7
Βιβλιοπαρουσίαση Η Μηλιά στη διαδρομή των αιώνων. Πρακτικά συνεδρίου 7 – 8 Απριλίου 2001. Μορφωτικός και πολιτιστικός σύλλογος Κάτω Μηλιάς Πιερίας «Οι Λαζαίοι», εκδόσεις Μάτι, Κατερίνη 2004, σχήμα 23, 5 × 16,6 εκ., επιμέλεια έκδοσης Γιώργος Μ. Χανδόλιας, σ. 432 . Του Νίκου Γραίκου «[Το χωρίον Μεγάλη Μηλιά (Κεφαλοχώριον)] αποτελείται εκ πολλών επί διαφόρων θέσεων τμημάτων αυτού. Είναι πρώτον το κυρίως χωρίον Μηλιά, κείμενον επί περιωνύμου δασώδους θέσεως εις τριώρου από της πεδιάδος διαστήματος […] Κατά δεύτερον λόγον έρ- χονται τρία κυρίως επί χαμηλοτέρων θέσεων εξαρτήματα του χωρίου τούτου, ήτοι τα Χαδο- λάδικα, συνοικισμός Μηλιωτών περί τας τριάκοντα οικίας περίπου περιλαμβάνων και περί την μίαν και ημίσειαν ώραν χαμηλότερον προς ανατολάς του κυρίως χωρίου κείμενος, κατό- πιν η Μπάρα, έτερος συνοικισμός Μηλιωτών έτι χαμηλότερον και προς ταριστερά και βο- ρειοδυτικώς του κυρίως χωρίου, αποτελούμενος εξετέρων σποραδικώς κειμένων είκοσι πε- ρίπου μέχρις είκοσι πέντε οικιών, και τέλος τα Τάχνιστα, κάτω επί της πεδιάδος και παρά την αμαξιτόν οδόν Κατερίνης Ελασσώνος έτερος συνοικισμός Μηλιωτών εκ πεντήκοντα περί- που οικιών αποτελούμενος» 1 . Με αυτές τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την τοπογραφία και την ι- διάζουσα χωροταξική διάρθρωση των τριών οικισμών, που απαρτίζουν το «κεφαλοχώρι- ον» της Μηλιάς, αρχίζει τη τρισέλιδη αναφορά του για τον εν λόγω οικισμό ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας στη μελέτη του για την επισκοπική περιφέρεια Κίτρους κα- τά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας. Οι υπόλοιπες παρατηρήσεις του Επισκόπου σχετικά με τις ασχολίες των κατοίκων, τους αγώνες και τις θυσίες τους κατά των Τούρκων και την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική κατάσταση της κοινότητάς τους, συγκροτούν ένα ενδιαφέρον αφήγημα, το οποίο όμως στοχεύει απλά στην παράθεση περιγραφικών στοι- χείων χωρίς τη φιλοδοξία κάποιας ερμηνευτικής ή σημασιολογικής προσέγγισης των χα- ρακτηριστικών της, γεγονός βέβαια το οποίο θα υπερέβαινε το κυρίαρχο ιστορικιστικό με- θοδολογικό πλαίσιο της εποχής. Έκτοτε στη διάρκεια του ταραγμένου αλλά και πολυποίκιλου 20 ου αιώνα οι ιστορι- κές σπουδές έλαβαν εντελώς νέα χαρακτηριστικά, τα οποία εμπλούτισαν με νέα μεθοδολο- γικά και ερμηνευτικά εργαλεία την έρευνα και συγχρόνως αμφισβήτησαν το παλαιότερο γενικευτικό ιστορικιστικό πλαίσιο. Έμφαση πλέον δόθηκε στις ποικίλες διεπιστημονικές συσχετίσεις, τις πολιτισμικές προεκτάσεις, τη στροφή προς το πεδίο της κουλτούρας, στις μεθόδους «ανάγνωσης» και ερμηνείας των πηγών κ.λ.π. 2 . Στη διαδικασία αυτή υπήρξαν κάποιοι προνομιακοί χώροι έρευνας, ένας από τους οποίους ήταν και η τοπική ιστορία. Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι με τους όρους «τοπική ιστορία» και «τοπικές ι- στορικές και πολιτισμικές σπουδές» δεν εννοούμε μία σε μικρογραφία «επιστημονική» ι- στορική προσέγγιση των τοπικών κοινωνών. Άλλωστε η ίδια η «επιστημονικότητα» και η «αντικειμενικότητα» της ιστορίας αμφισβητήθηκε από τους ίδιους τους ιστορικούς, όταν για παράδειγμα ο Marc Bloch έγραφε ότι «η ίδια η αντίληψη πως το παρελθόν, ως τέτοιο μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας επιστήμης είναι άτοπη» 3 . Με τους όρους αυτούς εννοού-

Γραίκος, Ν. 2004. Η Μηλιά στη διαδρομή των αιώνων. Πρακτικά συνεδρίου 7–8/4/2001. Μορφωτικός και πολιτιστικός

Embed Size (px)

Citation preview

Βιβλιοπαρουσίαση

Η Μηλιά στη διαδρομή των αιώνων. Πρακτικά συνεδρίου 7 – 8 Απριλίου 2001.

Μορφωτικός και πολιτιστικός σύλλογος Κάτω Μηλιάς Πιερίας «Οι Λαζαίοι», εκδόσεις Μάτι, Κατερίνη 2004,

σχήμα 23, 5 × 16,6 εκ., επιμέλεια έκδοσης Γιώργος Μ. Χανδόλιας, σ. 432 .

Του Νίκου Γραίκου

«[Το χωρίον Μεγάλη Μηλιά (Κεφαλοχώριον)] αποτελείται εκ πολλών επί διαφόρων θέσεων τμημάτων αυτού. Είναι πρώτον το κυρίως χωρίον Μηλιά, κείμενον επί περιωνύμου δασώδους θέσεως εις τριώρου από της πεδιάδος διαστήματος […] Κατά δεύτερον λόγον έρ-χονται τρία κυρίως επί χαμηλοτέρων θέσεων εξαρτήματα του χωρίου τούτου, ήτοι τα Χαδο-λάδικα, συνοικισμός Μηλιωτών περί τας τριάκοντα οικίας περίπου περιλαμβάνων και περί την μίαν και ημίσειαν ώραν χαμηλότερον προς ανατολάς του κυρίως χωρίου κείμενος, κατό-πιν η Μπάρα, έτερος συνοικισμός Μηλιωτών έτι χαμηλότερον και προς τ’ αριστερά και βο-ρειοδυτικώς του κυρίως χωρίου, αποτελούμενος εξ’ ετέρων σποραδικώς κειμένων είκοσι πε-ρίπου μέχρις είκοσι πέντε οικιών, και τέλος τα Τάχνιστα, κάτω επί της πεδιάδος και παρά την αμαξιτόν οδόν Κατερίνης – Ελασσώνος έτερος συνοικισμός Μηλιωτών εκ πεντήκοντα περί-που οικιών αποτελούμενος»1. Με αυτές τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την τοπογραφία και την ι-διάζουσα χωροταξική διάρθρωση των τριών οικισμών, που απαρτίζουν το «κεφαλοχώρι-ον» της Μηλιάς, αρχίζει τη τρισέλιδη αναφορά του για τον εν λόγω οικισμό ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας στη μελέτη του για την επισκοπική περιφέρεια Κίτρους κα-τά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας. Οι υπόλοιπες παρατηρήσεις του Επισκόπου σχετικά με τις ασχολίες των κατοίκων, τους αγώνες και τις θυσίες τους κατά των Τούρκων και την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική κατάσταση της κοινότητάς τους, συγκροτούν ένα ενδιαφέρον αφήγημα, το οποίο όμως στοχεύει απλά στην παράθεση περιγραφικών στοι-χείων χωρίς τη φιλοδοξία κάποιας ερμηνευτικής ή σημασιολογικής προσέγγισης των χα-ρακτηριστικών της, γεγονός βέβαια το οποίο θα υπερέβαινε το κυρίαρχο ιστορικιστικό με-θοδολογικό πλαίσιο της εποχής. Έκτοτε στη διάρκεια του ταραγμένου αλλά και πολυποίκιλου 20ου αιώνα οι ιστορι-κές σπουδές έλαβαν εντελώς νέα χαρακτηριστικά, τα οποία εμπλούτισαν με νέα μεθοδολο-γικά και ερμηνευτικά εργαλεία την έρευνα και συγχρόνως αμφισβήτησαν το παλαιότερο γενικευτικό ιστορικιστικό πλαίσιο. Έμφαση πλέον δόθηκε στις ποικίλες διεπιστημονικές συσχετίσεις, τις πολιτισμικές προεκτάσεις, τη στροφή προς το πεδίο της κουλτούρας, στις μεθόδους «ανάγνωσης» και ερμηνείας των πηγών κ.λ.π.2. Στη διαδικασία αυτή υπήρξαν κάποιοι προνομιακοί χώροι έρευνας, ένας από τους οποίους ήταν και η τοπική ιστορία. Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι με τους όρους «τοπική ιστορία» και «τοπικές ι-στορικές και πολιτισμικές σπουδές» δεν εννοούμε μία σε μικρογραφία «επιστημονική» ι-στορική προσέγγιση των τοπικών κοινωνών. Άλλωστε η ίδια η «επιστημονικότητα» και η «αντικειμενικότητα» της ιστορίας αμφισβητήθηκε από τους ίδιους τους ιστορικούς, όταν για παράδειγμα ο Marc Bloch έγραφε ότι «η ίδια η αντίληψη πως το παρελθόν, ως τέτοιο μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας επιστήμης είναι άτοπη» 3. Με τους όρους αυτούς εννοού-

με την προσπάθεια για μετατόπιση του κέντρου ενδιαφέροντος της ιστορίας, από την αγω-νιώδη προσπάθεια σύνθεσης ενός κυρίαρχου ιστορικού μοντέλου εθνικού αφηγήματος μέ-σα στο οποίο, όπως στην κλίνη του Προκρούστη, θα έπρεπε να προσαρμοστούν όλες οι ποικίλες τοπικές εκδοχές σε μία νέα προσέγγιση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η συνο-λική προσέγγιση των τοπικών κοινωνιών, ως φορέων πολιτισμικών και αξιακών νοοτρο-πιών με στόχο την πολλαπλή ερμηνεία τους όχι μόνο ως νεκρών τεκμηρίων του παρελθό-ντος, αλλά ως εν εξελίξει καταστάσεων, που επαναπροσδιορίζουν τους όρους μιας νέας σύνθεσης στο μέλλον. Η μνήμη έτσι αντιμετωπίζεται ως δυναμικό κοινωνικό και πολιτι-σμικό στοιχείο, που μεταλλάσσεται κι όχι ως ιστορικό απολίθωμα, το οποίο απλώς μεταβι-βάζεται από γενιά σε γενιά. Τότε οι ιστορικές μαρτυρίες γίνονται προσωπικό και συλλογι-κό βίωμα κι έτσι μπορεί να αποκτήσει σημασία η λαϊκή ποιητική σύνθεση, που προτάσσε-ται στα πρακτικά του συνεδρίου, όπου διαβάζουμε τους παρακάτω στίχους:

Φίλοι, αυτά που θα σας πω, τ΄ ορκίζομαι, είν’ αλήθεια κι ας φαίνονται πολλά απ΄ αυτά πως είναι παραμύθια!4.

Με τα πρώτα αυτά σχόλια θα θέλαμε να προσδιορίσουμε τη γενικότερη οπτική με την οποία προσεγγίσαμε τον άρτι εκδοθέντα τόμο των πρακτικών του συνεδρίου για την ιστορία της Μηλιάς Πιερίων, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τους «Λαζαίους» το δυνα-μικό Μορφωτικό και Πολιτιστικό Σύλλογο της Κάτω Μηλιάς στις 7 και 8 Απριλίου του 2001. Την έκδοση επιμελήθηκε ο δραστήριος πρόεδρος του συλλόγου Γιώργος Μ. Χανδό-λιας και ανέλαβαν οι εκδόσεις «Μάτι» της Κατερίνης, οι οποίες έχουν να επιδείξουν μία αξιοσημείωτη δραστηριότητα στην έκδοση τίτλων, που σχετίζονται με την τοπική ιστορία της Πιερίας ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η ιστορία του εν λόγω συλλόγου και η πολυ-ποίκιλη δράση του στο χώρο των Πιερίων κατά την σαραντάχρονη πορεία του από την ί-δρυσή του το 1964 κι εξής αποδεικνύει ότι η μελέτη της τοπικής ιστορίας και αυτού που ονομάζουμε «λαϊκό πολιτισμό» είναι πεδία που δεν προσεγγίζονται χωρίς κόπο και μόχθο, αλλά μέσα από μία διαδικασία δύσκολη, η οποία πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται ακόμα και από τους ίδιους τους τοπικούς φορείς. Γιατί, όπως έγραφε η διαπρεπής λαογράφος Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος «Η παράδοση δεν κληρονομείται μαθαίνεται»5 είναι δηλαδή προσπάθεια δυναμική, που διακυβεύει συνεχώς τα αξιακά της πρότυπα προσαρμοζόμενη κάθε φορά στις δεδομένες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες και αναδυόμενη από μία δι-αδικασία έρευνας και προσωπικού βιώματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το υλικό που μας προσκομίζουν τα πρακτικά του συνε-δρίου είναι πολλαπλώς πολύτιμο τόσο όσον αφορά αυτό καθαυτό το περιεχόμενό του, αλ-λά και ως αφορμές για κάποιες γενικότερες σκέψεις, τις οποίες θα καταθέσουμε στη συνέ-χεια. Από άποψη λοιπόν περιεχομένου θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις είκοσι τέσ-σερις (24) εισηγήσεις του τόμου σε τέσσερις μεγάλες θεματικές ενότητες, οι οποίες υποδι-αιρούνται σε μικρότερα θεματικά κεφάλαια και υποενότητες6. Η πρώτη θεματική ενότητα αφορά την ιστορία της Μηλιάς και της περιοχής της από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα. Στην ενότητα αυτή θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις εισηγήσεις, που ασχολούνται με την ιστορία της Μηλιάς και της περιοχής της από τα αρ-χαία χρόνια ως σήμερα. Ενδιαφέρουσες υποενότητες είναι τα ζητήματα της αρχαίας, πα-λαιοχριστιανικής και βυζαντινής τοπογραφίας της περιοχής, η αντίσταση και η πολεμική δράση των Μηλιωτών κατά των Τούρκων μέχρι την απελευθέρωση του 1912, η περίοδος της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου, οι δύσκολες μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές

δεκαετίες, η διοικητική και κοινοτική οργάνωση της Μηλιάς αλλά και κάποιων γειτονικών κοινοτήτων, όπως των Καρυών και της Μόρνας. Στην ίδια ενότητα θα μπορούσε να εντα-χθούν και οι εισηγήσεις σχετικά με το κοινοτικό δάσος της Μηλιάς και της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Μία δεύτερη ενότητα θα μπορούσαν να συγκροτήσουν οι εισηγήσεις που πραγμα-τεύονται τα έθιμα της περιοχής σε όλους τους κύκλους του χρόνου, όπως του Δωδεκαημέ-ρου, της Αποκριάς και των μεγάλων Δεσποτικών γιορτών, των τοπικών αγίων κυρίως του αγίου Γεωργίου, τα λεγόμενα διαβατήρια έθιμα του αρραβώνα, του γάμου, της βάπτισης, και του θανάτου. Τρίτη ενότητα συγκροτούν οι εισηγήσεις που ασχολούνται με ζητήματα της καθη-μερινής ζωής των κατοίκων και των γεωργικών τους ασχολιών, όπως της κτηνοτροφίας, της καπνοκαλλιέργειας και της μηλιώτικης οικογένειας. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα θα μπορούσαμε να εντάξουμε τις εισηγήσεις που ασχολούνται με τους θεσμούς της εκκλησίας, της εκπαίδευσης και των θεμάτων που σχετίζονται με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής και την αρχιτεκτονική των οικιών. Εκτός από την οριζόντια αυτή κατάταξη των εισηγήσεων με βάση το θέμα τους θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε κάποιους κοινούς θεματικούς άξονες, που διαπερνούν κάθετα πολλές από τις εισηγήσεις. Ο πιο συχνός κοινός θεματικός άξονας είναι το ζήτημα της οικογένειας των Λαζαί-ων και των αγώνων τους κατά των Τούρκων, από τον 18ο αιώνα κι εξής, όπου δεσπόζει η μορφή του Τόλιου Λάζου του έξαρχου, γενάρχη της οικογένειας και ιδρυτή του αρματολι-κίου του Ολύμπου – Ελασσόνας ως το γιατρό Γιάννη Δήμου Λάζου και το στρατιωτικό Αλέξανδρο Λάζου, που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1878 και πέθαναν πολύ αργό-τερα στη δεκαετία του 1920. Το ζήτημα αυτό προσεγγίζεται από διάφορες πλευρές μέσα από την έρευνα των ιστορικών πηγών, τις προφορικές μαρτυρίες, τα τοπικά τραγούδια, την εκκλησιαστική ιστορία, την αρχιτεκτονική, τα αφιερώματα κ.λ.π. Ένα σημαντικό ζήτημα που ερευνάται είναι η γνωστή διαμάχη σχετικά με την βλά-χικη καταγωγή των μηλιωτών από το Λιβάδι Ολύμπου. Οι αρχειακές πηγές που παρατίθε-νται σε μία εισήγηση7 αποδεικνύουν την καταγωγή της οικογένειας από το Λιβάδι, οι προ-φορικές όμως ενθυμήσεις που παρατίθενται σε άλλο σημείο του βιβλίου ισχυρίζονται το αντίθετο8. Είναι πάντως σημαντικό να τονιστεί η μεγάλη σημασία που έχει, όχι μόνο γι΄ αυτό το θέμα, το οποίο εν τέλει θεωρούμε επουσιώδες, αλλά και για το σύνολο της ιστορι-κής πορείας των Λαζαίων κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η μελέτη του ανεξερεύνη-του ακόμα αρχειακού υλικού, που σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αλλά και σε διάφορα άγνωστα ή γνωστά προσωπικά και οικογενειακά αρχεία. Ένας δεύτερος ενδιαφέρων άξονας είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με την τοπο-γραφία της περιοχής σε διαχρονικό επίπεδο. Οι έρευνες του αείμνηστου Θανάση Παπαζώ-του, που αποκάλυψαν σημαντικά παλαιοχριστιανικά ευρήματα στην περιοχή και οι μετέ-πειτα ανασκαφικές έρευνες της αρχαιολόγου Ευτέρπης Μαρκή, για την οποία ελπίζουμε να της δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσει τις πολύτιμες έρευνές της στο χώρο της Πιερίας, αποδει-κνύουν τη συνεχή κατοίκηση του χώρου από τα αρχαία ακόμα χρόνια όταν η περιοχή απο-τελούσε στρατηγικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα ως τα βυζαντινά και τα νεότερα9. Η συνέχιση της έρευνας στα ερείπια του πύργου των Λαζαίων, αλλά και της ακόμα νεότερης αρχιτεκτονικής των οικιών, των εκκλησιών και των άλλων αγροτικών κτισμάτων της Μη-λιάς, αποτελεί ένα ξεχωριστό ερευνητικό πεδίο που θα διευρύνει τις γνώσεις μας για την

ιστορική τοπογραφία της περιοχής. Στο ίδιο θεματικό πεδίο εντάσσεται και η έρευνα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κοινοτικού δάσους της Μηλιάς και του σχετικού αρχειακού υλικού10. Ο τρίτος άξονας που διαπερνά ένα μεγάλο αριθμό εισηγήσεων είναι αυτός που σχε-τίζεται με τη μελέτη των νοοτροπιών και των πολιτισμικών προτύπων της μηλιώτικης κοι-νωνίας. Η μελέτη των νοοτροπιών μπορεί να μας οδηγήσει σε μία ουσιαστική και σε βάθος αντίληψη του αξιακού υποστρώματος που διασυνδέει μεταξύ τους τα μέλη της κοινότητας σε συγχρονική και διαχρονική βάση11. Τα ζητήματα των εθίμων, των ιδεολογικών και θρη-σκευτικών αντιλήψεων, όπως εκφράζονται στην τέχνη και στην καθημερινή ζωή και γενι-κότερα αυτό που θα μπορούσαμε να κατονομάσουμε ως κοινή πολιτισμική συνείδηση των κατοίκων φαίνεται να απασχολούν σε εμπειρική όμως κυρίως βάση πολλούς εισηγητές. Τα έθιμα εντασσόμενα στον ετήσιο κύκλο, που καθορίζει τις εποχιακές γιορτές και τις συνή-θειες συνδέονται με το φυσικό περιεχόμενο του χρόνου και την καθημερινή του εμπειρία. Παράλληλα τα διαβατήρια έθιμα των μεγάλων γεγονότων της ζωής, όπως του γάμου ή του θανάτου αποκαλύπτουν τις κωδικοποιημένες και συμβολικές συμβάσεις της κοινότητας12. Στην ίδια θεματική εντάσσεται και η έρευνα του γλωσσικού ιδιώματος της περιοχής13, το οποίο ανήκει στα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της ύπαρξης των ιδιωματικών αρχαϊσμών, οι οποίοι ανέρχονται σε σημαντικό βαθμό, στοι-χείο δηλωτικό της αρχαίας καταγωγής των κατοίκων14. Όλο αυτό το ενδιαφέρον υλικό της έκδοσης εκτός από τη συμβολή του στη σπουδή της τοπικής ιστορίας αποτελεί κι ένα ερέθισμα που προκαλεί κάποιες γενικότερες σκέψεις, τις οποίες θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε στη συνέχεια. Η σύγχρονη έρευνα του λεγόμενου «λαϊκού πολιτισμού» ή «υλικού βίου και πολι-τισμού» ή «πολιτισμού της τουρκοκρατίας» κ.λ.π. - η ορολογία είναι ακόμα ρευστή και υπό διαπραγμάτευση – αλλά και η έρευνα της τοπικής ιστορίας εντοπίζει το ενδιαφέρον της εκτός των άλλων και σε δύο πολύ σημαντικά πεδία μελέτης. Πρώτον στο ζήτημα των πηγών και των μαρτυριών και του τρόπου «ανάγνωσης» και ερμηνείας τους και δεύτερον σε μία νέα προσέγγιση των κοινωνικών αναπαραστάσεων και των νοοτροπιών των τοπι-κών κοινωνιών, που συν-διαμορφώνονται τόσο από τις γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές δομές και τα πολιτισμικά συστήματα, όσο και από τα τη βιωμένη εμπειρία των ίδιων των δρώντων υποκειμένων. Για το πρώτο ζήτημα έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η στροφή προς τις μεθόδους επιτόπιας έρευνας και συλλογής διαφόρων ειδών μαρτυριών, αποτέλεσε το κύριο μεθοδο-λογικό εργαλείο της νέας ιστορίας αλλά και της ιστορικής εθνογραφίας. Τα κάθε είδους κατάλοιπα του παρελθόντος, επίσημα ή ανεπίσημα, σημαντικά ή φαινομενικά ασήμαντα, ιδεολογικά φορτισμένα ή ξεχασμένα υλικά απομεινάρια της καθημερινής ζωής, γραπτά ή προφορικά, κ.λ.π. σε συνδυασμό με την ανάπτυξη καινούργιών μεθόδων προσέγγισης και ερμηνείας τους αποτέλεσαν ένα νέο πεδίο μελέτης των τοπικών κοινωνιών. Στο ίδιο επίπε-δο η ιστορική εθνογραφία αντικατέστησε την παραδοσιακή λαογραφία, που απομόνωνε τη μελέτη των καταλοίπων του «λαϊκού πολιτισμού» από την κοινωνική πραγματικότητα που τα δημιουργούσε. Αντίθετα η ιστορική εθνογραφία συνδύασε «την επιτόπια έρευνα στο παρόν μιας κοινότητας με την ιστορική έρευνα των αρχειακών και άλλων γραπτών πηγών που αναφέρονται σ΄ αυτή με σκοπό να αναπαραστήσει τη ζωή της κοινότητας στο σύνολό της, όπως ήταν μία συγκεκριμένη περίοδο του ιστορικού της παρελθόντος»15. Όσο βαθύ-τερα προχωρήσουμε στο παρελθόν τόσο η εθνογραφία μπορεί να συνδυαστεί με τους διά-

φορους κλάδους της αρχαιολογίας. Πηγές αυτής της μεθοδολογικής προσέγγισης εκτός από το καθαυτό προϊόν της επιτόπιας έρευνας και των διασυνδέσεών του σε συγχρονικό και διαχρονικό επίπεδο είναι οι θεματικές λαογραφικές μελέτες αλλά και οι λεγόμενες «τοπικές μονογραφίες» αυτές που γράφονταν και ευτυχώς γράφονται ακόμη από τοπικούς λόγιους, που αγαπούν την πατρίδα τους και επιχειρούν να την κάνουν ευρύτερα γνωστή. Προτέρημα αυτών των εργασιών είναι η αμεσότητα του υλικού που καταγράφεται αφού προέρχεται τις περισσότερες φορές από ζωντανή εμπειρική γνώση16. Τέτοιας μορφής εργασίες εμπεριέχονται πολλές και στα πρακτικά που παρουσιά-ζουμε. Είναι ένα υλικό, το οποίο συλλέγεται με βάση τις προσωπικές εμπειρίες και τη βιω-μένη γνώση των ερευνητών χωρίς γενικότερες διασυνδέσεις, που στοχεύει κατά βάση στη διατήρηση αυτού που ονομάζουμε «παράδοση του τόπου» και των αξιακών του προτύπων. Το πολύτιμο αυτό υλικό θα πρέπει να καταγραφεί σε ξεχωριστή θέση ως στοιχείο και τεκ-μήριο βιωμένων νοοτροπιών έστω κι αν σε πολλές περιπτώσεις παρατίθεται με διαμεσολα-βητικό τρόπο σε σχέση με την αμεσότητα ή όχι των πληροφοριών. Βέβαια εκτός από την καταγραφή είναι επιβεβλημένη η ανάγκη για την ταξινόμηση και αρχειοθέτηση αυτού του υλικού όσο και άλλου, που θα προκύψει από ανάλογες καταγραφές. Η εφαρμογή της μεθο-δολογίας της προφορικής ιστορίας (oral history) είναι απόλυτη αναγκαία στην περίπτωση αυτή και σε μία εισήγηση σχετικά με τις δύσκολες συνθήκες των δεκαετιών του ’40 και του ΄50 έγινε μία προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή17. Το υλικό αυτό μπορεί να αποτελέ-σει ένα αξιόλογο corpus προφορικών μαρτυριών, ένα είδος τράπεζας πληροφοριών, που μπορεί να καταγραφεί ηλεκτρονικά για να είναι ευκολότερα προσπελάσιμο από κάθε ενδι-αφερόμενο. Το δεύτερο ζήτημα, το ενδιαφέρον δηλαδή για την αναζήτηση των όρων της συνο-μιλίας ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία των μελών της τοπικής κοινωνίας και στο γενικότε-ρο κοινωνικο – οικονομικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συν-διαμορφώνονται τα τοπικά πολιτισμικά πρότυπα, μπορεί να αποτελέσει μία από τα πιο ενδιαφέρουσες προο-πτικές των τοπικών ιστορικών μελετών ιδιαίτερα σε ζωντανές ακόμα κοινότητες, όπως εν προκειμένω της Μηλιάς, αλλά και αρκετών ακόμα κοινοτήτων των Πιερίων και του Ολύ-μπου. Νέες θεματικές περιοχές έρευνας μπορούν τότε να αναδυθούν, όπως ο τόπος ως βι-ωμένη εμπειρία μέσα από τα υλικά κατάλοιπα της καθημερινής ζωής, η μελέτη των νοο-τροπιών, όπως αυτές εκφράζονται στην τέχνη στις διάφορες εκφάνσεις της («λαϊκή», κο-σμική, θρησκευτικής), η συγχρονική και διαχρονική μελέτη των κοινοτικών θεσμών, η γλώσσα ως έκφραση της συλλογικής εμπειρίας της κοινότητας κ.λ.π. Πιστεύουμε ότι στην περίπτωση αυτή θα συνεχίσει να βρίσκει ανταπόδοση ο στό-χος που διατυπώνει στον πρόλογο του τόμου ο ακούραστος φίλος και πρόεδρος του Συλ-λόγου ο Γιώργος Χανδόλιας, στόχο τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «ρομαντικό» -εμείς θα τον ονομάζαμε μάλλον ως το μόνο ρεαλιστικό- ότι η προσπάθεια για την έκδοση βιβλί-ων σχετικά με τη μηλιώτικη ιστορία αποσκοπεί «[σ]την οικοδόμηση, στο μέτρο του εφι-κτού, πολιτιστικής και εθνικής αυτογνωσίας»18 και νομίζω ότι οι απόψεις αυτές εκφράζουν στο σύνολό τους και τις προσδοκίες της δυναμικής τοπικής κοινωνίας. Ως υστερόγραφο θα ήθελα να σας μεταφέρω την αίσθηση που ένιωσα, όταν πριν από μερικά χρόνια συμμετέχοντας σε μια ερευνητική αποστολή, επισκέφθηκα το ναό του αγίου Γεωργίου της Μεσαίας Μηλιάς. Η ησυχία του χώρου μέσα στη φυσική αγκαλιά του πιερικού δάσους, το επιβλητικό και λιτό εσωτερικό του τρίκλιτου ναού με το πολύχρωμο ξυλόγλυπτο τέμπλο, το αγίασμα που έρεε κάτω από το δάπεδο γι΄ αυτούς βέβαια που έχουν

αυτιά να τ΄ ακούσουν, προξενούσαν ένα δυνατό αίσθημα διαύγειας και καθαρότητας. Ο-μολογώ ότι την ίδια αίσθηση αποκόμισα όταν διάβασα πολλές από τις εισηγήσεις του πα-ρόντος τόμου, μία αίσθηση, η οποία πιστεύω ότι πηγάζει από τη ζωντανή κατάθεση της προσωπικής και βιωμένης ιστορικής μνήμης. 1 Παρθένιος Επίσκοπος Κίτρους, Περιγραφή Επισκοπικής Περιφέρειας Κίτρους επί Τουρκοκρατίας, φωτοτυ-πική έκδοση της αρχικής έκδοσης από το Βιβλιοπωλείο Ο Φάρος – Β. Βρούζος, [Κατερίνη 1986], εν Αθήναις 1918, σ. 93 – 94. 2 Για την πορεία των ιστορικών σπουδών τους αιώνες 19ο και 20ο βλ. ενδεικτικά Τουλιάτος Σπ., Θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα προσέγγισης της Ιστορίας, Σεμινάριο 21, Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, Αθήνα 1999, σ. 156 – 172. 3 Παρατίθεται στο Jacques Le Goff, Ιστορία και μνήμη, μετάφρ. Γ. Κουμπουρλής, Αθήνα 1998, σ. 153, βλ. και Γαζή Έφη, Η ιστορία στην δημόσιο χώρο, στο Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στη Μουσειακή Αγωγή, επι-μέλεια Γ. Κόκκινος, Ευγενία Αλεξάκη, Αθήνα 2002, σ. 49. 4 Γραμμένος Κ. Νίκος [γιατρός], Η Μηλιά, σ. 33 των πρακτικών. 5 Κυριακίδου – Νέστορος Άλκη, Τα παραλειπόμενα ενός διαλόγου για την παράδοση, Αντί 133 (1979). 6 Στον τόμο των πρακτικών οι εισηγήσεις σε γενικές γραμμές παρατίθενται με βάση τη χρονική περίοδο που πραγματεύονται χωρίς την ένταξή τους σε ενότητες. 7 Βέλκος Γρηγόριος, Νεότερα στοιχεία για την κλεφταρματολική οικογένεια των Λαζαίων, σ. 57 – 91 των πρακτικών. 8 Βλ. ενδεικτικά σ. 92 των πρακτικών. 9 Μαρκή Ευτέρπη, Αρχαιότητες και μνημεία. Τοπογραφία της ευρύτερης περιοχής της Μηλιάς Πιερίας, σ. 49 – 56 των πρακτικών. 10 Ντούρος Ι. Γιώργος, Το κοινοτικό Δάσος Μηλιάς, σ. 291 – 313 των πρακτικών. 11 Για το ζήτημα των πολιτιστικών νοοτροπιών στην ιστορία, βλ. Le Goff, Οι νοοτροπίες: μια διφορούμενη ιστορία, στο Το έργο της Ιστορίας, (επιμ.) Le Goff - R. Nora, μετάφρ. Κ. Μιτσοτάκη, Αθήνα 1975, τ. 1, σ. 316 – 338. 12 Για τη σημασία των διαβατήριων εθίμων, βλ. ενδεικτικά Σκουτέρη – Διδασκάλου Ν., Λαογραφία και κοι-νωνική ιστορία. Προσεγγίσεις στη νεοελληνική παραδοσιακή κοινωνία (το παράδειγμα του βορειοελλαδικού χώρου τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας) σημειώσεις, Α.Π.Θ., Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Νεότερης Ιστορίας και Λαογραφίας, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 19. 13 Παπαδοπούλου – Δουγά Ευανθία, Παρατηρήσεις στο γλωσσικό ιδίωμα της Μηλιάς, σ. 243 – 254 των πρα-κτικών. 14 ό.π., σ. 251 - 252 15 Κυριακίδου - Νέστορος Α., Λαϊκός Πολιτισμός: Λαϊκή και λόγια παράδοση, Πηγές για το λαϊκό πολιτισμό της Τουρκοκρατίας, στο Ελλάδα. Ιστορία και Πολιτισμός, εκδ. Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 276. Για τα ζητήματα αυτά βλ. επίσης André Loroi – Gourhan, Η Ιστορία χωρίς κείμενα, στο Encyclopédie de la Pléiade, Ιστορία και Μέθοδοί της, τόμος Β’: Μεθοδική αναζήτηση των μαρτυριών, τεύχος 1: Παραδοσιακές βοηθητικές επιστήμες. Εικονιστικές μαρτυρίες, Διεύθυνση: Charles Samaran, [Paris 1961], μετάφραση: Σ. Συμεωνίδης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1985, σ. 53 – 62 και Σκουτέρη – Διδασκάλου Ν., Η αν-θρωπολογία σε κρίση: Σημεία καμπής και θεωρητικά αδιέξοδα, μέρος Α’ – Β’, Ο Πολίτης 30 (1979) και 31 (1979). 16 Κυριακίδου - Νέστορος Α., Λαϊκός Πολιτισμός: Λαϊκή και λόγια παράδοση, Πηγές για το λαϊκό πολιτισμό της Τουρκοκρατίας, ό.π., σ. 277. 17 Βλ. Πούλιος Κ. Γιάννης, Τα δύσκολα χρόνια της 10ετίας ’40 – 50, σ. 103 -121 των πρακτικών. 18 Σημείωμα του εκδότη [ενν. του επιμελητή Γιώργου Μ. Χανδόλια], σ. 8 των πρακτικών.