241
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ παιδαγωηκο1νςήτουΤ©\ / ΜΜ£ I \ , ... ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ η | ιι j ί ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Citation preview

Page 1: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ π α ι δ α γ ω η κ ο 1 ν ς ή τ ο υ Τ © \

/

ΜΜ£

I

\ , :Ί ...

ΒΙΒΛΙΟ Μ Α Θ Η Τ Η

Ο Ρ Γ Α Ν Ι Σ Μ Ο Σ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Δ Ι Δ Α Κ Τ Ι Κ Ω Ν Β Ι Β Λ Ι Ω Ν

η | ιι j

ί ι

Page 2: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ

Page 3: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

για τη Β' τάξη του Γενικού Λυκείου

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΑΙΩΝ

ΑΘΗΝΑ

Page 4: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Συγγραφείς: Γκίβαλος Μενέλαος Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Γρηγοροπούλου Βασιλική Διδάκτωρ Φιλοσοφίας - Καθηγήτρια Π.Σ.Π Α. - Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Κοτρόγιαννος Δημήτρης Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Μανιάτης Γιώργος Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Επιστημονική επιμέλεια Κοτρόγιαννος Δημήτρης

Εποπτεία στο πλαίσιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Πετρόπουλος Νικόλαος, Σΰμβουλος Κοινωνιολογίας

Μέλη της Επιτροπής Κρίσης: Οικονόμου Θεόδωρος, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Κονιόρδος Μιχάλης, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης ΤΕΙ, Ηιιείρου

Μαυρίδης Ηρακλής, Κοινωνιολόγος - Επιστημολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης στο ΓΙάντειο Πανεπιστήμιο.

Πετροπούλου Χριστίνα, Φιλόλογος - Κοινωνική Ανθρωπολόγος, Καθηγήτρια Δευτοροβάθμιας Εκπαίδευσης

Ψύλλα Μαριάννα, Πολιτικός Επιστήμονας, Λέκτορας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Page 5: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Εισαγωγή 11 1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ 1.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ 13 1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδραση του 14 1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδραση του 16 1.1.3. Η επίδραση των Αράβων 17 1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης 18 1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση 20 1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα 20 1.1.7. Φ.Βάκων 21 1.1.8. Καρτέσιος 22 1.1.9. Γαλιλαίος 23 1.1.10. Τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος 25 1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ 1.2.1. Αρχαιότητα 26 1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες 27 1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες 29 1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα 30

2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 2.1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 38 2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα 39 2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις 41 2.1.3. Αστικοποίηση 46 2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία 48 2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών 49 2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση 51 2.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ

ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ 54 2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη 54 2.2.2. Οικονομία 56

7

Page 6: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

2.2.3. Ψυχολογία 57 2.2.4. Κοινωνιολογία 59 2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751-1772) 59 3. ΘΕΜΕΑΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 3.1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ 66 3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους 68 3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η 4>ιλελευθεροιιοίηοη του κράτους 70 3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους 73 3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και κριτική του κράτους. . 74 3.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ 79 3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής

της Πολιτικής Οικονομίας 80 3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας 82 3.2.3. Καρλ Μαρξ: Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο 83 3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση 86 3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 89 3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας 91

Ο Αύγουστος Κονι και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική 3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων 93 3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη των κοινωνικών γεγονότων . 96 3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης 99 3.4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 102 3.4.1. Β. Βουντ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία 103 3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπερκροράς 105 3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology) . . . . 105 3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης 107 3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία 108 3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ 110 Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι 3.5.1. Ο Μαλινό(ρσκι, θεμελιωτής της έρευνας ιιεδίου και του λειτουργιομού

οτην Ανθρωπολογία 112 3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμού 114 3.5.3. Ο Έβανς-ΓΙρίτσαρντ, η συμβολή του οτην Πολιτική Ανθρωπολογία

και στη σύνδεση Ιοτορίας-Ανθρωπολογίας 115

Page 7: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού στρουκτουραλισμού .117 Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας 3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία 119

4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 4.1. Αιτίες ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών 129 4.2. Η αντικειμενικότητα 131 4.3. Η διεπιστημονικότητα στις Κοινωνικές Επιστήμες 132 4.4. Μέθοδος ως σχέδιο και τεχνική κοινωνικής έρευνας 133 4.5. Μέθοδος 135 4.6. Συγκριτική μέθοδος 136 4.7. Ιστορική μέθοδος 138 4.8. Ο θετικισμός I. Βασικά χαρακτηριστικά 140 II. Ιστορικά στάδια του θετικισμού 141 4.9. Ο μεθοδολογικός ατομισμός 143 4.10. Διαλεκτική μέθοδος 145 4.11. Λειτουργισμός 147 4.12. Δομισμός 150 4.13. Συστημική ανάλυση 155

5. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ 5.1. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 166 5.1.1. Το κράτος-έθνος 167 5.1.2. Οικογένεια - ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας 170 5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις 176 5.1.4. Παγκοσμιοποίηση 178 5.2. ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ

ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 184 5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός 184 5.2.2. Ανεργία 188 5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα-ρατσισμός 195 5.2.4. Βία στην κοινωνία 199

9

Page 8: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 202 5.3.1. Περιβάλλον 202 5.3.2. Βιοτεχνολογία-βιοηθική 207 5.3.4. Το ανθριόπινα δικαιώματα 210

6. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΗΜΕΡΑ. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

6.1. Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. . . . . . . 221 6.2. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ 223 6.2.1. Πολιτική Επιστήμη 225 6.2.2. Οικονομικές Επιστήμες 227 6.2.3. Κοινωνιολογία 227 6.2.4. Κοινωνική Ανθρωπολογία 228 6.3. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 228 6.3.1. Οι σπουδές των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα 231 6.3.2. Επαγγελματικές προοπτικές 232 ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 235

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 239

10

Page 9: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Κάθε άνθρωπος οιην καθημερινή του ζωή αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δου-λειά του, με το κόστος και την ποιότητα ζωής, με το κοινωνικό περιβάλλον, με την οικογένεια, με τη συμμετοχή του στα κοινά, κτλ. Συχνά το άτομο αισθάνεται α-δύναμο να τα αντιμετωπίσει μόνο του, αντιλαμβάνεται ότι οι γνώσεις του σε μια κοινωνία ολοένα και πιο συνθέτη δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε αδιέξοδο, να καταλαμβάνεται από άγχος και απογοήτευση και να επιλέγει ά-στοχους τρόπους αντίδρασης. Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και η ε-ξεύρεση βιώσιμων λύσεων απαιτεί συχνά εξειδικευμένες γνώσεις που υπερβαίνουν τον κοινό νου. Παλαιότερα, ο κοινός νους είχε την τάση να προσφεύγει στη θρη-σκεία για να βρει λύσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν οι Κοινωνικές Επιστήμες, δηλαδή η Κοινωνιολογία, η Οικονομία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, η Ψυχολογία, η Νομική και η Πολιτική Επιστήμη. Καθεμιά από αυτές μελετά ορθολογικά τη συγκρότηση και την έκφραση συγκεκριμένων πλευ-ρών της ατομικής και της συλλογικής ζωής του ανθρώπου. Παρέχει συστηματι-κές και μεθοδικές γνώσεις για να αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας τον οποίο μελετά: η οικονομία, οι κοινωνικές σχέσεις, η πολιτική δραστηριότητα, η προ-σωπικότητα του ανθρώπου, κτλ.

Όμως, παρά τον εξειδικευμένο χαρακτήρα καθεμιάς από τις Κοινωνικές Επι-στήμες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός και η ζωή της κοινωνίας δεν εί-ναι άθροισμα μεμονωμένων κομματιών, αλλά η συνεκτική εικόνα ενός κόσμου που πρέπει να τον μελετήσουμε συνδυαστικά, δηλαδή στην ενότητά του, για να κα-τανοήσουμε σφαιρικά τον εαυτό μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Απο-φεύγοντας την αδιαλλαξία και την επιστημονική αποκλειστικότητα, αξιοποιού-με τις διαφορετικές προσεγγίσεις, που έχουν θετικές επιπτώσεις στην πρόοδο της κοινωνικής ζωής συνολικά.

Το βιβλίο λοιπόν Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών στόχο έχει να αποτελέσει μια χρήσιμη εισαγωγή στην κοινωνική σκέψη και προβληματική για τους μαθητές και τις μαθήτριες της Β' Λυκείου. Πράγματι, η ιστορία της κοινωνικής σκέψης δεν εί-

1 1

Page 10: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ναι χρήσιμη μόνο για να συνειδητοποιήσουμε την πορεία του ανθρώπινου πνεύ-ματος και την προόδο του πολιτισμού, αλλά και για να κατανοήσουμε τους όρους συγκρότησης του κοινωνικού προβληματισμού της επιστήμης. Η πρόκληση των κοινωνικών φαινομένων ήταν πάντοτε παρούσα, αλλά η εξήγηση των αιτιών τους και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών τους ήταν απόρροια της δια-μόρφωσης των Κοινωνικών Επιστημών στη νεότερη εποχή με βάση τη μεθοδολογία και την προβληματική των Φυσικών Επιστημών. Μελέτη λοιπόν της ιοτορίας της κοινωνικής σκέψης δε σημαίνει στείρα εκμάθηση των ιδεών των μεγάλων στοχα-στών για ιην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά προσοικείωοη μιας τελεσφόρου λογικής και κριτικής ανάλυσης για την κατανόηση της κοινωνίας. Αυτή η προ-σοικείωοη μας ευαισθητοποιεί περισσότερο απέναντι στα κοινωνικά προβλήμα-τα και ενισχύει την ικανότητά μας να επιζητούμε την έλλογη επίλυσή τους.

Η Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών είναι μια σύνοψη των ουσιαστικών και στα-θερών αναφορών της κοινωνικής σκέψης και της κοινωνικής προβληματικής προ-ορισμένη να ικανοποιήσει ένα πρόγραμμα διδασκαλίας στο Λύκειο και από αυ-τή την άποψη πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είναι μια απόπειρα εισαγωγής στις πλέ-ον βασικές έννοιες της κοινωνικής σκέψης και συστηματική περιγραφή των πιο σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων της εποχής μας. Η επιλογή δεν ήταν αυ-τονόητη, αλλά σκοπό είχε αφ' ενός να παρουσιάσει οίο μέτρο του δυνατού την ι-στορία της προοδευτικής τροποποίησης και βελτίωσης αυτών των εννοιών για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, και αφ' ετέρου να πληροφορήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες για τα διάφορα πεδία εφαρμογής που μπορεί να έχει αυτή η μεθοδολογική περιήγηση. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο δεν μπορεί να αποτελέσει ένα διεξοδικό και εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο. Οι συγ-γραφείς του το γνωρίζουν και ελπίζουν στην κατανόηση των αναγνωστών, και ι-διαίτερα των μαθητών, στους οποίους και απευθύνεται.

Το δύσκολο αυτό εγχείρημα ανέλαβε μία ομάδα αποτελούμενη από τον Μ. Γκι-βαλο, τη Β. Γρηγοροπούλου Δ. Κοτρόγιαννος και τον Γ. Μανιάτη. Η ομάδα συ-νεργάτηκε τόσο στην επεξεργασία όσο και οιην ενοποίηση των κεφαλαίων, την ευ-θύνη για την συγγραφή κάθε κεφαλαίου είχε και διαφορετικός συνεργάτης. Ειδι-κότερα ο Δ. Κοτρόγιαννος έγραψε το Ιο κεφάλαιο, η Β. Γρηγοροπούλου και ο Γ. Μανιάτης το 2ο κεφάλαιο, η Β. Γρηγοροπούλου το 3ο κεφάλαιο, ο Γ. Μανιάτης και ο Δ. Κοτρόγιαννος το 4ο κεφάλαιο και ο Μ. Γκιβαλος το 5ο και 6ο κεφάλαιο.

Τέλος θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον κ. Πετρόπουλο Νικόλαο για την κα-θοριστική του συμβολή στην nap0Ypaq>o 4. 4.

Αθήνα 10.4.1999 Οι συγγράφεις

12

Page 11: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ε Σ

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ε Σ

Εισαγωγή: Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου θα εξετάσουμε τους όρους με τους οποίους διαμορφώνεται η νεότερη επιστημονική αντίληψη, καθώς και την ουσιαστική συνεισφορά της στην αυτόνομη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Θα αναφερθούμε στη σημασία της αρχαίας ελληνικής σκέψης αλλά και του με-σαιωνικού πνεύματος και της Αναγέννησης, που επέτρεψαν στους νεότερους στο-χαστές, και ιδιαίτερα στον Γαλιλαίο, να ορίσει εκ νέου την ιδέα της επιστήμης και να επαναπροσδιορίσει το επιστημονικό πρότυπο. Η θεμελίωση αυτή της επι-στήμης είναι απαραίτητη, γιατί αφ' ενός συνέβαλε καθοριστικά στο να χειραφε-τηθεί ο ανθρώπινος λόγος από τη θεολογία, και αφ' ετέρου προσέφερε τις απα-ραίτητες επιστημονικές έννοιες για να οργανωθεί συστηματικά πλέον, από τον 16ο αιώνα και μετά, η κοινωνική δομή.

Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες να κατανοήσουν: α) τις ρήξεις και τις υπερβάσεις του ανθρώ-πινου πνεύματος που οδήγησαν στη συγκρότηση της «νέας» επιστημονικής αντί-ληψης, και β) τις προϋποθέσεις μελέτης και ανάλυσης της κοινωνίας με βάση το μεθοδολογικό λόγο τον οποίο επιβάλλει το νέο επιστημονικό πνεύμα.

Εισαγωγικές ερωτήσεις: Από ποια ανθρώπινη ανάγκη γεννήθηκε η επιστήμη; Η μυθολογία και η θρησκεία δεν προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο που μας περιβάλλει και να ορίσουν τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής; Η διαφορά επι-στήμης και θρησκείας δεν αναδεικνύει κατ' ουοίαν τη δυνατότητα του ανθρώπου να ορίσει αυτόνομα τη ζωή του; Η επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικής πραγ-ματικότητας δε μας βοηθά να κατανοήσουμε τους άλλους και τον εαυτό μας, ώ-στε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα ατομικά και τα κοινωνικά προβλήματα;

1.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Η λέξη «επιστήμη» δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και αξία. Ο Πλάτων την το-ποθετούσε στον πιο υψηλό βαθμό γνώσης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η επι-

13

Page 12: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

στήμη έδειχνε την αναγκαία και αιώνια τάξη των πραγμάτων. Στον Μεσαίωνα, ο όρος «επιστήμη» ταυτιζόταν με την αλήθεια του Θεοΰ και φανέρωνε τη γνώση που ο Θεός είχε για τον κόσμο. Στην εποχή μας, επικρατεί η άποψη ότι η επιστήμη είναι η ορθολογική και ακριβής γνώση, η οποία αποδεικνύεται μεθοδικά και α-ντικειμενικά.

Βέβαια, αυτό το δεσμευτικό και γενικό πρότυπο της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι πρόσφατη κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος. Το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση άνοιξαν οι φιλόσοφοι Βάκων και Καρτέσιος, οι οποίοι ανέπτυξαν με σαφήνεια και ακρίβεια τη στάση της εποχής τους απέναντι στην επιστήμη, τονί-ζοντας ότι η εξήγηση της φύσης πρέπει να γίνει με αναφορά στην ίδια τη φύση και όχι στην παράδοση (στη Βίβλο, στα έργα του Αριστοτέλη ή στα θεολογικά κεί-μενα). Φυσικά, η ρήξη με τους Αρχαίους δε συντελέστηκε αιφνίδια. Προετοιμά-στηκε αργά και μέσα από σύνθετες διαδικασίες συνεχούς επανερμηνείας τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της θεολογικής σκέψης από τη σχολαστική φιλοσοφία και την Αναγέννηση. Το πέρασμα από την αξιοκρατική θεωρία του αρχαιοελλη-νικού προτύπου στην επιστημονική έρευνα της σύγχρονης εποχής έγινε χάρη σε συνεχή κριτικό διάλογο με τη σκέψη του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ώστε να κατανοηθεί ο κόσμος, η φύση.

ΙΙαρακολουθ(όντας την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, μπορούμε, α-πό τη μια, να αντιληφθούμε ότι η ιδέα της σύγχρονης επιστήμης είναι γέννημα μιας ιστορικής εποχής (16ος-17ος αιώνας). Από την άλ\η, θα δούμε ότι η έννοια της επιστήμης ανταποκρίνεται σε ένα λογικό και συστηματικό τρόπο σκέψης με τον οποίο ο άνθρωπος συλλαμβάνει το πραγματικό, βασισμένος στις ικανότητες του νου του και όχι στη θεία φώτιση ή σε μυθικές ερμηνείες και μεταφορές.

1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδραση χου

Η Λογική και τα Μαθηματικά είναι δύο από τις μεγάλες συνεισφορές της αρ-χαίας Ελλάδας στην επιστημονική σκέψη. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Πυθα-γόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιπποκράτης συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του στη λογική και μαθηματική προσέγγιση της φύσης και του ανθρώπου.

Ό μ ω ς η πρώτη συστηματική προσπάθεια για συνολική, καθολική εξήγηση της φύσης και του ανθρώπου έγινε από τον Πλάτωνα. Ιδιαίτερα στο έργο του Τί-μαιος, όπου πραγματεύεται το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, ο Πλάτωνας καταρτίζει ένα σχεδιάγραμμα για τη φιλοσοφική-επιστημονική ερμηνεία της φύ-σης. Την εξήγηση αυτή ο Πλάτων τη στηρίζει οτην παράσταση ενός Θεού-δημι-ουργού που έπλασε τον κόσμο. Σύμφωνα με την πλατωνική άποψη, υπάρχει ένας

14

Page 13: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

και μοναδικός κόσμος ο οποίος είναι τέλειος και ωραίος και η πρώτη του αρχή είναι ένας νους ο οποίος ενεργεί σκόπιμα. Απέναντι λοιπόν στην τυχαία και άτα-κτη κίνηση του κόσμου, ο Πλάτων αντιπαραθέτει την αντίληψη ενός κόσμου ο ο-ποίος κινείται συμφωνά με τους τέλειους σκοπούς του ύψιστου νου. Η ολική κί-νηση του κόσμου προηγείται και καθορίζει τις επιμέρους κινήσεις. Κάθε μερικό γεγονός παράγεται από τους σκοπούς που καθορίζουν το όλον (τελεολογία).

Ο ύψιστος νους ως πρώτη αρχή γίνεται πιο αντιληπτός αν κατανοήσουμε την αιτία αυτού του αισθητού κόσμου και τη σχέση του με τις ιδέες. Τα αισθητά πράγ-ματα είναι απομίμηση των ιδεών. Ο αισθητός κόσμος είναι η σωματική διαμόρ-φωση των ιδεών μέσα στο χώρο. Δηλαδή ο Θεός-δημιουργός και πρώτη αρχή, έ-χοντας στο νου του τις ιδέες των πραγμάτων, τους έδωσε μορφή στο χώρο και στον αισθητό κόσμο. Η ιδέα είναι η γενική έννοια του πράγματος με όλες τις ιδιότητες του, ενώ η αισθητή παράσταση συνιστά την εξειδικευμένη μορφή του, γι' αυτό και η ιδέα είναι η αιτία που παράγει τα υλικά πράγματα. Όπως τα πράγματα είναι α-πομιμήσεις του αριθμού για τον Πυθαγόρα, έτσι και τα αισθητά πράγματα για τον Πλάτωνα δεν ανταποκρίνονται στις έννοιες παρά μόνο ως ένα βαθμό (ιδεαλισμός). Ο Πλάτων πιστεύει ότι διαμέσου των ιδεών μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση της πρώτης αρχής και να εξασφαλίσουμε επιστημονική γνώση, ενώ, αντίθετα, δια-μέσου της αντίληψης των αισθητών πραγμάτων, τα οποία έχουν κάποια ομοιότη-τα με τις ιδέες, μπορεί να σχηματίσουμε μια αληθοφανή γνώμη.

Η αντίληψη ότι η ιδέα συνοδεύεται πάντα από μια αληθινή απόδειξη, ενώ η γνώμη δεν τεκμηριώνεται αποδεικτικά, επέδρα-σε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της σκέψης του ιερού Αυγουστίνου. Η διδασκαλία του Αυ-γουστίνου διακήρυττε ότι η αλήθεια των αισθη-τών πραγμάτων δε βρίσκεται στα ίδια τα αντι-κείμενα, αλλά στο γεγονός ότι ανταποκρίνονται ομοιόμορφα στο λόγο του Θεού. Το πνεύμα του Θεού είναι η τέλεια ενότητα, η αλήθεια που τα περιέχει όλα. Η αλήθεια κατοικεί στο εσωτερικό της ψυχής και βασικά εκφράζει τη λογική γνώση του Θεού, η δε εποπτεία της γνώσης του σύμπα-ντος προέρχεται ακριβώς από αυτή την αρχή.

Η αυστηρή λογική συνοχή και η αξιωματική τεκμηρίωση των Μαθηματικών χαρακτηρίζουν την αντίληψη περί επιστήμης κατά τον Μεσαίω-να υπό την επίδραση του Πλάτωνος (πλατωνικός Αυγουστίνος

15

Page 14: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

σχολαστικισμός). Η λογική λειτουργία καταδεικνύει έτσι την παραγωγή του μερι-κού από το γενικό, δηλαδή μετατρε'πεται σε μια αιτιώδη διαδικασία όπου το κα-θολικό εκφράζεται μέσα στο ειδικό. Ο Θεός είναι η φύση και εκδηλώθηκε ως ι-διαίτερη μορφή μέσα στον κόσμο. Ένας λογικός πανθεϊσμός κυριαρχεί λοιπόν στην εξήγηση της φύσης. Η χριστιανική αντίληψη ότι ο Θεός είναι η πρώτη αιτία όλων των πραγμάτων και ο Θεός-δημιουργός του Πλάτωνος συγκλίνουν σε μια κοινή κατεύθυνση. Η αληθινή γνώση, δηλαδή η επιστήμη, εκφράζει την αιτιακή σχέση που εξαρτά το μέρος από το όλον.

1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδραση του

Σύμφωνα με την αριστοτελική διδασκαλία, η γνώση δε στρέφεται στο εσωτερικό του ανθρώπου, αλλά στο εξωτερικό της φύσης. Η πρώτη αντίληψη έρχεται από τα φυσικά αντικείμενα τα οποία περιβάλλουν τον άνθρωπο και αποτελούν μέρος ενός κόσμου με απόλυτη λογική τάξη. Αυτός ο κόσμος είναι οργανωμένος μέσα από την αλληλεξάρτηση των μερών του και είναι ο τόπος της αλήθειας.

Αναμφισβήτητα, για τον Αριστοτέλη, η αισθητή εμπειρία δεν ανήκει στη σφαί-ρα της επιστήμης, αλλά το ανθρώπινο πνεύμα, επεμβαίνοντας στην εμπειρική γνώση διαμέσου της αφαίρεσης, συνάγει τη γενική μορφή της ύλης και αντι-λαμβάνεται τα πράγματα. Η επιστήμη λοιπόν παρουσιάζει τις λογικές διαδικα-σίες με τις οποίες από το γενικό, το οποίο γνωρίζουμε με έννοιες, συνάγεται το μερικό, που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις. Η επιστήμη δείχνει τη λογική α-ναγκαιότητα με την οποία τα επιμέρους φαινόμενα παράγονται από τα γενικά αί-τια και οι επιμέρους αισθητηριακές αντιλήψεις από τις γενικές εννοιολογικές γνώσεις.

Η αναζήτηση όμως αυτών τ(ον γενικών και αρχικών αιτίων δε γίνεται με τις ί-διες βεβαιωμένες αποδείξεις που υπάρχουν στην παρουσίαση της παραγωγής των αποτελεσμάτων από εξακριβωμένες αιτίες. Η έρευνα για την ανάδειξη των πρώτων αιτίων ξεκινά από το μερικό, την αισθητηριακή αντίληψη, και πορεύε-ται προς την κοινή γνώμη και το γενικό, για να μπορέσει ύστερα να αποδείξει την παραγωγή του μερικού. Η μεθοδολογική ερευνητική διαδικασία για την αναζή-τηση της αρχικής αιτίας είναι επαγωγική και η απόδειξη της συγκρότησης του μερικού από το γενικό είναι παραγωγική.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι με ποιο τρόπο μια δραστηριότητα καθαρά διανοη-τική, η οποία περνά από την αίσθηση στη διάνοια, μπορεί να ανήκει στην ανθρώ-πινη ύπαρξη. Η απάντηση που επιχειρείται να δοθεί βασίζεται στο λόγο, στις ικα-νότητες του νου να αναλύει, να εξειδικεύει, να γενικεύει και να θεσπίζει νόμους.

16

Page 15: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Όμως η αμφίσημη ερμηνεία της προέλευσης και της ικανότητας για την πρό-σληψη του λόγου οδήγησε τη σχολαστική φιλοσοφία σε δυο τάσεις κατανόησής του, τη χριστιανική και την αραβική.

Ο Θωμάς Ακινάτης ενσωμάτωσε τον αριστοτε-λικό λόγο στις ανάγκες του θεολογικού δόγματος υποστηρίζοντας ότι ο λόγος προέρχεται από τον Θεό. Υπέταξε κατ' αυτό τον τρόπο τον αριστοτε-λικό ορθολογικό λόγο στην εξυπηρέτηση των θε-ολογικών απαιτήσεων και προσδοκιών. Η αρι-στοτελική αντίληψη για την επιστήμη εναρμονί-στηκε με τη χριστιανική πίστη και οι νόμοι της q)ύoης θεωρούνται έκφραση της θείας βούλησης και των νόμων της.

Ο αριστοτελισμός έδωσε τη δυνατότητα στη θε-ολογία να αποκτήσει τα μέσα και να υποτάξει την αισθητηριακή γνώση με την αρχή της ψυχικής πραγματικότητας που μας δόθηκε από τη χάρη του Θεού. Η εξωτερική πραγματικότητα ως αντικείμενο γνώσης καθίσταται δυνατή μό-νο με τη μορφή της ψυχικής πραγματικότητας. Το ουσιαστικό όμως είναι ότι με αυτό τον τρόπο ο κόσμος της συνείδησης και ο υλικός κόσμος χωρίζονται ολο-κληρωτικά και η επιστήμη ασχολείται σχεδόν μόνο με τη λογική αλληλουχία των εννοιών.

Η άλλη επίδραση του Αριστοτέλη είναι εκείνη της αραβικής παράδοσης, και ιδιαίτερα του Αβερρόη. Ο Άραβας στοχαστής έδινε πρωτεύουσα σημασία στα ε-ξωτερικά στοιχεία της φύσης και λιγότερο στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να υ-πονομεύει έμμεσα τον θρησκευτικό και το θεολογικό λόγο. Η επίδραση όμως των Αράβων στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης έχει σημαντι-κότερη ιστορική σημασία.

Ρ

Θωμάς Ακινάτης

1.1.3. Η επίδραση των Αράβων

Η αραβική παράδοση δ ^ ) έ ρ ε ι από τη μεσαιωνική Δύση και τη χριστιανική φι-λοσοφία. Οι κύριοι εκπρόσωποι της αραβικής σκέψης, από τον Αβικέννα ως τον Αβερρόη, δεν είναι κληρικοί, όπως στη Δύση, αλλά γιατροί, με αποτέλεσμα η με-λέτη της αρχαίας Ιατρικής (Ιπποκράτης) και Φυσικής να συνδυάζεται με εκείνη της Φιλοσοφίας.

Η επιστημονική παιδεία των Αράβων δεν ήταν αυτοφυής, αλλά στηριζόταν

17

Page 16: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αρχαιοελληνική σκέψη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος και Πρόκλος), τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, οι Νόμοι και ο Τίμαιος του Πλάτωνος μεταφράστηκαν στα αραβικά. Έτσι, η επι-στημονική συζήτηση εξαπλώθηκε από τη Βαγδάτη ως την Κόρδοβα και η επι-στημονική αυτή κίνηση μετέδωσε την αρχαιοελληνική σκέψη στη Δύση, λόγω των σταυροφοριών και των εμπορικών σχέσεων που είχαν οι Άραβες με τη Δύ-ση. Από την επαφή της με την Ανατολή, η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη και τα πα-νεπιστήμια, ιδιαίτερα του Παρισιού, γνώρισαν τη Λογική του Αριστοτέλη και τα πραγματολογικά μέρη του συστήματος του, με αποτέλεσμα να ανανεωθεί η συζήτηση για τη μεθοδολογική προσέγγιση και την επιστημονική έρευνα.

Ο συνδυασμός και η συγκριτική μελέτη φυσικών και q)L\ooo(]>iK(0v προβλη-μάτων, που διέκριναν την αραβική σκέψη, εξασφάλισαν κατ' ουοίαν σιην επι-στημονική σκέψη μια βάση πραγματολογικών δεδομένων. Αυτή η σχέση του λό-γου με την πραγματικότητα διεύρυνε αποτελεσματικά το πεδίο των εμπειρικών γνώσεων και ανέδειξε τη μεγάλη συμβολή τους στην ανάπτυξη των φιλοσοφικών εννοιών. Ο αραβικός αριστοτελισμός, με τις αναφορές του στη φυσική πραγμα-τικότητα (ρεαλισμός), ενίσχυσε το ορθολογικό πνεύμα και έδωσε τη δυνατότητα να αναλυθούν λογικά και μεθοδολογικά οι θρησκευτικές κοσμοθεωρίες. Με άλ-λα λόγια, η διδασκαλία των Αράβων αξιοποίησε το γνωσιολογικό υλικό των φυ-σικών δεδομένων στη μελέτη των ιδεαλιστικών θεολογικών αντιλήψεων. Αυτός ο μετριοπαθής ρεαλισμός της αραβικής σκέψης, που αναδεικνύει τον ουσιαστι-κό ρόλο της εμπειρικής γνώσης στη συστηματική κατανόηση του κόσμου, απο-κάλυπτε -χωρίς βέβαια να θεμελιώνει- τις βάσεις της νέας κοσμικής γνώσης, η οποία ήταν ενάντια σε μια νοησιαρχία με σχολαστικές και μυστικιστικές όψεις.

1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης

Η Αναγέννηση εκφράζει την αξιοθαύμαστη ανανέωση των γνώσεων του ανθρώπου που αφορούν τη φύση, τα γράμματα και τις τέχνες. Απέναντι στις αυστηρές παρα-στάσεις ενότητας της μεσαιωνικής σκέψης και στις συγκεντρωτικές αντιλήψεις της Σχολαστικής Φιλοσοφίας, η Αναγέννηση αντιπροσωπεύει την έξοδο του ανθρώπι-νου πνεύματος προς τον άπειρο σε εκφράσεις κόσμο της φύσης.

Χωρίς αμφιβολία η Αναγέννηση της σκέψης συντελέστηκε κυρίως στα γράμ-ματα και στις τέχνες και όχι τόσο στις επιστήμες. Η πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου και η εντρύφηση στις επιστημονικές αξίες και στις ανθρωπιστικές αρ-χές της αρχαιοελληνικής σκέψης συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη των δη-μιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπινου λόγου.

18

Page 17: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η αναβίωση του θεωρητικού πνεύματος είναι το νόημα του νέου επιστημονι-κού τύπου. Ό π ω ς και σιην Αρχαιότητα, έτσι και τώρα η γνώση της πραγματικό-τητας είναι και πάλι ο μόνος σκοπός της επιστημονικής έρευνας. Το αποτέλεσμα είναι ο θεωρητικός στοχασμός να προσανατολιστεί ουσιαστικά προς τη Φυσική Επιστήμη, αφήνοντας κατά μέρος την αινιγματική διάσταση της εσωτερικότητας που πρέσβευε η Σχολαστική Φιλοσοφία. Ο στοχασμός υποτάσσεται πλέον σε μια κοσμική παράσταση και απελευθερώνεται από την εσωτερικότητα της πίστης. Ο άνθρωπος αποκτά, έτσι, εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ε δ ρ ά ζ ε τ α ι ως αυτόνο-μη οντότητα. Αυτή η ανθρωπιστική κίνηση ήταν αδιάφορη απέναντι στις θρη-σκευτικές αντιλήψεις και εκφράζει άμεσα την ανάγκη του διαχωρισμού της Φι-λοσοφίας από τη θεολογία.

Η ανάπτυξη της Φιλοσοφίας σε αυτοδύναμη κοσμική επιστήμη δηλώνει ότι κύριο έργο της Φιλοσοφίας είναι πλέον ο (γνωστικός και πρακτικός) έλεγχος της φύσης. Η Φιλοσοφία κατά την Αναγέννηση εκφράζει την τάση να γίνει η Φιλο-σοφία επιστήμη της φύσης και να προσδιορίσει τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.

Η αλλαγή των παραστάσεων χάρη στις εξερευνή-σεις και στις ανακαλύψεις ανέτρεψε και άλλαξε τα πο-λιτισμικά δεδομένα, διαμορφώνοντας μια νέα άποψη για τον κόσμο που κλόνισε αισθητά την ανθρωποκε-ντρική παράσταση του Μεσαίωνα. Αυτή η μεταβολή ενισχύεται με την ανάπτυξη της Αστρονομίας. Χάρη στη θεωρία του Κοπέρνικου (Copernicus), ο άνθρω-πος δεν είναι πλέον το κέντρο του κόσμου, όπως η Γη έπαψε να είναι επίκεντρο του σύμπαντος. Η θεωρία του Κέπλερ (Kepler), επιβεβαίωσε την αρμονική ενό-τητα της q)υσικής των ουράνιων σωμάτων (μακρόκο-σμος) και της φυσικής των γήινων σωμάτων (μικρόκο-σμος), που διέπονται από τους ίδιους μαθηματικούς νό-μους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτών των φυσικών φαινομένων γίνεται από τον Νεύτωνα (Newton) τον 18ο αιώνα.

Βέβαια, αυτή η τάση της επιστημονικής και πνευματικής αυτονομίας δεν ξε-φεύγει εντελώς από τις επιδράσεις του παρελθόντος, ιδιαίτερα από αντιλήψεις που απέδιδαν στα πράγματα μια ψυχή ανάλογη με την ανθρώπινη (ανιμισμός).

Οι στοχαστές της Αναγέννησης, υπό την επίδραση των νεοπλατωνικών α-ντιλήψεων, θεωρούσαν ότι η ζωή της φύσης κυριαρχείται από πνεύματα και α-πό μια σύνθεση εσωτερικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να υποταχθούν από

Κοπέρνικος

19

Page 18: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τον άνθρωπο με τη γνώση και τη θέληση. Έτσι, η μαγεία και η αστρολογία ή-ταν πολύ διαδεδομένες στην περίοδο αυτή. Οι αλχημιστές, όπως ο Παράκελ-σος, (Paracelsus), προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη μαγεία της φύσης. Έβλε-παν το φυσικό κόσμο ως ένα σύνολο ενεργών δυνάμεων που βρίσκεται σε ενό-τητα με τον άνθρωπο.

Απέναντι λοιπόν στην αριστοτελική αντίληψη της επιστήμης, την οποία αυτή την περίοδο εκπροσωπούν οι θεολόγοι και γενικότερα ο κόσμος της Εκκλησίας, η φυσιοκρατική θεώρηση της Αναγέννησης γοητεύει τα ανήσυχα πνεύματα και βρίσκει ανταπόκριση στο λαό.

1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση

Ανεξάρτητα από την πρόοδο η οποία συντελέστηκε στο διάβα των αιώνων ως προς τη συγκρότηση της έννοιας «επιστήμη», το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής παράδοσης διατηρούσε ως την Αναγέννηση το πρότυπο της τελειότητας, το ο-ποίο και συνέδεε με τη γνώση.

Ο σοφός, ο στοχαστής, είναι εκείνος που γνωρίζει καλά. Είναι επιλήψιμο λοι-πόν να επικαλείται αμφιβολία και σχετική άγνοια, γιατί αυτό είναι σημείο σκε-πτικισμού και ισοδυναμεί με την ακύρωση της τέλειας γνώσης.

Αναμφίβολα ο σοφός δε γνώριζε εκ γενετής, προσέφευγε οτην επιστήμη, αλ-λά η εκμάθηση ήταν γρήγορη και καθολική. Είχε την έννοια της μύησης, γεγο-νός που ανταποκρίνεται στην αντίληψη ότι η αλήθεια είναι ολοκληρωτική και υ-περβατική. Αυτή η ιδέα της αλήθειας περιέκλειε ταυτόχρονα όλους τους τομείς, τη θρησκεία, την οντολογία, τη μεταφυσική και, ακόμη, τη Νομική, την Ιατρική, την Πολιτική, που σήμερα είναι διαχωρισμένες. Η επιστήμη εξασφάλιζε σε όποιον την κατείχε τη γνώση των αξιών και των αληθειών, τη σοφία και την αρμονία, κα-θώς και το σεβασμό εκ μέρους των θεϊκών δυνάμεων.

1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα

Η νεότερη εποχή εγκαινιάζεται με μια διανοητική αλλαγή: η ιδέα της επιστήμης ως απόλυτης υποκαθίσταται από μια επιστήμη του γίγνεσθαι. Η λέξη «επιστήμη» προσλαμβάνει κυρίως τη σημασία της έρευνας και της αναζήτησης. Το κύρος της παράδοσης κλονίζεται και συνδέεται με τη στείρα υποταγή στο πνεύμα του πα-ρελθόντος. Η αλήθεια οφείλει να αναζητηθεί όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον. Η γνώση δε συνιστά ήδη αποκτημένη περιουσία που λειτουργεί ερμηνευτικά. Κα-τακτάται όμως στο μέτρο που το ανθρώπινο πνεύμα απελευθερώνεται από την α-

20

Page 19: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

δράνεια και την προσήλωση στο παρελθόν και στις αμετακίνητες ιδέες που το χα-ρακτήριζαν.

Ο σοφός δεν είναι εκείνος που γνωρίζει, αλλά εκείνος που αναζητά, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν τίθεται θέμα να φτάσει στην καθολική και απόλυτη γνώση. Το ζητούμενο είναι να αποκτήσει επιμέρους γνώσεις που να αποδει-κνύονται πέρα από κάθε αμφιβολία. Τη νέα αυτή θεώρηση του πνεύματος την προ-ωθούν οι αναλύσεις του Βάκωνος και του Καρτέσιου και την αποκρυσταλλώνει ο Γαλιλαίος.

1.1.7. Φ. Βάκων

Η ανθρωπιστική Αναγέννηση έτεινε στο να αποτελέσει μια αναβίωση λησμονη-μένων αξιών, ήταν επομένως στραμμένη κυρίως στο παρελθόν. Η σκέψη του Βά-κωνος (Bacon) στρέφεται, αντίθετα, προς το μέλλον, στο οποίο προσανατολίζε-ται η επιστημονική ανάπτυξη. Το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά διαρκώς νέους με-θοδολογικούς δρόμους για την αποκάλυψη του κόσμου. Ο Βάκων δεν αποβλέπει στο να δώσει απάντηση στα πάντα, αλλά στο να θέσει τα πάντα σε αμφισβήτη-ση. Η σκέψη του έχει ερωτήσεις για όλα, γι' αυτό και εγκαινίαζε διαρκώς προ-γράμματα έρευνας και αναζήτησης. Δεν μπόρεσε βέβαια να ξεπεράσει το στάδιο της ερωτηματικής διερεύνησης, όμως ο ανήσυχος εμπειρικός του λόγος απομά-κρυνε το νου από τις θεολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη νέα επιστήμη.

Στα μάτια του Βάκωνος, επιστήμη δε σημαίνει μια διαδικασία εκμάθησης μιας ήδη τέλειας γνώσης ή συνειδητοποίηση της κατακτημένης εμπειρίας των προηγούμενων γενιών. Η μυστικιστική αντίληψη του Μεσαίωνα, η υποταγή του μαθητή στην αυθεντία του δασκάλου έχουν παρέλθει. Η επιστήμη εμφανίζεται πλέον ως ένα συλλογικό έργο της ανθρωπότητας, η οποία πορεύεται προς την πρόοδο. Η παγιωμένη γνώση που χαρακτήριζε την ιδέα της επιστήμης, με σκο-πό να διατηρηθούν οι σχέσεις των πραγμάτων αμετάβλητες, είναι ξεπερασμένη. Ο Βάκων ανέδειξε την υπεροχή της μεθοδικής γνώσης, διακηρύσσοντας την ε-νότητα λόγου και εμπειρίας.

Η μέθοδος. Έχοντας συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της μεθοδολογι-κής έρευνας για τη συγκρότηση της νέας επιστήμης, ο Βάκων αντιπαραθέτει το δικό του «νέο όργανο» στο αριστοτελικό. Η μέθοδος είναι όργανο, δηλαδή εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει όλος ο κόσμος. Κατ' αυτό τον τρό-πο τα ανθρώπινα πνεύματα εξισώνονται και η πνευματική υπεροχή διαδρα-ματίζει επουσιώδη ρόλο. Σκοπός του Βάκωνος είναι να οργανώσει τις αισθη-

21

Page 20: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τηριακές αντιλήψεις με τη μεθοδική παρατήρηση. Ο επιστήμονας λοιπόν κα-λείται να συμπληρώσει τη γνώση τους με το πείραμα, το οποίο επινοεί για να κατανοήσει την ορθή λειτουργία των πραγμάτων. Γι' αυτό η μέθοδος της επα-γωγής θεωρήθηκε ορθότερη για την επεξεργασία των πραγματικών δεδομέ-νων.

Με την επαγωγική μέθοδο, η έρευνα πορεύεται σε γενικές προτάσεις (αξιώ-ματα) και με βάση αυτές πλέον εξηγεί τα φαινόμενα. Η επαγωγή, με το πέρασμα από το ειδικό στο γενικό, συγκροτεί γενικές μορφές, δηλαδή τΰπους, βάσει των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να αναλύει τη (ρύση, τον κόσμο αλλά και την ανθρώ-πινη ύπαρξη. Οι ψυχολογικές παραστάσεις του ανθρώπου, η βούληση, οι πολι-τικές σχέσεις, οι κοινωνικές δραστηριότητες μπορούν να εξηγηθούν μεθοδικά και έτσι να αποκαλυφθούν οι παράγοντες που τις διαμορφώνουν και τις μετα-βάλλουν.

Ο Βάκων εισάγει τη θεμελιακή άποψη ότι η γνώση του ανθρώπου, των πρά-ξεών του και της φύσης στηρίζεται στην ίδια αφετηριακή αρχή της κατασκευής των γενικών μορφών διαμέσου των μερικίόν. Αναμφίβολα ο Βάκων δεν ανακά-λυψε κανένα νόμο ούτε εισήγαγε καμιά θεωρία, αλλά κατανόησε το νόημα του επαγωγικού συλλογισμού και του έδωσε τέτοια διάσταση (όσιε να ελεγχθεί, να οργανωθεί και να γίνει αποτελεσματική η επιστημονική έρευνα σε όλα τα επί-πεδα.

1.1.8. Καρτέσιος

Τέλεια γνώση για τον Καρτέσιο (Descartes) είναι η μαθηματική γνώση. Τα Μα-θηματικά έχουν βασικές αρχές, τα αξιώματα, τα οποία χάρη στη σαφήνεια και στην ενάργειά τους επιβάλλονται στο νου. Τα αξιώματα θεμελιώνουν τη λογική του συλλογισμού γιατί δείχνουν πώς περνάμε από το ένα σημείο στο άλλο κατά τρόπο που είναι ολοφάνερος στο νου. Συνεπώς, η Φιλοσοίρία, αλλά και κάθε τέ-λεια γνώση που αφορά το σύμπαν, τη φύση, τον άνθρωπο πρέπει να διαμορφω-θεί με βάση τις επιταγές των Μαθηματικών.

Επιστημονική γνώση λοιπόν για τον Καρτέσιο δεν είναι η αυστηρή περιγρα-φή του γεγονότος, αλλά η γνώση τού γιατί κάτι είναι όπως είναι. Έτσι, η μέθοδος του διακρίνεται από μορφές. Πρώτον, την αναλυτική, όπου το γεγονός είναι δε-δομένο, αλλά ζητείται η αιτία της παραγωγής του. Δεύτερον, τη συνθετική, όπου η αιτία του γεγονότος είναι δεδομένη, και ζητείται το γιατί uqncnmai κατ' αυτό τον τρόπο. Επομένως, κάθε τέλεια γνώση πρέπει να βρει ή να επινοήσει υποθετικά την αρχική αιτία των πραγμάτων τα οποία μελετά για να μπορέσει να αποδείξει

22

Page 21: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τον τρόπο παραγωγής τους. Η Φιλοσοφία λοιπόν ως επιστημονική και τέλεια γνο')ση αναζητά την αξιωματική έννοια, την πρώτη αιτία και πρώτη αρχή της φύσης και των πραγμάτων, ώστε να καταδείξει πώς παρά-γονται τα πράγματα μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια έννοια για τον Καρτέσιο είναι ο Θεός και χρησιμεύει ως βάση για να εξηγήσουμε τον κόσμο.

Το βασικό περιεχόμενο του καρτεσια-νού ορθολογισμού συνίσταται λοιπόν στη συγκρότηση ενός συστήματος όπου όλες οι γνώσεις παράγονται λογικά από μια θεμε-λιωμένη αρχή, το λόγο. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της φράσης: «Cogito ergo sum». Δηλαδή μπορώ να αμφιβάλλω για όλα, για όσα μού μαθαίνουν οι αισθήσεις και η νόη-σή μου, για όσα με δίδαξαν οι άνθρωποι, για τα συμπεράσματα και τα αποφθέγματα των σοφών. Όμως για ένα πράγμα δεν μπο-ρώ να αμφιβάλλω: για το ότι συλλογίζομαι, για το ότι είμαι ένα ον που σκέφτεται και συλλαμβάνει αρχές, αιτίες, έννοιες για να ε-ξηγήσει τα πράγματα. Ο Καρτέσιος υιοθε-τεί έτσι μια αρχή, το cogito, και ερμηνεύει τη φυσική πραγματικότητα με ορθολογικό τρόπο, συστηματοποιώντας τον αναλυτικό στοχασμό, τον οποίο ο Γαλιλαίος α-νέδειξε ως το θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης επιστήμης.

iliHI'-i·:

Μεταξοτυπία του Μαλεβίτς. EiKovoYpaqjipi] για τις

Αρχές της Φιλοσοψίας του Καρτε'σιου.

1.1.9. Γαλιλαίος

Ο προσανατολισμός της σκέψης του Βάκωνος στην πρακτική εφαρμογή της γνώ-σης και στην άμεση τεχνική της χρησιμότητα τον εμπόδισε να αντιληφθεί το μέ-γεθος των θεωρητικών αξιών που έφερε στην επιφάνεια και τη σημασία τους για την επιστημονική έρευνα. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των Μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης. Την ανάδειξήτους αναλαμβάνει ο Γαλιλαίος (Galileo) θεμελιώνοντας τη Μηχανική, δηλαδή τη μαθηματική θεωρία της κίνησης. Η διά-

23

Page 22: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Γαλιλαίος

κρίση μεταξύ αντικειμενικής (επιστημονικής) πραγ-ματικότητας και αισθητής (κοινής πρόσληψης της) πραγματικότητας επιτρέπει στον Γαλιλαίο να προ-χωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Διακρίνει την αυστηρή παρατήρηση του πραγματικού και την α-πομόνίοση των απλών μορφών της φυσικής πραγ-ματικότητας από την κοινή αντίληψη, για να πε-ριορίσει τη σύγχυση και την προκατάληψη κατά τη διάρκεια της παρατήρησης.

Στη συνέχεια, αυτή η αντικειμενική πραγματι-κότητα πρέπει να κατανοηθεί με μαθηματικούς ό-ρους. Έτσι, εκεί όπου η επαγωγή του Βάκωνος α-ναζητούσε διά ιης αίσθησης τις μορφές των πραγ-

μάτων για να εξηγήσει τις σχέσεις τους, η αναλυτική μέθοδος του Γαλιλαίου κα-ταδεικνύει την απλούστατη ενέργεια της κίνησης και τη δυνατότητά της να προσ-διοριστεί με μαθηματικό τρόπο.

Με άλλα λόγια, η ανάλυση επισημαίνει και υποδεικνύει υποθετικά την πιο απλή μορφή κίνησης, με βάση την οποία μπορούν να εξηγηθούν όλες οι κινή-σεις, ακόμη και οι πιο σύνθετες. Η ανάλυση είναι η μεθοδική αφαιρετική ε-πέμβαση του στοχασμού για να αποκαλυφθεί και να μετρηθεί η απλούστερη απ' όλες τις κινήσεις. Στη συνέχεια, ο Γαλιλαίος, με τη συνθετική του μέθοδο, η οποία προϋποθέτει την αναλυτική, μπορεί πλέον να εξηγήσει τα αποτελέ-σματα αλληλεπιδράσεων της κίνησης σε εμπειρικό επίπεδο και να καταδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η επιστήμη είναι μια ορθολογική κατάκτηση των πραγ-μάτων, η οποία προχωρεί από τα ιραινόμενα στις αιτίες και από τις αιτίες στις επε-νέργειες τους.

Η επιστημονική γνώση είναι η γνώση που τεκμηριώνεται με αδιαμφισβήτη-τες αποδείξεις. Η επιστήμη βασίζεται στο θεωρητικό στοχασμό που προέρχεται από την άμεση πρόσληψη των πραγμάτων, είναι άρα απαλλαγμένος σε μεγάλο βαθμό από φανταστικές αντιλήψεις και υποκειμενικές γνώμες.

Αυτή η αντίληψη για την επιστήμη επέδρασε καθοριστικά σιη διαμόρφωση του περιεχομένου της ObVoooqn^, η οποία γίνεται πλέον η θεωρητική και ορ-θολογική κατανόηση των πραγμάτων με βάση την έννοια της κίνησης (Μηχανική). Η σύνδεση αυτή είχε ως συνέπεια το διαχωρισμό της Φιλοσοφίας από τη θεολο-γία.

24

Page 23: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1.1.10. Τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος

α. Η πρόοδος. Το νεότερο επιστημονικό πνεύμα διαμορφώνεται, όπως είδαμε, με το αίτημα να απελευθερωθεί από την αρχαιοελληνική και τη θεολογική πα-ράδοση. Η πρόοδος του επιστημονικού πνεύματος συντελείται με την απόρριψη της αυθεντίας και την απαίτηση του λόγου να ερευνά, να ανακαλύπτει και να κα-τανοεί τις αρχές και τους νόμους της φύσης. Επιστήμη δεν είναι η οριστική κα-τάκτηση της γνώσης, αλλά η χειραφέτηση από την αυθεντία και η εξασφάλιση των όρων και των μέσων της ερευνητικής διαδικασίας για την κατάκτηση της γνώσης.

β. Η έννοια της εμπειρίας. Η εμπειρική μέθοδος μετατοπίζει σταδιακά το κέντρο βάρους από την απλή παρατήρηση στο λογικό έλεγχο των φαινομένων. Η διαφορά μεταξύ του αρχαίου και του νέου επιστημονικού πνεύματος δεν ε-ντοπίζεται τόσο στην οργάνωση της εμπειρίας, όσο στην απαίτηση του νέου επι-στημονικού πνεύματος να προσλαμβάνει και να εξηγεί τα γεγονότα. Διερευνά υ-ποθετικά τα γεγονότα για να ερμηνεύσει τα φαινόμενα τα οποία παρατηρεί και τα επαληθεύει για να τα θέσει υπό τον έλεγχο του. Η επιστημονική υπόθεση έχει το χαρακτήρα μιας επαληθευτικής πρότασης, γι' αυτό διεκδικεί τον τίτλο της α-ντικειμενικότητας.

γ. Τα Μαθηματικά. Τα Μαθηματικά σηματοδοτούν την οριστική ρήξη του 17ου αιώνα με την παλαιά εποχή. Οι σχολαστικοί, συμφωνώντας με τον Αριστο-τέλη, διέκριναν τα Μαθηματικά, τα οποία αφορούσαν τις ιδέες, από τη Φυσική, που αφορούσε τα φυσικά πράγματα. Ο Γαλιλαίος διακήρυττε ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθηματικό τρόπο. Εννοούσε ότι μπορούμε να εξετά-σουμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα με βάση τις αρχές και τα αξιώματα της ευκλείδειας Γεωμετρίας, για να την αναλύσουμε και να ρυθμίσουμε τη λειτουρ-γία της. Έτσι, πραγματικότητα και αντικειμενικότητα παίρνουν νέες διαστάσεις.

δ. Η αιτιότητα. Η έννοια της αιτιότητας προσλαμβάνει νέο περιεχόμενο, για-τί επιχειρεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν μέσα στα φαινόμενα τα οποία παρατηρούμε, χωρίς να αναζητεί μια μεταφυσική αρχή, μια αρχή η οποία βρί-σκεται πέρα από τα φαινόμενα αυτά. Επίσης, μέσω της αιτιότητας, διακρίνεται η άμεση αντίληψη του συγκεκριμένου πράγματος από την αντικειμενική πρό-σληψή του και, έτσι, οργανώνονται οι νόμοι που το διέπουν.

25

Page 24: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ

1.2.1. Αρχαιότητα

Στην Αρχαιότητα, οι φιλόοοφοι, που ανέπτυξαν όπως είδαμε το στοχασμό για τη Φιλοσοφία, τη Φυσική και τα Μαθηματικά, έθεσαν και την προβληματική για τη συγκρότηση, την ανάπτυξη και την ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Ενώ όμως διέκριναν και ταξινομούσαν τη Φιλοσοφία σύμφωνα με την ανάπτυξη των επι-στημών, δε συνέβαινε το ίδιο με τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, διαιρούσε τη Φιλοσοφία σε ποιητική, θεωρητική και πρακτική. Η ποιητική ήταν εκείνη που πραγματευόταν το ωραίο στη φύση, στην τέχνη, στον τρό-πο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ανθρώπου. Η θεωρητική ήταν η επιστημο-νική έρευνα που ανέλυε την υπόσταση και την ουσία όλων των πραγμάτων. Δια-κρινόταν σε τρία μέρη, τα Μαθηματικά, τη Φυσική και την Πρώτη Φιλοσοφία, η οποία εξέταζε τις πρώτες αιτίες, δηλαδή τα αξιώματα των επιστημών - γι' αυ-τό ο σκοπός της δεν ήταν πρακτικός, αλλά, όπως τόνιζε ο Αριστοτέλης, θεωρητι-κός. Τέλος, η πρακτική αποσκοπούσε στο να εξετάσει τους κανόνες που οδηγούν τον άνθρωπο στη δέουσα και λογική ατομική και κοινωνική πράξη - δηλαδή στο να αναλύσει ηθικά τις ανθρώπινες πράξεις.

Εκείνο λοιπόν που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι δεν υπήρχε διάκριση των Κοινωνικών Επιστημών μεταξύ τους, αλλά ένας συνδυασμός κοινωνικών, πολιτι-κών και ηθικών θεωρήσεων για την ατομική και τη συλλογική ζωή. Οι Αρχαίοι διερευνούσαν τις αρχές με βάση τις οποίες συγκροτούνταν η κοινωνία, αλλά και τις αιτίες και τους όρους της αλλαγής της, για να εξηγηθεί ο σκοπός που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Ο Αριστοτέλης στα έργα του Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία και τα Ηθικά Νικομάχεια προβαίνει σε μια διεξοδική μελέτη της κοινωνικής πραγματι-κότητας για να καθορίσει τους πολιτειακούς παράγοντες (δημογραφική σύστα-ση της πολιτείας, κατανομή του πλούτου, κτλ.) που καθοδηγούν τον άνθρωπο-πολίτη στην ενάρετη και ευτυχισμένη ζωή. Η Φιλοσοφία, η οποία απέβλεπε στην πνευματική και στην ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου, καθόριζε το πώς θα έ-πρεπε να είναι η κοινωνία και η πολιτεία, για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Εί-τε πρόκειται για τον Πλάτωνα είτε για τον Αριστοτέλη ή για τον Επίκουρο, όλοι μελετούν την κοινωνία και αναζητούν με βάση τον ιδεώδη τύπο διακυβέρνησης, την καλύτερη συγκρότηση της μελλοντικής πολιτείας.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ο κοινωνικός στοχασμός, παρά την ανάπτυξη της Νομικής Επιστήμης, η οποία προσδιόριζε τις οικογενειακές, κληρονομικές και

26

Page 25: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

συναλλακτικές σχέσεις των ανθρώπων, δε διέφερε από εκείνον της αρχαιοελ-ληνικής εποχής. Χαρακτηριστικά, ο Πολύβιος, αν και επιχείρησε να ερμηνεύ-σει την αφετηρία και την άνθηση των πολιτισμών, καθώς και τα αίτια των αλ-λαγών και της παρακμής τους, δε βρήκε άμεση ανταπόκριση και οι αντιλήψεις του παρέμειναν ως γενικοί συλλογισμοί για την κοινωνία. Αντίθετα, η κυρίαρ-χη κοινωνική ανάλυση είναι, πάνω απ' όλα, μια ανάλυση ηθική. Ενάρετος άν-θρωπος είναι εκείνος που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του ως πολίτη. Η αρετή, μας λέει ο Κικέρωνας (Cicero), είναι η υπεύθυνη εφαρμο-γή της σοφίας στην πράξη. Και η πιο υψηλή εκδήλωσή της είναι η φρόνηση, η συνετή και δίκαιη άσκηση της διακυβέρνησης της πολιτείας. Ο ορθός, έλλογος και ενάρετος τύπος του υπεύθυνου κυβερνήτη πιστοποιεί την άριστη λειτουρ-γία της γνώσης. Πρόκειται για τη βαθιά γνώση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, που οδηγεί όλη την πολιτεία στον ενάρετο βίο, στο ύψιστο δηλαδή αγαθό. Με άλλα λόγια, από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι την εμφάνιση του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη αποτέλεσαν το εγχειρίδιο του τέλειου και ορθού κυβερνήτη.

1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες

Ο χριστιανισμός διακήρυξε προοδευτικές ιδέες, όπως ήταν η κοινή ανθρώπινη φύση, οι κοινές πνευματικές δυνατότητες, η αγάπη ως κοινός δεσμός που ενώνει το ανθρώπινο γένος σε μία και μόνη αδελφότητα. Παρ' όλα αυτά, περιόρισε και ανέστειλε την κοινωνική σκέψη ως επιστημονική γνο')ση. Ο λόγος είναι ότι αξίω-σε και όρισε τελικά την ψυχική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική έκφραση του ανθρώπου με βάση τις θεολογικές αρχές, ενώ ταυτόχρονα ο οργανωτικός σχη-ματισμός των ανθρώπων σε Εκκλησία προσδιόρισε την ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών για μια μεγάλη ιστορική περίοδο.

α. Καθολικισμός. Στη Δύση, για χίλια περίπου χρόνια, η Καθολική Εκκλησία υπήρξε θεματοφύλακας και διαχειριστής της γνώσης στο σύνολο της. Η Φιλο-σοφία υποτάχθηκε στη θεολογία, με συνέπεια να αφομοιώνει τους διάφορους τύ-πους γνώσης, και ιδιαίτερα τις γνώσεις που αφορούν την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση των ανθρώπων, στο δογματικό πλαίσιο της βιβλικής αποκάλυψης. Ο νόμος, στον οποίο βασίζεται η κοινωνική ζωή, είναι η συγκεκριμένη εκδοχή του θεϊκού λόγου. Το Δίκαιο είναι απόρροια του λόγου του Θεού και ως τέτοιο θα πρέ-πει να νοείται (Θεϊκό Δίκαιο). Και, όπως, κατά τον Αριστοτέλη, σκοπός της πολι-τείας είναι η πραγματοποίηση της αρετής, έτσι και, κατά το χριστιανισμό, η πο-λιτική αρετή είναι η κοσμική καλλιέργεια του ανθρώπου για την τελική σωτηρία

27

Page 26: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

του. Δηλαδή η πολιτεία πρέπει να αποτελεί προετοιμασία για να πορευτούμε, ό-πως έλεγε ο Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d' Aquino), στην κοινωνία του Θεοΰ. Το κράτος είναι υποταγμένο στην Εκκλησία όπως το μέσο στο σκοπό. Το κράτος προετοιμάζει την ουράνια κοινωνία την οποία πρεσβεύει η Εκκλησία.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα διάχυτης θρησκοληψίας, οι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη είχαν την τάση να πιστεύουν ότι η κοινή τους ζωή, σε οικογενειακό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, διέπεται από τον αδιαμφισβήτητο και αυστη-ρά ιεραρχικό, στην κοσμική έκφρασή του, λόγο του Θεού. Ο πάπας και ο χρι-στιανός μονάρχης εκφράζουν και ερμηνεύουν το λόγο του Θεού με νόμους, δια-τάγματα, κτλ. Η Καθολική Εκκλησία δίνει το μεταφυσικό έρεισμα που χρειάζε-ται η αυταρχική μοναρχία για να εδραιωθεί. Η ολοκληρωτική υποταγή και υπα-κοή στην ιεραρχία που συγκροτεί την κοινωνία είναι η βασική αξία η οποία υ-πόσχεται την αιώνια σωτηρία στη μεταθανάτια ζωή και ρυθμίζει την ψυχική, κοι-νωνική και πολιτική συμπεριφορά στην εγκόσμια ζωή. Το αλάθητο του ποντίφι-κα ελέγχει την ατομική και συλλογική ζωή των ανθρώπων. Ο προτεσταντισμός προξενεί το πρώτο ρήγμα σε αυτή την αντίληψη και ευνοεί την εκδήλωση της κριτικής σκέψης, προϋπόθεση απαραίτητη για να αναδειχθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες.

β. Προτεσταντισμός. Στον αντίποδα του καθολικισμού, οι προτεστάντες εκ-φράζουν την τάση για χειραφέτηση της κοινής γνώμης. Η αρχή της «διαμαρτυ-ρίας» είναι η άρνηση της υπακοής σε κάθε αυθεντία η οποία δεν ανταποκρίνε-ται στις πεποιθήσεις των ανθρώπων. Η αρχή αυτή δεν εκφράζει μόνο την άρνη-ση προς την αυθεντία της παπικής εξουσίας, αλλά αναδεικνύει και την ατομική συνείδηση ως θεμελιώδη αρχή, γεγονός που επιτρέπει την αμφισβήτηση κάθε μορφής αυθεντίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι Εκκλησίες που προήλθαν α-πό τη Μεταρρύθμιση είναι απαλλαγμένες από θρησκευτικό δογματισμό. Το γε-γονός όμως ότι αμφισβήτησαν και καταδίκασαν την παπική αυθαιρεσία έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία να υιοθετήσει ανάλογες μορφές δράσης απέναντι σε κάθε αυταρχική μορφή, πολιτική και κοινωνική.

Η μεταρρυθμιστική πίστη αποδέχεται ως καταστατική αρχή την ελευθερία της ατομικής συνείδησης. Η διαφορετικότητα δε συνιστά πλέον σκάνδαλο και η ιδιαιτερότητα, την οποία η απολυταρχική αντίληψη της κοινωνίας εκλάμβανε ως απόκλιση ή λάθος, τώρα πλέον στηρίζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφο-ρά. Αναδεικνύοντας λοιπόν ο προτεσταντισμός την αυτεξούσια ανθρώπινη γνώ-μη και δράση, θέτει σε κίνηση το βασικό μοχλό για να αναπτυχθούν οι Κοινωνι-κές Επιστήμες.

28

Page 27: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες

Η δίκη του Γαλιλαίου φέρνει στην επιφάνεια μια θεμελιώδη όψη της επιστημο-νικής επανάστασης: πρόκειται για μια διαμάχη αυθεντιών. Η επιστημονική αυ-θεντία εναντιώνεται στην αυθεντία του θεοκρατικού λόγου, γιατί αποκαλύπτει τους νόμους της φύσης, θέτοντας έτσι τις βάσεις ενός νέου λόγου. Η επιστήμη εί-ναι η θετική ανάλυση της πραγματικότητας και ανοίγει το δρόμο για μια ελεύ-θερη και αυτόνομη έρευνα, της οποίας το έργο είναι η σύλληψη και η ανάλυση των πραγμάτων. Η έλευση του νεότερου κόσμου συνοδεύεται λοιπόν αναγκαστι-κά από την εξασθένιση της πίστης, αφού η αλήθεια μετατοπίζεται από τον Θεό στον άνθρωπο. Το νέο πρότυπο του ανθρώπου, ο οποίος σκέφτεται και ενεργεί αποκαλύπτοντας ο ίδιος την πραγματικότητα, αντικαθιστά το υπάκουο και υπο-τακτικό άτομο της θεολογικής αντίληψης.

Η επιστήμη δεν εγγυάται μόνο την ορθή εξήγηση των νόμων της φύσης, αλ-λά και τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι μπορεί να ορίσει τις σχέσεις με τον εαυτό του και τους άλλους ορθολογικά. Ενισχύεται η πεποίθηση ότι μπορεί να αρθρωθεί ένας συγκροτημένος επιστημονικός λόγος για τα πράγ-ματα, την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική.

Το πρότυπο του ανήσυχου ανθρώπου το οποίο είχε εισαγάγει η Αναγέννηση οδήγησε σε άνθηση τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η Φιλολογία, η Γεωγραφία, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία, η Νομική, μελετούσαν καθεμιά expo τη σκοπιά της την ανθρώπινη πραγματικότητα και προέκριναν τις ανάλογες λύσεις, οι οποίες όμως δε στηρίζονταν σε μια, με σημερινούς όρους, διεπιστημονική προσέγγιση και κοινή επιστημολογική βάση.

Όμως η νέα επιστήμη, όπως διαμορφώθηκε από τον Γαλιλαίο, προσε^ερε το γενικό μεθοδολογικό σχήμα ανάλυσης και σύνθεσης για την οργάνωση της γνώ-σης, δηλαδή προσέφερε την κοινή επιστημολογική αρχή για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες της εποχής υιοθετούν κανόνες παρατήρησης, ανάλυσης και επεξεργασίας όλων των κοινωνικών φαινομένων πα-ρόμοιους με εκείνους των Φυσικών και Πειραματικών Επιστημών. Οι Κοινωνι-κές Επιστήμες, που ως τότε αποτελούσαν μέσα που χρησιμοποιούνταν για φιλο-σοφικούς και θεολογικούς σκοπούς, τώρα γίνονται αυθυπόστατες και αποκτούν τη δυνατότητα να οργανώσουν τη μεθοδολογία τους όπως και οι Θετικές Επι-στήμες. Επαγωγή, παραγωγή, ανάλυση, σύνθεση, ελεγχόμενη παρατήρηση και α-ξιωματικές γενικεύσεις χαρακτηρίζουν τις Κοινωνικές Επιστήμες από τότε ως τις μέρες μας. Την τάση αυτή τον 16ο αιώνα την εξέφρασε κυρίως η Πολιτική Επι-στήμη, η οποία πραγματεύτηκε ορθολογικά την έννοια, τη συγκρότηση και το ρό-

29

Page 28: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

λο του κράτους, για να αντιμετωπιστούν έλλογα τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της κοινωνίας.

1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα

Το καθεστώς της απολυταρχίας ουνέχιοε την παράδοση της θεοκρατικής ανιί-ληψης, η οποία αξιοποιείται για τη θεμελίωση της ισχύος της μοναρχίας, για τη νομιμοποίηση του κράτους και για το δικαίωμα της απολυταρχικής εξουσίας να καθορίζει όλη τη ζωή των υπηκόων. Σε αυτή την εποχή, κατά την οποία οι ιδέες έχουν ζωή και μάλιστα καταδιώκονται, διατυπώνονται οι θεωρίες των ουτοπι-στών φιλοσόφων και του Μακιαβέλι.

α. Ουτοπιστές: Ρογήρος Βάκων, Τόμας Μουρ, Τομάζο Καμπανέλα Η κοινωνική σκέψη των ουτοπιστών χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική άρ-νηση της ιδιοκτησίας, με την ιδέα ότι αποτελεί την πρώτη αιτία της φτώχειας, της αθλιότητας και της δυστυχίας των ανθρώπων. Προτείνεται η ιδεατή πολιτική και κοινωνική οργάνωση της πολιτείας, για να αποκτήσει καθένας τις υλικές και τις πνευματικές προϋποθέσεις για μια ευχάριστη και ήρεμη ζωή. Πρόκειται για αρ-χές που δεν ισχύουν αποκλειστικά σε μια ορισμένη πολιτεία. Ο όρος «ουτοπική πολιτεία», εξάλλου, αναφέρεται σε αυτή που υπάρχει σε έναν ου-τόπο. Το κρά-τος, στη θεωρία αυτή, εξασφαλίζει την εργασία των πολιτών, ορίζει και θεσπίζει την απονομή της δικαιοσύνης, για να τους προστατεύει από την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αναλαμβάνει την παιδεία τους και διασφαλίζει τον ελεύθερο χρόνο τους για μια τερπνή ατο-μική και κοινωνική ζωή.

Η σκέψη των ουτοπιστών είναι λοιπόν ένας κριτικός λόγος. Η ουτοπική πο-λιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα το οποίο, στην πραγματικότητα, κα-ταγγέλλει τις κοινωνικές και τις πολιτικές ανισότητες στην Ευρώπη, τεκμηριώ-νοντας ταυτόχρονα την ικανότητα του λόγου να διευθετήσει ορθολογικά τη ζωή των ανθρώπων. Το κράτος ως έκφραση του λόγου διευθετεί τις σχέσεις των αν-θρώπων με βάση την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, εξασφαλίζο-ντας ταυτόχρονα με ορθολογικό τρόπο τις ελευθερίες τους. Με άλλα λόγια, α-ναδεικνύεται η έννοια του «ατομισμού» και του «κρατισμού», που θα παίξουν αργότερα σπουδαίο ρόλο για τη μεθοδική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστή-μες.

30

Page 29: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Μακιαβέλι

β. Νικολό Μακιαβέλλι Βασιζόμενος στην παρατήρηση και στην περι-γραφή της Ιταλίας, ο Μακιαβέλλι (Ν. Machiavel-li) ορίζει επίσης την ορθολογική συγκρότηση του κράτους. Όμως , σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό των ουτοπιστών, ο Μακιαβέλλι αναλύει τους λό-γους για την επιτυχία της πολιτικής, ώστε το κρά-τος να διατηρηθεί και να εγγυηθεί την ασφάλεια, την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών. Αυτή η περιγραφή της πολιτικής και της κοινωνικής πραγματικότητας πλησιάζει αρκετά τις απαιτή-σεις μιας αντικειμενικής Πολιτικής Επιστήμης, διότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον άνθρωπο και την εξουσία όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Με βάση τις ψυχολογικές παρατηρήσεις για την οκνηρία, την αυθάδεια, την έπαρση, τη δειλία, την αμέλεια που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Μακιαβέλλι καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ισχυρής εξουσίας για την ύπαρξη του κράτους.

Ο συλλογισμός είναι απλός και ορίζει την πολιτική με όρους από τις Φυσικές Επιστήμες και όχι από την ηθική: οι αδύναμοι είναι αναγκαίο να υπακούουν στους δυνατούς- επομένως η πολιτική είναι συσχετισμός δυνάμεων που πρέπει να εξισορροπούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πολιτικός ρεαλισμός ακυρώνει κάθε ηθική αξία, αλλά ό-τι η Πολιτική Επιστήμη εκκινεί με αφετηρία την πραγματικότητα, ενώ η ηθική είναι δεοντολογική και κινείται με γνώμονα το πώς θα πρέπει να είναι τα πράγ-ματα και οι συμπεριφορές.

Η συγκρότηση του κράτους, η ανάλυση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής, η διακυβέρνησή του, η οργάνωση του στρατού και της δικαιοσύνης για τη διατήρηση του είναι βασικές παράμετροι της πολιτικής και η προοέγγισή τους γίνεται από τον Μακιαβέλλι με τους θετικούς και ρεαλιστικούς όρους της αντι-κειμενικότητας. Κατ' αυτή την έννοια, ο λόγος του Μακιαβέλλι είναι καθοριστι-κής σημασίας, γιατί επισημαίνει την αναγκαιότητα τεκμηριωμένων γνώσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής.

Ο Μακιαβέλλι περνά από τη γνώση των ιδιαίτερων κοινωνικών φαινομένων στη συνολική ορθολογική διακυβέρνηση της κοινωνίας. Η Πολιτική Επιστήμη είναι ένας τρόπος στοχασμού που εκφράζει την επιθυμία πρόβλεψης των κοινωνικών γεγονότων. Εδώ λοιπόν εντοπίζονται τα πρώτα σπέρματα μιας αντίληψης περί

31

Page 30: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

«κοινωνικής Μηχανικής» και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, του ο-ποίου η ιδέα θα αποτελέσει ως τον 19ο αιώνα την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών.

Ανακεφαλαίωση

Οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν αναπτύχθηκαν μέσα σε επιστημονικό κενό, αλλά στηρίχτηκαν στην έννοια της επιστήμης, και ιδιαίτερα στην έννοια των Φυσικών Επιστημών. Βέβαια, η ανθρωπότητα δε μελετούσε πάντα τη φύση με τον ίδιο επιστημονικό τρόπο. Παρ' όλη τη μεθοδική, συστημα-τική και ορθολογική προσπάθειά τους, οι Αρχαίοι, για πολλούς λόγους -και κυρίως λόγω της ανεπάρκειας των μέσων παρατήρησης- έδιναν πά-ντα μια επιστημονική εξήγηση βασισμένη σε οντολογικές και μεταq>υσι-κές αρχές. Τον Μεσαίωνα, οι αρχές αυτές ταυτίστηκαν με τον Θεό ως πρώτη και καθολική αιτία για τη δημιουργία και την εξήγηση της φύσης. Τα νεότερα χρόνια, καθώς τα μέσα παρατήρησης εξελίσσονται και γίνο-νται όλο και πιο αξιόπιστα, η επιστήμη, με πρωτεργάτη τον Γαλιλαίο, ε-πιδιώκει το λογικό έλεγχο των φαινομένων και τη μαθηματική τους έκ-φραση, και επιχειρεί να εξηγήσει τις σχέσεις και τις αιτίες των πραγμά-το>ν πέρα από μυθικές, θεολογικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις. Επιστήμη σημαίνει o a q ^ και αποδεδειγμένη γνώση των πραγμάτων.

Οι Φυσικές Επιστήμες επηρέασαν την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επι-στημών, γιατί μετέβαλαν τον τρόπο σκέψης για την ανάλυση των κοινωνι-κών φαινομένων και προβλημάτων. Η μελέτη πλέον της κοινωνικής πραγ-ματικότητας αρχίζει να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και σε λογικές αναλύσεις και όχι σε θεολογικές και μεταφυσικές αντιλήψεις. Οι Κοινωνι-κές Επιστήμες προϋποθέτουν, όπως και οι Φυσικές, την ανάλυση της πραγ-ματικότητας, που τους διασφαλίζει μια διάσταση αντικειμενικότητας, ώστε

% να μπορέσουν να αναπτυχθούν.

Βασικοί όροι

ιδέα, αίσθηση, αληθοφανής γνώμη, αφαίρεση, γενικό, μερικό, επαγωγή, παρα-γωγή, συγκριτική μελέτη, ανάλυση, σύνθεση, μηχανική θεωρία, αιτιότητα, ουτο-πία, πολιτικός ρεαλισμός.

32

Page 31: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ερωτήσεις

1. Πώς αντιλαμβάνεται ο Πλάτων τη συγκρότηση του κόσμου και εξηγεί επι-στημονικά την κίνηση του;

2. Τι είναι επαγωγή και παραγωγή, κατά τον Αριστοτέλη; 3. Ποιες οι διαφορές της επιστήμης ως τέλειας γνώσης και της επιστήμης ως έ-

ρευνας; 4. Ποια η έννοια της μεθόδου στον Βάκωνα; 5. Περιγράψτε τα βασικά χαρακτηριστικά του θετικισμού. 6. Ποια είναι η συμβολή του Γαλιλαίου στη διαμόρφωση της επιστημονικής

γνώσης; 7. Ποια είναι τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος; 8. Πώς εκφράζεται η κοινωνική σκέψη στην Αρχαιότητα; 9. Ποιες είναι οι διαφορές καθολικισμού και προτεσταντισμού και οι σχέσεις τους

με τις Κοινωνικές Επιστήμες; 10. Πώς συνέβαλε η έννοια της νεότερης επιστήμης στην ανάπτυξη των Κοινω-

νικών Επιστημών; 11. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ουτοπικής σκέψης για την οργάνω-

ση της κοινωνικής ζωής; 12. Πώς αντιλαμβάνεται ο Μακιαβέλλι την κοινωνική πραγματικότητα και ποια

η σημασία της για τις Κοινωνικές Επιστήμες;

Βιβλιογραφία

Η. Butterfield, Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300-1800), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθή-να 1983.

Α. F. Chalmers, Τι Είναι Αντό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρή-της, Ηράκλειο 1994.

R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976. Β. Κάλφα, Πλάτανος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995. Α. Κοϋρέ, Από το Κλειστό στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989. Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και Κρατική Σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997.

33

Page 32: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Βιογραφικά στοιχεία

* Αυρήλιος Αυγουστίνος (354-430) Σπούδασε νομικά στην Καρχηδόνα και προ-σχώρησε στον Χριστιανισμό υπό την επίδραση του επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρό-σιου. Αρχικά ως ιεροκήρυκας και αργότερα ως επίσκοπος Ιππώνος (391) εργά-στηκε για την ενότητα της Εκκλησίας και της χρκπτανικής διδασκαλίας. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι Οι Εξομολογήσεις και Η Πολιτεία τον Θεού.

*Αβερρόης (1126-1158). Γεννήθηκε στην Κόρντοβα και ήταν για κάποιο διά-στημα προσωπικός δικαστής και γιατρός του χαλίβη. Πέθανε εξόριστος στο Μα-ρόκο. Ασχολήθηκε με την παράφραση και τη σύνταξη υπομνημάτων για τα έρ-γα του Αριστοτέλη.

*Θωμάς Ακινάχης (1225-1274) Γεννήθηκε στην Κάτω Ιταλία και φοίτησε στα Πανεπιστήμια της Νεάπολης, της Κολωνίας και του Παρισιού. Κατόπιν δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Ρώμης και της Μπολόνια. Τα κύρια έργα του, Summa The-ologia και Summa contra Gentiles επηρεασμένα από τον Αριστοτέλη, διακρίνονται για τη σαφήνειά τους.

*Αβικένας (980-1037) Το βιβλίο του ο Κανόνας ήταν βασικό σύγγραμμα της μεσαιωνικής ιατρικής οε Ανατολή και Δύση. Τα συγγράμματά του επέδρασαν σημαντικά σιην ανάπτυξη του προβληματισμού για τη Λογική και τη Μεταφυσι-κή. Η διδασκαλία του πλησιάζει πολύ τη σκέψη του Αριστοτέλη.

*Κοπέρνικος (1473-1543) Πολωνός ασιρονόμος και μοναχός που εισήγαγε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Απέδειξε με παρατηρήσεις και αυτο-σχέδια όργανα ότι η Γη είναι πλανήτης και περιστρέφεται τόσο γύρω από τον Ή -λιο όσο και από τον άξονά της.

*Κέπλερ (1571-1630) Γερμανός αστρονόμος, μαθηματικός και εφευρέτης του τηλεσκοπίου. Διατύπωσε τους νόμους που εξηγούν τις κινήσεις για τις τροχιές των πλανητών.

*Νεΰχωνας (1643-1727) Αγγλος φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Ξε-κινώντας από τους νόμους του Κέπλερ, ανακάλυψε τους νόμους της βαρύτητας, διατύπωσε τις βασικές της εξισώσεις και περιέγραψε τους νόμους της μηχανι-κής.

34

Page 33: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

*Παράκελσος (1493-1541) Ελβετός γιατρός και φιλόσοφος. Πίστευε ότι η δου-λειά του γιατρού είναι να βοηθήσει τον άρρωστο να ξαναβρεί τις εξασθενημένες δυνάμεις του. Ο Παράκελσος γι' αυτό το λόγο εισήγαγε τη χρήση των φαρμάκων στην ιατρική.

*Βάκων (1561-1626) Άγγλος φιλόσοφος και καγγελάριος από τους θεμελιωτές της νεότερης φιλοσοφίας και του εμπειρισμού.

*Ρενέ Νχεκάρτ (1596-1650) Γάλλος φιλόσοφος που εισήγαγε την έννοια της μεθοδικής αμφιβολίας και έγινε έτσι ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Η μα-θηματική του σκέψη θεωρείται πρόδρομος της αναλυτικής γεωμετρίας.

*Γαλιλαίος (1564-1642) Ιταλός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Ει-σήγαγε την πειραματική μέθοδο και θεμελίωσε τη σύγχρονη φυσική. Επιβεβαί-ωσε τη θεωρία του Κοπέρνικου, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Εκτος α-πό το Νόμο της Πτώσης, ανακάλυψε το Νόμο του Εκκρεμούς και το Νόμο της Αδράνειας. Με το τηλεσκόπιο του ανακάλυψε τους δορυφόρους του Δία και τους δακτύλιους του Κρόνου.

*Τόμας Μουρ (1478-1535) Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Έφτασε στα α-νώτατα κρατικά αξιώματα αλλά εκτελέστηκε από τον Ερρίκο τον 8ο επειδή δεν συναίνεσε σε ζητήματα διαδοχής. Το έργο του Ουτοπία εκφράζει ένα κοινωνικό όραμα, σοσιαλιστικής αντίληψης.

*Τομάζιο Καμπανέλα (1568-1639) Ιταλός μοναχός, φιλόσοφος και ποιητής. Το έργο του Η Πολιτεία του Ήλιου περιγράφει μια ιδεατή θεολογική Πολιτεία, θεμελιωμένη στη ζωή της κοινότητας.

*Νικολό Μακιαβέλλι (1469-1527) Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος και διπλωμά-της. Από τους θεμελιωτές της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης. Τα βασικά του έργα είναι ο Ηγεμόνας και οι Αόγοι, όπου αναλύει τη συγκρότηση, την οργάνω-ση και την ανάπτυξη της κρατικής υπόστασης, με ρεαλιστικούς όρους.

35

Page 34: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

2 . Δ Η Μ Ι Ο Υ Ρ Γ Ι Α ΚΑΙ Δ Ι Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η Τ Ω Ν Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ω Ν Εισαγωγή: Ο 17σς αιώνας, που ε-ντάσσεται στις απαρχές της αστι-κής σκέψης, θεωρείται η εποχή κατά την οποία ένας αστερισμός πολύ μεγάλων διανοητών κάνει την εμφάνισή του. Αναδύονται ό-μως οι ιδέες όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία; Στο κεφάλαιο αυ-τό, πρώτον, θα προσανατολι-στούμε στις ιστορικές και κοινω-νικές εξελίξεις που προσδιόρισαν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην αστική εποχή και, δεύτερον, θα επιχειρήσουμε να συνδέσου-με τις εξελίξεις αυτές με το νέο τύπο γνώσης που εμφανίζεται.

Ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στη συνείδηση των ανθρώπων ο κόσμος ήταν χωρι-σμένος στην ουράνια και στη γή-ινη σφαίρα, από την εποχή της ΒΟΝΑν-Γ'/ΙΙΛ. Ct ARJtAJiAMI E4.7.tv:*

Αναγέννησης και των μεγάλων ανακαλύψεων αρχίζει η πορεία ενοποίησής του. Ο κόσμος πλέον γίνεται ένας, η πραγματικότητα μία, εκείνη των γεγονότων, τα οποία μπορούν να μετρηθούν, να υπολογιστούν, να μελετηθούν. Είναι ο εμπειρικός κόσμος των φαινομένων της κοινωνίας, της οικονομίας, της πολιτικής. Σε αυτή την ενο-ποίηση του κόσμου και του ειδώλου του συνέβαλε η επικράτηση ενός μεθοδολογι-κού προτύπου, το οποίο προσέφεραν τα Μαθηματικά, με τα οποία εξετάζονται τό-σο τα φυσικά όσο και τα κοινωνικά φαινόμενα.

M A T E

GAL1LAI ssrutissiM

irattLS

ceriUNuvi Au uti* Treboc

37

Page 35: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διδακτικοί στόχοι: Στο κεφά-λαιο αυτό θα μάθουμε πως ή-ταν διαμορφωμένη η ζωή κα-τά την εποχή του Μεσαίωνα και πώς ήδη από την εποχή ε-κείνη προετοιμάζεται η μετά-βαση στην αστική κοινωνία.

Θα εξετάσουμε ποιο ρό-λο διαδραμάτισαν οι ανακα-λύψεις στην αλλαγή της πο-λιτικής και της οικονομικής γεωγραφίας της Ευρώπης.

Θα συζητήσουμε γιατί οι αλλαγές που επέφεραν οι α-

νακαλύψεις δεν οδήγησαν αυτομάτως στη Βιομηχανική Επανάσταση. Θα εντοπίσουμε ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ευνόησαν την εμφάνι-

ση νέων επιστημονικών αντικειμένων. Θα αναζητήσουμε πού οφείλει την ενότητά της η επιστημονική σκέψη στις α-

παρχές της αστικής εποχής. Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς ήταν διαμορφωμένη η κοινωνική και η οι-

κονομική ζωή κατά τον Μεσαίωνα; Πότε και πώς στην παγκόσμια οικονομία αναδεικνύεται η υπεροχή της Ευρώπης; Πώς η μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου κατά την εποχή των ανακαλύψεων δεν

οδήγησε αυτομάτως σε ευημερία αλλά προκάλεσε οικονομικές κρίσεις; Πώς η οικονομική κρίση συνδέεται με την εμφάνιση νέας γνώσης και με με-

ταβολές στην οργάνωση της εργασίας; Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και στην πολιτική και οικονομική ε-

ξουσία; Γιατί η Εγκυκλοπαίδεια των Γάλλων διαφωτιστών ήταν μια σημαντική πολιτική

κίνηση;

2.1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Στην πρώτη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, θα συζητήσουμε ορισμένους βασι-κούς όρους οι οποίοι αφορούν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στη Βιομηχα-

38

Page 36: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

νική Επανάσταση. Θα αναρωτηθούμε γιατί οι ποσοτικές μεταβολές τις οποίες επέφεραν στην οικονομία οι Ανακαλύψεις δεν αρκούσαν για μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Θα εξετάσουμε ποιο ρόλο έπαιξε η οργάνωση της ζωής στις πόλεις, η αναδιοργάνωση του θεσμού του κράτους, η νομοθεσία και η νέα οργά-νωση της εργασίας για την αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων και για τις νέες κατευθύνσεις στην επιστήμη.

2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα

Κατανάλωναν οι άνθρωποι κατά τον Μεσαίωνα όπως εμείς; «Το χρήμα υπάρχει για να το ξοδεύουμε», όπο)ς έγραφε ο Θ(ομάς Ακινάτης,

(Tommaso d' Aquino), θέλοντας να υπογραμμίσει ότι το χρήμα είναι απλώς ένα μέ-σο. Το χρήμα όμως, τότε, τον 13ο αιώνα, άρχισε να παίζει ρόλο στην κοινωνική ζωή. Η ζωή κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν κατά τέτοιο τρόπο οργανωμένη, ώστε το χρήμα δεν ήταν αναγκαίο. Ό σ α κατανάλωναν οι άνθρωποι τόσα και παρήγαν.

Κατά τον Μεσαίωνα, η κοινωνική δομή συνήθως δίνεται με το σχήμα μιας με-γάλης και συμπαγούς πυραμίδας, η οποία συνέδεε τον Θεό με τα δημιουργήμα-τά του. Στο ενδιάμεσο καθένας είχε μια σιαθερή θέση, ο βασιλιάς ή ο αυτοκρά-τορας (στη Γερμανία), ο φεουδάρχης, ο δουλοπάροικος. Πρόκειται βέβαια για έ-να ιδεατό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η θέση καθενός συνδεόταν με τη θέση των άλλων και ήταν αναγκαία για τη συνοχή του συνόλου. Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν και τόσο αρμονική ούτε και ομοιόμορφη.

Οι κάτοικοι της Δύσης, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην πλειονότητά τους ζουν σε μια αγροτική κοινωνία, τεμαχισμένη σε φέουδα. Στο πλαίσιο των (ρεουδαρχικών σχέσεων, η κυρίαρχη δύναμη του φεουδάρχη, στον οποίο ανήκει η γη του φέουδου, υποστηρίζεται από το στρατό του και από την πίστη στην ιεραρχία. Υπό το μεγαλογαιοκτήμονα, το φεουδάρχη, συγκεντρο')νε-ται και οργανώνεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που απασχολείται κυρίως με την καλλιέργεια της γης.

Οι αγρότες ήταν δουλοπάροικοι και εργάζονταν στο φέουδο με αντάλλαγμα την τροφή, την ασφάλεια, τη συντήρησή τους. Οι ίδιοι και οι απόγονοι τους θα έπρεπε να μείνουν στην ίδια θέση για πάντα και χωρίς δικαίωμα μετακίνησης.

Η πλέον οργανωμένη δύναμη, η μεγαλύτερη ισχύς και ο περισσότερος πλού-τος ανήκαν στην Εκκλησία. Η παπική εξουσία συμβολιζόταν με τον ήλιο, ο οποίος έπρεπε να δίνει ζωή και ενότητα σε εκείνο τον κόσμο, ενώ από την άλλη μεριά οι αυτοκράτορες ή οι βασιλείς είχαν ως σύμβολο τη σελήνη. Οι τελευταίοι δε θα έ-πρεπε παρά να αντανακλούν τον ήλιο της παπικής εξουσίας. Τούτο όμως δεν έ-

39

Page 37: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

γινε δεκτό από την κοσμική εξουσία και από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα ξέ-σπασαν μεγάλες διαμάχες.

Παράλληλα με την κοσμική Εκκλησία, υπήρχε η μοναστηριακή τάξη. Τα μο-ναστήρια ευδοκιμούσαν χάρη στην αυτονομία και στην ιεραρχημένη τάξη. Η οργάνωσή τους ήταν ανάλογη με την κοινωνική οργάνωση του εξωτερικού κόσμου. Δεν έλειπαν όμως και εδώ οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι αιρέσεις, που συ-νοπτικά και παραστατικά απεικονίστηκαν στη μορφή του Σατανά.

«Είμαστε άνθρωποι φτιαγμένοι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού· κι ό-μως, μας χρησιμοποιούν σαν να ήμασταν άγρια ζώα», διαμαρτύρονταν οι επα-ναστατημένοι αγρότες στην Αγγλία του 1381 (Ε. Weber, A Modern History of Eu-rope, I, i). Κάποιοι από τους δουλοπάροικους οι οποίοι δεν άντεχαν τη στερημέ-νη ζωή στο φέουδο και τις προσβολές του φεουδάρχη κατέφευγαν στις πόλεις, ό-μως κι εκεί η ζωή δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο τη φαντάζονταν.

Το ποσοστό των Ευρωπαίων που ζούσε σε πόλεις κατά τον 1 Ιο αιώνα δεν ή-ταν πάνω από το 5%. Τρεις αιώνες αργότερα αυτή η αναλογία τετραπλασιάστη-κε. Τον 12ο αιώνα στο Λονδίνο ζούσαν 20.000 άνθρωποι. Στη Βενετία, στη Φλω-ρεντία, στη Γένουα έμεναν 50-100.000 άνθρωποι. Το Μιλάνο, η μεγαλύτερη πό-λη, αριθμούσε 200.000 κατοίκους.

Η ζωή στις μεσαιωνικές πόλεις είναι διαφορετική από τη ζωή οτο φέουδο, αλ-λά παρουσιάζει και πολλές αναλογίες με αυτό. Αντίστοιχα προς τη φεουδαρχική γαιοκτησία εμφανίζεται η συντεχνιακή ιδιοκτησία. Οι συντεχνίες ήταν κλειστές επαγγελματικές ομάδες, το επάγγελμα ήταν κληρονομικό, όπως και τα εργαλεία, ενώ η πελατεία ήταν σταθερή. Επικρατούσε η ιεραρχία ανάμεσα στους πρωτο-μάστορες και στους μαθητευόμενους, ενώ απουσίαζε ο καταμερισμός της εργα-σίας. Κάθε εργάτης έπρεπε να είναι σε θέση να κατασκευάζει οτιδήποτε χρεια-ζόταν στη συντεχνία. Ο μάστορας έπρεπε να κατέχει όλη την τέχνη του επαγγέλ-ματος του. Παρατηρείται όμως μια κλιμάκωση και στις συντεχνίες. Στη Φλωρε-ντία, για παράδειγμα, σε υψηλότερη στάθμη τοποθετούνταν οι συντεχνίες των ε-πιχειρηματιών, όπως έμποροι, χρηματιστές, κοσμηματοπώλες, και σε χαμηλότερη οι κρεοπώλες, οι αρτοποιοί, οι υφαντές, κτλ.

Υπήρχε και ένα πλήθος περιστασιακών εργατών, των οποίων η εργασία δεν απαιτούσε μαθητεία, δεν ήταν επομένως συντεχνιακού τύπου, και ζούσαν σαν με-ροκαματιάρηδες. Πολλοί ήταν πρώην δουλοπάροικοι· οι άνθρωποι αυτοί απο-τέλεσαν τον όχλο. Ενώ τα μέλη των συντεχνιών είχαν οργανωμένη ζωή και συ-γκεκριμένα συμφέροντα, ο όχλος δεν ακολουθούσε μια πειθαρχημένη ζωή και με-τείχε σε διάφορες εξεγέρσεις, οι οποίες όμως σπάνια οδήγησαν σε κάποιο απο-τέλεσμα, δηλαδή σε κάποια κοινωνική αλλαγή.

40

Page 38: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ενώ η ζωή στην ύπαιθρο ήταν απομονωμένη, στις πόλεις αρχίζει να εμφανίζε-ται εκείνη η κίνηση η οποία θα συνεχιστεί στις επόμενες ιστορικές-κοινωνικές πε-ριόδους. Οι πόλεις του Μεσαίωνα αυτοδιοικούνταν, υπήρχε ένα σύστημα διοίκη-σης και φορολογίας. Αρχίζει να οργανώνεται ένας νέος τύπος ζωής, εισάγεται το ωράριο, ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και εμφανίζεται η κοινωνία της αγοράς, δηλαδή ρυθμίζεται το κόστος της εργασίας, των πρώτων υλών, των προϊόντων.

2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις

Η Αναγέννηση είναι μια μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στη βιομηχανι-κή εποχή, διαρκεί από τα τέλη του 14ου μέχρι και τον 16ο αιώνα. Σε γενικές γραμμές, συνδέεται με την ανάπτυξη των πόλεων και την εμφάνιση των προπων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της σύγχρονης αστικής τάξης. Πρόκειται για την

41

Page 39: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

εποχή η οποία προετοιμάζει την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και τον Διαφωτισμό.

Η Αναγέννηση (Renaissance) δεν έχει θεωρηθεί απλή ανανέωση (renovatio), αλλά μια μεγάλη τομή στην καλλιτεχνική, πολιτιστική, κοινωνική, πολιτική και εν γένει στην ιστορική ζωή. Το αναγεννησιακό πνεύμα προβάλλει την ατομικό-τητα, τη σωματικότητα, την κίνηση, όπως παραδειγματικά εκφράστηκαν στην τέχνη. Ο ζωγράφος, όπως γράφει ο Αλμπέρτι, «θα πρέπει να οικειώνεται όλες τις μορφές της γνώσης που σχετίζονται με την τέχνη του, και ιδιαίτερα την Ιστο-ρία, την ποίηση και τα Μαθηματικά». Με άλλα λόγια, η Αναγέννηση εκφράζε-ται στο πρότυπο του homo universalis, και στην ενότητα επιστήμης και τέχνης. Πρόκειται βέβαια για την έκφραση του ιδεώδους προτύπου της εποχής, το ο-ποίο τροφοδότησε την εξιδανικευμένη εικόνα της Αναγέννησης. Η αντίληψη αυτή βασίζεται στο ότι οι μεγαλύτεροι δημιουργοί της Αναγέννησης είναι στο-χαστές και μαθηματικοί, εφευρέτες, αρχιτέκτονες και μηχανικοί, όπως πρωτο-ποριακά εκφράζει το παράδειγμα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι (L. da Vinci). Η Αναγέννηση είναι η εποχή της ανακάλυψης νέων τρόπων έκφρασης αλλά και πα-ραγωγής.

Συνοπτικά, όπως εκφράζεται και στην τέχνη, σημειώνεται η προοδευτική με-τακίνηση από τη θεοκρατία στον ανθρωποκεντρισμό, η μεταφορά της κοινωνι-κής δύναμης από τους ευγενείς και τον κλήρο στη νέα τάξη των αστών, τους ε-μπόρους και τους βιοτέχνες.

Στο θρησκευτικό τομέα, όπως διαβάζουμε στον Αλμπέρτι (Alberti), βασική πη-γή για την εποχή, «οι ιερείς θέλουν να ξεπερνούν όλους τους άλλους σε λαμπρό-τητα και μεγαλεία, θέλουν να συντηρούν πολυάριθμα καλοσυντηρημένα και λα-μπροστολισμένα άλογα, θέλουν να εμφανίζονται δημόσια με πλήθος ακολούθους, ενώ η κλίση τους προς την απραγία και η σκαιή τους φαυλότητα αυξάνει από μέ-ρα σε μέρα...» Το πνεύμα αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το ασκητικό μοναστηρια-κό πνεύμα.

Το κίνημα της Μεταρρύθμισης (16ος αιώνας) έρχεται να αποκαταστήσει την κατάπτωση των θρησκευτικών ηθών, να θέσει σε ορθολογική βάση τις θρησκευ-τικές αξίες. Η πειθαρχία, η εργατικότητα, η λιτότητα και το πνεύμα της οικονο-μίας του προτεσταντισμού ευνόησαν ένα σύγχρονο εξορθολογισμένο επιχειρη-ματικό πνεύμα.

Στον οικονομικό τομέα, ενώ κατά τον Μεσαίωνα το χρήμα δεν έπαιζε ση-μαντικό ρόλο και η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπούσε στην εξα-σφάλιση πλεονάσματος, την εποχή της Αναγέννησης τα πράγματα παίρνουν πολύ διαφορετική κατεύθυνση. To qnopivi και το βενετσιάνικο δουκάτο, ήδη τον

42

Page 40: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

13ο αιώνα, προσέφεραν ένα σύμβολο της νέας οικονομίας και ένα μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών. Εμφανίζεται το πιστωτικό κεφάλαιο και το τρα-πεζικό σύστημα, που ευνοοΰν τόσο την ανάπτυξη του πολιτισμού όσο και την αλλαγή στα ηθικά πρότυπα, την οποία πολλοί αισθάνονται ως «διαφθορά» του ανθρώπου. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά υιοθετείται ο δανεισμός με τόκο.

Οι αρχές της ενότητας που διέπουν την τέχνη έχει θεωρηθεί ότι εκφράζουν το νέο ορθολογικό πνεύμα. Στην τέχνη κυριαρχούν οι ορθές αναλογίες, η αρμονία των σχέσεων, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί αριθμητικά, η προοπτική, η ο-ποία αναλύεται με μαθηματικούς υπολογισμούς. Από την άλλη μεριά, στην οι-κονομία, δίνεται έμφαση στη δυνατότητα υπολογισμού, στο σχεδιασμό οικονο-μικών κινήσεων, στην οργάνωση της εργασίας, στην τήρηση λογιστικών βιβλίων, προκειμένου να υπολογιστεί ορθολογικά το κέρδος ή η ζημία στις νέες μεταβαλ-λόμενες σχέσεις της αγοράς. Ο αστός, ο νέος επιχειρηματίας, έχει να αντιμετω-πίσει τόσο την εχθρότητα της παλαιάς αριστοκρατίας όσο και τις μεταβαλλόμε-νες συνθήκες της αγοράς, την αυξομείωση των τιμών, τον ανταγωνισμό εκ μέ-ρους των αγορών άλλων πόλεων. Την επισφαλή του άνοδο και τον κίνδυνο μετα-στροφής της τύχης του επιχειρεί να αντισταθμίσει αναπτύσσοντας ένα λογικό και μεθοδικό σχέδιο.

Στο μονόλογο του Φάουστ ο Γκαίτε αποδίδει το κλίμα αυτής της εποχής, ενώ δια-κρίνεται και το νήμα που τη συνδέει με τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Διαφωτισμού. Τα πρώτα λόγια του Φάουστ στο έργο εκφράζουν την αποδοκιμασία για τη σχο-λαστική γνώση:

Αχ! σπούδασα Φιλοσοφία και Νομική και Γιατρική και αλί μον και Θεολογία με κόπο και με επιμονή. Και να με εδώ με τόσα φώτα, εγώ μωρός, όσο και πρώτα.

Η γνώση της μεσαιωνικής Φιλοσοφίας κρίνεται άγονη απέναντι στο πάθος για την εφαρμογή και τη χρηστικότητα της γνώσης, για την εκμετάλλευση και τη μετατροπή των δυνάμεων της φύσης.

Η φύση, αυτή την εποχή, αρχίζει να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης αλλά και μετατροπής διά της γνώσης με υποκείμενο τον άνθρωπο. Οι αλχημιστές αυτής της πε-ριόδου, υποσχόμενοι ότι με τη φιλοσοφική λίθο θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα ευτελές μέταλλο σε χρυσάφι, εξέφραζαν και τη γενική επιδίωξη για επέμβαση στη φύ-ση και στην κοινωνία, για μια αλ\αγή προς όφελος του δρώντος ατόμου.

43

Page 41: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Από τον περίιιλου του Μαγελλάνου (χειρόγραφο του 16ου αιώνα).

Μια άλλη όψη της εποχής, η οποία την κάνει να ξεχωρίζει, προσδιορίζει αλλά και προσδιορίζεται από την οι-κονομική ζωή, είναι οι ανακαλύψεις.

Τα μεγάλα ταξίδια υποκινούνται προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ε-μπορικά συμφέροντα, αλλά οι ταξιδευ-τές επικαλούνται και την επιδίωξη να διαδώσουν το λόγο του Θεού. Ή δ η στις αρχές του 16ου αιώνα είχαν ανακαλυ-φθεί η Αφρική, η Νότια Ασία, η Αμερι-κή, τα νησιά της Καραϊβικής και είχαν ήδη χαρτογραφηθεί. Πρόκειται για τη νέα εποποιία του ανθρώπου, του νέου ευρωπαϊκού ανθρώπου, αυτή τη φορά, ο οποίος αγωνίζεται με τα στοιχεία της φύσης, τα ξεμαγεύει και τα κατακτά.

Στη μεγάλη επιχείρηση των ανακαλύψεων μετείχαν τόσο η Εκκλησία όσο και τα ευρωπαϊκά κράτη, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γαλλία. Η παπική εξουσία, με την ιδιότητα του εγγυητή της πνευματικής συνοχής όλων των λαών και αποβλέποντας σε μια παγκόσμια ηγεμονία, αποφασίζει να παρέμβει στην κατανομή των εδαφών. Σύμφωνα με την παπική απόφαση (Inter Cetera, 1493), ο κόσμος θα μοιραζόταν ανάμεσα στους Πορτογάλους και στους Ισπανούς. Πρό-κειται για μια κίνηση που τροφοδοτεί τις συζητήσεις για το Δίκαιο. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος A' (Francois), επικαλούμενος το Φυσικό Δίκαιο, αμφισβητεί τη νομιμότητα της παπικής αυθεντίας. Στην Ολλανδία, ο νομομαθής Ούγκο Γκρό-τιους (Hugo Grotius) γράφει το Mare Liberum (1609), υποστηρίζοντας ότι η ελευ-θερία του εμπορίου και των θαλασσών περιλαμβάνεται στα φυσικά δικαιώματα (βλ. 2.2.1.).

Από τον 16ο αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τον 17ο, αναδεικνύεται η υπεροχή της Βόρειας Ευρώπης. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία οικοδομούν τις αποικιοκρα-τικές τους αυτοκρατορίες επωφελούμενες από την αδυναμία των οικονομικών δο-μών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες ήταν πολύ στενά συνδεδεμένες με την Καθολική Εκκλησία. Οι μεγάλες εταιρείες, που οργανώνονται σε ανώνυ-μες ενώσεις, περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένες με το κράτος, ελέγχουν όλο το εμπόριο και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη μετατροπή των χωρών τους σε α-ποικιοκρατικές αυτοκρατορίες. Πρόκειται για τις εταιρείες Ανατολικών και Αντικών

44

Page 42: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ινδιών της Αγγλίας καν της Ολλανδίας. Και στη Γαλλία σι εταιρείες παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο, αλλά η βασιλική εξουσία παρεμβαίνει στις δραστηριότητες τους.

Η Βόρεια Ευρώπη γίνεται το νευραλγικό κέντρο της οικονομίας, το Άμστερ-νταμ και το Λονδίνο αναδεικνύονται σε μητροπόλεις του παγκόσμιου εμπορίου. Οργανώνονται εμπορικά δίκτυα πρακτορείων και παρουσιάζεται μια πρωτοφα-νής, παγκόσμια πλέον, εμπορική κίνηση. Πολύτιμα μέταλλα, ζάχαρη, βαμβάκι, καπνός, καφές, κακάο, ρΰζι, νέα φυτά, μπαχαρικά, διακινούνται σε μεγάλες πο-σότητες, ενώ το εμπόριο των δούλων συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη συσσώ-ρευση του πλούτου.

Με το άνοιγμα των αγορών και τη συσσώρευση πλούτου αρχίζουν να φαίνονται οι αδυναμίες των συντεχνιών. Η τάση προστασίας των συντεχνιών απέναντι στα μέλη της είχε μετατραπεί σε προστατευτισμό. Όσοι ήταν μέλη των συντεχνιών επιδίω-καν να διασφαλίσουν το επάγγελμά τους, να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα και τα κέρδη τους, όχι να τα πολλαπλασιάσουν εισερχόμενοι σε έναν αβέβαιο κύκλο με-ταβολών. Αυτοί οι επαγγελματίες αναγνωρίζονταν και ως πολίτες. Με τη δύναμη που είχαν αποκτήσει, πίεζαν την πολιτική Αρχή της πόλης για τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κίνηση του εμπορίου. Με λίγα λόγια, η λειτουργία των συντεχνιών δε ζημίωνε μόνο τους εξωτερικούς εργάτες, οι οποίοι αποκλείονταν από την κλειστή οργάνωση της συντεχνίας και, συνεπώς, από τη συμμετοχή τους στην ιδιότητα του πολίτη· το συντεχνιακό πνεύμα περιόριζε και την ίδια την ανάπτυξη της συντεχνίας.

Με τις ανακαλύψεις όμως, το άνοιγμα των αγορών, την εμφάνιση νέων κέ-ντρων, την άνοδο της εμπορευματικής τάξης, και στο όνομα ευρύτερων συμφε-ρόντων, άρχισαν να πλήττονται ο προστατευτισμός και τα τοπικά συμφέροντα, και να αναδύεται ένα νέο φιλελεύθερο πνεύμα.

Στην παγκόσμια οικονομία αναδεικνύεται η υπεροχή της Ευρώπης. Μέσα από τις νέες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, με την ανάπτυξη της εξουσίας του κρά-τους (βλ. 2.1.5.) και της αστικής τάξης, γίνεται φανερή η παρακμή της αριστο-κρατίας όσο και η αδυναμία της αγροτικής τάξης.

Με αφετηρία την τελειοποίηση της ναυσιπλοΐας, αναπτύσσεται η τεχνολογία, οι φτηνές πρώτες ύλες αναζωογονούν την παραγωγή των αγαθών, η εισροή των πολύτιμων μετάλλων ισχυροποιεί τις οικονομίες των εθνικών κρατών που αρχί-ζουν να εμφανίζονται, ενώ καθίσταται αναγκαία η μελέτη των νέων φαινομένων της οικονομίας. Τα μεγάλα ταξίδια ενεργοποίησαν τους τομείς της Αστρονομίας, της Μηχανικής και των Μαθηματικών για την κατασκευή τελειότερων εργαλείων και πλοίων. Οι ανακαλύψεις συνέβαλαν εξαιρετικά στην ανάπτυξη της Γεωγρα-φίας, στην τελειοποίηση της τέχνης της Χαρτογραφίας, στην ανάπτυξη της Βο-τανικής, της Ιατρικής, εν γένει στη συσσώρευση γνώσης.

45

Page 43: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Γ. Εβέλιου, Σεληνογραφία 1647

Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμά-ται ότι τα αποτελέσματα αυτής της πε-ριόδου αφορούν τη συσσώρευση του πλούτου, η οποία βασίζεται στην εκ-μετάλλευση της εργασίας, ειδικά της δουλείας, και στο κέρδος. Η αποδοτι-κότητα της εργασίας, η οργάνωση της παραγωγής σε σχέση με τις δυνατότη-τες της αγοράς θα αρχίσουν να ανα-πτύσσονται από τον 18ο αιώνα, με την εκβιομηχάνιση, την κατάργηση της δουλείας και τις νέες συνθήκες εργα-σίας. Η δουλεία δεν καταργείται τόσο από ηθικά κίνητρα, όσο, κυρίως, για λόγους ορθολογικότερης οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνίας.

2.1.3. Αστικοποίηση

Η πόλη στην Ευρώπη έχει πολύ μεγάλη παράδοση, με δεδομένο ότι ξεκινά από τις πόλεις-κράτη της Αρχαιότητας, επιβιώνει ως θεσμός κατά τον Μεσαίωνα και δια-δραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση στην αστική-βιομηχανική κοινωνία.

Α.;

46

Page 44: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η πόλη, εξαρχής συνδεδεμένη με τον πολίτη, την πολιτική και τον πολιτισμό, αποτέλεσε το «φυσικό» χώρο της αστικής τάξης. Οι πόλεις κατά την Αρχαιότη-τα, αλλά και οι μεσαιωνικές πόλεις, ήταν αυτόνομες, συνήθως μάλιστα είχαν και δικό τους στρατό. Με την εμφάνιση των εθνικών κρατών προβάλλει η εθνική τά-ξη, η αστική τάξη με τη σύγχρονη σημασία της λέξης.

Τον 12ο αιώνα στο Λονδίνο ζούσαν 20.00Θ άνθρωποι. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα ζουν 3.500.000. Με την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, όπως παρα-κολουθήσαμε, παρουσιάζεται το φαινόμενο των μεγάλων μητροπόλεων.

Αλλά τι είναι η πόλη; Η πόλη χαρακτηρίζεται από μια συγκέντρωση, συνή-θως πυκνή, κτισμάτων και ανθρώπων. Η οικονομική ζωή βασίζεται στη βιοτε-χνία, στη βιομηχανία, στο εμπόριο και όχι στη γεωργία, υπάρχει μια ικανοποι-ητική αγορά, αναπτυγμένο συγκοινωνιακό δίκτυο, εκπαιδευτικά ιδρύματα και υ-πηρεσίες. Η ζωή στην πόλη παρουσιάζει μια αναπτυγμένη θεσμική οργάνωση.

Στις αναλύσεις σοσιαλιστών συγγραφέων, όπως των Μαρξ και Ένγκελς, στα μέσα του περασμέ-νου αιώνα, τονίζεται η σχέση της αστικής ζωής με την οικονομία και με ένα σύστημα εκμετάλλευσης των εργατών από τους ιδιοκτήτες βιομήχανους και επιχειρηματίες. Το μεγαλόπρεπο θέαμα των πόλε-ων και η συγκέντρωση του πλούτου συνδέεται αφ' ενός με την εξατο-μίκευση, και αφ' ετέρου με την ε-ξαθλίωση της πλειονότητας. Τονί-ζεται, επίσης, η εμπορευματοποί-ηση της γης, η οποία φέρνει τις χα-μηλότερες κοινωνικά τάξεις σε δυ-σμενέστερη θέση, ενώ ευνοεί το κέρδος μιας σειράς επιχειρήσεων. Η πόλη θεωρείται το επίκεντρο των κοινωνικών και οικονομικών δια-δικασιών και ο προσφορότερος τό-πος για τη μελέτη τους.

Έχει τονιστεί βέβαια από άλ-λους θεωρητικούς στην εποχή μας

1 - %, \ ' 7

Kmm-'Λ';:'3MBRfragr : w . · g e m | | | S | i £ Ι ΐ '^ν ii

Μ '/?'.··I ,1

• 1 I . . . 1. .Λ*. \· Λ. Λ

BSVei 1..: 1 l a \ \ \ m - ·; .L1. . 1 L 1 * Λ \ A Esi" ·; 1 1 l l l λ -\λ\ i J - ι ι \» \ y \

>V l l j L L l i j A .y 1VI \ 1 ldeB"'mWUfl Β \ \ \ ψ

47

Page 45: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

και μια άλλη διάσταση της πόλης, ο τρόπος ζωής. Η αστική ζωή συνδέεται με την πολιτισμική συμπεριφορά. Η πόλη μελετάται ως ο φυσικός χώρος του ανθρώπου, όπου εκδηλώνονται στην ενότητά τους οι δραστηριότητές του, πνευματικές, τε-χνικές, οικονομικές, πολιτισμικές.

Η πόλη, συνοπτικά, αποτελεί ένα σύνθετο θέμα, προνομιακό τόπο για τη με-λέτη ενός κοινωνικού συστήματος και του πολιτισμού. Από τη Βιομηχανική Επα-νάσταση παρατηρείται η διαρκής τάση για συγκέντρωση του πληθυσμού στις πό-λεις, με αποτέλεσμα σήμερα ο μισός πληθυσμός της γης να ζει σε πόλεις. Εύλογα η πόλη αποτέλεσε ξεχωριστό αντικείμενο, το οποίο σήμερα μελετά η Αστική Κοι-νωνιολογία.

2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία

Ορισμένες σχέσεις θεωρούμε ότι είναι αυθόρμητες, φυσικές, ενώ άλλες ότι είναι συμ-βατικές. Επίσης, συνηθίζουμε να αντιπαραθέτουμε τις σύγχρονες σχέσεις ως ατο-μικιστικές και αποξενωμένες στις παραδοσιακές σχέσεις, με την ιδέα ότι ήταν σχέ-σεις αλληλεγγύης.

Με τη Βιομηχανική Ε-πανάσταση τονίζεται η ρα-γδαία μεταβολή στους κοι-νωνικούς όρους της ζωής. Δίνεται έμφαση στη συσ-σώρευση του πλούτου και οι άνθρωποι μεταφέρονται μαζικά στις πόλεις, όπου ενσωματώνονται στις αγο-ρές. Επιβιώνουν άραγε α-ρετές όπως η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα, η αίσθη-ση της κοινότητας; Ο Τέ-νις (F. Tonnies , 1855-

1936), ένας Γερμανός κοινωνιολόγος που ασχολήθηκε με αυτό το πρόβλημα, χρη-σιμοποίησε ως βασικές έννοιες-εργαλεία για τη μελέτη των τύπων στους οποίους μπορούν να υπαχθούν οι κοινωνικές σχέσεις ή οι κοινωνικοί δεσμοί τις έννοιες «κοινότητα» και «κοινωνία».

Ο όρος κοινότητα, σύμφωνα με τα παραδείγματα του Τένις, ανταποκρίνεται σε τύπους σχέσεων όπως η σχέση της μητέρας με το παιδί της, η σχέση του άντρα με

Π. Μπρέγκελ, Αγροτικός χορός (1565)

48

Page 46: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τη γυναίκα, η σχέση αδελφού και αδελφής. Πρόκειται για δε-σμούς που βασίζονται στο έν-στικτο, στην παρόρμηση και σε ό,τι είναι κληρονομημένο από τη φύση ή την παράδοση. Ανταποκρίνονται σε σχέσεις α-νάμεσα στα μέλη μιας οικογέ-νειας, στους κατοίκους ενός χω-ριού η γενικότερα των αγροτι-κών κοινωνιών. Στις σχέσεις αυ-τές επικρατεί η ηλικία, η σο-φία, η δύναμη, η ισχύς του η-γέτη. Πλάι στην αμεσότητα των σχέσεων εμφανίζεται ο φόβος απέναντι στη μεγαλύτερη ισχύ. Δεν είναι ανεξήγητο το ότι αυτές οι άμεσες, φυσικές και αλληλέγγυες σχέσεις εμφανίζονται σε παλαιούς τύπους αυτοκρατοριών, στη φεουδαρχία, κτλ.

Ενώ η ζωή στις κοινότητες φαίνεται να οργανώνεται μέσα από τις αυθόρμη-τες σχέσεις, η κοινωνία βασίζεται στη λογική. Στην κοινωνία, τη θέληση τη δια-μορφώνει και την κατευθύνει η σκέψη· οι σχέσεις, οι συμπεριφορές, οι πράξεις ρυθμίζονται μέσω συμφερόντων και συμβάσεων. Με την εμφάνιση της βιομηχα-νικής κοινωνίας, τη ζωή στις μεγαλοπόλεις, την ανάπτυξη των σύνθετων και α-νταγωνιστικών οικονομικών σχέσεων, αν δε ρυθμίζονταν οι σχέσεις διά των συμ-βάσεων θα ήταν αδύνατη η κοινωνική ζωή. Η ίδια η πολιτική και η κοινωνική ζωή εμφανίζονται, κατά συνέπεια, ως αποτέλεσμα κοινωνικών συμφωνιών, συμβάσεων και συμβολαίων.

Φ. Λεζέ, Η πόλη (1919)

2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών

Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κληρονομείται η ιδέα μιας καθολικής δύναμης, την οποία κατά τον Μεσαίωνα εκφράζει η Καθολική Εκκλησία. Στην πραγματι-κότητα, ο μεσαιωνικός κόσμος εμφανίζει την όψη ενός μωσαϊκού από 500 περί-που τοπικές εξουσίες, ανεξάρτητες και ημιαυτόνομες πόλεις-κράτη, των οποίων τα σύνορα είναι ασαφή και μεταξύ των οποίων διεξάγονται συχνά πόλεμοι. Έ-λειπαν οι αποτελεσματικοί κεντρικοί διοικητικοί μηχανισμοί, καθώς η εξουσία ήταν τοπικού και προσωπικού χαρακτήρα.

Από τον 14ο αιώνα η παντοδύναμη Εκκλησία υποχρεώνεται σε υποχωρήσεις α-

49

Page 47: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

πέναντι στη βασιλική εξουσία. Ταυτόχρονα αρχίζει να αποσυντίθεται η φεουδαρ-χία. Το εμπόριο αποκτά αυξανόμενη σημασία και στην ύπαιθρο. Τον 14ο αιώνα ξεσπούν σε όλη την Ευρώπη εξεγέρσεις εκ μέρους των δουλοπάροικων, οι οποίοι μαζικά καταφεύγουν στις πόλεις. Τον ίδιο αιώνα μεταδίδεται η θανατηφόρα πα-νούκλα, η οποία ξεκληρίζει τον πληθυσμό, συμπληρώνοντας τη νοσηρή όψη της ε-ποχής. Η φτώχεια, η εξαθλίωση και η αρρώστια πλήττουν την Ευρώπη.

Όμως τον 16ο αιώνα σημειώνεται μια σημαντική ανατροπή της πολιτικής γε-ωγραφίας. Η ιδέα της καθολικής δύναμης αρχίζει να αντικαθίσταται από εθνικά πρότυπα. Η δομή του κράτους που εμφανίζεται είναι ιεραρχική, παρατηρείται η αλυσιδωτή διάρθρωση των σχέσεων και η διαπλοκή ανάμεσα σε μικρότερα συμ-φέροντα και εξουσίες, ενώ στην κορυφή της πυραμίδας τοποθετείται η μοναρχι-κή εξουσία.

Ο μονάρχης θεωρείται ότι εκπροσωπεί το κοινό συμφέρον των υπηκόων του. Η απόλυτη εξουσία του μονάρχη σήμαινε την ανάδυση μιας μορφής κράτους, του απολυταρχικού, που βασίζεται στην απορρόφηση μικρότερων και ασθενέστερων εξουσιών και την υπαγωγή τους σε μεγαλύτερες και ισχυρότερες δομές. Σήμαινε ακόμη την ενισχυμένη ικανότητα διακυβέρνησης σε μια ενοποιημένη εδαφική πε-ριοχή και την ικανότητα επιτήρησης των λαών που υπάγονται στο κράτος. Τα νέα κράτη συντελούν στην ανάπτυξη μιας νέας μορφής ταυτότητας, της εθνικής ταυ-τότητας.

Η απόλυτη μοναρχία διεκδικούσε το δικαίωμα να αποτελεί την ύψιστη πηγή του νόμου, να είναι συγκεντρωτική και αδιαίρετη. Εμφανίζονται και οργανώνο-νται όμως στο πλαίσιο της οι διοικητικοί μηχανισμοί, η γραφειοκρατία, η ορθο-λογική φορολογία, το ενιαίο νόμισμα, ο θεσμός της διπλωματίας, νέες διαδικα-σίες νομοθεσίας. Τα κράτη στα οποία συναντάμε την απολυταρχία, μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα, είναι η Γαλλία, η Αγγλία, η Πρωσία, η Αυστρία, η Ισπανία, η Ρω-σία, η Σουηδία.

Από τον 18ο αιώνα, χάρη στις πολιτικές επαναστάσεις, πραγματοποιείται βαθ-μιαία η μετάβαση στη σύγχρονη μορφή του κράτους. Σύμq)ωvα με αυτή, επικε-(ραλής του κράτους είναι μια κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη των αντιπρο-σώπων των πολιτών, οι οποίοι αντιπρόσωποι είναι και οι νομοθέτες. Οι σχέσεις, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της κυβέρνησης και των πολιτών προσδιορίζο-νται από εκ των προτέρων γνωστούς κανόνες. Η ιδιότητα του πολίτη επανεμφα-νίζεται στην Ιστορία και ο προσδιορισμός της αποτελεί σημαντικό πρακτικό και θεωρητικό ζήτημα.

Σε γενικές γραμμές, η νέα μορφή του κράτους, το εθνικό κράτος, ευνόησε την ανάπτυξη της αστικής τάξης, από την οποία μάλιστα υποστηρίχθηκε, συνέβαλε στη

50

Page 48: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

διάδοση του εμπορίου και, όπως είδαμε στην προηγουμένη ενότητα, στην εμφά-νιση της αποικιοκρατίας, ενώ περιόρισε την ισχύ της Καθολικής Εκκλησίας. Τα προβλήματα που αφορούν τη νομιμοποίησή του, την προέλευση και τα όρια της ισχύος του, κ.ά., αποτέλεσαν αντικείμενα του Δικαίου και της πολιτικής θεωρίας, που αναδεικνύονται ως ζωτικής σημασίας αντικείμενα της γνώσης (βλ. 2.2.1.).

2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση

Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα σημειώνεται κατακόρυφη άνοδος των τιμών, κυ-ρίως των αγροτικών προϊόντων. Οι απαιτήσεις της αγοράς αποτελούν μια ανε-ξήγητη αλλά και αδυσώπητη πραγματικότητα. Στα μέσα του 16ου αιώνα το γαλ-λικό και το ισπανικό κράτος πλήττονται από μεγάλη οικονομική κρίση. Αναζη-τείται απεγνωσμένα δανειοδότηση. Στις συναλλαγές που ακολουθούν, η κερδο-σκοπία φτάνει στο κατακόρυφο. Στις πόλεις παρουσιάζεται υπερπληθυσμός, ε-νώ οι μισθοί είναι χαμηλοί και όχι σταθεροί. Με τον εκχρηματισμό της οικονο-μίας, όλοι χρειάζονται όλο και περισσότερα χρήματα, ακόμη περισσότερο όσοι βρίσκονται σε ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Παρουσιάζεται το φαινόμενο να που-λούν πολλοί ευγενείς τους τίτλους τους σε ανερχόμενους αστούς, η Εκκλησία ιε-ρά λείψανα και «συγχωροχάρτια», οι χαμηλότερες τάξεις εγκαταλείπουν την ύ-παιθρο και συσσωρεύονται στις πόλεις προσφέροντας την εργασία τους για μι-σθούς που βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης. Επικρατεί η κοινωνία της αγοράς, η οποία όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Στο πεδίο της τεχνικής και της οικονομίας παρουσιάζονται κινήσεις για τη συμπίεση του κόστους παραγωγής των προϊόντων. Μια σειρά από εφευρέσεις α-πό τον 17ο αιώνα συμβάλλουν στη μείωση του κόστους της παραγωγής και των τιμών. Σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο του 1623, ο εφευρέτης αμείβεται και κατο-χυρώνει τυπικά την εφεύρεσή του. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του πολιτι-σμού, γίνονταν βέβαια πάντα εφευρέσεις, στη νέα όμως ιστορική περίοδο αρχί-ζουν να ενσωματώνονται οργανωμένα στην παραγωγή.

Η βιομηχανική παραγωγή δε βασίζεται απλώς στην εισαγωγή νέων μηχανών, όπως της ατμομηχανής, στην παραγωγική διαδικασία. Είναι αποτέλεσμα μιας μα-κρόχρονης διαδικασίας η οποία επέφερε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική, στην πολιτική και στην οικονομική ζωή. Η ιδιοκτησία της γης χρησιμοποιείται ως εμπόρευμα. Η ιδιοκτησία του χώρου όπου εκτελείται το έργο, τα εργαλεία, οι πηγές της πρώτης ύλης και η εργατική δύναμη συγκεντρώνονται στα χέρια του επιχειρηματία. Στο κοινωνικό πεδίο, σχηματίζεται αφ' ενός η καπιταλιστική τά-ξη, η τάξη που κατέχει τα νέα μέσα παραγωγής, και αφ' ετέρου η εργατική.

51

Page 49: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η ατμομηχανή του Τζ. Βατ (1769)

Ενώ κατά τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι όσα κατανάλωναν τόσα και ξόδευαν, με τη Βιομηχανική Επανάσταση δίνεται έμφαση στη συσσώρευση κεχραλαίον και στην αποκόμιση όσο το δυνατό μεγαλύτερου κέρδους. Η γη αρχίζει να χρησιμοποιείται όχι απλώς ως πηγή προϊόντων για την επιβίωση, αλλά ως αυτό το οποίο μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί αποφέροντας κέρδος. Έτσι, δίνεται έμφαση στη γη ως ιδιοκτησία.

Τον 16ο αιώνα ψηφίζεται στην Αγγλία ο περίφημος Νόμος των Περιφράξεων. Τα κομμάτια της γης τα οποία μπορούσαν ελεύθερα να χρησιμοποιούν οι καλ-λιεργητές για τη βοσκή των προβάτων τους και για την ξυλεία τους ιδιωτικοποι-ούνται. Με αυτό τον τρόπο οι q)εoυδάpχες αυξάνουν τη γαιοκτησία τους και με-τατρέπονται σε επιχειρηματίες. Παράλληλα οι γαιοκτήμονες αρχίζουν να χρη-σιμοποιούν τα κτήματα ως βοσκότοπους, προκειμένου να εμπορευτούν το μαλ-λί. Όσοι χωρικοί ζούσαν στις περιοχές αυτές υποχρεώνονταν να τις εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στις πόλεις, όπου ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες. «Τα πρόβα-τα έτρωγαν ανθρώπους», κατά την έκφραση της εποχής. Αναπτύχθηκε η βιομη-

52

Page 50: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

χανία του μαλλιού και στη συνέχεια η βιομηχανία τον βάμβακα, η οποία ενσωμάτω-σε τις μεγαλύτερες τεχνικές βελτιώσεις και αποτέλεσε παράδειγμα εργοστασια-κής παραγωγής. Οι τεχνικές βελτιώσεις αφορούσαν τις πρώτες ύλες, τη χρήση του γαιάνθρακα και την εισαγωγή της ατμομηχανής.

Η εργοστασιακή παραγωγή έδωσε ένα καταφύγιο στους πρώην δουλοπάροι-κους οι οποίοι, όπως είδαμε, κετέφευγαν στις πόλεις, όπου είτε ήταν αποκλει-σμένοι από τις συντεχνίες είτε κακοπληρώνονταν. Στην αρχή της βιομηχανικής παραγωγής, επειδή υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, σε πλήρη αντίθεση με τις σημερινές συνθήκες, οι εργατικές δυνάμεις στρατολογούνταν υ-ποχρεωτικά, διά της βίας. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και αστυνομικά μέτρα και ποινές κατά των περιπλανωμένων. Χαρακτηριστικά, για όποιον συλλαμβανόταν για τρίτη φορά να ζητιανεύει προβλεπόταν η ποινή του θανάτου. Από τις αρχές του 18ου αιώνα όμως άρχισαν να εμφανίζονται οι πρόδρομοι της σύγχρονης ρύθ-μισης των εργασιακών σχέσεων ανάμεσα στους επιχειρηματίες και στους εργα-ζομένους.

Συνοπτικά, η Βιομηχανική Επανάσταση τοποθετείται τον 18ο αιώνα στην Αγγλία ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας διαδικασίας - πραγματοποιείται κατεξο-χήν χάρη στις νέες σχέσεις ιδιοκτησίας και εργασίας. Εκδηλώνεται μέσα από τη χρήση της μηχανής, της ατμομηχανής αλλά και μέσα από την ανάπτυξη των με-ταφορικών μέσων, του σιδηρόδρομου, του ατμόπλοιου, που έδιναν τη δυνατότη-τα μεταφοράς των ανθρώπων και των προϊόντων, και διευκόλυναν το διεθνές ε-μπόριο.

Τον 19ο αιώνα η Βιομηχανική Επανάσταση εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Δυ-τική Ευρώπη και στην Αμερική. Επιχειρείται η όσο το δυνατό μεγαλύτερη α-ξιοποίηση των επιστημονικών δεδομένων στη βιομηχανία με σκοπό τη βελτίω-ση της παραγωγής, τη μείωση του κόστους και την αποκόμιση μεγαλύτερου κέρ-δους. Το κέρδος, σε ένα σημαντικό του μέρος, δε χρησιμοποιείται για κατανα-λωτικούς σκοπούς, αλλά για την τελειοποίηση της τεχνολογίας, την αγορά νέων μηχανημάτων, για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας.

Ό π ω ς γίνεται αντιληπτό, η διαμόρφωση των σχέσεων σε όλους τους τομείς της ζωής γίνεται όλο και πιο σύνθετη. Η ανάπτυξη της οικονομίας και της τεχνι-κής ακολουθεί μια πορεία η οποία δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψι-μη, ενώ επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής. Ως εκ τού-του, γίνεται επιτακτική η ανάγκη να μελετηθούν συστηματικά τα νέα οικονομι-κά φαινόμενα.

53

Page 51: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

2.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ

Η εμφάνιση του απολυταρχικού κράτους και η ανάπτυξη της οικονομίας συνοδεύτηκαν από προβλήματα που απαιτούσαν επιτακτική λΰση, όπως η ρύθμιση της σχέσης κρά-τους και Εκκλησίας, η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, η ρύθμιση των κα-νόνων λειτουργίας της αγοράς. Τα αντικείμενα της γνώσης τα οποία επανεξετάζονται και αναπροσδιορίζονται σε σχέση με την παράδοση αφορούν την Πολιτική, την Οι-κονομία, την Ψυχολογία, ενώ προκύπτουν νέα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τους επόμενους αιώνες την Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία.

2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη

Τα αντικείμενα της Πολιτικής τα επανεπεξεργάζεται η σχολή του Φυσικού Δι-καίου. Το Φυσικό Δίκαιο διδάσκεται, τον 17ο αιώνα, σε προτεσταντικές χώρες, στα πανεπιστήμια της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας, και συναντά την εχθρότητα τόσο των καθηγητών του Ρωμαϊκού Δικαίου όσο και της Καθολικής Εκκλησίας.

Η σχολή του Φυσικού Δικαίου εκπονεί τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαί-ου, με την οποία υποκαθιστά το Θεϊκό Δίκαιο ή τη θεωρία της θεϊκής προέλευ-σης της πολιτικής εξουσίας. Από το Θεϊκό Δίκαιο αντλούσε τη νομιμοποίησή της η αυθεντία της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και η απόλυτη μοναρχία. Η θεϊκή προέλευση της εξουσίας απαγόρευε, εύλογα, κάθε είδος αντίστασης προς αυτή και ήταν αντίθετη στην προέλευση της εξουσίας από το λαό και στην κατοχύρω-ση των ατομικών ελευθεριών.

Το Φυσικό Δίκαιο βασίζεται στην έννοια της φύσης. Ως φύση νοείται στους θεω-ρητικούς όπως ο Χομπς ή ο Λοκ η φύση του ανθρώπου με τα πάθη, τις επιθυμίες, αλλά και με τον ορθό λόγο, δηλαδή την ικανότητα του ατόμου να βρίσκει τα κατάλ-ληλα μέσα για την ικανοποίηση των σκοπών του. Το Φυσικό Δίκαιο, ξεχωρίζοντας το Δίκαιο και την Πολιτική από τη θεολογία, απελευθερώνει την Πολιτική Επιστή-μη από τη θεολογία και το κράτος από την κηδεμονία της Εκκλησίας. Η εκκοσμί-κευση του Δικαίου, όπως υποστηρίζεται, έθεσε τις ορθολογικές βάσεις για την Πο-λιτική Επιστήμη.

Η θεωρία του Φυσικού Δικαίου στηρίζεται σε μια βασική υπόθεση, τη φυσική κατάσταση. ΙΙρόκειται για μια υποθετική φάση της ανθρώπινης Ιστορίας, όπου δεν υπάρχουν θεσμοί, πολιτική συγκρότηση, κράτος. Από την κατάσταση αυτή τα άτομα οδηγούνται στην πολιτική κοινωνία με τη θέληση τους, a q ^ συνάφουν το

54

Page 52: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κοινωνικό Συμβόλαιο. Με το κοινωνικό συμβόλαιο τα άτομα υποχρεώνονται να αναγνωρίσουν ως νόμιμη την εξουσία ε-νός ατόμου ή ενός συμβουλίου. Με την πράξη αυτή του κοινωνικού συμβολαίου οι άνθρωποι αποξενώνονται από τα χρυσι-κά δικαιώματά τους, τα οποία εκχωρούν στη νόμιμη εξουσία, προκειμένου όμως να τα ανακτήσουν με μια έννομη, έλλογη και σταθερή μορφή. Έτσι, τα απεριόριστα αλλά επισφαλή δικαιώματα της φυσικής κατάστασης μετατρέπονται σε ατομικά δι-καιώματα, όπως η προστασία της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας.

Με λίγα λόγια, το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια θεωρία με την οποία η προέ-λευση και η μορφή του κράτους εξηγεί-ται ως προϊόν του λόγου και της συναί-νεσης των ατόμων. Ας σημειωθεί ότι έ-χουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες κοινω-νικού συμβολαίου, ανάλογα με την ιστο-ρική εποχή στην οποία εκπονήθηκαν αλ-λά και με τον τύπο του κράτους τον ο-ποίο υποστήριζαν, δηλαδή απόλυτη μο-ναρχία, φιλελεύθερο ή δημοκρατικό κράτος, όπως θα εξηγήσουμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο (βλ. 3.3.).

Το Φυσικό Δίκαιο αποτελεί, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του, τον ασφαλή γνώ-μονα με τον οποίο θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι «θετικοί» νόμοι της μετασχη-ματιζόμενης κοινωνίας. Αντιλήψεις φυσικού δικαίου συνόδευαν τη δράση σε μια ε-ποχή πολιτικών επαναστάσεων, όπως στην Αγγλία (1642-1649 και 1688), στη Γε-νεύη (1768 και 1781-1782), στην Ολλανδία (1747 και 1787), στην Αμερική (1755-1783), στην Πολωνία (1791), στη Γαλλία (1789). Οι πολιτικές θεωρίες οι οποίες εκ-πονούνται διατυπώνουν τις προτάσεις τους με την αυστηρότητα των Μαθηματικών, καθώς αποβλέπουν στην πρακτική τους εφαρμογή, αν και το μαθηματικό υπόδειγ-μα δε χρησιμοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους θεωρητικούς. Παρατη-ρείται, επιπλέον, η τάση όχι μόνο να εξακριβωθούν οι νόμοι που διέπουν την κοι-νωνία και την πολιτική ζωή, αλλά και να υπηρετηθούν ορισμένα ιδεώδη που αφο-

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ζ. Ζ. Ρουσώ αποτέλεσε το «Ευαγγε'λιο»

της Γαλλικής Επανάστασης.

55

Page 53: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ρουν τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, όπως η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, η κατοχύρωση της ελευθερίας και της ισότητας, και η προστασία της ιδιοκτησίας.

2.2.2. Οικονομία

Κάθε κράτος φιλοδοξούσε να είναι ανεξάρτητο οικονομικά. Οι χώρες, για να ε-πιβιώσουν, έπρεπε να αναπτύξουν τους βασικούς τομείς της παραγωγής τους, ό-πως τη γεωργία και το εμπόριο, να εδραιώσουν μια ισορροπία στις εμπορικές συ-ναλλαγές, να προστατέψουν τα προϊόντα τους με μια πολιτική δασμών απέναντι στα προϊόντα άλλων χωρών, να συσσωρεύουν πολύτιμα μέταλλα. Ο μερκαντιλι-σμός, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί και οικονομικός εθνικισμός, υποστήριζε την πα-ρέμβαση του κράτους στη ρύθμιση της οικονομίας, την πpooq>υγή σε οικονομικά μέσα για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών.

Ο μερκαντιλισμός όμως εφαρμόστηκε από τα μέσα του 16ου ως τα τέλη του 17ου αιώνα, εποχή κατά την οποία αναπτυσσόταν το διεθνές εμπόριο χάρη στις ανακαλύψεις των νέων χωρών. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία διεκδικού-σαν το δικαίωμα τα καράβια τους να είναι ελεύθερα να διασχίζουν τις περιοχές

WSTf.*> a

* $

Άμστερνταμ, το Χρηματιστήριο το 1612.

56

Page 54: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τις οποίες η Ισπανία και η Πορτογαλία θεωρούσαν αποκλειστικά δικές τους. Αφ' ενός υποστήριζαν τον προστατευτισμό για τις οικονομίες τους από τα εισα-γόμενα προϊόντα, αφ' ετέρου την ελευθερία του εξαγωγικού εμπορίου της χώρας τους.

Τον 18ο αιώνα οι αρχές του ελεύθερου εμπορίου για την οικονομία του κρά-τους υποστηρίζονται από μια ομάδα Γάλλων υπό τον Κενέ (Quesnay), που ονο-μάστηκαν φυσιοκράτες (ή οικονομιστές). Υποστήριξαν την απελευθέρωση των συναλλαγών από την κρατική παρέμβαση, περιορίζοντας το ρόλο του κράτους κυ-ρίως στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Εκτιμούσαν ότι η γεωργία ήταν η μόνη πηγή πλούτου που δίνει οικονομικό πλεόνασμα και μπορεί να φορολο-γηθεί από το κράτος. Η αντίληψη για την ελευθερία των συναλλαγα>ν επηρέασε τη Βρετανική Κλασική Οικονομική σκέψη, και ειδικά το θεμελιωτή της οικονο-μικής επιστήμης Άνταμ Σμιθ (βλ. 3.2.1.).

Με λίγα λόγια, την εποχή αυτή, μέσα από τις συζητήσεις των μερκαντιλιστών και των φυσιοκρατών, αναδεικνύονται βασικά προβλήματα που απασχολούν α-κόμη και σήμερα την Πολιτική Οικονομία, όπως το πώς παράγεται ο κοινωνικός πλούτος, το ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οι-κονομικών πόρων, δηλαδή το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα.

2.2.3. Ψυχολογία

Άμλετ: «Μακαρισμένοι όσοι έχονν / αίμα και νον τόσο καλά συνταιριασμένα ηον / δε γίνο-νται στα δάκτυλα της τύχης πίπιζες / να παίζουν ό,τι θέλει. Δύσε μου τον άνθρωπο / που δε σκλαβώνεται στο πάθος, να τον βάλω/ μέσα στην καρδιά μου...»

Στις απαρχές του αστικού πολιτισμού, το ενδιαφέρον για τον ψυχικό βίο του ατόμου υπάγεται σε φιλοσοφικές θεωρίες για την ανθρώπινη φύση, συνδέεται με τη γνώση και τον έλεγχο του ανθρ(όπου πάνω στον εαυτό του και τους άλλους, κα-θώς και με την πολιτική πράξη. Η γνώση και ο έλεγχος των παθών ενδιέφερε πο-λύ την πολιτική, διότι, όπως θεωρούνταν, ο ηγεμόνας που κατορθίόνει να κυβερ-νά τα πάθη του μπορεί να κυβερνά και το λαό. Οι θεωρίες για την ανθρώπινη φύ-ση διαφέρουν όμως μεταξύ τους ανάλογα με το πολιτικό επιχείρημα το οποίο υ-ποστηρίζουν. Σε δημοκρατικά επιχειρήματα, για παράδειγμα (βλ. 3.3.3.), τονί-ζεται το στοιχείο του λόγου και της ελευθερίας του ατόμου, χάρη στο οποίο μπο-ρεί το ίδιο να καθοδηγήσει τον εαυτό του.

Τον 17ο αιώνα, από τον Βάκωνα (βλ. 1.1.7.), τον Καρτέσιο (βλ. 1.1.8.), τον Χομπς (βλ. 3.3.1.) και τον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα (Spinoza) (1642-1677), τα πάθη εξε-

57

Page 55: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τάζονται όχι με γνώμονα ηθικές αξιολογήσεις αλλά ως φυσικά φαινόμενα, ό-πως οι θύελλες, οι χείμαρ-ροι, οι καταιγίδες, τα ο-ποία προκαλούνται από ο-ρισμένες αιτίες. Διατα-ράσσουν μεν την ισορρο-πία της φύσης, αλλά μπο-ρούν να θεραπευτούν χά-ρη στη γνώση των αιτιών τους. Ο Καρτέσιος, στο έρ-γο του Τα Πάθη της Ψνχής, επιχειρεί να εφαρμόσει την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο των Μαθηματι-κών στην εξέταση τους, α-ντιμετωπίζοντας τα πάθη σαν να επρόκειτο για φυ-σικά φαινόμενα. Σε γενι-κές γραμμές, κατά τον 17ο αιώνα, το πάθος, ό-

πως και η ανθρώπινη φύση, θεωρείται συνδυασμός δύναμης και λόγου. Η δύναμη των παθών, εφόσον συνδέεται με το λόγο, μπορεί να αποκτήσει έλλογες μορφές.

Τον 18ο αιώνα πραγματοποιείται μια πολύ μεγάλη τομή σε σχέση με το Με-σαίωνα, αλλά και με τον 17ο αιώνα στη θεωρία της γνώσης, χάρη στο Σκώτο φι-λόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ (D. Hume, 1711-1776). Από τον Μεσαίωνα πάνω στο πρόβλημα της αλήθειας υποστηριζόταν η αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδέα και στο πράγμα. Για τους φιλοσόφους του Που αιώνα, ήταν δεκτό ότι όλα τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρίόπου, διέπονται από κοινούς νόμους· με άλ-λα λόγια, ότι ο κόσμος είναι έλλογος, ο καλύτερος δυνατός. Όμως ο Χιουμ δια-τυπώνει σοβαρές αμφιβολίες γι' αυτές τις θέσεις. Δε γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον ίδιο, αν η σκέψη αντιστοιχεί στα πράγματα. Πρόκειται για μια στροφή της σκέ-ψης η οποία επηρεάζει την κριτική θεωρία του Κανί (Kant, 1724-1804). Το πρό-βλημα μεταφέρεται από τη γνώση του κόομου στη γνώση για το πώς σκεφτόμα-στε και γνωρίζουμε, το πώς σχηματίζουμε τις αντιλήψεις και τα αισθήματά μας, τα οποία θεωρείται ότι προβάλλουμε στον κόσμο. Ο άνθρωπος πλέον δε θεωρεί-

Για τον Καντ, «η γνώση φτάνει μόνο ως τα φαινόμενα, ενώ το πράγμα αυτό καθαυτό παραμε'νει αυτοδύναμα πραγματικό, αλλά

αδιάγνωστο για μας» (Κριτική του Καθαρού Λόγου, Β, XX).

58

Page 56: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ται κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της φύσης, ξεχωρίζει από αυτή. Διατυπώνεται όμως η εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο λογικό και στην ύπαρξη καθολικών νόμων, τους οποίους κατασκευάζει το ανθρώπινο πνεύμα.

2.2.4. Κοινωνιολογία

Η Κοινωνιολογία ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος καθιερώνεται τον 19ο αι-ώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια «εφεύρεση» αυτού του αιώνα, αλλά η εμφάνισή της προετοιμάζεται κατεξοχήν τον 18ο αιώνα μέσα από τα οργανωμένα σχέδια γνώσης της κοινωνίας, τα οποία εκπονούν ο Ρουσσώ (Ζ.-Ζ. Rousseau) και ο Μο-ντεσκιέ (Montesquieu).

Προνομιακός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στον Μοντεοκιέ, ειδικά από τον Ντυρκέμ (βλ. 3.3.2. - 3.3.3.), επειδή του αναγνωρίζεται ότι είχε συλλάβει την ιδέα των «συστημάτων». Ο Μοντεσκιέ στο έργο του μελετά με συστηματικό τρόπο τους νόμους, τους θεσμούς και τα έθιμα τα οποία υιοθετούσαν οι λαοί της γης, προ-κειμένου να αναζητηθεί η καταγωγή τους και να ανακαλυφθούν οι φυσικές και ηθικές αιτίες τους. Αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ιστορικό σχηματισμό που διέπεται από τους δικούς του νόμους. Ο Μοντεσκιέ διαπιστώνει ότι η κοινωνική νομοτέλεια διαφέρει από τη φυσική λόγω της μεταβλητότητάς της. Έτσι, από το μαθηματικό πρότυπο της επιστήμης για τη μελέτη της φύσης, περνά στη δια-μόρφωση τύπων οι οποίοι είναι μεν ελαστικοί αλλά ευκρινείς και σταθεροί.

Οι τύποι τού επιτρέπουν να περιγράψει και να ανασυγκροτήσει την πραγμα-τικότητα. Ο Μοντεσκιέ κατασκευάζει μια βασική τνηολογία που αφορά τις μορ-φές των πολιτευμάτων, την οποία συνδέει με μια θεωρία κοινωνικής και ιστορι-κής αιτιότητας, δηλαδή με τη διατύπωση νομοτελειών. Επιχειρεί να συλλάβει την ενότητα των κοινωνικών φαινομένων, το λογικό τους χαρακτήρα. Οι τύποι δε συμ-βάλλουν μόνο σε μια απλή περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά αναδεικνύουν και το πώς πρέπει να είναι η πραγματικότητα. Η τνηολογία του Μοντεσκιέ κατα-δικάζει τη δεσποτεία περιγράφοντάς τη με ζοφερό αλλά και χειροπιαστό τρόπο, ενώ αναζητά την πολιτική ελευθερία. Η μέθοδος, λοιπόν, των ιδεατών τύπων, την οποία εισάγει πρώτος ο Μοντεσκιέ και θα συναντήσουμε στην πλήρη της εφαρ-μογή στην Κοινωνιολογία του 19ου αιώνα (βλ. 3.3.4.), δε χωρίζεται από τις αξίες.

2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751-1772)

Η Εγκυκλοπαίδεια ήταν ένα πολύτομο έργο το οποίο εξέφρασε τις διαφωτιστικές ιδέες του 18ου αιώνα κατά τρόπο ώστε να έχει απήχηση στο μεγάλο κοινό. Ψυχή

59

Page 57: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ντ' Αλαμπέρ (1717-1783)

"

Ντιντερό (1713-1784)

του όλου έργου ήταν ο Ντιντερό (Diderot), ο ο-ποίος είχε αναλάβει το μέρος που αφορούσε τις τέχνες και τη γενική οργάνωση του έργου. Στε-νός του συνεργάτης ήταν ο Ντ' Αλαμπέρ (D' Alembert), ο οποίος είχε την ευθύνη των κειμέ-νων για την επιστήμη. Ένα πλήθος διανοητών μετείχε σε αυτή την κίνηση, όπως ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ρουσσώ, ο Χολμπάχ, ο Κενέ και ο Τυργκό (για την Πολιτική Οικονομία), κ.ά. Ο σκοπός του έργου ήταν, πρώτον, να εκθέσει την τάξη και τη διάρθρωση των ανθρώπινων γνώσε-ων, και δεύτερον, να περιλάβει τις γενικές αρ-χές στις οποίες βασίζεται κάθε επιστήμη και τέ-χνη και τις πιο ουσιώδεις λεπτομέρειες που τη συνιστούν. Τη συνοχή της η Εγκυκλοπαίδεια την ό-φειλε στον προσανατολισμό της προς την υπο-στήριξη της θρησκευτικής ανοχής, στην κριτική της απόλυτης μοναρχίας στη Γαλλία, στη διά-δοση ενός νέου ιδεώδους για την ανθρωπότητα.

Συνοπτικά, η Εγκυκλοπαίδεια κατέγραψε την επιστημονική γνώση της εποχής της, χωρίς όμως να την εμφανίζει ως ένα απλό άθροισμα γνώσε-ων. Εξάλλου, σύμφωνα με την αντίληψη των ε-γκυκλοπαιδιστών, η επιστήμη δεν αποτελεί συσ-σώρευση γνώσεων, αλλά ένα γενικό σύστημα της φύσης, του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολι-τικής και της ηθικής. Στο πλαίσιο αυτό, ο άν-θρωπος αντιμετωπίζεται σε μια τριπλή διάστα-ση, ψυχολογική, πολιτική και κοινωνική, ενώ δί-νεται ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευσή του.

Το αρχικό, λοιπόν, ιδεώδες του επιστημονι-κού ορθολογισμού, μια καθολική και ενιαία φι-λοσοφία της γνώσης, που βασίστηκε στο μαθη-ματικό υπόδειγμα, φτάνει στο αποκορύφωμά του στον Διαφωτισμό, χωρίς βέβαια το υπό-δειγμα αυτό να το επεξεργάζονται και να το χρη-σιμοποιούν κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οι θεωρη-

60

Page 58: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τικοί. Αυτό το πνεύμα, της καθολικής και ενιαίας επιστήμης, προώθησε ο Καντ στηριγμένος στον ορθό λόγο για την καταπολέμηση των προλήψεων. Από τον Καντ προέρχεται και ο όρος Ανθρωπολογία. Με τον όρο αυτό απέδιδε το πεδίο μιας επιστήμης του ανθρώπου η οποία θα είχε ως αντικείμενο της όλες τις ε-μπειρικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και θα παρείχε τη δυνατότητα κα-τανόησής τους βάσει των ιδεών της ελευθερίας του διαλόγου και της κριτικής. Στη θέση αυτού του σχεδίου, της Ανθρωπολογίας ή μιας ενιαίας επιστήμης του αν-θρώπου, από τον 19ο αιώνα, ως γνωστόν, εμφανίστηκαν οι σύγχρονες Κοινωνι-κές Επιστήμες.

Ανακεφαλαίωση

- Το θεοκρατικό πνεύμα του Μεσαίωνα εκφράζει την ιεραρχική δομή της κοινωνίας. Το σχήμα αυτό κλείνει στο εσωτερικό του δύο βασικές α-ντιθέσεις: πρώτον, ανάμεσα στην παπική και στη βασιλική εξουσία, και δεύτερον, ανάμεσα στη ζωή στην ύπαιθρο και στη ζωή στην πόλη. Με τον περιορισμό της παπικής εξουσίας και την ενίσχυση της μοναρχίας ευνοεί-ται η γένεση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, των εθνικών κρατών, ενώ η α-νάπτυξη της ζωής στις πόλεις ενισχύει την αστική τάξη και αυτή με τη σει-ρά της στηρίζει τη μοναρχική εξουσία και το θεσμό του εθνικού κράτους.

- Με τις ανακαλύψεις, εμφανίζονται η όψη μιας παγκόσμιας αγοράς και τα αποικιοκρατικά κράτη. Ξεχωρίζουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και παρουσιάζονται οι πρώτες μητροπόλεις, όπως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο.

- Οι ανακαλύψεις επιφέρουν ποσοτικά αποτελέσματα, συσσώρευση πλού-του αλλά και συσσώρευση νέων γνώσεων. Τα νέα οικονομικά φαινόμενα ό-μως δεν ελέγχονται και δίνουν στην οικονομία μια χαώδη μορφή.

- Με τη Βιομηχανική Επανάσταση αρχίζει να οργανώνεται η εργασία με γνώμονα την αποδοτικότητα σε μικρότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο κέρδος. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίζεται δίπλα στην τάξη των επιχειρηματιών (καπιταλιστική τάξη) και η εργατική, ενώ η ζωή αρχίζει να συγκεντρώνεται στις πόλεις.

Στο πεδίο των επιστημών: Η εμφάνιση του κράτους εγείρει το πρόβλη-μα της οργάνωσής του ως θεσμού, θέτει αναγκαία το πρόβλημα της νομι-μοποίησης της ισχύος του και της ρύθμισης των δικαιωμάτων και υποχρεώ-σεων των πολιτών. Τούτο αναδεικνύει την Πολιτική και το Δίκαιο ως ζωτι-κής σημασίας αντικείμενα της γνώσης. Με τη σχολή του Φυσικού Δικαίου

61

Page 59: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

f υποκαθίσταται το Θεϊκό Δίκαιο και τίθενται οι όροι για το Θετικό Δίκαιο." - Η ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων ακολουθεί μια πορεία η οποία

δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψιμη. Ως εκ τοΰτου ενεργοποι-είται η ανάγκη να μελετηθούν τα νέα οικονομικά φαινόμενα. Εμφανίζο-νται δύο τάσεις, πρώτον οι μερκαντιλιστές (16ος-17ος αι.), οι οποίοι υπο-στήριζαν την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και δεύτερον, οι Φυ-σιοκράτες (18ος αι.), οι οποίοι τοποθετούνταν υπέρ της ελευθερίας των συ-ναλλαγών από την κρατική παρέμβαση.

- Τον 17ο αιώνα υιοθετείται το μαθηματικό πρότυπο, για να εξεταστούν τα ψυχικά φαινόμενα με επιστημονικό τρόπο. Με τη συμβολή του Χιουμ (18ος αι.), ο άνθρωπος θεωρείται ότι διακρίνεται από τα λοιπά στοιχεία της φύσης και τα φαινόμενα του ψυχικού βίου αναγνωρίζεται ότι απαιτούν μια αυτόνομη εξέταση.

- Οι απαρχές της κοινωνιολογικής σκέψης αναγνωρίζονται στο έργο του Μοντεσκιέ, με το οποίο παρατηρείται μια μετακίνηση από το μαθηματικό πρότυπο στην κατασκευή τύπων για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.

- Το μεθοδολογικό και ενιαίο πρότυπο των επιστημών, από το οποίο αυ-τές αντλούν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους, δίνεται από τα Μαθη-ματικά, με τα οποία επισημαίνεται μια μεγάλη επανάσταση, η οποία προε-τοιμάζεται από την Αναγέννηση και κορυφώνεται τον 17ο αιώνα. Το πρότυ-πο αυτό υιοθετείται και για την εξέταση των κοινωνικών φαινομένων. Από τον 18ο αιώνα σημειώνεται η τάση για μια μετακίνηση από αυτό το πρότυπο προς τη διαμόρφωση μεθοδολογικών τύπων που εφαρμόζουν καλύτερα στο ερευ-νώμενο αντικείμενο (όπως για παράδειγμα στον Μοντεσκιέ), ενώ ο άνθρωπος αρχίζει να διακρίνεται από τη φύση (όπως στον Χιουμ και στον Καντ).

^ ν

Βασικοί όροι

φεουδαρχία, Αναγέννηση, ανακαλύψεις, πόλη, απολυταρχία, Βιομηχανική Επα-νάσταση, φυσικό δίκαιο, θεϊκό δίκαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, μερκαντιλισμός.

Ερωτήσεις

1. Ποιες κοινωνικές θέσεις διακρίνονται κατά τον Μεσαίωνα, πώς τοποθετού-νται ιεραρχικά, ποιος ο ρόλος τους;

62

Page 60: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

2. Ποιες αντιθέσεις εντοπίζονται στο φεουδαρχικό σύστημα, οι οποίες θα παί-ξουν σημαντικό ρόλο για την αλλαγή του;

3. α. Ποιος είναι ο ρόλος των συντεχνιών και πώς είναι διαρθρωμένες οι σχέσεις των μελών τους; β. Πώς οργανώνεται η εργασία στο πλαίσιο τους; γ. Παρου-σιάζεται κάποια αναλογία ανάμεσα στο σχήμα διάρθρωσης των συντεχνιακών σχέσεων και σ' εκείνο της κοινωνικής ζωής στο φέουδο; δ. Γιατί και πότε πα-ρακμάζουν οι συντεχνίες;

4. Ποιες αλλαγές επιφέρουν οι ανακαλύψεις των Νέων Χωρών στην οικονομι-κή ζωή; Στην ευρωπαϊκή οικονομία, ποιες χώρες και πόλεις ξεχωρίζουν και ποιοι λόγοι τις ευνοούν;

5. Ποιες κοινωνικές τάξεις εμφανίζονται με την εκβιομηχάνιση; Πώς η αγγλική νομοθεσία υποστήριξε την εκβιομηχάνιση;

6. Σε ποια προβλήματα προσανατόλισε την επιστημονική συζήτηση η εμφάνι-ση των εθνικών κρατών; Γιατί η σχολή του Φυσικού Δικαίου θεωρείται ότι έ-θεσε τις ορθολογικές βάσεις της Πολιτικής Επιστήμης;

7. Αν συζητούσαν ένας μερκαντιλιστής και ένας φυσιοκράτης για τη σχέση κρά-τους και οικονομίας, σε ποια σημεία θα διαφωνούσαν;

8. Ποια η αντίληψη για την ανθρώπινη φύση κατά τον 17ο αιώνα και σε ποια μέ-θοδο βασίστηκε η εξέτασή της; Σε τι συνίσταται ο σκεπτικισμός του Χιουμ;

9. Ποια διαφορά ανάμεσα στη qwoiKi] και στην κοινωνική νομοτέλεια επιση-μαίνει ο Μοντεσκιέ; Πώς κατασκευάζει τους τύπους του;

10. Πώς χρησιμοποίησε τον όρο «Ανθρωπολογία» ο Καντ; Ποιος τύπος επιστή-μης εκφράζεται σύμφωνα με το διαφωτιστικό πνεύμα;

Βιβλιογραφία

Β. Ζόμπαρτ, 0 Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998. Μοντεσκιέ, Το Πνεύμα των Νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994. Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988. Μ. Weber, Η Επιστήμη ως Επάγγελμα. Κριτική της Θεωρίας του Stammler. Η Γέννηση

του Σύγχρονου Καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971.

63

Page 61: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

3 . Θ Ε Μ Ε Λ Ι Ω Τ Ε Σ Τ Ω Ν Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ω Ν

Εισαγωγή: Η Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών εμφανίζεται μέσα από τις ε'ννοιες και τις μεθόδους οι οποίες κατασκευάζονται, για να διερευνηθεί ένα πολύπλευρο αντικείμενο, η κοινωνική πράξη. Προβάλλει, επίσης, μέσα από το διάλογο, αλλά και τις εντάσεις ανάμεσα στους επιστήμονες, μέσα από τις αποτυχίες συνεννόησης αλλά και την προσπάθειά τους να κατανοήσουν κριτικά τις ελλείψεις των θεωριών τους και τα μεθοδολογικά προβλήματα εξέτασης του αντικειμένου τους.

Στην εποχή μας δεν υπάρχει μία, μοναδική και ενιαία Κοινωνική Επιστήμη ή Επιστήμη του Ανθρώπου. Το αντικείμενο όμως των σύγχρονων Κοινωνικών Επι-στημών, καταρχήν, είναι ενιαίο, η μελέτη της κοινωνικής πράξης. Το αντικείμε-νο αυτό εμφανίζει πολλές διαστάσεις. Για να εξηγηθεί, χρειάζεται να εξεταστεί ως προς την οργάνωση της κοινωνίας, τους κοινωνικούς θεσμούς, τους οικονομικούς, τους πολιτικούς, τους δικαιικούς, την ψυχολογία των δρώντων, τη γλώσσα, τα συμ-βολικά συστήματα σκέψης, κτλ. Το αρχικά ενιαίο αντικείμενο τέμνεται στις διά-(ρορες πλευρές του και η καθεμιά αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο το οποίο εξε-τάζεται με διαφορετικές μεθόδους. Η κατάτμηση της γνώσης, η εξειδίκευση της έρευνας σε επιμέρους τομείς, την οποία προώθησαν οι πανεπιστημιακές σπου-δές, συνδέεται και με τον καταμερισμό της εργασίας, ένα φαινόμενο το οποίο ο-δήγησε στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, στη βελτίωση των ανθρώπινων δε-ξιοτήτων, στην εξοικονόμηση χρόνου, στη μεγαλύτερη αποδοτικότητα, εν γένει.

Στην ενότητα αυτή, εξετάζονται συνοπτικά αντιπροσωπευτικές θεωρίες που θε-μελίωσαν κεντρικές κατευθύνσεις της έρευνας σε βασικές επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες, όπως η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Ανθρωπολογία. Η προοπτική αυτής της εξέτασης συνδέεται με το αίτημα για την αποκατάσταση της ενότητας του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών μέσω του διαλόγου ανάμεσα στις διάφορες τάσεις εξέτασής του.

Οι θεμελιωτές κοινωνικοί επιστήμονες έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται αλλά και τροφοδοτούνται οι σημερινές Κοινωνικές Επιστήμες. Στις βάσεις αυτές επιστρέφει η σύγχρονη επιστημονική θεωρία, όταν διερωτάται για την πορεία και τις αρχές της και επανεξετάζει τις μεθόδους και τις θέσεις της.

65

Page 62: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διδακτικοί στόχοι: Οι μαθητές και οι μαθήτριες, αφού μελετήσουν και συζη-τήσουν τα θέματα αυτού του κεφαλαίου, αναμένεται:

- να γνωρίζουν τα κΰρια ερωτήματα που παρακίνησαν και καθόρισαν την έ-ρευνα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης,

- να διατυπώνουν τα βασικά σημεία των θεωριών των θεμελιωτών και το πε-ριεχόμενο των κύριων εννοιών που εισήγαγε ο καθένας,

- να τοποθετούν τις εξεταζόμενες θεωρίες στο ιστορικό τους πλαίσιο, - ν α ξεχωρίζουν τα αντικείμενα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης και να εντοπίζουν

τα σημεία στα οποία επικοινωνούν. Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς αναπτύσσεται και αλλάζει η κοινωνία; Τι ε-

ξασφαλίζει τη συνοχή της; Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμο-γής μιας θεωρίας στην πράξη; Μπορεί αυτά τα ερωτήματα να απαντηθούν μόνο μέσα από μία επιστήμη; Γιατί όμως χρειάστηκε να εξειδικευτεί η έρευνα και να εμφανιστούν επιμέρους επιστήμες;

Πώς κατορθώνουν οι κλασικές θεωρίες να αντέχουν στο χρόνο και στην πίε-ση σημερινών ερωτημάτων; Γιατί όμως, αν συναντώνταν στο ίδιο τραπέζι οι κλα-σικοί θεωρητικοί των Κοινωνικών Επιστημών, θα διαφωνούσαν σε πολλά θέμα-τα; Γιατί τα διαφορετικά επιχειρήματά τους, π.χ. για την ευημερία της κοινω-νίας, είναι γόνιμα για την επιστημονική έρευνα; Υπάρχουν τρόποι συνεννόησης και συνεργασίας ανάμεσα σε κοινωνικούς επιστήμονες διαφορετικών σχολών;

Πώς οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις πράξεις που συμβαίνουν καθημερινά; Είναι δυνατό να φτάσουμε στο σημείο να κατανοούμε τους άλλους, όσο διαφορετικοί και αν είναι από μας, να συνομι-λούμε με οικειότητα μαζί τους, χωρίς όμως να ταυτιζόμαστε μαζί τους;

3 . 1 . Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η

Απέναντι στην πολιτική εκδηλώνεται συχνά δυσπιστία, από την άποψη ότι συχνά παρατηρείται άλλα να λέγονται και άλλα να εφαρμόζονται. Συνήθως οι νέοι κα-ταλογίζουν στην πολιτική συντηρητισμό και ωφελιμισμό, ενώ οι μεγαλύτεροι θεω-ρούν τις ιδέες των νέων ουτοπικές και ανεύθυνες. Και πράγματι συμβαίνει αφ' ε-νός να εμq)αvίζovται ου-τοπικές θεωρίες, αφ' ετέρου μια ακραία εμμονή στην α-ποτελεσματική πρακτική. Το πώς η θεωρία μπορεί να συμπεριφέρεται ως πρά-ξη και η πράξη ως θεωρία, το πώς δηλαδή είναι δυνατό να ξεπεραστεί ο χωρι-σμός της θεωρίας από την πράξη, είναι ένα πρόβλημα το οποίο συναντάμε στην καρδιά των κλασικών πολιτικών θεωριών.

66

Page 63: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η Πολιτική Επιστήμη ε-ξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου ως πολίτη, άρρηκτα συνδεδεμένη με τους νόμους της πολιτείας, με το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί. Η ε-πιστήμη αυτή τονίζει ότι οι α-ρετές της κοινωνικής ζωής, η ειρήνη, η συνεργασία, οι ε-λευθερίες των πολιτών, η δί-καιη κατανομή του πλοΰτου, εξαρτώνται από την πολιτική δύναμη, από το είδος της ε-ξουσίας, την προέλευση και τους τρόπους νομιμοποίησής της, τη μορφή του πολιτικού συστήματος που επικρατεί.

Εύλογα όμως θα αναρω-τηθείτε γιατί τοποθετήσαμε στην αφετηρία των σύγχρο-νων Κοινωνικών Επιστημών την πολιτική. Ό π ω ς αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. 2.1.5.), από τον 16ο αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται το σύγχρονο κράτος στην Ευρώπη, να α-ναδιοργανώνεται και να εξορθολογίζεται η εξουσία. Η δύναμη της πολιτικής ε-γκαινιάζει τη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης. Η πολιτική θεωρία καλείται να υ-πηρετήσει την ανάγκη εξορθολογισμού του κράτους, να επαναπροσδιορίσει την προέλευση και τα όρια της εξουσίας του, να τοποθετηθεί απέναντι στη Μεταρ-ρύθμιση και στην Αντιμεταρρύθμιση, δηλαδή στη σχέση κράτους και Εκκλησίας, καθώς και στις ελευθερίες της σκέψης και της συνείδησης. Εννοείται ότι, από τον 16ο αιώνα και τη Γαλλική Επανάσταση (1789) μέχρι τον 20ό αιώνα, η Πολιτική Επιστήμη υποχρεώνεται να αναδιαμορφώνει τις θέσεις της.

Ο Τόμας Χομπς, ο Τζων Λοκ, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και ο Μαρξ, με τους οποίους θα ασχοληθούμε, θεωρούνται κλασικοί πολιτικοί θεωρητικοί και θεμελιωτές της Πολιτικής Επιστήμης, εκφράζοντας ο καθένας με πρωτοποριακό τρόπο την εποχή του και τα προβλήματά της. Έθεσαν ως κατεξοχήν πρόβλημα της πολιτικής θεω-ρίας τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων και της μορφής της κρατικής εξουσίας. Οι τρεις πρώτοι, οι οποίοι θεμελιώνουν την Πολιτική Επιστήμη του 17ου και του

5' *' pPl· * m

67

Page 64: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

18ου αιώνα, εντάσσονται στη σχολή του Φυσικού Δικαίου (βλ. 2.2.1.), υιοθετούν δηλαδή ένα κοινό υπόδειγμα, αν και με διαφοροποιημένο τρόπο ο καθένας, ό-πως θα αναλύσουμε. Το κράτος εμφανίζεται ότι συγκροτείται έλλογα ως αποτέ-λεσμα σύμβασης την οποία συνάπτουν τα άτομα, προκειμένου να υπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντά τους.

Με τη θεωρία του Χομπς, ο οποίος γράφει κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην Αγγλία (1642-1649), παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια πλήρης θεωρία του κράτους, με την οποία αιτιολογείται η αναγκαιότητά του. Ο Τζων Λοκ, μετά την εμφύλια διαμάχη, εκφράζοντας την άνοδο της φιλελεύθερης τάξης, υ-ποστηρίζει γιατί αυτό το κράτος θα πρέπει να έχει αντιπροσωπευτική μορφή. Ο Ρουσσώ, προαναγγέλλοντας τη Γαλλική Επανάσταση και τη δημοκρατία, δίνει έμφαση στην ισότητα και σιην ελευθερία των πολιτών ως βασικό όρο για την ε-νότητα κράτους-κοινωνίας. Οι θεωρητικοί αυτοί εκπονούν το πολιτικό τους έρ-γο στις απαρχές της ασιικής εποχής (17ος-18ος αιώνας) και προβληματίζονται για τις προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής όσο και δίκαιης πολιτικής εξου-σίας.

Ο Καρλ Μαρξ εκπονεί το έργο του ενώ έχει ήδη εμφανιστεί και αναπτυχθεί η νέα αστική εποχή και τα προβλήματά της. Ασκεί κριτική στη νομική-πολιτική ι-δέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία συγκροτείται α-πό τις πράξεις επιμέρους δρώντων. Στη μαρξιστική θεωρία η κοινωνία συλλαμ-βάνεται κριτικά και με όρους οι οποίοι αποδίδουν το συνολικό πλέγμα των κοι-νωνικών σχέσεων. Μέσα από τη μελέτη συνολικά του δεδομένου κοινωνικού συ-στήματος επιχειρείται να διατυπωθεί μια θεωρία για την αλλαγή του.

3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους

Τα έργα του Σαίξπηρ, ο πόλεμος, αλλά και πολλές καθημερινές εικόνες, δίνουν μια ιδέα για το τι εννοούσε ο Χομπς με τον όρο φυσική κατάσταση. Σε αντίθε-ση προς τον Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κοινωνικός, ο Χομπς τοποθετεί στη θεωρία του για τη φυσική, προ-κοινωνική κατάσταση τους ανθρώπους ως άτομα, μοναχικά και εχθρικά αναμεταξύ τους. Τα άτομα θεωρούνται ότι είναι ίσα μεταξύ τους, με το επιχείρημα ότι, όσο δυνατός και αν είναι κάποιος, είναι αδύνατο να μη βρεθεί κάποιος άλλος ισχυρότερος για να του αφαιρέσει τη ζωή. Επιπλέον, στη φυσική κατάσταση λείπουν τα κριτήρια αξιολόγησης. Στη φυσική κατάσταση, όπου επικρατεί ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes), ευνοείται το ένστικτο της αυτοσυντήρη-σης και η επιθυμία για απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης.

68

Page 65: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Μ Η » Ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679), ο Άγγλος φι-λόσοφος, γνωστός κυρίως ως πολιτικός θεωρητικός χάρη στο πασίγνωστο έργο του Λεβιάθαν, γεννήθηκε μόλις η μητε'ρα του πληροφορήθηκε για την έλευση της ισπανικής αρμάδας. «Ο φόβος και εγώ είμαστε δίδυμοι αδερφοί», όπως χαρακτηρι-στικά έλεγε. Ο φόβος του θανάτου, το πρόβλημα της ειρήνης και της ασφάλειας συγκεντρώθηκαν στην καρδιά της θεω-ρίας του μαζί με το πρόβλημα των όρων θεμελίωσης των δι-καιωμάτων του πολίτη. Σπούδασε από τα δεκατέσσερα χρό-νια του στην Οξφόρδη. Στα είκοσι χρόνια του προσλήφθηκε ως παιδαγωγός του λόρδου Κάβεντις (Cavendish). Η θέση

του ως παιδαγωγού στις πιο αριστοκρατικές οικογένειες του έδωσε την ευκαιρία να γνωρι-στεί με γνωστούς διανοητε'ς της εποχής του, με ανώτατους κληρικούς και πολιτικούς, και να ταξιδέψει στη Γαλλία και στην Ιταλία. Τ ο 1628, ενώ η Αγγλία βρισκόταν σε ταραγμένη πολιτικά περίοδο, μετέφρασε το έργο του Θουκυδίδη για να προβληματίσει τους συμπολί-τες του. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης παρέμεινε στη Γαλλία. Με την έκ-δοση του Λεβιάθαν (1651) του δόθηκε η άδεια από τον Κρόμγουελ να επιστρέψει στην Αγγλία.

Η ανάγκη για τη σύναψη χου Κοινωνικού Συμβολαίου και για τη γένεση του κράτους. Η ανθρώπινη φύση κατανοείται ως ένας συνδυασμός πάθους και λόγου. Ο φόβος του θανάτου ενεργοποιεί την ορθολογικότητα του ανθρώπου, δηλαδή την επιλογή των προσφορότερων μέσων για το σκοπό της αυτοσυντήρησης. Από αυ-τή την άποψη ο Χομπς προαναγγέλλει τον Βέμπερ. Επειδή η φυσική ζωή γίνεται αβίωτη και η αρχέγονη ελευθερία οδηγεί στο θάνατο, τα μεμονωμένα άτομα υ-ποχρεώνονται να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους, να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, να συμβιβαστούν. Πρώτον, συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες δε-σμευόμενα ξεχωριστά το καθένα για την τήρηση της ειρήνης. Δεύτερον, συνάπτουν ένα σύμφωνο υπακοής με τον ανώτατο άρχοντα, με το οποίο αποποιούνται το δι-καίωμα που είχαν στη φυσική κατάσταση να υπερασπίζονται τα ίδια τη ζωή τους και το μεταβιβάζουν στην ανώτατη Αρχή. Η τελευταία δεν υπόκειται σε καμιά υ-ποχρέωση, η εξουσία της είναι ανεμπόδιστη. Το μόνο όριο της βούλησής της εί-ναι η προστασία της ζωής των υπηκόων.

Σχετικά με την ιστορική τοποθέτηση της χομπσιανής φυσικής κατάστασης έ-χουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις. Περιγράφονται οι αχαλίνωτοι εγωισμοί της βρετανικής αριστοκρατίας, την οποία πολύ καλά γνώρισε ο Χομπς, η κατάστα-ση κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία ή η ανταγωνιστική λογική και οι ιδιοτε-λείς εγωισμοί που εκδηλώνονται στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς; Ο Χομπς δεν

69

Page 66: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

παρέχει διευκρινίσεις για μια χωρίς αμφιβολίες απάντηση. Πιο πολΰ όμως εν-] διαφέρει η σημασία του κοινωνικού συμβολαίου ως τύπος εξήγησης για την έλ-λογη συγκρότηση της κοινωνίας και την προέλευση του κράτους, ενώ ο τύπος της έλλογης σύμβασης θεμελιώνει την Πολιτική Επιστήμη.

Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια υπόθεση του Χομπς ή ένα θεωρητικό τέ-χνασμα, μέσα από το οποίο επιδιώκεται να τεθούν οι αρχές πάνο) στις οποίες βα-σίζεται η πολιτική κοινωνία, ώστε να είναι δυνατή η ειρήνη και η συνεργασία των πολιτών. Οι συγκρούσεις των ατόμων στη φυσική κατάσταση κατανοούνται ως κατάσταση απροσδιοριστίας, όπου δεν υπάρχουν κοινοί και δεσμευτικοί κα-νόνες και όλοι έχουν δικαίωμα σε όλα, χωρίς περιορισμό και αυτοπεριορισμό. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την KOTaorpoqM] ή με την απροσδιοριστία των προ-ϋποθέσεων που ευνοούν την ανάπτυξη των τεχνών, της επιστήμης, της βιομηχα-νίας, του εμπορίου, κτλ.

Ο Χομπς είναι υπέρ μιας απόλυτης εξουσίας, γιατί διαφορετικά δε θεωρεί ό-τι υπάρχει εγγύηση για μια σταθερή και ειρηνική ζωή. Δεν πρόκειται όμως για μια αυθαίρετη εξουσία, που κάνει «ό,τι θέλει». Πρέπει να εγγυάται την αμερό-ληπτη απονομή δικαιοσύνης, ώστε να μην τιμωρούνται αθώοι' την επιβολή δίκαιης φορολογίας· την κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας- την εκπαίδευση των πο-λιτών την εξασφάλιση όχι μόνο της ζωής, αλλά και μιας άνετης ζωής. Το κρά-τος Λεβιάθαν έχει μεν απόλυτη εξουσία, αλλά με σκοπό τη ρύθμιση των αναγκών και την πρόνοια και για τους ανήμπορους ώστε να μην εξαρτώνται από την ι-διωτική φιλανθρωπία. Σε γενικές γραμμές, με αυτό τον ιδεατό τύπο κράτους ο Χο-μπς προσπαθεί να πείσει ότι τα εγωιστικά πάθη του ανθρώπου της φυσικής κα-τάστασης μπορούν να εκλογικευτούν, να μετατραπούν σε δικακόματα και υπο-χρεώσεις χάρη στη ρύθμιση των θεσμών του κράτους. Η λογική, εφόσον συνερ-γαστεί με το πάθος, μπορεί να γίνει πανίσχυρη. Ό π ω ς είπε ο Καντ, «το πρόβλημα της εγκαθίδρυσης του κράτους μπορεί να επιλυθεί ακόμη και για ένα έθνος διαβόλων, αρκεί να διαθέτουν λογικό».

3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους

Ο Τζων Λοκ εκ(ρράζει την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης στην πολιτική. Είναι ο πρώτος που διατυπώνει τη θεωρία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εύλογα όλες οι επαναστάσεις στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αμερική, επηρεά-στηκαν και εμπνεύστηκαν από τα κείμενά του.

Οι πολιτικές ιδέες του Λοκ συναντώνται κυρίως στις Δύο Πραγματείες περί Δια-κυβερνήσεως. Στη δεύτερη ιιραγματεία, ο Λοκ, καταρχήν, παρουσιάζει μια περι-

70

Page 67: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

γραφή της φυσικής κατάστασης, διαφορετική όμως από εκείνη του Χομπς. Στην κατάσταση αυτή τα άτομα έχουν πλήρη ελευθερία να «ορίζουν τις πράξεις τους και να διαθέτουν τα αγαθά και το πρόσωπο τους κατά τον τρόπο που θεωρούν σωστό, στα όρτα του φυσικοΰ νόμου, χωρίς να ζητούν την άδεια ή να εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου άλλου ανθρώπου». Πρόκειται για μια κατάσταση ελευ-θερίας και ισότητας, αλλά και ειρηνικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώ-πους. Ο άνθρωπος νοείται ως ον που διαθέτει την ικανότητα χρήσης του λόγου και της αξιολόγησης των πράξεων.

Το ερώτημα όμως είναι, όπως το θέτει και ο ίδιος, «αν ο άνθρωπος στη φυσι-κή κατάσταση είναι τόσο ελεύθερος όσο έχει υποστηριχθεί, αν είναι απόλυτος κύ-ριος του προσώπου του και των κτήσεών του, ίσος προς τον ισχυρότερο και χω-ρίς να υπόκειται σε κανέναν γιατί παραιτείται από την ελευθερία του». Ο Λοκ, στη συνέχεια, αντικρούει την ιδέα ότι η φυσική κατάσταση είναι ιδεώδης. Η κατά-σταση της φύσης είναι στην πραγματτκότητα μια «καθαρή αναρχία». Οι περισ-σότεροι δεν τηρούν τη δικαιοσύνη, υπάρχουν πολλά παράπονα, βλάβες και αδι-κίες. Τους φυσικούς νόμους βέβαια δεν μπορεί να τους τηρήσει κανείς, εφόσον δεν τους γνωρίζει. Ως έμφυτη ο Λοκ αναγνωρίζει μόνο την επιδίωξη της ευτυχίας και την απέχθεια προς τη δυστυχία. Έτσι, η επιδίωξη της ευτυχίας αναγνωρίζε-ται ως απόλυτο φυσικό δικαίωμα. Όμο)ς ο νόμος της φύσης, ο οποίος διατυπώνει

Ο Τζων Λοκ (John Locke, 1632-1704) προερχόταν από οικο-γένεια πουριτανών εμπόρων. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλε-μος, ο Λοκ ήταν δέκα χρονών ο πατέρας του αγωνίστηκε στο πλευρό του Κοινοβουλίου, εναντίον του βασιλιά:. Έκανε τις βα-σικές του σπουδές στο Λονδίνο, μαθαίνοντας λατινικά, ελληνι-κά, κλασική λογοτεχνία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Γεωγραφία. Στην Οξφόρδη σπούδασε ελληνικά, εβραϊκά και Σχολαστική Φιλο-σοφία. Στα είκοσι έξι χρόνια του άρχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Ασχολήθηκε με ενθουσιασμό με την Ιατρική και συνέγραψε δυο πραγματείες, την Ανατομία (1668) και το Περί Ιατρικής Τέχνης (1669). Ασχολήθηκε, επίσης, με τη Χημεία και συνδέθηκε με τον πρωτοπόρο χημικό Ρόμπερτ Μπόυλ

(R. Boyle). Η Χημεία και η Ιατρική χρησίμευσαν ως πηγές έμπνευσης και πρότυπα για τη φι-λοσοφική του θεωρία. Η συμμετοχή του στις πολιτικές κινήσεις της εποχής είχε ως αποτέλε-σμα τη μακρόχρονη απομάκρυνσή του από την Αγγλία. Κατά την εξαετή αυτοεξορία του στην Ολλανδία, έγραψε την πρώτη Επιστολή για την Ανεξιθρησκία και ολοκλήρωσε το Δοκίμιο πάνα στ ψ Ανθρώπινη Νόηση. Με την «Ένδοξη Αναίμακτη Επανάσταση» του 1688 ο Λοκ επιστρέφει.

71

Page 68: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τους όρους της ειρήνης, της κοινής ευτυχίας και της ευημερίας του λαού, είναι πιο πολύ δημιούργημα της νόησης παρά έργο της φύσης. Πρόκειται για κάτι που υ-πάρχει στο πνεύμα και όχι στα πράγματα.

Ενώ για τον Χομπς η φυσική κατάσταση είναι χειρότερη από κάθε είδος κυ-βέρνησης, για τον Λοκ η (ρυοική κατάσταση είναι προτιμότερη από μια αυθαί-ρετη, δεσποτική και άνομη κυβέρνηση. Επίσης, ο Λοκ χειρίζεται πολύ διαφο-ρετικά από τον Χομπς το δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, θεωρώντας ότι δε δι-καιώνει μια απόλυτη εξουσία, αλλά ότι, αντίθετα, απαιτεί μια περιορισμένη ε-ξουσία.

Ως προς το κοινωνικό συμβόλαιο, ο Λοκ δέχεται, όπως και ο Χομπς, ότι οι άν-θρωποι, εισερχόμενοι στην πολιτική κοινωνία, παραδίδουν όλα τους τα φυσικά δικαιώματα. Με το συμβόλαιο συνένωσης το οποίο συνάπτουν αναμεταξύ τους, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποτάσσονται στην πλειοψηφία. Με την ψή-φο της πλειοψηφίας αυτή η πρωτογενής δημοκρατία μπορεί να συνεχίσει ή να μετατραπεί σε άλλη πολιτειακή μορφή. Ο Λοκ, σε αντίθεση με τον Χομπς, υπο-στηρίζει ότι η πλειοψηφία όχι μόνο τοποθετεί την ανώτατη Αρχή, αλλά διατηρεί «την εξουσία να την απομακρύνει ή να τη μεταβάλλει, δηλαδή διατηρεί το δι-καίωμα να επαναστατεί». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το άτομο δεν οφείλει να υ-ποτάσσεται στην κοινωνία. Ο Λοκ θεωρούσε ότι η δύναμη της πλειοψηφίας πε-ριόριζε μια αυθαίρετη ή τυραννική κυβέρνηση, όχι ότι μπορούσε να διοικεί στη θέση αυτής.

Κεντρικό μέρος της πολιτικής του είναι η θεωρία για την ιδιοκτησία. «Ο μέ-γας και κύριος σκοπός... της συνένωσης των ανθρώπων σε κράτη και της υπαγω-γής τους σε κυβερνήσεις είναι η διαφύλαξη της ιδιοκτησίας τους». Η ιδιοκτησία θεωρείται δικαίωμα το οποίο έχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως, το οποίο προστα-τεύεται σιην πολιτική κοινωνία. Ό π ω ς ο καθένας έχει το φυσικό δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, έχει και το δικαίωμα σε ό,τι είναι αναγκαίο για την αυτοσυ-ντήρηοή του. Με άλλα λόγια, ο Λοκ μιλά για φυσικό δίκαιο και για φυσικό νόμο, αλλά εννοώντας καθαρά πολιτικούς θεσμούς.

Στην πολιτική κοινωνία οφείλει το άτομο να μην παίρνει πράγματα που ανή-κουν σε άλλον, αλλά να εργάζεται προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται. Ο Λοκ είναι υπέρ της συσσώρευσης αγαθών, αλλά όσων είναι χρήσιμα. Μπορεί να συσσωρεύει κανείς, για παράδειγμα, περισσότερα καρύδια, παρά δαμάσκηνα που θα σάπιζαν πολύ σύνιομα. Η εργασία δε θεμελιώνει μόνο το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά αποτελεί και πηγή πλούτου. Ο Λοκ στο ερώτημα πού θεμελιώνεται το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας απαντά: στην εργασία. Με αυτή την απάντηση, σύμίρωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποκτά τα α-

72

Page 69: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

γαθά με την εργασία του, αν ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες της εποχής, ασκείται κριτική στην προαστική κοινωνία των φεουδαρχικών προνομίων που ο-δηγούσαν σε σχέσεις εξάρτησης.

Σε γενικές γραμμές, ο Λοκ εκφράζοντας τη φιλελεύθερη επανάσταση του 1688 σιην Αγγλία, προβληματίζεται πάνω στην απόλυτη μορφή του κράτους της χο-μπσιανής θεωρίας, θεωρώντας ότι δεν αποτελεί πλέον ασφαλή μσρφή για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας. Θέτει ως βασικές αρχές τα ατομικά δι-καιώματα, τη νομιμότητα της κυβέρνησης που θεμελιώνεται στη συναίνεση, το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση, το χωρισμό Εκκλη-σίας και κράτους. Πρόκειται για φιλελεύθερες αρχές που όρισαν τα σύγχρονα πο-λιτεύματα.

3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους

Από τους στοχαστές του 18ου αιώνα είναι ο πλέον γνωστός, έχοντας προσφέρει ένα ευρύτατο έργο γραμμένο με πάθος, το οποίο απευθυνόταν τόσο στο ευρύ κοι-νό όσο και στον κύκλο των διανοουμένων. Δεν ήταν μόνο πολιτικός και ηθικός φι-λόσοφος· ασχολήθηκε με τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, τη Βοτανική.

Φυση και κοινωνία. Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς ότι η ζωή των αν-θρώπων στη φυσική κατάσταση είναι «μονήρης», ότι δηλαδή χαρακτηρίζεται α-πό την απουσία όχι μόνο κοινωνίας αλλά και κοινωνικότητας. Υποστηρίζει όμως ότι όλοι οι προηγούμενοι φιλόσοφοι οι οποίοι περιέγραψαν τον άνθρωπο στη φυ-σική κατάσταση δεν περιέγραψαν παρά τον πολιτισμένο άνθρωπο. Αποκλίνει α-πό τον Χομπς θεωρώντας ότι, εφόσον στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχουν κοι-νωνικές σχέσεις, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε φιλία αλλά ούτε και εχθρότητα. Από την υπόθεση της φυσικής κατάστασης ο Ρουσσώ κρατά μεν την ελευθερία και την ισότητα, αλλά αφαιρεί «τον πόλεμο όλων εναντίον όλων».

Ο άνθρωπος είναι ελευθερία- η έννοια αυτή στον Ρουσσώ αποκτά νέο νόημα: δε σημαίνει ελευθερία από εμπόδια, αλλά τη δύναμη του ανθρώπου να αυτονο-μοθετείται, να υπακούει στους νόμους τους οποίους έθεσε ο ίδιος. Η ελευθερία αυτή δεν μπορεί παρά να πραγματοποιηθεί μέσα στην κοινωνία, μαζί με την α-νάπτυξη της λογικής. Επομένως ο άνθρωπος ως ελευθερία και αυτονομία δεν εί-ναι ο φυσικός προκοινωνικός άνθρωπος.

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ανοίγει με τη φράση «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθε-ρος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος», εννοώντας ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι ελεύθερος. Με τη φράση αυτή εννοείται η αντίθεση προς τα προνόμια

73

Page 70: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

της τάξης, της κάστας και του επαγγέλματος. Η έννοια της ελευθερίας προκύπτει μέσα από την κριτική προς τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής του. Για τον Ρουσ-σώ, ΐ] Γαλλία δε χαρακτηρίζεται πλέον από την απόλυτη εξουσία του βασιλιά. Ποιος κυβερνά; Η γνώμη. Η γνώμη τίνος; Της κοινωνίας. Τι είναι αυτή η κοινωνία; Η ανισότητα. Η κριτική του Ρουσσώ απευθύνεται προς μια κοινωνία στην οποία καθένας συγκρίνει τον άλλο για τον πλούτο, την ομορφιά ή τη δόξα, μια κοινω-νία που βασίζεται στη σύγκριση, δηλαδή πάνω στην οπτική της ανισότητας. Με αυτούς τους όρους δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνία ούτε αποτελεσματική κυ-βέρνηση, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα.

Ο Ρουσσώ επιστρέφει σε μια αρχαιοελληνική έννοια της ελευθερίας, ως πο-λιτικής αρετής, σύμφωνα με την οποία ο πολίτης ενδιαφέρεται πρώτα για το κα-λό της πόλης και κατόπιν για το ατομικό του συμφέρον. Στην εποχή του, αντίθε-τα, διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έχει γίνει αστός (bourgeois) και έχει πάψει να εί-ναι πολίτης (citoyen). Έχει δηλαδή περιοριστεί στον εαυτό του και ξεχωρίζει το κοινό καλό από το ατομικό του όφελος.

Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς, θεωρώντας ότι «είναι ο μόνος που έχει δει πολύ καλά το κακό και τη θεραπεία του και ο μόνος που τόλμησε να προ-τείνει τη συνένωση των δύο κεφαλ(όν του αετού και να οδηγήσει στην πολιτική ενότητα, χωρίς την οποία κανένα κράτος ούτε κυβέρνηση δεν μιιορεί να συ-γκροτηθεί καλά» (Κοινωνικό Συμβόλαιο, IV, 8). Αλλά εκεί σιαματά η συμφωνία. 11ά-νω στο πρόβλημα του πώς θα πραγματοποιηθεί η ένωση των ανθρώπων, ο Ρουσ-σώ δέχεται την αρχή του Λοκ για το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση. Η λύση την οποία προτείνει ο Ρουσσώ κάνει δεκτή και την ε-λευθερία και την ισότητα, και την ενότητα και την αναγνώριση της διαφοράς. Θέτει το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: να βρεθεί μια μορφή ένωσης ηου θα υ-περασπίζει και θα προστατεύει με όλη την κοινή δύναμη το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέ-λους και με την οποία ο καθένας, αν και ενωμένος με τους άλλους, δε θα υπακούει παρά μό-νο στον εαυτό του και θα είναι εξίσου ελεύθερος όπως και προηγούμενα (Κοινωνικό Συμβό-λαιο, I, 6).

Βασική έννοια του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η γενική θέληση. Κάθε άτο-μο εκχωρεί όλα τα φυσικά δικαιώματά του στο σύνολο της κοινότητας και θέ-τει τον εαυτό του υπό τη δτεύθυνση της γενικής θέλησης. Έτσι, μέσα από την ένωση όλων σχηματίζεται το δημόσιο πρόσωπο που λέγεται πολιτεία. Η γενι-κή θέληση βασίζεται στην αμοιβαιότητα, σύμφωνα με την οποία ο καθένας έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον άλλο ό,τι και εκείνος μπορεί να απαιτήσει α-πό αυτόν. Η γενική θέληση επικρατεί εφόσον πραγματοποιούνται οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας. Δεν επιόκόκεται όμως η εξίσωση των πολιτών, αλ-

74

Page 71: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (J.-J. Rousseau, 1712-1778) γεν-νιέται στη Γενεύη από γαλλόφωνη οικογε'νεια. Μετά α-πό μια δύσκολη όσο και περιπετειώδη παιδική ζωή ε-πιδίδεται στη μελέτη της μουσικής. Συνεργάζεται με τον Ντιντερό για την Εγκυκλοπαίδεια. Βραβεύεται για τη μ ε λ έ τ η τ ο υ Λόγος για τις Επιστήμες και τις Τέχνες (1750) .

Στη συνέχεια γράφει το έργο Λ όγος ηερί της Καταγωγής της Ανισότψας (1755), το οποίο άσκησε σημαντική επίδρα-ση στην πολιτική σκέψη της εποχής. Γράφει σχεδόν πα-ρ ά λ λ η λ α τ α έ ρ γ α Ζυλί: η νέα ΕΧοΐζα, τ ο Κοινωνικό Συμβό-

λαιο και τον Αιμίλιο. Απαγορεύεται η κυκλοφορία του Κοινωνικού Συμβολαίου κα ι τ ο υ Αιμίλιου (1762) , ε κ δ ί δ ε τ α ι

ένταλμα σύλληψης για τον ίδιο και ο συγγραφέας εξαναγκάζεται να βρεθεί στους δρόμους της εξορίας, από την Ελβετία στην Αγγλία και από εκεί στη Γαλλία.

λά αναγνωρίζεται η διαφορά. Η γενική θέληση έχει έναν ηθικό χαρακτήρα που βασίζεται στη συνείδηση της ενότητας και του κοινού συμφέροντος που απο-κτούν οι πολίτες. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο όρος θέληση όλων (volonte de tous), η οποία αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους θελήσεων, αποτελείται α-πό τα ξεχωριστά ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία είναι δυνατό να αντιτίθενται στη γενική θέληση. Το σύνολο όμως αυτό των επιμέρους θελήσεων οφείλει να υποχωρήσει απέναντι στη γενική θέληση, δηλαδή στις κοινές αξίες και στους κοινούς κανόνες, διαφορετικά κινδυνεύει να καταστραφεί το πολιτικό σώμα. Με άλλα λόγια, προτείνεται η υποχώρηση του εγωισμού και των ενστίκτων, προ-κειμένου για την επικράτηση του λόγου με σκοπό την προστασία όλων.

Οι αρχές του Κοινωνικού Συμβολαίου, το οποίο έγινε το ευαγγέλιο της Γαλλικής Επανάστασης, ενσωματώθηκαν στις διακηρύξεις της επανάστασης αυτής. Στο πρώτο άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη ορίζεται ότι «οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δι-καιώματά τους». Οι κοινωνικές διακρίσεις «δεν μπορούν να θεμελιωθούν παρά στο δημόσιο όφελος», ενώ στο άρθρο 6 ορίζεται ότι «ο νόμος είναι έκφραση της γενικής θέλησης».

75

Page 72: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και κριτική του κράτους

Πώς είναι δυνατό αυτό που ισχύει για τη θεωρία να ισχύει και για την πράξη; Πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι να ζουν με ομόνοια και να μπορούν να αναπτύσσουν απεριόριστα τις δυνάμεις τους; Ο Μαρξ, παρατηρώντας τις συνθήκες στις οποί-ες ζούσαν οι άνθρωποι στην εποχή του, αναρωτιόταν: σε μια κοινωνία τόσο πλού-σια, γιατί η πλειονότητα ζει τόσο 4)τωχικά και στερημένα;

Ο Μαρξ θέτει το πρόβλημα του πώς μπορεί μια θεωρία να εq)αpμoστεί στην πράξη, και μάλιστα να συντελέσει στη μεταμόρφωση της κοινωνίας, στην επι-κράτηση μιας νέας και δίκαιης κοινωνικής τάξης. Κεντρική έννοια στο σύστημά του είναι η δύναμη. Η κοινωνία είναι το σύνολο των ανθρώπινων δυνατοτήτων και, ανάλογα με το είδος των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται σε αυτή, χα-ρακτηρίζεται πρωτόγονη, αγροτική, βιομηχανική κοινωνία, κτλ. Χαρακτηρίζεται, επίσης, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται αυτές οι δυνάμεις, αν δηλαδή υφίστανται οι εργαζόμενοι εκμετάλλευση ή όχι, αν και πώς αξιοποιού-νται οι φυσικοί πόροι, αν απελευθερώνονται οι δυνάμεις, η επινοητικότητα και η δημιουργικότητα των εργαζομένων. Η εργασία θεωρείται κατεξοχήν παραγω-γική δύναμη, δύναμη με την οποία παράγονται τα εργαλεία, οι μηχανές, τα αγαθά, τα πάντα όσα απολαμβάνει ο άνθρωπος στην κοινωνία. Από αυτή την άποψη, κατανοείται η μεγάλη αξία την οποία ο Μαρξ αποδίδει στην εργατική τάξη. Πα-ρόλο που η κοινωνία βασίζεται στην εργατική τάξη, η εργατική δύναμη είναι αλ-λοτριωμένη, εφόσον βρίσκεται κάτω από τις διαταγές των λίγων ιδιοκτητών, διό-τι η καπιταλιστική τάξη βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας. Στην εκμε-τάλλευση αυτή οφείλεται το κέρδος και η εξουσία της.

Για τον Μαρξ, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η βιομηχανία παράγει μια «μάζα παραγωγικών δυνάμεων» οι οποίες μπορούν να μετατραπούν σε κα-ταστροφικές για την ανθρωπότητα, προβλέποντας την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Επίσης, ένα σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων δε-σμεύεται και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλη του την έκταση, ενώ πολλοί καταδικάζονται, λόγω της μη χρησιμοποίησης και των αδυναμιών αξιοποίησης της παραγωγικής δύναμης, να μείνουν άνεργοι. Όλοι αυτοί που υφίστανται την εκμετάλλευση της δύναμής τους και εμποδίζονται να την αναπτύξουν μπορούν να αποτελέσουν εκείνη τη δύναμη που θα κινηθεί για την κοινωνική αλλαγή.

Ο Μαρξ προσανατολίζεται στο μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην επικράτηση ενός δικαιότερου κοινωνικού συστήματος, αλλά δεν αναφέρει ό-τι το δεδομένο κοινωνικό σύστημα δε θα έπρεπε ιστορικά να εμφανιστεί. Οι κα-

76

Page 73: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

j m Ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx) γεννήθηκε στην Τ ρ ι ρ της Γερμανίας, στις 5 Μαΐου 1818, προερχόμενος από με-σαία κοινωνική τάξη. Η διδακτορική του διατριβή είχε τ ί τλο Οι Διαφορές Ανάμεσα στψ Επικούρεια και στη Δημοκρί-

τειο Φνσική. Σε αυτή διαφαίνεται η επίδραση του Χε'γκελ, η οποία ήταν καθοριστική όχι μόνο για το Πανεπιστή-μιο του Βερολίνου, όπου είχε φοιτήσει ο Μαρξ, αλλά και συνολικότερα για τη γερμανική σκε'ψη. Μεχά τις σπουδές του, ο Μαρξ διορίζεται συντάκτης σε μια ριζο-σπαστική εφημερίδα, την Rhemische Zeitung. Ό ι α ν οι Αρ-χές την κλείνουν, ο Μαρξ αναγκάζεται (το 1843) να ε-γκαταλείψει τη Γερμανία για το πιο φιλελεύθερο περι-βάλλον του Παρισιού. Εκεί συνδέεται με τον Ένγκελς

(Engels) με μια φιλία και συνεργασία που συνεχίζεται σε όλη τους τη ζωή. Κατά την περίοδο αυτή γράφει μια σειρά έργων, όπως τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα τον 1844, Η Αγία Οικογένεια, Η Γερμανική Ιδεολογία, κ.ά. Τ ο 1845 όμως απελαύνεται από τη Γαλλία και μετα-βαίνει στις Βρυξέλλες, όπου σε συνεργασία με τον Ένγκελς γράφει το Κομμουνιστικό Μανι-φέστο, το οποίο παρουσιάστηκε ως το πρόγραμμα της Ένωσης των Κομμουνιστών. Τ ο 1848, όταν ξέσπασαν οι επαναστάσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ο Μαρξ έχει επιστρέψει στη Γερμανία. Μετά την αποτυχία όμως της επανάστασης εκεί, μετακινείται στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου αρχίζει τη συστημα-τική του μελέτη για το καπιταλιστικό σύστημα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι τρεις τόμοι του Κεφαλαίου, ενώ ζει με μεγάλες οικονομικές στερήσεις. Πεθαίνει το 1883.

πιταλισττκές σχέσεις αναγνωρίζονται ως ιστορική αναγκαιότητα. Μπορεί αυτή η ανάπτυξη να συνοδεύεται από εκμετάλλευση, αλλά δημιουργεί όσες υλικές σχέσεις είναι απαραίτητες για να διαμορφωθεί μια ανώτερη μορφή κοινωνίας. Η επανα-στατική πράξη επιδιώκεται να εμφανιστεί ως αναγκαία στιγμή για την ευρύτερη απελευθέρωση των κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων και ο καπιταλισμός θεωρείται ότι δημιουργεί τους όρους για το μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Η αστική κοινωνία στη θεωρία του Μαρξ θεμελιώνεται με αφετηρία την ερ-γατική τάξη. Εφόσον η τάξη αυτή συνειδητοποιήσει τη θέση την οποία έχει στην καπτταλτστική οργάνωση και το ρόλο της στην κοτνωνία, μπορεί να διαρρήξει ττς αλλοτρτωμένες μορφές των κοτνωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας (βλ. 3.3.2.). Ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο ταξική συνείδηση αναφερόμενος όχι στην ατομτκή συνείδηση, αλλά στη συνείδηση της τάξης την οποία αποκτούν οι

77

Page 74: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

εργάτες καθώς ενεργούν, με αποτέλεσμα να δείχνουν μεταξύ τους αλληλεγγύη, α-φού έχουν επίγνωση των κοινών προβλημάτων τους και κοινούς στόχους. Πρό-κειται για μια δυναμική ιδέα, από την άποψη ότι ευνοεί την πρακτική εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή.

Κοινωνία και κράτος. Στις θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου σύμφωνα με τους προηγούμενους θεωρητικούς, το κράτος εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει τη γενική θέληση και την πολιτική ενότητα του λαού και του έθνους, εφόσον κοινοί κανόνες, δικαιώματα και ελευθερίες διέπουν και ρυθμίζουν εξίσου τις σχέσεις ό-λων των πολιτών. Το κράτος, ένα και αδιαίρετο, είναι κυρίαρχο και αποτελεί η-θικό δεσμό που ενώνει τα μέλη του. Ο Μαρξ δεν αποδέχεται την υπόθεση του Φυ-σικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα άτομα με τη θέλησή τους συναινούν για να συσταθεί ο θεσμός του κράτους. Αντίθετα, συνδέει τον ατομικι-σμό με το δεδομένο αστικό-καπιταλισχικό σύστημα. Επιπλέον, διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, οι λει-τουργίες που αφορούν την οργάνωση, τη διοίκηση, τον έλεγχο, την εξουσία, δη-λαδή οι πολιτικές λειτουργίες, δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές και συ-γκεκριμένες ανάγκες αλλά επιβάλλονται σε αυτές. Η διάκριση και ο διαχωρισμός του πολιτικού από το κοινωνικό κατανοείται μέσα από την ιστορία του καταμε-ρισμού της εργασίας, τη διάκριση ανάμεσα σε χειρωνακτική και σε πνευματική εργασία και το σχηματισμό κοινωνικών τάξεων.

Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οι κυβερνητικές εξουσίες είναι κληρονομι-κές, επειδή είναι συνδεδεμένες με τη θέση των ατόμων στην κοινωνική δομή, τον πλούτο που διαθέτουν, και όχι με την ικανότητα τους. Αυτές οι λειτουργίες άσκη-σης εξουσίας έγιναν προνόμιο το οποίο κατείχαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις. Έ-τσι θεωρείται ότι σχηματίστηκε το κράτος. Εφόσον εμφανίζονται διαφορετικές και αντιτιθέμενες τάξεις, χρειάζεται να υπάρξει μια ανώτερη δύναμη που θα κα-ταστέλλει τις τυχόν συγκρούσεις, μια κρατική εξουσία. Αυτή η εξουσία αποσπά-ται και υψώνεται πάνω από την κοινωνία, επειδή η κοινωνία διαιρείται σε τάξεις.

Το πολιτικό κράτος αντανακλά την ταξική δομή και την κυριαρχία εκείνης ιης τάξης η οποία κυβερνά. Το αστικό δημοκρατικό όμως κράτος έχει αντιφατικό χα-ρακτήρα: αφ' ενός αποτελεί έκφραση των συμφερόντων ιης κυρίαρχης τάξης, και αφ' ετέρου επιτρέπει την έκφραση των συμφερόντων των κατώτερων τάξεων, τα οποία αποτελούν την αντίσταση των τελευταίων απέναντι στην κυρίαρχη τά-ξη. Έτσι, το καπιταλιστικό κράτος εκφράζει μια αστάθεια, καθώς εμπεριέχει έ-να πλήθος ανταγωνιστικών συμφερόντων γι' αυτό και η αστική δημοκρατία α-ναπόφευκτα οδηγείται σε αλλαγές. Ο Μαρξ στο έργο του Η 18η Μπρνμέρ τον Λον-

78

Page 75: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

δοβίκου Βοναπάρτη παρατηρεί, μέσα από τη μελέτη της γαλλικής Ιστορίας, ότι η α-στική δημοκρατία, σε περιόδους κρίσεων, άλλοτε οδηγείται στην επιστροφή στη μοναρχία -και, πάνω σε αυτό, έχει πρόσφατο το παράδειγμα του Ναπολέοντα Γ'-, ενώ άλλοτε οδηγείται σε επαναστάσεις της εργατικής τάξης, η οποία επιχειρεί να πάρει την εξουσία από την αντίπαλη της τάξη.

3.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ο όρος οικονομία, συμφωνά με την κλασική αρχαιοελληνική του χρήση, αναφε-ρόταν στη διαχείριση του οίκου. Ο όρος «οικονομία», συχνά αναφέρεται σε έναν τρόπο με τον οποίο ενεργούμε. Λέμε, για παράδειγμα, ότι ενεργούμε οικονομι-κά, εννοώντας την αποτελεσματικότητα μιας πράξης, με τη μικρότερη δυνατή προ-σπάθεια και την κατάλληλη προσαρμογή των μέσων προς το σκοπό. Αναφέρεται, επίσης, στον συντονισμένο τρόπο δράσης για την ικανοποίηση αναγκών και την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η σύγχρονη εποχή συνδέεται με τον οικονομικό υπολογισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο ως μέσο για τους σκοπούς του.

Από τον 18ο περίπου αιώνα εμφανίζεται η Οικονομική Επιστήμη ή Πολιτι-κή Οικονομία, η οποία εξετάζει πώς λειτουργεί η οικονομία ενός σύγχρονου κρά-τους. Στο χώρο της Πολιτικής Οικονομίας, γίνεται έντονη συζήτηση για το ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων αλλά και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως την εκπαίδευση, την ιατρική περί-θαλψη, τις συγκοινωνίες· αν δηλαδή τη διαχείρισή τους πρέπει να αναλαμβάνει το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα. Ανάλογα με την απάντηση σε αυ-τό το πρόβλημα διακρίνονται και οι θεωρίες μεταξύ τους.

•4

Και οι τέσσερις θεωρητικοί με τους οποίους θα ασχοληθούμε, ο Άνταμ Σμιθ, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο Καρλ Μαρξ και ο Τζων Κέυνς, δεν τοποθετούνται κατά τον ίδιο τρόπο ούτε ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους στο παραπάνω πρόβλημα.

Ο Σμιθ (1723-1790) και ο Ρικάρντο (1772-1823) τοποθετούνται υπέρ της οικονομικής ελευθερίας, υιοθετώντας τις αρχές του Διαφωτισμού σχετικά με τις ατομικές ελευθερίες. Οι αρχές αυτές, που απέβλεπαν στη χειραφέτηση της μεσαίας τάξης, ευνοούσαν ταυτόχρονα και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τις συνέ-πειες αυτού του ανταγωνισμού, αφού αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις του νέου οικο-νομικού συστήματος, του καπιταλισμού, ανέλυσε και έκρινε ο Μαρξ. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οικονομία της Ευρώπης δεν μπορεί να ανακάμψει, και

79

Page 76: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετωπίζει είναι η ανεργία. Την εποχή του μεσοπολέμου, ο Κέυνς δεν τοποθετείται ούτε υπέρ μιας ριζικής αλλαγής του κοι-νωνικού συστήματος, όπως ο Μαρξ, ουτε όμως υπέρ μιας φιλελεύθερης οικονο-μίας, αλλά υπέρ ενός κράτους ευημερίας, το οποίο θα αναλάμβανε οικονομική δραστηριότητα και θα μπορούσε να διασφαλίσει πλήρη απασχόληση.

Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις από τους παραπάνω κλασικούς θεωρητικούς προέρχονται από την Αγγλία, ενώ και ο Μαρξ συνέθεσε τις κριτικές μελέτες του για την Πολιτική Οικονομία κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο. Η Μεγάλη Βρε-τανία αποτέλεσε το πρώτο «βιομηχανικό εργαστήριο» της οικουμένης, τη χώρα που, όπως γράφει ο Μαρξ στο Κεψάλαιο, έδειχνε στις άλλες την εικόνα του μέλ-λοντος τους.

Και οι τέσσερις, σε γενικές γραμμές, πρώτον, αναγνωρίζουν την εργασία ως αξία και ως βασικό εργαλείο για να κατασκευάσουν τις θεωρίες τους, και, δεύ-τερον, διερευνούν τις οικονομικές σχέσεις κινούμενοι από ένα ενδιαφέρον για τη βελτίωση της κοινωνίας.

3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής χης Πολιτικής Οικονομίας

Με τον Σμιθ αρχίζει η κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας, η οποία συ-νεχίζεται με τον Ρικάρντο, τον Μάλθους και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ. Με τη σχολή αυτή, η Οικονομία διακρίνεται ως ξεχωριστός κλάδος και αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την Πολιτική. Η οικονομία θεωρείται ότι ρυθμίζεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι από την πολιτική του κράτους. Ενώ για τους Γάλλους φυσιοκράτες πηγή του πλούτου θεωρούνταν η αγροτική οικονο-μία, ο Σμιθ απορρίπτει αυτή την άποψη, δίνοντας έμφαση οτη βιομηχανική πα-ραγωγή και στην παραγωγικότητα χης εργασίας.

Στο έργο του για τον Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών τον Πλούτου των Εθνών, εκθέτει το ζήτημα της οικονομικής ελευθερίας, επιχειροόντας να δείξει ότι το α-τομικό συμφέρον μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία· θα έπρεπε, επομένως, να απομακρυνθούν τα θεσμικά εμπόδια της παραδοσιακής κοινωνίας απέναντι στις επιδιώξεις των ατόμων. Ο Σμιθ τόνισε τη σημασία της συσσώρευσης κεφαλαί-ου και της εργασίας για την ευημερία της κοινωνίας.

Ως βασικός παράγοντας για την αύξηση του πλούτου αναγνωρίζεται η εργα-σία. Η μέγιστη βελτίωση της εργασίας θεωρεί ότι μπορεί να προκύψει χάρη στον καταμερισμό της εργασίας. Η εξειδίκευση σε μια δραστηριότητα, υποστηρίζει ο Σμιθ, ανεβάζει την απόδοση στο εκατονταπλάσιο. Παρ' όλα αυτά, αναγνωρίζει

80

Page 77: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith, 1723-1790) γεννήθηκε στη Σκω-τία, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και στην Οξφόρδη. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης Ρητορι-κή, Λογική και Ηθική Φιλοσοφία. Το σημαντικότερο ε'ργο του , Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών τον Πλούτου των Εθνών

(1776), ε'γινε θεμέλιο της Κλασικής Οικονομίας. Τ ο ε'ργο αυ-τό συνδε'εται με το άλλο βασικό του ε'ργο, Η Θεωρία των Ηθικών

Συναισθημάτων.

ότι μεγάλη εξειδίκευση και ο καταμερισμός της εργασίας έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό των πνευματικών ικανοτήτων. Γι' αυτό και προτείνει την αντιστάθμισή τους μέσω των προγραμμάτων της δημόσιας στοιχειώδους εκπαίδευσης.

Ο Σμιθ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ελεύθερου εμπορίου και της ελάχι-στης παρέμβασης της κυβέρνησης στις οικονομικές δραστηριότητες του ατόμου. Υποστηρίζει ότι οι συναλλασσόμενοι επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον, καθένας τους όμως «καθοδηγείται σαν από ένα Αόρατο Χέρι να προωθεί σκοπούς που δεν ανήκαν στην αρχική του πρόθεση», εκφράζοντας με αυτή τη διατύπωση μια αισιόδοξη αντίληψη για τη συμφιλίωση ανάμεσα στο κοινωνικό συμφέρον και στην επιδίωξη του ατόμου για το ιδιωτικό του όφελος. Θεωρεί ότι ο ιδιώτης επι-χειρηματίας, μεγιστοποιώντας τα κέρδη του, οδηγεί την κοινωνία στην ευημε-ρία. Ο Σμιθ τοποθετείται υπέρ του ελευθερου ανταγωνισμού, διατηρεί όμως επι-φυλάξεις για μια χωρίς όρια ελευθερία. Ό π ω ς γράφει, «άνθρωποι της αυτής επιχει-ρηματικής δραστηριότητας συναντώνται συχνά, ακόμη και για διασκέδαση και ψυχαγωγία, αλ-λά η συνεύρεση καταλήγει σε συνωμοσία εναντίον του δημοσίου ή σε κάποιο τέχνασμα για την αύξηση των τιμών. Παρότι όμως ο νόμος δεν μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας να συναντώνται, θα όφειλε να μην κάνει τίποτα για να τις δι-ευκολύνει, και πολύ λιγότερο για να τις καθιστά αναγκαίες» (Πλούτος των Εθνών, II, κεφ. Χ, μέρος II).

Ο Σμιθ, υποστηρίζοντας το μη παρεμβατικό ρόλο του κράτους απέναντι στην οικονομική ζωή, εκφράζει και μια διαπίστωση της εποχής για τη μη αποτελε-σματικότητα της βρετανικής κυβέρνησης. Η υποστήριξη της ελεύθερης λειτουρ-γίας της αγοράς εκφράζει, επίσης, την αντίθεσή του προς τα μονοπώλια που δη-μιουργούνταν με την εκμετάλλευση κάποιου κρατικού προνομίου. Δεν είναι ό-μως κατηγορηματική και απόλυτη η τοποθέτηση του Σμιθ υπέρ μιας άνευ όρων

81

Page 78: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

οικονομικής ελευθερίας και κατά της κρατικής παρέμβασης. Ο ρόλος του κρά-τους δεν είναι περιορισμένος στη θεωρία του. Το κράτος αναλαμβάνει κυρίως έ-να διοικητικά ρόλο, δηλαδή προστατεύει την κοινωνία από τη βία αναλαμβάνο-ντας τις δαπάνες για την άμυνα, προστατεύει το κάθε μέλος από την αδικία α-ναλαμβάνοντας δαπάνες για τη Δικαιοσύνη και επωμίζεται δαπάνες για τα δη-μόσια έργα (.Πλούτος των Εθνών, IV, κεφ. 9).

Στον Πλούτο των Εθνών, προσφέρει ένα σχέδιο οικονομικής ιστορίας, προσδιο-ρίζοντας ως κριτήριο κάθε σταδίου της Ιστορίας τις οικονομικές δυνάμεις που α-ναπτύσσονται (διακρίνονται τα εξής οικονομικά στάδια: κυνηγετικό, κτηνοτροφικό, αγροτικό, εμπορικό). Με βάση τις οικονομικές δυνάμεις, επιδιώκεται να εξηγη-θούν οι διαφοροποιήσεις των εθίμων και των προτύπων συμπεριφοράς.

3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας

Ο Ρικάρντο επιδίωξε να προσδιορίσει χους νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τη συνο-λική παραγωγή της κοινωνίας με την ίδια δεσμευτικότητα όπως οι ψνσικοί νόμοι, α) Βασική είναι η θεωρία του για τον προσδιορισμό της αξίας των αγαθών. Σύμφωνα με αυτή, οι τιμές καθορίζονται με βάση την εργασία η οποία χρησιμοποιείται κα-τά τη διάρκεια της παραγωγής. Η αξία αυτή όμως δε νοείται ως ένα απόλυτο μέ-γεθος και δε λογαριάζεται με βάση απλώς την ποσότητά της. Διακρίνει την ερ-γασία σε εκείνη που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος και σε εκείνη η οποία χρειάζεται για την παραγωγή του πάγιου κεφαλαίου (μηχανημάτων, κτι-ρίων, κτλ.). Αναγνωρίζεται, με λίγα λόγια, ότι η εργασία αποτελεί κύρια αξία και ότι το κεφάλαιο ενσωματώνει εργασία, μια ιδέα η οποία αναπτύσσεται αργότε-ρα στη θεωρία του Μαρξ.

β) Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη γεωργική παραγωγή και ως μονάδα μέτρησης το σιτάρι, επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα για την εξέλιξη της οι-κονομίας. Σύμφωνα με το παράδειγμά του, στο βαθμό που ο πληθυσμός αυξά-νεται, η καλλιέργεια επεκτείνεται και σε λιγότερο γόνιμα εδάφη, όπου χρειάζε-

() Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo, 1772-1823) γεννήθηκα στο Λονδίνο προερχόμε-νος από ολλανδοεβραϊκή οικογένεια. Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας του, σταδιοδρομεί από νεαρή ηλικία ως χρηματιστής. Σημαντική επίδραση άσκησε το θεωρη-τικό του έργο, από το οποίο ξεχωρίζουν οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας (1817) ως ένα από τα βασικά έργα της κλασικής σχολής της Οικονομίας. Από το 1819 μέ-χρι το τέλος της ζωής του ήταν με'λος του Κοινοβουλίου.

82

Page 79: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ται περισσότερη εργασία για την παραγωγή σίτου. Η τιμή του προϊόντος, επο-με'νως, ανεβαίνει, ενώ οι ιδιοκτήτες της εύφορης γης θα ζητούν υψηλότερο ενοί-κιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κέρδος του επιχειρηματία. Ο ρυθμός συσ-σώρευσης του κεφαλαίου επιβραδύνεται και οι μισθοί παραμένουν στο ελάχισιο όριο διαβίωσης. Η ψθίνονσα απόδοση της γης μπορεί να αναβληθεί, όχι και να α-ναιρεθεί, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Ενώ θεωρούσε ότι η υποκατάστα-ση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές θα ήταν συμφέρουσα για το γαιο-κτήμονα και καπιταλιστή, δεν πίστευε ότι ήταν το ίδιο συμφέρουσα και για την τάξη των εργατών.

γ) Στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, ο Ρικάρντο διατυπώνει το νόμο του συ-γκριτικού πλεονεκτήματος. Αν, για παράδειγμα, δύο χώρες Α και Β παράγουν δύο αγαθά, λόγου χάρη ρούχα και κρασί, θα αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους εφόσον υπάρχουν διαψορές ως προς το κόστος των προϊόντων αυ-τών. Αν δηλαδή η χώρα Α έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή του προϊόντος Α, το κρασί είναι φθηνότερο στην Α και τα ρούχα στη Β, και, αντι-στρόφως, τα ρούχα είναι ακριβότερα στην Α και το κρασί στη Β, τότε θα εξει-δικευτεί καθεμιά στην παραγωγή του προϊόντος στο οποίο διαθέτει συγκριτι-κό πλεονέκτημα και οι συναλλαγές τους θα είναι αμοιβαία επωφελείς. Η ιδέα αυτή του Ρικάρντο, με την οποία υποστηρίζεται η ελευθερία του εμπορίου, α-ντιτασσόταν στη δασμολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων, η οποία προστά-τευε τα εθνικά προϊόντα.

3.2.3. Καρλ Μαρξ: μισθωτή εργασία και κεφάλαιο

Ο Μαρξ φτάνει στο Λονδίνο το 1849, με την ιδέα ότι η διαμονή του θα ήταν προ-σωρινή. Τελικά έζησε εκεί μέχρι το θάνατο του (1883). Επρόκειτο για μια πε-ρίοδο μεγάλης οικονομικής ανέχειας, αλλά και πυρετώδους πνευματικής παρα-γωγής. Ο Μαρξ επισκεπτόταν καθημερινά τη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μου-σείου, όπου έμενε μέχρι το βράδυ, ενώ συχνά συνέχιζε την εργασία του και τη νύ-χτα. Το 1859 εκδίδεται το βιβλίο Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το 1867 ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου, ένας καθορκπικός σταθμός στη διεθνή έ-ρευνα, αλλά και στο διεθνή σοσιαλισμό.

«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που προσδιορίζει την ύπαρξή τους, αλ-λά, αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη προσδιορίζει τη συνείδησή τους», όπως γράφει στον πρόλογο του έργου Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Ενώ για τον Άνταμ Σμιθ η οικονομία λειτουργεί με βάση το ατομικό συμφέρον, για τον Μαρξ η πορεία κατανόησης εκκινεί από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από

83

Page 80: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τη μελέτη ίων οικονομικών σχέσεων. Η κοινωνία της αγοράς θεωρείται ότι λει-τουργεί σύμφωνα με νόμους οι οποίοι αφορούν την παραγωγή και την κυκλοφο-ρία των εμπορευμάτων, και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες και τη βούληση των α-τόμων η βούληση και οι επιθυμίες των ατόμων διαμορφώνονται μέσα από τη δομή του οικονομικού συστήματος και τη θέση τους σε αυτό. Ως εκ τούτου, η θε-ωρία πρέπει να επικεντρωθεί στην αντικειμενική διαδικασία της παραγωγής και όχι στην υποκειμενική διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Για τον Μαρξ, τα συμφέροντα των ατόμων δεν είναι απομονωμένα και ανε-ξάρτητα μεταξύ τους. Οι ανάγκες και τα συμφέροντα του ατόμου εξαρτώνται από τη θέση του στην παραγωγική διαδικασία' αν δηλαδή είναι εργάτης, κα-πιταλιστής, κτλ., θα έχει ανάλογα συμφέροντα και ανάγκες. Το ιδιωτικό συμ-φέρον κατανοείται καλύτερα αν κατανοήσουμε πρώτα την τάξη στην οποία α-νήκει το άτομο. Ο καταμερισμός της εργασίας διαιρεί τα άτομα σε τάξεις και τα συμφέροντα που υπερασπίζονται τα άτομα εκφράζουν κυρίως τα συμφέρο-ντα της τάξης στην οποία ανήκουν. Αυτά τα συμφέροντα όμως είναι αντίθετα μεταξύ τους· αν, για παράδειγμα, οι εργάτες πετύχουν μια άνοδο στους μισθούς τους, αρχικά τουλάχιστον αυτό θα αποβεί σε βάρος του κέρδους της καπιταλι-στικής τάξης. Για τον Μαρξ, όμως, το καπιταλιστικό σύστημα δε θεωρείται ό-τι υπάρχει με σκοπό τη διευκόλυνση ιδιωτικών αναγκών, για παράδειγμα της καπιταλιστικής τάξης, όπως μπορεί να πιστεύουν τα μέλη αυτής της τάξης αλ-λά και της εργατικής. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, θεωρείται ότι διευ-κολύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυ-νάμεων.

Η οικονομική θεωρία του Μαρξ μπορεί να υποστηριχθεί ότι βασίζεται στην έννοια της εργασίας, η οποία αναδεικνύεται ως αξία. Το κεφάλαιο, ένας βασι-κός συντελεστής της παραγωγής, που περιλαμβάνει μηχανές, βιομηχανικές ε-γκαταστάσεις, κτλ., είναι προϊόν της εργασίας. Η αξία των εμπορευμάτων υπο-λογίζεται με βάση την εργασία. Η αξία ενός φορέματος είναι μεγαλύτερη από την αξία του υφάσματος από το οποίο είναι φτιαγμένο, γιατί έχει προστεθεί η αν-θρίόιιινη εργασία. Ο Μαρξ όμως δε λογαριάζει απλώς την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, γιατί «τότε, όσο πιο ακαμάτης ή αδέξιος είναι ένας εργά-της, τόσο μεγαλύτερης αξίας είναι το εμπόρευμά του», αλλά ξεχωρίζει την απλή μέση εργασία από την εξειδικευμένη. Η εξειδικευμένη εργασία νοείται ως πολ-λαπλασιασμένη και σύνθετη εργασία, για την οποία έχει δαπανηθεί περισσότε-ρος χρόνος και δύναμη από την απλή.

Η εργατική δύναμη κατανοείται και ως εμπόρευμα, το οποίο έχει μια αξία ό-πως κάθε εμπόρευμα. Ο εργαζόμενος, πουλώντας την εργατική του δύναμη, α-

84

Page 81: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

γοράζει τα προς το ζην, αλλά παράγει και υπεραξία. Ο εργαζόμενος δεν πληρώ-νεται όσο αξίζει η εργασία του, αλλά το επιπλέον της αξίας της, την επιπλέον α-πλήρωτη εργασία, την ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Δεν πρόκειται όμως για μια εγωιστική ενέργεια, με δεδομένο ότι η υπεραξία αυτή είναι απαραίτητη για να επενδυθεί στα παραγωγικά μέσα, για να φτ ιάξουν και να εισαχθούν στην πα-ραγωγή νέα τελειότερα εργαλεία. Η υπεραξία βέβαια έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στην εργατική και στην καπιταλιστική τάξη, κατά την οποία η μεν εργατική τάξη επιδιώκει να μειώσει την αναλογία της υπεραξίας, ε-νώ η κεφαλαιοκρατική τάξη να την αυξήσει. Ο Μαρξ, στο έργο του Τα Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αναφέρει ότι, στο βαθμό που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η αύξηση του πλούτου δε θα εξαρτάται από το χρόνο της απλής εργασίας, αλλά από τις εφαρμογές της επιστήμης στην παραγωγή. Προ-βλέπει με άλλα λόγια την εμφάνιση της αυτοματοποίησης και τον περιορισμό της απλής όσο και χρονοβόρας εργασίας.

Ο Μαρξ διαπιστώνει στον καπιταλισμό την τάση για μια όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για την τελειοποίηση των εργαλείων, την αύξηση της παραγωγής και τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα της εργασίας. Οι κα-πιταλιστές είναι υποχρεωμένοι να ανεβάζουν το επίπεδο της παραγωγής τους, να επενδύουν στα μέσα παραγωγής τους, να εξαπλώνουν τις αγορές τους. Ανάμεσα στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης ο Μαρξ διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό· οι κα-πιταλιστές επιδιώκουν να εξαπλώσουν τις αγορές τους σε βάρος των ανταγωνιστών τους, μειώνοντας, για παράδειγμα, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτό τους υπο-

85

Page 82: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

χρεώνει να τελειοποιούν διαρκώς την τεχνολογία που διαθε'τουν, δηλαδή να κά-νουν επενδύσεις σε νέα μηχανήματα, αλλά και να βρίσκουν νέους τρόπους για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Με λίγα λόγια, η έμφαση αποκλειστικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων φέρνει στην επιφάνεια μια εικόνα σύ-γκρουσης τόσο ανάμεσα στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης όσο και ανάμεσα σε αυτή και στην εργατική.

Ο Μαρξ, ενώ τόνιζε τον ιστορικά αναγκαίο ρόλο του κεφαλαίου, εντούτοις θε-ωρούσε, με βάση την ανατομία των προβλημάτων που εντοπίζει, την ανάγκη για τη μετατροπή των ανταγο)νιστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων με την εγκαθί-δρυση ισότιμων και δίκαιων σχέσεων, οι οποίες με τη σειρά τους θα ευνοούσαν την απελευθέρωση εκείνων των ανθρώπινων δυνάμεων που περιορίζονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικοί σχέσεων.

3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση

Το μαύρο Οκτώβριο του 1929 παρουσιάζεται μια άνευ προηγουμένου πτώση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η ύφεση που ακολούθησε εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Ό π ω ς λέγεται, «όταν η Αμερική φταρνίζεται, ο υπόλοιπος κόσμος αρ-πάζει πνευμονία». Η φτώχεια ήταν έκδηλη και ακόμη μεγαλύτερος ήταν ο φόβος της στέρησης, ενώ οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική εκδήλωναν πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσουν την παράλυση της οικονομίας.

Μέσα από τα κείμενα του Κέυνς, τα οποία γράφονται σε αυτή την κρίσιμη ε-ποχή, είναι φανερό το ενδιαφέρον του για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Κέυνς, ευαι-σθητοποιημένος απέναντι στην εξαθλίωση της εποχής, ασκούσε έντονη κριτική στις κυβερνήσεις για το πλημμελές τους έργο.

Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος, που είναι το κύ-ριο έργο του Κέυνς, για να υπάρχει πλήρης απασχόληση, χρειάζεται να παρέμ-βει η κυβέρνηση στο παιχνίδι της ελεύθερης οικονομίας. Αυτή η αντίληψη ξεσή-κωσε πολλές συζητήσεις κατά τη δεκαετία του '30. Ας σημειωθεί όμως ότι ο Κέυνς ήταν υπέρ μιας καπιταλιστικής και όχι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, προσανα-τολισμένος σε ένα σταθερό κοινοβουλευτικό σύστημα.

Η κεϋνσιανή θεωρία ασκεί κριτική στην ελεύθερη αγορά και στην ιδέα ότι αυτή μπορεί να αυτορυθμίζεται χάρη στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Χαρακτηρι-στικά, ασκώντας κριτική στους θεωρητικούς που υποστηρίζουν την οικονομία του ελεύθερου ανταγωνισμού, γράφει ότι «σκοπός της ζωής είναι να φαγωθούν τα φύλλα που βρίσκονται στα ψηλότερα κλαδιά, και ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχία του σκοπού αυτού είναι να επιτραπεί στις καμηλοπαρδάλεις με τους

86

Page 83: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Κέυνς (John Maynard Keynes, 1883-1946) γεννήθηκε στο Καίμπριτζτη χρονιά που πέ-θανε ο Μαρξ.· Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία διδάσκοντας Οικονομία στο Κινγκ'ς Κόλλετζ στο Καίμπριτζ. Διεΰθυνε το περιοδικό Economic Journal, ε'να από τα σημαντικότε-ρα οικονομικά περιοδικά διεθνώς. Ασχολήθηκε σε υπεύθυνη θέση με τις υποθέσεις του Υπουργείου Οικονομικών της χώρας του, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολε'μου, και διατύπωσε τις ιδε'ες του για την οικονομική διαχείριση στο έργο Οι Οικονομικές Συνέπει-ες της Ειρήνης (1919). Τ ο 1930 αναλαμβάνει ως πρόεδρος μιας επιτροπής το ρόλο κυβερ-νητικού συμβούλου για την πρακτική αντιμετώπιση της ανεργίας. Το 1936 εκδίδεται το ση-μ α ν τ ι κ ό τ ε ρ ο έ ρ γ ο του , Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος.

ψηλότερους λαιμούς να εξολοθρεύσουν με την πείνα τις καμηλοπαρδάλεις εκεί-νες που έχουν πιο κοντό λαιμό».

Η κεϋνσιανή προσέγγιση επικεντρώνεται στην ασιάθεια της διαδικασίας α-νάπτυξης στην οικονομία, θεωρεί, για παράδειγμα, ότι οι ατομικοί παραγωγοί μπορεί να μη βρίσκουν αγοραστές για τα προϊόντα τους, υποστηρίζοντας ότι αυ-τό είναι πρόβλημα όχι ατομικό αλλά συνδεδεμένο με το οικονομικό σύστημα. Συμφωνεί με τον Μαρξ ότι οι οικονομίες έχουν την τάση να οδηγούνται σε κρί-σεις, δηλαδή να εμφανίζουν ανεργία, να μην απορροφώνται ικανοποιητικά τα προϊόντα που παράγονται και να υπάρχουν προβλήματα στην παραγωγή τους. Θεωρεί όμως ότι οι κρίσεις μπορούν να αποφευχθούν χάρη στην παρέμβαση ε-νός ισχυρού κράτους. Το κράτος παρεμβαίνει στη ρύθμιση των μισθών, της πα-ραγωγής και της κατανομής του πλούτου.

Ο Κέυνς, στη θέση του ατομικού ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και της ε-πιχείρησης που ανήκει σε έναν ιδιώτη, τοποθετεί τη συμμετοχική ένωση (cor-poration), ανανεώνοντας έναν παλαιό θεσμό, τη συντεχνία. Χαρακτηριστικά γράφει: «Προτείνω κατά έναν τρόπο την επάνοδο στις μεσαιωνικές αντιλήψεις των χωριστών αυτονομιών. Επιπλέον, στην Αγγλία τουλάχιστον, οι συντεχνίες αποτελούν τρόπο διακυβέρνησης που δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός όσο και ταιριαστός με τους θεσμούς μας. Δεν είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε παραδείγματα χωριστών αυτονομιών από αυτές που ήδη υπάρχουν και οι ο-ποίες έχουν φτάσει ή πλησιάζουν στη μορφή που προτείνω: τα πανεπιστήμια, η Τράπεζα της Αγγλίας, ο Οργανισμός Λιμένος Λονδίνου, ίσο>ς ακόμη και οι σι-δηροδρομικές εταιρείες». Η ιδιοκτησία ανήκει στην ένωση στην οποία τα άτο-μα συμμετέχουν. Πρόκειται για μια λύση που βρίσκεται ανάμεσα στο άτομο και στο κράτος, με την οποία δίδεται έμφαση στη ρευστή μορφή του κεφαλαίου, το χρήμα, και όχι στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, του υλικού κεφαλαίου.

87

Page 84: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

I. Σόγερ, Γραφείο ευρέσεως εργασίας, 1927

Έτσι, τα προβλήματα μετατοπίζονται στο πεδίο της κυκλοφορίας χου χρήμα-τος.

Ιδεώδες για τον Κέυνς είναι η πλήρης απασχόληση. Ό π ω ς παρατηρεί, το ε-πίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από το επίπεδο παραγωγής, δηλαδή, αν η παραγωγή αυξάνεται γρήγορα, οι επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους ερ-γαζομένους. Η παραγωγή, με τη σειρά της, εξαρτάται από την αποτελεσματική ζήτηση. Η «αποτελεσματική ζήτηση» σημαίνει ότι υπάρχει αναπτυγμένη αγορα-στική ικανότητα. Η παραγωγή, με λίγα λόγια, καθορίζεται από την ικανοποιη-τική ζήτηση.

Στη Βίβλο υπάρχουν πολλές παραβολές που υπογραμμίζουν τα αγαθά της α-ποταμίευσης. Επρόκειτο για μια αρχή που νομιμοποιήθηκε σε οικονομίες σε α-νάπτυξη, όποος η αγγλική ή η γαλλική κατά τον 19ο αιώνα, η ινδική, κατά τον 20ό, ενώ και στη χώρα μας πολλοί θα θυμούνται την ετήσια έκθεση που έγραφαν οι μαθητές κάθε Οκτώβριο για τα αγαθά της αποταμίευσης. Εντούτοις ο Κέυνς δε συμφωνεί με αυτή την αρχή, ειδικά όταν έχει αναπτυχθεί αρκετά η οικονομία, θε-ωρώντας ότι είναι πιο σημαντικές οι νέες επενδύσεις. Αυτή την πρόταση για δα-πάνες υπέρ νέων επενδύσεων τη συνέδεσε με τη λύση απέναντι στο πρόβλημα της ανεργίας, εφόσον με τις νέες επενδύσεις δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.

Page 85: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Θεωρούσε όμως ότι κατεξοχήν αυτή η παρέμβαση για το άνοιγμα των επενδύσεων έπρεπε να γίνει από το κράτος, το οποίο και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει με-γάλα έργα, όπως οδοποιίας, ανέγερσης σχολικών κτιρίων, νοσοκομείων, βιβλιο-θηκών, κτλ.

Παραδόξως όμως τα μέτρα για την ανεργία και την πραγματοποίηση μεγά-λων έργων δεν επιχειρήθηκε να ληφθούν από την πατρίδα του Κέυνς, την Αγγλία, αλλά από την Αμερική. Το 1933, κατά την προεδρία του Ρούζβελτ, με το New Deal (Νέα Συμφ(ονία), παρεμβαίνει ενεργά το κράτος εφαρμόζοντας μια πολιτι-κή ανόδου των μισθών, προκειμένου να αυξηθεί η κατανάλωση, αναλαμβάνει δε μεγάλα έργα με τα οποία διασφαλίζονται πολλές νέες θέσεις εργασίας. Με την πολιτική αυτή, επιχειρείται να περιοριστεί η ανεργία, η περιθωριοποίηση των α-τόμων, η εγκληματικότητα, να δοθούν κάποιες λύσεις στο πρόβλημα της κρίσης και να αποφευχθεί η επανάσταση ή ο πόλεμος, χωρίς να οδηγηθεί το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα είτε προς το φασισμό είτε προς τον κομμουνισμό.

3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

Η Κοινωνιολογία εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 19ο αιώ-να. Στον αιώνα αυτό έχουν φανεί τα αποτελέσματα των μεγάλων πολιτικών και κοι-νωνικών επαναστάσεων οι οποίες συνέβησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του προη-γούμενου αιώνα στην Αμερική και στη Γαλλία, καθώς και της Βιομηχανικής Επα-νάστασης. Το κέντρο βάρους της οικονομικής ανάπτυξης μετατοπίζεται από το α-γροτικό στο βιομηχανικό σύστημα παραγωγής, ενώ οι άνθρωποι μεταφέρονται μα-ζικά από την ύπαιθρο στις πόλεις. Τα γεγονότα αυτά έθεσαν στο επίκεντρο της σκέψης και της πράξης την επαναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.

Η κοινωνιολογική θεωρία αναπτύχθηκε αποδίδοντας μεγάλη έμφαση στην ε-πιστημονική μέθοδο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως δάνεια πρότυπα από τη Φυ-σική, τη Βιολογία, τη Φυσιολογία, στη συνέχεια όμως έγινε προσπάθεια ώστε η Κοινωνιολογία να εξοπλιστεί με τις δικές της έννοιες και τα δικά της μεθοδολο-γικά εργαλεία για την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων.

Η Κοινωνιολογία είναι ένας τρόπος να κατανοούμε και να εξηγούμε τις κοι-νωνικές σχέσεις και τις συμπεριφορές των ατόμ(ον στην κοινωνία. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στον Τύπο: «Αποτυχία των μαθητών στις γενικές εξετάσεις». Ακούμε γύρω μας να λένε: «Φταίνε οι μαθητές οι οποίοι δε διαβάζουν», «Φταί-νε οι καθηγητές που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους», «Φταίει ο υπουργός και οι σύμβουλοι του», «Φταίει το σύστημα». Συνήθως επιχειρείται βιαστικά να

89

Page 86: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

βρεθεί μια αιτία, η οποία είτε προσωποποιείται είτε είναι πολύ αόριστη. Η Κοι-νωνιολογία, αν και περιλαμβάνει την προσωπική εμπειρία, τις ατομικές πε-ποιθήσεις, τις ποικίλες συμπεριφορε'ς στους διάφορους χώρους της κοινωνικής ζωής, δεν είναι απλώς το άθροισμα τους. Επιχειρεί να εισαγάγει κριτήρια και μεθόδους με τις οποίες μελετώνται τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και ε-λέγχονται οι προτάσεις που διατυπώνονται γι' αυτά.

Μελετά την κοινωνική ζωή του ανθρώπου, τις ομάδες και τις διάφορες κοι-νωνίες, επιχειρώντας μεθοδικά να διακρίνει τους τρόπους οργάνωσης τους. Επι-κεντρώνεται στη μελέτη των θεσμών, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, το κρά-τος, ο στρατός, η Εκκλησία, κ.ά. Μελετά πώς οι θεσμοί αλληλενεργούν, πώς δια-μορφώνονται οι συμπεριφορές των ατόμων στα πλαίσια των θεσμών, ποιες επι-δράσεις ασκεί η κοινωνία στη διαμόρφωση των αντιλήψεων των ατόμων. Με λί-γα λόγια, η κοινωνιολογική σκέψη περιγράφει αυτό το οποίο συμβαίνει και αυ-τό που καθένας προσπαθεί να αντιληφθεί, αλλά επιχειρεί να οργανώσει μεθοδι-κά τους τρόπους εξήγησής του, τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφίό-νονται οι κοινωνίες, οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις.

Οι κοινωνιολόγοι, αν και επιχειρούν να εξετάσουν την κοινωνία ως αντικεί-μενο, δηλαδή από απόσταση, χρησιμοποιώντας μεθοδικούς τρόπους παρατή-ρησης και οργανώνοντας επιστημονικούς τρόπους εξήγησης, ταυτόχρονα με-τέχουν σε αυτό το αντικείμενο, επηρεάζονται από τις εξελίξεις του, από τον πο-λιτισμό στον οποίο ανήκουν, από τις εξελίξεις της επιστήμης, από την πολιτι-κή ατμόσφαιρα και τις αξίες της εποχής. Η κοινωνιολογική σκέψη μετέχει και η ίδια στην εξέλιξη της κοινωνίας επηρεάζοντάς την. Οι έρευνές της δε μένουν κλεισμένες σε κάποια συρτάρια, αλλά κυκλοφορούν επηρεάζοντας την επίση-μη πολιτική, τη λειτουργία των θεσμών, τις συνειδήσεις των πολιτών.

Γιατί ενδιαφέρουν οι κλασικές θεωρίες; Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθού-με με κλασικούς θεωρητικούς της Κοινωνιολογίας, όπως ο Κοντ, ο Ντυρκέμ, ο Μαρξ και ο Βέμπερ. Ο λόγος είναι ότι οι θεωρητικοί αυτοί συνεισέφεραν στην α-νάδειξη της Κοινωνιολογίας ως επιστήμης, στην επιστημονική διερεύνηση της κοι-νωνίας, στην οργάνωση υποδειγμάτων και μεθόδων οι οποίες ήταν χρήσιμες όχι μόνο για την εποχή τους αλλά και για σημερινούς κοινωνιολόγους. Οι θεωρίες τους, όπως θα διαπιστώσουμε, διαφέρουν αναμεταξύ τους. Η Κοινωνιολογία θεμελιώ-νεται σε διαφορετικά υποδείγματα. Επιπλέον, οι θεωρίες αυτές είναι «κλασικές», δηλαδή μπορούν να είναι πάντα επίκαιρες, με δεδομένο ότι έχουν συλλάβει βα-σικά προβλήματα τα οποία μας απασχολούν και σήμερα και έχουν τη δύναμη να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση σύγχρονων ερωτημάτων, να εμπνέουν, να α-νανεώνονται.

90

Page 87: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας

Ο Αύγουστος Κοντ και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική

Η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική. Ο Κοντ ως κύρια προβλήματα της επο-χής του βλέπει την αναρχία, το χάος των ιδεών, την πολιτική διαφθορά, την ανα-ποτελεσματική διοίκηση, τα οποία θεωρούσε ότι προε'κυψαν ως ένα σημαντικό βαθ-μό από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Απέναντι στο χάος των ιδε-ών, προτείνει το θετικισμό ή Θετική Φιλοσοφία, τον οποίο εννοούσε ως την ανα-ζήτηση των σταθερών νόμων που ίσχυαν και για το φυσικό κόσμο και για την κοι-νωνία. Τον όρο «Κοινωνιολογία», τον οποίο καθιερώνει το 1822, τον εννοεί ως κοι-νωνική Φυσική. Τη νέα αυτή επιστήμη την αντιμετωπίζει σύμφωνα με το ηρότνηο των Φυσικών Επιστήμων. Τοποθετεί την Κοινωνιολογία στην υψηλότερη βαθμίδα μιας κλίμακας η οποία αρχίζει με τα Μαθηματικά και την Αστρονομία και συνεχίζει με τη Φυσική, τη Χημεία και τη Βιολογία, με την ιδέα ότι η επιστήμη αυτή θα μπο-ρούσε να αντιμετωπίσει και να λύσει τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής.

Μια βασική συνεισφορά του στην ιστορία της κοινωνιολογικής σκέψης είναι η διάκριση ανάμεσα σε δύο προβλήματα, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους. Το πρώτο συνοψίζεται στο ερώτημα: «Τι εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας». Αφορά τη μελέτη της δομής της κοινωνίας στη μορφή που εμφανίζει, και ονο-μάζεται κοινωνική στατική. Πρόκειται για τη μελέτη που αφορά τους νόμους αλληλενέργειας ανάμεσα στα μέρη του κοινωνικού συσιήματος, τον τρόπο με τον οποίο τα μέρη ή δομές λειτουργούν και τη σχέση τους με το ευρύτερο κοινωνικό

Ο Αύγουστος Κοντ (August Comte, 1798-1857), όταν φοιτούσε στην Πολυτεχνική Σχολή, στο Μονπελιέ, ο ίδιος και όλη του η τάξη απο-βλήθηκαν για τις πολιτικές τους ιδέες και την επαναστατική τους στά-ση. Το γεγονός όμως αυτό δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα ού-τε για τις πνευματικές του ενασχολήσεις ούτε και για τη μετέπειτα α-καδημαϊκή του σταδιοδρομία. Για αρκετά χρόνια ήταν γραμματέας και μαθητής χου φιλοσόφου και κοινωνικού στοχαστή Ανρί Σαιν-Σι-μόν (Claude Henri Saint-Simon), ο οποίος ήταν θετικιστής, πίστευε δηλαδή ότι για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων μπορούν να

χρησιμοποιηθούν οι ίδιες μέθοδοι όπως και για τις Φυσικές Επιστήμες - μια πεποίθηση την οποία υιοθέτησε και ο Κοντ. Έργα: Μαθήματα Θετικής Φιλοσοψίας (6 τόμοι, 1830-1842), Λό-γος περί τον Θετικού Πνεύματος (1844) , Σύστημα Θετικής Πολιτικής Οργάνωσης (4 τ ό μ ο ι , 1851-

1854), Ο Κατηχισμός της Θετικής Θρησκείας (1852) , Υποκειμενική Σύνθεση (1856) .

91

Page 88: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

σύστημα. Ο Κοντ θεωρεί τα μέρη και τσ όλσν του κοινωνικού συστήματος σε κα-τάσταση αρμονίας.

Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο ξεχωρίζει συνδέεται με τις κινήσεις της κοι-νωνίας προς νέους σκοπούς και του έδωσε την ονομασία κοινωνική δυναμική. Πρόκειται για τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής, της διαδοχής των κοινωνι-κών φαινομένων και των νόμων οι οποίοι τα διέπουν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την κοινωνική δυναμική «Θεωρία της Φυσικής Προόδου της Ανθρώπινης Κοινω-νίας».

Ο νόμος των τριών σταδίων. Το υπόδειγμά του για την εξέλιξη της κοινωνίας βασίζεται στη θεωρία του για την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, την οποία έ-βλεπε να πραγματοποιείται σε τρία στάδια. Ο περίφημος νόμος των τριών στα-δίων «φορούσε την ωρίμανση της ανθρώπινης σκέψης, όλων των κλάδων της γνώσης, την Ιστορία του κόσμου. Το πρώτο και αναγκαίο σημείο εκκίνησης εί-ναι το θεολογικό στάδιο. Σε αυτό η ανθρώπινη σκέψη αναζητά την απόλυτη γνώ-ση, την ουσία των πραγμάτων, την προέλευση και το σκοπό τους. Όλα τα φαι-νόμενα θεωρούνται ότι προκαλούνται από υπερφυσικές αιτίες και υπηρετούν θε-ϊκούς σκοπούς. Σε αυτό το στάδιο δε θεωρείται ότι υπάρχει πρόοδος στη γνώση και στην κοινωνική ζωή. Στο μεταφυσικό στάδιο τη θέση των υπερφυσικών δυ-νάμεων στην εξήγηση των αιτιών και των σκοπών καταλαμβάνουν αφηρημένες δυνάμεις, όπως η φύση ή η θέληση του λαού. Το στάδιο αυτό έχει πιο πολλή ση-μασία ως εκείνο το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο, το θεολογικό, και το τρίτο, το θετικιστικό στάδιο. Στο τελικό και σημαντικότερο στάδιο, το θετικι-στικό, σταματά η μάταιη έρευνα για τις αρχικές αιτίες και τους σκοπούς, η ανα-ζήτηση υπερφυσικών όντων, και ερευνώνται οι σταθεροί νόμοι που διέπουν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα.

Γενική εκτίμηση για τη συνεισφορά του έργου. Η θεωρία του Κοντ θεωρεί-ται ότι τείνει σε υπεραπλουοτεύοεις και ότι επιβάλλει γενικά θεωρητικά σχήμα-τα σε οτιδήποτε, ανεξάρτητα από το αν ταιριάζουν ή όχι. Ως κύρια συνεισφορά της αναγνωρίζεται η καθιέρωση του όρου «Κοινωνιολογία», η διάκριση των όρ(ον «κοινωνική στατική» και «κοινωνική δυναμική» και η εισαγωγή στην κοινωνιο-λογική έρευνα διάφορων μεθόδων, όπως η παρατήρηση, το πείραμα, η σύγκρι-ση, η ιστορική έρευνα. Ειδικά η θεωρία για την κοινωνική στατική, που επικεντρώ-νεται σε δομείς, λειτουργίες και στην έννοια της εξισορρόπησης, είναι πολύ ση-μαντική για την ανάπτυξη του σύγχρονου δομικού λειτουργισμού. Το έργο του Κο-ντ για την κοινωνική δυναμική προσέφερε πολλά στις μετέπειτα θεωρίες εξέλιξης και κοινωνικής αλλαγής.

92

Page 89: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων

Το έργο του Μαρξ δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια αποκλειστικά Κοινωνική Επι-στήμη, αν και επηρέασε τις κατευθύνσεις έρευνας της Κοινωνιολογίας, της Πο-λιτικής Οικονομίας, της Πολιτικής, του Δικαίου. Προσέφερε μεθόδους οι οποί-ες χρησιμεύουν σε μια κριτική ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά και κάθε κοινωνίας. Η θεωρία του συνάντησε αφ' ενός θερμούς υποστηρικτές, aq)' ε-τέρου έντονη αποδοκιμασία και την προσπάθεια να αγνοηθεί. Κυρίως του α-σκείται η κριτική ότι δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής των κοινωνικών φαινο-μένων, αλλά έθεσε αξιολογήσεις και πολιτικά προγράμματα στο κέντρο της θε-ωρίας του, όπως ότι η κοινωνία είναι εκμεταλλευτική και θα πρέπει να αλλάξει μέσω επαναστατικής πράξης.

Η διαλεκτική των ταξικών κοινωνικών σχέσεων. Ο Μαρξ, σε ένα σύντομο έργο του, τις Θέσεις για τον Φόνερμηαχ, διατυπώνει τη θέση ότι «Η πραγματική φύ-ση του ανθρώπου είναι η ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων». Η πρόταση αυ-τή σηματοδοτεί την αφετηρία για τη μελέτη των σχέσεων αυτών. Πώς όμως θα μελετηθούν οι κοινωνικές σχέσεις; Ο Μαρξ επιχειρεί τη μελέτη τους κατά δια-λεκτικό τρόπο και εισάγοντας μια σειρά άλλων εννοιών, για την πληρέστερη πε-ριγραφή και εξήγησή τους.

Ο Μαρξ έβλεπε ότι στη σύγχρονη κοινωνία διακρίνονται αφ' ενός όσοι κατέ-χουν τα μέσα παραγωγής, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μηχανές, κτλ., αφ' ετέ-ρου όσοι δε διαθέτουν παρά την εργατική τους δύναμη, την οποία πωλούν στους προηγουμένους έναντι κάποιου μισθού. Οι πρώτοι αποτελούν την κεφαλαιο-κρατική/καπιταλιστική τάξη και οι άλλοι την εργατική. Πρόκειται για τις δύο κύ-ριες τάξεις του καπιταλιστικού συστήματος. Οι υπόλοιπες τάξεις αναπτύσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο.

Η διαλεκτική μέθοδος ανάλυσης δεν είναι μια απλή, ευθύγραμμη σχέση αι-τίας-αποτελέσματος. Πρώτον, υποδηλώνει όχι μόνο την επίδραση μιας αιτίας σε ένα αποτέλεσμα, αλλά και την επίδραση του αποτελέσματος στην αιτία. Για πα-ράδειγμα, η εκμετάλλευση που uqnoraTai η εργατική τάξη από την αστική/κα-πιταλιστική τάξη προκαλεί τη δυσφορία και τις αντιδράσεις των εργατών οι τε-λευταίοι, με τη σειρά τους, πιέζουν την αστική τάξη να διαφοροποιήσει τη στά-ση της ή επαναστατούν. Δεύτερον, στη διαλεκτική ανάλυση οι αξίες δε χωρίζονται από τα γεγονότα. Οι κοινωνικές σχέσεις θεωρείται ότι εμπεριέχουν αξίες, και έ-τσι χαρακτηρίζονται ισότιμες, ελευθεριακές ή άνισες, εκμεταλλευτικές, κτλ. Τρί-τον, οι δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις, σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική και η καπιταλιστική, δε θεωρούνται εντελώς ξεχωρισμένες μεταξύ τους. Η ύπαρξη της

93

Page 90: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μιας είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Τέταρτον, η διαλεκτική ανά-λυση δε βλέπει και δεν εξετάζει χις κοινωνικές σχέσεις απομονωμένες από το ι-στορικό παρελθόν και την προοπτική του μέλλοντος. Επιχειρεί να τις μελετήσει τόσο ως προϊόντα της ιστορικής τους προέλευσης, όσο και να διακρίνει οε αυ-τές τις δυνατότητες του μετασχηματισμού τους. Τέλος, η ανάλυση αυτή κατευ-θύνεται στη μελέτη του κοινωνικού συστήματος σε σχέση με την πράξη των υ-ποκειμένων, ατόμων και ομάδων. Η μελέτη αυτής της διαπλοκής θεωρείται ότι συμβάλλει στην εξήγηση των κοινωνικών μεταβολών.

Η έμφαση στο ρόλο της πράξης των υποκειμένων α-ναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο αναλύεται η έννοια της συνείδησης. Ο Μαρξ δε θεω-ρούσε ότι η συνείδηση υφί-σταται ως αφηρημένη έννοια, αλλά την εννοούσε σε σχέση με τον πραγματικό άνθρωπο. Ο άνθρωπος, καθώς αναλαμ-βάνει διάφορες δραστηριό-τητες και συνεργάζεται με τους συνανθρώπους του, με-τατρέπεται και ο ίδιος, μετα-βάλλει τις ιδέες του, επινοεί νέες ιδέες, ανάγκες και γλώσ-σα. Πρόκειται για την ικανό-τητα του ατόμου να αναγνω-ρίζει νέες ιδιότητές του, αλλά και να ελέγχει τις δραστηριό-τητές του μέσω κοινής δρά-σης.

Οι αλλοτριωμένες σχέσεις. Το κύριο ενδιαφέρον της κοινωνικής θεωρίας του Μαρξ προσανατολίζεται στη με-λέτη των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Η δο-μή αυτού του συστήματος οργανώνεται μέσα από τη σχέση ανάμεσα στις δύο κύ-ριες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Οι ταξικές σχέσεις θεωρείται ότι είναι αλλοτριωμένες. Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση (αλλότριος = ξένος) ή αποξένωση βασίζεται στην ταξική δομή της κοινωνίας.

Π. Μάρκους, Το δείπνο, 1995

94

Page 91: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

To qjaivopevo της αλλοτρίωσης, πρώτον, αναφέρεται στη σχέση του εργάτη με τη διαδικασία παραγωγής. Οι εργάτες είναι αποξενωμένοι από την παραγω-γική διαδικασία, εφόσον η παραγωγική δραστηριότητα και το προϊόν της ανή-κουν στην καπιταλιστική τάξη, η οποία κατέχει τα μέσα παραγωγής και παίρ-νει μόνο αυτή τις σχετικές αποφάσεις. Ο εργάτης έχει την εντύπωση ότι εργά-ζεται για το μισθό που του δίνεται. Έτσι, χάνει και το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη παράγει ό-λο το κοινωνικό προϊόν, από το οποίο λαμβάνει ωστόσο μέσω του μισθού μόνο ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο το ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγω-γής (βλ. 3.2.3.). Δεύτερον, ο εργάτης αισθάνεται αποξενωμένος από το προϊόν που παράγει, εφόσον αυτό ανήκει (πους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής του, οι οποίοι απο4>ασίζουν και το πώς θα διατεθεί. Τρίτον, ο εργάτης είναι αποξε-νωμένος από τους άλλους εργάτες στο χώρο εργασίας. Τοΰτο ευνοείται μέσω των εντατικών ρυθμών εργασίας, με τον έντονο καταμερισμό των εργασιών και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Καθώς δεν ευνοείται η συνεργασία, επικρα-τούν εντατικοί ρυθμοί εργασίας και ασκείται πίεση για αύξηση της παραγωγι-κότητας, ενώ υπάρχει ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας, οι σχέσεις ανά-μεσα στους εργάτες γίνονται ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές. Τέλος, οι ερ-γαζόμενοι αποξενώνονται και από τους εαυτούς τους, εφόσον αισθάνονται ότι α-νήκουν σε ένα μηχανισμό ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική τους θέ-ληση.

Η αλλοτρίωση εκφράζεται στην ψευδή συνείδηση των ατόμων, τα οποία αισθά-νονται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι: για παράδειγμα, ο εργάτης ταυτί-ζεται με τον καπιταλιστή. Ο Μαρξ κάνει λόγο για ταξική συνείδηση, για τη συ-νείδηση την οποία αποκτά μια τάξη ως σύνολο, η οποία ευνοεί αλληλέγγυες μορ-φές δράσης για τη μεταβολή των συνθηκών της κοινωνικής ζωής.

Με λίγα λόγια, ο Μαρξ μελετά την κοινωνία με αφετηρία την ανάλυση των κοι-νωνικών σχέσεων, με διαλεκτικό τρόπο και κριτικά αξιακά κριτήρια. Επικε-ντρώνεται στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες οργανώνονται σε ένα ταξικό κοινωνικό σύστημα. Ξεχωρίζει ως αποφασισιικής σημασίας τη σχέση ανάμεσα σε δύο τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική, για την εξέλιξη του κοινωνι-κού συστήματος. Εξετάζει κριτικά τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης και της αλ-λοτρίωσης των σχέσεων. Ξεκινά με την ανάλυση των συγκρουσιακών σχέσεων, ε-πιχειρώντας όμως να διερευνήσει τη δυνατότητα μετασχηματισμού των σχέσεων σε σχέσεις αλληλεγγύης.

95

Page 92: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη των κοινωνικών γεγονότων

Ό π ω ς χαρακτηριστικά γράφει ο Ντυρκέμ, παρατηρώντας την εποχή του: «Η θρη-σκεία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας της. Η κυβερνητική εξουσία, αντί να ρυθ-μίζει την οικονομική ζωή, έγινε εργαλείο και υπηρέτης της... Η βιομηχανία, αντί να θεωρεί-ται ως μέσο απέναντι σε ένα σκοπό που την υπερβαίνει, έγινε ο ύψιστος σκοπός των ατόμων και των κοινωνιών. Έτσι όμως όπως έχουν διεγερθεί οι επιθυμίες, έχουν ξεπεράσει κάθε πε-ριοριστική αρχή... Τελικά αυτή η αποχαλίνωση των επιθυμιών επιδεινώθηκε από την ανάπτυ-ξη της βιομηχανίας και τη σχεδόν απεριόριστη επέκταση της αγοράς... Τώρα που ο παραγω-γός μπορεί σχεδόν να ισχυριστεί ότι έχει όλο τον κόσμο πελάτη τον, πώς θα δέχονταν τα πά-θη να περιοριστούν όπως άλλοτε;»(Η Αυτοκτονία, ο. 284). Ενο) ο Μαρξ μελετά τις κοι-νωνικές σχέσεις διερωτώμενος «πώς είναι δυνατό να αλλάξουν και να μετασχη-ματιστούν οε σχέσεις αλληλεγγύης», ο Ντυρκέμ μελετά την κοινωνία με το ερώ-τημα «πώς λειτουργεί η κοινωνία και πώς μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της».

Τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα. Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Με-θόδου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το ο-ποίο της έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γε-γονότων. Αυτά ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επι-βάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοι-νωνικά γεγονότα έπρεπε να μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσοφική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υ-πήρχαν ανεξάρτητα από τα άτομα και την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολο-γία ξεχοόριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά και από την Ψυχολογία. Τα κοι-νωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, οι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα, όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ.

«Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται ό-λο και πιο σιενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινω-νία). Πάνω στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει τη θεωρία του.

Ο Ντυρκέμ διέκρινε δύο τύπους κοινωνίας: ο πιο πρωτόγονος χαρακτηριζό-ταν από μηχανική αλληλεγγύη, ενώ ο πιο σύγχρονος από οργανική αλληλεγγύη. Στις κοινωνίες όπου η αλληλεγγύη είναι μηχανική, ο καταμερισμός της εργασίας εί-ναι πολύ περιορισμένος, υπάρχει κοινωνική ενότητα και πολύ στενός δεσμός ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Η οργανική αλληλεγγύη εμφανίζεται με την

96

Page 93: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Εμίλ Ντυρκέμ (Emile Durkheim, 1858-1917) γεννήθηκε στο Επι-νάλ της Λοραίνης, οτη Γαλλία, μια περιοχή που βρέθηκε στο επί-κεντρο των διεκδικήσεων Γερμανών και Γάλλων. Προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, ο πατέρας του ήταν ραβίνος και προοριζόταν και ο ίδιος να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Δεν τον ικα-νοποιούσε όμως η θρησκευτική εκπαίδευση που έλαβε και γι' αυ-τό προσανατολίστηκε στη μελέτη της Κοινωνιολογίας. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, σπούδασε στη Γερμανία Οικονομικά, Λα-ογραφία και Πολιτιστική Λαογραφία και μαθήτευσε στο πειραμα-

τικό ψυχολογικό εργαστήριο του Β. Βουντ. Τ ο 1889 διορίζεται καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Μπορντώ και το 1906 στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου διδάσκει Κοινωνιολογία και Παιδαγωγική, με έμφαση στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Έδειξε ενδιαφέρον για τη θε-ωρία του Μαρξ, χωρίς όμως να συμμερίζεται τη σημασία που απέδιδε ο τελευταίος OTO ρό-λο της εργατικής τάξης. Έδειξε ενδιαφέρον και για το σοσιαλισμό, τον οποίο θεωρούσε έ-να ιδεώδες το οποίο εξέφραζε τη συλλογική δυσφορία των κοινωνιών.

Κύρια έ ρ γ α του: Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στψ Κοινωνία, Οι Κανόνες της Κοινωνιολογι-

κής Μεθόδου, Η Αυτοκτονία, Οι Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής Ζωής. Έ γ ρ α ψ ε ε π ί σ η ς κεί-

μενα για την εκπαίδευση και την ηθική διαπαιδαγώγηση.

ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας. Στις κοινωνίες αυτές, εμφανίζεται με-γάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στα άτομα, καθώς αναλαμβάνουν διαφορετικές δραστηριότητες και υπευθυνότητες. Ενώ στις πρωτόγονες κοινωνίες η οικογένεια ήταν αυτάρκης, έχοντας αναλάβει ακόμη και τη μόρφωση και τον πλήρη έλεγχο των μελών της, στις σύγχρονες κοινωνίες η οικογένεια αριθμεί λιγότερα μέλη και πολλές από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τις έχουν αναλάβει ειδικοί θε-σμοί, γεγονός βέβαια που περιόρισε το δεσμό ανάμεσα στην οικογένεια και συ-νέβαλε στην ανάπτυξη της εξατομίκευσης. Εντούτοις, στις κοινωνίες που χαρα-κτηρίζονται από οργανική αλληλεγγύη, η διαφοροποίηση επιτρέπει στα άτομα να συνεργάζονται περισσότερο, αφοΰ κάθε εργασία πρέπει να συμπληρώνεται α-πό μια άλλη· και έτσι η ανάπτυξη της ατομικότητας εμφανίζεται συμβατή με την αλληλεγγύη και την αλληλεξάρτηση.

Η συλλογική ή κοινή συνείδηση ορίζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων και των αισθημάτων που είναι κοινά στο μέσο όρο των μελών της ίδιας κοινωνίας και σχηματίζουν ένα ανεξάρτητο σύστημα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα μη υλικοΰ γεγονότος, το οποίο αφορά την κοινή ηθική. Σε κοινωνίες με μηχανική αλληλεγ-γύη η συλλογική συνείδηση είναι αυστηρή, σε αυτή μετέχει το σύνολο των ατό-

97

Page 94: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μων, χα οποία πιστεύουν βαθιά σε αυτή, ενώ σε κοινωνίες με οργανική αλληλεγ-γύη υπερέχει μια ατομική ηθική. Ο Ντυρκέμ, αντί για τον όρο αυτό, «συλλογική συνείδηση», στο ύστερο έργο του υιοθετεί τον όρο «συλλογικές αναπαραστάσεις», για να υποδηλώσει τους κανόνες, τις αξίες ιδιαίτερων συνόλων, όπως η οικογέ-νεια, η εκπαίδευση, η θρησκεία, κτλ. Ανήκουν και αυτές στα μη υλικά γεγονότα και δεν ανάγονται στην ατομική συνείδηση.

Μια μεγάλη συμβολή του Ντυρκέμ, επίκαιρη και για τις μέρες μας, είναι η με-λέτη του για την αυτοκτονία, την οποία δεν εξετάζει (ος ατομικό γεγονός και ψυ-χολογικό φαινόμενο. Αντίθετα, επιχειρεί να εντάξει σε κατηγορίες τα κοινωνικά γεγονότα που σχετίζονται με αυτό το φαινόμενο. Πρώτον, διακρίνει την εγωι-στική αυτοκτονία, την οποία συνδέει με το χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης των α-τόμων στην κοινωνία. Η οικογένεια, όπως και η θρησκεία, διαπιστώνει ο Ντυρ-κέμ, προστατεύουν τα άτομα από την αυτοκτονία, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, όπως οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι, ακόμη και η περίοδος των εκλογών, συμπιέζουν τον αριθμό των αυτοκτονιών. Δεύτερον, διακρίνει τον τύπο της αλ-τρουιστικής αυτοκτονίας, την οποία συνδέει, σε αντίθεση με την προηγούμενη, με τον περιορισμένο βαθμό εξατομίκευσης. Ο τρίτος τύπος αυτοκτονίας συνδέε-ται με το φαινόμενο της ανομίας και καλείται ανομική. Εμφανίζεται όταν το κρά-τος δεν είναι πλέον ρυθμιστής της οικονομικής ζωής, ως εκ τούτου δεν αποφεύ-γονται οι οικονομικές κρίσεις, στη διάρκεια των οποίων οι αυτοκτονίες αυξάνο-νται. Η αύξηση των αυτοκτονιών αυτού του τύπου συνδέονται, επίσης, και με την έλλειψη ελέγχου των παθών, την απεριόριστη επιθυμία και την ηθική αποδιορ-γάνωση. Μπορεί η κοινωνική ρύθμιση να ευνοεί τη συγκράτηση του ποσοστού αυ-τοκτονιών, αλλά, όταν η ρύθμιση είναι υπερβολική και καταπιεστική, τότε ευνο-είται ένας άλλος τύπος αυτοκτονίας, η μοιραία (φαταλιστική) αυτοκτονία. Πρό-κειται για σπάνια περίπτωση, που για τον Ντυρκέμ παρατηρείται οε πολύ νέους παντρεμένους άντρες, σε άτεκνες παντρεμένες γυναίκες και ιστορικά στους δού-λους.

Στο ύστερο έργο του ο Ντυρκέμ έδωσε έμφαση στη μελέτη της θρησκείας, ε-πιχειρώντας να δείξει την κοινωνική προέλευσή της. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η θρησκεία μπορεί να θεωρηθεί ειδική μορφή της συλλογικής συνείδησης, ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες η θρησκεία περιλαμβάνεται απλώς στις συλλογικές α-ναπαραστάσεις. Η αλληλένδετη σχέση θρησκείας-κοινωνίας εξυψώνει την κοι-νωνία σε ύψιστη αξία και η διατήρηση του κοινωνικού δεσμού συνιστά καθήκον. Στα κείμενά του για την εκπαίδευση, τόνισε ακριβώς πώς μέσω της ηθικής δια-παιδαγώγησης μπορεί το άτομο, από μικρή ηλικία, να μετριάζει τις επιθυμίες του και να εσωτερικεύει τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες.

98

Page 95: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σε γενικές γραμμές, η θεωρία του Ντυρκέμ θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση νέων κοινωνιολογικών θεωριών, όπως ο δομολειτουργισμός (βλ. 4.13.), ενώ είναι επίκαιρη και σήμερα η προσέγγισή του σε ζητήματα κοι-νωνικής παθολογίας.

3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τΰπος χης ορθολογικής πράξης

Ο Βέμπερ εκπροσωπεί την κΰρια κατεύθυνση της Κοινωνιολογίας στη Γερμα-νία, ειδικά στον ακαδημαϊκό χώρο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20οΰ αιώνα. Διαφοροποιείται οε σχέση τόσο με τον Μαρξ όσο και με τον Ντυρκέμ, διότι δίνει μεγάλη σημασία στη μελέτη του ατομικού φορέα της κοινωνικής πρά-ξης. Από αυτή την άποψη, συμπληρώνει τις αναλύσεις των προηγούμενων θε-μελιωτών.

Βασικές έννοιες και μεθοδολογία. Ο Βέμπερ είδε την κοινωνία ως προϊόν όχι μόνο της νέας τεχνολογίας και του καπιταλισμού αλλά και ενός νέου τρόπου σκέψης. Η Κοινωνιολογία με τον Βέμπερ αποκτά νέο νόημα. Επιδίωξε να την αποσυνδέσει από τις Φυσικές Επιστήμες. Για τον Βέμπερ, δεν ορίζουμε ένα κοι-νωνικό γεγονός όπως ένα πράγμα στις Φυσικές Επιστήμες. Ο κοινωνιολόγος δεν παρατηρεί απλώς, αλλά επίσης κατανοεί. Η κοινωνιολογική προσέγγιση είναι ένας ιδιαίτερος και σύνθετος τρόπος προσέγγισης των κοινωνικών γεγο-νότων.

Ο Βέμπερ συνήθιζε την έκφραση ορθολογικοποίηση της κοινωνίας ή απομυ-θολόγηση του κόσμου, για να υποδηλώσει την ιστορική μεταβολή από την πα-ράδοση στην ορθολογικότητα, αποδίδοντας κύριο ρόλο στην ανθρώπινη σκέψη. Η ορθολογικότητα σημαίνει τον υπολογισμό των πιο αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ας σημειωθεί ότι ο όρος αυτός δεν εισάγεται με αξιολογική πρόθεση, ως ο «ορθός» τύπος πράξης, αλλά προκειμένου να δοθεί έμφαση στην εξέταση των πρόσφορων και αποτελεσματικών μέσων για την εκ-πλήρωση ενός σκοπού. *

Ο Βέμπερ ορίζει την Κοινωνιολογία ως «μια επιστήμη που επιδιώκει να κα-τανοεί ερμηνευτικά την κοινωνική πράξη και με αυτό τον τρόπο να την εξηγεί αι-τιακά στην πορεία και στις συνέπειές της». Με τον όρο «πράξη» εννοεί μια αν-θρώπινη ενέργεια, εξωτερική ή εσωτερική, παράλειψη ή ανοχή, η οποία αναφέ-ρεται στην πράξη άλλων ατόμων. Ως βασικός όρος τίθεται η σύνδεση της πρά-ξης από τους δρώντες με ένα «υποκειμενικό νόημα». Ο κοινωνιολόγος μπορεί να διαγνώσει το νόημα της πράξης αν το άτομο γνωρίζει το στόχο που επιδιώκει να πραγματοποιήσει με αυτή.

99

Page 96: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

* Ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber, 1864-1920) προερχόταν από ευκατά-στατη οικογένεια- ο πατέρας του κατείχε υψηλή θέση στον κρατικό μηχανισμό, ήταν ενεργό μέλος της πολιτικής ζωής, με πλούσια δρα-στηριότητα, ενώ η μητέρα του, αντίθετα, ήταν αφοσιωμένη σε ένα θρησκευτικό και ασκητικό τρόπο ζωής. Στη ζωή του Βέμπερ εκδη-λώνονται και οι δυο τάσεις, το ενδιαφέρον και για την πολιτική και για τη θρησκεία. Σπούδασε Νομικά, Ιστορία, Οικονομία, Φιλοσο-φία και Θεολογία στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βε-ρολίνου. Από το 1891 αρχίζει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, κα-

τά τη διάρκεια της οποίας δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας, στη Βιέννη, και έδωσε σειρά διαλέξεων και στην Αμερική. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του είναι Η Προτε-σταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Καπιταλισμού, Οικονομία και Κοινωνία, ένας πολύ μεγάλος α ρ ι θ μ ό ς

μελετών π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν στο Αρχείο Κοινωνικών Επιστημών και Κοινωνικής Πολιτικής. Δη-

μοσίευσε, επίσης, και πολλά άρθρα για την τρέχουσα πολιτική, στην οποία μετείχε ενεργά.

Η πράξη, πρωταρχικά, υπαγορεύεται ως προς ένα σκοπό (ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη), με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του σκοπού. Δεύτερον, η πράξη που υπαγορεύεται από μια αξία (ορ-θολογική ως προς τις αξίες πράξη) εξηγείται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για τη διατήρηση της αξίας. Τρίτον, η πράξη που ικανοποιεί συ-ναισθηματικά (η συγκινησιακή πράξη) προσδιορίζεται με κριτήριο το κατά πό-σο επιλέγονται τα κατάλληλα μέσα για την ικανοποίηση των συναισθημάτων. Έ-νας τέταρτος τύπος πράξης ("η παραδοσιακή πράξη) υπαγορεύεται από βιωμένες συ-νήθειες ή από παραδόσεις.

Ο Βέμπερ, για να ερμηνεύσει ορθολογικά και να εξηγήσει τις επιμέρους πρά-ξεις, κατασκευάζει τον ιδεόχυπσ ή «καθαρό τυπσ», ο οποίος δεν αναφέρεται σε ό,τι είναι επιθυμητό ή ιδεώδες, θετικό ή ορθό, αλλά σε μια «καθαρή μορφή». Έ-νας ιδεότυπος είναι μια αφηρημένη περιγραφή, μια πνευματική εικόνα, που κα-τασκευάζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πρά-ξης. Αυτή η διανοητική κατασκευή, εννοείται, δεν αντιστοιχεί πλήρως στην ε-μπειρική πραγματικότητα. Η εικόνα αυτή, η οποία δεν είναι σαν την εικόνα ε-νός καθρέφτη, μπορεί να είναι μια κατασκευή, όπως η γραφειοκρατία, οι προη-γούμενοι τύποι πράξεων, ο καπιταλισμός, κτλ. Ο τύπος αντός χρησιμοποιείται ως μέ-τρο σύγκρισης πραγματικών καταστάσεων ή πράξεων και κρίνονται οι παρεκκλίσεις τους. Οι ιδεότυποι δεν κατασκευάζονται άπαξ διαπαντός, αλλά, καθώς η κοινωνία με-ταβάλλεται, είναι αναγκαίο να αναπτύσσονται νέες τυπολογίες. Ο Βέμπερ απορ-

100

Page 97: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ρίπτει την ιδέα των θεωρητικών νόμων. Αντ' αυτών, χρησιμοποιεί ιδεότυπους με ποικίλους τρόπους για να δημιουργήσει θεωρητικά μοντέλα, όπως την εκλογί-κευση της κοινωνίας, τη χαρισματική εξουσία, κτλ., προκειμένου για την ανάλυ-ση ορισμένων ιστορικών εξελίξεων.

Ο Βέμπερ θεώρησε το βιομηχανικό καπιταλισμό ορθολογικό σύστημα, με δε-δομένο ότι οι καπιταλιστές επιδιώκουν το κέρδος με ορθολογικούς τρόπους, προ-σανατολίζονται δηλαδή στην επιλογή προσφορότερων μέσων, στην εξοικονόμηση μέσων και ενεργειών, κτλ. Στο έργο του Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Κα-τιιταλισμού, συνέδεσε το ασκητικό πνεύμα του προτεσταντισμού, ειδικά του καλβι-νισμοΰ, με το πνεύμα του καπιταλισμού. Συμφωνά με το ασκητικό πνεύμα, οι άν-θρωποι ελέγχουν τις παρορμήσεις τους, είναι φιλόπονοι, συσσωρεύουν αγαθά για το μέλλον. Αυτές οι αρχές συμφωνούν με τον καπιταλισμό ως σύστημα, που εκτός των άλλων τονίζει την οικονομική επιτυχία. Ο προτεσταντισμός έπαιξε αποφασι-στικό ρόλο στην ανάδυση του καπιταλιστικού πνεύματος. Ο Βέμπερ θέλησε να δεί-ξει ότι η θρησκεία μπορεί να έχει ορθολογικά στοιχεία και να αποτελεί παράγο-ντα που ευνοεί κοινωνικές αλλαγές. Εντούτοις, δε θεωρούσε ότι είναι αναγκαίος πα-ράγοντας για τη συνέχιση αυτού του οικονομικού συστήματος, το οποίο υφίσταται πλέον ανεξάρτητα από το άτομο. Αν και στο έργο του αυτό ο Βέμπερ τόνισε την ε-πίδραση του καλβινισμού στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος, είχε επί-γνωση του ότι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επίσης επιδρούν στη θρησκεία. Εξάλλου, το βεμπεριανό μοντέλο είναι σύνθετο, διότι αποβλέπει στην κατανόηση των ποικίλων σχέσεων ανάμεσα στους πολιτικούς, οικονομικούς και δικαιικούς θε-σμούς που αλληλεπιδρώντας διαμορφώνουν την πράξη.

Για τον Μ. Βέμπερ, οι πράξεις του επιστήμονα, του καπιταλιστή, του υπαλλήλου μιας υπηρεσίας είναι ορθολογικε'ς κατά το σκοπό εφόσον χρησιμοποιούνται τα προσφορότερα με'οα σε κάθε περίπτωση.

101

Page 98: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βέμπερ εντοπίζει, όπως και ο Μαρξ, το φαινόμε-νο της αλλοτρίωσης στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν το συνδέει όμως με την οικο-νομική ανισότητα, όπως ο Μαρξ, αλλά με τη γραφειοκρατία, η οποία θεωρείται ότι καταπνίγει την ατομικότητα.

Τι είναι εξουσία; Ποιοι είναι οι καθαροί της τύποι; Η εξουσία συνδέεται με την έννοια της υπακοής απέναντι σε μια διαταγή. Εφόσον χωρίς υπακοή δεν υ-πάρχει εξουσία, η εξουσία πρέπει να αναγνωρίζεται εκ μέρους των εξουσιαζο-μένων, για να είναι σταθερή. Ο πρώτος τύπος είναι η ορθολογική-νόμιμη εξου-σία, η οποία βασίζεται σε ένα καταστατικό και ανταποκρίνεται στον τύπο της ορ-θολογικής κατά το σκοπό πράξης. Στους τύπους αυτής συγκαταλέγεται η κοινοβου-λευτική Δημοκρατία, η γραφειοκρατική εξουσία, που θεωρείται και ο πιο «κα-θαρός τύπος» έννομης εξουσίας, μια βιομηχανική επιχείρηση, κτλ. Η «υποχρέω-ση υπακοής» διαβαθμίζεται σύμφωνα με μια κλιμακωτή διάταξη, όπου από κά-θε βαθμίδα μεταβιβάζονται εντολές σε όσους ανήκουν στην αμέσως επόμενη. Ο δεύτερος καθαρός τύπος είναι η παραδοσιακή εξουσία, όπου η τάξη αναγνωρί-ζεται για χάρη του ίδιου της του εαυτού και επειδή ίσχυε πάντα (παράδοση) και ανταποκρίνεται στην ορθολογική κατά την αξία πράξη. Αντιπροσωπευτικά παρα-δείγματα είναι οι κλασικές μοναρχίες, η πατρική κυριαρχία, ο παπισμός. Τρίτος τύπος είναι η χαρισματική εξουσία, η οποία αναφέρεται στον τύπο της συγκινη-σιακής πράξης. Η σχέση κυρίου και υπακούοντος παραστάνεται σύμφωνα με το μοντέλο του αρχηγού και της ακολουθίας.

Αξίες και γεγονότα. Ο Βέμπερ πίστευε ότι είναι δυνατός ο χωρισμός των γε-γονότων από τις αξίες. Ένας καθηγητής, για παράδειγμα, πρέπει να παρουσιάζει γεγονότα κι όχι να προβαίνει σε προσωπικές αξιολογήσεις σι ην τάξη. Ο Βέμπερ, έτσι, εξέφραζε την αντίθεοή του σε κάθε είδους προπαγάνδα. Στην πραγματικό-τητα, δεν απέρριπτε τελείως τις αξίες από την κοινωνική έρευνα, εφόσον αναζη-τούσε την έννοια της ορθολογικότητας, ορισμένες αρετές σιην επισιημονική έ-ρευνα, όπως την ακρίβεια στην παρατήρηση, τη συστηματική σύγκριση, την α-ντικειμενικότητα και την απουσία προκατάληψης εκ μέρους του ερευνητή, δηλα-δή την ελευθερία του. Επιπλέον, θεωρείται ότι οι αξίες έχουν υπεισέλθει στην κα-τασκευή των τύπων του.

3.4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία οργανώνει τη ζωή μας μέσω θεσμών, όπως η οι-κογένεια, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η εργασία, κτλ. Οι θεσμοί όμως δε δίνουν

102

Page 99: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

λύση σε όλα μας τα προβλήματα. Η Ψυχολογία αναλύει τις λειτουργίες της νόη-σης και τη συμπεριφορά των ατόμων καθώς βρίσκονται απέναντι σε προβλήμα-τα τα οποία δε λύνονται άμεσα από τους θεσμούς και οι συμπεριφορές τους δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με βάση τους κοινωνικούς, τους πολιτικούς ή τους οικονομικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια, η Ψυχολογία, μελετώντας τη νόηση και τη συμπεριφορά των ατόμων, συμπληρώνει την εξέταση ενός βασικού αντικει-μένου των Κοινωνικών Επιστημών, την ανθρώπινη πράξη.

Ιστορικά, η Ψυχολογία ανήκε στη Φιλοσοφία αποτελώντας κλάδο της (βλ. 2.2.3.). Τον 19ο αιώνα, με τη διάδοση του θετικισμού, αρχίζουν να αναπτύσσο-νται οι επιμέρους επιστήμες κατά το πρότυπο των Φυσικών Επιστημών. Η Ψυ-χολογία νομιμοποιείται να αποτελέσει ξεχωριστή επιστήμη, όταν άρχισαν να ει-σάγονται στην ψυχολογική έρευνα η συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Το πείραμα εφαρμόστηκε και σε ζώα και σε ανθρώπους, ξεσηκώνοντας όμως πολλές αντιρρήσεις. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κάθε ζώντα ορ-γανισμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πράγμα - επιπλέον, δεν μπορεί να με-λετηθεί πλήρως η συμπεριφορά του σε συνθήκες εργαστηρίου. Τούτο δείχνει την ιδιαιτερότητα αυτού του κλάδου σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες και υποδη-λώνει τις μεθοδολογικές του δυσκολίες.

Η Ψυχολογία είναι ένας πολύπλευρος γνωστικός κλάδος, ο οποίος συνίστα-ται από ένα μεγάλο σύνολο ερωτημάτων που αφορούν τη νοημοσύνη, τη μάθη-ση, τις συγκινησιακές αντιδράσεις, τη δομή του ψυχισμού, τη σχέση με τον εαυτό, τους άλλους, κ.ά. Η Ψυχολογία νομιμοποιείται να θεωρείται επιστημονικός κλά-δος χάρη στην εγκυρότητα των μεθόδων και των τεχνικών της για την ανάλυση και την εξήγηση των προβλημάτων της και χάρη στους όρους στους οποίους βα-σίζονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις της. Η μελέτη του αντικειμένου της είναι λοιπόν πολυεδρική και τα μεθοδολογικά προβλήματα προσέγγισής του είναι σύνθετα. Η Ψυχολογία διαιρέθηκε σε πολλούς κλάδους, όπως η Πειραματική Ψυ-χολογία, η Εξελικτική, η Κλινική, η Κοινωνική, κ.ά., ενώ εμφανίστηκαν διαφο-ρετικές τάσεις στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όπως συνοπτικά θα παρακο-λουθήσουμε στη συνέχεια.

3.4.1. Β. Βουνχ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία

Ο Καντ, στην Κριτική τον Καθαρού Λόγου, προτείνει μια νέα στροφή της γνώσης. Θεωρεί ότι δε γνωρίζουμε τα πράγματα αυτά καθεαυτά, αλλά ως φαινόμενα, ό-πως δηλαδή εμφανίζονται στη συνείδησή μας. Το πρόβλημα δεν είναι αν οι πα-ραστάσεις μας αντιστοιχούν προς τα αντικείμενα, αλλά το πώς σχηματίζουμε τις

103

Page 100: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

αναπαραστάσεις μας γι' αυτά. Ο Βσυντ, στο χώρο της Ψυχολογίας, προσανατολί-ζεται προς τη λειτουργία της συνείδησης, μεταφέροντας όμως τη συζήτηση από τη θεωρία στις πειραματικές αποδείξεις για τη γνώση των λειτουργιών της.

Ο Βουντ αξιοποιεί μια μέθοδο γνωστή ήδη από τη σωκρατική διδασκαλία, την ενδοσκόπηση. Η ενδοσκόπηση ή αυτοπαρατήρηση δε χρησιμοποιείται ως α-πλή παρατήρηση, αλλά ως ελεγχόμενη παρατήρηση των λειτουργιών της συνεί-δησης κάτω από πειραματικές συνθήκες. Όταν ο Βουντ αναφερόταν στη συνείδηση, εννοούσε τις πνευματικές λειτουργίες και όχι τα περιεχόμενα των σκέψεων. Κα-θήκον του ψυχολόγου θεωρήθηκε να ανακαλύψει τη φΰση των στοιχειωδών συ-νειδητών εμπειριών και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Ο Βουντ στο περίφημο εργαστήριο του, το οποίο επισκέπτονταν σπουδαστές και μελετητές από όλο τον κόσμο, εq)άpμoζε πειράματα για τη μελέτη των αι-σθήσεων (όπως, για παράδειγμα, σχετικά με την όραση, μελετούσαν τη διάκρι-ση χρωμάτων, την οπτική αντίθεση, τις οπτικές πλάνες, κ.ά.), της αντίληψης, των αντιδράσεων απέναντι σε ποικίλα ερεθίσματα, του συνειρμού, κ.ά. Ο παρατη-ρούμενος, συνήθως εκπαιδευμένος και εξασκημένος, συμμετείχε στο πείραμα παρατηρώντας ο ίδιος τον εαυτό του και προσπαθούσε να διατυπώσει με ακρί-βεια τις αντιδράσεις του.

Ο Βΐλελμ Βουντ (Wilhelm Wundt, 1832-1920), γιος ενός λουθηρανού ιερέα, γεννήθη-κε σε ένα χωριό κοντά στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε Ιατρική, άρχισε να διδάσκει Φυσιολο-γία και αργότερα Φιλοσοφία και Ψυχολογία, όταν η Ψυχολογία ήταν κλάδος της Φιλοσο-φίας. Ίδρυσε το πρώτο, παγκοσμίως, εργαστήριο Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λι-ψίας, στο οποίο και δίδαξε για σαράντα εφτά χρόνια σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Εισήγα-γε μεθόδους της Φυσιολογίας για τη μελέτη προβλημάτων Ψυχολογίας. Η εφαρμογή πει-ραματικών μεθόδων συνέβαλε στην αυτονόμηση της Ψυχολογίας από τη Φιλοσοφία.

Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, για πρώτη φορά, ένας αριθμός ψυχολόγων συ-νεργαζόταν οργανωμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, τα πειράματα θεωρή-θηκαν αφελή, ασκήθηκε η κριτική ότι η συνείδηση αναλυόταν στα επιμέρους της στοιχεία, τα οποία εμφανίζονταν ως ακίνητα δομικά στοιχεία. Σε γενικές γραμ-μές, όμως, εκτιμάται η προσπάθεια αυτή ως η πρώτη και πολύ σημαντική για τη θεμελίωση της Πειραματικής Ψυχολογίας και την αυτονόμηση της Ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου από τη Φιλοσοφία.

104

Page 101: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπεριφοράς

Ένα βασικό ρεύμα, διαδεδομένο και σήμερα, είναι ο συμπεριφορισμός (be-haviorism). Στη διατύπωση των αρχών και στη διάδοση του συνέβαλε ο Γουό-τσον, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Έχουν προηγηθεί οι εργασίες του Θόρνταϊκ (Thorndike), ο οποίος, βασισμένος σε πειράματα σε ζώα, διατύπωσε το νόμο του αποτελέσματος. Συμφωνά με αυτό το νόμο, η συμπεριφορά ρυθμί-ζεται ανάλογα με την αναμενόμενη ανταμοιβή ή με σκοπό την αποφυγή της τι-μωρίας. Ο Γουότσον πειραματίζεται κατεξοχήν στην ψυχολογία των ζοίων, των οποίων το περιβάλλον και οι αντιδράσεις είναι απλούστερες και μπορούν να με-τρηθούν καλύτερα. Τις μεθοδολογικές αρχές που θεωρήθηκε ότι ισχύουν για τα ζώα θέλησε να τις μεταφέρει και στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Σύμφωνα με το συμπεριφορισμό του Γουότσον, η συμπεριφορά αναλύεται με βάση δύο όρους, το ερέθισμα και την αντίδραση. Θεωρείται δηλαδή ότι υπάγε-ται στην απλή σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Η συνείδηση, ως εσωτερική ψυχική λειτουργία, δε θεωρείται ότι μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά. Η ενδοσκόπη-ση απορρίπτεται - ο ψυχολόγος πρέπει να παρατηρεί και να μετρά τις αντιδρά-σεις των παρατηρουμένων.

Στον «αφελή μπιχεβιορισμό» του Γουότσον ασκήθηκε έντονη κριτική. Η σχο-λή αυτή επεκτάθηκε αναπτύσσοντας πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους και μεθοδο-λογικά εργαλεία, σε ζητήματα που αφορούν την υιοθέτηση και την εκμάθηση των συνηθειών.

Ο Τζων Γουόχοον (J. Watson, 1878-1958) γεννήθηκε σιη Νότια Καρολίνα και σπούδασε στο Πανεπκττήμιο του Σικάγο. Το 1908 εκλε'γεται καθηγητής crto Πανεπιστήμιο Τζωνς Χόπ-κινς. Το 1920, λόγω επιπτώσεων του διαζυγίου του και στην επαγγελματική του ζωή, διακό-πτεται η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και αρχίζει να εργάζεται σε διαφημιστικές εταιρείες.

3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology)

Ο Βερτχάιμερ, ταξιδεύοντας το 1910 με το τρένο για διακοπές, αγοράζει ένα στροφοσκόπιο. Με το στροφοσκόπιο, το οποίο χρησιμοποιούν και τα παιδιά, ει-κόνες ακίνητες εμφανίζονται να κινούνται καθώς παρουσιάζονται διαδοχικά. Αυτή ήταν η αρχή για μια σειρά πειραμάτων σχετικά με τη λειτουργία της σκέ-ψης.

105

Page 102: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Μαξ Βερτχάιμερ (Max Wertheimer, 1880-1943), εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην ΓΙράγα, αρχικά σπούδασε Νομικά και στη συνεχεία Φιλοσοφία και Ψυχολογία στο Βερολί-νο. Με'σα από τη συνεργασία του Βερτχάιμερ με τον Κόφκα (Κ. Koffka) και τον Κέλερ (W. Kohler), θεμελιώθηκε η μορφολογική σχολή Ψυχολογίας. Βασική επιδίωξη ήταν να προ-σεγγίσουν καλύτερα τα βιώματα της καθημερινής ζωής. Αφ' ενός μεν αξιοποίησαν την κα-ντιανή παράδοση και τη φαινομενολογική μέθοδο, και αφ' ετέρου εισήγαγαν το πείραμα για τη μελέτη των ψυχικών και των πνευματικών λειτουργιών. Άσκησαν κριτική τόσο στο δομισμό του Βουντ όσο και στη σχολή του συμπεριφορισμοΰ. Με την επικράτηση του ε-θνικοσοσιαλισμοΰ στη Γερμανία, μεταναστεύουν στην Αμερική.

Το στροφοσκόπιο προσέλκυσε την προσοχή του Βερτχάιμερ, καθώς τον α-πασχολούσε ένα πρόβλημα της Ψυχολογίας, πώς δηλαδή μπορεί να εξηγηθεί το φαινόμενο των κινούμενων εικόνων, δηλαδή πώς εξηγείται η αντίληψη της κίνη-σης που προκύπτει από μια σειρά ερεθισμάτων από τα οποία κανένα δεν κινεί-ται. Πώς αποδίδεται κίνηση σε ένα πράγμα, ενώ αυτό τη δεδομένη στιγμή είναι ακίνητο; Αποδίδοντας όμως τη μορφή (Gestalt) της κίνησης σε ένα οργανωμένο σύνολο εικόνων, το βλέπουμε σαν μια ολότητα δυναμικά οργανωμένη. Η αντίληψη ε-νός συνόλου διαδοχικών εικόνων εξαρτάται από το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα σαν πιστό της αντίγραφο.

Η κατεύθυνση των μορφολογικών ψυχολόγων προς τους μηχανισμούς κατα-νόησης συνόλων/ολοτήτων είναι ένα από τα πλέον δύσκολα προβλήματα της Ψυ-χολογίας. Βασική θέση της σχολής αυτής είναι ότι ένα ψυχολογικό φαινόμενο διαφέρει από το άθροισμα των στοιχείων που το αποτελούν. Τα επιμέρους στοι-χεία ενός ιραινομένου τα οποία είναι οργανωμένα ως ένα όλον προσδιορίζουν τη μορφή (Gestalt). Η κατανόηση ενός φαινομένου απαιτεί την ολική και όχι την α-ναλυτική του προσέγγιση, απαιτεί να αρχίσουμε από τη σύλληψη του όλου της μορφής και όχι από την ανάλυση των μερών του. Για παράδειγμα, ξεχωρίζουμε την κλασική μουσική από μια σύγχρονη λαϊκή, χωρίς να αναλύσουμε τους ήχους· ΐ] έννοια του κύκλου δε μεταβάλλεται αν επιμηκύνουμε την ακτίνα του.

Η θεωρία αυτή έχει συνεισφέρει σε θεωρίες μάθησης. Διαπιστώνεται ότι ο αν-θρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να αντιλαμβάνεται μορφές στην ολότητά τους-

για παράδειγμα, αν και λείπουν κάποια γράμματα από μια λέξη, εντούτοις την αναγνωρίζουμε. Εν γένει η σχολή αυτή, βασιζόμενη στη χρήση ιιειραμάτων, προ-σανατολίστηκε (πη διατύπωση νόμων που αφορούν τις λειτουργίες της αντίληψης και της μνήμης· επιχείρησε να διατυπώσει τις αρχές της μάθησης για την αξιο-ποίηση της δημιουργικής σκέψης και άσκησε κριτική στην απομνημόνευση. Κα-

106

Page 103: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τευθύνθηκε, επίσης, στο ζήτημα της επίλυσης προβλημάτων και στην αξιοποίη-ση του σφάλματος κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Στη θεωρία αυτή, ως γνω-στόν, βασίστηκε ο Βέλγος ψυχολόγος και παιδαγωγός Ντεκρολί (Decroly, 1871-1932) για να προτείνει ότι κατά τη διδασκαλία της ανάγνωσης πρέπει πρώτα να διδάσκεται η λέξη και κατόπιν τα γράμματα που την αποτελούν.

3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης

Πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από τις απαγορεύσεις τις ο-ποίες του επιβάλλει ο πολιτισμός και ταυτόχρονα θα έχει τη δύναμη να ορίσει τον εαυτό του ελέγχοντας τις παρορμήσεις του; Ο Φρόυντ έβλεπε ότι ο άνθρωπος εί-ναι διασπασμένος ανάμεσα σε ορμές τις οποίες δε γνωρίζει και σε απαγορεύσεις οι οποίες του επιβάλλονται.

Ο Φρόυντ ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει μια περιοχή στη δομή του ψυχι-σμού τις οποίες συνήθως δεν έχουμε συνείδηση· πρόκειται για την περιοχή του ασυνειδήτου. Σε αυτή θεώρησε ότι θα πρέπει να αναζητηθεί η αφετηρία των προβλημάτων της ψυχικής ζωής. Το ασυνείδητο περιέχει σκέψεις τις οποίες έ-χουμε απομακρύνει από τη συνείδηση, οι οποίες όμως συχνά εμφανίζονται με-ταμορφωμένες ή σε μορφή συμβολική στα όνειρά μας. Για παράδειγμα, ένα πρόσωπο σε ένα όνειρο μας μπορεί να συμβολίζει ένα ή περισσότερα άλλα πρό-σωπα.

Ο Φρόυντ αργότερα στη θεωρία του παρουσιάζει τον ψυχισμό να δομείται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι το id (εκείνο). Ποικίλα ένστικτα και ορ-μέμφυτα ενυπάρχουν σε αυτή την περιοχή, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της ηδονής, μας παρωθεί δηλαδή να ενεργούμε κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιθυμίες μας. Το δεύτερο επίπεδο είναι το υπερεγώ και σχηματίζεται κατά την επαφή μας με τον πολιτισμό, ενσωματώνει τους γονείς και τις αντιλήψεις τους, τις απαγορεύσεις και τις εντολές των άλλων ανθρώπων που παίζουν σημαντικό ρό-λο στη ζωή μας. Τη δράση του υπερεγώ συνήθως δεν την έχουμε συνειδητοποι-ήσει και δεν την ελέγχουμε.

Ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές τοποθετείται το τρίτο επίπεδο, το εγώ. Το εγώ λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της πραγματικότητας, επιχειρεί δηλαδή να υ-πηρετήσει τις επιθυμίες του ατόμου, αλλά κατά έναν ορθολογικό τρόπο και συμ-βιβάζοντάς τες με τις κοινωνικές εντολές τις οποίες περιέχει το υπερεγώ. Το εγώ αποτελεί ένα μηχανισμό άμυνας απέναντι στις πιέσεις του υπερεγώ και του id. Για παράδειγμα, το άτομο απωθεί επιθυμίες που θα του προκαλούσαν σύγκρουση· προβάλλει σε άλλους δικά του συναισθήματα· κινείται από αντίδραση προς ένα συ-

107

Page 104: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (S. Freud, 1856-1939) έζησε στη Βιέν-νη, προερχόμενος από μια εύπορη αρχικά οικογένεια, η ο-ποία όμως κατέρρευσε οικονομικά· έτσι, ο Φρόιντ έζησε

Μ στερημένα παιδικά χρόνια. Σπουδάζει Ιατρική και προσα-νατολίζεται στη Νευρολογία. Με τον Μπρόυερ (Breuer), για-τρό και φίλο του στη Βιέννη, αρχίζει να μελετά την περί-πτωση της υστερίας. Τ ο 1885 στο Παρίσι γνωρίζει τον Σαρ-κό, διάσημο νευρολόγο, και συνεχίζει μαζί του την έρευνα,

k Μέσα από τα πειράματα του Σαρκό (Charcot), αρχίζει η α-νακάλυψη του ασυνειδήτου. Επιστρέφοντας στην Αυστρία αρχίζει η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του και για την Ψυ-χανάλυση. Τ ο 1938, με την κατάληψη της Αυστρίας από

τον Χίτλερ, εξαναγκάζεται να φύγει για το Λονδίνο, όπου του γίνεται τιμητική υποδοχή.

ναίσθημα: για παράδειγμα, ενώ φθονεί ή μισεί κάποιον, ισχυρίζεται ότι τον αγαπά· μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο τα αισθήματά του- μετουσιώνει, δηλαδή μετατρέπει, μια ορμή σε κοινωνικά αποδεκτή πράξη.

Η Ψυχανάλυση είναι και θεωρία και πρακτική. Το άτομο, με τη βοήθεια του ψυ-χαναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του. Η γνώση την οποία α-ποκτά το άτομο για τα βαθύτερα αισθήματα, τα ένστικτα, τις επιθυμίες, τα περι-στατικά που είχε απωθήσει, θεωρείται ότι του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει τον εαυτό του το ίδιο και όχι οι ασυνείδητες παρορμήσεις του και οι εντολές των άλλων.

3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία

«Όλα αυτά είναι παιδιά μου. Το καθένα από μόνο του είναι καλό. Μόλις όμως βρεθούν όλα μαζί, αρχίζουν να λογοφέρνουν και μεταμορφώνονται σε δαίμονες» (Χ. Πίντερ, Το Ονειρόδραμα).

Τι συμβαίνει και η συμπεριφορά του ατόμου διαφοροποιείται όταν βρίσκεται σε μια ομάδα; Γιατί η συμπεριφορά αλλάζει ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία μετέχει το άτομο; Ποιοι παράγοντες συντελούν στη διαμόρφωση της δυναμικής μιας ομάδας;

Η μελέτη της συμπεριφοράς του ατόμου μέσα στην ομάδα και οι μηχανισμοί της συμπεριφοράς ομάδων είναι αντικείμενα που άρχισαν να μελετώνται κατά τον 20ό αιώνα από ένα νέο κλάδο, την Κοινωνική Ψυχολογία. Τα πρώτα κλασικά έρ-γα γράφονται στο τέλος του 19ου αιώνα, όπως του Ταρντ (Tarde), Οι Νόμοι της Μίμησης (1890) και του Λε Μπον (Le Bon), II Ψυχολογία των Όχλων (1895). Στην

108

Page 105: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Αμερική, ο Γκόρντον Άλλπορχ (G. Allport) αναγνωρίστηκε ως ο πρώτος που συ-στηματοποίησε το νέο ερευνητικό πεδίο, οι αρχές του οποίου συνοψίστηκαν στο βιβλίο του Κοινωνική Ψυχολογία (1924). Είχε πραγματοποιήσει μια σειρά πειρα-μάτων για τις επιδράσεις τις οποίες ασκεί στην ατομική συμπεριφορά η συμμε-τοχή σε ομάδα, προωθώντας μια συμπεριφοριστική προσέγγιση στο πεδίο της Κοι-νωνικής Ψυχολογίας.

Από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κλάδος αυτός γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη και αποδεικνύεται πολλαπλά χρήσιμος. Σε γενικές γραμμές, η Κοινωνική Ψυχο-λογία είναι υποχρεωμένη να μην ανάγει τα κοινωνιοψυχικά φαινόμενα αποκλει-στικά ούτε στην ψυχολογική ούτε στην κοινωνιολογική τους διάσταση, καθώς το αντικείμενο της άπτεται και των δύο κλάδων. Τα επίπεδα στα οποία οργανώνο-νται τα ερευνητικά αντικείμενα της επιστήμης αυτής είναι αρκετά, όπως: α) ο τρό-πος οργάνωσης από τα άτομα των κοινωνικών αναπαραστάσεών τους, για παρά-δειγμα, για την οικογένεια, τον άνεργο, το μετανάστη, τον εργατικό άνθρωπο, κτλ.· β) η δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα μιας ομάδας, η επικοινωνία και οι συγκρούσεις μεταξύ τους· γ) οι σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες, πολιτικές, αθλητικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές, κτλ.· δ) ζητήματα κοινωνι-κοποίησης αλλά και παράβασης κανόνων, συνοχής και διάσπασης του κοινωνικού ιστού, κ.ά.

109

Page 106: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ό π ω ς διαπιστώνεται, έχουν αναπτυχθεί πολλά ερευνητικά αντικείμενα και υ-πάρχει η τάση εξειδίκευσης στη μελέτη· αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πα-ρατηρείται η δυσκολία να εντοπιστούν οι συνδετικοί ιστοί μέσα από τους οποί-ους αλληλοδιαρθρώνονται τα ερευνητικά αντικείμενα σε μια ενότητα. Ο πλούτος αλλά και οι δυσκολίες της κοινο)νιοψυχολογικής προσέγγισης εντείνουν το εν-διαφέρον για τη συνέχιση της ερευνητικής προσπάθειας.

3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Μέχρι και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τότε δηλαδή που άρχισε να υποχωρεί το φαινόμενο της αποικιοκρατίας, η Ανθρωπολογία ασχολούνταν με εξωτικές κοινωνίες, τις οποίες μελετούσαν οι ανθρωπολόγοι πραγματοποιώντας επιτόπια έρευνα. Σήμερα χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται τις «εξωτικές» εκείνες περιο-χές, ενώ οι άλλοτε ιθαγενείς επισκέπτονται τις «πολιτισμένες» χώρες ή και εγκα-θίστανται σ' αυτές, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, εργάζονται και σπουδάζουν. Η Ανθρωπολογία, η οποία εκ πρώτης όψεως έχει συνδεθεί με τη μελέτη των «πρω-τόγονων» κοινωνιών, δεν εξαφανίστηκε μαζί τους· αντί να παρακμάσει ως επι-στήμη, σήμερα περνά μια νέα περίοδο αναγέννησης και εξαπλώνεται στις ευ-ρωπαϊκές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ελληνική. Ο προσανατολι-σμός της βέβαια έχει αλλάξει: στρέφεται πλέον όχι σε εξωτικές απομακρυσμένες φυλές, αλλά σε πληθυσμιακές ομάδες που κινούνται εντός των εθνικών συνόρων.

Οι κλασικές ανθρωπολογικές μελέτες έχουν γίνει κυρίως σε βρετανικές, γαλ-λικές και αμερικανικές αποικίες. Η αποαποικιοποίηση όμως, η οποία διάρκεσε περίπου από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, συ-νοδεύτηκε από τον εκσυγχρονισμό στην οικονομία, την ανάπτυξη της εκπαίδευ-σης, τη σταδιακή απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των κοι-νωνιών που άλλοτε βρίσκονταν μακριά από τη δυτικού τύπου ανάπτυξη.

Οι ανθρωπολόγοι στην πλειονότητά τους δεν ταυτίστηκαν με την αποικιακή πολιτική. Αντίθετα, ανέπτυξαν έναν κριτικό λόγο απέναντι στον αποικιακό ηγε-μονισμό αλλά και στο δυτικό τρόπο ζθ)ής. Σε τούτο συνέβαλε και η συμμετοχική παρατήρηση, δηλαδή η επιτόπια παραμονή και έρευνα στην ερευνώμενη κοι-νωνία. Κατά τη διάρκεια της συνήθως μακρόχρονης παραμονής του, ο ανθρω-πολόγος ερχόταν σε επαφή με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, προσπαθού-σε να τους κατανοήσει, να μάθει τη γλώσσα τους, να γίνει ένα μαζί τους, αλλά και να περιγράψει τις όψεις της ζωής τους όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά. Ο αν-θρωπολόγος συμμετέχει και ο ίδιος στο αντικείμενο που ερευνά, ενώ ταυτόχρο-

110

Page 107: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

να απομακρύνεται από αυτό για να μελετήσει όσο το δυνατό περισσότερες πλευ-ρές του. Για τη σφαιρική μελέτη και την εξηγητική εμβέλεια των φαινομένων, η Ανθρωπολογία κατά τη διάρκεια της πορείας της έχει εξοπλιστεί με εννοιολογι-κά εργαλεία και μεθόδους τις οποίες έχει δανειστεί από άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία, η Φιλοσοφία, η Γλωσσολογία, η Ιστοριογραφία, η Ψυχολογία, κ.ά.

Η Ανθρωπολογία είναι η επιστήμη του ανθρώπου και αυτόν επιχειρεί να εξε-τάσει στις περισσότερες εκδηλώσεις του. Η επιστήμη αυτή εξειδικεύεται στη με-λέτη της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού. Κατεξοχήν χαρακτηριστικό της έρευνάς της είναι η επιτόπια έρευνα. Σε γενικές γραμμές, διακρίνεται αφ' ε-νός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, αφ' ετέρου η αμερικανική. Η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, συνδέεται στενά με την Κοι-νωνιολογία, έχοντας αξιοποιήσει κατεξοχήν τη θεωρία και τη μέθοδο του Ντυρ-κέμ, αν και έχει υιοθετήσει ορισμένες προσεγγίσεις του Μαρξ και του Βέμπερ. Αρχικά, το κέντρο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ήταν η Αγγλία και στη συνέ-χεια το Παρίσι. Στην Αμερική, η κύρια παράδοση, η Πολιτισμική Ανθρωπολογία

111

Page 108: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

(κουλτουραλισμός), την οποία εξέφρασε ο Μπόας (Boas), έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές. Τονίζει τη μοναδικότητα της κουλ-τούρας ενός λαοΰ, τη μη συγκρισιμότητά του με άλλους, την εκ των ένδον κατα-νόηση της πολιτισμικής εμπειρίας. Είναι σχετικιστική, από την άποψη ότι εν-διαφέρεται για την περιγραφή και την κατανόηση, για το ιδιαίτερο και μοναδι-κό, όχι για την εξήγηση και τη δυνατότητα διατύπωσης και εφαρμογής γενικών και κοινών κανόνων. Ανάμεσα στις σχολές των δυο ηπείρων εντοπίζονται μεγά-λες διαφορές ως προς τις μεθόδους και τον προσανατολισμό της έρευνας, οι ο-ποίες πυροδότησαν και εντάσεις μεταξύ τους, ενώ τελευταία δε λείπουν προ-σπάθειες σύγκλισης.

Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το έργο θεμελιωτών της Ανθρωπολογίας, με το οποίο οργανώθηκε η επιστήμη αυτή. Με το έργο τους η Ανθρο)πολογία δια-q>opqxr^K8 ως η επιστήμη η οποία τοποθετεί ως κύριο πρόβλημα τη γνώση του διαφορετικού, την αναγνώριση της αξίας διαφορετικών από τον δικό μας πολι-τισμών και των μελών τους, τα οποία πλέον κινούνται γύρω μας. Εύλογα η Αν-θρωπολογία ευνοεί μια αντιρατσιστική και μη-εθνοκεντρική νοοτροπία, ενώ προ-καλεί μια κριτική θεώρηση του πολιτισμού μας.

Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι

3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της έρευνας πεδίου και του λειτουργισμοΰ στην Ανθρωπολογία

Ο Μαλινόφσκι θεωρείται θεμελιωτής της έρευνας πεδίου. Στα νησιά Τρόμπριαντ, στα ανατολικά της Νέας Γουϊνέας, ο Μαλινόφσκι έζησε σαν ιθαγενής για πολ-λούς μήνες, παρατηρώντας καθημερινά τους ιθαγενείς στην εργασία και στη σχόλη, συζητώντας μαζί τους στη γλώσσα τους και χωρίς τη μεσολάβηση διερ-μηνέα. Έτσι, συγκέντρωσε υλικό πολύ μεγάλης επιστημονικής αξίας για την κοι-νωνική, τη θρησκευτική και την οικονομική ζωή των κατοίκ(ον. Για τον Μαλι-voqnjKi, ο πραγματικός εθνολόγος προσπαθεί να ζει ακριβώς όπως σι ιθαγενείς, να μετέχει σε όλες τις δρα(ηηριότητές τους, με απώτερο σκοπό να περιγράψει την κουλτούρα της φυλής στο σύνολο της και από όλες τις πλευρές της. Ενώ δη-λαδή γίνεται ένα μαζί τους, ταυτόχρονα κατορθώνει να τους βλέπει και από α-πόσταση. Ο ανθρωπολόγος εξετάζει τα επιμέρους χαρακτηριστικά ενός πολιτι-σμού, αλλά ενδιαφέρεται και να τα συνδέσει με τα άλλα στοιχεία του συνόλου στο οποίο ανήκει.

112

Page 109: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Μαλινόφσκι (Bronislaw Kaspar Malinowski, 1884-1942) γεννήθηκε στην Κρακοβία (Πολωνία), αρχικά σπουδάζει Μαθηματικά και Φυσική και αργότερα σιρε'φεται στην Ε-θνολογία. Από το 1910 εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου και συνεχίζει σπουδε'ς, ενώ συν-δε'εται με γνωστούς ερευνητε'ς ανθρωπολόγους, όπως ο Σέλιγκμαν (Seligman), ο Ράντκλιφ-Μπράουν, ο Γουέστερμαρκ (Westermark). Μετέχει σε μια σειρά εθνογραφικών αποστο-λών, όπως στη Νέα Γουϊνέα, στη Μελανησία, σία νησιά Τρόμπριαντ. Μεταξύ των ετών 1924-1927 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ως καθηγητής Κοινωνικής Ανθρω-πολογίας. Τ ο 1938 εγκαθίσταται στην Αμερική και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Κ υ ρ ι ό τ ε ρ α έ ρ γ α του : Η Οικογένεια στους Αυστραλούς Αβορίγινες (1913) , Αργοναύτες του Δυτικού

Ειρηνικού (1922) , Η Σεξουαλική Ζωή των Ιθαγενών στη Βορειοδυτική Μελανησία (1929) , Επιστη-

μονική Θεωρία της Κουλτούρας (1944) , κ .ά .

Ο Μαλινόφσκι έδωσε έμφαση στη σημασία της «πρωτόγονης» οικονομίας, θεωρώντας ότι στη ζωή του ανθρώπου εντοπίζεται μια υλική βάση η οποία ο-φείλεται στην ανάγκη τροφής, θαλπωρής και προστασίας. Δεν περιορίστηκε ό-μως μόνο στην απλή περιγραφή της διαδικασίας των οικονομικής φύσεως συ-ναλλαγών προχώρησε και στη διερεύνηση των κινήτρων και των αισθημάτων. Συ-νέδεσε την περιγραφή των πράξεων με την περιγραφή των κινήτρων και την α-νάλυση της συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο επιχείρησε να συνδέσει ένα βα-σικό αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, την πράξη, με αντικείμενα της Ψυχολο-γίας, τα αισθήματα και τη συμπεριφορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέθοδος του Μαλινόφσκι παίρνει υπόψη της τη συνθετότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο άν-θρωπος διακρίνεται τόσο για τα συναισθήματα όσο και για τη λογική του. Ως εκ τούτου, η έρευνα αναζητά να διερευνήσει τις πράξεις του από τη λογική όσο και από τη συναισθηματική τους πλευρά.

Η οικονομία, για τον Μαλινόφσκι, δε βασίζεται απλώς και μόνο σε έναν υπο-λογισμό της ωφελιμότητας, του κέρδους ή της ζημίας, αλλά ικανοποιεί συναι-σθηματικές και αισθητικές ανάγκες υψηλότερης τάξης από την απλή ικανοποί-ηση ζωικών αναγκών. Ο Μαλινόφσκι θέλησε να συνδέσει τη μαγεία με την οικο-νομική ζωή, όταν διαπίστωσε ότι επιδρούσε στους ιθαγενείς ψυχολογικά για την επιτυχία των εργασιών τους. Η μαγεία ερμηνεύτηκε ωφελιμιστικά ως μια από τις κύριες ψυχολογικές δυνάμεις που επέτρεπαν και διευκόλυναν την οργάνωση και τη συστηματοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο Μαλινόφσκι θεωρείται πατέρας του λειτουργισμού. Σύμφωνα με τη μέθοδο

113

Page 110: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

του λειτουργισμού (βλ. 4.11.- 4.11.3.), σε γενικές γραμμές, εξετάζεται πώς επι-δρά ένα χαρακτηριστικό στοιχείο μιας κοινωνίας, μια πράξη ή αντίληψη (π.χ. η τέλεση του χορού από τα μέλη μιας φυλής) στη διατήρηση αυτής της κοινωνίας συνολικά. Υπονοείται η αντίληψη ότι τα στοιχεία μιας κοινωνίας βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση (βλ. Ντυρκέμ, 3.3.3.).

Ο λειχουργισμός για τον Μαλινόφσκι γίνεται πιο συγκεκριμένος καθώς συν-δέεται με τις ανάγκες. Οι ανάγκες διακρίνονται σε πρωταρχικές, όπως η δια-τροφή, η αναπαραγωγή, η ασφάλεια, και σε παράγωγες, δηλαδή σε πολιτιστι-κές ανάγκες, όπως η θρησκεία, το δίκαιο, μέσα από τις οποίες οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Η λειτουργία σημαίνει την ικανοποίηση μιας ανάγκης, είτε στοιχειώδους είτε πολιτιστικής. Ο Μαλινόφσκι στο σύστημά του, χάρη στη θεωρία των αναγκών, επιχειρεί να συνδέσει το βιολογικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό πεδίο. Κάθε επιμέρους γεγονός δεν κατανοείται απομονωμένα - για παράδειγμα, οι συναλλαγές ανάμεσα στις φυλές δεν κατανοούνται ανεξάρτητα από τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, της τεχνικής, των θρησκευτικών και μυθολογικών αναπαραστάσεων, τις κοινωνικές αξίες, κτλ. Σε γενικές γραμμές ο Μαλινόφσκι προσπάθησε να συνεισφέρει όχι μόνο μεθόδους κατανόησης επιμέρους κοινωνιών, αλλά και ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη σύγκριση των κοινωνιών και για την κατανόηση της κουλτούρας ως καθολικού φαινομένου.

3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμού

Ο Ι'άντκλκρ-Μπράουν, ένας εξαιρετικός ομιλητής με διεθνή ακτινοβολία, έδωσε διαλέξεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο, στην Αγγλία, στην Αφρική, στην Αυστραλία, στην Αμερική, ακόμη και στην Κίνα· χάρη στις μελέτες και στη δραοτηριότητά του, η Κοινωνική Ανθρωπολογία στην Αγγλία κατέλαβε μια ξεχωριστή θέση α-νάμεσα στις επιστήμες.

Ο Ράντκλιφ-Μπράουν αντιπροσωπεύει, όπως και ο Μαλινόφσκι, το λειτονργι-στικό ρεύμα σκέψης. Αναγνωρίζει ότι μια κοινωνία είναι όπως ένας οργανισμός, έ-να σύστημα του οποίου όλα τα στοιχεία βρίσκονται σε αλ\ηλεξάρτηση και είναι προσαρμοσμένα ως προς ένα σκοπό. Για παράδειγμα, καθένα από τα στοιχεία ενός ρολογιού εξηγείται ως προς τη λειτουργία την οποία εκπληρώνει και σε σχέ-ση με το όλο σύστημα, το μηχανισμό του ρολογιού, στο οποίο ανήκει. Η κοινω-νία όμίος δεν είναι όπως ακριβώς ένα ρολόι ούτε όπως ένα ζώο, το οποίο δεν μπο-ρεί να αλλάξει είδος (ένας ποντικός δεν μπορεί να γίνει γάτα). Ο Ράντκλιφ-Μπρά-ουν παρατηρεί ότι, ενώ η κοινωνία αλλάζει και μαζί της αλλάζει και το είδος της δομής της, εντούτοις δεν καταστρέφεται η σννέχειά της. Με άλλα λόγια, θέτει το ερώτημα πώς

114

Page 111: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Ράντκλιφ-Μπράουν (Alfred Reginald Radcliffe-Brown, 1881-1955) γεννήθηκε στο

Μπέρμιγχαμ το 1881 και σπούδασε στο Τρίνιτι Κάλετζ στο Κε'μπριτζ. Στα νησιά Άνταμαν

πραγματοποίησε μια μακράς διαρκείας ε'ρευνα (1906-1908) πάνω στην οποία βασίστηκε

ε'να μέρος του ε'ργου του. Επηρεασμένος από την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, επιδίωξε να

γίνει η Ανθρωπολογία μια «Φυσική και Θεωρητική Επιστήμη της κοινωνίας».

δημιουργούνται νέοι τύποι κοινωνικής δομής και αυτό το ερώτημα τον υποχρεώ-νει να απομακρυνθεί από τον λειτουργισμό και να εισαγάγει το δομο-λειτουργι-σμό.

Για να συμβάλει στην αναμόρφωση της βικτωριανής κοινωνίας της ειιοχής του, επικεντρώθηκε στη μελέτη των θεσμών και τρόπων ζωής σε κοινωνίες που διέπονται από συναίνεση και όχι από καταναγκασμό, όπως στις φυλές των νήσων Άνταμαν και στους Αβορίγινες της Αυστραλίας. Το ενδιαφέρον του για τα πολι-τικά συστήματα επηρέασε, όπως θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, τον Έ-βανς-Πρίτσαρντ και συνεισέφερε στο πεδίο της Πολιτικής Ανθρωπολογίας.

3.5.3. Ο Έβανς-Πρίτσαρνχ , η συμβολή του στην Πολιτική Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιστορίας-Ανθρωπολογίας

Ο Έβανς-Πρίτσαρντ διδάσκεται τη μέθοδο του Ντυρκέμ, η οποία επικρατούσε εκείνη την εποχή, αλλά απορρίπτει πολύ γρήγορα το σχέδιο μιας Ανθρωπολογίας η οποία, αντίστοιχα με την Κοινωνιολογία, θα ήταν μια Φυσική Επιστήμη των κοι-νωνιών. Ήταν ο μόνος από τους Άγγλους δομολειτουργιστές που επιχειρεί να συν-δέσει την Ανθρωπολογία με την Ιστορία, υποστηρίζοντας ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες δεν ήταν κλειστά και αχρονικά συστήματα.

Στην πρώτη του μονογραφία (1937) παρουσιάζει μια έκθεση των πεποιθήσεων και των λατρευτικών πρακτικών των Αζάντε, μιας q>υλής του Σουδάν. Αυτή η με-λέτη θα υποκινήσει μια έντονη συζήτηση στη δεκαετία του '70, πάνω στο πρό-βλημα αν οι πεποιθήσεις είναι ορθολογικές, όχι από επιστημονική άποψη, αλλά ως προς την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Το όνομα του Έβανς-ΙΙρίτσαρντ συνδέθηκε με τη μελέτη των Νουέρ, μιας φυλής στο Σουδάν, στους οποίους α-φιέρωσε τρία έργα και περίπου εκατό άρθρα, αν και δεν κατόρθωσε να αποκτή-σει την εμπιστοσύνη τους.

Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, μελετώντας την πολιτική και τη συγγενική οργάνωση, δί-

115

Page 112: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Έβανς-Πρίτσαρντ (Edward Evans-Pritchard, 1902-1973) γεννήθηκε ςττο Σάσεξ και ήταν γιος αγγλικανου ιερέα. Μελετά Σύγχρονη Ιστορία στην Οξφόρδη, κατόπιν Ανθρωπο-λογία στο Λονδίνο. Από το 1926-1940 αναλαμβάνει πολλές αποστολές στο Σουδάν, ενώ δια-κόπτει για σύντομα διαστήματα κατά τα οποία διδάσκει σια πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Καίρου. Το 1945 γίνεται καθηγητής στην Οξφόρδη όπου παραμένει μέχρι τη συ-νταξιοδότησή του. Η εργογραφία του αριθμεί πάνω από τετρακόσιους τίτλους μελετών. Θεωρείται ειδικός για τους πληθυσμούς του Νοτίου Σουδάν, είναι βασικός θεωρητικός των συστημάτων εξουσίας σε κοινωνίες χωρίς κράτος και καταλαμβάνει μια πολυ σημαντική θέ-ση (π η ν ιστορία της αφρικανικής Εθνολογίας και της Πολιτικής Ανθρωπολογίας.

νει έμφαση στον παράγοντα της σύγκρουσης. Για την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, οι συγκρούσεις των κοινωνιών που οδηγούν σε ραγδαίες μεταβολές συνήθως συ-γκαταλέγονται σε ανομικά ή παθολογικά φαινόμενα. Αντίθετα με τη θεωρία του Έβανς-Πρίτσαρντ, οι συγκρούσεις και οι δυσλειτουργίες θεωρούνται εγγενείς σε κάθε κοινωνικό σύστημα, αντιμετωπίζονται ως φαινόμενα που δεν το αποδομούν, ενο) μπορεί να ευνοήσουν την ενίσχυσή του.

Ο Έβανς-Πρίτσαρντ ανανέωσε την καθαρά λειτουργιστική παράδοση μελέ-της της κοινωνίας και εισήγαγε μια επανάσταση στην Ανθρωπολογία, η οποία ε-στιάζει στο ενδιαφέρον της όχι πλέον τόσο στη λειτουργία όσο στη σημασία. Τον Έβανς-Πρίτσαρντ απασχολούσε πολύ να παρακολουθήσει τη σκέψη των ανθρώ-πων της φυλής την οποία μελετούσε. Τον ενδιέφερε να ανακαλύψει τι μεσολαβεί ανάμεσα στη θέα ενός πράγματος και στη σκέψη η οποία σχηματίζεται πάνω σε αυτό. Ένα ζώο, για παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει για έναν ιθαγενή έναν τοτε-μικό αδερφό, ανήκει δηλαδή στην οικογένειά του που έχει ένα κοινό τοτέμ, και γι' αυτό βέβαια δε θα το σκοτώσει. Πρόκειται για μια σημασία μάλλον ακατανόητη για ένα δυτικό άνθρωπο. Η διαφορά στη σημασία των λέξεων είναι και ένα πρό-

βλημα που αφορά τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη, όπως και τη δυνατότητα ερμηνείας ενός περιστατικού. Και ένας δυτικός άν-θρωπος μπορεί να μη φονεύσει ένα ζώο, αλλά για διαφορετικούς λό-γους από έναν ιθαγενή.

Σε γενικές γραμμές, το πολύ ε-κτεταμένο έργο του Έβανς-Πρί-τσαρντ περιλαμβάνει πολύ μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Τον απασχόλη-

JCjSJCI 71 -e/yt fWU> (Mie .

Ρ. Μαγκρίχ, Λυτό δεν είναι μία πίπα.

116

Page 113: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

σε η σχέση ανάμεσα στην Ανθρωπολογία και στην Ιστορία, η θε'ση των γυναικών στην Ιστορία, η συγγένεια, οι συναλλαγές, τα λεκτικά παίγνια, ο θεσμός του γά-μου, η έννοια της πατρότητας.

Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας

3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού στρουκτουραλισμού

Ο Λεβί-Στρως δέχτηκε και αξιοποίησε πολλές επιδράσεις. Ό π ω ς εξομολογείται ο ίδιος στους Θλιβερούς Τροπικούς, ανακαλύπτει την κρυφή τάξη της φύσης μέσο) της Γεωλογίας- ο Φρόυντ τού δίδαξε το σκοτεινό κόσμο των συναισθημάτων και των ορμών ο Μαρξ ότι η Κοινωνική Επιστήμη δεν οικοδομείται στον κόσμο των γεγονότων. Σε ένα από τα βασικότερα έργα του, τις Στοιχειώδεις Δομές της Συγγέ-νειας, επιχειρεί τη μαθηματική ανάλυση της συγγένειας, με τη βοήθεια του Α. Βέιλ (Α. Weil). Η προσπάθειά του να αποδείξει μαθηματικά τις σχέσεις συγγενείας εκφράζει το ενδιαφέρον του να βρει τους κοινούς συντελεστές φύσης και κοι-νωνίας, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις Ανθρωπιστικές και στις Θε-τικές Επιστήμες, ανάμεσα στα ανθρώπινα φαινόμενα και στη φύση. Από τον Μαρσέλ Μως (Μ. Mauss) ο Λεβί-Στρως μαθαίνει ότι η αλληλεγγύη μπορεί να ε-

Ο Κλωντ Λεβί-Στρως (Claude Levi-Strauss, 1908- ) γεννήθηκε στις Βρυξε'λλες, σπού-δασε στο Παρίσι Φιλοσοφία και, μετά από ολιγόχρονη θητεία ως καθηγητής Λυκείου, δέ-χεται να διδάξει ως καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο (Βραζι-λία). Με τη μετακίνηση αυτή, η οποία άλλαξε τη ζωή του, άρχισαν οι εθνογραφικε'ς του έ-ρευνες στις φυλές των Ινδιάνων της ζούγκλας του Αμαζονίου. Στο βιβλίο του Θλιβεροί Τρο-πικοί, περιγράφει το οδοιπορικό του στο νέο κόσμο στον οποίο εισήλθε, μέσα από τον ο-ποίο άρχισε να βλέπει από διαφορετική οπτική τον πολιτισμό. Επισιρέφει το 1939 στο Πα-ρίσι, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Μια και ήταν εβραϊκής καταγωγής, δεν είχε παρά μια ε-πιλογή, να φύγει. Καταφεύγει, όπως και χιλιάδες άλλοι Ευρωπαίοι επιστήμονες, καλλιτέ-χνες και διανοούμενοι, στη Νέα Υόρκη, όπου διδάσκει στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευ-νών (New School of Social Research). To 1948 επιστρέφει στο 1 ϊαρίσι και αναλαμβάνει κα-θήκοντα υποδιευθυντή στο Μουσείο του Ανθρώπου, στον τομέα της Εθνολογίας. Διδάσκει στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών, το 1959 εκλέγεται καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας και το 1973 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας.

117

Page 114: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

πιτευχθεί με τον καλύτερο τρόπο αν σχηματιστεί μια δομή αμοιβαιότητας, ένα σύστημα ανταλλαγών το οποίο συμβάλ\ει στην ανάπτυξη συμμαχιών ανάμεσα σε ανθρώπους και ομάδες. Οι ανταλλαγές περιλαμβάνουν αγαθά και υπηρε-σίες, γλο')οσα, σύμβολα και γυναίκες. Το σύστημα ανταλλαγών όμως βασιζόταν σε κανόνες- οι άνθρωποι δεν επέλεγαν αυθαίρετα όποια γυναίκα ήθελαν.

Uj< •'·"·.·\ ·

ι · Ρ. · 1 ' ,

vAV

ι» Wir<& \ ι· % · · · ] > , w ^ f c s z y )

/ ϊ 1

1 ν Λ W r XI \] £ .: *(, ,1 ^

Καθορισιική, επίσης, ήταν η επίδραση την οποία δέχτηκε και αξιοποίησε α-πό τη Γλωσσολογία του διάσημου Ελβετού γλωσσολόγου Φ. ντε Σωσσύρ (Γ. de Saussure, 1857-1913), κυρίως δε του Ρώσου γλωσσολόγου Ρ. Γιάκομπσον (R. Ja-cobson, 1896-1982).

Ο Λεβί-Στρως εισάγει το στρουκτουραλισμό/δομισμό στην Ανθρωπολογία. Με τη μέθοδο αυτή, επιχειρεί να περιγράψει ορισμένες κατηγορίες φαινομένων όπως, για παράδειγμα, τη συγγένεια. Διερωτάται τι είναι η δομή και ποιος ο λό-γος της. Προχωρεί στην ανακάλυψη των βασικών στοιχείων τα οποία τη συνθέ-τουν, όπως η απαγόρευση της αιμομιξίας. Βλέπει ότι το στοιχείο της απαγόρευ-σης αυτής οδηγεί σε μια σειρά συνέπειες μέσα από τις οποίες 6u)^opq>(0vo\a;ai σχέσεις. Δηλαδή μόνο οι άντρες έχουν το δικαίωμα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις γυναίκες και αυτός που παίρνει γυναίκα έχει και την υποχρέωση να δίνει γυ-

118

Page 115: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ναίκα. Σκοπός της μεθόδου είναι η ανακάλυψη των αναγκαίων σχέσεων σε μια ομάδα και οι κανόνες βάσει των οποίων συνδυάζονται οι σχέσεις αυτές. Ανάμε-σα στις θεμελιώδεις δομές συγκαταλέγονται η αμοιβαιότητα, η συμμαχία, ο συμ-βολικός χαρακτήρας του δώρου.

Ο Λεβί-Στρως δεν πιστεύει ότι υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, έξυπνοι και κουτοί λαοί. Θεωρεί ότι το είδος της λογικής που χαρακτηρίζει τη μυ-θική σκέψη είναι τόσο αυστηρό όσο και εκείνο της σύγχρονης επιστήμης. Θέτει υπό αμφισβήτηση, με άλλα λόγια, τα συγκριτικά και τα εθνοκεντρικό κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται οι πολιτισμοί και εδραιώνεται η ιδέα της εξέλιξης και της προόδου. Στην ιδέα της παγκόσμιας προόδου, στενά συνδεδεμένη με την αποι-κιοκρατία του 19ου αιώνα, ο Λεβί-Στρως απαντά με το όραμα ενός νέου ανθρω-πισμού, στο οποίο βλέπει τη συμφιλίωση ανθρώπου και φΰσης.

Ο Λεβί-Στρως στράφηκε στη μελέτη των δομών της κοινωνικής ζωής οι οποί-ες δεν είναι συνειδητές για τα άτομα. Αποδίδει στην Ανθρωπολογία το καθήκον να αναζητήσει τις μη συνειδητές δομές στις οποίες μπορούμε να φτάσουμε με τη μελέτη των θεσμών και, ακόμη καλύτερα, με τη μελέτη της γλώσσας. Ως το κα-τεξοχήν πρόβλημα της Εθνολογίας θεωρεί την επικοινωνία, πώς δηλαδή θα επι-κοινωνήσουν μεταξύ τους τα διάφορα υποκείμενα που προέρχονται από τους δια-φορετικούς πολιτισμούς και ζουν κάτω από διαφορετικού τύπου σχέσεις. Ο στρου-κτουραλισμός επιχειρεί να δώσει την ανατομία των σχέσεων στις οποίες βασίζε-ται και τις οποίες εκφράζει η επικοινωνία.

Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας

3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία

Η Μάργκαρετ Μηντ εκπροσωπεί τον κουλχουραλισμό στην Ανθρωπολογία, μια θεωρητική κατεύθυνση η οποία επικρατεί στην Αμερική κυρίως κατά τις δεκαε-τίες '30-'40. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική τάση, κάθε κουλτούρα θεωρείται ό-τι έχει μια ιδιαίτερη σύνθεση, ότι είναι μοναδική, και μελετάται με αφετηρία τη ζωή και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οτο άτομο, στις πολιτισμικές διαφορές, η αμφισβήτηση κοινών γνωρισμάτων και κανόνων που να ισχύουν για όλους τους ανθρώπους και τις κουλτούρες, το εν-διαφέρον για την περιγραφή των φαινομένων και όχι για τη θεμελίωση της εξή-γησης, αποτελούν γνωρίσματα ενός πολιτισμικού σχετικισμού. Σε θεωρητικό ε-πίπεδο, ο κουλτουραλισμός επιτρέπει τη σύνδεση ανάμεσα στην Ψυχολογία και

119

Page 116: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η Μάργκαρετ Μηντ (Margaret Mead, 1901-1978) γεννήθηκε στη Φιλαδε'λφεια (Πεν-ουλβάνια). Ο πατέρας της ήταν πανεπιστημιακός καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και η μητέρα της κοινωνιολόγος. Σπουδάζει Ψυχολογία και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Κο-λούμπια, στο οποίο κατόπιν γίνεται καθηγήτρια. Κατά την πρώτη της αποστολή μελετά τη φυλή των Σαμόα στη Νέα Γουινέα, στην οποία θα αφιερώσει το πρώτο της έργο, Η Ενηλι-κίωση στη Σαμόα, 1927. Στις επόμενες αποστολές της, μελετά τρεις διαφορετικές κοινωνίες στη Ν έ α Γουινέα. Στο π ι ο γ ν ω σ τ ό τ η ς έργο , Φύλο και Ιδιοσυγκρασία σε Τρεις Πρωτόγονες Κοινωνίες,

1935, βασισμένο στο υλικό αυτών των κοινωνιών, επιχειρεί να υποστηρίξει ότι οι διαφορές ανάμεσα στα δυο φΰλα δεν οφείλονται σε βιολογικούς παράγοντες αλλά στη διαπαιδαγώγησή τους. Επιχειρεί, επίσης, να συνδέσει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων με τις ιδι-αίτερες πολιτισμιακές συνθήκες· με τη σύνδεση αυτή Ψυχολογίας και πολιτισμικών ιδιαιτε-ροτήτων, επιδιώκει να αμφισβητήσει την καθολικότητα των προβλημάτων της εφηβείας.

στην Κοινωνιολογία. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο πολιτισμικός σχετικισμός συνει-σέφερε στη μάχη εναντίον ρατσιστικών, εθνοκεντρικών και ανδροκρατικών προ-καταλήψεων και συνδέεται με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της αμερικανικής κοι-νωνίας.

Ανακεφαλαίωση

Οι Κοινωνικές Επιστήμες στη σύγχρονη μορφή τους εμφανίζονται τον 19ο αιώνα, μετά τις πολιτικές επαναστάσεις και τη διάδοση των ιδεών του Δια-φωτισμού, με την εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης και την ανά-πτυξη των αστικών κέντρων. Ή δ η όμως το αντικείμενο της Πολιτικής Επι-στήμης έχει αρχίσει να μελετάται συστηματικά από τον 17ο αιώνα, με την Αγγλική Επανάσταση, και το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία.

Μέχρι τον 18ο αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα Μαθηματικά προ-σφέρουν το πρότυπο όλης της επιστήμης και της κοινωνικής σκέψης, αν και βέβαια δεν το χειρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο οι διάφοροι θεωρητικοί. Από τον 19ο αιώνα δίνεται μεγάλη έμφαση στη μέθοδο και στις έννοιες για τον προσδιορισμό των ερευνώμενων αντικειμένων. Εισάγονται νέες μέθο-δοι και έννοιες για την εξέταση κάθε αντικειμένου και έτσι ξεχωρίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες μεταξύ τους. Επιπλέον, και στο εσωτερικό κάθε ε-

^ π ι σ τ ή μ η ς εμφανίζονται διαφορετικά υποδείγματα. Εντούτοις, υ π ά ρ χ ο υ ν ^

120

Page 117: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ορισμένα βασικά ερωτήματα χα οποία είναι κοινά, όπως για τη δομή, τη λειτουργία, τη μεταβολή, και ορισμένες μέθοδοι που συναντώνται σε όλους σχεδόν χους κλάδους.

Η συνεισφορά των θεμελιωτών κάθε Κοινωνικής Επιστήμης αναγνωρί-ζεται για τις νέες μεθόδους, τις έννοιες και τα ερωτήμαχα που έθεσε ο κα-θένας για χην έρευνα χης κοινωνικής πράξης σε όλες χις πλευρές χης. Πρό-κειχαι για μεθόδους και έννοιες που χρησιμοποιοΰνχαι και εξελίσσονχαι α-κόμη, ερωχήμαχα που απασχολούν και σήμερα.

α. Πολιτική - Σχις πολιχικές θεωρίες χου 17ου και χου 18ου αιώνα, υιοθεχείχαι η νο-

μική-πολιχική ιδέα χου Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με χην οποία ό-λα χα άχομα συναινούν για χη θεσμική συγκρόχηση χης κοινωνίας και για τη συγκρόχηση χου ασχικού κράχους. Ενχοπίζονχαι όμως διαφοροποιήσεις ανάμεσα σχους θεωρηχικούς, οι οποίες οφείλονχαι και σχην ισχορική επο-χή καχά χην οποία γράφονχαι οι θεωρίες χους και σχον χύπο χου κράχους και χων ελευθεριών χων πολιχών που εισηγούνχαι.

- Με χο πολιχικό έργο χου Χομπς παρουσιάζει για πρώχη φορά μια πλή-ρης θεωρία για χο κράχος και χο επιχείρημα υπέρ χης απόλυχης αλλά όχι αυθαίρεχης εξουσίας. Ο Λοκ θέχει χα θεμέλια χης αντιπροσωπευτικής μορφής διακυβέρνησης, ενώ ο Ρουσσώ εισάγει χους όρους και χις έννοιες μιας θεω-ρίας δημοκραχίας.

- Τέλος, χον 19ο αιώνα, από χην πολιχική θεωρία χου Μαρξ ασκείχαι κρι-χική σχην ιδέα ότι χο κράχος προκύπχει από χη συναίνεση ανάμεσα σε ά-χομα ίσα και ελεύθερα, υποσχηρίζεχαι όχι ο αχομικισμός είναι συνέπεια και όχι αιχία χου χαξικού πολιτικού-οικονομικού συστήματος. Επισημαίνεται ο χωρισμός ανάμεσα σχην κοινωνία και σχο κράχος και εκπονείχαι μια κρι-χική θεωρία προς τους όρους θεμελκοοης του κράτους.

β. Οικονομία - Η Οικονομία, ως Πολιτική Οικονομία, εμφανίζεται ως ξεχωριστός ε-

πιστημονικός κλάδος τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία. Απέναντι σε ένα βασικό πρόβλημα που εξετάζει, τη σχέση κράτους και οικονομίας, και στην επιδίωξη για μια ευημερούσα κοινωνία, οι τοπο-θετήσεις των θεμελιωτών της επιστήμης αυτής βασίζονται σε διαφορετικά υποδείγματα.

121

Page 118: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ν - Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο τοποθετούνται υπε'ρ της οικονομικής ελευθερίας

των ιδιωτών και όχι υπε'ρ της κρατικής παρέμβασης. Και οι δυο, όπως στη συνέχεια και ο Μαρξ και ο Κέυνς, δίνουν μεγάλη σημασία στην αξία της ερ-γασίας. Ο Ρικάρντο επιδιώκει να προσδιορίσει τους νόμους που ρυθμίζουν την οικονομική παραγωγή.

- Ο Μαρξ απορρίπτει την άποψη του Σμιθ ότι προτεραιότητα στη λει-τουργία και στην εξήγηση της οικονομίας έχει το ατομικό συμφέρον. Εμβα-θύνει στη μελέτη των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, την οποία ξε-κίνησε ο Ρικάρντο, και κατασκευάζει έννοιες για τη συνολική μελέτη του οικονομικού συστήματος, όπως παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέ-σεις, υπεραξία. Διαπιστώνει ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι ανταγωνιστι-κές και εκμεταλλευτικές. Εντοπίζει την ανάγκη για τη μετατροπή τους, με κριτήριο την απελευθέρωση όλων των δυνάμεων της οικονομίας και του ανθρώπου.

- Ο Κέυνς, σε αντίθεση προς τον Σμιθ και τον Ρικάρντο, υποστηρίζει την παρέμβαση τον κράτους για τη ρύθμιση της οικονομίας και τον περιορισμό της ανεργίας. Υποστηρίζει όμως τη διατήρηση του δεδομένου συστήματος και όχι τη ριζική αλλαγή του, όπως ο Μαρξ.

γ. Κοινωνιολογία - Στην καθιέρωσή της συμβάλλει ο Κοντ, από τον οποίο αποκτά το ό-

νομά της και τις πρώτες μεθόδους, τις οποίες, αρχικά, δανείζεται από τη Φυσική.

- Τ α μεθοδολογικά υποδείγματα της κοινωνιολογικής μελέτης διαφέρουν μεταξύ τους.

- Η μαρξιστική θεωρία μελετά τις κοινωνικές σχέσεις με τη διαλεκτι-κή μέθοδο, δίνει έμφαση στην κοινωνική ανισότητα και προσανατολίζεται στην έρευνα των δυνατοτήτων για κοινωνική αλλαγή.

- Ο Ντυρκέμ βλέπει την κοινοονία θετικά, μελετά πώς λειτουργεί, πώς είναι δυνατή η συνοχή της, και προσανατολίζεται στην αντικειμενική και ουδέτερη μελέτη των κοινωνικών γεγονότων.

- Ο Βέμπερ συνεισφέρει στην ορθολογική εξήγηση της ατομικής πρά-ξης και κατασκευάζει τΰπους πράξεων ως βασικά εργαλεία εξήγησής τους. Βασική είναι η συμβολή του στη μελέτη της γραφειοκρατίας.

122

Page 119: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

; > δ. Ψυχολογία - Τον 19ο αιώνα στην έρευνα της νόησης και της συμπεριφοράς αρχί-

ζουν να χρησιμοποιούνται μέθοδοι των Φυσικών Επιστημών, η συστημα-τική παρατήρηση και το πείραμα, οι οποίες εισάγονται στο πειραματικό εργαστήριο του Βουντ. Αν και διατυπώνονται πολλές αντιρρήσεις για τη χρησιμοποίησή τους ειδικά στον άνθρωπο, διευκολύνουν όμως την Ψυχο-λογία να αποσπαστεί από τη Φιλοσοφία και να αποτελέσει ξεχωριστό ε-πιστημονικό κλάδο. Το αντικείμενο της στη συνέχεια διαιρείται σε επιμέ-ρους τομείς. Οι διάφορες σχολές που εμφανίζονται εξετάζουν και μία πλευ-ρά του αντικειμένου εισάγοντας νέες έννοιες και μεθόδους.

- Η Πειραματική Ψυχολογία, με ιδρυτή τον Βουντ, δίνει έμφαση στην αναλυτική εξέταση των λειτουργιών της συνείδησης και χρησιμοποιεί πειραμα-τικές μεθόδους. Η σχολή τον σνμπεριψορισμού χρησιμοποιεί και αυτή το πείραμα, αλλά για τη μελέτη ιης συμπεριφοράς. Η μορφολογική σχολή δια-τυπώνει τη θέση ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ολοκληρωμένα σύνολα. Η σχολή αυτή προσανατολίζεται στην κατανόηση βιωμάτων και νοητι-κών λειτουργιών στη συνολική τους μορφή, στην πλήρη τους διάρθρω-ση και όχι, όπως η Πειραματική Ψυχολογία, μέσα από την ανάλυση των μερών τους. Η ψυχαναλυτική σχολή, με θεμελιωτή τον Φρόυντ, προσανα-τολίζεται στη διερεύνηση των ασυνείδητων ορμών του ανθρώπου και ει-σάγει ένα νέο σχήμα για την αναπαράσταση της δομής του ψυχισμού. Με την Ψυχανάλυση, το άτομο, υπό την καθοδήγηση του ψυχαναλυτή του, κα-τευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του, προκειμένου να αποκατα-στήσει και να ελέγξει το ίδιο τη σχέση του με τον εαυτό του και τους άλ-λους.

Τέλος, ΐ] Κοινωνική Ψυχολογία εξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου μέ-σα στην ομάδα, χρησιμοποιεί έννοιες και μεθόδους της Κοινωνιολογίας και της Ψυχολογίας, χωρίς όμως να ανάγει τα φαινόμενα αποκλειστικά εί-τε στον έναν είτε στον άλλο κλάδο.

ε. Ανθρωπολογία - Η Ανθρωπολογία ως Κοινωνική Ανθρωπολογία δανείζεται εννοιολογι-

κά εργαλεία και μεθόδους από την Κοινωνιολογία, τη Φιλοσοφία, τη Γλωσ-σολογία, την Ιστοριογραφία, την Ψυχολογία. Η έρευνά της βασίζεται στην επιτόπια έρευνα, με την οποία και ξεχωρίζει από τις άλλες επιστήμες.

ν Ι 123

Page 120: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

- Διακρίνονται αφ' ενός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, και αφ' ετέρου η αμερικανική, η Πολιτισμική Ανθρωπο-λογία. Στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, ξεχωρίζουν αφ' ενός η βρετανική σχολή, αφ' ετέρου η γαλλική.

- Θεμελιωτές της βρετανικής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας: Ο Μαλι-νόφσκι θεωρείται ο θεμελιωτής της επιτόπιας έρευνας και διερευνά το αντι-κείμενο του αξιοποιώντας τη λειτονργιστική μέθοδο. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν, εκτός από το ερώτημα που απασχολεί το λειτουργίαμό, δηλαδή το πώς δια-τηρείται η συνοχή της κοινωνίας, προσθέτει το ερώτημα πώς δημιουργού-νται νέοι τύποι κοινωνικής δομής. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ συμβάλλει στη σύν-δεση της Ανθρωπολογίας με την Ιστορία και διερευνά προβλήματα που α-φορούν τη σημασία των λέξεων, κάτι πολύ σημαντικό για τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη.

- Ο Λεβί-Στρως, θεμελιωτής της γαλλικής σχολής Ανθρωπολογίας, ει-σάγει το δομισμό στην Ανθρωπολογία, με τον οποίο επιχειρεί να παρου-σιάσει την ανατομία των συστημάτων συγγένειας.

- Η Πολιτισμική Ανθρωπολογία στην Αμερική, με θεμελιωτές τον Μπό-ας και τη Μηντ, έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμι-κές διαφορές. Υποστηρίζει τη μοναδικότητα κάθε πολιτισμού και εισάγει την εκ των ένδον κατανόησή του και τον πολιτισμικό σχετικισμό.

Σε γενικές γραμμές, από τον 19ο αιώνα εμφανίζεται η τάση διαίρεσης του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, κατασκευάζονται νέες έν-νοιες και αναδύονται νέα και διαφορετικά υποδείγματα έρευνας. Παρ' ό-λες όμως τις διαφορές, εντοπίζονται ορισμένα βασικά ερωτήματα τα ο-ποία απασχολούν το σύνολο των επιστημών, όπως σχετικά με τη λειτουρ-γία ενός φαινομένου, τη δομή του, τις δυνατότητες και τους όρους μετα-βολής του. Για την απάντηση των ερωτημάτων αυτών οργανώνονται ανά-λογες μέθοδοι, οι οποίες αποτελούν το σημείο τόσο διαφορών όσο και κοι-νού προβληματισμού και διαλόγου, όπως θα συζητηθεί διεξοδικά στο ε-πόμενο κεφάλαιο.

124

Page 121: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Βασικοί όροι

Κοινωνική Φυσική, θετικισμός, κοινωνική στατική, κοινωνική δυναμική, νόμος των τριών σταδίων, θεολογικό-μεταφυσικό-θετικιστικό στάδιο/διαλεκτική, κοι-νωνικές σχέσεις, ταξικές σχέσεις, κεφαλαιοκρατική τάξη, εργατική τάξη, συνεί-δηση, αλλοτρίωση, ψευδής συνείδηση, ταξική συνείδηση/κοινωνική συνοχή, κοι-νωνικά γεγονότα, μηχανική αλληλεγγύη, οργανική αλληλεγγύη, συλλογική ή κοι-νή συνείδηση, συλλογικές αναπαραστάσεις, ανομία, ανομικός τύπος αυτοκτο-νίας/κατανόηση, ορθολογικοποίηση, ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη, ορ-θολογική ως προς τις αξίες πράξη, συγκινησιακά προσδιορισμένη πράξη, πα-ραδοσιακή πράξη, ιδεότυπος ή καθαρός τύπος

οικονομική ελευθερία, καταμερισμός της εργασίας, Αόρατο Χέρι, φθίνουσα απόδοση, συγκριτικό πλεονέκτημα/παραγωγικές δυνάμεις, κεφάλαιο, υπερα-ξία/συμμετοχική ένωση, επενδύσεις

Κοινωνικό Συμβόλαιο, φυσική κατάσταση, γενική θέληση, θέληση όλων/ Πει-ραματική Ψυχολογία, ενδοσκόπηση, συμπεριφορισμός, ερέθισμα-αντίδραση, μορφολογική σχολή, μορφή, ασυνείδητο, εγώ, μηχανισμοί άμυνας, υπερ-εγώ, Ψυχανάλυση, Κοινωνική Ψυχολογία, κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση.

125

Page 122: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ε ρ ω τ ή σ ε ι ς

1. Ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στους τύπους της φυσικής κατάστασης των Χομπς, Λοκ και Ρουσσώ; Μπορούν να εξηγηθούν οι διαφορές τους;

2. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικά Συμβόλαιο του Χομπς και στην ορθολογική κατά το σκοπό πράξη της βεμπεριανής Κοινωνιολογίας;

3. Απέναντι στο ερώτημα «ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων και των κοινωνικών υπηρεσιών» πώς τοποθετούνται οι Άνταμ Σμιθ και Τζον Κέυνς και ποια επιχειρήματα προ-βάλλουν; Ποιο θεωρείτε πειστικότερο και γιατί;

4. Ποιες έννοιες της οικονομικής θεωρίας του Ρικάρντο αξιοποιεί ο Μαρξ; Ποι-ες νέες έννοιες εισάγει και με ποιο πρακτικό προσανατολισμό;

5. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς και στην ορθολογική κατά το σκοπό πράξη του Βέμπερ;

6. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν το ερώτημα που αφορά τη διασφάλιση της κοι-νωνικής συνοχής; Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το προσεγ-γίσουν;

7. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν ως πρόβλημα τη μελέτη ιης κοινωνικής αλλα-γής; Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το εξετάσουν;

8. Απέναντι στο πρόβλημα που αφορά τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, ποιοι κοι-νωνιολόγοι θέτουν σε προτεραιότητα την ατομική πράξη και ποιοι επιχει-ρούν να προσεγγίσουν το πρόβλημα αυτό εισάγοντας έννοιες που αφορούν συνολικά την κοινωνική πράξη και τις κοινωνικές σχέσεις; Ποιες οι διαφο-ροποιήσεις μεταξύ τους;

9. Πώς εξετάζει την πράξη ο Ντυρκέμ και πώς ο Βέμπερ; 10. Να αναφέρετε παραδείγματα πράξεων από την καθημερινή σας ζωή, οι

οποίες ανταποκρίνονται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης. 11. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πρώτα το όλον και μετά τις λεπτομέρειες ή

αντίστροφα, σύμφωνα με τη μορφολογική σχολή; Τι θα υποστήριζε η πει-ραματική σχολή Ψυχολογίας;

12. Με ποιον από τους θεμελιωτές κοινωνιολόγους παρουσιάζει κοινά, ως προς τη χρήση εννοιών και τον χειρισμό προβλημάτων, ο Μαλινόφσκι; Ποια μέθο-δο προσθέτει η Κοινωνική Ανθρωπολογία, με την οποία ξεχωρίζει από άλλες Κοινωνικές Επιστήμες;

13. Ποια νέα ερωτήματα προσθέτουν ο Ράντκλιφ-Μπράουν και ο Έβανς-Πρί-τσαρντ στην εθνολογική έρευνα; Ποια η συμβολή καθενός στην ανανέωση της ανθρωπολογικής έρευνας;

126

Page 123: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

14. Ποια η συμβολή του Λεβί-Στρως οτη μεθοδολογία της Ανθρωπολογίας; Ποια η σημασία αυτής της συμβολής τόσο για τις Κοινωνικές Επιστήμες, γενικότερα, όσο και για τη σχέση τους με τις Θετικές Επιστήμες;

Βιβλιογραφία

Μ. Αγγελίδης, Η Γένεση τον Φιλελευθερισμού, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994.

Ά. Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983. Κλ. Λεβί-Στρως, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1998. Μ. Marx-W. Cronan-Hillix, Systems and Theories in Psychology, McGraw-Hill Inter-

national Editions, New York 1974. Ch. de Montlibert, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα,

Αθήνα 1998. Σ. ΓΙαπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1994. J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ.

Κριτική, Αθήνα 1991. G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw-Hill International Editions, New

York 1996. Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος, Αθήνα

1997.

127

Page 124: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

4, ΜΕΘΟΔΟΙ Τ Ω Ν Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ω Ν

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ω Ν

Εισαγωγή: Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στις σημαντικές μεθόδους των Κοινωνικών Επιστημών. Θα εξετάσουμε τις θεωρητικές και τις ιστορικές τους προϋποθέσεις, τα σημεία συνάντησης αλλά και διαφοροποίησης τους, ό,τι τις κα-θιστά αλληλέγγυες.

Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες να γνωρίσουν τις βασικές αρχές της μεθοδολογίας των Κοινωνικών Επιστημών και να εξοικειωθούν μ' αυτές- να κατανοήσουν την ιδι-αίτερη φύση του αντικειμένου τους, την ιδιαιτερότητα κάθε μεθοδολογικής προ-σέγγισης, τις δυνατότητες και τους όρους εφαρμογής τους.

Προερωτήσεις: Πώς κατανοείτε την έννοια της μεθόδου; Τι διαφορά έχουν τα κοινωνικά από τα φυσικά φαινόμενα; Τι σημαίνει αντικειμενικότητα στην επιστη-μονική μελέτη και έρευνα ενός φαινομένου; Πώς μπορείτε να εξετάσετε έναν κοι-νωνικό θεσμό; Τη διάρθρωση και τη λειτουργία του σε διαφορετικές ιστορικές πε-ριόδους; Τον ιδιαίτερο τρόπο που τον προσεγγίζουν διαφορετικές ομάδες ανθρώπων;

4.1. ΑΙΤΙΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα, επειδή ποικίλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις δημιούργησαν πολλά προ-βλήματα που απαιτούσαν άμεση αντιμετώπιση. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι προ-ξένησαν πλήθος προβλημάτων που άγγιξαν το σύνολο της ατομικής και της συλ-λογικής ζωής. Μετά τους πολέμους υπήρξε δημογραφική άνοδος, αύξηση της πα-ραγωγικότητας και αναζητήθηκαν τρόποι για τη βελτίωση της ανθρώπινης απο-δοτικότητας. Η τεχνολογική πρόοδος αύξησε την παραγωγή αγαθών, βελτίωσε τους όρους διαβίωσης, άλλαξε όμως τις καταναλωτικές συνήθειες, επαναπροσδιόρισε το ρόλο και τη δομή της οικογένειας, δημιούργησε χρόνο για άλλες ανθρώπινες δρα-στηριότητες, επενέβη στην ανάπτυξη της πολιτικής ζωής, κτλ. Στην Ευρώπη και στην

129

Page 125: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Αμερική αναπτύχθηκαν κινήματα εναντίον της βίας, του ρατοιομοΰ, της καταπίε-σης ή υπέρ της ειρήνης, της χειραφέτησης της γυναίκας, της προστασίας του πε-ριβάλλοντος και της αναγνώρισης των μειονοτήτων. Η ανάπτυξη των χωρών του Τρί-του Κόσμου ανέδειξε τις διαφορετικές κουλτούρες και το πρόβλημα επαφής των πολιτισμών, τη σημασία των αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και την αμφι-σβήτηση αυτών των αξιών από τους νέους στη σύγχρονη εποχή.

Οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν λοιπόν τομείς της ίδιας πραγματικότητας: την ανθρώπινη δραστηριότητα. ΓΙαρ' όλη την προσπάθεια για την ακριβή διά-κριση, οι τομείς αυτοί στην ερευνητική πρακτική είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν εντελώς, διότι κάθε Κοινωνική Επιστήμη δεν είναι παρά ο μεγεθυντικός 4)ακός που επικεντρώνεται σε κάποια δραστηριότητα, την οποία απομονώνει από άλλες. Η μελέτη χης συνολικής έκφρασης του ανθρούπου είναι το πρόβλημα των Κοι-νωνικών Επιστημών και όχι η πιο τέλεια γνώση μιας δραστηριότητάς του.

Κάθε Κοινωνική Επιστήμη διαθέτει τα δικά της εννοιολογικά εργαλεία για τη μελέτη της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία όμως δεν εξασφαλίζουν τη διεπιστημονική προσέγγισή της. Αυτό που τις καθιστά αλληλέγγυες είναι οι με-θοδολογικές τους προσεγγίσεις. Οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών απο-βλέπουν στη συνολική διερεύνηση της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνοντας ταυτόχρονα τα όρια της αντικειμενικότητάς τους, αλλά και την αναγκαιότητα της σφαιρικής ανάλυσης.

Η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία και η Κοινωνική Ανθρω-πολογία βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολλά και σύνθετα κοινωνικά προβλήματα για τα οποία κάθε τομέας απαιτούσε συνεχώς ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένες γνώ-σεις (αυτόνομη ανάπτυξη του αντικειμένου κάθε επιστήμης), αλλά και συνδυαστική προσέγγιση για τη σφαιρική ανάλυσή του. Ο εξειδικευμένος χαρακτήρας κάθε Κοι-νωνικής Επιστήμης δεν μπορεί να άρει το γεγονός ότι όλες αυτές έχουν ως επιστη-μονικό αντικείμενο τον άνθρωπο και την ποικιλόμορφη έκφραση και δράση του. Υ-πάρχουν έννοιες που απαντούν σε πολλά κοινωνικά φαινόμενα και έχουν την ίδια ση-μασία (όπως, για παράδειγμα, η αυθεντία, το κύρος), ανεξάρτητα αν σημείο αναφοράς είναι η επιχείρηση, ο στρατός, η οικογένεια, η φυλή, το κράτος, η Εκκλησία. Επίσης, ένα κοινωνικό πρόβλημα μπορεί να εντοπιστεί και να απομονωθεί χρονικά και να μελετηθεί πολιτικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά ή ψυχολογικά, όπως είναι, για πα-ράδειγμα, το φαινόμενο του αρχηγού ομάδας, είτε πρόκειται για πολιτικό κόμμα εί-τε για συμμορία νεαρών ή για ομάδα εργαζομένων κατά την εκτέλεση των καθηκό-ντων τους. Η ανθρώπινη συμπεριφορά της αλλαγής μπορεί να προκαλεί τα ίδια ζη-τήματα ανάλυσης και μελέτης, είτε πρόκειται για αλλαγή συμπεριφοράς των αν-

130

Page 126: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

θρώπων είτε για αλλαγή των συνθηκών εργασίας από τους εργαζομένους σε μια ε-πιχείρηση είτε την αλλαγή και τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία από τους μαθητές.

4.2. Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ

Το καθεστώς της αντικειμενικότητας των Κοινωνικών Επιστημών δεν είναι δε-δομένο, αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, επειδή η κοινωνική πραγμα-τικότητα είναι συνθέτη και μεταβαλλόμενη. Οι Κοινωνικές Επιστήμες αποκτούν το καθεστώς επιστήμης επιδιώκοντας να μελετήσουν το άτομο και την κοινωνία με τον ίδιο βαθμό αντικειμενικότητας που οι Θετικές Επιστήμες μελετούν τη (ρύ-ση. Ο Κοντ και οι θετικιστές (βλ. 3.3.1.) προσπάθησαν, όπως έχουμε δει, να εξο-μοιώσουν την κοινωνία με τη φΰση και να αναδείξουν μέσα από την ουδέτερη πα-ρατήρηση τους σταθερούς όρους που τη διέπουν. Στα πλαίσια της ίδιας προβλη-ματικής ο Ντυρκέμ (βλ. 3.3.3.) διακηρύσσει ότι πρέπει να εξετάσουμε τα κοινω-νικά γεγονότα ως πράγματα, δηλαδή ο κοινωνικός επιστήμονας οφείλει να είναι ουδέτερος. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, όμως, λόγω της φΰσης του αντικειμένου τους, που είναι ο άνθρωπος, προσεγγίζουν έννοιες που άπτονται της ηθικής και της κουλτούρας (βλ. 3.3.4.). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση αξιών και γεγονότων, ώστε να διασφαλιστεί η ηθική ουδετερότητα της επιστήμης.

Τέλεια αντικειμενικότητα ανάλυσης στις Κοινωνικές Επιστήμες είναι δύσκολο να επιτευχθεί ακόμη και στο επίπεδο της απλής περιγραφής των κοινωνικών γε-γονότων, επειδή η ίδια η επιλογή του αντικειμένου κρύβει μια προτίμηση, όπως, επίσης, και η χρησιμοποίηση της μίας ή της άλλης τεχνικής. Ο βαθμός λοιπόν της αντικειμενικότητας ποικίλλει και εξαρτάται από τον τομέα έρευνας (Ανθρωπολο-γία, Πολιτική) και από τον τύπο παρατήρησης (απλή-συμμετοχική παρατήρηση).

Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε την περιγραφή των γεγονότων, που οφείλει να εί-ναι αντικειμενική, και την ερμηνεία, που είναι πιο υποκειμενική. Η εφαρμογή των εμπειρικών μεθόδων αποτελεί το σημείο αναφοράς στην κοινωνική πραγματικό-τητα εξασφαλίζοντας κατά έναν τρόπο την αντικειμενική της περιγραφή, ενώ το ζή-τημα της ερμηνείας των αξιών υπόκειται περισσότερο στην προσωπική παρέμβα-ση του ερευνητή, γιατί οι αναλύσεις του προσανατολίζονται από μια ήδη συνειδη-τοποιημένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Βέβαια, η ελευθερία της σκέψης, ό-πως έχουμε δει, είναι αναγκαία για την επιστημονική ανάπτυξη. Υπάρχουν όμως παράγοντες που τη διασφαλίζουν και άρα την περιορίζουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, φιλοσοφικοί, και ο συνδυασμός τους μπο-ρεί να επιτρέψει τη σφαιρικότερη ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας.

131

Page 127: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

4.3. Η ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Παρόλο που οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν ορθολογικά τη συγκρότηση και την έκφραση της ατομικής και της συλλογικής ζωής του ανθρώπου και η καθεμιά πα-ρέχει συστηματικές και μεθοδικές γνώσεις για να αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας μελέτης (της οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτικής δραστηριότητας, της προσωπικότητας του ανθρώπου, κτλ.), η διεπιστημονικότητά τους παρουσιάζει μια πρόσθετη δυσκολία σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες. Στις επιστήμες της φύ-σης υπάρχει μια ιεραρχία εννοιών και προβλημάτων (η Φυσική χρησιμοποιεί τα Μαθηματικά, η Χημεία τη Φυσική, κτλ.), που δεν υφίσταται στις Κοινωνικές Επι-στήμες, γιατί δεν υπάρχουν σαφή και ευδιάκριτα όρια μεταξύ τους. Οΰτε βέβαια ε-ξασφαλίζεται η διεπιστημονικότητα με το πώς, για παράδειγμα, ο κοινωνιολόγος ή ο οικονομολόγος μπορεί να κάνει μια ανάλυση πολιτική ι'] οικονομική (Πολιτική Κοινωνιολογία, Κοινωνιολογία της Οικονομίας). Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι καθεμιά από τις Κοινωνικές Επιστήμες χρησιμοποιεί έννοιες κάποιας άλλης, η Πολιτική της Οικονομίας, η Κοινωνιολογία της Ψυχολογίας και των Μαθηματικών, κ.ο.κ. Το ζή-τημα όμως δεν είναι η ακριβής χρήση εννοιών, αλλά η πραγμάτευση συναφών όρων και εννοιών που θα είναι προσιτοί σε κάθε επκπήμη, ώστε να εξασφαλιστεί ο διά-λογος μεταξύ τους και η συνδυαστική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.

Ο καλύτερος τρόπος σε πρακτικό επίπεδο για να εξασφαλιστεί ο διάλογος των Κοινωνικών Επιστημών είναι η συλλογική εργασία. Στην πρακτική μελέτη ενός κοινωνικού προβλήματος, το ζήτημα δεν είναι η αντιπαράθεση για την πραγμα-τικότητα των αξιωμάτων της κάθε Κοινωνικής Επιστήμης, αλλά το σημείο τομής τους για τη συνδυασμένη μελέτη του εκάστοτε κοινωνικού φαινομένου. Η χρησι-μότητα της διεπιστημονικής ανταλλαγής φαίνεται καλύτερα στο πεδίο εφαρμο-γής των τεχνικών για την ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων, επειδή οι Κοι-νωνικές Επιστήμες δεν έχουν τελειοποιήσει με τον ίδιο τρόπο τις τεχνικές τους. Η πρακτική των συνεντεύξεων και του ερωτηματολόγιου αναπτύχθηκε πρώτη α-πό τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους και προσαρμόστηκε στη συνέχεια στις ανάγκες δημοσκοπήσεων της Πολιτικής Επιστήμης. Η στατιστική χρησιμο-ποιήθηκε και βελτιώθηκε από τους οικονομολόγους και στη συνέχεια εφαρμό-οτηκε για τις ανάγκες της Κοινωνιολογίας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας, κιλ.

132

Page 128: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

4.4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΩΣ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο όρος «μέθοδος» έχει δυο διαφορετικές αναφορές και ερμηνείες-μια στενότερη και μια γενικότερη. Με την στενότερη και περισσότερο συ-γκεκριμένη έννοια, ο σχετικός όρος αναφέρεται στις διαδικασίες και τεχνικές επα-λήθευσης κασι τεκμηρίωσης των υποθέσεων εργασίας που έχει ένας ερευνητής σχε-τικά με τους παράγοντες που εξηγούν ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η εγκληματι-κότητα, η τοξικομανία, η βιομηχανική παραγωγή κ.τ.λ. Στις διαδικασίες αυτές πε-ριλαμβάνονται τόσο τα γενικότερα σχέδια έρευνας όσο και οι τεχνικές συγκέντρω-σης, οργάνωσης και κατάταξης των σχετικών κοινωνικών δεδομένων. Ο όρος «μέ-θοδος» με την γενικότερη του έννοια (βλέπε 4.5) αναφέρεται στη συστηματική ορ-γάνωση ενός συνόλου λογικών διαδικασιών που η επιστημονική έρευνα μεταχειρί-ζεται για να φτάσει στην ακριβή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξε-ταζόμενου ανπκειμένου. Οι δυο ερμηνείες δεν είναι αντίθετες, αλλά συμπληρωμα-τικές.

Τα κυριότερα σχέδια κοινωνικής έρευνας είναι (1) η μελέτη περίπτωσης, (2) η επιτόπια-δειματοληπτική έρευνα και (3) το κοινωνικό πείραμα.

1) Μελέτη περίπτωσης (case study). Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην συστηματι-κή περιγραφή και ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Ο ερευνητής συλλέγει δε-δομένα που αφορούν μια συγκεκριμένη «μονάδα» η οποία μπορεί να είναι ένα ά-τομο, μια κοινωνική ομάδα, ένα κοινωνικό κίνημα, ένας οργανισμός, μια επιχείρη-ση, μια κοινότητα, κ.τ.λ. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό έγκειται στον περιορισμό του ερευνητικού της πεδίου. Ο ερευνητής μελετά τη συγκεκριμένη περίπτωση σε βάθος και μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορες τεχνικές συγκέντρωσης και συλλογής δε-δομένων. Μια τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα από τους κοινωνικούς αν-θρωπολόγους, σε συνάρτηση με τη μελέτη περίπτωσης, είναι η «συμμετοχική πα-ρατήρηση». Σε τέτοιες περιπτώσεις ο ερευνητής συμμετέχει ενεργά σιην κοινωνική ζωή και μελετά το κοινωνικό φαινόμενο στην ολότητά του και «από μέσα». Όμως ο ερευνητής μπορεί να αξιοποιήσει και άλλες τεχνικές συλλογής δεδομένων όπως οι συνεντεύξεις, οι πληροφοριοδότες που κατέχουν θέσεις κλειδιά, η προφορική ιστο-ρία καθώς και οι αρχειακές έρευνες.

2) Επιτόπια δειγματοληπτική έρευνα (field survey). Στο σχέδιο αυτό ο ερευνητής δεν περιορίζεται στη μελέτη μιας συγκεκριμένης μονάδας. Θεωρητικά, μπορεί να με-λετήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο σε όλο τον «πληθυσμό», είτε αυτός ο πληθυσμός αποτελείται από όλους τους κατοίκους μιας κοινότητας, ή όλε τις επιχειρήσεις μιας χώρας ή όλα τα φοιτητικά κινήματα στον κόσμο κ.τ.λ. Αν γινόταν αυτό θα είχαμε μια απογραφή αλλά η διαδικασία θα ήταν οικονομικά δαπανηρή και χρονοβόρα.

133

Page 129: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Αλλωστε, συμφωνά με τις αρχές της σύγχρονης επιστήμης της στατιστικής και της δειγματοληψίας, η απογραφική μελέτη δεν είναι απαραίτητη για την εξαγωγή α-ντικειμενικών συμπερασμάτων σχετικά με την κατανομή χαρακτηριστικών (π.χ. στά-σεων, συμπεριφορών, αντιλήψεων κ.τ.λ.) σε ε'να πληθυσμό εφόσον η μελέτη πραγ-ματοποιηθεί σε ε'να αντιπροσωπευτικό δείγμα των σχετικών μονάδων που συγκρο-τούν το συγκεκριμε'νο πληθυσμό.

Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις (π.χ. ποιο κόμμα ή ποιους υποψήφιους θα ψηφί-σεις τις επόμενες εκλογές κ.τ.λ.) -οι οποίες βασίζονται συνήθως σε μικρά πανελλα-δικά δείγματα Ελλήνων ψηφοφόρων (περίπου 1500 ατόμα) αποτελούν ένα καλό πα-ράδειγμα επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών. Τα συμπεράσματα από τη δημο-σκόπηση θα είναι αντικειμενικά, αξιόπιστα και έγκυρα στο βαθμό που στο δείγμα αντιπροσωπεύονται όλες οι κατηγορίες (φύλο, ηλικία, κτλ) και όλα τα στρώματα (ε-παγγέλμα, αστικότητα κ.τ.λ.) των ψηφοφόρων ανάλογα με την αριθμητική τους δύ-ναμη στον πληθυσμό των Ελλήνων ψηφοφόρων. Παρόμοιες λογικές και διαδικασίες ισχύουν και για άλ\ες μορφές επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών όπως οι έρευ-νες αγοράς για τις προτιμήσεις των καταναλωτών που διεξάγονται για λογαριασμό επιχειρήσεων ή η σφυγμομέτρηση των στάσεων των Ελλήνων έναντι των αλλοδα-πών στην χώρα μας που γίνεται υπό την αιγίδα των κέντρων κοινωνικών ερευνών.

Τεχνικές συλλογής στοιχείων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των δειγματο-ληπτικών ερευνών περιλαμβάνουν κυρίως την προσωπική συνέντευξη και το ερω-τηματολόγιο. Στην πρώτη περίπτωση ο ερευνητής αξιοποιεί ειδικά εκπαιδευμένα άτομα τα οποία απευθύνουν προφορικά τα σχετικά ερεωτήματα στον ερευνώμενο και στη συνέχεια καταγράφουν τις απαντήσεις του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο ε-ρευνητής κατασκευάζει ένα ερωτηματολογιο (κατάλογο ερωτήσεων) με σχετικές ο-δηγίες έτσι ώστε ο ερευνώμενος να μπορεί να το συμπληρωθεί μόνος του χωρίς την παρέμβαση του ερευνητή. Τόσο στην περίπτωση της συνέντευξης όσο και στην πε-ρίπτωση του ερωτηματολογίου, οι ερωτήσεις μπορεί να είναι είτε κλειστές (με προ-κατασκευασμένες απαντήσεις πολλαπλών επιλογών) είτε ανοικτές (με δυνατότητα ελεύθερης συμπλήρωσης και απαντήσης)1. Επίσης, και σιις δύο περιπτώσεις η δια-τύπο)ση, η διαδοχή και η διάταξη των ερωτήσεων θα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με ορισμένες επισιημονικες αρχές και προδιαγραφές για την κατασκευή ερωτηματο-λογίων και την οργώνωση συνεντεύξεων με στόχο την διασ(ράλιση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των απαντήσεων των ερευνωνμένων.

3) Κοινωνικό πείραμα (social experiment). Ο ερευνητής που εφαρμόζει τα παρα-

1 Η χρήση κλειστών ερωτήσεων διευκολύνει την μεταγενέστερη επεξεργασία των δεδομένων (κωδικογράφηση, ορ-γάνωση και ανάλυση των δεδομένων), ενώ η χρήση πολλών ανοικτών ερωτήσεων δυσκολεύει το μεταγενέστερο έργο του ερευνητή. Οι ελεύθερες απαντήσεις θα πρέπει να κωδικογραφηθούν και να οργανωθούν σε διάφορες κα-τηγορίες χρησιμοποιώντας άλλες τεχνικές κατάταξης δεδομένων όπως η «ανάλυση περιεχομένου», που επίσης χρησιμοποιείται για τη μελέτη των σχολικών βιβλίων ή των μυνημάτων που εκπέμπουν τα ΜΜΕ κτλ.

134

Page 130: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

πάνω σχέδια έρευνας και τις συγκεκριμένες διαδικασίες μελετά τα (μαινόμενα αυ-τά in situ, στο φυσικό τους περιβάλλον, και δεν παρεμβαίνει ενεργά για να μετα-βάλει και να αναδιατάξει τις κοινωνικές συνθήκες και την καθημερινή ζωή των υπό μελέτη ανθρώπινων υποκειμένων. Αντιθέτως, στην περίπτωση του «κοινωνικού πει-ράματος» ο ερευνητής παρεμβαίνει στη φυσιολογική πορεία της κοινωνικής ζωής με στόχο τη δημιουργία «τεχνιτών» καταστάσεων που πρόκειται να ερευνήσει για πει-ραματικούς σκοπούς. Αν για παράδειγμα, ένας ερευνητής -παιδαγωγός θα ήθελε να ερευνήσει τις επιδράσεις μιας νέας διδακτικής προσέγγισης στη μάθηση (π.χ. τη χρήση ενός CD-ROM), θα μπορούσε να δημιουργήσει δύο ομάδες μαθητών- μία πει-ραματική η οποία θα εκτεθεί στην νέα διδακτική προσέγγιση και μια συγκριτική (ομάδα ελέγχου) η οποία θα εκτεθεί μόνο στην παροδοσιακή διδασκαλία (χώρις τη χρήση του CD-ROM). Σημειωτέον ότι για να είναι αξιόπιστα τα συμπεράσματα και για να είναι σε θέση ο ερευνητής να αποδώσει τις τυχόν διαφορές και τα τυχόν πλε-ονεκτήματα στη νέα διδακτική προσέγγιση θα πρέπει να μεριμνήσει προκαταβολι-κά ώστε οι δύο ομάδες να είναι ταυτόσημες ως προς τις ικανότητες και τα κίνητρα για μάθηση καθώς και 0)ς προς άλλα χαρακτηριστικά (πχ. κοινωνική προέλευση κ.τ.λ.) που ενδέχεται να επηρεάσουν τις ικανότητες και τις επιδόσεις των μαθητών.

Στις Κοινωνικές Επιστήμες, λόγοι δεοντολογίας δεν επιτρέπουν την εκτεκταμέ-νη χρήση του κοινωνικού πειράματος. Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες χρη-σιμοποιούν παραλλαγές ή σε ένα συνδυασμό των πρώτων δύο σχεδίων έρευνας. Το κοινωνικό πείραμα έχει χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένη έκταση στην Πειραματι-κή, στην Κοινωνική και στη Σχολική Ψυχολογία και στη Βιομηχανική Κοινωνιολο-γία, κυρίως όμως σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα οπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους μαθητικούς και φοιτητικούς πληθυσμούς. Παρά ταύτα, η λογική του «κοινωνι-κού πειράματος» διαπνέει τη χρήση όλων των σχεδίων και μεθόδων της κοινωνικής έρευνας, ακόμη και των μη πειραματικών. Όλες οι ερμηνείες των δεδομένων που συλλέγονται είτε με στο πλαίσιο της μελέτης περίπτωσης είτε στο πλαίσιο της επι-τόπιας δειγματοληπτικής έρευνας γίνονται με γνώμονα τη λογική του κοινωνικού πειράματος.

4.5. ΜΕΘΟΔΟΣ

Η μέθοδος, με τη γενική σημασία του όρου, είναι η συστηματική οργάνωση ενός συ-νόλου λογικών διαδικασιοίν που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτά-σει στην ακριβή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου αντι-κειμένου. Είναι ένα σύνολο κανόνων που κατευθύνει το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και εκφράζει τόσο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας όσο και τη μορφή συλ-

135

Page 131: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

λογισμού γιο την πραγμάτευσή της. Η μέθοδος με αυτή την έννοια καθορίζει τη θέ-ση του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στο αντικείμενο που εξετάζει (για παρά-δειγμα πειραματική, εμπειρική, ιστορική, ψυχαναλυτική, ιδεαλιστική, διαλεκτική).

Ανεξάρτητα όμως από τη θέση του ανθρώπινου πνεύματος, η μέθοδος εκφράζει πάντα την τάση μιας ορθολογικής εξήγησης, είναι δηλαδή ένα σύνολο κανόνων που δίνει ένα εξηγητικό σχήμα για τη γνώση της πραγματικότητας. Το σύνολο αυτό στις Κοινοινικές Επιστήμες δεν είναι μοναδικό, αλλά ποικίλλει λόγω της (ρύσης της κοι-νωνίας, η οποία έχει ιστορική διάσταση, λόγω των μεταβολών του κοινωνικού συ-στήματος, της τεχνολογικής ανάπτυξης, αλλά και της φιλοσοφικής θέσης του ερευ-νητή απέναντι στην κοινωνία ως αντικείμενου μελέτης. Γι' αυτό στις Κοινωνικές Επι-στήμες δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ενιαία μέθοδο, αλλά για μεθοδικούς τρό-πους εξήγησης του κοινωνικού φαινομένου. Δηλαδή για τύπους εξήγησης συνολικά της κοινωνίας, που γι' αυτό το λόγο αποκαλούνται μέθοδοι.

Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να ορίσουμε τις γενικές γραμμές των αντιπροσω-πευτικών μεθόδων των Κοινωνικών Επιστημών, τις ιδιαιτερότητες τους και την πλευ-ρά στην οποία τοποθετούνται για να μελετήσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο.

4.6. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Η συγκριτική μέθοδος μπορεί να οριστεί ως η προσπάθεια κατανόησης ενός κοινω-νικού φαινομένου διαμέσου της αντιπαραβολής των διάφορων καταστάσεων μέσα στις οποίες εμφανίζεται. Μπορεί μάλιστα, σύμφωνα με τον Ντυρκέμ, να θεωρηθεί ως έμμεση «πειραματική μέθοδος», επειδή ο ερευνητής συνάγει συμπεράσματα α-πό τις σχέσεις παρατηρούμενων γεγονότων. Η κλασική επαγωγική μέθοδος, σε τε-λευταία ανάλυση, είναι και αυτή συγκριτική, αφού συνάγει τις γενικές έννοιες μέ-σα από τη σύγκριση και τη διαφορά των μερικών (επιμέρους) πραγμάτων.

Η συγκριτική μέθοδος λοιπόν παρατηρεί τα φαινόμενα, συστηματοποιεί τις ο-μοιότητες, τις διαφορές και τις μεταξύ τους σχέσεις και τα ταξινομεί σε ομάδες. Γι' αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι διακρίνεται από μια ιδιαίτερη τεχνική, αλλά χρη-σιμοποιείται από όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες και οργανώνει μεθοδικά τις γνώ-σεις. Η Ψυχολογία, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική και Νομική Επι-στήμη στηρίζονται στη σύγκριση για να αναλύσουν γενικά ή ειδικά κοινωνικά qxxi-νόμενα, όπως το καπιταλκπικό πνεύμα από χώρα σε χώρα Γ] από εποχή σε εποχή ή το φαινόμενο της εγκληματικότητας ή διάφορους τύπους εκλογικών συστημάτων. Η συγκριτική μέθοδος μπορεί να είναι εθνική (από τόπο σε τόπο), διεθνής, ιστορική.

Το γεγονός ότι η συγκριτική μέθοδος δε διακρίνεται από μια ειδική τεχνική δε σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ορισμένα στάδια έρευνας, τα οποία διέπονται από λο-

136

Page 132: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πάμπλο Πικάσο, «Ο γερο-κιθαρίστας»

Πάμπλο Πικάσο, «Γυναίκα με μαντολίνο»

γική συνάφεια. Καταρχάς περιγράφει με συνέπεια τα κοινωνικά γεγονότα που με-λετά, για παράδειγμα το καθεστώς της προεδρευόμενης δημοκρατίας στην Ελλά-δα και στην Ιταλία, την οικονομική και φορολογική πολιτική στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία. Στη συνέχεια κατασκευάζει τΰπους για να μπορέσει να κατα-λάβει, να συγκρίνει και να αναλύσει τα υπό διερεύνηση κοινωνικά φαινόμενα: για παράδειγμα, εποχική ανεργία, διαρθρωτική ανεργία, εποχικές διακυμάνσεις της οικονομίας, αστική και αγροτική εγκληματικότητα, γυναικεία απασχόληση, κτλ. Τέλος, η συγκριτική μέθοδος επιδιώκει να εξηγήσει την παρουσία ή την απουσία των παραγόντων που προσδιορίζουν την εμφάνιση του κοινωνικού φαινομένου.

Το πρόβλημα με τη συγκριτική μέθοδο είναι ότι έχει περιορισμένη εφαρμογή, γιατί ισχύει μόνο για τους τΰπους που συγκρίνει, και εκεί πάλι με την επιφύλαξη ό-τι η κατασκευή του τύπου για τη συγκριτική μελέτη του φαινομένου εκφράζει μό-νο τα κύρια χαρακτηριστικά του. Αν και η πρόοδος στο επίπεδο των τεχνικών για τη συλλογή των δεδομένων στην εμφάνιση ενός κοινωνικού φαινομένου είναι α-ξιοσημείωτη, σε συγκριτικό επίπεδο, η τεκμηρίωση συμπερασμάτων παρουσιάζει δυσχέρειες εξαιτίας της διαφορετικής σημασίας την οποία έχει ένα φαινόμενο. Για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση ερωτηματολόγιου και η σύγκριση των απαντήσεων τις οποίες δίνουν άνθρωποι διαφορετικών χωρών δεν έχει πάντα την ίδια σημασία.

Βέβαια, η ανάπτυξη των ερευνών σε διεθνές επίπεδο έχει βελτιώσει την αυ-στηρότητα της μεθόδου με τη δημιουργία, για παράδειγμα, διεθνών δεικτών για την ανάπτυξη της οικονομίας ή τον επακριβή ορισμό των βασικών χαρακτηρι-

137

Page 133: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

στικών των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Επί-οης, η χρησιμοποίηση των Η/Υ. με σταθερούς κανόνες επεξεργασίας του πλήθους των πλη-ροφοριών, διευκολύνει τη σύσταση αρχείων, που είναι σημαντικές πηγές για την ανάπτυξη της συγκριτικής μεθόδου. Τέλος, η διεθνο-ποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής ζω-ής συνέτεινε σιη δημιουργία απαράβατων κα-νόνων για τη μελέτη ορισμένων φαινομένων (για παράδειγμα, τι είναι ρατσισμός, σύμφω-να με τη διακήρυξη της ΟΥΝΕΣΚΟ).

Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η συγκρι-τική μέθοδος είναι χρήσιμη και η εγκυρότητά της εξαρτάται πάντα από τους όρους που χρη-σιμοποιούμε για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Είναι πάντα ένα μέσο για να ε-ξηγήσουμε διάφορες σχέσεις, χωρίς να στη-ρίζεται σε μια συγκεκριμένη θεωρία.

Πάμπλο Πικάσο, «Αυτός που παίζει μαντολίνο»

4.7. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Η Ιστορία και οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι δύο γνωστικά αντικείμενα με δια-φορετική προέλευση, με πολλά κοινά σημεία, τα οποία όμως ποτέ δεν καταλή-γουν σε πλήρη ταύτιση και πολλές φορές αντιπαρατίθενται.

Η Ιστορία (με την έννοια της Ιστοριογραφίας) είναι οι αληθινές αφηγήσεις που καταγράφουν το παρελθόν. Η Ιστορία, ως αφήγηση, αναφέρεται σε ανθρώπινες πράξεις που καλύπτουν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Ως α-ληθινή αφήγηση, η Ιστορία περιγράφει επαληθευμένα γεγονότα, τα οποία ο ι-στορικός έζησε, συνέλεξε από μαρτυρίες ή βρήκε καταχωρισμένα σε έγγραφα, γραπτά αρχεία ή άλλα τεκμήρια. Ως παρελθόν, η ύλη της Ιστοριογραφίας περι-κλείει κάθε προγενέστερη και προηγούμενη στιγμή σε σχέση με το παρόν, γεγο-νός που σημαίνει ότι περικλείει όλα τα γεγονότα που δείχνουν το γίγνεσθαι του παρελθόντος και γεννήθηκε μαζί με τη γραφή.

Οι Κοινωνικές Επιστήμες, όπως είδαμε, γεννήθηκαν πρόσφατα, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, από μεταβολές και τροποποιήσεις που συνέβησαν σε κοινωνικό και διανοητικό επίπεδο. Τέτοιες βασικές μεταβολές είναι ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος, η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η ορθολογική ανά-

138

Page 134: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

λύση της κοινωνίας, οι οποίες έδωσαν χους στοχαστές το δικαιολογημένο αίσθη-μα ότι ένας νέος κόσμος συγκροτείται. Αυτός ο κόσμος έχει δυο κύρια χαρακτη-ριστικά: τη διάκριση του δημόσιου και του ιδιωτικού, του κράτους και της πολι-τικής κοινωνίας, και τη δυναμική που τη χαρακτηρίζει. Ένα νέο αντικείμενο προ-σφέρεται για παρατήρηση και ορθολογική ανάλυση, η κοινωνία.

Μελετώντας τα πραγματικά γεγονότα, η Ιστορία βασίζεται καταρχάς στη συ-γκέντρωση και στην επιστημονική ταξινόμηση στοιχείων, στη συλλογή και στην κριτική των ιστορικών πηγών, για να εξηγήσει στη συνέχεια γιατί τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν ή υπάρχουν όπως είναι. Είναι μια αφήγηση ορθολογική και αιτιολογημένη, η οποία αναλύει τη συνολική πορεία της ανθρωπότητας. Οι Κοι-νωνικές Επιστήμες, από την πλευρά τους, κατασκευάζουν έννοιες, για να ανα-λύσουν η καθεμιά από την πλευρά της την κοινωνία και τις ποικίλες εκφράσεις που τη διακρίνουν. Οι Κοινωνικές Επιστήμες κατασκευάζουν εννοιολογικά πλαί-σια, δηλαδή τύπους κοινωνιών, οικονομικής δραστηριότητας, πολιτικής συ-γκρότησης, δομές συγκρότησης των κοινωνιών, ανάλυση των συγκυριών που χα-ρακτηρίζουν τα κοινωνικά φαινόμενα, για να αναλύσουν την εξέλιξη, την ανά-πτυξη, τις μεταβολές και τις διαφορές ανθρώπινων κοινωνιών. Οι Κοινωνικές Επι-στήμες αναλύουν μεθοδικά το κοινωνικό φαινόμενο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, παραβλέποντας ότι το διακρίνει η συνέχεια μέσα στο χρόνο. Αντίθετα, η ιστορική μέθοδος συμπληρώνει και εξηγεί τα χάσματα πραγμάτων και γεγο-νότων, επειδή στηρίζεται σε μια αντίληψη του χρόνου που διασφαλίζει τη συνέ-χεια, τον ειρμό και τη λογική διαπλοκή των φαινομένων. Η Ιστορία λοιπόν προ-σφέρει στις Κοινωνικές Επιστήμες το απαραίτητο υλικό της πραγματικότητας, δείχνοντας ταυτόχρονα και τα όρια των θεωρητικών κατασκευών που χρησιμο-ποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες για την εξήγηση της κοινωνίας.

Με βάση την αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα, ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Κοντ, ο Σπένσερ (Spencer), ο Μαρξ, διατύπωσαν νόμους εξήγησης της ι-στορικής ανάπτυξης και της εξέλιξης της κοινωνίας. Αυτή η «ιοτορικιστική» ε-ξήγηση αμφισβητήθηκε έντονα οος ψευδαίσθηση, γιατί οι νόμοι τους οποίους θε-σμίζουν οι επιστήμες δεν είναι εξελικτικού τύπου. Δεν μπορούμε όμως να παρα-βλέψουμε ότι οι κοινωνίες έχουν την «τάση» να αναπτύσσονται προοδευτικά. Ιδι-αίτερα ορισμένα κοινωνικά συστήματα, όπως φεουδαρχία, καπιταλισμός, υπα-κούουν σε σταθερούς νόμους ανάπτυξης.

Ο όρος ιστορικισμός, επίσης, δεν πρέπει να συγχέεται με τον ιστορισμό. Ο όρος αυτός εμφανίστηκε στη Γερμανία (τέλος του 19ου αιώνα) μέσα από τον επιστη-μονικό διάλογο για τη μέθοδο των Κοινωνικών Επιστημών. Ο ιστορισμός υποδει-κνύει τη θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα ιστορικά και τα κοινωνι-κά γεγονότα έχουν μεταβλητή και κυμαινόμενη σημασία εξαρτώμενη από την

139

Page 135: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

κοινωνική και την ιστορική θέση του ερευνητή. Με άλλα λόγια, ο ιστορισμός εί-ναι μια ιδιαίτερη έκφραση σχετικισμού -της αντίληψης δηλαδή που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν σταθερά κριτήρια ανάλυσης και αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς- ο οποίος συνεχώς εμφανίζεται στις Κοινωνικές Επιστήμες.

4.8. Ο ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ

I. Βασικά χαρακτηριστικά: Ο θετικισμός αποτελεί μια ορισμένη φιλοσοφική στάση για την ανθρώπινη γνώση. Δεν αναζητεί το πώς φτάνουμε σ' αυτή, τις ιστορικές και ψυχολογικές θεμελιώσεις της. Είναι μια συλλογή κανόνο>ν και αξιολογικών κριτη-ρίων που αναφέρονται στη διαδικασία της γνώσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κα-νονιστική στάση, η οποία ρυθμίζει το πώς χρησιμοποιούμε τους όρους, όπως γνώ-ση, επιστήμη, πληροφορία, κ.ά. Οι κανόνες αυτοί μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε ποια ζητήματα είναι πραγματικά αντικείμενα έρευνας και ποια έχουν σχηματιστεί και διατυπωθεί με λανθασμένο τρόπο και αποτελούν «ψευδοπροβλήματα».

Για το θετικισμό, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ ουσίας και φαινο-μένου. Αναγνωρίζουμε ως πραγματικό μόνο ό,τι φανερώνεται στην εμπειρία. Δεν υπάρχουν δηλαδή «κρυμμένες» ουσίες πίσω από τα αντικείμενα που προσλαμβά-νονται μέσω της εμπειρίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο θετικισμός αρνείται την αναζή-τηση αιτιών που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά αντιτίθεται σι ο να τις ανα-

γάγει σε κρυφές οντότητες που εξ ορισμού δεν είναι προσβάσιμες στην ανθρώπινη γνώση. Επομένως, υποστηρίζει ότι πραγ-ματική υπόσταση έχουν μόνο τα ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα. Τούτο συμ-βαίνει επειδή, σύμφωνα με το θετικισμό, έχουμε δικαίωμα να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός πράγματος μόνο εφόσον η ε-μπειρία επιτάσσει κάτι τέτοιο. Οι γενικές αφηρημένες έννοιες δεν έχουν εμπειρική υπόσταση, άρα δεν υπάρχουν. Η στάση αυτή ανήκει στη γενική αρχή του νομινα-λισμού, εκείνης της μεσαιωνικής φιλοσο-φικής παράδοσης που υποστήριξε ότι οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (εξ ου και ο όρος «νομιναλιομός»), δεν έχουν

Ρενέ Μαγκρίτ, «Η καρέκλα», 1950. 5 ΐ 1 λ α δ ΐ ί π Ρ « Υ Η « τ ι κ ή α π ό σ τ α σ η .

140

Page 136: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο θετικισμός αρνείται, επίσης, ότι σι αξιολογικές κρίσεις και οι κανονιστικές δηλώσεις παρέχουν γνώση. Αποτελούν εκφράσεις αρέσκειας ή απαρέσκειας ή κα-ταδεικνύουν δεοντολογικές αποφάσεις και στάσεις που δε συνδέονται με την ε-μπειρία. Καμιά μορφή εμπειρίας δε μας αναγκάζει να αποδεχτούμε δηλώσεις που εμπεριέχουν προσταγές ή απαγορεύσεις και διάφορες αξιολογήσεις του τύ-που «ωραίο», «ευγενικό», κτλ. Ενώ δηλαδή εκφράζουμε αξιολογικές κρίσεις στη μεταξύ μας επικοινωνία ή όταν αποτιμούμε καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα, αυτή η ενέργειά μας δε βασίζεται οε επιστημονικές διαδικασίες αλλά συνιστά έκ-φραση των προσωπικών, τυχαίων επιλογών μας. Ο Χιουμ, από τους κλασικούς εκ-προσώπους της θετικιστικής παράδοσης, υποστήριζε ότι από προτάσεις που πε-ριγράφουν το «είναι» (ότι αυτό είναι έτσι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, κτλ.) δεν μπορούμε να συναγάγουμε προτάσεις που αναφέρονται στο «δέον»(ότι, επειδή κάτι είναι έτσι, πρέπει να γίνει αυτό...). Με άλλα λόγια, ο θετικισμός προτείνει μια επιστημονική διαδικασία αξιολογικά ουδέτερη.

Θεμελιώδης αρχή του θετικισμού είναι η πίστη στην ουσιαστική ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Οι μέθοδοι δηλαδή για την απόκτηση έγκυρης γνώσης και τα κύρια στάδια θεωρητικής επεξεργασίας της εμπειρίας είναι κατ' ουσίαν ί-διες σε όλες τις σφαίρες της εμπειρικής πραγματικότητας.

I I . Ιστορικά στάδια του θετικισμού: Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσοφική θέση που αρχικά εκτέθηκε από τον Σεν-Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ, τον 19ο αιώνα, οι καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην πα-ράδοση του αγγλικού εμπειρισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. Ο θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπό-τητα η ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου. Ο Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρω-τοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής Κοινωνιολογίας και έλπιζε ότι η συστημα-τική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων αναγκών θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική επιστημονική βάση για την α-ναδιοργάνωση της κοινωνίας.

Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκ-φράζεται κυρίως με τον εμηειροκριτικιομό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα αισθημάτων. Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του λογι-κού εμπειρισμού με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Διακηρύσσει μια πολεμική κα-τά της μεταφυσικής, με την πεποίθηση ότι οι μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή δεν ασχολούνται με την ακριβή έρευνα, ανάλυση και τα-ξινόμηση των φαινομένων της πραγματικότητας, αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπόκεινται σε διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.

141

Page 137: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου παρά μόνο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες εί-ναι ανώριμες από την άποψη της μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να αποτελέσουν μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές.

Βασική αρχή του λογικού εμπειρισμού (ή νεοθετικισμοΰ) είναι η πασίγνωστη διατύπο)ση ότι «το νόημα μιας δήλωσης είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της». Η διατύπωση αυτή συμπυκνώνει την όλη στάση του σύγχρονου θετικισμού και στρέφεται κατά της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. Μ' άλλα λόγια, ση-μαίνει ότι νόημα έχουν μόνο οι προτάσεις που μπορούν να επαληθευτούν από την εμπειρία ή τη μεθοδολογική διαδικασία των Θετικ(όν Επιστημών. Μια επι-στημονική πρόταση υφίσταται τη δοκιμασία της εμπειρικής ή λογικής επαλήθευσης της και, αν ο έλεγχος είναι επιτυχής και αποτελεσματικός, τότε η πρόταση αυ-τή είναι έγκυρη, έχει δηλαδή νόημα. Η αρχή της επαληθευσιμότητας έγινε α-ντικείμενο έντονων κριτικών, γιατί έχει οριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι α-φήνει «εκτός νοήματος» σημαντικές περιοχές που είτε δεν μπορούν να επαλη-θευτούν μέσω αυτής της διαδικασίας είτε ανήκουν σε σφαίρες της πραγματικό-τητας που απαιτούν συνθετότερους και γονιμότερους τρόπους νοηματοδότησής τους. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» επαληθεύεται εφόσον εμπειρικά διαπιστώσουμε ότι πράγματι οι κύκνοι είναι λευκοί. Τι συμ-βαίνει όμως όταν ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι; Τότε η αρ-χή της επαληθευσιμότητας καθίσταται αβέβαιη, ακόμη και επισφαλής.

Πιο ευλύγιστη εμφανίζεται // αρχή της διαψευσιμότψας που εισηγήθηκε ο Καρλ Πόπ-περ (Κ. Popper), σύμφωνα με την οποία μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαλη-θεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ' όλες τις αλλεπάλληλες και συστημα-τικές απόπειρες διάψευσής της. Όταν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρές μας να τη διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.

Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός εφαρμόζουν πι-οτά αυτό το σύνολο των επιστημολογικών αρχών. Στηρίζονται αποκλειστικά στο αξίωμα ότι μόνο η λογική και μαθηματική επεξεργασία τ(ον κοινωνικών γεγο-νότων και η εμπειρική τους απόδειξη είναι οι πηγές επισιημονικότητας των Κοι-νωνικών Επιστημών. Η εξήγηση, έτσι, του κοινωνικού (ραινομένου βασίζεται μό-νο στην αντίληψη των σταθερών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών γεγονότων με βάση την αρχή της ομοιότητας, της διαδοχής και της αλληλεπίδρασης.

142

Page 138: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

4.9. Ο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΙ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ

Η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού ορίζει μια σημαντική μέθοδο για τις Κοι-νωνικές Επιστήμες. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η εξήγηση ενός συλλογικού φαι-νομένου στην Οικονομία, στην Πολιτική και στην Κοινωνιολογία αναλύεται πά-ντα (τουλάχιστον στην ιδεατή του μορφή) ως απόρροια ενός συνόλου ατομικών πράξεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών. Το δομημένο σύνολο των ανθρώπι-νων σχέσεων δεν κατασκευάζεται παθητικά από τις αξίες και τις αρχές που η κοι-νωνία ως όλον επιβάλλει στα άτομα, αλλά αντίθετα εκφράζει το συσχετισμό με-ταξύ διαφορετικών ατομικών και ορθολογικών οντοτήτων.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την προοπτική, η εξήγηση όλων των κοινωνικών φαι-νομένων περιέχει πάντα μια ψυχολογική διάσταση. Έτσι μπορεί, για παράδειγ-μα, να εξηγηθεί η αλλαγή προτίμησης των καταναλωτών ως προς ορισμένα προϊ-όντα ή η αύξηση της εγκληματικότητας, αν δείξουμε πώς και με ποιες προϋπο-θέσεις το άτομο αντιμετωπίζεται από τα άτομα της προηγούμενης γενιάς ή σε δια-φορετικούς τόπους (αγροτικό-αστικό).

Βέβαια αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι εκθειάζεται ο ατομισμός ως καθο-λική και αναπαλλοτρίωτη αξία ούτε βέβαια ότι η βούληση είναι άρνηση της συλ-λογικότητας, αλλά ότι θεμελιώνεται ένας τρόπος εξήγησης που βασίζεται στο ά-τομο. Με άλλα λόγια, κανένα μοντέλο εξήγησης δεν είναι ορθό, σωστό και αρ-μόζον, αν αρνείται την πρόθεση και τη στρατηγική των δρώντων ανθρώπων ως ατόμων. Ο μεθοδολογικός ατομισμός συνοδεύεται λοιπόν από μια «ορθολογική» διάσταση της πράξης. Υποτίθεται ότι το άτομο δρα και ενεργεί κοινωνικά έχο-ντας πάντα «ορθούς» λόγους για να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Η με-θοδολογική αυτή ανάλυση ισχύει ακόμη και για συλλογικά φαινόμενα που έχουν παραχθεί χωρίς ηθελημένη συμπεριφορά, όπως είναι, για παράδειγμα, η επιλο-γή του ίδιου επαγγέλματος από πολλά άτομα ανεξάρτητα μεταξύ τους. Ιδιαίτε-ρα αυτά τα φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το μεθοδολογικό ατο-μισμό, αυστηρά μεθοδολογικά. Γιατί, ενώ αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική αλλαγή (για παράδειγμα, η επιλογή ίδιου ε-παγγέλματος προκαλεί αύξηση της ανεργίας ή το φαινόμενο του εθνικισμού ε-πιφέρει μετατόπιση ενός μέρους του εκλογικού σώματος), η αποτελεσματικότη-τα της υιοθετημένης αρχής διαπιστώνεται εκ των υστέρων. Δηλαδή η εμφάνιση του συλλογικού φαινομένου επιβεβαιώνει το μεγαλύτερο μέρος των παρατηρού-μενων ομοιόμορφων συμπεριφορών, αγνοώντας τον καθοριστικό ρόλο του δρώ-ντος ατόμου.

Απέναντι σε αυτή την προοπτική, μερικές ατομιστικές παρατηρήσεις είναι α-

ϊ 43

Page 139: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ναγκαίες για την ανάλυση και την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου που εμφανίζεται ως όλον.

- Κάθε δρων άτομο διαχειρίζεται καθημερινά αβεβαιότητες, ανταγωνισμούς και προσδοκίες που το καθιστούν ταυτόχρονα πηγή και δέκτη δυνατών ε-πηρεασμών. - Οι διάφορες επιταγές στις οποίες τα άτομα είναι υποχρεωμένα να προσαρ-μόζονται έχουν μια επίδραση μεταβλητή, γιατί ασκούνται σε διαφορετικούς ανθρώπους, των οποίων τα κίνητρα παραμένουν απροσδιόριστα και κυμαινό-μενα. Η εκπλήρωση, έτσι, της πράξης καθενός υπόκειται στην τύχη. Η εκτέ-λεσή της δε διεξάγεται με συμμετρικό και ομοιόμορφο τρόπο ούτε και πραγ-ματώνεται αναγκαστικά. Επομένως, το αποτέλεσμα της πράξης καθενός δεν μπορεί να παραχθεί καθ' ολοκληρίαν από αρχικούς όρους ίδιους για όλους. - Ακόμη και για μια δεδομένη δέσμη αλληλεπιδράσεων, όπως, για παρά-δειγμα, η αντίδραση του καταναλωτικού κοινού στην αύξηση της τιμής ενός αγαθού, η προτίμηση καθενός εκφράζεται συνήθως συγκριτικά και σχετικά. Με άλλα λόγια, η τροποποίηση και η προσαρμογή των ενεργειών του είναι περιορισμένη και διαβαθμισμένη. - Επειδή λοιπόν είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανορθολογικό να θέλου-με να αναζητήσουμε μια τέλεια ανάλυση βασισμένη σε μια καθολική αρχή, πρέπει να μάθουμε να συλλογιζόμαστε σχετικά (λογική του «περίπου») και όχι κατηγορηματικά (λογική του «όλα ή τίποτα»).

Πολλοί είναι οι θεωρητικοί, όπως ο Βέμπερ (Weber), ο Ζόμπαρτ (Sombart), ο Χάγιεκ (Hayek), ο Σουμπέτερ (Schumpeter) και ο Πιαζέ (Piaget), οι οποίοι υι-οθέτησαν και ανέπτυξαν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, για να κατανοήσουν κάθε κοινωνικό φαινόμενο, είτε αυτό ανήκει στην Οικονομία είτε στην Κοινω-νιολογία, στην Ψυχολογία ή στην Πολιτική Επιστήμη.

Η ορθότητα του επιχειρήματος του μεθοδολογικού ατομισμού έχει αμφι-σβητηθεί έντονα από πολλά και διαφορετικά θεωρητικά ρεύματα των Κοινωνι-κών Επιστημών. Προτάσσοντας την έννοια της κοινωνίας που καθορίζει τα ά-τομα, οι θιασώτες του Ντυρκέμ απορρίπτουν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγι-ση, θεωρώντας ότι το άτομο εκφράζει τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και οι μαρ-ξιστές δεν του αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο για την κατανόηση κάθε κοι-νωνικού φαινομένου. Αποδεχόμενοι ότι το άτομο είναι απλό μέρος των κοινω-νικών δομών, οι δομιστές αρνούνται να του αποδώσουν μια μεθοδολογική προ-τεραιότητα. Όλες αυτές οι αντιλήψεις προτάσσουν μια ολιστική θέση που δέχεται ότι η κοινωνία ως όλον είναι παραπάνω από τα μέλη της και γι' αυτό καθορίζει τους σκοπούς του ατόμου διαμορφώνοντας και την ατομική του συμπεριφορά.

144

Page 140: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

4.10. ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

Η διαλεκτική είναι ένας τρόπος σκέψης που συστηματοποιήθηκε σε φιλοσοφική στάση και αναπτύχθηκε ήδη από την Αρχαιότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της εί-ναι ότι παρατηρεί και ερευνά τον κόσμο ως ενιαίο σύνολο που βρίσκεται σε διαρ-κή κίνηση και εξέλιξη. Μελετά δηλαδή τις αλληλεξαρτήσεις των φαινομένων και την ανάπτυξή τους στη φύση και στην κοινωνία. Η βασικότερη θέση της διαλε-κτικής είναι ότι η κίνηση και η εξέλιξη δεν αποτελούν μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά μια διαδικασία που συντελείται μέσω αντιθέσεων, ρήξεων, αλμάτων, οπι-σθοδρομήσεων, ριζοσπαστικών αλλαγών.

Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης συνδέθηκε και με τις δύο κατευθύνσεις της φι-λοσοφικής παράδοσης: τον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Στην πρώτη περίπτωση, η διαλεκτική εκφράζεται ως εκδίπλωση και κίνηση του πνεύματος, της ιδέας, ενώ στη δεύτερη της ύλης. Και στις δύο περιπτώσεις διατηρείται ο χαρακτήρας της διαλεκτικής κίνησης, αναγνωρίζεται η αλληλεξάρτηση των φαινομένων και ανα-ζητούνται οι μεταξύ τους σχέσεις και οι νόμοι που τις διέπουν. Σε κάθε περίπτω-ση, η διαλεκτική θεωρείται γενική θεωρία της εξέλιξης.

Η υλιστική διαλεκτική προσδιορίζεται από τους εκφραστές της ως η επιστή-μη των γενικών νόμων της κίνησης και της εξέλιξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης. Εξετάζει δηλαδή τις γενικές αλληλουχίες και νομο-τέλειες κάθε εξέλιξης στη φύση, στην κοινωνία και στη σκέψη, βασιζόμενη στις γνώσεις και στα πορίσματα των επιμέρους επιστημών και αποτελώντας γενί-κευση τους. Θεωρεί την εξέλιξη ως αυτοκίνηση της ύλης, της οποίας η πηγή και η κινητήρια δύναμη βρίσκονται στην ίδια την ύλη, στις εσωτερικές της αντιθέ-σεις.

Ο ι νόμοι της δ ιαλεκτ ικής: Οι γενικοί νόμοι κίνησης και εξέλιξης του κό-σμου που αναγνωρίζει η διαλεκτική είναι οι εξής:

- ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων, - ο νόμος της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, και - ο νόμος της άρνησης της άρνησης.

Ο πρώτος νόμος βασίζεται στην αποδοχή ότι η γενική κίνηση της φύσης και της κοινωνίας καθορίζεται από τη συνύπαρξη και ταυτόχρονα τη διαπάλη δια-φορετικών στοιχείων που βρίσκονται στο εσωτερικό των φυσικών και των κοινω-νικών φαινομένων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τρόπος που παρου-σιάζεται η ανθρώπινη κοινωνία στα διάφορα στάδια της εξέλιξής της.

145

Page 141: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Στην κλασική αρχαιότητα, για παράδειγμα, η ιστορικοκοινωνική εξέλιξη καθορίζεται έχοντας ως βασική αντίθεση εκείνη μεταξύ δουλοκτητών και δού-λων, ενώ στην αστική κοινωνία η βασική αντίθεση αναπτύσσεται μεταξύ καπι-ταλιστών και εργατών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίθεση προϋποθέτει την αναγκαία ενότητα των αντιτιθέμενων μερών. Δηλαδή η ύπαρξη του ενός α-παιτεί αναγκαστικά την ύπαρξη του άλλου και αντιστρόφως. Δεν μπορούν, ας πούμε, να υπάρξουν καπιταλιστές δίχως εργάτες ούτε εργάτες δίχως καπιταλι-στές.

Ο δεύτερος νόμος αναφέρεται στην αλληλεξάρτηση της ποιότητας (της ορι-σμένης ιδιοσυστασίας ενός αντικειμένου) και της ποσότητας (του βαθμού ανά-πτυξής του). Οι αλλαγές ποσοτικού χαρακτήρα που λαμβάνουν χώρα στη φύση και στην κοινωνία σημειώνονται μέσα στα όρια μιας δεδομένης ποιότητας. Σ' έ-να ορισμένο σημείο, όμως, σι συνεχείς ποσοτικές αλλαγές οδηγούν στο ξαφνικό πέρασμα σε μια νέα ποιότητα. Διακόπτεται, δηλαδή, η ομαλή πορεία της εξέλι-ξης και επισυμβαίνει μια αλματώδης αλλαγή. Έτσι, για παράδειγμα, εξηγείται το φαινόμενο των κοινωνικών επαναστάσεων.

Ο τρίτος νόμος καλύπτει τη διαδικασία της διαλεκτικής άρνησης. Κατά τη δια-δικασία της εξέλιξης, δηλαδή, η ποιότητα που υπήρχε μέχρι τότε αναιρείται, ξε-περνιέται και εμφανίζεται μια νέα ποιότητα. Η παλιά ποιότητα, όμως, δεν κα-ταστρέφεται. Τα θετικά, τα γόνιμα στοιχεία της διατηρούνται στη νέα ποιότη-τα, σ' ένα νέο επίπεδο εξέλιξης. Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της κοι-νωνικής εξέλιξης, διάφορες μορφές του πολιτισμού, θεσμοί, επιστημονικές κα-τακτήσεις, στοιχεία της κοινωνικής ζωής διατηρούνται και συχνά ολοκληρώνο-νται, ως προς τις ουσιαστικές τους πλευρές, σε επόμενες βαθμίδες της κοινωνι-κής ζωής.

Η διαμόρφωση της διαλεκτικής μεθόδου: Η διαλεκτική μέθοδος εφαρ-μόζει κανόνες, οδηγίες, ερευνητικές διαδικασίες που προκύπτουν από τους νόμους της διαλεκτικής. Ό π ω ς διακηρύσσουν οι οπαδοί της, η διαλεκτική μέθοδος α-παιτεί: αντικειμενικότητα, καθολικότητα της ανάλυσης (προσοχή δηλαδή στην ο-λότητα των πολύπλευρων σχέσεων των πραγμάτων μεταξύ τους), ιστορική προ-σέγγιση των φαινομένων, αποκάλυψη των καθοριστικών τους αντιθέσεων.

Η εφαρμογή της διαλεκτικής μεθόδου στην Ιστορία και στην κοινωνία δια-τυπώνεται στη μαρξιστική παράδοση ως ιστορικός υλισμός. Αυτός εξετάζει την κοινωνία ως σύνολο, ερευνά τις σχέσεις, τις διαδικασίες, τις αλληλεξαρτήσεις των κοινωνικών φαινομένων και θεωρεί την εξέλιξη της κοινωνικής ζωής ανά-λογη με μια φυσικοϊστορική διαδικασία που καθορίζεται από αντικειμενικούς

146

Page 142: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

νόμους. Ο ιστορικός υλισμός αναγνωρίζει βέβαια ότι αυτοί οι κοινωνικοί νό-μοι αποτελούν συναρτήσεις της συνειδητής, σκόπιμης δραστηριότητας των αν-θρώπων. Το βασικό εξηγητικό σχήμα του ιστορικού υλισμού διατυπώθηκε ως σχέση της υλικής βάσης της κοινωνίας και του εποικοδομήματος. Ως υλική βά-ση θεωρούνται οι αναγκαίες σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι στην κοινωνική πα-ραγωγή της ζωής τους και που είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους και α-ντιστοιχούν σ' ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων (ανθρώπινη εργατική δύναμη, μέσα παραγωγής, τεχνολογία, οργά-νωση, κτλ.). Το εποικοδόμημα αποτελούν οι νομικοί, πολιτικοί θεσμοί, η γενική διανοητική πορεία της ζωής, οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης, κτλ. Η βάση και το εποικοδόμημα βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση αλληλεπηρεα-σμού, με καθοριστικότερη την επίδραση της πρώτης στο δεύτερο.

4.11. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ

Ο λειτουργισμός, ως μέθοδος ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, προέρχεται α-πό τη θεωρητική αντίληψη του 19ου αιώνα που παρομοίαζε την κοινωνία με ζω-ντανούς οργανισμούς και παρουσίαζε τα κοινωνικά φαινόμενα ως βιολογικά. Η α-ναλυτική του προσέγγιση εξετάζει διεξοδικά τη λειτουργία ανθρώπων και θεσμών και δεν ασχολείται με τη γέννηση και τη δημιουργία των κοινωνικών φαινομένων.

Η έννοια της λειτουργίας: Γενικά ο όρος «λειτουργία» σημαίνει το ρόλο που διαδραματίζει ένα όργανο μέσα σ' ένα σύστημα του οποίου τα μέρη είναι αλλη-λοεξαρτώμενα. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι μηχανικό, της φυσιολογίας ενός οργανισμού, γλωσσικό, κοινωνικό. Για παράδειγμα, η λειτουργία τιμονιού στο αυ-τοκίνητο, των πνευμόνων στον ανθρώπινο οργανισμό, του επιθέτου στο προσδιο-ρισμό του ουσιαστικού, του χρήματος στην κοινωνία. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η έννοια της λειτουργίας δείχνει το ρόλο ενός κοινωνικού θεσμού και τον τρόπο α-μοιβαίας επίδρασης που έχει με άλλους για τη διατήρηση του συστήματος (για παράδειγμα, η λειτουργία των κομμάτων μέσα στο σύστημα της δημοκρατικού πολιτεύματος). Ένας θεσμός μπορεί να έχει πολλές λειτουργίες (για παράδειγμα, το σχολείο κοινωνικοποιεί, εκπαιδεύει, επιλέγει), όπως, επίσης, μια λειτουργία μπορεί να πραγματοποιηθεί από πολλούς διαφορετικούς θεσμούς (για παράδειγ-μα, η κοινωνικοποίηση από το σχολείο, την οικογένεια ή τον αθλητικό σύλλογο).

Ο όρος «λειτουργία» απαντά, επίσης, στις Κοινωνικές Επιστήμες, για να δηλώ-σει το επάγγελμα, μια απασχόληση ή το σύνολο καθηκόντων με τα οποία είναι ε-

147

Page 143: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κουρτ Σβίτερς, «Κύκλοι», 1919.

πιφορτισμένος κάποιος εξαιτίας της θέ-σης του, για παράδειγμα, το λειτούργημα του παιδαγωγού, του δικαστή κτλ. Τέλος, στις Κοινωνικές Επιστήμες η έννοια της λειτουργίας συναντάται με τη μαθηματι-κή της σημασία. Στα μαθηματικά, με τον όρο «λειτουργία» εννοούμε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων στοιχείων κατά τέτοιο τρόπο που η αλ-λαγή του ενός προκαλεί τροποποίηση στο άλλο ή σ' όλα τα στοιχεία. Στις Κοινωνι-κές Επιστήμες, η μαθηματική σημασία επιτρέπει να εξηγήσουμε σιατιστικά διά-q>opa φαινόμενα. Μέσα από ανάλυση στοιχείων, για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε ότι η είσοδος στα πανεπιστήμια ε-ξαρτάται από την κοινωνική προέλευση των υποψηφίων. Δηλαδή οι κανόνες επι-τυχίας στο πανεπιστήμιο βρίσκονται σε συνάρτηση με την κοινωνική προέλευση.

Κλασικός λειχουργισμός: Θεμελιωτής του κλασικού λειτουργισμού θεω-ρείται ο Μαλινόφσκι (βλ. 3.5.1.). Η λειτουργιστική του προσέγγιση αντιτίθεται α-ποφασιστικά και σθεναρά στην εξελικτική και ατομιστική εξήγηση του πολιτι-σμικού φαινομένου, διακηρύσσοντας ότι κάθε κουλτούρα τακτοποιεί αρμονικά τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Τα αξιώματά του είναι τα ακόλουθα:

a) I I λειτουργία αναλύεται σε σχέση με το καθολικό σύστημα στο οποίο ανα-φέρεται.

β) Όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία εκπληρώνουν κοινωνικές λει-τουργίες και γι" αυτό τα στοιχεία είναι απαραίτητα για την κατανόηση του συ-στήματος.

Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι πρόκειται για μια σχηματοποίηση των θέσεων του λειτουργισμού.

Κριτική του κλασικού λειτουργισμού: Ο Μέρτον (Merton), ένας από τους κύριους εκπροσώπους του λειτουργισμού, δείχνει την αντίφαση αυτών των υπο-θέσεων με την πραγματικότητα ανανεώνοντας τη λειτουργιστική σκέψη.

148

Page 144: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

α) Κριτική της απόλυτης λειτονργιστικής ιδέας. Ένας θεσμός, για παράδειγμα, μπο-ρεί να είναι λειτουργικός για μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και όχι για όλες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λειτουργιστική εξήγηση της θρησκείας. Σί-γουρα η συνεκτική λειτουργία της θρησκείας είναι σημαντική, ιδιαίτερα σε κοινω-νίες που δε χρησιμοποιούν γραφή, ενώ σε άλλες μπορεί να έχει διαλυτικό ρόλο και οι διαμάχες να πάρουν βίαιες μορφές που κατακερματίζουν τη θεμελιακή συνοχή της κοινωνίας (καθολικοί - προτεστάντες - καλβινιστές). Αυτό σημαίνει ότι το λει-τουργιστικό μοντέλο δεν μπορεί να θεωρείται ότι εξηγεί απόλυτα την κοινωνία.

β) Κριτική στην αρχή της καθολικής θετικής σημασίας του λειτουργισμού. Ενα), σύμφωνα με τη κλασική αντίληψη, όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία έχουν πά-ντα μια θετική λειτουργία, για τον Μέρτον αυτή η θέση αγνοεί μια σειρά μη λει-τουργικών συνεπειών με μεγάλη πρακτική και θεωρητική σημασία. Το παρά-δειγμα που αναφέρει είναι η διατήρηση των κουμπιών στα μανίκια των ευρω-παϊκών ανδρικών σακακιών, τα οποία, ενώ δε χρησιμεύουν σε τίποτα, διατηρούν τη συνέχεια με την παράδοση μιας άλλης εποχής. Αυτό σημαίνει ότι κάθε στοι-χείο μπορεί να έχει λειτουργίες, αλλά ο κοινωνικός επιστήμονας δεν μπορεί να αποφαίνεται ότι είναι λειτουργιστικό.

γ) Κριτική του αξιώματος της αναγκαιότητας. Για τον κλασικό λειτουργισμό, κάθε πί-στη, κάθε συνήθεια, κάθε υλικό αντικείμενο εκπληρώνει μια βασική λειτουργία α-παραίτητη σε μια οργανική ολότητα. Είναι όμως η λειτουργία απαραίτητη ή το στοιχείο που εκπληρώνει τη λειτουργία ή και τα δύο; Είναι η λειτουργία του φαι-νομένου της θρησκείας απαραίτητη ή ορισμένες τελετουργίες της θρησκείας που εκπληρώνουν τις θρησκευτικές λειτουργίες; Η πραγματικότητα μας δείχνει, σύμ-φωνα με τον Μέρτον, ότι οι ανθρώπινες και οι κοινωνικές ανάγκες μπορούν να ι-κανοποιηθούν με διάφορους τρόπους. Ένας και μόνο θεσμός μπορεί να καλύψει πολλές λειτουργίες, όπως μία και μόνη λειτουργία μπορεί να επιτελείται από πολ-λούς θεσμούς, για παράδειγμα η κοινωνικοποίηση, όπως είδαμε. Απέναντι λοιπόν στην λειτουργιστική αναγκαιότητα ο Μέρτον προτείνει τα λειτουργικά υποκατά-στατα, όπως συμβαίνει με ορισμένες πρακτικές συνταγές ιατρικής φύσης που στη σύγχρονη κοινωνία υποκαταστάθηκαν, για παράδειγμα, από την ομοιοπαθητική.

Ρητές και άδηλες λειτουργίες: Για να τεκμηριώσει ο Μέρτον την ουδετερότη-τα της λειτουργικής μεθόδου εισάγει δύο νέες έννοιες, τη ρητή και την άδηλη λει-τουργία. Σκοπός της διάκρισης είναι να αποφευχθεί κάθε σύγχυση μεταξύ συνει-δητών κινήτρων μιας κοινωνικής συμπεριφοράς και αντικειμενικών συνεπειών. Οιρψές λειτουργίες είναι οι εκούσιες συμπεριφορές από τους συμμετέχοντες στο κοι-νωνικό σύστημα και αποβλέπουν στη συνοχή του, ενώ οι άδηλες είναι ακούσιες,

149

Page 145: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μονολότι συμβάλλουν και αυτές στη συνοχή της κοι-νωνίας. Ο στόχος αυτής της διάκρισης, δηλαδή η χρησιμότητά της στην έ-ρευνα, είναι να επιτρέψει την ορθολογική ανάλυση πρακτικών οι οποίες δια-φορετικά θα εμφανίζο-νταν ως ανορθολογικές (για παράδειγμα, οι λιτα-νείες που αποσκοπούν στην έλευση βροχής). Η ρητή λειτουργία της λιτα-νείας δεν εκπληρώνεται ε-πειδή ένα τέτοιο φαινόμε-νο ανήκει στη Μετεωρο-

λογία και όχι στις Κοινωνικές Επιστήμες. Για τον κοινωνικό επιστήμονα, εκείνο που έχει σημασία είναι η άδηλη λειτουργία που έχει η τελετουργία που μελετά. Με άλλα λόγια, αυτή η πρακτική έχει την άδηλη αλλά αντικειμενική λειτουργία να εν-δυναμώσει τη συνοχή μιας ομάδας δίνοντας τη δυνατότητα στα μέλη της να συ-γκεντρωθούν ορισμένες χρονικές στιγμές. Η διάκριση αυτή εμπλουτίζει την κοι-νωνική παρατήρηση και ανάλυση, αλλά κατ' ουσίαν παραμένει ένα περιορισμέ-νο επίπεδο εξήγησης, γιατί δεν εξηγεί τη μεταβολή, δεν αναφέρεται δηλαδή στο πώς τα πράγματα αλλάζουν.

MM* uHuiittl ^ ρι4φ,»,*)ΙΙΜ·

uaprtuntrten. T-l f> m

Μαξ Ερνστ, «Είναι το καπέλο που κάνει τον άνθρωπο», 1920.

4.12. ΔΟΜΙΣΜΟΣ

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πιαζέ, ο δομισμός είναι μέθοδος και όχι δόγμα. Με τη λέξη «μέθοδος» εννοούμε εδώ τον τρόπο προσέγγισης και σύλληψης των προβλημάτων. Ως γόνιμη μεθοδολογική ανάλυση εμφανίστηκε στη γλωσσολο-γία: οι ήχοι (τα φωνήματα) δεν έχουν νόημα, αλλά ο συνδυασμός τους, η διαρ-ρύθμισή τους, η αλληλεξάρτησή τους -δηλαδή η δομή της γλώσσας- τους δίνει ένα νόημα [για παράδειγμα, τα φωνήματα (ήχος) δ-ε-ν-τ-ρ-ο, όταν προφερθούν το καθένα ξεχωριστά, δεν έχουν νόημα, αλλά η γλώσσα τα διαρρυθμίζει και τα διαρθρώνει σε ενιαίο σύνολο, τη λέξη «δέντρο», που έχει νόημα].

150

Page 146: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η ιδέα της δομής: Μια δομή είναι ένα σύστημα που σχηματίζει ένα όλον του οποίου τα μέρη είναι αλληλεξαρτώμενα. Το όλον μπορεί να είναι υλικό, για πα-ράδειγμα το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να είναι άυλο, όπως η δομή του λόγου του τάδε πολιτικού, όπως η δομή του κράτους, κοινωνικό, όπως η δομή της οικογέ-νειας, κτλ. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου ση-μαίνει ότι οι μελέτες και οι έρευνες εξετάζουν και αναλύουν το αντικείμενο τους αναφερόμενες στη δομή του, στην οργάνωση όπου βρίσκεται και, τέλος, στο δι-ευρυμένο σύστημα όπου εντάσσεται. Η ιδέα της δομής περιέχει λοιπόν πολλά συνοίνυμα, όπως οργάνωση, σύστημα, σχέσεις, κτλ., που της προσδίδουν αμφι-λεγόμενο περιεχόμενο. Η άρση του διφορούμενου επιβάλλει το διττό προσδιο-ρισμό του όρου «δομή».

Καταρχάς η λέξη «δομή» εκλαμβάνει το μελετώμενο αντικείμενο ως σύστη-μα. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης αναδεικνύει και απαριθμεί τον κύριο και γε-νικό δομικό χαρακτήρα του συστήματος, αφού πρώτα το διακρίνει από άλλα, για παράδειγμα δομημένες ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένους στόχους και ομάδες ανθρώπων με χαλαρή συνοχή και γενικούς στόχους. Έτσι, εδώ με τον όρο «δομή» εννοούμε ένα διαμορφωμένο σύνολο, σχηματισμένο σε ολότητα, του οποίου τα στοιχεία συγκρότησης υπογραμμίζουν το συστημικό του χαρα-κτήρα. Στη συνέχεια το πρόβλημα είναι να καθοριστεί η δομή, δηλαδή να α-ναδειχτεί η λογική που τη διέπει. Ό τ α ν ο Λεβί Στρως στην Ανθρωπολογία και οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «δομή» για να μελετήσουν διαφορετικά φαινόμενα, όπως η συγγένεια, ή τις αναλύσεις παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κοι-νά στοιχεία μεταξύ των διαφορετικών δομών. Το κοινό είναι η συγκρότηση της λογικής της δομής πέρα από τα εμφανή και παρατηρήσιμα στοιχεία που τη χα-ρακτηρίζουν. Μια δομή είναι κατ' ουσίαν η θεωρία ενός συστήματος ανεξάρ-τητα από το συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς, που μπορεί να είναι διαφο-ρετικό (η συγγένεια, για παράδειγμα, στις αρχαϊκές κοινωνίες ή ο πληθυσμός σε άλλες).

Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι η δομική μέθοδος είναι η μελέτη του συστηματικού και καθολικού χαρακτήρα ενός αντικειμένου. Αυτή όμως η προοπτική της μεθόδου είναι γενική και πρόδηλη και μπορεί να είραρμόζεται σε πολλούς τομείς. Όλος ο κόσμος, για παράδειγμα, αποδέχεται ότι η Γλωσσολογία, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη με-λετούν «συστήματα», χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο και συ-γκεκριμένο. Αν όμως ορίσουμε ως μέθοδο το σύνολο των σταθερών διαδικα-σιών το οποίο επιτρέπει την απαίτηση επαληθεύσιμης γνώσης για τη μελέτη κά-

151

Page 147: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

θε αντικειμένου και την εξήγηση της αμοιβαίας επίδρασης των στοι-χείων που το συγκροτούν, τότε δύ-σκολα μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια μέθοδος υπάρχει.

Οι έρευνες στην Ανθρωπολογία ή στην Οικονομία έχουν σημειώσει σίγουρα αξιόλογη πρόοδο , αλλά πρόκειται για εφαρμογή άλλων ε-πιστημονικών μοντέλων και ταυτό-χρονη τελειοποίηση των μεθόδων παρατήρησης . Δεν υπάρχει όμως βασική μέθοδος με την έννοια που χρησιμοποιούμε την πειραματική μέθοδο, αλλά δομικές έρευνες που ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη ο-ρισμένων τομέων.

α. Γλωσσολογία. Ο γλωσσικός δο-μισμός μελετά τις γλώσσες σε μια δε-δομένη στιγμή της ανάπτυξής τους σαν ένα όλον του οποίου τα συστατι-κά στοιχεία είναι αλληλοεξαρτώμε-να. Ως μέθοδος ανάλυσης, ο γλωσ-σικός δομισμός χρησιμοποιήθηκε α-πό τον Σωσσύρ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ιστορία μιας λέξης δεν μπορεί να εξηγήσει τη ση-μασία της. Αντίθετα, η σημασία της λέξης εξαρτάται από το γενικό σύ-

στημα της γλώσσας, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το περιβάλλον της εποχής του (συγχρονία).

β. Ανθρωπολογία. Η Ανθρωπολογία ερευνά τά φυσικά χαρακτηριστικά των λα-ών, μελετά τους θεσμούς και τους πολιτισμούς διάφορων εθνών, συνθέτοντας ταυ-τόχρονα μια γενική θεωρία εξήγησής τους (Εθνολογία). Κατά τον Λεβί-Στρως, η Εθνολογία εκφράζει περισσότερο την ιδέα μιας μεθόδου και όχι μια πραγματι-κότητα, γιατί, στηριγμένη στην άμεση παρατήρηση, τείνει πάντα να δώσει μια ε-ξήγηση των κοινωνικών φαινομένων.

Β. Καντίνσκι, «Μαλακωμένη Κατασκευή», 1927, «Το περιεχόμενο δεν είναι παρά το σΰνολο

οργανωμένων τάσεων».

152

Page 148: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σε πρακτικό επίπεδο λοιπόν, η δομική ανάλυση ως μέθοδος αναπτύχθηκε α-πό τους εθνολόγους γιατί έπρεπε να οργανώσουν συστηματικά πολλές και δια-φορετικής φΰσης πληροφορίες. Έπρεπε δηλαδή να βρουν κοινές κατηγορίες για να μπορέσουν να συγκρίνουν, να ταξινομήσουν και να ιεραρχήσουν τις πληρο-φορίες για τη μελέτη της κοινωνίας. Σε θεωρητικό επίπεδο, το περιεχόμενο της δομικής ανάλυσης προέρχεται από τον Σπένσερ, που όρισε τα όρια μεταξύ δο-μής και λειτουργίας ενός κοινωνικού οργανισμού. Στη διαμόρφωση όμως του πε-ριεχομένου του όρου «δομή» συνεισέφεραν πολλοί στοχαστές, από τον Μοντε-σκιέ και τον Ντυρκέμ ως το μαρξισμό και τη θεωρία Gestalt (θεωρία της μορφής). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι, στο σύνολο πολλαπλών κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία, μια δεδομένη χρονική στιγμή συνιστά την ιδέα της δομής, η οποία ορίζεται πλέον από την εσωτερική της συνάφεια και από τη διατήρησή της στο χρόνο. Για τον Λεβί-Στρως, όμως, η έννοια της δομής περιέχει καθορισμένες ι-διότητες, των οποίων ο συνδυασμός και η μετατροπή επιτρέπουν να περάσουμε από το ένα σύστημα στο άλλο, από τις αρχαϊκές κοινωνίες στις σύγχρονες κοι-νωνίες, και να κατανοήσουμε τις σχέσεις τους. Η δυνατότητα της δομικής ανά-λυσης της μεθόδου είναι ακριβώς ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε ένα σύστημα σχέσεων και να συγκρίνουμε πολλές κοινωνίες μεταξύ τους.

γ. Ψυχολογία. Η έννοια της δομής στην Ψυχολογία χρησιμοποιήθηκε από τους Αμερικανούς σε αντίθεση με την Αναλυτική Ψυχολογία. Η δομή είναι μια σύνθετη ενότητα όπου τα μέρη και οι επιμέρους διαδικασίες εξαρτώνται από το όλον, το ο-ποίο προηγείται των μερών. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο δομισμός συνιστά μια αντίδραση απέναντι στον ψυχολογικό ατομισμό, προσανατολίζοντας πλέον την έρευνα στις διαπροσωπικές σχέσεις και επικοινωνίες. Στη Κοινωνική Ψυχολογία, η έννοια της δομής μοιάζει με εκείνη της ολότητας και χρησιμοποιείται στη μελέτη των κοινω-νικών παραγόντων επίδρασης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η οικογένεια, ο επαγγελματικός χώρος, οι θεσμοί, οι κανόνες, οι αξίες πολιτισμών και τα πολιτικά πλαίσια δημιουργούν τά-ξεις σχέσεων που έχουν καθοριστική καθημερινή επίδραση στη δράση των αν-θρώπων.

δ. Οικονομία. Η Οικονομία είναι η επιστήμη των ορθολογικής διαχείρισης των αγαθών με σκοπό την απόκτηση της καλύτερης και μέγιστης απόδοσής τους. Το γεγονός όμως ότι υπάρχουν, για παράδειγμα, (ραινόμενα κρίσης στη διαχείριση των αγαθών ή τάσεις ρύθμισης της κρίσης δηλώνει ότι η λειτουργία της οικονο-μίας είναι συνδεδεμένη με εκείνη της δομής.

Η έννοια της δομής χρησιμεύει λοιπόν τόσο για να προσδιορίσει τη λογική των σχέσεων της οικονομικής δραστηριότητας μια δεδομένη στιγμή όσο και το φαι-

153

Page 149: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

νόμενο της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, και η έννοια της δομής βοηθά να προσ-διοριστεί η στατική έκφραση της οικονομίας μιας χώρας, γιατί δείχνει τις σχέ-σεις που χαρακτηρίζουν ένα οικονομικό σύνολο σε προσδιορισμένο χρόνο (για παράδειγμα, η οικονομία μιας χώρας το 1999). Αντίθετα, όταν εξετάζεται ο ρυθ-μός ανάπτυξης, η έννοια της δομής εκφράζει τα στοιχεία ενός οικονομικού συ-νόλου που δεν είναι σταθερά αλλά αλλάζουν σε σχέση με άλλα, όπως είναι, ας πού-με οι κρατικές ή οι ξένες επενδύσεις. Η δομή παρουσιάζει λοιπόν τη σταθερή βά-ση της οικονομίας, ενώ το μεταβλητό, δηλαδή η εισροή ξένων κεφαλαίων, εκ-φράζει τη συγκυρία, δηλαδή αυτό που αλλάζει.

ε. Κοινωνιολογία. Ο δομισμός στην Κοινωνιολογία είχε ευρεία εφαρμογή ανε-ξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται συνειδητά ή όχι ο όρος «δομή». Η τάση των κοι-νωνιολόγων να απαλλαγούν από τα παραδοσιακά σχήματα ερμηνείας μεταξύ τά-ξης και προόδου, στατικού και δυναμικού, θεσμών και οργάνωσης οδήγησαν τους κοινωνιολόγους στην έννοια της κοινωνικής δομής. Κάθε κοινωνική δομή, είτε εί-ναι συγκεκριμένη (για παράδειγμα, δομή μιας ομάδας) είτε είναι καθολική (για πα-ράδειγμα, η δομή μιας κοινωνίας), εκφράζει μια ισορροπία των στοιχείων που τη συγκροτούν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η κοινωνική δομή ανανεώνεται συ-νεχώς, σε συνάρτηση πάντα με την πολυπλοκότητα των ιεραρχιών του συνολικού κοι-νωνικού φαινομένου το οποίο έχει χαρακτήρα μακρο-κοινωνιολογικό (δηλαδή με-λέτη ενός κοινωνικού φαινομένου σε μεγάλη χρονική διάρκεια), ενώ η συγκεκριμένη δομή δεν παρουσιάζει παρά μία όψη του. Η ισορροπία των πολλαπλών ιεραρχιών εδραιώνεται πάνω σ ένα συνδυασμό σχέσεων που εξαρτώνται από σημεία, σύμβο-λα, κοινωνικούς ρόλους, αξίες, ιδέες που διέπουν αυτές τις δομές. Παρόλο λοιπόν που στην Εθνολογία η δομή είναι ένα σύνολο σταθερών και αμετάβλητων σχέσεων (αφηρημένη κατασκευή) που κατασκευάστηκε για να μελετηθεί ένα κοινωνικό φαι-νόμενο, στην Κοινωνιολογία η δομή είναι μια σταθερά που εκφράζει την εύθραυ-στη ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων σε μια συνεχή κίνηση, η οποία όμως τροπο-ποιείται για να διατηρηθεί η γενική ισορροπία του κοινωνικού συστήματος. Οι ε-πιμέρους δομές ελέγχονται από τη γενική δομή του κοινωνικού συστήματος.

Ο τρόπος λοιπόν που χρησιμοποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες την έννοια της δομής δείχνει ότι, κατά μία άποψη, υπάρχουν «δομισμοί» που αντιτίθενται. Τα συ-στήματα συγγένειας και οι κανόνες του γάμου μπορούν να αναλυθούν σύμφωνα με τις αρχές του γλωσσικού δομισμού και να μεταφερθούν ως μοντέλο για την α-νάλυση και άλλων κοινωνικών δομών. Όμως μια ομάδα, μια κοινωνία, ένας θεσμός, ένα οικονομικό σύστημα περιέχουν κοινωνικά γεγονότα που δύσκολα καθορίζο-νται και προσδιορίζονται. Η πρόσληψη της κοινωνίας γίνεται κατά τρόπο απο-σπασματικό, επειδή τα κοινωνικά φαινόμενα αλλάζουν στο χώρο και στο χρόνο,

154

Page 150: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ενώ η δομή της γλώσσας θέτει πάντα τα ίδια προβλήματα. Ακόμη, η προσέγγιση μπορεί να είναι διαφορετική ανάμεσα στον κοινωνιολόγο και στον οικονομολόγο. Ο οικονομολόγος, όπως και ο κοινωνιολόγος, διερευνά ανθρώπινες σχέσεις, αλλά σχέσεις που αναφέρονται σε πράγματα. Οι ανθρώπινες συμπεριφορές που ενδια-φέρουν τον οικονομολόγο είναι μόνο οι ορθολογικές, γι' αυτό και η ανάλυση του οικονομολόγου είναι περισσότερο ποσοτική και η ουσία της δομής στατική, επει-δή μελετά τους σταθερούς παράγοντες μεταβλητών παραμέτρων. Αντίθετα, ο κοι-νωνιολόγος μελετά ανθρώπινες συμπεριφορές που μπορούν να εξαρτώνται από αν-θρώπινα συναισθήματα που αναφέρονται σε διαφορετικές αξίες και ιδέες.

Όμως, παρ' όλες τις αμφισημίες και τις διαφορετικές αντιλήψεις και τον τρό-πο χρησιμοποίησής τους, η έννοια της δομής εκφράζει την κοινή μεθοδολογική ενασχόληση σ' όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο δομισμός είναι το μεθοδολογι-κό και επιστημολογικό σημείο σύγκλισης για την ανάλυση των κοινωνικών κρι-τηρίων που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

4.13. ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Με βάση τις έννοιες της λειτουργίας και της δομής, οι Κοινωνικές Επιστήμες άρ-χισαν προοδευτικά να 0iapopqxovouv, όπως και οι Φυσικές Επκπήμες, την ιδέα του συστήματος ως εργαλείου εξήγησης και ανάλυσης της κοινωνίας. Η συστημι-κή ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες έχει σκοπό να κατασκευάσει ένα θεωρητι-κό μοντέλο για την ανάλυση του κοινωνικού-πολιτιστικού συστήματος και στη συνέχεια να ορίσει τις ομοιότητες και τις διαφορές με άλλους τύπους συστημά-των. Η έννοια του συστήματος όμως στις Κοινωνικές Επιστήμες δεν ορίζεται με την ίδια αυστηρότητα όπως στις Φυσικές Επιστήμες, εξαιτίας του γεγονότος ότι απαντούν διαφορετικοί ορισμοί. Έτσι, διακρίνουμε δύο γενικές τάσεις που προ-σανατολίζουν τη συστηματική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες: τη δομο-λει-τουργική και την κυβερνητική.

Δομο-λειτουργισμός: Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Τ. Πάρσονς(Τ. Parsons) επεξεργάστηκε μια θεωρία για να αναλύσει το γενικό σύστημα δράσης της αν-θρώπινης συμπεριφοράς. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη δρά-ση είναι συνάρτηση των παραγόντων του ανθρώπου ως υποκειμένου και των σχέ-σεών του με τους άλλους. Για τη συστηματική ανάλυση της δράσης του υποκει-μένου ο Πάρσονς διαιρεί το γενικό σύστημα αναφοράς του σε τέσσερα υποσυ-στήματα: το βιολογικό, το ψυχικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό.

155

Page 151: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Τα τρία πρώτα υποσυστήματα εκφράζουν τη διαντίδραση μεταξύ των δρώντων υποκειμένων. Το τελευταίο δίνει νόημα στους κανόνες ως αξίες, ως ιδεολογίες, ως ήθη κτλ. που ρυθμίζουν τη δράση και τις σχέσεις των δρώντων υποκείμενων. Η συγκεκριμένη πράξη του δρώντος είναι αποτέλεσμα συνδυασμοΰ των δυνάμε-ων που προέρχονται και από τα τέσσερα υποσυστήματα. Οι δε επιστήμες του αν-θρώπου, για παράδειγμα, Βιολογία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, δε μελετούν πα-ρά το συγκεκριμένο τομέα του υποσυστήματος. Οι σχέσεις τ(ον υποσυστημάτων δεν είναι ισότιμες μέσα στο κοινωνικό σύστημα, αλλά ιεραρχημένες: το πολιτι-σμικό, που εμπεριέχει περισσότερη πληροφορία, βρίσκεται στην κορυφή, ενώ το βιολογικό, πλοΰοιο σε ενέργεια, στο κάτω μέρος της διαβάθμισης.

Οι θεσμοί της κοινωνικής οργάνωσης περιλαμβάνουν συνδυασμένα τα υπο-συσιήματα του πολιτισμικού και του κοινωνικού, τα οποία, διαμέσου των κοινο)ν πολιτισμικών στοιχείων, όπως αξίες, σύμβολα κανόνες, πράξεις, καθορίζουν την κοινωνική δράση του υποκειμένου. Ο θεσμός της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, δημιουργεί ρόλους που αναφέρονται σε έναν ορισμένο τρόπο δράσης και ενέρ-γειας του εκπαιδευτικού που έχει παγιωθεί σε κανόνες. Για τον Πάρσονς, οι δρα-στηριότητες αυτές βασίζονται στο γενικό πλαίσιο αναφοράς που είναι το σύστη-μα και στην κατανόηση της δομής τους.

Η δομή. Στο έργο του για τη δομή της κοινωνικής δράσης, ο Πάρσονς διακρίνει τέσσερις αναλυτικές έννοιες -λειτουργικά προαπαιτούμενα- που είναι σταθερές και συγκροτούν τη δομή του συστήματος: το ρόλο, την κοινότητα, τους κανόνες και τις αξίες. Ο ρόλος αναφέρεται στις δραστηριότητες του ατόμου μέσα στην κοινωνία, όπως, για παράδειγμα, δικαστής, δήμαρχος, εκπαιδευτικός. Είναι αυτονόητο ό-τι ο ρόλος δεν περιορίζεται μόνο στην επαγγελματική διάσταση της θέσης που κατέχει το άτομο, αλλά το περιεχόμενο του είναι διευρυμένο και περιλαμβάνει τη θέση του μέσα στην οικογένεια Γ] στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, όπως για παράδειγμα, μητέρα, μέλος αθλητικού συλλόγου. Το δεύτερο στοιχείο λοιπόν της συγκρότησης της δομής έχει σχέση με την έννοια της κοινότητας και έχει ως ανα-φορά τις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, όπως, για παράδειγμα, οικογένεια, α-θλητικά σωματεία, πολιτικά κόμματα. Οι κανόνες και οι αξίες διέπουν τη συνοχή και την ενότητα του κοινωνικού συστήματος και αναφέρονται ταυτόχρονα στο πολιτισμικό και κοινωνικό υποσύστημα και τείνουν να εκφράσουν τους καθολι-κούς κανόνες και τις αξιακές τάσεις που χαρακτηρίζουν τις κοινές δρασιηριότη-τες των ανθρώπων.

Η λειτουργία. Η δομή προϋποθέτει πάντα μια σταθερή και σχεδόν αμετά-βλητη διαδικασία, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία ποτέ δεν είναι σταθερή· μεταβάλλεται. Επομένως, η έννοια της λειτουργίας εκφράζει το δυνα-

156

Page 152: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μικό στοιχείο του συστήματος, γιατί εξασφαλίζει την ισορροπία του. Και το κοι-νωνικό σύστημα αντιδρά όταν υπάρχουν παράγοντες που απειλούν την ισορρο-πία του, ώστε να την επαναφέρει.

Κατ' αναλογία λοιπόν προς την έννοια της δομής, ο Πάρσονς διακρίνει τέσ-σερις βασικές λειτουργίες για την αντιμετώπιση και τη ρύθμιση των προβλημά-των του συστήματος, επειδή η ισορροπία ενός κοινωνικού συστήματος είναι δια-φορετικής φύσης από την ισορροπία μιας καρέκλας ή ενός σπιτιού. Η πρώτη λειτουργία είναι της ολοκλήρωσης και μπορεί να παρομοιαστεί με την αρχή της α-δράνειας, επειδή στο εσωτερικό του συστήματος δε συμβαίνει τίποτα που να τα-ράξει την ισορροπία του. Η δεύτερη είναι η λειτουργία της ενσωμάτωσης, η οποία συντονίζει και εναρμονίζει τα στοιχεία του συστήματος. Το πρόβλημα εδώ εντο-πίζεται στη διακήρυξη αλληλεγγύης των στοιχείων του συστήματος, ώστε να ε-ξασφαλιστεί η λειτουργία του. Η τρίτη λειτουργία είναι συνδυασμένη με την ε-πίτευξη στόχων σύμφωνα με τα κατεστημένα πρότυπα του συστήματος. Η τέταρ-τη είναι συνάρτηση της προηγούμενης και αναφέρεται σε προβλήματα προσαρμο-γής και κατ' ουσίαν η λειτουργία αυτή συνίσταται στις δραστηριότητες και στις διαδικασίες που σχετίζονται άμεσα με την υλοποίηση στόχων.

Ο Πάρσονς λοιπόν στη συστημική ανάλυση συμπεραίνει ότι υπάρχει μια ιε-ραρχία και τάξη των αναλυτικών κατηγοριών που συνθέτουν το σύστημα. Το ψυ-χολογικό σύστημα ελέγχει το οργανικό, και το κοινωνικό, ελέγχονιας το ψυχολογι-κό, ελέγχεται από το πολιτισμικό που οργανώνει. Ταυτόχρονα ο Πάρσονς έδινε πο-λύ μεγάλη σημασία στην ισορροπία του συστήματος, παραβλέποντας έτσι την έν-νοια της αλλαγής, επειδή ακριβώς η φυσική τάση του συστήματος είναι η διατήρη-σή του. Η στάση αυτή όμως έγινε αντικείμενο κριτικής, γι' αυτό θέλησε να ενσω-ματώσει στη θεωρία του την έννοια της αλλαγής, με δομικές όμως προϋποθέσεις. Καταρχήν λοιπόν δέχεται ότι υπάρχει η μακροπρόθεσμη εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν ο τεμαχισμός των κοινωνικών ομάδων με την εμφάνιση νέων και ο λειτουργικός επαναπροσδιορισμός από κάποιες ομάδες των αξιών και των κανόνων τους. Ο Πάρσονς διακρίνει, επίσης, τη βραχυ-πρόθεσμη εξέλιξη που περιλαμβάνει δύο τύπους αλλαγής: πρώτον, την αλλαγή ι-σορροπίας των υποσυστημάτων χωρίς να διαταράσσεται η γενική ισορροπία του συ-στήματος (πρόκειται δηλαδή για μια αλλαγή ισορροπίας που προσαρμόζει τις ε-πιμέρους αλλαγές στην ισορροπία του συστήματος)· και, δεύτερον, την αλλαγή της δομής που είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης εντάσεων και αμφισβητήσεων και α-φορούν τη φύση του συστήματος. Η αλλαγή αυτή τροποποιεί το περιεχόμενο των κανόνων των αξιών του πολιτιστικού υποσυστήματος και απειλεί τη λειτουργία της κανονιστικής σταθερότητας του συστήματος ή την προσαρμογή του στις νέες αξίες.

157

Page 153: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Βέβαια ο Πάρσονς δε δέχεται άτι η δομή είναι ανοιχτή και υπόκειται σε συ-νεχείς αλλαγές και ανανεώσεις. Η θεωρία έτσι εκλαμβάνεται ως συντηρητική, γιατί πρόκειται για την ιδεολογία μίας κοινωνίας που δικαιολογεί την κατεστη-μένη ισορροπία της.

Κυβερνητική: Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η κυβερνητική εξομοιώνει το πολιτικό σύστημα μ' ένα κυβερνητικό σύστημα ελέγχου. Κύριος εκπρόσωπος αυ-τής της μεθόδου είναι ο Αμερικανός Δ. Ήστον (Easton). Η ανάλυσή του καταρ-χάς έρχεται σε αντίθεση με εκείνη του Πάρσονς, γιατί δε λαμβάνει υπόψη την έν-νοια της ισορροπίας, συμφωνεί όμως μαζί του ως προς το σκοπό, γιατί, και για τον Ήστον, το κύριο πρόβλημα είναι η διατήρηση του πολιτικού συστήματος με δεδομένη την έννοια της αλ\αγής.

Ο Ήστον θεωρεί το πολιτικό σύστημα ένα «μαύρο κουτί» και πιστεύει ότι ε-κείνο που έχει σημασία είναι οι σχέσεις του συστήματος με το περιβάλλον του και όχι με το περιεχόμενο του. Το περιβάλλον περιλαμβάνει τα μη πολιτικά συστή-ματα, τα οποία όμως συγκροτούν την κοινωνία γενικά αλλά και το πολιτικό σύ-στημα. Αυτά είναι το οικολογικό, το βιολογικό, το ψυχολογικό, το κοινωνικό σύ-στημα, όπίος επίσης και τα συστήματα που είναι έξω από την κοινωνία, για πα-ράδειγμα διεθνή οικολογικά συστήματα.

Ο Ήστον συγκρίνει, επίσης, το πολιτικό σύστημα με το οικονομικό σύστημα και αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μια οικονομική μηχανή. Ό π ω ς λοιπόν υ-πάρχει αυτό που εισέρχεται στη μηχανή (... εισροές), υπάρχει και αυτό που ε-ξέρχεται (... εκροές). Υπάρχει λοιπόν αυτό που τροφοδοτεί το σύστημα και αυτό που το σύστημα παράγει.

Εισροές: Ο Ήστον διακρίνει δύο τύπους εισροών: τις απαιτήσεις και τα στηρίγματα. Οι απαιτήσεις: Οι διεκδικήσεις μιας ομάδας ανθρώπ(ον από το σύστημα για

να τους χορηγήσει πράγματα αξίας καλούνται απαιτήσεις, για παράδειγμα διεκ-δικήσεις εργαζομένων για αύξηση του κατώτατου μισθού, διεκδικήσεις μαθητών για βελτίωση της ποιότητας σπουδών, κτλ. Στην αρχή λοιπόν υπάρχει η λει-τουργία έκφρασης και διατύπωσης των απαιτήσεων που απευθύνεται στο πολι-τικό σύστημα από τις ομάδες πίεσης. Στη συνέχεια η λειτουργία ρύθμισης των απαιτήσεων διαμέσου του διαλόγου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ή τα επικρατούντα έθιμα, ώστε να μην υπερφορτωθεί και καταρρεύσει το σύστημα από τις πολλές απαιτήσεις. Από τη μια πλευρά, ο διάλογος αναδεικνύει τη ρύθ-μιση των απαιτήσεων σύμ4χονα με τις αξίες, τους κανόνες και τις πεποιθήσεις που δείχνουν τα όρια του συστήματος για ικανοποίηση ή απαγόρευση των α-παιτήσεων. Από την άλλη, ο διάλογος αναδεικνύει, επίσης, το ρόλο των δομικών

158

Page 154: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

παραγόντων του πολιτικού συστήματος, οι οποίοι είναι αρμόδιοι να συζητήσουν ώστε να μεταφέρουν τις απαιτήσεις διυλίζοντας και ελέγχοντας το μέγεθος και το περιεχόμενο τους. Τέτοιοι δομικοί παράγοντες είναι, για παράδειγμα, οι βου-λευτές, τα πολιτικά κόμματα, οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες του πολιτικού συστήματος. Τέλος, είναι η λειτουργία λήψης αποφάσεων για τη ρύθμιση των απαιτήσεων και η εκτέλεσή τους διαμέσου των κατάλληλων οργάνων του πολι-τικού συστήματος.

Τα στηρίγματα: Παράλληλα με τις απαιτήσεις, που αποβλέπουν στην απο-δυνάμωση του συστήματος, υπάρχει ένας άλλος τύπος εισροών, τα στηρίγματα, τα οποία σκοπό έχουν την ενδυνάμωσή του. Η ιδέα του στηρίγματος περιέχει τις στάσεις και τις συμπεριφορές που ευνοούν τη διατήρηση του συστήματος. Σύμ-φωνα με τον Ήστον, τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη σταθερή δομή του συ-στήματος είναι τρία:

α) η κοινότητα, που περιλαμβάνει όλα τα μέλη του συστήματος και τα συνδέ-ει συνεκτικά, όπως, για παράδειγμα, η εθνική κοινότητα, β) το καθεστώς, που εκ-φράζει τους κανόνες, τις αξίες, τους βασικούς όρους θεμελίωσης του συστήματος, όπως, για παράδειγμα, ελευθερία γνώμης, κοινοβουλευτισμός, κανόνες νομιμο-ποίησης, κτλ., γ) οι Αρχές του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή οι Αρχές σηματο-δοτούν και οροθετούν το ρόλο αυτών οι οποίοι κατέχουν την εξουσιαστική αρχή ώστε να εκφράζεται στο όνομα του συστήματος. Π.χ. η επιδοκιμασία του Αμερι-κανού προέδρου, αν εγκρίνεται η πολιτική του.

Εκροές. Απομένει να δούμε τις απαντήσεις του πολιτικού συστήματος, γιατί όταν αποδέχεται τις εισροές, το πολιτικό σύστημα απαντά με τις εκροές για να ι-κανοποιήσει τις απαιτήσεις ή για να ενδυναμώσει τα στηρίγματά του. Οι εκροές μπορεί να είναι δικαιώματα, παροχές ή αύξηση των δημοσίων δαπανών. Οι εκροές λοιπόν έχουν το χαρακτήρα απόφασης και επιβάλλονται στη δύναμη του Δικαί-ου ή είναι ενέργειες που αποσκοπούν στην οικονομική ή κοινωνική βελτίωση του πολίτη. Η απόφαση είναι καταρχήν απάντηση στις απαιτήσεις, αλλά και δημι-ουργία νέων απαιτήσεων που θα επιφέρουν νέες απαντήσεις. Το πολιτικό σύ-στημα λειτουργεί διαμέσου μιας διαδικασίας ανατροφοδότησης η οποία κατ' ου-σίαν εξαρτάται από τις δικές του απαντήσεις, δηλαδή από τις εκροές.

Όρια χρησιμοποίησης της συστημικής ανάλυσης: Σίγουρα η συστημική α-νάλυση προσφέρει στις Κοινωνικές Επιστήμες την κατασκευή μιας τεχνικής για να αναλυθούν και να κατανοηθούν οι λειτουργίες των μεγάλων οργανώσεων, ό-πως είναι, για παράδειγμα, το κράτος, το ομοσπονδιακό κράτος.

Προσφέρει, επίσης, μια συνοπτική προσέγγιση στις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις των σχέσεων και αντικαθιστά την παλιά και στατική έννοια των σχέσεων με τη δυ-

159

Page 155: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ναμική που διέπει και διακρίνει αυτές τις σχέσεις. Δηλαδή αποσκοπεί στο να με-λετήσει την κοινωνική ζωή με όρους επικοινωνιακούς. Το γεγονός όμως ότι είναι περισσότερο μια λογική κατασκευή παρά μια μελέτη της πραγματικότητας δυ-σχεραίνει την κατανόηση της πραγματικότητας και δεν αποκαλύπτει τους όρους με τους οποίους βιώνεται η πραγματικότητα οτην καθημερινότητα της. Γιατί η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι πάντα μια απλή μηχανή η οποία μετατρέπει τις κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις σε αποφάσεις και πολιτικές πράξεις. Εί-ναι μια πραγματικότητα που αναδεικνύει συνεχώς νέα και σύνθετα φαινόμενα που απαιτούν τη συνεργασία των Κοινωνικών Επιστημών για να κατανοηθούν στο εύ-ρος και στο βάθος που έχουν.

Ανακεφαλαίωση

Στις Φυσικές Επιστήμες, παρόλο που καθεμιά μελετά μία όψη της φυσι-κής πραγματικότητας, υπάρχει μια φιλοσοφία των επιστημών που τείνει να συνθέσει όλες αυτές τις ιδιαίτερες έρευνες. Στις Κοινωνικές Επιστήμες όμως δεν υφίσταται κάτι ανάλογο, ίσως από φόβο μήπως υποταχθεί η μία στην άλλη, η Οικονομία στην Πολιτική ή η Πολιτική στην Κοινωνιολογία. Αντίθετα, διαπιστώνεται συνεχής τάση κατακερματισμού του αντικειμέ-νου της ανθρώπινης δραστηριότητας και εμφάνιση στο επίπεδο της εκ-παίδευσης συνεχώς νέων πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων. Ταυτό-χρονα όμως με την τάση διεύρυνσης των Κοινωνικών Επιστημών που υ-πονομεύει την ενότητά τους, υπάρχει και η ρευστότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που επιβάλλεται να μελετηθεί σφαιρικά, δηλαδή σύνθε-τα, για να είναι πιο αντικειμενική και πιο μεθοδική. Η σύνθεση αυτή μπο-ρεί να εκφραστεί σε διάφορα επίπεδα: καταρχάς σε εκείνο της έρευνας, με την ομαδική εργασία, όπου η συνεισφορά καθενός συμβάλλει στη διε-ξοδικότερη ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και σε εκείνο του στοχασμού, διαμέσου της σφαιρικής γνώσης των διάφορων ειδικεύσεων. Στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, οι διάφορες μεθοδολογικές αναλύσεις, παρ' όλες τις ελλείψεις, τείνουν να δημιουργήσουν μια κοινή βάση παρα-τηρήσεων, εννοιών και υποθέσεων για την ορθολογική εξήγηση της κοι-νωνικής πραγματικότητας, που μπορεί να γίνει αποδεκτή από όλες τις Κοι-νωνικές Επιστήμες.

160

Page 156: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Βασικοί όροι

αντικειμενικότητα, τεχνική, μέθοδος, συγκριτική μέθοδος, ιστορισμός, ιστορικι-σμός, θετικισμός, μεθοδολογικός ατομισμός, διαλεκτική, λειτουργισμός, δομι-σμός, δομή, δομο-λειτουργισμός, κυβερνητική.

Ερωτήσεις

Ποιο είναι το αντικείμενο των Κοινωνικών Επιστημών; Πώς αυτονομούνται και αποκτούν την ιδιαιτερότητα τους; Τι τις καθιστά αλληλέγγυες; Γιατί αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα; Ποιο είναι το περιεχόμενο της αντικειμενικότητας στις Κοινωνικές Επιστήμες; Τι είναι και πώς εκφράζεται η διεπιστημονικότητά τους; Τι είναι τεχνική στις Κοινωνικές Επιστήμες; Τι είναι μέθοδος; Πώς καθορίζονται οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών;

Πώς ορίζεται η συγκριτική μέθοδος; Πώς εφαρμόζεται στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων; Ποια στάδια έρευνας ακολουθεί; Ποια είναι τα όριά της;

Ποιο είναι το έργο της Ιστορίας; Ποια είναι η σχέση Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών; Τι είναι ιστορισμός και τι ιστορικισμός; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του θετικισμού ως φιλοσοφικής στάσης; Πώς κατανοεί ο θετικισμός τη σχέση μεταξύ προτάσεων που περιγράφουν το είναι και προτάσεων που αναφέρονται στο δέον; Πώς διαμορφώνεται ιστορικά ο θετικισμός; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του λογικού εμπειρισμού; Πώς ορίζεται και πώς λειτουργεί η αρχή της επαληθευσιμότητας; Σε τι διαφοροποιείται ο Πόππερ με την εισαγωγή της αρχής της διαψευσιμότητας; Ποια είναι η βασική αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού; Πώς αναλύεται και κατανοείται ένα κοινωνικό φαινόμενο, πώς εμφανίζεται ως όλον, με βάση το μεθοδολογικό ατομισμό;

• Με ποιο κύριο επιχείρημα αμφισβητείται η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού;

161

Page 157: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ποια είναι η βασικότερη θέση της διαλεκτικής; Πσιο είναι το περιεχόμενο της υλιστικής διαλεκτικής; Ποιοι είναι οι νόμοι της διαλεκτικής; Τι είναι ιστορικός υλισμός και πώς εξετάζει τα κοινωνικά φαινόμενα; Πώς κατανοείτε τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος;

Τι σημαίνει ο όρος «λειτουργία» και τι νοηματοδοτεί στις Κοινωνικές Επιστήμες; Ποιος υπήρξε ο θεμελιωτής του κλασικού λειτουργιομού και ποια τα βασικά αξιώματα της θεωρίας του; Ποια είναι τα βασικά σημεία της κριτικής του Μέρτον στα αξιώματα του κλα-σικού λειτουργισμοΰ; Πώς πιστοποιείται, για τον Μέρτον, η ουδετερότητα της λειτουργικής ανάλυσης; Τι ονομάζονται ρητές και τι άδηλες λειτουργίες και που στοχεύει η διάκρισή τους;

Τι είναι δομή και τι δομική μέθοδος; Τι σημαίνει η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου από τις Κοινωνικές Επιστήμες; Πώς εφαρμόζεται η δομική μέθοδος σε επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες (Γλωσ-σολογία, Ανθρωπολογία, Ψυχολογία, Οικονομία, Κοινωνιολογία);

Ποιος είναι ο σκοπός της συστηματικής ανάλυσης στις Κοινωνικές Επιστήμες; Σε ποια υποσυστήματα διαιρεί ο Πάρσονς τη συστηματική ανάλυση της δρά-σης του ανθρώπινου υποκειμένου; Τι εκφράζουν τα υποσυστήματα αυτά και ποιες είναι οι μεταξύ τους σχέσεις; Τι συγκροτεί, κατά τον Πάρσονς, τη δομή του συστήματος; Τι εκφράζει η έννοια της λειτουργίας εντός του συστήματος και ποιες είναι οι βασικές λειτουργίες; Τι εννοεί ο Πάροονς με την έννοια «ισορροπία του συστήματος»; Πώς αντιμετωπίζει ο Πάρσονς την έννοια της αλλαγής; Τι σημαίνει μακρο-πρόθεσμη και τι βραχυπρόθεσμη εξέλιξη; Πώς θεωρεί ο Ήστον το πολιτικό σύστημα; Τι είναι οι εισροές για τον Ήστον και ποιοι οι τΰποι τους; Τι είναι οι εκροές και πώς λειτουργούν στο πολιτικό σύστημα; Ποια είναι τα όρια της συστηματικής ανάλυσης;

162

Page 158: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Βιβλιογραφία

Π. Γέμτος, Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστήμων, α' τόμ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984.

Α. F. Chalmers, Τι Είναι Αντό ηον Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρή-της, Ηράκλειο 1994.

Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 1998. Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τόμ. Ι-ΙΙ, Πανεπιστημια-

κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996. J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ.

Κριτική, Αθήνα 1991. Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994. Κ. Ψυχοπαίδης, 0 Μ. Weber και η Κατασκευή Εννοιών στις Κοινωνικές Επιστήμες, εκδ.

Κένταυρος, Αθήνα 1993.

163

Page 159: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5 . Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η Ο Ρ Γ Α Ν Ω Σ Η

ΚΑΙ Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Ε Σ

Εισαγωγή: Οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να προσεγγίσουν και να ανα-λύσουν, με βάση τις μεθοδολογικές τους αρχές, τη φύση και την εξέλιξη των σύγ-χρονων κοινωνικών φαινομένων.

Τέτοια σημαντικά προβλήματα αφορούν το ρόλο του κράτους-έθνους -μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης-, την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, το ρόλο της οικογένειας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τα προβλήματα που προκύ-πτουν από την ύπαρξη μειονοτήτων στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να βοηθήσει τους μα-θητές και τις μαθήτριες να κατανοήσουν ότι τα γεγονότα της καθημερινής τους εμπειρίας δεν αποτελούν τυχαία συμβάντα, αλλά ότι συνδέονται και προκύπτουν μέσα από ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες, μέσα από τη σύνδεση εμπειρίας και μεθόδου, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι τα θεωρητικά σχήματα και τα μεθοδολογικά πρό-τυπα που αναπτύχθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια δεν αποτελούν αφηρημέ-νες θεωρίες, αλλά ότι, αντίθετα, μας βοηθούν σημαντικά με την κατάλληλη α-ξιοποίησή τους να κατανοήσουμε τη σύγχρονη κοινωνία και τις εξελίξεις της, αλ-λά και τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές των σύγχρονων ανθρώπων.

Εισαγωγικές ερωτήσεις: • Ποιος είναι ο ρόλος της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Πώς θα διατη-

ρήσουμε την εθνική μας ταυτότητα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών εξελίξεων; • Η ανεργία οφείλεται στις τεχνολογικές εξελίξεις ή σε ευρύτερες κοινωνικο-

οικονομικές μεταβολές; Πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανεργία; • Ποιος είναι ο ρόλος της σύγχρονης οικογένειας; Ποιος ο ρόλος του κάθε μέ-

λους της στη νέα πραγματικότητα; • Έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει ο άνθρωπος στις φυσικές εξελίξεις μέσω της

τεχνολογίας; Υπάρχουν όρια και ηθικοί φραγμοί στην επιστημονική έρευνα;

165

Page 160: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.1. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η σύγχρονη -παγκόσμιου χαρακτήρα- οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ω-θούμενη από την εξε'λιξη της τεχνικής και της τεχνολογίας αλλά και από τη διά-λυση της πρώην ΕΣΣΔ, συμβαδίζει με μια λειτουργική μεταβολή του ρόλου των κρα-τών. Αυτή η μεταβολή έχει άμεση και καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η εικόνα της κοινωνίας μετατοπίζει αιιοφασιστικά την οργανική δομημένη τάξη της σε μια νέα τάξη ευκίνητη αλλά και πιο περίπλοκη.

Οι μέχρι τώρα σταθεροί πόλοι αναφοράς, όπως το κράτος-έθνος, τα κόμμα-τα, οι θεσμοί, ο προγραμματισμός της οικονομίας, της εργασίας, τα επαγγέλμα-τα, η οικογένεια, κτλ., συστέλλουν ο η μαντικά τη σημασία τους. Η ιδιαιτερότητα, η πολυπολιτισμικότητα, ο χαλαρός οικογενειακός δεσμός, η «ευελιξία» της ερ-γασίας, οι διεθνείς επιχειρήσεις, η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας, η διεθνής -και υπερβολική- κινητικότητα πληθυσμών και πληροφοριών αρχίζουν κι απο-κτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τοποθετη-μένος σ' ένα σταυροδρόμι πολλαπλών αναφορών και δέχεται ποικίλα μηνύματα.

Ό λ ο και πιο πολύ, η κοινωνία μας διαμορφώνεται σ' ένα σύνθετο δίκτυο μη-νυμάτων αναφοράς, που όμως το καθένα από αυτά διαθέτει μια σχετική αυτοτέ-λεια. Ο άνθρωπος περνά από τις κοινωνικές ολότητες στην ιδιαίτερη και ατομι-κή έκφραση και η κοινωνία φαίνεται να συγκροτείται από μια μάζα ατόμων χω-ρίς να υπάρχει συγκεκριμένος και σταθερός συνδετικός ιστός.

Ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού δηλώνει στην πραγματικότητα την ευκαμψία του κοινωνικού δεσμού, ο οποίος μπορεί να μεταβάλλεται, τροποποι-ώντας ταυτόχρονα τη στάση, τη συμπεριφορά και τη δράση του ανθρώπου. Οι κοινωνικές αξίες σχετικοποιούνται ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, την πο-λιτική συγκυρία, την κοινωνική κινητικότητα, την αναβίωση της παράδοσης, τη μίμηση νέων πολιτισμικών ή περιθωριακών προτύπων, με το συνεχή επανα-προσδιορισμό του ανθρώπου ανάλογα με τις περιστάσεις.

Ο άνθρωπος ζει μέσα σ' έναν κόσμο όπου οι σημαντικές αυτές αλλαγές καθο-ρίζουν το πλαίσιο των ενεργειών του αναδιαμορφώνοντας διαρκώς την κοινωνική δομή και τις πράξεις του. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν να συγκροτούν και να θεσπίζουν σιάσεις ζωής που στην πραγματικότητα μπορούν και να συγκρούονται μεταξύ τους (για παράδειγμα, σοσιαλιστής και εθνικκπής). Τα άτομα βρίσκονται μέσα σε σύνθετες σχέσεις και σε μια συνεχή κίνηση μετατόπισης των συμπεριφο-ρών τους εκδηλώνοντας τις ανάλογες αντιδράσεις. Το ζήτημα του κοινωνικού δε-σμού μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι μετατόπισης των θέσεων του δρώντος υποκει-μένου μέσα στην κοινωνία. Η γνώση πλέον της σύγχρονης κοινωνικής πραγματι -

166

Page 161: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

κότητας βασίζεται στην κατασκευή εννοιών που περιγράφουν και διαπιστώνουν φαινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας. Τελικά, η κατασκευή των εννοιών αυ-τών σημαίνει ότι, πίσω από τις κοινές έννοιες, τα κοινωνικά γεγονότα συνδέονται με ένα σύστημα σχέσεων το οποίο οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να το με-λετούν η καθεμία με τις δικές της άκαμπτες κατασκευές. Οι αλλαγές που συντε-λούνται σε κοινωνικό, οικονομικό, ψυχολογικό και πολιτικό επίπεδο επιτάσσουν την κατασκευή εννοιών που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε διεπιστημονικά την κοινωνική ψυχολογία αλλά κυρίως θα μας οδηγήσουν στην καθιέρωση θε-σμών ικανών να βελτιώσουν τη ζωή μας και να ολοκληρώσουν την κοινωνική μας ύπαρξη. Μέσα από την προσέγγιση αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε το σύνθετο πλέγμα των σχέσεων που χαρακτηρίζει και επηρεάζει την κοινωνική μας ζωή και ύπαρξη και ταυτόχρονα να αντιληφθούμε το εσώτερο κενό που τη βασανίζει επειδή η κοινωνική πραγματικότητα μεταβάλλει και εμάς τους ίδιους θεσπίζοντας απο-κλεισμούς ή καταξιώσεις. Με άλλα λόγια, η περιγραφή χων σύγχρονων κοινωνι-κών προβλημάτων παρουσιάζει τη συνθέτη κατάσταση της κοινωνίας μας και μας βοηθά να κατανοούμε τους άλλους και τον εαυτό μας.

5.1.1. Το κράτος-έθνος

Το κράτος-έθνος αποτέλεσε στη νεότερη περίοδο το πλαίσιο μέσα στο οποίο συ-γκροτήθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες με βάση την έλλογη, ελεύθερη και δημο-κρατική έκφραση της βούλησης των πολιτών. Το κράτος-έθνος συνδέεται με τα όρια της επικράτειας, ενός φυσικού προστατευόμενου χώρου μέσα στον οποίο ε-πιτελούνται οι κοινωνικές κια οικονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορ-φώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστορικής-πολιτιστικής ταυτότητας.

Μέσα στα όρια του κράτους-έθνους η κοινωνία ξεπερνά τους προ-αστικούς διαχωρισμούς και ομογενοποιείται σ' ένα κοινό πλαίσιο θεσμών, λειτουργιών και αξιών. Γι' αυτό και η μελέτη μιας κοινωνίας αναφέρεται πρωταρχικά σε ένα ε-θνικό κράτος, σε μια περιφέρεια, σε μια κοινότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό α-ναζητούμε τη δομή και τις λειτουργίες των κοινωνικών τάξεων, των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων.

Όμως η κλασική αυτή προσέγγιση παρακάμπτεται από τη λειτουργία των υ-περεθνικών οικονομικών και επικοινωνιακών σχέσεων που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο και οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργίες και τις δομές του σύγχρονου κράτους-έθνους.

Οι ισχυροί προστατευτικοί φραγμοί τους οποίους ύψωναν τις περασμένες δε-καετίες τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους

167

Page 162: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

οικονομική ανάπτυξη, καταρρέουν σήμερα και δίνουν τη θέση τους σε παγκόσμια δίκτυα οικονομικών ανταλλαγών.

Η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών, όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή με-γάλων περιοχών οικονομικών ανταλλαγών όπως η NAFTA (Ένωση Ελευθέρου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής), αλλά και η συμφωνία της GATT (Γενική Συμφω-νία Δασμών και Εμπορίου), που καθορίζει τους όρους του ελεΰθερου εμπορίου, αποδεικνύουν ότι το κάθε κράτος-έθνος δεν μπορεί να αναλυθεί και να κατα-νοηθεί ως αυτόνομη μονάδα. Αντίθετα, είναι απαραίτητη η ένταξη του στο πλαί-σιο των ευρύτερων οικονομικών σχέσεων, μέσα στις οποίες λειτουργεί ως οικο-νομία και ως κοινωνική δομή.

Το πολυεθνικό κεφάλαιο μετακινείται από το κράτος-έθνος σε άλλο κράτος-έθνος. Στηρίζεται όμως πάντα ο ένα εθνικό νομικό πλαίσιο, ο' ένα σύστημα ε-θνικών υποδομών και εθνικών οικονομικών και φορολογικών όρων, και, βέβαια, σ' ένα εγχώριο εργατικό δυναμικό.

Μέσα από τις διαδικασίες αυτές τροποποιείται ο ιστορικός ρόλος που δια-δραμάτιζε παραδοσιακά το κράτος-έθνος. Το κάθε κράτος-έθνος αναδιοργανώ-νεται και αναζητεί το νέο ρόλο και τη θέση του μέσα στο παγκόσμιο σύστημα.

Σ' αυτό τον καταμερισμό ρόλων και ισχύος 6iapopqxovoviai νέες διακρίσεις μεταξύ των αναπτυγμένων και των υπό ανάπτυξη κρατών. Λιιοκρυσταλλώνονται παγκόσμια τρεις «ζώνες» ανάπτυξης που περιλαμβάνουν τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Οι υπερεθνικοί οικονομικοί μη-χανισμοί διαχωρίζουν, τελικά, τον πλανήτη σε τρεις πανίσχυρους και συνεκτι-κούς «πόλους», ενώ οι υπόλοιπες χώρες -ειδικά οι αφρικανικές- περιθωριοποι-ούνται και αποκλείονται από τα αναπτυγμένα οικονομικά δίκτυα και από τον τε-χνολογικό εκσυγχρονισμό.

Στην Ανατολική Ασία, για παράδειγμα, το κράτος-έθνος έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, της Κο-ρέας, της Ταϊβάν.

Γενικότερα, σ' εκείνες τις περιοχές όπου καταρρέει το εθνικό κράτος, είτε λό-γω της παλιάς αποικιοκρατικής δομής είτε εξαιτίας του οικονομικού ανταγωνι-σμού -στον οποίο δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι χώρες αυτές-, παρατηρού-με ότι τίθεται ως κύριο πρόβλημα η ενίσχυση του νομικού πλαισίου και των ε-θνικών χαρακτηριστικών και δομών προκειμένου να συγκροτηθεί το κράτος-έθνος ως εθνική βιώσιμη «μονάδα» στο παγκόσμιο πεδίο του ανταγωνισμού.

Στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, οι εθνικές κυβερνήσεις αναλαμβάνουν ε-πιτελικό ρόλο. Προωθούν διακρατικές συμφωνίες προς όφελος των εθνικών τους επιχειρήσεων -με χρήση της «οικονομικής» διπλωματίας- και παράλληλα προ-

168

Page 163: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

χωρούν ο' έναν τΰπο επενδύσεων που αποκαλούνται «άυλες» επενδύσεις: Πρό-κειται για επενδυτικές δραστηριότητες στην παιδεία, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, σε υποδομές επικοινωνιακών και νέων ενεργειακών δικτύων.

Εκατομμύρια εκατομμυρίων δολαρίων ανά τον πλανήτη, προϊόν συλλογικής εργασίας και\. αποταμίευσης όλον τον κόσμον, βρίσκονται ναό τον έλεγχο και τη διαχείριση ενός νεφε-λώδους, ανεξιχνίαστου ακόμη και για τους επαγγελματίες μορφώματος από ολιγαρχίες και ιεραρχίες που κινούνται χωρίς λαϊκή εντολή. Η καταπληκτική πρόοδος που σημειώ-νεται στην Πληροφορική και στις τηλεπικοινωνίες, καθώς και η φιλελευθεροποίηση των χρηματιστηριακών αγορών, επιτρέπει στους συντελεστές να επεμβαίνουν σε χρόνο μηδέν, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, σε οποιοδήποτε σημείο τον πλανήτη, χωρίς να εί-ναι υποχρεωμένοι να σέβονται την παραμικρή νομική διαδικασία ούτε να υπόκεινται σε προηγούμενο έλεγχο, δεσμεύοντας κεφάλαια που δεν τους ανήκονν και από τα οποία δεν ελέγχονν συχνά παρά μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό. Κυκλοφορούντα κεφάλαια ύψους πάνω από 1.000.000.000.000 δολάρια (αριθμός πον αντιπροσωπεύει στο πολλαπλάσιο τα αποθέματα συναλλάγματος οποιασδήποτε χώρας-μέλονς του ομίλου των Επτά, για να μη μιλήσουμε για άλλες μικρότερες χώρες) αλλάζουν χέρια καθημερινά. Η μετατόπιση ενός μέρους αυτών των κεφαλαίων μπορεί να διασώσει ή να καταβαραθρώσει οποιοδήπο-τε νόμισμα και, κατά συνέπεια, την πολιτική ενός ολόκληρονς κράτους.

Παρόμοια σνσσώρενση δύναμης δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Δεν είναι συ-γκεντρωμένη στα χέρια μιας κάποιας εξουσίας ή μιας σκοτεινής δύναμης, εκδηλώνεται όμως με πολυποίκιλες συνωμοσίες από μέρους των συντελεστών της, οι οποίοι ταυτίζουν, σαν να ήταν κάτι φυσικό, τα δικά τονς συμφέροντα με τη σωστή διαχείριση των δημο-σιονομικών και γενικότερα της οικονομίας μιας χώρας, χωρίς να έχουν υποστεί καμιά εξέταση και χωρίς να τονς έχει αναθέσει κανείς μια τέτοια αποστολή.

Οι δννάμεις αυτές βρίσκονν αντιμέτωπες κυβερνήσεις και κοινοβούλια εκλεγμένα από τονς πολίτες και υποχρεωμένα να δίνουν λόγο, με εξονσίες δυσκίνητες και ασφυ-κτικά κλεισμένες στα πλοκάμια εθνικών και διεθνών διαδικασιών και ρνθμίσεων και με περιορισμένες δυνατότητες επέμβασης στο χώρο και στο χρόνο.

Οι όροι του παιχνιδιού είναι άνισοι και η έκβασή τον προβλέψιμη, αν συνεχιστεί η σημερινή ροή των πραγμάτων. Η αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, η μείωση της ι-κανότητας επέμβασης και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων επιφέρει ήδη καταστρο-φικά αποτελέσματα. Διευρύνει σημαντικά τη ζώνη των κοινωνιών πον έχονν πάψει να διέπονται από τονς κανόνες ενός κράτους δικαίου. Από τη μια μεριά, το κράτος αδυ-νατεί όλο και περισσότερο να επωμιστεί τις ευθύνες τον σε τομείς πον παραδοσιακά τον ανήκονν. Από την άλλη, αρνείται να οργανώσει τους νέους τομείς δραστηριότητας ή α-πλώς αποδεικνύεται ανίκανο να το κάνει.

Απόσπασμα από το LE MONDE diplomatique - ελληνική έκδοση του Maniere de voir, τχ. 3, Αθήνα 1993, σ. 28

169

Page 164: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.1.2. Οικογένεια - ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας

Η οικογένεια δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό κοινωνικό θεσμό, τον κατεξοχήν «πυρήνα» της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Συνιστά; ταυτόχρονα και το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οργανώνεται η ζωή των ανθρώπων. Η μορφή και οι δρα-στηριότητες της οικογένειας, οι ρόλοι των μελίόν της, εξελίσσονται ιστορικά και διαμορφώνονται μέσα από τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές.

Μολονότι η οικογένεια και ο γάμος ανήκουν στο «χώρο» των ανθρώπινων σχέ-σεων, εντούτοις συνδέονται άμεσα με τη σφαίρα της οικονομίας, της εργασίας και της κυκλοφορίας των αγαθών.

α) Η παραδοσιακή μορφή της πατριαρχικής οικογένειας αποτέλεσε μια αυ-τόνομη οικονομική ενότητα. Σ' αυτή τη μορφή της οικογένειας, ο θεσμός του γά-μου -που συνισιά συστατικό στοιχείο της οικογένειας-, ενώ αποτελεί τυπικά έ-ναν ιδιωτικό θεσμό, συνδέεται με στοιχεία του δημόσιου χώρου. Αυτό συμβαίνει διότι η οικιακή εργασία - η χωρίς αμοιβή εργασία-, ενώ θεωρείται ιδιωτική δρα-στηριότητα, συντελεί άμεσα στην κοινωνική αναπαραγωγή των μελών της οικο-γένειας, έχει δηλαδή δημόσιο χαρακτήρα.

3Α. Λ £' ί.\

<ΐ %

Κ $

· * * ? , - ' «Μ» ' •

170

Page 165: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Παράλληλα, η ένταξη του ατόμου στην αγορά εργασίας προσδιορίζει και τη θέση -αλλά και το ρόλο του- μέσα στην οικογένεια.

Στην παραδοσιακή μορφή οικογένειας αντιστοιχούσε μια σταθερή και συ-γκεκριμένη δομή: Ο πατέρας -εργαζόμενος μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελμα-τίας-, η μητέρα -που είχε ως κύριο ρόλο την οικιακή απασχόληση- και τα παι-διά. Σ' αυτό τον τύπο οικογένειας αναφέρονται τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής (πρόνοια, υγεία, στέγαση, δημογραφική πολιτική) αλλά και οικονομικής πολιτι-κής (επιδόματα, κριτήρια φορολόγησης).

β) Αυτή η μορφή οικογένειας στη σύγχρονη εποχή συνοδεύεται από νέα φαι-νόμενα. Η αύξηση των διαζυγίων, η άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια, η νεανι-κή εγκληματικότητα, η εξάπλο)ση της χρήσης των ναρκοπικών αποτελούν εκ-φράσεις ενός ευρύτερου φαινομένου που αποκαλείται «κρίση του θεσμού της οι-κογένειας».

Η αύξηση των διαζυγίων συνδέεται με μια νέα αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου ως υπόθεσης προσωπικής και ατομικής και όχι ως οικογενειακής. Μετα-βαίνουμε δηλαδή από τις αξίες της πίστης και της αρετής, που αποτέλεσαν τα στοι-χεία ενότητας της οικογένειας, στη διεκδίκηση των ατομικών δικαιωμάτων κάθε μέλους και, τελικά, σε επιλογές διάλυσης του θεσμού.

Στο σύνολο τους οι γάμοι δε μειώνονται, παρόλο που αυξάνεται ο αριθμός των διαζυγίων, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των διαζευγμένων ξαναπαντρεύεται. Προκύπτουν μ' αυτό τον τρόπο νέοι τύποι παράπλευρων οικογενειακών σχημά-των. Ο νέος τύπος οικογένειας -στην περίπτωση που ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν παιδιά από προηγούμενο γάμο- χαρακτηρίζεται ως ατελής, αφού δεν υ-πάρχουν τα σαφή όρια της οικογένειας και δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμέ-νοι οικογενειακοί ρόλοι.

Παράλληλα με τους τύπους αυτούς, αυξάνονται οι περιπτώσεις ελεύθερης συμ-βίωσης και εκείνες των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό -κατά κανόνα- την άγαμη μητέρα.

Η κοινωνικοποίηση του αγοριού εξακολουθεί να κινείται στο πρότυπο του «αρ-χηγού», του «προμηθευτή» της οικογένειας, που αναλαμβάνει τον εκτελεστικό ρόλο.

Η κοινωνικοποίηση όμως του κοριτσιού απομακρύνεται από το παραδοσια-κό πρότυπο της νοικοκυράς και συνδέεται με την ένταξή του στο πλαίσιο της ερ-γασίας, των σπουδών, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Συνεπώς, δημιουρ-γείται ένα νέο πλαίσιο ρόλων για τα δύο q ^ a , που συναρτάται με τις ατομικές ι-κανότητες του καθενός και την επαγγελματική του ενασχόληση. Το νέο αυτό πλαί-σιο χαρακτηρίζεται από μια ρευστότητα που αφορά τόσο τους ρόλους όσο και τις σχέσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό της οικογένειας.

171

Page 166: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

A

γ) Η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής έχει επιμηκύνει τη διάρκεια της μετα-γονεϊκής περιόδου, κατά την οποία τα παιδιά έχουν αποκτήσει δική τους οικο-γένεια και δικά τους παιδιά. Αυτό δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα συντήρη-σης και περίθαλψης των ηλικιωμένων ατόμων.

Ενώ στην παραδοσιακή κοινωνία η οικογένεια, διαδραματίζοντας ένα σύνθε-το και αυτόνομο ρόλο, μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες των μελών της από τη γέννηση ως το θάνατο τους, σήμερα κοινωνικοί θεσμοί αλλά και φορείς ιδιωτι-κής πρωτοβουλίας καλούνται να καλύψουν ένα μεγάλο τμήμα το>ν αναγκών αυ-τών (π.χ. παιδικοί σταθμοί, ΚΑΠΗ για τους ηλικιωμένους κτλ.).

Οι σύγχρονες οικογένειες οδηγούνται αναγκαστικά σε τομείς υπηρεσιών «εκτός οικογένειας» (εκπαίδευση, εργασία, περίθαλψη, σύνταξη) και οι ρυθμοί ζωής αλ-λά και οι λειτουργίες της οικογένειας εξαρτώνται από τις οικονομικές της δυνα-τότητες να προσφεύγει στις υπηρεσίες αυτές.

Συνακόλουθα, η μεταβιομηχανική κοινωνία προϋποθέτει έναν τύπο «μετα-βιομηχανικής» οικογένειας, και ο τύπος της οικογένειας (χυτής προϋποθέτει ένα νέο πολύπλευρο τύπο παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, δηλαδή έναν τύπο μετα-βιομηχανικού κοινωνικού κράτους.

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ο κύκλος ζωής της οικογένειας δια-σφαλιζόταν ικανοποιητικά από το κοινωνικό κράτος. Τόσο οτα πρώτα όσο και

172

Page 167: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

στα τελευταία χρόνια του κύκλου ζωής των ανθρώπων, μια σειρά από κοινωνικές πολιτικές παρείχε ασφάλεια στα άτομα (εκπαίδευση, γονικές παροχές, υγεία, α-σφάλιση, σύνταξη). Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, οι υψηλοί ρυθμοί απα-σχόλησης αλλά και οι κοινωνικές παροχές -που ενίσχυαν τον οικογενειακό προ-ϋπολογισμό πέρα από την αμοιβή της μισθωτής εργασίας του πατέρα- και απο-τελούσαν τον λεγόμενο κοινωνικό μισθό διατηρούσαν τη συνοχή της οικογένειας α-πέναντι στο οικονομικό της περιβάλλον.

δ) Στη σύγχρονη περίοδο, η αποδυνάμωση των κοινωνικών παροχών έχει ως συνέπεια την περικοπή των δαπανών που διασφάλιζαν το άτομο τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της ζωής του. Κυρίως όμως η αβεβαιότητα κυριαρχεί στη διάρ-κεια της οικονομικά ενεργού περιόδου της ζωής των ανθρώπων. Η απώλεια της εργασίας, η μερική απασχόληση, το φάσμα της ανεργίας δημιουργούν μια κα-τάσταση αβεβαιότητας και αστάθειας που έχει άμεσες συνέπειες στη συνοχή και στις λειτουργίες της οικογένειας.

Από την άλλη πλευρά νέα προβλήματα, που παίρνουν τη μορφή κοινωνικής

is ι

173

Page 168: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μάστιγας, όπως τα ναρκωτικά και το έιτζ (AIDS), απειλούν τη σύγχρονη οικογένεια ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική της θέση.

Όλες αυτές οι συνθήκες οδηγούν στην ελάττωση του μεγέθους της οικογενει-ακής μονάδας και στον περιορισμό των γεννήσεων. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι χαρακτηριστικό ότι η γονιμότητα, που βρισκόταν το 1960 στο ε-πίπεδο των 2,63 παιδιών ανά γυναίκα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προ-σεγγίζει την αναλογία 1,50 παιδιά ανά γυναίκα.

Στην Ελλάδα οι εξελίξεις αυτές ακολούθησαν ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς. Ενώ το 1981 η γονιμότητα στην Ελλάδα ήταν 2,21, δηλαδή πάνω από το όριο α-ναπαραγωγής, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πέφτει κάτω από το 1,50, δη-λαδή κάτω από το μέσο όριο των ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα η διαφορά α-νάμεσα στις γεννήσεις και (πους θανάτους μειώθηκε δραστικά, με συνέπεια τη στασιμότητα του συνολικού πληθυσμού της χώρας αλλά και την πληθυσμιακή γήρανση. Σήμερα η εξέλιξη αυτή που αφορά το δημογραίρικό πρόβλημα της χώ-ρας μας αποτελεί ένα κρίσιμο εθνικό πρόβλημα που απαιτεί πολύπλευρη αντι-μετώπιση.

174

Page 169: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Οικογενειακά σχήματα και αναπαραγωγή οικογενειακών ηροτύτικν

Σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα στο νοικοκυριό και στην οικογένεια και η προ-σέγγιση της οικογένειας ως ιδεολογικής κατασκευής, ιδιαίτερα μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Το νοικοκυριό έχει μια κοινωνική-υλική βάση, ενώ η οικογένεια αποτελεί μια κοι-νωνική-ιδεολογική κατασκευή. Το νοικοκυριό αποτελεί ένα σύστημα σνγκατοικούντων οικιακών ομάδων, μια υλική μονάδα, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα οργανώνουν την κατανομή των πόρων και τη διεκπεραίωση ορισμένων δραστηριοτήτων, και συνάπτουν σχέσεις παραγωγικής, αναπαραγωγικής και καταναλωτικής φύσης, αποτελώντας έτσι και μέρος των ευρύτερων αυτών διαδικασιών στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου. Δια-φοροποιούνται ταξικά και, σύμφωνα με το πλέγμα δραστψιοτήτων τονς που αφορούν την ίδια τους τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή (για παράδειγμα, κανόνες κλψο-νομιάς, μορφές απασχόλησης, μετανάστευσης, κτλ.), συμβάλλουν στην ευρύτερη ανα-παραγωγή της κοινωνίας σύμφωνα με τις παραμέτρους τάξη, φύλο και φυλή.

Η οικογένεια είναι πολύ πιο δύσκολο να οριστεί. Δύο τουλάχιστον κριτήρια έχουν ε-πικρατήσει σε μεγάλο βαθμό: το βιολογικό, βασισμένο στις συγγενικές σχέσεις ορισμέ-νων μελών τον νοικοκυριού, και ο ιδεολογικός/κανονιστικός της χαρακτήρας. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη ότι τα άτομα γίνονται μέλη ενός νοικοκνμού μέσα από την οικογενειακή μορφή σχέσεων, όχι γιατί αντή είναι η μόνη πιθανή μορφή, αλλά γιατί αυτή είναι η κυ-ρίαρχη μορφή, ευρέως αποδεκτή και επιθυμητή. Τονίζεται δηλαδή ότι τα άτομα εισέχο-νται σε σχέσεις παραγωγής, αναπαραγωγής και κατανάλωσης στα πλαίσια του νοικοκυ-ριού με την οικογενειακή μορφή ως κύριο μέσο, αντανακλώντας συγχρόνως και αποκρύ-πτοντας τη ρεαλιστική πραγματικότητα της δημιουργίας και στήριξης τον νοικοκυριού.

Η σημασία της οικογένμας προβάλλεται με ιδιαίτερη ένταση σε καιρό κρίσης και α-ναδιάρθρωσης τον συστήματος της κοινωνικής πολιτικής. Εκτιμάται η συμβολή της στην κάλυψη αναγκών και στ,ην άσκηση φροντίδας, ενώ προτείνονται μέτρα στήριξης της οικο-γένειας σε αντό της το ρόλο, σαν αντιστάθμισμα στις περικοπές των δαπανών και στη συρ-ρίκνωση των κοινωνικών υπηρεσιών τον δημόσιου φορέα. Τα βιώματα γραφειοκρατικής ι-σοπέδωσης και ταλαιπωρίας επισημαίνονται πολύ περισσότερο από τις ευεργετικές πλευ-ρές των κρατικών ρυθμίσεων, ενώ τονίζεται και πάλι η βασική αντίθεση ανάμεσα στις α-πρόσωπες, ψυχρές και γραφειοκρατικές διαδικασίες τον κρατικού μηχανισμού και στη ζε-(πασιά, στην προσωπική σχέση και ιδιαιτερότητα η οποία θεωρείται ότι χαρακτηρίζει την άσκηση φροντίδας από την οικογένεια και τα συγγενικά πλέγματα.

Απόσπασμα από το κείμενο της Ό . Στασινόπουλου «Οικογε'νεια, Κράτος, Κοινωνική Πολιτική», στο βιβλίο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα,

Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, σο. 705-706^^

175

Page 170: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις

Η πολυπολιτισμικότητα είναι ε'νας σύγχρονος όρος που εκφράζει τη συνύπαρξη και την ελεύθερη επικοινωνία μιας εθνικής-πολιτιστικής κοινότητας με άλλες με τις οποίες συμβιώνει, είτε με'σα στα όρια του εθνικού κράτους είτε στο πλαίσιο

ευρυτερων κρατικών ενοτήτων. Ο πολιτισμός εκφράζει την υπόσταση ενός λαού, το ιστορικό του βάθος, τη συλ-

λογική του ταυτότητα. Αποτελεί το πλαίσιο ομογενοποίησης και ενσωμάτωσης μιας κοινωνίας.

Η συγκρότηση ισχυρών υπερεθνικών οργανισμών, όπως αυτός της Ευρω-παϊκής Ένωσης, τα μεταναστευτικά ρεύματα που κατευθύνονται από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, τις χώρες της Βαλ-κανικής, διαμορφώνουν σήμερα ένα νέο τύπο κοινωνίας στον οποίο συνυπάρ-χουν και συμβιώνουν διαφορετικοί πολιτισμοί και διαφορετικές κοινωνικές ο-μάδες.

Είναι αυτονόητο ότι η συνύπαρξη αυτή των διαφορετικών πολιτισμών, των μειονοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών πληθυσμών απαιτεί το σεβασμό των

176

Page 171: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

βασικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε ό,τι είναι διαφορετικό, μειοψηφικό, περιθωριακό. Είναι αναγκαία η κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών απέναντι σε κάθε μορφή διάκρισης.

Η επίδειξη σεβασμού στα δικαιώματα και στην αναγνώριση της προσωπικό-τητας των άλλων πολιτιστικών κοινοτήτων δε συνδέεται μόνο με το δημοκρατικό χαρακτήρα μιας πολιτείας. Ταυτόχρονα ο ίδιος ο εθνικός πολιτισμός ισχυροποι-εί και τη δική του ταυτότητα μέσα από την κατανόηση και την αναγνώριση των άλλων πολιτιστικών ταυτοτήτων.

Η έννοια της πολυπολιτιομικότητας αναφέρεται ο' έναν πολιτισμό που σέβε-ται τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και δεν επιχειρεί να τις ενσωματώσει σ' ένα ενιαίο εθνικό/πολιτισμικό πλαίσιο. Παράλληλα όμως η έννοια αυτή προϋποθέ-τει -και αναφέρεται σε- έναν οικουμενικό πολιτικό πολιτισμό που χαρακτηρίζε-ται από τον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών.

Η ελευθερία και η ισότητα των πολιτών, που αναγνωρίζουν τα σύγχρονα συντάγματα, αναφέρονται στα κοινά γνωρίσματα των ατόμων, γνωρίσματα που είναι καθολικά και δεν επηρεάζονται από τις επιμέρους πολιτισμικές ταυτό-τητες.

Μια δημοκρατική πολιτεία κατευθύνεται, συνεπώς, στο να αποδώσει στα μέ-λη των μειονοτικών πολιτισμικών ομάδων «ίσα δικαιώματα συνύπαρξης» με την πλειοψηφούσα πολιτισμική ομάδα. Η κατοχύρωση του εισοδήματος από την ερ-γασία, η ιατρική περίθαλψη, η εκπαίδευση, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθε-ρία συνείδησης και έκφρασης, αποτελούν βασικά δικαιώματα ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, έθνος, καταγωγή, φύλο, κτλ.

Συνεπώς, ο ρόλος του κράτους είναι διπλός. Από τη μια πλευρά επιδεικνύει ου-δετερότητα ως προς ορισμένους τομείς όπως οι θρησκευτικές αντιλήψεις, οι πα-ραδόσεις και τα έθιμα των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων. Από την άλλη πλευ-ρά όμως, όταν προκύπτει ανάγκη να υποστηριχθούν βασικά ανθρώπινα και κοι-νωνικά δικαιώματα των μειονοτήτων, τότε απαιτείται η παρέμβαση του εθνικού κράτους για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών.

Ασφαλώς η ομαλή ένταξη των μειονοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών ρευ-μάτων και των εθνικών ή των θρησκευτικών μειονοτήτων αποτελεί για τα σύγχρονα κράτη ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια ιστορική περίοδο όπου αυξάνεται η ανεργία και οξύνεται η οικονομική κρίση τόσο στις περιφε-ρειακές οικονομίες όσο και σε οικονομίες αναπτυγμένων κρατών.

177

Page 172: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Στα έθνη-κράτη, η εξουσία στηρίζεται οτο έθνος πον έχει τψ πλειοψηφία, το οποίο χρη-σιμοποιεί το κράτος για τονς δικούς τον σκοπούς. Ανπό δεν αποτελεί αναγκαίο εμπόδιο στην ανάπτυξη αμοιβαιότητας ανάμεσα στα άτομα - σιψ πραγματικότψα, η αμοιβαι-ότητα είναι πιθανό να ανθήσει σε φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Ωστόσο οι μειονο-τικές ομάδες είναι άνισες λόγω τον αριθμού τονς και θα παραμερίζονται δημοκρατικά στα περισσότερα θέματα λόγω της δημόσιας ζωής. Η πλειονότητα ανέχεται την πολιτι-σμική διαφορά με τον ίδιο τρόπο πον η κυβέρνηση ανέχεται την αντιπολίτενση -με το να καθιερώσει ένα καθεστώς πολιτικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελενθεριών και έναν ανεξάρτητο δικαστικό κλάδο πον εγγνάται την αποτελεσματικότητα αντού του καθε-στώτος. Οι μειονοτικές ομάδες τότε οργανώνονται, σνγκεντρώνονται, μαζεύονν χρήμα-τα, παρέχονν νπηρεσίες στα μέλη τονς και εκδίδουν περιοδικά και βιβλία. Διατηρούν ό-ποιους θεσμούς μπορούν να στψίξονν οικονομικά και πιστεύουν ότι χρειάζονται. Όσο πιο ισχυρή είναι η εσωτερική τονς ζωή και όσο πιο διαφοροποιημένη είναι η κουλτούρα τονς απ' αυτή της πλειονότητας, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αισθάνονται πι-κρία για την απουσία της αντιπροσώπενσης των δικών τονς πεποιθήσεων και πρακτικών από τη δημόσια σφαίρα. Ατομικά, γρήγορα θα υιοθετήσουν τις πεποιθήσεις και τις πρα-κτικές της πλειονότητας, τουλάχιστον δημόσια, και συχνά ιδιωτικά, επίσης. Οι ενδιάμε-σες θέσεις είναι πον γεννούν ένταση και οδηγούν σε μόνιμες αψιμαχίες επί τον συμβο-λισμού του δημόσιον βίου.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Μ. Ουόλζερ Περί Ανεκτικότητας, ' LU JJip/llU IUU iVl. vy\JU/VVjtp Λ ICjJL /I vChlLKUl

εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σο. 106-107.

5.1.4. Παγκοσμιοποίηση

Όλες αυτές οι σημαντικές αλλαγές εντάσσονται -πολλές φορές με απλουστευτι-κό τρόπο- στον όρο «παγκοσμιοποίηση». Μ' αυτό τον τρόπο η έννοια της «πα-γκοσμιοποίησης» χρησιμοποιείται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ως ερμηνευτι-κό πλαίσιο των κάθε είδους οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ή πολιτισμι-κών φαινομένων.

Πρόκειται για μια λέξη-σύμβολο που εκφράζει μια αποφασισιική και μη α-ναστρέψιμη καμπή στην ανθρώπινη ιστορία; Ή μήπως για ένα νέο «μΰθο» που δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση και την κριτική στον τρόπο που ερμηνεύει τη σύγχρονη πραγματικότητα;

Για να αποφύγουμε τη σύγχυση που προκαλεί η κατάχρηση του όρου «πα-γκοσμιοποίηση», είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε συστηματικά το σύνολο των ση-

178

Page 173: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

μαντικών αλλαγών που διαμορφώνονται στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής εξουσίας, των κοινωνικών σχέσεων, του πολιτισμού.

Τα κυρία χαρακτηριστικά των αλλαγών αυτών είναι τα ακόλουθα: α) Οι ριζικές τεχνολογικές αλλαγές, που εξελίσσονται διαρκώς και διαμορ-

φώνουν ένα νέο τεχνικό και οικονομικό πρότυπο που στηρίζεται στη γνώση, στην πληροφόρηση, στη μικροηλεκτρονική, στην καινοτομία. Οι εξελίξεις αυτές επη-ρεάζουν σημαντικά τη μορφή οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας διαμορφώ-νοντας ιστορικά τον τΰπο της «κοινωνίας της πληροφορίας».

Η τεχνολογική ανάπτυξη και ο ανταγωνισμός, που έχει στόχο την κυριαρχία πάνω στις τεχνολογικές εξελίξεις, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονο-μική και πολιτική ισχΰ του σύγχρονου κράτους-έθνους.

β) Η πλήρης απελευθέρωση που ισχύει για την κίνηση των κεφαλαίων σε πα-γκόσμια κλίμακα μέσω των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ο έλεγχος που μπορεί να ασκηθεί από τα κράτη προέλευσης στις επιχειρήσεις αυτές έχει γίνει πλέον σχετικός.

γ) Η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σήμερα το χρηματοπιστωτικό σύστη-μα στην παγκόσμια οικονομία. Μέσω των χρηματιστηρίων και των διεθνών τρα-πεζών διακινούνται σε καθημερινή βάση τεράστια ποσά, που αντιστοιχούν στον εθνικό προϋπολογισμό ενός ισχυρού οικονομικά κράτους, όπως,για παράδειγμα, η Γαλλία.

179

Page 174: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

δ) Λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων που προαναφέρθηκαν, η απελευ-θέρωση αγορών, προϊόντων και υπηρεσιών οι οποίες λειτουργούσαν μέχρι τώρα σε εθνικό πλαίσιο, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, οι τουριστικές υπη-ρεσίες, οι ασφάλειες, ο αγροτικός τομέας.

ε) Η διαμόρφωση παγκόσμιων δικτύων επικοινωνίας, πληροφόρησης, ενημέ-ρωσης, τα οποία επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στη γνώση και στην πληρο-φορία. Μηδενίζονται κατ' αυτό τον τρόπο οι γεωγραφικές και οι χρονικές απο-στάσεις, όμως ταυτόχρονα ο σύγχρονος πολίτης υφίσταται έναν καταιγισμό πλη-ροφοριών που δυσκολεύεται να τις επεξεργαστεί. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας αποτελούν νέες κυρίαρχες εξουσίες στη σύγχρονη κοινωνία.

οτ) Η τεράστια πίεση που ασκείται πάνω στους μισθούς και (πα κοινωνικά δι-καιώματα των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω της ελεύθερης μετα-κίνησης των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα, σε συνδυασμό με το σκληρό α-νταγωνισμό που αναπτύσσεται στον τομέα της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας.

180

Page 175: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η παγκόσμια-πολυεθνική επιχείρηση επιδιώκει την αύξηση των κερδών της διαμοιράζοντας τις δραστηριότητε'ς της σε διάφορες χώρες όπου η αμοιβή της εργασίας είναι χαμηλή και τα κοινωνικά δικαιώματα περιορισμε'να.

Οι ταχύτατες ροές κεφαλαίων, τα δίκτυα των μέσων επικοινωνίας, η απο-διοργάνωση των παραδοσιακών μορφών παραγωγής προϊόντων και των σχέσε-ων εργασίας δεν έχουν μόνο σημαντικές επιπτώσεις στο «εσωτερικό» των ανα-πτυγμένων χωρών. Παράλληλα, διαμορφώνουν μια νέα παγκόσμια «γεωγραφία» για τα έθνη και τους λαοΰς, προσδιορίζοντας, από τη μια πλευρά, τις περιοχές του πλοΰτου και της ανάπτυξης και, από την άλλη, τις «ζώνες» του αποκλεισμού, της περιθωροποίησης, της φτώχειας.

Κοινωνικές ομάδες που διαφοροποιούνται στο εσοπερικό ενός συγκεκριμέ-νου κράτους-έθνους διαμορ4>ώνονται σε τμήματα ενός παγκόσμιου οικονομικού-τεχνολογικού «χώρου», ενώ ταυτόχρονα άλλες κοινωνικές ομάδες περιθωριοποι-ούνται ή αποσυντίθενται.

Παρατηρούμε, συνεπώς, δύο παράλληλες και ταυτόχρονα αντίθετες κινήσεις: Ο κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων και των παραδοσιακών κοινωνι-κών δομών στο εθνικό επίπεδο συνοδεύεται από μια παράπλευρη διαδικασία ε-πανασύνδεσής τους σε υπερεθνικό επίπεδο.

Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται μέσα από τα οικονομικά, τεχνολογικά και ε-πικοινωνιακά δίκτυα που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μεγάλες «περιοχές» του πλανήτη μας ενσωματώνονται σ' αυτά τα παγκόσμια δίκτυα μέσα από διαδικασίες οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων (χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, Άπω Ανατολή, Λατινική Αμερική). Παράλλη-λα, περιθωριοποιούνται και αποκλείονται πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες, χώ-ρες, ακόμη και ολόκληρες περιοχές του πλανήτη μας (Αφρική).

Η δεκαετία του 10 γνώρισε "την επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που έμοιαζαν\ με χταπόδια με τεράστια πλοκάμια, εξαρτώμενα όμως από το ίδιο συγκεκριμένο γεω-γραφικό κέντρο, όπου χαρασσόταν η στρατηγική και απ' όπου ξεκινούσαν τα ρεύματα. Η σημερινή παγκόσμια επιχείρηση δεν έχει πλέον κέντρο. Στην ουσία δεν είναι τίποτ' άλλο απ.ό ένα δίκτυο διαφορετικών συμπληρωματικών στοιχείων, διασκορπισμένων σ όλη την επιφάνεια τον πλανήτη, τα οποία αλληλοδιαρθρώνονται σύμφωνα μ' ένα γνήσιο οικονο-μικό ορθολογισμό, υπακούοντας μόνο σε δύο λέξεις κλειδιά: «αιιοδοτικότητα» και «πα-ραγωγικότητα». Κατ' αυτό τον τρόπο, μια γαλλική επιχείρηση μπορεί να δανείζεται από τψ Ελβετία, να ιδρύει κέντρα ερευνών στη Γερμανία, να αγοράζει μηχανές στη Νότια Κορέα, να εγκαθιστά τα εργοστάσιά της στην Κίνα, να επεξεργάζεται την εκστρατεία μάρκετινγκ και διαφψισής της στην Ιταλία, να πουλάει στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαθέτει εταιρείες μικτών κεφαλαίων στην Πολωνία, στο Μαρόκο και στο Μεξικό.

181

Page 176: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Αε διαλύεται έτσι μόνο η εθνικότητα της επιχείρησης α' αυτό τον τρελό διασκορπι-σμό, αλλά και η ιδιαίτερη προσωπικότητά της. Ο Αμερικανός καθηγητής Ρόμπερτ Ράιχ, τιον έγινε υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Κλίντον, μιλάει για την περίπτωση της ιαπωνικής εταιρείας Μάζντα, η οποία από το 1991 «παράγει το μοντέλο Ford Probe στο εργοστάσιο Μάζντα τον Φλατ Ροκ, στο Μίσιγκαν. Ορισμένα από αυτά τα αυτοκί-νητα εξάγονται στην Ιαπωνία και πωλούνται από τη φίρμα Φορντ. Ένα φορτηγάκι Μάζ-ντα κατασκευάζεται στο εργοστάσιο Φορντ της Λούισβιλ του Κεντάκι και στη συνέχεια πωλείται στα καταστήματα Μάζντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Νισάν, εν τω μεταξύ, σχεδιάζει ένα νέο ελαφρό φορτηγό στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Τα φορτηγά συ-ναρμολογούνται σε ένα εργοστάσιο της Φορντ στο Οχάιο, με τα εξαρτήματα που κατα-σκεύασε η Νισάν στο εργοστάσιο της τον Τενεσσή, τα οποία στη συνέχεια εμπορεύονται η Φορντ και η Νισάν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία». Και ο Ρόμπερτ Ράιχ αναρωτιέται: «Ποια είναι επιτέλους η Φορντ; Ποια η Νισάν; Ποια η Μάζντα;»

Βορράς-Νότος: μια παγκόσμια πολιτική προτεραιότητα Η παγκοσμιοποίηση δε μείωσε, αλλά, αντίθετα, μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στο Βορ-ρά και στο Νότο. Ωστόσο η πανταχού παρουσία του συστήματος οδήγησε αε ένα σύνο-λο αλληλεξαρτώμενων διαπλοκών μεταξύ ενός Βορρά και ενός Νότου οι οποίοι καλύ-πτουν πλέον όλη την επιφάνεια του πλανήτη. Οι αναπτυγμένες κοινωνίες έχουν κι αυ-τές ένα Νότο στο εσωτερικό τους, τους μετανάστες, ενώ οι λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες δέχονται το δικό τους Βορρά από το εξωτερικό (τους τοπικούς κερδοσκόπους που επωφελούνται από τ ψ παγκοσμιοποίηση).

182

Page 177: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Ένα νέο «τείχος του Βερολίνου» οικοδομείται ανάμε-σα στο Βορρά και στο Νότο. Τα όριά τον διακρίνονται ολοένα και καθαρότερα στη Με-σόγειο, κατά μήκος του Ρίο Γκράντε, στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Δύση όμως μακροπρόθεσμα δεν έχει ούτε μία πιθανότητα να αποκλείσει τις άπορες μάζες τον Νό-του από τον προνομιούχο χάρο της.

Η παγκοσμιοποίηση θέτει προβλήματα καθοριστικά, ιδιαίτερα στο όραμα της ενω-μένης Ευρώπης, όπως τουλάχιστον προβάλλεται από το 1992 και μετά. Θα συνεχίσει η Ευρώπη να δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις της με τους δύο άλλους πόλους του Βορ-ρά (Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες), σε θέματα αλληλεγγύης συμφερόντων και συ-νάμα ανταγωνιστικότητας; Ή θα συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στο Νότο και στην τερατώδη εξαθλίωση του, απειλή και σκάνδαλο ταυτόχρονα; Πώς μπορούμε να περά-σουμε από ένα σχέδιο κοινωνίας «βορείου τύπου» α ένα σχέδιο κοινωνίας λειτονργικό-τερης για το σύνολο της ανθρωπότητας; Με ποιο τρόπο θα μπορέσονμε να δώσουμε προ-τεραιότητα στις προόδους μον αφορούν το σύνολο της κοινωνίας (για παράδειγμα, πό-σιμο νερό για όλους), απέναντι α εκείνες που αφορούν μόνο το άτομο (για παράδειγ-μα, ένα αυτοκίνητο για τον καθένα); Ούτε και σ αυτό το σημείο μπορούμε να επανα-παυτούμε στις αυτόματες δυνάμεις της αγοράς - δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε μια ψευδαίσθηση, το δήθεν φαινόμενο της «διάχυσης» (trickle doum), σύμφωνα με το ο-ποίο οι πρόοδοι του Βορρά στον οικονομικό, τεχνικό ή πολιτικό τομέα εξαπλώνονται φυ-σιολογικά στο Νότο. Το αντίθετο: φαίνεται μάλλον ότι η πόλωση Βορρά-Νότου είναι φαινόμενο «φυσιολογικό» και ότι, για να εμποδιστεί το χάσμα που δημιουργείται, μό-νο πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτψα σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούν να ευοδωθούν.

Ignacio Ramonet, «Παγκοσμιοποίηση και Περιθωριοποιήσεις», στο LE MONDE diplomatique, ελληνική έκδοση ίου Maniere de voir, τχ. 3,

Αθήνα 1993, σ. 6..

183

Page 178: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.2. ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός

Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ένα κρίσιμο πρόβλημα, που παίρνει τη θέση της έννοιας της «φτώ-χειας» η οποία κυριάρχησε σε πολλές χώρες ήδη από τον περασμένο αιώνα. Αν όμως το πρόβλημα της φτώχειας αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα ως θέμα που α-φορούσε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού -τις αποκαλούμενες «νησίδες υστέ-ρησης»-, σήμερα αποκτά γενικότερο χαρακτήρα. Ό χ ι μόνο γιατί περιλαμβάνει ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, αλλά κυρίως διότι το φαινόμενο του κοινωνι-κού αποκλεισμού δεν έχει μόνο οικονομικό περιεχόμενο αλλά ταυτόχρονα -και ιδίως- κοινωνικό και πολιτιστικό.

Η διόγκωση της ανεργίας στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (20.000.000 είναι οι άνεργοι το 1999 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η φτώχεια και η ανέχεια, που χαρακτηρίζουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η κατάσταση των αστέγων, η πλημμελής αντιμετώπιση των αναγκών των προσφύγων και των ξένων - ή ακόμη και η ολοκληρωτική απόρριψή τους-, η έξαρση των ρατσιστικών και εθνικιστικών τάσεων, τα τραγικά θύματα των πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια διαμορ-φώνουν ένα θλιβερό σκηνικό στην είσοδο του 21ου αιώνα. Εδραιώνεται και δι-

184

Page 179: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ευρύνεται μια νέα τάξη απόκληρων στις αναπτυγμένες χώρες που διαφέρει από τις προηγούμενες εποχές και θέτει σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα της απόλυ-της οικονομικής ευημερίας.

Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης, που σημαίνει να έχουν εξασφαλισμένη εργασία όσοι το επιθυμούν, έχει πια εγκαταλειφθεί από τα προγράμματα των ευ-ρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Η «κοινωνία της εργασίας» δίνει τη θέση της στην «κοινωνία της απασχόλη-σης», όπου υψηλά ποσοστά ανεργίας συνυπάρχουν με τις μορφές μερικής απα-σχόλησης, την αμοιβή «με το κομμάτι», τον ορισμένο χρόνο εργασίας.

Η ανεργία -και η κοινωνική περιθωριοποίηση που την ακολουθεί- συνοδεύ-εται συχνά από παράπλευρα φαινόμενα όπως είναι η επαγγελματική ή η σχολι-κή αποτυχία, οι οικογενειακές εντάσεις και ρήξεις. Αυτά τα φαινόμενα δεν αφο-ρούν μόνο τα χαμηλά οικο-νομικά στρώματα αλλά επε-κτείνονται εντυπωσιακά στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Η ανάπτυξη της τεχνολο-γίας και η μετατόπιση από παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας (αγροτική παρα-γωγή, βιομηχανική-εργοστα-σιακή παραγωγική δομή) στους τομείς των υπηρεσιών, του χρηματοπιστωτικού συ-στήματος, της πληροφορίας, της επικοινωνίας, διαμορφώ-νουν ένα νέο «χάρτη» επαγ-γελμάτων.

Τα άτομα μεγαλύτερης η-λικίας που χάνουν την εργα-σία τους είναι πολύ δύσκολο να ασκήσουν ένα νέο επάγ-γελμα. Σ' αυτά πρέπει να προ-σθέσουμε τις γυναίκες και τους νέους, που αποτελούν πολίτες «δεύτερης κατηγο-ρίας» για την αγορά εργασίας.

185

Page 180: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Το πλέον σημαντικό όμως πρόβλημα είναι ότι οι θέσεις εργασίας μειώνονται συ-νεχώς στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.

Συνεπώς, ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να προσεγγιστεί αποκλειστικά και μόνο με οικονομικά κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, το ανεπαρκές εισόδη-μα. Εκτός από το βασικό αυτό κριτήριο, ο κοινωνικός αποκλεισμός αφορά και περιλαμβάνει τη στέρηση των δικαιωμάτων πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά (υ-γεία, περίθαλψη, ασφάλιση, στέγαση, εκπαίδευση).

Το περιεχόμενο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού εκτείνεται πέρα α-πό το πεδίο της οικονομικής ανέχειας και περιλαμβάνει το πολιτικό επίπεδο -δη-λαδή την απουσία ή το έλλειμμα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων-, αλλά και το κοινωνικό και το πολιτισμικό επίπεδο, αφού ο κοινωνικός αποκλεισμός α-ναφέρεται σε καταστάσεις απομόνωσης, αποξένωσης και περιθωριοποίησης ση-μαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμε-νο, η ανάλυση, κατανόηση και εξήγηση του οποίου απαιτεί πολύπλευρη επιστη-μονική προσέγγιση. Οι οικονομικές αναλύσεις οφείλουν να συνδεθούν με κοινω-νιολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού, αλΛά και με εκτιμήσεις των ψυχολογικών επιπτώσεων που υπάρχουν στα άτομα και στις κοινωνικά αποκλειόμενες πληθυσμιακές ομάδες. Παράλληλα, η κατοχύρωση ή μη των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις ομάδες αυτές α-ποτελεί βασικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε τη σύγχρονη δημοκρατική πολι-τεία και τους θεσμούς της και να δώσουμε ένα σύγχρονο περιεχόμενο στην έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Λ)βαθμός τον πραγματικού αποκλεισμού συνίσταται στην πλήρηρήξη κοινωνικών δεσμών? και μάλιστα δεσμών πον σννδέονται με την απασχόληση, με την οικογένεια και με τψ κατοικία. Τα άτομα που βρίσκονται στψ κατάσταση αντή χαρακτηρίζονται από την α-πάθεια, την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την κοινωνία πον τα περιβάλλει και την αδιαφορία (όχι την άρνηση: την αδιαφορία) για οποιαδήποτε προσπάθεια (επαν)ένταξής τονς στην κοινωνία αντή. Είναι αντοί πον δε μετέχουν στα κοινωνικά πράγματα και στη διαμόρφωση της προοπτικής τονς, π,ον αδιαφορούν, πον δε διαθέτουν αντοχές, που δεν ελπίζουν σε τίποτα, αλλά φοβούνται τα πάντα.

Αυτή η αδιαφορία, η παραίτηση, είναι χαρακτψιστικό τον κοινωνικά αποκλεισμέ-νου. Τα χαρακτηριστικά πον συνήθως αναφέρονται σε σχέση με τον αποκλεισμό (η φτώ-χεια, η ανεργία, η ετερότητα, κτλ.) είναι κοινωνικά χαρακτηριστικά πον οδηγούν (ή, κα-λύτερα, που μπορεί να οδηγήσουν) στον αποκλεισμό. Αεν είναι χαρακτψιστικό των α-ποκλεισμένων ως αποκλεισμένων. Είναι χαρακτηριστικά εκείνων πον κινδυνεύουν να ει-σέλθουν στη διαδι κασία αποκλεισμού, πον έχουν αυξημένες πιθανότψες να βιώσουν κά-

\jioio βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού.

186

Page 181: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Με δεδομένη την καίρια σημασία της ανθεκτικότητας των κοινωνικών σχέσεων &κ^ αναχώματος κατά τον αποκλεισμού, έχονν προταθεί τρία μοντέλα κοινωνιών:

1. εκείνο των χωρών τον Ευρωπαϊκού Νότου, ιιου χαρακτηρίζονται από τη διατή-ρηση δομών οι οποίες εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή -χωρών με ηληθνσμούς πον τονς χαρακτηρίζει έντονη θρησκεντικότητα, ισχυρά οικογενειακά και σνγγενικά δίκτνα, δυ-νατότητα ανάπτνξης προσωπικών σχέσεων στο πλαίσιο της κοινότητας και της εργασίας,

2. εκείνο των χωρών τον Ευρωπαϊκού Βορρά, πον χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ισχυρών δομών σνλλογικής διαμεσολάβησης και, κυρίως, ισχυρό συνδικαλισμό,

3. εκείνο της Μεγάλης Βρετανίας (αλλά και των Η ΠΑ), όπου η νεοφιλελεύθερη πολιτική οδήγησε στην ελαστικότητα της απασχόλησης και στην προσωρινότητα των κοινωνικών σχέσεων - και, όπου, κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο το κράτος υποθάλπει τον αποκλεισμό, καθώς αντικαθιστά τα προγράμματα ένταξης της δεκαετίας τον 1960 με πολιτικές που στην ουσία αποκλείουν εκείνονς πον δεν είναι ενταγμένοι, που δεν εξα-σφαλίζουν την επιβίωση τους. Οι πολιτικές αυτές εκφράστηκαν με τον όρο «κοινωνία των 2 »(όπου wj_ είναι αποκλεισμένο) - όρος που κυριάρχησε και χρησιμοποιείται

3 3 εναλλακτικά με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός», προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση σε μια ήδη συγκεχυμένη κατάσταση.

Λ. Μουσουρου, «Κοινωνικός αποκλεισμός και κοινωνική προστασία» στο βιβλίο Κοινωνικός Αποκλεισμός, η Ελληνική Εμπειρία, εκδ. Gutenberg,

Αθήνα 1998, σο. 71-73.,

Κοινωνικός αποκλεισμός και εκηαίδευση

Παιδιά και νέοι που αποκλείονται από την εκηαίδευση στη χώρα μας προέρχονται, σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90%, από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και επαγγελματικό επίπεδο, ανήκουν δηλαδή αε ομάδες φτωχών. Ενώ αυτό το γεγονός εί-ναι γνωστό, η λεπτομερής χαρτογράφηση τον αποκλεισμού τονς γίνεται με πολύ αρ-γούς ρυθμούς. Η σχετική αδράνεια που παρατηρείται οφείλεται στο γεγονός ότι «κα-νονικά» δεν επιτρέπεται να υπάρχει τέτοιο φαινόμενο, άρα δεν αιτιολογείται και η ύ-παρξη χάρτη εκπαιδευτικού αποκλεισμού. Έτσι, επίσημα, ο αποκλεισμός αποσιωπά-ται και η διαρροή μαθητικού δνναμικού παρουσιάζεται περιορισμένη και αποδίδεται συ-νήθως στις ιδιαίτερες συμπεριφορές και στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ομάδων που αποκλείονται ή στην προσωπική συμπεριφορά ορισμένων γονέων.

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αλλάζει η κατάσταση αυτή - ο αποκλεισμός έχει κινήσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και έχει προκαλέσει αντιδράσεις αε μια μερίδα της κοινωνίας, κυρίως γιατί τα παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο έχουν γίνει

187

Page 182: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

«ορατά». Δηλαδή εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της ψέρας και της νύχτας σε όλους τονς χάρους κοινωνικής συναναστροφής. Επ ιπλέον, τα τελευταία χρό-νια, ο αποκλεισμός αποτελεί το αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο διάφορων προγραμ-μάτων, κυρίως επειδή η αντίστοιχη ενασχόληση χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όμως, παρ' όλο το ενδιαφέρον που έχει σημειωθεί για την καταγραφή τον απο-κλεισμού και παρά τη δημοσιοποίηση τον μεγάλου αριθμού των θυμάτων τον, η κατα-γραφή τον αποκλεισμού έχει συχνά δημοσιογραφικό χαρακτήρα, η δημοαιοποίησή τον παίρνει πολλές φορές μορφή ευκαιριακής καταγγελίας, ενώ οι αιτίες του εμφανίζονται πολύ συχνά σαν «μαύρο κουτί», αφήνοντας να φαντάζεται κανείς ως αιτίες γενικότητες όπως «το πολιτικό σύστημα» ή/και «η κοινωνία». Σνχνά ο κοινωνικός αποκλεισμός κα-τονομάζεται χωρίς να κατονομάζονται θύτες και μερικές φορές μάλιστα τα ίδια τα θύ-ματα τον κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζονται να είναι οι θύτες.

Στο παραπάνω πλαίσιο, σνχνά λησμονείται ότι το σχολείο μπορεί από τη φύση τον να λειτονργεί ας παράγοντας κοινωνικής και πολιτισμικής ένταξης παιδιών ειδικών ο-μάδων και μειονοτήτων, αλλά πολύ σνχνότερα λειτονργεί ως ισχνρός μηχανισμός κοι-νωνικού αποκλεισμού.

Ο αποκλεισμός από την εκπαίδενση εμφανίζεται σε τρεις φάσεις: 1. Παιδιά ειδικών ομάδων μένουν από την αρχή εκτός σχολείον. 2. Παιδιά ειδικών ομάδων περιθωριοποιούνται μέσα στο σχολείο και, ως σννέηεια

αντού τον γεγονότος, οδηγούνται στη σχολική αποτυχία και, πολύ σνχνά, στην οριστι-κή διακοπή της φοίτησής τους. Η περιθωριοποίηση μπορεί να εμφανιστεί από την αρ-χή της σχολικής τονς ζωής ή αργότερα στη διάρκεια της φοίτησής τους ή στη μετάβα-ση τονς από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη.

3. Παιδιά ειδικών ομάδων δεν καταφέρνουν παρά μόνο σε πολύ χαμηλό ποσοστό να περάσουν με επιτυχία ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας -δηλαδή θεωρητικά ανοι-χτής σε όλους τους ανθρώπους- εκπαίδευσης.

Ε. Τρέσσου, «Αποκλεισμός ειδικών ομάδων από την εκπαίδευση», στο βιβλίο: Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός,

Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 639-640.

5.2.2. Ανεργία

Το φαινόμενο της ανεργίας τείνει να προσλάβει τη μορφή μάστιγας στις σύγ-χρονες αναπτυγμένες κοινωνίες.

Η εργασία δεν αποτελεί μόνο ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα που προσφέρει στο άτομο την οικονομική του διασφάλιση. Ό π ω ς επισημαίνει ο Μπέβεριτζ το

188

Page 183: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

1944, το άτομο που δεν μπορεί να διαθέσει την εργασία του αισθάνεται -και θε-ωρείται από τους άλλους- ότι είναι άχρηστο. Η απώλεια της θέσης εργασίας ή η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας δε σημαίνει μόνο απώλεια ενός μισθού.

Στην ουσία σημαίνει απώλεια της ψυχολογικής ασφάλειας, της κοινωνικής α-ποδοχής, της ίδιας της ταυτότητας του ατόμου, γιατί η εργασία αποτελεί έναν α-πό τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς δεσμούς.

Το 1999 το μέσο ποσοστό ανεργίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υ-περβαίνει το 12% και φτάνει στα 20.000.000 ανέργους.

Από αυτούς το 25% παραμένουν επί μεγάλο διάστημα άνεργοι και είναι πολύ δύσκολο να ξαναβρούν εργασία και κοινο>νική ασφάλιση. Το άλλο 25% είναι νέ-οι άνεργοι κάτω των 25 χρόνων, ένα τμήμα των οποίων επιδοτείται προσωρινά και ζει με πλήρη αβεβαιότητα για το επαγγελματικό του μέλλον. Όμως και η προο-πτική του υπόλοιπου 50% δεν είναι καθόλου ευνοϊκή. Οι τάσεις που διαμορφώ-νονται ιστορικά οδηγούν σε μεί-ωση των επιδομάτων και των παροχών ανεργίας, ενώ οι δυ-σχέρειες εξεύρεσης νέας εργα-σίας παραμένουν αξεπέραστες.

Η μετάβαση από το προη-γούμενο πρότυπο της μισθωτής και διά βίου απασχόλησης προς ένα καθεστώς αβέβαιης, διακοπτόμενης και μισθολογι-κά άνισης εργασίας προκαλεί σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στις οικονομικές αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις.

Καταρχάς, στο νέο πρότυπο αλλάζουν οι παραγωγικές δρα-στηριότητες. Το εργατικό δυ-ναμικό που απασχολείται στον πρωτογενή και στο δευτερογε-νή τομέα της οικονομίας (βιο-μηχανία, μεταποίηση, αγροτι-κή παραγωγή) μειώνεται, ενώ το προσωπικό που απασχολεί-ται στις υπηρεσίες (μάρκετιν-

189

Page 184: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

γκ, υπηρεσίες πληροφορικής και επικοινωνίας, ασφάλειες, τράπεζες, υπηρεσίες υγιεινής, εκπαίδευσης, κτλ.) αυξάνεται, σε μικρότερο όμως βαθμό.

Η σταδιακή επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών απέναντι στον παραδοσιακό βιομηχανικό τομέα διαμορφώνει μια «κοινωνία υπηρεσιών» και ένα νέο τύπο πολι-τισμού που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της πληροφορικής, της επικοινω-νίας, της αυτοματοποίησης. Συνεπώς, οι νέες τεχνολογίες, που συνδέονται με τη δη-μιουργικότητα και την ανθρίόπινη ευφυΐα, αποβαίνουν οι νέες πηγές του πλούτου.

Η ραγδαία αυτή εξέλιξη απαιτεί την ταχεία αντικατάσταση των μηχανών και των τεχνικών «εργαλείων» της εργασίας και της παραγωγής. Η διά βίου εκπαί-δευση και η συνεχής προσαρμογή είναι απαραίτητες, αφού ο κάθε εργαζόμενος είναι βέβαιο ότι θα χειριστεί πολλές γενιές υλικού (για παράδειγμα, υπολογιστές) στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, και μάλκπα είναι πιθανό να αλλάξει και επάγγελμα πάνω από δύο φορές.

Στις συνθήκες του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, η εργασία και η απασχό-ληση χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη αστάθεια. Η ανταγωνιστικότητα αυτή επιβάλλει -σύμφωνα με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις- την υποκατά-σταση των σταθερών μορφών της μόνιμης μισθωτής εργασίας με άλλες «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης.

Διαμορφώνεται κατ' αυτό τον τρόπο ένα καθεστώς διαίρεσης και πόλωσης στο εσωτερικό της κοινωνίας ανάμεσα σε τρεις βασικές ομάδες:

α) ο' αυτούς που έχουν σταθερή και διασφαλισμένη εργασία, η οποία τους πα-ρέχει ασφάλεια ως προς την απασχόληση και το εισόδημα, που κατοχυρώνουν μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις τους μισθούς τους και διαθέτουν συνδι-καλιστική κάλυψη (insiders, οι εντός των «τειχών» του συστήματος της εργασίας),

β) σ' εκείνους που έχουν μερική απασχόληση και δεν έχουν τα οικονομικά και κοινωνικά ευεργετήματα όσων ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, και ακόμη ο' ε-κείνους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες είναι ευαίσθητες στην κρί-ση. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν, επίσης, οι εποχικοί ή με σύμβαση ορισμέ-νου χρόνου εργαζόμενοι,

γ) τους αποκλεισμένους από την εργασία, τους οποίους η κρίση οδηγεί, είτε μακροχρόνια είτε οριστικά, στο περιθώριο.

ΙΙρόκειται κατά κύριο λόγο για ηλικιωμένους ή εργαζομένους σε τομείς της οικονομίας που παρακμάζουν ή για νέους που ζητούν για πρώτη cpopa εργασία. Γι' αυτούς υπάρχουν πολιτικές επιδοτούμενης κατάρτισης ή περιοδικής απα-σχόλησης που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίησή τους (out-siders, οι εκτός των «τειχών»).

190

Page 185: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Από την πλευρά των κοινωνικών και των οικονομικών επιστημών, έχει ιδιαίτερη σημασία η θεωρητική βάση με την οποία αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της α-νεργίας από σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις.

1) Η νεοκλασική θεωρία για την αγορά εργασίας βασίζεται στην ανάλυση σε μικρο-επίπεδο. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικρο-οικονομικής θεωρίας και αναλύει το πώς καθορίζεται η ισορροπία μεταξύ του μισθού και της προσφερό-μενης ποσότητας εργασίας.

Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η ανεργία θεωρείται από τη νεοκλασική α-ντίληψη εκούσια. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο δε δέχεται να εργαστεί με το μι-σθό που του προσφέρουν, είτε γιατί ισχύουν οι μισθοί των εθνικών συλλογικών συμ-βάσεων είτε γιατί το άτομο προσδοκά μια καλύτερη δουλειά και προτιμά να μεί-νει άνεργο.

Η λύοη θα προκύψει, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, εq)όoov διαμορ-φωθούν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα επι-τρέψουν, τελικά, την εξάλειψη της ανεργίας.

Βασική προϋπόθεση προς τούτο είναι να επικρατήσει ένα καθεστώς ευελι-ξίας, δηλαδή αυξομείωσης τόσο τού μισθού όσο και της προσφερόμενης ποσό-τητας εργασίας (αμοιβές-ώρες εργασίας). Παράλληλα, η πολιτική της εκπαίδευ-σης-κατάρτισης διευκολύνει την κινητικότητα του ατόμου, είτε γεωγραφικά είτε κατά κλάδο εργασίας, ώστε να μπορούν τα άτομα να ανταποκριθούν στις νέες α-νάγκες της αγοράς εργασίας.

2) Θεωρία της ρύθμισης: Υπάρχουν όμως και αντίθετες θεωρητικές προσεγ-γίσεις, που αμφισβητούν τις παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας. Σύμφωνα με τις θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις, παρότι τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Ευ-ρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί ή έχει καθηλωθεί το κόστος εργασίας ανά μονά-δα παραγόμενου προϊόντος, το γεγονός αυτό δεν οδήγησε σε πτώση αλλά αντί-θετα σε αύξηση της ανεργίας.

Ενώ μειώνεται το εισόδημα από την εργασία, αυξάνονται εντυπωσιακά τα κέρ-δη του επενδυμένου κεφαλαίου, με συνέπεια την επιδείνωση της οικονομικής θέ-σης των εργαζομένων και την αναζήτηση μιας δεύτερης απασχόλησης.

Τα κέρδη και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαρτούνται από το χαμηλό κόστος εργασίας. Αντίθετα, συνδέονται κυρίως με τα στρατηγικά πλεο-νεκτήματα που προσφέρει η παραγωγή και η διαχείριση της γνώσης και της πλη-ροφορίας, η ενσωματωμένη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα πνευματική εργα-σία.

191

Page 186: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πίνακας ΕΣΥΕ για την Ανεργία - 1997

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6 1992 1993 1994 1995 1996 1997

Εργατικό δυναμικό 4.034,3 4.118.4 4.193,4 4.248,5 4.318,3 4.294.405 ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ Απασχολούμενοι 3.684,5 3.720.2 3.789,6 3.823,8 3.871,9 3.854,055

Ανεργοι 349,8 398,2 403,8 424,7 446,4 440,35 Ποσοστό Ανεργίας 8,7% 9.7% 9.6% 10,0% 10,3% 10,3%

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ Εργατικό δυναμικό 254,3 262,7 254,5 259,0 268,8 254.501 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Απασχολούμενοι 234,8 242,1 233,5 232,2 240,6 230,505 & Ανεργοι 19,5 20,6 21,0 26,8 28,2 23,996 ΘΡΑΚΗ Ποσοστό Ανεργίας 7,7% 7,8% 8,3% 10,3% 10,5% 9.4%

Εργατικό δυναμικό 692,7 698,9 721,0 756,1 752,8 772,834 ΚΕΝΤΡΙΚΗ Απασχολούμενοι 641,7 633,9 655,0 679,8 680,4 694,291 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Ανεργοι 51,0 65,0 66,0 76,4 72,4 78,543

Ποσοστό Ανεργίας 7,4% 9,3% 9,2% 10,1% 9.6% 10.2%

Εργατικό δυναμικό 105,2 118,9 119,4 119,3 123,0 120,753 ΔΥΤΙΚΗ Απασχολούμενοι 95,7 104,3 107,7 101,2 101,8 103,191 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Ανεργοι 9,5 14,6 11.7 18,1 21,3 17.562

Ποσοστό Ανεργίας 9,0% 12,3% 9,8% 15,2% 17,3% 14.5%

Εργατικό δυναμικό 108,5 109,1 112,6 114,7 111,5 110,120 ΗΠΕΙΡΟΣ Απασχολούμενοι 99.4 99.3 103,1 105,2 97.6 97.803

Ανεργοι 9.1 9,8 9,5 9.5 13.9 12.317 Ποσοστό Ανεργίας 8,4% 9.0% 8.4% 8.3% 12.5% 11.2%

Εργατικό δυναμικό 267,5 269,2 278.1 282,1 292,4 299,311 ΘΕΣΣΑΛΙΑ Απασχολούμενοι 245,4 248.0 256.6 256,9 267,8 273,884

Ανεργοι 22,1 21.2 21.5 25,2 24,6 25.427 Ποσοστό Ανεργίας 8.3% 7,9% 7.7% 8.9% 8.4% 8.5%

Εργατικό δυναμικό 79,9 77,4 79.1 80.9 82,0 80.513 ΙΟΝΙΟΙ Απασχολούμενοι 77.9 73.9 76,0 76.0 76.9 75.383 ΝΗΣΟΙ Ανεργοι 2.0 3.5 3.1 4,9 5.1 5.130

Ποσοστό Ανεργίας 2.5% 4.5% 3.9% 6,1% 6.2% 6.4%

Εργαπκό δυναμικό 239,5 243,2 255,5 242,9 252.1 254.202 ΔΥΤΙΚΗ Απασχολούμενοι 216.8 217.5 226,0 219,4 228.8 232.816 ΕΛΛΑΔΑ Ανεργοι 22,7 25,7 29,5 23,5 23.3 21,386

Ποσοστό Ανεργίας 9.5% 10,6% 11,5% 9.7% 9.2% 8.4%

Εργατικό δυναμικό 188,0 189,4 185,4 184,7 190,7 184,815 ΣΤΕΡΕΑ Απασχολούμενοι 165,5 169,8 164,7 166,6 168,9 161,229 ΕΛΛΑΔΑ Ανεργοι 22.5 19,6 20,7 18,1 21,8 23,586

Ποσοστό Ανεργίας 12,0% 10,3% 11,2% 9,8% 11,4% 12.8%

Εργατικό δυναμικό 1.508,4 1.531,1 1.561,6 1.587,6 1.600,2 1.600,791 ΑΤΤΙΚΗ Απασχολούμενοι 1.350,5 1.348,1 1.376,1 1.401,9 1.401,7 1.406,845

Ανεργοι 157,9 183,0 185,5 185,7 198,5 193,946 Ποσοστό Ανεργίας 10.5% 12.0% 11,9% 11,7% 12,4% 12,1%

Εργατικό δυναμικό 227,7 229,5 239,2 237,7 246,3 225,536 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ Απασχολούμενοι 208,8 214,1 222,4 220,3 228,4 206,978

Ανεργοι 18,9 15,4 16,8 17,4 17,9 18,558 Ποσοστό Ανεργίας 8,3% 6,7% 7,0% 7,3% 7,3% 8,2%

Εργατικό δυναμικό 67,1 58,1 56,6 57,9 64,0 8,959 ΒΟΡΕΙΟ Απασχολούμενοι 63,6 54,8 52,1 54,7 59,1 54,557 ΑΙΓΑΙΟ Ανεργοι 3,5 3,3 4.5 3.2 4,9 4,402

Ποσοστό Ανεργίας 5,2% 5,7% 8,0% 5,5% 7,7% 7.5%

Εργατικό δυναμικό 93,5 107,0 106,6 104,2 103.1 102,462 ΝΟΤΙΟ Απασχολούμενοι 89,8 100,0 102.4 98,7 97,5 97,489 ΑΙΓΑΙΟ Ανεργοι 3.7 7.0 4.2 5.5 5.6 4,973

Ποσοστό Ανεργίας 4.0% 6,5% 3.9% 5.3% 5.4% 4.9%

Εργατικό δυναμικό 202,0 223,9 223,8 221,6 231.3 229.610 ι ΚΡΗΤΗ Απασχολούμενοι 194.5 214,5 214,1 210,9 22.3 219.085

Ανεργοι 7.5 9,3 9.7 10.7 8.9 10.525 Ι Ποσοστό Ανεργίας 3.7% 4.2% 4,3% 4,8% 3.9% 4.6% |

192

Page 187: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Συνεπώς, απαιτούνται νέοι θεσμοί και νέες επιλογές, ώστε το κόστος που προ-κύπτει από την αναδιοργάνωση της παραγωγής να μη βαρύνει αποκλειστικά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας, αλλά να κατανέμεται δίκαια.

Στη σύγχρονη κοινωνία -μ ια κοινωνία της γνώσης και της συνεχούς μάθη-σης-, η προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων πρέπει να συνδεθεί με αποτε-λεσματικούς μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τη δημιουργία νέων θέ-σεων απασχόλησης μέσα από νέες επενδύσεις σε σύγχρονους παραγωγικούς τομείς.

Ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ενωση

ΧΙΛΙΑΔΕΣ Ποσοστό (%) του εργατικού δυναμικού

1992 1994 1995 1996 1997

Αυστρία 193 5,9 5,9 6,2 6,5

Βέλγιο 435 13,1 13,0 13,2 13,0

Δανία 318 12,2 10,0 9,2 9,2

Γαλλία 2.600 12,3 11,6 12,1 12,2

Γερμανία 2.979 9,6 9,4 10,3 10,4

Ελλάδα 349 9,6 10,0 10,2 10,4

Ιταλία 2.034 11.3 12,0 12,1 12,0

Ιρλανδία 213 14,2 12,9 12,4 12,2

Ισπανία 2.789 24,2 22,9 22,9 22,7

Λουξεμβούργο 3 2,7 3,0 2,9 2,8

Μ. Βρετανία 2.801 9,2 8,2 7,9 7,5

Ολλανδία 336 7,6 7,1 7,0 6,9

Πορτογαλία 186 6,9 7,2 7,4 7,5

Σουηδία 234 8,0 7,7 7,6 7,2

Φιλανδία 328 18,4 17,2 16,4 15,5

ΣΥΝΟΛΟ 15.798 11,6 11,2 11,4 11,3 (Πηγή: OECD)

193

Page 188: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Εργασία - Ανεργία - Ταυτότητα

Η αποσταθεροποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας απειλεί να ανατρέψει τη δια-δικασία ένταξης, τον ομοιόμορφο τρόπο ζωής και την επέκταση της πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, διαδικασία που ωστόσο έμοιαζε μη αναστρέψιμη. Η θέση του χρήματος και του οικονομικού παράγοντα στα σύγχρονα κράτη έχει αλλάξει σε βάθος. Πράγματι, το χρήμα συγκεκριμενοποιεί την κοινωνική αυτονομία των ατόμων, μόνο ό-μως η εργασία έχει τη δυνατότητα να θέσει τις βάσεις της. Η εμπειρία κάποιου πον πρό-σφατα βγήκε στην ανεργία ή του νέον nov ταλαιπωρείται με ασήμαντες δουλειές και πρόσκαιρες συμβάσεις συνοψίζεται στο ότι δεν έχει άλλο συνομιλητή ή συνέταιρο εκτός από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η ταυτότψά του περιορίζεται στην ιδιότητά του ως α-νέργου ή προσωρινά απασχολούμενου. Η ιδιότητα τον πολίτη δεν του προσφέρει κα-μιά βοήθεια και δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιήσει.

Η έλλειψη κοινωνικοποίησης μέσα από την εργασία επιφέρει πλήγματα τόσο στο δεσμό μεταξύ των πολιτών όσο και στους πολιτικούς δεσμούς, δεσμούς που είχαν τόσο έντονα υπογραμμιστεί από την επικύρωση του δικαιώματος στην εργασία, όπως αυτό διατυπώνεται στο προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος τον 1946. Στην κοινωνία της μισθωτής εργασίας, η ιδιότητα του εργαζομένου είναι κάτι παραπάνω από κοινωνική ι-διότητα: Αποτελεί διάσταση, σχεδόν, της πολιτικής υπόστασης - οι άνεργοι είναι οι με-γάλοι απόντες του δημόσιον βίου. Βέβαια, είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την εργασία από το εισόδημα, η εργασία όμως δεν είναι πλέον μόνο εισόδημα. Χαρακτηρίζει τον τρό-πο συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Στο εοώτιιιια «ποιος είναι ο τάδε»; η συνηθισμέ-νη αυθόρμητη απάντηση δεν είναι ποτέ «ένας σωστός άνθρωπος» ή «ένα γενναιόδωρο άτομο», δεν είναι καν «πλούσιος» ή «φτωχός». Η συνηθισμένη απάντηση είναι «εργά-της», «υπάλληλος», «δικηγόρος», κτλ. Το επάγγελμα καθορίζει την ταυτότητα. Τα ε-ρωτήματα «ποιος είναι;», «τι κάνει;» μεταφράζονται αυτόματα με το «τι δουλειά κά-νει;»

Εργασία, έθνος και κοινωνική αλληλεγγύη είναι λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένα στον πολιτισμό μας. Το θέμα δεν είναι να αποκλείσουμε από την ανακατανομή αυτούς που δεν μπορούν να εργαστούν, αλλά να επιτρέψουμε σε όλους την πρόσβαση σ αντό που αποτελεί την ουσία της ταυτότητας, γεγονός πον προϋποθέτει, ομοίως, ανασύσταση της κοινωνικής ταυτότητας.

Michel Rocard, Τι να Κάνουμε για την Αντιμετώπιση της Ανεργίας, εκδ. «Νε'α Σύνορα» - Α. Α. Αιβάνη, Αθήνα 1998, σο. 37-38.

194

Page 189: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.2.3. Μεταναστευτικά ρεΰματα-ρατσισμός

Η κατάρρευση των καθεστώτων του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, που συνο-δεύτηκε από σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση στις χώρες αυτές, προκά-λεσε ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το μεταναστευτικό αυτό κύμα συμπληρώνεται από ένα δεύτερο «κύμα», που οφείλεται όχι μόνο σε κοινωνικοοικονομικούς λόγους, αλλά και σε σοβαρές πα-ραβιάσεις θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή, ακόμη, σε εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις που διεξάγονται σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής.

Εκτιμήσεις έγκυρων διεθνών οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στις αρχές του 21ου αιώνα οι μετανάστες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα υπερβούν τα 13.000.000 άτομα, αριθμός που προσεγγίζει το 10% των εργασιακά απασχολουμένων στις χώρες αυτές. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αυτός αριθμός μεταναστών περιλαμβάνει 4.000.000 από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, 3.500.000 από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, 2.500.000 από τη Βόρεια Αφρική, 2.000.000 από την υπόλοιπη Αφρική και 1.000.000 από την Ασία (Εθνικό Ινστι-τούτο Δημογραφικών Μελετών της Γαλλίας).

Το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι νέο, αλλά συνοδεύει την ιστορική ε-ξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών.

Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης μεταπολεμικά στηρί-χτηκε στην προσέλκυση φθηνού εργατικού δυναμικού από τις χώρες του Ευρωπαϊ-κού Νότου, αλλά και από τις χώ-ρες εκείνες που αποτελούσαν α-ποικίες των ευρωπαϊκών μητρο-πόλεων.

Η χώρα μας αποτέλεσε την α-φετηρία δύο μεγάλων μετανα-στευτικών ρευμάτων. Το πρώτο «ρεύμα» κυριάρχησε στην περίο-δο 1900-1920 και κατευθύνθηκε κυρίως προς ΗΠΑ και Καναδά. Το δεύτερο ξεκίνησε το 1955 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960, με κύρια χώρα προορισμού τη Γερμανία.

195

Page 190: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Στη σύγχρονη περίοδο η χώρα μας μεταβάλλεται από «εξαγωγέας» μεταναστών σε αποδέκτη ενός μεγάλου μεταναστευτικού κύματος, που προέρχεται κυρίως α-πό τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και της πρώην ΕΣΣΔ, το οποίο στο τέ-λος της δεκαετίας του 1990 προσέγγιζε τον αριθμό των 800.000 μεταναστών.

* * *

Οι προσπάθειες να ενταχθούν οι μετανάστες στον κοινωνικό ιστό των χωρών υ-ποδοχής και να ενσωματωθούν στο εγχώριο παραγωγικό δυναμικό αποτελεί ένα κρίσιμο και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα συνδέεται άμεσα και κα-θοριστικά με την ικανότητα μιας εθνικής κοινωνίας να μπορεί να ενσωματώνει τις επιμέρους μειονότητες στα πλαίσια μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας και ενός κοινού πολιτισμικού πλαισίου. Όταν οι μειονότητες μπορούν να ενσωματωθούν στους θεσμούς και στους κανόνες αυτού του πλαισίου, τότε παρατηρείται το qxxi-νόμενο της προσαρμογής των μειονοτήτων στον πολιτισμό της χώρας αποδοχής (acculturation).

'Οταν όμως το περιεχόμενο της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας δεν επιτρέ-πει αυτή την ενσωμάτωση και τη συνύπαρξη, τότε αναδεικνύονται φαινόμενα ρα-τσισμού και ξενοφοβίας.

Στις περιπτώσεις αυτές, τα φαινόμενα της ξενοφοβίας αποδίδονται στην αύ-ξηση της ανεργίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού, αιτία της οποίας θεωρεί-ται η παρουσία των οικονομικών μεταναστών, που καταλαμβάνουν θέσεις εργα-σίας με χαμηλές αμοιβές.

* * *

Ασφαλώς τα οικονομικά και τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στη μετανάστευση είναι πολύ ευρύτερα. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς διαμορφώνει στο εσωτερικό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζώ-νες «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας που συνδέονται με τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών.

Σ' αυτές τις ζώνες «ελεύθερης εργασίας» αναπτύσσονται νέες κατηγορίες ερ-γασίας, όπως η παράνομη, η συμπληρωματική, η οικιακή-προοωπική, η επο-χιακή. Σ' αυτές τις κατηγορίες εργασίας, τόσο οι μισθοί όσο και οι προνοιακές παροχές διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Σ' αυτές τις κατηγορίες εργασίας, δια-πιστώνεται αύξηση συμμετοχής του μεταναστευτικού δυναμικού. Αυτού του τύ-που η «περιθωριοποιημένη» εργασία διαμορφώνει σταδιακά μια ευρύτερη αγο-ρά εργασίας ενός, αντίστοιχα, περιθωριοποιημένου -μεταναστευτικού- δυναμι-κού, η οποία συνοδεύεται από την απουσία σωματείων και συνδικαλιστικών ορ-γάνων ελέγχου, αλλά και θεσμών κοινωνικής πρόνοιας.

196

Page 191: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η αδυναμία ένταξης των μεταναστών -και ιδιαίτερα των λαθρομεταναστών-στσν κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής οδηγεί στην αδυναμία προσαρμογής των μεταναστών και στην υποβάθμιση των περιοχών εγκατάστασής τους.

Η έλλειψη προσαρμοστικότητας δεν οφείλεται μόνο στα διαφορετικά πολιτι-στικά στοιχεία κάθε εθνικής κοινότητας (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, τρόπος ζωής), αλλά και στο φόβο αντιμετώπισης ρατσιστικού τΰπου αντιδράσεων στην περί-πτωση που βρίσκονται οι μετανάστες εκτός του «χώρου» τους.

Η μαζική ανεργία που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη α-ποτέλεσε ένα βασικό κοινωνικοπολιτικό επιχείρημα που στράφηκε κατά των με-ταναστών και εντάχθηκε στα πολιτικά προγράμματα ακροδεξιών πολιτικών κομ-μάτων, που επιδιώκουν να ενσωματώσουν με τον τρόπο αυτό τον έρποντα ρατσι-σμό και την ξενοφοβία που αναπτύσσεται σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα (Γαλ-λία, Γερμανία, κτλ.). Οι πράξεις βίας, τα ρατσιστικά εγκλήματα, οι διωγμοί που καταγράφονται στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχουν ως κίνητρο το ρατσιστικό μίσος αποτελούν «στίγμα» για τον ίδιο τον ευρωπαϊκό πο-λιτισμό.

* * *

Στις 18.12.1992 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με την υπ' αριθ. 47/135 απόφασή της, υπέγραψε τη «Διακήρυξη για τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες».

Το 1993, στη συνέχεια, εγκρίθηκε στη Βιέννη η Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η διακήρυξη αυτή, αφού αναφέρεται στα προ-βλήματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των φυλετικών διακρίσεων, καλεί όλες τις κυβερνήσεις να λάβουν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών.

Σήμερα, εκτός από τις νομικές ρυθμίσεις που προωθούνται για την τυπική, του-λάχιστον, κατοχύρωση των διάφορων μειονοτήτων, συγκροτούνται κυβερνητικοί μηχανισμοί, κοινωνικές οργανώσεις και κινήσεις πολιτών που διαφωνούν με το ρατσισμό και το καθεστώς των διακρίσεων. Οι q)opείς αυτοί λειτουργούν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοηθούν τις μειονοτικές ομάδες με πολλούς τρόπους, από την παροχή νομικής υποστήριξης μέχρι την υλική και ηθική βοήθεια και συμπαράσταση.

^Οι θετικές εξελίξεις σε θέματα πολιτικών ελευθεριών στην Ανατολική Ευρώπη για xdl· τιοιο διάστημα ακόμη ενδεχομένως να λειτουργήσουν κατευναστικά ως ηρος τις μετανα-στευτικές διαθέσεις των πληθυσμών αυτών. Όμως, αν η επιδεινούμενη κατάσταση της οι-

κονομίας των χωρών αυτών συνεχιστεί, τότε θα πρέπει να αναμένεται τα προσεχή χρόνια^

197

Page 192: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

έντονη μεταναστευτική ροή ηρος τψ Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι μετακινήσεις ανrio μπορούν να έχουν χαρακτψα πρόσκαιρης μετανάστευσης (συνδυασμός τουρισμού και ολιγόμηνης παράνομης εργασίας), είναι όμως πιθανό να Χάβονν χαρακτψα μακρό-χρονης μετανάστευσης. Η τελευταία αυτή υπόθεση ενισχύεται 1) από τη χρονική έκταση της οικονομικής αστάθειας των ανατολικών χωρών, 2) από τη διαφαινόμενη ανισορρο-πία που υπάρχει σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες μεταξύ της προσφοράς και της ζή-τησης εργασίας τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο, παρόλο πον ντιάρχει δια-θέσιμο εργατικό δυναμικό στο εσωτερικό της Κοινότητας, το οποίο υποαπασχολείται ή ετεροαπασχολείται, και 3) από το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες που προέρ-χονται από την Ανατολική Ευρώπη εμφανίζουν επίπεδο υψηλής κατάρτισης, ενώ πα-ράλληλα φαίνονται διατεθειμένοι να προσφέρουν την εργασία τονς έναντι χαμηλής α-μοιβής.

Έχει όμως ήδη επισημανθεί ότι η πλειονότητα των ήδη μη κοινοτικών απασχολου-μένων στην ΕΟΚ προέρχεται από τις μεσογειακές χώρες. Οι μη κοινοτικές μεσογεια-κές χώρες, ιδιαίτερα δε οι βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες, χαρακτψίζονται α-πό μια δημογραφική αύξηση εξαιρετικά εντυπωσιακή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, με-ταξύ των ετών 1950-2025, ο ενεργός πληθυσμός της Μεσογειακής Αφρικής θα έχει αυξηθεί κατά 500% περίπου, ενώ ο αντίστοιχος της Κοινότητας κατά 20%. Ταυτόχρονα, στις βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες -που έχουν ήδη δημιουργήσει ισχυρούς δι-αύλους τροφοδοσίας με εργατικό δυναμικό προς την Κοινότητα- κάθε χρόνο μεγαλώ-νει το χάσμα μεταξύ της ζήτησης της εργασίας εκ μέρους των νεοεισερχομένων στην α-γορά εργασίας και της ικανότητας των οικονομιών αυτών να δημιουργήσουν νέες θέ-σεις εργασίας πον θα ανταποκρίνονται στη σχετική ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι, όσο λι-γότερο θα απορροφάται το εργατικό δυναμικό στη νότια Μεσόγειο, τόσο πιο ισχυρές θα γίνονται οι μεταναστευτικές πιέσεις προς την Ευρώπη, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των εκρηκτικών δημογραφικών δεδομένων.

Διαφαίνεται, επομένως, ορατή η πιθανότητα ο ευρωπαϊκός χώρος να καταστεί ένα πεδίο μεταναστευτικών πιέσεων τόσο από την πλευρά της Ανατολικής Ευρώπης όσο και από την πλευρά της νότιας ακτής της Μεσογείου. Αν, δε, θεωρήσουμε ότι οι κοινοτι-κές χώρες θα προσπαθήσονν να αποτρέψονν, να ελέγξουν ή να μετριάσουν τις μετανα-στευτικές αυτές (αναμενόμενες) πιέσεις, τότε κάποιοι θα κληθούν να πλψώσουν το τί-μημα. Και αυτοί οι κάποιοι είναι προφανές ότι θα είναι οι ίδιοι οι μετανάστες.

Μ. Κονιόρδος, «Οι μεταναστεύσεις από τρίτες χώρες στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1990», στο βιβλίο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σψερα,

Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, ο. 459.

198

Page 193: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.2.4. Βία στην κοινωνία

Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ένα έντονα ανταγοηαστικό πεδίο σχέσεων. Ο ανταγωνισμός αυτός κυριαρχεί κατεξοχήν στο οικονομικό σύστημα, όμως παράλληλα επηρεάζει και καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις κοινωνικές σχέ-σεις και τις ατομικές συμπεριφορές.

Η αποδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών και του κοινωνικού κράτους, η α-βεβαιότητα που επικρατεί στον τομέα της εργασίας, η απουσία συλλογικών ορα-μάτων και στόχων δημιουργεί στο σύγχρονο άνθρωπο το αίσθημα της ανασφά-λειας και της έντασης. Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί σ' όλα σχεδόν τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας (επαγγελματική σταδιοδρομία, οικονομική δια-σφάλιση, συμμετοχή στο σύγχρονο καταναλωτικό πρότυπο) οδηγεί τα άτομα σε εντάσεις και ρήξεις με το οικογενειακό ή το επαγγελματικό τους περιβάλλον.

Τα φαινόμενα της ατομικής βίας, της επιθετικότητας, της ανομίας, της ε-γκληματικότητας πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα στις σύγχρονες κοινωνίες.

Όμως το καθεστώς της ανασφάλειας, της βίας και της εγκληματικότητας συν-δέεται με προβλήματα που ξεπερνούν τα όρια του κράτους-έθνους.

Η διακίνηση όπλων μαζικής καταστροφής -που περιλαμβάνουν μάλιστα και πυρηνικά όπλα-, οι πολεμικές εντάσεις και συγκρούσεις στη Βαλκανική Χερσό-νησο, τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από

>.vu.r "nOS

199

Page 194: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

την κατάρρευση των καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού -και κυρίως από τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ- διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο έντασης στην Ευρώ-πη στο τέλος του 20ού αιώνα.

Αυτό το πεδίο έντασης εκφράζεται μέσα από μορφές συλλογικής βίας, η οποία συνοδεύεται από την αναβίωση θρησκευτικών φανατισμών, από εθνικιστικές εξάρ-σεις, από την αύξηση των κρουσμάτων της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Η ραγδαία διάδοση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η αύξηση της εγκληματικότητας και ιδίως η διεθνοποίηση των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος -που χρησιμοποιεί τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα- ολοκληρώνουν την εικόνα της βίας και της ανασφά-λειας που συνδέονται με το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό πρότυπο ανάπτυξης.

Το οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, χαρα-κτηριστικό ατομικών πράξεων. Αντίθετα, αποκτά σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά χα-ρακτηριστικά και χρησιμοποιεί ως «εργαλεία» τις σύγχρονες τεχνολογικές δομές.

Το έγκλημα οργανώνεται πέρα από τα εθνικά σύνορα και επωφελείται από την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών.

Οργανωμένα υπερεθνικά κυκλώματα διακινούν τεράστιες ποσότητες ναρκω-τικών και όπλων. Συγκροτημένες «μαφίες», με δομές ιδιωτικής επιχείρησης, ε-λέγχουν εκτεταμένα κυκλώματα εκμετάλλευσης γυναικών ή λαθρομεταναστών. Στη σημερινή Ρωσία οι μαφίες του εγκλήματος, της πορνείας και των ναρκωτι-κών ελέγχουν ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της χώρας.

Εμφανίζεται, επίσης, ο τύπος των εγκλημάτων οικονομικού χαρακτήρα που χρησιμοποιεί τη σύγχρονη υψηλή τεχνολογία. Οι ηλεκτρονικές τραπεζικές υπη-ρεσίες αλλά και τα παγκόσμια συστήματα πληροφοριών (Διαδίκτυο) αποβαίνουν κατάλληλα δίκτυα για την εκτέλεση των οικονομικού τύπου εγκλημάτων.

Η Ελλάδα γίνεται αποδέκτης της βίας και του εγκλήματος όχι μόνο εξαιτίας των διαστάσεων που έχει προσλάβει το σύγχρονο έγκλημα, αλλά και λόγω της ίδιας της γεωγραφικής της θέσης.

Η εμφάνιση μορφών οργανωμένου εγκλήματος αλλά και η ραγδαία και ανε-ξέλεγκτη αύξηση των λαθρομεταναστών και των οικονομικών μεταναστών δημι-ουργούν σοβαρά προβλήματα ασφάλειας στην ελληνική κοινωνία.

Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών η ελληνική κοινωνία, που διακρίνεται για τις ανθρωπιστικές της αξίες, την ανεκτικότητα και την αλληλεγγύη της, βρίσκεται μπροστά σε ιστορικές εξελίξεις που απαιτούν μια πολύπλευρη αντιμετώπιση. Η κατανόηση της αιτίας των προβλημάτων αυτών και ο ειλικρινής διάλογος αποτε-λεί μια σημαντική κοινωνική πράξη για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα της βίας.

200

Page 195: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Από τη μία πλευρά προβάλλει το αίτημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του σύγχρονου, επιστημονικά οργανωμένου, εγκλήματος και της κατοχύρωσης της ασφάλειας των πολιτών. Πρόκειται δηλαδή για ένα αίτημα που απευθύνεται προς το πολιτικό-δικαιικό σύστημα και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους (νό-μοι, αστυνομία, θεσμικό πλαίσιο).

Από την άλλη πλευρά όμως, το πρόβλημα των λαθρομεταναστών, των οικο-νομικών μεταναστών, των πολιτικών προσφύγων είναι στην ουσία πρόβλημα ε-λεγχόμενης ενσωμάτωσης ενός τουλάχιστον τμήματος αυτών στην όλη οικονομι-κοκοινωνική δομή, στο σύγχρονο καταμερισμό της εργασίας. Πρόκειται για μια ιστορικής μορφής διαδικασία που οφείλει να συμπορεύεται με την όλη προσπά-θεια της ελληνικής κοινωνίας να ενταχθεί ομαλά στις οικονομικοπολιτικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

^11 αρά την παγκοσμιότητα των εγκληματολογικών επιστημών, οι θεωρητικές αναλύσεις ε-πψεάζονται πολύ από το Εθνικό (Ποινικό) Δίκαιο και τις κοινωνικοπολιτιστικές αντιλή-ψεις, ενώ οι πρακτικές εξαρτώνται και από οικονομικούς, θεσμικούς, ακόμη και γραφει-οκρατικούς παράγοντες.

Η οποιαδήποτε σύγκλιση ή εναρμόνιση φαίνεται καταρχάς αδύνατη, εκτός αν μιλά-με για αριθμητική συσσώρευση δυνάμεων καταστολής. Δεν είναι βέβαια οι ευρωπαϊκές ε-γκληματολογικές-σωφρονιστικές στατιστικές ή η Euro-Pol (Ευρωπαϊκή Αστυνομία) που θα δώσουν λύση. Ούτε ο Βέλγος Ηρακλής Πουαρό θα συναντηθεί με τον Άγγλο Σέρλοκ Χολμς και με το Γάλλο επιθεωρητή Μεγκρέ για να εξηγήσουν από κοινού το μυστήριο του εγκλήματος της οδού Μόργκαν.

Η αντεγκληματική πολιτική -με την ευρεία έννοια- περιλαμβάνει τψ εκηαίδευ-ση, τη θεραπεία, την καταστολή, αλλά και την πειθώ. Φοβάμαι όμως, ότι, ακόμη κι αν τα εκπαιδευτικά-μορφωτικά συστήματα συγκλίνουν, αν οι όροι και οι μέθοδοι θεραπείας εκσυγχρονιστούν κι αν η καταστολή ενοποιηθεί, πάλι θα έχει η Ευρωπαϊκή Αντεγκλη-ματική Πολιτική πρόβλημα πειθούς.

Όταν οι εθνικές (ή οι τοπικές) κοινωνίες εκτρέφουν τους σπόρους των μελλοντικών εγκλημάτων κι όταν ο πολιτισμός και οι θεσμοί μιας χώρας αδυνατούν να πείσουν τους δικούς της πολίτες, αντιλαμβανόμαστε όλοι τις αδυναμίες πειθούς (δηλαδή πρόληψης) απέναντι στο έγκλημα σ ευρωπαϊκή κλίμακα (όπου θα συνυπάρχουν η ανομία, η κα-χυποψία, η ακατανοησία, η σύγκρουση κανόνων συμπεριφορών, κτλ.).

Γ. Πανούσης, «Η Ευρώπη και οι νέες μορφές εγκλήματος» στο περιοδικό Ρεύματα, τχ. 1, Αθήνα 1998, σσ. 150-151.

201

Page 196: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

5.3.1. Περιβάλλον

Τα προβλήματα του περιβάλλοντος και οι κρίσιμες επιπτώσεις των προβλημά-των αυτών στη ζωή των συγχρόνων κοινωνιών αναδεικνύονται σε θε'ματα άμεσης προτεραιότητας, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ανάγκη προστασίας του φυσικού του περι-βάλλοντος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο Πλάτωνας στον Κριτία αναφέρεται στα φαι-νόμενα που έπληξαν την Αττική εξαιτίας της καταστροφής των δασών από τον άν-θρωπο και της απογύμνωσης των βουνών από τα χώματα («απομεινάρι της Το-τινής Γης»),

Κατά τον 19ο αιώνα, η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται με αισθητικά και ηθικά κριτήρια, που αφορούν το δικαίωμα επιβίωσης όλων των (ρυσικών ειδών και οργανισμών. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται μέσα από το κίνημα του Ρομαντι-σμού, που επιδιώκει την ενότητα και τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση.

202

Page 197: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Μετά το 1960 η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος εδραιώνεται σε ευρύ-τερα επιστημονικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Από τη μια πλευ-ρά, αφορά την ορθολογική διαχείριση των φυσικών και ενεργειακών πόρων, συν-δέεται όμως ταυτόχρονα με μια κοινωνική αντίληψη για την ανάγκη προστασίας και σεβασμού του περιβάλλοντος ως απαράβατου όρου για τη μακρόχρονη επι-βίωση του ανθρώπου στον πλανήτη Γη.

Η ίδια η έννοια του περιβάλλοντος μεταβάλλεται ιστορικά. Η «αντιπαλότητα» μεταξύ κοινωνίας και φύσης ξεκινά από τις πρωτόγονες κοινωνίες και κορυφώ-νεται στις βιομηχανικές κοινωνίες, που καθορίζουν ως στόχο την κυριαρχία πά-νω στη φύση. Όμως τα προβλήματα του περιβάλλοντος αποβαίνουν σήμερα καί-ρια για τις σύγχρονες κοινωνίες. Αποτελούν δηλαδή κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζονται και από την πλευρά των κοινωνικών επιστημών.

α) Σήμερα η έννοια του περιβάλλοντος διευρύνεται και περιλαμβάνει:

- το φυσικό περιβάλλον, - το δομημένο περιβάλλον, πον αφορά το οικιστικό περιβάλλον στις πόλεις και στους οι-

κισμούς, - το ανθρώπινο περιβάλλον, πον συνδέεται με την έννοια της ποιότητας της ζωής.

Αυτή η σύνθετη έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει ένα πλήθος οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και στόχων, συνδέει ά-μεσα την έννοια της ανάπτυξης με την έννοια της περιβαλλοντικής προστασίας.

Τη σχέση αυτή περιγράφει ο όρος της «βιώσιμης» ή «διαρκούς» ή «αειφόρου» ανάπτυξης, σύμφωνα με τον οποίο η κατεύθυνση των επενδύσεων και ο προσα-νατολισμός των τεχνολογικών εξελίξεων συνδέεται άμεσα με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τη διαφύλαξη και την ανανέωση των φυσικών πόρων.

Με βάση τις αρχές αυτές, η στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης καθορίζεται ως συνδυασμός τριών επιμέρους στόχων:

- τ η ν επιτυχία των καθαρά οικονομικών στόχων της ανάπτυξης (efficiency), - την προώθηση της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης σιην καθη-μερινή ζωή των πολιτών (equity), - τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος (conservation).

Είναι φανερό ότι η προώθηση των στόχων αυτών απαιτεί πολύπλευρη αντιμε-τώπιση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες όπως η Κοι-

203

Page 198: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

νωνιολογία, η Οικονομία, η Πολιτική Επιστήμη, η Κοινωνική Ανθρωπολογία. Κοι-νωνία, οικονομία, πολιτική και φύση αποτελούν σήμερα ένα ενιαίο και πολυσύν-θετο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μόνο μέσα από τη σφαιρική αυτή προ-σέγγιση είναι δυνατό να προκύψουν ολοκληρωμένες πολιτικές για το περιβάλλον.

β) Οι πολιτικές περιβάλλοντος που εφαρμόστηκαν μέχρι τά τέλη της δεκαε-τίας του '80 αντιμετώπισαν τα άμεσα προβλήματα της ρύπανσης μέσω της χρή-σης της τεχνολογίας και της επιβολής νομοθετικών ρυθμίσεων (για παράδειγμα, όρια εκπομπής ρύπων).

Ό μ ω ς η ανεπάρκεια παρόμοιων παρεμβάσεων οδήγησε στην αναγνώριση της ανάγκης να υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και υπερεθνική αντιμετώπι-ση των προβλημάτων.

Φαινόμενα όπως το νέφος, το qxxiv0p8vo του θερμοκηπίου, η διαχείριση των υ-δάτινων πόρων δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν από εθνικές πολιτικές. Αντί-θετα, απαιτούνται συλλογικές και συντονισμένες προσπάθειες σε υπερ-εθνικό επί-πεδο και επιβάλλεται ο ενεργός ρόλος των διεθνών οργανισμών. Πάντως οι δύο παγκόσμιες διασκέψεις για το περιβάλλον (Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992 και Κιότο το 1996) δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα και απο-τελεσματικά μέτρα, εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από τα οικονο-μικά συμφέροντα στις Η ΠΑ και στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες.

γ) Αυτή ακριβώς η αποσύνδεση του περιβάλλοντος από το σύνθετο κοινωνικό του χαρακτήρα και η επικράτηση μιας μονομερούς οικονομικής αντίληψης που εμπορευματοποιεί το περιβάλλον χάριν του κέρδους έχει οδηγήσει σε μια σειρά καταστρεπτικών αποτελεσμάτων για το περιβάλλον και για τις ίδιες τις ισορρο-πίες του πλανήτη.

Η καταστροφή του όζοντος στους γήινους πόλους, η υπερεκμετάλλευση και η καταστροφή των δασών, η μόλυνση των θαλασσών και η εξάντληση του ενιάλιου πλούτου τους, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών, που εισάγονται τελικά στους ζωικούς οργανισμούς, αποτελούν τεράστιους κινδύνους που προ-σλαμβάνουν πλανητικές διαστάσεις. Αυτή ακριβώς η πορεία καταστροφής των πλανητικών ισορροπιών είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναστραφεί.

Η συνειδητοποίηση των κινδύνων αυτών έχει προκαλέσει την ενεργοποίηση κοινωνικών κινημάτων που αγωνίζονται για την προστασία του περιβάλλοντος και αποκαλούνται «οικολογικά κινήματα». Πολλές φορές μάλιστα τα κινήματα αυ-τά αποκτούν πολιτικό χαρακτήρα και ζητούν να προωθήσουν τους στόχους τους μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες.

δ) Η Ελλάδα θεωρείται προνομιούχος ως προς τα χαρακτηριστικά του φυσι-κού της περιβάλλοντος.

204

Page 199: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο πλούτος και η ποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας της οφείλεται στην πλε-ονεκτική γεωγραφική της θέση στα όρια τριών φυσικών γεωγραφικών ζωνών με-ταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας, καθώς και στην πολυδιάσπαση του γεωγρα-φικού της χώρου (κοιλάδες, βουνά, νησιά). Οι ιδιαιτερότητες αυτές επιβάλλουν μια διευρυμένη πολιτική προστασίας, στην οποία πρέπει να συνυπολογιστεί η προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Τα κυριότερα προβλήματα περιβάλλοντος που αντιμετωπίζει η χώρα μας εί-ναι τα ακόλουθα:

- η ατμοσφαιρική ρύπανση αλλά και οι επιπτώσεις από την άναρχη οικιστική ανάπτυξη που αντιμετωπίζει η Αθήνα, αλλά και άλλες μεγάλες πόλεις, - η έλλειψη ορθής διαχείρισης των υδάτινων πόρων εξαιτίας και της εξάρ-τησης των υδάτων των ποταμών της Βόρειας Ελλάδας από τις άλλες βαλκα-νικές χώρες, αλλά και εξαιτίας προβλημάτων ρύπανσης και έλλειψης βρο-χοπτώσεων στη Νότια Ελλάδα, - η ρύπανση της θάλασσας με απόβλητα που προέρχονται από βιομηχανι-κές μονάδες, οικισμούς, τουριστικές εγκαταστάσεις, - η ρύπανση του εδάφους από φυτοφάρμακα και λιπάσματα στον αγροτικό χώρο, - η απώλεια δασικών εκτάσεων λόγω πυρκαγιών, που έχει άμεση συνέπεια τη διά-βρωση του εδάφους, τις καταστροφικές πλημμύρες (Αττική), κτλ., - οι κίνδυνοι καταστροφών που προκύπτουν τόσο για μοναδικού κάλλους και σπανιότητας οικοσυστήματα της χώρας μας, όσο και για τα μνημεία της πο-λιτιστικής μας κληρονομιάς (μάρμαρα Παρθενώνα).

Στη χώρα μας έχει υιοθετηθεί το πρότυπο της βιώσιμης-αειφόρου ανάπτυξης στο πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής περιβάλλοντος. Αυτό το πρότυπο προβλέπει τον έλεγχο στη δόμηση, την προστασία των οικοσυστημάτων και των βιοτόπων, την αντιμετώπιση της ρύπανσης και των θορύβων στις μεγάλες πόλεις, την ανα-δάσωση των καμένων εκτάσεων, κτλ.

Ό μ ω ς υπάρχουν σοβαρά προβλήματα εναρμόνισης των επιμέρους πολιτικών με τις προτεραιότητες της περιβαλλοντικής προστασίας, αλλά και προβλήματα συντονισμού μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών φορέων για την εφαρμογή των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Γενικότερα παρατηρείται υστέρηση και σε οργανωτικό και σε χρηματοδοτικό επίπεδο απέναντι στις ανάγκες, που συνε-χώς διευρύνονται. Πάντως το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι ένα από τα κύρια εθνικά προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσμα-τικά η χώρα μας στις αρχές του 21ου αιώνα.

205

Page 200: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

/ ί / χειραφετητική οικοπολιτική θεωρία διευρύνει την προβληματική σε τρία αλλη λένδετα επίπεδα: τις ανθρώπινες ανάγκες, την τεχνολογία και την εικόνα του εαυτού. Στο πολιτικό επίπεδο, οι θεωρητικοί της χειραφέτησης έχουν πάρει στα σοβαρά τις αιτιάσεις του οικολογικού κινήματος και έχουν ξεκινήσει μια κριτική ανάλυση της δόμησης των ανθρώπινων αναγκών και της «καταλληλότητας» πολλών μοντέρνων τε-χνολογιών. Αε θεωρείται πλέον αρκετό να αμφισβητούμε, ας πούμε, τη θέση ενός σταθμού πυρηνικής ενέργειας, ενός αυτοκινητόδρομου ή μιας χημικής βιομηχανίας, ή να επιμένουμε απλώς στη βελτίωση τον εξοπλισμού ασφαλείας ή στην εγκατάστα-ση φίλτρων για τη ρύπανση. Αντίθετα, αυτή η τρίτη φάση της οικοπολιτικής ανάλυ-σης απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας στα πιο θεμελιακά ερωτήματα: σε ποιο βαθμό χρειαζόμαστε πραγματικά αυτού του είδους τις ενεργειακές πηγές αυτά τα μέ-σα μεταφοράς, αυτές τις βιομηχανίες και τεχνολογίες κ.ο.κ.; Μήπως δεν είναι σίγουρο ότι περισσότεροι από μας (άνθρωποι και μη άνθρωποι) μπορούμε να ζήσουμε πλου-σιότερες και πληρέστερες ζωές αν οι άνθρωποι μπορέσουν να γίνουν λιγότερο εξαρ-τημένοι από αυτό το είδος της τεχνολογικής υποδομής και από τα εμπορεύματα και τα αγαθά που προσφέρει;: Όπως έχει παρατηρήσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αν και το κίνημα της εργατικής τάξης έχει κατά κύριο λόγο προσεγγίσει το πρόβλημα της εξουσίας (και από δω απορρέει και το ενδιαφέρον του για ζητήματα συμμετοχής και διανομής), το οικολογικό κίνημα αμφισβητεί τώρα την οργάνωση και τη δομή των α-ναγκών και τον τρόπου ζωής. Και αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική υπέρβαση ε-κείνον που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μονοδιάστατος χαρακτήρας των προη-γούμενων κινημάτων. Αυτό πον διακνβεύεται στο οικολογικό κίνημα είναι η σννολι-κή σύλληψη, η καθολική θέση και σχέση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στον κό-σμο και, τελικά, το κεντρικό και αιώνιο ερώτημα: Τι είναι η ανθρώπινη ζωή; Γιατί ζούμε;

Το ζήτημα της πολιτισμικής δυσφορίας και της ανάγκης για πολιτισμική αναγέν-νηση σημαίνει ότι οι οικοπολιτικοί θεωρητικοί έχονν δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην α-ναζωογόνηση της κοινωνίας των πολιτών σε αντίθεση ή σνμπληρωματνκά με το κράτος. Αντό αντανακλάται στο ενδιαφέρον των θεωρητικών της χειραφέτησης να βρονν τρόπους ώστε να συνενώσουν θεωρητικά τις ανησυχίες τον οικολογικού κινήματος με άλλα νέα κοινωνικά κινήματα, ιδιαίτερα με εκείνα πον αφορούν το φεμινισμό, την ειρήνη, την ανάπτυξη και τη βοήθεια προς τον Τρίτο Κόσμο. Αυτό το νέο θεωρητικό πρόταγμα εν-διαφέρεται να ανακαλύψει δρόμους που θα ξεπερνούν τψ καταστροφική λογική της κε-φαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τις κτητικές αξίες της καταναλωτικής κοινωνίας και, γε-νικότερα, όλα τα συστήματα κυριαρχίας (συμπεριλαμβανομένων της ταξικής κυριαρ-χίας, της πατριαρχίας, του ιμπεριαλισμού, τον ρατσισμού, τον ολοκληρωτισμού και της κνριαρχίας στη φύση).

206

Page 201: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

- Η δεύτερη σειρά ερωτημάτων αναφέρεται στον τομε'α της βιοηθικής και πε-ριλαμβάνει τις ηθικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και νομι-κές-πολιτικές διαστάσεις που προκυπτουν από τις παρεμβάσεις της σύγχρο-νης τεχνολογικής-επιστημονικής έρευνας στις φυσικές διαδικασίες. Όλα αυτά τα ερωτήματα θέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και την πα-

γκόσμια επιστημονική κοινότητα μπροστά σε προβλήματα που εμφανίζονται για πρώτη φορά ιστορικά, αφοΰ αλλάζουν τους όρους μέσα από τους οποίους αντι-μετωπίζουμε τα κοινωνικά φαινόμενα.

Ο βασικός διαχωρισμός που επικράτησε στις κοινωνικές επιστήμες μεταξύ «γεγονότων» και «αξιών» (Μαξ Βέμπερ) οδηγεί νομοτελειακά στην αυτονόμηση της επιστημονικής έρευνας και στην αλόγιστη χρήση των «προϊόντων» της. Η α-ξία της ανθρώπινης ζωής, η αξία της ίδιας της φΰσης ως ευρΰτερου πλαισίου της ίδιας της κοινωνίας είναι ανάγκη να τεθούν ως δεσμευτικοί όροι της ίδιας της ε-πιστημονικής έρευνας.

Η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να επικαλείται, κατά τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας, την ουδετερότητα και την αποχή από τις συνέπειες, αλ-λά, αντίθετα, οφείλει να συνυπολογίζει τις επιπτώσεις από τη χρήση των αποτε-λεσμάτων και των «προϊόντων» της έρευνας αυτής.

Εκτός όμως από την ευθΰνη των επιστημόνων, είναι οι ίδιοι οι θεσμοί της κοι-νωνίας των πολιτών, οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί φορείς, που πρέπει να παρεμ-βαίνουν και να καθορίζουν, σε υπερ-εθνικό επίπεδο, τα όρια μέσα στα οποία οφείλει

να κινείται η επιστημονι-κή έρευνα και η χρήση των αποτελεσμάτων της.

Γιατί μόνο τότε μπο-ρεί να δ ιασφαλιστεί η πραγματική ουδετερότη-τα στην επιστημονική έ-ρευνα. Όταν δηλαδή αυ-τή αποσυνδεθεί από τα διάφορα οικονομικοπο-λιτικά συμφέροντα που θέλουν να χρησιμοποιή-σουν την επιστήμη και την τεχνολογική εξέλιξη για την εξυπηρέτηση των δικών τους στόχων.

ί

208

Page 202: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πρόκειται σίγουρα για ένα τολμψό και φιλόδοξο θεωρητικό εγχείρημα, το οποί0s· μάλιστα κάνει να φαντάζουν ανεπαρκώς η ελάχιστα εξοπλισμένες πολιτικές θεωρίες με μεγάλη επιρροή, όπως ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ορθόδοξος μαρξι-σμός. Όντως, τα όρια αυτών των πολιτικών φιλοσοφιών χρησίμευσαν γενικά ως θεω-ρητικά σημεία εκκίνησης για τους θεωρητικούς της οικοιιολιτικής χειραφέτησες.

R. Eckersley, «Η ανάπτυξη της νεότερης οικοπολιτικής σκέψης», yoto βιβλίο: Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1998, σσ. 430-431y

5.3.2. Βιοτεχνολογία-βιοηθική

Η βιοτεχνολογία αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» της νεότερης τεχνολογικής-επιστημονικής εξε'λιξης. Η επιστήμη προχωρεί σήμερα στην κλωνοποίηση γενε-τικού υλικοΰ (DNA), αλλά και στην παραγωγή τροποποιημένων γενετικά οργανι-σμών (Τ.Γ.Ο.) που μετατρέπονται σε τεχνολογικά προϊόντα και διατίθενται ως ε-μπορεύματα σε παγκόσμια κυκλο-φορία και σε ελεύθερη χρήση.

Αυτή ακριβώς η «παρέμβαση» της επιστήμης στη φυσική διαδικα-σία δε θέτει μόνο μια σειρά πρακτι-κών προβλημάτων, αλλά μεταβάλ-λει και την ίδια τη σχέση μεταξύ κοι-νωνίας και φύσης.

- Η πρώτη κατηγορία προβλη-μάτων αφορά τα θέματα της δη-μόσιας υγείας, της προστασίας του περιβάλλοντος, την ποιότητα της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Τι θα προκύψει άραγε στο μέλλον α-πό τη σταδιακή αντικατάσταση φυσικών προϊόντων και φυσικών εξελίξεων από εργαστηριακά προϊόντα και τεχνολογικά προσ-διοριζόμενες διαδικασίες στην ε-ξέλιξη της ανθρώπινης φύσης;

207

Page 203: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

κλωνοποίηση ανθρώπου και η ευθύνη του: Ο επίδοξος «θεός» κόμπαζε μηροοτά τομι^\ κρόφωνο λέγοντας: «Δώστε μου μερικά εκατομμύρια δολάρια και θα σας κλωνοποιψω χιλιάδες ανθρώπους κατά παραγγελία». Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και τρό-μαξε τους σώφρονες. Όχι γιατί είναι δύσκολο να επιτευχθεί η κλωνοποίηση στον άνθρωπο. Αλλά γιατί γυρνάμε στην εποχής του Προκρούστη, του πρώτου ίσως κλωνοποιού που η ελληνική μυθολογία μάς έδωσε, περιγράφοντας ταυτόχρονα και την έλλειψη κάθε ηθι-κής αναστολής, αφού ο σκοπός τον ήταν να κάνει ομοιόμορφους ως προς το ύφος αν-θρώπους, με αυθαίρετο μέτρο το «πρότυπο κρεβάτι-τρόμο» για όσους παγιδεύονταν στα δίκτυά του,καθώς άλλους τους «ψήλωνε» και άλλους τους «έκανε» πιο κοντούς.

Ο άνθρωπος, το «ανήμερο» αυτό είδος στον πλανήτη μας, που στην προσπάθειά του να εξημερώσει τα υπόλοιπα είδη αγριεύει τον ίδιο τον εαυτό τον, πάντα είχε μέσα του το σπέρμα να πολλαπλασιάζει τη δύναμη τον. Κι έτσι έφτιαξε τους Κέντανρονς, τον Πήλι-νο Στρατό του Σιαμ, τη Λερναία Ύδρα, τα παιδιά από τη Βραζιλία - τα χιτλεράκια δη-λαδή τον Μέγκελε, το βιβλίο In his image τον Ρόρβιν και άλλα πολλά. Και από τη φα-ντασία και τους κρυφούς πόθους πέρασε γρήγορα στο πείραμα και στονς ορατούς στόχονς.

Πρόωρος και παρακινδυνευμένος λοιπόν ο νεωτερισμός της αναπαραγωγικής κλώ-νο ποίησης τον ανθρώπου. Γι' αυτό δεν αφορά μόνο τους ερευνητές, οι οποίοι επιδιώ-κονν τψ κατανόηση της λειτονργίας τον οργανισμού μας και τον κόσμου μας. Αφορά ολόκλψη την ανθρωπότητα. Κι εδώ έχουμε ένα πεδίο στο οποίο οι πολιτικοί πρέπει να παίξουν συντονιστικό αλλά και αποφασιστικό ρόλο. Ήδη νπάρχονν γραφεία στα Κοι-νοβούλια πολλών χωρών, όπως και στη χώρα μας, για την αποτίμηση της τεχνολογίας, τα οποία πρέπει να ενεργοποιηθούν ονσιαστικά. Και είναι πια αξεπέραστη αναγκαιό-τητα η δημιονργία στη χώρα μας Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τους κανόνες της βιοηθικής.

Ο άνθρωπος λοιπόν, ο λογικός, επαναστατεί και απελευθερώνεται. Και η σύγχρονη γενετική του δίνει τη θεωρητική αλλά και την πρακτική βάση της απελενθέρωσής τον. Μιας αναζητούμενης ελενθερίας πον χαρακτηρίζεται για την τόλμη της, αλλά πρέπει να οροθετείται και από την αρετή της. Γιατί όλα αντά τα επιτεύγματα πον αναφέραμε, ό-λα των τελενταίων δεκαετιών, θα περάσουν γρήγορα από το κόσκινο της σωστής εφαρ-μογής για το καλό της ανθρωπότητας. Γιατί ο άνθρωπος, με τη σοφία τον, εύκολα μπο-ρεί νααπομονώσει τον αμετροεπή, φιλόδοξο, νπερόπτη και αλαζόνα επίδοξο δαίμονα πον θα θελήσει να ανατρέψει το μεγαλείο τον ανθρώπου, π,ον προσδιορίστηκε ήδη από το δια-χρονικό μεγαλείο της ιπποκρατικής σκέψης: «Η επιστήμη μας είναι ατέλειωτη, η ζωή μικρή, η εμπειρία απατηλή, ο χρόνος λίγος και η σωστή κρίση δύσκολη».

Στ. Αλαχιώτης, «Κλώνος, η όγδοη ημέρα της δημιουργίας» στο περιοδικό Ρεύματα, τχ. 1, Αθήνα 1998, σ. 30.

209

Page 204: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

5.3.4. Τα ανθρώπινα δικαιώματα

Θεμέλιο της αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσε η Οικουμενι-κή Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η ίδρυση του Οργανισμού Ηνω-μένων Εθνών. «...Η παρούσα Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώ-που αποτελεί το κοινό ιδανικό στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη αλλά και οι πληθυσμοί χωρών που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους».

Σ' όλη την ιστορική διαδρομή που διανύθηκε από την υπογραφή της διακήρυξης αυτής, στις 10 Δεκεμβρίου 1948, μέχρι τις μέρες μας, παραμένει το ερώτημα πώς θα εφαρμοστούν πρακτικά τα δικαιώματα αυτά, ώστε να μην παραμένουν ένας τυ-πικός κατάλογος κανόνων και αιτημάτων. Ποιος είναι σήμερα ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο των ανθρ(οπίνων δικαιωμάτων;

Η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας αγοράς, μιας παγκόσμιας οικονομικής δο-μής, δε συνοδεύεται από μια παγκόσμια κοινωνία. Οι κοινωνίες παραμένουν στα όρια του κράτους-έθνους, μέσα στα οποία καθορίζονται οι τύποι των δικαιωμά-των των πολιτών. Συνέπεια αυτού είναι ότι στην πραγματικότητα τα ανθρώπινα δικαιώματα παρέχονται από το ίδιο το κράτος-έθνος και αφορούν τους πληθυ-σμούς που ζουν στην επικράτεια του.

Το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να τεθεί σήμερα αφηρη-μένα, αν δεν επαναπροσδιοριστούν οι κλασικοί τύποι των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μια σύγχρονη βάση.

Ο πολίτης στις σημερινές δυτικές κοινωνίες αναζητεί τα δικαιώματά του α-νάμεσα σε ένα ευρύτατο φάσμα, που ξεκινά από την κοινωνία των προνομιούχων της γνώσης -την κοινωνία του «κυβερνοχώρου» και της πληροφορίας- και φτά-νει ως την κοινωνία των ανέργων και των κοινωνικά αποκλεισμένων.

210

Page 205: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Από την άλλη πλευρά, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη μας, στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, η πείνα, η φτώχεια, η εξαθλίωση, οι εμφύλιες συ-γκρούσεις, η καταπάτηση κάθε είδους δικαιωμάτων από αυταρχικά και δικτα-τορικά καθεστώτα καθιστούν το αίτημα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιω-μάτων απλό ευχολόγιο.

Αυτή ακριβούς η πολυπλοκότητα αλλά και οι μεγάλες αντιφάσεις που χαρα-κτηρίζουν στη σύγχρονη εποχή το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υ-ποχρεώνουν τις κοινωνικές επιστήμες να αναζητήσουν τις νέες συνθήκες (οικο-νομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) στις οποίες θα θεμελιωθούν οι σύγχρονοι τύ-ποι δικαιωμάτων.

* * *

Σ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αναπτύχθηκε από τις Κοινωνικές Επιστήμες μια έντονη προβληματική για τη γεφύρωση μιας ιστορικής διάκρισης που χα-ρακτηρίζει το άτομο-μέλος της νεότερης κοινωνίας:

Το άτομο-μέλος φέρει την ιδιότητα του πολίτη σε δύο μορφές: - την τυπική μορφή, όπως αυτή περιγράφεται στο σύνταγμα, στους νόμους, στο σύστημα των θεσμών, - την ουσιαστική μορφή, που αφορά το πραγματικό περιεχόμενο των ατο-μικών, των πολιτικών και ιδιαίτερα, των κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση, προστασία περιβάλλοντος), αλλά και ταυτόχρονα ε-πιτρέπει την ουσιαστική παρέμβαση του πολίτη στις αποφάσεις.

Το κράτος πρόνοιας, που οικοδομήθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στις δεκαετίες του '50 και του '60, συνέδεσε τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα με την ουσιαστική διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μ' αυτό τον τρόπο, η τυπική ισότητα και ελευθερία που συνδέεται με τα ατομικά και πολιτικά δι-καιώματα επεκτάθηκε ο' έναν τύπο οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνέχεια -με την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και καθώς οι ρυθμοί οικονομικής α-νάπτυξης μειώθηκαν- τα κοινωνικά δικαιώματα συρρικνοόνονται και αποσυνδέ-ονται από τα τυπικά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η αποσύνδεση αυτή θε-μελιώνεται θεωρητικά στο νεοκλασικό οικονομικό πρότυπο που υποστηρίζει ότι μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού της αγοράς μπορούν να διασφαλιστούν τα πε-ριεχόμενα της ελευθερίας και της ισότητας των πολιτών.

Αντίστροφη πορεία ακολούθησαν οι τύποι αυτοί των δικαιωμάτων στις χώρες που ανήκουν στον πρώην Ανατολικό Συνασπισμό.

Στις χώρες αυτές, μέχρι την κατάρρευση των καθεστώτων τους (τέλος δεκαε-

211

Page 206: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

τίας '80, αρχές δεκαετίας '90), είχαν θεσπιστεί σημαντικά κοινωνικά δικαιώμα-τα (δικαίωμα στην εκπαίδευση, περίθαλψη, ασφάλιση, εργασία, κτλ.), ενώ, α-ντίθετα, τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα.

Μετά την πτώση των καθεστώτων αυτών, κατοχυρώθηκαν συνταγματικά οι τυ-πικές ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, το πολυκομματικό σύστημα και οι ε-λεύθερες εκλογές. Παράλληλα όμως εμφανίζονται προβλήματα στην ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Η νεογέννητη κοινοβουλευτική δημοκρατία α-ντιμετωπίζει την αναζωπύρωση θρησκευτικών αντιθέσεων, την εμφάνιση ακραί-ων εθνικιστικών κινημάτων, τις πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ εθνοτήτων.

Ταυτόχρονα, η παρατεταμένη οικονομική κρίση που διέρχονται οι χώρες αυ-τές οδηγεί στην αποδυνάμωση ή και στην κατάλυση σημαντικών κοινωνικών δι-καιωμάτων και οδηγεί στην αποδιοργάνωση της συνοχής της κοινωνίας.

Παρατηρούμε, συνεπώς, τη στενή σχέση που συνδέει τους τύπους των δικαιω-μάτων στις σύγχρονες κοινωνίες. Η συνύπαρξη ατομικών, πολιτικών και κοινω-νικών δικαιωμάτων οδηγεί στην ικανοποίηση των αιτημάτων της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, αιτημάτων που α-ποτελούν τον πυρήνα μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.

Γι' αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες προσεγγίζουν τα ανθρώπινα δικαιώμα-τα ως ολοκληρωμένη μορφή των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιω-μάτων. Όμως το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται, στην πρά-ξη, σε συνεχή διαπραγμάτευση.

Ο κύριος άξονας της αντιπαράθεσης -που αφορά όχι μόνο την απλή ανα-γνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά τη δυνατότητα ουσιαστικής εφαρ-μογής τους στην πράξη- βρίσκεται μεταξύ δύο ισιορικού χαρακτήρα εξελίξεων:

- την οργάνωση της οικονομίας και των δικτύων της επικοινωνίας και της πληροφορίας σε παγκόσμιο επίπεδο, και - την αδυναμία να διαμορφωθεί ένας τύπος «κοινωνικού συμβολαίου» οι-κουμενικής ισχύος, ικανού να αμβλύνει το χάσμα των ανισοτήτων και να διασφαλίσει την εφαρμογή των πανανθρώπινων αρχών και αξιών.

Σ' αυτή τη θεωρητική ιδέα στηρίχτηκε ο ΟΗΕ, με βάση τις οδυνηρές εμπει-ρίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα τραγικά γεγονότα που ακολού-θησαν μέχρι σήμερα. Όμως ο ΟΗΕ παραμένει αδύναμος να εφαρμόσει τις αρ-χές αυτές, αφού επηρεάζεται αποφασιστικά από τις μεγάλες δυνάμεις που κυ-ριαρχούν παγκόσμια.

Πάντως η διαμόρφωση ενώσεων υπερεθνικού χαρακτήρα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να βοηθήσει ώστε να επικρατήσουν κανόνες εφαρμογής των αν-

212

Page 207: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

θρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό πλαίσιο των ενώσεων αυτών, ώστε να χρη-σιμεύσουν οι κανόνες αυτοί ως πρακτικά υποδείγματα για την ουσιαστική κατο-χύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται, δίκαια, από σημαντικούς κοινωνικούς επιστή-μονες και φιλοσόφους, ως εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα στοιχεία που διακρίνουν την παγκόσμια κοινωνία δεν μπορεί να είναι η καταγωγή, το φύλο, το χρώμα. Αντίθετα, είναι η βία, η αδικία, το ε'γκλημα που χωρίζουν τις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Κι από την αντιμετώπιση αυτών των διαχωρισμών θα κρι-θεί τελικά το με'λλον του παγκόσμιου πολιτισμού.

Η ελευθερία και η ισότητα είναι έννοιες οικουμενικές, αλλά για να ισχύσουν χρειάστη-κε ένας αγώνας οικουμενικός. Χρειάστηκε μια πορεία αγώνων που ξεκίνησε από την πά-λη για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μεταφυσική-πατριαρχική ερμηνεία της θέσης του στον κόσμο, για τη χειραφέτ ηση και την αποδέσμευση του από τις νομικές τά-ξεις της εξ αποκαλύψεως ευταξίας, για την απελευθέρωση του από τους περιοριστικούς προσδιορισμούς της ιδιοκτησίας, για τη χειραφέτηση τον από τους προσδιορισμούς της φυλετι κής εικόνας του και της βιολογικής της ερμηνείας, από τους προσδιορισμούς τον γένους, της καταγωγής... Η Γαλλική Επανάσταση, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η απελευθέρωση των Ινδιών, η κατάρρευση του ναζισμού και του φασισμού, η κατάρρευ-ση της ιμπεριαλιστικής και ρατσιστικής Ιαπωνίας, το τέλος του απαρχάιντ έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Δεν είναι δυτικός ή αντιδυτικός πολιτισμός. Είναι παγκόσμιος πολιτισμός. Είναι η διαδικασία συγκρότησης τον παγκόσμιου πολιτισμού, ?/ αγωνιώδης πορεία για την ολοκλήρωση της έννοιας του ανθρώπου, για την ελευθερία, για την ισότητα.

Η αξία της ζωής, της τιμής, της αξιοπρέπειας τον ανθρώπον, το δικαίωμά τον ν' απο-φασίζει ελεύθερα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων πολιτών δεν είναι πο-λιτισμική ιδιομορφία, σύμβαση ή ατομική αισθητική προτίμηση, είναι μοναδική προ-ϋπόθεση της υπόστασης του ανθρώπου, της νπόστασης της κοινωνίας. Ο αγώνας γίνε-ται για την επιβεβαίωση τον γεγονότος ότι ο άνθρωπος, ασχέτως των επιμέρους πολιτι-σμικών του ταυτίσεων, είναι φορέας δικαιωμάτων και αξιών, όπ,ον και αν βρίσκεται, στην Ακτή τον Ελεφαντοστού ή στην Ονάσιγκτον. Γιατί ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς τον δεν μπορεί να ισχύει στη Στοκχόλμη αλλά να μην ισχύει στην Τεχεράνη, mo Αλγέρι ή στη Σαγκάη, εν ονόματι ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης ιστορίας, μιας άλλης πα-ράδοσης. Σ' αντό το σημείο βρίσκεται ακριβώς η πεμπτουσία της έννοιας του ανθρώ-που ως έννοιας πραγματικής αφαίρεσης: ότι αντιπροσωπεύει, εκφράζει, θεμελιώνει έ-ναν οικουμενικό πολιτισμό. Εναν πολιτισμό αξιακά ανώτερο από κάθε μερικότητα, α-τιό κάθε πολιτισμική κατάτμηση της παγκόσμιας κοινωνίας. Το γεγονός ότι αυτός ο δυ-

213

Page 208: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

'νάμει οικουμενικός πολιτισμός έχει σ' ένα βαθμό πραγ/.ιατοποιηθεί ή τείνει προς την πραγ-ματοποίηση τον, με όλες τις δυσκολίες και τις παλινδρομήσεις πον παρουσιάζει, στο γε-ωγραφικό χάρο όπου τον εστιάζει ο Χάντινγκτον, δε σημαίνει ότι δεν είναι οικουμενι-κός. Σημαίνει ότι ο αγώνας δεν έχει τελειώσει, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ότι οι α-ξίες η ισχύουν οικουμενικά ή δεν ισχύουν. Γιατί η περιχαράκωση τους και ο πολιτισμικός προσδιορισμός τους ως μερικός τις αποτρέπουν και τις ανατρέπουν.

Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 284-28

Ανακεφαλαίωση

1. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάστηκαν καταρχήν οι σύγχρονες μορφές της ορ-γάνωσης του κοινωνικού χώρου στις συνθήκες μιας παγκόσμιας επέκτα-σης των οικονομικών, των τεχνολογικών και των επικοινωνιακών δικτύων.

Ο ρόλος του κράτους-έθνους εντάσσεται στο πλαίσιο των παγκόσμιων αυτών δικτύων και το κάθε κράτος-έθνος αναζητεί τη θέση του μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.

Η κάθε εθνική κοινωνία αναδιοργανώνεται θεσμικά και οικονομικά σ' αυτή τη νέα βάση. Σημαντικό ρόλο ο' αυτή την αναδιοργάνωση διαδρα-ματίζει η οικογένεια, η οποία υφίσταται αλλαγές που συναρτώνται με τις νέ-ες κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις.

Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες όμως γνωρίζουν ένα νέο ιστορικό φαι-νόμενο, τη μαζικού τύπου μετανάστευση που συνυπάρχει με μια αυξανό-μενη ανεργία. Αναλύεται το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των πληθυσμών αυτών στα οικονομικά και κοινωνικά πρότυπα των δυτικών κοινωνιών και επισημαίνεται το αίτημα της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των μετανα-στών, ώστε να μπορέσουν αυτοί να ενταχθούν ομαλά στο νέο κοινωνικοοι-κονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον και να αποφευχθούν τα επικίνδυνα q>aivop8va του ρατσισμού.

2. Αναλύονται σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα που αποκαλύπτουν την αποδιοργάνωση της κοινωνικής συνοχής και οδηγούν ολόκληρες ομάδες του πληθυσμού στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο.

Κεντρική θέση αποκτά σ' αυτή τη θεώρηση το φαινόμενο της ανεργίας και του νέου ρόλου της εργασίας στη σύγχρονη κοινωνία. Η απαξίωση βα-σικών τομέων της παραδοσιακής βιομηχανικής δομής και οι ραγδαίες τε-

^ χ ν ο λ ο γ ι κ έ ς εξελίξεις οδηγούν στην αποδιοργάνωση του παραδοσιακού σια-^

214

Page 209: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

f θέρου πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και στο δραστικό περιορισμό των" θέσεων εργασίας.

Οι εξελίξεις αυτές έχουν ως συνέπεια τη διαίρεση και την ένταση, που μεταφέρεται στο «εσωτερικό» της κοινωνίας μεταξύ της σταθερής εργασίας, από τη μια, και της προσωρινής εργασίας και της ανεργίας, από την άλλη.

Η διόγκωση της ανεργίας, η φτώχεια και η ανέχεια οδηγούν στον απο-κλεισμό ολόκληρων κοινωνικών ομάδων από τα οικονομικά και πολιτιστικά αγαθά.

Ιδιαίτερα πλήττονται οι νέοι, οι γυναίκες και τα ηλικιωμένα άτομα και τίθεται υπό έρευνα το θέμα της κατοχύρωσης των οικονομικών και κοινω-νικών δικαιωμάτων των πολιτών αυτών.

Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται από την αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων που αδυνατούν να ενταχθούν ομαλά στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής και περιθωριοποιούνται πολιτιστικά αλλά και εργασιακά, κατα-λαμβάνοντας δευτερεύουσες και ανασφαλείς θέσεις εργασίας. Τα φαινόμενα του ρατσισμού που εμφανίζονται στην Ευρώπη πιστοποιούν την αδυναμία ε-πίλυσης του δυσχερούς αυτού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος.

Όλα αυτά τα φαινόμενα έντασης και αποδιοργάνωσης οδηγούν σε κοι-νωνικές εντάσεις, σε πράξεις βίας και εγκληματικής δράσης. Είναι χαρα-κτηριστικό ότι οι πράξεις ατομικής βίας αντικαθιστούνται σταδιακά από συλλογικές και οργανωμένες -ακόμη και σύμφωνα με τη σύγχρονη τεχνο-λογική εξέλιξη- εγκληματικές πράξεις, οι οποίες αποκτούν σύγχρονα κοι-νωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά.

3. Τα προβλήματα που προκύπτουν από την καταστροφή του περιβάλ-λοντος οδηγούν σε μια νέα οπτική, που εντάσσει τα προβλήματα αυτά σε ένα ενιαίο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Η αντίθεση κοινωνίας-φύσης που συνοδεύει το διαφωτιστικό επιχείρημα αντικαθίσταται σήμερα από μια συ-νολική οπτική, η οποία θεωρεί την προστασία του περιβάλλοντος ως ένα νέο διευρυμένο κοινωνικό δικαίωμα που αποβλέπει στην προστασία και στην αναπαραγωγή της ζωής (πον πλανήτη.

Παρόμοιοι προβληματισμοί διαμορφώνονται όσο αφορά την παρέμ-βαση της τεχνολογίας στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή της ζωής. Πέ-ρα από τα προβλήματα που υπάρχουν για την προστασία της υγείας και της ζωής, προκύπτει σήμερα η ανάγκη να θεσπιστούν πλαίσια που θα οριοθε-τήσουν μια ανεξέλεγκτη «επιστημονική» δραστηριότητα και θα διαμορ-φώσουν μια νέα ισόρροπη σχέση μεταξύ κοινωνίας-τεχνολογικής εξέλιξης, σχέση ικανή να διασφαλίσει την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας.

215

Page 210: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

4. Η γενική μορφή των προβλημάτων αυτών διατυπώνεται με'σα από το αίτημα της ουσιαστικής αναγνώρισης και κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αποτελούν, τελικά, το ιδεώδες της συγκρότησης μιας παγκόσμιας κοινωνίας.

Το πρόβλημα των δικαιωμάτων στη σύγχρονη μορφή τους αφορά κα-ταρχάς τις αναπτυγμένες κοινωνίες, που πλήττονται από την ανεργία και τα φαινόμενα του κοινωνικού αποκλεισμού. Κατεξοχήν όμως αφορά την πα-ραβίαση και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που αποτελεί όνειδος για το σύγχρονο πολιτισμό.

Γι' αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες αναζητούν σήμερα τους νέους κοι-νωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους που θα θεμελιώσουν τους σύγχρονους τύπους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ώστε από τις τυπικές διακηρύξεις να διαμορφωθούν δεσμευτικά πλαίσια οικουμενικής ισχύος για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών.

Βασικοί όροι

ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, κράτος-έθνος, υπερεθνικοί θεσμοί, πολυπολι-τισμικότητα, παγκοσμιοποίηση, κοινωνία της απασχόλησης, νεοκλασική θεωρία, qwoiKo περιβάλλον, δομημένο περιβάλλον, ανθρώπινο περιβάλλον, βιοτεχνολο-γία, βιοηθική, ιδιότητα του πολίτη.

Ερωτήσεις

1. Το κράτος-έθνος. α. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού κράτους-έθνους (19ος-20ός αιώνας) και μέσα από ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται η κοινωνία στο πρό-τυπο αυτό; β. Ποιοι μηχανισμοί αντικαθιστούν τον προστατευτισμό του κράτους-έθνους; γ. Μέσα από ποιες διαδικασίες και ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται σήμερα η εθνική κοινωνία; δ. Ποιες επιλογές μπορεί να πραγματοποιήσει ένα αναπτυγμένο κράτος και ποιες ένα περιφερειακό-υπανάπτυκτο μέσα στο παγκόσμιο σύστημα;

216

Page 211: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

2. Οικογένεια - δομή, ρόλοι α. Να περιγράψετε συνοπτικά τον τΰπο της παραδοσιακής-πυρηνικής οικογέ-νειας και να προσδιορίσετε τις βασικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο τύπο οικογένειας. β. Σε ποιους κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους οφείλεται το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στις δυτικές κοινωνίες; Τι επιπτώσεις έχει για τη χώρα μας; γ. Ποιες επιπτώσεις έχει στη δομή και στις λειτουργίες της οικογένειας η εργα-σία και των δύο συζύγων;

3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις α. Τι σημαίνει «πολυπολιτισμικότητα»; Να αναφέρετε ένα παράδειγμα και να προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά του. β. Με ποιους τρόπους μια εθνική κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει την πολιτι-σμική της κληρονομιά, όταν συνυπάρχει με πολιτισμικές μειονότητες; γ. Ποιος είναι ο ρόλος του εθνικού κράτους σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία; Ποιες θα πρέπει να είναι οι παρεμβάσεις του;

4. Παγκοσμιοποίηση α. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του όρου «παγκοσμιοποίηση»; β. Ποιες συνέπειες έχει για μια εθνική οικονομία η ελεύθερη κίνηση των κεφα-λαίων σε υπερεθνική κλίμακα; γ. Μέσα από ποιους μηχανισμούς διαμορφο>νονται σήμερα οι ανισότητες που καθορίζουν τη θέση ενός κράτους-έθνους στον παγκόσμιο χάρτη;

5. Κοινωνικός αποκλεισμός α. Τι σημαίνει «κοινωνικός αποκλεισμός»; Σε τι διαφέρει από τη φτώχεια; β. Με ποιες ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές συνδέεται ο κοινωνικός αποκλεισμός; γ. Ποιες κοινωνικές ομάδες οδηγούνται σήμερα στο περιθώριο; δ. Ποιες είναι οι συνέπειες του τεχνολογικού αποκλεισμού σε μια σύγχρονη κοινωνία;

6. Ανεργία α. Ποιες είναι οι αλλαγές στους βασικούς τομείς της οικονομίας; Τι επιπτώσεις έχουν στον τομέα της εργασίας; β. Ποιες διαιρέσεις διαμορφώνονται σήμερα στο «εσωτερικό» της εργασίας; γ. Πώς αντιμετωπίζει η νεοκλασική θεωρητική αντίληψη το πρόβλημα της α-νεργίας;

217

Page 212: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

δ. Ποιος μπορεί να είναι ο παρεμβατικός ρόλος ενός σύγχρονου κράτους για την αντιμετώπιση της ανεργίας; ε. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανεργίας στο άτομο και στο οικογενειακό του πε-ριβάλλον; 7. Μετανάστευση-ρατσισμός α. Ποια η διαφορά των παραδοσιακών μεταναστευτικών ρευμάτων από το σύγ-χρονο φαινόμενο της μετανάστευσης; β. Με ποιο τρόπο ενσωματώνονται οι μετανάστες στην εργασιακή διαδικασία; Ποιες αποκαλούμε «ζώνες ελεύθερης εργασίας»; γ. Ποιες είναι οι βάσεις της εκδήλ(οοης του ρατσιστικού φαινομένου (οικονομι-κές, πολιτισμικές);

8. Βία στην κοινωνία α. Ποια είναι τα κοινωνικά αίτια της βίας και των συγκρούσεων σας σύγχρονες κοινωνίες; β. Πώς οργανώνεται σήμερα το έγκλημα; Πώς χρησιμοποιεί τα σύγχρονα εξε-λιγμένα δίκτυα; γ. Με ποια μέσα πρέπει να αντιμετωπίσει μια σύγχρονη κοινωνία τα φαινόμενα της βίας και της εγκληματικότητας; Αρκούν οι μηχανισμοί καταστολής;

9. Περιβάλλον α. Γιατί το πρόβλημα του περιβάλλοντος αντιμετωπίζεται σήμερα ως κοινω-νικοοικονομικό πρόβλημα; β. Ποιους τομείς περιλαμβάνει η έννοια του περιβάλλοντος; Ποιους στόχους καθορίζει η στρατηγική της «βιώσιμης ανάπτυξης»; γ. ΙΙοια περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζει η χώρα μας; Πού οφείλονται;

10. Βιοτεχνολογία-βιοηθική α. Ποια προβλήματα προκαλεί η παρέμβαση της επιστήμης στον τομέα της βιοτε-χνολογίας στη φυσική διαδικασία; β. 1 Ιρέπει να είναι απαλλαγμένη η επιστημονική έρευνα από ηθικά ερωτήματα και αξίες;

11. Ανθρώπινα δικαιώματα α. Ποιες κατηγορίες δικαιωμάτων συναπαρτίζουν τα «ανθρώπινα δικαιώματα»; β. Τι συνέπειες έχει η αποδυνάμωση ή ακόμη και η κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων;

218

Page 213: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

γ. Να συγκρίνετε τους τΰπους δικαιωμάτων σε μια χώρα της Δυτικής Ευρώπης και σε μια της Κεντρικής Αφρικής. Ποιες διαφορές παρατηρούνται; Που οφείλονται;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Π. Γέμτος, Οι Κοινωνικές Επιστήμες. Μία Εισαγωγή, εκδ. Τυπωθήτω/ Γ. Δαρδανός, Αθήνα 1995.

J. Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης στο Δημοκρατικό Κράτος Δικαίον, εκδ. Νέα Σύνορα - Α. Α. Αιβάνη, Αθήνα 1994. (ατομικά / συλλογικά δικαιώματα / αναγνώριση μειονότητας)

Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993. Μ. Ουόλζερ, Περί Ανεκτικότητας, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998. Μ. Πετμετζίδου, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα

1992. Ζ.- Π. Φιτουσσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1997. Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994.

"Η ευρεία κοινωνική δραστηριότητα για την εδραίωση ενός μοντέλου Κράτους Πρόνοιας και η κοινωνική ευθύνη για την ευημερία των ανθρώπων είναι κάτι το μη αναστρέψιμο" (Τζον Κένεθ Γκάλμηρεϊθ)

219

Page 214: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998. Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991. Ό . Στασινόπουλου, «Οικογένεια, Κράτος, Κοινωνική Πολιτική», στο Διαστάσεις

της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993. P. Rosenvallon, La Nouvelle Question Sociale, Seuil, Paris 1995. E. Balibar, Droit de Cite (Culture et Politique en Democratie), Aube, 1998. Ντ. Μπράουν, Π Δικτατορία στον Κνβερνοχωρο, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1999. Λ. Μουσούρου, Κοινωνικός Αποκλεισμός, η Ελληνική Εμπειρία, εκδ. Gutenberg, Αθή-

να 1998. Ε. Τρέσσου, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, Ίδρυμα Σάκη Καρά-

γκοργα, Αθήνα 1998. Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθή-

να 1998.

220

Page 215: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

6 . 0 1 Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ε Σ Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ε Σ

ΣΗΜΕΡΑ: Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ

ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Εισαγωγή: Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη και η σύγ-χρονη επιστημονική οργάνωση των Κοινωνικών Επιστημών τόσο σε εκπαιδευτι-κό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο. Τονίζεται παράλληλα η συμβολή των Κοινω-νικών Επιστημών σε καίρια προβλήματα που αφορούν τη θεσμική, την κοινωνι-κή και την οικονομική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να κατανοήσουν οι μα-θητές και οι μαθήτριες το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι Κοινωνικές Ε-πιστήμες στην οργάνωση και στην πρόοδο των σύγχρονων κοινωνιών.

Ιδιαίτερος στόχος, επίσης, είναι να κατανοήσουν ότι τόσο η ανάπτυξη και η εξειδίκευση των Κοινωνικών Επιστημών, όσο και οι αντίστοιχες επιστημονικές-επαγγελματικές δραστηριότητες είναι αποτέλεσμα της ευρύτερης κοινωνικοοι-κονομικής και επιστημονικής εξέλιξης.

Εισαγωγικές ερωτήσεις: · Μπορούν οι Κοινωνικές Επιστήμες να ανα-γνωρίσουν και να δώσουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που προκύπτουν στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; · Η πρόοδος των Κοινωνικών Επιστημών συντελείται στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας ή εξαρτάται από τις ευ-ρύτερες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις;

6.1. Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σ' όλη τη νεότερη ιστορική περίοδο, που χαρακτηρίζεται από την άνοδο του Λόγου και της Επιστήμης και την οργάνωση της κοινωνίας με βάση το κράτος-έθνος και το πρότυπο της βιομηχανικής ανάπτυξης, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνέβαλαν με το δικό τους σημαντικό τρόπο.

Ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνέβαλαν σημαντικά στην κατανόηση της ανόδου και της κρίσης του κοινωνικού κράτους και οδήγησαν στη δημιουργία θεσμών και κανόνων που διεύρυναν τα κοι-νωνικά δικαιώματα και ορθολογικοποίησαν τις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης.

221

Page 216: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σήμερα αυτή η σημαντική συνεισφορά των Κοινωνικών Επιστημών δεν ανα-γνωρίζεται μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο. Στη διαδρομή αυτοΰ του κεφαλαίου, θα εξετάσουμε αρχικά τη συνεισφορά των Κοι-νωνικών Επιστημών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, θα δοΰμε τις κατευθύν-σεις σπουδών, τα υποδείγματα και τα ερευνητικά αντικείμενα όπως συνοπτικά εμ-φανίζονται σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Στην Ελλάδα, παρά τα προβλήματα που πα-ρουσίασε η ιιορεία της οικονομικής ανάπτυξης, το ενδιαφέρον για τις σπουδές αλλά και για τις Κοινωνικές Επιστήμες ήταν και είναι αξιοσημείωτο. Σήμερα οι σπουδές είναι οργανωμένες σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, ενώ επικεντρώνονται και σε ζητήματα που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα. Σε γενικές γραμ-μές, προέχει να υπογραμμιστεί η διεπιστημονική επιχειρηματολογία, στην Ευ-ρώπη και στη χώρα μας, για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών και για την αντιμετώπιση των σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων.

Τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάζεται μια ευρύτατη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Βελτιώνονται οι μέθοδοι' τους, διευρύνεται το πεδίο της έρευνάς τους, εμφανίζονται νέοι επιστημονικοί κλάδοι αλλά και νέες προτάσεις για τη βελτίω-ση της κοινωνικής ζωής. Μαζί με τον πολλαπλασιασμό των πανεπιστημιακών σχολών, εμφανίζονται νέες ερευνητικές ομάδες, οργανώνονται ερευνητικά κέ-ντρα, διοργανώνονται επιστημονικά συνέδρια σε εθνικό, σε διεθνές και σε ευ-

222

Page 217: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ρωπαϊκό επίπεδο, κυκλοφορούν επιστημονικά περιοδικά και παρουσιάζεται μια πολΰ μεγάλη εκδοτική κίνηση, η οποία απεικονίζει αλλά και διαδίδει τις εξελί-ξεις των Κοινωνικών Επιστημών.

Το ενδιαφέρον για τις Κοινωνικές Επιστήμες προωθείται τόσο από τις εθνι-κές κυβερνήσεις όσο και από διεθνείς οργανισμούς και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έρευνα αναλαμβάνει επίσημα το ρόλο να συνδρά-μει στην αντιμετώπιση των νέων και σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων. Τα προ-βλήματα αφορούν τις ανακατατάξεις στο χάρτη των κοινωνικών και των διεθνών σχέσεων και συνδέονται με την παρέμβαση του νέου φαινομένου, της παγκο-σμιοποιημένης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσονται υπερεθνικού τύ-που δίκτυα και θεσμοί που αποδυναμώνουν το χαρακτήρα του κράτους-έθνους. Η ροή αγαθών, πληροφορίας, τεχνολογίας, αλλά και ανθρώπων (μετανάστευση), δε ρυθμίζεται στο πλαίσιο του κράτους, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι μεταβολές αυτές όμως συμβαίνουν εν μέσω ενός ανταγωνιστικού οικονομι-κού περιβάλλοντος που δεν επιτρέπει την ισότιμη συμμετοχή ατόμων ή και λαών στις συντελούμενες εξελίξεις. Προκύπτουν προβλήματα σε κάθε επίπεδο της κοι-νωνικής ζωής, όπως είναι η προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τα πρό-τυπα και οι αρχές διαχείρισης της οικονομίας, η διατήρηση της κοινωνικής συ-νοχής, η αντιμετώπιση της ανεργίας, των προκαταλήψεων, της βίας. Εύλογα, τα προβλήματα που προκύπτουν πιέζουν για τη θεσμοθέτηση νέων 4)ορέων ρύθμι-σης της κοινωνικής ζωής. Για όλα όμως χρειάζεται η επιστημονική ανάλυση και ερμηνεία και η πληρέστερη δυνατή κατανόηση των σύγχρονων προβλημάτων.

Η αναγνώριση αυτής της προτεραιότητας, για εμπεριστατωμένη, μεθοδική, α-κριβή αλλά και πολύπλευρη ανάλυση, εξήγηση και κατανόηση των προβλημάτων καθιστά αναγκαίο το ρόλο των Κοινωνικών Επιστημών. Ο ρόλος τους είναι απα-ραίτητος όχι μόνο για τη θεωρητική ανάλυση, αλλά και για τον προσδιορισμό των αρχών και των αξιών, δηλαδή των όρων της πρακτικής αντιμετώπισης των νέων κοινωνικών φαινομένων, προς μια δημοκρατική κατεύθυνση.

6.2. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μια πορεία ολοκλήρ(οσης η οποία διαδραματί-ζει καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις.

- Η πορεία αυτή συντελείται σε συνδυασμό με τη νέα πραγματικότητα που προ-έκυψε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της

223

Page 218: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

πρώην ΕΣΣΔ. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζει την εκ νέου δια-μόρφωση του πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού χάρτη της γηραιάς ηπείρου. Επιπλέον αναπροσδιορίζεται και ο ρόλος της μέσα στην παγκόσμια κοινότητα. - Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι φορέας δυναμικών εξελίξεων, ενώ ταυτόχρονα α-ποτελεί ένα πολύπλευρο και πολυσύνθετο αντικείμενο έρευνας των Κοινωνικών Επιστημών. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τις εξής θεματικές: - Η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο σύστημα σχέσεων. - Η πολιτική και θεσμική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. - Η οικονομική οργάνωση και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονο-μική και νομισματική ένωση, το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα και η διε-θνής πολιτική συνεργασίας. - Η διαμόρφωση κοινής εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας. - Κοινωνική ανισότητα και κοινωνική πολιτική. - 1 Ιολυπολιτισμικότητα. Προβληματισμός για τις διαφοροποιήσεις ως προς τη γλώσσα, το θρήσκευμα, κτλ. Θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των μειονο-τήτων.

Στους παραπάνω καίριους τομείς οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύσσουν πλού-σια ερευνητική δραστηριότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη στις κρίσιμες επιλο-γές που καθορίζουν το μέλλον της Ένωσης.

Η έρευνα πάνω σε ευρωπαϊκά θέματα έχει ευνοηθεί και με την οργάνωση ευρω-παϊκών πανεπιστημίων, όπως το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο στη Φλω-ρεντία, το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών στη Λουβέν λα Νεβ (Βέλγιο), το Ευρω-παϊκό Πανεπιστήμιο στην Μπριζ (Βέλγιο), στην Αγγλία το Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών στα Πανεπιστήμια του Σάσεξ και του Μπράντφορντ, το Ευρωπαϊκό Ινστι-τούτο LSE (London School of Economics and Political Science). Στα ιδρύματα αυτά συνδέονται η διδασκαλία και η έρευνα, οι οποίες προσανατολίζονται σε τομείς όπως Ιστορία και Πολιτισμός, Οικονομία, Δίκαιο, Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες.

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οργανώνονται ομάδες ειδικών υψηλής στάθμης, επιφορτισμένες με το καθήκον να διερευνήσουν συγκεκριμένα κοινω-νικά ιιροβλήματα και να συντάξουν εμπεριστατοψένες εκθέσεις, τις οποίες θέτουν υπόψη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών-μελών της. Βασικοί άξονες στους οποίους έχουν κατευθύνει τις μελέτες τους είναι, για παράδειγμα, η κοινωνία της πληροφορίας και τα επαγγέλματα του μέλλοντος, το μέλλον της εργασίας, οι αγορές εργασίας, η κοινωνική συνοχή και η ποιότητα ζωής, η εκ-παιδευτική πολιτική, η πολιτισμική διαφοροποίηση και οι πολιτισμικές ταυτό-τητες, τα προβλήματα δημοκρατίας, κ.ά.

224

Page 219: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πιο αναλυτικά, εκ μέρους ορισμένων Κοινωνικών Επιστημών χαράσσονται κατευθύνσεις και προσδιορίζονται ερευνητικά πρότυπα που προορίζονται για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων στην πολιτική, στην οικονομία, στην οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.

6.2.1. Πολιτική Επιστήμη

Σε γενικές γραμμές, η πρόοδος της έρευνας πραγματοποιείται σε πολλούς άξονες, όπως Πολιτική Κοινωνιολογία, ανάλυση μορφών του κράτους, μελέτη πολιτικών συστημάτων και πολιτικών ιδεών επιχειρείται δε να καλυφθεί το παλαιότερο κε-νό πάνω στις διεθνείς σχέσεις, θέμα ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη πολιτική. Διεξάγονται συγκριτικές μελέτες των πολιτικών θεσμών, όπως το σύνταγμα, τα πο-λιτικά κόμματα, η εκλογική συμπεριφορά, κυβερνητικές διαδικασίες λήψης απο-φάσεων, τύποι και λειτουργία της δημοκρατίας, κινήματα δια-μαρτυρίας, όπως εκδηλώνονται στις διάφορες ευρωπαϊκές χώ-ρες. Παρατηρείται όμως ότι έ-χει περιοριστεί ο τομέας της Πολιτικής Φιλοσοφίας.

Συγκεκριμένα πάνω στο πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, η πολιτική θεωρία έχει επικεντρωθεί σε δύο αντί-παλες «κατασκευές»:

- Σύμφωνα με το πρώτο πρό-τυπο, η ενοποίηση πραγματο-ποιείται με τη σταδιακή αποδυ-νάμωση του κράτους-έθνους και με σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού κράτους.

Η στρατηγική κατεύθυνση την οποία υπαγορεύει αυτό το πρότυπο θεωρητικά υπάγεται στο νεο-λειτουργιστικό υπό-δειγμα. Σύμφωνα με το πρότυ-πο αυτό, πρώτον, αφαιρούνται

^ ' · -

ΐ .V·.; •Ι*

225

Page 220: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

σταδιακά ορισμένες εξουσίες από το έθνος-κράτος. Οι εξουσίες αυτές μεταβιβά-ζονται σε υπερεθνικούς νομισματικούς θεσμούς (όπως κατάργηση εθνικών δα-σμών, ενιαία νομισματική πολιτική, κτλ.). Με τις διαδικασίες αυτές αποφεύγονται οι διενέξεις και οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατών για το ποιος παίρνει τις απο-φάσεις.

Δεύτερον, το κράτος συλλαμβάνεται ως ένα άθροισμα επιμέρους συμφέρο-ντος των κοινωνικοί ομάδων που το αποτελούν. Αυτά τα επιμέρους κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα, στην πορεία της ενοποίησης, μπορούν να απευθύνο-νται σε κεντρικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως για τη χρηματοδότηση προ-γραμμάτων απευθείας από τα κοινοτικά ταμεία.

- Σύμφωνα με το δεύτερο πρότυπο, η ευρωπαϊκή ενοποίηση συλλαμβάνεται ως μια «συμμαχία» μεταξύ κρατών τα οποία διατηρούν την κυριαρχία τους. Αυτού του τύπου η «συμμαχία» οδηγεί τα κράτη οε μια σχέση συμβίωσης όπου το καθένα χρει-άζεται τα άλλα για τη διατήρηση και την πρόοδο του. Σε αυτή την περίπτωση, η Πο-λιτική Επιστήμη προβάλλει το πρότυπο του ομοσπονδισμού. Σε αυτή την κατεύ-θυνση, ερευνώνται τύποι συνεργασίας και συνύπαρξης μεταξύ των κρατών και α-ναζητούνται οι πιο κατάλ\ηλοι θεσμοί για τη διευκόλυνση αυτής της συνύπαρξης.

Ο ομοσπονδισμός περιλαμβάνει δύο τύπους συνεργασίας των κρατών: τον τύ-πο της συνομοσπονδίας και τον τύπο της ομοσπονδίας. Ιστορικά παραδείγματα ομοσπονδίας αποτελούν η ελβετική ομοσπονδία, η αμερικανική ομοσπονδία, η γερμανική ομοσπονδία.

Η συνομοσπονδία αποτελεί μια «χαλαρή» ένωση μεταξύ ανεξάρτητων κρατών, στην οποία οι κεντρικοί θεσμοί (κυβέρνηση, σύνταγμα της συνομοσπονδίας) δεν υπερισχύουν των εθνικών θεσμών, οι οποίοι διατηρούν την ισχύ τους.

Αντίθετα, στην περίπτωση μιας ομοσπονδίας, επικρατεί ένα σύνταγμα για ο-λόκληρη την ομοσπονδία το οποίο αναγνωρίζεται ως ανώτερο των εθνικών συ-νταγμάτων. Οι πολίτες των κρατών-εθνών είναι πολίτες της ομοσπονδίας.

Η Πολιτική Επιστήμη μελετά ακόμη μια σειρά άλλων προβλημάτων που απα-σχολούν την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως δομές και δυναμικές των πολιτικών σχέσεων που υπάρχουν στα όρια του κράτους-έθνους. Μελετάται, επίσης, η δυναμική την οποία αναπτύσσουν τα συγγενή πολιτικά κόμματα στο ευ-ρωπαϊκό κοινοβούλιο.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αντιμετώπιση πολιτικών και κοινωνικών συ-γκρούσεων απέναντι σε προβλήματα όπως ανεργία και αναδιανομή των κοινω-νικών πόρων.

226

Page 221: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

6.2.2. Οικονομικές Επιστήμες

Η έρευνα περιλαμβάνει τόσο θεωρητικές όσο και εφαρμοσμένες μελέτες στους τομείς της Οικονομικής Πολιτικής, της Χρηματιστικής Οικονομίας, της Διεθνούς Οικονομίας, της Οικονομίας της Εργασίας, κ.ά.

Κατεξοχήν απασχολεί η σύγκλιση των οικονομιών των χωρών της Ένωσης, με δεδομένο ότι κάθε χώρα έχει το δικό της επίπεδο, δικούς της ρυθμούς και προτεραιότητες ανάπτυξης, που θα πρέπει να κατανοούνται.

Οι έρευνες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του νεοκλασικού υποδείγματος, το οποίο δίνει το προβάδισμα στη μαθηματική ανάλυση και υπάγεται στην ε-πίδραση των αγγλοσαξονικών σχολών. Η νεοκλασική αντίληψη της οικονομι-κής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικεντρώνεται κυρίως στην κα-τάργηση των περιορισμών που αφορούν την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμά-των, προσώπων και ^ ι α λ α ί ω ν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πα-ράλληλα, προωθεί την πλήρη εναρμόνιση ανάμεσα στις επιμέρους νομισματι-κές και οικονομικές πολιτικές προς ένα ενιαίο πρότυπο. Σύμφωνα με το πρό-τυπο αυτό, θεωρείται ότι οι μηχανισμοί της αγοράς -προσφορά και ζήτηση προϊόντων, διαμόρφωση και διακύμανση τιμών, προσφορά και ζήτηση εργασίας, κτλ.- αν αφεθούν ελεύθεροι από πολιτικές παρεμβάσεις, μπορούν να λειτουρ-γήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να παραγάγουν τα καλύτερα αποτελέσματα.

Στην πραγματικότητα, όμως, η ίδια η διαδικασία οικονομικής ολοκλήρωσης παράγει πολλές ανισότητες· ανισότητες μεταξύ των κρατών, μεταξύ των περιφε-ρειών, μεταξύ Βορρά-Νότου, αλλά και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων σε κάθε χώρα-μέλος.

Για την άμβλυνση των ανισοτήτων αυτών και για την ορθότερη κατανομή του κόστους και των ωφελειών, σε επίπεδο κρατών αλλά και κοινωνικών ομάδων, δια-μορφώνονται αναγκαστικά αναδιανεμητικοί μηχανισμοί και εφαρμόζονται ευ-ρωπαϊκές πολιτικές ικανές να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες αυτές που δημιουρ-γούνται από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Οι πολιτικές αυτές αποβλέπουν στη μεταφορά των απαραίτητων χρηματικών πόρων και ενισχύσεων σε ευαίσθη-τους τομείς, όπως η γεωργία και η απασχόληση, και προωθούνται παράλληλα προγράμματα επιμό[Κ|>ο)οης και κατάρτισης (περιφερειακά προγράμματα ανά-πτυξης, επιδοτήσεις αγροτικών προϊόντων, ενισχύσεις πληττόμενων περιοχών).

6.2.3. Κοινωνιολογία

Στην Κοινωνιολογία έχουν εμφανιστεί αρκετοί νέοι κλάδοι, όπως Κοινωνιολογία

227

Page 222: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

της Εργασίας, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Αστική Κοινωνιολογία, κ.ά.

Στο πλαίσιο της κοινωνικής ε'ρευνας δίνεται ε'μφαση στη συγκριτική μελε'τη των κοινωνικών θεσμών, των δομών και των δυναμικών ανάμεσα στα κράτη-με'λη. Πραγματοποιούνται ε'ρευνες για τη λειτουργία και την εξέλιξη του θεσμού της οι-κογένειας, την προστασία της υγείας, τη μετανάστευση. Η εμπειρική έρευνα ε-στιάζει στην ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική ανισότητα και στην κοινωνική πολιτική. Οι ερευνητικές περιοχές καλύπτουν τη μελέτη της κοινωνικής κινητικότητας, της κοινωνιολογίας της εκ-παίδευσης, το ρόλο και τη θέση της γυναίκας στον καταμερισμό της εργασίας.

6.2.4. Κοινωνική Ανθρωπολογία

Οι έρευνες στην Κοινωνική Ανθρωπολογία προσανατολίζονται στα συστήματα συγγένειας, στους μύθους, στις συμβολικές πρακτικές που συμβάλλουν σιην κα-τανόηση αφρικανικών και ασιατικών κοινωνιών αλλά και των ποικίλων εθνοτή-των που υπάρχουν στον κόσμο και τις τελευταίες δεκαετίες μεταναστεύουν στη Δύση. Οι έρευνες στο πεδίο αυτό συμβάλλουν στην κατανόηση της συνθετότητας των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών και στη διαμόρφωση του θεσμικού και του πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο θα συνυπάρξουν οι επιμέρους μειονό-τητες.

6.3. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το ελληνικό κράτος, το οποίο σχηματίζεται το 1830, χαρακτηρίζεται από έναν αργό ρυθμό εκβιομηχάνισης, που δεν εμπόδισε όμως την ταχεία διαδικασία σχη-ματισμού μεγάλων αστικών κέντρων, τον προσανατολισμό της αγροτικής παρα-γίογής σε εξαγώγιμα προϊόντα, την αύξηση των μη παραγωγικών υπηρεσιών. Εί-ναι χαρακτηριστικό, ακόμη, ότι ο Ελληνισμός του εξωτερικού συμμετέχει πλα-τιά και ολόπλευρα στη ζωή του ανεξάρτητου βασιλείου. Η εκπαίδευση επεκτεί-νεται γρήγορα και ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα. Είναι υποχρεωτική, παρέχεται δωρεάν και, το πιο εντυπωσιακό, το ποσοστό φοίτησης είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο.

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύεται το 1837. Οι καθηγητές του σπούδασαν ή συνέχισαν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών το απορροφά η Νομική. Γύρω στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, περισσότερο α-

228

Page 223: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

πό το μισό του συνολικού σώματος των φοιτητών προσελκύεται από τη σχολή αυ-τή. Με δεδομένο ότι δεν είχαν συσταθεί ξεχωριστές σχολές για τις Πολιτικές και τις Οικονομικές Επιστήμες, τα Νομικά συγκροτούν κατεξοχήν τον τομέα που ο-δηγεί δυνάμει στις κορυφές των κρατικών και των χρηματιστηριακών γραφειο-κρατειών.

Η διάδοση των Κοινωνικών Επιστημών στις αρχές του 20ού αιώνα σηματο-δοτείται με την ίδρυση της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» από τον Αλέξανδρο Πα-παναστασίου (1867-1936), το 1908, με ιδρυτικά μέλη, εκτός του Α. Παπαναοτα-σίου, τους Κ. Τριανταορυλλόπουλο, Π. Αραβαντινό, Θρ. Πετιμεζά (νομικούς) και τον παιδαγωγό Α. Δελμούζο. Επιστημονική επιδίωξη της Εταιρείας ήταν η σύν-δεση της Κοινωνιολογίας με την Πολιτική Επιστήμη και στη βάση αυτή αναπτύ-χθηκε ένας πρωτοποριακός προβληματισμός.

Το 1916 ιδρύεται από τον Α. Παπαναστασίου η «Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», με στόχο την ανάπτυξη μιας αξιολογικά ουδέτερης Κοι-νωνιολογίας.

Από το 1921 αρχίζει να κυκλοφορεί το περιοδικό Αρχείον Οικονομικών και Κοι-νωνικών Επιστημών, με ιδρυτή τον Δ. Καλλιτσουνάκη, με σκοπό την επιστημονική και κριτική διερεύνηση της ελληνικής κοινωνίας. Δημοσιεύονται μέχρι τη δεκα-ετία του '60 σημαντικές κοινωνιολογικές και οικονομικές εργασίες. Η θεσμική κα-τοχύρωση του τομέα των Κοινωνικών Επιστημών συντελείται με τη δημιουργία

229

Page 224: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

εδρών Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης (1926) και Αθηνών (1929) και με την ίδρυση το 1927 της Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. Υπόδειγμα για τη σχολή αυτή, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, ήταν η Σχολή Πολιτικών Επιστημών στη Γαλλία, ε'να κέντρο σπουδών για την ανάπλαση της γαλλικής Διοίκησης και την κατάρτι-ση των στελεχών της. Το 1933 η Πάντειος αποτελείται από δυο τμήματα, το Πο-λιτικό-Ιστορικό και το Κοινωνικό-Οικονομικό, και οι σπουδές είναι προσανατο-λισμένες στην κατάρτιση των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο -και το βαθύ πολιτικό και ι-δεολογικό διχασμό που τον συνόδευε-το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατεί, αλ-λά και οι γενικότερες πολιτικές-ιδεολογικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στη χώ-ρα μας, επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Κυ-ρίαρχες επιστήμες αναδεικνύονται το Δίκαιο και η Οικονομία, ενώ η ανάλυση των κοινωνικών και των πολιτικών φαινομένων «ενσωματώνεται» στην 1 Ιολιτειολογία, στο Δημόσιο και στο Διεθνές Δίκαιο, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση.

Το κλίμα αυτό αρχίζει να μεταβάλλεται στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η ανάγκη να ακολουθήσει η χώρα μας την κατεύθυνση μιας σύγχρονης οικονομι-κής ανάπτυξης και, κυρίως, η επιταγή της αποκατάστασης ενός αυτόνομου από τα εξωθεσμικά κέντρα παρέμβασης (παλάτι, Η ΠΑ) κοινοβουλευτικού καθεστώ-τος οδήγησαν στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών.

Η αυταρχική παρένθεση της δικτατορίας (1967-1974) αναστέλλει την κοινω-νικοεπιστημονική θεωρία και έρευνα, οδηγεί όμως στην ανάδειξη ενός πλούσι-ου επιστημονικού δυναμικού που ριζοσπαστικοποιείται έντονα μετά το 1974.

Η πτώση της δικτατορίας σηματοδοτεί μια περίοδο έντονου κοινωνικοπολι-τικού προβληματισμού, κατά την οποία οι Κοινωνικές Επιστήμες επικεντρώνο-νται στην ανάλυση και στην επιστημονική θεμελίωση του προβληματισμού αυ-τού που αφορά το χαρακτήρα, τη δομή και την προοπτική της ελληνικής κοινω-νίας στο σύγχρονο κόσμο.

Στη δεκαετία του '80 η Πάντειος μετονομάζεται σε ΙΙάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επισιημών, περιλαμβάνει οκτώ τμήματα, οι σπουδές δεν είναι πλέον στενά συνδεδεμένες με τη Δημόσια Διοίκηση και προσανατολί-ζονται (πη διερεύνηση όλων των Κοινωνικών Επιστημών. Την ίδια εποχή ιδρύο-νται νέα τμήματα Κοινωνικών Επισιημών σια ελληνικά πανεπισιήμια, όπως το τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1984), η Σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, τμήματα Μέσων Μαζικής Ενημέ-ρωσης, Ψυχολογίας κτλ.

230

Page 225: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

6.3.1. Οι σπουδές των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα

Η πανεπιστημιακή διδασκαλία στην Ελλάδα παρέχεται από δημόσια ιδρύματα. Τα πανεπιστημιακά τμήματα συμμετέχουν στο Πρόγραμμα ERASMUS, που προ-βλέπει την ανταλλαγή προπτυχιακών φοιτητών, και συνεργάζονται με ευρωπαϊ-κά πανεπιστήμια. Μετά το πέρας των πανεπιστημιακών σπουδών, υπάρχει ένας μεταπτυχιακός κύκλος σπουδών ο οποίος διαρκεί κατά κανόνα τέσσερα εξάμη-να. Μετά την ολοκλήρωση και του κΰκλου αυτοΰ, υπάρχει η δυνατότητα εκπόνησης διδακτορικής εργασίας, με την εποπτεία τριμελούς πανεπιστημιακής επιτροπής, για τη λήψη διδακτορικού διπλώματος.

Συνοπτικά, ως προς τις κατευθύνσεις έρευνας και τα αντικείμενα μελέτης κα-τά τη διάρκεια των σπουδών, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:

Πολιτική Επιστήμη: Οι σπουδές εξειδικεύονται σε βασικές κατευθύνσεις έρευ-νας και σε επιμέρους αντικείμενα μελέτης. Στην κατεύθυνση της Πολιτικής Επι-στήμης εξετάζονται προβλήματα πολιτικής θεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ψυ-χολογίας, εμπειρικές μέθοδοι των Κοινωνικών Επισιημών, ζητήματα θεωρίας του κράτους, των πολιτικών συστημάτων, με εξειδίκευση στην ελληνική πολιτική και Ι-στορία, κτλ. Στην κατεύθυνση των Διεθνών Σπουδών, εξετάζονται το Δημόσιο Διε-θνές Δίκαιο, η συγκρότηση και λειτουργία των διεθνών οργανισμών, οι θεσμοί και οι λειτουργίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις, οι δια-κρατικές σχέσεις γεωγραφικών περιοχών όπως τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή.

Οικονομία: Οι σπουδές στην Οικονομία αρχίζουν στα μέσα του 19ου αιώνα, με τον καθηγητή I. Σούτσο, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι επηρεασμένες από την κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας και τα επιχειρήματα του οι-κονομικού φιλελευθερισμού. Από τα τέλη της δεκαετίας του '30, γίνονται γνω-στές οι απόψεις του Κέινς, αλλά μετά το Β' Παγκόσμιο 1 Ιόλεμο υποστηρίζεται ε-νεργά το κεϊνοιανό επιχείρημα υπέρ των κρατικών παρεμβάσεων. Σήμερα η Οι-κονομία διδάσκεται στα περισσότερα πανεπιστήμια της χώρας. Τα γνωστικά α-ντικείμενα επικεντρώνονται στη Μακροοικονομική, στη Μικροοικονομική, στα Μαθηματικά, στη Στατιστική, στην Ελληνική Οικονομία, στο Διεθνές Εμπόριο και στις Διεθνείς Χρηματαγορές, σε ζητήματα ανάπτυξης, κτλ.

Κοινωνιολογία: Μελετώνται σι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η Κοι-νωνιολογία, οι μέθοδοι και οι τεχνικές της κοινίονικής έρευνας, οι θεσμοί και ο χα-ρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας- εξετάζονται, επίσης, επιμέρους κλάδοι, όπως Πολιτική Κοινωνιολογία, Αγροτική Κοινωνιολογία, Αστική Κοινωνιολογία, Κοι-νωνιολογία του Δικαίου, της Γνώσης, της Οικογένειας, του Πολιτισμού, της Εκπαί-δευσης.

231

Page 226: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ψυχολογία: Έχουν ιδρυθεί τμήματα Ψυχολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσ-σαλονίκης, στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπάρχει, ακόμη, Τομέας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ μαθήματα Ψυχολογίας διδάσκονται και στα Παιδαγωγικά Τμήμα-τα. Σε γενικές γραμμές, οι σπουδές επικεντρώνονται στη διερεύνηση των βασι-κών εννοιών και των κυρίων κατευθύνσεων της Ψυχολογίας, όπως Κοινωνική Ψυ-χολογία, Κλινική Ψυχολογία, Πειραματική Ψυχολογία, Γνωστική-Εξελικτική Ψυ-χολογία, Νευροψυχολογία, Παιδαγωγική Ψυχολογία, με σκοπό την κατάρτιση ε-πιστημόνων οι οποίοι θα μπορέσουν να συνεισφέρουν τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων που αφορούν το σύγχρονο άτομο.

Ανθρωπολογία: Οι σπουδές έχουν διπλό στόχο και αποβλέπουν τόσο στη θε-ωρητική κατάρτιση των επιστημόνων στα γνωστικά αντικείμενα της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, των πολιτισμικών φαινομένων και της κοινωνικής πολιτικής, ό-σο και στην παρέμβαση στην κοινωνική πραγματικότητα υπέρ της επικοινωνίας και της δημιουργικής συνύπαρξης ατόμων, λαών και πολιτισμών. Τμήματα Ανθρω-πολογίας έχουν ιδρυθεί στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτι-κής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας) και στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας).

Η επιστημονική δραστηριότητα στο πεδίο των Κοινωνικών Επιστημών περι-λαμβάνει ακόμη:

- Εθνικά κέντρα ερευνών (ΕΙΕ, ΕΚΚΕ) - Ινστιτούτα και πανεπιστημιακά κέντρα ερευνών - Ανεξάρτητα ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα - Επαγγελματικές εταιρείες επιστημονικών κλάδων - Επιστημονικά περιοδικά, βιβλιοθήκες, επιστημονικές εκδόσεις

6.3.2. Επαγγελματικές προοπτικές

Οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι πρωταρχικά συνδεδεμένες με την έρευνα. Οι ι-στορικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας θέτουν το καθήκον να με-λετηθούν τα νέα προβλήματα. Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις, η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, τα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες, οι μεταβολές στην πολιτική γεωγρα<ρία της Βαλκανικής Χερσονήσου και οι σχέσεις μας με τους γειτονικούς λαούς είναι

232

Page 227: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ανοιχτά ζητήματα που αφορούν άμεοα την ελληνική κοινωνία. Γι' αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες αποτελούν ένα ζωτικό χώρο επεξεργασίας και ανάλυσης των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών προβλημάτων που απασχολούν την κοι-νωνία μας.

Ένα ευρΰ πεδίο δραστηριότητας των κοινωνικών επιστημόνων αφορά τη στε-λέχωση των πολιτικών θεσμών, των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, ό-που κοινωνικοί επιστήμονες κατέχουν θέσεις πολιτικών συμβουλών και αναλυ-τών.

Ένα νέο πεδίο διεΰρυνσης των κοινωνικών επιστημών προκύπτει από την αλ-ματώδη ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και των υπηρεσιών των Δη-μοσίων Σχέσεων. Σ' αυτοΰς τους τομείς διανοίγεται ένα ευρΰ πεδίο απασχόλησης για όλες σχεδόν τις δραστηριότητες που συνδέονται με τις Κοινωνικές και Πολι-τικές Επιστήμες.

Τέλος, σε εθνικό επίπεδο, οι ριζικές κοινωνικοοικονομικές και διοικητικές αλ-λαγές που συνδέονται με τη συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις ο-δηγούν στην ανάπτυξη μιας σειράς νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων: δη-μόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες που συνδέονται με τα ευρωπαϊκά θέματα και τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, υπηρεσίες που αφορούν τη συγκρότηση της περιφερεια-κής και τοπικής αυτοδιοίκησης, κέντρα έρευνας και εταιρείες δημοσκοπήσεων, τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης -με την καθιέρωση μαθη-μάτων κοινωνικών επιστημών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση- αποτελούν μερι-κούς από τους νέους τομείς όπου μπορούν να απασχοληθούν οι κοινωνικοί επι-στήμονες.

Είναι φανερό ότι στα σύγχρονα πολυσύνθετα προβλήματα τόσο οι εξειδικευ-μένες γνώσεις όσο, κυρίως, οι σε βάθος θεωρητικές αναλύσεις είναι απόλυτα α-ναγκαίες για να μπορέσει η κοινωνία του 21ου αιώνα να πετύχει τους στόχους της διατηρώντας παράλληλα τη συνοχή και την αλληλεγγύη της.

Σ' αυτή την πορεία μαζί με την τεχνολογική πρόοδο, οι Κοινωνικές Επιστή-μες συνιστούν ένα σταθερό θεμέλιο γνώσης, έρευνας, προόδου και αποτελούν την εγγύηση ότι η ανθρωπότητα θα προχωρήσει με βάση τις αξίες που σημάδεψαν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

233

Page 228: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ερωτήσεις

1) α. Πονα η συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών στη διερεύνηση των προβλη-μάτων που προκύπτουν από την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; β. Ποια αντικείμενα έρευνας προκύπτουν και πώς αντιμετωπίζονται από την ε-πιστημονική κοινότητα; γ. Ποια η διαφορά μεταξύ του νεο-λειτουργιστικού υποδείγματος και του ομοσπον-δισμού, όσο αφορά το πρότυπο πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; δ. Ποιο πρότυπο κρίνετε συμφερότερο για τη χώρα μας αλλά και για τη συνολι-κή ευρωπαϊκή προοπτική; Να αναφέρετε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του νεο-κλασικού υπο-δείγματος στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής.

2) α. Σε ποια πολιτικοκοινωνικά αίτια οφείλεται η ανάδυση των Κοινωνικών Ε-πιστημών στη χώρα μας; β. Να συνδέσετε το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, που διατυπώθηκε στην αρ-χή του 20ού αιώνα, με την ανάγκη μιας νέας ιστορικοκοινωνικής θεώρησης της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας. γ. Γιατί, αρχικά, οι Κοινωνικές Επιστήμες προσανατολίστηκαν στο Δίκαιο, στην Οικονομία και στη Δημόσια Διοίκηση;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Π. Κ. Ιωακειμίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση. Θεωρία, Διαπραγμάτευση, Θεσμοί και Πολιτικές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1993.

Π. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος - Οι Επιπτώσεις από την Ενο-ποιητική Διαδικασία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.

Γ. Κοντογιώργης, «Η Πολιτική ως Αντικείμενο στη Διδασκαλία και στην Έρευνα», στο Προοπτικές και Μέλλον των Κοινωνικών Επιστήμων στην Ελλάδα (επιστημονικό διή-μερο), Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 1999.

Ν. Μαραβέγιας-Μ. Τσινισιζέλης, Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης- Θεσμικές, Πολιτικές και Οικονομικές πτυχές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.

(εκδοτ. οίκος) Γ. Παπαδημητρίου, Δημοκρατία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Αθήνα-Κομοτηνή 1993.

Λ. Τσούκαλης, Η Νέα Ευρωπαϊκή Οικονομία, η Πολιτική και Οικονομική Διάσταση της Ολοκλήρωσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.

Γ. Υφαντόπουλος - Ν. Μανιαδάκης, Η Κοινωνική Προστασία στις Χώρες της Ευρωπαϊ-κής Κοινότητας και στην Ελλάδα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επι-στήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα 1994.

234

Page 229: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΓΕΝΙΚΗ Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Μ. Αγγελίδης, Η γένεση τον Φιλελευθερισμού, Ίδρυμα Σάκη. Καράγιωργα, Αθήνα 1994

ΜΑγγελίδης-Κ.Ψυχοπαίδης (επιμ.), Κείμενα Πολιτικής Οικονομίας και Θεωρίας της Πο-λιτικής, Αξιολογικά/Κείμενα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992

G. Balandier, Πολιτική Ανθρωπολογία, Αθήνα 1971 G. Bachelard, ΙΜ formation de Γ esprit scientifique, PUF, Παρίσι 1968 Η. Becker-H. Ε. Burnes, Social thought from lore to scinces, Dover Publications, N.

Υόρκη 1961R. Blanche, La methode experimentale et la philosophie de la physique, Colin, Παρίσι 1968 Η. Butterileld, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), ΜΙΕΤ., Αθήνα 1985. Π. Γέμτος, Οι κοινωνικές επιστήμες. Μια εισαγωγή, εκδ. Τυπωθήτω Αθήνα 1995 του ιδίου, Μεθοδολογία των Κοινωνικων Επιστημών, Γ. Δαρδανός, α. τόμ., εκδ. Πα-

παζήσης, Αθήνα 1984 Ε. Cassirer, Substance et fonction, Minuit, Παρίσι 1977 A.F. Chalmers, Τι Είναι Αντό nov Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρή-

της, Ηράκλειο 1994. Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρεία, εκδ,. Πατάκης, Αθήνα 1998. P. Clavel, Les mythes fondateurs des sciences sociales, PUF, Παρίσι 1980 R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976. Β. Ζόμπαρτ, Ο Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998. G. Granger, La pensee formelle et science de l'homme, Aubier, Παρίσι 1961 S. Gordon, The History and Philosophy of Social Science, Cambridge 1994 Β. Κάλφα, Πλάτωνος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995. Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998. Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993. Γ.Κουζέλης (επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1993 Γ.Κουζέλης-Κ.Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικων Επιστήμων, εκδ.

Νήσος, Αθήνα 1996

235

Page 230: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Α. Κοϋρέ, Από το κλειστό στο άπειρο σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989. Α. Koyre, Etudes Galileennes, Hermann, Παρίσι 1968 A. Koyre, Etudes Newtoniennes, Gallimard, Παρίσι 1968 Άνταμ Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983. J. Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης στο Δημοκρατικό κράτος Δικαίου, εκδ. Νέα

Σύνορα Α Α. Αιβάνη, Αθήνα 1994. J. Laplanche, Ζωή και Θάνατος στψ Ψυχανάλυση, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1988. Κλ. Λεβί Στρώς, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός Αθήνα 1998. Η. Lefevre, Κοινωνιολογία τον Μαρξ, μτφ. Τ. Αναστασιάδη, επιμ. Δ. Τσαούση, εκδ.

Gutenberg, Αθήνα 1985 Ο. Μαννόνι, Φρόιντ, εκδ. Εστία, Αθήνα 1993 Μ. Marx-W. Cronan-Hillix, System and Theories in Shychology, M. Craw-Hill Inter-

national Editions, New York 1974 Μοντεσκιέ, To πνεύμα των νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994. C. de Montlibert, Εισαγωγή στψ Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα,

Αθήνα 1998 F.S.Nozehorp, The logic of the sciences and humanity, MacMillan, Ν. Υόρκη 1947 Ε, Ντυρκέμ, Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, εκδ. Gutenberg. Μ. Ουόλζερ, Περί Ανεκτικότητας, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998. R. Pernoud, Pour en finir avec le Moyen Age, Seuil, Παρίσι 1979 Σ. Παπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, 19934 I. Πατέλλη, Η φιλοσοφία τον Hobbes, Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα, Αθήνα 1995 Θ. Πελεγρίνης (επιμ.), Φάουστ, Η μαγεία της Φιλοσοφίας.Η Φιλοσοφία της Μαγείας,

Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994. Μ. Πετμετζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τομ. Ι-ΙΙ, Πανεπιστημια-

κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996. Μ. Πετμετζίδου Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992. Κ. Popper, La Logique de la decouverte scientifique, Payot, Παρίσι 1979 Ντ. Ρικάρντο-Καρλ Μαρξ, Αξία και υπεραξία, εκδ. Κριτική 1989 G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw-Hill International Editions, New

York 1996. J. Ritsert, Τρόποι σκέψης και βασικές έννοιες της Κοινωνιολογίας, πρόλογος και επιμ. Γ.

Κουζέλης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991 P. Rosenvallon, La Nouvelle Question Sosiale, Seuil, Paris 1995. Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και κρατική σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997 Ό . Στασινοπούλου, «Οικογένεια, κράτος κοινωνική πολιτική», <πο Διαστάσεις τη Κοινω-

νικής Πολιτικής Σήμερα, Αθήνα 1993.

236

Page 231: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση 1988 Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ, Θεμέλιο, Αθήνα 1991. Β. Φίλιας (γενική εποπτεία), Εισαγωγή στη Μεθοδολογία κια τις Τεχνικές των Κοινωνι-

κων Ερεννών εκδ. Guteberg Αθήνα 1972. Ζ. Π. Φιτουσσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 1997. Τ. Χομπς, Λεβιάθαν, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989. Μ. Ψαλιδόπουλος, Κεϋνσιανή θεωρία και ελληνική οικονομική πολιτική, εκδ. Κριτική,

Αθήνα 1990 Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος αθήνα

1997. Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994 Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971. Μ. Weber, Η γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήοη, Αθήνα χ.χ.

: Να σημειωθεί ότι η βιβλιογραφία που παρατίθεται είναι ενδεικτική.

237

Page 232: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Λ Ε Ξ Ι Λ Ο Γ Ι Ο

Αγορά Μηχανισμός που κάνει δυνατή την επικοινωνία παραγωγών και κατανα-λωτών, τις ανταλλαγές είτε αγαθών είτε υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των ανταλλα-γών, τα συναλλασσόμενα άτομα επιχειρούν να αυξήσουν το κέρδος τους.

Αιτιότητα Γενικά η αρχή της αιτιότητας εκφράζει τη σχέση μεταξύ αιτίας και α-ποτελέσματος. Όμως δεν πρέπει να εξαντλούμε το περιεχόμενο της αιτιότητας στην αναζήτηση της αρχικής αιτίας όπως δηλώνεται στη φράση «κάθε φαινόμε-νο έχει την αιτία του». Αντίθετα, εκείνο που χαρακτηρίζει την αιτιότητα είναι οι νόμοι της διαδοχής ή ο γενικός νόμος της διαδοχής και δείχνει όλες τις αλλαγές που επέρχονται μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.

Αλλοτρίωση Υποδηλώνει την αποξένωση των ατόμων από τον εαυτό τους, τα δημιουργήματά τους και τους άλλους. Ό ρ ο ς βασικά φιλοσοφικός, με τη θεωρία του Μαρξ τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της σχέσης του ανθρώπου με την εργασία του.

Αναπαράσταση Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εικόνες και κείμενα περισ-σότερο ανακατασκευάζουν παρά αντανακλούν τις αρχικές πηγές τους. Μια ζωγραφιά, μια φωτογραφία ή ένα γραπτό κείμενο για ένα δέντρο δεν είναι ποτέ το ίδιο το πραγματικό δέντρο, αλλά η ανακατασκευή εκείνου που φαίνεται να εννοεί όποιος το αναπαρέστησε.

Αναπαραστάσεις συλλογικές Αναφέρονται σε ιδέες, πεποιθήσεις και αξίες τις οποίες έχει κατασκευάσει μια ομάδα. Δεν ανάγονται σε ατομικούς συντελεστές, αλλά θεωρείται ότι δημιουργούνται μέσα από τις σχέσεις αλληλεπίδρασης ανά-μεσα στα μέλη μιας ομάδας, θρησκευτικής πολιτικής, στρατιωτικής, κτλ.

Ανεργία Η αδυναμία απορρόφησης ενός τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού

239

Page 233: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

που διατίθεται για εργασία εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης θέσεων εργα-σίας. Η ανεργία μπορεί να έχει προσωρινή ή μονιμότερη διάρκεια.

Ανομία Κοινωνική κατάσταση που εκφράζει αποδιοργάνωση της κοινωνίας. Συμ-βαίνει όταν το πλαίσιο των κανόνων έχει χάσει τη συνοχή του και έχει περιοριστεί στο ελάχιστο η αλληλεγγύη στις σχέσεις των ατόμων, συμφωνά με τον Ντυρκέμ.

Αξίες Γενικές αρχές, ιδεώδη που προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, α-ποτελώντας και κριτήριο της. Απορρέουν από τη ζωή των ανθρώπων σε συγκε-κριμένα ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και καθίσιανται σταθερό σημείο αναφοράς της κοινωνικής δραστηριότητας.

Αντίδραση Απάντηση της συμπεριφοράς ενός οργανισμού απέναντι οε ένα ερέ-θισμα.

Αξιολογική ουδετερότητα επιστήμης Η άποψη ότι η επιστημονική διαδικασία, η έρευνα και η μελέτη της πραγματικότητας θα πρέπει να είναι ουδέτερη: να μην περιέχει δηλαδή αξιολογικές κρίσεις για ανθρώπους ή θεσμούς που εξετάζει. Για τον Μαξ Βέμπερ, αυτή είναι η ιδεώδης κατάσταση των Κοινωνικών Επιστημών.

Απολυταρχία Πολιτικό σύστημα, διαδεδομένο στις μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης κατά τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο οποίο η νόμιμη εξουσία είναι απεριόριστη και χωρίς έλεγχο.

Ασυνείδητο Βασικός όρος της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Αναφέρεται στα περιεχό-μενα μιας περιοχής του ψυχισμού. Πρόκειται για σκέψεις, επιθυμίες, ορμές που έχουν απομακρυνθεί από τη συνείδηση, αν και με διάφορους τρόπους υπάρχει τάση να επιστρέψουν σε αυτή και να προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου.

Αφαίρεση Η αφαίρεση είναι η πράξη του πνεύματος να εξετάζει ξεχωριστά αυτό που δε διακρίνεται ούτε διαχωρίζεται στην πραγματικότητα. Μπορούμε να εξετάσουμε τη μορφή ενός πράγματος, για παράδειγμα τη σφαιρικότητα ενός πράγματος, ανεξάρτητα από την ύλη, το χρώμα και τις διαστάσεις.

Διαρθρωτική ανεργία Η ανεργία που δημιουργείται από ορισμένες βασικές αλ-λαγές στη δομή και στις συνθήκες, ιδιαίτερα στις τεχνολογικές, της οικονομίας. Για παράδειγμα, η ραγδαία εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην εργασιακή διαδι-

240

Page 234: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

κασία οδηγεί στην αναδιάρθρωση της παραγωγής κατά κλάδους και τομείς και προκαλεί ανεργία.

Εμπειρισμός Η φιλοσοφική θέση που υποστηρίζει ότι η γνώση προέρχεται απο-κλειστικά από την εμπειρία και αξιολογείται μέσω αυτής. Στην κλασική του έκ-φραση, ο εμπειρισμός υπήρξε ευθέως αντίθετος του ορθολογισμού.

Εξουσία Ισχύς που επιβάλλεται στη θέληση των ατόμων ή ομάδων. Ο τύπος της προσδιορίζεται ανάλογα με τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα υποχρεώ-νονται σε υπακοή, σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ: Παραδοσιακή εξουσία Τύπος εξουσίας στον οποίο τα άτομα υπακούν χάρη στην επικράτηση παραδοσιακών πρακτικών για παράδειγμα, οι κλασικές μοναρχίες, ο παπισμός, η πατρική αυθεντία. Ορθολογική-νόμιμη εξουσία Τύπος απρόσωπης εξουσίας, κατά τον Βέμπερ, που βασίζεται σε τυπικούς κανόνες τους οποίους οφείλουν να τηρούν όλα τα άτομα. Χαρισματική εξουσία Τύπος εξουσίας προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα οδηγούνται σε υπακοή, επειδή πιστεύουν στις εξαιρετικές ιδιό-τητες του ηγέτη τους.

Επαγωγή Η επαγωγή είναι η διαδικασία προς μια γενικοποίηση. Από την επι-μέρους παρατήρηση ενός πράγματος ή κάποιων ιδιαίτερων πραγμάτων περνά-με στην περιγραφή μιας γενικής ιδιότητας. Ο επαγωγικός τρόπος σκέψης βασί-ζεται στην παρατήρηση των μερών, στην εμπειρία και καταλήγει σε γενικότερα συμπεράσματα, σε κανόνες και νόμους. Η επαγωγή επιτρέπει τη μετάβαση από την παρατήρηση των γεγονότων σε νόμους.

Ερέθισμα Διέγερση που προέρχεται από το περιβάλλον ενός οργανισμού. Μπο-ρεί να είναι επιβράβευση ή τιμωρία.

Έρευνα πεδίου Περιλαμβάνει συλλογή στοιχείων και μπορεί να αφορά είτε συγκεκριμένες μικρές κοινωνίες είτε κοινωνικές καταστάσεις (αλκοολισμός, αποκλίνουσα συμπεριφορά, κτλ.).

Ιδεόχυπος (ιδεώδης τύπος ή καθαρός τύπος) Ό ρ ο ς τον οποίο επεξεργάστηκε ο Βέμπερ. Είναι μια πνευματική κατασκευή που σχηματίζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης- για παράδειγμα, γρα-φειοκρατία, ανταγωνιστική αγορά, καπιταλισμός (βλ. σ. ).

241

Page 235: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Καταμερισμός της εργασίας Η κατανομή των καθηκόντων σε κάθε κοινωνική παραγωγή. Διακρίνεται σε: α) τερικό καταμερισμό, συμφωνά με τον οποίο κάθε εργαζόμενος πραγματοποιεί μια ειδική εργασία. Πρόκειται για τεχνική με σκο-πό την άνοδο της παραγωγικότητας· β) κοινωνικό καταμερισμό, συμφωνά με τον οποίο τα καθήκοντα που αναλαμβάνει ένα άτομο προσδιορίζονται κυρίως με κριτήριο την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει· γ) χρυσικό καταμερισμό, δηλαδή αυθόρμητο, μη σχεδιασμένο καταμερισμό που βασίζεται στις 4>υσικές δυνάμεις, στην πείρα, στο φΰλο, στην ηλικία των ατόμων.

Κεφάλαιο Βασικός συντελεστής της παραγωγής που συνίσταται σε μηχανήμα-τα, εγκαταστάσεις, κτίρια. Δεν περιλαμβάνεται μεν η εργασία, αλλά το κεφά-λαιο είναι προϊόν της. Ο όρος εξειδικεύεται, ανάλογα με τα περιεχόμενά του, σε χρηματικό κεφάλαιο, τεχνικό, ανθρώπινο, κτλ.

Κοινωνικά γεγονότα Συμφωνά με τον Ντυρκέμ, τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία.

Κοινωνική παθολογία Τον 19ο αιώνα η Κοινωνιολογία δανείζεται αυτό τον όρο από την Ιατρική, προκειμένου να περιγράψει διαταραχές στην κοινωνική ζωή, όπως εγκληματικότητα, ναρκωτικά, πορνεία.

Κοινωνία της απασχόλησης Όρος που χαρακτηρίζει τη συνυπαρξη διαφορετι-κών μορφών εργασίας. Για παράδειγμα, η σταθερή και μόνιμη εργασία συνυ-πάρχει με τη μερική και μη διασφαλισμένη απασχόληση, με την εργασία ορι-σμένου χρόνου και με υψηλά ποσοστά ανεργίας.

Κοινωνικό πρόβλημα Κοινωνικό πρόβλημα προκύπτει όταν οι ισχύουσες σχέ-σεις και οι θεσμοί δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μεταβαλ-λόμενες ανάγκες ή λειτουργίες, με συνέπεια άτομα ή κοινωνικές ομάδες να μην εντάσσονται πλήρως ή ομαλά στις διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής.

Κοινωνικός αποκλεισμός Στέρηση ή αδυναμία πρόσβασης ατόμων ή κοινωνι-κών ομάδων σε οικονομικούς πόρους ή σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη, ασφάλιση, στέγαση, εκπαίδευση).

Κοινωνική τάξη Συμφωνά με τη μαρξιστική ανάλυση, τάξεις είναι μεγάλες ομά-

242

Page 236: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

δες ανθρώπων που διακρίνονται μεταξύ τους από: 1. τη θέση τους ο' ένα ιστορι-κά καθορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής, 2. τη σχέση τους προς τα μέ-σα παραγωγής, 3. το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, 4. τον τρόπο απόκτησης και το μέγεθος του μεριδίου που διαθέτουν στον κοινωνικό πλούτο. Για τον Βέμπερ, ως κριτήρια λαμβάνονται το επάγγελμα, η απόκτηση και κατανάλωση αγαθών, κ.ά.

Κοινωνικό Συμβόλαιο Θεωρία με την οποία επιχειρείται να εξηγηθεί η προέλευ-ση του κράτους ως προϊόντος συναίνεσης των πολιτών και να τεθούν έτσι οι όροι θεμελίωσης των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των πολιτών (βλ. 2.2.1.).

Κράτος-έθνος Η παραδοσιακή μορφή κράτους όπως αυτό συγκροτήθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες. Προσδιορίζεται από τα όρια της επικράτειας, δηλαδή του χώ-ρου άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, μέσα στην οποία επιτελούνται οι κοινωνι-κές και οικονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορφώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστορικής-πολιτιστικής ταυτότητας.

Κυβερνητική Η επιστήμη που μελετά τον έλεγχο και την εσωτερική διεύθυνση συστημάτων, όπου οι ποικίλες λειτουργίες τους βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας διάδρασης.

Μερκαντιλισμός (εμποροκρατία) Ρεύμα οικονομικής σκέψης, διαδεδομένο από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 17ου στην Ευρώπη. Τοποθετήθηκε υπέρ της παρέμβασης του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του εθνικού πλούτου. Υποστήριζε τον περιορισμό των εισα-γωγών με την επιβολή εισαγωγικών δασμών και την προώθηση του εξαγωγικού εμπορίου, αλλά και την παραχώρηση προνομίων στους εμπόρους.

Μορφή (Gestalt) Αναφέρεται σε ολότητες η φύση των οποίων δεν αποκαλύπτε-ται με την απλή ανάλυση των μερών, αλλά εμφανίζονται μέσα από το δυναμικό αλληλοεπηρεασμό των στοιχείων που τη συγκροτούν.

Νεοκλασική θεωρία Οικονομική θεωρία που ανήκει στο πλαίσιο των απόψεων του μεθοδολογικού ατομισμού. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικροοικονομικής θεω-ρίας και ερμηνεύει τις οικονομικές σχέσεις ως αποτέλεσμα των ατομικών επιλογών. Θεωρεί ότι ο τέλειος ανταγωνισμός στην αγορά μπορεί να διασφαλίσει την ισορρο-πία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας ώστε να εξαλειφθεί η ανεργία.

243

Page 237: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Νεολειτουργισμός Νεότερη εκδοχή του λειτουργιομοΰ, συμφωνά με την οποία δεν είναι όλες οι δομές ενός συστήματος αναγκαίες για τη λειτουργία του και ο-ρισμένα τμήματα μπορούν να απορριφθούν, συμβάλλοντας μ' αυτό τον τρόπο στις κοινωνικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Φυσικό Δίκαιο Σύστημα κανόνων που ανάγεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη φύ-ση και είναι, επομένως, ανεξάρτητο από οποιεσδήποτε συμβάσεις - πολιτισμικές, κοινωνικές, ιστορικές, κ.ά. Προϋποθέτει ότι η φύση του ανθρώπου είναι ενιαία με κύριο χαρακτηριστικό της την ορθολογικότητα, την ικανότητά της να κατα-νοεί τον κόσμο μέσω της λογικής και να προβαίνει σε αντίστοιχες ιστορικοκοι-νωνικές δραστηριότητες. Επειδή τα ανθρώπινα όντα είναι ορθολογικά, μπορούν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη και την αναγκαιότητα του Φυσικού Δικαίου και, ε-φόσον την αναγνωρίζουν, αποδέχονται τις επιταγές του ως απόλυτα δεσμευτικές και καθολικής ισχύος. Η παράδοση του Φυσικού Δικαίου, που άκμασε τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αντιπαρατίθεται τόσο στο Θεϊκό Δίκαιο -την πεποίθηοη ότι το σύστημα Δικαίου απορρέει από τη βούληση του Θεού και τίθεται στην υπη-ρεσία του ανθρώπου-, όσο και στο Θετικό Δίκαιο - το νομικό σύσιημα, που εί-ναι αποτέλεσμα συγκεκριμένο)ν πολιτισμικών, πολιτικών και ιστορικών συμβάσεων (από τη θέληση του ηγεμόνα, το νομοθετικό έργο ενός κοινοβουλίου, τις εθιμικές σχέσεις μιας κοινότητας, κ.ά.)

Ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη Πράξη ενός δρώντος, ο οποίος σε μια κατάσταση χρησιμοποιεί τα πρόσφορα μέσα για να πετύχει ένα σκοπό, προ-σπαθώντας να εξοικονομήσει χρόνο.

Ορθολογισμός Η φιλοσοφική θέση ότι η πραγματικότητα είναι γνώσιμη απο-κλειστικά μέσω της λογικής και ότι τα προϊόντα των αισθήσεων ερμηνεύονται υ-πό το πρίσμα της. Ως γενική έννοια, ο ορθολογισμός εκφράζει την πεποίθηση ό-τι οι άνθρωποι ως νοήμονα, λογικά όντα μπορούν -δίχως να καταφεύγουν σε δυ-νάμεις θεολογικές, εξουσιαστικές ή σε προλήψεις και προκαταλήψεις- να εξη-γούν αλλά και να αλλάζουν τις συνθήκες ζωής τους.

Ουσία: Η ουσία ενός πράγματος, σύμφωνα με τη φιλοσοφική παράδοση, είναι αυ-τό που πράγματι είναι σε αντιπαράθεση και σχέση με το φαινόμενο: τον τρόπο που εμφανίζεται να είναι. Πολλές φορές ουσία και φαινόμενο διαφέρουν. Κατά μία ο-ρισμένη αντίληψη, η επιστήμη προχωρεί από τη φαινομενική πλευρά προς την ου-σία των αντικειμένων που μελετά. Για το θετικισμό, ουσία και φαινόμενο ταυτίζονται.

244

Page 238: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ουτοπία Η λέξη «ουτοπία» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμέ-νη και λεπτομερή οργάνωση της ιδεατής πολιτείας. Η λέξη «ουτοπία» κατ' ουσίαν δηλώνει εκείνο που δεν μπορεί να πραγματωθεί καθ' ολοκληρίαν σε κανέναν τό-πο και σε κανένα χρόνο. Η ουτοπία σημαίνει λοιπόν ένα γοητευτικό πολιτικό ή κοινωνικό ιδανικό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί επειδή δε λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν τόσο τη φύση του ανθρώπου όσο και την κοινωνική ζωή.

Παγκοσμιοποίηση Είναι η διαμόρφωση παγκόσμιου χαρακτήρα δικτύων οικο-νομικών, τεχνολογικών, επικοινωνιακών που υπερβαίνουν τα όρια του κράτους-έθνους και ενσωματώνουν κοινωνικές ομάδες και άτομα ως τμήματα ενός πα-γκόσμιου οικονομικού-τεχνολογικού χώρου.

Παραγωγή Ο παραγωγικός τρόπος σκέψης είναι πάνω απ' όλα ένα μέσο από-δειξης. Ξεκινάμε από αδιαμφισβήτητα αξιώματα και καταλήγουμε στην παρα-γωγή βέβαιων και αποδεδειγμένων αποτελεσμάτων. Ο Αριστοτέλης δήλωνε ότι εί-ναι αναγκαίο για την αποδεικτική επιστήμη να ξεκινά από τις πρώτες άμεσες και βέβαιες αιτίες για να καταλήξει σε βέβαια αποτελέσματα. Η παραγωγή πάντα α-ποδεικνύει και σπανίως αποκαλύπτει.

Παραγωγικά μέσα (Μέσα παραγωγής) Μέσα όπως πρώτες ύλες, εργαλεία, ενέρ-γεια, που χρησιμεύουν για την παραγωγή αγαθών.

Παραγωγικές δυνάμεις Περιλαμβάνουν τα μέσα παραγωγής, την τεχνολογία και την οργάνωση της παραγωγής, καθώς και την εργατική δύναμη.

Πολυπολιτισμικότητα Η συνύπαρξη και η ελεύθερη επικοινωνία μιας εθνικής-πολιτισπκής κοινότητας με άλλες, με τις οποίες συμβιώνει είτε μέσα στα όρια του εθνικού κράτους είτε στο πλαίσιο ευρύτερων κρατικών ενοτήτων.

Συμμετοχική παρατήρηση (επιτόπια παρατήρηση) Μια βασική στρατηγική έρευνας, συνεισφορά της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, με σκοπό να αποκτηθεί οικεία σχέση με μια περιοχή μελέτης (μικρές κοινωνίες, μια επαγγελματική ομάδα, θρησκευτική ή περιθωριακή). Η έρευνα αυτή συνήθως περιλαμβάνει μια σειρά μεθόδων, όπως συμμετοχή ως αναγνωρισμένο μέλος στην ερευνώμε-νη ομάδα, άμεση παρατήρηση, συνεντεύξεις, ομαδικές συζητήσεις.

245

Page 239: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σύστημα Συνσλσ στοιχείων ανάμεσα στα οποία υπάρχουν σχέσεις, ώστε να εμφανίζεται ως μια ολότητα ή ενότητα.

Σχετικισμός Η φιλοσοφική αντίληψη που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αλή-θειες καθολικής ισχύος στην κοινοτική ζωή, αλλά εξαρτώνται από τις συγκεκρι-μένες κάθε φορά κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ο ηθικός σχετικισμός αναφέ-ρεται στην αδυναμία ύπαρξης καθολικής ισχύος ηθικών αξιών και κριτηρίων συ-μπεριφοράς. Ο πολιτισμικός υποστηρίζει τη σχετικότητα των πολιτισμικών αξιών, ηθών, εθίμων, κτλ., καθώς και τη μοναδικότητα κάθε πολιτισμικής οντότητας. Ο επιστημολογικός θεωρεί ότι η παρατήτηση και η θεωρία δεν είναι διακριτές δρα-στηριότητες και, επομένως, τα δεδομένα της παρατήρησης έχουν εσωτερική σχέ-ση με τη θεωρία που τα ερμηνεύει και δεν υπάρχουν ανεξάρτητα.

Ταξική συνείδηση Κεντρική έννοια της μαρξιστικής θεωρίας. Αναφέρεται στην επίγνωση στην οποία φτάνει μια κοινωνική τάξη για τη θέση και το ρόλο της στην παραγωγική διαδικασία. Η επίγνωση αυτή εκδηλώνεται στην έμπρακτη αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της εργατικής τάξης με σκοπό τον περιορισμό ή την εξάλειψη της εκμετάλλευσής της.

Τελολογία (ή τελεολογία) Από τη λέξη «τέλος», που σημαίνει «σκοπός». Η αντί-ληψη που υποστηρίζει ότι η ύπαρξη, η διαμόρφωση και η εξέλιξη κάθε όντος κα-θορίζεται από το σκοπό του. Πρόκειται για την πεποίθηση ότι: 1. καθετί στον κό-σμο έχει σχεδιαστεί από τον Θεό για να υπηρετεί τον άνθρωπο, 2. η φύση έχει σκοπιμότητα. Τα φυσικά φαινόμενα δηλαδή (ή ορισμένα από αυτά) εξηγούνται καλύτερα μέσω σκοπών, προθέσεων, στόχων, κτλ., που αποδίδονται στην ίδια τους τη φύση, παρά από την αναγωγή τους σε προηγούμενες αιτίες. Ορισμένες μορφές τελεολογικής εξήγησης εφαρμόζονται σήμερα σε επιστήμες όπως η Βιο-λογία, η Φυσική, κ.ά.

Υπεραξία (υπερεργασία) Το μέρος του εργάσιμου χρόνου για το οποίο δεν πλη-ρώνεται ο εργάτης, αλλά παράγεται ως αξία την οποία ιδιοποιείται ο κάτοχος των μέσων παραγωγής.

Υπερεθνικοί θεσμοί Κανόνες και διατάξεις που ισχύουν για έναν αριθμό κρατών-εθνών και καθορίζουν τόσο τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και ένα τμήμα των εσω-τερικών τους κανόνων.

246

Page 240: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Φεουδαρχία Κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό οΰστημα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη κατά την εποχή που είναι γνωστή ως Μεσαίωνας (βλ. 2.1.1.). Κατ' άλλους φαίνεται προτιμότερος ο όρος «φεουδαρχικές σχέσεις», χαρακτηριστικό των οποίων θεωρείται η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός του υποτελούς (βασά-λου) με έναν άρχοντα.

Φυσιοκράτες (ή οικονομιστές) Ομάδα Γάλλων οικονομολόγων που εμφανίστη-κε τον 18ο αιώνα. Επικεντρώθηκε όχι στη σφαίρα του εμπορίου, όπως οι μερ-καντιλιστές, αλλά σε εκείνη της αγροτικής οικονομίας, την οποία θεώρησε τη μόνη πηγή πλούτου. Πρότεινε να υπόκειται σε φόρο μόνο η γη και, σε αντίθεση προς τους μερκαντιλιστές, υποστήριζε την ελευθερία των οικονομικών συναλλα-γών.

* Να σημειωθεί ότι το λεξιλόγιο δεν υποκαθιστά το λεξικό. Σκοπό έχει να διευκολύνει την κατα-νόηση του κειμε'νου από το μαθητή.

247

Page 241: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Με απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης τα διδακτικά βιβλία του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου τυπώνονται από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων και διανέμονται δωρε-άν στα Δημόσια Σχολεία. Τα βιβλία μπορεί να διατίθενται προς πώληση, όταν φέρουν βιβλιόσημο προς απόδειξη της γνησιότη-τάς τους. Κάθε αντίτυπο που διατίθεται προς πώληση και δε φέρει βιβλιόσημο, θεωρείται κλεψίτυπο και ο παραβάτης διώκεται σύμ-φωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, του Νόμου 1129 της 15/21 Μαρτίου 1946 (ΦΕΚ 1946, 108, Α ).

Απαγορεύεται η αναπαραγωγή οποιουδήποτε τμήματος αυτού του βιβλίου, που καλύπτεται από δικαιώματα (copyright), ή η χρήση του σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.

ΕΚΔΟΣΗ 2010 - ΑΝΤΙΤΥΠΑ : 7.000 - ΑΡ. ΣΥΜΒΑΣΗΣ : 27/25-02-10

ΕΚΤΥΠΩΣΗ: DRAGPRESS ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ Α.Ε. - ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: I. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ - Λ. ΚΟΥΚΙΑΣ - Γ. ΛΙΑΠΗΣ Ο.Ε.