26
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ Τ Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α εκδόσεις Δ Ι Ά Ν Υ Σ Μ Ά ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ ΙΙΙ

Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

  • Upload
    -

  • View
    266

  • Download
    7

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά του επίσημου κλήρου.

Citation preview

Page 1: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣΤ Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

εκδόσεις Δ Ι Ά Ν Υ Σ Μ Ά

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ ΙΙΙ

Page 2: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Page 3: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τ Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Page 4: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Page 5: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣΤ Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

εκδόσεις Δ Ι Ά Ν Υ Σ Μ Ά

Page 6: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Page 7: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ

Ὅντις ῾μπορῇ ἕνας σ᾿ ὅλους νὰ χαρίζῃΚαὶ στὸν ἴδιο καιρὸ νὰ μὴν τοὺς δίνῃ,ἤθελ᾿ εἶναι κακία νὰ ξεχωρίζῃἝνανε, καὶ τοὺς ἄλλους νὰν τσ᾿ ἀφίνῃ.

Ἔτσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ὁ παπᾶς μας στήνειΤὴ λαμπάδα του σ᾿ ὅποιον τὴν ὁρίζειΓιατὶ, ὅσο κι ἂν ἀνάβουνε ἀπὸ ᾿κείνη,Τίποτα τοῦ παπᾶ δὲν τοῦ στοιχίζει.

Ποὺ ἂν ἤτανε νὰ χάνῃ ὂχ τὴ λαμπάδαΤρεῖς τέσσαρες σταξοῦλες, δύο, μία,Τότε ναίσκε ἤθελ᾿ εἶναι φρονημάδαΝὰ βαλθῇ κι ὁ παπὰς σὲ οἰκονομία.

Καὶ πλέον ὂχ τὴ λαμπάδα τοῦ παπᾶΝὰ μὴν ἀνάβῃ πάρι ἡ παπαδιά.Ἔτσι κι ἐγὼ μ᾿ αὐτὸ τὸ ποιηματάκιὉποὺ τώρα τυπώνω,Μικρό, χαροποιὸ κι ἀλαφρουλάκι,Σ᾿ ὅλους σας τ᾿ ἀφιερώνω.

Καὶ δίνω τὸ δικαίωμα στὸν καθένα,Εἰς σὲ λιγολογία,Νὰ ῾πῇ: «Τοῦτο ἀφιερώθηκε σ᾿ ἐμένα.»Κι ἂς τὸ χαρ« μὲ ὑγεία.

Ξεκαθαρίζω ἀκόμη,Καὶ τοῦτο μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δεσπότη,

7

Page 8: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

8

Καὶ μὲ στέρεά μου γνώμη,Πῶς ἀκούω, διορίζω καὶ θέλω, ὅτι,

Καλόγηροι, παπᾶδες,᾿Παντρεμένες, ἀνύπαντρες κοπέλες,Καλόγρηες, ἀσκητᾶδες,Νηὲς ὤμορφες, καὶ γρηὲς μὲ σοτανέλες,Ὅλοι, γιὰ ῾πινομή μου,Νἄχουνε μέρος στὴν ἀφιέρωσή μου.

Page 9: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

9

Η ΆΝΟΙΞΗ

Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε.Γυναῖκες μαζωχτεῖτε.Ὀμπρός, συναπαντῆστε τηὈμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε.

Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ ἌνοιξηΛουλουδοστολισμένη,Ἀπάνου σ᾿ ἕνα γαΐδαροἈντρίκια καθισμένη.

Κι ὀπίσωθέ της τρέχουνεΚοπάδια γκαριστάδες,Ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα,Ὅλοι ζεστοὶ ἐραστάδες.

Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντεςΚαὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους,Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τουςΘωρεῖς τὴ βουρλισιά τους.

Καὶ ὁλόθερμα γκαρίζοντεςΤσὴ χάρες της πολλὴ-ὥρα,Τὴ φέρνουνε ἀλοτρίγυραΝὰν τήνε ἰδῇ ὅλ᾿ ἡ χώρα.

Καὶ αὐτὴ στὸ δρόμο ἐρχόμενη,Φυσώντας ἀέρα χλιόνεΓιομίζει ζέστα ἀπάντεχα

Page 10: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

10

Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε.

Ὥστε καψιόνει ἡ νηόνυφηΣτὸ χλιούτσικο ἀγεράκι,Κι ενδύνεται ἀλαφρότεροΛινὸ φορεματάκι.

Καὶ ᾿βγαίνει καὶ δροσίζεται,Καὶ βλέπεις τὸ αἴσθημά της,Ποῦ ἀκούει νὰν τῆς ἐδρόσισεὉ ἀγέρας τὴν καρδιά της.

Ἄχ! ᾿Ἀνοίξη, γλυκιὰ ᾿Ἄνοιξη!Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώρισταΣερνικοθύλικωνε!

Ἂν ἐσὺ τώρα ἐγύριζεςΚι ἀλλοῦ τὰ βήματά σου,Πόσους στὸν κάμπο ἀκόλουθουςἬθελε εἰδεῖς κοντά σου!

Ναί, κι ἦθε᾿ εἰδεῖς ποὺ οἱ γέροντες᾿Σὰ δὲ ᾿μποροῦν᾿ νὰ ἐλθοῦνε,Μένουν᾿ ξοπίσω, κι ἄδικαΤοὺς νηοὺς κατηγοροῦνε.

Καὶ δὲ ᾿θυμόντ᾿ ὅσα ἔκανανΚι ἐκεῖνοι στὸν καιρό τους,Ὄντις ἀκούανε δύναμεςΖεστὲς εἰς τὸν ἐαυτό τους.

Page 11: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε.Νά, ἰδέτε τί κακὸΧωριατοποῦλες ὤμορφεςΠοὺ κάνουνε χορό.

Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμεΣ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι,Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σουΣφιχτὰ τὸ χαλινάρι.

Νά, ἰδέτες ποὺ ἀγκαλιάζουνταιἡ πουλιὸ νηότερεςτους,Κι ἀμπόνουνται, καὶ πέφτουνεΚαὶ φαίνουντ᾿ οἱ ὠμορφιές τους.

Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνεἈπάνου στὸ σαμάρι,Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σουΣφιχτὰ τὸ χαλινάρι.

Ἄνοιξη, γλυκιά μου Ἄνοιξη,Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώρισταΣερνικοθηλυκῶνε!...

11

Page 12: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΎΧΆΡΙΆΣΜΆΤΆ ΕΙΣ ΓΕΝΕΘΛΙΆ ΓΆΪΔΆΡΟΎ

Καλορίζικος. Νὰ ζήσῃὉ νηὸς γαΐδαρος, ν᾿ ἀξίνῃ.Νὰ σοῦ ζήση, νὰ σοῦ γίνῃὩς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ἀξένουνε τ᾿ αὐτιά του,Καὶ νὰν᾿ τὰ συχνοτσουλόνῃ.Νὰ χοντρένῃ, νὰ ῾ψηλώνῃ,Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ζήσῃ. Ὁ Θειὸς νὰ κάμῃΝὰ σοῦ ζήσῃ ὁ γάϊδαρός σου.Νὰν τὸν ἔχης πάντα ὀμπρός σουὩς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ζήσῃ ὁ γάϊδαρός σουΚαὶ νὰ ζήσῃς κι ἡ ἀφεντιά σου,Νὰν τὸν ἔχῃς στὴ δουλειά σουὩς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

12

Page 13: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

13

ΣΟΒΆΡΆ ΚΆΠΟΙΆ

1851 Λονδίνο

Εἰκώνα ἀγαπητὴ τῆς γυναικός μου,Τώρα ἔλα καν᾿ ἐσὺ στὴ συντροφιά μου.Κατοίκα πάντα μέσα στὴν καρδιά μου,Καὶ φύλαμε ὂχ τσὴ πλάνεσες τοῦ κόσμου.

Ἐσὺ γιὰ ῾μὲ Προστάτης Ἄγγελός μου,Ἄμεμπτα φύλαε τὰ πατήματά μουΚαὶ προτοῦ σκοτισθοῦν᾿ τὰ λογικά μου,Πρόλαβε, τρέξε σὺ καὶ λάμψε ἐμπρός μου.

Ναί, τὸ φῶς σου ᾿ξυπνάει τὴν ἀρετή μου,Καὶ πιστόνε σ᾿ ἐσένα μὲ βαστένει.Γιατὶ τόσο σ᾿ αἰσθάνομαι ᾿δική μου,

Τόσο μὲ τὴ ψυχή μου ζυμωμένη,Ποῦ δὲν ἠξέρω πλέον στὴ διαλογή μουΠῶς νὰ σὲ ῾πῶ: γυναίκα μου ἢ ψυχή μου.

Page 14: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ

Ά´

Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν Οἰκουμένη,τὸ Ληξούρι, καὶ τόσους ἄλλους τόπους,εἶπε στὸ νοῦ του: Ἄ! τώρα δὲ μοῦ μένειπάρι νὰ πλάσω, γέ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρώπους».Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ κράταε τὸν Ἀδὰμ στερνόνε,τοὖπε: «Σὺ νἆσαι, Ἀδάμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε!

«Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα,νἄχῃς τὸ γάϊδαρο ἀπὸ κάτουθέ σου,νὰ θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,νἆνε ἡ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου·Οἱ σκύλοι ταπεινοὶ νὰ σὲ ὑπακοῦνε,καὶ γιὰ σένανε ἡ κόττες νὰ γεννοῦνε».

«Βάνω στὴν ἐξουσία σου τὰ σπανάκια,ἄν θέλῃς νὰ τὰ κάνῃς τσιγαρίδι·γιὰ σένανε φυτεύω ῥαπανάκια,ἐσὺ νὰ τρῶς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπίδι.Ὅλα νὰν τἄχῃς χωρὶς νὰ κοπιάζῃς,καὶ σ᾽ ἀγαπάω πολύ, γιατὶ μοῦ μοιάζεις».

«Σοῦ χτιῶ στὸ περιβόλι μου παλάτιμ᾽ ὅσα καλὰ ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει·καὶ νὰ τρῶς τὸ καλύτερο κομμάτιχώρις νὰ σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι.Μὰ ἔτσι κηόλα ζητῶ σου, κὺρ Ἀδάμ μου,νὰ μὴ ᾽γγίξῃς ποτὲ τὰ τάλαρά μου!».

14

Page 15: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

15

«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα,κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος,ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα,εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ῾παινεμένος,παντοῦ ἐπιθυμητός... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκιποὺ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι».

«Μὴν τὰ ῾γγίξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρίσετετὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωότητός σας,καὶ πλέον δὲ θὰ μπορέσετε νὰ ζήσετεεὐτυχισμένοι στὸν παράδεισό σας.Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα.Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα».

Page 16: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Β´

Ἕνα ὤμορφο καὶ πλούσιο περιβόλιεἶχε τότες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσία,καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαίνουνε οἱ διαόλοινὰ κάνουνε στὰ λάχανα ζημία,μέσ᾽ ᾽ς τσὴ φράχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμένιεςεἶχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μά, καθὼς ὡς καὶ τώρα συνεβαίνει,ἐκεῖ ποὺ στηοῦμε τσάκες γιὰ ποντίκια,ποὺ πιάνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πάλε ῾μπαίνει,γιατὶ ῾μποδιέται ἡ τσάκα στὰ χαλίκια -ἔτσι καὶ τότε, ἐμπαίνανε οἱ διαόλοικι᾽ ἀφανίζανε τὸ μαῦρο περιβόλι.

Μιὰ ῾μέρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχόντισσά τουἐμετρηόντανε ποιὸς εἶνε ψηλότερος,στὰ πόδια ὀρθοί, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκάτου,καὶ καθένας τους ἤτανε εὐθυμότεροςεἰς τὴν εὐτυχισμένη μοναξιά τους —νά! κ᾽ ἕνας Διαολάκης ὀμπροστά τους!

—«Ἀδέλφια, λέει, καλῶς τὰ κουβεντιάζετε!ὤ, εὐτυχισμένοι ποὺ εἴστεν᾽ ἐδῶ - πέρασὲ τόσες ἡδονές! Μὰ δὲ δουλιάζετε . . . . . . . . » . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἐκάκιωσε τ᾽ ἀντρόϋνο κ᾽ ἐσκληρήθηκεγιὰ τοῦ Διαόλου τὴν ἄταχτη πράξη·

16

Page 17: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε:—«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξηνὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;Μ᾽ ἕνα παπούτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»

—«Συμπάθειο, λέει ὁ Διάολος, Κυρά μου,γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπό . . .Διαβάτης εἶμαι· πηαίνω στὴ δουλειά μουκαὶ βαστάω πραμματεῖες καὶ πουλῶ».Μόνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες,τὤκαμε μιὰ χιλιάδα εὐχαριστίες.

Εἶνε ἁλαφρά, λιγόμυαλη ἡ γυναῖκα,καὶ πολὺ τῆς ἀρέσουν τὰ στολίδια,καὶ μόλις ἀπὸ χίλιες ῾βρίσκεις δέκανὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρός τους ἀντικλείδια,νὰ παίρνουν ὤμορφάμορφα παρᾶδες,νὰ τσὴ ᾽ξοδεύουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτᾶδες.

Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παίρνω στὴν ψυχή μουπὼς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλείδι κ᾽ ἐτρυπούλευε.Τὸ λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου,καὶ λένε πὼς ὁ Διάολος τὴ συβούλευε,καὶ πὼς μετατρεμμένος εἰς σὲ φείδιτῆς ἐπῆγε μιὰ ῾μέρα τὸ ἀντικλείδι.

Βέβαια ποὺ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τόσους αἰῶνεςὁποὺ ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δὲ μπορεῖνὰ γνωρίζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνεςἢ ἂν λένε τὴν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί.Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρίνεικανείς, ὀμπρὸς - ὀπίσω καὶ γιὰ κείνη.

17

Page 18: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφεςκ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες —μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . .Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της,καὶ ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της!

Σὲ μι᾽ ἄλλη κόφφα εἶχε ὤμορφα διαμάντια,πουλιὸ ὤμορφα, δεμένα στο Παρίσι,καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτί μπριλλάντιακυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύση.Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκούζει: «Ὤ, γε! τὰ θέλω!τὰ θέλω, μόνε πλήρωνε, Ἀδαμιέλο!»

Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ῾παρακίνα·κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσὴ πλάτες.Μὰ ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖναμὲ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες.Πάρε τα, Ἀδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . .Τὸν Ἄγουστο πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . .

Τὰ δάκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρώνανεμέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοίγανε·πού, ζαχαροφτιασμένος, τὸν ἐλυώνανε,τὸν ἐστενοχωρούσανε, τὸν ῾πνίγανε.Καὶ λέει: «Κακὸ ποὺ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ!Ἂς γένῃ, γέ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιού».

Τὸ ῾μπιστιοὺ ἔγινε κῃόλες, κ᾽ ἐμετρήθηκεκαὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ ἑφτὰ μυστήρια,γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ ἐντύθηκε,ἄκουε ῾πίσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστήρια,

18

Page 19: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰλάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.

19

Page 20: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γ´

Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἄγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορία,κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ Διάολος στὸν Ἀδὰμ μαζί του.Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγάλη δυστυχία,κι᾽ ὁ Διάολος ζητάει τὴν πληρωμή του.Γιὰ πρώτη φορὰ τότε ἐκειὸς ὁ Διάολοςἐφάνηκε τοῦ Ἀδὰμ αἰσθητὸς Διάολος.

Κράζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινάει τὴ γκρίνα·κ᾽ ἐγκρίνιαζε τ᾽ ἀντρόϋνο ἀνάμεσό τουκ᾽ ἐτρωγότουν᾽ πουλιὸ πάρι ἕνα μῆνα —ὅντις διαλέει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπό τουὁ Διάολος, κι᾽ ἀλλάζοντας μορφή,ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχή.

— «Εὔα μου, λέει, σὲ βλέπω πικραμένη,καὶ μὲ λυπάει πολύ, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει,γιατὶ ὡς κ᾽ ἐσύ ᾽σαι καλομαθημένηκ᾽ ἤθελες πάντα τάλαρα στὸ χέρι.Μὰ ὑπομονή, Κυρά μου, καὶ ῾θυμήσουπὼς εἰς τὴ χρεία δὲν εἶσαι μοναχή σου».

«Εἶν᾽ τόσοι ποὺ περσσότερο ἀπὸ σὲἔχουνε χρεία στὸν κόσμο γιά ᾽να – γι᾽ ἄλλο,καὶ ποὺ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲτὸ πλούτι τὸ δικό σας τὸ μεγάλο.Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θέλει νὰ ῾ξοδέῃ . . .Κάνει καλά . . . εἶνε φρόνιμος . . . σωρεύει . . .

—«Πλούτι! λέ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἂ μοῦ λὲςγιὰ ῾κειὰ ποὺ ὁ Θειὸς βασταίνει κλειδωμένα,

20

Page 21: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικά του». — «Μπά! ᾽ντροπές!ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα·οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά,μόνε τὸν καταλάβετε κακά».

«Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παρᾶδες,κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο,μόνε ἂ θέλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιᾶδες,εἶνε τὸ μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο.Νά! τὸ κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖναποὺ σοῦ χρειάζουνται, νὰ πάψῃ ἡ γκρίνα».

21

Page 22: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δ´

Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες,κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τὴν πρώτη ἁμαρτία,δὲ θυμῶμαι σὲ πόσες ῾κατοστάδες.Καὶ τὸ δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία.Μὰ ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καὶ κακόποιοὁ Θειὸς τὸ ἐκύττα μὲ τὸ τελεσκόπιο.

Σημαίνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανέλι,κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς ἐμπρὸς ξεσκουφωμένοιΜικέλης καὶ Γαβρίλης, δυὸ Ἀγγέλοι,ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμένοινὰ κάνουνε μὲ τέσσερα πηδήματατὰ πουλιὸ μακρυνώτερα θελήματα.

—«Φέρτε, λέει, τὸ Διάολο, Ἄγγελοί μου . . .Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφήσετε καὶ πααίνω ἐγὼἔπειτα, νὰ τοῦ δείξω τὴν ὀργή μου!Κι᾽ ὡς τόσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ,προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειά,γιὰ νὰ σᾶς βάλω καταμαρτυριά».

Τοὺς φέρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβόλι,καὶ φθάνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὸ σπίτι,φωνάζει δυνατὰ καὶ βγαίνουν ὅλοι.Καὶ πιάνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μύτη:—«Ἐδῶθε, λέει, σὲ σέρνει τὸ βελέσι·Γάϊδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρέσει!»

«Καὶ σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές;Ἔτσι ἡ γυναῖκες κάνουνε Ἅη Γιάννη;

22

Page 23: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει».Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε,κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε.

Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος,κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά - λα - ρα.κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος,κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λα- ρα!Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τά, λα, ρα,εἶπαν τοῦ ἐγκλήματος τὸ σῶμα: Τάλαρα!

23

Page 24: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Page 25: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

η επιλογη ποιηματωνποιηματα

του Άνδρεα Λασκαρατου στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε

τον Μαιο του 2014 απο τις εκδοσεις δυανυσμακαι κυκλοφορει δωρεαν σε

ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα

πνευματικα δικαιωματα

αριθμος εκδοσης |18|

εκδόσεις Δ Ι Ά Ν Υ Σ Μ Ά

Page 26: Ανδρεας Λασκαρατος // ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ