2
Το Μανταλάκι, και η κρυφά φαλακρή υπόσχεση Λίνα Αλεξάκη Τι ήταν αυτός ο διαπεραστικός θόρυβος μέσα στη νύχτα; Τακουνάκια πάνω στο πεζοδρόμιο. Κι αυτή η ενοχλητική μυρωδιά που γέμιζε τον αέρα; Υπερβολική ποσότητα Channel no 5. Κι αυτή η ξαφνική αιφνίδια λάμψη, σαν το φλας μιας φωτογραφικής μηχανής που με ξύπνησε απότομα; Το φως απτο ψυγείο της κουζίνας που απλώς άνοιξε, και μετά έκλεισε. Ποιος το άνοιξε; Πολλά ζητάς, δεν είδα καθαρά, το ξέρεις ότι έχω μυωπία. Κι αυτή η ανατριχιαστική αίσθηση, σαν στατικός ηλεκτρισμός που νιώθω να με διαπερνάει εδώ και τόση ώρα; Πάντως δεν είναι σεισμός, ούτε αεροπλάνο· Κι αυτή η γεύση, η κόκκινη σιδερένια γεύση πουΗ χελώνα σήκωσε αργά, όπως συνηθίζουν άλλωστε να κάνουν οι χελώνες, το κεφάλι της, και κοίταξε το γεμάτο απορίες πλαστικό μανταλάκι, το μόνο που στεκόταν ακόμα, σταθερά, στο σκηνί μιας παλιάς απλώστρας. “Τι ρωτάς τώρα…”, σκέφτηκε από μέσα της και ξαναχαμήλωσε το βλέμμα. Έκανε να μετακινηθεί, με κατεύθυνση προς το εσωτερικό του σπιτιού, μιας που τόση ώρα βρισκόταν στο μπαλκόνι. “Στάσου!”, ακούστηκε πάλι μια φωνή, “απάντησέ μου, πού πηγαίνεις;” Η μπαλκονόπορτα τώρα φαινόταν μακριά, κι έτσι αργά που πήγαινε η χελώνα, γνώριζε ότι δεν είχε απαλλαχθεί από τις επίμονες ερωτήσεις του μανταλακίου. Μου είχες δώσει μια υπόσχεση παλιά, χελώνα φίλη μου, θυμάσαι;” άγγιξε το μανταλάκι τώρα επώδυνες πληγές. Η χελώνα αναστέναξε. Σου είχα δώσει κάποτε, παλιά, κρυφά μια υπόσχεση. Τότε που μ’ έσωσες από βέβαιο χαμό, αρπάζοντάς με σφιχτά με τις δαγκάνες σου. Όταν έπεφτα απτο μπαλκόνι, όχι με βούληση δική μου. Γιατί ήμουν δώρο και περνούσα καλά. Τριγυρνούσα μέσα στο διαμέρισμα αμέριμνη επί μήνες, μασούσα φυλλαράκια και μύριζα τη λεβάντα και το βασιλικό στις γλάστρες. Χάζευα τις γιρλάντες και κοιμόμουν με το γέλιο των μικρών παιδιών που ακουγόταν απτο δρόμο. Μέχρι τη μέρα εκείνη που παραλίγο να γινόμουν πλαστελίνη στις ρόδες ενός περαστικού αυτοκινήτου. Και τότε το είδες κι εσύ το μαύρο σύννεφο που διαπέρασε και σκέπασε τα πάντα εδώ μέσα. Σαν κατάρα. Και παρακολουθήσαμε μαζί το ημερήσιο έργο, την καθημερινή μάχη, τις γλάστρες να μαραίνονται και τα ρούχα να μουχλιάζουν. Τους καπνούς και τα δάκρυα, τα σπασμένα βάζα και τις σκισμένες εφημερίδες. Τα είδες και πόνεσες μαζί μου. Αποτραβήχτηκες στην άκρη του σχοινιού και παρακαλούσες τη βροχή να σε ξεπλύνει από τη φρίκη και την απελπισία που αισθανόσουν. Και μου ζήτησες να σου υποσχεθώ, πως όταν έφτανε εκείνη η μέρα, που κι οι δυο φοβόμασταν, μα και οι δυο, κρυφά, ελπίζαμε, ότι αν το δω πρώτη, αν το αντιληφθώ με σιγουριά ενώ εσύ όχι, να σου διαλύσω κάθε αμφιβολία. Ψάχναμε μάλιστα και για λέξη κλειδί που θα λέγαμε όταν θαφτανε εκείνη η στιγμή, αλλά δεν καταλήξαμε σε κάποια, γιατί διαφωνούσαμε πάντα. Εμένα μου άρεσαν πολύ τα ρήματα, ενώ εσύ αγαπούσες τις μετοχές. Και οι δυο συμπαθούσαμε τα επίθετα, όμως εγώ της γκλίσης ενώ εσύ προτιμούσες της β’. Ποιος πήγε απτους δυο να σε πετάξει απτο μπαλκόνι”, διέκοψε το μανταλάκι τη σκέψη της χελώνας. “Θύμισέ μου γιατί ξεχνώ.” Ξεχνάς πολλά τελευταία, συνέχισε να σκέφτεται η χελώνα. Τι εύνοια, τι ευτυχία! Ξεχνάς, μα εγώ θυμάμαι, κι η υπόσχεσή μου, αν ήταν κάτι τριχωτό, μαλλιαρό, σιγά σιγά

Το Μανταλάκι, Και η Κρυφά Φαλακρή Υπόσχεση - Λίνα Αλεξάκη

Embed Size (px)

DESCRIPTION

μινιατούρα

Citation preview

  • ,

    ; . ; Channel no 5. , ; , . ; , , . , ; , ,

    , , , , , , . , . , , . !, , , ; , , .

    , , ; . .

    , , . , . , . . , . . . . . , , . , . . . , , , , , , , , . , , . , . , .

    , . .

    , . , ! , , , , ,

  • . . . . , .

    , , , . . , , . , , , . . , , .

    . . . , , . , . , , .

    , , . .

    , , , . . , , , ,