52
Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Επιμέλεια:Όλγα Παλαιοχωρινού ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος. ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος. ἀβίωτος = ανυπόφορος× ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον. ἀβοητὶ = χωρίς βοή. ἀβουλεύω = δεν θέλω να… ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία. ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος. ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα. ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός. ἀγαθὸς = καλός, ευγενής, ανδρείος× ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματα× ἀγαθὰ πάσχω = ευεργετούμαι. ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ. ἄγαν = πολύ. ἀγαπάω – ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι. ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά. ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία. ἀγγέλλω = αναγγέλλω. ἄγγελος = αγγελιοφόρος. ἀγνοέω ῶ = αγνοώ. ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια. ἀγνωμονέω – ῶ = ενεργώ ασύνετα. ἀγνωμόνως = αναίσθητα. ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια. ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος. ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια. ἄγονος(+γονὴ) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος. ἀγορὰ = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως× ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά. [email protected] 1.

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Citation preview

Page 1: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄβατος = ο μη βατός αδιάβατος απαραβίαστοςἀβέβαιος = ασταθής άστατοςἀβίωτος = ανυπόφοροςtimes ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σεκάποιονἀβοητὶ = χωρίς βοήἀβουλεύω = δεν θέλω ναhellipἀβουλία = έλλειψη σκέψεως απερισκεψίαἄβουλος = αυτός που δεν θέλει απερίσκεπτοςἀβούλως = απερίσκεπτα ασύνεταἁβρὸς = λεπτός χαριτωμένος κομψόςἀγαθὸς = καλός ευγενής ανδρείοςtimes ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματαtimes ἀγαθὰ πάσχω = ευεργετούμαι ἄγαμαι = θαυμάζω επαινώἄγαν = πολύἀγαπάω ndash ῶ= αγαπώ αρκούμαι σε κάτιἀγαπητῶς = πρόθυμα με χαρά αρκετάἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση αγγελίαἀγγέλλω = αναγγέλλωἄγγελος = αγγελιοφόροςἀγνοέω ndash ῶ = αγνοώἄγνοια = άγνοια αμάθειαἀγνωμονέω ndash ῶ = ενεργώ ασύνεταἀγνωμόνως = αναίσθηταἀγνωμοσύνη = αναισθησία δυσμένειαἀγνώμων = αναίσθητος απερίσκεπτοςἀγνωσία = άγνοια αφάνειαἄγονος(ἀ+γονὴ) = άκαρπος στείρος άτεκνοςἀγορὰ = συγκέντρωση τόπος συνελεύσεωςtimes ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγοράἀγορεύω = δημηγορώtimes κακῶς ἀγορεύω = κακολογώἀγχιστεία = συγγένειαἄγω = οδηγώ φέρωtimes ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνηtimes σχολὴν ἄγω = σχολάζωtimes ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωtimes ἄγω καὶ φέρω = λεηλατώἄγω εἰς δίκην = σύρω στο δικαστήριο

olgapalotenetgr 1

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνοἀγὼν = αγώνας μάχη άμιλλα στάδιο δίκημέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκηtimes καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκηtimes ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεωςἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώναἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτουἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμαἄδηλος = μη φανερός αφανήςἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεταιἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτωἀδίκημα = άδικη πράξηἀδόκιμος = άσημοςἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμηἀδοξία = κακή φήμη ασημότηταἀδοξος = αφανής άσημοςἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμίαἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώραἈθήναζε = προς Αθήναtimes Ἀθήνηθεν = από την Αθήναtimes Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)ἆθλον = έπαθλο βραβείοtimes ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβείαἀθροίζω = συγκεντρώνωἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνόςἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαιἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη θάρρουςἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μουαἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι σέβομαιαἴδιος = αιώνιοςαἰδὼς = ντροπή σεβασμόςαἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνωαἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώαἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμησηαἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογήςαἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογήςαἱρέω-ῶ = λαμβάνω συλλαμβάνω κυριεύωαἱροῦμαι = εκλέγω προτιμώ εκλέγομαιtimes δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη

olgapalotenetgr 2

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνωαἴρομαι = υψώνομαιαἴρω τεῖχος = υψώνω τείχοςtimes αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοίαtimes αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέωtimes αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώαἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο)αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι μαθαίνωαἰσχρός = επονείδιστοςαἰσχύνη = ντροπήαἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζωαἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαιαἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώαἰτία = αιτία αφορμή κατηγορίαtimes αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαιtimes ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώtimes ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορίααἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώαἰών = ζωή αιώναςtimes ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότηταἀκμάζω = είμαι ακμαίοςtimes ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμοςἀκμή = ακμή αιχμήἀκολασία = ασωτίαἀκούω = ακούωtimes εὖ ἀκούω = επαινούμαιtimes κακῶς ἀκούω = κακολογούμαιἄκρα = ακρωτήριοἀκραιφνής (lt ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληροςἀκρασία = ακολασία ακράτειαἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατήςἀκρισία = σύγχυσηἄκριτος = συγκεχυμένοςἀκροάομαι-ῶμαι = ακούωἄκρον = κορυφή ακρωτήριοἄκων = χωρίς τη θέλησηἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαιἀλγηδών = πόνος θλίψηἄλγος = πόνος θλίψηἀλήτης = περιπλανώμενοςἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαιἀλκιμος = ρωμαλέος ανδρείοςἀλλάτω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσωἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού

olgapalotenetgr 3

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 2: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνοἀγὼν = αγώνας μάχη άμιλλα στάδιο δίκημέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκηtimes καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκηtimes ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεωςἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώναἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτουἀγώνισμα = αγώνας ανδραγάθημα κατόρθωμαἄδηλος = μη φανερός αφανήςἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεταιἀδικέω ndash ῶ = αδικώ βλάπτωἀδίκημα = άδικη πράξηἀδόκιμος = άσημοςἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμηἀδοξία = κακή φήμη ασημότηταἀδοξος = αφανής άσημοςἀδυναμία amp ἀδυνασία = αδυναμίαἀδυνατέω ndash ῶ = δεν μπορώἀδωροδόκητος amp ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώραἈθήναζε = προς Αθήναtimes Ἀθήνηθεν = από την Αθήναtimes Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση)ἆθλον = έπαθλο βραβείοtimes ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβείαἀθροίζω = συγκεντρώνωἀθρόος = συγκεντρωμένος πυκνόςἀθυμέω ndash ῶ = χάνω το θάρρος μου στενοχωρούμαιἀθυμία = απογοήτευση έλλειψη θάρρουςἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μουαἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι σέβομαιαἴδιος = αιώνιοςαἰδὼς = ντροπή σεβασμόςαἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω εγκρίνωαἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά υπονοώαἵρεσις = άλωση κατάληψη εκλογή προτίμησηαἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογήςαἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογήςαἱρέω-ῶ = λαμβάνω συλλαμβάνω κυριεύωαἱροῦμαι = εκλέγω προτιμώ εκλέγομαιtimes δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη

olgapalotenetgr 2

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνωαἴρομαι = υψώνομαιαἴρω τεῖχος = υψώνω τείχοςtimes αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοίαtimes αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέωtimes αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώαἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο)αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι μαθαίνωαἰσχρός = επονείδιστοςαἰσχύνη = ντροπήαἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζωαἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαιαἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώαἰτία = αιτία αφορμή κατηγορίαtimes αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαιtimes ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώtimes ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορίααἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώαἰών = ζωή αιώναςtimes ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότηταἀκμάζω = είμαι ακμαίοςtimes ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμοςἀκμή = ακμή αιχμήἀκολασία = ασωτίαἀκούω = ακούωtimes εὖ ἀκούω = επαινούμαιtimes κακῶς ἀκούω = κακολογούμαιἄκρα = ακρωτήριοἀκραιφνής (lt ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληροςἀκρασία = ακολασία ακράτειαἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατήςἀκρισία = σύγχυσηἄκριτος = συγκεχυμένοςἀκροάομαι-ῶμαι = ακούωἄκρον = κορυφή ακρωτήριοἄκων = χωρίς τη θέλησηἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαιἀλγηδών = πόνος θλίψηἄλγος = πόνος θλίψηἀλήτης = περιπλανώμενοςἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαιἀλκιμος = ρωμαλέος ανδρείοςἀλλάτω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσωἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού

olgapalotenetgr 3

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 3: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αἴρω = υψώνω μεταφέρω απομακρύνωαἴρομαι = υψώνομαιαἴρω τεῖχος = υψώνω τείχοςtimes αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοίαtimes αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέωtimes αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώαἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο)αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι μαθαίνωαἰσχρός = επονείδιστοςαἰσχύνη = ντροπήαἰσχύνω = ασχημίζω ντροπιάζωαἰσχύνομαι = ντρέπομαι σέβομαιαἰτέω-ῶ amp αἰτοῦμαι = ζητώ παρακαλώαἰτία = αιτία αφορμή κατηγορίαtimes αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαιtimes ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώtimes ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορίααἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώαἰών = ζωή αιώναςtimes ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότηταἀκμάζω = είμαι ακμαίοςtimes ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμοςἀκμή = ακμή αιχμήἀκολασία = ασωτίαἀκούω = ακούωtimes εὖ ἀκούω = επαινούμαιtimes κακῶς ἀκούω = κακολογούμαιἄκρα = ακρωτήριοἀκραιφνής (lt ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής ολόκληροςἀκρασία = ακολασία ακράτειαἀκρατής = αχαλίνωτος ο μη εγκρατήςἀκρισία = σύγχυσηἄκριτος = συγκεχυμένοςἀκροάομαι-ῶμαι = ακούωἄκρον = κορυφή ακρωτήριοἄκων = χωρίς τη θέλησηἀλγέω-ῶ = πονώ θλίβομαιἀλγηδών = πόνος θλίψηἄλγος = πόνος θλίψηἀλήτης = περιπλανώμενοςἀλίσκομαι = κυριεύομαι συλλαμβάνομαι καταδικάζομαιἀλκιμος = ρωμαλέος ανδρείοςἀλλάτω = αλλάζω μεταβάλλω ανταλλάσσωἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού

olgapalotenetgr 3

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 4: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀλλαχόθεν = από αλλούἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέροςἀλλότριος = ξένοςtimes τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσειςtimes ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσειςἀλλόφυλος = αλλοεθνήςἄλογος = παράλογος ακατανόητοςἅλωσις = κατάκτηση καταδίκηἁλωτός (lt ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί κατακτηθείἅμα = αμέσως συγχρόνως μαζίἀμαθία amp ἀμάθεια = άγνοιαἁμαρτάνω = αποτυγχάνω σφάλλομαιἁμάρτημα = σφάλμα αδίκημαἁμαρτία = αποτυχία σφάλμαἀμέλεια = αδιαφορίαἀμελέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώἀμελής = αδιάφοροςἀμηχανία = απορία στενοχώριαἄμιλλα = συναγωνισμός αγώναςἀμνημονέω-ῶ = λησμονώἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονείἀμύνω = βοηθώ αποκρούω αγωνίζομαι για κάποιονἀμύνομαι = αποκρούωἀμφότεροι amp ἄμφω = και οι δύοἀναβαίνω = ανεβαίνωἀναβάλλω = αναβάλλωἀναβολή = αναβολή καθυστέρησηἀναγγέλλω = αναγγέλλωἀναγορεύω = ανακηρύττω διακηρύττωἀνάγω = μεταφέρω οδηγώ προς τα άνωtimes ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγοςἀναγωγή = απόπλους οδήγηση πλοίου στα ανοιχτάἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενοςἀναιρέω-ῶ amp ἀναιροῦμαι = σηκώνω λαμβάνω περισυλλέγω και θάβω καταστρέφω αφαιρώtimes ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησεἀναλγησία = αναισθησίαἀνάλγητος = αναίσθητος σκληρόςἀναλίσκω amp ἀναλόω-ῶ = δαπανώἀναμένω = αναμένω υπομένω

olgapalotenetgr 4

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 5: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζωtimes ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαιἀνάντης = ανηφορικόςἀναπείθω = μεταπείθωtimes ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμηἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ παρατηρώἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδαtimes ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι καταστρέφομαιtimes ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω καταστρέφωἀναστρέφω = ανατρέπω γυρίζω πίσωtimes ἀναστρέφομαι = κάνω στροφήἀναστροφή = επιστροφή περιστροφήἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλοἀνδράποδον = δούλοςἀνείργω = εμποδίζωἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος ανίκανοςἀνέχω = κρατώ ψηλά ανυψώνωtimes ἀνέχομαι = ανέχομαι τολμώ υποφέρωἀνήκεστος = αγιάτρευτος ανεπανόρθωτοςἀνθίστημι = στήνω αντιθέτωςtimes ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαιἀνθρώπειος = ανθρώπινοςἀνία = θλίψη πόνος πλήξηἀνιαρός = ενοχλητικός θλιβερόςἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπηtimes ἀνιῶμαι = λυπούμαι στενοχωρούμαιἀνίημι = αφήνω χαλαρώνωἀνίστημι = σηκώνω μετακινώtimes ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιουtimes ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαιἄνοια = μωρία ανοησίαἀνοικίζω = ανοικοδομώ μετοικίζω κάποιον ερημώνωἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας μετοικώ στα μεσόγειαἀνοιμώζω = στενάζω θρηνώἀνομία = παρανομίαἄνομος = παράνομος χωρίς νόμοἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ επανορθώνωἄνους = ανόητοςἀνταγορεύω = αντιλέγωἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαιἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία

olgapalotenetgr 5

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 6: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἀνταίρω = ανθίσταμαιἀντανάγω = εκπλέω επιτίθεμαι βγαίνω στο πέλαγοςἀνταποδίδωμι = ανταποδίδωἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφωἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιουἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρούἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρούἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεσηἀντέχω = διαρκώ παρατείνομαιtimes ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτιἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίονἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθειαἀντιδίδωμι = ανταποδίδω ανταλλάσσωἀντιδικία = φιλονικίαἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκηἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω συμφιλιώνομαιἀντικόπτω = αντικρούω αντιστέκομαιἀντιλέγω = αντιλέγω φιλονικώἀντίος = αντιμέτωποςἀντιπαραβάλλω = συγκρίνωἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιουἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλαἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακόἀντιπέμπω = στέλνω εναντίονἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακόtimes αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι προβάλλω δικαιώματαἀντίπορος = αντικρινόςἀντίπρωρος = αντιμέτωποςtimes νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίαἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιουἀντιτίθημι = αντιτάσσωἀνυδρία = ξηρασίαἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματαἀνύτω amp ἀνύω = τελειώνω κατορθώνω διανύωἄνωθεν = εκ των άνωtimes οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοιἀνωμοτί = χωρίς όρκοἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκεἀνωφερής = ανηφορικός

olgapalotenetgr 6

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 7: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄξιος(lt ἄγω) = άξιοςtimes πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογοςtimes πλείονος ἄξιος = χρησιμότεροςtimes οὐδενός ἄξιος = ασήμαντοςtimes σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνόςἀξιόχρεως = αξιόπιστοςἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο έχω τη γνώμηἀξύμφορος = επιζήμιοςἀπαγγέλλω = αναγγέλλωtimes ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἀπαγορεύω = απαγορεύω εξασθενώ κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω οδηγώ προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριοἀπαθής = αναίσθητος αβλαβής χωρίς ατύχημαἀπαλλάττω = απαλλάσσω απολύωtimes ἀπαλλάττομαι = αποχωρώἀπανίσταμαι = μεταναστεύωἀπαντάω-ῶ = συναντώ αποκρίνομαι ανθίσταμαι αντιμετωπίζωἅπαξ = μία φοράἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούωἀπειθής = ανυπάκουοςἄπειμι = είμαι μακριά απουσιάζωἄπειρος = χωρίς δοκιμή άπειρος αμαθήςΜηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστοἀπελαύνω = εξορίζω απομακρύνωἀπεχθάνομαι = μισούμαιἀπέχθεια = αντιπάθειαἀπεχθής = μισητός δυσάρεστος εχθρικόςἀπέχω-ομαι = απέχωἀπίθανος = απίστευτος μη πειστικόςἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ αμφιβάλλωἀπιστία = δυσπιστία καχυποψίαὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικάἀποβάλλω = απορρίπτωἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι αθωώνωἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό αποδεικνύωἀποδίδωμι = επιστρέφω ανακοινώνωtimes ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματαἀποθνῄσκω = πεθαίνω φονεύομαιἀποικίζω = ιδρύω αποικίαἀποκάμνω = κουράζομαι παραμελώ

olgapalotenetgr 7

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 8: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

αποκνέω-ῶ = διστάζω φοβούμαιtimes ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατείαἀποκτείνω = σκοτώνω θανατώνωἀπολαμβάνω = παίρνω δέχομαι αποκλείωἀπολαύω = καρπούμαι απολαμβάνωἀπολείπω = αφήνω πίσω εγκαταλείπωἄπολις-ιδος = εξόριστος ο χωρίς πατρίδαtimes ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μουἀπόλλυμι = χάνω φονεύω καταστρέφωἀπολύω = λύνω ελευθερώνω αθωώνωtimes ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίεςἄπονος = άκοπος οκνηρόςἀπορία = δυσκολία έλλειψηtimes εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέσηtimes ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι ndash διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανίαἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω αποσπώ αποσύρωἀπόστασις = αποστασία επανάστασηἀποστάτης = δραπέτης λιποτάκτης επαναστάτηςἀποτέμνω = αποκόπτωἀποφαίνω = φανερώνω αποδεικνύωἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου προτείνωἀποψηφίζομαι = αθωώνω λαμβάνω αντίθετη απόφασηἀπραγμοσύνη = νωθρότητα οκνηρίαἀπράγμων-ονος = νωθρός φιλήσυχοςἀπραξία = αδρανειαἀπροφάσιστος = πιστός ειλικρινήςπόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεωςtimes ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικάtimes ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμοἀργία = ανάπαυση οκνηρία απραξίαἀργός = άεργος αδρανήςἀρέσκω = είμαι αρεστόςtimes ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτιἀρετή = ανδρεία ικανότητα υπεροχήἀριθμέω-ῶ = μετρώ υπολογίζωἀριστάω-ῶ = προγευματίζωἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμαἄριστον = πρόγευμαἀρμόττω = συναρμόζω αρμόζω

olgapalotenetgr 8

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 9: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄρρηκτος = αδιάρρηκτοςἀρρωστία = νόσος ασθένεια απροθυμίαἄρρωστος = ασθενής νωθρός απρόθυμοςtimes ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμοςἀρχή = έναρξη εξουσία κράτοςἄρχω = κάνω αρχή αρχίζω κυβερνώtimes ὁ ἄρχων = ο αρχηγόςtimes τό ἄρχειν = η εξουσίαtimes ἄρχομαι = αρχίζω εξουσιάζομαιἀρωγή = βοήθειαἀρωγός = βοηθόςἀσθένεια = εξασθένηση αδυναμίαἄσιτος = νηστικόςἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγησηἀσταθής = αβέβαιος ασταθήςἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσειςἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίοἀταξία = ακαταστασία απειθαρχίαἀτιμάζω = δεν τιμώ βρίζω προσβάλλωἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματαἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματαἀτραπός = οδός μονοπάτιἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω νικιέμαιαὐθάδεια = θράσοςαὐθάδης = θρασύςαὖθις = πάλι πίσω στο μέλλοναὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδουαὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσίααὐτόματος = αυτόματα αυθόρμηταtimes αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατοςαὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησίααὐτόνομος = αυτοδιοίκητοςαὐτόχθων-ονος = γηγενής ντόπιοςἀφαιρέω-ω amp ἀφαιροῦμαι = αφαιρώἀφανής = αόρατος άσημος σκοτεινόςἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ εξηγώἀφίημι = αφήνω ελευθερώνω αθωώνωἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω έρχομαιἀφίστημι = απομακρύνω εμποδίζωἀφίσταμαι = απέχω αποφεύγω αποστατώ επαναστατώἀφροσύνη = απερισκεψίαἄφρων-ονος = ανόητος παράφρωνἀχαριστία = αγνωμοσύνη

olgapalotenetgr 9

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 10: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἄχθομαι = αγανακτώ στενοχωρούμαιἄχθος = βάρος λύπη

βαίνω = βαδίζω πορεύομαιβάλλω = ρίχνω χτυπώ ρίχνω(ακόντιο)από μακριάβάρβαρος = ο μη ελληνικός ο ξένοςβαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιονβαρέως φέρω = δυσανασχετώβέβαιος = σταθερός ασφαλήςβιάζομαι = πιέζομαι καταβάλλομαι εξαναγκάζομαιβιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμέναβίος = βίος περιουσία τα μέσα προς τη ζωήβοηθέω-ῶ = βοηθώ σπεύδω προς βοήθειαβοτόν = βόσκημα ζώο κτήνοςβούλευμα = απόφασηβουλευτήριον = δικαστήριο βουλευτήριοβουλεύω = είμαι βουλευτής σκέπτομαιtimes βουλεύομαι = σκέπτομαι συσκέπτομαι αποφασίζωβούλομαι = θέλω επιθυμώtimes το βουλόμενον = επιθυμίαβραχύς = κοντός μικρός σύντομοςtimes διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια

γέμω = είμαι γεμάτοςγενναῖος = ευγενής ανδρείοςtimes τό γενναῖον = γενναιότηταγέννημα = τέκνο καρπόςγεραιός amp γηραιός = γέροντας σεβαστόςγεραίτεροι = πρεσβύτεροιγῆρας = γηράματα

olgapalotenetgr 10

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 11: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

γηράσκω amp γηράω-ῶ = γερνώγηροτροφέω-ῶ = γηροκομώγίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιονγίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουγίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιονγίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτιταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχωοὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσειτά γνωσθέντα = οι αποφάσειςγνώμη = σκέψη κρίσηπροσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχήtimes ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μουtimes τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψειςtimes ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμηtimesτοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μουtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψηγράφω νόμον = συντάσσω νόμογράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμογράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφωςὁ γραψάμενος = ο κατήγοροςγυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή

δαίμων = θεός μοίρα τύχηδέδοικα-δέδια = φοβούμαιtimes τό δεδιός = ο φόβοςδείκνυμι = επιδεικνύω αποδεικνύωΔεῖμα = φόβοςδεινός = φοβερός ικανός επιδέξιοςtimes τά δεινά = κίνδυνος συμφορέςἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηδελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμαδέλεαρ = δόλωμαδενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα ερημώνω

olgapalotenetgr 11

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 12: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

δέω = έχω ανάγκη στερούμαιὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + ΑΠΡΜΦ Αορ = λίγο έλειψε ναhellipδέομαι = έχω ανάγκη παρακάλωΔῆλος = φανερός σαφήςδηλόω-ῶ = φάνερώνω αποδεικνύωδημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαούδημηγορία = αγόρευσηδῆμος = λαός δημοκρατικό πολίτευμα δημοκρατικοί πολίτεςδημόσιος = κοινόςtimes δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίουδηόω-ῶ = λεηλατώδιαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώραςδιαβολή = συκοφαντίαδιαγίγνομαι = ζωδιαγιγνώσκω = διαχωρίζω εκφέρω γνώμη αποφασίζω διακρίνωδιάγω = ζω τη ζωή μου διαρκώς κάνω κάτι ζωδιαγωνίζομαι = αγωνίζομαι μάχομαι τελειώνω τον αγώναδιάδηλος = ολοφάνεροςδίαιτα = ζωή τρόπος ζωήςδιαιτησία = λύση διαφοράςδιάκειμαι = είμαι διατεθειμένοςδιακριβόω-ῶ = εξακριβώνωδιαλέγω = εκλέγομαιtimes διαλέγομαι = συζητώ μιλώ συνεννοούμαιδιαλείπω = απέχω μεσολαβώtimes οὐ διαλείπω + Κατηγ μτχ = διαρκώςδιαλείπω + μτχ = παύω ναhellipδιαλλαγή = συμφιλίωση συμφιλιωτική προσπάθειαδιαλλάττω = συμφιλιώνωδιανέμω = μοιράζωδιάνοια = νους πνεύμα σκοπός γνώμηχρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματαδιαπλέω = (διά μέσου) πλέωδιάπλους = διάπλευση ταξίδι πορθμόςδιαπράττομαι = διαπραγματεύομαι πετυχαίνω κατορθώνω αποπερατώνωδιαπυνθάνομαι = ρωτώ ζητώ να μάθωδιαρρήδην = ρητά σαφώςδιασκεδάννυμι = διασκορπίζωδιατίθημι = τακτοποιώ διαθέτω

olgapalotenetgr 12

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 13: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

διαφέρω = διαφέρω υπερέχω υπερισχύωδιαφθείρω = καταστρέφω φονεύωδίγλωττος = διερμηνέας δόλιοςδίδωμι = δίνω παρέχωtimes δίδωμί τινι + απρμφ = αξιώνω κάποιον ναtimes δίκην δίδωμι = τιμωρούμαιδιεκπλέω = διαπλέω διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου τηςΔιέκπλους = ο πλους δια μέσου διάσπαση εχθρικής γραμμήςδιέξειμι amp διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς εκθέτωtimes ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητήςδιέχω = απέχω αποχωρίζομαιδιίστημι = διαχωρίζωtimes διίσταμαι = διαφωνώ απομακρύνομαιδίκη = δίκη δίκαιο δικαιοσύνηtimes δίκην φεύγω = δικάζομαιtimes δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκηtimes δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαιtimes δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαιtimes δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώδιχῇ = κατά δυο τρόπους στα δύοδιώκω = διώκω καταδιώκω κατηγορώtimes ὁ διώκων = ο κατήγοροςtimes ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος τά δόξαντα amp τά δεδογμένα = οι αποφάσειςὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μουtimes ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκανδόκησις = γνώμη ιδέα υποψίαδοκιμάζω = ελέγχω εγκρίνω υποβάλλω σε δοκιμασία εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτήδόξα = ιδέα υπόληψη φήμηδουλεύω = είμαι δούλος υπήκοοςΕὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιονδύναμαι = μπορώδυναστεία = κυριαρχία εξουσίαδυσκλεής = άδοξοςδύσκλεια = κακή φήμηδύσνους = εχθρικόςδυσπραξία = αποτυχία ατυχία κακοτυχίαδυστυχέωndashῶ = υφίσταμαι ατυχίεςδωροδοκέωndashῶ = δέχομαι δώρα δωροδοκούμαιδωροδόκος = δωροδοκούμενος

olgapalotenetgr 13

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 14: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔαρ amp ἦρ γενική ἦρος = άνοιξηἐάω -ῶ = αφήνω επιτρέπω παραλείπωἐγγίγνομαι = γεννιέμαι είμαι έμφυτοςἐγγυτέρω ἐγγύτατα = κοντά περίπουἐγείρω = σηκώνω εξεγείρωἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώtimes ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτιἔγκλημα = κατηγορία έγκλημαἐγκρατής = ισχυρός κυρίαρχος εγκρατήςἐγχειρίζω = παραδίδω εμπιστεύομαιἐγχωρεῖ = επιτρέπεται είναι δυνατόνἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτιἔθος = συνήθεια έθιμοεἰκῇ = άσκοπα τυχαίατά ὄντα (lt εἰμί) = τα υπάρχοντα η περιουσίαεἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι σε κάτιtimes ἔν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάταιtimes εἰμί ὑπό τινι amp ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιουἔστιν ὅστις = κάποιοςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις = κανέναςtimes οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας πάςἔστιν ὅτε = κάποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτεtimes οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτεἔστιν ὅπως = κάπωςtimes οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόποtimes οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώςἔστιν ὅπου = κάπουtimes οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενάtimes οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντούεἶμι = έρχομαι πηγαίνωεἴργνυμι amp εἰργνύω amp εἴργω = εμποδίζω την έξοδο αποκλείω φυλακίζωεἰρήνη = ειρήνηtimes εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικάtimes εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνηtimes παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνηεἰσαγγέλλω = καταγγέλλω αναγγέλλωtimes εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτιεἰσάγω = οδηγώ μέσαεἰσβαίνω = επιβιβάζομαι

olgapalotenetgr 14

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 15: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εἰσβολή = εισβολή επίθεση δίοδοςεἰσπίπτω = πέφτω μέσα εισορμώεἰσφέρω = φέρνω μέσα συνεισφέρω προτείνωεἴσω = μέσαεἶτα = έπειταἑκάς = μακριάἐκβαίνω = εξέρχομαι αποβαίνωἐκβάλλω = εξορίζω εκδιώκωἔκβασις = απόβαση αποβίβαση αποτέλεσμαἐκβολή = εκδίωξη έξοδοςἐκδιώκω = εξορίζωἐκλείπω = εγκαταλείπω παραλείπωἐκλογίζομαι = σκέπτομαι λογαριάζωἐκπέμπω = εξαποστέλλωἔκπεμψις= αποστολήἐκπίπτω = εξορίζομαι διώχνομαιἔκπληξις = κατάπληξη φόβοςἐκπλήττω = φοβίζω κτυπώtimes ἐκπλήττομαι = σαστίζωἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαιtimes ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέσηἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδέςἐκφαίνω = αποκαλύπτω φανερώνωἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμοἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμοἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμηδίκην φεύγω = αθωώνομαιἑκών ἑκοῦσα ἑκόν = θεληματικάἐλπίζω = αναμένω ελπίζωἐμβάλλω = εισβάλλω συγκρούομαιἐμβολή = εισβολή επιδρομή έφοδοςἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτιἐμπίπτω = επιτίθεμαι εισορμώἐμποδών (lt ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιοἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζωἐνάγω = παρακινώ ενάγω σε δικαστήριοἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος αντίπαλοςἐναργής (ἐν-ἀργός) = φανερός σαφήςἐνδεής = στερούμενοςἔνδεια = έλλειψη στέρηση ανάγκηἐνδίδωμι = δίνω υποχωρώἔνδον = μέσα

olgapalotenetgr 15

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 16: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔνειμι = είμαι μέσα ενυπάρχωἔνεστι amp ἔνι = είναι δυνατόν επιτρέπεταιἐνιαύσιος = ετήσιοςἐνιαυτός (lt ἔνος) = έτοςἐννοέω-ῶ = εννοώ σκέπτομαιἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσαἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσειἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές συνθήκεςἐντυγχάνω = συναντώἐξαγγέλλω = διακηρύττωἐξάγω = οδηγώ έξωἐξάγομαι = βγαίνω έξωἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι αποτυγχάνωἐξανίστημι = διώχνω ερημώνωἐξανίσταμαι = εγείρομαι ερημώνομαιἔξαρνός εἰμι = αρνούμαιἔξεστι = είναι δυνατόνἐξελαύνω = εκδιώκω εξάγω εκστρατεύω εξορμώἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός διοικώἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ φθάνω σεhellipἐπαγγέλλω = διατάζω γνωστοποιώἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα υπόσχομαιἐπάγω = οδηγώ εναντίονtimes ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω προσκαλώἐπαινέω-ῶ = επαινώ επιδοκιμάζωἐπαίρω = σηκώνω υψώνω παρακινώἐπαίρομαι = περηφανεύομαιἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ παραπονούμαιἐπανάγω = σύρω επαναφέρω βγάζω στο πέλαγοςἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρούἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσαἐπανίσταμαι = επαναστατώἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω βοηθώ υπερασπίζωἐπείγομαι = βιάζομαιἐπέλασις = επίθεση επιδρομήἐπελαύνω = εκστρατεύω εφορμώἐπεξάγω = εκστρατεύω βγάζω στρατό εναντίονἐπέξειμι amp ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον διώκω δικαστικώς

olgapalotenetgr 16

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 17: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι πλησιάζωtimes ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουἐπέχω = κρατώ αναβάλλω εμποδίζωtimes ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μουἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλούἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακόtimes ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλήςἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο εχθρική ενέργειαἐπιδίδωμι = προοδεύω αυξάνομαιἐπίδοξος = πιθανός ενδεχόμενοςἐπιθαλαττίδιος amp ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιοςἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβοἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώtimes τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμίαἐπικαίριος amp ἐπίκαιρος = επίκαιρος κατάλληλοςἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό)ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι επιτίθεμαι φέρομαι εχθρικάἐπικλινής = κατηφορικόςἐπικουρία = προστασία βοήθειαἐπίκουρος = βοηθός προστάτηςἐπιλέγω = εκλέγωἐπιλείπω = δεν επαρκώ εξαντλούμαι στερούμαι εκλείπωἐπιλήσμων = αυτός που λησμονείἐπίλοιπος = υπόλοιποςἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθειαἐπιμαχία = αμυντική συμφωνίαἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία συναναστροφήἐπιμειξία ἐπίμειξις = επικοινωνία συναναστροφήἐπιμέλεια = φροντίδα απασχόλησηἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτιἐπίνειον (lt ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος λιμάνιἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι σχεδιάζω μηχανεύομαιἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώςἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεταιἐπιπίπτω = επιτίθεμαι προσβάλλω πέφτω επάνωἐπιπλήσσω = χτυπώ επιπίπτω τιμωρώ με λόγιαἐπίπλους = ναυτική επίθεση επιδρομήἘπιπολαί = περιοχή των Συρακουσώνἐπίσκεψις = επιθεώρηση σκέψη έρευναποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω ερευνώἐπισκήπτω = παραγγέλλω εξορκίζω

olgapalotenetgr 17

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 18: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ επισκέπτομαιἐπίσταμαι = γνωρίζω καλάἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης επόπτης επιμελητήςἐπιστέλλω = παραγγέλλω διατάζωτά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμεναἐπιστήμη = γνώση δεξιότηταἐπιστρεφής = προσεκτικός έξυπνοςἐπισφαλής = ασταθής αβέβαιοςἐπίσχω = εμποδίζω σταματώἐπίταξις = διαταγήἐπιτάσσω = διατάζω διορίζω κάποιον ως αρχηγόἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμαἐπιτείχισμα = φρούριο οχυρόἐπιτήδειος = κατάλληλος χρήσιμοςτά ἐπιτήδεια = εφόδια τα αναγκαία για τροφήἐπιτήδευμα = ασχολία επάγγελμαἐπιτηδεύω = καταγίνομαι έχω κάτι ως έργο μου διαπράττωἐπιτίθημι = προσθέτω επιφέρωtimes δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνωἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι αναθέτωἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχηἐπιτροπεία = κηδεμονίαἐπιτροπεύω = κηδεμονεύωἐπιτυγχάνω = συναντώ τυχαία βρίσκωἐπιφέρω = αποδίδω καταλογίζω ρίχνωἐπιφέρομαι = ορμώ απειλώἐπίφορος = κατηφορικός με κατεύθυνσηἐπιχαίρω = χαίρω για κάτιἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι επιχειρώἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριούἐπιχώριος = εγχώριος ντόπιοςἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορίαἔποικος = άποικος γείτοναςἕπομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐπονείδιστος = επαίσχυντος αισχρόςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος ευνοώἔπουρος = ούριοςἐράω-ῶ = αγαπώ είμαι εραστήςἐργάζομαι = κάνω προξενώ εργάζομαι

olgapalotenetgr 18

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 19: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἔργον = έργο πόλεμος δύσκολο πράγμαἐργώδης = κοπιαστικόςἔρεισμα = στήριγμαἐρέσσω = κωπηλατώἐρέτης = κωπηλάτηςἐρῆμος = έρημος μόνοςἐρημόω-ῶ = ερημώνω καταστρέφωἔρις = φιλονικία άμιλλαχεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαιἔρως = έρωτας πόθος επιθυμίαἐρωτάω-ῶ = ρωτώ ζητώ να μάθωἔσχατος = τελευταίος απώτατοςἑταῖρος = φίλος σύντροφοςἑτοῖμος amp ἕτοιμος = έτοιμοςεὐβουλία = φρόνησηεὔβουλος = συνετόςεὐγενής = ο καλής καταγωγήςεὐδαιμονία = ευτυχίαεὐδαίμων = ευτυχήςεὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη προοδεύω εκτιμώμαιεὐδόκιμος = έντιμος επαινετόςεὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλήεὔελπις-ιδος = αισιόδοξοςεὐεργέτημα = ευεργεσία υπηρεσίαεἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσειςεὐήθης = αφελής ανόητοςεὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέοςεὐκλεής = περίφημος ένδοξοςεὔκλεια = δόξαεὐκοσμία = ευπρέπεια τάξηεὐλάβεια = προσοχήεὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω φυλάγομαιεὐμενής = ευνοϊκόςεὔνοια = ευμένειαtimes εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιονεὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους κυβερνώμαι καλάεὐνομία = καλή διοίκησηεὔνους = ευνοϊκός φιλικόςεὐπάθεια = ευτυχίαεὐπραγέω-ῶ = ευτυχώεὐπρανία amp εὐπραξία = ευτυχία

olgapalotenetgr 19

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 20: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

εὖρος = πλάτοςεὐρωστία = σωματική δύναμηεὔρωστος = ρωμαλέοςεὔτακτος = τακτικός πειθαρχικόςεὐταξία = πειθαρχίαεὐτρεπίζω = ετοιμάζω τακτοποιώ επισκευάζωεὐφροσύνη = χαράἐφεξής = κατά σειρά διαδοχικάἐφέπτω amp ἐφέπτομαι = ακολουθώ καταδιώκωἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ πληροφορώἐφήδομαι = επιχαίρω ἐφίημι = στέλνω ρίχνω απολύωἐφίεμαι = επιθυμώ δίνω εντολέςἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μουἐφίστημι = τοποθετώ επάνω διορίζωἐφοράω-ῶ = επιβλέπωἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι εξεγείρωἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό πολιορκώἐφόρμησις amp ἔφορμος = αποκλεισμός πολιορκίαἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτήἐφορμίζομαι = αγκυροβολώἔχθος = (το) μίσοςἔχθρα = μίσοςtimes οἰκεία ἔχθρα = προσωπικήἐχυρός (lt ἔχω) = οχυρός ασφαλήςἔχω = έχω κατέχω κρατώ αντέχωἔχομαι = κατέχομαι κρατούμαι προσκολλώμαιἔχω + απαρέμφ= μπορώἕως = αυγήἅμα ἕῳ = τα χαράματα

ζεύγνυμι = ζεύω δένω συνδέωζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιάζηλόω-ῶ = ζηλεύωζημία = βλάβη πρόστιμο ποινή τιμωρίαζημιόω-ῶ = βλάπτω τιμωρώ

olgapalotenetgr 20

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 21: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ζητέω-ῶ = ζητώ επιθυμώζήω-ῶ = ζωζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό αιχμαλωτίζω

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβηἥβη = νεότηταἡγεμονία = αρχηγία αρχή κυριαρχίαἡγεμών = αρχηγός οδηγόςἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι οδηγώ είμαι αρχηγός θεωρώ νομίζω πιστεύωtimes περί πολλοῦ (πλείονος πλείστου) ἡγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασία σε κάτιἥδομαι = ευχαριστούμαιἡδονή = ευχαρίστηση τέρψηἡδυπάθεια = ηδονική ζωή απολαύσειςἡδύς = γλυκόςἡδέως = με ευχαρίστησηἥκιστα = καθόλουἥκω = έχω έλθει έχω καταντήσειἡλικιώτης amp ἧλιξ= συνομήλικοςἡλίκος = πόσο μεγάλος πόσο μικρόςἡμέτερος = δικός μαςἠμί = λέγωtimes ἦν δrsquo ἐγώ = είπα εγώtimes ἦ δrsquo ὅς = είπε αυτόςἤπειρος = στεριάἬπειρος = η Ασίαἡσυχία = ησυχίαtimes ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζωἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος νικιέμαι υστερώ

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσαςθάλπος = θερμότητα ζέστηθανατόω-ῶ = θανατώνω φονεύω

olgapalotenetgr 21

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 22: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

θαρσέω-ῶ amp θαρρῶ = παίρνω θάρροςτό θαρσοῦν = το θάρροςθάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος τόλμηθαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρροςθαυμάζω = απορώ θαυμάζω ζηλεύω εκπλήττομαιθαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος αξιοθαύμαστοςθεάομαι-ῶμαι = βλέπω εξετάζωθεῖος = θεϊκόςθέμις (lt τίθημι)= νόμος δίκαιο ορθόθεοφιλής = αγαπητός στους θεούςθεραπεύω = υπηρετώ λατρεύω περιποιούμαιθεράπων-οντος = υπηρέτηςθέω = τρέχω πλέωtimes δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδηνθεωρέω-ῶ = βλέπω παρατηρώ επιθεωρώθηράω-ῶ = κυνηγώ συλλαμβάνω αιχμαλωτίζω σκοτώνω επιδιώκωθνῄσκω = πεθαίνω σκοτώνομαιθορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο θορυβοῦμαι = ταράζομαι ενοχλούμαιθροῦς = ψίθυροςθυμοειδής = ζωηρός ορμητικόςθυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαιθύω-θύομαι = θυσιάζωθωπεία = κολακείαθωπεύω = κολακεύωθωρακίζω = οπλίζω με θώρακα

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύωἴδιος = δικός μου ιδιωτικός προσωπικός ατομικόςτά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσειςἰδίᾳ = ιδιαίτερα προσωπικάἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτηςχώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγουἱδρύω = ιδρύω κτίζωtimes ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια

olgapalotenetgr 22

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 23: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ἱερός = ιερός αφιερωμένοςtimes γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκέςἵημι = ρίχνω εκπέμπωtimes ἵεμαι = ορμώἱκετεύω = παρακαλώἱκέτης = ικέτηςἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαιἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασίαἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμουἰσόπεδον = ομαλό έδαφοςἵστημι = στήνω διεγείρωtimes ἵσταμαι = στέκομαι κείμαιἰσχύς = δύναμηἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω κατεδαφίζω καταδικάζω κυριεύωκαθαίρω = καθαρίζωκάθαρσις = εξαγνισμόςκαθίστημι = διορίζω εγκαθιστώ παρατάσσω τακτοποιώtimes καθίσταμαι = εγκαθίσταμαιtimes καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεωςtimes καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσειςtimes καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτικάθοδος = επάνοδος στην πατρίδακαινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίαςκαίριος = αξιόλογος κατάλληλοςκαιρός = ευκαιρία κατάλληλη στιγμήtimes ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελοςtimes μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίστασηtimes παρά καιρόν = παράκαιρακακία = κακότητα δειλίακακοδαιμονία = ατυχία δυστυχίακακοδοξία = κακή φήμηκακόνους = δυσμενής ο σκεπτόμενος κακόκακοπάθεια = αθλιότητακακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω δυστυχώκακοπραγία = αποτυχία δυστυχίακακουργέω-ῶ = πράττω κακά βλάπτωκαλέω-ῶ = καλώ προσκαλώ

olgapalotenetgr 23

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 24: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κάμνω = κοπιάζω ασθενώ νικιέμαικαρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι απολαμβάνω έχω έσοδα από κάπουκαρτερέω-ῶ = υπομένω αντέχωκαταβαίνω = κατεβαίνωκαταβάλλω = ρίχνω κάτω ανατρέπω νικώ κατεδαφίζωκαταβοή = κατακραυγήκαταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για κάτιtimes καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεταιtimes θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατοκαταγορεύω = κατηγορώκατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορίακατάδηλος = ολοφάνεροςκαταδουλόω-ῶ amp καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνωκαταισχύνω = ντροπιάζωκαταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπήκαταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο στρατολογώ καταριθμώ εκθέτω κατά τάξηκαταλείπω = κληροδοτώ αφήνω πίσω εγκαταλείπω παραδίδωκαταλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσηκαταλλάσσω = συμφιλιώνωκατάλυσις = διάλυση κατάργησηκαταλύω = λύνω καταβάλλω καταργώκαταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχίακαταπλέω = προσορμίζομαικατάπληξις = έκπληξη φόβοςκαταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιονκαταπλήσσομαι = φοβάμαικατάπλους = κατάπλους σε λιμάνικατασήπομαι = σαπίζωκατατρίβω = αφανίζω καταστρέφωκαταφρονέω-ῶ = περιφρονώ περηφανεύομαικαταψηφίζομαι = καταδικάζωκατηγορέω-ῶ = κατηγορώ διατυπώνω κατηγορίεςκατοικέω-ῶ = κατοικώκατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκουςκατοικτείρω amp κατοικτίρω = λυπάμαι πολύκατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύκαῦμα = καύσωναςκαῦσις = καύση καυτηρίαση

olgapalotenetgr 24

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 25: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος έχω ταφείκελεύω = διατάζω προτρέπω συμβουλεύω παρακαλώκενός = αδειανός στερημένοςκεράννυμι = αναμειγνύω συνδυάζωκέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως πτέρυγα σάλπιγγακερδαίνω = αποκομίζω κέρδηκερδαλέος = επικερδήςκηδεστής = συγγενής γαμβρόςκηδεστία = συγγένειακήδομαι = φροντίζωκινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνοὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενοςκίνησις = αναστάτωση πόλεμοςκλαυθμός = θρήνοςκοινός = κοινός δημόσιος αμερόληπτοςτό κοινόν = το σύνολο των πολιτώντά κοινά = διαχείριση των κοινών δημόσιες υποθέσειςκοινωνέω-ῶ = συμμετέχω κάνω κάτι από κοινού συμφωνώκοινωνός = συνεργάτηςκολάζω = τιμωρώtimes κολάζομαί τινα = τιμωρώκουφίζω = ανακουφίζωκρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος κυριεύω επικρατώκρατῶ (τινα) = νικώκράτος = δύναμη εξουσία κυριαρχίακρείττων = ο πιο δυνατόςκρημνώδης = απόκρημνοςκρήνη = βρύση πηγήκρηπίς = θεμέλιοκρίνω = διαχωρίζω αποχωρίζω αποφασίζωκρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιονκρούω amp κρούομαι = χτυπώ συγκρούωκρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώκρύφα = κρυφάκτάομαι-ῶμαι = αποκτώ προμηθεύομαικτείνω = σκοτώνωκώλυμα = εμπόδιοκωλύμη = παρακώλυση εμπόδισηκωλύω = εμποδίζω απαγορεύωκώμη = χωριό οικισμός

olgapalotenetgr 25

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 26: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχηλάθρα = κρυφάλανθάνω amp λήθω = διαφεύγω την προσοχήλανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώλέγω = λέγω προτείνω παραγγέλλωεὖ λέγω = επαινώtimes κακῶς λέγω = κακολογώοἱ λέγοντες = οι ρήτορεςὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσιtimes ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικάtimes συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγιαλείπω = αφήνω εγκαταλείπωtimes λείπομαι = καταλείπομαι υπολείπομαι είμαι κατώτερος υστερώλεκτικός = ικανός στο λέγεινλεπτόγεως = άγονοςλῄζομαι = ληστεύω διαρπάζωλιμός = πείναλιπαρέω-ῶ = επιμένω ικετεύωλιπαρής = επίμονος πείσμωνλιπαρός = χαρούμενος λαμπρόςλόγος = λόγος επιχείρημα πρόταση δικαιολογία λογικόἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωσηεἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιονtimes ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιονtimes τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώtimes λόγον δίδωμι = λογοδοτώtimes λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσειςtimes ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορίαλοιμός = νόσοςλοιπός = υπόλοιποςtimes λοιπόν ἐστι = απομένει υπολείπεταιtimes τό λοιπόν = στο εξήςλυμαίνομαι = κακοποιώ βλάπτωλυσιτελέω-ῶ = ωφελώtimes τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια πλεονέκτημαλύω = λύνω διαλύω παραλύω απαλλάσσωλύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες

olgapalotenetgr 26

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 27: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώμακρηγορία = μακρολογίαμάλα ndash μαλλον - μάλιστα = πολύ περισσότερο πάρα πολύμανία = παραφροσύνη μανίαμαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω καταθέτωμαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίεςμάτην = μάταια άσκοπα απερίσκεπταμάχην νικῶ = κερδίζω μάχηtimes μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενοςμεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι είμαι μεγαλόψυχοςμεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχίαμέγας = μεγάλος ψηλός εκτεταμένοςμέγα φρονῶ = περηφανεύομαιμεθίστημι = μεταβάλλωμεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμαμεθίσταμαι = παραμερίζω μετακινούμαιμειονεκτέω-ῶ = υστερώμελέτη = φροντίδα επιμέλειαμέλλησις = βραδύτητα αναβολήμέλλω = σκοπεύω σκέπτομαι βραδύνω αναβάλλω διστάζω πρόκειται ναhellipμέλει τινί τινος = φροντίζει ενδιαφέρεται κάποιος για κάτιμέμφομαι = κατηγορώμερίζω = κόβω σε μερίδια διαμοιράζωμεστός = γεμάτοςμεστόω-ῶ = γεμίζωμεταβάλλω = αλλάζω τροποποιώμεταβολή = αλλαγήμεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη μετανοώμεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτιμεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτιμεταλλαγή = ανταλλαγήμεταλλάττω = μεταβάλλω ανταλλάσσωμεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιοςμεταμέλομαι = μετανοώμεταμέλεια = μετάνοιαμετάστασις = μετακίνηση μετανάστευση μετοίκηση

olgapalotenetgr 27

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 28: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα τουμετανίσταμαι = μετοικώ μεταναστεύωμεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιουμεταπέμπω = προσκαλώ ανακαλώtimes μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώμέτειμι (lt μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύμέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτιμετέρχομαι = καταδιώκω επιδιώκω εκδικούμαιμετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφοςμετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία είμαι μέτοικοςμετοίκησις = αλλαγή κατοικίαςμετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπομετουσία (μέτεστι) = συμμετοχήμηδαμῇ = πουθενά καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδαμόθεν = από πουθενάtimes μηδαμοῦ = πουθενάtimes μηδαμῶς = καθόλου με κανέναν τρόποtimes μηδέποτε = ουδέποτεμηκύνω = εκτείνω παρατείνωμηνύω = φανερώνω προδίδω καταγγέλλωμητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικίαμεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτιπερί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίαςμιμνῄσκω = υπενθυμίζωtimes μιμνῄσκομαι = θυμάμαι κάνω μνείαμισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό υπηρετώ έναντι μισθούμισθοφόρος = μισθωτόςἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώμνημονεύω = θυμάμαιμόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών τάγμαμορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιάμῦθος = λόγος συμβουλή διήγημαμύριοι = δέκα χιλιάδεςtimes μυρίοι = αμέτρητοιμωρία = ανοησίαμωρός amp μῶρος = ανόητος

νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου

olgapalotenetgr 28

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 29: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μουνυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχίαναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοίαναῦς = πλοίοtimes νῆες μακραί = πλοία πολεμικάtimes νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικάtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοtimes νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχίανέμω = διαμοιράζω βόσκωtimes νέμω χώραν (γῆν χωρίον) = κατέχωνεώριον = ναύσταθμοςνεωστί = πρόσφατα προ ολίγουνεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγέςνεωτερισμός = επαναστατική κίνησηνικάω-ῶ = νικώ επικρατώtimes νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος ναυμαχώντας πολιορκώνταςνομίζω = νομίζω πιστεύω θεωρώtimes τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα οι καθιερωμένες τιμέςνόμος = νόμος συνήθειαtimes νόμος κύριος = έγκυροςtimes νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλοςνόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμοtimes νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτηtimes λύω τον νόμον = καταργώ το νόμοtimes γράφω νόμον = συντάσσω νόμοtimes εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμοtimes ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμουςνουθετέω-ῶ = συμβουλεύωὁ νοῦν ἔχων = γνωστικόςtimes προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου

ξενηλασία = απέλασηξενία = φιλοξενίαξενικόν = μισθοφορικό στράτευμαξένιος = φιλόξενοςtimes ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένωνξένια = δώρα φιλοξενίαςξένος = φιλοξενούμενος ξένος φίλος

olgapalotenetgr 29

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 30: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

οἶδα = γνωρίζω κατανοώχάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιονtimes κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότιοἴκαδε = προς την οικία προς την πατρίδαtimes οἴκοθεν = από τον οίκο από την πατρίδαtimes οἴκοθι = στον οίκοtimes οἴκοι = στον οίκοοἰκεῖος = δικός οικιακός συγγενικός οικογενειακός φίλοςtimes τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσειςοἰκείως = ευνοϊκά φιλικάtimes οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιονtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιονοἰκέτης = δούλος υπηρέτηςοἰκέω-ῶ = κατοικώοἰκήτωρ = κάτοικος άποικοςοἰκίζω = χτίζω οικία ιδρύω αποικίαοἰκιστής = ιδρυτής αποικίαςοἰκτίρω = λυπάμαι κάποιονοἰμωγή = θρήνοςοἰμώζω = θρηνώοἴομαι = νομίζω φαντάζομαι σκοπεύωοἶόν τrsquo ἐστί = είναι δυνατόνοἶός τrsquo εἰμι = δύναμαι μπορώοἴχομαι = έχω φύγει αφανίζομαιοἰωνός = μαντικό πτηνό σημείο οιωνόςὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμαοἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοίὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ αδιαφορώὀλιγωρία = αδιαφορία παραμέλησηὄλλυμι amp ὀλλύω = χάνω καταστρέφωὀλοφυρμός = θρήνοςὀλοφύρομαι = θρηνώὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαιὄμνυμι = ορκίζομαι βεβαιώνω με όρκοὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώὁμογνώμων = σύμφωνος

olgapalotenetgr 30

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 31: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ὁμόθυμος = ομόφωνοςὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ παραδέχομαιὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικόςὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνήὁμοῦ = μαζίὁμόφυλος = ομοεθνήςὀνειδίζω = κατηγορώ προσβάλλωὄνειδος = κατηγορία ντροπήtimes καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνηὀνομάζω = ονομάζω καλώ ονομαστικάtimes φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσειςτο ὁπλιτικόν = οι οπλίτεςτίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι στρατοπεδεύωὁπότερος = όποιος απrsquo τους δύοὀρέγω = προτείνω προσφέρω times ὀρέγομαι = επιθυμώὄρεξις = επιθυμία κλίσηὀρθόω-ῶ = ανορθώνω ανεγείρωtimes ὀρθοῦμαι = σηκώνομαιὁρμάω-ῶ = παρακινώ ορμώtimes ὁρμῶμαι = εξορμώ είμαι πρόθυμοςὁρμίζω = προσορμίζω αγκυροβολώὀρύττω = σκάβωἐφrsquo ᾧ amp ἐφrsquo ᾧ τε (+ απαρ) = υπό τον όροὀφείλω (ὄφελος) = οφείλωὀφλισκάνω = οφείλωtimes ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαιὀχλώδης = ταραχώδηςὀψέ = αργάὀψία = εσπέρα

πάθος = πάθημα συμφορά ατύχημαπαιδεύω (lt παῖς) = εκπαιδεύωπαμπληθής = πάρα πολύς

olgapalotenetgr 31

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 32: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατόπαντάπασιν = εντελώςπανταχῇ = παντούπανταχόθεν = από παντούπαντελής = τέλειος ολόκληρος πλήρηςπαραβάλλω = συγκρίνω τοποθετώπαραγγέλλω = διατάζω αναγγέλλωπαραγίγνομαι = παρευρίσκομαι φθάνωπαράγω = παρασύρω οδηγώ πλησίονπαρακαλέω-ῶ = προσκαλώ παρακινώtimes παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι προτείνωπαρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιουπαραλλάττω = μεταβάλλω αλλοιώνωπαραλύω = λύνω καταλύω ελευθερώνωπαραπλέω = πλέω παραλιακά παραπλεύρωςπαρασκευή =(πολεμική) ετοιμασίαπαραυτίκα = αμέσωςπάρειμι (lt παρά+εἰμί) = είμαι παρώνπαρέρχομαι = διέρχομαι πλησίονtimes παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιονtimes τό παρεληλυθός = το παρελθόνοἱ παριόντες = οι ρήτορες οι διαβάτεςπαρέχω = δίνω προξενώ παράγωtimes παρέχω πράγματα = ενοχλώtimes τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγήπαρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιουπαροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπαροινία = συμπεριφορά μεθυσμένουπαρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθεραπάσχω = παθαίνω υποφέρω τιμωρούμαιtimes εὖ πάσχω = ευεργετούμαιtimes κακῶς πάσχω = κακοποιούμαιπατρῷος = ο ανήκων στον πατέραtimes τά πατρῷα = πατρική κληρονομιάπαύω = παύω διακόπτω τελειώνωπεδίον (lt πέδον) = πεδιάδαπειράω-ῶ = δοκιμάζω επιχειρώtimes πειρῶμαι = δοκιμάζω προσπαθώ επιτίθεμαιπένης = φτωχός άπορος στερημένοςπεριάγω = περιφέρωπεριαιρέω-ῶ = αφαιρώ κατεδαφίζωπεριγίγνομαι = υπερέχω νικώ επικρατώ

olgapalotenetgr 32

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 33: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

περιίστημι = περικυκλώνωπερίλοιπος = υπόλοιποςπερίλυπος = λυπημένοςπεριμάχητος = περιζήτητοςπεριοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα περιφρονώ επιτρέπω ανέχομαι περιμένω βλέπω με αδιαφορίαtimes περιορῶμαι = διστάζωπεριουσία = αφθονία περιουσίαπεριπλέω = πλέω γύρωπερίπλεως amp ndashπλεος = κατάμεστοςπεριτείχισμα = οχύρωμαπιθανός = πιστικός πιστευτόςπίπτω = πέφτω σκοτώνομαιπιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτιπλήθω = είμαι γεμάτοςπλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμαtimes πλημμέλημα = σφάλμαπλήρης = γεμάτος επαρκήςπληρόω-ῶ = γεμίζω εξοπλίζω πλοίοtimes πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίοπλώιμος = πλωτός κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδιαπνιγηρός = αυτός που αποπνίγειπνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστηποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο είμαι αίτιος πολέμουεὖ ποιῶ = ευεργετώtimes κακῶς ποιῶ = κακοποιώ βλάπτωποιοῦμαι = κατασκευάζω θεωρώtimes τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνωtimes γνώμην ποιοῦμαι = προτείνωtimes ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαιtimes εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύωtimes ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώtimes ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιοtimes ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιονtimes ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω εξοντώνω εξουδετερώνωtimes περί πολλοῦ (περί πλείονος περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο σπουδαιότατο) αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη μεγίστη) σημασίαtimes περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος περί ἐλαχίστου περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη ελάχιστη καμία) σημασίαtimes περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθόπολέμιος = εχθρός

olgapalotenetgr 33

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 34: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

πολιτεία = πολίτευμα δημοκρατίαtimes πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμαπολιτεύω = είμαι πολίτης ζω ως πολίτηςtimes πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικάtimes πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενεςπολλάκις = πολλές φορέςπολλαχόθεν = από πολλές πλευρέςtimes πολλαχοῦ = πολλές φορές σε πολλά μέρηπολυπράγμων = πολυάσχολος περίεργοςὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστονtimes πλέον ἔχω = πλεονεκτώtimes οὐδέν πλέον = κανένα όφελος κέρδοςtimes πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώπονέω-ῶ = κοπιάζω στενοχωριέμαιπονηρός = κακός φαύλος βλαβερόςπόνος = κόπος αγώναςπράγματα ἔχω = ενοχλούμαιtimes ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμηπραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτιπράσσω = πράττω κατορθώνω διαπραγματεύομαιεὺ πράττω = ευτυχώtimes κακῶς πράττω = δυστυχώtimes πράττω μετά τινος = συμπράττωtimes ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσειςπρεσβεία = πρέσβεις αποστολή πρέσβεωνπρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος είμαι πρεσβευτής πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτήςπρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι στέλνω πρέσβεις πηγαίνω ως πρεσβευτήςπροαγορεύω = προειδοποιώ δηλώνω απερίφρασταπροάγω = παρακινώtimes προάγομαι = παρακινούμαιπροαίρεσις = προτίμηση εκλογήπροαιροῦμαι = εκλέγω προτιμώπροαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι προβλέπωπροαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητόςπροβολή = προεξοχή καταγγελίαπροβουλεύω = προμελετώ καταρτίζω σχέδιο νόμουπρόδηλος = ολοφάνεροςπροθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος επιθυμώπροθυμία = προθυμία ζήλοςπροΐεμαι = εγκαταλείπω περιφρονώ παραμελώ

olgapalotenetgr 34

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 35: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής είμαι αρχηγόςοἱ προεστῶτες = αρχηγοίπρολέγω = προτιμώ προφητεύω δημόσια διακηρύσσω διατάζωπρονοέω-ῶ = προβλέπω φροντίζωπρονομή = επιδρομή διαρπαγήπροπετής = ορμητικός βίαιος επιρρεπήςπροσάγω = οδηγώ προσκομίζωπροσάντης = ανηφορικός δύσκολος δυσάρεστοςπροσδοκάω-ῶ = περιμένω ελπίζωπροσδοκέω-ῶ= φαίνομαι θεωρούμαιπρόσειμι (lt πρός + εἶμι) = προσέρχομαι επέρχομαι πλησιάζωπρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών προσθέτομαιπροσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μουπροσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρωνπροσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίονπρόσοικος = γειτονικόςπροσπίπτω = πέφτω επάνω σεhellip προσκρούω επέρχομαι ξαφνικάπροσπλέω = πλησιάζω πλέω προς πλέω εναντίονπρόσφορος = χρήσιμος ωφέλιμος κατάλληλος πρέπωνπρότερος = πιο μπροστά προηγούμενοςπροὔργου (lt πρό + ἔργου) = χρήσιμος ωφέλιμοςtimes μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχειπρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω οπισθοχωρώtimes πρύμναν λύω = αποπλέωπυνθάνομαι = ζητώ να μάθω πληροφορούμαι ακούωπώποτε = ποτέ μέχρι τώρα

ῥᾴδιος (παραθῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος πρόθυμος έτοιμοςῥαθυμέω-ῶ = αμελώ αδιαφορώῥαστώνη = ευχέρεια ανάπαυση

olgapalotenetgr 35

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 36: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ῥώμη = δύναμη θάρροςtimes ἑρρωμένως = με θάρρος με σθένος

σεμνός (σέβω) = σεβαστός σπουδαίοςσθένος = δύναμησιγήν ἔχω = σιωπώ διάγω ειρηνικάσῖτος amp πληθ τά σῖτα = σιτάρι αλεύριtimes σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμωνtimes σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμαtimes περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρώνtimes ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουνσκεδάννυμι = διασκορπίζωσκευάζω = παρασκευάζω κατασκευάζωσκευή = ετοιμασία ενδυμασία στολήσκευοφόρος = αχθοφόροςtimes τά σκευοφόρα = τα υποζύγια οι αποσκευέςσκέψις = σκέψη εξέτασησκηνόω-ῶ (lt σκῆνος) = κατασκηνώνωσκοπέω-ῶ amp σκοποῦμαι = παρατηρώ προσέχω κατασκοπεύω κρίνω εννοώ σκέπτομαιtimes σκέψασθε παρrsquo ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σαςσκοταῖος = σκοτεινός με το σκοτάδισπένδομαι = κάνω σπονδές συνθηκολογώ ειρηνεύωσπεύδω = επιταχύνω επιδιώκω βιάζομαισπονδή (lt σπένδω) = σπονδή συνθήκη ειρήνηtimes λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκεςtimes σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη υπογράφω συνθήκησποράδην amp σποράδες = σκορπιστά σποραδικάσπουδάζω = επιδιώκω φροντίζωστέλλω-ῶ = αποστέλλωστέργω = αγαπώ αρκούμαιστρατοπεδεία amp στρατοπέδευσις = στρατοπέδευσησυγγίγνομαι = συναναστρέφομαι συναντώ συνενώνομαι

olgapalotenetgr 36

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 37: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

συγγιγνώσκω = συμφωνώ ομολογώ συγχωρώtimes συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιονtimes συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαισύγκειμαι = αποτελούμαι απόσυκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώσυλλαμβάνω = συλλαμβάνωσυλλέγω = συγκεντρώνω στρατολογώσύλλογος = συνέλευση συγκέντρωσησυμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνίασυμβάλλω = συνενώνω συντελώσυμβολή = συνάντηση ένωσησυμπεριάγω = περιφέρω μαζίσυμπίπτω = πέφτω με ορμή πέφτω μαζίtimes συμπίπτει = συμβαίνεισυμπράττω = συνεργώ βοηθώσυναγείρω = συγκαλώ συναθροίζωσυνάγω = συγκεντρώνω συνάπτωσυναλλαγή = ανταλλαγή συμφιλίωσησυναλλάττω = συμφιλιώνω ανταλλάσσωσύνδικος = συνήγοροςσυνέχω = συγκρατώ διαφυλάττωσυνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγοροςσυνίστημι = στήνω μαζί συνδυάζω συνενώνω συγκροτώσυνίσταμαι = συμπλέκομαι συνδέομαι έρχομαι σε συνεννόησηtimes συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία συνωμότεςσύνοιδα = γνωρίζω καλάtimes σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαιtimes σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλοςσυνουσία (σύνειμι) = συναναστροφήtimes ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώσφάλλω = βλάπτωσφάλλομαι = κάνω σφάλμα πλανώμαι απατώμαι παθαίνωσφάλμα = αποτυχία ζημία λάθοςσφόδρα = πολύσχολή = οκνηρία ευκαιρία απραξίαtimes σχολήν ἄγω = ευκαιρώ αδρανώσῴζω = σώζω διατηρώ διαφυλάττω

olgapalotenetgr 37

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 38: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης

τακτός = καθορισμένοςτάττω = τακτοποιώ παρατάσσωτείχισμα = οχύρωματειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχουςτειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχουςτελευτάω-ῶ = τελειώνω καταλήγωtimes τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνωtimes τελευτῶν (επιρ) = τελικάτελευτή = θάνατος τέλοςτελέω-ῶ = εκτελώ πληρώνωτέλος = αποτέλεσμα τέλος σκοπός πληρωμή φόροςtimes οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος τά τέλη τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα)τέμνω = κόβω διαιρώ χωρίζωtimes τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα)τίθημι = τοποθετώ θέτω κατατάσσωtimes τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω διοργανώνω αγώναtimes τίθημι νόμον = εισάγω προτείνω νόμοtimes ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώtimes τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω παρατάσσωτιμάω-ω = τιμώ σέβομαι ανταμείβωtimes τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτιτιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώtimes τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιουtimes τιμωρῶ τινα = τιμωρώtimes τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ εκδικούμαιτιμωροῦμαι = τιμωρούμαιτριταῖος = τριών ημερών κατά την τρίτη ημέρατριχῇ = σε τρία μέρη κατά τρεις τρόπουςτυγχάνω = πετυχαίνω βρίσκω συναντώ

olgapalotenetgr 38

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 39: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώὑπάγω = υποτάσσω αποσύρω κρυφάtimes ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήριαὑπάρχω = κάνω την αρχή υπάρχωtimes ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίαςὑπεξάγω = κρυφά εξάγω διασώζωὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγοςὑπερβάλλω = υπερτερώ είμαι υπερβολικόςὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαράλόγον ὑπέχω = λογοδοτώὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτιυπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαιὑποπτεύω = υποψιάζομαι φοβάμαι προαισθάνομαιὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτοςὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής με προστασία σπονδώνtimes ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμόὑποτίθημι = θέτω υποκάτωὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση υποθέτωὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσίαtimes ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαιtimes ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσωὔστατος = τελευταίος ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέραὕστερος = επόμενος μεταγενέστερος κατώτεροςὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω δείχνω το δρόμοὑφίστημι = τοποθετώ από κάτωὑφίσταμαι = υποτάσσομαι υπόσχομαι

φαιδρός = λαμπρός εύθυμοςφαίνω = φανερώνω δείχνωtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευσηφαῦλος = ασήμαντος χυδαίος

olgapalotenetgr 39

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 40: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φείδομαι = λυπάμαι λογαριάζωφειδώ = φροντίδα οικονομίαφέρω = φέρνω μεταφέρωtimes χάριν φέρω = χαρίζομαι ευγνωμονώtimes τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζωtimes ἄγω καί φέρω = αρπάζω βλάπτω λεηλατώtimes βαρέως φέρω = αγανακτώtimes εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά πετυχαίνω εκτιμώμαιtimes κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίεςtimes πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου πλεονεκτώφεύγω = φεύγω καταφεύγω εξορίζομαιtimes ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος ο εξόριστοςφθάνω = προλαβαίνωtimes οὐ φθάνω(+ κατηγ μετοχή)hellipκαιhellipμόλις αμέσωςφθείρω = καταστρέφω εξοντώνωφθονέω-ῶ = αρνούμαι φθονώtimes φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιονφιλέω-ῶ = αγαπώ φιλοξενώφιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσειςφιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικοςφιλονικία = φιλονικία αντιζηλίαφιλοπονία = εργατικότηταφιλόπονος = εργατικός κοπιαστικόςφίλος = φίλος αγαπητός σύμμαχοςφιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ ανταγωνίζομαιφιλοτιμία = φιλοδοξία ανταγωνισμόςφιλότιμος = φιλόδοξοςφοβέω-ῶ = εκφοβίζωφοιτάω-ῶ (lt φοῖτος) = συχνάζωφορά = μεταφορά εισφοράφράζω = λέγω συμβουλεύωφρονέω-ω = σκέπτομαι νομίζωtimes οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοίtimes κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθάtimes μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαιtimes ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσειςφρουρά = φρουρά φρούρησηtimes φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο κάνω επιστράτευσηφυγάς = εξόριστος δραπέτηςtimes κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδαtimes ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδαφυλακή = φρούρηση φρουρά φρούριο σωματοφυλακήtimes φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώtimes ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή

olgapalotenetgr 40

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 41: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

φυλάττω = φυλάω φρουρώφυλάττομαι = αποφεύγω προφυλάττομαιφύσις = φύση χαρακτήρας οργανισμόςπέφυκα = είμαι εκ φύσεωςtimes φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία

χαλεπαίνω = αγανακτώ οργίζομαιχαλεπός = δύσκολος φοβερόςtimes χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι βρίσκομαι σε δύσκολη θέσηtimes χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ δυσφορώ το φέρνω βαριάχαρίεις = χαριτωμένοςtimes χαριέντως = με χάρηχαρίζομαι = κάνω χάρηtimes δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)times κεχαρισμένος = ευχάριστοςχάρις = χάτη εύνοια ευχαρίστηση ευγνωμοσύνηtimes χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη ευχαριστώ ευγνωμονώχειμών-ῶνος = χειμώνας κακοκαιρίαεἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαιtimes ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιουtimes ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίαςχειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω υποτάσσω αιχμαλωτίζωχειροτονέω -ῶ = εκλέγω διορίζω ψηφίζω αποφασίζω (με ανάταση χεριού)χρεία (χρῶμαι) = χρήση ανάγκη χρησιμότηταχρή = είναι ανάγκη πρέπειχρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαιtimes οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικάχρηστήριον = μαντείο χρησμόςχώρα = χώρα πατρίδα χώροςχωρέω-ῶ = προχωρώ έρχομαιχωρίον = τοποθεσίαχωρίς = χωριστά

olgapalotenetgr 41

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 42: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

ψέγω = κατηγορώψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυραςψεύδω = διαψεύδω απατώΨεύδομαί τινος = αποτυγχάνω απατώμαι σε κάτιψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μουψηφίζω = ψηφίζωψηφίζομαι = ψηφίζω αποφασίζω εγκρίνωψήφισμα = απόφαση ψήφισματήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω εκδίδω απόφασηtimes ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορίαψιλός = γυμνός ακάλυπτος άδενδροςψῦχος = ψύχος χειμώνας

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω απωθώὠμότης = σκληρότηταὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζωὠνή = αγοράὠνητός = αγοραστόςὡρα = ώρα εποχή κατάλληλος χρόνοςὧραι = εποχές του έτουςὠφελέω-ῶ = βοηθώ ωφελώὠφέλιμος = ωφέλιμος χρήσιμος

ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α ἀγγέλλω ἀγορεύω ἄγω αἰνῶ αἴρω αἱρῶ αἰσθάνομαι αἰσχύνω αἰτῶ αἰτιῶμαι ἀκούω ἁλίσκομαι ἀλλάττω ἁμαρτάνω ἀξιῶ ἄρχω

Β βαίνω βάλλω βλάπτω βοηθῶ βουλεύω βούλομαι

olgapalotenetgr 42

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 43: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Γ γίγνομαι γιγνώσκω γράφω

Δ δέδια ἢ δέδοικα δείκνυμι δέχομαι δεῖ δηλῶ δίδωμι δρῶ δύναμαι

Ε ἐῶ ἐθέλω εἰμί εἶμι ἐλαύνω ἐννοῶ ἐπίσταμαι ἐπιχειρῶ ἔρχομαι ἐρωτῶ εὑρίσκω ἔχω

Ζ ζητῶ ζῶ

Η ἡγοῦμαι ἡττῶμαι

Θ θνῄσκω θύω

Ι ἵημι ἱκνοῦμαι ἵστημι

Κ καλῶ κατηγορῶ κελεύω κομίζω κόπτω κρίνω κτῶμαι κτείνω

Λ λαγχάνω λαμβάνω λανθάνω λέγω λείπω

Μ μανθάνω μείγνυμι μένω μιμνῄσκω

Ν νέμω νικῶ νοῶ νομίζω

Ο οἶδα οἰκῶ οἴομαι ὄλλυμι ὄμνυμι ὁμολογῶ ὁρῶ

Π πάσχω παύω πείθω πειρω πέμπω πίνω πίπτω πλέω πλήττω πνέω ποιῶ πράττω πυνθάνομαι

Ρ ῥίπτω

Σ σκεδάννυμι σκευάζω σκοπῶ-οῦμαι στέλλω στρατεύω στρέφω συλλέγω σφάλλω σώζω

Τ τάσσω τελευτῶ τέμνω τίθημι τιμῶ τρέπω τρέφω τυγχάνω

Φ φαίνω φέρω φεύγω φημί φθάνω φθείρω φροντίζω φυλάττω φύομαι

olgapalotenetgr 43

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
Page 44: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσαςΕπιμέλειαΌλγα Παλαιοχωρινού

Χ χρῶμαι χρή χωρῶ

Ψ ψεύδομαι ψηφίζω

Ω ὠφελῶ

olgapalotenetgr 44

  • διαλείπω + μτχ = παύω ναhellip
  • ΒΑΣΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ