601

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ Ο Ιουδας φιλουσε υπεροχα

Embed Size (px)

DESCRIPTION

L

Citation preview

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΙΟΥΔΑΣ

ΦΙΛΟΥΣΕ ΥΠΕΡΟΧΑ

Μυθιστόρημα

ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΠΑΤΑΚΗ

Εκδόσεις Πατάκη - Σύγχρονη Ελληνική ΛογοτεχνίαΠεζογραφία - 49

Μάιρα Παπαθανασοπούλου, Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχαΕπιμέλεια έκδοσης Κώστας Σταμάτης

Τυπογραφικές διορθώσεις Αγης ΜπράτσοςΦωτοστοιχειοθεσία Μέδουσα Ο.Ε.

Οοργτί§Ηΐ © Στέφ. Αλ. Πατάκης και Μάιρα ΠαπαθανασοπούλουΑθήνα 1997

Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη Αθήνα, Μάρτιος 1998Ακολούθησαν οι ανατυπώσεις Μαίου 1998, Μαίου 1998,Ιουνίου 1998, Ιουνίου 1998, Ιουνίου 1998, Ιουλίου 1998,

Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998, Ιουλίου 1998,Αυγούστου 1998, Αυγούστου 1998, Αυγούστου 1998, Σεπτεμβρίου 1998

Η παρούσα είναι η δέκατη έβδομη εκτύπωση, Σεπτέμβριος 1998Κ.Ε.Τ. 0679 - Κ.Ε.Π. 812/98

Ι8ΒΝ 960-600-451-1

ΕΚΔΟΣΕΙΣΠΑΤΑΚΗ

ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ 14, 106 80 ΑΘΗΝΑ, Τηλ.: 36.38.362 - 36.45.236 - Ρ&χ: 36.28.950ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, Τηλ.: 38.31.078ΥΠΟΚ/ΜΑ: Ν. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, 563 34 ΘΕΣ/ΝΙΚΗ, Τηλ.: (031)70.63.54-5

Στον μπαμπά μου

και στη Νάναμου

Πρόλογος

ΓΙΑ ΜΕΝΑ το Ηοίβϊ Οαϊί/ονηία ήταν το ερωτικότεροτραγούδι των τελευταίων τριάντα χρόνων.

Για κείνον ήταν η κακοήθης προσπάθεια ενός συ-γκροτήματος να περάσει σατανιστικά μηνύματα στουςανύποπτους ακροατές, μέσω έντεχνα ελκυστικών με-λωδιών.

Έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα εντονότερα τα πράγ-ματα που με συγκινούσαν.

Έκλεινε τα μάτια και μετά από λίγο ροχάλιζε.Στις εκδρομές μάζευα μεγάλες πέτρες και τις

ζω-γράφιζα με ζωηρά χρώματα.

Τις έπαιρνε και στήριζε τις πόρτες, για να μην κλεί-νουν απότομα όταν έκανε ρεύμα.

Φλέρταρα τις βιτρίνες με τις σοκολατένιες καρδιέςτην ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.

Προτιμούσε τη χοληστερίνη που υπόσχονταν δυο κι-λά παϊδάκια τη γιορτή της Τσικνοπέμπτης.

Η αντίθεση χαρακτήρισε τη σχέση μας από την αρχή.Τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά.

Εκείνος δε μου 'ριξε ούτε δεύτερη. Στην επόμενή μαςσυνάντηση στάθηκα πιο τυχερή.

Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Για την ακρίβεια, «τα φτιά-ξαμε».

Επέμενα στο ασφαλές σεξ. Αντιδρούσε στη θέα τουπροφυλακτικού. Για κείνον ήταν σαν να έτρωγε το σο-κολατάκι με το περιτύλιγμα.

5

Έμεινα έγκυος στα δεκαοχτώ. Έμεινε σύξυλος σταείκοσι τρία.

6

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Ύ Λ Ο Υ

Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί. Ασφαλώς είχε άλ-λη άποψη. Του την άλλαξαν οι γονείς του, όταν έμαθαντην περιουσία που μου κληροδοτούσε ο πατέρας μου.

Ενωθήκαμε πριν από δεκαεφτά χρόνια με τα ιερά δε-σμά του γάμου. Για μένα ήταν πράγματι ιερά.

Για κείνον ήταν πράγματι δεσμά. Κάθε φορά πουτσακωνόμασταν, μου το υπενθύμιζε με την εξής φράση:«Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα».

Για το καλό ορισμένων, κάποιες ευχές μένουν απραγ-ματοποίητες.

Προσπαθούσα σκληρά να πετύχω σαν σύζυγος. Η λέ-ξη «σούζα» χαρακτηρίζει επαρκώς τα χρόνια που πέ-ρασα ιδρωκοπώντας να τον νιώθω ευχαριστημένο δί-πλα μου.

Ναι, μπορούσα να υπερηφανευτώ ότι τελικά τα είχακαταφέρει. Κάθε φορά που μ' αγκάλιαζε, κάθε φοράπου μεγάλωνε το διάστημα χωρίς να τσακωθούμε, κάθεφορά που παίρναμε το παιδί μας και κάναμε διακοπέςσαν όλες τις αγαπημένες οικογένειες, μέτραγα μια μι-κρή νίκη στον αγώνα μου να τον κρατήσω. Σιγά σιγάαραίωσαν οι εφιάλτες ότι μ' εγκατέλειπε μ' ένα γιο δύο,τριών, τεσσάρων... ετών. Κι αυτό, γιατί έπαψα να βλέ-πω στα μάτια του τη μανία του παγιδευμένου ζώουπου ζει μόνο και μόνο επειδή ονειρεύεται κλουβιά

7

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Ύ Λ Ο Υ

μ'ανοιχτές πόρτες.

Δυστυχώς πριν από ένα χρόνο άρχισα να ξυπνάω πά-λι τις νύχτες από το άγχος ότι θα με παρατήσει μ' έναγιο δεκαέξι ετών. Δεν ξέρω τι έφταιγε. Ίσως οι καβγά-δες μας, που αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ίσωςη ξεχασμένη από χρόνια φράση που μου πέταξε ξαφνι-κά ένα πρωινό του Γενάρη:

«Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα».

8

1.

Αυτή τη φορά καβγαδίσαμε στο οικογενειακό αυτοκί-νητο, καθ' οδόν προς το λύκειο Χαλανδρίου. Αιτία ήτανο γιος μας, ο οποίος φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει με-γάλη αναστάτωση στους καθηγητές του. Ο λυκειάρχηςείχε τηλεφωνήσει στο σπίτι μας το πρωί και μας είχεκαλέσει στο γραφείο του μετά το σχόλασμα των μαθη-τών, για να συζητήσουμε ένα σοβαρότατο θέμα.

Ο Αλέξης έχανε σταθερά την αυτοκυριαρχία του.Καταλάβαινα ότι ο καβγάς ήταν προ των πυλών, από τοροδοκόκκινο χρώμα που απλωνόταν στα μάγουλά τουκαι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κάτασπροτων κλειδώσεων που έσφιγγαν το τιμόνι. Κάνοντας μιασφήνα, προσπέρασε ένα μαύρο ημιφορτηγό κι η μούν-τζα που εισέπραξε από τον οδηγό του ξεχείλισε το χεί-μαρρο των κατηγοριών. Φυσικά, εγώ ήμουν ο προσφι-λής του στόχος:

«Τρέμω στη σκέψη του τι μπορεί να 'χει κάνει ο κα-νακάρης σου για να μας καλέσουν στο σχολείο. Γιατίφυσικά δεν μπήκαν στον κόπο να μας φωνάξουν για ναμας δώσουν συγχαρητήρια για την καλή του απόδοσηστην τάξη. Αν τον βρήκαν να μαστουρώνει σε καμιά

9

1.

τουαλέτα, θα τον σκοτώσω! Αλλά να ξέρεις ότι για τηνκατάντια του φταις εσύ, που ποτέ δεν τον μάλωσες καιπου σ' έπιανε υστερία κάθε φορά που ετοιμαζόμουν νατου τις βρέξω. Λούσου τα τώρα, κυρία Ελένη, παιδα-γωγέ της δεκαετίας!»

«Δεν έχεις βαρεθεί να αρνείσαι την πατρότητα τουπαιδιού κάθε φορά που συμβαίνει κάτι; Ας αφιέρωνεςπερισσότερες ώρες μαζί του αντί να προτιμάς την α-σφάλεια του γραφείου σου. Σε βολεύει να γυρνάς το

10

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βράδυ και να κριτικάρεις εμένα για ό,τι στραβό κάνει οΤάκης. Επιτέλους, μαζί τον κάναμε!»

«Μακάρι να μου κοβόταν σύρριζα!»Μου έριξε ένα σαδιστικό βλέμμα,

απολαμβάνονταςτη θέα των βουρκωμένων μου ματιών.

Τα σάλια που πλημμύρισαν τη στοματική μου κοιλό-τητα με έκαιγαν σαν οξύ, ώστε ορκιζόμουν πως, αν έ-φτυνα, θα άνοιγα τρύπα στην κονσόλα του Φίατ. Κατά-πια με δυσκολία και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού.Είχαμε φτάσει στο σχολείο του Τάκη.

Έξω από το γραφείο του λυκειάρχη συνθηκολογή-σαμε προσωρινά για να μη δώσουμε λαβή για σχόλια. Ολυκειάρχης μας έγνεψε να καθίσουμε.

«Ο γιος σας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, έκανεκάτι που με βάζει σε σκέψεις για το αν θα συνεχίσει ναφοιτά στο σχολείο μας».

Ο Αλέξης τον διέκοψε ανυπόμονα.«Πείτε μου, τον βρήκατε να τρυπιέται στις

τουαλέ-τες ; Ξυλοκόπησε κάποιον συμμαθητή του και οι γονείςτου θα μας κάνουν μήνυση;»

«Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο. Προσέβαλε έναν καθηγητήτου την ώρα του μαθήματος».

Ο Αλέξης, ανακουφισμένος που ο γιος του δεν ήτανπρεζόνι και μαχαιροβγάλτης,τον κοίταξε με απορία.

«Καλά, μας φωνάξατε άρον άρον επειδή διαπληκτί-στηκε μ' έναν καθηγητή του; Αυτό συμβαίνει

11

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πολύ συ-χνά μεταξύ μαθητών και καθηγητών... »

Ο λυκειάρχης τον διέκοψε εκνευρισμένος:«Δε διαπληκτίστηκε μαζί του, τον προσέβαλε

στο χεί-ριστο βαθμό».

Ο Αλέξης γύρισε και με κοίταξε, λες κι εγώ θα του 'δι-να την απάντηση. Σήκωσα τους ώμους μου. Η ειρωνεία

12

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

στη φωνή του άντρα μου με έκανε να καταλάβω τι α-κριβώς περνούσε από το μυαλό του εκείνη την ώρα. ΟΑλέξης, που τις προσβολές τις είχε κάνει τρόπο ζωής,δε θα σκεφτόταν ποτέ να τιμωρήσει τον Τάκη αν είχεπει κάποιον καθηγητή του μαλάκα μπροστά σε όλη τηντάξη. Αντιθέτως, είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή τουμε το λυκειάρχη, που τον είχε ξεσηκώσει μεσημεριάτι-κα από τη σύσκεψη του γραφείου του.

«Για να ακούσουμε το... μέγεθος της προσβολής».«Σήμερα ο γιος σας κλήθηκε να εξεταστεί στη

φλο-γέρα, στο μάθημα μουσικής, που παραδίδει ο κύριοςΣαχουρντιάν».

Στο όνομα του συγκεκριμένου καθηγητή, τα συζυγι-κά βλέμματα διασταυρώθηκαν συνωμοτικά.

Ήταν κοινό μυστικό, από τα χρόνια που πήγαινε κι οΑλέξης στο συγκεκριμένο σχολείο, ότι ο γηραιός τώραπια καθηγητής της μουσικής αρεσκόταν στους ομόφυ-λούς του.

Μάλιστα στις συγκεντρώσεις των συμμαθητών, ο Σα-χουρντιάν κρατούσε τα ηνία στην κούρσα της καζούραςτων καθηγητών.

Ο Τάκης, που συνέχισε την εκπαιδευτική παράδοσητης οικογένειας Μπάρκα, ανέφερε ότι το μάθημα μου-σικής παραδιδόταν «...από την ίδια αδελφάρα που

13

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

εί-χες κι εσύ, μπαμπά».

Ο Αλέξης τότε, αντί να κατσαδιάσει τον Τάκη για τακοσμητικά επίθετα που 'χε μάθει να μοιράζει αφειδώς,τον έβαλε να του δίνει αναφορά για ό,τι πικάντικο κυ-κλοφορούσε σε βάρος του Σαχουρντιάν. Έτσι, αυτός μετη σειρά του θα τα μετέφερε στις ετήσιες συγκεντρώ-σεις των παλιών συμμαθητών του. Εγώ, πάλι, ανησυ-χούσα για το αν ο καθηγητής των παιδιών κρατούσε τις

14

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

προτιμήσεις του έξω από την τάξη. Ο δε Τάκης ουδό-λως έσκαγε για τη σεξουαλική ταυτότητα του Σαχουρ-ντιάν, αλλά τα είχε βάλει με τον υπουργό Παιδείας, πουυπέβαλλε στο μαρτύριο της φλογέρας δεκάδες χιλιάδεςαγανακτισμένους δεκαεξάχρονους.

Η φωνή του λυκειάρχη με επανέφερε στην πραγμα-τικότητα. Ήταν σχεδόν βέβαιο πώς είχε αποκαλέσειο Τάκης τον καθηγητή του: πούστη, συκιά, αδελφά-ρα...

Κοίταξα έντρομη τον Αλέξη, που δάγκωνε σκεπτικόςτα χείλια. Εκείνος σίγουρα υποπτευόταν πιο χοντρο-κομμένες λέξεις που συμπεριλαμβάνονταν στο λήμμα«ομοφυλόφιλος».

Δυστυχώς ό,τι ξεστόμισε ο Τάκης έκανε τις αρχικέςμας σκέψεις να φαίνονται σαν αβρές φιλοφρονήσεις με-ταξύ πρέσβεων.

Ο λυκειάρχης μάς μετέφερε αυτολεξεί τη στιχομυθίατου γιου μας με το Σαχουρντιάν.

Καλύτερα να μας πυροβολούσε ανηλεώς στον κρό-ταφο .

Όταν ο καθηγητής τον μάλωσε για τον τραχύ και χω-ρίς συναίσθημα τρόπο με τον οποίο έπαιξε το Μπολερότου Ραβέλ, εκείνος του απάντησε ότι ευχαρίστως θα τουέχωνε τη φλογέρα στο... «κατάλληλο» σημείο του σώ-

15

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ματος του, για να σφιχτεί... και να το παίξει εκείνος!

Επικράτησε σιγή. Εκκωφαντική σιγή. Άρχισα να πα-ρατηρώ με ζήλο το βρόμικο πάτωμα, ενώ προσπαθούσανα συνειδητοποιήσω τι είχε ξεστομίσει ο καρπός τηςσεξουαλικής μας συνεύρεσης.

Ο Αλέξης έχασε ως δια μαγείας το ειρωνικό του ύ-φος. Βασικά έχασε τη λαλιά του.

Όταν μίλησε, η φωνή του είχε κάτι το γλυκερά δου-

16

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λοπρεπές. Είχα την αίσθηση πως, αν σήκωνα τα μάτιαμου, θα τον έβλεπα να γλείφει με μια τεράστια γλώσσατο μούτρο του λυκειάρχη.

«Πέφτω από τα σύννεφα! Μιλάτε σίγουρα για το γιομας Τάκη Μπάρκα; Ο γιος μας μεγαλώνει σε μια αγα-πημένη και ισορροπημένη οικογένεια με έντονες ηθικέςαξίες, και κυρίως την αξία του σεβασμού προς τους κα-θηγητές του».

Ναι, αυτή κυρίως, σκέφτηκα. Αμ το «ισορροπημένηκαι αγαπημένη οικογένεια» το 'λεγε για μας ή για τοΜικρό σπίτι στο λιβάδι;

Ο γηραιός κύριος έδωσε τέλος στην παράσταση τουάντρα μου με μια ανυπόμονη κίνηση του χεριού.

«Η θέση μου μου επιβάλλει να αποβάλω το γιο σαςαπό το σχολείο, αφενός για να παραδειγματιστούν πα-ρόμοιοι έξυπνοι,αφετέρου για να περισώσω ό,τι μπορώαπό την κουρελιασμένη αξιοπρέπεια του κυρίου Σα-χουρντιάν, ο οποίος, προς τιμήν του, με παρακάλεσενα μην προβώ σε ακρότητες. Πρότεινε να τιμωρηθεί οΜπάρκας με τριήμερη αποβολή και ασφαλώς να ζη-τήσει συγγνώμη παρουσία όλης της τάξης. Αναγκάστη-κα να συμφωνήσω μαζί του, γιατί σκέφτηκα ότι η ορι-στική αποβολή του γιου σας θα δημιουργούσε τεράστιεςεπιπτώσεις στην τάξη του, λόγω της ενορχηστρωμένης

17

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

επίθεσης των συμμαθητών του αποβληθέντος. Να ξέρε-τε πάντως πως αυτή είναι η μοναδική φορά που είμαιεπιεικής. Θα καραδοκώ στη γωνία, και στο παραμικρόολίσθημα του Μπάρκα δε θα λογαριάσω τις συνέπειες.Θα πάρει πόδι από το σχολείο. Δεν ξέρω πώς θα χειρι-στείτε το θέμα, όμως θα σας πω κάτι που έχει αποδει-χτεί αποτελεσματικό: "Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτειράβδος"»...

18

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Φύγαμε με πεσμένα μούτρα. Ο Αλέξης ξεσπάθωσεμόνο όταν βρέθηκε στον ασφαλή χώρο του αυτοκινή-του:

«Θα τον ξεσκίσω τον πούστη!»«Δεν εννοείς, υποθέτω, το Σαχουρντιάν».Με στραβοκοίταξε. «Έχεις διάθεση για αστεία;

ΟΣαχουρντιάν άλλο που δε θα 'θελε. Για τον Τάκη μι-λάω . Πώς μπόρεσε να βρίσει έτσι τον καθηγητή του;»

«Με την ίδια ευκολία που εσύ αμφισβητείς την ηθικήτης μάνας κάθε οδηγού που σε προσπερνάει. Λίγο ήθε-λε ο γιος μας να μάθει το λεξιλόγιο του λούμπεν προλε-ταριάτου στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου;»

«Ελένη, αυτό που έλειπε από τον Τάκη ήταν το βρο-μόξυλο που δε με άφηνες να του δώσω. Εγώ στην ηλι-κία του, αν τολμούσα να αντιμιλήσω σε μεγαλύτερο,κοιμόμουν μπρούμυτα για δυο βδομάδες».

«Και βλέπω τώρα τα απωθημένα σου κάθε φορά πουπιάνεις τιμόνι».

«Εγώ είμαι σαράντα και όχι δεκάξι. Όταν ο Τάκης,που φέρεται έτσι τώρα, φτάσει στην ηλικία μου, θα κά-νει καριέρα βασανιστή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.Γι' αυτό σ' το ξεκαθαρίζω. Θα ασχοληθώ μόνο εγώ μαζίτου. Επί τρεις μέρες που θα κάθεται λόγω αποβολής θαπαρακαλάει για έλεος. Και, μέχρι να πάει φαντάρος,θα ξεχάσει τη γεύση του βραδινού φαγητού, το

19

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σχήματης τηλεόρασης και τη φάτσα του Κολοκοτρώνη στοπεντοχίλιαρο».

Γκάζωσε και προσπέρασε μια αρχάρια, θίγοντας μιαανατομική της λεπτομέρεια. Έκλεισα τα μάτια και ταξανάνοιξα όταν φρέναρε έξω από το σπίτι.

Ο κατηγορούμενος μπήκε στο σπίτι δυο ώρες μετάαπό μας, όταν τέλειωσε το φροντιστήριο των αγγλικών.

20

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Ήμαστε σίγουροι ότι δε θα την κοπάναγε από το μάθη-μα για να μην επιβαρύνει την ήδη άσχημη θέση του.Στάθηκε στην πόρτα του σαλονιού, όπου καθόμασταν,ζαρωμένος σαν τον Τζαννετάκο, περιμένοντας το ρεσι-τάλ σφαλιάρας. Ο Αλέξης σηκώθηκε και κινήθηκε απει-λητικά προς το μέρος του, μα, πριν προλάβει να κάνειοτιδήποτε, ο Τάκης τον αιφνιδίασε μ' ένα μεγαλόπρεποαρχαιοελληνικό «πάταξον μεν άκουσον δε». Τουλάχι-στον, έπιασε τόπο η περιουσία που δίναμε στο φροντι-στήριο των αρχαίων.

Ο Αλέξης έμεινε αποσβολωμένος, λες και του είχε μι-λήσει ο ίδιος ο Θεμιστοκλής. Ο γιος μας εκμεταλλεύτη-κε την κατάσταση και άρχισε τις εξηγήσεις.

«Ξέρω ότι σήμερα το πρωί παραφέρθηκα, αλλά είχαπολύ καλό λόγο. Απ' την αρχή της σχολικής χρονιάς μεέχει βάλει στο μάτι ο Σαχουρντιάν, γιατί του δήλωσαότι προτιμώ να ασχολούμαι με άλλα πράγματα από τονα βουλώνω τον αέρα στις τρύπες της φλογέρας. Του εί-πα ότι σκοπεύω να σπουδάσω σκηνοθεσία κι όχι να βό-σκω αιγοπρόβατα στις ραχούλες, με τη συντροφιά αυ-τού του γελοίου οργάνου. Από τότε με σηκώνει κάθεφορά και με ταράζει στους χαμηλούς βαθμούς, κινδυ-νεύοντας αυτή τη στιγμή να μείνω στο μάθημα της μου-

21

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σικής. Σήμερα με ξαναμηδένισε και το ποτήρι ξεχείλισε.Έχει βαλθεί να με καταστρέψει».

Ο Αλέξης συνήλθε κι άρχισε να φωνάζει.«Και δε μου λες, κύριε Φασμπίντερ,ήταν

τρόπος αυ-τός να μιλήσεις στον καθηγητή σου; Τι λέξεις είναι αυ-τές που ξεστόμισες; Από πού τις ξεσήκωσες, από ταφιλαράκια σου;»

«Δε χρειάζομαι τα φιλαράκια μου όταν μου κάνειςεσύ φροντιστήριο». Μας κοίταξε με το θράσος εκείνου

22

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

που ξέρει ότι, από τη στιγμή που έχει ξεπεράσει τα όρια,τα πάντα ισοπεδώνονται.

«Φυσικά, θα μπορούσα να μιλήσω με τον εκλεπτυ-σμένο τρόπο της μαμάς, λέγοντας στο Σαχουρντιάν νατοποθετήσει τη φλογέρα εκεί που ξέρει και να ερμηνεύ-σει το Μπολερό με το "δικό του" τρόπο».

Ξαφνικά πήρε απολογητικό ύφος, προφανώς σε μιαέκλαμψη δειλίας, καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν τοπαιδί κι εμείς οι γονείς, ότι ήταν ένας κι εμείς δύο.

«Ξέρω ότι δεν έπρεπε να συμβεί αυτό, αλλά, ότανθολώνει κανείς... »

«Δεν ξέρει πού μπορεί να φτάσει!» ούρλιαξε ο Αλέ-ξης στα πρόθυρα εγκεφαλικού. «Είσαι πολύ μικρός γιανα αυθαδιάζεις, αλλά δυστυχώς πολύ μεγάλος πια γιανα σε τουλουμιάσω στο ξύλο. Ας όψεται η μάνα σου γι'αυτό».

Τι μονότονος που γινόταν ώρες ώρες... Δε βαριόταννα με κατηγορεί που δε δείραμε ποτέ τον Τάκη. Τονκοίταξα και ανησύχησα για το χρώμα που είχε απλωθείστο δέρμα του. Εμ, βέβαια. Μια φορά αποφάσισε ναασχοληθεί σοβαρά με τη συμπεριφορά του γιου του καιτου 'πεσε βαρύ. Συνέχισε να φωνάζει:

«Μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς θα την περνάςμέσα τα Σαββατοκύριακα. Ούτε σινεμά ούτε γκομενί-

23

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τσες ούτε χαρτζιλίκι. Θα βγάλεις κάλους στα δάχτυλαπαίζοντας φλογέρα. Και τη βιντεοκάμερα που ήθελεςγια δώρο γενεθλίων μπορείς να την ξεχάσεις. Θα 'σαιτυχερός αν σου πούμε και "χρόνια πολλά". Άντε, γιανα μην αρχίσω να σε τραβολογάω στο Μέγαρο Μουσι-κής, στις βραδιές για σόλο φλάουτο».

Αυτό ήταν η δήλωση της χρονιάς. Η σχέση του Αλέξημε το Μέγαρο ήταν ανάλογη της δικής μου με το Στά-

24

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

διο Ειρήνης και Φιλίας. Ανύπαρκτη, Από αυτή την α-πειλή δεν κινδύνευε ο Τάκης.

Έκανε μεταβολή και μπήκε στο δωμάτιό του, υπο-λογίζοντας μάλλον πόσα Σαββατοκύριακα έμεναν μέ-χρι την άρση του εμπάργκο. Εκείνο όμως με τη βιντεο-κάμερα τον έτσουξε περισσότερο απ' όλα.

Πέντε λεπτά αργότερα άρχισε να φυσά τη φλογέραμε όλη τη δύναμη των δεκαεξάχρονων πνευμόνων του. Ο

Αλέξης κατάπιε μια βρισιά πίσω από την εφημερίδα του.Τον πλησίασα και κάθισα στο μπράτσο της

πολυθρό-νας του.

«Αλήθεια, εσύ τι έκανες τη φλογέρα σου;»«Τη χάρισα, με χαραγμένη αφιέρωση, σε μια

μουσι-κόφιλη συμμαθήτρια που μου άρεσε» μουρμούρισε,χω-ρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα.

«Γι' αυτό λένε οι συμμαθητές σου, στις συγκεντρώ-σεις που πάμε, ότι παλιά χρειαζόσουν δυο όργανα γιανα πηδήξεις μια γκόμενα;» χαριτολόγησα για να ελα-φρύνω την ατμόσφαιρα.

«Μμμ» βυθίστηκε περισσότερο στην εφημερίδα.Σηκώθηκα για να μη δει ότι είχα βουρκώσει.

Όχι ότιθα γυρνούσε να με κοιτάξει. Γι' αυτόν είχε λήξει η συζή-τηση. Θα μου απηύθυνε πάλι το λόγο για να με ρωτήσειτι θα τρώγαμε.

Επιβεβαιώθηκα μετά από μισή ώρα:«Ελέεενη, τι έχεις φτιάξει να φάμε;»Ήταν τόσο προβλέψιμος ύστερα από δεκαεφτά

χρό-

25

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

νια γάμου, κι όμως εγώ τον αγαπούσα όπως την ημέραπου τον γνώρισα. Στη μίζερη μου εφηβεία.

26

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Στα δεκάξι μου δεν έλεγα πολλά πράγματα. Στρου-μπουλή και άχαρα ντυμένη, με μαλλιά που δεν ήξεραναν ανήκαν σε κεφάλι ή κοντάρι σφουγγαρίστρας. Καιναι μεν «τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέ-ντες», αλλά τα δόντια μου είχαν διαφορετική άποψημετά από τριετή στενή συνεργασία με τα ορθοδοντικάσιδεράκια. Αντιθέτως, η καλύτερη μου φίλη, η Χριστί-να, που μοιραζόταν επί χρόνια το ίδιο θρανίο μ' εμένα,ουδόλως μου έμοιαζε στην εμφάνιση. Το δέρμα της δεγνώριζε την ασφυκτική παρέα της ακμής, το σώμα τηςπροκαλούσε τις πρώτες πονηρές σκέψεις των συμμα-θητών μας και το πρόσωπό της έλαμπε από ομορφιά.Η καλλονή και το ασχημόπαπο ήταν κολλητές φίλες.Μοιραζόμασταν τα πάντα. Υπήρχε η σιωπηλή συμφωνίανα με παίρνει μαζί της όταν έβγαινε ραντεβού με αγό-ρια, που την κατέκλυζαν με προτάσεις, και της έδειχνατην ευγνωμοσύνη μου αφήνοντάς τη να αντιγράφει απότην κόλλα μου στα διαγωνίσματα.

Δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις για την εμφάνισή μου. Ταραντεβού με αγόρια για σινεμά ή χορό ήταν τόσο αραιάόσο οι βροχοπτώσεις στο Σουδάν. Χάρις όμως

27

2.

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

στη Χρι-στίνα, δεν παραπονιόμουν για ανιαρά Σαββατοκύρια-κα. Κάτι από τη δική της χρυσόσκονη έπεφτε και στουςδικούς μου ώμους καλύπτοντας την εφηβική πιτυρίδα.

Η επιστήθια φίλη μου είχε το εξής κόλλημα: δεν τηςάρεσαν οι συμμαθητές μας. Επιζητούσε την παρέα με-γαλύτερων αγοριών, κατά προτίμηση φοιτητών φερέλ-πιδων κλάδων της επιστήμης, όπως της ιατρικής και τηςνομικής. Και, πράγματι, δεν της ήταν καθόλου δύσκολονα συναναστρέφεται μελλοντικούς καρδιολόγους και

28

2.

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ · Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ποινικολόγους. Σ' αυτή της την εμμονή χρώσταγα τηγνωριμία μου με τον Αλέξη.

Όταν εξέπνεε η χρονιά της δευτέρας λυκείου, η Χρι-στίνα με κάλεσε στο χορό των τριτοετών της νομικής.Είχε γνωρίσει ένα φοιτητή ονόματι Λουκά, στον οποίοείχε αποφασίσει να χαρίσει τη γοητεία της. Με πήρε μα-ζί της, ως συνήθως. Εξάλλου τη Δευτέρα θα γράφαμε ση-μαντικό διαγώνισμα στην ιστορία.

Ο Λουκάς είχε έρθει παρέα με ένα συμφοιτητή τουονόματι Αλέξη. Γρήγορα σχηματίσαμε μια τετράδα πουήπιε, ήρθε στο κέφι και χόρεψε με έξαψη.

Όταν τα μεγάφωνα ανακοίνωσαν τη λήξη του χορού,η Χριστίνα μου έκανε νόημα ότι δε θα μοιραζόμασταντο ίδιο ταξί για το σπίτι. Αφού δε συμπεριλαμβανόμουνστα σχέδιά της, αποφάσισα να ρωτήσω τον Αλέξη ανείχε την ευγενή καλοσύνη να με βάλει σε ένα ταξί, μηντολμώντας να τον παρακαλέσω να κρατήσει το νούμεροτης πινακίδας, όπως απαιτούσαν οι γονείς μου. Προτι-μούσα να κινδυνέψω από το Χίλτον μέχρι το Χαλάνδριπαρά να νομίσει ότι είχε να κάνει με ένα μυξιάρικο. Ηαπάντησή του ξεπέρασε τα πιο τρελά μου όνειρα. Μουπρότεινε να με συνοδέψει ο ίδιος ως το σπίτι μου. Ε-ξάλλου δεν τον έβγαζα από το δρόμο του.

29

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ · Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Εκείνος έμενε στο Μαρούσι, και το Χαλάνδρι ήταν ηπαλιά του γειτονιά.

Η διαδρομή από το ξενοδοχείο μέχρι το σπίτι κύλησεσιωπηλά και πολύ γρήγορα. Η χαρά μου, όταν πρότεινενα με συνοδέψει, μετατράπηκε σε απογοήτευση, καθώςδεν έκανε καμιά κίνηση που να δείχνει ερωτικό ενδια-φέρον. Όμως έπρεπε να τον ξαναδώ. Με το πιο ανέμε-λο ύφος που κατάφερα να πάρω, τον προσκάλεσα στοπάρτι που θα έκανα το επόμενο Σάββατο.

30

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Δέχτηκε και με ρώτησε αν θα ερχόταν κι ο κολλητόςτου με τη Χριστίνα. Του απάντησα «αν θέλει ο Θεός»και τον καληνύχτισα.

Ο Θεός στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο πατέραςμου, που δεν είχε ιδέα για το πάρτι του Σαββάτου. Σά-μπως ήξερα εγώ ότι θα κάνω πάρτι; Όμως ήταν η μόνηλύση να ξαναδώ τον Αλέξη και θα προσπαθούσα με νύ-χια και με δόντια να πείσω τους γονείς μου. Δε χρειά-στηκαν πολλά παρακάλια.

Δυνάμει του άγραφου νόμου περί ιδιαίτερου δεσμούμεταξύ πατέρα και κόρης, απέσπασα εύκολα τη συγκα-τάθεση του και τη δέσμευση να πείσει τη μητέρα μουνα φτιάξει ορεκτικά για τους συμμαθητές μου.

Μετρούσα τις μέρες σαν ανυπόμονος φαντάρος ενό-ψει της απόλυσης του. Παράλληλα, πήρα τη γενναίααπόφαση να κόψω τα μαλλιά μου και ν' απαλλαγώ διάπαντός από τις μπεμπεκίστικες αλογοουρές. Το αποτέ-λεσμα με κολάκεψε ιδιαίτερα και, σε συνδυασμό με ταδύο κιλά που έχασα από την ανορεξία της προσμονής,το Σάββατο με βρήκε άλλο άνθρωπο.

Η ώρα είχε πάει δέκα, οι συμμαθητές μου χόρευανξέφρενα κι εγώ είχα καρφωμένο το βλέμμα στην πόρτα,αφού δεν είχαν φανεί ακόμα ούτε η Χριστίνα με το Λου-κά ούτε ο Αλέξης.

31

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Γύρω στις έντεκα, κι ενώ εξέπνεε η προθεσμία πουμου είχαν δώσει οι γονείς μου για την επιστροφή τουςστο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι. Πετάχτηκα σαν ελατή-ριο, αλλά, φτάνοντας στην πόρτα, άνοιξα με επιτηδευ-μένα απορημένο ύφος: «Εσείς είστε; Δε σας περίμενα».

Η Χριστίνα με το Λουκά όρμησαν στο σαλόνι γιατί τοπικάπ έπαιζε το αγαπημένο τους τραγούδι. Ο Αλέξηςστεκόταν στην εξώπορτα κρατώντας ένα γλαστράκι με

32

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κάκτους. Το πήρα με την ευλάβεια που άρμοζε σ' έναμπουκέτο σπάνιες ορχιδέες. Το βλέμμα του έμεινε καρ-φωμένο επάνω μου.

«Κάτι έκανες και άλλαξες. Τα μαλλιά σου ίσως;»

Έφερα το χέρι μου στα μαλλιά, πασπατεύοντας τηνανύπαρκτη αλογοουρά." «Ναι, τα έκοψα... λίγο. Μου πάνε;» τον ρώτησα

μευπερβολική ίσως αγωνία.

«Πάρα πολύ. Βρίσκω τις γυναίκες με κοντά μαλλιάπολύ ενδιαφέρουσες».

Έσκυψε στο αυτί μου ψιθυρίζοντας: «Προς τι το πάρ-τι ; Γιορτάζεις τίποτα;»

Εσένα...«Μπα, έτσι το κάνω. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο».Τον έπιασα απ' το χέρι, ευτυχής που ένα

κούρεμα μεμετέτρεψε από άχαρη έφηβη σε ενδιαφέρουσα γυναίκα.Τον οδήγησα στο τραπέζι με τα ποτά κι έτρεξα στο πι-κάπ. Η ώρα ήταν έντεκα, πράγμα που σήμαινε πως ό,τιήταν να γίνει έπρεπε να γίνει μέχρι τις δώδεκα, που θαγύριζαν οι γονείς μου.

Διέκοψα άγαρμπα το γρήγορο κομμάτι που παιζό-ταν, αντικαθιστώντας το με ένα αργό μπλουζ, του οποίουη επιλογή δεν ήταν τυχαία. Έφαγα ώρες την προηγού-μενη μέρα, υπολογίζοντας ποιο ήταν το μεγαλύτερο σεδιάρκεια τραγούδι, και κατέληξα στους Πινκ Φλόυντ,που ήξεραν από εφηβική καψούρα και έγραφαν κομμά-

33

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τια που έπιαναν ολόκληρη την πλευρά του δίσκου.

Τα φώτα έσβησαν, κι όταν ακούστηκαν οι πρώτεςνότες αναζήτησα με το βλέμμα τον Αλέξη.

Με κοίταζε χαμογελώντας. Μου άπλωσε το χέρι κιεγώ το κράτησα προσπαθώντας να κρύψω το τρέμουλοπου τύλιγε το κορμί μου. Ήλπιζα ότι δε θα αναζητού-

34

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

σε άλλη ντάμα στην πρώτη ανάσα του Ντέιβιντ Γκίλ-,μουρ. Η ευχή μου πραγματοποιήθηκε και, όταν τελείω-σε ο δίσκος, παραμείναμε αγκαλιασμένοι. Έσκυψε καιμε φίλησε στο στόμα. Μετά βίας κρατούσα τα πόδιαμου να μη λυγίσουν. Ευχαρίστησα σιωπηλά τον οδο-ντίατρο που με είχε απαλλάξει από τα σιδεράκια πριναπό μερικούς μήνες και, έτσι, μπορούσα να απολαύσωχωρίς ενοχές το ενδιαφέρον που μου έδειχνε εκείνη τηστιγμή ο Αλέξης.

Λίγο πριν από τις δώδεκα ανάψαμε τα φώτα και ταχαλβαδιάσματα στο σαλόνι τελείωσαν. Είχε έρθει η ώραγια το σχέδιο «Αναμνηστικές φωτογραφίες». Αν όλαπήγαιναν καλά, η Χριστίνα θα απαθανάτιζε τους πα-ρευρισκόμενους του πάρτι. Την είχα προειδοποιήσει ότιαπό το τριανταεξάρι θα χαράμιζε το πολύ δέκα φωτο-γραφίες με τους άλλους συμμαθητές μας. Οι υπόλοιπεςθα ήταν αφιερωμένες στον Αλέξη μόνο του ή μαζί μου.Τα φλας άρχισαν να αστράφτουν κι εγώ πανευτυχήςπόζαρα δίπλα στον άνθρωπο που ευχήθηκα να γινότανκάποτε πατέρας των παιδιών μου.

Την ώρα που το σκεφτόμουν, ο Αλέξης τύλιξε ταχέρια του γύρω από το λαιμό μου, προσπαθώντας α-στειευόμενος να με στραγγαλίσει. Αν είχα εκδηλώσειφωναχτά την ευχή μου, θα είχε σφίξει λίγο

35

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

περισσότεροτα χέρια του. Όμως η επιθυμία μου έμεινε μόνο στησκέψη κι η ζωή μου φάνηκε να μη διατρέχει άμεσο κίν-δυνο, αφού χαμογελούσα στο φακό σαν ευτυχισμένο βό-δι σε ηλιόλουστο λιβάδι.,

Το πάρτι είχε στεφθεί από επιτυχία, οι φωτογραφίεςήταν υπέροχες, αλλά οι γονείς μου στενοχωρήθηκαν πουτο φιλμ είχε καεί και είχαν σωθεί μόνο δέκα.

Ασφαλώς δε συμμεριζόμουν τη στενοχώρια τους,για-

36

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

τί οι υπόλοιπες είκοσι έξι που απεικόνιζαν το ζευγάριτης βραδιάς αναπαύονταν ασφαλείς στο κλειδωμένοσυρτάρι του γραφείου μου κι έβλεπαν το φως της ημέ-ρας, ή μάλλον της νύχτας, μόνο όταν άκουγα ροχαλητόστη διπλανή κρεβατοκάμαρα.

3.

Το επεισόδιο με το Σαχουρντιάν μέτραγε τρία εικοσι-τετράωρα παρελθόντος. Δυστυχώς δεν μπορούσα ναισχυριστώ το ίδιο για τους καβγάδες μου με τον Αλέξη,που γίνονταν επί καθημερινής βάσεως.

Όταν παντρευτήκαμε, υποσχέθηκα στον εαυτό μουνα παλέψω για το γάμο μου. Προσπαθούσα να διώξωτον εφιάλτη που με ξύπναγε τα πρώτα χρόνια της συ-ζυγικής μου ζωής: ο Αλέξης με κατηγορούσε ότι του έ-κλεψα τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, ρίχνοντάς τονστα δίχτυα της πατρότητας, που δεν ήταν σίγουρος ότιήθελε, και με παρατούσε με το μικρό Τάκη να σπαράζεισαν το Βασιλάκη Καίλα «μπαμπούλη, μη φεύγεις». Οτρελός μου έρωτας για τον Αλέξη, σε συνδυασμό με τοάγχος να τον κρατήσω στο σπίτι του, με έκανε υποδειγ-ματική σύζυγο: νοικοκυρά, τρυφερή ερωμένη, σχεδόνδουλοπρεπή σε όλες του τις ιδιοτροπίες. Το απολάμ-

37

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βανε. Ενώ πίστεψε στην αρχή πως παγιδεύτηκε σε μιαζωή που δεν είχε επιλέξει, πως είχε πέσει θύμα της αιώ-νιας γυναικείας πλεκτάνης, ξαφνικά ένιωθε πασάς σταΓιάννενα. Ο ρόλος του μαλάκα είχε ανατεθεί στη σύζυ-γο, ενώ εκείνος εισέπραττε το χειροκρότημα του ζενπρεμιέ. Η συνειδητοποίηση της αντιστροφής των ρόλωντου χάρισε ανωτερότητα, που φρόντιζε να επιδεικνύει

38

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κάθε φορά που ξεπερνούσα τον εαυτό μου για να τονικανοποιήσω. Η στοργική κίνηση που με καλούσε ναχωθώ στην αγκαλιά του όταν χαλάρωνε στον καναπέμετά το γραφείο με έκανε να νιώθω σαν ευτυχισμένοκουτάβι που το επιβραβεύει ο αφέντης του. Ακόμα καιη σεξουαλική επαφή είχε μετατραπεί σε ένα είδος βρα-βείου για τις υπηρεσίες που προσέφερα, ας πούμε, κάτισαν μπόνους. Ποτέ δε δυσανασχέτησα. Μου έφτανε πουγύριζε στο σπίτι, σ' εμένα και στο γιο μας. Με τα χρό-νια είχα αρχίσει επιτέλους να χαλαρώνω και να απο-λαμβάνω την οικογενειακή θαλπωρή. Μέχρι πέρυσι.

Ξαφνικά άρχισε να επικαλείται φόρτο εργασίας καιγύριζε αργά, στο σπίτι γινόταν ευερέθιστος με τον Τάκη,όσο για μένα, σχεδόν δεν υπήρχα. Φυσικά το σεξ γινότανσιγά σιγά μια γλυκιά ανάμνηση. Κάπου δεν μπορούσα ναχωνέψω ότι τα πράγματα στράβωσαν μετά από δεκαε-φτά χρόνια. Υπήρχε άραγε πιθανότητα να με απατά εν ο-νόματι της «κλιμακτηρίου» που περνούσε στα σαράντα;

Είχα δει κάποτε μια ταινία με τη Μέρυλ Στριπ, πουανακάλυψε ότι την απατούσε ο Νίκολσον, όταν τυχαίαβρήκε στο συρτάρι της ντουλάπας μονές αντρικές κάλ-τσες. Κάθε σύζυγος έχει το δικό της τρόπο να καταλα-

39

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βαίνει αν ο άντρας της ξενοκοιμάται. Εγώ αίφνης, αν έ-βρισκα μονές κάλτσες στο συρτάρι του Αλέξη, θα γκρί-νιαζα για το χαμένο του μυαλό.

Η Χριστίνα ανακάλυψε πως ο άντρας της ξενοπη-δούσε όταν αυτός φορούσε επί ένα μήνα ζιβάγκο. Αυτόδεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, εκτός αν πρόκειται για τομήνα Αύγουστο.

«Τον έχει καταρουφήξει το βαμπίρ» μου έλεγε στοτηλέφωνο. «Μαύρος έχει γίνει ο λαιμός του από τις πι-πιλιές».

40

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Αυτά βέβαια αποτελούσαν παρελθόν για τη Χριστίνα.Χώρισε πριν από ένα χρόνο και ησύχασε.

Εκείνη δεν είχε παντρευτεί το μαθητικό της έρωτα,αλλά ένα μαθηματικό που την τάραζε στο κέρατο με μα-θηματική ακρίβεια. Εγώ, που είχα παντρευτεί δικηγό-ρο, πάσχιζα να βρω αποδείξεις ότι ξενοπηδούσε. Αλλάαπό μόνη της η διαίσθηση δεν αποτελεί ισχυρό στοιχείο.Θα με παίρναν με τις λεμονόκουπες, αν τους έλεγα ότιο άντρας μου με απατά, επειδή έχει πάψει εδώ και και-ρό να μου χαϊδεύει το μηρό στο αυτοκίνητο κάθε φοράπου αλλάζει ταχύτητα. Όμως το περιεχόμενο των με-τρημένων μας συζητήσεων δε μου άφηνε πολλά περι-θώρια να κοιμάμαι ήσυχη.

Τέσσερις μέρες μετά τη φάση με το Σαχουρντιάν, έ-τρωγα με τον Αλέξη στην κουζίνα. Ήμουν ευδιάθετηγιατί ήταν από τις λίγες μέρες που είχε επιστρέψει νω-ρίς. Πιάσαμε συζήτηση για τον Τάκη. Αναρωτιόμουνπότε πέρασε από τη φάση του Ρ1αγηιοΜ στη φάσητου ΡΙαγύογ. Συγχρόνως σκεφτόμουν πότε πέρασε κι οάντρας μου από τη φάση του πιστού συζύγου στη φάσητου κι εγώ δεν ξέρω τι. Το δεύτερο προβληματισμό μουτον κράτησα για μένα. Δεν ήθελα να χαλάσω τη συμπα-θητική ατμόσφαιρα.

41

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Συμφώνησε και ο Αλέξης ότι δεν είχε καταλάβει γιαπότε το αγοράκι μας μεταμορφώθηκε σε οργισμένο έ-φηβο. Χαμογελώντας πρόσθεσα: «Σε λίγο θα αρχίσει ναξυρίζεται». Η συμπαθητική ατμόσφαιρα ψεκάστηκε απότη χλευαστική του απάντηση: «Ξυρίζεται εδώ κι έξι μή-νες. Δε μυρίζεις το αΑ6Γ δΐιανο όταν τον φιλάς το πρωίγια το σχολείο;»

«Μα έχω να τον φιλήσω τουλάχιστον έξι μήνες, γιατίτο θεωρεί μωρουδίστικο. Είναι κι αυτό μια από τις ε-

42

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

φηβικές του επαναστάσεις, φαντάζομαι» απάντησα πει-ραγμένη και πέταξα πικρόχολα: «Εσύ, που έχεις να μεφιλήσεις στο στόμα από πέρυσι, ζεις την επανάστασητης "κλιμακτηρίου";»

«Κρατάς ημερολόγιο της ερωτικής μας ζωής, Ελενά-κι;» τα μάτια του στένεψαν ειρωνικά.

«Μη με προκαλείς να σου διηγηθώ την ερωτική μαςδραστηριότητα τον τελευταίο χρόνο... δε θα μου πάρειπάνω από τέσσερα δευτερόλεπτα. Μήπως έχεις και γκό-μενα;» αγρίεψα.

«Άσε μας, ρε Ελένη, βραδιάτικα...» είπε και βγήκεαπό την κουζίνα.

Έχει γκόμενα.Φυσικά, την επόμενη μέρα τηλεφώνησε ότι θα

αρ-γούσε στο γραφείο. Βρόντηξα το τηλέφωνο με λύσσα.Ξαναχτύπησε αμέσως. Το σήκωσα με την τρελή ελπίδαότι είχε αλλάξει γνώμη. Ήταν ο Τάκης, που με ρώτησεαν ήθελα να μου φέρει κάτι καθώς θα επέστρεφε απότο σχολείο. Μετά την τριήμερη αποβολή μας αγνοούσεεπιδεικτικά και σπάνια μας απηύθυνε το λόγο. Έτσι μεεξέπληξε το ξαφνικό του ενδιαφέρον, αλλά το απέδωσαστην προσπάθεια να αρθεί ο περιορισμός του στο σπίτιτα Σαββατοκύριακα. Λίγο ακόμα και θα αναλάμβανεπλύσιμο, ξεσκόνισμα και μαγείρεμα για να του δοθεί

43

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

χάρη. Ο Αλέξης ήταν ανένδοτος, εγώ πάλι, ενώ χαιρό-μουν που τον είχα στο σπίτι το Σαββατοκύριακο, δεντον έβλεπα, γιατί κλεινόταν στο δωμάτιο του μέχρι τηΔευτέρα που πήγαινε σχολείο.

«Σίγουρα δε θες να σου φέρω τίποτα;» επέμεινε.«Αγόρι μου, μήπως είδες στον ύπνο σου ότι

πέθανακαι νιώθεις τύψεις για τα νούμερα που μου κάνεις κατάκαιρούς;»

44

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Παράτα μας, ρε μάνα, με τις ψυχώσεις σου» είπεκαι το 'κλεισε.

Αναστέναξα. Το τηλέφωνο είχε πάψει πια να κλείνειμε ήρεμο τρόπο.

Το μυστήριο της ξαφνικής καλοσύνης του Τάκη λύθη-κε όταν, επιστρέφοντας από το σχολείο, κουβάλησε στοσπίτι ένα τρισάθλιο κουτάβι. Για την ακρίβεια ένα τρι-σάθλιο φαλακρό κουτάβι, που είχε πέσει θύμα ασυνεί-δητων ανθρώπων ή αδίστακτων δερματικών παρασίτων.

«Όταν σου είπα στο τηλέφωνο πως δε θέλω τίποτα,το εννοούσα. Πάρ' το όπως είναι και άσ' το εκεί που τοβρήκες».

«Αν το αφήσω εκεί που το βρήκα, θα με καταδιώκουνοι τύψεις, ότι παράτησα ένα αδύναμο πλάσμα σ' ένα ξε-ροπήγαδο να πεθάνει από φόβο, πείνα, δίψα και... »

«Καλά, καλά...» ανατρίχιασα σύγκορμη. «Θα το συ-νεφέρουμε και μετά θα βρούμε πού θα το δώσουμε».

Ο Τάκης πήρε μελιστάλαχτο ύφος. «Μανούλα μου,γιατί να μην τον κρατήσουμε εδώ; Θα σου κρατά παρέαολημέρα που λείπουμε εγώ κι ο μπαμπάς από το σπίτι»>

Τον διέκοψα, πριν ολοκληρώσει το καλόπιασμα, μεπετάρισμα των βλεφαρίδων:

«Με συγκινούν τα τρυφερά σου αισθήματα, αλλάμπορώ να οργανώσω αλλιώς το χρόνο που μου

45

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μένει με-ταξύ μαγειρέματος και συγυρίσματος του σπιτιού. Λεςκι έχω όρεξη να νταντεύω κουτάβια».

«Μαμά, σε παρακαλώ... Σου ορκίζομαι πως θα ανα-λάβω αποκλειστικά τη φροντίδα του σκύλου. Εξάλλου»εδώ χαμήλωσε τη φωνή του «τα Σαββατοκύριακα πουμένω κλεισμένος στο σπίτι περνάω απαίσια. Αν μ' αγα-πάς, θα μ' αφήσεις να περνάω λίγες ευχάριστες ώρεςπαίζοντας με τον Γκουσγκούνη».

46

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Τον ποιον;» ψέλλισα.«Είναι αγοράκι και τον έβγαλα Γκουσγκούνη

επειδήείναι φαλακρός» καμάρωσε για την πρωτοτυπία τουονόματος.

«Καταρχήν, πού τον ξέρεις εσύ τον Γκουσγκούνη;»έφριξα.

Με κοίταξε κοροϊδευτικά. «Είναι δυνατόν ένας άν-θρωπος που θέλει να σπουδάσει σκηνοθεσία να μην τονξέρει;»

Σε ποιον τα πουλούσε αυτά; Προσπαθούσε να με πεί-σει ύτι έβλεπε τσύντες για να μελετήσει την άποψη τουσκηνοθέτη; Και πότε νοίκιαζε τέτοιες κασέτες; Ή μή-πως το 'σκαγε απ' το σχολείο για να περάσει το πρωινότου σε «Δύο έργα σεξ — η αίθουσα κλιματίζεται»;

Μου χαμογέλασε ναζιάρικα, φέρνοντας το κουτάβιστο ύψος των ματιών μου.

«Κοίτα τον. Μ' αυτή τη φαλάκρα, πώς αλλιώς θα τονέβγαζες;» ρώτησε με αφοπλιστική αθωότητα.

«Σαβάλα. Ο Γκουσγκούνης για άλλα πράγματα φη-μίζεται και όχι για τη φαλάκρα του».

«Αν τον φωνάζω Σαβάλα, θα τον κρατήσουμε;»Ξεφύσηξα. «Δεν ξέρω... ο πατέρας σου θα είναι

α-νένδοτος, ειδικά μετά από το περιστατικό με τον καθη-γητή σου... »

Ο Τάκης πήρε πονηρό ύφος. «Όπως λέει και η φίλησου η Χριστίνα, λίγο να κουνήσετε εσείς οι γυναίκες

47

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

το δαχτυλάκι σας και αμέσως οι άντρες γίνονται αλοι-φή».

«Στον πατέρα σου δεν περνάνε αυτά. Κι άλλη φοράνα μην κρυφακούς όταν συζητάω με τη Χριστίνα».

«Δεν κρυφακούω. Το 'χει πει και μπροστά μου» υ-περασπίστηκε τον εαυτό του.

48

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Άφησε το κουτάβι στο πάτωμα κι εκείνο έβγαλε μιαεξαντλημένη φωνούλα.

«Πάω να του δώσω κάτι να φάει κι ύστερα θα το βγά-λω στη βεράντα για να το καθαρίσω απ' τα χώματα. Σεπαρακαλώ, συζήτησε το με τον μπαμπά το βράδυ».

Ποιο βράδυ; Ο Αλέξης ήδη είχε τηλεφωνήσει ότι μιασύσκεψη θα τον κρατούσε ως αργά στο γραφείο, οπότεήταν ανώφελο να τον περιμένω ξύπνια. Για μια ακόμαφορά η λέξη «σύσκεψη» λειτούργησε συνειρμικά στομυαλό μου. Ένα τεράστιο κρεβάτι όπου διευθυντές πη-δούν γραμματείς, στελέχη κάνουν κόλπα μεταξύ τουςκαι το κατώτερο προσωπικό τους παίρνει μάτι.

Ξάπλωσα στον καναπέ με σκοπό να πνίξω τον ε-κνευρισμό μου στις σαπουνόπερες. Το ΡΠηιηοΙ έδειχνετην Ολέθρια σχέση. Παρακολούθησα το έργο με ανα-νεωμένο ενδιαφέρον. Σκέφτηκα ότι μπορεί να πάρω κα-μιά ιδέα από την ψυχοπαθή ερωμένη.

Άσε να σιγουρευτώ ότι με απατά, και τότε η «Ολέ-θρια σχέση» θα φαντάζει παραμύθι του Ντίσνεϋ μπρο-στά σ' αυτά που θα του κάνω.

Στη φαντασία έπαιρνα άριστα. Στην πραγματικότη-τα, δεν έπιανα ούτε τη βάση. Πώς να τολμούσα μια εκβαθέων συζήτηση, που μπορούσε να προκαλέσει τη διά-λυση του γάμου μου;

Στα μάτια του Αλέξη διέκρινα τη βουβή πρόκληση.Αλλά κι εκείνος γιατί δε μου έλεγε ότι δεν

49

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

αντέχει; Ίσωςγια τον ίδιο λόγο που δε ζήτησε διαζύγιο τα πρώτα δύ-σκολα χρόνια.

Τον βόλευε η κατάσταση. Στέγη, τροφή, καθαρά ρού-χα, γυναίκα οσιομάρτυρας που δεχόταν αδιαμαρτύρητατα νεύρα του, γιος που, χαμένος στον κόσμο του, δεν εί-χε απαιτήσεις από εκείνον.

50

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Η περηφάνια γινόταν τροχοπέδη στην έντονη επιθυ-μία μου να τηλεφωνήσω στο γραφείο για να δω ανόντως είχε σύσκεψη. Ανέκαθεν υποστήριζα ότι, αν έ-φτανα στο σημείο να θέλω να τσεκάρω τον Αλέξη, θαχώριζα πάραυτα.

Ευτυχώς που δεν το διατυμπάνισα, γιατί θα είχα ε-κτεθεί ανεπανόρθωτα σε συγγενείς και φίλους.

Η σκέψη του διαζυγίου, και μάλιστα στα τριάντα έξι,μου προκαλούσε ανατριχίλα.

Αν χωρίσω με τον Αλέξη και μετά από δυο χρόνιαφύγει και ο Τάκης για σπουδές, θα τριγυρνάω σαν τηνκατάρα σ' ένα άδειο σπίτι.

Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα ότι το σκυλί θα γινότανμόνιμος κάτοικος Χαλανδρίου.

Μα τι μαυρίλα μ' είχε πιάσει πάλι; Προσπάθησα νασκεφτώ θετικά. Αν μ' εγκαταλείψουν και οι δύο, δε θαέχουν που την κεφαλήν κλίναι. Επί δεκαέξι χρόνια τουςέρχονταν όλα στο πιάτο. Ποτέδεν έσκασαν για τσα-λακωμένο πουκάμισο ή ξηλωμένο κουμπί. Άντε να πειο Αλέξης στην γκόμενα, μετά από το άγριο πήδημα, νατου ράψει τα κουμπιά που ξήλωσε με τα δόντια της απότο παντελόνι του. Κι ο Τάκης, που θέλει να σπουδάσειστην Αγγλία, θα γνωρίσει την κόλαση της κονσέρβας. Μετην προϋπόθεση ότι πρώτα θα μάθει πώς λειτουργείτο ανοιχτήρι.

Θυμήθηκα μια ιαπωνική ταινία στην οποία η σύζυ-γος, που υπηρετούσε πιστά άντρα και παιδιά για πολ-λά χρόνια, πέθανε μια μέρα την ώρα που μαγείρευε.Όταν ο πατέρας γύρισε στο σπίτι, αντίκρισε τα παιδιάτου, βρόμικα και νηστικά, να κλαίνε γοερά πάνω από

51

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

το πτώμα της μάνας τους. Άρχισαν όλοι μαζί να την τα-ρακουνούν και να φωνάζουν ότι δεν μπορεί να πεθάνει

52

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

και να τους αφήσει νηστικούς. Και τότε η νεκρή μάνασηκώθηκε, έστρωσε τραπέζι, τάισε σύζυγο και παιδιάκαι μετά πήρε το δρόμο για το καθαρτήριο.

Τις σκέψεις μου διέκοψε το κουτάβι, που γλίστρησεαθόρυβα από το δωμάτιο του Τάκη κι άρχισε την εξε-ρεύνηση. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει στον καναπέπου καθόμουν και τότε διαπίστωσα με φρίκη ότι η γού-να του ήταν παράδεισος για τους εντομολόγους.

Το βούτηξα απ' το σβέρκο και κατευθύνθηκα στη βε-ράντα. Εκεί το έλουσα με Μπεταντίν και παρατηρούσαμε ψυχρό ενδιαφέρον τα παράσιτα που εγκατέλειπαναπρόθυμα το οικοσύστημα του δέρματός του. Όλα α-νεξαιρέτως βρήκαν τραγικό θάνατο κάτω από το πα-πούτσι μου. Μια ώρα αργότερα ο σκύλος, απαλλαγμέ-νος από τη φαγούρα και τον πόνο, με ακολούθησε μεευγνωμοσύνη στην κουζίνα.

Η θέση του στο σπίτι εδραιώθηκε όταν του έβγαλαντολμάδες γιαλαντζί σ' ένα παλιό τάπερ και θυσίασαένα αρχαίο πουλόβερ του Αλέξη για να κοιμάται στηναποθήκη. Ο άντρας μου, που δεν τα πήγαινε καλά ούτεμε τα χρυσόψαρα, θα πάθαινε την πλάκα του με το σκυ-λί. Ο καβγάς ήταν δεδομένος. Όμως ήμουν έτοιμη ναυπερασπιστώ το κουτάβι και οι υποψίες ότι ο Αλέξης

53

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

με απατούσε με είχαν ντοπάρει για σκληρό αγώνα.Έτσι και θα εκτονωνόμουν και θα κέρδιζα πόντους στηνεκτίμηση του Τάκη. Ό,τι τον σκεφτόμουν, μπήκε στηνκουζίνα.

«Μπα, μπα, καλά τα πάτε εσείς οι δύο».Έσκυψεστο σκυλί, που έτρωγε, και χάιδεψε το φαλακρό του κε-φάλι.

«Τι έγινε, ρε Γκουσγκουνάκο, θα μείνεις εδώ τελικά;»«Το σκυλί θα μείνει μόνο αν του αλλάξεις όνομα. Δεν

54

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μπορώ να τον φωνάζω Γκουσγκούνη στη μέση του δρό-μου και να με παίρνουν όλοι με τις λεμονόκουπες. Άσεπου οι ένοικοι της πολυκατοικίας θα μαζέψουν υπο-γραφές για να μας διώξουν».

«Μα η πολυκατοικία είναι δική σου, μάνα» επισή-μανε τα περιουσιακά μου στοιχεία. «Αν παραπονεθούν,να τους διώξεις εσύ».

«Θα αστειεύεσαι, βέβαια. Αν χάσω τα ενοίκια, πεςαντίο στο γενναιόδωρο χαρτζιλίκι». Υποχώρησε πάραυ-τα. Καλύτερα αποτυχημένος νονός παρά άφραγκος έ-φηβος.

«Πώς να τον πούμε τότε;»«Τι λες για Τζακ;»«Μάνα, μπράβο. Κέρδισες το βραβείο

πρωτοτυπίας!»χτύπησε παλαμάκια κοροϊδευτικά.

«Ας τον πούμε Γκουσγκούνη, γιατί έχω την αίσθησηότι του αρέσει αυτό το όνομα» ξαναπροσπάθησε με πα-ραπονιάρικο ύφος. Έσκυψε στο σκυλί: «Αν έχεις αντίρ-ρηση, γάβγισε».

Συμπτωματικά το κουτάβι άφησε ένα μακρόσυρτογρύλισμα. Έβαλα τα γέλια κοιτώντας τον Τάκη, που δενπίστευε στα αυτιά του. Γύρισε προς το μέρος μου.

«Είναι πολύ μικρός για να εκφέρει γνώμη». Χαμο-γέλασε πονηρά. «Πάντως, αν ρωτήσεις και τη φίλη σουτη Χριστίνα θα συμφωνήσει ότι το Γκουσγκούνης είναι

55

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πετυχημένη επιλογή. Τα γουστάρει κάτι τέτοια περίερ-γα. Δεν είναι συντηρητικούρα σαν κι εσένα».

Τον κοίταξα αυστηρά. «Δε μ' αρέσουν τα σχόλιά σουγια τη Χριστίνα».

Τον είδα που μαγκώθηκε και συνέχισα πιο μαλακά:«Έστω. Αν και να ξέρεις ότι αυτό το όνομα δε

θα α-ρέσει καθόλου στον πατέρα σου».

56

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Στον πατέρα μου δε θα αρέσει καθόλου ο σκύλος,αφού δεν είναι και ράτσας» πήρε ύφος κατηγόριας.

Δεν είχε άδικο. Ο Αλέξης υπήρχε πιθανότητα να δε-χτεί ζώο στο σπίτι μόνο αν κατείχε πεντιγκρί τεσσάρωνγενεών.

«Εντάξει» ξεφύσηξα. «Θα αναλάβω εγώ τον πατέρασου».

Πριν αποσώσω τη φράση, δέχτηκα το ξαφνικό φιλίτου στο μάγουλο. Μετά εξαφανίστηκε στο δωμάτιό τουμε το σκύλο. Αν ένα μπαστάρδικο κουτάβι κατάφερ-νε να ζεστάνει τις σχέσεις μου με τον Τάκη, δεν το 'χασε τίποτα να δώσω στέγη και στα 101 σκυλιά της Δαλ-ματίας...

4.

Έπεσα στο κρεβάτι κατά τις εντεκάμισι και πρέπει ναείχε περάσει καμιά ώρα, όταν ένιωσα τον Αλέξη να πλα-γιάζει δίπλα μου. Ήμουν πολύ νυσταγμένη για ν' αρχί-σω τις ερωτήσεις.

Γύρισα πλευρό και βυθίστηκα σε λήθαργο. Κάποιαστιγμή ένιωσα το χέρι του να με σκουντά.

«Ελένη, ξύπνα, έχουν μπει κλέφτες στο σπίτι. Σαν ναπροσπαθούν ν' ανοίξουν απ' την αποθήκη».

«Κοιμήσου, Αλέξη, ο Γκουσγκούνης είναι» απάντη-σα ναρκωμένη.

57

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Ποιος Γκουσ... Ελένη, ξύπνα απ' τα πορνοόνειραπου βλέπεις κι άκου τι σου λέω!»

Ανακάθισα μισοζαλισμένη και άναψα το πορτατίφ. ΟΑλέξης πετάχτηκε από πάνω μου σαν ελατήριο και τοξανάκλεισε.

58

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τρελάθηκες; Να μπουκάρει ο κλέφτης και να μαςκαθαρίσει;» ούρλιαξε πνιχτά.

«Ηρέμησε, καλέ! Ένα κουτάβι που προσπαθεί να προ-σαρμοστεί σε ξένο περιβάλλον δεν απειλεί τη σωματικήμας ακεραιότητα και την περιουσία μας».

Αυτή τη φορά ήταν εκείνος που άναψε το φως:«Πήρες σκύλο; Με ρώτησες αν γουστάρω να

ξυπνάωτα βράδια απ' τις νυχιές και τα κλαψουρίσματα;»

Κοίτα που η διάθεση του για καβγά δεν τηρεί ωρά-ριο!

«Πρώτον, τον έφερε ο Τάκης. Δεύτερον, σε έπαιρνατηλέφωνο γύρω στις δέκα στη δουλειά για να σ' το πωκι εσύ δεν απαντούσες» είπα ήρεμα. Γεγονός ήταν ότι όσκύλος αποτέλεσε πολύ καλή δικαιολογία για να τηλε-φωνήσω αργά το βράδυ στη δουλειά του Αλέξη. Σπά-νια μου δινόταν η ευκαιρία να πείσω τον εαυτό μου καιεκείνον ότι δεν τηλεφωνούσα για να ελέγξω αν είναιεκεί αλλά για να πω κάτι σημαντικό. «Έπειτα, σκέψουκαι το εξής: όταν ο Τάκης ήταν μωρό και σε ξύπναγε τιςνύχτες με το κλάμα του, δε σκέφτηκες ποτέ να τον διώ-ξεις»;

« Μα, Ελένη, ο Τάκης είναι ο γιος μας και...»«Κι αυτός είναι ο σκύλος μας! Ας κοιμηθούμε

τώρα,κι αύριο θα συζητήσουμε για το σκύλο και γι' άλλαπολλά» έκοψα μαχαίρι την αιμοσταγή του διάθεση.Έσβησα το πορτατίφ και κουκουλώθηκα ως τ'

59

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αυτιά.Ο Αλέξης γύρισε πλευρό χωρίς να πει άλλη κουβέντα.Το ότι δεν είπε την τελευταία λέξη ήταν ενδεικτικό τηςκατάστασης που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στο κε-φάλι του. Πώς θα μπάλωνε την απουσία του απ' τογραφείο την ώρα που τον έπαιρνα; Δικαιολογίες υπήρ-χαν άπειρες. Τον είχε πιάσει κόψιμο κι ήταν στην τουα-

60

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λέτα με τις ώρες. Καθυστέρησε στο φωτοτυπικό καιδεν πρόλαβε να σηκώσει το τηλέφωνο, που το άκουγενα χτυπά γύρω στις δέκα. Το πρωί θα μάθαινα ποια δι-καιολογία του φάνηκε πιο ασφαλής. Μάλιστα, πήγαι-να και στοίχημα πως θ' άνοιγε πρώτος τη συζήτηση,καθότι ο δολοφόνος γυρνά πάντα στον τόπο του εγκλή-ματος.

Άκουσα τη ρυθμική του ανάσα γύρω στις δυόμισι.Παιδεύτηκε αρκετά, το πουλάκι μου, για να βρει τι θαμου πει. Κοιμήθηκα πολύ αργότερα. Στο όνειρό μου εί-δα ότι βρισκόμουν στο μουσείο βασανιστηρίων στο Άμ-στερνταμ. Την προσοχή μου τράβηξε μια περίεργη κα-τασκευή σε σχήμα Π, όπου από την οριζόντια μπάραξεκίναγε ένα τεράστιο πριόνι και στις πάνω γωνίες τωνδυο κάθετων υπήρχαν λουριά. Η αναρτημένη ταμπελί-τσα ενημέρωνε τον επισκέπτη ότι με αυτό το όργανο τι-μωρούσαν τους μοιχούς και τους ομοφυλόφιλους στοΜεσαίωνα. Δίπλα υπήρχε ζωγραφισμένο παράδειγμαμοιχού, που, δεμένος από τους αστραγάλους στις δυομπάρες, κρεμόταν ανάποδα γυμνός, λίγο πριν πριονι-στεί κάθετα στα δύο. Το πριόνι έκοβε στη μέση πρώτατα γεννητικά όργανα και μετά το υπόλοιπο σώμα. Και,κοίτα σύμπτωση, ο μοιχός στο παράδειγμα ήταν ο

61

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Αλέ-ξης κι εγώ χειριζόμουν το πριόνι.

Με ξύπνησε το νερό που 'τρεχε στο μπάνιο. Ο Αλέξηςζωντανός και με τα καρύδια στη θέση τους ετοιμαζότανγια το γραφείο.

Σηκώθηκα να φτιάξω καφέ και να δω σε τι κατάστα-ση βρισκόταν το κουτάβι. Όρμησε έξω απ' την αποθήκησέρνοντας το πουλόβερ του Αλέξη. Ο Αλέξης, που στε-κόταν στον πάγκο της κουζίνας σιγοπίνοντας τον καφέτου, κόντεψε να πνιγεί βλέποντάς το.

62

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Το πουλόβερ μου!» τσίριξε. « Το κωλόσκυλο έβαλεχέρι στην ντουλάπα μου!»

«Ναι και σου βούτηξε λεφτά απ' το πορτοφόλι. Αν ή-ξερα, καημένε, ότι θα σκούξεις για ένα τριμμένο πουλό-.βερ που σίγουρα δε θυμόσουν ότι υπάρχει ακόμη, θα του'βρισκα άλλο πανί για να κοιμάται» είπα επιτιμητικά.

Φούντωσε. Δεν τον είχα συνηθίσει σε ειρωνικά σχό-λια με την τσίμπλα στο μάτι.

«Επειδή φαίνεται πως μάνα και γιος έχουν συμμα-χήσει για να μείνει εδώ ο σκύλος, θα πω ένα πράγμα.Όσο δεν μπλέκεται στα πόδια μου και δε βάζει χέρι σταπροσωπικά μου αντικείμενα, θα τον υφίσταμαι. Αν θε-λήσει στενότερη επαφή μαζί μου, θα την έχει για μία καιμοναδική φορά. Θα τον σβερκώσω και θα τον στείλωαπό κει που ήρθε. Έγινα αντιληπτός, αδελφή Τερέζα;»

Περίμενε να χαμηλώσω με υποταγή το κεφάλι.Μπράβο, κύριε Αλέξη, εφάρμοσες την τακτική «η κα-

λύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Με λερωμένη τη φωλιάσου, μου κάνεις διάλεξη για το σκύλο αντί να πέσεις στατέσσερα και να του κάνεις χάδια. Ε, λοιπόν, η καλύτερηάμυνα είναι η επίθεση, αλλά και ο αιφνιδιασμός είναι ημισή νίκη.

«Πού ήσουν χτες όταν σου τηλεφώνησα;» τον προκά-λεσα για να χαρώ τον πανικό στο βλέμμα του. Δυστυ-χώς, η πείρα της δικηγορίας τον βοήθησε να ανακτήσειτην αυτοκυριαρχία του πριν καν γίνει αισθητή η απώ-λεια της.

63

«Εσύ ήσουν; Ήμουν στο φωτοτυπικό και δεν πρόλα-βα το τηλέφωνο».

Χριστέ μου, πώς τη λένε; Είναι από κει μέσα; Είναιμικρότερη μου; Τα 'χουν καιρό; Να τον σκοτώσω και ν'αυτοκτονήσω;

64

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Αποτόλμησα την ερώτηση που με βασάνιζε εδώ και

μήνες:«Έχεις βρει άλλη; Αν συμβαίνει κάτι, σου

ορκίζομαιότι θα μιλήσουμε πολιτισμένα...» αφού θα σ'έχω δεμέ-νο στο όργανο για τους μοιχούς. «Η αδιαφορία σου γιατο γάμο μας με σκοτώνει. Λείπεις συνέχεια, λες και δεναντέχεις να μένεις μαζί μας ούτε δευτερόλεπτο. Σ' ε-κνευρίζουμε, τα βάζεις μαζί μας, όταν φυσικά δε μαςαγνοείς. Προτιμώ να μου πεις σταράτα "έχω άλλη". Δεναντέχω τη σιωπή σου».

Η φωνή μου ράγισε, αλλά τα στεγνά μάτια έσωσαντην αξιοπρέπειά μου.

Διάλεξε προσεκτικά τα λόγια του. Δεν τον έπεισα,φαίνεται, για την πρόθεσή μου να μιλήσουμε πολιτι-σμένα.

«Ελένη, μ' έχεις ξαναρωτήσει. Σ' το επαναλαμβάνω,δεν υπάρχει άλλη. Εδώ δεν τα βγάζω πέρα μ' εσένα, θαβάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου;»

«Μα εγώ τι έχω κάνει και είσαι μόνιμα εκνευρισμέ-νος μαζί μου;»

Ήμουν έτοιμη να κλάψω.Ξεφύσηξε ανυπόμονα:«Κοίτα, έχω πολλή πίεση στην εταιρεία και

τώρα δενείναι ώρα για "βαθυστόχαστες" συζητήσεις. Θα τα πού-με το βράδυ».

Πήρε το χαρτοφύλακά του και προχώρησε βιαστικάστο χολ, λες και η παραμικρή καθυστέρηση θα αποτε-λούσε αντικείμενο εκμετάλλευσης από μέρους

65

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μου, γιανα τον ξαναστριμώξω σε μια συζήτηση που δεν ήθελε νακάνει. Τον ακολούθησα στην εξώπορτα. Στα πόδια μουμπλεκόταν το κουτάβι.

«Θα μου τηλεφωνήσεις κάποια στιγμή;» σχεδόν τον

66

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ικέτεψα και μίσησα τον εαυτό μου το ίδιο δευτερόλεπτο.

«Αν λασκάρει λίγο η δουλειά...» Έριξε ένα αδιάφο-ρο βλέμμα στο σκύλο και εμένα μου 'δωσε ένα ακόμαπιο αδιάφορο φιλί στο στόμα. Πάλι καλά που δε με φί-λησε στο μέτωπο.

Όταν έκλεισε η πόρτα, ξέσπασα σε κλάματα. Πόσοκαιρό έπρεπε να. πληρώνω ακριβά την απόφαση μου νακρατήσω το παιδί παρά τη θέλησή του; Γιατί να με πα-ντρευτεί, αφού δεν ήθελε; Γιατί να γυρίσουν οι εφιάλτεςτων πρώτων χρόνων; Πού έφταιξα μετά από τόσα χρό-νια;

Ένιωσα την ανάγκη να τηλεφωνήσω στη Χριστίναγια να μου τονώσει το ηθικό. Μια χωρισμένη φίλη πουγλένταγε τη ζωή της ήταν μεγάλη παρηγοριά. Στο πέ-μπτο κουδούνισμα απάντησε με φωνή αλλοιωμένη απότον ύπνο.

«Ποιος είναι;»«Χριστίνα, είμαι η Ελένη. Συγγνώμη που σε

παίρνωέτσι πρωί, αλλά μ' έπιασαν οι μαύρες μου με τον Αλέ-ξη. Πάλι έχω έντονη την αίσθηση ότι με απατά».

Απ' το βάθος της γραμμής την άκουσα να ψαχου-λεύει κάτι και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα κατάλα-βα ότι φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου της:

«Παράτα τον το μαλάκα κι άσ' τον να τα βγάλει πέ-ρα μ' ένα παιδί στην πιο προβληματική ηλικία. Να

67

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

δειςγια πότε θα του φύγει η διάθεση για ρομάντζα».

Φαντάστηκα τον Αλέξη αξύριστο και βρόμικο να μεεκλιπαρεί γονυπετής να επιστρέψω στο σπίτι και να ε-γκαταλείψω τον υπέροχο Ιταλό εραστή μου, που με κοί-ταζε στα μάτια κι έπινε νερό στο όνομά μου.

Η σαπουνόφουσκα έσπασε στη φωνή της Χριστίνας:«Ελένη, μ' ακούς; Έγινε κάτι συγκεκριμένο;»

68

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Όχι, μωρέ, έχω πάλι αυτή την πικρή γεύση στο στό-μα και την καούρα στο στομάχι... »

«Ε, να φας ένα γαλακτομπούρεκο και να πιεις κα-πάκι μια σόδα. Εσύ, παιδί μου, θα αρρωστήσεις με τιςεμμονές σου». Σαν να το σκέφτηκε λίγο, πρόσθεσε: «Δεμου λες, φορεί κι αυτός ζιβάγκο επί βδομάδες, σαν τονδικό μου τον ηλίθιο;»

«Όχι, αλλά έχει γίνει ψυχρός, προφασίζεται φόρτο ερ-γασίας, έτυχε κι εγώ να τον πάρω στη δουλειά και δεναπάντησε... Τα ξέρεις, μωρέ, σου τα 'χω ξαναπεί. Είναιμια απ' τις κακές μέρες μου».

«Του μίλησες;»«Με διαβεβαίωσε ότι είμαι η μοναδική γυναίκα

γι' αυ-τόν...»

«Που της εμπιστεύεται τα άπλυτα ρούχα του» μεδιέκοψε με την ανυπομονησία της γυναίκας που 'χειμπουχτίσει από τέτοιου είδους αποκλειστικότητες. «Αυ-τό για τη μοναδική γυναίκα το 'χω ακούσει επανειλημ-μένως. Άντε, βάλε καφέ και θα τα πούμε νίδ α νίδ. Θα'μαστε μόνες;»

«Ο Αλέξης έχει φύγει ήδη, ο Τάκης ετοιμάζεται γιατο σχολείο και θα 'μαστε μόνες με τον Γκουσγκούνη».

«Έτσι μπράβο. Η καλή μέρα απ' την τσόντα φαίνε-ται» ζωήρεψε η φωνή της.

«Ο Γκουσγκούνης είναι το κουτάβι που κουβάλησε οΤάκης».

69

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Μη μου πεις ότι την έχει ένα μέτρο...» ακούστηκεέκπληκτη.

«Είναι φαλακρός» είπα ανόρεχτα. Αυτό το όνομα θαέφερνε μπελάδες.

«Και γιατί δεν τον βγάλατε Σαβάλα; Αχ, το φουκα-ρά, όνομα που του 'λαχε!»

70

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Καλά που επέμενε ο Τάκης πως η Χριστίνα θα εν-θουσιαζόταν με τη μία, άμα άκουγε το όνομα του σκύλου.

Χτύπησα την πόρτα του δωματίου του, φωνάζονταςπως θ' αργούσε για το σχολείο. Βγήκε ντυμένος μ' ένατζιν τόσο στενό στον καβάλο, που, αν τον έπιανε λόξι-γκας, σίγουρα θα εκσπερμάτωνε. Η μπλούζα του, πουαπεικόνιζε μια παρέα από νεκροζώντανους με ηλεκτρι-κές κιθάρες, συμπλήρωνε το θλιβερό σύνολο. Έφριξα,αλλά κατάφερα να εκφράσω ελαφρά αποδοκιμασία.Ένας καβγάς μού έφτανε.

«Βρε Τάκη, αυτά τα ρούχα δεν είναι για το σχολείο.Δηλαδή, για πουθενά δεν είναι, αλλά οπωσδήποτε όχιγια το σχολείο. Με την αποβολή στην πλάτη σου έπρε-πε να εμφανίζεσαι τουλάχιστον με κουστούμι».

Δεν ίδρωσε τ' αυτί του.«Σιγά μην πηγαίνω και με σκάφανδρο. Έτσι μ'

αρέ-σει να ντύνομαι, έτσι ντύνονται όλοι μου οι φίλοι και δεθα δώσω λογαριασμό ούτε στους καθηγητές μου ούτεσ' εσένα τη συντηρητική».

«Πες μου πάλι ότι η Χριστίνα θα τρελαθεί με τις εν-δυματολογικές σου επιλογές και θα σου πω τη γνώμητης για το όνομα του σκύλου».

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και εξαφανίστηκεστην κουζίνα. Τον έπιασα να πίνει νερό από το μπου-κάλι. Ήμουν έτοιμη να του κάνω παρατήρηση, αλλά τομετάνιωσα, σκεφτόμενη ότι η κληρονομικότητα καθορί-

71

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ζει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά. Ο Αλέξης μ' α-γνοούσε επιδεικτικά κι ο Τάκης είχε κληρονομήσει ταγονίδια που υπαγόρευαν την ίδια στάση απέναντι μου.Χάιδεψε το σκυλί και, μουρμουρίζοντας ένα «γεια»,βγήκε απ' το σπίτι.

72

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

5.

Ο Τάκης ήταν δύσκολο παιδί εξ απαλών ονύχων. Δύ-σκολο και κλεισμένο στον εαυτό του. Όταν έγινε τριώνχρονών, πρότεινα στον Αλέξη να κάνουμε δεύτερο παι-δί για να μεγαλώνει μαζί με τον Τάκη. Μου έδειξε τιςπροθέσεις του αγοράζοντας δυο σακούλες προφυλα-κτικά. Όμως κι ο γιος μας υπήρξε ο καλύτερός του σύμ-μαχος. Δεν ήθελε να ακούσει για δεύτερο παιδί στηνοικογένεια. Με τους δυο τους δεν μπορούσα να τα βγά-λω πέρα. Το ζήτημα ξεχάστηκε μέχρι τη στιγμή που οΤάκης έγινε πέντε χρονώ και πήγε στο νηπιαγωγείο.Γυρίζοντας μια μέρα στο σπίτι, κι ενώ καθόμασταν στοτραπέζι, μας δήλωσε ότι θα 'θελε ένα αδελφάκι. Ο Αλέ-ξης κι εγώ κοιταχτήκαμε με απορία και αναφωνήσαμεσυγχρόνως:«Τάκη;»

Λίγο αργότερα μας εξομολογήθηκε ότι βασικά ήθελεένα ποδήλατο. Είχε ακούσει από τους φίλους του ότι οιγονείς τους τους χάριζαν ποδήλατο όταν αποκτούσαν κιάλλο παιδί. Ο Αλέξης εμφανώς ανακουφισμένος του έ-φερε την επόμενη μέρα ένα Βελοσόλεξ, που φώναζε απόμακριά την τιμή του.

Με γοήτευε ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τη ζωή γύ-ρω του. Ζητούσε εξήγηση για τα πάντα, ακόμα

73

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

και γι'αυτά που αδυνατούσαμε να του απαντήσουμε. Μας έ-φερνε συχνά σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις του κι οΑλέξης σπάνια είχε την υπομονή να συζητήσει μαζί του.Βασικά, σπανίως είχε την υπομονή ν' ασχοληθεί μαζίτου. Έτσι εγώ προσπαθούσα να καλύψω τα κενά, ακό-μα κι όταν οι ερωτήσεις ήταν προτιμότερο να απαντη-θούν από κάποιον άντρα. Απολάμβανα όμως τη λογική

74

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

της παιδικής σκέψης, όπου η φαντασία και η πραγματι-κότητα γειτνίαζαν σε πολύ στενά όρια.

Κάποτε, όταν ήταν τεσσάρων, είχαμε πάει στην εκ-κλησία να μεταλάβουμε. Με ρώτησε γιατί ο παπάς δί-νει ψιχουλάκι μουσκεμένο σε κρασί. Του απάντησα ότιαυτά είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ξαφνικάάρχισε να τσιρίζει ότι δε θέλει να φάει το Χριστούλη για-τί θα τον τιμωρήσει ο μπαμπάς του ο Θεός.

Φύγαμε άρον άρον, αφήνοντας πίσω μας δεκάδες α-ναστατωμένα πιτσιρίκια που δίσταζαν να μεταλάβουνμετά από αυτά που άκουσαν από το παιδί μου.

Όσο μεγάλωνε, διάφορα καλά του στοιχεία, όπως ητάξη, η παιδική ευγένεια, η υπακοή, άρχισαν να τον ε-γκαταλείπουν. Εκτός από ένα, που χρόνο με το χρόνοθέριευε: τη φαντασία του. Μοναχικός καθώς ήταν, κλει-νόταν με τις ώρες στο δωμάτιό του και χάζευε τις συλ-λογές του. Μάζευε τα πάντα. Βότσαλα, σπιρτόκουτα,ξερά φύλλα κι έκανε κολάζ που στόλιζαν τους τοίχουςτης κάμαράς του. Ο Αλέξης έφριττε κάθε φορά που οΤάκης του έδειχνε μια καινούρια σύνθεση. Με έπαιρνεπαράμερα και με ξετίναζε.

«Δε μου λες, εσύ, που είσαι ολημέρα στο σπίτι, έχειςκαταλάβει τίποτα ύποπτο στη συμπεριφορά του Τάκη;»

«Σαν τι δηλαδή;»

75

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ξέρω γω, πολύ βότσαλο και κοχύλι μαζεύει το παι-δί μας, αντί να κρεμά στους τοίχους αφίσες με ηθο-ποιούς, όπως όλα τα νορμάλ παιδιά της ηλικίας του».

«Μα έχει κολλήσει το Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και τονΤζέιμς Ντιν».

«Ναι, αλλά αυτοί είναι άντρες. Δε βλέπω καμιά πλη-θωρική ξανθιά να ποζάρει φάτσα στο κρεβάτι του» ξε-φυσούσε γεμάτος άγχος.

76

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Αυτές ικανοποιούν την αισθητική των φορτηγατζή-δων κι όχι κάποιου που θέλει να σπουδάσει σκηνοθε-σία. Ο Τάκης ξέρει από τώρα τι θέλει» τον υπερασπιζό-μουν από τα κραυγαλέα γούστα του πατέρα του.

«Αρκεί να μη θέλει γόβες. Δε μου λες, τον παίρνει κα-μιά κοπέλα στο τηλέφωνο;» με ρωτούσε με φωνή όλοελπίδα.«Μα είναι πολύ μικρός για γκομενιλίκια».Το υποτιμητικό του βλέμμα προηγούνταν της ηλίθιαςαπάντησης.

«Ελένη, εγώ στην ηλικία του είχα ανακαλύψει ήδη ότιτο μέλος που κρέμεται ανάμεσα στα πόδια μου είχε βα-ρεθεί την αποκλειστική παρέα της παλάμης μου και ε-πιζητούσε νέους φίλους».

Έφευγα από το δωμάτιο μην μπορώντας να αντέξωτις βλακείες που αράδιαζε για την πρώιμη σεξουαλικό-τητά του.

Ο Τάκης τρελαινόταν για τις κλασικές ταινίες τουπαλιού κινηματογράφου. Αποστήθιζε τους διαλόγους,θυμόταν τις ενδυματολογικές λεπτομέρειες, κρατούσεστοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο γυριζόταν κάθε ται-νία που τον ενδιέφερε.

Τον έπιανα πολλές φορές με κλειστά μάτια και τονρωτούσα τι σκεφτόταν. «Την ταινία μου». Πριν από δυοχρόνια η φαντασία του μας έβαλε σε μεγάλους μπελά-

77

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

δες. Ήταν Χριστούγεννα κι είχαμε τραπέζι τους συγγε-νείς μας. Ανταλλάξαμε εν μέσω μικρών κραυγών επιδο-κιμασίας τα δώρα μας και περάσαμε στο σαλόνι για κα-φέ. Σχηματίσαμε «πηγαδάκια» και αρχίσαμε τη φλυα-ρία. Εγώ καθόμουν με τη Σίση, αρραβωνιαστικιά του α-δελφού του Αλέξη, και τον Τάκη.Η Σίση, γνωστό «φτυάρι» στην οικογένεια, έθαβε

την

78

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πεθερά μας, που στην ηλικία της ήθελε να κάνει εγχεί-ριση ανόρθωσης στήθους, επειδή την ενοχλούσε η στα-θερή χαλάρωση του:

«Δεν κοιτά τα μούτρα της, το στήθος της θέλει ναφτιάξει. Λες κι έχει διάθεση ο πεθερός μας να της τοπιάνει σ' αυτή την ηλικία!» σχολίασε με κακεντρέχεια.

Ο Τάκης μας παρακολουθούσε χαμογελώντας και σεκάποια φάση είπε ότι θα βγει για λίγο και θα επιστρέ-ψει σύντομα.

Γύρισε λίγο αργότερα κουβαλώντας δύο... πινακίδες.Έδωσε τη μία στη Σίση λέγοντάς της:

«Να την παίρνεις μαζί σου για να προειδοποιείς όσουςπρόκειται να θάψεις».

Η Σίση εμβρόντητη άφησε την πινακίδα να πέσει απότα χέρια της, αποκαλύπτοντας σε όλους εμάς τη γνω-στή εικόνα με τον εργάτη που σκάβει και που προειδο-ποιεί για την εκτέλεση οδικών έργων.

Πριν συνειδητοποιήσουμε το σκηνικό που εκτυλισσό-ταν στο σαλόνι μας, ο Τάκης έβαλε στα χέρια της κοκα-λωμένης πεθεράς μου την πινακίδα που προειδοποιείγια κατολισθήσεις και της ευχήθηκε καλή επιτυχία στηνεγχείριση ανόρθωσης στήθους. Η συγκέντρωση διαλύ-θηκε επιτόπου σε ένα όχι και τόσο ευχάριστο κλίμα,όπως κανονικά υπαγορεύει το πνεύμα των Χριστου-

79

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γέννων. Όταν μείναμε οι τρεις μας, ο Αλέξης άρχισε ναωρύεται, επικαλούμενος τον Ηρώδη, που εκείνες τις μέ-ρες ήταν επίκαιρος. Ο Τάκης προσπάθησε να αμυνθεί,λέγοντας πως κανένας στην οικογένεια, πλην του θείουτου, δε γούσταρε τη Σίση και πως κανονικά έπρεπε νατον ευγνωμονούμε για αυτή του την κίνηση. Όσο για τηγιαγιά του, είχε αίσθηση του χιούμορ και δε θα τον πα-ρεξηγούσε. Για την ακρίβεια, μας είπε, του έκλεισε συ-

80

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

νωμοτικά το μάτι την ώρα που έμπαινε στο ασανσέρ. Οπατέρας του έδειξε να καλμάρει αλλά έριξε μια τελευ-ταία κούφια απειλή, ότι θα τον καταδώσει στην αστυ-νομία αν δε βάλει τις πινακίδες εκεί που τις είχε βρει. ΟΤάκης του απάντησε ότι ευτυχώς που δεν είχε γίνει η-θοποιός, γιατί θα στερούσε από τον Αρτέμη Μάτσα τορόλο του καταδότη στην Κατοχή. Επενέβην πριν πια-στούν στα χέρια.

Αυτό το επεισόδιο κόστισε στην οικογένειά μας με-ρικούς μήνες παρεξήγησης με τον αδελφό του Αλέξη.Διέλυσε τον αρραβώνα του με το που μπήκε ο νέος χρό-νος. Μας ξαναμίλησε το καλοκαίρι, συγκεκριμένα μαςέγραψε από την Ελβετία. Είχε βρει τον έρωτα της ζωήςτου στην ύπαρξη μιας κοπέλας από το Βερμπιέ, της ο-ποίας ο πατέρας είχε κτηνοτροφική μονάδα και παρήγεδικό του τυρί. Θα έρχονταν τον επόμενο χειμώνα για τογάμο. Ο Αλέξης προειδοποίησε τον Τάκη να μην κάνεικανένα βρόμικο αστείο, γιατί θα του έκοβε το σκηνοθε-τικό του κώλο.

Στις αρχές του χρόνου ο γιος μας έφερε μερικές φο-ρές στο σπίτι μια κοπελίτσα, τη Νόρα. Τη βοηθούσε σταμαθηματικά. Ο Αλέξης, χοντροκομμένος ως συνήθως,αντί να κάνει το σταυρό του που είχε

81

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

πραγματοποιηθείη ευχή του, του κόλλαγε με πονηρά υπονοούμενα, πουεκνεύριζαν τον Τάκη. Έπαψε να την εμφανίζει και, όταντον ρωτούσα τι είχε γίνει και δεν ερχόταν πια η Νόρα,απαντούσε τσαντισμένος: «Μου τη δίνουν οι σπόντες ο-ρισμένων».

Αναρωτιόμουν αν ο γιος μας είχε αντιληφθεί ότι τοντελευταίο χρόνο οι σχέσεις των γονιών του πήγαιναν απότο κακό στο χειρότερο. Όμως κλεισμένος με τις ώρεςστο δωμάτιό του, μου έκοβε κάθε δίαυλο επικοινωνίας.

82

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Η πινακίδα «δίορ», που μετά από σκληρό αγώνα δια-τηρούσε καρφωμένη έξω από την πόρτα του, υπεδεί-κνυε το απαραβίαστο της ψυχής του.

6.

Η ώρα ήταν εννιά όταν χτύπησε η Χριστίνα το κουδού-νι. Της άνοιξα προσπαθώντας να επαναφέρω σε τάξητο νευρικό μου σύστημα. Το σκυλί μπλέχτηκε στα πό-δια της κι εκείνη το σήκωσε στην αγκαλιά της.

«Τι είπε ο Αλέξης για τούτο εδώ το μαναράκι;»«Από τη στιγμή που θα 'χουν μια τυπική σχέση

συ-γκατοίκησης, δεν τον ενοχλεί ιδιαίτερα. Εξάλλου τηνίδια σχέση έχει αποφασίσει και για μας τους δυο».

Η Χριστίνα πρόλαβε τους δακρυγόνους αδένες μου.«Χρειαζόμαστε μια γερή δόση καφεΐνης στις

φλέβεςμας. Και μετά χαλάρωση στον καναπέ και ανηλεές θά-ψιμο του αντρικού γένους».

Μ' έπιασε απ' το χέρι, παρασέρνοντάς με στην κουζί-να. Ο Γκουσγκούνης βρισκόταν ήδη εκεί, αποβάλλονταςκάτω από το τραπέζι τα επεξεργασμένα προϊόντα τουοργανισμού του. Μου 'ρθε να τον πετάξω απ' το παρά-θυρο. Κατάπια τα νεύρα μου, κι ενώ σφουγγάριζα τακατορθώματά του η Χριστίνα έφτιαχνε καφέ σιγοσφυ-ρίζοντας. Λίγο αργότερα, καθισμένες στον

83

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

καναπέ τουσαλονιού, με τον Γκουσγκούνη στα πόδια μας να μασάαρειμανίως το πουλόβερ του Αλέξη, ξαναφούντωσα.

«Βαρέθηκα να περιβάλλομαι από ανθρώπους που μεκοιτούν και δε με βλέπουν. Κάποτε έφτανε μια ματιάτου και τρίζαν οι σομιέδες τρία μερόνυχτα».

Ύψωσε τα φρύδια της σαν να μη με πίστευε.

84

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Τι με κοιτάς έτσι; Είχα και τα τυχερά μου όλα αυτάτα χρόνια. Τώρα το μόνο που μου θυμίζει ότι είμαστεπαντρεμένοι είναι η κοινή φορολογική δήλωση. Άσε πιατον Τάκη. Έχει υιοθετήσει τη μισόκλειστη ματιά τουΤζέιμς Ντιν και αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα».

«Πες του ότι το μπλαζέ βλέμμα του Τζέιμς Ντιν οφει-λόταν σε υψηλή μυωπία και όχι σε ηθελημένο αντικομ-φορμισμό».

«Να του το πεις εσύ, που είσαι απ' τα λίγα άτομαπου παραδέχεται. Εγώ είμαι συντηρητικούρα, ενώ εσύγουστάρεις τα περίεργα, κατά τα λεγόμενα του».

Έπαιξε αυτάρεσκα με το κολιέ της.«Μπα, για κοίτα που τυγχάνω ιδιαίτερης

εκτίμησηςαπ' τον κύριο Μπάρκα το νεότερο. Να του πεις πως θαμπω στην κατάψυξη και θα τον περιμένω σε δέκα χρό-νια. Μη μας τον φάει καμιά ξένη».

Ενοχλήθηκα, με τον ιδιαίτερο τρόπο που θίγεται η μά-να ακούγοντας από την αστειευόμενη φίλη της σεξουα-λικά υπονοούμενα για το γιο της.

«Αμάν, βρε Χριστίνα! Πώς να σε πάρουν σοβαρά οιάντρες, όταν λες κάτι τέτοια».

«Και τι να τους κάνουμε τους άντρες, αφού μας βγά-ζουν την ψυχή; Να τους βλέπεις κι εσύ όπως εγώ. Σανχακή συνήθεια, σαν το τσιγάρο».

85

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Τι να πω, ρε Χριστίνα, από αύριο ελαττώνω τον Α-λέξη και σιγά σιγά θα τον κόψω;»

«Αφού πιστεύεις ότι αυτός ο γάμος δεν τραβάει...»άφησε τη φράση ημιτελή για τα ευκόλως εννοούμενα.

«Μακάρι να πέρναγε απ' το χέρι μου. Θα 'κάνα το πανγια να ξαναδείξει ο Αλέξης λίγο ενδιαφέρον για μένα.Γλιστρά μέσα απ' τα χέρια μου σαν την άμμο. Θέλω ναχρατήσω αυτόν το γάμο και νιώθω πως δεν μπορώ».

86

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Τα μάτια μου θόλωσαν, αλλά όχι τόσο ώστε να μηδιακρίνω τη μεταβολή στη διάθεσή της.

Δάγκωνε τα χείλη, που πριν από λίγα λεπτά χαμογε-λούσαν ανέμελα. Τι ήθελα κι εγώ να τη φορτώνω με ταπροβλήματά μου, θυμίζοντάς της καταστάσεις που έζη-σε κι εκείνη σχετικά πρόσφατα;

Γιατί έπρεπε η ανέμελη στάση της να μου δίνει το δι-καίωμα να της κλαίγομαι; Μπορεί τελικά να μην είχεξεπεράσει το Φίλιππο. Άσχετα αν έτσι ήθελε να το πα-ρουσιάζει στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά εγώ ήμουν η κα-λύτερη της φίλη. Αν την πόναγε, δε θα μου το 'λεγε; Πή-ρα κουράγιο απ' τη λογική της ερώτησης μου και άφη-σα ελεύθερα τα αναφιλητά. Μου σκούπισε τα μάτια καιη απάντησή της ξέπλυνε την ενοχή που με τύλιγε κάθεφορά που της μιλούσα για την άθλια συμπεριφορά τουΑλέξη. Ήταν σκληρή γυναίκα. Πάει και τελείωσε. Μπο-ρούσα άφοβα να κλαυθμυρίζω στον ώμο της.

«Δεν είναι τόσο τραγικό όσο φαντάζεσαι. Τα πέρασακι εγώ, αλλά δε με πήρε από κάτω. Εξάλλου, αν χωρί-σεις με τον Αλέξη, δε θα μείνεις στους πέντε δρόμους.Οικονομικά ανεξάρτητη είσαι, το σπίτι σου ανήκει, κιέτσι κούκλα που είσαι μπορεί να βρεις και γκόμενο. Όχιτίποτ' άλλο, να δουν χαρά τα σκέλια σου».

87

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Μου χαμογέλασε πονηρά. Ό,τι πικρό κι αν σκεφτό-ταν πριν από λίγα δευτερόλεπτα, είχε χαθεί ξανά στουςλαβυρίνθους του αριστερού της εγκεφαλικού ημισφαι-ρίου. Άναψε ένα Τσέστερφιλντ και μου το πρότεινε.

«Πάρε, θα ξεχαρμανιάσεις».Αρνήθηκα και προτίμησα να βάλω ένα δεύτερο

φλι-τζάνι καφέ. Εκείνη ρούφηξε ηδονικά τον καπνό.

«Χριστίνα, τους άντρες τους έκοψες όπως έχεις κό-ψει το τσιγάρο;»

88

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Δεν είπα ότι τους έκοψα, απλά διαπιστώνω ότι εί-ναι επιβλαβείς για την υγεία μας».

Η Χριστίνα ήταν μεν η καλύτερή μου φίλη, αλλάσπάνια μίλαγε για ό,τι τη βασάνιζε. Έτσι ήταν από τοσχολείο. Εγώ έβγαζα τα εσώψυχά μου κι εκείνη με ά-κουγε. Ποτέ όμως δε μοιράστηκε τα δικά της μαζί μου.Αυτό δε με πείραζε, γιατί η εσωστρέφεια τη χαρακτή-ριζε σε όλες τις φάσεις της ζωής της και δεν είχε μόνοεμένα αποδέκτη. Η μητέρα της, που με συμπαθούσειδιαίτερα, με έπαιρνε παράμερα και μου έλεγε με πα-ράπονο ότι ποτέ δεν ήξερε τι αισθάνεται πραγματικά ηκόρη της. Τουλάχιστον χαιρόταν που είχε μια φίλη.

Παίρνοντας θάρρος από την καλή της διάθεση, απο-τόλμησα την ερώτηση που δεν της είχα κάνει από τότεπου χώρισε.

«Δεν έχεις πάει με άλλον μετά το διαζύγιο;»«Θα 'σουν η πρώτη που θα το μάθαινες.

Πάντως, ό-ποιος κι αν είναι ο επόμενος, του εύχομαι καλή δύναμηγιατί θα χρειαστεί κομπρεσέρ για εκεί κάτω».

«Εγώ θα χρειαστώ ολόκληρο το Μετροπόντικα...» α-ναστέναξα.

«Έλα, ρε!» φώναξε γελώντας. «Από πότε δεν έχεικοκό;»«Δέκα ολόκληρους μήνες. Τζάμπα πήγε τότε η εξόρ-

89

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μησή μας στα καταστήματα εσωρούχων».Κοίταξε το ρολόι της.

«Γλυκιά μου, πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού στο κομ-μωτήριο. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο».

Σηκώθηκε στρώνοντας τις ζάρες της φούστας της —αν υποθέσουμε ότι το ελάχιστο ύφασμα που χρειάστη-κε για να τη ράψει ήταν αρκετό για να ζαρώσει. Τηςπρότεινα να πάμε το βράδυ σινεμά, αφού «το άλλο έρ-

90

, Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γο το 'χω ξαναδεί». Ο Αλέξης θα επέστρεφε αργά απότο γραφείο. «Αγάπη μου, το βράδυ θα βγάλω τη μάναμου για φαγητό. Της το χρωστάω από τότε που χώρι-σα·. Αν θες, το κανονίζουμε για την Κυριακή».

Συμφώνησα και, αφού φιληθήκαμε, έκλεισα την πόρ-τα. Στον αέρα πλανιόταν το άρωμά της. Τη ζήλευα για-τί βγήκε αλώβητη απ' το διαζύγιό της. Λες κι έσπρωξεη ίδια το Φίλιππο στην απιστία για να τον ξαποστείλειγεμάτον τύψεις και μηνιαία οικονομική αιμορραγία.Έφερα στο μυαλό μου την ημέρα που βγήκαμε να ψω-νίσουμε σέξι εσώρουχα.

Εκείνη την εποχή ο γάμος της έπνεε τα λοίσθια κι οδικός μου μόλις άνοιγε την πόρτα στη μεγάλη κρίση.Η Χριστίνα θα τα αγόραζε για προσωπική της ευχαρί-στηση, εφόσον είχε αποφασίσει να πάρει διαζύγιο απότο Φίλιππο. Εγώ θα ζουλούσα το σώμα μου σε κορσέ-δες και ζαρτιέρες, με την ελπίδα ότι θα επανέφερα τηλίμπιντο του Αλέξη, που σιγά σιγά χανόταν. Σταδιακάσυνειδητοποίησα ότι πιο εύκολα διακτινιζόταν το Χα-λάνδρι στον Άρη παρά η σεξουαλική επιθυμία του ά-ντρα μου στο κρεβάτι μας.

Την παρατηρούσα καθώς άλλαζε το ένα αιθέριο σετμετά το άλλο, τραγουδώντας με βραχνή φωνή: «II

91

, Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ίδ αιτι&η'δ ΛνοΓίά βιιΐ ίΐ Λνοιιΐά 1>ο ηοίίπηξ Λνίΐΐιοιιΐ α Λνοηι-αη». Παρ' ότι συνομήλικες, εκείνη ντυμένη, ή μάλλονγδυμένη έτσι, φαινόταν σαν τη μικρή μου αδελφή. Πλή-ρωνε αδρά ο Φίλιππος τα τένις κλαμπ και τα λασπό-λουτρα της γυναίκας του σαν αντίβαρο στις σεξουα-λικές του απιστίες. Μέχρι που η Χριστίνα αποφάσισενα συνεχίσει την καλοπέραση με τα χρήματα της δια-τροφής. Την έβλεπα να στροβιλίζεται μπροστά στονκαθρέφτη και αναρωτιόμουν γιατί την κεράτωνε ο Φί-

92

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

λιππος με ό,τι είχε δυο πόδια και φορούσε φουστάνι.

Αλλά, βλέπεις, ο άντρας αντιδρά νευρωτικά στο φό-βο ότι μετά το γάμο δε θα ξαναπλαγιάσει με άλλη γυ-ναίκα πλην της συζύγου του. Η παράδοση δεν αλλάζει.Ο άντρας είναι πολυγαμικός από καταβολής κόσμου.Μπορεί στην Παλαιά Διαθήκη ο Αδάμ να έμεινε πιστόςστην Εύα, αλλά δεν είχε και άλλες επιλογές. Πάντως, ανδε γινόταν το σκηνικό με το μήλο, σίγουρα θα την έπε-φτε στο φίδι.

Τελικά η εξόρμηση στα μαγαζιά είχε λήξει ως εξής: ηΧριστίνα αγόρασε το μοναδικό σετ από βυσσινί εσώρου-χα Ιταλού μόδιστρου, του οποίου η τιμή δικαιολογούσετην απόφαση του καταστηματάρχη να φέρει μόνο ένακομμάτι στο μαγαζί του. Εγώ περιορίστηκα σ' ένα μαύ-ρο κορμάκι από δαντέλα, το οποίο ουδόλως πρόσεξε οΑλέξης το ίδιο βράδυ που το φόρεσα. Κατέληξα να το φο-ρώ μέσα από μάλλινα πουλόβερ που με τσιμπούσαν, γιανα αποσβέσω τις τριάντα χιλιάδες που ξόδεψα γι' αυτό.

Ξαπλωμένη στο κρεβάτι περίμενα να δω τις νυχτερι-νές ειδήσεις. Στα απογευματινά νέα είπαν για κάποιοπολύνεκρο δυστύχημα και νόμισα πως ανάμεσα στουςνεκρούς ήταν ένας παλιός, συμμαθητής μου. Ήμουνόμως στο μπάνιο και δεν μπόρεσα να το ακούσω

93

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

με σι-γουριά. Στις 23.55' μπήκε ο Αλέξης στο σπίτι. Έκλεισατην τηλεόραση και περίμενα να εμφανιστεί στην κρε-βατοκάμαρα. Καθώς δεν άκουσα καμία κίνηση που ναυποδηλώνει τέτοια πρόθεση, σηκώθηκα να τον βρω. Κα-θόταν στον καναπέ του σαλονιού, με το βλέμμα καρ-φωμένο στο ταβάνι. Ασυναίσθητα σκέφτηκα μήπως πα-ρέλειψα κανέναν ιστό αράχνης την προηγούμενη πουκαθάριζα τις γωνίες των ταβανιών. Με κοίταξε με τογνωστό τρόπο, μπα, εδώ είσαι;

94

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Ένιωσα πάλι την ανάγκη να μιλήσουμε για το γάμομας, αλλά αντ' αυτού τον ρώτησα αν είχε φάει. Είχε φάει.«Ο Τάκης πού είναι;»

«Στο δωμάτιό του με το σκυλί». Απέφυγα να του υ-πενθυμίσω πως το έλεγαν Γκουσγκούνη.

«Καλά, πάω να ξαπλώσω. Με περιμένει πολύ δύ-σκολη μέρα στο γραφείο».

Τον ακολούθησα στην κρεβατοκάμαρα και τον πα-ρατηρούσα καθώς γδυνόταν. Είχα ξεχάσει και πώς ήτανγυμνός. Γύρισε και με κοίταξε ενοχλημένος.

«Τι με κοιτάς έτσι; Έχω τίποτα;»Ε, αυτό ήταν! Ούτε να τον κοιτάξω δεν

μπορούσαχωρίς να εκνευριστεί. Έπρεπε να μπει τέλος σ' αυτήτην κατάσταση. Ξύπνησε ο Σπάρτακος μέσα μου. Πήραφωτιά:

«Αν έχεις τίποτα; Τα νεύρα σου! Αλλά εγώ δε φταίωνα τα λούζομαι εδώ και μήνες. Για να μην πω εδώ καιχρόνια. Με αγνοείς επιδεικτικά, το γιο σου σπάνια τονρωτάς πώς τα πάει και γενικώς έρχεσαι για έναν ύπνοκαι καθαρή αλλαξιά. Ε, λοιπόν, βαρέθηκα! Ή καθόμα-στε και συζητάμε σε βάθος ή σήκω φύγε απ' το σπίτι!Δε θα κάνει αίσθηση η απουσία σου!»

Έτρεμα σύγκορμη. Όχι τόσο από οργή και παρά-πονο, όσο από τη συναίσθηση του τι θα μου απαντούσε.

«Πολύ καλά» είπε παγερά. Φόρεσε αμίλητος το πα-ντελόνι που μόλις είχε βγάλει και κίνησε για την

95

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

εξώ-πορτα. Τον πρόλαβα και μπήκα μπροστά του.

«Πού πας;»«Θα σου πω όταν φτάσω». Με παραμέρισε και

βρό-ντηξε την πόρτα πίσω του.

Έφυγε ο μαλάκας! Δεν πρόλαβα να αποσώσω τη φρά-ση μου και έφυγε. Λες και το προκάλεσε για να μη φα-

96

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

νεί ότι το ήθελε ο ίδιος. Δηλαδή έφυγε για τα καλά ή γιανα ξεθυμάνει;

Έτρεξα στο μπάνιο και άνοιξα το ντους. Ήθελα νακλάψω και να ουρλιάξω αλλά φοβόμουν ότι θα με ά-κουγε ο Τάκης. Μπήκα στον πειρασμό να κλείσω τοντους και να κλάψω χωρίς κάλυψη, αλλά υποπτεύθηκαότι και ο γιος μου δε θα 'μπαινε στον κόπο να δει τι μουσυμβαίνει.

Αυτό δε θα το άντεχα. Γέμισα την μπανιέρα και βυ-θίστηκα στο καυτό νερό. Μια ώρα αργότερα τα δάκρυαμου είχαν ανεβάσει τη στάθμη του νερού, τα δάχτυλαμου είχαν ζαρώσει από το μούλιασμα, και τα πρησμέ-να χείλη μου δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτε απ' τα χείληνέγρου τρομπετίστα. Όση ώρα ήμουν στο μπάνιο, είχατεντωμένα τα αυτιά να ακούσω την εξώπορτα να ανοί-γει. Φορώντας το μπουρνούζι μου, παραμύθιασα τονεαυτό μου ότι ο Αλέξης μπορεί να γύρισε την ώρα πουτο νερό έτρεχε και δεν έπιανα καλά τους θορύβους. Ηάδεια κρεβατοκάμαρα έσβησε τη λυμφατική μου ελ-πίδα.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι και ένα λεπτό αργότερα ξα-νασηκώθηκα. Ήταν μιάμιση, αλλά ήμουν περίεργη ναδω αν ο Τάκης είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί. Στά-θηκα έξω απ' το υπνοδωμάτιό του, διστάζοντας να χτυ-

97

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

πήσω. Το «δίορ» που ήταν κρεμασμένο στην πόρτα τουμε αποθάρρυνε ακόμα μια φορά.

7 .

Ξημέρωσε και ο Αλέξης δεν είχε πατήσει το πόδι τουστο σπίτι. Εγώ την έβγαλα καθισμένη στην μπερζέρα

98

ΜΑίΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

του σαλονιού που ήταν φάτσα στην εξώπορτα. Ο Τά-κης, που προφανώς θεώρησε πολύ φυσικό να δει τη μά-να του κοκαλωμένη στην μπερζέρα στις εφτάμισι τοπρωί, μου πέταξε ένα «μαμά, εγώ φεύγω. Ο Γκουσ-γκούνης κοιμάται στο κρεβάτι μου» και εξαφανίστηκε.Δε σηκώθηκα από τη θέση μου. Σκεφτόμουν μόνο πόσοπολύ είχα πεθυμήσει το σώμα του Αλέξη πάνω στο δικόμου. Κάποτε δεν ξεκόλλαγε ο ένας απ' την αγκαλιά τουάλλου. Λέγαμε πως, αν είχαμε γεννηθεί σιαμαίοι, δε θαθέλαμε ποτέ να μας χωρίσουν. Αυτά όμως συνέβαινανόταν εγώ ήμουν δεκάξι. Είκοσι χρόνια αργότερα δεν εί-χα να πω πολλά ευχάριστα για τη ζωή μου.

Ο γάμος μου ήταν ένας διαρκής αγώνας δρόμου γιανα κρατώ τον Αλέξη ικανοποιημένο. Φαίνεται πως οιδυνάμεις μου είχαν αρχίσει να με εγκαταλείπουν. Πότεόμως συνέβη αυτό; Αόριστα το τοποθετούσα την πε-ρίοδο που αγόρασα το μαύρο κορμάκι, στην προσπά-θειά μου να ζεστάνω τις σεξουαλικές μας σχέσεις, πουμαράζωναν.

Ήταν τόσο άδικο. Να 'χω υπερπηδήσει τόσο δύσκο-λα εμπόδια και ξαφνικά, μετά από δεκαεφτά χρόνια,να ξεσπά η κρίση που φοβόμουν στις αρχές του γάμουμου. Σκέφτηκα με πίκρα τον Αλέξη. Πότε σταμάτησενα με αγγίζει; Ποια ήταν η τελευταία φορά που υπήρξε

99

θερμός στο κρεβάτι, εξαιρουμένου του υψηλού πυρετούπου έκανε πριν από τρεις μήνες και παρέμεινε κλινήρηςμια εβδομάδα;

Τις σκέψεις μου διέκοψε το κλειδί στην πόρτα. Απο-ρημένη είδα τον Αλέξη να μπαίνει στο σπίτι στις δέκα τοπρωί, ενώ αυτή την ώρα θα 'πρεπε να βρίσκεται στο γρα-φείο, πιθανότατα χουφτώνοντας τη γραμματέα του. Αιφ-νιδιάστηκε βλέποντάς με σαν το Χάρο στην πολυθρόνα.

100

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Μετά από τόσες ώρες περισυλλογής και πεισματικήςάμυνας του οργανισμού μου, κατάφερα να διατηρήσωψυχραιμία αντάξια νευροχειρουργού. Χωρίς να κουνή-σω βλέφαρο, τον άφησα να κάνει την πρώτη κίνηση.Την έκανε πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα. Απ' τοσαλόνι τον άκουγα να ανοιγοκλείνει συρτάρια και νακροταλίζει κρεμάστρες στην ντουλάπα, ενώ κάποιαστιγμή φώναξε «ουστ, κοπρόσκυλο, απ' τα πόδια μου».Αναρωτιόμουν αν τα μάζευε οριστικά μετά από δεκαε-φτά χρόνια γάμου ή άφηνε προσωρινά τη συζυγική στέ-γη. Ήρθε στο σαλόνι με δύο παραφουσκωμένα σακβουαγιάζ και μια βαλίτσα. Μάλλον σκόπευε να φύγειοριστικά. Στάθηκε απέναντι μου.

«Μετά τα χτεσινά πιστεύω πως είναι καλύτερο γιαόλους να φύγω ένα διάστημα από το σπίτι για να σκε-φτούμε με ηρεμία τι μέλλει γενέσθαι. Οι συνεχείς κα-βγάδες φθείρουν κι εμάς και το παιδί... »

Έπαψα να τον ακούω. Αραιά και πού έφταναν στααυτιά μου μεμονωμένες λέξεις: «τέλμα»... «υστερική»...«ο Τάκης»... «κουράστηκα»...

Μέχρι που την ψυχραιμία νευροχειρουργού αντικατέ-στησε η θολή μανία Ιρακινού στρατιωτικού να εκτελέ-σει Κούρδο αντάρτη. Πετάχτηκα από την μπερζέρα ουρ-λιάζοντας.

101

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Να φύγεις! Αυτό ήθελες από καιρό. Μην τα ρίχνειςσ' εμένα, γιατί, αν ήμουν εγώ υστερική, εσύ ήσουν ο υ-στερόβουλος που έψαχνες δικαιολογία για να τα βρο-ντήξεις».

Τον έπιασα απ' τα μπράτσα.«Πες το λοιπόν, εδώ που φτάσαμε. Διαλύεις το

σπίτιμας για μια άλλη;»

«Όχι, Ελένη, κατάλαβέ το. Δεν έχω γκόμενα, δεν εί-

102

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μαι παντρεμένος σε άλλη πόλη, ο Τάκης είναι ο μοναδι-κός μου σπόρος. Φεύγω γιατί νιώθω πως ασφυκτιώ σ'αυτό το σπίτι. Πες το "κλιμακτήριο", πες το όπως θες.Θα μείνω προσωρινά σε ξενοδοχείο και μετά βλέπουμε».

«Σε ξενοδοχείο της Αυστραλίας θα μείνεις με τόσαρούχα που παίρνεις;»

Μου ξεαγκίστρωσε τά χέρια από τα μπράτσα του.Σήκωσε τα σακ βουαγιάζ και κίνησε για την πόρτα. Τονπρόφτασα και του έφραξα την έξοδο.

«Δε θα το πεις στο παιδί;»«Πήγα στο σχολείο και ζήτησα απ' τον

καθηγητή τουνα τον αφήσει να λείψει την πρώτη ώρα για να συζητή-σουμε. Κάτσαμε σε μια καφετέρια εκεί κοντά και τουμίλησα. Με ξάφνιασε η ωριμότητα της σκέψης του. Μουείπε πως, αν πιστεύω ότι η προσωρινή φυγή μου θαδώσει λύση στα προβλήματα της οικογένειας, τότε κα-λά κάνω και φεύγω».

Μου 'ρθε το αίμα στο κεφάλι. Αποχωρούσε με τις ευ-λογίες του Τάκη!

«Καλά, δε συνειδητοποιείς πως αυτός άλλο που δεθέλει να σε διώξει απ' τα πόδια του για να κάνει ό,τι γου-στάρει; Ξεχνάς ότι του 'χεις απαγορέψει την έξοδο ταΣαββατοκύριακα και ότι τώρα θα σηκώσει παντιέρα;Ξαφνικά κατάλαβες ότι ωρίμασε επειδή δεν έφερε α-ντίρρηση που θα φύγεις. Τι να σου πω, Αλέξη!

103

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Είμαι ημόνη που προσπαθεί να κρατήσει ενωμένη αυτή την οι-κογένεια. Εγώ έπρεπε να φύγω για να εκτονωθώ κι όχιεσύ».

Παραμέρισα για να τον αφήσω να φύγει. Κάθε προ-σπάθεια να τον εμποδίσω θα ενίσχυε την απόφαση τουνα δραπετεύσει από μένα. Όμως τον ρώτησα αν θα μπο-ρούσα να του τηλεφωνώ στο γραφείο. Η απάντηση ήταν

104

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

αναμενόμενη. Καλύτερα να αποφεύγαμε κάθε επαφήγια λίγο καιρό. Εκτός, βέβαια, αν επρόκειτο για κάτι πο-λύ σημαντικό.

«Εξαρτάται,τι θεωρείς εσύ σημαντικό, Αλέξη. Μπο-ρεί να τσακιστώ απ' τις σκάλες και να μην το θεωρήσειςσημαντικό. Μπορεί να το εκλάβεις σαν αρρωστημένηκίνηση εκ μέρους μου για να σε φέρω πίσω».

Του γύρισα την πλάτη και κίνησα για την κουζίνα.Άκουσα την πόρτα να κλείνει και έβαλα τα κλάματα.Ακουμπισμένη στο νεροχύτη, έκλαιγα για ώρες και ού-τε οι απελπισμένες προσπάθειες του Γκουσγκούνη νατραβήξει την προσοχή μου κατάφεραν να με κάνουν νασυνέλθω. Ο Τάκης με βρήκε στην ίδια θέση όταν γύρισεαπ' το σχολείο.

«Μαμά, τα έμαθα. Με βρήκε το πρωί πριν μπω στηντάξη».

Με τράβηξε από το νεροχύτη και μ' έβαλε να κάτσωσε μια καρέκλα. Κάθισε απέναντι μου και ο Γκουσ-γκούνης πήδησε στην αγκαλιά του.

«Θα τον χωρίσεις;»«Θα τον σκοτώσω».«Εγώ λέω να αποφύγουμε τα αίματα και να τον

α-φήσουμε να κάνει αυτό που θέλει. Είμαι σίγουρος ότιγρήγορα θα επιστρέψει στο σπίτι. Πάρ' το από πρακτι-κής πλευράς. Θα γυρίσει για καθαρά ρούχα».

«Έχει ξεκουβαλήσει σχεδόν όλη του την γκαρνταρό-

105

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μπα. Νομίζω πως έφυγε οριστικά, κι απλά θα μας αφή-σει να το καταλάβουμε μόνοι μας. Κι όχι τίποτε άλλο,λίγο πολύ με κατηγορεί ότι εγώ ευθύνομαι για τη φυγήτου, επειδή, λέει, του κάνω σκηνές κάθε φορά που αργεί».

Κοίταξα τον Τάκη. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου πουμε έβλεπε σε τέτοια κατάσταση. Αν στεκόμουν αυτή τη

106

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

στιγμή στον καθρέφτη, θα αντίκριζα μια ιγκουάνα μεπρησμένα βλέφαρα.

«Μήπως σου έχει πει αν υπάρχει άλλη γυναίκα;» ρώ-τησα σιγανά. Χαμογέλασε.

«Μου το 'πε ότι θα με ρωτήσεις. Υποστηρίζει ότι σουέχει γίνει εμμονή πως έχει γκόμενα και αυτό είναι έναςαπ' τους λόγους που θέλει να μείνει λίγο μόνος».

«Μόνος με την γκόμενα;» κλαψούρισα. Σηκώθηκε καιμε αγκάλιασε.

«Μαμά, σε παρακαλώ. Μην τρελαίνεσαι. Ακόμα κιαν έχει άλλη γυναίκα, θα εκτονωθεί και θα του περάσει.Άσ' τον να ξεχαρμανιάσει και θα δεις ότι όλα θα ξανα-στρώσουν».

«Τι λες, παιδί μου; Και να μου τα φορέσει και να τονξαναδεχτώ με ανοιχτές αγκάλες; Ε, δεν είμαι και τόσοηλίθια. Αν έχει άλλη γυναίκα, να μείνει μαζί της. Κι ανδε σ' αρέσει κι εσένα εδώ πέρα, να του πεις να σουκλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο που λέει ότι μένει. Καιμη νομίζεις ότι τώρα που 'φυγε θα ξεπορτίζεις τα Σαβ-βατοκύριακα. Η ποινή σου ισχύει!»

Ο Τάκης σήκωσε τα χέρια στο πρόσωπό του σαν ναπροσπαθούσε να καλυφθεί από άγριο ξυλοκόπημα.

«Σιγά, σιγά... ηρέμησε! Νομίζεις ότι όλοι οι άντρεςτου σπιτιού έχουν αλλοφρονήσει; Ο Γκουσγκούνης κιεγώ δε θα σε αφήσουμε λεπτό από κοντά μας. Για του

107

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

λόγου το αληθές, το βράδυ θα βγούμε και οι τρεις γιασουβλάκια. Κερνάω εγώ με το χαρτζιλίκι που μου δί-νεις. Και έχεις το λόγο μου για τα Σαββατοκύριακα. Μηνομίσει αυτός ότι τώρα που 'φυγε κληροδότησε χάος».

Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα αλλάζει η διάθεση τουανθρώπου! Εκεί που πίστευα πως ο συγγραφέας τουβιβλίου Χωρίς οικογένεια είχε εμένα ως μούσα, ξαφνι-

108

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κά ανακάλυψα πως ό γιος μου δε με αγνοούσε, όπωςπίστευα. Προς στιγμήν φαινόταν ότι είχα χάσει ένα σύ-ζυγο αλλά είχα κερδίσει ένα γιο. Με αναπτερωμένο η-θικό, τηγάνισα στα γρήγορα λίγες πατάτες και για πρώ-τη φορά μετά από πολύ καιρό έφαγα μαζί με τον Τάκηστην κουζίνα. Ήπιαμε και από δύο μπίρες και ο Τάκηςδήλωσε ότι θα ξυπνήσει την ώρα που θα πάμε για σου-βλάκια.

Η ώρα ήταν πέντε όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Παρά-τησα τη λάτρα στο νεροχύτη και έτρεξα να το σηκώσωμε την τρελή ελπίδα ότι ήταν ο Αλέξης, μετανιωμένοςκαι έτοιμος να επιστρέψει. Η φωνή που άκουσα ήτανγυναικεία και παντελώς άγνωστη. Λες να 'ναι η γκόμε-να, που πήρε να τσεκάρει αν έφυγε απ' το σπίτι του;Ευτυχώς για την αξιοπρέπεια μου, η γυναίκα στην άλληγραμμή συστήθηκε αμέσως.

«Συγγνώμη, που παίρνω τέτοια ώρα. Λέγομαι Κατε-ρίνα Ρήγα και θα 'θελα να μου πείτε αν η κυρία ΕλένηΣπίνου εξακολουθεί να μένει σ' αυτό το σπίτι».

Το γεγονός ότι κάποια Κατερίνα Ρήγα γνώριζε το πα-τρικό μου όνομα με καθησύχασε.

«Εγώ είμαι η Ελένη, μόνο που έχω το επίθετο τουάντρα μου, Μπάρκα». Αναρωτήθηκα με πικρία για πό-σο καιρό ακόμα θα έκανα χρήση αυτού του επιθέτου.«Εσείς ποια είστε;» Ο πληθυντικός

109

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

αντικαταστάθηκεαμέσως από ενικό ανακούφισης.

«Ελένη, είμαι η Κατερίνα Αλεξιάδου, η συμμαθήτριασου από το γυμνάσιο. Από κεκτημένη ταχύτητα χρησι-μοποίησα κι εγώ το όνομα του άντρα μου. Στην τύχηπήρα στο πατρικό σου σπίτι, γιατί μετά το σχολείο δενείχα άλλο σου τηλέφωνο. Δυστυχώς σε παίρνω για κάτιδυσάρεστο».

110

Μ Α ί Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Έκανε παύση, σαν να ήθελε να δώσει έμφαση στο γε-γονός που θα μου ανήγγειλλε. Εγώ πάλι δεν μπορούσανα σκεφτώ τι δυσάρεστο μπορούσε να με συνδέσει μετην παλιά συμμαθήτριά μου.

«Τον θυμάσαι το Μιχάλη Βασιλείου; Καθόταν στοπρώτο θρανίο, ακριβώς μπροστά σου... »

Ξαφνικά κατάλαβα τι θα μου έλεγε. Δεν έκανα λάθοςόταν νόμισα πως άκουσα το όνομά του στα θύματα τουτροχαίου πριν από μια μέρα. Παρ' όλο που είχα να δωτο Μιχάλη πάνω από δεκαπέντε χρόνια, μου κόπηκαντα γόνατα. Σωριάστηκα σε μια καρέκλα κρατώντας τοακουστικό. Η Κατερίνα συνέχιζε μέσα από το τηλέφωνο:

«...τον έφεραν σήμερα από την Καλαμπάκα, όπου έ-γινε το τροχαίο, και αύριο γίνεται η κηδεία του στο Πρώ-το Νεκροταφείο. Είπα να μαζέψω όσους πιο πολλούςσυμμαθητές μας μπορούσα για να του πούμε το τελευ-ταίο αντίο. Αν μπορείς να έρθεις... »

«Ναι, ναι, ασυζητητί. Βρήκες αρκετούς συμμαθητέςμας;» προσπάθησα να συνέλθω απ' το σοκ.

«Δεν είχα μεγάλη τύχη. Εσύ ήσουν απ' τους λίγουςπου συνέχισαν να ζουν στο πατρικό τους. Ένας μάλι-στα τρόμαξε να θυμηθεί ποιος ήταν ο Βασιλείου. Κά-ποιοι προφασίστηκαν ανειλημμένες υποχρεώσεις.

111

Μ Α ί Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Δεντους αδικώ, μετά από τόσα χρόνια».

«Εγώ, Κατερίνα, θα έρθω οπωσδήποτε. Θα τηλεφω-νήσω μάλιστα και στη Χριστίνα Κουμπάρη, τη θυμάσαι;Κάνουμε ακόμα παρέα και θα θέλει να έρθει κι αυτή».

Συνεννοηθήκαμε για την ώρα και κλείσαμε το τηλέ-φωνο. Αμέσως σχημάτισα τον αριθμό της Χριστίνας. Στοτρίτο χτύπημα απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής.Της άφησα μήνυμα να με πάρει κατεπειγόντως. Πήγαστην κρεβατοκάμαρα και άνοιξα την ντουλάπα μου.

112

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Στο βάθος ήταν καταχωνιασμένο ένα κουτί από πα-πούτσια μέσα στο οποίο είχα φωτογραφίες. Το πήρακαι κατευθύνθηκα στο σαλόνι, αφού έκανα μια στάσηστην κουζίνα για να πάρω μια μπίρα. Κούρνιασα στονκαναπέ και άνοιξα το κουτί. Ήπια μια γερή δόση μπί-ρας κι άρχισα να σκαλίζω τις αναμνήσεις μου. Ο Αλέξηςμε τάιζε πτιφούρ σε μια δεξίωση. Η Χριστίνα έκανε κε-ρατάκια πάνω από το κεφάλι του Αλέξη και του Λουκάστο πάρτι μου. Η Χριστίνα, ντυμένη Μίνι Μάους, χό-ρευε ξέφρενα με τον Αλέξη, ντυμένο νυμφομανή καλό-γρια, σε κάποιο μπαλ μασκέ μας. Ο Τάκης, ντυμένοςΑθανάσιος Διάκος, αποχαιρετούσε τα εγκόσμια σε μιασχολική γιορτή. Ο Φίλιππος κρατούσε μια τούρτα γενε-θλίων και χαμογελούσε στο φακό αλληθωρίζοντας καιβγάζοντας τη γλώσσα. Ξαφνικά το μάτι μου έπεσε σεμια φωτογραφία από τις ξεχασμένες εκείνου του πρώ-του μου πάρτι. Μερικοί συμμαθητές μου κάθονταν σ' έ-ναν καναπέ κοιτάζοντας το φακό. Ο άκρη δεξιά ήταν οΜιχάλης Βασιλείου. Έφερα τη φωτογραφία κοντά σταμάτια και έμεινα να την παρατηρώ πολλή ώρα. Κοίτα-ξα την υπόλοιπη μπίρα που περίμενε υπομονετικά στομπουκάλι και με δυο γουλιές την έστειλα στο

113

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

στομάχιμου για τη διαδικασία της ζύμωσης.

Είχε πάει οχτώ. Ξανατηλεφώνησα στη Χριστίνα, είχεπάλι τον αυτόματο. Αποφάσισα να πάρω τη μητέρα της.Δεν είχε νέα της κόρης της από χτες, κι όταν της είπαότι την έψαχνα για την κηδεία του Μιχάλη αναστατώ-θηκε φοβερά. Είχα ξεχάσει ότι στις πρώτες τάξεις τουγυμνασίου η μαμά της Χριστίνας, φιλόλογος ούσα, τονβοηθούσε στην έκθεση. Ζήτησε να 'ρθει μαζί μου στονεκροταφείο και με διαβεβαίωσε ότι θα προσπαθούσεκαι η ίδια να επικοινωνήσει με την κόρη της.

114

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, εμφανίστηκε ο Τάκης α-γουροξυπνημένος, ακολουθούμενος από τον επίσης ζα-βλακωμένο από τον ύπνο Γκουσγκούνη. Με απολογη-τικό ύφος ακύρωσε την έξοδό μας, γιατί την επομένηέγραφε διαγώνισμα και το 'χε ξεχάσει. Προσποιήθηκαάτι χασμουριόμουν για να κρύψω τα δάκρυα απογοή-τευσης που ανέβηκαν στα μάτια μου. Πόνταρα πολλάσ' αυτήν την έξοδο. Αφενός θα ζέσταινα τις σχέσεις μουμε τον Τάκη, αφετέρου θα ξέχναγα για λίγο ότι από δωκαι μπρος —και ο Θεός ήξερε για πόσο— θα κοιμό-μουν μόνη στο διπλό κρεβάτι.

«Δεν πειράζει, αγόρι μου, εξάλλου κι εγώ νύσταξαμε τις πολλές μπίρες και θα πέσω νωρίς για ύπνο».

«Δεν πιστεύω να το ρίξεις στο ποτό τώρα που 'φυγεο μπαμπάς».

«Δε θα γίνω αλκοολική με τις τρεις μπίρες που ήπια.Εξάλλου και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες μαζί με το κολα-τσιό του σχολείου δίναν μπίρα στα παιδιά τους».

«Επίσης, όταν σακατεύονταν, τα έριχναν στον Καιά-δα. Δε σου κάνω κήρυγμα, μαμά, απλά δε θέλω να σεπάρει από κάτω, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα».

«Το ξέρω, μωρό μου, τα πρώτα πενήντα χρόνια είναιδύσκολα».

115

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Χαμογέλασε και, αφού με καληνύχτισε, κλείστηκε στοδωμάτιό του. Ξαφνικά με έπιασε ναυτία. Συγχρόνωςένα μπαράζ ρεψίματος κατέστησε επιτακτική την ανά-γκη να βουρτσίσω τα δόντια μου. Στην πόρτα του μπά-νιου μας μαρμάρωσα. Στη θέα του διπλού νιπτήρα έ-χασα κάθε διάθεση να αποκαταστήσω τη γεύση στοστόμα μου. Το κύμα της κατάθλιψης πάφλαζε ήδη στααυτιά μου. Τότε που ανακαινίζαμε το διαμέρισμα μετον Αλέξη ήταν της μόδας οι διπλοί νιπτήρες. Πού να φα-

116

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

νταστώ όταν ανταλλάσσαμε χαμόγελα γεμάτα αφρούςοδοντόπαστας, σαν ερωτευμένοι επιληπτικοί, ότι σή-μερα θα αντιλαμβανόμουν τη ματαιότητα του διπλούνιπτήρα. Ήμουν στο σωστό χώρο για να φτύσω τη συ-ντροφικότητα του Αλέξη. Αποφασιστικά ζύγωσα τηγούρνα μου και άφησα το νερό να τρέξει για πολλή ώρα.Ήπια με τις χούφτες μέχρι που μ' έπιασε λόξιγκας. Ε-ξαντλημένη έπεσα στο κρεβάτι. Μου φάνηκε πολύ με-γάλο για τα τετραγωνικά του δωματίου. Ζάρωσα στημεριά μου και κουκουλώθηκα ως τα αυτιά, απαγορεύο-ντας αυστηρά στον εαυτό μου να μυρίσει το αριστερόμαξιλάρι.

Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Φυσικά είχα εφιάλ-τες. Ξύπνησα με την αίσθηση ότι φώναζα «πριόνι». Α-φουγκράστηκα, αλλά το σπίτι ήταν τυλιγμένο στη σιω-πή που επιβάλλουν οι πρώτες πρωινές ώρες. Στις εξί-μισι σηκώθηκα να φτιάξω καφέ. Όσο έβραζε, επιθεώ-ρησα την κατάσταση στην ντουλάπα του Αλέξη. Άνοιξασυρτάρια, ψαχούλεψα ράφια, κροτάλισα κρεμάστρες.Ούτε ο Ναπολέων δεν επιθεώρησε τόσο σχολαστικά τοπλήγμα που υπέστη απ' το στρατηγό Μπλύχερ στο Βα-τερλό. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: δύο ζευγάρια κάλ-τσες, κάποια παλιομοδίτικα πουκάμισα και

117

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σακάκιακαι τα αθλητικά του παπούτσια ήταν οι μόνοι επιζώ-ντες μάρτυρες της αντρικής παρουσίας.

Έτρεξα στο τηλέφωνο. Ήταν εφτά, αλλά η Χριστίναθα 'δειχνε κατανόηση για το ακατάλληλον της ώρας μό-λις της έλεγα για την κηδεία του Μιχάλη και τη φυγήτου Αλέξη. Άλλο και τούτο... δεν απαντούσε. Η κυρία ήζούσε έναν παράφορο μυστικό έρωτα ή διέτρεχε μεγά-λο κίνδυνο ή —Χριστέ και Κύριε— ήταν ήδη νεκρή!Έδιωξα γρήγορα από το μυαλό μου την τρίτη πιθανό-

118

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τητα. Απέκλεισα και τη δεύτερη, γιατί, αν όντως πί-στευα ότι διατρέχει κίνδυνο, θα καλούσα αμέσως τηναστυνομία. Πράγμα που θα έβαζε σε κίνδυνο τη φιλίαμας, αν κάποιοι ευσυνείδητοι αστυνομικοί έκαναν έφο-δο στο σπίτι της και έβρισκαν κατεβασμένο το τηλέφω-νο και την ίδια γυμνή στην αγκαλιά της πρώτης πιθα-νότητας. Αποφάσισα να περάσω αργότερα απ' το σπίτιτης. Πίνοντας καφέ στην κουζίνα, προσπάθησα να βά-λω σε τάξη τις σκέψεις μου.

Ήμουν προσωρινό θύμα της «κλιμακτηρίου» του Α-λέξη ή παρατημένη του κερατά; Και από πότε περνούνοι άντρες «κλιμακτήριο» στα σαράντα; Να περιμένω ότιθα ξανασμίξουμε ή θα μου τηλεφωνήσει για να ζητήσειδιαζύγιο;

Σκέφτηκα τα άδεια συρτάρια του. Οι πιθανότητες ναξαναγυρίσει στη συζυγική κλίνη ήταν θλιβερά λίγες.Έτσι όπως με κοίταζε χτες, έδειχνε ότι θα προτιμούσενα ξαπλώσει στο κρεβάτι του Προκρούστη παρά στοδικό μας. Έβαλα τα κλάματα. Αν κάποιος άνοιγε εκεί-νη τη στιγμή ένα λεξικό συνωνύμων, θα 'βρισκε το όνο-μα μου δίπλα στη λέξη «μοναξιά». Ο Τάκης είχε δηλώ-σει ότι μετά το σχολείο θα φύγει στο εξωτερικό. Τι θαέκανα μόνη μ' ένα φαλακρό σκύλο σε ένα σπίτι εκατόνσαράντα τετραγωνικών; Δεν ήταν στο χαρακτήρα μουνα γραφτώ στη ΧΕΝ και να μάθω βελονάκι στα τριάντα

119

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

έξι μου. Μπορεί να έπαιρνα εσωτερική Φιλιππινέζα καινα της μίλαγα με τις ώρες για την άκαρδη συμπεριφοράτου Αλέξη. Θα αναπτύσσαμε βαθιά φιλία, όπως η κυρίαΝτέιζυ με το σοφέρ της. Κι αν κάποτε τηλεφωνούσε οΑλέξης, εκείνη θα τον διαολόστελνε σε άπταιστα ελλη-νικά Τρούμπας.

Το τηλέφωνο χτύπησε πράγματι αλλά δεν ήταν ο Αλέ-

120

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ξης. Η μητέρα της Χριστίνας ζητούσε συγγνώμη πουτελικά δε θα με συνόδευε στην κηδεία. Της είπα ότιθα περάσω απ' το σπίτι της κόρης της. Βγήκα απ' τηνπολυκατοικία, ξέροντας εκ προοιμίου ότι δε θα την έ-βρισκα.

8.

Όταν έφτασα στην παλιά μονοκατοικία με την τερά-στια μπουκαμβίλια στην πρόσοψη, κατάλαβα ότι ήτανμάταιο να χτυπήσω το κουδούνι. Ένας λογαριασμόςτου ΟΤΕ και δύο φυλλάδια, που υπόσχονταν κοτόπουλοστα κάρβουνα και ΓαννοΓ σε έξι μήνες αντίστοιχα, σφη-νωμένα στο χερούλι της εξώπορτας, μαρτυρούσαν τηναπουσία της. Χτύπησα το κουδούνι αλλά δεν απάντη-σε κανείς. Άρχισα να κάνω άσχημες σκέψεις και έφυγαπριν νομίσω ότι έφτασε στα ρουθούνια μου οσμή πτω-μαΐνης. Θα ξαναπροσπαθούσα μετά την κηδεία.

Κοίταξα το ρολόι μου, είχα μπροστά μου τουλάχι-στον πέντε ώρες. Μπήκα σε ένα κατάστημα και ρώτη-σα την πωλήτρια αν είχε κάτι που να ταιριάζει με μαύ-ρο. Με ρώτησε τι είχα μαύρο. Της απάντησα «διάθε-ση». Έφυγα από κει με ένα γκρι ταγέρ.

Στο σπίτι τάισα τον Γκουσγκούνη, έγραψα ένα ση-μείωμα στον Τάκη για το πού θα είμαι και,

121

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

φορώνταςτο καινούριο μου ταγέρ, έφυγα με έναν αέρα πένθουςγια το νεκροταφείο. Σταμάτησα ένα ταξί και, μόλις εί-πα τον προορισμό μας, ξέσπασα σε κλάματα. Ο ταξι-τζής τραύλισε δυο λόγια παρηγοριάς και δισταχτικά μερώτησε ποιος πέθανε. «Ο γάμος μου!» αναλύθηκα σεκαινούρια δάκρυα. Στο υπόλοιπο της διαδρομής ο φου-

122

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

καράς δεν έβγαλε άχνα, μόνο μου 'ριχνε κλεφτές ματιέςαπ' τον καθρέφτη.

Κάλυψα τα πρησμένα μάτια πίσω από μαύρα γυαλιάκαι μπήκα στην εκκλησία. Προσπάθησα να βρω παλιούςσυμμαθητές αλλά το τσούξιμο των ματιών μου, σε συν-δυασμό με το χρόνο, που αλλάζει τις φυσιογνωμίες, κα-τέστησε αδύνατο τον εντοπισμό τους. Στάθηκα πίσωαπό δυο άντρες που σίγουρα δεν περηφανεύονταν γιατην πλούσια κόμη τους. Μπορεί αυτά τα αραιοκατοικη-μένα κεφάλια να ανήκαν κάποτε σε μαλλιάδες συμμα-θητές μου. Συνέχισα να ψάχνω με το βλέμμα για κάποιονγνωστό ώσπου είδα την Κατερίνα, που με ειδοποίησεγια το Μιχάλη. Δεν έκανα λάθος, γιατί η τριχωτή ελιά στοπιγούνι της δέσποζε ακόμα, μετά από δεκαοχτώ χρόνια,σαν φάρος σε ακρωτήρι. Αναρωτήθηκα πώς στην ευχήπαντρεύτηκε με τέτοιο πράγμα στη μούρη. Εκτός αν είχεπάρει τυφλό. Αλλά και πάλι δε θα την έπιανε με τα δά-χτυλα του; Εκτός αν πέρα από τυφλός ήταν και κουλός.

Το νευρικό γέλιο που ανέβηκε στο λαρύγγι μου με-

123

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τατράπηκε έντεχνα σε λυγμό και ο κύριος δίπλα μουμου 'πιασε απαλά το μπράτσο και ψιθύρισε κάτι σαν«όλοι εκεί θα καταλήξουμε».

Γύρισα και τον κοίταξα. Αναγνώρισα ένα συμμαθητήμου.

«Κώστα, με θυμάσαι; Η Ελένη Σπίνου είμαι» υποτόν-θόρυσα.

«Δε σας θυμάμαι, επειδή δε με λένε Κώστα αλλά Νι-κήτα» απάντησε στον ίδιο τόνο.

Ντροπιασμένη μουρμούρισα συγγνώμη που τον μπέρ-δεψα με άλλον και έκανα λίγο πιο κει.

Άκουσα τη φωνή του πάνω από τον ώμο μου: «Συμ-μαθήτρια του Μιχάλη ήσαστε;»

124

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Μα καλά, αυτός έχει διάθεση για κουβεντούλα τηνώρα της κηδείας;

Ενοχλημένη απάντησα ένα κοφτό «ναι» και κόλλησαπίσω από τους δύο άντρες με τη φαλάκρα. Ο ένας απότους δύο γύρισε και με κοίταξε. «Σοφάκι! Κι εσύ εδώ;»ψιθύρισε έκπληκτος. Του εξήγησα ότι δεν ήμουν το Σο-φάκι. Ωραίοι ήμασταν! Αυτά κάνουν δεκαοχτώ χρόνιαπου έχεις να δεις τον άλλον.

Κάποτε έφτασε η στιγμή να συνοδέψουμε το φέρε-τρο στον τάφο. Πλησίασα κοντά σε κάτι μαυροφορεμέ-νους, προφανώς συγγενείς του. Το κλίμα ήταν πολύ βα-ρύ για την εύθραυστη ψυχική μου κατάσταση. Την ώραπου κατέβαζαν το φέρετρο στο λάκκο, ξέσπασα σε γοε-ρό κλάμα, ώστε κάποιοι γύρισαν με περιέργεια προς τομέρος μου. Η γυναίκα του, που μέχρι εκείνη την ώραφώναζε «Μιχάλη μου, γύρνα κοντά μου», σταμάτησεαπότομα το μοιρολόι και κάρφωσε το αγριεμένο βλέμ-μα της επάνω μου. Ίσως σκεφτόταν ότι τελικά δεν ήξε-ρε τον άντρα της τόσο καλά όσο νόμιζε. Απομακρύνθη-κα πριν το «Μιχάλη μου, γύρνα κοντά μου» μετατραπείσε «πόρνη, θα σε στείλω μαζί του». Άντε να εξηγήσειςσε όλους αυτούς ότι εγώ ζούσα το προσωπικό μου δρά-

125

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μα κι ότι οικειοποιήθηκα το γενικό οδυρμό για να δώ-σω άλλοθι στη χαμένη μου αυτοκυριαρχία. Μήπως τε-\λικά είχα παρεξηγήσει τον Αλέξη; Αν όντως δούλευε ε-ξαντλητικά και δεν είχε διάθεση για ερωτήσεις; Μήπωςτο άγχος τόσων χρόνων να τον κρατήσω τον κούρασεκαι ήθελε να ξεσκάσει;

Αυτές οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό μου την ώραπου καθόμουν σ' ένα γωνιακό τραπέζι στην αίθουσα πουμοίραζαν κονιάκ και καφέ. Πάνω που έκανα στο ατομι-κό κέικ τρύπες με το δάχτυλο, είδα τον άντρα που είχα

126

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

περάσει για συμμαθητή μου να έρχεται προς το μέροςμου. Σε μια αυθόρμητη αντίδραση κοκεταρίας, φόρε-σα τα σκούρα γυαλιά με την ταχύτητα που έβγαζα στοσχολείο το διορθωτικό σιδεράκι από τα δόντια, όταν μεπλησίαζαν αγόρια που μου άρεσαν. Με ρώτησε αν μπο-ρούσε να καθίσει στο τραπέζι μου. Του το επέτρεψα.Όσο η υπάλληλος του κυλικείου άφηνε στο τραπέζι μαςκονιάκ, καφέ και κέικ, είχα όλο το χρόνο να τον παρα-τηρήσω.

Μπορεί να ήμουν παντρεμένη —αν και αυτό παιζό-ταν—, αλλ' αυτό ποτέ δε με εμπόδιζε να θαυμάζω σιω-πηλά την αρρενωπή γοητεία ενός άντρα. Και εκείνη τηστιγμή είχα απέναντι μου ένα τέτοιο παράδειγμα. Μεέπιασε που τον κοίταζα και χαμογελώντας μου πρότει-νε το χέρι του.

«Ας ξανασυστηθούμε μεγαλόφωνα. Νικήτας Χήρος».Του το έσφιξα μηχανικά. «Χήρος, είπατε;»

«Ναι, με ήτα. Το μοναδικό επίθετο στον τηλεφωνικόκατάλογο και ένα από τα επώνυμα που τυγχάνουν με-γάλης καζούρας. Όλο λέω ότι θα το αλλάξω, αλλά τελι-κά μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε».

127

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τι να πει και η γυναίκα σας, που θα λέγεται Χή-ρα. Κι αν έχετε και πέντε παιδιά, ποιος τη χάρη τους».Διαπίστωσα ότι το χαμόγελό του ήταν εξίσου γοητευ-τικό.

«Αυτή τη στιγμή η γυναίκα μου μάλλον ζωντοχήρα, λέγεται. Όσο όμως ήμαστε παντρεμένοι, λεγόταν Χή-ρου. Και καλά που δεν αποκτήσαμε παιδιά, για πολ-λούς και διάφορους λόγους. Εσείς όμως δε μου επανα-λάβατε το όνομά σας».

«Χίλια συγγνώμη... Ελένη Σπίνου».Όπα σκέφτηκα γιατί Σπίνου και όχι Μπάρκα;

128

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Ε, πάντως κι ο άντρας σας ως "Σπίνος" θα 'χει φάειπολλά... σκάγια για το επίθετο του».

Γέλασα με το λογοπαίγνιο. Οι άνθρωποι με χιούμορμ' έκαναν να νιώθω άνετα.

«Ώστε είστε παντρεμένη» συνέχισε.Μήπως διέκρινα κάποιον τόνο απογοήτευσης

στηφωνή του;

«Σε διάσταση». Μα καλά, τι έλεγα η τρελή; Μια μέ-ρα είχε φύγει ο Αλέξης κι εγώ παντρολογιόμουν σε κη-δεία! Μέχρι πριν από λίγο βαλάντωνα στο κλάμα καιτώρα έψαχνα με το βλέμμα την πόρτα της τουαλέταςγια να πάω να πουδράρω τη μύτη μου. Την εντόπισακαι του ζήτησα συγγνώμη για λίγο.

Στον καθρέφτη αντίκρισα το γνώριμο πια πρήξιμοτων ματιών και την κατακόκκινη μύτη.

Έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπο και προσπάθησανα θάψω τη μύτη μου κάτω από τόνους πούδρα. Γύρι-σα στο τραπέζι και χαμογέλασα στο Νικήτα. Με κοίτα-ξε παρατεταμένα, σε σημείο που άρχισα να νιώθω άβο-λα. Τελικά έλυσε τη σιωπή του.

«Ο Μιχάλης φταίει, ή μάλλον έφταιγε, που είστε σεδιάσταση με τον άντρα σας;»

129

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Ορίστε;» Η γνήσια έκπληξή μου τον έκανε να προ-σθέσει με απολογητικό ύφος.

«Θα με περνάτε για τρελό, αλλά, όταν σας είδα νακλαίτε έτσι γοερά λίγο πιο πίσω από τους συγγενείςτου, και τη γυναίκα του να σας κοιτά έτσι... »

Τον διέκοψα έξαλλη:«Μα για ποια με περάσατε; Πιστεύετε πως, αν

είχασχέση με το Μιχάλη, θα 'χα το θράσος να εμφανιστώστην κηδεία του και να κλαίω απροκάλυπτα;» Σηκώθη-κα απότομα από τη θέση μου και κίνησα να φύγω. Μου

130

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κράτησε το χέρι και με παρακάλεσε να καθίσω. Υπά-κουσα.

«Ήμουν άγαρμπος. Συγχωρέστε με και αφήστε μενα σας εξηγήσω».

Ήπιε μια γουλιά κονιάκ και ακολούθησα το παρά-δειγμα του. Ξαφνικά νοστάλγησα τον Αλέξη.

Πριν ξαναγίνω έρμαιο των δακρυϊκών αδένων μου, τουέκανα νόημα να μιλήσει.

«Η γυναίκα μου με παράτησε πριν από δυο χρόνιαγια το Μιχάλη Βασιλείου».

Η ψυχραιμία του με σόκαρε. «Μα αυτός ήταν πα-ντρεμένος!»

Με κοίταξε με ειρωνικό βλέμμα. «Και λοιπόν;»Αναστέναξα. «Σωστά, και λοιπόν;» Ένιωσα την

α-νάγκη να καπνίσω. Του ζήτησα τσιγάρο.

«Λυπάμαι, δεν καπνίζω. Να σας βρω από κάπου αλ-λού». Κοίταξε γύρω του για κάποιον καπνιστή.

«Αφήστε, ούτε εγώ καπνίζω. Έτσι μου 'ρθε. Λοιπόν,για πείτε μου» τον παρότρυνα να συνεχίσει.

«Θα αναρωτιέστε γιατί ήρθα στην κηδεία του, αφού,όταν μου ζήτησε διαζύγιο η Λίζα, ορκίστηκα να πάω νατον σκοτώσω».

«Σας πρόλαβε η διερχόμενη νταλίκα στην Καλαμπά-κα» είπα στεγνά. Σήκωσε μοιρολατρικά τα χέρια.

«Με δυο χρόνια καθυστέρηση. Όμως σ' αυτό το διά-στημα ο θυμός μου ξεθύμανε και έφτασα στο σημείο ναευγνωμονώ το Βασιλείου, που μου 'δείξε τι

131

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γυναίκα εί-χα παντρευτεί».

«Καλό αυτό, πώς το κάνατε; Ίσως χρειαστεί και σ'εμένα».

«Σας άφησε για άλλη γυναίκα;» φάνηκε να ξαφνιά-ζεται, σε σημείο που κολακεύτηκα.

132

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Θα δείξει. Όλα έγιναν πρόσφατα». Πιο πρόσφατααπό ό,τι φαντάζεσαι. «Παρ' όλ' αυτά, δεν μπορώ να κα-ταλάβω τι δουλειά έχετε στην κηδεία του».«Κι εγώ δεν ξέρω. Κάτι με παρακίνησε να έρθω».

«Μήπως για να δείτε αν θα ερχόταν η πρώην γυναί-κα σας;»

«Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Όταν κάποια στιγμήο Βασιλείου της δήλωσε ότι δε σκοπεύει να χαλάσει τογάμο του για ένα ωραίο πήδημα —με συγχωρείτε γιατην έκφραση — , αυτή τον έλουσε με τα χειρότερα λόγιακαι τον απείλησε ότι θα τα ξέρναγε όλα στη γυναίκατου».

«Και το έκανε;»«Ναι».«Και αυτή τον χώρισε;»«Τον συγχώρησε, πείτε καλύτερα. Φυσικά,

αυτό δεντο περίμενε η Λίζα, που γύρισε σ' εμένα σαν τη βρεγμέ-νη γάτα, ζητώντας να δείξω την ίδια μεγαλοψυχία πουέδειξε και η Βασιλείου στον άντρα της».

«Κι εσείς τη δείξατε;»«Όχι, γιατί εγώ την κίνηση της Βασιλείου δεν

την ε-ξέλαβα ως μεγαλοψυχία αλλά ως αδυναμία να διώξειτον άντρα που την ταπείνωσε. Πέρασα εφιαλτικές στιγ-μές παρακολουθώντας την πρώην γυναίκα μου να εξευ-τελίζεται εκλιπαρώντας με να ξαναφτιάξουμε τη ζωήμας».

133

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Ήπιε μια γουλιά κονιάκ και έμεινε σιωπηλός κοιτώ-ντας το ποτήρι με το κεχριμπαρένιο υγρό.

«Υποθέτω ότι το διαζύγιο που ήθελε αρχικά της τοδώσατε εσείς με το ζόρι».

«Σωστά υποθέτετε. Αν και ομολογώ ότι κάποιες στιγ-μές που ένιωθα πολύ μόνος ήμουν έτοιμος να της τηλε-

134

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

φωνήσω. Τελικά, καλά που δεν το 'κανα. Έμαθα απόκοινούς γνωστούς ότι εδώ και αρκετούς μήνες τα έχειμπλέξει πάλι μ' έναν παντρεμένο. Νομίζω δικηγόρο».

Ένιωσα ναυτία. Ο Αλέξης ήταν παντρεμένος δικηγό-ρος που εδώ και ένα χρόνο ήταν τουρίστας στο σπίτιτου. Ο Νικήτας κατάλαβε την αλλαγή στη διάθεσή μου.

«Συμβαίνει τίποτα, κυρία Σπίνου;»«Δε... δεν ξέρω. Ίσως η ταραγμένη μου

φαντασία μουπαίζει περίεργα παιχνίδια. Μήπως γνωρίζετε το όνοματου δικηγόρου;» έκανα με αγωνία. Λίγο ακόμα και θασωριαζόμουν στο πάτωμα του κυλικείου. Γούρλωσε ταμάτια του.

«Αν είναι ποτέ δυνατόν! Απ' όλους τους παντρεμέ-νους δικηγόρους έτυχε να πέσει στον άντρα σας; Δεν τοπιστεύω. Όμως μπορώ να μάθω για να σας φύγει ηιδέα. Θέλετε να βρεθούμε για φαγητό αύριο το μεση-μέρι; Θα έχω τις πληροφορίες που θέλετε και συγχρό-νως θα μου δοθεί η ευκαιρία να σας ξαναδώ» πρότεινεμε την άνεση παλιού γνώριμου.

Αν δεν είχε προηγηθεί η συζήτηση για τη νέα κατά-

135

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κτηση της τέως συζύγου του, θα κολακευόμουν αφά-νταστα απ' τη διάθεση του να με ξαναδεί, ειδικά στησκέψη ότι ο Αλέξης γλεντοκόπαγε κάπου σαν χαμένοκορμί. Όμως τα φίδια που με είχαν ζώσει ασφυκτικά δεμου άφηναν περιθώρια για φιλάρεσκες σκέψεις. Με εν-διέφερε να τον ξαναδώ απλά και μόνο για να διαπιστώ-σω αν η πρώην γυναίκα του πηδιόταν με το σύζυγό μου.Δώσαμε ραντεβού την άλλη μέρα στις δύο, στο Ιντερ-κοντινένταλ.

Έφτασα στο σπίτι σαν υπνωτισμένη. Στο βάθος τουμυαλού μου χτύπαγε ένα τηλέφωνο.

Όταν ενεργοποιήθηκε ο τηλεφωνητής και άκουσα τη

136

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Χριστίνα να ρωτά πού είχα ξεπορτίσει, ξύπνησα. Έτρεξακαι σήκωσα το ακουστικό πριν τελειώσει το μήνυμά της.

«Καλά, πού ήσουν και δεν το άκουγες;»«Χριστίνα, πρέπει να 'ρθεις γρήγορα στο σπίτι,

έχουνσυμβεί πολλά» λαχάνιασα.

«Μη μου πεις, πρόβλημα υγείας;»«Ναι, εντός ολίγου θα πάθω εγκεφαλικό. Έλα,

σε πα-ρακαλώ, πρέπει να μιλήσουμε».

9.

Η ώρα ήταν εξίμισι και ο Τάκης δε θα ερχόταν πριν τιςδέκα από το φροντιστήριο. Η σιωπή ήταν αφόρητη. Α-κόμα και ο Γκουσγκούνης κοιμόταν στον καναπέ. Άνοι-ξα το ραδιόφωνο όσο περίμενα τη Χριστίνα. «Φεύγω κιαφήνω πίσω μου συντρίμμια... » τραγουδούσε η κυρίαΑλεξίου. Γύρισα σταθμό πριν ακούσω τον εκφωνητή ναλέει «ο Αλέξης το αφιερώνει στην Ελένη». Από τα συ-ντρίμμια έπεσα στη Γλυκερία, που της έφαγαν τα δα-χτυλίδια, και λίγο αργότερα η Δήμητρα Γαλάνη διαπί-στωνε ότι «δεν είσαι εδώ, δεν υπάρχεις πια μες στη ζωή

137

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μου». Το έκλεισα. Η επιθυμία να καπνίσω επανήλθεδριμύτερη. Ανοιγόκλεισα συρτάρια και ντουλάπια αλ-λά ο Αλέξης είχε πάρει και τα τσιγάρα του. Με σίγουροβήμα κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Τάκη. Με λίγη τύ-χη και με τα στατιστικά στοιχεία, που ήθελαν το 90%των εφήβων να καπνίζουν κρυφά, άρχισα την έρευνα.Αφού βρήκα μερικά ΡβηίΗοιιχβ στον πάτο της ντου-λάπας του και ένα κουτί προφυλακτικά —αυτό ήτανσοκ— κάτω από το στρώμα του, ανακάλυψα επιτέλουςένα πακέτο Κάμελ στη δεξιά τσέπη της σχολικής του

138

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τσάντας. Το πουλάκι μου, είχε αρχίσει από τα βαριά.Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να τον κατσαδιάσω που κά-πνιζε, σκέφτηκα όμως ότι θα 'πρεπε να του εξηγήσωπώς το είχα ανακαλύψει.

Πήρα ένα τσιγάρο, ευχόμενη σιωπηλά να μην τα είχεμετρημένα. Αλλά και να τα 'χε, ποτέ δε θα σκεφτότανότι η μανούλα του εισέβαλε στο βασίλειο του κι έκανετράκα εν αγνοία του. Στην πρώτη ρουφηξιά λίγο έλειψενα δω τα έντερα μου στο πάτωμα. Βήχοντας μπήκα στοσαλόνι και σωριάστηκα στον καναπέ. Ο Γκουσγκούνηςγλίτωσε την πολτοποίηση από θαύμα. Γρύλισε ενοχλη-μένος και τράβηξε για την κουζίνα. Κάπνισα το υπό-λοιπο τσιγάρο με κάποια αξιοπρέπεια. Η διάθεσή μουπήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Όταν άνοιξα στη Χριστίνα, τα μάτια μου είχαν τογνωστό κόκκινο χρώμα.

«Τι έγινε, Ελένη; Γιατί είσαι έτσι;» ανησύχησε.«Θα σου πω. Πάμε μέσα,γιατί έχεις να ακούσεις

πολ-λά και καλά θα κάνεις να τα ακούσεις καθισμένη». Προ-χωρήσαμε στο σαλόνι. Κάθισε και περίμενε κοιτάζο-ντας με στα μάτια. «Καταρχήν, πού ήσουν δυο

139

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μέρεςπου σε έψαχνα;» την κατηγόρησα που έλειπε τις ώρεςπου υπέφερα.

«Είχα δουλειές εκτός Αθηνών. Πες μου τώρα τι έγι-νε». Έριξε μια ματιά στο μισοσβησμένο τσιγάρο ανα-σηκώνοντας τα φρύδια και επανέλαβε την ερώτηση:«Τι έγινε, Ελένη;»

«Ο Αλέξης έχει γκόμενα».Με κοίταξε σαν να μην πίστευε στα αυτιά της.

«Πώςτο ξέρεις;»

Της διηγήθηκα όλα όσα διαδραματίστηκαν τις δύοτελευταίες μέρες. Από τη φυγή του Αλέξη, μέχρι τη συ-

140

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ζήτηση μου με το Νικήτα στο κυλικείο του νεκροτα-φείου. Κατά τη διάρκεια της διήγησης εκείνη παρουσία-σε ένα περίεργο τρέμουλο καθώς κάπνιζε το ένα Τσέ-στερφιλντ μετά το άλλο. Ολοκλήρωσα και περίμενα τηναντίδραση της. Πάντως δεν ήταν αυτή που φανταζόμουν.Ενώ περίμενα να αρχίσει το υβρεολόγιο κατά του Αλέξη,αυτή έβαλε τα κλάματα. Έμεινα να την κοιτώ σαν χαμέ-νη. Υποτίθεται ότι είχε έρθει για να παρηγορήσει εμένα.

«Άλλο και τούτο! Γιατί έβαλες τα κλάματα;» σταυ-ροκοπήθηκα.

«Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει!» ψιθύρισε μέ-σα από τα αναφιλητά της. Την κοίταζα μην ξέροντας τινα κάνω.

«Αν εσύ η σκληροτράχηλη αντιδράς έτσι, εγώ τι πρέ-πει να κάνω; Να αυτοπυρποληθώ;»

Σκούπισε τα μάτια της και με έπιασε από τους ώμους.«Ελένη, άκουσε με. Παράτα τον αμέσως! Έχεις

πα-ντρευτεί ένα ρεμάλι!»

«Έτσι φαίνεται. Αλλά εσύ γιατί το πήρες κατάκαρ-δα;» ψέλλισα αδυνατώντας να εντάξω τη συμπεριφοράτης σε κάποιο λογικό πλαίσιο.

141

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Γιατί έχω σχέση με τον Αλέξη περίπου εδώ κι έναχρόνο».

«Τι εννοείς έχω σχέση με τον Αλέξη περίπου εδώ κιένα χρόνο;» επανέλαβα τη φράση σαν χαζή, πιστεύο-ντας ότι η επανάληψη θα άλλαζε το νόημά της.

«Εννοώ ότι κοιμόμαστε μαζί». Άφησε τους ώμουςμου και έστρεψε αλλού το βλέμμα της.

Αυτό ήταν από τα άγραφα. Είχε διάθεση για πλάκες,τη στιγμή που επιβεβαιωνόταν ο χειρότερος φόβος μου.Χαμογέλασα βεβιασμένα στην ενσυνείδητη πρόθεσή τηςνα πάρω ριζικές αποφάσεις.

142

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Κόφ' το! Δε με κάνεις να νιώσω μεγαλύτερη οργήγια να τον ξαποστείλω μια και καλή».

Ξεφύσηξε κουρασμένα. «Δε σου κάνω πλάκα».Το σύστημα σκέψης μου έπαθε βραχυκύκλωμα.

Έ-βγαλα κοφτές ανάσες σε μια προσπάθεια να εισπνεύσωόσο περισσότερο αέρα μπορούσα. Μάλλον ονειρευό-μουν. Η πίεση και το άγχος τόσων χρόνων μου έκανανζημιά. Η αρρωστημένη φαντασία μου έβαζε την καλύ-τερη μου φίλη να πει λόγια που στην πραγματικότηταδεν ξεστόμισε. Σίγουρα ονειρευόμουν. Σύντομα θα εμ-φανιζόταν και ο Τάκης για να μου ανακοινώσει ότι θαπήγαινε στην Καζαμπλάνκα ν' αλλάξει φύλο για να πα-ντρευτεί το αγόρι του.

Χαμογέλασα χαζά. Εστίασα την προσοχή μου στηνπασχαλίτσα που κρεμόταν με χρυσή αλυσίδα από τολαιμό της Χριστίνας. Κάπου είχα κι εγώ μια ίδια. Μαςείχε χαρίσει από μία η μητέρα της κάποιο Πάσχα.

Αναθάρρησα. Για να προσέχω τέτοιες λεπτομέρειες,αυτό σήμαινε ότι δεν είχε γίνει ο παραπάνω διάλογος.Αλλιώς γιατί να είμαι τόσο ήρεμη; Αντί να παρατηρώπασχαλίτσες που κρέμονταν από χρυσές αλυσίδες, έ-

143

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πρεπε να έχω πετάξει τη Χριστίνα από το παράθυρο.

«Όπως σου έλεγα, ανακάλυψα τυχαία ότι με απα-τά... » έπιασα τη συζήτηση από κει που την είχα αφήσειπριν μπλεχτώ στο άσχημο παιχνίδι της φαντασίας μου.Κούνησε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι.

«Σταμάτα, Ελένη. Δεν ωφελεί να κάνεις ότι δεν τοακούς» φώναξε.

«Φύγε!» ψιθύρισα. Ένιωσα κουρασμένη. Πολύ κου-ρασμένη. Ξαφνικά δε με βάσταγαν τα πόδια μου. Τηναπιστία του Αλέξη με μια άσχετη μπορεί να την άντε-χα. Στο κάτω κάτω, ζούσα και ξαναζούσα αυτή τη σκη-

144

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

νή σε κάθε εφιάλτη. Ποτέ όμως δεν αναγνώριζα τη Χρι-στίνα στο πρόσωπο της γυναίκας που ξεμυάλιζε τονάντρα μου. Την προδοσία της καλύτερης μου φίλης πώςνα την αντέξω;

Πώς μπόρεσες; Τόσοι άντρες υπήρχαν ελεύθεροι. Τονδικό μου βάλθηκες να τυλίξεις;

Της έριξα μια άγρια ματιά και την ξαναπρόσταξα ναφύγει.

«Άκουσέ με πρώτα και μετά θα φύγω» παρακάλεσε.«Δε με ενδιαφέρει ό,τι και να μου πεις» άρχισα

να χά-νω τον έλεγχό μου.

«Το ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν κάτι τέ-τοιο. Δεν ήθελα να χάσουμε τη φιλία τόσων χρόνων, αλ-λά ο Αλέξης με πλησίασε λίγο μετά το διαζύγιό μου, σεμια φάση που ήμουν πολύ τρωτή για να αντισταθώ.Τόνωσε τον εγωισμό μου, λέγοντας μου ότι με ήθελεαπό τότε που με γνώρισε αλλά εγώ τα 'χα με τον κολ-λητό του και δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα μας».

Θεέ μου, τι μου λέει; Ο Αλέξης την ήθελε τόσα χρόνιακαι ποτέ δεν το κατάλαβα;

«Ενώ εσύ δε λογάριασες τη φιλία μας όταν έβγαζεςτα μάτια σου μαζί του».

«Πίστεψέ με, αντιστάθηκα μεγάλο διάστημα. Όμωςήμουν τσακισμένη από τις απιστίες του

145

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Φίλιππου. ΟΑλέξης με πυρπολούσε με λουλούδια, γράμματα, δώ-ρα, σε μια εποχή που γνώριζα μόνο εγκατάλειψη καιπροδοσία».

«Εμένα μου φαινόσουν ακμαιότατη όταν χώριζες.Πού να φανταστώ ότι ευθυνόταν ο Αλέξης γι' αυτό».Άρχισα να ζαλίζομαι.

«Δεν τα φτιάξαμε όταν έπαιρνα διαζύγιο. Προσποιό-μουν την άνετη σ' όλο τον κόσμο γιατί έτσι είχα μάθει

146

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

από μικρή. Να μη με πατούν οι άντρες. Ο Φίλιππος τοανέτρεψε, αλλά αρνιόμουν να το παραδεχτώ. Πέρασααρκετό διάστημα κλαίγοντας βουβά και συγχρόνως αρ-νιόμουν την πολιορκία του Αλέξη. Τον είχα σιχαθεί γι'αυτό που έκανε... »

«Σκέψου να μην τον είχες σιχαθεί». Το δωμάτιο άρ-χισε να στροβιλίζεται. Μετά βίας στεκόμουν όρθια.

Κι όλα αυτά τα παραμύθια ότι δεν είχε πάει μ' άλ-λον... Ότι θα ήμουν η πρώτη που θα το μάθαινε...

«Μου 'λεγε ότι έφταιγε το γεγονός πως έμεινες έ-γκυος λίγο μετά το σχολείο και παντρευτήκατε αμέ-σως. Θα 'ταν διαφορετικά τα πράγματα αν είχε ζήσει τηζωή του. Ένα βράδυ που τα συζητούσαμε πίνοντας κρα-σί στο σπίτι μου, μεθύσαμε, κι από κει άρχισε η ιστορία.Του είχα πει εδώ και καιρό να το διαλύσουμε πριν γίνειανεπανόρθωτη ζημιά. Έβλεπα πόσο υπέφερες και δενάντεχα στη σκέψη ότι σου παίζαμε τέτοιο παιχνίδι. Έ-φτασε στο σημείο να με απειλήσει πως, αν διαλύαμε τησχέση μας, θα σ' τα ξέρναγε όλα. Ήμουν σ' ένα φαύλοκύκλο. Μου εκμυστηρευόσουν τις υποψίες σου κι εγώπροσπαθούσα να σε κάνω να τον διώξεις μόνη σου γιανα απαλλαγούμε και οι δύο».

8ο

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Τι γελοία που ήμουν, Θεέ μου! Να μιλάω για πιθανήγκόμενα του άντρα μου στην καλύτερη μου φίλη, πουήταν η γκόμενα του άντρα μου!

Σωριάστηκα στον καναπέ, καλύπτοντας με τα χέριατο πρόσωπο. Δεν άντεχα να μοιράζομαι μαζί της την πα-ραμικρή σύσπαση των μυών μου. Ήθελα να μείνω μόνη.

«Σε παρακαλώ, φύγε τώρα, πριν αρχίσω να συνειδη-τοποιώ το κακό που μου 'χεις κάνει σ' όλη του την έ-κταση».«Θα φύγω, αλλά σκέψου ότι θα μπορούσες να μην

8ο

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

έχεις μάθει τίποτα για μένα. Όμως θυσίασα τη φιλία μαςγια να καταλάβεις ότι ο Αλέξης είναι σαν το Φίλιπποκαι σαν όλους τους άντρες. Σκέφτεται μόνο με το κάτωκεφάλι, αδιαφορώντας για το κακό που προξενεί στουςοικείους του. Κάποτε έπρεπε να ανοίξεις τα μάτια σου».

«Και προθυμοποιήθηκες εσύ να το κάνεις, βγάζονταςτα δικά σου με τον άντρα μου!» άρχισα να υψώνω επι-κίνδυνα τη φωνή μου. «Τσακίσου από δω μέσα! Να μησε ξαναδώ μπροστά μου!» ούρλιαξα. «Μακάρι να πη-διέται αυτή τη στιγμή με κάποια άλλη! Ποτέ δεν περί-μενα να το πω, αλλά τώρα το εύχομαι ολόψυχα».

Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.Την ώρα που άνοιγε την πόρτα, τη σταμάτησα.

«Περίμενε ένα λεπτό». Πήγα στην κρεβατοκάμαράμου κι άνοιξα ένα ντουλάπι με καπέλα. Δεν άργησα ναβρω αυτό που έψαχνα. Γύρισα στη Χριστίνα που είχεμείνει ακίνητη στην πόρτα. «Αυτό στο επιστρέφω».Της έδωσα ένα καπέλο του μπέιζ-μπολ, που μου 'χε φέ-ρει από την Αμερική πριν από πολλά χρόνια. Είχε κε-ντημένο το σλόγκαν: Ο άντρας μου με παράτησε για τηνκαλύτερη μου φίλη και μου λείπει η άτιμη. «Ήταν προ-φητικό αλλά μέχρι ενός σημείου. Εσύ δεν

149

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πρόκειται ναμου λείψεις ποτέ».

Της γύρισα την πλάτη και, μόλις άκουσα την πόρ-τα του ασανσέρ να κλείνει, ξέσπασα σε γοερά κλάμα-τα. Δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα στο κρεβάτι μου, ούτεπόσες ώρες έκλαιγα. Θυμάμαι μόνο πως ο Τάκης μεσκουντούσε κάποια στιγμή και κάπου στο βάθος τουμυαλού μου αναγνώριζα έναν τόνο πανικού στη φω-νή του:

«Μαμά, τι έχεις; Τι συνέβη; Έγινε τίποτα με τον μπα-μπά ;»

150

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά το πρήξι-μο τα κρατούσε κλειστά με πείσμα.

Και η προσπάθειά μου να μιλήσω ήταν το ίδιο απο-γοητευτική. Έβγαλα κάτι σαν ρόγχο, που προκάλεσε τα-χυκαρδία στο γιο μου.

«Μαμά, θα τηλεφωνήσω στη φίλη σου τη Χριστίνα.Έρχομαι σ' ένα λεπτό».

Το όνομά της λειτούργησε σαν μπαρούτι. Τινάχτηκααπό το κρεβάτι και του 'πιασα το χέρι:

«Τάκη, περίμενε. Μην την πάρεις τηλέφωνο, θα ση-κωθώ».

Το βλέμμα του ήταν ένα μείγμα ανακούφισης, πουνεκραναστήθηκα,και απορίας, που αντέδρασα έτσι στηνπρόταση του.

«Τσακώθηκες και με τη Χριστίνα;»Ξανακάθισα βαριά στο κρεβάτι, ανήμπορη να

απο-φασίσω τι να του πω. Να του πω για τα αίσχη του πα-τέρα του και να προσεύχομαι για ήπια αντίδραση ή νατα μπαλώσω αλλιώς;

«Συγχώρεσε με, καλέ μου, που σε αναστάτωσα. Μέ-νω πολλές ώρες μόνη μου εδώ μέσα και σκέφτομαι διά-φορα... »

«Γι' αυτό είπα να τηλεφωνήσω στη φίλη σου για νασε φτιάξει λίγο» επέμεινε.

Χαμογέλασα πικραμένα. Με είχε φτιάξει με το πα-ραπάνω. Σηκώθηκα αποφασιστικά από το κρεβάτι και

151

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τον αγκάλιασα. Με έσφιξε κι αυτός κάπως μουδιασμέ-να, τα πολλά χάδια τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Τονάφησα και πρότεινα να φτιάξω κάτι για φαγητό.

«Έννοια σου, εγώ έχω φάει στο γυρισμό από τοφροντιστήριο. Κοίτα να βάλεις εσύ κάτι στο στόμα σου».

«Μα τι ώρα έχει πάει;» Ξαφνιάστηκα όταν μου είπε

152

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

πως ήταν περασμένες έντεκα. Του είπα να μην ανησυ-χεί, θα έβαζα κάτι στο στόμα μου.

«Ελπίζω να μην είναι η κάννη ενός όπλου» είπε μισο-αστεία μισοσοβαρά. Στον ίδιο τόνο του απάντησα πως,αν μου 'λειπε το σίδερο, θα προτιμούσα τις φακές. Μεκαληνύχτισε και πήγε στο δωμάτιό του. Περίμενα να α-κούσω το χαρακτηριστικό γδούπο της πόρτας του, όμωςγια πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το απόρθητοφρούριο του Τάκη έμεινε ανοιχτό.

Μπήκα για ένα γρήγορο ντους, αλλά το ζεστό νερόπου αγκάλιαζε παρήγορα το σώμα μου δε μ' άφηνε ναεγκαταλείψω τη θαλπωρή της μπανιέρας. Έκλεισα τηβρύση μόνο όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι ο Τάκηςθα όρμαγε στο μπάνιο, νομίζοντας ότι έχω πάρει βαρ-βιτουρικά και κείτομαι νεκρή στα πλακάκια.

Το ρολόι στον τοίχο της κουζίνας έδειχνε δύο ότανέριξα την ομελέτα άθικτη στον σκουπιδοτενεκέ. Τηνκαμουφλάρισα με δυο τρεις χαρτοπετσέτες για να μηδει ο Τάκης το πρωί ότι τελικά δεν κατέβηκε μπουκιάστο στόμα μου. Στην όλη μου δυστυχία ήταν παρηγο-ρητικό το γεγονός ότι τουλάχιστον αυτός δε μου γύρισετην πλάτη, αλλά με τον τρόπο του μου 'δωσε να κατα-λάβω ότι θα με υποστήριζε. Ξαπλωμένη στο

153

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κρεβάτιξανάφερα στο μυαλό μου τα γεγονότα των τελευταίωνεικοσιτετραώρων. Ποιος με είχε καταραστεί και ζούσατέτοιο εφιάλτη; Κι αν ίσχυε αυτό που λένε «εδώ πλη-ρώνονται όλα», εγώ τι αμαρτία είχα κάνει πέρα απότην απόκρυψη δύο ενοικίων από την εφορεία;

Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και προσπάθησα να σκε-φτώ κάτι πιο ευχάριστο. Στο μουσείο βασανιστηρίων τουΆμστερνταμ υπήρχε η λεγόμενη «ξύλινη κάπα», φτιαγ-μένη από κορμό δέντρου, η οποία φορτωνόταν στην

154

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πλάτη της πόρνης που διαπομπευόταν στην πλατείατης πόλης. Ήταν ό,τι έλειπε από την γκαρνταρόμπα τηςΧριστίνας. Μ' αυτήν την ενδυματολογική επισήμανση μεπήρε ο ύπνος.

10.

Στις πέντε ξύπνησα απότομα. Απόρησα μονάχα μιαστιγμή στη θέα του άδειου μαξιλαριού του Αλέξη κιαμέσως το κομπιούτερ του εγκεφάλου μου φόρτωσε τιςτελευταίες πληροφορίες. Ήταν 05.05' το πρωί κι εγώήμουν μια σύζυγος που ο άντρας της την απατούσε μετην καλύτερη της φίλη, όπως πιθανότατα και με την ε-ρωμένη του νεκρού πια συμμαθητή απ' το γυμνάσιο...Ξαφνικά θυμήθηκα το Νικήτα και το ραντεβού μας τομεσημέρι στην Πέργκολα του Ιντερκοντινένταλ. Μουήταν αδύνατον να πάω αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τονειδοποιήσω. Τι να του πω του ανθρώπου; Άδικα έκανεςτον κόπο, βρήκα με ποια πηδιέται ο άντρας μου; Απο-φάσισα να πάω στο ραντεβού μόνο και μόνο για να τουπω ότι ακυρώνεται.

Στις δύο ακριβώς το ταξί με άφησε στην είσοδο τουξενοδοχείου. Πριν μπω στο εστιατόριο, πέρασα από τηντουαλέτα για να διαπιστώσω αν η γενναία δόση τουκονσίλερ έκρυβε καλά τους κύκλους των ματιών μου.Αναρωτήθηκα αν θα δινόταν ποτέ η ευκαιρία στο

155

Νική-τα να δει το πρόσωπο μου απαλλαγμένο από τη θλίψη.

Μόλις με είδε, σηκώθηκε από το τραπέζι και ήρθεπρος το μέρος μου.

«Είχα το προαίσθημα πως δε θα 'ρθείτε, αλλά ευτυ-χώς το διέψευσε η παρουσία σας. Χαίρομαι ειλικρινά

156

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

που σας ξαναβλέπω». Με οδήγησε στη θέση μου και έ-κανε νόημα στο μετρ.

Κατέφθασε με το μενού και περίμενε λίγο πιο πέραδιακριτικά μέχρι να αποφασίσουμε.

«Ακούστε, δεν πρόλαβα να σας μιλήσω στην είσοδο,αλλά ήρθα για να επαληθεύσω το προαίσθημα σας. Δενμπορώ να μείνω...»

«Μα γιατί; Έχω νέα που θα σας χαροποιήσουν. Ένακαλό μπουκάλι κρασί θα εξαφανίσει τις αναστολές σαςγια όποιο λόγο κι αν υπάρχουν».

Πριν προλάβω να αρθρώσω αντίρρηση, φώναξε τομετρ και παρήγγειλε ένα λευκό κρασί.

Μου χάρισε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο και μερώτησε αν μπορούσαμε να καταργήσουμε τον πληθυ-ντικό. Έβαλε κρασί στα ποτήρια μας και ύψωσε το δι-κό του.

«Θα πιούμε στο χαμόγελο ανακούφισης που θα σχη-ματίσεις μόλις σου πω ότι ο άντρας σου είναι ασφαλήςαπό τα νύχια της τέως συζύγου μου. Μίλησα χτες τοβράδυ μ' ένα φίλο μου και μου είπε ότι η Λίζα τα 'χειμπλέξει μ' ένα δικηγόρο ονόματι Μπάρκα».

Χαμογέλασα χαιρέκακα. Ώστε ο Αλέξης απατούσεκαι την γκόμενά του εκτός από μένα.

Ρούφα τη, Χριστίνα! Ήπια το κρασί μου με τρειςγουλιές και βρέθηκα στα πρόθυρα της υστερικής ιλαρό-

157

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τητας. Απ' τη στιγμή που ο Αλέξης είχε καταστρέψει τηνοικογένειά μου και τη σχέση μου με τη Χριστίνα, πο-σώς με απασχολούσε πού αλλού έχωνε το πουλί του.Όσο σκεφτόμουν την κωμικοτραγική κατάσταση, τόσοτρανταζόμουν απ' τα γέλια. Ο Νικήτας αρχικά συνόδε-ψε την καλή μου διάθεση, σίγουρος ότι οφειλόταν σταευχάριστα νέα. Όταν όμως παρατήρησε την κλιμάκωση

158

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

σε συνδυασμό με το μάτι μου, που γυάλιζε επικίνδυνα,κόπηκε το γέλιο του μαχαίρι.

Κοίταξε ανήσυχος δεξιά κι αριστερά. Υπέθεσα ότι μά-λωνε τον εαυτό του που έδινε ραντεβού με τέτοια ευ-κολία. Έπρεπε να του εξηγήσω ότι δεν το είχα σκάσειαπό το Δρομοκαΐτειο. Έκανα νόημα να μου γεμίσει τοποτήρι. Υπάκουσε, αν και κάπως διστακτικά, όταν είδεπόσο πρόθυμα είχα πιει το πρώτο.

«Νικήτα, ο άντρας μου τα 'χει με την πρώην γυναίκασου». Με κοίταξε αποσβολωμένος.

«Μα αυτή τα 'χει μ' έναν Μπάρκα κι εσύ μου 'πες ότιλέγεσαι Σπίνου... πώς...» ψέλλισε.

«Σου συστήθηκα με το πατρικό μου και, απ' ό,τι θυ-μάμαι, δεν ανέφερα όνομα συζύγου».

Τα 'χασε. Το κρασί, που στα τρία πρώτα λεπτά της συ-ζήτησης κόντευε να τελειώσει, αποδείκνυε ότι το λευκόΜαίουδ ήταν ιδανικό για συζητήσεις με έντονο περιεχό-μενο. Παραγγείλαμε δεύτερο μπουκάλι και από ένα φι-λέτο για να βγούμε ευπρεπώς από το Ιντερκοντινένταλκαι όχι τρικλίζοντας. Η διάθεση να το βάλω στα πόδιαμόλις αντίκρισα το Νικήτα αντικαταστάθηκε από την α-νάγκη να τον κάνω κοινωνό της τραγωδίας μου.

«Μπορεί να μην πιστέψεις αυτά που θα σου πω για-τί τέτοιες συμπτώσεις συμβαίνουν μία στο εκατομμύ-ριο. Ομως αυτή η ιστορία έχει βάλει σε κίνδυνο

159

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

την ψυ-χική μου ισορροπία και θα τρελαθώ αν δεν τη διηγηθώ σεκάποιον. Κι αυτή τη στιγμή μου φαίνεσαι ο μόνος κα-τάλληλος. Χτες ήταν η πιο δύσκολη μέρα της ζωής μου.Έκλαψα, χτυπήθηκα, έβρισα και κάποια στιγμή πρέπεινα με εγκατέλειψαν οι αισθήσεις μου. Σκέφτηκα να μησυναντηθούμε σήμερα, γιατί ό,τι και να μου 'λεγες δε θαμου έκανε εντύπωση. Ομως κατά κάποιο τρόπο με ω-

160

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

φέλησε η συνάντηση μας. Όπως συμπλήρωσε, πολύ σο-φά, ο Μαρξ τον Χέγκελ: "Η ιστορία επαναλαμβάνεται,την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σανφάρσα"».

Με κοίταζε σιωπηλός, διαισθανόμενος το βάρος τηςεξομολόγησης μου. Τα φιλέτα στα πιάτα μας παρέμε-ναν άθικτα, όμως το κρασί δεν είχε την ίδια τύχη. Άρχι-σα να του μιλάω για τον Αλέξη, για τις προσπάθειεςπου κατέβαλλα να σώσω το γάμο μου, για τον Τάκη, τησχέση μου με τη Χριστίνα και την προδοσία της. Με ά-κουγε με πραγματικό ενδιαφέρον. Σταμάτησα να μι-λάω κι επικράτησε σιωπή. Ο μετρ πλησίασε το τραπέζιμας και ρώτησε αν έφταιγε κάτι που δεν άγγιξε κανείςτο φιλέτο του. Ο Νικήτας τον διαβεβαίωσε ότι φαίνο-νταν πολύ νόστιμα αλλά θυσιάστηκαν στο βωμό μιαςενδιαφέρουσας συζήτησης. Είπα να μας φέρουν το λο-γαριασμό.

Πλήρωσε εκείνος, παρ' όλο που προέβαλα χειραφε-τημένη αντίσταση.

Σηκώθηκα και ξανάκατσα απότομα. Ένιωσα το τα-βάνι του εστιατορίου να προσγειώνεται στα πόδια μου.Με βοήθησε να σηκωθώ και, κρατώντας με γερά απ' τουςώμους, βγήκαμε απ' το ξενοδοχείο. Αν ζούσε ο

161

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ΟρέστηςΜακρής, θα ζήλευε το μεθυσμένο βάδισμά μου. Με οδή-γησε στο αυτοκίνητό του. Σωριάστηκα στο κάθισμα τουσυνοδηγού κι έκλεισα τα μάτια. Κάθισε κι αυτός στη θέ-ση του χωρίς να ανάψει τη μηχανή.

Φαίνεται ότι βυθίστηκα σε λήθαργο, γιατί, όταν ξύ-πνησα, είχε σκοτεινιάσει κι εγώ δε βρισκόμουν πια κα-θισμένη στο αυτοκίνητο του Νικήτα αλλά ξαπλωμένη σ'έναν καναπέ κάποιου άγνωστου σπιτιού. Σηκώθηκα α-πότομα και χίλιες τρομπέτες παιάνισαν στο κεφάλι μου.

162

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Πριν προλάβω να μιλήσω, εμφανίστηκε ο Νικήτας μεδύο φλιτζάνια καφέ και ένα κουτί ασπιρίνες.

«Μ' έφερες στο σπίτι σου; Γιατί δε με πήγες στο δικόμου;» διαμαρτυρήθηκα χλιαρά.

«Πρώτον, γιατί δεν ξέρω πού μένεις και, δεύτερον, για-τί άρχισες να ροχαλίζεις πριν προλάβω να σε ρωτήσω».Χαμογέλασε, σαν να διασκέδαζε με την κατάσταση.

Κοκκίνισα. «Δεν έχω ροχαλίσει ποτέ μου».«Αυτό θα 'μαι σε θέση να το διαπιστώσω αν

κοιμό-μαστε μαζί για κάποιο διάστημα».

Πετάχτηκα όρθια αψηφώντας το κύμα ναυτίας πουμε κατέκλυσε.

«Ποια νομίζεις ότι είμαι! Σου άνοιξα την ψυχή μου κιεσύ πας να το εκμεταλλευτείς!»

Έβαλε τα γέλια μπροστά στο ξέσπασμα της πτωχήςπλην τιμίας κορασίδος.

«Ελένη, είναι η δεύτερη φορά που με παρεξηγείς. Φο-βάμαι ότι αρχίζεις να χάνεις το χιούμορ που διέγνωσαότι έχεις».

«Έχω χάσει τόσα πολλά αυτό το διάστημα, ώστε τοχιούμορ είναι το τελευταίο που θα ψάξω να ξαναβρώ»μαλάκωσα.

«Δεν έχεις δίκιο. Με χιούμορ αντιμετωπίζονται όλεςοι καταστάσεις. Και οι πιο τραγικές. Ρώτα κι εμένα πουείμαι αδελφή ψυχή. Έλα, πάρε μια ασπιρίνη και

163

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πιεςλίγο καφέ. Αν σου έκαναν αλκοτέστ αυτή τη στιγμή, θαέτρωγες ισόβια».

«Τι ώρα είναι;»«Εφτάμισι».«Τι;» τσίριξα. «Ο Τάκης θα αναστατώσει τον

κόσμο,που δε θα με βρει στο σπίτι. Πρέπει να φύγω τώρα! Πούέχει πιάτσα ταξί;»

164

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Εσύ μου 'λεγες ότι ο Τάκης ποσώς ενδιαφέρεται γιατα τεκταινόμενα στο σπίτι σας».

«Άλλαξε όταν έφυγε ο Αλέξης. Τώρα έχει βαλθεί ναμε προσέχει μην κάνω καμιά τρέλα».

Προσπάθησα να εντοπίσω την τσάντα μου. Το πρό-σεξε. Χάθηκε σ' ένα δωμάτιο κι εμφανίστηκε μετά απόλίγο μ' ένα ασύρματο τηλέφωνο.

«Ο κύριος Γκράχαμ Μπελλ θα αναλάβει να καθησυ-χάσει τον προστάτη σου γρηγορότερα από έναν ταξι-τζή».

«Άσε καλύτερα, λείπω πολλές ώρες και θέλω να συ-νέλθω στο οικείο μου περιβάλλον».

Μου 'πιασε τα χέρια και με έβαλε να κάτσω στον κα-ναπέ.

«Θα επιμείνω σε δύο πράγματα. Αν τα δεχτείς, θα σεγυρίσω εγώ στο οικείο σου περιβάλλον. Πρώτον, θα ει-δοποιήσεις τον Τάκη ότι είσαι ζωντανή κι ότι θα καθυ-στερήσεις σε μια φίλη σου γιατί πίνετε καφέ. Και, δεύ-τερον, θα πιεις το συγκεκριμένο καφέ στο σπίτι μου».

Σχημάτισα το τηλέφωνο του σπιτιού μου και βγήκε οτηλεφωνητής. Άφησα μήνυμα στον Τάκη ότι είμαι σε μιαφίλη και να μην ανησυχεί. Ο Νικήτας κρατούσε το φλι-τζάνι με τον καφέ και με παρατηρούσε. Μόλις τέλειω-

165

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

σα, μου έδωσε το φλιτζάνι και κάθισε σε μια πολυθρό-να απέναντί μου.

«Το πρώτο βήμα για μια καλή φιλία είναι να γνωρίζειο ένας πώς πίνει τον καφέ του ο άλλος. Εδώ υπάρχουνζάχαρη και γάλα, σε περίπτωση που βάζεις κάτι απ' αυ-τά. Εγώ πάντως τον πίνω σκέτο για να απολαμβάνω α-νόθευτη τη γεύση του».

«Τι σύμπτωση! Κι εγώ γι' αυτό το λόγο τον πίνω σκέ-το». Χαμογέλασα και μου το ανταπέδωσε.

166

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ωραία, τώρα που γίναμε φίλοι, έλα να δούμε τι άλ-λα κοινά έχουμε».

«Νόμιζα πως μου ζήτησες μόνο δύο πράγματα, το τη-λεφώνημα και τον καφέ. Η εκ βαθέων συζήτηση τελείω-σε στο Ιντερκοντινένταλ» του πέταξα ξερά. Φαίνεταιπως η καφεΐνη που κύλησε στο αίμα μου, εκτός από τοοινόπνευμα έσβησε και τα τελευταία ίχνη καλής συμπε-ριφοράς. Έσκυψε το κεφάλι εμφανώς στενοχωρημένος.Μετάνιωσα για τον απότομο τρόπο μου.

Τι έφταιγε αυτός ο δυστυχής να πληρώσει τα σπα-σμένα; Τον έπιασα απ' τα μούτρα, αντί να τον ευχαρι-στήσω που με μάζεψε πριν γίνω σούργελο. Βιάστηκανα επανορθώσω.

«Λοιπόν, πρώτο κοινό σημείο» άρχισα να μετράω μετα δάχτυλα «η πρώην σύζυγός σου, που τα 'φτιαξε μετον πρώην άντρα μου».

Με κοίταξε έκπληκτος, σαν να περίμενε πως κρυβό-ταν παγίδα πίσω από την απότομη αλλαγή στη διάθεσήμου. Του χαμογέλασα ενθαρρυντικά.

«Είμαι χωρισμένος και βρίσκεσαι στα πρόθυρα τουδιαζυγίου» έκανε δειλά, χωρίς να έχει πειστεί απόλυταότι ήθελα να παίξω το παιχνίδι των κοινών σημείων.

167

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Δεν είπα κάτι τέτοιο». Το χαμόγελο διατηρήθηκεστα χείλη μου. Ενθουσιάστηκε.

«Μόλις τον βάφτισες "πρώην". Πώς θα 'ναι πρώην,χωρίς να χωρίσετε από τραπέζης και κοίτης;»

Δάγκωσα σκεφτική τα χείλη και προσήλωσα το βλέμ-μα στο περιεχόμενο του φλιτζανιού μου, λες και εκεί θαέβρισκα λύση σε όλα τα προβλήματα.

«Ολα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν ξέρω τι να κάνω.Νομίζω πως η μοίρα μού παίζει άσχημο παιχνίδι. Σε τό-σα εκατομμύρια ανθρώπους, έπεσα σ' εσένα, που μου

168

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Ι Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

φανέρωσες τη σχέση του άντρα μου με την πρώην γυ-ναίκα σου. Από τόσα εκατομμύρια γυναίκες, ο άντραςμου επέλεξε να τα φτιάξει με την καλύτερη μου φίλη.Κι ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε τυχαία να της απο-καλύψω ότι ο Αλέξης την απατά. Μετά από τόσα χρό-νια γάμου ανακαλύπτω ότι παντρεύτηκα ένα ρεμάλι,αλλά ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω την κατά-σταση σε όλη της την έκταση. Παραείναι περίπλοκη καικάπου νομίζω ότι δε συμβαίνει στ' αλήθεια». Κούνησετο κεφάλι, ανήμπορος να πιστέψει τον αχταρμά των συ-μπτώσεων. «Το πιστεύεις ότι προσπαθώ να βρω ελα-φρυντικά για τη συμπεριφορά τους;»

«Μην πέφτεις σε τέτοιες παγίδες, Ελένη. Σε λίγο θακατηγορείς και τον εαυτό σου ότι εσύ προκάλεσες τηνόλη φάση. Τα πέρασα κι εγώ με τη Λίζα. Διάγραψέ τοναπό τη ζωή σου και κάνε νέα αρχή».

«Κι ο Τάκης; Πώς να του εξηγήσω τι συμβαίνει; Ανκαι φαίνεται να με υποστηρίζει, πιστεύει στο βάθος ότιο πατέρας του περνά μια περίεργη φάση, αλλά παροδι-κή. Νομίζει ότι είναι θέμα χρόνου να ξαναγίνει η οικο-γένειά μας όπως ήταν παλιά».

169

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Ι Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Δεν είναι μικρό παιδί, Ελένη. Καταλαβαίνει περισ-σότερα από αυτά που νομίζεις κι έχει αποκτήσει εμπει-ρίες που εσύ δε φαντάζεσαι».

«Το ξέρω.. Πολύ πρόσφατα, ανακάλυψα προφυλακτι-κά και τσιγάρα στο δωμάτιό του. Όμως ποτέ δε θα φα-νταστεί πως είμαι ικανή να ζητήσω διαζύγιο από τονπατέρα του».

«Ούτε αν του εξηγήσεις τι έχει συμβεί;»«Φοβάμαι την αντίδρασή του. Είναι φορές που

νιώ-θω πως δεν τον ξέρω».

«Χαρακτηριστικό ιδίωμα των εφήβων. Έτσι ένιωθε

170

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΘΥ

κι η συγχωρεμένη μάνα μου πριν από είκοσι έξι χρόνια».

Σιωπηλά υπολόγισα την ηλικία του. Πρέπει να 'τανγύρω στα σαράντα δύο με σαράντα τέσσερα. Αποτόλ-μησα μια κλεφτή ματιά. Ο Νικήτας ήταν... ερωτεύσιμος.Ναι, αυτό ήταν. Κι εγώ, αν δεν ήμουν παντρεμένη, θατου χάριζα ευχαρίστως την ψυχή και το σώμα μου. Κυ-ρίως το σώμα μου, που τον τελευταίο χρόνο είχε βαρε-θεί τη θερμή επαφή της κουβέρτας και ζητούσε κάτι πιοανθρώπινο να το ζεστάνει. Κούνησα το κεφάλι αναστε-νάζοντας.

«Τι σκέφτεσαι, Ελένη;»Ακόμα και ο τρόπος που πρόφερε το όνομα μου...«Σκέφτομαι πόσο ηλίθια είμαι. Με τα κέρατα

πουμου 'χει φορέσει ο Αλέξης πρέπει να σύρω το έλκηθροτου Αϊ-Βασίλη τα Χριστούγεννα, αλλά, παρ' όλ' αυτά,δεν τολμώ να σκεφτώ ότι μπορώ να τον πληρώσω με τοίδιο νόμισμα».

«Μπήκες σε τέτοιο πειρασμό; Προθυμοποιούμαι νασ' τον εξαργυρώσω». Έσκυψε προς το μέρος μου χαμο-γελώντας.

«Όχι, όχι, θεωρητικά μιλάω». Ψεύτρα! «Μάλλον ήμουνκύκνος στην προηγούμενη ζωή μου. Μονογαμική μέχρινα με χωρίσει ο θάνατος από το ταίρι μου».

«Λυπάμαι, αλλά, όσο εσύ ήσουν κύκνος, ο Αλέξης

171

ήταν γάτος σε περίοδο ορμονικής επανάστασης. Αλλά,αφού έχεις ορίσει το θάνατο σαν όριο μονογαμίας, δενέχεις παρά να στείλεις τον Αλέξη στον άλλο κόσμο».

«Σίγουρα δεν οδηγούσες εσύ την νταλίκα που έλιωσετο αυτοκίνητο του Βασιλείου;» τον στραβοκοίταξα.

«Θέλω μόνο να σου δώσω να καταλάβεις ότι τα αι-σθήματά σου παραείναι έντονα για κάποιους και δεναξίζει τον κόπο. Καλύτερα να τα μοιράζεσαι με κάποιον

172

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

που τα εκτιμά. Αλήθεια, μήπως σου ανέφερα ότι κι εγώήμουν κύκνος σε προηγούμενη ζωή;»

Γέλασα, κι αυτός ο ξεχασμένος ήχος κουδούνισε πε-ρίεργα στα αυτιά μου. Μέσα στην ατυχία μου υπήρχεένας άντρας που με έκανε να νιώθω όμορφη και ποθη-τή. Αν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο να το εκτιμήσει...

Σηκώθηκα από τη θέση μου. Τα πράγματα έπαιρνανπερίεργη τροπή και δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Έ-δωσα το χέρι στο Νικήτα. Το κράτησε και με κοίταξεερωτηματικά.

«Αν φεύγεις επειδή νομίζεις ότι σ' τα ρίχνω, κάνειςλάθος».

«Ότι μου τα ρίχνεις;»« Σ' αυτό δεν κάνεις λάθος. Όμως είναι λάθος

σου ναφύγεις τη στιγμή που εδώ νιώθεις λιγότερη μοναξιά καιθλίψη. Αν σ' ενοχλεί ο θαυμασμός μου για σένα, θα πά-ψω να τον εκδηλώνω. Μείνε, η παρουσία σου κάνει κα-λό και σ' εμένα» είπε σχεδόν παρακλητικά.

Σχεδόν λύγισα.«Ήσουν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί

στηνόλη μου δυστυχία. Όμως είμαι πολύ μπερδεμένη για ναβάλω κι εσένα στη ζωή μου».

«Αυτή τη στιγμή χρειάζεσαι ένα φίλο που... »«Νικήτα, λυπάμαι. Έχεις την ευκολία να χρίζεις

φίλοσου όποιον μαθαίνει πώς πίνεις τον καφέ σου.

173

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Εγώ προ-δόθηκα από την καλύτερη μου φίλη. Δεν εμπιστεύομαικανέναν. Με βοήθησες να καταλάβω πέντε πράγματαγια τον Αλέξη. Θέλω όμως να κλειστώ στο σπίτι μου καινα δω τι θα κάνω. Το ενδιαφέρον σου για μένα μπορείνα με οδηγήσει σε παρορμητικές αποφάσεις».

Άφησε απρόθυμα το χέρι μου.«Δε θα σε πιέσω. Αν θες να με ξαναδείς, είτε για μια

174

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

φιλική κουβέντα —γιατί, πίστεψε με, δε σερβίρω καφέμε μεγάλη ευκολία— είτε για οτιδήποτε σε κάνει πιο δυ-νατή, δεν έχεις παρά να μου τηλεφωνήσεις».

Έβγαλε μια κάρτα από το πορτοφόλι του και μου τηνέδωσε. Την έβαλα στην τσάντα μου χωρίς να την κοι-τάξω .

«Δε θα πληγωθείς αν κοιμηθώ μαζί σου σαν αντίδρα-ση για την απιστία του Αλέξη;»

«Ξέρω πως, αν κοιμηθείς μαζί μου, δε θα το κάνειςγι' αυτό το λόγο. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικοί λόγοιαπ' την εκδίκηση για να μοιραστείς το κορμί και την ψυ-χή σου με κάποιον. Εξάλλου πιστεύω πως, αν κάνεις κά-τι με κάποιον άλλο, θα το κρατήσεις για τον εαυτό σου».

Δεν είπα τίποτα. Ήθελα να βρεθώ μόνη και να σκε-φτώ. Η ξαφνική ανυπομονησία να κουκουλωθώ ως τ' αυ-τιά με τα σκεπάσματα αποδείκνυε περίτρανα σωστήτην παρομοίωση του κρεβατιού με τη γυναικεία μήτρα,όπου θέλουν να γυρίσουν όσοι βρίσκονται σε ψυχολογι-κό αδιέξοδο. Ήταν ώρα ν' αποχαιρετήσω το Νικήτα:

«Σ' ευχαριστώ για τις ώρες που μου πρόσφερες καιζητώ συγγνώμη για τα πικρόχολα σχόλια που σου πέ-ταξα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι προέρχονταν

175

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

από τηντραγική μου διάθεση κι ότι δεν είχαν στόχο εσένα. Αυτήτη στιγμή σε νιώθω πολύ πιο κοντά μου από οποιονδή-ποτε άλλο, κι ας σε ξέρω μόνο δυο μέρες».

«Είπαμε, σ' αυτή τη ζωή με ξέρεις μόνο δυο μέρες. Σεπροηγούμενη πλατσουρίζαμε παρέα στην ίδια λίμνη».

Έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Πριν καλά καλά φτά-σω στο ασανσέρ, ο Νικήτας την ξανάνοιξε.

«Ελένη...»Γύρισα, χαμογελώντας στη σκέψη της ύστατής

τουπροσπάθειας να μείνω. Τον κοίταξα με την τραγικότη-

176

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

τα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν που αποχαιρετούσε για πά-ντα το Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ στο αεροδρόμιο της Καζα-μπλάνκα.

«Μένω στο Καστρί. Σ' το λέω επειδή, όταν σ' έφερα,ήσουν εντελώς ανίκανη ν' αντιληφθείς το χώρο. Στο τρί-το στενό προς τα κάτω είναι ο κεντρικός δρόμος. Περ-νούν πολλά ταξί».

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και εξαφανίστηκαστο ασανσέρ, ζεματισμένη από την ισοπεδωτική σκηνή.Ευτυχώς που με είχε προλάβει πριν πετάξω καμιά με-λοδραματική ατάκα.

Όταν μπήκα στο σπίτι, ήταν περασμένες δέκα. Ο Τά-κης έβλεπε τηλεόραση στο σαλόνι και ο Γκουσγκούνηςροχάλιζε στα πόδια του. Αυτή ήταν η οικογένεια που μουαπέμεινε. Παραξενεύτηκα που, ενώ σκέφτηκα κάτι τέ-τοιο, δεν ένιωσα τη θλίψη να με κυκλώνει. Τελικά, η συ-νάντηση με το Νικήτα μου βγήκε σε καλό. Θυμήθηκα τηνκάρτα του. Θα την εξέταζα αργότερα με την ησυχία μου.Δέχτηκα με χαρά την ανάκριση του Τάκη. Ποτέ μέχρισήμερα δε με είχε ρωτήσει πού πήγαινα και τι έκανα.Αναγκάστηκα να επιμείνω στο ψέμα μου:

177

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Σε μια φίλη μου για καφέ, Τάκη. Αφού σ' το άφησαστον τηλεφωνητή. Εσύ πού ήσουν;»

«Σε μια φίλη μου για καφέ» μιμήθηκε τη φωνή μου.«Πολύ ωραία, να δούμε πώς θα κοιμηθούμε το

βρά-δυ μετά από τόσους καφέδες. Σε ποια φίλη σου; Τηνξέρω;» έκανα ανάλαφρα.

«Την... "τριγωνομετρία", που έλεγε κι ο μπαμπάς. Α-λήθεια, επικοινωνήσατε καθόλου;»

«Όχι, μου 'δωσε να καταλάβω πως θα τηλεφωνήσειεκείνος πρώτος» είπα προσεκτικά.

«Έτσι μου 'ρχεται να πάω στο γραφείο του και να... »

178

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Τον διέκοψα απότομα. «Τάκη, ούτε να το σκεφτείς.Θα νομίζει πως σε έβαλα εγώ και θα γίνουν τα πράγμα-τα χειρότερα».

«Μα νόμιζα πως θέλεις να γυρίσει γρήγορα κοντά μας.Τι πειράζει αν νιώσει λίγες τύψεις που άφησε το γιο τουστα χέρια της... υστερικής, όπως σε λέει, γυναίκας του;»

«Ακριβώς γι' αυτό το λόγο δε θέλω να γυρίσει τώρα.Άκου, Τάκη, συμβαίνουν διάφορα που κάποια στιγμήθα τα μάθεις. Είναι καλύτερα για όλους να μείνει ο πα-τέρας σου μακριά μας για ένα διάστημα. Όταν αποφα-σίσει να τηλεφωνήσει, θα δούμε τι θα κάνουμε. Προς τοπαρόν δε θέλω να ανακατευτείς».

Σηκώθηκε τσαντισμένος.«Δε σε καταλαβαίνω. Εσύ ψόφαγες να γυρίσει

πίσω.Τι άλλαξε σε δυο μέρες;»

«Πολλά. Θα τα συζητήσουμε άλλη ώρα. Τώρα είναιώρα να φάμε κάτι».

«Σαν την ομελέτα που πέταξες στα σκουπίδια; Ή νο-μίζεις ότι είμαι τόσο βλάκας;»

«Δεν έχεις να κάνεις τίποτα καλύτερο από το να σκα-λίζεις το σκουπιδοτενεκέ μας;»

Κοκκίνισα σαν παιδάκι που το έπιασαν να ατακτεί.«Εγώ έχω, ο Γκουσγκούνης όμως λατρεύει τις

εξερευ-νήσεις, ειδικά όταν του αποφέρουν λάφυρα. Πήγα

179

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

να πε-τάξω κάτι και, πριν προλάβω, έχωσε τη μουσούδα του καιανέσυρε την ομελέτα που δεν έφαγες. Αλλά δε θα σκά-σω. Αν θες να πεθάνεις από ασιτία, είναι δικό σου θέμα».

Του τσίμπησα απαλά τη μύτη και, πιάνοντας τον απότο χέρι, τον παρέσυρα στην κουζίνα.

Με πηδηχτά βήματα μας ακολούθησε και ο προδό-της. Έφτιαξα μια πρόχειρη μακαρονάδα και απόρησαμε την όρεξή μου. Ο Τάκης παρακολουθούσε κάθε μπου-

180

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κιά που χανόταν στο έρεβος του στόματός μου. Απο-λάμβανα την αγωνία του να μη μείνω νηστική. Επίτηδεςάφηνα κάτω το πιρούνι, μόνο και μόνο για να με μαλώ-σει που δεν έτρωγα. Όσο τον είχα κοντά μου, ας γκρε-μιζόταν το σύμπαν γύρω μου.

Στις δύο το πρωί έπαψα να προσποιούμαι ότι κοιμά-μαι. Άναψα το πορτατίφ και έπιασα την τσάντα μου απότο κομοδίνο. Βρήκα την κάρτα του Νικήτα. Ώστε ήτανοδοντίατρος.

Για φαντάσου, συζητούσαμε για το αν θα κάνουμεέρωτα ή όχι και δεν ξέραμε με τι ασχολείται ο καθένας.Όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία. Στο ταξί είχα αποφασί-σει να μην τον ξαναδώ.

Είχε εισβάλει επικίνδυνα στο μυαλό μου και με εμπό-διζε να σκεφτώ καθαρά. Έπρεπε να αντιμετωπίσω τηνκατάσταση χωρίς εξωγενείς επιρροές. Γιατί αυτή η εξω-γενής επιρροή ήταν που με άφησε ξάγρυπνη, σκεπτόμε-νη ότι με φιλούσε και μου ψιθύριζε γλυκόλογα ξεχασμέ-να από καιρό. Καημένε Αλέξη... πού να ξερες ότι τηνώρα που αγκάλιαζες τη Λίζα εγώ έβρισκα παρηγοριάστο σπίτι του πρώην άντρα της. Ήταν η πρώτη φορά με-τά από πολλές ώρες που σκεφτόμουν τον Αλέξη. Μ' έ-πιασε η κακία να του τηλεφωνήσω στη δουλειά και νατου πω για τον άνθρωπο που μου άνοιξε τα μάτια

181

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

σχε-τικά με τα αίσχη του. Δεν ήθελα όμως να βγάλω ψεύτη τοΝικήτα, που με θεωρούσε υπεράνω τέτοιων μικροτήτων.

Ο Νικήτας...Ξανάφερα στο νου μου τη συνάντησή μας στο

νε-κροταφείο. Τελικά, τα καλύτερα μυθιστορήματα τα υ-παγορεύει η ίδια η ζωή. Τι να την κάνω τη Δυναστεία,όταν σε δυο μέρες η ζωή μου έδωσε ίντριγκες, μίση, προ-δοσίες, πάθη, κι ήμουν ακόμα στην αρχή...

182

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Κρατούσα τσαλακωμένη στη χούφτα μου την κάρτατου όταν με πήρε ο ύπνος.

11.

Με ξύπνησε ο ήλιος, που χτύπαγε ανελέητα τα μάτιαμου. Ήταν έντεκα και κάτι και για πρώτη φορά σε τό-σα χρόνια δε σηκώθηκα νωρίς από το κρεβάτι. Τι νόη-μα είχε άλλωστε;

Ο Αλέξης έπινε αλλού πια τον καφέ του κι ο Τάκηςεδώ και λίγο καιρό προτιμούσε να πίνει ένα γάλα στηνκαντίνα του σχολείου. Πήγα στην κουζίνα, όπου ο Γκουσ-γκούνης είχε στήσει καραούλι μπροστά στη γαβάθα του.

«Κοιλιόδουλε προδότη, κανονικά πρέπει να σε αφή-σω να χωνεύεις δυο μέρες την ομελέτα που ανακάλυ-ψες, αλλά έχε χάρη που σου έχω αδυναμία».

Κούνησε ανυπόμονα την ουρά κι έσπρωξε με το πόδιτου τη γαβάθα. Τελικά είχα ακόμη λόγο να σηκώνομαινωρίς.

Αποφάσισα να κάνω γενική καθαριότητα στο σπίτι.Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μη σκέφτομαι. Παράξε-νο, ενώ χτες αδημονούσα να μείνω μόνη και να δω τι θαγίνει με το γάμο μου, στάθηκε αδύνατον να φέρω στομυαλό μου το αντικείμενο του προβλήματος. Τη

183

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

θέση τουπήρε θριαμβευτικά ο Νικήτας. Πώς τα κατάφερα να διώ-ξω από τη σκέψη μου το κακό που με είχε βρει και να ο-νειροπολώ σαν χαζή μαθητριούλα; Χαιρόμουν μάλισταπου η πρωτοβουλία επικοινωνίας ανήκε στον Αλέξη,γιατί εγώ δε θα σήκωνα το ξερό μου να του τηλεφωνή-σω πρώτη.

Ξαφνικά, δεν ήθελα να γυρίσει στη ζωή μου. Η δια-

184

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πίστωση ήρθε έτσι απλά, την ώρα που ξεσκόνιζα ταασημικά του σαλονιού. Τα εύσημα ανήκαν στο Νικήτα.Αν δεν τον είχα γνωρίσει, θα σερνόμουν σαν το κουρέλι.Ο Θεός είναι μεγάλος. Έπεσα στον γκρεμό, αλλά βρήκαγερό κλαρί πριν τσακιστώ στο έδαφος. Η αισιοδοξία μετύλιξε σαν ζεστή μοχέρ κουβέρτα. Ένιωσα γενναιόδω-ρη. Αν με παρακαλούσε η Χριστίνα να τη συγχωρήσω,μπορεί και να το 'κανα.

Με είχε προδώσει, αλλά κι εκείνη δεν πέρασε ζωή χα-ρισάμενη. Ίσως ενδόμυχα με ζήλευε που, παρά τη δυ-σκολία της κατάστασης, κατάφερνα να κρατώ τον ά-ντρα μου, ενώ ο Φίλιππος την κεράτωνε αδιακρίτως καιαδιαλείπτως. Είχε μείνει χωρίς άντρα, ο δικός μου τηνκεράτωσε με το που τα έφτιαξαν, έχασε τη μοναδική τηςφίλη. Για φαντάσου, κάποιος βρίσκεται σε χειρότερη μοί-ρα από μένα... Εγώ μπορεί να προδόθηκα διπλά, αλλά ητύχη τα 'φέρε να γνωρίσω τη χαρά του φλερτ, που είχαξεχάσει και πώς γίνεται. Μέσα σε λίγες ώρες άκουσα τακομπλιμέντα μιας δεκαετίας. Η μοίρα από τη μία με χα-στούκιζε κι από την άλλη με φιλούσε. Με φιλούσε όμωςή απλά προσπαθούσε να με ρίξει στο κρεβάτι για έναπήδημα και μετά μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε...Κι όλα αυτά περί κύκνων και πλάτσουρίσματος στην ίδιαλίμνη; Η μοχέρ κουβέρτα της αισιοδοξίας εξαφανίστηκε,αφήνοντάς με γυμνή στα νύχια της

185

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

απογοήτευσης. Πέ-ταξα με οργή το ξεσκονόπανο. Απιστία, προδοσία, όλαμαζί σ' εμένα τη δόλια. Πώς κατέρρευσε έτσι η ζωή μου;Τώρα δε θα μπορούσα να εμπιστευτώ ούτε τον εαυτόμου. Έβαλα τα κλάματα. Εγώ δεν ήθελα εραστές καιπεριπέτειες. Ήθελα το γάμο μου, τη φίλη μου, τη ζωήμου όπως ήταν πριν από πολλά χρόνια.

Τώρα στα τριάντα έξι μου δεν είχα αντοχή για νέες

186

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αναζητήσεις. Δεν ήθελα να γνωρίσω το Νικήτα και αυτήτη στιγμή να αναρωτιέμαι αν αυτά που έλεγε τα εν-νοούσε . Δεν ήθελα να είμαι μόνη σ' αυτό το σπίτι χωρίςνα ξέρω τι μου ξημερώνει η επόμενη μέρα. Δεν ήθελανα πάρω αποφάσεις για τη ζωή μου.

Παράτησα τα ασημικά φύρδην μίγδην κι έτρεξα στηνκρεβατοκάμαρα. Έπεσα μπρούμυτα και βύθισα το κε-φάλι μου στο μαξιλάρι. Έκλαψα μέχρι που εξαντλή-θηκα. Ο ύπνος με βρήκε στην ίδια θέση. Με ξύπνησε τοκουδούνισμα του τηλεφώνου. Μέχρι να κάνω τη διαδρο-μή ως το σαλόνι, είχε κλείσει. Βυθίστηκα σε νέα απογοή-τευση. Είναι τραγικό να νιώθεις μόνος και να μην προ-λαβαίνεις το τηλέφωνο.

Περίμενα πάνω από τη συσκευή με την τρελή ελπίδανα ξαναχτυπήσει. Χτύπησε! Το σήκωσα μην ξέρονταςποιον ήθελα να ακούσω με τόση αγωνία. Τον Αλέξη, πουσιχαινόμουν, τη Χριστίνα, που μισούσα, το Νικήτα, πουδεν είχε το τηλέφωνό μου;

«Εμπρός;»«Τι χρώμα είναι το κιλοτάκι σου, μωρό μου;»«Ό,τι και το δικό σου, ρε πούστη!»Κατέβασα με δύναμη το ακουστικό. Καλά, αυτοίοι

ανώμαλοι τηλεφωνούν και πρωινιάτικα;Με αυξημένα νεύρα έπιασα να τσιγαρίζω

μελιτζάνες.Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά άφησα

187

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τοντηλεφωνητή να κόψει τη φόρα οποιουδήποτε ανώμα-λου. Μόνο που ήταν ο Νικήτας:

Άκουγα καλά ή ήταν τόση η λαχτάρα μου να με πά-ρει ; Πήγα, ή μάλλον τσακίστηκα, να απαντήσω.

«Από τι σε διακόπτω κι είσαι έτσι λαχανιασμένη;»Η φωνή του χάιδεψε ευχάριστα τον ακουστικό μου πόρο.

«Τσιγάριζα μελιτζάνες και... »

188

Ο Ι Ο Υ λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«...απαιτούν ολική προσήλωση ώστε να αφήνεις ν' α-παντά ο τηλεφωνητής σου;» με πείραξε.

«Πού βρήκες το τηλέφωνο μου, Νικήτα; Εκτός αν πέ-ρα από οδοντίατρος είσαι και μέντιουμ».

«Η συσκευή του τηλεφώνου μου κρατά στη μνήμητης το τελευταίο νούμερο. Όταν τηλεφώνησες χτες στοσπίτι σου, φρόντισα να το σημειώσω πριν κάνω άλλα τη-λεφωνήματα. Έτσι, εκτός των άλλων, διαπιστώνω ότικάθε Πέμπτη η Βορειοηπειρώτισσα που μου καθαρίζειτο σπίτι στέλνει τους τηλεφωνικούς της χαιρετισμούςστο Αργυρόκαστρο».

«Και δεν την έχεις κατσαδιάσει;»«Είμαι πονόψυχος και...»«Ανυπόμονος. Νόμιζα ότι δε θα με πίεζες κι ότι

θα ά-φηνες σ' εμένα οποιαδήποτε πρωτοβουλία».

«Τουλάχιστον χαίρομαι που διάβασες την κάρτα μου.Μήπως τελικά σκεφτόσουν να με πάρεις;»

Αν σκεφτόμουν να σε πάρω! Σάμπως έκανα και τί-ποτ άλλο όλο το βράδυ;

«Το να διαβάσω από περιέργεια την κάρτα σου απέ-χει πολύ από το να σε πάρω τηλέφωνο».

Το 'παιζα και άνετη. Όμως έκανε την πρώτη κίνησηκαι είχα την πολυτέλεια να το απολαύσω.

Μια γλυκιά ζέστη πύρωσε το σώμα μου κι ήταν τόσοέντονο το συναίσθημα, ώστε μύριζα τον καπνό...

189

Ο Ι Ο Υ λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Οι με-λιτζάνες!

«Νικήτα, καίγονται οι μελιτζάνες! Κλείσε και θα σεπάρω εγώ».

«Ελπίζω να μη χρησιμοποιείς τα ζαρζαβατικά σαν δι-καιολογία για να κλείσουμε... »

«Σ' το ορκίζομαι, σε λίγη ώρα θα με ξανακούσεις».Κι αν θέλει ο Θεός θα με ξαναδείς.

190

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Ε, ναι. Ήταν δυνατόν να σκαρφίζεται τέτοια κόλπαγια να με πάρει τηλέφωνο, απλά και μόνο για ένα πή-δημα ; Κι αυτό να 'ταν, θα το απολάμβανα και μετά θααναλογιζόμουν τις συνέπειες.

Όπως έλεγε κι η γιαγιά μου, «ο παστουρμάς δε φο-βάται το αλάτι». Θα άντεχα μια πληγή παραπάνω.

Μπήκα τρέχοντας στην κουζίνα. Οι μελιτζάνες είχανεξαϋλωθεί. Πολύ που μ' ένοιαζε.

Έκανα μεταβολή για το σαλόνι και ξαφνικά σταμά-τησα. Γιατί να μην παρατείνω λίγο αυτή τη γλυκιά προ-σμονή; Έβαλα ένα ποτήρι κρασί και κατευθύνθηκα προςτο στερεοφωνικό.

Την ώρα που αμφιταλαντευόμουν μεταξύ Μπάρ-μπρα Στρέιζαντ και Σπανουδάκη ξαναχτύπησε το τη-λέφωνο:

«Πριν με κατηγορήσεις ότι είμαι αφόρητα πιεστικός,πήρα να σου πω πως είμαι στο ιατρείο κι όχι στο σπίτι,σε περίπτωση που το σοκ της καμένης μελιτζάνας σε ε-μπόδιζε να το σκεφτείς».

Πριν προλάβω να απαντήσω το 'κλείσε. Έβαλα τηΣτρέιζαντ. Το «I αηι α \νοηιαη ίη Ιονο» χάιδεψε την α-τμόσφαιρα. Έπινα με μικρές γουλιές το κρασί μου α-πολαμβάνοντας το τραγούδι.

Ναι, ίσως ήμουν ερωτευμένη γυναίκα. Είχα κάθε δι-καίωμα να είμαι ερωτευμένη.Τι κι αν είχαν

191

περάσει τρειςμέρες μόνο από τότε που μ' εγκατέλειψε ο Αλέξης; Ο έ-ρωτας δεν τηρεί χρονοδιαγράμματα. Μπορεί να 'ρθει σή-μερα, μπορεί ποτέ. Ας ήταν ελαφρύ το χώμα που σκέ-παζε το Μιχάλη Βασιλείου.

Έκλεισα το πικάπ και σχημάτισα το νούμερο του ια-τρείου. Το σήκωσε στο τέταρτο χτύπημα.

Μόλις είχε μπει μια πελάτισσα του για σφραγίσματα.

192

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Το 'χει η μοίρα μας να μας χωρίσει μια... κουφάλα»αστειεύτηκα. Το γέλιο του με ζέστανε.

«Και να 'ταν μόνο μία, τέσσερις πρέπει να της βου-λώσω. Λες κι έκανε βουτιά σε μαντολάτα. Θα είσαι σπί-τι;»

«Εκτός απροόπτου. Πάρε με μόλις τελειώσεις». Έ-βαλα στο πικάπ τον Ξαφνικό έρωτα.

12.

Στο ταξί σκεφτόμουν την αντίδραση του Τάκη όταν τουείπα ότι το βράδυ θα πάω σινεμά με μια φίλη. Ένιωθαενοχές για τα παραμύθια που του αράδιαζα όταν εγώήμουν αυτή που του έκανε κατήχηση να μην ψεύδεται.Δε με παρηγορούσε ότι του έλεγα ψέματα κατά το ήμι-συ, γιατί ναι μεν θα πήγαινα σινεμά, αλλά ο Νικήτας δενήταν ακριβώς ό,τι... θηλυκότερο. Απ' το ύφος του Τάκηκατάλαβα ότι δεν έχαψε ό,τι του 'πα. Ποτέ δεν είχα ανα-φέρει άλλη φίλη πλην της Χριστίνας, κι απ' τη στιγμή πουδεν έδωσα περισσότερα στοιχεία άρχισαν οι υποψίες.

«Ποια φίλη, αυτή που πίνατε χτες καφέ;»«Τάκη, γιατί με κάνεις να νιώθω ότι είμαι υπό

ανά-κριση ; Ώρα είναι να μου ρίξεις και προβολέα στα

193

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μά-τια. Εγώ σε ρωτάω όταν βγαίνεις;»

«Φυσικά. Άσε που δε βγαίνω πια τα Σαββατοκύρια-κα».

«Εγώ επιβάλλεται να σε ρωτάω. Είμαι μητέρα σουκαι ανησυχώ για τις παρέες σου».

«Κι εγώ σαν γιος σου ανησυχώ για τις δικές σου πα-ρέες, που ξαφνικά φαίνεται ότι άλλαξαν. Γιατί τη Χρι-στίνα έχεις καιρό να την αναφέρεις».

194

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Έχουμε παρεξηγηθεί, αλλά, πέραν τούτου, δεν είσαισε θέση να γνωρίζεις όλο τον κοινωνικό μου περίγυρο».

«Κάνεις λάθος. Βρίσκομαι αρκετές ώρες στο σπίτιγια να ξέρω πόσο συχνά χτυπά το τηλέφωνο και πότε εί-ναι για σένα».

«Δε σε καταλαβαίνω. Κανονικά έπρεπε να με πιέζειςνα βγαίνω για να ξεδίνω κι όχι να με περνάς από ΙεράΕξέταση. Εσύ δεν έλεγες πως μαζί θα ξεπεράσουμε αυ-τό το δύσκολο διάστημα;»

«Ναι, μόνο που εμένα δε με χρειάζεσαι, έχεις τη...φίλη σου».

Η συζήτηση είχε λήξει εκεί, γιατί ο Τάκης εξαφανί-στηκε στο δωμάτιό του βροντώντας πίσω του την πόρ-τα. Έδιωξα τη σκηνή από το μυαλό μου και κοίταξαπού βρισκόμασταν. Στα επόμενα φανάρια θα κατέβαι-να. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι έβγαινα ραντεβού γιασινεμά. Μου φάνηκε πολύ αστείο όταν το μεσημέρι μουπρότεινε ο Νικήτας να πάμε στην πρεμιέρα κάποιου ρι-μέικ παλιάς ταινίας. Παράλληλα μου φάνηκε ρομαντι-κό και αρκετά πρωτότυπο. Εντάξει, παραδέχομαι πωςρομαντική και πρωτότυπη θα έβρισκα κάθε πρόταση

195

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

του Νικήτα. Ακόμα κι αν μου πρότεινε σκυλάδικο στηνΕθνική και μετά πατσά στην Κρεαταγορά. Η κόντρα μετον Τάκη λίγο πριν φύγω συννέφιασε την καλή μου διά-θεση και αποφάσισα να του μιλήσω μετά το έργο. Θαρωτούσα και το Νικήτα αν έπρεπε να το κάνω. Τον γνώ-ριζα ελάχιστα, κι όμως υπολόγιζα πολύ στη γνώμη του.Η παρουσία του μου έδινε τη σιγουριά που 'χαν φροντί-σει να στραπατσάρουν ο Αλέξης κι η Χριστίνα. Και μό-νο ότι τους έφερνα στο μυαλό μου χωρίς να παθαίνωντελίριο ήταν μεγάλη υπόθεση.

Ο Νικήτας με περίμενε στην είσοδο του σινεμά με τα

196

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

εισιτήρια στο χέρι. Το σκοτάδι της αίθουσας με χαλά-ρωσε και αφέθηκα να απολαμβάνω ξεχασμένους ήχουςαπό τσιπς που έτριζαν, από ψιθύρους και κοφτά γελά-κια , από παρατηρήσεις ενοχλημένων σινεφίλ.

Στα μισά της προβολής άρχισα να εκνευρίζομαι πουδεν μπορούσα να παρακολουθήσω το έργο. Είχα καρ-φώσει τα μάτια μου στο αριστερό χέρι του Νικήτα, πουακουμπούσε χαλαρά στο μπράτσο της θέσης του. Γιατίεγώ η ανόητη πίστευα πως σινεμά ίσον σκοτάδι, ίσονκράτημα χεριού, όπως γίνεται ή, τουλάχιστον, γινότανκάποτε σε τέτοιου είδους ραντεβού. Βέβαια, δεν ήμα-στε δεκαπεντάχρονα που περίμεναν ένα σινεμά για ναχουφτωθούν, αλλά ο πεινασμένος...

Ο Νικήτας δεν έχανε καρέ από το έργο κι εγώ δενήξερα καν ποιοι έπαιζαν. Στο διάλειμμα με ρώτησε ανμ' άρεσε έτσι όπως εξελισσόταν η υπόθεση. Του απά-ντησα ότι κινούνταν σε αργούς ρυθμούς. Δε συμφώνη-σε, αλλά κι εγώ δεν αναφερόμουν στο έργο. Η αίθουσαβυθίστηκε ξανά στο σκοτάδι. Αποφάσισα να δω τουλά-χιστον σε τι έργο είχα πάει. Για την ακρίβεια, χαλάρω-σα στη θέση μου και απόλαυσα το δεύτερο μέρος

197

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μιαςαισθηματικής κομεντί. Σ' αυτό βοήθησε και ο Νικήτας,που, μόλις έσβησαν τα φώτα, πέρασε το μπράτσο τουγύρω από τους ώμους μου.

Αρνήθηκα να φάμε κάπου εκεί κοντά. Στα όρθια,έξω από το σινεμά, του περιέγραψα τη φάση με τον Τά-κη. Συμφώνησε ότι έπρεπε να του μιλήσω πριν βγάλειδικά του συμπεράσματα. Προσφέρθηκε να με γυρίσειστο σπίτι. Προτίμησα να πάρω ταξί, σκέψου να 'σπαγεο διάολος το ποδάρι του και να 'βλέπε ο Τάκης τη... φί-λη μου. Μου ζήτησε να του τηλεφωνήσω την επομένηγια να του πω τι έγινε με το γιο μου.

198

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Εντάξει, Νικήτα. Θα σε πάρω κάποια στιγμή. Θαείσαι σπίτι ή δουλεύεις και τα Σαββατοκύριακα;»

«Όσοι έχουν πονόδοντο θα αρκεστούν αύριο στο ού-ζο. Θα περιμένω τηλεφώνημά σου». Έσκυψε και με φί-λησε κάπου ανάμεσα στο μάγουλο και στο στόμα.

Στο ταξί σκεφτόμουν τι κουβέντα θα έκανα στον Τά-κη . Πώς να του 'λεγα τι είχε συμβεί αυτές τις μέρες; Θαπάθαινε σοκ αν μάθαινε για τον πατέρα του. Αμ τη Χρι-στίνα, που τη συμπαθούσε ιδιαιτέρως; Και πώς να τουμιλούσα για το Νικήτα, την πρώην γυναίκα του και νυνερωμένη του Αλέξη; Ξαφνικά αναρωτήθηκα αν συνέχιζενα έχει σχέσεις με τη Χριστίνα ή αποφάσισε να μείνει...πιστός στη Λίζα. Για μένα φυσικά δε γινόταν λόγος. Εγώήμουν καμένο χαρτί. Τα 'χα φάει τα ψωμιά μου. Είχακλέψει τη νεανική ζωή του και έπρεπε να πληρώσω.Βούρκωσα στη διαπίστωση ότι τελικά δεν τα κατάφε-ρα. Κι όμως θα μπορούσε να είχε δώσει τέλος στη σχέ-ση μας πριν κάνουμε τον Τάκη. Το παιδί επέμεινα νακρατήσω τότε, όχι τον ίδιο. Τι έφταιγα εγώ αν οι γονείςτου τον πίεσαν να με παντρευτεί; Κι όλα αυτά τα ήξερεη Χριστίνα και ποτέ δε μου είπε τίποτα,

199

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αφήνοντας μενα πιστεύω ότι ο γάμος μου περνούσε μια επιφανειακήκρίση.

Μπήκα στο σπίτι και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο τουΤάκη. Η πόρτα του ήταν κλειστή κι από μέσα ακουγό-ταν σιγανή μουσική. Πριν προλάβω να χτυπήσω, τον ά-κουσα να με καλεί. Μπράβο ραντάρ! Άνοιξα και έμει-να κόκαλο στη θέα ενός ημίγυμνου συμπλέγματος στοκρεβάτι. Ξανάκλεισα την πόρτα και η εικόνα που κυ-ριαρχούσε στο μυαλό μου ήταν ο Τάκης σε ηλικία δέκαμηνών που χοροπηδούσε στο πάρκο του, φωνάζοντας«νιανιανιανιά».

200

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Πήγα στο σαλόνι και έβαλα ένα ουίσκι. Το ήπια σχε-δόν μονορούφι και ένιωσα την αμηχανία να υποχωρεί.Πέντε λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο Τάκης, μόνος,ντυμένος κι εξίσου αμήχανος. Μίλησε πρώτος και στηφωνή του διέκρινα έναν τόνο οργισμένης απορίας.

«Νόμιζα ότι είχες πάει σινεμά. Τι θές τόσο νωρίς εδώπέρα;»

«Ε, δεν πήγα και στον Μπεν Χουρ. Μιάμιση ώρακράτησε και μετά γύρισα. Σκόπευα να σου χτυπήσωτην πόρτα, αλλά σε άκουσα που είπες "ελα" και υπέθε-σα... πού να φανταστώ ότι γι' αλλού πήγαινε».

Επικράτησε αμήχανη σιωπή. Τον λυπήθηκα ετσι όπωςστεκόταν κοιτάζοντας τα παπούτσια του.«Η... Νόρα είναι μέσα;»

«Ναι, εκτός αν έχει πηδήξει από το παράθυρο. Δεβγαίνει γιατί ντρέπεται που μας είδες... έτσι».

Πήρα το πιο ανέμελο ύφος που μπορούσα «Ε, καλά,πες της να βγει. Το πολύ πολύ να της πω μιμήθηκατη φωνή της Σαπφώς Νοταρά— "τον ρούφηξες το γιομου"».

Ο Τάκης γέλασε και μ' αγκάλιασε. "Μην τολμήσεις!Είναι ικανή να πάθει συγκοπή μπρστά μας. Θες ναδιαλύσεις μια τόσο όμορφη σχέση;»

Ανταπέδωσα το αγκάλιασμα. Η μυρωδιά του έρωτα

201

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τύλιξε τη μύτη μου. Χάιδεψα τρυφερά το ιδρωμένο τουμέτωπο.

«Θέλω να μιλήσουμε κάποια στιγμή· Εντάξει;»«Μαμά, αν είναι να μου πεις για προφυλάξεις

και τέ-τοια... » άρχισε ανυπόμονα. Τον διέκοψα.

«Είμαι σίγουρη ότι προσέχεις». Εξάλλου είχα δει ταπροφυλακτικά κάτω από το στρώμα του- «Πρέπει να μι-λήσουμε για άλλα πράγματα, πολύ σοβαρά. Τώρα όμως

202

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

φώναξε τη Νόρα, πριν πέσει σε νεκρική ακαμψία. Θαπαραγγείλω κάτι απ' έξω για όλους μας».

«Είσαι υπέροχη και καθόλου οπισθοδρομική, όπωςπίστευα». Έτρεξε στο δωμάτιό του. Και πού να μάθειςγια το Νικήτα...

Τηλεφώνησα στην πιτσαρία και μετά έστρωσα τοτραπέζι στην κουζίνα. Το αμαρτωλό ζευγάρι εμφανί-στηκε στην πόρτα. Ο Τάκης με τον αέρα του κατακτη-τή, η Νόρα σαν μελλοθάνατος μπροστά στον Καίσαρα.Της έδωσα το χέρι, που το κοίταξε διστακτικά πριν τοπιάσει. Λες και θα πάθαινε ηλεκτροπληξία.

«Τι κάνεις, Νόρα; Καιρό έχω να σε δω. Πολλά μαθή-ματα;» Ακουγόμουν σαν ηλίθια αλλά τι να της έλεγα;Μετά την τριγωνομετρία περάσατε στην ανατομία; Δί-κιο είχε τελικά ο Αλέξης, που το μυριζόταν. Αλλά, βέ-βαια, ήξερε απ' αυτά.

Εκείνη μάσησε ένα «μάλιστα» και βάλθηκε να κοιτάτο πάτωμα. Ο Τάκης την αγκάλιασε προστατευτικά απότους ώμους.

«Η μητέρα μου, όταν μπήκε, μας είδε πολύ κοκαλιά-ρηδες και αποφάσισε να μας παχύνει».

Η κοπέλα γλίτωνε δε γλίτωνε από το έμφραγμα. Το

χιούμορ του γιου μου ήταν ώρες ώρες... Ήταν ανάγκη

να της υπενθυμίσει ότι τους είχα δει τσιτσίδι;

203

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Αποφάσι-σα να παρέμβω, αλλά τι το 'θελα; Επηρεασμένη

από τηνόλη κατάσταση, αντί να τη ρωτήσω πώς έτρωγε

την πί-τσα της, μπέρδεψα τα φωνήεντα και μείναμε κι οι

τρειςνα κοιταζόμαστε με γουρλωμένα μάτια. Το

καημένο τοκορίτσι θα το θυμόταν εφ' όρου ζωής. Ήλπιζα

μόνο ναμην έχει αντίκτυπο στη σχέση της με τον Τάκη.

Ψέλλισεότι την περίμεναν στο σπίτι της για φαγητό και

σχεδόνέτρεξε προς την εξώπορτα. Το βλέμμα που μου

'ριξε ο

204

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Τάκης πριν την ακολουθήσει επιδεχόταν πολλές ερμη-νείες. Ήλπιζα μόνο να καταλάβαινε πως δεν το έκανασκόπιμα.

Γύρισε μετά από λίγο. Η έκρηξη που ακολούθησε δενήταν οργής, προς μεγάλη μου έκπληξη, αλλά γέλιου. Δι-πλωμένος στα δύο τρανταζόταν κακαρίζοντας κι εγώ δενήξερα αν έπρεπε να ακολουθήσω την υστερική ιλαρό-τητά του ή να αρχίσω τις συγγνώμες. Κάποτε ηρέμησε.

«Τάκη,χίλια συγγνώμη. Πώς θα την ξαναντικρίσω τηνκοπέλα; Τι θα λέει για μένα; Προσπαθώντας να μπαλώ-σω τη χοντράδα σου, μπερδεύτηκα και τα 'κάνα χειρό-τερα. Κι εγώ ήταν ανάγκη να παραγγείλω πίτσα; Δενέπαιρνα σουβλάκια καλύτερα;»

«Μαμά,ηρέμησε. Της εξήγησα ότι η δική μου μητέραούτε με σφαίρες δε θα ξεστόμιζε σκόπιμα τέτοια λέξη.Κατάφερα να την πείσω ως ένα βαθμό, αλλά φοβάμαιότι θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να ξανάρθει στοσπίτι μας».

Τα μάτια του είχαν δακρύσει απ' το γέλιο, αλλά αυτόδε μ' έκανε να νιώσω καλύτερα.

«Άκου, Τάκη. Λυπάμαι ειλικρινά γι' αυτό. Το λιγότε-ρο που μπορώ να κάνω είναι να σ' αφήσω πια να βγαί-νεις τα Σαββατοκύριακα. Δεν έχει νόημα άλλωστε,

205

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

αυ-τή την τιμωρία σ' την επέβαλε ο πατέρας σου και δενείναι εδώ για να έχει οποιοδήποτε λόγο. Το επόμενοΣάββατο θα πας τη Νόρα σ' ένα καλό εστιατόριο με δι-κά μου έξοδα».

«Μήπως θες να την πάω στο Κουκλάκι, που είναι καικοντά μας;» Στην αναφορά του εστιατορίου, όπου ταονόματα των φαγητών είναι παρμένα από το ΚάμαΣούτρα και το ψωμί έχει τη φόρμα αντρικού οργάνου,μας ξανάπιασαν τα γέλια. Η κατάσταση ξέφυγε από

206

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Ε Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τον έλεγχο όταν έκανε την εμφάνιση του ο Γκουσγκού-νης, απορημένος με το σαματά που γινόταν στην κου-ζίνα.

«Σε ρώτησε πώς λέμε το σκύλο μας;» κατάφερα ναρωτήσω ξελιγωμένη.

«Ήταν το πρώτο σοκ. Μη στενοχωριέσαι, μαμά. Εί-ναι δυνατή κοπέλα, θα το αντέξει. Και... σ' ευχαριστώγια το Σάββατο. Όταν της το πω, θα καταλάβει πωςδεν τη βλέπεις σαν Μεσσαλίνα».

«Ορκίσου μου πως δε θα την πας στο Κουκλάκι».«Σου τ' ορκίζομαι». Κοίταξε το ρολόι του. «Μα

τι έ-γινε αυτή η... πίτσα;» Η πίτσα ήρθε, τη φάγαμε και πε-ρασμένες δώδεκα κάτσαμε στο σαλόνι για τη συζήτησηπου τον είχα παρακαλέσει να κάνουμε. Αισθανόμουν α-κόμα πολύ άβολα, παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις ότι δενείχε επηρεαστεί η σχέση του. Δεν ήξερα αν ήταν τελικάκατάλληλη ώρα να του μιλήσω για το βαθύτερο πρόβλη-μα με τον πατέρα του. Ξεκίνησα κάπως διαφορετικά:

«Είσαι πολύ καιρό με τη Νόρα;»«Απ' την αρχή του χρόνου. Πάντως, όταν

ερχόταν τονπρώτο καιρό εδώ όντως μελετούσαμε τριγωνομετρία, κιας έριχνε τις μπηχτές του ο μπαμπάς».

«Γι' αυτό σταμάτησες να την φέρνεις εδώ; Σ' ενο-χλούσαν τα σχόλιά του;»

2 0 7

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Ε Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ναι. Γι' αυτό αποφάσισα να την ξαναφέρω όταν έ-φυγε από το σπίτι. Πού να φανταστώ... » Με σκουντηξεμε τον αγκώνα, χαμογελώντας μου πονηρά.

«Τάκη, σε παρακαλώ, νιώθω ακόμα πολύ άσχημα.Δε θέλω να χαλάσω αυτό που έχετε. Χαίρομαι που έχειςκάποια κοπέλα να σε συντροφεύει και να σε ακούει.Ανησυχούσαμε με τον πατέρα σου, ότι δεν έχεις πολλέςπαρέες, κι ύστερα αυτό με την τιμωρία... »

2 0 8

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Έχω παρέες, απλά δεν είναι κολλητοί μου. Η Νόραμε καλύπτει σε όλα. Αν τη γνωρίσεις, θα δεις».«Την αγαπάς;»Δάγκωσε σκεφτικός τα χείλη.

«Ενδεχομένως. Δε μ' έχει τραβήξει άλλο κορίτσι όσοαυτή».

«Μόνο μην πέσεις στην παγίδα και την παντρευτείςγρήγορα». Με κοίταξε λες και του μίλησα κινέζικα.

«Ποιος μίλησε για γάμο; Μπορεί να είμαστε καλάμαζί, αλλά κι οι δυο έχουμε σχέδια για το μέλλον, πουσίγουρα δεν περικλείουν τέτοια δέσμευση. Πώς σου ήρ-θε αυτό;»

«Ίσως εσείς οι νεότεροι σκέφτεστε γνωστικότερααπ' τους γονείς σας. Ο πατέρας σου κι εγώ βιαστήκαμενα παντρευτούμε, και στην πορεία φάνηκε ότι αυτό δη-μιούργησε μεγάλο ρήγμα στη σχέση μας».

«Τι εννοείς ότι δεν περνά απλώς μια περίεργη φάσηο μπαμπάς;» Αναδεύτηκε στην πολυθρόνα, λες κι η συ-ζήτηση του ήταν άβολη απ' όλες τις απόψεις.

«Αυτή τη φάση φαίνεται ότι την περνούσε εδώ καιαρκετά χρόνια, απλώς τώρα εκδηλώθηκε το πρόβλημασε όλη του τη διάσταση. Για να είμαι ειλικρινής, δε νο-μίζω ότι θα επιστρέψει σύντομα στο σπίτι». Χαμήλωσατο κεφάλι περιμένοντας το ξέσπασμα.

209

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τελικά είχες δίκιο, έτσι; Τα 'χει με άλλη» διαπίστω-σε με παράδοξη ηρεμία. Η σιωπή μου άξιζε όσο μια πλή-ρης απάντηση. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του.Όταν ξαναμίλησε, η φωνή του μόλις που ακουγόταν.«Κι εμείς; Μας ξεγράφει έτσι απλά; Μήπως έφταιγεςκι εσύ που έφυγε; Έβλεπα που μερικές φορές τσακω-νόσασταν αλλά δε φανταζόμουν ότι... »

Τον διέκοψα ταραγμένη. Δε θα τον άφηνα να εξαπο-

210

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λύσει μύδρους εναντίον μου για μια κατάσταση πουμόνο εγώ πάλευα να σώσω. Επιτέλους, πού ζούσε αυτότο παιδί; Δεν έβλεπε την απαράδεκτη συμπεριφορά τουΑλέξη; Τόσες φορές είχε γίνει κι εκείνος αποδέκτης της.

«Τάκη, μη μου το κάνεις αυτό. Πίστεψέ με πως προ-σπάθησα πολύ να βοηθήσω το γάμο μου. Αν φταίω σεκάτι, είναι που τον παντρεύτηκα τόσο νωρίς. Αλλά δεγινόταν αλλιώς. Ας πούμε ότι η δική σου εμφάνιση μαςέβαλε να σκεφτούμε πιο γρήγορα το γάμο απ' ό,τι σκο-πεύαμε».

«Δηλαδή, έμεινες έγκυος και τον παντρεύτηκες;» ηφωνή του χρωματίστηκε από απορία, της οποίας, αν έ-ξυνα την επιφάνεια, θα ανακάλυπτα μεγάλη δόση κα-τηγόριας για φτηνή αποπλάνηση με σκοπό το γάμο. Τοτυπικό αντρικό σύνδρομο του «τυλίγματος», που δεγνώριζε ηλικία.

«Αγαπιόμασταν, γλυκέ μου. Κάποια στιγμή θα πα-ντρευόμασταν, απλώς εσύ επέσπευσες κάπως εκείνη τηστιγμή. Δεν τον αδικώ, ένας άντρας που παντρεύεταιστα είκοσι τρία και συγχρόνως γίνεται πατέρας χάνειπολλές εμπειρίες των συνομιλήκων του. Όμως κέρδισετο αίσθημα της πατρότητας, κι αυτό δεν το

211

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μετάνιωσεποτέ. Εσύ ήσουν γι' αυτόν... » Από τα βάθη του μυαλούμου αναδύθηκε η ατάκα του Αλέξη «Μακάρι να μουκοβόταν σύρριζα». «Μακάρι!» είπα με ζέση, χωρίς νασυνειδητοποιήσω ότι εξωτερίκευσα τη σκέψη μου.

«Τι μακάρι;» απόρησε ο Τάκης.«Μακάρι, είπα; Καμάρι, ήθελα να πω και

μπερδεύ-τηκα». Του 'ριξα μια φευγαλέα ματιά και το επανέλα-βα. «Το καμάρι του ήσουν εσύ όλα αυτά τα χρόνια».

«Καλά εγώ, εσείς από πότε δεν τα πηγαίνατε καλά;»«Αυτό δεν είμαι σε θέση να το απαντήσω. Νόμιζα ότι

212

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ήμαστε καλά όλα αυτά τα χρόνια. Είχαμε τους καβγά-δες μας, αλλά πίστευα πως ήταν συνηθισμένο σε όλα ταζευγάρια. Όμως εδώ και ένα χρόνο κατάλαβα ότι ταπράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά».

Κούνησε το κεφάλι του σαν να μην το πίστευε.«Καλά, αυτός δεν προσπάθησε να σου εξηγήσει

τιτου φταίει; Μπορεί αυτά που λες να είναι δικά σου συ-μπεράσματα».

Μέσα μου πάλευα για την απάντηση που θα του έδι-να. Να του έλεγα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίεςμου το ομολόγησε η Χριστίνα;

«Το γεγονός είναι ένα: ο πατέρας σου είναι πιθανόνα μην ξαναγυρίσει στο σπίτι. Στο λέω έτσι ωμά για ναμην απογοητευθείς περιμένοντας. Πάντως να ξέρεις ότιδε φταις εσύ».

Πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο κι άρχισε να φωνάζει.Πάνω που άρχισα να πιστεύω ότι θα το πάρει ψύχραιμα.

«Δηλαδή θα πάρετε διαζύγιο τώρα στα γεράματα;Ξαφνικά αποφασίζει να κάνει νέα ζωή; Μήπως σκοπεύεινα μου χαρίσει και αδελφάκι, που θα πρέπει να το πη-γαίνω στις κούνιες;»

«Όχι και γεράματα, Τάκη. Ακόμα δεν έχουμε πατή-σει τα σαράντα. Άλλοι παντρεύονται για πρώτη φορά».

213

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τον δικαιολογείς ή μου φαίνεται; Μήπως θες κι εσύνέες περιπέτειες;» με κατακεραύνωσε.

Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να του μιλήσω για τη γνω-ριμία μου με το Νικήτα. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα.

«Πάμε να κοιμηθούμε. Όπως λέει κι η αγαπημένη σουΣκάρλετ Ο'Χάρα: "Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα"».

«"Ειλικρινά, αγαπητή μου, δε δίνω δεκάρα"».Κλείστηκε στο δωμάτιό του. Κουρασμένη

σύρθηκαστην κρεβατοκάμαρά μου. Ξάπλωσα και, πριν το κα-

214

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ταλάβω, βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο. Είδα άσχημα όνειρακαι κάποια στιγμή ξύπνησα από το άγχος ότι ο Τάκηςθα πάει να κάνει σκηνή στον πατέρα του.

Στις οχτώ το πρωί της Κυριακής άνοιξα σιγά την πόρ-τα του δωματίου του και η καρδιά μου πήγε στη θέσητης όταν τον είδα κουκουλωμένο στο κρεβάτι του. Μό-λις ξύπναγε, θα τον έβαζα να ορκιστεί στη ζωή μου ότιδε θα πήγαινε να βρει τον πατέρα του. Έφτιαξα καφέκαι περίμενα να πάει λίγο πιο αργά για να τηλεφωνήσωστο Νικήτα. Δεν έβλεπα την ώρα να του εξιστορήσω τασυμβάντα. Τον πέτυχα μόλις είχε ξυπνήσει και έπινε κα-φέ. Πήρα κι εγώ τον δικό μου και θρονιάστηκα στονκαναπέ του σαλονιού. Του διηγήθηκα τη φάση με τηνκοπέλα του Τάκη και κόντεψε να πνιγεί απ' τα γέλια.Σοβάρεψε όμως μόλις άρχισα να του λέω για τη συζή-τηση που ακολούθησε.

«Πιστεύεις ότι θα πάει να του ζητήσει εξηγήσεις; Μεέχει αγχώσει τρομερά αυτό το θέμα. Κι αν ο Αλέξηςπαραδεχτεί ότι έχει άλλη; Μήπως του πει και για τησχέση του με τη Χριστίνα;»

«Δώσ' του λίγο χρόνο να προσαρμοστεί στην ιδέα ότι

215

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ο πατέρας του τα σκάτωσε. Δεν είναι και λίγο αυτό πουτου έσκασες χτες. Λογικά αντέδρασε έτσι. Περίμενες ναπει: "Γεια σου, ρε πατέρα ανοιχτομάτη, που μας έκλει-σες το σπίτι";»

«Δεν ξέρω τι να κάνω... » είπα με ηττοπάθεια.«Εγώ ξέρω. Θα τον βοηθήσεις να το χωνέψει

και πα-ράλληλα θα δεχτείς την πρότασή μου να βγούμε το βρά-δυ για φαγητό».

«Πολύ θα το 'θελα, αλλά πρέπει να το αναβάλουμε.Θα μείνω μαζί του. Ίσως έχει ανάγκη να μου μιλήσει,να ξεσπάσει. Θα τηλεφωνηθούμε».

216

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Εντάξει, θες να το αφήσουμε για το άλλο Σάββατο;»«Θα δούμε. Θα επικοινωνήσουμε τηλεφωνικώς».Κλείσαμε. Έμεινα καθισμένη στον καναπέ,

κοιτώνταςαφηρημένη την κούπα μου. Ο Τάκης κι ο Γκουσγκούνηςεμφανίστηκαν αγουροξυπνημένοι.

«Πώς είσαι, αγόρι μου;» τον ρώτησα ανήσυχη.«Για παιδί χωρισμένων γονιών είμαι σχετικά

καλά».Έπνιξε ένα χασμουρητό και τεντώθηκε. Χαμογέλασαξελαφρωμένη. Ο τανυσμός υποδήλωνε ανέμελο ύπνο. Καιη καυστική απάντηση ήταν προϊόν της συνηθισμένης συ-μπεριφοράς του. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Στρα-βομουτσούνιασε. Εντάξει! Όλα ήταν υπό έλεγχο. Θα α-νησυχούσα αν χωνόταν στην αγκαλιά μου.

«Βρε Τάκη, δε χωρίσαμε ακόμα. Ούτε είναι σίγουροότι θα συμβεί».

«Σκέφτεσαι να τον συγχωρήσεις, αν γυρίσει πίσω;»«Δεν ξέρω αν θα γυρίσει. Εσύ θες να γυρίσει;»

τουπέταξα το μπαλάκι.

«Ούτε να τον βλέπω στα μάτια μου» απάντησε με ά-χρωμη φωνή, ενώ συγχρόνως έκανε νόημα στον Γκουσ-γκούνη να πηδήξει στην αγκαλιά του.

Χαλάρωσα.«Άρα να μείνω ήσυχη ότι δε θα πας να τον

βρεις καινα δημιουργήσεις σκηνή. Ορκίσου μου ότι θ'

217

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

αφήσεις ταπράγματα να κυλήσουν μόνα τους».

«Αφού το θες εσύ...» Με κοίταξε σαν να θυμήθη-κε κάτι. «Αλήθεια, με τη Χριστίνα γιατί παρεξηγήθη-κες ;»

Γιατί θεώρησε έντιμο μετά από τόσα χρόνια φιλίαςνα πέσει στο κρεβάτι με τον άντρα της φίλης της και νατης το κρύψει.

«Για ψιλοπράγματα, Τάκη μου».

218

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Δε σκοπεύετε να καπνίσετε την πίπα της ειρήνης;»Η Χριστίνα θα 'χει μπουχτίσει από δαύτες.

«Δεν ξέρω, αγόρι μου, είμαστε και οι δυο περήφανες,για να κάνουμε το πρώτο βήμα».

Με κοίταξε δύσπιστα.«Αποκλείεται να κλοτσάτε έτσι τόσα χρόνια

φιλίας.Κάτι άλλο συμβαίνει και δεν ξέρω γιατί δε θες να μουτο πεις».

«Γιατί σε κόφτει τόσο, καλέ μου, να μάθεις τι κάνωμε τις φίλες μου;»

«Γιατί, απλούστατα, δεν είναι τόσες πολλές, ώστε ναέχεις την πολυτέλεια να τις διώχνεις άμα τσακώνεστε».

«Δεν έχω πρόβλημα να μείνω μόνη μου. Τώρα άσε ταλόγια και, μια και είναι Κυριακή, πήγαινε να συμμαζέ-ψεις το στάβλο στον οποίο κοιμάσαι».

«Ποτέ την Κυριακή». Με φίλησε στο μάγουλο κι ε-ξαφανίστηκε στο δωμάτιο του, ακολουθούμενος από τοσκύλο.

Τα λόγια του Τάκη τριβέλιζαν το μυαλό μου όλη τημέρα. Η αλήθεια ήταν ότι οι φίλες μου μετριόνταν σταδάχτυλα του ενός χεριού. Για την ακρίβεια, περιορίζο-νταν στον αντίχειρα και στο δείκτη. Η μία ήταν η Χρι-στίνα, ενώ η άλλη πολύ καλή μου φίλη, η Άντα, είχε πα-ντρευτεί Ιταλό και ζούσε στη Βερόνα εδώ και

219

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

δώδεκαχρόνια. Είχαμε αλληλογραφία και κάπου κάπου τηλε-φωνική επαφή, αλλά δυστυχώς η απόσταση μας είχεαπομακρύνει θέλοντας και μη. Υπήρχαν, βέβαια, καικάποιες άλλες γυναίκες συναδέλφων του Αλέξη, με τιςοποίες διατηρούσα χλιαρές σχέσεις.

Με τη Χριστίνα είχα πάθει το εξής περίεργο: απ' τημια τη μισούσα για την προδοσία της. Απ' την άλλη,στο πλαίσιο της φιλίας που μας έδενε τόσα χρόνια, ξε-

220

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

χνούσα κατά κάποιο τρόπο την αδυναμία της να αντι-σταθεί στον Αλέξη και ήθελα να την παρηγορήσω πουτην είχε απατήσει με άλλη. Όπως ακριβώς θα έκανα ανεπρόκειτο για κάποιον άλλο άντρα που την εκμεταλ-λεύτηκε. Απέδιδα αυτή την τάση στη συνειδητοποίησηότι ξαφνικά είχα μείνει χωρίς τη φίλη που άκουγε τονκαημό μου. Ευτυχώς για την ψυχική μου ισορροπία δενπρόλαβα να γευτώ έντονα την αίσθηση της μοναξιάς.Ο Νικήτας αντικατέστησε με μεγάλη επιτυχία τη Χρι-στίνα. Έτσι εξηγούσα την εξομολογητική μου διάθεσηκάθε φορά που μιλούσαμε. Στο πρόσωπό του βρήκατους δυο πόλους που με στήριζαν και ξαφνικά είχανχαθεί: τον άντρα και τη φίλη. Για την ακρίβεια, έπαιζετο διπλό ρόλο καλύτερα απ' τους προηγούμενους πρω-ταγωνιστές. Μ' έκανε να νιώθω επιθυμητή, πράγμα πουμου είχε στερήσει ο Αλέξης τόσα χρόνια, κι άκουγε μεαληθινό ενδιαφέρον τα προβλήματά μου, χωρίς να απο-σκοπεί σε προσωπικά οφέλη, όπως η Χριστίνα. Σ' έναμόνο τον νικούσε κατά κράτος. Δεν μπορούσα να διο-χετεύσω κάπου τον ενθουσιασμό της νέας γνωριμίας.Εκεί ένιωθα έντονη την απουσία της Χριστίνας.

221

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Δε γι-νόταν να εκμυστηρευτώ στο Νικήτα ότι τον είχα γνωρί-σει. Αν δεν κινδύνευα να θεωρηθώ, μεγάλος μαλάκας, θατης τηλεφωνούσα να της διηγηθώ τις εξελίξεις. Όμωςόποιος καίγεται στο χυλό φυσά και το γιαούρτι.

Με το Νικήτα να λειτουργεί σαν φάρμακο, ένιωθα τημετάλλαξη των συναισθημάτων μου. Τις πρώτες μέρεςμε πλημμύριζε η ανάγκη να μάθω αν συνέχιζε ο Αλέξηςνα βλέπει τη Χριστίνα, αν τα 'χαν χαλάσει κατόπιν δι-κής της επιθυμίας, όταν έμαθε ότι την κεράτωνε, ανήταν ερωτευμένος με τη Λίζα. Εξακολουθούσα να ανα-ρωτιέμαι για όλα αυτά, αλλά τη νοσηρή περιέργεια είχε

222

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αντικαταστήσει πια η κουτσομπολίστικη διάθεση: ναμάθαινα πώς συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς εμένα. Δεν ε-πιζητούσα αυτές τις πληροφορίες για να πλέξω ελπίδεςγια την επιστροφή του Αλέξη, σε περίπτωση που είχεχωρίσει με τις άλλες. Κάθε μέρα που περνούσε, ενίσχυετην απόφαση μου να οχυρωθώ στον εαυτό μου. Ο Νική-τας αποτελούσε τον καλύτερο πολεμικό εξοπλισμό μουεναντίον του Αλέξη, σε περίπτωση που γύριζε — που δεθα το 'κανε. Όμως και το δικό μου οχυρό είχε,Κερκό-πορτα. Αν εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου, ίσως πα-ραδινόμουν αμαχητί.

13.

Η εβδομάδα κύλησε ήσυχα. Ο Τάκης στο σχολείο, στοφροντιστήριο και στο σπίτι για διάβασμα, μια και σελίγες μέρες άρχιζαν οι εξετάσεις. Εγώ έκανα κάποιεςεξορμήσεις στα μαγαζιά για ανανέωση της γκαρνταρό-μπας μου και μετά από μια γενναία δόση ουίσκι πήγαστο κομμωτήριο για αλλαγή κουπ. Το Σάββατο θα έ-τρωγα με το Νικήτα σ' ένα ιταλικό εστιατόριο κι είχα

223

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μεγάλο τρακ για την εμφάνισή μου. Ο θαυμασμός σταμάτια του με έκανε να επιβραβεύσω σιωπηρά την επι-μονή της κομμώτριας να μου κόψει πολύ κοντά τα μαλ-λιά.

«Μπορώ να σου πω ότι σε βρίσκω υπέροχη ή θα μεκατηγορήσεις ότι επιστρατεύω τις κολακείες για να σερίξω στο κρεβάτι;»

«Τουλάχιστον μπορούμε να φάμε πρώτα;» χαμογέ-λασα.

Με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στ' αυτί ότι χαιρόταν

224

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

που άρχιζα σιγά σιγά να χαλαρώνω μαζί του. Η κολόνιατου εισχώρησε μεθυστική στα ρουθούνια μου κι ένιωσασαν τον Κωνσταντάρα, που άκουγε χλιμιντρίσματα α-λόγων όταν του γυάλιζε κάποια γυναίκα.

Καθίσαμε στο απόμερο τραπέζι που 'χε κλείσει καιπαραγγείλαμε. Πήρα σκαλοπίνια βίνο μπιάνκο,το αγα-πημένο μου πιάτο, όπως και του Νικήτα. Γενικά, του ά-ρεσε η ιταλική κουζίνα. Κι εμένα. Απεχθανόμουν τη για-πωνέζικη γιατί όλα ήταν ωμά. Κι εκείνος την έβρισκεαηδιαστική. Κατά τα άλλα, τον τραβούσε η κουλτούρατων Ιαπώνων γιατί είχε ένα μυστήριο. Συμφωνούσα από-λυτα. Όμως έβρισκα πως ο γοητευτικότερος λαός ήτανοι Ισπανοί, με το θερμό ταμπεραμέντο. Κι εκείνος το ίδιο.Είχε γοητευθεί από το ταξίδι του στην Ισπανία, αλλάτον είχε σοκάρει η φρικαλεοτητα της ταυρομαχίας. Κιεμένα το ίδιο. Δεν άντεχε τους μονόχνοτους Γάλλους.Ούτε εγώ. Εν αντιθέσει με τη γαλλική λογοτεχνία, καικυρίως τις γυναίκες συγγραφείς, που λάτρευε. Κι εγώ.Βέβαια, δε μ' άρεσαν τα γαλλικά τραγούδια, που ταθεωρούσα παντελώς γλυκανάλατα. Τι σύμπτωση! Με ε-ξαίρεση όμως το Γάλλο συνθέτη Ρενέ Ομπρύ,που

225

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

έγρα-φε υπέροχη μουσική. Εκεί σήκωσα ψηλά τα χέρια:

«Δεν τον έχω υπόψη μου. Έχει συνθέσει γνωστές με-λωδίες ;»

«Θα σου γράψω μια κασέτα. Είμαι σίγουρος ότι θασε κάνει να ονειρευτείς».

«Δε φαντάζεσαι πόση ανάγκη έχω να ονειρευτώ, Νι-κήτα. Τον τελευταίο καιρό βλέπω μόνο εφιάλτες. Όμωςχαίρομαι που σε γνώρισα. Είσαι όαση στην ερημιά μου».

«Γράφεις;»«Ούτε καν ημερολόγιο. Γιατί το λες;»«Γιατί σκέφτεσαι όμορφα».

226

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Έχω να σκεφτώ όμορφα πάρα πολύ καιρό. Ειδικάαφότου έφυγε ο Αλέξης, μόνο θρίλερ θα μπορούσα ναγράψω με τις σκέψεις που κάνω. Πάντως, το 'χω πει ε-πανειλημμένως ότι τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήμα-τα τα υπαγορεύει η ίδια η ζωή. Κι η δική μου θα γινό-ταν μπεστ-σέλερ». Με ρώτησε πώς τα βόλευα οικονο-μικά. Του είπα ότι ευτυχώς διατηρούσα την αξιοπρέ-πεια της οικονομικής ανεξαρτησίας. Στην πορεία τηςβραδιάς του μίλησα εκτενώς για τη γνωριμία μου μετον Αλέξη, τους γονείς του, που τον πίεσαν να με πα-ντρευτεί έγκυο, το άγχος μου να κρατήσω ενωμένη τηνοικογένειά μου. Ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό και χα-μήλωσα τα μάτια στο πιάτο μου.

«Έχεις πάει ποτέ στη Μάνη;» άλλαξε από τακτ συ-ζήτηση. Δυστυχώς χειροτέρεψε την κατάσταση, γιατίαμέσως με κατέκλυσαν εικόνες από ανέμελες διακοπέςμε τον Αλέξη και τον Τάκη. Ένευσα καταφατικά γιατίδεν έβγαινε φωνή. Τουλάχιστον διατηρούσα στεγνά ταμάτια μου.

«Είχατε πάει και στην Παλιά Καρδαμύλη;»Ζάρωσα τα φρύδια μου προσπαθώντας να θυμηθώ.

227

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Μην κάνεις τον κόπο να σκεφτείς. Αν είχες πάει, θατη θυμόσουν σίγουρα».

«Τώρα που το λες, είχαμε διασχίσει τη Νέα Καρδαμύ-λη, πηγαίνοντας προς την Καλαμάτα. Γιατί με ρώτησες;»

«Γιατί πλησιάζει το καλοκαίρι και θα πάω για λίγεςμέρες στο πατρικό μου στην Παλιά Καρδαμύλη. Συγκε-κριμένα, σ' ένα μήνα. Κανόνισα ένα κενό στα ραντεβούτων ασθενών μου και θα πάω να ξεκουραστώ από τηνπίεση του χειμώνα. Μ' αρέσει να φεύγω τον Ιούνιο. Δεναντέχω να περιμένω ως τον Αύγουστο, που ξεχύνονταιοι πάντες».

228

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Δυστυχώς κι εγώ ανήκω στους πάντες, αφού το γρα-φείο του Αλέξη κλείνει τον Αύγουστο».

Ανασήκωσε τα φρύδια. «Έχει πια καμιά σημασία αυ-τό ; Ελπίζεις να γυρίσει στο σπίτι και να πάτε μαζί δια-κοπές σαν να μη συμβαίνει τίποτα;»

Χαμογέλασα πικραμένα.«Μάλλον το είπα από κεκτημένη ταχύτητα. Δεν

πρό-κειται να γυρίσει. Δεν ξέρω καν αν θέλω κάτι τέτοιο».

Ο καημένος ονειρευόταν ρομαντικό δείπνο και κατέ-ληξε ν' ακούει τη νεκρολογία του γάμου μου. Δε θα τοναδικούσα αν έκανε νεύμα για το λογαριασμό. Αντ' αυ-τού, έγινα αποδέκτης μιας αναπάντεχης πρότασης:

«Ήθελα να σου προτείνω να με συντροφέψεις στηΜάνη, όμως δεν ξέρω αν θέλω να ακούσω την άρνησήσου. Όσο κι αν το πολεμάς, δεν έχεις βγάλει ακόμα τονΑλέξη από το μυαλό σου. Όμως το ταξίδι που σου προ-τείνω είναι μια καλή ευκαιρία να αποτοξινωθείς. Πριναρνηθείς, υποσχέσου μου ότι θα το σκεφτείς. Έχειςκαιρό μπροστά σου».

Αμίλητη αφέθηκα στην τρελή φαντασίωση του πρωι-νού ξυπνήματος στη Μάνη, δίπλα στον άντρα που μπή-κε τόσο απρόσμενα στη ζωή μου. Το ίδιο βράδυ, μόνη

229

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

στο διπλό κρεβάτι του σπιτιού μου, κοιμήθηκα ανάλα-φρα για πρώτη φορά μετά από πολλές νύχτες.

14.

Άρχισα να περιποιούμαι τον εαυτό μου. Άλλαξα μάρκακαλλυντικών, αγόρασα μακιγιάζ που τόνιζε το νέο μουκούρεμα, πήρα διαζύγιο από την κολόνια που φορούσαεδώ και οχτώ χρόνια και την αντικατέστησα με μια πιο

230

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

δροσερή. Γιατί κι εγώ ένιωθα έτσι. Απελευθερωμένη απότο φόβο της μοναξιάς και της απόρριψης. Μέχρι αυτο-κίνητο έβαλα στόχο να αγοράσω. Ευκαιρία ήταν να ξε-σκονίσω το δίπλωμα οδήγησης μετά από τόσα χρόνιααπραξίας. Έγραψα μια λίστα με πράγματα που έπρεπενα κάνω.

Το πρώτο ήταν μια εκ βαθέων συζήτηση με το Νική-τα. Ήθελα να μάθω τι ζητούσε από μένα. Βέβαια, δε θαμου έλεγε ποτέ ευθέως «θέλω να κοιμηθούμε μαζί καιμετά βλέπουμε», όμως, από την απάντηση που θα μουέδινε, θα καταλάβαινα. Ούτε είχα αξίωση να με ζητήσεισε γάμο. Αυτό, υποθέτω, δεν το 'χε σκεφτεί κανείς μας.Εξάλλου εγώ ήμουν ακόμα παντρεμένη. Τελικά, δε θαμε πείραζε να μου πει «θέλω να κοιμηθούμε μαζί και με-τά βλέπουμε».

Από την απάντησή του εξαρτιόταν το δεύτερο πράγ-μα στη λίστα μου: να μιλήσω στον Τάκη για κείνον. Αντο 'παιρνε ψύχραιμα, θα φρόντιζα να γνωριστούν. Είχεμεγάλη σημασία για μένα η γνώμη του Τάκη. Αν κάτιπήγαινε στραβά, έπρεπε να δώσω τέλος σ' αυτή την εκ-κολαπτόμενη σχέση. Στη σκέψη και μόνο

231

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ανατρίχιασα.Μπορεί να είχα κάποιους ενδοιασμούς, αλλά αυτοί α-φορούσαν την αντίδραση του γιου μου. Γιατί στη ζυγα-ριά της καρδιάς μου άρχισε να κερδίζει βάρος ο Νική-τας και να χάνει ο Αλέξης. Εξάλλου δεν πίστευα πωςθα γύριζε. Φαινόταν να θέλει μια καινούρια αρχή. Ε,λοιπόν, κι εγώ.

Αν τα δύο πρώτα θέματα πήγαιναν καλά, θα προχω-ρούσα στο τρίτο. Θα συναντούσα τη Χριστίνα. Το σκε-φτόμουν, το ξανασκεφτόμουν και πάντα εκεί κατέληγατις τελευταίες μέρες. Ήθελα να τη δω και να μιλήσουμεμε περισσότερη ηρεμία. Το σοκ των αποκαλύψεών της

232

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μου είχε μπλοκάρει το μυαλό. Όσο περνούσαν οι μέρες,ένιωθα την οργή να ξεθωριάζει. Άρχισα να τη βλέπωπερισσότερο σαν θύμα του Αλέξη, παρά σαν αντροχω-ρίστρα. Στο κάτω κάτω της γραφής, έπρεπε να μάθωαν εξακολουθούσαν να βλέπονται, για να βγάλω την ε-τυμηγορία.

Στην τέταρτη συνάντησή μας αποφάσισα να μιλήσωστο Νικήτα. Είχαμε κανονίσει να πάμε σινεμά και μετάγια φαγητό. Ήταν Σάββατο και ο Τάκης θα 'βγαινε γιαφαγητό με τη Νόρα. Του έδωσα να καταλάβει ότι δε θαμε πείραζε να τη φέρει μετά στο σπίτι. Αυτό, βέβαια, ε-ξαρτιόταν από τη Νόρα. Εκείνος ενθουσιάστηκε με τηνξαφνική ελευθερία, που σχεδόν δεν άκουσε ότι θα 'βγαι-να κι εγώ.

Ο Νικήτας στεκόταν στην είσοδο του κινηματογρά-φου παρατηρώντας την αφίσα του έργου που παιζόταν.Πήγα από πίσω του και του 'κλεισα τα μάτια.

«Λόλα; Ευτυχώς που ήρθες! Σου 'φερα το εσώρουχοπου ξέχασες χτες στο σπίτι μου».

Μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Τράβηξα τα χέρια μουκαι έκανα μεταβολή να φύγω. Μου 'πιασε τον καρπόγελώντας.

233

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Καλά, πότε θα καταλάβεις ότι ο τύπος που βγαίνειςμαζί του και που είναι τρελός για σένα αρέσκεται να σεπειράζει;» Το πρόσωπό του ήταν ένα πλατύ χαμόγελο.Παρ' όλα αυτά, δε γλίτωσε την κατσάδα:

«Δεν αντέχω πλάκες που περιέχουν άλλα γυναικείαονόματα. Μου φτάνει ότι μου συνέβη στ' αλήθεια. Ήρ-θα με τόση χαρά να σε ξαφνιάσω και μ' έκανες σκου-πίδι... »

«Μα, καλή μου, ήταν ποτέ δυνατόν ένας ευυπόλη-πτος οδοντίατρος να τα μπλέξει με κάποια ονόματι Λό-

234

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

λα; Αυτό το όνομα μόνο τον Καρβέλα ενέπνευσε για ναγράψει ένα χυδαίο τραγούδι».

«Ναι, καλά, είδα και τη γυναίκα που παντρεύτηκες...Πάρ' τα, Λίζα, και κάν' τα κορνίζα».

Με αγκάλιασε γελώντας.«Είσαι απίστευτα υπέροχη. Είσαι το μισό που

μου έ-λειπε. Τρελαίνομαι για γυναίκες με χιούμορ. Απορώ τε-λικά πώς παντρεύτηκα τη Λίζα, που δεν είχε καθόλου».

«Δεν έχεις δίκιο. Τα 'μπλεξε με τον άντρα μου, πουείναι μεγάλο ανέκδοτο».

Με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα. Παρά την έκ-πληξη μου, ανταποκρίθηκα αμέσως. Ευτυχώς που μεκρατούσε γερά, γιατί τα πόδια μου είχαν λυγίσει. Μου'ρθε σχεδόν να βάλω τα κλάματα. Ο κόσμος που μαςκοιτούσε, καθώς έμπαινε στο σινεμά, μας έκανε να συ-νέλθουμε γρήγορα.

Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα δεμα-τάκι και μου το 'δωσε. Το πήρα κοιτάζοντας τον ερω-τηματικά.

«Μην το ανοίξεις ακόμα. Στο σπίτι σου θα καταλά-βεις. Τώρα μπορείς να με συγχωρέσεις και να μπούμεστο σινεμά;»

Με αγκάλιασε απ' τη μέση και, πριν προλάβω να μι-

235

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

λήσω, με παρέσυρε στην αίθουσα. Πώς μπορούσα να τουκρατήσω κακία, τη στιγμή που δεν άφησε το χέρι μουούτε στο διάλειμμα του έργου;

Διαλέξαμε ένα ουζερί κοντά στο σπίτι μου. Το δεμα-τάκι στην τσάντα μου δεν έφευγε δευτερόλεπτο απ' τομυαλό μου. Σχεδόν ανυπομονούσα να φύγουμε για ναλυθεί η περιέργειά μου. Ανέβαλα τη συζήτηση που είχαπρογραμματίσει για άλλη ώρα. Πρώτα ήθελα να δω τιμου είχε δώσει. Τον άφησα να με γυρίσει στο σπίτι, δια-

236

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κινδυνεύοντας μια συνάντηση με τον Τάκη στην είσοδοτης πολυκατοικίας. Το φιλί της καληνύχτας ήταν σύ-ντομο αλλά γεμάτο πάθος. Συνεννοηθήκαμε να του τη-λεφωνήσω την επομένη και κίνησα για την πόρτα. Μεσταμάτησε η φωνή του:

«Ελένη, μη βιαστείς να μου απαντήσεις. Εκτός ανπεις "ναι"».

Έβαλε μπρος και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Έμει-να ακίνητη στην είσοδο του σπιτιού. Λες να με ζητούσεσε γάμο; Έδιωξα τη σκέψη γελώντας από μέσα μου.Ξεκλείδωσα και άναψα τα φώτα στο θυρωρείο. Άκου«Λόλα»!

Τούτη τη φορά βρήκα τον Τάκη με τη Νόρα σε πιοευπρεπή στάση. Αυτή ήταν ικανή να 'ρθει με ράσο. Κά-θονταν στο σαλόνι βλέποντας βίντεο. Κάθισα κι εγώ λί-γο μαζί τους. Ο Τάκης δεν έκανε κανένα σχόλιο που μπή-κα στο σπίτι στη μία.το πρωί. Ίσως δεν ήθελε να με ρω-τήσει μπροστά στην κοπέλα του. Προσφέρθηκα να τουςφτιάξω ένα τσάι. Αρνήθηκαν. Τους καληνύχτισα κι έτρε-ξα σχεδόν στην κρεβατοκάμαρα μου. Κάθισα στο κρε-βάτι και με ανυπόμονα δάχτυλα έσκισα το περιτύλιγμα.Το δεματάκι περιείχε μια κασέτα, ένα διπλωμένο ση-μείωμα και μια φωτογραφία. Κοίταξα πρώτα τη

237

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

φωτο-γραφία. Ήταν ο Νικήτας καθισμένος σε μια βεράντα,προφανώς του εξοχικού του σπιτιού στην Καρδαμύλη.Χαμογελούσε στο φακό κι ήταν τόσο γοητευτικός. Τοκαλοκαιρινό μαύρισμα τόνιζε τα πράσινα μάτια του καιτο κοντομάνικο μακό με τη διαφήμιση της Κολγκειτ τονέκανε να φαίνεται σαν παιδαρέλι. Ξεδίπλωσα το ση-μείωμα. Μια πρόταση μόνο. «Την επόμενη φορά που θαακούσεις Ρενέ Ομπρύ θέλω να είσαι κουρνιασμένη στηναγκαλιά μου, σ' αυτήν ακριβώς τη βεράντα».

238

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Έπιασα την κασέτα και μετά από σύντομη σκέψησηκώθηκα και πήγα στο σαλόνι. Σταμάτησα έγκαιραόταν τους είδα να φιλιούνται. Αν με έβλεπαν κι αυτή τηφορά, τη Δευτέρα η κοπέλα θα πήγαινε σε ψυχολόγο.Νυχοπατώντας, έκανα μερικά βήματα πίσω και, προκα-λώντας λίγο θόρυβο, φρόντισα να τους προετοιμάσω γιατην εμφάνιση μου. Μπήκα στο σαλόνι και τους βρήκανα βλέπουν βίντεο. Στοιχημάτιζα πως, αν τους ρωτούσαποια ταινία έβλεπαν, θα τους έφερνα σε δύσκολη θέση.

«Τάκη, μπορείς να μου δανείσεις το γουόκμαν σου;»«Τι το θες βραδιάτικα;»

«Εσύ για τι λες να το θέλω; Μου χάρισαν μια κασέτακαι θέλω να την ακούσω».«Μπα; Ποιος σ' τη χάρισε;»

Να τα! Δεν τη γλίτωσα την ανάκριση. Να του 'λεγαπάλι για την περιβόητη φίλη μου; Θα έμπλεκα τα πράγ-ματα. Πέρασα στην επίθεση.

«Άσε τις ερωτήσεις και φέρ' το μου. Και, μόλις τε-λειώσει η βιντεοκασέτα, πείτε καληνύχτα γιατί αύριο έ-χετε διάβασμα. Πλησιάζουν οι εξετάσεις και δε σας βλέ-πω... αγχωμένους».

«Καλά, μη βαράς». Εξαφανίστηκε στο δωμάτιό του.Χαμογέλασα στη Νόρα κι εκείνη έγινε μπλε από την α-

239

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μηχανία. Ευτυχώς ο Τάκης γύρισε γρήγορα με το γουόκ-μαν. Το πήρα και πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου. Έ-βαλα την κασέτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι με σβηστότο φως. Στα αυτιά μου ξεχύθηκε μια υπέροχη μελωδία.Η πλούσια φαντασία μου, που στο σχολείο επιβραβευό-ταν μονίμως με είκοσι στο μάθημα της έκθεσης, με ταξί-δεψε στη Μάνη, παρέα με το Νικήτα. Η μουσική υπό-κρουση ήταν ιδανική για τις πιπεράτες λεπτομέρειες.Άκουσα δύο φορές την κασέτα. Όταν πάτησα το δΐορ, ο

240

Ο Ι Ο Υ Α Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Ρενέ Ομπρύ δεν είχε εγκαταλείψει τα αυτιά μου. Το κε-φάλι μου ήταν γεμάτο από την υπέροχη μουσική του.

Κοιμήθηκα χαμογελώντας. Ξύπνησα χαμογελώντας.Πλύθηκα χαμογελώντας. Για την ακρίβεια, πλύθηκα χα-μογελώντας και σιγοσφυρίζοντας κάποια απ' τις χτεσι-νές μελωδίες. Το χαμόγελο στόλιζε το στόμα μου όλη τημέρα. Με τον Τάκη μίλησα ελάχιστα,γιατί τις περισσότε-ρες ώρες ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του διαβάζοντας.Μετά από πολύ καιρό τέλειωσα το βιβλίο που είχα ξε-κινήσει να διαβάζω. Ένιωθα τρομερά δημιουργική.

Το απόγευμα αποφάσισα να απλώσω τα πράγματαμου σε όλη την ντουλάπα, μια και τα ρούχα του Αλέξηαγκάλιαζαν πια άλλες κρεμάστρες. Έκανα τη διαπί-στωση χωρίς να με πιάσει υστερία. Στο βάθος ενός συρ-ταριού ανακάλυψα το δαντελένιο κορμάκι που 'χα αγο-ράσει τότε με τη Χριστίνα. Μύριζε κλεισούρα. Εμ, βέ-βαια, αφού κλεισούρα μύριζε και η ερωτική μου ζωή.«Μέχρι πρότινος» αναφώνησα και έβαλα το εσώρουχοσε μια λεκανίτσα με μαλακτικό απορρυπαντικό. Τηνώρα που το ξέβγαζα, του υποσχέθηκα ότι από δω και

241

Ο Ι Ο Υ Α Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πέρα θα έβλεπε καλύτερες μέρες. Ή μάλλον νύχτες.

Τακτοποιώντας τα υπόλοιπα εσώρουχα στα συρτά-ρια, συνειδητοποίησα με δυσφορία ότι μόνο μια λέξημπορούσε να τα χαρακτηρίσει: «βαρετά». Λες και ήμουνη καλύτερη πελάτισσα του καταστήματος Η ΠουριτανήΚιλότα. Σκέφτηκα τη Χριστίνα, που είχε τροποποιήσειτο διαφημιστικό σλόγκαν «Απ' έξω εμφάνιση και απόμέσα άνεση» σε «Απ' έξω εμφάνιση και από μέσα εξα-φάνιση». Με το ύφασμα ενός δικού μου στηθόδεσμουεκείνη έφτιαχνε τρεις. Δεν είχε άδικο ο Αλέξης, που προ-τίμησε το μαύρο τάνγκα σλιπάκι της, από τη λευκή,βαμβακερή, τριών τετάρτων κιλότα μου. Αύριο θα κα-

242

ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

λύψω τις ελλείψεις μου σ' αυτόν τον τομέα. Κι ας μουξαναπείς, κύριε Νικήτα, για τη Λόλα!

Αργά το βράδυ του τηλεφώνησα.«Η κασέτα σου είναι υπέροχη. Το ίδιο και η

φωτο-γραφία με το σημείωμα».

«Να ελπίσω ότι αρχίζεις να με ερωτεύεσαι;»«Να ελπίσω ότι δε με κοροϊδεύεις;»«Τότε, δε θα σε καλούσα στο εξοχικό μου. Λες

ναέμπαινα στον κόπο να σε αποπλανήσω σχεδόν τριακό-σια ογδόντα χιλιόμετρα από την Αθήνα;»

«Θες να πεις πως θα περιμένεις ένα μήνα; Κι αν εγώαρνηθώ να σε ακολουθήσω, θα καταρρεύσουν τα σχέδιασου για ρομαντική αποπλάνηση;»

«Είμαι σίγουρος πως κι εσύ δε θα θέλεις νωρίτερα.Ακόμα είναι πολύ νωπή η φυγή του Αλέξη. Στο μήναπου μεσολαβεί μέχρι την Καρδαμύλη, θα γνωριστούμεκαλύτερα και θ' αποφύγουμε βεβιασμένες κινήσεις. Πι-στεύω ότι μέχρι τότε θα ξέρεις αν θέλεις να προχωρή-σουμε ή όχι. Έπειτα, το περιβάλλον της Παλιάς Καρ-δαμύλης θα 'ναι ο καλύτερός μου σύμμαχος στη μάχητης κατάκτησής σου».

«Μπα, έχεις και αντίπαλο;»«Πολλούς. Πρώτα πρώτα, εσένα την ίδια.

Ξαφνικάαλλάζει η ζωή σου και καλείσαι να πάρεις αποφάσεις.Μπορεί εγώ να μην είμαι μέσα σ' αυτές. Ύστερα υπάρ-

243

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

χει πιθανότητα να γυρίσει ο άσωτος σύζυγος κι εσύ νασφάξεις το καλύτερο μοσχάρι για να τον υποδεχτείς.Και, τέλος, θα δώσεις μεγάλη βαρύτητα στη γνώμη τουγιου σου. Αυτούς τους τρεις αντιπάλους μπορώ να σκε-φτώ. Ενδεχομένως υπάρχουν κι άλλοι».

«Κι αν εγώ έχω πάρει ήδη την απόφαση μου;»«Θα 'ρθεις μαζί μου;»

244

ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Θα σου πω περίπου σ' ένα μήνα».«Εντάξει, δε θα σε πιέσω. Το πολύ πολύ να σε

απα-γάγω αν αρνηθείς».

Η συζήτηση συνεχίστηκε σε εύθυμο τόνο. Κανονίσα-με να βγούμε δυο μέρες αργότερα. Την επομένη θα μι-λούσα στον Τάκη.

Η απόφαση για σοβαρή συζήτηση παίρνεται συνήθωςτην Κυριακή με σκοπό να υλοποιηθεί τη Δευτέρα. ΤηΔευτέρα, λόγω άγχους για το αποτέλεσμα, αναβάλλε-ται για την Τρίτη ή την Τετάρτη, ανάλογα με τη σοβα-ρότητα του θέματος. Την Πέμπτη ο εκνευρισμός εξαι-τίας της ολιγωρίας μάς ωθεί να κάνουμε τη συζήτησηοριστικά την Παρασκευή. Την Παρασκευή σκεφτόμαστεότι η έκβαση της συγκεκριμένης συζήτησης μπορεί νακαταστρέψει το Σαββατοκύριακο που επίκειται, οπότετην αφήνουμε από Δευτέρα... (...Παρουσία).

Έτσι πέρασε μια ακόμη βδομάδα χωρίς να βρω τοκουράγιο να μιλήσω στον Τάκη για το Νικήτα. Πλησία-ζαν οι εξετάσεις του σχολείου και φοβόμουν ότι παραή-ταν αναστατωμένος από τη φυγή του πατέρα του ώστενα του φορτώσω κι άλλο μαντάτο. Από την άλλη, ένιω-θα ότι δεν ήμουν εντάξει απέναντι του. Έβγαινα με τοΝικήτα σχεδόν κάθε βράδυ και μου τη βάραγε που

245

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

έκο-βα κάθε συζήτηση στον Τάκη μ' ένα ξερό «εγώ θα βγω,έχω το φαγητό στο φούρνο, μόλις φας πήγαινε να δια-βάσεις». Όμως κι ο Τάκης έπαψε να με ρωτά από κά-ποια στιγμή κι ύστερα. Ίσως διαισθάνθηκε ότι κάτι είχεαλλάξει στη συμπεριφορά μου, ότι δεν ήμουν το κακό-μοιρο πλάσμα των πρώτων ημερών. Οπωσδήποτε και ηαλλαγή της εμφάνισής μου του έστελνε σήματα ότι κά-τι είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό στη μάνα του.

Έμεναν τρεις βδομάδες μέχρι να απαντήσω στο Νι-

246

ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κήτα. Σε τρεις βδομάδες έκλειναν και τα σχολεία. Απο-φάσισα να αναβάλω τη συζήτηση μέχρι τη λήξη των ε-ξετάσεων. Ο Αλέξης δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τηνημέρα που έφυγε, δηλαδή πριν από είκοσι εφτά μέρες.Εντελώς απροσδόκητα, πριν από είκοσι έξι μέρες, είχεανοίξει καινούριο κεφάλαιο στη ζωή μου. Ουσιαστικά,οι μέρες που ένιωσα πραγματικά μόνη ήταν απίστευταλίγες. Αναρωτιόμουν πώς θα ήμουν αυτή τη στιγμή χω-ρίς το Νικήτα. Προφανώς έγκλειστη σε φρενοκομείο.Σκεφτόμουν πόσο γαϊδούρι είχε αποδειχτεί ο άντραςμου. Καλά εγώ, πες πως δεν ήθελε να 'χει επαφές μαζίμου. Ο γιος του τι έφταιγε; Και μάλιστα σε τόσο κρίσι-μη περίοδο της ζωής του. Κόντευε να περάσει ένας μή-νας και δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει αν ο Τάκης ήταν κα-λά, πώς τα φέρναμε βόλτα. Ήξερε, βέβαια, ότι από οι-κονομικής πλευράς εγώ ήμουν καλυμμένη με το παρα-πάνω. Αυτό όμως δεν του έδινε άφεση αμαρτιών.

Τα πρώτα χρόνια του γάμου μας ζούσαμε από τα ε-νοίκια που εισέπραττα. Ο Αλέξης έπαιρνε μικρές υπο-θέσεις, που δεν του άφηναν πολλά κέρδη, δεδομένου ότιδούλευε με ποσοστά σε ξένο δικηγορικό γραφείο. Εί-

247

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

χα αποφασίσει να ανοίξω κοινό λογαριασμό γιατί δενήθελα να νιώθει πως διαχειρίζομαι εγώ τα οικονομικάμας. Τον έτσουζε που είχε υποχωρήσει να τον... αγορά-σω. Το ήξερα ότι το πίστευε. Έκανα όμως σαν να ή-μουν εγώ η οικονομικά εξαρτημένη από κείνον. Τον ρω-τούσα αν μας επέτρεπαν τα οικονομικά μας να αγορά-σω ένα ζευγάρι δερμάτινα πέδιλα που μου άρεσαν, τηστιγμή που ήξερα ότι με την περιουσία που μου ανήκεμπορούσα να αγοράσω και τον κροκόδειλο που έγδα-ραν για να περπατώ στο δέρμα του. Κάποιες φορές α-ναρωτιόμουν αν πάλευα για κάποιον άνθρωπο που δεν

248

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ήταν πλασμένος για μένα. Ήμασταν τόσο αντίθετοι στιςαπόψεις μας. Κι όμως αυτό μας είχε τραβήξει αρχικά.Την πρώτη φορά ερωτεύτηκα με λάθος συνταγή. Τα ε-τερώνυμα μπορεί να έλκονται, αλλά σε καμία περίπτω-ση δεν πρέπει να παντρεύονται. Ενώ με το Νικήτα ήμουναδελφή ψυχή. Γιατί να μην τον είχα γνωρίσει πιο μπρο-στά; Αλλά πότε πιο μπροστά; Στα δεκαπέντε μου;

15.

Ήταν Δευτέρα πρωί όταν συνάντησα στη λαϊκή τη μη-τέρα της Χριστίνας. Προσπαθώντας να την αποφύγω,σκόνταψα σ' ένα παρατημένο σακί πατάτες. Εκείνη μεσυγκράτησε από το πέσιμο. Δεν μπορούσα πια να προ-σποιηθώ ότι δεν την είδα.

«Κυρία Κουμπάρη, τι έκπληξη! Πώς είστε;»«Εγώ καλά είμαι, παιδάκι μου. Όμως θα σου τα

'πεη Χριστίνα για το ατύχημα της».

Ξαφνιάστηκα. Το τελευταίο πράγμα που περίμενανα ακούσω ήταν ότι η Χριστίνα είχε πάθει ζημιά. Καιπώς να εξηγήσω στη μητέρα της ότι το πρωτομάθαινααπό κείνη;

«Εεε... ξέρετε, έχω πολύ καιρό να μιλήσω μαζί της.Είχα κάποια προβλήματα στο σπίτι που

249

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

απορροφού-σαν όλο μου το χρόνο και γι' αυτό... » μάσησα.

«Ελπίζω να μην είναι προβλήματα υγείας. Γιατί, απότότε που το 'παθε το παιδάκι μου» βούρκωσε και ράγι-σε η φωνή της «κάνω ολημέρα το σταυρό μου να μαςέχει καλά ο Θεός» κι άφησε κάτω την τσάντα με τα ψώ-νια και σταυροκοπήθηκε.

Ταράχτηκα. Μπορεί να μου είχε κάνει μεγάλο κακό,

250

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

όμως μας έδεναν τόσα χρόνια φιλίας. Κι έπειτα, εγώήμουν στο τσακ να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Εκείνη τιθα έκανε;

«Τι συνέβη ακριβώς, κυρία Κουμπάρη;»«Έπεσε με το αυτοκίνητο της σ' έναν

ξεροπόταμο και,καθώς δε φορούσε ζώνη, έπαθε ζημιά στον αυχένα κιέσπασε το δεξί της πόδι και το αριστερό της χέρι».

«Πότε το 'παθε;» Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή.«Πριν κάνα μήνα. Τη βασάνιζαν διάφορα —

εμέναδε μου τα 'λεγε, εσύ σαν φίλη της θα ξέρεις περισσότε-ρα—, γι' αυτό αποφάσισε να πάει για λίγες μέρες στηνπανσιόν της αδελφής μου, στην Τέμενη. Ήθελε να ηρε-μήσει και να σκεφτεί. Τι να σκεφτεί ένας Θεός ήξερε».

Κι εγώ ήξερα. Άρα το 'χε διαλύσει με τον Αλέξη. Ρώ-τησα τη μητέρα της αν ήταν εκτός κινδύνου και πούβρισκόταν. Ευτυχώς, δεν είχε γίνει μόνιμη ζημιά και,αφού νοσηλεύτηκε αρκετές μέρες στο νοσοκομείο, γύ-ρισε στο πατρικό της για να την προσέχει.εκείνη.

«Και να σκεφτείς, Ελένη μου, πως δε θα πάθαινε τί-ποτα αν φορούσε ζώνη».

Και να σκεφτείτε, κυρία Κουμπάρη μου, πως δε θαπάθαινε τίποτα αν όντως φορούσε ζώνη και δεν την έ-λυνε για να πηδηχτεί με τον άντρα μου.

251

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Εγώ της το 'λεγα πάντα, κυρία Κουμπάρη. Έτσιόπως οδηγείς, θα το φας το κεφάλι σου. Τέλος πάντων.Στάθηκε τυχερή μέσα στην ατυχία της. Θα πεταχτώ νατη δω».

Το είπα αβίαστα και το εννοούσα. Για την ακρίβεια,αντί να ψωνίσω,πήρα το δρόμο για το πατρικό της Χρι-στίνας. Η Βορειοηπειρώτισσα που είχαν για τις δου-λειές μου άνοιξε την πόρτα. Από το βάθος άκουσα τηΧριστίνα να τη ρωτά ποιος είναι. Πήρα βαθιά ανάσα και

252

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

προχώρησα στο σαλόνι. Η εικόνα που αντίκρισα με σό-καρε. Η καλλονή είχε αντικατασταθεί από μια καταβε-βλημένη γυναίκα, θαμμένη κάτω από τόνους γύψο. Προ-σπάθησα να δώσω έναν ελαφρύ τόνο στην άφιξη μου.

«Τι έγινε, ρε Χριστίνα; Σου ρίξαν τα μπετά και αύ-ριο θα σηκώσουν τον πρώτο όροφο;» Γούρλωσε τα μά-τια της. Έπιασα μια κοντή τούφα από τα μαλλιά μουκαι την κοίταξα χαμογελώντας. Ανέκτησε την ψυχραιμίατης.

«Σου πάνε πολύ τα κοντά μαλλιά. Εν αντιθέσει μ' ε-μένα , εσύ δείχνεις να 'χεις αλλάξει εαυτό».

«Ας πούμε ότι δεν κάθισα να πεθάνω, όπως παραλί-γο να συμβεί σ' εσένα. Καλά,τι έγινε;» Την πλησίασα μεδισταχτικά βήματα, φοβούμενη ότι ακόμα και το ρεύμαπου γινόταν με την κίνηση μου θα προκαλούσε πόνο σταμπανταρισμένα της μέλη.

«Οδηγούσα αφηρημένη και δεν κατάλαβα πώς βγή-κα από το δρόμο. Δε φορούσα και ζώνη...»

«Και σ' το 'λεγα εγώ. Τους καθρέφτες του αυτοκινή-του δεν τους ρυθμίζουμε για να βλέπουμε τον εαυτό μαςαλλά τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Πάλι καλά που δε συ-νέβη το μοιραίο, να αφανιστεί η τάξη μας από τροχαία α-

253

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τυχήματα». Πήρα μια καρέκλα και κάθισα κοντά της. Μετο δεξί της χέρι έπιασε το δικό μου. Έβαλε τα κλάματα.

«Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ. Δεν αντέχω πια να βα-σανίζομαι για το κακό που σου 'κανα. Σιχαίνομαι τονεαυτό μου και πολλές φορές ευχήθηκα να πεθάνω σ' ε-κείνο το τροχαίο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μετρώνε οι τύψεις που διέλυσα την οικογένειά σου».

Την αγκάλιασα πάνω από τον παγωμένο γύψο. Τομάτι μου έπεσε στο στιλό πάνω στο τραπέζι. Το πήρα καιέγραψα μια λέξη στο μπανταρισμένο της πόδι: ΦΙΛΕΣ.

254

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Το έγραψα αυθόρμητα. Αργότερα θα είχα όλο τονκαιρό να σκεφτώ τις συνέπειες της μεγαλοψυχίας μου.Γέλασε και τη μιμήθηκα.

«Είναι η ωραιότερη αφιέρωση που μου 'χουν κάνει».«Ωραιότερη κι απ' το τραγούδι που σου 'χε

αφιερώ-σει ο Φίλιππος όταν τα πρωτοφτιάξατε;»

«Πού το θυμήθηκες, ρε θηρίο;» χαμογέλασε λυπημέ-να. «Οι αφιερώσεις τον μάραναν».

«Το θυμάμαι γιατί είχα ζηλέψει παράφορα. Εμέναποτέ δε μου αφιέρωσαν τραγούδι στο ραδιόφωνο».

«Ποτέ δεν είναι αργά. Ελένη,είσαι υπέροχος άνθρω-πος γιατί έχεις το χάρισμα να συγχωρείς. Αυτό θα τοβρεις μπροστά σου κάποια στιγμή. Ίσως όλο αυτό έγι-νε για να προφυλαχτείς από κάτι χειρότερο».

«Ενδεχομένως. Σκέφτηκα αρκετές φορές να επικοι-νωνήσω μαζί σου. Όμως κάπου δε με άφηνε η περηφά-νια μου. Καταλαβαίνεις πόσο προδομένη ένιωσα. Ειδι-κά από σένα» τόνισα. Αναστέναξε λυπημένα.

«Ακόμα κι αν με συγχώρεσες, ξέρω πως τα πράγμα-τα δε θα 'ναι πια ίδια μεταξύ μας. Λεν ξέρω τι μπορώνα κάνω για να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη σου. Μπο-ρεί να με λυπάσαι επειδή είμαι σ αυτή την

255

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κατάσταση,γι' αυτό υποχώρησες και ήρθες».

Ένιωσα άβολα. Μπορεί να μην ήμουν ακόμα έτοιμηγι' αυτή τη συνάντηση.

«Κοίτα, Χριστίνα, δε λέω πως όλα είναι όπως πριν,όμως δε νιώθω την οργή των πρώτων ημερών. Ούτε κανγια τον Αλέξη. Ειλικρινά σκεφτόμουν να σε βρω και ναμιλήσουμε. Το ατύχημα σου επέσπευσε αυτή τη συνά-ντηση. Εξάλλου, η παροιμία λέει: "Αυτοί που έπαψαννα είναι φίλοι ποτέ δεν υπήρξαν τέτοιοι". Κι εμάς μαςδένουν τόσα πολλά». Άσχετα αν εσύ το ξέχασες.

256

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Θέλω να ξέρεις πως από τότε που 'φυγε ο Αλέξηςαπό το σπίτι σας δεν έχω επικοινωνήσει μαζί του. Εγώούτως ή άλλως δε σκόπευα να τον δω, αλλά κι εκείνος α-πέφυγε κάθε επαφή. Δεν ξέρει ότι τα 'μαθες». Με κοίτα-ξε στα μάτια και πρόσθεσε: «Όχι από μένα τουλάχι-στον».

«Ούτε από μένα. Εδώ κι ένα μήνα άνοιξε η γη και τονκατάπιε. Βασικά κάτι άλλο τον κατάπιε, αλλά δε θέλωνα εκχυδάί'σω τη συζήτηση».

Με κοίταξε ερωτηματικά. Αποφάσισα να της μιλήσωγια τη σεξουαλική δραστηριότητα του Αλέξη.

«Επιβεβαίωσα ότι τα 'χει με άλλη». Χαμογέλασα πι-κρά. «Εκτός από σένα ή μετά από σένα».

«Ελένη, σου τ' ορκίζομαι. Δεν έχω επαφή μαζί του».Με το καλό της χέρι έκανε μια κίνηση δείχνοντας το γυ-ψοδεμένο της κορμί. «Πάρ' το και από πρακτικής α-πόψεως. Με τόσο γύψο θα 'μουν πολύ κρύα για τα γού-στα του».

«Ναι, κι εγώ που ήμουν αρτιμελής...» κοίταξα το κε-νό. Πρόσεξα ότι δίστασε πριν μιλήσει. Χριστέ μου, τικεραμίδα θα φάω πάλι;

«Θα σ' το πω κι ας με μισήσεις. Εξάλλου, δεν μπορώνα τα κάνω χειρότερα απ' ό,τι είναι. Τον Αλέξη κι εμέναμας έριξε το στερημένο σεξουαλικό πάθος στο

257

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κρεβάτι.Από κει και πέρα, δε μοιραζόμασταν άλλα αισθήματα.Εκείνος —έπρεπε να σ' το είχα πει τελικά— πίστευε πωςείχε πεθάνει η σεξουαλική σας ζωή, όσες φιλότιμες προ-σπάθειες κι αν έκανες».

«Η πολλή προσπάθεια μ' έφαγε» είπα με πίκρα. Έ-κανε να κουνήσει το κεφάλι της, αλλά μόρφασε από τονπόνο. Συνέχισε ακίνητη:«Έλεγε πως ήθελε να ζήσει νέες εμπειρίες. Θα μου

258

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πεις, εμένα βρήκε; Απ' ό,τι μου λες, έριξε τα δίχτυα τουκι αλλού. Σαν το παιδάκι που μετά από νηστεία χώνειτο χέρι στο βάζο με τις καραμέλες, προσπαθώντας νααρπάξει όσες πιο πολλές μπορεί. Κι εγώ όμως σαν τέ-τοιο παιδάκι ένιωθα μετά το φτύσιμο του Φίλιππου.Ξέρεις πόσο λεπτά είναι τα όρια; Τη μια στιγμή νιώθειςτην απόρριψη και την άλλη σε ποθούν και σε πολιορ-κούν μέχρι να λυγίσεις. Κι όταν λυγίσεις, δεν υπολογί-ζεις τις συνέπειες. Λύγισα μια φορά, κι όταν το συνει-δητοποίησα ήταν αργά να κάνω πίσω. Με εκβίαζε ότι θασου το πει. Κι εγώ η ηλίθια φοβήθηκα. Αν ήμουν ειλικρι-νής μαζί σου την πρώτη φορά,τώρα μπορεί να 'ταν δια-φορετικά τα πράγματα». Με κοίταξε με αγωνία. «Ό-μως, βρε Ελένη, δεν περίμενες ότι αυτό θα συνέβαινεκάποτε;»

Της αντιγύρισα το βλέμμα όλο ψυχρότητα. «Όχι με-τά από δεκαεφτά χρόνια και οπωσδήποτε όχι μαζί σου».Ένιωσα ότι, αν μπορούσε, θα έσκυβε το κεφάλι. Έκλεισετα μάτια της και μείναμε αμίλητες. Η γνωριμία μου μετο Νικήτα με βοηθούσε να καταλάβω τη θέση της. Λες

259

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

και δεν ήξερα πόσο λεπτά είναι τα όρια του σωστού καιτου λάθους. Ήμουν σχεδόν έτοιμη να αψηφήσω τα πά-ντα και να τον ακολουθήσω. Σε μια παρόρμηση, μουήρθε να της μιλήσω για την εξέλιξη της συνάντησης μουμαζί του. Όμως η Χριστίνα είχε δίκιο. Δεν την εμπι-στευόμουν πια για κάτι τόσο προσωπικό. Από δω καιπέρα θα μετρούσα τα λόγια μου. Της υποσχέθηκα ότιθα περνούσα το επόμενο πρωί να τη δω και έφυγα.

Το απόγευμα ο Τάκης με παρακάλεσε να τον αφήσωνα κοιμηθεί στη Νόρα για να διαβάσουν μαζί.

«Καλά, βρε παιδί μου, οι γονείς της τι θα πουν;»«Οι γονείς της έφυγαν χτες για την Αγγλία. Η μητέρα

260

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

της πρέπει να κάνει μια επέμβαση. Νομίζω ότι είναισοβαρά, αλλά η Νόρα δε μου 'χει πει τίποτα. Ίσως ναμην το ξέρει».

Στενοχωρήθηκα. Τι της έτυχε της κακομοιροόλας τέ-τοιες μέρες.

«Και θα μείνει μόνη της τόσο καιρό; Πες της, αν θέ-λει, να μείνει μαζί μας. Θα της ετοιμάσω τον ξενώνα καιθα τρώει ένα σπιτικό φαΐ».

«Είναι κι η μεγάλη της αδελφή στο σπίτι. Σ' ευχαρι-στώ πάντως που το πρότεινες. Θα μ' αφήσεις όμως σή-μερα να μείνω κι εγώ εκεί;»

«Εντάξει, αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα διαβάζετε.Οι εξετάσεις είναι προ των πυλών».

Με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Σου 'χωπει τώρα τελευταία ότι είσαι υπέροχη; Τελικά δεν περ-νάμε άσχημα οι δυο μας. Δηλαδή οι τρεις μας, με τονΓκουσγκούνη». Χα! Αυτό τι ήταν πάλι; Υπονοούμενοότι ο Τάκης άλλαξε γνώμη και δεν υπολόγιζε πια στηνεπιστροφή του πατέρα του; Αυτό απέκλειε μήπως καικάποια γνωριμία μου με άλλον άντρα; Ευχήθηκα να τέ-λειωναν οι εξετάσεις μια ώρα αρχύτερα για να του μι-λήσω για το Νικήτα. Τουλάχιστον η επανασύνδεση μου

261

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

με τη Χριστίνα, με απάλλαξε από ορισμένες δυσάρε-στες εξηγήσεις. Αύριο θα του 'λεγα ότι την επισκέφτη-κα και τα ξαναβρήκαμε. Τελικά,η ζώνη σώζει ζωές, αλ-λά με τον τρόπο της σώζει και σχέσεις.

Ο Τάκης έφυγε γύρω στις οχτώ. Οχτώ και ένα τηλε-φώνησα στο Νικήτα:

«Αυτό που θα σου προτείνω ακούγεται εντελώς εφη-βικό, αλλά ο γιος μου θα κοιμηθεί αλλού το βράδυ. Θεςνα 'ρθεις σπίτι για φαγητό; Θα φτιάξω κρέπες».

«Δεν είναι επικίνδυνο;»

262

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσει σήμερα». Δια-σκέδασα με το φόβο που του ενέπνεε ο γιος μου.

«Δε μιλάω για τον Τάκη. Για τις κρέπες μιλάω. Είσαικαλή μαγείρισσα ή θα με πεθάνεις για να μην έρθεις στηνΚαρδαμύλη;»

Γέλασα.«Δεν έχεις παρά να το ρισκάρεις. Μόνο εγώ θα

παίρ-νω τα ρίσκα στη ζωή μου;»

«Δηλαδή, βρίσκεσαι σε καλό δρόμο σχετικά με τηνπρόταση μου;»

«Θα σου πω μόνο όταν καταπιείς την τελευταίαμπουκιά της κρέπας».

«Αν μου πεις "ναι", δεν έχω πρόβλημα να καταπιώκι ένα μαγκάλι κάρβουνα. Τι ώρα να 'ρθω;»

Ήρθε στις δέκα. Μ' ένα ποτήρι κρασί στο χέρι καιυπό τους ήχους μουσικών θεμάτων του σινεμά, παρα-τηρούσε το σπίτι μου. Κοντοστάθηκε στη βιβλιοθήκη τουσαλονιού και χάζεψε τους τίτλους των βιβλίων για αρ-κετή ώρα. Επόμενη στάση του η κονσόλα με τις κορνι-ζαρισμένες φωτογραφίες.

«Ώστε αυτός είναι ο Αλέξης. Μάλιστα, ο τύπος τηςΛίζας. Παρατήρησες ότι μοιάζει με το μακαρίτη το Βα-σιλείου ;»

«Ούτε καν μου πέρασε απ' το μυαλό. Τη μόνη ομοιό-τητα που βρίσκω είναι ότι φορούσαν και οι δυο

263

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βέρα στοδεξί χέρι. Αν φυσικά συνεχίζει να τη φορά ο Αλέξης».

Γύρισε και με κοίταξε έντονα. «Σου λείπει;»Απέφυγα τη ματιά του. Έκανα πως ισιώνω τις

τέ-λεια τοποθετημένες κορνίζες.

«Δεν το σκέφτομαι. Δεν ξέρω τι θα νιώσω αν τον δω,αλλά τέτοια περίπτωση την αποκλείω. Αν ήταν, θα 'χεεπικοινωνήσει ήδη μαζί μου. Έστω για το παιδί».

264

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα συναντηθείτε. Έστωγια το παιδί. Ό,τι κι αν είναι, δεν μπορεί να αποποιηθείτον τίτλο του πατέρα».

«Νομίζω ότι η πρώην γυναίκα σου δεν τον αφήνει νασκεφτεί τέτοιους τίτλους. Ήταν καλή στο κρεβάτι;»

«Πολύ καλή» είπε κοφτά. Σαν να πονούσε στη θύ-μηση των καλών της επιδόσεων, των οποίων δεν αποτε-λούσε πλέον εκείνος το ερέθισμα. «Αλλά δε μετρά μόνοαυτό για να κρατήσει μια σχέση».

«Αυτό πες το στον άντρα μου. Τέλος πάντων, ας μηχαλάσουμε την όρεξή μας. Οι κρέπες είναι σχεδόν έτοι-μες».

Έπιασε στα χέρια του μια φωτογραφία του Τάκη,τραβηγμένη πριν από ένα καλοκαίρι.

«Ο γιος σου είναι πολύ γλυκός. Σου μοιάζει». Γλί-στρησα δίπλα του, ρίχνοντας μια ματιά στη φωτογρα-φία που ήξερα κάθε της λεπτομέρεια.

«Εσύ πώς και δεν έκανες παιδί με τη γυναίκα σου;Δεν ήσασταν καιρό παντρεμένοι;»

«Πώς, πώς, έξι χρόνια. Όμως τον πρώτο καιρό δε θέ-λαμε παιδιά, κι όταν εγώ ένιωσα την ανάγκη να γίνωπατέρας, η Λίζα ένιωσε την ανάγκη να γίνει ερωμένη άλ-λου. Τελικά, καλύτερα που δεν κάναμε, γιατί τι

265

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

φταί-νε τα παιδιά να πληρώνουν τις βλακείες των γονιώντους;»

«Έλα ντε, συνέχεια σκέφτομαι τον Τάκη και πόσο θατου κόστισε αυτή η ιστορία. Εμένα δε μου λέει πολλάγια να μη με στενοχωρήσει, αλλά είμαι σίγουρη ότι, ότανκλείνεται στο δωμάτιο του, θα υποφέρει. Καλά που 'χεικαι την κοπέλα του για να εκτονώνεται».

«Πόσω χρονώ είναι;»«Κοντεύει τα δεκαεφτά. Τον συνέλαβα στα δεκαο-

266

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

χτώ μου. Και, για να σε βγάλω από τον κόπο της πρό-σθεσης, εγώ πλησιάζω επικίνδυνα τα τριάντα έξι. Εσύπόσω είσαι; Σαράντα;»

«Ε, όχι και σαράντα!» έκανε δήθεν προσβεβλημένος.Και συμπλήρωσε με σκανταλιάρικο ύφος: «Σαράντατρία. Σου πέφτω πολύ μικρός ή πολύ μεγάλος;»

«Όπως λέει ο Καρνέιγ, "η αξία του ανθρώπου δε με-τριέται με την ηλικία". Είσαι πολύ καλός για να κολ-λάω σε ηλικίες».

«Ναι, όμως αν ήμουν τόσο καλός αλλά ογδόντα ετών,θα με καλούσες για κρέπες;»

«Και με τι δόντια θα τις έτρωγες;»«Μωρό μου, τυγχάνει να μιλάς με οδοντίατρο.

Παρε-μπιπτόντως, έχεις υπέροχη οδοντοστοιχία. Να χαμογε-λάς συχνότερα». Έσυρε τον αντίχειρά του στα χείλη μου.

Ναι, σκούπισε τα σάλια που μου τρέχουν έτσι όπωςσε βλέπω!

«Για τη συγκεκριμένη οδοντοστοιχία αναγκάστηκανα φοράω ορθοδοντικά σιδεράκια για τρία χρόνια. Ά-νοιγα το στόμα μου κι έμοιαζα του Σαγόνια από τονΤζέιμς Μποντ. Τραγική εμπειρία για μια κοπελίτσα σετόσο τρυφερή ηλικία».

«Εξακολουθείς να βρίσκεσαι σε τρυφερή ηλικία. Ανδε μου 'λεγες ότι είσαι τριάντα έξι, θα σε

267

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

περνούσα γιαμικρότερη».

«Σου πέφτω πολύ μικρή ή πολύ μεγάλη;»«Θα σε ερωτευόμουν ακόμα και στο

γηροκομείο.Σου το 'πα και τις προάλλες: καμιά γυναίκα δε μ' έχεικάνει να νιώσω τόσο έντονα. Γνωριζόμαστε ελάχιστα,αλλά έχεις μπει στους πόρους του κορμιού μου».

Χαμογέλασα αυτάρεσκα. Είχα ξεχάσει τι σήμαινε κο-μπλιμέντο . Αποτόλμησα την ερώτηση:

268

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Αφότου χωρίσατε με τη Λίζα, δεν υπήρξαν άλλες

γυναίκες;»«Φυσικά. Για τον επόμενο ενάμιση χρόνο από

το δια-ζύγιο έβγαινα κάθε βράδυ με διαφορετική. Όμως αυτόήταν μια σπασμωδική αντίδραση του πληγωμένου ε-γωισμού μου. Όταν άνοιγα το πρωί τα μάτια μου κι έ-βλεπα το ξένο κορμί ξαπλωμένο πλάι μου, μ' έπιανε κα-τάθλιψη. Έτσι δοκίμασα να μείνω μόνος και από τότεηρέμησα. Μέχρι που γνώρισα εσένα».

«Δε σκέφτεσαι ότι μπορεί κι εγώ να σου προκαλέσωκατάθλιψη;»

«Κατάθλιψη θα πάθω μόνο αν πάψω να σε βλέπω».Γέλασα. «Μιλάς σαν Λατίνος εραστής. Εδώ

καλά κα-λά δε γνωριζόμαστε κι είμαι το παν για σένα. Ώρες ώ-ρες με φοβίζουν αυτά που μου λες».

Μου 'πιάσε τα χέρια. «Αφού σ' αρέσουν τα αποφθέγ-ματα, άκου κι αυτό του Ηρόδοτου: "Τ' αυτιά πιστεύουνπιο δύσκολα απ' τα μάτια". Μπορεί αυτά που σου λέωνα μην τα πιστεύεις, όμως σιγά σιγά θα καταλάβεις ότιτα εννοώ».

Μου έσφιξε περισσότερο τους καρπούς.«Ελένη, η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη στις

αν-θρώπινες σχέσεις. Συχνά οι άνθρωποι ζημιώνονται από

269

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τις υποψίες τους, παρά από τις απιστίες των άλλων».

Μου άφησε τα χέρια και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.«Και τώρα έλα να φάμε,γιατί η φιλοσοφική

συζήτη-ση μου άνοιξε την όρεξη».

Φάγαμε στη βεράντα. Οι τελευταίες νύχτες του Μαίουέδιναν στο απρόσωπο Χαλάνδρι ρομαντικό χαρακτήρα.Εκεί, στο ρετιρέ της οδού Αρτέμιδος, μαζί με τα γερά-νια που άνθιζαν, άρχισε να σκάει μπουμπούκια έναςτρελός έρωτας. Το φιλί της καληνύχτας ήταν απρόθυμο

270

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γιατί δε θέλαμε να τελειώσει η βραδιά. Όμως ξέραμεπως οι εσπευσμένες κινήσεις δεν ήταν μέρος της δικήςμας σχέσης. Κλείσαμε όλη τη λαχτάρα της προσμονήςσ' εκείνο το φιλί. Ήταν σαν μια υπόσχεση γι' αυτά πουθα ακολουθούσαν. Κάθε λεπτό που περνούσε ενίσχυετην απόφαση μου να πάω μαζί του. Λίγο ακόμα να μ' έ-σφιγγε στην αγκαλιά του και θα μάζευα τα πράγματάμου επιτόπου.

Έφυγε πριν χάσουμε τον έλεγχο. Ποιον έλεγχο; Εγώτον είχα χάσει όταν του πρωτοσυστήθηκα με το πατρι-κό μου όνομα. Έσβησα τα φώτα, και το σκοτάδι πουτύλιξε το σπίτι για πρώτη φορά έπαψε να είναι απειλη-τικό. Έβαλα στο κασετόφωνο την κασέτα του. Καθι-σμένη στον καναπέ του σαλονιού, που φωτιζόταν μόνοαπό τα φώτα του δρόμου, άκουσα τα τζιτζίκια στην Πα-λιά Καρδαμύλη.

Το άγριο κουδούνισμα του τηλεφώνου, τόσο παρά-ταιρο στην όλη σκηνή, με τράβηξε άγαρμπα από την ο-νειροπόληση. Κοίταξα το ρολόι: 01.40'. Περίμενα ν' α-κούσω τη φωνή του Νικήτα για μια τελευταία καληνύ-χτα, όμως αντ' αυτού μου μίλησε η Χριστίνα:

271

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Συγγνώμη που σε ανησυχώ τέτοια ώρα, αλλά είναιπολύ σημαντικό. Άνοιξε το ραδιόφωνο στους 100;9 καιθα καταλάβεις».

Το 'κλεισε πριν προλάβω να της μιλήσω. Πέντε λεπτάαργότερα άκουγα τη Σοφία Βόσσου να τραγουδά το Φι-λαράκι αποκλειστικά αφιερωμένο σ' εμένα από τη Χρι-στίνα. Δυνάμωσα την ένταση αδιαφορώντας για το ακα-τάλληλο της ώρας. Τι διάολο! Πρώτη φορά μου αφιέ-ρωναν τραγούδι.

Την επόμενη μέρα επισκέφθηκα ξανά τη Χριστίνα.Έδειχνε καλύτερα. Την ευχαρίστησα για τη χτεσινή της

272

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κίνηση. Μου είπε ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσενα κάνει. Στο δεύτερο φλιτζάνι καφέ νιώσαμε και οι δυοπιο χαλαρωμένες.

«Πότε θα πάψεις να πίνεις τον γαλλικό με το καλα-μάκι ;»

«Αύριο θα 'ρθει ο γιατρός στο σπίτι να μου πει πότεθα βγάλω το γύψο. Το πόδι μου θα μείνει εγκλωβισμέ-νο στο γύψο δυο μέρες ακόμα και μετά θ' αρχίσω κι-νησιοθεραπεία. Από δω κι εμπρός η ΕΜΥ θα ενημερώνε-ται από μένα για τις αλλαγές θερμοκρασίας. Ο γιατρόςμου είπε πως το σπάσιμο θα επηρεάσει τα κόκαλάμου».

«Δε λες καλά που δεν ακολούθησες το Βασιλείου στοντάφο... »

Ξαφνικά σαν να θυμήθηκε όσα της είχα διηγηθεί γιατο περιστατικό στο νεκροταφείο. Την είδα που δίσταζενα με ρωτήσει, φοβούμενη ότι θα επαναφέρω το θέματου Αλέξη. Την έβγαλα από τη δύσκολη θέση κι εγώ δενξέρω για ποιο λόγο. Ενώ αρχικά είχα αποφασίσει ναμην της κάνω κουβέντα για την προσωπική μου ζωή, α-ναπάντεχα με κυρίεψε η επιθυμία να της μιλήσω για τοΝικήτα. Λίγο, χωρίς βαθύτερες λεπτομέρειες. Έτσι, γιανα πιούμε πιο ευχάριστα τον καφέ μας.

273

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Μήπως θες να με ρωτήσεις αν ξανάδα τον τύποπου... μας άνοιξε τα μάτια για το ποιόν του Αλέξη;»

«Εκείνος πώς το πήρε που η γυναίκα του τον άφησεγια άλλον;» έστρεψε την κουβέντα μακριά απ' το απα-γορευμένο όνομα.

«Αυτός τράβηξε το Γολγοθά του πριν από δυο χρόνιαπου πήραν διαζύγιο. Τώρα είναι έτοιμος να συνεχίσειτη ζωή του». Μαζίμου. Της διηγήθηκα τις συμπτώσειςπου οδήγησαν στο ξεσκέπασμα του Αλέξη. Με κοιτού-

274

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σε σαν να μην πίστευε στ' αυτιά της. Στο τέλος με ρώ-τησε αυτό που περίμενα:

«Αυτός ο Νικήτας λέει τίποτα; Γιατί, αν υπήρχε εν-διαφέρον, θα 'ταν πολύ καλό για σένα να πληρώσεις τονάντρα σου με το ίδιο νόμισμα».

Ορίστε, είχα και τις ευλογίες της Χριστίνας! Μόνοπου εκείνη το 'βλεπε απ' τη σκοπιά της εκδίκησης.

«Είναι πολύ γοητευτικός. Αλλά αυτή τη στιγμή δενμπορώ να σκεφτώ έρωτες, πόσο μάλλον στην υπηρεσίατης εκδίκησης. Μου φτάνει που έχω τον Τάκη» είπα προ-σεκτικά. Στο άκουσμα του ονόματός του, τσιτώθηκε.Και πάλι φρόντισα να τη βγάλω απ' τη δύσκολη θέση.

«Δεν ξέρει για το σκηνικό μ' εσένα και τον πατέρατου. Ξέρει μόνο πως τα 'χει μπλέξει με κάποια άσχετη.Βέβαια, υποψιάστηκε ότι κάτι έτρεχε μεταξύ μας, αφούείχαμε διακόψει επαφές τον πρώτο μήνα. Του είπα ότιείχαμε ψιλοπαρεξηγηθεί. Τώρα είναι καιρός να μάθειότι τα ξαναβρήκαμε. Από μένα πάντως δε θα μάθει πο-τέ τη σχέση σου με τον Αλέξη. Είναι ικανός να τον μι-σήσει θανάσιμα».

«Αφού δε με μίσησες εσύ...»«Όχι,τελικά δε σε μίσησα όπως νόμιζα στην αρχή».

275

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ούτε τον Αλέξη τον μισείς;» έκανε δειλά σαν να φο-βόταν ότι θα της έσπαγα και το «καλό» χέρι, αυτό πουτης απέμεινε.

«Σ' αυτή τη φάση τον σιχαίνομαι. Έχασα την εμπι-στοσύνη μου στους ανθρώπους και μόνο ένα θαύμαμπορεί να την επαναφέρει».

«Πιστεύεις στα θαύματα;»«Φυσικά». Ορισμένα μάλιστα έχουν αντρικό όνομα.

«Προσπαθώ να σκεφτώ θετικά, γιατί στο τέλος είναιαυτό που λέμε "κάθε εμπόδιο για καλό". Μπορεί σε με-

276

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

γαλυτερη ηλικία να μην άντεχα τέτοιες ιστορίες. Τώραέχω ακόμα τη δύναμη να το παλέψω».Με κοίταξε με θαυμασμό:

«Ελένη, χωρίς να με παρεξηγήσεις, νομίζω πως αυτήη ιστορία σου βγήκε σε καλό. Σαν να ξαναγεννήθηκες.Κοιτάξου στον καθρέφτη και θα δεις μια άλλη γυναίκα.Σχεδόν ερωτευμένη, θα έλεγα».

Εγώ, πάλι, θα 'λεγα: απόλυτα ερωτευμένη. Αλλά καιαπόλυτα καχύποπτη απέναντι στη Χριστίνα. Αρκέ-στηκα να της πω ότι πράγματι αυτό το συμβάν με είχεσκληρύνει τόσο, ώστε να μη γίνω θύμα μιας αρρωστη-μένης κατάστασης. Εντάξει, δεν αρκέστηκα σ' αυτό:

«Να φανταστείς, Χριστίνα, σε μια έκρηξη κοκετα-ρίας πέταξα όλα τα παλαιολιθικά μου εσώρουχα κι α-γόρασα άλλα, που παραπέμπουν σε αισθησιακές νύ-χτες».

Η φωνή της χρωματίστηκε από θαυμασμό με κάποιαυποψία ζήλιας: «Κι ύστερα μου λες ότι δεν υπάρχει άλ-λος άντρας στη ζωή σου. Τελικά είναι ο, Νικήτας, έτσι;»

Αντί να της απαντήσω, έπιασα την καφετιέρα κι έρι-ξα λίγο καφέ στο φλιτζάνι μου. Κατάλαβε την απροθυ-μία μου να μιλήσω. Υποχώρησε.

«Με συγχωρείς. Ξεχνάω ότι τα πράγματα έχουν αλ-

277

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λάξει μεταξύ μας. Είναι στιγμές που θα προτιμούσα ναμε μισούσες και να αρνιόσουν να με δεις, παρά να αντι-μετωπίζω την επιφυλακτικότητά σου. Αλλά θα πρέπεινα είμαι ευχαριστημένη που έστω και τυπικά παραμέ-νεις φίλη μου».

Εκνευρίστηκα γιατί σχεδόν με κατηγορούσε για τηναλλαγή στη στάση μου. «Κοίτα, Χριστίνα, αυτό που μουέκανες δεν ξεχνιέται, απλώς θάβεται σε κάποιο μακρινόντουλαπάκι του μυαλού μου. Ίσως σταδιακά να νιώσω

278

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

καλύτερα απέναντι σου. Αλλά ας μην πιέσουμε τα πράγ-ματα. Δεν είμαι έτοιμη για προσωπικές συζητήσεις».

Η ατμόσφαιρα βάρυνε. Ήταν ώρα να φύγω. Παρ' όλ'αυτά, τη φίλησα στο μάγουλο και υποσχέθηκα ότι θα τηςτηλεφωνούσα σύντομα. Βγήκα από το πατρικό της μεταχυκαρδία. Τελικά, πόσο δύσκολο είναι να συγχωρείςτους ανθρώπους! Δηλαδή, τι έπρεπε να πει ο Χριστός,που δεν άφησε εχθρό του για εχθρό του ασυγχώρητο;

Βρήκα τον Τάκη στην κουζίνα. Άρπαξα την ευκαιρίαόταν με ρώτησε πού ήμουν:

«Στη Χριστίνα. Έπαθε αυτοκινητικό ατύχημα και πή-γα να τη δω στο πατρικό της».

«Ελπίζω να μην είναι πολύ άσχημα. Πες της περαστι-κά εκ μέρους μου. Χαίρομαι που λύθηκε η παρεξήγησήσας».

«Κι εγώ, καλέ μου. Με πήρε κανείς;» ρώτησα αδιά-φορα.

«Κάποιος Νικήτας». Ατάραχος συνέχισε να αλείφειτη φρυγανιά του με βούτυρο. Πάγωσα. Απ' τις πρώτεςκιόλας μέρες είχα παρακαλέσει το Νικήτα να μη μεπαίρνει εκείνος τηλέφωνο, για να μην αρχίσει τις ερω-τήσεις ο Τάκης. Το καταλάβαινε απόλυτα. Με έζωσαν

279

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

τα φίδια. Για να με πάρει, ήταν σοβαρό. Όμως εκείνη τηστιγμή με έτρωγε η αντίδραση του γιου μου. Δε θα μ' έ-τρωγε όμως για πολύ:

«Μαμά, μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;»Προσπάθησα να κρύψω το τρέμουλο στη φωνή

μου.«Φυσικά, μωρό μου».

«Πότε σκοπεύεις να ανανεώσεις το περιεχόμενο τουψυγείου; Βαρέθηκα να το ανοίγω και να βλέπω μόνοβούτυρο και αυγά. Εσύ κάποτε ψώνιζες λες και μας α-πειλούσε πυρηνική καταστροφή».

280

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Με πλημμύρισε ανακούφιση. «Έχεις δίκιο, μωρό μου,μ' όλα αυτά που μας συνέβησαν σε παραμέλησα. Τώρακιόλας θα βγω να ψωνίσω ό,τι τραβά η ψυχή σου». Σφυ-ρίζοντας βούτηξα την τσάντα μου και κίνησα να φύγω.Στην πόρτα της κουζίνας με σταμάτησε η φωνή του:

«Ποιος είναι ο Νικήτας;»Άλλη μια φορά στη ζωή μου θυμάμαι ότι άνοιξα

τοστόμα μου και δεν μπόρεσα να βγάλω ούτε γρύλισμα:όταν είχα σπάσει κατά λάθος ένα τζάμι της τάξης καιδεν τολμούσα να φανερωθώ στη δασκάλα, που ρωτούσεέναν έναν ποιος το έκανε. Έφτασε η σειρά μου κι εγώανοιγόκλεινα το στόμα σαν ροφός. Στο τέλος ψέλλισα«δεν ξέρω». Τώρα δεν μπορούσα να ξεφύγω με μια πα-ρόμοια απάντηση. Τι πάει να πει «δεν ξέρω»; Ο Νική-τας με είχε ζητήσει αυτοπροσώπως. Έπρεπε να σκεφτώκάτι άλλο, χωρίς να καταφύγω στην εύκολη λύση, τοψέμα. Γύρισα και κοίταξα τον Τάκη με απορημένο ύφος.

«Ο Νικήτας; Είναι ο οδοντίατρός μου. Λες να άλλαξετο ραντεβού μας; Θα τον πάρω να μάθω». Ευχαρίστη-σα σιωπηλά την απόφαση του να ακολουθήσει αυτό τοεπάγγελμα. Σκέψου να είχε γίνει αρχαιολόγος και

281

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ναέλεγα στον Τάκη: «Ο Νικήτας; Είναι ο αρχαιολόγος μου.Λες να ανακάλυψε το χαμένο χέρι της Αφροδίτης τηςΜήλου; Θα τον πάρω να μάθω».

«Όταν τον πάρεις, κλείσε κι ένα ραντεβού για μένα,γιατί νομίζω ότι έχω μια τρύπα σ' ένα πίσω δόντι και θέ-λω να το κοιτάξει».

Δε φανταζόμουν ότι η πρώτη γνωριμία του Τάκη μετο Νικήτα θα μπορούσε να γίνει στην επικλινή πολυ-θρόνα του οδοντιατρείου του. Ήταν όμως μια καλή ευ-καιρία. Ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι η μοίρα μου έκλει-νε πονηρά το μάτι.

282

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Κάπως πιο ξαλαφρωμένη σχημάτισα τον αριθμό τουιατρείου. Απάντησε η γραμματέας του:

«Ο κύριος Χήρος έχει πελάτη αυτή τη στιγμή. Να τουαφήσω παραγγελία;»

«Πείτε του να πάρει την Ελένη στο σπίτι. Επείγει».Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Τι είχε

συμβεί γιανα διακινδυνεύσει ένα τηλεφώνημα στο σπίτι μου; Μή-πως είχε αλλάξει γνώμη για μας; Αλλά, πάλι, τόσο πο-λύ βιαζόταν να μου το ανακοινώσει; Βούλιαξα στην πο-λυθρόνα με το τηλέφωνο αγκαλιά. Το σήκωσα πριν κα-λά καλά χτυπήσει. Η φωνή του, αποχρωματισμένη απότη ζεστασιά που είχε κάθε φορά που μιλούσαμε, μ' έ-κανε να καταλάβω ότι είχε συμβεί κάτι σοβαρό.

«Ελένη, είναι πιθανό να επιστρέψει ο άντρας σου στοσπίτι. Ενδεχομένως αυτή τη στιγμή που μιλάμε μαζεύειτα πράγματά του και ψάχνει τα κλειδιά του σπιτιούσας».

Κινήθηκα προς τα εμπρός, σαν να τον είχα απέναντιμου και προσπαθούσα να ακούσω καλύτερα τι μου έ-λεγε.

«Πώς σου ήρθε αυτό; Μήπως έχεις εμμονές, που...»Με διέκοψε εκνευρισμένος:

283

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Δε θα σ' έπαιρνα στο σπίτι σου ορμώμενος από μιαεμμονή. Οι κοινοί γνωστοί που έχω με τη Λίζα και πουμου είπαν για τη σχέση της με τον άντρα σου μου ανέ-φεραν τις εξελίξεις».

Πάγωσα. «Και ποιες είναι οι εξελίξεις;»«Δεν μπορώ να σ' τα πω απ' το τηλέφωνο.

Πρέπει νασυναντηθούμε. Μπορείς να έρθεις το απόγευμα στο σπί-τι μου; Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά».

«Τι λες, βρε Νικήτα; Ο Αλέξης έχει να δώσει σημείαζωής πάνω από μήνα. Αν δεν ήξερα ότι τα 'χει με την

284

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πρώην γυναίκα σου, θα τον αναζητούσα μέσω ΕρυθρούΣταυρού. Τι θα τον κάνει να τραπεί σε άτακτη φυγή,και μάλιστα να επιστρέψει στο σπίτι μου;»

«Ένα παιδί». Εκείνη τη στιγμή και η γυναίκα τουΛωτ θα ζήλευε την ακινησία μου. Έμεινα ξερή να κοιτώτο ακουστικό.

«Είναι έγκυος η Λίζα και θα την παρατήσει ο Αλέ-ξης ;» ρώτησα χωρίς ανάσα.

«Θα τα πούμε από κοντά, γιατί μόλις μπήκε πελάτης.Σε περιμένω στις έξι. Μην αργήσεις».

Με πιάσαν τα νεύρα μου. Καταράστηκα τον πελάτητου να υποφέρει τα πάνδεινα στον τροχό. Ήταν μία τομεσημέρι και για τις επόμενες πέντε ώρες θα ύφαινα δε-κάδες σενάρια με αυτά που είχα μάθει. Ο Τάκης εμφα-νίστηκε στο σαλόνι κρατώντας το σάκο του σχολείου.

«Φεύγω. Θα τελειώσω γύρω στις οχτώ και μετά λέωνα πεταχτώ στη Νόρα για διάβασμα. Θα γυρίσω κατάτις έντεκα. Έκλεισες ραντεβού με το γιατρό για το δό-ντι μου;»

Τον κοίταξα σαν χαζή. Κούνησε το χέρι του μπροστάστα μάτια μου.

«Εεε! Πού βόσκεις; Μίλησες στο γιατρό για το δόντιμου; Δε θέλω να 'χω ιστορίες στη μέση των εξετάσεων».

285

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Δε... δεν ήταν στο ιατρείο του. Θα πάρω αργότερα»απάντησα σαν χαμένη.

«Και με ποιον μιλούσες στο τηλέφωνο κι έχεις τώρατέτοια φάτσα;»

«Με τη Χριστίνα».Με κοίταξε συνοφρυωμένος. «Υπήρξε καμιά

επιπλο-κή στην υγεία της;»

«Πονάει λίγο, γι' αυτό θα πάω στο σπίτι της το από-γευμα. Μην ανησυχήσεις, αν δε με βρεις». Τελικά, δεν το

286

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γλίτωσα το ψέμα. Προσπαθώντας να κρύψω τις ενοχέςμου, τον φίλησα και του είπα να μην καθυστερήσει στηΝόρα. Έπειτα πήρα τον Γκουσγκούνη και πήγαμε στοκοντινό άλσος. Μου ήταν αδύνατον να μείνω στο σπίτι.Μήπως φοβόμουν την επιστροφή του Αλέξη;

Όση ώρα άφηνε το σκυλί την υγρή σφραγίδα του σταδέντρα του άλσους, εγώ προσπαθούσα να σκεφτώ πώςθα δεχόμουν τον Αλέξη, αν τελικά γυρνούσε. Μήπωςδεν έπρεπε να τον δεχτώ καν", αλλά να κινήσω τη διαδι-κασία διαζυγίου; Και ο Τάκης; Θα βρισκόταν ανάμεσαστα ανταλλασσόμενα πυρά λίγες μέρες πριν από τις εξε-τάσεις του; Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτόμου, ότι δεν ήταν σίγουρη η επιστροφή του. Μπορεί αυ-τή τη στιγμή να κυλιόταν στο κρεβάτι άλλης γυναίκας.Το σκεφτόμουν αλλά δεν το πίστευα. Κάτι μου έλεγεπως η μοίρα, που πριν από λίγο μου έκλεινε συνωμοτι-κά το μάτι, τώρα είχε στρέψει αλλού το βλέμμα της.

Στις έξι το απόγευμα χτύπησα τρέμοντας το κου-δούνι του Νικήτα. Με υποδέχτηκε σκεφτικός.

«Τι θα πιεις;»«Υδροκυάνιο. Εκτός βέβαια αν σου περισσεύει

λίγοςκαφές». Έφερε δυο κούπες και μοιραστήκαμε τον

287

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κα-ναπέ. Επιτέλους μου χαμογέλασε.

«Είσαι καλά;»«Εξαρτάται από το τι θα μου πεις». Ήπια μια

γου-λιά καφέ και περίμενα.

«Η γυναικολόγος της Λίζας είναι παντρεμένη μ' έναφίλο μου, γιατρό επίσης. Καμιά φορά συζητούν για μας,αλλά η γυναίκα του δεν ξέρει ότι εγώ έχω διατηρήσει ε-παφές με τον άντρα της. Έτσι έμαθα και για τον Αλέξη,γιατί την ψάρεψε ο φίλος μου. Το πρωί με πήρε τηλέ-φωνο για να μου πει ότι η Λίζα είχε πάει πριν από λίγο

288

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

καιρό στο ιατρείο της γυναίκας του για να της βγάλειτο σπιράλ. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαί-νει. Αποφάσισαν να κάνουν παιδί».

«Μπορεί να έπαθε κάποια μόλυνση και να έπρεπε νατο αφαιρέσει». Μου ήταν αδύνατον να δεχτώ το γεγο-νός ότι ο Αλέξης αποφάσισε να ξανακάνει παιδί, τηστιγμή που είχε ξεχάσει ότι ήταν ήδη πατέρας ενός α-γοριού. Εκτός κι αν ήταν φουλ ερωτευμένος. Όμως δεθα με είχε ειδοποιήσει για τις προθέσεις του; Είπα τονπροβληματισμό μου στο Νικήτα.

«Ο φίλος μου δεν είχε καταλάβει καλά. Η Λίζα απο-φάσισε να βγάλει το σπιράλ ερήμην του Αλέξη. Όταντελικά του το είπε, έκαναν χοντρό καβγά, κι αυτός α-πείλησε ότι θα την παρατήσει αν δεν το ξανάβαζε. Η Λί-ζα πήγε με δάκρυα στη γιατρό της, αλλά ξαφνικά μου-λάρωσε και επέστρεψε στο σπίτι, δηλώνοντας στον Α-λέξη ότι δε θα υπέκυπτε στις πιέσεις ενός τυχαίου γκό-μενου».

«Τυχαίου γκόμενου; Αυτή πριν από λίγες μέρες τονέχρισε πατέρα του παιδιού της. Ξαφνικά έγινε τυχαίοςγκόμενος;» φώναξα έξαλλη.

«Έτσι φαίνεται. Της είπε η γυναικολόγος ότι στε-

289

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

νεύουν τα περιθώρια για παιδί και καλά θα έκανε νακοιτάξει την πορεία της σχέσης της. Κι εκείνη αποφά-σισε να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Χτες ο φίλος μουέγινε κατά λάθος μάρτυρας του τηλεφωνήματος μεταξύτης γυναίκας του και της Λίζας. Απ' τα συμφραζόμενακατάλαβε ότι έπαιξε κι έχασε. Ο Αλέξης της δήλωσε ότιτο 'χει ξαναζήσει το έργο, ότι μια οικογένεια του φτάνεικι ότι τουλάχιστον η γυναίκα του ήταν αρνί, χωρίς α-παιτήσεις». Με κοίταξε χαμογελώντας.Εξεμάνην. «Εγώ αρνί; Καταρχήν, αυτός έφυγε απ'

το

290

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

σπίτι επειδή έλεγε ότι τον καταπιέζω. Ξαφνικά έγινα αρ-νί χωρίς απαιτήσεις; Ας τολμήσει να γυρίσει και θα δειτο αρνί να γίνεται λύκος».

«Γι' αυτό σε φώναξα, λύκε μου. Για να μου πεις τι θακάνεις αν ο Αλέξης επιστρέψει σαν να μη συνέβη τίπο-τα».

«Τώρα που το σκέφτομαι, η Λίζα είναι η δεύτερη φο-ρά που την πατάει. Δεν έχει τύχη με τους παντρεμέ-νους. Έτσι την έδιωξε και ο Βασιλείου. Αναρωτιέμαι μή-πως στραφεί πάλι σ' εσένα». Δάγκωσα νευρικά μια πα-ρανυχίδα, στην προσπάθεια να διασκεδάσω τις ανα-σφάλειες που με ζύγωναν απειλητικά. Κρεμάστηκα απότα χείλη του.

«Πρώτον, το θεωρώ απίθανο καθότι έχουμε πάρειδιαζύγιο εδώ και δύο χρόνια και δεν έχουμε ανταλλά-ξει ούτε ευχετήριο τηλεγράφημα. Υποθέτω ότι θα τα ρί-ξει σε κάποιον άλλο παντρεμένο. Εγώ πάντως φρόντι-σα να προειδοποιήσω το φίλο μου. Δεύτερον, δε μου α-πάντησες σ' αυτό που σε ρώτησα: θα δεχτείς πίσω τονΑλέξη αν γυρίσει ή θα του πεις να χωρίσετε και θα μεακολουθήσεις στην Καρδαμύλη;»

291

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τώρα τίθεται τέτοιο θέμα; Ή ο Αλέξης ή ο Νική-τας;» του επιτέθηκα ξεχνώντας ότι πριν από δέκατα τουδευτερολέπτου έτρεμα μην ακούσω πως θα τη δεχότανπίσω.

«Δε νομίζω ότι μπορείς να έχεις συγχρόνως δύοάντρες. Άσε που δε θα το δεχτώ εγώ».

Ξεφύσηξα συλλογισμένη. «Το μόνο που σκέφτομαιείναι ο Τάκης. Αν χαρεί για την επιστροφή του πατέρατου, εγώ δεν μπορώ να του διαλύσω την επιθυμία να ταξαναβρούν. Φαντάσου να του πει ο Αλέξης "γιε μου,γύρισα" και συγχρόνως να ακούσει τη μάνα του να λέει

292

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

"γιε μου,τώρα που γύρισε ο πατέρας σου, εγώ θα φύγωμε το Νικήτα". Εμείς δεν είμαστε οικογένεια αλλά α-γώνας σκυταλοδρομίας».

Κατέβασε το κεφάλι και ψιθύρισε: «Καταλαβαίνω».Προσπάθησα να τον καθησυχάσω. «Αν

ακούσεις όμωςπώς μιλά για τον πατέρα του, θα καταλάβεις ότι δεν εί-ναι πολύ πιθανό να τα ξαναβρούν. Αντιθέτως, εξέφρα-σε την επιθυμία να σε γνωρίσει».

Σήκωσε έκπληκτος το κεφάλι. «Του μίλησες για μαςκαι δε μου το λες τόση ώρα;»

«Λεν του μίλησα ακριβώς για τη στενότερη γνωριμίαμας. Απλά, θέλει να κοιτάξεις τα δόντια του πριν απότις εξετάσεις. Νομίζει ότι έχει κάνει τρύπα σ' ένα δόντι».Του διηγήθηκα την αφορμή της συζήτησης. Ξαναβού-λιαξε στην κατήφεια.

«Εγώ πάντως είμαι της γνώμης να του μιλήσεις γιαμας πριν εμφανιστεί ο Αλέξης. Θα το 'κάνες έτσι κι αλ-λιώς μόλις τέλειωνε τις εξετάσεις. Πειράζει να επισπεύ-σεις τη συζήτηση;»

«Τώρα έχω ένα λόγο παραπάνω να περιμένω. Αν δε-χτεί τον πατέρα του, δεν μπορώ να κάνω τίποτα» αμύν-θηκα. Κατάλαβα ότι τσιτώθηκε.

«Τον εαυτό σου δεν τον σκέφτεσαι; Θα δώσεις άφε-

293

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ση αμαρτιών στο ρεμάλι που παντρεύτηκες μόνο και μό-νο για να μεγαλώσει ο γιος σου με πατέρα; Ωραίο πρό-τυπο θα 'χει. Ειδικά αν μάθει τα αίσχη του. Τελικά, μπο-ρώ να ελπίζω μόνο στην ορθή κρίση του γιου σου. Εσύμε απογοητεύεις. Γίνεσαι χαλί για να περπατήσει θριαμ-βευτής ο Αλέξης. Μέχρι, φυσικά, να ξαναφύγει. Αλλάτότε δε νομίζω η μοίρα να ξανασταθεί καλή μαζί σου.Θα μείνεις μόνη σου, γιατί κι ο Τάκης θ' ανοίξει κάποιαστιγμή τα φτερά του». Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω.

294

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Βρόντηξα την κούπα στο τραπεζάκι και πετάχτηκαόρθια με τα χέρια στη μέση:

«Νομίζεις ότι δεν αναλογίζομαι τις συνέπειες; Αλλάεσύ δεν έχεις παιδί για να καταλάβεις. Δε θέλω να μεκατηγορήσει ότι χάλασα την οικογένεια μας». Σταμά-τησε απότομα να κινείται.

«Ότι ΕΣΥ χάλασες την οικογένειά σας; Τι να σου πω,κορίτσι μου. Τελικά, είσαι άξια της τύχης σου. Σ' αρέσεινα σε μεταχειρίζονται σαν σκουπίδι» φώναξε έξαλλος.

Τον διέκοψα υψώνοντας περισσότερο τη φωνή μου:«Εσένα σε καίει ότι ίσως δεν μπορέσεις να

νικήσειςτον αντίπαλο, που μου έλεγες τις προάλλες. Εδώ τίθε-ται θέμα εγωισμού κι όχι αλτρουιστικό ενδιαφέρον γιατο συνάνθρωπό σου. Ποσώς σε νοιάζει αν γίνει χάλια ηζωή μου. Το ζητούμενο είναι να μη γίνει χάλια η δικήσου ζωή».

Χαμογέλασε θλιμμένα. «Λυπάμαι που σου έδωσα τέ-τοια εντύπωση. Βασικά λυπάμαι που επέτρεψα στονεαυτό μου να ονειρευτεί για πρώτη φορά μετά απόκαιρό και που προσπάθησα να παρασύρω κι εσένα. Τε-λικά η Καρδαμύλη θα παραμείνει χίμαιρα. Καλύτερανα απαλλαγείς απ' το δίλημμά σου. Εξάλλου, πώς

295

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

μπο-ρεί η' δική μας γνωριμία, του ενός μηνός και κάτι, νασταθεί απέναντι στα τόσα χρόνια γάμου; Ήμουν βλά-κας που πίστεψα κάτι τέτοιο».

Έπιασε την τσάντα μου και μου την έδωσε.«Καλύτερα να φύγεις. Μπορεί να 'χει γυρίσει ο

ά-ντρας σου».

Θεέ μου, τον χάνω! Την έριξα με δύναμη στο πάτω-μα. Τον έπιασα από τους ώμους και τον ανάγκασα νασκύψει προς το μέρος μου. Τον φίλησα με μανία. Μιαμανία που περιέκλειε έρωτα και ανάγκη για συγγνώμη.

296

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Ξαφνιάστηκε με την κίνηση μου, αλλά γρήγορα παρα-σύρθηκε στη δίνη του φιλιού μου. Άρχισα να του ξεκου-μπώνω το πουκάμισο με ανυπόμονα δάχτυλα. Προσπά-θησε να τραβηχτεί.

«Μη, Ελένη, μην το κάνεις αυτό για να μου ρίξειςστάχτη στα μάτια... » αντιστάθηκε χλιαρά.

«Σκάσε, Νικήτα. Μη φέρεσαι σαν αρσακειάδα. Έχωεπίγνωση των πράξεων μου. Αυτό έπρεπε να 'χε γίνειαπό την αρχή. Δεν είχε νόημα να καταπιέζω τα αισθή-ματά μου για σένα, μόνο και μόνο επειδή ήταν νωρίς».

Με σήκωσε στα χέρια του και με μετέφερε, στην κρε-βατοκάμαρα. Κάναμε έρωτα ξανά και ξανά. Έκλαιγαστην αγκαλιά του κι εκείνος μου ψιθύριζε ότι όλα θαπήγαιναν καλά. Με πήρε ο ύπνος ακούγοντας τα τζιτζί-κια της Καρδαμύλης.

Ξύπνησα με την αίσθηση ότι κάποιος μου πείραζε τιςβλεφαρίδες. Άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα το Νικήτα ναχαμογελά κοντά στο πρόσωπό μου. Το δωμάτιο φωτιζό-ταν μόνο απ' τις λάμπες του δρόμου. Μ' έπιασε πανικός.

«Τι ώρα είναι;»Γέλασε. «Είναι η δεύτερη φορά που ξυπνάς στο

σπί-τι μου και πετάς την ίδια ατάκα. Την επόμενη φορά δο-

297

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κίμασε το "αγάπη μου, έλα να ξανακάνουμε έρωτα"».

Πέταξα από πάνω μου τα σκεπάσματα ψάχνονταςσυγχρόνως με τα μάτια την τηλεφωνική συσκευή. Δεντη βρήκα και ρώτησα το Νικήτα.

«Πού είναι το τηλέφωνο;»«Τι θέλεις, πάλι να τηλεφωνήσεις;» γκρίνιαξε

ναζιά-ρικα.

«Όχι, να λουστώ!» αντιγύρισα απότομα, εκνευρι-σμένη από τη σκηνή που γνώριζα ότι θα διαδραματιζό-ταν στο σπίτι: η ειρωνική σιωπή του Τάκη.

298

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Μισάνοιξε απορημένος το στόμα του. Συνέχισα μα-λακωμένη :

«Ο Τάκης θα ανησυχεί. Του 'πα ότι θα 'μαι στη Χρι-στίνα».

«Μα ξέρει ότι τα 'χετε τσουγκρίσει».«Επίσης ξέρει ότι τα ξαναβρήκαμε. Θα σου τα

διη-γηθώ άλλη ώρα. Τώρα πρέπει να τηλεφωνήσω». Κοί-ταξα το ρολόι μου. «Μπα, προλαβαίνω να γυρίσω κάιχωρίς τηλεφώνημα».

«Έτσι λοιπόν θα 'ναι η σχέση μας; Κυνηγητό και κρυ-φτό ;»

«Προς το παρόν καλύτερα να είναι κυνηγητό και κρυ-φτό παρά αμπάριζα. Λώσε μου λίγο χρόνο και θα τουμιλήσω για μας». Σηκώθηκα, τυλίγοντας σεμνότυφα το,σεντόνι γύρω από το σώμα μου. Ντύθηκα αστραπιαία,φροντίζοντας να μη δει ούτε χιλιοστό της γυμνής μουσάρκας. Οι ντροπές με είχαν πιάσει εκ των υστέρων.

«Κι αν γυρίσει ο Αλέξης; Πάλι τα ίδια θα ξαναλέμε;»επέμεινε. Εκνευρίστηκα γιατί με την επιμονή του κατέ-στρεφε τις τρυφερές στιγμές που είχαμε μοιραστεί.

«Όχου, βρε Νικήτα! Σου καρφώθηκε ότι θα γυρίσει.Πάμε στοίχημα ότι θα μείνει στ' αυγά του;»

299

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ωραία, ο χαμένος κερνά δείπνο στο ακριβότερο ε-στιατόριο της Αθήνας».

«Εντάξει, ετοιμάσου να ξηλωθείς. Τώρα είναι ώρα ναφύγω. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο».

16.

Στο ταξί χαμογελούσα ηλιθιωδώς, μέχρι που ανακάλυ-ψα τον ταξιτζή να μου ρίχνει ματιές απ' τον καθρέφτη

300

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

και το 'κοψα. Ήταν δέκα και κάτι όταν με υποδέχτηκετο άδειο σπίτι. Ανακουφίστηκα που δε χρειαζόταν νακρύψω το όμορφο συναίσθημα που ένιωθα. Μπήκα χα-μογελώντας στο μπάνιο. Προλάβαινα να κάνω ένα ντουςπριν έρθει ο Τάκης. Άνοιξα τη βρύση και μυρμήγκιασαστη σκέψη του απογεύματος. Κι όσο σκεφτόμουν ότιπαραλίγο να τον χάσω για μια ανόητη εικασία... Συν-νέφιασα. Μήπως όμως γυρνούσε ο Αλέξης; Έδιωξα αυ-τή τη σκέψη μαζί με τις σαπουνάδες.

Τυλίχτηκα στο μπουρνούζι μου και βγήκα απ' τομπάνιο. Είδα φως στο σαλόνι. Ο Τάκης είχε έρθει χωρίςνα τον ακούσω. Του φώναξα ότι ήμουν στην κρεβατοκά-μαρα κι ότι θα 'βγαινα σε δυο λεπτά. Έβγαλα το μπουρ-νούζι και χώθηκα στην ντουλάπα, αναζητώντας μια κα-λοκαιρινή ρόμπα, όταν ένιωσα κάποιον από πίσω μου.Γύρισα απότομα και παραλίγο να τσιρίξω από τρομάραστη θέα του Αλέξη. Τον έσπρωξα και άρπαξα το μπουρ-νούζι από το πάτωμα. Γέλασε όταν με είδε να το σφίγ-γω σπασμωδικά μπροστά μου και να το φορώ σε χρόνομηδέν. «Ελενάκι, μη γίνεσαι σεμνότυφη. Σ' έχω δει γυ-μνή άπειρες φορές» κορόιδεψε. Το σοκ

301

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

διαδέχτηκε ηοργή. Τα μάτια μου έβγαλαν φλόγες όταν γύρισα νατου μιλήσω.

«Τι γυρεύεις εδώ; Και πώς τολμάς να μπαίνεις σανκλέφτης στην κρεβατοκάμαρά μου;» Το χαμόγελο αυ-τοπεποίθησης που σχηματίστηκε στα χείλη του με εξα-γρίωσε περισσότερο. «Φύγε τώρα από δω μέσα, αλ-λιώς...»

«Αλλιώς θα φωνάξεις την αστυνομία να συλλάβει τοσύζυγο που επέστρεψε στο σπίτι του;» Προχώρησε έναβήμα μπροστά, πισωπάτησα ένα βήμα.

«Μήπως περίμενες σαμπάνια και κόκκινο χαλί μετά

302

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

την άθλια συμπεριφορά σου; Δεν είμαι τόσο ηλίθια»σφύριξα μέσα από τα δόντια μου.

«Όχι, αλλά υπέθεσα ότι θα ήσουν πιο συζητήσιμη.Εξάλλου, έχουμε να τα πούμε πάνω από μήνα».

«Σ' αυτό δεν έφταιξα εγώ. Μου είχες ξεκόψει κάθεεπαφή εκ μέρους μου. Καλά, το γιο μας δεν τον σκέ-φτηκες όλο αυτό το διάστημα που αλώνιζες;»

«Δεν αλώνιζα, προσπαθούσα να σκεφτώ κάπου μό-νος μου. Και τελικά αποφάσισα ότι δεν μπορώ να είμαιμακριά από την οικογένειά μου».

Μου 'ρθε ταμπλάς. Καλά, ο μαλάκας δεν υποψιάστη-κε ότι η παντελής έλλειψη επικοινωνίας θα με οδηγούσεσε ανάλογα συμπεράσματα; Πίστευε ότι θα έχαβα ταπερί αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής; Μου ήρθε ηδιάθεση να τον χαστουκίσω. Αρκέστηκα να τον ειρω-νευτώ :

«Για να μη δώσεις σημεία ζωής, υποθέτω ότι πήγεςστο Θιβέτ. Καλά που δε γύρισες με πορτοκαλί μανδύα».

Αιφνιδιάστηκε από την επίθεση και τραύλισε ανε-παίσθητα: «Έ...έμενα σε ξενοδοχείο, όπως σου είχα πει.Εδώ που τα λέμε, πίστευα ότι, παρά τα όσα συνέβησαν,εσύ θα μου τηλεφωνούσες στο γραφείο. Δε σε πήρα λοι-

303

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πόν για να δω μέχρι πού θα έφτανε η υπομονή σου».

Α, το δικηγορίσκο! Ήταν δυνατόν να βρει τέτοια δι-καιολογία για την αναισθησία του; Από αυτόν τελικάμπορούσες να ακούσεις τα πάντα. Ήμουν έτοιμη να τουπω ότι ήξερα για την γκόμενά του, αλλά το κλειδί στηνπόρτα σήμανε τη λήξη της συζήτησης. Τον παραμέρισακαι κίνησα για το χολ. Με ακολούθησε πριν προλάβω ναπροετοιμάσω τον Τάκη.

«Τάκη, αγόρι μου, γύρισα». Τον άρπαξε απ' τουςώμους και τον αγκάλιασε. Εκείνος έμεινε ξερός όση ώρα

304

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

περίμενε τον εγκέφαλό του να επεξεργαστεί την πληρο-φορία που δέχτηκε. Τελικά τον αγκάλιασε κι αυτός μη-χανικά , ενώ ταυτόχρονα με κοίταζε ερωτηματικά πάνωαπό την πλάτη του πατέρα του. Ανασήκωσα τους ώμους.

Ο Αλέξης ήταν που έσπασε και πάλι τη σιωπή:«Τουλάχιστον εσύ με υποδέχεσαι πιο εγκάρδια

απότη μητέρα σου. Σε πεθύμησα, άτιμε».

«Ωραίο τρόπο βρήκες να το δείξεις. Πώς και γύρισες;Σου τέλειωσαν οι καθαρές κάλτσες;» του πέταξε ξερά.

Κορδώθηκα από περηφάνια. Να ένας γιος αντάξιοςτης μάνας του. Θα πέθαινα αν τον καλωσόριζε μετάβαΐων και κλάδων. Κοίταξα προκλητικά τον Αλέξη. Έ-κανε ότι δεν κατάλαβε το σχόλιο και συνέχισε στονίδιοχαρούμενο τόνο:

«Άνοιξε τη βαλίτσα μου και θα βρεις κάτι που θα σεχαροποιήσει ιδιαίτερα».

«Δεν έχω διάθεση αυτή τη στιγμή. Είμαι κουρασμέ-νος και αύριο έχω πολύ διάβασμα». Κίνησε για το δω-μάτιό του.

Η εκνευρισμένη φωνή του Αλέξη τον σταμάτησε:«Τάκη, περίμενε λίγο. Καταλαβαίνω ότι η

ξαφνική μουεμφάνιση σας έχει αναστατώσει. Όμως το είχα εξηγή-σει και στους δυο σας ότι είχα ανάγκη από λίγη

305

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

απομό-νωση. Ίσως φταίω επειδή δε σας τηλεφώνησα όλο αυτότο διάστημα. Μάθαινα όμως από φίλους ότι ήσαστε κα-λά». Με δυσφορία σκέφτηκα τη Χριστίνα. Σίγουρα θατου 'λεγε, τουλάχιστον τις δυο πρώτες μέρες, ότι κό-ντευα να τρελαθώ.

«Φυσικά, αν παθαίναμε κάτι, θα το μάθαινες από τηντηλεόραση. Καλά δε λέω, μπαμπά;»

Ο Αλέξης έκανε μια κίνηση συγκατάβασης, χάνονταςσιγά σιγά το «υφάκι» της άφιξης.

306

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Καταλαβαίνω το θυμό σου κι είμαι έτοιμος να τοναντιμετωπίσω. Τώρα που γύρισα θα μπει η σχέση μαςσε νέα βάση. Το διάστημα που μείναμε χώρια συνειδη-τοποίησα πόσο πολύτιμοι μου είστε. Δε θέλω να σας χά-σω για τίποτα στον κόσμο». Ράγισε η φωνή του. Ωραία,απολαμβάναμε και θέατρο βραδιάτικα. Μήπως θα 'ρι-χνε και μια λιποθυμία για να δώσει έμφαση στα λόγιατου; Όλα έπρεπε να τα περιμένει κανείς. Έχε χάρη πουδε θέλω να σε ξεσκεπάσω μπροστά στο παιδί. Περίμενανα μείνουμε μόνοι μας την επομένη, που θα 'φευγε γιατο σχολείο. Αποφάσισα να δώσω τέλος στη συζήτηση:

«Είναι αργά, Τάκη. Αύριο μπορούμε να συζητήσου-με πιο ξεκούραστα και ήρεμα». Τον φίλησα και με πα-ρακλητικό ύφος του έδωσα να καταλάβει ότι δεν είχενόημα η περαιτέρω όξυνση της κατάστασης. Μουρμού-ρισε ένα ξερό «καληνύχτα» και εξαφανίστηκε στο δω-μάτιό του. Φυσικά κλείδωσε την πόρτα του.

Μείναμε όρθιοι στο χολ, ανάμεσα στα μπαγκάζια τουΑλέξη. Αυτή η σκηνή θα μπορούσε να σημαίνει αποχω-ρισμό. Όπως πριν από ένα μήνα, που στεκόμασταν στοίδιο σημείο, ανάμεσα σε βαλίτσες και σακ βουαγιάζ.Μόνο που τότε εγώ ένιωθα τη γη να φεύγει από

307

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τα πό-δια μου και ο Αλέξης δεν έβλεπε την ώρα να κάνει τοβήμα προς την ελευθερία.

Σήκωσε τα πράγματά του και κατευθύνθηκε προςτην κρεβατοκάμαρα. Η διαδρομή ήταν αντίστροφη. Σαννα γυρίζαμε πίσω την κασέτα. Τα στοίβαξε πρόχειρα σεμια γωνιά του δωματίου, παίρνοντας μόνο το τσαντάκιμε τα ξυριστικά του. Αμίλητη του έκανα χώρο να περά-σει. Τον ακολούθησα στο μπάνιο, όπου σφυρίζονταςτοποθέτησε τα πράγματά του στις παλιές τους θέσεις,στην αριστερή πλευρά του πάγκου. Είχα την αίσθηση

308

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

που περιγράφουν μερικοί, που, ενώ είναι ναρκωμένοι,νομίζουν ότι παρακολουθούν την πορεία της εγχείρισηςτους και μετά ξυπνούν και τα διηγούνται λεπτομερώς.Εκείνη τη στιγμή ήμουν και δεν ήμουν στο σπίτι. Μουήρθε στο μυαλό ο Νικήτας. Ένας κόμπος έφραξε το λα-ρύγγι μου. Ευτυχώς που ο Αλέξης ήταν απασχολημένοςμε τη διαδικασία της επανεγκατάστασής του και δε μουέδινε σημασία. Ήθελα να κλάψω, αλλά. μου στερούσεαυτή την πολυτέλεια. Μπορεί να νόμιζε ότι έκλαιγα απόανακούφιση που επέστρεψε. Δε θα του 'κανα το χατίρι.

Πήγα στο σαλόνι κι έβαλα ένα ουίσκι. Δεν ήμουν δια-τεθειμένη να ξαπλώσω δίπλα του, δεν ήθελα να χαμογε-λάσει θριαμβευτικά. Ξάπλωσα στον καναπέ κι έκλεισατα μάτια. Τον άκουγα από μέσα που ανοιγόκλεινε συρ-τάρια. Μπορεί να πρόσεξε και τα καινούρια μου εσώ-ρουχα. Πολύ που με ένοιαζε. Άλλον σκεφτόμουν όταντα αγόρασα. Αλλά αυτός, με το υπερφίαλο «εγώ», πούνα το φανταστεί! Πριν από ένα μήνα ανοιγόκλεινε τα ίδιασυρτάρια, αδειάζοντας την προσωπική του ζωή από τού-το το σπίτι. Πώς φούντωνα στη σκέψη ότι γύρισε σαν να

309

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

μην είχε φύγει ποτέ! Με έτρωγε να του πω ότι δεν ήμουνθυμωμένη μαζί του, γιατί με τον τρόπο του με βοήθησενα καταλάβω τι σημαίνει πραγματικός έρωτας. Όμωςόχι, η σχέση μου με το Νικήτα ήταν πολύ σημαντική γιανα τη χαραμίσω στο ανόητο παιχνίδι της εκδίκησης. ΟΝικήτας δε θα γινόταν έρμαιο του σάπιου γάμου μου.Ας πίστευε ο Αλέξης ότι θα συνεχίζαμε από κει που εί-χαμε μείνει.

Ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκε από την κουζίνα. Μ'ένα σάλτο ανέβηκε στην αγκαλιά μου. Χαμογελώνταςχαιρέκακα, τον κατέβασα και με μια κατευθυντήριασπρωξιά του έδωσα να καταλάβει πως απόψε μπορού-

310

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σε να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου. Τον είδα να χάνεταιστην κρεβατοκάμαρα. Περίμενα με κομμένη ανάσα. Έναδευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε η γεμάτη δυσφορίαφωνή του Αλέξη.

«Οχ, σε είχα ξεχάσει εσένα. Άντε, πήγαινε μέσα. Όχι,όχι πάνω στο κρεβάτι. ΕΛΕΝΗ!»

Σκέπασα το στόμα μου για να μην ακουστούν τα γέ-λια. Ώστε ο Αλέξης είχε αποφασίσει να παίξει το παι-χνίδι του για τα καλά. Τον έκαιγε τόσο να μείνει στο σπί-τι, που δεν ύψωσε καν τη φωνή του στο σκύλο. Υπό άλ-λες συνθήκες, ο Γκουσγκούνης θα πετάριζε τώρα ευτυ-χισμένος στον παράδεισο των κοπριτών. Απόψε μπο-ρούσε κάλλιστα να μοιραστεί το μαξιλάρι του Αλέξη καιτο πρωί να τον καλημερίσει με ζουμερά γλειψίματα στοπρόσωπο.

Αγνόησα την παρακλητική φωνή του Αλέξη να πάωνα μαζέψω το σκύλο και έσβησα το πορτατίφ. Το σαλό-νι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ζαλισμένη από το ουίσκι, κιενώ μ' έπαιρνε ο ύπνος, πρόλαβα να ακούσω τις απε-γνωσμένες προσπάθειες του άρτι αφιχθέντος συζύγουμου να υποτάξει τις μεταμεσονύκτιες ορέξεις του Γκουσ-γκούνη για παιχνίδια στο μαλακό στρώμα.

311

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Το πρώτο πρωινό λεωφορείο με έβγαλε από το λήθαρ-γο. Άνοιξα τα μάτια απορημένη που κοιμόμουν στον κα-ναπέ του σαλονιού. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα νασυνειδητοποιήσω ότι ο Αλέξης κοιμόταν στο διπλό κρε-βάτι. Η ώρα ήταν πεντέμισι, αλλά το πρώτο καλοκαιρι-νό φως έμπαινε αμυδρά στο δωμάτιο. Μελαγχόλησαστη σκέψη του Νικήτα. Τώρα δυσκόλευαν τα πράγμα-τα. Έπρεπε να τον δω οπωσδήποτε, τον είχα τρομερήανάγκη. Ποιος ήξερε αν τελικά είχε μέλλον η σχέση μας.Μπορεί ο Τάκης, ξεπερνώντας το θυμό της πρώτης ε-

312

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

παφής, να δεχόταν τον Αλέξη ξανά στη ζωή του. Εγώόμως; Δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Άραγε αν δεν είχαγνωρίσει το Νικήτα... Έδιωξα τη σκέψη από το μυαλόμου. Τι ωφελούσαν οι υποθέσεις; Η ουσία ήταν ότι, πάνωπου ετοιμαζόμουν να κάνω κι εγώ μια νέα αρχή στηζωή μου, επέστρεψε ο Αλέξης. Εγώ, που όταν βρόντηξετην πόρτα πίσω του κόντεψα να πεθάνω.

Σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο. Περνώντας από τηνκρεβατοκάμαρα, τον είδα να κοιμάται στην παλιά τουπλευρά, με τον Γκουσγκούνη κουλουριασμένο στα πό-δια του. Έπνιξα το γέλιο που ανέβηκε στο λαιμό μου καικλειδώθηκα στο μπάνιο. Δεν είχα καμία διάθεση για ει-σβολή πρωινιάτικα. Πάντως είχε δίκιο σ' ένα πράγμα.Δεν άντεχα να με βλέπει πια γυμνή. Ξαφνικά αντιδρού-σα όπως θα αντιδρούσα σ' έναν ξένο. Μου ήταν αδύνα-τον πια να του δείξω το κορμί μου, που το ήξερε απ'έξω κι ανακατωτά. Πόσο μάλλον να κάνουμε έρωτα...Αναρωτήθηκα αν θα επιδίωκε τέτοιου είδους προσέγ-γιση. Ακόμα δεν είχε καλά καλά κρυώσει το πουλί τουαπό τις άλλες του γκόμενες, εμένα θα έβαζε στόχο;Αλλά γιατί όχι; Είχε γυρίσει για να μείνει. Ακόμα

313

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κι ανέπρεπε να με πείσει ότι ξανάνιωσε ερωτικά για μένα.Ανατρίχιασα.

Βγήκα από το μπάνιο και κατευθύνθηκα στην κουζί-να. Αυτό που ήθελα επειγόντως ήταν ένας σκέτος κα-φές. Όπως τον έπινε και ο Νικήτας. Όπως τον έπιναναυτοί που ήξεραν τις προτιμήσεις των φίλων τους. Βρό-ντηξα το ντουλάπι με τα ποτήρια. Δε με πείραζε τόσονα μην ξανακάνω έρωτα με το Νικήτα, όσο η ιδέα ότιμπορεί να μην τον ξανάβλεπα. Ούτε ως φίλο. Ήμουν σί-γουρη ότι θα μου έθετε το ζήτημα «ή εγώ ή ο άλλος».Κι εγώ δε θα 'ξερα τι να απαντήσω. Άλλο μου υπαγό-

314

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ρευε το συναίσθημα κι άλλο η λογική, που ήθελε τονΤάκη όσο πιο ήρεμο και ισορροπημένο γινόταν. Αν δε-χόταν τον πατέρα του, ο Νικήτας δε χωρούσε στη ζωήμου. Μισούσα τον εαυτό μου που γινόμουν ολίγον απόΒούρτση, αλλά έτσι ήταν τα πράγματα. Ή άσπρο ήμαύρο. Και τι μαύρο, μαύρο κι άραχνο! Γιατί άντε ναζεις μες στο ψέμα και στην υποκρισία, προσπαθώνταςνα κρατήσεις την ισορροπία σ' αυτό το έρημο σπίτι.

Σκούπισα τα μάτια μου και αποτέλειωσα τον καφέ.Εγώ και οι προσπάθειες μου για ισορροπία. Να προσπα-θώ δεκαεφτά χρόνια να κρατήσω το γάμο μου για μένακαι τώρα να προσπαθώ να τον κρατήσω για τον Τάκη.

Αν ο Αλέξης ακολουθούσε τις παλιές του συνήθειες,θα 'βλεπα τα μούτρα του σε μια ώρα. Άνοιξα ανόρεχτατο βιβλίο που είχα ξεκινήσει και χάζευα αφηρημένη τηνίδια σελίδα. Μάταιος κόπος. Εγώ καβουρδιζόμουν σαναράπικο φιστίκι περιμένοντας να ξυπνήσει ο κύρης τουσπιτιού για να μιλήσουμε κι εκείνος ροχάλιζε αρειμα-νίως. Τελικά, ήρθε η ευλογημένη ώρα που χτύπησε τοξυπνητήρι της κρεβατοκάμαρας. Τους ηλεκτρονικούςχτύπους συνόδεψε η εκνευρισμένη φωνή του Αλέξη, πουέδιωχνε τον Γκουσγκούνη απ' το κρεβάτι.

«Άντε, κάτω, κάτω! Αυτά θα κοπούν διά ροπάλου,αλλιώς θα φύγεις με τις κλοτσιές». Η τελευταία

315

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πρότα-ση ειπώθηκε πιο δυνατά, προφανώς για να την ακούσωεγώ. Μωρέ, τι μας λες! Μετά το χτεσινό ευνουχισμό πουυπέστη ο εγωισμός του, τώρα προσπαθούσε να περι-σώσει ό,τι μπορούσε με ψευτοαπειλές.

Πήγα στην κουζίνα και έβαλα την καφετιέρα. Ήτανμια μηχανική κίνηση που έκανα όλα αυτά τα χρόνια.Τέσσερις μεζούρες γαλλικός για δυο γεμάτα φλιτζάνια.Διέκοψα τη λειτουργία της καφετιέρας, βγάζοντας το

316

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

καλώδιο απ' την μπρίζα. Έχυσα το νερό και πέταξα τοφίλτρο στα σκουπίδια. Αν ήθελε καφέ, ας τον έπινε στογραφείο του. Μπορεί να είχε γυρίσει με το έτσι θέλω, αλ-λά θα του έδινα να καταλάβει πόσα άλλαξαν όσο έλει-πε. Ο πόλεμος κερδίζεται στις λεπτομέρειες και ουαίτοις ηττημένοις! Καφέ ήθελε να του ψήσω; Το ψάρι σταχείλη θα του 'ψηνα...

Τον άκουσα να πηγαίνει στο μπάνιο. Μετά από λίγοσηκώθηκε και ο Τάκης. Εμφανίστηκαν συγχρόνως στηνκουζίνα. Ο Αλέξης έψαξε με το βλέμμα του για καφέ.Είδε πως η καφετιέρα ήταν εκτός λειτουργίας, αλλά δεντο σχολίασε. Αντιθέτως, προθυμοποιήθηκε να φτιάξει ε-κείνος καφέ για όλους. Ο Τάκης δέχτηκε, εγώ είπα πωςείχα πιει τον δικό μου.

Κάθισαν με τις κούπες στο τραπέζι κι εγώ προσποιή-θηκα ότι έψαχνα σε κάτι ντουλάπια για να κρύψω ταδάκρυα οργής που ανέβηκαν στα μάτια μου. Δεν άντε-χα το θριαμβευτικό βλέμμα που μου 'ρίξε ο Αλέξης, ότανπρόσφερε την αχνιστή κούπα στον Τάκη. Ώστε αυτή θαήταν από δω και πέρα η ζωή μας; Ένας αγώνας με έ-παθλο την εύνοια του γιου μας;

317

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Άρχισαν να συζητούν για το σχολείο, που θα 'κλεινετην επομένη, και τις εξετάσεις εφ' όλης της ύλης. Πρώτηφορά ενδιαφερόταν τόσο για την πορεία του γιου του.Τουλάχιστον, αυτό ήταν κάτι. Την τελευταία φορά πουείχε ασχοληθεί μαζί του ήταν όταν τον τιμώρησε για τοΣαχουρντιάν. Πάνω που το σκεφτόμουν, άκουσα τονΑλέξη να ρωτά για τη σχέση του Τάκη με τον καθηγητήτου. Εκείνος του 'πε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημαπια. Μετά από στιγμιαίο δισταγμό, του αποκάλυψε πωςτον είχα απαλλάξει από την τιμωρία πριν από δυο βδο-μάδες. Ο Αλέξης αντέδρασε θετικά.

318

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Εντάξει, αφού η μαμά έκρινε πως δε χρειαζόταν άλ-λη τιμωρία, εγώ είμαι σύμφωνος».

Μου 'ρθε εμετός. Ο τουρίστας της μιας μέρας ενέκρι-νε τις αποφάσεις μου σχετικά με τη διαπαιδαγώγησητου Τάκη. Αμ τον έπαιρνε να κάνει κι αλλιώς; Γούνα νατου ζητούσα αυτή τη στιγμή, το απόγευμα θα την είχα.

Ο Αλέξης συνέχιζε τις ειρηνευτικές διαβουλεύσεις:«Χτες σου είπα ότι σε περιμένει μια έκπληξη.

Σήμε-ρα, που είσαι ξεκούραστος, έχεις διάθεση να την ακού-σεις;»

«Για λέγε» πέταξε αδιάφορα ο Τάκης.«Στη βαλίτσα μου έχω τη βιντεοκάμερα που

ονει-ρευόσουν εδώ κι ένα χρόνο».

Μάλιστα... Η δωροδοκία στην υπηρεσία της προσέγ-γισης! Αν ήταν λίγο έξυπνος ο Τάκης, θα καταλάβαινετο πνεύμα με το οποίο προσφέρθηκε αυτό το δώρο.

« Δεν ήταν ανάγκη ».Έμπαινε, Γιούτσο!

«Όμως σ' ευχαριστώ. Την ήθελα πολύ αυτή τη βιντεο-κάμερα. Τώρα φεύγω».Α, τον παραδόπιστο!

Πήρε την τσάντα του και, πετώντας ένα βιαστικό«γεια», εξαφανίστηκε. Πρόλαβα να δω το χαμόγελοτης ευτυχίας στα χείλη του. Έσκασα σαν μπαρούτι.

319

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ε, λοιπόν, αυτό είναι από τα άγραφα. Φεύγεις ξαφ-νικά, γυρνάς ξαφνικά, αφού έχεις αναστατώσει τη ζωήδυο ανθρώπων, και το κλου της υπόθεσης: αγορά βι-ντεοκάμερας την παραμονή των εξετάσεών του. Πώς θαπαλουκωθεί να διαβάσει μαθηματικά, όταν θα βιντεο-σκοπεί από το πρωί ως το βράδυ;»

«Έννοια σου, θα του το ξεκόψω μέχρι να τελειώσειτις εξετάσεις του».

320

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Φυσικά, εσύ κόβεις και ράβεις σ' αυτό το σπίτι. Τινα σου πω! Έχεις τρομερό ταλέντο στο να ταράζεις τηνισορροπία κάποιων πραγμάτων».

«Θες να πεις πως, όσο έλειπα, στράφηκε σ' εσένα;Τον είδα πώς έφυγε: ούτε που γύρισε να σε κοιτάξει»πέταξε με κακία.

«Όσο κι αν σου φανεί απίθανο, πριν από λίγες μέρεςμου έλεγε πως οι δυο μας τα περνούσαμε θαυμάσια.Και τις πρώτες μέρες της εξαφάνισης σου ήθελε να σεβρει στο γραφείο να σου τα ψάλλει. Τον όρκισα να μηντο κάνει». Θεέ μου, κράτα με να μην του ορμήσω!

«Αυτό δείχνει πόσο πολύ με έχει ανάγκη». Σήκωσετην κούπα του σε μια κοροϊδευτική πρόποση. «Στηνυγειά μας!» Του άρπαξα το φλιτζάνι πριν προλάβει νατο φέρει στα χείλη του και το έστειλα στην άλλη άκρητης κουζίνας. Έσκασε στον τοίχο κι ο καφές άρχισε νακυλά διαγράφοντας καφέ ρυάκια μέχρι το πάτωμα.

«Είσαι φίδι! Θέλω να τα μαζέψεις και να γυρίσειςστην γκόμενά σου. Μια και θέλει παιδί, έχεις μια δεύτε-ρη ευκαιρία να αποδείξεις πόσο καλός πατέρας είσαι»ούρλιαξα.

Έμεινε κόκαλο. Το χάρηκα. Δεν ήταν σε θέση να αμ-

321

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

φισβητήσει τη σχέση μου με τον Τάκη. Κι αν έφυγε μεένα ξερό «γεια» για το σχολείο, σ' αυτό έφταιγε η ά-σχημη επίδραση που ασκούσε επάνω του ο Αλέξης. Το«κόκαλο» ξαναβρήκε τη μιλιά του:

«Πώς το έμαθες; Έβαλες ντετέκτιβ να με παρακο-λουθεί ;»

«Σιγά μην έβαζα και τον αστυνόμο Μπέκα! Μπορείνα πόνεσα που έφυγες έτσι, όμως για όλους υπάρχειΘεός. Πίστευες ότι θα έχαβα τα περί "κλιμακτηρίου" καιαυτοσυγκέντρωσης; Εσύ τη μόνη αυτοσυγκέντρωση που

322

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

καταλάβαινες πριν από ένα μήνα ήταν ανάμεσα σε δυογυναικεία πόδια. Μη μου το παίζεις λοιπόν συνειδητο-ποιημένος σύζυγος, γιατί δε λέει. Ξέρω καλά τις συνθή-κες υπό τις οποίες επέστρεψες στο... αρνί».

Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Με κοίταξε αδυνατώ-ντας να πιστέψει ότι γνώριζα ακόμα και τις εκφράσειςπου χρησιμοποίησε για μένα.

«Πού τα έμαθες;» ψέλλισε.«Αυτό σε ενδιαφέρει ή το ότι όπου εμφανίζεσαι

προ-καλείς τη δυστυχία; Χέστηκες για την γκόμενα που πα-ράτησες, όταν σου ζήτησε σοβαρότερη δέσμευση. Τοπιστεύεις ότι τη λυπάμαι; Λυπάμαι όμως και τον εαυτόμου, που αναγκάζομαι να σε υπομείνω λόγω του παι-διού. Εγώ φταίω που δεν ήμουν τόσο δυνατή να σε χω-ρίσω όταν έμεινα έγκυος. Σ' αγαπούσα τόσο, που ανε-χόμουν και τις προσβολές και τις απαιτήσεις και ταφτυσίματα. Όμως λάβε υπόψη σου ότι τα πράγματαέχουν αλλάξει. Το αρνί μεταλλάχτηκε σε λύκο. Αν μεί-νεις, θα προσέξεις πολύ τη συμπεριφορά σου. Δε θα α-νεχτώ τσαμπουκάδες, καρφιά για τη σχέση μου με τονΤάκη και απόπειρες να τον στρέψεις εναντίον μου».

323

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Έσκυψε το κεφάλι. Άρχισα να το απολαμβάνω.«Ελένη, έχεις κάθε δικαίωμα να μιλάς έτσι.

Έφταιξα,αλλά κατάλαβα ότι δε θέλω μπλεξίματα. Δεν υπάρχειχώρος για άλλα άτομα στη ζωή μου. Σου τ' ορκίζομαι.Ήταν μια περιπέτεια μέσα σε τόσα χρόνια γάμου. Δενμπορείς να δείξεις λίγη ανοχή; Εξάλλου, δεν είμαι οπρώτος που απάτησε τη γυναίκα του. Διάολε, κατάλα-βε ότι απ' τα είκοσι τρία μου δεν έχω κοιμηθεί με άλλη».

Σώπασε και με κοίταξε παρακλητικά. Ξαναμίλησε,και μόλις που ακουγόταν:

«Θα μπορούσα να μη σε είχα παντρευτεί. Οι γονείς

324

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μου δε στάθηκε δυνατό να με πείσουν. Στο βάθος ήτανδική μου η απόφαση. Σ' αγαπώ, απλά ένιωθα περιορι-σμένος σε κάποιες φάσεις της ζωής μου και το κατα-πίεζα. Μου βγήκε μετά από δεκαεφτά χρόνια. Όμως έ-ληξε. Κατάλαβα ότι δεν υπάρχει άλλη για μένα. Εσύ κιο Τάκης είστε η οικογένειά μου. Δε θέλω να πειραματι-στώ ξανά. Μια φορά μου έφτασε».

Δεν του μίλησα για τη Χριστίνα. Ας πούμε ότι ήθελαέναν άσο στο μανίκι μου.

«Αν θες τις παλιές σου κρεμάστρες, είναι στην αποθή-κη» είπα ξερά. Κοίταξα το ρολόι κι αναρωτήθηκα αν θαέμενε στο σπίτι ή θα πήγαινε στη δουλειά του. Δεν έμει-να πολύ με την απορία. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι ε-πέστρεψε στην κουζίνα κρατώντας το χαρτοφύλακα του.

«Πάω στο γραφείο. Αλλά το μεσημέρι θα γυρίσω νω-ρίς. Θες να βγούμε έξω για φαγητό;»

«Αύριο αρχίζουν οι εξετάσεις του Τάκη. Θα μείνω γιανα του μαγειρέψω».

«Καλά, τότε θα φάμε όλοι μαζί. Θα 'μαι πίσω κατάτις τρεις».

Με αιφνιδίασε φιλώντας με στο στόμα. Έφυγε σιγο-σφυρίζοντας.

Όταν σιγουρεύτηκα ότι ξεκουμπίστηκε, έτρεξα στο

325

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τηλέφωνο. Σχημάτισα το νούμερο του οδοντιατρείου.Το σήκωσε η γραμματέας του.

«Ο κύριος Χήρος έχει πελάτη αυτή τη στιγμή. Πάρ-τε...»

«Επείγει! Φωνάξτε τον τώρα!»«Μα μου 'χει πει να μην τον ενοχλώ όταν κάνει

επέμ-βαση... » αντέδρασε ενοχλημένη από τον επιτακτικό μουτόνο.«Γεννά η γυναίκα του!» Άκουσα το γδούπο του α-

326

Μ Α ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κουστικού πάνω στο γραφείο. Ο Νικήτας ακούστηκε α-πορημένος.

«Ποιον θέλετε, παρακαλώ;»«Νικήτα, είμαι η Ελένη... »Με διέκοψε γελώντας:«Καλά, στη γραμματέα μου, που ξέρει ότι έχω

χωρί-σει εδώ και δυο χρόνια, βρήκες να πεις ότι θα γίνω πα-τέρας; Σχεδόν με έβρισε που δεν της είχα πει ότι... ξα-ναπαντρεύτηκα».

«Γύρισε». Ένιωσα τη γραμμή να παγώνει. Μετά απόμικρή παύση με ρώτησε:

«Πότε;»«Χτες το βράδυ. Λίγο αφότου έφυγα από το

σπίτισου». Σταμάτησα να μιλάω. Δεν ήξερα τι να του πω.Μίλησε εκείνος:

«Και;»«Και αποφάσισε να μείνει». Ξαφνικά ένιωσα

τρομε-ρή κούραση. Έκλεισα τα μάτια και ψιθύρισα: «Δεν ξέ-ρω τι να κάνω».

«Δε θα μιλήσεις στον Τάκη;»«Αύριο αρχίζουν οι εξετάσεις του και θα

τελειώσουνσε δυόμισι βδομάδες. Δεν υπάρχει περίπτωση να ταρά-ξω την ηρεμία του με τέτοιου είδους συζήτηση».

«Δεν ταράχτηκε αρκετά με την απρόσμενη εμφάνισητου πατέρα του;» ρώτησε κάπως εκνευρισμένος ο Νι-κήτας.

327

Μ Α ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Δεν ξέρω. Ενώ χτες βράδυ τον υποδέχτηκε ψυχρά,σήμερα το πρωί φάνηκε πιο μαλακωμένος. Ο Αλέξης τουχάρισε τη βιντεοκάμερα που ήθελε και φάνηκε να τονκερδίζει». Αναστέναξα.

«Πες του ότι θα του φτιάχνω δωρεάν τα δόντια μέχρινα βγω στη σύνταξη».

328

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Οχ, μωρέ Νικήτα, έχεις διάθεση για αστεία...»Με διέκοψε παντελώς εκνευρισμένος.«Όχι, δεν έχω καμία διάθεση για αστεία.

Βασικά, δενέχω καμία διάθεση. Μάλλον έχω κι είναι πολύ άσχημη.Αλλά τώρα πρέπει να τελειώσω μια λεπτή επέμβαση.Πάρε με τηλέφωνο το βράδυ στο σπίτι».

Το έκλεισε πριν προλάβω να του απαντήσω. Σύρθη-κα ως την κρεβατοκάμαρα. Ο Αλέξης είχε στρώσει τοκρεβάτι. Για όλα υπάρχει πρώτη φορά.

Στις τρεις άκουσα κλειδιά στην εξώπορτα. Περιμέ-νοντας να δω τον Τάκη, ξαφνιάστηκα στη θέα του Αλέ-ξη . Τον κοίταξα σαν χαζή.

«Τι θες εσύ εδώ;»«Μα, βρε Ελενάκι, σου το 'πα και το πρωί ότι

θα γυ-ρίσω νωρίς για φαγητό. Πού πέταγε το μυαλό σου;»

Δε θες να ξέρεις. «Θα μουν αφηρημένη και δε σ' ά-κουσα. Δεν έχω ετοιμάσει σπουδαία πράγματα, μιαμακαρονάδα ναπολιτέν, που αρέσει στο παιδί». Άρχισανα στρώνω τραπέζι. Ήρθε από πίσω μου και με αγκά-λιασε. Δεν αντέδρασα. Με άφησε βλέποντας την απρο-θυμία μου.

«Βγαίνω για λίγο. Δε θα αργήσω» είπε και μ' άφησεμόνη στην κουζίνα.

Στα τσακίδια. Άκου «Ελενάκι»! Να δεις που θα ξε-θάψει και τα σαχλά παρατσούκλια που είχαμε στουςμεγάλους μας έρωτες.

329

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Γύρισε μετά από λίγο με ένα τεράστιο κουτί σοκολα-τάκια από την Οοάίνα. Τα πήρα και τα ακούμπησα στοτραπέζι.«Την καρτούλα δε θα τη διαβάσεις;»Άνοιξα το φακελάκι με την αδιαφορία που άνοιγα τολογαριασμό της ΔΕΗ και διάβασα:

330

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Θα με συγχωρέσεις, γλυκό μου κουρκουμπίνι;»Περίμενε να αντιδράσω. Έδειξα με το βλέμμα

μου τοκουτί: «Τι σοκολατάκια είναι;»

«Οι καρδιές με γέμιση πραλίνα. Δε θυμάσαι πόσο σουάρεσαν;» μου χαμογέλασε γλυκερά.

«Εγώ το θυμάμαι. Εσύ το είχες ξεχάσει εδώ και χρό-νια. Όπως άλλωστε και την προσφώνηση "κουρκουμπί-νι"» απάντησα ψυχρά.

Πλησίασε και με αγκάλιασε στους ώμους. Δεν αντι-στάθηκα όταν έσκυψε στο αυτί μου και ψιθύρισε: «Απόδω και πέρα δε θα ξεχνάω τίποτα. Βοήθησε με όμως κιεσύ, έστω για χάρη του Τάκη».

Άνοιξε το κουτί με τα σοκολατάκια και πήρε μια καρ-δούλα. Την έφερε στο στόμα μου. Έστρεψα αλλού τοκεφάλι. Το χέρι του έμεινε μετέωρο. Τελικά έφαγε εκεί-νος το σοκολατάκι.

«Δε σ' αρέσουν πια;» με ρώτησε μόλις εξαφάνισε μετη γλώσσα του κάποια ίχνη σοκολάτας από το δείκτηκαι τον αντίχειρα.

«Όχι, από τη στιγμή που έμαθα ότι αποτελούν ε-ρωτικό υποκατάστατο». Του 'ριξα μια στραβή ματιά.«Έτσι εξηγείται γιατί είχα τρελαθεί να τρώω σοκολά-τες».

331

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ποιος τις λέει αυτές τις βλακείες;» γέλασε.«Ο οδοντίατρός μου. Και δεν είναι βλακείες»

υπερα-σπίστηκα το Νικήτα.

«Ε, τότε είναι βλάκας ο οδοντίατρός σου, που κανο-νικά έπρεπε να τρίβει τα χέρια του με τους πελάτες πουθα του 'στελνε το ερωτικό υποκατάστατο. Όχι να σαςπροειδοποιεί κιόλας».

Εξεμάνην. «Δεν είναι όλοι αριβίστες σαν κι εσένα,που πανηγυρίζεις όταν βλέπεις στις στατιστικές τη θεα-

332

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ματική αύξηση των διαζυγίων. Δε σε νοιάζει που κλεί-νουν σπίτια, αρκεί να παίρνεις υποθέσεις».

Βούτηξα το κουτί με τα σοκολατάκια και το άδειασαστο σκουπιδοτενεκέ. Τον κοίταξα με θριαμβευτικό ύ-φος, ακονίζοντας τα μαχαίρια μου για καβγά. Δε δέχτη-κε την πρόκληση, αλλά απάντησε εύθυμα:

«Λοιπόν, καλά έκανες και τα πέταξες. Τέρμα τα υ-ποκατάστατα, αφού γύρισα εγώ». Έκανε βαθιά υπό-κλιση προς το μέρος μου: «Είμαι όλος δικός σου».

Άνοιξα το σκουπιδοτενεκέ και πήρα το σοκολατάκιπου βρισκόταν πάνω πάνω στη στοίβα. Το κατάπια κοι-τάζοντας τον προκλητικά. «Νοστιμότατο!» Βγήκα απότην κουζίνα.

Εκείνη την ώρα άνοιξε την εξώπορτα ο Τάκης.«Τι γίνεται;» με ρώτησε και, πριν προλάβω να

του α-παντήσω, στύλωσε τα μάτια πάνω από τους ώμους μου:«Μπα, πώς και γύρισες έτσι νωρίς;»

Ο Αλέξης εμφανίστηκε χαμογελώντας. Ό,τι και νααισθάνθηκε στην κουζίνα, φρόντισε να το κρύψει πολύκαλά.

«Θα φάμε όλοι μαζί σήμερα. Και μετά θα πάρω τημαμά και θα πάμε μια βόλτα για να σε αφήσουμε νασυγκεντρωθείς στο διάβασμά σου».

Μου έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Ούτως ή άλ-

333

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

λως, δε θα έκανα σκηνή μπροστά στο παιδί. Τον ρώτη-σε τι μάθημα έδινε την επομένη.

«Χημεία, κι έχω να διαβάσω τα κερατά μου. Όμωςπρώτα λέω να ρίξω μια ματιά στη βιντεοκάμερα. Μουτη δίνεις;»

«Η βιντεοκάμερα θα σου ανήκει μετά τις εξετάσεις.Αν σου τη δώσω τώρα, δε θα έχεις μυαλό για διάβα-σμα και... »

334

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Άσε μας, ρε πατέρα, ας μη μου το 'λεγες καθόλου,αν ήξερες ότι θα βιντεοσκοπούσα ολημέρα». Γύρισεπρος το μέρος μου με παρακλητικό ύφος: «Μαμά, πεςτου...»

«Έχει δίκιο ο πατέρας σου. Καλύτερα να σ' τη δώσειαφού ξεμπερδέψεις με το σχολείο».

Έσφιξε τις γροθιές του κι άρχισε να μου φωνάζει:«Καλή είσαι κι εσύ. Ακόμα δεν ήρθε και

παίρνεις τομέρος του. Μέχρι χτες δεν ήθελες ούτε να τον βλέπειςκαι σήμερα του δίνεις δίκιο».

Μας κοίταξε κουνώντας το κεφάλι του και κλείστηκεστο δωμάτιό του βροντώντας την πόρτα. Μείναμε οιδυο μας στο σαλόνι. Μίλησε ο Αλέξης:

«Είχες δίκιο. Δεν έπρεπε να του πω για τη βιντεοκά-μερα». Βούλιαξε σε μια πολυθρόνα κι άρχισε να τρίβειτους κροτάφους του. Σχεδόν τον λυπήθηκα. Το ότι α-ναγνώριζε το λάθος του σήμαινε κάτι. Τον πλησίασα κιακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του. Ήμασταν σαν φω-τογραφία των αρχών του αιώνα. Γύρισε και με κοίταζε.

«Αλέξη, μπορεί εμένα να με έχασες, αλλά με τον Τά-κη υπάρχει καιρός να τα βρείτε. Πήγαινε να του μιλή-σεις ήρεμα. Δικηγόρος είσαι, μπορείς να τον πείσεις ναξεχάσει το δώρο του για λίγες μέρες».

335

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Φυλάκισε το χέρι μου με το δικό του.«Σ' έχασα, Ελένη; Δεν αξίζω μια ευκαιρία;

Τουλάχι-στον όσο έχει ο Τάκης εξετάσεις;» Τράβηξα το χέρι καικάθισα απέναντι του.

«Εντάξει, για την ηρεμία του και μόνο θα προσπαθή-σω να μην αντικρούω τις προσπάθειες που κάνεις γιανα εξιλεωθείς. Όμως μη ζητάς τη συμμετοχή μου. Δενξέρω τι θα γίνει μετά από είκοσι μέρες».

«Θα πολεμήσω για να σε ξανακερδίσω. Δεν πρόκει-

336

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ται να αμφισβητήσω ξανά τη σχέση σου με τον Τάκη.Σου τ' ορκίζομαι, θα κάνω τα πάντα για να με δεχτείςπίσω».

«Ξεκίνα με το γιο σου». Έφυγα από δίπλα του καικατευθύνθηκα στην κουζίνα.

Ήρθε από πίσω μου: «Καλύτερα να του μιλήσεις εσύ.Ίσως είναι πολύ νωρίς να του επιβάλω πράγματα». Τονκοίταξα παραξενεμένη. Ένα δυο τέτοια να μου 'λεγεακόμα και θα ζητούσα να μου δείξει την αστυνομική τουταυτότητα. Αυτός δεν ήταν ο Αλέξης που ήξερα, αλλά οΑλέξης που θα ήθελα να ξέρω.

Στάθηκα έξω από την πόρτα του Τάκη, διστάζονταςόπως πάντα μπροστά στο «δΐορ». Του χτύπησα. Τον ά-κουσα να λέει ένα κοφτό «ναι» και μπήκα. Ήταν ξα-πλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι, έχοντας μπροστάτου ένα βιβλίο και δεκάδες σημειώσεις. Χωρίς να γυρί-σει, μου 'πε: «Λέγε!»

Κάθισα δίπλα του.«Θα του κάνεις τη ζωή δύσκολη;»Παρέμεινε μπρούμυτα φυλλομετρώντας το βιβλίο.«Κάποιος πρέπει να του την κάνει, αφού εσύ

λύγισεςέτσι εύκολα» μουρμούρισε. Σκέφτηκα το σοκολατάκιπου έφαγα από τα σκουπίδια.

337

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Δε λύγισα έτσι εύκολα. Όμως είχε δίκιο για τη βι-ντεοκάμερα. Τι κι αν την πάρεις μετά τις εξετάσεις; Ση-μασία έχει ότι σ' την αγόρασε γιατί την ήθελες».

Γύρισε και με κοίταξε.«Κι αν ξαναφύγει; Του έχεις εμπιστοσύνη;»Ανασήκωσα τα φρύδια σκεφτική. Δεν του είχα

εμπι-στοσύνη. Αλλά όφειλα να ομολογήσω ότι ιδρωκοπούσεγια να την αποκτήσω.

«Είναι νωρίς ακόμα. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα

338

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πράγματα. Μπορεί να πέρασε μια κακή φάση και να τομετάνιωσε. Εσύ τουλάχιστον πρέπει να του δώσεις μιαευκαιρία. Εμείς μπορεί να μην τα ξαναβρούμε, όμωςποτέ δε θα πάψει να 'ναι πατέρας σου κι εσύ γιος του.Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει με τίποτα».Τον χάιδεψα στην πλάτη.

«Έλα, σήκω να φάμε κι οι τρεις μαζί. Έχουμε πολύκαιρό να το κάνουμε». Σηκώθηκα και με ακολούθησε.Με αγκάλιασε από τη μέση και μπήκαμε στην κουζίνα,όπου ο Αλέξης είχε τελειώσει το στρώσιμο του τραπε-ζιού που είχα αφήσει στη μέση.

Τι βλέπει κανείς όσο ζει...

17.

Η ατμόσφαιρα στο τραπέζι ήταν τυπική. Ακούγοντανμόνο τα πιρούνια που ακουμπούσαν στα πιάτα μας καιτο νερό που κύλαγε από την κανάτα στα ποτήρια... καιο Γκουσγκούνης, που άρχισε να ξύνει την πόρτα τηςκουζίνας για να τον βάλουμε μέσα. Ο Τάκης σηκώθηκεκαι του άνοιξε. Ο σκύλος ήρθε και ακούμπησε τη μου-σούδα του στο μηρό του Αλέξη. Ούτε να τον πληρώνα-με να το κάνει. Αντάλλαξα ματιά με τον Τάκη και περι-

339

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μέναμε την αντίδραση του Αλέξη. Αυτός πήρε μια μπου-κιά ψωμί και σκούπισε το πιάτο του. Την έδωσε στονΓκουσγκούνη, που τον κοίταξε με λατρεία πριν χλαπα-κιάσει το μεζεδάκι. Πέρασε τη γλώσσα του γύρω απότη μουσούδα και περίμενε τη δεύτερη δόση.

«Φτάνει, φτάνει» γέλασε ο Αλέξης δίνοντάς του μιαχαϊδευτική σφαλιάρα στο σβέρκο. Κατόπιν σήκωσε ταμάτια του και μας κοίταξε.

340

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Πώς είπαμε ότι τον λένε;»«Γκουσγκούνη» είπε σχεδόν προκλητικά ο Τάκης.«Σωστά. Πώς μπόρεσα να ξεχάσω τέτοιο όνομα;»Μας κοίταξε συνοφρυωμένος.«Από τι εμπνευστήκατε;»«Από τη φαλάκρα του».«Από το πουλί του» ακουστήκαμε συγχρόνως.Γύρισα με γουρλωμένα μάτια προς το μέρος του:«Τάκη!»«Άσ' τον, Ελένη. Είναι η σκηνοθετική του

άποψη». Ά-φησε την πετσέτα του στο τραπέζι και σηκώθηκε.

«Αν είσαι έτοιμη, πάμε για να τον αφήσουμε να δια-βάσει με την ησυχία του».

Γύρισε προς τον Τάκη με κουρασμένο ύφος. «Δε θααργήσουμε». Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.Ο Αλέξης βγήκε από την κουζίνα αφήνοντας μας μό-νους. Σηκώθηκα κι εγώ και τον κοίταξα έντονα. Χαμή-λωσε το βλέμμα στο πιάτο του.

«Εντάξει, σόρι. Πες του ότι φταίει το άγχος των εξε-τάσεων». Έμεινε να κοιτά τα υπολείμματα της μακα-ρονάδας του.

Με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μπή-καμε στο αυτοκίνητο κι έβαλε μπρος.

«Πού πάμε;» με ρώτησε χαρωπά.«Στον αγύριστο» είπα και συγχρόνως

μετάνιωσα.Μου άρεσε που τα έβαλα με τον Τάκη για τη

341

ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

συμπερι-φορά του.

Έσβησε τη μηχανή κι έμεινε αμίλητος κοιτώντας ευ-θεία. Οι κλειδώσεις του είχαν ασπρίσει από το σφίξιμοστο τιμόνι. Κατέβασα το κεφάλι και ψιθύρισα:

«Σου οφείλω δύο συγγνώμες. Ο Τάκης μου ζήτησε νασου πω ότι φταίει το άγχος των εξετάσεων».

342

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Κι εσύ;» ρώτησε ψυχρά χωρίς να ξεκολλά το βλέμ-μα του από το παρμπρίζ.

Τον κοίταξα και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου:«Ρωτάς κιόλας; Σου ζητώ συγγνώμη επειδή

είπα ότιθα προσπαθήσω να φέρομαι πολιτισμένα για λίγες μέ-ρες αλλά φαίνεται πως δεν τα καταφέρνω. Ίσως φταίειότι μου τα φόρεσες». Σώπασα και κοίταξα έξω από τοπαράθυρο για να κρύψω τα δάκρυα οργής που πλημ-μύρισαν τα μάτια μου. Μείναμε μερικές στιγμές αμίλη-τοι. Τη σιωπή έσπασε ο Αλέξης.

«Τι θες να κάνω; Θες να φύγω τώρα; Θες να χωρί-σουμε ;»

Αναστέναξα. «Κι εγώ δεν ξέρω. Ας περάσουν οι εξε-τάσεις και βλέπουμε. Άντε, βάλε μπρος και πάμε κά-που για καφέ». Άναψε τη μηχανή σιωπηλός. Στην πο-ρεία κατάλαβα ότι πηγαίναμε προς Κηφισιά. Κατέβα-σα το τζάμι και με φύσηξε δροσερό αεράκι. Ακόμα δενείχαν αρχίσει οι μεγάλες ζέστες.

Κάτσαμε στον κήπο ενός νεοκλασικού σπιτιού πουείχε διαμορφωθεί σε καφετέρια. Παραγγείλαμε φραπέ.Ο Αλέξης μου 'ριχνε κλεφτές ματιές όσο εγώ παρατη-ρούσα το περιβάλλον.

343

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Κάπου εδώ πρέπει να 'χει νερό. Κοίτα πόσα πλα-τάνια υπάρχουν στην περιοχή».

Έριξε γύρω του μια αδιάφορη ματιά και συμφώνη-σε. «Πράγματι».

Ξανάπεσε σιωπή μετά το σχόλιο για τη χλωρίδα τηςΚηφισιάς. Ήρθαν οι καφέδες κι ασχολήθηκε ο καθέναςμε το καλαμάκι του. Η σκέψη μου πέταξε στο Νικήτα.Τι να του έλεγα το βράδυ στο τηλέφωνο; Κοίταξα τορολόι μου. Ακόμα ήταν απόγευμα. Τι χρώματα να 'χεάραγε αυτή τη στιγμή ο ουρανός της Καρδαμύλης;

344

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Γαλάζιο» άκουσα απ' τα βάθη του μυαλού μου τονΑλέξη.

«Τι γαλάζιο;» ψέλλισα σαν χαζή, μην τολμώντας ναπιστέψω ότι είχε εισχωρήσει στη σκέψη μου.

«Λέω ότι σου πάει το γαλάζιο. Είναι καινούριο αυτότο πουκάμισο; Δεν το 'χω ξαναδεί». Κατέβασα μηχανι-κά τα μάτια στο ρούχο που φορούσα.

«Ναι, το αγόρασα πρόσφατα. Μαζί με διάφορα άλ-λα». Σκέφτηκα τα σέξι εσώρουχα που αντικατέστησαντις συντηρητικούρες.

«Και τα μαλλιά σου είναι πολύ όμορφα έτσι όπως τα'κοψες. Όπως τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Θυμάσαι;»

«Θυμάμαι. Με την αλογοουρά με είχες στο φτύσιμοκαι, μόλις έπεσε ψαλίδι, λες και μ' έβλεπες για πρώτηφορά».

Με κοίταξε χαμογελώντας και μου έτεινε το χέρι. «Α-νακωχή;»

Το πήρα και το έσφιξα. «Τουλάχιστον για είκοσι μέ-ρες».

Συνέχισε να το κρατά. Το τράβηξα μετά από λίγο καιέπιασα το καλαμάκι μου. Έπαιξα μηχανικά με τουςαφρούς του φραπέ που 'χαν μείνει στον πάτο του ποτη-ριού.

345

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Τι είπες στον Τάκη για τη βιντεοκάμερα;» με ρώ-τησε.

«Ότι οι επόμενες δυόμισι βδομάδες θα 'ναι δύσκο-λες». Τον κοίταξα με νόημα και πρόσθεσα: «Για όλουςμας. Αλλά τελικά θα περάσουν και τότε θα ασχοληθού-με μ' αυτά που μας ενδιαφέρουν πραγματικά».

«Εσένα τι σ' ενδιαφέρει πραγματικά, Ελένη;»«Η ηρεμία μου. Και του Τάκη» είπα

αποφασιστικά.Δίστασε πριν κάνει την επόμενη ερώτηση.

346

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Θα κοιμηθείς κι απόψε στον καναπέ; Αν είναι νακάνουμε μια προσπάθεια, έστω για τον Τάκη, ας τηνκάνουμε σωστά. Να ξέρεις ότι δε θα το εκμεταλλευτώ.Η πρωτοβουλία θα ανήκει σ' εσένα».

«Εντάξει» είπα κι έκανα νόημα στο σερβιτόρο πουμας είχε πάρει την παραγγελία.

Κατέφθασε με το λογαριασμό. Ο Αλέξης πλήρωσεκαι σηκωθήκαμε. Είχε πάει εφτά.

«Θα σ' αφήσω στο σπίτι και θα πεταχτώ για καμιάωρίτσα στο γραφείο» είπε καθώς ξεκλείδωνε την πόρ-τα του συνοδηγού. Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι μπορεί ναπήγαινε σε καμιά γκόμενα. Ίσως στη Λίζα για το απο-χαιρετιστήριο πήδημα. Τον κοίταξα αποφασιστικά.

«Δε θα πάω ακόμα στο σπίτι. Είναι ευκαιρία να πε-ταχτώ στον οδοντίατρο μου για κάτι που μ' ενοχλεί. Θαπάρω ταξί στην επιστροφή».

Παραξενεύτηκε αλλά δεν το σχολίασε, παρά μόνοπροθυμοποιήθηκε να με πάει.

Αρνήθηκα. «Μην κάνεις τον κόπο. Είναι πέντε λεπτάμε τα πόδια». Με κοίταξε, προσπαθώντας να σκεφτεί ανέπρεπε να με υποψιαστεί ή όχι. Φαίνεται όμως πως δεντου γέμισα το μάτι — τι θα μπορούσα άλλωστε να κάνω

347

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

όσο έλειπε; Να κοιμηθώ με τον άνθρωπο που μου έκανεφθορίωση; Έκανε μια χλιαρή προσπάθεια αμφισβήτησης:

«Θα σε δεχτεί χωρίς ραντεβού; Μπορεί να έχει πολ-λούς πελάτες σήμερα».

«Μπα, δε νομίζω. Επειδή τους προειδοποιεί για τιςσοκολάτες, δεν τον έχουν ιδιαίτερη ανάγκη». Του 'κλει-σα το μάτι χαμογελώντας. Χαλάρωσε.

«Εντάξει. Να προσέχεις». Με φίλησε πεταχτά στομάγουλο και έκανε το γύρο του Φίατ. Ξεκλείδωσε τηνπόρτα του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Όταν χάθηκε στη

348

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

στροφή του κεντρικού δρόμου, έκανα νόημα σ' ένα ταξίπου έτυχε να περνά από μπροστά μου.«Καστρί, παρακαλώ ».

Η καφετέρια της Κηφισιάς από το σπίτι του Νικήταδεν ήταν ακριβώς πέντε λεπτά με τα πόδια, όμως ό,τιδε γνωρίζουμε δε μας ενοχλεί κιόλας. Κι εγώ δεν υπήρ-χε περίπτωση να επιμείνω μπροστά στον Αλέξη ότι Κη-φισιά-Καστρί το κόβεις άνετα με το πόδι. Εξάλλου τοψέμα της απόστασης ήταν άκακο. Σημασία είχε ότιπράγματι πήγαινα σε οδοντίατρο.

Πλήρωσα το ταξί και στάθηκα έξω από την τριπλό -κατοικία όπου ζούσε ο Νικήτας. Χτύπησα πρώτα το κου-δούνι του ιατρείου. Ουδεμία απάντηση. Δοκίμασα στοσπίτι του. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε η φωνήτου στο θυροτηλέφωνο. «Ποιος είναι;»

Έκανα ένα βήμα πίσω για να φανώ καλύτερα στηνοθόνη της θυροτηλεόρασης. Άκουσα το μπιπ που ανοί-γει αυτόματα την πόρτα κι έσπρωξα. Μπήκα στο ασαν-σέρ και πάτησα τον δεύτερο. Με περίμενε στην εξώ-πορτα με απορημένο βλέμμα.

«Τι θες εδώ; Νόμιζα ότι θα μου τηλεφωνούσες τοβράδυ».

349

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Τον πλησίασα και, καθώς δεν έκανε καμιά κίνηση ναμε καλέσει μέσα, τον ρώτησα:

«Μήπως σε διακόπτω από τίποτα; Είναι εδώ μήπωςη Λόλα και ψάχνει τα εσώρουχα της;» Παραμέρισε χα-μογελώντας και προχώρησα στο εσωτερικό του σπι-τιού. Έκλεισε την πόρτα κι ήρθε από πίσω μου. Δεν έ-κανε καμιά κίνηση να με αγκαλιάσει. Έμεινε όρθιος,περιμένοντας να μιλήσω πρώτη.

«Ήμουν εδώ γύρω κι είπα να περάσω. Ελπίζω να μησε πειράζει που δε σε ειδοποίησα».

350

ΜΑΪΡΑ ΠΑΗΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Εμένα τι να με πειράζει; Τι ψέμα είπες στον άντρασου για να με δεις;» ρώτησε κάπως πιο έντονα, χωρίςόμως να με πλησιάσει.

«Ξέρει ότι ήρθα να σε βρω». Βρέθηκε απότομα μπρο-στά μου και μου 'πιάσε τα χέρια.·

«Του 'πες για μας;» Δεν μπορούσε να κρύψει το χα-μόγελό του.

«Του είπα ότι πάω στον οδοντίατρό μου».Άφησε τα χέρια μου. Το χαμόγελο έσβησε από

τα χεί-λη του. Κούνησε το κεφάλι.

«Μάλιστα, μια από τα ίδια. Πατέρας και γιος γνωρί-ζουν εξ ακοής τον οδοντίατρο σου, χωρίς να υποπτεύο-νται στο ελάχιστο τις σχέσεις του μαζί σου. Τι να σου κά-νω, έπρεπε να γίνω κουρέας. Να δω τι θα τους έλεγες».

«Πάντως, δε θα έλεγα στον Αλέξη ότι πάω να πη-δηχτώ με τον πρώην άντρα της γκόμενας για την οποίαμε παράτησε πριν από λίγο καιρό» απάντησα εκνευ-ρισμένη .

«Ήρθες να πηδηχτείς;» χαμογέλασε παγερά.Βούλιαξα στον καναπέ του κι απάντησα

κουρασμέ-να: «Έχεις δίκιο. Ας μην υποβιβάσουμε τη συζήτηση.Ήθελα να σε δω. Ήρθε ο Αλέξης κι έχασα την ηρεμίαμου. Το αστείο είναι ότι την είχα χάσει κι όταν έφυγε.Αλλά βρέθηκες εσύ και άλλαξες τη σκέψη μου».

351

ΜΑΪΡΑ ΠΑΗΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Του έκανα νόημα να κάτσει δίπλα μου. Υπάκουσε.Του χάιδεψα το μάγουλο.

«Τώρα σε σκέφτομαι περισσότερο από πριν. Απλά,κατάλαβε ότι πριν τελειώσει ο Τάκης δεν μπορώ να κά-νω καμία συζήτηση. Ούτε σ' εκείνον ούτε στον Αλέξη».

Μαλάκωσε η έκφρασή του. Με αγκάλιασε από τημέση.

«Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι θα προσπαθήσει να σε

352

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ξανακερδίσει με κάθε τρόπο. Ακόμα και στο σεξουαλι-κό ζήτημα. Να δεις που μπορεί να σε τουμπάρει και,από τον καναπέ που κοιμήθηκες χτες, από σήμερα νακοιμάσαι στο κρεβάτι σας».

Δεν το σχολίασα. Αν του μαρτυρούσα την απόφασημου να επιστρέψω στη συζυγική κλίνη, θα με εκπαρα-θύρωνε από τη ζωή του. Εξάλλου, υπερασπίστηκα τονεαυτό μου, στο κρεβάτι μου θα επέστρεφα, όχι στην α-γκαλιά του Αλέξη. Παρέμεινα σιωπηλή.

Με ρώτησε αν ήθελα καφέ. Του απάντησα ότι έναςδεύτερος καφές μέσα σε μια ώρα θα τίναζε το νευρικόμου σύστημα, που ούτως ή άλλως δεν περηφανευότανγια την ακεραιότητά του.

«Το νευρικό σου σύστημα αντέχει τουλάχιστον τηνανταλλαγή αντισωμάτων μέσω των χειλιών μας;»

«Νομίζω ότι μπορώ να δεχτώ επίσκεψη από τα αντι-σώματα σου». Μισάνοιξα τα χείλη μου περιμένοντας τοφιλί του.

Δευτερόλεπτα αργότερα έδειξε επεκτατικές διαθέ-σεις. Τραβήχτηκα κουμπώνοντας σεμνότυφα το πουκά-μισο, που τόσο άρεσε στον Αλέξη.

«Όχι, Νικήτα. Δεν έχω διάθεση για παραπέρα. Νιώ-θω ότι το κάνεις παρακινημένος από ανασφάλεια

353

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ότι θαμε χάσεις κι όχι επειδή με ποθείς».

Μαζεύτηκε σαν παιδάκι που το έπιασαν να κλέβεικέρματα από το πορτοφόλι του πατέρα του.

«Ίσως έχεις δίκιο. Το μυαλό μου δεν μπορεί να λει-τουργήσει σωστά τώρα που γύρισε ο άντρας σου». Κού-νησε απογοητευμένος το κεφάλι του κι αναστέναξε: «Αχ,βρε Λίζα! Να μην μπορείς να κρατήσεις έναν άντρα!»

Του χαμογέλασα. Ήταν τόσο αξιαγάπητος.«Θα φύγω τώρα. Θα σου τηλεφωνήσω σύντομα». Έ-

354

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κανα να σηκωθώ. Μου έπιασε αποφασιστικά το χέρι,καθηλώνοντας με στη θέση μου.

«Δε θα μου τηλεφωνήσεις καθόλου. Αρνούμαι να κλω-σάω το τηλέφωνο μέχρι να σ' ακούσω. Να περιμένω δη-λαδή πότε θα λείπουν οι πάντες από το σπίτι σου γιανα με πάρεις στα γρήγορα; Και να μου πεις τι; Υπομο-νή, λιγοστεύουν οι μέρες;»Προσπάθησα να διαμαρτηρηθώ. Με διέκοψε:«Άσε που σ' αυτό το διάστημα μπορεί να τα ξανα-βρείτε και μια ωραία πρωία να μου σερβίρεις την τηλε-φωνική χυλόπιτα. Προτιμώ να επικοινωνήσουμε μια καικαλή μόλις τελειώσει ο Τάκης με τα μαθήματα. Χωρίςεμένα να σε επηρεάζω, θα 'χεις όλο το χρόνο να κατα-λάβεις τι ακριβώς θες. Τον Αλέξη ή εμένα. Ή κανένανμας».

Σηκώθηκε και μου 'δώσε την τσάντα, που 'χα αφήσειστο πάτωμα. Την πήρα κοιτάζοντας τον στα μάτια. Μί-λησε πάλι εκείνος:

«Την προηγούμενη φορά που σου 'δωσα την τσάντασου, την πέταξες στο πάτωμα και με παρέσυρες να κά-νουμε έρωτα. Μακάρι να την έριχνες και τώρα. Όμωςξέρω πως δε θα το κάνεις».

Την κρέμασα στον ώμο χωρίς να αφήσω το πρόσωπό

355

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

του από τα μάτια μου. Με οδήγησε στην εξώπορτα. Μερώτησε πότε τέλειωναν οι εξετάσεις.

«Στις δεκαπέντε Ιουνίου. Τρεις μέρες μετά τα γενέ-θλιά του».

«Κάποιο από τα επόμενα εικοσιτετράωρα λοιπόν θαέχω φορτώσει τις βαλίτσες μου στο αυτοκίνητο. Πρινφύγω για τη Μάνη, θα κάνω μια στάση έξω από το σπί-τι σου. Θα σου τηλεφωνήσω και τότε θα ξέρω αν θασυνεχίσω μόνος». Μου χαμογέλασε. «Να προσέχεις... »

356

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Εντάξει». Έφυγα μην μπορώντας να κοιτάξω πίσωμου. Ούτε μπρος μου. Τα δάκρυα είχαν θολώσει τα μά-τια μου.

Μπήκα στο σπίτι ψυχικά εξαντλημένη. Στο ταξί μέ-χρι το Χαλάνδρι έκλαιγα με αναφιλητά κι ο ταξιτζής δυ-στύχησε μην μπορώντας να με βοηθήσει. Τους βρήκα νακάθονται στη βεράντα, πίνοντας αναψυκτικά και τρώ-γοντας φρούτα. Ο Γκουσγκούνης κοιμόταν στην μπαλ-κονόπορτα, κουνώντας κατά διαστήματα ανεπαίσθητατην ουρά του. Πήγα κατευθείαν στο μπάνιο να ελέγξωτην κατάστασή μου: τουλάχιστον τραγική. Έριξα κρύονερό στα μάτια μου και, φορώντας το καλύτερό μου χα-μόγελο, ετοιμάστηκα να βγω έξω. Ευτυχώς είχε νυχτώ-σει και τα φώτα της βεράντας δεν ήταν αρκετά για να μεπροδώσουν. Ή ήταν; Ξαφνικά είχα την εντύπωση ότι ηβεράντα φωτιζόταν από ένα εκτυφλωτικό φως για πρώ-τη φορά στα τόσα χρόνια που ζούσα σ' αυτό το σπίτι.

Κοντοστάθηκα στην ασφάλεια που μου παρείχε τοσκοτάδι του σαλονιού. Η φωνή του Τάκη με ανάγκασε νααφήσω την κρυψώνα μου:

«Έλα έξω, ρε μάνα. Ο μπαμπάς αντικατέστησε τις

357

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

παλιές λάμπες και τώρα έχει πολύ φως, για να μη στρα-βωνόμαστε τα βράδια. Αποφάσισα να διαβάζω εδώόταν νυχτώνει. Έχει δροσιά».

Μάλιστα. Ο Κύρος Γρανάζης μάς άλλαξε και τα φώ-τα. Και πώς μας τα άλλαξε!

Βγήκα έξω παρακαλώντας σιωπηλά να μην έβλεπαντα κοκκινισμένα μου μάτια.

«Έκλαιγες;» ρώτησαν εν χορώ.Παραδόθηκα στο ψέμα. «Όχι, απλά το ρίμελ που

χρη-σιμοποίησα το απόγευμα μου προκάλεσε ερεθισμό. Πή-ρα σταγόνες από το φαρμακείο και, τώρα που έβαλα,

358

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κοκκίνισαν τα μάτια μου». Με κοίταξαν αμίλητοι. Ο Α-λέξης κάπως παρατεταμένα. Ο Τάκης έσπασε τη σιωπή:

«Παραγγείλαμε σουβλάκια. Σου πήραμε δύο με απ'όλα. Δεν πιστεύω να σε πειράζει το τζατζίκι».

«Δε θα φιλήσω κανέναν» είπα ανέμελα και κάθισα σεμια φερ φορζέ. «Πώς πάει το διάβασμα;»

«Αγκομαχώντας. Αλλά θα επιβιώσω».«Τι σου 'πε ο οδοντίατρος;» ρώτησε ο Αλέξης,

λίγο ξι-νισμένα από το σχόλιο μου για το φιλί.

«Να προσέχω».«Τι να προσέχεις;»Τις δόλιες προσπάθειες σου να με ξανακερδίσεις.

«Τα δόντια μου. Βρίσκονται σε οριακό σημείο».«Παρά τις συμβουλές του για αποχή από τις

σοκο-λάτες;» επέμεινε κάπως ειρωνικά.

«Ναι, παρά τις συμβουλές του». Σηκώθηκα δίνονταςτέλος στη συζήτηση.

«Πάω να κόψω σαλάτα. Έχετε παραγγείλει και πα-τάτες ή να τηγανίσω μερικές;»

«Τηγάνισε» είπε ο Τάκης και έσκυψε στο βιβλίο του.Έφυγα νιώθοντας το βλέμμα του Αλέξη καρφωμένοστην πλάτη μου.

Φάγαμε υπό το εκτυφλωτικό φως της βεράντας. Κα-τά τις εντεκάμισι ο Τάκης μας καληνύχτισε. Ο Αλέξηςχασμουρήθηκε και σηκώθηκε. «Θα 'ρθεις για ύπνο;»

«Σε λίγο».

359

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Προσπάθησα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου. Μεέκπληξη διαπίστωσα ότι αδυνατούσα να σκεφτώ. Σαννα απωθούσα τη δεδομένη κατάσταση στο τελευταίοκύτταρο του εγκεφάλου. Το μυαλό μου απασχολούσανάλλα πράγματα. Τι θα μαγείρευα την επομένη, πότε έ-ληγε ο λογαριασμός του νερού, το λίπασμα που έπρεπε

360

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

να ανανεώσω στις τριανταφυλλιές. «Αύριο» μονολόγη-σα. «Αύριο θα κάτσω να σκεφτώ τι θα κάνω».

Μπήκα στο σαλόνι και πάτησα το διακόπτη, λυτρώ-νοντας τη νύχτα από το ανηλεές φως της βεράντας. Έ-μεινα για λίγο στο σκοτάδι. Τι θα 'πρεπε να σκεφτώ;Αφού είχα αποφασίσει εκ των προτέρων να αφήσω τονΑλέξη για το Νικήτα. Πριν εμφανιστεί καν ο Αλέξης. Εί-χε αρχίσει να με επηρεάζει η επιστροφή του σε σημείονα αμφισβητώ την αρχική μου απόφαση; Σαν φλας ά-στραψε η εικόνα του Αλέξη με τον Τάκη, που έτρωγανφρούτα στη βεράντα. Πριν από δυο μέρες είχαμε ξανα-γίνει οικογένεια. Όχι εύκολα, αλλά είπαμε να προσπα-θήσουμε. Φυσικά δεν ήξεραν ότι εγώ τους ξεγελούσαγια είκοσι μέρες, και μετά ξανά ρημαδιό, εξαιτίας μουαυτή τη φορά. Έφερα στο μυαλό μου τη Χριστίνα τηστιγμή που μου αποκάλυψε ότι την κουτούπωνε ο Αλέ-ξης. Ένιωσα καλύτερα, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω.Σαν να πάλεψα με τον εαυτό μου για χάρη του Νικήτα.Αλλά τότε γιατί δε σκέφτηκα τη σκηνή που έκανα έρω-τα μαζί του; Γιατί να νιώσω πιο κοντά στην αρχική μουαπόφαση εξαιτίας της εκδίκησης και όχι εξαιτίας

361

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

τωνστιγμών που μου προσέφερε ο γοητευτικός οδοντία-τρος και πρώην σύζυγος της τέως γκόμενας του άντραμου; «Αύριο» ξαναείπα στον εαυτό μου. «Αύριο, πουθα ανατείλει νέα μέρα, θα σκεφτείς με καθαρό μυαλό.Η απόφαση είναι δική σου».

Έξω από το μπάνιο κοντοστάθηκα, ακούγοντας τονΑλέξη να κάνει γαργάρες με διάλυμα για πλύσεις στό-ματος, προφανώς για να εξαλείψει την κακοσμία τουτζατζικιού. Άνοιξα την πόρτα τη στιγμή που έφτυνε μιαγενναία δόση στην αριστερή γούρνα, που επί δεκαεφτάχρόνια ήταν δική του. Τα καλλυντικά του γέμιζαν ξανά

362

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

την αριστερή πλευρά του πάγκου, τα ρούχα του την α-ριστερή ντουλάπα, ο ίδιος κοιμόταν ξανά στην αριστε-ρή πλευρά του διπλού κρεβατιού. Γύρισε και μου χά-ρισε ένα διάπλατο χαμόγελο μέντας. Εκτυφλωτικό σαντο φως που είχε αντικαταστήσει στη βεράντα. Τον κοί-ταξα μέσα από τον καθρέφτη χωρίς να πλησιάσω το νι-πτήρα μου. Με προσκάλεσε.

«Έλα μέσα. Τι στέκεσαι στην πόρτα;»«Θέλω να κατουρήσω». Γέλασε με την κοφτή

μου δή-λωση.

«Κάποτε δε σε ενοχλούσε η παρουσία μου στις πολύπροσωπικές σου στιγμές».

«Κάποτε έψαχνα την παρουσία σου με το ντουφέκι»αντιγύρισα. «Και τώρα, αν θες, μπορείς να βγεις έξωγιατί δε θα αντέξω για πολύ;»

Βγήκε ανέκφραστος. Ξαλάφρωσα την υπερφορτω-μένη κύστη μου και έπιασα την οδοντόβουρτσα. Τηνξανάφησα στο ποτηράκι μου και βγήκα από το μπάνιο.Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα βρομοκοπώντας τζατζίκι. Ο

Αλέξης ήταν ήδη ξαπλωμένος και διάβαζε εφημερίδα.Άνοιξα την ντουλάπα κι έβγαλα από το συρτάρι το νυ-χτικό μου. Δηλαδή την υποψία νυχτικού. Σκάλισα νευ-ρικά τα εσώρουχα, προσπαθώντας να βρω κάποια

363

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

απ'τις παλιές βαμβακερές μου πιτζάμες. Μάταιος κόπος.Είχαν πεταχτεί όλες, στο πλαίσιο της ανανέωσής μου.Το να προσπαθήσω να κόψω την όρεξη του Αλέξη μετην κακοσμία του στόματος μου, αλλά φορώντας συγ-χρόνως αραχνοΰφαντο νυχτικό, ήταν σαν να αποφάσιζααυστηρή δίαιτα με γιαούρτι και δύο γουρουνόπουλα γιαεπιδόρπιο. Δίπλωσα το νυχτικό και το ξανάβαλα στοσυρτάρι.

Βγήκα από το δωμάτιο και πήγα στου Τάκη. Είχε

364

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κλειστή την πόρτα, αλλά το φως που διαχεόταν από τηχαραμάδα μαρτυρούσε πως ο γιος μου δεν είχε κοιμη-θεί. Του χτύπησα σιγά. Άνοιξα και τον βρήκα ξαπλω-μένο στο πάτωμα, περιτριγυρισμένο από σημειώσεις χη-μείας.

«Βολεύεσαι, βρε παιδί μου, στο πάτωμα; Γιατί δενκάθεσαι στο γραφείο σου;»

«Αυτό -σε έκαιγε να μου πεις βραδιάτικα;» μου είπεάχρωμα, απορροφημένος από το διάβασμα.

«Όχι. Έχεις να μου δώσεις καμιά μπλούζα; Από τιςφαρδιές που φοράς». Γύρισε απορημένος και με κοίτα-ξε. Έσκυψα τα μάτια με αμηχανία. Δε με ρώτησε τίπο-τα. Σηκώθηκε σβέλτα και άνοιξε την ντουλάπα του.Κατόπιν μου 'κανε νόημα να πλησιάσω στο συρτάρι μετις μπλούζες. «Διάλεξε όποια θες». Στάθηκα δίπλα του.Πήρα την πάνω πάνω που είχε μια γελοιογραφία με τογουρούνι του Αρκά. Τη μέτρησα με το μάτι και ικανο-ποιήθηκα με αυτά που έκρυβε. Τον φίλησα και βγήκααπό το δωμάτιό του κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.

Στο μπάνιο έβγαλα τα ρούχα και φόρεσα την μπλού-ζα που μου έφτανε στα γόνατα, ενώ στο φάρδος χώρα-γε άνετα τον Ντέμη Ρούσσο πριν από την

365

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

εξαντλητικήτου δίαιτα. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα νυχοπατώ-ντας. Ο Αλέξης είχε σβήσει το φως. Γλίστρησα στη με-ριά μου με τις αισθήσεις στην τσίτα. Αν έβηχε, ήμουνικανή να τσιρίξω. Προσπάθησα να καταλάβω αν ετοι-μαζόταν για... προσέγγιση. Μετά από πέντε λεπτά πλή-ρους ακινησίας υπέθεσα ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.Διακινδύνευσα μια στραβή ματιά προς τη μεριά του. Ηρυθμική αναπνοή σε συνδυασμό με το ανεπαίσθητο ρου-θούνισμα πρόδιδαν την κατάσταση στην οποία είχε πε-ριπέσει. Χαμογέλασα χαζά μες στο σκοτάδι. Σιγά σιγά

366

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

επέτρεψα στους μυς του κορμιού μου να χαλαρώσουν.Λίγες στιγμές αργότερα τους ακολούθησαν οι μύες τωνβλεφάρων.

Ξύπνησα ξαφνικά μέσα στη νύχτα, μ' ένα βάρος στοστέρνο. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να φοβάμαι την πιθα-νότητα καρδιακής προσβολής στα τριάντα έξι. Έκανααπελπισμένες προσπάθειες να αναπνεύσω, αλλά κάτι μεδυσκόλευε. Λες κι ένα χέρι είχε γραπώσει τα πνευμόνιαμου. Έβαλα δύναμη κι ανασηκώθηκα στην πλάτη μου.Το δεξί χέρι του Αλέξη μετατοπίστηκε στην κοιλιά μου.Έμεινα κοκαλωμένη περιμένοντας τη συνέχεια. Το χέριτου δεν κουνήθηκε. Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιμότανμπρούμυτα. Υπέθεσα ότι στον ύπνο του απλώθηκε πε-ρισσότερο από ό,τι του επέτρεπαν πια οι συνθήκες. Σή-κωσα με προσοχή το μπράτσο του και κρατώντας τογλίστρησα μαλακά από το κρεβάτι. Το απίθωσα ξανάστη μεριά μου. Έφερα το ρολόι κοντά στα μάτια κι εί-δα ότι ήταν τέσσερις. Φόρεσα τις παντόφλες και βγήκααπό το δωμάτιο. Μου 'χε φύγει ο ύπνος. Όχι δηλαδή ότιτον είχα χορτάσει.

Πήγα στην κουζίνα κι άνοιξα το ψυγείο. Το λαμπάκι

367

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

του εσωτερικού του φώτισε αμυδρά το χώρο. Πήρα μιαδιαιτητική Κόκα κι έκλεισα την πόρτα, ξαναβυθίζονταςτο δωμάτιο στο σκοτάδι. Κατευθύνθηκα στο σαλόνι. Οιλάμπες του δρόμου φώτιζαν αμυδρά το χώρο. Πού καιπού περνούσε κάποιο αυτοκίνητο, χαϊδεύοντας φευγα-λέα τα έπιπλα με την αντανάκλαση των φώτων του. Χώ-θηκα στον καναπέ σιγοπίνοντας την Κόκα-κόλα. Απόκάπου άκουσα τα νύχια του Γκουσγκούνη να χτυπάνεστο πάτωμα καθώς με πλησίαζε. Βρέθηκε μπροστά μουκαι μου χάρισε ένα ερεβώδες χασμουρητό. Καθότι κολ-λητικό, του το ανταπέδωσα. Μ' έναν πήδο ανέβηκε στον

368

Ο Ι Ο Υ Α Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

καναπέ και κουλουριάστηκε δίπλα μου ακουμπώνταςτο φαλακρό του κεφάλι στα πόδια μου. Τον πήρε αμέ-σως ο ύπνος. Κι ύστερα σου λένε, σκυλίσια ζωή. Πουθε-νά δεν μπορώ να απλώσω το κορμί μου. Το χέρι του Α-λέξη στην κρεβατοκάμαρα, το κεφάλι του Γκουσγκουνηστο σαλόνι...

Κοίταξα τρυφερά το κουβαράκι που ανέπνεε. «Του-λάχιστον εσύ δε με απογοήτευσες» μονολόγησα στοσκοτάδι του σαλονιού.

«Μαμά, είσαι εντάξει;» ακούστηκε σιγανά ο Τάκης,του οποίου το σκοτεινό περίγραμμα είδα να με πλη-σιάζει.

«Τάκη, δεν κοιμάσαι;» τον ρώτησα ξαφνιασμένη.«Τώρα πάω να πέσω. Μόλις τελείωσα την ύλη.

Νομί-ζω ότι δε συγκράτησα τίποτα». Στάθηκε μπροστά μου.«Να ανάψω φως; Έγινε τίποτα με τον μπαμπά;»

«Να μην το ανάψεις. Δεν έγινε τίποτα με τον μπαμπά.Απλώς ζεστάθηκα στην κρεβατοκάμαρα κι ήρθα εδώ ναπιω μια Κόκα-κόλα». Σήκωσα ψηλά το κουτάκι για νααποδείξω τα λεγόμενα μου.

«Άντε, πήγαινε τώρα για ύπνο γιατί σε περιμένουνδύσκολες ώρες. Θα κουτουλάς στην κόλλα». Μου έδω-σε ένα φιλί στο μέτωπο κι εξαφανίστηκε στο δωμάτιότου. Αποτέλειωσα το αναψυκτικό, διώχνοντας

369

Ο Ι Ο Υ Α Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κάθε ίχνοςνύστας με την καφείνη που κύλησε στις φλέβες μου.

Προσπάθησα να φανταστώ το σπίτι του Νικήτα στηνΚαρδαμύλη. Μου είχε πει πως του ανήκε ένας από τουςπαλιότερους πύργους στην περιοχή. Ο προπάππος τουτύγχανε μεγάλου σεβασμού, καθότι γιατρός κι εκείνος.Όχι οδοντίατρος αλλά παθολόγος. Τότε δεν υπήρχανειδικότητες. Πάντως, απ' ό,τι ήξερε ο Νικήτας, είχε ξερι-ζώσει και πέντ' έξι μανιάτικα δόντια. Με επιτυχία, διό-

370

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

τι το να κάνεις εκείνα τα χρόνια το γιατρό σε Μανιάτηήταν σαν να εξέταζες νευρικό λιοντάρι με στηθοσκόπιο.Με συνεπήραν οι σκέψεις για το μέρος που μου περιέ-γραφε με τόση θέρμη. Χαλάρωσα κι έκλεισα τα μάτια.Στο τέλος με πήρε ο ύπνος, νανουρισμένη από τα γνω-στά πλέον τζιτζίκια της Καρδαμύλης.

18.

Κρατώντας κλειστά τα μάτια, παρακολουθούσα με τααυτιά την πρωινή ζωή του σπιτιού. Υπολόγισα ότι ήτανγύρω στις εφτά, αφού άκουσα τον Αλέξη στο μπάνιο.Λίγο αργότερα ο Γκουσγκούνης εγκατέλειψε την αγκα-λιά μου, ακολουθώντας τη φωνή του Τάκη, που τον κα-λούσε στην κουζίνα.

Σηκώθηκα με κόπο τρίβοντας τα πιασμένα μου μέληκαι, ισιώνοντας την μπλούζα με το γουρούνι του Αρκά,κατευθύνθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Ο Αλέξης είχεστρώσει ξανά το κρεβάτι, όχι όμως με τη χτεσινή επιμέ-λεια. Μάλλον ένα τράβηγμα του σεντονιού πάνω σταμαξιλάρια. Ξαφνικά με έπιασε άγχος για το τι θα τουέλεγα σχετικά με τη δεύτερη διανυκτέρευση μου στον

371

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

καναπέ: Έβαλες το χέρι σου ασυναίσθητα στο στήθοςμου και νόμισα πως θα με βιάσεις;

Σαν αστραπή επέστρεψα στο σαλόνι, όπου με μιαθεαματική βουτιά προσγειώθηκα στον καναπέ και έ-κλεισα τα μάτια, κάνοντας πως κοιμάμαι. Δευτερόλε-πτα αργότερα άκουσα τον Αλέξη να ανοίγει την ντου-λάπα στην κρεβατοκάμαρα. Κατάφερα να προσποιηθώτην κοιμισμένη, ακόμα κι όταν τον αισθάνθηκα να σκύ-βει από πάνω μου, να διστάζει για την επόμενη του κί-

372

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

νηση και στο τέλος να με φιλά στο μάγουλο και να φεύ-γει. Άνοιξα τα μάτια και μου κόπηκε η χολή αντικρίζο-ντας τον Τάκη πάνω από το πρόσωπό μου. Μου πρότει-νε μια κούπα καφέ και είπε χαμογελώντας:

«Έλα... ξύπνα, έφυγε». Και, σαν να το διασκέδαζε,«μην κάνεις τον κόπο να τεντωθείς και να χασμουρη-θείς. Σε είδα από την κουζίνα τι πήδο έριξες στον κα-ναπέ».

Κοκκίνισα μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου, ενδεχο-μένως και ως τα κύτταρα του εγκεφάλου μου. Πήρα τονκαφέ μουρμουρίζοντας «ευχαριστώ». Κάθισε δίπλα μουπαρακολουθώντας κάθε μου γουλιά. Τον ρώτησα τι ώραέδινε μάθημα. «Στις δέκα» μου απάντησε κι έπιασε ναπαίζει με το στρίφωμα της μπλούζας του.

«Πώς πάει, αγόρι μου;» Χάιδεψα το γόνατό του.«Ποιο απ' όλα;» Σταμάτησε να ασχολείται με

τηνμπλούζα του και με κοίταξε.

«Το διάβασμα... ο μπαμπάς σου... η Νόρα...»«Τσουλώντας... παλεύοντας... με τη Νόρα

είμαστεμια χαρά» ζωήρεψε δυο τόνους η φωνή του.

«Τι ακριβώς παλεύεις με τον μπαμπά σου; Δε χάρη-κες που επέστρεψε;»

«Δεν ξέρω. Με ενοχλεί που μας εγκατέλειψε αλλάτελικά ξαναγύρισε. Το ξέρω ότι ακούγεται ηλίθιο, αλλά

373

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

το πιστεύεις ότι κάπου θα τον παραδεχόμουν, αν έμενεμε την άλλη; Έτσι έγινε πολύ εύκολο. Βαρέθηκε εδώ,πήγε κι έπαιξε αλλού, βαρέθηκε, γύρισε. Ποιος ξέρει αντου την ξανακαρφώσει; Θα φύγει και θα ξαναγυρίσει,ξέροντας ότι η οικογένειά του τον περιμένει με ανοιχτέςαγκάλες». Σηκώθηκε απ' τη θέση του και στάθηκε μπρο-στά μου. «Του το κάνεις πολύ εύκολο. Κι αυτό με τονκαναπέ είναι για γέλια. Καλύτερα να κοιμάσαι στο κρε-

374

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βάτι σας χωρίς να του δίνεις σημασία, αν θες να τον τσι-τσιρίσεις».

«Δεν έχω πρόθεση ούτε να τον τσιτσιρίσω ούτε νατον καβουρντίσω. Έτυχε να μην έχω ύπνο και δεν ήθελανα τον ξυπνήσω» είπα με αμυντικό ύφος. «Και μη βιά-ζεσαι να τον κρίνεις γι' αυτό που έκανε. Σημασία έχειότι γύρισε σ' εμάς».

«Για πόσο;»«Κανείς δεν ξέρει τίποτα και για κανέναν.

Αύριομπορεί να μου πεις ότι θα πιάσεις σπίτι με τη Νόρα. Ήμπορεί να νιώσω εγώ την ανάγκη να φύγω ένα διάστη-μα... » τον κοίταξα πλαγίως για να δω την αντίδρασήτου. Χαμογελούσε με νόημα.

«Καλά, θα αφήσεις τον μονάκριβό σου να πάει ναζήσει με άλλη γυναίκα σε τόσο μικρή ηλικία; Ας τολμή-σω να το προτείνω... » έβαλε τα γέλια.

«Δεν είπα ότι θα το κάνεις σύντομα. Αλλά κάποιαστιγμή θα θελήσεις να φύγεις». Συνέχισε να γελάει. «Ναι,όταν αποφασίσεις κι εσύ να φύγεις, πάρε με απ' το χέρινα πάμε μαζί». Με παρέσυρε κι εμένα και βρεθήκα-με να κακαρίζουμε, φτιάχνοντας σενάρια για το πώςθα του 'ρχόταν του Αλέξη να βρεθεί ξαφνικά μόνος στοσπίτι.

375

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Κοίταξε το ρολόι του και σοβάρεψε. «Αμάν, πρέπεινα φύγω». Μου 'σκασε ένα φιλί στο μάγουλο και εξα-φανίστηκε στο δωμάτιό του για να ετοιμαστεί. Βγήκεπέντε λεπτά αργότερα και, κάνοντάς μου «γεια» με τοχέρι, έκλεισε την εξώπορτα. Έμεινα μόνη στον καναπέ,διατηρώντας ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, κατάλοιπο τηςπροηγούμενης διάθεσης. Κοίταξα την κούπα του καφέ.Άδεια. Σηκώθηκα για ανανέωση καφείνης στις φλέβες.Ενώ περίμενα τον ελληνικό να φουσκώσει στο μπρίκι,

376

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κλωθογύριζα στο μυαλό μου τη συζήτηση με τον Τάκη:«Μαμά, τον σκέφτεσαι να τριγυρνά αξύριστος καινα κοντοστέκεται στις φωτογραφίες μας αναστενάζο-ντας ;»

«Τουλάχιστον θα 'χει συντροφιά τον Γκουσγκούνη».«Πάντως αυτή είναι η δοκιμασία που του

χρειάζεται.Να βρεθεί στη θέση που σε έφερε κι εκείνος. Τώρα που'μαστε εδώ, απλά προσπαθεί απέναντι μας. Κι εμείς ε-παινούμε τις προσπάθειές του. Αλλά εσύ, καλή μου μη-τερούλα, ποτέ δεν πρόκειται να εγκαταλείψεις το Χα-λάνδρι».

«Μην είσαι τόσο σίγουρος, παιδί μου» μονολόγησαχύνοντας τον καφέ στο φλιτζάνι. «Σε είκοσι μέρες μπο-ρεί να λιάζομαι στην Καρδαμύλη... »

Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα στη βεράντα.Θρονιάστηκα σε μια φερ φορζέ τεντώνοντας τα πόδιασε μια άλλη. Ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκε χαρωπόςκαι ξάπλωσε δίπλα μου. Το αεράκι δρόσιζε ευχάριστατο κορμί μου. Έκλεισα τα μάτια και ξανασκέφτηκα τοκαταφύγιο των ονείρων μου. Παλιοί πύργοι λουσμένοιστο λαμπερό φως της Μάνης. Ξερά στάχυα και ελιέςπου ασήμιζαν στον ήλιο. Και τζιτζίκια... πολλά τζιτζί-

377

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

κια, που σε αποχαύνωναν με το μονότονο τρίψιμο τωνποδιών τους στα δέντρα. Χαμογέλασα ονειροπολώντας.Το χαμόγελο άρχισε να ξεθωριάζει, μέχρι που τα χείλημου έγιναν μια ίσια γραμμή. Κάτι με ενοχλούσε. Κάτιαπροσδιόριστο. Άνοιξα τα μάτια και προσπάθησα νασκεφτώ τι δε μου πήγαινε.

Στο μυαλό μου είχα την αίσθηση μιας τέλειας κατά-στασης, από την οποία μου διέφευγε μια λεπτομέρεια.Αν φανερωνόταν, θα κατέστρεφε τα πάντα. Σαν να συ-ναντάς τον άντρα των ονείρων σου. Κούκλος, έξυπνος,

378

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ευγενικός, υπέροχος εραστής αλλά... κάτι δε σου πάεικαι δεν μπορείς να το προσδιορίσεις. Και μια μέρα, εκείπου οδηγεί και κάθεσαι δίπλα του, πατά την κόρνα κιαντί για το κλασικό μπιιιπ, ακούγονται Τα παιδιά τουΠειραιά. Αυτή η δυσάρεστη ακουστική έκπληξη είναιμια λεπτομέρεια, που όμως παίρνει τρομερές διαστά-σεις στο μυαλό σου και απομυθοποιεί αυτόν τον άντρα.Συνειδητοποιείς ότι η κιτσάτη επιλογή κόρνας αποτελείτο πρώτο ντόμινο που θα πέσει και θα παρασύρει ταυπόλοιπα, χαλώντας την τέλεια στοίχιση. Ξαφνικά α-νακαλύπτεις όλες του τις ατέλειες και διαλύεις τη σχέ-ση ανασαίνοντας με ανακούφιση..

Την επόμενη στιγμή βρέθηκα στο τηλέφωνο σχημα-τίζοντας το νούμερο του οδοντιατρείου. Το σήκωσε οίδιος ο Νικήτας.

«Νικήτα, το ξέρω ότι παραβαίνω τη συμφωνία μαςνα μη μιλήσουμε καθόλου, αλλά πρέπει να μάθω οπωσ-δήποτε κάτι. Πώς κάνει η κόρνα του αυτοκινήτου σου;»ρώτησα και περίμενα με αγωνία την απάντηση. Περί-μενα αρκετά, προφανώς επειδή ένας οδοντίατρος δενείναι συνηθισμένος να δέχεται τέτοιου είδους ερωτήσειςστις δέκα το πρωί.

379

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Όταν μίλησε, ακούστηκε ανησυχητικά καθησυχαστι-κός. Όπως μιλά ο γιατρός που ετοιμάζεται να κάνει έ-νεση στον έντρομο ασθενή.

«Ελένη, είσαι εντάξει; Μήπως θέλεις να τα πούμεαπό κοντά να ξεσκάσεις; Αν δεν αντέχεις άλλο την κα-τάσταση στο σπίτι, φύγε πριν τρελαθείς... »

Τον διέκοψα ανυπόμονα:«Είμαι μια χαρά. Απλά, θέλω να ξεκαθαρίσω

κάτι στομυαλό μου και δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες. Πεςμου πώς κάνει η κόρνα σου!»

380

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Μου φάνηκε αρκετά εκνευρισμένος όταν απάντησε.Το αγνόησα. Εδώ παιζόταν η σχέση μας.

«Μπιπ». Ανάσανα με ανακούφιση. Ξαναμίλησε ε-ντελώς μπερδεμένος. «Δε σε καταλαβαίνω. Μήπως πρό-κειται για κάποιο σύντομο ανέκδοτο;»

«Όχι, όχι. Είσαι σίγουρος πως όταν την πατάς δενπαίζει καμιά μελωδία βραβευμένη με όσκαρ;»

Ας σιγουρευόμουν ότι είχε καταλάβει την ερώτησημου. Πρέπει να είχα εξαντλήσει την υπομονή του γιατίάρχισε να ωρύεται:

«Είσαι με τα καλά σου πρωινιάτικα; Τελευταία φοράπου κόρναρα, δε βγήκε κανένας περίεργος ήχος. Δενξέρω αν αύριο το κλάξον αρχίσει τα αρχοντορεμπέτικα.Σ' την έχει δώσει, κορίτσι μου, και πας να τρελάνεις καιτους υπόλοιπους; Κι εγώ χάρηκα που σε άκουσα, επει-δή πίστεψα ότι με πεθύμησες...»

«Σε πεθύμησα» του απάντησα μηχανικά, ισιώνονταςτους τηλεφωνικούς καταλόγους που βρίσκονταν δίπλαστη συσκευή.

«Ωραίο τρόπο βρήκες να το δείξεις» γκρίνιαξε, έχο-ντας όμως μαλακώσει. Του ζήτησα συγγνώμη για τηνπρωινή αναστάτωση και υποσχέθηκα ότι δε θα τον ξα-ναενοχλούσα. Με ρώτησε αν σκέφτομαι την

381

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Καρδα-μύλη.

«Δεν κάνω τίποτ' άλλο» του απάντησα με θέρμη. Μεπίστεψε. Κλείσαμε το τηλέφωνο. Αισθάνθηκα πολύ βλά-κας. Τι θα 'λεγε κι αυτός ο χριστιανός που τον πήραπρωί πρωί να τον μπερδέψω με τις ψυχώσεις μου. Μου'ρθε να τηλεφωνήσω πάλι και να του πω: «Νικήτα, ταπαρατάω όλα. Ούτε ισορροπίες ούτε τίποτα. Φεύγουμετώρα».Σήκωσα το ακουστικό και πάτησα τα πλήκτρα. Το

382

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές. Στην τέταρτη απάντη-σε μια φωνή που δεν ήξερα.

«Παρακαλώ, τη Χριστίνα» είπα αβέβαιη, πιστεύο-ντας πως είχα κάνει λάθος.

Μου είπε να περιμένω γιατί «το κυρία Κριστίνα ατύ-χημα, όχι καλό πόδια, σιγά σιγά τηλέφωνο». Περίμεναστο ακουστικό με μια έκφραση απορίας. Μετά από λί-γο άκουσα τη Χριστίνα να λέει «εμπρός».

«Ποια απάντησε στο τηλέφωνο αγκομαχώντας ναπεριγράψει την κατάσταση σου;»

«Η Φιλιππινέζα που πήρε η μαμά για εσωτερική. ΗΒορειοηπειρώτισσα,που είχε δυο φορές την εβδομάδα,γύρισε στους Άγιους Σαράντα».

«Και δε μου λες, στις ελεύθερες ώρες θα της διδά-σκει νεοελληνική γραμματική και συντακτικό για να θυ-μάται και την παλιά της τέχνη;» ρώτησα γελώντας.

«Μμμ, δεν ξέρω. Από αύριο εγκαθίσταμαι στο σπι-τάκι μου, με την ησυχία μου και την κινησιοθεραπείαμου. Σήμερα θα βγάλω το γύψο των ποδιών και του χε-ριού. Θα κυκλοφορώ υποβασταζόμενη από πατερίτσεςγια μερικές μέρες και μετά θα 'μαι εντάξει. Όσο για τοναυχένα, θα απαλλαγώ από το κολάρο σε μια βδομάδα.

383

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Τώρα καταλαβαίνω τι τράβηξες τρία χρόνια με τα ορ-θοδοντικά σιδεράκια».

«Άσε, μη μου το θυμίζεις. Λοιπόν, από αύριο θα σεβρίσκω στο σπίτι σου;»

«Ναι και χαίρομαι που δείχνεις διάθεση να επικοι-νωνείς μαζί μου. Εγώ δεν τολμώ να σου τηλεφωνήσωσπίτι σου, παρ' όλο που το θέλω τόσο. Ακόμα ντρέπο-μαι, και θα ντρέπομαι για πολύ. Γι' αυτό αφήνω σ' εσέ-να την πρωτοβουλία. Όποτε θες, θα με παίρνεις εσύ».

«Εντάξει» είπα, σκεπτόμενη τον Αλέξη να σηκώνει

384

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

το τηλέφωνο και να τσιτώνει στη φωνή της Χριστίνας,κάνοντάς την κι εκείνη να χάσει τα λόγια της. Μιλήσα-με περί ανέμων και υδάτων και κάποια στιγμή κλείσα-με, γιατί πλησίαζε το ραντεβού της με το γιατρό.

Η μέρα κυλούσε ήρεμα, χωρίς βαθυστόχαστες σκέ-ψεις. Το τηλέφωνο χτύπησε δύο φορές. Τη μια ήταν οΤάκης, που μου είπε ότι έγραψε συμπαθητικά κι ότι θαπήγαινε στο σπίτι της Νόρας για να ξεκινήσουν την ύλητης ιστορίας. Την άλλη ήταν ο Αλέξης, που πήρε για ναμου πει ότι είχε πολλή δουλειά και θα 'ρχόταν το βρα-δάκι. Δεν απέφυγα τη σκέψη ότι από δω και στο εξήςθα προσπαθούσε να συμπτύξει τα πονηρά ραντεβού τουστις ώρες του γραφείου, ώστε να βρίσκεται νωρίς στοσπίτι και να 'μαστε όλοι ευχαριστημένοι. Ακόμα κι αντου κοβόταν σύρριζα —όπως ευχόταν πολύ συχνά στοπαρελθόν—, εγώ δε θα έπαυα να τον υποψιάζομαι γιαγυναικοδουλειές. Πάντως δε βαυκαλιζόμουν. Όταν εί-δα το κρεβάτι στρωμένο πρόχειρα, κατάλαβα ότι δε θαάφηνε το πολύβουο γραφείο του για δεύτερο συνεχό-μενο μεσημέρι. Όχι πως με ένοιαζε. Από την ημέρα πουγύρισε, ένιωθα πως εγώ κινούσα τα νήματα και

385

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πωςεκείνος κρεμόταν από τη διάθεσή μου. Όπως και ο Νι-κήτας. Εκείνος τουλάχιστον για τις επόμενες δυο βδο-μάδες. Στη σκέψη του αναστέναξα. «Γλυκέ μου Νική-τα, με τι τρελή έμπλεξες» μονολόγησα.

Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας για να καθαρίσωφασολάκια. Άρχισα να σιγοσφυρίζω. Απολάμβανα τηνησυχία του διαμερίσματος. Δε με τρόμαζαν πια τα ά-δεια δωμάτια. Είχα τόσους γύρω μου, που μπορούσαακόμα και να διαλέξω. Ανάμεσα στο σύζυγο και στονεραστή, με ή χωρίς τη μετανοημένη Χριστίνα. Ο Τάκηςφυσικά ήταν εκτός συναγωνισμού. Και ο Γκουσγκού-

386

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

νης, που, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, ήρθε και τρί-φτηκε στα πόδια μου. Για κοίτα που ξαφνικά με αγα-πάνε όλοι! γέλασα.

Το ίδιο βράδυ, ξαπλωμένη στη δεξιά πλευρά τουκρεβατιού κι ακούγοντας το ελαφρύ ρουθούνισμα τουΑλέξη, επέτρεψα στον εγκέφαλό μου να θέσει σε κίνησητους τροχούς της σκέψης. Παρά τους αρχικούς μου φό-βους, ο Αλέξης δε με ρώτησε γιατί πέρασα την προη-γούμενη νύχτα στον καναπέ. Δεν έδειξε να παραξενεύε-ται από την ξαφνική μου προτίμηση για τις μπλούζεςτου Τάκη. Δεν το σχολίασε όταν με βρήκε ξαπλωμένηστη δεξιά πλευρά του κρεβατιού το αποψινό βράδυ,διαβάζοντας το μυθιστόρημα μου σαν να μην έτρεχε τί-ποτα. Δεν εξερράγη συναισθηματικά όταν τον καληνύ-χτισα αγγίζοντας απαλά το μάγουλό του με τα ακρο-δάχτυλά μου — η πρώτη αυθόρμητη κίνηση ενδιαφέρο-ντος από τη μέρα που ήρθε. Μετά τη συμφωνία μας γιαπροσωρινή εκεχειρία δεχόταν σιωπηλά ό,τι κι αν έκανα.Λες κι αν αντιδρούσε εγώ θα τρόμαζα και θα κλεινό-μουν στο καβούκι μου ή θα χάλαγα τη συμφωνία μας.Δεχόταν ό,τι κι αν έκανα. Μπορεί να ξυπνούσε το

387

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πρωίκαι να μ' έβρισκε καθισμένη οκλαδόν να ψαλιδίζω τημοκέτα, τραγουδώντας μανιάτικα μοιρολόγια και ναέλεγε μόνο «καλημέρα, αγάπη μου, κοιμήθηκες καλά;».Αυτή του η ανοχή με βόλευε. Μου έκανε ευκολότερεςτις μέρες που απέμεναν μέχρι να φύγω. Διαισθανότανότι τον περίμενα στη γωνία για καβγά και δεν έστριβε.Όμως, από την άλλη, φούντωνε η αρρωστημένη μουδιάθεση να τον προκαλέσω, αψηφώντας την υπόσχεσηπου είχα δώσει και σ' αυτόν και σ' εμένα για ένα εικο-σαήμερο ηρεμίας. Όταν τον ακούμπησα στο μάγουλοένιωσα πως κράτησε την αναπνοή του, περιμένοντας την

388

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

επόμενη κίνηση. Εγώ έσβησα το πορτατίφ και του γύ-ρισα την πλάτη. Θα μπορούσα να τον αποδεκατίσω μετέτοιες κινήσεις. Να τον προκαλώ ερωτικά και μετά νατον στέλνω για κρύο ντους. Λε θα 'ταν άσχημη ιδέα ναφορούσα το αραχνοΰφαντο νυχτικό το επόμενο βρά-δυ... έτσι,για να τον προκαλέσω μόνο.

Άνοιξα τα μάτια και με κύκλωσε το σκοτάδι. Ταστύλωσα στο ταβάνι προσπαθώντας να διώξω μια σκέ-ψη που πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου. Κι ανη πρόθεση σου, Ελενάκι, δεν είναι απλά να πειραματι-στείς με τις ορέξεις του αλλά να δοκιμάσεις τις δικέςσου; Αν, παρ' όλα όσα σου έκανε, δεν μπόρεσες να ξε-χάσεις τη λαχτάρα που σ' έκαιγε ένα χρόνο, να κάνετεέρωτα; Αν όλα αυτά τα νάζια είναι προπέτασμα κα-πνού για να μη λέει ότι υπέκυψες στο πιτς φιτίλι; Αν τοναγαπάς ακόμα τόσο, ώστε να τον συγχωρέσεις για σέ-να κι όχι για την ηρεμία του Τάκη; Αν τελικά αναβάλλειςμέχρι τη λήξη των εξετάσεων τη χυλόπιτα στο Νικήτα;ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Το Νικήτα τον έχω ερωτευτεί παράφορα.Στάθηκε ικανός να με βγάλει από τη μιζέρια μου. Φώτι-σε τις μαύρες μου μέρες, μ' έκανε να μη χάσω τον αυτο-σεβασμό μου, ανακάλυψε ευαισθησίες μου που έθαβατόσα χρόνια με τον Αλέξη, κάναμε έρωτα τη στιγμή πουδεν είχα διανοηθεί να απατήσω τον άντρα μου. Και μεδική μου πρωτοβουλία, παρακαλώ. Και ήταν υπέροχο...νομίζω. Δηλαδή δε θυμάμαι και καλά. Έγινε υπό ψυχο-λογική πίεση κι από τους δύο. Πάντως έφυγα χαμογε-λώντας ευτυχισμένη από το σπίτι του. Αυτό το θυμάμαι.Κι αν δεν επέστρεφε το ίδιο βράδυ ο Αλέξης, τώρα θακοιμόμουν στην αγκαλιά του Νικήτα, φορώντας το αρα-χνοΰφαντο νυχτικό μου κι όχι την μπλούζα με το γου-ρούνι του Αρκά. Αν δεν επέστρεφε ο Αλέξης... Αν δεν

3 8 9

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

επέστρεφε ο Αλέξης, θα 'μουν με το Νικήτα... Αν δεν έ-φευγε ποτέ ο Αλέξης, δε θα 'μουν με το Νικήτα. Θα ζού-σα ευτυχισμένη με τον άντρα μου και το παιδί μου ξε-χνώντας τους παλιούς εφιάλτες, ότι θα με απατούσεεπειδή τον παγίδεψα μ' ένα μωρό. Θα με κοίταζε σταμάτια και θα μου λεγε πως είμαι η μοναδική γυναίκαπου αγάπησε. Χωρίς να υπολογίζουμε βέβαια τη Λίζακαι την καλύτερή μου φίλη... σκέφτηκα με πικρία, πουγρήγορα μεταλλάχτηκε σε ακράτητο θυμό.

Πετάχτηκα από το κρεβάτι καταπνίγοντας την επι-θυμία να αρχίσω να τον κοπανάω στο κεφάλι με το ρο-λόι. Ήταν ικανός να χαμογελάσει αιμόφυρτος και ναμου πει: «Αχ, αγάπη μου, χτυπά κιόλας το ξυπνητήρι;»«Όχι, ηλίθιε, εγώ σε χτυπάω με το ξυπνητήρι» με φα-ντάστηκα να του λέω, γελώντας σατανικά και χτυπώ-ντας τον μέχρι θανάτου για να ξεθυμάνω που μου είχεδιαλύσει τη ζωή.

Δεύτερο βράδυ που αναζήτησα λίγη ηρεμία μπροστάστην πόρτα του ψυγείου. Το άνοιξα ψάχνοντας τη σω-τήρια Κόκα-κόλα. Πώς το έλεγε η διαφήμιση; «ΠάνταΚόκα-κόλα». Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το σεξ,με το φαγητό, με το διάβασμα, στον περίπατο, στηναϋπνία, για τα κουρελιασμένα νεύρα, για τις αποφά-σεις που δεν μπορείς να πάρεις... Πάντα Κόκα-κόλα. Έ-ψαξα στο ράφι που βάζαμε τα αναψυκτικά, αλλά βρή-

390

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κα μόνο ένα Περριέ. Παραμέρισα κάτι τάπερ με τηνκρυφή ελπίδα ότι είχε ξεμείνει κάποιο κουτάκι από πί-σω. Τίποτα. Κοίταξα το ρολόι μου. Δωδεκάμισι. Η κά-βα είχε κλείσει εδώ και ώρα. Άρχισε να με τριγυρίζει τοσύνδρομο στέρησης. Πώς θα έβγαζα κι αυτή τη νύχταχωρίς να νιώσω το μείγμα ανθρακικού και καφείνης ναγδέρνει ευχάριστα το λαρύγγι μου; Αναποφάσιστη κρα-

391

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

τούσα ανοιχτό το ψυγείο, προσπαθώντας να δω με τιποτό θα κατευθυνόμουν στον καναπέ του σαλονιού. ΤοΠερριέ δεν το έβαζα στο στόμα μου, κι έτσι δεν έριξαδεύτερη ματιά στο πράσινο καμπυλόγραμμο μπουκάλι.Θυμήθηκα το λευκό κρασί που άνοιξα το προηγούμενομεσημέρι για να ρίξω στη σάλτσα ναπολιτέν. Το γρά-πωσα θριαμβευτικά και βγήκα από την κουζίνα. Έναδυο ποτηράκια και θα ροχάλιζα μακαρίως και χωρίς ε-νοχλητικές σκέψεις.

Πηγαίνοντας προς το σαλόνι είδα φως στο δωμάτιοτου Τάκη. Ακούμπησα το κρασί σ' ένα χαμηλό τραπε-ζάκι και του χτύπησα την πόρτα. Περίμενα λίγο και,καθώς δεν έπαιρνα απάντηση, γύρισα να φύγω. «Έλα»άκουσα την τελευταία στιγμή και μπήκα.

Τον βρήκα να κάθεται στο γραφείο του με το βιβλίοτης ιστορίας ανοιχτό σε μια σελίδα όπου ένας ήρωαςτης Ελληνικής Επανάστασης κάπνιζε πούρο φορώνταςγυαλιά ηλίου, κατόπιν, καλλιτεχνικής παρέμβασης τουΤάκη. Γύρισε χαμογελώντας προς το μέρος μου.

«Και σήμερα στον καναπέ θα τη βγάλουμε;»«Εεε... όχι. Λεν τα 'παμε πολύ όταν γύρισες και

ήρθανα δω αν είσαι εντάξει κι αν θες τίποτα» του είπα

392

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

χωρίςνα ελπίζω ότι τον έπεισα. Λεν τον έπεισα.

«Εγώ είμαι μια χαρά, αν εξαιρέσεις ότι δε βλέπω τηνώρα να ξεμπερδεύω με το διάβασμα. Το θέμα είναι ότιεσύ τραβάς μεγάλο ζόρι και δεν καταλαβαίνω γιατί. Ανδεν τον θέλεις πια και σπαταλάς τις νύχτες σου στονκαναπέ, πες του το. Αν το κάνεις για μένα, μη φοβάσαι.Είμαι μεγάλο παιδί και θα αντέξω οτιδήποτε αποφα-σίσετε. Λε μου αρέσει να σε βλέπω σε τέτοια κατάστα-ση». Με κοίταξε έντονα και πρόσθεσε: «Αν εξαιρέσειςτις πρώτες μέρες που ήσουν χάλια, μετά κάτι άλλαξε

393

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σ' εσένα. Και εσωτερικά και εξωτερικά. Μου φάνηκεςσχεδόν, ευτυχισμένη. Απελευθερωμένη, χωρίς άγχος. Δενξέρω ακριβώς πώς το κατάφερες, αλλά μου άρεσε πουέπαψες να είσαι το αδύναμο πλάσμα που καθόταν σού-ζα στον μπαμπά. Και τώρα ξανά τα ίδια».

«Ε, δεν κάθομαι και σούζα, βρε Τάκη!» υπερασπί-στηκα τον εαυτό μου. «Απλά, δε θέλω να πετάξω στασκουπίδια τόσα χρόνια γάμου. Όχι χωρίς να το σκε-φτώ. Σύντομα θα πάρω τις αποφάσεις μου».

«Καλά, καλά, μην τρελαίνεσαι». Με τα μάτια τουέδειξε την μπλούζα του Αρκά: «Σε βόλεψε;»

«Ναι, σ' ευχαριστώ πολύ. Κάνει ζέστη αυτές τις μέ-ρες και δεν έχω κάτι ελαφρύ για τον ύπνο».

Σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε την ντουλάπατου. Έβγαλε μια σακουλίτσα και μου την έδωσε.

«Σου πήρα ένα μικρό δωράκι. Βασικά, για να αφή-σεις ήσυχες τις δικές μου μπλούζες».

Άνοιξα τη σακούλα και έβγαλα μια ολόμαυρη μακόμπλούζα. Πήγα να τον φιλήσω, αλλά με έκοψε ανυπό-μονα :

«Δεν την είδες από μπροστά. Έχει λεζάντα».Τη γύρισα και είδα δύο φούσκες ομιλίας, σαν

αυτέςπου έχουν τα κόμικς. Η μια έλεγε: «Γιατί είναι τόσοσκοτεινά απόψε;» Η άλλη απαντούσε: «Δεν ξέρω,

394

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αλλάμην προσπαθήσεις να επωφεληθείς... »

«Κι αύριο να τη φορέσεις, να σιγουρευτείς ότι διά-βασε τις λεζάντες και να κοιμηθείς στο κρεβάτι σας σανκαλό κορίτσι» μου έκλεισε πονηρά το μάτι. «Αρχικά εί-πα να σου πάρω μια μπλούζα που έγραφε "μήπως εί-μαι μαζόχα;", αλλά ήμουν σίγουρος ότι δε θα τη φο-ρούσες».«Αυτή θα τη φορέσω, σ' το υπόσχομαι». Τον φίλησα

395

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

και κρατώντας το δώρο μου βγήκα από το δωμάτιό του.

Στο σαλόνι επικρατούσε το χτεσινό σκηνικό. Ησυχία,σκοτάδι, που ταραζόταν από κάποια φώτα αυτοκινή-των, ο μαλακός καναπές κι ο Γκουσγκούνης, που εμφα-νίστηκε περιχαρής και τρίφτηκε στα πόδια μου. Άρχισανα σιγοπίνω το δροσερό κρασί. Με ζάλισε ευχάριστα.Μου 'ρθε μια άσχετη σκέψη. Τα καλοκαίρια που με έ-στελναν οι γονείς μου στην κατασκήνωση και γύριζαμονίμως με ψείρες.

Λεν ξέρω σε ποια φάση με πήρε ο ύπνος. Προφανώςαφού είχα αδειάσει το μπουκάλι και αναπολήσει τα ζε-στά μεσημέρια, που όλα τα παιδιά ξαπλώναμε στα ράν-τζα κάτω από τα πεύκα της κατασκήνωσης.

Το άλλο πρωί ξύπνησα με φριχτό πονοκέφαλο. Ήταντο τίμημα ενός ύπνου χωρίς όνειρα. Το σπίτι ήταν ά-δειο. Λε χρειάστηκε να προσποιηθώ ότι κοιμόμουν βα-ριά και δεν τους άκουσα να φεύγουν. Ήπια δυο ασπι-ρίνες και άναψα το καμινέτο για καφέ. Το κεφάλι μουπαιάνιζε εμβατήρια και ανοιγόκλεισα πολλές φορές ταμάτια για να διώξω τη θολούρα που περιέβαλλε τα πά-ντα γύρω μου. Το στόμα μου ήταν τσαρούχι. Σαράντα

396

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

έξι νούμερο. Την ώρα που πέταγα το άδειο μπουκάλιτου κρασιού στα σκουπίδια, ορκίστηκα να ξαναπιώ οι-νόπνευμα στο γάμο του Τάκη. «Ελπίζω να αργήσει ναπαντρευτεί» μονολόγησα και, παίρνοντας το φλιτζάνιμε τον ελληνικό, βγήκα στη βεράντα. Έκανε ζέστη καικατέβασα την τέντα. Η μπλούζα κολλούσε στο σώμαμου, κι όταν ρούφηξα τις τελευταίες γουλιές, μπήκαστο μπάνιο για ένα αναζωογονητικό ντους.

Φόρεσα το μακό που μου χάρισε ο Τάκης. Κοιτάχτη-κα στον καθρέφτη κι έβαλα τα γέλια. Θα μπορούσα νατυπώσω διάφορα μηνύματα σε μπλούζες και να μη

397

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

χρειάζεται να απευθύνομαι στον Αλέξη. Παραδείγμα-τος χάριν, το πρωί θα εμφανιζόμουν φορώντας μπλούζαμε τη λεζάντα: «Καλημέρα, Αλέξη, θες καφέ;» Το με-σημέρι θα την άλλαζα με αυτή που θα 'γραφε: «Κάθισε,το τραπέζι είναι έτοιμο». Μπα, αυτή η μπλούζα θα 'τανάχρηστη, δεδομένου ότι ο Αλέξης δεν εμφανιζόταν τομεσημέρι στο σπίτι. Το βράδυ θα τον υποδεχόμουν μετο εξής τυπωμένο μήνυμα: «Καλώς τον. Πώς πήγε ημέρα σου; Είχες κανένα καυτό ραντεβού ή ξεχαρμάνια-σες χουφτώνοντας τη γραμματέα σου;» Και στο κρεβά-τι θα του φύλαγα το δώρο του Τάκη. Κατόπιν πρακτι-κής σκέψης, έβγαλα την μπλούζα για να μην τη λερώσωως το βράδυ που θα τη φόραγα στον ύπνο. Λίγο αργό-τερα κατέβηκα στην κάβα της γωνίας και αγόρασα ένακιβώτιο Κόκα-κόλες.

Γυρίζοντας σπίτι βρήκα τον Τάκη χωμένο στα βιβλίακαι στις σημειώσεις. Μου ζήτησε να μην τον ενοχλήσωμέχρι το βραδινό φαγητό. Φάγαμε οι δυο μας γιατί οΑλέξης τηλεφώνησε ότι είχε ραντεβού από μέρες μεέναν αρεοπαγίτη, ότι το 'χε ξεχάσει κι έπρεπε να φύγειεσπευσμένα γιατί τον είχε στήσει. Όταν μου το

398

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

είπεστο τηλέφωνο, δέχτηκα το νέο με την ψυχραιμία τουδήμιου που ζυγιάζει το τσεκούρι πάνω από το σβέρκοτου μελλοθάνατου. Ούτε υστερίες ούτε ανασφάλειες ού-τε τίποτα. Μπορεί να είχε όντως ξεχάσει ότι είχε κλείσειραντεβού με τον αρεοπαγίτη και τον είχε στήσει. Ή μπο-ρεί να είχε στύση κι έπρεπε να την αξιοποιήσει κάπως,δεδομένου ότι εγώ δεν του καθόμουν. Πολύ που μ' έ-νοιαζε. Υπήρχε ο Νικήτας. Ακόμα. Όμως για πόσο θαμπορούσα να ακούω με άνεση τις καθυστερήσεις τουΑλέξη; Ο Νικήτας δε θα με περίμενε για πάντα.

Θύμωσα με τον εαυτό μου. Καλά, υπήρχε περίπτωση

399

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

να κάνω πίσω; Αφού είχα κάνει την επιλογή μου. Κιορίστε! Λεν είχε προλάβει να γυρίσει ο άλλος, κι άρχισεπάλι τα ίδια. Εντάξει, θα πήγαινε πολύ να με απατήσειπάλι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά ποτέδεν ξέρεις... Πάντα θα τον υποψιαζόμουν. Περίμενα ηφτωχή να σέρνεται από πίσω μου σαν το σκουλήκι; Είχεκι αυτός εγωισμό. Μπορεί να δεχόταν αδιαμαρτύρηταό,τι του 'λεγα, αλλά δεν ήταν μαλάκας.

Ξαφνικά ένιωσα ρίγος στη σκέψη ότι ο Αλέξης μπορείνα γνώριζε την ύπαρξη του άλλου κι έκανε τον καλόμέχρι να λυγίσω και να ξαναπέσω στην αγκαλιά του,διώχνοντας έτσι μια για πάντα το Νικήτα. Και μετά, σί-γουρος ότι ξεπάστρεψε τον αντίπαλό του, να ξαναρ-χίσει τις γυροβολιές. «Λεν πειράζει, έχω αρκετές μέρεςμπροστά μου μέχρι να αποφασίσω» καθησύχασα τονεαυτό μου.

Το κλειδί του Αλέξη γύρισε στην πόρτα όταν το ρο-λόι έδειξε δώδεκα. Ανακάθισα στα μαξιλάρια του κρε-βατιού, ισιώνοντας τη μαύρη μακό μπλούζα για να φαί-νονται καθαρά οι λεζάντες. Μπήκε στην κρεβατοκάμα-ρα χαλαρώνοντας συγχρόνως τη γραβάτα του. Έδειξε

400

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

έκπληξη σαν με είδε ξύπνια να τον περιμένω. Τον υπο-δέχτηκα με ελεγχόμενη κατινιά:

«Καλώς τη Σταχτοπούτα. Κι ό,τι έλεγα πως ο αρεο-παγίτης θα σε κρατούσε απασχολημένο όλη τη νύχτα».

«Άσε, Ελένη, ο ευυπόληπτος δικαστικός που απονέ-μει δικαιοσύνη την ημέρα είχε διάθεση να με σύρει σεσκυλάδικο κάποιου αρχιμαφιόζου που αθώωσε κάποτε.Το τι σκαρφίστηκα για να ξεφύγω από τα νύχια του... »ξεφύσηξε και μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο του στιλόμως τώρα είμαι με τη γυναικούλα μου, θα πέσω στομαλακό μου κρεβατάκι...

401

ΜΑΙΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Για να ξεφύγεις από τα νύχια του, ε; Και δε μουλες, μήπως είναι μακριά και βαμμένα με χτυπητό κόκ-κινο βερνίκι;» του πέταξα με κακία που θύμιζε κατα-στάσεις πριν από δυο μήνες. Το χαμόγελο πάγωσε σταχείλη του. Με πλησίασε και κάθισε δίπλα μου. Πήρε σο-βαρό ύφος. Ή μήπως ήταν συγκρατημένα απειλητικό,σαν ηφαίστειο που βγάζει προειδοποιητικές αναθυμιά-σεις λίγο πριν ξεράσει τα σωθικά του;

«Πιστεύεις ότι θα σε απατούσα τη στιγμή που προ-σπαθώ να επανορθώσω για ό,τι σας έκανα; Για τόσομικρονοϊκό με έχεις; Το ξέρω ότι δε μου έχεις εμπιστο-σύνη , αλλά, διάβολε, κάνω τα πάντα για να επαναφέρωτην ισορροπία στο σπίτι μας. Δε θα ξενοπηδουσα με τοπου γύρισα γονυπετής να ζητήσω συγγνώμη». Μουέπιασε τα χέρια και με κοίταξε κατάματα. Του α-ντιγύρισα θαρρετά το βλέμμα.

«Ε, ναι, θα περιμένεις να φτιάξουν τα πράγματα με-ταξύ μας για να ξαναρχίσεις τις αταξίες. Σωστά, είναινωρίς ακόμα. Θα σφίξεις τα δόντια καθότι εγώ δε σουκάθομαι —όχι δηλαδή ότι σε νοιάζει, ένα χρόνο λεςκαι δεν υπήρχα για σένα—, κι όταν διασφαλίσεις τη θέ-ση σου στην οικογένεια θα ξεχαρμανιάσεις με

402

ΜΑΙΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

τον δι-καστικό, τον μπαρόβιο που αθώωσε κι όλο το σκυλολόιπου τραγουδά στο κέντρο του». Έκανα να σηκωθώ όσοήλεγχα ακόμα τα δάκρυα που συσσωρεύονταν στα μά-τια μου. Με κράτησε ακόμα πιο σφιχτά κι έφερε το πρό-σωπό του επικίνδυνα κοντά στο δικό μου. Ασυναίσθηταάνοιξα τα ρουθούνια μου να μαζέψω αποδεικτικά στοι-χεία. Ούτε ίχνος γυναικείας κολόνιας. Λίγο ξεθυμασμέ-νο αίΐ6Γ δΐιανο και ανεπαίσθητη μυρωδιά ιδρώτα. Μ' έναγρήγορο οπτικό δοαηηίη§ διαπίστωσα ότι το πουκάμισότου δεν έφερε παράσημα από κραγιόν. Ηρέμησα κά-

403

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πως. Το κατάλαβε και χαλάρωσε τη λαβή του. Για τηνακρίβεια, δεν τη χαλάρωσε απλώς, αλλά πέρασε τα χέ-ρια του γύρω από το σβέρκο μου, σαν να ήθελε να πλη-σιάσει το κεφάλι μου στα χείλη του. Κράτησα την ανα-πνοή μου. Αν με φιλούσε, θα ανταποκρινόμουν. Ήμουνσίγουρη γι' αυτό. Λε με φίλησε. Απλά, έτριψε για λίγοτο σβέρκο μου με τα ακροδάχτυλα και με άφησε για ναπάει στο μπάνιο.

Σκεπτόμενη παρορμητικά, θα 'χα αντικαταστήσει αυ-τοστιγμεί το μακό μπλουζάκι με το αραχνοΰφαντο νυ-χτικό. Σκεπτόμενη λογικά, θα 'πρεπε να σβήσω το πορ-τατίφ και να προσποιηθώ ότι με πήρε ο ύπνος. Το κλικτου διακόπτη βύθισε το δωμάτιο στο σκοτάδι. Σκεπά-στηκα μέχρι τα αυτιά με τα σεντόνι κι έκλεισα τα μά-τια. Τον άκουσα να ακροπατεί μέχρι το κρεβάτι και ναξαπλώνει στη μεριά του χωρίς να ανάψει το δικό τουφως. Στο σκοτάδι αιωρήθηκε η κουρασμένη του καλη-νύχτα, την οποία ανταπέδωσα μ' ένα κοφτό μουγκρητό.Παραδόξως, ο ύπνος με τύλιξε σε δευτερόλεπτα.

19.

404

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Πέρασαν δέκα μέρες από την έναρξη των εξετάσεων.Ο Τάκης κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό του κι έ-βγαινε μόνο για το βραδινό φαγητό. Εξαιρουμένης τηςβραδιάς με τον αρεοπαγίτη, ο Αλέξης γύριζε σχετικάνωρίς το βράδυ. Τον συνέδεσα με το ηλιοβασίλεμα. Ά-κουγα το κλειδί του την ώρα που ο ήλιος έβαφε μενεξε-λί το σαλόνι και δε μου 'κανε καρδιά να χαλάσω αυτότο υπέροχο φως ανάβοντας τις λάμπες. Έμπαινε για λί-γο στο δωμάτιο του Τάκη κι ύστερα ερχόταν στην κου-

405

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ζίνα να μου κρατήσει συντροφιά όσο ετοίμαζα το δεί-πνο. Συνήθισε ακόμα και τον Γκουσγκούνη. Πολλές φο-ρές τον είδα να τον ξύνει στ' αυτιά, κι ο σκύλος έβγαζεβαθιούς λαρυγγισμούς ευφορίας. Πέρα από το φιλί τηςκαλησπέρας στο μάγουλο, δεν είχε προσπαθήσει να μεπλησιάσει. Με έτρωγε η περιέργεια αν ενεργούσε έτσικατόπιν σχεδίου ή εξακολουθούσε να αδιαφορεί ερωτι-κά για μένα. Στο χέρι μου ήταν να το διαπιστώσω. Όμωςκάτι με κρατούσε. Ο φόβος μήπως με απορρίψει ακόμαμια φορά; Η απόφαση μου να ανήκω μόνο στο Νικήτααπό δω κι εμπρός;

Ενώ τις πρώτες δυο τρεις μέρες φερόταν αηδιαστικάδουλοπρεπώς, κάνοντας κομπλιμέντα ακόμα και για τοπώς τσιγάριζα το κρεμμύδι, άρχισε να κινείται σε χαμη-λούς τόνους. Σαν να παρατηρούσε εκ νέου τη ζωή τουσπιτιού στο οποίο έζησε δεκαεφτά χρόνια. Και φαινό-ταν να το απολαμβάνει. Κι εγώ άρχισα να ξεθαρρεύω.Έπαψα να είμαι εχθρική, για την ακρίβεια έπαψα ναείμαι αδιάφορη. Η φωνή μου απέκτησε ζεστασιά κι εν-διαφέρον καθώς τον ρωτούσα για την ημέρα του και σι-γά σιγά ξεπέρασα τους φόβους ότι πηδούσε κάθε

4 0 6

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πε-λάτισσα που του εμπιστευόταν την υπόθεση της. Μόλιςτελειώναμε το φαγητό, ο Τάκης αποχωρούσε στο δω-μάτιο του και μέναμε οι δυο μας στη βεράντα. Δε μι-λούσαμε πολύ και αποφεύγαμε επικίνδυνα μονοπάτια.Ήθελα να τον ρωτήσω για τη Λίζα, πώς και πότε τηγνώρισε, για τα συναισθήματα του όσο ζούσαμε μαζίαλλά κι όταν έφυγε. Θεέ μου, είχα τόσες ερωτήσεις νατου κάνω, αλλά δεν ήθελα να χαλάσω τις ήρεμες στιγ-μές που ζούσαμε στη βεράντα του σπιτιού μας.

Μια βδομάδα πριν τελειώσουν οι εξετάσεις, έπεσα ε-ντελώς τυχαία πάνω στο Νικήτα. Εγώ δηλαδή έπεσα τυ-

4 0 7

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

χαία. Γιατί εκείνος το είχε προσχεδιάσει. Η συνάντησηέλαβε χώρα στην κάβα της γειτονιάς μου. Στεκόμουνστο ράφι με τις σαμπάνιες, κοιτάζοντας να διαλέξω μιαγια τα γενέθλια του Τάκη, που ήταν σε τέσσερις μέρες.

«Να πάρεις αυτή. Γαλλική γεύση κι ελληνική τιμή»άκουσα μια λιποθυμικά γνώριμη φωνή πάνω από τονώμο μου. Γύρισα απότομα και σχεδόν βρέθηκα στηναγκαλιά του Νικήτα.

«Τι θες εσύ εδώ;» τραύλισα κοιτώντας λοξά προς τοταμείο, ελπίζοντας ότι ο κύριος Μανόλης θα ασχολού-νταν με τις εισπράξεις της ημέρας. Ο κύριος Μανόληςείχε καρφώσει το βλέμμα του στον άγνωστο που μιλού-σε με την κυρία Ελένη, την καλύτερη πελάτισσα Κόκα-κόλας ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου, όπωςχαριτολογούσε για μένα.

«Μου τέλειωσε το Ντραμπούι» απάντησε λακωνικά.«Κι ήρθες απ' το Καστρί στο Χαλάνδρι για να

το α-γοράσεις;» χαμογέλασα ψεύτικα στον κύριο Μανόλη,που είχε τεντωθεί επικίνδυνα πάνω από τον πάγκο τουγια να ακούσει τη συνομιλία μας.

«Αν σκεφτείς ότι στη διαφήμιση περνούν του λινα-ριού τα πάθη για να το αποκτήσουν, εγώ έκανα

408

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

απλάέναν περίπατο». Μου έκλεισε το μάτι χαμογελώντας.Τον κοίταξα μην ξέροντας αν έπρεπε να χαρώ που τονείδα ή να βάλω τις φωνές.

«Δεν μπορούσες να περιμένεις μια βδομάδα; Τι έκα-νες, στεκόσουν με τις ώρες μέχρι να βγω από την πολυ-κατοικία; Δε μου φαινόσουν για τέτοιος τύπος» είπακάπως επιτιμητικά. Αντεπιτέθηκε.

«Κι εγώ δε φανταζόμουν ότι θα μου τηλεφωνήσειςμια ωραία πρωία για να με ρωτήσεις πώς κάνει το κλά-ξον του αυτοκινήτου μου».

409

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Είχα τους λόγους μου» απάντησα πειραγμένη. «Θασου εξηγήσω κάποια στιγμή, τώρα δεν μπορούμε ναμιλήσουμε περισσότερο. Ο ιδιοκτήτης κοντεύει να φάειτούμπα έτσι όπως έχει γείρει πάνω από τον πάγκο».Ο Νικήτας γύρισε προς το μέρος του κυρίου Μανόλη, οοποίος, καταλαβαίνοντας ότι είχε περάσει τα όρια τηςαδιακρισίας, συρρικνώθηκε πίσω από την ταμειακή μη-χανή.

«Πώς πάει στο σπίτι;» ρώτησε δισταχτικά και με πε-ρισσότερη αγωνία απ' ό,τι ήθελε να δείξει.

«Καλούτσικα. Αλλά, σε παρακαλώ, δεν είναι ώρα νακάνουμε τέτοια συζήτηση. Αφού ξέρεις ότι θα τα πούμεσύντομα » τον καθησύχασα.

«Θα τα πούμε, Ελένη; Ή θα μου πετάξεις ένα ξερό:"Νικήτα, υπερίσχυσαν τα δεκαεφτά χρόνια γάμου. Κα-λά να περάσεις στην Καρδαμύλη"...» Με πλησίασε ε-πικίνδυνα κοντά στο πρόσωπο.

«Μη, Νικήτα! Τι θα πω αν μας δει κανείς έτσι; Μπο-ρεί να μπει ο Τάκης! Είναι πάνω και διαβάζει...» τραβή-χτηκα και κόλλησα σχεδόν στα ράφια με τις σαμπάνιες.

«Να του πεις ότι συνάντησες τυχαία τον οδοντίατροσου κι ότι σε πλησίασε για να ελέγξει την κακοσμία του

410

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

στόματός σου» απάντησε ειρωνικά. «Εξάλλου το ε-πάγγελμά μου σ' έχει βολέψει αρκετές φορές».

«Το στόμα μου δε μυρίζει!» απάντησα μουτρωμένη.«Κι εγώ δεν είμαι ο οδοντίατρός σου! Είμαι

πολλάάλλα, αλλά όχι ο οδοντίατρός σου!» είπε σφιγμένα.Προχώρησε στο ταμείο και πήρε αδιάφορα ένα πακέτοαλμυρά μπισκότα από μια στοίβα εκεί δίπλα. Πλήρωσεκαι βγήκε από την κάβα. Έμεινα να κοιτώ την πόρταμέχρι που με συνέφερε η φωνή του κυρίου Μανόλη:

«Κυρία Ελένη, να σας βοηθήσω;»

411

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Δεμαςχέζεις, ρε ηλίθιε... «Όχι, Μανόλη μου. Μια σα-μπάνια παίρνω για τα γενέθλια του Τάκη κι έρχομαι».Πήρα αυτή που μου συνέστησε ο Νικήτας και κατευ-θύνθηκα στο ταμείο.

«Ο κύριος... δεν τον έχω ξαναδεί στα μέρη μας» ά-φησε να αιωρηθεί με φαινομενική αδιαφορία, καθώς χτυ-πούσε την τιμή στο πληκτρολόγιο της μηχανής.

Γεροκουτσομπόλη, ούτε Σουρωτή δε θα ξαναπάρωαπό την κάβα σου... «Ο οδοντίατρός μου ήταν και βρέ-θηκε τυχαία στη γειτονιά μου» είπα και τον κοίταξααυστηρά, δείχνοντάς του ότι η συζήτηση είχε λήξει. Δενπτοήθηκε:

«Αγόρασε κρακεράκια, ενώ θα 'πρεπε να πάρει ένακιβώτιο ούζο για τους ασθενείς του» έβγαλε ένα γκάρι-σμα που υποδείκνυε τη διάθεσή του να γελάσει. Τονάφησα να γκαρίξει μέχρι να ξεθυμάνει και τον ρώτησαμε μελιστάλαχτο ύφος:

«Δε μου λες, βρε Μανόλη, σε ξέρω τόσα χρόνια καιποτέ δε σε ρώτησα. Είσαι παντρεμένος;» Άλλαξε τηχαμογελαστή του γκριμάτσα με μια εντελώς απογοη-τευμένη .

«Αααχ, όχι, κυρία Ελένη μου... »«Είπα κι εγώ!» απάντησα ξερά, πήρα τη

σακούλα μετη σαμπάνια και τον άφησα να χάσκει πίσω από τηνταμειακή μηχανή.

412

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Στο σπίτι έβαλα τη σαμπάνια στο ψυγείο και βγήκαστη βεράντα να ποτίσω τα λουλούδια. Κοίταζα αφηρη-μένη το νερό που ιρίδιζε από τον ήλιο στην καμπύληπορεία του προς τις γλάστρες, όταν χτύπησε το τη-λέφωνο. Αυθόρμητα σκέφτηκα ότι τηλεφωνούσε ο Νι-κήτας. Έμεινα αναποφάσιστη για λίγο, κι όταν τελικάμπήκα στο σπίτι για να απαντήσω, η συσκευή με υπο-

413

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

δέχτηκε με βουβή διαμαρτυρία. Στάθηκα για λίγο εκείδίπλα μήπως και ξαναχτυπήσει. Τίποτα.

Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξα το τελευταίοσυρτάρι της σιφονιέρας μου. Έβγαλα ένα κουτί στοοποίο φύλαγα ευχετήριες κάρτες και ξέθαψα τη φω-τογραφία του Νικήτα, στην οποία είχα πιάσει με συν-δετήρα το σημείωμα για την Καρδαμύλη. Ξάπλωσα στοκρεβάτι κι έφερα την εικόνα του κοντά στα μάτια μου.

Όταν, καθισμένη στο ίδιο κρεβάτι, πρωτοάνοιξα τοπακέτο που μου είχε δώσει έξω από το σινεμά, χτύπησεη καρδιά μου σαν τρελή κι ορκίστηκα ότι θα ακολου-θούσα αυτόν τον άντρα όχι στην Καρδαμύλη αλλά καιστα υψίπεδα του Γκολάν. Κι όταν τον είδα πριν από λί-γο στην κάβα του γερο-ηλίθιου, έκανα σχεδόν πως δεντον ήξερα. Γιατί; Επειδή το σπίτι μου είχε αποκτήσει,έστω φαινομενικά, την ισορροπία που ζητούσα τόσαχρόνια; Επειδή καθόμουν τα βράδια με τον Αλέξη καικοιτούσαμε τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας; Επειδήπίστευα ότι είχε αλλάξει κι ήταν έτοιμος να ζήσει γιαπάντα κοντά μου, ανακαλύπτοντας τον έρωτά του για

414

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

μένα και επιδιώκοντας την αγάπη μου με κάθε μέσο;Τότε, γιατί στα κομμάτια δε μου είχε αποκαλύψει τησχέση του με τη Χριστίνα; Γιατί μου έλεγε πως από δωκαι πέρα η ζωή μας θα βασιζόταν στην τιμιότητα καιστην ειλικρίνεια των συναισθημάτων; Αν παραδεχότανότι είχε κοιμηθεί με τη φίλη μου, μπορεί να τον συγχω-ρούσα. Και δε θα σκεφτόμουν να τον παρατήσω για τοΝικήτα. Όχι μετά από δεκαεφτά χρόνια παθιασμένηςαγάπης. Θα τον είχα συγχωρήσει. Αλλά φαίνεται πωςδε διακινδύνευε αυτήν την ομολογία τώρα που το νερόείχε αρχίσει να κυλά στο αυλάκι. Γιατί ήμουν σίγουρηότι, από τη στιγμή που επέστρεψε, ήξερε ότι θα μείνει.

415

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Ήξερε πόσο τον αγαπούσα κι ότι όλες μου οι κινήσειςήταν απελπισμένες προσπάθειες εκτόνωσης ενός τσακι-σμένου εγωισμού. Το ήξερε και απλά περίμενε χωρίςφανφάρες τη στιγμή που θα ενέδιδα. Κι ήμουν έτοιμη.

Αναστέναξα και κοίταξα άλλη μια φορά τη φωτο-γραφία με το χαμογελαστό Νικήτα. Σαν να μου 'λέγε:«Ελένη, είμαι η ευκαιρία σου. Μην τη χάσεις για κά-ποιον που εξακολουθεί να σε παραμυθιάζει».

«Αν μου το ομολογούσε...» μονολόγησα με θλίψη.Έβαλα τη φωτογραφία στο κουτί κι έκλεισα το συρτάριτης σιφονιέρας. Μετά σήκωσα το ακουστικό του τηλε-φώνου και σχημάτισα το νούμερο του σπιτιού της Χρι-στίνας.

«Ναι;» ακούστηκε λαχανιασμένη. Με δυσφορία τηφαντάστηκα κάτω από το ιδρωμένο σώμα του Αλέξη.

«Η Ελένη είμαι. Έχουμε να τα πούμε μέρες και πήρανα δω πώς πάει η κινησιοθεραπεία».

«Θαυμάσια!» ακούστηκε χαρούμενη. «Βγαίνω κι απότο σπίτι. Σιγά σιγά, αλλά με πρόοδο. Έβγαλα και τοκολάρο. Νομίζω ότι ο λαιμός μου έχει αποκτήσει ένα ε-κτυφλωτικό άσπρο χρώμα. Καλά που έρχεται το καλο-καίρι και θα με δει ο ήλιος».

416

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Έχεις σχέδια για το καλοκαίρι;» τη ρώτησα μάλλονχλιαρά.

«Θα πάμε με τη μαμά και τη Φιλιππινέζα στη θείαμου που ζει στην Τέμενη. Ελπίζω αυτή τη φορά να φτά-σω» γέλασε. «Εσύ τι κάνεις; Ο Τάκης; Έχει εξετάσειςαυτόν τον καιρό;»

«Τελειώνει σε μια βδομάδα. Γι' αυτό σε πήρα. Θαθυμάσαι ότι έχει γενέθλια στις δώδεκα».

«Και βέβαια το θυμάμαι!» με διέκοψε με πάθος, ε-πιβεβαιώνοντάς μου το αντίθετο.

417

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Έλεγα μήπως θέλεις να φάμε μαζί στις δεκαπέντε,που τελειώνει τις εξετάσεις. Θα του ανοίξουμε και σα-μπάνια για τα δεκαεφτά του χρόνια».

«Εεε, πολύ ευχαρίστως. Μιλάς για το βράδυ;» είπεκάπως μουδιασμένα.

«Ναι, το πρωί δίνει το τελευταίο μάθημα. Γύρω στιςεννιά αν μπορείς. Αν, πάλι, δεν μπορείς... »

«Όχι, θα 'ρθω οπωσδήποτε. Απλά, να, την τελευταίαφορά είχα φύγει κακήν κακώς από το σπίτι σου και δενξέρω αν θέλεις πραγματικά να ξανάρθω...» σώπασεπεριμένοντας να την καθησυχάσω.

«Αν δεν ήθελα, δε θα σε καλούσα. Ας προσπαθήσου-με να ξεπεράσουμε εκείνη την άσχημη φάση. Λοιπόν,αν δεν επικοινωνήσουμε μέχρι τότε, σε περιμένουμεστις δεκαπέντε Ιουνίου, γύρω στις εννιά».

Κλείσαμε. Χαμογέλασα στον καθρέφτη. Το είδωλό μουμου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Του έβγαλα κοροϊδευτι-κά τη γλώσσα. Το αντιγύρισε. Εγκατέλειψα την κρεβα-τοκάμαρα σιγοσφυρίζοντας. «Αν δεν πάει ο Μωάμεθστο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ» είπα δυνατάκαι βγήκα στη βεράντα να συνεχίσω το πότισμα.

Λίγο αργότερα βγήκε ο Τάκης από το δωμάτιό του, α-ναψοκοκκινισμένος από τη ζέστη και την πίεση

418

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

του δια-βάσματος. Την επομένη έγραφε θεωρία της μουσικής.

«Ευτυχώς που η εξεταστέα ύλη δεν περιλαμβάνεικαι φλογέρα» είπε καθώς άνοιγε το ψυγείο να πάρειμια Κόκα-κόλα. «Γιατί να μη δίνουμε ιστορία του κινη-ματογράφου και σκηνοθεσία;» Τα λόγια του συνόδεψετο «κλικ», καθώς άνοιγε το κουτάκι με το αναψυκτικό.

«Τι ώρα θα 'ρθει σήμερα ο μπαμπάς;» ρώτησε ανά-μεσα σε δυο γουλιές Κόκας.

«Τη συνηθισμένη» απάντησα.

419

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Τη συνηθισμένη πριν ή μετά την επανεγκατάστα-ση;» είπε και βγήκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Δεντον είχε συγχωρήσει; Τόσο πολύ του κόστισε λοιπόν; Κιόμως υπήρχαν στιγμές που τους έβλεπα μαζί κι ένιωθαπως η σχέση τους ήταν δυνατή. Ο Αλέξης ακολουθούσεμε τον Τάκη την ίδια τακτική που εφάρμοζε και σ' εμέ-να. Άντεχε τις ειρωνείες και τα κακόβουλα σχόλιά του.Σαν να μην τον αφορούσαν. Και ο Τάκης μπροστά τουάρχισε σιγά σιγά να ξεθυμαίνει. Αραίωσε τις σπόντες,τον ρωτούσε για κάποιες απορίες στα μαθήματα. ΟΑλέξης είχε πιάσει καλά το νόημα. Όταν βαράς με λύσ-σα έναν τοίχο και δεν αντιγυρίζει τα χτυπήματα, τοπαίρνεις απόφαση και σταματάς. Χρειάζονται δύο γιατον καβγά. Δύο και για την απιστία, σκέφτηκα με πί-κρα. «Τι να κάνω, Θεέ μου;» ψιθύρισα κι απέμεινα σιω-πηλή, λες και ο Θεός θα μου 'στελνε την απάντηση μετην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.

Ασφαλώς δεν πέταξαν περιστέρια ούτε συνέβη τοθαύμα της φλεγόμενης βάτου στην κουζίνα του σπιτιούμου. Απλά, ξαναμπήκε ο Τάκης για να μου πει ότι

420

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

θαπεταγόταν μέχρι τη Νόρα για να ξεσκάσει.

«Τάκη, πριν φύγεις θέλω να σου πω κάτι. Την ημέραπου τελειώνεις τις εξετάσεις μην κανονίσεις τίποτα μετη Νόρα ή τους φίλους σου. Θα 'θελα να βγούμε οι δυομας για φαγητό, να τα πούμε με την ησυχία μας. Μαςαπασχολούν πολλά, και αυτές τις μέρες δεν μπορούμενα τα συζητήσουμε λόγω πίεσης. Θα μου κάνεις αυτήτη χάρη;» τον κοίταξα παρακλητικά.

«Εντάξει. Εξάλλου κι εγώ θέλω να τα πούμε μόνοιμας κάποια στιγμή» μου χαμογέλασε κι έκανε να φύ-γει. Τον ξανασταμάτησα.

«Και κάτι άλλο. Επειδή τα γενέθλιά σου πέφτουν σε

421

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ημέρα που έχεις εξετάσεις, θα τα γιορτάσουμε στις δε-καπέντε το βράδυ. Θα 'ρθει κι η Χριστίνα».

Εκνευρίστηκε: «Έλα, ρε μάνα! Το μεσημέρι, που θαπανηγυρίζουν όλοι και θα μπουγελώνονται στο σχολείο,εγώ θα πω "σόρι, παιδιά, θα φάω με τη μανούλα μου".Και το ίδιο βράδυ θες να με καπελώσεις στο σπίτι μετον μπαμπά και τη φίλη σου. Εγώ θέλω να βγω με τηνπαρέα για τα γενέθλια μου. Μεγάλωσα πια για οικογε-νειακές καταστάσεις». Ξίνισε τα μούτρα του. «Ώρα εί-ναι να καλέσεις και τα σόγια μας για να μου τραγουδή-σουν πάνω από την τούρτα». Έβαλε το δάχτυλό τουστο στόμα, δήθεν ότι θέλει να κάνει εμετό.

«Κάνε μου αυτή τη χάρη και δε θα το μετανιώσεις».Με κοίταξε μπερδεμένος. «Διακρίνω έναν τόνο πανικούστη φωνή σου;» «Είναι πολύ σημαντική αυτή η μέραγια μένα, Τάκη. Κι όχι μόνο επειδή θα 'χεις μεγαλώσεικατά ένα χρόνο. Κάνε μου το χατίρι. Από την επομένηθα 'χεις όλο το χρόνο δικό σου». Ξεφύσηξε συγκαταβα-τικά. «Εντάξει. Αρκεί να μην αρχίσετε να σκαλίζετε μενοσταλγικό ύφος τα παιδικά μου κατορθώματα, θαφάμε, θα σβήσω τα κεριά μου και μετά θα

422

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κανονίσω μετη Νόρα. Θα 'χουμε τελειώσει ως τις έντεκα. Έτσι;»μου 'ριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα, που δεν επιδε-χόταν αντίρρηση. «Έτσι» υπερθεμάτισα. Χαμογέλασεικανοποιημένος και βγήκε από την κουζίνα. Κοίταξα τορολόι του τοίχου. Έδειχνε τρεισήμισι. Η ζέστη ήταν ανυ-πόφορη μέσα στο σπίτι. Αποφάσισα να βγω μια βόλτα.

Κάλεσα ένα ραδιοταξί και λίγο αργότερα χτύπησετο κουδούνι. Κατέβηκα στην είσοδο, ψάχνοντας με ταμάτια για το κίτρινο όχημα. Κοκάλωσα στη θέα του Νι-κήτα, που στεκόταν δίπλα στα κουδούνια της πολυ-κατοικίας. Κοιτώντας νευρικά γύρω μου, τον πλησίασα.

423

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Εσύ χτύπησες το κουδούνι;»«Ναι. Και μη μου πεις ότι είναι ο Τάκης επάνω,

για-τί τον είδα που έφυγε πριν από λίγο. Όσο για τον ά-ντρα σου, αποκλείεται να έχει γυρίσει τόσο νωρίς».

«Και πού το ξέρεις;» τον ρώτησα με ύφος που εξέ-φραζε συγχρόνως πρόκληση και εκνευρισμό. Μου α-νταπέδωσε τη ματιά σε ποιον τα πουλάς αυτά και μερώτησε γιατί κατέβηκα αντί να απαντήσω στο θυροτη-λέφωνο .

«Γιατί ετοιμαζόμουν να βγω και νόμισα ότι ήταν τοραδιοταξί» απάντησα μουτρωμένη.

«Μπορώ να σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο... » προ-σφέρθηκε σχεδόν με ικεσία. Εκνευρίστηκα, γιατί μου φά-νηκε αδύναμος, ανασφαλής, επίμονος και... Χριστέ μου!Τι έφαγε και κόλλησε στα μπροστινά του δόντια;

«Σου είπα, έχω καλέσει ραδιοταξί» απάντησα ξινί-ζοντας ελαφρά τα μούτρα.

«Μπορώ να σε ρυμουλκήσω» συνέχισε με επιμονήκαλυμμένη πίσω από χιούμορ. Μου χαμογέλασε, ξέρο-ντας ότι έβρισκα ακαταμάχητο το χαμόγελό του. Φυσι-κά δεν ήξερε ότι ένα πράσο ή κάτι παρόμοιο είχε σφη-νώσει στην τέλεια οδοντοστοιχία του, συνηγορώνταςκαθοριστικά στην απόφασή μου να περιμένω το

424

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ραδιο-ταξί. Μου 'ρθε η σαδιστική διάθεση να τον ντροπιάσω.

«Τι έτρωγες όσο σκεφτόσουν να μου χτυπήσεις τοκουδούνι;» Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει το νόη-μα της ερώτησης.

«Είναι κι αυτή ερώτηση του τύπου "πώς κορνάρει τοαυτοκίνητό σου";» Κι αμέσως συμπλήρωσε ξαφνιασμέ-νος: «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έτρωγα όσο σκεφτό-μουν να σου χτυπήσω το κουδούνι;»

«Το χορταρικό που 'χει σφηνώσει ανάμεσα στα μπρο-

425

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

στινά σου δόντια και το οποίο δεν είχες όταν ειδωθήκα-με στην κάβα».

Κοκκίνισε και γύρισε από την άλλη για να ευπρεπι-στεί, μουρμουρίζοντας κάτι σαν «ανάθεμα τα κρακε-ράκια με σπανάκι». Γύρισε ξανά προς το μέρος μου και,περνώντας άλλη μια φορά τη γλώσσα πάνω από τα δό-ντια του, μου τα' δείξε. «Εντάξει» είπα και του χαμο-γέλασα ζεστά, νιώθοντας τύψεις που τον έφερα σε δύ-σκολη θέση.

Εκείνη τη στιγμή σταμάτησε μπροστά μας το ραδιο-ταξί που είχα καλέσει. Άνοιξα βιαστικά την πίσω πόρ-τα και χώθηκα στο κάθισμα. Έριξα στο Νικήτα ένα α-πολογητικό βλέμμα, τι να κάνουμε, ήρθε το ταξί μου. Υ-πέθεσα ότι απέμεινε στη μέση του δρόμου, παρακολου-θώντας απογοητευμένος το ραδιοταξί να χάνεται στονορίζοντα. Σαν φινάλε από ταινία με το κοινωνικό επι-μύθιο: Μάγκες, μη δοθείτε σε γυναίκα που μια ερωτικήαπογοήτευση την έσπρωξε στην αγκαλιά σας. Ότανσταθεί στα πόδια της, θα σας πατήσει.

Αναδεύτηκα στο κάθισμα, προσπαθώντας μάταια ναδιώξω τις σκέψεις που με τριγύριζαν. Δηλαδή κι εγώ σ'αυτές τις γυναίκες ανήκω; Ένιωσα κάποια στιγμή πωςβούλιαζε η ζωή μου και βρήκα το Νικήτα για σωσίβιο;

4 2 6

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Και, μόλις επέστρεφε ο Αλέξης, αποφάσισα να ξεχάσωτις κακές στιγμές, να τον συγχωρήσω και να ξαποστεί-λω το Νικήτα; Και τότε σε τι διαφέρω από τον Αλέξη;Το ίδιο κάθαρμα είμαι κι εγώ. Παίζω με τα αισθήματατου άλλου, τονώνεται ο πληγωμένος μου εγωισμός καιστο τέλος τον πετάω σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Δη-λαδή, αν δεν είχε επιστρέψει ο Αλέξης, εγώ θα εννοούσατη ζωή μου χωρίς το Νικήτα; Όχι, κυρία Ελένη. Θα 'σουνευτυχής στο πλευρό του οδοντίατρου που ξέθαψε από

4 2 7

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

μέσα σου αισθήματα ξεχασμένα από καιρό, σύμφωναμε τα λεγόμενά σου. Επί Νικήτα έδειξες μεγαλοσύνηστη Χριστίνα, επί Νικήτα ανανεώθηκες εξωτερικά καιεσωτερικά, επί Νικήτα γλίτωσες την επιπεφυκίτιδα πουκόντεψες να πάθεις από το κλάμα. Και, τέλος, επί Νική-τα ευχόσουν να μη γυρίσει ποτέ ο Αλέξης.

Σιχάθηκα τον εαυτό μου. Έσκυψα μπροστά και πα-ρακάλεσα τον ταξιτζή να αλλάξει πορεία. Δε φάνηκε εν-θουσιασμένος.

«Μα, μαντάμ, όταν μπήκατε, σας ρώτησα πού πάμεκαι μου απαντήσατε: "Βουλιαγμένη, για καφεδάκι στηνπαραλία". Και ξαφνικά σας τη δίνει και μου λέτε: "Κα-στρί". Έχουμε φτάσει στην αρχή της Συγγρού και μεβάζετε να αλλάξω κατεύθυνση. Ποιος μου λέει ότι στοδρόμο δε θα μου πείτε: "Λιβαδειά για σουβλάκια". Τα-ξιτζής είμαι, κυρία μου, δεν είμαι... » σταμάτησε μπλο-καρισμένος, μην ξέροντας πώς να ολοκληρώσει τη φρά-ση που συνήθως ξεκινά με άλλη ιδιότητα για να κατα-λήξει... «δεν είμαι ταξιτζής».

«Το επάγγελμά σας επικαλούμαι κι εγώ λοιπόν καισας ζητώ να με πάτε στο Καστρί. Πάντως, αν σας κάνεικόπο, αφήστε με στο πρώτο φανάρι και θα με εξυπηρε-τήσει κάποιος άλλος συνάδελφός σας» απάντησα σε ε-πικριτικό τόνο. Δεν ξέρω αν, υπενθυμίζοντάς του το ε-

4 2 8

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

πάγγελμα που ασκούσε, άγγιξα το φιλότιμό του ή ηπρόθεσή μου να πάρω ανταγωνιστή του υπήρξε το υπο-μόχλιο της απόφασής του να με πάει στο Καστρί. Πνί-γοντας μια βρισιά μέσα στα δόντια του, έκανε στροφήεπιτόπου σ' ένα φανάρι με πινακίδα που απαγόρευε τοσυγκεκριμένο τρόπο στροφής και πήρε το δρόμο για ταβόρεια προάστια. Ξαναβυθίστηκα στις σκέψεις μου.Πάλι με περικύκλωσαν οι Ερινύες.

4 2 9

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Κάτσε, ρε Ελένη. Ακόμα δεν έχεις ξεκαθαρίσει τι θέ-λεις. Πώς προδικάζεις ότι θα μείνεις με τον Αλέξη, τηστιγμή που ξέρεις ότι δε σου 'χει πει την αλήθεια για τηΧριστίνα. Αφού στο βάθος είσαι διατεθειμένη να δο-κιμάσεις με το Νικήτα πριν αποφασίσεις οτιδήποτε.Εξάλλου, αν δε σου άρεσε, θα το είχες ξεκαθαρίσει απότη στιγμή που επέστρεψε ο νυμφίος. «Νικήτα μου, ωςεδώ. Τώρα γύρισε ο καλός μου και εσύ μπορείς να παςστα τσακίδια». Θέλησες να τον πληγώσεις γιατί βρέθη-κες σε θέση ισχύος για μια φορά στη ζωή σου κι είπες ναδοκιμάσεις πώς είναι να τσιτσιρίζεις έναν ερωτευμένο.Απωθημένα δεκαεφτά χρόνων είναι αυτά. Είπες νανιώσεις τη δύναμη του θύτη όταν ανακάλυψες ότι έπεσεθύμα σου. Και σ' τη βάρεσε η αδυναμία του. Σήκω, Νι-κήτα, κάτσε, Νικήτα. Πώς κορνάρει το κλάξον σου, Νι-κήτα; Τι έφαγες όσο με περίμενες; Κι αυτός ο δυστυχής,προσπαθώντας να περισώσει την αξιοπρέπεια του, α-παντά με χιούμορ και με το χαμόγελο στα χείλη —πουκι αυτό σε ενόχλησε όταν ανακάλυψες την πρασινάδαστα δόντια του— αντί να σε διαολοστείλει για το ηλίθιοσου φέρσιμο. Αλλά αν σε διαολόστελνε, θα 'τρεχες απόπίσω του. Και τώρα γι' αυτό πηγαίνεις στο Καστρί. Φο-βάσαι ότι θα σου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα πριναποφασίσεις αν θέλεις να τελειώσεις μαζί του. Γιατίστο βάθος σ' αρέσει. Ελένη μου, τον Αλέξη τον αγαπάς,ίσως από συνήθεια πλέον. Δε θέλεις να τον χάσεις. Θαμπορούσες να του κλείσεις κατάμουτρα την πόρτα, λέ-γοντάς του ότι, όσο έλειπε, γνώρισες κάποιον άλλο. Τονδέχτηκες πίσω, αλλά δε μίλησες, παριστάνοντας την α-πατημένη του κερατά. Αυτό ακριβώς. Σε απάτησε κιεσύ τον κεράτωσες. Αλλά με κάποιον που σου άρεσε. Κιαυτό περιπλέκει τα πράγματα. Γιατί τους θέλεις και

4 3 0

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τους δύο. Κι όσο πλησιάζουν οι μέρες που πρέπει ναπάρεις μια απόφαση, τα νεύρα σου σε κάνουν να στρέ-φεσαι πότε κατά του ενός και πότε κατά του άλλου. Σεενόχλησε το κολλημένο σπανάκι στα δόντια του Νικήτα.Προχτές σ' τη βάρεσε ο Αλέξης, που ζούληξε από τη μέ-ση το καινούριο σωληνάριο οδοντόκρεμας. Κυρία Ελέ-νη, έχετε μεταλλαχθεί σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ.

Έβγαλα βαθύ αναστεναγμό και ο ταξιτζής με αγριο-κοίταξε από τον καθρέφτη.

«Μήπως αλλάξατε πάλι γνώμη, τώρα που πλησιά-ζουμε στον προορισμό μας;»

«Όχι, μην ανησυχείτε. Στο φανάρι στρίψτε αριστεράκαι προχωρήστε ευθεία. Στο τρίτο στενό με αφήνετε»έβγαλα το πορτοφόλι μου και περίμενα.

Φτάσαμε στο στενό που έμενε ο Νικήτας και πλήρω-σα ακριβά την απόφαση μου να εγκαταλείψω τη θά-λασσα για το βουνό. Χτύπησα το κουδούνι του σπιτιούτου και περίμενα. Ουδεμία απάντηση. Χτύπησα στοιατρείο. Σιγή. Μου 'ρθε να βάλω τα κλάματα από τηναπογοήτευση. Τι περίμενα; Να μου ανοίξει την πόρτααξύριστος και καταβεβλημένος επειδή τον παράτησαπριν από μια ώρα έξω από το σπίτι μου;

Κάθισα στο πλατύσκαλο και περίμενα. Μου 'ρθε στομυαλό η σκηνή από την ταινία Σονβ ΜοΓγ, όπου η ΆλιΜακΓκρόου, μετά από γερό καβγά με το Ράιαν Ο'Νιλ,φεύγει από το σπίτι για να ξεχαρμανιάσει, κι

431

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

όταν γυ-ρίζει, ανακαλύπτει ότι δεν έχει κλειδιά. Χτυπά, αλλά οάντρας της έχει πάρει τους δρόμους για να την ψάξει,κι όταν επιστρέφει τη βλέπει καθισμένη να κλαίει καισυγχρόνως να τρέμει, επειδή στο ενδιάμεσο έβρεξε κα-ρεκλοπόδαρα. Αγκαλιάζονται και της ζητεί συγγνώμη,κι αυτή, αντί να τον χέσει που την κλείδωσε απ' έξω, του

432

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λέει ανάμεσα στα μυξοκλάματα: «Αγάπη είναι να μηζητάς ποτέ αυγγνώμη». Κι ύστερα έπαθε λευχαιμία καιπέθανε.

Δεν ξέρω γιατί παρομοίασα την κατάσταση μου μετη συγκεκριμένη ταινία. Αν κάποιος έπρεπε να ζητή-σει συγγνώμη, ήμουν εγώ κι όχι ο Νικήτας. Κι οπωσδή-ποτε δε θα μου 'λεγε τη φιλοσοφημένη ατάκα της Μακ-Γκρόου. Το πιθανότερο ήταν να μου πει να χώσω τησυγγνώμη μου εκεί που ήξερα. Ούτε έβρεχε καταρρα-κτωδώς για να με δει μουσκεμένη ως το κόκαλο έξωαπό το σπίτι του και να μαλακώσει. Τουναντίον, έκανεδιαολεμένη ζέστη κι ο ήλιος βάραγε κατακούτελα, παρ'όλο που κόντευε απόγευμα. Μπορεί να πάθαινα ηλίασηκαι να με λυπόταν.

Σηκώθηκα όρθια κι άρχισα να κόβω βόλτες μέχρι τηγωνία του δρόμου, ελπίζοντας να δω το αυτοκίνητό τουνα στρίβει. Η ώρα είχε πάει πέντε και τέταρτο. Αρκετάαργά για την υπομονή μου. Όμως ο Νικήτας έπρεπε ναδει ότι πέρασα από το σπίτι του. Θα του άφηνα ένασημείωμα. Άνοιξα την τσάντα μου, ψάχνοντας για χαρ-τί και μολύβι. Δεν υπήρχε όμως ούτε το ένα ούτε το άλ-

433

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

λο. Μόνο το πορτοφόλι μου, μισή τσίχλα στο περιτύ-λιγμά της, καθρεφτάκι, κραγιόν και χτένα. Πώς στακομμάτια θα του έγραφα ότι τον περίμενα τόση ώρα;Το μάτι μου έπεσε στο κραγιόν. Το άνοιξα και πλη-σίασα αποφασιστικά την τζαμαρία της εισόδου. Έγρα-ψα «ΕΛΕΝΗ» και έκανα ένα βήμα πίσω, για να επι-θεωρήσω τη δουλειά μου. Ήταν διακριτικό, αλλά όχιτόσο ώστε να μην το δει καθώς θα άνοιγε την πόρτα.Βέβαια, θα τραβούσε την προσοχή οποιουδήποτε. Απότη γραμματέα ώς τους πελάτες του. Ευχήθηκα να έ-φτανε πρώτος εκείνος.

434

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Έμεινα με το μισολιωμένο κραγιόν στο χέρι. Αναρω-τήθηκα αν έπρεπε να συμπληρώσω κάτι. Το μέσο γρα-φής δε με βοηθούσε για μακρηγορίες, αλλά μόνο το ό-νομα μου μου φάνηκε λίγο. Πλησίασα την τζαμαρία καιζωγράφισα μια καρδιά δίπλα στο «ΕΛΕΝΗ». Το μετά-νιωσα την ίδια στιγμή. Ήταν πολύ δεσμευτικό. Βασικά,ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη που ήμουν τόσο από-τομη. Όχι να του πω ότι τον αγαπούσα. Μου άρεσε πο-λύ, αλλά δεν τον αγαπούσα. Και τι ζωγραφίζεις ότανκάποιος απλά σου αρέσει;

Κοιτούσα συλλογισμένη τη σύνθεσή μου όταν άκου-σα τη μηχανή του αυτοκινήτου του να σβήνει μπροστάστην πόρτα. Γύρισα και τον είδα να βγαίνει και νακλειδώνει την πόρτα του οδηγού. Μ' έπιασε πανικός.Άπλωσα την παλάμη μου στην τζαμαρία κι άρχισα νατρίβω το μήνυμα από κραγιόν, εξαφανίζοντας πρώτατην καρδιά. Έφτασε μπροστά μου τη στιγμή που έσβη-να το πρώτο γράμμα του ονόματός μου. Κοίταξε τηνκατακόκκινη μουντζούρα πάνω στην τζαμαρία κι έπει-τα το χέρι μου, που λες και είχε λάβει μέρος σε σφαγήγουρουνιού. Δεν τόλμησα να τον αντικρίσω. Έσκυψατο κεφάλι και περίμενα να αρχίσει τις φωνές πριν

435

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μεπετάξει κλοτσηδόν από το σπίτι του. Η φωνή του είχεαπλά έναν τόνο περιέργειας: «Όταν αρνήθηκες να σεσυνοδέψω, ήταν επειδή σκόπευες να μου κάνεις κά-ποιου είδους έκπληξη; Ή απλά βρίσκεσαι στα πρόθυρατης παράνοιας και την εκδηλώνεις μουντζουρώνονταςμε κραγιόν τις τζαμαρίες των σπιτιών;»

Μου 'πιασε το κατακόκκινο χέρι και το εξέτασε. Ξα-ναμίλησε, αφήνοντας αυτή τη φορά ελεύθερο ένα μέροςτου συσσωρευμένου εκνευρισμού του: «Δεν ξέρω αναντέχω άλλο αυτή την κατάσταση. Νομίζω ότι, αν αφε-

436

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

θώ στα παιχνίδια σου, θα τρελαθώ. Και δεν είναι δίκαιομετά από όσα έχω περάσει στη ζωή μου».

Μου άφησε το χέρι και κοίταξε το δικό του. Ήτανπασαλειμμένο με κραγιόν. Έτριψε τα δάχτυλα μεταξύτους, προσπαθώντας να εξαφανίσει το κόκκινο χρώμα.Δυστυχώς το συγκεκριμένο κραγιόν φημιζόταν για τηνεικοσιτετράωρη αντοχή του και το μόνο που κατάφερεήταν να το απλώσει περισσότερο στο χέρι του. Τον κοί-ταζα πετρωμένη, ανίκανη να πω οτιδήποτε. Αισθανό-μουν τόσο γελοία, με το μισολιωμένο κραγιόν στο έναχέρι και το άλλο μια σκέτη κοκκινίλα. Και δεν είχα ού-τε ένα χαρτομάντιλο...

Έριξε μια ματιά στη μουντζουρωμένη τζαμαρία καιξεκλείδωσε. Μου έκανε νόημα να περάσω μέσα. Υπάκου-σα. Ανατρίχιασα στην ξαφνική δροσιά που εξέπεμπε τομάρμαρο στο εσωτερικό της εισόδου. Μπήκαμε στο α-σανσέρ κι ανεβήκαμε αμίλητοι μέχρι το διαμέρισμα. Ξε-κλείδωσε και προχώρησε στο σαλόνι. Ήλεγξε τον τηλε-φωνητή του. Τράβηξε τις κουρτίνες κι άνοιξε την μπαλ-κονόπορτα. Ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Λες και δε μεκάλεσε να τον ακολουθήσω. Κι αν είχα παραφράσει τονόημα του; Μπορεί το κούνημα του κεφαλιού να

437

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μη σή-μαινε «έλα επάνω» αλλά «δίνε του». Ακούμπησα αμή-χανη στην πόρτα του χολ. Τον είδα να στέκεται στην α-νοιχτή μπαλκονόπορτα με την πλάτη γυρισμένη σ' εμέ-να. Αποφάσισα να φύγω. Έπρεπε να του κοινοποιήσωτην πρόθεσή μου ή να εξαφανιστώ αθόρυβα, αφήνοντάςτον να ατενίζει το δρόμο; Έκανα μεταβολή και πήγαστο ασανσέρ, χωρίς να κλείσω την εξώπορτα. Βρέθηκεδίπλα μου ξαφνικά και με άρπαξε από τους ώμους. Έ-βγαλα μια τσιρίδα τρόμου γιατί δεν τον άκουσα να μεπλησιάζει. Με γύρισε απότομα προς το μέρος του.

438

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Δε βαρέθηκες να το σκας από αυτό το σπίτι;» μερώτησε άγρια.

«Δε μου 'δινες σημασία κι υπέθεσα...» ψιθύρισα καισταμάτησα, έτοιμη να βάλω τα κλάματα.

«Κάθε φορά τα καταφέρνεις και κάνεις δραματικήτην αναχώρησή σου. Και κάθε φορά τρέχω από πίσωσου, ακόμα κι όταν στέκομαι ακίνητος στην πόρτα,βλέποντάς σε να φεύγεις. Γιατί μου φέρεσαι έτσι, Ελέ-νη; Εμένα διάλεξες να πληρώσω τα σπασμένα του γά-μου σου;»

«Ήρθα για να σου ζητήσω συγγνώμη» είπα και μεπήραν τα δάκρυα. Με κοίταξε μην ξέροντας αν έπρεπενα με αγκαλιάσει ή να με χαστουκίσει. Δεν έκανε τίπο-τε από τα δύο. Άφησε τα χέρια του από τους ώμουςμου και τα 'χωσε στις τσέπες του παντελονιού του. Ταξανάβγαλε απότομα, πνίγοντας μια βλαστήμια για τοπαντελόνι του που λερώθηκε από κραγιόν. Τον κοίταξαρουφώντας τη μύτη μου. Αν γινόταν διαγωνισμός γιατο πιο περίλυπο θέαμα της χρονιάς, θα σάρωνα τα βρα-βεία. Η έκφρασή του μαλάκωσε. «Έλα μέσα. Και μην α-κουμπήσεις τίποτα μέχρι να μπούμε στο μπάνιο». Τονακολούθησα. Έκλεισε την πόρτα και κατευθυνθήκαμε

439

στο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση του νιπτήρα και μου έδω-σε το σαπούνι. Το πήρα και έβαλα τα χέρια μου κάτωαπό το νερό, που αρχικά έπεφτε κόκκινο σαν αίμα στηνπορσελάνη του νιπτήρα και σιγά σιγά ξεθώριαζε, μέχριπου άρχισε να κυλά στη διάφανη του μορφή. Όταν φά-νηκε να με ικανοποιεί το αποτέλεσμα, έκλεισα τη βρύ-ση και κοίταξα τα χέρια μου. Το αριστερό, που χρησι-μοποιήθηκε για να σβήσει το μήνυμα από κραγιόν, ήτανελαφρά πιο κόκκινο από το δεξί. Όμως ήμουν σε θέσηνα πιάσω οτιδήποτε χωρίς να αφήσω αποτυπώματα.

440

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Έπλυνε κι αυτός τα δικά του. Του ζήτησα να με αφήσειμόνη για λίγο. Με κοίταζε χωρίς να κάνει καμία κίνηση.

«Τι φοβάσαι, Νικήτα; Ότι θα σου κλέψω τα διακο-σμητικά σαπουνάκια ή ότι θα το σκάσω από το φεγγί-τη ;» ρώτησα αγριεμένη.

«Δεν είσαι τόσο αδύνατη ώστε να χωράς από το φεγ-γίτη» μου αντιγύρισε παγερά και έκλεισε την πόρτατου μπάνιου, αφήνοντάς με μόνη. Τράβηξα με μανίαμερικά χαρτομάντιλα από το κουτί πάνω στον πάγκοκαι φύσηξα τη μύτη. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι ε-τοιμάστηκα να βγω από το μπάνιο. Το μάτι μου έπεσεστην ηλεκτρονική ζυγαριά δίπλα στο καλάθι για ταάπλυτα. Έριξα μια κλεφτή ματιά στην κλειστή πόρτα,κίνηση αντανακλαστική, γιατί τον άκουγα να κάνει κάτιστην κουζίνα που ήταν μεσοτοιχία με το μπάνιο. Έβγα-λα τα παπούτσια μου κι ανέβηκα στη ζυγαριά. Η βελό-να σταθεροποιήθηκε στα πενήντα κιλά. Ήμουν σχεδόναδύνατη για το ύψος μου. Άκου, δε χωράς από το φεγ-γίτη!

Πίεσα με φούρκα το πόμολο και άνοιξα την πόρτα.Μπήκα στην κουζίνα, όπου ο Νικήτας τηγάνιζε αυγά.Με κοίταξε μια στιγμή και αφοσιώθηκε ξανά στο τηγά-νισμα. Ήθελα να φύγω. Αντί γι' αυτό, κάθισα σε

441

μια κα-ρέκλα και περίμενα να μιλήσει εκείνος. Εγώ δεν ήξερατι να πω. Έβαλε τα αυγά σ' ένα πιάτο και κάθισε απέ-ναντί μου.

«Θέλεις το ένα;» με ρώτησε τυπικά, ξέροντας ότι θααρνιόμουν.

« Όχι, ευχαριστώ. Έχω φάει».«Εγώ είμαι όλη μέρα μ' ένα πακέτο κρακεράκια

μεγέμιση σπανάκι» είπε. «Ξέρεις, από κείνα που σφηνώ-νουν στα δόντια» διευκρίνισε παγερά κι έφερε το πι-

442

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ρούνι στο στόμα. Δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα μέ-χρι να τελειώσει. Είχε αφοσιωθεί στο πιάτο του κι εγώπαρατηρούσα το σχέδιο στα πλακάκια που κάλυπταντον τοίχο απέναντι μου. Είχα μετρήσει πενήντα έξι μαρ-γαριτούλες, όταν μου πρότεινε καφέ στη βεράντα. Δέ-χτηκα και παράτησα το μέτρημα. Βγήκαμε με τα φλι-τζάνια μας και καθίσαμε σε δύο αντικριστές πολυθρό-νες. Η κατεβασμένη τέντα μας σκίαζε ευχάριστα.

«Λοιπόν, γιατί ήρθες να μου ζητήσεις συγγνώμη;»άρχισε την κουβέντα.

«Βασικά επειδή σε έχω μπλέξει σ' αυτή την κατάστα-ση. Κι επειδή νιώθω αρκετά πράγματα για σένα, πουδε δικαιολογούσαν το σημερινό μου φέρσιμο».

«Σώπα, καλέ! Επειδή έκανες ότι δε με ήξερες μέσαστην κάβα, με ειρωνεύτηκες για το σπανάκι στα δόντια,με παράτησες φεύγοντας με το ραδιοταξί και, τέλος,μουντζούρωσες με κραγιόν την εξώπορτά μου; Μην τοκάνεις θέμα» με κοίταξε με παγερή ειρωνεία.

Πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο. Τα φλιτζάνια ταρα-κουνήθηκαν στα πιατάκια τους, αλλά το περιεχόμενοδε χύθηκε. Έσκυψα αμίλητη να πιάσω την τσάντα μου,που ήταν αφημένη δίπλα στην πολυθρόνα. Η

443

φωνή τουΝικήτα έχασε την ειρωνική χροιά, αλλά παρέμεινε πα-γερή: «Αν φύγεις τώρα, δε θα σε σταματήσω. Ούτε θασε αναζητήσω. Θα μπορέσεις να επαναφέρεις την ισορ-ροπία του σπιτιού σου χωρίς να... σκοντάφτεις επάνωμου. Κι αν ποτέ ξανακαβγαδίσεις με τον Αλέξη, ίσωςχρησιμοποιήσεις τη σύντομη ιστορία μας για να τον πι-κάρεις». Νικημένη, κάθισα στη θέση μου, μην τολμώ-ντας να αντικρίσω το θριαμβευτικό του βλέμμα. Ξανα-μίλησε, κι η ευχαρίστηση στη φωνή του έδειχνε ότι τοδιασκέδαζε που ήταν κύριος της κατάστασης.

444

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ωραία! Και τώρα που κάθισες σαν καλό κοριτσάκι,μπορείς να μου πεις γιατί σηκώνεσαι να φύγεις όταν σεστριμώχνουν ή δε σου λένε αυτό που θέλεις να ακού-σεις;»

«Εγώ ήρθα με όλη την καλή διάθεση να σου ζητήσωσυγγνώμη για όλα τα παραπάνω κι εσύ μ' άρπαξες απότα μούτρα. Τι ήθελες να κάνω;» γκρίνιαξα θιγμένη. Δεμου ήταν ευχάριστη η αλλαγή από τα κομπλιμέντα στηνκατσάδα.

«Εντάξει. Δέχομαι ότι τα νεύρα σου δεν είναι σε πο-λύ καλή κατάσταση, κι ίσως φταίω εγώ που δε σου είπανα διακόψουμε μόλις εμφανίστηκε ο άντρας σου. Αν δεσου πιπιλούσα το μυαλό για την Καρδαμύλη, μπορείτώρα να κανόνιζες τις οικογενειακές διακοπές σας».

«Θέλεις να... διακόψουμε, Νικήτα;» τον ρώτησα, νιώ-θοντας την καρδιά μου να αυξάνει τους παλμούς της.Έτριψε τους κροτάφους του συλλογισμένος. Όταν μί-λησε, η φωνή του πρόδινε κάποια εγκατάλειψη:

«Δεν ξέρω. Εξάλλου τι να διακόψουμε; Την αναμονήγια την απάντηση σου; Υποθέτω ότι μπορώ να αντέξωμια βδομάδα μέχρι να μου πεις αν θα 'ρθεις ή όχι. Αρχι-

445

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κά με τρέλαινε η ιδέα ότι μπορεί να αρνηθείς. Τώρα,μπορώ να δεχτώ οτιδήποτε. Αν δε φύγεις μαζί μου, θαλυτρωθώ από την παρουσία σου, που μου δημιουργείμεγάλα προβλήματα έτσι όπως έχει η κατάσταση. Ανπάλι μου πεις "έρχομαι", θα με τρώει η αγωνία για πό-σο καιρό θα 'σαι μαζί μου. Και δε θα ξέρω αν τη στιγμήπου με φιλάς θα σκέφτεσαι εμένα ή τον Αλέξη». Χαμο-γέλασε θλιμμένα και συμπλήρωσε: «Μπρος γκρεμόςκαι πίσω ρέμα». Πήγα να μιλήσω και δεν έβγαινε η φω-νή μου. Κατάπια και κατάφερα να τον ρωτήσω αν όλααυτά που έλεγε σήμαιναν πως τελικά το είχε μετανιώ-

446

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

σει. Δεν απάντησε. Χαμήλωσε το βλέμμα στο φλιτζάνιπου στριφογύριζε στα χέρια του.

«Γι' αυτό ήρθες σήμερα να με βρεις; Για να μου πειςότι δεν αντέχεις άλλο να περιμένεις;» ψιθύρισα τρεμου-λιαστά, πασχίζοντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

«Από την αρχή δεν άντεχα να περιμένω. Όμως υπο-χώρησα, γιατί έβλεπα πόσο σημαντικό ήταν για σένα ναπεριμένεις τις εξετάσεις του γιου σου. Και, για να λέμετην αλήθεια, δεν ένιωθα να απειλούμαι από τη χρονικήαπόσταση. Μέχρι που γύρισε ο άντρας σου. Και τότεάρχισα να τρελαίνομαι. Κι η αλλόκοτη συμπεριφορά σουόταν επικοινωνήσαμε με έκανε να καταλάβω ότι ο Αλέ-ξης κέρδιζε έδαφος, ενώ εγώ έπαιρνα άλλες διαστάσειςστο μυαλό σου. Ο υπέροχος Νικήτας μεταλλασσόταν σεκακόμοιρο ανθρωπάριο, που γινόταν ενοχλητικό με τηνεπιμονή του να φυτρώνει εκεί που δεν το έσπειραν. Τηστιγμή που η ζωή σου, Ελένη, άρχισε να κυλά επιτέλουςόπως την ονειρευόσουν τόσα χρόνια, εγώ έχασα τη χρυ-σόσκονη που μ' είχες πασπαλίσει».

Σταμάτησε να μιλά κι έβαλε το χέρι στην τσέπη, βγά-ζοντας ένα πακέτο τσιγάρα κι έναν αναπτήρα.

447

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Τον κοί-ταξα με γουρλωμένα μάτια.

«Καπνίζεις;»«Εκπλήσσεσαι; Έπρεπε να εκτονώσω κάπου

τον ε-κνευρισμό μου για να μην αρχίσω να χάνω τους πελάτεςμου. Πριν από λίγες μέρες παραλίγο να σκίσω με τοντροχό τη γλώσσα κάποιου κακόμοιρου. Μπήκε σαν άν-θρωπος και κόντεψε να φύγει σαν φίδι, με διχαλωτήγλώσσα. Η γραμματέας μου σε έχει μισήσει χωρίς να σεγνωρίζει προσωπικά».

«Μήπως είναι ενδόμυχα ερωτευμένη μαζί σου;» προ-σπάθησα να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.

448

Μ Α Ϊ Ρ Α , Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Ύ Λ Ο Υ

«Η Άσπα;» γέλασε. «Μόνο με διευθύντρια γυναι-κείων φυλακών μπορεί να είναι ερωτευμένη». Τον κοί-ταξα σοκαρισμένη. «Τι με κοιτάς έτσι; Απ' τη στιγμήπου είναι επαγγελματίας στη δουλειά της, δε με νοιά-ζουν οι σεξουαλικές της προτιμήσεις. Για να μη σου πωότι έτσι γλιτώνει και τα βάσανα που τραβάω εγώ».

«Λυπάμαι» ψιθύρισα.«Εγώ να δεις. Θα έχει πλάκα να γυρίσεις στον

α-ντρούλη σου κι εγώ να πεθάνω από καρκίνο του πνεύμο-να, αφού έχω καταστρέψει την επαγγελματική μου υπό-ληψη. Μου τη δίνει που έχω χάσει την αξιοπρέπειά μουεξαιτίας σου. Μου θυμίζει καταστάσεις με τη Λίζα».

«Θ...θες να φύγω;» τραύλισα. Το σαρκαστικό γέλιοτου με μαχαίρωσε.

«Άντε πάλι!» Άπλωσε το χέρι του σε μια κίνηση οαφέντης Λείπει και τα σκυλιά είναι δεμένα. Δεν κουνή-θηκα γιατί ήξερα ότι δε θα με σταματούσε. Και δεν ά-ντεχα να τον χάσω. Όχι πριν το αποφασίσω εγώ.

«Τι θες από μένα, Νικήτα;»«Να μου απαντήσεις τώρα. Θα 'ρθεις ή όχι; Τι

πε-ριμένεις να συμβεί σε μια βδομάδα; Θα αλλάξει κάτιτην απόφασή σου; Κανονικά θα έπρεπε να την έχεις

449

Μ Α Ϊ Ρ Α , Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Ύ Λ Ο Υ

πάρει ήδη. Δε νομίζω να περιμένεις μέχρι την τελευταίαστιγμή».

Σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να βηματίζεινευρικά, τραβώντας βαθιές ρουφηξιές από το τσιγάρο.Τον παρακολουθούσα που πηγαινοερχόταν. Πέταξε τοτσιγάρο από το μπαλκόνι. Τον μάλωσα γιατί ήταν κα-λοκαίρι και μπορεί να έπιανε φωτιά.

«Εσύ μιλάς; Που μ' έχεις κάψει; Που έχω χάσει τονύπνο μου εξαιτίας σου, ενώ κανονικά θα 'πρεπε να 'χωπάρει των ομματιών μου και να χαλαρώνω στην Καρ-

450

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

δαμύλη;» Ποπό, κι έλεγα για τα δικά μου νεύρα! Είχεκοκκινίσει και οι φλέβες του πάλλονταν καθώς έσφιγγετο σαγόνι. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά, αν κουνιό-μουν, μπορεί να νόμιζε ότι θέλω να φύγω, και πού ήξε-ρα πώς θα αντιδρούσε; Δεν τον είχα ξαναδεί σε τέτοιακατάσταση κι ένιωθα τύψεις που ήμουν εγώ η αιτία.Στάθηκε μπροστά μου ανασαίνοντας γρήγορα. Το ύφοςμου πρέπει να ήταν πολύ τρομαγμένο, γιατί αυτόματαένιωσα την προσπάθειά του να χαλαρώσει:

«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα με τις φωνές μου. Δε μουέχει συμβεί πολλές φορές. Συνήθως αντιμετωπίζω μεχιούμορ τις δύσκολες καταστάσεις. Αλλά η φάση πουπερνάω μαζί σου δεν είναι για γέλια». Ξανακάθισε στηνπολυθρόνα του κι άναψε δεύτερο τσιγάρο. Τον παρα-κολούθησα που το έφερνε στο στόμα. Με κοίταξε κι αυ-τός. Το έσβησε. «Έχεις δίκιο. Μόνο κακό μου κάνει» πα-ραδέχτηκε κουρασμένα.

«Δεν έχεις ιατρείο σήμερα; Είναι εφτά».«Όχι. Ακύρωσα τα ραντεβού μου γιατί μετά τη

συ-νάντησή μας όποιο εργαλείο κι αν έπιανα στο χέρι μουθα μετατρεπόταν σε φονικό όπλο. Έδωσα και

451

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

στηνΆσπα ρεπό».

«Μπα, και πού θα το περάσει; Στον Κορυδαλλό;» χα-ριτολόγησα, ατυχώς, γιατί ξανάβαλε τις φωνές:

«Μη χλευάζεις ανθρώπους που δεν ξέρεις. Σε πληρο-φορώ ότι μόνο η γραμματέας μου είναι ικανή να με συ-νεφέρνει από τέτοιες καταστάσεις. Και τότε με τη Λίζααυτή με βοήθησε να το ξεπεράσω και να μην κλείσω τοιατρείο. Και τώρα, που με βλέπει σε τέτοια χάλια, πάλιστέκεται κοντά μου. Κι αλίμονο αν σε πιάσει στα χέριατης, απειλεί».

«Της έχεις πει πώς έχουν τα πράγματα;» ρώτησα

452

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

προσπαθώντας να κρύψω την ενόχληση μου. Τα εν οίκωμη εν δήμω. Τι δουλειά είχε να τα κοινοποιεί στην υπάλ-ληλό του;

«Πάνω κάτω. Κι είναι φυσικό να με ρωτήσει όταν τημια μέρα με βλέπει να πετάω στα σύννεφα και την άλληνα μη μιλιέμαι. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με α-νακουφίζει όταν καθόμαστε μετά τη δουλειά στο χώροαναμονής και, πίνοντας ένα ποτό, στοχαζόμαστε και α-ναφωνούμε: "Αχ, γυναίκες!"» Μου 'ριξε ένα λοξό βλέμ-μα. «Λοιπόν; Περιμένω απάντηση. Δε θα φύγεις αν δεμου πεις τι έχεις αποφασίσει για μας. Κι αν δε μου πεις,θα το εκλάβω ως άρνηση και δε θα ξαναεπικοινωνή-σουμε».

«Γιατί με πιέζεις;» αναστέναξα.«Γιατί με βασανίζεις;» αντιγύρισε.Μελετήσαμε σιωπηλά ο ένας τον άλλο πριν

σηκω-θούμε συγχρόνως από τις θέσεις μας, σαν κάποιος ναμας έδωσε το σύνθημα να πράξουμε έτσι. Σταθήκαμεαντικριστά. Κανείς μας δε μιλούσε, κανείς μας δεν έ-κανε την πρώτη κίνηση. Ο Νικήτας περίμενε να πάρωτην πρωτοβουλία που θα του εξασφάλιζε την υπομονήνα με περιμένει. Ρίχτηκα στην αγκαλιά του. Τον

453

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

φίλησαστο λαιμό. Έσυρα το στόμα μου στο πιγούνι του. Έ-νιωσα την πικρή γεύση της κολόνιας στο δέρμα του. Ά-νοιξε τα χείλη του προσκαλώντας τα δικά μου. Φιληθή-καμε μέχρι που μας κόπηκε η ανάσα. Μου απομάκρυνετο πρόσωπο με τα χέρια του χωρίς ν' αφήσει τα μάτιατου απ' τα δικά μου. «Λοιπόν; Να υποθέσω ότι θα φύ-γουμε παρέα σε λίγες μέρες;»

Έκανα μερικά βήματα μέχρι τα κάγκελα της βερά-ντας. Ακούμπησα στην κουπαστή και κοίταξα κάτω στοδρόμο. Τον ένιωσα να με πλησιάζει και να με αγκαλιά-

454

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ζει προστατευτικά απ' τη μέση. «Μη σκύβεις πολύ. Θαπέσεις και θα μείνω με την απορία».

Ίσιωσα το κορμί και γύρισα προς το μέρος του. Δενάφησε τα χέρια του από τη μέση μου. «Σε παρακαλώ,μη με πιέζεις. Σε μια βδομάδα θα 'χουν ξεκαθαρίσει ταπάντα. Να ξέρεις όμως ότι σε σκέφτομαι πολύ κι ότι δεθέλω να σε πληγώσω. Αν το κάνω, γίνεται άθελά μου».Ξεφύσηξε κι έκανε μια χειρονομία: εντάξει, παραδί-δομαι .

Έφυγε από κοντά μου και ξανακάθισε στην πολυ-θρόνα του. Έπιασε τα τσιγάρα και, μετά από στιγμιαίοδισταγμό, τράβηξε ένα και το άναψε. Με κοίταξε φυ-σώντας προκλητικά τον καπνό. Το κάπνισμα δεν τουπήγαινε. Αντιθέτως, ο Αλέξης κάπνιζε με στιλ. Αλλά, ανο Νικήτας συνέχιζε μ' αυτό το ρυθμό, σύντομα θα απο-κτούσε τον αέρα του επαγγελματία καπνιστή. Η ερώ-τηση του με ξάφνιασε. «Κάνατε έρωτα από τότε πουγύρισε;» Χάρηκα που μπορούσα να του πω την αλή-θεια. Το δύσκολο θα ήταν αν με ρωτούσε: «Σκέφτηκεςνα κάνετε έρωτα από τότε που γύρισε;»

«Όχι. Ούτε που πλησιάσαμε ερωτικά ο ένας τον άλ-λο». Με κοίταξε σαν να μη με πίστευε. Του

455

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αντιγύρισαθαρρετά το βλέμμα. Συνέχισε με δύσπιστο ύφος:

«Δηλαδή, θες να πεις ότι δε σε πλησίασε με ερωτικέςδιαθέσεις; Υποτίθεται ότι θέλει να μείνει και κάνει ταπάντα για να το καταφέρει. Πάω στοίχημα ότι θα λέεικαι θα ξαναλέει πόσο πιστός σου ήταν όλα αυτά ταχρόνια, μέχρι να γίνει το μοιραίο».

«Ναι, τόσο πιστός, που δεν έκανε έρωτα ούτε μαζίμου» είπα με πικρία.

«Μιλήσατε για τη Λίζα και τη φίλη σου;»«Όχι ακόμα. Αν γίνει οποιαδήποτε συζήτηση, θα

456

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

θρηνήσουμε θύματα στο σπίτι. Περιμένω να περάσει ηεβδομάδα των εξετάσεων. Γι' αυτό, σε παρακαλώ, ναμη με πιέζεις. Σε λίγες μέρες θα μπουν τα πράγματα στηθέση τους. Ή θα γκρεμιστούν απ' αυτήν. Πάντως, θαλάβει τέλος αυτή η μετέωρη κατάσταση».

Τον κοίταξα παρακλητικά. Έκανε νόημα ότι δέχεταινα περιμένει κι έσβησε το τσιγάρο. Ένιωσα ότι η επό-μενη ερώτηση έγινε κατόπιν πολλής σκέψης. Ξεκίνησεδισταχτικά και ολοκλήρωσε την πρόταση σαν να μηνπίστευε ότι ισχύει ο συλλογισμός του, αλλά πως έπρεπενα με ρωτήσει για να βεβαιωθεί:

«Μήπως καθυστερείς επειδή στο βάθος δε θέλεις ναδιώξεις κανέναν; Αγαπάς τον Αλέξη και το απολαμβά-νεις που κάνει τα πάντα για να κερδίσει την εύνοιά σου,αλλά παράλληλα σου καλάρεσε η φάση μαζί μου καιθες να με κρατήσεις καβάτζα, μην ξαναγίνει καμιά στρα-βή με τον άντρα σου και μείνεις μόνη... »

Αχ, ναι! Τι καλά που θα 'τανε! «Τι λες, βρε Νικήτα!»πήρα προσβεβλημένο ύφος. «Μ' έχεις ικανή για τέτοιεςσκέψεις; Η αναμονή σ' την έχει βαρέσει και το μυαλόσου δουλεύει περίεργα». Αλλά δυστυχώς δουλεύει. Ευ-χήθηκα να μην το παράπαιξα θιγμένη. Η

457

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

υπερβολή φέρ-νει αντίθετα αποτελέσματα.

«Μμμ». Φάνηκε ικανοποιημένος. Κοίταξα το ρολόιμου. Έπρεπε να φύγω πριν του 'ρθουν κι άλλες φαεινέςσκέψεις. «Ήρθε η ώρα να γυρίσω στο σπίτι». Ένευσε κα-ταφατικά και σηκώθηκε από τη θέση του. Μπήκε στοσπίτι. Τον ακολούθησα και τον έφτασα καθώς έπιανετο πόμολο της εξώπορτας.

«Μια βδομάδα, Ελένη. Στις δεκάξι του μήνα θα φύ-γω για τη Μάνη. Με ή χωρίς εσένα. Θα το μάθω εκείνητη μέρα». Μου άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε να πε-

458

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ράσω. Δεν έκανε καμία κίνηση να με φιλήσει. Είχε κρυ-φτεί πάλι πίσω από το ψυχρό προσωπείο. Βγήκα. Έ-κλεισε την πόρτα πριν φτάσω στο ασανσέρ.

Μπήκα στο σπίτι γύρω στις εννιά. Προφασίστηκα α-διαθεσία και κλείστηκα στην κρεβατοκάμαρα, μακριάαπό το απορημένο βλέμμα του Τάκη και του Αλέξη. Μεένα Υπνοστεντόν κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Συγκεκριμέ-να, σαν στρουθοκάμηλος που έχωσε το κεφάλι της στηνάμμο για να γλιτώσει από όσα τη βασάνιζαν.

20.

Την ημέρα που ο Τάκης θα γινόταν δεκαεφτά, άνοιξε οΘεός τους ουρανούς κι έριξε καρεκλοπόδαρα. Βγήκααπό την πολυκατοικία λίγο πριν από την μπόρα, ανυ-ποψίαστη για το τι μπορεί να επιφυλάσσει μια ζεστή μέ-ρα του Ιουνίου. Η μεταλλική οσμή που πλανιόταν στοναέρα εισχώρησε στα ρουθούνια μου σημαίνοντας συνα-γερμό. Σήκωσα τα μάτια στον ουρανό κι αντίκρισα ταμολυβιά σύννεφα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα,σαν από ταινία του Κόππολα, όπως θα 'λεγε ο γιος μου.Ήμουν αρκετά μακριά από το σπίτι για να γυρίσω να

459

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πάρω ομπρέλα. Καταπίνοντας μια βρισιά, άρχισα νακινούμαι κολλημένη κάτω από τις μαρκίζες των κατα-στημάτων και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Έ-φτασα στον προορισμό μου μουσκεμένη ως το κόκαλο.Η κυρία Πετρούλα, ιδιοκτήτρια του ταξιδιωτικού γρα-φείου μέσω του οποίου είχαμε γνωρίσει κάποια μέρητου πλανήτη όλα αυτά τα χρόνια, με υποδέχτηκε κά-πως ανήσυχη για την κατάστασή μου.

«Δεν πειράζει, Πετρούλα μου, θα στεγνώσω γρηγο-

460

ΜΑΪΡΑ Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ρότερα, αν μου φτιάξεις ένα ζεστό καφέ» την καθησύ-χασα.

Εξαφανίστηκε στο διπλανό δωμάτιο κι εγώ κάθισασε μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο της, χαζεύο-ντας κάποια φυλλάδια για ονειρεμένα Χριστούγενναστη Λαπωνία. Όταν μπήκε με το φλιτζάνι μου, εγώ είχακαρφωμένα τα μάτια σε μια αφίσα που διαφήμιζε τηνπαραμυθένια Ντίσνεϋλαντ. Ακολούθησε το βλέμμα μουκαι είπε:

«Ακόμα ονειρεύεσαι αυτό το ταξίδι... »«Πάντα θα το ονειρεύομαι. Όλο λέγαμε ότι θα

πάμεοι δυο μας, κάτι σαν μήνα του μέλιτος. Όμως γεννήθηκεο Τάκης, ήταν περίεργες οι συνθήκες... τέλος πάντων»αναστέναξα και της χαμογέλασα ευχαριστώντας τηνγια τον καφέ.

«Ο Μίκυ και η παρέα του είναι πάντα εκεί. Μπορείτα χρώματα να ξέβαψαν λίγο με τον καιρό, όμως η μα-γεία του αντιστέκεται στο χρόνο» επέμεινε.

«Τυχερή η Ντίσνεϋλαντ, λοιπόν. Είναι από τα λίγαπράγματα που ακούω ότι δεν άλλαξαν. Όλους τους άλ-λους τους πήρε η μπόρα» είπα κι έδειξα τον εαυτό μουχαμογελώντας.

«Υπάρχει και η Γιουροντίσνεϋ, αν η Αμερική σας πέ-

461

ΜΑΪΡΑ Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

φτει πολύ μακριά ή πολύ ακριβά» συνέχισε να ασκείαμυδρή επαγγελματική πίεση.

«Δεν είναι θέμα απόστασης ή χρημάτων, Πετρούλαμου. Όχι πλέον. Ο Αλέξης ποτέ δεν πίστεψε στον παρα-μυθένιο κόσμο του Ντίσνεϋ. Θεωρεί ότι ο Μίκυ Μάουςδεν είναι ένα έξυπνο ποντίκι με κόκκινο σορτσάκι, αλλάτο σύμβολο του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλι-σμού». Της χαμογέλασα απολογητικά. «Αν ήθελε πραγ-ματικά να πάμε, θα 'χαμε πάει ήδη».

462

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Είχα την εντύπωση ότι ως μεγαλοδικηγόρος θα έ-πρεπε να ασπάζεται ευλαβικά τη θρησκεία του καπιτα-λισμού , μέρος του οποίου αποτελεί κι ο Ντόναλντ με ταανίψια του» είπε με απορία.

«Χα, έπρεπε να δεις το δωμάτιό του στο πατρικότου σπίτι. Σαν γιάφκα της 17 Νοέμβρη. Αν δεν τρόμαζετους πελάτες του, θα 'χε κρεμασμένη την αφίσα του Τσεστο πολυτελέστατο γραφείο του. Τέλος πάντων. Ο Α-λέξης μπορεί να ωρύεται το σαββατόβραδο ανάμεσαστους φίλους του από το πανεπιστήμιο ότι οι πλουτο-κράτες κατάντησαν την κοινωνία μας σ' αυτά τα χάλια,αλλά τη Δευτέρα το πρωί φοράει το μπλέιζερ Αρμάνι,οδηγεί τα βήματά του μέσα σε χειροποίητα παπούτσιαΠολ Σαρκ κι υποδέχεται με το καπιταλιστικότερο χα-μόγελο τους πλούσιους πελάτες του. Καλή η ιδεολογία,αλλά πόρρω απέχει από την καλοπέρασή του».

Γέλασε εγκάρδια κι άλλαξε συζήτηση ρωτώντας μεγια την υγεία της οικογένειάς μου.

«Καλά είναι» απάντησα βιαστικά, ενώ συγχρόνωςαναρωτιόμουν αν γνώριζε την κατάσταση που επικρα-τούσε μέχρι πρότινος στο σπίτι μου αλλά από τακτ δενανέφερε τίποτα. Έξυσα νευρικά το μάγουλο. Μ'

463

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ενο-χλούσε η καχυποψία που τύλιγε τις κοινωνικές συνανα-στροφές μου. Τι δουλειά είχε να ξέρει η Πετρούλα τατεκταινόμενα στην οικογένεια; Εγώ σπάνια επικοινω-νούσα μαζί της και ο Αλέξης έδινε εντολή στη γραμμα-τέα του να τακτοποιεί τα εισιτήρια και τα πακέτα τωνταξιδιών που μας ενδιέφεραν. Υπέθεσα ότι αυτό είναιτο τίμημα που πληρώνει κάθε απατημένη σύζυγος πουδέχεται πίσω τον άντρα της: την τρώει το σαράκι ότι οιπάντες γνωρίζουν τα μυστικά της κρεβατοκάμαράς της.«Με ξάφνιασε το τηλεφώνημά σου, Ελένη. Σπάνια

ε-

464

ΜΑΪΡΑ Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

πικοινωνούμε μαζί για κάποιο ταξίδι» διέκοψε τις σκέ-ψεις μου.

«Η αλήθεια είναι ότι θέλω να κάνω έκπληξη στον Τά-κη, που σήμερα έχει γενέθλια. Ούτε ο Αλέξης το ξέρει.Θα του το πω το βράδυ μόλις γυρίσει. Δε νομίζω να φέ-ρει αντίρρηση».

«Ο Τάκης έχει γενέθλια; Πόσο γίνεται, βρε Ελενάκι;»ρώτησε ζωηρά η Πετρούλα.

«Άσ' τα! Δεκαεφτά. Όσο σκέφτομαι πόσο γρήγοραπερνάει ο καιρός, με πιάνει κατάθλιψη. Νιώθω σαν στα-φιδόγρια» κατέληξα απογοητευμένη.

«Ποπό, πράγματι!» είπε με σκεφτικό ύφος η Πε-τρούλα.

«Δεν περίμενα να συμφωνήσεις τόσο γρήγορα» γέ-λασα, προσπαθώντας να κρύψω ότι πειράχτηκα. Μεκοίταξε σαν να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή από τις προ-σωπικές της σκέψεις και προσπαθούσε να καταλάβει τοβαθύτερο νόημα της στιχομυθίας μας. Πήρε τρομαγμέ-νο ύφος και βιάστηκε να διορθώσει το σχόλιό της:

«Αχ, όχι, Ελενάκι μου. Δεν εννοούσα εσένα. Εμένασκεφτόμουν όταν το 'λεγα. Αισθάνομαι ότι σαν να ήτανχτες που έβγαλα το διάφραγμα και σήμερα το πρωί α-νακάλυψα ότι η κόρη μου έχει προφυλακτικά στο

465

ΜΑΪΡΑ Π ΑΠ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

συρ-τάρι της. Κι είναι μόλις δεκάξι. Φρίκη!»

«Τουλάχιστον διατηρεί την παράδοση της μητέραςτης και κάνει σεξ με συνείδηση. Να χαίρεσαι που γνω-ρίζει τους κινδύνους μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνηςκαι των ιών με μικρό όνομα και τεράστιες επιπτώσειςστην υγεία» πήρε τη στωική μου απάντηση. Έκανε μιαγκριμάτσα αποδοκιμασίας.

«Τέλος πάντων. Ο Θεός να φυλάει τα παιδιά μαςαπό κακές επιλογές» χαμογέλασε και ύψωσε σιωπηλή

466

Ο 1 0 Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τα φρύδια της σε ένα ερωτηματικό τόξο, δίνοντας μουνα καταλάβω ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε για τοσκοπό της επίσκεψής μου.

«Ο Τάκης θέλει να σπουδάσει σκηνοθεσία. Ο πατέ-ρας του του χάρισε μια βιντεοκάμερα για τα γενέθλιάτου κι εγώ σκέφτηκα ότι θα του έκανε καλό ένα ταξίδιστο εξωτερικό, ας πούμε για ένα μήνα. Ευκαιρία νααποσυμπιεστεί από το δύσκολο χρόνο που πέρασε στοσχολείο. Και στο σπίτι. Αν επισκεφθεί μερικά μέρη, θαπλουτίσει τις εικόνες του, τη φαντασία του, θα απαλλα-χτεί από μας, που τον πρήξαμε όλο το χρόνο, και ενδε-χομένως θα βελτιώσει τα αγγλικά του. Θέλω να μουφτιάξεις ένα πακέτο που θα ικανοποιεί τις οπτικοα-κουστικές ανάγκες ενός μέλλοντα σκηνοθέτη» της είπαχαμογελώντας.

Μισόκλεισε τα μάτια και δάγκωσε σκεφτική τα χείλητης, έχοντας μπει προφανώς στη διαδικασία της επαγ-γελματικής σκέψης. Την κοίταζα αμίλητη καθώς συμ-βουλευόταν φυλλάδια, μπροσούρες, καταλόγους, το κο-μπιούτερ της. Πού και πού έβγαζε κοφτά επιφωνήματαθριάμβου. Μετά από δέκα λεπτά ίσιωσε τα γυαλιά στημύτη και άρχισε να μου διαβάζει τις σημειώσεις της. Σύ-

467

Ο 1 0 Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ντομα βρέθηκα σε μια δίνη αεροπορικών εισιτηρίων, δρο-μολογίων τρένων και λεωφορείων, τιμών από ξενώνες γιανέους, μουσείων κινηματογράφου, αφίξεων και αναχωρή-σεων από πόλεις του εξωτερικού. Τη διέκοψα ζαλισμένη.

«Πετρούλα, σταμάτα. Αδυνατώ να σε παρακολουθή-σω. Σου ζήτησα να μου κάνεις ένα πακέτο για δυοτρεις πόλεις του εξωτερικού κι όχι για το γύρο του κό-σμου σε ογδόντα μέρες. Αρκέσου στα πολύ βασικά. Αςπούμε Λονδίνο, Παρίσι» της πρότεινα κι αμέσως την εί-δα να φορά τη μάσκα της απογοήτευσης.

468

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τι κρίμα. Κι υπάρχουν τόσα πολλά μέρη να τραβήξειμε τη βιντεοκάμερα... Το μαβί σούρουπο στα φιόρδ, τρα-βηγμένο από το κατάστρωμα του κρουαζιερόπλοιου πουπλέει στη Βαλτική. Τα καταπράσινα χάιλαντς της Σκο-τίας, το κίτρινο χρώμα της Σαρδηνίας... » ονειροπόλησε.

«Αν πρόκειται να ξεπουλήσω την περιουσία μου γιανα αποτυπώσει ο Τάκης στην κάμερά του τα χρώματατης Ευρώπης, μπορώ να τον στείλω στην ταράτσα τουσπιτιού μας να τραβήξει το μαύρο χάλι της Αθήνας».Κοίταξα το ρολόι μου και σηκώθηκα. «Μάξιμουμ τρειςευρωπαϊκές πόλεις, Πετρούλα. Για τις υπόλοιπες έχειπολύ καιρό στη ζωή του. Και όχι πάνω από ένα μήνα.Τηλεφώνησέ μου μόλις φτιάξεις το πακέτο, αλλά σύ-ντομα, γιατί, αν όλα πάνε καλά, θέλω να φύγει στις δε-κάξι Ιουνίου».

«Τι;» σηκώθηκε έκπληκτη από τη θέση της. «Αυτόείναι σε τέσσερις μέρες!» Έβγαλε τα γυαλιά από ταγουρλωμένα της μάτια. «Γιατί δε με ειδοποιούσες νω-ρίτερα;» μου είπε σε επικριτικό τόνο.

«Γιατί δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα. Εξάλλου έχω ε-μπιστοσύνη στις ικανότητες σου, κυρία Πετρούλα» τηνκαλόπιασα. «Εσύ είσαι ικανή να πουλήσεις στον

469

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πάπαξενάγηση στα κόκκινα φανάρια του Άμστερνταμ μεδωρεάν κουπόνι για να παρακολουθήσει φλορ σόου μελεσβίες και αναμνηστική βιντεοκασέτα Σκύψε, ευλογη-μένη». Την κοίταξα πονηρά. «Δεν είναι τυχαίο ότι σεπροτιμούμε από όλα τα άλλα ταξιδιωτικά γραφεία. Τοξέρω ότι θα με πάρεις τηλέφωνο το απόγευμα να μουπεις ότι τα κανόνισες». Γκρίνιαξε λίγο ακόμα, ενθου-σιασμένη από τη διάθεσή μου να την κολακέψω, ώστενα εισπράξει μερικούς ακόμα επαίνους για την επαγ-γελματική καπατσοσύνη της.

470

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Το ίδιο απόγευμα τηλεφώνησε για να μου αναγγείλειθριαμβευτικά ότι ο Τάκης θα εγκατέλειπε την Αθήναστις δεκαέξι του μήνα και ώρα οχτώ και τριάντα, μεπρώτο σταθμό τη Ρώμη. Την ευχαρίστησα εγκάρδια καικανονίσαμε να περάσει από το σπίτι μετά το κλείσιμοτου γραφείου, για να μου αφήσει το λεπτομερή κατά-λογο του ταξιδιού και να κανονίσουμε το οικονομικόζήτημα.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας με ρώτησε αν το εί-πα στον Τάκη.

«Αφού είναι έκπληξη, Πετρούλα».«Κι αν είναι δυσάρεστη έκπληξη, Ελένη; Αν έχει

κα-νονίσει με την παρέα του να περάσει τις διακοπές τουστα ελληνικά νησιά; Θα πετάξεις ένα τόσο ακριβό δώροστα σκουπίδια;»

«Ξέρω το γιο μου και το πάθος του. Αν επιζήσει απότο έμφραγμα μόλις ακούσει τι έκανε η μανούλα του γι'αυτόν, θα μαζέψει τη βαλίτσα του και θα σταθεί στηνπόρτα του διαμερίσματος μέχρι να ξημερώσει για να τονπάω στο αεροδρόμιο». Με κοίταξε δύσπιστα. Της πήρατον κατάλογο από το χέρι και πρόσθεσα γελώντας: «Αναποδειχτεί ότι έκανα λάθος, θα πάρω εγώ το αεροπλάνο

471

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

για την Ιταλία και θα αφήσω το γιο μου να κολυμπάειμε την παρέα του στα γαλάζια νερά του Αιγαίου».

«Κι ο Αλέξης; Μπορώ να τροποποιήσω την εκδρομήώστε να έρθει κι εκείνος αν δε δεχτεί ο Τάκης» είπε ηΠετρούλα, προσπαθώντας να καταπραΰνει βασικά τουςδικούς της φόβους για το όλο εγχείρημα.

«Είπαμε ότι έχεις ικανότητες, Πετρούλα μου, αλλάθαύματα δεν μπορείς να κάνεις. Ο Αλέξης είναι σαν τονκολιό. Κάθε πράγμα στον καιρό του κι οι καλοκαιρινέςδιακοπές τον Αύγουστο. Νωρίτερα δεν κλείνει το γρα-

472

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

φείο του, ο κόσμος να χαλάσει. Αλλά μην ανησυχείς.Όλα θα πάνε κατ' ευχήν. Θα πω του Τάκη να σου στεί-λει κάρτα από την Τσινετσιτά».

Το βράδυ των γενεθλίων κύλησε όπως όλα τα προη-γούμενα και μόνο οι ευχές μας να τα εκατοστίσει, ότανκάτσαμε κι οι τρεις μας να φάμε στη βεράντα, υποδεί-κνυαν ότι η μέρα είχε κάτι το ξεχωριστό. Μετά το φα-γητό ο Τάκης κλείστηκε στο δωμάτιό του να διαβάσειαρχαία ελληνικά. Μείναμε ο Αλέξης κι εγώ να κοιταζό-μαστε σιωπηλοί πάνω από τα υπολείμματα του φαγη-τού μας. Έσπασα πρώτη τη σιωπή:

«Του έδωσες τη βιντεοκάμερα;»«Όχι. Συμφωνήσαμε να την πάρει στις

δεκαπέντε,την ημέρα που τελειώνει τις εξετάσεις».

«Του έχω κι εγώ ένα δώρο». Σηκώθηκα από την κα-ρέκλα μου και μπήκα στο σαλόνι. Επέστρεψα αμέσωςκρατώντας τα φυλλάδια που περιέγραφαν το ταξίδιτου Τάκη. Τα έδωσα στον Αλέξη, που τα πήρε χαρίζο-ντάς μου ένα απορημένο βλέμμα. Τα ξεφύλλισε προ-σπαθώντας να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο.

«Του οργάνωσα ένα ταξίδι στη Ρώμη, στο Παρίσι καιστο Λονδίνο. Θα 'χει μπόλικο υλικό για τη βιντεοκάμε-ρα του, αφού θα μείνει ένα μήνα στην Ευρώπη»

473

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

είπασυνεπαρμένη και η ίδια από τις εικόνες που υπέθεσαότι θα καταγράψει το σκηνοθετικό του μάτι. Κοίταξατον Αλέξη περιμένοντας την αντίδραση του.

«Θα αφήσεις το γιο μας να γυρνάει μόνος του έναμήνα στην Ευρώπη, εκτεθειμένος σε ένα σωρό ιταλι-κούς, γαλλικούς και αγγλικούς κινδύνους;» αναφώνησεέκπληκτος. Γέλασα με το σοκαρισμένο ύφος του.

«Αλέξη, ακούγεσαι σαν υστερική μανούλα. Εσύ έλε-γες ότι είμαι υπερπροστατευτική, ότι δεν τον αφήνω να

474

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

φύγει από τα φουστάνια μου, ότι επεμβαίνω πιεστικάστη ζωή του, ευνουχίζοντάς του κάθε πρωτοβουλία. Εί-πα λοιπόν ότι, για να μου το κοπανάς συνέχεια, μάλλονέχεις δίκιο. Και αποφάσισα να κάνω την καρδιά μουπέτρα και να του προσφέρω ένα μήνα απόλυτης ελευ-θερίας. Ούτως ή άλλως, θα φύγει για το εξωτερικό μό-λις τελειώσει το σχολείο. Κι όχι για ένα μήνα, αλλά γιακάμποσα χρόνια. Έτσι προετοιμάζομαι κι εγώ ψυχολο-γικά». Με κοίταξε καχύποπτα. Δε φάνηκε να τον πείθειη επιχειρηματολογία μου.

«Τι να σου πω, Ελένη. Ποτέ δε διανοήθηκα ότι η φα-ντασία σου για δώρο στο γιο μας θα υπερέβαινε τηναγορά ενός ρολογιού ή κάποιου ρούχου. Δεν το λέω μεπροσβλητική διάθεση, απλά δε σε είχα συνηθίσει τόσοάνετη, ειδικά στα θέματα του Τάκη».

«Του το οφείλω, Αλέξη» είπα με σοβαρό ύφος. «Αυ-τός ο χρόνος τον σημάδεψε. Μπορεί να μη μιλούσε, αλ-λά καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε μεταξύ μας. Τιτον έκανε, νομίζεις, να μιλήσει έτσι στον καθηγητή του;Ο εκνευρισμός που εισέπραττε στο σπίτι. Επειδή είναικλειστό παιδί και δε μιλάει εύκολα, δε σημαίνει

475

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ότι δενκαταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Θέλω να λέει κάποτεότι στα δεκαεφτά του χρόνια οι γονείς του του έκαναντα ωραιότερα δώρα που πήρε ποτέ. Κι όχι ότι πέρασετο χειρότερο χρόνο της ζωής του, μέλος μιας διαλυμέ-νης οικογένειας που έκανε προσπάθεια να ανασυστα-θεί». Με κοίταξε σκεφτικός. Άργησε να μιλήσει κι ηφωνή του ήταν χρωματισμένη από συγκατάθεση.

«Έχεις δίκιο. Ήταν πολύ δύσκολη χρονιά γι' αυτόν.Χαίρομαι που εσύ τουλάχιστον δεν τυφλώθηκες από ε-γωισμό, σαν εμένα, που δεν έβλεπα τίποτ' άλλο εκτόςαπό τα δικά μου προβλήματα. Αυτό το ταξίδι θα τον

476

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ανεβάσει ψυχολογικά. Μόνος του θα σκεφτεί πολλάπράγματα. Όπως κι εμείς». Η φωνή του ζεστάθηκε.«Είναι ευκαιρία να μείνουμε μόνοι μας, Ελένη, και νακάνουμε μια επισκόπηση της σχέσης μας. Μπορούμε,αν θες, να φύγουμε κι εμείς όσο θα λείπει ο Τάκης»..Χαμογέλασε ενθουσιασμένος από την ξαφνική ιδέα πουάρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στο δικηγορικό τουκεφάλι. «Μπορούμε να κάνουμε κι εμείς ένα ταξιδάκι.Μόνοι μας. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ποτέ δεν ταξιδέ-,ψαμε οι δυο μας. Πάντα παίρναμε και το παιδί. Θα 'ναιυπέροχο να ανακαλύψουμε εκ νέου τους εαυτούς μας».Χτύπησε παλαμάκια, επιβραβεύοντας την ιδέα του. Ηαπάντησή μου του έκοψε τη φόρα:

«Νόμιζα ότι εσύ ανακάλυψες τον εαυτό σου ότανέφυγες από το σπίτι. Δεν είναι ανάγκη να ξεσπιτωθείςκαι πάλι για χάρη μου. Εγώ δεν έχασα ποτέ τον εαυτόμου για να τον ξαναψάξω». Σηκώθηκε από τη θέση τουκαι ήρθε δίπλα μου. Γονάτισε σαν ιππότης μπροστά σταπόδια μου και μου έπιασε τα χέρια.

«Δε σε πιστεύω. Εξαιτίας μου έχασες την ταυτότητάσου. Τόσα χρόνια ήσουν η καλόβολη ερωτευμένη

477

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γυ-ναίκα και ξαφνικά ένιωσες μόνη, προδομένη, γεμάτηερωτηματικά για το ποιος έφταιγε που ο γάμος μαςπέρασε τέτοια κρίση. Θέλω να σε πάρω από δω, να πά-με κάπου όπου τίποτα δε θα θυμίζει κακές καταστά-σεις. Κάπου όπου θα σβήσει η μνήμη και ο χρόνος θααρχίσει να κυλά από νέα αφετηρία».

«Χωρίς τη μνήμη, Αλέξη, ο χρόνος δε θα 'χε το παρα-μικρό νόημα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα χρόνια πουπροσπαθούσα να σε κάνω ευτυχισμένο, διώχνοντας τιςενοχές που με κατέκλυζαν, ότι έκλεψα τη ζωή σου. Τι κιαν πάμε στο Σουρινάμ, δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπό

478

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

σου την ημέρα που με εγκατέλειψες. Λεν μπορώ να δια-γράψω τόσα γεγονότα από τη μνήμη μου. Η παρουσίασου θα μου θυμίζει πάντα το παρελθόν».

Σηκώθηκα δακρυσμένη, απελευθερώνοντας τα χέριαμου από τα δικά του. Τον παραμέρισα και μπήκα στοσπίτι. Με ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρα.

«Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ. Θέλω τόσο πολύ ναεπανορθώσω για το κακό που σου έχω κάνει. Θα περι-μένω με υπομονή σταλακτίτη μέχρι να πειστείς ότι τααισθήματά μου για σένα είναι αληθινά. Σου ορκίζομαιότι τα ψέματα έχουν τελειώσει. Από δω και πέρα θαβαδίζουμε μαζί. Θα πλάσουμε μια νέα σχέση ειλικρί-νειας και εμπιστοσύνης».

«Σταμάτα, Αλέξη» τον διέκοψα εκνευρισμένη. «Μουθυμίζεις προεκλογική εκστρατεία». Πριν βγει από τηνκρεβατοκάμαρα, πρόλαβα να δω μια φευγαλέα λάμψηθυμού στο βλέμμα του. Η αμφισβήτησή μου για την κα-θαρότητα των προθέσεών του τον ενοχλούσε αφάντα-στα. Εμένα πάλι με ενοχλούσε αφάνταστα που με είχεκερατώσει με την καλύτερή μου φίλη και δεν το έλεγεστα ίσια. Σάμπως θα μου άνοιγε κανείς τα μάτια ότι

479

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

αυτός έβγαζε τα δικά του με τη Λίζα, αν ο κόσμος δενήταν τόσο μικρός, ώστε να γνωρίσω τον τέως σύζυγό τηςκαι να μου το αποκαλύψει εκείνος; Εδώ είναι που επα-ληθεύεται η άποψη ότι όλες οι ανακαλύψεις οφείλονταιστη σύμπτωση. Από το μήλο που έπεσε στο κεφάλι τουΝεύτωνα μέχρι την κεραμίδα που χτύπησε το δικό μου.

Η τεταμένη ατμόσφαιρα μεταφέρθηκε και στο κρε-βάτι. Εγώ έκανα ότι διάβαζα ένα μυθιστόρημα κι εκεί-νος, καθισμένος αριστερά μου, με τα μαξιλάρια στηνπλάτη, σκάλιζε το χαρτοφύλακα του. Έβγαλε κάτι ση-μειώσεις κι άρχισε να τις μελετάει. Ο εκνευρισμός ήταν

480

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τόσο έντονος, που θα μπορούσε να πάρει στερεά μορφήκαι να μας πλακώσει. Μετά από μισή ώρα έκλεισα τοβιβλίο και ετοιμάστηκα να σβήσω το πορτατίφ μου. Χω-ρίς να πω καληνύχτα. Με πρόλαβε την ώρα που πίεζατο διακόπτη.

«Πού είναι όλα εκείνα τα νυχτικά που φορούσες πα-λιότερα;» Από το ύφος που διατύπωσε την ερώτησηκατάλαβα ότι ποσώς τον ενδιέφερε το περιεχόμενο τηςαπάντησης που θα εισέπραττε. Θα μπορούσε να είναι ητυχαία σκέψη που άδραξε εκείνη τη στιγμή απ' το μυα-λό του. Το μόνο που ήθελε ήταν να εκφράσει κάπως τηνκακεντρεχή διάθεση που τον περιέβαλλε. Ο τόνος τουμου θύμισε τον προάγγελο των παλιών συζυγικών μαςκαβγάδων.

«Τα πέταξα» πήρε τη λακωνική απάντησή μου, ενώσυγχρόνως άσκησα ελάχιστη πίεση στο διακόπτη τουπορτατίφ και το δωμάτιο σκοτείνιασε κατά το ήμισυ.Θέλησα να του δείξω πως δεν είχα διάθεση για καβγάκαι του γύρισα επιδεικτικά την πλάτη. Δυστυχώς, αυτότον ερέθισε περισσότερο. Η παγερή φωνή του πρόδινεέναν παιδιάστικο σαδισμό:

481

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Για ποιο λόγο; Βολεύεσαι καλύτερα με τις εφηβικέςμπλούζες που φέρουν ηλίθια μηνύματα;»

Παρ' όλο που ενθουσιάστηκα επειδή είχε προσέξει τηστάμπα στο μαύρο μακό που μου χάρισε ο Τάκης, ανα-στέναξα με δυσφορία γιατί τρωγόταν να με προκαλέ-σει. Κι όλα αυτά επειδή δεν πήδηξα στην αγκαλιά τουόταν πρότεινε να φύγουμε οι δυο μας. Το «κλικ» τουδιακόπτη επανέφερε στο δωμάτιο το πλήρες φως. Ί-σως να μην εξελισσόταν καλά αυτή η νύχτα. Ήθελε κα-βγά για να εκτονώσει τον πληγωμένο του εγωισμό. Δεθα του έκανα το χατίρι.

482

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Λυπάμαι, δε συμφωνούν τα γούστα μας στα συνθή-ματα. Κάνε μου όμως τη χάρη να μην το συζητήσουμετέτοια ώρα. Είμαι πολύ κουρασμένη» είπα μ' επίτασηκι ετοιμάστηκα να ξανασβήσω το φως, οριστικά αυτήτη φορά. Μου έπιασε το μπράτσο, καθηλώνοντάς με.

«Τι συμβαίνει, Ελένη; Γιατί είσαι τόσο εχθρική σήμε-ρα; Ό,τι κι αν σου πω το παίρνεις στραβά. Νόμιζα ότι ηπρόταση μου θα σε χαροποιούσε, κι εσύ μόνο που δε μεκατασπάραξες. Προσπαθώ να σου δείξω ότι σε αγα-πάω, αλλά εσύ με παγώνεις με τη στάση σου».

«Και καλά θα κάνεις να μείνεις παγωμένος. Όταν γύ-ρισες πίσω, συμφωνήσαμε να μη με πιέσεις. Λεν μπορώνα βγάλω από το μυαλό μου ότι πριν από λίγους μήνεςαγκάλιαζες και φίλαγες κάποια άλλη και τώρα μου μιλάςγια ρομαντικά ταξίδια και αναβίωση της αγάπης μας.Λεν ξέρω αν με αγαπάς. Ίσως δε μ' αγάπησες ποτέ...»

«Μα τι λες τώρα;» δυσανασχέτησε. « Συγκρίνεις τηνπεριπέτεια του ενός μήνα με τα δεκαεννιά χρόνια πουγνωριζόμαστε; Λεν περηφανεύομαι γι' αυτό που έκανα,αλλά μη με σταυρώνεις έτσι. Λεν μπορείς να καταλά-

483

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

βεις ότι το κορμί μπορεί να πλήξει κάποια στιγμή; Τοκορμί, Ελένη, όχι η καρδιά». Χαμήλωσε τη φωνή σε πα-ρακλητικό τόνο. «Άσε με να επανορθώσω. Άσε με νασου δείξω πόσο μου έχεις λείψει. Πόσο έχω πεθυμήσειτην επαφή μαζί σου».

Χαλάρωσε τη λαβή του, αλλά, χωρίς να μου αφήσειτο μπράτσο, σύρθηκε προς το μέρος μου. Πέρασε τοελεύθερο χέρι του από πάνω μου και έσβησε το πορτα-τίφ. Άφησε τα τεντωμένα του μπράτσα να λυγίσουν μα-λακά δεξιά κι αριστερά και ξάπλωσε επάνω μου με τηφυσικότητα που η Σιτροέν ξεκουράζει το αμάξωμά τηςστα πίσω λάστιχα. Έμεινα ακίνητη, παλεύοντας με τη

484

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σκέψη να τον διώξω από πάνω μου ή να τον αφήσω ναπροχωρήσει.

«Σβήσε και το δικό σου φως» ψιθύρισα και το δω-μάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.

«Σ' αγαπώ» ακούστηκε η φωνή του στην ησυχία τουξημερώματος. Στηρίχτηκε στους αγκώνες του και, κοι-τώντας με χαμογελώντας, πρόσθεσε: «Με συγχώρεσεςή θα μου το φυλάς για πάντα;» Στο βλέμμα του ανα-γνώρισα την παλιά του αυτοπεποίθηση. Από τη στιγμήπου κάναμε έρωτα, πίστεψε ότι το κάστρο έπεσε. Και-ρός ήταν να πέσει λίγο καυτό λάδι στη ράχη του:

«Σε συγχωρώ λίγο λίγο. Προσπαθώ να πιστέψω ότιμετάνιωσες πραγματικά κι ότι όντως θα γύριζες κοντάμου, ακόμα κι αν δε σου έκανε ποτέ λόγο για παιδί ηΛίζα» του απάντησα αδιάφορα, ξέροντας όμως ότι τοσχόλιό μου θα τον γκρέμιζε από το ουράνιο επίπεδο στοοποίο υπερίπτατο από τη στιγμή που ενέδωσα στις γα-λιφιές του. Τραβήχτηκε από κοντά μου σαν να τον δά-γκωσε ορεξάτο φίδι που μόλις είχε ξυπνήσει από χειμε-ρία νάρκη.

485

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Εντάξει, Ελένη. Για λίγο πίστεψα ότι τα πράγματαθα πάρουν το δρόμο τους. Όμως φαίνεται πως δε θα μεαφήσεις σε χλωρό κλαρί. Ακόμα και μετά από αυτό πουμοιραστήκαμε πριν από λίγες ώρες».

«Εδώ είναι το πρόβλημά μου, Αλέξη. Κάναμε έρωταγια πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες και όλη τηνώρα πάσχιζα να πείσω τον εαυτό μου ότι σκεφτόσουνεμένα κι όχι κάποια άλλη. Σχεδόν δεν ήθελα να σε α-κούω να ψιθυρίζεις το όνομά μου, φοβούμενη ότι πάνωστην έξαψη θα το μπέρδευες με κάποιο άλλο. Ονειρευό-

486

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

μουν τη στιγμή που θα με πλησίαζες με δική σου πρω-τοβουλία, κι όταν ήρθε, δεν μπόρεσα να το ευχαριστη-θώ. Με καταδίκασες σε μόνιμη καχυποψία. Λεν μπορώνα είμαι σίγουρη πια για τη γνησιότητα των κινήτρωνσου. Νιώθω ότι επέστρεψες στη ζωή μου με μια εκπλη-κτική υποκριτική ικανότητα: υποδύεσαι τέλεια το με-ταμελημένο σύζυγο, τον τρυφερό εραστή, τον υποχωρη-τικό πατέρα, το αφεντικό σκύλου. Αλλά δεν τα νιώθεις.Λημιουργείς μια επίπλαστη κατάσταση μέχρι να δια-σφαλίσεις τη θέση σου εδώ μέσα».

«Και γιατί να ακολουθήσω τέτοιες υποκριτικές με-θόδους; Νομίζεις ότι μου λείπει η στέγη ή τα χρήματα;Ή οι γυναίκες;» Το τελευταίο το μάσησε, γιατί φοβήθη-κε ότι θα ξεσπάθωνα πάλι. Μόλις διαπίστωσε ότι δεσυσπάστηκε ούτε ένας μυς στο πρόσωπό μου, αναθάρ-ρησε και συνέχισε τη δικανική ρητορεία: «Όχι, γλυκιάμου. Γύρισα γιατί μου έλειψε η οικογένειά μου. Κι όχιεπειδή τρόμαξα στη σκέψη ότι μπορεί να ξαναγίνω πα-τέρας. Λεν ξέρω πόσο καλά πληροφορημένη είσαι, όμωςη σχέση μου με τη Λίζα είχε ημερομηνία λήξης».

487

ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Τότε, πρέπει να επρόκειτο περί κονσέρβας με πολ-λά συντηρητικά για μεγάλη διάρκεια. Έτσι κατάλαβαόταν σε είδα να παίρνεις όλα σου τα προσωπικά αντι-κείμενα από το σπίτι. Λεν αποκόμισα την εντύπωση πωςήταν σχέση ενός σώβρακου και καθαρής οδοντόβουρ-τσας. Όταν έφυγες, άφησες πίσω σου μόνο κάτι ντεμο-ντέ ρούχα και τα αθλητικά σου παπούτσια. Εκτός ανήθελες να υπονοήσεις ότι θα ερχόσουν σπίτι για να γυ-μναζόμαστε παρέα».

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, φορώντας βιαστικά τηνμπλούζα που μου είχε βγάλει ανυπόμονα πριν από λί-γες ώρες. Όποια μαγεία υπήρχε στο δωμάτιο, αν υπο-

488

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

θέσουμε ότι υπήρχε, διαλύθηκε. Μπήκα στο μπάνιο κιάνοιξα τη βρύση του ντους. Ψέματα, ψέματα, ψέματα.Εδώ και μήνες δεν είχε ακουστεί αλήθεια σ' αυτό τοσπίτι. Η φίλη μου με παραμύθιαζε, ο άντρας μου με πα-ραμύθιαζε, εγώ παραμύθιαζα τον Τάκη ότι έβγαινα μεμια φίλη μου ενώ συναντούσα το Νικήτα. Έκλεισα συλ-λογισμένη τη βρύση και κάθισα στο χείλος της μπανιέ-ρας. Ο Νικήτας. Ενώ τον σκεφτόμουν όλη μέρα, μόλιςείδα τον Αλέξη, ξέχασα ακόμα και τη συνάντηση στοσπίτι του. Για την ακρίβεια, απάτησα τον εραστή μουμε τον άντρα μου. Πώς ήταν δυνατόν να ζητάω νέμεσηγια τον Αλέξη, τη στιγμή που εγώ είχα μπλέξει τα μπού-τια μου; Αντί να ξεκαθαρίσω την κατάσταση, την πε-ριέπλεκα κάνοντας έρωτα με τον άντρα μου.

Το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε απότις σκέψεις. Το πρόσωπο του Αλέξη φάνηκε στη χαρα-μάδα της πόρτας.

«Να μπω;» με ρώτησε δειλά.«Έλα, θα κάνω μπάνιο αργότερα». Έκανα να

σηκω-θώ, αλλά πρόλαβε και έκατσε δίπλα μου. Ευτυχώς οΤάκης είχε δικό του μπάνιο. Τι θα σκεφτόταν αν τον έ-

489

Μ Α Ι Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πιανε η ανάγκη του στις έξι τα χαράματα κι έβρισκετους γονείς του να κάθονται δίπλα δίπλα στο χείλος τηςμπανιέρας, σαν γέροι συνταξιούχοι σε παγκάκι άλσους;Μου έπιασε το χέρι.

«Αφού δεν ήθελες να κάνουμε έρωτα, γιατί με εν-θάρρυνες ;»

«Λεν ξέρω. Από παρόρμηση. Από στέρηση και απωθη-μένο τόσων μηνών. Από λαχτάρα να σε συγχωρήσω καινα συνεχίσουμε τη ζωή μας λίγο πιο πίσω από το ση-μείο που την κατέστρεψες».

«Αν σ' ενδιαφέρει, εγώ το ευχαριστήθηκα πολύ. Ή-

490

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

μουν βλάκας που πήγα μ' άλλη γυναίκα και δεν κοίταζανα χαρώ τη δικιά μου». Με κοίταξε σαν δαρμένο σκυλί.«Τι πρέπει να κάνω για να με συγχωρέσεις; Αν κόψωτις φλέβες μου εδώ μπροστά σου;»

Πετάχτηκε όρθιος αρπάζοντας την ξυριστική του μη-χανή. Την έβαλε σε λειτουργία και την κράτησε πάνωαπό τους καρπούς του, χαρίζοντάς μου το βλέμμα τουΜιμίκου λίγο πριν αυτοκτονήσει στην αγκαλιά της ήδηνεκρής αγαπημένης του. Ζζζζζζζζζ... ακουγόταν η Φί-λιπς στο μπάνιο, αφαιρώντας κάθε δραματική πρόθεσητου Αλέξη. Χαμογέλασα με το θέαμα.

«Αν καταφέρεις να αυτοκτονήσεις με ηλεκτρική μη-χανή ξυρίσματος, ίσως σε συγχωρήσω». Έκλεισε τοδιακόπτη και την άφησε πάνω στον πάγκο με τους δυονιπτήρες. Άρχισε να ανοιγοκλείνει τα συρτάρια με θεα-τρικές κινήσεις, αναφωνώντας συγχρόνως: «Πού είναιτα ξυραφάκια σου; Μη μου κρύβεις τα ξυραφάκιασου!»

«Λε χρησιμοποιώ ξυραφάκι. Κάνω χαλάουα» απά-ντησα γελώντας.

Κοκάλωσε και, κάνοντας ότι το σκέφτεται, αναφώ-νησε: «Θα αυτοκτονήσω με χαλάουα. Θα καταπιώ όλητη συσκευασία, θα κολλήσει στο λαιμό μου και θα πνι-

491

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

γώ». Μου έκλεισε το μάτι. «Τι λες, θα με συγχωρέσειςαν πνιγώ;»

«Αφού θα είσαι νεκρός, τι σε νοιάζει;» συνέχισα κιεγώ. σε εύθυμο τόνο, παρασυρμένη από την παιχνιδιά-ρικη του διάθεση. Στάθηκε μπροστά μου και, χάνονταςτο χαμόγελο, είπε με σοβαρότητα: «Με νοιάζει οτιδή-ποτε έχει να κάνει μ' εσένα».

Βγήκε από το μπάνιο, αφήνοντάς με στην ίδια θέσηπου με βρήκε. Έκανα γρήγορα ένα ντους, φόρεσα τη ρό-

492

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μπα μου και πήγα στην κουζίνα. Τον βρήκα να παρατη-ρεί το νερό που μεταλλασσόταν σε καφέ καθώς φιλτρα-ριζόταν στην καφετιέρα. Έβγαλε αμίλητος δύο φλιτζά-νια από το ντουλάπι. Παρατηρούσα τις κινήσεις του,που είχαν αποκτήσει και πάλι τη συζυγική σιγουριά.Όταν είχε πρωτοέρθει, δεν τολμούσε να ακουμπήσειούτε την μπρίζα της καφετιέρας χωρίς να ζητήσει τησυγκατάθεσή μου. Γύρισε και με κοίταξε.

«Θα τον πιούμε εδώ ή στη βεράντα;»«Καλύτερα έξω. Δεν έχει πιάσει ακόμα ζέστη».Βγήκαμε με τα φλιτζάνια και βολευτήκαμε σε

δυοαντικριστές καρέκλες. Αυθόρμητα άπλωσα τα πόδιαμου πάνω του, όπως συνήθιζα να κάνω παλιότερα, στιςκαλές μας εποχές. Κοιταχτήκαμε ξαφνιασμένοι. Ετοι-μάστηκα να τα κατεβάσω στο δάπεδο, αλλά τα κράτη-σε κολλημένα στους μηρούς του.

«Άσ' τα εκεί!» με πρόσταξε καρφώνοντας το βλέμματου στο δικό μου. Η επίταση στη φωνή του έκανε το αί-μα μου να κοχλάσει από επιθυμία. Έσυρα αργά τα πέλ-ματα μου σ' αυτό που επιστημονικά καλείται υπογά-στριο. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό. Αμίλητος άφησετο φλιτζάνι του στο τραπέζι και μου κατέβασε με προ-

493

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σοχή τα πόδια. Πιασμένοι χέρι χέρι πήραμε το δρόμογια την κρεβατοκάμαρα.

Κυλιστήκαμε στο ξέστρωτο κρεβάτι, κι αυτή τη φο-ρά αφέθηκα να απολαύσω κάθε στιγμή της συνεύρεσήςμας. Δε μ' ένοιαζε τίποτα, κανένας δε σκίαζε τη σκέψημου. Απέβαλα κάθε φόβο κι αφέθηκα στη στιγμή πουζούσα. Ήμουν το ξεροπήγαδο που δέχτηκε άπληστα τηνυγρασία της ξαφνικής μπόρας στα κουρασμένα του τοι-χώματα. «Σ' αγαπώ» του ψιθύριζα κι εγώ, απαλλαγμέ-νη από το άγχος ότι του άνοιξα ξανά την καρδιά μου κι

494

Ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

εκείνος θα φρόντιζε να την ποδοπατήσει σε πρώτη ευ-καιρία.

Πέσαμε ξέπνοοι στα μαξιλάρια έχοντας πλεγμένα ταχέρια μας. Με πήρε ο ύπνος και δεν κατάλαβα πότε έ-φυγε για το γραφείο του.

«Ξύπνα, τεμπέλα». Από τις χαραμάδες των βλεφά-ρων μου είδα τον Τάκη να μου χαμογελάει. Ασυναίσθη-τα τράβηξα το σεντόνι μέχρι το σαγόνι, αλλά, ταυτό-χρονα με αυτή την κίνηση ευπρέπειας, θυμήθηκα ότι τηδεύτερη φορά που έκανα έρωτα με τον Αλέξη δε βγά-λαμε καν τα ρούχα μας από τη βιασύνη.

«Τι ώρα είναι, καλέ μου;» τον ρώτησα προσπαθώ-ντας συγχρόνως να καταπνίξω ένα χασμουρητό.

«Ώρα να μιλήσεις με έναν κύριο που σε ζητάει στοτηλέφωνο» απάντησε και, βγαίνοντας από το δωμάτιο,πρόσθεσε ότι θα πήγαινε στη Νόρα για διάβασμα.

Πετάχτηκα από το κρεβάτι με πολύ κακό προαίσθη-μα. Μέχρι να διανύσω την απόσταση ως το σαλόνι, όπουβρισκόταν το τηλέφωνο, πρόλαβα να υποθέσω, πρώτον,ότι τηλεφωνούσε ο Νικήτας για να μου ανακοινώσειπως θα τα ξεράσει όλα στον Αλέξη· δεύτερον, ότι τηλε-φωνούσε ο Νικήτας για να μου πει ότι, αφού θα τα ξε-ράσει όλα στον Αλέξη, θα τον πάρει να πάνε να τα πιουν

495

Ο Ι Ο Ύ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

παρέα, καταστρώνοντας σχέδια εκδίκησης που αφο-ρούσαν το άτομο μου, τρίτον, ότι τηλεφωνούσε ο Νική-τας για να με λοιδορήσει επειδή διαισθάνθηκε ότι κοι-μήθηκα με τον άντρα μου. Σήκωσα το ακουστικό τρέ-μοντας.

«Νι...;» πρόλαβα ευτυχώς να κόψω τη φόρα μου,κάνοντας την πρώτη συλλαβή του ονόματος του Νικήτανα ακουστεί σαν καταφατικό ιδίωμα της Καρδίτσας.«Μιλώ με την κυρία Μπάρκα;» ακούστηκε δειλά ο

496

ΜΑΊΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

συνομιλητής μου, του οποίου η φωνητική χροιά δε σή-μανε συναγερμό στο μυαλό μου. Χαλάρωσα και επέ-τρεψα στην περιέργεια να πάρει τη θέση του άγχους.

«Μάλιστα. Εσείς ποιος είστε, παρακαλώ;»«Ονομάζομαι Κορκοβέσης Ιπποκράτης και

τηλεφω-νώ από την πανσιόν σκύλων. Είχατε τηλεφωνήσει νακρατήσουμε το σκυλάκι σας από τις δεκαπέντε Ιουνίουμέχρι τις είκοσι Ιουλίου, αν δεν απατώμαι. Σας πήρα γιανα δω αν ισχύουν οι ημερομηνίες».

«Ισχύουν. Μπορείτε να περάσετε στις δεκαπέντε, γύ-ρω στο απόγευμα; Θέλω να τον αποχαιρετίσει κι ο γιοςμου. Θα χτυπήσετε το κουδούνι και θα σας τον κατεβά-σω». Συνεννοηθήκαμε για τις λεπτομέρειες και κλείσα-με. Έμεινα καρφωμένη στη θέση μου μέχρι που η επι-τακτική ανάγκη για τσιγάρο με έσπρωξε στο δωμάτιοτου Τάκη. Έψαξα σε όλα τα πιθανά σημεία που έκρυβετα πακέτα του, αλλά δυστυχώς δε βρήκα τίποτα που νακαπνίζεται.

Πήγα στο σαλόνι και σωριάστηκα στον καναπέ. Τομάτι μου έπεσε αμέσως στο ξεχασμένο πακέτο Σάλεμτου Αλέξη. Ενθουσιάστηκα με την καλή μου τύχη. Η ε-πιστροφή του συζύγου είχε τελικά τα καλά της. Σεξεκεί που δεν το περίμενα, τσιγάρο εκεί που δεν το περί-

497

μενα. Χαμογελώντας, άναψα ένα Σάλεμ και ρούφηξατον καπνό με την ηδονή του ανυπόμονου ερασιτέχνηπου μετά από πολύ καιρό του ήρθε η διάθεση να καπνί-σει. Μόρφασα από αηδία. Μα καλά, κοτζάμ άντρας καικάπνιζε τσιγάρα μέντας; Τόσα χρόνια που ήμασταν μα-ζί, πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τη γεύση της μάρκαςπου προτιμούσε. Έφερα το τσιγάρο σε ασφαλή από-σταση από τα μάτια μου και βάλθηκα να το παρατηρώκαθώς καιγόταν αργά, χωρίς τη δική μου επέμβαση.

498

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Κατέβαινε με περιμετρικές πυρακτωμένες κινήσεις προςτο φίλτρο, φορτώνοντας την πλάτη του μ' ένα κωνοειδέςκαπέλο στάχτης. Με κινήσεις ζογκλέρ μετέφερα στοτασάκι την γκρίζα στήλη που ισορροπούσε επικίνδυναστην άσπρη βάση. Η μέντα μου 'κοψε την όρεξη για κά-πνισμα. Καλύτερα. Ποτέ δεν το είχα ιδιαίτερη ανάγκη.Η ψυχολογική πίεση που ένιωθα κάποιες φορές υπαγό-ρευε την καπνιστική μου διάθεση. Καθώς και τη διά-θεση να κάνω πράγματα που στις νορμάλ φάσεις τηςζωής μου ούτε καν τα σκεφτόμουν, π.χ., να απατήσωτον άντρα μου με κάποιον που ήξερα ελάχιστα.

Ο Νικήτας επέστρεψε στο μυαλό μου με μορφή πα-λιρροϊκού κύματος. Έπνιξε όλες τις άλλες σκέψεις καιλίμνασε στο κεφάλι μου. Ό,τι κι αν έκανα τις επόμενεςώρες, δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι το ερωτικό τρί-γωνο που είχα αρχίσει να σκιτσάρω. Εκνευρίστηκα μετον εαυτό μου. Είχα περάσει ένα από τα ωραιότερα ξη-μερώματα της ζωής μου με τον άντρα που λάτρευα επίχρόνια και δεν μπορούσα να φέρω στο νου μου τις ερω-τικές σκηνές χωρίς να επέμβει ο Νικήτας σαν λογοκρι-σία. Ο Αλέξης και ο Νικήτας είχαν μετατραπεί σε

499

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

συ-γκοινωνούντα δοχεία κι εγώ είχα γίνει το υγρό που τααγκάλιαζε. Οι όμορφες στιγμές που μοιραζόμουν μετον ένα δηλητηριάζονταν από τις τύψεις που ένιωθα γιατον άλλο. Στο τέλος εκνευριζόμουν και με τους δύο.

Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα από το σπίτι, με τονΓκουσγκούνη να μπερδεύεται στα πόδια μου περιχα-ρής. Ο καημένος θα ξενιτευόταν για ένα διάστημα, αλ-λά ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω για να μην τονέχω στα πόδια μου τις κρίσιμες μέρες που θα ακολου-θούσαν.Πήγαμε στο κοντινό άλσος. Κάθισα σε μια ξύλινη

500

Μ Α ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κούνια κι άρχισα να κουνώ ελαφρά τα πόδια. Η κίνησημεταφέρθηκε σε όλο μου το σώμα και σε λίγο βρέθηκανα κουνιέμαι μπρος πίσω σαν ξετρελαμένο παιδάκι.Δυο κοριτσάκια που μοιράζονταν τις διπλανές κούνιεςμε παρατηρούσαν με περιέργεια. Έβαλα στόχο να αγ-γίξω με τη μύτη του παπουτσιού το κλαδί ενός πεύκουπου βρισκόταν απέναντι μου. Αν τα κατάφερνα, τότεόλα θα έμπαιναν σε τάξη κι εγώ θα γινόμουν η πιο ευ-τυχισμένη γυναίκα του κόσμου.

Πήρα φόρα κι άρχισα να ωθώ το κορμί μου προς τοδέντρο. Τέντωνα με δύναμη το πόδι και, κάθε φορά πουπλησίαζα όλο και περισσότερο, δυνάμωνε και η αισιο-δοξία μου ότι όλα θα διορθώνονταν από μόνα τους τιςεπόμενες μέρες. Πόσα χρόνια είχα να παίξω αυτό τοπαιχνίδι... Αν πατούσα μόνο στους αρμούς κι όχι σταπλακάκια, θα γλίτωνα την εγχείριση αμυγδαλών. Αν ση-μάδευα σωστά τον σκουπιδοτενεκέ, δε θα γράφαμεδιαγώνισμα φυσικής. Και τις αμυγδαλές έβγαλα και δια-γώνισμα έγραψα, αλλά ποτέ δεν έχασε τη γοητεία τουτο παιχνίδι της οργανωμένης σύμπτωσης. Κάθε φοράπου έβλεπα τα σκούρα, έβαζα διάφορους στόχους

501

Μ Α ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

γιανα ξορκίσω τη δύσκολη κατάσταση.

Με κίνδυνο να εκσφενδονιστώ από την κούνια και νασφηνωθώ στα κλαδιά του πεύκου, κατάφερα να ακου-μπήσω με τη μύτη του παπουτσιού μου το κλαδί πουμ' ενδιέφερε. Έκοψα φόρα και σιγά σιγά σταθεροποιή-θηκα. Τα κοριτσάκια με χειροκρότησαν ζωηρά. Τουςυποκλίθηκα ευτυχισμένη και φώναξα τον Γκουσγκούνηγια να γυρίσουμε στο σπίτι. Με ακολούθησε απρόθυ-μα, γιατί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους κοπρίτεςπου συναναστρεφόταν κάθε φορά που πηγαίναμε στοάλσος.

502

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Το σπίτι ήταν άδειο. Βγήκα στη βεράντα και κατέ-βασα την τέντα μέχρι τα κάγκελα. Ο ήλιος στην Αθήναήταν ανυπόφορος από τις έντεκα και μετά. Ας έφευγε οΤάκης για διακοπές και τότε θα την κοπάναγα κι εγώ.Με το Νικήτα στην Καρδαμύλη ή με τον Αλέξη οπουδή-ποτε αποφασίζαμε. Ή μόνη μου. Για να σκεφτώ ποιονήθελα, αν ήθελα κάποιον από τους δύο. Αν τους είχα μεςστα πόδια μου, δε θα μπορούσα να αποφασίσω με κα-θαρό μυαλό. Πώς δεν το 'χα σκεφτεί νωρίτερα; Εξάλλου,αν με αγαπούσαν αληθινά, θα με περίμεναν. Γέλασα,χαρούμενη με την απόφαση μου: Θα έπαιζα επί ίσοιςόροις. Κι όποιος κέρδιζε τη νοσταλγία μου, θα κέρδιζεκαι την καρδιά μου. Δεν ήμουν εγώ για ηΐ6ηα§6 α ίΓοίδ,όπως αποκαλούν οι Γάλλοι το ερωτικό τουρλουμπούκι.

Ανέβηκα στο πατάρι και ξέθαψα πίσω από τόνουςάχρηστα πράγματα τη βαλίτσα μου. Την ετοίμασα, υ-πολογίζοντας πως η απουσία μου θα κρατούσε ένα μή-να. Όσο και το ταξίδι του Τάκη. Αυτό το διάστημα θαήταν αρκετό για την απόφασή μου. Όση ώρα δίπλωναρούχα στη βαλίτσα, προσπαθούσα να διώξω από το

503

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

μυαλό μου τη σκέψη ότι αυτό το ταξίδι γινόταν μόνοκαι μόνο για να έχω καθαρή τη συνείδησή μου απέναντιστο Νικήτα. Η ζυγαριά έγερνε, υπέρ του Αλέξη, παρ'όλα όσα μου 'χε κάνει. Παρ' όλα όσα μου έκρυβε. Όμωςτο γεγονός ότι προσπαθούσε να εξιλεωθεί μου 'δινε ελ-πίδες ότι κάποια στιγμή, που θα σιγουρευόταν ότι τονείχα συγχωρήσει, θα αποκάλυπτε και τη σχέση του μετη Χριστίνα. «Άσ' τον ακόμα. Φοβάται να τα πει μαζε-μένα. Έχουμε όλο τον καιρό να ξαναστρώσουμε τη ζωήμας. Και πού ξέρεις; Μπορεί να πάμε και στη Ντίσνεϋ-λαντ» ψιθύρισα καθώς έκλεινα τη βαλίτσα.Κάθισα στο σεκρετέρ του σαλονιού και άνοιξα το

504

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

συρτάρι. Έβγαλα δύο φακέλους και δύο επιστολόχαρ-τα. Στον πρώτο φάκελο έγραψα «Νικήτας». Χαμογέ-λασα θλιμμένα στη σκέψη του.

Γλυκέ μου Νικήτα. Μακάρι να σε είχα γνωρίσει σεάλλη ζωή. Μακάρι να ήμασταν δυο κύκνοι στην ίδια λί-μνη. Είσαι τόσο καλός για να σε πληγώσω. Λες και δενπέρασες τόσα με τη Λίζα. Ομως πάλευα για τον Αλέξητόσα χρόνια. Και, όταν γύρισε γονυπετής, ήταν η μόνημου ευκαιρία να νιώσω κυρίαρχος σ' αυτό το γάμο. Δενείναι σωστό να σε κρατώ στην καβάτζα μόνο και μό-νο επειδή νιώθω ανασφάλεια. Γιατί, όταν εμφανίστηκεστο κατώφλι του σπιτιού μου ο Αλέξης, συνειδητοποίη-σα ότι δεν ήθελα κανέναν άλλο στη ζωή μου. Και όλο τομίσος που ξεχείλιζε από τους πόρους μου τις πρώτεςμέρες ήταν στην ουσία συσσωρευμένος, πληγωμένοςεγωισμός. Ήθελα κι εγώ να νιώσω ερωτευμένη, ανα-νεωμένη, κι έγινες το πρόσχημα. Προφανώς, δεν ε-ρωτεύτηκα εσένα τον ίδιο, αλλά το συναίσθημα να νιώ-θεις όμορφα. Κι ένιωθα τόσο όμορφα, που δεν μπορού-σα να σου πω στα ίσια «χωρίζουμε». Κι είχα αυτόν τονπαράλογο φόβο, ότι, αν έφευγες από τη ζωή μου, θα ξα-ναγινόμουν η βαρετή γυναίκα που είχε εγκαταλείψειο Αλέξης. Λες και η γνώση ότι κάποιος ήταν ερωτευμέ-νος μαζί μου με μεταμόρφωνε από ταπεινή νοικοκυ-ρούλα στη γυναίκα-θαύμα, που κερδίζει την εμπιστο-σύνη του γιου της, ξυπνά στον άντρα της αισθήματαπου είχαν πέσει σε λήθαργο και κάνει τη φίλη της ν' α-πορείγι' αυτή τη θεαματική αλλαγή. Ήρθε η ώρα ναπατήσω στα δικά μου πόδια. Δεν αξίζεις τη μεταχείρισητης πατερίτσας.

Έπαιξα σκεφτική με το μολύβι. Έπρεπε να του τογράψω χωρίς να τον πληγώσω ανεπανόρθωτα. Να κατα-

505

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λάβαινε ότι θα του έγνεφα αντίο χωρίς να μου κουνάτον καρπό ο Αλέξης.

«Μόνη μου θα φύγω, γλυκέ μου. Αυτό σ' το χρωστάω»μονολόγησα κοιτώντας την κόλλα. Άρχισα να γράφω:

Καλέ μου Νικήτα,Φαίνεται ότι στις προθεσμίες δεν τα πάω

καλά.Αλλά, βλέπεις, πρώτη φορά καλούμαι να πάρω μίααπόφαση, που θα αλλάξει τη ζωή τόσων ανθρώπων.Δεν μπορώ να τα παρατήσω όλα έτσι ξαφνικά καινα φύγω μαζί σου, παρ' όλο που θα το έκανα —τοπαραδέχομαι— αν δε γύριζε ο Αλέξης. Όμως πάνταθα επέστρεφε το φάντασμά του να δηλητηριάσειτις όμορφες στιγμές μας. Και κατάφερες να μου χα-ρίσεις τόσες πολλές μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Θα τιςφυλάξω στη μνήμη μου σαν πολύτιμο δώρο ενός αν-θρώπου που μου χάρισε νέα ταυτότητα. Πιστεύωότι, αν μείνω μόνη ένα διάστημα —υπολογίζω έναμήνα—, θα καταφέρω να αποφασίσω προς τα πούγέρνει η ζυγαριά. Ο Αλέξης προσπαθεί να βγάλειτον καλύτερο εαυτό του για να με ρίξει. Κι ομολογώότι τα καταφέρνει. Όμως πάντα κάτι με

506

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

σπρώχνεινα τρέξω σ' εσένα για να σιγουρευτώ ότι υπάρχεις.Είναι εγωιστικό εκ μέρους μου. Όσο περνά ο καιρόςκαι δε σου ξεκαθαρίζω την κατάσταση, νιώθω ότισε χρησιμοποιώ. Αν φύγω μόνη μου, θα καταλάβωποιος θέλω να με περιμένει όταν γυρίσω. Η μοναξιάθα με βοηθήσει να βρω την απάντηση. Όποια κι ανείναι, δε θα ακολουθείται από ενοχές, τύψεις, πει-ράματα, αμφιβολίες. Αν δε θες να περιμένεις, δε θασε κακίσω. Ήδη περίμενες αρκετά. Μακάρι να πε-ράσεις όμορφα στην Καρδαμύλη. Θα σου τηλεφωνή-

507

ΜΑΪΡΑ Π ΑΠΑΘ ΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

σω όταν επιστρέψω. Ελπίζω να μην το σηκώσει ηγραμματέας σου.

Ξαναδιάβασα το γράμμα. Προσπάθησα να πάρω τηθέση του την ώρα που θα το 'παιρνε στα χέρια του. Δεντον ενθάρρυνα να κάνει σχέδια για τους δυο μας, όμως,από την άλλη, του άφηνα ελπίδες. Ελπίδες που χαϊ-δεύουν μια καταστροφή, όπως τα χορταράκια ένα ε-ρείπιο .

Έπιασα το δεύτερο φάκελο κι έγραψα το όνομα τουΑλέξη. Δε μου πήρε πολλή ώρα να σκεφτώ τι θα του έ-γραφα. Θα τον τρόμαζα λιγάκι. Όχι πολύ, για να μην τοβάλει στα πόδια. Θα τον άφηνα να καταλάβει πως δενπρέπει να με θεωρεί δεδομένη. Πως, άμα μου την κάρ-φωνε, είχα τη δύναμη να φύγω κι εγώ. Παράλληλα όμωςθα του έλεγα με τον τρόπο μου ότι θα έμενα στο πλευ-ρό του.

Αγαπημένε μου Αλέξη,Λένε ότι ο χωρισμός σβήνει τα μικρά

αισθήματακαι μεγαλώνει τα μεγάλα. Όπως ο αέρας σβήνει τοκερί και δυναμώνει τη φωτιά. Έφυγες κι επέστρε-ψες άλλος άνθρωπος. Ο χωρισμός

508

ΜΑΪΡΑ Π ΑΠΑΘ ΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

λειτούργησε θετι-κά στο γάμο μας, έστω κι αν έγινε υπό άσχημες συν-θήκες. Αποφάσισα ν' ακολουθήσω το παράδειγμάσου, με τη διαφορά ότι εγώ θα είμαι μόνη μου. Μόνοέτσι θα μπορέσω να ταξινομήσω τις σκέψεις μου, ναχαλιναγωγήσω τους φόβους μου ότι δε με απατάςόσο λείπω, ότι διατηρείς τη φλόγα που λες ότι σουάναψα. Θέλω να γυρίσω και να σε βρω όπως σε ά-φησα: άλλον άνθρωπο. Χρωστάω αυτό το πείραμαστον εαυτό μου. Όταν μ' άφησες, κατάλαβα πόσο δυ-

509

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

στυχισμένη με κάνει η μοναξιά. Τώρα θα γνωρίσωκαι την άλλα όψη της. Γιατί η μοναξιά είναι και σύ-ντροφος. Κι εγώ έχω ανάγκη τη συντροφικότητά τηςαυτή τη στιγμή. Σ' εγκαταλείπω κι εγώ με τον τρόπομου. Τώρα που με θες. Που κάνεις όνειρα για τουςδυο μας. Μόνος σου θα σκεφτείς καλύτερα. Το ίδιοθα κάνω κι εγώ. Όταν γυρίσω, θα παίξουμε με τουςίδιους κανόνες. Θέλω να νιώσω ότι η απουσία μουάλλαξε και τη δική σου ζωή. Σ' έκανε καχύποπτο,ζηλιάρη, ανυπόμονο. Σ' έκανε να φοβηθείς ότι μπο-ρεί να με χάσεις. Όταν γυρίσω, θα σου λέω ότι σ' α-γαπώ χωρίς να τρέμω ότι θα με περιγελάσεις. Μη μεαπογοητεύσεις άλλη φορά. Δε θα 'χω τη δύναμη νασε ξανασυγχωρήσω.

Έκλεισα βιαστικά το γράμμα στο φάκελο και το έ-χωσα κάτω από κάτι χαρτιά στο συρτάρι του σεκρετέρ.Έπιασα το γράμμα του Νικήτα. Δίσταζα να το βάλωστο φάκελο. Αφού του έγραφα τρίχες. Έπρεπε να τουπω ότι ναι μεν θα έφευγα μόνη αυτή τη φορά, αλλά ταεπόμενα ταξίδια μου θα ανήκαν στον Αλέξη. Ποια ζυ-

510

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

γαριά και βλακείες. Πώς να του έλεγα «ο κύβος ερρί-φθη» μετά από τα παρακάλια μου να με περιμένει; Αλ-λά κι εγώ η χριστιανή γιατί τον παρακαλούσα, αφούστο βάθος είχα πάρει την απόφασή μου; Προφανώς ε-πειδή μέχρι τότε δεν ένιωθα αρκετά δυνατή να αντιμε-τωπίσω μόνη μου τον Αλέξη. Όπως και να 'χε, έπρεπενα δώσω ένα τέλος.

Καημένε Νικήτα... Σ' έφαγε το επαναληπτικό σεξ μετο σύζυγο σκέφτηκα και σάλιωσα το φάκελο με το όνο-μα του.Τα γράμματα θα παραδίδονταν στους παραλήπτες

511

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

στις δεκάξι Ιουνίου. Την ώρα που ο Αλέξης θα συνό-δευε τον Τάκη στο αεροδρόμιο, εγώ θα έκανα μια στά-ση στο σπίτι του Νικήτα για να ρίξω το γράμμα κάτωαπό την πόρτα. Μετά θα πήγαινα στον Πειραιά κι απόκει θα διάλεγα ένα πλοίο στην τύχη. Όταν θα γύριζε οΑλέξης από το γραφείο, θα έβρισκε το δικό του γράμ-μα δίπλα στο τηλέφωνο. Εγώ θα κατευθυνόμουν ήδη σεκάποιο νησί.

21.

Η ευχάριστη έκπληξη με βρήκε γύρω στις πέντε το ίδιοαπόγευμα. Χτύπησε το κουδούνι, κι όταν ρώτησα ποιοςήταν απάντησε η αγαπημένη μου φίλη Άντα, που είχεέρθει για καλοκαιρινές διακοπές στην πατρίδα. Δενμπορούσα να κρύψω τη συγκίνησή μου μόλις την αντί-κρισα. Η απόσταση, που δε μας επέτρεπε να επικοινω-νούμε συχνά, και το γεγονός ότι αυτή τουλάχιστον δεμε είχε προδώσει, όπως η Χριστίνα, με έκαναν να ριχτώκλαίγοντας στην αγκαλιά της.

«Γλυκιά μου Άντα, πότε ήρθες από τη Βερόνα;»«Χτες βράδυ, μαζί με το Μάσσιμο. Τα παιδιά

ήρθανμια βδομάδα νωρίτερα στη γιαγιά τους. Αύριο

512

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

φεύγου-με όλοι μαζί για την Ικαρία». Κοιταχτήκαμε χαμογελώ-ντας και αγκαλιαστήκαμε πάλι. Βγήκαμε στη βεράνταγια καφέ. Η Άντα είχε αποκτήσει για τα καλά τον ιτα-λικό τρόπο συζήτησης. Κάθε της πρόταση συνοδευόταναπό ζωηρές κινήσεις των χεριών. Δε χόρταινα να τηνκοιτάζω.

«Δεν έχει αλλάξει τίποτα σ' αυτό το σπίτι από τότεπου το είδα για τελευταία φορά. Αλλά δεν μπορώ να

513

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

πω το ίδιο και για σένα,οαΓα. δοί οαηιβίαΐα, αηιίοα ηιία».

«Για ρίξε μια μετάφραση, καθότι εγώ δεν παντρεύ-τηκα Ιταλό αλλά Χαλανδριώτη».

«Άλλαξες θεαματικά. Έκοψες το μαλλί, γενικά σε βρί-σκω ανανεωμένη. Μάλλον περνάς το δεύτερο έρωτα μετον Αλέξη». Με σκούντηξε χαμογελώντας με νόημα.

«Το τι περνάω είναι μεγάλη ιστορία. Θα κάτσεις;»τη ρώτησα, με την ελπίδα να μου διαθέσει όσο χρόνοχρειαζόταν για να της εξιστορήσω την κατάσταση τουτελευταίου χρόνου.

«Μέχρι να μου τα πεις όλα. Πρέπει να αναπληρώσου-με τα κενά».

«Ωραία» της χαμογέλασα, με την ανακούφιση πουνιώθει κάποιος που πρόκειται να απαλλαγεί από τοφορτίο των κρυμμένων του σκέψεων. «Θα ξεκινήσω μετο πιο σύντομο ανέκδοτο: συζυγική πίστη... Κι έτσι, δεμένει παρά ο καθένας να πάρει το γράμμα του και ναπεριμένει ακόμα ένα μήνα» ολοκλήρωσα τη διήγησή μουστην Άντα, μετά από δυο ώρες γεμάτες ιταλικά επιφω-νήματα έκπληξης και αμέτρητα φλιτζάνια καφέ. Την κοί-ταξα περιμένοντας τα σχόλιά της.

«Τι θες να σου πω; Εγώ απλά λυπάμαι το Νικήτα,

514

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

που φάνηκε ότι σε αγαπά ειλικρινά» είπε με μια μικρήδόση κατηγόριας. «Αφού έχεις αποφασίσει να μείνειςμε τον Αλέξη, γιατί δεν του κόβεις κάθε ελπίδα παράτον βάζεις να σε περιμένει κι άλλο; Κι ύστερα λες γιατη σκάρτη συμπεριφορά του άντρα σου... Δεν τις κατα-λαβαίνω αυτές τις παρατάσεις».

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μπερδεμένη νιώ-θω. Στη διάρκεια της μέρας έχω αποφασίσει πενήνταφορές να μείνω με τον έναν και πενήντα με τον άλλο.Πρόκειται για πολύ σημαντική απόφαση. Θα αλλάξει η

515

Μ Αϊ ΡΑ Π Α Π Α θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ζωή όλων μας. Φοβάμαι πως ό,τι αποφασίσω θα γυρί-σει μπούμερανγκ και θα με καταστρέψει. Λατρεύω τονΑλέξη, παρ' όλα όσα μου έχει κάνει, αλλά πάντα θα μετρώει το άγχος. Ίσως το έχει η μοίρα μου να παλεύωγια την ευτυχία, που στοιχίζει περισσότερο απ' όσο αξί-ζει. Όμως του λέω "σ' αγαπώ" και βρίσκω πλήρες νόη-μα σ' αυτή τη λέξη. Όταν βρέθηκε μπροστά μου ο Νική-τας, ήμουν ένα τρομαγμένο πλάσμα. Γαντζώθηκα πάνωτου και δεν μπόρεσα να καταλάβω σ' αυτό το διάστημααν ερωτεύθηκα πραγματικά τον ίδιο ή ονόμασα έρωτατο φόβο μου να μείνω μόνη. Προφανώς, αν ένιωθα πολύβαθιά αισθήματα γι' αυτόν, θα τα παρατούσα όλα καιθα 'φευγα μαζί του, χωρίς να με επηρεάσει η στάση τουΑλέξη» είπα σμίγοντας τα φρύδια.

«Σε ξέρω πολλά χρόνια. Δεν είσαι ο άνθρωπος πουθα απατούσε το σύντροφό του στην πρώτη ευκαιρία.Αλλά πιστεύω και το εξής: η ηθική είναι πολλές φορέςταυτόσημη της έλξης. Αν σου την έπεφτε κάποιος πουδε σου άρεσε, θα του 'λεγες πως, όσο ζεις, δε θα απατή-σεις τον άντρα σου. Έτυχε όμως να σου αρέσει ο Νική-τας, με αποτέλεσμα να του αποκρύψεις το γεγονός ότιήσουν παντρεμένη. Άρα δεν είναι τόσο

516

επιφανειακό όσοθες να το παρουσιάσεις».

«Του είπα ότι είμαι παντρεμένη στην επόμενη συνά-ντηση μας» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου.

«Και στη μεθεπόμενη μόνο που δε βγάλατε τα μάτιασας. Δεν το λέω για να σ' επικρίνω, απλά πιστεύω ότι αυ-τός ο άνθρωπος, τη δεδομένη στιγμή που βρέθηκε στηζωή σου, σ' έκανε να μη βουλιάξεις στην κατάθλιψη.Του αξίζει έντιμη μεταχείριση, γιατί είναι ο μόνος πουσου φέρθηκε σωστά. Άσε τα γράμματα και πες τουξεκάθαρα ότι θα μείνεις με τον άντρα σου. Δεν κατα-

517

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λαβαίνω· τι θα αλλάξει σ' ένα μήνα που θα γυρίσεις».

«Απλά, όταν του πω "τελειώσαμε", θα ξέρει ότι τοαποφάσισα μόνη μου, χωρίς να επηρεάζομαι από τονΑλέξη. Πιστεύω ότι θα το δεχτεί πιο εύκολα».

«Ω, βέβαια! Να δεις που θα εκτιμήσει τον τρόπο μετον οποίο το χειρίστηκες και θα προτείνει να γίνει ο οι-κογενειακός σας οδοντίατρος» σάρκασε η Άντα.

«Ναι, καλά, κορόιδευε εσύ... Δεν ξέρεις τι ψυχανά-λυση έχω κάνει μόνη μου τόσους μήνες» της απάντησαθιγμένη. Μου έπιασε τα χέρια χαμογελώντας.

«Οι Ιταλοί λένε: ϋηα νοίία οοπιπία, ροΓ 56πιρΓ6 ΟΟΓ-

πυία. Μια φορά κερατωμένη, για πάντα κερατωμένη.Όταν πειστεί ο Αλέξης ότι τον συγχώρησες, θα χαλα-ρώσει και τότε θα αρχίσουν να σε τρώνε πάλι οι υπο-ψίες. Τώρα το παίζεις άνετη, γιατί δε σου δίνει δικαιώ-ματα κι έχεις και το Νικήτα στην καβάτζα. Εν τοιαύτηπεριπτώσει κράτα και τους δύο. Γιατί να μη νιώθειςεσύ καλύτερα πάνω απ' όλα;» μου 'κλεισε το μάτι.

«Είσαι με τα καλά σου; Πώς θα τα βγάλω πέρα μεδυο άντρες; Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Να απατώ τονάντρα μου με τον εραστή μου και τον εραστή μου μετον άντρα μου;» Της έριξα μια απολογητική ματιά και

518

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

συνέχισα: «Όχι ότι δεν πέρασε από το μυαλό μου. Αλ-λά δεν αντέχω να ζω με το φόβο ότι θα με ανακαλύ-ψουν. Ήδη καρδιοχτυπώ κάθε φορά που χτυπά το τη-λέφωνο και σκέφτομαι ότι είναι ο Νικήτας. Μια φοράτηλεφώνησε και το σήκωσε ο γιος μου. Εκεί να δεις τισημαίνει απόλυτος τρόμος. Δε θα μπορώ να τα μπαλώ-νω για πάντα. Ούτε υπάρχει μέθοδος απιστίας άνευ δι-δασκάλου για να πάρω μαθήματα».

«Μμμ, πες στον Αλέξη νά σου κάνει ιδιαίτερα. Αυτόςτα κατάφερε θαυμάσια ένα χρόνο. Και γυναίκα και δύο

519

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ερωμένες, εκ των οποίων η μία επιστήθια φίλη της συ-ζύγου» κάγχασε.

«Μη λες τη λέξη "επιστήθια" όταν μιλάς για τη Χρι-στίνα. Είναι πολύ γλαφυρή και μου δημιουργεί εικόνεςπου δε θέλω να σκέφτομαι» τη μάλωσα.

«δουδα, οαΓα. Αλλά, αν μια λέξη σε κάνει να φουντώ-νεις, τότε πρέπει να σκεφτείς πολύ καλά την απόφασήσου να περάσεις στο ντούκου τη φάση με τη Χριστίνακαι τον Αλέξη. Επειδή κάνατε μια φορά καλό σεξ, δεσημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσεις τον αρχικό σου σκοπό,να τσεκάρεις τους δυο τους». Τη στραβοκοίταξα αμί-λητη. Πήρε θάρρος από τη σιωπή μου και συνέχισε:«Αφού κανόνισες το δείπνο για να δεις τις αντιδράσειςτους, άσε την απόφασή σου για μετά το επιδόρπιο. Ηαλήθεια λέγεται πάντα μπροστά σε μεγάλους κινδύ-νους. Αν τον φέρεις φάτσα με φάτσα με την "αλήθεια",που πηδούσε ένα χρόνο, και δε σου το ομολογήσει, τότενα προσέχεις τα νώτα σου. Ή, μάλλον, το κεφάλι σου,γιατί θα σου τα ξαναφορέσει».

Δάγκωσα σκεπτική μια παρανυχίδα και την κοίταξαανήσυχη.

520

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Θέλω να πιστεύω πως δε θα με προδώσει ακόμα μιαφορά. Αν σημαίνω κάτι γι' αυτόν, θα μου το ομολογή-σει. Ίσως όχι μπροστά της, αλλά όταν μείνουμε μόνοι.Αν το κάνει, θα τον συγχωρήσω».

Η Άντα έβαλε τα γέλια. Περίμενα υπομονετικά μέχρινα της περάσει η κρίση, κατά την οποία κουνιόταν μπροςπίσω και επικαλούνταν στα ιταλικά το Θεό και μερι-κούς αγίους που δεν ανήκαν στο ορθόδοξο εορτολόγιο.

«δαηία ΡΓαποοδοα!» κατέληξε, πιάνοντας το στομάχιτης για να σταματήσει τους σπασμούς της ιλαρότητας.«Τόση ώρα προβληματίζεσαι για το αν θα σου ομολο-

521

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

γήσει ο Αλέξης την απιστία του, ενώ εσύ ούτε διανοεί-σαι να του μιλήσεις για τα σατέν σεντόνια του Νικήτα».Την κοίταξα θιγμένη:

«Τώρα εσύ με ποιον είσαι; Συγκρίνεται η δική μουπερίπτωση με τη δική του; Καταρχήν, το σκορ είναι 2-1.Δεύτερον, αν δε συμπεριφερόταν άθλια, εγώ δε θα γύ-ριζα ποτέ να κοιτάξω άλλον άντρα. Τόσα χρόνια δεν τοέκανα. Και, τρίτον, πάρτο καθαρά ορθολογιστικά. Είχετην ατυχία να ανακαλύψω τις εξωσυζυγικές του δρα-στηριότητες. Η δική μου απιστία είναι σαν την κλεψιάστην αρχαία Σπάρτη. Όσο δεν αποκαλύπτεται, είναι α-νεκτή».

«Δε φοβάσαι μήπως του το σφυρίξει ο Νικήτας ενβρασμώ ψυχής;»

«Αυτή την πιθανότητα την έχω απωθήσει στο τελευ-ταίο κύτταρο του εγκεφάλου μου. Βασίζομαι στην ανω-τερότητά του να μην το κάνει. Αν μάθει ο Αλέξης πωςόσο χαλβάδιαζε τη Λίζα εγώ έτυχε να συνάψω στενέςσχέσεις με τον πρώην άντρα της, δε με ξεπλένει ούτε οΝιαγάρας. Άσε, δε θέλω να δίνω τροφή στους χειρότε-ρους εφιάλτες μου» είπα με φωνή παλλόμενη από πα-νικό. «Ίσως γι' αυτό δεν του τα λέω χύμα για τη

522

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Χρι-στίνα. Τα φυλάω για την περίπτωση που θα με κατηγο-ρήσει ότι δεν έχασα κι εγώ τον καιρό μου. Πάλι από πά-νω θα βγω».

«Ξέρεις τι λέει ο Κάφκα; Ο δρόμος της αλήθειαςπερνά πάνω από ένα σκοινί που δεν είναι τεντωμένο σεμεγάλο ύψος, αλλά ακριβώς λίγο πιο πάνω από τη γη.Φαίνεται περισσότερο ότι προορίζεται για να σκοντά-φτουν οι άνθρωποι παρά να βαδίζουν πάνω σ' αυτό» ε-νίσχυσε και λογοτεχνικά την άποψή της.

Σηκώθηκα από τη θέση μου και στάθηκα από πίσω

523

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

της. Ακούμπησα τα χέρια μου στους ώμους της ξεκινώ-ντας ένα μηχανικό μασάζ.

«Αν είναι όπως τα λέει ο Κάφκα, τότε όλοι μας έχου-με φάει χώμα» είπα στοχαστικά.

«Μμμ» έκανε εκείνη, απολαμβάνοντας τη χαλάρωσητων μυών της. «Ας αφήσουμε τη φιλολογία κι ας μπού-με στο ψητό. Πώς θα ακούς τη συνομιλία τους όταν θαβρίσκεσαι στην κουζίνα;»

«Θα είναι και ο Τάκης στο τραπέζι. Θα τον παρακα-λέσω να μην το κουνήσει ρούπι μέχρι να φύγει η Χρι-στίνα. Κι εγώ θα ελαχιστοποιήσω τις διαδρομές μου.Τα πάντα θα βρίσκονται στη βεράντα».

«Μακάρι να 'μουν μπροστά στη φάση που θα συνα-ντηθούν εν αγνοία τους. Α ρΓοροδίίο, δε λες στον Τάκηνα καλύψει τη φάση με τη βιντεοκάμερα; Έτσι θα μπο-ρέσω να την απολαύσω μόλις γυρίσω από την Ικαρία»μου χαμογέλασε μειλίχια, ελπίζοντας να της κάνω τη χά-ρη. Την κοίταξα αυστηρά.

«Σιγά μην απαθανατίσω την ξεφτίλα. Εδώ δε θα βλέ-πω την ώρα να τελειώσει η μασκαράτα για να δω πώςθα προχωρήσω στη ζωή μου... » απάντησα μαχητικά καιτα μάτια μου πέταγαν σπίθες. Έσκυψα και τη φίλησαστο μάγουλο. «Σ' ευχαριστώ για τη συζήτηση. Αν δενερχόσουν να μου βάλεις φιτιλιές, θα γινόμουν ευκολό-

524

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πιστη ακόμα μια φορά. Λοιπόν, κύριε Αλέξη, ώρα ναιδρώσεις για να με αποκτήσεις».

«Γι' αυτό είναι οι φίλες» χαιρέτησε χαρούμενη την α-ποφασιστική μου στάση.

«Όχι όλες, Άντα μου, όχι όλες».

525

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

22.

Η μέρα της κρίσεως έφτασε. Και ήταν υπέροχα ηλιό-λουστη. Μια τέτοια μέρα φτιάχνει τη διάθεση των αν-θρώπων που τα 'χουν βρει με τον εαυτό τους και τουςάλλους. Κατά κανόνα. Διότι εγώ ήμουν η εξαίρεση. Ξύ-πνησα κακοδιάθετη, με κομμάρες και τάση για εμετό.Ο καφές επιδείνωσε την κατάσταση, μετατρέποντας τονεκνευρισμό μου σε συνεχές τρέμουλο.

Κλειδώθηκα στο μπάνιο κι επιδόθηκα στις χαλαρωτι-κές ασκήσεις που είχα παρακολουθήσει κάποτε στην τη-λεόραση, σ' ένα πρόγραμμα που λεγόταν Γιόγκα, τοευεργετικόν. Παρ' όλο που ο τίτλος του μου προκαλούσεγέλια κάθε φορά που εμφανιζόταν στην οθόνη, γιατί μουέφερνε στο μυαλό τον ορισμό «Βροντόσαυρος, ο αμμώ-δης» από μια σχολική εγκυκλοπαίδεια, παρακολουθούσαμε αμείωτο ενδιαφέρον τη γυμνάστρια, που έδενε κόμποτο σώμα της στο όνομα της χαλάρωσης. Μετά από αρ-κετό διάστημα μπορούσα να υπερηφανεύομαι ότι χαλά-ρωνα στη στάση του λωτού χωρίς να παθαίνω κράμπες.

Όμως στις δεκαπέντε Ιουνίου ούτε ο λωτός ούτε άλλοφρούτο κατάφερε να διώξει το άγχος μου. Περίμενα τον

526

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Τάκη έξω από το σχολείο. Προσπαθούσα να τον διακρί-νω ανάμεσα σε εκατοντάδες αλαλάζοντες μαθητές, που,βγαίνοντας από τις τάξεις, εκσφενδόνιζαν τα βιβλία τουςστην άλλη άκρη του προαυλίου. Τον είδα να βγαίνει κοι-τώντας κατσουφιασμένος το παιχνίδι του μπουγελώμα-τος, στο οποίο επιδίδονταν με ζήλο οι συμμαθητές του.Του έγνεψα για να με προσέξει. Με πλησίασε με βαριε-στημένα βήματα.

«Πώς πήγε, αγόρι μου;» τον ρώτησα όσο πιο ανέμε-λα μπορούσα.

527

ΜΑΪΡΑ Π ΑΫΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Καλά» απάντησε κοφτά. «Φαγώθηκες να βγούμεμεσημεριάτικα, ενώ εγώ ήθελα να παίξω μπουγέλωμα»μου πέταξε χολωμένος καθώς απομακρυνόμασταν απότο σχολείο.

«Αν σου λείπει η ψυχρολουσία...» ψιθύρισα, δυστυ-χώς όχι τόσο σιγά ώστε να μη μ' ακούσει.

«Κατάλαβα, πάλι τσακωθήκατε και θες να με βάλειςστη μέση. Χώρισέ τον, ρε παιδάκι μου, να τελειώνουμε.Μη με πρήζεις κι εμένα τώρα που αρχίζουν οι διακοπέςμου» έκανε αγανακτισμένα. Άρχισε να προχωράει πιογρήγορα, αναγκάζοντάς με να επιταχύνω το βήμα γιανα τον προλαβαίνω. Τον έπιασα από το χέρι, κόβοντάςτού τη φόρα.

«Για τις διακοπές σου θέλω να μιλήσουμε. Έλα ναμπούμε σ' ένα ταξί και να πάμε για ψαράκι στη θάλασ-σα» του είπα με παρακλητικό ύφος. Μαλάκωσε. Έκανενόημα σ' ένα ταξί που περίμενε στο φανάρι. Στις δύοκαθόμασταν στη σκιά που πρόσφερε απλόχερα η τένταμιας παραθαλάσσιας ταβέρνας στη Ραφήνα.

«Αχ, θαλασσίτσα» έκανε ονειροπόλα ο Τάκης, γέρ-νοντας πίσω την καρέκλα του. «Δε βλέπω την ώρα ναοργανωθώ με την παρέα για τις διακοπές. Λέμε

528

ΜΑΪΡΑ Π ΑΫΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

να πά-με Κω καμιά δεκαριά μέρες. Κάμπινγκ».

Με διαπέρασε ένα ρίγος. Αν αρνιόταν την προσφοράμου για το εξωτερικό; Θα στροβιλιζόταν κι αυτός καλο-καιριάτικα στη δίνη των εξελίξεων; Μαύρο καλοκαίρι θαπερνούσε ο έρημος. Με τρεμάμενο χέρι έβγαλα το φάκε-λο που περιείχε το «δώρο για τον Τάκη», όπως είχε χα-ρακτηρίσει η Πετρούλα το πακέτο με τα εισιτήρια, τοσυνάλλαγμα, την παραμονή στα διάφορα μέρη. Του τοέδωσα αμίλητη. Το άνοιξε απορημένος. Τον παρατη-ρούσα καθώς μελετούσε τις μπροσούρες και τα επεξη-

529

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

γηματικά φυλλάδια. Μου έριξε μια έκπληκτη ματιά, μηντολμώντας να ρωτήσει αυτό που σχηματιζόταν στο μυα-λό του.

«Είναι το δώρο μου για τα γενέθλια σου. Ένας μή-νας στο εξωτερικό. Όλα κανονισμένα. Αλλά, αν δε θες,δεν πειράζει. Κάθε έκπληξη έχει και το τίμημα της. Δενήθελα να σ' το φανερώσω νωρίτερα». Τον κοίταξα με α-γωνία. «Δέχεσαι να αποχωριστείς την παρέα σου μέχριτις δεκαπέντε Ιουλίου;»

Το αστραφτερό χαμόγελο προηγήθηκε της καταφα-τικής του απάντησης.

«Τρελός είμαι να μη δεχτώ τέτοιο ταξίδι!» Πετάχτη-κε όρθιος και με αγκάλιασε. «Πώς σου ήρθε; Και μημου πεις ότι αμφιταλαντευόσουν μεταξύ του ταξιδιούκαι των Τίμπερλαντ, που ήξερες ότι ήθελα». Με φίλησετρυφερά στο μάγουλο και ξανάκατσε στη θέση του.

Μου μετέδωσε τη διάθεσή του. Ένα του χαμόγελοήταν αρκετό να αποσυμπιεστώ από το άγχος και τις με-λαγχολικές σκέψεις. Τουλάχιστον θα προχωρούσα στοσχέδιό μου χωρίς να τον έχω έννοια.

«Πέρασες δύσκολο χειμώνα και φταίμε εμείς γι' αυ-τό. Το συζήτησα με τον πατέρα σου κι είπαμε ότι είναι

530

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ευκαιρία να δουλέψεις τη βιντεοκάμερά σου σε μέρηπου δύσκολα θα ξαναδείς σύντομα. Ενώ η Ελλάδα εί-ναι πάντα πιο κοντά. Εξάλλου έχεις όλο τον Αύγουστοστη διάθεση σου για διακοπές με τη Νόρα και τους φί-λους σου». Στο άκουσμα του ονόματός της συννέφια-σε. Αποτόλμησα την ερώτηση:

«Τι;... Τα χαλάσατε;»«Ε, ναι, μωρέ... Δεν τράβαγε άλλο. Ίσως φταίει

πουπιεστήκαμε στις εξετάσεις, ίσως την έχει επηρεάσει ηαρρώστια της μάνας της... Τα 'παμε χτες και συμφωνή-

531

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σαμε να μην ιδωθούμε όλο το καλοκαίρι. Όταν ξανα-βρεθούμε το Σεπτέμβρη, θα δούμε αν κολλάμε ακόμα»απάντησε λιγότερο αδιάφορα απ' όσο θα 'θελε να α-κουστεί. Το χαμόγελο όμως επανήλθε στο πρόσωπότου καθώς με ευχαριστούσε ακόμα μια φορά για το τα-ξίδι. «Ας μην πολυκαθυστερούμε, γιατί έχω να μαζέψωτα πράγματα μου και να διαβάσω τις λεπτομέρειες.Εξάλλου το βράδυ, με το τραπέζι, δε θα 'χω πολύ καιρόστη διάθεση μου».

Πιάστηκα από την αναφορά στη βραδινή συγκέ-ντρωση για να του ζητήσω να μείνει σε όλη τη διάρκειατου φαγητού κι όχι να την κοπανήσει με τους φίλους τουόπως είχε επιμείνει αρχικά.

«Έγινε. Εξάλλου αύριο έχω πρωινό εγερτήριο. Δε μεπαίρνει να ξενυχτήσω. Τι ώρα θα με πάει ο μπαμπάςστο αεροδρόμιο;»

«Θα φύγετε στις εφτά από το σπίτι. Υπολογίζω ότιπρέπει να σηκωθούμε κατά τις έξι».

«Θα 'ρθεις κι εσύ;»«Όχι. Τα αεροδρόμια με κάνουν πολύ

συναισθημα-τική. Δε θες, φαντάζομαι, να δεις τη μάνα σου να χτυ-πιέται μπροστά στο οΚοο^-ίη της Αϋΐαΐία...» του χαμο-γέλασα ανάλαφρα, ψάχνοντας συγχρόνως με το

532

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βλέμματο σερβιτόρο για το λογαριασμό. Σοβάρεψε ξανά καιδιαισθάνθηκα ότι θα μου έλεγε κάτι σημαντικό. Του έ-πιασα το χέρι ενθαρρύνοντάς τον να μιλήσει. Άρχισε σι-γανά:

«Να ξέρεις ότι σ' αγαπώ πολύ. Σ' το λέω γιατί κατα-λαβαίνω ότι κάποιες φορές νομίζεις το αντίθετο. Η ε-φηβεία με κάνει αδέξιο ως προς τα αισθήματά μου α-πέναντι σ' εσένα και στον μπαμπά. Κι εκείνον τον αγα-πώ, άσχετα αν με τσάντισε η συμπεριφορά του. Θέλω

533

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

να σας βλέπω ευτυχισμένους». Δίστασε για λίγο καιπρόσθεσε: «Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει ναχωρίσετε». Μου έσφιξε το χέρι. «Καταλαβαίνω ότι θέ-λετε να με απομακρύνετε για να δείτε τι θα γίνει με-ταξύ σας. Εγώ θα δεχτώ ό,τι κι αν αποφασίσετε. Αρκείνα μην τσακώνεστε». Και τόνισε: «...ειδικά για μένα».Ένευσα αμίλητη.

Το κλίμα βάρυνε επικίνδυνα. Βούρκωσα και, προ-σπαθώντας να το κρύψω, πιέστηκα, με αποτέλεσμα ναβάλω τα κλάματα την ίδια στιγμή που ο σερβιτόρος ά-φηνε το λογαριασμό μπροστά μου.

«Δε... δεν είναι τόσο ακριβά» τραύλισε και απομα-κρύνθηκε αμήχανος. Κοιταχτήκαμε με τον Τάκη και μαςέπιασαν τα γέλια. Άφησα γερό φιλοδώρημα στο γκαρ-σόνι, που άθελά του αποφόρτισε την ατμόσφαιρα. Πια-σμένοι χέρι χέρι κινήσαμε για την έξοδο. Το ευτυχισμέ-νο γκαρσόνι τσακίστηκε να μας ανοίξει διάπλατα τηνπόρτα και η προθυμία του πυροδότησε νέο ξέσπασμαγέλιου.

Στο ταξί, για το σπίτι, ο Τάκης με ρώτησε αν είχασκεφτεί τι θα έκανα με τον Αλέξη. Του απάντησα ότιδεν ήξερα. Ότι χρειαζόμουν κι εγώ κάποιο χρόνο

534

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

ναμείνω μόνη, για να ξεκαθαρίσω τα αισθήματά μου.

«Τώρα που θα λείπεις, σκέφτομαι να φύγω κι εγώένα μήνα για να ταξινομήσω τις σκέψεις μου. Θυμάσαιπου φανταζόμασταν τον πατέρα σου να τριγυρνάει μετον Γκουσγκούνη στο άδειο σπίτι;» Χαμογέλασε στηθύμηση του τρελού μας σεναρίου. «Μόνο που το σκυλίθα μείνει σε ξενοδοχείο κατοικίδιων ζώων όσο διάστη-μα θα λείπεις. Δε θέλω να νιώσω την ανάγκη να φύγωκαι να δεσμευτώ από τον Γκουσγκούνη. Έχεις αντίρρη-ση; Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Και στον

535

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πατέρα σου δε θα άρεσε καθόλου η προοπτική να μείνειξαφνικά μόνος μ' ένα σκύλο».

«Δεν έχεις άδικο» κούνησε το κεφάλι του συμφωνώ-.ντας. «Ε, λοιπόν, η φάση με τον μπαμπά σε έκανε άλ-λον άνθρωπο. Μου προσφέρεις ένα ταξίδι χιλιάδες χι-λιόμετρα μακριά, ενώ μέχρι πρότινος καρδιοχτυπούσεςακόμα κι όταν πήγαινα στο ψιλικατζίδικο της γωνίας.Αποφασίζεις να φύγεις τώρα που γύρισε και ζητάει εξι-λέωση. Δε θα μου κάνει εντύπωση αν μου πεις ότι τονχωρίζεις για κάποιον άλλο» είπε εύθυμα. Προς στιγμήνκινδύνευσα να πέσω στην παγίδα της αυθόρμητης εξο-μολόγησης. Κρατήθηκα ακόμα μια φορά και δεν τουμίλησα για το Νικήτα. Πρώτον, γιατί ο χώρος ήταν ακα-τάλληλος και ο χρόνος ελάχιστος. Δεύτερον, γιατί δενήξερα ακόμα αν ο Νικήτας θα συμμετείχε από δω καιπέρα στη ζωή μου. Και, τρίτον, επειδή ο Τάκης μιλούσευποθετικά, δεν μπορούσα να ξέρω αν στην επιβεβαίω-ση της υπόθεσής του θα διατηρούσε το εύθυμο χαμόγε-λο στο πρόσωπό του. Υιοθετώντας τον πειρακτικό τουτόνο, του απάντησα: «Θα φροντίσω ο πατριός σου ναείναι πλούσιος και να συμμερίζεται την αγάπη

536

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

σου γιατο σινεμά, ώστε να τον πείσουμε να χρηματοδοτήσει τηνπρώτη σου ταινία».

Πάντως ο Νικήτας είναι και οικονομικά ευκατάστα-τος και σινεφίλ. Σε λίγο καιρό θα μάθω αν υπάρχει πι-θανότητα να γίνει και πατριός σου.

Μόλις είχα βάλει τις μπάμιες στο φούρνο, όταν ά-κουσα το τηλέφωνο. Φώναξα στον Τάκη να το σηκώσειαλλά αρνήθηκε, επικαλούμενος το άγχος να προλάβειτο πακετάρισμα των ρούχων του. Έτρεξα στο σαλόνικαι σήκωσα το ακουστικό λαχανιασμένη. Ήταν ο Αλέ-ξης. Θα καθυστερούσε καμιά ώρα, γιατί είχε κάποια

537

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

δουλίτσα να τακτοποιήσει. Το τελευταίο το είπε αφή-νοντας ένα πονηρό γελάκι. Επιδίωξε να ακουστεί σανυπονοούμενο, γι' αυτό δεν ένιωσα το γνωστό τσίμπηματης ζήλιας στο άκουσμα της καθυστέρησής του. Προ-φανώς θα σταματούσε σε κάποιο κατάστημα για ναξοδέψει σε δώρα όσα τσιγκουνευόταν ή αμελούσε τόσαχρόνια. Κατέβασα το ακουστικό και κάθισα στην καρέ-κλα δίπλα στο τηλέφωνο. Γιατί φοβόταν να μου αποκα-λύψει ότι κοιμόταν με τη Χριστίνα; Προφανώς επειδήήταν η φίλη μου κι όχι κάποια τυχαία. Γιατί ήταν αρκε-τά έξυπνος, ώστε να καταλάβει ότί ήμουν έτοιμη να τονσυγχωρήσω για τη Λίζα. Απορούσα όμως πώς και δεν τονέζωναν μαύρα φίδια που δεν ανέφερα όλο αυτό το διά-στημα την κολλητή μου φίλη. Ότι τον βόλευε να μη γί-νεται συζήτηση για το άτομό της, αυτό ήταν δεδομένο.Αλλά να μην υποψιάζεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά;Αφού είχε σπάσει ο διάολος το ποδάρι του μια φοράκαι είχα ανακαλύψει τη Λίζα, δε φοβόταν πως είχε τσα-κίσει και το άλλο πόδι, για να μάθω τα της Χριστίνας;

Σηκώθηκα αναστενάζοντας. «Υπομονή λίγες ώρες, Ε-

538

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λενάκι» μονολόγησα και επέστρεψα στο μαγείρεμα.Έστρωσα το λινό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι της βε-ράντας και τοποθέτησα με την αυστηρότητα του σα-βουάρ-βιβρ τα πορσελάνινα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνακαι τα ποτήρια για νερό και κρασί μπροστά στις τέσσε-ρις καρέκλες. Έβγαλα το βοηθητικό τραπέζι για να μημε φάνε τα πήγαιν' έλα στην κουζίνα και χάνω τις χα-μηλόφωνες ατάκες των πρώην εραστών. Παρακάλεσαπάντως και τον Τάκη να μην το κουνήσει ρούπι από τηβεράντα όσο θα βρίσκονταν έξω ο Αλέξης και η Χριστί-να. Ήξερα πως η παράλογη απαίτηση μου θα οδηγούσετο μυαλό του σε περίεργα μονοπάτια. Καλύτερα έτσι.

539

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Κάποια στιγμή θα το μάθαινε και ήθελα να είναι σχετι-κά προετοιμασμένος.

«Κι αν θέλω να κατουρήσω, θα πρέπει να περιμένωμέχρι να με αντικαταστήσεις στην τριάδα; Τι φοβάσαι;Ότι, με τη φόρα που 'χει πάρει ο μπαμπάς, θα τα ρίξειστη Χριστίνα;» γέλασε με την υπόθεσή του, που εκείνητη στιγμή του φαινόταν τόσο παράλογη, όσο κι άματου έλεγαν πως η μητέρα του τα είχε μπλέξει με ένανοδοντίατρο. Του χάρισα μια γκριμάτσα που προσπάθη-σε ανεπιτυχώς να μεταμορφωθεί σε χαμόγελο.

«Φύλαγε τα ρούχα σου να 'χεις τα μισά» απάντησαπυροδοτώντας την περιέργειά του, αντί να τον διαβε-βαιώσω πως ο πατέρας του ποτέ δε θα ξέπεφτε σε τέ-τοιο σημείο. Σοβάρεψε απότομα. Καταλάβαινα ότι εί-χε αρχίσει η διαδικασία συσχέτισης στο κεφάλι του. Οτσακωμός μου με τη Χριστίνα, οι επισκέψεις της πουκόπηκαν με το μαχαίρι, οι σπάνιες αναφορές στο όνομάτης και η απουσία τους μπροστά στον Αλέξη. Μου έρι-ξε ένα ύποπτο βλέμμα, μην τολμώντας να σχηματίσεισε λέξεις το συλλογισμό που κολυμπούσε άτσαλα στηφαιά ουσία του εγκεφάλου του. Στο τέλος γέλασε άβο-

540

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λα προσφωνώντας με απλώς με την ιδιότητά μου: «Μα-μά;» Έμεινα ανέκφραστη. Με κοίταξε σχεδόν σοκαρι-σμένος. Μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Τι με είχε πιάσει στοπαρά πέντε που έφευγε να τον βάλω σε τέτοιες σκέ-ψεις ; Γιατί να πληρώσει ο κακόμοιρος γιος μου τα τσα-κισμένα μου νεύρα; Πήρα το ύφος που υιοθετούσα κά-θε φορά που επρόκειτο να τον κατσαδιάσω όταν έκανεσκανταλιές στο δημοτικό:

«Έλα, έλα. Μην ξεστομίσεις καμιά μπούρδα. Τόσαχρόνια ξέρουμε τη Χριστίνα». Τρομάρα μας. «Εγώ τοείπα γι' αστείο».

541

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Τότε, γιατί δε γέλασα;» μου είπε ψυχρά. «Για να τολες, κάτι θα υποψιάζεσαι».

«Και θα ήμουν τόσο χαζή να την καλέσω στο σπίτιμας;» αστειεύτηκα.

Πράγματι, το θεωρούσε παράλογο. Άρχισε να χαλα-ρώνει. Μου χάρισε ένα αβέβαιο χαμόγελο.

«Έλα ντε. Να πιστεύεις ότι σε κερατώνουν και νατους τραπεζώνεις θα πήγαινε πολύ». Γέλασε δυνατά,σαν πρωθύστερη αντίδραση στο αστείο που αρχικά δενκατάλαβε. «Δε σε κατηγορώ που τον υποψιάζεσαι γιακάθε γυναίκα που συναντάει. Ακόμα και τη Χριστίνα.Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί». Σήκωσε επικριτικά ταφρύδια. Όπως έστρωσε, θα κοιμηθεί. Καλύτερη παροι-μία δεν μπορούσες να σκεφτείς, αγόρι μου.

«Κοίτα μην κάνεις κάνα περίεργο σχόλιο μπροστάτους και δημιουργηθεί σκηνικό» τον μάλωσα, κυριευ-μένη από ξαφνικό πανικό, στη θύμηση του επεισοδίουμε τις πινακίδες πριν από μερικά Χριστούγεννα. «Θαξεχάσεις και εξωτερικό και εσωτερικό, αν πετάξεις κα-μιά σπόντα για να μπεις στον πατέρα σου. Όλο το κα-λοκαίρι θα βιντεοσκοπείς τα τετραγωνικά του διαμερί-σματός μας. Αν σου αφήσω την κάμερα».

Σήκωσε το δεξί του χέρι σε χειρονομία ορκομωσίας.

542

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Ορκίζομαι. Απλά, άμα θέλεις, θα τους παρακολουθώκαι θα σου αναφέρω οτιδήποτε ύποπτο». Χαιρέτησεστρατιωτικά και πήρε στομφώδες ύφος: «Ευπειθώς α-ναφέρω ότι, όσο εσύ ανακατεύεις τη σάλτσα, η Χριστί-να δαγκώνει με νόημα ένα καρότο κι ο μπαμπάς αλεί-φει το βούτυρο στο ψωμάκι του με αργές κινήσεις, σφυ-ρίζοντας το θέμα από το Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι».

Δε θα μου προκαλούσε έκπληξη. Άνοιξα τα χέρια σεμια στωική κίνηση: «Τι ήθελα και το 'πα η δύστυχη;»

543

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξα έντρομη το ρολόι μου.«Τάκη, ήρθαν να πάρουν το σκύλο. Πάρε το

λουρίτου και κατέβασέ τον στην είσοδο».

Ο Γκουσγκούνης εμφανίστηκε τρέχοντας στη θέα τουλουριού του και πήρε θέση στην πόρτα της εισόδου. Οφουκαράς νόμιζε πως θα ξαναβγεί βόλτα. Τον χάιδεψαπίσω από τ' αυτιά. «Άντε, μπορεί να ερωτευτείς καμιάσκυλίτσα εκεί που θα πας και δε θα θέλεις να γυρίσειςστο Χαλάνδρι». Γύρισα στον Τάκη. «Μην καθυστερή-σεις. Ο πατέρας σου και η Χριστίνα θα έρθουν απόστιγμή σε στιγμή».

«Μαζί;» ρώτησε κι έκλεισε τσαχπίνικα το μάτι. Σή-κωσα το χέρι μου σε υποθετική κίνηση σφαλιάρας.

«Άντε, άντε! Το παρατραβάς και θα ξεκαλοκαιριά-σεις στην Αθήνα».

«Μάλιστα, μάλιστα» έκανε δήθεν φοβισμένα καισφύριξε στο σκυλί να τον ακολουθήσει.

Ξαναγύρισα στις ετοιμασίες χωρίς να ξεκολλά απ' τονου μου αν είχα κάνει καλά που τον είχα φέρει πολύκοντά στην αλήθεια και μετά τον απομάκρυνα απότο-μα. Αναστέναξα κουρασμένα. Δεν άντεχα πια να διυλί-ζω κάθε μου κίνηση, να σκέφτομαι τι αντίκτυπο είχεκάθε λέξη που ξεστόμιζα. Αποζητούσα την

544

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αίσθηση τουαυθορμητισμού. Ν' ανοίγω τα χέρια μου στον Αλέξη κιαυτός να μη νομίζει ότι του λέω «δε θα πέσεις στα χέ-ρια μου;» αντί «πέσε στην αγκαλιά μου». Αν θα τον ξα-ναγκάλιαζα μετά το βραδινό...

Σταύρωσα τα δάχτυλά μου και παρακάλεσα σιωπη-λά το Θεό να πάνε όλα καλά. Και γιατί να μην πήγαι-ναν; Αφού είχα αγγίξει το κλαδί του πεύκου με το πα-πούτσι μου.

545

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Ο Αλέξης έφτασε στο σπίτι στις εννέα παρά τέταρτο,δεκαπέντε λεπτά πριν από τη Χριστίνα, με την προϋ-πόθεση ότι εκείνη θα ήταν συνεπής στο ραντεβού της.Φυσικά εκείνος δεν το ήξερε. Είχα φροντίσει μάλιστανα κλείσω και την πόρτα της βεράντας, ώστε να μην α-ναρωτηθεί για τα τέσσερα σερβίτσια. Με φίλησε χαρού-μενος και φρόντισε να παινέσει τη μυρωδιά που έβγαι-νε από την κουζίνα.

«Πεθαίνω από την πείνα. Ο Τάκης πού είναι;»«Κάνει μπάνιο. Μπες κι εσύ στο δικό μας για

έναγρήγορο ντους, μέχρι να τελειώσω τις ετοιμασίες». Τονέσπρωξα γελώντας μέχρι το μπάνιο μας. Στην πόρταμε άρπαξε και με φίλησε με πάθος. Ανταποκρίθηκα πρό-θυμα για να τον απομακρύνω χωρίς υποψίες. Εντάξει!Κι επειδή το στόμα του με τράβαγε σαν μαγνήτης. Σκέ-φτηκα με πικρία πως αυτό ίσως ήταν το τελευταίο φιλίπου ανταλλάσσαμε χωρίς να βαραίνει η προδοσία πάνωαπό τα κεφάλια μας. Το φιλί του Ιούδα. Ε, λοιπόν, οΙούδας φιλούσε υπέροχα!

546.

23.

Ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Κόντεψα να κλειστώ μαζί του στο μπάνιο, φυσικάόχι για να του τρίψω την πλάτη. Τραβήχτηκα απρόθυμακαι βγήκα κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Στην κρε-βατοκάμαρα έφτιαξα πρόχειρα το μακιγιάζ μου και άλ-λαξα ρούχα. Το νερό έτρεχε σαν καταρράκτης και σταδύο μπάνια όταν χτύπησε το κουδούνι στις 21.05'. Έτσιήμουν η μόνη που το άκουσε κι έτρεξα ν' ανοίξω στηΧριστίνα, που κρατούσε στα χέρια της ένα πακέτο μεχαρούμενο περιτύλιγμα. Μου χαμογέλασε και περίμενενα της δώσω την άδεια να προχωρήσει στο εσωτερικότου σπιτιού.

547.

23.

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Μπήκε με αβέβαια βήματα, που ενδεχομένως οφεί-λονταν στο γεγονός ότι πριν από δύο μήνες είχε σπάσειτο πόδι της. «Συγγνώμη που άργησα» απολογήθηκε.Είχα βαρεθεί να την ακούω να ζητάει συγγνώμη για ο-τιδήποτε, από τη στιγμή που είχε αποκαλυφθεί η σχέσητης με τον άντρα μου. Λες και ήμουν ο πάπας. Ξαφνι-κά πεθύμησα τη Χριστίνα που ήξερα κάποτε: άνετη, νατα λέει έξω από τα δόντια, χωρίς ίχνος δουλοπρέπειας.Έμπαινε στο σπίτι και τρίζαν τα παράθυρα από τη ζω-ντάνια που ανέδινε. Σχεδόν ξαφνιάστηκα που την είδανα κάθεται με επιφύλαξη στην άκρη του καναπέ. Στονίδιο καναπέ που πριν από λίγους μήνες έπεφτε φαρδιάπλατιά, πετώντας δεξιά κι αριστερά τα παπούτσια της.Τίποτα πια δε θα 'ταν το ίδιο. Ακόμα κι αν μου άνοιγετην καρδιά του ο Αλέξης και του έδειχνα μεγαλοψυχία,η συνάντηση με τη Χριστίνα θα ήταν πρόβλημα.

«Ο Τάκης πού είναι;» κοίταξε δεξιά κι αριστερά α-ναζητώντας τον με το βλέμμα.

«Μόλις μπήκε για μπάνιο. Σήμερα στείλαμε διακο-πές το σκύλο και καθυστέρησε στους αποχαιρετισμούς.Θες να πιεις τίποτα μέχρι να φάμε;»

548

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Αρνήθηκε. «Και πού στέλνετε τον Γκουσγκούνη; Στηνκατασκήνωση;» ρώτησε γελώντας.

«Ναι. Αν θες, μπορούμε να βγούμε στη βεράντα» τηςπρότεινα, βασικά για να μην ακούγεται η συνομιλία μαςστην κρεβατοκάμαρα και βρει χρόνο ο Αλέξης να προε-τοιμαστεί ψυχολογικά. Την έσπρωξα μαλακά στη βε-ράντα και της έδειξα το σερβίτσιο της. Κάθισε με τηνπλάτη γυρισμένη στο σαλόνι.

«Περιμένεις κι άλλον;» ρώτησε χωρίς ίχνος καχυπο-ψίας. Άρχισα να το διασκεδάζω.

«Ναι» της είπα κοφτά, ενώ με το βλέμμα μου παρακο-

549

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

λουθούσα τον Αλέξη, που εκείνη τη στιγμή διέσχιζε υπε-ράνετος το σαλόνι για να με συναντήσει. Δεν είχε προσέ-ξει τη Χριστίνα, που καθόταν με την πλάτη γυρισμένη.

Έστρεψε το κεφάλι της περισσότερο από περιέργειαπαρά από κακό προαίσθημα. Τα βλέμματά τους συ-ναντήθηκαν και πάγωσαν μόλις οι αμφιβληστροειδείςέστειλαν τα ανάποδα είδωλα στα εγκεφαλικά τουςκέντρα. Αν υποθέσουμε ότι οι λέξεις είναι το όχημα τηςσκέψης, ο Αλέξης κι η Χριστίνα έπαθαν λάστιχο στηνπρώτη τους συνάντηση μετά από δυο μήνες. Παρατη-ρούσα τη σκηνή με την ευλαβική προσήλωση επιστήμο-να σε δύσκολο πείραμα. Πάθατε την πλάκα σας, πι-τσουνάκια μου, ε;

Διέκοψα την αμήχανη σιωπή παίρνοντας απορημένούφος:

«Καλέ, τι πάθατε; Φάντασμα είδατε;» Γύρισα στονΑλέξη και τον ψευτομάλωσα: «Δε θα χαιρετήσεις τη φί-λη μου, καλέ μου; Ευτυχώς που είναι του σπιτιού καιδεν παρεξηγεί».

Χωρίς να του δώσω χρονικό περιθώριο να μιλήσει,στράφηκα στη Χριστίνα, που είχε αρχίσει να χλωμιάζει:

«Γύρισε ο άσωτος, Χριστινάκι. Δεν άντεξε μακριά

550

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

από τη γυναίκα του και το παιδί του». Στην αναφοράτου Τάκη, έριξα ένα ανυπόμονο βλέμμα στο εσωτερικότου σπιτιού και, με την πρόφαση ότι καθυστερούσε, έ-στειλα τον Αλέξη να τον φωνάξει να φάμε. Ήθελα ναμείνω μόνη με τη Χριστίνα. Μας εγκατέλειψε αμίλητος.Την κοίταξα αποφασιστικά.

«Γιατί μου το κάνεις αυτό, Ελένη; Για να δεις αν δια-τηρούμε ακόμα επαφές; Αφού σου είπα ότι όλα τέλειω-σαν. Χάρισμά σου τώρα που γύρισε. Εγώ δε θέλω νατον βλέπω στα μάτια μου» είπε πικρόχολα.

551

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Κι εγώ για να δω αν θέλω να τον βλέπω το κάνω.Από τότε που γύρισε, είναι άλλος άνθρωπος. Τρυφερός,γενναιόδωρος... Δεν ξέρω αν το κάνει επειδή γνωρίζωγια τη Λίζα. Όταν πρωτοήρθε, το 'παίζε ειρωνικός καιαλαζόνας. Όπως ακριβώς ήταν πριν φύγει. Του 'κοψατη φόρα μόλις του είπα ότι γνώριζα την απιστία του.Αλλά κάτι με κράτησε και δεν του μίλησα για σένα.Ο Θεός με φώτισε. Ήρθε η ώρα να δω αν αξίζει να τονσυγχωρήσω».

«Και πώς θα το κάνεις αυτό;» ρώτησε χάνοντας σιγάσιγά το πικρόχολο ύφος.

«Από τότε που πάτησε το πόδι του εδώ, το όνομά σουδεν έχει αναφερθεί καθόλου. Σαν να μην ήσουν ποτέ ηκαλύτερή μου φίλη που ξημεροβραδιαζόταν στο σπίτιμας. Λες κι άνοιξε η γη και σε κατάπιε. Δεν ξέρει ούτεγια το ατύχημά σου, αν μου λες πράγματι πως δεν έχε-τε επικοινωνήσει αυτό το διάστημα» τη στραβοκοίταξακαι βιάστηκε να το επιβεβαιώσει.

«Σου τ' ορκίζομαι. Δεν είδες τώρα δα πώς ξαφνια-στήκαμε;»

«Εσύ μπορεί να ξαφνιάστηκες που τελικά γύρισε, κιεκείνος επειδή δεν περίμενε να σε ξαναδεί.

552

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Βλακώδηςβέβαια σκέψη, αφού υποτίθεται ότι εξακολουθείς να εί-σαι η καλύτερή μου φίλη. Και έτσι θα το παίξουμε. Σαννα μην ξέρω τίποτα. Σαν να είναι το μυστικό σας». Τηνκοίταξα έντονα. «Θα το εκτιμούσα, αν με βοηθούσες.Και να 'σαι σίγουρη πως οι αντιδράσεις του θα ενδια-φέρουν κι εσένα». Αναστέναξε ηττημένη. «Δεν έχει νόη-μα να αρνηθώ. Θα κάνω ό,τι μου πεις».

«Ωραία. Φρόντισε να είσαι πειστική. Να πετάς τιςσπόντες σου, να πειράζεις τον Τάκη, γενικά να μην είσαιμαγκωμένη. Σαν τη Χριστίνα που ξέραμε τόσα χρόνια.

553

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

Δε θέλω να υποψιαστεί το παραμικρό. Είναι πολύ ση-μαντικό για μένα να τελειώσει η βραδιά σαν να μην έγι-νε τίποτα. Να πέσουμε το βράδυ στο κρεβάτι και να τοννιώσω να χαλαρώνει μόλις συνειδητοποιήσει ότι διέφυγετον κίνδυνο. Κι εγώ θα περιμένω την εξομολόγηση».

«Κι αν δε σου το ομολογήσει; Θα του το αποκαλύ-ψεις εσύ;»

«Ελπίζω να μη με απογοητεύσει. Θα περιμένω όλοτο βράδυ... » έκοψα απότομα τη φράση καθώς τον είδανα μας πλησιάζει. Είχε χάσει μεγάλο μέρος της αυτοκυ-ριαρχίας του, αλλά τα δύσκολα γι' αυτόν άρχιζαν τώρα.

«Τον ειδοποίησα και βγαίνει σε λίγο» μας είπε χλια-ρά. Πήγε στο τραπέζι με τα ποτά κι έβαλε ένα διπλόουίσκι.

«Δε θα ρωτήσεις τη Χριστίνα αν θέλει να πιει κάτι;»τον μάλωσα που δεν έδειχνε την πρέπουσα ευγένεια.

«Θα πιεις τίποτα;» τη ρώτησε ξερά. Σαν να της έλε-γε : «Θα πιεις βιτριόλι ή προτιμάς να σε πετάξω από τομπαλκόνι;»

«Τίποτα, ευχαριστώ» του απάντησε παγερά.Να χαρώ εγώ εραστές! Κάποτε κυλιόντουσαν στο

κρεβάτι της, ανταλλάσσοντας ερωτόλογα και τώρα μό-νο που δεν έπαθαν κρυοπαγήματα από την ψυχρή συ-μπεριφορά τους. Κι αυτό το πικρόχολο «χάρισμά σου»

554

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

που μου πέταξε η Χριστίνα... Την καίει που γύρισε ο Α-λέξης σ' εμένα. Παρ' όλα όσα της έλεγε. Όσο κι αν τοπαίζει άνετη σ' εμένα. Αμ σε πονάει το δοντάκι σου,Χριστίνα. Αλλά εγώ έχω τον Αλέξη. Και τον οδοντίατρο!

Πλησίασα τον Αλέξη και τον αγκάλιασα από τη μέ-ση. Πήρα ναζιάρικο ύφος. Σαν να επρόκειτο να του πωκάτι που θα τον εκνεύριζε και ήθελα να μαλακώσω τοθυμό του.

555

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

«Ξέρεις, αγάπη μου, η Χριστίνα έμαθε ότι πριν απόδυο μήνες με άφησες για μια άλλη. Μάλιστα την έτρω-γα ότι η φάση με τη Λίζα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτε-ρα».

Λυπόμουν που δεν μπορούσα να γελάσω με την ψυχήμου καθώς τον έβλεπα να πανιάζει. Ο Ιούδας δεν τηςείχε πει ότι την απατούσε με μια άλλη. Και ξαφνικά ηαπατημένη ερωμένη το έμαθε από την επίσης απατη-μένη σύζυγο. Απατημένη αλλά ανυποψίαστη για τη δι-κή τους ιστορία.

Με σαδιστικό χαμόγελο τον παρακολουθούσα καθώςτης έριχνε τρομαγμένες ματιές. Ο ιδρώτας ανέβλυζε α-σταμάτητα από τους πόρους του δέρματός του, ώστεσύντομα θα θύμιζε σύστημα αυτόματου ποτίσματος στοΘεσσαλικό κάμπο.

«Βλέπεις, Αλέξη μου, η Χριστίνα είναι σαν αδελφήμου. Δε γινόταν να μην της πω αυτό που με έκαιγε. Έ-χουμε συνηθίσει να μοιραζόμαστε τα πάντα» είπα καιτον κοίταξα με νόημα. Διέκρινα στα μάτια του μια λάμ-ψη, σαν να κατάλαβε ξαφνικά πως το αποψινό ήταν ημασκαράτα του αιώνα. Βιάστηκα να μπαλώσω την α-περίσκεπτη σπόντα: «Ε, ρε, βρίσιμο που σου

556

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ρίξαμε τό-τε για τη Λίζα. Αλλά, χάρη στη Χριστίνα, κατόρθωσακαι δεν τρελάθηκα. Ήταν σίγουρη πως περνούσες μιαφάση αυτοεπιβεβαίωσης. Και είχε δίκιο» και, για νακατοχυρώσω τα λεγόμενά μου, της έριξα ένα βλέμμααφοσιωμένης φίλης. Τα μάτια του έπαψαν να γυαλίζουνπερίεργα και ξαναπήρε το τρομαγμένο και άβολο ύφος.Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Τάκης στη βεράντα.

«Επ, Χριστινάκι, τι γίνεται;» τη ρώτησε χαρούμενα.Εκείνη σηκώθηκε και του έδωσε το δέμα. Το άνοιξε κιέβγαλε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού. «Τέλειο. Πάντα

557

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ήθελα το βιβλίο με τις καλύτερες ταινίες του εικοστούαιώνα». Κάθισε δίπλα της και άρχισαν να το ξεφυλλί-ζουν μαζί.

«Εμένα με συγχωρείτε για λίγο» είπα. «Πάω στηνκουζίνα να φέρω τα φαγητά».

«Έρχομαι να σε βοηθήσω» προθυμοποιήθηκε ο Αλέ-ξης και με ακολούθησε στην κουζίνα. Ήμουν σίγουρη ότιθα μου ζητούσε το λόγο επειδή δεν του είχα αναφέρειτον τέταρτο καλεσμένο.

«Καλά, γιατί δε μου είπες ότι την κάλεσες;» μου ε-πιτέθηκε με το που πατήσαμε στην κουζίνα.

Πήρα το πιο απορημένο ύφος του κόσμου: «Γιατί τοκάνεις θέμα; Το ξέχασα, φαίνεται. Της συμπεριφέρεσαιλες κι έχετε τσακωθεί. Αν ήξερες πόσο μου στάθηκε όσοέλειπες, δε θα 'σουν τόσο απότομος». Γύρισα και τονστραβοκοίταξα: «Μήπως τα 'χετε τσουγκρίσει και κα-νείς δε μου 'χει πει τίποτα;»

Τον ένιωσα να χαλαρώνει. Σαν να έβλεπα τη θεαμα-τική αλλαγή στο μυϊκό του σύστημα. Μου πήρε ανάλα-φρα το ταψί από τα χέρια και μίλησε ακόμα πιο ανά-λαφρα :

«Ιδέα σου. Τι έχω να χωρίσω εγώ με τη Χριστίνα;»

558

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

Έλα ντε! Τι να χωρίσετε, που επί ένα χρόνο είχατεασφυκτικότερη επαφή κι από μια βεντούζα πάνω σεπλάτη που ταλαιπωρείται απ' την ψύξη...

Μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και βγήκεσφυρίζοντας. Με έπιασε απογοήτευση. Όσο έκανα τηνανήξερη, το 'παιζε Κινέζος. Μια σπόντα πέταξα κι απέ-κτησε το κίτρινο χρώμα των Κινέζων.

Έπιασα το πυρέξ με τις μπάμιες και τον ακολούθη-σα. Όσο βόλευα τα φαγητά στο βοηθητικό τραπέζι, οΤάκης με τη Χριστίνα συζητούσαν για το ταξίδι στο ε-

559

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ξωτερικό και ο Αλέξης τους παρακολουθούσε αμίλητοςή συμμετέχοντας μόνο όταν του απηύθυναν το λόγο. Απόκάποιες κλεφτές ματιές που έριχνα, καταλάβαινα ότι κιεκείνος με παρόμοιες ματιές προσπαθούσε να εκμαιεύ-σει από τη στάση της πρώην ερωμένης του κάποια απά-ντηση σ' αυτό που τον έτρωγε. Ήταν αθώα ή προσχε-διασμένη συνάντηση; Τα ήξερα όλα και τον άφηνα νατσιτσιρίζεται ή δεν είχα ιδέα και αυτό ήταν ένα κάλεσμασαν όλα τα άλλα; Η Χριστίνα ήταν θύμα ή συνένοχος;

Έδωσα το σύνθημα και σηκώθηκαν με τα πιάτα τουςγια να σερβιριστούν. Το μενού αποτελούνταν από με-ζεδάκια για την όρεξη, μπάμιες με κομματάκια μοσχά-ρι και σαλάτα με μαυρομάτικα φασόλια και κρεμμύδι.Καθίσαμε στο τραπέζι με γεμάτα πιάτα. Ο Αλέξης βιά-στηκε να επαινέσει τη μαγειρική μου.

«Μμμ, κυρία Ελένη. Πάλι μεγαλούργησες. Αυτές οιμπάμιες είναι λουκούμι». Σηκώθηκε και με φίλησε επι-δεικτικά. «Αυτό, επειδή έφτιαξες τα λαδερά που μουαρέσουν» είπε και ξανάκατσε στη θέση του, ρίχνονταςένα πλάγιο βλέμμα στη Χριστίνα. Δεν του χαρίστηκε. Κι

560

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

αυτό φάνηκε από την ταβανόπροκα που του πέταξε:

«Η γιαγιά μου έλεγε: "Η αλήθεια και το λάδι πάνταβγαίνουν από πάνω"». Του χαμογέλασε μειλίχια, όπωςη πεινασμένη γάτα λίγα δευτερόλεπτα πριν κατασπα-ράξει το ποντίκι, στα κόμικς των παιδικών μας χρόνων.Ο Αλέξης μαζί με την μπουκιά κατάπιε και τη γλώσσατου. Άλλαξα θέμα για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.Και βέβαια δεν έφταιγαν τα λαδερά, που κατηγορού-νται για βαρύ φαγητό.

«Αλέξη, το 'ξερες ότι η Χριστίνα έπεσε σ' ένα χαντά-κι με το αυτοκίνητό της πριν από δυο μήνες;» Ο Τάκηςδεν αντέδρασε, επειδή γνώριζε το συμβάν. Συνέχισε το

561

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

φαγητό του χαμένος σε προσωπικές σκέψεις. Η Χριστί-να κι εγώ καρφωθήκαμε στο πρόσωπο του Αλέξη γιανα δούμε τις αντιδράσεις του. Εκείνη, ψάχνοντας α-πεγνωσμένα μια έκφραση αγάπης, σαν μικρό ενθύμιογια τον παθιασμένο χρόνο που πέρασαν. Εγώ, ακριβώςγια τον ίδιο λόγο, με τη διαφορά ότι, αν διέκρινα σταχαρακτηριστικά του την παραμικρή σύσπαση συμπό-νιας, θα τον έλουζα με τα λαδερά, που τόσο λάτρευε.Με δικαίωσε. Της έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα, λες καιμόλις του είχα ανακοινώσει τις τιμές του χρηματιστη-ρίου. Προσπάθησε να δώσει έναν τόνο ενδιαφέροντοςστα λόγια του.

«Μπα; Για να σε βλέπω εδώ πέρα, μάλλον είχες άγιο.Δε γλιτώνει κανείς εύκολα από τέτοια». Έσκυψε το κε-φάλι του και χάρισε ένα βλέμμα λατρείας στην μπουκιάπου κάρφωσε.

Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Μπορεί η Χριστίνα να μεείχε προδώσει, μπορεί να είχε κλονιστεί η φιλία μας, αλ-λά δεν ήθελα να τη βλέπω να υπομένει τέτοιον εξευτε-λισμό. Πρέπει να την πλήγωσε φοβερά η ακραία συμπε-ριφορά του Αλέξη, γιατί σηκώθηκε από τη θέση

562

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

της και,ζητώντας συγγνώμη, κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Πρόλα-βα να τη δω βουρκωμένη. Πέταξα με οργή την πετσέταμου στο τραπέζι και, κοιτώντας δολοφονικά τον Αλέξη,έτρεξα να την προλάβω. Κρατιόταν από το νιπτήρα,προσπαθώντας να καλμάρει τους σπασμούς που έστελ-ναν στο σώμα της τα αναφιλητά. Έκλεισα την πόρτακαι την αγκάλιασα.

«Παίρνεις το αίμα σου πίσω, που με βλέπεις να εξευ-τελίζομαι;» είπε και η φράση της πνίγηκε σε νέο κύμαδακρύων. Αναστέναξα λυπημένη: «Όχι. Είναι μεγάλοςμαλάκας. Στην προσπάθειά του να μου ρίξει στάχτη

563

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

στα μάτια, κάνει τα πάντα για να σε ταπεινώσει. Λεςκαι, φτάνοντας στον αντίποδα των αισθημάτων του γιασένα, θα κερδίσει τη μάχη. Νιώθει την ανάσα του κιν-δύνου στο σβέρκο του και δεν μπορεί να σκεφτεί ότι μ'αυτόν τον τρόπο θα με βάλει σε υποψίες». Έβρεξα μιαπετσέτα και της σκούπισα τα μάτια. «Λυπάμαι, Χρι-στίνα. Δεν περίμενα ότι θα φερθεί τόσο γαϊδουρινά. Σουομολογώ ότι φοβόμουν το αντίθετο. 'Οτι θα σ' έβλεπε καιθα ξαναμάζευε τη βαλίτσα του. Δεν το λέω για να σε πι-κράνω, επειδή δεν το 'κανε. Αλλά το πιστεύεις ότι κάποιαστιγμή του 'δωσα δίκιο που σε προτίμησε από μένα; Ανθες να ξέρεις, σε μια τέτοια κρίση προσωπικότηταςπέταξα τα παλιά μου εσώρουχα και αγόρασα αιθέριανεγκλιζέ, για να σου μοιάσω» παραδέχτηκα ντροπαλά.

Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε σαν να μην τοπίστευε. Μου έστειλε ένα πρησμένο χαμόγελο. Η Χρι-στίνα έχανε τον κόσμο μόλις κάποιος αμφισβητούσε τηγοητεία της και τον ξανάβρισκε στο πρώτο κομπλιμέ-ντο που αφορούσε το άτομό της.

«Δεν αντέχω να ξαναβγώ στη βεράντα. Έχω την αί-σθηση ότι, μόλις ανοίξω το στόμα μου, θα με

564

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

καρφώσειμε το πιρούνι. Βρες μια δικαιολογία. Πες του ότι έφυγαεσπευσμένα για να κόψω τις φλέβες μου. Δε θα φέρειαντίρρηση» είπε πικραμένα.

«Κάνε μου το χατίρι και μείνε λίγο ακόμα. Τα δύ-σκολα πέρασαν. Θα επικαλεστώ το πρωινό ξύπνημακαι θα το διαλύσουμε πολύ γρήγορα. Αν φύγεις τώρα,θα τον βάλεις σε υποψίες. Δε θέλω να μου το ομολογή-σει ενόψει του κινδύνου». Την κοίταξα παρακλητικά.«Αν είσαι φίλη μου... » Αναστέναξε και σήκωσε τα χέ-ρια της σε μια κίνηση μοιρολατρίας.«Έστω. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για

565

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

σένα». Με κοίταξε διστακτικά και ζύγιασε τα λόγιατης, σαν να επρόκειτο να μου αποκαλύψει κάτι σημα-ντικό. Όχι πως δεν το 'ξερα...

«Ξέρεις...» κόμπιασε «δεν ήμουν ειλικρινής απένα-ντι σου. Τον αγαπούσα κι ας ήξερα ότι αυτός ήθελε μό-νο να καλοπεράσει. Παρ' όλα όσα μου 'λεγε για σένα,στο βάθος καταλάβαινα πως θα γυρνούσε κοντά σου».

Χαμογέλασα θλιμμένα. «Μόνο που δε σε παράτησεγια μένα, αλλά για κάποια άλλη. Και οι δυο χάσαμε τοπαιχνίδι εκείνο το διάστημα. Ώρα να πατσίσουμε».

«Δε θύμωσες που σου είπα πώς ένιωθα γι' αυτόν;Τώρα καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο μου είναι».

«Δε θύμωσα γιατί το 'χα φανταστεί. Ο Αλέξης εμπνέειγια δυνατή αγάπη. Κοίτα κι εμένα. Τόσα μου 'κανε καιδεν τον διαολόστειλα. Αν με ρωτήσεις, κι εγώ τον αγα-πάω ακόμα. Παρ' όλο που βλέπω πόσο άσχημα φέρε-ται. Δεν έχουμε παρά να ρωτήσουμε και τη Λίζα».

Μας έπιασαν τα γέλια. Την έβλεπα που χαλάρωνε καιένιωθα τρυφερότητα. Και θέληση να την προστατέψωαπό τα πυρά του Αλέξη. Θα μπορούσα να χαρακτηρι-στώ βλάκας. Εγώ, η απατημένη σύζυγος, που, μόλις ά-κουσε τα αληθινά αισθήματα της πρώην

566

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ερωμένης τουάντρα της, βιάστηκε να την καθησυχάσει. Αναρωτήθη-κα αν τελικά μου έλειπε πιο πολύ η φίλη ή ο σύζυγος.Το καπελάκι του μπέιζ-μπολ είχε αποδειχτεί προφητικόπέρα για πέρα.

Βγήκαμε αγκαλιασμένες. Μέχρι να πάμε στη βερά-ντα, είχαμε βρει δικαιολογία για την κοινή καθυστέρη-ση , με τη συνωμοτική ετοιμότητα που χαρακτηρίζει δυοφίλες.

«Αχ, βρε κορίτσι μου, δε μου το 'λεγες ότι είσαι αλ-λεργική στις μπάμιες; Κοίτα πώς κοκκίνισες σ' όλο το

567

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

πρόσωπο!» έκανα αγχωμένη. Της έκλεισα το μάτι καισυνέχισα. «Θες μήπως να ξαπλώσεις μέσα; Να στείλωτον Αλέξη να βρει φαρμακείο;» Ο Αλέξης έριξε μια μα-τιά στη Χριστίνα και σχολίασε ότι ήταν κατακόκκινη.Ήταν η πρώτη φορά, όλο το βράδυ, που της απευθύν-θηκε χαμογελώντας.

«Μήπως πρέπει να φύγεις; Θα καλέσω αμέσως ταξίαν δε νιώθεις καλά» προθυμοποιήθηκε.

Δεν άντεχα να τη βλέπω να πονάει, όσο κι αν ονει-ρευόμουν κάποτε τέτοιου είδους εκδίκηση. «Έλα, Χρι-στινάκι. Θα σε πάω εγώ κάτω και θα σε βάλω σε ταξί.Δεν έχει νόημα να υποφέρεις. Δεν ήξερα ότι είσαι αλ-λεργική στις μπάμιες» της είπα με ενοχή.

«Ναι, είμαι αλλεργική στα λαδερά» κοίταξε φαρμα-κερά τον Αλέξη «κυρίως όμως στα γλοιώδη». Του γύρι-σε την πλάτη και, ρίχνοντας ένα σκαστό φιλί στον Τά-κη, που είχε ξαναβυθιστεί στο βιβλίο με τις ταινίες καιδεν είχε ακούσει το ακροσίδηρο σχόλιο για τον πατέρατου, μου έγνεψε ότι ήταν έτοιμη.

Κατεβήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κοιτα-χτήκαμε αμίλητες. Άνοιξα πρώτη το στόμα μου.

«Λυπάμαι για σήμερα. Είδα όμως μια πλευρά του Α-λέξη που δεν περίμενα. Δεν υπολογίζει

568

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

αισθήματα, κα-ταστάσεις, οτιδήποτε του μπλοκάρει τους στόχους. Τοζούσα χρόνια κι έλεγα ότι φταίω εγώ που έμεινα έ-γκυος και τον καθήλωσα σε μια ζωή που δεν ήθελε. Σή-μερα το διαπίστωσα και μ' εσένα. Το αστείο είναι πωςμαζί σου δεν υπάρχει δικαιολογία. Μόνος του σε πο-λιόρκησε. Και σήμερα έφτασα στο σημείο να ντρέπο-μαι για λογαριασμό του».

«Και για τη Λίζα ποιος θα ντρέπεται;» αναρωτήθηκεη Χριστίνα με πικρία.

569

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

«Δεν ξέρω, δεν είναι η κολλητή μου». Αγκαλιαστή-καμε. Την άκουσα να μουρμουρίζει στ' αυτί μου. Τη μά-λωσα γελώντας:

«Αμάν πια, συγγνώμη και συγγνώμη. Έχεις γίνει α-νιαρή. Δεν είπαμε ότι σε συγχώρησα; Εξάλλου, τι έ-φταιγες κι εσύ, κακομοίρα; Θύμα του έπεσες... στο κρε-βάτι» πρόσθεσα πονηρά. Σφίχτηκε. «Σόρι. Δεν το 'πακακόβουλα. Η ιστορία σου με τον Αλέξη δε μου προκα-λεί πια πόνο. Απλά, μου αρέσει να σε πειράζω. Μη μεπαρεξηγείς. Να ξέρεις ότι θα σε παιδεύω για πολλάχρόνια με τέτοιες ατάκες».

«Θα 'ναι δύσκολο να βλεπόμαστε όπως πριν. Δε θέ-λω να τον ξαναδώ ούτε ζωγραφιστό αν πρόκειται να μεί-νετε μαζί». Μετά από στιγμιαίο δισταγμό με ρώτησε:«Θα μείνετε μαζί;» Ξεφύσηξα προβληματισμένη. Ούτεπου ήξερα τι να της απαντήσω. Αν με ρωτούσε πριναπό το δείπνο, θα της απαντούσα ότι η απόφασή μουθα ήταν συνάρτηση της εξομολόγησής του. Τώρα αυτόπερνούσε σε δεύτερη μοίρα. Με απασχολούσε περισ-σότερο η άσχημη συμπεριφορά του, που μετά από χρό-νια κατάλαβα ότι δεν είχε στόχο μόνο εμένα, αλλά ό-

570

ο Ι Ο Ύ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Έ Ρ Ο Χ Α

σους τον περιστοίχιζαν. Τώρα πια η περιέργεια κράταγετο στόμα μου κλειστό και όχι ο πραγματικός στόχος.Ήμουν απλά περίεργη να δω αν θα μου ομολογούσε τησχέση του με τη Χριστίνα. Η συμπεριφορά του υποδεί-κνυε το αντίθετο. Εγώ θα περίμενα όλο το βράδυ. Τηνεπομένη όμως...

Μπήκα στο διαμέρισμα βροντώντας με οργή τηνπόρτα. Ο Τάκης μετέφερε τα πιάτα στην κουζίνα, ωςένδειξη ευγνωμοσύνης για τις διακοπές του. Ο Αλέξηςτον ακολουθούσε με τα βρόμικα πυρέξ. Κυριευμένοςπροφανώς από άγχος για την εξέλιξη της βραδιάς και

571

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

θέλοντας να διώξει τις άβολες σκέψεις που τον έπνιγαν,κρατούσε το μυαλό του απασχολημένο με δουλειές.Ίσως και για να αποφύγει μια εκ βαθέων συζήτηση μα-ζί μου.

Τους βρήκα στην κουζίνα. Στοίβαζαν τα χρησιμο-ποιημένα σκεύη δίπλα στο νεροχύτη. Η φωνή μου ήχησεσαν καμπάνα πριν από την ώρα της κρίσεως.

«Τάκη, πήγαινε στη βεράντα να μαζέψεις τα υπόλοι-πα. Θέλω να πω δυο κουβέντες με τον πατέρα σου».

Βγήκε γρηγορότερα απ' όσο χρειαζόταν, διαισθανό-μενος την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Έβαλα τα χέριαστη μέση, έτοιμη για καβγά. Ο Αλέξης στηρίχτηκε στονπάγκο ρίχνοντάς μου νευρικές ματιές, σαν τρομαγμένοκουνέλι που καταλαβαίνει ότι σύντομα θα αποχαιρετί-σει το μάταιο τούτο κόσμο. Τα μάτια μου μισόκλεισανσε δυο σχισμές θυμού.

«Απαιτώ εξηγήσεις». Του το είπα κοφτά. Χωρίς νατου δώσω την πολυτέλεια της επεξήγησης: «Για τηνεχθρική συμπεριφορά σου απέναντι στη Χριστίνα». Ή-θελα να τον δω να αγχώνεται, να βασανίζεται από τοφόβο ότι όλα όσα είχε καταφέρει να πιάσει στα χέριατου ήταν έτοιμα να γλιστρήσουν. Σχεδόν

572

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

μπορούσα ναδω τα νεύρα του να τεντώνονται σαν ερεθισμένες χορ-δές τόξου λίγο πριν απαλλαγούν από την πίεση του βέ-λους. Ήξερα ότι το μυαλό του είχε πάει στο φόβο πουτον κατάτρεχε. Ότι έμαθα για τη δεύτερη απιστία του.Ήταν τόσο εύκολο να σημάνει συναγερμός στην καρδιάενός ψεύτη. Το καταλάβαινα από τον εαυτό μου. Ανμου αντιγύριζε το παγερό του βλέμμα, το μυαλό μου θαπήγαινε στο Νικήτα. Ο δικηγόρος λειτούργησε μέσα τουκαι ζήτησε διευκρινίσεις.

«Εξηγήσεις για ποιο θέμα;» ρώτησε προσεκτικά, σαν

573

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

να ακροπατούσε η γλώσσα του στη στοματική κοιλό-τητα.

Για τη σχέση αγάπης και μίσους με τη Χριστίνα.«Για την απαράδεκτη στάση σου απέναντι της.

Σχε-δόν την έδιωξες με τον άξεστο τρόπο σου. Κάτι έχεισυμβεί μεταξύ σας. Τσακωθήκατε;»

Όχι, ρε Ελένη...« Όχι, ρε Ελένη! Απλά, τελευταίο βράδυ, πριν

φύγει οΤάκης, ήθελα να είμαστε μόνο η οικογένεια. Θα μπο-ρούσαμε να φάμε με τη Χριστίνα μια άλλη φορά». Μουχαμογέλασε ανακουφισμένος που είχε διαφύγει ακόμαμια φορά τον κίνδυνο. «Όταν ξαναμιλήσετε, πες τηςσυγγνώμη αν παραφέρθηκα. Δεν το κατάλαβα».

Σκούπισε τα χέρια σε μια πετσέτα και άνοιξε την α-γκαλιά του. Μου έκανε νόημα να πάω. Προχώρησα μεδιστακτικά βήματα. Με τράβηξε πάνω του κι άρχισε ναμου φιλά το λαιμό. Αντιπερισπασμός. Τραβήχτηκα μα-λακά χαρίζοντας του ένα χλιαρό χαμόγελο.

«Ας το πιστέψω προς το παρόν. Αν και δε με πείθειςαπόλυτα. Πάω να φωνάξω τον Τάκη. Είναι αργά κι αύ-ριο έχετε πρωινό εγερτήριο». Βγήκα στη βεράντα, όπουο γιος μου δίπλωνε το βοηθητικό τραπέζι. Πήγα κοντάτου χαμογελώντας πειρακτικά.

«Να χαρώ εγώ σπιούνο! Εσύ ήσουν που θα παρατη-

574

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ρούσες ύποπτες κινήσεις μεταξύ της φίλης μου και τουπατέρα σου;»

«Τι βαράς; Δεν το 'βλεπες και μόνη σου ότι δε διέ-τρεχες τέτοιο κίνδυνο; Μόνο που δεν την έδιωξε με τιςκλοτσιές από δω μέσα. Χαλάρωσε! Ο μπαμπάς έχει μά-τια μόνο για σένα».

Ναι, για μένα έχει τα μάτια, αλλά τα βγάζει με όλεςτις άλλες.

575

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

Το μικρό αθώο μου αγόρι... Που νόμιζε ότι έχει ωρι-μάσει αρκετά για να διακρίνει την υποκρισία των άλ-λων. Η φράση «τα φαινόμενα απατούν» δε σήμαινε τί-ποτα για κείνον. Άντε να του εξηγήσεις ότι το φαινόμε-νο, ο πατέρας του, με απατούσε με τη Χριστίνα, που,πριν από λίγο μόνο που δεν την έδιωξε με τις κλοτσιές.Τον κοίταξα με λατρεία. Πόσο θα μου 'λειπε... Πόσο θακαρδιοχτυπούσα στη σκέψη ότι εξετίθετο σε τόσους κιν-δύνους. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα.

«Σ' αγαπώ, παιδί μου. Μπορεί όλους τους άλλους νατους μισήσω, για σένα όμως θα φυλάω μόνο τα αγνότε-ρα μου αισθήματα».

«Καλά, καλά. Άντε να πάμε για ύπνο πριν μας πά-ρουν τα ζουμιά» είπε απότομα, στην άγαρμπη προ-σπάθεια να μη φανεί η συγκίνηση του. Το χέρι του όμως,που έσφιξε τρυφερά το δικό μου καθώς μπαίναμε στοσαλόνι, φανέρωσε την πραγματική του διάθεση. Καλη-νυχτιστήκαμε και μπήκε ο καθένας στο δωμάτιό του.

Ο Αλέξης βρισκόταν στο μπάνιο, κάνοντας πλύσειςμε στοματικό διάλυμα. Πώς θα 'θελα να μεταμορφωνό-μουν σε κάποιο νεύρο του εγκεφάλου του. Να μπορέσω

576

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

να μάθω με σαφήνεια τι περνούσε από το μυαλό τουκαθώς έδιωχνε τη λιπαρότητα του δείπνου. Και τι δεί-πνου! Μυστικού. Το ένα ψέμα πάνω στο άλλο, η υπο-κρισία σε όλο της το μεγαλείο. Όχι, δεν έβγαζα απ' έξωτον εαυτό μου. Τον έλεγα Ιούδα, αλλά κι εγώ δεν πή-γαινα πίσω. Στο πλαίσιο της Καινής Διαθήκης, μου ταί-ριαζε απόλυτα το «πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις...».Γιατί να μην μπω με φόρα στο μπάνιο και να πω: «Α-λέξη , κατάπιε, γιατί θα πνιγείς με το Λιστερίν. Ξέρω ταπάντα για σένα και τη Χριστίνα. Επίσης, έχω εραστή».Δεν τολμούσα. Φοβόμουν τις συνέπειες. Κατηγορούσα

577

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

τον Αλέξη ότι προτιμούσε να περπατεί σε τεντωμένοσκοινί για να πετύχει τους στόχους του. Κι εγώ τι ήμουν;Το κοντάρι που κρατούσε για να ισορροπεί. Λίγο ναέγερνα, στην προσπάθειά μου να μου ομολογήσει τηναλήθεια, θα γκρεμιζόταν, παίρνοντας μαζί του κι εμένα.Έμενα λοιπόν σιωπηλή κι αλύγιστη για να μην ταραχτείη ισορροπία του σπιτιού μου. Για πόσο δε θα μ' ενο-χλούσαν τα ιδρωμένα από το άγχος χέρια του;

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δε θα μου τοέλεγε ποτέ, ακόμα κι αν υποψιαζόταν ότι ήξερα τα πά-ντα. Θα το κρατούσε μυστικό, με το δικαίωμα της δικήςμου ανοχής. Αν κάποια στιγμή έβγαινε στη φόρα απότο στόμα του ενός ή του άλλου, αυτό θα γινόταν λίγοπριν από το... αιματηρό τέλος του γάμου μας. Όταν θαμε βαριόταν πάλι και δε θα τον ένοιαζε η εικόνα του πι-στού και μεταμελημένου οικογενειάρχη, που πάσχιζε ναμου πλασάρει. Ή όταν θα οσμιζόμουν ξανά τα σημάδιατης απιστίας. Τότε θα του το βροντοφώναζα. Λίγο αργάκαι χωρίς νόημα, αλλά για να απολαύσω έστω αυτό τομικρό ξάφνιασμα στο βλέμμα του. Για να καταλάβειότι κατάπινα αγόγγυστα το χαρακτήρα του για το

578

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

καλότης οικογενειακής μας τιμής. Έτσι λοιπόν ονειρευό-μουν τη συνέχεια της ζωής μου;

Όταν βγήκε από το μπάνιο, με βρήκε να στέκομαιμπροστά στο κρεβάτι φορώντας το δαντελένιο κορμάκιπου ποτέ δεν είχε προσέξει. Μέχρι τώρα. Η διαστολήστις κόρες των ματιών του, υποδείκνυε το θαυμασμό πουόφειλε να είχε δείξει πριν από ένα χρόνο. Όμως κάλλιοαργά παρά ποτέ.

«Ελένη... είσαι... Αυτό το... το... » τραύλισε σαν πρω-τόβγαλτος έφηβος μπροστά στην προοπτική του πλη-ρωμένου σεξ.

579

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Το κορμάκι» τον βοήθησα να βρει τη λέξη. Όχι ότιδεν την ήξερε. Στις ξαναμμένες φάσεις του, πήγαιναστοίχημα ότι μπορούσε να βρει πολλές ονομασίες γιατο παραμελημένο μου εσώρουχο.

«Σου πάει θαυμάσια... Με γεια...» ξεροκατάπιε μελαγνεία.

«Ευχαριστώ» του απάντησα γλυκερά. Ξαφνικά τούφος του έγινε επιφυλακτικό. Αυτός περίμενε να τουχιμήξω, ουρλιάζοντας για την αχαρακτήριστη συμπερι-φορά του, και με βρήκε ντυμένη σαν απαγορευμένη φα-ντασίωση .

«Πώς το 'παθες;» ρώτησε σιγανά, ενώ συγχρόνως μεέγδυνε με το βλέμμα. Γέλασα με τη σαστιμάρα του.

«Εννοείς, γιατί το έβαλα;» Τον πλησίασα με αργά βή-ματα και του έπιασα το χέρι. «Για να διορθώσω το υ-πόλοιπο της βραδιάς» ψιθύρισα στ' αυτί του.

«Τότε, ας μη χάνουμε χρόνο» είπε με πνιγμένη φωνήκαι με παρέσυρε στο κρεβάτι.

Ήξερα εκ των προτέρων, από τη στιγμή που επέλεξανα εμφανιστώ έτσι μπροστά του, ότι αυτό που θα επα-κολουθούσε θα μπορούσε με ασφάλεια να χαρακτηρι-στεί «το καλύτερο σεξ του γάμου μου». Ούτε η αχαλί-νωτη επιθυμία των νεανικών μας χρόνων ούτε οι

580

ΜΑΪΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

σπο-ραδικές όμορφες στιγμές κατά τη διάρκεια του γάμουμας θα μπορούσαν να συγκριθούν με την επερχόμενηπράξη. Είχα στη διάθεσή μου το καλύτερο αφροδισια-κό. Τον ξαλαφρωμένο Αλέξη, που γλίτωσε στο παράένα τη σκηνή της Αποκάλυψης. Εκεί που νόμιζε πωςήταν ζήτημα λεπτών να αποκαλυφθεί η προδοσία του,βρισκόταν ενώπιον της ανύποπτης (δόξα τω Θεώ, ήταναθώα η συνάντηση με τη Χριστίνα) και θελκτικότατηςσυζύγου του — οποία έκπληξις! Αλλιώς το φανταζόταν

581

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

κι αλλιώς του έβγαινε. Θα έβαζε λοιπόν τα δυνατά τουνα την ικανοποιήσει. Σαν σιωπηλή ευχαριστία στο Θεό,που τον άκουσε. Και για να ρίξει στάχτη στα μάτιαόσων αμφισβήτησαν την απύθμενη αγάπη για τη γυναί-κα που είχε παντρευτεί. Συμπεριλαμβανομένης και τηςίδιας.

Ήμουν σίγουρη, τη στιγμή που έσερνε το χέρι τουστο δαντελένιο ύφασμα, ότι θα ζούσα την ερωτική παν-δαισία που ανέκαθεν περιέγραφαν με γλαφυρότητα ταροζ μυθιστορήματα. Επιστράτευσε όλες τις ορμόνες τουγια να εξεγείρει τις δικές μου. Και το κατάφερε. Μετάαπό ώρα, κουρνιασμένη στην αγκαλιά του, σκεφτόμουνπως αυτή θα ήταν η μοναδική φορά που θα κρατούσασαν πολύτιμη ανάμνηση της ερωτικής μας δραστηριό-τητας. Μετά θα έφθινε η μαγεία. Και κάποια στιγμή,όταν θα μπαίναμε στη ρουτίνα, ο πόθος θα έσβηνε ε-ντελώς. Όπως λέει κι η παροιμία: «Ο έρωτας πεθαίνειαπό βαρυστομαχιά κι όχι από πείνα». Μόλις βαριότανο Αλέξης, θα αναζητούσε αλλού τον έρωτα. Ήμουν σί-γουρη πια. Αποκαμωμένη σωματικά και ψυχικά, ένιω-θα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν επικίνδυνα.

582

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Πόσεςφορές ονειρεύτηκα αυτή τη στιγμή. Αυτή και το ταξίδιστην Ντίσνεϋλαντ» μουρμούρισα λίγο πριν βυθιστώ στοβαθύ ύπνο, που μου στέρησε την απάντηση του Αλέξη.

Ξύπνησα από την επιτακτική ανάγκη για νερό. Κοί-ταξα το ρολόι, που έδειχνε πεντέμισι. Σε μισή ώρα τοσπίτι θα αποκτούσε κίνηση. Πρωινό στα γρήγορα καιδακρύβρεχτος αποχαιρετισμός του Τάκη. Στη σκέψη τουσφίχτηκε η καρδιά μου. Μακάρι να 'βγαινε αλώβητοςαπό αυτή την ιστορία. Όποια κατάληξη κι αν είχε.

Προσέχοντας να μην ταράξω τη ρυθμική αναπνοήτου Αλέξη, φόρεσα τη ρόμπα μου και βγήκα ακροπα-

583

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τώντας από την κρεβατοκάμαρα. Στην κουζίνα ήπιαδυο ποτήρια νερό κι έβαλα την καφετιέρα σε λειτουρ-γία. Ήταν ανώφελο να αναζητήσω ξεκούραση στο μι-σάωρο που απέμενε μέχρι τις έξι.

Πήρα τον καφέ μου και μπήκα στο σαλόνι. Έβγαλα,τα δύο γράμματα από το συρτάρι του σεκρετέρ και σεμια έμπνευση της στιγμής βούτηξα ένα τσιγάρο μένταςαπό το πακέτο του Αλέξη. Βγήκα στη βεράντα να ρου-φήξω την ανατολή. Άναψα το τσιγάρο και φύσηξα τονκαπνό με φυσικότητα. Τη δεύτερη φορά ήξερα τη γεύ-ση του και δε με ξένισε. Όπως γνώριζα πια και το σκε-πτικό του Αλέξη. Απαλλαγμένη από την ψευδαίσθησητου υπέροχου παρόντος, ήξερα τι μου επιφύλασσε τομέλλον κοντά του. Επιστροφή στην υστερία της αβε-βαιότητας και της καχυποψίας.

Άναψα τον αναπτήρα και τον πλησίασα στα γράμ-ματα. Άρπαξαν αμέσως φωτιά και συρρικνώθηκαν. Ταπέταξα στο τασάκι και παρακολούθησα τη γρήγορη πο-ρεία προς την εξαφάνιση. Απέμεινα να κοιτώ την γκρί-ζα σκόνη που κάποτε ήταν σκέψεις και συναισθήματαγια τους δυο άντρες που σημάδεψαν τη ζωή μου. Στο

584

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

βάθος του σπιτιού χτύπησε το ξυπνητήρι. Άκουσα τηνκίνηση στα δύο μπάνια. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι οΤάκης σηκωνόταν για πρώτη φορά στη ζωή του με τέ-τοια ευκολία. Αν δηλαδή είχε κοιμηθεί το προηγούμενοβράδυ. Ζήλευα την αδημονία του για τις όμορφες στιγ-μές που έπλαθε στο μυαλό του. Του ευχόμουν να τιςζήσει όπως ακριβώς τις ονειρευόταν.

Έριξα τις στάχτες από το μπαλκόνι και μπήκα στοσπίτι. Ο Τάκης μετά βίας ήπιε ένα ποτήρι γάλα. Επέ-μενε να τσεκάρει τα μπαγκάζια του και βγήκε στο χολ.Έμεινα με τον Αλέξη. Με πλησίασε με τρυφερότητα, το

585

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

απόσταγμα του χτεσινού του πόθου. Ήξερα ότι εκείνητη στιγμή, εκείνη τη μοναδική στιγμή, το βλέμμα πουμου χάρισε ήταν ό,τι πιο ειλικρινές μπορούσα να ανα-ζητήσω στην ύπαρξη του. Χωρίς τα κούφια σκηνικά τηςχτεσινής βραδιάς. Το είχε ευχαριστηθεί κι εκείνος. Τοκατάλαβα στην πορεία. Με αγκάλιασε και μου ψιθύρι-σε «σ' αγαπώ». Η ζεστασιά στη φωνή του κλυδώνισετην άμυνα που προσπαθούσα να αναπτύξω για να σώ-σω τον εαυτό μου από τον έρωτά μου για κείνον. Κι ανπράγματι είχε αλλάξει; Αν πράγματι με ήθελε; Αν μ' α-γαπούσε για όλη του τη ζωή με την ειλικρίνεια της στιγ-μής που πέρασε;

«Θέλεις καφέ;» ψιθύρισα, προσπαθώντας να διώξωτον κόμπο απ' το λαιμό μου.

«Ναι, βάλε μου έναν στα γρήγορα. Δε θέλω να μπλέ-ξω στην πρωινή κίνηση και χάσει ο Τάκης το αεροπλά-νο. Ποιος τον ακούει ύστερα». Πήρε το φλιτζάνι και, ρί-χνοντας μια ματιά στη ρόμπα μου, ρώτησε:

«Δε θα 'ρθεις τελικά; Μπορώ να σε γυρίσω σπίτι καιπηγαίνω στο γραφείο με λίγη καθυστέρηση».

«Δεν αντέχω τους αποχαιρετισμούς. Εξάλλου, έχω νακανονίσω διάφορα».

586

Ο Ι Ο Υ Λ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

«Καλά» είπε. «Θα τα πούμε το απογευματάκι». Βγή-κε από την κουζίνα. Τον άκουσα να συζητά με τον Τά-κη. Βγήκα όταν άκουσα το γιο μας να με καλεί με ανυ-πόμονη φωνή. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Με πήραν τακλάματα αλλά δε δυσανασχέτησε. Με αγκάλιασε ακό-μα μια φορά και με διαβεβαίωσε ότι θα πρόσεχε. Ο Α-λέξης ξερόβηξε αμήχανα. «Τάκη, κατεβάζω τα πράγμα-τα στό αυτοκίνητο. Μην αργήσεις, αγόρι μου». Μου έ-δωσε ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο. «Θα τα πούμε τοαπογευματάκι». Μείναμε μόνοι. Του χαμογέλασα. «Σε

587

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

ζηλεύω. Θέλω να μου τα πεις όλα, όταν γυρίσεις με τοκαλό. Δεν έχει νόημα να σου πω να μας γράφεις. Ο μή-νας θα περάσει χωρίς να το καταλάβουμε».

«Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα βάλω όλη μου τη μαε-στρία στο γύρισμα, κι όταν θα δείτε την κασέτα θα 'ναισαν να ήσαστε εκεί». Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Δε με ξά-φνιαζαν πια οι κινήσεις τρυφερότητας του γιου μου. Ανμπορούσα να σκεφτώ κάτι καλό από την ημέρα που έ-φυγε ο Αλέξης, αυτό ήταν η όμορφη σχέση που ανέπτυ-ξα με τον Τάκη.

«Τι θα κάνεις τελικά; Θα φύγεις κι εσύ, όπως έλε-γες;»

«Η ουσία είναι ότι, όταν γυρίσεις, θα με βρεις εδώ»απέφυγα να του απαντήσω ευθέως. Κατάλαβε τον ε-λιγμό μου.

«Εσένα θα σε βρω εδώ. Τον μπαμπά θα τον βρω εδώ;»«Αν θες να το συζητήσουμε διεξοδικά, θα

χάσεις τοαεροπλάνο» του χαμογέλασα, με την ελπίδα να μην ε-πιμείνει. Έκανε μια γκριμάτσα τρόμου και, χαρίζοντάςμου ακόμα ένα χαμόγελο, είπε: «Εμείς πάντως θα ταπούμε σ' ένα μήνα». Έκλεισα την πόρτα μόλις τον είδανα χάνεται στο ασανσέρ.

588

Επίλογος

Ο ΑΛΕΞΗΣ κοίταξε χαμογελώντας το φάκελο που τουέδωσε η γραμματέας του μόλις μπήκε στο γραφείομετά το αεροδρόμιο. Διάβασε τα κεφαλαία γράμματατης Πετρούλας: «ΝΤΙΣΝΕΥΛΑΝΤ». Άδειασε το περιεχό-μενο στο τραπέζι. Δύο εισιτήρια για Λος Άντζελες γιατις είκοσι Ιουνίου. «Ξενοδοχείο πέντε αστέρων, ξενα-γήσεις, χάρτες... μπράβο, Πετρούλα, έκανες καλή δου-λειά» μουρμούρισε ικανοποιημένος. Έγειρε στην περι-στρεφόμενη πολυθρόνα σφυρίζοντας εύθυμα. Είχε υπέ-ροχη διάθεση. Και γιατί να μην είχε; Όλα πήγαν καλύ-τερα απ' ό,τι περίμενε. Είχε επιστρέψει πριν από έναμήνα σαν βρεγμένη γάτα. Τον έπιασαν απ' τα μούτρα,αλλά ήταν προετοιμασμένος για όλα. Ακόμα και γιατην πιθανότητα να αλλάξει η γυναίκα του κλειδαριέςγια να μην ξαναπατήσει. Κατάπιε προσβολές, αδιαφο-ρία, φωνές, το κωλόσκυλο, που τον έγλειφε με λατρεία.Χωρίς να βγάλει άχνα. Και να που η υπομονή του απέ-φερε καρπούς. Ο Τάκης γλυκάθηκε με τη βιντεοκάμε-

589

ρα, αραίωσε τα πικρόχολα σχόλια και κατάφερε νααναπτύξει μαζί του μια αρκετά καλή σχέση. Σιγά σιγάθα χαλάρωνε εντελώς, και το βλέμμα του θα έχανε τηδυσπιστία. Όσο για την Ελένη, ούτε στα πιο τρελά τουόνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοια αλλαγή. Τηνέφερε στο μυαλό του όπως στεκόταν μπροστά στο κρε-βάτι τους με κείνο το δαντελένιο πραγματάκι, σαγη-νευτική σαν αμαρτία. Το κορμάκι, οι γοητευτικές κινή-σεις... όλα έδειχναν μια νέα Ελένη. Όχι αυτή που είχεπαντρευτεί και βαρεθεί. Ήταν σίγουρος πως η θεαμα-

590

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τική αλλαγή οφειλόταν αποκλειστικά στο φόβο της μηντον ξαναχάσει. Ονειροπόλησε τη σκηνή που έκαναν έ-ρωτα. Αυτό δεν ήταν σεξ, ήταν μάθημα για πτυχιούχους.Πρώτη φορά την έβλεπε να έχει τέτοιο πάθος. Λες κιήταν η τελευταία φορά που αγκαλιάζονταν στο ίδιοκρεβάτι και ήθελε να ζήσει κάθε δευτερόλεπτο. Χα-μογέλασε με αυτοπεποίθηση. Δυο τρία τέτοια κορμά-κια να αγόραζε ακόμα για χάρη του και θα έκαναν σεξμέχρι τα βαθιά γεράματα. Τι να τις κάνει τις άλλες γυ-ναίκες; Μόνο μπελά του έφεραν. Η μία ήθελε παιδί, ηάλλη τον απειλούσε κάθε τρεις και λίγο ότι θα τα πειόλα στη γυναίκα του. Στη σκέψη της Χριστίνας, το πρό-σωπό του πέτρωσε. Τα χείλη του έχασαν την καμπύλητου ονειροπόλου χαμόγελου και έγιναν μια στενή γραμ-μή. «Τη μαλακισμένη» ψιθύρισε. Έφταιγε βέβαια κι αυ-τός. Τι ήθελε να μπλέξει με την καλύτερη φίλη της γυ-ναίκας του; Έπρεπε να το φανταστεί ότι, όταν το πά-θος θα έσβηνε, ο κίνδυνος θα του έγνεφε. Καλά που φο-βόταν η ίδια να της το αποκαλύψει. Υπολόγιζε πολύστη φιλία τους. Αν και κόντεψε να πάθει έμφραγμα μό-

591

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

λις την αντίκρισε το προηγούμενο βράδυ. Τι άγχος κιαυτό, να μην μπορεί να ευχαριστηθεί τις μπάμιες του.

«Τώρα θα τα ξεράσει όλα και θα γίνει κόλαση» σκε-φτόταν. Κι όταν εξαφανίστηκαν οι δυο τους στο μπά-νιο... Τι τρόμος! Καλά που την πείραξε το φαγητό καιξεκουμπίστηκε. Σε μια κρίση πανικού σκέφτηκε να τηςτα πει όλα. Η αμφιβολία του για το αποτέλεσμα τονκράτησε. Ευτυχώς, γιατί όπως φάνηκε, η Ελένη δεν τοήξερε τελικά. Αν το 'ξερε, θα του το είχε πετάξει κατά-μουτρα, όπως είχε κάνει με τη Λίζα. Όχι τραπέζι, ούτετο κατώφλι του σπιτιού δε θα πέρναγε. Ίσα ίσα, τονέκραξε επειδή φέρθηκε αγενώς στη φίλη της. Αχ, και να

592

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ήξερε τι φίλη είχε... Πάντως οι ομαδικές συναντήσεις μετη Χριστίνα έπρεπε να κοπούν. Θα το έφερνε με το μα-λακό στη γυναίκα του μόλις καταλάβαινε ότι την είχεκερδίσει ολοκληρωτικά. Κάθε φορά που θα ήθελε νατην καλέσει παρουσία του, θα προφασιζόταν ρομαντικήδιάθεση —αχ, αγάπη μου, στους δύο τρίτος δε χωρεί—,οικογενειακή διάθεση — βρε Ελένη, άσε τις προσκλή-σεις κι ας φάμε επιτέλους με το παιδί, σαν σωστή οικο-γένεια. Και διάφορα τέτοια. Στις δικαιολογίες ήταν οπρώτος διδάξας. Στο μυαλό του ήρθε ο προηγούμενοςχρόνος. Πώς την παραμύθιαζε την κακομοίρα... Πότε συ-ναντήσεις στο γραφείο, πότε χάλαγε το Φίατ. Κι αυτήτα έχαβε. Ή έκανε πως τα έχαβε. Πάντως, θα φρόντιζενα αναπληρώσει τα χαμένα χρόνια. Και η Ντίσνεϋλαντήταν ό ,τι έπρεπε γι' αρχή. Η γυναίκα του χαμογελούσευπέροχα, κι αυτός θα έκανε το παν για να βλέπει συχνάαυτό το χαμόγελο. Η πόρτα του γραφείου χτύπησε σιγα-νά. Η γραμματέας του μπήκε χαμογελώντας.

«Σας αφήνω το φάκελο του Γεωργιάδη» είπε και βγή-κε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. «Κι αυτή χαμογε-λάει ωραία. Προκλητικά, θα έλεγα. Κι όταν φοράει

593

Ο Ι Ο Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Υ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ρού-χα με ντεκολτέ... » άφησε τη φαντασία του να οργιάσει.Ξαφνικά ξεφύσηξε θυμωμένος με τον εαυτό του. «Σύ-νελθε, φιλαράκο, η Ελένη δε θα σε περιμένει άλλη φο-ρά» είπε δυνατά. «Αν μου ξανατύχει, θα φροντίσω ναείναι αλλοδαπή που θα απελαθεί από στιγμή σε στιγ-μή» πρόσθεσε για να παρηγορηθεί. Την ίδια στιγμή έ-νιωσε τύψεις. Κι οι τύψεις έφεραν την επιθυμία να γυρί-σει νωρίτερα στο σπίτι του. Για την ακρίβεια, τον έπια-σε ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός να τρέξει στη γυ-ναίκα του και να ανεμίσει μπροστά στα έκπληκτα μά-τια της τα εισιτήρια για την Αμερική. Αποφάσισε να της

594

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

τηλεφωνήσει για να την ειδοποιήσει ότι θα γυρνούσενωρίτερα. Μπορεί να την έβρισκε να τον περιμένει μεκάνα περίεργο εσώρουχο. Μια ανατριχίλα ηδονής δια-πέρασε τη ραχοκοκαλιά του, καθώς σχημάτιζε τον α-ριθμό του τηλεφώνου τους.

Η Ελένη σήκωσε το ακουστικό στο τέταρτο χτύπημα.Είπε «εντάξει» κι έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξε για λί-γο το σημείωμα που είχε γράψει στον Αλέξη. Αυτή τηφορά ήταν λακωνικό:

Θα λείψω κι εγώ ένα μήνα. Όταν γυρίσω,θα συζητήσουμε έχοντας πετάξει τις μάσκες.

Στερέωσε το χαρτί στον καθρέφτη του χολ κι έπιασετη βαλίτσα της. Κλείδωσε και κατέβηκε στην είσοδοτης πολυκατοικίας.

Ο Νικήτας τακτοποίησε τα πράγματά της στο πορτμπαγκάζ και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Η Ελένηκοντοστάθηκε για μια στιγμή κι αυτός διέκρινε την αμ-φιβολία στο βλέμμα της.

«Το μετάνιωσες;» της ψιθύρισε.«Όχι» απάντησε εκείνη και κάθισε στη θέση

της. Τονκοίταξε απορημένη, καθώς δεν έκανε καμία

595

Μ Α Ϊ Ρ Α Π Α Π Α Θ Α Ν Α Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

κίνηση νατης κλείσει την πόρτα.

«Τι περιμένεις;» τον ρώτησε.«Μήπως αλλάξεις γνώμη». Του χαμογέλασε και

μεσταθερό χέρι τράβηξε την πόρτα να κλείσει. Τον παρα-κολούθησε καθώς έκανε το γύρο του αυτοκινήτου γιανα καθίσει στη θέση του οδηγού. «Όλα θα πάνε καλά»

596

Ο 1 0 Υ Δ Α Σ Φ Ι Λ Ο Ύ Σ Ε Υ Π Ε Ρ Ο Χ Α

ψιθύρισε, φέρνοντας στο μυαλό της τη σκηνή που α-κούμπησε το κλαδί με το παπούτσι της.

«Γαμώτο, έπρεπε να το φανταστώ ότι θα 'χει βγει γιαψώνια» σκέφτηκε ο Αλέξης καθώς άκουγε τον αυτόμα-το τηλεφωνητή να μπαίνει σε λειτουργία. Δε χάθηκε οκόσμος. Θα της άφηνε μήνυμα με κάποιο υπονοούμενογια το ταξίδι.

«...αφήστε μήνυμα μετά το χαρακτηριστικό ήχο».«Αγάπη μου, δε φαντάζεσαι τι έκπληξη σε

περιμένειόταν γυρίσω σπίτι».

597

Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α

Μάιρα Παπαθαναοοπούλου

Μ ι ι θ ι ο ι ό ρ η μ α

«...Η αντίθεση χαρακτήρισε τη σχέση μας απ' την αρχή. Τονερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Εκείνος δε μου έριξε ούτεδεύτερη. Στην επόμενη μας συνάντηση στάθηκα πιο τυχερή.Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Για την ακρίβεια, "τα φτιάξαμε".Επέμενα στο ασφαλές σεξ. Αντιδρούσε στη θέα του προφυ-λακτικού. Για κείνον ήταν σαν να έτρωγε το σοκολατάκι μετο περιτύλιγμα. Έμεινα έγκυος στα δεκαοχτώ. Έμεινε σύ-ξυλος στα είκοσι τρία. Αποφάσισα να κρατήσω το παιδί.Ασφαλώς είχε άλλη άποψη. Του την άλλαξαν οι γονείς του,όταν έμαθαν το ύψος της περιουσίας που μου κληροδοτούσεο πατέρας μου. Ενωθήκαμε πριν από δεκαεφτά χρόνια μετα ιερά δεσμά του γάμου. Για μένα ήταν πράγματι ιερά. Γιακείνον ήταν πράγματι δεσμά. Κάθε φορά που τσακωνόμα-σταν, μου το υπενθύμιζε με την εξής φράση: "Μακάρι να

μου κοβόταν σύρριζα". Για το καλό ορισμένων, κάποιες ευχέςμένουν απραγματοποίητες...»

Ενα τρυφερό βιβλίο, γραμμένο με πολύ χιούμορ και ευαι-σθησία, που δείχνει ότι τα καλύτερα μυθιστορήματα τα υπα-γορεύει η ίδια η ζωή.

Ιί>ΒΝ 960-600-451-1

Βοηθ. κωδ. μηχ/σης 24511 ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΠΑΤΑΚΗ

9789606004513