10
Cesare PAVESE Γράμματα της εξορίας (Επιλογή) Στην αδερφή του Μαρία Εισαγωγή Μετάφραση σχόλια Γιάννης Η. Παππάς Εισαγωγή O Τσέζαρε Παβέζε καταδικάστηκε το 1935 σε τρία χρόνια εξορία στο Μπρανκαλεόνε της Νότιας Ιταλίας ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Reggio calabria, ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Η ποινή θα του μειωθεί ύστερα από μια αίτηση χάρητος. Φτάνει στο Μπρανκαλεόνε στις 4 Αυγούστου του ίδιου έτους, έπειτα από μια στάση στη φυλακή του Poggio Reale στην Νάπολη. Το πρώτο πράγμα που ζητάει από την αδελφή του και από τους φίλους του είναι βιβλία. Βιργίλιος Οράτιος, Σαίξπηρ, Μίλτων, Ραμπελέ. Από την εξορία έγραψε 20 συνολικά επιστολές. Προς την αδερφή του απευθύνονται οι 11.Από αυτές δημοσιεύουμε εδώ τις 7. Στις επιστολές αυτές παρακολουθούμε τον εξόριστο Παβέζε στην καθημερινότητά του, ακούμε τις αγωνίες του και νιώθουμε τις ανησυχίες του. Βιώνουμε και μεις την μοναξιά του, μια μοναξιά που θα τον ακολουθήσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι επιστολές έχουν ως παραλήπτη την αγαπημένη του αδερφή Μαρία, τον μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν και αγαπούσε αληθινά ο Παβέζε. Μπρανκαλεόνε, 9 Αύγουστου [1935]

Παβέζε Τσέζαρε - Γράμματα της εξορίας

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Παβέζε Τσέζαρε - Γράμματα της εξορίας

Citation preview

Cesare PAVESE

Γράμματα της εξορίας (Επιλογή)

Στην αδερφή του Μαρία

Εισαγωγή – Μετάφραση – σχόλια Γιάννης Η. Παππάς

Εισαγωγή O Τσέζαρε Παβέζε καταδικάστηκε το 1935 σε τρία χρόνια εξορία στο Μπρανκαλεόνε της Νότιας Ιταλίας ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Reggio calabria, ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Η ποινή θα του μειωθεί ύστερα από μια αίτηση χάρητος. Φτάνει στο Μπρανκαλεόνε στις 4 Αυγούστου του ίδιου έτους, έπειτα από μια στάση στη φυλακή του Poggio Reale στην Νάπολη. Το πρώτο πράγμα που ζητάει από την αδελφή του και από τους φίλους του είναι βιβλία. Βιργίλιος Οράτιος, Σαίξπηρ, Μίλτων, Ραμπελέ. Από την εξορία έγραψε 20 συνολικά επιστολές. Προς την αδερφή του απευθύνονται οι 11.Από αυτές δημοσιεύουμε εδώ τις 7. Στις επιστολές αυτές παρακολουθούμε τον εξόριστο Παβέζε στην καθημερινότητά του, ακούμε τις αγωνίες του και νιώθουμε τις ανησυχίες του. Βιώνουμε και μεις την μοναξιά του, μια μοναξιά που θα τον ακολουθήσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι επιστολές έχουν ως παραλήπτη την αγαπημένη του αδερφή Μαρία, τον μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν και αγαπούσε αληθινά ο Παβέζε.

Μπρανκαλεόνε, 9 Αύγουστου [1935]

1

Αγαπημένη μου Μαρία

Έφτασα στο Μπρανκαλεόνε την Κυριακή στις 4 το απόγευμα και οι κάτοικοι μπροστά στον σταθμό έμοιαζαν σαν να περιμένανε τον εγκληματία ο οποίος, εφοδιασμένος με χειροπέδες, ανάμεσα σε δύο καραμπινιέρους, κατέβαινε με σταθερό βήμα, κατευθυνόμενος στο Δημαρχείο.

Το ταξίδι των δύο ημερών, με τις χειροπέδες και τη βαλίτσα, ήταν μια επιχείρηση υψηλού τουρισμού. Τώρα πια το όνομα της οικογένειας έχει αμετάκλητα διασυρθεί.

Τους σταθμούς της Νάπολης και της Ρώμης τους πέρασα σε ώρες μεγάλης κίνησης και έπρεπε να δεις πως μας άνοιγε δρόμο ο κόσμος για να περάσουμε. Στη Ρώμη ένα κοριτσάκι που πήγαινε για μπάνιο, ρωτάει τον πατέρα του: «Μπαμπά γιατί στις χειροπέδες δεν περνάνε ηλεκτρικό ρεύμα;»

[….] Στο Σαλέρνο, αλλαγή τραίνου με εκπαιδευτικό θέαμα για τα παιδιά που κάνουν τη βόλτα τους. Όταν περάσαμε από το Πέστουμ1 ήταν βράδυ και έτσι δεν είχα την ικανοποίηση να δω τους Ελληνικούς ναούς. Στο Σάπρι, διανυκτέρευση χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Άλλες αλλαγές τραίνου: στην Αγία Ευθυμία και στο Καταντζάρο. Μια διασκέδαση.

Εδώ βρήκα μια μεγάλη υποδοχή. Ωραία πρόσωπα συνηθισμένα στο χειρότερο, προσπαθούν με όλους τους τρόπους να μου φερθούν καλά …

[…] Στον τόπο αυτό είμαι ο μοναδικός εξόριστος. Είναι μύθος ότι εδώ είναι βρώμικοι. Είναι μονάχα καμένοι από Ήλιο. Οι γυναίκες χτενίζονται στο δρόμο όμως όλοι κάνουν μπάνιο. Υπάρχουν πολλά γουρούνια, και οι στάμνες μεταφέρονται με ισορροπία πάνω στο κεφάλι. Θα μάθω να το κάνω και ‘γω και κάποια μέρα θα κερδίσω τα προς το ζειν στα Βαριετέ του Τορίνου.

Το ρακί δεν ξέρουν τι πράγμα είναι. Εάν μου στέλνατε καμιά εικοσαριά μποτίλιες, θα σκεφτόμουνα να τις πιω. (ΜΙΛΑΩ ΣΟΒΑΡΑ).

Έλαβα τα χρήματα και πιστεύω ότι εάν το υπουργείο δεν θ’ αλλάξει γνώμη για τα πράγματα μου, δυο φορές το μήνα θα σας ζητώ τα ίδια. Περιμένω πάντα το μπαούλο με τα βιβλία. Νοίκιασα ένα δωμάτιο για 45 λιρέτες όμως κάθε μέρα υπάρχουν και καινούργια έξοδα, και το φως και το οινόπνευμα και η ζάχαρη κ.τ.λ. Μαγειρεύω μόνος μου, τρώω δηλαδή κρύα φαγητά. Είναι άσχημο να μπεις μέσα σε μια οικογένεια, χωρίς οικογένεια.

Η παραλία είναι προς το Ιόνιο Πέλαγος, και μοιάζει με όλες τις άλλες και αξίζει όσο και ο Πάδος. Έλαβα μια ποσότητα από καθυστερημένες κάρτες. Κλείνοντας, δεν ζητάω παρά βιβλία, χρήματα και χαιρετισμούς προς τους φίλους.

Γεια Τσέζαρε

Υ.Γ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ

Τους δύο τόμους των Κωμωδιών του Μολιέρου (κίτρινοι, γαλλικοί). Τους δύο τόμους του Βιβλίου της Ζούγκλας, του Δεύτερου Βιβλίου της Ζούγκλας του Κίπλινγκ (το πρώτο έχει χρωματιστό εξώφυλλο με λύκους και ένα παιδί – το δεύτερο με ένα φίδι και έναν νεαρό). Τους δύο τόμους του Μπεν Τζόνσον (με λαδί και χρυσή βιβλιοδεσία, αγγλικά). Μετά, ανάμεσα στις γραμματικές, τους δυο τόμους του Rocci, Ελληνική γραμματική και Ασκήσεις Ελληνικών. Μετά την ομηρική διάλεκτο του Nozari(;), Και τέλος, το Ιταλο - ελληνικό λεξικό.

1 Το Πέστουμ είναι ο πιο ρομαντικός εντυπωσιακός αρχαιολογικός χώρος της νότιας Ιταλίας. Εκεί υπάρχουν τρεις ναοί, άψογα διατηρημένοι, δωρικού ρυθμού και θεωρούνται ως οι τελειότεροι του Ελληνικού κόσμου. Ο πιο μεγαλοπρεπής και καλύτερα διατηρημένος είναι ο ναός του Ποσειδώνα (Τέμπο ντι Νετούνο) του 5ου π.Χ. αιώνα. (Σ.τ.μ.)

2

Μπρανκαλεόνε, 19 Αυγούστου [1935] Αγαπημένη μου Μαρία

Έλαβα τις κάρτες σου της 10 και 12 και μια κάρτα του Νίκιο, και έστειλα ήδη την αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας. Σηκώνομαι νωρίς το πρωί, όταν έρχεται ο άνθρωπος με το γάλα. Τότε βράζω το δικό μου ¼ στο καμινέτο, γιατί, εάν το αφήσω μέχρι το μεσημέρι, πήζει. Πάω μετά στο καφενείο να πιω έναν καφέ. Κάθομαι μέχρι τις 10, προσπαθώντας να διαβάσω ή γράφω ποιήματα, όμως κάνει τόση ζέστη και είναι τόσο διαφορετικό το περιβάλλον που δεν τα καταφέρνω και τόσο.

[…] Κατόπιν πάω στη θάλασσα. Μια φορά έκανα μπάνιο, τώρα έπαθα μια νευραλγία στο ένα αυτί από θαλασσινό νερό και δεν μπορώ πλέον να κολυμπήσω. Γυρίζοντας, ψωνίζω ψωμί και φρούτα. Το μεσημέρι πίνω βρασμένο γάλα, μετά ή τρώω ψωμί και φρούτο ή ένα αυγό με λάδι, που το τηγανίζω εγώ.

Μετά προσπαθώ να κοιμηθώ χωρίς να τα καταφέρνω και διαβάζω με δυσκολία μέχρι τις 4. Βγαίνω για να παρουσιαστώ στο Δημαρχείο στις 5, μετά γυρνάω στο κέντρο και προσπαθώ να γράψω ποιήματα ή να κουβεντιάσω. όμως πλήττω. Εάν αυτή τη μέρα έκανα λίγα ψώνια, πάω να πιω μια μπύρα. Γυρνάω στις 7 και τρώω για βράδυ. Πλένω τα πιάτα. Κάνω βόλτες στο σπίτι και τριγύρω, μέχρι τις 8, προσπαθώντας να γράψω ποιήματα, και μετά πάω στο κρεβάτι, όχι χωρίς να πάρω πριν έναν χάπι με κινίνο (για προφύλαξη, λέει ο αστυνόμος).

Από τις 7, το βράδυ και πέρα, στο καταφύγιο – κουζίνα τριγυρίζουν οι κατσαρίδες. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το φλιτ τις μεγαλώνει. Αγαπούν να γλείφουν την γαβάθα με το γάλα και το τηγάνι με το αυγό. Είναι χοντρές σαν τον αντίχειρα. Με το πρώτο φως της αυγής, εξαφανίζονται. Καθώς μένω στο ισόγειο, καλόπιασα μια βραδιά μια κότα και την έκλεισα στο κοτέτσι γιατί τις ενοχλούσε. Πράγματι αυτή μου κατέστρεψε το οινόπνευμα και έφαγε ένα τσαμπί σταφύλι που είχα για εφεδρεία.

Μια ή δυο φορές την εβδομάδα πάω για φαγητό στο καφενείο για να φτιάξει το στομάχι μου. Κι όμως, είναι απίστευτο, πόσα ξοδεύεις ακόμη και με αυτή τη ζωή. Τις πρώτες μέρες ήταν πάντοτε 20 ή 30 λιρέτες τη μέρα, που φεύγανε (ύπνος, αγορά κάποιων πραγμάτων, προκαταβολές, γραμματόσημα κ.λ.π.), τώρα λιγότερο από 5 λιρέτες δεν τις βγάζω ποτέ. Κρατάω έναν καθημερινό κατάλογο, για τα έξοδα, όμως με τα χρήματα δεν αλλάζει τίποτα. Το βράδυ είναι καλύτερα όταν ανάμεσα στη μυρωδιά του οινοπνεύματος, και σ’ αυτό των κατσαριδών, με το τρίξιμο τους, και με τη ζέστη δεν έχω όρεξη για τίποτα και έτσι εξοικονομώ αρκετά. Λένε ότι ο χειμώνας εδώ είναι πολύ υγρός, και κανείς τους δεν ξέρει τι σοι πράγμα είναι η σόμπα. Όμως δεν θέλω με τίποτα ν’ αλλάξω έδρα. Το χωριό είναι πολύ καλό και έχω κάνει πολλά ταξίδια με ωραίες μεταγωγές.

Ελπίζω πολύ στο ρακί που θα μου στείλετε, για να περάσω το Χειμώνα. Έχω κάνει προσφυγή για να έχω την επιχορήγηση, αλλά υπάρχει μικρή ελπίδα. Προς το παρόν έχω στην τσέπη 450 λιρέτες.

[…] Το δωμάτιό μου έχει μπροστά μια μικρή αυλή, μετά είναι ο σιδηρόδρομος

και μετά η θάλασσα πέντε – έξι φορές την ημέρα (και τη νύχτα) ξανάρχεται μέσα μου η νοσταλγία πίσω από τα τραίνα που περνάνε. Ενώ μ’ αφήνουν αδιάφορο τα ατμόπλοια στον ορίζοντα και το φεγγάρι στη θάλασσα που με όλες τις λάμψεις του με

3

κάνουν να σκέφτομαι μόνο τα τηγανητά ψάρια. Ανώφελο, η θάλασσα είναι μια μεγάλη βλακεία.

[…] Μου απέμειναν στην τσέπη μόνο κάποια ποιήματα αυτού του χειμώνα. Ένα, που τιτλοφορείται Μετά, είναι η μόνη μου συντροφιά, γιατί δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Αλλά αυτό δεν σας ενδιαφέρει.

Χαιρετισμούς σε όλους. Σας εξουσιοδοτώ να διαβάσετε στους φίλους το γράμμα μου.

Τσέζαρε

4

Μπρανκαλεόνε, 23 Δεκεμβρίου [1935]

Αγαπημένη μου Μαρία

Χθες ήρθε μια έγκυος τσιγγάνα – «πάρτε καλέ μια μασιά, πάρτε καλέ μια μασιά» – μετά κατάλαβε ποιος ήμουνα και μου είπε τη μοίρα.

Έτσι, με μια λίρα, μια όμορφη έγκυος γυναίκα μου έφτιαξε τη μέρα. Μετά έρχονται όλα τα βράδια τρεις ή τέσσερις βοσκοί, ή αγόρια του χωριού, για να κάνουν μπροστά στην πόρτα μου ένα μικρό κονσέρτο από γκάιντες, φλογέρες, πίπιζες και τρίγωνα, προς τιμήν της γιορτής των εννιάμερων2, την τελευταία μέρα θα πρέπει να τους πληρώσεις. Ο κόσμος που με βλέπει τώρα, σκουπίζει με το χέρι του ένα δάκρυ, διότι σκέφτονται ότι θα κάνω Χριστούγεννα, μακριά απ’ το σπίτι μου, γεγονός που γι’ αυτούς είναι χειρότερο από μια γροθιά στο κεφάλι. Υπάρχουν οι φιλάνθρωπες γυναίκες που στέλνουν στον έναν ξερά σύκα, στον άλλον πορτοκάλια ή κάτι άλλο.

Πήρα το κουτί με τον κατάλογο του περιεχομένου. Δεν λείπει τίποτα. Με το άσθμα όμως δεν μπορώ να πιω οινοπνευματώδη. Παρηγοριέμαι με τους χυμούς …

2 Εννεαήμερος προσευχή των καθολικών. (Σ.τ.μ.)

5

[Μπρανκαλεόνε], 27 Δεκεμβρίου [1935] Αγαπημένη μου Μαρία

Αυτό είναι τα γράμμα της ηρεμίας. Τώρα πλέον συνήθισα στη μοίρα και αφήνω να περνούν οι μέρες όπως αυτός που έχει ήδη βραχεί και αφήνει, να τον διαπερνά η βροχή. Συνήθισα στο άσθμα, στη μοναξιά και στην αβεβαιότητα. ζω – εάν θέλω (εκτός από το κάπνισμα) – με τρεις λίρες τη μέρα, ροκανίζω τις αναμνήσεις σαν κόκκινο μήλο και σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να πάω και χειρότερα.

Ο κόσμος σ’ αυτά τα μέρη έχει μια λεπτότητα και μια ευγένεια που εξηγούνται μόνο από ένα γεγονός: ότι εδώ κάποτε ο πολιτισμός ήταν Ελληνικός. Ακόμη και οι γυναίκες που, όταν με βλέπουν ξαπλωμένο κάτω στο γρασίδι σαν τον νεκρό, λένε «Είστε εκτοπισμένος», το κάνουν με τέτοιο ελληνικό ρυθμό που ονειρεύομαι πως είμαι ο Ίβυκος και χαίρομαι γι’ αυτό. Ο Ίβυκος εάν σας ενδιαφέρει, ήταν ένας χορικός λυρικός ποιητής του VI αιώνα π.Χ. γεννημένος εδώ στο Reggino, που σκοτώθηκε πάνω στον μεγάλο δρόμο και συγγραφέας αυτού του επίκαιρου αποσπάσματος:

Την άνοιξη και οι κυδωνιές, που από τα νερά ποτίζονται των ποταμών, όπου είναι των παρθένων ο απάτητος κήπος και οι κληματίδες που μεγαλώνουν κάτω από τα σκιερά βλαστάρια των αμπελιών ανθίζουν. κι εμένα ο ερωτάς μου καμιά εποχή δεν ησυχάζει καίγοντας από την αστραπή ο βοριάς από τη Θράκη φυσώντας από την Αφροδίτη με τρομερή μανία σκοτεινός, αδίστακτος κρατάει γερά από τα παιδικά μου χρόνια Το νου μου.

Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι κι αυτός γυρνούσε, σαν μια ψυχή χαμένη, τη Μεγάλη

Ελλάδα και τα Νησιά, για το καρβέλι, που τότε ονομαζόταν φιλοξενία. Ακόμα λοιπόν και τώρα, αυτός ο κόσμος είναι ίδιος και η φιλοξενία είναι όπως και πρώτα. Μου αρέσει να διαβάζω ελληνική ποίηση σε χώματα όπου εκτός από τις μεσαιωνικές διεισδύσεις, τα πάντα θυμίζουν τα χρόνια όπου τα κορίτσια υδρενούσαι3 έστηναν τον αμφορέα στο κεφάλι και επέστρεφαν με σταθερό βήμα. Είναι δεδομένο ότι το Ελληνικό παρελθόν παρουσιάζεται σήμερα ως νεκρό παρελθόν – μια σπασμένη κολόνα, ένα θραύσμα ποιητικό, ένα προσωνύμιο χωρίς σημασία – τίποτα δεν είναι Ελληνικό σ’ αυτές τις ξεχασμένες περιοχές. Μόνο τα χρώματα της εξοχής είναι Ελληνικά.

[…] Θυμάμαι ότι, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω, αξιοποιώντας την εφηβική μου φυσική δύναμη, αυτό το καλοκαίρι έγδυνα – όταν αυτό επιτρέπονταν από τους κανονισμούς – το «άσπιλο λουλούδι του σώματος» στην ακρογιαλιά και έφτιαχνα, έτσι, ελληνικά κάδρα που τα γεράνια της παραλίας δεν θα ξεχάσουν τόσο γρήγορα. 3 Ελληνικά στο κείμενο (Σ.τ.μ.)

6

Τελικά, πιστεύω στην μετεμψύχωση και είμαι πεπεισμένος να ενσαρκώσω τον Ίβυκο, αυτόν με τα γλυκά κυδώνια.

Έλεγε η Σαπφώ

Έδυσε το φεγγάρι κι η Πούλια μεσάνυχτα, κι η ώρα περνά κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Ενώ εγώ κοιμάμαι παρέα με τους γρύλους τους οποίους τρέφει η υγρασία του δωματίου […]

[…] οι γρύλοι με κάνουν να θυμάμαι ότι σήμερα μου έγραψε ο Carocci λέγοντας μου ότι δεν μπορεί να βρει χαρτί για να τυπώσει το Η Δουλειά κουράζει4. Νόμιζα ότι τα πράγματα θα πήγαιναν αρκετά ομαλά! Αυτό μου ξανάναψε το θυμό μου εναντίον των γραφειοκρατών που εάν δεν ήταν το άσθμα το οποίο δεν μ’ αφήνει να κάνω διακόσια μέτρα χωρίς να λαχανιάσω, δίχως άλλο θα είχα υποβάλλει αίτηση για να συμμετέχω στον πόλεμο5 όπως με συμβουλεύετε στην κάρτα της 12 Δεκεμβρίου. Ελπίζω, ότι δεν θα λείψει η ευκαιρία, εάν γιατρευτώ.

Οι κάρτες είναι για να τις δώσετε σε όλους και σε οποιονδήποτε, και να τις ταχυδρομήσετε αμέσως γιατί τώρα πια κατάλαβα, ότι εάν ο Carocci δεν λάβει ικανό νούμερο υπογραφών που θα του καλύψουν τα έξοδα, δεν ξεκινάει την εκτύπωση. Υπόσχεται να αρχίσει μετά τα Χριστούγεννα, αλλά δεν τον πιστεύω.

[…] Ελπίζω ότι αυτό το γράμμα θα σας αρέσει. Προσπαθήστε να καταλάβετε ότι εγώ τις καλές ειδήσεις, δεν ξέρω να σας τις δώσω. Θα ξεχνάω πάντα κάποια. Αντίθετα, από τον τόνο διάφορων επιστολών, που είναι πάντοτε πολύ καλά δουλεμένα μπορείτε εύκολα να καταλάβετε τι χιούμορ έχουν και σε ποια κατάσταση βρίσκομαι.

Δώστε χαιρετισμούς σε όλους, ανάλογα με το πόσο με συμπαθούν.

Τσέζαρε

4 Ποιητική συλλογή του Παβέζε (Σ.τ.μ.). 5 Τον πόλεμο που είχε κηρύξει η Ιταλία εναντίον της Αιθιοπίας (Σ.τ.μ.).

7

[Μπρανκαλεόνε], 16 Ιανουαρίου [1936] Αγαπημένη μου Μαρία

Έλαβα την κάρτα της 1ης. Έλαβα επίσης δύο αμερικάνικα βιβλία Tragedy of Lynching και Treatment of Delinquency […]. Εάν μου επιτρέπετε παρ’ όλα αυτά μια γλυκιά επίπληξη, θα ήθελα να καταστήσω γνωστό ότι δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να με ευχαριστήσετε, δωρίζοντάς μου πραγματείες πάνω στην αμερικάνικη εγκληματικότητα, που είναι γεμάτη με ζωντανές περιγραφές από σωφρονιστήρια και ηλεκτρικές καρέκλες […]

[…] Είναι περίπου ένας μήνας που δεν μπορώ να γράψω ποιήματα, και αυτό είναι η πιο μεγάλη δυστυχία που θα μπορούσε να συμβεί.

Εδώ με παρηγορούν αρκετά πράγματα εκτός από το να τρώω αγκινάρες. Παραδείγματος χάριν, να μαζεύω από την ακρογιαλιά χρωματιστά πετραδάκια για την Μαρία Λουΐζα), να μελετώ το πέταγμα των πουλιών, να περιμένω την εποχή των σουπιών και να διαλέγω ποιο όνομα θα δώσω στο καθένα από τα παιδιά μου, που θα ’θελα να μεγαλώσω να είναι δυνατοί μέσα στην αγνότητα. Διότι η αγνότητα είναι η πρώτη από τις αρετές εξ’ αιτίας της μεγαλώνουν, τα βασίλεια, τελειοποιούνται οι τέχνες και σώζεται η ψυχή. Τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς την αγνότητα; Ένα κουρέλι, ένα ξερό κλαδάκι, ένα φτερό στον άνεμο, μια σταγόνα νερού στη θάλασσα, ένα σύννεφο στον ουρανό, ένα καπέλο στο κεφάλι ενός τρελού, ένα τραίνο χωρίς μηχανοδηγό, θα μπορούσα να σας γράφω ατελείωτα πράγματα γι’ αυτήν την αρετή. Στα Ελληνικά λέγεται αγνεία6 – η αρετή των αμνών. Τα παιδιά μου θα είναι αγνά και θα είναι ωραία, αυτό είναι αναμφισβήτητο.

Τσέζαρε

6 Ελληνικά στο κείμενο, αγνότητα, καθαρότητα (Σ.τ.μ.).

8

[Μπρανκαλεόνε,] 29 Φεβρουαρίου [1936] Αγαπημένη μου Μαρία, Συνεχίζω να μην παίρνω τίποτα. Είστε σε συμφωνία με τον αιώνιο πατέρα:αυτός

μου έστειλε το άσθμα, εσείς την καρδιοπάθεια. Εάν ήξερε τι δάγκωμα από καρχαρία και από καρκίνο έχει η απομάκρυνση, * θα μου έγραφε. Το βιβλίο (Η Δουλειά κουράζει) της 24ης Ιανουαρίου το είχα στείλει σ ’ αυτήν.

Δεν της ζητάω τίποτε άλλο παρά μια καρτούλα με μια υπογραφή. Στις 25 Φεβρουαρίου ήταν τα γενέθλιά της

Τσέζαρε ______________ *Στην επιστολή αυτή ο Παβέζε αναφέρεται στην σιωπή της Τίνας με την οποία συνδέονταν αισθηματικά

από τα χρόνια του πανεπιστημίου. Ζητάει πληροφορίες από την αδελφή του η οποία δεν του τις δίνει. Ξαφνικά στα μέσα του Μάρτη ,παίρνει χάρη:φεύγει για το Τορίνο και στο σταθμό, μαθαίνει από τον φίλο του τον Στουράνι ότι η Τίνα παντρεύτηκε με κάποιον άλλο και γι αυτό είναι καλύτερα να την ξεχάσει. Στο άκουσμα της είδησης αυτής ο Παβέζε πέφτει κάτω λιπόθυμος. Το γεγονός αυτό θα του κοστίσει πολύ και θα τον χαράξει βαθιά για τα υπόλοιπα 14 χρόνια της ζωής του. (Σ.τ.μ.).

9

[Μπρανκαλεόνε,] 2 Μαρτίου [1936] Αγαπημένη μου Μαρία

Όταν ένας άνθρωπος αντί να γράφει ποιήματα, γράφει γράμματα είναι τελειωμένος. Άσχημο πράγμα η μνήμη.

Βάζω έξω τη μύτη το βράδυ, και βλέπω τον Ωρίωνα, ωραίο και διαυγή, να μου θυμίζει ένα βιβλίο που το διάβασα σε διαφορετικούς καιρούς. Αναπνέω τη μυρωδιά των λουλουδιών, στο παράθυρο, και θυμάμαι όταν πήγαινα στο σχολείο πριν από δυο χρόνια.

Περνάει το τραίνο και μου ’ρχεται στο μυαλό το αυριανό πρωινό, που θα περνάει ένα στις τέσσερις μέσα από το πευκοδάσος του Βιαρέτζιο. Κοιτάω τα βουνά από μακριά και τρέμω απ’ το κρύο, και σκέφτομαι πάλι τα Χριστούγεννα (τότε τρεις μέρες – τώρα τρία χρόνια).

Ξεντύνομαι για να πάω για ύπνο και λυπάμαι για το γυμνό μου σώμα, τόσο νεανικά ωραίο και τόσο μόνο.

Σηκώνομαι νωρίς το πρωί και θυμάμαι όταν πήγαινα το πρωί στο καφέ, περιμένοντας και καπνίζοντας την πίπα. Διαβάζω στην «Εφημερίδα του Λαού» τα σινεμά του Τορίνου και φαντάζομαι ποιος παίζει στις ταινίες και στα σινεμά της πόλης (στο Statuto, στο Albi, στο Ideal).

[…] Θυμάμαι όταν διάβαζα Πλάτωνα στην όχθη του Πάδου και τώρα στην ακρογιαλιά δεν διαβάζω ούτε εφημερίδα.

Θυμάμαι τον θυμό μου ενάντια σ’ αυτούς που θέλανε να έρθουν μαζί μου στην βάρκα στον Πάδο και νοσταλγώ την περασμένη δυστυχία μου.

Με βρίσκω αρκετά ηλίθιο όταν πίστευα στο παρελθόν ότι η προσωπική απομόνωση, ακόμη και για μια στιγμή, ήταν η ευτυχία.

Όλη τη μέρα το μυαλό μου ξαναγυρίζει σ’ αυτά τα θέματα και σε άλλα που δεν τελειώνουν ποτέ.

Σημείωση του μεταφραστή Λίγες μέρες μετά η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει, θα γίνει δεκτή μέσα στο κλίμα

θριαμβολογίας του καθεστώτος για τις ιταλικές νίκες στην Αιθιοπία και ο Παβέζε θα επιστρέψει στο Τορίνο. ______________________________________ Οι μεταφράσεις έγιναν από το βιβλίο Cesare Pavese Vita attraverso le lettere, εκδόσεις Einandi, 1998, Torino.