρεφρέν έξι στίχων κι έτσι αποτελέστηκε η μορφή του σονέτου. Πρώτος

σονετογράφος θεωρείται ο Giacomo da Lentino που έγραψε ποιήματα γύρω στα

1215-1233 και του οποίου οι ενδεκασύλλαβοι στίχοι έχουν την ακόλουθη μορφή

ομοιοκαταληξίας: α β α β α β α β γ δ ε γ δ ε. Αν και άλλοι ποιητές, σύγχρονοι του

Lentino, χρησιμοποίησαν την ποιητική αυτή μορφή, εκείνος που συνέβαλε

περισσότερο στην καθιέρωσή τους είναι ο Guittone d’ Arrezo (1230-1294) που

υιοθέτησε και την ομοιοκαταληξία αββα αββα στα δύο τετράστιχα του σονέτου, η

οποία εμπεδώθηκε αργότερα με τον Δάντη και τον Πετράρχη. Η πρώτη θεωρητική

πραγμάτευση του σονέτου ως νέου ποιητικού είδους πραγματοποιήθηκε από τον

Antonio de Tempo το 1832 στο δοκίμιο του Summa Artis Rithmici (Σύνοψη ρυθμικής

τέχνης), όπου γίνεται αναφορά σε 16 πιθανούς τύπους σονέτου. Η άποψη εκείνη

που επικρατούσε παλιότερα, ότι το σονέτο δημιουργήθηκε από τους τροβαδούρους

της μεσημβρινής Γαλλίας και μάλιστα της Προβηγκίας, σήμερα έχει εγκαταλειφθεί.

Όπως προαναφέρθηκε, το λυρικό αυτό είδος είναι γέννημα της σικελικής ποιητικής

σχολής του 13ου αιώνα, που καλλιεργήθηκε ωστόσο ιδιαίτερα από τους ποιητές της

Τοσκάνης (Δάντη, Πετράρχη κ.ά.).

Οι κυριότεροι τύποι σονέτων είναι δύο:

1. Το ιταλικό ή πετραρχικό σονέτο που αποτελείται από δύο ξεχωριστά

μέρη: οι πρώτοι οχτώ στίχοι (οκτάβα) με ομοιοκαταληξία αββα αββα και οι άλλοι έξι

(εξάστιχο) με συνήθεις μορφές ομοιοκαταληξίας γδεγδε

2.Το αγγλικό ή σαιξπηρικό σονέτο που απαρτίζεται από τρία τετράστιχα κι

ένα δίστιχο με χαρακτηριστική ομοιοκαταληξία αβαβ γδγδ εζεζ ηη. Αξιοσημείωτο

είναι ότι μεγάλοι αγγλόφωνοι ποιητές, όπως ο Milton, ο Wordsworth και ο Keats

έγραψαν σονέτα ιταλικού τύπου. Μερικοί διακρίνουν ως ξεχωριστό επίσης τύπο

σονέτου τη μορφή αβαβ βγβγ γδγδ εε, που υιοθέτησε για πρώτη φορά ο E. Spenser

(1522-1599), καθώς και την μορφή αββα αββα γγ δδ εε, που εισήγαγε ο Άγγλος

ποιητής Wyatt (1503-1542).

Πολύ συχνά στα σονέτα ιταλικού τύπου μια γενική ιδέα αναπτύσσεται στην

οκτάβα και ακολουθεί ειδικό παράδειγμα στο εξάστιχο, ενώ στα σονέτα αγγλικού

τύπου δίνεται ένα παράδειγμα σε κάθε μια από τις τρεις τετράστιχες στροφές και

στο τελευταίο δίστιχο περιέχεται το συμπέρασμα.

Page 8: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

8

Το σονέτο μπήκε σιγά-σιγά σε όλες σχεδόν τις λογοτεχνίες της Ευρώπης και

αργότερα της Αμερικής και καλλιεργήθηκε συστηματικά από πολλούς και

φημισμένους ποιητές. Οι μορφές επίσης της ρίμας του είναι πολυάριθμες και είναι

γνωστό ότι μπορούν να γίνουν πάρα πολλοί συνδυασμοί.

Το μέτρο του λυρικού αυτού είδους είναι κανονικά ιαμβικό ενδεκασύλλαβο,

αν και βρίσκουμε σονέτα γραμμένα σε οποιοδήποτε μέτρο και ρυθμό. Τα θέματα

επίσης των σονέτων είναι ποικίλα: θρησκευτικά, πατριωτικά, ερωτικά, ελεγειακά,

σατιρικά κ.ά. Η ρίμα του πρέπει να είναι εύστοχη και πλούσια και ο στίχος του όσο

το δυνατό τεχνικότερος. Είναι χαριτωμένο και λεπτό είδος που πρέπει ολόκληρο να

πάλλεται από αβρότητα και λυρισμό, χωρίς παραγεμίσματα και περιττά στολίδια.

Το σονέτο -ως στιχουργικό κομψοτέχνημα που είναι- αντιπροσωπεύει, θα έλεγε

κανείς, τον ιωνικό ρυθμό στην ποίηση και γι’ αυτό πρέπει να διακρίνεται από

τεχνική τελειότητα και νοηματική πληρότητα.

Μερικές φορές μετά τον τελευταίο τρίστιχο του σονέτου προστίθενται δύο ή

τρεις ή περισσότεροι στίχοι, οπότε τα σονέτα αυτά λέγονται «σονέτα με ουρά».

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου ολόκληρο ποίημα απαρτίζεται από «στροφές-

σονέτα». Τέλος πολλά σονέτα μαζί, αναφερόμενα συνήθως στο ίδιο θέμα,

αποτελούν τη λεγόμενη «ακολουθία σονέτων», που έχει συχνά τις εξής μορφές (α)

15 συνεχόμενα σονέτα όπου κάθε στίχος του πρώτου αποτελεί κατά σειρά τον

πρώτο στίχο των επόμενων σονέτων, (β) 7 συνεχόμενα σονέτα όπου ο τελευταίος

στίχος καθενός γίνεται ο πρώτος του αμέσως επομένου.

Στη νεοελληνική ποίηση το σονέτο ή δεκατετράστιχο, όπως το ονόμασαν,

για ν’ αποφύγουν τον ξενικό όρο, μπήκε πολύ νωρίς. Το πρώτο σονέτο γραμμένο

στην ελληνική γλώσσα είναι από τον Ιταλό Cyriaco de Pizzicoli το 1436. Σονέτα

βρίσκουμε στα κυπριακά ερωτικά τραγούδια, στη μικρή συλλογή Άνθη ευλαβείας

(1708) των Ελλήνων σπουδαστών του Φλαγγιανού Ελληνομουσείου της Βενετίας,

στην κρητική ποιητική σχολή, στην επτανησιακή ποίηση και σε όλη τη νεότερη

λογοτεχνία μας. Αξιόλογοι Νεοέλληνες σονετογράφοι είναι οι: Μαβίλης, Πολυλάς,

Μαρτζώκης, Λασκαράτος, Μαρκοράς, Γρυπάρης, Παλαμάς κ.ά. Ο τελευταίος

μάλιστα δημοσίευσε συλλογή σονέτων με τίτλο Δεκατετράστιχα. Ο πιο δεξιοτέχνης

Νεοέλληνας συνθέτης σονέτων θεωρείται ο Λορέντζος Μαβίλης. Και στη

νεοελληνική ποίηση το είδος των στίχων του σονέτου δεν είναι

υποχρεωτικό. Τα περισσότερα λ.χ. σονέτα του Μαβίλη, όπως και οι Τερακότες του

Γρυπάρη, είναι σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο. Οι Σκαραβαίοι του Γρυπάρη

είναι σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, όπως επίσης και τα σονέτα του Π. Βλαστού. Ο

Εφταλιώτης στη συλλογή του Αγάπης Λόγια καλλιέργησε τον αγγλικό τύπο σονέτου

με σημαντική επιτυχία.

Page 9: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

9

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ (1860 - 1912)

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860, όπου υπηρετούσε τότε

ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που

καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής

της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και

τέχνη και την αγάπη αυτή τη μετέδωσε και στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην

προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος

και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και

κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον

έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα

για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα

πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά.

Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία, όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε

τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς

επίσης και Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και

το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen. Το

1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή και

συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το

1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας. Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση

του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος

ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των

Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής

γλώσσας. Σημειώνεται επίσης ο ερωτικός δεσμός του Λορέντζου Μαβίλη με την

ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου). Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών

ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του

Δρίσκου. Στο έργο του Μαβίλη έντονη παρουσιάζεται η σολωμική επίδραση, κυρίως

στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα. Επίδραση

δέχτηκε επίσης από τις παραδόσεις του Φίχτε, τις οποίες παρακολούθησε στη

Γερμανία, και από τη φιλοσοφία του Καντ. Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα

είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έκανε

και πολλές μεταφράσεις. Τα πιο γνωστά σονέτα του: Λήθη, Καλλιπάτειρα, Ελιά,

Μούχρωμα. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού

συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη

μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα.

Page 10: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

10

Page 11: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

11

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

ΣΟΝΕΤΑ

ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Σου αρέσαν τα σονέτα μου και αγάλι

αγάλι εψυχοπόνεσες κι εμένα

κι εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα

φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.

Ποιος εράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι

και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα

και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;

Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογιάλι;

Μισοκρύβεται εν’ άχαρο βιβλίο

σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι∙

το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο

και δεν καλοθυμάσαι ούτε τι γράφει.

Μα μια στάλα ζωής πιωμένη σo ’χει

κι ακόμα δεν το παραρίχνεις, όχι.

ΑΝΑΞΙΟ Α΄

Στο φως σου σταματώντας, μια γαλήνη

θα ξαναβρούνε οι λογισμοί μου οι πλάνοι,

και της απελπισίας τ’ άυπνο καπλάνι

για λίγο τ’ άγριο νύχι θ’ απαλύνει.

Μα ο καημός της πατρίδας δε μ’ αφήνει∙

αλλιώς, ήθε σου πλέξω ένα στεφάνι

που άλλο όμοιο σαν κι αυτό να μην εφάνη∙

τόσο ήθελε η θωριά σου τ’ ομορφήνει.

Του νησιού μου τες μύριες ομορφάδες

σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη,

που όλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες.

Page 12: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

12

Μα σ’ εσέ σταματώ∙ γιατί έχει χάρη

κάλλιο παρ’ άλλη γης η Κέρκυρά μου,

μα μες στην Κέρκυρα μου εσύ, κυρά μου.

ΑΝΑΞΙΟ Β΄

Πόσες φορές με την ψυχή μου σ’ είδα

ν’ ακουμπάς σε μια μαρμαροκολώνα

του φεγγαροβρεμένου Παρθενώνα

σα σε κρίνο απαλό μάγου άστρου αχτίδα.

Και τώρα απ’ τη μεγάλη Πυραμίδα

ανάερα πλες με αθανασίας κορώνα

σα να εζούσες ισόθεη στον αιώνα

των ωραίων και υψηλών αντιφεγγίδα.

Σα θα ξανάμαι αγνάντια σου και ομπρός μου

θα λάμπουν τα δύο μάτια σου, θα λέω

πως βλέπω όλα τα θάματα του κόσμου,

πως αγκαλιάζω ό,τι υψηλό και ωραίο∙

και ξεψυχώντας στο φως της ειδής σου

τη γλύκα θ’ αγροικώ του παραδείσου.

ΠΑΤΡΙΔΑ

Μάνα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα

σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη

με δάφνες, τι δεν είσαι με τα δώρα

της αθάνατης Νίκης στολισμένη;

Αχ! πότε θα ’ρθει, πότε θα ’ρθει η ώρα

να ματαστράψει η όψη σου η σβησμένη

και την ερημωμένη σου τη χώρα

μ’ ελπίδα να φωτίσεις, ω αντρειωμένη;

Πατρίδα μου, σηκώσου. Ας λάμψει πάλι

στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου

και της Ελευτεριάς θε να προβάλει

η μέρα και το θείο πρόσωπό σου

Page 13: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

13

θα λάμπει σαν τον ήλιο της. Μεγάλη

θα γίνεις κι αλιά τότε στον εχτρό σου.

ΔΕΚΑΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟΝ

Όταν φθάν’ η στιγμή που κοπιασμένος

ο ήλιος αρχίζει να νυστάζει

και την σβησμένην όψη του σκεπάζει

εις πορφύρινη χλαίνα τυλιγμένος,

τότε στρέφω το βήμα διψασμένος

εις του Mühlberger την πηγή, όπου στάζει

εν εξαίσιο ποτό, που εκείνου μοιάζει

που ευφραίνει των θεών τ’ Ολύμπιο γένος.

Εκεί περνώ τες ώρες λησμονώντας

και πατρίδα και φίλους. Ένα μόνο

πρόσωπ’ ολόγυρά μου φτερουγίζει

στα νυσταγμένα μάτια μου κοιτώντας

με βλέμμ’ αγάπης, οπού εκράζει πόνο –

με μάτι μάνας που πικρά δακρύζει.

ΠΑΡΘΕΝΑ, ΠΟ ’ΧΑΣΕΣ…

Παρθένα, πο ’χασες τη μάνα σου, απομένεις

τώρα στην άγρια και σκληρή του κόσμου μάχη

με δίχως μια ψυχή να σ’ αγαπά μονάχη

και την αγλύκαντή σου νιότη έτσι μαραίνεις.

Με δάκρυα ενώ το δρόμο της ζωής διαβαίνεις,

μη σου βαραίνει την καρδιάν αν ίσως λάχει

πάλι ν’ ακούσεις τη φωνή μου. Αυτή δε θάχει

για σένα παρά λόγια αγάπης νεκρωμένης.

Απ’ τη μεγάλη ερμιάν οπού σε ζώνει τήρα

μες στα βάθη του εαυτού και ξαναθυμήσου

πως ήσουν ευτυχής πριν γένει ο χωρισμός μας.

Θα παρηγορηθείς αφού κλείσεις τη θύρα

εις το παρόν και βυθιστείς με την ψυχή σου

Page 14: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

14

εις τες χρυσές στιγμές του πρόσκαιρου έρωτός μας.

Σ’ ΕΓΝΩΡΙΣΑ, ΚΑΛΕ…

Σ’ εγνώρισα, καλέ, κι εθαύμασα κλεισμένα

του πνεύματος και της καρδιάς εις την ψυχή σου

ν’ ανθούν τα δώρα, ώστε από σε της παραδείσου

αύρα ζωογονεί και στήθη νεκρωμένα.

Δεν είδα αργότερα το φως, ώστ’ ενωμένα

τα πρώτα χρόνια της ζωής εγώ μαζί μου

να ζω με την πνοή σου

στα ύψη πόχ’ η τέχνη θαύματα πλασμένα.

Δε φτάνει εκεί κανείς αν δεν του δώσει η μοίρα

ομόψυχον θνητόν το θάρρος του ν’ αυξήσει∙

αλλ’ αν σ’ εμέ του ιδανικού κλειστή ’ναι η θύρα,

θα ’ρθει ακτίνα χρυσή το σκότος να διαλύσει

αν στην ενέργεια του καλού δε μείνει στείρα

η γενεά σου κι οδηγόν εσέ γνωρίσει.

ΜΕ ΠΑΝΙΑ

Φύσ’ αγεράκι δροσερό, φύσα μονάχο

συ, κατά τη στεριά να σ’ έχω πάντα πρύμα∙

κι α στο δρόμο μου ξέρες ή ρουφήχτρες λάχω,

ό,τι κι αν τύχει, φύσα, εσύ δε θα ‘χεις κρίμα.

Εκεί στην έρμη ακρογιαλιά που σκα στο βράχο

παντοτινά βογγώντας τ’ αγριεμένο κύμα,

εκεί σ’ ένα άσπρο ασκηταριό θα ’θέλα να ’χω

της αποδέλοιπης πικρής ζωής μου μνήμα.

Αχ! ασημένια μου αντηλιά μες την αφράτη

ανατριχίλα του πελάου, μονάχη εσένα

στερνή μου θα ’χα συντροφιά πάντα γελάτη!

Κι ότα χαρούμενος ο γλάρος μ’ απλωμένα

φτερά θα εχούμαε κατά σε, τοτ’ ίσως κάτι

σα λαχτάρα ευτυχιάς θα ’ρχότουν και σ’ εμένα.

Page 15: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

15

ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑ

Θανάτου στοχασμός, ανήμερο γεράκι,

εσκόρπισε με μιας τα ολόχαρα ερωτούδια,

που στολισμένα με χιλιόχρωμα λουλούδια

μου λέγαν το καθέν’ απ’ ένα τραγουδάκι.

Και μοιρολόγια του καημού, μαύρο φαρμάκι,

ακούονται αντίς από χαράς γλυκά τραγούδια∙

στίχοι που σα χρυσά πετούσαν ψυχαρούδια,

μελανοί τώρα, μελανοί ’ναι σαν κοράκοι.

Μα ξάφνου άσπρο κατάσπρο τάφο βλέπ’ ομπρός μου

κι ένα στεφάνι η λευκοφόρα Καλοσύνη

απάνου του κρατεί θαμπώνοντας το φώς μου

και γύρω της μοσκοβολούν άχραντοι κρίνοι

με ατάραχη ομορφιά, με μάγεμα άλλου κόσμου,

σαν πράξεις αγαθές που η λάμψη τους δε σβήνει.

ΞΑΝΑΦΕΓΓΕΙ

Νεκροκάραβου μέγα αρμενοπάνι

του πόνου η αντάρα ομπρός μας μαύρο εστήθη∙

της μάνας μας πατρίδα τ’ άγριο αστήθι

το ξέσκισε της Μοίρας το δρεπάνι.

Ξανάφεξε και πάλι εροδοφάνη

νέα πλάση και ο καημός ελησμονήθη

στες καρδιές η πατρίδα αναγεννήθη

με της ελπίδας το χλωρό στεφάνι.-

Κι η Αγάπη σου -ω φιλιά ψυχών και χάδια-

μπήκε στο νεκροκάραβο του Χάρου

και σου ’μεινε η καρδιά για πάντα αχ! άδεια!

Όχι! σαν ξεδακρύσεις ξαναχάρου!

Βλαστάρι αγγελικό νέου παραδείσου

σου τη νεκρανασταίνει το παιδί σου.

Page 16: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

16

ΣΩΚΡΑΚΙ

Γλύκας ανεγδιήγητης ανάβρα

χύνει το νεραϊδένιο σου το διώμα∙

μα εκεί ψηλά διπλό κάθε σου χρώμα,

τρίδιπλη κάθε χάρη σου ξανάβρα.

Φαντάζανε, στα χιόνια, σαν πιο μαύρα

τα δύο μεγάλα μάτια σου κι ακόμα

πιο φλογερό το κοραλλένιο στόμα,

πιο καυτερή του ζυγωμού σου η λάβρα.

Ξένης παράξενο άνοιξης αγιούλι,

ζαλιστικό τριόντισμα στην έρμη

κατάκρυα πλάση γύρω σου σκορπούσες,

που μέσα μας επέρνα ως το μεδούλι∙

με ξέφρενης, ωϊμέ, λαχτάρας θέρμη

την καρδιά μας κολάζοντας μεθούσες.

ΜΟΥΧΡΩΜΑ

Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα

και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει∙

στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει

ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα.

Χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,

που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,

την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει

σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη∙ ξανθές κρινοτραχήλες

αγάπες, γαλανά βασιλεμένα

μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα∙ πλάνα δώρα ζηλεμένα

της ζήσης, που αχνοσβηέται και τελειώνει

σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.

Page 17: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

17

ΕΡΜΟΝΕΣ

Ονειρεμένα, λυγερή μυρίκη,

την ωραία αντιφεγγίδα σου στοιχειώνει

η ακύμαντη άρμη, ως με κάτασπρα χιόνι

λουλούδια κλεις μαύρης σπηλιάς τη φρίκη.

Σμίγεις πνοές με το αφροδίσιο φύκι

και ο ξεχυτός βράχος που εσέ κουπώνει

χρυσώνεται όλος όταν σουρουπώνει

χωρίς αχτίδα ηλιού σ’ εσέ ν’ αφήκει.

Έχ’ η γη γλύκες που άλλη δεν αιστάνθη

ψυχή παρά η φιλέρημη, η ανυφάντρα

των υπέργειων ονείρων, και μες τ’ άνθη

του ίσκιου, στο έμπα από τ’ απόκρυφ’ άντρα

το μυστήριο απαλά την αγκαλιαζει∙

γένετ’ ένα μ’ αυτό και αναγαλλιάζει.

ΜΑΛΛΙΑΡΟΣ

Μάλαμα εφέγγαν τα μαλλιά σου πλήθια,

ω Απόλλωνα, σαν έψαλλαν οι Μούσες

γύρω σου και γυμνές σαν την Αλήθεια

οι Χάριτες χορεύανε μαλλούσες.

Και, Όμηρε εσύ, τα μαλλιαρά τα στήθια

των παλαιών παλικαριών υμνούσες

που μέσα στα χρυσά σου παραμύθια

φιλούσαν και θεές γλυκογελούσες.

Στου πόθου ή στης μαλιάς το πάλεμα, όσα

δόξα ερωτιάς χαρίζουν ή θανάτου:

πλιο λαμπρά ονειροϋφαίνει κι άλλα τόσα

ο Μαλλιαρός –που, αν πέσαν τα μαλλιά του,

μα απ’ το τραγούδι εμάλλιασέ του η γλώσσα

κι απ’ την αγάπη εμάλλιασε η καρδιά του.

Page 18: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

18

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

(Εγκοίμηση)

Άρρωστε, ιδές, λαμπρά σβήνεται η μέρα,

τριανταφυλλί προμήνυμα του χάρου∙

τόση γαλήνη στα γεμάτα χάρου

που μοίρα σου φιλεύει ανοιχτοχέρα.

Και στο ναό που άσπρος φαντάζει πέρα –

σα νά ’γιναν κολώνες του μαρμάρου

οι αρμονίες ενός ύμνου του Πινδάρου

πήζοντας ξάφνου μες τον άγιο αγέρα –

έμπα, κοίμου και ο ύπνος θα σε γιάνει∙

θα ονειρευτείς την ομορφιά την ίδια

που με τ’ αρχαίο τραγούδι θα γλυκάνει

της καρδιάς σου τα θλιβερά ξεσκλίδια:

«Τον αγαπά ο Θεός πεθνήσκει νέος.

Μην ξυπνάς∙ είμαι ο Θάνατος ο ωραίος».

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Σαν η ψυχή δόξας φορεί στεφάνια

και για πλούτο ή για δύναμη φουσκώνει,

ενάντιο λόγο ή νόημα δε σηκώνει∙

συγχώριο δε γνωρίζει η περηφάνια.

Μα από αψύτερη καίεται κακοφάνια−

και υποψία προσβολής την φαρμακώνει−

καρδιά που αδικοσέρνεται στη σκόνη

και πικροπαραδέρνει στην ορφάνια.

Και τούτη συμπαθάει∙ τι, όσο τη σφάζει

πλιο αλύπητα ο καημός, τόσο κάθ’ άλλη

έγνοια εγδικήτρα μέσα της λουφάζει

και χωνεύει, σα σπίθα στην αθάλη∙

ξεσπάει αγνάντια στην όχτρητα και στ’ άχτι

μόνη η αγάπη, αγνή φλόγα, από τη στάχτη.

Page 19: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

19

ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΙΤΣΑ

Σαν πεθάνω, εδώ θά ’ρθω με τα μύρια

φαντάσματα άυπνα μέσα σε άυλα γνέφια

ή σε ασημοβολής μαϊκά σεντέφια

τ’ άγια της νύχτας να χαρώ μυστήρια.

Να ιδώ των ξωτικών τα πανηγύρια,

των τελωνιών τα θεότρελα κέφια,

του Νεραϊδοχορού ν’ ακούσω ντέφια

και Σέρηνων τραγούδια ή και μαρτύρια.

Και άμα στ’ αστέρινά τους χρυσαμάξια

οι αγγέλοι φύγουν και ο ήλιος φέξει πίσω,

ύμνο στην τετραγάλανη μονάξια

πουλί τ’ άγριου γιαλού θα κελαηδήσω∙

τεχνίτρα η πικροθάλασσα παράξια

της λαλησιάς μου θα βαστάει το ίσο.

ΝΙΚΗ

Εβρέθηκ’ ένα ατίμητο βλησίδι!

Τώρα που οι αρχαίοι ξανάζησαν αγώνες,

που της Πατρίδας δίνουν ζωογόνες

φλόγες, αντριάς πολεμικής μισίδι,

του Γένους μας παμπάλαιο στολίδι,

πο ’λαμψε στου Ηρακλή τους ελαιώνες

έπειτ’ από εικοστρείς και πάλ’ αιώνες

ξαναστράφουν οι Ωδές του Βακχυλίδη.

Σ’ εμάς τον στέρνει τώρα η Ελλάδα Μάνα

θριάμβου αρραβώνα στη μεγάλη Πάλη,

και το Γένος μ’ ελπίδας θρέφτει μάννα

που σ’ άγιο Αγώνα θα νικήσει πάλι.

Μάνα! Τους νέους Σου ήρωες να εγκωμιάσει

γεννηθήτω ποιητής που να του μοιάσει!

Page 20: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

20

ΕΛΙΑ

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,

γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη

πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει

σα να ‘θελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι, στο μεθύσι

της αγάπης πιπίζοντας, ανοίγει

στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,

στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ω πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,

με τη μαγευτικιά βοή που κάνουν,

ολοζώντανης νιότης ομορφάδες

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν.

Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν

και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.

ΟΜΟΡΦΙΑ

Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι

της δουλειάς, τυραγνιούνται στο λιοβόρι,

σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,

κι όλους, από το χτίστη ως το μανάβη,

διάφορου δίψα μόνο τους ανάβει−

περνάς εσύ τόμου σκολάσεις, κόρη,

σαν περιστέρι, και το αγνό σου θώρι

τέλεια κάθε άλλη επιθυμία τους παύει.

Μακριά απ’ τ’ ανθισμένα περιβόλια

και αφώτιστοι απ’ της τέχνης την αχτίδα,

όμως για σε ξεχνούν καθ’ έγνοια δόλια

και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα

σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου:

«Η Παναγιά, πιτσούνι μου, κοντά σου!»

Page 21: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

21

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Με εκοίταξε ένα σούρουπο το Μάη,

το μοσχοβολισμένο Μάη το μήνα,

και η ματιά της για πάντα μου επρομήνα

ευτυχία, που το ουδέν δεν πεθυμάει.

Μα ο πόθος δεν χορταίνει, όσο κι α φάει,

μες την καρδία μου μπήγεται σα σφήνα∙

σα διψασμένη λιώνεται αλαφίνα

η ψυχή, όση γλύκα κι α ρουφάει.

Μάγο ανέσπερο φέγγος του θανάτου,

εσύ, ναι, με γλυκιά παρηγορία

πραΰνεις καθενός τα βάσανά του.

Μεσ’ απ’ την αλαβάστρινην υδρία

ό,τι κι αν τάζεις δίνεις∙ αφανίζεις

την πεθυμιά, τους ύπνους αιωνίζεις.

ΚΡΗΤΗ

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι

σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,

αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια

μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη

κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια

του αγέρος πλατωσία και στα βασίλεια

της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη:

«Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας

θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.

Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,

πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία∙

θάνατο, αθανασία κι ελευτερία».

Page 22: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

22

ΨΥΧΟΦΙΛΗΜΑ

Χρυσάρμενα ονείρατ’ αργοπλένε

στα πέλαγα του πόθου οι φαντασίες

και κατακεί αρμενίζουν, όπου επήες,

όπου τα δυο σου μάτια γελοκλαίνε,

όπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένε

κρίνε της ομορφιάς, κι οι μελωδίες

των τραγουδιών σου σμίγουν τες μαγείες,

που μες τ’ αγνά σου χείλη σιγοπνένε.−

Χάρου, καρδιά μου θλιβερή, και αγάλλου!

Πέρασε η μαύρη νύχτα κι η άγρια μπόρα∙

άνθι και συ μικρό μες του μεγάλου

κόσμου το περιβόλι άνοιξε τώρα.

Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει∙

τώρα ξέρει. Ω πανάχραντο μεθύσι!

ΑΡΓΥΡΟΚΟΥΠΑ

Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο

απ’ άδολο κρασί που πορφυρίζει,

με κίνημα θερμό, μ’ αίστημα ακράτο

ένα φτωχό ποτήρι σ’ αντικρίζει,

σε λαχταράει, σε γγίζει∙ μα τ’ αφράτο

πιοτό σαν αίμα χύνεται, σκορπίζει.

Και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτο,

γιατί το σκούντημά σου το τσακίζει.

Και συ στέκεις ατάραχτη και κρύα,

αργυρόκουπα, πλούσια ιστορισμένη,

με την περήφανή σου θεωρία.

Είσαι να σ’ αγαπούν συνηθισμένη∙

στην πικρή της ζωής χαροκοπία

δε δείχνεις με τι σ’ έχουν γεμισμένη.

Page 23: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

23

ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Του μυστήριου ανασήκωσε την πέτρα

και μη σκιαχτείς το δάγκωμα του αστρίτα∙

την αλήθεια ακατάπαυτα αναζήτα

και ιδές αν είναι, ως λεν, ψυχοπονέτρα.

Μία μία τες σαγιτιές του πόνου μέτρα

και άγρυπνος τες πληγές που ανοίγουν κοίτα∙

μηνύτρα φτάνει η καθεμιά σαγίτα

απ’ της άσπλαχνης Μοίρας τη φαρέτρα.

Και α βρεις που ο πόνος είναι η μόνη αλήθεια,

τότες απ’ τ’ αντρειωμένα σου τα στήθια

γδύσου την ταπεινότη της ορφάνιας∙

στης Ομορφιάς, στης Δύναμης τη γλύκα,

με αλαλητό χαράς και περηφάνιας

γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα.

SANSARA

Δεν λαχταρώ κι αναστενάζω γι’ άλλη

καλοτυχία, παρά για τα φιλιά σου∙

μα εσύ πετάς να στήσεις τη φωλιά σου

μ’ άλλο ταίρι σε ξένο περιγιάλι.

Γεια σας, φανταχτερά Νεράιδων κάλλη,

κόρη αηδονολαλήτρα, μάισσα, γεια σου!

Κλαίω τη ροδοχιονάτη αμαλαγιά σου

σα να ’χε πας στου Χάρου την αγκάλη.

Μα δε σε θέλει ο Χάρος. Γράφ’ η Μοίρα

πολυζώητο στη γης να μυριανθήσεις

τριαντάφυλλο ερωτιάς, και με τα μύρα

του κόρφου σου τον κόσμο να μεθύσεις.

Μες της θείας σου γλύκας την πλημμύρα

την πίκρα της Αλήθειας να βυθίσεις.

Page 24: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

24

ΕΙΔΩΛΑ

Άχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι,

της ζωής μου ακριβό, κρυφό καμάρι,

από καθάριο βγαίνετε ζυμάρι

κι είσαστε γεννημένοι όχι όπως τύχει.

Δεν κελαηδήτε ανούσιοι κι άσκοποι ήχοι

σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη,

μα κι ούτε παρατάτε το συρτάρι

να βρείτε αγοραστή τόσο τον πήχυ.

Γιατ’ είσαστε ψυχούλες και κορμάκια

των πόθων και των πόνων μου, που πλήθια

πικρά μ’ εσυχνοπότισαν φαρμάκια.

Είδωλα ’ναι οι χαρές, καημός η αλήθεια

και αλήθεια είν’ η ζωή. Μα τι με μέλει!

Θωρώ εσάς κι ο καημός γίνεται μέλι.

ΠΟΡΤΑ ΡΙΑΛΑ

Του Υπερανθρώπου, με τα δώρα τ’ Άρη,

η ελπίδα στην καρδιά μας φλόγα ανάβει.

Αχ! ώσπου σάρκα ο πόθος μας να λάβει,

το ιδρύ θα γέρνει ομπρός στο μανιτάρι.

Και σένα, αντρείας σύμβολο, σκουτάρι

της Λευτεριάς, σ’ εγκρέμισαν οι σκλάβοι

κι οι αδύνατοι, σ’ εφάγαν οι εργολάβοι,

σαν τα σκουλήκια το νεκρό λιοντάρι.

Πάει το θεριό, που μ’ ασκωμένο νύχι

γης κι ουρανό φοβέριζε, και οι τοίχοι

παν, που μπαρούτι κι αίμα είχε τους βάψουν.

Να μπορούσαν να ζήσουν τούτοι οι στίχοι

όσο εσύ θα ’χε ζήσεις, να σε κλάψουν

και κείνους που σ’ εχάλασαν να κάψουν

Page 25: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

25

ΚΕΡΚΥΡΑ

Η θάλασσα εσπαρτάρησε ως τον πάτο

κι άφρισε σαν εδέχτηκε στον κρύο

κόρφο ακόμα ολοζώντανο το θείο

σπόρο, απ’ τον ουρανό σταγμένο κάτω.

Τότες βγήκε απ’ το πέλαγο τ’ αφράτο,

τέρας της ομορφάδας και σημείο,

τ’ άγιο της Αφροδίτης μεγαλείο,

γλύκες ερωτικές όλο γιομάτο.

Μα το δρεπάνι, που ’χε αυτού σκορπίσει

του θεού τ’ αμελέτητα, και κείνο

μες το γιαλό μελλότουν να καρπίσει.

Κι έτσι, Αφροδίτη των νησιών, με κρίνο

και ρόδο πλουμιστή, γιομάτη γλύκες,

Κέρκυρα, απ’ του Ουρανού το αίμα εβγήκες.

ΚΑΡΔΑΚΙ

Τ’ άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου

ναού, στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι,

χορταριασμένα κείτονται. Γελάει

γύρου ομορφάδα κόσμου πάντα νέου.

Και λέω που ακόμα απ’ την κορφή του ωραίου

βουνού στ’ άσπρα ντυμένη ροβολάει

η αρχαία ζωή κι αυτού φεγγοβολάει

λαμπρός ναός τεχνίτη Κερκυραίου.

Χρυσόνειρο, σε βλέπω γιατί μ’ έχει

μαγέψει το νερό στην κρύα βρύση,

που μέσαθε από τ’ άγιο χώμα τρέχει.

Έτσι κάποιος θεός θα το ’χει ορίσει.

Κι όποιος ξένος εκεί το χείλι βρέχει

στα γονικά του πλια δε θα γυρίσει.

Page 26: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

26

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Πέτα, Αγάπη, στα ουράνια και χαιρέτα

τη μάνα μου και δείχ’ της τα φτωχά μου

τούτα τραγούδια, κι έπειτα εδώ χάμου

βλογημένα απ’ αυτήν ξανάφερέ τα,

μ’ ένα χαμόγελό της χρύσωνέ τα,

και σαν πετράδια ατόφωτα, σαν άμμου

χρυσού κλωνιά, χαρές και βάσανά μου,

θα γυαλίσουν μες στ’ άτεχνα σονέτα.

Σαν αλκυόνα, Αγάπη, με φτερούγες

απλωμένες διαβαίνεις ιριδένια

κατάστρωτες με φως ανάερες ρούγες.

Στης ζωής τ’ άγριο πέλαο νεραϊδένια

χαρίζεις καλοσύνη, όθε φωλιάζεις,

και μ’ όνειρα ουρανού το ασπρογαλιάζεις.

ΛΗΘΗ

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε

την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει

ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει

μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ’ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε

στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση∙

μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει

α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,

διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδήλι,

πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται.−

Α δε μπορείς παρά να κλαίς το δείλι,

τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν∙

θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Page 27: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

27

ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΟΛΥΛΑΣ

Στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει

της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας

και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας

η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει,

άσκωσες διαμαντένιο μετερίζι

και στη μέση, ομορφιάς θάμα και τέρας,

ναό της Μεγαλόχαρης Μητέρας

έστησες, που σαν ήλιος πορφυρίζει.

Ποτέ στ’ αραχνιασμένο βάραθρ’, όπου

μες τη μούχλα και μες τη φαρμακίλα

οχιές κλωσούν οι κάκητες τ’ ανθρώπου,

ποτέ δεν εκατέβηκες κι εκύλα

η φωνή σου βροντή κι έκαιε σα φλόγα

τους πονηρούς, μα τους καλούς ευλόγα.

ANGELICA FARFALLA

Στ’ ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια

ακροπατώντας η ψύχη, σα να ’χει

μισoαπλωμένα τα φτερά, μονάχη

κινάει να βρει την άπειρη, γαλάζια

μοναξιά γιατρεμό για τα μαράζια,

που τόσο την παθιάζουν∙ και σα λάχει

ν’ αντικρίσει τ’ ωριόπλουμο σελάχι

κι όλα τ’ αστραφτερά χρυσά τσαπράζια

του Ήλιου, ορθοποδίζει ερωτεμένη

στης ασημοβολής το μονοπάτι,

που ίσια τη βγάνει στ’ άσπιλα τεμένη

της ομορφιάς κι εκεί, με την απάτη

πως θα πορεύεται αιώνια ιεροδούλα

στ’ άγιο φως καίεται σαν πεταλουδούλα.

Page 28: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

28

ΑΛΚΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

(του πατέρα του)

Γιατί δεν τον φαντάζεσαι που ανέβη

να ψάλει σ’ άλλη γη μ’ αγγέλου λύρα

το τραγούδι, τρισεύγενή σου κλήρα,

που τ’ άχτια κάθε ζήσης ειρηνεύει;

Σ’ όλο τ’ άπειρο μ’ άγρια βασιλεύει

Μέδουσας κεφαλή πάνοπλη Μοίρα.

Στης πίκρας την πεντάμαυρη πλημμύρα

μόνη η ομορφιά για λίγο αντιπαλεύει.

Και -ω μυστήριο- καθώς διαβαίνει απ’ άστρα

σ’ άστρα, φως ζέστα, δύναμη μαγνήτη,

μες τη μενεξεδένια ουράνια πάστρα

με μάτια της ψυχής, σ’ άλλο πλανήτη

να κατεβαίνει φεγγοστάλαχτ’ είδα

(γιατί τον κλαις;) σαν αρμονίας αχτίδα.

EXCELSIOR!

Κρύο κρούσταλλο νερό τα ηλιοφρυμένα

χείλια θα ογράνει∙ ευγενικιά ανθρωπότη

θα τους φιλέψει πλούσιο φαγοπότι∙

κορμιά απ’ την πλήθια χάρη αλαφρημένα,

αγάλματα θεών ζωντανεμένα,

θ’ αγναντέψουν στη Νίμπρο εκεί την πρώτη

της λευτεριάς αστραφτερή λαμπρότη,

τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα.

Και ανηφορούν οι βλάμηδες λεβέντες

στ’ ατέλειωτο φαράγγι όλο χαλίκι

μονοσκοίνι με γέλια και κουβέντες.

Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι∙

μα τους θεριεύει η ελπίδα του θανάτου

με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του.

Page 29: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

29

ΧΑΡΡΙΣ

Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας

σ’ εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου

το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου

ν’ άστραφτε από το «εν τούτω νίκα» ο αιθέρας,

και σα σε λάμψη παρουσίας δευτέρας

μ’ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου

νά ’βλεπες στο βυθό του Παμπονήρου

να γκρεμιστεί η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.

Και σε λόγου σου τότε έκαμες τάμα

να φτάσεις όπου αυτός μόνος ξαμώνει

που ’ναι ποιητής και μάρτυρας αντάμα.

Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη

σου ’λειπε του θανάτου −κι ένα βόλι

σ’ έστειλ’ ήρωα στο ηλύσιο περιβόλι.

ΝΙΚΟΣ ΚΟΓΕΒΙΝΑΣ

Και αν είναι άλλη ζωή, θα ’ναι για σένα

ο αθέρας τουτηνής. Βαθιά γαλήνη

σιωπής αρμονικιάς θα μεγαλύνει

τα πλήθια μάγια σμίγοντάς τα σ’ ένα

θεράπιο θεϊκό∙ τη μια παρθένα

που εφίλησες κι ο πόθος σου την κρίνει,

τα πέντε σας παιδιά που άχραντοι κρίνοι

ανθούν κι αλλιώς σου μοιάζει το καθένα

πεντάμορφο, και τ’ άδολο της Γνώσης

ανάμα, και τη φώτιση του Ωραίου

κι όσα δάκρυα φτωχών έχει στεγνώσεις

και, με τη λάβρα τ’ άξιου Κερκυραίου

για του νησιού σου την ευδαιμονία,

για το Γένος, την ένθεη μανία.

Page 30: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

30

ΕΛΑ ΠΑΡΘΕΝΑ ΜΟΥ...

Έλα, παρθένα μου, να ιδείς πώς λάμπει το φεγγάρι.

-Φεύγα, μην τύχει και σε ιδεί το φως του ηλιού κοντά μου.

-Κάθησε κάτω, αγάπη μου, στο πράσινο χορτάρι,

φόβο μην έχεις, κάθησε, πέσε στην αγκαλιά μου.

-Φοβούμαι μη η μανούλα μου με ξυπνήσει και με κράξει,

φοβούμαι μη τα λόγια μας τα πάρει τ’ αγεράκι,

μήπως τ’ ακούσει φθονερός, μήπως πουλί πετάξει

και δει στα χείλη μας ζεστό τ’ έρωτος το φιλάκι.

-Πέσε, έλα, πέσε, αγάπη μου, στα χείλη μ’ αποκάτου.−

Στην αγκαλιά του έπεσε η εύμορφη παρθένα

κι έκρωζε κει ’νας κόρακας. Φαρμάκων’ η λαλιά του.

Τα μελωμένα τους φιλιά, και τα ζευγαρωμένα

κουφάρια τους εμείνανε− δες, την αστροφεγγιά του

το μισοφέγγαρο έκρυψε... −μαζί μαχαιρωμένα.

ΠΟΙΗΣΙΣ

Στην μοναξιάν, όπου ψηλός κρημνός σηκώνει

την κεφαλή του προς τα σύγνεφα κι αφήνει

τον καταρράκτη να βογγά και να φουσκώνει

και τα μαρμάρινα τα στήθη του να πλύνει,

εκεί που δάσος το λαγκάδι περιζώνει,

ενώ μεσουρανίς φιλέρημη σελήνη

ασημοΰφαντο λαμπρό μαγνάδι απλώνει

εις την απέραντη του σύμπαντος γαλήνη,

αυτού η καρδιά μ’ απ’ τη χαρά της ξεχειλίζει,

όταν ακούω την αγάπη μου να ψάλλει

των αθανάτων ποιητών τους θείους στίχους.

Τότε θαρρώ πως εμπροστά μου φτερουγίζει

αιθέρια μούσα μ’ όλα τ’ ουρανού τα κάλλη,

θαρρώ πως αγροικώ της λύρας της τους ήχους.

Page 31: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

31

Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Εις την γλυκιά της νύκτας ήσυχη ερημία,

ενώ λαμποκοπούν τ’ αστέρια μαγεμένα,

τ’ αέρι παίρνει απ’ τους ανθούς την ευωδία

και τα νερά κρυφομιλούν ερωτεμένα.

Τότ’ αγκαλιάζω αν αγροικώ την αρμονία

όπου τ’ αηδόνια χύνουν, στα κλαριά κρυμμένα,

ή κι αν ερωτική μου ψάλλει μελωδία

μέσα εις βαρκούλ’ αηδονολάλητη παρθένα.

Κι ευτύχημ’ άλλ’ ο νους μου δεν επιθυμάει

παρ’ όλην την ζωήν μου να την ναναρίζει

τέτοι’ αρμονία που τα πάθη όλα νικάει.

Εις την ψυχήν η Μουσική φτερά χαρίζει,

ώστ’ ημπορεί μακράν του κόσμου να πετάει

κι εις ύψη αιθέρι’ από ηδονή να λαχταρίζει.

ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ

Είσ’ έμορφη, σεμνή χωριατοπούλα

και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις,

δροσερή και γελούμενη ροδίζεις,

όπως στον ουρανό ροδίζ’ η αυγούλα.

Καθώς μες το τριαντάφυλλο η δροσούλα,

όμοια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις,

σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις

και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα.

Όλοι αντάμ’ ας φιλούν οι άλλοι μία

γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,

που κλαίει τα μαραμένα της τα νιάτα.

Εγώ σέν’ αγαπώ, σέν’ αγκαλιάζω.

Αν τη φωνή σου ακούσω, αναγαλλιάζω.

Λιώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα.

Page 32: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

32

ΣΤΟ ΦΙΛΟ Γ.ΚΑΛΟΣΓΟΥΡΟ

Όταν ξυπνάς στο αυτί σου έν’ αντηχάει

μονάχο «καλημέρα» ευλογημένο,

που η μάνα αγάλι αγάλ’ ηχολογάει

στο παιδί της κοντά τ’ αγαπημένο.

Την νύχτα πριν τα δυο σου μάτια κλείσεις,

ο γέροντας πατέρας σε σκεπάζει

και σου λέγει γλυκά να τον φιλήσεις,

και αν φιληθεί, η καρδιά του αναγαλλιάζει.

Αλλ’ όμως, Γιώργ’, η αγγελική ψυχή σου

κάπου ν’ αναπαυθεί, κάπου να λέει

έχει ανάγκη τα κρύφια μυστικά της.

Τες ώρες της χαράς με τους γονείς σου

πέρασε, αλλ’ όταν η καρδιά σου κλαίει

στον φίλο θα ματάβρεις την χαρά της.

ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ

Ο κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι

κεντησμένο με ρόδα και με βάγια,

με ήλιους και μ’ άστρα, που το απλών’ η Μάγια

απάνου στης αλήθειας το σκοτάδι.

Σ’ αγαπούσαμε τόσο, έρμο ρημάδι,

γιατί στη μέση απ’ της ζωής τα μάγια

στην ψυχή μας φανέρωνες την άγια

του θανάτου θωριά, τον κρύον Άδη,

το τίποτε∙ και ανήξερα στα βάθια

του είναι μας εξύπναες μια λαχτάρα

να γλιτώσουμε απ’ όλα μας τα πάθια,

την πικρή να ξορκίσουμε κατάρα

της ζωής, και να μπούμε μονομίας

στ’ άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας.

Page 33: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

33

ΑΜΙΛΗΤΑ

Ποτάμι τρέχει η αγάπη και όσο τρέχει

πληθαίνει και στ’ ολόγλυκό της ρέμα

δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα

και ο δρόμος της, θαρρεί, σωμό δεν έχει.

Μα μπροστά της χωρίς να το παντέχει

του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα

απλώνεται γεμάτη δάκρυα κι αίμα,

και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.

Χρυσομάνα, εμαράθηκαν τα φύλλα

και χειμώνας πλακώνει∙ σε θωράω

κατάματα με τρόμου ανατριχίλα∙

Και σέναν’ αλαφιάζεται το πράο

άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερώτα:

θα χαρούμε άλλην άνοιξη, σαν πρώτα;

ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ

«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;

Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία

εδώθε». −«Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,

τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες.

Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,

κι εγώ να καμαρώσω μες τα ωραία

κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα

παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια∙

στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει

με της αντριάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει

σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου

ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».

Page 34: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

34

ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΝΝΑ

Τι με γνοιάζει πως είναι κελνερίνα,

αν μ’ όλη την καρδιά της μ’ αγαπάει,

αν τα στήθη της άσπρα είναι σαν κρίνα,

αν σαν τα Χερουβείμ χαμογελάει;

Σαν ο τυφλός που ξάφν’ ουράνι’ αχτίνα

το μαύρο σκότος γύρω του σκορπάει,

όμοια κι εγώ θαμπώνομαι από κείνα

τα δυο της μαύρα μάτια αν με τηράει.

Άμε χάσου ξερή Φιλολογία,

γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,

που ως τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.

Την Εμορφιά την κλασική σπουδάζω,

όταν γλυκά την Μίννα μου αγκαλιάζω,

όταν η Μίννα ένα φιλί μου δώσει.

ΤΑΜΑ

Κόρη αφράτη, με στήθια σαν το γάλα,

μ’ ολόξανθα μαλλιά σαν το χρυσάφι,

με μάγουλα π’ ο Έρωτας τα βάφει

ρόδισμα ουράνιο ραίνοντας μια στάλα,

σαν και σένα δεν είναι πλάσματα άλλα∙

σε λαχταρώ σα διψασμένο αλάφι.

Να τ’ αγαπήσω η μοίρα μου το γράφει

τα δυο σου μάτια μαύρα τα μεγάλα.

Εσύ είσαι η ευτυχία μου, εσύ το φως μου,

πως θα ιδώ στη ζωή μου τέτοιο θάμα

ποτέ δεν το εφαντάστη ο λογισμός μου∙

να μη σ’ απαρνηθώ σου κάνω τάμα,

έλα, χαρές και βάσανα του κόσμου

χεροπιασμένοι θα περνάμε αντάμα.

Page 35: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

35

ΟΝΕΙΡΟ

Νύχτα, με δίχως άστρα ουδέ φεγγάρι,

σε μιαν άγρια παράδερνα λαγκάδα∙

ξάφνου με σκιαχτερή ξένη ασκημάδα

τρεις Άχαρες θωρώ σ’ ένα λογγάρι∙

Η μεσινή ψηλά κρατεί λυχνάρι,

που των τριωνών φωτίζει την αχνάδα∙

ουρλιάζοντας μ’ αταίριαστη βραχνάδα

αργά ξαλλάζουν το εξάδιπλο αχνάρι

κι ομπρός μου σταματούν. Τότε στυλώνει

η καθεμιά τα μάτια κατά μένα∙

η μεσινή το λύχνο χαμηλώνει

και φου! τον σβηούν οι τρεις με φύσημ’ ένα.

Φρενιασμένος εξύπνησα. Αχ! το φως μου, −

την ίδια ώρα εσβήστηκε ο αδερφός μου!

ΠΛΗΡΩΜΑ ΧΡΟΝΟΥ

Οι Τούρκοι είναι θεριά, δεν είναι ανθρώποι.

Για χιλιοστή φορά πάλι σηκώσου!

Το τρισένδοξο θέλει ριζικό σου

θεριά να σφάξεις που τα θρέφει η Ευρώπη.

Πολύ ψηλά, κει που δε φτάνει τόπι

αφορεσμένου Τούρκου, Φράγκου ή Ρώσου,

είναι στημένο τ’ άγιο φλάμπουρό σου

στου Ιδανικού το ουράνιο κατατόπι.

Κι α σε κρατούν πιστάγκωνα δεμένη

κι α χίλια μύρια βάσανα παθαίνεις,

μα στο τέλος θε να βγεις κερδεμένη,−

είσ’ αίμα Ελληνικό και δεν πεθαίνεις.

Αν είναι ένας Θεός δικαιοκρίτης,

συ θα το δείξεις, Λευτεριά της Κρήτης.

Page 36: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

36

ΠΑΤΡΙΔΑ

Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι

στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,

σα νύφ’ η γη πο ’χει άμετρα άνθη προίκα,

λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,

εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα∙

τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,

λαχταρίζει η ζωή σ’ όλα τα μέρη.

Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,

κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει

πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα

να σου ξαναφιλήσω τ’ άγιο χώμα,

να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,

όμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα.

ΧΑΡΑΥΓΗ

Αχνά, σαν το ροδόβαμμα μιας πρώτης

ανήξερης αγάπης, ξημερώνει∙

την απάρθενη θάλασσα φουσκώνει

σαν γλυκοανασασμός πάναγνης νιότης,

και σαν άνθια κυλάει τον κάτασπρό της

ανάλαφρον αφρό, και η γης ασκώνει

τη λευκή καταχνιά και φανερώνει

την ομορφάδα της αιωνιότης

άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη. Μένει

σαστισμένη η ψυχή στη δροσεράδα

του αγέρος που όσο πάει κι ασπρογαλιάζει∙

το πάθος ξαστοχάει και αναγαλλιάζει,

σαν ο άγριος κρίνος που ξανοίγει αράδα,

στην άπειρη ωραιότη ερωτεμένη.

Page 37: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

37

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ (1855 - 1913)

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Στέφανος Μαρτζώκης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, γιος του ιταλικής

καταγωγής Λουδοβίκου Μαρτζώκη και αδερφός του επίσης λογοτέχνη Ανδρέα

Μαρτζώκη. Πήρε ελληνική και ιταλική μόρφωση. Σημαντικό ρόλο στις καλλιτεχνικές

ανησυχίες του διαδραμάτισαν τα πνευματικά ερεθίσματα που δέχτηκε από το

οικογενειακό του περιβάλλον. Το 1863 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην

Αθήνα και πραγματοποίησε ανώτερες σπουδές στη Γαλλία και την Ιταλία.

Εργάστηκε ως δάσκαλος ιταλικών στο γυμνάσιο του Αργοστολίου (1883-1885).

Μετά την κατάργηση του μαθήματος ο Μαρτζώκης βρέθηκε σε δυσχερή οικονομική

θέση. Άτυχος στάθηκε και ο γάμος του (1882-1889), από τον οποίο απέκτησε δύο

παιδιά με τα οποία εγκαταστάθηκε το 1897 στην Αθήνα. Στην Αθήνα έζησε

παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και δημοσιεύοντας ποιήματα και

μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Για μικρό χρονικό διάστημα

συναναστράφηκε τους παλαμικούς κύκλους, σύντομα όμως αποτραβήχτηκε και

έζησε απομονωμένος την υπόλοιπη ζωή του. Πέθανε στην Αθήνα. Στη λογοτεχνία

πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1878 με την έκδοση -σε μορφή φυλλαδίων- της

ιταλόφωνης ποιητικής συλλογής Poesie, Ore di tormento, ενώ η πρώτη ελληνόφωνη

συλλογή του κυκλοφόρησε το 1889 με τον τίτλο Ballades. Το 1900 με πρωτοβουλία

των φοιτητών και των καθηγητών Legrand και Pernaud του τμήματος Ανατολικών

Γλωσσών και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού εκδόθηκε

σε περιορισμένα αντίτυπα η ποιητική συλλογή του Μαρτζώκη Σονέττα. Το 1906

κυκλοφόρησε η σημαντικότερη, κατά την κριτική, ποιητική συλλογή του, με τίτλο

Βάρβαροι Στίχοι και Νέα Ποιήματα. Το 1911 δημοσίευσε μια εκτενή μελέτη για το

έργο του Σολωμού στο περιοδικό Grecia του Παρισιού.

Η ποίηση του Στέφανου Μαρτζώκη τοποθετείται στα όρια ανάμεσα στην

Επτανησιακή Σχολή και το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Επιδράσεις δέχτηκε

κυρίως από Ιταλούς ποιητές, όπως οι Λεοπάρντι, Καρντούτσι και Στεκέτι, αλλά και

από Επτανήσιους, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος και ο Αριστοτέλης

Βαλαωρίτης. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε το 1910 με το παράσημο του

Αργυρού Σταυρού των Ιπποτών. Τα Άπαντά του εκδόθηκαν το 1925 από τον γιο του

Καίσαρα Μαρτζώκη και με πρόλογο του Μαρίνου Σιγούρου.

Page 38: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

38

Page 39: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

39

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

ΣΟΝΕΤΑ

Η ΕΞΟΧΗ

Προβαίνει ο ήλιος σ’ όλη του τη χάρη

κι από λάμψη τον κόσμο πλημμυρίζει.

Μες στο χωράφι ατίμητο ζευγάρι

από βόδια θωρείς να τριγυρίζει.

Εδώ κοιτάς περήφανο μοσχάρι

στο πράσινο σιτάρι να βαδίζει,

εν’ άλλο εκεί γειρμένο στο χορτάρι

και το πλατύ ρουθούνι να καπνίζει.

Μύριες αξίνες σκάφτουνε τη γη

κι υψωμένες στον ήλιο λαμπυρίζουν.

Στους κάμπους βασιλεύει θεία σιγή,

κι ενώ θωρείς τα σπίτια να καπνίζουν,

άλλο πλια δε γροικάς τη χαραυγή

παρά τα βόδια αγάλι να μουγκρίζουν.

[Μια κουρασμένη ανάπαψη γυρεύω]

Μια κουρασμένη ανάπαψη γυρεύω

τη νύχτα τη βαθιά στη μοναξία,

με μύρια πάθη αδιάκοπα παλεύω

χωρίς ποτέ να βρω παρηγορία.

Μα μόλις το φεγγάρι ξαγναντεύω

να σκορπίζει παντού την ησυχία,

ωσάν τυφλός τριγύρω πασπατεύω

που μέσα μου γροικώ την τρικυμία.

Μες στην τόση γαλήνη που ξανοίγω

κι ούτε ζωύφι ακούεται ν’ αντισκόψει,

το μουγκρητό μέσα στο στήθος πνίγω.

Κι ενώ η ψυχή φλόγες και μίση θάφτει,

Page 40: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

40

με ξάστερο ουρανό μοιάζω στην όψη,

που μες στη σιγαλιά θωρείς ν’ αστράφτει.

[Όπου σκότος περσότερο, εκεί στρέφει]

Όπου σκότος περσότερο, εκεί στρέφει

μ’ απελπισία το δακρυσμένο μάτι∙

μίση η ψυχή μου αιώνια μέσα τρέφει

και μαύρους κόσμους με λαχτάρα πλάττει.

Μα ως βγαίνει το φεγγάρι από τα νέφη,

πάλι με φέρνει στη γλυκιά μου απάτη∙

λάμψη αργυρή το μέτωπό μου στέφει

κι ο λογισμός τρέχει στα ουράνια πλάτη.

Πόθος γλυκός αφ’ την ψυχή μου βγαίνει

μες στ’ απαλό χορτάρι καθισμένος∙

μέσα σ’ αυτήν την άπειρη οικουμένη

αν δεν είμαι ο θνητός που επλάστη πρώτος,

ας ήμουνα ο στερνός που δοξασμένος

μαζί με ήλιους θα ταφεί στο σκότος.

ΝΕΚΡΗ

Μένει βουβό κι ολόκλειστο το στόμα

και μόνη μας μιλεί η αχνή αθωότη∙

στα τόσα ιδανικά, στ’ αγνό το χρώμα

την πλιο ψυχρή θωρώ πραγματικότη.

Σαν άγαλμα μου φαίνεται το σώμα

μου εθέρμαινε σεμνά μια τέτοια νιότη∙

λες και ζητεί ο Χριστός να θάψει ακόμα

κάθε της γης μαρμάρινη θεότη.

Σ’ εσέ θωρώ την πρώτη μας θρησκεία,

κι εμπρός σ’ εσέ με μάτι δακρυσμένο,

την καταδίκη βλέπω του Φειδία.

Κι αν ο στρατός στο μνήμα επάνω μένει,

είν’ το σημείο του νικητή στημένο

Page 41: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

41

σε μια χρυσή θεότη νικημένη.

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΜΟΥ

Πολλές φόρες από το νου περνάει

σαν αστραπή μία λάμψη αφ’ το θεό μου,

κι η ψυχή μου να γράφω πιθυμάει

κλεισμένος στο μικρό δωμάτιο μου.

Όταν ακούω στη θύρα να χτυπάει

ο Άγγελος, το τέκνο το γλυκό μου,

κι οπίσω του συρτά ν’ ακολουθάει

το τρίτο το παιδί τ’ αγαπητό μου.

Ανοίγω και τα σφίγγω στην αγκάλη,

τα σηκώνω στα χέρια μου με μια

και τα φιλώ στ’ ολόξανθο κεφάλι.

Κι αυτά τα δυο γλυκύτατα παιδιά μου

ενώ μ’ ευφραίνουν μέσα την καρδιά,

είναι τα δυο φτερά στη φαντασιά μου.

[Δεν έχει πλια φτερά στην ωμοπλάτη]

Δεν έχει πλια φτερά στην ωμοπλάτη,

η σκέψη του δεν είναι φτερωτή

γη και ουρανό τ’ ολόφλογο το μάτι

ν’ αγκαλιάσει πλια τώρα δεν μπορεί

Ξανοίγει της ζωής τη μαύρη απάτη

και με γειρτό κεφάλι προχωρεί,

η φαντασιά κόσμους χρυσούς δεν πλάττει

και κεραυνό στο χέρι του κρατεί.

Με μύρια πάθη μέσα στην καρδιά του,

στη σκέψη του είναι ξένος ο ουρανός

και χάνεται στα βάθη η φαντασιά του.

Κι ενώ μένει βουβός και σκεφτικός,

να υψώνεται κοιτάζει ολόγυρα του

μονάχα του σιγάρου του ο καπνός.

Page 42: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

42

[Αν οι θεοί τ’ Ολύμπου μόνο ζούνε]

Αν οι θεοί τ’ Ολύμπου μόνο ζούνε

στη μαγική του τραγουδιού αρμονία

και αφ’ τον αιθέρα πλια δεν κυβερνούνε

τον ήλιο και τ’ αδάμαστα στοιχεία.

Αν χοροί στους ναούς δεν αντηχούνε,

αν δεν καπνίζει η άφθονη θυσία,

όμως στον κόσμο ακόμη κατοικούνε

τα πλάσματα τα αιώνια του Φειδία.

Κι εγώ πολίτης κόσμου παναρχαίου,

τ’ αγνό είδωλό μου να λατρεύω ξέρω

και να ’μαι δούλος πάντοτε τ’ ωραίου.

Κι αν τρέχω στο ναό σου, αρχαία θεά μου,

εκατόμβη δεν έχω να προσφέρω,

μα θα θυσιάσω εμπρός σου την καρδιά μου.

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΘΑΜΕΝΗ

Αδάκρυτο το σώμα σου πηγαίνει

στη σκοτεινή κι αιώνια κατοικιά του,

και σαν τον κλέφτη γλήγορα διαβαίνει

κι όλο αντηχεί το γέλιο ολόγυρά του.

Δεν έρχεται κανείς, δυστυχισμένη,

που σε βλέπει στο στρώμα του θανάτου∙

και το ρόδο στη λάσπη μέσα μένει

όταν πάρει κανείς την ευωδιά του.

Εφύγανε από σε τα τόσ’ ασκέρια

πού κλειούσες με ντροπή στην αγκαλιά σου

κι ήταν για σε φαρμακερά μαχαίρια∙

αλλ’ Εκείνος που απόφυγε ή καρδιά σου,

κι όπου ποτέ δεν τ’ άπλωσες τα χέρια,

έρχεται τώρα ως μόνη συντροφιά σου.

Page 43: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

43

[Μου λες πως ζω στο μολυσμένο χώμα]

Μου λες πως ζω στο μολυσμένο χώμα

και δε μπορώ ν’ ανοίξω τα φτερά μου

να ψάλει αγάπες θεϊκές το στόμα

κι αγνούς παλμούς ν’ ακούσω στην καρδιά μου.

Όσο φθάνει τ’ αφράτο σου το σώμα

τόσο μπορεί να φθάσει ή φαντασιά μου∙

στην ύλη ζω και μες στη λάσπη ακόμα

κι εσέ ποθώ να κλειώ στην αγκαλιά μου.

Τού κορμιού σου τη ρόδινη ατμοσφαίρα

δεν πιθυμώ καθόλου να περάσω,

θέλω να ζω στο μυρωμένο αέρα∙

κι αν τώρα που μπορώ να σ’ αγκαλιάσω,

γένεις ψηλή και φθάσεις τον αιθέρα,

θα ιδείς φτερά πως έχω να σε φθάσω.

[Την προσωπίδα βάλε, αγνή παρθένα]

Την προσωπίδα βάλε, αγνή παρθένα,

κι έλα μ’ εμέ να τρέξουμε ενωμένοι,

να γευθούνε τα στήθη τα θλιμμένα

την ηδονή μες στο κρασί κρυμμένη.

Με πρόσωπο, με χείλη φλογισμένα,

ας χωρέσουμε μέσα αγκαλιασμένοι,

όπου ξεσπά από σώματα αφρισμένα

ό,τι βαστά την άπειρη οικουμένη.

Μες στην τρελή χαρά μαζί μου τρέξε,

άνοιξε στα φιλιά κι εσύ το στόμα

και μ’ ίδρωτα ηδονής το σώμα βρέξε.

Μες στου ματιού το φως που αγάλι σβένει

και στου προσώπου το χλομό το χρώμα,

την αρετή χαιρέτα που πεθαίνει.

Page 44: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

44

ΒΕΒΗΛΟ

Ποιαν άβυσσο στα μαύρα σωθικά μου

ο δόλιος κλειώ συ, κόρη μου, δεν ξέρεις,

μονάχ’ ακούς τα τόσα βάσανά μου

και με κοιτάς με πόνο κι υποφέρεις.

Πότε ποθώ να σε θωρώ μπροστά μου

της κόλασης τις φλόγες να μου φέρεις,

να δαιμονίσεις μέσα την καρδιά μου

και ντροπιασμένα λόγια να προφέρεις.

Πότε σ’ εμέ τον ουρανό ν’ ανοίξεις

κι αυτό το βάρος της ζωής που ζούμε

πώς να βαστάξω, μόνη να μου δείξεις.

Και πότε στην αγκάλη να με κλείσεις

μαζί μ’ εσέ στη λάσπη να κυλιούμαι,

να με πατείς και να μ’ εξευτελίσεις.

[Γλυκιά μου νύχτα, εσύ στο λογισμό μου]

Γλυκιά μου νύχτα, εσύ στο λογισμό μου

δίνεις φτερά κι όλο πετάει να φύγει∙

το σκότος σου δεν κρύβει το θεό μου

και στη χαρά το αχείλι αγάλι ανοίγει.

Αν σκότος πλημμυρεί τον οφθαλμό μου,

το δάκρυ μου κανένας δεν ξανοίγει,

κι όποιος ζητεί να ιδεί το θάνατό μου

μ’ αφήνει να αισθανθώ άνεση λίγη.

Από μικρός σ’ αγάπησα. Συ μόνη,

στην τρομερή του κόσμου ανεμοζάλη,

έκανες την ψυχή μου να ημερώνει.

Πάντα ποθώ την ήσυχή σου αγκάλη,

και, μέσα στο σκοτάδι που με ζώνει,

ακαρτερώ τη νύχτα τη μεγάλη.

Page 45: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

45

ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Μύριες ευχές στον άπλαστον πατέρα

κι απ’ άνθη μύριες στέρνουμε ευωδιές,

μα θωρούμε με τρόμο τον αιθέρα

ν’ απαντά με βροντές και μ’ αστραπές.

Θωρούμε νεκρωμένοι την ημέρα

και περνούμε τρισκότεινες νυχτιές,

η θάλασσα μουγκρίζει με φοβέρα

κι έχει φριχτές αγκάλες ανοιχτές.

Τούτο το χώμα μ’ άνθη στολισμένο,

ωσάν θεριό μουγκρίζει τρομερά

και σαν λιοντάρι σειέται μανιωμένο.

Κι ενώ τρόμο και θάνατο σκορπά,

κοιτάζουμε με πρόσωπο σβημμένο

αυτή τη φύση πάντα να γελά.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙ

Τον έπαινο του κόσμου δε ζητούμε,

δε γράφουμε για δόξα περιττή,

μέσα στα στήθη μαύρα ηφαίστεια κλειούμε

και στη φωνή μας σειέται, ανάφτει η γη.

Στ’ αγκάθια ματωμένοι περπατούμε∙

δάση, βουνά περνούμε στη στιγμή∙

να πλάσουμε νέον κόσμο επιθυμούμε,

γιατί εδώ ζούνε αχάριστοι, δειλοί.

Στη λύπη μας κανένας δε δακρύζει

και δεν ξέρουν τι κλειούμε στην καρδιά∙

τις πληγές μας μονάχα η γη γνωρίζει.

Μεγάλοι βασιλείς στη δυστυχιά,

τη λύπη που σκληρά μας βασανίζει

κάνουμε ευθύς αχτίδες να σκορπά.

Page 46: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

46

ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΝΟΥΣ

Γράψε, η καρδιά παντοτινά φωνάζει,

για τη γλυκιά του κόσμου ελευτερία∙

γη κι ουρανό η ψυχή μας αγκαλιάζει,

όταν αγάπη αισθάνεται η καρδία.

Κοίταξε αυτή τη χτίση π’ ευωδιάζει

και ψιθυρίζει αγάπη κι αρμονία,

πόση ευτυχιά στον άνθρωπο ετοιμάζει

κι αθανασία, φωνάζει, αθανασία.

Κι όταν θελήσω ο δύστυχος να γράψω,

μέσα η καρδιά στα στήθη λαχταρίζει

κι από θυμό κι από ντροπή θα κλάψω.

Το μάτι μου γυρίζω αγριεμένο,

κι αφ’ τα χαρτιά που η σκέψη μου στολίζει,

όχι ζωή, μα θάνατο προσμένω.

[Συχνά τη νύχτα μόνος μου πηγαίνω]

Συχνά τη νύχτα μόνος μου πηγαίνω,

ανάπαυση γυρεύοντας στα στήθια,

στην άφωνη ερημιά. Με δακρυσμένο

μάτι ζητώ στους πόνους μου βοήθεια.

Μες στο σκοτάδι ζω και δεν προσμένω

κανένα φως. Η παγωμένη αλήθεια

μόχει το στήθος βαθιά πληγωμένο

που αγκάλιαζε χιλιάδες παραμύθια.

Κανένα αφ’ τα φαντάσματα προβαίνει

της πρώτης μου χαράς που τόση λάβρα

μου χύναν στην ψυχή, και άλλο δε μένει

να συλλογιούμαι μες στη μοναξιά,

παρά δυο μάτια σαν τη νύχτα μαύρα

και να βογγά σαν το θεριό η καρδιά.

Page 47: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

47

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

-Βιογραφικό σημείωμα για τον Λορέντζο Μαβίλη από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στην

ιστοσελίδα http:// www.ekebi.gr/ frontoffice/ portal.asp?cpage=

NODE&cnode=461&t=256.

-Βιογραφικό σημείωμα για τον Στέφανο Μαρτζώκη από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου,

στην ιστοσελίδα http:// www.ekebi.gr/ frontoffice/ portal.asp?cpage=

NODE&cnode= 461&t=263.

-Λορέντζος Μαβίλης, Άπαντα τα ποιήματα, κριτική ανάλυση-σχόλια Κωστή Παλαμά,

εκδόσεις Δαμιανός, Αθήνα, χωρίς χρονολογική ένδειξη.

-Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος, Επίτομο λεξικό λογοτεχνικών όρων, εκδόσεις

Gutenberg, Αθήνα 1985.

-Στέφανος Μαρτζώκης, Στίχοι βάρβαροι και άλλα ποιήματα, εισαγωγή-επιμέλεια:

Ευριπίδης Γαραντούδης, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2000.

Page 48: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

48

Page 49: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΟΝΕΤΟΓΡΑΦΙΑ

49

Page 50: Επτανησιακή Σονετογραφία: Λορέντζος Μαβίλης και Στέφανος Μαρτζώκης

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ

50