204
6. ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ: Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ: ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Σχολή Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών, Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας Επιστημονική Επιμέλεια: Σοφία Αυγερινού-Κολώνια Θάνος Παγώνης www.propobos.gr ISBN 978-960-7860-96-5 Αντικείμενο αυτού του τόμου είναι η θεωρία και η πρακτική του σχεδιασμού με τη φύση στον αστικό χώρο. Το ζήτημα της συνύπαρξης αστικών και φυ- σικών συστημάτων και της σημασίας που αποδίδεται στην επαναφορά των μηχανισμών της φύσης για τη βιωσιμότητα των σύγχρονων πόλεων είναι κεντρικό και κυρίαρχο στη διεθνή επιστημονική συζήτηση και στις πρακτι- κές του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού με πολλές προεκτάσεις σε ζητήματα που ξεκινούν από την κατανόηση των δυναμικών του αστικού ιστού, τον οι- κολογικό σχεδιασμό, τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική αλλά και τις ευρύτερες πολιτισμικές διαστάσεις της αστικής ζωής. Η Τζένη Κοσμάκη πρωτοστάτησε στην εισαγωγή αυτών των πολυδιάστατων οπτικών στη διδασκαλία της μελέ- της και του σχεδιασμού της πόλης στη Σχολή Αρχιτεκτό- νων δεκαετίες πριν. Η έκδοση αυτή που αφιερώνεται στη μνήμη της επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη συνέχεια αυτού του νήματος σκέψης ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές επιστημόνων και να αναδείξει εφαρμογές αυτών των πρακτικών σε διάφορες πλευρές του πλανήτη διερευνώντας ταυτόχρο- να τις δυνατότητες εφαρμογής τους στην ελληνική πόλη. Το περιεχόμενο της έκδοσης αφορά στα πρακτικά του ομώνυμου διεθνούς επιστημονικού συμποσίου που διοργανώθηκε από τον Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ τον Ιούνιο του 2011. Σκοπός της έκδοσης αυτής είναι η κατάθεση αυτού του προβληματισμού στη διάθεση των νέων ερευνητών και σπουδαστών. ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗ των πρακτικών σε δ ΡΑΧΗ: 14 mm ΡΑΧΗ: 14 mm Exofyllo_Fysi.indd 1 Exofyllo_Fysi.indd 1 17/11/2012 4:57:55 μμ 17/11/2012 4:57:55 μμ

ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ: Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ

  • Upload
    ntua

  • View
    0

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

6.

ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ:

Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην ΠόληΦ

ΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

Σχολή Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών, Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας

Επιστημονική Επιμέλεια: Σοφία Αυγερινού-ΚολώνιαΘάνος Παγώνης

www.propobos.grISBN 978-960-7860-96-5

Αντικείμενο αυτού του τόμου είναι η θεωρία και η πρακτική του σχεδιασμού με τη φύση στον αστικό χώρο. Το ζήτημα της συνύπαρξης αστικών και φυ-σικών συστημάτων και της σημασίας που αποδίδεται στην επαναφορά των μηχανισμών της φύσης για τη βιωσιμότητα των σύγχρονων πόλεων είναι κεντρικό και κυρίαρχο στη διεθνή επιστημονική συζήτηση και στις πρακτι-κές του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού με πολλές προεκτάσεις σε ζητήματα που ξεκινούν από την κατανόηση των δυναμικών του αστικού ιστού, τον οι-κολογικό σχεδιασμό, τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική αλλά και τις ευρύτερες πολιτισμικές διαστάσεις της αστικής ζωής.

Η Τζένη Κοσμάκη πρωτοστάτησε στην εισαγωγή αυτών των πολυδιάστατων οπτικών στη διδασκαλία της μελέ-της και του σχεδιασμού της πόλης στη Σχολή Αρχιτεκτό-νων δεκαετίες πριν. Η έκδοση αυτή που αφιερώνεται στη μνήμη της επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη συνέχεια αυτού του νήματος σκέψης ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές επιστημόνων και να αναδείξει εφαρμογές αυτών

των πρακτικών σε διάφορες πλευρές του πλανήτη διερευνώντας ταυτόχρο-να τις δυνατότητες εφαρμογής τους στην ελληνική πόλη.

Το περιεχόμενο της έκδοσης αφορά στα πρακτικά του ομώνυμου διεθνούς επιστημονικού συμποσίου που διοργανώθηκε από τον Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ τον Ιούνιο του 2011.Σκοπός της έκδοσης αυτής είναι η κατάθεση αυτού του προβληματισμού στη διάθεση των νέων ερευνητών και σπουδαστών.

ΕΘΝΙΚΟΜΕΤΣΟΒΙΟΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗτων πρακτικών σε δ

ΡΑΧΗ: 14 mm

ΡΑΧΗ: 14 mmExofyllo_Fysi.indd 1Exofyllo_Fysi.indd 1 17/11/2012 4:57:55 μμ17/11/2012 4:57:55 μμ

Φύση και Αστικές Δυναμικές:Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΚΟΣΜΑΚΗ

1η Έκδοση: Νοέμβριος 2012

Φύση και Αστικές Δυναμικές:Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη

Επιστημονική επιμέλεια: Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Θάνος Παγώνης

Σχεδιασμός εξωφύλλου: Κυριακή ΒογιατζήΦιλολογική επιμέλεια: Ροδάνθη ΠαπαδομιχελάκηΗλεκτρονική σελιδοποίηση: Ermis graphics

Φωτογραφίες εξωφύλλου: Αριστερά: Διαμορφωμένη όχθη Πηνειού Ποταμού (προσωπικό αρχείο Θάνου Παγώνη). Δεξιά: Ο ποταμός Gheonggyyecheon της Σεούλ - Κορέα (προσωπικό αρχείο Σοφίας Αυγερινού-Κολώνια).

© 2012 ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

ISBN 978-960-7860-96-5

Εκδόσεις ΠΡΟΠΟΜΠΟΣΠατησίων 53, 10433 ΑθήναΤ: 210 5245264, F: 210 5245246E: [email protected]://www.propobos.gr

5

Περιεχόμενα

EIΣΑΓΩΓΗ 7

ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

ΣΠΥΡΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ, Πρόεδρος Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ,

Καθηγητής 13ΣΟΦΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ-ΚΟΛΩΝΙΑ, Διευθύντρια Τομέα Πολεοδομίας και

Χωροταξίας Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Καθηγήτρια 15ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΒΑΛΟΥ, Ομότιμη Καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Εμπειρίες συνεργασίας στη διδασκαλία του αστικού σχεδιασμού στη Σχολή

Αρχιτεκτόνων 18

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΦΑΤΟΥΡΟΣ, Ομότιμος Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η απώλεια της φύσης 27ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ, Ομότιμος Καθηγητής, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Έννοιες της φύσης στη θεωρία και πρακτική του αστικού σχεδιασμού 31ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ–ΚΟΥΡΗΣ, Ομότιμος Καθηγητής, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ

Το φυσικό περιβάλλον ως όχημα για την εφαρμογή της διεπιστημονικότητας στην

πράξη 39JULIAN BEINART, Professor of Architecture MIT

Changing natures in dynamic urbanism 48

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

PAOLO CECCARELLI, UNESCO Chair Urban and Regional Planning for Local Sustainable Development,University of Ferrara

Rediscovering the role of nature in structuring cities. Cases from different

regions of the world 81Π

ΕΡΙΕ

ΧΟ

ΜΕΝ

Α

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

6

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Ομότιμος Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Ανάγκη ανασχεδιασμού των υπαίθριων χώρων στην πόλη 96ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη 100+: Αναζητώντας την περιβαλλοντική μετα-ρύθμιση 115

ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕ ΑΞΟΝΑ ΤΗ ΦΥΣΗ

ANNE VERNEZ MOUDON, Professor of Urban Design and Planning, University of Washington, Seattle

Exposure, access and use 127ΘΑΝΟΣ ΠΑΓΩΝΗΣ, Λέκτορας ΕΜΠ

Η Φύση ως άξονας στρατηγικού σχεδιασμού του αστικού χώρου 141ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΠΑ, Αρχιτέκτων

Η παιδική χαρά στον Χολαργό και ο επανασχεδιασμός κεντρικών υπαίθριων

χώρων στα Ιωάννινα 157

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ: Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ, Καθηγητής, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ: J. BEINART, P. CECCARELLI, A. VERNEZ-MOUDON, Σ. ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ, N. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ 171

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Π. ΚΟΣΜΑΚΗ-ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ †, Aρχιτέκτονας, Καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠΑναδημοσίευση άρθρου από την ετήσια επιθεώρηση Αρχιτεκτονικά Θέματα, 16/1982

Η μεθοδολογία της SAR 191

7

Εισαγωγή

Tην Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011 η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ διοργάνωσε με ευθύνη του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας και την ευγενική χορηγία του Κρατικού

Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης το διεθνές επιστημονικό συμπόσιο με θέμα «Φύση και Αστική Δυναμική: Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη». Σκοπός της διοργάνωσης αυτής ήταν να τιμή-σει το επιστημονικό έργο της Καθηγήτριας Πολυξένης (Τζένης) Κοσμάκη, που διακόπηκε βίαια με τον αιφνίδιο χαμό της, στις 27 Σεπτεμβρίου 2010.

Μετά τις σπουδές αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη και αστικού σχεδιασμού στο MIT, η Τζένη Κοσμάκη εντάσσεται στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ το 1976, όπου το 1991 καταθέτει επίσης τη διδακτορική της διατριβή με θέμα «Σχεδιασμένοι οικισμοί στην Αθήνα του μεσοπολέμου», μια σημαντική συμβολή στη μελέτη ζητημάτων αστικής ανάπτυ-ξης στην Ελλάδα.

Από το 1997 ασχολείται ενεργητικά με το νεοσύστατο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) ως ακαδημαϊκή υπεύθυνη του μεταπτυχιακού του προγράμματος «Περιβαλλοντικός Σχε-διασμός Πόλεων και Κτιρίων», καθοδηγεί και συμμετέχει στη δημιουργία συγγραφικού υλικού και στο συντονισμό του όλου προγράμματος.

Εξελέγη στη βαθμίδα της καθηγήτριας το 2005. Διετέλεσε Διευθύντρια του Τομέα Πολεο-δομίας και Χωροταξίας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ επί τρία ακαδημαϊκά έτη (2007-2010). 

Στη διδασκαλία της Σχολής, η Τζένη Κοσμάκη εισάγει ζητήματα όπως ο αστικός ιστός ως βα-σικό πεδίο προσέγγισης της πόλης, η ανάγκη καθιέρωσης σχεδιασμών ενδιάμεσης κλίμακας, το λανθάνον δυναμικό του πολεοδομικού περιβάλλοντος, ο συμμετοχικός και οικολογικός σχεδιασμός, η φύση στην πόλη και η έμφαση στους αστικούς υπαίθριους χώρους, τα οποία αποτέλεσαν πλαίσιο των πολλών σπουδαστικών –προπτυχιακών και μεταπτυχιακών– εργασιών που επέ-βλεψε στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ.

Ο τίτλος του συμποσίου ήταν εμπνευσμένος όχι μόνον από τα μαθήματα που σχεδίασε για τη Σχολή Αρχιτεκτόνων η Τζένη Κοσμάκη, αλλά επειδή επίσης είναι αυξανομένη η σημασία που αποδίδεται στους αστικούς υπαίθριους χώρους για τη βιωσιμότητα των σύγχρονων πόλεων, γε-γονός που κατέχει σήμερα κεντρική θέση στη διεθνή επιστημονική συζήτηση και στις πρακτικές του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού.

«Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη» σημαίνει ότι προσπαθούμε να ενσωματώσουμε στον ΕΙΣ

ΑΓΩ

ΓΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

8

αστικό σχεδιασμό τους ίδιους τους φυσικούς μηχανισμούς, παρά μεμονωμένα φυσικά στοιχεία, εξασφαλίζοντας μέσω της διασύνδεσής τους τις συνθήκες της συνέχειας των φυσικών οικο-συστημάτων. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να δώσει απαντήσεις σε επίκαιρα προβλήματα του αστικού περιβάλλοντος, όπως η ποιότητα του αέρα, η θερμική άνεση, η αστική αναψυχή και η αισθητική απόλαυση, συνεισφέροντας σημαντικά στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Πάνω από όλα η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα προς ένα νέο αστικό πολιτισμό που θα σέβεται τις αρχές της συμβίωσης με τη φύση, καταναλώνοντας παράλληλα λιγότερους πόρους και ενέργεια.

Η Σχολή Αρχιτεκτόνων και ο Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας προχώρησαν στην έκ-δοση του υλικού του συμποσίου τιμώντας τη μνήμη της Τζένης Κοσμάκη, αλλά θεωρώντας επίσης ότι το υλικό του είναι επίκαιρο και διατηρεί ένα ιδιαίτερο ερευνητικό και εκπαιδευτικό ενδιαφέρον.

 Τα περιεχόμενα του τόμου είναι οργανωμένα σε πέντε ενότητες, που ακολουθούν τη διάρ-θρωση του συμποσίου. Η πρώτη ενότητα είναι αφιερωμένη στην ανάδειξη της παρουσίας και της επιστημονικής συμβολής της Τζένης Κοσμάκη στη φυσιογνωμία της Σχολής Αρχιτεκτόνων και του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας, έτσι όπως καταγράφεται μέσα από τις εμπειρίες της συνεργασίας σε βάθος χρόνου από τη Σοφία Αυγερινού-Κολώνια και τη Μαίρη Μαντουβά-λου.

Η δεύτερη ενότητα αποτελεί την εισαγωγή στο κυρίως επιστημονικό μέρος του συμποσίου και αναδεικνύει τα θεωρητικά ζητήματα της σχέσης Φύσης και Αστικών Δυναμικών. Ο Δη-μήτρης Φατούρος μιλά για την «απώλεια της Φύσης» αναφερόμενος στις ηθικές-φιλοσοφικές διαστάσεις της σχέσης ανθρώπου και φύσης στον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στις πρακτικές του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού. Ο Σάββας Κονταράτος αναζητά σε βάθος χρόνου την εξέλιξη της θεώρησης της φύσης στις θεωρίες και τις πρακτικές του αστικού σχεδιασμού στο πλαίσιο των αναζητήσεων της ιδανικής πόλης. Ο Δημήτρης Μαρί-νος-Κουρής αναδεικνύει το ζήτημα της διεπιστημονικότητας ως βασική προϋπόθεση και μέσο για την προσέγγιση του σχεδιασμού του φυσικού περιβάλλοντος. Τέλος ο Julian Beinart, ως κεντρικός ομιλητής του συμποσίου, κλείνει την ενότητα με μια εισήγηση που αναδεικνύει τη σημασία των πολιτισμικών διαστάσεων στην πρόσληψη και το χειρισμό της φύσης, έτσι όπως αυτές αναπροσδιορίζονται συνεχώς μέσα από την πορεία εξέλιξης της ανάπτυξης των πόλεων.

Η τρίτη ενότητα αναφέρεται στις θεωρίες και τις πρακτικές σχεδιασμού των πόλεων με άξονα τη φύση. Ο Paolo Ceccarelli μιλά για το ρόλο της φύσης στη διάρθρωση των πόλεων μέσα από μελέτες περίπτωσης από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, που αναδεικνύουν τη σημασία των ιδιαιτεροτήτων των τοπικών πολιτισμικών πλαισίων. Ο Θανάσης Αραβαντινός μεταφέρει στη συνέχεια τη συζήτηση στα προβλήματα της ανάπτυξης της ελληνικής πόλης και τη σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού ως εργαλείου για τη διάρθρωση του πρασίνου και των αστικών υπαίθριων χώρων. Τέλος, ο Νίκος Καλογήρου μεταφέρει την εμπειρία των προ-

9

σπαθειών περιβαλλοντικού σχεδιασμού στη Θεσσαλονίκη μέσω παραδειγμάτων πρόσφατων πολεοδομικών προτάσεων.

Η τέταρτη ενότητα έχει ως αντικείμενο ζητήματα μεθοδολογίας σχεδιασμού της φύσης και εφαρμογές του αστικού σχεδιασμού. Η καθηγήτρια Anne Moudon εξερευνά τους τρόπους με τους οποίους το χτισμένο περιβάλλον επηρεάζει και διαμορφώνει την ανθρώπινη συμπεριφορά και την κίνηση μέσα στην πόλη αναδεικνύοντας νέα εργαλεία και παραμέτρους για τον αστικό σχεδιασμό. Ο Θάνος Παγώνης διερευνά το πώς η φύση μπορεί να αξιοποιηθεί στον αστικό σχεδιασμό ως ιδιαίτερη δυναμική με μεταμορφωτική επίδραση στο περιβάλλον των σύγχρο-νων πόλεων στο πλαίσιο προσεγγίσεων στρατηγικού αστικού σχεδιασμού. Η ενότητα κλείνει με την παρουσίαση δύο παραδειγμάτων σχεδιασμού αστικών υπαίθριων χώρων σε μεγάλη και μικρή κλίμακα σχεδιασμένων από τους Τζένη Κοσμάκη και Δημήτρη Λουκόπουλο.

Η τελευταία ενότητα αποτελεί την παρουσίαση της συζήτησης στρογγυλού τραπεζιού αναφο-ρικά με τα κεντρικά θέματα του συμποσίου στην οποία συμμετείχαν οι ομιλητές του συμποσίου και συντόνισε ο Δημήτρης Καρύδης.

Η ύλη του τόμου ολοκληρώνεται με το άρθρο της Τζένης Κοσμάκη «Η μεθοδολογία της SAR», που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1982 από την ετήσια επιθεώρηση Αρχιτεκτονικά Θέματα (τεύχος 16/1982).Το άρθρο αφορά την προσέγγιση της περιγραφής και του σχεδια-σμού του αστικού ιστού που προτείνεται από την ομάδα της SAR. Πρόκειται για ένα κείμενο μεθοδολογικού προβληματισμού που διατηρώντας την επικαιρότητά του αποτελεί τη συμβολή της Τζένης Κοσμάκη σ’ αυτό τον τόμο.

Ο Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων καταθέτει την έκδοση αυτή προς τους σπουδαστές, τους ενδιαφερομένους ερευνητές, το ενδιαφερόμενο κοινό για τον επίκαιρο αστικό σχεδιασμό.

Σοφία Αυγερινού-ΚολώνιαΚαθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Θάνος ΠαγώνηςΛέκτωρ Σχολής Αρχικτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

ΕΙΣ

ΑΓΩ

ΓΗ

Εναρκτήρια Συνεδρία: Χαιρετισμοί

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ: Ελίζα Παναγιωτάτου, Καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Πρόεδρος Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Καθ. Σπύρος Ραυτόπουλος Διευθύντρια Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Καθ. Σοφία Αυγερινού-Κολώνια

Εμπειρίες συνεργασίας στη διδασκαλία του αστικού σχεδιασμού στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μαρία Μαντουβάλου, Ομότιμη Καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

13

ΣΠΥΡΟΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣΠρόεδρος Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Καθηγητής

Καλημέρα σας. Επίσης και εγώ, με τη σειρά μου, θα ήθελα καταρχάς να σας ευχαριστήσω. Ξεκινώντας, θα ήθελα να μεταφέρω τις ευχαριστίες και το χαιρετισμό του Πρύτανη του Πο-

λυτεχνείου μας. Όπως ενδεχομένως ορισμένοι έχουν ακούσει, αυτή την ώρα ακριβώς, έχει τη συνεδρίαση της Συγκλήτου. Επομένως και τα τρία μέλη του Πρυτανικού Συμβουλίου δυστυχώς δεν μπορούν να είναι σε αυτή την εκδήλωση και να τιμήσουν μαζί μας τη μνήμη της Τζένης Κοσμάκη.

Θα συμπληρώσω, δε, ότι και εγώ λυπάμαι ως μέλος της Συγκλήτου, γιατί μόλις ξεκινήσουμε θα αναγκαστώ να αποχωρήσω και να επανέλθω αργότερα, όταν θα τελειώσει η Σύγκλητος, όπου αναγκαστικά πρέπει να βρίσκομαι στη συνεδρίαση.

Εγώ θα ήθελα να πω ορισμένα λόγια, ξεκινώντας από τον ίδιο τον τίτλο, τον οποίο έχετε στο πρόγραμμα, που, όπως τον έχετε διαβάσει, είναι: «Φύση και αστικές δυναμικές: σχεδιάζοντας με τη φύση στην πόλη». Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η σχέση της φύσης με την αστική ανάπτυ-ξη είναι ένα πρόβλημα που για μεγάλο χρονικό διάστημα περιθωριοποιήθηκε, αγνοήθηκε, έγι-νε όμως πλέον συνείδηση η σημασία του με το σημερινό αδιέξοδο των αστικών μας κέντρων.

Επειδή είμαστε στον ακαδημαϊκό χώρο, σε μία Σχολή Αρχιτεκτόνων ιδιαίτερα, θα ήθελα εδώ να τονίσω τη δραστηριότητα την οποία ασκούμε μέσα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων, ως ένα θέμα το οποίο έχει πρωταρχικό ρόλο, ιδίως τα τελευταία χρόνια, στα μαθήματα και στις ερ-γασίες των φοιτητών μας. Γίνεται μία προσπάθεια, ώστε να ευαισθητοποιηθούν οι φοιτητές μας, οι μελλοντικοί συνάδελφοι οι οποίοι θα ασκήσουν το επάγγελμά μας, θα ασκήσουν την Αρχιτεκτονική, θα ασκήσουν την Πολεοδομία, στη αρμονική ισορροπία ανάμεσα στο αστικό και το φυσικό περιβάλλον.

Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα φοιτητικών εργασιών και κάνω εδώ μία μικρή παρένθε-ση. Σε κάποιο διάλειμμα, θα μπορούσε όποιος θέλει να δει κάποιες εκθέσεις οι οποίες βρίσκο-νται στο κτίριο αυτό, από εργασίες των φοιτητών μας, όλων των επιπέδων, ξεκινώντας από τα νέα παιδιά του 1ου εξαμήνου, μέχρι τις διπλωματικές εργασίες. Όπου μπορεί να δει κανείς και την προσέγγιση των φοιτητών μας σε αυτά τα θέματα.

Επομένως αυτά τα παραδείγματα μπορούν να δείξουν ακριβώς την πρωτοτυπία, τις φρέσκες και πολύ συχνά ιδιοφυείς ιδέες τις οποίες έχουν τα παιδιά, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να εντάξουν τη φύση που τόσο πολύ μας λείπει στα αστικά κέντρα, μέσα σε κενούς αστικούς

ΧΑ

ΙΡΕΤΙΣ

ΜΟ

Ι

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

14

χώρους, στους ακάλυπτους χώρους των οικοδομικών τετραγώνων και στα εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά συγκροτήματα που περιτριγυρίζουν τον αστικό μας χώρο.

Άλλωστε, βλέπουμε τα διεθνή παραδείγματα. Όπως αυτά τα οποία πρόσφατα έχουμε δει, με τη διαμόρφωση αστικού πρασίνου στις εγκαταλελειμμένες υπερυψωμένες γραμμές στο Μανχάταν της Ν. Υόρκης και στο Παρίσι, όπου έχουν γίνει τόσο πολύ αποδεκτά από τον αστικό πληθυσμό και μας δίνουν μία αισιοδοξία ότι θα μπορέσουν τέτοια πράγματα να υλοποιηθούν με φαντασία σε όλα τα αστικά κέντρα που πάσχουν από το συγκεκριμένο αυτό πρόβλημα.

Επίσης εδώ στην Ελλάδα, και θα ήθελα να το τονίσω αυτό το πράγμα, πρέπει να σημειώ-σουμε ότι έγιναν και κάποιοι διαγωνισμοί οι οποίοι απευθύνθηκαν κυρίως στη νέα γενιά των αρχιτεκτόνων. Διαγωνισμοί που αφορούσαν την καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης μας, την περιοχή της Πλατείας Θεάτρου και ακόμη περισσότερο, ο διαγωνισμός που έγινε, ο λεγό-μενος «4Χ4», που ήταν η διαμόρφωση των δρόμων οι οποίοι χωρίζουν, διασχίζουν 4 οικοδο-μικά τετράγωνα μέσα σε αυτό τον πυκνό αστικό ιστό. Είναι διαγωνισμοί όπου συμμετείχαν νέα παιδιά, έδειξαν πρωτότυπες ιδέες με φαντασία και, βέβαια, πάντοτε η ελπίδα μας από εκεί και πέρα είναι αυτές οι ιδέες να έρθουν και να υλοποιηθούν και να μη μείνουν στα χαρτιά, όπως δυστυχώς πολύ συχνά συμβαίνει.

Έτσι λοιπόν θα ήθελα να πω ότι ο τίτλος και το περιεχόμενο αυτού του Συμποσίου είναι τα πιο κατάλληλα για να τιμήσουμε την ακαδημαϊκή δραστηριότητα της Τζένης, που τόσο πρόωρα έφυγε και μας έχει λείψει, για την ηπιότητα και τις ιδέες τις οποίες προσπαθούσε να μεταδώσει στους φοιτητές μας στα μαθήματα. Είναι μία τιμητική εκδήλωση, που της αξίζει για την προσφο-ρά την οποία έχει δώσει στα προπτυχιακά μαθήματα, στα μεταπτυχιακά μαθήματα και βεβαίως και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, όπου με πάρα πολλή προσπάθεια οργάνωσε, ήταν μάλλον από τα στελέχη που οργάνωσαν το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα για τους νέους επιστήμονες.

Δεν θα ήθελα εγώ να σας κουράσω παραπάνω. Νομίζω ότι οι παρουσιάσεις που θα γίνουν, θα μπορέσουν να τονίσουν ακριβώς το μέγεθος του προβλήματος και συγχρόνως να τιμήσουν πολύ περισσότερο τη μνήμη της Τζένης.

Κλείνοντας, θα ήθελα και εγώ, με τη σειρά μου, να ευχαριστήσω όλους όσοι συμμετείχαν στην προσπάθεια αυτή για να οργανωθεί αυτό το Συμπόσιο, και ειδικότερα να ευχαριστήσω για την υποστήριξη την οποία μας έχει προσφέρει το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, που χωρίς και τη δική του προσφορά, δεν θα μπορούσαμε να υλοποιήσουμε αυτά τα οποία οργανώνουμε σήμερα.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

15

ΣΟΦΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ-ΚΟΛΩΝΙΑΔιευθύντρια Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας

Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Καθηγήτρια

Καλημέρα σας. Κυρίες και κύριοι, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, φίλες και φίλοι, αγα-πητοί μας προσκεκλημένοι, η Τζένη Κοσμάκη ήταν άξια και αγαπητή συνάδελφος και για

πολλές και πολλούς από εμάς, μία καλή φίλη. Ανήκε στη μικρή κατηγορία των ξεχωριστών ανθρώπων που με τις αρετές της προσωπικότητας και την επιστημονική αξία, κέρδισαν την αναγνώριση και το σεβασμό της Πολυτεχνειακής μας Κοινότητας. Σεβόταν τους θεσμούς και τη δεοντολογία. Διακρινόταν για τη γλυκύτητα του χαρακτήρα, την εσωτερική ευγένεια, την παι-δεία, την αγάπη της για την ποιότητα. Συνδύαζε τη σταθερή αποφασιστικότητα και την επιμονή στο στόχο με την ηπιότητα, την ηρεμία, τη διαλλακτικότητα.

Με την Τζένη συναντηθήκαμε πριν από σχεδόν 30 χρόνια στον Τομέα Πολεοδομίας & Χωροταξίας. Στεγαστήκαμε στο ίδιο γραφείο. Μοιραστήκαμε προσωπικές και οικογενειακές στιγμές, αγωνία για τους δύο γιους της, άξιους επιστήμονες σήμερα. Μοιραστήκαμε εκπαιδευτι-κές, ερευνητικές και διοικητικές δραστηριότητες. Μας συνέδεε μία σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και σεβασμού, κοινοί προβληματισμοί για το επιστημονικό μας αντικείμενο, το σχεδιασμό του αστικού και περιφερειακού χώρου, για την οργάνωση των σπουδών στη Σχολή Αρχιτεκτόνων και στον Τομέα Πολεοδομίας & Χωροταξίας, για την παιδεία μας γενικότερα και ιδιαίτερα στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, που την περίοδο αυτή δοκιμάζεται, όπως όλη η χώρα μας.

Μοιραζόμασταν την ανησυχία για την πραγματικότητα που διαμορφώνεται τα δύο τελευταία χρόνια και δεν αντιπροσωπεύει την Ελλάδα που ονειρευτήκαμε. Την ακούω ακόμη να προλο-γίζει με το χαμηλόφωνο σταθερό της τρόπο τις επιστημονικές Ημερίδες που οργανώθηκαν κατά τον τελευταίο χρόνο, τον τελευταίο, που είχε την ευθύνη της Διεύθυνσης του Τομέα μας.

Είναι καλό να συζητηθούν τα προβλήματα για να μας βοηθήσουν στην κριτική και στον προ-βληματισμό, αλλά και στην ανάδειξη κάποιων εναλλακτικών κατευθύνσεων, σε σχέση με την ανάπτυξη του χώρου. Είναι γνωστό ότι οι τύποι της ανάπτυξης που επικράτησαν για δεκαετίες σε αυτή τη χώρα, είχαν σοβαρές επιπτώσεις για την οικονομία, το περιβάλλον, αλλά επίσης και σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά τις κοινωνικές ανισότητες στο χώρο. Η απουσία είναι δυσα-ναπλήρωτη και οδυνηρή.

Όμως ο λόγος και το όραμα της Τζένης Κοσμάκη βρίσκονται εδώ και σήμερα μας καλούν σε αυτή τη συζήτηση που οργανώνει η Σχολή και ο Τομέας μας, για τον οποίο αφιέρωσε με τόση αφοσίωση την επαγγελματική δραστηριότητα, γύρω από τα θέματα που τόσο αγαπούσε και θε-

ΧΑ

ΙΡΕΤΙΣ

ΜΟ

Ι

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

16

ράπευε. Ο αστικός ιστός, ως πεδίο διερεύνησης της πόλης, η ενεργοποίηση του λανθάνοντος κτιριακού δυναμικού, οι μετασχηματισμοί του αστικού χώρου και οι επιπτώσεις στο φυσικό του περιβάλλον, η οικολογική προσέγγιση του σχεδιασμού, η διερεύνηση για την ανάπτυξη ενός νέου ευέλικτου πλαισίου σχεδιασμού των πόλεων στη βάση της οριοθέτησης των ιδιαιτεροτή-των, της ευαισθησίας και της φέρουσας ικανότητας των φυσικών δικτύων και τοπίων.

Η διάσταση του φυσικού τοπίου εξοικειώνει τον άνθρωπο με το φυσικό περιβάλλον, εφό-σον αυτό γίνεται αντιληπτό, μας λέει, επιθυμητό και επισκέψιμο από αυτόν. Το φυσικό περι-βάλλον αποτελεί με αυτό τον τρόπο και αντικείμενο ιστορικής μνήμης. Περιλαμβάνει στοιχεία αναγνώσιμα, αντιληπτά, απομνημονεύσιμα, επισκέψιμα. Περιλαμβάνει τόπους συνδεόμενους και οικείους που υπάρχουν από παλαιά. Οι άνθρωποι που διαμένουν κοντά ή τους επισκέπτο-νται συχνά, επιθυμούν να παραμείνουν.

Χρειάζεται επίσης ο μελετητής της νέας διαμόρφωσης να γνωρίσει ο ίδιος και να κατανοήσει το φυσικό τοπίο. Ο υπαίθριος χώρος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και τη δική του αρχιτεκτο-νική γλώσσα προσέγγισης. Είναι εκτεταμένος, χαλαρός και ακανόνιστος. Η μορφή διαχέεται, οι συνδέσεις είναι χαλαρές, οι διαστάσεις μεταβαλλόμενες και δύσκολα γίνονται αντιληπτές. Δεν είναι συνολικά εποπτεύσιμος. Δημιουργεί ψευδαισθήσεις. Στην αντιληπτική του οργάνωση παίζουν μεγάλο ρόλο η απόσταση, ο χρόνος, η μνήμη.

Ευαίσθητη και διεισδυτική η ματιά της. Μας διαμηνύει ότι επιβάλλεται διαρκής προβληματι-σμός και διάλογος πάνω στα προβλήματα του χώρου και των αναγκαίων παρεμβάσεων. Κριτική ανάλυση, επιστημονική τεκμηρίωση των προτάσεων. Ζητείται η άρθρωση ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου λόγου, ως προϋπόθεση του πολεοδομικού σχεδιασμού.

Για τους λόγους αυτούς, επιλέξαμε ως θέμα του Διεθνούς Συμποσίου μας την κεντρική ιδέα του μαθήματος που σχεδίασε τα τελευταία χρόνια και τόσοι σπουδαστές επέλεξαν, όχι μόνο για την επικαιρότητα και τον καινοτομικό του χαρακτήρα, αλλά επειδή και η ίδια ήταν εκπαιδευτι-κός με την κυριολεκτική έννοια και για αυτό τόσο αγαπητή προς αυτούς.

«Φύση και αστικές δυναμικές» λοιπόν. «Σχεδιάζοντας με τη φύση στην πόλη». Σήμερα επι-διώ κουμε την παρουσίαση και ανάδειξη των πρακτικών επέμβασης και αλληλεπίδρασης, μετα-ξύ αστικών και φυσικών συστημάτων, καθώς και τη σημασία των αστικών υπαίθριων χώρων για τη βιωσιμότητα των σύγχρονων πόλεων. Οι σημερινές συμμετοχές μας τιμούν και, πάνω από όλα, μας συνδέουν στενότερα με την κληρονομιά της Τζένης. Η οικογένειά της, ο σύζυγος και τα παιδιά της, όσοι τη γνώρισαν σαν σπουδάστρια, σαν συνάδελφο και συνεργάτιδα, σαν δασκάλα, αντιπροσωπεύονται εδώ.

Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τους διακεκριμένους καλεσμένους μας από το εξωτερικό και την Ελλάδα φυσικά. Η συζήτησή μας σήμερα παραπέμπει στα σύγχρονα προβλήματα των κεντρι-κών περιοχών της Αθήνας και όχι μόνο. Είναι γενικότερα επίκαιρη επίσης, τη στιγμή που δρο-μολογούνται νέες προτάσεις και κατευθύνσεις πολιτικής αναπλάσεων στο κέντρο της Αθήνας. Είναι η στιγμή να αναλογιστούμε την προτροπή της Τζένης, για προσανατολισμό σε μία αστική

17

ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον, αναβαθμίζει το δημόσιο χώρο και δημιουργεί προϋποθέ-σεις βιωσιμότητας και συνθήκες αειφορίας.

Ας σκεφτούμε σήμερα με ευθύνη και ήθος, όπως εκείνη θα επιθυμούσε. Ας συντονιστού-με σήμερα με όσους πνευματικούς ανθρώπους προσπαθούν να παραμερίσουν την εικόνα της απαξίωσης και της φθοράς που μας κυκλώνει. Ας αρθρώσουμε ένα λόγο στραμμένο προς τη ζωή και στην ελπίδα για ένα καλύτερο αισιόδοξο μέλλον για τις πόλεις και τον ελληνικό χώρο. Ας ακολουθήσουμε τη διδαχή και το παράδειγμά της. Το πέρασμά της από τη ζωή ήταν μία φωτεινή προσφορά προς όλους όσοι τη γνωρίσαμε και σήμερα βρισκόμαστε εδώ. Προς εκείνη αρμόζει, πιστεύω, η τιμή για όσα πίστευε και έπραττε.

Σας ευχαριστώ.

ΧΑ

ΙΡΕΤΙΣ

ΜΟ

Ι

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

18

ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΒΑΛΟΥΟμότιμη Καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Εμπειρίες συνεργασίας στη διδασκαλία του αστικού σχεδιασμού στη Σχολή Αρχιτεκτόνων

Abstract

Teaching and Research Experiences of Urban Design at the NTUA

MARIA MANDOUVALOU, PROFESSOR EMERITUS, SCHOOL OF ARCHITECTURE, NTUA

The sudden interruption of the teaching and research as well as of the constantly active –andfor some of us beloved– presence of Polyxeni Kosmaki from the Architecture School in Sep-tember 2010, has provided the impetus to focus our reflections in the teaching of urban de-sign. In this period of thirty years, very dense developments in the global and local scene have undoubtedly affected the discourse of urban planning and design. How can teaching respond to these radical changes, especially helping Greek graduates to form a solid background in order to face the challenges of European integration and globalization in a creative and con-scious way?

Kosmaki’s theoretical and teaching approaches have been sensitive to these changes in the following three pillars: The urban tissue as a concept of multiple meanings and privileged position in the approach

of space and the various forms of its ownership. The principles and typologies of urban development as an approach that relates spatial

forms with social dynamics, cultural practices and political imperatives. The nature as undecipherable whole of interconnected ecosystems in the dialectical rela-

tionship with the “kaleidoscopic” complexity of the city. Kosmaki addresses these questions through relating international theoretical trends with

the Greek reality, which many years later become mainstream understandings of spatial plan-ning approaches in this country. This teaching finds repercussions in the youth environment

19

that surrounds us. In this direction Kosmaki is applying equivalently history and theory with openings to the real city. She is designing the theoretical guidelines of many courses in the graduate and postgraduate level and follows up the changes in the Study program. Most im-portantly though, she remains present and in disposition to the students and the people of the young generation as a teacher and guide in the difficult ways of understanding the new facts and their roots.

Maybe in the spirit of these thoughts, it is relevant to repeat as conclusion, the last phrase of one of her known articles published in the journal Architectural in Greece of 1982 (together with Dimitris Loukopoulos and Savvas Kontaratos) “Give a past to the future and a future to the past». Doesn’t it sound like it has been written especially for these difficult present times?

Αφορμή για να μιλήσουμε σήμερα για τη διδασκαλία του αστικού σχεδιασμού στη Σχολή μας, είναι βέβαια η αιφνίδια διακοπή των μαθημάτων της Πολυξένης Κοσμάκη από το

Σεπτέμβριο του 2010. Και φυσικά, θέλω και εγώ να αναφερθώ, όπως και οι προηγούμενοι, σε αυτό το έλλειμμα της συνεχώς ενεργής και γόνιμης παρουσίας της Πολυξένης Κοσμάκη συνολι-κά στη Σχολή μας, αλλά και μίας καθημερινής πολύτιμης και αγαπημένης σχέσης για πολλούς και πολλές από εμάς και για εμένα πιο προσωπικά.

Στην ιδιαίτερα δύσκολη λοιπόν αυτή τη στιγμή, όπου πρέπει η ζωντανή σχέση να καταγρα-φεί αναγκαστικά ως ιστορία, συνειδητοποίησα ότι η διδασκαλία του αστικού σχεδιασμού από την Κοσμάκη στη Σχολή Αρχιτεκτόνων αναφέρεται σε μία περίοδο 30 χρόνων και μάλιστα σε μία περίοδο ιδιαίτερα πυκνή σε γεγονότα και μεταλλαγές μεγάλης έντασης και ταχύτητας, τόσο στη δημόσια ζωή, παγκόσμια και ελληνική, όσο και στα ζητήματα ανάπτυξης του χώρου και του σχεδιασμού.

Θεωρητικά, το εγχείρημα αυτό είναι μία ενδιαφέρουσα πρόκληση. Η συγκυριακή διάσταση των γεγονότων είναι ακόμα παρούσα και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να καταγραφεί. Παράλληλα, το μεγάλο διάστημα αναφοράς προκαλεί τον προβληματισμό για τη μακρά διάρκεια. Τη σχέση δηλαδή της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής και επιστημονικής πρακτικής με τη γενικότερη κίνη-ση της θεωρίας για τα ζητήματα του χώρου, αλλά και με τις κρίσιμες πολιτικές και κοινωνικές μεταλλαγές που χαρακτηρίζουν τη δημόσια ζωή.

Θα λέγαμε, άλλωστε, ότι σήμερα η πολιτική συγκυρία του Συμποσίου, με όσα συμβαίνουν πανευρωπαϊκά, αλλά και στην Ελλάδα, και κατά την οποία φαίνεται να συμπυκνώνονται κατα-λυτικά μακρές κοινωνικές διαδικασίες, αναγκαστικά χρωματίζει κάθε προσπάθεια άρθρωσης αναδρομικών αποτιμήσεων. Μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια μπορούμε να πούμε, ίσως υπερβολικά σχηματικά, ότι η πολιτική και κοινωνική διάρθρωση του κόσμου μεταβάλλεται ριζικά, ότι η τε-χνολογία επαναστατικοποιείται και στο σχεδιασμό του χώρου αλλάζει το κυρίαρχο παράδειγμα.

Πώς μπορεί να συντονιστεί με αυτές τις σαρωτικές μεταλλαγές η διδασκαλία; Ακόμα περισ-σότερο δε, όταν πρέπει να ανταποκριθεί και στα ιδιαίτερα ελληνικά δεδομένα, που μάλιστα

ΕΜ

ΠΕΙΡ

ΙΕΣ Σ

ΥΝ

ΕΡΓΑ

ΣΙΑ

Σ Σ

ΤΗ

ΔΙΔ

ΑΣΚ

ΑΛ

ΙΑ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Σ

ΤΗ

ΣΧ

ΟΛ

Η Α

ΡΧ

ΙΤΕΚ

ΤΟ

ΝΩ

Ν

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

20

καλούνται να μεταρρυθμιστούν για να προσαρμοστούν στις μεγάλες προκλήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης; Πώς, σε ένα τέτοιο πλαίσιο καταιγιστικών μεταλλα-γών, μπορεί η διδασκαλία να συμβάλει στη συγκρότηση στέρεου υπόβαθρου που θα βοηθήσει τους νέους επιστήμονες να ανταποκριθούν σε αυτές δημιουργικά και κατά το δυνατόν συνειδητά;

Θα ισχυριστώ ότι στις απαντήσεις που δίνει η Κοσμάκη απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα, μπορούμε να διακρίνουμε δύο άξονες. Ο ένας είναι ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις της συντο-νίζονται ως ευαίσθητοι δέκτες με τις μεταλλαγές που πραγματοποιούνται σε όλη αυτή τη μακριά περίοδο. Ο δεύτερος είναι ότι η διδασκαλία της Κοσμάκη λειτουργεί σαν μετασχηματιστής για τη μετάδοση των ουσιαστικών μεταλλαγών στους ανήσυχους και προικισμένους σπουδαστές που έχουμε την τύχη να έχουμε σε αυτή τη Σχολή.

Για την πρώτη άποψη θα επιχειρηματολογήσω. Πώς δηλαδή οι θεωρητικές προσεγγίσεις της Κοσμάκη συντονίζονται ως ευαίσθητοι δέκτες με τις μεταλλαγές που πραγματοποιούνται σε όλη αυτή τη μακριά περίοδο. Βλέποντας από πιο κοντά τις θεωρητικές προσεγγίσεις, σχη-ματοποιώντας υπερβολικά και πάλι, να διακρίνω τρεις βασικούς άξονες που εισάγονται στις προσεγγίσεις της συστηματικά και οργανώνουν βαθύτερα τη διδασκαλία της.

Είναι ο αστικός ιστός, ως έννοια πολυσήμαντη και προνομιακή για την προσέγγιση του χώρου και των μορφών ιδιοποίησής του. Είναι τα πρότυπα των αστικών αναπτύξεων, ως προσέγγιση που συνδέει μορφές του χώρου με δρώσες κοινωνικές δυνάμεις, πολιτιστικές παραδόσεις και πο-λιτικά προτάγματα και η φύση, ως αδιάσπαστο σύνολο αλληλοδιαπλεκόμενων οικοσυστημάτων στη διαλεκτική της σχέση με την καλειδοσκοπική, όπως η ίδια λέει, πολυπλοκότητα της πόλης.

Οι έννοιες και τα ιδιαίτερα ερωτήματα που εντοπίζει η Κοσμάκη κατά τους τρεις αυτούς άξονες, ακολουθούν, όταν εισάγονται, νέες διεθνείς θεωρητικές τάσεις που με επιμονή και συχνά με αξιοσημείωτη πληρότητα προσπαθεί να συντονίσει με τα τοπικά ελληνικά δεδομένα. Άλλωστε, σε αυτό την ωθεί και η ανάγκη άμεσης δοκιμής των θεωρητικών εργαλείων στο ελλη-νικό αστικό «γίγνεσθαι» που συστηματικά έχει να αντιμετωπίσει η Κοσμάκη ως δασκάλα, μέσα στη διδασκαλία της στα μαθήματα του αστικού σχεδιασμού.

Χαρακτηριστικό, δε, του πόσο ευαίσθητος δέκτης των σαρωτικών μεταλλαγών είναι η δου-λειά της, αποτελεί το γεγονός ότι μερικά χρόνια αργότερα, έννοιες και ερωτήματα που θέτει η Κοσμάκη, γίνονται επίκαιρα και καθιερώνονται στην επιστημονική συζήτηση, κάποτε δε ανά-γονται σε σχεδόν αυτονόητους άξονες των προσεγγίσεων του χώρου.

Οι τρεις αυτοί άξονες φυσικά ανταποκρίνονται στην επιτομή του έργου της Κοσμάκη, που επιχειρείται από τον τίτλο αυτού του Συμποσίου, στο βαθμό που φαίνεται να έχουν ως υπόβα-θρο τη σύζευξη της φύσης και της αστικής δυναμικής. Θα ισχυριστώ όμως ότι παράλληλα τον υπερβαίνουν. Στο βαθμό που στο έργο της Κοσμάκη αποδίδεται μία ιδιαίτερη έμφαση σε έννοι-ες και ερωτήματα που συνδέουν γόνιμα τις χωρικές με τις κοινωνικές συνιστώσες του αστικού γίγνεσθαι και θέλουν να ανιχνεύσουν την κοινωνική δυναμική.

Εδώ, θα μου επιτρέψετε να παραθέσω ορισμένες διατυπώσεις που προέρχονται από το

21

εισαγωγικό άρθρο ενός αφιερώματος για τον αστικό ιστό, που επιμελήθηκε με τον Δημήτρη Λουκόπουλο, για τα αρχιτεκτονικά θέματα του 1982. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις διατυπώ-σεις, η κοινωνική δυναμική αναζητείται στα καθημερινά περιβάλλοντα, που αποτελούν μωσαϊ-κά αλληλοσυγκρουόμενων και συνεργαζόμενων δυνάμεων, ώστε ο σχεδιασμός να επικεντρω-θεί στις ενδιάμεσες μορφές ιδιοποίησης του χώρου, που ανταποκρίνονται σε εκείνους τους με-ταβατικούς ενδιάμεσους κοινωνικούς σχεδιασμούς, οι οποίοι τελικά επιτρέπουν τη συγκρότηση των ατόμων σε σύνολο.

Αναφέρομαι σε αυτές τις διατυπώσεις και γιατί θέλω ιδιαίτερα να επισημάνω το άρθρο αυτό και όλο το αφιέρωμα αυτό, των αρχιτεκτονικών θεμάτων για τον αστικό ιστό του 1988, ως κατα-στατική αρχή της διδασκαλίας της Κοσμάκη στον αστικό σχεδιασμό. Το περιεχόμενό του μοιά-ζει διαρκώς επίκαιρο και μελετήθηκε προσεκτικά από πολλές γενιές φοιτητών μας ως σήμερα. Η οπτική του δε, που υποδεικνύεται από τις προηγούμενες διατυπώσεις, συγκροτεί σημαντικό άξονα της διδασκαλίας της και όχι μόνο, στον αστικό σχεδιασμό στη Σχολή μας. Άξονα, που στη σημερινή συγκυρία αναδεικνύεται όχι μόνο εξαιρετικά επίκαιρος, αλλά και κρίσιμος.

Θέλω εδώ επίσης να επισημάνω ότι το άρθρο αυτό τελειώνει με τη φράση που έχει αναφο-ρά και στον Σάββα Κονταράτο, που βρίσκεται ανάμεσά μας τώρα: «Δώστε ένα παρελθόν στο μέλλον και ένα μέλλον στο παρόν». Δεν μοιάζει τόσο η φράση αυτή, όσο και οι προηγούμενες, αλλά και πάρα πολλές άλλες στο άρθρο αυτό και άλλες προσεγγίσεις της Κοσμάκη, να έχουν γραφτεί κάτω από τα σκληρά φώτα της σημερινής δύσκολης συγκυρίας;

Θα αναφερθώ ακόμα σε ένα άλλο σημαντικό πεδίο που αναδεικνύει ιδιαίτερα την ευαισθη-σία της Κοσμάκη απέναντι στις μεταλλαγές που συντελούνται. Αυτά είναι τα αργά και στέρεα θε-ωρητικά βήματα, με τα οποία η Κοσμάκη πραγματοποιεί τη μετάβαση στις προσεγγίσεις και στα μαθήματά της, από την έννοια του πράσινου στη πόλη, στην έννοια του σχεδιασμού με τη φύση.

Τα σχετικά μαθήματά της σε συνεργασία με τον Θανάση Αραβαντινό, που επίσης είναι ανά-μεσά μας σήμερα, ξεκινούν ήδη από το 1988, οπότε και γράφεται από κοινού με τον Θανάση Αραβαντινό το διδακτικό εγχειρίδιο «Υπαίθριοι χώροι στην πόλη». Τα μαθήματα πολλαπλασιά-ζονται, ενώ η θεωρία και οι προσεγγίσεις στα συνθετικά θέματα ευαίσθητων οικολογικά περιο-χών φαίνεται να γίνονται σταδιακά άξονας προτεραιότητας για τη διδασκαλία της Κοσμάκη.

Από το 1998 σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά μαθήματα, η ορολογία αλλάζει. Οι αναφορές και οι τίτλοι των μαθημάτων μετασχηματίζονται, για να συμπεριλάβουν με έμφαση και να τονί-σουν την πρόθεση της λειτουργίας της φύσης στο χώρο της πόλης (επαναλαμβάνω φυσικά φρά-σεις της) και της διασφάλισης των δυνατοτήτων αλληλεπίδρασης των φυσικών οικοσυστημάτων ή της αποκατάστασης των δικτύων λειτουργίας της φύσης στις περιοχές της αστικής ανάπτυξης.

Εδώ πρέπει να πω ότι οι διατυπώσεις αυτές περιλαμβάνονται ήδη στο εγχειρίδιο του 1988, αλλά αποκτούν σταδιακά τη θεωρητική έμφαση και επιστημονική και διεπιστημονική στήριξη που έχουν στις μεταγενέστερες προσεγγίσεις και στα μαθήματά της, τόσο στη Σχολή Αρχιτεκτόνων, όσο και στα μαθήματά της που οργάνωσε στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

ΕΜ

ΠΕΙΡ

ΙΕΣ Σ

ΥΝ

ΕΡΓΑ

ΣΙΑ

Σ Σ

ΤΗ

ΔΙΔ

ΑΣΚ

ΑΛ

ΙΑ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Σ

ΤΗ

ΣΧ

ΟΛ

Η Α

ΡΧ

ΙΤΕΚ

ΤΟ

ΝΩ

Ν

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

22

Ο δεύτερος ισχυρισμός μου είναι ότι η διδασκαλία της Κοσμάκη λειτουργεί ως μετασχηματι-στής για τη μετάδοση όλων αυτών των πολύ ουσιαστικών μεταλλαγών στους ανήσυχους και προι-κισμένους σπουδαστές της Σχολής μας. Στην κατεύθυνση αυτή, η Κοσμάκη χρησιμοποιεί ισότιμα θεωρία, ιστορία και συστηματικά μεθοδευμένα ανοίγματα στην πραγματική πόλη. Επεξεργάζεται τους βασικούς άξονες στο θεωρητικό της προσεγγίσεως σε πολλά μαθήματα θεωρητικά ή και σχεδιαστικά (συνθετικά) προπτυχιακά και μεταπτυχιακά. Παρακολουθεί και υποστηρίζει τις αλ-ληλουχίες θεωρητικών και συνθετικών μαθημάτων με παρεμβάσεις της στο Πρόγραμμα Σπουδών προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων, από τις θέσεις της στην Επιτροπή Σπουδών και στη Διεύθυνση του Τομέα.

Κυρίως, όμως, είναι πάντα παρούσα και πρόθυμη για συνεργασία με τους φοιτητές και τις φοιτήτριές της όλων των επιπέδων. Είναι δασκάλα, βοηθός και μίτος των νέων ανθρώπων στους δύσβατους δρόμους της κατανόησης των νέων δεδομένων και της γενεαλογίας τους. Αυτή η στάση της, το ήθος της, θα έλεγα, απέναντι στη διδασκαλία, αποκτάει επίσης ιδιαίτερη σημα-σία στην τωρινή συγκυρία, όπου ως μεγαλύτερο διακύβευμα αυτών των καιρών αναδεικνύεται το μέλλον της νέας γενιάς.

Από συνάντηση των μελών του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας ΕΜΠ στη Βραυρώνα το 1992. Η Τζένη Κοσμάκη πρώτη από δεξιά.

23

Θα ήθελα να τελειώσω αυτή τη μικρή, πρώιμη και συναισθηματικά πολύ δύσκολη καταγρα-φή, με ένα απόσπασμα από τον Gramsci, που παρατίθεται στην αρχή του άρθρου στο οποίο αναφέρθηκα, των αρχιτεκτονικών θεμάτων του 1982 για τον αστικό σχεδιασμό. Το βλέπετε, το διαβάζω: «Την ελαστικότητα στην ανανέωση δίνουν οι άνθρωποι, όταν έχουν συνείδηση της διαιώνισής τους, του ότι δηλαδή η σημερινή τους προσπάθεια θα ξαναζήσει με μία αυριανή δύναμη και όταν μετασχηματίζουν τη γεωλογική διαστρωμάτωση του κόσμου, θα πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους με κριτήριο τη συνέχεια για να μην πληγώσουν άδικα το γηρασμένο κό-σμο και να μην εμποδίζουν με τον όγκο τους τον καινούριο κόσμο που πασχίζει να γεννηθεί».

Ανατρέχοντας στη δουλειά της Κοσμάκη, το απόσπασμα αυτό μοιάζει να χαρακτηρίζει, όχι μόνο τα μαθήματά της στον αστικό σχεδιασμό και την όλη επιστημονική παραγωγή της και συ-γκρότηση, αλλά κυρίως, βαθιά, την όλη προσωπικότητά της και τις παρακαταθήκες της για τον καινούριο κόσμο που μένουν από το πέρασμά της.

Νομίζω ότι και το Συμπόσιο αυτό, όπου είναι πολύ διακριτή η παρουσία των δασκάλων της και των μαθητών της, είναι μία εικονογράφηση αυτών που ισχυρίζομαι για το πέρασμα της Κοσμάκη από τη Σχολή και από τον κόσμο μας.

ΕΜ

ΠΕΙΡ

ΙΕΣ Σ

ΥΝ

ΕΡΓΑ

ΣΙΑ

Σ Σ

ΤΗ

ΔΙΔ

ΑΣΚ

ΑΛ

ΙΑ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Σ

ΤΗ

ΣΧ

ΟΛ

Η Α

ΡΧ

ΙΤΕΚ

ΤΟ

ΝΩ

Ν

Πρώτη Συνεδρία: Θεωρητικές προσεγγίσεις

της σχέσης Φύσης και Αστικών Δυναμικών

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ: Ντίνα Βαΐου, Καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Η απώλεια της φύσης Δημήτρης Φατούρος, Ομότιμος Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Έννοιες της φύσης στη θεωρία και πρακτική του αστικού σχεδιασμού Σάββας Κονταράτος, Ομότιμος Καθηγητής, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Το φυσικό περιβάλλον ως όχημα για την εφαρμογή της διεπιστημονικότητας στην πράξη Δημήτρης Μαρίνος-Κουρής, Ομότιμος Καθηγητής, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ

Changing natures in a dynamic urbanism Julian Beinart, Καθηγητής Αρχιτεκτονικής MIT (κεντρικός ομιλητής)

27

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΦΑΤΟΥΡΟΣΟμότιμος Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η απώλεια της φύσης

Abstract

The loss of nature

DIMITRIS A. FATOUROS, PROFESSOR EMERITUS, ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI

What nature uses urban design, what nature is developed by urban design?1. Nature is a multiplicity, a total perceptual fact, or better cosmos, a lived reality, memory

and desire: The natural and geological world, the climate, the geographical situation, the historical time, and the approach or the way we understand the symbiosis with nature. The man who formulates or “uses” nature is not simply an operator. The conception and the reception of nature by the designer as well as his personal attitude to urban space constitute crucial layers of his mediation between knowledge, will and urban environment.

2. Nature is assaulted by the over-priority of the uncontrolled profit, and technology. Even a friendly approach to nature, such as the bio-climatic one, may have a negative impact on nature and on the man-nature relationship. Low-intensity interventions in nature in the past preserved the existence of nature. Under contemporary conditions, nature is gradually becoming part of a monosemantic technical anti-nature environment, such as the impressive anti-natural Avatar, the wild anti-natural transformation of the nature by covered advertisement, and the abolition at silence.

3. Spatial gestures may be used to offer nature: Transversal itineraries-zones of nature-nature through compact urban areas, various visual relationships, such as ambiguous bridges of nature, but as well areas of intense silence, etc.

4. Nature is very weak to confront its disaster from the various anti-nature over-powers, so that pseudo-nature dominates easily and the loss of nature is accomplished.

Η Α

ΠΩ

ΛΕΙΑ

ΤΗ

Σ Φ

ΥΣΗ

Σ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

28

Αγαπητοί και αγαπητές παρούσες, σε αυτή την αίθουσα ερχόμουν φοιτητής προ αμνημονεύτων ετών. Σήμερα μου φαίνεται είναι σε ένα βαθμό αναδιαμορφωμένη, αλλά έχει μία ιδιαίτερη ένταση ο

χώρος της και η ποιότητά της. Είχα να έρθω χρόνια. Νομίζω ότι είναι ευχάριστο ότι αυτή η συνάντηση για την Τζένη Κοσμάκη γίνεται σε αυτή την αί-

θουσα. Η απουσία της οδηγεί σε μία μελαγχολία. Μπορεί ίσως από τα ανοιγμένα φωτεινά παράθυρα προς τα επάνω, να δώσει κάποια πιθανότητα αισιόδοξης διαφυγής.

Είναι ωραίο σήμερα εδώ που συνάντησα και τον Paolo Ceccarelli, που ήταν μία εποχή που ήμασταν πάρα πολύ συχνά μαζί, στην εποχή του ’70 και αρχές του ’80. Μετά χαθήκαμε και ήρθε η μέρα της Τζένης για να ξαναδώ τον Paolo, και πρέπει να πω, επειδή ήταν ένας πολύ καλός φίλος, έντιμος που σκεφτόταν την αρχιτεκτονική μέσα στον πραγματικό κόσμο, χαίρομαι που είναι σήμερα εδώ. Να πω ψέματα, ότι νομίζω ότι ξαναγίνομαι νέος; Δεν χρειάζεται. Είναι αδύνατον να ξαναγίνει κανένας νέος.

Αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες, θυμάμαι την Τζένη νέα, πολύ νέα, φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Ένας ευαίσθητος μίσχος της φύσης. Ήπια, συστηματική, αυστηρή. Βέβαια, αδύνατον να φανταστώ τότε ότι σήμερα θα βρισκόμουν εδώ να αναφέρομαι στην Τζένη και να τιμώ τον άνθρωπο Τζένη και το έργο της. Η σημερινή συνάντηση, τα ερωτήματα που θέτει, τα ζητήματα που αναμοχλεύει, είναι αντάξια των αναζητήσεων και του στοχασμού της Τζένης πραγματικά, και συνεχώς και περισσότερο γίνονται καίρια και κρίσιμα.

Η φύση, φίλες και φίλοι, είναι συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης, της μοναχικής στάσης και της συλλογικής συμβίωσης. Για αυτό και η σχέση που συζητάμε, μπορεί με άλλους όρους να ονομαστεί «αστικός σχεδιασμός και η ανθρώπινη ύπαρξη» ή με έναν πιο ειλικρινή προσδιορισμό «οι συγκεντρώ-σεις συμβίωσης της ανθρώπινης κοινότητας και η ανθρώπινη ύπαρξη». Δεν είναι ούτε ρομαντική η διατύπωση ούτε υπερβολική.

Το ερώτημα τι φύση χρησιμοποιεί και ποια φύση αναπτύσσεται από τον αστικό σχεδιασμό είναι κρίσιμο και βέβαια συσχετίζεται με τα γενικότερα ζητήματα για τη φύση στις νέες πραγ-ματικότητες. Οι τέσσερις παράγραφοι που ακολουθούν επιχειρούν να υπενθυμίσουν ορισμένα σχετικά στοιχεία.

1. Η φύση είναι μια πολλαπλότητα, είναι συνολικό αντιληπτικό γεγονός, βιωματική πραγματι-κότητα, μνήμη, επιθυμία, είναι ο φυτικός και ο γεωλογικός κόσμος, το κλίμα, η γεωγραφική κατάσταση, ο ιστορικός χρόνος στις σχέσεις με τη φύση, ο τρόπος προσέγγισης, η συμβίωση με τη φύση κ.ά.

Η φύση περιέχει τη μνήμη της καταγωγής, μια ενεργητική ιστορικότητα των συγκροτή-σεων της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της μοναχικής στάσης και της συλλογικής συμβίω-σης, συνυπάρχει σε κάθε μορφή, σε κάθε κατάσταση της ανθρώπινης κοινότητας.

Η φύση αποτελεί κρίσιμο πεδίο των διανθρώπινων σχέσεων, γι’ αυτό και η καταγραφή, η κατανόησή της και οι πολυεπίπεδοι, μεταβαλλόμενοι και δυσπρόσιτοι, τρόποι διαμεσολά-

29

βησής της στο σύνολο των συνθηκών διαβίωσης, χρειάζονται επιμονή και προσοχή στους χειρισμούς και στη στάση απέναντί της.

Η φύση-φύση είναι μέρος του ανθρώπινου σώματος, της αφής του άλλου, της συμβίωσης του σώματος, της κούρασης, είναι μέρος της καθημερινής σχέσης με τον άλλο, και άμεσα και με τις διαμεσολαβήσεις με τα αντικείμενα και τις συνθήκες της καθημερινής ζωής. Το σώμα είναι παρόν ακόμη και όταν δεν φαίνεται ή όταν αποφεύγεται, όπως όταν διασταυρώνεται με την άυλη, ψηφιακή επικοινωνία.

Η φύση είναι παρούσα και όταν δεν φαίνεται. Μια θεμελιώδης π.χ. διάσταση της φύσης-φύσης, η σιωπή, τονίζει την πολλαπλότητά της, συμμετέχει στη δημιουργική παρουσία της φύσης.

Πρόσφατα, με έναν αντιφατικό τρόπο η φύση έδειξε στον κόσμο τη βαρβαρότητα της χωρίς όρια και έλεγχο αντι-φύσης: Η φύση-τσουνάμι με τη θυσία χιλιάδων ανθρώπων απο-κάλυψε τη βαρβαρότητα της χωρίς έλεγχο πυρηνικής δύναμης, της υπακοής της τεχνολογίας στην υποτίμηση της ανθρώπινης ύπαρξης, στην προτεραιότητα του κέρδους χωρίς ελέγχους και ρυθμίσεις. Αμέσως μετά το συμβάν, μετά τη καταστροφή της Φουκοσίμα, η εντυπωσιακή απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα πυρηνικά της εργοστάσια, ανεξάρτητα πώς θα εξελι-χθεί, είναι το δώρο της φύσης-τσουνάμι και της θυσίας χιλιάδων ανθρώπων.

2. Ο αστικός σχεδιασμός διαμορφώνει δημιουργικές πραγματικότητες όταν επιχειρεί να κα-τανοήσει τη σχέση με τους άλλους, τις υποχωρήσεις και την επιθετικότητα, τις διαδρομές στο χρόνο, την ημέρα και τη νύχτα, μέσα στις συσσωρεύσεις κατασκευών και ανθρώπων που έχουν ονομαστεί πόλεις. Ο κυκεώνας της μεγάλης πόλης είναι μια πολυπλόκαμη πραγ-ματικότητα, οι φόβοι και οι ψευδαισθήσεις, η ανακάλυψη των προηγούμενων άλλων στις διαδρομές των κατασκευασμένων κόσμων, αλλά και η αναπάντεχη δημιουργική ετερότητα κάποιου μεγάλου δέντρου που είναι εγκλωβισμένο σε μια «γωνιά» της ανωνυμίας της πόλης.

Οι πόλεις συνεχώς και περισσότερο αποδεικνύονται οι κρίσιμες συνιστώσες της ανθρώ-πινης κοινότητας, επιβάλλουν τους κανόνες τους, ακόμη και όσα φτιάξαμε για τον εαυτό μας βρίσκονται απέναντί μας, εναντίον μας.

Οι πόλεις δεν υπάρχουν χωρίς τη φύση. Η φύση δεν υποχωρεί από τη διαμόρφωση, την κατασκευή της πόλης αλλά από την κυριαρχία της υπεροπτικής επιθετικότητας της διοίκη-σης του χώρου που καθορίζεται από τη μη φύση και παραμορφώνει όλη την κλίμακα των επιθυμιών, οι παραμορφώσεις αυτές που στηρίζονται σε μονοσήμαντες οικονομικές πιέσεις και στη γοητευτική δυνατότητα της τεχνολογίας, ιδιαίτερα της νέας κάθε φορά τεχνολογίας, και οι φετιχισμοί που καλλιεργούνται προβάλλονται ως απαραίτητες συνθήκες διαβίωσης.

Η φύση, κρίσιμο συστατικό και συντελεστής του αστικού σχεδιασμού, του τρόπου συμ-βολής στην αστική συμβίωση, βρίσκεται αντιμέτωπη με την τεχνολογική δυναμική, τις οικο-νομικές συνθήκες και τις αυθαιρεσίες που αναπτύσσονται. Ίσως και γι’ αυτό, επειδή η φύση διαμορφώνει μια συγκινησιακή δύναμη με γενικότερη επιρροή, η ελεγχόμενη σε μεγάλο

Η Α

ΠΩ

ΛΕΙΑ

ΤΗ

Σ Φ

ΥΣΗ

Σ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

30

βαθμό καθημερινή διαχείριση του χώρου επιχειρεί να την απομακρύνει ή να την παραμορ-φώσει σε διαφημιστική εικόνα και slogan.

Σε αντικατάσταση της φύσης, η πόλη κατασκευάζει πραγματικότητες με θραύσματα της φύσης, που παρά το ότι μπορεί να είναι χρήσιμα, δεν αρκούν για να εκπροσωπήσουν τη φύση ή παραποιούν την κρίσιμη ταυτότητά της και τους συμβολισμούς της.

3. Η φύση αλώνεται από τους χωρίς περιορισμούς μηχανισμούς του κέρδους και από τη χωρίς έλεγχο και ρυθμίσεις τεχνικοποίηση, και οδηγεί στην παραποίηση ή και στην αγνόηση της δημιουργικής πολλαπλότητας της φύσης. Ακόμη και η φιλική ανάγνωση της φύσης όπως η βιο-κλιματική τεχνικοποιήση, μπορεί να αλλοιώνει τη φύση και τη σχέση άνθρωπος-φύση.

Στον παρελθόντα ιστορικό κόσμο, όπως είναι γνωστό, οι χαμηλής έντασης παρεμβάσεις στη φύση και η ταύτισή τους με το φυσικό κόσμο διατηρούσαν την οντότητα της φύσης. Στις συνθήκες της προτεραιότητας του χωρίς έλεγχο κέρδους η φύση συνεχώς και περισσότερο μεταβάλλεται ή και αποβάλλεται όχι από ένα σύνθετο περιβάλλον της τεχνολογικής δυνα-μικής αλλά από το μονοσήμαντο μονοπαραγοντικό τεχνικοποιημένο περιβάλλον που είναι η παραμόρφωσή του. Στις συνθήκες αυτές ακόμη και το σχεδιασμένο οργανωμένο τοπίο μπορεί να μην είναι φύση.

Η φύση είναι αδύναμη να αντιμετωπίσει την καταστροφή της από τη μονοσήμαντη τε-χνικοποίηση που επιβάλλεται με διαφορετικούς τρόπους, η επίμονη π.χ. διαφήμιση εντυ-πωσιακών μορφών, όπως του Avatar. Η ψευδής φύση κυριαρχει εύκολα, και η άλωση της φύσης συντελείται.

Η φύση χρειάζεται την καλλιέργεια της πολλαπλότητας του εαυτού της. Η πόλη χρειάζεται τη φύση της πολλαπλότητας σε όλες τις κλίμακες, ακόμη και η σημειακή συμμετοχή της στην πόλη είναι πολύτιμη και έχει αποφασιστική λειτουργία.

4. Ο τρόπος και οι συνθήκες επαφής με τη φύση μπορούν να γίνουν συντελεστές της διαφορετι-κότητας, της φύσης-φύσης και του σχεδιασμού του χώρου όπως με ορισμένες συνθετικές «χει-ρονομίες προσφοράς» φύσης: Εγκάρσιες διεισδύσεις στον αστικό χώρο με ζώνες-διαδρομές μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης φύσης, διαφορετικές οπτικές σχέσεις, «γέφυρες» μεταφο-ράς της πολλαπλότητας σε χαμηλότερα και υψηλότερα επίπεδα, κανάλια ροές νερού, περιοχές με ένταση σιωπής κ.ά. Και σε αυτές όμως τις κατευθύνσεις η άποψη για τη φύση είναι η κρί-σιμη προϋπόθεση. Γι’ αυτό η πρόσληψη της φύσης και η προσωπική στάση του δημιουργού αστικού χώρου, η παρεμβολή του, το έργο του, έχει γενικότερη και κρίσιμη σημασία για την ανθρώπινη κοινότητα. Ο σχεδιαστής του αστικού χώρου-κόσμου που αναζητά τους τρόπους για τη διαμόρφωση και τη «χρησιμοποίηση» της φύσης, δεν είναι χειριστής, είναι μέρος της διαμεσολάβησης της φύσης, είναι το σύνολο της προσωπικότητάς του, είναι το πρόσωπο του δημιουργού που αναζητεί τους τρόπους συμβίωσης της ανθρώπινης κοινότητας.

31

ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣΟμότιμος Καθηγητής, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Έννοιες της φύσης στη θεωρία και πρακτική του αστικού σχεδιασμού

Abstract

Perceptions of Nature in the theory and practice of city planning

SAVVAS KONTARATOS, PROFESSOR EMERITUS, NATIONAL SCHOOL OF FINE ARTS

From the early civilizations until Renaissance, even though Nature played a significant role in the structure of human settlements, it was connoted mainly as a cosmological model for the ideal city. In the 17th century, nature has often been treated as an object of design, as some-thing that needed to be put into geometric order similarly as the built environment. Attention to the special aesthetic qualities of the natural environment was placed later leading to the picturesque movement. The suffocating conditions that industrial revolution has created for contemporary cities have led to the rise of an ecological sensibility and to efforts of recon-ciling the urban with the rural. The Modern Movement has either shown total indifference towards the incorporation of natural elements in the environment of the metropolis or it re-turned to an abstract contemplation of nature as a model for harmony. The rapid downgrading of the natural and manmade environment that we are experiencing since then is imposing the radical revision of our ideas for the role of nature in the different scales of planning activity.

Οι δεσμοί που ενώνουν τις ανθρώπινες οικήσεις με τη φύση είναι στενότατοι, ακατάλυ-τοι και προφανείς. Το κτίσμα και κατ’ επέκταση ο οικισμός είναι πρωταρχικά ένα είδος

ομοιοστατικού μηχανισμού που ρυθμίζει τις ζωτικές ανταλλαγές του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, παρέχοντάς του έναν ασφαλέστερο και βολικότερο χώρο για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του. Από την άλλη μεριά το κτίσμα ή ο οικισμός δομείται πάνω στο φυσικό

ΕΝ

ΝΟ

ΙΕΣ Τ

ΗΣ Φ

ΥΣΗ

Σ Σ

ΤΗ

ΘΕΩ

ΡΙΑ

ΚΑ

Ι Π

ΡΑ

ΚΤΙΚ

Η

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

32

έδαφος, με φυσικά υλικά λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένα και με υποχρεωτική υποταγή σε ορισμένους φυσικούς νόμους. Η συνειδητοποίηση όμως των συναφειών αυτών παρέμεινε περιορισμένη στο επίπεδο εμπειρικών διαπιστώσεων και πρακτικών. Αντίθετα, η πόλη, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ως απαρτισμένη μορφή ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, νοηματο-δοτήθηκε ως καταρχήν αφύσικο τέχνημα. Σε τούτο συνέβαλαν η περιτείχισή της που την απο-μόνωνε από τη γύρω ύπαιθρο και οι λίγο πολύ γεωμετρημένες μορφές των κατασκευών που τη συγκροτούσαν. Σ’ ένα ασσυριακό ανάγλυφο η πόλη παριστάνεται περιβαλλόμενη με ένα τέ-λεια κυκλικό τείχος και υποδιαιρούμενη εσωτερικά με δύο κάθετα διασταυρούμενους δρόμους. Ένας κύκλος με έναν εσωτερικό σταυρό είναι και το αιγυπτιακό ιερογλυφικό για την πόλη. Φαί-νεται επομένως πως η έννοια της πόλης στους πρώτους υψηλούς πολιτισμούς συνυφάνθηκε με την ιδέα της γεωμετρικής κανονικότητας του σχεδίου της. Ταυτόχρονα όμως η ιδεατή τούτη κανονικότητα λειτούργησε ως μέσο για τη συμφιλίωση της πόλης με τη φύση μακροσκοπικά πλέον θεωρούμενη, δηλαδή με την κοσμική αρμονία που υποδήλωνε η κίνηση των ουράνιων σωμάτων. Η ομολογία του σχεδίου της πόλης με το κοσμολογικό πρότυπο αποτελούσε εξάλλου εγγύηση και για την ευταξία της κοινωνίας που περιέκλειε. Την ιδέα της συμβολικής αυτής ομο-λογίας τη συναντάμε σε όλους σχεδόν τους πολιτισμούς της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, δια-τυπωμένη σε κειμενικά ή εικονογραφικά τεκμήρια και διαφοροποιημένη φυσικά ανάλογα με τις κρατούσες μυθοθρησκευτικές παραδόσεις. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αναφοράς του αρχιτεκτονήματος και της πόλης σε μια ιερή κοσμική τάξη μας το πρόσφερε ο ινδικός πολι-τισμός, που μας κληροδότησε και μια σειρά από αρχιτεκτονικές πραγματείες γραμμένες μεταξύ 6ου και 8ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτές η οικοδόμηση σε όλες τις κλίμακες πρέπει να ακολουθεί το ψυχοκοσμολογικό διάγραμμα μιας «μαντάλα», στην οποία γύρω από ένα κέντρο, ομφαλό του σύμπαντος, αναπτύσσονται συμμετρικά γεωμετρικά σχήματα βασισμένα στο τετράγωνο και τον κύκλο, σύμβολα αντίστοιχα του γήινου και του ουράνιου κόσμου.

Περιέργως, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, μολονότι ανέπτυξε και σε φιλοσοφικό πλέον επίπεδο την ιδέα μιας αριθμογεωμετρικής κοσμικής αρμονίας, δεν μας άφησε τεκμήρια για τον όποιο συσχετισμό της με την πολεοδομία. Δεν αποκλείεται πάντως ένας τέτοιος συσχετισμός να είχε γίνει στο πλαίσιο του ευρύτερου προβληματισμού για την εύρυθμη λειτουργία των πόλεων, δεδομένου ότι η παρουσίαση στους αριστοφανικούς Όρνιθες, ως επίδοξου πολεοδόμου, ενός διάσημου γεωμέτρη και αστρονόμου όπως ο Μέτων δεν μπορεί να είναι τυχαία. Το βέβαιο είναι ότι στην αυγή των νεότερων χρόνων, με αφετηρία τις πυθαγορικές και πλατωνικές δοξασίες, οι αρχιτέκτονες και οι λόγιοι της ιταλικής Αναγέννησης επανέφεραν το κοσμολογικό πρότυ-πο ως βάση για το σχεδιασμό της ιδεώδους πόλης. Τυπικά παραδείγματα είναι το σχέδιο της Sforzinda που περιέλαβε στην πραγματεία του ο Φλωρεντινός αρχιτέκτονας Antonio Averlino, ο επονομαζόμενος Filarete, και η περιγραφή της Πόλης του Ήλιου στο ομώνυμο ουτοπικό σύγ-γραμμα του Thommaso Campanella. Το σχέδιο της Sforzinda είναι ακτινοσυγκεντρικό με 16 ακτινικούς δρόμους που απολήγουν στις έξω και έσω γωνίες ενός αστεροειδούς τείχους εγγε-

33

γραμμένου σ’ ένα κυκλικό. Η Πόλη του Ήλιου αποτελείται από επτά συγκεντρικούς δακτυλίους και υποδιαιρείται σε τέσσερις τομείς από ισάριθμους δρόμους που ξεκινούν από τις πύλες του εξωτερικού τείχους και ανηφορίζουν προς το κέντρο της, όπου υψώνεται ένας τέλεια κυκλικός ναός. Άλλοτε πάλι ως περίγραμμα της ιδεώδους πόλης προκρίνεται αντί του κύκλου το τέλειο τετράγωνο, προσανατολισμένο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως συμβαίνει σ’ ένα σχέδιο του Dürer και στη Χριστιανόπολη του Johann Valentin Andreae, ή κάποιο κανονικό πολύγωνο.

Η ιδέα ενός τέλεια γεωμετρημένου σχεδίου πόλης που αντανακλά την κοσμική αρμονία, αν και κυρίαρχη από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι και την Αναγέννηση, δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση στην πράξη. Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι ανθρώπινοι οικισμοί, αλλά και περιώνυμες πόλεις όπως η Βαβυλώνα, η Αχετατόν, η Αθήνα, η Ρώμη, η Φλωρεντία και το Παρίσι, αναπτύχθηκαν λίγο πολύ αυθόρμητα, ακολουθώντας την τοπογραφία, κάποιους εθιμι-κούς οικοδομικούς κανονισμούς ή κάποιες επιμέρους ρυθμιστικές παρεμβάσεις της εξουσίας. Γνωρίζουμε βέβαια και αρκετές περιπτώσεις πόλεων που η ίδρυσή τους συνοδεύτηκε από τη χάραξη ενός προαποφασισμένου σχεδίου: Αναφέρω ενδεικτικά και κατά χρονολογική σειρά το προϊστορικό Μοχέντζο Ντάρο στην κοιλάδα του Ινδού, τις αιγυπτιακές εργατουπόλεις των πυραμίδων, την κυπριακή Έγκωμη της ύστερης χαλκοκρατίας, τη Μίλητο, τη νέα Όλυνθο στη Μακεδονία, την Αλεξάνδρεια και τις πόλεις που ίδρυσαν ο Μέγας Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του στην Ασία, διάφορα πολίσματα του ρωμαϊκού αποικισμού, τη νέα Τσανγκάν που ίδρυσε ο κινέζος αυτοκράτορας Γουέν, το Monpazier και άλλες μεσαιωνικές bastides, αλλά και τις πόλεις που ίδρυσαν οι ισπανοί conquistadores στον Νέο Κόσμο. Ωστόσο, σε όλα αυτά τα πολεοδομικά εγχειρήματα το σχέδιο που εφαρμόστηκε ήταν μια ορθογωνική και ενίοτε εσχαροειδής ρυμοτο-μία, για την οποία από καμιά πηγή δεν μαρτυρείται ο παραμικρός συσχετισμός με το ιδεατό κο-σμολογικό πρότυπο. Αν το σύστημα τούτο υιοθετήθηκε από τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς, είναι προφανώς επειδή ήταν το πιο απλό και το πιο εύχρηστο για μια εξ υπαρχής πολεοδόμη-ση. Αντίθετα, από την πολεοδομία της αρχαιότητας και των μέσων χρόνων απουσιάζει η εφαρ-μογή του συγκεντρικού κυκλικού σχηματισμού, που μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί ως προβολή της ουράνιας σφαίρας πάνω στη γη, με μοναδική εξαίρεση την κυκλική Βαγδάτη που φέρεται από γραπτές πηγές να ίδρυσε το 762 ο χαλίφης Αλ Μανσούρ. Αλλά και στην Αναγέννηση, συγκεντρικά και αυστηρά γεωμετρημένα σχέδια εφαρμόστηκαν σε ελάχιστους νέους οικισμούς, παρά την αφθονία σχετικών προτύπων που παρείχαν οι πραγματείες αρχιτεκτόνων και στρατι-ωτικών μηχανικών. Οφείλω όμως εδώ να σταθώ στην πρώτη και συστηματικότερη από αυτές τις πραγματείες, το De re aedificatoria του Alberti.

Αν και εισηγητής της θεωρίας των αρμονικών λόγων στην αρχιτεκτονική, ο Alberti απέφυγε να συστήσει κάποιο ιδανικό σχέδιο για την πόλη. Έχοντας επίγνωση της ιστορικής πραγματι-κότητας, τόνισε πως η περίμετρός της και η κατανομή των μερών της θα ποικίλλουν ανάλογα με τις διαφορές των τόπων. Ως βασικούς όρους για την ίδρυση μιας επιτυχημένης πόλης έθεσε την ύπαρξη νερού, καλλιεργήσιμου εδάφους και υγιεινού μικροκλίματος, αλλά και μια γεω-

ΕΝ

ΝΟ

ΙΕΣ Τ

ΗΣ Φ

ΥΣΗ

Σ Σ

ΤΗ

ΘΕΩ

ΡΙΑ

ΚΑ

Ι Π

ΡΑ

ΚΤΙΚ

Η

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

34

μορφολογία που να ικανοποιεί ισόρροπα τις αντιθετικές απαιτήσεις προσπελασιμότητας και ασφάλειας. Μολονότι είχε ενστερνιστεί και αυτός την ιδέα της κοσμικής αρμονίας, σύστηνε προπάντων στους αρχιτέκτονες το σεβασμό των επίγειων φυσικών δυνάμεων. «Το πρώτο πράγ-μα που πρέπει κανείς να εξετάζει σε ένα σχέδιο», έγραφε, «είναι μήπως αυτό που προτείνεται να γίνει βρίσκεται πέραν από τις δυνατότητες του ανθρώπου ή μήπως, από τη στιγμή που αρχίζει η εφαρμογή του, συναντήσει τα εμπόδια της φύσης. Γιατί η φύση είναι τόσο δυνατή που ακόμη κι αν την αναγκάσετε να καμφθεί και να δεχθεί τις τεράστιες κατασκευές σας, θα καταφέρει να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο ή παρακώλυμα στο δρόμο της. Όσο βίαια κι αν προσπαθήσετε να της επιβάλετε τις επινοήσεις σας, θα μπορέσει με τον καιρό, χάρη στην ακλόνητη σταθερότητά της, να υποσκάψει και τελικά να καταστρέψει το έργο σας».1

Η συνετή αυτή σύσταση του Alberti δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση. Αντίθετα, στην ώριμη Αναγέννηση και προπάντων στον 17ο αιώνα η τεχνική πρόοδος και η οικονομική ανάπτυξη ενδυνάμωσαν τη θέληση των ανθρώπων για κυριαρχία πάνω στη φύση. Θα αναφέρω μόνο δύο εντυπωσιακά αλλά εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα επιτεύγματα. Το πρώτο είναι η εφαρμογή του σχεδίου του Hendrik Staets για την επέκταση του Άμστερνταμ που προέβλεπε τη δημιουρ-γία τριών νέων τοξοειδών καναλιών και ενδιάμεσων οικοδομικών νησίδων. Τα απαιτούμενα μεγάλα αντιπλημμυρικά και αποστραγγιστικά έργα εκτελέστηκαν με μοναδική μεθοδικότητα. Στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες αρχές, εκφράζοντας τη συλλογική βούληση των πολιτών, αντιπάλεψαν επιτυχώς τις δυσμενείς συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος για να δημιουρ-γήσουν έναν λειτουργικό πολεοδομικό οργανισμό που υπηρετούσε θαυμάσια τις ανάγκες μιας ακμαίας εμποροναυτικής κοινωνίας. Το δεύτερο επίτευγμα είναι το τεράστιο πάρκο του ανακτό-ρου των Βερσαλλιών, έργο ενός απόλυτου και μεγαλομανούς μονάρχη, σχεδιασμένο από τον André le Nôtre σαν μια ενιαία αυστηρά γεωμετρημένη σύνθεση. Πλατώματα, δρόμοι, κανάλια, λίμνες, δέντρα, θάμνοι, παρτέρια με λουλούδια και αγάλματα υποτάσσονταν σε άξονες συμμε-τρίας που δημιουργούσαν εντυπωσιακές προοπτικές φυγές. Γεωμετρικού τύπου κήποι είχαν βέβαια προϋπάρξει, συνήθως σαν προεκτάσεις αρχιτεκτονημάτων στον υπαίθριο χώρο. Στις Βερσαλλίες ωστόσο η κλίμακα του έργου ήταν πρωτόγνωρη και οι δαπάνες για την υλοποίησή του δυσθεώρητη. Έτσι, τον επόμενο αιώνα ο Βολταίρος θα γράψει ότι «αν ο Λουδοβίκος είχε ξοδέψει για το Παρίσι το ένα πέμπτο των όσων σπατάλησε στις Βερσαλλίες για να βιάσει τη φύση, το Παρίσι […] θα είχε γίνει η μεγαλοπρεπέστερη πόλη στον κόσμο».2 Γεγονός παραμένει ότι το πάρκο των Βερσαλλιών λειτούργησε ως πρότυπο για διάφορα βασιλικά πάρκα ανά την Ευρώπη, αλλά και επηρέασε με το φορμαλισμό του αρκετά εγχειρήματα αστικού σχεδιασμού. Στα μέσα όμως του 18ου αιώνα στην Αγγλία ο Lancelot “Capability” Brown θα επιδοθεί σε

1. Leon Battista Alberti, L’ architettura (1452), Milano: Il Polifilo, 1989, σ. 100.2. Voltaire, Le Siècle de Lois XIV (1751), Oeuvres completes de Voltaire, Paris: Librairie Hachette et Cie, τ. XII, 1888,

σ. 589-90.

35

φυσικότερες κηποτεχνικές διαμορφώσεις, ενώ αργότερα ο Uvedale Price με ένα τρίτομο δοκί-μιό του θα αναδειχθεί σε θεωρητικό εισηγητή του κινήματος της γραφικότητας, σύμφωνα με το οποίο πρότυπο για το σχεδιασμό σε όλες τις κλίμακες οφείλει να είναι το φυσικό τοπίο με τη χαρακτηριστική ακανονιστία και ποικιλία του.

Στον αιώνα των Φώτων εξάλλου, παρά την αισιοδοξία που ενέπνεε η ιδέα της συνεχούς προόδου, εντάθηκαν γενικότερα οι προβληματισμοί γύρω από την αντίθεση πόλης-υπαίθρου. Οι εμπειρίες από τη ζωή σε πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο, που είχαν δει τον πληθυσμό τους να τριπλασιάζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια, οδήγησαν αρκετούς διανοούμενους στη διατύπωση αντιαστικών απόψεων. Κορυφαίος βέβαια ανάμεσά τους ο Rousseau, που αποκά-λεσε όλες τις πόλεις «βάραθρο του ανθρώπινου είδους».3 Αργότερα, ο Etienne de Sénancourt εξέφρασε μια οικολογική ανησυχία που ηχεί σχεδόν σημερινή: «Έρχονται γρήγορα οι ημέρες όπου η ρωμαλέα αυτή φύση δεν θα υπάρχει πια, όπου κάθε έδαφος θα έχει μεταποιηθεί».4

Τους περιβαλλοντικούς προβληματισμούς όξυναν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα από τη μια μεριά οι γνωστές επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει στην Αγγλία και ήδη επεκτεινόταν στην ηπειρωτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ, από την άλλη η διάψευση των προσδοκιών που είχε γεννήσει η κοινωνικοπολιτική επανάσταση στη Γαλλία. Οι λεγόμενοι ουτοπικοί σοσιαλιστές ως λύση για την αντιμετώπιση των δεινών της εποχής τους πρότειναν τη δημιουργία πρότυπων μικρών κοινοτήτων: o Owen των συνεργατικών αγροτοβιομηχανι-κών «townships» των 2.000 περίπου κατοίκων, ο Fourier των «φαλαγκτηρίων», πολυκατοικιών όπου θα συμβίωναν αρμονικά 1.700-1.800 άτομα. Συγκλονισμένοι από την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και την έκπτωση των κοινωνικών αξιών, ο Pugin και αργότερα ο Ruskin εξέφρασαν απροκάλυπτα τη νοσταλγία τους για το προβιομηχανικό παρελθόν, ιδιαίτερα το μεσαιωνικό. Ο τελευταίος μάλιστα προσέδωσε ένα ηθικό νόημα στη σχέση αρχιτεκτονικής και φύσης. Αργότερα, ο William Morris, πνευματικό τέκνο του Ruskin, ηγέτης του κινήματος των Arts and Crafts, αλλά και μαχόμενος σοσιαλιστής, άσκησε οξύτατη κριτική στο καπιταλιστικό βιομηχανικό σύστημα, δείχνοντας και μια ιδιαίτερη έγνοια για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Στο δοκίμιό του «Τέχνη και σοσιαλισμός» έγραφε: «Λιγότερο τυχερά από τον βασιλιά Μίδα, τα πράσινα λιβάδια μας και τα καθαρά νερά μας, ακόμα κι ο αέρας που αναπνέ-ουμε, μεταβάλλονται όχι σε χρυσάφι (κάτι που θα μπορούσε ίσως να χαροποιήσει μερικούς από μας για λίγο), αλλά σε βρομιά. Και για να μιλήσουμε καθαρά, ξέρουμε πολύ καλά πως με το σημερινό Ευαγγέλιο του Κεφαλαίου όχι μόνο δεν υπάρχει ελπίδα για βελτίωση, αλλά η κατά-σταση θα χειροτερεύει χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα».5 Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι στο

3. J.J. Rousseau, Émile ou de l’ education (1762), Paris: Garnier, 1939, σ. 37.4. Sénancourt, Rêveries sur la nature primitive de l’ homme (1862), Whitefish, Mont.: Kessinger Publishing, 2007, σ. 304.5. William Morris, “Art and Socialism”, αναδημ. Στο G.D.H.Cole (ed.), William Morris, London: Nonesuch Library,

1948.ΕΝ

ΝΟ

ΙΕΣ Τ

ΗΣ Φ

ΥΣΗ

Σ Σ

ΤΗ

ΘΕΩ

ΡΙΑ

ΚΑ

Ι Π

ΡΑ

ΚΤΙΚ

Η

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

36

μεταξύ, στις ΗΠΑ, πριν ακόμη γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης, συγγραφείς όπως ο Emerson και ο Thoreau είχαν εκδηλώσει μια εχθρότητα απέναντι στην πόλη γενικά, προσδίδοντας ένα μεταφυσικό νόημα στην παρθένα φύση.

Ωστόσο, οι ανθυγιεινές συνθήκες ζωής στις εργατικές συνοικίες των πόλεων δημιουργού-σαν κινδύνους για το σύνολο των κατοίκων τους. Η επιδημία χολέρας που το 1831 πέρασε από τη Γαλλία στην Αγγλία λειτούργησε αφυπνιστικά για την ιθύνουσα τάξη της τελευταίας. Έτσι, το 1848 ψηφίστηκε η πρώτη Νομοθετική Πράξη για τη Δημόσια Υγεία και, με εμψυχωτή τον Edwin Chadwick, άρχισαν οι συστηματικές προσπάθειες για τη βελτίωση της υγιεινής των πό-λεων και της λαϊκής κατοικίας. Αντίθετα, στη Γαλλία, ήταν μάλλον ο φόβος των λαϊκών εξεγέρ-σεων που κινητοποίησε την αστική τάξη. Έτσι, δύο χρόνια μετά τη φεβρουαρινή επανάσταση του 1848 ψηφίστηκε ένας αρκετά ριζοσπαστικός πολεοδομικός νόμος και το 1853 ο Ναπολέων Γ΄ διόρισε νομάρχη του Παρισιού το βαρόνο Haussmann και του ανέθεσε την αναμόρφωση της γαλλικής πρωτεύουσας.

Αν στην πολεοδομία του Μπαρόκ και του Νεοκλασικισμού η δημιουργία χώρων πρασίνου μέσα στον αστικό ιστό και στις παρυφές του απέβλεπε προπάντων στον εξωραϊσμό των πόλεων,από τα μέσα του 19ου αιώνα θεωρήθηκε ένα από τα κύρια μέσα για την εξυγίανσή τους. Πέρα από τις τολμηρές και αμφιλεγόμενες διανοίξεις νέων δρόμων και τη βελτίωση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης, το αναμορφωτικό έργο του Haussmann περιέλαβε τη δαψιλή δε-ντροφύτευση λεωφόρων και πλατειών, τη διαμόρφωση των πάρκων Buttes-Chaumont και Monsouris στα βόρεια και στα ανατολικά της πόλης και την παραχώρηση στους κατοίκους της ως τόπων αναψυχής των δασών της Boulogne και της Vincennes στις δυτικές και ανατολικές παρυφές της αντίστοιχα. Την ίδια ακριβώς περίοδο διαμορφώθηκε ως ζώνη ανώτερων κεντρι-κών λειτουργιών και πρασίνου το Ring της Βιέννης, ενώ στη Νέα Υόρκη γινόταν ενθουσιωδώς δεκτό ως επιτυχημένο αντιστάθμισμα της μεγάλης μητρόπολης το Central Park, διαμορφωμένο από τον Frederick Law Olmsted. Ο ίδιος με τη μετέπειτα δράση του και με το σύγγραμμά του Δημόσια πάρκα και διεύρυνση των πόλεων (1870) αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος για την αναμόρφωση των αμερικανικών πόλεων και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Τις δυνατότητες για την επανασύνδεση του δομημένου χώρου με το φυσικό περιβάλλον ανέδειξαν επίσης οι μικροί εργατικοί οικισμοί τους οποίους έχτισαν, βάσει σχεδίων εκπονη-μένων από αρχιτέκτονες, ορισμένοι βιομήχανοι που πίστευαν πως η βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατών τους θα οδηγούσε σε αύξηση της παραγωγικότητας. Γενικότερα άλλωστε οι οικισμοί αυτοί, χάρη στη σχεδιαστική ευχέρεια που παρείχαν το αδέσμευτο συνήθως έδαφος και η μικρή κλίμακα του έργου, στάθηκαν προνομιακό πεδίο εφαρμογής νεωτερικών ιδεών.

Στη συμφιλίωση της πόλης με τη φύση απέβλεπαν και τα δύο πασίγνωστα θεωρητικά πρό-τυπα που παρουσιάστηκαν στα τέλη του αιώνα: η «Γραμμική πόλη» από τον Ισπανό μηχανικό Arturo Soria y Mata και η «Κηπούπολη» από έναν κοινωνικά ευαίσθητο Βρετανό στενογράφο,

37

τον Ebenezer Howard. Ο τελευταίος ευτύχησε μάλιστα να δει τις ιδέες του να εφαρμόζονται και να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην πρώτη κηπούπολη, το Letchworth, 56 χλμ. μακριά απ’ το Λονδίνο.

To 1904 o Γάλλος αρχιτέκτονας Tony Garnier παρουσίασε σε ατομική έκθεσή του στο Παρίσι τα σχέδια για μια «Βιομηχανική πόλη» 35.000 κατοίκων. Η τοποθεσία ήταν υποθετική, αλλά το γενικό πολεοδομικό σχέδιο και τα προοπτικά των κατοικιών, των κεντρικών λειτουργιών και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων απάρτιζαν μια ορθολογικά συγκροτημένη και λεπτομερώς επεξεργασμένη πρόταση, βασισμένη στις σύγχρονες τεχνικές δυνατότητες, αλλά και θαυμάσια προσαρμοσμένη στο φυσικό τοπίο. Το Μοντέρνο Κίνημα, ωστόσο, δεν ακολούθησε αυτό το υπόδειγμα. Σε μια πρώτη φάση στάθηκε αμφίθυμο απέναντι στη σύγχρονη πόλη. Από τη μια μεριά οι εξπρεσιονιστές έδειξαν μάλλον απρόθυμοι να αποδεχθούν το νέο ανοίκειο μητροπο-λιτικό περιβάλλον και κατέφυγαν σε ουτοπικές συλλήψεις παραδεισιακού χαρακτήρα. Ο Bruno Taut, για παράδειγμα, οραματίστηκε μια ακτινοβόλα γυάλινη αρχιτεκτονική στις βουνοκορφές των Άλπεων και τη διάλυση των πόλεων σε μικρές κοινότητες διάσπαρτες στο φυσικό έδαφος. Αντίθετα, οι φουτουριστές σαγηνεύτηκαν από το δυναμισμό της σύγχρονης ζωής, τα τεχνικά επιτεύγματα και τις μηχανικές ταχύτητες. Έτσι, ο ηγέτης τους, ο Marinetti, υιοθέτησε τα τολμη-ρά σχέδια του νεαρού συμπατριώτη του Antonio Sant’ Elia για τη «Νέα πόλη» που απεικόνιζαν προοπτικά ένα απόλυτα τεχνητό και μηχανοκρατούμενο περιβάλλον χωρίς την παραμικρή πα-ρουσία πρασίνου ή άλλου φυσικού στοιχείου.

Αλλά και μετά το 1920 που σηματοδότησε μια διάθεση «επιστροφής στην τάξη», το Μοντέρνο Κίνημα έδειξε να αδιαφορεί για τη φύση. Ο Mondrian στο πρώτο τεύχος του De Stijl είχε ήδη τονίσει: «Η ζωή του σύγχρονου καλλιεργημένου ανθρώπου στρέφεται βαθμιαία μακριά από τη φύση· γίνεται όλο και περισσότερο μια αφηρημένη ζωή».6 Ο Le Corbusier βέβαια στις μεσοπολε-μικές πολεοδομικές ουτοπίες του εξήρε τη σημασία του ήλιου, του αέρα και του πρασίνου, αλλά οι δενδροφυτευμένοι υπαίθριοι χώροι που προέβλεπε ελάχιστα είναι συναρθρωμένοι με τους πανύψηλους ουρανοξύστες γραφείων και τις πολυώροφες πολυκατοικίες. Οπωσδήποτε όμως η κορμπουζιανή «Σύγχρονη πόλη» δείχνει μάλλον θελκτική αν συγκριθεί με την «Πόλη υψηλών πο-λυκατοικιών» του Hilberseimer και την κλειστοφοβική κηρυθροειδή πόλη του Alexander Klein.

Δεν θα επεκταθώ στην πολεοδομία του δεύτερου μισού του αιώνα. Τόσο η μεταπολεμική ανοικοδόμηση, με λιγοστές εξαιρέσεις, όσο και τα μεγαλεπήβολα εγχειρήματα ίδρυσης νέων πρωτευουσών όπως η Τσάντιγκαρ και η Μπραζίλια μάλλον απέτυχαν να δημιουργήσουν πειστι-κά υποδείγματα αστικού σχεδιασμού εναρμονισμένου με τη φύση. Και οι τεχνολογικές πολεοδο-μικές ουτοπίες της δεκαετίας του ’60 μόνο ως εφιαλτικές δυστοπίες μπορούν να αποτιμηθούν.

Η ιστορική επισκόπηση που επιχείρησα σκοπό είχε να καταδείξει πόσο διαφορετικά κατά

6. Όπως παρατίθεται στο Reyner Banham, Theory and Design in the First Machine Age, London: The Architectural Press, 1960, σ. 144.

ΕΝ

ΝΟ

ΙΕΣ Τ

ΗΣ Φ

ΥΣΗ

Σ Σ

ΤΗ

ΘΕΩ

ΡΙΑ

ΚΑ

Ι Π

ΡΑ

ΚΤΙΚ

Η

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

38

εποχές νοηματοδοτήθηκε η φύση στη θεωρία και στην πρακτική του αστικού σχεδιασμού. Σήμερα, καθώς βιώνουμε πλέον μια ραγδαία υποβάθμιση των συνθηκών ζωής στο διαρκώς εξαπλούμενο υπό διάφορες μορφές αστικό περιβάλλον, αλλά και την απειλή μη αναστρέψιμων καταστροφών στο φυσικό περιβάλλον, οι πολεοδόμοι θα όφειλαν να ξανασκεφτούν τη σχέση πόλης και φύσης με εντελώς νέους όρους. Δυστυχώς όμως η πολεοδομία ως ιδιαίτερη πειθαρχία και ως επάγγελμα έχει πλήρως απαξιωθεί. Το ισχύον οικονομικοκοινωνικό σύστημα χρειάζεται μόνο ταλαντούχους αρχιτέκτονες, ικανούς να στήνουν εντυπωσιακές σκηνογραφίες στα κέντρα των πόλεων που ανταγωνίζονται στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας ή να σχεδι-άζουν θυλάκους θελκτικής διαβίωσης για τα προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας. Όπως δια-πίστωσε ένας ευφυής εκπρόσωπος του αρχιτεκτονικού star system, o Rem Koolhaas: «Ο θάνατος της πολεοδομίας –η καταφυγή μας στην παρασιτική ασφάλεια της αρχιτεκτονικής– δημιουργεί μια έμμονη συμφορά· όλο και περισσότερη ουσία μπολιασμένη σε λιμοκτονούσες ρίζες».7

7. Σε κείμενό του (1995) ανθολογημένο στο Theories and Manifestoes of contemporary Architecture (ed. By Charles Jencks and Karl Kropf), London: Academy Editions, 1997, σ. 305-06.

39

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ–ΚΟΥΡΗΣΟμότιμος Καθηγητής, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ

Το φυσικό περιβάλλον ως όχημα για την εφαρμογή της διεπιστημονικότητας στην πράξη

Abstract

The natural environment as a vehicle for applying interdisciplinarity in practice

DIMITRIS MARINOS-KOURIS, PROFESSOR EMERITUS, SCHOOL OF CHEMICAL ENGINEERING, NTUA

The need for protecting and sustaining the Natural Environment is already widely accepted, almost universally. Nevertheless, it was only in the “fifties” that the European environmental protection legislation started to take shape in a systematic way. At the same time, the applied policies for the environment proved to be rather ineffective.

Aside from the obvious causes (costs, inadequate control mechanisms, social reluctance, etc.), the failure of protection policies is due to the fact that their formation is not based on a unified and universally accepted scientific approach. The only promising prospect is iterdis-ciplinarity, whose development also started in the fifties as a simple transfer of knowledge, techniques, and methods of environment related sciences, to be followed by synthesis for the production of new knowledge.

In this work, the Environmental Industrial Network (EIN) of aluminum was examined, which constitutes an Industrial Symbiosis practice with interdisciplinary analysis regarding its spatial and technological dimension. Environmental, economic and thermodynamic (entropy) criteria were used in order to access the impact from the total life-cycle of the material. The objective was to determine the limits beyond which the continuation of the EIN operation is not desirable on environmental grounds.

The results showed that there is a limit, which is identical in the environmental and the thermodynamic analysis, while there is no analogous limit in the economic analysis. Thus, it is

ΤΟ

ΦΥΣΙΚ

Ο Π

ΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

Ν Ω

Σ Ο

ΧΗ

ΜΑ

ΓΙΑ

ΤΗ

Ν Ε

ΦΑ

ΡΜ

ΟΓΗ

ΤΗ

Σ Δ

ΙΕΠ

ΙΣΤΗ

ΜΟ

ΝΙΚ

ΟΤΗ

ΤΑ

Σ Σ

ΤΗ

Ν Π

ΡΑ

ΞΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

40

clear that the economic criteria do not lead to effective policies for the environment, as actu-ally expected. At the same time, it turns out that the environmental criteria can be replaced by entropy. In this way, a purely thermodynamic quantity is introduced into the environmental analysis, which quantity is also a measure of environmental viability. It should be pointed out that the quantity entropy can measure any environmental perturbation or repercussion.

This work would not be possible without the conception of the idea, the encouragement, and the guidance by the late Jenny.

1. Εισαγωγή – Φυσικό περιβάλλον

Η δεδομένη και ευρύτατα αναγνωρισμένη σημασία του «Φυσικού Περιβάλλοντος» σε κάθε δρα-στηριότητά μας επιβάλλει επιτακτικά την ανάγκη διατήρησης και προστασίας του. Μια τέτοια δια-δικασία προϋποθέτει την αναγνώριση της πολυπλοκότητάς του, αλλά και τον ακριβή προσδιορι-σμό της έννοιας του φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα ως φυσικό περιβάλλον ορίζουμε το σύ-νολο των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη βιοτική (οργανισμοί, πληθυσμοί, οικοσυστήματα) και στην αβιοτική συνιστώσα (ατμόσφαιρα, τροπόσφαιρα, λιθόσφαιρα, υδρόσφαιρα, βιόσφαιρα).

Βασικό χαρακτηριστικό του φυσικού περιβάλλοντος είναι η συνεχής μεταβολή του τόσο από φυσικά όσο και από ανθρωπογενή αίτια. Τα τελευταία συνήθως δημιουργούν αναντίστρεπτες και αρνητικές επιπτώσεις, που ταυτόχρονα προσδιορίζουν το εύρος της απαιτούμενης προ-στασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις τη δεκαετία του ’50 εμ-φανίζονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες ανάπτυξης Ευρωπαϊκού Δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος. Οι πολιτικές προστασίας που διαμορφώθηκαν, αλλά και συνεχίζονται να διαμορφώνονται, χαρακτηρίζονται από αναποτελεσματικότητα και συνεχείς αναθεωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικά προβλήματα.

Οι πρώτες προσπάθειες επικεντρώθηκαν στον έλεγχο της ρύπανσης (pollution control) με πενιχρά οφέλη, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με πρόληψη της ρύπανσης (pollution prevention), όπου και πάλι η κατάσταση δεν βελτιώθηκε σημαντικά. Η παρατηρούμενη απο-τυχία των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος οφείλεται στην άρνηση «συμμόρφωσης», κύρια για οικονομικούς λόγους, αλλά και στις εγγενείς αδυναμίες των μηχανισμών ελέγχου. Από μια βαθύτερη όμως εξέταση των αιτίων αποτυχίας των πολιτικών προστασίας, προκύπτει ότι απουσιάζει μια αυστηρή και ενιαία επιστημονική θεώρηση των περιβαλλοντικών προβλη-μάτων. Μια επιστημονική θεώρηση συνεκτική, με αναγνωρισμένη και αποδεκτή μεθοδολογία, που θα αναλύει με ολοκληρωμένο τρόπο το κάθε περιβαλλοντικό πρόβλημα και θα παράγει λύσεις βιώσιμες με ορατά αποτελέσματα.

Το φυσικό περιβάλλον από τη δυναμική λειτουργία του έχει την ικανότητα να αφομοιώνει και να εξομαλύνει αρνητικές επιπτώσεις αλλά με μηχανισμούς, ρυθμούς και αλληλεπιδράσεις

41

που μέχρι τώρα είναι άγνωστες ή προσδιορίζονται με μεγάλη αβεβαιότητα από εμπειρικά δεδο-μένα προηγούμενων ιστορικών περιόδων. Έτσι σήμερα δεν υπάρχει επιστημονική απάντηση σε κρίσιμα για το περιβάλλον ερωτήματα, όπως: Ποια είναι η «φέρουσα ικανότητα» στις πολυσχιδείς ανθρωπογενείς δραστηριότητες; Ποιες συνέργειες είναι δυνατόν να αυξήσουν ή να μειώσουν τη φέρουσα ικανότητα; Ποιο είναι το μέγεθος των αναντιστρεπτοτήτων που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ολική

περιβαλλοντική καταστροφή;

2. Επιστημολογικές προσεγγίσεις

Από επιστημολογική άποψη είναι σκόπιμο να μελετήσουμε τη σχέση των συναφών με το περιβάλ-λον επιστημών προκειμένου να διαπιστωθεί ο βαθμός συνδρομής τους στην αντιμετώπιση περι-βαλλοντικών προβλημάτων. Είναι γνωστό ότι στο φυσικό περιβάλλον συνυπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επιστημών, ο οποίος καθορίζει τους νόμους ύπαρξης και λειτουργίας του. Μια ενδεικτική καταγραφή δίνεται στο Σχήμα 1. Στο ίδιο σχήμα απεικονίζεται και ο τρόπος δημιουργίας του «πε-ριβάλλοντος» που προκύπτει από ανθρωπογενείς επεμβάσεις (δραστηριότητες και υποδομές).

Σχήμα 1. Περιβάλλον και ανθρωπογενείς επεμβάσεις-επιστήμες.ΤΟ

ΦΥΣΙΚ

Ο Π

ΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

Ν Ω

Σ Ο

ΧΗ

ΜΑ

ΓΙΑ

ΤΗ

Ν Ε

ΦΑ

ΡΜ

ΟΓΗ

ΤΗ

Σ Δ

ΙΕΠ

ΙΣΤΗ

ΜΟ

ΝΙΚ

ΟΤΗ

ΤΑ

Σ Σ

ΤΗ

Ν Π

ΡΑ

ΞΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

42

Αν και οι έννοιες φυσικού περιβάλλοντος και περιβάλλοντος είναι διαφορετικές, η αλληλε-πίδρασή τους είναι τόσο έντονη, ώστε τα όρια μεταξύ τους να καθίστανται δυσδιάκριτα. Είναι φανερό ότι μία ενιαία επιστημονική θεώρηση του περιβάλλοντος είναι αδύνατη λόγω του με-γάλου αριθμού επιστημών όσο και ανθρωπογενών επεμβάσεων που συμμετέχουν αλλά και των συνεργιστικών φαινομένων που αναπτύσσονται.

Παρά ταύτα πολύ συχνά διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι ήδη έχει διαμορφωθεί σχετική επιστήμη, δηλαδή εκείνη του περιβάλλοντος. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση θα έπρεπε να είχε διατυπωθεί ένα σύνολο γενικά αποδεκτών αξιωμάτων, κανόνων και τεχνικών περιγραφής και επίλυσης περιβαλλοντικών προβλημάτων, που μέχρι τώρα τουλάχιστον δεν υπάρχει.

Για την αποτελεσματική θεώρηση-ανάλυση του περιβάλλοντος ελπιδοφόρα φαίνεται η εφαρμογή της διεπιστημονικότητας. Ως διεπιστημονικότητα ορίζεται η μεταφορά μεθόδων, τε-χνικών και γνώσεων (από μία ή περισσότερες επιστήμες) για την περιγραφή ενός σύνθετου αντικειμένου ή προβλήματος. Παράλληλα έχουν χρησιμοποιηθεί οι όροι «διαθεματικότητα» και «πολυεπιστημονικότητα» με έντονες συζητήσεις για τη σημασία τους και τις διαφορές τους. Επανερχόμενοι στην έννοια της διεπιστημονικότητας θα πρέπει να τονίσουμε ότι η απλή με-ταφορά δεν παράγει νέα γνώση, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπερνά τα επί μέρους επι-στημονικά όρια και αντιμετωπίζει τα όποια ζητήματα συνέργειας με ολοκληρωμένο και ενιαίο τρόπο.

Η επιτυχία της διεπιστημονικότητας προϋποθέτει να γίνεται η μεταφορά πληροφοριών από τις διάφορες επιστήμες με τρόπο οργανωμένο, συστηματικό, χωρίς εκλαϊκεύσεις και απλου-στεύσεις. Είναι φανερό ότι η εν λόγω μεταφορά πρέπει να διαρθρώνεται σε διάφορα επίπεδα ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας.

Η μέχρι τώρα πορεία της διεπιστημονικότητας έχει επηρεάσει την επιστημονική σκέψη, με συνέπεια να εμφανίζονται σημαντικές αλλαγές τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην έρευνα του περιβάλλοντος. Παράλληλα έχουν εμφανισθεί και ορισμένες παρενέργειες που σχετίζονται με την πρόσληψη της νέας γνώσης, λόγω της ευρύτητας του αντικειμένου του περιβάλλοντος, αλλά και με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας που παραμένει εξαρτημένη από τη συμβατική επαγγελματική ταυτότητα.

3. Μελέτη περίπτωσης

Προσπάθεια εφαρμογής της διεπιστημονικότητας αποτελεί η μελέτη περίπτωσης που περιγρά-φεται στη συνέχεια και αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα «βιομηχανικής συμβίω-σης». Είναι γνωστό ότι η βιομηχανία αποτελεί έναν από τους κύριους ρυπογόνους τομείς και για το λόγο αυτόν, την τελευταία εικοσαετία, καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες ελαχιστο-ποίησης των επιπτώσεων με την εφαρμογή διάφορων πολιτικών μεταξύ των οποίων είναι και η «βιομηχανική συμβίωση». Ως βιομηχανική συμβίωση ορίζεται η δυνατότητα, τα απόβλητα (στε-

43

ρεά, υγρά, αέρια) ή και η αποβαλλόμενη ενέργεια από μια βιομηχανία να χρησιμοποιηθούν ως πρώτες ή βοηθητικές ύλες από κάποια(ες) άλλη(ες). Η βιομηχανική συμβίωση είναι δυνα-τόν να επιτευχθεί είτε σε οργανωμένους προς τούτο υποδοχείς με τη μορφή Περιβαλλοντικών Βιομηχανικών Πάρκων είτε σε ευρύτερο γεωγραφικό χώρο με τη μορφή Περιβαλλοντικών Βιομηχανικών Δικτύων.

Η παρούσα μελέτη περίπτωσης αναφέρεται στην Ελλάδα για το Περιβαλλοντικό Βιομηχανικό Δίκτυο του αλουμινίου. Η επιλογή του αλουμινίου έγινε για μια σειρά λόγους, όπως: Εμφανίζει ευρύτατη χρήση στις μεταλλικές κατασκευές. Απαιτούνται σημαντικοί ενεργειακοί και ορυκτοί πόροι για την παραγωγή του. Σημειώνεται

ότι η Ελλάδα διαθέτει πλούσια κοιτάσματα πρώτης ύλης (βωξίτες) για την παραγωγή αλου-μινίου.

Δημιουργείται σημαντική ρύπανση κατά τη διαδικασία παραγωγής και μορφοποίησής του. Έχει τη δυνατότητα πολλαπλών ανακυκλώσεων ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του απορρι-

πτόμενου αλουμινίου.Το ερώτημα που θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι: «Υπάρχουν όρια για την ανακύ-

κλωση;» Δηλαδή η ανακύκλωση του αλουμινίου μέχρι ποίου σημείου προσφέρει «περιβαλλο-ντικά οφέλη», ή διαφορετικά πότε γίνεται «ασύμφορη».

Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε τα εξής: Τις επιπτώσεις από την Εκτίμηση Κύκλου Ζωής (ΕΚΖ) ως γενική μεθοδολογία. Κριτήρια αξιολόγησης (περιβαλλοντικά, οικονομικά) για τον προσδιορισμό των ορίων ανα-

κύκλωσης. Τις εντροπικές μεταβολές ως μέγεθος αξιόπιστης μέτρησης των περιβαλλοντικών επιπτώ-

σεων.Η μεθοδολογία της Εκτίμησης Κύκλου Ζωής (ΕΚΖ) αναφέρεται στον προσδιορισμό/εκτίμη-

ση του συνόλου των περιβαλλοντικών επιπτώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής ενός προϊόντος (εξόρυξη/μεταφορά πρώτης ύλης, παραγωγή/μεταφορά προϊόντος, χρήση, απόρριψη, ανακύ-κλωση). Η εντροπία αποτελεί θερμοδυναμικό μέγεθος και η φυσική του σημασία σχετίζεται με το βαθμό αταξίας (δηλαδή αύξηση της εντροπίας οδηγεί στην αύξηση της αταξίας), αλλά και με την ποιοτική υποβάθμιση της ενέργειας (δηλαδή αύξηση της εντροπίας παράγει ενέργεια χαμηλότερης ποιότητας). Η εντροπία με βάση τα προηγούμενα είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως μέτρο «περιβαλλοντικής βιωσιμότητας» (Tasios, D. 2000), αφού οποιαδήποτε περιβαλλοντική επιβάρυνση από υλικά ή ενέργεια συνεπάγεται αύξηση της εντροπίας.

Είναι φανερό ότι η μεθοδολογία που περιγράψαμε για τον προσδιορισμό των ορίων ανακύ-κλωσης αποτελεί διεπιστημονική προσέγγιση, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται γνώσεις, μέθο-δοι και τεχνικές από διάφορες επιστήμες και συνδυαστικά όπως: Χημεία, Μεταλλουργία (ρύπανση περιβάλλοντος, μέθοδοι παραγωγής αλουμινίου)

ΤΟ

ΦΥΣΙΚ

Ο Π

ΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

Ν Ω

Σ Ο

ΧΗ

ΜΑ

ΓΙΑ

ΤΗ

Ν Ε

ΦΑ

ΡΜ

ΟΓΗ

ΤΗ

Σ Δ

ΙΕΠ

ΙΣΤΗ

ΜΟ

ΝΙΚ

ΟΤΗ

ΤΑ

Σ Σ

ΤΗ

Ν Π

ΡΑ

ΞΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

44

Θερμοδυναμική (χρήση του μεγέθους της εντροπίας ως γενικευμένου μεγέθους μέτρησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων)

Χωροταξία (χωρικός σχεδιασμός για την ανάπτυξη του Περιβαλλοντικού Βιομηχανικού Δι-κτύου).

4. Αποτελέσματα - Σχεδιασμός

Για την πληρέστερη κατανόηση των αποτελεσμάτων είναι απαραίτητο να δοθούν ορισμένες διευκρινιστικές πληροφορίες. Η παραγωγή του αλουμινίου (Al) γίνεται από βωξίτες, που σε πρώτο στάδιο διαλυτοποιού-

νται με την εντατική μέθοδο Bayer για παραγωγή αλουμίνας (Al2O3) και στη συνέχεια με ηλεκτρόλυση παράγεται το αλουμίνιο (Al). Το εν λόγω παραγόμενο πρωτογενώς αλουμίνιο ονομάζεται πρωτόχυτο.

Τα διαφορετικά επίπεδα από τα οποία είναι δυνατό να ανακυκλωθεί και να ανακτηθεί το αλουμίνιο είναι τα εξής:

Επίπεδα Περιγραφή

Α Πρωτόχυτο αλουμίνιο

Β Δευτερόχυτο αλουμίνιο από νέο σκραπ

Γ Δευτερόχυτο αλουμίνιο από βαμμένο νέο και παλαιό σκραπ

Δ Δευτερόχυτο από σκουριές (λευκές και μαύρες)

Ε Δευτερόχυτο από αλατώδεις σκουριές

Κατά την παραγωγική διαδικασία ανάκτησης του αλουμινίου χρησιμοποιούνται διάφορες πρώτες-βοηθητικές ύλες και παράγονται απόβλητα (στερεά, υγρά, αέρια), τα οποία είτε ρυ-παίνουν το περιβάλλον είτε δημιουργούν άλλου είδους επιπτώσεις (π.χ. από την εξόρυξη του βωξίτη).

Τα αποτελέσματα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ΕΚΖ έχουν σταθμισθεί με συντελεστές βαρύτητας ανάλογα με τη σημασία του κάθε ρυπαντή (Μουρτσιάδης, Α., 2009, Marinos-Kouris, D., Mourtsiadis, A., 2010).

Στα Σχήματα 2, 3 και 4 δίνεται μια ποιοτική απεικόνιση για τα εξής μεγέθη αντίστοιχα: Σχετικό περιβαλλοντικό όφελος από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις ως προς το πρωτόχυτο

αλουμίνιο. Σχετικό οικονομικό όφελος ως προς το πρωτόχυτο αλουμίνιο. Σχετική μεταβολή εντροπίας ως προς το πρωτόχυτο αλουμίνιο.

45

Σχήμα 2: Σχετικό περιβαλλοντικό όφελος ως προς το πρωτόχυτο αλουμίνιο.

Σχήμα 3: Σχετικό οικονομικό όφελος ως προς το πρωτόχυτο αλουμίνιο.

ΤΟ

ΦΥΣΙΚ

Ο Π

ΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

Ν Ω

Σ Ο

ΧΗ

ΜΑ

ΓΙΑ

ΤΗ

Ν Ε

ΦΑ

ΡΜ

ΟΓΗ

ΤΗ

Σ Δ

ΙΕΠ

ΙΣΤΗ

ΜΟ

ΝΙΚ

ΟΤΗ

ΤΑ

Σ Σ

ΤΗ

Ν Π

ΡΑ

ΞΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

46

Σχήμα 4: Σχετική μεταβολή εντροπίας ως προς το πρωτόχυτο αλουμίνιο.

Στο Σχήμα 2 παρατηρούμε ότι η ανακύκλωση του επιπέδου Γ (δευτερόχυτο αλουμίνιο από βαμμένο νέο και παλαιό σκραπ) είναι το όριο για να έχουμε περιβαλλοντικό όφελος. Η ίδια παρατήρηση, δηλαδή η ύπαρξη ορίου, ισχύει και για τη μεταβολή της εντροπίας (βλ. Σχήμα 4). Αντίθετα από το Σχήμα 3 προκύπτει ότι ως προς το οικονομικό όφελος δεν εμφανίζεται όριο.

5. Συμπεράσματα – Προτάσεις

Από τα αποτελέσματα της μελέτης περίπτωσης προκύπτουν τα εξής: Διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός περιβαλλοντικού ορίου πέραν του οποίου η ανακύκλωση

επιβαρύνει περισσότερο το περιβάλλον απ’ ό,τι η πρωτογενής παραγωγή του αλουμινίου. Σε κάθε περίπτωση ανακύκλωσης υλικών είναι σκόπιμο να διερευνηθεί η ύπαρξη ή μη πε-ριβαλλοντικού ορίου.

Δεν προέκυψε οικονομικό όριο, δηλαδή το σχετικό οικονομικό όφελος είναι θετικό σε όλα τα επίπεδα ανακύκλωσης, γεγονός που δείχνει ότι μόνο η οικονομική θεώρηση δεν προ-σφέρεται για μελέτη προβλημάτων που αναφέρονται σε περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Το περιβαλλοντικό όριο είναι δυνατό να διαπιστωθεί και θερμοδυναμικά με τη χρήση του μεγέθους της εντροπίας. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι η εντροπία, λόγω των χαρακτηριστικών της, περιγράφει μονοσήμαντα και αντικειμενικά την κατάσταση ενός συστήματος.

47

Από τα προηγούμενα συμπεράσματα γίνεται φανερό ότι η διεπιστημονική προσέγγιση εμφα-νίζει πλεονεκτήματα προκειμένου να προσδιορισθεί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Marinos-Kouris, D. & A. Mourtsiadis (2010) “Environmental and Recycling. Some Comments on the Entropy Units”, 2nd International Symposium on Green Chemistry for Environmental Health, 27-29 Sep., Mykonos.

Tassios, D. (2000) “Management of Resource for Sustainable Entropy. Shows the Way”, Global Nest the International Journal, Vol. 2, no. 3.

Μουρτσιάδης, Α. (2009) «Περιβαλλοντικά Βιομηχανικά Δίκτυα», Διδακτορική Διατριβή, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα.

ΤΟ

ΦΥΣΙΚ

Ο Π

ΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

Ν Ω

Σ Ο

ΧΗ

ΜΑ

ΓΙΑ

ΤΗ

Ν Ε

ΦΑ

ΡΜ

ΟΓΗ

ΤΗ

Σ Δ

ΙΕΠ

ΙΣΤΗ

ΜΟ

ΝΙΚ

ΟΤΗ

ΤΑ

Σ Σ

ΤΗ

Ν Π

ΡΑ

ΞΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

48

JULIAN BEINARTProfessor of Architecture MIT

Changing natures in dynamic urbanism

Περίληψη

Οι μεταβαλλόμενοι ρόλοι της φύσης σε συνθήκες δυναμικής αστικότητας

JULIAN BEINART, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΙΤ

Η ομιλία αυτή εξερευνά τις επιδράσεις διαφορετικών συλλήψεων της φύσης στην αστική δυ-ναμική σε περιπτώσεις εφαρμοσμένων έργων. Κεντρική ιδέα είναι ότι, ενώ η φύση κατέχει κεντρική θέση σε όλους τους πολιτισμούς, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις που ενέχουν επιπτώσεις για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία.

Η πρώτη περίπτωση εξετάζει την κυβερνητική πολιτική για την αστική κατοικία σε μια περι-οχή της χώρας που αντιμετωπίζεται ως ακόμη φυσικός μη αστικοποιημένος χώρος. Οι ενοικια-στές αυτών των κατοικιών προσαρμόζουν τα σπίτια τους φυσικά και συμβολικά σε ένα διάστημα 50 ετών καθώς και οι ίδιοι εισέρχονται στη διαδικασία της αστικοποίησης.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά ένα πανεπιστημιακό κτίριο του οποίου ο σχεδιασμός προσπα-θεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των χρηστών του σε συνάρτηση με ιδέες που σχετίζονται με τη φύση της εργασίας τους. Επιχειρεί έτσι να υποσκελίσει τις έγνοιες του παρόντος με τη φυσική μιμητική και σχολιάζει την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος στην αρχιτεκτονική όπως τα ερείπια και η ομοιόσταση.

Η τρίτη περίπτωση εξετάζει τέσσερις διαφορετικές συμπεριφορές προς τη φύση σε ένα χω-ροταξικό σχέδιο που εκπονήθηκε πριν από 75 χρόνια. Η πρώτη παρουσιάζει μια ρομαντική εκδοχή της φύσης της φτώχειας· η δεύτερη θεωρεί ότι η φύση μπορεί να επιφέρει βελτίωση με τη βοήθεια της συνέργειας· η τρίτη προσφέρει μια εναλλακτική λύση ιδιωτική πρωτοβουλίας όπου η γεωργία αναγνωρίζεται σαν φυσικό αγαθό· η τέταρτη εξετάζει τις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον που προκαλούνται από την εισαγωγή ορυκτών καυσίμων και πυρηνικής ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού.

Στα συμπεράσματα εξετάζεται η περίληψη ανθρωπογενών και μη ανθρωπογενών παραγό-ντων σε έναν προσδιορισμό της φύσης μέσα από τη συγκεκριμένη ιστορία μιας αμερικανικής

49C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

Mπόλης. Το θέμα συνεχίζεται καθώς η πόλη αντιμετωπίζεται ως στοιχείο ανταγωνισμού μεταξύ οικονομίας και φύσης και καταλήγει με ένα σύγχρονο αίτημα για την αναγκαία ένταξη της περι-βαλλοντικής επιστήμης και οικονομίας σε μια συνετή πολεοδομία.

I want to thank the organizers of this symposium in honor of Polyxeni Kosmaki for inviting me to take part. While Polyxeni and her husband, Dimitris, were students at MIT, Dimitris

was my assistant in a theory class started by Kevin Lynch in 1956 and which I still teach. I learned about the genesis and growth of modern Athens from the two of them in their joint thesis which I supervised in 1980. I am grateful that they came to study at my university, as I am grateful for being here today to join you in celebrating Polyxeni.

Introduction

My talk today will try to explore the effect of different conceptions of nature on applied projects in the dynamic life of the city. For certain there is no single philosophy of nature, nor is there any consensus about its application to the form of the city. Nothing about nature is absolute in society. Leo Marx, the great American student of the battle between nature and the

1. Western Native Township in the location of black peoplein the Western areas of Johannesburg.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

50

machine in American life, says that “although attitudes toward nature occupy a central place in all cultures, significant differences obviously exist in the degree of influence they exercise.”

Certainly there must have been agreement about nature when archaic man first erected a gnomon and deduced that it was noon when the gnomon’s shadow was shortest and pointed north anywhere in the latitude of Greece or Mesopotamia. We believe there was certainty then because knowledge about nature could mean survival. Nature, so often imagined as pastoral and passive, has always, in fact, been as much about beast as it has been about beauty. But, if Mircea Eliade is correct, the scientific observation of nature in primitive times acquired its reality only through its participation in a larger religious reality, a hierophany, which gave meaning to place through the imitation of celestial forms, through the significance of the center, and through rituals in which time is circular. Since then we have been accustomed to philosophies about nature as being relative. Even in Roman times, Steven Weinberg, the Nobel-winning physicist, reminds us that nature could be interpreted ambiguously: Ptolemy wrote astronomical science in his great treatise, Almagest, but he also advocated pseudoscience in his book on astrology, the Tetrabiblos. Both versions of the truth about nature seemed to satisfy needs at the same time.

Today, at least in societies where there is openness of thought, different beliefs about nature are still available and sanctioned, but they are often not explicit and their affects on the form of our cities are unclear or distorted. I want to examine this relationship between conceptions of nature and their consequences in three cases of architecture and urbanism. The first is about a national government’s politicized canon of rural nature and its role in the design of urban public housing. The second case is of a recent building for science and the abstraction of natural principles rather than the literal copying of natural form in its design. The third is of a famous regional plan where, over time, four distinct value systems, all different conceptions of good nature, have been at play.

1. Johannesburg and Western Native Township

In South Africa, the distinction between the idealized nature of the countryside and the essentially evil nature of the city, was fundamental in the application of race-based policy. Under apartheid black people were classified as rural types, tribal by natural law, to be maintained as people of the country because that was their natural habitat. White Afrikaner religion saw the white person’s biblical burden as having to care for the uncivilized black person who, like a child, needed the nutrition of nature which only the country could provide.

Already in 1904, a government white paper made it very clear that the towns of the colony were the special places of abode for white men, who were the governing race. Nature was moralized as it so often is. The 19th century American philosopher and founder of

51C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

trancendentalism, Ralph Waldo Emerson, saw this aspect of nature absolutely : “This moral sentiment which thus scents the air, grows in the grain, and impregnates the waters of the world, is caught by man and sinks into his soul. The moral influence of nature upon every individual is that amount of truth which it illustrates to him.”

Nature’s truth was a South African invention. The real truth lay in the fact that blacks were kept out of cities because in cities they would be politicized, become modern men and women, and shack off their tribalisms. In their urban reclamation, their new nature would

3. Early mud wall decoration and wood and metal panel porch enclosure.

2. The original basic 37 square meters house.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

52

4. Axonometric view of two decorated houses and street-facing entry space.

5. Axonometric view of two decorated houses and street-facing entry space.

53C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M6. Plan of distribution of changed houses and typical new street elevation.

be their political freedom, which would equalize them with whites, and threaten the white economy by selling their labor at a higher rate. Urban nature was thus not only morally evil but politically revolutionary. Marx and Engels foresaw this power of urbanization : according to them “enormous cities... (would) rescue a significant part of the population from the idiocy of living on the land.”

White government made every attempt to resist the black movement to cities. Separate rural Bantustans were created all over the country but they failed miserably. The pass laws which forebade blacks from urban residence were ruthlessly applied, but in the end could not be maintained. Nevertheless, in South Africa between 1960 and 1985 one black person was prosecuted under the pass laws every minute of every day.

In line with apartheid’s moral corruption of nature, the government attempted to build urban housing for black people as if the housing was in the country. In 1917 the first public housing was built in Johannesburg in response to the influenza epidemic. In Western Native Township the 2,000 houses were of one floor and only about 37 square meters in size. As the population grew, these rented 2-room houses had to accommodate about seven people

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

54

per house. Yet, despite its desperate minimalism, the house plan was designed to have a small open porch, a space the government designers considered to be what country natives needed. Somehow you could retain your bucolic condition by sitting and watching nature from your porch.

The response to their houses was both functional and symbolic. At first, like they did in the country, families put cow dung on the house’s bare floors and mud on the street-facing facades, scratching traditional litema patterns on them. As space pressure grew, they enclosed the porch with cheap wood and thrown-away cast-iron ceiling panels to add another room to the house. And as time past and they, although renters, felt more secure, they built more permanent enclosures and decorated the façades of their houses.

7. Sun centered house decoration.

8. Sun derived house decoration.

55C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

The decorated facades consisted of a communally agreed-upon visual language, made up of basic geometrical forms like circles and rectangles. No-one tried to draw their own idiosyncratic image. Two characteristics of the decorations are their consistency and content. To make an image that represented something real, like a razor blade, or a lucky symbol in a gambling game, or a political symbol, only the elements of the basic form language were used. And when asked to explain the content of their decoration, many referred to them as belonging both to the tribal wall paintings they remembered from their country huts, but at the same time they were connected also to the houses of white people in the city. The decorated walls were thus a method of expressing a transition from their past rural life to their new urban life. Some of the façade patterns, such as the many variations on the sun, were for them something you constantly saw in the country where the horizon was always present and you saw the

9. Different façade surface textures.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

56 11. Rural farm decoration and urban white middle-class house façade.

10. Razor blade and Russian-derived ANC rotor symbol decorations.

57C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

12. WNT imagery transferred to international magazine covers.

sun rise and set every day. But the sun also shone in the city. For these people, the façade decorations were the creation of a new invented nature, a combination of the rural nature they no longer belonged to and the urban nature to which they now aspired. Precluded from the city through a false conception about nature, they invented a reconstructed but more genuine depiction of nature of their own.

The extraordinary formal competence that these wall façades display, reminds me of Alexander Tzonis’ writing about the poetic identity of classical buildings. He suggests that “what distinguishes a classical building as a poetic object from ordinary buildings is on its surface, in its formal organization. But beyond this formal veil lies the act of foregrounding through which selected aspects from the reality of a building are recast into formal patterns. The resulting quality of architecturalness is not a portrait of reality. It is its critical reconstruction.” In these Johannesburg houses, we have a critical reconstruction of nature.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

58

2. Brain and Cognitive Sciences Center, MIT

The second case refers to interpretations of nature in architecture. Amongst current attitudes, certainly in America, there is the proposition that architectural form has a direct bearing on human performance and forms, easily recognized for their apparent naturalness, have better effects on people than forms which do not explicitly recall nature. In a recent text on biophilic design – sometimes referred to as biomimicy or natural design – the book lists some of biophilia’s acceptable building forms : “botanical motifs, tree and columnar supports, animal vertebrate motifs, shells and spirals, egg, oval and tubular forms” are considered good as are “shapes resisting straight lines and right angles”. Architecture is posited as a battle against the orthogonal world. This literalism about the depiction of nature, and probably about art as a whole, of course, denies an essence of architecture, namely that its formal vocabulary rests on human abstraction, whether from nature or from any other source of human experience. It arrogantly assumes a natural truth about human behavior. It pains me, particularly as an urbanist who believes that cities are about relations and agreements, formal as well as others. This stuff has nothing to say about the plans of cities, especially, I suppose, those that have used right-angle grids since antiquity.

Here I am reminded about a comment on a plan designed in 1873 by the greatest American landscape architect, Frederick Law Olmstead, for the town of Tacoma in Washington state : “There was’nt a straight line, a right angle or a corner lot. The blocks were shaped like melons, pears and sweet potatoes. One block, shaped like a banana, was 3,000 feet in length and had 250 lots. It was a pretty fair park plan but condemned itself for a town.”

13. Images from contemporary biophilic literature.

59C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

A decade ago, the Indian architect, Charles Correa, was asked by MIT to design its new Brain and Cognitive Sciences Center. Correa invited me to join him in partnership to work on this building in which MIT brought together scientists from a very wide range of disciplines to study the brain, as one scientist said, from “molecules to memory”. The building was to be large, over 38,000 square meters, making it the largest such research facility in the world. The site had an irregular shape and had a train running through it twice a day, producing vibrations that could disturb delicate instrumentation. The program had to allow for separate corridors and elevators for animals and, given the volatility of neuroscientific research, the space had to maximize flexibility.

I was intrigued by the natural content of contemporary brain research, not only for its own

14. Images of the human brain.

15. Location of the MIT Brain and Cognitive Sciences Center at MIT.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

60 17. Air views of the MIT BCS Center.

16. Plans of the MIT Brain and Cognitive Sciences building.

61C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

sake but also for any clues that it might reveal for its appropriate architecture. The task was too difficult. Not only was the science too distant but the clues to good habitation given by the scientists had little directly to do with the intellectual content of their work. There was no notion that the building’s form required any direct connection to the brain or literally to any other aspect of neuroscience. Other than functional needs, what came up most often were three requests by the scientists : clarity of the location and morphology of the various parts of the

18. Main Street façade and daily train passing under the building still in construction.

19. View of the 28 meter high central atrium as core of the building.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

62

20. Various types of glass employed in the building.

21. View of the Gehry-designed Stata building from inside the BCS Center.

63C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

22. Overall view of the BCS building.

23. Balrampur, India, pool cleaning and bathing.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

64

building, the creation of many opportunities for interaction, and the presence of light. In all three, the needs were expressed mostly as actual but in many cases they were requests also for the psychological. So interaction was not only to be measured by the frequency of real meetings but also by the sense that unprescribed encounters could easily take place in the building.

The building, which opened in December 2005, has some of these aspects. The building’s plan has compact corridors, not the endlessly long corridors of MIT buildings, and they mostly orient clearly to the building’s center, a 28-meter high roof-lit atrium. Commenting on the plan’s legibility, one scientist cryptically says : “Geography is destiny, after all”. There are a very large variety of intersections in the building’s plan and section and many of the scientists speak of the resulting serendipity : “Casual contact makes science”, says one, while another speaks of no longer having to wait for international meetings to meet his colleagues. The building has many modulations of natural light from different sources and types of glass.

24. Indian water rituals.

65C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

Commenting on this, one of the Center’s cognitive scientists says : “the building with its soaring spaces and light will allow our imagination to soar as well.”

As for its measured environmental performance, the building has achieved a nearly 70% reduction in potable water use, and improved methods of storm water control and heat recovery, variable air volume, light pollution reduction, low emitting materials, recycled content, and has a waste management plan. It is the first building on the MIT campus to

25. Classical ruins.

26. Albert Speer’s expansive architecture super-reinforced to achieve adequate ruins.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

66

27. Plan of Speer’s Berlin central axis and the city’s war destruction.

28. The remains of the destroyed Jerusalem Hurva synagogue.

67C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

be LEED certified, an internationally recognized green building certification system. It has achieved these measures without the building having more than one major curved surface : the only one in the building is its northern wall which follows a pre-existing man-made curved street rather than because of any natural imperative.

Two further thoughts about nature and architecture which the MIT Brain Center brings to mind. The first is about homeostasis or the body’s capacity for self-healing. Scientists working on neural repair in the case of stroke patients attempt to restore tissue that is injured but which the body cannot do without help. To educate the body would be similar to what the great Scottish biologist, Patrick Geddes, proposed to the Maharaja of Bahadur in India in 1917. The inhabitants of the Maharaja’s town, Balrampur, were suffering from malaria. To combat the disease, Geddes proposed that the Maharaja not destroy the slum’s polluted water tanks, the source of the disease, but instead try to teach his people to clean the tanks. Geddes suggested the hiring of old men and a boat to do the cleaning every day so that everyone would see the benefits, the children would watch, and it soon would become a repeated community ritual instead of a cause for slum clearance or urban surgery.

29. Louis Kahn’s proposed Hurva synagogue as the exploitation of ruins.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

68

A second thought concerns the work done in one of the building’s Institutes which focuses on the complex mechanisms that drive our capacity to retain or lose memory. They recently uncovered why relatively minor details of an episode are sometimes inexplicably linked to long-term memories, such as remembering the color of a famous person’s shirt rather than the person’s important speech. Architects assume much about memory. Memory, after all, was the sixth of John Ruskin’s seven lamps of architecture. Over time we have venerated ruins, even built artificial ruins that depict demise, but we never build to celebrate birth. Albert Speer, for example, fearful that his buildings would ruin badly and so damage the eternal memory of the Reich, concocted what he called “A Theory of Ruin Value” and persuaded Hitler to allow the over-building and super-reinforcing of Nazi architecture. Louis Kahn, on the other hand, saw the power of a space-time resilience in ruins. Asked to design the Hurva synagogue in the old city of Jerusalem in the early 1970s to replace a building destroyed in the war of 1948, he insisted on maintaining the ruins and, contrary to Rabbinical instructions, designed his new Hurva on a site next door. For Kahn, ruins maintain memory (“what is not built, is not really lost”, he said) , they express a special spirit now that they no longer need to perform function, they promote silence, and they have a particular beauty that finished buildings cannot have. Whereas Speer needed to artificially embalm nature, Kahn rejoiced in letting nature be itself.

3. Tennessee Valley Authority

In my last example of the way we bring relative perspectives about nature to the designed environment, I want to examine very briefly four such perspectives on the most significant regional plan ever executed by the U.S. government, the Tennessee Valley Authority. The

30. Maps of the Tennessee Valley Authority location.

69C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

Tennessee river connects to rivers in seven American states, and was the spine of one of the most depressed parts of the country. In 1933, when Franklin Delano Roosevelt created the authority, thirty percent of the region were afflicted by malaria, others by hookworm, pellagra and black lung disease, the income was 639 dollars per year, much of the farmland had been eroded or depleted (in Tennessee alone 14 million acres needed reclamation), ten percent of the forests were being burnt each year, and the river long used for transportation by Native Americans had been clogged by floods and drought. In the area later covered by the Norris Dam, over 90 percent of the people had no electricity, 30 percent no toilets, and 65 percent had to walk over 250 meters to get water.

31. Images of poverty and disease, distant water supply, soil erosion, and the romanticization of the Tennessee river region.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

70

Despite these conditions, the first perspective saw the TVA iniative as destructive of a traditional view of nature in the American South. The intellectual group known as the Southern Agrarians claimed that the culture of the soil is the best and most sensitive of vocations. Thomas Jefferson, himself a farmer, had spoken of “rural virtue” ; farmers were seen as ancient pioneers on a frontier, of hardy stock, capable of sustaining themselves and only wanting to be left alone. Mark Twain had eulogized the great rivers of the South in a new language of nature. Beaten by the North in the Civil War, the South resisted the invasion of their nature by

33. The new TVA and its projection of modern efficiency.

32. Roosevelt and imagery of the dynamic regional renewal project.

71C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

metropolitanism, by the callow, centralized and impersonal nature of modernism, machines and the central government which the TVA represented.

The second perspective on nature, that held by Roosevelt and his advisors, was much like that of Sigmund Freud who was amazed at the tendency of civilized men to idealize the simple and primitive conditions of life. Their view of nature lay in its capacity to be improved. Thus the TVA vigorously set out to transform the region. They developed fertilizers, taught farmers how to upgrade crop yields and replant forests, controlled forest fires and floods, improved the habitat for fish and wildlife, and created a navigation channel that today carries more than 50 million tons of goods on the Tennessee river. Most importantly, they built 29 hydroelectric dams which made the TVA the nation’s largest public power company, providing electric power to nearly 8.5 million customers in the Tennessee valley, many of whom were new industries attracted by the region’s restoration.

The mantras of the Roosevelt TVA team were relational terms : “multi-use” and “seamless web” : as one of them said : “trees and nature as means to solve almost any human problem.” Roosevelt himself argued that “By controlling every river and creek and rivulet in this vast watershed... It touches and gives life to all forms of human concerns.” This conception of regionalism, not unlike the Valley Section of Patrick Geddes, was strongly supported by urbanists, among whom were Lewis Mumford and Benton Mac Kaye, who had met with

34. TVA’s dams as progressive, visible and prominent evidence of progress.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

72

Roosevelt two years before he signed the TVA authorization. TVA’s architecture was modern and progressive, visible, clear and prominent – the Fontana dam is 143 meters high – emblematic of the decisiveness of the TVA idea and in line with a hope that it would also lead to a rebirth of local craftsmanship and art.

The third attitude toward nature was that of Henry Ford who in 1921 offered Congress five million dollars to buy the Wilson dam and power facilities to develop his alternative to Roosevelt’s TVA. Ford saw nature through the lens of agriculture which he believed had been mistakenly ignored in the making of industrial cities and needed to be restored to save the fibre of America’s workers. To create a machine/agriculture balance, Ford proposed to build a city in Muscle Shoals 120 kilometers long and 24 kilometers wide made up of a string of small towns from which workers could commute to his factories. The workers would stay in touch with nature as farmers : Ford estimated his workers could each raise 500 dollars worth of food for themselves per year. Such a city would surpass Detroit in a few years, Ford believed. While Ford generated much support for his project – he was even thought of as a

35. Henry Ford’s agricultural/industrial alternative at Muscle Shoals.

73C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

candidate for the next presidency – Congress rejected his plans, a move which Ford blamed “on the international Jews.” Ford had already expanded his industrial market internationally at the time of his TVA venture. He had built a Fordson tractor plant in Stalingrad in 1929 and an automobile factory in Gorky in 1931, and his Jewish architect, Albert Kahn, went on to build over 500 factories in the USSR. But these projects carried no notions of good nature with them. Even Lewis Mumford, who was intrigued enough with Ford’s proposed city, wrote for advice from Patrick Geddes : “Here is first-rate neotechnic project”, Mumford wrote, “How can we alter Mr. Ford’s plans… My only answer… is to show him that the city is not merely a vehicle for commerce and industry, but a place where the social heritage is preserved and re-shaped.”

The fourth and final conception of nature, now after about 75 years of the TVA, has little to do with the romance of tradition, nor with the efficiency of relational regionalism, nor with

36. The 9 cm. long snail darter and the environmental struggle over the Tellico Dam.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

74

the reclamation of agriculture through industry. It is borne out of a sense that nature is fragile, and its deep ecology is being threatened by expediency, ignorance and exploitation. Three episodes over the last 38 years have characterized this latest view of the TVA and nature.

In 1973 the construction of the Tellico Dam on the Little Tennessee Dam was halted when a rare, 9 cm. long fish, was discovered in its waters. The fish was claimed to be a unique species and its potential demise became a watershed event in the growing American environmental movement. The United States Supreme Court upheld the environmentalists’ protests and it took Congress to change its Endangered Species Act for the Dam to be completed. Since the controversy the small fish has been relocated to another river in Tennessee where it is thriving. The snail darter controversy still stands as an important event in America’s environmental history.

In the 1950’s, as the demand for electricity was outstripping the capacity of its hydroelectric facilities, the TVA began to build coal-fired electric plants which now account for about 65% of its electricity output. The TVA relied heavily on coal strip-mining which, instead of producing trees and natural cover, left mountainsides with ugly brown scars. In the late 1960’s Tennessee passed laws to bring coal strip-mining under control, as lawsuits also led TVA to clean up the pollution from their coal-burning plants. On December 22, 2008, an earthen dike at one of TVA’s plants broke, spilling a billion gallons of wet coal ash across 300

37. The December 22, 2008 TVA dike break and the subsequent wet coal ash disaster.

75C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

acres of land and into the tribituaries of the Tennessee river. The New York Times called it the largest environmental disaster of its kind in the United States.

In 1943 the US government built the Oak Ridge laboratory in Tennessee as part of its Manhattan Project to separate and produce uranium and plutonium for use in developing a nuclear weapon. The project used millions of kilowatts of energy produced by the TVA. In 1966 the TVA started building nuclear reactors : it now has three. For years now, people have travelled to Tennessee to protest these facilities : just 48 days ago, protesters were marching again carrying flags saying “For health care, not bombs“, and “A safer world is our right”. Since 2004 the TVA has slowly been adding wind and solar power to their system.

Conclusion

In trying to connect various concepts of nature to real artifacts of architecture and urbanism, I have included human beings as part of nature. If not always accepted as a definition of nature, such an inclusive view seems to best encompass the theory and practice of what we encounter when we work with cities and regions today, especially if we consider urbanism as dynamic and changing over time.

38. The contemporary TVA environment.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

76

Perhaps the most remarkable example of a city that embraces both human and non-human nature is Chicago. Chicago is called “Nature’s Metropolis”, the sardonic title of William Cronon’s biography of the city. The city is the accumulation of man’s hubris and defiance of nature to achieve significant economic goals. Named Chicago, an Indian word for a plant, wild garlic, the city started in 1836 with a vast attempt to develop nature by building a canal to link the St. Lawrence river and the Great Lakes to the Mississippi river, a connection from the Atlantic Ocean to the Gulf of Mexico. Although it failed to achieve such a cross-continental water link, some twelve years later, the city succeeded in becoming the central hub of the cross-continental railway system from the East to the West coast. Whereas it took 30 days to travel to New York in 1836, it took only 36 hours in 1852. In Chicago this achievement which transformed the economy of the American Midwest was regarded as “a force upon nature.” So was the building of the world’s first tall buildings on the sand base of the city, requiring enormous ingenuity in spreading the skyscraper’s load through rafts, spread foundations and caissons.

In 1899 the city again defied the given nature of its earth base of sand and mud by building an illegal subway system nearly 100 kilometers in length under the city’s downtown. Unknown to the city authorities, private landowners dug in the mud at night to create a tunnel which carried merchandise, coal, even mail, and they even sold the tunnel’s cold air to air condition theaters above the tunnel. Four years later, in 1893, the city’s leaders again used what they called their natural superiority to beat out St.Louis, as they had in the competition for the railroad in 1848, to obtain the Columbian Exhibition which brought half the population of the USA to Chicago to see this World’s Fair. And in 1909, a group of the city’s private individuals made and promoted the first comprehensive plan for a metropolis in the United States. This plan was directed by the architect, Daniel Burnham, who had also designed the World’s Fair, and who perhaps summed up the human-centered arrogance of his city in his famous advice : “Make no little plans : they have no magic to stir man’s blood and probably will not be realized.”

As it started by taking the name of a plant, Chicago today is trying to accommodate itself to the current demands of environmentalism. It is now considered one of America’s greenest cities. Mother Nature Network which measures, among other criteria, renewable energy use, acres devoted to open space, percentage of LEED-certified buildings, air and water quality, and carbon footprint reduction, lists Chicago as No. 9, and cites Chicago as having more than a quarter million square meters of city roofs which support plant life. The Earth Lab Foundation ranks Chicago as the No. 1 green city in America for producing the fewest tons of CO2 annually. In fact, MIT awarded the Kevin Lynch award to the Mayor of Chicago in April of 2005.

I mention the case of Chicago not only because it once again demonstrates changing conceptions of nature over its 175 years of existence, nor because it shows the complex intertwining of human nature and non-human nature. The example of Chicago stands for

77C

HA

NG

ING

NA

TU

RES I

N D

YN

AM

IC U

RBA

NIS

M

another dualism : the contest between economy and nature. It involves both an atavistic attempt to overcome the shortcomings of nature in favor of wealth and greed as well as the use of immense human ingenuity for advancement from one nature to another. Its costs have been great as it has despoiled the earth’s first nature. (Here I borrow the Marxist concept of first and second natures.) Its economic achievements have been vast ; among other things, it revolutionized the production of food. Perhaps it could have achieved its economic stature by following another path but, as they say, that is history.

The lesson for us now must be that, if we are to survive properly, the search for economic growth has to be matched with a binary obligation to nature. Jane Jacobs has attempted to show us the similarities between the basics of economy and that of science in her little book, “ The Nature of Economies.” But for the majority of the world where population growth and urbanization is accompanied by massive poverty, increasing wealth may be a higher priority despite what science says. A billion people now live in what we call slums and this figure is expected to double by 2030. As long as so-called developed economies disdain the evidence of science and sidestep international agreement, who can blame those who are impoverished and seek economic advancement.

39. Regular protests against TVA’s use of coal and nuclear power and new wind power additions.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

78

As urbanists, our task is to produce hybrid models which marry science and economy. If science was fundamental to survival in archaic times, we may well, after some 5,000 years, be in the same position again. We may decide to ignore environmental science’s requirements through ignorance, political game-playing, or sheer indolence. But in making science and economy work together for us, we have yet another obligation. We may be so fettered by the demands of science and economy that we forget that architecture and urbanism have always had the cultural obligation to create beauty, aesthetic and social nourishment, cognitive evolution and collective memory. It is an enormous challenge to achieve all of this : to be sustainable, prosperous, and cultured. Yet it is also an epic opportunity for greatness.

Δεύτερη Συνεδρία: Περιβαλλοντικές διαστάσεις του σχεδιασμού των πόλεων

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ: Κώστας Σερράος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Rediscovering the role of nature in structuring cities: Cases from different regions and cultures of the world Paolo Ceccarelli, UNESCO Chair, Πανεπιστήμιο της Ferrara

Ανάγκη ανασχεδιασμού των υπαίθριων χώρων στην ελληνική πόλη Αθανάσιος Αραβαντινός, Ομότιμος Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Θεσσαλονίκη 100+: Αναζητώντας την περιβαλλοντική μετα-ρύθμιση Νίκος Καλογήρου, Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

81

PAOLO CECCARELLIUNESCO Chair Urban and Regional Planningfor Local Sustainable Development,University of Ferrara

Rediscovering the role of nature in structuring cities. Cases from different regions of the world

Περίληψη

Επανανακαλύπτοντας το ρόλο της φύσης στη συγκρότηση των πόλεων: Τέσσερις μελέτες περίπτωσης από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές

PAOLO CECCARELLI, UNESCO CHAIR URBAN AND REGIONAL PLANNING FOR LOCAL SUSTAINABLE DEVELOPMENT, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ FERRARA

Το άρθρο αναλύει καταρχάς τους όρους «φύση» και «πόλη». Τι σημαίνουν για μας; Πώς τους χρησιμοποιούμε; Είναι σταθερές ή μεταβαλλόμενες έννοιες; Έπειτα εξετάζει τις σχέσεις ανάμε-σα στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον σε μια σειρά από διαφορετικές περιπτώσεις σε διαφορετικά πλαίσια. Ο λόγος για τη φύση και τις πόλεις βασίζεται στην υπόθεση ότι οι έννοιες αυτές όσο και η μεταξύ τους σχέση είναι αντιληπτές με σχετικούς όρους που διαφοροποιούνται ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο όπου τοποθετούνται. Για παράδειγμα, ο συσχετισμός της φύσης με την έννοια της μεταβολής και της απροβλεψιμότητας μιας αυτόνομης πραγματικότητας που θα πρέπει να ανακαλυφθεί ανήκει στο δυτικό πολιτισμό. Άλλες κοινωνίες και κουλτούρες όπως η κινεζική, η ιαπωνική και η ισλαμική, έχουν εντελώς διαφορετικές προσλήψεις της φύσης και άρα το δυτικό παράδειγμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ερμηνεία και επίλυση προβλημάτων.

Επιπλέον, ενώ σε κάθε πολιτισμό τα βασικά προσδιοριστικά στοιχεία παραμένουν σταθερά, ο τρόπος που αυτά ερμηνεύονται αλλάζει με το χρόνο. Η κατανόηση αυτής της σχετικότητας είναι θεμελιώδης σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες πρέπει να διατηρηθούν και να αναδειχθούν. Αυτό άλλωστε είναι σημαντικό προκειμένου να αποφευχθεί η θεωρητική ισοπέδωση που θα οδηγούσε σε επιφανειακά και μη ικανοποιητικά αποτελέσματα.

RED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

82

Τα θέματα αυτά διερευνώνται μέσω των παρακάτω παραδειγμάτων:Curitiba (Βραζιλία) και Ferrara (Ιταλία), Guangzhou (Κίνα) και Kanazawa (Ιαπωνία) Buenos Aires (Αργεντινή) και Ιεριχώ (Παλαιστίνη)

Aim of this paper is to explore the role that nature has played and can and will play in the future in the making of an urban environment. For a number of different reasons the need

for a more correct and positive relationship between cities and nature has become crucial in a nearly totally urbanized world, A world that on the one side faces severe environmental crises, food deficits, water shortages; and on the other increasingly experiences large scale natural di-sasters like the earthquakes, tsunamis and floods that recently occurred in Haiti, Japan and the US. For decades the issue of a balance between nature and man was disregarded because of the overconfidence of the leading western societies (joined more recently by Japan and China) in technology and in the unlimited opportunities of growth. There are great doubts at present about the apparent and fragile world we have built. Greece is dramatically experiencing the outcomes of models of growth that are not based on the limits and potentialities of the real world, and have considered man and nature as accessories.

The concepts of nature and city

I shall first elaborate on the two terms, nature and cities. What do they mean to us? How do we use them? Are they fixed or changing concepts?

Next I shall examine the relationships that have taken place between the natural and the man-made environment in a number of cases in different contexts.

Nature is made of a great number of different components: from the onions of a small or-chard on a Greek island to an earthquake in Chile or a kiss of two lovers. This is not the place to explore the variety and complexity of problems that this generates. I shall only deal with three elements : the geomorphology of a place, the role of water and parks and open spaces.

My discourse about nature and cities is grounded on the assumption that the concepts of nature, city and their interrelation are relative. They are different in different cultures and change in the course of history. This implies different approaches and answers.

Let me start from a painting I very much like : it is the Primavera, which was painted in Florence by Botticelli in 1462 (Figure 1). A handsome young lady with her clothes ruffled by the wind walks almost dancing towards the center of the scene. While Venus stands quietly and the three Graces move in a dignified way she introduces a dramatic effect of dynamism into the peaceful and idyllic scene. She is the Spring. On her left there are two other fast moving figures — Chloris, the deity of plants and flowers, and Boreas, the wind. The painting is famous

83R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

and beautiful in itself. It conveys the sense of life and freshness of the new season which bursts into the perfect but unchanging Hesperides’ garden. But as Aby Warburg pointed out more than a century ago in his seminal doctoral thesis on the influence of Classicism on Florentine Renaissance (Warburg, 1893, Gömbrich 1970) the dynamism of the Spring and of Chloris has a deeper meaning. The dancing young ladies who unexpectedly appear in the paintings of Botticelli, Benozzo Gozzoli, Pollaiolo and other important painters of the Renaissance were taken from the classical tradition and used as revolutionary tools to disrupt the medieval order. Their models were the nymphs and the Maenads of the Greek mythology. The Spring and Chloris of Botticelli are dynamic images from the past that herald the new society and the new world. And it is amazing that icons of nature like the Spring and Chloris are symbolically associated with the concept of change to strengthen and legitimize the Renaissance revolution. Even if the knowledge of antiquities by Florentine artists was rather superficial and mostly based on formal aspects, they restated principles that were deeply rooted in the classical culture, but then forgotten for centuries.

Speaking in Athens there is no need to remember that nature (physis) as it has been de-fined and developed by the classic Greek poets and philosophers (and absorbed by the whole Western culture) is something distinct from man and that hides itself – something that must be discovered (Naddaf, 2005). The relationship between man and nature never results in a merger. The concept of nature is also intrinsically associated with movement and change. Hesiod in his Works and days and the Theogony, and Anaximander in Peri physeos put the bases of the concept of nature we still rely upon. Heraclitus elaborated on the separateness of nature and suggested with his aphorism “Nature loves to hide” the need to discover its substance, to unveil its unpredictability (Hado, 2004). Democritus and Epicure assumed that the different basic components of matter – the atoms – are permanently in motion. Plato suggested that reality is made of discontinuous geometric entities. But the most explicit

Figure 1. Sandro Botticeli, Spring (1476).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

84

theoretical formulation about nature was put forward by Aristotle. His theory had a very strong and long lasting impact on Mediterranean cultures – the Roman, the Christian and also the Islamic ones. Aristotle says that nature is in an inner principle of kinesis – i.e. motion, change, and being at rest. It is contrasted by active powers or potentialities (dynameis) which are external principles of change. According to him all reasoning on nature must rely upon the explanation of motion.

Obviously the original Greek concept of physis was party modified in the following three thousand years but the thought about nature developed in this region of the world it is even now based on its principles. In 1919 Albert North Whitehead in a seminal lecture at Trinity College still stated “What is Nature? Nature is that which we observe in perception through the senses. In this sense-perception we are aware of something which is not thought and which is self-contained for thought” (Whitehead, 2004).

There is no need to say that the characteristics of separation, of secrecy, of motion and change associated with nature have a strong impact on design and planning. Nature and man are intrinsically different. They have a dialectic relationship. Nature can have a distinct and specific role and can be used as a device for change.

While the concept of nature associated with the ideas of change and unpredictability of an autonomous reality to be discovered belongs to the Western civilization, other societies and cultures have very different conceptions. The western model cannot be used to correctly explain and solve their problems.

In the Chinese tradition man and nature have very strong affinities and form an indivisible whole (Cheng, 1997, 2007; Zehou, 1994). The aim of landscape design and architecture is to bring the human and the natural worlds closer and to blend them by designing open spaces in such a way that they look “natural”. Chinese garden design tries to simulate nature by us-ing bends, windy paths, bizarre constructions, and architectures are integrated in the natural landscape to create an organic whole. This formulation of the relationship between nature and man in some way legitimizes the creation of an artificial nature in places that have lost all their original natural characteristics. Since nature is not seen as a separate and unknown reality (man and nature are very similar) it can be manipulated and charged of a variety of meanings that are functional to human behavior,

Even the Japanese concept of nature and of its relation with man is very different from the ones in the western culture (Asquith, 2004). For the Shinto tradition the divinity (Kami) lives everywhere. Nature and the spiritual world are consequently inseparable, they form a unity, This affects very much the way nature is used, and is affected by man made artifacts. The same holds for the other basic component of the Japanese culture, Buddhism that in ancient times was strongly influenced by Shintoism. Because of this influence the distinction between nature and man disappeared. Mountains, stones, streams, and the sound of winds became

85R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

beings with a Buddha nature. The same happened for natural phenomena. This implies that men live in accord with nature that is nothing else than Buddha itself. The concern for nature that characterizes the Japanese architecture and garden design has its roots in these principles.

Islam reasoning about nature is based on a structured and well defined geometrical vision of the world (Akkach, 2005).

Ancient Islamic cosmographies were circular and symmetrically ordered. Symmetry and hierarchy regulated the relationship among different elements. Thanks to its finitude and clear structure it was possible to represent the world in allegoric terms and to compare it to other natural and human-made objects, such as the human body, a garden, the form of a city. It also allowed to integrate the spatiality of the Cosmos, of the geography, of the human body and the built form and to see elements in terms of one another, without the need of theoretical mediation. The whole was united. Some natural elements had a prominent role. It is important to remind that the Palm tree was created right after man. And water was very important because some of its features like its movement, its color and light, the sounds it makes and the shapes it takes when it falls are highly inspiring. According to Islam the water should always be visible (Bazin, 1990).

Since cities are a cultural product similar differences are found when the concept of city is analyzed. It happens also when the simple morphology and physical structure of the city are taken into consideration – but I do not need to elaborate on this issue since it is well known and deeply studied. The western city model has been exported everywhere alongside with technology, cultural models, life-style patterns, political and legal institutions. As a result all cities nowadays look similar, even if they are not. They show substantial differences when the way they function and their components are analyzed. The same physical element (a street, an open space or a building) can be used in different ways. This becomes even more evident when one looks at how individual components relate among themselves

As a consequence, while nature has always had the same role in the birth and development of an urban settlement (it has been true several thousand years ago in Jericho, Mohenjo Daro, or Ife as it is at present in Brasilia, Gurgaon or Shenzen) its relationship with human urban artifacts varies in different cultural contexts (Berque 2009, Rykwert,1988)

Finally one must remind that the concepts of nature, of city and of their relationship change in the course of time.

In the history of Western civilization nature has been seen from very different perspectives. The idea of city also has repeatedly changed. And the relationship of these two elements has been explained in different and often contrasting ways. This is possible because of the basic assump-tion that nature is an independent entity from man and that its inherent character is change.

Initially nature was given a sacred value. Then its economic function was considered pre-eminent. In more recent times the esthetic value became relevant. Later a hygienic role was

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

86

attributed to nature. More recently nature has become an important component of leisure. A similar variety of approaches concern the design of landscape. The role of nature in the European renaissance and baroque gardens is substantially different from the one of the Romanticism. And the present concern for the broader cultural landscapes originated in the nineteenth century only. The concept of nature tends to change in accordance with the more general cultural trends.

Nowadays it is the environmental concern which prevails. We assume that nature and cit-ies can (and must) have a friendly and positive interaction, and that they are supplementary to each other. This is the result of a deeper environmental awareness, but the opposition to it is still very strong. Capitalism has turned many natural elements into commodities opposing the idea of nature as a common good. This has produced a patchwork of uses, approaches and policies. The protection and the rehabilitation of nature has often become a kind of “business as usual” kind of action. The complex, rich and dynamic relationship between nature and hu-man environment has been reduced to sets of piecemeal technical and legal solutions.

After years of indifference and oblivion the role of nature in urban environments has emerged again as a central issue because of the worldwide environmental crisis. In some cases it concerns the rediscovery of the geomorphology of a place, in others is related to the exist-ence of water, in others it focuses instead on the plants and animals of the region and the city. This new important concern has often been originated more by the search of a new attractive image and by the effort to re-construct an ancient identity or to create a new one than by a real concern for the natural environment.

This is true not only in the western world but also in China, Japan, India and the Islamic world. Too often current design and planning approaches in these countries are a mockery of the principles on which the nature-man relationship of these civilizations is based. I believe that we should be more concerned with this progressive loss of meanings and values.

Six cases in different cultural contexts

I shall now examine some cases which suggest further thoughts in this direction.

Curitiba and Ferrara. Nature as a structural elementI shall first present two cities in which nature has been used as a strategic element of develop-ment. They are very different from an historic as well as a cultural point of view. One case is Curitiba, a contemporary city in Brazil, the other Ferrara, a Renaissance city in Italy.

CuritibaThe case of Curitiba, the capital city of Parana in Brazil, is well known. In the last three de-

87R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

cades Curitiba has been considered a model city which anticipates new forms of mass transit, new patterns of land use and also a much better balance with the natural environment.

I have a long acquaintance with Curitiba where I have worked for several years. I have ex-perienced its success but I have also seen growing a number of problems originated by the very principles on which this success was based. Three years ago the International Laboratory of Architecture and Urban Design, ILAUD, held one of its international laboratories in Curitiba to better understand what is going on there. It was called “When new cities grow older” and explored the results of American and European urban planning principles of the 1960s and 1970s on which the Master Plan of Curitiba was based. The Brazilian society is changing, people are more wealthy and as a consequence new needs emerge, new life-styles develop. The ligeirinho, the very rational and efficient integrated land-use – BRT system invented by Jaime Lerner, is no longer the prevailing transportation mode and local people increasingly use cars. The strong physical system based on the two x shaped axes, the high rise corridors along them and the surrounding wild-fire, low-density residential developments does not work as in the past (Figure 2). Being so programmatically designed and built it does not allow easy adjustments and changes. The modern model city is very rigid and now gasps while look-ing for alternative solutions. Luckily Curitiba was based not only on a system of roads with related land-uses and densities but also on a system of public parks and open spaces envisaged to perform a range of roles like protection from recurrent river floods, leisure and sports, re-duction of pollution, conservation of biodiversity.

The catchment area of Curitiba consists of several rivers and streams that cross the city in different directions and form six river basins. A network of twenty eight parks and wooded areas has been created. It includes the biggest linear environmental park in Brazil along the Barigüi river. Flood waters are diverted into new lakes located in the parks.

When the Curitiba Master Plan was adopted almost fifty years ago there was less than one square meter of green space per person; now they have increased to fifty two square meters.

Figure 2. Curitiba surface transportation corridors. Figure 3. The system of public parks in Curitiba.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

88

The experience of Curitiba is challenging because of this approach. The strength and con-tinuity of its urban structure is not ensured by buildings but rather by parks, rivers and lakes that are both a resource for a high level quality of life and environmental protection (Figure 3).

In spite of contradictory decisions and the pressure of real estate interests this development pattern continues. Nature is still used as an innovative opportunity.

One of the responses to changing mobility patterns has been the construction of a new “green axis” which combines transportation with another system of open spaces and parks.

And the new urbanization pressures are addressed planning new clusters of open spaces for farming and leisure where only strictly controlled and carefully designed housing develop-ments are allowed.

Nature is still seen as an element for constructing and changing the urban environment.

FerraraIn 1492 (the same year that Columbus arrived in the Caribbean), a period of great changes in Europe, the Duke of Ferrara decided to expand the medieval town according to a defined plan. It was the first Renaissance urban plan and a model that thereafter was applied to many other places. It established guidelines that were followed for centuries since. Ferrara has had a UNESCO World Heritage nomination because of it. The new town was surrounded by big walls conceived to include and protect a future large and important city of several thousands people. This plan failed because an epidemic decimated the population of the region. This fateful event turned into an unexpected positive opportunity – a unique urban-rural environ-ment that has lasted until nowadays. Inside the urban walls there still are small farms, large vegetable and flower gardens, vineyards and huge parks.

The Dukes of Ferrara also governed a large territory of flat agricultural areas and marsh-lands at the Delta of the Po river. The Po river had many branches that on one side protected

Figures 4 and 5. Ferrara. The Renaissance city walls

transformed in a linear public park.

Figure 6. Commuters’s bicycles parked at the

Ferrara railway station.

89R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

Ferrara from enemy armies but on the other recurrently flooded villages and farmlands. In the 16th and 17th centuries a very complex and sophisticated system of channels and land reclamations was designed by Italian and Dutch engineers. It resulted in a unique cultural landscape that won Ferrara a second UNESCO nomination.

The awareness of how relevant is the interrelation between the built and the natural envi-ronment continue since then, In the 1980s the city launched an ambitious project of restora-tion of the walls and their moats. The walls are now a very popular linear park nine kilometres long. In the same years a new Master Plan designated an area of 1,200 hectares north of the city, between the walls and the Po river, as Urban Park (Figures 4 and 5). The area had been the hunting ground of the Dukes and an open space for military defence. It is now a unique resource for the inhabitants of Ferrara. It is used for sport activities (in Ferrara there are 136,000 inhabitants and 125,000 bicycles, 89% of the inhabitants owns a bicycle) (Figure 6) and big festivals but also for horticulture, plant nurseries, and natural preserves.

In Ferrara there is an old tradition of positive relationships between the urban built envi-ronment and its surrounding natural environment. It continues in the new strategies for its social and economic development. Natural resources are considered a crucial factor of attrac-tiveness and a structural component of the urban system.

Guangzhou and Kanazawa. A different vision of the nature-man relationshipTwo cases in China and Japan allow to see different approaches to the use of natural elements in urban strategies. They are Guangzhou (Canton) in China and Kanazawa in Japan.

Guangzhou Guangzhou is the third city of China and has an official population of eleven million (probably it is much bigger because of illegal immigrants). It is the capital of the Guangdong Province, the most important industrial region of the country with almost one hundred million inhabitants. It is located at the top of the Zhujiang delta (the Pearl River delta) a triangle at the base of which are Hong Kong, Shenzhen and Macao. The habitat is typical of a sub-tropical estuarine region, with undefined boundaries between the water and the mainland and with hundreds of river branches, canals, lagoons, islands, rice paddies, ponds with ducks and geese.

Figure 7. Liwan (Guangzhou). The 13 hongs waterfront along the

Zhujiang river (18th century).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

90

The city of Guangzhou is divided in several smaller administrative districts with a semi-autonomous legal status. One of them, in a very central location, is Liwan. In Liwan there is the site where the first permanent contact between China and the Western World took place in the 17th century. It was called the “13 hongs area” since there were thirteen warehouses of European and Chinese merchants, with their houses. It was a settlement outside the walls of Guangzhou. While the compound had a rather free legal status foreigners could not freely circulate. It performed this role thanks to its location along the Zhujiang river and its physical structure made of a network of canals connecting the river with commercial, residential and productive areas on the mainland (Figure 7). The “13 hongs” were destroyed by fire in the 19th century but this part of Guangzhou still has a very vibrant life resulting from a mix of different uses, different income groups, old and new buildings. The ancient morphology has disappeared but the sense of a bustling port area is still alive. These aspects have been recently rediscovered as a cultural and political resource. Liwan has now become a focal point of the strategy of enhancement of Guangzhou. Guangzhou is nowadays one of the great metropolises of the global world. It needs an adequate image. Skyscrapers have been built on the water-fronts but Liwan has a unique and non-reproducible resource : heritage. This has suggested the re-opening of canals, the restoration of old buildings, the enhancement of the former “13 hongs area”. In a very explicit way this area has been totally redesigned according to the fundamental Chinese principle that an artificial landscape is natural when it looks “natural” (Figure 8). The area is at present a public garden. This is considered a non-adequate use for the place where China and the Western World first met and made business together. The “13 hongs” are an heritage that has a very important meaning for present China with its increasing role of global leader. It must be redeveloped and changed to convey the feeling that it is a very important place. Old buildings can be torn down and substituted by new buildings looking like more dignified old buildings.

But any process of revitalization and beautification will originate land use specialization, unbalances, change in the social and economic structure and so on. Most of the important cit-ies in the world have faced and face everywhere similar problems and give similar unsatisfac-tory answers to them. Is it really impossible to solve them in a different way?

Kanazawa Kanazawa, on the western coast of Japan, at the same latitude of Tokyo, has been one of the most politically important and wealthy Japanese Castle Towns of the Edo period. For a couple of centuries it was run by enlightened Daimyos who supported arts and crafts, educa-tion, festivals and were very concerned with the protection of the rich natural environment. Kanazawa still has ancient Samurai quarters and Geisha districts, traditional Noh theatres, and outstanding museums. With Kyoto and Nara, Kanazawa is one of the three cities of special ar-

91R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

tistic and historic value that was not bombed during WW2. Kanazawa also has beautiful parks and formal historic gardens, and the natural landscape is still well preserved. The local care for trees has suggested ways of protecting them from snowfalls that have produced original winter sceneries (Figures 9 and 10).

Nowadays Kanazawa is a medium-size city (450,000 inhabitants) with a solid economic base made of medium and small size industries both in high-tech and traditional productions, education (there are seven universities, and technical colleges) and services. Tourism is also im-portant, but the city does not want to become a major tourist attraction. Its future role is rather seen in the fields of culture, science and applied research. Kanazawa should capitalize on the high quality of its life and of its environment (both natural and man made) to attract designers, researchers, artists. In the next future this policy could be supported by the forced transfer of a sizable number of persons to safer areas caused by the recent earthquake and tsunami.

In this strategy the balance between nature and artifact plays a crucial role. People are attract-ed by a place that has not lost the fundamentals of the Japanese idea of the relationship between man and nature (Figure 11).

There are several plans to enhance this aspect. The ancient moat system around the castle is under restoration. It is made of canals and ponds which have an important role in the struc-ture of the city. The relationship of the city fabric with the two rivers Sai and Asano has been improved. Another important issue is the fight against the deterioration of the forest system. For centuries the forest areas closer to the city were carefully managed in order to ensure on one side environmental protec-tion by regulating floods, etc., and on the other the production of timber, paper, leaves for feeding animals, etc. These human managed forests called Satoyama are a very important resource

Figure 8. Liwan (Guangzhou). The system of natural and artificial lakes and canals.

Figure 9 and 10. Kanazawa. The protection of historic trees from the winter

snow. Day and night views.

Figure 11. Kanazawa. An urban park.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

92

of the present and future life of Kanazawa. The efforts to preserve and improve them are very important for creating a complex and sustainable environmental system where nature, build-ings, infrastructure interact in a positive way. In this case also the Japanese concepts of nature and city are the best support for planning (Figure 12).

Buenos Aires and Jericho. The forgotten nature comes backFinally another couple of very different cities, Buenos Aires and Jericho in Palestine. Their cases are interesting because they show how basic natural elements that originated a city can be easily forgotten in the current planning practice. And instead they still are very important resources for future development.

Buenos AiresBuenos Aires was founded in 1536. It was located at the edge of an immense plain, later called the Pampa along the main transport water-way to Southern America – the Rio de la Plata. It was established on the only relief that existed for miles and miles : the Barranca, a modest rift of loess. The choice to locate the first urban settlement there has given it an unexpectedly important role, both functional and symbolic. It is at the same time the element on which the city is based, and that divides and connects the Pampa on one side and the river on the other. In addition the ridge of the Barranca has been functional to create a belt of siltation lowlands that have progressively expanded in front of the city. It has also performed a significant social role in segregating the well-to-dos (living on the top of it) from the have-nots (living on the lowlands and the valleys). Over the years the Barranca has been altered, partly destroyed or used as an important physical reference. It was either weakened or reinforced according to the needs of the developing city with its port, railroads, sport facilities and airport (Figure 13).

Buenos Aires looks now like an endless sequence of building blocks, organized in a grid,

Figure 12. The ecology of the Kanazawa region.

Figure 13. The Barranca (red line) and the system of parks in Buenos Aires.

93R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

without any reference to nature. The Barranca seems to have disappeared. But it has not. After five centuries it is still there and the relevance of its role has not diminished.

As a physical boundary between the Pampa and the Rio it has played a crucial role in the foundation of the city and in defining its original structure. But it is also a very strong symbolic element as the boundary that separates, but at the same time connects the mainland plains with the water of the Rio and the Ocean. One can say that the Barranca gives a distinct meaning both to the land and to the water in a specific geographic point. It is in fact their urban raison d’être.

It has been and still is an active element in the process of territorial formation and change. It has been expediential in creating the belt of lowlands that has separated the city from the Rio and has allowed the building of the modern port, the development of railroad yards, the location of industries. It has an important role in the protection of the city from the Rio high tides and floods. The Barranca has had the unusual role of helping to produce new land for the city of Buenos Aires. The new land is public and represents a major resource for the city.

The Barranca is not a continuous system of coastal alignments and valleys corresponding to the mouth of water courses. It has been in a dialectic relationship with the design principles inspiring the urban plans of Buenos Aires. The regular square grid that repetitively extends in all the directions was forced to adjust to the bending lines of the Barranca, to its edges, gaps and physical emergencies. In some limited but nevertheless significant cases, one can even find buildings that have responded to the presence of the Barranca. This has in turn produced diversified street patterns in several parts of the rift. It has also produced different perspective views.

It can be said that the Barranca as a natural element that structured Buenos Aires is not only an object to be protected and represented. It is a very important component and reference for future strategies and policies of urban development and improvement.

JerichoWhile Buenos Aires is a city of 3 million, Jericho has only 20,000 inhabitants. But while Buenos Aires is 500 years old Jericho is the oldest urban settlement in the world. It has more than 10,000 years. It is also the lowest (260 meters below the seal level) since it is very close to the Dead Sea in the Jordan Valley of Palestine.

Given its nature of oasis Jericho is strongly associated with nature. The first settlement was originated by the existence of a fresh water spring (the Elisha Spring of the Bible) which still provides most of the drinkable water and the water for irrigation in Jericho. The warm and dry climate for several months, coupled with the existence of water have produced a lavish vegeta-tion, made of palms, banana, orange and olive trees, vines and beautiful vegetable gardens. It explains the reasons why the first Neolithic settlement was destroyed and re-built over millen-nia, and why it was taken as an icon of the Promised Land by the Jews who had wandered for decades in the desert. The story of Joshua and the fall of Jericho’s walls is a legend. But the green

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

94

spot of vegetation in the white and red landscape that Moses saw from the mountains of Jordan, after having guided his people to destination and before dying, is the same that one can see today (Figures 14 and 15).

The very long history of Jericho is tied with the Canaanites, the caravans of nomads, the Bible, the Gospel, but also with King Herod who built there a Winter Palace, Cleopatra who received as a gift from Antonius the precious plantations of Balsam, the Umayyad Caliph Hisham who built another winter palace, and so on. The combination of archeological sites, historic memories, beautiful vegetation and the simple, easy-going life of a small town in the desert makes this place unique.

But how can such an extraordinary heritage be protected and saved from the hordes of pilgrims, the second homes of wealthy Palestinians and the housing pressure from the nearby Jerusalem? Even in Jericho the answer comes from the appropriate use of natural resources, and specifically of water.

The performance of a spring that relieved the thirst of Canaanites ten thousand years ago and that still provides good water for local people is amazing. It is a kind of miracle of nature that can be used as a leading reference, as the symbol of what is really important and long lasting. Water is a crucial factor for making a new environment consistent with the deepest meaning of this place.

The spatial structure of the oasis was determined by a network of open canals that brought the water to the palm groves, the fruit and the vegetable gardens. There were also small pools where the water was collected and used by the flocks of sheep and goats. In an effort to reduce the waste of water and to avoid its contamination the ancient open air canals were recently substituted by steel and plastic pipes. This subverted the traditional system of land uses and the location of rural buildings that were based on a peculiar pattern of irrigation. The canals and the pools have been abandoned, and have turned into garbage dumps. Plastic covers have substituted the traditional gardening techniques and the landscape has begun to change. It is amazing to compare the difference between the present management of the water system and the traditional Islamic thoughts about the world and water in particular. Step by step the place can lose its identity and become unable to react to external disruptive pressures. The clear and precise geometric rules on which the irrigation was based and consequently the houses were built and the gardens cultivated has been lost. The direct image of water that had and still has very important meanings also has been lost. One feels immediately how the introduction of

Figures 14 & 15. Jericho’s views.

95R

ED

ISC

OV

ER

ING

TH

E R

OLE O

F N

ATU

RE I

N S

TR

UC

TU

RIN

G C

ITIE

S.

CA

SES F

RO

M D

IFFER

EN

T R

EG

ION

S O

F T

HE W

OR

LD

a water management technology alien to local culture and inconsistent with traditional prac-tices can be very dangerous: to solve a limited problem it generates big disasters.

A Master Plan promoted by the Italian government is under development. It is aimed to protect the heritage while creating economic alternatives to tourism. Specialized agriculture using traditional techniques is a possibility. In any case it is necessary to rehabilitate the origi-nal network of canals and pools, and to reintroduce the rules that had guided the formation and the development of the oasis for centuries. And a new approach to water consumption must be introduced in new housing developments.

Once again nature becomes a crucial strategic factor in an urban process.With this paper I wanted to pay a small but affectionate tribute to the memory of Polixeny

Kosmaki and to her important scientific and professional contributions. I thought that the best way to do this would have been to stimulate intellectual curiosity and to induce further think-ing. I hope to have reached this objective,

Has the time for the irruption of a new revolutionary nymph come back?

BIBLIOGRAPHY

Asquith, Pamela J. and Arne Kalland (eds), Japanese Images of Nature. Cultural Perspectives, London: Routledge Curzon, 2004.

Akkach, Samer, Cosmology and Architecture in Premodern Islam. An Architectural Reading of Mystical Ideas. Albany, N.Y.: S.U.N.Y.Press, 2005.

Bazin, Germain, Paradeisos. The Art of the Garden. Boston: Bulfinch Press, 1990.Berque Augustin, Écoumène, Introduction à l’étude del milieux urbains. Paris: Belin, 1999.Cheng, Anne, Histoire de la pensée chinoise, Paris: Éditions di Seuil, 1997.Cheng, Anne (ed.) La penseé en Chine aujourd’hui. Paris: Gallimard, 2007.Gömbrich, Albert, Aby Warburg. An Intellectual Biography. London: The Warburg Institute. University of

London, 1970.Hadot, Pierre, Le voile d’Isis. Essai sur l’histoire de l’ idée de nature. Paris: Gallimard, 2004.Huang, Chun-chieh ad Erik Zürcher (eds.), Time & Space in Chinese Culture, Leiden: E.J. Brill, 1995.Naddaf, Gerard, The Greek Concept of Nature, Albany, N.Y. S.U.N.Y. Press, 2005.Rykwert, Joseph, The Idea of a Town, The Anthropology of Urban Form in Rome, Italy, and The Ancient World,

Cambridge, Ma.: MIT Press, 1988.Warburg, Aby, “Sandro Botticelli’s “Geburt der Venus” und “Frühling” Eine Untersuchung über die Vostellungen

von der Antike in der italienischen Frührenaissance”, Hamburg and Leipzig, 1893, in Gertrud Bing (ed.), Abi Warburg. La rinascita del paganesimo antico. Firenze: la Nuova Italia, 1966, 1980.

Whitehead Alfred North, The Concept of Nature, Mineola, N.Y.: Dover Publications, 2004 (original version Cambridge: Cambridge U.P, 1920).

Zehou, Li, The Path of Beauty. A Study of Chinese Aesthetics. Hong Kong: Oxford University Press, 1994.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

96

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣΟμότιμος Καθηγητής, Σχολή ΑρχιτεκτόνωνΜηχανικών ΕΜΠ

Ανάγκη ανασχεδιασμού των υπαίθριων χώρων στην πόλη

Abstract

The need for redesigning of urban open spaces in the Greek city

ATHANASIOS ARAVANTINOS, PROFESSOR EMERITUS, SCHOOL OF ARCHITECTURE, NTUA

The harmonic and productive cooperation with Jenny Kosmaki for many years in graduate and post graduate program has been a school of new knowledge and innovative design whose repercussions are reflected in this paper.

First I attempt a new reading of the so called organization of the Greek city of the second half of the 20th century where its problems descent. A basic imbalance between built and non built space characterizes the city and its sub-systems in their entirety up to the built block and individual plot, calling for a thorough redesign at all spatial scales. What is needed is a bold new regulatory framework for sustainable urban development that will go beyond interventions of singular or local character to a framework that will rather encompass all urban and peri-urban space including forest and agricultural land. This refers to land use structure and development intensity, more environmental friendly building regulations, public parking and design of urban infrastructure systems. This is the only way that will ensure the reinstitution of public space. The experience of other countries and some other cities in Greece can support this effort. It is emphasized that the proper town planning, besides the known functional, social and aesthetic improvement can save also resources, natural as well as economic.

Προλεγόμενα

Έχουν περάσει πάνω από δυο δεκαετίες, από τότε που αρχίσαμε με την Τζένη Κοσμάκη τη διδασκαλία του μαθήματος: «Ειδικά θέματα πολεοδομίας ΙΙ: Υπαίθριοι χώροι και πράσινο

97Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

στη πόλη», στο 7ο εξάμηνο της Σχολής Αρχιτεκτόνων. Στο πλαίσιο του μαθήματος αυτού συντάξαμε μαζί το μικρό εγχειρίδιο: «Υπαί-θριοι χώροι στην πόλη» (Εικ. 1).

Με την ίδρυση του μεταπτυχιακού Κύκλου Πολεοδομίας και Χωροταξίας ανέλαβε η Τζένη τη διδασκαλία του μαθήματος με τίτ-λο «Σχεδιάζοντας με τη φύση στο περιβάλλον της πόλης» και μου ζήτησε τη συμβολή μου, κάτι που με πολλή χαρά αποδέχτηκα.

Στο μακρύ αυτό διάστημα της συνεργασίας μας είχα την ευκαι-ρία να θαυμάσω τόσο τον πλούτο της γνώσης πάνω στο αντικείμε-νο που μας απασχολούσε, όσο και την επιμονή της στο να αναζητά το καινούργιο, να ενημερώνεται για τις εξελίξεις και να προσφέρει με γενναιοδωρία στο φοιτητή ένα πλήθος, όχι μόνο καθιερωμέ-νων, αλλά και νέων γνώσεων και κριτικών θέσεων, μαζί με την αγάπη για το αντικείμενο.

Η συστηματική γνώση, αλλά και ο τρόπος σκέψης που είχε απο-κομίσει η Τζένη, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, αλλά και η μεγάλη της εμπειρία που συνέλεξε από την επαγγελματική και ερευνητική εργασία της μαζί με τον Δημήτρη Λουκόπουλο και άλλους συναδέλφους και βέβαια από το εκπαιδευτικό έργο της στο ΕΜΠ, ήταν για μένα μια πηγή νέας και πολύτιμης εμπειρίας.

Η εργασία που παρατίθεται εδώ είναι μια μικρή ένδειξη της μεγάλης μου ευγνωμοσύνης προς την Τζένη για όλα αυτά που η συνεργασία μας μου προσέφερε.

1. Η στρεβλή «οργάνωση» της σύγχρονης ελληνικής πόλης

Η ελληνική πόλη ήδη από την προϊστορική εποχή και σε όλες τις φάσεις ανάπτυξής της διακρι-νόταν για μια ισορροπία ανάμεσα στον ακάλυπτο –δημόσιο και μη– χώρο και στον οικοδομη-μένο. Μπορεί βέβαια οι οικισμοί στην Ελλάδα, διαμέσου των αιώνων, να είχαν άλλα ασθενή σημεία, σε υποδομές, σε συνθήκες στέγασης κλπ., που δεν θα απαριθμήσουμε εδώ. Όμως η σχέση ανάμεσα στο «πλήρες» και στο «κενό» ήταν κατά κανόνα από ικανοποιητική έως ιδανική.

Δυστυχώς, από τον 20ό αιώνα, κυρίως κατά τα τελευταία 50-60 χρόνια, αλλά και σήμερα, δημιουργήθηκαν μέσα και γύρω από τις πόλεις μας καταστάσεις, που είναι κάθε άλλο από ικανοποιητικές. Θα λέγαμε μάλιστα ότι έχουν προκαλέσει στρεβλώσεις, που για τους απαισιό-δοξους από εμάς είναι μη αναστρέψιμες. Βέβαια, οι αρνητικές αυτές εξελίξεις δεν προέρχονται από ένα και μόνο αίτιο. Πολλά είναι τα αίτια και δεν περιορίζονται μόνο στην απουσία του σχεδιασμού, αλλά επεκτείνονται σε πλήθος κοινωνικοοικονομικών και λοιπών παραγόντων συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών.

Εδώ θα εντοπισθούμε σε ένα και μόνο φαινόμενο, που κι αυτό έχει τις πηγές του στα προ-

Εικ. 1

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

98

αναφερθέντα πολλαπλά αίτια, στα οποία δεν θα εμβαθύνουμε. Το φαινόμενο είναι η έλλειψη μιας αρμονικής σχέσης και ισορροπίας ανάμεσα στον οικοδομικό όγκο –στην πόλη και τα υπο-σύνολά της– και στον ακάλυπτο χώρο, φυσικό ή ανθρωπογενή.

Η έλλειψη αυτή διαπιστώνεται από τη σύγκριση των αναλογιών ελεύθερων χώρων ως προς τον πληθυσμό σε άλλες πόλεις του εξωτερικού (που συχνά ξεπερνούν τα 10 ή και τα 20 μ2 ανά κάτοικο) και των μεγάλων ελληνικών πόλεων, όπως π.χ. της Αθήνας (που είναι κάτω από 3 μ2). Εξάλλου τούτο διαπιστώνεται και διά «γυμνού οφθαλμού», όπως και από την επικοινω-νία με τους κατοίκους στο πλαίσιο κοινωνικών ερευνών.

Μερικοί θα αντιτάξουν σ’ αυτά ότι υπάρχουν περιοχές στις οποίες έχει εξασφαλισθεί καλύτερη σχέση κτισμένου και άκτιστου, όπως π.χ. οι προαστιακές –όμως με κάποια «ανταλλάγματα»– αλλά και άλλες περιοχές, όπως οι εκτός σχεδίου, που ο υπαίθριος χώρος «υπερτερεί». Εκεί όμως δεν έχουμε πόλη και ενώ θα έπρεπε να είχαμε φυσική περιοχή ή αγροτική παραγωγή, ο διάσπαρτος οικοδομικός όγκος την αποδεκατίζει. Αυτό το διαπιστώνουμε στις εκτός σχεδίου περιοχές, όχι μόνο των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά και πλήθους οικισμών, όπως π.χ. οι νησιωτικοί.

2. Τα πολλαπλά χωρικά επίπεδα αναφοράς και η σχέση του κτισμένου προς τον ακάλυπτο χώρο

Μια αρμονική συσχέτιση της φύσης –και γενικό-τερα του υπαίθριου χώρου– με τον οικοδομικό όγκο σε μια πόλη, θεωρητικά θα μπορούσε να εξασφαλισθεί, όταν στο σύνολο της πόλης ένα ικανοποιητικό ποσοστό της μείνει άκτιστο. Αυτή είναι όμως μια απλώς «ποσοτική» αντιμετώπιση, που μας είναι αναγκαία, όχι όμως και ικανή για να επιτύχει ανεκτές συνθήκες (Εικ. 2).

Και τούτο γιατί είναι απαραίτητο σε όλα τα επί-πεδα της πόλης μέχρι και το κατώτερο, που είναι το κάθε ακίνητο, να εξασφαλίζεται η κατάλληλη σχέση μεταξύ κτισμένου και ακαλύπτου χώρου (Εικ. 3).

Εξάλλου, παρά το ότι τα τελευταία χρόνια είναι πολύ αρεστός στους ειδικούς ο όρος «συ-μπαγής» πόλη (ως μετάφραση του αγγλικού όρου «compact city»), όμως κανείς δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι χρήσεις της αστικής γης δεν εί-ναι μόνο κτηριακές (Εικ. 4).

Εικ. 2: Αν υποθέσουμε ότι θα ήταν δυνατό σε μια πόλη να οικοδομηθεί κατά 100% η μισή έκτασή της και η άλλη μισή να παραμείνει τελείως

ακάλυπτη ως αστικό πράσινο, η ποσοστιαία αναλογία κτισμένου προς άκτιστο θα ήταν «ιδανική», όμως η κατάσταση στο «τσιμεντοποιημένο»

μισό της θα ήταν αφόρητη.

99Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

Εικ. 3: Κτηριακός όγκος και υπαίθριες επιφάνειες.

Εικ. 4: Μέσος όρος στην ποσοστιαία χρήση εδάφους μέσα στα όρια των 12 μεγαλύτερων

πόλεων/δήμων (πληθυσμού άνω των 500.000) της Δ. Γερμανίας στη δεκαετία του 1980. Ακόμη και στα δομημένα τμήματα του όλου δήμου (34,4%) υπάρχουν ακάλυπτοι

χώροι, όχι μόνο ιδιωτικοί αλλά και δημόσιοι (Πηγή: Α. Αραβαντινός,

Π. Κοσμάκη, 1988, σελ. 148).

Εικ. 5: Σχηματική παρουσίαση της ιδέας του Edenezer Howard για τις «Κηπουπόλεις» (Garden Cities). Αριστερά, η χωροταξιακή συγκρότησή τους γύρω από τις κεντρικές πόλεις

με την παρεμβολή της «υπαίθρου» (country), δηλ. αυτού που αργότερα ονομάσθηκε «πράσινος δακτύλιος» (green belt). Δεξιά, απόσπασμα μιας πόλης με τον εσωτερικό

δακτύλιο πρασίνου και τον κεντρικό κήπο (Πηγή: E. Howard 1970, σελ. 53 και 143).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

100

3. Η πόλη ως σύνολο και τα κυρίαρ-χα «μοντέλα» διάταξης του δικτύου ελεύθερων χώρων

Ήδη από αρκετές δεκαετίες έχουν εμφανι-σθεί σε καλά σχεδιασμένες πόλεις διάφορα «μοντέλα» διάταξης του δικτύου ελεύθερων χώρων.

Πριν απ’ αυτά, όμως, ας θυμίσουμε τον Ebenezar Howard και την κηπούπο-λή του στο τέλος του 19ου αιώνα (Εικ. 5). Χαρακτηριστικό της είναι το κεντρικό πάρ-κο, η κυκλική ζώνη πρασίνου μέσα στον ιστό, αλλά και η διατήρηση της υπαίθρου και του φυσικού χώρου γύρω από την πόλη, Εικ. 6: Σχηματική παρουσίαση της μελέτης

του Miljutin (ΕΣΣΔ-δεκαετία 1930) για τη γραμμική πόλη Wolgograd (τότε Stalingrad) (Πηγή: Α. Αραβαντινός, Π. Κοσμάκη, 1988, σελ. 109).

Εικ. 7: Ανόβερο – Σχέδιο χωροθέτησης υπαίθριων χώρων. Η μονολιθικότητα της πόλης έχει διαλυθεί με την παρεμβολή του δικτύου ελεύθερων χώρων και των αθλητικών εγκαταστάσεων. Στο σκαρίφημα εντοπίζονται τρεις βασικές σφήνες πρασίνου (εστιγμένες επιφάνειες), που είναι από τα ανατολικά το δάσος Eilenriede, από τα νότια η λίμνη Maschsee και η ζώνη αναψυχής του ποταμού Leine και από τα δυτικά οι κήποι Μπαρόκ, Herrenhausen και το ποτάμι (Πηγή:

Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Ανόβερου).

101Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

κάτι που αργότερα ονομάσθηκε πράσινος δακτύλιος (green belt).

Στη «γραμμική πόλη» με τις διάφορες πα-ραλλαγές της, συναντάμε μια άλλη λογική προσέγγιση των αστικών χρήσεων (κατοι-κία, βιομηχανία κ.λπ.), από τους ελεύθερους χώρους σε συνδυασμό φυσικά και με τις αγροτικές εκτάσεις και απ’ τις δυο πλευρές της γραμμικής ανάπτυξης (Εικ. 6).

Πολύ συνηθισμένα είναι τα μοντέλα που χρησιμοποιούν «σφήνες» πράσινου, που διεισδύουν από την περίμετρο της πόλης μέχρι σχεδόν το κέντρο της (Εικ. 7). Σε αρ-κετές περιπτώσεις οι σφήνες αυτές συνδυά-ζονται με υδάτινες επιφάνειες (ποτάμια). Σε άλλες πάλι περιπτώσεις έχουμε και σφήνες και δακτυλίους (Εικ. 8).

Υπάρχουν επίσης πόλεις –συνήθως απαρ-χής σχεδιασμένες– στις οποίες το σύστημα των ελεύθερων χώρων ακολουθεί μια «ορ-θογωνική» μορφή (Εικ. 9). Γενικά πάντως, είναι ευνόητο το δίκτυο πρασίνου να επηρε-άζεται αποφασιστικά από το υδρογραφικό δί-κτυο και το ανάγλυφο του εδάφους (Εικ. 10).

Εικ. 8: Μόσχα. Η διάρθρωση των επιφανειών πρασίνου και ελεύθερων χώρων

στο πλαίσιο του Ρυθμιστικού Σχεδίου (Πηγή: Αραβαντινός, Κοσμάκη 1988, σελ. 105).

Εικ. 9: Η πόλη Chandigarh, πρωτεύουσα του Punjab στην Ινδία. Διείσδυση του πρασίνου και των κοινωνικών χώρων με μορφή συνεχούς πλέγματος, που διασπά και προς τις δυο κατευθύνσεις το κάθε οικοδομικό τετράγωνο μεγάλου μεγέθους. Μελέτη Le Corusier (Πηγή:

Αραβαντινός, Κοσμάκη 1988, σελ. 108).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

102

Εικ. 10: Milano, διάρθρωση ελεύθερων χώρων και υδάτινων επιφανειών σύμφωνα με το ισχύον Σχέδιο της Μητροπολιτικής

Περιφέρειας (Πηγή: Δ/νση Πολεοδομικού

Σχεδιασμού).

Εικ. 11: Toulouse-le-Mirail. Ανάπτυξη του κύριου οικοδομικού όγκου πάνω στο πλέγμα των βασικών πεζόδρομων που συμβολίζεται με μαύρο (Μελέτη-πηγή: C. Candilis κ.ά. 1975, σελ.

13 κ.ε.).

Εικ. 12: Περιφέρεια Helsinki – Διείσδυση πρασίνου και αγροτικών εκτάσεων

(λευκές επιφάνειες) στον αστικό ιστό(Πηγή: Δ/νση Πολεοδομίας Δήμου Helsinki).

Ας θυμίσουμε ακόμα μορφές ανάπτυξης ενός πολύποδα ως προς τους οικισμένους χώρους, τα κενά του οποίου αποτελούν οι ελεύθεροι χώροι και οι αγροτικές εκτάσεις (Εικ. 11).

Κάτι ανάλογο είναι και το σύστημα των «δακτύλων χεριού» – Finger Plan (Εικ. 12-13). Τέλος, ας μην ξεχνάμε και τις αποφα-σιστικές διεισδύσεις του νερού μέσα στις πόλεις, όχι μόνο με τη μορφή ποταμιών,

103Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

αλλά και με πληθώρα καναλιών (Βενετία, Άμστερνταμ, πόλεις ανατολικής Ασίας) ή ακόμα και μικρών ρυακιών στους δρόμους των ιστορικών κέντρων (Εικ. 14).

Όλα αυτά τα μοντέλα και οι άπειροι συνδυασμοί και παραλλαγές τους εξασφαλίζουν στην πόλη το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Όμως, ειδικά στη περίπτωση των ελληνικών πόλεων, η διερεύνηση πρέπει να επεκταθεί και στην περιαστική ζώνη, όπου δυστυχώς η εκτός σχεδίου δόμηση, αυθαίρετη, αλλά και νόμιμη, είναι αυτή που αποστερεί την πόλη από τους σημαντικούς περιβαλλοντικούς και οικονομικούς πνεύμονες, που τούτη έχει ανάγκη.

Από δεκαετιών επιμένουμε στην ανάγκη διακοπής της εκτός σχεδίου δόμησης, ή έστω τούτη να γίνει ακριβότερη για τον επισπεύδοντα, ώστε να μειωθεί. Προσωπικά έχω υποστηρίξει, η έκ-δοση οικοδομικής άδειας σε εκτός σχεδίου αγροτεμάχια να επιβαρύνεται δυσβάστακτα σε σχέση με το κόστος μιας άδειας σε εντός σχεδίου οικόπεδο. Επιτέλους διατυπώθηκε πολύ πρόσφατα πρόθεση της πολιτείας –σε επίπεδο πάντως μόνο εξαγγελιών– να επιδιώξει κάτι ανάλογο.

Εικ. 13: Περιφέρεια Κοπεγχάγης – «Σχέδιο Δακτύλων» (Finger-plan), 1947. Το πράσινο και οι αγροτικές επιφάνειες διεισδύουν σχεδόν μέχρι το κέντρο της πόλης, ενώ από τις

λοιπές πλευρές ο αστικός ιστός άπτεται της θάλασσας (Πηγή: Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Κοπεγχάγης).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

104

4. Εξειδίκευση στον περιορισμένο αστικό χώρο, στο οικοδομικό τετράγωνο και στο οικόπεδο

Όμως, ας επιστρέψουμε μέσα στην πόλη και ας δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στη μεσαία και μικρή κλίμακα, κυρίως μάλιστα εκεί που η οικοδομική εκμετάλλευση έχει φθάσει ή έχει ξεπεράσει τη φέρουσα ικανότητα του χώρου (Εικ. 15).

Επαναλαμβάνουμε την άποψή μας ότι πρέπει το πράσινο και ο ακάλυπτος χώρος να διεισδύ-

Εικ. 14: Στο ιστορικό κέντρο της γερμανικής πόλης Wittenberg συναντάμε συχνά στους πεζόδρομους ρυάκια που τα συντηρούν συστηματικά και τα επεκτείνουν. Συχνή είναι

ακόμα η χρήση τρίτροχων ποδηλάτων (φωτ: Α.Α.).

105Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

σουν σε όλες τις υποενότητες της πόλης, μέχρι το οικοδομικό τετράγωνο, αλλά και το κάθε ακίνη-το και τα συστατικά του. Για τούτο, μόνα τα επεμβατικά προγράμματα σε περιορισμένους χώρους δεν αρκούν. Αυτά κυρίως θα δράσουν πιλοτικά, δηλαδή θα αποτελέσουν παραδείγματα προς μίμηση. Όμως δεν φτάνει. Πρέπει στο κανονιστικό επίπεδο να υπάρξουν γενικευμένες διατάξεις. Απαιτείται καταρχάς μια μείωση των ποσοστών κάλυψης, η οποία θα πρέπει να συμπαρασύρει και την απαραίτητη μείωση των συντελεστών δόμησης, όπου τούτοι είναι εξαιρετικά υψηλοί.

Είναι απαράδεκτο να μιλάμε σήμερα για το «πράσινο σπίτι» και να θεωρούμε ότι τούτο θα προσεγγισθεί μόνο με τεχνολογικές καινοτομίες, όπως τα φωτοβολταϊκά στις ταράτσες ή τα διπλά παράθυρα. Πραγματικό πράσινο σπίτι επιτυγχάνεται, όταν ο υπαίθριος χώρος, ο φυ-σικός φωτισμός και ο αερισμός, αλλά και η βλάστηση, διεισδύουν αβίαστα σε τούτο. Και αυτό κατορθώνεται μόνο όταν εξασφαλισθεί μια αρμονική σχέση ανάμεσα στον οικοδομικό όγκο και τον ελεύθερο χώρο.

Εικ. 15: Σκαρίφημα τμήματος τυπικής περιοχής κατοικίας ελληνικής πόλης συνεχούς οικοδομικού συστήματος, που περιβάλλεται από αρτηρίες ή δρόμους με μεγάλη

κυκλοφορία. Οι κεντρικές λειτουργίες (εμπόριο-υπηρεσίες κλπ.) αναπτύσσονται στην περίμετρο του τμήματος, ελκόμενες από την κίνηση στις αρτηρίες. Όμως και μέσα στο

τμήμα, η ενότητά του διασπάται από διαμπερείς κινήσεις τροχοφόρων(Πηγή: Α. Αραβαντινός, Π. Γετίμης, Γ. Πρωτοψάλτης, Δ. Χριστοφιλόπουλος, 1982, σελ. 24).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

106

Ποσοστά κάλυψης της τάξεως του 70% αποκλείουν αυτή την εξασφάλιση. Πρέπει επιτέλους σε πανελλήνια κλίμακα τα ποσο-στά κάλυψης να μην ξεπερνούν το 50%. Παράλληλα, γενίκευση προκηπίων, ακό-μη και εκεί που η δόμηση γίνεται κατά το (τέως) συνεχές οικοδομικό σύστημα, προ-σθέτει εκατέρωθεν του δρόμου ένα μικρό πνεύμονα, αλλά και ζώνη προστασίας (του δρόμου από το κτήριο και του κτηρίου από το δρόμο).

Η συνένωση των ακάλυπτων στο εσω-τερικό των οικοδομικών τετραγώνων (αν όχι ιδιοκτησιακή, τουλάχιστον ουσιαστική), τόσο μεταξύ τους όσο και (μέσω διόδων και εγκαρσίων στοών), συμβάλλει στην επιδιω-κόμενη διείσδυση της υπαίθρου στον οικο-δομικό όγκο (Εικ. 16). Τούτο εξάλλου προ-βλέπεται και από τα άρθρα 12 και 13 του ΓΟΚ (περί ενοποίησης των ακαλύπτων και

περί ενεργού οικοδομικού τετραγώνου). Είναι πραγματικά κρίμα, τα πιο πρωτοποριακά άρθρα του ΓΟΚ, ενώ έχουν περάσει πάνω από 25 χρόνια από την ψήφισή του, να μην έχουν εφαρ-μοσθεί.

Εξάλλου, όλες αυτές οι διατάξεις που σκοπεύουν στη μείωση του οικοδομικού όγκου και στην εξασφάλιση της συνέχειας των υπαιθρίων επιφανειών, δεν είναι αναγκαίες μόνο για περιβαλλοντικούς και για λειτουργικούς λόγους, αλλά και για βελτίωση της θωράκισης έναντι σεισμού και άλλων ακραίων καταστάσεων (Εικ. 17).

Βέβαια και με μόνη την αναβάθμιση του δημόσιου χώρου μεταξύ των οικοδομικών τετρα-γώνων –όπως π.χ. οι πεζοδρομήσεις– επιτυγχάνεται σχετική βελτίωση συνθηκών. Προς αυτή την κατεύθυνση εστράφησαν και οι περισσότερες συμμετοχές στον πρόσφατο διαγωνισμό ιδεών «Αθήνα Χ 4» που αναφερόταν στον αστικό χώρο τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων επιλο-γής των διαγωνισθέντων (Προκήρυξη ΥΠΕΚΑ και ΕΑΧΑ Α.Ε. με τη συνδρομή της Εθνικής Τράπεζας).

Πάντως «πρώτοι διδάξαντες» προς παρόμοιες αναβαθμίσεις υπήρξαν οι τέως Υπουργοί Στέφανος Μάνος (τέλη ’70 – πεζοδρόμηση του «σταυρού» οδών Βουκουρεστίου-Βαλαωρίτου στο Κέντρο της Αθήνας) και Αντώνης Τρίτσης (αρχές ’80) κατά τον καταρτισμό του Ρυθμιστικού Σχεδίου για την Αθήνα (Εικ. 18).

Εικ. 16: Μεταξύ των μέτρων ενίσχυσης του φυσικού περιβάλλοντος και του πρασίνου

στο οικοδομικό τετράγωνο, είναι και ο καθορισμός οπισθίων οικοδομικών γραμμών (Ο.Ο.Γ.) και χώρων για την

κατασκευή γκαράζ (G).

107Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

Εικ. 17: Θεωρητικό πρότυπο διάταξης ακάλυπτων χώρων στη γειτονιά και την πόλη στο πλαίσιο αντισεισμικού σχεδιασμού.

Οι εσωτερικοί ακάλυπτοι των οικοδομικών τετραγώνων (1) συνδέονται με διόδους με τους τοπικούς δρόμους (2) και αυτοί με πλατείες ή τοπικά παρκάκια

(3) στη θέση παλιών οικοδομικών τετραγώνων. Στη συνέχεια μέσα από αρτηρίες ή καλύτερα αλέες (4) και λωρίδες πρασίνου

κατορθώνεται η σύνδεση με τους μεγαλύτερους αστικούς κοινόχρηστους χώρους (5) και το περιαστικό πράσινο (6)

(Πηγή: A. Aravantinos, 1984, σχ. 1).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

108

Εικ. 18: Διαγραμματική παρουσίαση του «κέντρου» (πεζοδρομημένος «σταυρός») μιας ομάδας οικοδομικών τετραγώνων σύμφωνα με πρόταση του Αντώνη Τρίτση, τότε Υπουργού ΧΟΠ (Πηγή: Α. Τρίτσης, 1982, σελ. 25).

5. Δημόσιος αστικός χώρος, ιστορία και πολιτισμός

Είναι προφανές ότι το πράσινο και γενικότερα ο υπαίθριος χώρος πρέπει να συνδέεται και να εξισορροπεί τον οικοδομικό όγκο όλων των χρήσεων. Εδώ θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαίτερα την αναγκαιότητα της αρμονικής συνύπαρξης των ακάλυπτων –ελεύθερης προσπέλασης– επι-φανειών με χρήσεις πολιτισμού και ιστορικών αναφορών. Ο εγκλωβισμός παρόμοιων χρήσεωνμέσα σε έναν κτηριακά βεβαρημένο αστικό χώρο, πρέπει να αντικατασταθεί από ένα συνδυα-σμό τους με εξίσου σημαντικούς υπαίθριους χώρους. Θα έλεγε κανείς ότι και αυτοί πρέπει να εκπέμπουν πολιτισμό. Μια τέτοια σύζευξη ελπίζουμε ότι θα επιτευχθεί στην περίπτωση του νέου πολιτιστικού κέντρου στο Δέλτα Φαλήρου με τη μελέτη του αρχιτέκτονα Ρέντζο Πιάνο για την Εθνική Βιβλιοθήκη, τη νέα Λυρική Σκηνή σε συνδυασμό με το υψηλών προδιαγραφών πάρκο «Σταύρος Νιάρχος» 170 στρεμμάτων (Εικ. 19).

Όμως και μέσα στη καρδιά κάθε πόλης απαιτείται μια τέτοια σύζευξη. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος πολιτιστικός πυρήνας της Αθήνας, που, κατά τη γνώμη μας, εκφράζεται με την Αθηναϊκή Τριλογία (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη), αλλά και τα γειτονικά αξιόλογα κτήρια (βλ. Α. Αραβαντινός, 2003), απαιτεί μια αναβάθμιση και κατά το δυνατό διεύρυνση του δημόσιου χώρου (Εικ. 20).

Γενικά, προς εξασφάλιση της συνέχειας του δημοσίου χώρου, αλλά και της επαύξησής του, είναι σε αρκετές περιπτώσεις σκόπιμη η διαφοροποίηση των επιπέδων των πεζών και των τροχοφόρων (Εικ. 21).

109Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

Εικ. 20: Πρόταση ενοποίησης των επιφανειών των πεζών και των λοιπών

ελεύθερων χώρων στην περιοχή της Αθηναϊκής Τριλογίας του Κέντρου

της Αθήνας. Με τον υποβιβασμό της στάθμης της οδού Ακαδημίας πίσω

από το Πανεπιστήμιο, εξασφαλίζεται η προσαύξηση του δημοσίου χώρου

προς το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου και η δημιουργία μιας νέας πλατείας (Πρωτοβουλία και εθελοντική εργασία των Α.

Αραβαντινού, Δ. Κονταργύρη, Κ. Σερράου, Ειδική

συνεργασία Θ. Βλαστός. Αθήνα 2006. Υποβλήθηκε

στο ΥΠΕΧΩΔΕ, το Δήμο Αθηναίων και την Αττικό

Μετρό ΑΕ – Σχετικές δημοσιεύσεις: «Η Καθημερινή»

8.10.2006, «Ελευθεροτυπία» 21.5.2007 κ.ά. –

πρβλ. Α. Αραβαντινός, 2003).

Εικ. 19: Απόσπασμα μελέτης του αρχιτέκτονα Ρέντζο Πιάνο για τα νέα κτήρια Εθνικής Βιβλιοθήκης και Λυρικής Σκηνής καθώς και το Πάρκο «Σταύρος Νιάρχος», που μόλις

άρχισε η κατασκευή τους στην έκταση του παλαιού Ιπποδρόμου στο Δέλτα του Φαλήρου (Πηγή: Ρέντζο Πιάνο, 2011).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

110

Ας αναφερθούμε ακόμα σε μια ιστορική διαδρομή μέσα στην πρωτεύουσά μας, που παράλ-ληλα έχει και στη σύγχρονη εποχή τη μοναδική σημασία της. Πρόκειται για την καθιερωμένη διαδρομή του Μαραθωνίου. Σημειώνω ότι και στους δύο φακέλους υποψηφιότητας της Αθήνας για τους Ολυμπιακούς του 1996 και του 2004 είχε γίνει έπειτα από πρότασή μας σχετική ανα-φορά (Εικ. 22). Δυστυχώς, λίγο προ των Ολυμπιακών ο όρος «Μαραθώνιος Διαδρομή» χρησι-μοποιήθηκε για τη διαπλάτυνση του οδικού χώρου ιδιαίτερα στη Λεωφόρο Μαραθώνος, αλλά μόνο για τις ανάγκες των τροχοφόρων και ειδικότερα για να αυξηθεί η ταχύτητά τους κατά την περίοδο των Ολυμπιακών προς εξυπηρέτηση του κωπηλατικού κέντρου του Σχοινιά. Αντίθετα,

Eικ. 21: Η «πράσινη γέφυρα» στην πόλη Mainz της Γερμανίας. Εξασφάλιση ανισόπεδης κίνησης πεζών και χώρων αναψυχής, πάνω από την κεντρική αρτηρία «Rheinalle», με σχέδια του Dieter Magnus. Η κατάσταση προ της παρέμβασης στις αρχές της δεκαετίας

του 1980 και η τελική μορφή (Πηγή: D. Magnus, 1988, σελ. 65).

111Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

δεν ελήφθη πρόνοια –εκτός εξαιρέσεων– για τις κινήσεις πεζών, ποδηλατιστών και δρομέων, αλλά ούτε και για την εικόνα και τη μόνιμη σηματοδότηση του σημαντικού αυτού «κορμού» της Ανατολικής Αττικής. Έτσι, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Μαραθώνια διαδρομή, κάθε άλλο παρά ικανοποιητική είναι. Παράλληλα, δεν γίνεται αντιληπτή η ύπαρξή της παρά μόνο κατά τις μεγάλες διοργανώσεις του αγωνίσματος, οπότε και μόνο περιορίζεται η κυκλο-φορία των οχημάτων.

Εικ. 22: Η Μαραθώνια διαδρομή με την κατάλληλη οργάνωση πεζόδρομου και ποδηλατόδρομου και τις διαπλατύνσεις που πρέπει όπου είναι δυνατό να έχει, μπορεί να αποτελέσει τον «κορμό» οικολογικών κινήσεων μεγάλου μέρους της Ανατολικής Αττικής,

αλλά και να διευκολύνει την προσέγγιση χαρακτηριστικών πολιτιστικών σημείων (Πηγή: Επιτροπή διεκδίκησης..., 1997).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

112

6. Αντί επιλόγου: Ο σχεδιασμός και ο ανασχεδιασμός του αστικού χώρου εξοι-κονομούν πόρους

Κλείνοντας θα ήθελα να ανα-δείξω μια ακόμα θετική διά στα-ση του σχεδιασμού με βάση τη βιώσιμη ανάπτυξη. Πρόκειται για την οικονομική διάσταση. Πρέπει οι πάντες να καταλά-βουν, και κυρίως οι έχοντες την ευθύνη των πολιτικών αποφά-σεων, αλλά και ο πληθυσμός, ότι ο σχεδιασμός εξοικονομεί πόρους. Και οι πόροι δεν είναι μόνο περιβαλλοντικοί, λειτουρ-γικοί κ.λπ., είναι και αμιγώς οικονομικοί. Και μόνο τις επι-βαρύνσεις της πολιτείας αν υπο-λογίσει κανείς για την αντιμετώ-πιση της πληθώρας των αρνη-τικών επιπτώσεων, θα αντιλη-φθεί τι εννοώ.

Θα αναφερθώ μόνο σε τρία σημεία:

Το πρώτο σχετίζεται με την εκτός Σχεδίου, άρα και εκτός Σχεδιασμού, δόμηση και το εξαιρετικά υψηλό κόστος των έργων υποδομής για να εξα-σφαλισθούν όλα τα αναγκαία δίκτυα στα διάσπαρτα κτήρια. Το ίδιο ισχύει για το μεγάλο κό-στος των κοινωνικών λειτουρ-γιών, στις μη έγκαιρα σχεδια-σμένες εκτός Σχεδίου περιοχές.

Το δεύτερο –και σχετικότε-ρο με το θέμα μας– σημείο εί-

Εικ. 23: Έρευνα δυνατοτήτων πολεοδομικής ανάπλασης-αναβάθμισης κεντρικών περιοχών κατοικίας-μικτών χρήσεων. Μελέτη περίπτωσης Κάτω Πατήσια. Άνω:

Δυνατότητα και στρατηγική παρέμβασης: καθορισμός θέσεων για νέες κοινωνικές χρήσεις, εμπόριο, κτήριο garages, πεζοδρομήσεις, δενδροφυτεύσεις κ.ά. Κάτω: Σημειακή παρέμβαση σε ένα οικοδομικό τετράγωνο.

Ανέγερση νέου κτηρίου κατοικιών με υπόγειο garage, υποχώρηση οικοδομικής γραμμής προς διαπλάτυνση

οδού, ενοποίηση ακαλύπτων (Πηγή: Π. Κοσμάκη κ.ά. 1992).

113Α

ΝΑ

ΓΚ

Η Α

ΝΑ

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ Τ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

ναι ότι μέσω του σχεδιασμού, εφόσον βέβαια τούτος υλοποιείται, είναι δυνατή η διατήρηση της αγροτικής γης και η αύξηση της παραγωγικότητάς της. Τούτο είναι εξόχως απαραίτητο σε περιόδους οικονομικών κρίσεων σαν και αυτή που περνάμε, αφού ο επισιτισμός του πληθυ-σμού από την άμεση περιοχή εγκατάστασής του είναι ένα από τα ζητούμενα, ταυτόχρονα με την αύξηση της απασχόλησης στον ιδιαίτερα παραγωγικό πρωτογενή τομέα.

Το τρίτο σημείο είναι πόσα πληρώνει η πολιτεία για να εξασφαλίσει τη στάθμευση των τροχοφόρων, π.χ. κάτω από πλατείες ή για απαλλοτριώσεις, για τη δημιουργία άλλων χώρων στάθμευσης. Επιδιώκεται δηλαδή με χρήματα των φορολογουμένων να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες σε στάθμευση, οι οποίες με το σωστό σχεδιασμό και ανασχεδιασμό κτηρίων και οικο-δομικών τετραγώνων μπορούν να καλυφθούν μέσα στις ιδιοκτησίες, ώστε να παύσουν τα αυτο-κίνητα να επιβαρύνουν με τη στάθμευσή τους το δημόσιο χώρο. Δυστυχώς, έχει γίνει το αντί-θετο. Η πολιτεία με «πυροσβεστικές» διατάξεις «τακτοποίησης» αυθαιρεσιών επιδιώκει να νομι-μοποιήσει τον αυθαίρετο εκτοπισμό των θέσεων στάθμευσης από τα ακίνητα (που οδηγεί στην επιβάρυνση του δημόσιου χώρου) και την παράνομη αλλαγή της χρήσης σε πλήθος υπογείων και ισογείων χώρων. Και όμως υπάρχουν πιλοτικές προτάσεις σχεδιασμού και ανασχεδια σμού του αστικού χώρου, που αν είχαν ληφθεί υπόψη θα άρχιζαν να κινούνται οι εφαρμογές προς τη σωστή κατεύθυνση (βλ. Α. Αραβαντινός, Π. Ρόδης, Α. Ρόδη 2009).

Φυσικά και τα συστηματικά προγράμματα αναπλάσεων που υλοποιούνται σε άλλες χώρες επιτυγχάνουν κάτι τέτοιο (βλ. Α. Αραβαντινός, 2007, Κεφ. 16). Με την ευκαιρία αυτή ας αναφέ-ρουμε, κλείνοντας, το πρωτοποριακό ερευνητικό έργο της Τζένης Κοσμάκη και άλλων συναδέλ-φων, για την ανάπλαση γειτονιάς στα Κάτω Πατήσια (Εικ. 23). Δυστυχώς, δεν εφαρμόσθηκε, όμως η έκδοση αυτού του έργου (βλ. Π. Κοσμάκη, Ι. Λιάπης κ.ά.,1992) αποτελεί πολύτιμο οδηγό προς διδάσκοντες και φοιτητές.

Την ευχαριστούμε και γι’ αυτό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

A. Aravantinos (1983), Interaction between Urban Planning and Earthquake-Proof Design (Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου: Earthquake Preparedness, UNDRO, United Nations, Geneva).

Α. Αραβαντινός (2003), Ο σύγχρονος πολιτιστικός πυρήνας στην καρδιά της Αθήνας και η ανάγκη ανάδειξής του. Περιλαμβάνεται στο Σ. Τσέτσης (επιμ.): Ένα μέλλον για την Αθήνα, (Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα).

Α. Αραβαντινός (2007), Πολεοδομικός Σχεδιασμός – Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου (Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα).

A. Αραβαντινός, Π. Γετίμης, Γ. Πρωτοψάλτης, Δ. Χριστοφιλόπουλος (1987), Ανάπλαση προβληματικών περιοχών κατοικίας υψηλών και μέσων πυκνοτήτων στα αστικά κέντρα (ΚΕΠΕ - Θέματα Προγραμματισμού αριθμός 35, Αθήνα).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

114

Α. Αραβαντινός, Π. Ρόδης, Α. Ρόδη (2009), Αξιοποίηση της κρίσης στην οικοδομή και στη στάθμευση (Ενημερωτικό Δελτίο Τ.Ε.Ε., τεύχος 2539, Αθήνα 18.6.09).

Α. Αραβαντινός, Π. Κοσμάκη (1988), Οι υπαίθριοι χώροι στην πόλη – Θέματα ανάλυσης και πολεοδομικής οργάνω-σης αστικών ελεύθερων χώρων και πράσινου (ΕΜΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων – Τομέας ΙΙ, Αθήνα).

«Δομική Ενημέρωση» - Διαρκής νομοθεσία και νομολογία. Tόμοι A, A1, A2, B, B1, B και Δ, Αθήνα.G. Candilis, A. Josic, S. Woods (1975), Toulouse-le-Mirail. Birth of a New Town (Karl Krämer, Stuttgart).Επιτροπή διεκδίκησης Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» (1997), Τεχνική Έκθεση για την ανάδειξη της κλα-

σικής Μαραθώνιας Διαδρομής (ομάδα μελέτης: Α. Γιώτης, Α. Αραβαντινός, Ι. Φραντζεσκάκης, Θ. Μαράτου, σύμβουλος: Π. Συναδινός, συνεργάτες: Κ. Σερράος, Λ. Αντωνίου, Μ. Ζήφου, Αθήνα, Ιούλιος 1997).

E. Howard (1898…1970), «Tomorrow – A peaceful Path to real Reform» (Faber and Faber, London).Π. Κοσμάκη (1999), «Περιβαλλοντικοί παράγοντες και σχεδιασμός χρήσεων γης και όρων δόμησης» (περιλαμβάνεται

στο: Σχεδιασμός, περιβαλλοντικές επιπτώσεις και μέθοδοι εκτίμησής τους – Τόμος Α΄, Έκδοση Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 1999).

Π. Κοσμάκη, Ι. Λιάπης, Δ. Λουκόπουλος, Μ. Μαντουβάλου, Ι. Πολύζος (1992), Έρευνα δυνατοτήτων πολεοδο-μικής ανάπλασης-αναβάθμισης κεντρικών περιοχών κατοικίας-μικτών χρήσεων - Μελέτη περίπτωσης Κάτω Πατήσια (Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας ΕΜΠ, ανάθεση ΥΕΠΧΩΔΕ, Αθήνα).

Π. Κοσμάκη, Δ. Λουκόπουλος, Ε. Στρουσοπούλου (2004), Αρχές Οικολογικού Σχεδιασμού (Περιλαμβάνεται στο: Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεων και Ανοικτών Χώρων – Τόμος Β΄, Έκδοση Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα).

D. Magnus (1988), Kunst und Natur Landschaften (Goethe Institut München und Deutsche UNESCO Kommission Bonn).

Ε. Μπούτου-Λεμπέση (2009), Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός-Κωδικοποίηση και Ανάλυση (Ειδική Έκδοση Δομικής Ενημέρωσης, Αθήνα).

Ρέντζο Πιάνο (2011), Η δωρεά που αλλάζει την εικόνα της Αθήνας - Η πρόταση για τη δημιουργία Νέας Εθν. Βιβλιοθήκης, Λυρικής Σκηνής και Πάρκου «Σταύρος Νιάρχος» στο χώρο του πρώην Ιππόδρομου (συνέντευξη στο g/κ Kαθημερινής-Τεύχος 45, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2011).

Α. Τρίτσης (1982), Η ανασυγκρότηση της Αθήνας (ΥΧΟΠ, Αθήνα).

Συλλογή πληροφοριών και υλικού από Δημοτικές και λοιπές Υπηρεσίες Πολεοδομικού Σχεδιασμού και από επί τόπου επισκέψεις σε πόλεις του εξωτερικού.

115

ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥΚαθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θεσσαλονίκη 100+: Αναζητώντας την περιβαλλοντική μετα-ρύθμιση

Abstract

Τhessaloniki 100+: Ιn search of an environmental re-form

ΝIKOS ΚALOGIROU, PROFESSOR, ARISTOTLE UNIVERSITY OF THESSALONIKI

The city of Thessaloniki, as a long-term historic construct oscillating between the East and the West, shapes its character by its unique location at the crossroads of water and land transpor-tation networks, historical civilizations and nations. The retrospection of the geopolitical his-tory of the place does not constitute a restrictive field, but rather a wider strategic direction, which beyond the apparent localization, includes a dynamic perspective towards the future of the city, almost 100 years after its integration in the contemporary Greek state.

Today, the broader area of Thessaloniki is less attractive compared to its historic dynamic. The bad quality of the built environment, the degradation of public spaces and green areas, the lack of strategic vision and the aesthetic and environmental pollution remain stable design deficits that shape the contemporary uncanny image of the city.

The future design of Thessaloniki calls for a new scenario in the form of an urban devel-opment plan, which is not only operative and bureaucratic, but rather open to contemporary challenges, new technologies and innovation. Such an urban development vision needs to be based on a realistic though progressive design proposal and a combination of actions on all levels of intervention, from architecture to urban planning and spatial development, with particular focus on the intermediate scale of urban design. Unifying element of these interven-tions should be a holistic environmental design strategy, which is not limited to conventional “green development” clichés. Yet, the conspicuous realization perspectives of such an urban reform program necessitate the prompt change of the broader urban planning policies in order to lead gradually to the development of a sustainable city.

ΘΕΣΣΑ

ΛΟ

ΝΙΚ

Η 1

00+

ΝΑ

ΖΗ

ΤΩ

ΝΤΑ

Σ Τ

ΗΝ

ΠΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

ΝΤΙΚ

Η Μ

ΕΤΑ

-ΡΥΘ

ΜΙΣ

Η

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

116

Ο τόπος και η διάρκεια

Κάθε απόπειρα ανάγνωσης, ερμηνείας και διευθέτησης της πορείας της Θεσσαλονίκης οφεί-λει να αναγνωρίζει την ιδιαίτερη γεωγραφική και ιστορική της δυναμική. Η πόλη ως προϊόν

της μακράς ιστορικής διάρκειας αξιοποιεί τη μοναδική της θέση στο σταυροδρόμι των θαλάσ-σιων και χερσαίων διαδρομών. Η πόλη είχε εξαρχής, όταν ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο, ένα οργανωμένο σχέδιο, ίχνη του οποίου διακρίνονται ακόμη στο παλίμψηστο των χαράξεων της κεντρικής περιοχής. Η ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης εδράζεται αναμφίβολα στην οργανική ιστορική παρουσία μέσα στον αστικό ιστό σημαντικών μνημειακών συγκροτημάτων από την ελληνιστική-ρωμαϊκή περίοδο και το Βυζάντιο, εποχή της μεγάλης ακμής της πόλης, με λειτουρ-γικά ακόμη σήμερα κτίρια όπως οι πολυάριθμοι ναοί. Η μεταβυζαντινή περίοδος και η οθω-μανική κληρονομιά επιβιώνουν στην αδιόρατη ατμόσφαιρα των παζαριών και των σκεπαστών αγορών, στο πλήθος που περιφέρεται στους δρόμους με εμφανώς διαφορετικό τρόπο από τους flâners – τους περιπατητές των ευρωπαϊκών μητροπόλεων όπως το Παρίσι. Παράλληλα η πόλη έχει μία κοσμοπολίτικη παράδοση καθώς στηριζόταν διαχρονικά στη λειτουργία του μακρινού εμπορίου όπως τεκμηρίωσαν εδώ και πολλά χρόνια οι έρευνες του Νίκου Σβορώνου1 και της μεταπρατικής λειτουργίας την οποία ανάδειξε πριν από μερικές δεκαετίες η έρευνα του Κωστή Μοσκώφ,2 που ήταν μία από τις ιδιόμορφες προσωπικότητες της πόλης. Στην πολυπολιτισμι-κότητα που χαρακτήριζε τον τόπο ως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα συνέβαλε η σημαντική παρουσία των Εβραίων, οι οποίοι μαζί με τους Έλληνες της ευρύτερης Μακεδονίας ανέπτυξαν σημαντικές επαφές με την Ευρώπη.

Η πρόσφατη μετανάστευση, η οποία μέσα στις ευρωπαϊκές δομές καθίσταται ουσιαστικά ταυτόχρονα διεθνής και εσωτερική, δημιουργεί πολλά προβλήματα στη σημερινή συγκυρία γε-νικευμένης κρίσης. Ωστόσο αναμφίβολα εμπλουτίζει την αστική δυναμική με νέες δυνατότητες και ευκαιρίες που μπορούν να αναζωογονήσουν αδρανείς κοινωνικές και αστικές υποδομές. Η κοινωνική κινητικότητα καθιστά αναγκαία τη συνάντηση, τη συνύπαρξη και τη συνεργασία, αποκαλύπτοντας νέες εκδοχές του παλίμψηστου της πόλης.

Η αναφορά στο πλαίσιο της γεωιστορίας παραμένει κρίσιμη για να κατανοηθούν τα όρια και οι προοπτικές της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Η διαρκής αστική λειτουργία, η στρατηγική θέση και η βαλκανική ενδοχώρα αποτελούν παραμέτρους αστικής ανάπτυξης που τη διαφοροποιούν από άλλα αστικά κέντρα, τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ευρύτερος αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης είναι σήμερα ελάχιστα ελκυστικός σε σχέση με το διαχρονικό δυναμικό της. Η κακή ποιότητα του κτισμένου περιβάλλοντος, η αυξανομένη ιδιωτικοποίηση και επομένως η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου και του πρασίνου, η απουσία στρατηγικού

1. Ι. Ν. Svoronos, Le commerce de Salonique au XV IIIe siècle, Paris, PUF.2. K. Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη 1700-1912: τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα, Στοχαστής, 1974.

117Θ

ΕΣΣΑ

ΛΟ

ΝΙΚ

Η 1

00+

ΝΑ

ΖΗ

ΤΩ

ΝΤΑ

Σ Τ

ΗΝ

ΠΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

ΝΤΙΚ

Η Μ

ΕΤΑ

-ΡΥΘ

ΜΙΣ

Η

και συνολικού οράματος, η κλιματική αλλαγή, η εγκληματικότητα, η ηχητική, αισθητική και περιβαλλοντική ρύπανση αποτελούν τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σχεδιασμός.

Σε αντίθεση με το άλλο μεγάλο αστικό κέντρο της χώρας, την Αθήνα, στην οποία με την αφορμή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επιχειρήθηκε έστω και έμμεσα η αστική ανασυ-γκρότηση, η Θεσσαλονίκη έχασε για δεκαετίες τις αντίστοιχες ευκαιρίες μετά το άνοιγμα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό είναι γεγονός με άμεσες και ορατές επιπτώσεις, παρά τις κατά καιρούς επικλήσεις της ιδιότητας της μητρόπολης των Βαλκανίων που δεν συν-δυάστηκαν με συγκεκριμένες υποδομές και ρυθμίσεις.

Σήμερα, 100 χρόνια από την απελευθέρωση και τη διοικητική της ένταξη στο ελληνικό κρά-τος, η πόλη έχει απόλυτη ανάγκη εναλλακτικού προγραμματικού σχεδιασμού που θα καλύπτει την πραγματική αστική περιοχή, ενός σχεδίου όχι μόνο υπηρεσιακού και γραφειοκρατικού αλλά ανοιχτού στις προκλήσεις της εποχής μας, στις νέες τεχνολογίες και στην καινοτομία. Αυτό οφείλει να εξειδικεύεται σε μία ρεαλιστική αλλά και προωθημένη πρόταση αρχιτεκτονι-κού και αστικού σχεδιασμού με περιβαλλοντική ευαισθησία.

Τα όρια της αστικής περιοχής και οι αναπτυξιακές επιλογές

Η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη φάση μετεξέλιξης, που σχετίζεται όχι μόνο με την αλλαγή της πληθυσμιακής κλίμακας αναφοράς του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά και με την ανάγκη ουσιαστικής αποκέντρωσης κεντρικών δομών της. Η αντικειμενική προοπτική αφο-ρά στην αστική ωρίμανση ενός σύγχρονου μητροπολιτικού χώρου για τη Θεσσαλονίκη. Αυτή η πραγματικότητα εμπεριέχει παραμέτρους που σήμερα δύσκολα προσδιορίζονται με ακρίβεια αλλά θα διαμορφώσουν τελικά το νέο χαρακτήρα της πόλης. Αναπόφευκτα η συνεκτικότητα διαρρηγνύεται και ο αστικός ιστός απελευθερώνεται λειτουργικά και χωρικά.

Ένα πρώτο ζήτημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες αφορά στα πραγματικά όρια του πολεοδομικού συγκροτήματος. Με την ευκαιρία της διοικητικής μεταρρύθμισης που προκύ-πτει από την κατάργηση των νομαρχιών και την αναβάθμιση της περιφέρειας με εκλεγμένη διοίκηση, εκτιμώ ότι τώρα είναι ο κατάλληλος χρόνος για την ενιαία χωροταξική αντιμετώπι-ση της Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία ουσιαστικά ταυτίζεται με τα άμεσα όρια επιρροής της Θεσσαλονίκης. Αυτό δεν συνεπάγεται, όπως σε πρώτη ανάγνωση διαφαίνεται, τη συγκέντρωση εξουσίας και δραστηριοτήτων, αλλά αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές ενίσχυσης επι-λεγμένων αστικών πόλων που θα παραλάβουν εξειδικευμένες χρήσεις με συμπληρωματικό χα-ρακτήρα (π.χ. κόμβους καινοτομίας, εκπαίδευσης, πολιτισμού, τουρισμού και άλλων σπάνιων τριτογενών δράσεων, καθώς και κατάλληλων περιοχών που θα υποδεχθούν ειδικές βιομηχανι-κές, βιοτεχνικές και εξειδικευμένες πρωτογενείς συγκεντρώσεις). Η ανάπτυξη με επιλεγμένους πόλους μπορεί να διαφυλάξει πράσινες ζώνες με φυσικά οικοσυστήματα και γεωργία υψηλής

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

118

παραγωγικότητας αποθαρρύνοντας τη σημερινή εξάπλωση της αστικοποίησης με τη μορφή πετρελαιοκηλίδας που εξαπλώνεται άμορφα προς όλες τις κατευθύνσεις.

Η οργανωμένη περιφερειακή αναβάθμιση της περιοχής έχει εθνική αναπτυξιακή σημασία, καθώς η Θεσσαλονίκη αποτελεί σήμερα το μοναδικό πολεοδομικό συγκρότημα που διαθέτει το πληθυσμιακό μέγεθος, τη γεωγραφική θέση και την ενδοχώρα –άμεση και ευρύτερη– ώστε να αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο ανάπτυξης στον ελληνικό χώρο απέναντι στη δεδομένη κυριαρχία της Αθήνας. Η παρασιτική λειτουργία της τελευταίας έχει πλέον φθάσει στο σημείο να περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της χώρας, οδηγώντας σε γενι-κότερη επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας.

Προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτού του σεναρίου είναι η έγκαιρη δραστηριοποίηση της πολιτικής εξουσίας, έστω και υπό συνθήκες κρίσης, ώστε να υπάρξει, παρά τη σημαντική καθυστέρηση που έχει δημιουργήσει τετελεσμένα, μία δυναμική πολιτική αποκέντρωσης και αναπτυξιακών χωροταξικών επιλογών. Προϋπόθεση είναι ο άμεσος προγραμματισμός και η υλοποίηση υποδομών βιώσιμης κινητικότητας με προτεραιότητα των μέσων μαζικής μεταφοράς και αναβάθμιση των αεροπορικών, οδικών, σιδηροδρομικών και θαλάσσιων προσπελάσεων.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι ένα μείζον έργο όπως η προτεινόμενη ζεύξη του Θερμαϊκού με υπο-θαλάσσια σήραγγα ή ακόμη καλύτερα με γέφυρα που θα σηματοδοτήσει το τοπίο στην είσοδο του κόλπου θα αναπροσανατολίσει ουσιαστικά τη διάταξη των χρήσεων στο πολεοδομικό συ-γκρότημα συνδέοντας τις περιοχές κατοικίας με τους χώρους εργασίας και διευκολύνοντας τις άμεσες προσπελάσεις προς τις τουριστικές περιοχές Χαλκιδικής και Πιερίας.

Εφόσον ζούμε σε ένα καθεστώς ελεύθερης οικονομίας, ο έλεγχος της αστικοποίησης πα-ραμένει σχετικός και η μόνη αποτελεσματική πολιτική είναι η εξασφάλιση σωστών υποδομών και προϋποθέσεων για την ανάπτυξη. Από ένα νέο ρυθμιστικό σχέδιο αναμένεται η σωστή διευθέτηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και η βιώσιμη κινητικότητα με αποτελεσματικό προγραμματισμό των υποδομών. Το ΥΠΟΜΕΔΙ σε συνεργασία με την Εγνατία3 έχει ήδη προ-ωθήσει το Ενιαίο Σχέδιο Υποδομών των Μεταφορών της Ευρύτερης Περιοχής Θεσσαλονίκης. Οι προβλέψεις αυτές πρέπει να ενσωματωθούν στο επικαιροποιημένο Ρυθμιστικό Σχέδιο που συντάχθηκε από τον Οργανισμό Θεσσαλονίκης και το ΥΠΕΚΑ, το οποίο παραμένει αόριστο ή αναχρονιστικό στον τομέα αυτό.

Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται το πρωταρχικό πρόβλημα της ανισομερούς διευθέτησης της περιοχής εφαρμογής των ρυθμίσεων όπως διατυπώθηκε στην πρόταση του αναθεωρημένου Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης,4 η οποία περιλαμβάνει όλη την έκταση των διοικητικών ορίων τριών νομών, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς και Χαλκιδικής και τμημάτων της Ημαθίας και της Πέλλας. Η εκτεταμένη αυτή περιοχή είναι τριπλάσια από την αντίστοιχη έκταση του Ρυθμιστικού

3. ΥΠΟΜΕΔΙ, Ενιαίο Σχέδιο Υποδομών των Μεταφορών Θεσσαλονίκης, 2010.4. ΥΠΕΚΑ-ΟΡΘΕ, Επικαιροποιημένο Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης, 2011.

119Θ

ΕΣΣΑ

ΛΟ

ΝΙΚ

Η 1

00+

ΝΑ

ΖΗ

ΤΩ

ΝΤΑ

Σ Τ

ΗΝ

ΠΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

ΝΤΙΚ

Η Μ

ΕΤΑ

-ΡΥΘ

ΜΙΣ

Η

Σχεδίου της Αθήνας και δεν συντονίζεται με τα νέα αυτοδιοικητικά όρια των μεταρρυθμίσεων του Καλλικράτη (ενιαία περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με εκλεγμένα όργανα και υποδιαιρέσεις –αντιπεριφέρειες– στους παλιούς νομούς, καθώς και νέους δήμους). Η έντονη ανισοκατανομή των προβλέψεων του επικαιροποιημένου ρυθμιστικού για το χώρο της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας δεν είναι αμελητέα, καθώς με την ολοκλήρωση της Εγνατίας, των κάθετων αξόνων και του αυτοκινητόδρομου προς την Αθήνα και τα σύνορα, η προσπελασιμότητα και οι χρονοα-ποστάσεις είναι αυτή τη στιγμή ευνοϊκότερες προς πολλές περιοχές εκτός της ζώνης του ρυθμι-στικού σχεδίου, σε σχέση με ορισμένες που περιλαμβάνονται (π.χ. τμήμα της Χαλκιδικής). Θα είχε νόημα να επιχειρηθεί ένας καλύτερος συντονισμός του σχεδίου με πιθανές δύο κλίμακες ρύθμισης: μία άμεση στα όρια του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος και μία ευρύτερη στα όρια της περιφέρειας Κ. Μακεδονίας με πιθανή αποκέντρωση ορισμένων μητροπολιτικών και ειδικών λειτουργιών. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα συμπίπτουν τα διοικητικά και λειτουρ-γικά όρια των διαφορετικών βαθμίδων και ενοτήτων σχεδιασμού με πιθανές δυσλειτουργίες και ανακολουθίες που θα προκύψουν από διαφορετικά «τεχνητά» γεωγραφικά όρια εφαρμογής.

Το παλίμψηστο της κεντρικής πόλης

Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης διακρίνεται για τη μοναδικότητά του. Αποτελεί ένα πα-λίμψηστο με πολλαπλές εγγραφές από την ελληνιστική ως τη σύγχρονη πόλη καθώς χαρακτη-ρίζεται από την πυκνή συμβίωση των μνημείων και τη διάρκεια των διαδρομών. Το ιδιαίτερα συνεκτικό αυτό κέντρο, του οποίου η σημερινή διάταξη οφείλεται στις χαράξεις του πολεοδο-μικού σχεδίου Hébrard (1921), συγκέντρωνε για δεκαετίες το σύνολο σχεδόν της διοίκησης, του εμπορίου, της ανώτατης εκπαίδευσης, της αναψυχής και της ΔΕΘ. Είναι ενδιαφέρον ότι έχει διατηρηθεί ένας συμπαγής πυρήνας κατοικίας σε τμήμα της κεντρικής περιοχής. Τα έντο-να προβλήματα κυκλοφορίας, προσπέλασης και ανταγωνισμού με τις εμπορικές-γραφειακές χρήσεις και σήμερα της διασκέδασης απωθούν τον πληθυσμό αυτόν προς την περιφέρεια. Έτσι δημιουργείται βαθμιαία ένα ιδιότυπο «θεματικό πάρκο» εμπορίας και ψυχαγωγίας που έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά σε ορισμένες περιοχές.

Στην Άνω Πόλη, που είναι ένας μοναδικός ιστορικός τόπος με ιδιαίτερο ανάγλυφο του εδά-φους, οι διαφαινόμενες τάσεις αλλοίωσης, από την ανεπαρκή προστασία των διατηρητέων και προσφυγικών κτισμάτων, την έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου στη δόμηση «νεοπαραδοσιακών» κτισμάτων, στις χρήσεις γης και στην εγκατάσταση λειτουργιών αναψυχής, δημιουργούν κατα-στάσεις υποβάθμισης. Είναι απαραίτητο να υπάρξουν επείγοντα μέτρα για να προστατευθεί ο κοινωνικός ιστός της περιοχής και να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης. Η συνολική αποτί-μηση της τριαντάχρονης εφαρμογής των νέων όρων και κανονισμών δόμησης στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης από το 1978 αποκαλύπτει τα προβλήματα. Είναι φανερό ότι πραγματικός στόχος δεν ήταν η προστασία του ιστορικού συνόλου αλλά η ανοικοδόμηση της περιοχής.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

120

Μία δυσάρεστη εξέλιξη που εντάθηκε την τελευταία δεκαετία είναι η ουσιαστική απώλεια των μεγάλων τμημάτων των κέντρων των ελληνικών πόλεων που σταδιακά αποκτούν τη μορφή αυτόνομων θυλάκων (γκέτο) διασκέδασης ή συγκέντρωσης μεταναστών. Η αναζωογόνηση και η ανανέωση της κεντρικότητας με μικτές χρήσεις (κατοικίες, επιχειρήσεις, ελεύθερος χρόνος) είναι σημαντικός στρατηγικός στόχος. Για να επιτευχθεί απαιτούνται προγράμματα ανάπλασης με ευρύτερους στόχους και όχι απλές πεζοδρομήσεις και μικρές επεμβάσεις στους κοινόχρη-στους χώρους. Ήδη η εμπειρία από μονοσήμαντες και επιπόλαιες παρεμβάσεις (π.χ. Λαδάδικα) είναι αμφιλεγόμενη. Για να επανέλθει η ζωή στην κεντρική Θεσσαλονίκη απαιτούνται σύνθετες δράσεις με συνολική βελτίωση των υποδομών. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε να έχουμε έργα εξωραϊσμού που ενδεχομένως θα έχουν απρόβλεπτες παρενέργειες.

Για παράδειγμα η προτεινόμενη πεζοδρόμηση της Τσιμισκή είναι ένα έργο χαμηλού κόστους και άμεσου εντυπωσιασμού. Αν δεν συνοδεύεται από μία σοβαρή προσέγγιση της βιώσιμης κι-νητικότητας στην πόλη με ολοκλήρωση του μετρό και των άλλων ενδεχόμενων μέσων μαζικής κυκλοφορίας (τραμ, θαλάσσια συγκοινωνία), αν δεν υλοποιηθεί η θαλάσσια παράκαμψη με μία ήπια εκδοχή της υποθαλάσσιας λεωφόρου, τότε οι παρενέργειες θα είναι σημαντικές. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης κινδυνεύουν να συμπιεστούν περισσότερο οι χρήσεις της κατοικίας και του εμπορίου μετασχηματίζοντας την περιοχή σε ένα εκτεταμένο υποβαθμισμένο αστικό θεματικό πάρκο ελεύθερου χρόνου, με πολλά μπαρ και καφέ, με πολλά κλειστά καταστήματα και με άδειους χώρους στους ορόφους που θα καταληφθούν από περιθωριακές ομάδες. Μία ει-κόνα που δυστυχώς είναι οικεία σε μεγάλα τμήματα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και ήδη ορατή στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή γύρω από την οδό Φράγκων, που κακώς αποκαλείται «Άνω Λαδάδικα», καθώς πρόκειται για περιοχή με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά η οποία ωστόσο κινδυνεύει να έχει την τύχη των Λαδάδικων. Εδώ απαιτείται μία ειδική πολεοδομική προσέγγιση της ανάπλασης με αυστηρό έλεγχο των χρήσεων και της δόμησης.

Για την κεντρική Θεσσαλονίκη η ευρύτερη περιοχή του Λιμανιού και των Λαχανόκηπων είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για μία παρέμβαση με μείζονα χαρακτηριστικά. Η απόλυτη ανά-γκη επανέναρξης της αναπτυξιακής διαδικασίας απαιτεί την αξιοποίηση όχι μόνο του ιστορικού Α’ προβλήτα με την ένταξή του στην κεντρική περιοχή, αλλά και την εξέταση της δυνατότητας δημιουργίας ενός νέου κέντρου τριτογενών δραστηριοτήτων με εμβληματικό αστικό σχεδιασμό και αρχιτεκτονική. Εδώ παρέχεται η ευκαιρία για την ελεγχόμενη ένταξη και υψηλών κτηρίων με τη μορφή σημείων αναφοράς-πύργων που θα σηματοδοτήσουν τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα εκμεταλλευόμενα τα δίκτυα μεταφοράς και τις υποδομές που διέρχονται από τη δυτική είσοδο και το λιμάνι.

Η κλίμακα της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού μπορεί να φαίνεται απομακρυ-σμένη από ένα ρυθμιστικό σχέδιο. Στην πραγματικότητα όμως οι εμβληματικές παρεμβάσεις ση-ματοδοτούν με νόημα την εικόνα και την ανάπτυξη της πόλης. Η συνδυασμένη παρέμβαση στην υποβαθμισμένη σήμερα δυτική Θεσσαλονίκη με την απελευθέρωση και την ενοποίηση ορισμέ-

121Θ

ΕΣΣΑ

ΛΟ

ΝΙΚ

Η 1

00+

ΝΑ

ΖΗ

ΤΩ

ΝΤΑ

Σ Τ

ΗΝ

ΠΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

ΝΤΙΚ

Η Μ

ΕΤΑ

-ΡΥΘ

ΜΙΣ

Η

νων χώρων του «Ανατολικού Ρήγματος» από αμιγείς περίκλειστες χρήσεις (ΔΕΘ, ΑΠΘ, Γ’ΣΣ), εφόσον τελικά βρεθεί μία πραγματικά οικονομικά βιώσιμη λύση για τη ΔΕΘ, συνιστούν δύο ορατές προοπτικές σημειακής, αλλά κρίσιμης και ορατής αλλαγής της πολεοδομικής πολιτικής.

Η συνολική αναβίωση τομέων του κέντρου, με την ανάδειξη των ιστορικών μνημείων και των διατηρητέων, αλλά και με εκτεταμένα προγράμματα ανάπλασης κατοικιών, μπορεί να επαναφέρει την αίγλη μιας βιώσιμης συμπαγούς κεντρικής περιοχής που θα προσελκύσει νέους ανθρώπους.

Η συμπαγής πόλη

Το μοντέλο της νεοελληνικής πόλης με την αποκλειστική σχεδόν εμμονή στο τυπικό αστικό το-πίο των πολυκατοικιών της αντιπαροχής σε μικρά κατακερματισμένα οικόπεδα εξακολουθεί να στηρίζεται στα συμβατικά οικοδομικά τετράγωνα και στην κυριαρχία των δρόμων-διαδρόμων που χαρακτήριζαν την ευρωπαϊκή πολεοδομία του 19ου αιώνα. Η οριζόντια ανάμιξη των χρή-σεων με καταστήματα στα ισόγεια και γραφεία σε χαμηλούς ορόφους διασώζει, ως ένα βαθμό, το πολεοδομικό συγκρότημα από το σκληρό λειτουργικό διαχωρισμό. Αυτή η χαρακτηριστική συμπαγής νεοελληνική πόλη έχει από τη δομή της ορισμένα εγγενή προτερήματα και προβλή-ματα. Από τη μία πλευρά αποφεύγει τα γνωστά μειονεκτήματα των μονολειτουργικών περιοχών και την αραιοδομημένη εικόνα των συγκροτημάτων χαμηλού ή μεγάλου ύψους των μοντέρνων αστικών κέντρων του μοντερνισμού που κυριάρχησαν τον 20ό αιώνα στα διεθνή αναπτυγμένα αστικά κέντρα. Από την άλλη πλευρά η πυκνή συμβίωση δεν επιτρέπει σωστές συνθήκες ηλια-σμού, αερισμού, δεν εξασφαλίζει επαρκείς ακάλυπτους ιδιωτικούς ή κοινόχρηστους χώρους ούτε προσφέρει χώρους στάθμευσης.

Στη Θεσσαλονίκη η συμπαγής αστική δομή καταλαμβάνει το σύνολο σχεδόν του κεντρι-κού Δήμου και εκτείνεται ακόμη σε σημαντική ενιαία έκταση από τη βορειοδυτική είσο-δο (Ελευθέριο-Κορδελιό, Εύοσμος, Μενεμένη) ως την νοτιοανατολική πλευρά (Καλαμαριά, Πυλαία) σε μία λωρίδα γης που οριοθετείται από τον Θερμαϊκό κόλπο και τις απολήξεις του Χορτιάτη (Σέιχ Σου).

Αυτή η διαμορφωμένη πραγματικότητα δεν επιτρέπει σημαντικές παρεμβάσεις μεγάλης κλί-μακας. Ωστόσο, όσο ακόμη υπάρχει περιθώριο, πρέπει να καταστρωθεί ένα ρεαλιστικό σενάριο με επεμβάσεις αστικού σχεδιασμού που θα ενισχύσει την πολυκεντρικότητα του πολεοδομικού συγκροτήματος. Η συνεχιζόμενη δειλή για πολλές δεκαετίες πολεοδομική πολιτική δημιουργεί δύσκολα αντιστρέψιμες αρνητικές προοπτικές.

Το θαλάσσιο μέτωπο

Στη Θεσσαλονίκη ιστορικά οι επισκέπτες εισάγονταν από τη θάλασσα. Αυτό ήταν ακριβές ως την αρχή του 20ού αιώνα, ενώ βαθμιαία κατά κάποιον παράδοξο τρόπο η πόλη έστρεψε τα

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

122

νώτα προς το υγρό στοιχείο, το λιμάνι έχασε την πρωταρχική σημασία του ως πύλης προς την ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα και οι ακτοπλοϊκές συνδέσεις με το Αιγαίο είναι σήμερα ελά-χιστες.

Ο κεντρικός Δήμος είναι το μοναδικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος που έχει άμεση επαφή με το υγρό στοιχείο, καθώς η θάλασσα είναι ορατή ψηλά στον ορίζοντα από τους κεκλιμένους καθέτους δρόμους και τα πλοία μοιάζουν να αιωρούνται ψηλά ανάμεσα στις πυ-κνοδομημένες πολυκατοικίες. Η νέα παραλία, διαμορφωμένη αρχικά ως λιμενικό έργο, αποτε-λεί σήμερα ένα χώρο πρασίνου και περιπάτου, αν και η πρόσφατη δημιουργία των αξιόλογων από αρχιτεκτονική άποψη «αστικών δωματίων» προκάλεσε μία έμμεση διακοπή της συνέχειας του χώρου. Στην Καλαμαριά, παρόλο που μία ευτυχής συγκυρία έχει διαφυλάξει θραύσματα του φυσικού τοπίου του αιγιαλού, η πόλη, με την εξαίρεση κάποιων κέντρων αναψυχής της γραμμικής παραλιακής ζώνης, στρέφεται προς τα μέσα. Από εκεί και πέρα η έντονη ανάπτυξη της νοτιανατολικής πλευράς ως το αεροδρόμιο με τα πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα αγνοεί επιδεικτικά τη θάλασσα, που παραμένει κυριολεκτικά απροσπέλαστη, καθώς δεν έχει σχεδια-στεί ούτε μία στοιχειώδης παραθαλάσσια διαδρομή.

Η ανάδειξη του ευρύτερου μετώπου είναι κατά την άποψή μου το σημαντικότερο έργο αστι-κού σχεδιασμού για τη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη. Ξεκινώντας από τους βιότοπους των εκβο-λών του Αξιού-Αλιάκμονα που μπορούν να διαμορφωθούν ως οικολογικό πάρκο, διευθετώντας με προσοχή την αναγκαία για τις δραστηριότητες λιμενική ζώνη προς τα δυτικά, το ιστορικό λιμάνι που ήδη ζωντανεύει κατά καιρούς με εκδηλώσεις όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου το Νοέμβριο μπορεί να αποτελέσει έναν μεγάλο ανοικτό χώρο με διάσπαρτες χρήσεις πολιτισμού που θα λειτουργεί ως επέκταση της κεντρικής περιοχής. Η παράλληλη λιμενική χρήση για θαλάσσιες συγκοινωνίες, αστικές και μακρινές, είναι επιθυμητή για να κρατηθεί ο μικτός και παραγωγικός χαρακτήρας, αλλά οι «αμυντικές» περιφράξεις πρέπει να αρθούν και η προσπέ-λαση να γίνει ελεύθερη.

Το αστικό μέτωπο σε μία άμεση και αναγκαία προοπτική καθαρισμού του Θερμαϊκού μπορεί να αποκτήσει λειτουργική σημασία με κοινόχρηστες εγκαταστάσεις και ανάκτηση των ακτών για κολύμβηση. Οι προτεινόμενες κοινωφελείς χρήσεις πρέπει να διευθετηθούν προσεκτικά και να μη στρέφουν επιδεικτικά τα νώτα στη θάλασσα. Το θαλάσσιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης συνιστά λογικά μία από τις λίγες ευκαιρίες που απομένουν για ανασχεδιασμό και στενότερη επαφή με το υγρό στοιχείο. Ωστόσο κατά την άποψή μου πρέπει να προηγηθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός του συνόλου και να καθοριστούν προτεραιότητες πριν υλοποιηθούν οι επιμέρους αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που προαναγγέλθηκαν. Στο μέτωπο που εκτείνεται από τις εκβολές του Αλιάκμονα και Αξιού ως τη Μηχανιώνα υπάρχουν τμήματα με οικολογικό, βιομηχανικό, λιμενικό και αστικό χαρακτήρα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με διαφορετικούς τρόπους για να εξασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη μίας πόλης που πρωταρχικά είναι διαχρονικά ένα σταυ-ροδρόμι χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων.

123Θ

ΕΣΣΑ

ΛΟ

ΝΙΚ

Η 1

00+

ΝΑ

ΖΗ

ΤΩ

ΝΤΑ

Σ Τ

ΗΝ

ΠΕΡΙΒ

ΑΛ

ΛΟ

ΝΤΙΚ

Η Μ

ΕΤΑ

-ΡΥΘ

ΜΙΣ

Η

Ανάπλαση και μετεγκατάσταση της ΔΕΘ

Σημαντικές επεμβάσεις αστικού σχεδιασμού μπορούν να έχουν συνολική επίδραση στο μέλλον μίας μητρόπολης. Η ΔΕΘ που ασφυκτιά στο κέντρο της πόλης δημιουργεί μιαν αντίστοιχη μο-ναδική ευκαιρία για τη Θεσσαλονίκη. Η θέση που συγκεντρώνει τις περισσότερες προτιμήσεις στη Σίνδο δεν είναι κατά την άποψή μου η ιδεώδης, παρά τα ενδεχόμενα οφέλη για την υπο-βαθμισμένη βορειοδυτική περιφέρεια.

Η μετεγκατάσταση πρέπει να γίνει με πρότυπο σχεδιασμό βασισμένο σε περιβαλλοντικές αρχές μαζί με εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας, εμπορικό κέντρο, συνεδριακό κέντρο και εκτεταμένο πάρκο. Παράλληλα με την προοπτική της μετακίνησης στο κέντρο της πόλης διευκολύνεται η δημιουργία και ενοποίηση των ανοικτών χώρων της περιοχής με διάσπαρτες πολιτισμικές, εκθεσιακές και εκπαιδευτικές χρήσεις.5

Η συνολική πρόταση της διπλής αναβάθμισης της κεντρικής περιοχής και της περιφέρειας με την ευκαιρία της μεταφοράς της ΔΕΘ είναι τυπική περίπτωση ενός παραδειγματικού έργου που μπορεί να εξασφαλίσει ένα έργο αναφοράς για την πόλη. Δυστυχώς, οι αρνητικές εμπειρίες από ανάλογες περιπτώσεις έργων της Θεσσαλονίκης δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδο-ξίας. Είναι γεγονός ότι η υλοποίηση σημαντικών έργων αστικού σχεδιασμού και ανάπτυξης προϋποθέτει την ύπαρξη κεντρικής και τοπικής εξουσίας ικανής να εκτιμά, να αξιολογεί και να υλοποιεί καθοριστικές επιλογές. Σε αντίθετη περίπτωση η Θεσσαλονίκη θα μείνει χωρίς πραγματική Διεθνή Έκθεση, καθώς είτε αυτή θα παραμείνει εγκλωβισμένη χωρίς δυνατότητα εκσυγχρονισμού είτε θα απομονωθεί σε μία νησίδα της βορειοδυτικής περιφέρειας που δεν προσφέρει την απαραίτητη συνεργία αναπαράγοντας έναν κρατικοδίαιτο τοπικό θεσμό χωρίς όραμα, διεθνή εμβέλεια και ακτινοβολία.

Η αναγκαιότητα ενός συνολικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού

Από τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν γίνεται αντιληπτό ότι ο σχεδιασμός του μέλλοντος της Θεσσαλονίκης υπερβαίνει τα όρια ενός συμβατικού προγραμματισμού και απαιτεί ένα συν-δυασμό δράσεων σε όλα τα επίπεδα παρεμβάσεων από την αρχιτεκτονική ως τη χωροταξία και την ανάπτυξη, με ιδιαίτερα κρίσιμη την κλίμακα της αστικής σύνθεσης. Ενοποιητικό στοιχείο αυτών των παρεμβάσεων είναι η υιοθέτηση μίας πολιτικής ολιστικού περιβαλλοντικού σχε-διασμού που βαθμιαία θα δημιουργήσει μια περισσότερο βιώσιμη πόλη. Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός δεν περιορίζεται σε μία πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια και τις με-

5. Ν. Καλογήρου, Σ. Καραγιάννη, Α. Πάκα, Σ. Σπαταλάς, Α. Τέλλιος, Α. Τζάκα, «Δυνατότητες μετεγκατάστασης της ΔΕΘ στο αγρόκτημα του ΑΠΘ με ταυτόχρονη αξιοποίηση του σημερινού χώρου», Πόλεως Λόγος. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Α.Φ. Λαγόπουλο, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2010, σ. 193-213.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

124

ταφορές, αλλά αφορά στο σύνολο σχεδόν των επεμβάσεων στο χώρο της ευρύτερης πόλης. Διευκολύνεται από την ύπαρξη της συμπαγούς πόλης με πολλαπλούς πυρήνες και προϋποθέτει αναπλάσεις στο πυκνοδομημένο κέντρο, αλλά και σχετική πύκνωση στην περιφέρεια με εξα-σφάλιση ωστόσο ηλιασμού, σκίασης και αερισμού με κατάλληλες πολεοδομικές διατάξεις. Η πυκνότητα θα επιτρέψει την έμφαση στις δημόσιες μεταφορές, που σε συνδυασμό με χώρους μετεπιβίβασης και στάθμευσης περιφερειακά στο κέντρο, μπορούν σχετικά εύκολα να βελτιώ-σουν το κυκλοφοριακό πρόβλημα που γίνεται σήμερα αντιληπτό ως αδιέξοδο.

Η διαμόρφωση των ανοιχτών χώρων έχει ιδιαίτερη σημασία σε μία πόλη όπου απουσιάζει σημαντικά το πράσινο. Τα στρατόπεδα που βαθμιαία εγκαταλείπονται, μπορούν να αξιοποι-ηθούν ως ανοιχτοί χώροι με ελάχιστες επιλεγμένες κοινωνικές χρήσεις εγκαταλείποντας τις κερδοσκοπικές πολιτικές ανοικοδόμησης πολυκατοικιών. Περισσότερο κρίσιμη είναι η περι-βαλλοντική διαμόρφωση των μικρότερων κοινόχρηστων χώρων, δρόμων, πλατειών, νησίδων, καθώς και των ιδιωτικών ακάλυπτων χώρων με φυτεύσεις, διατάξεις σκιασμού και χρήση υδα-τοπερατών δαπέδων. Η συστηματική ενθάρρυνση τέτοιων παρεμβάσεων μπορεί κυριολεκτικά να μεταβάλει το αστικό μικροκλίμα και τις συνθήκες διαβίωσης του μεγάλου αριθμού.

Στην ευρύτερη αυτή περιβαλλοντική προσέγγιση δεν πρέπει να περιοριστούμε στα στερεό-τυπα μίας «πράσινης» ανάπτυξης μηχανιστικού τύπου όπου κυριαρχούν τα νέα στερεότυπα των συλλεκτών, των μονώσεων και των φωτοβολταϊκών. Ο προβληματισμός για τη μακρά διάρκεια της πόλης οφείλει να είναι ολιστικός. Οι εναλλακτικές κατασκευές και τα φιλικά προς το περι-βάλλον υλικά πρέπει να επιλέγονται με πολλαπλά κριτήρια: τις ανανεώσιμες πρώτες ύλες, την ενέργεια που ενσωματώνεται για την παραγωγή και μεταφορά, την τοξικότητα, τη διάρκεια ζωής και τη δυνατότητα τελικής αποδόμησης και ανακύκλωσης.

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτό ότι για το υφιστάμενο οικιστικό απόθεμα η ανάπλαση είναι θέμα πρώτης προτεραιότητας και θα αποτελέσει κυρίαρχο αντικείμενο ενασχόλησης μη-χανικών και κατασκευαστών στο μέλλον. Με την οπτική αυτή η διατήρηση των ιστορικών κατα-σκευών αποκτά διευρυμένη διάσταση ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ανακαίνιση απλών κτισμάτων τα οποία διαμορφώνουν ωστόσο τελικά τη συλλογική εικόνα της πόλης.

Για τις περιφερειακές επεκτάσεις γίνεται φανερό ότι με απλές βιώσιμες επιλογές αστικού σχεδιασμού εξασφαλίζονται η συνεκτικότητα, ο προσανατολισμός και η ενοποίηση των ανοι-χτών χώρων. Με την κλιματική προσαρμογή των κατασκευών και την αισθητική τους ένταξη στον τόπο επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό ο διευρυμένος αρχιτεκτονικός περιβαλλοντικός σχε-διασμός. Η εφαρμογή και η υλοποίηση αυτών των μέτρων είναι πρωταρχικά θέμα παιδείας και συνειδητοποίησης. Κατά συνέπεια το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης είναι καταρχήν πολιτικό με την ευρύτερη παιδευτική έννοια του όρου. Η ανοίκεια σημερινή εικόνα έχει ως ένα βαθμό προβληματίσει σημαντικές ομάδες πολιτών και η ανάγκη ενός φιλικού προς το περιβάλλον σχεδιασμού έχει πλέον εγγραφεί αποφασιστικά στις συλλογικές προτεραιότητες.

Τρίτη Συνεδρία: Ζητήματα μεθοδολογίας αστικού σχεδιασμού με άξονα τη φύση

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ: Ελένη Χανιώτου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Exposure, access and useAnne Vernez-Moudon, Καθηγήτρια Αστικού Σχεδιασμού, Πανεπιστήμιο Washington, Seattle

Η φύση ως άξονας στρατηγικού σχεδιασμού του αστικού χώρου Θάνος Παγώνης, Λέκτορας Αστικού Σχεδιασμού, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

Η παιδική χαρά στον Χολαργό και ο επανασχεδιασμός κεντρικών υπαίθριων χώρων στα Ιωάννινα Αγγελική Παππά, Αρχιτέκτων

127

ANNE VERNEZ MOUDONProfessor of Urban Design and Planning, University of Washington, Seattle

Exposure, access and use

Περίληψη

Έκθεση, πρόσβαση και χρήση

ANNE VERNEZ MOUDON, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ WASHINGTON, SEATTLE

Η σημαντική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού συνεπάγεται και σημαντική μεγέθυνση των ρυθμών της αστικοποίησης. Αυτές οι τάσεις καλούν τους αστικούς σχεδιαστές να αναπτύξουν νέες προσεγγίσεις και εργαλεία για τη δημιουργία νέων και τη διαχείριση υφιστάμενων αστικών περιοχών. Ως κύρια μορφή της μελλοντικής ανθρώπινης διαβίωσης, οι πόλεις οφείλουν να δι-ευκολύνουν την καθημερινή ζωή με λειτουργικούς όσο και ποιοτικούς όρους. Πρέπει να καλύ-πτουν τις καθημερινές ανάγκες κατοίκησης αλλά και μετακίνησης καθώς και να περιλαμβάνουν ζωτικό χώρο σε διάφορα επίπεδα: ατομικό, οικογενειακό, χώρο κοινωνικών ομάδων, αλλά και ευρύτερα συλλογικό χώρο. Οι επαγγελματίες του σχεδιασμού του χώρου πάντα αντιμετώπιζαν τις πόλεις ως περιβάλλοντα που αναφέρονται στις ανθρώπινες δραστηριότητες, ωστόσο στη νέα πραγματικότητα του 21ου αιώνα –που είναι ο αιώνας των πόλεων– ασκούνται πιέσεις προς αυτούς τους επαγγελματίες για να βελτιώσουν τον τρόπο αντίληψης και ενσωμάτωσης των αλ-ληλεπιδράσεων ανάμεσα στο περιβάλλον και τη συμπεριφορά.

Η εισήγηση αυτή εισάγει νέες μεθόδους και εργαλεία που αγγίζουν μερικές από αυτές τις προκλήσεις. Βασίζεται σε αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι χώροι όπου οι άνθρωποι ζουν, εργά-ζονται και διασκεδάζουν επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την υγεία τους. Πολλές μελέτες στην περιοχή της δημόσιας υγείας και του σχεδιασμού των μεταφορών καταγράφουν σημαντικούς συσχετισμούς ανάμεσα στα χαρακτηριστικά του χτισμένου περιβάλλοντος και τους κινδύνους παχυσαρκίας και φυσικής αδράνειας, που με τη σειρά τους συνδέονται με καρδιαγγειακές πα-θήσεις, διαβήτη και μερικές μορφές καρκίνου. Ειδικότερα η πυκνότητα της αστικής ανάπτυξης, ο αστικός ιστός αλλά και οι αποστάσεις μεταξύ δραστηριοτήτων επηρεάζουν συμπεριφορές και τρόπους ζωής που επιδρούν ευεργετικά ή αρνητικά στην κατάσταση της υγείας του πληθυσμού.

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USE

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

128

Η εισήγηση καταλήγει σε διαγραμματικά μοντέλα αστικού χτισμένου περιβάλλοντος που βο-ηθούν το χαρακτηρισμό και τη μέτρηση της έρευνας για την υγεία του πληθυσμού. Παραδείγμα-τα έρευνας για το περπάτημα και το περιβάλλον εικονογραφούν πιο αποτελεσματικούς τρόπους οπτικοποίησης, ανάλυσης και σχεδιασμού του αστικού χώρου, καθώς και αξιόπιστους τρόπους μέτρησης σε παρεμβάσεις που στοχεύουν στη βελτίωση των συνθηκών του περιβάλλοντος.

Introduction

The field of environment and behavior emerged more than four decades ago to study how people interact with their environment. While many aspects of the field are now integrated into the practice of architecture and urban design and planning, theories and conceptual frameworks guiding person-environment interactions often remain implicit in these professions’ everyday activities. In the meantime, the field of public health has actively developed and tested theories of behavior and environment in order to better understand how behaviors can be modified and eventually changed to improve health. Importantly, behavior change is an accepted and widely practiced concept in public health, with applications ranging from smoking to eating behaviors.1 In contrast, architects and planners do not explicitly seek to change behavior, even if only few would argue that their actions do not in fact “affect” behavior. As such, these professions should keep abreast of the latest thinking on the interactions between environment and behavior. Whether or not architects and planners have a “right” to change behavior, behavior change theories in public health can shed light on these interactions.

The built environment is a socio-physical phenomenon. Its bricks and mortar dimension is well recognized, as is its capability to contain social events. The way in which the social and the physical interact in or even through the built environment is more contentious, because the interaction is subject to complex processes. The social does not always shape the physical or vice versa. In truth, the direction of influence between the social and the physical is a two-way one. A common saying attributed to W. Churchill says that humans shape their environment, and it, in turn, shapes them. Geographers have recently termed this bi-directional interaction “relational”.2 J. J. Gibson captured it as “affordance”.3

1. Ajzen, I. (1991). “The Theory of Planned Behavior.” Organizational Behavior and Human Decision Processes 50: 179-211.Bagozzi, R. P. and P. R. Warshaw (1990). “Trying to consume.” Journal of Consumer Research 17: 127-140.Baranowski T, C. P., and GL Parcel (2002). How Individuals, Environment and Health Behavior Interact: Social Cog-nitive Theory. Health Behavior and Health Education: Theory, Research and Practice. R. B. Glanz K, Lewis FM (eds). San Francisco, CA, Jossey-Bass.

2. S. Cummins, S. Curtis, A. V. Diez-Roux, and S. Macintyre, «Understanding and representing ‘place’ in health research: A relational approach». Social Science and Medicine 65: 1825-1838.

3. J. J. Gibson (1979). The Ecological Approach to Visual Perception. Boston: Houghton Mifflin.

129

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USETheories on behavior in the built environment help define conceptual frameworks to

structure and measure interactions between environment and behavior. This essay focuses on relationships between people and actual rather than virtual (e.g., Google Earth, games, etc.) environments, yet some of the concepts might apply to the interactions between people and virtual environments.

Method

Three concepts are first presented that help to analyze the relationship between the social and the physical in the built environment: exposure, access, and use. How these concepts structure the understanding of the interaction between people and environment is examined next. And a second examination addresses the characteristics of the physical environment that influence the interactions and how they do so.

The first concept, exposure, is borrowed from epidemiology, to express how through their daily lives, people are necessarily subjected to the many facets of the built environment that surrounds them.4 Exposure is used in epidemiology to measure carriers of disease: people are exposed to viruses that make them ill through various vectors of disease such as air, blood, saliva, etc. Similarly, but not necessarily negatively, the built environment contains built elements, open spaces, signs, barriers, etc., that interact with people’s senses and affects their behaviors. In its physical dimension, the built environment acts like a giant three-dimensional billboard, projecting information that people will internalize and then act upon or not. A high-rise downtown will project power and money, while a bench in a park will invite rest. In its social dimension, the built environment also influences behavior, addressing both cognitive and sensory capabilities. A dark alley (with or without people) will tend to engender fear, while a children’s playground (with or without children) will not.

The “broken windows” theory in sociology rests on the notion that the physical environment shapes people’s attitudes toward the environment, and downstream, their behaviors in the environment.5 As well, the effects of exposure on behavior are internalized in commercial ventures associated with the built environment. The proliferation of convenience stores or brand shops (ranging from IKEA, Starbucks coffeeshops, Apple stores, to Carrefour Markets) attests to the importance of exposure in triggering such behaviors as buying incidentals, including coffee products.

J. J. Gibson (1982), “A Preliminary Description and Classification of Affordances,” in Reasons for Realism, E. S. Reed and R. Jones, Eds., ed Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum & Associates, pp. 403-406.

4. Ott WR, Steinemann AC, Wallace LA, editors. Exposure analysis. Boca Raton, FL: CRC Press, 2007.5. Wilson James Q, Kelling George L. Broken Windows. The Atlantic Monthly. March 1982.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

130

The second concept is access. People may or may not access environments that they are exposed to. For example, a person’s access to a city park she is walking by (exposure) may be restricted by a physical barrier (a fence); it may also be constrained by the park’s social environment, and specifically by its occupants (too many picnickers, loud teenagers, dogs, etc.); or the person may simply not want to access the park (individual choice). Hence access is regulated by multiple (and interacting) social (relations to others), physical (barriers and enablers), and personal forces (voluntary decisions, intention, cognition, sensory conditions).

The third concept is use. A person using an environment has by definition been exposed to it and has access to it. Conversely, however, a person exposed to an environment and having access to it may not use it.

The three concepts help structure the exploration of the influence of the built environment on people. The direction of influence starts at exposure, goes to access, and ends in use. However, use is not necessarily the outcome of being exposed and having access to a place. The latter are necessary, but not sufficient conditions for use.

The social ecologic model sheds further light on how these concepts structure the interactions between people and environment.6 The model is derived from Social Learning Theory (SLT) also called Social Cognitive Theory (SCT), which explains behavior as being shaped at several levels, spanning from the personal, the social, to the environmental realms.7 The environmental realm consists of the physical and institutional environments. Thus, according to a simple interpretation of SCT, the domains that influence behavior exist in a nested structure, which starts with a person’s individual characteristics (gender, age, health, etc.), itself influenced by the person’s immediate social environment (family, neighbors), itself then influenced by the proximate and the distal environment (including the built, social, and institutional environment). SCT has been the basis of several behavior change theories used in public health.8 It will be used to illustrate how the three concepts of exposure, access, and use influence behavior.

Finally, the characteristics of the physical environment itself influence behavior. How

6. McLeroy, K. R., D. Bibeau, A. Steckler, K. Glanz (1988). “An Ecological Perspective on Health Promotion Pro-grams.” Health Promotion Quarterly 15: 351-377.Sallis, J. and N. Owen (1996). Ecological Models. Health Behavior and Health Education: Theory, Research, and Prac-tice. B. Rimer. San Francisco, Jossey-Bass: 403-424. Stokols, D. (1992). “Environmental Quality, Human Development, and Health: An Ecological View.” Journal of Applied Development Psychology 13: 121-124.

7. Bandura, A. (1977). Social Learning Theory. Englewood Cliffs, NJ, Prentice-Hall, Inc.Bandura, A. (1986). Social Foundations of Thought and Action; A Social Cognitive Theory. Englewood Cliffs, NJ, Prentice-Hall.Bandura, A. (2001). “Social Cognitive Theory: An Agentic Perspective.” Ann Rev Psychology and Health 52: 1-26.

8. Ajzen, I. (1988). Attitude, Personality, and Behavior. Chicago, IL, Dorsey Press.

131

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USEthese characteristics can be measured is an important step in operationalizing, or making

explicit, the role of the built environment in shaping behavior.

Results

The three concepts of exposure, access, and use structure the process through which the built environment may affect people and shape their behavior. First, the concepts identify three stages, which are sequential steps in this interaction. Second, passing from one stage or step to another is mediated by a person’s individual and social factors, which introduces a feedback loop of interaction between people and environment. Finally, these processes and mechanisms suggest that different measures of the built environment characteristics must be taken to capture the interactions.

Sequential steps in the interaction between people and the built environment

A person must be exposed to an environment in order to access it; and the same person must be able to access an environment in order to use it. This three-step process involves a decision to be made by a person at two stages: once exposed to an environment, a person must determine whether or not s/he has access to it. If so, then s/he can also decide whether to use the environment or not (Figure 1).

Prochaska J. O. and DiClemente C. C. (1984). The Transtheoretical Approach: Towards a Systematic Eclectic Frame-work. Dow Jones Irwin, Homewood, ILAndreasen, A.R. (1995). Marketing Social Change: Changing Behavior to Promote Health, Social Development, and the Environment. San Francisco: Jossey-Bass.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

132

Figure 1: Conceptual scheme of sequential interaction between people and the built environment.

At the exposure stage, different individuals will receive or “accept” different types of information from the environment: someone may for example focus on building colors, while someone else may focus on entries to buildings, while yet another person will see trees or shops. The vector of information from the environment of the person is highly dependent on the person’s innate senses, as well as on the senses that the person has “turned on” at the time of exposure. This interaction has been described and analyzed by psychologists looking at the interaction between stimuli and personal reaction, and assessing positive and negative reinforcement in reacting to a specific stimulus.9 A person selects (willingly or subconsciously) the signals of the exposure, which trigger reactions that will in turn affect the decision to access the space. For example, a person first may or may not “see” the shops along a street; if s/he does, s/he may then see them as attractive or not. If the shops are attractive, the person may or may not consider entering them. (Importantly, the same reaction may be true if the person does not perceive the shop as attractive!) Yet the likelihood of entering an unattractive shop is lower than that of entering an attractive one. Now the person who focuses on the

9. Skinner, B. F. (1953). Science and Human Behavior. New York: Macmillan.

133

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USEattractiveness of the trees along the same street may or may not decide to visit the place more

often. Again, however, the likelihood of visiting the street more often is higher if the trees are deemed to be attractive than not.

The point is that exposure to an environment sends signals to a person, who then internalizes the significance or meaning of these signals, and acts according to that. The physical environment “communicates” to individuals, but individuals select the kind of communication that takes places. This concept is operationalized by saying that the effect of exposure to the physical environment on behavior is mediated (explained) or moderated (increased or decreased) by personal factors and social factors. The social ecologic model helps understand this mediation or moderation process: at the personal level, such factors include age, gender, culture, education, etc., as well as DNA, the biological state that make some people more prone to hear, see, or feel certain characteristics of the built environment — more prone to sense the stimuli. On the other hand, at the level of the social environment, factors include the influence of others on someone’s ability to sense and know. Research has shown that people who took public transit as children are more likely to use transit as adults.10 Similarly, people used to riding bicycles are more likely to use them in a variety of settings.

Our media-dominated world tells us that the power of exposure on behavior exists somewhat independently from individual and social factors. The Starbucks coffee chain is an excellent example: many international airports now have 3-4+ Starbucks, and often two or more per concourse. Surely, if I wanted/needed Starbucks products, I should be able to find the one shop I “need” in an airport or along a concourse. But Starbucks knows better. Being exposed to one Starbucks in “my” concourse may be insufficient to getting me to make a purchase; two Starbucks shops or more along the way will greatly increase the chances of my buying coffee. Overexposure is effective in shaping behavior. The overexposure will also carry in a person’s mind over time, beyond the airport realm, into their neighborhood, in their travels to other counties, etc.

The power of exposure on behavior eventually translates into people using environments. Access stands as the step between exposure and use. While at the exposure stage the person remains relatively passive in reacting to the environment, the use stage has the person actively selecting to interact with the environment. In the process of a person’s interaction with the environment, access stands between a person’s passive and active state. The characteristics of the environment can strongly enable or hinder the personal decision to access it: the presence of a wall, a door, or an open portal illustrate the different levels of access that an environment can offer, spanning respectively from barrier, suggestion, and actual invitation to access. Here

10. Baslington H. (2008). Travel socialization: A social theory of travel mode behavior. Int J Sust Transport 2, 91-114.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

134

again, however, the decision to access an environment is shaped by who the person is, what her social environment is, and how s/he “sees” world around her/him. While a door and a portal will be interpreted as accessible by most individuals, some may not consider a wall as a barrier: they may simply jump over it or take a detour around it.

The decision to access an environment leads to using it. At the use stage, the person is actively interacting with his or her environment. This active relationship means that the person starts affecting or even shaping the environment. The use of an environment in turn affects a person’s cognitive and sensory abilities, which can then trigger different reactions at the exposure stage.

Feed-back loop

Feed-back mechanisms operate at all three stages of exposure, access, and use (Figure 2). A person exposed to environment X and getting positive feedback from that environment is more likely to try and access it than if the feed-back is negative, perhaps even independently from barriers that might be in the way. Easy access may lead a person to use the environment more frequently. Finally, the use and the frequency of use of an environment will affect the signals a person exposed to that environment selects to receive.

There also is an important time dimension to the interaction whereby a person’s behavior will be affected by both short- and long-term considerations, that is, by what the person feels, can, or would like to do at the time of first exposure versus over a longer time span.

Figure 2: Interactive process between people and the built environment with feed-back loop.

135

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USEAspects of the built environment that shape behavior

What aspects or characteristics of the built environment play a role in shaping behavior at each stage of the interaction process? Those aspects are the ones that can be controlled by the architect or of the planner.

Exposure stageFigure 3 shows how similar built environments project different exposures by contrasting two plazas; two streets; and two McDonald restaurants. The dimensions of the plazas as well as their dedicated primary mode of travel project different images and suggest different behaviors. While the suburban plaza does not prohibit walking, it clearly does not encourage it. The urban plaza on the other hand prohibits motorized transport and thereby dictates the type of access that will be allowed. The two streets suggest specific uses of the sidewalks: a restaurant on the left, and a multiplicity of uses on the right. Finally, the McDonalds respectively hinder and encourage the consumption of food nearby. These simple images of ordinary environments begin to illustrate the multiple conditions to which people are exposed and to suggest not only different access and use options but also different interpretations of possible accesses and uses by individuals. Hence for example, the McDonald on the left will seem unwelcoming to many people, while the one on the right might seem agreeable. The plaza on the left will seem perfectly normal to an American suburbanite, while to the same person the plaza on the right might feel daunting. A Chinese person’s reaction to these same environments might be the opposite.

Exposure is determined by the type, size, and material composition of the built elements and their prescribed primary uses including modes of travel. The distance between the person and the built environment of interest is essential to understanding exposure: typically, the shorter the distance, the higher the exposure, as related to the human cone of vision and range of hearing and smell (e.g., humans can discern another human at the distance of one km or less, and someone’s face at 21 m or less).11 The speed at which the person is passing by the environment also affects exposure: the slower the speed the more likely the person will be perceive the detailed environment (Rapoport describes the phenomenon as the “noticeable differences” a human can perceive based on travel speed: the slower the travel the more differences will be noticed).12 A distance decay function is often applied to reflect the non-linearly diminishing exposure related to distance (which, as noted above, is explained by the distance thresholds related to sensing or discerning different levels of details). Exposure is also measured by the intensity of the phenomenon of interest (the number of benches, cars, trees, doors, buildings, etc.).

11. Spreiregen PD, editor (1979). Metropolis and beyond: Selected essays by Hans Blumenfeld. New York: Wiley.12. Rapoport A. (1987). Pedestrian street use: Culture and perception. In: Moudon AV, editor. Public streets for public

use. New York: Van Nostrand Reinhold: 80-94.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

136

Figure 3: Built examples of exposure (clockwise: contemporary suburban shopping plaza in the USA; new shopping plaza in Shanghai; new street in Century City, Los

Angeles; old street in Paris; a McDonald in an airport; a McDonald in Paris.

137

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USEAccess stage

Figure 4 illustrates how the built environment projects possible ways that people may access it. On the left, the Cartier store focuses on attracting attention of those passing-by, while the building on the right downplays open access. At the same time, the Cartier store door is small, seemingly forewarning ordinary people of the elite contents of the store!

Physical access is marked by doors, gates, driveways, paths, etc. The streets of Figure 3 show, on the left hand side, restricted stair access to the restaurant terrace and to the building, and on the right-hand side, multiple entries to buildings. Importantly, access has an economic and class dimension. All private places, regardless of their physical characteristics (openings, doors, etc.) are access-restricted to certain portions of the population in one way or another. Access to an office building can be monitored by a guard; access to a mall is tacitly or openly restricted to the well-dressed, and denied to the bare-footed, the drunk, etc. Even public places can be economically restricted, as is the case of all pay facilities, be they museums or YMCAs. Access measures must then include the cost of the facilities and be related to the individual’s ability to pay. In addition, socio-economic measures of access must consider the individual demographic characteristics. Age, gender, minority or racial status, all affect access to places.

Figure 4: Built examples of access (left, new Cartier shop in Shanghai; right, old apartment building in Lisbon).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

138

I, as a middle or upper-middle class female, periodically test my ability to use bathroom facilities in the lobby of posh hotels where I am not a guest. I have yet to experience questions about, let alone refusals to my using the facilities. I expect even higher levels of access as I age, though I wonder whether age-related physical disabilities will rob me from this privilege. At the same time, there are few places in the world where I sense I can walk freely late in the night. Demographic characteristics condition access at the functional and perceptual levels: being very young or very old, wearing the inappropriate clothing, etc., can act as barriers, and so does the feeling of being unsafe or threatened!

Similar to exposure, physical access is measured as distance to location to be accessed. In addition, access is a function of time distance or duration of travel to the location of interest: a supermarket 2 km away from one’s house is easily accessible to car or bicycle owners, but less so to people who only walk. Hence for physical access, mode of travel must necessarily be considered. Physical access must also include potential barriers (that are often related to mode of travel), such as difficulties to cross an arterial on foot, as well as difficulties to park a car. Finally, topography can be a barrier or enabler of access.

Use stageFigure 5 highlights the highly selective process that takes place between exposure and actual use: a person being exposed to an environment does not necessarily lead to his/her using it. On the left of Figure 5, the map of bus stop density shows that exposure to transit is relatively high and well distributed within the neighborhood. On the right, however, the concentration of bus riders at one intersection in the neighborhood indicates that bus use is restricted to this one location — this location coincides with actual bus service, which ostensibly, is unevenly distributed in the neighborhood. Thus while exposure is widespread, use is punctually defined.

Measures of use are both common and multiple. Use is similar in meaning to activity: in the environment-behavior field, use typically relates to the physical characteristics of the environment, while activity relates to people’s behaviors. Use of or activities in the built environment can be defined at different levels of specificity. Urban planners have devised land use categories which are meant to capture the general use of built space. The accepted general classes are residential, commercial, institutional, recreational, and industrial; within those classes, however, land use codes can contain hundreds of subcategories, to include several classes of single or multi- family uses; office and retail in the commercial class, etc.

Discussion

The three concepts of exposure, access, and use are useful to understand the interrelation between the social and the physical dimensions of the built environment, and to disentangle

139

EX

PO

SU

RE, A

CC

ESS A

ND

USE

the relationships between environment and behavior. Architects and planners typically consider the physical and the social together, without explicitly recognizing the multiplicity of relationships between them. They focus on access and use, often concentrating on the physical dimension of access and the social dimension of use. For our professions, access is considered primarily in the form of circulation or travel, while use commonly means specific activities. Exposure is rarely explicitly considered, except perhaps when dealing with activities deemed noxious or nefarious. For example, red-light districts are often targeted not only to reduce “criminal activity”, but also to reduce “regular” people’s exposure to criminal activity. Yet exposure is an important first stage for people to interact with their environment. It sets the context within which individuals, and people in general, will first react to what they see, hear, and smell, and then will selectively opt to access activities. While considering access, as architects and planners do routinely, is essential to determining possible use, exposure is a “back drop” for behavior. As such, it should be a central and explicit consideration in the work of architects and planners

Figure 5: Example of how exposure differs from use (left, map of density of bus stops in a neighborhood of Seattle; right, density of bus riders in the same neighborhood)

(Kernel Density Analysis showing number of stops and riders per square mile).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

140

More generally, the three concepts are relatively simple constructs, which can serve to guide both research and practice in environment and behavior. Yet, researchers and practitioners using these concepts will quickly find out that the actual mechanisms relating people and environment at each one of the three stages of the interaction are quite complex. The use of the social ecologic model will then help them unravel some of these complexities. For example, cultural influences will shape many aspects of the interactions. First, culture determines the environment itself, as illustrated by two ordinary streetscapes: one, a Dutch street lined with houses exhibiting large windows which allow passers-by to see through the residences all the way into the back yard; and another, a Mediterranean street lined by a wall which is intermittently punched out by doors (Figures 1 and 2 also show culturally contrasting environments). Second, culture also shapes cognition, at least in part, and thus affects perception at the individual level and through group-level constructs of environment. Thus, at the exposure stage, the two different streetscapes noted above will appear normal to their respective inhabitants. But they will incite curiosity or even disbelief cross-culturally. At the access stage, they might be cross-culturally confusing, the Dutch street appearing to be too accessible to a Southern European, and the Mediterranean street appearing to completely block access to a Northern European. The signals projected by the environments at both exposure and access stages will in turn prompt different suggestions regarding use. This caricatural example of the two streets only serves to illustrate that, in order to be untangled, the rich web of interactions between people and environment needs to be approached within solid theoretical and conceptual frameworks by both researchers and practitioners.

Conclusion

Over the past several decades, the field of person-environment behavior has been assimilated by architects and planners and integrated into their routine professional activities. In contrast, the field of public health has been actively involved in developing theories and methods to better understand behavior in an effort to improve ways to change behaviors that are deemed unhealthy. Behavior change theories include in-depth examination of behavior-environment interactions because the physical environment is seen as a barrier or an enabler of behavior. Three concepts shape these interactions: exposure, access, and use. Architects and planners typically focus on access and use, but they do not explicitly recognize that people are first exposed to the built environment. While this first exposure may or may not lead to a person having access to the environment, or even considering using it, it is a condition for the interaction to take place. Architects and planners should understand and analyze the multiple dimensions of exposure in order to examine the full range of options people have to access and eventually use an environment.

141

ΘΑΝΟΣ ΠΑΓΩΝΗΣΛέκτορας ΕΜΠ

Η Φύση ως άξονας στρατηγικού σχεδιασμού του αστικού χώρου

Abstract

Nature as a tool for the strategic planning and design of urban space

THANOS PAGONIS, LECTURER OF URBAN DESIGN, SCHOOL OF ARCHITECTURE, NTUA

This paper is dealing with methodological aspects of designing of urban green spaces and it is aiming to highlight planning approaches that incorporate a perception of nature as key axis of strategic city planning.

In recent years different theoretical contributions from landscape, sustainable development, environmental design and ecology tend to establish through complementary approaches a holistic view of nature in the city, as a special dynamic that –while maintaining its autonomy– plays a structural role in the organization and function of urban space. Key concepts such as “the system of open spaces”, “green corridors”, “ecological networks” and “green infrastructure” become part of urban design approaches that tend to treat the urban and the natural through a unified process. This paper is investigating in particular how these concepts can be applied in planning and design methodologies in the context of strategic urban and landscape design. This investigation aims to contribute in the theory and practice or urban design in Greece.

The paper is addressing the following research questions:– How can nature be uses in urban design as a special dynamic that can have a transformatory

effect in the environment of contemporary cities?– What constitutes a strategic intervention in the context of planning and design of urban

green spaces?– What synergies are noted between landscape and urban planning and how they can be used

in the design process?

Η Φ

ΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

Υ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

142

Η εισήγηση αυτή επιχειρεί να συνθέσει διαφορετικά ζητήματα σχεδιασμού της Φύσης στην Πόλη, έτσι όπως αυτά αναδεικνύονται μέσα από τις συμπληρωματικές επιστημονικές συμ-

βολές της πολεοδομίας, του τοπίου και του περιβάλλοντος μέσα από την ιδιαίτερη οπτική του στρατηγικού αστικού σχεδιασμού. Ο στόχος είναι διπλής κατεύθυνσης και αφορά αφενός στο σχολιασμό μεθοδολογικών εργαλείων σχεδιασμού του αστικού πρασίνου και αφετέρου στη διερεύνηση προσεγγίσεων που τοποθετούν τη Φύση ως κεντρικό άξονα για το στρατηγικό σχε-διασμό του αστικού χώρου (εικ. 1). Αφορμή για την ανάπτυξη αυτών των προβληματισμών αποτελεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον στις επιστημονικές συζητήσεις και τις σπουδές των αρχι-τεκτόνων για τα θέματα διαχείρισης της Φύσης στον αστικό χώρο καθώς και παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην περιβαλλοντική ανάπλαση του αστικού ιστού, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται ένα γενικότερο έλλειμμα αντίληψης στρατηγικού σχεδιασμού στην υλοποιημένη πρακτική του αστικού σχεδιασμού στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά μια σειρά από ζητήματα όπως η σύλληψη και η στόχευση των παρεμβάσεων, η συνέργεια και η συμπληρωματικότητα μεταξύ τους αλλά και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ειδικότερα το αντικείμενο της ανάλυσης που ακολουθεί εστιάζει στα παρακάτω ερωτήματα:- Πώς η φύση μπορεί να αξιοποιηθεί στον αστικό σχεδιασμό ως ιδιαίτερη δυναμική με μεταμορφω-

τική επίδραση στο περιβάλλον των σύγχρονων πόλεων; - Τι συνιστά στρατηγική παρέμβαση στο πλαίσιο σχεδιασμού του αστικού πρασίνου; Σε τι διαφέρει

από συμβατικές ποσοτικές και ποιοτικές προσεγγίσεις; - Πώς μπορούν αυτές οι οπτικές να εμπλουτίσουν την ελληνική πραγματικότητα του σχεδιασμού του

χώρου;

Εικόνα 1: Ο στρατηγικός σχεδιασμός ως μεθοδολογικό πλαίσιο για το σχεδιασμό της Φύσης στην Πόλη.

143Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

ΥΟι προβληματισμοί αυτοί έχουν ως αφετηρία το έργο της Τζένης Κοσμάκη, η οποία συνέβα-λε ουσιαστικά στην ανάπτυξη της προβληματικής του αστικού σχεδιασμού με άξονα τη Φύση, ιδιαίτερα μέσω των μαθημάτων στις σπουδές των Αρχιτεκτόνων στο ΕΜΠ, στα οποία είχα την ευκαιρία να συμμετέχω το διάστημα 2009-2010.

Η Φύση στον αστικό σχεδιασμό

Η αναγνώριση της καθοριστικής σημασίας της Φύσης στη διάρθρωση και στο σχεδιασμό της σύγχρονης πόλης δεν αποτελεί αίτημα των τελευταίων δεκαετιών. Καταγράφεται ήδη από το 19ο αιώνα στις πρώιμες αναζητήσεις του επιστημονικού αντικειμένου της πολεοδομίας. Ο Camillo Sitte (1843-1903), πρώιμος εκφραστής της Αρχιτεκτονικής της Πόλης, γράφει για τις αρχές σχεδιασμού των πλατειών και των αστικών υπαίθριων χώρων, ενώ ο Frederic Olmsted (1822-1903) αναδεικνύει το δημόσιο χαρακτήρα αλλά και τον κοινωνικό ρόλο των αστικών πάρκων ως ζωτικών και εξισσοροποιητικών συστατικών της αστικής ζωής. Παράλληλα η Φύση αναδεικνύεται σε κεντρικό άξονα της χωροταξικής οικιστικής οργάνωσης στις συλλήψεις των ουτοπικών σχεδιασμάτων των αρχών του 20ού αιώνα που επιχειρούν να επιτύχουν τη συμ-φιλίωση της πόλης με την ύπαιθρο, όπως η σύλληψη της Κηπούπολης του Ebenezer Howard (1850-1928) που γνωρίζει πολύ μεγάλη διάδοση στη θεωρία και την πρακτική του πολεοδομι-κού σχεδιασμού σε διάφορα επίπεδα και πλαίσια, ιδιαίτερα στις περιοχές κατοικίας.

Στον αντίποδα της λογικής της Κηπούπολης η θεώρηση της μοντέρνας πολεοδομίας που εκφράζεται στο έργο του Le Corbusier (1887-1965) οραματίζεται μια Φύση με τη μορφή εκτε-ταμένων χώρων πρασίνου που αναπτύσσονται ελεύθερα ως ουδέτερο υπόβαθρο για τα ψηλά κτίρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η αντίληψη αυτή χαρακτηρίζει τα τοπία της οργανωμένης δόμησης που δημιουργήθηκαν σε μεγάλη έκταση σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις στη μεταπολεμι-κή περίοδο αλλά και σύγχρονες μορφές αστικής ανάπτυξης στις νέες μητροπόλεις του αναπτυσ-σόμενου κόσμου. Η αντιμετώπιση της Φύσης γενικότερα στη μοντέρνα πολεοδομία υπάγεται στην τεχνοκρατική ορθολογική λογική του σχεδιασμού των χρήσεων γης στα σχέδια ζωνοποίη-σης (zoning) που γνωρίζουν εκτεταμένη εφαρμογή διαμορφώνοντας για δεκαετίες την κυρί-αρχη αντίληψη σχεδιασμού του πρασίνου στον δημόσιο πολεοδομικό σχεδιασμό. Παράλληλα διατυπώνονται ποσοτικές παράμετροι και σταθερότυπα με σκοπό τον προσδιορισμό με όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά κριτήρια των απαιτούμενων ανά κάτοικο επιφανειών πρασίνου ανάλογα με διάφορα κριτήρια, όπως το μέγεθος της πόλης. Με τη λογική αυτή η Φύση γίνεται ένα απόλυτα ελεγχόμενο και μετρήσιμο μέγεθος το οποίο μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και να κατανεμηθεί ισόποσα στο μέσο χρήστη της φορντικής πόλης όπως όλα τα υπόλοιπα δημόσια αγαθά με τη λογική της κοινωνικής πρόνοιας.

Στη δεκαετία του 1960 και 1970 έχουν πλέον διαφανεί οι περιορισμοί αυτών των προσεγ-γίσεων μέσα από τα αποτελέσματα των εφαρμογών τους στον αστικό χώρο και διατυπώνονται

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

144

διαφορετικές αντιλήψεις. Σχεδιαστές όπως ο Ian McHarg (1920-2001) προωθούν τις μεθόδους του οικολογικού σχεδιασμού που βοηθά στην αναγνώριση της αυτονομίας του “φυσικού” ως συ-στήματος που χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια και μια ρευστότητα που υπερβαίνει και διαπερνά το αστικό σύστημα σε αντίθεση με προγενέστερες πρακτικές αντιμετώπισης των αστικών υπαί-θριων χώρων ως το αρνητικό ίχνος του χτισμένου χώρου. Η συνέχεια της Φύσης εντοπίζεται στις φυσικές διεργασίες, τις περιβαλλοντικές συνθήκες (ποιότητα του αέρα, κλιματικές συνθή-κες, όμβρια, πανίδα, χλωρίδα), αλλά και τις αντιληπτικές διαστάσεις του αστικού χώρου (οπτικές συνδέσεις/θέες, ηχητικά ερεθίσματα). Παράλληλα o Kevin Lynch (1918-1984) ανοίγει ένα νέο πεδίο στην κατανόηση της σημασίας των αντιληπτικών διαστάσεων του αστικού χώρου ως αφε-τηρία για το σχεδιασμό της «καλής αστικής μορφής» θέτοντας έτσι τις βάσεις για τις πρώιμες προ-σεγγίσεις του αστικού τοπίου. Η Τζένη Κοσμάκη πρωτοστατεί στην εισαγωγή και διάδοση αυτών των αντιλήψεων στην Ελλάδα μέσα από τα γραπτά της και την εκπαιδευτική διαδικασία (εικ. 2).

Εικόνα 2: Σχηματική απεικόνιση των αναγκαίων βημάτων για την ανάπτυξη δικτύου υπαίθριων χώρων σε υφιστάμενες πόλεις και γύρω από αυτές

(Πηγή: Αραβαντινός, Α. & Π. Κοσμάκη, 1988).

Από τη δεκαετία του ’80 και μετά το φάσμα των προσεγγίσεων που συγκροτούν το αντι-κείμενο μελέτης και σχεδιασμού με τη Φύση στην Πόλη διευρύνεται και εμπλουτίζεται από τη συνεισφορά διαφορετικών επιστημονικών συμβολών από το περιβάλλον, την οικολογία και το

145Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

Υτοπίο που καλλιεργούν παράλληλα πιο ολοκληρωμένες θεωρήσεις. Αυτές οι συμβολές τείνουν να καθιερώσουν μέσα από συμπληρωματικές οπτικές μια ολιστική αντίληψη για τη λειτουργία της Φύσης στην Πόλη ως ιδιαίτερης δυναμικής που, διατηρώντας την αυτονομία της, διαδρα-ματίζει δομικό ρόλο στη συγκρότηση και λειτουργία του αστικού χώρου. Αυτό αφορά τόσο τη διάθρωση και τη διαμόρφωση του φυσικού χώρου όσο και γενικότερα τον επαναπροσδιορισμό του αστικού τρόπου ζωής και ανάπτυξης των αστικών δραστηριοτήτων.

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε η αυξημένη σημασία που σταδιακά αποδίδεται στις πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος και τη διάδοση της φιλοσοφίας της βιώ-σιμης ανάπτυξης που αναδεικνύεται σε κυρίαρχο πυλώνα και βασική νομιμοποίηση του χω-ρικού σχεδιασμού στη δεκαετία του ’90. Οδηγούμαστε έτσι σε μια διαφορετική θεώρηση για τη σχέση ανάμεσα στο φυσικό και το ανθρωπογενές, όπου το περιβάλλον αντιμετωπίζεται όχι ως κάτι αντιθετικό προς τις ανθρώπινες δραστηριότητες αλλά ως μέρος και δομικό στοιχείο του επιδιωκόμενου προτύπου της χωρικής ανάπτυξης που διαπερνά τους στόχους και τις επιδιώξεις των σχεδιαστικών προτάσεων σε όλα τα επίπεδα. Μιλάμε άρα για ένα σχεδιασμό «με τη Φύση και το Περιβάλλον». Παράλληλα το λεξιλόγιο και η πραγματικότητα του αστικού σχεδιασμού εμπλουτίζονται με μια σειρά από νέες καθοδηγητικές έννοιες όπως «η συμπαγής πόλη» (com-pact city), η «βιώσιμη κινητικότητα» (sustainable mobility) και η «έξυπνη ανάπτυξη» (smart growth) που αφορούν βασικές συνιστώσες των πολεοδομικών λειτουργιών και περιλαμβάνουν συνολική επανατοποθέτηση των αρχών του αστικού σχεδιασμού σε σχέση με βασικά ζητήματα όπως η οργάνωση της κεντρικότητας, οι αστικές μετακινήσεις και ο περιορισμός της αστικής εξάπλωσης. Νέες επιστημονικές περιοχές όπως ο «περιβαλλοντικός αστικός σχεδιασμός» έρχο-νται στο προσκήνιο για να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το σχεδιασμό του πρασίνου και των ελεύθερων χώρων στην πόλη. Αυτά ξεκινούν από τη συζήτηση για το πρότυπο της χωρικής ανάπτυξης και τον προβληματισμό σχετικά με την εξοι-κονόμηση ενέργειας και τη μείωση του «οικολογικού αποτυπώματος» των αστικών περιοχών και φτάνουν σε ζητήματα προστασίας της βιοποικιλότητας και ανάπτυξης της αστικής γεωργίας.

Από την άλλη πλευρά η ανάπτυξη του διακριτού επιστημονικού αντικειμένου του τοπίου στη γεωγραφία, που γνωρίζει παράλληλα σημαντική διάδοση στις σχεδιαστικές πρακτικές της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, συμβάλλει στην ανάπτυξη θεωρήσεων που αναδεικνύουν νέες διαστάσεις για τη μελέτη της σχέσης ανάμεσα στο φυσικό και το ανθρωπογενές. Το το-πίο αναπτύσσει έτσι μια ιδιότυπη συμπληρωματική σχέση με τις επιστήμες του χώρου, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα αντικείμενο εξειδίκευσης της επιστημονικής περιοχής της πολεοδομίας χωροταξίας, που συνάμα την υπερβαίνει ως ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς της, και παράλληλα, ενώ δανείζεται από αυτήν τις μεθοδολογίες ανάλυσης και σχεδιασμού του χώρου, συνάμα τις διευρύνει με νέα μεθοδολογικά εργαλεία και προσεγγίσεις που περιλαμβάνουν αντιληπτικές και νοηματικές διαστάσεις όπως η ιστορική μνήμη. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της ιδιό-τυπης αλληλοσυσχέτισης αποτελεί η ιδιωματική σύλληψη της «τοπιακής πολεοδομίας», όρου η

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

146

διάδοση του οποίου οφείλεται στον Charles Waldheim,1 και που συνθέτει ετερογενή στοιχεία διεκδικώντας το να αποτελέσει ένα εναλλακτικό πλαίσιο προσέγγισης του αστικού μέσα από το φυσικό, χρησιμοποιώντας αλλά και αντιστρέφοντας τους κανόνες του παιχνιδιού που κυριαρ-χούν στις συμβατικές σχηματοποιήσεις του αστικού σχεδιασμού. Παράλληλα καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση εγκατεστημένων εννοιών και μεθοδολογιών. Χαρακτηριστικά σημεία τέτοιων ανατροπών αποτελούν, για παράδειγμα, η άρση της σχηματικής διάκρισης ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο ή της αντίληψης του επιμερισμού των ζητημάτων με βάση την τεχνική εργαλει-ακή χρήση των χωρικών κλιμάκων (π.χ. ζητήματα χωροταξικής, πολεοδομικής και αρχιτεκτο-νικής κλίμακας). Η τελευταία αντικατοπτρίζει την τεχνοκρατική προέλευση της συγκρότησης του επιστημονικού αντικειμένου του σχεδιασμού του χώρου και μπορεί να είναι κατάλληλη για τον επιμερισμό των ζητημάτων στη διοικητική οργάνωση του συστήματος του χωρικού σχεδιασμού, αλλά μοιάζει συχνά ακατάλληλη για να περιγράψει τη συνέχεια και ρευστότητα που χαρακτη-ρίζει τη δυναμικότητα και συνολικότητα των φυσικών συστημάτων και κατά προέκταση ολοένα και περισσότερο των αστικών μορφωμάτων. Οι θεωρήσεις αυτές μοιάζουν άρα πιο κατάλληλες για να περιγράψουν σύγχρονα αστικά φαινόμενα όπως η αστική διάχυση στις μητροπολιτικές περιοχές αλλά και λιγότερο υλικά προσδιορισμένες έννοιες όπως το φαινόμενο της αστικοποί-ησης της υπαίθρου.

Μέσω των παραπάνω θεωρήσεων ανοίγονται δυνατότητες για την επεξεργασία μεθοδολο-γιών που ενσωματώνουν μια πιο ολιστική θεώρηση στο σχεδιασμό της Φύσης στην Πόλη που περιλαμβάνει την ενιαία αντιμετώπιση φυσικού και αστικού και τη σύνδεση ανάμεσα στο γε-νικό και το ειδικό. Νέες έννοιες κλειδιά όπως «το σύστημα των αστικών υπαίθριων χώρων», «οι διάδρομοι πρασίνου» ή «τα οικολογικά δίκτυα» καταγράφονται στο λεξιλόγιο του χωρικού σχεδιασμού ως φορείς σύνθετων και δυναμικών χωρικο-περιβαλλοντικών συλλήψεων με δο-μική υπόσταση, πολεοδομική λειτουργία και οικολογικό περιεχόμενο. Ορισμένοι σχολιαστές προσομοιάζουν αυτές τις προσεγγίσεις σχεδιασμού της Φύσης με το σχεδιασμό των Αστικών Μεταφορών (Benedict & McMahon 2002). Οι ομοιότητες εντοπίζονται τόσο ως προς την έννοια του συστήματος, όπου η μεταβολή ενός επιμέρους στοιχείου απαιτεί τη συνολικότερη θεώρηση των επιπτώσεων στο σύνολο, όσο και ως προς τη σημασία της ύπαρξης ενός καθοδηγητικού πλαισίου (blueprint) ως προϋπόθεση εξασφάλισης μακροπρόθεσμων οφελών από τη διατήρηση της δομικής συγκρότησης του πρασίνου και την προστασία των οικολογικών του λειτουργιών. Ο όρος «στρατηγικός σχεδιασμός του τοπίου» (strategic landscape planning) έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία (Ahern, 2002) προκειμένου να περιγράψει την εφαρμογή της αντίληψης του στρα-τηγικού σχεδιασμού στη διαχείριση και προστασία των φυσικών και οικολογικών λειτουργιών, όπως το υδρολογικό σύστημα και η βιοποικιλότητα σε σχέση με τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

1. Waldheim, Charles (2006). The Landscape Urbanism Reader. New York, NY: Princeton Architectural Press.

147Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

ΥΠρος μια μεθοδολογία στρατηγικού σχεδιασμού για τη Φύση στην Πόλη

Με τον όρο «στρατηγικός χωρικός και αστικός σχεδιασμός» αναφέρομαι στο επιστημονικό πρότυπο σχεδιασμού του χώρου που αναπτύχθηκε σε αντιπαραβολή προς το πρότυπο του ορ-θολογικού μοντέλου του καθολικού σχεδιασμού (rational model), ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’90, γνωρίζοντας σημαντική απήχηση στις θεωρητικές συζητήσεις αλλά και τις πρακτικές εφαρμογές της πολεοδομίας και της χωροταξίας σε ένα ευρύ φάσμα κλιμάκων και θεματικών ξεκινώντας από τη συζήτηση για την ευρωπαϊκή χωροταξία και προχωρώντας στο στρατηγικό σχεδιασμό μητροπολιτικών περιοχών αλλά και επιμέρους αστικών περιοχών (Healey 1997; Kreukels et al, 2003; Albrechts 2004; Healey, 2004). Στη νέα γενιά στρατηγικών σχεδίων εντοπίζονται μια σειρά από προσδιοριστικά χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούνται πολύ από τις αρχικές κατευθύνσεις της καθολικότητας.

Βασικό στοιχείο της στρατηγικής προσέγγισης αποτελεί ο εγγενής οραματικός προσανατο-λισμός και η έμφαση στη μεταμορφωτική επίδραση του σχεδιασμού ως «προστιθέμενη αξία» (added value) με σκοπό την αλλαγή-βελτίωση των συνθηκών της πραγματικότητας σε αντι-παραβολή με τη μη παρέμβαση ή τη μετριοπαθή διευθέτηση της υφιστάμενης κατάστασης. Προϋπόθεση για την επίτευξη αυτής της συνθήκης αποτελεί η συνολική αντίληψη των θεμάτων και η ολιστική προσέγγιση των προβλημάτων με άξονα τη μεγιστοποίηση των οφελών από την αποτελεσματική χρήση του χώρου σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα πέρα από την «τυραννία» των μεμονωμένων αποφάσεων.

Παράλληλα, ωστόσο, ένα άλλο στοιχείο διαφοροποίησης του στρατηγικού από τον καθολικό σχεδιασμό είναι η εστίαση σε σημεία κλειδιά. Με δεδομένη τη διαπίστωση των περιορισμών από τις πεπερασμένες δυνατότητες και τους διαθέσιμους πόρους, ο σχεδιασμός επικεντρώνεται επιλεκτικά σε συγκεκριμένα έργα και δράσεις τα οποία θεωρείται ότι θα μπορέσουν να έχουν καταλυτικό χαρακτήρα για την επιτυχία του όλου σχεδιαστικού εγχειρήματος. Σύμφωνα με τους Castells και Borja, η σύνδεση των αστικών έργων με ευρύτερους στόχους προσδιορισμένους στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδίου αποτελεί απάντηση στο ζήτημα της αποσπασματικότητας (Castells & Borja, 1997).

Ένα τρίτο στοιχείο είναι αυτό του επιχειρησιακού χαρακτήρα που αναφέρεται στη στροφή από τις διαδικασίες στη δράση και τις προϋποθέσεις επίτευξης του επιθυμητού αποτελέσματος. Αυτό το στοιχείο στοχεύει στην υπέρβαση ενός άλλου μειονεκτήματος του καθολικού σχεδια-σμού, που είναι η απόσταση μεταξύ σχεδίου και πραγματικότητας και η δυσκολία εφαρμογής αυτών που σχεδιάζονται. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνουν πάλι οι Castells και Borja, το Σχέδιο Γενικής Διάταξης (Masterplan) είναι ένα «σχέδιο που υπαγορεύει τη δράση» (plan to regulate action), ενώ το Στρατηγικό Σχέδιο είναι ένα «σχέδιο δράσης» (action plan) (Castells & Borja, 1997).

Τέλος, με δεδομένη την αντίληψη ότι οι στόχοι του σχεδιασμού δεν ολοκληρώνονται μέσα

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

148

στα όρια της δημόσιας διοίκησης αλλά απευθύνονται στις ευρύτερες δυνάμεις της κοινωνίας, ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στη διαδικασία κατασκευής συναίνεσης ανάμεσα στους διαφό-ρους εμπλεκόμενους παράγοντες στους οποίους απευθύνονται οι προβλέψεις του σχεδίου και από τους οποίους εξαρτάται ο βαθμός της επιτυχίας στην εφαρμογή του (Healey, 2004). Αυτό εκφράζεται μεθοδολογικά στη μετακίνηση της έμφασης από το λεπτομερή προσδιορισμό των φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου στο σχεδιασμό των διαδικασιών συμπερίληψης διαφο-ρετικών ομάδων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Για το σκοπό αυτό τα στρατηγικά σχέδια συχνά διαφοροποιούνται ως προς τα μέσα και τους τρόπους υλοποίησης χρησιμοποιώντας περισσότερο καθοδηγητικές (guiding) αντί δεσμευτικών (binding) ρυθμίσεων που στοχεύουν στο να διευκολύνουν τη δράση ενός ευρύτερου πεδίου κοινωνικών δυνάμεων και κεφαλαίου.

Τι εφαρμογή μπορεί να έχουν αυτές οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις σε σχέση με το αντι-κείμενο του σχεδιασμού της Φύσης στην Πόλη; Σε ποιο βαθμό η Φύση μπορεί να αποτελέσει κεντρικό άξονα του στρατηγικού αστικού σχεδιασμού και τι συνιστά στρατηγική παρέμβαση; Η ανασκόπηση της θεωρητικής συζήτησης για το σχεδιασμό της Φύσης στην Πόλη στην προηγού-μενη ενότητα ανέδειξε ήδη αρκετά πεδία μέσα από τα οποία μπορούν να αναζητηθούν πιθανές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, τα οποία σχολιάζονται παρακάτω μέσα από τη σύντομη ανα-φορά σε σχετικά παραδείγματα.

Ένα πρώτο παράδειγμα εφαρμογής στρατηγικής αντίληψης στο σχεδιασμό της Φύσης αποτε-λεί η διατύπωση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για το πράσινο και τους υπαίθριους χώρους για το σύνολο της πόλης ως καθοδηγητικό πλαίσιο που αναγνωρίζει τα υφιστάμενα αποθέματα πρασίνου, τις μεταξύ τους συνδέσεις αλλά και τη σημασία τους στη λειτουργία της πόλης σε συνδυασμό με μια σειρά από παράγοντες και ζητήματα που παίζουν βασικό ρόλο στην ποιότητά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη Φύση και το Αστικό Πράσινο περιλαμβάνεται στο Στρατηγικό Σχέδιο του Λονδίνου (2006),2 το οποίο αποτελεί ένα από τα πεδία άσκησης πολιτικής σε μητροπολιτική κλίμακα που ασκεί ο θεσμός της Μητροπολιτικής Διοίκησης (Greater London Authority) που θεσπίστηκε το 2000. Η μη-τροπολιτική στρατηγική (εικ. 3) περιλαμβάνει διαφορετικές πτυχές, όπως: i) η αναγνώριση των χώρων πρασίνου που στοιχειοθετούν το σύστημα των ελεύθερων χώρων μητροπολιτικής εμβέλειας της πόλης και τη διατύπωση πολιτικής για τις διαφορετικές κατηγορίες χώρου ii) η αναγνώριση του υδάτινου συστήματος που σχηματίζεται από τον Τάμεση και το σύστημα των καναλιών που συνιστούν σημαντικό μέρος του δικτύου των ελεύθερων χώρων της πόλης αλλά και του σχεδιασμού της αντιπλημμυρικής της προστασίας, iii) η αναγνώριση των σημαντικών οπτικών συνδέσεων και σημείων θέασης κυρίως σε σχέση με το ποτάμι από διάφορα σημεία της πόλης που συνιστούν ουσιαστικό συστατικό του αστικού τοπίου και της φυσιογνωμίας της πόλης και στοχεύουν στο να αποτελέσουν καθοδηγητικό πλαίσιο για την πολιτική σε σχέση με

2. Προσβάσιμο στο διαδίκτυο http://www.london.gov.uk/who-runs-london/greater-london-authority/strategic-plan.

149Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

Υτα ψηλά κτίρια, iv) η αναγνώριση ενός δικτύου σημαντικών διαδρομών (trails) που συγκρο-τούν ένα δίκτυο που διατρέχει το σύνολο της κεντρικής περιοχής του μητροπολιτικού Λονδίνου περιλαμβάνοντας στοιχεία μνήμης, αξιοθέατα και φύση με σκοπό την ενθάρρυνση του περπα-τήματος αλλά και την ανάδειξη-προστασία, v) η διατύπωση ολοκληρωμένης στρατηγικής με πο-σοτικούς και ποιοτικούς στόχους για τη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος του Λονδίνου, vi) η μακροπρόθεσμη στρατηγική για τον εφοδιασμό της πόλης με τρόφιμα που εξετάζει τις ανά-γκες αλλά και το βαθμό της τοπικής αυτονομίας σε σχέση με τα αποθέματα και της δυνατότητες τοπικής παραγωγής, προωθώντας έμμεσα το ζήτημα της αστικής γεωργίας.

Εικόνα 3: Στοιχεία της ολοκληρωμένης Χωρικής Στρατηγικής για τη Φύση και τους Ελεύθερους Χώρους από το Στρατηγικό Σχέδιο του Λονδίνου· διακρίνονται από αριστερά στρατηγικά διαγράμματα ελεύθερων χώρων και υδάτινου δικτύου, το πλαίσιο προστασίας των αξόνων θέασης, η δημιουργία ενιαίου δικτύου περιπατητικών διαδρομών, κείμενα

πολιτικής με κατευθύνσεις για το σχεδιασμό χώρων πρασίνου που απευθύνονται στη Μητροπολιτική Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση

(Πηγή: Στρατηγικό Σχέδιο του Λονδίνου).

Ένα δεύτερο πεδίο εφαρμογής στρατηγικής θεώρησης στο σχεδιασμό της Φύσης στην Πόλη αποτελεί η χωρική έκφραση της διάρθρωσης του συστήματος των ελεύθερων χώρων σε επί-πεδο πόλης σε σχέση με το χτισμένο περιβάλλον. Ένα χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο του στρατηγικού σχεδιασμού που μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτή την κατεύθυνση είναι αυτό της στρατηγικής χωρικής σύλληψης (strategic spatial concept). Σύμφωνα με ορισμούς της βι-

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

150

βλιογραφίας η χωρική σύλληψη αποτελεί μια αφαιρετική έκφραση μέσα από λόγια, εικόνα ή σχήμα –συχνά μπορεί να είναι μια προσεκτικά επιλεγμένη μεταφορά– που επικοινωνεί τα βασικά στοιχεία για την κατανόηση ενός σχεδιαστικού ζητήματος καθώς και τις δράσεις που απαιτούνται προκειμένου να αντιμετωπιστεί. Έχει κατεξοχήν προορατικό-οραματικό χαρακτήρα και στοχεύει στο να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση και την επιθυμητή εικόνα στη δομή του τοπίου. Τέλος, στοχεύει στο να αποτελέσει βάση επικοινωνίας και κα-τανόησης για την κατασκευή συναίνεσης και καθοδηγητικό πλαίσιο για την οικοδόμηση πιο συγκεκριμένων σχεδιαστικών αποφάσεων για το σχεδιασμό του αστικού πρασίνου σε κατοπινά στάδια της σχεδιαστικής διαδικασίας. Βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι η αφαι-ρετική έκφραση που αποδεσμεύει την κεντρική στόχευση του σχεδιασμού από τα επιμέρους προβλήματα που δεν μπορεί να αποφύγει ο συμβατικός σχεδιασμός των χρήσεων γης επιτυγ-χάνοντας τη συμφωνία επί της αρχής ανάμεσα σε διαφορετικές απόψεις που μπορεί αρχικά να διαφωνούν αλλά ενδέχεται να συγκλίνουν σταδιακά μέσω του διαλόγου πάνω σε μια αρχική ιδέα.3 Η δύναμη αυτής της προσέγγισης πηγάζει από τη σαφήνεια της επινοημένης χωρικής σύλληψης που αποτυπώνει τη βασική ιδέα συσχετισμού των φυσικών ενοτήτων σε σχέση με τη δομή της πόλης με έννοιες όπως η «πράσινη καρδιά»4 ή ο «πράσινος δακτύλιος» (εικ. 4).

Ένα τρίτο επίπεδο εφαρμογής στρατηγικού σχεδιασμού αποτελεί το στρατηγικό αστικό έργο (strategic urban-spatial project) που έχει περιορισμένη εμβέλεια, ωστόσο συνδέεται με τους στόχους και τις επιδιώξεις της γενικότερης στρατηγικής και προωθεί την υλοποίηση της στρατηγικής χωρικής σύλληψης. Το στρατηγικό έργο διαφοροποιείται από συμβατικές πολε-οδομικές παρεμβάσεις ως προς τον καινοτομικό του χαρακτήρα που επιδιώκει κατεξοχήν να ανατρέψει τις συνθήκες της υφιστάμενης πραγματικότητας προς την κατεύθυνση μιας επιθυμη-τής μελλοντικής κατάστασης μέσω του σχεδιασμού (Van den Broeck, 2008). Ένα άλλο χαρα-κτηριστικό του είναι ο καταλυτικός χαρακτήρας της παρέμβασης που έχει ευρύτερα πολλαπλα-σιαστικά αποτελέσματα στην άμεση περιοχή αναφοράς της αλλά και σε ολόκληρη την πόλη. Τέλος, ένα τρίτο προσδιοριστικό στοιχείο είναι ο σύνθετος χαρακτήρας της παρέμβασης που αντιμετωπίζει με μια χειρονομία διαφορετικά ζητήματα σε διαφορετικά επίπεδα συχνά με συ-μπληρωματικό μεταξύ τους τρόπο, έτσι ώστε να καλύπτονται μέσα στο ίδιο το έργο οι όποιες αρνητικές συνέπειες προκύπτουν στο χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων παρεμβάσεων

3. Στη βάση αυτής της προσέγγισης βρίσκονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις του επικοινωνιακού σχεδιασμού και η πεποίθηση ότι ο διάλογος και η επιχειρηματολογία μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο για το πλησίασμα των θέσεων ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες με άξονα την επιδίωξη ενός από κοινού διαμορφωμένου οράματος (Healey, 1997).

4. Βλέπε π.χ. τη συζήτηση για τη χωρική σύλληψη Het Groene Woud (μεταφράζεται ετυμολογικά, «το πράσινο δά-σος»), ενός από τα 20 χαρακτηρισμένα εθνικά τοπία της Ολλανδίας στην περιφέρεια Noord Brabant που αποτέ-λεσε τη βάση συζήτησης για τη διατύπωση χωρικών πολιτικών για τη συγκεκριμένη περιοχή σε βάθος χρόνου (Hagens, 2007).

151Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

Υ

αποτελούν τα έργα που αντιμετωπίζουν με συνδυαστικό τρόπο τη λειτουργική και πολεοδο-μική βελτίωση με την επίλυση ενός δομικού προβλήματος στις αστικές υποδομές που μπορεί να έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος. Τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα στρατηγικής παρέμβασης αποτελεί η ανάπλαση του ιστορικού ποταμού Manzanares5 στο δυτικό και νότιο μέρος της Μαδρίτης, που κατέστη εφικτή εξαιτίας της υπο-γειοποίησης μέρους του περιφερειακού αυτοκινητόδρομου που είχε κατασκευαστεί κατά μήκος των πλευρών του εκατέρωθεν στη δεκαετία του ’70 και κατέληξε να αποκόπτει τις περιφερεια-κές περιοχές κατοικίας από το κέντρο της πόλης (εικ. 5). Η επίλυση αυτού του πολεοδομικού προβλήματος με τη λειτουργική επανασύνδεση των αστικών περιοχών συνδυάστηκε με την οικολογική αποκατάσταση της ζώνης του ποταμού αλλά και τη δημιουργία ενός μεγάλου επι-μήκους πάρκου πρασίνου και ήπιων δραστηριοτήτων αναψυχής στις εκτάσεις που απελευθε-ρώθηκαν από την υπογειοποίηση του δρόμου. Με τον τρόπο αυτό η αποκατάσταση του τοπίου από την κατασκευή ενός σημαντικού για την πόλη έργου υποδομής αποδίδει παράλληλα έναν σημαντικής εμβέλειας δημόσιο χώρο που επανασημασιοδοτεί τις σχέσεις μεταξύ των αστικών περιοχών βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ποιότητα ζωής για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

5. Βλέπε αναφορές για Madrid Rio Project.

Εικόνα 4: Παράδειγμα διαγράμματος στρατηγικής χωρικής σύλληψης για το σύστημα του αστικού πρασίνου σε επίπεδο πόλης, Κορυτσά, Αλβανία

(Πηγή: Land Administration and Management Project, World Bank, Albania).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

152

Εικόνα 5: Όψη της διαμόρφωσης του γραμμικού πάρκου μετά την υπογειοποίηση του αυτοκινητόδρομου κατά μήκος του ποταμού Manzanares στη Μαδρίτη

(Πηγή: περιοδικό TOPOS, τεύχος 73, 2010).

Ένα ακόμη πεδίο εφαρμογής του στρατηγικού σχεδιασμού για τη Φύση που αξίζει να σχο-λιαστεί αφορά τη διάσταση της διακυβέρνησης σχετικά με την υλοποίηση ενός στρατηγικού έργου που σχετίζεται με το σχεδιασμό των διαδικασιών για τη συμμετοχή των εμπλεκομένων στη λήψη αποφάσεων, την προώθηση της θεσμικής συνεργασίας αλλά και την εξασφάλιση ευ-ρύτερης υποστήριξης και αποδοχής για τον επιδιωκόμενο στόχο από το σώμα της κοινωνίας. Οι διαστάσεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι η υλοποίηση ενός στρατηγικού έργου απαιτεί κατά κανόνα επινόηση του πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των μερών, ειδικό θε-σμικό σχεδιασμό και προσαρμογή των διαδικασιών και διαχειριστικών μηχανισμών με βάση το έργο. Ειδικότερα τα έργα που σχετίζονται με το σχεδιασμό της Φύσης είναι δύσκολο να περιοριστούν σε έκταση εμπλεκομένων πεδίων και δικαιοδοσιών καθώς η διαχείρισή τους απαιτεί κατεξοχήν συνολική αντιμετώπιση σε συνάρτηση με τις οικολογικές, περιβαλλοντικές και αντιληπτικές διαστάσεις των φυσικών ενοτήτων. Σε αυτό το επίπεδο άρα προσδιορίζεται μέσω του διαλόγου και της συνεργασίας ο λεπτομερής σχεδιασμός του στρατηγικού χωρικού διαγράμματος με βάση τους επιμέρους περιορισμούς και τις ανάγκες των εμπλεκομένων μερών, κάτι που δεν θα μπορούσε να γίνει μονομερώς στο πλαίσιο μιας τεχνοκρατικής αντίληψης. Παράλληλα εξασφαλίζεται η πεποίθηση των εμπλεκομένων ότι το έργο αναφέρεται σε αυτούς και τους αφορά (project ownership). Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναδεικνύει τα προβλή-ματα και τις προκλήσεις σε αυτό το επίπεδο σχεδιασμού αποτελεί το στρατηγικό πρόγραμμα

153Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

ΥΧώρος για το Ποτάμι6 στην Ολλανδία το οποίο τρέχει σε βάθος μιας δεκαετίας και αφορά τη δη-μιουργία περισσότερου χώρου εκτόνωσης για το ποτάμιο σύστημα στο νότιο τμήμα της χώρας, η έκταση του οποίου έχει συρρικνωθεί σημαντικά σε βάθος χρόνου εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης (εικ. 6). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η διαχείριση του νερού να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα με την αύξηση των βροχοπτώσεων και την άνοδο της στάθμης των υδάτων την τελευταία δεκαετία, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών. Το πρόγραμ-μα παρουσιάζεται με την εμβληματική φράση «ασφάλεια για τέσσερα εκατομμύρια Ολλανδούς πολίτες» και περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε 39 συνολικά τοποθεσίες απαιτώντας τη θεσμική συ-νεργασία 17 εταίρων στο επίπεδο της περιφερειακής και τοπικής διοίκησης υπό το συντονισμό του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και Διαχείρισης Υδάτων.

Εικόνα 6: Διάγραμμα που απεικονίζει τη συνολική έκταση αναφοράς του προγράμματος «Room for the River» και τις θέσεις των σημειακών τοπικών παρεμβάσεων

(Πηγή: Spatial Planning Key Decision, Room for the River, Explanatory Memorandum).

Το πρόγραμμα αποτελεί πολύ επιτυχημένο παράδειγμα για τη συμπληρωματικότητα ανά-μεσα σε έναν εθνικό στόχο, που όμως υλοποιείται σε τοπικό επίπεδο καθώς οι επιμέρους παρεμβάσεις σχεδιάζονται σε συνεργασία με τους τοπικούς εταίρους. Ο κύριος στόχος της αντι-πλημμυρικής προστασίας συνδυάζεται έτσι με συμπληρωματικούς στόχους όπως η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και η απόδοση βελτιωμένων χώρων αστικού πρασίνου και αναψυχής για τους κατοίκους.

6. Βλέπε αναφορές για Room for the River Project (http://www.ruimtevoorderivier.nl/meta-navigatie/english/).

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

154

Καταληκτικές σκέψεις για την ελληνική περίπτωση

Στην παρούσα ανάλυση έγινε μια προσπάθεια διερεύνησης των δυνατοτήτων εφαρμογής με-θοδολογικών εργαλείων του στρατηγικού αστικού σχεδιασμού για το σχεδιασμό της Φύσης στην Πόλη με αναφορά σε παραδείγματα από το διεθνή χώρο. Σε ποιο βαθμό αυτά μπορούν να βρουν ανταπόκριση στο σχεδιασμό της ελληνικής πόλης; Σε γενικές γραμμές είναι γεγονός ότι αυτές οι προσεγγίσεις σχεδιασμού της Φύσης μοιάζουν αρκετά μακρινές με δεδομένο ότι το κυρίαρχο πρότυπο του χωρικού σχεδιασμού στην Ελλάδα είναι ακόμη αρκετά προσηλωμένο σε μια αρκετά τεχνοκρατική αντίληψη με κανονιστικό χαρακτήρα, γεγονός που έχει να κάνει γενικότερα με τις ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής του ελληνικού αστικού χώρου και τη δια-μορφωμένη σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Ωστόσο, μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες μπορεί να επισημάνει κανείς ότι έχουν γίνει ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση ενσωμάτωσης στοιχείων στρατηγικού σχεδιασμού σε διάφορα επίπεδα. Στη συνέχεια θα γίνει μια προσπάθεια σχολιασμού αυτής της πορείας μέσα από τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, ανα-δεικνύοντας παράλληλα τους περιορισμούς και τα προβλήματα.

Καταρχήν σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα διάφορα χωροταξι-κά πλαίσια αποτελούν κατά κάποιον τρόπο στρατηγικά σχέδια που ενσωματώνουν την ανάγκη για ολιστική θεώρηση των ζητημάτων και καθορισμό προτεραιοτήτων ως προς την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Το ίδιο ισχύει και για το δομικό σχεδιασμό χρήσε-ων γης σε επίπεδο Δήμων, ο οποίος διέπεται από τη φιλοσοφία της βιώσιμης ανάπτυξης όπως η αντίληψη της εταιρικής σχέσης πόλης και υπαίθρου. Ωστόσο, παρά τις θετικές προθέσεις τους οι διαδικασίες αυτές, τα σχέδια αυτά, δεν έχουν κατορθώσει μέχρι στιγμής να αποτελέσουν πλαίσια ουσιαστικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων οι δραστηριότητες των οποίων διαμορφώνουν το χώρο πετυχαίνοντας παράλληλα να δεσμεύσουν ευρύτερες συμ-μαχίες προς την κατεύθυνση υλοποίησης των προβλέψεών τους, όπως για παράδειγμα στην πε-ρίπτωση του προγράμματος διαχείρισης της υπερχείλισης των ποταμών στην Ολλανδία. Κατά συνέπεια παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο των κατευθυντήριων μελετών, που στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν πλαίσια αρχών για το πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα σύμφωνα με μια ιδανική λογική, ενώ στη χειρότερη παραμένουν σε αδράνεια.

Ένα άλλο πεδίο σχολιασμού αφορά τον πολεοδομικό σχεδιασμό σε επίπεδο γενικών πο-λεοδομικών σχεδίων και πολεοδομικών μελετών. Εδώ η στρατηγική αντίληψη για το πράσινο και τη Φύση περιορίζεται συχνά εκ των πραγμάτων από τη διαμορφωμένη πραγματικότητα του χτισμένου χώρου που έχει προκύψει με αυθόρμητες διαδικασίες αλλά και την αδυναμία του σχεδιασμού να επιβάλει αλλαγές στη διαμορφωμένη σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο, κάτι το οποίο θα έθιγε υφιστάμενα συμφέροντα. Ως εκ τούτου ο χαρακτηρισμός χώρων πρασίνου κατά κανόνα δεν ακολουθεί κάποια στρατηγική χωρική σύλληψη με άξονα τη μεγιστοποίηση των θετικών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο αστικό και το φυσικό, όπως είδαμε

155Η

ΦΥΣΗ

ΩΣ Α

ΞΟ

ΝΑ

Σ Σ

ΤΡΑ

ΤΗ

ΓΙΚ

ΟΥ Σ

ΧΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΥ

ΤΟ

Υ Α

ΣΤΙΚ

ΟΥ Χ

ΩΡΟ

Υστην περίπτωση του σχεδίου της Κορυτσάς, αλλά παραμένει δέσμιος της υφιστάμενης πραγμα-τικότητας του χώρου και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Με τη λογική αυτή οι χώροι πρασίνου χαρακτηρίζονται εκεί όπου αυτό είναι εφικτό (π.χ. εξαιτίας του ότι η γη είναι δημόσια) και όχι εκεί όπου θα απέφεραν ουσιαστική ωφέλεια (π.χ. σε σχέση με την ανάδειξη των ορίων μιας περιβαλλοντικής ενότητας). Οι συνθήκες αυτές αναιρούν τις όποιες εν δυνάμει θετικές πολλα-πλασιαστικές επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει ο στρατηγικός αστικός σχεδιασμός με τη Φύση, ο οποίος θα πετύχαινε περισσότερα αποτελέσματα με χρήση λιγότερων εδαφικών πόρων.

Ένα τρίτο πεδίο σχολιασμού αφορά τις στρατηγικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας με άξονα τη δημιουργία χώρων πρασίνου μητροπολιτικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην περιβαλλο-ντική αναβάθμιση αστικών περιοχών. Η απουσία τέτοιων ενιαίων χώρων για την εκτόνωση των αστικών δραστηριοτήτων αποτελεί ένα από τα αδύναμα στοιχεία της ελληνικής πόλης, όπου ο ελεύθερος χώρος είναι συχνά αυτό που υπολείπεται από τη διαδικασία της οικοδόμησης και διαμορφώνεται με τη λογική του περιβάλλοντος χώρου ανάμεσα στα κτίρια. Στην καλύτερη πε-ρίπτωση η κατάσταση αυτή εξωραΐζεται εκ των υστέρων μέσα από μικρής κλίμακας βελτιωτικές παρεμβάσεις όπως οι μικρής κλίμακας πεζοδρομήσεις σε συνδυασμό με την τοποθέτηση φύ-τευσης και αστικής επίπλωσης. Η εικόνα αυτή άλλαξε την πρόσφατη περίοδο με ορόσημο την Ολυμπιάδα του 2004, όπου λαμβάνουν χώρα φιλόδοξα έργα αστικών αναπλάσεων, τα οποία έχουν ευρύτερα μητροπολιτικό χαρακτήρα, όπως η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας και η διαμόρφωση της Νέας Παραλίας στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, ο αναμφισβήτητα στρατηγικός χαρακτήρας αυτών των παρεμβάσεων περιορίζεται ως προς το εύρος των πιθανών αλληλεπιδράσεων και πολλαπλασιαστικών θετικών συνεργειών που θα μπορούσαν να έχουν εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έχουν σχεδιασθεί και υλοποιηθεί, που σε μεγάλο βαθμό πα-ρέμεινε προσκολλημένος στη λογική ενός συμβατικού δημοσίου έργου. Έτσι, για παράδειγμα, απουσιάζει εντελώς η έννοια της διαβούλευσης με ομάδες συμφερόντων σε σχέση με τη μορφή της παρέμβασης, τα μικτά σχήματα συνεργασίας μέσα από τα οποία θα μπορούσε να είχε περιο-ριστεί η επιβάρυνση του δημόσιου τομέα στη χρηματοδότηση και εντέλει ο καινοτομικός χαρα-κτήρας που θα μπορούσε να είχε μεταμορφωτική επίδραση στην πόλη. Αναρωτιέται κανείς, για παράδειγμα, γιατί δεν αξιοποιήθηκε η συγκυρία των ολυμπιακών σχεδιασμών της Αθήνας για τη δημιουργία ενός εκτεταμένου ενιαίου δικτύου αστικού πρασίνου σε σχέση με τις αθλητικές εγκαταστάσεις.

Με δεδομένο ότι οι σκέψεις αυτές κατατίθενται σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, αποτε-λεί πρόκληση το πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί ποιοτικά ο προσανατολισμός του σχεδιασμού του χώρου συνδυάζοντας την αύξηση των οφελών με τη μείωση του κόστους του σχεδιασμού. Ο στρατηγικός σχεδιασμός αποτελεί ένα κατάλληλο πλαίσιο σκέψης που προσφέρεται για την αναζήτηση λύσεων προς αυτή την κατεύθυνση.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

156

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αραβαντινός, Α. & Π. Κοσμάκη (1988) Υπαίθριοι Χώροι στην Πόλη: Θέματα ανάλυσης και πολεοδομικής οργάνωσης αστικών ελεύθερων χώρων και πρασίνου. Αθήνα: ΕΜΠ – Τμήμα Αρχιτεκτόνων.

Ahern J.F. (2002) Greenways as Strategic Landscape Planning: Theory and Application. Doctoral thesis. ISBN 90-5808-605-4. Wageningen University, The Netherlands.

Albrechts L. (2004) Strategic (spatial) planning reexamined. Environment and Planning B: Planning and Design 31(5) 743-758.

Benedict M. & McMahon E. (2002) Green Infrastructure: Smart Conservation for the 21st Century. Renewable Resources Journal, Volume 20.3, Autumn 2002, Pages 12-17.

Castells M. & Borja J. (1997) Local and Global - The management of cities in the information age. UNCHS, London: Earthscan.

Hagens J. E. (2007) A Genealogy of Spatial Concepts of the Dutch National Landscape Het Groene Woud. In: Planning for the Risk Society. Dealing with Uncertainty, Challenging the Future. Abstracts. - Napoli : Giannini Editore, 2007 - ISBN 9788874313693.

Healey, P. (2004) The treatment of space and place in the new strategic spatial planning in Europe. International Journal of Urban and Regional Research (28)1.

Healey, P., Khakee A., Motte A. and Needham B. (eds) (1997) Making strategic spatial plans: innovation in Europe. London: UCL Press.

Kreukels A., Salet W. and Thornley A. (eds) (2003) Metropolitan governance and spatial planning. London: Spon Press.

Van den Broeck, J. (2008) Strategic spatial planning and strategic projects: a transformative practice. In: Planning: a transformative activity. 44th ISOCARP Congress, 2008.

157

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΠΑΑρχιτέκτων

Η παιδική χαρά στον Χολαργό και ο επανασχεδιασμός κεντρικών υπαίθριων χώρων στα Ιωάννινα

Abstract

A children playground in Cholargos and the redesign of central open spaces in the city of Ioannina

AGGELIKI PAPPA, ARCHITECT

The continuity of the landscape in the urban networks undoubtedly provides bio-climatical conditions through the microenvironments created, ensuring an enhanced quality of life for the communities. Apart from the given beneficial properties that landscape offers, it can also simultaneously be an important management tool for the perceptual organization of an open urban space, giving residents the opportunity to redefine and reuse a “lost” piece of their city.

From that point of view, we approached as a study group with Jenny Kosmaki, the contest for the center of the city of Ioannina. Our concept was to restore, both the landscape and the historical past of the area, by enhancing the stratigraphic sequence while acting “from within”, as indicated in her texts. The main idea, was the unification of the urban spaces so that residents could comprehend the site as a whole, through the use of the historical traces and the structural continuity of the existing natural elements, without creating a “cap embellishment” as she added.

This design approach of outdoor urban spaces is usually perceived by the friction with architectural issues and the study of the urban fabric. By analyzing a personal experience, nevertheless, I realized that through an elaborated design, the continuity of spaces can be understood even by a child that plays in the playground of its neighborhood. That fact arose accidentally when I discovered that the park of my childhood was designed by Jenny Kosmaki and Dimitris Loukopoulos.

The management of small-scale elements, the thematic unities and the personal design of toys and materials, as well as the development of the routes in combination with the

Η Π

ΑΙΔ

ΙΚΗ

ΧΑ

ΡΑ

ΣΤΟ

Ν Χ

ΟΛ

ΑΡΓΟ

ΚΑ

Ι Ο

ΕΠ

ΑΝ

ΑΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΣ

ΚΕΝ

ΤΡΙΚ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΑ

ΙΩ

ΑΝ

ΝΙΝ

Α

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

158

use of nature variations were the elements that shaped my overall picture of the space. My comprehension of space’s continuity coincided with the design principles that were put in the study, thus highlighting the importance of using an urban space syntax and its crucial role in shaping our spatial perceptions.

Η συνέχεια του φυσικού τοπίου στον αστικό ιστό συνδράμει αναμφισβήτητα στη δημιουργία βιοκλιματικών συνθηκών μέσω του μικροπεριβάλλοντος που η φύση δημιουργεί εξα-

σφαλίζοντας μια αναβαθμισμένη ποιότητα ζωής για το κοινωνικό σύνολο. Εκτός όμως από τις δεδομένες αυτές ευεργετικές ιδιότητες που το φυσικό τοπίο προσφέρει, μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί και ένα σημαντικό εργαλείο διαχείρισης της αντιληπτικής οργάνωσης ενός υπαίθριου αστικού χώρου, προσφέροντας στους κατοίκους τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν και να επαναχρησιμοποιήσουν ένα «χαμένο» κομμάτι της πόλης τους.

Με μια τέτοια λογική προσεγγίσαμε σαν ομάδα μελέτης με την Τζένη Κοσμάκη το διαγω-νισμό ιδεών για το κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων, αποσκοπώντας στην αποκατάσταση του τοπίου και του τόπου, στην αποκατάσταση δηλαδή του αναγλύφου και της ιστορίας του χώρου, στην ανάδειξη της στρωματογραφίας του, δρώντας «εκ των ένδον» όπως χαρακτηριστικά ση-μείωνε στο κείμενο της μελέτης η ίδια. Σκοπός της μελέτης ήταν οι κάτοικοι να βιώνουν την ενότητα των υπαίθριων χώρων και την έννοια του συνόλου του τόπου μέσω της επαναχρησι-μοποίησης των ιστορικών ιχνών και της δομικής συνέχειας της υπάρχουσας φύτευσης και όχι δημιουργώντας ένα «εξωραϊστικό κάλυμμα» όπως η ίδια προσέθετε.

Η προσέγγιση αυτή στη διαχείριση του σχεδιασμού των υπαίθριων αστικών χώρων συνή-θως γίνεται αντιληπτή μέσω της τριβής με ζητήματα αρχιτεκτονικής και με τη μελέτη του αστι-κού ιστού. Παρ’ όλ’ αυτά, αναλύοντας ένα προσωπικό βίωμα συνειδητοποίησα ότι η αντιληπτι-κή συνέχεια των χώρων μπορεί να γίνει κατανοητή ακόμα και από ένα παιδί που παίζει στην παιδική χαρά της γειτονιάς του, όταν ο σχεδιασμός δημιουργεί τις κατάλληλες προυποθέσεις – γεγονός που προέκυψε τυχαία ανακαλύπτοντας ότι το πάρκο των παιδικών μου χρόνων είχε σχεδιαστεί από την Τζένη Κοσμάκη και τον Δημήτρη Λουκόπουλο.

Η διαχείριση της μικρής κλίμακας, οι θεματικές ενότητες και η προσωπική σχεδίαση των παιχνιδιών και των υλικών, όπως και η χάραξη των διαδρομών σε συνδυασμό με τις εναλλαγές τη φύτευσης ήταν τα στοιχεία βάσει των οποίων διαμορφώθηκε η συνολική μου εικόνα για το χώρο. Η συνέχειά του, όπως είχε αποτυπωθεί στη χωρική μου μνήμη, ταυτιζόταν με τις σχε-διαστικές αρχές που είχαν τεθεί στη μελέτη, αναδεικνύοντας έτσι τη σημασία της χρήσης ενός συντακτικού του υπαίθριου αστικού χώρου και του καθοριστικού του ρόλου στη διαμόρφωση της εικονοχωρικής μας αντίληψης.

159Η

ΠΑ

ΙΔΙΚ

Η Χ

ΑΡΑ

ΣΤΟ

Ν Χ

ΟΛ

ΑΡΓΟ

ΚΑ

Ι Ο

ΕΠ

ΑΝ

ΑΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΣ

ΚΕΝ

ΤΡΙΚ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΑ

ΙΩ

ΑΝ

ΝΙΝ

Α

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

160

161Η

ΠΑ

ΙΔΙΚ

Η Χ

ΑΡΑ

ΣΤΟ

Ν Χ

ΟΛ

ΑΡΓΟ

ΚΑ

Ι Ο

ΕΠ

ΑΝ

ΑΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΣ

ΚΕΝ

ΤΡΙΚ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΑ

ΙΩ

ΑΝ

ΝΙΝ

Α

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

162

Σχέδ

ιο Γ

ενικής Δ

ιάτα

ξης κ

αι δ

ιαγρ

άμματα

οργά

νωσης κ

ινήσεω

ν.

163Η

ΠΑ

ΙΔΙΚ

Η Χ

ΑΡΑ

ΣΤΟ

Ν Χ

ΟΛ

ΑΡΓΟ

ΚΑ

Ι Ο

ΕΠ

ΑΝ

ΑΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΣ

ΚΕΝ

ΤΡΙΚ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΑ

ΙΩ

ΑΝ

ΝΙΝ

Α

Διά

ρθρω

ση κ

οινό

χρηστω

ν χώ

ρω

ν - Προοπ

τική α

πεικ

όνισ

η.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

164

165Η

ΠΑ

ΙΔΙΚ

Η Χ

ΑΡΑ

ΣΤΟ

Ν Χ

ΟΛ

ΑΡΓΟ

ΚΑ

Ι Ο

ΕΠ

ΑΝ

ΑΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΣ

ΚΕΝ

ΤΡΙΚ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΑ

ΙΩ

ΑΝ

ΝΙΝ

Α

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

166

167Η

ΠΑ

ΙΔΙΚ

Η Χ

ΑΡΑ

ΣΤΟ

Ν Χ

ΟΛ

ΑΡΓΟ

ΚΑ

Ι Ο

ΕΠ

ΑΝ

ΑΣΧ

ΕΔ

ΙΑΣΜ

ΟΣ

ΚΕΝ

ΤΡΙΚ

ΩΝ

ΥΠ

ΑΙΘ

ΡΙΩ

Ν Χ

ΩΡΩ

Ν Σ

ΤΑ

ΙΩ

ΑΝ

ΝΙΝ

Α

Καταληκτική Συνεδρία

ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ: J. Beinart, P. Ceccarelli, A. Vernez-Moudon, Σ. Κονταράτος, N. Καλογήρου

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ: Δ. Καρύδης, Καθηγητής, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ

171

ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Στο στρογγυλό τραπέζι, όπου, όπως όλα τα στρογγυλά τραπέζια, δεν είναι στρογ-γυλό, έχουμε θεωρητικά τις εξής δύο δυνατότητες ή μπορούμε να κάνουμε συνδυασμό αυτών των δύο: Η μία δυνατότητα είναι να ρωτήσετε εσείς ό,τι θα θέλατε τους ομιλητές και να σας απαντήσουν και η δεύτερη δυνατότητα θα ήταν ο Συντονιστής να θέσει ορισμένα ζητήματα από αυτά που ακούστηκαν στην εκδήλωση από το πρωί, όχι αναγκαστικά περιοριζόμενος στους συναδέλφους που βρίσκονται γύρω μου, αλλά σε όλους τους ομιλητές, να πάρει κάποιο σχολι-ασμό από τους συμμετέχοντες σε αυτό το τραπέζι και μετά να προχωρήσει η συζήτηση στο κοινό και να γίνει αυτός ο διάλογος. Μπορεί, όμως, να γίνει, όπως είπα, συνδυασμός αυτών των δύο.

Επομένως, αν συμφωνείτε, μπορώ να ξεκινήσω με μερικά θέματα που έχω σημειώσει, τα οποία έρχονται με τις σημερινές πολύ ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις, και τα οποία έχω προ-σπαθήσει, καθώς τα άκουγα, να τα κατατάξω. Είναι πάρα πολύ δύσκολη αυτή η δουλειά, γιατί τα θέματα ήταν πολύ ετερόκλητα και η αλήθεια είναι ότι το καθένα από αυτά ανοίγει και έναν τεράστιο ορίζοντα. Aυτά τα αντικείμενα διασταυρώθηκαν μεταξύ τους, από τους ομιλητές όπως π.χ. είπε η Καθηγήτρια Moudon για τον πεζό στην πόλη και για το πόσο περπατάει και τι σχέση μπορεί να έχει το περπάτημα με τη φυσική υγεία. Αυτό με τη σειρά του μας ανοίγει το δρόμο για να καταλάβουμε κάπως παραπάνω τα όσα είπε ο Νίκος Καλογήρου για το παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, για το οποίο δεν φάνηκε να είναι ιδιαίτερα ενθουσιασμένος. Επειδή όμως εμείς εδώ στην Αθήνα δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε ένα παραλιακό μέτωπο που να μπορεί ο πεζός να το περπατήσει σε περισσότερα από διακόσια μέτρα χωρίς εμπόδιο (εννοώ κατά μήκος της θάλασσας), ενώ στη Θεσσαλονίκη κατάφεραν να έχουν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα τέτοιας πορείας, δεν μπορώ να συμμεριστώ τις αν ησυχίες του, τουλάχιστον σε αυτό το σημείο.

Διασταυρούμενα θέματα μπορεί να είναι και αυτά που έρχονται με του Paolo Ceccarelli, τα κανάλια (αν δεν κάνω λάθος, ήταν στην κινεζική πόλη Guangzhou). Τα κανάλια, έτσι όπως ήρθαν στην πόλη ως ένα καινούργιο στοιχείο σχεδιασμού, σε κάνουν να σκεφτείς για τη ση-μασία του νερού στην πόλη, για τη σημασία του ποταμού. Αυτό μου θυμίζει την πολύ σταθερή δουλειά και ενασχόληση της Τζένης Κοσμάκη με τα ποτάμια στην Αθήνα. Αυτό με τη σειρά του σε κάνει να σκεφτείς ότι λίγοι ξέρουν πως η Αθήνα και οι Βρυξέλλες είναι οι δύο μοναδικές πρωτεύουσες στην Ευρώπη που κατήργησαν ποτάμια. Και, εν πάση περιπτώσει, μια και οι κα-λεσμένοι μας σίγουρα θα πέρασαν από την περιοχή της Ακρόπολης, διερωτώμαι αν πρόσεξαν ότι στην καινούργια πλατεία Μοναστηρακίου έχουμε δώσει ένα δείγμα νερού που τρέχει, του Ηριδανού, αλλά ο τρόπος με τον οποίο δώσαμε αυτό το δείγμα, είναι η μορφή της τρύπας, δη-λαδή η διάσταση του βάθους είναι πολύ μεγαλύτερη από τη διάσταση της επιφάνειας και όταν σκύβεις να κοιτάξεις μέσα σε τρύπα δεν μπορείς να αποκτήσεις επαφή με το νερό. Επομένως,

ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

172

αυτά είναι όλα θέματα που σχετίζονται με την πόλη, τη φύση, το νερό· βλέπετε πώς από το ένα πηγαίνουμε στο άλλο.

Υπάρχουν επίσης τα ζητήματα της κατανόησης και της πρόσληψης της φύσης, το «under-standing nature», που είπε ο Paolo Ceccarelli (τόνισε πολλές φορές ότι οι διάφοροι πολιτισμοί καταλαβαίνουν την πόλη με έναν διαφορετικό τρόπο και αυτό είναι πολύ εύκολο να το δε-χτούμε φυσικά). Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει και ένα γεγονός, που το ζήσαμε και την τελευ-ταία περίοδο, τα ίδια τα φυσικά φαινόμενα δεν γνωρίζουν σύνορα. Επομένως, πώς μπορεί να υπάρχουν μαζί αυτοί οι δύο παράγοντες; Τι είναι εκείνο που κρύβεται πίσω από το ενδεχόμενο μιας υπέρβασης; Το ότι τα φυσικά φαινόμενα, τα ίδια, δεν μπορούν να έχουν σύνορα, γιατί ένα τσουνάμι που γίνεται σε μια γωνιά της Γης πολύ γρήγορα επηρεάζει άλλες περιοχές, οι οποίες φαίνονταν μέχρι τώρα να μένουν ανεπηρέαστες.

Απορία μπορεί να υπάρχει και για το ότι ο Δημήτρης Μαρίνος-Κουρής μας θύμισε το πρωί ότι: «Βρισκόμαστε στο 2011, έχουμε κάνει τόσες και τόσες προόδους και δεν έχουμε καταφέρει να ορίσουμε τη φέρουσα ικανότητα». Επειδή συμμερίζομαι και τις δικές του αγωνίες, ευρι-σκόμενος και εγώ στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για αρκετό καιρό, ξέρω ότι αυτό είναι ένα πολύ ακανθώδες ζήτημα, και όταν έρχεται για να το συζητήσουμε, τρομάζω για το πώς θα το διεκ-περαιώσω. Έχω πάντα στη δεξιά μου τσέπη όλους τους ποιοτικούς προσδιορισμούς, αλλά στο τέλος αισθάνεσαι ότι η φέρουσα ικανότητα μένει μετέωρη. Μας θύμισε ότι δεν έχουμε ορίσει την ανακύκλωση ακόμη με τις πραγματικές της διαστάσεις, με πολύ απλά παραδείγματα. Αυτό έχει πολύ εντυπωσιακά επιφαινόμενα. Ακόμη και αυτή η υπόθεση με το ένα μέρος τουλάχιστον των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες κάπου αλλού, είπε, παράγουν ρύπανση, είναι ενδιαφέρον φαινόμενο.

Τελευταία διάβαζα ένα βιβλίο που λέγεται «The Nature in Cities» και εκεί γινόταν πολύς λό-γος για το e-waste, τα ηλεκτρονικά απόβλητα. Το λέω αυτό, γιατί αυτά τα ηλεκτρονικά απόβλητα αφορούν χώρες οι οποίες ακούστηκαν από τους σημερινούς ομιλητές. Είναι κυρίως χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Σε αυτές τις χώρες, μέσα από πολύ άθλιες συνθήκες ζωής σε πόλεις (έστω δέκα-δεκαπέντε χιλιάδων κατοίκων, όχι μεγαλύτερες), ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος πληθυσμού, η συντριπτική πλειονότητα του οποίου είναι 10, 15, 18 ετών, κάτω από απίστευτες συνθήκες προσπαθεί να αποσυναρμολογήσει συσκευές τις οποίες το ίδιο ουσιαστικά έχει πα-ραγάγει. Είναι οι ίδιες περιοχές που παράγουν όλα τα αντικείμενα με τα οποία συναρμολογείται ένας υπολογιστής, ένα laptop κ.λπ. Κάτω από άθλιες συνθήκες, νέα παιδιά, με γυμνά χέρια, προσπαθούν να αφαιρέσουν από αυτές τις συσκευές το μολύβι, τον κασσίτερο, το χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα για να τα πουλήσουν.

Επομένως, αυτό που είπε έτσι απλά ο Κουρής ότι κάπου αλλού έχει δημιουργηθεί ρύπανση για να έχουμε εμείς καθαρό περιβάλλον, έχει πολύ μεγάλη σημασία. Αυτό, λοιπόν, είναι μια απορία: Πώς μπορεί να συμβαίνουν ακόμη αυτά τα πράγματα και να μην τους έχουμε δώσει την πραγματική τους διάσταση;

173ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

Στην τρίτη κατηγορία των παρατηρήσεων, έχω γράψει καταρχάς ζητήματα που σχετίζονται με τη σχέση φύσης, πόλης και ιστορίας. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, ξεκινάει κανείς με την τοποθέτηση του Σάββα Κονταράτου, ο οποίος έπιασε το νήμα της ιστορίας από τα πολύ παλιά χρόνια, από αυτή την τετραμερή διαίρεση της πόλης, τα βαβυλωνιακά θέματα, τα οποία είναι βέβαια ένας συμβολισμός της τετραμερούς διαίρεσης του κόσμου. Όμως και εκεί, σε αυτά τα ιστορικά θέματα, ο ίδιος δεν ήθελε ίσως να αφήσει σκοτεινές γωνιές και απορίες, φάνηκε να είναι για αρκετά πράγματα αυτή η γνώση σίγουρη, νομίζω ότι δεν ξέρουμε ακόμη πολλά πράγ-ματα σε αυτή την ιστορική γνώση.

Θα μπορούσα να επικαλεστώ μερικά δευτερεύοντα ζητήματα, αλλά θα τα πω έτσι όπως τα είπε και ο ίδιος. Ανέφερε το παράδειγμα της Sforzinda του Φιλάρετου, που είναι εκείνο το σχή-μα δύο τετραγώνων που το ένα βρίσκεται επάνω στο άλλο, υπό γωνία (φτιάχνεται ένα αστερο-ειδές). Όμως, στο σχέδιο αυτό του Φιλάρετου, αυτός ο κύκλος που ενώνει τις οκτώ κορυφές των τετραγώνων δεν ξέρουμε τι είναι. Μπορεί να είναι ένα κανάλι. Μπορεί να είναι μια τάφρος. Το σχέδιο είναι πολύ λεπτομερές. Ο Φιλάρετος μάς έχει πει και την τελευταία δυνατή λεπτομέρεια για το τι βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, αλλά λανθάνει η λεπτομέρεια για την περίμετρο.

Για τον Haussmann στο Παρίσι, βεβαίως, είναι απολύτως γνωστά τώρα όλα τα σχετικά ζη-τήματα… Τουλάχιστον από την εποχή του Lefebvre και μετά δεν υπάρχει καμία απορία για την ουσιαστική αντίληψη της χάραξης αυτών των μεγάλων λεωφόρων, την επιχειρησιακή αποτε-λεσματικότητα που δημιουργείται στους μηχανισμούς καταστολής κ.λπ. Όμως την ίδια στιγμή είναι λίγο γνωστό ότι ο Haussmann συνέβαλε όσο κανένας άλλος στη βελτίωση της υγιεινής του Παρισιού, διότι μέχρι την εποχή του οι Παρισινοί έπιναν νερό από τον Σηκουάνα και τα πράγ-ματα δεν ήταν καθόλου καλά· οι επιδημίες ήταν απανωτές. Ο Haussmann ξεκίνησε τεράστιας σημασίας έργα εκείνη την εποχή, να φέρει νερό από μακριά, με δύσκολες συνθήκες, διότι οι τοπογραφικές συνθήκες δεν ήταν πάντα ευνοϊκές· χρειάζονταν αντλίες και πολλά τέτοια θέματα.

Η σχέση της πόλης με την ύπαιθρο, σε αυτό το νήμα της ιστορίας, καθώς εξελισσόταν στη δι-ήγηση του Σάββα Κονταράτου, πέρασε και από άλλους ομιλητές. Όταν ο Meinhard αναφερόταν σε ζητήματα μαρξιστικής αντίληψης για ορισμένα θέματα της φύσης, εκεί θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πώς αυτή η ίδια η μαρξιστική αντίληψη είχε θέσει αυτό το θέμα «πόλη – ύπαιθρος» ως όρο ξεπεράσματος ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής. Το λέω αυτό, γιατί ως τεχνικοί που μπορεί να είμαστε, μας ενδιαφέρει από την άποψη ότι η σχεδιαστική ανταπόκριση σε αυτό το ζήτημα της υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο ήταν ακριβώς η γραμμική πόλη. Η γραμμική πόλη του Miliutin στο Magnitogorsk και σε άλλες πόλεις που εμ-φανίστηκαν τότε στη Σχολή εκείνη των Απολεοδομιστών, ενδεχομένως έχουν τις ρίζες τους στη γραμμική πόλη του Soria y Mata, η οποία επίσης ακούστηκε από ορισμένους από τους σημερι-νούς ομιλητές. Και είναι λίγο γνωστό ότι ενδεχομένως η γραμμική πόλη του Don Arturo Soria y Mata σχετίζεται με το σχέδιο για το Αλγέρι του Le Corbusiér, το οποίο θεωρείται περισσότερο ότι είναι μια ξαφνική επινόηση παρά μια πολύ αργόσυρτη διαδικασία που ξεκινάει από τους

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

174

μαρξιστές, περνάει από το Soria y Mata, φτάνει στους Απολεοδομιστές και μετεξελίσσεται στο σχεδιασμό του Le Corbusier.

Αυτές είναι, πολύ επί τροχάδην, μερικές από τις παρατηρήσεις, απορίες ή αντιλήψεις για διασταυρούμενα θέματα ανάμεσα σε όλα αυτά που ακούστηκαν. Δεν είναι σωστό σε αυτή την προχωρημένη ώρα να μακρύνω περισσότερο, επομένως, αν συμφωνείτε και εάν συμφωνούν και οι συνάδελφοι στο στρογγυλό τραπέζι, να κάνουμε έναν πρώτο γύρο όπου ο καθένας από εσάς, μέσα σε δύο ή τρία λεπτά το πολύ, θα κάνετε κάποια παρατήρηση, όχι υποχρεωτικά σε αυτά που είπα αλλά σε σχέση με αυτά που ακούσατε μετά τη δική σας ομιλία. Στη συνέχεια, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε το ηρωικό κοινό αν έχει κάτι να ρωτήσει.

Ποιος θέλει να πάρει το λόγο; Κύριε Σάββα Κονταράτο, θέλετε να αρχίσετε εσείς;Σ. ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ: Επάνω στα ζητήματα που θέσατε, για τη Sforzinda προφανώς το διά-

γραμμα αυτό είναι αρκετά αφηρημένο και δεν μπορούμε να το εκλάβουμε ως πραγματικό σχέ-διο πόλεως.

Εξάλλου, το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι ότι δείχνει τους ακτινικούς δρόμους να συγκλί-νουν στο κέντρο, όπου υπάρχει μια ορθογωνική διάταξη κεντρικών κτηρίων. Είναι πρόβλημα το πώς θα μπορούσαν να συμβιβαστούν αυτά τα πράγματα.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΩΝ: Δεν περιγράφεται.Σ. ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ: Περιγράφει το κέντρο, αλλά δεν λύνεται γεωμετρικά.Νομίζω ότι σε αυτές τις περιπτώσεις όλα αυτά τα ουτοπικά σχέδια έχουν κάποιες αντιφάσεις.Δεν είναι υποχρεωμένοι να δίνουν λύσεις. Είναι κάπως ιδανικά σχήματα.Για τον Haussmann, αναμφισβήτητα το έργο του είναι πάρα πολύ μεγάλο. Άλλαξε το Παρίσι.

Το μετέτρεψε σε σύγχρονη πόλη του 19ου αιώνα. Άλλοι λένε βέβαια ότι το έθαψε για τον 20ό, δηλαδή ότι δημιούργησε προβλήματα για το Παρίσι του 20ού αιώνα. Δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι έδωσε απλώς πολύ τολμηρές λύσεις, σύμφωνες βέβαια με ένα πνεύμα εκείνης της επο-χής. Πραγματικά, το έχουν τονίσει πάρα πολλοί μελετητές, ξεκινάει με τη διάθεση να ανοίξει βουλεβάρτα που να μη γίνονται οδοφράγματα (οδοφράγματα, βέβαια, ξανάγιναν στο Παρίσι). Προσπαθεί να ικανοποιήσει την εργατική τάξη της εποχής και γι’ αυτό φτιάχνει τα πάρκα. Παρόλο το μοντερνισμό του, κρατάει στην πολεοδομία του μια κλασικιστική διάθεση, με την έννοια να απολήγουν οι μεγάλοι άξονες σε κάποια σημεία ενδιαφέροντος. Μάλιστα αναφέρεται και ένας διάλογός του με τον Ναπολέοντα Γ΄. Του έκανε μια παρατήρηση ο Ναπολέων Γ’ και του είπε: «Μεγαλειότατε, οι Παρισινοί χρειάζονται κάτι περισσότερο από τους Εγγλέζους». Δηλαδή ότι χρειάζονται μια μνημειακότητα γιατί σε αυτήν έχουν συνηθίσει.

Ασφαλώς το έργο του είναι πάρα πολύ σημαντικό. Βέβαια δεν ξέρουμε αν θα μπορούσε να εξυγιανθεί το Παρίσι και με άλλους τρόπους. Αυτό είναι δεδομένο. Η ιστορία δεν αλλάζει. Είναι ένα μεγάλο έργο, το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση. Επηρέασε όμως και αρνητικά, διότι έκτοτε άρχισαν τα «ξεκοιλιάσματα» σε όλες τις παραδοσιακές πόλεις, για παράδειγμα στη Φλωρεντία.

175ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

Αναφορικά για τη γραμμική πόλη, πιστεύω πως η πόλη του Soria y Mata έγινε αρκετά γνωστή, εξάλλου συνδέθηκε και πάρα πολύ με την Κηπούπολη του Howard. Δηλαδή, υπήρξαν εταιρείες που συνδύασαν τα δύο μοντέλα και προσπαθούσαν να προωθήσουν αυτή την ιδέα γενικά. Ο Milyutin, στη Ρωσία, πρόσθεσε τη βιομηχανική ζώνη, η οποία δεν υπάρχει βέβαια στο σχήμα του Soria y Mata, το οποίο είναι καθαρά κυκλοφοριακό. Από εκεί και πέρα, το επα-νέλαβε και ο Le Corbusiér, αλλά και αυτός με βιομηχανία. Δηλαδή, σε μια μικρή βιομηχανική πόλη, θεώρησε ότι αυτή η λύση της γραμμικής διάταξης είναι σωστή.

Δεν έχω κάτι άλλο να πω.Ν. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ: Έχουν θιγεί πολλά θέματα, θα σταθώ σε μερικά από αυτά.Προσπαθώ λίγο να γενικεύσω και μετά θα πω κάτι για τη Θεσσαλονίκη, που θίξατε συγκε-

κριμένα.Συζητήσαμε για φυσικά φαινόμενα, όπως ένα τσουνάμι το οποίο αλλάζει την πολιτική σε

άλλες χώρες. Συζητήσαμε για εντροπία και άκουσα ευχάριστα κάτι που θα το έλεγα και εγώ, αν δεν το είχε πει ήδη ο κ. Καρύδης. Υπάρχει, νομίζω, μια εγγενής αντίφαση σε όλη αυτή την προβληματική που μας απασχολεί σήμερα. Παλιά, με τους μαρξιστικούς όρους, μιλούσαμε για το ξεπέρασμα της αντίθεσης της πόλης και της υπαίθρου. Σήμερα, ο τίτλος τους Συνεδρίου μας είναι «Φύση και Αστικές Δυναμικές: Σχεδιάζοντας με τη Φύση στην Πόλη» ή με άλλη ορολο-γία λέμε: «Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Κτηρίων Ανοιχτών Χώρων και Πόλεων» στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο ή διεθνώς (αυτές τις ημέρες μόλις επέστρεψα από την Αμερική), στο Harvard το τελευταίο σύγγραμμα που μοιράζουν είναι «Πολεοδομία Τοπίου» ή «Landscape Urbanism» και λίγα χρόνια πριν είχαμε την «Οικολογική Πολεοδομία».

Όλοι αυτοί οι όροι ενέχουν στο εσωτερικό τους μια αντίφαση γιατί είναι φανερό ότι η πραγ-ματικότητα είναι ότι σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του πλανήτη ζει πλέον στις πόλεις και μάλιστα σε ολοένα επεκτεινόμενες, άμορφες συγκεντρώσεις. Οπότε, αναπόφευκτα το μέλλον μάς ωθεί να δράσουμε σχεδιάζοντας με τη φύση στην πόλη, έστω και εάν κατά βάθος σχεδιάζουμε παρά φύση. Έχουμε κάποιες επιμέρους επιτυχίες και νομίζω ότι το κυριότερο που προκύπτει και από τη σημερινή συζήτηση είναι ότι αποκτούμε μια συνείδηση για τις επιπτώσεις των παρεμβάσεων της Αρχιτεκτονικής σε ένα αστικό περιβάλλον το οποίο, κατά την άποψή μου, εμφανίζει δύο ενδιαφέρουσες ιδιότητες που και αυτές φαίνονται αντιφατικές. Από τη μία μεριά, υπάρχει μια προϊούσα ομογενοποίηση και από την άλλη υπάρχει ένας κατακερματισμός.

Αυτή η κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ παγκοσμιότητας και κατακερματισμού γίνεται και στη σφαίρα φυσικά της οικονομίας του πολιτισμού αλλά και στη σφαίρα της διαμόρφωσης του χώρου και της καθημερινής διαβίωσης στο χώρο της πόλης, που μας αφορά περισσότερο. Και όπως όλα τα διλήμματα, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχουν μονοσήμαντες απαντήσεις και συχνά μας οδηγούν σε αυτές τις δημιουργικές εγγενείς αντιφάσεις. Για παράδειγμα, στο σημερινό πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης, η σημερινή κρίση της Ελλάδας και σε άλλες χώρες της περιφέρειας δείχνει το ουτοπικό του μοντέλου μιας οικονομικής συνεργασίας

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

176

χωρίς να υπάρχει μια ομοσπονδιακή πολιτική υποδομή. Νομίζω ότι το προηγούμενο καθεστώς των επιδοτήσεων των ακρίτων με το σημερινό καθεστώς μιας αδιέξοδης πολιτικής λιτότητας είναι δύο όψεις ενός σχετικού φαινομένου.

Στην Πολεοδομία και στην Αρχιτεκτονική ένα αντίστοιχο εκκρεμές κινείται σε ακόμη με-γαλύτερο εύρος. Δηλαδή, από τη μία μεριά έχουμε ένα καθεστώς ελεύθερης οικονομίας, και άρα ο σχεδιασμός ουσιαστικά υποτάσσεται σε ένα χαοτικό μοντέλο ανάπτυξης, και από τη λει-τουργική πόλη και το διαχωρισμό των χρήσεων του μοντερνισμού καταλήγουμε στη διάχυτη αστικοποίηση και σε μια ομογενοποίηση του χώρου. Άρα, η έννοια της εντροπίας, που πολύ εύστοχα χρησιμοποίησε το πρωί ο Μαρίνος-Κουρής και την επαναλάβατε τώρα και εσείς, εν-δεχομένως είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουμε αυτές τις σύνθετες διεπιστημονι-κές παραμέτρους του περιβαλλοντικού σχεδιασμού. Όμως, όπως ακροθιγώς ανέφερα λίγο και στην ανακοίνωσή μου για τη Θεσσαλονίκη, εκείνο που χρειάζεται είναι μια περισσότερο ολική προσέγγιση του περιβαλλοντικού σχεδιασμού η οποία προσπαθεί να εντάξει δημιουργικά την περιβαλλοντική διάσταση στην επίλυσή του. Δηλαδή είναι χρήσιμο να δούμε τη διαδικασία αυτή ως συνθετικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα το οποίο ως Αρχιτέκτονες (ή με αρχιτεκτονική παιδεία κατά βάθος) είμαστε περισσότερο ίσως κατάλληλοι από κάποιους άλλους για να το αντιμετωπίσουμε, και με μια διαδικασία σύνθεσης που επομένως ενέχει στοιχεία πρωτοτυπίας και σχεδιασμού, και όχι μια πολιτική με στερεοτυπικές δράσεις που αφορά στενά την πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας. Το είπα και στην προηγούμενη παρέμβασή μου ότι η ολική περι-βαλλοντική αυτή σύνθεση, που είναι συνθετική διαδικασία, είναι μια ευρύτερη έννοια από τη στενή οπτική ενός ενεργειακού σχεδιασμού, είτε αυτός αφορά την πόλη είτε την αρχιτεκτονική.

Για να μη σας κουράσω, νομίζω ότι και κάποιοι άλλοι από τους ομιλητές (ιδιαίτερα οι νεότε-ροι, όπως ο Θάνος Παγώνης που μίλησε για τη φύση και το στρατηγικό σχεδιασμό και η Πανίτα Καραμανέα που μίλησε για το τοπίο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό) έδωσαν μια πολύ φρέσκια οπτική γύρω από αυτό το ζήτημα. Θα μπορούσε κανείς να δει και κάποιες συγκεκριμένες στρα-τηγικές αστικής σύνθεσης. Δεν ξέρω όμως αν είναι η ώρα να μιλήσω περισσότερο ή να το πω σε δεύτερη φάση, αν υπάρξει περιθώριο.

A. VERNEZ-MOUDON: Τhank you.I guess I have two points that build on what was said so far. One is to realize the Design with

Nature by Ian McHarg is thirty years old, something like that, and the case study, as stupefying or exciting or whatever you want to call it the work was, the case study of the Woodlands is the kind of place that you wouldn’t want to sell in China or in India. Maybe only the US can afford it because there is so much land. In other words, the Woodlands of McHarg is not a very good model of sustainable housing. And the point is not that McHarg made a mistake. The point is that he was talking about an idea that was new design with nature, but you can’t just design with nature because – and I think that’s the point you were trying to make – you have to use other criteria.

177ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

Actually, it’s not so complicated to put these things together. The Woodlands is inefficient, why? Well, the housing is harder to cool, it’s Texas you don’t have to heat it. Also, the distances are much too long. And you don’t have to be doing fancy studies to know that’s why it’s not the kind of model you want to replicate. So you have to take into consideration not only nature or design with nature, however you want to call it. You have to take into consideration transport, at least we talked about cost, life costs of buildings before you can actually make any kind of rational decision.

Second point, which is related, is when we’re talking about a lot of open space, we have to think about maintenance. I look at it like if there is a lot of open space in cities, it adds to my transportation importance. It adds to the distance. So not only I can’t walk, but I pay more if I drive and I pay more if I have a train, and I pay more if I have a tram or whatever. It doesn’t matter what the mode of transport is. So a huge amount of open space in cities adds to distances between places, for better or worse. And so we have to think about maintenance.

I’ll tell you a story and then I stop. You know the project the “High Line” in New York? That’s recuperation or re-use of a train. It was actually a freight train I think that was serving all the west side that is elevated train. It is very nice and famous. It was actually copied on a project in Paris near Gare de Lyon that’s also walkway elevated on where the rail track was. The Paris one is very narrow, but the New York one is wider. I would say it is about 30 metres wide. It can be as much as 30 metres wide, whereas the French one is 15 metres wide.

Anyway, you have to go see it because it is beautifully done. The nature in it, the planting is just beautiful. I was with other colleagues and I was given a tour by the gardener, a woman gardener. She was showing us all the plants and there is this sign every so often that says: “Protect the Wild”. So you have plants, grasses and “Protect the Wild”. That is kind of funny. “Protect the Wild” in the middle of New York with little plants. So I asked the gardener, I said: “Well, what do you mean?”. And she got it immediately and she says: “Yes, it takes a lot of work to keep the wild”.

That’s my point. It takes a lot of work to keep the wild and so we can’t just do landscape urbanism and not think about distance, maintenance and what we are doing with it.

P. CECCARELLI: A couple of very short remarks. Firstly, I think that we should not think of this new interest for nature like we think about diets when we are obese or we have troubles because we ate too much. And my sense is that many times now we are going that way instead of discussing the basic. We are trying to put sort of touches, solutions, inventing something and trying to avoid to go straight in the problem.

I think, if we are now concerned about the fact that, in this moment, human mankind is in a very difficult junction and the problems posed by the environment and by the way we ran the world in the last century or two centuries – not just in our country, but we exported models to other countries, we produced lots of the disasters around – must not be solved

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

178

this way. I don’t think that we can go through a diet, frankly. And so even if we are now a globalised world, I don’t believe that we have to face the problem, such an important problem, just the two small technical solutions. And we do that, because we have a set of examples that are nice, interesting, beautiful, whatever, but they don’t go to the centre of the problems.

We are talking a lot about the green spaces in cities. And we have millions and millions of people that live in cities where you don’t have a square metre of space. So we forget about that. We are talking a lot about our cities, but if we are concerned about the old system we should even think about that. And these people are billions going there. They were coming as we came from the countryside. They lost their relationship with the nature or any kind of nature they had. They live in slums or overcrowded places and so, and nobody in some way is willing to face that problem. Because when the Chinese do something they are trying to copy or adjusting and they say: “Yes, we have solved that”.

I think that the issue is a very important issue. So I would like it that we should think more about that and go back to basic. Because the problem of men from one side and nature on the other, on the fact that we are also nature or whatever, is not a marginal issue, it’s a big one. And we should have the sense that this problem should be faced with a very bold approach. And not just because we are making nice walkways or bicycle path in the cities or some patches of green we are solving the problem. That is not the problem.

Second remark. I think that we should think a little bit more about – that is the case, at least on this part of the world – about the sense of nature we have, because we are talking of a nature that was not the nature we had. Greece, at least the one that I studied, I loved and so, was not like, let’s say, Norway. It was a country, a dry country with olives and with a sense of nature that was done of small things or was done of rocks or was done of water, of the sea and so. And not water running in our cities, because when we have some of these streams and so, at least in a large part of the Mediterranean, 90% of the year they are looking like sort of dry, absolutely unattractive place.

Then we have floods. We lost something that I think would be helpful again if we are looking more deeply into our tradition. Not just to copy them, not just to have sort of a regional approach, but because some of the things are teaching us how to approach a problem. The sense of water we had was a sense of water connected with very small amounts of water used in a very bright and intelligent way.

I still remember once in Morocco, the governor of Fez that was looking with us, we were working there, sort of a sink that was the small stream crossing the Medina. And he was saying: “Once this water was clean. And now is no more. And when it was clean, I was a kid, I was sitting in front of this water and I was thinking about the ocean, because I thought the ocean was like this stream but much bigger. And this helped me to get out from this place

179ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

where I was very poor, to imagine a sort of new world”. So that is I think the tradition of nature we have in this part of the world.

I come from places in Italy, we have beautiful places where you have a strong relationship with nature, but sometimes is made by just one tree put in the right position and then in a square made of stone and bricks. But is much more evident and strong than some lousy new fake forest we are producing around.

Then there is the other problem of pollution, etc. That’s another story. But we should not mix this one. We cannot lose that. I think we should not lose that, exactly because we are talking about nature. So one of the issues we have, the big issues, that is bio-diversity. But even cultural diversity is a part of bio-diversity. And if you are looking all the same, we lose forever the cultural diversity.

So, I think that we should be in someway more concerned about this. And I think that this moment has come. It’s like the problem of crisis, we are in a crisis and we have to invent how to get out of the crisis. But I don’t think that Greece or Italy can come out of the crisis, say: “OK, let’s have an agreement with the Dutch for two months or see if we can be competitive for three weeks with the Chinese”. So we have to re-invent something to have a role, an important role.

And the crisis is usual. The crisis we have everywhere in the world about nature and environment should force us to find the new lines of work and to re-design things and to imagine other kind of environments and so. So it’s a big challenge, we should acknowledge that. So that’s why I am against the diets. You eat in a proper way and you don’t need to have diets.

J. BEINART: I am tired. It’s been a long day and I’ve enjoyed a great deal of what I’ve heard. What I am surprised at, and I am enormously surprised at, is that, let me quote – I have it

in front of me – from a man named Saleem Huq, who is considered to be the world’s greatest expert on climate change. He is Head of the Climate Change Group, International Institute for Environment and Development. He is quoted constantly. I’ll just give you the quote: “The only chances to cope with global warming lie within the next twenty years. That’s our only window”. What are we talking about nature for? Is this man a fool? What is he talking about? We are talking about nature as making things beautiful.

I loved Professor Fatouros’ poetics this morning, it was wonderful to hear stories, but what is our discussion about? What do Milutin, Haussmann and Corbusier’s linear cities and so on have to do with the next twenty years? Some of you said this morning how nice it was to meet friends after thirty years. Dimitris and Polyxeni were students of mine thirty years ago. What is twenty years if this man is correct? And he is not a fool. He is quoted by governments all over the world. So, I don’t know how to fit today’s discussion into this phrase of twenty years, of climate change.

On the one end we are back to five thousand years ago where we were forced to under-

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

180

stand nature in terms of survival, and here we are talking about landscape urbanism. I am a mile from a university which has dedicated itself to landscape urbanism. Give me a break. What’s that got to do with the twenty years that we have to survive? You talk to people from Slum Dwellers International. They talk about the disasters that face them, that’s a billion people in slum areas in the world who are destined to be two billion by 2030. For them cli-mate change is not a discussion point. It’s something which is either going to mean that they are going to have to migrate from where they live and we are going to face one of the world’s great migrations. We are used to immigrants in the United States. I don’t know how used you are to massive immigration in Europe, because the 1.2 billion people in the richer parts of the world are going to be the havens for this.

I am talking like a dystopian but I am not a dystopian. I am an inveterate optimist. But I cannot any longer talk about nature without listening to my colleagues at the University of Technology where people talk every day in pseudo scientific or scientific terms about things like climate change, CO2 emissions and so on. What has this got to do with, forgive me, a beautiful little park in Thessaloniki?

I understand exactly what you are saying and I sympathise with it. But I am left with enor-mous conflict myself between what this man says for the next twenty years and what my scien-tist friends keep on telling me. And, Milutin? What does Milutin have to do with the next twenty years? What does Marx have to do with the next twenty years? Probably even less than Milutin.

So, forgive me, I am not an angry person and I don’t want to grumble. I am enormously happy to be here with all of you and so on. But I am going to leave with this unresolved rela-tionship. And it’s not unimportant unresolved relationship.

Anyway, I’ve spoken too much. A. VERNEZ-MOUDON: Let me just add something. I am with you and I have anxieties

about that, and I think is a good idea to present this in this audience, but in my book I don’t see very many people addressing that issue either. I don’t know. Ιn other words, we are also hopeless and in a way it is sort of nice to go back to “Oh, Corbusier, oh, I know that”, so you go back to what you know.

I am just saying, what are the examples? There are examples here and there, you know. But what are the big examples that we could say: “All right, you know these are people that are looking into the next twenty years”. I mean a lot of people are looking and improving things. But they are very few people that are looking the next twenty years.

P. CECCARELLI: Let’s be more optimistic. It will be very hard and we will have a lot of work, even if we have a hundred years. I think that because in some way things cannot be changed very quickly, even if we decide that the next twenty years we’ll have the end of the world or we don’t know what to do. We don’t know, but even these gentlemen don’t know what to do. Because it isn’t very easy, and they have been talking for years in a very academic

181ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

way many times. One of the problems we have with many scientists is that they are not think-ing a very great position against some of the things. They are many times very critical and then very much connected to the governments or the big business or whatever.

We had this problem in the past when we started the atomic story and so on. Now there were people that were protesting and were eliminated very quickly. Others made a fortune on that. So, we are in a moment that is very difficult. That is politically very difficult. I think that probably we even have to take the responsibility for that. So you are right, unless we move, I don’t know what we can do.

Σ. ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΣ: Στην πρωινή μου εισήγηση αναφέρθηκα έτσι στην προϊστορία του θέ-ματος Πόλη-Φύση για να δείξω –και νομίζω ότι το ίδιο έκανε και ο Καθηγητής Ceccarelli– να δείξω πόσο αλλάζουν κατά εποχές και ανάλογα με τις περιστάσεις ή τις ιδεολογίες οι αντιλήψεις που έχουμε γύρω από αυτό το θέμα. Για να καταλήξω, ίσως δεν δόθηκε πολλή σημασία γιατί δεν το ανέπτυξα αρκετά στο σημερινό πρόβλημα. Διότι τα προβλήματα που έθεσε ο Καθηγητής Ceccarelli τα οποία είναι πάρα πολύ σοβαρά είναι πέρα των δυνάμεων των Πολεοδόμων. Και γι’ αυτό μίλησα ότι ενδεχομένως και δικαιολογημένα πάρα πολλοί λένε ότι «πέθανε η Πολεοδομία». Διότι τι προτείνει ο Πολεοδόμος; Μπορεί, βέβαια, να καθίσει να σχεδιάζει ιδανι-κές προτάσεις όπως έκαναν και μέχρι τη δεκαετία του ’60 ή και του ’70. Αλλιώς πώς θα παρέμ-βει στην πραγματικότητα; Ποιος θα του δώσει τις εντολές; Σήμερα το Κράτος Πρόνοιας που έδι-νε τις εντολές, ούτε οι παλιοί ηγεμόνες υπάρχουν που έδιναν τις εντολές στους Πολεοδόμους, ούτε οι Κυβερνήσεις που αντιπροσώπευαν το Κράτος Πρόνοιας.

Σήμερα, επομένως, ο Πολεοδόμος που κάνει που κατανοεί τα κοινωνικά προβλήματα κανο-νικά αυτό που έχει να κάνει αν είναι κοινωνικά ευαίσθητος, είναι να γίνει ακτιβιστής.

Δεν υπάρχει άλλη λύση. Ευχαριστώ. Ν. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ: Θα ήθελα συμφωνώντας απολύτως με αυτό το τελευταίο το οποίο είπατε,

θεωρώ ότι η ιστορική προσέγγιση είναι πάντα πολύ χρήσιμη για να καταλάβουμε το μέλλον, όχι το παρελθόν. Ή με τον άλλο τρόπο που τον είπε ο Μίμης ο Φατούρος το πρωί με συναι-σθηματικό τρόπο για την απώλεια της φύσης. Λέω και να το κάνω πιο σαφές αυτή τη φορά ότι «είμαστε σε μία λίγο σουρεαλιστική κατάσταση».

Από τη μια μεριά έχουμε ένα Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής το οποίο υιοθετεί μοντέρνους τίτλους. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουμε προβλήματα που είναι πάρα πολύ πιεστικά και καθημερινά με αποτέλεσμα στην πράξη η μόνη πραγματική κίνηση που έχει κάνει το Υπουργείο μέχρι σήμερα ήταν να τακτοποιήσει τους Ημιυπαίθριους Χώρους και σε λίγο και τα υπόλοιπα αυθαίρετα. Και δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς γιατί αυτή είναι η πραγ-ματικότητα.

Εκείνο, λοιπόν, που μπορεί να κάνει σήμερα ο Αυτοσχεδιαστής ή ο Πολεοδόμος είναι το πολύ πολύ να προσπαθήσει να βρει μερικές στρατηγικές περιβαλλοντικής οικιστικής. Σε αυτό

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

182

νομίζω βοήθησαν και οι νεότεροι συνάδελφοι που μίλησαν στις τελευταίες απογευματινές ει-σηγήσεις. Δηλαδή, εξακολουθεί να υπάρχει ένα θέμα για το παράδειγμα της παραλίας της Θεσσαλονίκης και των νερών που το έθιξε ο συνάδελφος κ. Καρύδης.

Είναι γεγονός ότι η παραλία της Θεσσαλονίκης όπως την ξέρουμε σήμερα ήταν ένα έργο λιμενικής υποδομής στη θέση του παραλιακού τείχους. Και φανταστείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της πόλης αν εκεί υπήρχε ένα τείχος το οποίο θα λέγαμε ότι ήταν ιστορικό και δεν μπορούσε να το πειράξει κανείς, φυσικά.

Από το να σκεφτεί, λοιπόν, κανείς ότι η παραλία είναι απαραβίαστη και δεν κάνει τίποτα και είμαι και εγώ συνένοχος για παλαιότερες προτάσεις «μην πειράζετε τίποτα» μέχρι του να κάνει κάποιες δημιουργικές παρεμβάσεις στρατηγικής σκέψης για το σύνολο, νομίζω ότι δεν υπάρχει μια τόσο μεγάλη αντίφαση. Υπάρχει ένα κομμάτι που διαμορφώθηκε ως λιμενικό έργο το οποίο όπως και στην περίπτωση του Οσμάν στο Παρίσι δημιούργησε έναν πολύ ωραίο περίπατο με μεγάλες προοπτικές και ενδεχομένως με μερικές καλές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις τελευταίες αγνοούσαν αυτή τη μακρά διάσταση ή το παράδειγμα που μας είπε η Anne Vernez-Moudon για τη Ηighline της Νέας Υόρκης, όπου πραγματικά είναι μια υποδομή που φτιάχτηκε για κάτι άλλο, αξιοποιήθηκε πολύ δημιουργικά για να γίνει ένα περίπατος πιο πετυχημένος από αυτόν του Παρισιού, κατά τη άποψή μου, ο νότος της Νέας Υόρκης.

Άρα, υπάρχουν κάποια θέματα. Δηλαδή μπορούμε να πούμε ότι παρά ταύτα μπορούμε να ελέγξουμε έστω στις περιοχές των νέων επεκτάσεων αν η πυκνότητα θα είναι συμπαγής ή μέ-τρια, αν αυτή η πυκνότητα, που όλοι τώρα μιλάμε για συμπαγή πόλη, θα είναι ομοιότροπη ή μεταβαλλόμενη με κάποιες εξάρσεις. Γιατί ένα άλλο ελάττωμα του ελληνικού προτύπου είναι ότι θεωρεί την πόλη ότι είναι επίπεδη. Δεν θα δεχθεί κάπου μια έξαρση ή ούτε θα δεχθεί κάπου μια αραίωση. Μιλάμε για την τοπογραφία και το τοπίο και το ανάγλυφο και τα φυσικά στοιχεία τα οποία, είτε τα υιοθετούμε είτε τα παραβιάζουμε, πάντως υπάρχουν.

Δηλαδή στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένα πολύ σαφές και σκληρό όριο που είναι η γραμμή της παραλίας και ένα δεύτερο είναι ο λόφος πίσω που ορίζει την πόλη. Και πάνω εκεί έχουν μπει διαδοχικά στρώματα, διαδοχικά layers από ιστορικές πολεοδομικές διαδικασίες και είναι η σειρά μας να βάλουμε ενδεχομένως και το δικό μας. Δεν είναι τυχαίο ότι και η μετακίνηση της σχέσης της αρχιτεκτονικής με το τοπίο πηγαίνει σήμερα γύρω από τη θεωρία του κελύφους. Ούτε είναι τυχαίο ότι ασχολούμαστε με επιφανειολογία. Διότι, ακριβώς, όταν ο Παλάντιο έβλε-πε ένα κτήριο στη φύση ήταν μεμονωμένο, γεωμετρημένο αντικείμενο στη περιβάλουσα φύση. Ακόμη και ο Άρης ο Κωνσταντινίδης κάτι τέτοιο θα έκανε.

Όμως και οι ορθολογικές διατάξεις, ακόμη και οι πιο σκληρές, δηλαδή το Ιπποδάμειο στην Όλυνθο, εγώ στέλνω πάντα τους φοιτητές μου να το δουν είχε πολύ σωστή περιβαλλοντική προ-σαρμογή με τις αυλές στο νότο τα στέγαστρα και τα σχετικά. Εδώ δεν αποκλείει το ένα το άλλο.

Άρα, λοιπόν, η επιζήτηση κάποιου στρατηγικού σχεδιασμού έστω και αν αυτή είναι επιμέ-ρους, έστω και αν θεραπεύει έως ενός σημείου το πρόβλημα, και η ενσωμάτωση στρατηγικών

183ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

που εμπνέονται από τη φύση, αλλά φυσικά δεν είναι φύση, είναι ένταξη μέσα στον αστικό ιστό, είναι η μόνη στρατηγική στο κομμάτι που παραμένουμε Αρχιτέκτονες και Πολεοδόμοι, δηλαδή Συνθέτες.

Τώρα, στη γενικότερη πολιτική δράση είναι φανερό ότι δεν μπορεί καμία τεχνική, πολεοδο-μική, αρχιτεκτονική κίνηση να ανατρέψει πολιτικές ή οικονομικές συνθήκες. Αυτές παίζονται αλλού.

Ωστόσο, πάντα, σε κάθε πλαίσιο υπάρχει πάντα ένας ρόλος για το Σχεδιαστή. Δεν μπορούμε να τον αρνηθούμε, κατά την άποψή μου.

Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Δύο πολύ σύντομες συμπληρώσεις-αντιπαρατηρήσεις. Νομίζω ότι εάν απογυμνώσει κανείς τα ιδεολογικά επιφαινόμενα από τον Μιλιούτιν, θα

βγάλει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Και το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι εκείνοι οι απολεοδομιστές όρισαν τη φύση. Όταν ορίζεις τη σχέση πόλης-υπαίθρου, ταυτόχρονα ορίζεις τη φύση ενδεχο-μένως με μία υπερβολική έμφαση στις παραγωγικές της δυνατότητες, αλλά είναι ένας ορισμός της φύσης και ήταν ένας αποτελεσματικός ορισμός της φύσης.

Δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο ότι το βιβλίο του Μιλιούτιν το οποίο λάνθανε εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Μιλιούτιν και είναι η μόνη έκδοση που είναι διαθέσιμη αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο. Από ένα μαθητή του, μετέπειτα Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Γιατί το λέω αυτό;

Γιατί η ουσία πολλών από αυτά που συζητάμε βρίσκεται στο ότι ενδεχομένως φύση, η φύση δηλαδή, σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό της πόλης, μπορεί να είναι, ενδεχομένως, ένα νοητικό κατασκεύασμα. Ένα τεχνητό κατασκεύασμα. Αλλά, αν είναι έτσι, να το ορίσουμε και να ξέρουμε τι είναι. Έχει δικαίωμα ο καθένας να κάνει όποιο νοητικό κατασκεύασμα θέλει. Σε οποιοδήποτε μήκος και πλάτος του κόσμου, με ό,τι πολιτιστικό υπόβαθρο έχει.

Υπάρχει, όμως, από την άλλη μεριά και ένα κομμάτι της ίδιας της φύσης η οποία δουλεύει με τους δικούς της νόμους. Ή, για την ακρίβεια, δουλεύει με τους νόμους που διαμορφώνονται στο σημείο όπου ο άνθρωπος παρεμβαίνει πάνω στη φύση. Για να γίνω πιο σαφής. Τα πράγ-ματα έχουν και ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ίσως ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τους καλεσμένους μας.

Στην ελληνική πραγματικότητα. Κάποτε στο Ρέθυμνο, πριν από όχι πολλά χρόνια, μεταπολε-μικά πάντως, αποφάσισαν να κάνουν ένα καινούργιο λιμάνι. Σχέση της πόλης με τη θάλασσα. Είχαν φωνάξει Βρετανούς Συμβούλους. Το Συμβούλιο τους έπεισε να κάνουν ένα λιμενοβραχί-ονα τόσο μήκος, τόσο πλάτος, κ.λπ.. Στην πορεία το Λιμενικό είπε «δεν πειράζει, κόψε λίγα μέ-τρα, κάν’ τον πιο αδύνατο το λιμενοβραχίονα». Τα χρόνια περνούσαν. Λιμάνι δεν έβγαινε, γιατί γινόταν συνεχώς το φαινόμενο της προσάμμωσης και δημιουργούνταν παραλία. Ξαναφώναξαν άλλους ειδικούς, αυτά όλα γίνονται στη μεταπολεμική περίοδο, πάλι λιμενοβραχίονας αυτές και αυτές οι διαστάσεις. Δεν είναι ανέκδοτο. Είναι πραγματικότητα.

Έφυγαν οι Εγγλέζοι Σύμβουλοι, λιμάνι δεν έβγαινε. Και όχι μόνο δεν έβγαινε λιμάνι, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούνταν μια εκπληκτική παραλία. Και καθώς προχωρούσε η τουριστική κί-

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

184

νηση διαπίστωσαν στο Ρέθυμνο, «τι το θέλουμε το λιμάνι; Αφού εδώ έχουμε τουρίστες και χρη-σιμοποιούν την παραλία. Και μπροστά στα ξενοδοχεία, κ.λπ». Και άνοιξε ένα θέμα «να κάνουμε το λιμάνι αλλού», όπως και προχώρησε η υπόθεση. Το οποίο σημαίνει ότι η γνώση των φυσι-κών διεργασιών, αυτό λέω, δηλαδή οι νόμοι με τους οποίους δουλεύει η φύση και το σημείο όπου ο άνθρωπος πάει να γνωρίσει αυτούς τους νόμους λανθάνει. Και εκείνο το βιβλίο για το οποίο μίλησα, εκείνη η προσέγγιση για την οποία μίλησα, απλώς άνοιγε αυτούς τους δρόμους.

Υπάρχει και ένα δεύτερο παράδειγμα για τα ελληνικά δεδομένα. Ας το ακούσουν οι συνά-δελφοί μας από το εξωτερικό γιατί μπορεί να βρουν και αυτοί κάτι ανάλογο με τον τόπο τους. Το 1965 στο Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο στο Ζάππειο είχε για πρώτη φορά τεθεί και το θέμα του νέφους. Το 1965. Σαράντα πέντε χρόνια, σαράντα έξι. Περίπου μισός αιώνας.

Αγαπητοί συνάδελφοι, σε εκείνες της εισηγήσεις θα διαπιστώσετε ότι δεν ήταν ακριβώς γνω-στό τι είναι αυτό το νέφος. Και μίλαγαν και ειδικευμένοι επιστήμονες. Που είναι ο κ. Κουρής από τους Χημικούς Μηχανικούς να τον ρωτήσω; Ήταν ασαφές. Και αυτή η άγνοια και ασάφεια, για το αν το θείο π.χ. εκλύεται από το πετρέλαιο της πετρελαιοκίνησης ή από τις βιομηχανίες, αυτό είναι τα αυτοκίνητα ή οι βιομηχανίες σύρθηκε σαν φαινόμενο, σαν απορία μέχρι το 1983. Και όταν ο Τρίτσης εισήγαγε το Δακτύλιο στην Αθήνα, που ισχύει ακόμα στην κίνηση των αυ-τοκινήτων στο κέντρο της πόλης, δεν ήταν σαφές αν πρέπει να χτυπήσουμε τη βιομηχανία ή το ΙΧ αυτοκίνητο. Το 1983 αυτή η άγνοια των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων που εμφανίζεται το 1965, εμφανίζεται και το 1983.

Επομένως, έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμα. Και συνεχώς σε αυτή την πορεία μάθησης νομίζω ότι θα αντιπαρατίθεται ένα νοητικό κατασκεύασμα με τη φύση το όποιο φοβούμαι ότι παίρνει διαστάσεις και σε ορισμένες μορφές εξωραϊσμού της πόλης με φυσικό περιβάλλον. Όπου η φύση είναι πια ένα σκηνικό. Αυτό το σκηνικό μπορεί να είναι καλό ή κακό. Να μας αρέ-σει ή να μη μας αρέσει. Όπως μας αρέσει ή δεν μας αρέσει ένα σκηνικό θεάτρου. Αλλά σίγουρα είναι ένα νοητικό κατασκεύασμα. Έχει μικρή σχέση με την ίδια τη φύση. Εμείς με συνεκδοχή, συγγνώμη, με σύμβαση ορίσαμε ότι αυτό είναι φύση. Αυτό μπορεί να είναι ένα κομμάτι της φύσης που προχωρά και ενδεχομένως και η Αρχιτεκτονική Τοπίου να έχει και κάποια ευθύνη σε αυτό το σχεδιασμό ενός σκηνικού.

Αλλά η γνώση των κανόνων της φύσης και στο σημείο που ο άνθρωπος παρεμβαίνει και θα μάθει ή δεν θα μάθει αυτούς τους κανόνες είναι ένα πολύ σημαντικό διακύβευμα στο σημερινό σχεδιασμό. Είτε του Πολεοδόμου, είτε του Αρχιτέκτονα, είτε δεν ξέρω ποιων.

Θέλει κάποιος από το ακροατήριο να θέσει κάποια ερώτηση;Ο κ. Καρράς έχει το λόγο και ο κ. Ρωμανός στη συνέχεια. Δ.Μ. ΚΑΡΡΑΣ: Ξεκινώ. Είναι ερώτημα-τοποθέτηση για να προκαλέσω, αν θέλετε. Διότι η απόδοση των γεγονότων

από διάφορες γλώσσες δεν είναι πάντα ταυτόσημη. Και κάνουμε λάθος που αναφέρουμε και τη λέξη πόλη κιόλας, έτσι στο περιβάλλον που την αναφέρουμε.

185ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

Όπως και οι καλεσμένοι μας όταν θέλουν να την αναφέρουν όπως εμείς την εννοούμε λένε «πόλις». Δεν λένε ούτε city, ούτε urban development κ.λπ. Η πόλις, όμως, ήταν μια ενότητα που σήμαινε πόλις, πολίτης, πολιτισμός, πολιτική, πολίτευμα και βασικά πολίτες. Δεν χρειάστηκε να μεταφραστεί ποτέ. Διασπάστηκε σε ό,τι αφορά όλα τα άλλα. Όταν ο πολίτης γίνεται πελάτης, καταρρέει η εξίσωση. Απλό είναι.

Τώρα, όμως μιλάμε για τη φύση, «the state of nature and the nature of things», τα οποία είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Με την έννοια ότι κουβεντιάζουμε οι παρεμβαίνοντες σε σχέση με αυτό που βρήκαμε. Άρα, οι δομήσαντες το περιβάλλον δεν ήρθαν με αλεξίπτωτο είτε από λειχήνες προέκυψαν. Αναφέρονται στατικά και εν δυνάμει σε σχέση με αυτό που παρει-σέφρησαν. Είναι τελείως διαφορετικό όταν ο designer, ο σχεδιαστής, χρησιμοποιεί όπως και εμείς μια γλάστρα από γεράνια τη βάζουμε στην ταράτσα μας ή οτιδήποτε άλλο που είναι κομ-μάτι του φυσικού περιβάλλοντος. Μπορούμε να βάλουμε επίσης και μια πατάτα. Το ίδιο κάνει.

Θέλω να πω το εξής, ότι ο κ. Ceccarelli μας μίλησε για διαφορετικές κοινωνικές πολιτικές. Μας είπε Φεράρα. Δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Μας είπε Καντόνα, μας είπε άλλες πε-ριοχές όπου η κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική διάσταση ετεροχρονισμένα ήταν διαφορετι-κή. Το ίδιο και ο καθένας από εμάς. Και σε ό,τι τι λέμε. Κατά συνέπεια, δεν ξέρω αν είμαστε αμυνόμενοι ή επιτιθέμενοι. Είμαστε, όμως, εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να συμβιώσουμε κάπως και το φυσικό περιβάλλον ήταν τελείως διαφορετικό την εποχή της λειχήνας, τελείως διαφορετικό όταν κατεβήκαμε εμείς από τα δέντρα, όταν ήρθαμε από την Αφρική από οπουδή-ποτε ήρθαμε. Αυτό ήθελα να πω.

Κομμάτια, δηλαδή, ψηφίδες είναι ένα έκαστο εξ αυτών. Το πώς κουνά κανείς και φτιάχνει το σχήμα στο κυματοσκόπιο είναι κάτι άλλο. Και η Sea Value Authority δεν προέκυψε από τους ντόπιους. Ήταν μια «σκληρή, θετική», κατά τη γνώμη μου, παρέμβαση σε ανθρώπους που ήταν αμέτοχοι και δεν είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν κιόλας. Τους είχαμε σπρώξει και διάφορα άλλα τέτοια.

Ευχαριστώ. Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Ο κ. Ρωμανός έχει το λόγο. Αρ. ΡΩΜΑΝΟΣ: Πρώτα από όλα, θεωρώ ότι εκφράζω όλους τους ακροατές εδώ απόψε να

πω πόσο ενδιαφέροντα και πολύ κρίσιμα ήταν αυτά που ακούσαμε από όλους τους ομιλητές. Αυτό που θέλω να προσέξουμε είναι ότι είδα έναν πραγματισμό σε πολλούς ομιλητές που

θα ήταν πολύ χρήσιμος να περάσει στην ηγεσία, στο δικό μας Υπουργείο για ορισμένα θέματα. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η έρευνα που έχει κάνει η Καθηγήτρια Moudon για τη σχέση του περιβάλλοντος και της walk ability με τη χρήση του αυτοκινήτου και με τις πυκνότητες κα-τοικίας. Αυτό είναι, νομίζω, σπουδαίο μάθημα για εμάς οι οποίοι μέχρι τώρα έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι είναι η ορθή πολιτική να λέμε «θέλουμε συμπαγή πόλη».

Μιλώ για την Αθήνα. Όχι επεκτάσεις, ενώ οι επεκτάσεις γίνονται μέσω της κτηματαγοράς, με έναν τρόπο εντελώς διάσπαρτο και στις λίγες φωνές που έχουν βγει ή έχουν γραφτεί, τα λίγα

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

186

λόγια που έχουν γραφτεί από ορισμένους ότι πρέπει η περιφέρεια της Αθήνας να ενισχυθεί με οργανωμένη δόμηση και να πυκνώσει. Όχι ίσως σε όλη τη κτισμένη έκταση σήμερα με εκτός σχεδίου δόμηση, αλλά να πυκνώσει σε ορισμένους πυρήνες. Αυτό θα ήταν πάρα πολύ καλό να μεταφερθεί ως εμπειρία έρευνας. Γιατί πράγματι, έτσι όπως μας το περιέγραψε, μοιάζει πολύ προφανές ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη χρήση των μέσων μαζικής συγκοινωνίας στους κατοίκους του πολεοδομικού συγκροτήματος που κατοικούν στην περιφέρεια, εάν είναι πιο συγκεντρωμέ-νη αυτή η ανάπτυξη, παρά αν είναι στη σημερινή της μορφή.

Το ίδιο χρήσιμη θα είναι αυτή η παρατήρηση που έκανε για το πόσο δαπανηρό και δύσκο-λο είναι να συντηρηθεί ένα μεγάλο πάρκο για αυτούς που λένε ότι «πρέπει να φτιάξουμε στο Ελληνικό το μεγαλύτερο Μητροπολιτικό Πάρκο της Ευρώπης».

Όσο για το δίλημμα που έβαλε ο Καθηγητής Beinart, νομίζω ότι δεν είναι μοναδικό. Νομίζω ότι όλοι μας, είτε είμαστε Πολεοδόμοι, είτε Αρχιτέκτονες, είτε δεν είμαστε τίποτα από τα δύο, πρέπει να συμβιβάσουμε τη ζωή μας με καθημερινά τέτοια διλήμματα. Που δεν έχουν να κάνουν μόνο με την κλιματική αλλαγή, αλλά έχουμε μονίμως πράγματα τα οποία μας απασχολούν από το οντολογικό ζήτημα ή από το… δεν ξέρω εγώ τι άλλο σπουδαίο ζήτημα της ζωής μας το οποίο είμαστε αναγκασμένοι να το συμβιβάζουμε με το να δίνουμε μια λύση στον κόσμο μας, έτσι όπως τον δημιουργούμε. Δηλαδή, στην μικροκλίμακα πάνω στην οποία μπορούμε να επιδράσουμε.

Τέλος, μία παραίνεση θα ήθελα προς το Τμήμα Αρχιτεκτόνων. Να διορθώσει την έλλειψη παντελούς οικολογικής ευαισθησίας του Καυτατζόγλου όταν έφτιαξε αυτό το κτήριο και να προ-σθέσει μερικά blinds στη δυτική όψη εδώ, γιατί η παρακολούθηση των slides και του ομιλητή είναι πάρα πολύ βασανιστική όταν γίνεται τέτοιες ώρες.

Ελπίζω να μην είμαι ασεβής και να είναι τόσοι Αρχιτέκτονες εδώ που να μπορούν να συν-δυάσουν τη διατήρηση ενός μνημείου με το να γίνει λίγο πιο λειτουργικό.

Ευχαριστώ πολύ. Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Ρωμανό.Η κυρία στο βάθος θέλει να μιλήσει. ΟΜΙΛΗΤΡΙΑ: Θα σταθώ σε μια προβοκατόρικη, νομίζω, φράση ότι «ή πέθανε η Πολεοδομία

ή μπορεί να πεθάνει ή έχει ήδη πεθάνει», και θα συνεχίσω αυτόν το συλλογισμό προσθέτοντας διάφορες δικές μου σκέψεις για να καταλήξω σε ένα διπλό ερώτημα.

Το πρώτο ερώτημα. Εάν πράγματι πέθανε η Πολεοδομία ως πεδίο, τότε κάποιο άλλο πεδίο έχει κερδίσει. Θα τολμήσω και μια υπόθεση εργασίας την οποία έχω έτοιμη. Θα έλεγα πολύ βιαστικά ότι «το πεδίο που έχει κερδίσει από το θάνατο της Πολεοδομίας» και χωρίς να ντρέ-πομαι «είναι η Αρχιτεκτονική». Αλλά κατά το ήμισυ. Γιατί κατά το ήμισυ; Γιατί αν πέθανε η Πολεοδομία, κέρδισε η Αρχιτεκτονική ως προς το συνθετικό κομμάτι. Ως προς το καταγραφικό, ως προς το αναλυτικό, παραμένει η Πολεοδομία στις επάλξεις της. Απόδειξη η πολύ ωραία εισήγηση που έκανε η κα Anne Vernez-Moudon. Κατέγραψε αναλυτικά, διεξοδικά.

Τώρα, το δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Για το θάνατο της

187ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

Πολεοδομίας; Πάλι θα τολμήσω μια υπόθεση εργασίας. Νομίζω ευθύνεται αυτό που ονομάστη-κε από όλους τους εισηγητές και εισηγήτριες, που ονομάστηκε με πολλούς όρους. Είτε φυσικό περιβάλλον, είτε sprawl, είτε τοπίο, είτε αστικό τοπίο, εγώ θα πρόσθετα και άλλους όρους οι οποίοι εμπεριέχονται μέσα στους όρους που ακούσαμε. Το μη χτισμένο, το άχτιστο, το κενό.

Η υπόθεση εργασίας μου είναι η εξής: ότι μάλλον αυτό το κενό που βρίσκεται μέσα σε όλους τους όρους που χρησιμοποίησαν οι πολύ ενδιαφέροντες ομιλητές, αυτό ευθύνεται για το ότι έπαιξε τον ενοποιητικό ρόλο ώστε η Αρχιτεκτονική να κοιτάξει τα όμορα πεδία προς αυτή, δη-λαδή την Αρχιτεκτονική Τοπίου τον Αστικό Σχεδιασμό κ.λπ.

Δηλαδή, κάτι κρύβεται πίσω από ένα γεγονός θανάτου.ΠΑΡΙΣΤΑΜΕΝΟΣ: Πήγε στον παράδεισο ή στην κόλαση τελικά;ΟΜΙΛΗΤΡΙΑ: Θα μας το πουν οι Πολεοδόμοι.Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Κυρία Μάρκου, έχετε το λόγο. Μ. ΜΑΡΚΟΥ: Ήθελα να κάνω μόνο αυτή την παρατήρηση, ότι όταν συνήθως διδάσκουμε

στα παιδιά μας, στους φοιτητές μας, θέματα που έχουν να κάνουν με το σχεδιασμό της φύσης και της πόλης, της φύσης μέσα στην πόλη, αυτής της συνομιλίας στην οποία αναφέρθηκαν όλοι οι ομιλητές συνήθως έχουμε μια πάγια παρατήρηση από τη μεριά τους που είναι η εξής: Ότι, τουλάχιστον στην αθηναϊκή εμπειρία, οι ελεύθεροι χώροι, οι πράσινοι χώροι δεν είναι μόνο λίγοι, δεν είναι μόνο κακά συντηρημένοι, αλλά είναι και κενοί.

Διαπιστώνουν πάγια οι φοιτητές μας ότι δεν έχουν μεγάλη επισκεψιμότητα οι πράσινοι χώροι, αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις που συνδέονται με τον τουρισμό προφανώς ή με εμπο-ρικές δραστηριότητες, όπως συνήθως σημειώνει και ο κ. Καρύδης. Δηλαδή, με τα γνωστά τρα-πεζοκαθίσματα, αυτού του είδους την αναψυχή.

Νομίζω ότι αυτό έχει ενδιαφέρον, γιατί αυτό στέλνει κατευθείαν να σκεφτούμε στην κουλτού-ρα χρήσης της φύσης μέσα στην πόλη. Στην κουλτούρα με την οποία ζούμε αυτή τη σχέση, φύ-σης και πόλης. Χωρίς πολλά λόγια αναφέρονται οι φοιτητές μας στον ελεύθερο χρόνο. Δηλαδή, φαίνεται ότι ο τρόπος που ζούμε τη φύση είναι ένα θέμα ελεύθερου χρόνου. Ελεύθερου χρόνου που σπανίζει; Ελεύθερου χρόνου που είναι εμπορευματοποιημένος; Ελεύθερου χρόνου που συνδέεται με κάποιες τελετουργίες πολύ συγκεκριμένες, ενδεχομένως, της ενηλικίωσης για τους εφήβους, του παιχνιδιού για τα παιδιά. Υπάρχει κάτι που νομίζω ότι είναι ανησυχητικό σε όλο αυτό. Δηλαδή, φαίνεται σαν να σχεδιάζουμε ή να προτείνουμε να σχεδιάσουμε φύση μέσα στην πόλη χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τις ανάγκες στις οποίες αυτό ανταποκρίνεται.

Ας πούμε, φανταζόμαστε πάντα τη φύση σε σχέση πράγματι με τον ελεύθερο χρόνο. Αλλά πώς; Με το χρόνο, για παράδειγμα, της οργανωμένης άθλησης. Με το χρόνο της εκτόνωσης του μικρού παιδιού με τη φύλαξη ενός μεγάλου. Σπάνια συνδέουμε τους ελεύθερους τους πρά-σινους χώρους με άλλα πράγματα. Με την ονειροπόληση, με τη σπατάλη χρόνου. Να μην είναι καθόλου χρήσιμος. Με το στοχασμό, με την εκπαίδευση, με τη δουλειά.

Έχω την εντύπωση, δηλαδή, ότι αυτό, η σκηνογραφική η έννοια του πράσινου, της φύσης

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

188

που εντόπισε ο κ. Καρύδης, πρέπει να έχει κάνει με αυτό. Να έχει να κάνει με αυτό. Πρέπει να έχει να κάνει με το ότι όταν φέρνουμε τη φύση μέσα στην πόλη τη φέρνουμε είτε κάτω από την τρομώδη φαντασίωση της έλλειψης, ας πούμε, φύσης, την περιβαλλοντική απειλή, είτε τη φέρνουμε καθαρά με καταναλωτικούς όρους, ας καταναλώσουμε λίγη φύση.

Απλώς το βάζω για να το σκεφτούμε. Γιατί και εγώ δεν μπορώ να δώσω εύκολα απάντηση στους φοιτητές μας. Πώς ζούμε τη φύση σε αυτά τα πολύ μικρά κομμάτια ελεύθερου χρόνου που έχουμε; Ακόμη και αν δεν είναι πολύ μικρά αυτά τα κομμάτια ελεύθερου χρόνου. Πάντως είναι ιεραρχημένα. Πάντως είναι υποταγμένα σε κάτι άλλο. Σε αναγκαιότητες που δεν ξέρουμε μέχρι πού φτάνουν.

Αυτό ήθελα να πω. Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Ευχαριστούμε πολύ, κα Μάρκου. Μια εύλογη απορία δεμένη απόλυτα με την

προβληματική αυτής της συνάντησης. Υπάρχει άλλη μία τελευταία ερώτηση. Εσείς; Έχετε το λόγο.ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Εγώ είμαι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν έχω καμία σχέση, όχι καμία. Έχω κά-

ποια σχέση. Έχω κάνει και εγώ Συγκοινωνιολογία κ.λπ. Ήθελα να σταθώ λίγο σε αυτό που είπε και ο κ. Παγώνης στο διεπιστημονικό του θέματος της Πολεοδομίας. Η Πολεοδομία δηλαδή δεν είναι μόνο τα ωραία πάρκα, όπως είπαμε, οι δρόμοι και όλα τα υπόλοιπα. Είναι και οι χωμα-τερές, είναι η διαχείριση των αποβλήτων, είναι διάφορα άλλα πράγματα. Και όλα αυτά φυσικά έχουν σχέση με τη φύση.

Στην Ελλάδα αυτό δεν έχει ληφθεί καθόλου υπόψη, οπότε συνέχεια ψάχνουμε καινούργιους τόπους να θάψουμε τα σκουπίδια μας, καινούργιους τόπους να βάλουμε τις αποχετεύσεις μας, σκάβουμε συνέχεια τους δρόμους μας για να περάσουμε καινούργια δίκτυα κ.λπ.

Θέλω να πω ότι πλέον, η Πολεοδομία δεν είναι όπως σχεδιάζουμε ένα σπίτι, όπου ο Αρχιτέκτονας έχει μια κεντρική ιδέα και ξεκινά και σχεδιάζει και οι υπόλοιπες ειδικότητες συ-νεχίζουν το έργο αυτό. Προσπαθούν μάλλον να το καλύψουν. Ο Στατικός να κάνει τα στατικά, ο Μηχανολόγος τα μηχανολογικά κ.λπ. Αλλά πρέπει όλοι μαζί να είναι πάνω σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε για την πόλη. Δηλαδή, ένα μεγάλο κομμάτι των επιστημόνων να καθίσουν πάνω από ένα σχέδιο και πουν τι χρειάζεται για αυτή την ιστορία. Όλο αυτό…

Δηλαδή, πάμε πλέον σε μία πόλη μηχανή, όπου πρέπει όλα να λειτουργούν σωστά. Και να είναι όμορφη και να προκαλεί και να είναι λειτουργική και φυσικά να μη ρυπαίνει ή να χρειά-ζεται λιγότερη ενέργεια προκειμένου να λειτουργήσει.

Αυτό ήθελα να πω. ΟΜΙΛΗΤΗΣ: Ένα ερώτημα στους σπουδαστές το 1999. Τους είχα δείξει μια σειρά από

αεροφωτογραφίες της περιοχής της ευρύτερης Αττικής, χωρίς ημερομηνίες, και τους ζήτησα να μου πουν πότε έγιναν εκλογές. Έπεσαν διάνα.

189ΕΛ

ΕΥΘ

ΕΡΕΣ Τ

ΟΠ

ΟΘ

ΕΤΗ

ΣΕΙΣ

– Σ

ΥΖΗ

ΤΗ

ΣΗ

Δ. ΚΑΡΥΔΗΣ: Επειδή η ώρα είναι προχωρημένη και επειδή βασική αρχή της οργανικής ανάπτυξης είναι όχι ο γιγαντισμός αλλά ο πολλαπλασιασμός, μπορούμε να επαναλάβουμε αυτή την εκδήλωση σε κάποια άλλη στιγμή με κάποια άλλη αφορμή στο μέλλον.

Επομένως μπορούμε να κηρύξουμε αυτή τη συνάντηση λήξασα. Εμείς εδώ σαν στρογγυλό τραπέζι να σας ευχαριστήσουμε για την υπομονή σας και να ευχαριστήσουμε και τους συναδέλ-φους που ήλθαν από μακριά και μας βοήθησαν να συζητήσουμε αυτά τα ενδιαφέροντα θέματα.

Όχι, είναι για την επόμενη φορά, ακριβώς για να μη γιγαντώσουμε τη σημερινή μέρα. Και για να δείτε πόσο δίκιο έχω που κλείνω εδώ τη συζήτηση, θα δείτε πόσο ενδιαφέρον είναι αυτό που ακολουθεί σαν Ανακοίνωση.

Σ. ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ-ΚΟΛΩΝΙΑ: Θέλω και εγώ να ευχαριστήσω όλους. Καταρχάς, τους φιλο-ξενούμενούς μας από το εξωτερικό, τους συναδέλφους, όλους όσοι είχαν τη διάθεση και την ευχαρίστηση να συμμετάσχουν σε αυτή τη σημερινή προσπάθεια.

Να πούμε ότι έχει πολύ δίκιο ο Δημήτρης Καρύδης ότι πρέπει να ανανεώσουμε αυτό το ρα-ντεβού, γιατί τα θέματα είναι ανοικτά και επείγοντα, εγώ να σας πω τέλος ότι θα κλείσουμε την αποψινή συνεδρία με μία μουσική νότα που πιστεύω ότι θα άρεσε πολύ και στην Τζένη.

Ο φοιτητής της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Πο-λυτεχνείου Στέφανος Πολιτσάκης θα μας παίξει τραγούδια του Γκέρσουιν στο πιάνο για πέντε-δέκα λεπτά και μετά θα περάσουμε δίπλα στη δεξίωση.

Στέφανε, παρακαλώ. Ο Στέφανος είναι ένα ταλαντούχο παιδί, ένας εξαιρετικός πιανίστας στο μουσικό τμήμα του

Πολυτεχνείου, γιατί η παράδοση του Πολυτεχνείου δεν είναι μόνο Επιστήμη και Τεχνική, αλλά και Τέχνη.

Ευχαριστούμε πολύ, Στέφανε.

191

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Π. ΚΟΣΜΑΚΗ-ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ †Aρχιτέκτονας, Καθηγήτρια, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Η μεθοδολογία της SAR*

1. Συστήματα και δυνάμεις αλλαγής στο καθημερινό περιβάλλον

Ο άνθρωπος είναι o δημιουργός του δομημένου περιβάλλοντος και αυτός που του δίνει τη δυνατότητα να υπάρχει μέσα από συνεχείς αλλαγές. Μιλάμε επομένως για μια διαδικασία κατά την οποία ο άνθρω-πος συνεχώς παρεμβαίνει. Μελετώντας τις μεταμορφώσεις του δομημένου περιβάλλοντος μπορούμε να μάθουμε κάτι από αυτή τη διαδικασία. Γιατί οι αλλαγές δεν είναι, φυσικά, τυχαίες. Ορισμένα πρότυπα εμφανίζονται· μπορούμε να αναγνωρίσουμε παραλλαγές πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Με λίγα λόγια οι μεταμορφώσεις του δομημένου περιβάλλοντος αποκαλύπτουν ορισμένους κανόνες για τη διαδικασία, της οποίας αυτό το περιβάλλον αποτελεί χειροπιαστή διατύπωση.

Ν. J. Habraken1

Θεωρώντας το δομημένο περιβάλλον σαν ένα πεδίο συνεχών αλλαγών και μεταμορφώσεων που οφείλονται στη συνεχή επίδραση των ανθρώπων –πράγμα που αποτελεί ταυτόχρονα ορισμό

και ποιοτικό κριτήριο– ο Ν.J. Habraken συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του στις κατηγορίες εκείνων των περιβαλλόντων που υπόκεινται, δυνητικά, στον μεγαλύτερο βαθμό επίδρασης από αυτούς που τα χρησιμοποιούν, δηλαδή τα «μη μνημειακά» η «καθημερινά περιβάλλοντα».2 Τα εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία περιγραφής και σχεδιασμού προκύπτουν από την ερμηνεία αυτών των περιβαλλόντων ως αναγνωρίσιμων υλικών (physical) δομικών συστημάτων τα οποία γεννιούνται, ελέγχονται και μεταβάλλονται από τον άνθρωπο που επενεργεί σαν μια εξωγενής δύναμη.

* Αναδημοσίευση άρθρου από την ετήσια επιθεώρηση Αρχιτεκτονικά Θέματα 16/1982.1. N.J. Habraken, «The Built Environment and the Limits of Professional Practice», Housing and Settle ment Design

Series, Cambridge Mass. Laboratory of Architecture and Planning. MIT. Μάιος 1979, σ. 1.2. N.J. Habraken, Notes for the Course Design and the Everyday Environment, School of Architecture and Planning,

MIT, φθινόπωρο 1978, σ. 1.Π

ΑΡΑ

ΡΤΗ

ΜΑ

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

192

«Το δυαδικό εννοιολογικό σχήμα των συστημάτων και των δυνάμεων έχει μεγάλη σημασία για εκείνους που σχεδιάζουν και προγραμματίζουν την ανάπτυξη του δομημένου περιβάλλο-ντος. Η ύπαρξη του δομημένου περιβάλλοντος στηρίζεται στην κατανομή ενός συνόλου υλικών στοιχείων κάτω από τον έλεγχο ορισμένων δυνάμεων. Ίσως δεν είναι τόσο δύσκολο να κατανο-ήσει κανείς το ανθρωπογενές υλικό περιβάλλον σαν έναν πολύπλοκο συνδυασμό παραλλαγών (variants) διαφόρων συστημάτων... Μια παραλλαγή είναι “ζώσα παραλλαγή” μόνο όταν ελέγχε-ται από μια δύναμη και επομένως μπορεί να μεταβάλλεται».3 Για να κατανοήσουμε τους κανόνες που διέπουν τα υλικά συστήματα, μας ενδιαφέρει να αναγνωρίσουμε τον έλεγχο που εξασκούν οι δυνάμεις πάνω στην οργάνωση των στοιχείων των συστημάτων, το ποιος ελέγχει τι – όχι η ανάλυση του χαρακτήρα των δυνάμεων καθεαυτών.4 Ο έλεγχος αυτός κλιμακώνεται από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο αντίστοιχα με την ιεράρχηση των επιπέδων των υλικών συ-στημάτων και εκφράζεται στις διάφορες κλίμακες οργάνωσης του καθημερινού περιβάλλοντος.

Ο Ν.J. Habraken διακρίνει πέντε επίπεδα υλικών συστημάτων: το επίπεδο της επίπλωσης (furniture level), το επίπεδο των στοιχείων πλήρωσης και εξοπλισμού (infill level), το επίπεδο της φέρουσας κατασκευής (support level), το επίπεδο του αστικού ιστού (urban tissue level) και το επίπεδο της πολεοδομικής δομής (urban structure level).5

Τα καθημερινά περιβάλλοντα που διακρίνονται σε «δωμάτιο», «κατοικία», «γειτονιά», «πόλη», είναι συνδυασμοί στοιχείων από δύο διαδοχικές κατηγορίες επιπέδων, και προκύπτουν όταν μια παραλλαγή στοιχείων ενός συστήματος οργανώνεται μέσα σε ένα πλαίσιο στοιχείων του συστήματος που βρίσκεται στο αμέσως ανώτερο επίπεδο (π.χ. ένα περιβάλλον δωματίου συντί-θεται από μια συγκεκριμένη οργάνωση επίπλων μέσα σε ένα πλαίσιο από στοιχεία πλήρωσης).

Σε κάθε επίπεδο των υλικών συστημάτων αντιστοιχεί και μια διαφορετική ομάδα χρηστών: π.χ. το άτομο ασκεί δύναμη στο επίπεδο επίπλωσης, ο ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος στο επί-πεδο των στοιχείων πλήρωσης, το συλλογικό όργανο των ιδιοκτητών στο επίπεδο του κτιρίου, η κοινότητα στο επίπεδο του αστικού ιστού. Στην πραγματικότητα όμως η σχέση μεταξύ υλικών συστημάτων και πραγματικών δυνάμεων είναι πολύ πιο σύνθετη.

«Εκείνο που μπορούμε να μάθουμε από τα καθημερινά παραδείγματα είναι ότι όταν ορίζεται ένα συγκεκριμένο εδαφικό πεδίο σε ένα επίπεδο, και ένα σύστημα κατώτερου επιπέδου μπορεί να οργανωθεί μέσα σε αυτό το πεδίο, τότε έχει στηθεί η σκηνή για ένα παιχνίδι δυνάμεων και κατά κάποιο τρόπο οι πρωταγωνιστές θα πρέπει να αποφασίσουν για το τι θα συνιστά τη δύνα-μη εκεί... Φαίνεται πως η συστηματική υλική οργάνωση του περιβάλλοντος καθορίζει τη σκηνή για ένα κοινωνικό παιχνίδι, που με τη σειρά του θα καθορίσει την ad hoc υλική κατάσταση: τη συγκεκριμένη έκφραση αυτής της οργάνωσης...»6 Από αυτό ακριβώς το παιχνίδι απορρέουν και οι κανόνες που διέπουν την οργάνωση των υλικών συστημάτων και τις αλλαγές τους.

3. Ibid., σ. 14.4. Για τη χρήση του όρου «δύναμη», βλ. υποσημείωση στο προηγούμενο άρθρο.5. N.J. Habraken, 1978, op. cit., σ. 14-15.6. Ibid. σ. 18-19.

193Π

ΑΡΑ

ΡΤΗ

ΜΑ

Η αλλαγή αποτελεί την έννοια-κλειδί για την ερμηνεία της διαδικασίας οργάνωσης και δια-μόρφωσης ενός καθημερινού περιβάλλοντος. Κατά τον Ν.J. Habraken μόνο με την παρατήρηση των μεταβολών μπορούμε να κατανοήσουμε τους νόμους που ορίζουν τη δομή των υλικών συ-στημάτων και τις σχέσεις τους με τις δυνάμεις ελέγχου. 0ι μεταβολές μπορεί να έχουν τον χαρα-κτήρα παραλλαγών μέσα στα όρια των κοινών κανόνων που ορίζει το παιχνίδι των δυνάμεων ή να υπερβαίνουν αυτούς τους κανόνες. Στη δεύτερη περίπτωση προκύπτουν από ανακατατάξεις ή αλλαγές στη σχέση υλικών συστημάτων - δυνάμεων έλεγχου, οι οποίες μπορεί να οφείλονται είτε στην τάση των δυνάμεων να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, να επιβάλουν τις αξίες τους και να προσπαθήσουν να ελέγξουν το δομημένο περιβάλλον καταβάλλοντος ελάχιστη ενέργεια, είτε σε πολλαπλασιασμό των δυνάμεων, ή και σε αλλαγές στις αξίες και τη λειτουργία των ίδιων των δυνάμεων. Η επέκταση ενός κτιρίου, η επέκταση του ιδιωτικού χώρου σε βάρος του δημόσιου με εξώστες ή προεξοχές, η περαιτέρω υποδιαίρεση ενός τετραγώνου ή η αλλαγή στον τρόπο δόμησης μιας περιοχής εκφράζουν ακριβώς αυτές τις τάσεις ή τις αλλαγές στη συμπερι-φορά των δυνάμεων στα κατώτερα επίπεδα.

Η ποιότητα ενός δομημένου περιβάλλοντος εξαρτάται από την ικανότητα των υλικών συ-στημάτων στα ανώτερα επίπεδα (αστικός ιστός, πολεοδομική δομή) να απορροφούν και να ανταποκρίνονται στις πιέσεις των δυνάμεων στα κατώτερα, δηλαδή από τη δυνατότητά τους να περικλείουν ένα ευρύ φάσμα παραλλαγών, τέτοιο που να μπορεί να εκφράζει τις μεταβαλλόμε-νες τάσεις και αξίες των ατόμων ή των ομάδων που ζουν σε αυτό το περιβάλλον.

Υπάρχουν όμως στιγμές που αυτή η δυνατότητα εξαντλείται. Τότε η δομή ενός συστήματος ανώτερου επιπέδου αλλάζει (όπως στην περίπτωση της επέμβασης του Hausmann στο κέντρο του Παρισιού) ή επιλέγεται ένα άλλο σύστημα (όπως στην περίπτωση της επέκτασης της Βοστό-νης στην περιοχή του Βack Bay με ένα σύστημα διαφορετικό από εκείνο που ακολουθούσε ο παλαιότερος οικισμός του Βeacon ΗiΙΙ). Η αλλαγή επομένως στο δομημένο περιβάλλον, κατά τη θεώρηση του Habraken, δεν περιορίζεται στην έννοια μιας συνεχούς διαδικασίας μικρο-βελτιώσεων, αλλά εμφανίζεται και με τη μορφή της ριζικής αλλαγής σε κρίσιμες στιγμές-τομές στην ιστορία μιας πόλης. Σε ένα σύστημα οι ομοιότητες και οι παραλλαγές στην κατανομή των στοιχείων του αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τις κοινές και ατομικές αξίες εκείνων που μοιρά-ζονται τον έλεγχό του. «Τα συστήματα είναι στην πραγματικότητα προϊόντα συμφωνίας... Είναι η ισορροπία μεταξύ των κανόνων και της ελευθερίας, μεταξύ των κoινών συμφωνιών και της επιθυμίας για αυτοαναγνώριση, που διέπει την ανώνυμη ποιότητα στο περιβάλλον...»7

Απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση αυτής της ποιότητας στο δομημένο περιβάλ-λον, κατά τον Habraken, είναι ο επιμερισμένος έλεγχος του (fine-grained exercise of power), δηλαδή η διασφάλιση της δυνατότητας έκφρασης για κάθε δύναμη μέσα σε ένα πλαίσιο σαφώς συμφωνημένων κανόνων, οι οποίοι θα διέπουν τις σχέσεις των δομικών στοιχείων σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης των υλικών συστημάτων του καθημερινού περιβάλλοντος.

7. Ibid., σ. 38-39.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

194

Η έννοια της συμφωνίας αποτελεί και την έννοια-κλειδί στον ορισμό του επιπέδου του αστικού ιστού, «Θα μιλάμε για ιστό ενός δομημένου περιβάλλον τος1 μόνο όταν μπορούμε να εξασφαλίσουμε συμφωνίες που να περιγράφουν πώς οι χώροι και τα κτίρια συμπλέκονται».8

Η μεθολογική προσέγγιση της περιγραφής και του σχεδιασμού του αστικού ιστού που προ-τείνει η ομάδα της SAR αποτελεί έναν τρόπο μεθοδευμένης περιγραφής των παραπάνω συμ-φωνιών. Η περιγραφή αφορά τη μορφή και τη λειτουργία των δομικών στοιχείων του ιστού, οι οποίες, κατά τη SAR, εξαρτώνται από τη θέση και τις διαστάσεις των χτισμένων και ανοιχτών χώρων και των λειτουργιών που περικλείονται από αυτούς. Οι συμφωνίες πάνω σε αυτά τα θέματα αποτελούν και τους κανόνες που ρυθμίζουν το πρότυπα ενός αστικού ιστού.

«Το δομημένο περιβάλλον μιας αστικής περιοχής μπορεί να βιωθεί σαν “σύνολο” μόνο όταν εμφανίζει ένα αναγνωρίσιμο πρότυπο στη διάταξη των κτιρίων και των ανοιχτών χώρων».9 Αυτό το αναγνωρίσιμο χωρικό πρότυπο, που εκφράζει και αντανακλά τις αξίες αυτών που το καθορί-ζουν, αποτελεί και το θέμα (theme) του αστικού ιστού. Θεματικά στοιχεία (thematic elements) μπορούν να είναι οι δρόμοι, οι αυλές, οι κατοικίες. Η μορφή και η λειτουργία τους προσδιο-ρίζουν τον γενικό χαρακτήρα μιας περιοχής, ενώ η μορφή και η λειτουργία των μη θεματικών στοιχείων (non-thematic elements), όπως μια πλατεία ή ένα ειδικό κτίριο, προσδιορίζουν τα ιδι-αίτερα χαρακτηριστικά της. Οι αποφάσεις για τις θέσεις και τις διαστάσεις των στοιχείων καθο-ρίζουν και το φάσμα των δραστηριοτήτων που μπορούν να αναπτυχθούν σε έναν αστικό ιστό. Η βασική παραδοχή εδώ είναι ότι η σχέση των λειτουργιών και των μορφολογικών στοιχείων δεν είναι σταθερή αλλά αλλάζει μέσα στον χρόνο. Η λειτουργική, επομένως, ανάλυση δεν αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για τη μορφή και τη σχέση των στοιχείων μεταξύ τους.

Στηριγμένη στην παραπάνω ερμηνεία του αστικού ιστού σαν ένα επίπεδο ανάμεσα στην πόλη και την κτιριακή ομάδα, όπου συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων μοιράζονται τον έλεγχό του μέσα από συμφωνίες πάνω στα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης των στοι-χείων του, η ομάδα της SAR αναπτύσσει συστηματικά και προτείνει μια σειρά από μεθοδολογι-κά εργαλεία και τεχνικές για τη σχεδιαστική του προσέγγιση.

2. Τα μοντέλα του αστικού ιστού και οι εφαρμογές τους

«H μεθοδολογία της SAR δεν δίνει ιδέες, δεν παρέχει γνώσεις. Είναι ένα εργαλείο. Χωρίς αυτό η επικοινωνία γίνεται δύσκολη, οι σχέσεις μιας (υλικής) δομής και των δυνατών της παραλλα-γών δύσκολα μπορεί να αποσαφηνιστεί».10

8. SAR 73, The Methodical Formulation of Agree ments Concerning the Direct Dwelling Environment, Eindhoven: SAR. 1973, κεφ. 2.

9. Ibid.10. J.Th. Boekholt, «Why Not Become a ‘Sarchitect’», Open House, 1976, αρ. 4, σ. 46.

195Π

ΑΡΑ

ΡΤΗ

ΜΑ

Ωστόσο, τα εργαλεία απεικόνισης και σχεδιασμού του δομημένου περιβάλλοντος ποτέ δεν είναι ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν το περιβάλλον εκείνοι που τα προ-τείνουν. Ο παραπάνω κανόνας έχει ιδιαίτερη ισχύ, όταν πρόκειται για τρόπους προσέγγισης που συνεπάγονται έναν σημαντικό βαθμό αφαίρεσης στη θεώρηση και συστηματοποίηση των στοιχείων του περιβάλλοντος και αποτελούν ένα συνεκτικό σώμα τεχνικών άμεσα συνδεμένο με συγκροτημένες απόψεις για την παραγωγή και τη χρήση του υλικού περιβάλλοντος.

Η μέθοδος προσέγγισης που αναπτύχθηκε από την ομάδα της SAR βασίζεται στις έννοιες των υλικών δομικών συστημάτων, των δυνάμεων που επενεργούν σε αυτά και της αλλαγής σαν αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης των δυνάμεων, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί από τον ίδιο τον Ν.J. Habraken. Αποβλέπουν αφενός στην κατάρτιση ενός κοινού πλαισίου επικοινωνίας όλων όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία αναγνώρισης και σχεδιασμού και αφετέρου στον συ-ντονισμό ανάμεσα στα στοιχεία υλικών συστημάτων που ανήκουν σε δύο διαφορετικά επίπεδα περιβαλλόντων (π.χ. επίπεδο αστικού ιστού - επίπεδο κτιρίου), και περιλαμβάνουν δύο κυρίως κατηγορίες θεμάτων του καθημερινού περιβάλλοντος: τα θέματα κατοικίας (support structure) και τα θέματα αστικού ιστού (urban tissue).

Και στις δύο κατηγορίες, οι τεχνικές που προτείνονται έχουν σαν κορμό αναφοράς την απει-κόνιση των κανόνων που διέπουν τα υλικά συστήματα μέσω ενός συστήματος ζωνών.

Οι ζώνες παρέχουν ένα χωρικό πλαίσιο. Μπορούν να ιδωθούν σαν τυπικά περιβάλλοντα, στην πραγματικότητα καθορίζονται σαν τέτοια. «Όλοι οι χώροι κατά τη διαδικασία σχεδιασμού συσχετίζονται με το σύστημα των ζωνών. Με αυτό τον τρόπο οι ζώνες περιλαμβάνουν πληρο-φορίες για τη θέση και τις διαστάσεις των χώρων δύο συστημάτων».11

Η καινοτομία της μεθόδου βρίσκεται στον τρόπο χρήσης του συστήματος των ζωνών. Η έμφαση εδώ δεν δίνεται στην καθιέρωση ενός άκαμπτου πλαισίου υλικών σχέσεων, αλλά στην παροχή περιθωρίων (margins) που να ανταποκρίνονται στις αλλαγές μέσα στον χρόνο, στις εναλλακτικές λύσεις οι οποίες προτείνονται από όσους συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων, καθώς και στις διαφορετικές περιπτώσεις διαχείρισης ενός δομημένου περιβάλλοντος.12

Ορίζονται τρεις κατηγορίες ζωνών σαν αντιπροσωπευτικές των ελάχιστων κανόνων και συμ-φωνιών πάνω στα υλικά στοιχεία του αστικού ιστού, δηλαδή πάνω στο φάσμα των θέσεων και των διαστάσεων των θεματικών και μη θεματικών στοιχείων του χώρου και των λειτουργιών τους: εκείνη που αντιστοιχεί στους χτισμένους χώρους (Β zone), εκείνη που αντιστοιχεί στους ανοι-χτούς χώρους (Ο zone) και εκείνη που αντιστοιχεί σε χώρους που μπορεί να είναι χτισμένοι ή ανοι-χτοί (ΟΒ margin). Η απεικόνιση ενός τυπικού τετραγώνου μέσο των ζωνών δίνει τα μοντέλα του αστικού ιστού (tissue models). Με αυτά διατυπώνονται οι συμφωνίες (agreement sheets) και οι

11. N.J. Habraken, Variations: The Systematic De sign ot Supports, Cambridge Mass.: Laboratory of Architecture and Planning, MIT, 1976. σ. 211.

12. J.Th. Boekholt, op. cit., σ. 42-43.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

196

επεξηγήσεις (explanation sheets) για την κατανομή των υλικών στοιχείων και των λειτουργιών. Τις βασικές πληροφορίες, που δίνονται με τα μοντέλα του αστικού ιστού, μπορεί να συνοδεύουν συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως η ανάλυση των δυνατών μορφών και λειτουργιών σε μια ζώνη, ή των μη θεματικών στοιχείων ή των δυνατών επιμέρους προτύπων (patterns).13

Η απεικόνιση της τυπικής μονάδας ενός υφιστάμενου ιστού μέσω των μοντέλων αστικού ιστού στηρίζεται στις παρατηρήσεις (observations) των μεταβολών μέσα στον χρόνο και την καταγραφή των μορφολογικών και λειτουργικών στοιχείων του ιστού σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές-σταθμούς της εξέλιξής του. Η αναγνώριση περιλαμβάνει τέσσερις κυρίως φάσεις: α) καταγραφή των γενικών μεταβολών μιας αστικής περιοχής, β) επιλογή των τυπικών μονάδων του αστικού ιστού (τετράγωνα - περιβάλλοντες ανοιχτοί χώροι) και μελέτη των μεταβολών τους στον χώρο, γ) απεικόνιση των κανόνων που διέπουν τη μονάδα του ιστού μέσω των μοντέλων αστικού ιστού (generic models), δ) περαιτέρω διευκρινίσεις των κανόνων που καθορίζουν το δομημένο περιβάλλον μέσω λεπτομερών μοντέλων (formal – organizational models) που συγκεντρώνουν πληροφορίες για θέματα οργάνωσης των όψεων και εσωτερικής διάρθρωσης των κτιρίων του ιστού.14 Αν και η μελέτη των ιστορικών περιβαλλόντων αποτέλεσε το έδαφος για την ανάπτυξη των θεωρητικών και μεθοδολογικών εργαλείων, κύριος στόχος της ομάδας της SAR είναι η σχε-διαστική εφαρμογή και ειδικότερα η επεξεργασία τεχνικών για την αξιολόγηση των σχεδιαστικών προτάσεων. Η μεθοδολογία χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την περιγραφή συγκεκριμένων ιστορικών αστικών χώρων στην Ολλανδία. Στόχος όμως ήταν η ανάπτυξη τρόπων περιγραφής και σχεδιαστι-κής παρέμβασης στα παραπάνω περιβάλλοντα, έτσι ώστε να παρέχουν δυνατότητες για δημοκρα-τικές διαδικασίες έλεγχου των αλλαγών και εξασφάλιση της συνέχειας στον χώρο.15

«Αργά ή γρήγορα οι εκτεταμένες περιοχές που χτίστηκαν τον 19ο αιώνα στις μεγάλες πόλεις μας πρέπει να επαναδομηθούν... Εφόσον ούτε το μεγάλης κλίμακας έργα, που έχουν σαν συ-νακόλουθο την κατεδάφιση, ούτε η τμηματική (piecemeal) ανανέωση κάθε μονάδας ξεχωριστά αποτελούν λύση, σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να στραφούμε για να δώσουμε απάντηση στο πρόβλημά μας;... Το κλειδί για την απάντηση βρίσκεται στη φράση “γρήγορα και αποτελεσμα-τικά”.1 Αν οι περιοχές του 19ου αιώνα μπορούν να ανανεωθούν μόνο συντηρώντας τον ιστό

13. Η επεξηγηματική περιγραφή των προτύπων εδώ είναι βασισμένη στη μεθοδολογική προσέγγιση του Chr. Alexan-der, σύμφωνα με την οποία συμφωνίες πάνω σε θέματα ανθρώπινης συμπεριφοράς μεταφράζονται σε προτάσεις, όσον άφορα τις διαστάσεις και τις σχέσεις ορισμένων στοιχείων του χώρου (SAR 73, op. cit σ. 73). Τα πρότυπα χρήσης ή τα μορφολογικά πρότυπα, όπως χρησιμοποιούνται εδώ, δεν έχουν τον χαρακτήρα κανόνων με γενική ισχύ. αλλά προκύπτουν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής μελέτης και των ομάδων των ανθρώπωνπου συνδέονται με αυτή.

14. A. Vernez-Moudon, «Urban Form and Organiza tion: Change and Continuity», Open House, 1978, αρ. 1, σ. 63.15. Όπως το κέντρο και οι περιοχές Jordaan, Oosterparkburt, Willemsparkweg, Riyierenbuurt, Betondorp, Bos en

Lommer, Bijlmermeer στο Άμστερ νταμ, Halert στο Niimeger, De Geesterberg στο Einhonen, Zeilverliamp στο Huissen, Simmelink στο Eibergen (SAR 73, op. cit., σ. 15).

197Π

ΑΡΑ

ΡΤΗ

ΜΑ

τους, αυτό σημαίνει ότι ο ιστός πρέπει να βρίσκεται κάτω από μια συνεχή διαδικασία ανανέω-σης, όπου αντικαθιστούμε τμηματικά τις υφιστάμενες ατομικές μονάδες».16

Ο επανασχεδιασμός δηλαδή του αστικού ιστού δεν συνίσταται σε έναν απλό εξωραϊσμό (beau-tification) των ανοιχτών κοινόχρηστων χώρων αλλά σε μια σημαντική παρέμβαση στα υφιστά-μενο κτιριακό δυναμικό και στους ανοιχτούς χώρους είτε με προσθήκες (infill) είτε με δραστικές αλλαγές στη δομή, oπως είναι οι αλλαγές στην κατανομή της γης και του δομημένου χώρου.

Σε τέτοιας κλίμακας σχεδιαστικές παρεμβάσεις τα μοντέλα του αστικού ιστού μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατύπωση των συμφωνιών μεταξύ των κατοίκων των περιοχών ανα-νέωσης πάνω στα στοιχεία που πρόκειται να διατηρηθούν ή να τροποποιηθούν. «... οι άνθρω-ποι ταυτίζονται έντονα με το περιβάλλον τους. Επιθυμούν τις βελτιώσεις αλλά θέλουν να διατη-ρήσουν ταυτόχρονα τον γνώριμο χαρακτήρα, ιδιαίτερα όταν θεωρούν την περιοχή σαν “σπίτι” τους. Για να επιλυθούν τέτοιου είδους προβλήματα χρειάζεται μια μέθοδος που να συγκρίνει τις προτάσεις ανάπλασης με την υφιστάμενη κατάσταση. Και μπορούν να γίνουν ενέργειες ώστε οι στόχοι της ανάπλασης να πραγματοποιηθούν με όσο γίνεται μικρότερη διατάραξη των γνώρι-μων προτύπων».17

Άλλες δυνατότητες εφαρμογής της μεθόδου, στο επίπεδο της πόλης, είναι η διατύπωση προ-διαγραφών και κανονισμών ελέγχου του δομημένου περιβάλλοντος σε συνάρτηση με την υφιστά-μενη κατάσταση των αστικών τετραγώνων, και ο σχεδιασμός νέων αστικών περιοχών. Σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής (κανονισμοί, σχεδιασμός, επανασχεδιασμός) τα μοντέλα του αστικού ιστού, εκτός του ότι παρέχουν στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς μια ποσοτική βάση για σύ-γκριση, όσον αφορά μεγέθη πυκνοτήτων, κόστους, καλύψεων κ.λπ., παρέχουν και ένα πλαίσιο σχεδιαστικής διατύπωσης ποιοτικών προδιαγραφών κατά περιοχή, με βάση τις οποίες αξιολο-γούνται οι εναλλακτικές προτάσεις. Τέλος, τα μοντέλα χρησιμοποιούνται σαν εργαλεία για την επίτευξη συμφωνιών σε επίπεδο κοινότητας και αποτελούν τη βάση για την επεξεργασία προ-τάσεων που αναφέρονται σε κατώτερα (επίπεδο κτιρίου) ή ανώτερα (επίπεδο πόλης) επίπεδα λήψης αποφάσεων. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν είναι απαραίτητα γραμμική. «Ομάδες σε διαφορετικά επίπεδα ακολουθούν μια διαφορετική σειρά στη λήψη των αποφάσεων. Προ-τάσεις που αναφέρονται σε κατώτερα επίπεδα μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για αποφάσεις σε ανώτερα. Η κατανομή αυτή σε φάσεις χρειάζεται μια κοινή μέθοδο σήμανσης».18

Συνοπτικά, η μεθοδολογική προσέγγιση της ομάδας της SAR απευθύνεται σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπου:«1. Συμμετέχουν άνθρωποι με διαφορετικά ενδιαφέροντα και ειδικότητες. 2. Τα θέματα ποιότητας χρειάζεται να μεταφραστούν σε ποσοτικά μεγέθη προδιαγραφών και

απαιτούμενης απόδοσης, ώστε να είναι σαφή για όσους συμμετέχουν.

16. N J. Habraken, «Built as Before», Open House,1978, αρ. 1, σ. 14-16.17. SAR 73, op. cit., σ. 6.6.18. Ibid, σ. 6.5.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

198

3. Οι αποφάσεις χρειάζεται να παίρνονται τμηματικά έτσι ώστε η καθεμιά να αφήνει ανοιχτό έναν αριθμό εναλλακτικών προοπτικών για επεξεργασία σε μια επόμενη φάση.

4. Ορισμένοι από εκείνους που συμμετέχουν χρειάζεται να δρουν ανεξάρτητα αλλά και ταυτό-χρονα κατά συντονισμένο τρόπο.

5. Ορισμένοι από εκείνους που συμμετέχουν χρειάζεται να ενεργούν ανεξάρτητα αλλά και δια-δοχικά κατά συντονισμένο τρόπο».19

Το μοντέλο της μονάδας του αστικού ιστού αποτελεί τη βάση για τη διατύπωση των κριτηρί-ων (standars) και την ανάπτυξη των εναλλακτικών σχεδιαστικών προτάσεων για μια ορισμένη περιοχή, ενώ αντίστροφα οι εναλλακτικές σχεδιαστικές προτάσεις μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την αξιολόγηση του ίδιου του μοντέλου.

Η διαδικασία σχεδιασμού ή επανασχεδιασμού θεωρείται σαν αποτελούμενη από τρεις κα-τηγορίες χειρισμών. Η πρώτη φάση αφορά τη συλλογή των πληροφοριών και τη διατύπωση των κριτηρίων. Η δεύτερη φάση αφορά τη σύλληψη μίας σχεδιαστικής πρότασης. Και η τρίτη την αξιολόγηση της πρότασης βάσει των κριτηρίων, όπως ορίστηκαν στην πρώτη φάση. «Η σύγκριση καταδείχνει αν η παραλλαγή, που πρόκυψε λίγο ή πολύ ορθολογικά, ανταποκρίνεται πράγματι στις προσδοκίες εκείνων που συμμετέχουν στη διαδικασία σχεδιασμού».20 Αυτού του είδους η ανάλυση μπορεί να οδηγήσει σε προσθέσεις ή αλλαγές στα αρχικά κριτήρια και να ξεκινήσει έτσι ένας καινούριος κύκλος προτάσεων (κριτήρια, σχεδιαστική πρόταση, αξιολό-γηση). Παραμορφώσεις (deformations) του αρχικού μοντέλου λόγω συγκεκριμένων τοπικών γεωγραφικών συνθηκών ή μετατροπές στις διαστάσεις του (transformations) είναι τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά την ανάπτυξη και αξιολόγηση των σχεδιαστικών προτάσεων. Άλλες τε-χνικές είναι οι αναλύσεις των χτισμένων ή ανοιχτών ζωνών και των περιθωρίων τους ως προς τους τύπους και τις διαστάσεις των κατοικιών και των ανοιχτών χώρων (αυλές, χώροι στάθμευ-σης, δρόμοι, παιδότοποι). Οι παραπάνω αναλύσεις οδηγούν στην ποσοτικοποίηση ορισμένων ποιοτικών στοιχείων και παρέχουν δυνατότητες για τη σύγκριση των εναλλακτικών προτάσεων όσον αφορά το κόστος, τις πυκνότητες, τις καλύψεις κ.λπ.

Όριο και δυνατότητες εφαρμογής

Η ίδια η ομάδα της SAR δεν αποσαφηνίζει τα όρια χρήσης και εφαρμογής της μεθοδολογίας της. Αντίθετα θεωρεί πως αποτελεί ένα εργαλείο με πολλαπλές δυνατότητες, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές περιστάσεις με διαφορετικές συνθήκες και από διαφορετικούς ανθρώπους. Γιατί ο ρόλος του είναι η εκλογίκευση και ο συντονισμός των αποφάσεων που αφορούν μόνο τη θέση, τις διαστάσεις και τη λειτουργία των στοιχείων που απαρτίζουν ένα δομημένο περιβάλλον.

19. N.J. Habraken, 1976, op. cit, σ. 14.20. Ibid., σ. 175.

199Π

ΑΡΑ

ΡΤΗ

ΜΑ

Ωστόσο το εργαλείο αυτό διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες, από ανθρώπους με συγκεκριμένες θέσεις και αξίες. Το ίδιο το πλαίσιο διαμόρφωσής του καθορίζει και τα όρια της χρήσης του, όρια που υποδηλώνονται από τις ίδιες τις έννοιες, τα μοντέλα που εισάγει και τον τρόπο εφαρμογής τους. Το πεδίο αναφοράς της όλης θεώρησης του Habraken είναι η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το υλικό περιβάλλον. Η σχέση περιλαμβάνει τις διεργασίες που συντελούνται ανάμεσα στα υποκείμενα δράσης (ανθρώπινες δυνάμεις) και το αποτέλεσμα (δομημένο περιβάλλον). Η ίδια η διαδικασία παραγωγής είναι και δείκτης της ποιότητας του αποτελέσματος. «Η έκφραση του τι είναι καλό ή κακό κατά την άποψη του χρήστη δεν μπορεί να αποκαλυφθεί από το αποτέλεσμα».21

Εξετάζοντας όμως μόνο την επίδραση του άνθρωπου στο περιβάλλον και όχι την επίδρα-ση του περιβάλλοντος στον άνθρωπο, η μεθοδολογία της SAR περιορίζει αυτόματα το πεδίο θεώρησης της διαδικασίας παραγωγής του δομημένου περιβάλλοντος. Δεν αναφέρεται στην πολυσήμαντη αλληλεπίδραση ανάμεσα στα κοινωνικά και δομημένα σύνολα και στοιχεία, αλλά στη μονοσήμαντη σχέση υποκειμένου-αποτελέσματος. Με αυτό τον τρόπο όμως αντιμετωπίζει τη διαδικασία παραγωγής του δομημένου περιβάλλοντος σαν ένα ξεχωριστό ενδιάμεσο επίπε-δο που συνδέει απλώς το κοινωνικό με το υλικό περιβάλλον και όχι σαν στοιχείο τομής τους. Για να προσδιορίσει τις συνδέσεις αναγκάζεται να κάνει αφαιρέσεις και αναγωγές τόσο στο κοινωνικό όσο και στο υλικό επίπεδο. Η αφαίρεση και η αναγωγή εκφράζονται στις έννοιες που ο Habraken χρησιμοποιεί για να ερμηνεύσει τη διαδικασία διαμόρφωσης του δομημένου περιβάλλοντος, καθώς και στο σχήμα που προτείνει για τον σχεδιασμό του. Έτσι έννοιες όπως χτιστός/ανοιχτός χώρος, θεματικό/μη θεματικό στοιχείο και δυνάμεις ελέγχου, αναφέρονται στο επίπεδο των θεσμών ιδιοκτησίας, διαχείρισης και χρήσης, και δεν μπορούν να αποδώσουν με σαφήνεια την οικολογική σχέση ανθρώπου-περιβάλλοντος ή τον πολιτιστικό χαρακτήρα της. Περιπτώσεις λειτουργίας του ανοιχτού και χτιστού χώρου ως συνεχούς πεδίου δραστηρι-οτήτων, περιπτώσεις χωρικών στοιχείων που δεν εντάσσονται ούτε στους χτιστούς ούτε στους ανοιχτούς χώρους, όπως στοές, στοιχεία τοίχου κ.λπ. που αποτελούν αφορμή για ορισμένες δραστηριότητες, περιπτώσεις αναφοράς στην αντιληπτική εικόνα του καθημερινού περιβάλλο-ντος ή στο είδος των πληροφοριών που παρέχει το υλικό περιβάλλον και της επίδρασής τους στη συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων, δεν μπορούν να θιγούν μέσα στο πλαίσιο θεώ-ρησης και μελέτης που θέτει ο Habraken. Το θέμα της ποιότητας του δομημένου περιβάλλοντος περιορίζεται στο θέμα της μονοσήμαντης διαδικασίας οργάνωσής του.

Ένα «καλό περιβάλλον» κατά τον Ν.J. Habraken χαρακτηρίζεται από λεπτομερειακές διεργασί-ες «άσκησης της δύναμης», είναι δηλαδή εκείνο στο οποίο ο έλεγχος είναι ισόρροπα κατανεμημέ-νος στις ομάδες και τα άτομα που κατοικούν και ζουν σε αυτό και του οποίου η τελική διατύπωση εκφράζει τα επίπεδα αυτής της κατανομής. Αν και αυτή είναι μια γενική αρχή που δεν προδικάζει

21. N.J. Habraken, 1979, op. cit., σ. 13.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

200

μορφολογικές λύσεις, το μοντέλο περιγραφής και σχεδιασμού του αστικού ιστού που προτείνει η ομάδα της SAR εμπεριέχει στοιχεία τα οποία παραπέμπουν στον ιστορικό χώρο και χρόνο της διαμόρφωσής τους και επομένως, έμμεσα, σε συγκεκριμένες μορφολογικές διατυπώσεις.

Το σύστημα αναφοράς του μοντέλου είναι ο ορθογωνικός κάναβος, από τον οποίο υπάρχει κάποια δυνατότητα απόκλισης (παραμορφώσεις, μεταμορφώσεις). Η χρήση του συστήματος ζωνών ανοιχτών/χτιστών χώρων και των περιθωρίων έχει νόημα μόνο στις περιπτώσεις τε-τραγώνων που ορίζονται περιμετρικά από μια συμπαγή κτιριακή μάζα ή το πολύ από διατεταγ-μένα σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους κτίρια και περιλαμβάνει «θετικούς» ανοιχτούς χώρους.

Το μοντέλο παραπέμπει τελικά στον τύπο του τετραγώνου που εφαρμόστηκε στις επεκτάσεις των ολλανδικών, γενικότερα των ευρωπαϊκών αλλά και των βορειοαμερικανικών πόλεων τον περασμένο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ο τύπος αυτός έχει ορισμένες αρετές. Επαναφέρει –σύμφωνα και με τις προθέσεις τού Habraken22– «τη σχέση του κατοίκου της πόλης με τον δρό-μο», δίνει έμφαση στην κίνηση και τις δραστηριότητες των πεζών, στην ιεραρχημένη οργάνωση του ανοιχτού χώρου από το δημόσιο στο ιδιωτικό πεδίο, και δημιουργεί προϋποθέσεις για την εξασφάλιση μιας συνέχειας στον αστικό χώρο.

Η πρωτοτυπία του μοντέλου έγκειται στο ότι, ενώ πηγάζει από συγκεκριμένα ιστορικά πρό-τυπα, δεν μεταφέρει νοσταλγικά κάποιο λεξιλόγιο που ανήκει στο παρελθόν. Αντίθετα χρησιμο-ποιεί ορισμένες αρχές οργάνωσης από τα παραδείγματα του παρελθόντος, αφήνοντος ανοιχτό το θέμα της τελικής μορφολογικής διατύπωσης. Πάνω σε αυτό όμως αναφέρεται διεξοδικά η προηγούμενη δουλειά της ομάδας της SAR.

Ο τρόπος αντιμετώπισης των θεμάτων του αστικού ιστού διευρύνει και επεκτείνει προγενέ-στερες προτάσεις της ομάδας για τον σχεδιασμό της αστικής κατοικίας. Υπάρχει μια ανάλογη λογική αναγωγής των στοιχείων του υλικού περιβάλλοντος. Ό,τι είναι ο δομικός οργανισμός (support) για το κτίριο της κατοικίας, είναι και το μοντέλο του αστικού ιστού για το περιβάλλον της γειτονιάς. Ό,τι είναι τα στοιχειά πλήρωσης (infills) για τις μονάδες της κατοικίας, είναι και τα κτίρια που εντάσσονται στα συστήματα των χτιστών ζωνών του μοντέλου του αστικού ιστού. Στο θέμα της διατύπωσης των κτιριακών στοιχείων του αστικού ιστού δύο είναι οι αναγκαίοι παράγοντες κατά την ομάδα της SAR: τα συστήματα μαζικής παραγωγής των στοιχείων του δο-μικού οργανισμού και μια εκτεταμένη αγορά στοιχείων ή υλικών πλήρωσης, που μπορούν να προσαρμόζονται σε διαφορετικές απαιτήσεις και να τοποθετούνται από τους ίδιους τους χρή-στες σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες τους. Οι σταθερές σχέσεις που ορίζουν τις ζώνες και τα περιθώρια στο μοντέλο του αστικού ιστού υποδηλώνουν την πρόθεση για ανταπόκριση σε μια εξελιγμένη μαζική παραγωγή και εκσυγχρονισμένη αγορά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πηγή άντλησης των αρχών για την οργάνωση του μοντέλου του αστικού ιστού αποτέλεσαν τα χτισμένα μαζικά κατά τον προηγούμενο αιώνα από ευφυείς εργολάβους τετράγωνα των ολ-

22. N.J. Habraken etal., Supports: An Alternative to Mass Housing, Λονδίνο : Architectural Press, 1972.

201Π

ΑΡΑ

ΡΤΗ

ΜΑ

λανδικών πόλεων, όπου η τυποποίηση των κτιριακών στοιχείων είχε σαν αποτέλεσμα επανα-λαμβανόμενα σε συνεχείς σειρές θέματα.

Η επιδίωξη όμως της ομάδας της SAR είναι να διευρύνει το γεωπολιτιστικό πεδίο εφαρ-μογής της μεθόδου της και του τρόπου παραγωγής. «Για να είναι βιώσιμη η μαζική παραγωγή, χρειάζεται να υπάρχει μια εκτεταμένη και σταθερή αγορά. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να παράγει στοιχεία που θα είναι τόσο βασικά και εφαρμόσιμα σε όλο τον κόσμο, ώστε η ιδιωτι-κή προτίμηση και η σύγχρονη μόδα να μην έχουν καμιά επίδραση πάνω της...»23 Αν όμως οι βασισμένες στην τυποποιημένη επανάληψη κατασκευές του 19ου αιώνα που χαρακτηρίζουν τους δρόμους του Άμστερνταμ μπορούν να ενσωματώσουν στοιχεία της σύγχρονης μαζικής πα-ραγωγής, πώς μπορεί το ίδιο να ισχύει π.χ. για προβιομηχανικούς ιστούς, όπου οι επιμέρους ιδιαιτερότητες ορίζουν και τον χαρακτήρα τους;

Είναι σαφές ότι η μεθοδολογία της SAR απευθύνεται σε τυπολογίες αστικών ιστών με ορ-θογωνισμένο σύστημα δρόμων και τετραγώνων, υψηλή-μεσαία πυκνότητα και χαμηλό-μέσο ύψος, με δυνατότητα τυποποίησης των κτιριακών στοιχείων.

Αν όμως η επαφή του επιπέδου του αστικού ιστού με το επίπεδο του κτιρίου αποτελεί την αφετηρία (θέμα) για την οργάνωση του μοντέλου, η επαφή του επιπέδου του αστικού ιστού με εκείνο της πολεοδομικής δομής παραμένει ασαφής. Υπάρχει η πρόθεση να ενσωματωθούν τα κατακερματισμένα σήμερα στοιχεία της δομής της πόλης (εργασία-κατοικία-ψυχαγωγία) μέσα από το μοντέλο του αστικού ιστού.24 Η μετάφραση αυτής της εικόνας στα σημερινά δεδομένα ανταποκρίνεται περισσότερο σε πόλεις περιορισμένης κλίμακας που κυριαρχούνται από τον τριτογενή τομέα. Μένει ανοιχτό το θέμα των σχέσεων κατοικίας-βιομηχανίας στις βιομηχανικές πόλεις, και των σχέσεων κατοικίας, κεντρικών περιοχών, μεγάλων αυτοκινητοδρόμων στις μητροπολιτικές περιοχές.

Η κατανομή των διαφόρων λειτουργιών (εμπόριο, υπηρεσίες, κατοικία) μέσα στις ζώνες του μοντέλου του αστικού ιστού, η ένταξη των μη θεματικών στοιχείων στο ίδιο το μοντέλο και η ισο-κατανομή τους στο τοπογραφικό σχέδιο δείχνουν μια αντίληψη για την πόλη, όπου η μη τυπική μορφή και λειτουργία υποτάσσεται στην τυπική και όπου ο κλασικός σχεδιασμός μνημειακών ανοιχτών και χτιστών χώρων περιορίζεται σε νησίδες ομοιόμορφα λίγο πολύ κατανεμημένες.

Η εικόνα της πόλης που μπορεί να προκύψει από μια ευρύτερη εφαρμογή της μεθοδολογίας είναι εκείνη ενός συνόλου περιοχών, όπου η συνέχεια και η ενότητα εξασφαλίζονται μέσα από την ομοιογένεια της μορφολογίας του αστικού ιστού, μια εικόνα που εκφράζεται η μορφή των ιστορικών ολλανδικών πόλεων, οι οποίες διακρίνονται περισσότερο για τη λεπτομερειακή κα-τανομή στο καθημερινό τους περιβάλλον παρά για το δίκτυο των σημείων-μνημείων της επίση-μης αρχιτεκτονικής. Έτσι όμως μια εκτεταμένη και παράλληλα απλοποιημένη και μηχανιστική

23. N.J. Habraken, 1978, op. cit., σ. 46.24. N.J. Habraken. 1979, op. cit., σ. 12-13.

ΦΥΣΗ

ΚΑ

Ι Α

ΣΤΙΚ

ΕΣ Δ

ΥΝ

ΑΜ

ΙΚΕΣ:

ΣΧ

ΕΔ

ΙΑΖΟ

ΝΤΑ

Σ Μ

Ε Τ

Η Φ

ΥΣΗ

ΣΤΗ

Ν Π

ΟΛ

Η

202

μεταφορά των μοντέλων αστικού ιστού στον χώρο, όπου τα τελευταία έχουν αξία μάλλον σαν εργαλεία εξαγωγής ποσοτικών στοιχείων για τον πολεοδομικό προγραμματισμό, όπως κόστος, πυκνότητα, χώροι στάθμευσης κ.λπ., παρά σαν μέσα διατύπωσης μιας λεπτομερειακής οργάνω-σης του χώρου, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα μονότονα και συμβατικά αστικά περιβάλλοντα. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε απλώς μια μετατόπιση της κλίμακας της μονάδας από το κελί κατοικίας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στο οικοδομικό τετράγωνο, με μια ίσως μεγαλύτερη ποι-κιλία στη χρήση εναλλακτικών παραμέτρων. Το θέμα όμως του εκφυλισμού των μεθοδολογικών μέσων βρίσκεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο παίρνονται οι αποφάσεις κατά τη διαδικασία σχεδιασμού. Κατά την ίδια τη SAR25 η απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή βρίσκεται στην εξασφάλιση συμφωνίας ανάμεσα στους κατοίκους, τους μελετητές, τους χρηματοδότες και τους κατασκευαστές. Το σχήμα όμως αυτής της συμμετοχής λειτουργεί μόνο όταν υπάρχουν συνθήκες λεπτής ισορροπίας (ή συμβιβασμού) ή ταυτότητας μεταξύ των ενδιαφερόμενων ομάδων. Εξαρ-τάται δηλαδή από τον συγκεκριμένο συσχετισμό των δυνάμεων και από το κατά πόσο ή άμεση πρόσβαση στον έλεγχο των αποφάσεων είναι θεσμικά κατοχυρωμένη. Αυτές όμως οι προϋποθέ-σεις περιορίζουν τον χώρο εφαρμογής της μεθόδου μέσα στις σημερινές συνθήκες.

Αλλά και στην περίπτωση λειτουργίας ενός πραγματικά δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου, υπάρχει το πρόβλημα του κατά πόσο οι σχεδιαστικές κατευθυντήριες αρχές μπορούν να θέτουν τις βάσεις για μια λεπτομερειακή κατανομή στη μορφολογία και τη χρήση ή θα αντανακλούν ουδέτερες και συμβατικές ελάχιστες συμφωνίες.

Παρά το γεγονός όμως ότι αντικείμενο των παραπάνω διαδικασιών είναι ο έλεγχος του άμεσου χώρου από τον κάτοικο, με δεδομένες τη σημερινή σχέση των δυνάμεων που ελέγχουν τον αστικό χώρο, την αποξένωση του κατοίκου της πόλης και την αδυναμία επικοινωνίας του με τους ειδικούς ως υποκείμενο ουσιαστικά παραμένει ο σχεδιαστής. Αυτός είναι ο ενορχη-στρωτής της όλης διαδικασίας σχεδιασμού, ο μεταφραστής των αντιλήψεων της ομάδας των χρηστών, ο υπαγορευτής των κανόνων της αρχιτεκτονικής γλώσσας. Τελικά, τα αποτελέσματα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις προθέσεις, τις ιδέες και τις ικανότητες εκείνων που σχε-διάζουν για το περιβάλλον.

Ο Ν.J. Habraken κάνει βέβαια τη ρεαλιστική παραδοχή ότι η ποικιλία της μορφής, η ανάμιξη των χώρων εργασίας και κατοικίας, η ενσωμάτωση των αστικών λειτουργιών που χαρακτήρι-ζαν το ιστορικό Delft, δεν μπορούν σήμερα να πραγματοποιηθούν, μια και δεν υφίσταται η σε βάθος επεξεργασμένη λεπτή ισορροπία των δυνάμεων (fine-grained power structure) που τα παρήγαγε.26 Θεωρεί όμως παράλληλα ότι είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν οι σημερινές δια-δικασίες παραγωγής και διαχείρισης του χώρου. Μέσα σε αυτή την προοπτική βλέπει και τη συμβολή των διαδικασιών σχεδιασμού που προτείνει για το αστικό περιβάλλον.

25. SAR 73, op. cit., σ. 14.26. N.J. Habraken, 1979, op. cit., σ. 15.