189
E uq^^ cR iqs Μαραχχιανού - Δερμούση ΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΞΡΟΣ Α1 ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΟΝΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ - Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ

Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

Euq^^cRiqs Μαραχχιανού - Δερμούση

ΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ

ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΜΞΡΟΣ Α1

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΟΝΑ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ - Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ

Page 2: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΑΡΑΓΓΙΑΝΟΥ-ΔΕΡΜΟ ΥΣΗ

ΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΕΣ

ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΑΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΜΕΡΟΣ Α

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΦΕΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ - Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ ΑΘΗΝΑ 2000

Page 3: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

110114118124126126129136137143156157169173173176179182186193

ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

Σειρά ’Αντί Να γραφτεί

24 άπό άπό3 μάζες μάζες29 Phyth. Pyth.5 κλίμα κλίμα25 ή ύγεία ή κούραση ή ύγεία, ή κούρασητέλος πόλεμος ει πόλεμος εί-29 Rennaissance Renaissance3 άπό το άπό τό14 όλων όλων5 και καί21 κλίμα κλίμα21 κατι κάτι20 P.U.F. 1993 P.U.F., 19931 έωυτούς έωυτούς2 σε σέ31 α 21] α21].18 Philosphy Philosophy22 91 e: 91 e·21 και καί23 Μορφωτικό Μορφωτικό5 Sreissler Streissler8 SECHAN SECHAN

Page 4: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ....................................................................................... 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I: ΤΟ ΜΕΓΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ............ 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ίΐ: ι ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ . . . . . 1 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΠ: Η ΨΥΧΗ: Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣΥΠΑΡΞΗΣ .................................................................41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ .................................... 55

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V: Η ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΗ Μ ΟΙΡΑ.............................. 63

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI: ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ Ο Ν ................................................ 71

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII: Η Φ ΥΣΗ .................................................................. 105

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII: ΗΘΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ .................... 141

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX: Η ΓΝΩΣΗ................................................................ 163

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ...................................................................................187

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................................................................... 189

Page 5: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Oi άρχαΐοι Έλληνες ήταν βαθειά αισιόδοξοι· παρ’ όλ’ αύτά δέν ελειψαν οι στιγμές πού σκίασαν μέ ιχνη άπαισιο- δοξίας τή σκέψη τους. Αίσόδοξες καί άπαισιόδοξες τάσεις ενώνονται άρμονικά στό πνεύμα τού έλληνικού λαού καί συ­ντελούν, άκριβώς όπως ή συνύπαρξη άπολλώνειου καί διο­νυσιακού πνεύματος1, στή δημιουργία τών ώραιότερων έρ­γων τέχνης καί τών μεγαλύτερων φιλοσοφικών συστημάτων.

Στό έργο πού άκολουθεί θά έρευνήσουμε άπό τήν προο­πτική αύτή τίς άντιλήψεις τών σπουδαιοτέρων φιλοσόφων τής άρχαίας Ελλάδας, ξεκινώντας άπό τήν παμπάλαιη έκείνη έποχή, κατά την όποία ό λόγος δέν είχε άκόμη άποδεσμευθεϊ άπό τό μυθικό του περίβλημα.

Κατ’ άρχήν θά πρέπει νά τονίσουμε ότι σέ γενικές γραμμές ύπάρχει στήν αρχαία ελληνική διανόηση αισιοδοξία γιά τή ζωή καί αισιοδοξία γιά τό θάνατο. "Οσοι στοχαστές άτενί- ζουν αισιόδοξα τή ζωή άπελπίζονται μπροστά στό θάνατο καί όσοι αίσιοδοξούν ότι θά βροΰν τήν εύτυχία στόν άλλο κόσμο ζωγραφίζουν, κατά τό μάλλον ή ήττον, τήν επίγεια ζωή μέ τά μελανώτερα χρώματα. 'Όπως καί άν έχει τό θέμα, έκεΐνο πού πρέπει νά τονίσουμε είναι ότι, άπό όποιαδήποτε όπτική γωνία καί άν έβλεπαν ο'ι 'Έλληνες τά πράγματα, ή

1. FR. NIETZSCHE, Die Geburt der Tragodie, in Werke in drei Banden, ler Band, Miinchen, Carl Hanser Verlag, 1966, σ. 21· έλληνική μετάφραση Κ. Μεραναΐος, έκδ. Μάρη, Αθήνα, σ. 21-22.

Page 6: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

10

αισιοδοξία δέν τούς έλειψε ποτέ, άποτελώντας ένα άπό τά βασικώτερα γνωρίσματα τού θαυμαστού αύτού λαού.

’Εκτός όμως άπό τά μεγάλα ζητήματα τής ζωής καί τού θανάτου ή ελπίδα ή ή άπαισιοδοξία τών άρχαίων Ελλήνων άφορούσε καί άλλα θέματα, όπως έκεΐνα πού άναφέρονται στήν άνθρώπινη ψυχή, τή μοίρα ή τό πεπρωμένο, τό άπόλυτο όν καί άκόμα τό φυσικό καί κοινωνικό περιβάλλον, μέσα στό όποιο διαβιώνουμε.

’Άς έξετάσουμε τώρα τίς κυριώτερες φιλοσοφικές θεω­ρίες τής άρχαίας Ελλάδας κάτω άπό τό πρίσμα πού προα- ναφέραμε. Οί φιλόσοφοι πού δέν άνέπτυξαν δικές τους, πρω­τότυπες θεωρίες παραλείπονται. ’Έτσι, γιά παράδειγμα, δέν άναφέρουμε τόν Αρχέλαο, έφ’ όσον δέν έχει σωθεί κανένα άπόσπασμα άπό τά έργα του καί έπί πλέον φαίνεται ότι έ- μπνέεται κυρίως άπό τόν Αναξαγόρα, τόν Αναξίμανδρο καί τόν Εμπεδοκλή. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τόν Διογένη τόν Ά- πολλωνιάτη, ή κοσμογονία τού όποιου παρουσιάζεται ώς σύν­θεση τών άπόψεων τού Άναξιμένους καί τού Αναξαγόρα. Ούτε καί γιά τή διδασκαλία τοΰ Σωκράτους θά μιλήσουμε μιά καί αύτή ενσωματώνεται σ’ εκείνη τού Πλάτωνος.

Είναι έπίσης άπαραίτητο νά σημειώσουμε ότι στό παρόν έργο δέν γίνεται λεπτομερής άνάλυση τών φιλοσοφικών θεω­ριών τής άρχαίας Ελλάδας, δεδομένου ότι δέν φιλοδοξούμε νά συγγράψουμε μιά άκόμη ιστορία τής φιλοσοφίας. Πρό­κειται γιά έρευνητικό έργο, στό όποιο έξετάζονται μόνο έ­κεΐνα τά σημεία τής έλληνικής φιλοσοφικής παράδοσης, τά όποία συμβάλλουν στή διαμόρφωση αισιόδοξων ή άπαισιό- δοξων άπόψεων όσον άφορά τά μέγαλα προβλήματα τής άν- θρώπινης ύπαρξης. ’Έτσι, γιά παράδειγμα, όταν άναφερό- μαστε στά μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα τοΰ Πλάτωνος ή τοΰ Άριστοτέλους δέν θά θίξουμε τίς ήδη γνωστές θεωρίες

Page 7: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

11

τους, παρά μόνο στό μέτρο πού ύπάγονται στό ύπό έξέτασιν θέμα.

Επισημαίνουμε άκόμη ότι στό πρώτο μέρος τού έργου εξετάζεται ή περίοδος πού άρχίζει άπό τούς ’Ορφικούς καί φθάνει ώς τόν Πλάτωνα, ένώ στό δεύτερο μέρος θά διερευ- νηθούν τά φιλοσοφικά συστήματα άπό τόν ’Αριστοτέλη ώς τόν Δαμάσκιο.

Τελειώνοντας πρέπει νά σημειώσουμε ότι οί αισιόδοξες καί άπαισιόδοξες τάσεις πού σημάδεψαν τήν άρχαία έλλη- νική διανόηση είχαν σημαντικώτατη έπίδραση καί στή σύγ­χρονη φιλοσοφική σκέψη ή όποία, όταν άναζητεΐ λύσεις στά προβλήματα πού τήν άπασχολούν, καταφεύγει πάντοτε στούς στοχαστές τής άρχαίας Ελλάδας.

Ή άρχαία ελληνική φιλοσοφία μπορεί λοιπόν νά άποτε- λέσει γιά άλλη μιά φορά ένα σταθερό πρότυπο γιά τό ση­μερινό άνθρωπο, διδάσκοντάς τον ότι άκόμα καί στούς ζο- φερώτερους καιρούς ύπάρχει θέση γιά αισιοδοξία.

Page 8: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΤΟ ΜΕΓΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τό φαινόμενο τής ζωής απασχόλησε τόν άνθρωπο άπό τά πανάρχαια χρόνια ώς τίς μέρες μας. Οί στοχαστές κάθε έ- ποχής θέτουν συνεχώς τά άκόλουθα ερωτήματα:

1. Γιατί ύφίσταται τό σύμπαν; Υπάρχει στή δημιουργία του κάποια συγκεκριμένη αιτία καί ένας σκοπός πού τό διέ- πει ή είναι άποτέλεσμα τυχαίων παραγόντων;

2. Ποιά είναι ή άρχή τής ζωής στόν πλανήτη μας;3. Τό σημαντικώτατο φαινόμενο τής ζωής παρατηρεΐται

μόνο στό φυσικό κόσμο ή έκτείνεται καί πέραν αύτού;4. Τί σχέση ύπάρχει άνάμεσα στή ζωή καί τό θάνατο;5. Ποιά σημασία άποκτά ή έννοια τής ζωής όταν άναφέ-

ρεται στήν άνθρώπινη ύπαρξη; κ.ά.Ά ς έξετάσουμε τώρα περισσότερο συγκεκριμένα τίς θεω­

ρίες πού άναφέρονται στό άνωτέρω ζήτημα καί τίς αισιόδο­ξες ή άπαισιόδοξες τάσεις τους.

Οί ’Ορφικοί θεωρούσαν τή ζωή πάνω στή γή ώς έκπτωτική κατάσταση τού άνθρώπου· έν τούτοις τήν άντιμετώπιζαν μέ σχετική αισιοδοξία, γιατί πίστευαν ότι αύτή άποτελεΐ μιά

Page 9: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

14

περίοδο κάθαρσης πού συντομεύει τήν πορεία τής άθάνατης ψυχής μας πρός τήν τελική της θέωση2.

Ή αισιόδοξη άντιμετώπιση τής ζωής παρουσιάζεται σέ όλο της τό μεγαλείο μέσα στά ομηρικά έπη. Ό "Ομηρος είναι ένας άπό τούς πρώτους "Ελληνες στοχαστές πού ύμνησαν άνεπιφύλακτα τή ζωή. Τόσο οί ήρωές του όσο καί ο'ι θεοί πού άπεικονίζονται στά έπη του άγαπούν μέ πάθος τή ζωή καί άπεχθάνονται τό θάνατο. Συγκεκριμένα οί θεοί τού Ό- λύμπου έχουν ώς κύριο χαρακτηριστικό τους τήν άθανασία. Ή κατοικία τους βρίσκεται πολύ μακριά άπό τά σκοτεινά παλάτια τού Πλούτωνος καί οί ίδιοι δέν πέρασαν ποτέ μέσα άπό τό θάνατο, όπως οί χθόνιες θεότητες. ’Απολάμβαναν τήν αιώνια ζωή ή όποία όμως δέν είχε τίποτα τό άϋλο. Τό θεϊκό τους σώμα - άν καί άθάνατο - είχε τίς ϊδιες άκριβώς άνάγκες μέ τό άνθρώπινο καί τούς παρέσυρε στά ϊδια πάθη: έρωτα, εκδίκηση, ζήλεια, φιλοδοξίες...3.

2. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κρατύλος, 400 b - c. W. Κ. C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, London, Methuen and Co. LTD, 1977 (1η έκδοση 1950), σ. 320· Orpheus and Greek Religion, London, Methuen and Co. LTD, 1952 (2η έκδοση), σ. 207.

3. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ε', 312 κ.έ. δπου ό Τυδείδης πληγώνει την ’Αφροδίτη. Τό σώμα τής θεάς έμφανίζεται έδώ τό ’ίδιο ευάλωτο καί τρωτό μ’ εκείνο τών θνητών. Βλέπε έπίσης ’Οδύσσεια, ε', 93 κ. έ. (Ο­ΜΗΡΟΥ ’Έργα, Ίλιάς, Όδνσσεια, Homeri Opera, Tome I, lliadis libros I-XII, by Thomas W. Allen, David B. Mumo, London, Oxford University Press, 1978. Tome II, libros XIII-XXIV, 1976. Tome ΙΠ, Odysseae, libros I-XII, 1976. Tome IV, libros XIII-XXIV, 1975). L. SECHAN - P. LEVEQUE, Les grandes divinites de la Grece, Paris, Editions E. de Boccard, 1966, σ. 10-11. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, Γενική ’ΕπιμέλειαI. Θ. Κακριδή, ’Αθήνα, Εκδοτική ’Αθηνών, 1986, τόμ. 1, σελ. 50 κ.έ.

Page 10: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

15

Ώς πρός τόν Πυθαγόρα καί τούς Πυθαγόρειους είναι γε­γονός ότι δέν μπορούμε νά έξετάσουμε τίς θεωρίες τού δα­σκάλου χωριστά άπό έκείνες τών οπαδών του, δεδομένου ότι οί πληροφορίες γιά τή φιλοσοφία του είναι όλες έμμεσες καί ότι κανένα άπόσπασμα τών έργων του δέν έχει σωθεί. Είναι πάντως βέβαιο ότι τόσο ό ίδιος όσο καί οί μαθητές του άνοιξαν κάποιους πολύ σημαντικούς δρόμους έρευνας.

“Οσον άφορά τό φαινόμενο τής ζωής οί πυθαγόρειες ά- πόψεις δέν φαίνεται νά διαφέρουν άπό τίς ορφικές. Οί Πυ­θαγόρειοι πίστευαν λοιπόν ότι ή ζωή πάνω στή γή άποτελεΐ ένα εΐδος πτώσης τής άθάνατης ψυχής μας έφ’ όσον αύτή κατά τή διάρκεια τής έδώ παραμονής της έγκαταλείπει τήν ούράνια πατρίδα της γιά νά έγκλωβισθεΐ μέσα στήν ύλη. Ή άπαισιόδοξη αύτή άποψη μετριάζεται γιά όσους ζούν σάς πυθαγόρειες κοι­νότητες μιά ζωή άσκησης καί κάθαρσης. Ό έπίγειος βίος γίνεται στήν περίπτωση αύτή ένα έλπιδοφόρο μέσο άπελευ- θέρωσης τού έγώ άπό τόν κύκλο τών συνεχών γεννήσεων καί θανάτων, μεταμορφώνεται δέ σέ όδό σωτηρίας 4.

Οί Σοφιστές, ύπέρμαχοι τών φυσικών νόμων, άντιμετώ- πιζαν τή ζωή αισιόδοξα, ένώ τό θάνατο μέ τή μεγαλύτερη πικρία. Έτσι ό Άντιφών διακηρύσσει: «τό δ ’ αν ζήν έστι τής (ρύσεως και τό άποθανείν, και τό μέν ζήν αντοΐς έστιν

4. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς (τ. 7, 'Αθήνα, έκδ. τής Άποστολικής Διακονίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, 1956, τ. 8, Μέρος Β') III, 11. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ψυχής, I, 2, 405 a. Μερικοί μάλιστα - μεταξύ τών όποιων καί ό Πλάτων - αποδίδουν στούς Πυθαγόρειους τήν άποψη ότι ή ένσάρκωση τής ψυχής είναι ή τιμωρία πού τής επιβάλλεται γιά τήν πτώση της μέσα στήν ύλη. Τό σώμα θεωρείται έδώ ώς φυλακή ή τάφος («σήμα») της (ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 493 a, Κρατύλος, 400 b - c).

Page 11: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

16

άπό τών ξυμφερόντων, τό δέ άποθανεΐν άπό τών μή ξυμφε- ρόντων»5.

Ό Πλάτων στήν άρχή τής δημιουργίας του θεώρησε τήν επίγεια ζωή ώς κάτι κακό γιά τήν ψυχή. Γι’ αύτό κατά τήν περίοδο έκείνη όρίζει τήν κάθαρση6 ώς τόν κατά τό δυνατό πληρέστερο χωρισμό τής ψυχής άπό τό σώμα: «τό χωρίζειν δη μάλιστα άπό τοϋ σώματος τήν ψυχήν»7. Τό σώμα - θε­μελιώδες σύμβολο τής έμπειρικής μας ύπαρξης - εμφανίζεται σέ πολλά σημεία τών πλατωνικών διαλόγων ώς ή πηγή έπι- θυμιών, ταραχών καί διαρκών πόνων, άρα έπιβλαβές γιά τήν ψυχή8, που εΐναι τό πολυτιμώτερο μέρος τού εαυτού μας ( ’Α λ­κιβιάδης, 130 c).

Ή άπαισιόδοξη αύτή θεώρηση άμβλύνεται στό Σοφιστή, όπου ό όρος κάθαρση παίρνει μιά διαφορετική σημασία. 'Ε­πιβλαβής δέν εΐναι πιά ή ζωή καί όσα αύτή συνεπάγεται, άλλά οί κακίες πού κατακλύζουν τήν ψυχή. Τό κακό μετα­τοπίζεται έτσι άπό τήν ύλη στό πνεύμα, άπό τόν έξωτερικό κόσμο στόν έσώτερο έαυτό μας. Κατά συνέπεια πρέπει νά

5. VS (Die Fragmente der Vorsokratiker, von Hermann Diels und Walther Kranz, Zurich, Weidmann, Hildesheim, 1992, Erster Band) B44, Fragment A, Col. 3, 25-34.

6. Πρόκειται γιά όρο δανεισμένο άπό τίς τελετές τών μυστηρίων καί τήν ορφική διδασκαλία, ή όποία έπηρέασε πολύ τή φιλοσοφία τοΰ Πλάτωνος.

7. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 67 c. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ψυχής, Α 5, 410 b, 28. R. ΕΡΡ, «Plato’s Quest for Purification», Πλάτων, 1972 (24), σ. 38, 41 κ.έ.

8. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 512 x Φαίδων, 65 a - 67 a, 78 b - 82 e, 96 c κ.έ. Πολιτεία, IX 591 b· Νόμοι, V 734 a - b- X 894 c κ.έ. Έπινομίς, 981 b - c. J. MOREAU, «La Ιεςοη du Phedon», Archives de Philosophie, 1978 (41), a. 83.

Page 12: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

άπομακρύνουμε δχι τήν ύλη, άλλά τήν άδικία, τήν άγνοια, τή δειλία καί τήν άφροσύνη πού διαστρεβλώνουν τήν ψυχή καί μάς κάνουν δυστυχισμένους 9.

17

9. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Σοφιστής, 227 d - 229 a, 230 c - e. R.E. CUSH­MAN, Therapeia, The University of North Carolina Press, 1958, σ. 56.

Page 13: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Τό φαινόμενο τοΰ θανάτου, στενά συνυφασμένο μ’ εκείνο τής ζωής, δέν ήταν μόνο αιτία θλίψης καί φόβου γιά τόν άνθρωπο. ’Έγινε έπίσης άφορμή γιά γόνιμο στοχασμό καί γιά τή δημιουργία τών μεγαλυτέρων φιλοσοφικών καί θρησκευ­τικών συστημάτων. “Ετσι θεωρήθηκε συχνά άπό τούς στοχαστές, άλλά καί άπό τούς συνηθισμένους άνθρώπους, ώς ή είσοδός μας σέ μιά άλλη ζωή καλύτερη άπό τήν έπίγεια. Κατά συνέπεια αισιοδοξία καί άπαισιοδοξία εναλλάσσονται στή σκέψη τών άρχαίων Ελλήνων καί είδικώτερα τών φιλοσόφων πού ά- σχολήθηκαν μέ τό θάνατο.

Οί πρώτοι "Ελληνες γεωργοί, παρατηρώντας τή ζωή τής φύσης, διαπίστωσαν ότι τά φυτά πεθαίνουν γιά νά ξαναγεν- νηθοΰν μέ τήν άλλαγή τών έποχών, άκριβώς όπως καί οί σπόροι, προκειμένου νά μάς δώσουν τούς νέους βλαστούς. Κατά συνέπεια ό θάνατος άντιμετωπίζεται άπό τούς γηγενείς αύτούς αισιόδοξα ώς ή άπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή συ­νέχιση τής ζωής. Δέν είναι καθόλου ένα φοβερό γεγονός, ουτε τό τέλος τής ύπαρξής μας, δεδομένου ότι ό άνθρωπος, άκολουθώντας τούς φυσικούς νόμους, πεθαίνει γιά νά ξα- ναγεννηθεΐ, άκριβώς όπως τά φύλλα τών δένδρων.

Συγκεκριμένα ή ψυχή του ή όποία άποτελεΐ μιά θεϊκή όντό-

Page 14: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

τητα, μετά τό θάνατο τοΰ σώματος, καί έφ’ όσον είναι καθαρή άπό άμαρτίες, έπιστρέφει στόν κόσμο τών νοητών άπ’ όπου προήλθε- άν όμως βαρύνεται άπό κακίες καί άδικήματα ει­σέρχεται σ’ ενα καινούργιο σώμα γιά νά ζήσει άλλη μιά φορά πάνω στή γή10. Ό θάνατος είναι έδώ ένα φυσικό γεγονός, άντίστοιχο τής γέννησης. Ή άνωτέρω άντίληψη άποτελεΐ μιά άπό τίς πιό αισιόδοξες στάσεις τού άνθρώπου άπέναντι στό θάνατο, γιατί τόν θεωρεί κάτι τό παροδικό πού άκολουθεΐται άπαραίτητα άπό μιά νέα ζωή: εϊτε πάνω στή γή άν δέν έχουμε καθαρθεΐ εϊτε στό αιώνιο βασίλειο τών θεών άν έχει συντελε- σθεΐ ή διαδικασία τής κάθαρσης. Ή λύπη καί ό φόβος τοΰ θανάτου έξουδετερώνονται στήν περίπτωση αύτή καί τή θέση τους παίρνει ή γαλήνια προσμονή μιάς άτέλειωτης εύδαιμονίας.

Τή συνέχιση αύτής τής πίστης βρίσκουμε στίς διονυσιακές τε­λετές, κατά τή διάρκεια τών όποιων οί πιστοί βρίσκονται σέ κα­τάσταση έκστασης, δηλαδή βγαίνουν άπό τόν εαυτό τους γιά νά ενωθούν μέ τό θεό, άποκτώντας έτσι τήν άθανασία πού έκεινος κατέχει καί καταπνίγοντας έντελώς τό φόβο τού θανάτου11. Πρό­κειται γιά μιά προσωρινή μορφή άθανασίας πού ισχύει όσο διαρ­κούν ο'ι θρησκευτικές τελετές. Ή αιώνια ζωή λαμβάνει χώρα μετά τό θάνατο τού σώματος καί προορίζεται μόνο γιά τούς κα- θαρμένους. Καί πάλι ή αισιοδοξία θριαμβεύει πάνω στήν άπελ- πισία πού νιώθει ό άνθρωπος μπροστά στό θάνατο.

Ή περί θανάτου διδασκαλία τών ’Ορφικών εΐναι ένα άπό τά πλέον χαρακτηριστικά δείγματα τής αισιοδοξίας πού δια­

10. W. Κ. C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, Methuen and Co LTD, 1977 (1950), σ. 206-208.

11. E. R. DODDS, Oi "Ελληνες καί τό παράλογο, μετ. Γ. Γιατρο- μανωλάκη, ’Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1978, σ. 72, 79, 228-233. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 146.

20

Page 15: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

21

κατείχε τούς αρχαίους "Ελληνες. 01 ’Ορφικοί πίστευαν συ­γκεκριμένα δτι ό θάνατος άποτελεΐ τήν επιστροφή τού άν- θρώπου στή θεϊκή άρχή τής ύπαρξής του, άντίθετα μέ τή γέννηση μέσα σ’ ενα θνητό σώμα πού τόν άπομακρύνει άπ’ αύτή. Έτσι ο'ι εντελώς καθαρές ψυχές γίνονται μετά τό θά­νατο τού σώματος θεοί, έχοντας ξεφύγει οριστικά άπό τόν κύκλο τών γεννήσεων. Καί συγκεκριμένα όταν αύτές φθά- σουν στόν "Αδη διεκδικοϋν τή θέση πού τούς άρμόζει μέ τά λόγια: «Γής παΐς είμι και Ούρανοϋ άστερόεντος, αύτάρ έμοί γένος ουράνιον»12. Οί ύπόλοιπες άκολουθούν μιά νέα σειρά γεννήσεων καί θανάτων μέχρις ότου καθαρθούν καί αύτές.

Γιά τούς ’Ορφικούς λοιπόν ό θάνατος είναι ένα εύχάρι- στο γεγονός πού μάς οδηγεί στήν εύτυχισμένη άρχική μας κατάσταση. Γι’ αύτό καί ο'ι μυημένοι περίμεναν γεμάτοι έλ- πίδα τό τέλος τής έπίγειας ζωής τους, ύπομένοντας καρτε­ρικά κάθε κακοτυχία. Ακόμα καί εκείνοι πού δέν έχουν καθαρθεΐ, σύμφωνα με τή διδασκαλία τους, δέν άφανίζο- νται. Εισέρχονται άπλώς σέ νέες μορφές ζωής.

Ή άνθρώπινη ύπαρξη θεωρείται έδώ μιά ολότητα πού πραγματώνεται μέσα άπό ποικίλες καταστάσεις. Γέννηση καί θάνατος σημειώνουν κάθε φορά τή μετάβαση άπό τή μιά κατάσταση στήν άλλη, δεδομένου ότι άποτελούν ένα ένιαΐο σύνολο, μέσα στό όποιο λαμβάνει χώρα ή κάθαρση πού μέ τή σειρά της συνεπάγεται τήν τελική λύτρωση13.

12. VS (Die Fragmente der Vorsokratiker, von Hermann DIELS und Walther KRANZ, Zurich, Weidmann, Hildesheim, 1992, Erster Band), B 17, B 20.

13. VS, B 3 (PLATO, Cratyl. 400 b - c). W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 122-123. W. JAEGER, The Theology of the Early Greek Philosophers, trans. by E. ROBINSON, London, Oxford

Page 16: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

22

Τελείως διαφορετική παρουσιάζεται ή ομηρική θεώρηση τοΰ θανάτου. Ή στάση τοΰ όμηρικοΰ ήρωα άπέναντι στήν πιθανότητα μιάς μελλοντικής ζωής ήταν καθαρά άπαισιόδο- ξη. Οί άρχοντες τής εποχής έκείνης, γιά τούς όποιους κυρίως μάς μιλάει ό ποιητής, ήταν πλούσιοι άριστοκράτες πού είχαν κερδίσει ώς έπί τό πλεΐστον τή θέση τους χάρις στή φυσική τους δύναμη. Τό σώμα ήταν γι’ αύτούς ή πηγή τής χαράς τους, έφ’ όσον τούς έδινε τήν άπόλαυση τού φαγητού, τού ποτού καί τοΰ έρωτα. Ή ζωή τους περιστρεφόταν γύρω άπό αύτό: άγωνίσματα, συμπόσια, κυνήγι, πόλεμος...

Ό θάνατος, πού ίσοδυναμοΰσε μέ τόν άφανισμό του, α­ντιμετωπιζόταν λοιπόν έντελώς άπαισιόδοξα ώς τό φοβερώ- τερο κακό. Σήμαινε, όχι μόνο τήν άπώλεια τής ζωής, άλλά καί τόν άφανισμό τής ψυχής, ή όποία, σάν καπνός ή άνεμος, πετούσε μακριά τή στιγμή τού θανάτου. Αύτό πού έμενε ήταν μόνο μιά σκιά, ενα φάντασμα πού τριγυρνούσε θλιβερά στό σκοτεινό καί άραχνιασμένο βασίλειο τοΰ Άδη, ένα χώρο στερημένο άπό κάθε χαρά καί μισητό σέ θεούς καί άνθρώ­πους. Γι’ αύτό άλλωστε τό άξιολύπητο φάντασμα τού Άχιλ- λέως λέει στόν Όδυσσέα ότι θά προτιμούσε νά εΐναι φτωχός χειρώνακτας στή γή, παρά βασιλιάς στόν κάτω κόσμο14. Κατά συνέπεια τό πολυτιμώτερο δώρο τών θεών στούς άνθρώπους εΐναι ή άθανασία καί ή χειρότερη τιμωρία τους ό θάνατος15.

University Press, 1967, σ. 85.14. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ε', 296· Θ \ 315· Γ, 408-409· Κ \ 495· Ξ \

518· Π', 505, 856-857· Υ \ 64-65· X', 467· Ψ \ 100-104. Όδύσσεια, λ -, 489-491· ω', 6-9. D. Β. CLAUS, Toward the soul, New Haven and London, Yale University Press, 1981, σ. 1, 61. Fr. SOLMSEN, «Plato and the concept of the soul (psyche). Some historical perspectives», Journal of the History of Ideas, 1983 (44), o. 355.

15. ΟΜΗΡΟΥ, Όδύσσεια, λ' 601 κ. έ. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 950

Page 17: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

23

Κάτω άπό τήν παγωμένη του πνοή οί άνθρωποι βρίσκονται τόσο άνίσχυροι όσο τά φύλλα τών δέντρων πού σκορπίζονται άπό τήν άνελέητη δύναμη τής θύελλας. Ή άπαισιοδοξία κυ­ριαρχεί έδώ σέ τέτοιο βαθμό ώστε ισοπεδώνει τά πάντα: ήρωες καί κοινούς θνητούς, άρχοντες καί δούλους. "Ολοι γίνονται ϊσοι μπροστά στό θάνατο πού δέν ξεχωρίζει κανένα, καθώς σαρώνει ολόκληρο τό άνθρώπινο γένος στό πέρασμά του: «οϊη περ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί άνδρών/ φύλλα τά μέν τ ’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δέ Θ’ ύλη / τηλεθόωσα φύει, έαρος δ ’ έπιγίγνεται ώρη»16.

Μέσα σ’ αύτό τόν καθολικό άφανισμό μπορεί ώστόσο κα­νείς νά βρει παρηγοριά, γιατί είναι παρατηρημένο πώς όταν μοιραζόμαστε μιά συμφορά μέ άλλους (στήν προκειμένη μά­λιστα περίπτωση μέ όλους τούς άλλους) αύτή άποδυναμώνε- ται. Ή έλπίδα εχει πάλι τή θέση της. Καί τούτο φαίνεται καθαρά άπό τήν τελευταία φράση τού προαναφερθέντος ά- ποσπάσματος: «ή ώρα τής άνοιξης (δηλαδή τής άναγέννησης μέσα άπό τό θάνατο) φθάνει».

Ά ς θυμηθούμε έξ άλλου ότι ύπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς όποιες οι ομηρικοί θεοί δίνουν στούς άγαπημένους τό θάνατο όχι ώς ποινή, άλλά ώς πολύτιμο δώρο. ’Έτσι ό ’Α­πόλλων, ό τυπικός θεός τών Ελλήνων, όταν έρωτήθηκε γιά τή μοίρα τού Κλέοβι καί τού Βίτωνος, τών δύο γιών τής Άρ-

κ.έ. Ήοϊαι, 53 (122), 54 (123), 55̂ (125). ΠΙΝΔΑΡΟΥ, Πυθική ώδή,3, 8 κ. έ. L. SECHAN - P. LEVEQUE, Les grandes divinites de la Grece, Paris, Editions E. de Boccard, 1966, o. 10-11.

16. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Z', 147-149- Πβ. άκόμα οπ. π. Ρ', 446-447, όπου ό Ζεύς ομολογεί ότι δέν υπάρχει κανένα άλλο πλάσμα πάνω στή γή τόσο δυστυχισμένο όσο ό άνθρωπος: «ού μέν γάρ τί που έστιν όιζνρώτερον άνδρός/πάντων, δσσα τε γαϊαν έπι πνείει τε καί έρπει».

Page 18: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

24

γειας 'ιέρειας τής ‘Ήρας Κυδίππης πού πέθαναν πολύ νέοι, έδωσε διά μέσου τής Πυθίας τήν άπάντηση ότι ό θάνατος είναι καλύτερος άπό τή ζωή. Τό ίδιο πεπρωμένο προόριζε έπίσης καί στούς ιδρυτές τοΰ ναού του, τόν Τροφώνιο καί τόν Άγαμήδη, άποκαλύπτοντας στούς άνθρώπους ότι μερικές φορές ό θάνατος είναι γι’ αύτούς ό,τι καλύτερο μπορούν νά επιθυμήσουν17. Ή αισιοδοξία άπέναντι στό θάνατο πού ε­νυπάρχει στούς ανωτέρω μύθους, έρχεται σέ πλήρη άντίθεση μέ τήν άπαισιοδοξία τής ομηρικής κοινωνίας καί, χωρίς νά τήν άνατρέπει, άποτελει μιά άκτίνα χαράς μέσα στήν άπελ- πισία πού προξενούσε στούς άνθρώπους έκείνης τής έποχής τό φαινόμενο τοΰ θανάτου.

Ό Ησίοδος δέν άναφέρεται συχνά στό θάνατο. Τά λίγα χωρία όμως άπό τά Έ ργα καί Ημέρας πού άναφέρονται σ’ αύτόν μάς δίνουν τήν εικόνα ενός αισιόδοξου ποιητή. Ό θά­νατος λειτουργεί έδώ περισσότερο ώς ένα πεδίο έφαρμογής τής δικαιοσύνης παρά ώς κάτι τό μεταφυσικό.

’Έτσι στό μύθο τών πέντε γενεών βλέπουμε ότι οί δίκαιοι μετά τό θάνατο άμείβονται, ένώ οί άδικοι τιμωρούνται. Συ­γκεκριμένα οί άνθρωποι τοΰ χρυσού γένους πού ήταν ένά- ρετοι, πέθαιναν σά νά έγερναν σέ ύπνο («θνήσκον δ ’ ώς θ’ ϋπνφ δεδμημένοι»»)ι8· δέν γνώριζαν ποτέ τήν άγωνία,

17. W. NESTLE, Vom Mythos zum Logos, Stuttgart, Scientia Verlag Aalen, 1966, 2η έκδ. (1η 1942), σ. 60, 65-66. Fr. NIETZSCHE, Die Geburt der Tragodie, in Werke in drei Banden, Erster Band, Carl Hanser Verlag, Munchen 1966, o. 29-30· έλ. μετ. Κ. Μεραναίος, έκδ. Μάρη, ’Αθήνα, σ.33. Πιθανόν νά έχουμε έδώ κάποιες έπιρροές άπό τή διονυσιακή θρησκεία.

18. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα και Ήμέραι, 115-116. Ή άποψη αύτή φαί­νεται νά έπηρέασε άρκετά τόν Πλάταινα, ό όποιος παρουσιάζει τόν Σωκράτη οπήν ’Απολογία του νά υποστηρίζει ότι ό θάνατος, ϊσως μοιάζει

Page 19: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

■25

τόν πόνο ή τό μαρασμό. 'Αντίθετα οί άνθρωποι τοϋ άργυροϋ, τοϋ χάλκινου καί τοϋ σιδηροϋ γένους είχαν κακό θάνατο, άφανισμένοι εϊτε άπό τήν όργή τού Διός εϊτε άπό τά ϊδια τους τά χέρια μέ βίαιο τρόπο19, χωρίς ν’ άφήσουν πίσω τους κανένα ϊχνος 20.

"Ομωςτό δίκαιο καί άνδρεϊοήρωϊκό γένος, πού σάν φωτεινό διάλειμμα δημιουργήθηκε άνάμεσα στό χάλκινο καί τό σιδερέ­νιο, άνταμείφθηκε μέ εύτυχισμένο θάνατο. Οί ημίθεοι πού τό άποτελοϋσαν ζοϋσαν ευτυχισμένοι στά νησιά τών μακάρων, ό­που τρεις φορές τό χρόνο ή γή ώριμάζε γι’ αύτούς καρπούς γλυκούς σά μέλι: «Καί τοί μέν ναίουσιν άκηδέα Θυμόν έχοντες / έν μακάρων νήσοισι παρ’ Ωκεανόν βαΟυδίνην, / όλβιοι ήρωες, τοίσιν μελιηδέα καρπόν / τρις έτεος θάλλοντα φέρει ψείδωρος άρουρα» 21 («Καί αύτοί ζοΰνε μέ άπίκραντη στά στήθη τους ψυχή στά νησιά τών μακάρων, δίπλα οτόν βαθυστρόβιλο Ώκενό, μακάριοι ήρωες πού τρεις φορές τό χρόνο καρπούς γλυκούς σά μέλι τούς χαρίζει ή γή ή ζωοδότρα»), Ό ήσιόδειος παρά­δεισος είκονίζεται έδώ ύλικός καί οικείος, ένώ ή μεταθανάτια ζιοή, όπως μάς τήν παρουσιάζει ό ποιητής, είναι μιά εύτυχισμένη συνέχεια τού γήινου έγώ μας.

Ό ’Αναξίμανδρος ισχυρίζεται στό παραδεδομένο άπό τόν Σιμπλίκιο άπόσπασμά του ότι όλα τά όντα μετά τό θάνατό

μέ βαθύ ύπνο, κάτι πού δέν πρέπει νά μάς τρομάζει, άλλά νά μάς δίνει χαρά (ibid. 40 c - d), άφού άποτελει γιά μάς θανμάσιον κέρδος (40 d).

19. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, 127-155.20. Ό Ησίοδος χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά τή φράση «τούτο

τό γένος κατά γαΐα κάλυψε» (καί αύτό τό γένος τό σκέπασε τό χώμα). Ibid. 156.

21. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, 170-173.

Page 20: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

26

τους επανέρχονται στά στοιχεία εκείνα άπό τά όποια προήλ­θαν: «έξ ών δέ ή γένεσίς έστι τοίς ούσι, καί τήν φθοράν εις ταϋτα γίνεσθαι κατά τό χρεών»22.

Πρόκειται γιά μιά άρκετά αισιόδοξη άποψη, δεδομένου ότι δέν έξασφαλίζει μετά τό θάνατο τήν προσωπική άθανασία τών ποικίλων όντων, τούς ύπόσχεται όμως τή διατήρηση τής ζωής καί τήν απορρόφησή τους άπό τήν προπαρχική τους πηγή. Ό θάνατος δέν άντιμετωπίζεται έδώ ώς κάτι τό τρομερό· αύτός εΐναι μάλλον ή επιστροφή στήν άρχική μας πηγή, δηλαδή ή εύχάριστη κατάληξη τής ύπαρξής μας. Τά πράγματα χάνονται γιά νά γεννηθούν πάλι μέσα άπό τό θάνατό τους καί ό κύκλος αύτός δέν τελειώνει ποτέ. Τό άπειρο τού Άναξιμάνδρου διέ- πεται καί συνολικά έπίσης άπό ένα εΐδος άθανασίας, πού μάς έπιτρέπει νά έλπίζουμε ότι τίποτα δέν χάνεται. Ή αναπόφευκτη φθορά τών κόσμων δέν σημαίνει άφανισμό, άλλά μιά κυκλική κίνηση πού τούς έπαναφέρει στήν πηγή τους. Οι κόσμοι δια­λύονται όταν εξαντλήσουν όλες τίς δυνατότητες τής ύπαρξής τους, γιά νά έπιστρέψουν μέ τόν θάνατό τους στήν σπερματική κατάσταση άπό τήν όποία ξεπήδησαν καί άπό τήν όποία θά προκύψουν πάλι καινούργιοι κόσμοι23.

Ή παραπάνω άποψη ένισχύεται άπό τήν ερμηνεία πού έπιχειρεί ό ’Αριστοτέλης στό άπόσπασμα τού Άναξιμάνδρου, όταν λέει στά Φυσικάτου, συμφωνώντας έτσι μέ τόν Σιμπλίκιο24, ότι ή γένεση τών όντων δέν προέρχεται άπό κάποια ποιοτική άλλοίωση τών πρώτων στοιχείων, άλλά άπό τό διαχωρισμό

22. VS, Β1 (Σιμπλικίου, Φυσικά, 24, 13). Βλέπε καί τό σχετικό κεφάλαιο τοΰ παρόντος βιβλίου περί φύσεως.

23. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Φυσικό, 41, 18.24. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά, I, 4, 187 a 20. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ,

Φυσικά, 150, 22.

Page 21: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

27

τών άντιθέτων, ό όποιος όφείλεται μέ τή σειρά του στήν αιώ­νια κίνηση. Κατά συνέπεια ό θάνατος δέν είναι ένα είδος τροποποίησης τής ουσίας τών διαφόρων πλασμάτων, άλλά απλώς ή ένωσή τους μέ τήν πρώτη άρχή. Καί έφ’ όσον ή άρχή αύτή είναι άθάνατη - «αθάνατον... καί άνώλεθρον» (τό άπειρον = τό θειον) - ή ένωση μέ αύτήν παρέχει τήν άθανασία σέ όλα τά όντα25.

Ό άέρας τού Άναξιμένους, άναπόσπαστος μέ τό φαινό­μενο τής άναπνοής, είναι έπίσης κάτι πού δέν έπιδέχεται τό θάνατο, γιατί άποτελεΐ άρχή ζωής καί ένέργειας γιά όλα τά όντα. Συνενώνει καί περικλείει τά πάντα - θερμό καί ψυχρό, ύγρό καί ξηρό, ζωντανό καί πεθαμένο - διασώζοντας τό κάθε τι άπό τόν άφανισμό. Ή αισιοδοξία έπιβάλλεται καί πάλι πάνω στό φόβο τοϋ θανάτου: «όλον τόν κόσμον πνεϋμα καί άήρ περιέχει» καί «... κατ’ έκροιαν τούτον γινόμεθα, άνάγκη αυτόν καί άπειρον εΐναι καί πλούσιον διά τό μηδέποτε έ- κλείπειν »26.

’Ακολουθώντας παρόμοιες άντιλήψεις μ’ έκεϊνες τών ’Ορ­φικών - άρα καί τήν αισιοδοξία τους - οί Πυθαγόρειοι, όχι μόνο δέν θεωρούσαν τό θάνατο ώς κάτι τό φοβερό, άλλά πίστευαν ότι ήταν ό μόνος τρόπος γιά τίς καθαρμένες ψυχές νά έπανέλθουν στόν τόπο καταγωγής τους. Τόσο ό Πυθαγό­ρας όσο καί οί οπαδοί του δίδασκαν συγκεκριμένα ότι οί ψυχές μετενσαρκώνονται άπό τό ένα σώμα στό άλλο μέχρι τήν τελική τους έπάνοδο στή θεϊκή άρχή άπό τήν όποία

25. VS, Β3 (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά, Γ 4 203 b 13). Βλέπε έ­πίσης τά άντίστοιχα κεφάλαια περί μοίρας καί περί φύσεως τοΰ πα­ρόντος τόμου.

26. VS, Β2, Β3.

Page 22: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

προήλθαν, ύστερα άπό τή σταδιακή τους κάθαρση27. "Οπως εύκολα μπορούμε νά παρατηρήσουμε, ή αισιοδοξία έχει καί έδώ τή θέση της.

Αισιόδοξη, σύμφωνα μέ τό γενικό κλίμα τής ιωνικής φι­λοσοφίας καί πολύ κοντά στήν παρμενίδεια σκέψη είναι καί ή θεωρία τού Ξενοφάνους γιά τό θάνατο: αύτός στήν πραγ­ματικότητα δέν ύφίσταται γιατί «ονδέν γίνεται ούδέ φθείρε­ται ουδέ κινείται»28, άλλά είναι «τό πάν άεί όμοιον»29. Πρό­κειται γιά ένα σύμπαν άμετάβλητο, άρα καί άφθαρτο, μέσα στό όποιο έντασσόμενος ό άνθρωπος, μπορεί νά ελπίζει ότι δέν θά άφανισθεί ποτέ.

Ό Ηράκλειτος άκολουθεί τήν αισιοδοξία τών προκατό- χων του. "Οπως καί οί άλλοι ’Ίωνες φυσιολόγοι, πίστευε ότι ό θάνατος δέν είναι τό τέλος τής ζωής, άλλά μιά δύναμη άντίθετη σ’ αύτή, πού ενεργεί πάνω σέ όλα τά πράγματα, μεταβάλλοντάς τα άδιάκοπα. Ζωή καί θάνατος είναι φαινό­μενα συμπληρωματικά, έπ’ άπειρον έναλλασσόμενα:«ταύτόν τ ’ ένι ζών καί τεθνηκός καί τό έγρηγορός καί τό

27. Βλέπε στό κεφάλαιο περί ψυχής τίς σχετικές πυθαγόρειες θεω­ρίες. Βλέπε έπίσης VS, Α 12, όπου άναφέρεται ή θεωρία τοϋ ’Αλ- κμαίωνος τού Κροτωνιάτη, σύμφωνα μέ τήν όποία ή άνθρώπινη ψυχή εΐναι θεϊκή, «άεί κινονμένη» καί άθάνατη, όπως τά ούράνια σώματα πού κινούνται άσταμάτητα μέσα στήν αιωνιότητα: «φησί γάρ (ό Άλ- κμαίων) αυτήν άθάνατον είναι διά τό έοικέναι τοίς άθανάτοις· τούτο δ’ ύπάρχειν αύτήι ώς άεί κινουμένψ· κινείσθαι γάρ καί τά θεία πάντα συνεχώς άεί, σελήνην, ήλιον, τούς άστέρας καί τόν ούρανόν όλον» (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ψυχής, Α 2. 405 a 29).

28. VS, A 33 (2).29. VS, A 32 [PLUT. Strom. 4],

Page 23: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

29

καθενδον καί νέον καί γηραιόν τάδε γάρ μεταπεσόντα έ- κείνά έστι κάκείνα πάλιν μεταπεσόντα ταντα »30.

'Όσον άφορά τις ανθρώπινες ψυχές, αύτές, άν είναι φρό­νιμες (πύρινες), συνεχίζουν νά ύπάρχουν στόν Άδη, διατη­ρώντας τήν αίσθηση τής όσφρησης. Οί καλύτερες άνάμεσά τους γίνονται φύλακες τών ζωντανών, διατηρώντας τήν ταυ­τότητά τους καί άποτελώντας ένα είδος θεών. Αντίθετα οί άνόητες ψυχές είναι ύγρές καί μετά τό θάνατο τού σώματος μετατρέπονται σέ νερό, χάνοντας τήν άτομικότητά τους31.

Ή αισιοδοξία χαρακτηρίζει καί αύτή τή θεωρία, γιατί: α) ή συνέχιση τής ζωής θεωρείται δεδομένη γιά τήν ψυχή

(εϊτε αύτή διατηρήσει τήν άτομικότητά της εϊτε άπορροφηθεΐ άπό τήν ύδάτινη μορφή τής ύλης) καί

β) άκόμα καί στήν περίπτωση κατά τήν όποία ή ταυτότητα κάποιων ψυχών χάνεται, αύτή ή άπώλεια είναι μιά μορφή τιμωρίας τής κακίας, πού δικαιώνει τό ήθικό αίτημα γιά ά- πόδοση δικαιοσύνης καί έδραιώνει τήν παγκόσμια ισορρο­πία.

Ακόμη πιό αισιόδοξη είναι ή έπηρεασμένη άπό τούς Πυ­θαγόρειους ήρακλείτεια διδασκαλία, σύμφωνα μέ τήν όποία ό θάνατος εΐναι κάτι καλό γιά μάς, δεδομένου ότι άποτελεϊ τή ζωή τής ψυχής, σέ άντίθεση μέ τή γέννηση μέσα σ’ ένα θνητό σώμα πού επιφέρει τόν πραγματικό θάνατό της: «θά­νατός έστιν όκόσα έγερθέντες όρέομεν» (Β 21).

30. VS, Β 88. Βλέπε έπίσης τά fr. 15, 20, 25, 26, 29, 36, 48, 62.31. VS, Β 26, 36, 53, 62, 63, 98. Cl. RAMNOUX, Heraclite ou

Γ homme entre les choses et les mots, Paris, les Belles Lettres, 1968, a. 31-65, 67-99. Θ. ΒΕΪΚΟΥ, Προσωκρατική φιλοσοφία, Άθήναι, 1980, σ. 102-104, 110-111, 113, 119· Ό θάνατος στή σκέψη τοΰ Η ρά­κλειτου, Θεσσαλονίκη, 1968, σ. 59, 67, 119-127.

Page 24: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

30

Ή παρμενίδεια θεώρηση τοΰ θανάτου - αναμφισβήτητα αισιόδοξη - προκύπτει άπό τή διδασκαλία τοΰ Έλεάτη στο­χαστή περί τοΰ όντος. Ό Παρμενίδης διακηρύσσει ότι τό Είναι, παραμένοντας πάντα ϊδιο μέ τόν έαυτό του, έξασφα- λίζει τήν άφθαρσία καί τήν αιωνιότητα: «ώς άγένητον έόν καί άνώλεθρόν έστιν »32 καί «ταύτόν τ’ έν ταύτώι μένον»33.

Στή φιλοσοφία τού Παρμενίδη ή ζωή ταυτίζεται μέ τό φώς, ένώ ό "Αδης μέ τό σκοτάδι34. Αναμφισβήτητα ή εικόνα τού φωτός μάς ύποβάλλει τήν ιδέα τής έλπίδας, ένώ τό σκοτάδι δημιουργεί μιά αίσθηση άπαισιοδοξίας. Σέ καμμιά περίπτωση πάντως ό θάνατος δέν ύπάγεται στό μή είναι (στήν άπόλυτη άνυπαρξία), τήν όποία έξ άλλου ό φιλόσοφος άπορρίπτει, άλλά στή σφαίρα τού όντος, όπου αύτός έχει άπλώς τή σημασία τής νύχτας πού άποτελεΐ μιά άλλη φάση τής ζωής, άπό τήν όποία περνούν ο'ι ψυχές γιά νά γεννηθούν έκ νέου35. Ή ελπίδα ότι δέν θά άφανισθούμε πεθαίνοντας, παραμένει σταθερή.

Ό ’Εμπεδοκλής, άκολουθώντας τήν αίσιόδοξη σκέψη τοΰ Ηρακλείτου καί τών ’Ορφικών, ύποστηρίζει ότι ζωή καί θά­νατος εναλλάσσονται συνεχώς μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα κύκλο, μέσα στόν όποιο όλα επανέρχονται στήν άρχική τους κατάσταση36. Ό θάνατος εξακολουθεί νά θεωρείται ή

32. VS, Β 8, 3.33. VS, Β 8, 29.34. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Φυσικά, 39, 18.35. VS, Β 8, 38-40. ’Ίσως ή νύχτα ώς σύμβολο τοΰ θανάτου νά

υποδηλώνει δτι αύτός είναι μιά κατάσταση ΰπνου ή λήθαργου γιά τόν άνθρωπο. Κυρίως όμως συμβολίζει τό άντίθετο τής ζωής, πού πάντοτε ταυτίσθηκε μέ τό φώς.

36. VS, Β 17, 1· 17, 16· 17, 27' 28, 30, 31, 45. R. GUARD INI, La mort de Socrate, trad, par R Ricoeur, Paris, Editions du Seuil, 1956,

Page 25: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

31

άλλη όψη τής ζωής, χωρίς νά εμπεριέχει τίποτα τό τρομα­κτικό.

Σύμφωνα μέ τή φιλοσοφία τού ’Αναξαγόρα τίποτα δέν γεν­νιέται, έφ’ όσον όλα τά όντα συντίθενται άπό άναλλοίωτα σωματίδια (τά σπέρματα) πού ύπήρχαν πάντοτε καί τίποτα δέν χάνεται, γιατί ό άφανισμός είναι μόνο ό διαχωρισμός τών συστατικών στοιχείων κάθε σώματος. Ό θάνατος δέν σημαίνει λοιπόν τό τέλος μιάς ύπαρξης, άλλά τή μεταλλαγή της σέ κάτι άλλο. Σχετικά αισιόδοξη παρουσιάζεται λοιπόν καί ή άναξαγόρεια θεώρηση τού θανάτου. Ή ταυτότητα τού έγώ χάνεται, άλλά ή ύλη πού άπαρτίζει τά διάφορα σώματα δέν καταστρέφεται ποτέ: «ούδέν γάρ χρήμα γίνεται ούδέ ά- πόλλνται, άλλ’ άπό έόντων χρημάτων συμμίσγεταί τε καί δια- κρίνεται. Καί οϋτως άν όρθώς καλοίεν τό τε γίνεσθαι συμ- μίσγεσθαι καί τό άπόλλνσθαι διακρίνεσθαι» (Β 17).

Αισιοδοξία χαρακτηρίζει καί τή διδασκαλία τού Δημο­κρίτου γιά τό θάνατο, γιατί αύτός δέν θεωρείται άπό τό φι­λόσοφο ώς τό τέλος τής ζωής, δεδομένου ότι άκολουθεΐται άπό μιά νέα γέννηση· οί ζωντανοί γεννώνται άπό τούς πε­θαμένους γιά νά πεθάνουν καί νά ξαναγεννηθούν έκ νέου σέ μιά άτέλειωτη σειρά γεννήσεων καί θανάτων: «τήν μέν περί τών άποθανείν δοξάντων έπειτα άναβιούντων ιστορίαν άλλοι τε πολλοί τών παλαιών ήθροισαν καί Δημόκριτος ό φυσικός έν τοίς περί τοϋ "Αιδου γράμμασιν... τόν άποθανόντα πάλιν άναβιώναι δυνατόν »37.

σ. 169.37. PROCLUS, In rempublicam (In Platonis Rem Publican Com-

mentarii, par B. G. Teubner, Lipsia, 1899-1901) II 113, 6 Kroll. VS, Β 1 (σ. 130).

Page 26: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

32

ΟΙ ’Ατομικοί (Λεύκιππος και Δημόκριτος) πιστεύουν συ­γκεκριμένα ότι τά λεπτά καί εύκίνητα άτομα τής ψυχής ε­μπεριέχονται στόν άέρα, μέ άποτέλεσμα νά εισέρχονται στό σώμα κατά τή λειτουργία τής άναπνοής καί νά έκρέουν άπό αύτό γιά νά διαχυθοΰν στό σύμπαν τήν ώρα τού θανάτου38.

ΟΙ Σοφιστές άντιμετώπισαν μέ άπαισιοδοξία τό φαινό­μενο τού θανάτου. Τόν θεώρησαν ώς ένα φυσικό γεγονός πού σημαίνει τό τέλος τής άνθρώπινης ύπαρξης. Χαρακτη­ριστικό εΐναι τό παράδειγμα τού Άντιφώντος, ό όποιος δη­λώνει ξεκάθαρα ότι ό θάνατος: α) «έστί τής φύσεως» καί β) «(έστίν) άπό τών μή ξυμφερόντων» (VS, Β 44).

Μόνο ό Πρόδικος - εάν εΐναι έγκυρη ή μαρτυρία τού πλα­τωνικού Άξίόχον - άντιμετώπιζε τό θάνατο πιό αισιόδοξα, γιατί υποστήριζε ότι αύτός δέν άφορά ούτε τούς ζωντανούς ούτε τούς πεθαμένους: « Οτι περί μέν τούς ζώντας ούκ έστιν, οί δέ άποθανόντες ούκ είσίν» (369 b - c).

Τόσο ό Σωκράτης όσο καί ό ΙΙλάτων άναπτύσσουν σχε­τικά μέ τό θέμα τού θανάτου άρκετά αισιόδοξες άπόψεις. Ύπερβαίνοντας τή διδασκαλία τών Προσωκρατικών πού ύπο- στηρίζει μιά σχετική μορφή άθανασίας τής άνθρώπινης ψυ­χής (αύτή έξακολουθεί νά υπάρχει μετά τό θάνατο τού σώ­ματος, άλλά χάνει τήν άτομικότητά της, ένσωματούμενη στήν πρωταρχική πηγή, άπό τήν όποία προήλθε), ό Πλάτων δια­κηρύσσει τήν πίστη του ότι ή ζωή έξακολουθεί γιά τήν ψυχή καί μετά τό θάνατο τού σώματος39.

Τρανό παράδειγμα τής αισιοδοξίας πού άπορρέει άπό τήν

38. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί αναπνοής, 471 b 30 κ.έ. Περί ψυχής, 404 a 9.

39. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 245 c.

Page 27: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

33

πίστη αύτή είναι ό Σωκράτης πού πίνει τό κώνειο μέσα σέ ατμόσφαιρα τέλειας ήρεμίας. Ό μεγάλος σοφός τής ’Αθήνας όχι μόνο δέν στενοχωρείται γιά τόν επικείμενο θάνατό του, άλλά νιώθει άπελευθερωμένος άπό τό βάρος τής σωματικής του ύπαρξης· γι’ αύτό, θέλοντας νά εύχαριστήσει τόν ’Ασκλη­πιό, τό θεό τής ιατρικής πού θά τόν άπαλλάξει άπ’ αύτό τό είδος τής άρρώστιας πού ονομάζεται «γήινη ζωή», παραγ- γέλλει στόν Κρίτωνα νά τού θυσιάσει ένα πετεινό40.

Τό σώμα ήταν γι’ αύτόν κάτι τό ξένο: «ύμείς δέ ή μή παραμενείν έγγνήσασθε έπειδάν άποθάνω, άλλά οίχήσεται άπιόντα... καί μή, όρων μου τό σώμα ή καιόμενον ή κατο- ρυττόμενον άγανακτή υπέρ έμοϋ ώς δεινά πάσχοντος» (Φαίδων, 115 d - e). ’Αντίθετα ό θάνατος άποτελεΐ μόνο μιά άλλαγή κατοικίας («μετοίκησις τή ψυχή τοϋ τόπου τοϋ έν- θένδε εις άλλον τόπον» - Απολογία Σωκράτους, 40 c), ή όποία θά τόν φέρει κοντά σέ θεούς καί άνθρώπους άγαθούς καί σπουδαίους. Μπορεί πάλι νά είναι ένας ύπνος χωρίς όνειρα, ειρηνικός καί γαλήνιος πού ό καθένας θά έπιθυμούσε νά έχει41.

Παρόλ’ αύτά τό τέλος τής ’Απολογίας σκιάζεται άπό ένα τόνο άπαισιοδοξίας, όταν ό Σωκράτης άποχαιρετά τούς συ­μπολίτες του, λέγοντάς τους ότι κανένας έκτός άπό τό θεό

40. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 118 a.41. ΠΛΑΤΩΝΟΣ ’Απολογία Σωκράτονς, 40 c - 41 c Φαίδων, 63

b-c, 69 e, 80 d, 117 b-c· Γοργίας, 522 e· Πολιτεία, VII 534 d. P. KUCHARSKI, «L’ affinite entre les idees et Γ ame d’ apres le Phedon», Archives de Philosophie, 1963 (26), a. 485-486. G. CALOGERO, «Sleep with or without dreams? Socrates, Epicurus, Montaigne and Shakespeare on death», στό Μελέτη θανάτου, 2o Διεθνές Συμπόσιον Φιλοσοφίας, ’Αθήναι, 1977, σ. 56-61.

Page 28: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

34

δέν μπορεί νά ξέρει άν είναι καλύτερη ή ζωή άπό τό θάνατο: «άλλά γάρ ήδη ώρα άπιέναι, έμο'ι μέν άποθανουμένω, ύμίν δέ βιωσομένοις· όπότεροι δέ ήμών έρχονται έπί άμεινον πράγμα, άδηλον παντί πλήν ή τψ θεώ»42.

Ό Πλάτων έκ πρώτης όψεως φαίνεται ν’ άντιμετωπίζει αισιόδοξα τό ζήτημα τού θανάτου, κυρίως σέ μυθολογικό έπίπεδο. Μέ τή γνωστή του δεξιοτεχνία δημιουργεί ένα φα­ντασμαγορικό σύμπαν γιά νά ύποδεχθεΐ τήν άπαλλαγμένη άπό τό σώμα ψυχή, ένα σύμπαν πού προέρχεται άπό τή θρη­σκευτική παράδοση τών ’Ορφικών καί τών Πυθαγορείων, άπό τήν ομηρική ποίηση, άλλά καί άπό τίς λαϊκές δοξασίες ή τίς φυσικές θεωρίες τής έποχής του, όλα αύτά επεξεργα­σμένα άπό τή δική του θαυμαστή σκέψη43. Ή αισιοδοξία τού φιλοσόφου κυριαρχεί έκτός άπό τό μεταφυσικό καί σέ ήθικό έπίπεδο. Σέ όλες τίς μυθικές εικόνες πού επινοεί ό φιλόσοφος, ό 'Άδης λειτουργεί όχι μόνο ώς ό συγκεκριμένος τόπος υποδοχής τών νεκρών, άλλά καί ώς ό υπέρτατος καί

42. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ’Απολογία Σωκράτονς, 42 a.43. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 523 a κ.έ. Φαίδων, 107 d κ.έ. Πολιτεία,

VII 539 b, X 614 b κ. έ. Θεαίτητος, 177 a· Τίμαιος, 42 b - d’ Νόμοι,IX 870 d, 872 e - 873 a· X 904 d - 905 a· XII 959 b - c· Έπινομίς, 973 c. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. IV: Plato, the man and his dialogues: earlier period, London, Cambridge University Press, 1975, a. 361-363. E. ROHDE Psyche, Tubingen, Verlag von J.C.B. Mohr, 1925, neunte und zehnte Auflage, ler Band, o. 310-312. J./ M. PAISSE, «Reminiscence et mythes platoniciens, Les Etudes Classiques, 1969 (37), no. 1, o. 27. Th. GOMPERZ, Greek Thinkers, trans. by G. G. Berry, London, John Murray, 1964 (6η έκδοση), Vol.Ill, σ. 34-35. I. Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εισαγωγή στόν Πλάτω­να, Αθήνα, I. Δ. Κολλάρος, 1968 (1948), 2η έκδοση, σ. 264-265.

Page 29: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

35

αδέκαστος κριτής πού ικανοποιεί τό ήθικό αίτημα τής από­δοσης δικαιοσύνης, δεδομένου ότι μετά τό θάνατο ο'ι δίκαιοι άμείβονται, ένώ ο'ι κακοί τιμωρούνται, χωρίς κανένας νά μπο- ρει νά συγκαλύψει τήν άληθινή ποιότητα τών κρινομένων.

'Όσον άφορά όμως τήν προσπάθεια τού φιλοσόφου ν’ αποδείξει τήν άθανασία τής ψυχής, αύτή δέν φαίνεται ιδιαί­τερα έπιτυχής. Οί άποδείξεις πού παρατίθενται στό Φαίδωνα δέν είναι καθόλου ισχυρές. ’Έτσι ή πρώτη, σύμφωνα μέ τήν όποία ό θάνατος άκολουθεΐται πάντα άπό μιά νέα γέννηση, προέρχεται άπό τή θρησκευτική πίστη στήν άνακύκληση τών γενεών. Ή ψυχή γιά τήν όποία γίνεται έδώ λόγος δέν είναι άτομική άλλά κοσμική, όμως ούτε καί αύτής ή άθανασία δέν έχει άποδειχθεΐ έπαρκώς44.

Ή δεύτερη προσπάθεια πού βασίζεται στήν ιδέα τής προΰ­παρξης τής ψυχής, είναι έπίσης ελλιπής, γιατί πρόκειται μόνο γιά μιά ύπερβατική σκέψη πού παίρνει τό ζητούμενο ώς δε­δομένο45.

44. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 70 c - 72 e· Πολιτεία, VI 498 cl· Νόμοι, X 904 e. OLYMPIODORI, In Platonis Phaedonem Commentciria, Ed. William Norvin, Hildesheim, Georg Olms, 1968 (1η έκδ. Leipzig, Verlagsbuchhandlung, 1913), σ. 52-54, 58-60. P. KUCHARSKI, Aspects de la speculation platonicienne, Paris, Centre National de la Recherche Scientifique, Beatrice-Neauwelaerts, 1971, o. 286. J. MOREAU, «La Ιεςοη du Phedon», Archives de Philosophie, 1878 (41), o. 91. M. GUEROULT, «La meditation de Fame sur Fame dans le «Phedon», Revue de Metaphysique et de Morale, 1926 (33), o. 484-485.

45. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 72 e - 77 d, 92 e' Μένων, 81 c - 82 b' Νόμοι, X 892 a - c. OLYMPIODORI, In Platonis Phaedonem Com- mentaria, a. 78' «ό μέν γάρ έκ τών άναμνήσεων λόγος έδειξεν, ότι προϋπάρχει ή ψυχή τοϋ σώματος πάντως, ού μήν ότι καί άεί έστιν»». R. L. PATTERSON, Plato on Immortality, Pennsylvania, The Pennsylva­

Page 30: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

36

Ή τρίτη απόδειξη, παρά τό ότι παρουσιάζει μιά πρόοδο σέ σχέση μέ τίς προηγούμενες, δέν είναι ούτε καί αύτή ά- πόλυτα ικανοποιητική. Μοιάζει μάλλον μέ μιά παραίνεση πού άπευθύνεται σέ όσους άμφιβάλλουν. Υποστηρίζει συ­γκεκριμένα ότι μόνο τό σώμα, τό όρατό καί σύνθετο μέρος τού ανθρώπου, διαλύεται μετά τό θάνατο ένώ ή ψυχή, συγ- γενεύοντας μέ τά άπλά, τά αμετάβλητα καί τά άθάνατα όντα, παραμένει άδιάλυτη καί άθάνατη. Γεγονός είναι πάντως ότι δέν έχουμε ούτε έδώ μιά άναμφισβήτητη πραγματικότητα, άλλά μόνον ύποθέσεις καί άξιώματα46.

Δέν μπορούμε λοιπόν νά μιλάμε στίς παραπάνω περιπτώ­σεις γιά αισιοδοξία τού Πλάτωνος, άλλά γιά μιά προσπάθεια ένίσχυσης τής ελπίδας του. Καί ό Ιδιος άλλωστε ομολογεί: «Πολλάς γάρ δή έτι έχει (τά λεχθέντα) υποψίας καί άντιλα- βάς»4Ί.

Παρόλ’ αύτά συνεχίζει τίς προσπάθειές του, μετά τήν ά- πόρριψη τών υποθέσεων τού Σιμμία καί τοΰ Κέβη48. Διατεί­νεται έτσι ότι ή ψυχή δέν είναι άποτέλεσμα τής ζωής τού

nia State University Press, 1865, σ. 32 κ.έ.46. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 77 d κ.έ. Μ. FICIN, Theologie plato­

nicienne de Γ immortalite des ames, Texte critique, etabli et traduit par Raymond MARCEL, Vol. I: Livres I-VIII, Paris, Les Belles Lettres, 1964, σ. 196-199, 203-204, 285 κ.έ., 323-324. M. GUEROULD, «La meditation de Γ ame sur Γ ame dans le «Phedon», σ. 485-486, 488. K. DORTER, «Plato’s image of immortality», Philosophical Quarterly, 1976

_yt26), σ. 300-304.47. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 84 c - d.48. Ibid. 85 c - 107 a. Πρόκειται γιά τίς υποθέσεις ότι ή ψυχή

είναι: α) ένα είδος άρμονίας ή β) μιά ύπαρξη πού προϋπάρχει μέν τοΰ σώματος, άλλά δέν έξασφαλίζει τήν έπιβίωσή της μετά τό θάνατό του, όπως ό ύφάντης σέ σχέση μέ τά ένδύματα πού κατασκευάζει.

Page 31: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

37

σώματος, άλλά είναι έκείνη πού τού δίνει ζωή γιατί μετέχει άναγκαστικά στήν άντίστοιχη ιδέα, ένώ άποκλείει τήν άπό- λυτα άντίθετή της ιδέα τοΰ θανάτου- κατά συνέπεια είναι αθάνατη49.

'Ωστόσο ή άμφιβολία πού τόν διακατείχε έξ άρχής δέν φαίνεται νά ύποχωρεΐ. Γι’ αύτό χρησιμοποιεί συχνά τά ρή­ματα «δοκεί» κ α ί«έοικεν »50. Τό μόνο πού μάς παρέχει, δταν προβληματιζόμαστε γιά τήν άθανασία τής "ψυχής, είναι ένα σύνολο άληθοφανών ύποθέσεων, όπως καί ό Ιδιος γνωρίζει πολύ καλά: « Άλλά τί δή ποιώμεν; ή περί αύτών τούτων βούλει διαμυθολογώμεν εϊτε είκός οϋτως έχειν εϊτε μή;»51. Ή άπαι- σιοδοξία του διατυπώνεται ξεκάθαρα μέσα άπό τό σκεπτι­κισμό τού Σιμμία- δέν άρκεΐ νά έμπιστευθούμε τίς θεμελιώ­δεις ύποθέσεις μας. Πρέπει νά τίς εξετάσουμε άπό τήν άρχή, μέχρις ότου βεβαιωθούμε ύστερα άπό λογική έξέταση τού ζητήματος, ή όποία θά περιέχει καλά θεμελιωμένους συλλο­γισμούς καί άναγκαΐα συμπεράσματα: «Άλλά μην, η δ ’ ός ό Σιμμίας, ούδ’ αυτός έχω έτι όπη άπιστώ, έκ γε τών λεγο­μένων. Ύπό μέντοι τοϋ μεγέθους περί ών οί λόγοι είσί καί τήν άνθρωπίνην άσθένειαν άτιμάζων, άναγκάζομαι άπιστίαν έτι έχειν, παρ’ έμαυτώ, περί τών είρημμένων»52.

Ή μόνη του έλπίδα εΐναι μιά θεϊκή άποκάλυψη τής άλή-

49. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 106 b - 107 a. R. L. PATTERSON, Plato on Immortality, σ. 114-118. K. DORTER, Plato’s Phaedo. An interpretation, Toronto, University of Toronto Press, 1982, σ. 141-161. L. ROBIN, Platon, Paris, Presses Universitaires de France, 1968 (1935), σ. 175.

50. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 72 d, 73 a, 91 a - b, 92 e, 115 d. R. L. PATTERSON, Plato on Immortality, σ. 114-118.

51. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 70 b. Βλ. έπίσης ibid. 69 e - 70 c.52. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 107 a - b.

Page 32: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

38

θείας· διαφορετικά θά άρκεσθεΐ στήν πειστικώτερη άπό τίς άνθρώπινες δοξασίες, πάνω στήν όποία πρέπει νά κρατηθεί σά νά ήταν σχεδία γιά νά διασχίσει τήν τρικυμισμένη θά­λασσα τής ζωής (ή είκόνα τοΰ πελάγους πού άπειλεί νά κα­ταποντίσει κάθε άνθρώπινη βεβαιότητα, εΐναι ένα άκόμα δείγ­μα τής άπαισιοδοξίας πού διακατέχει τόν φιλόσοφο): «Έμοί γάρ δοκεΐ, ώ Σώκρατες, περί τών τοιούτων... τό μέν σαφές είδέναι έν τφ νϋν βίψ ή άδύνατον είναι ή παγχάλεπόν τι... Αεί γάρ περί αύτά... ή μαθείν όπη έχει, ή εύρεΐν, ή, εί ταϋτα άδύνατον, τόν γοϋν βέλτιστον τών άνθρωπίνων λόγων λαβόντα καί δνσεξελεγκτότατον έπί τούτου όχούμενον, ώ­σπερ έπί σχεδίας κινδυνεύοντα διαπλεϋσαι τόν βίον, εί μή τις δύναιτο άσφαλέστερον καί άκινδυνότερον έπί βεβαιοτέ- ρου οχήματος ή λόγου θείου τινός, διαπορευθήναι»53.

Ό Φαίδων άπό τήν άρχή ώς τό τέλος φαίνεται νά άποτελεΐ μιά πίστη, ή όποία έπιχειρεϊ διά μέσου τών πολλών άμφι- σβητήσεων νά μάς δώσει κάποια σημεία έλπίδας· άνίσχυρα πάντως, έφ’ όσον δέν βασίζονται σέ μιά αύστηρά δομημένη διαλεκτική μέθοδο54.

Ή άποφασιστική πάντως άπόδειξη τής άθανασίας τής ψυ­χής βρίσκεται στό Φαιδρό καί έξακολουθει νά γίνεται δεκτή άπό τό φιλόσοφο στόν Τίμαιο καί τούς Νόμους. Πρόκειται γιά τήν ίδέα ότι ή ψυχή είναι άθάνατη γιατί κινείται άπό

53. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 85 b - d. Βλέπε έπίσης ibid. 69 e - 70c, 85 e - 86 d.

54. R. SPRAGUE, «Socrates’ safest answer: Pliaedo, 100 D, Hermes, 1968 (96), σ. 632. M. GUEROULD, «La meditation de 1’ ame sur Γ ame dans le «Phedon», a. 471-472. L. BLANCHE, «L’ ame humaine chez Platon», Revue de I’Enseignement Philosopliique, 1972-1973 (23), n. 3, σ. 5.

Page 33: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

μόνη της: «Ψυχή πάσα αθάνατος. Τό γάρ αύτοκίνητον άθά- νατον»55. Ή αισιοδοξία τελικά φαίνεται νά υπερισχύει, στήν πλατωνική σκέψη.

39

55. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 245 c. Βλέπε έπίσης ibid. 245 c - 246 a· Κρατύλος, 400 a· Τίμαιος, 36 e - 37 b, 37 e κ.έ., 43 a, 90 c - d· Νόμοι,X 894 a - 895 c, 896 a - b.

Page 34: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΨΥΧΗ:Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

Ή περί ψυχής θεωρία τών ’Ορφικών άποτελεΐ μιά άπό τίς πλέον αισιόδοξες συλλήψεις τής άρχαίας ελληνικής δια­νόησης. Οί ’Ορφικοί πίστευαν στή λανθάνουσα θεϊκή φύση τής άνθρώπινης χμυχής, ή όποία δημιουργήθηκε άπό τήν αι­θάλη τών Τιτάνων, πού είχαν προηγουμένως κατασπαράξει τό Διόνυσο56. Έτσι ή άνθρώπινη φύση εΐναι συγχρόνως καλή καί κακή, δεδομένου ότι άποτελεϊται άπό θεϊκά (διονυσιακά) -στοιχεία καί άπό γήϊνα ή τιτανικά57.

56. Κατά τούς ’Ορφικούς ό Διόνυσος ήταν γιός τοϋ Διός καί τής Περσεφόνης ή τής Σεμέλης. Ή "Ηρα όμως, ωθούμενη άπό σφοδρή ζήλεια έναντίον του, έπεισε τούς Τιτάνες νά τοΰ άποσπάσουν τήν προσοχή μέ κάποια παιχνίδια καί κατόπιν νά τοϋ έπιτεθούν καί νά τόν κατασπαράξουν. Ή Άθηνά κράτησε τήν καρδιά του καί τήν πα­ρέδωσε στό Δία, ό όποιος τήν καταβρόχθισε καί κατόπιν γέννησε άπό τό μηρό του (Διόνυσος = Διός + νΰσος) τό νέο Διόνυσο ή Ζαγρέα. "Οσον άφορά τούς Τιτάνες ό πατέρας θνητών καί άθανάτων τούς κατακεραύνωσε, καί άπό τήν αιθάλη τους δημιουργήθηκαν οί άνθρωποι.

57. Ο. KERN, Test. II 303, σ. 301. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1980, σ. 9. Ε. ROHDE, Psyche, Miinchen,

Page 35: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

42

Ή ψυχή πριν άπό τή γέννηση τοΰ άνθρώπου ζοΰσε σέ μιά κατάσταση ευδαιμονίας. Μέ τήν έλευσή της όμως στή γή έπιτελείται ή πτώση της, δηλαδή ή είσοδός της μέσα στό θνητό σώμα πού στήν πραγματικότητα είναι ό τάφος της. Δέν μένει βέβαια έκεΐ γιά πάντα. Τό έγκαταλείπει τή στιγμή τοΰ θανάτου, προκειμένου νά μεταβεί στόν "Αδη, όπου διεκ- δικεΐ τή θεϊκή καταγωγή της μέ τά λόγια: «Γης παίς είμι καί Ούρανοϋ άστερόεντος, αντάρ έμοί γένος ουράνιον» 58. Είναι ή ώρα τής κρίσης καί τής άφιξής της σ’ ένα τόπο ευδαιμονίας ή εξιλασμού, άνάλογα μέ τήν ήθική της ποιότητα.

Ή αισιοδοξία τής άνωτέρω διδασκαλίας ένυπάρχει στά σημεία, στά όποια ύποστηρίζεται ότι:

α) ή άνθρώπινη ψυχή έχει θεϊκή καταγωγή· β) είναι άθάνατη·γ) μετά τό θάνατο τού σώματος, έφ’ όσον είναι καθαρή

άπό άδικίες, μπορεί νά έπανέλθει στόν μακάριο τόπο κατα­γωγής της καί νά ένωθεΐ μέ τό θεό·

δ) ή άπόδοση δικαιοσύνης - πού τόσο σπάνια επιτυγχά­νεται σέ τούτη τή ζωή - λαμβάνει χώρα μετά τό θάνατο: οί

Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 1955, 2η έκδοση, 2er Band, σ. 116- 121, 130-134. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 116.

58. VS ( H. DIELS and W. KRANZ, Die Fragmente der Vorsokratiker, Zurich, Weidmann, Hildesheim, 1992, Band I ) 20. Βλέπε άκόμη ibid. B 17. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κρατύλος, 400 b-c. ΑΡΙΣΤΟΤΕ- ΛΟΥΣ, Περί ψυχής (De lame, Texte etabli par A. Jannone, Traduction et Notes de E. Barbotin, Paris, Les Belles Lettres, 1966), A 5 410 B 22: «φησί γάρ (οί ’Ορφικοί) τήν ψυχήν έκ τοϋ όλου είσιέναι άναπνεόντων, φερομένην ύπό τών άνέμων». Ε. ROHDE, Psyche, Tubingen, Verlag von J. C. B. Mohr, neunte und zehnte Auflage, 1925, σ. 122-123, 127, 130-134. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφια, ’Αθήνα, β' έκ­δοση (α έκδοση 1988), σ. 22-23.

Page 36: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

43

δίκαιοι αμείβονται, ένώ οί κακοί τιμωρούνται. Τό ήθικό αί­τημα, έμφυτο σέ όλους, ικανοποιείται έτσι άπόλυτα.

Γιά νά έπανέλθουμε όμως στήν ορφική διήγηση, πρέπει νά άναφέρουμε ότι ή ψυχή δέν παραμένει γιά πάντα στό «καθαρτήριό» της. Ή διαμονή της έκεί, μαζί μέ τήν προη­γούμενη γήινη ζωή της, συμπληρώνει μιά περίοδο χιλίων έ- τών. Κατόπιν αύτή πίνει άπό τό νερό τής Λήθης καί εισέρ­χεται γιά άλλη μιά φορά σ’ ένα θνητό σώμα άνθρώπου ή ζώου. Μιά συνηθισμένη ψυχή πρέπει νά κάνει αύτόν τόν κύκλο δέκα φορές γιά νά λυτρωθεί οριστικά άπό τόν κύκλο τών γεννήσεων καί νά είσέλθει στόν κόσμο τών θεών: «θεός έγένου έξ άνθρώπου »59.

Ό κύκλος αύτός μπορεί νά συμπληρωθεί γρηγορώτερα άν προετοιμαζόμαστε σέ όλη τη διάρκεια τής ζωής μας γιά τή στιγμή τού θανάτου. Ή προετοιμασία δέν είναι τίποτε άλλο άπό τήν κάθαρση τής ψυχής μας, δηλαδή τήν άπομά- κρυνση τών κακών ή τιτανικών στοιχείων, πράγμα πού έπι- τυγχάνεται μέ τήν έφαρμογή ένός ιδιαίτερου τρόπου ζωής («ορφικός βίος»), ό οποίος μέ τή σειρά του άπαιτεί τήν πα­ρακολούθηση ορισμένων ιεροτελεστιών, ένώ παράλληλα ά- παγορεύει κάθε είδος αιματοχυσίας, συμπεριλαμβανομένης τής θυσίας ζώων καί τής κρεατοφαγίας 60.

59. VS, Β 20. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 323.

60. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, II 364 b - e· Νόμοι, VI 782 c. Κ. ΒΟΥ­ΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1980, σ. 9. W. JAEGER, The Theology of the Early Greek Philosophers, translated by E. Robinson, London, Oxford University Press, 1967, σ. 58. I. M. LINFORTH, The Aits of Orpheus, New York, Amo Press, 1973 (reprinted), σ. 99-100. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 320, 323. Orpheus and Greek Religion, Methuen and Co. LTD, London, 1952 (Second

Page 37: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

44

Ή αισιοδοξία είναι καί έδώ κυρίαρχη. Ό θάνατος δέν είναι τίποτε άλλο γιά τήν καθαρμένη ψυχή παρά ή οδός πρός τή θέωσή της. Αύτή όχι μόνο διατηρεί τήν ταυτότητά της μετά τόν άφανισμό τού σώματος, άλλά έπί πλέον άνέρχεται άπό τήν άν- θρώπινη στή θεϊκή σφαίρα. Στό ορφικό σύστημα θριαμβεύει έπίσης ή δικαιοσύνη σέ όλο της τό μεγαλείο, καθιερώνοντας μιά άπαρασάλευτη ηθική τάξη μέ τήν άνταμοιβή τών δικαίων καί τήν τιμωρία τών άδικων εϊτε σέ τούτη εϊτε στήν άλλη ζωή.

Ή ομηρική άντίληψη γιά τήν ψυχή - συνδεόμενη στενά μ έκείνη περί θανάτου 61 - είναι ολοφάνερα άπαισιόδοξη. Στά ομηρικά έπη ό όρος «ψυχή» είναι κατ’ άρχήν συνώνυμος μέ τή «ζωή», ή όποία εισέρχεται στό σώμα σάν πνοή άνέμου καί μέ τόν ϊδιο τρόπο εξαφανίζεται - μέ τή μορφή τής άνα- πνοής ή τού ρέοντος αϊματος - κατά τήν ώρα του θανάτου.

/ '"Ψ υ χ ή είναι έπίσης στόν "Ομηρο ή σκιά ή τό φάντασμα j τού άνθρώπου πού άπομένει μετά τό θάνατο καί μεταβαίνει y στόν "Αδη 62. Ή ψυχή και στίς δύο σημασίες της, έξ ϊσου

φορτισμένες μέ άπαισιοδοξία, μετά τό θάνατο δέν διατηρεί κανένα σχεδόν άπό τά κύρια χαρακτηριστικά τής άνθρώπινης προσωπικότητας.

Ό ποιητής, καί μαζί μ’ αύτόν οί σύγχρονοί του, φαίνεται νά πιστεύουν ότι ό άνθρωπος είναι κάτι τό φευγαλέο. ’Έρ­χεται καί άποχωρεί άπό τούτο τόν κόσμο χωρίς ν’ άφήσει πίσω του κανένα ϊχνος, χωρίς νά παρηγορηθεί άπό καμμιά

edition), σ. 207.61. Γιά περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε τό άντίστοιχο κεφάλαιο

(II) τοΰ παρόντος βιβλίου.62. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ε', 296· Θ', 315· Γ, 408-409· Ξ', 518· Π',

505- X', 467· Ψ', 103-104. D. Β. CLAUS, Toward the soul, New York and London, Yale University Press, 1981, σ. 1, 61.

Page 38: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

45

ελπίδα άθανασίας. Καί έπί πλέον ή σύντομη ζωή του είναι συνήθως γεμάτη πίκρες καί βάσανα. Γι’ αυτό «δέν ύπάρχει κανένα άλλο πλάσμα θλιβερώτερο τού άνθρώπου άπ’ όσα στή γή κινούνται καί άναπνέουν»63.

Στούς Προσωκρατικούς ό όρος «ψυχή» σημαίνει όλες τίς ιδιότητες τού νοΰ, τής έπιθυμίας καί τής βούλησης. Αύτοί ταύτιζαν σέ γενικές γραμμές τήν ψυχή μέ τόν άέρα ή τή φωτιά, θεωρώντας την ένα μέρος τής κοσμικής ένέργειας πού έγκλείεται γιά λίγο μέσα στό σώμα. 'Οπωσδήποτε πα­ρουσιάζονται αισιόδοξοι καί βέβαιοι ότι ή ψυχή δέν χάνεται, άλλά παραμένει αιώνια μέσα στόν κόσμο εϊτε ώς μέρος τής άνθρώπινης ύπαρξης εϊτε άνεξάρτητα άπό αύτή.

Σύμφωνα μέ ένα χωρίο τοΰ ’Αετίου 64 ή ψυχή κατά τόν ’Αναξιμένη είναι άέρας, ταυτίζεται δηλαδή μέ τήν αιώνια, πρωταρχική πηγή όλων τών πραγμάτων, έξασφαλίζοντας έτσι ένα είδος άθανασίας καί παρέχοντας στούς άνθρώπους κάθε δυνατή αισιοδοξία.

Ο'ι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι ή άνθρώπινη ψυχή είναι πύ­ρινη, άρμονική καί άθάνατη 65. Ή ιδιότητα τής άθανασίας πηγάζεΐ από*"τηνκίνηση πού άποτελεΐ ιδιαίτερο χαρακτηρι­

63. Πβ. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ρ' 446-447: «ού μέν γάρ τι πού έστιν όιζνρώτερον άνδρός πάντων, όσσα τε γαΐαν έπι πνείει τε καί έρπει».

64. I, 3, 4, Β2.65. Αύτή είναι κυρίως ή θεωρία τού Ίππάοου άπό τό Μεταπόντιο.

Βλέπε ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ψυχής (ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Έ ργα, Aristotelis Opera, Ex Recensione Immanuelis Bekkeri, edidit, Academia Regia Borussica, Berolini Apud W. De Gruyter et Socios, Vol. I-IV, 1960-1961), II 17. J. F. MATTEI, Pythagore et les Pythagoriciens, Paris, P.U.F., 1993, σ. 36-37.

Page 39: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

46

στικό της 66. ’Αλλά υπάρχει κι’ ένας άλλος λόγος πού τήν κάνει άθάνατη: τό ότι είναι ενα κομμάτι («άπόσπασμα») τού αιώνιου α’ιθέρος, άπό τόν όποιο άντλεΐ τήν άθανασία της.

Ή γέννησή της μέσα στό σώμα συνιστά τήν πτώση της. Γι’ αύτό πρέπει σέ όλη μας τή ζωή ν’ άπορρίπτουμε κάθε σωματικό στοιχείο, ν’ άπομακρύνουμε τήν κακία καί νά έ- πικοινωνούμε μέ ολόκληρο τό σύμπαν. Τούτο έπιτυγχάνεται κυρίως μέ τήν κάθαρση, δηλαδή μέ τήν εφαρμογή ενός ορι­σμένου τρόπου ζωής, τή συμμετοχή μας σέ μυστηριακές τε­λετές καί τήν ενασχόληση μέ τά μαθηματικά, τή φυσική, τήν άστρονομία, τή μουσική καί τή φιλοσοφία. ’Έτσι μόνο θά ελευθερωθούμε άπό τήν άλυσίδα τών άλλεπάλληλων γεννή­σεων καί θανάτων καί θά ένωθούμε μέ τήν αιώνια θεϊκή ψυχή τού κόσμου, άπό τήν όποία προήλθαμε 67.

Παρατηρούμε ότι ή πυθαγόρεια διδασκαλία περί ψυχής εΐναι άπό τίς πλέον αισιόδοξες πού έχουν διατυπωθεί. ’Α­

66. Ή κίνηση άποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα όλων τών ζωντα­νών οργανισμών, στούς όποιους περιλαμβάνονται έπίσης τά ούράνια σώματα καί τά νοητά άντικείμενα. Πρόκειται γιά άποψη τοΰ Άλ- κμαίωνος τού Κροτωνιάτου. Βλέπε ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ψυχής, I, 2, 2. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 206-209. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, Βίοι Φιλοσόφων, Vitae Philosophorum, Recognovit brevique adnotatione critica instruxit J.S. Long, Tomus I, II, Oxford, 1966, VII, 143. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 202.

67. Έδώ πρέπει νά σημειώσουμε ότι ή κίνηση τής άνθρώπινης ψυχής είναι κυκλική καί άρμονική, άκολουθώντας τήν κίνηση τών ά­στρων πού κι’ αύτά μέ τή σειρά τους ύπάγονται στή σφαίρα τοϋ όλου. Βλέπε ΚΑΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς, III, 11. ΑΡΙ- ΣΤΟΤΕΑΟΥΣ, Περί ψυχής, I, 2, 405 a. I. GOBRY, Pythagore ou la naissance de la philosophie, Paris, Editions Sechers, 1973, σ. 50-53. J. F. MATTEI, Pythagore et les Pythagoriciens, σ. 50-51, 118-121.

Page 40: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

47

θανασία, θέωση, κάθαρση: όλα είναι δυνατά γιά τόν άνθρω­πο, άρκεί νά γίνει ένάρετος καί άδιάφορος γιά τά ύλικά πράγματα.

Ή ήρακλείτεια θεωρία γιά τήν ψυχή είναι άναμφισβήτητα αίσιόδοξη. Αύτή έξασφαλίζει τήν άφθαρσία της, γιατί έχει τήν ϊδια σύσταση μέ τό παγκόσμιο πύρ. Μετέχει ετσι στόν κοσμικό κύκλο τών μετασχηματισμών: ψυχή (πύρ) —> ύδωρ —> γή —> ύδωρ —> ψυχή (πύρ) ή μεταβάλλεται μέ άνάλογο τρόπο. Ο'ι άλλαγές αύτές εκδηλώνονται μέ τήν εγρήγορση ή τόν ύπνο, τή γέννηση ή τό θάνατο καί έξαρτώνται άπό τήν άναλογία πυρός καί ύδατος πού ύπάρχει σέ κάθε ψυχή, δε­δομένου ότι ή ξηρή ψυχή είναι καλύτερη, σοφώτερη καί άν- Θεκτικώτεοη άπό τήν ύγρή. Γι’ αύτό μετά τό θάνατο τού σώ­ματος διατηρεί τήν ταυτότητά της καί έξομοιώνεται μέ τόν κοσμικό Λόγο, ξεφεύγοντας άπό τόν κύκλο τών γεννήσεων καί τών θανάτων68.

’Αντίθετα οι ύγρές ψυχές μετατρέπονται σέ ύδάτινη μορφή ύλης, χάνοντας τήν άτομικότητά τους καί άκολουθώντας τήν καθορισμένη πορεία τών μετασχηματισμών μέχρι νά άναδυ- θούν πάλι άπό τό νερό ώς ψυχές: «ψυχήισιν Θάνατος ϋδωρ γενέσθαι, ϋδατι δέ θάνατος γην γενέσθαι, έκ γής δέ ϋδωρ γίνεται, έ'ξ ϋδατος δέ ψυχή»69. Ή τύχη αύτή τών ύγρών ψυχών δέν πρέπει νά θεωρηθεί ώς δείγμα άπαισιοδοξίας, γιατί ε­ξυπηρετεί ενα καθολικό νόμο ήθικής τάξης, σύμφωνα μέ τόν όποιο ο'ι άριστες ψυχές άμείβονται, ένώ οί κακές τιμωρού­νται. Έπί πλέον ή τιμωρία τους δέν σημαίνει άφανισμό, άλλά

68. VS, Β 21, 25, 26, 36, 45, 77, 107, 117, 118. Θ. ΒΕΪΚΟΥ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 102-104.

69. VS, Β 36.

Page 41: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

48

τή μετατροπή τους σέ νερό καί, μέσα άπό τούς προαναφερθέ- ντες μετασχηματισμούς, τήν έκ νέου άνάδειξή τους σε ψυχές.

Οί άπόψεις τού Παρμενίδη γιά τήν άνθρώπινη ψυχή χα­ρακτηρίζονται άπό τήν ίδια αισιοδοξία πού παρουσιάζει ή περί τού ’Όντος θεωρία του. Πώς θά ήταν έξ άλλου δυνατόν ό κατ’ έξοχήν θεμελιωτής τής άφηρημένης σκέψης νά μήν πιστεύει σέ μιά άϋλη καί άθάνατη ψυχή; Μάς λέει λοιπόν ό φιλόσοφος - προαναγγέλλοντας τήν πολύ πιό έπεξεργασμένη άλλά παρόμοια πλατωνική θεωρία - ότι ή ψυχή είναι πυρώ­δης, εδρεύει στό θώρακα καί ταυτίζεται μέ τή νόηση πού άποτελεΐ τό ήγεμονικό μέρος τού άνθρώπου: «Παρμενίδης δέ καί "Ίππασος πυρώδη... έν όλωι τώι θώρακι τό ήγεμονι- κόν... ταύτόν νοϋν καί ψυχήν (ένόμισαν)»10.

Έπί πλέον ή ψυχή άπολαμβάνει ένα είδος άθανασίας, έφ’ όσον μεταβαίνει άπό τό όρατό στό άόρατο καί άντίστροφα: «Καί τάς ψυχάς πέμπει (ή δαίμων ή πάντα κυβερνάι) ποτέ μέν έκ τοϋ έμφανοϋς εις τό άειδές, ποτέ δέ άνάπαλιν »71.

Μέ τήν αισιόδοξη αύτή φράση ό Παρμενίδης έκφράζει τή βαθειά του πίστη στήν παλιγγενεσία τής άνθρώπινης ψυ­χής. Ό θάνατος δέν ισοδύναμε! έδώ μέ τόν άφανισμό, γιατί άκολουθείται πάντα άπό μιά νέα γέννηση.

Αισιόδοξη παρουσιάζεται καί ή θεωρία περί ψυχής τού Έμπεδοκλέους, όπως αύτή εκτίθεται στούς Καθαρμούς του καί επηρεασμένη άρκετά άπό τήν πυθαγόρεια διδασκαλία.

70. VS, Α 45 (ΑΕΤ. IV 3, 4· 5, 5· 5, 12· MACROB. 5. Sc. I, 14, 20).

71. ΣΙΜΠΑΙΚΙΟΥ, Φυσικά [SIMPLICIUS on Aristotle’s Physics, Translated by J.O. Urmson, Ithaca, New York, Cornell University Press, 1992] 39, 18.

Page 42: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

49

Ή ψυχή κατά τόν φιλόσοφο, πριν άπό τήν είσοδό της στό σώμα, άπολάμβανε μιά κατάσταση ενότητας, άγνότητας καί ευδαιμονίας. Έξ αίτιας όμως τοϋ πολέμου πού έπικρατεΐ σέ ολόκληρο τό σύμπαν αύτή έξέπεσε μέσα στήν ύλη γιά νά έπανέλθει ύστερα άπό μιά μακρά περίοδο κάθαρσης καί α­σκήσεων καί μετά άπό ποικίλες ένσωματώσεις, στή θεϊκή άρχή, άπό τήν όποία προήλθε72.

Υλιστική άλλά άρκετά αισιόδοξη έπίσης παρουσιάζεται καί ή θεωρία τού Δημοκρίτου περί ψυχής. Σύμφωνα μέ τόν φιλόσοφο τόσο ή *ρυχή όσο καί ή ήθική της άξια είναι προ- σαρτημένες στήν ύλη. Συγκεκριμένα τά σφαιρικά, άφθαρτα άτομα τής ψυχής πού κινούνται άφ’ εαυτών καί δίνουν τή ζωή στό σώμα, εισέρχονται σ’ αύτό μέ τήν άναπνοή, ένώνο- νται μέ τά ύλικά του μόρια καί, συγκεντρωμένα σέ μάζες, δημιουργούν τή διάνοια- κατά τή στιγμή όμως τού θανάτου αύτά τό έγκαταλείπουν γιά να διαχυθούν στό σύμπαν. Ή διάνοια πάντως έπιδρά σέ όλες τίς ψυχικές λειτουργίες (λο­γισμό, πάθος κ.λ.π.) πού δημιουργούνται άπό τούς ποικίλους σχηματισμούς τών άτόμων, άνάλογα μέ τίς έπιδράσεις τών έξωτερικών παραγόντων 73, παρέχοντάς μας μιά άσφαλή εγ­γύηση ότι αύτές δέν είναι όλότελα άκυβέρνητες.

Ή αισιοδοξία τού Πλάτωνος όσον άφορά τήν έννοια τής

72. VS, 112, 4-5· 115’ 117- 128, 1-3. Θ. ΒΕΪΚΟΥ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 219-222. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 263-265.

73. VS, A 106, B 170. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ψυχής, A2. 404 a 31 κ.έ. D. B. CLAUS, Toward the soul, New Haven and London, Yale University Press, 1981, σ. 143, 146. Τό σώμα λειτουργεί έδώ ώς σκή­νωμα ή προσωρινή κατοικία τής ψυχής.

Page 43: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

50

ψυχής είναι καταφανής. Αύτή άποτελεΐ κατά τόν φιλόσοφο κάτι τό αιώνιο καί τό θεμελιώδες, όχι μόνο γιά τόν άνθρωπο, άλλά καί γιά ολόκληρο τό σύμπαν, όπως φαίνεται μέσα άπό τίς άκόλουθες έλπιδοφόρες άπόψεις του:

1. Ή ψυχή είναι άρχή ζωής τόσο γιά τό σώμα όσο καί γιά όλα τά αισθητά74.

2. Κινεί τόν έαυτό της, άλλά καί τά ύπόλοιπα όντα75.3. Είναι άναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τή σκέψη καί ώς

έκ τούτου τείνει πρός τίς Ιδέες, ένώ συγχρόνως άποτελεΐ τή λογική άρχή τής γνωστικής μας ικανότητας76.

4. Ή ψυχή έχει έπίσης βαθειά συγγένεια καί ομοιότητα μέ ό,τι είναι άϋλο, θείο καί άθάνατο77.

74. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, 'Αλκιβιάδης, 129 e - 131 a, 132 c - 133 c Πρω­ταγόρας, 332 a- Φαίδων, 115 c - cl· Πολιτεία, V 469 cl· Νόμοι, I 644d, VII 803 c, X 902 b, XII 959 a - b. J. PEPIN, «Que Γ homme nest rien d’autre que son ame». Observations sur la tradition du premier Alcibiade», Revue des Etudes Grecques, 1969 (82), o. 69.

75. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 245 c κ.έ. Κρατνλος, 400 a· Νόμοι, X 892 a - c, 894 e - 896 b, 896 e - 897 c, 898 c - 899 b· Έπινομίς, 988 d - e - 'Ορισμοί, 411 c, όπου ή ψυχή ορίζεται ώς «τό αύτό κινούν». Α. LEBECK, «The Central Myth of Plato’s Phaedrus», Greek, Roman and Byzantine Studies, 1972 (13), o. 269. J. LABORDERIE, Le dialogue platonicien de la maturite, Paris, Les Belles Lettres, 1978, o. 203.

76. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 94 b - d' Εύθνδημος, 295 b, c Τίμαιος, 46 d. Τ. M. ROBINSON, «Soul and Immortality in Republic X», Phro- nesis, 1967 (12), n. 2, σ. 149. I. Ν. ΘΕΟΛΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εισα­γωγή στόν Πλάτωνα, σ. 198-199.

77. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 79 a - e, 80 a, 81 a- Πολιτεία, X 611 e· Νόμοι, V 726 a, 728 b· X 897 b, 899 a-b, 904 d‘ XII 966 e· Έπινομίς, 981 b, 991 d. R. HACKFORTH, Immortality in Plato’s Symposium, Classical Review, 1950 (64), σ. 43.

Page 44: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

51

5. Αύτή συνδέεται τέλος καί μέ τό φυσικό κόσμο, άποτε- λώντας ενα ένδιάμεσο άνάμεσα στά νοητά καί τά αισθητά78. Τό τελευταίο αύτό χαρακτηριστικό της δέν μετριάζει καθό­λου τήν αισιοδοξία τού Πλάτωνος· άπεναντίας τήν τοποθετεί στά σωστά της πλαίσια, γιατί άν ισχυριζόταν ότι ή ψυχή συγ­γενεύει μόνο μέ τό θείο, τή στιγμή πού είναι προσαρτημένη στό σώμα καί άναγκασμένη νά ζή μέσα στό φυσικό σύμπαν, θά μιλούσε μόνο γιά ένα πλάσμα τής φαντασίας του.

Σέ κάποια σημεία τών πλατωνικών διαλόγων διαφαίνεται ωστόσο μιά σκιά άπαισιοδοξίας στήν περί ψυχής θεωρία. Ό φιλόσοφος ύποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ό άνθρωπος δέν είναι τελικά σέ θέση νά μιλήσει γιά τήν άληθινή της φύση παρά μόνο μέ θεϊκή βοήθεια: «περί δέ τής ιδέας αυτής (τής ψυχής) ώδε λεκτέον οϊον μέν έστι, πάντη πάντως Θείας εΐναι καί μακράς διηγήσεοις» (Φαιδρός, 246 a). Τό μόνο πού μπορεί νά κάνει είναι νά δώσει μιά εικόνα της, νά δείξει μέ τί μοιάζει, νά χρησιμοποιήσει τό μύθο (γνωστό καταφύγιο τοΰ Πλάτωνος στό άδιέξοδο τής λογικής).

’Έτσι ό φιλόσοφος, μέ τή δεξιοτεχνία τοΰ ποιητή, χρησιμο­ποιεί γιά τήν ψυχή στό Φαιδρό μέν τήν εικόνα τού φτερωτού άρματος πού έχει ώς ήνίοχο τό λογικό καί ώς άλογα τό θυ­μοειδές καί τό επιθυμητικό79, στήν Πολιτεία δέ τό σύμβολο

78. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 79 a - 80 b, 81 a· Φαιδρός, 246 a-b, 247 c - 248 c, 250 b - e, 253 c - e, όπου άναφέρεται ότι ή ψυχή ώς τριμερής οντότητα μετέχει στό νοητό μέ τό άνώτερο μέρος της (τό λογιστικό) καί στό αισθητό μέ τό κατώτερο (τό έπιθυμητικό). Τίμαιος, 35 a κ.έ., όπου ό Πλάτων μάς λέει ότι ή ψυχή άποτελεΐται άπό τό τ αυτόν καί τό έτερον, τό εΐναι καί τό γίγνεσθαι, τό πέρας καί τό άπειρον.

79. Ibid. 24 a κ.έ.: « Έ οικέ τφ δή ξυμφύτφ δυνάμει ύποπτέρου ζεύγους τε καί ήνιόχου». J. Μ. PAISSE, «La metaphysique de l’ame humaine dans le «Phedre» de Platon», Bulletin de Γ Association Guillaume

Page 45: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

52

τοϋ τριπλοϋ ζώου (πολυκέφαλο τέρας - λεοντάρι - άνθρω­πος)80 και τού θαλασσινού θεού Γλαύκου πού δέν μπορεί ν’ άναγνωρισθεί, καθώς τόν σκεπάζουν κοχύλια, φύκια καί βό­τσαλα 81.

Ό Πλάτων χρησιμοποιεί έπίσης μυθικό λόγο όταν διηγεί­ται τή διαδικασία, σύμφωνα μέ τήν όποία γίνεται ή μετεμ­ψύχωση, διαδικασία πού έχει στενή σχέση τόσο μέ τήν προ­γεννητική κατάσταση τών ψυχών όσο καί μέ τή δίκαιη ή άδικη ζωή τους πάνω στή γή. “Ολοι οί σχετικοί μύθοι διέπονται πάντως άπό τήν αισιόδοξη ιδέα ότι ο'ι δίκαιοι άμείβονται καί οί άδικοι τιμωρούνται, καθώς καί άπό τήν πεποίθηση ότι ό άνθρωπος μπορεί νά καθορίσει μόνος του, μέ προσωπική του εύθύνη καί μέ κάθε δυνατή έλευθερία, τόν τρόπο τής ζωής του 82. Γεγονός είναι ότι ό φιλόσοφος μάς δείχνει όσο πιό παρα­στατικά μπορεί πώς ό,τι είναι όμορφο καί καλό τρέφει τήν ψυχή, ένώ τό άσχημο καί τό κακό τήν άφανίζει οριστικά-

Bude, 1972 (31), η. 4, σ. 471- 473.80. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, IX 588 e - 591 b.81. Ibid. X 611 c - 612 a.82. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 81 a - 83 e· Φαιδρός, 248 c κ. έ. Π ο­

λιτεία, X 616 b κ.έ. Τίμαιος, 41 e - 47 c, 76 d - e, 87 d, 90 c - e, 91 d - 92 c· Θεαίτητος, 176 b - c Νόμοι, X 903 d - 905 c. Ή ίδια λογική τής τιμωρίας τών αδίκων κυριαρχεί καί στό μΰθο τής Ατλαντίδος, όπως αύτός εκτίθεται στόν Τίμαιο (24 e - 25 d) καί στόν Κριτία (113 b - 121 c). Βλέπε έπίσης Κ. DORTER, Plato’s Phaedo. An Interpretation, Toronto, University of Toronto Press, 1982, σ. 79· «Plato’s image of immortality», Philosophical Quarterly, 1976 (26), σ. 301 κ.έ. R. S. BLUCK, «The Phaedrus and Reincarnation», The American Journal o f Philology, 1958 (79), σ. 156 κ.έ. H. BARNES, «Apotheosis and deification in Plato», Philosophy and Literature, 1976 - 1977 (1), σ. 6. I. Ν. ΘΕΟ- ΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εισαγωγή στόν Πλάτωνα, σ. 273-274, 277-281.

Page 46: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

53

καί τούτο άποτελεΐ μέγιστο σημάδι αισιοδοξίας γιατί όδηγει στήν πεποίθηση πώς κανένας δέν είναι κακός μέ τή θέλησή του (Πρωταγόρας, 345 d, 358 c) καί κατά συνέπεια άρκεΐ νά μορφώσουμε τούς άνθρώπους γιά νά τούς κάνουμε ενά­ρετους (Πρωταγόρας, 352 c, 357 d).

Page 47: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ

Ή ιδέα τής προόδου είναι πλατειά καί πολύπλευρη. Ε ­κτείνεται σέ πολλά επίπεδα άπό τίς μαθηματικές έπιστήμες καί τήν περιοχή τής γνωσιολογίας ώς έκείνη τής μεταφυσικής.

Έδώ όταν μιλάμε γιά πρόοδο έννούμε κυρίως τήν πολι­τιστική πορεία τού άνθρωπίνου γένους άπό τήν έποχή πού έμ- φανίστηκε ώς τίς μέρες τοΰ κάθε στοχαστή πού άσχολεΐται μέ τό παραπάνω ζήτημα. 'Οπωσδήποτε δέν πρόκειται γιά μελέτη ιστορικών γεγονότων, άλλά μάλλον γιά μιά γενική φιλοσοφική θέση πού έξετάζει (συνήθως μέσα άπό μυθικές διηγήσεις) τίς δυνατότητες τοΰ άνθρώπου γιά βελτίωση τών συνθηκών δια­βίωσής του καί τοΰ ήθους του ή τήν τάση του γιά καταστροφή, ή όποία καταλήγει συχνά στόν άφανισμό του.

Ό Ησίοδος - μέσα άπό τό μύθο τών πέντε γενεών (χρυσή, άσημένια, χάλκινη, ήρωϊκή, σιδερένια) - βλέπει τόν άνθρωπο μ’ ενα άρκετά άπαισιόδοξο πρίσμα. Πιστεύει συγκεκριμένα ότι ή ιστορική του εξέλιξη, μ’ έξαίρεση μόνο τό ήρωϊκό γένος, διέπεται άπό μιά κατιοΰσα πορεία, ή όποία τόν οδηγεί στό φυσικό καί ήθικό έκφυλισμό του.

Συγκεκριμένα στά Έργα καί Η μέρας83 ό ποιητής περι­

83. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, στ. 106-201.

Page 48: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

56

γράφει τήν παρακμή τοϋ ανθρωπίνου γένους καί τή σταδιακή πτώση του άπό μιά άρχική κατάσταση άπόλυτης ευδαιμονίας στή σημερινή θλιβερή του ύπαρξη. Τότε δέν υπήρχαν οϋτε μόχθος ούτε βάσανα, μόνο γιορτές καί συμπόσια. Ή ζωή πάνω στή γή έμοιαζε μ' έκείνη τών θεών, έφ’ όσον οι θνητοί τού χρυσέου γένους84 δέν είχαν άνάγκη νά δουλέψουν ή γή τούς χάριζε μέ άφθονία τούς καρπούς της καί ή ειρήνη βασίλευε άνάμεσά τους. Τά γεράματα δέν τούς έβρισκαν ποτέ καί πέθαιναν σά νά έγερναν σέ γλυκό ύπνο.

Δεύτερο γένος ήταν τό άσημένιο (άργΰρεον)85, γεμάτο έπαρση καί άνοησία. "Οσοι άνήκαν σ’ αύτό άδικούσαν ά- σύστολα τούς συνανθρώπους τους («ϋβριν γάρ άτάσθαλον ούκ έδύναντο άλλήλων άπέχειν »)86, καί έπί πλέον δέν τι­μούσαν τούς θεούς, μέ άποτέλεσμα νά έξοργισθεί φοβερά ό Ζεύς καί νά τούς έξολοθρεύσει.

"Υστερα ό πατέρας θεών καί άνθρώπων δημιούργησε τό τρίτο γένος, τό χάλκινο {χάλκειον)81, κατ’ έξοχήν πολεμικό καί φοβερό. 01 άνθρωποι αύτοί δέν ένδιαφέρονταν καθόλου γιά φαγητά, ποτά ή γλέντια, άλλά μόνο γιά πόλεμο. Χάλκινα ήταν τά όπλα τους καί τά σπίτια τους χάλκινα έπίσης. Μέσα στά στήθη τους είχαν ψυχή ανδρειωμένη καί άγρια («άδά- μαντος έχον κρατερόφρονα θυμόν »)88. Ή δύναμή τους ήταν τεράστια καί άνίκητα χέρια ξεφύτρωναν άπό τό ρωμαλέο σώμα τους. Στό τέλος όμως άφανίσθηκαν όταν άμείλικτος

84. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, στ. 109.85. Ibid. στ. 128.86. Ibid. στ. 134.87. Ibid. στ. 144.88. Ibid. στ. 147.

Page 49: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

57

πόλεμος ξέσπασε άνάμεσά τους πού τούς οδήγησε στό θά­νατο.

’Ακολουθεί ένα διάλειμμα σ’ αύτή τήν κατάπτωση τού άν­θρώπου μέ τή δημιουργία τοΰ ήρωϊκοΰ γένους πού ήταν πιό δίκαιο άπό τά προηγούμενα. Πρόκειται γιά τή γενιά τών ήμιθέων, στήν όποία άνήκουν οί μεγάλοι μυθικοί ήρωες: ’Ά ­δραστος, Πολυνείκης καί όλοι όσοι πήραν μέρος στόν Τρωικό πόλεμο. Ούτε αύτοί όμως δέν γλύτωσαν τόν άφανισμό έξ αίτιας τών σκληρών καί άδιάκοπων μαχών στίς όποιες ένε- πλάκησαν. Ό θάνατος στάθηκε πάντως καλός μαζί τους: τούς έφερε στά νησιά τών μακάρων, όπου ζοΰν σέ αιώνια εύτυχία, άπολαμβάνοντας τούς γλυκούς σά μέλι καρπούς τής γής 89.

Καί ό ποιητής φθάνει τέλος στό δικό του γένος τό σιδε­ρένιο, τό χειρότερο άπ’ όλα. Ό άγώνας γιά τήν έπιβίωση καί τά κάθε είδους προβλήματα δέν λείπουν ποτέ άπ’ αύτό. Θά έρθει καί τό δικό του τέλος, όταν τά ήθη άνατραπούν έντελώς καί δέν θά γίνεται σεβαστός ούτε ό σύζυγος, ούτε ό ξένος, ούτε ό φίλος, ούτε ό άδελφός, ούτε ό γονιός. Τό μόνο δίκαιο πού θά ισχύει θά είναι έκεϊνο τοΰ ίσχυροτέρου καί τού δολιωτέρου. Ό άδικος θά άπολαμβάνει μεγαλύτερες τιμές άπό τόν δίκαιο, ό πονηρός θά ύπερισχύει τοΰ γενναίου καί ή ’Έριδα θά έπικρατεΐ παντού. Τό θλιβερώτερο δέ είναι ότι ή κατιοΰσα πορεία τοΰ άνθρωπίνου γένους δέν μπορεί νά άναχαιτισθεΐ90: «Κακού δ’ ούκ έσσεται άλκή»<η.

Παρόλ’ αύτά μέσα στό γενικό κλίμα άπαισιοδοξίας ή έλ- πίδα δέν σβήνει όλότελα. Ό ποιητής πιστεύει ότι μετά τήν

89. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, στ. 156-173.90. Ibid. στ. 174-201.91. «Καί γιά τίς συμφορές αύτές δέν υπάρχει καμμιά γιατρειά»

(Ibid. 201).

Page 50: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

58

εξαφάνιση καί τοΰ τελευταίου γένους μπορεί νά παρουσια- σθεί κάποιο καλύτερο. Γι’ αύτό εύχεται νά είχε γεννηθεί πριν άπό τήν έποχή του ή νά ερχόταν στόν κόσμο μετά άπό αύτή: «Μηκέτ έπειτ’ ώφελλον έγώ πέμπτοισι μετεϊναι/ άν- δράσιν, άλλ’ ή πρόσθε Οανείν ή έπειτα γενέσθαι»92.

Υ πάρχει καί ένα άλλο σημείο αισιοδοξίας στά Έργα καί Ημέρας, όπου ό ποιητής έξαίρει τά ήθικά γνωρίσματα τού άνθρώπου καί κυρίως τήν άνάγκη του γιά δικαιοσύνη, ή ό­ποία άπό κοινού μέ τήν έργασία άνάγεται σέ ρυθμιστική άρχή τοΰ άτομικού καί κοινωνικού βίου τών άνθρώπων 93.

Ό Πρωταγόρας, μέσα άπό τά σωζόμενα άποσπάσματα τής διδασκαλίας του, μπορεί κάλλιστα νά θεωρηθεί ό πλέον θερμός ύποστηρικτής τής ιδέας τής προόδου, ή όποία άπο- τελεί ένα άπό τά χαρακτηριστικώτερα δείγματα αισιοδοξίας τού ελληνικού πνεύματος 94.

Ό διάσημος σοφιστής ύποστηρίζει ότι ή σοφία στίς τέχνες («έντεχνος σοφία ») είναι έμφυτη στούς άνθρώπους. Τούς τή χάρισε ό Προμηθεύς τή στιγμή τής δημιουργίας τους καί χά­ρις σ’ αύτή βρήκαν γρήγορα τροφή, στέγη καί ένδύματα, ένώ παράλληλα έμαθαν νά μιλούν. ’Επειδή όμως, ζώντας δια­σκορπισμένοι, διέτρεχαν πολλούς κινδύνους, ό Ζεύς έστειλε τόν Έρμή νά τούς φέρει τήν αιδώ (τή σεμνότητα καί τό σε­βασμό πρός τούς άλλους) καί τή δίκη (τήν αίσθηση τού σω-

92. «Νά μή γεννιόμουν τώρα στό πέμπτο γένος έγώ, μά ή πρίν νά πέθαινα ή υστέρα νά έρχύμσυν» (Ibid. στ. 174-175).

93. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, στ. 314. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1991, σ. 27.

94. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, μετάφραση Δαμιανός Τσε- κουράκης, Β' "Εκδοση, ’Αθήνα, Μορφωτικό “Ιδρυμα ’Εθνικής Τρα- πέζης, 1991, σ. 90.

Page 51: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

στοϋ καί τής δικαιοσύνης), προκειμένου νά μπορέσουν νά δημιουργήσουν πόλεις, δεσμούς φιλίας καί οργανωμένη κοι­νωνική ζωή 95. Ή οργάνωση τής κοινωνίας θεωρείται λοιπόν άπό τόν Πρωταγόρα ένα είδος προόδου έν σχέσει μέ τήν πρωτόγονη μορφή ζωής, στήν όποία οί άπομονωμένοι μεταξύ τους άνθρωποι δέν μπορούσαν νά έξυπηρετήσουν όλες τίς άνάγκες τους.

Βλέπουμε έτσι ότι τό άνθρώπινο γένος, σύμφωνα μέ τήν πρωταγόρεια θεωρία, διανύει συνεχώς μιά πορεία προόδου, έξέλιξης καί δημιουργίας. Καί μάλιστα ό μεγάλος δάσκαλος τής σοφιστικής, ένώ πίστευε ότι ό άνθρωπος είναι τό μέτρο όλων τών πραγμάτων 96 (άρα καί τών ήθικών κανόνων), χω­ρίς νά άναιρέσει τή γνωστή θέση του, ύποστηρίζει έδώ 97 τήν αισιόδοξη άποψη ότι ή άνθρώπινη φύση έχει μέσα της τή δυνατότητα γιά ήθική πρόοδο, άλλά πρέπει νά τήν άνα- πτύξει μέ τήν άγωγή, τήν έκπαίδευση καί τήν πείρα. ’Άν δεχθούμε δέ πώς όλοι οί άνθρωποι έχουν κατά κανόνα τήν ϊδια φύση, έπεται ότι οί ήθικές άξιες μπορεί νά ποικίλλουν άπό λαό σέ λαό ή άπό εποχή σέ έποχή μόνο σέ δευτερεύοντα σημεία. Τά ούσιώδη καί πρωταρχικά ήθικά πρότυπα, πού εΐναι έμφυτα σέ όλους, παραμένουν τά ϊδια. Ή σχετικοκρατία μετατρέπεται έτσι σέ ένα σύνολο σταθερών κανόνων ήθικής

59

95. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πρωταγόρας, 320 c κ.έ. Κ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, «Ό μύθος τοΰ Πρωταγόρα καί ή άνθρωπολογική του σημασία», στόν Τόμο Ή άρχαία σοφιστική, 'Ελληνική Φιλοσοφική 'Εταιρεία, ’Αθηναϊκή Φι­λοσοφική Βιβλιοθήκη, Διευθυντής: Κ. Βουδούρης, ’Εκδόσεις Καρδα- μίτσα, ’Αθήνα, 1982, σ. 88-94. Β. ΚΥΡΚΟΥ, ’Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός καί σοφιστική, ’Ιωάννινα, 1986, σ. 159-162.

96. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κρατύλος, 386 a.97. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πρωταγόρας, 327 a - b.

Page 52: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

πού ενισχύουν τήν έλπίδα μας στή δυνατότητα ύπαρξης δί­καιων κοινωνιών.

Ό Πλάτων, μέσα άπό τό μύθο τής Άτλαντίδος, εκφράζει τήν άπαισιόδοξη άποψη ότι οί περασμένες γενιές ήταν κα­λύτερες άπό τή σύγχρονή του, άλλά άφανίσθηκαν όταν πε­ριέπεσαν σέ ήθική παρακμή.

Σύμφωνα μέ τήν παλιά διήγηση 98, ή Άτλαντίς άνήκε στόν Ποσειδώνα, ό όποιος ενώθηκε μέ τήν Κλειτώ καί άπέκτησε πολλούς άπογόνους. Αύτοί ζούσαν εύτυχισμένοι στό ώραΐο καί εύφορο νησί, είχαν αν δέ «πλούτον... τοσοϋτον, όσος οϋτε πω πρόσθεν έν δνναστείαις ησίν βασιλέων γέγονεν οϋτε ποτέ ύστερον γενέσθαι ράδιος»99. Ή πολιτεία τους γέμισε άπό περίτεχνα κτήρια καί ναούς, καθώς καί άπό πολύτιμα έργα τέχνης. Οί κάτοικοι ήταν άρχικά ένάρετοι καί εύσεβείς. Βαθμιαία όμως άρχισε ή ήθική τους κατάπτωση όταν έγιναν πλεονέκτες καί άδικοι, μέ άποτέλεσμα νά προκαλέσουν τήν όργή τοΰ Διός καί τή δίκαιη τιμωρία τους. Τό τέλος τής Ά τ­λαντίδος ήταν ό καταποντισμός της μέσα στή θάλασσα: «ή τε Άτλαντίς νήσος ώσαύτως κατά τής θαλάττης δϋσα ήφα- νίσθη»1 ,,(J.

Άλλά καί στόν Τίμαιο ό φιλόσοφος άναφέρει ότι οί πα­λαιοί κάτοικοι τής Αθήνας ήταν «τό κάλλιστον και άριστον γένος έπ’ άνθρώπους έν τή χώρα»ιϋι. Άφανίσθηκε όμως άπό κατακλυσμό καί ή επόμενη γενιά άποδείχθηκε κατώτερη τής πρώτης 102

60

98. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κριτίας, 113 b - 121 σ Τίμαιος, 24 e - 25 d.99. Ibid. 114 d.

100. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Τίμαιος, 25 d.101. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Τίμαιος, 23 b.102. Ibid. 23 c κ.έ.

Page 53: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

61

Ή απαισιοδοξία κυριαρχεί λοιπόν στήν πλατωνική σκέψη όσον άφορά τό θέμα τής προόδου τοΰ ανθρωπίνου γένους, άλλά δίνει τή θέση της σέ μιά αισιόδοξη ήθική θεωρία, σύμ­φωνα μέ τήν όποία οί καλοί εύημερούν ένώ ο'ι κακοί τιμω­ρούνται μέσα στήν πορεία τής άνθρωπότητας.

Page 54: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Η ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΗ ΜΟΙΡΑ

Ή έννοια τής μοίρας ή τοΰ πεπρωμένου απαντάται δχι μόνο στά ποιητικά, άλλά καί σέ όλα σχεδόν τά φιλοσοφικά κείμενα τής άρχαίας Ελλάδας. Πολλές φορές βρίσκουμε άντ’ αυτής κάποιους άλλους συνώνυμους όρους, τούς όποιους θά εξετάσουμε κατά περίπτωση, μαζί μέ τίς άντίστοιχες φιλο­σοφικές θεωρίες.

Έκ πρώτης όχρεως στά ομηρικά επη κυριαρχεί ή άπαι- σιόδοξη άποψη ότι οί άνθρωποι δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό πιόνια στά χέρια τών θεών, πού κι’ αύτοί μέ τή σειρά τους ύποτάσσονται στόν παντοδύναμο νόμο τού πεπρωμένου 103.

103. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Α', 1-7, όπου ό ποιητής διακηρύσσει ότι οφείλει στίς Μούσες - τούς θεϊκούς αύτούς έγγυητές τής αλήθειας τής άφήγησής του - τόσο τήν ποιητική του έμπνευση όσο καί τή γνώση τών γεγονότων. Βλέπε έπίσης Λ', 218-220· Ξ', 508-510’ Π', 112-113· Όδύσσεια, α', 1-10· θ', 73-75· ρ', 518-519- χ , 344-349. Κ. R. POPPER, Conjectures and Refutations, London and Henley, Routledge and Kegan Paul, 1972, 4η έκδοση, σ. 9. Στό έργο του αύτό ό Popper αναφέρει ότι ή προσωπικότητα τού ραψωδού χάνεται τελείως μπροστά στή θεά πού γνωρίζει τά πάντα καί - μέσα άπό τή φωνή τού ποιητή - άφηγείται τά γεγονότα.

Page 55: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

64

Ή Μοίρα είναι Ισχυρότερη άπό θνητούς καί άπό άθανά- τους. Ρυθμίζει τό προσωπικό πεπρωμένο κάθε άνθρώπου άπό τή στιγμή τής γέννησης ώς τήν ώρα τού θανάτου, άλλά καί τή γενική πορεία τών γεγονότων. ’Έτσι στήν έξέλιξη τής ι­στορίας κυριαρχεί ενα αίσθημα πεπρωμένου καί ή ιδέα ότι ύπάρχουν δυνάμεις πού δρούν παρασκηνιακά 104.

’Ά ν όμως έξετάσουμε προσεκτικώτερα τά κείμενα, θα δούμε ότι ή αισιοδοξία δέν έχει σβήσει όλότελα. Στά εργα τού 'Ομήρου ύπάρχουν λιγοστά, άλλά άναμφισβήτητα δείγ­ματα μιάς γενναίας προσπάθειας τοΰ άνθρώπου ν’ άψηφήσει τή μοίρα του, προκειμένου νά διαγράψει μόνος καί ελεύθε­ρος τήν προσωπική πορεία του.

Στήν Ίλιάδα άναφέρεται π.χ. ότι οί Αχαιοί σέ κάποια φάση τής μάχης υπερτερούσαν τών Τρώων παρά τή θέληση τής μοίρας: «ήμος δ’ ήέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε/καί τότε δή ρ ’ υπέρ αΐσαν ‘Αχαιοί φέρτεροι ήσαν»105. Καί τοΰτο συμ­βαίνει γιατί ή έκβαση τής μάχης έξαρτάται μόνο άπό τή δειλία ή τή γενναιότητα τών πολεμιστών καί άπό τήν άμάθεια ή τή γνώση τής πολεμικής τέχνης. Ούτε ο'ι θεοί ούτε ή μοίρα δέν

104. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Γ , 101-102· Θ', 477-479· I', 410-416· Λ', 262-263, 330-332· Μ', 112-117· Ν', 601-603· Ο', 494-496· Π', 334, 433- 461· Σ', 117-119· Τ', 409· Υ', 127-128, 477· X', 5-6, 168-185· Ψ', 77-81· Όδύσσεια, γ', 236-238· ε', 206-207, 345· η', 196-198· 0', 510-513· ρ', 547· σ', 256· τ', 512, 558· ω \ 28-29. Κ. R. POPPER, «Α pluralistic approach to the Philosophy of History», in Roads to Freedom, Essays in Honour of Friedrich A. von Hayek, ed. Erich Streissler, London, 1969, σ. 181. The Open Society and Its Enemies, Princeton, New Jersey, Princeton University Press, 1971, τόμ. I, a. 11· έλ. μετ. Είρ. Παπαδάκη, ’Αθήνα, Δωδώνη, 1980, σ. 48.

105. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Π', 779-780.

Page 56: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

65

μπορούν στήν πραγματικότητα νά παρέμβουν γιά νά αλλά­ξουν τά διαμορφωμένα άπό τόν άνθρωπο γεγονότα 106.

Ά ρ α ή πίστη στήν παντοδυναμία τής Μοίρας καταρρέει, παραμένοντας μόνο μιά προκατάληψη τών άφελών καί στή θέση της εισβάλλει δυναμικά καί αισιόδοξα ή άνθρώπινη προσωπικότητα γιά νά δράσει έλεύθερα πάνω στό πολύχρω­μο πεδίο τής ζωής.

Ό 'Έκτωρ πρό παντός είναι ό ήρωας έκεΐνος πού, όχι μόνο δέν πιστεύει ότι τά πάντα ρυθμίζονται άπό τή Μοίρα, άλλά χρησιμοποιεί ώς πρόσχημα τήν άνωτέρω άντίληψη γιά νά παρηγορήσει τήν ’Ανδρομάχη, όταν ετοιμάζεται γιά τή μάχη καί έκείνη άπαρηγόρητη προσπαθεί νά τόν κρατήσει κοντά της. ’Έτσι - ένώ γνωρίζει καλά τόν τεράστιο κίνδυνο πού διατρέχει - τής λέει νά μή φοβάται, γιατί ή ώρα τού θανάτου καθορίζεται μόνο άπό τή Μοίρα107.

Ό άνθρωπος στά ομηρικά έπη άναδεινύεται τελικά νικη­τής στή μάχη του ένάντια στό πεπρωμένο. Ή αισιοδοξία, άν

106. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Β', 367-368, όπου ό Νέσιωρ δηλώνει στόν Άγαμέμνονα ότι οί θεοί δέν παίζουν κανένα ρόλο στήν έκβαση τοϋ πολέμου- αύτή έξαρτάται αποκλειστικά άπό τόν άνθρώπινο παράγο­ντα. ’Αλλά καί ό Αγαμέμνων (ibid. Δ', 247-249), όταν προτρέπει τούς Αργείους νά ριχτούν στή μάχη, τούς λέει πώς πρέπει νά πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις, χωρίς νά επαναπαύονται στή θεϊκή βοήθεια, γιατί άν οί Τρώες φθάσουν στά καράβια τους, ό Ζεύς δέν θά μπορέσει νά τούς σώσει.

107. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ζ', 484-489, όπου ό ποιητής χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά τή φράση «πόσις δ ’ έλέησε νοήσας», γιά νά δηλώσει ότι ό 'Έκτωρ, έπειδή άκριβώς λυπήθηκε τή σύζυγό του, προσπάθησε νά τήν καθησυχάσει μέ τή γνωστή μοιρολατρική άντίληψη πού κυ­ριαρχούσε στις μέρες του.

Page 57: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

66

καί «αφανής» σάν τήν ήρακλείτεια αρμονία 108, είναι στήν πραγματικότητα ισχυρότερη άπό τήν άπαισιόδοξη άντίληψη γιά τή ζωή.

Ή Μοίρα, όπως καί στόν ομηρικό κόσμο, εμφανίζεται στά ήσιόδεια κείμενα παντοδύναμη, καθορίζοντας τήν πο­ρεία θεών καί άνθρώπων. ’Έτσι ό Κρόνος δέν μπόρεσε νά ξεφύγει άπό τό πεπρωμένο του πού ειχε ορίσει ότι θά εκτο­πιζόταν άπό ενα παιδί του. Ό Ζεύς ήταν συγχρόνως ό νικητής στή μάχη ένάντια στόν πατέρα του, άλλά καί τό όργανο στά χέρια τής Μοίρας 109. Ό προκαθορισμός αύτός τού κάθε γε­γονότος δέν άφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

Ό ’Αναξίμανδρος, χωρίς νά έξετάζει άναλυτικά τό ζήτημα τού πεπρωμένου, διατυπώνει έν τούτοις στό κυριώτερο άπό τά σωζόμενα άποσπάσματά του τήν άποψη ότι αύτό καθορίζει τήν κυκλική πορεία όλων τών όντων άπό τή γένεση στή φθορά καί τάνάπαλιν. Χρησιμοποιεί μάλιστα τή φράση «κατά τό χρεών», τονίζοντας έτσι τό ρόλο τής άνάγκης πού παίρνει έδώ τή σημασία τού άναπόδραστου φυσικού νόμου: «... έξ ών δέ ή γένεσίς έστι τοίς ούσι, καί τήν φθοράν εις ταϋτα γίνεσθαι κατά τό χρεών»110.

Ή παραπάνω θεωρία δέν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη έφ’ όσον ύποστηρίζει ότι τίποτα δέν μπορεί νά ξεφύγει άπό τόν προκαθορισμένο κύκλο τής γέννησης καί τής φθοράς. Δέν προκαλεί έν τούτοις αισθήματα άπελπισίας, δεδομένου ότι

108. VS, Β 54.109. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 459-476. Βλέπε έπίσης τήν ’Ασπίδα Ή­

ρακλέους, όπου άναφέρεται ότι ή Μοίρα ήταν έκείνη πού ειχε προ- διαγράψει τά κατορθώματα τοϋ Ήρακλέους.

110. VS, Β 1 (SIMPLIC. Phys. 24, 13).

Page 58: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

67

μάς υποβάλλει τήν Ιδέα πώς ό θάνατος άκολουθείται πάντα άπό μιά νέα γέννηση. Ό φιλόσοφος δέν τό λέει καθαρά, άλλά τούτο βγαίνει ώς συμπέρασμα άπό τή συνέχεια τού άποσπάσματος: «διδόναι γάρ αυτά (τά στοιχεία) δίκην καί τίσιν άλλήλοις τής άδικίας κατά τήν τοϋ χρόνου τάςίν». Ή τίσις διαδέχεται άναγκαστικά τήν δίκην καί τάνάπαλιν, σέ καθορισμένες χρονικές περιόδους.

Ό ‘Αναξίμανδρος άναφέρεται βέβαια έδώ στά φυσικά στοιχεία, άλλά άν δεχθούμε ότι τό άνθρώπινο σώμα άποτε- λεΐται άπό αύτά, τότε συμπεραίνουμε εύκολα πώς ή κυριαρ­χία τού ένός (π.χ. τού ψυχρού) πάνω στό άλλο (τό θερμό έν προκειμένφ) μπορεί νά σημαίνει τό θάνατο τού σώματος, αύτός όμως είναι προσωρινός γιατί κάποια στιγμή («κατά τήν τοϋ χρόνου τάξιν» καί «κατά τό χρεών») ή παλαιά διά­ταξη τών πραγμάτων επανέρχεται111.

Ή Μοίρα στήν παρμενίδεια φιλοσοφία είναι τό ϊδιο πα­ντοδύναμη μέ τήν ομηρική θεότητα, άλλά συγχρόνως κάτι πολύ πιό άφηρημένο 112. Αύτή, παίρνοντας άλλοτε τό όνομα Θέμις, άλλοτε Δίκη καί άλλοτε ’Ανάγκη ή ’Αλήθεια113, στη­ρίζει τήν ήθική καί τή μεταφυσική του, ένισχύοντας τή γεμάτη

111. Βλέπε έπίσης τά άντίστοιχα κεφάλαια περί θανάτου καί περί φύσεως τοϋ παρόντος έργου, όπου τό άνωτέρω άπόσπασμα άναλύεται διεξοδικά.

112. Μ. SAUVAGE, Parmenide, Seghers, Paris, 1973, σ. 14, 72. ’ Ας μήν ξεχνάμε έξ άλλου ότι ή σκέψη τοϋ Παρμενίδη είναι στό σύνολό της κατ’ εξοχήν άφηρημένη, σέ άντίθεση μέ τήν πολύ συγκεκριμένη ομηρική άφήγηση τών γεγονότων.

113. VS, Β 2, 4· Β 8,13-15' Β 8, 32· Β 8, 37. Gr. VLASTOS, «Equality and Justice in Early Greek Cosmologies», Classical Philology, 1947, Vol. XL1I, σ. 161-164.

Page 59: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

68

έλπίδα πίστη του στό άπόλυτο Είναι. Ισχυρίζεται λοιπόν ό Έλεάτης στοχαστής τά ακόλουθα:

α) Ή Δίκη δέν έπιτρέπει στό Εΐναι οϋτε νά γεννάται οϋτε νά αφανίζεται, άλλά τό κρατάει όπως έχει («... οϋτε γενέ- σθαι/οϋτ’ όλλυσθαι άνήκε Δίκη.../άλλ’ έχει»)114.

β) Τό Ό ν παραμένει πάντα ίδιο μέ τόν έαυτό του καί στήν ϊδια θέση, γιατί ή παντοδύναμη ’Ανάγκη τό υποχρεώνει νά περικλείεται μέσα στά δεσμά τών περάτων του· δέν εΐναι έξ άλλου δίκαιο τό όν νά εΐναι άπεριόριστο καί άτελές, γιατί δέν τού λείπει τίποτα («ταντόν τ έν ταύτώι τε μένον καθ’ έαυτό τε κείται/ χοϋτως έμπεδον αϋθι μένει- κρατερή γάρ ’Ανάγκη/ πείρατος έν δεσμοΐσιν έχει, τό μιν άμφίς έέργει,/οϋ- νεκεν ούκ άτελεύτητον τό έόν θέμις είναι/εστι γάρ ούκ έ- πιδευές...»)115.

γ) Τίποτα δέν μπορεί νά υπάρξει έξω άπό τό ’Όν, γιατί ή Μοίρα τό έδεσε όλο ώστε νά μένει άκίνητο («ούδέν γάρ (ή) έστιν ή έσται/ άλλο πάρεξ τοϋ έόντος, έπε'ι τό γε Μο'ιρ’ έπέδησεν/ ούλον άκίνητον τ’ έμεναι»)ί1(\

Ό Παρμενίδης θεμελιώνει έτσι τό αύστηρά λογικό του σύστημα σέ μιά έξωλογική άρχή: τή Μοίρα. Μέ τόν τρόπο αύτό προβάλλει συνεχώς τό άξίωμα: «ή Μοίρα τό θέλει ή τό έπιτάσσει», στά δικαιολογημένα έρωτήματα: «γιατί τό ’Ό ν δέν γεννάται ούτε άφανίζεται;», «γιατί παραμένει πάντα ϊδιο μέ τόν έαυτό του καί άκίνητο;» ή «γιατί αύτό περιέχει άνα- γκαστικά κάθε τι πού ύπάρχει;».

Άκόμα καί όταν ή έννοια τής Μοίρας δέν άναφέρεται σαφώς στό παρμενίδειο κείμενο, ύπονοείται καθαρά κάτω

114. VS, Β 8, 13-15.115. VS, Β 8, 29-33.116. VS, Β 8, 36-38.

Page 60: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

69

άπό έκφράσεις όπως: «πρέπει» ή «όφείλει», πράγμα πού φαί­νεται στά άκόλουθα χωρία:

1) «χρή τό λέγειν τε νοεΐν τ’ έόν έμμεναι»117 (Γιά ό,τιδή- ποτε μιλάμε καί ό,τιδήποτε σκεπτόμαστε πρέπει νά ύπάρχει).

2) «οϋτως ή πάμπαν πελέναι χρεών έστιν ή ούχί»η8 (τό Είναι πρέπει νά έχει άπόλυτη ύπαρξη ή νά μήν υπάρχει κα­θόλου).

3) «... τό γάρ ούτε τι μείζον/ ούτε τι βιαιότερον πελέναι χρεόν έστι τήι ή τήι»119 (σέ κανένα μέρος τού σφαιρικού Είναι δέν πρέπει νά ύπάρχουν μεγαλύτερες ή μικρότερες άποστάσεις άπό τό κέντρο).

Τό «χρή» ή τό «χρεόν» τών παραπάνω χωρίων δέν ύπο- δηλώνει καμμιά λογική άναγκαιότητα. ’Ανήκει στή σφαίρα τής μεταφυσικής ή τής ήθικής καί άκριβώς όπως ή παντοδύ­ναμη Μοίρα τών προηγουμένων άποσπασμάτων, θεμελιώνει τήν πίστη τού Παρμενίδη σ’ έναν άόρατο κόσμο έντελώς α­ντίθετο μέ τόν αισθητό, παρέχοντάς του κάθε δυνατή αισιο­δοξία.

117. VS, Β 6, 1 (Fr. 6, Simpl. Phys. 117, 2).118. VS, Β 8, 10 (Fr. 8, Clem. Strom., V 113).119. VS, B 8, 44-45.

Page 61: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ON

'Ό ταν μιλάμε γιά τό άπόλυτο όν στήν άρχαία ελληνική φιλοσοφία εννοούμε τήν άρχή άπό τήν όποία άντλούν τήν ύπαρξή τους όλα όσα ύπάρχουν, εϊτε αύτή νοείται ώς Θεός, εϊτε ώς ’Ιδέες, εϊτε ώς Νούς, εϊτε ώς 'Έ ν ή ’Αγαθόν, ή άκόμα καί ώς Φύση.

Στή συνέχεια θά άναφερθούμε στίς θεωρούμενες ώς προελληνικές άντιλήψεις, τίς σχετικές με τό άπόλυτο όν. Οί προ-Έλληνες καλλιεργητές (Πελασγοί, Κρήτες, Μυκηναΐοι) πού διαμόρφωσαν τήν πρώϊμη ελληνική θρησκεία, πίστευαν ότι ή γή καί ό ούρανός (ή δύναμη πού τή γονιμοποιεϊ) είναι όντα διαφορετικού φύλου. Ή πεποίθηση αύτή συμβάλλει στή δημιουργία μιάς έλπιδοφόρας μυστικιστικής θεωρίας όσον άφορά τίς σχέσεις θεών καί άνθρώπων, ή όποία πρεσβεύει ότι ό άνθρωπος ενώνεται μέ τό άντικείμενο τής λατρείας του παροδικά μέν κατά τή διάρκεια τών νυχτερινών οργιαστικών τελετών, οριστικά δέ μετά τό θάνατό του120. Ή ένωση αύτή

120. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, London, Methuen and Co. LTD, 1977 (1950), σ. 109.

Page 62: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

72

μέ τό υπέρτατο όν χαρίζει στό θνητό, όχι μόνο τήν ύψιστη ευδαιμονία, άλλά καί τήν άθανασία.

Ή πρώτη αύτή μορφή αισιοδοξίας εΐναι μιά άπό τίς ισχυ­ρότατες δυνάμεις πού άντέταξε ό άνθρωπος ενάντια στό φό­βο τού θανάτου.

Ο'ι ’Ορφικοί, έπηρεασμένοι άπό τίς άντιλήψεις τών πρώ­των κατοίκων τής έλλαδικής χερσονήσου, πίστευαν ότι στό τέλος τής γενεολογικής σειράς τών θεών (στήν άρχή τής ό- ποίας βρίσκεται τό «ϋδωρ» καί ή «ϋλη») ύπάρχει ό Διόνυσος, ό γιός τού Διός καί τής Περσεφόνης. Είναι γνωστή ή διήγηση τού σπαραγμού του άπό τούς Τιτάνες καί τής αναγέννησής του άπό τό Δία μέ τή βοήθεια τής Άθηνάς121. Ό θάνατος ήττάται έδώ άπό ένα θεό καί ό πιστός ενώνεται μέ τό Βάκχο κερδίζοντας έτσι τήν άθανασία. Τό θεϊκό όν σώζει τόν άν­θρωπο άπό τήν έκμηδένιση, άρκεϊ αύτός νά ενωθεί μαζί του. Ή ορφική θρησκεία μάς χαρίζει συνεπώς τήν έλπίδα ότι μπο­ρούμε νά ζήσουμε αιώνια καί άδιάκοπα ευτυχισμένοι.

Στόν "Ομηρο ή αισιόδοξη άντίληψη περί τών θεών πα­ρουσιάζεται κάπως μετριασμένη. Ά φ ’ ενός μέν υπάρχουν ο'ι εύνοϊκές διαθέσεις τών ’Ολυμπίων έναντι ορισμένων θνητών,

121. VS [Η. DIELS-W. KRANZ, Die Fragmente der Vorsokratiker, Zurich/Berlin, 1964] B 13. O. KERN, Test. II 210, σ. 231· 303· ΟΛΥ- ΜΠΙΟΔΩΡΟΥ, Πλάτωνος Φαιδρός, 61. ΠΡΟΚΛΟΥ, fr. 195, 198· ΠΑΥΣΑΝΙΑ, VIII, 37, 5· Ε. ROHDE, Psyche, 2er Band, σ. 116-121. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική Φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1980, σ. 9. R. ΒΟΗΜΕ, Orpheus, Der Sanger und seine Zeit, Bern und Munchen, Francke Verlag, 1970, σ. 255. I. M. LINFORTH, The Arts of Orpheus, a. 53. W.K.C. GUTHRIE, Orpheus and Greek Religion, σ. 41, 44. Ό Διόνυσος, ό ανώτατος θεός τών μυστηρίων, λατρευόταν άπό τό τέλος τοϋ 6ου αιώνα ώς ό κύριος τής ζωής καί τού θανάτου.

Page 63: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

73

άφ’ ετέρου όμως οι άθάνατοι συνωμοτούν καί αποφασίζουν σέ κλειστές συνελεύσεις γιά τήν τύχη τών άνθρώπων καί γιά τήν πορεία τής ιστορίας, ώθούμενοι συνήθως άπό τίς συμπά­θειες ή τίς έχθρότητές τους122.

"Ετσι ό φθόνος ή ή όργή τους έναντίον κάποιων θνητών προκαλούν τά περισσότερα άπό τά φοβερά γεγονότα τής μάχης· μερικές φορές μάλιστα παίρνουν ένεργό μέρος σ’ αύτή, πολεμώντας μέ μανία θνητούς καί άθανάτους πού ά- νήκουν στήν άντίθετη παράταξη123. ΟΙ ’Ολύμπιοι όμως δέν παρεμβαίνουν μόνο στις μάχες τών θνητών, άλλά καί σέ κάθε πτυχή τής ζωής τους, καθορίζοντας ώς τήν τελευταία λεπτο­μέρεια τήν πορεία της124. Αύτοί χαρίζουν στούς άνθρώπους

122. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Γ , 119-120· Η', 102' Θ', 1-40· Ο', 59-71· Υ', 1-30· 'Οδύσσεια, α', 26-95· ε', 1-40· ω', 472-486. Κ. R. POPPER, «Α pluralistic approach to the Philosophy of History», in Roads to Freedom, Essays in Honour of Friedrich A. von Hayek, ed. Erich Streissler, London, 1969, o. 181.

123. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ε', 1-909· Ν', 811-812, 821-823· Υ', 54-503· Φ', 205-611. W. JAEGER, Παιδεία, μετάφρ. Π. Βέρροιου, ’Αθήνα, 1968, σ. 87.

124. Βλέπουμε έτσι τούς θεούς νά παίρνουν ένεργό μέρος στούς αθλητικούς αγώνες, άναδεικνύοντας νικητές έκείνους πού εύνοούν περισσότερο (Ίλιάς, Ψ', 382-400, 765-779’ ’Οδύσσεια, θ', 186-198). Στήν Όδνσσεια παρατηρούμε έπίσης ότι oi θεοί δέν όρισαν μόνο τό γυρισμό τού Όδυσσέως, άλλά άκόμα καί τήν ώρα πού θά έφθανε ό ήρωας στήν Ιθάκη ( ’Οδύσσεια, α', 16-17). Έπί πλέον τόσο ή μοίρα τών άνθρώπων όσο καί ή στιγμή τοΰ θανάτου τους καθορίζονται άπό τή θεϊκή βούληση (Ίλιάς, Β', 308-309- Θ', 68-79· Ξ', 461-464· ’Οδύσ­σεια, γ', 241-242· λ', 555-560). Στήν Όδνσσεια π.χ. περιγράφεται ότι ό Ποσειδών είναι ή αιτία τών συμφορών τού Όδυσσέως (α', 19-21, 68-76· ε', 282-332, 365-379· η', 270-274· ν', 125-183), ένώ ή Άθηνά δέν σταματά οΰτε στιγμή νά τοΰ συμπαραστέκεται (α-, 45 - ω', 548).

Page 64: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

74

ομορφιά, χάρη, άνδρεία, έπιδεξιότητες (νοητικές, καλλιτε­χνικές, σωματικές) καί άγαθά: πλούτη, κτήματα, ευφορία τής γής, οικογενειακή εύτυχία125.

Οί αθάνατοι πάντως είναι φειδωλοί στήν παροχή τών α­γαθών. Ποτέ σχεδόν δέν δίνουν όλα τά δώρα τους μαζί. ’Έτσι άλλος άπό τούς θνητούς είναι άσχημος, άλλά γοητεύει μέ τά λόγια του καί άλλος έχει θεϊκή ομορφιά, άλλά δέν μπορεί νά μιλήσει μέ χάρη126.

Ή άπαισιοδοξία άμβλύνεται κάπως έδώ, γιατί ή άνθρώ- πινη ύπαρξη καθορίζεται μέν άπό τίς θεϊκές δυνάμεις - ά- ποκλείοντας μέ τόν τρόπο αύτό κάθε έννοια έλεύθερης δια­μόρφωσης τής προσωπικότητας127 - άλλά οί δυνάμεις αύτές παρουσιάζονται ώς έπί τό πλεΐστον άγαθοποιές. Άκόμα καί όταν άρνούνται νά χορηγήσουν όλα τά άγαθά μαζί, τό κάνουν προφανώς γιά νά γλυτώσουν τόν άνθρωπο άπό τήν ολέθρια έπαρση καί νά διατηρήσουν τό μέτρο καί τήν τάξη.

Υπάρχει βέβαια καί ή περίπτωση κατά τήν όποία άρκεϊ νά τό θελήσουν ο'ι θεοί γιά νά χαθούν διά μιάς τά φυσικά χαρίσματα ή ή δύναμη τού νού128. Ή στέρηση όμως αύτή

125. Ίλιάς, Β', 54-55, 65-66, 670- Ζ', 156, 475-481· Ν', 727-734. Ο­δύσσεια, δ', 206-211· θ', 44-45, 64-65, 479-481, 487-488, 497-498· η', 110-111· υ', 71-72· ψ', 159-161.

126. ΟΜΗΡΟΥ, Όδύσσεια, θ', 167-175. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, Άθήναι, 1979, σ. 34.

127. Κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τήν παραπάνω άποψη, πρέπει νά θεωρείται μάταιη κάθε προσπάθεια βελτίωσης τού έαυτού μας. Έπί πλέον ή εύθύνη γιά κάθε λάθος ή άμάρτημά μας μετατίθεται αύτόματα στούς θεούς πού μάς κατευθύνουν. Ά πό ήθική άποψη όδηγούμεθα έτσι σέ καταστροφικά άποτελέσματα.

128. Βλέπουμε π.χ. τήν Άθηνά νά μεταμορφώνει, άνάλογα μέ τή θέλησή της, τόν Όδυσσέα. Ό ήρωας παρουσιάζεται άλλοτε φτωχός,

Page 65: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

75

δέν γίνεται ποτέ σχεδόν χωρίς λόγο, άλλά λαμβάνει χώρα εϊτε γιά τό καλό τοΰ άνθρώπου είτε πρός παραδειγματισμό του.

Ή άπαισιόδοξη άντίλτμρη γιά τούς θεούς μετριάζεται ά­κόμα περισσότερο, άν σκεφθούμε ότι οι ’Ολύμπιοι δέν είναι στήν πραγματικότητα τόσο άπόμακροι όσο φαίνονται. Θεοί καί άνθρωποι συνιστοΰν μιά ένιαία, αύστηρά ιεραρχημένη κοινωνία, στήν όποία έπικρατεΐ μιά πολύ σαφής διάκριση τάξεων. Ή ανώτερη άποτελεΐται άπό τούς θεούς καί άκο- λουθούν οί βασιλείς, οί ήρωες καί oi άρχοντες γιά νά κα­ταλήξουμε στή μάζα τοΰ άπλοΰ λαού. Ή σχέση πού υπάρχει άνάμεσα στούς θεούς καί τούς εύγενεΐς δέν διαφέρει σέ τί­ποτα άπό εκείνη πού έχει καθιερωθεί άνάμεσα στό βασιλιά καί τούς ύπηκόους του129.

’Ά ν σ’ αύτό προσθέσουμε τό γεγονός ότι οί ’Ολύμπιοι θεωρούνται όμοιοι μέ τούς άνθρώπους - τόσο ώς πρός τή μορφή όσο καί ώς πρός τό χαρακτήρα130 - καταλήγουμε στό

ταπεινός καί γερασμένος καί άλλοτε νέος, όμορφος καί άρχοντικός ( Όδύσσεια π', 207-212, 454-459· ρ', 64-65). ’Αλλού πάλι άναφέρεται ότι οί θεοί μπορούν νά τρελλάνουν καί τόν πιό συνετό άνθρωπο ( ’Ο­δύσσεια , ψ', 11-14) ή άντίθετα νά δώσουν τό λογικό σ’ ενα παρά- φρονα· έχουν έπίσης τή δύναμη νά κάνουν τούς πολεμιστές άλλοτε άτρόμητους καί άλλοτε δειλούς ( Ίλιάς, Ρ', 176-178· Υ', 242-243, 434- 437).

129. W. Κ. C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 118. K. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, 'Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, σ. 27, όπου άναφέρεται ότι «ό κόσμος τών θεών δέν είναι άσχετος πρός τόν κόσμο τών άνθρώπων».

130. L. SECHAN - P. LEVEQUE, Les grandes divinites de la Grece, Paris, Editions E. de Boccard, 1966, σ. 12. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟ­ΓΙΑ, Γενική επιμέλεια I. Θ. Κακριδής, ’Αθήνα, ’Εκδοτική ’Αθηνών,

Page 66: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

76

συμπέρασμα δτι ol 'Έλληνες ένιωθαν πολύ κοντά στά θεϊκά όντα. Άκόμα καί όταν οί θεοί τούς κατατρέχουν, αύτοί τούς άντιμετωπίζουν περισσότερο ώς έναν Ισχυρό αντίπαλο πού μπορούν ίσως νά νικήσουν ή νά εξευμενίσουν, παρά ώς τό υπέρτατο όν στή θέληση καί στή δύναμη τού όποιου πρέπει νά υποχωρήσουν άμαχητί131. Καί τούτο εΐναι σημάδι μεγίστης αίσιοδοξίας.

'Έ να άλλο χαρακτηριστικό τής ολύμπιας θρησκείας, τό όποιο δείχνει καθαρά τή στενώτατη σχέση θεών καί άνθρώ­πων εΐναι ή πεποίθηση ότι οί άθάνατοι γοητεύονται συχνά άπό τήν άνθρώπινη ομορφιά καί δέν διστάζουν νά ένωθούν μέ θνητές, άπό τίς όποιες κάποτε άποκτούν καί άπογόνους, τούς «θεογενείς» βασιλείς ή ήρωες132.

Έκ πρώτης όψεως πάντως τά ομηρικά έπη φαίνονται νά έκφράζουν τήν άπαισιόδοξη άποψη ότι οί θνητοί εΐναι πιόνια στά χέρια τών θεών. 'Ο άνθρωπος εΐναι τίς περισσότερες φορές άδύναμος μπροστά στό θείο. Άπό τήν άρχή ήδη τής Ίλιάδος καί τής 'Οδύσσειας έμφανίζεται ή έξάρτηση τού ποιητή άπό τίς Μούσες. Ό "Ομηρος μάς δίνει τήν έντύπωση ότι οφείλει σ’ αύτές όχι μόνο τήν ποιητική του έμπνευση, άλλά καί τή γνώση τών γεγονότων133. "Ολοι - άπλοι πολίτες,

1986, τόμ. 1, σελ. 50 κ.έ.131. Ή Όδνσσεια είναι άκριβώς ή θαρραλέα άντίσταση ένός ήρωα

στή δυσμένεια τοϋ θεού Ποσειδώνος καί ή αϊσια γιά τόν άνθρωπο έκβαση αύτής τής διαμάχης.

132. W. Κ. C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 120. To ίδιο φυσικά ισχύει καί γιά τίς θεές πού ένώθηκαν μέ θνητούς, όπως ή ’Αφροδίτη πού έρωτεύθηκε τόν Άγχίση καί τόν "Αδωνι (J. RICHEPIN, 'Ελληνική μυθολογία, Μετ. Ν. Τετενέ, ’Αθήνα, 1954, σ. 276-286).

133. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Α', 1-7· Α', 218-220· Ξ', 508-510· Π', 112- 113· Όδύσεια, α', 1-10· θ', 73-75· ρ', 518-519· χ', 344-349. Κ. R.

Page 67: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

77

άρχοντες, βασιλιάδες, ήρωες - ύπακούουν ήθελημένα ή ά- συνείδητα στίς θεϊκές προσταγές. "Οποιος τίς άψηφήσει τι­μωρείται σκληρά134.

Ωστόσο τό αίσθημα τής δικαιοσύνης - καί κατά συνέπεια ή αισιόδοξη άποψη ότι ο'ι ανθρώπινες πράξεις μπορούν νά ρυθμίζονται άπό κάποιους σταθερούς κανόνες ήθικής - δέν λείπει πάντοτε άπό τόν ομηρικό κόσμο. Μερικές φορές δί­νεται ή έντύπωση ότι πίσω άπό τήν έπιφάνεια τών γεγονότων υπάρχουν δυνάμεις πού δροΰν παρασκηνιακά καί πού έχουν σχέση μέ τήν άνταμοιβή τών δικαίων καί τήν τιμωρία τών άδικων. Διαφαίνεται έδώ μιά θεϊκή ισορροπία πού άποδίδει δικαιοσύνη καί ώθεΐ τούς άνθρώπους νά πράττουν τό καλό135. "Ας μήν ξεχνάμε έξ άλλου ότι ό Ζεύς, ό άνώτατος θεός τής ομηρικής θρησκείας, άπό θεός τής δύναμης έγινε κατά τήν

POPPER, Conjectures and Refutations, London and Henley, Routledge and Kegan Paul, 1972, 4η έκδοση, σ. 9, όπου παρατηρείται ότι ό "Ο­μηρος όχι μόνο επικαλείται τή Μούσα προκειμένου νά ιστορήσει τό θυμό τού ’Αχιλλέως ή τά παθήματα τού Όδυσσέως, άλλά τήν παρα- καλεΐ νά διηγηθεί ή ίδια τά γεγονότα αύτά. Ή προσωπικότητα τού ποιητή εξαφανίζεται έτσι τελείως μπροστά στή θεά πού γνωρίζει τά πάντα.

134. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ω', 602-618· Όδύσσεια, δ', 499-510· θ \ 226- 228· λ', 313-320, 576-581. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 120-121. L. SECHAN - P. LEVEQUE, Les grandes divinites de la Grece, σ. 12-13.

135. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, A ', 194 κ.έ. Ψ', 779. Βλέπε έπίσης Κ. R. POPPER, «Α pluralistic approach to the Philosophy of History», σ. 181. The Open Society and Its Enemies, Princeton, New Jersey, Princeton University Press, 1971, τόμ. I, σ. 11· έλ. μετ. Είρ. Παπαδάκη, ’Αθήνα, «Δωδώνη», 1980, σ. 48. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, σ. 28.

Page 68: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

78

κλασσική έπσχή ό υπέρτατος εγγυητής τής δικαιοσύνης πού έξασφάλιζε στόν κόσμο τήν τάξη καί τό μέτρο136.

Τό σημαντικώτερο όμως δείγμα τής αισιόδοξης στάσης τών Ελλήνων απέναντι στούς αθανάτους είναι τά χωρία ε­κείνα στά όποία φαίνεται καθαρά ότι ό άνθρωπος - όσο άδύναμος καί άν είναι - τολμά μερικές φορές νά βρεθεί α­ντιμέτωπος μέ τούς θεούς του καί νά άμφισβητήσει τήν πα­ντοδυναμία τους.

Καί πρώτα άπ’ όλα ολόκληρη ή ’Οδύσσεια δέν εΐναι στήν πραγματικότητα τίποτ’ άλλο παρά ή άναμέτρηση άνάμεσα σ’ έναν εύφυή καί θαρραλέο ήρωα καί στόν μεγάλο θεό τής θάλασσας, τόν Ποσειδώνα. Ό Όδυσσεύς, μέσα άπό τίς πο­λύχρονες καί άπίστευτες περιπέτειές του, δέν επαψε ποτέ νά μάχεται ένάντια στή θεϊκή όργή. Δέν έμφανίζεται ούτε μιά στιγμή ύποταγμένος στόν πανίσχυρο εχθρό του καί στό τέλος φθάνει στήν ’Ιθάκη, τό πολυπόθητο έπαθλο τού άγώνα του, νικώντας έτσι τό θεϊκό κατατρεγμό. ’Απαραίτητη εΐναι βέβαια στήν άφήγηση καί ή θεϊκή βοήθεια πού εΐχε άπό τήν προστάτιδά του ’Αθηνά, γιατί ή ήττα ένός θεού άπό θνητό ήταν κάτι τό άδιανόητο. Πάντως σέ καμμιά περίπτωση ό πο­

136. Ή υπεροχή τοϋ Διός παί τών άλλων ολυμπίων θεοτήτων άπέ- ναντι τών Τιτάνων ήταν άκριβώς άποτέλεσμα τής εξαιρετικής του δύ­ναμης. Τούτο φαίνεται καί άπό τό γεγονός ότι ό Ζεύς άντιπροσώπευε άρχικά φυσικές δυνάμεις (τόν ούρανό, τίς άστραπές, τή βροχή, τόν κε­ραυνό) πού δέν έχουν καμμιά σχέση μέ τήν ήθική. Παρόλ’ αύτά ό Ζεύς τού Πινδάρου ή τοΰ Αισχύλου είναι ή προσωποποίηση τής δικαιοσύνης. Βλέπε έπίσης ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ο', 192. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 37-38, 65. L. SECHAN - P. LEVEQUE, Les grandes divinites de la Grece, Paris, Editions E. de Boccard, 1966, σ. 12, 77 κ.έ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, Γενική ’Επιμέλεια I. Θ. Κακριδής, ’Αθήνα, Εκδοτική ’Αθηνών, 1986, Τόμ. 1, σελ. 50 κ.έ.

Page 69: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

79

λυμήχανος βασιλιάς δέν παρουσιάζεται σάν πιόνι στή δια­μάχη τών δύο θεών.

Ά πό τήν άρχή ήδη τού ποιήματος, ενα σημαντικό χωρίο τραβάει τήν προσοχή μας. Αντίθετα μέ τήν καθιερωμένη ά­ποψη ότι οί θεοί ρυθμίζουν κάθε άνθρώπινη ένέργεια, ό ϊδιος ό Ζεύς δηλώνει πώς άδικα οί άνθρωποι άποδίδουν στούς θεούς τίς συμφορές τους, ένώ στήν πραγματικότητα τίς προ- καλούν ο'ι ίδιοι μέ τίς άδικίες πού διαπράττουν:

«ώ πόποι, οΐον δή νν θεούς βροτοί αίτιόωνται. έξ ήμέων γάρ φασι κάκ’ έμμεναι4 οί δέ καί αύτοί σφήσιν άτασθαλίησιν ύπέρ μόρον άλγε ’ έχονσιν»ί3Ί.

Έδώ πρέπει νά προσέξουμε τρία σημεία, τά όποια μαρ­τυρούν μιά βαθμιαία άποδέσμευση τού άνθρώπου άπό τούς θεούς, άποδέσμευση πού συνεπάγεται έντονη αισιοδοξία:1. Οί άνθρωποι δέν είναι πιόνια στά χέρια τών θεώ ν α­

πεναντίας έχουν πλήρη ελευθερία βουλήσεως καί πρά­ξεων πού συχνά ξεπερνά τή θέληση τής μοίρας.

2. Οί συμφορές δέν είναι τίποτ’ άλλο, παρά οί ολέθριες συ­νέπειες τής άδικίας· επομένως οφείλουμε νά υπηρετούμε τή δικαιοσύνη, δεδομένου ότι άπό αύτήν έδώ τή ζωή οί δίκαιοι άμείβονται ένώ οί κακοί τιμωρούνται. Οί ήθικές άξιες δέν είναι λέξεις κενές περιεχομένου, άλλά ρυθμι­στές τής καθημερινής μας ζωής καί απαραίτητη προϋπό­θεση τής εύτυχισμένης συμβίωσης τών πολιτών.

3. Οί θεοί δέν πρέπει νά θεωρούνται τιμωροί καί αίτιοι συμ­φορών. Τούς άσκούς τών δεινών άνοίγουν οί ίδιοι οί άν­θρωποι μέ τίς «ύβρεις» καί τίς άτασθαλίες τους. Καί δέν σταματούν στήν καταπάτηση τής δικαιοσύνης· προκειμέ-

137. ΟΜΗΡΟΥ, ’Οδύσσεια, α , 32-34.

Page 70: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

80

νου νά άποσείσουν άπό τούς έαυτούς τους τήν εύθύνη, αίτιώνται τούς θεούς γιά όλα τά κακά πού τούς βρίσκουν. Οί άθάνατοι παρουσιάζονται έδώ, όχι μόνο άμέτοχοι γιά τήν άνθρώπινη δυστυχία, άλλά καί θύματα συκοφάντησης έκ μέρους τών θνητών.Μερικές φορές ή αισιοδοξία τοϋ ομηρικού ήρωα άπέναντι

στούς θεούς του φθάνει ώς τήν ύπερβολή, όταν στέκεται α­πέναντι τους γιά νά τούς πολεμήσει ώς έχθρούς. ’Έτσι ό Τυδείδης κατά τή διάρκεια τού Τρωικού πολέμου δέν διστά­ζει νά καταδιώξει καί άκόμα νά τραυματίσει τήν ’Αφροδίτη πού μάχεται στό πλευρό τών Τρώων. Ή θεά καταφεύγει ήτ- τημένη στόν ’Όλυμπο, όπου ή μητέρα της Διώνη τήν παρη- γορεΐ λέγοντάς της ότι δέν είναι ή μόνη πού ειχε αύτή τήν τύχη. Καί άναφέρει χαρακτηριστικά τίς περιπτώσεις τού ’Ά ­ρη πού δέθηκε μέσα σ’ ένα χάλκινο άγγεΐο μέ άλυτα δεσμά άπό τόν Ώ το καί τόν Εφιάλτη, τής 'Ήρας πού πληγώθηκε μέ άκόντιο άπό τόν Άμφιτρυωνίδη καί τού "Αδη πού χτυ- πήθηκε μέ βέλος στήν πύλη τών νεκρών άπό τόν ϊδιο ήρωα138.

Παρόμοια τύχη είχαν έπίσης ό Ποσειδών καί ό Απόλλων, οί όποιοι - ύστερα άπό έντολή τού Διός - υπηρέτησαν τόν Λαομέδοντα γιά ένα ολόκληρο χρόνο (ό πρώτος έχτισε τό τείχος τής Τροίας καί ό Φοίβος έβοσκε τά κοπάδια τού βα­σιλιά). Αύτός όμως άρνήθηκε νά τούς πληρώσει καί τούς έδιωξε μέ φριχτές φοβέρες139. Ή αισιοδοξία φθάνει στό ά-

138. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ε', 312-417. Προφανώς έννοεί τόν Ηρακλή ό όποιος ήταν γιός τοΰ Διός καί τής γυναίκας τοΰ Άμφιτρύωνος ’Αλκμήνης.

139. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Φ', 441-460. Ό Λαομέδων τούς φοβέριζε συγκεκριμένα ότι θά τούς άλυσόδενε χειροπόδαρα, ότι θά τούς έκοβε μέ χάλκινη λεπίδα τ’ αύτιά καί ότι θά τούς πουλούσε σκλάβους σέ μακρινά νησιά.

Page 71: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

81

νωτέρω περιστατικό στά έσχατα όριά της, ένώ ό άνθρωπος παρουσιάζεται πολλαπλά άνώτερος άπό τούς θεούς: α) τούς χρησιμοποιεί ώς δούλους140, άπασχολώντας τους σέ

βαρείες καί χειρωνακτικές έργασίες· β) άρνείται νά τούς πληρώσει γιά τίς υπηρεσίες τους, συ-

μπεριφερόμενος άπέναντί τους, όπως ένας ισχυρός άρχο­ντας πρός τούς υποτελείς του141-

γ) τούς διώχνει μέ φριχτές φοβέρες· άρα παρουσιάζεται δυ- νατώτερος άπό έκείνους, άφ’ ενός γιατί τούς άποπέμπει, καί άφ’ ετέρου γιατί είναι σέ θέση νά τούς άπειλήσει-

δ) τούς έξαπατά, δεδομένου ότι είχε συμφωνήσει νά τούς πληρώσει καί κατόπιν άθέτησε τό λόγο του.Εκτός όμως άπό τά μυθικά περιστατικά ύπάρχουν μέσα

στά ομηρικά έπη λιγοστά άλλά σαφή δείγματα τής γεμάτης αισιοδοξία άποδέσμευσης τοΰ άνθρώπου άπό τή θεϊκή παντο­δυναμία. Στό πνεύμα αύτό ό Νέστωρ - ό σοφώτερος καί γη- ραιότερος βασιλιάς άπό όσους έλαβαν μέρος στόν Τρωικό πόλεμο - δηλώνει έπανειλημμένα ότι ή έκβαση τής μάχης έξαρτάται άπό τή δειλία ή τή γενναιότητα τών πολεμιστών,

140. Τό ότι οί δύο θεοί υπηρέτησαν τόν Λαομέδοντα, κατόπιν ε­ντολής τοΰ Διός, δέν μειώνει τήν ύπεροχή τού ήρωα άπέναντί τους. Ή άναγκαστική καί άκούσια ϋπακοή τους στόν «πατέρα θνητών καί άθανάτων» ήταν ένα απαραίτητο τέχνασμα τού ποιητή γιά νά δικαιο­λογήσει τήν τόσο παράδοξη αύτή υπηρεσία.

141. Καί μόνο τό γεγονός ότι ό Λαομέδων θά τούς πλήρωνε είναι δηλωτικό τής ύποτέλειάς τους σ’ αύτόν. Στό σημείο αύτό όμως προ­κύπτει τό έρώτημα: «πώς θά τούς πλήρωνε, έίρ’ όσον αύτοί, ώς άθά- νατοι, δέν είχαν άνάγκες;». ’Ακόμη μεγαλύτερη ύποτέλεια τών θεών δηλώνουν μάλιστα οί πρός αύτούς άπειλές του, δεδομένου ότι μπο­ρούμε νά άπειλήσουμε μόνο έκείνους πού είναι άσθενέστεροι άπό εμάς.

Page 72: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

82

καθώς καί άπό τή γνώση ή τήν άγνοια τους σχετικά μέ τήν πολεμική τέχνη καί όχι άπό τούς θεούς142. Ό ’Αγαμέμνων έπίσης προτρέπει τούς ’Αργείους νά πολεμήσουν καί νά μήν έπαναπαύονται στή θεϊκή βοήθεια, γιατί άν οι Τρώες φθάσουν στά καράβια τους, ό Ζεύς δέν πρόκειται νά τούς γλυτώσει143.

Ό "Εκτωρ προχωρεί περισσότερο στήν άμφισβήτηση τής θεϊκής παντοδυναμίας. Ή αισιοδοξία όμως πού άπορρέει ά­πό τήν άμφισβήτηση αύτή ένέχει τήν πικρία καί τή σκληρό­τητα του άνθρώπου πού ξέρει ότι δέν έχει τίποτα νά φοβηθεί καί τίποτα νά έλπίσει. Δέν διστάζει έτσι νά ψευδορκήσει («επίορκον έπώμοσε»)144, προκειμένου νά πείσει τόν Δόλω­να νά κατασκοπεύσει τούς ’Αχαιούς (συγκεκριμένα ορκίζεται νά τού χαρίσει τά άλογα καί τήν άμαξα τού Άχιλλέως, χωρίς νά σκοπεύει νά κρατήσει τόν όρκο του)145.

Ή μόνη άληθινή του πίστη είναι ή άγάπη του γιά τήν πατρίδα, ό μοναδικός σκοπός του: ή σωτηρία της! ’Έτσι δέν διστάζει νά δηλώσει ότι καθόλου δέν νοιάζεται γιά τούς οιω­νούς (γιά τό πέταγμα τών πουλιών πού άποτελούσε καθιε­ρωμένο τρόπο μαντείας κατά τήν έποχή έκείνη)- έκεΐνο πού τόν ένδιαφέρει είναι νά σώσει τήν πόλη του:

«τύνη δ’ οίωνοϊσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι, τών οϋ τι μετατρέπομ’ ούδ’ άλεγίζω, εί τ’ έπί δεξί’ ιωσι πρός ήώ τ’ ήέλιόν τε, εί τ’ έπ’ άριστερά τοί γε ποτί ζόφον ήερόεντα.

142. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Β', 367-368· Ξ', 52-54.143. Ibid. Δ', 247-249.144. Ibid. Κ', 332.145. Ibid. Κ', 328-332.

Page 73: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

83

εις οιωνός άριστος, άμύνεσθαι περί πάτρης»146.

Καί ό Τηλέμαχος, συζητώντας μέ τό Νέστορα γιά τήν έ- πιστροφή τοϋ πατέρα του, δηλώνει απογοητευμένος ότι δέν πιστεύει πλέον πώς 0ά γυρίσει, άκόμα καί άν τό θελήσουν οί θεοί. Τά γεγονότα φαίνεται έδώ νά διαμορφώνονται ά­σχετα άπό τή θεϊκή βούληση:

«ώ γέρον, οϋ πω τούτο έπος τελέεσθαι όΐω· λίην γάρ μέγα είπες· άγη μ’ έχει. ονκ άν έμοί γε έλπομένφ τά γένοιτ’, ούδ’ ε ’ι θεοί ώς έθέλο ιεν»^ .

Ή άρχική εικόνα γιά τούς θεούς, όπως παρουσιάζεται στά εργα τού Ησιόδου, είναι άπαισιόδοξη, δεδομένου ότι άνάμεσά τους δέν έπικρατεί κανένα αίσθημα δικαιοσύνης. Εκείνο πού κυρίως τούς ένδιαφέρει είναι ή κατάληψη τής έξουσίας, πράγμα τό όποιο επιτυγχάνουν εϊτε διά τής βίας εϊτε διά μέσου συνωμοσιών.

’Έτσι ή ιστορία τού κόσμου άρχιζει μέ τή συνωμοσία τής Γής πού συμμαχεί μέ τό γιό της Κρόνο ένάντια στόν πατέρα Ούρανό, ό όποιος έκρυβε τά παιδιά του, άμέσως μετά τή γέννησή τους, στά κατάβαθα τής γής148, καί οί συνωμοσίες τών θεών συνεχίζονται, όταν ή Ρέα, κόρη τού Ούρανού καί τής Γής, έξοργισμένη εναντίον τού Κρόνου πού κατάπινε τά

146. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Μ', 237-243. Στό άνωτέρω χωρίο ό ‘Έκτωρ λέει στόν Πολυδάμαντα τά έξης: «σύ μέ προτρέπεις νά πείθομαι στά πουλιά πού άπλώνουν τίς φτερούγες τους- όμως αύτά έγώ καθόλου δέν γυρίζω νά κοιτάξω, ούτε μέ ένδιαφέρει άν πετούν πρός τά δεξιά, πρός τήν άνατολή καί τόν ήλιο ή πρός τά άριστερά, πρός τήν ομιχλώδη δύση ένας είναι ό άριστος οιωνός: ή άμυνα τής πατρίδας».

147. ΟΜΗΡΟΥ, Όδύσσεια, γ', 226-228.148. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 154-189.

Page 74: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

84

νεογέννητα παιδιά τους, κατέστρωσε μαζί μέ τούς γονείς της ένα σχέδιο. Κατέφυγε στή Λύκτο τής Κρήτης, δπου γέννησε χωρίς νά τήν άντιληφθεΐ ό Κρόνος τόν Δία τόν όποιο ή Γή έκρυψε σέ μιά σπηλιά, ένώ έδωσε στόν πατέρα του νά κα­ταπιεί άντί γι’ αύτόν ένα σπαργανωμένο λιθάρι. Ό νεαρός θεός μεγάλωσε μέ τίς φροντίδες τής Γής, μέχρις ότου νίκησε μέ τή δύναμή του τόν Κρόνο καί πήρε αύτός τήν έξουσία στά χέρια του149.

Ή απαισιόδοξη άντίληψη γιά τούς θεούς έπεκτείνεται στά ήσιόδεια κείμενα καί σέ ό,τι άφορά τίς σχέσεις τους μέ τούς άνθρώπους: οί ’Ολύμπιοι κατευθύνουν ώς τήν τελευταία της λεπτομέρεια τήν άνθρώπινη ζωή. Γνωρίζουν τά πάντα καί κα­νένας δέν μπορεί νά κάνει κάτι χωρίς νά τόν άντιληφθούν150.

Καί γενικά σέ κάθε άνθρώπινη έκδήλωση - άπό τήν ό­χλοβοή τοΰ πολέμου ώς τίς συζητήσεις στήν άγορά, τούς ά- θλητικούς άγώνες, τήν άγροτική ζωή ή τήν καλλιτεχνική δη­μιουργία - κάποιος θεός βρίσκεται παρών. Ή θεϊκή όμως αύτή παρέμβαση είναι συνήθως ευνοϊκή γιά τούς άνθρώ­πους151, μετατρέποντας τήν άρχική άπαισιοδοξία σέ έλπιδο- φόρο μήνυμα. Τό κυριώτερο δέ είναι ότι σέ άρκετές περι­πτώσεις ή άπόσταση μεταξύ θνητών καί άθανάτων έξαφα- νίζεται τελείως. Ό άνθρωπος άντιμετωπίζει πλέον τή θεότητα αισιόδοξα ώς ϊσος πρός ϊσον.

149. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 460-506. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, σ. 49-52.

150. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 36-39, 369-370, 613-616.151. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 81-82, 93-96, 316-318, 430-452, 526-534,

901-903, 924-926, 950-955· Έ ργα καί Ήμέραι, 3-8, 225-237, 379-380, 473-476· Άσπίς Ήρακλέονς, 68-71, 89, 98-99, 122-127, 148, 197-200, 219-220, 244, 249-270, 297, 313, 318-320, 325-344, 383-385, 443-456· Ήοίαι, 7 (14), 41 (103).

Page 75: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

85

’Έτσι πολλές φορές οί θεοί δημιουργούν ολόκληρες γενιές άνθρώπων ή τούς βοηθούν στήν οχύρωση τής πόλης τους152. Κάποτε μάλιστα ή σχέση αύτή γίνεται άκόμη στενώτερη, όταν οί θεοί σμίγουν μέ θνητές ή οί θεές μέ ήρωες. Υπήρξε μά­λιστα μιά έποχή, κατά τήν όποία οί θεοί έτρωγαν καί έπιναν μαζί μέ τούς άνθρώπους153.

Παρ’ όλ’ αύτά ή άπαισιοδοξία δέν άργεί νά έπανέλθει στά ήσιόδεια κείμενα. Διηγείται λοιπόν ό ποιητής ότι οΐ θεοί είναι υπεύθυνοι γιά τίς άνθρώπινες συμφορές, γιατί ό Ζεύς - οργισμένος έναντίον τού Προμηθέως καί τών θνητών, όταν ό θεός έκλεψε άπό αύτόν τό πύρ γιά νά τό δώσει στούς άνθρώπους - έπλασε τήν Πανδώρα καί τή χάρισε στόν Ε ­πιμηθέα, φέρνοντας έτσι διά μέσου τού θεϊκού αύτού δολώ­ματος στούς άνθρώπους όλων τών είδών τά βάσανα154. Ά ­κόμα καί ή εργασία παρουσιάζεται ώς θεϊκή τιμωρία, γιατί συνοδεύεται άπό τό μόχθο155.

Αισιοδοξία καί άπαισιοδοξία εναλλάσσονται συνεπώς στά ήσιόδεια κείμενα. Βλέπουμε π.χ. ότι λίγο μετά οί θεοί έμφανί- ζονται ώς οί ύπέρτατοι εγγυητές τής δικαιοσύνης καί τής ήθικής, τιμωρώντας σκληρά έκείνους πού τούς αψηφούν156, καί όσους

152. ΗΣΙΟΔΟΥ, Ήοίαι, 48 (115), 49 (116).153. ΗΣΙΟΔΟΥ, Ήοίαι, 35 (82).154. ΗΣΙΟΔΟΥ, "Εργα και Ήμέραι, 42-105' Θεογονία, 565-616-

Ibid. 313-315, όπου άναφέρεται ότι ή "Ηρα έθρεψε τή Λερναία "Υδρα γιά νά τή στρέψει έναντίον τοΰ Ήρακλέους, δείχνοντας έτσι πόσο τρομερή είναι ή έχθρότητα τών θεών. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, σ. 54.

155. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, 42-46. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστο­ρία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, σ. 54, 59-60.

156. Ό Ησίοδος άναφέρει γιά παράδειγμα τόν Κύκνο πού λήστευε όσους πήγαιναν στήν Πυθώ εκατόμβες γιά τόν ’Απόλλωνα, προκαλώντας

Page 76: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

είναι άνήθικοι ή δέν σέβονται τούς ξένους, τούς φίλους, τούς αδελφούς καί τούς γονείς τους157.

Τό σημαντικότερο όμως δείγμα αισιοδοξίας όσον αφορά τίς σχέσεις άνθρώπων καί θεών βρίσκεται στή διήγηση τής μάχης τού Ήρακλέους μέ τόν Κύκνο. Ό ήρωας, άφού σκό­τωσε τόν άντίπαλό του, ρίχνεται μέ καρδιά γεμάτη θάρρος έναντίον τού ’Άρη πού τόν είχε ύποστηρίξει. “Υστερα μά­λιστα άπό σκληρό άγώνα, κατορθώνει νά τόν πληγώσει καί νά τόν τρέψει σέ φυγή158. Αξιοσημείωτο είναι δέ ότι ό ά- τρόμητος θεός τού πολέμου καταλαμβάνεται άπό πανικό: «Τφ δέ Φόβος καί ΑεΙμος έύτροχον άρμα καί ίππους / ή- λασαν alip’ έγγύς, καί άπό χθονός εύρυοδείης / ές δίφρον θήκαν πολυδαίδαλον»159. Ό άνθρωπος, μέσα άπό τή μυθική αύτή διήγηση άναδεικνύεται πολλαπλά άνώτερος τού θεού: α) τολμά νά τόν άντιμετωπίσει ώς αντίπαλο· β) τόν νικά, άρα παρουσιάζεται ισχυρότερος άπ’ αύτόν καί γ) τού δημιουργεί πανικό πού μόνο ό δυνατώτερος προκαλεί στόν άσθενέστερο.

Ή αισιοδοξία έδώ υπερβαίνει κάθε μέτρο καί θά έφθανε τά όρια τής άσέβειας α) άν δέν ύπηρετούσε τήν υπέρτατη ’ιδέα τής δικαιοσύνης (ό Ηρακλής εΐχε τό δίκαιο μέ τό μέρος του γιατί ό Κύκνος έπιτέθηκε πρώτος έναντίον του καί έπί πλέον λήστευε τούς προσκυνητές τού Απόλλωνος)160 καί

τήν όργή τοϋ θεού, ό όποιος άφού βοήθησε τόν Ηρακλή νά τόν σκο­τώσει, έσβησε όλότελα τόν τάφο του, πλημμυρίζοντάς τον μέ μπόρα ( Άσπίς Ήρακλέους, 477-480). Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, σ. 54-55, 59.

157. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, 182-187.158. ΗΣΙΟΔΟΥ, Άσπίς Ήρακλέους, 424-466.159. Ibid. 463-465.160. ΗΣΙΟΔΟΥ, Άσπίς Ήρακλέους, 350-351: «Κύκνε πέπον, τί νυ

86

Page 77: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

87

β) άν ή Παλλάς δέν ωθούσε τόν ήρωα νά καταδιώξει τόν ’Ά ρη161. Στό ’ίδιο κλίμα εντάσσεται καί ή διήγηση άλλης μιάς ήττας τοΰ Ά ρη άπό τόν Ηρακλή στήν Πύλο, όπου ό ήρωας λάβωσε μέ τό κοντάρι του καί έρριξε τό θεό κατά γής162.

Τό πρωταρχικό όν άπό τό όποιο πηγάζουν όλα τά άλλα, κατά τούς Πυθαγόρειους, είναι ή Μονάδα ή όποία σέ συν­δυασμό μέ τό άπειρο, γεννά τούς άριθμούς. Άπό αύτούς προέρχονται διαδοχικά τά σημεία, οι γραμμές καί κατόπιν οι επιφάνειες καί τά στερεά σώματα: «φαίνονται δή καί ούτοι τόν άριθμόν νομίζοντες αρχήν είναι... τόν δ’ άριθμόν έκ τοϋ ένός, άριθμούς δέ, καθάπερ εϊρηται, τόν δλον ούρανόν

Ά πό τήν άποδοχή τοΰ Ένός ώς άρχής όλων τών όντων άπορρέει μιά συγκροτημένη αισιοδοξία. Ά φ ’ ένός μέν πρό­κειται γιά μιά μαθηματική οντότητα, δηλαδή κάτιτό οικείο στήν

νώιν έπίσχετον ώκέας 'ίππους / άνδράσιν, ο'ί τε πόνου καί όιζύος ΐδριές εϊμεν ;» («Φίλε Κύκνο, γιατί οδηγείς τά γρήγορα άλογά σου εναντίον μας; γνωρίζουμε κι’ εμείς τόν πόλεμο»). Ibid. 477-480.

161. Ibid. 332-337.162. Ibid. 359-367.163. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μετά τά φυσικά, Α5, 986 a 15. "Ολοι οί

Πυθαγόρειοι συμφωνούν ώς πρός τό σημείο αύτό πού άποτελεΐ τή βάση τής διδασκαλίας τους (Βλέπε ’ιδιαίτερα τίς άπόψεις τού Φι­λολάου τοΰ Κροτωνιάτη καί τοΰ ’Αρχύτα τοΰ Ταραντίνου). Βλέπε έπίσης ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, VP, Βίοι Φιλοσόφων ( Vitae Phi- losophorum, Recognovit brevique adnotatione cri- tiqua instruxit J. S. Long, Tomus, I, II, Oxford, 1966), VII, 85. ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Έκλογαί (Ioannis Stobaei, Eclogarum Physicarum et Ethi-carum, libri duo, recensuit Augustus Meineke, Lipsiae, Teubner, 1860), Vol. I, 21 b-c. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Σχόλια εις τά Φυσικά τοϋ Άριστστέλους (SIM­PLICIUS, On Aristotle's Physics, Translated by J. O. Urmson, Ithaca, New York, Cornell University Press, 1992), 467, 26.

Page 78: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

88

ανθρώπινη νόηση καί ουδέποτε εχθρικό (όπως έμφανίζονται ένίοτε οί ’Ολύμπιοι θεοί) έναντι τών θνητών, άφ’ έτέρου όμως είναι κάτι πολύ άψηρημένο πού δέν μπορεΐ νά έξασφαλίσει τήν προσωπική έπικοινωνία μέ τόν άνθρωπο, έπικοινωνία πού παρείχαν ορισμένες θεότητες.

Ή ιδέα πού σχημάτισε ό Ξενοφάνης ό Κολοφώνιος γιά τό θείο είναι άπό τίς πλέον φωτεινές καί αισιόδοξες συλλή­ψεις τού έλληνικοΰ πνεύματος καί σηματοδοτεί ενα έξαιρε- τικά υψηλό επίπεδο θρησκευτικής σκέψης, άγνωστο γιά τά ώς τότε δεδομένα τής εποχής. Τό άπόλυτο όν τού φιλοσόφου είναι ένα, τελείως διαφορετικό άπό τούς άνθρώπους, σύμ­φυτο μέ τόν κόσμο, άγέννητο, άνώλεθρο καί κυρίαρχο σέ κάθε τι. Ένώ ό ξενοφάνειος θεός παραμένει άκίνητος, τρα­ντάζει τά πάντα μέ τό νού του, καλύπτοντας όλο τό σύμπαν μέ τό βλέμμα, τήν άκοή καί τή σκέψη του:

«εΐς θεός, εν τε θεοίσι καί άνθρώποισι μέγιστος, οϋτι δέμας θνητοϊσιν όμοίιος ουδέ νόημα»164 ...«αίεί δ ’ έν ταύτφι μίμνει κινούμενος ούδέν ούδέ μετέρχεσθαί μιν έπιτρέπει άλλοτε άλλη»165 ...«άλλ’ άπάνευθε πόνοιο νόου φρενί πάντα κραδαί­νει»166 _«ούλος όρά, ούλος δέ νοεί, ούλος δέ τ’ άκούει»167.

164. VS, Β 22 [CLEM Strom. V 109], Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρα­τική φιλοσοφία, σ. 66-67.

165. VS, Β 26 [S1MPL. Phys. 23, 10].166. VS, Β 25 [SIMPL. Phys. 23, 19].167. VS, Β 24 [SEXT. adv. math. IX 144], Ό θεός τοϋ Ξενοφάνους,

αντίθετα μέ τίς ολύμπιες θεότητες, δέν μοιάζει σέ τίποτα μέ τούς άνθρώπους:«οϋτι δέμας θνητοϊσιν όμοίιος

Page 79: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

89

Παρά δέ τό γεγονός ότι ό θεός αύτός είναι κυρίως μιά κοσμική άρχή, ή υπέρτατη μονάδα, ένας παγκόσμιος νους πού ορίζει τούς νόμους τού σύμπαντος καί όχι μιά προσωπική θεότητα, εν τούτοις παρέχει τήν αίσθηση τής άσφάλειας στόν άβέβαιο άνθρωπο, άφού τόν παρακολουθεί σέ κάθε του βή­μα, ρυθμίζοντας τά πάντα μέ τάξη καί μέτρο καί άποτελώντας τήν τέλεια καθοδηγητική δύναμη πού έγγυάται τήν ένότητα όλων τών όντων:

« εις θεός, έν τε θεοίσι καί άνθρώποισι μέγιστος»^.

Ό άνθρωπος μπορεί νά έλπίζει στήν άθανασία τής ψυχής του, έφ’ όσον αύτή άνάγεται στό αιώνιο θεϊκό όν πού περιέχει όλα όσα ύπάρχουν καί έπί πλέον νά αίσιοδοξεϊ ότι άν είναι ενάρετος θά άνταμειφθεΐ άπό ένα θεό πού βλέπει καί άκούει τά πάντα. Ή ξενοφάνεια άντίληψη τού θείου εΐναι ή όρθο- λογικώτερη ώς έκείνη τήν εποχή προσπάθεια προσέγγισής του. Ή θεολογία τού Κολοφώνιου στοχαστή «συνιστά ένα προηγμένο πρώιμο ελληνικό διαφωτισμό»169.

Τό άνώτατο θεϊκό όν κατά τόν Ηράκλειτο έχει ώς κύριες ίδιότητές του τή σοφία καί τήν ένότητα. Τόσο ή μιά όσο καί ή άλλη μάς έπιτρέπουν κάθε δυνατή αισιοδοξία, γιατί ένα σοφό άνώτατο όν κυβερνά τά πάντα μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο. Ή ένότητα τού θείου πάλι δηλώνει τήν άναγωγή όλων τών πραγμάτιον σ’ αύτό:

ούδέ νόημα» (VS, Β 23).168. VS, Β 23 [CLEM. Strom. V 109],169. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 67.

Page 80: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

90

«εν τό σοφόν μοϋνον λέγεσθαι ούκ έθέλει καί έθέλει Ζηνός όνομα»170.

Πρόκειται γιά μιά ένότητα πού περιλαμβάνει καί συμφι­λιώνει όλα τά ζεύγη τών άντιθέτων: «ό θεός ήμερη εύφρόνη, χειμών θέρος, πόλεμος ειρήνη, κόρος λιμός»111. Μάς οδηγεί έτσι στήν ιδέα τής καθολικότητας, γιατί ένας θεός πού α­πλώνεται σέ όλο τό σύμπαν έμπεριέχει τό κάθε τι πού ύπάρ- χει. Ό άνθρωπος α’ισιοδοξεί έτσι ότι ό θεός βρίσκεται κοντά του, παρέχοντάς του εύτυχία καί συμφιλιώνοντας τό φαινο­μενικά άντιμαχόμενο σύμπαν.

Παρόλ’ αύτά ή άπαισιοδοξία εμφανίζεται σέ κάποια ή- ρακλείτεια άποσπάσματα, τά όποία τονίζουν τίς άξεπέραστες άντιθέσεις πού ύπάρχουν άνάμεσα στό θεϊκό όν καί τόν άν­θρωπο:

«ήθος γάρ άνθρώπειον μέν ούκ έχει γνώμας, θειον δέ έχεί»172 ή «τώι μέν θεώι καλά πάντα καί άγαθά καί δί­καια, άνθρωποι δέ ά μέν άδικα ύπειλήφασιν ά δέ δί­καια»11̂ .

’Αντίθετα μέ όσα ό φιλόσοφος ειχε υποστηρίξει στό άπό- σπασμα 67, όπου ό θεός παρουσιαζόταν ώς ένα όν τό όποιο περιελάμβανε τά πάντα, έδώ τό ύπέρτατο όν φαίνεται νά

170. VS, Β 32 [CLEM. Strom. V 116]. 'Υπάρχει ώστόσο καί τό ά- πόσπασμα Β 108, τό όποίο δηλώνει ότι τό «σοφόν έστι πάντων κε- χωρισμένον ». ’Ίσως αύτό νά σημαίνει ότιτό θείο, ένώ άποτελεΐ τό σύνδεσμο όλων τών πραγμάτων, παραμένει έν τούτοις κάτι τελείως διαφορετικό άπό αύτά, κάτι άπόμακρο πού μόνο όταν εκείνο θέλει τά πλησιάζει.

171. VS, Β 67 [HIPPOL. IX 10].172. VS, Β 78.173. VS, Β 102.

Page 81: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

91

μήν έχει στενή σχέση μέ τόν άνθρωπο, τουλάχιστον ώς πρός τήν περιοχή τής ήθικής: όσα γιά τόν άνθρωπο είναι σχετικά (τό ώραίο, τό άγαθό, τό δίκαιο) γιά τό θεό είναι άπόλυτα, χωρίς νά έμφανίζουν ποτέ τήν άρνητική τους πλευρά.

’Ίσως όμως τά τελευταία άποσπάσματα υποδηλώνουν μό­νο τή διαφορά άνάμεσα στή θεϊκή καί τήν άνθρώπινη υπό­σταση, διαφορά πού δέν έμποδίζει τήν ένωση τού άνθρώπου μέ τό θεό. Στήν περίπτωση αύτή δέν πρέπει νά μιλάμε γιά άπαισιοδοξία, άλλά γιά έπίγνωση τής θέσης μας άπέναντι τού θείου.

Ή έννοια τού όντος παίρνει στόν Παρμενίδη ξεχωριστή σημασία. Ό Έλεάτης στοχαστής - πού θεωρήθηκε ό Ιδρυτής τής οντολογίας - καθιέρωσε τήν άφηρημένη λογική σκέψη ώς τό κατ’ έξοχήν εργαλείο τής έρευνας καί κατά συνέπεια τήν άρχή ότι ό νούς πρέπει νά λειτουργεί άσχετα άπό τά εξωτερικά γεγονότα174, άποψη πού συνεπάγεται καί μιά ά- ντίστοιχη ιδιαίτερα αισιόδοξη άντίληψη τού όντος.

Τό παράδοξο στήν παρμενίδεια φιλοσοφία είναι ότι ένώ σ’ αύτήν κυριαρχεί ή ιδέα ενός έντελώς άφηρημένου άπο- λύτου όντος, ύπάρχει παράλληλα ή πίστη σέ μιά προσωπική θεότητα πού οδηγεί τό στοχαστή σέ κάθε του βήμα (έκτός άν αύτή άποτελεί μόνο ένα σύμβολο). 'Οπωσδήποτε πάντως τόσο τό άφηρημένο, άπόλυτο όν όσο καί ή ευμενής θεότητα, άποτελούν έκφραση μιάς αισιόδοξης άντίληψης. ’Επειδή δέ

174. FR. NIETZSCHE, Ή γέννηση τής φιλοσοφίας στά χρόνια τής ελληνικής τραγωδίας, Μετάφραση καί σχόλια Αίμ. Χουρμούζιου, Έκ- δοση τρίτη, ’Αθήνα, έκδόσεις Μάρη καί Κοροντζή, 1975, σ. 65, όπου άναφέρεται ότι ό Παρμενίδης «έφθασε στήν πιό καθαρήν άφαίρεση ... χωρίς καμμιάν επαφή μέ τήν πραγματικότητα».

Page 82: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

92

καί, οι δύο αύτές άρχές υπάγονται στήν έννοια τού όντος θά έξετάσουμε τόσο τή μιά όσο καί τήν άλλη.

1. Ή προστάτιδα θεά

Ό Παρμενίδης στόν Πρόλογο τού Περί φύσεως ποιήματος του μάς περιγράφει τό ταξίδι του άπό τή Νύχτα πρός τήν Η μέρα καί συγκεκριμένα στό δρόμο τοΰ "Ηλιου, ό όποιος οδηγεί στή γνώση. Στό τέλος τής πορείας του τόν ύποδέχεται μιά θεά, ή όποία τού υπόσχεται νά τού διδάξει τά πάντα: τήν άλήθεια άλλά καί τίς ψευδείς γνώμες τών άνθρώπων:

«Καί με θεά πρόφρων ύπεδέξατο, χεΐρα δέ χειρί δεξιτερήν έλεν, ώδε δ’ έπος φάτο καί με προσηϋδα·

...,χρεώ δέ σε πάντα πυθέσθαιήμέν Άληθείης ενκυκλέος άτρεμές ήτορήδέ βροχών δόξας, ταΐς ονκ ένι πίστις άληθής.άλλ ' έμπης καί ταϋτα μαθήσεαι, ώς τά δοκοϋνταχρήν δοκίμως είναι διά παντός πάντα περώντα»175.

Παρατηρούμε ότι ή σχέση θνητού - θεάς είναι έδώ πολύ φιλική. Ή παρμενΐδεια θεότητα δέν είναι καθόλου άπόμακρη ή επίφοβη. Ά π ’ έναντίας ύποδέχεται τόν ποιητή μέ θερμά λόγια, τείνοντάς του τό χέρι. Έπί πλέον τού χαρίζει τό πιό πολύτιμο δώρο : τή γνώση τής Αλήθειας. ’Έχουμε έδώ τό πιό έλπιδοφόρο μήνυμα: ό θεός βρίσκεται κοντά σέ όσους τόν άναζητούν μέ καθαρή ψυχή καί δίκαιο αίτημα καί είναι πρόθυμος νά τούς διδάξει τά πάντα.

2. Τό απόλυτο ον

Οί παρμενίδειες άπόψεις γιά τό άπόλυτο όν βασίζονται

175. VS, Β1, 22-32.

Page 83: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

93

στό αξίωμα ότι αύτό δέν μπορεϊ νά γίνει άντικείμενσ τών αισθήσεων, άλλά συνάγεται άπό μιά σειρά ορθολογικά θε­μελιωμένων έπιχειρημάτων. Εκείνο πού πρέπει νά προσέ­ξουμε είναι ή βεβαιότητα πού έχει ό φιλόσοφος σχετικά μέ τήν ύπαρξή του καί έπομένως ή αισιόδοξη πεποίθηση ότι τά πάντα άντλούν άπό αύτό τό άπόλυτο Είναι τήν ουσία καί τήν αίωνιότητά τους.

Ό φιλόσοφος είναι τόσο σίγουρος ότι τό όν ύπαρχει, ώστε δέν διστάζει νά τού άποδώσει καί συγκεκριμένα χαρακτη­ριστικά. Μάς λέει έτσι ότι αύτό εΐναι: α) εν, αιώνιο, άναρχο καί άφθαρτο176- β) συνεχές καί άδιαίρετο177-γ) άκίνητο, πάντα ίδιο μέ τόν εαυτό του 178 καί όριοθετούμενο

άπό πέρατα179- δ) άπαραίτητη προϋπόθεση τής σκέψης180 καί ε) μιά τέλεια, ολοστρόγγυλη σφαίρα181.

Ή παρμενίδεια μεταφυσική εΐναι διπλά αισιόδοξη: α) δέχεται τήν ύπαρξη ενός άφθαρτου, άπόλυτου Εΐναι, τό

όποίο συμπαρασύρει στή γαλήνια αίωνιότητά του τό πε­περασμένο άνθρώπινο όν καί

β) άρνεΐται κάθε μορφή μή όντος, άρα καί τό θάνατο, έλπί- ζοντας έτσι ότι έξασφαλίζει τήν άθανασία182. Γιά νά τό πετύχει όμως αύτό έπρεπε ν’ άδιαφορήσει στίς μαρτυρίες

176. VS, Β 8, 1-10 (Clem. Strom., V 113).177. VS, Β 8, 22-25.178. VS, Β 8, 29.179. VS, Β 8, 26-33.180. VS, Β 8, 34-41.181. VS, Β 8, 42-49.182. VS, Β 6, Β 7. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Σοφιστ\\ς, 258 a - b. J. ZAFI-

ROPOULO, L’ Ecole Eleate, Paris, Les Belles Lettres, 1950, σ. 83.

Page 84: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

τών αισθήσεων καί νά τίς χωρίσει βίαια άπό τήν άφηρημένη σκέψη 183, πράγμα πού δημιουργεί πολλά προβλήματα.

Ό ’Εμπεδοκλής, παρουσιάζοντας μιά θεωρία πολύ πιό αισιόδοξη άπό έκείνη τών προκατόχων του ώς πρός τό θέμα τού άπολύτου δντος, δέχεται οχι μιά άλλά πολλές κατηγορίες θεών. Τό κοινό χαρακτηριστικό όλων αύτών τών θεών ή ο­ντοτήτων είναι ότι προϋπήρξαν τού άνθρώπου, συνεχίζουν δέ νά ύπάρχουν καί μετάτό θάνατό του184. Μπορούμε λοιπόν νά ονομάσουμε θεούς ή αιώνια όντα στή φιλοσοφία τού Έ- μπεδοκλέους:1) Τά τέσσερα ριζώματα.2) Τή Φιλότητα καί τό Νεΐκος 185.

94

183. Fr. NIETZSCHE, Ή γέννηση τής φιλοσοφίας στά χρόνια τής ελληνικής τραγωδίας, Μετάφραση καί σχόλια Αίμ. Χουρμούζιου, Έ κ­δοση τρίτη, ’Αθήνα, Εκδόσεις Μάρη καί Κοροντζή, 1975, σ. 65-75. Βλέπε έπίσης VS, Β 6, 3-9, όπου ό φιλόσοφος άποκαλεΐ τούς θνητούς «κωφούς» καί «τυφλούς» γιατί θεωρούν άληθινά όσα βλέπουν καί όσα άκούνε. Εισάγει έτσι τήν έννοια μιάς άλλης άόρατης πραγματι­κότητας πού κρύβεται πίσω άπό τά άπατηλά φαινόμενα τών αισθή­σεων. Κ. REINHARDT, Parmenides und die Geschichte der griechischen Philosophie, Vitorio Klostermann, Frankfurt am Main, Zweite Auflage, 1959, σ. 79-80. S. AUSTIN, Parmenides, Being, Bounds and Logic, New Haven and London, Yale University Press, 1986, σ. 34-43. Βλέπε καί τό άντίστοιχο κεφάλαιο περί φύσεως τού παρόντος έργου.

184. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 257. Στήν άνωτέρω άπαρίθμηση δέν περιλαμβάνονται οι θεοποιημένες έννοιες τής καθημερινής ζωής πού άναφέρονται σέ ορισμένα άπο- σπάσματα τού Έμπεδοκλέους (Β 121, Β 123) γιατί αύτές - όπως γιά παράδειγμα ό Φόνος, ό Κότος, oi Κήρες, οί Νόσοι, ή Εύναίη, ή Έ - γερσις κ.ά. - δέν καταλαμβάνουν τίς άνώτερες βαθμίδες τής κοσμο­λογίας του.

185. VS, Β 6, Β 17, Β 26.

Page 85: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

95

3) 'Ορισμένα προϊόντα τών ριζωμάτων, όπως είναι οί «θεοί δολιχαίωνες τιμήισι φέριστοι »186 (θεοί που ζοΰν έπί μα­κράν καί τιμώνται πολύ).

4) Τόν Σφαΐρο πού περιλαμβάνει τά ριζώματα, τέλεια ενω­μένα μεταξύ τους, χάρις στή φιλότητα (VS, Β 28).

5) τήν «ίερήν καί άθέσφατον φρήνα »187 (τόν ιερό καί άρρητο νοΰ).Τά θεϊκά αύτά όντα τοΰ Άκραγαντίνου σοφού βρίσκονται

j κοντά στούς θνητούς, γιατί άποτελοΰν τήν άρχή άπό τήν ό- ! ποια δημιουργήθηκαν οί άνθρωποι καί τό τέλος, στό όποιο

αύτοί θά καταλήξουν. Έπί πλέον εΐναι εύκολα προσεγγίσιμα άπό τήν άνθρώπινη νόηση.

Παρά τό ότι ό ’Αναξαγόρας θεωρεί τά σπέρματα ώς τά ; πρώτα συστατικά στοιχεία τού σύμπαντος, τοποθετεί τό νού

πάνω άπό κάθε τι πού υπάρχει. Ά ρ α αύτός άποτελεΐ γιά τόν Κλαζομένιο φιλόσοφο τό άπόλυτο όν. Πρόκειται γιά μιά αισιόδοξη σύλληψη τής υπέρτατης δύναμης πού ελέγχει καί ρυθμίζει τά πάντα μέ τόν καλύτερο τρόπο 188.

Ό νούς εΐναι άπειρος, μόνος, χωρίς καμμιά άνάμειξη μέ j άλλα πράγματα. Εΐναι άκόμα ό,τι πιό λεπτό καί καθαρό ύπάρχε ι

καί έπί πλέον παντογνώστης καί παντοδύναμος, ένώ παράλ­ληλα έξουσιάζει κάθε ύπαρξη, ενυπάρχει σέ ό,τι εΐναι ζω-

Ι,Χί). VS, Β 21, 12, Β 23, 17.1X7. VS, Β 134, 4.I «NS. Ό Guthrie υποστηρίζει πώς παρά τό δτι ό ’Αναξαγόρας που-

(Ιι νά δέν άποκαλεί τό νού θεό (όσον άφορά τά σωζόμενα άποσπά- ojtum τού έργου του), έν τούτοις πρέπει νά τόν θεωρούσε κάτι τό

! Οπο (A History of Greek Philosophy, Vol. II, σ. 279). Είναι έπίσης i πιθανό ό νούς τού ’Αναξαγόρα νά ταυτίζεται μέ τήν κοσμική ψυχή

πορ δίνει τή ζωή σέ όλα τά πλάσματα.

Page 86: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

96

ντανό, κινεί καί διακοσμεί τά πάντα189. "Οπως φαίνεται άπό τίς ίδιότητές του ό νους, παρότι διακρίνεται άπό τήν ΰλη (αύτή άποτελεΐται άπό ποικίλα μέρη, ένώ έκεΐνος είναι πάντα όμοιος μέ τόν έαυτό του καί μακριά άπό κάθε τι άλλο), έν τούτοις έχει κάποιες υλικές ιδιότητες (μεγαλύτερος ή μικρό­τερος ώς πρός τήν ποσότητα190, «λεπτότατος» καί «καθαρώ- τατος»191)· αύτό όμως άφ’ ένός μέν εντάσσεται στό κλίμα σκέψης όλων τών προκατόχων του, άφ’ έτέρου δέ όχι μόνο δέν άμβλύνει, άλλά άπεναντίας ένισχύει τήν αισιοδοξία πού άπορρέει άπό τή φιλοσοφία του, δεδομένου ότι ή λεπτότατη καί καθαρώτατη ούσία είναι κάτι πιό συγκεκριμένο καί προ­σιτό σέ μάς άπό μιά έντελώς άσώματη οντότητα.

Ό Δημόκριτος, κατά τόν Σέξτο τόν Εμπειρικό, πίστευε ότι ο'ι άνθρωποι δημιούργησαν τούς θεούς τρομοκρατημένοι άπό τά φυσικά φαινόμενα («βροντάς καί άστραπάς κεραυ­νούς τε καί άστρων συνόδους ήλιου τε καί σελήνης έκλεί- ψεις») πού δέν μπορούσαν νά έξηγήσουν (VS, Α 75). Πρό­κειται γιά μιά άπαισιόδοξη διδασκαλία, στην όποία τό θείο

189. VS, Β 11, Β 12, Β 13. Ή έννοια τής κίνησης παίζει σημαντι- κώτατο ρόλο στήν κοσμολογία τοΰ ’Αναξαγόρα γιατί συντελεί στήν έξέλιξη τοΰ σύμπαντος. Συγκεκριμένα ό νοΰς προκάλεσε, κατά τό φιλόσοφο, πάνω στήν πρωταρχική άμορφη μάζα μιά περιστροφική κίνηση ή όποία άπλώθηκε προοδευτικά σέ όλο μεγαλύτερη έκταση τής ύλης, επιταχυνόμενη συνεχώς καί συντελώντας έτσι στό διαχωρι­σμό τών διαφόρων στοιχείων, καθώς καί στή διαμόρφωση ξεχωριστών σωμάτων (VS, Β 12, Β 13). Βλέπε έπίσης Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρα­τική φιλοσοφία, σ. 164-166.

190. VS, Β 12 (τέλος): «νοϋς δέ πάς όμοιος έστι καί ό μείζων καί ό έλάττων».

191. VS, Β 12 (SIMPL. Phys. 164, 24).

Page 87: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

97

θεωρείται δημιούργημα τών άνθρώπων καί μάλιστα συνδέε­ται μέ ένα άπό τά πιό δυσάρεστα συναισθήματα: εκείνο τοΰ φόβου.

Υπάρχει όμως καί ένα άλλο χωρίο τού Σέξτου, άρκετά αισιόδοξο αύτή τή φορά (VS, Β 166), στό όποιο άναφέρεται ότι οί άνθρωποι μερικές φορές προσλαμβάνουν ορισμένες εικόνες («είδωλα») άνωτέρων όντων πού θεωρήθηκαν άπό τούς παλαιούς θεοί. 01 εικόνες αύτές άλλοτε είναι άγαθο- ποιές καί άλλοτε κακοποιές, άντιστέκονται στή φθορά («δύ- σφθαρτα ») καί φανερώνουν στούς άνθρώπους τά μέλλοντα «θεωρούμενα καί φωνάς άφιέντα». Ή άπαισιοδοξία δέν λεί­πει όλότελα άπό τό άνωτέρω κείμενο, δεδομένου ότι σ’ αύτό δηλώνεται πώς οί θεοί φέρνουν ενίοτε στούς θνητούς τή δυ­στυχία καί δέν είναι αιώνιοι. Τό σημαντικώτερο δμως στοι­χείο άπαισιοδοξίας είναι ότι οί εικόνες καί οί ήχοι άπευθύ- νονται στίς αισθήσεις, άρα ποικίλλουν άπό άτομο σέ άτομο. Οί δημοκρίτειοι θεοί δέν είναι καθολικοί, άλλά προέρχονται άπό μεμονωμένες, άτομικές έμπειρίες.

Πιό αισιόδοξο φαίνεται τό άπόσπασμα VS, Β 234, όπου ό φιλόσοφος δηλώνει ότι οί άνθρωποι κακώς παρακαλούν τούς θεούς γιά τήν υγεία τους, γιατί οί ίδιοι μόνο είναι υπεύ­θυνοι γιά τή διατήρησή της (όταν άκολουθούν τό σωστό τρό­πο διαβίωσης) ή τήν καταστροφή της (όταν έπιδίδονται σέ καταχρήσεις καί υπερβολές). Προσθέτει όμως, άντιφάσκο- ντας μέ όσα υποστήριξε προηγουμένως καί ύπερβαίνοντας τήν άρχική άπαισιοδοξία του, ότι οί θεοί «διδοϋσι τάγαθά πάντα καί πάλαι καί νϋν» (VS, Β 175), ένώ οί θνητοί τά «κακά καί βλαβερά καί άνωφελέα.... διά νοϋν τυφλότητα καί άγνωμοσύνην»■ ώς φυσική συνέπεια έρχεται καί ή θεμελίω-

Page 88: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

98

ση τής ηθικής στή θρησκεία: οί θεοί άγαποϋν τούς δίκαιους (VS, Β 127).

Οί σοφιστές άρνούνται ώς έπί τό πλείστον τήν ύπαρξη τού απολύτου όντος. Ή απαισιοδοξία τους εκφράζεται κα­θαρά μέσα άπό τήν άποψη δτι πίσω άπό τά φαινόμενα δέν υπάρχει καμμιά άντικειμενική καί μόνιμη πραγματικότητα. Τά πάντα είναι ρευστά καί μεταβαλλόμενα, έφ’ όσον έξαρ- τώνται άπό τόν κάθε μεμονωμένο παρατηρητή: «πάντων χρη­μάτων μέτρον έστίν άνθρωπος...»192.

Ώ ς πρός τό ζήτημα τού θείου ή στάση τους είναι ούδέτερη (ούτε όλότελα αισιόδοξη ούτε άπόλυτα άπαισιόδοξη). Υ πο­στηρίζουν συγκεκριμένα - άκολουθώντας τόν άγνωστικισμό τού Ξενοφάνους193 - ότι δέν γνωρίζουν άν υπάρχουν ή όχι θεοί.

’Έτσι ό Πρωταγόρας άρνείται νά συζητήσει τό θέμα, έ- πειδή δέν μπορεί νά έχει καμμιά βεβαιότητα ώς πρός αύτό, κρίνοντας ότι οί συνήθεις άποδείξεις τής εποχής του περί τής ύπάρξεως θεών (όπως είναι π.χ. ή λατρεία πού τούς ά- ποδίδεται άπό όλους τούς άνθρώπους ή οί εύεργεσίες πού αύτοί θεωρείται ότι προσφέρουν) δέν είναι καθόλου έπαρ- κείς. Έπί πλέον υπάρχουν άνυπέρβλητα έμπόδια στήν έρευνα τού θέματος, όπως είναι ή άβεβαιότητα τού ζητήματος καί ή βραχύτητα τής άνθρώπινης ζωής: «περί μέν θεών ούκ έχω είδέναι, οϋθ’ ώς είσίν οϋθ’ ώς ούκ είσίν οϋθ’ όποιοι τινες ιδέαν πολλά γάρ τά κωλύοντα είδέναι ή τ’ άδηλότης καί βραχύς ών ό βίος τοϋ άνθρώπου »194.

192. ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, VS, Β 1. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 250.193. VS, Β 34.194. VS, Β 4 (DIOG. IX 51). Βλέπε έπίσης ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Θεαίτητος,

Page 89: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

99

Πολύ πιό απαισιόδοξες είναι οί απόψεις τού σοφιστή γιά τήν πραγματικότητα. "Οταν ό άνθρωπος γίνεται μέτρο όλων τών πραγμάτων195, όταν καμμιά διαφορά δέν ύπάρχει άνά- μεσα στά φαινόμενα καί στά όντα, τότε όλα έπιτρέπονται, γιατί κανένας δέν εΐναι σέ θέση νά διαπιστώσει ποιός ύπο- στηρίζει το σωστό καί ποιός κάνει λάθος196. Ό καθένας γί­νεται κριτής τών έντυπώσεών του καί δικαστής τού εαυτού του. Έν τούτοις ό άκραίος αύτός ύποκειμενισμός, καί κατά συνέπεια ή άπαισιοδοξία πού τόν άκολουθεΐ, ύποχωρεΐ άν άποδώσουμε στόν όρο «άνθρωπος» γενική σημασία, άν δη­λαδή έννοήσουμε ότι δέν πρόκειται γιά κάθε μεμονωμένο άτομο, άλλά γιά εύρύτερες κοινωνικές ομάδες197.

Έξ άλλου πολλές φορές ό άνθρωπος-μέτρο δίνει θετική άπάντηση στό έρώτημα περί θεού, βιώνοντας μέ έσωτερικό τρόπο τήν επικοινωνία μαζί του καί ρυθμίζοντας τή συμπε­ριφορά του σύμφωνα μέ όσα εκείνος νομίζει ότι έπιτάσσει. Άλλά καί στήν περίπτωση πού ή άπάντηση εΐναι άρνητική, μπορεί νά ζήσει εύτυχισμένος, άκριβώς όπως ό Σίσυφος, στό έργο τού A. Camus, ό όποιος όχι μόνο ύπομένει άλλά καί άποδέχεται τό μαρτύριό του198. Ή αισιοδοξία στή διδασκα­λία τού Πρωταγόρα εΐναι τελικά παρούσα.

Ό Γοργίας, πιό άπαισιόδοξος άπό τόν Πρωταγόρα, ύπο-

162 d - e.195. Ibid. 151 e - 152 a.196. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 232.197. Th. GOMPERZ, Greek Thinkers, μετ. L. Magnus καί C.G. Berry,

London, 1901-1912, Vol. I, σ. 451. ’Εδώ ή λέξη «άνθρωπος» έρμη- νεύεται: «ή άνθρωπότητα ώς σύνολο».

198. A. CAMUS, Ό μύθος τού Σίσυφου, μετ. Β. Χατζηδημητριού, ’Αθήνα, έκδ. Μπουκουμάνη, σ. 141-164.

Page 90: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

100

στηρίζει δτι τίποτα δέν υπάρχει πραγματικά («ούδέν έστιν»), άρα οΰτε καί τό απόλυτο όν199. Άκόμα καί άν υπήρχε δμως, ό άνθρωπος δέν θά μπορούσε νά τό γνωρίσει. Άλλά καί άν ή γνώση αύτή ήταν δυνατή, δέν θά μπορούσε νά μεταδοθεί σέ άλλους. Κατά συνέπεια τό κυνήγι τής άλήθειας είναι ούτο- πία- τό μόνο πού μάς μένει εΐναι νά προσπαθούμε νά πεί­θουμε τούς άλλους μέ ισχυρά επιχειρήματα καί μέ εύγλωττία δτι ο'ι άπόψεις μας είναι ορθές200.

Ό Πρόδικος, άκολουθώντας τήν άπαισιόδοξη στάση τών προκατόχων του, ισχυρίζεται ότι οί άνθρωποι θεώρησαν θεούς ό,τι τούς ώφελούσε: τόν ήλιο, τή σελήνη, τά ποτάμια, τό πύρ, τό ψωμί καί τό κρασί (VS, Β 5).

Ό Κριτίας, έπίσης άπαισιόδοξος ώς πρός τό θέμα τής ύπαρξης τών θεών, δηλώνει ξεκάθαρα ότι ή θρησκεία εΐναι μιά άπάτη τών κυβερνώντων γιά νά εξασφαλίσουν τήν καλή συμπεριφορά τών ύπηκόων τους. Οί θεοί, κατά τήν άποψή του, όχι μόνο δέν ύπάρχουν, άλλά χρησιμοποιούνται καί ώς τέχνασμα άπό τούς κυβερνώντες προκειμένου νά άναγκα- σθούν οι πολίτες νά μήν άδικούν, φοβούμενοι ότι θά γίνουν αντιληπτοί άπ’ αύτούς καί δτι θά τιμωρηθούν: «...τηνικαντά μοι δοκεΐ....(θεών) δέος θνητοϊσιν έ'ξευρεϊν, όπως εϊη τι δεϊμα τοΐς κακοϊσιν, καν λάθραι πράσσωσιν ή λέγωσιν ή φρονώσί (τι)... ώς έστι δαίμων... νόωι τ’ άκούων καί βλέπων... (τό)

199. VS, Β 3, [SEXT. adv. math. VII 65 ff.], 33-35: «εν μέν καί πρώτον δτι ούδέν έστιν, δεύτερον δτι εί καί έστιν, άκατάληπτον άν- θρώπωι, τρίτον δτι εί καί καταληπτόν, άλλά τοί γε άνέξοιοτον καί άνερμήνεντον τώι πέλας».

200. L. VERSENYI, Socratic Humanism, Yale University Press, London, 1963, σ. 47 κ.έ. W. K. C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 244-247.

Page 91: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

101

δρώμενον δέ πάν ίδείν δυνήσεται. έάν δέ συν σιγήι τι βου- λεύηις κακόν, τοϋ τ’ οΰχί λήσει τούς θεούς»201.

“Οταν αναζητούμε στόν ΙΙλάτωνατό απόλυτο όν, ή ερευνά μας καταλήγει μάλλον στις ιδέες καί κυρίως στήν Ιδέα τού 'Αγαθού, παρά στό θεό. Ό φιλόσοφος πίστευε έξ άλλου ότι αύτές είναι θείες202 καί τίς τοποθετούτε πάνω άπό όλα τά άλλα οντα. ’Έτσι βλέπουμε ότι ό θεός-δημιουργός τού Τι- μαίου, όπως ένας καλός τεχνίτης, κατασκευάζει τόν κόσμο προσβλέποντας πρός τίς ιδέες πού τόν καθοδηγούν: «πρός τό κατά ταύτά έχον βλέπων άεί, τοιούτφ τινί προσχρώμενος παραδείγματι, τήν ιδέαν και δύναμιν αύτοϋ άπεργάζηται»2(β. ’Αλλά καί στό Φαιδρό οί ιδέες βρίσκονται στόν ύπερουράνιο τόπο, ένώ οί θεοί (άκόμα καί ό Ζεύς) μόνο άπό μακριά (άπό «τό εϊσω τοϋ ούρανοϋ»20̂ ) μπορούν νά τίς θεαθοΰν καί νά τίς άγαπήσουν205. Θά εξετάσουμε συνεπώς τήν περί τών ι­δεών πλατωνική θεωρία άπό τήν άποψη τής αισιοδοξίας ή τής άπαισιοδοξίας πού τή χαρακτηρίζει.

Ή περί τών ’Ιδεών θεωρία τού Πλάτωνος206 περιέχει καί αισιόδοξα καί άπαισιόδοξα στοιχεία. Κατ’ άρχήν πρέπει νά χαρακτηρίσουμε ώς άπαισιόδοξη τή συνειδητοποίηση άπό

201. VS, Β 25 [SEXT. IX 54] άπό τό έργο τοΰ Κριτία Σίσυφος σα­τυρικός, 11-23.

202. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 81 a.203. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Τίμαιος, 28 a.204. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 247 e.205. Ibid. 247 d.206. Δέν θά έκθέσουμε έδώ τήν πασίγνωστη θεωρία τοΰ Αθηναίου

φιλοσόφου, γιά τήν όποία τόσα πολλά έχουν γραφεί άπό τήν άρχαιό- τητα ώς τίς μέρες μας. Θά άναφερθοϋμε μόνο σ’ έκεΐνα τά σημεία της πού άπτονται τού θέματός μας.

Page 92: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

102

τόν φιλόσοφο ότι ή ουσία τών Ιδεών τοΰ διέφευγε, γεγονός πού φαίνεται άπό τήν άπουσία πειστικών άποδείξεων καί λογικών έπιχειρημάτων πού θά έπιβεβαίωναν τήν ύπαρξή τους. “Οταν οί συζητητές τών διαλόγων του φθάνουν στά σημαντικώτερα ζητήματα άναγκάζονται νά άρκεστούν σέ έν- δείξεις, μεταφορές καί ύποσχέσεις μιάς διεξοδικώτερης ά- νάπτυξης τού θέματος πού θά γίνει σέ κάποια άλλη, μετα­γενέστερη συζήτηση.

Μάς δίνεται έτσι ή έντύπωση ότι ό άνθρωπος δέν θά μπο­ρέσει ποτέ νά συλλάβει τό άπόλυτο μέ τή λογική του207. Ό ίδιος ό Σωκράτης ομολογεί άλλωστε ότι θά ήθελε οί λόγοι του νά μένουν σταθεροί, άλλά αύτοί κλονίζονται σέ κάθε λογική εξέταση: «άκων είμί σοφός. Έβονλόμην γάρ άν μοι τούς λόγους μένειν καί άκινήτως ίδρϋσθαι »208· «... άλλά τώ όντι αυτός ίλιγγιώ υπό τής τοϋ λόγου άπορίας »209.

Ό καλύτερος τρόπος προσέγγισης τού άπολύτου άπό τόν

207. Βλέπε δλους τούς άπορητικούς διαλόγους. Βλέπε έπίσης Ι.Μ. CROMBIE, An examination of Plato’s doctrines, Vol. II, London, Rout- ledge and Kegan Paul, 1967, σ. 568. J. E. RAVEN, Plato’s thought in the making, Cambridge, Cambridge University Press, 1965, σ. 101. J. BERNHARD, Platon et le materialisme ancien, Paris, Payot, 1971, σ. 44. R. SHAERER, La question platonicienne, Paris, Neuchatel, 1969, σ. 106. V. GOLDSCHMIDT, Les dialogues de Platon, Paris, P.U.F., 1963, σ. 8 1 .1. N. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εισαγωγή στόν Πλάτωνα, σ. 249-250.

208. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Ενθύφρων, 13 d.209. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Λύσις, 216 c. P. SHOREY, What Plato said, Chi­

cago and London, The University of Chicago Press, 1965, σ. 240-241. J. E. RAVEN, Plato’s thought in the making, Cambridge, Cambridge University Press, 1965, σ. 185.

Page 93: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

103

άνθρωπο εΐναι ή πίστη καί ό μύθος. Γι’ αύτό ό Πλάτων μάς μιλάει μέ μυθική, συμβολική ή ποιητική γλώσσα:1) όταν διηγείται τή θέαση τών Ιδεών άπό τήν ψυχή210·2) όταν προσπαθεί νά περιγράψει τό ’Αγαθό, τήν ύπέρτατη

’Ιδέα πού μέ δυσκολία γίνεται άντιληπτή (Πολιτεία, VII 517 b-c), χρησιμοποιώντας τήν είκόνα τού ήλιου211 ή τή σχέση μεταξύ ’Ιδεών καί αισθητού κόσμου έπί τή βάσει τού σχήματος τής γραμμής212.’Από μιά άλλη πάντως οπτική γωνία μπορούμε νά δούμε

τό ζήτημα αισιόδοξα. ’Αρκεί νά μή θεωρήσουμε τή λογική ώς τόν μόνο έγκυρο τρόπο σύλληψης τής άλήθειας. ’Αρκεί νά δεχθούμε ότι ό χώρος τοϋ άπολύτου εΐναι άπρόσιτος σέ κάθε λογική προσέγγιση καί άνοιχτός μόνο σέ όσους δέχονται νά πραγματοποιήσουν τό άλμα πού θά τούς οδηγήσει άπό τό οικείο έπίπεδο τοϋ έμπειρικού στόν ύπερβατικό χώρο τού παράδοξου καί τής άποκάλυψης, όπου κυριαρχεί ή άμεση θέα καί ή εσωτερική βίωση213.

Οι ιδέες άποτελούν γιά όσους τίς προσεγγίζουν κάτω άπό τό πρίσμα αύτό τό θεμέλιο όλων τών πραγμάτων, τίς υπέρ­τατες άξιες πού διασφαλίζουν τήν ειρηνική καί εύτυχισμένη συνύπαρξη τών άτόμων, καθώς καί τή λύση τών ποικίλων ήθικών, μεταφυσικών καί γνωσιολογικών προβλημάτων πού

210. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 247 c - 250 e· Πολιτεία, VII 514 a - 516 a, όπου ό φιλόσοφος χρησιμοποιεί τήν υποβλητική είκόνα τοΰ σπηλαίου καί τών δεσμωτών πού ανέρχονται σταδιακά άπό τό σκοτάδι στό φώς.

211. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, VI 508 a - 511 e.212. Ibid. VII 514 a - 517 a.213. J. MOREAU, Les sens du platonisme, Paris, les Belles Lettres,

1967, σ. 224-225, 238.

Page 94: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

104

άπασχολούν τούς στοχαστές κάθε έποχής. Μέ τόν τρόπο αύτό ιδωμένες άποτελούν τήν πιό έλπιδοφόρα προσπάθεια τοΰ άνθρώπου νά βαστάξει τό βάρος τής ύπαρξής του.

Ή ζωή πάνω στή γή μέ όλες τίς αντιξοότητες πού συνε­πάγεται γίνεται ύποφερτή καί μερικές φορές εύτυχισμένη, άν δεχθοΰμε τήν ύπαρξη ένός νοητοΰ κόσμου πού χρησιμεύει ώς βάση τής ήθικής, τής έπιστημολογίας καί τής οντολογίας καί άποτελεΐ τή σταθερή άρχή τών συνεχώς μεταβαλλομένων καί ετεροκλήτων έμπειρικών δεδομένων. Ό φιλόσοφος, άρ- νούμενος νά δεχθεί τή ρευστότητα τών άξιών καί τών φυσι­κών φαινομένων, άναζητεΐ ένα τόπο πέρα άπό τήν έμπειρική πραγματικότητα καί τό συγκεχυμένο κοινωνικό περιβάλλον, όπου ο'ι άξιες είναι κυρίαρχες καί σταθερές214. Ή ’Ιδέα γ ί­νεται έτσι γιά τόν Πλάτωνα τό τέρμα κάθε άναζήτησης, ή σανίδα σωτηρίας («έκεΐνο τό άσφαλές »215), ή έσχατη καί προσφιλής έλπίδα του.

214. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Ιππίας Έλάσσων, 369 a - 369 d' Ιππίας Μείζων, 286 d - e- Γοργίας, 483 b - 484 a, 517 a· Φαίδων, 74 d - 79 d, 99 c- 102 e, 104 b - 105 b· Συμπόσιον, 207 a - 208 lr Φαιδρός, 246 e - 249 c· Πολιτεία, V 479 a - 499 a, VII 523 e - 524 a, X 602 c - d· Θεαίτητος, 176 a, 189 e· Πολιτικός, 269 d - e, 286 a- Φίληβος, 59 c- d- Τίμαιος, 27 d - 28 a, 48 a - 49 c, 51 d, 52 a· Νόμοι, IX 861 a, 875 a, X 889 e, XII 965 d - e· Έπινομίς, 979 a - c. R. SHAERER, La question platonicienne, Paris, Neuchatel, 1969, o. 155-156. H. F. CHERNISS, The philosophical economy of the theory of ideas, in Plato, A collection of critical essays edited by Gr. Vlastos, N. York, Garden City, 1971, Τόμ. 1, σ. 26. V. DESCOMBES, Le platonisme, Paris, P.U.F., 1971, σ. 182. J. MOREAU, Realisme et idealisme chez Platon, Paris, P.U.F., 1951, a. 16, 26, 99. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Πλατωνική φιλοσοφία, Αθήνα, 1990, σ. 75-76.

215. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 101 d.

Page 95: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Η ΦΥΣΗ

Ή φύση άπσκτά πρωτεύουσα σημασία στή διδασκαλία τών ’Ορφικών, δπως φαίνεται άπό τήν άρχή ήδη τής κοσμογονικής θεολογίας τους: «ϋδωρ ήν έξ άρχής καί ϋλη...»216. Τά φυσικά στοιχεία - άνάμεσα στά όποία κυριαρχεί τό νερό - δέν είναι μόνο παλαιότερα άπό τή μακρά σειρά τών θεών πού άκο- λουθεί (Χρόνος ή Ηρακλής, ’Ανάγκη, ’Αδράστεια, Αιθήρ, Χάος, ’Έρεβος, Ζεύς ή Πάν... Διόνυσος ή Ζαγρεύς), άλλά συνιστούν καί τήν άρχή, άπό τήν όποια προέρχονται αύτοί.

Ό φυσικός κόσμος παρουσιάζεται έδώ οικείος καί φιλι­κός. Οι δυνάμεις πού περικλείει εϊτε προσωποποιούνται εϊτε άνήκουν στήν ίδια οικογένεια μέ τούς θεούς. Κατά συνέπεια μπορούν νά έξευμενιστούν, ένώ παράλληλα άποτελούν γιά τούς θνητούς τήν άρχική πηγή τής ύπαρξής τους217, στήν ό­ποία κάποια στιγμή θά έπανέλθουν. Ή αισιοδοξία τής πα­

216. VS, Β 13.217. ΟΙ άνθρωποι, σύμφωνα μέ τήν ορφική κοσμογονία, προέρχο­

νται άπό τούς θεούς καί συγκεκριμένα άπό τήν αιθάλη τών κατακε- ραυνωθέντων Τιτάνων, οί οποίοι εΐχαν κατασπαράξει τό Διόνυσο (Ο. KERN, Test. II 303). Καί οί θεοί, μέ τή σειρά τους, άνάγονται σέ φυσικά στοιχεία (ύδωρ).

Page 96: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

106

ραπάνω πίστης εΐναι προφανής. Φύση, θεοί καί άνθρωποι άνήκουν στό ϊδιο ενιαίο σύμπαν πού κάθε άλλο παρά εχθρικό εΐναι πρός τόν άνθρωπο.

Δέν πρέπει άκόμη νά ξεχνάμε ότι τό τέλειο πρότυπο τού συμφιλιωμένου μέ τή φύση άνθρώπου είναι ό Όρφεύς. Ό έξαίσιος μουσικός εΐναι τό σύμβολο τής πλέον αισιόδοξης άντιμετώπισης τοΰ φυσικοΰ κόσμου. Αύτός παριστάνεται συ­νήθως άνάμεσα σέ άγρια ζώα πού μαζεύονται γύρω του, μαγεμένα άπό τούς ήχους τής λύρας του. Ή δύναμη τής μου­σικής του ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη πού έφθανε μέχρι τά άψυχα άντικείμενα: «οϋτω δέ Θέλγειν καί κατακηλείν αυτόν ώιδαΐς εΐναι σοφόν, ώς καί Θηρία καί οιωνούς καί δή καί ξύλα καί λίθους συμπερινοστεϊν ύφ’ ηδονής»218.

Ή φύση στόν "Ομηρο εΐναι ολόκληρη θεοποιημένη: τά δάση, οί πηγές, τά λειβάδια, οι βράχοι κατοικούνται άπό θεούς καί νύμφες219. Ό Ωκεανός, τά ποτάμια, ό άνεμος καί ό 'Ήλιος εΐναι θεοί πού έξευμενίζονται ή έξοργίζονται άνά- λογα μέ τίς πράξεις τών άνθρώπων220.

Έδώ έχουμε έπίσης μιά άναμφισβήτητα αισιόδοξη άντί- ληψη περί τού φυσικού κόσμου, ή όποία έχει πολλές εύερ- γετικές συνέπειες γιά τούς θνητούς:α) Ό άνθρωπος δέν φοβάται πιά ύπέρμετρα τόν κόσμο πού

τόν περιβάλλει, έφ’ όσον οί φυσικές δυνάμεις άνάγονται στό θεϊκό βασίλειο πού αύτός μπορεί μέ κάποιους τρόπους

218. Ο. KERN, Test. 54. Πβ. άκόμα όπ.π. Test. 47-51, 56, 93, 97,107, 112, 126-128, 141, 142, 153, 169.

219. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Υ , 8-9.220. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Υ \ 8· Φ', 1-2· Ψ \ 192-218· Όδύσσεια, ε',

443-453· μ', 127-136, 260-263, 322-323, 340-419.

Page 97: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

107

(θυσίες, καθαρμούς, έπψδές, ικεσίες) νά προσεγγίσει ή νά έξευμενίσει221.

β) Νιώθει ότι ή φύση είναι ό οίκος του, κάτι τό φιλικό καί οικείο πού τόν κάνει εύτυχισμένο. Ή συγγένεια μεταξύ τους είναι δεδομένη, όχι μόνο γιατί καί ό ίδιος είναι φυ­σικό όν, άλλά έπίσης γιατί ή φύση κατοικείται άπό τούς τόσο όμοιους μέ αύτόν θεούς,

γ) Ή θεοποίηση τής φύσης συνεπάγεται καί τήν άρμονική σχέση του μαζί της. Δέν πρέπει νά τήν βλάψει γιατί είναι κάτι τό ιερό. Έπί πλέον άν τήν καταστρέψει οι θεοί θά τόν τιμωρήσουν σκληρά γιατί θά όργισθούν έξ αιτίας τού άφανισμοΰ τού χώρου τους222. ’Αντί λοιπόν νά τήν άντι- μετωπίζει έχθρικά, οφείλει νά άνακαλύψει τούς στενώτα- τους καί ποικίλους δεσμούς οί όποιοι τόν συνδέουν μέ όλα τά έμβια όντα, γεγονός πού θά τόν ώφελήσει τά μέ­γιστα καί θά τού χαρίσει τήν ύψιστη εύδαιμονία.

221. Εΐναι π.χ. πιό εύκολο γιά τόν άνθρωπο νά καταπραύνει τήν όργή τού Διός πού ρίχνει τόν κεραυνό («έγχεικέραυνος», «τερπικέ -

ραυνος», «άργικέραυνος») ή τ’ άστροπελέκια («άστεροπητής») παρά νά άντιμετωπίσει τίς άπρόσωπες καί τρομερές φυσικές δυνάμεις.

222. Χαρακτηριστικός είναι ό σχετικός μύθος τού Έρυσίχθονος, ό­πως άναφέρεται στόν Ύ μνο 6 τού Καλλιμάχου (Hymni, ed. R. Pfeiffer, Callimachus, Vol. 2, Oxford Clarendon Press, 1953, Hymn. 6, In Cere- rem pp. 35-40, Cod: 7, 443). Σύμφωνα μ’ αύτόν ό Έρυσίχθων, ό βα­σιλιάς της Θεσσαλίας, έχτιζε παλάτια οτά ώραιότερα μέρη, καταστρέ- φοντας άλύπητα τή φύση. Τό ϊδιο έκανε καί μέ τό ώραιότατο άλσος τής Δήμητρας στήν Κνιδία, παρά τήν έντολή της νά τό σεβαστεί. Ή τιμωρία τής θεάς ύπήρξε φοβερή: τού ένέβαλε τρομερή καί άκόρεστη πείνα, μέ άποτέλεσμα ό Έρυσίχθων νά άφανίσει όλα τά ζώα τού βασιλείου του, τό όποιο έτσι ερημώθηκε. Στό τέλος κατέφαγε καί τίς ίδιες τίς σάρκες του, έπιβάλλοντας μέ τόν τρόπο αύτό τή σκληρότερη τιμωρία στόν έαυτό του.

Page 98: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

108

Οί φυσικοί νόμοι καθορίζονται έπίσης άπό τούς θεούς ή μεταβάλλονται όταν έκεΐνοι τό θελήσουν. ’Έτσι ή 'Ήρα δια­τάζει τόν ήλιο νά δύσει πρίν τήν ώρα του γιά νά σταματήσει ή μάχη καί νά ξεκουραστούν οί ’Αχαιοί223. Ή ’Αθηνά, άντί- θετα, παρατείνει τή νύχτα γιά νά ξαποστάσει ό Όδυσσεύς, ύστερα άπό τήν έξόντωση τών μνηστήρων224. Παρατηρούμε ότι ο'ι θεϊκές παρεμβάσεις στή λειτουργία τών φυσικών νόμων είναι συνήθως εύνοϊκές γιά τούς άνθρώπους, ένισχύοντας έτσι τό κλίμα τής αισιοδοξίας.

Οί θεοί κατά τόν Ησίοδο, δέν κυριαρχούν μόνο έπάνω στούς άνθρώπους, άλλά καί σέ ολόκληρη τή φύση: στή γή, τή θάλασσα καί τόν ούρανό225. Συγκεκριμένα ό Ζεύς εΐναι ό κύριος τής καταιγίδας («αίγίοχος»), τής βροχής («νεφε­ληγερέτης»), τής άστραπής, τής βροντής («βροντήν τε στε- ρόπην τε φέρων») καί τού κεραυνού («έχων... αίθαλόεντα κεραυνόν»)226, ένώ ό Ποσειδών σείει τή γή («γαιήοχος», «έννοσίγαιος ») καί μαζί μέ τήν Εκάτη, τόν Τρίτωνα καί τήν ’Αμφιτρίτη έχει ώς βασίλειό του τή θάλασσα227. Έπί πλέον ό φυσικός κόσμος άντανακλά τήν έκάστοτε θεϊκή διάθεση· έτσι όταν ό Ζεύς ή ό Ποσειδών θυμώνουν ό Βοριάς μαίνεται, ή θάλασσα άγριεύει καί οί καρποί μαραζώνουν228.

223. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Σ', 239-242.224. ΟΜΗΡΟΥ, Όδύσσεια, ψ', 241-246, 344-348.225. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 411-415, 427.226. Ibid. 72, 285-287, 457-458, 502-506, 689-693, 735, 815, 853-

858' Έ ργα καί Ήμέραι, 99, 488-489· Άσπίς Ήρακλέους, 322.227. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 15, 440-441, 456, 930-933· Έ ργα καί

Ήμέραι, 664-668.228. ΗΣΙΟΔΟΥ, Ήοίαι, 39 (94.96) b IIΒ 86-91. Βλέπε έπίσης Έ ργα

καί Ήμέραι, 664-668.

Page 99: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

109

Οί θεοί κάνουν έπίσης τή γή νά καρποφορεί: ή Δήμητρα δίνει στούς θνητούς τό σιτάρι καί ό Διόνυσος τό κρασί229. 'Όσον άφορά τά διάφορα μέρη τού σύμπαντος θεωρούνται καί αύτά θεοί. Τό Χάος, ό 'Ήλιος, ή Σελήνη, ή Γή, τά ’Α­στέρια, ό Ούρανός, τά ’Όρη, ό ’Ωκεανός, τά Ποτάμια, οί Άνεμοι, ό Αιθέρας, τό ’Έρεβος, ή Αύγή... άποτελούν τό ή- σιόδειο πάνθεο230.

'Όπως καί στήν ομηρική θεώρηση τής φύσης καί γιά τούς ’ίδιους άκριβώς λόγους πού προαναφέρθηκαν, ό Ησίοδος μπορεί, ώς πρός τό ζήτημα αύτό, νά χαρακτηρισθεΐ άπόλυτα αισιόδοξος.

Άναφερόμενοι στούς Προσωκρατικούς θά πρέπει νά πού­με πώς όταν αύτοί άναζητούν στήν ύλη τήν πρώτη άρχή τών πραγμάτων, δέν άγνοοΰν ότι μέσα σ’ αύτήν έγκλείεται μιά τεράστια άόρατη δύναμη πού συντελεί στήν έξέλιξη τών ει­δών καί στή συνεχή διατήρησή τους. Ή δύναμη αύτή θά μπο­ρούσε νά όνομασθεΐ θεός, φύση ή ένέργεια.

Γιά λόγους μεθοδολογικούς οί απόψεις τους κατατάσσονται στό κεφάλαιο περί φύσεως. Θά μπορούσαν όμως έξ ίσου δικαιολογημένα νά ένταχθούν στό κεφάλαιο περί τού άπο- λύτου όντος, δεδομένου ότι τήν έποχή έκείνη ή φυσική ταυ­τιζόταν συνήθως μέ τή μεταφυσική.

Πρέπει έπίσης νά προσδιορίσουμε ότι ό όρος «φύσις»,

229. ΗΣΙΟΔΟΥ, Ασπίς Ήρακλέους, 400· Ήοϊαι, 52 (121)· Έ ργα καί Ήμέραι, 613-614.

230. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 13,19-21, 45-46,52,105-133,147,154 κ.έ„ 211, 224, 233, 238, 242, 265-266, 288, 337-345, 362, 364-368, 371-372, 378-382, 421, 463, 470-486, 505, 507, 625-628, 644, 735, 744, 748-758, 821-822, 869-880, 884-885, 891, 908, 918-919, 956-959, 966, 979, 1011, 1022· Έργα καί Ήμέραι, 99, 483, 735-741· Ασπίς Ήρακλέους, 421-423.

Page 100: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

110

όπως άπαντά στά άποσπάσματά τους, δέν είναι κάτι περιο­ρισμένο ή κάτι πού άναφέρεται μόνο στόν όρατό κόσμο. Αύτός σημαίνει έπί πλέον τήν άληθινή ούσία ή τή βαθύτερη δομή τών πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένου τού τρόπου συμπε­ριφοράς τους, τής γέννησης ή τής άνάπτυξής τους, καθώς καί τής πρωταρχικής δύναμης πού ενυπάρχει σ’ αύτά καί πού τά ώθησε νά έξελιχθούν231. Ή φύση μέ τήν ποικιλία καί τήν πολλαπλότητα τών μορφών της, σύμφωνα μέ τούς Προ- σωκρατικούς, δέν ήταν πάντοτε έτσι, άλλά εξελίχθηκε άπό κάτι άπόλυτα άπλό, παίρνοντας μέ τό πέρασμα τού χρόνου τή σημερινή της μορφή232.

Ή φράση πού άποδίδεται, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τού Άριστοτέλους καί άλλων άρχαίων στό Θαλή, ότι άρχή όλων τών πραγμάτων είναι τό νερό («τό μέντοι πλήθος καί τό είδος τής τοιαύτης άρχής ού τό αύτό πάντες λέγουσιν, άλλά Θαλής μέν ό τής τοιαύτης αρχηγός φιλοσοφίας νδωρ είναι φησιν »233), δέν άποτελεΐ μόνο τό θεμέλιο μιάς σπουδαίας φιλοσοφικής θεωρίας, άλλά καί τή βάση μιάς αισιόδοξης θεώρησης τοϋ φυ­σικού κόσμου άπό τόν ιδρυτή τής ιωνικής Σχολής.

Ό Μιλήσιος στοχαστής κατάφερε κάτι πολύ σημαντικό: νά άπορρίψει τό τυχαίο καί τό άτομικό πού παρατηρούμε συνέχεια στή φύση καί στή θέση του νά έγκαταστήσει τό

231. Βλέπε έπίσης τούς πλατωνικούς διαλόγους στούς όποιους ό όρος «φύση», έκτός άπό τό φυσικό περιβάλλον, δηλώνει καί τά χαρακτηρι­στικά, ή τίς ιδιότητες κάποιου άτόμου (Πρωταγόρας, 315 d), άκόμα δέ τήν ουσιαστική πραγματικότητα τών όντων («τής τοϋ καλοϋ (ρύσεως» - Σοφιστής, 257 d, «τής τοϋ όντος φύσεως» - Πολιτεία, VII 537 c κ,λ,π.).

232. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 82-83. M. POHLENZ, «Nomos und Physis», Henries, 1953, σ. 426.

233. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μετά τά φυσικά, Α 3.983 b 19-22.

Page 101: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

Ill

καθολικό καί συνεχές πού κρύβεται κάτω άπό τά φαινόμενα. Έπί πλέον, μαζί μέ τόν ’Αναξίμανδρο καί τόν ’Αναξιμένη, πέτυχε γιά πρώτη φορά νά άπλοποιήσει τήν πραγματικότητα ξεκινώντας άπό μιά λογική βάση234 καί κυρίως άπό τόν όρο «άρχή», ό όποιος δέν σημαίνει μόνο τήν πρώτη κατάσταση, άπό τήν όποία ξεπήδησε τό πολύμορφο σύμπαν, άλλά καί τό σταθερό υπόστρωμά του235, γεγονός πού μάς ύποβάλλει ένα αίσθημα άσφάλειας, έλπίδας καί οικειότητας άπέναντί στό φυσικό περιβάλλον.

Ό ’Αναξίμανδρος, διαφοροποιούμενος άπό τόν Θαλή καί τούς άλλους ’Ίωνες στοχαστές, άπορρίπτει τήν ιδέα ότι τό νερό ή κάποιο άπό τά ύπόλοιπα όρατά στοιχεία τοΰ φυσικού κόσμου μπορεί νά άποτελεΐ τή βάση γιά τή δημιουργία τών όντων. ’Αντ’ αύτού πίσω άπό κάθε τι, τοποθετεί μιά άπροσ- διόριστη ούσία τήν όποία ονομάζει «άπειρον» καί ή όποία μάς παραπέμπει γιά πρώτη φορά σέ κάτι τό άόρατο.

Ή παραπάνω άντίληψη διέπεται άπό ισχυρή λογική καί συγκεκριμένα άπό τό εύκολα άποδεκτό έπιχεΐρημα ότι δέν ύπάρχει κανένας λόγος νά θεωρήσουμε όποιοδήποτε άπό τά οικεία σέ όλους μας φυσικά στοιχεία (νερό, γή, πύρ, άέρα) ώς προγενέστερο καί σημαντικώτερο τών άλλων. Ή πρω­ταρχική μήτρα τού σύμπαντος, όπου όλα έκκολάπτονται καί άπό τήν όποία έρχονται στό φώς, πρέπει, κατά τόν φιλόσοφο, νά είναι κάτι πιό άρχέγονο άπό τά ήδη γνωστά στοιχεία, πού εΐναι μεταξύ τους ισότιμα καί άποτελούν έκδηλώσεις ή

234. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I: The Earlier Presocratics and the Pythagoreans, Cambridge, Cambridge Uni­versity Press, 1992 (First published 1962), σ. 54-56.

235. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 57.

Page 102: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

112

τροποποιήσεις αύτού236: «άρχήν.... ειρηκε τών όντων τό ά­πειρον...εξ ών δέ ή γένεσίς έστι τοίς ονσι, και τήν φθοράν εις ταϋτα γίνεσθαι κατά τό χρεών διδόναι γάρ αυτά δίκην καί τίσιν άλλήλοις τής άδικίας κατά τήν τοϋ χρόνου τάξιν »237.

Ό ’Αναξίμανδρος, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τού Σιμπλι- κίου, ήταν ό πρώτος πού εΐσήγαγε ώς άρχή τών όντων τήν έννοια τού άπειρου238. Άπό τό άπειρο - μέ μιά διαδικασία διαφοροποίησης - δημιουργούνται οι ούρανοί καί οί κόσμοι πού έμπεριέχονται σ’ αύτούς. 'Όλα τά πράγματα τών κόσμων γεννιούνται άπό κάποια άλλα καί σ’ έκεΐνα πάλι έπανέρχο- νται μετά τό θάνατό τους. ’Έτσι πρέπει νά γίνεται γιά νά πληρώνεται ή άδικία κατά τήν καθορισμένη χρονική στιγμή (ή άδικία συνίσταται στή διείσδυση τοΰ ένός στοιχείου στό άλλο καί στή μερική ή ολική άλλοίωση κάποιου άπό αύτά). Άκριβώς όπως καί στήν περίπτωση τοϋ Θαλή, ό Σιμπλίκιος, ερμηνεύοντας τή θεωρία τού Άναξιμάνδρου, θεωρεί ότι ό φιλόσοφος μέ τόν όρο «άρχή», έκτός άπό τήν πρώτη πηγή ή τή γενετική βάση όλων τών πραγμάτων, έννοεί καί τό συ­νεχές αιώνιο θεμέλιό τους239.

Βρίσκουμε έδώ τήν ϊδια σχεδόν αισιόδοξη θεώρηση τής

236. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, o. 78.

237. VS, B1 [ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Φυσικά, 24, 13]. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 46-51.

238. « ’Αναξίμανδρος... άρχήν τε καί στοιχεϊον εϊρηκε τών όντων τό άπειρον, πρώτος τούτο τοϋνομα κομίσας τής άρχής. λέγει δ ’ αυτήν μήτε ϋδωρ μήτε άλλο τι τών καλουμένων είναι στοιχείων, άλλ’ έτέραν τινά φύσιν άπειρον, έξ ής άπαντας γίνεσθαι τούς ουρανούς καί τούς έν αύτοίς κόσμους» (VS, Α 9 [ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Φυσικά, 24, 13]).

239. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Φυσικά, 150, 22. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 77.

Page 103: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

113

φύσης πού είχαμε συναντήσει καί στό Θαλή άλλά πιό με­τριασμένη. Ό Αναξίμανδρος, όπως ό προκάτοχός του, κα­τορθώνει ν’ άνακαλύψει τόν καθοδηγητικό έσωτερικό παρά­γοντα όλων τών πραγμάτων, άπλοποιώντας καί προσεγγίζο­ντας τό σύμπαν στόν άνθρωπο. Πρέπει πάντως νά σημειώ­σουμε ότι τό άπειρο δέν είναι ένα στοιχείο τόσο άπλό, συ­γκεκριμένο καί οικείο όπως τό νερό. Ό φιλόσοφος, ύπάγο- ντας τό κάθε τι σ’ αύτή τήν κάπως άόριστη άρχή, μάς μετα­φέρει σ’ ένα κόσμο τεράστιο, χαώδη καί μακρινό πού είναι όμως έτοιμος νά μάς δεχθεί καί πού άποτελεΐ τόν άρχικό τόπο τής προέλευσής μας. Έπί πλέον ή άόρατη πραγματικό­τητα πού κρύβεται πίσω άπό τά αισθητά φαινόμενα, διέπεται άπό λογική, έχει δηλαδή μιά δυνατότητα έστω καί μερικής προσέγγισης έκ μέρους τής άνθρώπινης διάνοιας.

Ή άπαισιοδοξία πού ένυπάρχει στήν περί άπειρου διδα­σκαλία εδράζεται στήν ϊδια τήν ούσία τής λέξης «άπειρον», ή όποία είναι πολύ δύσκολο νά συλληφθεΐ άπό τόν άνθρώπινο νού. Όποιαδήποτε ερμηνεία τού όρου καί άν δεχθούμε, προ- σκρούομε πάντα στό στερητικό «α» πού καταργεί κάθε όριο καί προσδίδει στήν έννοια τό χαρακτηριστικό τού άσύλλη- πτου. Ό ’Αριστοτέλης, προσπαθώντας νά τήν άναλύσει, τήν καθιστά άκόμα άσαφέστερη. Λέει π.χ. ό μεγάλος φιλόσοφος ότι τό άπειρο:

α) Έ χει χρονική σημασία- έπεκτείνεται δηλαδή έπ’ άό- ριστον τόσο ώς πρός τήν άρχή όσο καί ώς πρός τό τέλος του- είναι λοιπόν άγέννητο, άδιάφθορο, άθάνατο καί κατά συνέπεια αιώνιο. Πρόκειται γιά κάτι πού άνήκει σέ μιά διαφορετική τάξη άπ’ όλα τά γνωστά φυσικά καί πεπερασμένα όντα240.

240. ΑΡΚΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά, Γ 4 203 b 8-9,14. «έτι δέ και άγένητον καί άφθαρτον... άθάνατον... και άνώλεθρον». VS, Β 2, 3. ΙΠΠΟΛΥ-

Page 104: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

114

β) Είναι χωρικά άπέραντο, στερείται περάτων. Ό Ανα­ξίμανδρος πρέπει νά πίστευε ότι πίσω άπό τίς ορατές στοι­χειακές μάζες υπάρχει μιά άχανής έκταση πού είναι ή αίτια καί ή πηγή τής άτέλειωτης γένεσης καί άλλαγής241. Πώς όμως μπορούμε νά συλλάβουμε αύτή τήν έκταση, όταν όλα όσα άντιλαμβανόμαστε γύρω μας περικλείονται άπό σαφέστατα όρια; Τό άναξιμάνδρειο άπειρο βρίσκεται πέρα άπό κάθε έμπειρία καί ίσως πέρα άπό τή γνωστική 'ικανότητα τού άν- θρώπου. Μόνο υποθετικά ή μέ τή δύναμη τής φαντασίας, ό φιλόσοφος τό περιέγραψε ώς μιά τεράστια μάζα πού περιέχει τά πάντα καί πού μοιάζει μέ μιά τεράστια σφαίρα. Ή προ­σπάθεια πάντως σύλληψής του άπό τό στοχαστή είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα τής άστείρευτης αισιοδοξίας τού "Ελ­ληνα πού δέν παραιτείται ούτε μπροστά στό άκατόρθωτο.

γ) Είναι ποιοτικά άπροσδιόριστο, δηλαδή δέν έχει έσω- τερικά όρια, άλλά άποτελείται άπό διάφορα εϊδη ύλης πού συγχωνεύονται μέσα σέ μιά ενιαία μάζα. Καί άπό τήν άποχρη αύτή ή πρώτη άρχή όλων τών πραγμάτων διαφεύγει σέ κάθε άπόπειρα ορισμού242. Ή λογική δέν λείπει ώστόσο άπό τήν παραπάνω ερμηνεία, δεδομένου ότιτό άρχέγονο αύτό μείγμα δέν θά είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, θά περιείχε όμως έν σπέρματι όλες τίς μελλοντικές ιδιότητες τών όντων, καθώς καί τίς συγκρούσεις πού θά προέκυπταν άργότερα μεταξύ

TOY, Ref Τ 6, 1. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 83-84.

241. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά, Γ 4, 203 b 20 κ.έ. ΑΕΤΙΟΥ, De Placita, I 3, 3. VS, A 14. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philo­sophy, Vol. I, σ. 84-85.

242. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά, Γ 4 203 b 12. W.K.C. GUTHRIE, A History of Gi’eek Philosophy, Vol. I, σ. 85-87.

Page 105: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

115

τους. Μπορούμε π.χ. νά μιλήσουμε γιά θερμό καί ψυχρό ή γιά ύγρό καί ξηρό άναμεμειγμένα μεταξύ τους, δηλαδή γιά στοιχεία άπρσσδιόριστα μέν, άλλά όχι όλότελα άγνωστα στόν άνθρωπο.

Ή άναξιμάνδρεια διδασκαλία μπορεΐ έτσι νά χαρακτηρι- σθεί συγχρόνως αισιόδοξη καί άπαισιόδοξη, οίκεία καί ά- πόμακρη. Υπάρχει όμως καί ή άναμφισβήτητα αισιόδοξη πλευρά της πού προκύπτει άπό τήν αίσθηση ότι τά στοιχεία πού γεννήθηκαν άπό τό άπειρο καί πού παρατηρούμε γύρω μας, δέν έχουν τίποτα τό άπειλητικό. Ά π’ εναντίας διέπονται άπό μιά τέλεια ισορροπία πού μάς παραπέμπει τόσο στήν ηρακλείτεια άρμονία ή τή συνεχή διαδοχή τών άντιθέτων243 όσο καί στήν πυθαγόρεια άντίληψη τήν άναφερόμενη στήν άλληλεξάρτηση όλων όσων ύπάρχουν μέσα στό σύμπαν244.

Στή θεωρία τού Άναξιμάνδρου βρίσκουμε συγκεκριμένα τήν άποψη ότι τό πύρ μπορεί νά δημιουργηθεΐ άπό τό νερό, άλλά μόνον όταν καί τά δύο ύπάρχουν ταυτόχρονα. ’Άς μήν ξεχνάμε έξ άλλου ότι ή διαταραχθεΐσα - μέ τήν κυριαρχία τού ενός στοιχείου πάνω στό άλλο - ισορροπία πάντοτε ά- ποκαθίσταται. Έτσι τό πύρ πού εισδύει στό νερό καί τό μετατρέπει σέ υδρατμούς, ψύχεται μόλις τό έξατμισμένο νερό γίνει σύννεφο καί στή συνέχεια βροχή, ή όποία - πέφτοντας στή θάλασσα - έπαναφέρει τά πράγματα στήν προηγούμενη τους κατάσταση. Στόν κόσμο, θεωρούμενο ώς σύνολο, δέν παρατηρεΐται ποτέ πλήρης καί οριστική νίκη τοΰ ένός στοι­χείου πάνω στό άλλο. Ά ν κάποιο άπό αύτά ύπερισχύσει σ’

243. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, VS, Β 54 [47], Β 88, Β 111.244. Οί Πυθαγόρειοι, ώς γνωστόν, πίστευαν ότι όλα τά όντα έπικοι-

νωνοϋν μεταξύ τους καί είναι άπαραίτητα γιά τήν άρμονία τού κόσμου (ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 508 a).

Page 106: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

116

ένα μέρος, κάπου άλλου τό άντίθετό του θα εΐναι κυρίαρ­χο245. Ή κοσμική δικαιοσύνη πού συνίσταται στή διατήρηση τής άπειρης ποικιλίας τών φυσικών οντων καί ή έλπίδα ότι τό σύμπαν διέπεται άπό ήθικούς νόμους, πανομοιότυπους μέ τούς άνθρώπινους (όπως είναι π.χ. ό νόμος τής Ισοτιμίας τών πολιτών σέ μιά δημοκρατική πολιτεία) παραμένουν άλώβη- τες!

Έπί πλέον ό ’Αναξίμανδρος φαίνεται πολύ αισιόδοξος όταν προσπαθεί νά εισχωρήσει στήν περιοχή τής άστρονο- μίας. Μιλάει μέ τόση βεβαιότητα γιά τά ούράνια φαινόμενα, όπως θά μιλούσε γιά τά πιό κοντινά του πράγματα. Εξηγεί π.χ. ότι ό ήλιος, ή σελήνη καί τ’ άστέρια εΐναι πύρινοι δα­κτύλιοι, περιστρεφόμενοι γύρω άπό τή γή, πού - μέ τίς βαθ­μιαία αύξανόμενες καί έλαττούμενες άποστάσεις τους άπό αύτή - προσδιορίζουν τήν κανονικότητα τών διακυμάνσεων θερμού καί ψυχρού, ξηρού καί ύγρού. "Οσον άφορά τίς έ- κλείψεις καί τίς διάφορες φάσεις τής σελήνης, αυτές όφεί- λονται κατά τόν φιλόσοφο στίς διαδοχικές συστολές καί δια­στολές τών πόλων τής ομίχλης, διά μέσου τών όποιων πα­ρατηρούμε τά ούράνια σώματα246.

245. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 80-81.

246. VS, A 11, 4, 5, 6: «τά δέ άστρα γίνεσθαι κύκλον πυράς... τήν δέ σελήνην ποτέ μέν πληρουμένην φαίνεσθαι, ποτέ δέ μειουμένην παρά τήν τών πόρων έπίφραξιν ή άνοιξιν... είναι δέ τόν κύκλον τοϋ ήλιου έπτακαιεικοσαπλασίονα... τής σελήνης». ’Ά ς σημειώσουμε έδώ ότι ό φιλόσοφος δέν άρκεΐται στήν παρατήρηση ότι ό ήλιος είναι μεγαλύτερος άπό τή σελήνη, άλλά επιχειρεί έπί πλέον νά προσδιορίσει μέ άκρίβειατή διαφορά τών μεγεθώντους. Βλ. έπίσης W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 95-97 καί τό κεφάλαιο περί γνώσεως τού παρόντος έργου.

Page 107: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

117

Ή σκέψη τοΰ Άναξιμένους εμφανίζεται σέ σχέση μέ τό φιλοσοφικό σύστημα τοΰ ’Αναξίμανδρου ώς μιά παραλλαγή τής σκέψης έκείνου. Ό Μιλήσιος φιλόσοφος πίστευε ότι ή πηγή, άπό τήν όποία προέρχονται όλα τά πράγματα καί στήν όποία καταλήγουν είναι μιά λεπτή, κινητική καί άπειρη χω­ρικά μάζα: ό άήρ πού περιέχει τά πάντα247.

Ή επαναλαμβανόμενη σημασία τοΰ σταθερού υποστρώ­ματος όλων τών όντων, τής άρχικής αύτής μήτρας πού γεννάει καί δέχεται μετά τό θάνατό τους τά φυσικά πλάσματα, μάς έπιτρέπει - άκριβώς όπως καί στούς προκατόχους του - νά χαρακτηρίσουμε τόν ’Αναξιμένη αισιόδοξο στοχαστή. Ή αι­σιοδοξία του έπεκτείνεται καί στή θεώρηση τής άνθρώπινης ύπαρξης πού τήν έκλαμβάνει ώς ένα μέρος τού άφθαρτου φυσικού κόσμου. Έτσι ή ψυχή τοΰ άνθρώπου είναι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία του, μιά λεπτή πνοή άέρα πού δίνει στό σώμα τή ζωή καί πού δέν χάνεται ποτέ οριστικά. Τό ’ίδιο ίσχύει καί γιά τό εύρύτερο σύμπαν, τό όποιο συνιστά ένα μεγάλο ζωντανό οργανισμό πού άναπνέει άέρα καί έμψυ- χώνεται άπό αύτόν: «ή ψυχή...ή ήμετέρα άήρ ούσα συγκρατεΐ ήμάς, καί δλον τόν κόσμον πνεύμα καί άήρ περιέχει»248.

247. VS, Β7, (1) «Άναξιμένης δέ.,.άέρα άπειρον έφη τήν άρχήν είναι, έξ ον τά γινόμενα καί τά γεγονότα καί τά έσόμενα καί θεούς καί θεία γίνεσθαι, τά δέ λοιπά έκ τούτων άπογόνων». Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1991, σ. 52-53.

248. VS, Β 2 [AET. I 3, 4], Βλέπε έπίσης W.K.C. GUTHRIE, Α History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 128, όπου άναφέρεται ότι ή ιδέα πώς ό αέρας πού αναπνέουμε είναι ή ίδια ή ζωή μας, άποτελοϋσε κοινή πεποίθηση τών Ελλήνων άπό τά πανάρχαια χρόνια. ’Ενώ όμως ό "Ομηρος άντιμετώπισε αύτή τήν πίστη άπαισιόδοξα (ή ζωή, κατά τόν ποιητή, έγκαταλείπει τόν άνθρωπο μαζί μέ τήν τελευταία του πνοή), ό Άναξιμένης τήν ένέταξε στό άρκετά αισιόδοξο φιλοσοφικό του

Page 108: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

118

Ή σχέση τοϋ Πυθαγόρα μέ τή φύση ήταν μοναδική. Τέλεια αρμονία έπικρατούσε ανάμεσα σ’ αύτόν καί τά πλάσματα τού φυσικού κόσμου. Ή παράδοση άναφέρει ότι άπαγόρευε τήν κρεατοφαγία καί ότι έπικοινωνούσε μέ τά ζώα μέ μυ­στηριώδη τρόπο, ένώ εξημέρωνε τούς άετούς καί τά άγρια θηρία. Μερικοί μάλιστα πίστευαν ότι ή έπίδρασή του έφθανε μέχρι τά φυσικά φαινόμενα, συγκεκριμένα δέ ότι ήρεμούσε τίς θύελλες καί σταματούσε τούς σεισμούς ή τίς έπιδημίες 249.

Ή αισιόδοξη θεώρηση τής φύσης φθάνει έδώ στό απο­κορύφωμά της· αύτή άντιμετωπίζεται, όχι μόνο ώς κάτι τό οικείο, άλλά καί ώς ομογενής μέ τόν άνθρωπο (ή άνθρώπινη ψυχή άκριβώς επειδή έχει τήν ίδια σύσταση μέ έκείνη τών φυσικών πλασμάτων, μπορεί σέ κάποιον άπό τούς κύκλους τής γέννησης νά είσέλθει σέ σώμα ζώου 25°), ώς ένα όν ζω­ντανό καί θεϊκό, μέ τό όποιο μπορούμε καί πρέπει νά έπι- κοινωνοϋμε. Λένε μάλιστα ότι ό Πυθαγόρας «πρώτος ώνόμασε τήν τών όλων περιοχήν κόσμον έκ τής έν αύτώι τάξεως »251. Καί άκόμα ότι τόσο πολύ γοητεύθηκε άπό τήν κοσμική αύτή τάξη ώστε διετύπωσε τήν περίφημη θεωρία τής άρμονίας τών σφαιρών. Ο'ι πλανήτες, σύμφωνα μέ αύτή, παράγουν μιά μου­σική άρμονία πολύ ώραιότερη άπό έκείνη τών μουσικών όρ-

σύστημα. Περισσότερες λεπτομέρειες όσον άφορά τήν ομηρική άντί­ληψη περί ψυχής άναφέρονται στό άντίστοιχο κεφάλαιο τοϋ παρόντος βιβλίου.

249. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ, VP, 30-31. ΙΑΒΛΙΧΟΥ, VP (De Vita Pythagorica liber, Ludovicus Deubner, editionem addendis et corrigendis adiunctis curavit Udalricus Klein, B.G. Teubner, Stuttgart, 1975), 91, 135, 140, 215-221.

250. VS, A 8 a [PORPHYR.Wr. Pyth. 19]. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 186-187.

251. VS, A 21 [AET. II 1, 1].

Page 109: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

119

γάνων252. Ή ζωή τοϋ ανθρώπου μέσα σ’ ενα τέτοιο σύμπαν δέν μπορεί παρά νά είναι άπόλυτα ευτυχισμένη.

Ό Φιλόλαος ό Κροτωνιάτης, ενας άπό τούς κυριώτερους στοχαστές τού νεώτερου πυθαγορισμοΰ, πίστευε - όπως άλ­λωστε όλοι ο'ι Πυθαγόρειοι - στή μαθηματική δομή τού σύ- μπαντος. Σύμφωνα μέ τή θεωρία του, ή φύση καί όλα όσα ύπάρχουν δημιουργήθηκαν άπό τήν άρμονία τών άπειρων καί τών περαινόντων253. Ό φυσικός κόσμος εντάσσεται έδώ πλήρως στά άνθρώπινα δεδομένα, έφ’ όσον τά μαθηματικά είναι μιά έπινόηση τής άνθρώπινης διάνοιας. Ή (ρύση άντι- μετωπίζεται λοιπόν αισιόδοξα, δεδομένου ότι είναι κάτι τό οικείο στόν άνθρωπο πού τού άποκαλύπτει πρόθυμα τά μυ­στικά της, άρκεΐ αύτός νά άκολουθήσει τήν κατάλληλη μέ­θοδο.

Αισιόδοξο πνεύμα βρίσκουμε καί στόν Άρχύτα τόν Τα­ραντίνο, ό όποιος δίδασκε ότι τά μαθηματικά βοηθούν στή

252. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ουρανού, 290 bl2 - 291 a ll . W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, a 295, 300· W. KRANZ, «Kosmos als philosophischer Begriff in fruhgriechischer Zeit», Philologus, 1938-9, σ. 437 κ.έ.

253. VS, B 1. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, VP, VIII, 85. ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Έκλογαί, Vol. I, 21 b-c. Παρόμοιες θεωρίες άπαντώνται σέ όλους σχεδόν τούς Πυθαγόρειους. ’Αναφέρουμε ένδεικτικά τόν Ίππόδαμο άπό τή Μίλητο καί τόν Άρχύτα τόν Ταραντίνο. Βλέπε έπίσης ΣΙ- ΜΠΛΙΚΙΟΥ, Σχόλια εις τά Φυσικά τοϋ Άριστοτέλους, 467, 26.

Ή αισιόδοξη πεποίθηση τοΰ Φιλολάου ότι ό άνθρωπος μπορεί νά συλλάβει τή δομή καί τή διάταξη τού σύμπαντος φαίνεται καί άπό τίς άστρονομικές του άπόψεις, στίς όποιες δεσπόζει ή σημαντικώτατη θεωρία ότι ή γή δέν άποτελεΐ πλέον τό κέντρο τοΰ σύμπαντος, άλλά περιστρέφεται γύρω άπό τό πρωταρχικό πΰρ.

Page 110: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

120

σύλληψη τής ούσίας τών όντων, γιατί συνιστούν τις ύλικές καί νοητές αρχές τους254.

Ή ϊδια α’ισιοδοξία πού απαντάται στούς άλλους Τωνες φυσιολόγους, παρατηρείται καί στή φιλοσοφία τού Ξενοφά- νους. Δύο είναι τά κύρια σημεία, άπό τά όποία αύτή άπορρέει:

α) ό κόσμος είναι άγέννητος καί άφθαρτος· έπί πλέον κανένα άπό τά φυσικά στοιχεία δέν χάνεται, άλλά τά πάντα καταλήγουν, ύστερα άπό ποικίλους μετασχηματισμούς, έκεΐ άπ’ όπου ξεκίνησαν: στή γή· «έκ γαίης γάρ πάντα καί εις γην πάντα τελευτάν»155.

Ό κύκλος τών γεννήσεων καί τών θανάτων δέν σταματά ποτέ. Ή γή στήν άρχή κάθε κύκλου τού γίγνεσθαι περικλείει τά σπέρματα όλων τών όντων κατόπιν τά άφήνει νά ξεπρο­βάλλουν καί νά εξελιχθούν ώς άτομικά πλάσματα καί τέλος τά δέχεται πάλι όταν πεθάνουν γιά νά ξαναγεννηθούν σ’ ενα νέο κύκλο.

β) Τά σύνθετα καί πολλαπλά φαινόμενα τού σύμπαντος άνάγονται σέ δύο πολύ οικεία καί άπλά φυσικά στοιχεία: τή γή καί τό νερό (ή γή παίρνει τή θέση τού άναξιμάνδρειου πυρός): «γή καί ϋδωρπάντ’έσθ’όσα γίνοντ(αι) ήδέ φύονται»256.

Ή έννοια τής μητέρας φύσης ή τής σταθερής άρχικής πη­γής άπό τήν όποία άναφύονται όλα όσα ύπάρχουν έμφανί- ζεται γιά μιά άκόμη φορά. Ή ιδέα αύτή ένισχύεται κατά πολύ άπό τήν ξενοφάνεια άντίληψη περί τού θείου. “Οταν

254. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Σχόλια εις τά Φυσικά τού Άριστοτέλους, 367, 26.

255. VS, Β 27 [AET. IV 5]. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 389.

256. VS, B 29 [SIMPLIC. Phys. 188, 32]. Βλέπε έπίσης ibid. B 33: «πάντες γάρ γαίης τε καί ϋδατος έκγενόμεσθα».

Page 111: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

121

ό φιλόσοφος υποστηρίζει δτι ό θεός είναι ένας257, δέν κάνει τίποτ’ άλλο άπό τό νά καθιερώνει τήν ενότητα τοΰ άπειρου σύμπαντος, όπως είχε παρατηρήσει καί ό ’Αριστοτέλης258. Ό άνθρωπος άποκτά έτσι μιά στέρεη βάση, πάνω στήν όποία μπορεί νά θεμελιώσει τή ζωή του, γιά νά νιώθει άσφαλής καί αισιόδοξος.

Αισιοδοξία καί άπαισιοδοξία έναλλάσσονται στή σκέψη τοΰ Ηρακλείτου, μπορούμε όμως εύκολα νά συμπεράνουμε ότι ή αισιόδοξη θεώρηση ύπερισχύει τελικά τής άπαισιοδο- ξίας πού καταλαμβάνει ένίοτε τόν Έφέσιο στοχαστή.

’Άς εξετάσουμε μέ τή σειρά τά κύρια θέματα πού άπα- σχολούν τό φιλόσοφο όσον άφορά τό φυσικό κόσμο, προ­σπαθώντας νά εντοπίσουμε τό αισιόδοξο ή άπαισιόδοξο κλί­μα, μέσα στό οποίο αύτά άναπτύσσονται.

1. Κίνηση καί μεταβολή. Τήν άπαισιόδοξη ιδέα πώς ό κό­σμος άποτελεί ένα ρεύμα πού κινείται άδιάκοπα, ό Η ρά­κλειτος τήν έξέφρασε παραστατικά μέ τήν εικόνα τού ποτα­μού259. Ά ν τά φυσικά φαινόμενα μοιάζουν πράγματι μέ τά

257. VS, 23 [CLEM. Strom. V 109],258. ΑΡΙΣΤΟΤΕΑΟΥΣ, Μετά τά φυσικά, 986 bl4.259. VS, A 6 [PLAT. Cratyl. 402 a]: «λέγει που Ηράκλειτος δτι

πάντα χωρεΐ καί ούδέν μένει καί ποταμού ροήι άπεικάζων τά όντα λέγει ώς όίς ές τόν αυτόν ποταμόν ούκ άν έμβαίης». Βλέπε έπίσης ibid. Β 91 [PLOT. Enn. IV 8, 18 p. 392 b]: «ποταμώι γάρ ούκ έστιν έμβήναι δίς τώι αύτώι ... ούδέ θνητής ούσίας δίς άψασθαι». W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 451-454. M. MAR- COVICH, Heraclitus, Merida, Venezuela, Los Andes University Press, 1967, σ. 194, 206-214. G. S. KIRK, The Cosmic Fragments,Cambridge, Cambridge University Press, 1954, σ. 367 κ.έ. GR. VLASTOS, «On Heraclitus», American Journal o f Philology, 76, 1955, σ. 338 κ.έ. J. BOLLACK - H. WISMANN, Heraclite ou la separation, Paris, 1972,

Page 112: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

122

νερά τοΰ ποταμοΰ πού κυλούν χωρίς σταματημό, τότε ή ά­κατάσχετη κίνηση είναι ό κυρίαρχος νόμος πού διέπει τό σύμπαν.

2. Τό αιώνιο πϋρ. Μέσα σέ αύτή τή διαρκή ροή τών πάντων κυριαρχεί τό αιώνιο πύρ, στοιχείο κατ’ έξοχήν έλπιδοφόρο, γιατί παρά τήν κινητικότητά του, άποτελεΐ τό σταθερό άξονα γύρω άπό τόν όποιο λαμβάνουν χώρα όλοι οί δυνατοί μετα­σχηματισμοί. Στήν πραγματικότητα μάλιστα πρόκειται μόνο γιά δύο βασικές άντίρροπες κινήσεις μετασχηματισμών τού πυρός πού συνιστούν τή ζωή τού κόσμου: α) γή —► θάλασσα —> πύρ καί β) πύρ —► θάλασσα —► γή260. Τά τρία αύτά στοιχεία δέν είναι ισότιμα, δεδομένου ότι τό πύρ είναι άνάμεσά τους τό κυρίαρχο. Τά άλλα είναι άπλώς «άνταλλαγές» του. Εκείνο παραμένει αιώνια ζωντανό καί περιέχεται μέσα στις διάφο­ρες μορφές τών ύλικών σωμάτων: «Πυρός τε άνταμοφή τά πάντα καί πϋρ απάντων»261.

σ. 87-88, 173-174, 268-269. J. BARNES, The Presocratic Philosophers, London, Routledge and Kegan Paul, 1979, o. 66 κ.έ. K. REINHARDT, Parmenides und die Geschichte der griechischen Philosophie, Bonn, 1916, o. 206 κ.έ. W. A. HEIDEL, «Qualitative Change in Pre-Socratic Philosophy, Archiv fur Geschichte der Philosophie, 19, 1906, σ. 350 κ.έ.

260. VS, B 31 [CLEM. Strom. V 105], Παρατηρούμε ότι ή πορεία τοϋ γίγνεσθαι είναι κυκλική. F.M. CLEVE, The Giants of Pre-Sophistic Greek Philosophy, The Hague, 1969, Vol. I, a. 39-49.

261. VS, B 90 [PLUT. de E, 8 p. 388 e]. Βλέπε έπίσης ibid. B 31 [CLEM. Strom. V 205]: «πυρός τροπαί πρώτον θάλασσα, θαλάσσης δέ τό μέν ήμισυ γή, τό δέ ήμισν πρηστήρ... (γή) θάλασσα διαχέεται, καί μετρέεται εις τόν αύτόν λόγον, όκοίος πρόσθεν ήν ή γενέσθαι γή». C. Η. KAHN, The Art and Thought of Heraclitus, Cambridge, Cam­bridge University Press, 1979, σ. 145-147.

Page 113: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

123

Έπί πλέον τό πύρ άποτελεί τήν αληθινή ούσία τοϋ κόσμου, ό όποιος δέν δημιουργήθηκε άπό κάποιο θεό ή άνθρωπο, άλλά υπήρχε καί θά υπάρχει πάντα, χωρίς άρχή καί χωρίς τέλος, αιώνια ζωντανός: «Κόσμον τόνδε, τόν αυτόν άπάντων, οϋτε τις θεών ούτε άνθρώπων έποίησεν, άλλ’ ήν άε'ι καί έστιν καί έσται πϋρ άείζωον, άπτόμενον μέτρα καί άποσβεννύμε- νον μέτρα»262. Κάθε φράση στό παραπάνω άπόσπασμα είναι καί ένα δείγμα βαθειάς αισιοδοξίας. Αισιοδοξία γιά πολλούς λόγους:α) γιά τό ότι ό κόσμος - άρα καί ό άνθρωπος πού έμπεριέ-

χεται σ’ αύτόν - είναι αιώνιος καί κατά συνέπεια άφθαρ­τος. Ό θάνατος είναι μόνο ένα παροδικό γεγονός, ένας άπλός μετασχηματισμός τών φυσικών στοιχείων πού άκο- λουθεΐται άπό μιά νέα γέννηση263-

β) γιά τό ότι κάτω άπό τή φαινομενική πολλαπλότητα τών εμπειρικών δεδομένων, ξαναβρίσκουμε τό σταθερό, ένιαϊο υπόστρωμα τής ιωνικής παράδοσης- μόνο πού αύτό είναι στήν προκειμένη περίπτωση τό πύρ-

γ) γιά τό ότι τό άπειρο σύμπαν, στό όποιο κατοικούμε, διέ- πεται άπό κάποιους σταθερούς νόμους πού τού προσδί­δουν τάξη καί άρμονία: τό αιώνιο, κοσμικό πύρ άνάβει καί σβήνει μέ μέτρο. Ή έννοια τού μέτρου δέν άποκλείεται νά έχει έδώ καί ήθική διάσταση, όπως φαίνεται άπό τό άπόσπασμα 94: «Ή λιος γάρ ούχ ύπερβήσεται μέτρα· εί δέ μή, Έρινύες μιν Δίκης έπίκουροι έξευρήσουσιν»264. Οί

262. VS, Β 30 [CLEM. Strom. III 105]. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, o. 454-464.

263. ’Εδώ δέν πρόκειται φυσικά γιά μιά προσωπική άθανασία, άλλά γιά τήν έννοια τοϋ άνθρώπου γενικά.

264. VS, Β 94 [PLUT. de exil 11 p. 604 a]. W.K.C. GUTHRIE, A

Page 114: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

124

φυσικοί νόμοι (στήν προκειμένη περίπτωση ή ορισμένη καί απαράβατη κανονικότητα τών κινήσεων ένός φυσικού σώματος) μετατρέπονται στήν περίπτωση αύτή σέ κανόνες δικαίου. Τί ποιό αισιόδοξο άπό ενα ήθικό σύμπαν;3. Ή έκπύρωση. Στό ίδιο αισιόδοξο κλίμα έντάσσεται καί

ή ηρακλείτεια θεωρία τής έκπύρωσης, σύμφωνα μέ τήν όποία σέ κάποια μελλοντική στιγμή τά πάντα θά γίνουν πύρ. Δέν πρόκειται γιά μιά είκόνα καταστροφής, άλλά γιά τόν οριστικό μετασχηματισμό όλων τών όντων στήν τελειότερη μορφή ύλης πού ύπάρχει. ’Ίσως ό φιλόσοφος νά είχε κατά νούν ένα είδος θέωσης τού φυσικού κόσμου ή κάθαρσής του τόσο άπό ύλική άποψη όσο καί άπό ήθική265.

4. Ό Λόγος. ’Εκτός άπό τό πύρ ύπάρχει στόν Ηράκλειτο καί ενα άλλο σταθερό στοιχείο - λιγώτερο συγκεκριμένο καί πολύ πιό δυσνόητο - πού διαπερνά τό σύμπαν: ό Λόγος. ’Εν τούτοις παρά τή δυσκολία σύλληψής του - δυσκολία, ή όποία επιτείνεται καί άπό τή σκοτεινότητα τών ήρακλείτειων ρή­

History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 464-469.265. VS, B 90 [PLUT. de E, 8 o. 388 e]: «πυρός τε άνταμοιβή τά

πάντα». ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Φυσικά (SIMPLICIUS on Aristotle’s Physics, Translated by J. O. Urmson, Ithaca, New York, Kornell University Press, 1992) 23.33-24.4. Βλέπε έπίσης ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κρατύλος, 413 c, όπου ό φιλόσοφος άναφέρεται σέ κάποιο στοχαστή (προφανώς αυτός είναι ό Ηράκλειτος), ό όποιος ταυτίζει τό πυρ μέ τή δικαιοσύνη. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 455-457.

Ά ς μήν ξεχνάμε έπίσης ότι σέ περιόδους λοιμών ή φωτιά έ- χρησιμοποιεΐτο ώς τό πιό άποτελεσματικό όπλο καταπολέμησης τής άρρώστιας. ’Αλλά καί ό Φοίβος, ό θεός τού ήλιου καί τοΰ φωτός (καί τά δύο παράγωγα τού πυρός), ήταν ό κατ’ έξοχήν θεός τής καθαρό­τητας: «Φοίβον δέ δή που τό καθαρόν καί άγνόν οί παλαιοί πάν ώνό- μαζο\'» (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Περί τοϋ Ε τοϋ έν Δελφοϊς, XX, 1).

Page 115: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

125

σεων - δέν προκαλεί καμμιά απαισιόδοξη αίσθηση. ’Απενα­ντίας ή πεποίθηση ότι τό φυσικό σύμπαν διέπεται άπό μιά υπέρτατη λογική δύναμη266 ή άπό ένα αιώνιο νόμο267, άκόμα καί άν ή νόησή μας δέν μπορεί νά τόν συλλάβει άπόλυτα, μάς όδηγει στά πιό αισιόδοξα συμπεράσματα ώς πρός τή δομή καί τήν πορεία του. Έπί πλέον ό άνθρωπος μετέχει στήν κοσμική ενότητα, έφ’ όσον ό Λόγος είναι κοινός σέ όλους268. Τά πάντα συνδέονται μεταξύ τους καί συνθέτουν μιά θαυμάσια συμφωνία, παρασύροντας καί τόν άνθρωπο σέ μιά κατάσταση εύδαιμονίας.

5. Ό Πόλεμος. Μιά άπό τίς σημαντικώτερες διδασκαλίες τού Ηρακλείτου είναι έκείνη πού άναφέρεται στήν έννοια τοΰ πολέμου. Δέν πρόκειται γιά ένα πόλεμο προσωρινό ή άσήμαντό, άλλά γιά ενα καθολικό νόμο πού δημιουργεί καί

266. Ό Λόγος στόν Ηράκλειτο κατά πάσαν πιθανότητα ταυτίζεται μέ ένα πάνσοφο θεϊκό όν. Βλέπε σχετικά καί τό άπόσπασμα Β 32 [CLEM. Strom. V 116]: «εν τό σοφόν μοϋνον λέγεσθαι ούκ έθέλει καί έθέλει Ζηνός όνομα». Τό άνωτέρω συμπέρασμα συνάγεται έπίσης άπό τά άποσπάσματα VS, Β 1, Β 2, Β 34, Β 50, Β 72, όπου ό Λόγος άπευθύνεται στούς άνθρώπους ή τούς άποκαλύπτει τήν άλήθεια, άλλά έκεΐνοι δέν εΐναι πρόθυμοι νά τόν άκούσουν. Δ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥ- ΛΟΥ, Αιτιότητα. Ή θεμελιώδης έννοια τής αρχαίας έλληνικής φιλο­σοφικής σκέψης, Θεσσαλονίκη, Σύγχρονη Παιδεία, 1955, σ. 69 κ.έ.

267. Βλέπε VS, Β1 [SEXT. adv. math. VII 132]: «....γινομένων γάρ πάντων κατά τόν λόγον τόνδε άπείροισιν έοίκασιν (οί άνθρωποι)». Ibid. Β 31 [CLEM. Strom. V 105]: «...δυνάμει γάρ λέγει (ό Ηράκλειτος) ότι τό πϋρ ύπό τοϋ διοικοϋντος λόγου καί θεοϋ τά σύμπαντα δ ι’ άέρος τρέπεται εις ύγρόν». W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philo­sophy, Vol. I, σ. 426-435.

268. VS, B 2 [SEXT. VII 133]: «διό δει έπεσθαι τώι κοινώι.,.τοϋ λόγου δ ’ έόντος ξυνοϋ ζώουσιν οί πολλοί ώς ιδίαν έχοντες φρόνησιν». Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 74-77.

Page 116: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

126

κυβερνά τά πάντα, άπό τό άψυχο σύμπαν ώς τίς άνθρώπινες κοινωνίες: «Πόλεμος πάντων μέν πατήρ έστι, πάντων δέ βα­σιλεύς, καί τούς μέν θεούς έδειξε τούς δέ άνθρώπους, τούς μέν δούλους έποίησε τούς δέ έλευθέρους »269.

Ό φιλόσοφος προσθέτει μάλιστα ότι ή κοσμική δικαιο­σύνη δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό τή συνεχή διαμάχη τών ά- ντιθέτων: «είδέναι χρή τόν πόλεμον έόντα ξννόν, καί δίκην εριν...»270. 'Ο πόλεμος διέπει τά πάντα, είναι ή κοινή μοίρα κάθε πλάσματος καί διεξάγεται σέ πολλαπλά έπΐπεδα: προ­σωπικό, φυσικό, κοινωνικό, μεταφυσικό. Ούτε αί,σιόδοξη ού­τε άπαισιόδοξη δέν μπορεί νά χαρακτηρισθεί ή άνωτέρω άποψη, γιατί ό πόλεμος άφ’ ένός μέν είναι κάτι τό ολέθριο μέ τίς καταστροφές πού προκαλει, άφ’ ετέρου όμως στήν ηρακλείτεια φιλοσοφία θεωρείται ώς θεμελιώδης παράγο­ντας άναγέννησης καί δημιουργίας.

6. Τά ζεύγη τών άντιθέτων. Συναφής μέ τήν έννοια τού πο­λέμου είναι καί ή ήρακλείτεια θεωρία πού άναφέρεται στά ζεύ­γη τών άντιθέτων. Τά άντίθετα αύτά είναι άδύνατο νά συνυ­πάρχουν συγχρόνως, άποτελοΰν όμως μιά ένότητα, γιατί άκο- λουθούν κυκλική πορεία: τό ένα γεννιέται άδιάκοπα άπό τό άλλο. Έδώ άνήκουν π.χ. ή ήμέρα καί ή νύχτα, ό χειμώνας καί τό καλοκαίρι, ό πόλεμος καί ή ειρήνη, ό λιμός καί ό κόρος, τό ζωντανό καί τό πεθαμένο, τό νέο καί τό γηραιό, ό ύπνος καί ή έγρήγορση, τό ξηρό καί τό ύγρό, τό ψυχρό καί τό θερμό, ή άρρώστια καί ή ύγεία ή κούραση καί ή ανάπαυση.. 271.

269. VS, Β 53 [HIPPOL. IX 9]. W. JAEGER, The Theology of the Early Greek Philosophers, o. 118-119. M. MARCOVICH, Heraclitus, σ. 417.

270. VS, B 80 [ORIG. c. Cels. VI 42].271. VS, B 67: «ό θεός ήμέρη ενφρόνη, χειμών θέρος, πόλεμος εί

Page 117: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

127

"Ενα μήνυμα έξαιρετικής αισιοδοξίας μάς δίνουν όλα αύτά τά παραδείγματα: τίποτα δέν χάνεται (άρα οΰτε καί ή άνθρώ- πινη ύπαρξη), μόνο προσωρινά κάποιες ιδιότητες ή καταστάσεις άποσύρονται γιά νά έμφανισθούν πάλι ύστερα άπό ένα ορι­σμένο χρονικό διάστημα. ’Αρκεί λοιπόν νά παρατηρήσουμε τό φυσικό ή τό κοινωνικό μας περιβάλλον γιά νά βεβαιωθούμε ότι μπορούμε νά έλπίζουμε σ’ ενα είδος άθανασίας.

7. Ή άρμονία. «Άρμονίη άφανής φανερής κρεάτων»272 διακηρύσσει ό Ηράκλειτος, άναδεικνύοντας τήν έννοια τής αρμονίας ισχυρότερη άπό τόν διαρκή πόλεμο. Κάτω άπό τή φαινομενική διαμάχη τών πάντων ύπάρχει μιά βαθειά ένό- τητα, μιά συμφωνία πού άνάγει όλες τίς άντιθέσεις σ’ ένα είδος καλλίστης μουσικής273. Καί μάλιστα ή κρυμμένη άρ­μονία είναι άνώτερη, ώραιότερη καί ισχυρότερη άπό τή φα­νερή. Έδώ έχουμε τήν πιό αισιόδοξη άπό όλες τίς ήρακλεί- τειες θέσεις. Ό κόσμος παρουσιάζεται ώς κάτι τό αρμονικό, ώς ένα σύνολο πού διέπεται άπό μιά θαυμάσια τάξη καί συνοχή. Ό άνθρωπος συνεπώς δέν μπορεί παρά νά είναι εύτυχισμένος, ζώντας μέσα σ’ αύτόν.

ρήνη, κόρος λιμός». VS, Β 88: «ταύτό τ’ ένι ζών καί τεθνηκός καί [ τό] έγρηγορός καί καθεϋδον καί νέον καί γηραιόν τάδε γάρ μετα- πεσόντα έκεΐνά έστι κάκείνα πάλιν μεταπεσόντα ταντα». VS, Β 111: «νοϋσος ύγιείην έποίησε ήδύ καί άγαθόν, λιμός κόρον, κάματος ά- νάπανσιν». Βλέπε έπίσης Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 77-84. VS, Β 126: «τά ψυχρά θέρεται, θερμόν ψύχεται, ύγρόν αύαί- νεται, καρφαλέσννοτίζεται». X. Α ΛΑΜΠΡΙΔΗ, Ηράκλειτος, Πάτρα, Κλειώ, 1991, σ. 299-303. J. BARNES, The Presocratic Philosophers, σ. 70.

272. VS, Β 54. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 435-449.

273. Ή πυθαγόρεια έπίδραση είναι έδώ άναμφισβήτητη. Κ. ΒΟΥ­ΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 85-88.

Page 118: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

128

Καί έπί πλέον ή άπαισιόδοξη ατμόσφαιρα πού είχαν δη­μιουργήσει άλλες θεωρίες του - όπως έκεΐνες πού άναφέρονταν στό διηνεκή πόλεμο πού κυριαρχεί στό σύμπαν ή στά πανταχοΰ παρατηρούμενα ζεύγη τών άντιθέτων - αίρεται αύτόματα, άν δε­χθούμε ότι κάτω άπό αύτά (τά όποία εύκολα μπορούν νά χα- ρακτηρισθούν ώς άπλά φαινόμενα) ύπάρχει μιά αιώνια καί πα­νίσχυρη άρμονία πού τίποτα δέν μπορεί νά διαταράξει.

Τό πρώτο μέρος τού ποιήματος τού Παρμενίδη πού άνα- φέρεται στήν όδό τής άλήθειας μάς ύποβάλλει μιά καθαρά άρνητική - άρα καί άπαισιόδοξη - θεώρηση τού φυσικού κό­σμου, ή όποία πηγάζει άπό τήν άρνηση τών αισθήσεων, άρ­νηση πού μέ τή σειρά της συνεπάγεται τή θεώρηση τού ο­ρατού σύμπαντος ώς μιάς άπλής ψευδαίσθησης χωρίς τήν παραμικρή σημασία, καθώς καί τήν άπόρριψη τής άλλαγής, τής κίνησης καί τοΰ θανάτου:

«μηδέ σ’ έθος πολύπειρον όδόν κατά τήνδε βιάσθω 274, / νωμάν άσκοπον όμμα καί ήχήεσσαν ακοήν...» 275.

Στό δεύτερο μέρος όμως τοΰ Περί (ρύσεως276 έργου του

274. Πρόκειται γιά τήν έρευνα πού βασίζεται στή λανθασμένη άρχή ότι άκόμα καί τά μή όντα μπορεί νά έχουν κάποιο είδος ύπαρξης, όπως άναφέρεται στούς άμέσως προηγούμενους στίχους.

275. VS, Β 7, 3-6 (PLATO, Soph., 237 a κ.έ., 258 d. ARISTOT. Metaphys. N 2. 1089 a 2. SEXT. V II114. SIMPL. Phys., 114, 29). W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II, The Presocratic tradition from Parmenides to Democritus, London, Cambridge University Press, 1980, σ. 29-30.

276. Καί μόνο τό γεγονός ότι ό Παρμενίδης επιλέγει τόν όρο «φύ- σις» ώς τίτλο τού έργου του (Περί φύσεως), ένώ θά μπορούσε νά χρησιμοποιήσει άντ’ αύτού τούς όρους «όν» ή «Είναι», πρέπει νά μάς

Page 119: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

129

ή απαισιοδοξία τοΰ Έλεάτη στοχαστή δίνει τή θέση της σέ μιά σχεδόν αισιόδοξη άντιμετώπιση τής φύσης, γεγονός έξ άλλου πού προβλημάτισε τούς περισσότερους μελετητές του.

Ο'ι Taran, Cordero, Wilamowitz, Gomperz, Burnet, Diels καί Robin κινούμενοι σ’ ένα άπαισιόδοξο κλίμα σκέψης, θεω­ρούν τό μέρος αύτό τού ποιήματος:α) ώς μιά άπαρίθμηση τών άπατηλών έρμηνειών πού έδωσαν

ο'ι άνθρωποι πάνω στόν κόσμο τού γίγνεσθαι277, β) ώς μιά άσκηση πολεμικής ένάντια στις ύπάρχουσες κο­

σμολογίες ή ώς μιά έντελώς ύποθετική διδασκαλία278, γ) ώς μιά θεωρία πού καί ό ϊδιος ό Παρμενίδης τή θεωρεί

λανθασμένη279.Υπάρχει όμως καί ή άντίθετη άποψη, ή όποία δημιουργεί

μιά αισιόδοξη προοπτική. ’Έτσι oi Frere, Reinhardt, Heid­egger καί Beaufret ύποστηρίζουν τά εξής: α) ότι ό Παρμενίδης, άφού άπέκλεισε σέ όντολογικό έπίπεδο

τό μή είναι, μπορούσε στό έπίπεδο τού αισθητού νά δεχθεί τήν ύπαρξη ένός σχετικού μή είναι. Σύμφωνα μέ τήν πα-

καταστήσει Ιδιαίτερα προσεκτικούς όταν εξετάζουμε τή στάση τού φιλοσόφου έναντι τού κόσμου πού μάς περιβάλλει (fr. 9-19).

277. L. TARAN, Parmenides, Princeton University Press, 1965, σ. 202-230.

278. Th. GOMPERZ, Penseurs de la Grece, Paris 1904, σ. 217.279. J. BURNET, Early Greek Philosophy, London, Adam and Charles

Black, Fourth edition, 1958 (First edition 1892) σ. 185-193. H. DIELS, Parmenides Lehrgedicht, Berlin, 1897, σ. 93-116. L. ROBIN, La pensee grecque, Paris, Rennaissance du livre, 1923, σ. 106-107. L. TARAN, Parmenides, σελ. 202 κ.έ.

Page 120: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

130

ραπάνω έρμηνεία δέν έχουμε έδώ μιά αυταπάτη, άλλά τήν άλήθεια περί τών αισθητών δντων280.

β) ότι στό μέρος αύτό τοϋ ποιήματος γίνεται λόγος γιά τήν αισθητή πραγματικότητα, ή όποία - παρά τήν ποικιλία καί τήν πολλαπλότητά της - θεμελιώνεται τελικά στό Είναι, δημιουργώντας έτσι τήν άναγκαία σύνδεση άλήθειας καί όρθής γνώμης. Πρόκειται λοιπόν γιά μιά κοσμολογία πού άπορρέει άπό τήν οντολογία, δίνοντας συνοχή καί ύπαρξη στόν μεταβλητό καί γεμάτο άντιθέσεις φυσικό κόσμο 281.

280. J. FRERE, Le role des Presocratiques dans le mouvement philo- sophique, Gymnasium, 1987, Heft 9, a. 60. Parmenide penseur du cosmos, Δευκαλίων, 1981, 33-34, σ. 77. Temps, ddsir et vouloir en Grece ancienne, Ath^nes, Editions Dion6, 1995, σ. 146-147, 153-155. Τήν ά­ποψη αύτή ένισχύει καί ή μαρτυρία τοϋ Πλουτάρχου, σύμφωνα μέ τήν όποία ό Παρμενίδης στό δεύτερο μέρος τοϋ ποιήματος του προ­σπαθεί νά συγκροτήσει τή δομή τού κόσμου (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Η θι­κά, Cambridge, Loeb, 1967, τόμ. XIV, σ. 190 κ.έ. Πρός Κωλώτην, 1114 b-c). Πβ. καί τήν πλατωνική θεωρία, σύμφωνα μέ τήν όποία τό αισθητό σύμπαν δέν ανήκει ούτε στήν περιοχή τού "Οντος ούτε σέ έκείνη τού μή Εΐναι, άλλά σέ μιά τρίτη όντολογική κατηγορία, εύρισκόμενη ά­νάμεσα στήν άπόλυτη ύπαρξη καί τήν παντελή άνυπαρξία (Πολιτεία, V 479 d).

281, Κ. REINHARDT, Parmenides und die Geschichte der Grie- chischen Philosophic, Frankfurt am Main, Vitorio Klostermann, Zweite Auflage, 1959, σ. 10-32. M. HEIDEGGER, Sein und Zeit, Herausgege- ben von E. Hufferl, Freiburg, Max Niemeyer, Verlag, Halle a.d.s. 1935, σ. 223. J. BEAUFRET, Le poeme de Parmenide, Paris, P.U.F., 1955, σ. 21-27. J. FRERE, Temps, d6sir et vouloir en Grece ancienne, σ. 15 κ,έ., 151-152. Parm6nide penseur du cosmos, a. 81-84. G.S. KIRK - J. E. RAVEN, The Presocratic Philosophers, Cambridge, At the University Press, 1957, σ. 279-282. Παρόμοια είναι καί ή άποψη τοϋ Άριστοτέ- λους, δπως διατυπώνεται στά Μετά τά Φυσικά του, 986 b 31. Πβ. έπίσης τήν άποψη τού Cl. RAMNOUX (Parmenide et ses successeurs immediats,

Page 121: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

131

Ό ’Εμπεδοκλής, συνδυάζοντας στή σκέψη του τό μΰθο μέ τή λογική, θεωρεί ώς άρχή τοΰ κόσμου τά τέσσερα πρω­ταρχικά στοιχεία ή «ριζώματα», τά όποια ονομάζει συμβο­λικά μέ ονόματα θεών τής παραδοσιακής θρησκείας:

«τέσσαρα γάρ πάντων ριζώματα πρώτον άκουε ■Ζεύς άργής Ήρη τε φερέσβιος ήδ’ ΆιδωνεύςΝήστίς θ’, ή δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον»282.

Ό Ζεύς άντιπροσωπεύει τό πΰρ, ή "Ηρα τόν άέρα, ό Άϊ- δωνεύς τή γή καί ή Νήστις τό νερό. Ό Εμπεδοκλής φαίνεται νά δεχόταν ότι κάθε ένα άπ’ αύτά τά θεϊκά πρόσωπα αντιστοιχεί σέ μιά ή περισσότερες βασικές ιδιότητες τού κόσμου283.

Τό γεγονός ότι τά φυσικά στοιχεία πού θεωρούνται άρχή τοΰ κόσμου ονομάζονται μέ ονόματα θεών, δηλώνει έκτός άπό τήν τεράστια δύναμη εξέλιξής τους (δύναμη πού μόνο ένας θεός μπορεί νά έχει), καί τή δυνατότητα προσέγγισής τους άπό τήν άνθρώπινη διάνοια, δεδομένου ότι ο'ι θεοί, όταν μάλιστα αύτοί είναι όμοιοι μέ τούς άνθρώπους, είναι πολύ πιό ο’ικείοι σ’ αύτούς άπό τίς άγνωστες φυσικές δυνάμεις. Αύτό εΐναι ήδη ένα στοιχείο αισιοδοξίας στή φιλοσοφία τού Έμπεδοκλέους. 'Υπάρχει όμως καί ένα δεύτερο: έκείνο πού προκύπτει άπό τήν πεποίθηση ότι τά τέσσερα ριζώματα ά-

ήίέ'ίέ, Γι. ΐό ήέΐΐίέ, 1979, σ. 148), σύμφωνα μέ τήν όποία ό παρμενίδειος λόγος γιά τή δόξα είναι άπατηλός (όπως τά όνειρα, όπου όλα είναι συγχρόνως ψεύτικα καί άληθινά), άλλά όχι εντελώς ψευδής. Βλ. καί A. MOURELATOS, The deceptive words of Parmenides’ «doxa», στόν τόμο The Pre-socratics, A Collection of Critical Essays, edited by A. Mourelatos, New York, Anchor Books, 1974, σελ. 312 κ.έ.

282. VS, B 6 [AET. I 3, 20. SEXT. X 315].283. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II, σ.

144 κ.έ. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 146-150.

Page 122: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

132

ποτελοΰν ενα σταθερό, ένοποιητικό παράγοντα τοΰ πολύ­μορφου κόσμου μας πού μάς παρέχει κάθε δυνατή ασφάλεια καί άρμονία, καθώς καί τήν ελπίδα ότι ή φθορά δέν μπορεί νά τόν άγγίξει. ’Άς μήν ξεχνάμε ότι αύτά είναι αιώνια, χωρίς άρχή καί χωρίς τέλος, παραμένοντας άμετάβλητα καί ομο­γενή.

Τά πρωταρχικά στοιχεία τοΰ σύμπαντος πότε ενώνονται χάρις στή Φιλότητα καί πότε διαχωρίζονται έξ αιτίας τοΰ Νείκους. Καί σ’ αύτή τήν περίπτωση τά θεϊκά ονόματα συ­νοδεύουν τίς δύο κυρίαρχες καί ισόρροπες κοσμικές δυνά­μεις: Φιλίη, Στοργή, Γηθοσύνη, Κύπρις, Αφροδίτη γιάτή μιά καί Έ ρις ή Κότος γιά τήν άλλη284. "Ο,τι ισχυε γιά τά ριζώ­ματα ισχύει καί γιά τούς δύο ρυθμιστικούς παράγοντες τοΰ σύμπαντος ώς πρός τό ζήτημα τής αισιόδοξης θεώρησής τους άπό τόν ’Εμπεδοκλή. Μποροΰμε λοιπόν να πούμε ότι τίποτα δέν χάνεται, γιατί ή παλινδρομική κίνηση άπό τό εν στά πολλά (κάτω άπό τήν έπίδραση τοΰ Νείκους) ή άπό τά πολλά στό εν (κάτω άπό τήν έπίδραση τής Φιλότητος) δέν σταματά ποτέ.

Κατά συνέπεια ό θάνατος προκαλεί τό μετασχηματισμό, άλλά όχι καί τόν άφανισμό τής άνθρώπινης ύπαρξης. Τά συ­στατικά της στοιχεία διαχωρίζονται, άλλά μποροΰν νά ενω­θούν πάλι γιά νά δώσουν τή ζωή σ’ ενα νέο πλάσμα. Ή έλπίδα ότι άπολαμβάνουμε ενα είδος άθανασίας (έστω καί μή προσωπικής) είναι γιά άλλη μιά φορά έμφανής. Μέσα στό χρόνο ύπάρχει πάντα μιά περίοδος κυριαρχίας τής Φι­λότητος καί μιά άλλη, ϊση πρός αύτή, περίοδος έξουσίας τού Νείκους πού έναλλάσσονται σέ καθορισμένα διαστήματα285:

284. VS, Β 17.285. VS, Β 26, V 30.

Page 123: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

133

«άλλ’ αύτ(ά) έστιν ταύτα, δι’ άλλήλων δέ θέοντα / γίγνεται άλλοτε άλλα καί ήνεκές αίέν όμοια»286.

Τό σύμπαν τού Έμπεδοκλέους παρουσιάζεται έπίσης ή- θικοπσιημένο: οί δύο θεμελιώδεις δυνάμεις του άκολουθούν τό νόμο τής Ισότητας, άφού καμμιά άπ’ αύτές δέν έπιβάλλεται οριστικά στήν άλλη. Ή «ύβρις» δέν έπιτρέπεται ούτε στά φυσικά στοιχεία. Κατά συνέπεια μπορούμε νά έλπίζουμε στήν ύπαρξη τής κοσμικής δικαιοσύνης πού άποτελεΐ τήν κα­λύτερη έγγύηση γιά μιά δίκαιη κοινωνία.

“Ολα άκολουθούν μιά κυκλική κίνηση πού μάς εισάγει στήν έννοια τού Σφαίρον, ίσου άπό παντού, άπειρου, άρμο- νικού καί εύτυχισμένου: «άλλ’ ό γε πάντοθεν ίσος έοί καί πάμπαν άπειρων / Σφαϊρος κυκλοτερής μονίηι περιηγέι γαίων »287. Κάθε χαρακτηριστικό τού Σφαίρου (ή σταθερό­τητα, ή ένότητα, ή άρμονία, τό τέλειο σχήμα του, ή χαρά πού τόν διακατέχει) άποτελεΐ καί ένα αισιόδοξο μήνυμα γιά τόν κόσμο μας πού σέ κάποια φάση του, κάτω άπό τήν ολοκλη­ρωτική έπίδραση τής Φιλότητος, θά άναμείξει όλα τά στοι­χεία του σέ μιά συμπαγή κυκλική μάζα, μέσα στήν όποία τά πάντα θά χαίρονται τήν ένωσή τους.

Ό ’Αναξαγόρας άκολούθησε τήν παράδοση τής ιωνικής φιλοσοφίας, ’ιδιαίτερα δέ τή διδασκαλία τού ’Αναξίμανδρου καί τού ’Αναξιμένους καί, άναζητώντας τήν πρώτη άρχή τών πραγμάτων, κατέληξε στό συμπέρασμα ότι τά όντα προήλθαν άπό μιά άπροσδιόριστη μάζα πού τή συγκρατούσαν ό άέρας καί ό αιθέρας καί πού άποτελεΐτο άπό ζεύγη άντιθέτων (ύγρό-

286. VS, Β 17.287. VS, Β 28. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μετά τά φυσικά, Β 4, 1000 b 3.

Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 150-152.

Page 124: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

134

ξηρό, θερμό-ψυχρό, λαμπερό-σκοτεινό), άπό γή καί άπό ά­πειρα, ελάχιστα σέ μέγεθος, άόρατα καί ποικιλόμορφα σω­ματίδια: τά σπέρματα: «όμοϋ πάντα χρήματα ήν, άπειρα καί πλήθος καί σμικρότητα... καί πάντων όμοϋ έόντων ούδέν έν- δηλον ήν ύπό σμικρότητος' πάντα γάρ άήρ τε καί αιθήρ κα- τείχεν, άμφότερα άπειρα έόντα»288 καί «τούτων δέ ούτως έχόντων χρή δοκείν ένεΐναι πολλά τε καί παντοΐα έν πάσι τοίς συγκρινομένοις καί σπέρματα πάντων χρημάτων καί ι­δέας παντοίας έχοντα καί χροιάς καί ήδονάς»289.

Τά σπέρματα περιέχουν δυνάμει όλα τά συστατικά κάθε όντος, γιατί στό καθένα άπ’ αύτά υπάρχει ενα μέρος τής ουσίας όλων τών πραγμάτων: «... πάντα παντός μοίραν με­τέχει»290 καί «έν παντί παντός μοίρα ένεστι...»291.

Ή αισιοδοξία πού ένυπάρχει στήν άναξαγόρεια θεωρία προκύπτει άπό τά ’ίδια στοιχεία πού βρίσκουμε καί στά φι­λοσοφικά συστήματα τών προκατόχων του. Έχουμε έτσι:

1. Τό σταθερό θέμελιο όλων τών πραγμάτων (τά σπέρμα­τα) πού δίνει ενότητα καί συνοχή στό πολύμορφο σύμπαν.

2. Τήν οικειότητα τής πρώτης άρχής. Τά σπέρματα δέν είναι κάτι άπροσδιόριστο, άλλά μιά πολύ συγκεκριμένη έν­νοια πού γνώριζαν καλά στήν άρχαία Ελλάδα καί πού δή­λωνε τίς έν δυνάμει ύπάρχουσες ιδιότητες κάθε πλάσματος, καθώς καί τήν άναγκαιότητα τής έξέλιξής του. Ό φυσικός κόσμος τού Έμπεδοκλέους δέν είναι ξένος καί μακρινός στόν

288. VS, Β 1 [SIMPLIC. Phys. 155, 23]. Βλέπε έπίσης Β 4, 17-22.289. VS, Β 4, 5-8.290. VS, Β 6 [SIMPLIC. Phys. 164, 25]. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσω­

κρατική φιλοσοφία, σ. 163.291. VS, Β 11 [SIMPLIC. Phys. 164, 22].

Page 125: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

135

άνθρωπο, άλλά άνήκει στήν ίδια μεγάλη όλότητα πού περι­λαμβάνει καί έκεΐνον.

Ή αισιόδοξη θεώρηση τού σύμπαντος ένισχύεται έπίσης άπό τήν έννοια τού Νοΰ, μιάς λεπτότατης καί καθαρώτατης ούσίας πού ρυθμίζει καί διακοσμεί τά πάντα, ένώ παράλληλα άποτελεΐ τό αϊτιο μιάς συνεχώς αύξανόμενης περιστροφικής κίνησης, ή όποία, ένεργώντας πάνω στήν άρχική άδιαμόρ- φωτη ύλη, έπιφέρει τό διαχωρισμό τών διαφόρων στοιχείων καί τήν έξέλιξη τής δομής τού κόσμου292.

Κατ’ άρχήν διαχωρίζεται ό άέρας καί ό αιθέρας καί μέ μιά πορεία όλοένα μεγαλύτερης συμπύκνωσης διαμορφώνο­νται τό νερό, ή γή καί τά άστρα. Άπό τό νερό προκύπτει ή ζωή, άλλά καθώς αύτό έξατμίζεται μεταφέρει στήν άτμόσφαι- ρα τά σπέρματα τών όντων γιά νά τά ρίξει πάλι μέ τή βροχή στή γή, όπου θά άρχίσουν νά έξελίσσονται293.

Ή δημιουργία καί ή έξέλιξη τών δντων προκύπτει συνεπώς άπό μιά αύστηρή λογική διάταξη όλων τών φυσικών στοι­χείων. Άλλά καί ή ύλη, σύμφωνα μέ τήν άναξαγόρεια διδα­σκαλία, όργανώνεται μέ μιά θαυμαστή εύστροφία. Τό λογικό αύτό σύμπαν εΐναι όπωσδήποτε πιό φιλικό στόν άνθρωπο καί πιό προσιτό στή διάνοιά του άπό έναν κόσμο χαώδη καί άσυνάρτητο, άρα καί πιό έλπιδοφόρο.

292. VS, Β 11, Β 12, Β 13. Βλέπε έπίσης τό κεφάλαιο περί τοΰ απολύτου όντος τής παρούσης μελέτης, δπου άναπτύσσεται διεξοδι- κώτερα ή άναξαγόρεια έννοια τού νοΰ. W. Κ. C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 321.

293. VS, B 2 [SIMPLIC. Phys. 155, 30]. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, Βίοι φιλοσόφων, 2.9. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philo­sophy, Vol. I, a. 294-304, 315. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλο­σοφία, σ. 169-170.

Page 126: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

136

Σύμφωνα μέ τή θεωρία τού Λευκίππου καί τού Δημοκρί­του 294 τά έσχατα δομικά υλικά των δντων είναι έλάχιστα σέ μέγεθος σωματίδια - τά άτομα - άπειρα σέ άριθμό καί σέ σχήματα, διαφορετικού βάρους, άλλά ομογενή καί αδιαί­ρετα. Αύτά διαφέρουν ώς πρός τή διάταξή τους άπό το ένα σώμα στό άλλο, κινούνται δέ μέσα στό κενό, όπου βρίσκονται διασκορπισμένα. Ή ποικιλία πού τά χαρακτηρίζει προκαλεΐ καί τή διαφορά άνάμεσα στά πολυάριθμα όντα πού συγκρο­τούνται άπ’ αύτά295.

Καθώς τά άφθαρτα άτομα κινούνται άτακτα καί παλμικά μέσα στό κενό, δημιουργούν συγκρούσεις. Καί αύτές μέ τή σειρά τους ώθούν τά άτομα πού έχουν όμοιο σχήμα νά συμπλέκονται μεταξύ τους, ένώ έκεΐνα πού είναι άνόμοια νά διασκορπίζονται. ’Έτσι σχηματίστηκε ή γή, τό νερό, ό άέρας καί τό πύρ, τά άστρα, τό σφαιρικό σύμπαν καί οί άπειροι κόσμοι296.

Ή πραγματικότητα τού Λευκίππου καί τού Δημοκρίτου

294. Ό Λεύκιππος ήταν ό πρώτος πού ανέπτυξε τήν άτομική θεωρία. ’Επειδή όμως ξέρουμε γι’ αυτόν μόνο ελάχιστα πράγματα, ή μορφή του επισκιάζεται άπό τόν Δημόκριτο, ό όποιος προβάλλεται πολύ πε­ρισσότερο μέσα άπό τήν άρχαία παράδοση.

295. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Εις Φυσικά, 28,4· Περί ουρανού, 242, 18· 294, 34· ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μετά τά φυσικά, Λ 4 985 b 4, b 13.

296. ΑΕΤΙΟΥ, Περί των άρεσκόντων τοϊς φιλοσόφοις συναγωγή, I, 23, 3. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ουρανού, 303 a 5. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 186. VS, Β 164, A 40. Ή κίνηση τών άτόμων κατά τόν Λεύκιππο καί τόν Δημόκριτο υπήρχε πάντα- γι’ αύτό καί οί παραπάνω φιλόσοφοι δέν επιχειρούν νά έξηγήσουν τί τήν προ- κάλεσε. ’Ισχυρίζονται όμως ότι οί αυξανόμενες κινήσεις τών άτόμων δημιουργούν τή δίνη, έξ αιτίας τής όποίας τά σώματα διαχωρίζονται, γιατί τά βαριά έλκονται πρός τό κέντρο της, ένώ τά έλαφρά τείνουν πρός τήν περιφέρειά της.

Page 127: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

137

είναι ύλική άλλά αιώνια. Τά διάφορα σώματα πού αποτε­λούνται άπό τά άτομα όταν άποσυντίθενται δεν αφανίζονται, άπλώς αλλάζουν μορφή. Κατά συνέπεια ό φυσικός κόσμος στόν όποιο υπάγεται καί ό άνθρωπος, δεν καταστρέφεται ποτέ297. Μπορούμε έτσι νά έλπίζουμε σ’ ένα είδος αθανα­σίας.

Ή αισιοδοξία πού χαρακτηρίζει τό σύστημα τών ’Ατομι­κών, προκύπτει όμως καί άπό άλλους παράγοντες:1. Ή άπάντηση πού έπιχειρούν νά δώσουν στό ζήτημα τής

δημιουργίας τού κόσμου είναι αρκετά έπιστημονική, γιατί όλα όσα προτείνουν έξηγοΰνται αιτιοκρατικά καί λογικά 298. Πρόκειται γιά ένα σύστημα καλά θεμελιωμένο καί εύκολα προσιτό στήν ανθρώπινη νόηση.

2. Ή Ιδέα τής ενιαίας βάσης όλων τών όντων, πού άπαντάται στούς στοχαστές τής Ιωνίας, έπανέρχεται καί στούς ’Α­τομικούς - μέ τήν άνακάλυψη τών άτόμων - παρέχοντας στό πολύμορφο καί μεταβαλλόμενο σύμπαν συνοχή καί ένότητα.

Ή φύση - σέ άντίθεση μέ τό νόμο - άποκτά στούς σοφιστές πρωτεύουσα σημασία. Αύτή δέν είναι πλέον μόνο ό κόσμος πού μάς περιβάλλει, άλλά μιά πρωταρχική καί κυρίαρχη δύ­ναμη, ή όποία ρυθμίζει τά πάντα σύμφωνα μέ τούς δικούς της πανίσχυρους κανόνες καί κατά συνέπεια ε’ισβάλλει καί στίς ανθρώπινες κοινωνίες.

Ή παραπάνω θεωρία περιέχει συγχρόνως αισιόδοξα καί άπαισιόδοξα στοιχεία. Αισιόδοξα γιατί ή φύση, έπιβάλλο- ντας τούς νόμους της πάνω σέ όλα τά πλάσματα, συνιστά

297. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II, σ. 391.298. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 185-186.

Page 128: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

138

έναν ’ισχυρότατο δεσμό πού συνδέει μεταξύ τους τά ποικίλα όντα, άκόμα καί όταν λειτουργεί σέ έπίπεδο σύγκρουσης.

’Απαισιόδοξα δέ γιατί άν όλα ρυθμίζονται άπό τούς πα­ντοδύναμους φυσικούς νόμους, είναι περιττή κάθε προσπά­θεια τού άνθρώπου γιά τελείωση, κάθε άπόπειρά του γιά θεμελίωση σταθερών ήθικών άξιών πού ρυθμίζουν τήν πο­ρεία μιάς κοινωνίας.

Παρόλ’ αύτά ή δυσπιστία τών σοφιστών άπέναντι στούς «θετούς» νόμους πού τούς θεωρούσαν ώς συνθήκες μεταξύ τών πολιτών 2" , δέν άποτελει άπαραίτητα έκφραση άπαισιο- δοξίας, γιατί ό νόμος (συχνά άδικος) δέν ταυτίζεται πάντα μέ τήν Ιδέα τής δικαιοσύνης, όπως καί ό ϊδιος ό Πλάτων ειχε συχνά έπισημάνει300, κατά συνέπεια δέν μειώνει σέ τί­ποτα τήν άξία της.

Ό Άντιφών, θερμός ύποστηρικτής τής Ιδέας τοΰ φυσικού δικαίου, διακηρύσσει τήν άπαισιόδοξη άποψη ότι όποιος μπορεΐ νά άποφύγει τήν αποκάλυψη τής άδικίας, ώφελεΐται άπό τήν παράβαση τών άνθρωπίνων νόμων, επειδή αύτοί έχουν έπι- βληθεί τεχνητά - κατόπιν συμφωνίας τών άνθρώπων - σέ ά- ντίθεση μέ τούς νόμους τής φύσης οί όποιοι είναι υποχρεω­τικοί καί ώφέλιμοι σέ όλους, όπως είναι π.χ. ή λειτουργία τής άναπνοής ή ή άναζήτηση τροφής (γι’ αύτό καί όποιος τούς άγνοήσει καταστρέφεται άνεπανόρθωτα).

Θά πρέπει πάντως νά σημειώσουμε ότι οί φυσικοί νόμοι δέν άντιτίθενται πάντα στις επιταγές τής ήθικής. Μερικές φορές μάλιστα γίνονται άφετηρία γιά τις πιό άνθρωπιστικές

299. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πρωταγόρας, 337 d, οπου άναπτύσσεται ή ά- ντίστοιχη θέση τοΰ Ιππία.

300. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτικός, 294 b- c· Φαιδρός, 258 b, 271 d - 272 b, 275 d-e.

Page 129: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

139

αντιλήψεις. Έδώ ανήκει, γιά παράδειγμα, ή άναμφισβήτητα α’ισιόδοξη άποψη τού Άντιφώντος ότι όλοι οί άνθρωποι, έ­χουν κοινή φύση· άρα οί φυλετικές διακρίσεις είναι παρά­λογες, άδικες καί άφύσικες: «... φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν καί βάρβαροι καί Έλληνες»301. Καί λίγο πιό κά­τω προσθέτει: «καί ένπάσι τούτοιςοϋτε βάρβαρος άφώρισται δ’ ήμώ ν ούδείς οϋτε Έ λλην άναπνέομεν τε γάρ εις τόν άέρα απαντες κατά τό στόμα καί κατά τάς ρίνας καί έσθίομεν χερσίν απαντες...»302.

Ό Πλάτων στούς πρωίμους διαλόγους του άντιμετωπίζει τή φύση πολύ άπαισιόδοξα, σχεδόν έχθρικά. Έτσι στό Φαί­δωνα ό φυσικός κόσμος θεωρείται κάτι τελείως άντίθετο στό βασίλειο τών νοητών καί ή αίτία όλων τών δεινών τού άν- θρώπου303.

Στήν Πολιτεία ή άπαισιοδοξία του υπάρχει μέν (όπως φαί­νεται στό μύθο τού σπηλαίου, όπου ό φυσικός κόσμος πα- ρομοιάζεται μέ σκιές ομοιωμάτων τών πραγματικών άντικει- μένων), άλλά μειώνεται σημαντικά, δεδομένου ότι έδώ τό αισθητό σύμπαν παρουσιάζεται, διά μέσου τής εικόνας τής γραμμής, ώς τό άνάλογο τού κόσμου τών ’Ιδεών304. Έπί πλέον ή φυσική καί ή άστρονομία πού μελετούν τά φυσικά φαινό­μενα, θεωρούνται ώς επιστήμες πού μπορούν νά οδηγήσουν στή φιλοσοφία305. Στό χωρίο μάλιστα 451 d-e του V βιβλίου ή θεώρηση τής φύσης είναι τόσο αισιόδοξη, ώστε παίρνει τή θέση προτύπου. ’Έτσι όταν ό φιλόσοφος θέλει νά ύπο-

301. VS, Β 44, Fragment Β, Col. 2, 10-14.302. VS, Β 44, Fragment Β, Col. 2, 23-35 (σ. 353).303. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 65 b κ.έ.304. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, VI 509 e - 511 e, VIII 514 a - 516 a.305. Ibid. VII 523 b - 540 c.

Page 130: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

140

στηρίξει, τήν άποψη πώς οί γυναίκες πρέπει νά έκτελοΰν τίς ίδιες εργασίες μέ τούς άνδρες (εκπαιδευόμενες παράλληλα μέ τόν ϊδισ τρόπο), χρησιμοποιεί εικόνες άπό τή (ρύση, οικείες στόν καθένα. Μάς λέει λοιπόν ότι, όπως χρησιμοποιούμε τά σκυλιά θηλυκά ή άρσενικά άδιακρίτως, γιά τή φύλαξη τών κοπαδιών, έτσι καί οί γυναίκες πρέπει μέσα στήν πόλη νά έκτελοΰν τίς ίδιες έργασίες μέ τούς άνδρες.

Στόν Τίμαιο επίσης μόνο γιά έντονη αισιοδοξία τού φι­λοσόφου μπορούμε νά μιλήσουμε, έφ’ όσον ό φυσικός κόσμος θεωρείται ώς ένα τέλειο, άρμονικό έργο πού έγινε μέ πρό­τυπο τόν κόσμο τών νοητών, άποτελώντας μάλιστα ένα είδος θεού: «...όδε ό κόσμος...ζώον όρατόν τά όρατά περιέχον, είκών τοϋ νοητού θεός αισθητός, μέγιστος καί άριστός κάλ- λιστός τε καί τελεώτατος γέγονεν εϊς ουρανός όδε μονογενής ών »306.

Στόν Πολιτικό ό κόσμος πού μάς περιβάλλει θεωρείται έπί πλέον ώς κάτι πού έχει φρόνηση («καί φρόνησιν είληχός έκ τοϋ συναρμόσαντος αύτό κατ’ άρχάς »307, άντιμετωπίζεται δηλαδή καί πάλι αισιόδοξα άπό τόν Πλάτωνα.

Έτσι σέ γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι ή πλα­τωνική θεώρηση τής φύσης είναι μάλλον αισιόδοξη.

306. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Τίμαιος, 92 c. Ibid. 38 b - 40 a.307. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτικός, 269 c - d.

Page 131: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΗΘΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

01 ήθικές άξιες συνδέονται στενά μέ τήν πολιτική, δεδο­μένου ότι αυτή δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό τήν εφαρμογή κά­ποιων ήθικών θεωριών στό συγκεκριμένο πλαίσιο μιάς πόλης. νΑς έξετάσουμε λοιπόν άπό τό πρίσμα αύτό τίς σημαντικώ- τερες απόψεις τών αρχαίων Ελλήνων στοχαστών.

Ή ήθική τών ’Ορφικών βασίζεται στήν αισιόδοξη πεποί­θηση ότι ή ανθρώπινη ψυχή έχει θεϊκή προέλευση, δεδομένου ότι προέρχεται άπό τήν αιθάλη τών Τιτάνων, οί όποιοι είχαν κατασπαράξει τό Διόνυσο: «... ού δεΐ έξάγειν ή μάς / έαυτούς ώς τού σώματος ήμών Διονυσιακού όντος·/ μέρος γάρ αυτού έσμεν, εϊ γε έκ τής αιθάλης τών / Τιτάνων συγκείμεθα γευ- σαμένων τών σαρκών τούτου»308.

Τό καλό (διονυσιακά στοιχεία) συνυπάρχει μέ τό κακό (τιτανικά κατάλοιπα) στήν άνθρώπινη φύση, μπορεί όμως νά

308. Ο. KERN, Test. II 210, σ. 231 (ΟΛΥΜΠΙΟΔΩΡ. Πλάτ. Φαίδ. 61). ΠΑΥΣΑΝΙΑ, VIII. 37, 5. ΠΡΟΚΛΟΥ, fr. 195, 198, 199. Ο. KERN, Test. II 303. Ε. ROHDE, Psyche, Miinchen, Wissenschaftliche Buch- gesellschaft, 1955, 2η έκδοση, 2er Band, σ. 116-121. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1980, σ. 9. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 320.

Page 132: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

142

ύπερισχύσει αύτού, υστέρα άπό ορισμένες διαδικασίες (ά- σκητική ζωή, παρακολούθηση ιεροτελεστιών καί έξορκι- σμών, άποχή άπό τήν κρεατοφαγία κ.ά.) πού όλες μαζί ονο­μάζονται «κάθαρσις» τοϋ έγώ.

Ό άνθρωπος οφείλει λοιπόν νά καλλιεργεί τά καλά ή θεϊ­κά στοιχεία τής προσωπικότητάς του, όχι μόνο γιατί αύτό επιτάσσει ή φύση του, άλλά καί γιατί έτσι έπιτυγχάνει τή σωτηρία τής ψυχής του, δηλαδή τήν ένωσή της μέ τό θειο καί τήν τέλεια ευδαιμονία. ’Αντίθετα οί άδικες ψυχές, μετά τό θάνατο τοΰ σώματος, κρίνονται καί στέλνονται σ’ ένα τόπο τιμωρίας γιά νά ένσαρκωθοΰν έκ νέου μέχρις ότου καθαρ- θούν άπό κάθε ρύπο309.

Στό σύστημα τών ’Ορφικών ή ήθική θριαμβεύει άπόλυτα: οί δίκαιοι άμείβονται καί οί κακοί τιμωρούνται (συμπερι­λαμβανομένων καί τών θεϊκών όντων όπως οί Τιτάνες). ’Α­κόμα όμως καί στήν - τόσο συνηθισμένη περίπτωση - όπου ή κακία παραμένει άτιμώρητη, υπάρχει ή άλλη ζωή γιά νά λύσει τίς εκκρεμότητες. Ή αισιοδοξία εμφανίζεται έδώ σέ όλο της τό μεγαλείο!

Τόσο στό πεδίο τής ήθικής όσο καί σέ εκείνο τής πολιτικής καμμιά αισιόδοξη προοπτική δέν διαφαίνεται μέσα άπό τά έπη τοΰ Όμηρου. Ό ομηρικός κόσμος είναι στήν πραγματι­κότητα ένα άγριο πεδίο μάχης, όπου τό μόνο δίκαιο πού άναγνωρίζεται είναι έκεΐνο τοΰ ίσχυροτέρου καί κατά συ­νέπεια τά πρόσωπα πού διακρίνονται είναι αύτά πού έχουν

309. VS, Β 20. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 9. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 320, 323' Orpheus and Greek Religion, σ. 207. Βλέπε επίσης καί τό κεφάλαιο περί ψυχής τοϋ παρόντος βιβλίου.

Page 133: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

143

τή μεγαλύτερη δύναμη310. Ή δύναμη αύτή άλλοτε είναι σω­ματική καί παίρνει τή μορφή τής ανδρείας, καί άλλοτε πνευ­ματική, όπότε έκδηλώνεται μέσα άπό τήν ικανότητα τού νού καί τήν πειθώ τού λόγου (έδώ άνήκουν γιά παράδειγμα ό Νέστωρ και ό Όδυσσεύς).

Ή τεράστια ίσχύς τών θεών μάλιστα ή οποία μερικές φο­ρές είναι έντελώς άντίθετη σέ κάθε έννοια ήθικής, πρέπει νά προέρχεται άπό άνθρώπινα πρότυπα. Παρατηρούμε π.χ. ότι κατά τήν ομηρική έποχή ή θέληση ένός ισχυρού άνδρα είναι καί ό νόμος του. "Ο,τι κάνει είναι δίκαιο, έπειδή α­κριβώς προέρχεται άπό έκείνον311. Συνεπώς δίκαιο γιά τούς ύποτελεις είναι έκεΐνο πού θέλει ό άρχοντας καί γιά τούς άνθρώπους εκείνο πού θέλουν οί θεοί. Θεοί καί βασιλιάδες δείχνουν τήν ϊδια σκληρότητα γι’ αύτούς πού έξουσιάζουν χωρίς μάλιστα νά συνειδητοποιούν ότι διαπράττουν άδικία. Θεωρούν, γιά παράδειγμα, δικαίωμά τους ν’ άποκτήσουν ό­ποια γυναίκα τούς άρέσει μέ τό σκεπτικό ότι οί άρχοντες έχουν απόλυτη κυριαρχία πάνω στούς υπηκόους τους.

Στό πλαίσιο αύτής τής άπόλυτης έξουσίας βλέπουμε έπί- σης τόν Μενέλαο πρόθυμο νά έκκενώσει μιά ολόκληρη πόλη προκειμένου νά τήν προσφέρει στόν Όδυσσέα, όταν έκεΐνος αποβιβάζεται στήν Πελοπόννησο καί κανένας δέν τού άμ- φισβητεΐ τό δικαίωμά του αύτό, όπως κανένας δέν θά άμφι- σβητούσε τό δικαίωμα τών θεών νά συμπεριφέρονται πρός

310. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Ζ , 37-65· Λ ’, 122-147· Ο', 185-199· Φ', 328- 381. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσο­φίας, σ. 23.

311. ΟΜΗΡΟΥ, Όδύσσεια, δ \ 689 κ.έ., λ', 218, ξ', 58 κ.έ., τ , 167 κ.έ., ω', 254 κ.έ. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινω­νικής φιλοσοφίας, σ. 27-28.

Page 134: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

144

τούς ανθρώπους δπως τούς αρέσει χωρίς νά δίνουν λόγο σέ κανένα312.

Παρόλ’ αύτά ή θέση τού άρχοντα δέν είναι άσφαλής. Πάνω άπό έκεινον, άκόμα καί πάνω άπό τούς θεούς, βρίσκεται ή Μοίρα πού ρυθμίζει τά πάντα σύμφωνα μέ τή θέλησή της. Καί ή θέληση αύτή δέν είναι ποτέ σταθερή. Έτσι, αν τό ορίσει τό πεπρωμένο, οι εύγενεΐς ή οί βασιλιάδες μπορούν νά γίνουν αύτόματα δούλοι στήν περίπτωση πού θά τούς άρπάξουν οι πειρατές ή θά τούς συλλάβουν αιχμαλώτους οι εχθροί313.

Ή άπαισιοδοξία τού άνίσχυρου μπροστά στή Μοίρα άν~ θρώπου, συνδυάζεται εδώ μ’ ένα παράδοξο καί έλπιδοφόρο μύνημα ισότητας. Οι ισχυροί άνδρες πού εξουσιάζουν ένα πλήθος ύπηκόων, έχοντας πάνω τους δικαίωμα ζωής καί θα­νάτου314, μπορούν άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη νά γκρεμι-

312. ΟΜΗΡΟΥ, ’Οδύσσεια, δ', 174-177. Στούς ανωτέρω στίχους ό Μενέλαος λέει στόν Τηλέμαχο, άναφερόμενος στή φιλία πού τόν συ­νέδεε μέ τόν πατέρα του ότι εκκένωσε μιά πόλη άπό τούς κατοίκους της γιά νά τή χαρίσει στόν Όδυσσέα, όταν αυτός τόν είχε κάποτε έπισκεφθεΐ. Βλέπε άκόμα Όδύσσεια, χ', 440-476, όπου μέ διαταγή τού Όδυσσέως θανατώνονται όλες οί δούλες πού έδειχναν συμπάθεια στούς μνηστήρες.

313. ΟΜΗΡΟΥ, Όδύσσεια , ο', 403-484, όπου ό Εΰμαιος διηγείται στόν Όδυσσέα πώς άπό γιός βασιλιά πού ήταν κατάντησε χοιροβο­σκός στό παλάτι τού Λαέρτη, όταν τόν άρπαξαν Φοίνικες έμποροι. Πβ. άκόμα Ίλιάς, Φ', 34-48 όπου περιγράφονται οι περιπέτειες τού γιού τού Πριάμου Λυκάονος, άπό τή στιγμή πού τόν αιχμαλώτισε ό Άχιλλεύς (καί μάλιστα όχι σέ ώρα μάχης, άλλά ένα βράδυ πού έκείνος φρόντιζε τόν πατρικό κήπο) καί τόν πώλησε ώς δούλο στή Λήμνο.

314. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Α \ 29-31, 345-348, 355-356, 368-369, 392, 507* Τ , 241-245* Ψ \ 510-513, 704-705. Στά άνωτέρω χωρία γίνεται λόγος γιά τίς αιχμάλωτες (πού πολλές φορές ήταν σύζυγοι ή κόρες βασιλιάδων) σά νά μή διαφέρουν σέ τίποτα άπό τά λάφυρα τού πο­

Page 135: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

145

σθοΰν άπό τό θρόνο τους στήν έσχατη κατάσταση τής δου­λείας. Κατ’ άνάγκην όδηγούμεθα τώρα στήν περιοχή τής η­θικής, ή όποια επιτάσσει τή δίκαιη μεταχείριση τών υπηκόων έκ μέρους τού άρχοντα, όχι μόνο επειδή αύτό επιβάλλει ό άνθρωπισμός, άλλά έπίσης γιατί καί ό Ιδιος μπορεί νά πε- ριέλθει κάποια στιγμή στή δική τους θέση. Γιά άλλη μιά φορά θριαμβεύει ή έννοια τού μέτρου, έφ’ όσον ή άλαζονεία τού άρχοντα δέν συμβιβάζεται καθόλου μέ τή ρευστότητα τής θέσης του καί μέ τό έφήμερο τής έξουσίας του.

Πάντως ή άπαισιόδοξη άποψη πού ταυτίζει τή δικαιοσύνη μέ τή θέληση τού ισχυρού, μετριάζεται κατά πολύ όταν, κατά τήν κλασσική κυρίως έποχή, οί πιστοί, άντιλαμβανόμενοι τό άνορθόδοξο ένός δικαίου πού διαμορφώνεται κατ’ έπιταγήν τών ισχυρών, καλλιεργούν τήν άποψη ότι ό Ζεύς άπονέμει δικαιοσύνη, τιμωρώντας τούς άδικους καί άμείβοντας τούς δικαίους. ’Ακόμα καί στόν "Ομηρο υπάρχουν κάποια χωρία, στά όποια διαφαίνεται ότι ό ύπέρτατος θεός φέρνει στόν κόσμο τήν τάξη καί τό μέτρο, ένώ παράλληλα δίνει στούς άνθρώπους τούς νόμους καί κατοχυρώνει τήν ιερότητα τού όρκου 315.

Ό Ησίοδος άκολουθεΐ σέ γενικές γραμμές τις ομηρικές άντιλήψεις, διαφοροποιείται όμως άπό εκείνες σέ ένα βασικό σημείο: άποδίδει στό δίκαιο τήν έννοια τού όρθού 316, είσά- γοντας έτσι μιά πολύ πιό αισιόδοξη άντίληψη περί ηθικής. Ή άντίληψη αύτή ένισχύεται άκόμη περισσότερο μέ τήν ά-

λέμου ή άπό τά βραβεία πού δίνονται στούς νικητές τών άγώνων.315. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Α', 238-239· ’Οδύσσεια, β’, 64-67, 134-135,

143-145· γ \ 130-200· ξ', 83-84. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 65.

316. W.K.C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, σ. 128.

Page 136: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

146

ναγωγή όλων τών ήθικών άξιών στούς θεούς. ΟΙ ήθικοί κα­νόνες είναι πλέον άδύνατο νά παραβιασθούν ατιμώρητα, δε­δομένου ότι τίποτα δέν διαφεύγει άπό τή θεϊκή προσοχή.

Στά ήσιόδεια έργα δηλώνεται ξεκάθαρα ότι ό Ζεύς άπο- νέμει πάντοτε δικαιοσύνη καί άκόμη ότι εΐναι έκε'ινος πού τή χάρισε στούς άνθρώπους. ’Έτσι ό πατέρας θνητών καί άθανάτων χαρίζει στούς δίκαιους ειρήνη, εύδαιμονΐα καί όλα τά άγαθά, ένώ άντίθετα κατατρέχει όποιον διαπράξει αδικία, στέλνοντας του ώς τιμωρία φτώχεια, πείνα, άρρώστιες καί θάνατο317. Ε ΐναι μάλιστα τόσο αμερόληπτος πού κα­νένας - ούτε θεός - δέν γλυτώνει τήν όργή του, όταν παραβεΐ τούς νόμους τού δικαίου καί τής ήθικής. Παράδειγμα άδιά- σειστο άποτελει ή περίπτωση τού Προμηθέως: « "Ως ονκ εστι Διός κλέιροα νόον ουδέ παρελθεϊν. / Ούδέ γάρ Ίαπεηονίδης άκάκητα Προμηθεύς / τοίο γ ’ ύπεξήλυξε βαρύν χόλον»318. Αλ­λά καί οί άλλοι θεοί τιμωρούν όσους παραβαίνουν τούς ή- θικούς κανόνες, δηλαδή τούς άσεβεϊς319, τούς άνήθικους καί έκείνους πού δέν τιμούν τούς ξένους, τούς φίλους ή τούς συγ­γενείς τους 320.

"Οσον άφορά τήν άρετή, ό Ησίοδος τήν άντιμετωπίζει

317. ΗΣΙΟΔΟΥ, Έ ργα καί Ήμέραι, 35-36, 214-218.318. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 613-615: «Γιατί κανένας δέν μπορεΐ νά

ξεγελάσει ή να ξεφύγει τό νοϋ τού Διός. Ούτε καί ό καλός γιός τοϋ Ίαπετού, ό Προμηθεύς, δέν ξέφυγε τήν τρομερή όργή του».

319. ΗΣΙΟΔΟΥ, Άσπίς Ήρακλέους, 68-69, 477-480, όπου άναφέ- ρεται ή περίπτωση τοϋ Κύκνου πού λήστευε όσους πήγαιναν στήν Πυθώ έκατόμβες γιά τόν ’Απόλλωνα, μέ αποτέλεσμα τήν σκληρή τι­μωρία του άπό τό θεό.

320. Συγκεκριμένα ή Εκάτη καί οί Κήρες έχουν ώς κύριο έργο τους τήν τήρηση τής δικαιοσύνης. Βλέπε ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 217-222, 434.

Page 137: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

147

μέ μιά συγκροτημένη αισιοδοξία, έφ’ όσον πιστεύει ότι αύτή πρέπει νά άποτελεΐ τόν τελικό στόχο όλων μας, όμως μόνο μέ πολλή προσπάθεια μπορούμε νά τή φθάσουμε: «τής δ’ άρετής ιδρώτα Θεοί προπάροιθεν έθηκαν »321. Καί τούτο για­τί ό δρόμος πού οδηγεί σ’ αύτήν είναι μακρύς, τραχύς καί ανηφορικός: «μακρύς δέ καί όρθως οϊμος ές αύτήν / καί τρηχύς τό πρώτον »322.

Ό ’Αναξίμανδρος είναι ό πρώτος φιλόσοφος πού χρησι­μοποιεί ήθικούς όρους στή φυσιολογία του, έξανθρωπΐζοντας έτσι τή φύση καί αίσιοδοξώντας ότι οί ήθικοί νόμοι ρυθμίζουν τόσο τό άνθρώπινο όσο καί τό φυσικό σύμπαν: («διδόναι γάρ αυτά (τά δντα) δίκην καί τίσιν άλλήλοίς τής άδικίας κατά τήν τοϋ χρόνου τάξιν »323 («γιατί αύτά (τά στοιχεία) πληρώνουν τίς ζημιές πού κάνουν καί παίρνουν άποζημίωση τό ένα άπό το άλλο γιά τήν άδικία πού ύφίστανται κατά καθορισμένα χρονικά διαστήματα»),

Ό Guthrie έρμηνεύει τήν άδικία πού διαπράττει τό ένα στοιχείο εναντίον τού άλλου ώς διείσδυση κάποιου άπό αύτά στό άντίθετό του. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι ή «άδικία» π.χ. τού πυρός δέν μπορεΐ νά είναι τίποτ’ άλλο παρά ή ά- πορρόφηση (δηλαδή ή έξαφάνιση) τού νερού άπ’ αύτό καί άντίστροφα. Έδώ πρέπει νά σημειώσουμε πώς ήταν κοινή πεποίθηση τών Ελλήνων εκείνης τής έποχής (6ος αί. π.Χ.) ότι τό έξαιρετικά θερμό στήν εύρύτερη περιοχή τού σύμπα- ντος - καί αύτό στό δικό μας κόσμο ταυτίζεται μέ τόν ήλιο - δέν έξαερώνει (εξατμίζει) άπλώς τό ύγρό στοιχείο άπό τή

321. Έ ργα καί Ήμέραι, 289.322. Ibid. 290-291.323. VS, 1 (SIMPL. Phys. 24, 13).

Page 138: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

γή καί τή θάλασσα, άλλά τό μετατρέπει σέ φωτιά, δηλαδή τό πυρπολεί324. Στήν περίπτωση αύτή ή αδικία συνίσταται στήν άλλαγή τής φύσης ενός πράγματος κάτω άπό τή βίαιη συνήθως έπίδραση ενός άλλου. "Οσον άφορά τήν πολιτική ζωή, ή διδασκαλία τοΰ Άναξιμάνδρου υποδείκνυε προφανώς ότι οί άντιμαχόμενες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις πρέπει νά είναι ίσες γιά νά διασφαλίζεται ή ενότητα, ή άρμονία καί ή Ισορροπία τής πολιτείας.

Αδικία μπορεί άκόμα νά σημαίνει στόν ’Αναξίμανδρο τήν άποχώρηση άπό τό άπειρο τών σπερματικών δυνάμεων πού γέννησαν τά ζεύγη τών άντιθέτων (ξηρό - ύγρό, θερμό - ψυ­χρό), άπό τά όποία προήλθαν οί κόσμοι325. Ά ς μήν ξεχνάμε έξ άλλου ότι ή ένωση μέ τήν άρχική πηγή τής ύπαρξής μας θεωρήθηκε πάντα άπό τούς άρχαίους "Ελληνες ώς τό ύψιστο άγαθό, πρός τό όποιο πρέπει νά άποβλέπουμε.

“Οπως καί άν έχει πάντως τό θέμα τής «δίκης», τής «τί- σεως» καί τής «άδικίας», έκείνο πού έχει σημασία είναι ότι ό φιλόσοφος έμφανίζεται ώς πρός τό ζήτημα τής ήθικής έ- ξαιρετικά αισιόδοξος. Πιστεύει στήν άπόλυτη κυριαρχία ένός ήθικοΰ νόμου, κυριαρχία ή όποία δέν περιορίζεται μόνο στήν άνθρώπινη κοινωνία, άλλά έπεκτείνεται καί στό φυσικό σύ- μπαν γιά νά έπιφέρει τήν τέλεια ισορροπία.

324. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 80. Βλέπε έπίσης καί τή σχετική θεωρία τοΰ Θαλή, σύμφωνα μέ τήν όποία ό ήλιος τρέφεται μέ τό νερό πού απορροφά άπό τή γή (ΗΡΟ­ΔΟΤΟΥ, II, 25). Ό πόλεμος τών στοιχείων δέν σταματά όμως έδώ. Ό ψυχρός άέρας μέ τή σειρά του μπορεί νά μεταβάλλει πάλι τούς ύδρατμούς σέ ϋγρή μορφή ϋλης.

325. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 49-50. Προσω- κρατική πολιτική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1991, σ. 23. Η. RITTER, Ge- schichte der ionischen Philosophie, Berlin, 1821, σ. 188.

148

Page 139: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

149

Ό Πυθαγόρας έφερε άπό τήν Αίγυπτο τό πρότυπο μιάς άσκητικής ζωής, αφιερωμένης στήν καλλιέργεια τής επιστή­μης καί τής ήθικής, πρότυπο πού έφάρμοσε πιστά στή Σχολή του καί πού άκολούθησαν κατά γράμμα οί μαθητές του. Οί πολιτικές απόψεις αύτών είναι μάλιστα τόσο αισιόδοξες πού καταντούν ούτοπικές. Πίστευαν συγκεκριμένα ότι οί κανόνες πού ισχυαν στήν κοινότητά τους καί οί νόμοι πού διέπουν τό σύμπαν μπορούσαν καί έπρεπε νά έφαρμοσθούν σέ όλη τήν άνθρωπότητα προκειμένου νά ύπάρχει άληθινή δικαιο­σύνη, ελευθερία, ισότητα καί άξιοκρατία326.

Ή ήθική άποκτά έξέχουσα σημασία στή φιλοσοφία τού Παρμενίδη είναι δέ συνυφασμένη μέ τήν πλέον αισιόδοξη άντίληψη περί δικαιοσύνης. Ό φιλόσοφος πιστεύει, όπως καί ό ’Αναξίμανδρος ή ό Ηράκλειτος, όχι μόνο στήν άνθρώπινη, άλλά καί στήν κοσμική δικαιοσύνη. Ή Δίκη στόν Πρόλογο τού Περί (ρύσεως ποιήματος του παρουσιάζεται νά έλεγχει τή σωστή τήρηση τού μέτρου καί τής τάξης, στήν όποια πρέπει

326. Οί νόμοι αύτοί συνίστανται στό ότι, όπως ό ήλιος έλκει γύρω του τούς πλανήτες, έτσι καί ό Δάσκαλος άποτελεί τόν πόλο έλξεως τών διαφόρων ομάδων μαθητών ή ό άρχοντας τό σημείο άναφοράς τών πολιτών πού κυβερνά. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 504 d - 507 c- Πολιτεία, IV 430 e, 431 e, 441 d - 444 d, IX 586 e. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, «Περί τής πυθαγορικής εταιρείας: γένεση, έξέλιξη καί καταστροφή», Πυθαγόρεια Φιλοσοφία, Άθήνα-Σάμος, 1992, σ. 31, 37. Προσωκρα- τική πολιτική φιλοσοφία, σ. 36 κ.έ., όπου μεταξύ άλλων άναφέρεται ότι ό Πυθαγόρας είναι ό πρώτος πού αντιλαμβάνεται πώς ή τελεσφόρα πολιτική δράση βασίζεται σέ ένα θεωρητικό πολιτικό λόγο πού είναι συνεπής πρός τίς γενικές πεποιθήσεις τών προσώπων τά όποια απαρ­τίζουν μιά κοινωνία. Γενικά δέ ή πολιτεία πρέπει νά άποβλέπει στό καλό τοϋ συνόλου (ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ, VP, 46). J.-F. ΜΑΤΤΕΪ, Pythagore et les Pythagoriciens, σ. 25.

Page 140: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

νά ύπακούουν τά πάντα: άνθρωποι καί φύση. 'Όποιος υπερ­βαίνει τά όρια πού έκείνη ορίζει τιμωρείται αυστηρά. Στά πλαίσια αύτής τής πεποίθησης έντάσσεται καί ή εικόνα τής Δίκης πού κρατεί τά κλειδιά, μέ τά όποια άνοίγουν οί πύλες τής Ημέρας καί τής Νύχτας 327.

Ή παρμενίδεια Δίκη εισχωρεί άκόμα καί στήν περιοχή τής γνωσιολογίας: είναι έκείνη πού έπιτρέπειτήν είσοδο στό χώρο τής άπόλυτης, καθολικής Αλήθειας, ή όποία άφορά κάθε τι πού υπάρχει. Τό πέρασμα άφήνεται έλεύθερο σέ όσους έρχονται μέ θεϊκή συγκατάθεση καί δίκαιο αίτημα. Πρόκειται γιά μιά παντοδύναμη ήθική πού διέπει τά πάντα, παρέχοντας στόν άδύναμο άνθρωπο τήν ελπίδα ότι ή δικαιο­σύνη βασιλεύει σέ κάθε περιοχή τοΰ άπειρου σύμπαντος.

Ή ήθική στόν Ηράκλειτο κατέχει έπίσης κυρίαρχη θέση τόσο μέσα στήν άνθρώπινη κοινωνία όσο καί στό σύμπαν πού μάς περιβάλλει. Ή δικαιοσύνη άπό άπλή ρύθμιση τών άνθρωπίνων σχέσεων γίνεται μιά τεράστια κοσμογονική δύ­ναμη: « "Ηλιος γάρ ούχ ύπερβήσεται μέτρα· εί δέ μή, Έριννες μιν Δίκης έπίκονροι έξενρήσουσιν »328 («Ό ήλιος δέν θά ξεπεράσει τά μέτρα· διαφορετικά οί Έρινύες, οί βοηθοί τής Δίκης, θάτόν βρουν»). Ισχυρότατο είναι καί έδώ τό αίσθημα τής αισιοδοξίας πού γεννιέται άπό τήν άποδοχή ενός άρμο- νικοΰ καί ήθικοποιημένου σύμπαντος.

Ή ήθική τοϋ Δημοκρίτου, άπόλυτα αισιόδοξη καί αύτή,

327. VS, Β1, 4. Βλέπε καί Β1, 1-10 (Fr. 1, Sext. 7, III ff.). C. M. BOWRA, «The Poem of Parmenides», Classical Philology, 1937, σ. 102-109.

328. VS, B 94. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική πολιτική φιλοσο­φία, σ. 81-82.

150

Page 141: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

151

βασίζεται στήν κατ’ έξοχήν ελληνική ιδέα τοϋ μέτρου καί τής άρμονίας. Μόνο έτσι πιστεύει ότι οί άνθρωποι θά άπο- κτήσουν τήν εύθυμία (εύεστώ329) δηλαδή μιά έσωτερική γα­λήνη πού προκαλείτήν ήρεμη ευχαρίστηση: «άνθρώποισι γάρ εύθυμίη γίνεται μετριότητι τέρψιος καί βίου σνμμετρίη· τά δ’ έλλείποντα καί ύπερβάλλοντα μεταπίπτει τε φιλεί καί μεγάλας κινήσιας έμποιεϊν τήι ψνχήί»330 («οί άνθρωποι ά- ποκτούν τήν εύθυμία μέ τή μετριότητα τής ευχαρίστησης καί τή συμμετρία τού βίου- άντίθετα όσα είναι έλλιπή ή υπερ­βολικά τείνουν πρός τίς μεταπτώσεις καί προκαλούν μεγάλες ταραχές στήν ψυχή»).

Ή εύτυχία στήν όποια άποβλέπει ό φιλόσοφος έξαρτάται άπό τήν ψυχή: «εύδαιμονίη ψυχής καί κακοδαιμονίη »331. («Ή εύτυχία καί ή δυστυχία βρίσκονται στήν ψυχή»). 'Αρκεί λοιπόν νά επιτύχουμε τήν άρμονία τοΰ έσωτερικού μας κό­σμου γιά νά γίνουμε εύτυχισμένοι. Έδώ βρίσκεται ένα άπό τά πιό αισιόδοξα μηνύματα τής άρχαίας ελληνικής φιλοσο­φίας. Ό άνθρωπος παίρνει έπάνω του τήν εύθύνη τής προ­σωπικής του ευδαιμονίας, άδιαφορώντας γιά τούς έξωτερι- κούς παράγοντες. Ή έννοια τής τύχης ή τής μοίρας είναι κατασκεύασμα άβουλων πλασμάτων: «άνθρωποι τύχης εΐδω- λον έπλάσαντο πρόφασιν ίδίης άβουλίης... τά δέ πλείστα έν βίωι εύξύνετος όξυδερκείη κατιθύνει»222 («Οί άνθρωποι έ-

329. VS, Β 140: «ενεστώ: ... ευδαιμονία άπό τον εν έστάναι τόν οίκον».330. VS, Β 191. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 191-

194. Προσωκρατική πολιτική φιλοσοφία, σ. 117-118.331. VS, Β 170. Προαναγγέλλοντας τίς θεωρίες τών Στωϊκών, ό Δημό­

κριτος υποστηρίζει ότι όσοι δεινοπαθοΰν πρέπει νά αναζητήσουν τήν αιτία τών συμφορών τους στή διαφθορά τής ψυχής τους (VS, Β 159). Βλέπε επίσης W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II, σ. 470.

332. VS, B 119.

Page 142: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

152

πλασαν τό είδωλο τής τύχης ώς πρόφαση τής δικής τους α­βουλίας... τά περισσότερα πράγματα στή ζωή τά κατευθύνει ή συνετή οξυδέρκεια»). ’Ά ν είμαστε σώφρονες καί οξυδερ­κείς δέν έχουμε τίποτα νά φοβηθούμε. ’Απ’ έναντίας μπο­ρούμε νά αντιμετωπίσουμε κάθε κακοτυχία καί αντιξοότητα. Γιά νά γίνουμε εύτυχισμένοι πρέπει νά είμαστε αύτάρκεις, νά μήν υπερβαίνουμε τίς δυνάμεις μας καί νά μήν πολυπραγμο­νούμε333.

Σημαντικώτατο ρόλο στήν ήθική τού Δημοκρίτου παίζουν έπίσης οί έννοιες τής αίδούς, τού αύτοσεβασμού, τής φιλίας καί τής δικαιοσύνης. Ή προσωπική συνείδηση άποτελεΐ τόν ισχυρότερο νόμο πού ρυθμίζει τίς ανθρώπινες σχέσεις καί φέρνει ομόνοια σέ κάθε κοινωνία334.

Αισιόδοξες είναι καί οί περί πολιτικής άπόψεις του πού συνοψίζονται στά εξής σημεία:1. “Ολοι οί πολίτες πρέπει νά διδάσκονται τήν αρετή καί

τήν πολιτική (τήν μεγίστην τέχνην - Β 157, Β 181). Πρέπει έπίσης νά μετέχουν στά κοινά (Β 253).

2. Ή εξουσία πρέπει νά ασκείται άπό τόν καλύτερο: «φύσει τό άρχειν οίκήιον τώι κρέσσονι» (Β 267).

3. Δέν πρέπει νά έπηρεαζόμαστε άπό ώραίους λόγους, άλλά νά κρίνουμε τούς πολιτικούς άπό τίς πράξεις τους (Β 53, Β 82, Β 145).

333. VS, Β 3. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 192.334. VS, Β 179, Β 186, Β 244, Β 255, Β 264. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ,

Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 192-193, 195. Σπουδαίες κοινωνικές ά- ρετές είναι κατά τό Δημόκριτο ή ομοφροσύνη, ή φιλία καί ή άλλη- λεγγύη (Β 86, Β 255). Σημαντικότερος όμως εΐναι ό αύτοσεβασμός καί ό προσωπικός ηθικός νόμος, γιατί έτσι αποφεύγονται οί παρε­κτροπές πρίν εκδηλωθούν (Β 264). Βλέπε έπίσης Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική πολιτική φιλοσοφία, σ. 116 κ.έ.

Page 143: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

153

ΟΙ σοφιστές παρουσιάζονται ώς δάσκαλοι τών κοινωνι­κών άρετών καί τής πολιτικής τέχνης. Ή σχετικοκρατική ή­θική τους μπορεί νά θεωρηθεί σέ γενικές γραμμές απαισιό­δοξη, άλλά οι πολιτικές τους θεωρίες παρουσιάζουν άρκετά σημεία αισιοδοξίας, όπως ή ισότιμη συμμετοχή όλων τών πο­λιτών στά πολιτικά δρώμενα335.

Ό Πρωταγόρας, ό πρώτος μεγάλος σοφιστής, είσήγαγε τή σχετικοκρατία στόν τομέα τής ήθικής μέ τήν περίφημη ρήση του «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπον εΐναι, τών μέν όντων ώς έστι, τών δέ μή όντων ώς ούκ έστιν» 336. Μόνη πραγματικότητα θεωρείται έδώ ή προσωπική πεποίθηση κά­θε άτόμου. Δέν υπάρχει τίποτα έξω άπό τόν άνθρωπο. Κατά συνέπεια όλα είναι σχετικά.

Ή σχετικότητα τών άξιών έχει δύο σημασίες: α) Δέν υπάρχει τίποτα στό οποίο νά μπορούν νά αποδοθούν

άπόλυτα τά έπίθετα καλός, κακός, δίκαιος, άδικος κ.λ.π., γιατί αύτό πού είναι καλό γιά κάποιον μπορεί νά είναι κακό γιά έναν άλλο, ανάλογα μέ τά άτομα, τίς συνθήκες, τίς έποχές, τούς τόπους κ.λ.π.

β) Δέν υπάρχει τίποτα πού νά έπιδέχεται τούς χαρακτηρι­σμούς «καλό», «κακό», κ.λ.π. Μόνο ή σκέψη μας άποδίδει αύτά τά χαρακτηριστικά σέ κάποια άντικεΐμενα, καθιστώ­ντας τα τελείως ύποκειμενικά337.Όποιαδήποτε σημασία τής σχετικότητας καί άν δεχθούμε,

335. Β. ΚΥΡΚΟΥ, ’Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός καί σοφιστική, Ιωάννινα, 1986, σ. 92 κ.έ.

336. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Θεαίτητος, 151 e - 152 a. VS, Β1. ΑΡΙΣΤΟΤΕ- ΛΟΥΣ, Μετά τά φυσικά, 1062 b 12. Γ. ΑΑΑΤΖΟΓΛΟΥ-ΘΕΜΕΛΗ, Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, Αθήνα, 1976, σ. 71 κ.έ.

337. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 208-209, 215.

Page 144: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

154

εκείνο πού έχει σημασία είναι δτι μαζί μ’ αύτήν εισβάλλει στίς κοινωνίες καί ή απαισιοδοξία όσον αφορά τήν ισχύ τών παραδοσιακών καί σταθερών προτύπων ήθικής.

Παρόλ’ αύτά ό Πρωταγόρας φαίνεται αισιόδοξος ώς πρός τήν ήθικότητα τού ανθρώπου, όταν ύποστηρίζει ότι ή ανθρώ­πινη φύση έχει τή δυνατότητα γιά ήθική πρόοδο καί άπό- κτηση τής αρετής, ένώ ή πείρα καί ή αγωγή βοηθούν έπίσης κατά πολύ στήν πραγματοποίηση αύτής τής δυνατότητας338.

Άλλά άκόμα καί ή σχετικότητα τών νόμων καί τού δικαίου άντιμετωπίζεται άπό μιά αισιόδοξη προοπτική, γιατί δέν α­ποβλέπει πάντα στό συμφέρον τού ίσχυροτέρου - όπως ύπο- στήριζε ό Θρασύμαχος 339- άλλά καί στό καλό τών πολιτών. Έκεΐ μάς οδηγεί, κατά τόν Guthrie, τό συμπέρασμα πού βγαί­νει άπό τό χωρίο τοΰ Θεαιτήτου, όπου άναφέρεται ότι όσον καιρό μιά πολιτεία θεωρεί κάποιους νόμους δίκαιους καί καλούς (δηλαδή ώφέλιμους γιά τούς πολίτες) τούς διατηρεί έν ίσχεί, διαφορετικά τούς καταργεί ή τούς μεταβάλλει: «οΐα γ ’ αν έκάοτη πόλει δίκαια καί καλά δοκή, ταϋτα καί είναι αυτή, έως αν αύτά νομίζη »340. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν άποψη τού Πρωταγόρα, οί νόμοι μολονότι δέν άνάγονται στή φύση, πρέπει νά θεσπίζονται καί νά τηρούνται προκει- μένου νά διατηρηθεί ή δομή τής κοινωνίας 341.

338. Πρόκειται γιά τό γνωστό χωρίο τοΰ πλατωνικού Πρωταγόρα (320 e κ.έ.), όπου ό σοφιστής μέσα άπό τό μύθο αποδίδει Ιδιαίτερη σημασία στίς έννοιες τής αίδοϋς (τού αλληλοσεβασμού) καί τής δίκης (τής δικαιοσύνης) όσον άφορά τή συγκρότηση τών πολιτικών κοινω­νιών. Βλέπε έπίσης W.K.C. GUTHRIE, ΟΙ σοφιστές, σ. 94.

339. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, I 338 c.340. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Θεαίτητος, 167 c.341. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Θεαίτητος, 167 c. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφι­

στές, σ. 217-218. Τό κριτήριο τής χρησιμότητας τών νόμων στήν κα­

Page 145: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

155

Ή αισιοδοξία πάντως πού χαρακτηρίζει τήν παραπάνω θεωρία μετριάζεται κατά πολύ άν σκεφθούμε δτι ή ταύτιση τού δικαίου μέ τό νόμιμο αϊρει έν μέρει τήν έννοια τής δι­καιοσύνης, γιατί οί νόμοι είναι μερικές φορές άδικοι καί μεροληπτικοί.

Ό Γοργίας, άπορρίπτοντας τούς δημιουργημένους άπό τήν κοινωνία ήθικούς κανόνες, ανατρέχει στή φύση - θεωρώντας την προφανώς κάτι πιό αύθεντικό καί πολύ ισχυρότερο άπό τήν άνθρώπινη κοινωνία - καί διαπιστώνει ότι έκει τά δυ- νατώτερα όντα έξουσιάζουν τά άσθενέστερα: «πέφνκε γάρ ον τό κρείσσον ύπό τοϋ ήσσονος κωλύεσθαι, άλλά τό ήσσον ύπό τοϋ κρείσσονος άρχεσθαι καί άγεσθαι καί τό μέν κρείσ­σον ήγεΐσθαι, τό δέ ήσσον έπεσθαι »342.

Ή ήθική στό Γοργία είναι κάτι τό ρευστό, άποκλείοντας κάθε έλπίδα στήν ύπαρξη σταθερών προτύπων καί έξαρτω- μένη μόνο άπό τήν προσωπική κατάσταση καί τό άτομικό συμφέρον 343.

Ό Θρασύμαχος, όπως τούλάχιστον παριστάνεται στήν πλατωνική Πολιτεία, έχει τήν πλέον άπαισιόδοξη άντίληψη περί ήθικής καί πολιτείας. Σύμφωνα μέ τή θεωρία του ή δι­καιοσύνη, έτσι όπως έφαρμόζεται σέ μιά πολιτική κοινωνία, δέν είναι τίποτ’ άλλο άπό τό συμφέρον τού ίσχυροτέρου: «φημί... έγώ είναι τό δίκαιον ούκ άλλο τι ή τό τοϋ κρείττονος ξυμφέρον»344. "Οταν ό σοφιστής μιλάει γιά δίκαιο έννοεΐ τούς κανόνες πού άπορρέουν άπό τή θέσπιση τών νόμων.

θημερινή ζωή παίζει έδώ τόν πρώτιστο ρόλο.342. ΓΟΡΓΙΟΥ, Ελένης έγκώμιον, 6' VS, Β 11, 6 (σ. 290). W.K.C.

GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 133.343. Ε. DUPREEL, Les sophistes, Paris, Neuchatel, 1948, σ. 82, 110.344. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, I 338 c.

Page 146: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

156

Καί αύτοί αποβλέπουν, κατά τή γνώμη του, στό συμφέρον τών κυβερνώντων, δηλαδή τών ισχυρών (αυτοί μπορεί νά εί­ναι αδιακρίτως ένας τύραννος, λίγοι άριστοκράτες ή όλος ό δήμος). Κατά συνέπεια δικαιοσύνη είναι ό,τι ώφελεί τούς έκάστοτε άρχοντες 345.

Παρόλ’ αύτά ό Guthrie υποστηρίζει τήν άποψη ότι ή ήθική τού Θρασυμάχου δέν είναι τόσο άπαισιόδοξη όσο φαίνεται έκ πρώτης όψεως καί ότι δέν είναι άπαραίτητο νά πάρουμε κατά λέξη τά λεγόμενά του. Αύτά σημαίνουν μόνο ότι ή ά- ληθινή δικαιοσύνη δέν εφαρμόζεται συνήθως στίς άνθρώπι- νες κοινωνίες. Ό σοφιστής δέν ισχυρίζεται δηλαδή ότι πρέπει νά ισχύει τό δίκαιο τού ίσχυροτέρου, άλλά ότι αύτή είναι ή κοινωνική πραγματικότητα τής εποχής του. Έξ άλλου στήν άρχαία Ελλάδα οί όροι «δίκαιον» καί «δικαιοσύνη» ήταν τόσο εύρείς πού πολλές φορές μπορούσαν νά πάρουν τή ση­μασία τής «ήθικής άξίας», έννοιας πολύ δύσκολα άμφισβη- τούμενης άπό έναν άρχαίο "Ελληνα καί άκόμα δυσκολώτερα ταυτιζόμενης μέ τό συμφέρον του ίσχυροτέρου346.

Ό Ιππίας, άκολουθώντας τίς γενικά άποδεκτές άπό τούς σοφιστές ιδέες ώς πρός τίς έννοιες τού νόμου καί τής φύσης καί εντασσόμενος στό ίδιο άπαισιόδοξο κλίμα σκέψης, όριζε άπερίφραστα τούς νόμους ώς συνθήκες πού δημιουργήθηκαν άπό τούς πολίτες, συνθήκες μάλιστα τυραννικές πού ώς έπί

345. Ibid. 338 e - 339 a: «Τοντ’ ούν έστίν, ώ βέλτιστε, δ λέγω έν άπάσαις ταϊς πόλεσι ταύτόν είναι δίκαιον, τό τής καθεστηκυίας άρχής ξυμφέρον». W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 120. Β. ΚΥΡΚΟΥ, ’Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός καί σοφιστική, σ. 214-215.

346. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 123-126. Βλέπε έπίσης H.W.B. JOSEPH, Essays in Ancient and Modern Philosophy, Oxford, 1935, a. 18. Β. ΚΥΡΚΟΥ, Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός, σ. 203, 214.

Page 147: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

157

τό πλείστον παραβιάζουν τή φύση: «ό δέ νόμος τύραννος ών τών άνθρώπων, πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται »347. Ή αι­σιοδοξία δέν λείπει ώστόσο όλότελα άπό τή διδασκαλία του. Ενυπάρχει στή θεωρία του, σύμφωνα με τήν όποία όλοι οί άνθρωποι είναι έκ φύσεως συγγενείς (άρα ίσοι καί όμοιοι) μεταξύ τους 348.

Ό Άντιφών, παρά τήν άντίθεσή του μέ τό «θετό» δίκαιο, διατυπώνει μιά μάλλον αισιόδοξη καί οπωσδήποτε ήθική ά­ποψη περί δικαιοσύνης. ’Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι ή δι­καιοσύνη έπιτάσσει νά μήν άδικούμε, άλλά καί νά μήν άδι- κούμεθα: «... μηδέν άδικείν (δίκαιόν έστιν) μηδέν αυτόν ά- δικείσθαι »349.

’Ά ς μήν ξεχνάμε έξ άλλου πώς, όταν ό σοφιστής περιορίζει τήν έννοια τής δικαιοσύνης στά στενά όρια τών νόμων 350 τής πολιτείας του («δικαιοσύνη ούν τά τής πόλεως νόμιμα, έν ήι αν πολιτεύεται τις»351) σχετικοποιεί τήν ιδέα τού δι­καίου, ένισχύει όμως έκείνη τής πόλης καί τής εύνομίας 352. Στήν προκειμένη περίπτωση δέν πρέπει νά μιλάμε γιά άπαι-

347. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πρωταγόρας, 337 d. Ό δρος «τύραννος» χρη­σιμοποιείται έδώ μέ τή σημασία εκείνου πού αναγκάζει τόν άνθρωπο νά κάνει κάτι διαφορετικό άπό αυτό πού τοΰ έπιτάσσει ή φύση καί κατά συνέπεια κάτι πού τόν δυσάρεστε!.

348. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πρωταγόρας, 337 c.349. VS, Β 44, Fragment Β, Col. II, 19-21. W.K.C. GUTHRIE, Οί

σοφιστές, σ. 144-148.350. Ό Αντιφών θεωρεί τούς νόμους ώς συμφωνία πού συνάπτουν

οί πολίτες μεταξύ τους (VS, Β 44, Fragment A, Col. I, 23-25. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 176).

351. VS, Β 44, Fragment A, Col. I, 6-11.352. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Κριτών, 50 a - 54 d. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ, ’Απομνη­

μονεύματα, 4, 4, 12. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, σ. 176.

Page 148: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

158

σιόδοξη θεώρηση τών ήθικών αξιών, άλλά γιά ρεαλιστική αντιμετώπιση τών πολιτικών θεσμών.

Ή πολιτική σκέψη τοΰ Άντιφώντος είναι πάντως αναμ­φισβήτητα αισιόδοξη, δεδομένου δτι περιλαμβάνει τή θεω­ρία, σύμφωνα μέ τήν οποία όλοι οί άνθρωποι είναι έκ φύσεως ϊσοι καί ελεύθεροι μεταξύ τους 353.

Ό Κριτίας, ίσχυριζόμενος δτι οί νόμοι θεσπίζονται άπό τούς άνθρώπους γιά νά ελεγχθεί ή βαρβαρότητα τής φυσικής τους κατάστασης («ήν χρόνος, ότ’ ην άτακτος άνθρώπων βίος καί θηριώδης... κάπειτά μοι δοκοϋσιν άνθρωποι νόμους θέ- σθαι κολαστάς »354), θεωρεί μέν τή δικαιοσύνη κάτι τό συμ­βατικό, άλλά αίσιοδοξεΐ ώς πρός τήν άποτελεσματικότητά της. Γιατί ποιός θά υποστήριζε ότι ή άγρια φυσική κατάσταση τών πρώτων άνθρώπων είναι προτιμώτερη άπό τήν τάξη πού επέβαλαν οί νόμοι355;

353. VS, Β 44.354. ΚΡΙΤΙΟΥ, Σίσυφος σατυρικός, Β 25, 1-2, 5-6.355. Ώ ς ύπέρμαχος μιας τέτοιας θεωρίας έμφανίζεται ό Καλλικλής

στόν Γοργία τού Πλάτωνος. Προχωρώντας πέρα απ’ αύτά πού διεκή- ρυσσαν οι σοφιστές καί προαναγγέλλοντας τό νιτσεϊκό ύπεράνθρωπο, ό συνομιλητής τού Σωκράτους δέν διστάζει νά διακηρύξει ότι ή πλειο- ψηφία τών άδύναμων άνθρώπων θέσπισε τούς νόμους ενάντια στή δύναμη τού ισχυρού, τόν όποιο ή (ρύση πάντα δικαιώνει: «άλλ’ οίμαι οί τιθέμενοι τούς νόμους οί άσθενεΐς άνθρωποί είσιν καί οί πολλοί... έκφοβοϋντες τούς έρρωμενεστέρους τών άνθρώπων καί δυνατούς ό­ντας πλέον έχειν, ϊνα μή αυτών πλέον έχωσιν, λέγουσιν ώς αίσχρόν καί άδικον τό πλεονεκτεϊν καί τούτό έστιν τό άδικεΐν, τό πλέον τών άλλων ζητεϊν έχειν άγαπώσι γάρ οίμαι αύτοί άν τό ίσον έχωσιν φαυ­λότεροι όντες» (ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 483 b - c). Έδώ πλέον οί έννοιες τής δικαιοσύνης καί τής αδικίας αντιστρέφονται τελείως, γιατί μόνο τό δίκαιο τού ίσχυροτέρου άναγνωρίζεται ώς έκεΐνο πού πρέπει νά έπικρατει.

Page 149: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

159

'Υποστηρίζει μάλιστα ότι ή θρησκεία χρησιμοποεΐται άπό τούς άρχοντες - άκριβώς όπως καί οί νόμοι - γιά νά δια­σφαλίσει τήν ειρηνική συμβίωση τών πολιτών. Αυτή συμπλη­ρώνει συγκεκριμένα τό κενό πού δημιουργειται όταν οι άν­θρωποι διαπράττουν κρυφά άπό τούς νόμους βίαιες πράξεις. Τότε έπεμβαίνει καί τούς υποβάλλει τήν ιδέα ότι ο'ι θεοί τούς βλέπουν καί θά τούς τιμωρήσουν («εάν δέ σύν σιγήι τι βονλεύηις κακόν, τοϋτ’ ούχί λήσει τούς θεούς » 356).

Ό Κριτίας έμφανίζεται έτσι άπαισιόδοξος ώς πρός τό ζή­τημα τής ύπαρξης θεών ή σταθερών ήθικών άξιών, άλλά αι­σιόδοξος ώς πρός τήν αναγκαιότητά τους προκειμένου νά λειτουργήσει σωστά μιά κοινωνία.

Ό Πλάτων, απογοητευμένος άπό τίς έγκληματικές άδικίες τής εποχής του, θέλησε νά δημιουργήσει μιά πολιτεία, όπου θά βασίλευε ή τέλεια δικαιοσύνη. Έ τσιτό ήθικό καί πολιτικό του σύστημα, πού ξεκινά άπό τή βαθύτατη πικρία του γιά τήν κατάσταση τής σύγχρονής του κοινωνίας καταλήγει σέ μιά αισιόδοξη δημιουργία, ή όποία όμως παραμένει ώς έπί τό πλείστον σέ θεωρητικό έπίπεδο 357.

Ό φιλόσοφος ξεκινά κατ’ αρχήν άπό τό άτομο, γιατί πι­στεύει ότι αυτό είναι ό πυρήνας τής πόλης καί ότι άρκεΐ νά γίνουν ο'ι άνθρωποι ένάρετοι γιά νά βασιλεύσει καί στό κρά­τος ή δικαιοσύνη. Διακηρύσσει λοιπόν ότι αύτή δέν είναι τίποτ’ άλλο παρά ή τάξη πού διατηρεί κάθε μιά άπό τίς ε­σωτερικές μας δυνάμεις στή θέση της (τό λογιστικό στήν ά-

356. VS, Β 25 [SEXT. IX. 54],357. Ν. ΧΡΟΝΗ, Ο'ι μετασχηματισμοί τής φιλοσοφίας άπό τών έλ-

ληνιστικών μέχρι καί τών πρωτοχριστιανικών χρόνων, Βιβλιοθήκη Ν. Σαριπόλου, ’Αθήνα, 1988, σ. 34, όπου άναφέρεται ότι κριτήριο τής πράξης ορίζονται άπό τόν Πλάτωνα οί ’Ιδέες πού ό ίδιος έπινόησε.

Page 150: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

160

νώτερη, ένώ τό θυμοειδές καί τό έπιθυμητικό σέ αντίστοιχα κατώτερα μέρη)- άδικία πάλι εΐναι ή έπανάσταση κάποιας άπό τίς κατώτερες δυνάμεις τής ψυχής μας πού έπιφέρει τή δυσαρμονία, τήν άταξία καί τή δυστυχία 358.

Κατά συνέπεια τό κακό καί ή άδικία βλάπτουν τήν ψυχή, ένώ τό καλό καί ή δικαιοσύνη τήν ώφελοΰν καί τήν κάνουν εύτυχισμένη. Επειδή δέ κανένας δέν μπορεί νά θέλει τό κακό τοΰ έαυτοϋ του, έπεται ότι κανένας δέν είναι κακός μέ τή θέλησή του, άλλά άπό άγνοια: «πέπεισμαι έγώ έκών είναι μηδένα άδικείν άνθρώπων »359. ’Αρκεί λοιπόν νά μορφώσου­με τούς άνθρώπους γιά νά τούς κάνουμε ένάρετους καί ευτυ­χισμένους. Τότε θά πεισθοΰν ότι δέν πρέπει νά κάνουν τό κακό άκόμα καί άν κινδυνεύουν νά θανατωθούν. Τό «άδι- κείσθαι» εΐναι προτιμώτερο τοΰ «άδικεϊν »360. Αισιόδοξη ά­ποψη άλλά πολύ θεωρητική· γ ι’ αύτό καί σπάνιες εΐναι οί περιπτώσεις, στίς όποιες έφαρμόζεται.

Αισιόδοξος πάντως ώς πρός τή συγκρότηση τής τέλειας κοινωνίας, ό φιλόσοφος συνθέτει βήμα πρός βήμα τό σχέδιο τής ιδανικής πολιτείας του πού θά κυβερνάται άπό φιλοσό­φους, έκπαιδευόμενους στό δύσκολο εργο τους άπό τά παι­δικά τους χρόνια ώς τήν ωριμότητά τους.

Αύτοί θά έχουν ώς στόχο τους τήν εύτυχία όλων τών πο-

358. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, IV 430 e, 431 e, 441 d - 442 d, 443 b - 444 d· IX 586 e· Γοργίας, 504 d, 506 d - 507 c.

359. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ’Απολογία Σωκράτονς, 37 a· Πρωταγόρας, 345 d, 352 c, 357 d, 358 b - d: «έπί γε τά κακά ούδείς έκών έρχεται ονδ’ έπί ά οϊεται κακά είναι»· 360 a - d, 361 b' Γοργίας, 458 a - b, 509 e- Μένων, 77 d - e, 78 b' Πολιτεία, IV 438 a, IX 589 c· Νόμοι, V 728 c - d, 731 c, 734 b' IX 860 a - d.

360. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Γοργίας, 469 c κ.έ. Πολιτεία, II 367 e- Νόμοι, II 663 d, VIII 829 a, IX 854 c, 862 d κ.έ.

Page 151: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

161

λιτών πού πηγάζει άπό τήν άρετή καί τή δικαιοσύνη, ένώ κάθε πολίτης θά έπιτελεΐ τό έργο γιά τό όποιο είναι έκ φύ- σεως προορισμένος 361: «νϋν μέν ούν, ώς οίόμεθα, τήν εύδαί- μονα πλάττομεν (πολιτείαν) ονκ άπολαβόντες ολίγους έν αυτή τοιούτους τινάς τιθέντες, άλλ’ όλην...»361.

Ό Πλάτων, μεταπίπτοντας σέ όλη τή διάρκεια τής ζωής του άπό τήν ελπίδα στήν άπογοήτευση, διαπιστώνει τελικά ότι είναι πολύ δύσκολη ή πραγματοποίηση τού ιδανικού του. Ό βασιλιάς - οριλόσοφος δέν άπαντάται πάνω στή γή «ούδα- μοϋ ούδαμώς» έκτός άπό κάποια πολύ μικρά διαστήματα («άλλ’ ή κατά βραχύ »)363. Συνειδητοποιεί έτσι ότι δέν θά υπάρξει σέ κανένα μέρος τής γής ούτε πόλη, ούτε πολίτευμα ούτε άνθρωπος τέλειος. Ξέρει ότι ή ύπαρξη τής άπόλυτης δικαιοσύνης εΐναι ένα σχεδόν άπραγματοποίητο όνειρο: «Τούτων τοι χάριν, ήν δ ’ έγώ, καί ταϋτα προορώμενοι ήμεϊς τότε καί δεδιότες όμως έλέγομεν, ύπό τάληθοϋς αναγκασμέ­νοι, ότι οϋτε πόλις οϋτε πολιτεία ουδέ γ ’ άνήρ ομοίως μή ποτε γένηται τέλεος, πριν αν τοίς φιλοσόφοις τούτοις τοίς

361. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, IV 420 b - 421 σ 428 c - d· VII 523 b - 540 c. A. J. FESTUGIERE, Contemplation et vie contemplative selon Platon, Paris, J. Vrin, 1973, σ. 285, 362. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ψυχή καί Πολιτεία, Αθήναι, 1970, σ. 65-66. Ν. ΧΡΟΝΗ, Οί μετασχηματισμοί τής φιλοσοφίας άπό τών ελληνιστικών μέχρι καί τών πρωτοχριστια­νικών χρόνων, σ. 16-17.

362. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, IV 420 c.363. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Νόμοι, IX 875 c - d· Πολιτεία, IX 592 a. Καί

όμως αυτή ή παραχώρηση («άλλ’ ή κατά βραχύ ») άναπτερώνει γιά άλλη μιά φορά τήν έλπίδα του ότι ό τέλειος κυβερνήτης μπορεί νά γίνει πραγματικότητα, έστω καί γιά μικρό μόνο διάστημα. Ν. ΧΡΟΝΗ, οί μετασχηματισμοί τής φιλοσοφίας, σ. 34.

Page 152: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

162

όλίγοις... άνάγκη τις έκ τύχης περιβάλη εϊτε βούλονται είτε μή πόλεως έπιμεληθήναι...»364.

Ή απαισιοδοξία αύτή τοΰ φιλοσόφου δέν προέρχεται μό­νο άπό τά γεγονότα τής προσωπικής του ζωής - τή θανατική καταδίκη τού Σωκράτους καί τά τρία άποτυχημένα ταξίδια του στίς Συρακούσες - άλλά καί άπό τήν παρατήρηση τής πολιτικής κατάστασης τής εποχής του, ή οποία ήταν γεμάτη άδικίες365.

Προσγειωμένος άλλά νηφάλιος, ό Πλάτων, στό τέλος τής πορείας του, θεωρεί καλύτερη πρόταση ώς πρός τήν πολιτική, τήν «τάξιν τε και νόμον », τό δεύτερο κατά σειρά καλό ύστερα άπό τόν βασιλιά-φιλόσοφο, γιά τή σωστή διακυβέρνηση τής πολιτείας. Ή αισιοδοξία του περιορίζεται πλέον στά πλαίσια τής πραγματικότητας, ώθώντας τον σέ λιγώτερο Ιδανικές, άλ­λά πραγματοποιήσιμες λύσεις.

364. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, VI 499 b. G. RODIS-LEWIS, Platon et la chasse de Γ etre, Paris, Sechers, 1965, σ. 86. P. FRIEDLANDER, Platon, Berlin, Walter de Gruyter und Co, 1964, Band III, o. 28. Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟY, «Πλάτων καί Δίων», Φιλοσοφία (7) 1977, σ. 123-125.

365. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Ζ' Επιστολή, 325 c - 328 a. G.C. HELD, Ό Πλάτων καί ή έποχή του, Μετ. Α. Σακελλαρίου, Αθήνα, έκδ. Γρηγόρη, σ. 22-41.

Page 153: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

Η ΓΝΩΣΗ

Ό 'Όμηρος αντιμετωπίζει κάτω άπό ένα άναμφίβολα ά- παισιόδοξο πρίσμα τό ζήτημα τής γνωστικής Ικανότητας τοΰ ανθρώπου. Έντάσσοντάς το μέσα στό γενικώτερο πλαίσιο τής θεωρίας του, σύμφωνα μέ τήν όποια ό άνθρωπος είναι τελείως αδύναμος μπροστά στο θείο, διατυπώνει τήν άποψη ότι μόνο μέ θεϊκή δύναμη μπορούμε νά φθάσουμε στή γνώση κάποιων πραγμάτων.

Κατά συνέπεια ό ποιητής οφείλει στίς Μούσες τόσο τήν έμπνευσή του όσο καί τή γνώση τών γεγονότων 366. ’Ας ση­μειώσουμε έδώ ότι ό "Ομηρος δέν επικαλείται τή Μούσα μόνο προκειμένου νά ψάλλει τό θυμό τού Αχιλλέως ή τά παθήματα τού Όδυσσέως, άλλά τήν παρακαλεί νά τραγου­δήσει ή ϊδια τά γεγονότα αύτά, εξαφανίζοντας έτσι εντελώς τήν προσωπικότητά του μπροστά στή θεά πού γνωρίζει τά πάντα.

Παρόλ’ αύτά, εστω καί διά μέσου τού θείου, κάποια μορφή

366. ΟΜΗΡΟΥ, Ίλιάς, Α', 1-7· Λ', 218-220· Ξ', 508-510· Π', 112- 113· Όδύσσεια, α', 1-10· 0', 73-75· ρ \ 518-519· χ', 344-349. K.R. POP­PER, Conjectures and Refutations, London and Henley, Routledge and Kegan Paul, 1972, 4η έκδοση, σ. 9.

Page 154: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

164

γνώσης είναι δυνατή στόν άνθρωπο. Καί μάλιστα ή γνώση αύτή πού έξασφαλίζεται μέ θεϊκή έγγύηση δέν μπορεί νά είναι άπατηλή ή λανθασμένη, άλλά άποτελεΐ μιά σίγουρη σύλληψη τής άλήθείας. Ή έλπίδα δέν χάνεται όλότελα γιά τόν άνθρωπο.

Ο'ι αντιλήψεις τού Ησιόδου γιά τήν άνθρώπινη γνώση, άκολουθώντας πιστά έκεΐνες τού 'Ομήρου, είναι έπίσης ά- παισιόδοξες, δεδομένου ότι ό ποιητής τή θεωρεί - σέ άντί- θεση μέ έκείνη τών θεών πού έκτείνεται σέ κάθε περιοχή τοΰ έπιστητού - πολύ περιορισμένη. Έτσι οί Μούσες όχι μόνο έμπνέουν τόν ποιητή, άλλά καί τού υπαγορεύουν όσα πρόκειται νά 'ιστορήσει 367.

’Εντύπωση μάς προκαλεί στήν προκειμένη περίπτωση ή πρώτη συνάντηση τού 'Ησιόδου μέ τίς Μοΰσες στόν Έλικώνα, όταν ήταν άκόμα ένας πρωτόγονος βοσκός 368. Ό ’ίδιος μάς διηγείται συγκεκριμένα ότι αύτές τού δίδαξαν τό ώραίο τρα­γούδι («καλήν έδίδαξαν άοιδήν» 369) καί τού έδωσαν τό χά­ρισμα νά ψάλλει όσα συνέβησαν στό παρελθόν καί άκόμα όσα θά συμβοΰν στό μέλλον: «ένέπνενσαν δέ μ ’ άοιδήν / θέσπιν, ινα κλείοιμι τά τ’ έσσόμενα προ τ’ έόντα » 37°. Τόν έπροίκισαν μάλιστα μέ τέτοια δύναμη, ώστε νά μπορεί νά ιστορεί καί τή γενεαλογία τών θεών: «Χαίρετε τέκνα Διός, δότε δ ’ ίμερόεσσαν άοιδήν. / Κλείετε δ ’ άθανάτων ίερόν γέ­νος αίέν έόντων, / οι Γης τ’ έξεγένοντο και Ούρανοϋ άστε-

367. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 36-39, 369-370, 613-616.368. Ibid. 1-35. Πβ. άκόμα 94-103, 105-115, 965- 968.369. Ibid. στ. 22.370. Ibid. στ. 31-32.

Page 155: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

165

ρόεντος, / Νυκτός τε δνοφερής, οϋς θ’ άλμυρός έτρεφε Πό­ντος » 371.

Βλέπουμε έδώ ότι ό άνθρωπος έξαρτάται μέν άπό τούς θεούς προκειμένου νά άποκτήσει καί νά διαδώσει κάποιες γνώσεις, άλλά παράλληλα άποτελεΐ γι’ αυτούς τό άπαραίτητο μέσο πού θά κάνει προσιτή τή θεότητα στή μεγάλη μάζα τοΰ λαοΰ 372. Ή αίσιόδοξη άντίληψη ότι οί θνητοί παίζουν τελικά σημαντικό ρόλο στήν έξέλιξη τών γεγονότων κυριαρχεί έτσι στήν άρχική άπαισιοδοξία τόσο τοΰ Όμήρου όσο καί τοΰ Βοιωτοΰ ποιητή.

Τό άπειρο τό όποιο θεωρείται άπό τόν ’Αναξίμανδρο ή άρχή όλων τών πραγμάτων 373 δημιουργεί άρχικά μιά άπαισιόδοξη άντίληψη σχετικά μέ τίς γνωστικές μας ικανότητες. Αύθόρμητα προβάλλει τό ερώτημα: «Πώς μπορούμε μέ τήν περιορισμένη νοητική μας δυνατότητα νά συλλάβουμε κάτι πού δέν έχει ούτε συγκεκριμένα πέρατα, ούτε ορισμένη σύσταση;»

“Αν όμως ή γνώση τής πρώτης άρχής παρουσιάζεται δυ­σχερέστατη, αυτή είναι δυνατή όταν άναφέρεται στό όρατό σύμπαν374, άκόμα καί άν πρόκειται γιά άστρονομικά φαινό­

371. ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία, 104-107.372. Γι’ αύτό άλλωστε ή ολύμπια θρησκεία ονομάζεται καί ομηρική.

ΟΙ θεοί χρωστούν στόν ποιητή τή διαμόρφωση, άλλά καί τή διάδοση τής λατρείας τους. Ή ύπαρξή τους πραγματοποιείται καί επικυρώνεται μέσα άπό τά έργα του, ακριβώς όπως καί αύτός διαμορφώνει τήν προσωπικότητά του κάτω άπό τή δική τους καθοδήγηση.

373. VS, Β1 [SIMPLIC. Phys. 24,13].374. VS, A 27 [ARIST. Meteor. B l. 353 b 6]: «είναι γάρ τό πρώτον

ύγρόν άπαντα τόν περί τήν γήν τόπον, υπό δέ τοϋ ήλίον ξηραινόμενον τό μέν διατμίσαν πνεύματα καί τροπάς ήλίον καί σελήνης φασί ποιεϊν, τό δέ λειφθέν θάλατταν είναι».

Page 156: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

166

μενα. ’Έτσι ό ’Αναξίμανδρος μάς δίνει πληροφορίες τόσο γιά τή γή καί τά πλάσματα πού ζοΰν σ’ αύτή375, δσο καί γιά τά ουράνια σώματα (πληροφορίες άλλοτε σωστές καί άλλοτε λανθασμένες), δημιουργώντας μέ τόν τρόπο αύτό ένα κλίμα αισιοδοξίας 376. Πολλά είναι τά χωρία πού άνήκουν σ’ αύτή τήν κατηγορία. ’Αναφέρουμε ένδεικτικά τά άκόλουθα:1) «ύπάρχειν δέ φησι τώι μέν σχήματι τήν γην κνλινδοειδή,

έχειν δέ τοσοϋτον βάθος όσον αν ειη τρίτον πρός τό πλάτος » 377·

2) «τήν δέ γην είναι μετέωρον ύπό μηδενός κρατουμένην, μένουσαν δέ διά τήν όμοίαν πάντων άπόοτασιν » 378-

3) «μέσην τε τήν γην κεΐσθαι κέντρου τάξιν έπέχουσαν, ούσαν σφαιροειδή (τήν τε σελήνην ψευδοφαή καί άπό ήλιου φω- τίζεσθαι, άλλά καί τόν ήλιον ούκ έλάττονα τής γής καί καθαρώτατον πϋρ)» 379·

4) «τά δέ άστρα γίνεσθαι κύκλον πυρός, άποκριθέντα τοϋ κατά τόν κόσμον πυρός, περιληφθέντα δ’ ύπό άέρος» 380 κ.ά.

375. Ό φιλόσοφος πίστευε συγκεκριμένα πώς όταν ή γή ήταν άκόμα καλυμμένη άπό νερά, μέσα στή θάλασσα διαμορφώθηκε ή ζωή. Μετά δέ άπό τήν άποχώρηση ενός μέρους τών ϋδάτων έξ αιτίας τής ήλιακής θερμότητας, κάποια άπό τά θαλάσσια ζώα - άνάμεσά τους καί ο'ι άνθρωποι πού προηγουμένως ήταν ίχθυόμορφοι - προσαρμόσθηκαν στό νέο τους χερσαίο περιβάλλον (VS, A 11, 16-17).

376. Τό γεγονός δτι οί άστρονομικές άντιλήψεις τοΰ ’Αναξίμανδρου εΐναι μερικές φορές λανθασμένες δέν έχει ιδιαίτερη σημασία όσον άφορά τήν αισιοδοξία του σχετικά μέ τή δυνατότητα τής άνθρώπινης γνώσης.

377. VS, A 10 [ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Στρωματείς, 2],378. VS, A 11 (3) [HIPPOL. Ref. I 6, 107].379. VS, A 1 [DIOG. II 1- 2].380. VS, A 11 (4) [HIPPOL. Ref I 6, 1- 7].

Page 157: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

167

5) «τά δέ ζώια γίνεσθαι (έ'ξ ύγροϋ) έξατμιζομένου υπό τοϋ ήλίον τόν δέ άνθρωπον έτέρωι ζώιωι γεγονέναι, τούτέστι ίχθύι, παραπλήσιον κατ’ άρχάς» 381.

Ό άέρας πού άποτελεΐ τήν άρχή τών πάντων κατά τόν Άναξιμένη είναι κάτι πού άλλοτε γίνεται αισθητός (ώς θύελ­λα, ομίχλη, νερό, γή, πέτρα, όταν ψύχεται καί ώς αιθέρας ή φωτιά όταν θερμαίνεται)382, άλλοτε δέ όχι. Συγκεκριμένα αύτός στήν άρχική του κατάσταση είναι ένα είδος άόρατου νεφελώματος πού δέν υποπίπτει στήν αντίληψή μας γιατί δέν εχει ούτε συγκεκριμένη δομή ούτε σαφή χαρακτηριστικά.

Ή δυνατότητα γνώσης - άρα καί ή άκολούθως δη μιουρ­γούμενη αισιοδοξία - παρουσιάζεται έδώ άρκετά μειωμένη, άλλά πάντοτε παρούσα, όπως στήν περίπτωση τής σχέσης πού άνακάλυψε ό φιλόσοφος άνάμεσα στίς διαφορές θερ­μοκρασίας καί πυκνότητας οί όποιες δημιουργούν μέ τή σει­ρά τους ποικίλους ποιοτικούς μετασχηματισμούς ή τής ση­μασίας τής κίνησης στή δημιουργία τών φαινομένων τής πύ- κνωσης καί τής άραίωσης 383.

Έπίσης αισιόδοξος έμφανίζεται ό φιλόσοφος ώς πρός τή γνώση κάποιων έπί μέρους θεμάτων πού άναφέρονται στό φυσικό κόσμο, άκόμα καί άν αύτά άνήκουν στήν περιοχή τής άστρονομίας. Φαίνεται έτσι βέβαιος ότι ό ήλιος είναι

381. VS, Α 11 (6), 16-17 [HIPPOL. Ref. I 6, 1- 7].382. VS, A 5 [SIMPL. Phys. 24, 26]. A 7 [HIPPOL. Ref. 17].383. VS, A 6 [PLUT. Strom. 3]: «γεννάσθαί τε πάντα κατά τι να πν-

κνωσιν τούτου (τοϋ άέρος) καί πάλιν άραίωσιν. τήν γε μήν κίνησιν έξ αίώνος νπάρχειν». Βλ. έπίσης ibid. VS, A 7. Ό άέρας, κατά τόν Αναξιμένη, είναι άπό τή φύση του συνδεδεμένος μέ τήν κίνηση καί αύτή μέ τόν κόσμο καί τή ζωή.

Page 158: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

168

πλατύς «ώς πέταλον» 3S4, ότι οι άστέρες στρέφονται γύρω άπό τή γή 385, ότι τά νέφη εΐναι «παχυνθε'ις άήρ » 386, ότι ή γή άποτελεΐ τό πράπο μέρος τού κόσμου πού γεννήθηκε άπό συμπιεσμένο άέρα, είναι «τραπεζοειδής», έπιπλέει («έποχεί- τα ι») στόν άέρα καί άποτελεΐ «τήν άρχήν τής γενέσεω ς» τών άλλων άστέρων 387 κ.ά.

Οί Πυθαγόρειοι διδάσκουν ότι ή βάση τής δομής τού σύ­μπαντος είναι οί άριθμοί. Ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι τά μαθηματικά μπορούν νά βοηθήσουν στήν κατανόηση τής φύ­σης κάθε πράγματος, γιατί άποτελούν τίς υλικές καί νοητές άρχές όλων τών όντων 388. Εμφανίζονται έτσι αισιόδοξοι ώς πρός τή δυνατότητα τού νοϋ νά συλλάβει τήν πραγματικότητα, δεδομένου ότι αύτός κατανοεί ευκολότερα τίς μαθηματικές έννοιες, τίς όποιες άλλωστε ό ϊδιος έδημιούργησε, παρά τό μεταβαλλόμενο καί συχνά αδιαπέραστο φυσικό περιβάλλον.

Τό ίδιο αισιόδοξες είναι καί οί άστρονομικές θεωρίες τους, σύμφωνα μέ τίς όποιες τό Έ ν , ταυτιζόμενο μέ τό πρω­ταρχικό πύρ (Εστία), καταλαμβάνει τό κέντρο τής κοσμικής σφαίρας, ένώ γύρω του περιστρέφονται τά δέκα θεϊκά ούρά-

384. VS, Β 2 a [PLUT. de prim. frig. II 221],385. VS, A 14 [SIMPL. Phys. II 13, 10].386. VS, A 17 [AET. Ill 3, 2], Ο'ι παραπάνω απόψεις τοϋ Αναξι-

μένους φαίνονται ίσως άφελείς, άλλά εκείνο πού μάς ένδιαφέρει κυ­ρίως στήν παρούσα μελέτη δέν είναι τόσο ή ορθότητα ή ή άκρίβεια τών ύπό έξέτασιν θεωριών, άλλά ή αισιοδοξία ή ή άπαισιοδοξία τών δημιουργών τους σχετικά μέ τή δυνατότητα τής άνθρώπινης γνώσης.

387. VS, A 6 [PLUT. Strom. 3], A 7, A 20. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Περί ουρανού, 294 b 13.

388. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, VP, VII85. ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Έκλογαί, A., Meineke, Lipsiae, Teubner, 1860. Vol. I, 21 b - c. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Σχόλια εις τά Φυσικά τοϋ Άριστοτέλους, 467, 26.

Page 159: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

169

νια σώματα 389. Έδώ μάλιστα ή θεωρία τους δέν άφίσταται πολύ άπό τήν άλήθεια, δεδομένου ότι ή γή γιά πρώτη φορά δέν άποτελεΐ πλέον τό κέντρο τοΰ σύμπαντος, άλλά είναι Ιεραρχικά διατεταγμένη γύρω άπό ενα κεντρικό πύρ. Ίσως μάλιστα οί Πυθαγόρειοι είναι ο'ι πρώτοι πού ανακάλυψαν τίς θέσεις τών πλανητών («τήν τής Θέσεως τάξιν »)390.

Ή αισιοδοξία τοΰ Ξενοφάνους όσον άφοράτίς γνωστικές δυνατότητες τού άνθρώπου έξαρτάται άπό τό άντικείμενο πρός τό όποιο ό φιλόσοφος συναρτά τή γνώση μας. ’Έτσι όταν αύτή άναφέρεται στόν έμπειρικό κόσμο, δηλαδή στή γή, στό νερό καί σέ όλα τά όντα πού ξεπήδησαν άπ’ αύτά, φαίνεται ότι μπορεΐ νά συλλάβει τά πάντα 391, όπως μαρτυ­ρούν τά χωρία πού άναφέρονται:α) στήν έκταση τής γής: «γαίης μέν τόδε πείρας άνω παρά

ποσσίν όράται / ήέρι προσπλάζον, τό κάτω δ’ ές άπειρον ίκνεΐται» 392>

β) στό ρόλο τής θάλασσας ώς πρός τή δημιουργία τών νεφών,

389. ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Έκλογαί, I, 18, 5. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά,IV, 6, 213 b. J. - F. ΜΑΤΤΕΙ, Pythagore et les Pythagoriciens, Paris, P.U.F. 1993, σ. 49-50, 87. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philo­sophy, Vol. I, σ. 282 κ.έ. "Οσον άφορά τά δέκα ουράνια σώματα αύτά είναι κατά τούς Πυθαγόρειους, καί συγκεκριμένα κατά τόν Φιλόλαο τόν Κροτωνιάτη, ή σφαίρα τών άπλανών άστέρων, οί πέντε γνωστοί πλανήτες (Αφροδίτη, Έρμης, Άρης, Ζεύς, Κρόνος), ό "Ηλιος, ή Σε­λήνη, ή Γή καί - κάτω άπό αύτή - γιά λόγους συμμετρίας - τό άντίστοιχό της.

390. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Περί ούρανοϋ, 471.5.391. Βλέπε τίς άπόψεις τού Ξενοφάνους περί φύσεως στό άντίστοιχο

κεφάλαιο τού παρόντος βιβλίου.392. VS, Β 28.

Page 160: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

170

τών άνεμων καί τών ποταμών: «... μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων άνεμων τε / καί ποταμών » 393.

γ) στή σύσταση τών ουρανίων σωμάτων, τήν όποία άνάγει σέ διάπυρα νέφη: «πάντα τά τοιαϋτα [κομήτας, διάιττο- ντας, δοκίδας] νεφών πεπυρωμένων συστήματα ή κινήμα­τα » 394.Τό σημαντικώτερο στις παραπάνω άπόψεις είναι ότι ό

κόσμος ερμηνεύεται μέ ορθολογικό τρόπο. Δέν συμβαίνει όμως τό ϊδιο καί μέ τά μεταφυσικά ζητήματα. Έκεί ή γνώση δίνει τή θέση της στήν άπλή δοξασία: «καί τό μέν ονν σαφές οϋτις άνήρ ΐδεν ούδέ τις έσται / είδώς άμφί θεών τε καί άσσα λέγω περί πάντων... / δόκος δ9 έπί πάσι τέτυκται» 395.

Παρά τήν άπαισιοδοξία του όμως ό φιλόσοφος δέν δι­στάζει νά έκφράσει ό ϊδιος άρκετές άπόψεις περί τού θείου. ’Ίσως νά πίστευε ότι ή γνώση αύτή ήταν μιά παραχώρηση τού ύπερτάτου όντος πρός τό άτομό του. "Οπως φαίνεται έξ άλλου άπό τό άπόσπασμα 18, οί θεοί υποδεικνύουν σταδιακά κάποια πράγματα στούς άνθρώπους, άν αύτοί άποδειχθούν άκούραστοι θηρευτές τής άλήθειας:

«οϋτοι άπ’ αρχής πάντα θεοί θνητοϊσ’ υπέδειξαν άλλά χρόνωι ζητοϋντες έφευρίσκουσιν άμεινον»396.

Ή αισιοδοξία έπανέρχεται λοιπόν μέ τήν ιδέα τής θεϊκής βοήθειας πρός τόν άνθρωπο πού άναζητά άκατάπαυστα τή γνώση. Αύτή δέν είναι τελικά κάτι τό άνέφικτο. "Οσοι έρευ-

393. VS, Β 30 [AET III 4, 4].394. VS, A 44 [AET. Ill 2, 11].395. VS, Β 34 [SEXT. adv. math. VII 49. 110].396. VS, B 18 [STOB. Eel. I 8, 2],

Page 161: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

171

νοΰν μέ πίστη στό θεό καί μέ υπομονή, θά φθάσουν κάποια στιγμή στήν αλήθεια.

Ή στάση τοΰ Ηρακλείτου ώς πρός τό θέμα τής γνώσης ποικίλλει ανάλογα μέ τό αντικείμενο πού τόν απασχολεί. "Ε­χουμε έτσι:

1. Τή συνεχή κίνηση τών φυσικών στοιχείων ή όποια δη­μιουργεί ανυπέρβλητες δυσκολίες ώς πρός τή γνώση τοΰ αιώ­νια μεταβαλλόμενου κόσμου 397 καί κατά συνέπεια προκαλεί τήν απαισιόδοξη άντιμετώπιση κάθε γνωστικής δυνατότητας τού ανθρώπου.

2. Τό σταθερό άξονα πού διέπει όλες τίς μεταβολές τοϋ φυσικού κόσμου καί πού είναι: α) τό αιώνιο καί πάντα ζω­ντανό πύρ398, κάτι πού εύκολα κατανοούμε γιατί μάς παρα­πέμπει σ’ ένα στοιχείο τής εμπειρικής μας γνώσης (τή φωτιά).

β) ό κοσμικός Λόγος, ό όποιος - παρά τήν άνοησία τών πολλών καί τήν άρνησή τους νά προσεγγίσουν τήν αληθινή γνώση 399 - τούς φανερώνει τήν αλήθεια τών πραγμάτων. Ή

397. VS, Α 6.398. VS, Β 90.399. VS, Β 1: «τοϋ δέ λόγου τοϋδ’ έόντος άεί άξύνετοι γίνονται

άνθρωποι καί πρόσθεν ή άκοϋσαι καί άκούσαντες τό πρώτον».VS, Β 2: «τον λόγον δ’ έόντος ξννοϋ ζώονσιν οί πολλοί ώς ιδίαν έχοντες φρόνησιν».VS, Β 34: «άξύνετοι άκούσαντες κωφοισιν έοίκασι· φάτις αντοίσιν μαρτυρεί παρέοντας άπείναι».VS, Β 72: «φ μάλιστα διηνεκώς όμιλοϋσι λόγψ, τούτο), διαφέρο- νται».Τά άνωτέρω άποσπάσματα δέν πρέπει νά τά θεωρήσουμε ώς έκφραση άπαισιοδοξίας. Ό Ηράκλειτος δέν άμφιβάλλει ώς πρός τίς γνωστικές ικανότητες τοΰ άνθρώπου- άπλώς πιστεύει ότι οί πολλοί δέν τίς άξιο- ποιούν, γιατί εΐναι άσύνετοι καί προσκολλημένοι μόνο σάς μαρτυρίες

Page 162: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

172

πραγματικότητα αποκαλύπτεται σέ όσους εΐναι 'ικανοί νά τή δοΰν καί νά τήν άκούσουν. Οί αληθινοί έρευνητές μπορούν νά έλπίζουν λοιπόν ότι θά γνωρίσουν - μέ τή βοήθεια τοΰ Λόγου - τή βαθύτερη ούσία τών όντων 400. Πρόκειται γιά ένα Λόγο οικείο πού, άν καί δέν προσδιορίζεται πάντα μέ ακρίβεια άπό τό φιλόσοφο, βρίσκεται συνεχώς κοντά στούς άνθρώπους: «φ μάλιστα διηνεκώς όμιλοϋσι λό γω » 401.

3. Τίς άστρονομικές θεωρίες τοϋ φιλοσόφου, οπωσδήποτε αισιόδοξες, σύμφωνα μέ τίς όποιες τά ούράνια σώματα μοιά­ζουν μέ σκάφες, μέσα στις όποιες συγκεντρώνονται λαμπερές άναθυμιάσεις πού άντλοΰνται συνεχώς άπό τή θάλασσα. Ά- νάμεσά τους διακρίνεται ό ήλιος, γιατί αυτός εΐναι ή λα­μπρότερη άπ’ όλες τίς φλόγες: «Ηράκλειτος ταύτόν πεπον- θέναι τόν ήλιον και τήν σελήνην, σκαφοειδείς γάρ όντας τοίς σχήμασι τους άστέρας, δεχομένονς τάς ύπό τής νγράς άνα- θυμιάσεως ανγάς, φωτίζεσθαι πρός τήν φαντασίαν, λα^ιπρό- τερον μέν τόν ήλιον » 402.

Έχουμε έδώ ένα σύμπαν μακρινό άλλά συγχρόνως οϊκείο στόν άνθρωπο, θεμελιωμένο σέ στοιχεία (όπως τό νερό ή τό πύρ) πού βρίσκονται καθημερινά στόν ορίζοντα τής εμπει­ρίας μας, ένα σύμπαν πού παρέχει στό στοχαστικό παρατη­ρητή τήν έλπίδα ότι μπορεί νά τό γνωρίσει: «άνθρώποισι

τών αισθήσεων, χωρίς νά ένδιαφέρονται γιά τήν άλήθεια πού άπο- καλύπτει ό Λόγος.

400. VS, Β 50 [HIPPOL. Refut. IX 9]: «ούκ έμοϋ, άλλά τον λόγου άκούσαντας όμολογεϊν σοφόν έστιν έν πάντα είναι». Ή ενότητα αύτή τών πάντων πρέπει νά σημαίνει τόσο τή συμφωνία άτομικού καί κα­θολικού λόγου (μέ τή σημασία τής νόησης) όσο καί τόν ενιαίο, κοσμικό λόγο πού διέπει τά πάντα.

401. VS, Β 72.402. VS, Λ 12 [AET. II 20, 16].

Page 163: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

173

πάσι μέτεστι γινώσκειν έωυτούς καί σωφρονεϊν» (VS, Β 6). Ή γνώση όμως αύτή πρέπει νά βασίζεται κυρίως σε λογικές διεργασίες τής νόησης, γιατί οί αισθήσεις είναι κακοί μάρ­τυρες γιά τούς άνθρώπους (VS, Β 107).

Παρόλ’ αύτά ή αισιοδοξία τοΰ φιλοσόφου μετριάζεται αι­σθητά όταν συγκρίνει τήν άνθρώπινη γνώση μέ τή θεϊκή: Ή απόσταση πού χωρίζει τό θεό άπό τόν άνθρωπο είναι τόσο μεγάλη ώστε καί ό πλέον σοφός φαίνεται μπροστά στό θεό όπως ό πίθηκος σέ σχέση μέ τόν άνθρωπο. Ή άπόλυτη γνώση είναι συνεπώς άνέφικτη. Πρέπει νά άρκούμεθα σ’ έκεϊνο πού άντιστοιχεΐ στή φύση μας: «ανθρώπων ό σοφώτατος πρός θεόν πίθηκος φανεϊται καί σοφίαι καί κάλλει καί τοίς αλλοις πάσιν » 403.

Οί άντιλήψεις τοΰ Παρμενίδη ώς πρός τή δυνατότητα τοΰ άνθρώπου νά γνωρίσει τήν άλήθεια είναι άρκετά αισιόδοξες: όποιος άναζητά τή γνώση μπορεί νά τήν πετύχει άλλά μέ ορισμένες προϋποθέσεις:

α) χρειάζεται άπαραίτητα τή θεϊκή βοήθεια404· β) πρέπει νά έχει τίς άπαιτούμενες ικανότητες· καί γ) ή άποκτηθεΐσα γνώση πρέπει νά άποβλέπει στό δίκαιο

καί τήν ήθική 405.Ή παρεμβολή τής θεότητας δέν είναι πάντως άρνητική

403. VS, Β 83 [PLATO, Hipp. maior 289 a].404. Th. GOMPERZ, The Greek Thinkers, A History of Ancient Philo­

sophy, Vol. I, London, John Murray, Albemarle Street, 1969 (First pub­lished 1901) o. 181-183. K. DEICHGRABER, Parmenides Auffarhrt zur Gottin des Rechts, Akademie der Wissenschaften und der Literatur in Mainz, in Kommission bei Franz Steiner Verlag GMBH, Wiesbaden, o. 647 κ.έ.

405. VS, B 1, 22-32.

Page 164: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

174

ώς πρός τόν άνθρωπο, δεδομένου ότι αύτή εΐναι πρόθυμη νά διδάξει τά πάντα στόν άκούραστο έρευνητή. Ή παρμε- νίδεια θεά παίζει μάλλον τό ρόλο ενός φύλακα τής ήθικής τάξης, δεδομένου ότι ή γνώση στά χέρια ενός φαύλου θά ήταν καταστροφική. Στήν προκειμένη περίπτωση ή έξάρτηση τού άνθρώπου άπό τό θειο εΐναι δείγμα έντονης αισιοδοξίας.

Ή παρμενίδεια γνωσιολογία αίσιοδοξεί λοιπόν ότι μπορεϊ νά φθάσει στήν άπόλυτη άλήθεια, δηλαδή στό άφηρημένο Είναι, όπως φαίνεται άπό τούς προσδιορισμούς πού μέ κάθε βεβαιότητα τού άποδίδει (έν, αιώνιο, άναρχο, άφθαρτο, συ­νεχές, άδιαίρετο, άκίνητο, όριοθετούμενο άπό πέρατα, σφαι­ρικό)406.

Έξ ϊσου αισιόδοξη παρουσιάζεται ώς πρός τό ζήτημα τής γνώσης καί ή κοσμολογία τού Παρμενίδη. Ό Έλεάτης στο­χαστής μιλά γιά τό φυσικό κόσμο μέ τή βεβαιότητα τού ει­δήμονα. Μάς λέει έτσι ότι όλα τά φυσικά πλάσματα μετέχουν σέ δύο άντίθετες καί ισότιμες άρχές: τό Φώς καί τή Νύχτα: «παν πλέον έστίν όμον φάεος και νυκτός άφάντου / ϊσων άμφοτέρων » 407. ’Ανάμεσα στίς άρχές αύτές περιλαμβάνεται όλη ή σειρά τών ποικίλων ιδιοτήτων πού χαρακτηρίζουν τά διάφορα όντα. ‘Οπωσδήποτε πάντως τό Φώς συνυπάρχει μέ τό θερμό, τό άραιό, τό έλαφρό, τό οικείο κ.λ.π., ένώ ή Νύχτα μέ τό κρύο, τό πυκνό, τό βαρύ, τό εχθρικό καί όλα τά σχετικά μέ αύτά 408.

406. VS, Β 8, 1-10, 22-49.407. VS, Β 9, 3-4.408. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μετά τά Φυσικά, Α 5, 986 b 18. VS, Β 12,

1-2, δπου ό φιλόσοφος - επηρεασμένος άπό τό κοσμολογικό σύστημα τοϋ Φιλολάου (VS, Α 16) θεωρεί τό Φώς ή τό Πύρ ώς τό κυρίαρχο στοιχεία τού σύμπαντος. J. Ε. RAVEN, Pythagoreans and Eleatics, Amsterdam,

Page 165: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

175

Ή βεβαιότητα τής γνώσης πού απορρέει άπό τά παρμε- νίδεια κείμενα έπεκτείνεται καί στό ζήτημα τής άρχής καί τής δημιουργίας τού σύμπαντος 409: «πώς γαία καί ήλιος ήδέ σελήνη / αιθήρ τε ξννός γάλα τ’ ουράνιον και όλυμπος/έσχατος ήδ’ άστρων θερμόν μένος ώρμήθησαν γίγνεσθαι» 410.

Πρέπει πάντως νά σημειώσουμε τή δυσπιστία τού φιλο­σόφου στά αισθητήρια όργανα τού άνθρώπου, δυσπιστία ή όποία συνεπάγεται τήν άρνηση τής κίνησης, τού άφανισμού καί γενικά τού γίγνεσθαι. Οί αισθήσεις άντιμετωπίζονται έδώ άπαισιόδοξα ώς κάτι τό άπατηλό πού δέν πρέπει νά έμπι- στευόμαστε («...νωμάν άσκοπον ΰμμα καί ήχήεσσαν ά- κουήν»)411. Ή γνώση - άκόμα καί έκείνη πού άναφέρεται στό φυσικό κόσμο - έπιτυγχάνεται κατά τόν Παρμενίδη μόνο διά μέσου τής λογικής ερευνάς: «κρΐναι δέ λόγωι πολύδηριν έλεγχον » 412.

Ό Εμπεδοκλής, όπως καί οί προκάτοχοί του, έμφανίζεται αισιόδοξος ώς πρός τό ζήτημα τής άνθρώπινης γνώσης. Συγκε­κριμένα όσον άφορά τά τέσσερα ριζώματα καί τίς δυνάμεις

Adolf Μ. Hakkert, 1966, σ. 39-42.409. VS, A l l , 9-21. ΑΕΤΙΟΥ, Περί τών άρεσκόντων τοίς φιλοσό-

φοις συναγωγή, II, 7, 1 έν Doxographi Graeci, inst. Herm. Diels, Bero- lini, 1879, σ. 267-444. J. S. MORRISON, Parmenides and Er, Journal of Hellenic Studies, 1955 (75), o. 59-68. L. TARAN, Parmenides, Princeton, New Jersey, Princeton University Press, 1965, o. 239-244. P. TANNERY, Pour Γ histoire de la science hellene, Paris, F. Alcan, 1887, σ. 231-232.

410. VS, B 11 [SIMPL. de cael. 559, 20]. Βλέπε έπίσης Β 14, όπου ό Παρμενίδης φαίνεται νά γνωρίζει δτι ή σελήνη είναι ένας ετερό­φωτος πλανήτης, εμφανιζόμενος τή νύχτα καί περιστρεφόμενος γύρω άπό τή γή: «νυκτεφαές περί γαίαν άλώμενον άλλότριον φώς».

411. VS, Β 7, 4.412. VS, Β 7, 5.

Page 166: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

176

τής Φιλότητος καί τοΰ Νείκους πού δημιουργούν τά διάφορα φυσικά φαινόμενα413 άλλά καί τήν κοσμογονία414 ή τίς ά- στρονομικές θεωρίες του (έδώ εντάσσονται π.χ. οί απόψεις του γιά τή σελήνη 415 καί τόν ήλιο 416) ό φιλόσοφος έμφανίζεται βέβαιος γιά τή γνώση τοΰ φυσικού σύμπαντος. Μάς δίνει έτσι τήν έντύπωση ενός στοχαστή πού όχι μόνο συλλαμβάνει τά ποικίλα φυσικά φαινόμενα, άλλά φθάνει έπίσης ώς τίς πρώ­τες άρχές τους καί ώς τήν τελική τους έξέλιξη 417.

Έπί πλέον ό φιλόσοφος προσπάθησε νά έξηγήσει πώς έπιτυγχάνεται ή γνώση. Καί κατέληξε στό συμπέρασμα ότι ή νόηση είναι μιά φυσική λειτουργία, όπως ή αίσθηση: «οι γε άρχαίοι τό φρονεΐν καί τό αίσθάνεσθαι ταντόν είναι φα- σιν, ώσπερ καί Εμπεδοκλής εί'ρηκε »418. Γι’ αύτό, σύμφωνα

413. VS, Β 17.414. Σύμφωνα μέ τήν κοσμογονία τοϋ Έμπεδοκλέους ό παρών κό­

σμος τής κίνησης, τής πολλαπλότητας καί τής διαμάχης άνήκει στήν περίοδο τής έξουσίας τού Νείκους, χωρίς όμως αύτό νά έχει επικρα­τήσει όλότελα, γιατί τότε όλα θά είχαν διαλυθεί . Στήν άρχή τοϋ κόσμου αύτού άποχωρίσθηκε άπό τήν ενιαία μάζα τών στοιχείων ό άέρας πού περιέβαλλε τά πάντα. "Υστερα άκολούθησε τό πύρ πού δημιούρ­γησε τό ήμισφαίριο τής νύχτας (άνάμεικτο άπό πύρ καί άέρα) καί τής ήμέρας (άποτελούμενο μόνο άπό πύρ). Καθώς ή δύναμη τής Φι­λότητος αύξανόταν, δημιουργήθηκαν οί πρώτοι ζωντανοί οργανισμοί, μέλη μεμονωμένα καί τέρατα γιά νά φθάσουμε στή δημιουργία ολο­κληρωμένων μορφών πού τελικά χωρίσθηκαν σέ άρσενικά καί θηλυκά πλάσματα (VS, Β 57-Β 65).

415. VS, Β 45: «κυκλοτερές περί γαϊαν έλίσσεται άλλότριον φώς». Βλέπε έπίσης Β 43, όπου έξηγείται τό φαινόμενο τής έκλειψης.

416. VS, Β 42.417. VS, Β 17, Β 35.418. VS, Β 108 [ARIST. de anima, Γ4. 427 a 21] Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ,

Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 153-155.

Page 167: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

177

μέ τή θεωρία του, δταν αλλάζει ή φύση τών άνθρώπων, με­ταβάλλεται καί ή σκέψη τους: «όσσον (γ) άλλοιοι μετέφυν, τόσον άρ σφίσιν αίεί / καί τό φρονεΐν άλλοία παρίσταται» 419. Ό όρθός λόγος είναι πάντως «τό κριτήριον τής άληθείας ού τάς αισθήσεις...» (SEXT. VII 122 - 124).

'Οπωσδήποτε ή λογική πού κυριαρχεί στή γνωσιολογία του, καθώς καί ή προσπάθεια σύλληψης τών βασικών λει­τουργιών τής άνθρώπινης νόησης άποτελοϋν δύο από τά πιό αισιόδοξα στοιχεία τής φιλοσοφίας του.

Τό ϊδιο βέβαιος μέ τούς προκατόχους του ώς πρός τίς δυνατότητες τής άνθρώπινης γνώσης, άρα καί αισιόδοξος, παρουσιάζεται έπίσης ό ’Αναξαγόρας. Ό φιλόσοφος τόσο ώς πρός τήν άρχή καί τήν έξέλιξη τού κόσμου όσο καί ώς πρός τά άστρονομικά φαινόμενα κατασκευάζει ένα ολόκλη­ρο σύστημα πού μπορεί νά μήν άνταποκρίνεται άκριβώς στή πραγματικότητα, άλλά διέπεται άπό μιά άναμφισβήτητη λο­γική καί έπιστημονική σκέψη.

Υποστηρίζει έτσι ότι ή σελήνη έχει λόφους καί φαράγγια, ότι οφείλει τή λάμψη της στόν ήλιο καί ότι τό ούράνιο τόξο εΐναι άνταύγεις τοΰ ήλιου πάνω στά σύννεφα 420. Ή γή εΐναι, σύμφωνα μέ τή θεωρία του, έπίπεδη καί επιπλέει πάνω στόν άέρα, ένώ ό ήλιος καί τά άλλα άστρα εΐναι πυρακτωμένες πέτρες. Ο'ι έκλείψεις τής σελήνης όφείλονται στή σκιά πού ρίχνει πάνω της ή γή, ένώ έκείνες τού ήλιου στή σκιά πού πέφτει πάνω του άπό τή σελήνη. Ό γαλαξίας πάλι εΐναι ά-

419. VS, Β 108. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, o. 228-230, 243.

420. VS, B 18, B 19, A 1 (8).

Page 168: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

178

ντανάκλαση τοΰ φωτός άπό διάφορα άστρα. Ή θάλασσα, τέλος, προήλθε άπό ποτάμια καί άλλα νερά τής γής 421.

Σέ κάποιο άλλο άπόσπασμα όμως ό Αναξαγόρας εμφα­νίζεται ύπέρμαχος μιάς άκρως άπαισιόδοξης άντίληψης. Δη­λώνει συγκεκριμένα ότι έξ αιτίας τής άδυναμίας τών αίσθή- σεών μας δέν μπορούμε νά διακρίνουμε τήν άλήθεια: «ύπ’ άφαυρότητος αυτών (τών αισθήσεων)... ού δυνατοί έσμεν κρί­νε ιν τάληθές » 422.

Τό άνωτέρω χωρίο άντιφάσκει σαφώς πρός τίς κοσμολο­γικές καί άστρονομικές θεωρίες τού φιλοσόφου. Ή μόνη πε­ρίπτωση στήν όποια έξακολουθούν νά ισχύουν έκεΐνα πού ειχε έκθέσει περί τού σύμπαντος είναι νά υποθέσουμε ότι ή γνώση του δέν βασίζεται στίς αισθήσεις άλλά σέ κάποιες άλλες διαδικασίες τής νόησης, οί όποιες πιθανώς ύποβοη- θούνται άπό κάποια θεϊκή δύναμη. Τότε μόνο παραμένει ά- λώβητη καί ή αισιοδοξία του. Αισιόδοξη είναι έπίσης ή πίστη του ότι ό άνθρωπος εΐναι τό σοφώτερο άπ’ όλα τά ζώα, έπειδή έχει χέρια, επειδή δηλαδή τά χρησιμοποιεί γιά νά κατα­σκευάζει ορισμένα χρήσιμα γιά τήν εξέλιξη τού πολιτισμού καί τού μυαλού του έργαλεΐα: « ’Αναξαγόρας μέν ούν φησι διά τό χείρας έχειν φρονιμώτατον είναι τών ζώιων άν­θρωπον » 423.

Ό Δημόκριτος έκφράζει έπανειλημμένα τήν άπαισιοδοξία του ώς πρός τήν έγκυρότητα τών αισθήσεων, γιατί αύτές μάς παρουσιάζουν μερικές φορές τά πράγματα διαφορετικά άπ’

421. VS, Α 42. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I, σ. 304 κ.έ.

422. VS, Β 21 [SEXT. VII 90],423. VS, A 102 [ARIST. de part, animal. A 10.687 a 7].

Page 169: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

179

6,τι είναι. Κατά συνέπεια δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε τήν άλήθεια ούτε νά έχουμε σαφή άντίληψη τού κόσμου πού μάς περιβάλλει: «.... έτεήι ούδέν ισμεν περί ούδενός, άλλ’ έπι- ρνσμίη έκάστοισιν ή δόξις » 424.

“Οταν ό φιλόσοφος άρνείται τή δυνατότητα σύλληψης τής πραγματικότητας καμμιά έλπίδα γνώσης δέν υπάρχει γιά τόν άνθρωπο: «έτεψ ούδέν ϊδμεν έν βυθώι γάρ ή άλήθεια » 425. Παρόλ’ αύτά φαίνεται ότι ό ’Αβδηρίτης φιλόσοφος είχε πα­ρατηρήσει πώς άνάμεσα στήν αίσθηση καί τή νόηση υπάρχει μιά άμοιβαία σχέση ή οποία άν δέν είναι άνταγωνιστική, ίσως μπορέσει νά μάς οδηγήσει στήν άλήθεια 426. Τήν αι­σιόδοξη αύτή άποψη ενισχύει ή βεβαιότητα μέ τήν όποια μιλάει τόσο γιά τή δημιουργία τών κόσμων όσο καί γιά τά άτομα ή το κενό, τά όποια μάλιστα δέν συλλαμβάνονται μέ τίς αισθήσεις427.

424. VS, Β 7 [SEXT. VII 137], Βλέπε έπίσης Β 9, Β 11. Κ. ΒΟΥ- ΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 188-190. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosphy, Vol. II, σ. 438-454.

425. VS, B 117 [DIOG. IX 72]. W.K.C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II, σ. 454-465.

426. VS, B 125: «... Δημόκριτος...έποίησε τάς αισθήσεις λεγούσας πρός τήν διάνοιαν ούτως’ «τάλαινα φρήν, παρ ’ ήμέων λαβοϋσα τάς πίστεις ήμέας καταβάλλεις; πτώμά τοι τό κατά βλήμα». Κ. ΒΟΥΔΟΥ- ΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, σ. 189-190. Βλέπε έπίσης SEXT. VII 138, δπου προσδιορίζεται δτι ό Δημόκριτος δυαπιστεΐ μόνο ώς πρός τή γνώση «τήν διά τών αισθήσεων» καί όχι ώς πρός έκείνη πού άποκτούμε «διά τής διανοίας». Ή πρώτη μάλιστα άποκαλειται «σκοτίη», ένώ ή άλλη «γνησίη».

427. Βλέπε τίς σχετικές δημοκρίτειες άπόψεις στό περί (ρύσεως κε­φάλαιο τού παρόντος βιβλίου. Βλέπε έπίσης VS, Α 139, όπου ό φι­λόσοφος άνάγει την άρχή τοΰ άνθρωπίνου γένους στό νερό:«Δημόκριτος γεγενημένα εΐναι τά ζώια πρώτον τοϋ ύγροϋ ζωιγονοϋντος». W.K.C.

Page 170: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

180

Ή γνώση γιά τούς σοφιστές δέν είναι ποτέ απόλυτη· είναι σχετική καί εξαρτώ με νη άπό τό υποκείμενο πού άντιλαμβά- νετα ι428. ’Απαισιόδοξη παρουσιάζεται λοιπόν ή γνωσιολογία τους, άπορρέουσα άπό ένα σκεπτικισμό άνάλογο μέ τίς γε- νικώτερες θέσεις τους, σύμφωνα μέ τίς οποίες ό άνθρωπος είναι τό μέτρο όλων τών πραγμάτων. Κατά συνέπεια ό,τι φαίνεται άληθινό στόν καθένα άπό έμάς μπορεί νά όνομα- σθεί καί άληθινό, έφ’ όσον δέν ύπάρχει κανένα σταθερό σημείο άναφοράς. Παρόλ’ αύτά ή διακήρυξή τους ότι είναι δάσκαλοι τής άρετής - έστω καί άν τήν άποστερούν άπό τό ήθικό της περιεχόμενο - μάς παρέχει τήν έλπίδα ότι ορισμένη μορφή γνώσης (έν προκειμένφ ή πολιτική) εΐναι δυνατή 429.

Ή γνώση κατά τόν Πρωταγόρα έπιτυγχάνεται μόνο άν περιορισθεί στή λειτουργία τής αίσθησης καί τής συνάντησης τών δύο κινήσεων: τής ενεργητικής πού προέρχεται άπό τά αισθητά άντικείμενα καί τής παθητικής πού άπορρέει άπό τά αισθητήρια όργανα τού παρατηρούντος ύποκειμένου 430.

Ή σχετική αύτή αισιοδοξία 431 έξαφανίζεται έντελώς μό­λις ύπερβούμε τό έμπειρικό έπίπεδο. Στή μεταφυσική σφαίρα

GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II, σ. 472.428. W.K.C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, μετάφραση Δαμιανός Τσε-

κουράκης, ’Αθήνα, 1991, Μορφωτικό "Ιδρυμα ’Εθνικής Τραπέζης, σ. 73.429. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, θεαίτητος, 152 a· Εύθύδημος, 286 c. Κ ΒΟΥ­

ΔΟΥΡΗ, «Ή μάθηση, ή διδασκαλία τής φιλοσοφίας καί ή σοφιστική», στόν Τόμο Ή ’Αρχαία Σοφιστική, ’Αθήνα, ’Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σ. 43-50. Β. ΚΥΡΚΟΥ, Άρχα'ιος έλληνικός διαφωτισμός καί σοφιστική, σ. 92-93.

430. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Θεαίτητος, 152 a κ.έ.431. Τή θεωρούμε σχετική γιατί ή γνώση έπιτυγχάνεται, σύμφωνα

μέ τή θεωρία τού Πρωταγόρα, μόνο σέ λίγες περιπτώσεις. ’Αλλά καί τότε άκόμα διαφέρει άπό άτομο σέ άτομο.

Page 171: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

181

ό άνθρωπος δέν μπορεί νά είναι γιά τίποτα βέβαιος. Γι’ αύτό πρέπει νά σιωπά 432.

Ό Γοργίας μάλιστα ισχυριζόταν ότι, άκόμα καί άν δε­χθούμε, κατά παραχώρηση, τήν ύπαρξη κάποιων πραγμάτων - γιατί στήν πραγματικότητα τίποτα δέν ύπάρχει - δέν θά μπορούσαμε ποτέ νά τά γνωρίσουμε- άλλά καί στήν περί­πτωση πού θά είχαμε μιά τέτοια γνώση, αύτή θά μάς ήταν έντελώς άχρηστη, γιατί δέν θά μπορούσαμε νά τή μεταδώ­σουμε στούς άλλους: «Γοργίας δέ ό Λεοντίνος...έν...τώι έπι- γραφομένωι Περί τοϋ μή όντος ή Περί φύσεως τρία κατά τό έξης κεφάλαια κατασκευάζει, εν μέν καί πρώτον ότι ούδέν έστιν, δεύτερον ότι εί καί έστιν, άκατάληπτον άνθρώπωι, τρί­τον ότι εί καί καταληπτόν, άλλά τοί γε άνέξοιστον καί άνερ- μήνευτον τώι πέλας » 433.

Ή άπαισιοδοξία του είναι τόσο άπόλυτη ώστε οί υποθε­τικές παραχωρήσεις του καταλήγουν στήν άρνηση κάθε δυ­νατότητας γνώσης. Δέν δέχεται ούτε τή σχετική γνώση τών φαινομένων πού μάς περιβάλλουν. Τό μόνο πού φαίνεται νά τόν ένδιαφέρει μέσα σ’ αύτή τήν άδιαπέραστη πραγματικό­τητα είναι τό παιχνίδι τής έπιρροής καί τού λόγου, όπου ι­σχυρότερος άναδεικνύεται ό ίκανώτερος ρήτορας 434.

Ή πλατωνική γνωσιολογία έμφανίζεται κατ’ άρχήν αι­σιόδοξη, γιατί ξεκινά άπό τή θετική παρατήρηση ότι κάθε

432. VS, Β 4 [DIOG. IX 51].433. VS, Β 3 [SEXT. adv. math. VII 65 ff.], 29-35. Το ανωτέρω

άπόσπασμα μπορεί άπλώς νά άναφέρεται στήν άδυναμία τών αισθή­σεων νά συλλάβουν τήν πραγματικότητα. Στήν περίπτωση αύτή δέν είναι τόσο άπαισιόδοξο όσο φαίνεται.

434. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Ρητορική, 1402 a 23 κ.έ. W.K.C. GUTHRIE, ΟΙ σοφιστές, σ. 226.

Page 172: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

182

ψυχή έχει άπό τή φύση της τήν ‘ικανότητα τής μάθησης, ή όποία στήν πραγματικότητα άποτελεΐ μιά μορφή άνάμνησης: «ήν καλοϋμεν μάθησιν άνάμνησίς έστιν »435. Πρόκειται γιά μιά a priori σύλληψη άπό τήν ψυχή ορισμένων μαθηματικών εννοιών ή θεμελιωδών Ιδεών, όπως είναι ή Δικαιοσύνη, τό 'Ωραίο ή τό ’Αγαθό.

Ή ζήτηση τής άλήθειας πού προϋποθέτει τήν έλπίδα ότι αύτή μπορεί νά εύρεθεΐ, και πού άπαντά σέ όλους τούς πλα­τωνικούς διαλόγους, άλλά κατ’ έξοχήν στόν Μένωνα, είναι έπίσης ένα άπό τά πιό αισιόδοξα μηνύματα τής πλατωνικής φιλοσοφίας.

Ή άπαισιοδοξία εισβάλλει όμως καταλυτικά μέ τή δια­πίστωση ότι οί περισσότεροι άπό έμάς δέν μπορούν νά ά- ποκτήσουν πλήρη άνάμνηση (άρα καί γνώση) γιατί πρός τούτο άπαιτείται:α) ύπομονετική καί έπίμονη προσπάθεια τοΰ νοΰ πού συνο­

δεύεται άπό διαλεκτική ικανότητα 436, προνόμιο πού λίγοι μόνο διαθέτουν καί

β) σωστή έκπαίδευση, δηλαδή φωτισμένοι καί ένάρετοι παι­δαγωγοί 437 πού σπάνια έχουμε τήν τύχη νά συναντήσουμε.

435. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Μένων, 81 e. Βλέπε έπίσης ibid. 81 c - 87 c, 98 a- Φαίδων, 72 e - 77 a, 91 e: Φαιδρός, 249 b - c Πολιτεία, VII 518 b - d. H. WOLZ, Plato and Heidegger, London and Toronto, Associated University Press, 1981, σ. 91-92. J. M. PAISSE, Le theme de la remi­niscence dans les dialogues de Platon (συνέχεια), Les Etudes Classiques, 1965 (33), σ. 225, 238-239, 241 κ.έ., 379 κ.έ. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Πλα­τωνική φιλοσοφία, Αθήνα, 1990, σ. 37-40, 49.

436. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 246 b κ.έ.437. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, VII 518 d, 523 a. J. Μ. PAISSE, «L’

idealisme platonicien», Revue Philosophique de la France etde VEtranger, 1970 (95), a. 29.

Page 173: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

183

Παρόλ’ αύτά είναι σέ άρκετούς έφικτή ή άπόκτηση ορι­σμένων έπιστημονικών γνώσεων (μουσικών, μαθηματικών, α­στρονομικών)438, ένώ λίγοι κατορθώνουν νά φθάσουν ώς τή διαλεκτική, τήν κατ’ έξοχήν μέθοδο τής φιλοσοφίας πού ο­δηγεί στή θέαση τών Ιδεών 439.

Τά εϊδη τής γνώσης κατά τόν Πλάτωνα διακρίνονται ά- νάλογα μέ τά άντικείμενα, στά όποια αύτή άναφέρεται. ’Έ ­χουμε ετσι:

1) τήν αίσθηση, μέ τήν όποία συλλαμβάνουμε τά ύλικά άντικείμενα καί ή όποία εΐναι συνήθως άνακριβής καί συγ­κεχυμένη. Ή παραπάνω άποψη άναπτύσσεται στό Φαίδωνα καί άντιμετωπίζει άρκετά άπαισιόδοξα τήν προσπάθεια τού άνθρώπου νά γνωρίσει διά μέσου τών αισθήσεων, τό φυσικό κόσμο440.

Καθώς όμως ή σκέψη τού φιλοσόφου έξελίσσεται, ή ά- παισιοδοξία δίνει τή θέση της σέ δλο πιό αισιόδοξες θεω­ρήσεις, όπως εκείνη τού Συμποσίου, όπου ή αισθητή ομορφιά άποτελεΐ τό πρώτο σκαλοπάτι τής κλίμακας, ή όποία οδηγεί

438. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, III 401 d - 402 a, IV 441 e - 457 a, VII 522 c κ.έ., X 602 c - 603 a· Τίμαιος, 18 a, 36 e - 37 a, 47 a - e, 88 a κ.έ. Νόμοι, VII 818 c - d· Έπινομίς, 976 d - 979 d. C.M. VAN- HOUTTE, «La methode intuitive dans les dialogues de la maturite de Platon», Revue Philosophique de Louvain, 1949 (47), σ. 313.

439. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαιδρός, 265 d - e, όπου αναλύονται οί δύο γενικές μέθοδοι τής διαλεκτικής: ή συναγωγή καί ή διαίρεση. Πολι­τεία, VI 490 a - b, 500 c - d, 501 d, 505 a, 510 b, 511 b - c, VII 519 c - d, 521 c, 526 e, 532 a - 534 e, IX 591 c - 592 a· Έπινομίς, 991 c.

440. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 65 b - d. Στό διάλογο αύτό βρίσκουμε άκόμα τή θεωρία ότι ό κόσμος τοϋ γίγνεσθαι ή τής εμπειρίας (στόν όποιο άνήκει μεταξύ άλλων καί τό άνθρώπινο σώμα) είναι ή αίτία όλων τών δεινών γιά τόν άνθρωπο (ibid. 65 b κ.έ.).

Page 174: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

184

άπό τή γή στόν κόσμο τών Ιδεών 441. Τό ϊδιο σκεπτικό επι­κρατεί καί στήν Πολιτεία (VII 514 a - 516 a), όπου στήν πε­ρίφημη είκόνα τοΰ σπηλαίου τά φυσικά άντικείμενα βοηθούν τήν άνοδο τής ψυχής άπό τόν εμπειρικό στό νοητό κόσμο.

Καί φθάνουμε στό Θεαίτητο, στόν όποιο άποδίδεται ι­διαίτερη σημασία τόσο στό ρόλο τών αισθήσεων γιά τή γνώση κάποιων πραγμάτων όσο καί στή γνώμη (δόξα) πού σχημα­τίζουμε γ ι’ αύτά442.

Στόν Τίμαιο όμως ή άπαισιοδοξία έπανέρχεται μέ τήν πα­ρατήρηση ότι τό σώμα προκαλεί τέτοια σύγχυση στην ψυχή πού στήν άρχή έκείνη παρουσιάζεται «άνους». Χρειάζεται ή βοήθεια τού λογιστικού γιά νά έλευθερωθούμε άπό τά δε-

441. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Συμπόσιον, 210 a - 212 a. J. SOUILHE, La notion platonicienne d’ intermediare, Paris, F. Alcan, 1919, σ. 113-114. L. PAQUET, Platon, la mediation du regard, Leiden, E.J. Brill, 1973, σελ. 330 κ.έ.

442. Αυτό φαίνεται:α) άπό τήν είκόνα τού κήρινου εκμαγείου, μέ τό όποιο προσομοιάζεται ή ψυχή προκειμένου νά γίνει φανερό ότι άν δέν υπήρχαν τά αισθητήρια όργανα καμμιά παράσταση δέν θά μπορούσε νά χαραχθει σ’ αύτή (191 c - d)*β) άπό τήν παρομοίωση τής ψυχής μέ περιστερεώνα πού κατά τή στιγμή τής γέννησης είναι άδειος (197 d - e)*γ) άπό τή θεωρία ότι άκόμα καί γιά αιώνια ή άμετάβλητα άντικείμενα (όπως oi άριθμοί) μπορεί νά εχουμε έσφαλμένη γνώμη (196 a) καί δ) άπό τήν άποψη ότι ή γνώση μερικές φορές φθάνει στήν ψυχή διά μέσου τών οργάνων τού σώματος: «τά μέν αύτή δι’ αυτής ή ψυχή έπισκοπεΐν (φαίνεται), τά δέ διά τών τοϋ σώματος δυνάμεων» (185 e). Βλέπε έπίσης Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Πλατωνική φιλοσοφία, σελ. 118 κ.έ. G. RYLE, Plato’s Progress, Cambridge, Cambridge University Press, 1966, σ. 15.

Page 175: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

185

σμά του καί νά άναγνωρίσουμε τίς ομοιότητες καί τίς δια­φορές πού ύπάρχουν στά διάφορα αντικείμενα (44 a - b).

2) τήν έπιατήμη, ή όποία προσπαθεί νά συλλάβει τά νοητά 443. Σέ όλους σχεδόν τούς διαλόγους του ό Πλάτων άπό τόν Φαί­δωνα ώς τούς Νόμους, όταν άναφέρεται στίς Ιδέες, θεωρεί ώς τέλεια μορφή γνώσης τήν επιστήμη, ή όποία συνδέεται στενά μέ τή νόηση. Άκόμα όμως καί έδώ ή άπαισιοδοξία είναι παρούσα, όπως γιά παράδειγμα στό Θεαίτητο, ό όποιος καταλήγει σέ άδιέξοδο χωρίς νά έχει δοθεί άπάντηση στό έρώτημα «τί είναι επιστήμη;» ή στους άπορρητικούς διαλό­γους πού δέν κατορθώνουν νά προσδιορίσουν τή φύση τών άναζητουμένων έννοιών. Ό ’Αθηναίος σοφός γνωρίζει καλά ότι ό άνθρωπος δέν είναι σέ θέση νά συλλάβει τό απόλυτο μέ τή λογική του 444.

Παρόλ’ αύτά δέν άπογοητεύεται, άλλά καταφεύγει στήν πίστη προκειμένου νά φθάσει εκεί, όπου ό λόγος δέν έχει πρόσβαση. Φαίνεται πεπεισμένος ότι τό έξωλογικό δέν ά- ντιτίθεται στή λογική· άπλώς τήν ύπερβαίνει, παραμένοντας προσιτό στή θέαση ή όποία άποτελεί ένα είδος μυστικιστικής γνώσης 445. Έ τσι ή αισιόδοξη τάση κυριαρχεί τελικά στήν

443. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, V 477 b: «έπιστήμη, έπί τφ όντι πέ- φυκε »■ Φαιδρός, 247 e.

444. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Φαίδων, 101 d - e· Έπινομίς, 973 b, 974 b - c.V. GOLDSCHMIDT, Les dialogues de Platon, Paris, P.U.F., 1963, o. 81. N. ΧΡΟΝΗ, Οί μετασχηματισμοί τής φιλοσοφίας, σ. 49.

445. L. ROBIN, Platon, Paris, P.U.F., 1968 (1935), σ. 140. Ch. BIGGER, Participation, A platonic inquiry, U.S.A., Louisiana State Uni­versity Press, 1968, a. 17. Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Πλατωνική φιλοσοφία, σ. 48-49. Βλέπε καί τό κεφάλαιο περί τοΰ άπολύτου όντος τής παρούσης μελέτης. Πβ. έπίσης τήν Πολιτεία, VI 509 e - 511 e, όπου ό Πλάτων, χρησιμοποιώντας τήν εικόνα τής γραμμής, κάνει μιά κάπως διάφορε-

Page 176: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

186

πλατωνική σκέψη, κάνοντας δυνατό τό άδύνατο, φέρνοντας κοντά στόν αβέβαιο έρευνητή τό υπερβατικό καί τό άπόλυτο.

Τό πιό α’ισιόδοξο σημείο τής πλατωνικής γνωσιολογίας είναι πάντως ή σύνδεσή της μέ τήν ήθική. Βαθύτατα ένάρετος ό Πλάτων, άρνεΐτο νά δεχθεί μιά γνώση πού θά έτεινε στό κακό. ’Ήξερε ότι άν έλειπε άπό αύτή ή ήθική θά ύπηρετοΰσε ίσως καί έγκληματικούς σκοπούς. Τήν έθεσε λοιπόν στήν ύπηρεσία τής άρετής, γιατί έτσι έλπιζε ότι θά κάνει τούς άνθρώπους ευτυχισμένους. Άρνήθηκε κατηγορηματικά τήν ιδιότητα τής σοφίας άπό τήν άδικη έπιστήμη: «πάσα έπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τής άλλης άρετής, πανουργία, ού σοφία φαίνεται» 446. Έπί πλέον ταύτισε τήν άρετή μέ τή γνώση τών Ιδεών καί τήν κακία μέ τήν άγνοιά τους 447. Κα­τέληξε έτσι στό συμπέρασμα ότι κανένας δέν πράττει τό κακό μέ τή θέλησή του, άλλά μόνο άπό άγνοια: «πέπεισμαι έγώ έκών είναι μηδένα άδικείν άνθρώπων » 448. Δέν έχουμε λοι­

τική άπαρίθμηση τών ειδών τής γνώσης καί τών αντικειμένων στά όποια αύτά άντιστοιχοΰν. Πιστεύει συγκεκριμένα ότι στά όρατά ή στά δοξαστά άντικείμενα περιλαμβάνονται: α) οί εικόνες, β) τα φυτά καί τά ζώα πού μάς περιβάλλουν, ένώ στά νοητά: α) τά κατώτερα και β) τα άνώτερα νοητά. Τά είδη γνώσης πού άντιστοιχοΰν στίς τέσ­σερις παραπάνω κατηγορίες είναι τά άκόλουθα: εικασία - πίστις - διάνοια - νόησις.

446. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Μενέξενος, 247 a. ΓΡ. ΚΩΣΤΑΡΑ, Φιλοσοφική προπαιδεία, Άθήναι, 1991, σ. 230.

447. Ή προσέγγιση αύτή μπορεί νά γίνει εύκολα άποδεκτή, άν σκεφθοΰμε ότι οί Ιδ έες είναι κυρίως ήθικές άξιες στήν άπόλυτη μορφή τους.

448. ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ’Απολογία Σωκράτονς, 37 a- Πρωταγόρας, 358 b - d: «έπί γε τά κακά ούδείς έκών έρχεται».

Page 177: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

187

πόν παρά νά έκπαιδεύσουμε τούς άνθρώπους γιά νά τούς κάνουμε άγαθούς καί κατά συνέπεια εύτυχισμένους.

’Ιδού τό άκρον άωτον τής αισιοδοξίας!

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

“Υστερα άπό τήν παραπάνω έπισκόπηση γίνεται φανερό ότι αισιόδοξες καί άπαισιόδοξες τάσεις ισορροπούν αρμο­νικά στήν άρχαία έλληνική διανόηση.

Στό έρώτημα λοιπόν: «οί άρχαίοι 'Έλληνες φιλόσοφοι μπο­ρούν νά χαρακτηρισθούν αισιόδοξοι ή άπαισιόδοξοι;» δέν ύπάρχει κατηγορηματική άπάντηση. Καί ’ίσως αύτό νά είναι τό μεγάλο δίδαγμα τής άρχαίας Ελλάδας: νά μή χάνουμε τήν έλπίδα μας γιά ένα καλύτερο αύριο, άλλά ούτε και νά αίσιοδοξούμε ύπερβολικά· νά μήν έπιζητούμε τίποτα μονο- μερώς· νά είμαστε άνοιχτοί σέ κάθε προσέγγιση καί νά συν­δυάζουμε τίς άντιθέσεις πού προκύπτουν άπό τήν άναζήτηση τής άλήθειας μέ γνώμονα τήν άρετή καί τήν εύτυχία τοΰ κοι­νωνικού συνόλου, ιδιαίτερα στήν έποχή μας μέ τά ποικίλα καί δυσεπίλυτα προβλήματα πού μαστίζουν τήν άνθρωπότη- τα.

Page 178: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΕΤΙΟΥ, Περί τών άρεσκόντων τοίς φιλοοόφοίς συναγωγή, έν «Doxographi Graeci», inst. Herm. Diels, Berolini, 1879, σ. 267-444.

Γ. ΑΛΑΤΖΟΓΛΟΥ-ΘΕΜΕΛΗ, Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, Αθήνα, 1976.

Δ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, Αιτιότητα, Ή θεμελιώδης έννοια τής άρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, Θεσσαλονί­κη, Σύγχρονη Παιδεία, 1995.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ Έργα, Aristotelis Opera, Ex Recensione Immanuelis Bekkeri, edidit Academia Regia Borussica, Berolini Apud W. de Gruyter et Socios, Vol. I-IV, 1960- 1961.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ, Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία, ’Αθηναϊκή Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, Διευθυντής: Καθηγ. Κ. Βουδούρης, Εκδόσεις Καρδαμίτσα.

S. AUSTIN, Parmenides, Being, Bounds and Logic, New Haven and London, Yale University Press, 1986.

H. BARNES, «Apotheosis and deification in Plato», Philoso­phy and Literature, 1976-1977 (1), σ. 3-24.

J. BEAUFRET, Le Poeme de Parmenide, Paris, P.U.F., 1955.Ο. ΒΕΪΚΟΥ, Προσωκρατική φιλοσοφία, Άθήναι, 1980.J. BERNHARD, Platon et le materialisme ancien, Paris, Payot,

1971.

Page 179: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

190

J. BERNHARD, Platon et le materialisme ancien, Paris, Payot, 1971.

CH. BIGGER, Participation, A platonic inquiry, U.S.A., Louisiana State University Press, 1968.

L. BLANCHE, «L’ ame humaine chez Platon», Revue de Γ Enseignement Philosophique, 1972-1973 (23), n. 3, σ. 1-6.

R. S. BLUCK, «The Phaedrus and Reincarnation», The Ame­rican Journal of Philology, 1958 (79), σ. 156-164.

R. BOHME, Orpheus, Der Sanger und seine Zeit, Bern und Munchen, Franke Verlag, 1970.

J. BOLLACK - H. WISMANN, Heraclite ou la separation, Paris, 1972.

C. M. BOWRA, «The Poem of Parmenides», Classical Phi­lology, 1937, Vol. XXXII, σ. 97-112.

Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Ιστορία τής πολιτικής καί κοινωνικής φιλοσοφίας, Άθήναι, 1979.

Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, «Ή μάθηση, ή διδασκαλία τής φιλοσοφίας καί ή σοφιστική», στόν τόμο: Ή ’Αρχαία Σοφιστική, ’Α­θήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σ. 41-51.

Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Πλατωνική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1990.Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική πολιτική φιλοσοφία, ’Αθή­

να, 1991.Κ. ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Προσωκρατική φιλοσοφία, ’Αθήνα, 1991

(β' έκδοση - α ' έκδοση 1988).J. BURNET, Early Greek Philosophy, London, Adam and Charles

Black, Fourth edition, 1958 (First Edition 1892).G. CALOGERO, «Sleep with or without dreams? Socrates,

Epicurus, Montaigne and Shakespeare on death», Μελέτη

Page 180: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

191

Θανάτου, 2ο Διεθνές Συμπόσιον Φιλοσοφίας, Άθήναι, 1977, σ. 56-61.

A. CAMUS, Ό μύθος τού Σισύφου, μετ. Β. Χατζή δη μητριού, ’Αθήνα, έκδ. Μπουκουμάνη.

Η. F. CHERNISS, The philosophical economy of the theory of ideas, in Plato, A collection of critical essays edited by Gr. Vlastos, N. York, Garden City, 1971, Τόμ. I.

D. B. CLAUS, Toward the soul, New Haven and London, Yale University Press, 1981.

F. M. CLEVE, The Giants of Pre-Sophistic Greek Philosophy, The Hague, 1969, Vol. I.

I. M. CROMBIE, An examination of Plato’s doctrines, Vol.II, London, Routledge and Kegan Paul, 1967.

R. E. CUSHMAN, Therapeia, The University of North Caro­lina Press, 1958.

K. DEICHGRABER, Parmenides Auffarhrt zur Gottin des Rechts, Akademie der Wissenschaften und der Literatur in Mainz, in Kommission bei Franz Steiner Verlag GMBH, Wiesbaden.

V. DESCOMBES, Le platonisme, Paris, P.U.F., 1971.H. DIELS, Parmenides Lehrgedicht, Berlin, 1897.H. DIELS and W. KRANZ, Die Fragmente der Vorsokratiker,

Zurich, Weidmann, Hildesheim, 1992, Band I-III.ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ, Βίοι Φιλοσόφων, VP, Vitae Phi-

losophorum, Recognovit brevique adnotatione critiqua in- struxit J. S. Long, Tomus, I, II, Oxford, 1966.

E. R. DODDS, Ο'ι "Ελληνες καί τό παράλογο, μετ. Γ. Για- τρομανωλάκη, ’Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1978.

Page 181: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

192

K. DORTER, «Plato’s image of immortality, Philosophical Quarterly, 1976 (26), σ. 295-304.

K. DORTER, Plato’ s Phaedo. An Interpretation, Toronto, Uni­versity of Toronto Press, 1982.

E. DUPREEL, Les sophistes, Paris, Neuchatel, 1948.ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, Γενική ’Επιμέλεια I. Θ. Κα-

κριδή, ’Αθήνα, Εκδοτική ’Αθηνών, 1986, Τόμ. 1.R. ΕΡΡ, «Plato’s Quest for Purification», Πλάτων, 1972 (24),

σ. 38-50.A. J. FESTUGIERE, Contemplation et vie contemplative selon

Platon. Paris, J. Vrin, 1973.M. FICIN, Theologie platonicienne de l ’immortalite des ames,

Texte critique, etabli et traduit par Raymond Marcel, Vol. I: Livres I-VIII, Paris, Les Belles Lettres, 1964.

G. C. FIELD, Ό Πλάτων καί ή εποχή του, Μετ. Α. Σακελ- λαρίου, ’Αθήνα, έκδ. Γρηγόρη.

Η. FRANKEL, «Heraclitus on God and the Phenomenal World», American Philological Association, Proceedings, 1938 (69), a 230-244.

J. FRERE, «Le role des Presocratiques dans le mouvement philosophique», Gymnasium, 1987, Heft 9, σ. 51-61.

J. FRERE, Temps, desir et vouloir en Grece ancienne, Athenes, Editions Dione, 1995.

P. FRIEDLANDER, Platon, Berlin, Walter de Gruyter und Co,1964, Band III.

I. GOBRY, Pythagore ou la naissance de la philosophie, Paris, Editions Sechers.

Page 182: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

193

V. GOLDSCHMIDT, Les dialogues de Platon, Paris, P.U.F., 1963.

TH. GOMPERZ, Greek Thinkers, trans. by G.G. Berry, Lon­don, John Murray, 1964.

R. GUARD INI, La mort de Socrate, trad, par P. Ricoeur, Paris, Editions du Seuil, 1956.

M. GUEROULD, «La meditation de Γ ame sur Γ ame dans le «Phedon», Revue de Metaphysique et de Morale, 1926 (33), σ. 469-491.

W. K. C. GUTHRIE, The Greeks and their Gods, London, Methuen and Co. LTD, 1977 (1η έκδοση 1950).

W. K. C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. I: The Earlier Presocratics and the Pythagoreans, London, Cambridge University Press, 1988 (Firtst published 1962).

W. K. C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. II: The Presocratic tradition from Parmenides to Democritus, London, Cambridge University Press, 1980 (First published 1965).

W. K. C. GUTHRIE, A History of Greek Philosophy, Vol. IV: Plato, the man and his dialogues: earlier period, London, Cambridge University Press, 1975

W. K. C. GUTHRIE, Orpheus and Greek Religion, London, Methuen and Co. LTD, 1952 (2η έκδοση).

W. K. C. GUTHRIE, Οί σοφιστές, μετ. Δαμιανός Τσεκου- ράκης, Β' έκδοση, Αθήνα, Μορφωτικό ‘Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991.

R. HACKFORTH, «Immortality in Plato’s Symposium, Clas­sical Review, 1950 (64), σ. 43-45.

Page 183: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

194

M. HEIDEGGER, Sein und Zeit, Herausgegeben von E. Huf- ferl, Freiburg, Max Niemeyer, Verlag, Halle a.d.s. 1935.

W.A. HEIDEL, «Qualitative Change in Pre-Socratic Philoso­phy, Archiv fiir Geschichte der Philosophie, 19, 1906, σ. 333-379.

ΗΣΙΟΔΟΥ, Θεογονία - Έ ργα καί Ήμέραι - Άσπίς Ήρα- κλέους, Theogonie - Les Travaux et les Jours - Le Bouclier, Texte etabli et traduit par Paul Mazon, Paris, Les Belles Lettres, 1972.

I. N. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Εισαγωγή στόν Πλάτωνα, ’Αθήνα, I. Δ. Κολλάρος, 1968 (1948), 2η έκδοση.

ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ, VP, De Vita Pythagorica liber, Ludovicus Deubner, editionem addendis et corrigendis adiunctis cura- vit Udalricus Klein, B. G. Teubner, Stuttgart, 1975.

W. JAEGER, Παιδεία, μετάφρ. Π. Βέρροιου, ’Αθήνα, 1968.W. JAEGER, The Theology of the Early Greek Philosophers,

trans. by E. Robinson, London, Oxford University Press, 1967.

H. W. B. JOSEPH, Essays in Ancient and Modem Philosophy, Oxford, 1935.

C. H. KAHN, The Art and Thought of Heraclitus, Cambridge, Cambridge University Press, 1979.

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ, "Υμνοι, Hymni, ed. R. Pfeiffer, Callima­chus, Vol. 2, Oxford Clarendon Press, 1953.

Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Πλάτων καί Δίων», Φιλοσοφία,1977 (7), σ. 111-161.

G. S. KIRK, Heraclitus: The cosmic Fragments, Cambridge, Cambridge University Press, 1954.

Page 184: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

195

G. S. KIRK - J. E. RAVEN, The Presocratic Philosophers, Cambridge, At the University Press, 1957.

ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς, Αθήνα, έκδ. τής Άποστολικής Διακονίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, 1956, τ. 7, 8.

W. KRANZ, «Kosmos als philosophischer Begriff in fruhgrie- chischer Zeit», Philologus, 1938-9, σ. 430-448.

P. KUCHARSKI, L’ affinite entre les idees et Γ ame d’ apres le ΡΙιέάοη, Archives de Philosophic, 1963 (26), σ. 483-515.

P. KUCHARSKI, Aspects de la speculation platonicienne, Pa­ris, Centre National de la Recherche Scientifique, Beatrice - Nauwelaerts, 1971.

Β. ΚΥΡΚΟΣ, Αρχαίος έλληνικός διαφωτισμός καί σοφιστι­κή, Ιωάννινα, 1986.

ΓΡ. ΚΩΣΤΑΡΑ, Φιλοσοφική προπαιδεία, Αθήναι, 1991.J. LABORDERIE, Le dialogue platonicien de la maturite, Pa­

ris, Les Belles Lettres, 1978.X. Α. ΛΑΜΠΡΙΔΗ, Ηράκλειτος, Κλειώ, 1991.A. LEBECK, «The Central Myth of Plato’s Phaedrus », Greek,

Roman and Byzantine Studies, 1972 (13), σ. 267-290.I. M. LINFORTH, The Arts of Orpheus, N. York, Arno Press,

1973 (reprinted).J. F. MATTEI, Pythagore et les Pythagoriciens, Paris, P.U.F.,

1993.Κ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, «Ό μύθος τού Πρωταγόρα καί ή άνθρω-

πολογική του σημασία», στόν Τόμο Ή άρχαία σοφιστική, 'Ελληνική Φιλοσοφική 'Εταιρεία, ’Αθηναϊκή Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, Διευθυντής: Κ. Βουδούρης, ’Εκδόσεις Καρ- δαμίτσα, ’Αθήνα, 1982, σ. 88-94.

Page 185: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

196

J. MOREAU, «La Ιεςοη du Phedon», Archives de Philosophic,1978 (41), σ. 81-92.

J. MOREAU, Realisme et idealisme chez Platon, Paris, P.U.F., 1951.

J. MOREAU, Le sens du platonisme, Paris, Les Belles Lettres, 1967.

J. S. MORRISON, Parmenides and Er, Journal of Hellenic Studies, 1955 (75), σ. 59-68.

A. MOURELATOS, The deceptive words of Parmenides «doxa», in Presocratics, A Collection of Critical Essays, edited by A. Mourelatos, New York, Anchor Books, 1974.

W. NESTLE, Vom Mythos zum Logos, Stuttgart, Scientia Ver- lag Aalen, 1966, 2η έκδ. (1η 1942).

FR. NIETZSCHE, Ή γέννηση τής φιλοσοφίας στά χρόνια τής ελληνικής τραγωδίας, Μετάφραση καί σχόλια Αίμ. Χουρμούζιου, Έκδοση τρίτη, Αθήνα, Εκδόσεις Μάρη, καί Κοροντζή, 1975.

FR. NIETZSCHE, Die Geburt der Tragodie, in Werke in drei Banden, ler Band, Munchen, Carl Hanser Verlag, 1966- ελληνική μετάφραση Κ. Μεραναίος, έκδ. Μάρη ’Αθήνα.

OLYMPIODORI, In Platonis Phaedonem Commentaria, Ed. William Norvin, Hildesheim, Georg Olms, 1968 (1η έκδ. Leipzig, Verlagsbuchhandlung, 1913).

ΟΜΗΡΟΥ ’Έργα, Ίλιάς, ’Οδύσσεια, Homeri Opera, TomeI, lliadis libros I-XII, by Thomas W. Allen, David B. Murno, London, Oxford University Press, 1978. Tome II, libros XIII-XXIV, 1976. Tome III, Odysseae, libros I-XII, 1976. Tome IV, libros XIII-XXIV, 1975.

Page 186: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

197

J. M. PAISSE, «La metaphysique de 1’ ame humaine dans le «Phedre de Platon», Bulletin de I’ Association Guillaume Bude, 1972 (31), n. 4, o. 469- 478.

J. M. PAISSE, «Reminiscence et mythes platoniciens», Les Etudes Classiques, 1969 (37), no 1, σ. 19-43.

J. M. PAISSE, «Le theme de la reminiscence dans les dialogues de Platon», Les Etudes Classiques, 1965 (33), σ. 225-252, 377-400.

L. PAQUET, Platon, la mediation du regard, Leiden, E. J. Brill, 1973.

R.L. PATTERSON, Plato on Immortality, Pennsylvania, The Pennsylvania State University Press, 1965.

J. PEPIN, «Que Γ homme n’ est rien d’ autre que son ame». Observations sur la tradition du premier Alcibiade», Revue des Etudes Grecques, 1969, (82), o. 56-70.

ΠΙΝΔΑΡΟΥ, Πυθικά, Pythiques, Texte etabli et traduit par Aime Puech, Paris, Les Belles Lettres, 1966.

ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ’Έργα, Platon, Oeuvres Completes, Tome I- XIII, Paris, Les Belles Lettres, 1962-1982.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Ηθικά, PLUTARQUE, Oeuvres Morales, Tome VI, Texte etabli et traduit par Robert Flaceliere, Paris, Les Belles Lettres, 1974.

ΠΛΩΤΙΝΟΥ, Έννεάδες, PLOTIN, Enneades, Tomes I-VI, Paris, Les Belles Lettres, 1976-1981.

M. POHLENZ, «Nomos und Physis», Hermes, 1953.K. R. POPPER, Conjectures and Refutations, London and Hen­

ley, Routledge and Kegan Paul, 1972.K. R. POPPER, The Open Society and Its Enenies, Princeton,

Page 187: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

198

New Jersey, Princeton University Press, 1971, έλλ. μετ. Είρ. Παπαδάκη, Αθήνα, Έκδ. Δωδώνη, 1980.

Κ. R. POPPER, «Α pluralistic approach to the Philosophy of History», in Roads to Freedom, Essays in Honour of Frie­drich A. von Hayek, ed. Erich Sreissler, London, 1969.

ΠΡΟΚΛΟΥ, In Platonis Rem Publicam Commentarii, parB.G. Teubner, Lipsia, 1899-1901.

CL. RAMNOUX, Heraclite ou F homme entre les choses et les mots, Paris, Les Belles Lettres, 1968.

CL. RAMNOUX, Parmenide et ses successeurs immediats, Paris, ed. du Rocher, 1979.

J. E. RAVEN, Plato’s thought in the making, Cambridge, Cam­bridge University Press, 1965.

J. E. RANEN, Pythagoreans and Eleatics, Amsterdam, Adolf M. Hakkert, 1966.

K. REINHARDT, Parmenides und die Geschichte der grie- chischen Philosophie, Bonn, 1916· Vitorio Klostermann, Frankfurt am Main, Zweite Auflage, 1959.

H. RITTER, Geschichte der ionischen Philosophie, Berlin, 1821.

L. ROBIN, la pensee grecque, Paris, Renaissance du livre, 1923.

L. ROBIN, Platon, Paris, P.U.F., 1968 (1935).Τ. M. ROBINSON, «Soul and Immortality in Republic X, o.

147-151.G. RODIS-LEWIS, Platon et la chasse de Γ etre, Paris, Sechers,

1965.

Page 188: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

199

E. ROHDE, Psyche, Tiibingen, Verlag von J. C. B. Mohr, 1925, neunte und zehnte Auflage, ler, 2er Band.

E. N. ΡΟΥΣΣΟΣ, Ηράκλειτος, Περί φύσεως, ’Αθήνα, Πα- παδήμας, 1987.

G. RYLE, Plato’s Progress, Cambridge, Cambridge University Press, 1966.

M. SAUVAGE, Parmenide, Paris, Seghers, 1973.L. SECHAN - P. LEVEQUE, Les grandes divinites de la Grece,

Paris, Editions E. de Boccard, 1966.R. SHAERER, La question platonicienne, Paris, Neuchatel,

1969.P. SHOREY, What Plato said, Chicago and London, The Uni­

versity of Chicago Press, 1965.ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ, Σχόλια εις τά Φυσικά τοϋ Άριστοτέλους,

SIMPLICIUS on Aristotle’s Physics, Translated by J. O. Urmson, Ithaca, New York, Cornell University Press, 1992.

FR. SOLMSEN, «Plato and the concept of the soul (psyche). Some historical perspectives», Journal of the History of Ideas, 1983 (44), σ. 355.

J. SOUILHE, La notion platonicienne d’ intermediaire, Paris,F. Alcan, 1919.

R. SPRAGUE, «Socrates’ safest answer: Phaedo, 100 d, Hermes, 1968 (96), a 632-635.

ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Έκλογαί, Ioannis Stobaei, Eclogarum Physica- rum et Ethicarum, libri duo, recensuit Augustus Meineke, Lipsiae, Teubner, 1860.

P. TANNERY, Pour Γ histoire de la science hellene, Paris, F. Alcan, 1887.

Page 189: Αισιόδοξες-και-απαισιόδοξες-αντιλήψεις-για-τη-ζωή-και-τον-κόσμο-στην-αρχαία-ελληνική-φιλοσοφία

200

L. TARAN, Parmenides, Princeton University Press, 1965.C. M. VANHOUTTE, «La methode intuitive dans les dialogues

de la maturite de Platon», Revue Philosophiqite de Louvain, 1949 (47), σ. 301-333.

L. VERSENYI, Socratic Humanism, Yale University Press, London, 1963.

GR. VLASTOS, «Equality and Justice in Early Greek Cos­mologies», Classical Philology, 1947, vol. XLII, σ. 158-178.

GR. VLASTOS, «On Heraclitus», American Journal of Phi­lology, 76, 1955, σ. 337-368.

U. von WILAMOWITZ, Platon, Berlin, 1920, Band I, II.J. ZAFIROPOULO, L’ Ecole Eleate, Paris, Les Belles Lettres,

1950.Ν. ΧΡΟΝΗ, Οί μετασχηματισμοί τής φιλοσοφίας άπό τών

έλληνιστικών μέχρι καί τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, Βιβλιοθήκη Σ. Ν. Σαριπόλου, ’Αθήνα, 1988.