Download pdf - Exei rezerva to oneiroa

Transcript
Page 1: Exei rezerva to oneiroa
Page 2: Exei rezerva to oneiroa

2

Σ’ αυτούς, που χρωστώ µια συγγνώµη. Σ’ εκείνους, που οφείλω µια ΄΄µάχη΄΄.

Page 3: Exei rezerva to oneiroa

3

∆ύο λόγια πριν….

Ας πούµε κάτι σαν απολογία …του Σωκράτη.

Άµα καταπιάνεσαι µε κάτι χωρίς να είσαι ειδήµων, νοιώθεις την ανάγκη να πεις το ΄΄γιατί΄΄. Ιδιαίτερα όταν δεν είσαι συγγραφέας τότε όποιον ταλαιπωρείς µε τα γραφόµενά σου θέλει τουλάχιστον να ξέρει το λόγο. ∆υσκολεύοµαι να δώσω εξηγήσεις, γιατί καταπιάστηκα µε τούτη τη ΄΄συγγραφή΄΄. Ίσως να φταίει αυτή η συνταξιοδότηση που είναι χειρότερη απ’ τα γενέθλια, ίσως η εποχή µας που σκοτώνει τα παραµύθια.

Ίσως πάλι µια ΄΄γεροντίστικη΄΄ αφέλεια να θεωρείς τη ζωή σηµαντική και άξια, αν τη ζήσεις έντιµα. Μπορεί να ’ναι κι εκείνες οι ατέλειωτες συναντήσεις στην Καισαριανή, στην πλατεία, στα ΄΄Ξύλινα΄΄, στα ταπεινά καφενεδάκια, οι ατέλειωτες κουβέντες µε τον παππού Θόδωρο, µε ούζο και µεζεδάκι και κάτι δειλά δάκρυα, µε θυµούς και οργή και άντε πάλι σχέδια και όνειρα, εµείς οι αµετανόητοι, οι γραφικοί. Πρόθεσή µου δεν είναι, ούτε διήγηµα να γράψω, ούτε ιστορία να κάνω, ούτε ΄΄µηνύµατα΄΄ να στείλω, ούτε κάποιους να ΄΄νουθετήσω΄΄, αν και κάποιους µπορεί να τους στενοχωρήσω.

Ε, κάτι θα ’ναι κι αυτό, γι αυτούς. Απλά, θέλω να κρατήσω ζωντανά, κάποια ΄΄ανθρωπένια παραµύθια΄΄, µήπως και µπορέσουµε να δώσουµε δύναµη στη µνήµη και νοιώσουµε λίγο άβολα στον καναπέ µας, µήπως και ξεβολευτούµε λίγο από τη νιρβάνα της ΄΄αλήθειας΄΄ µας κι αρχίσουµε ν’ αµφισβητούµε και να ψάχνουµε και να πιστεύουµε ξανά στα όνειρα.. Βάσανα δηλαδή του µυαλού και της ψυχής καταθέτω. Τελικά, νοιώθω πως πρόκειται για µια εξόφληση ΄΄οφειλής΄΄ σ’ όλους εκείνους, ζωντανούς και πεθαµένους, που φτιάχνουν Ιστορία και Ήθος κι’ ένα ΄΄συγγνώµη΄΄ σ’ όλους εκείνους που πόνεσαν από µικρούς και ταπεινούς. Κι από µένα. Εντάξει, ότι ζήσαµε, δικά µας είναι όλα

Καλά και άσχηµα. ΄΄∆εν θα βάλουµε όµως και τα κλάµατα΄΄, όπως λέει κι ο Θόδωρος. Μπορούµε όµως να βάλουµε λίγο από την ψυχή και την ελπίδα µας, για να γίνει ο κόσµος καλύτερος. Νάχουν να γράφουν τα παιδιά καλύτερα παραµύθια, νάχουν να θυµούνται όµορφα Ουράνια Τόξα, να µην τους πληγώνουν, Κατέχοντες, Έχοντες, Ηγέτες και Τείχη. Γιατί τούτον τον κόσµο, κανένας Θεός δεν τον έφτιαξε και κανένα διάβολο δεν θ’ αφήσουµε να τον χαλάσει. Είναι δικός µας και προίκα των παιδιών µας.

Page 4: Exei rezerva to oneiroa

4

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το προσφυγάκι

Ο µπάρµπα Θόδωρος είναι περίεργος άνθρωπος. ∆ύσκολος. Τρυφερός και απότοµος, διαλεκτικός και απόλυτος,

ασπούδαχτος και µορφωµένος, πειραχτήρι και συµπονετικός. Όλο αντιφάσεις. ∆ηλαδή ξεχωριστός άνθρωπος. ∆εν είναι τυχαίο πως ο Θόδωρος Κουλίτσος – αυτό είναι το

όνοµά του σήµερα- ούτε Θόδωρος ούτε Κουλίτσος λέγεται. Κώστας Νικολαίδης είναι τ’ όνοµα του το πραγµατικό. Μεγάλη ιστορία το γιατί τ’ άλλαξε.

Γεννήθηκε στη Σµύρνη, σε µια γειτονιά πίσω από την Αγία Φωτεινή. Φωτεινή λέγαν τη µάνα του και τη µια του κόρη.

Ο πατέρας του Βάσκος, ήρθε από την Ισπανία στη Σµύρνη καταπιάστηκε µε τα καπνά, πρόκοψε, έδινε ψωµί και σε Τούρκους. Τον αγαπούσε όλος ο µαχαλάς.

Η µάνα του η κυρά-Φωτώ, όµορφη κι έξυπνη γυναίκα, από καλή οικογένεια µε ρίζες απ’ την Πόλη.

Λέει πως γεννήθηκε το ΄19. Τον πιστεύω, όµως µπορεί να κρύβει και κάνα χρόνο. Μόλις τριών χρονών παιδάκι τον βρήκε η καταστροφή του ΄22.

Ούτε που γνώρισε καλά – καλά πατέρα και µάνα, τους χάνει και τους δύο µέσα στο χαµό της Σµύρνης και βρίσκεται µόνος στο λιµάνι της πόλης. Τον είδε ένας Έλληνας φαντάρος, παλιοελλαδίτης, ασπροµάλλης. Βάζει µια ψεύτικη καµπούρα, τον περιµαζεύει, αρπάζει κι άλλα δύο παιδάκια, παριστάνει το γέρο, σαλτάρουν σ’ ένα πλοίο και νάσου ο Θόδωρος στον Πειραιά. Τι να κάνει τα παιδιά ο φαντάρος, τ’ αφήνει.

Τον Θόδωρο τον αφήνει σ’ ένα καφενέ στα Πατήσια. Μόνος τριών χρόνων, πλαντάζει στο κλάµα, κοιµάται στα τραπέζια του καφενέ, παθαίνει κήλη από το κλάµα. Είναι 3-4 χρονών.

Συµπονετικός ο καφετζής τον φρόντισε, του έδινε και φαγητό-νάναι καλά- κι αργότερα ο Θόδωρος βρίσκει και τη µάνα του.

Συµµαζεύει η κυρά Φωτώ αναµνήσεις, τα κοµµάτια της , το Θόδωρο και την περηφάνεια της και ψάχνει να βρει απάγκιο.

Page 5: Exei rezerva to oneiroa

5Μια παρακόρη της, είναι στην Καισαριανή κι ανηφορίζει

προς τα ’κει. ∆εν έχει που αλλού να πάει. Στην αρχή σε αντίσκηνο, µετά πια σε παράγκα! Τσαλίµια της ζωής… Η φτώχια κι η πείνα περίσσευαν στη Καισαριανή. Το φαί

δύσκολα βρισκόταν στην κατσαρόλα, το ίδιο και το νερό. Για να πιεις, να πλυθείς, έπρεπε να σταθείς ώρες στην ουρά εκεί στο ΄΄Βρυσάκι΄΄ στη Φορµίωνος στο Παγκράτι και µετά χιλιόµετρα δρόµο να κουβαλάς τους τενεκέδες πίσω στην παράγκα, στο 7ο τετράγωνο της Καισαριανής.

∆υστυχία σκέτη. Πιο πολύ απ’ τη φτώχια βάραινε τους ανθρώπους ο ξεριζωµός,

η προσφυγιά, η πατρίδα που χάθηκε. Ας είναι. Σιγά – σιγά οι άνθρωποι άρχισαν να στέκονται στα πόδια τους.

Ψευτοµεροκάµµατο, ψευτοεµπόριο. Φτωχικά, όµως χωρίς µιζέρια και η ελπίδα ζωντανή ακόµα.

-Άντε και καλή πατρίδα, ήταν η ευχή κάθε µέρα. Έχουν µια παλληκαροσύνη και πείσµα για ζωή, οι

΄΄καταφρονεµένοι΄΄ όπου γης… Ο φτωχοµαχαλάς άρχισε να συµµαζεύεται. Νοικοκυρεύτηκαν τ’ αντίσκηνα, φτάχτηκαν παράγκες,

κατέλαβαν οι Βουρλιώτες και κάτι χτήµατα της Βασίλισσας, άρχισαν αργότερα να φυτρώνουν και τα πρώτα πλινθόκτιστα.

Ρίζωναν για τα καλά οι προκοµµένοι Μικρασιάτες στην Καισαριανή, ανδρώνονταν κι αυτή µαζί τους.

Άρχισαν να πληθαίνουν κι οι καφενέδες στη συνοικία. Του Γιάννη του Κολυµπητή, η παράγκα τ’ Αλέξη του κουτσού,

του µπάρµπα – Κώστα του Ρήγα, του Νίκου του Καραφά. Οικοδόµοι, άνεργοι οι περισσότεροι θαµώνες και κάποιοι

µπαρµπάδες στεγνοί κι’ αµίλητοι. Πολλές φορές, η προσφυγιά µιλά µε τη σιωπή. Προς τα Κουπόνια, τέρµα της Πανιωνίου, ο καφενές του κυρ-

Νίκου του Κιορπέ. Το ίδιο σκηνικό κι εδώ. Καφεδάκι, µισό τσιγάρο, αναµνήσεις, αναλύσεις κι

ερωτηµατικά, ΄΄γιατί άµα βρέχει πληµµυρίζουν οι Τζιτζιφιές κι όχι το Κολωνάκι ΄΄ κι άλλα τέτοια.

Μια στάλα ανάσας δηλαδή από το ξεθέωµα της µέρας και τις τυραννίες της θύµησης, αλλά και κέντρο αντίστασης αργότερα, ο καφενές τους Κιορπέ.

΄΄Στρατηγείο του ΕΛΑΣ΄΄ ήταν αυτός ο καφενές, λέει ο Θόδωρος και δεν έχει κι άδικο.

Page 6: Exei rezerva to oneiroa

6Απ’ αυτό το καφενείο, ξεκινούν οι οµάδες του Αντώνη

Αραµπατζή, του Νίκου Τζανετή, του Λεωνίδα Σιδέρη, του Θόδωρου. Απ’ το ΄΄Στρατηγείο΄΄ ξεκινά στις 16 Ιούνη του ’44 ο Απόλλων

∆αυλάκος, µε τα παλληκάρια του για τη µεγάλη θυσία, όταν αυτοκτόνησε όλη η οµάδα σαν τους τελείωσαν τα πυροµαχικά. Εδώ είχε ΄΄στρατοπεδεύσει΄΄ ο Καπετάνιος του Τάγµατος, ο καπετάν- Γιάννης, Ορέστης Μακρής.

Σήµερα δεν υπάρχει. Πάνε αυτά πια. Που αντίσταση σήµερα, και που ώρα για ανάσα και αναλύσεις. Αποξένωση. Εκεί πρωτοεµφανίστηκε ο πρώτος αγκιτάτορας, ο Μήτσος ο

γαλατάς. ∆ηµήτρη Στραυρόπουλο τον έλεγαν. Άφηνε το γάλα, άρχιζε την προπαγάνδα, πωλήσεις µηδέν κάθε µέρα. Όµως ο λόγος του έβρισκε έδαφος στους τυρανισµένους της Καισαριανής. Ο Θόδωρος τα ρούφαγε τα λόγια του κι εκείνος υποµονετικός και πεισµατάρης κάθε µέρα στο καθήκον κι ας του χύναν το γάλα, τα παιδιά.

-∆εν πειράζει, θα καταλάβουν κάποτε πως µιλώ για το δίκιο τους, έλεγε.

-Φταίει το Κράτος για τη φτώχεια, την ανεργία, για όλα όσα τραβάµε. Το Κράτος και η κοινωνία τους. Αυτοί φταίνε. Ακόµα και για τον τεµπέλη το Μανώλη, αυτοί φταίνε. Όµως όλα αυτά µπορούµε εµείς να τ’ αλλάξουµε.

Το ’44, ο Μήτσος ο γαλατάς, κατηγορήθηκε για κατασκοπία, πέρασε στρατοδικείο , κρατήθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας κι αργότερα εκτελέστηκε.

------------------------ Τα ’θελε τα γράµµατα ο Θόδωρος. Βρέθηκε µια θειά του που είχε τον τρόπο της και τον στέλνει

σ’ ένα σχολείο ενός παπά, στο Παγκράτι στην οδό Αµασίας κι’ αργότερα στου Λυµπερόπουλου. Παπάς ήταν κι’ αυτός.

Πέθανε η θεία, πάει η χορηγία, πάνε και τα γράµµατα , αν και είχε φροντίσει κι’ ο Θόδωρος να ξεµπερδέψει µε τα σχολειά µια και καλή.

Μοιράζει µια µέρα τρυκ της ΟΚΝΕ στο σχολείο, τον πιάνουν, τον διώχνουν απ’ όλα τα σχολιά, τον πάνε στο Τµήµα και τον κάνουν µαύρο στο ξύλο.

Πάει η κυρά Φωτώ, η µάνα του, στον Αστυνόµο. -Άδικα τον χτυπάτε κυρ-Αστυνόµε. Αυτόν δεν τον δέρνει ο

νους, τι να κάνετε εσείς… Είχε πάρει το δρόµο του ο Θοδωράκης. Τέρµα οι … σπουδές. Τώρα ήταν η ώρα της Επανάστασης. Άµα είναι γραφτό σου, ότι είναι να γίνει θα γίνει. Έτσι λένε κι έτσι φαίνεται πως είναι.

Page 7: Exei rezerva to oneiroa

7 Ο Άγιος Παντελεήµων

Ο Θόδωρος από µικρός, µέσα σ’ όλα. Όπου αγώνας και κινητοποίηση, πρώτος . Όπου αδύναµοι διεκδικούσαν, παρών. Προπολεµικά, τα παπούτσια ήταν χειροποίητα. Όµως και τότε η

φτώχεια, φτώχεια και η ανεργία, ανεργία και ο µόνος τρόπος ν’ αντισταθεί ο εργάτης, η απεργία. Όπως πάντα.

Έτσι ήταν κι έτσι θα ’ναι για πολύ ακόµα. Τρίτη µέρα λοιπόν της απεργίας των τσαγκαράδων της Αθήνας

κι οι τσαγκαράδες σε απόγνωση. ∆εν άντεχαν το χάσιµο του µεροκάµατου. Η ΄΄Εργατική Βοήθεια΄΄ κάνει έρανο για να τους στηρίξει και

τα συνεργεία αµολιούνται στην Αθήνα να µαζέψουν ότι µπορούν. Ο Θόδωρος εκεί να βοηθήσει. Βρίσκει τον µπάρµπα – Αντρέα Οικονοµίδη και πάνε µαζί στο

συνδικάτο των τσαγκαράδων να καταθέσει ο µπάρµπα – Αντρέας ότι µάζεψε.

Το συνδικάτο, ήταν τότε στην πλατεία ∆ηµαρχείου - τη σηµερινή πλατεία Κοτζιά ή Εθνικής Αντίστασης.

Ήταν εκεί κι ο υπεύθυνος της ΄΄Εργατικής Βοήθειας΄΄ , ένας καλός αγωνιστής, ο Σίµος Καραγκίτσης, που έµοιαζε πιότερο για ∆εσπότης, παρά για επαναστάτης.

Κατά το µεσηµέρι, άρχισαν να έρχονται τα συνεργεία και να καταθέτουν ότι µάζεψαν.

Άλλοι 100 δραχµές, άλλοι 80 και κάποιοι 200. Ο µπάρµπα – Αντρέας, όλο και κορόϊδευε. - Σιγά τα λεφτά. - Τόσα λίγα ; - Καλά µόνο τόσα ; - Έλα Αντρέα, να δούµε τι ψάρια έπιασες και συ, λέει ο

Καραγκίτσης. Χαµογελά ο Αντρέας, χώνει το χέρι στην τσέπη, βγάζει µια

χούφτα φραγκοδίφραγκα . - Μέτρα σύντροφε. - Σιγά ρε Αντρέα , τα λεφτά. Ξανά το χέρι στην τσέπη και ξανά και ξανά. Βάζει το χέρι και στην µέσα τσέπη, να και πενηντάρικα και

κατοστάρικα. Τρελάθηκαν όλοι τους.

Page 8: Exei rezerva to oneiroa

8-∆εν πιστεύω να ’κανες καµιά βλακεία και να βρούµε

κανένα µπελά. - Σύντροφοι, κανείς να µη πειράξει τίποτα, πριν να µας πει ο

Αντρέας που τα βρήκε, λέει ο Καραγκίτσης. - Σύντροφοι, ούτε έκλεψα, ούτε πούλησα τίποτα. Μου τα

’δωσε ένας Άγιος για τους απεργούς και δεσµεύτηκα να µην πω τ’ όνοµα του. Το δέχτηκα . Από ’δω και πέρα και να µε διαγράψετε, δεν πρόκειται να σας πω που τα βρήκα.

Το σκέφτηκαν από ’δω, το είδαν από ’κει παίρνουν τα λεφτά για τους απεργούς.

Παίρνει κι ο Αντρέας τον Θόδωρο και τραβάν ποδαράτο για Καισαριανή. Στο Ζάππειο, κάθονται να πάρουν µία ανάσα.

Άκου τώρα εσύ Θόδωρε που καταλαβαίνεις. Θα σου πω που βρήκα τα λεφτά, αλλά τσιµουδιά, έτσι ; λέει ο Αντρέας , του κλείνει πονηρά το µάτι κι αρχίζει το …παραµύθι: Προχθές, είδα ολοζώντανο στον ύπνο µου τον Άγιο Παντελεήµονα και µου λέει :

- Παιδί µου αύριο έχω τη γιορτή µου. Έλα σε µένα κι εγώ θα σου δώσω για τους απεργούς.

- Κατάλαβα τα λόγια του Αγίου, πάω στην οδό Αθηνάς, παίρνω µία εικόνα του, πάω στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήµονα στην οδό Αχαρνών, τη στήνω, βάζω ένα κουτί από κάτω και στήνοµαι.

Έρχονται οι καλοί χριστιανοί, ο Άγιος τους έλεγε για τις οικογένειες των απεργών κι εκείνοι έριχναν στο κουτί ότι µπορούσαν.

Κατά το µεσηµεράκι, ο Άγιος µου λέει: - Αρκετά παιδί µου Αντρέα. Άντε τώρα στους απεργούς

τσαγκαράδες να τους τα δώσεις και κουβέντα για ότι έγινε. -Κατάλαβες τώρα Θόδωρε γιατί δεν είπα τίποτα στον

Καραγκίτση; Γιατί είναι άθεος κοµµουνιστής και δεν πιστεύει, και του ’κλεισε για µια ακόµα φορά το µάτι πονηρά.

Άντε τώρα , να τα βάλεις µε τους αγίους και να πεις πως δεν έγιναν τα πράγµατα έτσι.

Page 9: Exei rezerva to oneiroa

9

Οι πρώτοι δάσκαλοι ∆ίπλα στην παράγκα του Θόδωρου, ήρθε κάποτε να µείνει σ’

ένα κουζινάκι 2 χ 3 µια οικογένεια από την Ξάνθη. Η κυρά Καλλιόπη κι ο κυρ-Θόδωρος µε τα δυό τους παιδιά, την

Ελευθερία και την Ειρήνη. Κοµµουνιστές οι άνθρωποι, ψάξε να βρεις ποιός τους κυνηγούσε και γιατί, ήρθαν στην Καισαριανή.

Μα και µόνο τα ονόµατα των παιδιών τους, ήταν αρκετός λόγος αυτή την εποχή για να τους κυνηγήσουν.

Άκου Ελευθερία και Ειρήνη! Η κυρά Καλλιόπη, όµορφη γυναίκα, µάζευε τα παιδιά και τα

µάθαινε παιδικά τραγουδάκια. Όµορφα τραγούδια, µα παράξενα. Ακόµα και σήµερα όταν σιγοτραγουδά ο Θόδωρος ΄΄για τη

χιλιάκριβη τη λευτεριά΄΄, τούρχεται στο νου η όµορφη κοµµουνίστρια η κυρά Καλλιόπη.

Ο κυρ-Θόδωρος ήταν σοβαρός. Μαύρος, άσχηµος, όµως ευγενικός και καλοσυνάτος. Μόλις ερχόταν σπίτι, τα παιδιά φεύγαν. Τον φοβόταν, έτσι χωρίς λόγο.

Μια µέρα φωνάζει τον Θοδωράκη κοντά του, τον φιλά στο κεφάλι και του λέει.

-Μη φεύγεις όταν µε βλέπεις. Εµείς για τα παιδιά πασκίζουµε, και του δίνει µια καραµέλα.

Είχαν γίνει φίλοι, ήταν συνονόµατοι, έκαναν και κουβέντα. Του ’λεγε ο κυρ-Θόδωρος: ΄΄Ότι έχουµε δεν είναι δικό µας, είναι όλων. Πρέπει να το

µοιραζόµαστε µε τους ανθρώπους, πρέπει να παλεύουµε για το δίκιο των ανήµπορων, πρέπει να ’ναι ο κόσµος όπως µια παρέα φίλων΄΄ και άλλα τέτοια.

Ο Θόδωρος, µ’ ανοιχτό το στόµα και πιο ανοιχτό το µυαλό του, τα ρουφούσε τα λόγια αυτά.

Ο κυρ-Θόδωρος πουλούσε λαχανικά στη λαϊκή. Μια µέρα γύρισε πολύ νωρίς σπίτι. Η κυρά Καλλιόπη µόλις τον είδε ταράχτηκε, παραπατά και σπα το τσουκάλι που έβραζε. Μεγάλη ζηµιά, πάει το φαϊ.

Εκείνος την αρπάζει στα χέρια : -Καλλιόπη µου έπαθες τίποτα ; Άσε τη ζηµιά είσαι καλά; Τη βάζει σε µια καρέκλα, τη φιλά, της λέει να µη

στεναχωριέται. Με µια τρυφεράδα, αυτός ο άγριος…. Έφυγαν από την Καισαριανή ξαφνικά χωρίς αντίο, ποιός ξέρει

για που.

Page 10: Exei rezerva to oneiroa

10Ο Θόδωρος συνάντησε τον κυρ-Θόδωρο το ΄44 στη

Φιλελλήνων. -Μαθαίνω Θοδωράκη για σένα και χαίροµαι σα να ’σαι παιδί

µου. Έφυγα βιαστικά, γιατί εκείνη τη µέρα µε κυνήγησαν κάτι αστυφύλακες. Χαρτιά, ταυτότητες ήταν όλα ψεύτικα. ∆εν µε σήκωνε πια η γειτονιά . Ήταν τυχερός ο Θόδωρος µε τον πρώτο του ΄΄δάσκαλο΄΄. Όµορφος άνθρωπος, αν και κακοµούτσουνος. ------------------------

Στα 15 – 16 του χρόνια ο Θόδωρος, έχει ένα άλλο συναπάντηµα που θα τον σηµαδέψει για πάντα.

Πριν τη δικτατορία του Μεταξά συνδέεται µε την οικογένεια του Πύρρου Οικονοµίδη. Μικρασιάτες πρόσφυγες ,µε καταγωγή από τη Χειµάρα. Ο Πύρρος, η γυναίκα του η Πελαγία, ο αδερφός του Πάνος και η χήρα µάνα τους, η κυρά Μαρία. Έντιµοι άνθρωποι, καλοί κοµµουνιστές, µέλη του ΚΚΕ. Ήταν σχεδόν οι µόνοι απ’ την Καισαριανή, ο Πύρρος και ο Πάνος, που είχαν πάει Πανεπιστήµιο. Μεγάλη υπόθεση.

Ο Θόδωρος γίνεται φίλος µε την οικογένεια, σχεδόν µέλος της. Του στάθηκαν πολύ, ιδιαίτερα ο Πύρρος. Ο αδερφός του

εκτελέστηκε στην κατοχή σαν υπεύθυνος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου. Παρανοµία, συλλήψεις, βασανιστήρια, φυλακές, εξορίες και ότι

βάζει ο νους σου, ήταν η ζωή του Πύρρου. Στη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας, ο Ζαχαριάδης

αποφασίζει να στείλει τον Πύρρο στην Κοµµατική Σχολή στη Μόσχα. Κρύβεται σ΄ ένα ντεπόζιτο µε νερό στο σοβιετικό πλοίο που θα

τον µετέφερε κι αναπνέει µ’ ένα καλάµι, ώρες κι ώρες. Λίγο πριν ξεκινήσει το πλοίο, σαλτάρει η Ασφάλεια, ντουγρού στο ντεπόζιτο και συλλαµβάνεται.

Βρώµικη υπόθεση και ποτέ δεν µαθεύτηκε ο καταδότης. Από εξορία, σ’ εξορία κι από φυλακή σε φυλακή, τον πάνε

στην Ακροναυπλία και από κει στις φυλακές της Κέρκυρας. Κάνει δήλωση και βγαίνει. Κανείς δεν ξέρει το γιατί και το πώς. Αργότερα δουλεύει στην Εθνική Αλληλεγγύη της Καισαριανής. Έµπειρο στέλεχος, βάζει τάξη και η Εθνική Αλληλεγγύη,

γίνεται η πολυπληθέστερη οργάνωση της περιοχής. Τότε ο Γραµµατέας της Κοµµατικής Οργάνωσης Καισαριανής

τον καταγγέλλει στο Κόµµα ΄΄για έντονη δραστηριότητα και ύποπτο ζήλο!΄΄

Page 11: Exei rezerva to oneiroa

11Φεύγει κι απο κει και µετά την ήττα του ΕΛΑΣ, φεύγει κι

από την Αθήνα, κυνηγηµένος από το κόµµα του. Αν δεν επέµβαιναν κάποιοι παλιοί σύντροφοι του, θα τον είχαν εκτελέσει.

Καταφέρνει µετά από χρόνια, να σταθεί στα πόδια του και κάτι να κάνει. Ένα σπιτάκι στο Παγκράτι, µια υπόγεια αποθηκούλα µε ηλεκτρικά, κι ένα αυτοκινητάκι. Παίρνει µια µέρα την Πελαγία του και µια συντρόφισσα, µέλος του Κόµµατος, να τις πάει βόλτα.

Έγινε ατύχηµα, ο Πύρρος και η Πελαγία σκοτώνονται. Όµως η ΄΄συντρόφισσα΄΄ ζητά µε αγωγή αποζηµίωση για µικροτραυµατισµό.

Πάει το διαµερισµατάκι, πάει και το µαγαζί, µένουν τα παιδιά του στο δρόµο. Λες κι αυτό το ΄΄συντροφικό ΄΄ κυνηγητό δεν έπρεπε παρά να τελειώσει έτσι. Του στάθηκαν του Θόδωρου ο Πύρρος και η Πελαγία, σαν αδέρφια κι’ ακόµα καλύτερα. Μετά από φυλακές, εξορίες, ανακρίσεις, στο σπίτι τους έβρισκε ο Θόδωρος βοήθεια κι’ αγάπη. Όταν αποφυλακίστηκε απ’ του Χατζηκώστα, στο σπίτι του Πύρρου πρωτοπήγε κι’ αυτός, του ’δωσε το µοναδικό κουστούµι που είχε. - Πάρτο, εσύ το χρειάζεσαι τώρα. Εγώ τι να το κάνω; Γι αυτό λέω, πως ήταν τυχερός άνθρωπος ο Θόδωρος. Κι’ αυτός, το παραδέχεται. --------------------

Ο Πύρρος οργανώνει το Θόδωρο γύρω στα 1935 στην ΟΚΝΕ.

Εκεί γνωρίζει έναν άλλο καλό άνθρωπο, καλό κοµµουνιστή, που ήταν ο πρώτος του καθοδηγητής.

Τον Κώστα τον Βαρουτσή. Σκληρός άνθρωπος, αυστηρός µε τους κοµµατικούς κανόνες. Μαζί µε τον Θόδωρο, µπαίνει στην ΟΚΝΕ κι ο Παναγιώτης ο

∆ουλής, ο ΄΄Μαύρος΄΄ όπως τον έλεγαν. Λίγες φορές τόλµησαν να κοιτάξουν στα µάτια τον Βαρουτσή.

Όχι µόνο από φόβο, µα κι από σεβασµό. Στον πυρήνα αυτόν της ΟΚΝΕ ήταν : Ο Βαγγέλης, ο Τσαγκάρης, που είχε το κασελάκι του έξω απ’

το σπίτι του. Ο Τάσος ο Αρµένης που έτρωγε πάντα το φαγητό του

Τσαγγάρη, γιατί ΄΄Σοσιαλισµός πάει να πει να µοιράζεσαι το φαΐ σου΄΄.

Ο Σπύρος Μήλας. Ο Βασίλης το Ρωσάκι, Ρώσος πρόσφυγας. Και Γραµµατέας τους ο Τάσος ο Αρµένης ή Τζιράϊρ. Ο Θόδωρος ήξερε από κοµµατική δουλειά, γιατί και πριν τον

είχαν οι µεγάλοι για ΄΄αποστολές΄΄.

Page 12: Exei rezerva to oneiroa

12Όµως τώρα είχε πολλά ζόρια και περισσότερο

ποδαρόδροµο. Από τη Γλυφάδα µέχρι τη Σωτηρία, ήταν η 6η Αχτίδα κι έπρεπε

κάθε µέρα µε τα πόδια, πάνω-κάτω να δίνεις και να παίρνεις υλικό κι ότι άλλο.

Μια µέρα στο γυρισµό από Γλυφάδα, κοντά στον Αγ. ∆ηµήτρη, στο ΄΄κοντοπήγαδο΄΄ ο Θόδωρος και ο ΄΄Μαύρος΄΄ κάθονται και πίνουν δύο γκαζόζες, γιατί κόντευαν να στεγνώσουν απ’ τη ζέστη και τον ποδαρόδροµο.

Σαν γύρισαν στην οργάνωση, δίνουν αναφορά στο Βαρουτσή. Όταν όµως φτάνουν στις γκαζόζες, το ξεπερνούν το γεγονός. Τους ρωτά ξανά ο Βαρουτσής :

-Τι έγινε στο ΄΄κοντοπήγαδο΄΄; Αναγκάζονται να πουν πως δώσαν 4 δρχ. κι’ ήπιαν δυό

γκαζόζες. Τσαφ, αστράφτει ένα χαστούκι στο ΄΄Μαύρο΄΄. -Τις 4 δρχ τις έχουν ανάγκη πολλοί σύντροφοί µας που

βασανίζονται. Σκύψαν το κεφάλι αµίλητοι, κατάκοποι απ’ το περπάτηµα όλης

της µέρας και ντροπιασµένοι απ’ το ατόπηµά τους. - Μα σύντροφε διψούσαµε… Τι ήταν να το πει ο Θόδωρος. Ακολούθησε για ώρα µια

ολόκληρη διάλεξη, γιατί τελικά το νερό ξεδιψά περισσότερο απ’ τη γκαζόζα.

∆εν το ξανατόλµησαν. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους πήρε τα πρώτα ΄΄µαθήµατα΄΄ ο

Θόδωρος. Έτσι τελικά διαµόρφωνε πρότυπα, αξίες και προτεραιότητες. Έµαθε ν’ αγαπά τους ανθρώπους και πιστέψτε, θέλει πολύ

δουλειά και βάσανο αυτή η αγάπη. Ήταν τελικά τυχερός.

Άνθρωποι καταδικασµένοι να ’χουν όνειρα και να τα παλεύουν. Αυτοί ήταν η παρέα του πάντα.

Page 13: Exei rezerva to oneiroa

13 Ο Αρης

Ο Θανάσης Κλάρας σηµάδεψε ανεξίτηλα το Θόδωρο. Μέχρι σήµερα. ∆εν ήταν µόνο η κοινή ιδεολογία. Ταίριαζαν και σαν χαρακτήρες. Ντόµπρος κι’ ακριβοδίκαιος ο Αρης, µε όνειρα και πάθος, χωρίς καλούπια στη σκέψη και µε πίστη στον αγώνα, τι να λέµε τώρα… Ξεχωριστός άνθρωπος ο Βελουχιώτης, µε ικανότητες και δυνατότητες, µπροστά από την εποχή του.

Ότι πρέπει δηλαδή για να φάει κάποιος το κεφάλι του, ιδιαίτερα σ’ αυτά τα θλιβερά και ηρωικά χρόνια. Έχουν γραφτεί τόσα για τον Άρη, τι παραπάνω να πεις. Ο Θανάσης Κλάρας, έρχεται στην Καισαριανή περίπου το ’39, βρίσκει το φίλο του Γιάννη Χατζηπαναγιώτου ή ΄΄Φαλάκρα΄΄ κι αµέσως σχεδόν δηµιουργεί µια οµάδα µε άξιους κοµµουνιστές, περίπου 10-12 άτοµα. Ήταν : ο Χατζηπαναγιώτου, ο Μήτσος κι ο Ιγνάτης ∆ρακούλης οι Παγκαλαίοι, τ’ αδέρφια οι Τσάφηδες, ο Βασίλης το Ρωσάκι, ο Θόδωρος, κι άλλοι. Κανένας δε γνώριζε κανέναν, παρά µόνο το ΄΄Φαλάκρα΄΄.

Καλός αγωνιστής και πανέξυπνος άνθρωπος. Είχε πάντα ένα ταγάρι µε το ΄΄Κεφάλαιο΄΄ µέσα κι όλο µονολογούσε: -Ε, ρε τι πάθαµε µε τούτο το ρηµάδι και τι έχουµε να πάθουµε ακόµα… Άδικο είχε; Αρης, Χατζηπαναγιώτου και Θόδωρος, µένουν µαζί και κάνουν στενή παρέα. Ο Θόδωρος γίνεται ο οικονοµικός υπεύθυνος της παρέας. Πρέπει δηλαδή να βρίσκει κάθε τόσο 10-20 δραχµές και µάλιστα να λέει στο ΄΄χορηγό΄΄ µε πολύ επίσηµο τρόπο:

-Θέλω 10 δραχµές δανεικές, τις οποίες δεν πρόκειται να στις επιστρέψω, γιατί ποτέ δεν θάχω λεφτά΄΄.

∆ύσκολη δουλειά, που όµως έκανε µε επιτυχία. Ο πρώτος ΄΄χορηγός΄΄ ήταν η µάνα του η κυρά Φωτώ.

Ο Χατζηπαναγιώτου ήταν υπεύθυνος προµηθειών. Έπρεπε να µοιράσει το δεκάρικο ή το ’κοσάρι. Η δουλειά του ήταν εύκολη γιατί οι προµήθειες ήταν συγκεκριµένες. ∆ιακόσια δράµια ούζο, µια φρατζόλα ψωµί, τσιγάρα, ελιές και παστά, άντε και τυράκι καµιά φορά.

Ο Άρης ήταν οργανωτικός. ∆ουλειά σπουδαία βέβαια, έτσι κι’ αλλιώς. ∆ιεύθυνε τις συζητήσεις!

Page 14: Exei rezerva to oneiroa

14Σχεδόν κάθε βράδυ στην ταράτσα της κυρά Φωτώς,

Ταντάλου 19, ατέλειωτες συζητήσεις, µε οικονοµία στο ούζο και το παστό για να κρατήσουν, γιατί οικονοµία στην κουβέντα και στα όνειρα δεν γίνεται, κι’ ούτε φρένο µπαίνει στο µυαλό που ψάχνει.

Ένα βράδυ του ’40 ο κόσµος του Θόδωρου σωριάζεται. Κάτι σαν αυτό που πάθαµε όλοι µας όταν κατάρρευσε η ΕΣΣ∆. Ο Άρης και ο ΄΄Φαλάκρας΄΄ κάνουν κριτική στον Στάλιν!

Απαράδεκτο. Αδύνατον. Όµως µιλούν πειστικά. Κι αυτό είναι πρόβληµα. Πάντα ήταν. Λένε για τον Στάλιν που ξεπάστρεψε όλα τα στελέχη του

Στρατού κι άφησε ακέφαλο το Σοβιετικό στρατό, λένε πως την πατήσαµε µε το ΄΄σχέδιο µη επίθεσης΄΄ λένε για τόπους εξορίας συντρόφων, για κάτι ΄΄Γκουλάγκ΄΄.

Ο Θόδωρος τάχασε. - Σύντροφοι δεν είναι πρέπον κοµµατικά αυτό. -Θόδωρε είσαι τίµιο παλληκάρι. Είσαι και ξύπνιος. Κάποτε θα

καταλάβεις και συ, λέει ο Άρης ∆εν είπε τίποτα παραπάνω. Όµως στο µυαλό του Θόδωρου

άνοιξε ξαφνικά ένα παράθυρο και µπήκε µια λέξη. Μήπως ; Τα πρωϊνά η οµάδα είχε δουλειά. Τρυκ, προκηρύξεις,

συνθήµατα στους τοίχους, µοίρασµα του Ριζοσπάστη και τέτοια. Μοίραζαν βέβαια τον καλό τον Ριζοσπάστη κι όχι αυτόν του Τυρίµου, της Ασφάλειας.

∆εκάδες προκηρύξεις κυκλοφορούσαν κάθε µέρα. Ξενυχτούσε κάθε βράδυ- ναι κάθε βράδυ- και τις έγραφε µε το χέρι, -ναι µε το χέρι-, η αγωνίστρια Ελπίδα Κουρουνιώτη. Τις άφηνε στο δασάκι, σ’ ένα µέρος συγκεκριµένο, πήγαινε ο Θόδωρος και άρχιζε η διανοµή.

Τι σου είναι η Ελπίδα! Πραγµατικά ήταν σπουδαία συντρόφισσα η Ελπίδα. Παλληκάρι

από τα λίγα, απ’ το ’39 στο κίνηµα. Κάποια στιγµή ένας συναγωνιστής της ΄΄έσπασε΄΄, κάνει ντου η Γενική Ασφάλεια σπίτι της και βρίσκουν τον παράνοµο πολύγραφο. Ενάµισυ µήνα κράτησε η ανάκριση κι’ η Ελπίδα άντεξε.

Στρατοδικείο και η απόφαση αναµενόµενη. ΄΄Εις θάνατον΄΄. Από κει στις φυλακές του Αβέρωφ, της Καλλιθέας και της

Πάτρας. Μαζί της και η κόρη της η Τζούλια, δυο χρονών παιδάκι. Η Ελπίδα δεν έγινε ποτέ µέλος του ΚΚΕ, γιατί η κοµµατική

υπεύθυνη εισηγήθηκε αρνητικά ΄΄διότι είχε εξώγαµο΄΄. Για το παιδί που µεγάλωσε στις φυλακές, µίλαγε. Για άλλη µια φορά από µικροψυχία, το ΚΚΕ έχασε την

Ελπίδα.

Page 15: Exei rezerva to oneiroa

15Μετά από λίγο ο Άρης φεύγει στρατιώτης στη

Μακεδονία, είχε κάνει βλέπεις δήλωση. Ξαναγύρισε όταν κατέρρευσε το µέτωπο και ξαναβρίσκει την οµάδα συγκροτηµένη.

Τα πράγµατα είναι δύσκολα. Ήττα, κατάρρευση, κατοχή και το ΚΚΕ, απαντοχή του λαού, χωρισµένο στα δύο. Μια παλιά Κεντρική Επιτροπή και µια Προσωρινή ∆ιοίκηση, διαβρωµένες και οι δύο από την Ασφάλεια. Γίνονται προσπάθειες για την ανασυγκρότησή του.

Στις 15 Μάη του ’41 ο Άρης καλεί τους συντρόφους του σε µια σύναξη στο δασάκι της Καισαριανής, στα Κουπόνια.

Υπάρχει σήµερα εκεί και µια αναµνηστική πλάκα. Ήταν ο Θανάσης Κλάρας, ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτου, ο

Παναγιώτης ∆ουλής ή Μαύρος, οι Παγκαλέοι Μήτσος και Ιγνάτης, οι Τσάφοι Στέφανος και Μανώλης, ο κουρέας Μήτσος Χαραλάµπους, ο σαπουνάς Θεοδωρίδης, ο Θόδωρος και 1-2 ακόµη παλληκάρια.

Ο Άρης τους µιλά για τον ένοπλο αγώνα. ∆εν µίλαγε. Ονειροβατούσε . Ταξίδευε. -Πως θα πολεµήσουµε σύντροφε , µ’ αγγούρια καλυβιώτικα;

του λέει ο Μανώλης Τσάφος. -Με τα όπλα των προγόνων µας σύντροφοι, µε καρδιά και

πίστη, ανταπαντά. Εκεί και µ’ αυτούς, πάρθηκε η απόφαση για ένοπλο αγώνα. Εκεί στο δασάκι της Καισαριανής. Τελεία και παύλα. Από δω και µ’ αυτούς ξεκίνησε το έπος της Εθνικής

Αντίστασης. Κάθε τι άλλο είναι καπηλεία και παραχάραξη και µε τους

ήρωες , επώνυµους κι ανώνυµους , δεν µπορείς να παίζεις. Το Σεπτέµβρη του ’41, η οµάδα του Άρη µε εντολή του,

προσχωρεί στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα ο Άρης πείθει το ΚΚΕ και αποσπά απόφαση για ένοπλο αγώνα.

Τον Απρίλη του ’42 ο Άρης µαζί µε τον Χατζηπαναγιώτου, Καπετάν – Θωµάς τώρα πια, φεύγουν για τη Ρούµελη και χάνει κάθε επαφή µε την Καισαριανή και µε όλους τους συντρόφους του.

Με όλους, εκτός από έναν. Έχει επαφή µε την κυρά Φωτώ, τη µάνα του Θόδωρου. Της

στέλνει κάπου – κάπου λίγα φασόλια, ρεβύθια, κάτι κουκιά…. Όλοι απορούν γι αυτή τη ΄΄βοήθεια΄΄. Κάποιοι λένε πως ξεπληρώνει τη φιλοξενία, άλλοι πως

επιστρέφει τα εικοσάρικα της ουζοποσίας στην ταράτσα, της Ταντάλου.

Τίποτα απ’ αυτά. Τα όσπρια είναι ένας κώδικας συνεννόησης για τις ανάγκες που

έχει ο Άρης σε φάρµακα και άλλο υλικό.

Page 16: Exei rezerva to oneiroa

16 Η κυρά Φωτώ µόλις παίρνει φακές, στέλνει

επιδέσµους και στα φασόλια απαντά µε κινίνα και πάει λέγοντας. Τι να πεις για τη µεγαλοσύνη τούτου του λαού! Πόσα πλήρωσε και πόσα του φόρτωσαν. Πριν λίγα χρόνια, σε µια γιορτή για την ανατίναξη του

Γοργοπόταµου, όπου οι φωτογραφίες και οι διθύραµβοι περίσσευαν και οι πύρινοι λόγοι στελεχών του ΚΚΕ έκαναν πιότερο θόρυβο απ’ αυτόν της ανατίναξης, ο Θόδωρος έβγαλε φωτοτυπίες µε την εντολή της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, στο γνωστό εσωκοµµατικό κείµενο της εποχής.

΄΄Ούτε ψωµί, ούτε στάλα νερό στο προδότη Αρη-Μιζέρια΄΄ και τις µοίραζε.

Το εσωκοµµατικό αυτό κείµενο λένε, ΄΄δεν σώθηκε , άρα πως το επικαλείσθε;΄΄

Καλά ούτε λίγη τσίπα δεν σώθηκε. Λοιδωρήθηκε ο Θόδωρος. Έχει και η ΄΄αποκατάσταση΄΄ τα όρια της, σύντροφοι.

Page 17: Exei rezerva to oneiroa

17 Τα πρώτα όπλα

Από τα πρώτα ένοπλα τµήµατα του ΕΛΑΣ, ήταν αυτά της Καισαριανής, κι’ απ’ τους πρώτους µαχητές, ο Θόδωρος. ∆εν γινόταν κι αλλιώς. Όταν λέµε ένοπλα τµήµατα, εννοούµε άοπλα. Άντε 2-3 πιστολάκια και κανένα λιανοντούφεκο και κάποιος Βουρλιώτης ένοπλος. Οι Βουρλιώτες ήταν απ’ τους πρώτους που προσχώρησαν στον ένοπλο αγώνα. Τώρα τι γίνεται;

Το πρόβληµα το έλυσε ένας συµµορίτης. Ο Σωτήρης ο Βλάχος απ’ το Βοτανικό, παλιός αριστερός. Είχε προσχωρήσει σε µια συµµορία που δούλευε στην περιοχή Πάρνηθας – Πεντέλης. Έκλεβαν όπλα από χωροφύλακες και αποθήκες της αστυνοµίας και τα πουλούσαν. Μάλιστα η συµµορία φόραγε και κάτι καπέλα που ’γραφαν πάνω ΕΛΑΣ.

Απίθανα πράγµατα. Βρίσκει ο Βλάχος το Θόδωρο µέσω κοινού γνωστού, ζητά επαφή µε το Γραµµατέα Καισαριανής, τον Τζιράιρ τον Αρµένη και κλείνεται η συµφωνία για να τους δώσει τα όπλα. Τα όπλα πάνε να τα πάρουν ο Βλάχος, ο Θόδωρος και µια όµορφη 16χρονη αγωνίστρια, η Κικίτσα η Κανάρη. Θα παρίσταναν το ζευγαράκι. Η Κική απόγονος της γνωστής οικογένειας Κανάρη, ορφανή από µάνα και πατέρα, τους εκτιµούσε τους κοµµουνιστές γιατί την έβλεπαν αλλιώς. Τη νοιαζόταν και την προστάτευαν. Χωρίς πονηράδα και ΄΄πειράγµατα΄΄. Παίρνουν 2 σακιά, δήθεν για φρύγανα και ξεκινάν.

Περιστέρι, λεωφόρος Φυλής και στα βουνά. Αργούσαν να τα βρουν.

Ο Θόδωρος έτοιµος να πυροβολήσει το Βλάχο γιατί νόµιζε πως τους πρόδωσε. Η Κική τον απέτρεψε και σε λίγο βρίσκουν τα όπλα. Τρία µακρύκαννα, 10 πιστόλια και περίστροφα, αρκετές χειροβοµβίδες και περισσότερες σφαίρες. Η Κική για λίγο δείχνει να φοβάται.

Ο Θόδωρος ξανά το χέρι στο πιστόλι, αν δειλιάσει σε τίποτα µπλόκα, να της ρίξει. Αν τον ρωτήσεις και σήµερα, ΄΄θα της έριχνες;΄΄, απαντά ξερά.

-Αν χρειαζόταν, ναι και σκουπίζει διακριτικά λίγο τα µάτια του. Απ’ την Καισαριανή µε τα πόδια στα βουνά, τώρα απ’ τη Χασιά µε τα πόδια στην Οµόνοια. Μπλόκα, περίπολοι, τα βόλεψαν και από εδώ µε γκαζοζέν στο Παγκράτι. Τα τσουβάλια στα φτερά του αυτοκινήτου και ν’ ακουµπά πάνω τους κι ένας Γερµανός.

Page 18: Exei rezerva to oneiroa

18 Έφτασαν τελικά τα όπλα στην Καισαριανή.

Τώρα που να τα κρύψουν; Άντε βρήκαν εύκολη την Κική, πάνε τα όπλα κάτω απ’ το κρεβάτι του σπιτιού της, στην οδό Σολοµωνίδου. Τα πρώτα όπλα της Καισαριανής, τα ’φερε και τα φύλαξε µια όµορφη κοπελίτσα.

Ακόµα και στον ένοπλο αγώνα, η οµορφιά είναι χρήσιµη. Όµως τα βάσανα της Κικής δεν σταµάτησαν εδώ. Μετά από καιρό, παίρνει ο Θόδωρος τον Σπύρο τον Μήλα και ντουγρού στο γραµµατέα της Καισαριανής. -Σύντροφε, εγώ τελείωσα µε το Kίνηµα, λέει ο Θόδωρος Άναυδος ο Τζιράιρ. Ο Θοδωράκης να µιλά έτσι. -Γιατί σύντροφε, τι τρέχει; -Σύντροφε γνώρισα µια κοπέλα, τη φίλησα, ανταποκρίθηκε και κείνη, τέλος πάντων, θα την παντρευτώ. Αυτό είναι το σωστό και όπως καταλαβαίνεις γάµος κι αγώνας δεν γίνεται. Τα κουβέντιασαν, φαίνεται πως συµφώνησαν πως γίνεται και σπίτι κι αγώνας και τελικά το Φλεβάρη του ’44 ο Θόδωρος παντρεύεται την Κική.

Πέρασαν πολλά, τα περισσότερα δύσκολα και δυσάρεστα. Άλλωστε πόσες χαρές µπορούν να σου δώσουν, η φτώχια, ο

αγώνας, η παράγκα και η εντιµότητα; Έκαναν δύο κορίτσια Την Έφη, Φωτεινή τ’ όνοµα της κυρά

Φωτώς και τη Βαγγελιώ.

Page 19: Exei rezerva to oneiroa

19 Ένας πεισµατάρης νεκρός

21-4-44. Γερµανός ∆ιοικητής στην Αθήνα ο Σιµάνα, σκυλί σκέτο.

Λέγεται πως αυτή τη µέρα, ήταν τα γενέθλια του Χίτλερ κι ο Σιµάνα του έταξε για δώρο την εξόντωση του ΕΛΑΣ των Ανατολικών Συνοικιών της Αθήνας. Πάνω από 500 ταγµατασφαλίτες, χωροφύλακες και µπουραντάδες, ψωµοταϊσµένοι και καλά εξοπλισµένοι απ’ τον καταχτητή, φτάνουν στην Καισαριανή. Ακολουθούν 8 αυτοκίνητα µε 30-40 Γερµανούς ΕΣ-ΕΣ.

Ο ΕΛΑΣ Καισαριανής, είχε δύο λόχους. Το 1ο Λόχο της κάτω Καισαριανής µε τον Νίκο Τζανετή και

του µπάρµπα Αντώνη του Αραµπατζή και το 2ο Λόχο της πάνω Καισαριανής µε καπετάνιο λόχου το Θόδωρο. Μεσηµέρι, αρχίζει η επίθεση. Ο 1ος λόχος τους χτυπά και φεύγει κι οι Γερµανοτσολιάδες καταλαµβάνουν την πλατεία. Κατεβαίνει τότε ο 2ος λόχος ακροβολίζεται, τους χτυπά και κάνει µεγάλες ζηµιές. Αντεπιτίθενται οι τσολιάδες κι οι Ελασίτες υποχωρούν προς τα πάνω, κοντά στο σχολείο. Κάποια στιγµή, ο Θόδωρος, µ’ άλλους 15 Ελασίτες νέα, άγουρα παιδιά, άπειρα από µάχες αντιλαµβάνεται πως είναι περικυκλωµένος.

Μαζί του ο Γιώργος ο Κολληµένος, έµπειρος µαχητής του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. -Γιώργο, πες τα παιδιά να φύγουν, να πάνε προς τα Κουπόνια. Μένουν ο Θόδωρος κι ο Γιώργος. ∆ύο αυτόµατα, απέναντι σε δεκάδες. Κρατούσαν όµως. Ευτυχώς που σε τέτοιες στιγµές δεν πολεµούν οι αριθµοί. -Γιώργο, φύγε κι εσύ. Κρίµα να πάµε κι οι δυό τζάµπα. Ο Γιώργος κοντοστέκεται, µα ο Καπετάνιος έχει δίκιο. -Αντίο σύντροφε. ∆ε θα σε ξαναδώ. Κάθε φορά που το θυµάται τούτο το ΄΄αντίο΄΄ ο Θόδωρος, δακρύζει.

Χωρίς ντροπές. Αργότερα ο Γιώργος Κολληµένος εκτελέστηκε.

∆εν ξαναειδωθήκαν. Παράξενη που ’ναι η ζωή!

Ο Θόδωρος τώρα µόνος στη µάχη.

Page 20: Exei rezerva to oneiroa

20Τους κρατά.

Κάποια στιγµή µια ριπή τον παίρνει στο αριστερό χέρι και το κόβει στα δύο. Γέρνει απ’ τον πόνο και τότε µια σφαίρα τον χτυπά στο κεφάλι και µένει µέσα. Ένα ντουπ και τίποτ’ άλλο. Ησυχία. Αισθάνεται ακόµα. Τον πλησιάζει ένας Γερµανός, ένα νέο ξανθό παιδί και τον πυροβολεί ξανά στο κεφάλι. Από το αριστερό σαγόνι η σφαίρα σφηνώνεται στο δεξί αφτί. ∆ύο σφαίρες σφηνωµένες στο κεφάλι του. Ακόµα νοιώθει. Θα ’θελε, λέει, να µπορούσε να µιλήσει :

-Θα τον έφτυνα τον Γερµανό και θα του ’λεγα. Το µπόι σου και τ’ όπλο που κρατάς άνανδρε, να χτυπάς έναν χτυπηµένο. Ο Θόδωρος έχει πέσει. ∆εν βλέπει ούτε αγγέλους, ούτε χρώµατα όµορφα, ούτε ουρανούς γαλάζιους, ούτε τη ζωή του να περνά σα ταινία και σκέφτεται πως δεν τα βλέπει όλα αυτά, γιατί είναι άθεος. Μετά τίποτα. Πέρασε ώρα κι ένα φορτηγό του ∆ήµου Αθηναίων µαζεύει τα πτώµατα και τα πάει για το 3ο Νεκροταφείο. Ο Θόδωρος κουνά λίγο το δεξί του χέρι για να τους πει πως δεν είναι πεθαµένος. Τον βλέπουν τα παιδιά του ∆ήµου. - Ρε συ τούτος ζει. Τον πάνε στο αστυνοµικό τµήµα της Καισαριανής . ∆ιοικητής ήταν ένας ∆έλφας. Το και το λένε. -Θάψτε τον έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει. ∆εν πάει η καρδιά τους να τον θάψουν ζωντανό, περνούν απ’ το ∆ηµοτικό Νοσοκοµείο η ΕΛΠΙΣ, στην οδό Ακαδηµίας – όπου είναι σήµερα το Πνευµατικό Κέντρο του ∆ήµου – και τον παραδίνουν στους Γερµανούς. Ο Θόδωρος βρίσκεται τώρα Γερµανοκρατούµενος, σ’ ένα θάλαµο εκεί που είναι σήµερα η αίθουσα Γουναρόπουλου. Ησυχία, καθαριότητα, µόνο 10-12 άτοµα. Ποτέ δεν έπαιρναν για εκτέλεση άρρωστο οι Γερµανοί.

Παραπέρα οι Ελληνοκρατούµενοι, στοιβαγµένοι ο ένας πάνω στον άλλο, βρώµα και ψείρα. Άσε που λένε πως κάπου – κάπου πήγαιναν στο θάλαµο, ο Μόρφης , ο Καφετζής, ο Μαντάς κι ο Παρθενίου από την Ειδική Ασφάλεια και σκότωναν κάποιους πάνω στα κρεβάτια, γιατί δεν τους άρεσε ο αριθµός των κρατουµένων. Πάλι τυχερός ο Θόδωρος, κι ας είχε δύο βλήµατα στο κεφάλι κι ένα χέρι να κρέµεται και µάλιστα διπλά τυχερός.

∆ιευθυντής του Νοσοκοµείου έτυχε να είναι ο καθηγητής Ν. Βρυώνης. Όσο για τη µάχη;

Page 21: Exei rezerva to oneiroa

21 Η αναφορά αριθµ. 32 της Ι Ταξιαρχίας προς το Α Σώµα Στρατού του ΕΛΑΣ, αναφέρει: ΄΄Απώλειες ΕΛΑΣ : 1 νεκρός, ο ∆ιοικητής Λόχου της Καισαριανής, 3 µαχητές νεκροί, 4 αιχµάλωτοι και 6 ελαφρά τραυµατίες. Απώλειες εχθρού : 24 νεκροί, 36 τραυµατίες. Στους νεκρούς του εχθρού 1 Αντισυνταγµατάρχης και 1 Ανθυπολοχαγός των Ταγµάτων Ασφαλείας. Ο Στρατιωτικός ∆ιοικητής Πάτροκλος. Ο Καπετάνιος Κοσµάς.΄΄ Νεκρός στην αναφορά ο Θόδωρος, ζωντανός όµως .

Έτσι σε πείσµα της λογικής. Ας πούµε ΄΄σ’ αντάλλαγµα΄΄ για τους συντρόφους που

χάθηκαν, σε πείσµα του Γερµανού που του ’ριξε τη χαριστική. Φαίνεται τα ’χε βρει µε το Χάρο ο Θόδωρος. Ακόµα και τώρα, τον λέει ΄΄φιλαράκι΄΄. Όταν η Κική, σαράντα µέρες νιόπαντρη, έµαθε από τη γειτονιά τα µαντάτα , ΄΄σκοτώθηκε ο Θοδωράκης΄΄, έµεινε δυό µέρες άφωνη, άφαγη, άγρυπνη κι άκλαφτη. Νοµίζω πως ποτέ δεν το ξεπέρασε αυτό, µέχρι σήµερα. Ο Βρυώνης ήταν σπουδαίος καθηγητής νευροχειρούργος, γερµανοσπουδαγµένος. Η γυναίκα του αδελφή του Πάγκαλου. Αυστηρός µε τους γιατρούς του και συµπονετικός µε τους αρρώστους. Το Θόδωρο τον συµπάθησε απ’ την αρχή κι όλο αναρωτιόταν. -Πώς ζεις ρε συ ακόµα; Τον ανέλαβε προσωπικά, µαζί µ’ ένα Γερµανό Καθηγητή. Του ’φτιαξαν το χέρι µε µόσχευµα από τη Γερµανία. Με το κεφάλι, τα πράγµατα ήταν δύσκολα. Σε κάποια στιγµή, διαπίστωσαν και ΄΄έκχυση εγκεφαλικής ουσίας΄΄. Παρ’ όλο που υπήρχε φόβος να µείνει τυφλός, έβγαλαν µε επιτυχία τη µία σφαίρα, αυτή κάτω απ’ το αφτί. Για την άλλη είπαν να µη βγει ποτέ. Ακόµα και σήµερα είναι καρφωµένη στο κεφάλι του και πάντα δείχνουν οι γιατροί τις ακτινογραφίες, σε φοιτητές της Ιατρικής. Μένει εκεί.

Σαν µια διαρκής κριτική στους ανόητους. Σαν χλευασµός προς τον ξανθό Γερµανό. Σαν κουράγιο σ’ αυτούς που αποφασίζουν να ξεβολευτούν. Τράβηξε πολλά εκεί στο νοσοκοµείο ο Θόδωρος. Υπήρξαν µέρες που λιποθύµησε 20-30 φορές απ’ τους πόνους. ∆ύο φορές τον πήγαν στο εκκλησάκι του νοσοκοµείου γιατί νόµισαν πως πέθανε. Όµως το µεγάλο µαρτύριο, ήταν οι ψείρες που είχαν φωλιάσει µέσα στο γύψο. Ο Βρυώνης πάντα κοντά του.

Περνούν οι µήνες, συνέρχεται λίγο ο Θόδωρος, δεν καταλαβαίνει όµως τίποτα, παθαίνει και κάτι κρίσεις.

Page 22: Exei rezerva to oneiroa

22 Ο Θεούσος κοµµουνιστής Σεπτέµβρη περίπου, τον παίρνουν για εκτέλεση. Στο δρόµο,

άγνωστο γιατί, αλλάζουν πορεία και τον πάνε στις φυλακές Χατζηκώστα.

Σίγουρα είναι ΄΄φιλαράκι΄΄ του ο Χάρος. Στου Χατζηκώστα, τα πράγµατα δεν είναι όπως στο νοσοκοµείο. Βασανιστήρια στα λουτρά και εικονικές εκτελέσεις µε άσφαιρα. Ο Θόδωρος µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, δεν αισθάνεται τίποτα. Σχεδόν µόνιµα λιπόθυµος. Κάθε φορά που τον φέρνουν από ανάκριση στο κελί όλοι οι σύντροφοι τον χειροκροτούν για τη στάση του. Ένας µικρός ήρωας! -Μπράβο Θοδωράκη που κράτησες… Κι εκείνος να µουρµουρίζει. -Μα τι λένε; ∆εν κατάλαβα. Τι έγινε; Εκεί στη φυλακή γνωρίζει τον Μπάρµπα Μήτσο το Μακεδόνα, παλιό κοµµουνιστή και Ελασίτη, που τον πήρε υπό την προστασία του. Ο µπάρµπα Μήτσος κάθε λίγο σταυροκοπιόταν. Το βράδυ προσευχή, παρακάλια στο Θεό και τέτοια, το πρωϊ, το µεσηµέρι, τα ίδια. Θεούσος κοµµουνιστής. Μια µέρα έρχεται ένας Στρατηγός κι ο ∆ιευθυντής των φυλακών, για επιθεώρηση. Το µέτωπο καταρρέει, οι Γερµανοί φεύγουν. Βλέπει ο Στρατηγός τον µπάρµπα – Μήτσο. -Ρε συ Μήτσο κι εσύ εδώ; Ξέρετε ποιος είναι αυτός; Κοµµουνιστής όσο όλοι σας µαζί, στέλεχος πρώτο. Γυρνά στο ∆ιοικητή και του λέει : -Άστον αυτόν, δεν πρόκειται να του πάρετε τίποτα. Άδικος κόπος. Να πάρε κι αυτά, να του δίνεις λίγο χαρτζιλίκι και του βάζει στο χέρι λίγα χρήµατα. Σε λίγο καιρό, έρχεται ένας Εισαγγελέας και λέει πως αποφυλακίζονται όλοι, εκτός απ’ τον Θόδωρο και τον µπάρµπα-Μήτσο.

Ποινικοί κρατούµενοι, τώρα. Ο Θόδωρος κατηγορείται ότι έβαλε φωτιά στις παράγκες της Καισαριανής, ο Μήτσος για χίλια….΄΄εγκλήµατα΄΄. Την άλλη µέρα έρχονται οι Ελασίτες και τους λευτερώνουν κι αυτούς.

Page 23: Exei rezerva to oneiroa

23 Όλο το προηγούµενο διάστηµα, η κυρά Κική έρχονταν στη φυλακή κάθε µέρα. Τους έφερνε και σταφύλια που τα έκλεβε από τα Μεσόγεια. Τη µέρα της αποφυλάκισης τους, ήταν η µόνη φορά που δεν ήρθε. -Ψυχραιµία Θόδωρε, στη ζωή όλα υπάρχουν, λέει ο µπάρµπα Μήτσος. Τον προετοίµαζε δηλαδή, µήπως και δε βρει την Κική στο σπίτι. Όµως τι είχε συµβεί: Η κυρά Κική πήγε να διαµαρτυρηθεί γιατί κράτησαν τους δυό στη φυλακή, την αρπάζουν και νάσου η κυρά Κική στις φυλακές στο Γουδί. Όταν οι φυλακές στην Αθήνα άδειαζαν, η Κική έµπαινε κρατούµενη. Ήταν παλληκάρι η Κική. Μετά το ∆εκέµβρη του ’44, υποχωρεί ο ΕΛΑΣ κι όλοι οι κοµµουνιστές όπου φύγει- φύγει.

Η κυρά Κική- ήταν 18-19 χρονών- µαζί µε την Καλαϊτζή, την Κασιµάτη κι άλλες αγωνίστριες φτάνουν µε τα πόδια πέρα απ’ τη Λειβαδιά. Γίνεται η ΄΄Βάρκιζα΄΄ κι άντε πάλι πίσω µ’ ένα καµιόνι γεµάτο κοµµουνιστές για Καισαριανή. Στη Θήβα ένας αξιωµατικός τους σταµατά και ρωτά:

-Ποιος από σας ρε είναι µέλος του ΚΚΕ; Κανείς µιλιά. Πετάγεται η Κική: -Εγώ είµαι. Τι θες; Την κοιτά , κατεβάζει τ’ όπλο και τους αφήνει να φύγουν.

Η Κική ποτέ δεν υπήρξε µέλος του ΚΚΕ. Απλά είχε ψυχή και τσίπα.

Page 24: Exei rezerva to oneiroa

24 Λαϊκό ∆ικαστήριο

Ο Θόδωρος µε τον Μαραβέα κι άλλους 3-4 αγωνιστές, φτάνουν ποδαράτο στον Ωρωπό, σ’ ένα χωριό, Συκάµινος λεγόταν. Βρίσκουν κάτι φίλους, τους Μπαϊκούσηδες , οικογένεια γνωστή στην Καισαριανή κι απαγκιάζουν εκεί.

Η υποδοχή ήταν συγκινητική και η φιλοξενία απλόχερη. Που αλλού να πάνε , ’µειναν εκεί. Τα τρία παλληκάρια του Μπαικούση µε τις γυναίκες τους στα

χτήµατα, ο Θόδωρος µε την παρέα του στο χωριό µε τη γριά µάνα του Μπαικούση, µια άγια γυναίκα.

- Σύρτε στο χωριό, στον καφενέ, να δείτε κανένα άνθρωπο, να µάθετε και κανένα νέο, ν’ ανταµώσετε και κανέναν πατριώτη, τους λέει µια µέρα και τους δίνει και χαρτζηλίκι.

- Να βρείτε τον πατριώτη µας , τον Τσιµπουχούρη. Ο Μαραβέας γνώριζε από παλιά τον Τσιµπουχούρη. Ήταν ένα

καµπουριασµένο γεροντάκι, παλιός αγωνιστής. Τα χέρια πάντα σταυρωµένα πίσω και χειµώνα – καλοκαίρι φορούσε µια µακριά χλαίνη.

Οι τσέπες της ήταν…΄΄αποθήκες΄΄. Είχε πάντα µια σακκούλα καπνό κι εφηµερίδα για τσιγαρόχαρτο. Έστριβε το τσιγάρο, έµπαινε και κανένα στραγάλι µέσα που έσκαζε, όµως ο Τσιµπουχούρης ατάραχος συνέχιζε να φουµάρει.

Μια µέρα, ο Μιχάλης, ο µεγάλος γιός του Μπαικούση, τους λέει:

- Σύντροφοι αύριο στο χωριό έχουµε λαϊκό δικαστήριο. Θα δικαστεί ένας Ελασίτης.

Την άλλη µέρα, στήθηκε στην πλατεία το λαϊκό δικαστήριο. Ένα ανταρτόπουλο, είχε πάρει ένα µουλάρι. Χωρίς να ρωτήσει

κανέναν το φορτώνει πυροµαχικά και τραβά στον Ωρωπό που γινόταν µάχη. Παίρνει µία ριπή το µουλάρι, πάει καλιά του.

Οι δικαστές χωριάτες της περιοχής κατακεραύνωναν τον µικρό Ελασίτη.

- Χωρίς την άδεια της τοπικής διοίκησης ; Απαράδεκτο… Όλοι µίλαγαν στον ίδιο ντορό. Το παλληκάρι, δεν τη γλύτωνε. Μερικοί µάλιστα πρότειναν ΄΄την ποινή του θανάτου!!΄΄ Ο Θόδωρος και οι άλλοι θορυβήθηκαν . - Ρε σύντροφοι, θα πάει τσάµπα το παλληκάρι. Τι κάνουµε ; Ο Μπακούσης τους καθησύχασε : - Εντάξει είναι όλα. Τα ’χει κανονίσει ο Τσιµπουχούρης.

Page 25: Exei rezerva to oneiroa

25Είχε πάει την προηγούµενη στο ανταρτόπουλο, µίλησε µαζί

του, έµαθε πως είναι προσφυγάκι απ’ την Κοκκινιά και του υποσχέθηκε να το βοηθήσει. Γραµµή λοιπόν στον Καπετάνιο της περιοχής.

Όµως η ώρα περνούσε, οι κατηγόριες ήταν σοβαρές και η ετυµηγορία σχεδόν βέβαιη.

- Να εκτελεστεί. Πάνω στην κρίσιµη ώρα ο Καπετάνιος µε τον Τσιµπουχούρη,

κρυφογελαστό και µε τα χέρια πίσω. Ο Καπετάνιος ζητά το λόγο. Σοβαρός και µε επισηµότητα :

- Συναγωνιστές δικαστές. Ο αντάρτης πήγε το µουλάρι στο χωράφι του ; Όχι. Ενήργησε για το συµφέρον του αγώνα…

Και συνέχιζε σ’ αυτό το µοτίβο. Ο Τσιµπουχούρης χαµογελούσε πονηρά. Αθωώθηκε το παλληκάρι. Το βράδυ, ο Τσιµπουχούρης ήρθε στο σπίτι του Μπαικούση.

- Τι να λέµε σύντροφοι. Αυτοί οι ντόπιοι, όσο αριστεροί και να γίνουν, πάντα θα ’χουν ένα ΄΄κωτσάκι ( Κωτσοβασιληά) ΄΄ µέσα τους.

Θα το ’τρωγαν, το προσφυγάκι, χωρίς την επέµβαση του Τσιµπουχούρη.

Page 26: Exei rezerva to oneiroa

26 Συµφιλίωση

Η αποφυλάκιση δεν ήταν χωρίς απρόοπτα. Καµιά στιγµή στη ζωή του Θόδωρου, δεν είναι χωρίς απρόοπτα. Ή καλύτερα, όλα απρόοπτα είναι. Τον παίρνει ο µπάρµπα Μήτσος, φωνάζει ένα γκαζοζέν :

-Φιλελλήνων, λέει του οδηγού. -Πού θα βρούµε λεφτά µπάρµπα Μήτσο; -Μη σε νοιάζει. Πάνε Φιλελλήνων, στα κεντρικά γραφεία του ΕΑΜ, ανεβαίνει απάνω ο Μακεδόνας, πληρώνει το ταξί, δίνει και χαρτζιλίκι του Θόδωρου και τον αποχαιρετά. Ανηφορίζει ο Θόδωρος προς το Παγκράτι, οι Γερµανοί έχουν φύγει και ξαφνικά πισωπατά. ∆εν πιστεύει στα µάτια του.

Τσολιάδες, χωροφύλακες κι Ελασίτες, χορεύουν αντάµα. Συµφιλίωση!

-∆εν είµαι καλά, έχω παραισθήσεις απ’ το βλήµα. Μη µιλάς Θόδωρε και προχώρα για Καισαριανή. Προχωρά, φτάνει στον ΄΄Ποσειδώνα΄΄, Φορµίωνος και Υµητού και πέφτει σε συµπλοκή.

Ελασίτες και χωροφύλακες τουφεκάν. -Πάει τρελάθηκα. Είµαι πολύ άρρωστος. Πάνω στην ώρα, βλέπει την Ευτυχία την Μορίκη, τη ΄΄µάνα της Καισαριανής΄΄. -Τι κάνετε Ευτυχία εδώ; -Καπετάνιε καλώς όρισες. Πολεµάµε. ∆εν απόσωσε την κουβέντα της, την βρίσκει µια σφαίρα στο γοφό. Συµφιλίωση! Φτάνει στην πλατεία της Καισαριανής. Πολύς κόσµος, όλη η συνοικία µαζεµένη. Οι σύντροφοι τρέχουν να τον αγκαλιάσουν. Μαθαίνεται το γεγονός. -Ήρθε ο Θοδωράκης, σύντροφοι. Πριν καταλάβει τι γίνεται, έρχεται ο Μήτσος Π., τον φιλά και του λέει: -Αυτό είναι το φιλί της κοµµατικής αναγνώρισης για όσα έκανες σύντροφε. Κοντά στον Θόδωρο, είναι η Πιπίτσα η Καλατζή. -Τι λέει ρε Πιπίτσα ο διαγραµµένος; -Είναι τώρα ο Γραµµατέας της Καισαριανής, σύντροφε. ∆εν το χώραγε το µυαλό του Θόδωρου .

Page 27: Exei rezerva to oneiroa

27 -Τι γίνεται εδώ; Ελασίτες και τσολιάδες µαζί, κι’ οι διαγραµµένοι στελέχοι;

Ο Μήτσος Π. ήταν διαγραµµένος επί Ζαχαριάδη, γιατί ήταν µαζί µε τον Ασηµίδη και τον ∆αµασκόπουλο. Ο Ριζοσπάστης είχε ολόκληρο άρθρο όπου εξηγούσε πως ήταν χαφιές και σύστηνε σ’ όλα τα µέλη του ΚΚΕ, να τον αποφεύγουν και να τον αποµονώσουν.

Τώρα ήταν Γραµµατέας της Κοµµατικής Οργάνωσης του ΚΚΕ στην Καισαριανή.

Τόση συµφιλίωση! Μετά από καιρό, ο Μήτσος Π. έφυγε από την Καισαριανή και

έγινε Γραµµατέας η Πιπίτσα Καλατζή, γυναίκα του ποιητή της αντίστασης Κώστα Καλατζή ( Θεσσαλός). Ο Μήτσος Π. σιγά-σιγά πέρασε στη δουλειά της Ασφάλειας. ∆εν µπορεί νάναι της µοίρας γραφτό για την αριστερά, όλα τούτα που ’βλεπε ο Θόδωρος.

Κάποιοι φταίνε. Και κάτι φταίει. Σίγουρα όχι ο Θόδωρος.

Page 28: Exei rezerva to oneiroa

28 ΄΄Ο Μπακοτίλιας΄΄

Οι µήνες περνούν δύσκολα. Φτώχια κι ανεργία. Ο Θόδωρος ακόµα ανήµπορος, δεν έχει συνέλθει. Χίτες κι ασφαλίτες κάθε µέρα στο σπίτι, ανακρίσεις στο τµήµα, εκφοβισµοί, απειλές να φύγει από την Καισαριανή. Πού να πάει; Καλοκαίρι του ’47, ένα πρωί έρχονται και τον παίρνουν στο τµήµα. Μωρό η Έφη, ενός χρόνου περίπου, βάζει τα κλάµατα, λες και το νοιωθε το κακό. Καισαριανή –Πειραιάς-Ψυτάλλεια. Ήταν πολύς κόσµος εκεί. Ο Κώστας ο Γαβριηλίδης, Γραµµατέας του Αγροτικού Κόµµατος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Αντρέας ο Γόνιας, ο Κώστας ο ∆εσποτόπουλος, ο Παναγιώτης Μαραβέας και άλλοι πολλοί. ∆ύο µέρες χωρίς φαί και κυρίως χωρίς νερό µέσα στον ήλιο, ήταν βάσανο µεγάλο για το Θόδωρο. Μαρτύριο η δίψα κι’ ο ήλιος. Μαζί µε το Θόδωρο, ήταν κι ένας Καισαριανιώτης, ο Γιώργος Σκαρπίδης, ή ΄΄Μπακοτίλιας΄΄. Ξύπνιος άνθρωπος από το Άργος. Ήρθε στην Καισαριανή κι από ένα Ρώσο έµαθε να φτιάχνει λεµονάδες, άνοιξε µια ψευτοβιοτεχνία, που την βάφτισαν οι γείτονες ΄΄Μπακοτίλια΄΄. Σιγά – σιγά µεγάλωνε η δουλειά, άλλαξε και τα’ όνοµα της επιχείρησης, ΄΄Παλίρροια΄΄, λεγόταν τώρα. Αριστερός αλλά επιχειρηµατίας , είχε τα πάρε –δώσε του µε όλους, έδινε και κάτι στο ΕΑΜ. Λέει λοιπόν ο Μπακοτίλιας. -Εγώ θα σας φέρω νερό. Υποµονή Θόδωρε. Πλησιάζει το φρουρό τους, αφήνει ένα χιλιάρικο κάτω από µια πέτρα και του λέει : - Φέρε το παγούρι σου. Ο φρουρός κοιτά το χιλιάρικο- πολλά λεφτά τότε- το ξανακοιτά και δίνει στο Μπακοτίλια το παγούρι. Μετά από λίγο, πάλι στο φρουρό ο Σκαπρπίδης, πάλι άλλο χιλιάρικο κάτω από την πέτρα. - Φώναξε δυνατά , γαµώ το βασιλιά, του λέει.

Τρελάθηκε ο φρουρός, όµως το χιλιάρικο σα να χαµογελούσε. Το σκέφτηκε λίγο, αρπάζει τα λεφτά και βάζει µια φωνή.

-Γαµώ το βασιλιά, και το βάζει στα πόδια. Χαλασµός κόσµου. ∆εν µπορεί, αυτοί οι απλοί αγωνιστές κάποια συµφωνία θάχαν

κάνει µε το φόβο. Ίσως και να µετρούσαν αλλιώτικα τη ζωή.

Page 29: Exei rezerva to oneiroa

29

Στο ΄΄ Ναυαρχείο΄΄ της Ικαρίας

Τους βάζουν σ’ ένα αρµαταγωγό και ξεκινάνε. Εξορία. Πού ; Κανείς δεν ξέρει. Ο Κώστας ∆εσποτόπουλος κάπου µεσοπέλαγα, κοίταζε τον

ήλιο, έκανε κάτι υπολογισµούς και τους λέει: - Σύντροφοι µας πάνε στην Ικαρία. Ξυλοσύρτης Ικαρίας. Σαν έφτασαν τους υποδέχτηκαν οι παλιοί σύντροφοι κι άρχισε

ο Πετρίδης, Γραµµατέας της Οµάδας Συµβίωσης Πολιτικών Εξορίστων (ΟΣΠΕ) να τους µοιράζει σε σπίτια.

- Εσύ Θόδωρε, είσαι ανήµπορος, θα πας στο ΄΄Ναυαρχείο΄΄. Ένα σπίτι στην άκρη του χωριού κι από κάτω θάλασσα. Πάει

στο σπίτι βράδυ. Κανείς. Σηκώνεται το πρωί, πάει να πάρει πρωινό και τον σταµατούν. - Που πας σύντροφε; - Για πρωινό συσσίτιο. -Άστα, δε χρειάζεται. Έχουµε άλλο σύστηµα εδώ. Φέρνουν καφέ, γάλα, παξιµάδια, γλυκά, τσιγάρα. Χλιδή. -Φάε σύντροφε να δυναµώσεις. Εδώ έχουµε το Μπάµπη. Πέντε άτοµα µέναν σ’ αυτό το σπιτάκι: Ο Θόδωρος, ο Μπάρµπας, ο Ζανός από το Βύρωνα, ο Ηλίας

Μητσόπουλος, απ’ την Καισαριανή και ο Μπάµπης Χαριτωνίδης, απ’ την Θεσσαλονίκη.

Έστελνε πολλά λεφτά στον Μπάµπη η οικογένειά του και παρ’ όλο που έδινε στο κοινό ταµείο, σε άφραγκους συντρόφους κ.λ.π., αυτά που ’µεναν έφταναν για να περνά η παρέα του ΄΄Ναυαρχείο΄΄ πλουσιοπάροχα.

Εκεί έφαγε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του ο Θόδωρος αστακό.

Ο Αντρέας Γώνιας έκανε τον καφετζή, στο καφενείο η ΄΄Αγάπη΄΄, στην πλατεία του Ξυλοσύρτη.

Εκεί έστειλαν σαν υπεύθυνο το Θόδωρο και το ’κανε πάλι το θαύµα του. Εισηγήθηκε να µη πληρώνουν οι σύντροφοι, αλλά να υπάρχει ένα κουτί όπου να ρίχνουν ότι θέλουν.

Σε µια βδοµάδα τέλειωσε καφές, ζάχαρη και τα υπόλοιπα και το κουτί άδειο.

Ο σοσιαλισµός της ΄΄Αγάπης΄΄, δεν ευδοκίµησε και το καφενείο πάει για κλείσιµο.

Κατάρρευση ή ανατροπή, αδιάφορο. Καφές γιοκ.

Page 30: Exei rezerva to oneiroa

30Και τότε επιστρατεύεται ο «καπιταλιστής» Μπάµπης και

τους δίνει καφέ, ζάχαρη και ότι άλλο και ξαναλειτουργεί ο καφενές. Με πληρωµή όµως τώρα. Ένα χρόνο έκατσε στην Ικαρία ο Θόδωρος και ετοιµάζονται να

τους πάνε στη Μακρόνησο. Όµως στην Αθήνα, τον έψαχνε ο Βρυώνης. Μαθαίνει πως είναι εξορία, επεµβαίνει και να ο Θόδωρος ξανά στην Καισαριανή.

Γλύτωσε παρά τρίχα το Μακρονήσι.

Page 31: Exei rezerva to oneiroa

31 Ο πιο καλός ο µαθητής

Η εξορία δεν είχε µόνο αστακούς και σοσιαλιστικά πειράµατα

στο καφενείο του χωριού. Είχε και µόρφωση, γιατί είναι αλήθεια πως κάποτε οι αριστεροί

διάβαζαν. Σήµερα δεν διαβάζουν και πολύ και καµιά φορά τα διαβάζουν

κι ανάποδα. Ας είναι, δεν ωφελεί η γκρίνια. Ανάµεσα στους εξόριστους του Ξυλοσύρτη, στην Ικαρία, είναι

κι ο ΄΄Μπακοτίλιας΄΄ , ο Γιώργος Σκαρπίδης. Ήταν ο µόνος, απ’ όλους που όχι µόνο δεν παραπονιόταν, αλλά

συχνά έλεγε : - Ας είναι καλά ο Ναπολέων Ζέρβας! - Ποτέ δεν έχω παραθερίσει στη ζωή µου κι αυτός ο

άνθρωπος, µ’ έφερε σ’ αυτό το όµορφο νησί. Όσοι τον άκουγαν , γινόταν θηρία.

- Βρε συναγωνιστή, δεν καταλαβαίνεις πως µας στερούν την ελευθερία µας, τα δικαιώµατα µας… - ∆εν χρειάζοµαι καµία Ελευθερία. Η Βαγγελιώ µου να ’ναι γερή να δουλεύει στην ΄΄Παλίρροια΄΄ να µπορώ κι εγώ να παραθερίζω εδώ, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες.

-Μέχρι τώρα όλα καλά. Χαιρόταν την εξορία του ο άνθρωπος, αλλιώς µετρούσε τα’

άσχηµα της ζωής. Στην εξορία, είχαν αρχίσει απλά µαθήµατα Πολιτικής

Οικονοµίας. Όλοι παρόντες, εκτός απ’ τον ΄΄Μπακοτίλια΄΄ κι ένα φίλο του

Καισαριανιώτη, που καθόταν στην παραλία και ’ριχναν βότσαλα στη θάλασσα.

- ∆εν γίνεται ν’ απουσιάζουν αυτοί οι δύο, λέει ο υπεύθυνος κι αναλαµβάνει ο Θόδωρος να πάει να τους πείσει για να παρακολουθούν τα µαθήµατα.

- Γιώργο ξέρεις πρέπει να ’ρθειτε …. - Ο γέρος σ’ έστειλε; Άκου λοιπόν Θόδωρε…, και του

αναπτύσσει µια ολόκληρη θεωρία : ΄΄ Εγώ που δεν ξέρω γράµµατα, έχω εργοστάσιο κι αυτός που σας µαθαίνει γράµµατα, ούτε υπάλληλος δεν είναι. ∆εν ξέρω κι αν δούλεψε ποτέ του. Την ξέρω καλά την οικονοµία.

Έχω είκοσι σκλαβάκια στην ΄΄Παλίρροια ΄΄ , πληρώνω το λίγο µεροκάµατο που λέει ο νόµος, βάζω εσανς αντί για λεµόνι, τα πουλώ στον κόσµο κι ότι µου µένει είναι η υπεραξία, που εγώ την λέω κέρδος. Αυτό δεν λέει ο Μαρξ ;

Page 32: Exei rezerva to oneiroa

32

Τα ξέρω αυτά, απ’ τη ζωή κι από το γέρο Αντώνη τον Κονταξή.΄΄

-Πες του Θόδωρε και κάτι ακόµα. -∆εν ξέρω θεωρίες και Μαρξ και µε φέραν στην εξορία.

-Αν µάθω κι άλλα, θα πάω γδαρτός… Εντάξει ; Τι να πει ο Θόδωρος , πως ν’ αντικρούσεις τα απλά µαθήµατα

της ζωής. Έφυγε και τους άφησε στην ησυχία τους να πετούν βοτσαλάκια στη θάλασσα.

Page 33: Exei rezerva to oneiroa

33 Ο Σωτήρας ήταν ΄΄αντίπαλος΄΄

Τέρµα τα ΄΄Ναυαρχεία΄΄, οι αστακοί και τα ΄΄εµβάσµατ΄΄ του

Μπάµπη. Ξανά ανεργία, φτώχια και φαί µέρα παρά µέρα. Τώρα υπάρχει γυναίκα και µωρό µ’ ανάγκες. Ο Θόδωρος δούλευε παντού, όποτε βέβαια υπήρχε

µεροκάµατο. Μια µέρα τον φωνάζει ο Ορέστης Μακρίδης, γραµµατέας τότε

της Κοµµατικής Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ. Εκτελέστηκε για την υπόθεση της δολοφονίας του Χρήστου Λαδά κι’ ας µην είχε καµιά σχέση.

- Αποφασίσαµε Θόδωρε εσύ κι άλλοι δύο σύντροφοι απ’ την Καισαριανή να γίνετε επαγγελµατικά στελέχη.

Και του δίνει πέντε λίρες. -Σύντροφε εγώ κοµµουνιστής επ’ αµοιβή, δε µπορώ να γίνω. -Μα είσαι σακάτης σύντροφε. - Ξέρω τι είµαι και γιατί είµαι. Θα δουλέψω έτσι όπως είµαι. Τελικά, έδωσε το Κόµµα σ’ ένα σύντροφο ένα ποσό για ν’

αγοράσει ένα κρεοπωλείο στην πλατεία Αγάµων, µε την υποχρέωση να πάρει υπαλλήλους το Θόδωρο κι έναν άλλο σύντροφο το Γιώργο Μαθιουδάκη.

Έτσι κι έγινε κι άρχισε να µπαίνει φαί στο τσουκάλι. Έχει τελειώσει πια το δεύτερο αντάρτικο και µια µέρα σταµατά

στο κρεοπωλείο ένα στρατιωτικό τζιπ µ’ ένα στρατηγό κι ένα µεγάλο γαλονά της αστυνοµίας. Κατεβαίνει ο οδηγός και φωνάζει στο Θόδωρο να πλησιάσει.

Ο Θόδωρος τάχασε. Οι κοµµουνιστές χαµένοι, ηττηµένοι, έφτανε κάποιος να πει

΄΄να τούτος είναι ΄΄ και βρισκόταν φυλακή ή εξορία. - Βρε συ δε µε γνωρίζεις; του λέει ο στρατηγός. - Όχι στρατηγέ. Βγάζει το καπέλο, τα γυαλιά και να ’σου ο Βρυώνης. Στρατηγός, Αρχίατρος. -Κύριε καθηγητά εσείς; Ανεβαίνει ο Θόδωρος και τον συστήνει ο Στρατηγός στον αστυνόµο. Τσαούσης λεγόταν, ο αστυνόµος.

Page 34: Exei rezerva to oneiroa

34 - Μεγάλο κοµµούνι ο Θόδωρος. Μούβγαλε τη ψυχή τούτος.

Αφήνουν τον Τσαούση και τραβάν για το σπίτι του Βρυώνη, Πατησίων 117.

-Γυναίκα σου ’φερα το Λάζαρο. Βάλε να φάει. Έφαγε, τον έντυσε, τον χαρτζιλίκωσε και τον φρόντισε όσο

κανείς. Τον πήγε στους καλύτερους γιατρούς, φάρµακα µε τη σακούλα,

εξετάσεις, ένα σωρό. Άρχισε να συνέρχεται, να του περνάν οι διαλείψεις και οι

κρίσεις. Του πήρε και το πρώτο καπέλο. - Πάντα θα φοράς καπέλο. Πάντα φορά καπέλο, ο Θόδωρος . Χειµώνα , καλοκαίρι. Αν σήµερα ο Θόδωρος είναι ζωντανός, το χρωστά στο Βρυώνη,

τον γερµανοσπουδαγµένο γαµπρό του Πάγκαλου, τον δεξιό. Αυτό κι αν ήταν …συµφιλίωση. Πολύ καλός νευροχειρούργος ο Βρυώνης, προς τιµήν του µια

πτέρυγα του ΚΑΤ, ονοµάστηκε ΄΄Βρυώνειο΄΄. Εκεί τον έφεραν όταν κόντευε να πεθάνει. Κοίτα κάτι παιχνίδια που φτιάχνει η ζωή. Εκεί δούλευε τώρα η δεύτερη κόρη του Θόδωρου, η Βαγγελιώ,

σαν φυσικοθεραπεύτρια και ανέλαβε να τον φροντίζει, λες κι ήταν η σειρά του Θόδωρου να του ξεπληρώσει κάτι.

Πέθανε στα χέρια της. Ένα απ’ τα ελάχιστα στεφάνια της κηδείας ήταν του Θόδωρου

και της Βαγγελιώς. Έδειξε κι αλλιώς την ευγνωµοσύνη του ο Θόδωρος στον

Βρυώνη, για ότι του πρόσφερε. Οργάνωσε τον ανηψιό του στο ΕΑΜ. Γιατρός κι αυτός και τόχε

να το λέει ο Βρυώνης. - Τόσο πολύ σ’ εκτιµούν ανηψιέ που αντί να σε στέλνουν σε νοσοκοµεία , σε βάζουν να γράφεις στους τοίχους. Καλοί είστε κι οι δυό σας.

Εκτελέστηκε ο ανηψιός του , από τους Γερµανούς. ∆εξιός ήταν ο Βρυώνης κι ο Ηλίας Μουτσόπουλος, ο

Καισαριανιώτης ο συνεξόριστος του Θόδωρου στο ΄΄Ναυαρχείο΄΄, ήταν αριστερός και κοµµουνιστής;

Απελπισµένος ο Μουτσόπουλος κι’ άφραγκος µετά την εξορία – αυτός πήγε και στη Μακρόνησο- λέει στο Θόδωρο:

-Θ’ αυτοκτονήσω σύντροφε. Τον ταΐσε, τον βοήθησε ο Θόδωρος, τον πάει στο Γιώργο

Σεφερλή, παίρνει και πουλά βιβλία, πιάνεται σιγά-σιγά, αρχίζει να κάνει και τον εκδότη, ξέχασε την αυτοκτονία.

Page 35: Exei rezerva to oneiroa

35Βρέθηκε κάποια στιγµή σε ανάγκη ο Θόδωρος και πάει στον

Ηλία. - Σύντροφε έτσι κι έτσι, να πουλώ κανα βιβλίο; - Θα αστειεύεσαι βέβαια Θόδωρε. Εδώ είναι επιχείρηση. Πέστε µου τώρα. ∆εξιός ο Βρυώνης κι αριστερός ο Μουτσόπουλος; Μπέρδεµα µεγάλο σα βάζεις ταµπέλλες στους ανθρώπους και

πας να ερµηνεύσεις τη ζωή µ’ αυτές.

Page 36: Exei rezerva to oneiroa

36 Συναυλία στο βουνό

Ο Θόδωρος ποτέ δεν είχε µόνιµη δουλειά. Ποτέ του. Ποτέ του όµως, δεν έµεινε και χωρίς µεροκάµατο. ∆εν γινόταν αυτό. ∆υό παιδιά, η γυναίκα, το σπίτι, έστω παραγκούλα, έστω δύο καµαρούλες, είχαν τα έξοδα τους. Συχνά η ζωή είναι πιο δύσκολη απ’ την εξορία και τη φυλακή.

Μεροκάµατο όπου έβρισκε. Στη λαϊκή, σε γραφείο, στις κολόνες της ∆ΕΗ, να σκαρφαλώνει µ’ ένα χέρι και τα’ άλλο σακατεµένο, Ασφάλειες, στον Ιππόδροµο, όπου να ’ναι. Είχε ένα θείο από την κυρά Φωτώ, τον Αβραµάκη. Ήταν ∆ιευθυντής στον Ιππόδροµο, εύπορος άνθρωπος. Όταν έδιωξαν το Θόδωρο απ’ το σχολείο, επειδή µοίραζε ανακοινώσεις της ΟΚΝΕ, και για να ξεµπλέξει από το ΚΚΕ, τον πήρε ο θείος στο σπίτι του, µια µονοκατοικία κάτω από την Ακρόπολη, στην οδό Φράτι, του βρίσκει και δουλειά στον Ιππόδροµο. ∆ύο µεροκάµατα τη βδοµάδα, 80 δραχµές το µεροκάµατο, άντε και κανένα τυχερό. Καλά ήταν. Λίγο άντεξε στην οδό Φράτι ο Θόδωρος.

Πνιγόταν εκεί. Έτρεµε στην ιδέα ότι θα γίνει΄΄ένας καθωσπρέπει΄΄. Γράφει ένα γράµµα ευχαριστήριο στο θείο του κι ανηφορίζει στην Καισαριανή. Στον Ιππόδροµο πήγαινε και συνέχισε µέχρι που πήρε σύνταξη. Πήγαινε όποτε µπορούσε, όποτε δεν ήταν παράνοµος, φυλακή, στην ασφάλεια ή εξορία. Τα χρόνια περνούν δύσκολα. Τα χρήµατα λίγα, οι πιέσεις και οι εκφοβισµοί πολλοί.

Οι χαµένοι πάντα την πληρώνουν κι οι νικητές πάντα είναι από πάνω και γράφουν και την Ιστορία.

Έτσι γίνεται πάντα. Γύρω στα ’55, ο Θόδωρος φεύγει απ’ την Καισαριανή, βρίσκει ένα οικόπεδο στην Τερψιθέα, κοντά στο βουνό έχει κι ένα δωµάτιο µέσα και µετακοµίζουν εκεί. Ερηµιά, χωρίς νερό, κάτι σα νέα εξορία. Κάνε κι αλλιώς. Χωρίς νερό δε γίνεται κι ο Θόδωρος αποφασίζει να κάνει…γεώτρηση. Αρχίζει και σκάβει. Αυτός σκάβει κι η κυρά Κική τον κρατά από πάνω δεµένο. Μια φορά, πέφτει µέσα στην τρύπα και κατασκοτώνεται. Τελικά, βοήθησαν και κάτι γείτονες, βρίσκει νερό. Υπάρχει το πηγάδι µέχρι σήµερα.

Page 37: Exei rezerva to oneiroa

37 Γύρω στα ’57 η µικρή του Βαγγελιώ, επτά χρονών περίπου, τραγούδαγε. Ένας άνθρωπος που περνούσε απ’ το δρόµο, κοντοστέκεται και της λέει:

-Κοριτσάκι , για ξανατραγούδα. Πήγε στο Θόδωρο ο άγνωστος και του λέει πως το κοριτσάκι

έχει καλό µέταλλο και µπορεί να εξελιχθεί. Ήταν δάσκαλος της µουσικής ο άνθρωπος, Πέτρο Θαναηλίδη

τον έλεγαν. Τυφλός, δίδασκε στον Οίκο Τυφλών Καλλιθέας κι έµενε παρακάτω.

Έγιναν φίλοι µε το Θόδωρο. Σχεδόν κάθε βράδυ, ο δάσκαλος έπαιζε πιάνο για το Θόδωρο

και µόλις τελείωνε έλεγε: -Θόδωρε τώρα χειροκρότησε. Κλασσική µουσική στην ερηµιά του Θεού. Σούµαν και Τσαϊκόφσκι, µε µεζέ χόρτα απ’ το οικόπεδο και

µισό κιλό κρασί. Λεφτά για άλλο µεζέ δεν υπήρχαν. Αυτές οι βραδινές ΄΄συναυλίες για έναν΄΄, κράτησαν αρκετά. Κάποτε τα χόρτα τελείωσαν πια και τότε έβραζαν

τις…µαργαρίτες απ’ τα χωράφια. Ο κύριος Πέτρος, ανακοίνωσε στο Θόδωρο πως ήταν κρίµα να

πάει χαµένο το ταλέντο της Βαγγελίτσας και ότι θάπρεπε ν’ αγοράσει ένα πιάνο.

-Είσαι τρελός δάσκαλε; Είκοσι δραχµές είναι για το φαγητό. Πώς θα πάρω πιάνο;

-Θα πάρεις. Τελικά πιάνο βρέθηκε. Ήταν ένα παλιό πιάνο, δωρεά στον οίκο Τυφλών, που ο

δάσκαλος το ξεκούρδισε λίγο, το έβγαλε ακατάλληλο, έδωσε προκαταβολή και το πήγε στο σπιτάκι της Τερψιθέας.

Σε µια κάµαρη 4 χ 4, να µη χωράν οι άνθρωποι, και νάσου στη µέση και το πιάνο.

Που θα κοιµούνται τώρα; Βρέθηκε η λύση. Η Βαγγελίτσα σαν πιο µικρή κοιµόταν πάνω στο πιάνο. Τελικά χρησίµευσε και για ντουλάπι. Η Βαγγελιώ έκανε αρκετά µαθήµατα µε τον τυφλό δάσκαλο ο

οποίος εκτός από µουσική, την πληροφορούσε κάθε τόσο και πόσο ψήλωσε µετρώντας την µε το µπαστούνι του.

Τραγουδούσε πάντα όµορφα η Βαγγελιώ. Σαν γυρνά πίσω καµιά φορά το νου του ο Θόδωρος, αυτές οι βραδιές στην ερηµιά µε Σούµαν, κρασί και µαργαρίτες βραστές για µεζέ, τον µελαγχολούν.

Page 38: Exei rezerva to oneiroa

38 ΄΄Πάω για τσιγάρα΄΄

Τα χρόνια, περνούν όπως πάντα δύσκολα για το Θόδωρο κι ο

αγώνας για να τα φέρει βόλτα, ήταν ΄΄ένα το κρατούµενο΄΄. Όµως εκεί. Ευτυχώς που ήταν κι ο Ιππόδροµος, σίγουρα δύο µεροκάµατα

τη βδοµάδα. Στην αρχή έφριξε εκεί µέσα. ∆εν ήταν µόνο τα χρήµατα που παιζόταν, αλλά και ποιοι ήταν οι ΄΄παίχτες΄΄.

Καλλιτέχνες, λεφτάδες, διανοούµενοι, πανεπιστηµιακοί, αριστεροί, πολιτικοί και βάλε. Ότι θες πέρναγε από κει.

Ήταν καλός υπάλληλος. Θάλεγα ο καλύτερος. Έρχεται χούντα, ο Ιππόδροµος ΄΄ανήκει πλέον εις την

Επανάστασιν΄΄ όπως είπε ο νέος ∆ιοικητής, ένας Καλτσίδης κολλητός του Ασλανίδη, ο οποίος και ανακοινώνει ότι ΄΄ουδείς θα απολυθεί εκτός των κοµµουνιστών και όσων πολεµήσουν την Επανάστασιν΄΄. Ετοιµάζει τα µπογαλάκια του ο Θόδωρος και 2-3 άλλοι . Όµως τον κρατούν , ίσως γιατί ήξερε τη δουλειά όσο κανείς άλλος, ίσως και λόγω του Αβραµάκη. Ο Καλτσίδης, τον εκτιµά σαν άνθρωπο και υπάλληλο και κάποια στιγµή του ανακοινώνει ότι θα µονιµοποιηθεί.

Σε µια ώρα, έξαλλος του ανακοινώνει ότι απολύεται. Τι έγινε; Ένας ΄΄σύντροφος΄΄ του, υπάλληλος κι αυτός, ο Αντώνης Κ. παλιός κοµµουνιστής, ΄΄σφύριξε΄΄ στον Καλτσίδη ποιος ήταν ο Θόδωρος. Τι να πεις τώρα και σε ποιόν να το πεις…

Τελικά έµεινε. Πάλι στο µεροκάµατο όµως. Έκανε και µια προσπάθεια µαζί µε τον Γιώργο Ζαφειρόπουλο, καπετάνιο του ΕΛΑΣ στη Ν. Σµύρνη να πάρουν µια άδεια πρακτορείου. Μόνο που δεν τους µπαγλάρωσαν για το θράσος τους και µόλις γλύτωσαν την Ασφάλεια. Βρίσκει κι άλλη δουλειά ο Θόδωρος, στο Πρακτορείο Τσερπέ – Ιωαννίδη.

Κάτι καλύτερα είναι τώρα . Ο Θόδωρος λες κι ήταν ΄΄κοµµουνιστής εκ γενετής΄΄ σα να γεννήθηκε µ’ αυτό το ΄΄κουσούρι΄΄. Ήταν πάντα ταγµένος, όχι ενταγµένος.

Άσε που είχε και το πρόβληµα να σκέφτεται και να αµφισβητεί. Το περίεργο είναι πως ούτε η αµφισβήτηση, ούτε τα ερωτηµατικά τον

Page 39: Exei rezerva to oneiroa

39εµπόδισαν ποτέ να παλεύει και ν’ αγωνίζεται, περισσότερο από τους ΄΄πιστούς΄΄ και τους ΄΄αφοσιωµένους΄΄. ∆εν το ’κανε για κανένα. Για τον εαυτό του πάλευε, γιατί έτσι έπρεπε, γιατί αυτό ήταν το σωστό. Σ’ θεωρούσε σωστό και καλό, έδινε απλόχερα, ξοδευόταν χωρίς κράτηµα.

Όµως ποτέ δεν χάρισε το παραµικρό σε ΄΄ανάξιους΄΄. Κι αν κάποιοι σήµερα µετράν κάθε τόσο ΄΄τους αγώνες και τις θυσίες του λαού΄΄ για να τους εξαργυρώσουν για πάρτη τους, νοµίζω πως πρέπει ν’ αφαιρούν ότι έδωσε- λίγο ή πολύ- ο Θόδωρος κι ο κάθε ΄΄Θόδωρος΄΄. Οι προσφορές όλων αυτών είχαν άλλο στόχο κι άλλον ΄΄παραλήπτη΄΄. Από πολύ νωρίς, οι ηγέτες κι οι ηγεσίες τον απογοήτευσαν. ΄΄∆υστυχώς και να θέλουν δεν µπορούν. Άσε που δεν ξέρω αν πραγµατικά θέλουν΄΄. Χιλιάδες λάθη και παλιανθρωπιές τον ΄΄σκότωναν΄΄, πιότερο κι’ απ’ τη σφαίρα του Γερµανού.

∆εν τον αποστράτευσαν όµως. Βάρκιζα, ΄΄συµφιλίωση΄΄, δεύτερο αντάρτικο, ΄΄εθνική ενότητα΄΄, διαγραφές, καταδιώξεις αγωνιστών, η στάση του ΚΚΕ στον Άρη Βελουχιώτη, τόσα και τόσα και πόσα άλλα να θυµηθείς και γιατί να τα θυµηθείς άλλωστε, τον τσάκιζαν. Λέει µια µέρα στον εαυτό του. -Θα πάω να πάρω τσιγάρα και δεν θα ξαναγυρίσω. Κι από τότε, διαγράφτηκε από µόνος του απ’ το Κόµµα . Όχι απ’ τη δράση και την προσφορά.

∆εν το µετάνιωσε ποτέ.

Page 40: Exei rezerva to oneiroa

40 ∆ΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Του Σουκρατέλ’

Το Φλεβάρη του ’46 ο Μαρίνος κι η Αφρούλα απόκτησαν στη

Μυτιλήνη το πρώτο τους γιό, το Σωκράτη και τα επόµενα χρόνια άλλα δύο παιδιά, το Νίκο και τη Βαγγελίτσα.

Ο Μαρίνος γέννηµα – θρέµµα Μυτηληνιός, απ’ το Πληγώνι. Φτωχή οικογένεια, δουλευτάδες όµως και οικονόµοι, έγιναν σιγά – σιγά νοικοκυραίοι, δέθηκαν µε τα χωράφια, ασχολήθηκαν και µε το εµπόριο, πρόκοψαν. Η Αφρούλα ήρθε στον διωγµό µωρό ενός χρόνου από το Ντεµήσι. Μέσα σε κάτι σκατωµένα µωρόπανα, όπου είχαν κρύψει κάτι λίρες και κάτι κοσµήµατα, για να µη τα ψάξουν οι Τούρκοι. Όλοι οι κόποι µιας ζωής εκεί µέσα ήταν. Η συρµαγιά * για να σταθούν στα πόδια τους . Στην αρχή στο Πλωµάρι σε κάτι συγγενείς και µετά στη Μυτιλήνη. Τον πατέρα της τον άφησε πίσω στη Μικρασία και πάει. Η µάνα της πέθανε νωρίς κι έµεινε ορφανό µε τη γιαγιά και τον παππού της το Σωκράτη.

Νοικοκύρης καλός στο Ντεµήσι ο παππούς, δουλευταράς κι άρχοντας στον τόπο του, άνθρωπος µπασµένος στη ζωή, φίλος του Τσακιτζή, άνοιξε ένα εστιατόριο στο Πηγαδάκι, πήγε καλά κι ορθοπάτησε. Απόκτησαν κι ένα σπίτι στη Μυτιλήνη, ένα όµορφο αρχοντικό ενός Τούρκου αξιωµατούχου, πάνω απ’ τον Αγ. Ευδόκιµο, στις αρχές του συνοικισµού, απέναντι απ’ το όγδοο δηµοτικό, δίπλα στο σπίτι του Θείελπι Λευκία, Ρωµανού Μελωδού 23. Εδώ γεννήθηκε και µεγάλωσε ο Σωκράτης και τ’ αδέρφια του, εδώ πέθανε κι ο παππούς Σωκράτης, από γάγγραινα . Ο Μαρίνος ήταν άγιος άνθρωπος, δουλευτής, ακούραστος, ευγενικός κι ανοιχτοχέρης. Σαν τραυµατίας απ’ τον Σαγγάριο, του παραχώρησε ο ∆ήµος στην Κουµιδιά ένα µαγαζάκι – παλιά τούρκικη βρύση ήταν – κι άνοιξε ο Μαρίνος µπακάλικο. Οι δουλειές πήγαιναν καλά , αγόρασε και κάτι χωράφια µε λιόδεντρα στο Καγιάνι, µετά και στη Μόρια, αργότερα ένα µαγαζί στην Κουµιδιά, καλά πήγαινε. ------------------------------ * συρµαγιά : το κοµπόδεµα, οι οικονοµίες.

Page 41: Exei rezerva to oneiroa

41Αγαπούσε τη γη και τα δέντρα. Τα λιόδεντρα στο

Καγιάνι τα είχε βγάλει ονόµατα και όταν µόνος του τα κλάδευε, τα µίλαγε ΄΄για να µη πονούν΄΄. Η δεύτερη αγάπη του ήταν το γράψιµο. Είχε τελειώσει το σχολαρχείο, µπορούσε να γίνει και δάσκαλος , όµως έγινε µπακάλης που έγραφε, µυθιστορήµατα.

Ο Σωκράτης φυλάει ευλαβικά ένα βιβλίο, χειρόγραφο που ποτέ δεν εκδόθηκε. ΄΄Η Ραµόνα΄΄. Το άρχισε χρόνια πριν και το τελείωσε λίγο πριν πεθάνει Ήταν ψυχοπονιάρης. Όταν είδε τον κοµµουνιστή Γιώργο Τσαγκαρέλλη να ’χει ανάγκη, τον έβαλε στο µαγαζί να ’χει ένα πάγκο λαχανικά και σιγά- σιγά γίναν σχεδόν συνεταίροι. Έκανε κι άλλα τέτοια. Τους παράδες , ποτέ δεν τους λογάριασε σωστά.

Με τους ανθρώπους τα πήγαινε καλύτερα. Κάποτε ήρθε η ώρα να κάνει κι αυτός οικογένεια. Μπεκιάρης για πάντα δε γίνεται και τι να τα κάνεις τα λεφτά µόνος. Στα σαρανταπέντε του τ’ αποφάσισε. Έβλεπε την Αφρούλα στην αγορά, όµορφη και τροφαντή, 23 χρονών κοπελίτσα, τραβά γραµµή στον παππού Σωκράτη και τη ζητά. Τον εκτιµούσε ο παππούς – όπως κι όλη η αγορά - το Μαρίνο, λέει το ναι. Η Αφρούλα µεγαλωµένη µε όλα τα καλά στο Ντεµήσι, ήταν καλοµαθηµένη, µε τα λούσα και τα τραπεζώµατα και τις βεγγέρες, αρχόντισσα. Κοινωνική, πάντα να βοηθήσει τον άλλον, να µοιράσει στη γειτονιά φαγητό ή γλυκίσµατα, και πάντα σ’ εγρήγορση ν’ αγοράσει ένα αθηναϊκό µοντελάκι απ’ τον Βουκλαρή. Να µη δει αναγκεµένο, πρώτη να συνδράµει όπως µπορεί. Να στείλει µε την Άρτεµη την Βουργουτζή δέµατα στον Αη- Στράτη, να µαγειρέψει για το Μήτσο το Μουκάκη και τους άλλους αντάρτες και να τα στείλει στην Αγιά-Κυριακή, να βοηθήσει την κυρία Αγάπη να κρύψει υλικό του Θείελπη στο σπίτι της. Οτιδήποτε για να βοηθήσει. ∆εν ήταν αριστερή. Καλός άνθρωπος ήταν. Ίσως να ευθύνεται κι ο πατριός της, ο Νικολάκης Ταχτατζής, που της έλεγε: ΄΄ Να βοηθάς µουρέλ’ µ, γιατί τ’ς αλνούς τ’ς παραλήδις θα τ’ς σιάξιν’ τα κουκνέλια΄΄. * Είκοσι δύο χρόνια διαφοράς ο Μαρίνος και η Αφρούλα και διαφορετικοί χαρακτήρες.

Ταίριαξαν τελικά οι δυο τους και ’ζησαν αγαπηµένα. ------------------------------------------------------------------------- * ΄΄να βοηθάς µωρό µου τους ανθρώπους, γιατί τους άλλους τους πλούσιους θα τους τακτοποιήσουν οι κόκκινοι ( κοµµουνιστές) ΄΄

Page 42: Exei rezerva to oneiroa

42

Ο Αλλοπαρµένος

Ο Σωκράτης, σαν πρωτοπαίδι, ήταν χαϊδεµένος. Τίποτα δεν του ’λειψε. Παρ’ όλο που οι εποχές ήταν δύσκολες τότε και δυσκολότερα

στην επαρχία, φρόντιζαν να τάχει όλα. Είχαν και µία παρακόρη, τη Μαρικούλα απ’ το Μπαλτζίκι, που

ζούσε η φουκαριάρα µε την έννοια του όλη τη µέρα. Ο Σωκράτης µέχρι τώρα θυµάται πόσο γλυκά κοιµόταν στα

στήθια της Μαρικούλας. Η Αφρούλα πιά, πώς να τον ντύσει το γιό. Φουφούλες, ναυτικά,

παπούτσια λουστρίνια κάτι όµορφα µπερεδάκια. Ήταν κι όµορφο µωρό. Τον έντυνε, τον έβαζε σ’ ένα καρεκλάκι και του µίλαγε όπως σε

µεγάλο άνθρωπο. Για τα οικονοµικά, για το αν πρέπει ν’ αγοράσουν ένα χωράφι, πόσο να δώσουν το λάδι, τι θα γίνει µε το Μαρίνο που πάει κάθε Κυριακή πρωί στο Καγιάνι και την παραµελεί και..και…

Ο Σωκράτης, άκουγε µε προσοχή, λες και καταλάβαινε. Ήταν ένα παιχνίδι που άρεσε και στους δύο. Εκείνος που κυριολεκτικά λάτρευε το Σωκράτη, ήταν ο

παππούς Σωκράτης. Ο προπάππους του δηλαδή. Είχαν και το ίδιο όνοµα, βλέπεις.

Κάθε µέρα ο Σωκράτης περίµενε τον παππού. Καθόταν στα γόνατά του έβγαζε το ρολόγι του, έβαζε το χέρι στο τσεπάκι του γιλέκου και να το εύρηµα.

Μια καραµέλα. Η µέρα ξεκίναγε µε την προσµονή αυτής της καραµέλας. Όταν

πέθανε ο παππούς, ο Σωκράτης, παιδάκι πια , σκέφτηκε πως ο Θεός δεν είναι και τόσο καλός όσο λένε.

΄΄Γιατί να πάρει τον παππού; Τώρα τι θα γίνει µε την καραµέλα;΄΄

Του ’λειψε για πολύ καιρό η καραµέλα. Ακόµα και τώρα κάποιες φορές στα πολλά ζόρια , του λείπει. Ο Σωκράτης ήταν ένα παιδί ΄΄µικροµέγαλο΄΄, περίεργος για

κάθε τι. Γιατί ο καφές στην ταµπέλα έχει δύο ΄΄φ΄΄, πως παίρνει ρεύµα

κι έχει φώτα το πλοίο, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν λεφτά και σπίτι, γιατί τούτο, γιατί τ’ άλλο.

Θα ήταν περίπου πέντε χρονών όταν έκανε το πρώτο του ταξίδι.

Page 43: Exei rezerva to oneiroa

43-Θα πάµε φαγητό σε κάποιους καλούς ανθρώπους, του

λέει η Αφρούλα. Πήγαιναν στον Αη-Στράτη. Στο πλοίο ο Σωκράτης έγραψε ένα ποίηµα για τους εξόριστους,

τους το απήγγειλε στη φυλακή κι εκείνοι του ’δωσαν 3-4 καραµέλες. Ήταν αγουρίδες, τυλιγµένες σε σελοφάν. Από µακρυά ο Σωκράτης άκουγε κάποιον να τραγουδά ΄΄ µε το

βουνό θα γίνω φίλος΄΄ . Είναι το µόνο τραγούδι που χορεύει και βουρκώνει σαν τ’

ακούει. Μάλλον θα ’φταιν οι αγουρίδες. Πήγε στο όγδοο δηµοτικό, απέναντι απ’ το σπίτι του. Αγαπούσε τα βιβλία και το σχολείο, πρώτος µαθητής. Το µόνο

που τον φόβιζε λίγο, ήταν ο κύριος Σαλβαράς και ο διευθυντής, ο κύριος Θεοδώρου.

Καλοί δάσκαλοι, όµως αυστηροί. Είχαν και µία βίτσα Παναγιά µου, σαν του ’λεγαν.

-Άνοιξε το χέρι σου. Όµως ήταν κι η κυρία Πόπη η Παπάνη , που τον αγαπούσε και

τον έσωζε από τη βίτσα. Άλλος ήταν όµως ο λόγος που έτρεχε πρωί – πρωί πρώτος στο

σχολείο. Η Βαγγελίτσα. Η πρώτη αγάπη κι ας µην το ’µαθε ποτέ εκείνη. Πώς να της το πει και τι να της πει, άλλωστε. Πόσα στιχάκια

της έγραψε και πόσες φορές την έβλεπε στον ύπνο του. Ο Σωκράτης ήταν ένα παιδί ΄΄φευγάτο΄΄ και µοναχικό. Κάθε στιγµή ΄΄ταξίδευε΄΄. ∆ύο – τρεις φίλοι του τον έλεγαν ΄΄σαλεµένο΄΄. Στην πίσω µεριά του σπιτιού, είχε µία αλάνα, πίσω από το

φούρνο του Βαµβακά και κάπου στην άκρια ένα βράχο. ΄΄Γέρο΄΄ τον έλεγε ο Σωκράτης και περνούσε ώρες απάνω του, µιλώντας τον. Μέχρι κι η Αφρούλα τρόµαζε κάπου – κάπου.

Μάθαινε ποιήµατα και τις Κυριακές είτε στο ΄΄Πανελλήνιο΄΄, είτε στου Βαλάκη, σηκωνόταν ανέβαινε στο τραπέζι και τα απήγγειλε. Μια φορά µε το ΄΄Ματρόζο΄΄ το πέθανε το ακροατήριο του.

Ήταν λίγο αλλοπαρµένος.

Page 44: Exei rezerva to oneiroa

44 Η γιαγιά ∆αµασκηνή

∆ίπλα απ’ το σπίτι τους, είχαν ένα άλλο µακρόστενο σπίτι, σαν αποθήκη. Το ’δωσε ο Μαρίνος να µείνει µέσα η κυρά ∆αµασκηνή, η Χατζησσάβαινα, πρόσφυγας, χήρα µε πέντε παιδιά.

Ήταν η γιαγιά ∆αµασκηνή. Εκείνη µεγάλωσε το Σωκράτη. Γιαγιά δε γνώρισε, αυτή έγινε γιαγιά του. Πολύ φτώχια στο σπίτι της γιαγιάς , µε δυσκολία έµπαινε το καθηµερινό τσουκάλι.

Βέβαια ο Μαρίνος κι η Αφρούλα, σ’ όλα λογάριαζαν πως υπάρχουν δυό σπίτια.

Την αγαπούσε πολύ ο Σωκράτης τη γιαγιά του κι εκείνη ίσως περισσότερο.

Του ’λεγε απίθανα παραµύθια για κοντραµπατζήδες και κλέφτες στην Ανατολή και κάτι όµορφα βουνά µε χιόνια ολοχρονίς και σαν αποκοιµιόταν, έκανε κούνια τα πόδια της και σιγοτραγουδούσε κάτι όµορφα σµυρνέϊκα νανουρίσµατα.

Ήταν δύσκολο µωρό στο φαϊ, κάποτε έπαθε κι αβιταµίνωση, από την αναφαγιά. Μόνο για ένα ξετρελαινόταν. Να βουτά το ψωµί στο τηγανόλαδο της γιαγιάς µόλις έβγαζε απ’ το τηγάνι τις µαρίδες.

Η γιαγιά είχε αρθριτικά. Απ’ όταν τη γνώρισε µέχρι που πέθανε πονούσε και πάντα είχε στη µαύρη ρόµπα της ένα κουτί ασπιρίνες που τις έτρωγε σα καραµέλες.

-Πουνάν µουρελ’ µ’ τα έρµα τα πουδάρια µ’. -Γιαγιά µη φοβάσαι. Σα µεγαλώσω θα γίνω γιατρός και θα στο

κόψω να µη πονάς πια. -Άντε θα κάνω υποµονή, αλλά διάβαζε να γίνεις γρήγορα

γιατρός. Πιάσε και το µπαστούνι, που τόκρυψες πάλι. Σαν πέθανε η γιαγιά ∆αµασκηνή, σκέφτηκε πως τουλάχιστον

δεν θα πονά πια. Αν όµως δεν είναι, έτσι θα βρίσκει εκεί πάνω ασπιρίνες;

∆εν µπορεί θάχουν. Τέλειωσε το δηµοτικό. Πρώτο Γυµνάσιο Μυτιλήνης, τώρα.

∆ιάβαζε ο Σωκράτης, για να γίνει γρήγορα γιατρός. ∆ιάβαζε ότι του ’πεφτε στο χέρι. Το όποιο χαρτζιλίκι γινόταν αυτόµατα βιβλία, περιοδικά, ΄΄κλασσικά΄΄ ότι έβρισκε πως ήταν ενδιαφέρον. Τα χρόνια του Γυµνασίου ήταν όµορφα.

Ήταν όµορφα, ακόµα και µε το πηλήκιο, αυτό το βάσανο που δεν κρυβόταν ούτε στη µασχάλη, ούτε στην κολότσεπη. Ευτύχησε να’ χει ανθρωπένιους καθηγητές, δάσκαλοι πραγµατικοί, µε γυµνασιάρχη αυτόν τον αξέχαστο τον Παναγή Σαµαρά.

Page 45: Exei rezerva to oneiroa

45Ποιόν να πρωτοθυµηθείς και πώς να ξεχάσεις τι τράβαγαν

για να τους µάθουν γράµµατα. Από πολύ νωρίς µαζί µε το γυµνάσιο, ο Σωκράτης άρχισε να δουλεύει και στο µαγαζί και στο κτήµα στο Καγιάνι. Πολύ δουλειά είχε πέσει σ’ αυτό το κτήµα. Ξεχορτάριασµα, ξεπετράδευµα, να χτίζει ΄΄ντουσέκια΄΄*, να κουβαλά ΄΄Ξλουγαδούρα΄΄** και µετά τέµπλιασµα***.

Πρώτος στην ΄΄τέµπλα΄΄ ο µικρός. Σαν τσουβάλιαζαν τις ελιές και τις πήγαιναν στη µηχανή του Μπόµπα στην Αγ. Μαρίνα, ο Σωκράτης ΄΄κουκουλογ΄΄ **** ένα τάληρο το καλάθι. Τι χειµώνες κι αυτοί και τι φασολάδα γλυκιά στα ΄΄τελειώµατα΄΄ και πόση αγωνία, αν θα φανούν οι κόποι. ΄΄Πόσο θα βγάλει το µόδι*****, τι οξύτητα θάναι, θα πιάσει τιµή;΄΄ Η Κουµιδιά ήταν επίσης ένα καλό σχολείο. ΄΄Τσιράκι πρώτο το Μαρνέλ’΄΄, έτσι τον έλεγαν στην αγορά. Έµαθε να ζυγιάζει, να κάνει λογαριασµούς, τούφτιαξε κι η Αφρούλα µια άσπρη ποδιά από τσουβάλι ζάχαρης, έµαθε να κόβει και λακέρδα και τουλουµοτύρι. Πρώτος. Έφτιαξε κι ένα αραµπαδέλ’ και κουβαλούσε σακιά απ’ τον Μαστραντωνάκη, απ’ τον Πόθα, έβγαζε και το χαρτζιλίκι. Τα Σάββατα είχε πολύ δουλειά και παρ’ όλα αυτά ξέκλεβε καµιά ώρα το µεσηµέρι και διάβαζε κανένα βιβλίο ή κανένα ΄΄κλασσικό΄΄ , στο περίπτερο παραδίπλα απ’ τις κολόνες. Τα Σαββατόβραδα, όταν έκλεινε το µαγαζί κι οι µεγάλοι έκαναν τους λογαριασµούς τους, ο Σωκράτης µαζί µε το Θωµά και τον Αλέκο Τσαγκαρέλλη, από ΄΄τσιράκια΄΄, γινόταν πάλι παιδιά.

Κυνηγητό, κρυφτό, ποδηλατάδα γύρω – γύρω από την Κουµιδιά.. Με τα κορίτσια είχε καλές σχέσεις. Κι αυτά τον συµπαθούσαν φαίνεται. Βόλτες στην προκυµαία, στα παγκάκια του Αγίου Ευδόκιµου, στα Τσαµάκια, στον Ναυτικό Όµιλο, είχε τις επιτυχίες του. Όµορφοι έρωτες, µοσχοµυριστοί… ------------------------------------------------------------------------ * ντουσέκια : αναχώµατα µε πέτρα. **Ξλουγαδούρα: Ξύλινο ΄΄φορείο΄΄ που το γέµιζαν µε πέτρες και το κουβαλούσαν δυο άτοµα. *** Τέµπλιασµα : το µάζεµα της ελιάς απ’ το δέντρο χτυπώντας τον καρπό µ’ ένα µακρύ ραβδί ( τέµπλα). ****κουκουλογ’: το µάζεµα της ελιάς που αφήνουν πίσω οι µαζόχτρες *****µόδι : τα εκατό κιλά ελαιόκαρπου.

Page 46: Exei rezerva to oneiroa

46 Οι πρώτες ΄΄σπουδές΄΄

Απέναντι από το σπίτι του στη γωνία, ήταν το σπίτι του ΄΄δάσκαλου΄΄ έτσι τον έλεγαν, του κυρίου Γιάννη Παπαγγέλλου. Παλιός δάσκαλος, αριστερός ’λεγαν στη γειτονιά, που τώρα έκανε ιδιαίτερα µαθήµατα. Ένας ψηλός, σοβαρός, περήφανος άνθρωπος, µε µια γκρι πλεχτή ζακέτα, έτσι τον θυµάται ο Σωκράτης, κι έτσι τον είδε σαν πήγε να του κάνει µάθηµα. Τα εξηγούσε όµορφα κι απλά και κάπου – κάπου µίλαγε και γι άλλα πράγµατα. Για ειρήνη, για ισότητα, για δικαιώµατα. Κι όσο ο Σωκράτης έδειχνε ενδιαφέρον, τόσο αυτές οι ΄΄παρεµβάσεις΄΄ γινόταν πιο συχνές και πιο ουσιαστικές. Κάποτε σταµάτησαν τα µαθήµατα και ο κυρ Γιάννης είπε στο Σωκράτη. -Θα τον βρεις εσύ το δρόµο κάποτε. -----------------------

Ο Ευριπίδης ήταν παλιά ναυτικός σε καϊκι. Είχαν δει κι είχαν δει τα µάτια του. Κουράστηκε, δεν το βάσταγαν και τα πόδια του, τον πήρε ο Μαρίνος να βοηθά όσο µπορεί στο µαγαζί, να βγάζει κι ένα χαρτζηλίκι. Καλός άνθρωπος, καλός πότης, φιλότιµος και έντιµος. Λέγαν πως κι αυτός ήταν αριστερός, τυρρανισµένος απ’ τα πιστεύω του. Γιναν φίλοι µε το Σωκράτη. Τον έµαθε να ψαρεύει, να δολώνει, του ’µαθε τα µέρη που είχαν ψάρια, του ’µαθε πολλά για τη θάλασσα. Να την αγαπά και να την υπολογίζει. Κι όσο η πετονιά ν’ ανεβάσει εκεί στα ΄΄Μπλόκια΄΄ κα ’να σπάρο, ο Ευριπίδης µίλαγε για κάποιους άλλους τόπους που οι κοινωνίες είναι αλλοιώτικες, οι άνθρωποι όλοι πιο χαρούµενοι, νοιάζεται ο ένας για τον άλλον. Ο Σωκράτης ούτε που κοίταγε την πετονιά. -Θα ’ρθει µια µέρα που όλα τα παιδιά θάχουν σπίτια δικά τους και θάχουν όσο φαϊ θέλουν, θα ξέρουν όλα γράµµατα και θα φοράν ολοχρονίς κόκκινα παπούτσια. Αυτό είναι κοµµουνισµός Μαρνέλ’. Ποτέ δε γύρισε ούτε µ’ ένα κοβιό απ’ αυτά τα ψαρέµατα, ο Σωκράτης. Στην Ερµού στο ύψος του στενού του ξενοδοχείου της ΄΄Μεγ. Βρετάνιας΄΄, ήταν ένα γωνιακό βιβλιοπωλείο, του Σφετούδη. Εκεί πήγαινε και ξαργύρωνε το χαρτζιλίκι ο Σωκράτης.

Ιούλιος Βερν, ∆ουµάς, ΄΄Χωρίς οικογένεια΄΄, τέτοια.

Page 47: Exei rezerva to oneiroa

47

Παραµύθια που τον ταξίδευαν. Του άρεσαν τα παραµύθια και µέχρι σήµερα του αρέσουν. Ξελαγάρουν το µυαλό. Άσε που γινόταν ένα µε τους ήρωες.

Σαν πήγαιναν σινεµά µε το Νίκο τον αδερφό του , εκεί πάνω στη ΄΄Νίκη΄΄, δύο έργα ένα τάληρο, έτρεχαν µετά στον Αγ. Ευδόκιµο και αναπαραστούσαν όλο το έργο. Συνήθως αυτός έκανε το ΄΄παιδάκ’΄΄ κι ο Νίκος τον ΄΄ινδιάνο΄΄.

Έφτιαχνε και ιστορίες. Ότι γίνεται πόλεµος και χάνονται τα’ αδέρφια και έπρεπε να

βάλουν µια µυστική λέξη για να γνωριστούν σαν ξαναυρεθούν. Ακόµα τη θυµάται αυτή τη λέξη :

Ρόδι. Μια µέρα ο Σφετούδης του λέει: -Πάρε τούτο Μαρνέλ’, και του δίνει ένα βιβλίο. ΄΄Ένα παιδί µετράει τα’ άστρα΄΄ , Μενέλαος Λουντέµης.

Τούτο το βιβλίο, ήταν άλλο πράµα, άλλος κόσµος. Να Λουντέµης, να Ρίτσος, να Βάρναλης και Καζαντζάκης, να

παραµύθια που ήταν κόσµος αληθινός, να κι ο Σωκράτης τα πάνω- κάτω.

Άρχισαν τώρα ν’ ανακατεύονται και οι ΄΄διδαχές΄΄ του κυρ- Γιάννη, κι’ ο ΄΄σοσιαλισµός΄΄ του Ευριπίδη, λες κι όλα είχαν συνωµοτήσει να µη τον αφήσουν ήσυχο το φουκαρά. Το χαρτζιλίκι δεν έφτανε πια για βιβλία κι έτσι ο Σωκράτης κατέφυγε στο ενοίκιο. Καµιά φορά του χάριζε και κανένα µικρό βιβλιαράκι ο Σφετούδης. Σιγά-σιγά προχώρησαν οι ΄΄σπουδές΄΄.

Πήγε στο ΄΄Κοµµουνιστικό Μανιφέστο΄΄, και στα πρώτα έργα του Λένιν. Περνούσαν τα χρόνια, τα όνειρά του για το Σοσιαλισµό πλήθαιναν και τον ταξίδευαν όλο και πιο συχνά, σ’ άλλους κόσµους. Η Ρωσία κι η Επανάσταση γινόταν σιγά- σιγά το πιο όµορφο παραµύθι. Μαγικό όνειρο. Τι κρίµα που δεν είναι σήµερα, ούτε παραµύθι, ούτε όνειρο… Πολλά χρόνια αργότερα, ο Θόδωρος του ξαναθύµισε το Λουντέµη.

Περνούσαν, του ’πε, όµορφα βράδια, µε κουβέντα και λίγο φαϊ, που τους εξασφάλιζε η συντρόφισσα Καίτη Κασιµάτη στο σπίτι της εκεί στην Παναγίτσα της Καισαριανής. Κι όταν ακούστηκε πως έπεσε η Μόσχα στον Χίτλερ, λέει ο Λουντέµης στο Θόδωρο: -Είναι ψέµα. Αν έπεφτε θα σταµατούσε η καρδιά µου. Είναι ψέµα.

Page 48: Exei rezerva to oneiroa

48 Μυτιληνιός ΄΄Τσε΄΄

Γύρω στο ’62-63, οι κινητοποιήσεις στην Αθήνα και σ’ όλη την

Ελλάδα φούντωναν. Ένταση µε την Τουρκία, συλλαλητήρια για την Παιδεία, η Αποστασία, ο κόσµος στους δρόµους.

Φοιτητές και µαθητές πρωτοστατούσαν σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις. Μαζεύει ο Σωκράτης 4 – 5 συµµαθητές του κι αρχίζει: -Κάτι πρέπει να κάνουµε κι εµείς. Είναι µεγάλα αυτά τα προβλήµατα. Μας αφορούν όλους. Άσε που οι Τούρκοι είναι µια ανάσα δίπλα µας. Κι άλλα τέτοια. Τόσα ήξερε, τόσα έλεγε. Συµφωνούν όλοι, έρχονται κι άλλα παιδιά- µερικοί θέλαν να κάνουν και κοπάνα απ’ τα µαθήµατα- και σχηµατίζεται η πρώτη επιτροπή αγώνα. -Τι θα κάνουµε; -Συλλαλητήριο Καλά να το λες αλλά πως το κάνεις; Κάποιος ρίχνει την ιδέα. -Ρε σεις να το πούµε και στα κορίτσια Όσοι είχαν πάρε – δώσε µε το Θηλέων, ανέλαβαν αυτόν τον τοµέα. Οι άλλοι πρωί – πρωί πιάσανε τις πόρτες κι άρχισαν την προπαγάνδα.

Βρήκαν σηµαία, ήρθαν τα κορίτσια, φτιάχτηκαν συνθήµατα και σιγά – σιγά µαζευτήκαν αρκετοί. Άρχισε να ’ρχεται κι άλλος κόσµος. -Τώρα τι κάνουµε;

Πέφτει η ΄΄γραµµή΄΄. - Πορεία στο Άγαλµα της Ελευθερίας.

Έτσι κι έγινε. Βρέθηκαν λουλούδια για στεφάνι, τραγούδησαν τον Εθνικό Ύµνο και ξανά πίσω.

Στην επιστροφή τους περίµενε στο ∆ηµαρχείο ο ∆ήµαρχος, ο Αποστόλου. Τους µίλησε κι’ όταν τέλειωσε τους λέει :

- Τώρα η σειρά σας να µιλήσετε. Ποιος; Όλοι το βάζουν στα πόδια και πως γίνεται και βρίσκεται

ο Σωκράτης στο µπαλκόνι του ∆ηµαρχείου κι από κάτω ο κόσµος. Μηλιούνια του φάνηκαν. Τι να πει; Του κόπηκε η µιλιά και τα

γόνατα.

Page 49: Exei rezerva to oneiroa

49Τέλος πάντων λέει κάτι, άντε και λίγο ακόµα, να τώρα

τελειώνει, κανονική οµιλία. Ούτε θυµάται τι είπε. Τέλειωσε κι ούτε ένα χειροκρότηµα, τίποτα. Κοιτούσαν όλοι το

µπαλκόνι βουρκωµένοι και µόλις ο Αποστόλου χειροκρότησε κι ακολούθησε ο κόσµος κατάλαβε ο Σωκράτης, πως δεν τα είπε κι άσχηµα. Κατουρηµένος απ’ τη χαρά του, το βράδι ΄΄εξαργύρωσε΄΄ την επιτυχία του µε δύο… ραβασάκια.

Ας είναι καλά γι αυτή τη διπλή επιτυχία ο Λουντέµης κι ο Λένιν.

Τώρα πια ο Σωκράτης ένοιωθε ένας µικρός Μυτιληνιός Τσε.

Page 50: Exei rezerva to oneiroa

50 Οι χαρτοσακούλες

Η επανάσταση µπορεί να πήγαινε καλά, όµως τα οικονοµικά

της οικογένειας πήγαιναν χάλια. Απ’ το κακό στο χειρότερο. Ένα – δύο χρόνια δεν είχε µαξούλ’* τα χρέη ανέβαιναν, ήρθαν κάτι αναποδιές, πέσαν και κάτι αρρώστιες που έφαγαν ένα κτήµα, τα πράγµατα ήταν άσχηµα.

Στο µυαλό της Αφρούλας µπήκε να φύγουνε για Αθήνα. Έπρεπε να σπουδάσει κι ο Σωκράτης, να κάνει κάτι κι ο µικρός, µεγάλωνε κι ο Μαρίνος.

Απ’ τη µια µέρα στην άλλη, οι ανέσεις εξαφανιζόταν κι οι δυσκολίες µεγάλωναν.

Το µαγαζάκι της Κουµιδιάς από ΄΄εµπορικό κέντρο΄΄ δεν πήγαινε καλά, άρχισε να µαραζώνει και τα γραµµάτια νάρχονται το ένα µετά το άλλο.

Και πώς να πάει καλά. Ο ΄΄συντηρητικός΄΄ Μαρίνος, είχε ένα ιδιόµορφο σοσιαλιστικό

τρόπο ΄΄διοίκησης επιχειρήσεων΄΄. Είχε ένα κανονικό τεφτέρι για - βερεσέδια για τους ΄΄έχοντες΄΄-

και χαρτοσακούλες για τους ΄΄µη δυναµένους΄΄, όπως έλεγε . Ερχόταν άνθρωποι απ’ τον Συνοικισµό, µισή οκά λάδι, ένα τέταρτο σάλτσα, φακές κι ένα πακέτο µακαρόνια ΄΄ΝΤΕΒΕΤΑ΄΄.

΄΄Κυρ Μαρίνε γράψτα, το Σάββατο΄΄. ΄΄Σωκράτ’ στ’ χαρτοσακούλα΄΄ Έγραφε ο Σωκράτης, γέµιζαν οι χαρτοσακούλες, άδειαζε το

µαγαζί, γέµιζε η ψυχή του Μαρίνου, µάθαινε κι ο µικρός επαναστάτης.

Ερχόταν το Σάββατο το βράδι, έκλεινε το µαγαζί, άντε τώρα να κάνουν τη σούµα.

-Να δούµε τι θα πει τώρα ο χουτζερές**, έλεγε ο Μαρίνος. -Πέτα τις χαρτοσακούλες κι άντε να δούµε τι µένει . Τίποτα δεν έµενε κι οι χαρτοσακούλες στοίβα στα σκουπίδια. Λίγο κρέας απ’ τον Καζαντζή από δίπλα, ξεκαθαρίζανε τις

σάπιες πατάτες, ότι λαχανικό απόµενε από τον Τσαγκαρέλλ’ και σπίτι. ---------------------------------------------------------- * µαξούλι : Η σοδειά της ελιάς ** χουτζερές : Το ταµείο

Page 51: Exei rezerva to oneiroa

51 Πως τα βόλευε η Αφρούλα κι έφτιαχνε 2-3 φαγητά µ’ αυτά τα

σάπια, ο Σωκράτης το κατάλαβε πολύ αργότερα, όταν κι εκείνος βρέθηκε σε ζόρια.

Προκοπή δεν γινόταν. Έτσι κάποια στιγµή, πουλάν σπίτια, χτήµατα κοψοχρονιάς,

ξεχρεώνει ο Μαρίνος ότι χρωστούσε και φεύγουν για Αθήνα. Μέχρι και 30 αυγά ξεχρέωσε ο Μαρίνος την τελευταία στιγµή και 3 οκάδες λεµόνια.

-Να φύγουµε αξιοπρεπώς. ∆εν δραπετεύουµε κι όλας. Έφυγε η οικογένεια κι άφησαν το Σωκράτη να τελειώσει το

γυµνάσιο, στη γιαγιά ∆αµασκηνή για να τελειώσει το Γυµνάσιο. Ο Σωκράτης ένοιωθε τώρα πιο καλά τα βιβλία του Σφετούδη. Καταλάβαινε και την ταξική κοινωνία και την ισότητα και την

΄΄άλλη κοινωνία΄΄. Το µόνο που τον µπέρδευε κι ακόµα τον µπερδεύει, ήταν που

να κατατάξει το Μαρίνο. Αριστερά; ∆εξιά; Έτσι κι αλλοιώς όµως τον αγαπούσε, κι ας έγραφε βερεσέδια

στις χαρτοσακούλες. Αργότερα κατάλαβε πως γι αυτό κυρίως τον αγαπούσε. Πέθανε ο Μαρίνος το Πάσχα του ’86 στα Χανιά. Όποτε συναντά άνθρωπο- ανθρωπένιο κι’ όποτε βλέπει

λιόδεντρα, τον θυµάται. Όπου κι αν είναι, µόνο µπακάλικο δεν θα τούδωσαν να έχει.

Ιδιαίτερα µπακάλικο σε Συνοικισµό προσφυγικό.

Page 52: Exei rezerva to oneiroa

52 Αγίας Σοφίας 79

Με τη γιαγιά ∆αµασκηνή, δεν ένοιωσε την απουσία των δικών

του κι ας ήταν πρώτη φορά που χώριζαν. Η γιαγιά ένα πράγµα δε συγχωρούσε στο Σωκράτη.

Το τσιγάρο. -Ολόσκοτε, µπροστά µ’ καπνίζ’ς; -Γιαγιά ’γώ πίσω σ’ είµαι. Εσύ γυρνάς και µ’ βλέπ’ς. Γύρνα

καλέ πάλ’ µπρουστά.. Όταν διάβαζε ο Σωκράτης εκεί στην πλουµιστή αυλή και

πέρναγε µε το ποδήλατο η Ρηνούλα, η γιαγιά γινόταν πυρ και µανία. -Κουρτσέλ’µ µην έρχισι από δω κι είνι ντουσιµές *. Θα χαλάσ’

του ποδήλατου κι είνι κινούργιο, κι αµέσως µονολογούσε -Άστι τον πια να πλακουδιαβασ ’. Τι δεν θαδινε ν’ ακούσει και σήµερα καµιά φορά τέτοια

µαλώµατα. Παρ’ όλα τα σούρτα φέρτα των ποδηλάτων, ο Σωκράτης

έβγαλε µε καλό βαθµό το Γυµνάσιο. Μαζεύει τα µπογαλάκια του, κατάστρωµα στο ΄΄Κανάρης΄΄ και

ντουγρού για την Αθήνα. Σαν έφτασε το βαπόρι στο ύψος τ’ Ακλειδιού κι είδε τον

τρούλο του Ταξιάρχη, ΄΄Να του Καγιάν’, να και το κτήµα µας΄΄, πλάνταξε στο κλάµα.

Ίσως να ήταν κι ένα µαύρο προαίσθηµα πως δεν θα ξανάβλεπε τη γιαγιά ∆αµασκηνή.

∆εν την ξαναείδε κι ούτε γιατρός έγινε. Έφτασε στον Πειραιά και άντε για Ν. Σµύρνη. Αυτή ήταν πιά η νέα πατρίδα, εκεί ρίζωσε από τότε µέχρι

σήµερα. Είχε ξανάρθει στην Ν. Σµύρνη ο Σωκράτης, τη γνώριζε τη

συνοικία, ιδίως τα ΄΄Μυτιληνεϊκα ΄΄. Εδώ τώρα τα πράγµατα ήταν ζόρικα από κάθε άποψη. Ότι είχαν

και δεν είχαν στη Μυτιλήνη, έγιναν µια διόροφη οικοδοµή στην άνω Ν. Σµύρνη, ΄΄Αγ. Σοφίας 79΄΄.

Ο Μαρίνος συνταξιούχος πια, πήρε πάλι το κλαδευτήρι στο χέρι και άντε σβάρνα τους κήπους να κάνει τον κηπουρό. Αργότερα βρήκε δουλειά σ’ ένα Super – Market ,στην πλατεία. Ο Σωκράτης, άντε ν’ αρχίσει φροντιστήριο για το Πανεπιστήµιο κι αργότερα κανένα µεροκάµατο, όπου εύρισκε.

------------------------------------- * ντουσιµές : δρόµος στρωµένος µε πέτρες.

Page 53: Exei rezerva to oneiroa

53Σ’ ένα ξυλάδικο στην Καλλιθέα, απ’ όπου γρήγορα τον

έδιωξαν γιατί ήταν άσχετος, σ’ ένα µαγαζί µε ηλεκτρικά στο Μπραχάµι, σ’ ένα δισκάδικο στην Αθηνάς, τέτοια. Ο µικρότερος, ο Νίκος, πήγε σε µια τεχνική σχολή. ∆εν ήθελε γράµµατα, ήθελε τέχνη, ’πιαναν τα χέρια του. Πήγε σε κάτι µικροδουλειές κι αργότερα µπαρκάρει ηλεκτρολόγος στα βαπόρια. Έκανε ένα κοµπόδεµα, όµως τυρρανίστηκε εκεί.

Η µικρή η Βαγγελιώ, µαθήτρια στο Γυµνάσιο. ∆ύσκολα χρόνια, τα έξοδα τρέχουν, τα έσοδα λίγα, τα χρέη για

την οικοδοµή κάθε µήνα πίεζαν. Ήρθαν µέρες που έκαναν οικονοµία και στο ψωµί. Η κυρά –Αφρούλα, αλλοιώς µαθηµένη, ζοριζόταν κι όλο έκανε

µαγικά µε το µαγείρεµα. Τίποτα δεν πετιόταν. Κι από τη µύγα ξύγκι. Ήταν προκοµένη σ’ αυτά.

∆εν ήταν όµως µόνο αυτά που τον δυσκόλευαν. Ήταν που κανείς δεν του ’λεγε καληµέρα, λείπαν αυτές οι τσαχπινιές, οι Μυτιληνιές κουβέντες, δεν υπήρχε προκυµαία, ούτε µπλόκια, ούτε λιοµάζωµα, τίποτα απ’ αυτά.

Το εισιτήριο Ν. Σµύρνη – Αθήνα, είχε 1,20 δραχµές που δεν περίσευαν. ∆όστου λοιπόν ο Σωκράτης µε τα πόδια στο Μυτιληνιό καφενείο – απέναντι από το ΄΄ΡΕΞ΄΄ - ν’ ακούσει λίγα Μυτιληνιά, να τον χαιρετίσει κανένας γνωστός, να τον κεράσουν και κανένα ούζο.

Page 54: Exei rezerva to oneiroa

54 Η Βαγγελιώ

∆εν άργησε ο Σωκράτης να γνωριστεί µε τη καινούργια του γειτονιά και να µπει σε παρέα. Ο ∆ηµητράκης απ’ τη Γέρα µε την κιθάρα του, ο Κώστας µε τα ηλεκτρονικά του κι ένα ερασιτεχνικό σταθµό, ο Γιώργος, ο Αντρέας, ο Σούλης που όλο µαστόρευε ένα σαραβαλάκι αυτοκίνητο, ο Μποφίλιος µε την όµορφη αδερφή του, την Καιτούλα κι ο Άγγελος. Κατά καιρούς η παρέα µεγάλωνε. ΄΄Συµµορία΄΄ την έλεγε η Αφρούλα. Ήταν µια όµορφη ΄΄συµµορία΄΄. Συζητήσεις, τραγούδια µε την κιθάρα του ∆ηµητράκη, περίπατοι και αφραγκία. Όταν έπεφτε ρευστό στην παρέα, σινεµά στην Ελση και σουβλάκι στο ΄΄Μαγικό Χαλί΄΄, στην Οµήρου και λίγη βενζίνη στη ΄΄µαούνα΄΄ - έτσι έλεγαν το αυτοκίνητο του Σούλη- για καµιά βόλτα µέχρι το Σούνιο. Σιγά – σιγά λες κι η Μυτιλήνη µετακόµιζε στη Ν. Σµύρνη. Κάποια στιγµή παραδίπλα απ’ την Αγ. Σοφίας 79, ένα µικρό µαγαζάκι βάφεται, ξεσκονίζεται, µπαίνει και µια ταµπέλλα :

΄΄Νεολαία Λαµπράκη - παράρτηµα Ν. Σµύρνης΄΄. ΄΄Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του΄΄ λέει η Αφρούλα και τσουπ ο

Σωκράτης µέσα κι άντε να τον βγάλει από κει. Έγιναν κι εγκαίνια, ήρθε κι ο Μίκης και σε λίγο άρχισαν και οι πρώτες συνεδριάσεις… ∆εν πέρασε καιρός και πάνω σε µία συνεδρίαση, µπαίνει η αστυνοµία κι αρχίζει τις ερωτήσεις και την καταγραφή ονοµάτων. Εκφοβισµός και ΄΄ψάρεµα΄΄. Κανένας δεν είπε τίποτα. Τα πολιτικά τα πράγµατα ζόριζαν. Την ίδια περίοδο, η παρέα, αποφασίζει να φτιάξει ένα στέκι Νεολαίας. Καταστατικό, πρωτοδικείο, νοικιάζουν κι ένα µαγαζάκι στην Οµήρου και κάποια στιγµή, ο ΄΄Μορφωτικός Σύλλογος Νέων, Νέας Σµύρνης΄΄ ήταν γεγονός. Πολύ σύντοµα, έγινε ο πολυπληθέστερος Σύλλογος της πόλης , γεµάτος κάθε βράδυ. Μουσικές βραδιές, οργανωµένες συζητήσεις, διαλέξεις κι ο Σωκράτης στο προεδρείο. Πολλοί έρωτες ξεκίνησαν από ’κει και πολλοί γάµοι έγιναν εξ’ αιτίας αυτού του Συλλόγου. - Παραµουρφόνιστι εκεί, έλεγε η Αφρούλα. Η ΄΄συµµορία΄΄ όλο δενόταν αλλά και µεγάλωνε. Παλιά µέλη της παρέας, ήταν δύο αδερφές. Η Έφη κι η Βαγγελιώ.

Page 55: Exei rezerva to oneiroa

55 -Σωκράτη είναι κούκλες. Όµως µην επιχειρήσεις τίποτα. Όλοι µας προσπαθήσαµε αλλά….Είναι και άγριοι οι γονείς τους. Άστο καλύτερα. ∆εν είπε τίποτα ο Μυτιληνιός.

΄΄Άσε να τις γνωρίσω και θα δούµε΄΄ είπε από µέσα του. Κάποια στιγµή, ήρθαν τα κορίτσια. Πραγµατικά όµορφες κοπέλες. ∆ιαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά

όµορφες κι οι δύο. Η Έφη στην ηλικία του Σωκράτη και η Βαγγελιώ 16 – 17

χρονών, µαθήτρια στην Ευαγγελική. Σ’ αυτήν καρφώθηκαν τα µάτια του Σωκράτη, από την πρώτη

στιγµή. ∆εν φάνηκε αδιάφορη κι εκείνη. Τώρα τι γίνεται; Υπάρχει και η προειδοποίηση της παρέας.

Τι τα θες; Όταν η καρδιά λαχταρίσει, άντε να τη συµµαζέψεις. Όµως άµα

΄΄δε γίνεται τίποτα΄΄ όπως έλεγε η παρέα; Σιγά – σιγά ΄΄κάτι γινόταν΄΄. Ήταν αυτό το κλεφτό, αδιάφορο τάχα µου βλέµµα που µόλις το

΄΄ έπιανε ΄΄ µε την άκρη του µατιού του ο Σωκράτης ένοιωθε όλες τις µυρωδιές της Μυτιλήνης κι έβλεπε όλα τα χρώµατα του Αιγαίου.

Τα ξεφούρνισε τελικά ο Σωκράτης, σ’ ένα πάρτι της παρέας. Ήταν αυτά τα πάρτι της Πρωτοψάλτη, µε βερµούτ και φυστίκια

και κάτι µπλουζ να σου κόβουν την ανάσα. -Εντάξει, αύριο τ’ απόγευµα. Πότε θα ’ρθει αυτό το ΄΄αύριο΄΄ κι αυτό το ΄΄απόγευµα΄΄ ; Ήρθε και µαζί ήρθε κι η Βαγγελιώ. Κι από τότε έγινε ΄΄κάθε αύριο΄΄ και ΄΄κάθε απόγευµα ΄΄. Για πολλά – πολλά χρόνια. Καµιά φορά και τώρα. Η Βαγγελιώ ήθελε να σπουδάσει Ιατρική, ο Σωκράτης έπρεπε

ν’ αρχίσει φροντιστήριο. Για ποια σχολή; ∆εν τον τραβούσε τίποτα απ’ αυτά, που συνήθως θέλουν οι

υποψήφιοι. Άλλα ήθελε κατά βάθος. Να γράφει, ν’ ασχοληθεί µε τον κινηµατογράφο, τέτοια. Ονειροπαρµένος… Όµως από λεφτά; Τα οικονοµικά στο σπίτι ήταν χάλια µαύρα. Άσε που ένοιωθε και λίγο υπαίτιος για το φευγιό απ’ την

Μυτιλήνη, πράγµα που φρόντιζε να του το υπενθυµίζει συνέχεια η Αφρούλα.

-Κάτσε διάβασε, για σένα ξενιτευτήκαµε. Για να πάρεις ένα πτυχίο.

∆ίνει εξετάσεις πρώτη φορά και φυσικά αποτυγχάνει, και να τώρα πρέπει να πάει φαντάρος.

Page 56: Exei rezerva to oneiroa

56Κι η Βαγγελιώ; Κι οι σπουδές; ΄΄Θα πάρω αναβολή΄΄ και να ο Σωκράτης πρωτοετής στη Σχολή

∆ηµοσιογραφίας του ΄΄Ελληνοαµερικανικού Ινστιτούτου΄΄ το ’66. Με δυσκολία βγαίναν τα δίδακτρα και το χαρτζιλίκι του. Κουτσοδούλευε κι αυτός, πότε εδώ , πότε εκεί.

Για δες όµως πως βγαίνουν καµιά φορά τα όνειρα… ∆ηµοσιογράφος! Το ’67 δύο µήνες µετά τη χούντα, ο Σωκράτης ξαναδίνει

εξετάσεις και πευχαίνει στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Όχι πως την ήθελε τη σχολή. Εκεί έτυχε να περάσει, να σταµατήσει και η µουρµούρα της Αφρούλας, να δικαιωθεί κι ο ξενιτεµός στην Αθήνα.

Τα χρόνια τα φοιτητικά δεν τα έζησε. Τα µαθήµατα ανιαρά εκτός από την Πολιτική Οικονοµία. Όλο έγραφε για την Μαρξιστική Ανάλυση της και πάντα του έβαζαν 4.

∆εν τον ΄΄τραβούσε΄΄ η Σχολή. Τώρα είχε τη δηµοσιογραφία. Εκδίδει σε λίγο και µια συλλογή ποιηµάτων, ΄΄ΚΟΥΡΟΙ΄΄,

γράφεται και σε Σχολή Σκηνοθεσίας. Οτιδήποτε µακριά από την Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και οτιδήποτε για να βρίσκονται Σωκράτης και Βαγγελιώ µαζί.

Page 57: Exei rezerva to oneiroa

57 Κώδικας αγάπης

Οι γονείς της Βαγγελιώς σωστοί κέρβεροι, ιδιαίτερα η µητέρα

της που έβλεπε το Σωκράτη σαν εµπόδιο, για τις σπουδές της κόρης της.

Είχε και τα δίκια της. Τόσα πέρασαν, να ’ρθει τώρα κι ο έρωτας…

Μικρή αυτή, άφραγκος φοιτητής ο άλλος τι προκοπή να κάνουν;

Οι συναντήσεις τους ήταν περίπου όπως µια πολεµική επιχείρηση. Σχέδιο, τόπος, χρόνος, προφυλάξεις, τρόπος διαφυγής, κάπως έτσι.

Η επικοινωνία δύσκολη, γι αυτό η συνεννόηση γινόταν µε ειδικό κώδικα :

Με το άπλωµα των ρούχων στην ταράτσα. Το παντελόνι κανονικά απλωµένο; ΄΄Την ίδια ώρα στο ίδιο µέρος΄΄. Απλωµένο µε τα µπατζάκια απάνω; ΄΄∆εν µπορώ σήµερα, αύριο στον Πανιώνιο΄΄. Το µπλουζάκι το άσπρο; ΄΄Πέρνα απ’ το φροντιστήριο΄΄. Το µπλουζάκι το κόκκινο; ΄΄Μην έρθεις απ’ το φροντιστήριο, θα περάσει ο µπαµπάς΄΄. Κάπως έτσι εξασφαλιζόταν τα ραντεβού και το πλύσιµο των

ρούχων της οικογένειας. Μια φορά το σύστηµα δεν δούλεψε. Τέλειωσαν τα ρούχα, δεν είχε άπλυτα, για κάποιο λόγο τέλος

πάντων, άσε που ήταν και χειµώνας, και πού ν’ απλώσεις στην ταράτσα.

Ο Σωκράτης είχε λυσσάξει 2-3 µέρες χωρίς ΄΄σήµατα΄΄. Υπήρχε κι ένα εφεδρικό σινιάλο: Ένα σφύριγµα ειδικό. Ούτε και µ’ αυτό τίποτα. Χειµώνας βλέπεις πού ν’ ακουσθεί. Βραδάκι 9-10 η ώρα απ’ έξω απ’ το σπίτι της ο Σωκράτης.

Χούντα τώρα, πλησιάζει ένας αστυφύλακας. Ταυτότητα και στοιχεία. -Τι κάνεις εδώ και τριγυρνάς σφυρίζοντας; Τι να κάνει ο Σωκράτης εξηγεί στον αστυφύλακα το λόγο. Έτσι

κι έτσι -Θέλω να µε βοηθήσετε κύριε αστυφύλακα Ξαφνιάστηκε ο άνθρωπος. -Μα τι να κάνω; Έχω υπηρεσία

Page 58: Exei rezerva to oneiroa

58Του δίνει ένα βιβλίο χηµείας, γράφει κι ένα ραβασάκι,

το βάζει µέσα, γράφει απ’ έξω το όνοµα της Βαγγελιώς και τη διεύθυνση, το παίρνει ο αστυφύλακας και χτυπά το κουδούνι.

-Αυτό µάλλον σας έπεσε δεσποινίς. Τρελάθηκαν οι άνθρωποι µε τον αστυφύλακα τέτοια ώρα, τέλος

πάντων, δίνει το βιβλίο. Την άλλη µέρα αποκαταστάθηκε η ερωτική επικοινωνία.

Ας είναι καλά ο µπάτσος της χούντας. Τα ραντεβού τους, ήταν συνήθως πολύωρα και άκρως ΄΄ επιµορφωτικά΄΄. Πήγαιναν σ΄ ένα καφενεδάκι πίσω από τη Λεόντειο. Καφεδάκια, άπλωναν βιβλία, τετράδια, σηµειώσεις κι άρχιζε το

φροντιστήριο. Ο καφετζής τους ήξερε και τους έβαζε σε µεγάλο τραπέζι, να χωράν τα χαρτιά.

Χηµικοί τύποι, οξείδια, υποτείνουσες και εξισώσεις ανακατευόταν µε βλέµµατα και πεταχτά φιλιά κι ερωτικά αγγίγµατα.

Ο Σωκράτης να κάνει τον αυστηρό δάσκαλο. ΄΄Το ’παµε - τόσες φορές….΄΄ κι εκείνη να κάνει πως το

κατάλαβε, για να σταµατήσει τις φωνές µεσ’ τον κόσµο. Σαν τέλειωνε το ΄΄φροντιστήριο΄΄ τροχάδην σπίτι. Πολύ αργότερα, ο Σωκράτης σκεφτόταν άµα του τύχαιναν

λεφτά, ν’ ανοίξει ένα όµορφο φροντιστήριο για ερωτευµένους, ένα ΄΄στέκι΄΄ παρόµοιο µ’ αυτό της Λεοντείου.

Να µαθαίνει ο νους, να γαληνεύει η ψυχή, να δοκιµάζεται ο πόθος και να στεριώνει η αγάπη.

Αυτό τράβηξε µέχρι που η Βαγγελιώ έδωσε εξετάσεις το ’69 και πέτυχε τρίτη στη Φυσικοθεραπευτική.

Μερικούς µήνες πριν τις εισαγωγικές, η µητέρα της βλέποντας πως αυτή η σχέση γίνεται σοβαρή, µπουκάρει πρωϊ- πρωϊ στο σπίτι του Σωκράτη.

΄΄Κυρία Αφρούλα, εσύ είσαι σοβαρός άνθρωπος. Αυτοί µε τους έρωτες θα καταστραφούν. Ούτε η δικιά µου θα µπει, ούτε ο δικός σου θα τελειώσει΄΄.

Είπε κι άλλα κι η Αφρούλα ψιλοσυµφωνούσε. Ο Σωκράτης, στο µέσα δωµάτιο έβραζε. ΄΄Ότι κι αν πείτε, κάτω να χτυπιέστε, εγώ θα την παντρευτώ΄΄ ,

λέει και σηκώνεται και φεύγει . Τράβηξε πολλά η Βαγγελιώ εξ’ αιτίας αυτής της σχέσης. Τέλειωσε µε άριστα τη Σχολή της το ’72 και αργότερα

διορίστηκε στο ΚΑΤ. ∆εν ήταν όµως µόνο βάσανα αυτή η αγάπη και φροντιστήρια.

Είχε και γλέντια, παρ’ όλο που το µόνο µόνιµο στοιχείο εκτός απ’ τον έρωτα ήταν η αφραγκία.

Όµως τα βόλευε.

Page 59: Exei rezerva to oneiroa

59 Καµιά φορά στα ΄΄Μπακαλιαράκια΄΄ στην Πλάκα,

πότε στον Ζωγράφο, πότε στην ΄΄Απανεµιά ΄΄, καµιά φορά στο Χατζή µε τη Μεσηνέζη και στο Μαρίνο. Είχαν πλάσει και φιλίες µαζί τους. Την περίοδο αυτή, είχανε βγάλει κι ένα µικρό δισκάκι µε τον ∆ηµητράκη στην κιθάρα και στίχους του Σωκράτη κι’ ένοιωθε και λίγο καλλιτέχνης.

Όλες αυτές οι έξοδοι, είχαν ΄΄πνευµατικό υπόβαθρο΄΄. ∆ηλαδή; Τα χρήµατα αυτών των ΄΄εξόδων΄΄, εξασφαλιζόταν από την

πώληση βιβλίων. Εκεί στη Σίνα, µεταξύ Ακαδηµίας και Σόλωνος, ήταν στη σειρά

οι αγοραστές µε τους πάγκους τους. Πήγαινε ο Σωκράτης, ΄΄εξαργύρωνε΄΄ κάποια βιβλία του και το

βράδι αξιοπρεπής έξοδος. Τόγκας, Περιστεράκης, Μανωλκίδης, ήταν οι ΄΄µεγάλοι

χορηγοί΄΄. Κρυφοί χορηγοί να µη το πάρει χαµπάρι η Βαγγελιώ και γίνει

ρεζίλι. Πολλές φορές, ο Σωκράτης ήπιε στην υγειά του κυρίου Τόγκα

και των θεωρηµάτων της Τριγωνοµετρίας και σαν έπιανε καµιά καλή τιµή σε βιβλίο, φεύγοντας έλεγε. ΄΄Την ευχή µ’ νάχ’ς κυρ- Περιστεράκ’΄΄

Page 60: Exei rezerva to oneiroa

60 ΄΄Η Επανάστασις΄΄

1967. Χούντα. Χαράµατα, ένας νοικάρης τους καµπούρης, ταξιτζής, ο

Αντώνης, ξυπνά το Σωκράτη. ΄΄Λένιν, έτσι τον έλεγε, ξύπνα έχουµε χούντα. Βγήκαν τα

τανκς. Πάµε να δούµε τι γίνεται΄΄ Παίρνουν το ταξί του για Αθήνα και στη Συγγρού τους

γυρίζουν πίσω. Τώρα τι γίνεται; Του Σωκράτη του κόπηκαν τα πόδια.

Ξαφνιάστηκε. Μαζεύεται το βράδι η παρέα στη Σκατζουράκη, να το

κουβεντιάσουν, έρχονται δύο αστυφύλακες και τους λένε να διαλυθούν. Βλέπεις απαγορευόταν οι συναθροίσεις. Ο Σωκράτης έτσι για κάθε ενδεχόµενο, κοιµήθηκε µια – δυό µέρες αλλού. ∆εν έγινε τίποτα.

Επαφή µε τα παιδιά απ’ τους Λαµπράκηδες καµία. Σκορπίσαν όλοι.

Αργότερα 2-3 πιάστηκαν και βασανίστηκαν στην Ασφάλεια. Μετά από ένα µήνα περίπου, φωνάζουν το Σωκράτη στο ΚΒ

της Ν. Σµύρνης εκεί στην κεντρική πλατεία, δίπλα στο ΄΄Άδωνις΄΄. ∆ιοικητής Ασφάλειας του Τµήµατος, ήταν ο Μπάµπαλης.

Παρ’ όλο που το περίµενε κάτι τέτοιο, ταράχτηκε. Άρχισαν τα γνωστά. Ευγενικά, άγρια, χαστούκια, καλοπιάσµατα. -Ποιοι ήταν στους ΄΄Λαµπράκηδες, τι κάνατε, ποιούς

βοηθήσατε, πόσα χρήµατα είχατε κι άλλα διάφορα. -∆εν ξέρω τι µου λέτε, απλά δίπλα στο σπίτι µου ήταν. -Φέρε µου τον φάκελο του, λέει σε κάποιον. Μόλις τον είδε ο Σωκράτης τρελάθηκε. Ένα τεράστιο ντοσιέ, που µάλλον του Ζαχαριάδη ήταν. ΄΄∆εν µπορεί, σκέφτηκε, είναι αλλουνού΄΄ ∆ικός του ήταν. Βήµα, το βήµα. Μέρα τη µέρα απ’ τη στιγµή που ήρθε απ’ τη

Μυτιλήνη, µέχρι εκείνη την ώρα. Θαύµασε µε την υποµονή τους, ίσως κολακεύτηκε και λίγο που

1-2 ασφαλίτες και κάποιος χαφιές, ασχολιόταν τόσο καιρό µαζί του. Η δουλειά τους οµολογουµένως συγκινητικά ευσυνείδητη. Τα

πάντα ήταν µέσα στο φάκελο, ακόµα κι όλες οι συναντήσεις µε τη Βαγγελιώ, µε ΄΄ώρα συνάντησης και αναχώρησης΄΄

Βράδιασε κι ο Σωκράτης ακόµα εκεί. Τίποτα δεν του πήρε ο Μπάµπαλης.

Page 61: Exei rezerva to oneiroa

61-Να φύγω κύριε διοικητά. Αύριο το πρωϊ δίνω εξετάσεις

πανελλήνιες για το Πανεπιστήµιο. -Κάτσε σήµερα φιλοξενούµενος κι αύριο πας. Άλλωστε αρκετά

µορφωµένος είσαι. Άπλυτος, άφαγος, άγρυπνος, στο κρατητήριο. Χαράµατα, την άλλη µέρα ξανά στο γραφείο του Μπάµπαλη,

ξανά ερωτήσεις. Όµως τούτη τη φορά η ΄΄συζήτηση΄΄ συνοδευόταν κι από µια

παλιά πένα που µ’ αυτήν του τρυπούσε σιγά - σιγά όλο το στήθος, καθώς µιλούσαν.

Σε λίγο το άσπρο πουκάµισο έγινε κατακόκκινο. Έσταζε αίµα.. Ο Σωκράτης έτοιµος να λιποθυµήσει.

-Άντε τώρα πήγαινε και καλή επιτυχία, λέει ο Μπάµπαλης. Τον βάζει σ’ ένα περιπολικό και γραµµή για το εξεταστικό

κέντρο κάπου στην Κηφισιά. Εξεταστές, επιτηρητές, συνυποψήφιοι, ούτε ρωτούσαν, ούτε

πλησίαζαν. Μόνο κοιτούσαν το Σωκράτη µε το κόκκινο πουκάµισο και το κίτρινο πρόσωπο.

Τους εξήγησε τέλος πάντων, συµπλήρωσε και κάτι χαρτιά, του έδωσαν στυλό και τέτοια, αρχίζουν οι εξετάσεις.

Άντε τώρα να προσπαθείς και να γράψεις και να µη λιποθυµήσεις. Ένα παιδί του φέρνει ένα µπουκάλι νερό κι ο επιτηρητής πάνω απ’ τον Σωκράτη, να του ψιθυρίζει καθώς έγραφε:

΄΄Ναι… όχι… το άλλο… σωστό…από κάτω…΄΄ Ας είναι καλά. Όπως έµαθε αργότερα, το ότι τον άφησαν το οφείλει σ’ ένα συγγενή τους, το Μάνθο, που είχε τα ΄΄µέσα΄΄ στο ΚΒ, αλλιώς θα τράβαγε γι’ αλλού.

Τη χρονιά αυτή ο Σωκράτης πέρασε στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε Μετά από καιρό φώναξαν στο ΚΒ τη µικρή του αδερφή. Αργότερα ήρθε κι η σειρά της κυρ’ Αφρούλας. Τον ξαναφώναξαν και του ζητούσαν τώρα το µητρώο µελών

του Μορφωτικού Συλλόγου. ∆εν το έδωσε. Τα πράγµατα µε τη χούντα, ζόρισαν ακόµα παραπάνω. Φόβος, καχυποψία, δυσκολία να βρεις δουλειά, βουβαµάρα και

αµηχανία, ιδιαίτερα το πρώτο διάστηµα. Ακόµα και στα αθώα ραντεβού µε τη Βαγγελιώ, σε κάτι

ατέλειωτους περιπάτους Ν. Σµύρνη –παραλία, ο ΄΄έλεγχος ταυτοτήτων΄΄ κάθε τόσο, τους υπενθύµιζε πως είναι παγιδευµένοι.

Τον εξόργιζε και τον ταπείνωνε αυτό. Η Βαγγελιώ ήταν κι αυτή ΄΄µαζεµένη΄΄, φοβισµένη. Φοβόταν

για τους γονείς της, παλιοί γνωστοί της Ασφάλειας. Άσχηµο κλίµα, αφραγκίες µόνιµες κι η Βαγγελιώ τον επόµενο

χρόνο να δίνει εξετάσεις.

Page 62: Exei rezerva to oneiroa

62

Θεατρικαί επιχειρήσεις Ο Νίκος Ξανθόπουλος, το γνωστό ΄΄παιδί του λαού΄΄, µόλις

λίγο πριν είχε παντρευτεί µια πρώτη ξαδέρφη του Σωκράτη, την Εριφύλη, που την φιλοξενούσαν τότε στο σπίτι τους.

-΄΄Σουκρατέλ’΄΄ του λέει ο Νίκος, ΄΄ετοιµάζω ένα θίασο για περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είσαι να δουλέψεις µαζί µου;΄΄

Αν ήταν λέει…∆ουλειά και µάλιστα δουλειά που ονειρευόταν. Θέατρο….

Το συζητάν µε τη Βαγγελιώ, συµφωνεί κι εκείνη. Γενικών καθηκόντων ο Σωκράτης. Να πληρώνει τους

ηθοποιούς, να κρατά τα βιβλία, έξοδα – έσοδα κι ότι άλλο. Ούτε που ρώτησε για το µισθό, άλλωστε ο Νίκος δεν ήταν κανένας σφιχτοχέρης.

Σε λίγες µέρες, τον φωνάζει ο Νίκος να υπογράψει κάτι χαρτιά: ΄΄Θεατρικαί Επιχειρήσεις Σωκράτη…. και Σία Ε.Ε., Στουρνάρα

51 – Αθήνα΄΄ Τρελάθηκε. Ας είναι και στα ψέµατα, ας είναι για ότι νάναι. Ο Σωκράτης είναι θεατρικός επιχειρηµατίας! ∆εν το πίστευε. Τον φώναζαν να υπογράψει τα συµβόλαια των

ηθοποιών και νόµιζε πως τον δουλεύουν. Αργότερα το απολάµβανε, όταν µάλιστα έπρεπε να

νταλαβερίζεται σαν ΄΄αφεντικό΄΄ µε τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες, ΄΄φίρµες΄΄ της εποχής.

Λαϊκό Θέατρο Τέχνης ΄΄Ρωµιοσύνη΄΄. Ο Σωκράτης σ’ όλα µέσα. ∆ίπλα στον Τάσο Ζωγράφο, όταν έφτιαχνε τα σκηνικά, κοντά

στον Μήτσο Λυγίζο, σαν δίδασκε τους ηθοποιούς, ακόµα και στις ηχογραφήσεις του Ιωσήφ Σιγανού και στις φωτογραφήσεις του Παπαδάκη, ήταν παρών.

Ήταν µια πολύ καλή δουλειά. Γνωρίστηκαν µε το Νίκο καλύτερα. Αξιόλογος άνθρωπος,

σεµνός, τρυφερός, δουλευτής κι έντιµος, ψυχοπονιάρης, µε πάθος για τη δουλειά του και τα βιβλία.

Ήταν αριστερός άνθρωπος ο Νίκος, µε κατατρεγµούς και φτώχειες, πραγµατικό λαϊκό παιδί, που η δόξα και τα λεφτά, δεν τον χάλασαν. Όταν ο Σωκράτης, κοίταζε κανέναν ΄΄πειρασµό΄΄, ο Νίκος τον ίσωνε: ΄΄Σουκρατέλ’, εσύ έχεις τη γιατρίνα που περιµένει. Πρόσεχε΄΄.

Τον αγαπούσε το Σωκράτη κι εκείνος το ίδιο. Αργότερα χάθηκαν.

Page 63: Exei rezerva to oneiroa

63Ο θίασος ανέβασε τα’ ΄΄Αρραβωνιάσµατα΄΄ του

Μπόγρη και ΄΄το κορίτσι µε το κορδελλάκι΄΄ του Περγιάλη. Σαν τελείωσε η περιοδεία στην Ελλάδα, έφυγαν για το

εξωτερικό. Εκεί, κάποια βράδια ο Νίκος τραγουδούσε και σ’ ελληνικά µαγαζιά. Μαζί τους τώρα κι ο Γιώργος Μανήσαλης, ένας γνωστός ρεµπέτης και ο Λάζαρος Κουλαξίζης, ένας ατόφιος καλλιτέχνης.

Όλη αυτή η δουλειά κράτησε περίπου ένα χρόνο. Ήταν µια µεγάλη εµπειρία αυτή η τουρνέ, άσε που έµαθε

αρκετά µυστικά του θεάτρου και λίγα…ποντιακά απ’ τον Νίκο. ∆οκίµασε τις αντοχές του, συµµάζεψε λίγο το µυαλό του και

κυρίως µάζεψε κάποια χρήµατα. Έφερε και δώρα στην Αφρούλα και στη Βαγγελιώ. Όµως οι ανάγκες έτρεχαν. Είχε τελειώσει τη ∆ηµοσιογραφική- για την Α.Σ.Ο.Ε.Ε.

κουβέντα- κι άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Βρήκε τελικά στο περιοδικό ΄΄∆ΙΑΚΟΠΕΣ΄΄, του οργανισµού Λαµπράκη που πρωτοκυκλοφόρησε τότε.

Το είδαν, τον τσέκαραν, προσλήφθηκε. ∆ιευθυντής ήταν ο Νίκος Καµπάνης κι αρχισυντάκτης ο Καρέρ.

Νυχτερινό ρεπορτάζ και µετά ελεύθερο µαζί µε τον Γιάννη Ξανθούλη που κι αυτός µόλις άρχιζε.

Πόσες φορές έγραψε και ξανάγραψε για το ΄΄ψάρεµα και τα δολώµατα΄΄.

Άσε πια αυτό το νυχτερινό. Γνώρισε κόσµο, κουτσοµπολιά, καλλιτέχνες γνήσιους κι άλλους ΄΄γιαλαντζί΄΄.

Άλλος κόσµος, λαµπερός και ΄΄µιας χρήσης΄΄. Με το ελεύθερο ήταν αλλιώς. Ήταν κάτι που τόθελε. Συζητήσεις µε το Γιάννη, σχέδια φωτογραφικές µηχανές και

άντε να φτιάξεις το θέµα. Είχε χιούµορ ο Γιάννης, ανταποκρινόταν κι ο Σωκράτης, περνούσαν καλά και ας ήταν τα λεφτά λίγα και το τρέξιµο πολύ.

Την ίδια περίοδο ο Αχιλλέας Αραγιάννης – λινοτύπης ήταν – αποφασίζει να εκδόσει µια βδοµαδιάτικη τοπική εφηµερίδα στη Ν. Σµύρνη, την ΄΄ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ΄΄ κι ο Σωκράτης βρίσκει και δεύτερη δουλειά.

Έγινε πια και…αρχισυντάκτης. Μόνος του την έγραφε ο φουκαράς την εφηµερίδα. Κείµενα,

φωτογραφίες, σκίτσα, όλα µόνος του. Η εφηµερίδα τυπωνόταν στα τυπογραφεία του ΄΄ΕΜΠΡΟΣ΄΄

του Καλαποθάκη, στου Ψυρρή. Χώνεται και στη δουλειά του τυπογραφείου, και σε λίγο γίνεται

και διορθωτής, µαθαίνει και το ΄΄µάρµαρο΄΄. Όµως σε λίγο, όλα αυτά τελειώνουν. Ο Σωκράτης πρέπει να υπηρετήσει την πατρίδα.

Page 64: Exei rezerva to oneiroa

64 Το φανταράκι

Τους πρώτους µήνες του ’73 ο Σωκράτης πρέπει να παρουσιαστεί στου ΄΄Παλάσκα΄΄. Νησιώτης, πολίστας – τον είχε φωνάξει και η Εθνική νέων – που αλλού να πάει, στο Ναυτικό. Αποχαιρετισµός µε τη Βαγγελιώ, υποσχέσεις και συγκινήσεις.

-Άντε Ναυτικό είναι, καλά θα είσαι. Να προσέχεις και να µου γράφεις. Τραβά κατά Πειραιά κι από κει στου Παλάσκα. Εκεί τα γνωστά. Κούρεµα, γιατροί, ρουχισµός, θάλαµοι και τέτοια. Ο Σωκράτης τίποτα απ’ αυτά. Τον έβαλαν σ’ ένα γραφείο, περνούσαν οι ώρες και τίποτα. Άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια, ήταν κι ένας που τον αγριοκοίταζε.

-Κάτι γίνεται, σκέφτηκε. -Στον κουρέα για κούρεµα. Τ’ ακούει ο Σωκράτης πάει να σηκωθεί. ΄΄ -Κάτσε εσύ εδώ. Ξανακάθεται. Μετά το µεσηµέρι, έρχεται ένας αξιωµατικός, µ’ ένα φάκελο. Μιλιά ο ΄΄ναύαρχος΄΄ µιλιά κι ο Σωκράτης. Γράφει κάτι, σε κάποια χαρτιά, σφραγίδες, υπογραφές και δίνει ένα στο Σωκράτη. -Πήγαινε -Που να πάω; -Σπίτι σου Χαρά και απορία. -Τι γίνεται , γιατί αυτό; -Θα σ’ ενηµερώσουν αρµοδίως. Πήγαινε θα χάσεις τ’

αυτοκίνητο. ∆εν το πίστευε. ΄΄Λες να γλύτωσα απ’ το στρατό;΄΄ Φεύγοντας, άλλα δύο παιδιά κρατούσαν το ίδιο χαρτί. Ένας

φυσικός κι ένας πιανίστας, σπουδαγµένοι στη Μόσχα. ∆ιαβάζει το χαρτί: ΄΄Προσωρινό απολυτήριο΄΄. Απολύεται των

τάξεων του Ναυτικού ως πλεονάζων και µετατάσσεται στο στρατό Ξηράς΄΄.

Σαν ν’ άρχισε να καταλαβαίνει και να θυµάται και το φάκελο του Μπάµπαλη.

Κατ’ ευθείαν τώρα στην πλατεία της Ν. Σµύρνης για τη Βαγγελιώ.

Μόλις τον είδε, λιποθύµησε. Έβαλε µε το νου της ότι τόσκασε. Της εξήγησε, µα εκείνη τίποτα. -Μήπως σου βρήκαν καµιά βαριά αρρώστια και σε απάλλαξαν;

Page 65: Exei rezerva to oneiroa

65Είχε αυτό το ψώνιο µε τα µικρόβια η Βαγγελιώ. Μέχρι και

τα µαρούλια σαπούνιζε. -Αύριο θέλω να µου φέρεις χαρτί υγείας µε τις εξετάσεις σου. Είδε κι έπαθε να την πείσει για τον έρµο το φάκελο. Την εποµένη που συναντήθηκαν, της πήγε ένα ρολό υγείας. - Το χαρτί υγείας που ζήτησες, της είπε. Λίγους µήνες αργότερα παρουσιάσθηκε στην Κόρινθο. Έδω τέρµα τα ψέµατα. Βασική εκπαίδευση, τυφεκιοφόρος, Πολύκαστρο και µετά

Έβρος, Πέπλο και Φέρραι. Στην Κόρινθο, καλά ήταν. Μπορεί να πέθαινε στις αγγαρείες,

νάχε χτίσει και νάχει ρίξει το µπετό της ζωής του στα Εξαµίλια, όµως δε φύλαξε καθόλου σκοπιά.

Μόνο µια φορά πήγε και την εποµένη, ωρυόµενος ένας λοχαγός του παίρνει το όπλο και του απαγορεύουν ΄΄να βρίσκεται πλησίον του χώρου των καυσίµων΄΄.

Αυτό ήταν, πάει η σκοπιά, πάει και τ’ όπλο. Στο τέλος της εκπαίδευσης, έρχεται ένας Ταξίαρχος για

επιθεώρηση. Γίνεται επίδειξη σκοποβολής και στους πρώτους, τάζει ο

Ταξίαρχος 5 µέρες άδεια µε οδοιπορικά. Μπαίνουν σε δεκάδες, έρχεται και η σειρά του Σωκράτη. Παίρνει το Μ1 – δύο τρεις φορές τόχε πιάσει στο χέρι του- δεν έβλεπε και καλά, είχε όµως απ’ τη Μυτιλήνη καλές επιδόσεις στα σκοπούλια και στα κοτσύφια. Οπλίζει και τσακ, όλη η γεµιστήρα στο κέντρο.

Πρώτος, ο Σωκράτης. ΄΄Άντε πάµε Ν. Σµύρνη΄΄ µονολογεί. Όταν τέλειωσε η παράτα , τον φωνάζουν στο δεύτερο γραφείο. ΄΄Η άδεια ΄΄, σκέφτεται και πριν προλάβει να καταλάβει τι

γίνεται, τον αρχίζουν στο ξύλο. ΄΄Πες µας που εκπαιδεύτηκες. Ποιοι σ’ έστειλαν εκεί, ποια είναι

η οµάδα σου΄΄ κι άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα για το φουκαρά το Σωκράτη.

Βλαστήµησε την ώρα και τη στιγµή που σηµάδεψε. Τέρµα η Κόρινθος, γραµµή για Πολύκαστρο. Εκεί, τα πράγµατα ήταν γλυκόπικρα. Κάθε τόσο του άλλαζαν Λόχο, τον είχαν αφανίσει στο καψόνι

και την αγγαρεία. Μετά από λίγους µήνες έρχονται στο τάγµα – 525 Τ.Π. –

κάποιοι ΄΄νέοι΄΄, που δεν ήταν καθόλου νέοι κι άβγαλτοι. Στελέχη του ΚΚΕ ήταν που µε την αµνηστία που είχε δοθεί

βγήκαν απ’ τις φυλακές κι ήρθαν ντουγρού να υπηρετήσουν. Ήταν ο Μπάµπης ο Γκολέµας – γνωστή η περιπέτεια του από

την ταινία ΄΄Πέτρινα Χρόνια΄΄ του Βούλγαρη, και ο Μιχάλης

Page 66: Exei rezerva to oneiroa

66Σπυριδάκης, που σπούδαζε τότε στην Ιατρική, στέλεχος του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη.

Τσακισµένοι κι’ οι δυό απ’ τα βασανιστήρια, όµως όρθιοι και περήφανοι.

Την εποµένη, στην αναφορά Τάγµατος, ο διοικητής λέει: ΄΄Αυτοί οι τρεις – και λέει τα ονόµατά τους – είναι γνωστοί

κοµµουνιστές, εχθροί της Επαναστάσεως. Όποιος από σήµερα τους µιλά ή τους κάνει παρέα, θα τιµωρείται µε πενθήµερη φυλάκιση΄΄.

Αυτό ήταν. Ούτε σκοπιά, ούτε όπλο, όµως και µια απέραντη µοναξιά. Αποµόνωση πλήρης.

Να ζητάς απ’ τον γιατρό ασπιρίνη και να στη δίνει αµίλητος. Να σου βάζει ο λοχίας αγγαρεία χωρίς ούτε να σε κοιτά, ούτε να λέει τα’ όνοµά σου.

∆εν έφτανε αυτό, είχε και το Σπυριδάκη µε κάτι βιβλία της Ιατρικής µε κόκκινο εξώφυλλο και άντε κάθε τόσο άδειασµα οι σάκκοι για έλεγχο, άντε σούρτα φέρτα στο 2ο γραφείο.

Ήταν κι αυτοί οι έξοδοι…. Μόνος να πηγαίνεις, µόνος να πίνεις, µόνος να επιστρέφεις. Όχι

ακριβώς µόνος. Λίγο πιο πίσω πάντα ΄΄ο δικός σου΄΄. Κοίτα όµως να δεις. Όταν είχαν έξοδο, στον καφενέ που σύχναζαν τα φαντάρια,

πάντα υπήρχε ένα τραπέζι αδειανό µε κρασί και µεζέ ΄΄για τα κοµµούνια΄΄.

Page 67: Exei rezerva to oneiroa

67 Οι σκηνοθέτες

Μετά από λίγο τους σκόρπισαν. Έφυγαν ο Μιχάλης κι ο

Μπάµπης, ήρθε όµως ένας άλλος ΄΄νέος΄΄, ο Μανούσος ο Μανουσάκης.

Αριστερό παιδί, λίγο τρελός καλλιτέχνης, ταίριαξαν µε την πρώτη µε το Σωκράτη, έγιναν κολλητοί.

Τους έβαλαν και στον ίδιο θάλαµο, έσπαζε σιγά- σιγά και η αποµόνωση, φούντωναν οι συζητήσεις και τα σχέδια κι οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις.

∆εν πέρασε πολύς καιρός και προτείνουν στον ∆ιοικητή να φτιάξουν, ένα ντοκιµαντέρ µε θέµα µια µέρα της ζωής ενός φαντάρου. Του άρεσε η ιδέα, εγκρίνεται κι αρχίζουν. Είναι αλήθεια πως χόρτασαν άδεια µ’ αυτή τη φάµπρικα. Ας είναι καλά η µηχανή του Μανούσου, που τη µια χαλούσε, την άλλη ήθελε επισκευή, µετά ένα εξάρτηµα και πάει λέγοντας.

Μάζεψαν πολύ υλικό, το µοντάρισαν, µπήκε και µουσική επένδυση ανάλογη, έτοιµο το φιλµάκι.

∆εν καταλάβαιναν και πολλά πράγµατα οι γαλονάδες, τους άρεσε τελικά. Μετά από λίγο τους προτείνουν ν’ ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο στο Πολύκαστρο.

Το εγκρίνουν, να πάλι άδειες, πρόβες, τα γνωστά. Πηγαίνουν στην Αθήνα, παίρνουν κάτι υλικά του θιάσου του

Ξανθόπουλου που είχε ο Σωκράτης σπίτι του, έτοιµη η παράσταση. Φίρµες πια τα παιδιά. Τότε τους έρχεται µια άλλη ιδέα.

Να φτιάξουν µια κινητή δανειστική βιβλιοθήκη για τα χωριά της περιοχής. Συµφωνούν και µ’ αυτό.

Φτιάχνουν µια ΄΄καναδέζα΄΄ σε βιβλιοθήκη, ξαµολιούνται σε διάφορους εκδότες, µαζεύουν βιβλία και έτοιµη η δουλειά.

Όµως εδώ έπρεπε να γίνει επιλογή των βιβλίων. Κάθε βιβλίο µε κόκκινο εξώφυλλο ή µε συγγραφέα που είχε ρώσικο επίθετο, αποκλειόταν. Τα υπόλοιπα ήταν εντάξει.

Με την πρώτη γύρα στα χωριά, πάνε τα βιβλία, ποιος να επιστρέψει βιβλίο, πάει κι η βιβλιοθήκη.

Ήταν καλό γιατρικό, αυτή η καλλιτεχνική δραστηριότητα και για τους δύο.

Σε λίγο ο Μανούσος φεύγει για το Λόχο ∆ιοίκησης κι ο Σωκράτης για τον Έβρο.

Να µη καλοµάθει κι όλας…

Page 68: Exei rezerva to oneiroa

68 Ο φρουρός της βρύσης

Πέπλος, Φέρραι και Έβρος. Απελπισία . Κρύο, πείνα, αντικοµµουνισµός και αντίσκηνα. Τον υποδέχτηκε στο 2ο γραφείο, ένας ανθυπολοχαγός –

Αναγνωστόπουλος –αλεπού σκέτη. -Κύριε δηµοσιογράφε ξέρουµε για σένα τα πάντα, να πάλι κι

ένας φάκελος στο τραπέζι . Είσαι Β αλλά είσαι καλός άνθρωπος, µπορούµε να τα βρούµε.

Είσαι πια 30 χρονών, αύριο θα χρειαστείς τις συστάσεις της υπηρεσίας στη δουλειά σου, να µας βοηθήσεις όµως και συ.

-Κύριε Ανθυπολοχαγέ, λέτε να ’φτασα 30 χρόνων, για να γίνω πούστης στα 31 µου;

Σταµάτησε η κουβέντα και τα χαµόγελα, τον έβαλαν περίπολο 8 το βράδι µε 5 το πρωϊ και ενώ οι άλλοι µετά πήγαν για ύπνο, ο Σωκράτης πήγε µε συνεργείο για σκάψιµο στην Πλατοράχη, µέσα στη βροχή.

-Θα σκάβεις µέχρι η βροχή να περάσει το τζάκετ και να κάνει µούσκεµα το σώβρακο.

Μέχρι που απολύθηκε – ένα χρόνο και κάτι µήνες - ο Σωκράτης τον περισσότερο καιρό τον πέρασε µέσα σ’ ένα ατοµικό αντίσκηνο.

Το φαγητό σχεδόν ανύπαρκτο, οι κουβέρτες έγραφαν πάνω τους 1945 κι ο αντικοµµουνισµός περίσευε.

Γράµµατα µε κόκκινο φάκελο, σκιζόταν αµέσως. Οι κόκκινες κάλτσες στους δόκιµους απαγορευόταν κι ο

Σωκράτης πολλές φορές πήρε γράµµατα της Βαγγελιώς σχισµένα. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τα ’µαθαν από εφηµερίδες που

έφεραν κρυφά οι φαντάροι «των ωνίων». Το δεύτερο γραφείο και 2-3 άλλοι αξιωµατικοί

παρακολουθούσαν τα γεγονότα κάθε βράδι από την τηλεόραση στο ΚΨΜ.

Κάποια στιγµή, τον ξυπνά ο θαλαµοφύλακας. -Σε θέλει ο λοχαγός στο ΚΨΜ. -Τέτοια ώρα; Πάει. -Καλώς τον δηµοσιογράφο. Έλα να σχολιάσουµε τα γεγονότα,

τον κερνά και µια µπύρα. Λόγος, αντίλογος, σχόλιο στο σχόλιο, τον βουτάν το φουκαρά

και τον τσακίζουν, βρίζοντας και απειλώντας.

Page 69: Exei rezerva to oneiroa

69Τον παίρνουν σηκωτό κι αντί για τον θάλαµο, τον πάνε σε

µία αποθήκη. Έµεινε εκεί ξερός µέχρι την εποµένη µέρα το µεσηµέρι και

µετά στο ιατρείο. Ας πούµε ΄΄παράπλευρη απώλεια΄΄ των γεγονότων. Έτσι περνούσαν οι µέρες του. Να σου σφίγγεται το µυαλό κι ο χρόνος να σε διαλύει. Ούτε καν άνθρωπος να µη λογίζεσαι. Τους φρόντιζαν όµως κάπου – κάπου, τους φαντάρους. Έβαλαν αυτοκίνητο για Αλεξανδρούπολη, να πηγαίνουν να

πηδάν. Κάτι σαν τα τραγιά στο χωριό που τα πήγαιναν στις κατσίκες. Πάνω στην ώρα, ήρθε ο ΄΄νέος΄΄. Ένας χαµογελαστός Κρητικός, Γιώργο Χατζάκη τον έλεγαν. Γνωρίστηκαν κάπως παράξενα, µε το Σωκράτη. Ήταν σκοπός αυτός και φύλαγε µία βρύση για να µη πίνουν

νερό οι φαντάροι. Γιατί; Ποιος ξέρει. Γιατί έτσι. Σοβαρός κι αρµατωµένος να φυλά το νερό. Ήταν αστείος. Πάει ο Σωκράτης να πιει και του λέει σοβαρά : -Φαντάρε απαγορεύεται -Γιατί άµα πιω θα µε πυροβολήσεις; του απαντά ο Σωκράτης

και πίνει. Έγιναν πολύ γρήγορα φίλοι. Ήταν ΄΄Β΄΄ κι αυτός κι απ’ όσο φάνηκε αργότερα ..Β΄΄ µε τόνο.

∆έθηκαν αµέσως, συµπάθησαν το Χατζάκη κι οι άλλοι φαντάροι. Ήταν καλός άνθρωπος, αρχιτέκτονας, σπουδαγµένος στην Ιταλία.

΄΄Ζορµπά΄΄ τον έλεγαν εκεί, ήρθε στην Ελλάδα, τον βούτηξαν και γραµµή για τον Έβρο.

Έδεσαν οι δυό τους. Του ξανοίχτηκε του Σωκράτη, έκαναν όµορφες συζητήσεις, ταίριαξαν και πολιτικά. Σαν να τον ΄΄µέτραγε΄΄ καµιά φορά ο Γιώργος, είδε πως ήταν εντάξει και του δίνει µια ΄΄επαφή΄΄ , όταν πάει µε άδεια στην Αθήνα να συνδεθεί µε το ΚΚΕ.

Ήξερε από τέτοια ο ΄΄Ζορµπάς΄΄. Έπιασε επαφή ο Σωκράτης και βρήκε από τότε και το δρόµο

του στο ΚΚΕ. Έφυγε γι αλλού κάποια στιγµή ο Γιώργος κι η µοναξιά έγινε

αβάσταχτη για το Σωκράτη. ∆εν χάθηκαν όµως. Σύντροφοι µετά στο ΚΚΕ, έκαναν παρέα, πέρασαν πολλές δύσκολες και καλές στιγµές µαζί, στο τέλος τον πάντρεψε ο Σωκράτης. ∆εν το ξέρει ούτε τώρα ο Γιώργος, µα σαν έφυγε απ’ το Τάγµα, του ’γραψε ένα ποίηµα ο Σωκράτης.

Ποτέ δεν του το είπε.

Page 70: Exei rezerva to oneiroa

70

Σε νησί στον Έβρο

Περνά ο καιρός κι έρχεται η επιστράτευση. Κωµικοτραγικές καταστάσεις. Όπλα που δεν δούλευαν, κάσες µε πυροµαχικά που είχαν

πέτρες, εφοδιασµοί ανύπαρκτοι, συσσίτια που ήταν µόνο για 20 άτοµα και εκατοντάδες νηστικοί.

Παραλογισµός και θλίψη. Ο Σωκράτης µε άλλα 7-8 άτοµα, ζωγράφοι, µουσικοί,

οικονοµολόγοι, όλοι αριστεροί, κι ένα ∆όκιµο που τρελάθηκε τελικά, πάνε σ’ ένα νησάκι µέσα στον Έβρο. Νησάκι δηλαδή ήταν µόνο το καλοκαίρι. Το χειµώνα χανόταν. Ήταν λέει αµφισβητούµενο γιατί το διεκδικούσαν και οι Τούρκοι.

Φαί, νερό, τσιγάρα, τίποτα. Καλά που κάτι φέρναν οι χωριανοί παραπέρα.

Το µόνο που υπήρχε σε αφθονία ήταν τα κουνούπια. Σύννεφα κουνούπια κι όλοι πρησµένοι, να περιµένουν τους Τούρκους.

∆ύο τρεις φορές συναντήθηκαν µαζί τους. Κι αυτοί, τα ίδια και χειρότερα. Τους ζητούσαν τσιγάρα και

΄΄AUTAN΄΄, πρησµένοι κι αυτοί και κατά σύµπτωση, µορφωµένοι κι αριστεροί.

Μείναν ξεχασµένοι εκεί αρκετό καιρό. Μετά το φευγιό του ∆όκιµου – µάλλον πήγε νοσοκοµείο- επικεφαλής σαν πιο παλιός ήταν ο Σωκράτης.

Είχε και πιστόλι τώρα. Αξιωµατικοί δεν πατούσαν εκεί, γιατί φοβόταν µήπως οι

Τούρκοι ελεύθεροι σκοπευτές τους σκοτώσουν. Μια – δύο φορές που ήρθε κάποιος, είχε κρυµµένα τα διακριτικά του.

Τραγέλαφος και λύπηση. Αυτοί οι κιοτήδες, χουντικοί και ΕΟΚΑ Β που ήρθαν απ’ την

Κύπρο, σαν ήταν µακριά από κίνδυνο, είτε λογάριαζαν πόσα εκτός έδρας θα πάρουν, είτε σχεδίαζαν επιθέσεις επι χάρτου στην Τουρκία.

΄΄Όταν µπούµε στα Ύψαλα – ήταν απέναντι τους – θα σας αφήσω να κάνετε πλιάτσικο και να πηδάτε, τρεις µέρες΄΄, τους έλεγε ο Αρχιλοχίας.

Αυτοί οι τιποτένιοι του Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια. Οι αιώνιοι τιποτένιοι. Μια µέρα, ήρθε ο ∆εσπότης Αλεξανδρούπολης, να τους

µεταλάβει.

Page 71: Exei rezerva to oneiroa

71΄΄Μπορεί να µη ξαναδείτε τα σπίτια σας, αλλά να είστε

περήφανοι. Είστε το αυτί και το µάτι του Ελληνικού στρατού΄΄ και τους µοίρασε από µια εικόνα της Παναγίας.

Έφυγε κακήν – κακώς, µε την µετάληψη και τις εικονίτσες, µετανοιωµένος και βρίζοντας που ήρθε να κοινωνήσει τα ΄΄κοµµούνια΄΄.

Page 72: Exei rezerva to oneiroa

72 Τρελή πτήση

Πέρασε κι αυτό το κακό, κόντευε ν’ απολυθεί ο Σωκράτης. Ηρθε ο Καραµανλής, καταλάγιασαν λίγο τα πράγµατα, πάει η

χούντα, οι χουντικοί παρέµεναν, άρχισαν να δίνονται και κάποιες άδειες.

∆ίνουν και στο Σωκράτη. Από τον Έβρο µε τη στολή εκστρατείας στην Αλεξανδρούπολη.

Καταστροφή. Ούτε τραίνο, ούτε πλοίο, ούτε αεροπλάνο. Όλα γεµάτα. ΄΄Σε δύο µέρες θέση για Αθήνα, φαντάρε΄΄ Τώρα; Θα πήγαινε και µε τα πόδια. Τραβά για το αεροδρόµιο µπας και βρει τίποτα, έστω όρθιος ,

που λέει ο λόγος. Τίποτα. Τον πλησιάζει ένας αξιωµατικός της αεροπορίας µε φόρµα. -Για Αθήνα φαντάρε; -Ναι και δεν υπάρχει τίποτα -Έλα µαζί µου. Εκεί πάω κι εγώ Μαζί του που ; ∆ε βαριέσαι ο θεός των φαντάρων είναι

µεγάλος. -Προχώρα Σωκράτη, µονολογεί. Προχωράνε στην πίστα του αεροδροµίου και να µια Ντακότα. -Ανέβα και φύγαµε. Ανεβαίνει, ήταν και δυό παιδιά της αεροπορίας µέσα. Ξεκινάνε. Στην αρχή καλά πηγαίναν, όµως σε λίγο άρχισε να κουνά,

δηλαδή να πηγαίνει πέρα – δώθε, το αεροπλάνο. -∆έστε καλά τα κασόνια µη τα χάσουµε και χαθήκαµε, φωνάζει

ο καπετάνιος -Τι έχουν ρε παιδιά τα κασόνια; τόλµησε να ρωτήσει ο

κατακίτρινος Σωκράτης. - Είναι δύο νεκροί φαντάροι, από ατύχηµα. Το ότι δεν πήδηξε απ’ το αεροπλάνο, ήταν αποτέλεσµα µιας

έµφυτης αυτοπειθαρχίας που έχει, αλλά και ότι δεν µπορούσε ούτε να κινηθεί απ’ το φόβο του.

Σφίγγει τα δόντια, φέρνει στο νου του τη Βαγγελιώ, ένα κρεβάτι, ένα µπάνιο, φραπέ στην πλατεία κι αναστενάζει.

΄΄Υποµονή θα περάσει΄΄. Αµ’ δε. Πάνω απ’ τη Λήµνο, σαν να κατεβαίνει τ’ αεροπλάνο. -Τι γίνεται ρε παιδιά; ρωτά τους αεροπόρους. ∆εν απαντούν.

Μόνο κοιτάζονται και λέει ο ένας στον άλλον. -∆εν πιστεύω να το ξανακάνει ο µαλάκας.

Page 73: Exei rezerva to oneiroa

73- Τι να κάνει ρε παιδιά ; -Θέλει ν’ ακουµπήσει τα φτερά του αεροπλάνου στο Αιγαίο, να

τον δουν οι Τούρκοι και να φοβηθούν. Το ξανάκανε ο µαλάκας. Βουτά τ’ αεροπλάνο, αποχαιρετά Βαγγελιώ, δηµοσιογραφία και

φραπέ ο Σωκράτης και σκέφτεται πόσο αστείο είναι να επιζήσει απ’ τα κουνούπια και τους Τούρκους και να πάει από ένα παλαβό Ελληναρά και µάλιστα κοντά στην Μυτιλήνη.

Κατεβαίνουν, κατεβαίνουν κι ευτυχώς κάποια στιγµή παίρνει την ανηφόρα.

Ανασάνανε όλοι. Κάποτε έφτασαν στην Τανάγρα, κι από εκεί ο Σωκράτης στη

Νέα Σµύρνη. Στην πλατεία, µε στολή εκστρατείας και το πιστόλι στη µέση.

Τριάντα µήνες φαντάρος ο Σωκράτης , απολύθηκε το Νοέµβρη του ’75.

Τριάντα µήνες µε ανθρώπους κι ανθρωπάκια, µ’ απόγνωση και µοναξιά, αλλά και µε φίλους και συντρόφους.

Έκανε πολύ καιρό νάρθει στα συγκαλά του, να κοιµηθεί κανονικά τα βράδια, να µη θεωρεί τον καθένα από πίσω του χαφιέ του Α2.

Page 74: Exei rezerva to oneiroa

74 Πάλι ο φάκελος

Όλους αυτούς τους µήνες του Στρατού, η Βαγγελιώ έµενε σε µια γκαρσονιέρα στην Εφέσσου. Από την πρώτη µέρα, την πλευρίζει ένας τύπος. ΄΄Θα σε βοηθήσω µε τον άντρα σου, µα πρέπει κι αυτός να κάτσει ήσυχα΄΄ Ένας ασφαλίτης του κερατά που γνώριζε τα πάντα για ότι συνέβαινε στο Σωκράτη. Κάποιες φορές τις έδινε και γράµµατά του.

΄΄Πάρτο, δεν είναι λογοκριµένο΄΄. Τον κουµαντάριζε καλά η Βαγγελιώ. Μια φορά της λέει:

΄΄Τώρα που θα ’ρθει µε άδεια να προσέχετε, γιατί θα σας κάνουν στενό µαρκάρισµα. Να πάρε κι αυτό το πιστόλι µήπως το χρειαστείτε΄΄. Εκεί τα χρειάστηκε η Βαγγελιώ. Πάει τώρα πέρασαν πια αυτά. Τώρα πολίτης και λεύτερος. Μακάρι ναταν έτσι… Από την εποµένη της απόλυσης, άρχισε να ψάχνει για δουλειά . Υποσχέσεις πολλές, όµως δουλειά δεν βρισκόταν και τα πράγµατα ήταν στριµωγµένα.

Όπως να το κάνεις, 10 χρόνια σούρτα – φέρτα µε τη Βαγγελιώ, ήταν παραπάνω από αρκετά. Εκείνη ήδη δούλευε στο ΚΑΤ, είχε µαζέψει και τ’ απαραίτητα για ένα σπίτι, έτοιµη. Ευτυχώς µία φίλη του πεθερού του, που είχε τα µέσα στην Ολυµπιακή τον βοηθά και πάει να δώσει εξετάσεις. Πέτυχε πρώτος και τέλος του ’75 να ο Σωκράτης στο αεροδρόµιο. Πήρε και το πτυχίο της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., νόµιζε πως τακτοποιήθηκε.

Γελάστηκε όµως. Μετά 3-4 µέρες, τον φωνάζει ο ∆ιευθυντής Προσωπικού-

Αλέκος Λοσίδης λεγόταν- και του λέει: ΄΄Παιδί µου δυστυχώς δε µπορείς να δουλέψεις εδώ. Καλό παιδί φαίνεσαι, όµως για πρώτη φορά στη ζωή µου µε φώναξαν στην Ασφάλεια, κι ήταν για σένα. Με τέτοιο φάκελο δε γίνεται τίποτα, ούτε στο αεροδρόµιο, ούτε στην εταιρία. Μου το ξεκαθάρισαν. Για το αεροδρόµιο πρέπει να είσαι ΄΄καθαρός΄΄. Εσύ είσαι…άστα΄΄ Πάλι τα ίδια. Τι επιµονή αυτός ο φάκελος… Τι είχε µέσα πια ; Ευτυχώς σήκωνε συζήτηση το θέµα. Κουβέντιασαν αρκετή ώρα, και συµφώνησαν τελικά.

Page 75: Exei rezerva to oneiroa

75 Ο Λοσίδης θα εγγυόταν στην Ασφάλεια για το Σωκράτη. Σε λίγο καιρό ο Σωκράτης ήταν αστέρι στη δουλειά. Αστέρι όµως και στη διακίνηση του Ριζοσπάστη. ∆έκα έδινε τη µέρα. Όσο για οικονοµική δουλειά; Μιάµιση φορά το µισθό του µάζευε, µε τα κουπόνια του ΚΚΕ. Σε λίγο ’βαλαν µπροστά και για το γάµο. Ο Σωκράτης κι η Βαγγελιώ παντρεύτηκαν το Μάρτη του ’76 κι αργότερα απόκτησαν δύο κόρες. Την Αφροδίτη – πήρε τ’ όνοµα της µητέρας του – και την Αγγελική , τ’ όνοµα της µάνας της Βαγγελιώς.

Page 76: Exei rezerva to oneiroa

76 Στο κουρµπέτι

Με το ΚΚΕ, είχε επαφή όντας ακόµα φαντάρος. Μόλις απολύθηκε, τον πλησίασε αµέσως ένας παλιός σύντροφος, ο Ντίνος ο Μαυρόπουλος. Αργότερα γίναν και κουµπάροι. ΄΄Σύνροφε, πρέπει να κάνεις µια κουβέντα µε την ΚΟΑ΄΄. Κλείνεται το ραντεβού στα γραφεία του ΚΚΕ, στην Κάνιγγος. Ανεβαίνει πάνω ο Σωκράτης. ΄΄Ποιόν θες σύντροφε;΄΄ ΄΄Θέλω την ΚΟΑ, έχω συνάντηση΄΄ Τον κοίταξαν ύποπτα, ένας γέροντας σύντροφος της περιφρούρησης άρχισε σχεδόν να τον ανακρίνει κι ένας άλλος έτοιµος να τον πετάξει έξω. Τάχασε λίγο αυτός κι ευτυχώς τον έσωσε ο Μαυρόπουλος που τους εξήγησε. ΄΄Στη συντρόφισσα τη Λούλα πάει΄΄. Έτσι έγινε η πρώτη επίσηµη επαφή του µε τη Λούλα Λογαρά, Γραµµατέα τότε της Κοµµατικής Οργάνωσης της Αθήνας ( ΚΟΑ) και µέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κόµµατος. Εκεί έµαθε και τι σηµαίνει ΚΟΑ. Έτσι άρχισε ο Σωκράτης την οργανωµένη του ένταξη στο ΚΚΕ. Από τότε η ζωή του όλη γύρω από το Κόµµα περιστρεφόταν. Η Βαγγελιώ λίγο πριν, είχε κι εκείνη οργανωθεί και δούλευε στην Αχτίδα των Υγειονοµικών, στην οργάνωση του ΚΑΤ. Κόµµα και δουλειά και σπίτι και σιγά – σιγά, άρχισε να γίνεται Κόµµα και µόνο Κόµµα. Οι φίλοι λιγόστευαν, οι ώρες για την επανάσταση δεν έφταναν, η προσωπική τους ζωή περιοριζόταν, οι κοµµατικές δραστηριότητες µεγάλωναν, τα όνειρα ολοζώντανα, η επανάσταση όλο ν’ αναβάλλει τον ερχοµό της κι ο σοσιαλισµός, άπιαστη ελπίδα πάντα συκοφαντηµένος και κακοµεταχειρισµένος από ΄΄φίλους΄΄ και ΄΄έχθρους΄΄. Η Βαγγελιώ κι αυτή µε τους ίδιους ρυθµούς στη δική της πορεία, λες και θέλαν κι οι δυό να προλάβουν να χωρέσουν το κόκκινο όνειρο της γης στο µπόι τους. Κι ενώ αυτοί- και χιλιάδες άλλοι - ΄΄τραγουδούσαν για να σµίξουν τον κόσµο΄΄, άρχισαν να µην έχουν ώρα για να σµίξουν οι δυό τους και το χειρότερο, άρχισαν να ΄΄χωρίζουν΄΄ τον κόσµο, σε δεξιούς , αριστερούς, ρεφορµιστές ΄΄δικούς ΄΄ τους, ΄΄οπαδούς΄΄ κι άρχισαν σιγά- σιγά τα ΄΄κουτάκια ΄΄ αυτά να ισχύουν και µέσα στις κοµµατικές οργανώσεις, έτσι όπως τα καθόριζε µια υπέρτατη και αλάνθαστη δύναµη.

Page 77: Exei rezerva to oneiroa

77

Η ΄΄Καθοδήγηση΄΄. Απρόσωπη και πανίσχυρη. Ο Σωκράτης τον πρώτο καιρό ήταν ΄΄περιφρουρηµένος΄΄ γιατί δούλευε στην ΄΄Ολυµπιακή΄΄. Όλοι ’ξεραν δηλαδή ότι είναι µέλος του Κόµµατος , η Ασφάλεια , οι συνάδελφοι, οι διευθυντές της Ολυµπιακής, εκτός από κάποιους συντρόφους του. ∆εν τον ΄΄έβγαζαν΄΄ πολύ προς τα έξω. Ανοησίες ίσως και αναγκαιότητα να συντηρείς την αίσθηση ότι είσαι από παντού περικυκλωµένος από εχθρούς. Όχι πως δεν υπήρχαν τέτοιοι, αλλά µε… ξόρκια σκοτώνεται το θεριό; Ας είναι.

Page 78: Exei rezerva to oneiroa

78 Πάει το µωρό….

Τον Ιούνη του ’78, ήρθε στον κόσµο η πρώτη τους κόρη. Χεσµένος ο Σωκράτης, βλέπει µία στιγµή το µωρό και δυστυχώς δεν προλαβαίνει να δει και τη µαµά, γιατί είχε ένα κοµµατικό αχτίφ. Μόνο µια φορά ακόµα πήγε κοντά τους, µέχρι να φύγουν απ’ την κλινική. Ποτέ δεν του το συγχώρησε αυτό η Βαγγελιώ κι εκείνος ποτέ δε συγχώρεσε το Κόµµα του. Όµως και το Κόµµα, δε φαίνεται να ’χε καλές σχέσεις µε τη µικρή. Πρωί – πρωί έβαζαν το µωρό σ’ ένα ΄΄πορτ – µπεµπέ΄΄ , ο ένας απ’ τη µια , ο άλλος απ’ την άλλη και γραµµή για την Αγίας Σοφίας 79, ν’ αφήσουν το µωρό στην Αφρούλα για να πάνε στις δουλειές τους. Όλη η ώρα της διαδροµής, ήταν πολύτιµη για το Σοσιαλισµό που ερχόταν ακάθεκτος. Έτσι γινόταν αναλύσεις, προτάσεις, διαφωνίες, κριτική στον καπιταλισµό, γενικά έντονη πολιτική κουβέντα. Ένα πρωί κάπου µεταξύ ΄΄Κεφαλαίου ΄΄ και των αποφάσεων του 10ου Συνεδρίου, γυρίζουν να δουν και το παιδί, αλλά το ΄΄πορτ – µπεµπε΄΄ είναι…άδειο. Παγωµάρα κι ο ΄΄ουρανός σφοντύλι΄΄. ΄΄Που είναι το παιδί ;΄΄

Πουθενά. Μέτρα πίσω τους, στην άκρη της οδού Αρτάκης, ένας άσπρος κούκος ρούχων κι ένα µωράκι πάνω του, να κοιτάζει µ’ απορία τα’ αυτοκίνητα και να τους υπενθυµίζει πως ΄΄και τα µεταξωτά βρακιά, θέλουν ’πιδέξιους κώλους΄΄ και τα µωρά θέλουν προσοχή, τουλάχιστον µέχρι να ’ρθει ο Σοσιαλισµός. Από εκείνη τη µέρα, οι διαδροµές µεταφοράς της µικρής γινόταν σε λιγότερο επαναστατικό κλίµα κι οι αναλύσεις αντικαταστάθηκαν µε 2-3 τραγούδια του Λοϊζου. Η ζωή του συνεχιζόταν έτσι. Συνεδριάσεις, αναλύσεις, εισηγήσεις, διάδοση του Ριζοσπάστη, πορείες, πανώ κι αφισοκόλληση, απεργίες, εκλογές και ξανά απ’ την αρχή κι όλο νέα καθήκοντα και νέοι στόχοι κι άντε απ’ την αρχή πάλι κι αυτός ο καπιταλισµός θεριό ανήµερο, να µη το βάζει κάτω. Η Βαγγελιώ Γραµµατέας της ΚΟΒ στο ΚΑΤ κι ο Σωκράτης Γραµµατέας της Αχτίδας των ∆ΕΚΟ, κι άντε να καθοδηγεί µετά Αχτίδες, άντε κάθε φορά και νέα πόστα, έτσι που η καλή συντρόφισσα η Μίνα η Γιάννου να τον κριτικάρει ευγενικά , δήθεν απορώντας.

Page 79: Exei rezerva to oneiroa

79 ΄΄Μπράβο Σωκράτη, είσαι σε χίλιες δουλειές. Όµως πες µου, πότε προλαβαίνεις και σκέπτεσαι, αυτά που λες΄΄ Αυτός, όχι µόνο να µη καταλαβαίνει τη σοβαρή κριτική της, µα να αισθάνεται και περήφανος για τις επιδόσεις του.

Α ρε κακόµοιρη επαναστάτη. Τζάµπα τα λόγια κι η πείρα της συντρόφισσας . Αξέχαστη θα του µείνει η Μίνα. Ταξίδευε µια φορά για Θεσσαλονίκη – ήταν τότε βουλευτίνα – κι ο Σωκράτης τη συνόδευε για να φύγει. Χειµώνας και οι ιπτάµενοι συνοδοί – φροντιστές, είχαν κάνει κατάληψη σε κάτι γραφεία στο αεροδρόµιο, ζητώντας ΄΄βελτίωση του επιδόµατος εµφάνισης΄΄ Υπερβολικό;

Ίσως , αλλά αίτηµα. Κρύο, χιονόνερο και οι κοπέλες είχαν βγάλει τις γούνες τους κι

είχαν καθήσει στις σκάλες. Τις χαιρέτησε ευγενικά, δήλωσε συµπαράσταση και φεύγοντας λέει στο Σωκράτη : ΄΄ Βρε σύντροφε, καλά κάνουν και ζητάν, αλλά όλο το επίδοµα, δεν είναι ούτε µισή γούνα ε; Κι από εµφάνιση καλές δεν είναι ; ΄΄

Page 80: Exei rezerva to oneiroa

80 Ο ΄΄Θείος΄΄

Μπορεί να µη κατάλαβε την ευγενική κριτική της Μίνας ο Σωκράτης να συµµαζέψει λίγο τη φόρα του, κατάλαβε όµως καλά την ΄΄κριτική ΄΄ της µικρής Αφροδίτης. Βραδάκι, φτάνει στο σπίτι ο Σωκράτης, ξύπνια η µικρή, πέφτει απάνω του και φωνάζει. ΄΄Μαµά , ήρθε ο θείος΄΄ Ντράπηκε, ΄΄κόντυνε΄΄ το στέλεχος κι ένοιωσε υπόλογος και στην Αφροδίτη και στη Βαγγελιώ και στο Λένιν. Από την άλλη όµως σκέφτηκε πως δεν πρέπει να υποχωρήσει ταξικά.

Αυτό άλλωστε του ’λεγε συνέχεια και η καθοδήγηση. ΄΄Θέλει θυσίες το κίνηµα΄΄

Εντάξει, αλλά κι η µικρή ήθελε µπαµπά κι όχι θείο. Όταν ανέφερε το γεγονός του είπαν : ΄΄Σύντροφε έχεις έντονα αστικά κατάλοιπα΄΄. ∆ύσµοιρε κοµµουνιστή, άντε τώρα βρες το ίσο. Τον Οκτώβρη του ’81 γεννήθηκε κι η δεύτερη κόρη, η Αγγελική.

Τουλάχιστον µέχρι να µιλήσει, είχε εξασφαλίσει ασυλία απ’ την κριτική της κι είχε εξασφαλίσει το ΄΄τίτλο ΄΄ του µπαµπά. Η σχέση τους µε τη Βαγγελιώ, περνούσε δοκιµασία.

Ο κοινός αγώνας τους ένωνε και ταυτόχρονα τους αποξένωνε, λες και πάλευε η ζωή µε τα όνειρα. Η αγάπη τους όµως ήταν στέρεη, την στέριωναν τα παιδιά, σύντροφοι καλοί κι’ ανοιχτόµυαλοι κι’ η λαχτάρα για το όµορφο άυριο. Άντεξε η σχέση, αν κι έγινε αλλιώτικη.

Την ονόµασαν ΄΄πιο ώριµη΄΄ , για να νοιώθουν όλοι πιο βολικά. Συσκέψεις, συνεδριάσεις, αχτίφ, αναλύσεις, είναι φαίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για ν’ αλλάξει η κοινωνία.

Αυτό που λέει το τραγούδι ΄΄λιγότερα συνθήµατα και πιο πολλή δουλειά΄΄ µάλλον είναι απλά τραγούδι. Καθηµερινά – όχι 5θηµερο, 7ωρο- καθηµερινά λέµε, τρεις και τέσσερεις κι αργότερα που ήταν ελεύθερα και τα πρωινά ένα – δύο ακόµα συνεδριάσεις τη µέρα, ήταν πια συνηθισµένο φαινόµενο για το Σωκράτη. Υπάρχει µια ιδιόµορφη διαβάθµιση σ’ αυτό το θέµα. Τα απλά µέλη έχουν ελάχιστες τέτοιες συνεδριάσεις.

Τα µεσαία στελέχη, τρελαίνονται στις συνεδριάσεις. Τα ΄΄ανώτατα΄΄ έχουν επίσης λίγες, αλλά πιο ΄΄σηµαντικές΄΄

γιατί στις άλλες στέλνουν τους ΄΄µεσαίους΄΄.

Page 81: Exei rezerva to oneiroa

81 Μια λειτουργία όπως σε µια µεγάλη εταιρία.

Η συνεδρίαση, είχε ένα πρωτόκολλο. Ώρα έναρξης ακριβώς. Ας πούµε 5.00 ΄΄ZEBRA TIME΄΄ Αργούσες πέντε λεπτά; Έπρεπε να δώσεις µια πειστική απάντηση αν κι εδώ που τα λέµε, όσο πειστικός κι αν ήσουν, η κριτική ήταν ΄΄ένα το κρατούµενο΄΄. Η διαδικασία προκαθορισµένη και αποδεκτή και αντιρρήσεις µηδέν, εκτός καµιά φορά στο χρόνο οµιλίας. Μισή ώρα η εισήγηση της καθοδήγησης , 10 λεπτά ερωτήσεις,-απαντήσεις, 5 λεπτά τοποθετήσεις, 25 λεπτά τοποθέτηση καθοδήγησης. ΄΄Σύντροφε - 5 λεπτά είναι λίγα. Τι να πούµε σε 5 λεπτά;΄΄ ΄΄ Εντάξει σύντροφε, 6 λεπτά, αλλά να µάθουµε να συµπυκνώνουµε τις σκέψεις µας΄΄. Η καθοδήγηση ποτέ δεν µπορούσε να συµπυκνώσει τις σκέψεις της, ούτε άλλωστε έπρεπε να το κάνει. Έπρεπε ΄΄ν’ απαντήσει ολοκληρωµένα΄΄ και στα πάντα.

Όσο για το ΄΄δια ταύτα΄΄ , ήταν σχεδόν πάντα ένα µικρό λογοτεχνικό θαύµα. Έβγαινε µια λέξη, έµπαινε ένα κόµµα, πρόσθετες ένα ΄΄και΄΄, το ΄΄δεν τα καταφέραµε΄΄ γινόταν ΄΄αντέξαµε΄΄ κι άλλα τέτοια λεκτικά τερτίπια και στα συµπεράσµατα , να ή πραγµατικότητα στα µέτρα µας. Η σχέση Κόµµατος και πραγµατικότητας ήταν µια ιδιόµορφη σχέση. Η πραγµατικότητα συχνά να µας διαψεύδει και το Κόµµα, συχνότερα να την αγνοεί. Αυτό λεγόταν ΄΄κοµµουνιστικός ρεαλισµός΄΄. Η κριτική στις αδυναµίες των µελών µπόλικη και καµιά φορά, εύστοχη.

Στα στελέχη, µε το σταγονόµετρο. Στην καθοδήγηση, αν γινόταν καµιά φορά, άκουγες πάντα:

΄΄Θα µεταφερθεί σύντροφε παραπάνω΄΄. Αυτή ήταν πάντα η απάντηση και ταυτόχρονα εξασφάλιζες και

µια ΄΄συνεργασία΄΄ µε τον καθοδηγητή σου για να διευκρινιστούν τα ελατήρια της κριτικής σου.

Υπήρχε µια άτυπη αποδεκτή απ’ όλους ταύτιση της ΄΄ηγεσίας΄΄ µε το Κόµµα , του Κόµµατος µε το Λαό και το Ταξικό.

Αµφισβήτηση σ’ όλα αυτά, ερωτηµατικά, κριτική, δε χωρούσαν, άσε που κανείς δεν τολµούσε κάτι τέτοιο. Αυτά γινόταν στο κρασί των συντρόφων, στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, στις παρέες, µετά τις συνεδριάσεις, έτσι που σιγά – σιγά άρχισε σ’ ορισµένους ν’ αναπτύσσεται µια διπλή συνείδηση και λογική.

Η ΄΄κοµµατική΄΄ µέσα στα όργανα και η ΄΄κοινωνική΄΄ στην πραγµατική ζωή.

Page 82: Exei rezerva to oneiroa

82 Η ΄΄γραµµή΄΄

Αυτές οι συνεδριάσεις άρχισαν να επεκτείνονται σ’ όλο το 24ωρο . Όλη τη βδοµάδα.

Πρωί, βράδι, Κυριακές, γιορτές, σταµατηµό δεν είχαν. Έγιναν ΄΄δεύτερη φύση΄΄ αλλά και ρουτίνα .

Ήξερες τι θ’ ακούσεις και σε τι θα καταλήξεις. Σαν ταινία που την έχεις ξαναδεί. Όχι πως δεν υπήρχε δράση. Το αντίθετο µάλιστα. ∆ιεκδικήσεις, αγώνες, περιφρουρήσεις, παραστάσεις, πορείες, ήταν σε ΄΄ηµερήσια διάταξη΄΄. Κανείς δε µπορεί ν’ αµφισβητήσει τη συµβολή των κοµµουνιστών σε διεκδικήσεις και αγώνες , την αυτοθυσία τους, την έντονη αίσθηση αλληλεγγύης και ανάγκης για κοινωνικές αλλαγές. Ο Σωκράτης τα ’βλεπε όλα αυτά, δυσανασχετούσε αλλά συµβιβαζόταν. Επαναστατούσε, αλλά τα δικαιολογούσε στ’ όνοµα της περιφρούρησης του Κόµµατος. Τελικά σιγά – σιγά, η ιδεολογία και τ’ όνειρο ταυτίστηκαν µε το Κόµµα. Χιλιάδες σύντροφοι, έντιµοι αγωνιστές, έτσι αισθανόταν, έτσι αισθάνονται ακόµα και τώρα.

Όµως φαίνεται πως είναι γλυκιά η αυταπάτη και δύσκολο να βγάλεις ανώφελες τις οδυνηρές ΄΄προσφορές΄΄ µιας ολόκληρης ζωής, που απ΄ τη µια σε ΄΄κρατάν΄΄ κι από την άλλη σε γεµίζουν ερωτηµατικά αναπάντητα.

Είναι οδυνηρό να ξέρεις πως έχεις δίκιο και ν’ αναρωτιέσαι αν το υπηρετείς. Έτσι κι ο Σωκράτης.

Άντε ν’ αφήσει πίσω ερωτηµατικά και αµφιβολίες, άντε να ισοφαρίσεις τις ανοησίες του καθοδηγητή µε τις εξορίες του, άντε να µεγαλώνεις τους ΄΄εχθρούς΄΄ για να µικραίνεις τις αδυναµίες σου, άντε να λες ΄΄σκέψου πόσο κούραση τραβά η συντρόφισσα του Γραφείου για να κοιµάται στη συνεδρίαση΄΄, άντε το ένα, άντε το άλλο, άρχισε να γίνεται ΄΄στέλεχος΄΄ και ΄΄καθοδήγηση΄΄. Έµπαινε στη µία συνεδρίαση, έδινε τη ΄΄γραµµή΄΄ και γραµµή για την διπλανή αίθουσα στην άλλη συνεδρίαση και µετά στην παραπέρα κι ούτε περνούσε απ’ το µυαλό του η απορία της καηµένης της Γιάννου : ΄΄πότε προλαβαίνεις να σκεφτείς σύντροφε;΄΄. Σιγά – σιγά η ΄΄γραµµή΄΄ άρχισε να γίνεται αλήθεια δεδοµένη που έχει είτε εχθρούς, είτε φίλους. Τίποτα ενδιάµεσα και ταξικό καθήκον ήταν να ΄΄περάσει΄΄ στους συντρόφους.

Όχι απαραίτητα να τους πείσει. Απλά να περάσει.

Page 83: Exei rezerva to oneiroa

83 Ο Σωκράτης είχε πάρει φόρα και στο Κόµµα και στο Κίνηµα.

Αντιπρόεδρος στην Οµοσπονδία των εργαζοµένων στην ΄΄Ολυµπιακή΄΄, (ΟΣΠΑ), στη διοίκηση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, στην Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή ( ΟΚΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βάλε. Όσο για το Κόµµα, γίνεται µέλος του Γραφείου της Αθήνας, καθοδηγητής Οργανώσεων, µέλος της Κεντρικής Επιτροπής κι αργότερα υπεύθυνος του Συνδικαλιστικού Τµήµατος του Κόµµατος. Μέρα µε τη µέρα, η δράση γινόταν ΄΄σχεδιασµός΄΄, η θεωρία ΄΄πολιτικός ελιγµός΄΄, η συντροφικότητα ΄΄υπεράσπιση της γραµµής΄΄, το όνειρο ΄΄στόχος΄΄ και κακά τα ψέµµατα, αυτή η ΄΄µικρή εξουσία΄΄ ήταν γλυκιά.

Μόνο που για να διατηρηθεί, ήθελε ΄΄µηχανισµό΄΄ και συσχετισµούς. Άρχισε πια να χαλά το πράµα κι άρχισαν να χαλούν και άνθρωποι και το ένα φέρνει τ’ άλλο, κι ο Μίκης να γίνεται προδότης κι άντε πάλι τα ίδια. Το τρέξιµο, τρέξιµο, το ξενύχτι µεγάλωνε, ο Σωκράτης πάντα στην τρεχάλα, τα παιδιά να µεγαλώνουν και να τα έχει φορτωθεί η Βαγγελιώ κι ας γινόταν διαλέξεις για την ισότητα των δύο φύλων. Πρότειναν κάποια στιγµή στο Σωκράτη να γίνει επαγγελµατικό στέλεχος, να πάει και στην κοµµατική σχολή, στη Μόσχα. ∆εν δέχτηκε. Ένοιωθε πως δεν θα τα κατάφερνε, δεν θ’ άντεχε αυτή τη σχέση εξάρτησης, αλλά για να είµαστε ειλικρινείς, δεν θα µπορούσε ν’ αντέξει αυτό τον τρόπο ζωής των επαγγελµατικών στελεχών.

Κοσµοκαλόγεροι, ΄΄ταγµένοι΄΄ εξ ορισµού, ΄΄διαθέσιµοι΄΄ πάντα και για τα πάντα , ΄΄υπερασπιστές΄΄ του Κόµµατος και της κάθε ΄΄ηγεσίας΄΄. Τους θαύµαζε κατά ένα τρόπο ο Σωκράτης, όµως δε µπορούσε ούτε ήθελε να τους µοιάσει, αν και η όλη δουλειά και προσφορά του ήταν ΄΄επαγγελµατικού στελέχους ΄΄. Πέρασε απ’ όλα τα ΄΄πόστα΄΄. Ανέλαβε ευθύνες, πήρε ρίσκα και πρωτοβουλίες, έκανε προσωπικές θυσίες και συµβιβασµούς.

Η απόφαση για τη δηµιουργία του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, τον ξάφνιασε , όπως χιλιάδες άλλους συντρόφους, όχι γιατί το θεωρούσε λάθος, αλλά γιατί το έβλεπε ΄΄άγουρο΄΄ εγχείρηµα. Πώς να ευδοκιµήσει µια τέτοια τολµηρή πολιτική απόφαση από µία ΄΄χειραψία΄΄ κι ένα ΄΄γεια΄΄, δυό στελεχών, όταν η όλη ΄΄εκπαίδευση΄΄ της αριστεράς ήταν η πολιτική εξαφάνιση του ΄΄αλλού΄΄, όταν οι µηχανισµοί όλων ήταν ανέπαφοι και ενεργοί και οι

Page 84: Exei rezerva to oneiroa

84΄΄ηγεσίες της προόδου΄΄ αναντίστοιχες µε τους πόθους του προοδευτικού κόσµου; Για µια ακόµα φορά όµως, άντε να βάλουν όλοι πλάτη µήπως κι αυτή η πολυπόθητη ενότητα της Αριστεράς γίνει πράξη, µήπως και κάποιοι έµαθαν απ’ τις ανοησίες τους και τα καταφέρουν τούτη τη φορά.

Page 85: Exei rezerva to oneiroa

85 Το φτύσιµο

Απ’ τους πρώτους ο Σωκράτης, για την Ενότητα. Να προχωρήσουµε γιατί ο δικοµµατισµός έπαιζε µόνος του παιχνίδι και µάλιστα µε τα συνθήµατα και τα όνειρα των αριστερών. ∆ε βαριέσαι. Αντί για ενότητα και κοινή πορεία, νέες διασπάσεις, νέοι διαχωρισµοί, µίσος για τους ΄΄προδότες΄΄, µίσος για τους ΄΄δογµατικούς΄΄. ΄΄Να σώσουµε το Κόµµα΄΄ ΄΄Να επιβάλουµε την ανανέωση΄΄ Ο µόνος τρόπος να επιβιώσεις ήταν να φανατιστείς, να γίνεις ΄΄οπαδός΄΄. Κι ήρθαν κάτι Ολοµέλειες και κάτι Συνέδρια, φράξιες και µυστικές συνεδριάσεις κι από δω κι από ’κει, όπου το µόνο ΄΄ταξικό καθήκον΄΄ ήταν να ντανιαστείς. Μια φρίκη.

∆ιαγραφές, λάσπη, αλήθειες και ψέµατα, µάχη συσχετισµών και µηχανισµών κι ο Σωκράτης νάχει τρελαθεί – και χιλιάδες άλλοι- ποιόν ν’ αφήσεις και µε ποιόν να πας.

Τσαλακώθηκε κόσµος και βγήκε στον αφρό κόσµος σκάρτος κι ας ήταν το σύνθηµα να ξεσκαρτάρουµε, να µείνουν οι ΄΄καθαροί΄΄. ∆εν υπήρχε χώρος για τη λογική και το ΄΄ίσο΄΄. Έµεινε ο Σωκράτης µε το ΚΚΕ, κοντά στο Κόµµα, αλλά προσπάθησε να ’ναι µακριά απ’ το ΄΄ταξικό µίσος΄΄. ∆εν τα κατάφερνε πάντα κι ακόµα τώρα νοιώθει πως χρωστά πολλά ΄΄συγγνώµη΄΄ γιατί ναι µεν δεν έσυρε το ΄΄χορό΄΄, όµως τι αξία έχει αυτό; Χόρεψε αρκετές φορές. Πρώτες µέρες της διάσπασης και η εντολή είναι σαφής : ΄΄Όλα τα στελέχη στον Περισσό για να περιφρουρήσουµε το Κόµµα΄΄. Σε παράταξη ΄΄τα στελέχη΄΄ στον αυλόγυρο και µέσα στο κτίριο και η περιφρούρηση του Κόµµατος και το ταξικό καθήκον ήταν απλώς να φτύνουν τους ΄΄διασπαστές΄΄ που ερχόταν να πάρουν τα πράγµατά τους απ’ τα γραφεία τους στον Περισσό, λες και η επανάσταση θέλει σάλιο κι όχι ψυχή και πίστη. ∆εν πήγε.

Αλλιώς το είχε καταλάβει το ζήτηµα, άλλα του ’µαθε ο ΄΄θείος Ευριπίδης στην Μυτιλήνη΄΄ κι αυτοί οι κλασσικοί οι δύσµοιροι. ∆εν πήγε.

Αν το ’κανε, θα ’πρεπε ν’ αρχίσει να φτύνει κι από δώθε κι από ’κειθε.

Page 86: Exei rezerva to oneiroa

86Να φτύνει ΄΄Ιστορικά στελέχη΄΄ και ΄΄νέα στελέχη΄΄,

που εξαργύρωσαν αυτό το φτύσιµο και νυν διασπαστές πρώην θεµατοφύλακες και πρώην ανανεωτικούς νυν Ηρακλειδείς κι έπρεπε αν ήταν εντάξει κοµµουνιστής, να φυλάξει και λίγο σάλιο για ελόγου του. ∆εν πήγε λοιπόν. Όπως δεν πήγαν αργότερα, χιλιάδες και χιλιάδες κοµµουνιστές, αριστεροί άνθρωποι, σε συγκεντρώσεις, σε πορείες, σε απεργίες και τους τσάκωσε ο καναπές κι η βόλεψη, η απογοήτευση, κι ο δικοµµατισµός και τους συνθλίβουν κάθε µέρα και τους αποτελειώνουν.

Page 87: Exei rezerva to oneiroa

87 Φτου κι απ’ την αρχή

Ο κύκλος δεν έλεγε να κλείσει. Χρόνια τώρα η ίδια ιστορία και κανένας να µη θέλει , να µη µπορεί καλύτερα ούτε τόσο δα να διδαχθεί. ΄΄Να ξαναστήσουµε το Κόµµα΄΄ κι ο Σωκράτης βάλθηκε να βοηθήσει. ΄΄Να χτίσουµε γερές οργανώσεις΄΄.

Ανασκουµπώθηκε κι αυτός να χτίζει, όµως δεν πρόσεξε – όπως πολλοί άλλοι- ούτε τα ΄΄υλικά΄΄ ούτε τους ΄΄αρχιµάστορες΄΄. Αυτά θα τα ’βλεπε αργότερα.

Όµως τι να φτιάξεις, µε λάσπη και ΄΄φτύσιµο΄΄, µε µίσος και µικροψυχία ; Σιγά – σιγά το Κόµµα ξαναστήθηκε και µαζί του στήθηκαν καινούργιοι συσχετισµοί και µηχανισµοί. Στην άλλη πλευρά της διάσπασης, χιλιάδες κοµµουνιστές και αριστεροί, το ίδιο λαβωµένοι και τσαλακωµένοι, να ψάχνουν κι’ αυτοί και να ψάχνονται και να εµπιστεύονται ξανά ΄΄µικρούς΄΄ και ΄΄λίγους΄΄, οι οποίοι σαν παιδιά της ίδιας κακιάς µήτρας, έφτιαχναν τώρα τους δικούς τους µηχανισµούς . Τραγωδία! Ποιος να κάτσει να κουβεντιάσει µε ποιόν, που να βρεθεί άνθρωπος να πει πως έκανε λάθος. Μάζευαν όλοι τα κοµµάτια και τα ΄΄µέλη΄΄ τους, ξεκαθάριζαν παλιούς και καινούργιους λογαριασµούς, µοίραζαν τα ΄΄υπάρχοντα΄΄ τους, ξαναµοίραζαν τα όνειρα των αριστερών και τη γνώση των κλασσικών, έφτιαχνε καθένας τις ΄΄αλήθειες ΄΄ του και διεκδικούσε καθένας την ΄΄εξουσία΄΄ του. Κόπηκε στα δυό η µιζέρια της Αριστεράς, κόπηκαν στα δυό όµορφοι, δυνατοί ανθρώπινοι και συντροφικοί δεσµοί. Λίγα χρόνια πέρασαν κι ο κόσµος ήρθε τα πάνω κάτω. Ανατροπή ή Κατάρρευση; Του υπαρκτού ή του δήθεν Σοσιαλισµού;

Κι επειδή, όπως έλεγε ο συγχωρεµένος ο Εφραιµίδης, ΄΄Η Αριστερά όταν δεν σκέπτεται, συσκέπτεται΄΄, άρχισαν πάλι συνεδριάσεις, Συνέδρια, αναλύσεις, συσκέψεις κι όλα τα συναφή, να εξηγήσουν το πώς και το γιατί. Όπως πάντα, βρέθηκαν ανόητοι να χαίρονται για το ΄΄καινούργιο΄΄ και εξ ίσου ανόητοι να υπερασπίζονται το ΄΄παλιό΄΄.

Page 88: Exei rezerva to oneiroa

88 Όµως και οι µεν και οι δε, στηρίχθηκαν, ενισχυθήκαν, καθοδηγήθηκαν, χρόνια και χρόνια κι απ’ το ΄΄παλιό΄΄ κι απ’ το ΄΄καινούργιο΄΄. Και τον ΄΄υπαρκτό΄΄ στήριξαν και την ΄΄περεστρόϊκα΄΄ υιοθέτησαν και την ΄΄γκλασνοστ΄΄ διαφήµισαν, αµφότεροι. Το πρόβληµα, δεν ήταν για τους ΄΄ηγέτες΄΄. Χιλιάδες κοµµουνιστές, αριστεροί, εργαζόµενοι, ζάρωσαν µε τις ΄΄ανατροπές΄΄ και τις ΄΄καταρρεύσεις΄΄ κι ούτε τους ένοιαζε ποιο απ’ τα δυό είναι σωστό. Ένοιωσαν απροστάτευτοι και ξεγελασµένοι.

Ξοδεµένοι ανώφελα. ∆εν ήταν ότι έχασαν το ΄΄στήριγµα΄΄. Αυτό το ’χασαν οι ηγέτες.

Ήταν πως δεν θα µπορούν να λένε πια , ότι η ουτοπία µπορεί να γίνει πραγµατικότητα κι ας µην ήταν αυτή η πραγµατικότητα ίδια µε τ’ όνειρό τους. Ήξερε ο κόσµος για όλα τα στραβά παλιά και τωρινά κι ας τα ’κρυβαν οι ΄΄ηγεσίες΄΄ και τα κοµµατικά ντοκουµέντα κι ας διαγραφόταν όποιος τα φανέρωνε. Αυτό το άντεχαν. ∆εν άντεχαν να αισθάνονται πως πήγαν στο τζάµπα, αίµα και πόνοι και βάσανα και ζωές όµορφων ανθρώπων . ∆εν έχει σηµασία αν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγµατα.

Το πώς νοιώθεις δεν είναι απόφαση ή ανάλυση. Έτσι ένοιωθε ο πολύς κόσµος. Έτσι ένοιωθε κι ο Σωκράτης. Μαζεύτηκε, ζάρωσε, ξανασκέφτηκε πράγµατα στραβά που τα είχε πει για σωστά κι άλλα σωστά που δεν τα είπε δυνατά, ερωτήµατα που τα κατάπιε και απαντήσεις που δεν τόλµησε να τις πει δυνατά. Ένοιωθε υπόλογος, λες κι ήταν ο µόνος που µπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγµατα. Κόσµος και κοσµάκης , τα ίδια και χειρότερα. Ήταν δύσκολες ώρες. ∆ύσκολες προσωπικές ώρες, γιατί πρέπει να βρεις το ίσο, ΄΄να µη πετάξεις και το µωρό µαζί µε τ’ απόνερα΄΄ κι όποιος λέει πως είναι εύκολο, δε ζορίστηκε στ’ αλήθεια.

Page 89: Exei rezerva to oneiroa

89 Ζόρικο αντίο

Τα παιδιά διάβαζαν στα δωµάτια τους . Ο Σωκράτης ήταν απ’ τις λίγες φορές που ήταν νωρίς σπίτι κι απ’ τις λίγες φορές που η Βαγγελιώ είχε αργήσει. Περνούσε η ώρα, άρχισε ν’ ανησυχεί και να νευριάζει. Έκανε διάφορα για να ξεγελά την ώρα. ΄΄Ποιος ξέρει, καµιά συνεδρίαση, καµιά συνεργασία που τραβά, θα δούµε΄΄. Ήρθε επί τέλους. Φιλιά στα παιδιά, έλεγχος στα µαθήµατά τους, τα γνωστά. -Τι έγινε Βαγγελιώ κι αργήσαµε ; -Είχα πάει µια βόλτα στο Σούνιο. - ∆εν είµαστε καλά. Γιατί; -Έτσι, ήθελα να σκεφτώ. - Συµβαίνει κάτι; ∆εν απάντησε. Κάθησε δίπλα του στον καναπέ και τούδωσε ένα χαρτί. -Έχω καρκίνο του µαστού είπε χαµηλόφωνα, να µην ακούσουν τα παιδιά. -Άσε ρε Βαγγελιώ. Αυτό σκέφτηκες να πεις; Αφού…. και της κάνει ένα κοπλιµέντο για τα στήθια της. -∆ιάβασε. Το ’γραφε το χαρτάκι καθαρά. Έµειναν αµίλητοι, ποιος ξέρει πόσο. -Ξέρεις, πήγα στο Σούνιο, σκέφτηκα στην αρχή να φουντάρω µε τ’ αµάξι. Μετά σκέφτηκα αλλιώς, σκέφτηκα τα παιδιά, εσένα…. Αποφάσισα να το παλέψω… -Θα το παλέψουµε Βαγγελιώ. Μαζί εντάξει; Να δεις, θα τα καταφέρουµε. Χιλιάδες σκέψεις αυτό το βράδυ.

Ούτε κατάλαβε πότε ξηµέρωσε. Άρχισε ένας Γολγοθάς, ένα µαρτύριο. Νοσοκοµεία, εξετάσεις, θεραπείες, ελπίδες, ψευδαισθήσεις, απογοήτευση. Εκατοντάδες επισκέψεις κι εξετάσεις κι όλα εις ΄΄διπλούν΄΄. Πρώτα ο Σωκράτης να εξηγεί στους γιατρούς, να φτιάχνουν τη µισή αλήθεια για να ’χει περιθώριο η ελπίδα και µετά µε τη Βαγγελιώ στο γιατρό. ΄΄Είδες, καλά πάµε. Να δεις πως θα τελειώσουµε σε λίγο΄΄

Page 90: Exei rezerva to oneiroa

90 Είναι απίστευτο πως ένας έξυπνος άνθρωπος, όχι άσχετος µε την Ιατρική, που ήξερε κι είχαν δει τόσα τα µάτια του στα νοσοκοµεία, είχε τόσο ανάγκη να ξεγελαστεί και να πιστέψει. Τα παιδιά, άλλο µαρτύριο. Θέατρο κανονικό κι ο Σωκράτης κανονικός Καραγκιόζης κι η Βαγγελιώ, περήφανος άνθρωπος, να µη θέλει να παραβαρέσει κανέναν, να µη πληγωθούν τα παιδιά. Αρκετά χρόνια µετά, ο Σωκράτης έµαθε πως τα παιδιά ξέραν και καλοξέραν. Έκαναν όµως κι αυτά τα κουµάντα τους, πρόσεχαν να µην επιβαρύνουν κι αυτά σε τίποτα. Άλλο θέατρο αυτό.

Παιδικό θέατρο και πιο ζόρικο. Το πάλεψαν δυόµιση χρόνια περίπου Με αξιοπρέπεια και προσπάθεια να µη τους πάρει από κάτω. Στα τελευταία πια, φώναξε ο Σωκράτης τα παιδιά να τα µιλήσει.

Μίλησαν πρώτα εκείνα. ΄΄Μπαµπά ξέρουµε πως η µαµά θα πεθάνει. Θα τα καταφέρουµε. Σαν τον αθλητή θα κάνουµε. Λίγα βήµατα πίσω για να πάρουµε φόρα και να κάνουµε το άλµα µπροστά. Μόνο να προσέχεις πιο πολύ τώρα τον εαυτό σου΄΄. Ήταν βράδι και του παρήγγειλαν µία πίτσα γιατί ήταν άφαγος. Εκείνο το βράδυ, πίστεψε πως θα τα κατάφερνε.

Όµως αυτό το ΄΄ο θείος µαµά΄΄, το ξαναθυµήθηκε εκείνο το βράδι και τον πόνεσε πιότερο τώρα. ΄΄Τέλειωσε΄΄ η Βαγγελιώ τον Ιούνη του ’92, κοντά στα γενέθλια της Αφροδίτης. Ήταν 42 χρονών. Τα παιδιά δεν πήγαν στην κηδεία.

Την ξεπροβόδισαν, όπως τα παιδιά ξέρουν να κάνουν. Τρυφερά κι αληθινά. Όλα τα χρόνια της ταλαιπωρίας, οι σύντροφοί της οργάνωσης της, την ξέχασαν. Ούτε τηλέφωνο. Πόσο απάνθρωποι γίνονται καµιά φορά αυτοί που παλεύουν για τον άνθρωπο. Αντίθετα οι συνάδελφοι της στο ΚΑΤ, της στάθηκαν. Ίσως γιατί εκτίµησαν πως ήταν η µόνη απ’ όλους τους, που οι ιατρικές της µπλούζες ήταν ειδική παραγγελία.

Χωρίς τσέπες. ∆εν την ξέχασαν όµως όλοι οι σύντροφοι κι είναι αλήθεια πως στήριξαν και το Σωκράτη. Η Αλέκα, ο µπάρµπα Νίκος Καλούδης , ο Σπύρος Χ, ο Γιάννης ο Θεωνάς, ο Τηλέµαχος ∆. η Κική Μ, κι άλλοι κι άλλοι. Ο σύντροφος Χαρίλαος κάθε τόσο ρώταγε και του ’δινε κουράγιο.

Page 91: Exei rezerva to oneiroa

91 Το βράδι της κηδείας, ήρθε στον Σωκράτη ο σύντροφος Σωτήρης Γεωργόπουλος, µια ψυχούλα, µ’ ένα µπουκάλι ουίσκι. Έπιναν, έκλαιγαν και σιγοτραγουδούσαν µέχρι το πρωί. Έτσι άρχισε η επόµενη µέρα. Τ’ απάνω κάτω τώρα για το Σωκράτη. Όταν ήταν µικρός, για να φάει ψάρι, του το καθάριζε η Αφρούλα και µία φορά που έβρασε αυγά, πήγε να τα καθαρίσει πριν τα βράσει. Τώρα τα παιδιά θέλαν πρωινό, µεσηµεριανό, βραδινό, θέλαν ρούχα πλυµένα και σιδερωµένα. Ο Σωκράτης άρχισε να ΄΄προπονείται΄΄ απ’ όταν ήρθε το κακό µαντάτο. Μαµαλάκης πια στο µαγείρεµα, πρώτος στο σιδέρωµα, έµαθε και τα νούµερα των ρούχων των παιδιών. Ήρθε αργότερα κι η Αφρούλα και καλυτέρεψαν τα πράγµατα µε τις δουλειές του σπιτιού.

Έµαθε να κουµαντάρει και την εφηβεία και τα πρώτα φλερτ, έµαθε να κουµαντάρει και τις σιωπές και την αµηχανία σαν ξεφύλιζαν ένα άλµπουµ φωτογραφιών. Ένα δε µπόρεσε εύκολα να κουµαντάρει.

Την απουσία της. Κι ένα δε µπορεί να ξεχάσει.

Ένα τελευταίο φιλί λίγο πριν αρµενίσει για αλλού και µία κουβέντα. ΄΄∆ε στεναχωριέµαι που φεύγω, τσαντίζουµαι που θα είσαι µόνος σου, ΄΄σύντροφε΄΄ . Θα σε προσέχω όµως΄΄ Όταν καµιά φορά τώρα της πηγαίνει κανένα λουλούδι, σιγοµουρµουρίζει: ΄΄Χαλάρωσε την επιτήρηση ρε Βαγγελιώ, άνθρωποι είµαστε κι εµείς. Έλεος΄΄ Πολλές φορές µέχρι τώρα ΄΄συζητούν΄΄ κι όταν ο Σωκράτης κάνει καµιά µικρή ΄΄παλιανθρωπιά΄΄ - µεγάλες δεν κάνει-, νοιώθει την άτεγκτη Βαγγελιώ κοντά του. ΄΄Κάνουµε τέτοια εµείς; ΄΄ ή ΄΄Τι δουλειά έχουµε µε τους παλιανθρώπους΄΄ και να δεις πλάκα – πλάκα , βρίσκει το ίσιο.

Page 92: Exei rezerva to oneiroa

92 Φόρα - κατηφόρα

Μετά το ΄΄φευγιό ΄΄ της Βαγγελιώς, ζορίστηκε πολύ ο

Σωκράτης. Τα παιδιά πάνω που µεγάλωναν, τα έξοδα τρέχαν, ο µισθός ίσα που έφτανε, η µοναξιά περίσσευε, η κοµµατική τρεχάλα πήγε παραπίσω. Ούτε το Κόµµα ήταν στα πάνω του. Μέσα σε 2-3 χρόνια, δύο διασπάσεις. Έφυγαν το ’89 µε αφορµή την Κυβέρνηση Τζανετάκη πολλοί και αξιόλογοι σύντροφοι, κυρίως απ΄ τη νεολαία και µετά από λίγο, το µισό Κόµµα σχεδόν πάει στο ΣΥΝ κι έρχεται καπάκι και η κατάρρευση. Σύντροφοι ΄΄ψηµένοι΄΄ µε µυαλό και πείρα πάνε σπίτι τους, χθεσινά στελέχη γίνονται ΄΄προδότες΄΄ , σύντροφοι που δίδασκαν τη θεωρία µας γίνονται ΄΄αναθεωρητές΄΄, µαχητές πρωτοπόροι στα συνδικάτα και στους αγώνες βαφτίζονται ΄΄ρεφορµιστές΄΄, άνθρωποι που τα παράτησαν όλα για το Κόµµα, µέσα σε µια µέρα έγιναν ΄΄καριερίστες΄΄. Να χάνεις το νου σου δηλαδή, κι αυτός ο ΄΄εµφύλιος΄΄ τελειωµό να µην έχει, ούτε µέτρο, ούτε ήθος καµιά φορά. Στο Σωκράτη, κάτι είχε ραγίσει µέσα του. Ήταν αυτές οι φράξιες για τη σωτηρία του Κόµµατος, αυτά τα παζάρια στην ΄΄πλατιά Ολοµέλεια ΄΄ αυτός ο ξεφτιλισµός του 13ου Συνεδρίου, όλα αυτά και τόσα άλλα, για τα οποία κανείς δε µιλά –και δυστυχώς όχι από ντροπή- τον ταρακούνησαν. Έµεινε µε το Κόµµα και µέχρι σήµερα πιστεύει πως έπρεπε να µείνουν όλοι. Στα δύσκολα, ποτέ δεν το ’βαζε στα πόδια και δεν το ’κανε και τώρα. Όµως δεν πέταξε λάσπη και συκοφαντίες σ’ όσους έφυγαν. Άλλοι – κι από ’δω κι από ’κει – το έκαναν, συνειδητά και µε σχέδιο. Συνήλθε σιγά-σιγά απ’ τα δικά του κι άρχισε πάλι. Συνεδριάσεις, τρεχαλητό, συσκέψεις, αναλύσεις, τα γνωστά. Ήταν ΄΄τα γνωστά΄΄ δεν ήταν όµως τα ΄΄ίδια΄΄. Υπήρχε ένας διάχυτος ΄΄φόβος΄΄ στο Κόµµα, µια διαρκής ΄΄καχυποψία΄΄, µια αγωνία να µη ΄΄γείρουµε δεξιά΄΄ και σιγά-σιγά άρχισε να επικρατεί µια ατµόσφαιρα έντονης ΄΄αριστεροσύνης΄΄. Στα κείµενα, στις οµιλίες, στους δηµόσιους λόγους, έπρεπε να φαίνεται καθαρά, το ΄΄ταξικό΄΄, το ΄΄ορθόδοξο΄΄, λες και ’θελαν να πείσουν τον εαυτό τους πως είναι κοµµουνιστές και σε λίγο δεν

Page 93: Exei rezerva to oneiroa

93έφτανε να ’σαι κοµµουνιστής, έπρεπε να το ΄΄δείχνεις΄΄ και στο Κόµµα. Κι άρχισαν σύντροφοι και στελέχη να ’ναι ΄΄αιχµάλωτοι΄΄ αυτής της ατµόσφαιρας, να διχάζονται, να ’ναι άλλο στη ζωή τους κι άλλο µέσα στο Κόµµα και το ίδιο το Κόµµα να περιχαρακώνεται , να ΄΄διαχωρίζεται΄΄ για να αποδείχνει πως είναι το µόνο ΄΄ορθόδοξο΄΄. Τελικά από ΄΄τ’ αριστερά ΄΄ ήταν ο κίνδυνος, όπως κι άλλες φορές στο παρελθόν κι όταν σε βρίσκουν ΄΄παιδικές αρρώστιες΄΄ στα γεράµατα, δύσκολα τις καταπολεµάς.

Page 94: Exei rezerva to oneiroa

94 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το… καλό το συναπάντηµα

Θα ήταν γύρω στο ’70. Μεγάλη Παρασκευή απόγευµα. Η Βαγγελιώ κι ο Σωκράτης κατέβηκαν στην Αθήνα, λίγο για

χάζεµα και περισσότερο για να ξεφύγουν απ’ τον βραχνά της συνεχούς παρακολούθησης. Η ΄΄επανάσταση΄΄ ήταν συνεχώς δίπλα τους µε το χαφιέ της. Τέλειωσε η βόλτα κι ήταν στο Σύνταγµα για το λεωφορείο της Ν. Σµύρνης. Σε µια στιγµή, η Βαγγελιώ χλωµιάζει έτοιµη να σωριαστεί . -Τι έγινε παιδί µου; -Ο µπαµπάς µου. Μη κοιτάς . Χάθηκα. Τα ’χασε προς στιγµή. Πήγαν ν’ αποφύγουν το χαφιέ του ΚΒ’ και πέσαν πάνω στην…ΕΣΑ. Πριν καλοσυνέλθει, ακούει µία φωνή. -Εσύ µικρή σπίτι, εσύ µαζί µου. Μιλιά η Βαγγελιώ, το κεφάλι κάτω και στο λεωφορείο. -Πάµε εµείς. -Πού πάµε; -Σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, εδώ δίπλα. -∆εν πάµε σε κανένα ταβερνάκι; τόλµησε ν’ αντιπροτείνει ο Σωκράτης. Κοντοστάθηκε λίγο και σα να του φάνηκε πως άφησε την αγριάδα και χαµογέλασε. -Καλά πάµε. Κατηφόρισαν προς την Πλάκα, µπήκαν σ’ ένα µπακάλικο, κατέβηκαν µια σκάλα από µέσα και βρέθηκαν σ’ ένα υπόγειο. Βαρέλια, τρία τραπεζάκια κι ένας νεροχύτης. -Μισό κιλό και κάτι καλό. Το ΄΄καλό΄΄ ήταν µία κονσέρβα, τυρί κι ελιές. Κουβέντιασαν για πολλά. Για την πολιτική, για τον κόσµο, για µουσική, για την Καισαριανή, για τις σπουδές της Βαγγελιώς, για χίλια. Κάποια στιγµή, έτσι στα ΄΄ξεκούδουνα΄΄ του λέει ο Σωκράτης: -Τη Βαγγελιώ την αγαπώ και θα την πάρω. Στο λέω για να το ξεκαθαρίσω απ’ την αρχή. -Εντάξει. Αυτά είναι για αργότερα και θα φανούν. Ήταν αργά σαν έφυγαν και το µισόκιλο είχε αδειάσει αρκετές φορές.

Page 95: Exei rezerva to oneiroa

95 Όλο χαρά ο Σωκράτης πήγε σπίτι. Η Βαγγελιώ δεν κοιµήθηκε. Αξηµέρωτα σχεδόν συναντήθηκαν, για να µάθει τι έγινε. ΄΄Σκοτωθήκατε; Τι σου είπε;΄΄ Την καθησύχασε και της εξήγησε. Παραξενεύτηκε λίγο και χαµογέλασε. ΄΄Ταιριάξατε εσείς. Θα κάνετε συµµαχία΄΄. Μετά 2-3 µέρες έφερε στο Σωκράτη µία κονσέρβα λουκάνικα Φρανκφούρτης. ΄΄∆ώρο απ’ τον πατέρα µου΄΄. Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση του Θόδωρου απ’ την Καισαριανή µε το Σωκράτη απ’ τη Μυτιλήνη και πήγε καλά. Σε ανάµνηση αυτής της συνάντησης, ο Σωκράτης κι η Βαγγελιώ συµφώνησαν να συναντιούνται κάθε Μεγάλη Παρασκευή στις 6.00 το απόγευµα στον ΄΄Άτταλο΄΄ στη Ν. Σµύρνη.

Το κράτησαν. Αργότερα µόνος του ο Σωκράτης, κάθε Μ. Παρασκευή

στριφογυρνά στον ΄΄Άτταλο΄΄ στις 6.00 το απόγευµα και γαληνεύει. Ταίριαξαν πραγµατικά ο Θόδωρος κι ο Σωκράτης κι ας ήταν στην αρχή λίγα τα πάρε – δώσε. Άλλωστε πατέρας ο ένας, ΄΄φίλος΄΄ ο άλλος, ήθελε µια ρέγουλα το πράγµα. Όταν παντρεύτηκαν η Βαγγελιώ κι ο Σωκράτης , τα πράγµατα άλλαξαν. Ήρθαν πιο κοντά. Τώρα βλέπεις είχαν κι οι δυό µία επίσηµη ιδιότητα. Πεθερός και γαµπρός . Συναντιόταν πιο συχνά, ήρθαν πιο κοντά, κατάλαβε καλύτερα ο ένας τον άλλον. Οι συναντήσεις τους ήταν όλο πειράγµατα. ΄΄Επειδή είσαι µεγάλος άνθρωπος – τούλεγε ο Σωκράτης- και δεν ξέρεις τι γίνεται, να µ’ αφήσεις σε διαθήκη τούτο το σπαθί΄΄ Ήταν ένα παλιό Ισπανικό σπαθί. Πέρασαν χρόνια και µια φορά ο Θόδωρος , του κάνει δώρο ένα όµορφο παλιό σπαθί. ΄΄Επειδή σε 30-40 χρόνια που θα πεθάνω, ποιος ξέρει αν θα ζεις, πάρε ένα σπαθί κι αργότερα θα σου δώσω το καλό΄΄.

Ήταν γύρω στα 80 ο Θόδωρος τότε. Καµιά φορά, όταν ΄΄τσακωνόταν΄΄ για τα πολιτικά, ο Σωκράτης του έµπαινε χοντρά. ΄΄Εντάξει για άνθρωπο που έχει 33/τοις εκατό µυαλό, θα συµφωνήσω΄΄, έλεγε ο Σωκράτης. Ο Θόδωρος έχει αναπηρία 67 τοις εκατό λόγω της σφαίρας που είναι σφηνωµένη στο κεφάλι του. Κι εκείνος απαντούσε:

Page 96: Exei rezerva to oneiroa

96 ΄΄ Αν µου φέρεις βεβαίωση από γιατρό πως ένας , έστω ένας, από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, µαζί κι εσύ, έχετε 33 τοις εκατό µυαλό, εγώ θα συµφωνήσω µαζί σου΄΄. Ο Σωκράτης, ήταν τότε µέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Page 97: Exei rezerva to oneiroa

97 Ο ΄΄Αµολόητος΄΄ Συχνά πήγαιναν για κρασί µαζί. Ένα στέκι τους, ήταν η ταβέρνα του Γιαµπάνη, σε µία πάροδο της Σόλωνος, κοντά στο Χηµείο. Ο Γιαµπάνης ήταν Χηµικός – οινολόγος. Λίγα τραπεζάκια, καλό κρασί, κολιός, µαρίδα, γαλέο και κουβέντα. Συζητήσεις ατελείωτες, ο Σωκράτης να θέλει να τους προλάβει όλους κι ο Θόδωρος να τον συνεφέρνει. Εκεί ερχόταν καµιά φορά κι ο ΄΄δάσκαλος΄΄, ο µπάρµπα Κώστας Βάρναλης. Να πίνει ασύστολα, να βωµολοχεί όµορφα και πάντα κάποιες ΄΄φοιτήτριες΄΄ που ήταν µαζί του να προσπαθούν να τον φέρουν σε τάξη. Ήταν µια φορά στην παρέα ο ∆ηµ. Παπαγεωργίου, λόγιος, φίλος του Γληνού, κι ο µπάρµπα Κώστας ευδιάθετος. Αρχίζει ο Παπαγεωργίου να διηγείται: ΄΄Εκδροµή στη Μονή Καισαριανής, ο Βάρναλης, ο Αυγέρης , ο Καζαντζάκης µε τη Γαλάτεια, ο Νίκος Παππάς, ο Κώστας Σωτηρίου κι άλλοι. Ο Βάρναλης κάποια στιγµή, αποχωρεί και σε λίγο επανέρχεται, να τους διαβάσει ένα ποίηµα που έγραψε. Το ποίηµα λέγεται ΄΄ο Αµολόητος΄΄. Το θέµα ήταν ότι τα µέλη του ανθρώπινου σώµατος αποφασίζουν να εκλέξουν αρχηγό. Μιλάν τα χέρια, τα πόδια, τα µάτια κ.λ.π., γιατί πρέπει καθένα τους νάναι αρχηγός. Αφού τελείωσαν, µιλά κι ο ΄΄Αµολόητος΄΄. ΄΄Εγώ είµαι ο αρχηγός. Όλοι σας γεννήµατα είστε µιας φτυσιάς µου΄΄. Υποµειδιά ο µπάρµπα Κώστας : ΄΄∆ίκιο δεν έχω; Βωµολοχία είναι η αλήθεια;΄΄ Πέρασαν πολλά τέτοια όµορφα βράδια. Μια φορά τον παίρνει ο Θόδωρος να πάει να γνωρίσει έναν παλιό αγωνιστή, Τον Γιώργο Ατραϊδη. Ράφτης καλός στις προσφυγικές παράγκες της Καισαριανής, φτωχός άνθρωπος, αγωνιστής απ’ τους λίγους. Είχαν περάσει πια τα χρόνια, είχε καταρράκτη και δεν έβλεπε καλά, που να ράψεις πια κουστούµι και σε ποιόν. Παρ’ όλο που δεν έβλεπε, αγόραζε κάθε µέρα το Ριζοσπάστη. ΄΄Ξέρω απ’ έξω τι λέει. Για τους πλούσιους που ρουφάν το αίµα του εργάτη. ∆ιάβασε Σωκράτη να δεις πως αυτό λέει΄΄. Ο Ατραϊδης ποτέ δεν υπήρξε µέλος του ΚΚΕ.

Page 98: Exei rezerva to oneiroa

98 ΄΄Είµαι οπαδός. Εύκολο τόχεις αυτό σύντροφε;΄΄ Μάλλον ήταν κριτική προς τοΣωκράτη αυτό. Μια µέρα ο Ατραϊδης πήρε το Σωκράτη και πήγε να του δείξει ΄΄κάτι΄΄. Ένα παράνοµο πολύγραφο της κατοχής, κρυψώνες και απίθανα ΄΄δροµάκια΄΄ µέσα απ’ τα πλινθόκτιστα για να µπαίνουν οι Ελασίτες απ’ τη µια µεριά της γειτονιάς και να βγαίνουν απ’ την άλλη. Ο Σωκράτης κι ο Θόδωρος, φρόντισαν να βρεθούν κάποια χρήµατα για να κάνει εγχείρηση στον καταρράκτη ο σύντροφος. ∆υστυχώς, λίγο η ΄΄αναπαραδιά΄΄ των γνωστών, λίγο οι ανάγκες της ζωής, το ποσό που µαζεύτηκε δεν ήταν αρκετό για εγχείρηση και στα δύο µάτια. Έφτασε µόνο για το ένα. Πέθανε ο Γιώργος Ατραϊδης, ΄΄οπαδός΄΄ και ΄΄µονόφθαλµος΄΄.

Page 99: Exei rezerva to oneiroa

99 Μια εξοµολόγηση

Ήταν βραδάκι, φθινόπωρο.

Χτυπά το τηλέφωνο κι ο Σωκράτης ξαφνιάζεται. -Είµαι στη Ν. Σµύρνη και χάθηκα. Τώρα είµαι στην Εστία µπροστά. Έλα. Ανησύχησε πολύ. Να χαθεί ο Θόδωρος στη Ν. Σµύρνη; Αν είναι δυνατόν. Κάτι τρέχει ή νάναι απ’ αυτά τα Θοδωρίστικα; Πάει στην Εστία. Ο Θόδωρος εκεί καλοντυµένος, µ’ ένα µπουκετάκι λουλούδια. -Τι συµβαίνει Θόδωρε; -Πήγαινα σε µια οµιλία, ξέχασα όµως τη διεύθυνση. -Γιατί µε φώναξες και τρόµαξα; -Κάτσε. Θέλω να σου πω µία ιστορία. Κάθησαν κι’ άρχισε ο Θόδωρος:

Εκεί γύρω στο ’36 –37 γραµµατέας της ΟΚΝΕ Καισαριανής, ήταν ένα παλληκάρι, ο Κώστας ο Ρορόπουλος. Μιλά σε µία συγκέντρωση στην οδό Υµηττού, ενάντια στο Μεταξά, έρχεται ένας αστυφύλακας, πιάνονται στα χέρια, τον κάνει τ’ αλατιού ο Ρορόπουλος. Ύστερα από λίγες µέρες τον πιάνουν µαζί µε τον Κυριάκο Αµουριανό ή Κουραντη, άντε κι οι δυό εξορία στον Αη- Στράτη. Εκεί κάνει δήλωση και αργότερα καταλήγει όργανο της Ειδικής Ασφάλειας. Κάποια µέρα σ’ ένα καφενείο στα Πατήσια, ένας σύντροφος που είχε χάσει την επαφή µε το Κόµµα, Καπέρνη τον έλεγαν, συναντά το Ρορόπουλο και του ζητά να τον συνδέσει µε τους παλιούς συντρόφους του, µη γνωρίζοντας τίποτα για τη νέα ΄΄δουλειά΄΄ του πρώην Γραµµατέα. Στήνει µπλόκο η Ασφάλεια, πιάνουν τον Καπέρνη,, πάει το παλληκάρι. Μαθεύτηκε αυτό στην Καισαριανή. Αρχές του ’44, ο Ρορόπουλος είναι στα Ελληνικά ΕΣ-ΕΣ και η εντολή της Κοµµατικής Οργάνωσης είναι σαφής: ΄΄Ο Ρορόπουλος πρέπει να πληρώσει για όλα και κυρίως για τον Καπέρνη΄΄ Ο Παναγιώτης ∆ουλής κι ο Θόδωρος, αναλαµβάνουν την υλοποίηση της απόφασης.

Page 100: Exei rezerva to oneiroa

100Τον παρασέρνουν στο δασάκι της Καισαριανής δήθεν

για να τον επανασυνδέσουν και πάνω στην κουβέντα βγάζει ο ∆ουλής το όπλο, όµως αυτό παθαίνει αφλογιστία. Βρίσκει ευκαιρία ο Ρορόπουλος, βγάζει ένα περίστροφο και το βάζει στα πόδια πυροβολώντας στα τυφλά. Γυρνάν στα γραφεία της Οργάνωσης, πετάν τσαντισµένοι το πιστόλι στο πάτωµα κι εκείνο τότε εκπυρσοκροτεί. Τέλος πάντων, κάνει κι η ζωή παιχνίδια. Ο Ρορόπουλος κατάλαβε πως δεν θα ξεφύγει απ’ το Κόµµα, πάει µετανάστης στη Γερµανία. Το Θόδωρο και τον ∆ουλή, που τους κυνηγάν τώρα, τους κρύβουν στον Υµηττό και µετά στη Ν. Ιωνία. Περνάν τα χρόνια και το ’46, ο Θόδωρος πάλι µε τον ∆ουλή, συναντούν στην πλατεία Εξαρχείων το Ρορόπουλο να πουλά σ’ ένα παγκάκι λουλούδια. Ανθοπώλης ήταν η δουλειά του. ∆ε χρειαζόταν και πολλά τότε. Απλά να έλεγε: ΄΄ Να τούτοι είναι΄΄ εξασφάλιζαν εξορία ή ισόβια. ∆ε µίλησε κανένας τους για ώρα. Τελικά τους µίλησε εκείνος. ΄΄Καταλαβαίνω τι περάσατε.. Κι εγώ δεν πέρασα καλύτερα. Τώρα λίγο-πολύ τα βγάζω πέρα. Όποτε είναι ο δρόµος σας, να περνάτε΄΄ και κάνοντας να φύγουν, βάζει στο χέρι του ∆ουλή κάποια χρήµατα.. Ο Θόδωρος είχε βουρκώσει. ΄΄∆ε µπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό µου… Είναι άλλο η µάχη κι άλλο αυτό.. κι ας έχεις δίκιο κι ας είναι παλιάνθρωπος ο άλλος…Τέτοια κατάντια …εγώ…;΄΄ Τυραννιόταν πολύ. Κρατούσε τα λουλούδια, λες και µόλις τάχε αγοράσει από τον ανθοπώλη Γραµµατέα της ΟΚΝΕ. Μπορεί και νάθελε να τα ΄΄προσφέρει΄΄ στον αδικοχαµένο Καπέρνη. ΄΄Πάρτα. Εγώ φεύγω. Να µε συγχωρείς, αλλά σε κάποιον έπρεπε να τα πω΄΄. Παρακάτω σ’ ένα παγκάκι, δυο νέα παιδιά, αγκαλιασµένα συζητούσαν. Τους προσφέρει τα λουλούδια ο Σωκράτης και φεύγοντας λίγο βουρκωµένος , σιγοµουρµουρίζει: ΄΄Όλο τέτοια µου κάνει αυτός ο άνθρωπος΄΄ Ήταν περασµένα µεσάνυχτα.

Page 101: Exei rezerva to oneiroa

101 Το Κατερινάκι

Ήταν λίγες µέρες πριν τα Χριστούγεννα του ’94. Μοναξιά κι αυτή η µελαγχολία των γιορτών και για το Σωκράτη και για τα παιδιά, να γίνεται η γιορτή απουσία και θύµησες που σε φαρµακώνουν. Τ’ αποφάσισε. Είχε µία συνεδρίαση στην Οικονοµική Επιτροπή στις Βρυξέλλες, πήγαινε εκεί κι ένα γκρουπ συντρόφων καλεσµένοι του Γιάννη Θεωνά που ήταν ακόµα Ευρωβουλευτής, παίρνει την Αφρούλα και τα παιδιά. ΄΄Άντε θα πάµε Βρυξέλλες΄΄ Στο γκρουπ ήταν µια συντρόφισσα που ξεχώριζε. Καλόκαρδη, πρόθυµη να βοηθά όλους µε τ’ αγγλικά της, να τους πηγαίνει στα µαγαζιά κι ανοιχτοχέρα. Όλους τους κερνούσε . Μικροκαµωµένη και µέσα σ’ όλα. -Ποια είναι αυτή ρε Θεωνά; -∆εν ξέρεις την Κατερίνα; Καλό παιδί. Πριν λίγο καιρό έχασε τον πατέρα της κι είπα να ρθει να ξεσκάσει λίγο. Σα να του καλάρεσε η κοπελίτσα, πιάσαν κουβέντα. -Εγώ σύντροφε σας ξέρω. Σας παρακολουθώ απ’ τον ΄΄902, διαβάζω και τ’ άρθρα σας στο Ριζοσπάστη. Αυτός ο πληθυντικός τον σκότωσε. ΄΄Είµαι µεγάλος΄΄ σκέφτηκε. ∆ύο παιδιά κι η Αφρούλα και στέλεχος και πληθυντικός, πολλά του ’πεφταν. ΄΄ Άσε, ξέχνα το Σωκράτη΄΄ µουρµούρισε. Έλα ντε όµως που σ’ αυτά, άλλος κάνει τα κουµάντα… Πήγαν για ένα ποτό, κουβέντα στην κουβέντα πέρασε η ώρα, έκλεισε το µαγαζί. Όµως κανείς τους δε είχε ύπνο. ΄΄Αυτό εκεί λειτουργεί µέχρι το πρωί΄΄ Χτύπησαν την πόρτα και τους ανοίγει µια όµορφη, ηµίγυµνη κοπέλα. Σάστισαν κι αυτοί κι εκείνη. Συνέχισαν την κουβέντα και το ποτό και σαν έφυγαν τους δίνουν και µια κάρτα. Ήταν µπουρδέλο πολυτελείας. Λεπτοµέρειες. Αυτοί περνούσαν όµορφα. Όλη τη βδοµάδα στις Βρυξέλλες, ο Σωκράτης τρωγόταν µε τα ερωτήµατά του. ΄΄Μήπως δεν πρέπει;΄΄ ΄΄Είναι νωρίς;΄΄

Page 102: Exei rezerva to oneiroa

102 ΄΄Και τα παιδιά;΄΄ και το ’να και τ’ άλλο. Τελευταία µέρα, έριχνε χιονόνερο, η Κατερίνα, άφραγκη απ’ τα κεράσµατα, κοίταζε µια βιτρίνα σε µια στοά. Τοσοδούλα και θλιµµένη. Πάει κοντά της και σε µια στιγµή νοιώθει να του σφίγγει απαλά το χέρι και να κοκκινίζει. Λες κι ήταν η απάντηση σ’ όλα του τα ερωτηµατικά, σα να λυτρώθηκε από τύψεις κι αναστολές. ΄΄Θα την πάρω, πάει τελείωσε΄΄

Page 103: Exei rezerva to oneiroa

103 Καινούργια αρχή

Έφτασαν στην Αθήνα, 2-3 µέρες πριν τα Χριστούγεννα κι ο

Σωκράτης άλλος άνθρωπος. Φαινόταν δια ΄΄γυµνού οφθαλµού΄΄. Τα παιδιά κρυφογελούσαν κι η Αφρούλα, σκέτη ΄΄γάτα΄΄: ΄΄Αυτή τ’ Κατρίνα τ’ συµπάθσα. Σλουπουµεν’ φαίνετι. Πέθανι κι η πατέρας τ’ς. Έ αλλού µπορεί ναν’ η τύχη τ’ς΄΄ Φτάνουν σπίτι, η πόρτα µισάνοιχτη. Είχαν µπει κλέφτες στο σπίτι! Όµως παρ’ όλη την άσχηµη κατάσταση, κανείς τους δεν έµοιαζε στεναχωρηµένος. Όλοι είχαν ένα αδιόρατο χαµόγελο, ιδίως ο Σωκράτης. Ήρθε κι η αστυνοµία, για αποτυπώµατα και τέτοια. -Ρε παιδιά, θα βρεθεί τίποτα ή απλά θα µουτζουρώσουµε το σπίτι; Χαµογέλασαν, µε νόηµα. -∆εν κάθεστε να πιούµε ένα ουισκάκι; Έκατσαν, ήπιαν ένα µπουκάλι, έφαγαν κι ένα κουτί σοκολατάκια. Τα πρώτα κεράσµατα ήταν για την Ασφάλεια! Τους το χρώσταγε ο Σωκράτης.

Τόσα παπούτσια είχαν χαλάσει κάποτε για πάρτη του. Την άλλη µέρα ο Σωκράτης στο νεκροταφείο µε δύο λουλούδια για να ΄΄εξηγήσει΄΄. Πήγε καλά ΄΄η κουβέντα τους΄΄. Το βράδι οικογενειακό συµβούλιο. Η Αφρούλα και τα παιδιά. -Κοιτάξτε…Ξέρετε, λέω πως…Πρέπει να σας πω… -Μπαµπά, άσε τα λόγια κι ότι είναι να κάνεις κάντο, γιατί αλλιώς τη µπάταρες τη βάρκα, λέει η µικρή Αυτά τα παιδιά, όλο τον προλάβαιναν στις σπουδαίες ΄΄ανακοινώσεις΄΄ που κάθε φορά, επιχειρούσε να κάνει. Τον ήξεραν φαίνεται καλά. Ή τον αγαπούσαν πολύ; Η διαδικασία ΄΄έγκρισης΄΄, δεν είχε ακόµα τελειώσει. -Θόδωρε θέλω να µιλήσουµε. -Εντάξει, αύριο στην πλατεία. -Θόδωρε το και το και ήθελα να στο πω, να µου πεις και συ τι λες. -Τα παιδιά τι λένε; Του εξήγησε ο Σωκράτης, τούπε και για την κοπελιά. -Εντάξει προχώρα. Φέρε ούζο και µεζέ καλό, λέει στον καφετζή. -Εσύ πληρώνεις βέβαια. Τη συµπάθησε την Κατερίνα, ο Θόδωρος κι εκείνη πιότερο.

Page 104: Exei rezerva to oneiroa

104 Στον Περισσό, κάτι είχε ΄΄κυκλοφορήσει΄΄. Μια µέρα τον σταµατά ο Χαρίλαος: -Σύντροφε, µπήκε το νερό στ’ αυλάκι; -∆εν καταλαβαίνω σύντροφε… -Είναι ζόρικο πράµα η µοναξιά. Άντε όσο είναι καιρός. Λουλούδια ο Σωκράτης και στην κυρά Στέλλα. Μια καλοσυνάτη γυναίκα, γλυκιά, µε κάτι µπλε γελαστά µατάκια. Καλός άνθρωπος. -Αν το ’ξερα κυρά Στέλλα, εσένα θα παντρευόµουν. Έβαλε τα γέλια και σταυροκοπιόταν. Καλός άνθρωπος και τυραγνισµένος. Χίλιες δουλειές έκανε για να αναστήσει τα παιδιά της. Αριστερή από κούνια. Ο πατέρας της, ο µπάρµπα Γιάννης Σαχίνης, γνωστός κοµµουνιστής στις Σέρρες, κατατρεγµένος, στέλεχος του ΚΚΕ. Το ίδιο κι η µάνα της, η κυρά Κατίνα, κοµµουνίστρια, καπνεργάτρια, οργάνωσε την πρώτη απεργία καπνεργατών στην περιοχή.

Ήταν φανερό. ∆εν µπόραγε ο Σωκράτης να ξεφύγει µε τίποτα απ’ το ΄΄δρόµο του΄΄ κι ας γκρίνιαζε. Παντρεύτηκαν την άνοιξη του ’95 και πήγαν ταξίδι στην Μυτιλήνη. Την εποµένη που έφθασαν, ήταν Πρωτοµαγιά,.

Ο Σωκράτης κι η Κατερίνα πρώτοι στην πορεία να διαλαλούν νιόπαντροι, πιασµένοι χέρι – χέρι, πως: ΄΄ Νόµος είναι το δίκιο του εργάτη΄΄ Πανταχού παρούσα η επαναστάση. Το ίδιο σκηνικό πάλι.

Page 105: Exei rezerva to oneiroa

105 Επ’ αριστερότερα

Η Κατερίνα συντρόφισσα, ο Σωκράτης στέλεχος, µέλος της Κεντρικής Επιτροπής, το τρέξιµο δεδοµένο και αποδεκτό. ∆εν πήγαινε το µυαλό σου πως µπορούσε νάναι κι αλλιώς. Όµως στο Κόµµα κάτι άλλαξε. Στα κείµενα, στην ταχτική, στο στελεχικό απαρατ, στην αντιµετώπιση της ΄΄άλλης άποψης΄΄.

Αν και όταν , την έλεγε κάποιος. Έκανε κουράγιο ο Σωκράτης. ∆ικαιολογούσε χίλια πράγµατα, απόδιωχνε χίλια ερωτηµατικά. ΄΄Θα φτιάξουν τα πράγµατα. Θα βρούµε το ίσο. Να φτιαχτούν οργανώσεις και θάρθουν κι οι επεξεργασίες ΄΄ Ήρθαν κι οι επεξεργασίες και οι αναλύσεις – που να µην ερχόταν- κι όλο ΄΄στράβωνε ο γιαλός΄΄ κι αυτοί βέβαια ΄΄καλά αρµένιζαν΄΄ κι έψαχναν µέρες και µήνες να δουν αν ήταν ΄΄ανατροπή΄΄ ή ΄΄κατάρρευση΄΄ και κανείς δεν αναριωτόταν γιατί τα εκατοµµύρια των κοµµουνιστών ούτε το δαχτυλάκι τους δεν κούνησαν να υπερασπίσουν το σύστηµά και το Κόµµα τους. Κανείς δεν αναριωτόταν πως κι έγινε απ’ τη µια στιγµή στην άλλη, αυτές όλες οι σηµερινές ηγεσίες που σκοτώνονται να µπουν στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. , ήταν τα χθεσινά στελέχη της ΄΄σοσιαλιστικής οικοδόµησης΄΄ που σαν ακούγαµε και µόνο τα’ όνοµά τους νοιώθαµε περήφανοι. Το συµπέρασµα βγήκε τελικά: ΄΄Στροφή επ’ αριστερότερα ΄΄

Όχι επί της ουσίας, απλά ΄΄επ’ αριστερότερα΄΄ και να φαίνεται, λες και ξεχάσαµε µε µιας και τη θεωρία και τις εµπειρίες µας. Ένοιωθε παράξενα ο Σωκράτης µ’ αυτή την κατάσταση και δυστυχώς δεν ήταν ο µόνος. Συνθλιβόταν. Μίλαγε, πρότεινε, µα ΄΄στου κουφού την πόρτα΄΄. Μόνο παραινέσεις και ΄΄συνεργασίες΄΄ κέρδιζε και ΄΄ταξικές΄΄ αναλύσεις της συµπεριφοράς του. Άρχισε να νοιώθει ενοχές που δεν ήταν οικοδόµος, που πήγαινε στην Οικονοµική και Κοινωνική Επιτροπή της Ε.Ε. και στήριζε τις θέσεις του Κόµµατος. Ένοιωσε πως κάτι του ΄΄ξέφυγε΄΄ τόσα χρόνια στο Κόµµα, όταν κατόρθωσε να ΄΄περάσει΄΄ οµόφωνα τις θέσεις του Κόµµατος για την ΄΄Ολυµπιακή΄΄ στο συνέδριο της Οµοσπονδίας και του έγινε κριτική στην ΚΕ γι αυτό, απ’ το σύντροφο του Π.Γ. , τον Βασίλη Κ.

Page 106: Exei rezerva to oneiroa

106 - Μα σύντροφε ήταν οι θέσεις µας. -Και τις αποφάσεις του Συνεδρίου να ψήφιζαν σύντροφε εσύ έπρεπε να διαφοροποιηθείς . Το τραγικό είναι πως την εποµένη ο Ριζοσπάστης δηµοσίευε το ψήφισµα, σαν επιτυχία του Κόµµατος και όλη η κριτική ΄΄στους συµβιβασµένους συνδικαλιστές΄΄, όλες οι µετέπειτα θέσεις του ΚΚΕ, σ’ αυτό το ψήφισµα στηρίχθηκαν. Έφτασε το 15ο Συνέδριο κι ο Σωκράτης ήταν πια απλό µέλος του Κόµµατος. Ως δια µαγείας, όλα τα ΄΄πόστα΄΄ και Ρα ΄΄αξιώµατα΄΄ που είχε, εξαφανίστηκαν. ΄΄Αναδιατάξεις στελεχών΄΄. Η συντρόφισσα Μίνα, θα ’πρεπε να ’ναι ευχαριστηµένη αν ζούσε. Τώρα είχε µπόλικο χρόνο ο Σωκράτης, για αν σκεφτεί.

Ρώτησε το γιατί και η απάντηση ήταν σαφής. ΄΄Ξέρεις εσύ γιατί΄΄. Απλό µέλος λοιπόν.

Για την ακρίβεια, ήταν προβληµατικό µέλος, ΄΄αναξιόπιστο΄΄ και ΄΄αφερέγγυο΄΄ γιατί δεν µπορούσε ας πούµε να ΄΄κατανοήσει πολιτικά΄΄ την απόφαση του Π.Γ. να διαλυθεί η Κοµµατική Οργάνωση της Ολυµπιακής, επειδή αρνιόταν να διαγράψει το σύντροφο Σωτήρη Γεωργόπουλο. ∆εν µπορούσε και δεν ήθελε να κατανοήσει, γιατί να µαζεύεται όλη η Αθήνα ενάντια στον πόλεµο και τους Αµερικάνους και το ΚΚΕ, έπρεπε να κάνει ξεχωριστή συγκέντρωση. ∆εν µπορούσε να ΄΄κατανοήσει πολιτικά΄΄, γιατί ν’ αναθέτει η ΓΣΕΕ στις δυνάµεις του ΚΚΕ να οργανώσουν πανελλαδικό συλλαλητήριο για την Γιουγκοσλαβία, µε ΄΄δικό τους οµιλητή΄΄, µε ΄΄δικά τους΄΄ συνθήµατα και µε εντολή της ΄΄ηγεσίας΄΄ του Κόµµατος να λένε όχι οι κοµµουνιστές γιατί ΄΄δεν θα εξαγνίσουµε εµείς τον Πρωτόπαπα΄΄ .

Συλλαλητήριο του συνδικαλιστικού κινήµατος βέβαια δεν έγινε, ο Πρωτόπαπας όµως, έµεινε ΄΄µη εξαγνισµένος΄΄.

Λεπτοµέρειες… ∆εν χωρούσε το µυαλό του, να προτείνουµε στη ΓΣΕΕ το

πρωτοµαγιάτικο ψήφισµα, να γίνεται αποδεκτό και στη συνέχεια εµείς να…το καταψηφίζουµε για ΄΄να µη τσουβαλιαστούµε΄΄.

∆εν µπορούσε να καταλάβει, πως γίνεται να υιοθετείται οµόφωνα σε Εργατικό Κέντρο της Επαρχίας, ολόκληρο το πρόγραµµα της ΕΣΑΚ, κι έντροµο το πρώτο στέλεχος του Κόµµατος στην περιοχή, που είχε κάνει την πρόταση, να ρωτά το µέλος του Π.Γ.

-Τώρα τι κάνουµε σύντροφε ; -Έτσι που τα κάνατε…Άσε θα δούµε πως θα

διαφοροποιηθούµε.

Page 107: Exei rezerva to oneiroa

107Στα κείµενα όµως του ΚΚΕ, η δηµιουργία

΄΄αντιϊµπεριαλιστικού µετώπου΄΄, όλο και γραφόταν µε πιο χοντρά γράµµατα, όλο και πιο φωναχτά διαλαλιόταν σαν ΄΄στρατηγικός στόχος΄΄.

Το σίγουρο ήταν ένα. Τίποτα δεν είχε καταλάβει φαίνεται ο Σωκράτης, ούτε απ’ όσα

διάβαζε, ούτε απ’ όσα έζησε τόσα χρόνια και το πιο σίγουρο ήταν πως όλα όσα πάλευε το ΚΚΕ τόσα χρόνια ήταν λάθος.

Άραγε ποιος στ’ αλήθεια πανικοβλήθηκε απ’ την ανατροπή ή την κατάρρευση;

Ποιοι έπρεπε να ΄΄διαγραφούν΄΄ για ν’ ανασάνει το Κόµµα, ν’ αναθαρέψει το Κίνηµα κι ο κόσµος;

Αχ αυτή η ΄΄µεγάλη εξουσία των µικρών΄΄ πόση ζηµιά έχει κάνει…

Χρόνο µε το χρόνο, όλη αυτή η κατάσταση χειροτέρευε, η ΄΄παιδική ασθένεια΄΄, γινόταν επιδηµία.

Έφτασαν στο σηµείο, οι ΄΄ταξικές΄΄ δυνάµεις του Κόµµατος, να µη δέχονται για οµιλητή το µέλος του Π.Γ., Γιάννη Θεωνά, γιατί ήταν ΄΄µολυσµένος΄΄ επειδή ήταν Γενικός Γραµµατέας της ΄΄συµβιβασµένης ΓΣΕΕ΄΄. Αξίωµα που το είχε µε απόφαση… του Π.Γ.

Μία τρέλα…. Μία παράνοια που κάποια ΄΄ηγετικά στελέχη΄΄ την

καλλιεργούσαν µεθοδικά για να γίνουν αργότερα ΄΄αιχµάλωτοι ΄΄ της . Ήθελαν λέει ΄΄να σηµατοδοτήσουµε µια τοµή στο

συνδικαλιστικό κίνηµα΄΄, κι η τοµή έγινε στο Κόµµα. Αποφασίζει η Κ.Ε. ΄΄αποχώρηση των Κοµµουνιστών από τα

προεδρεία ΓΣΕΕ-Α∆Ε∆Υ, και απλά την ανακοινώνει σε ολοµέλεια της ΕΣΑΚ.

Στην εισήγηση αυτής της ολοµέλειας αναφέρεται: ΄΄Ξεκαθαρίζουµε για µια ακόµα φορά ότι δεν φεύγουµε από τα

όργανα του σ.κ., όπου είµαστε µειοψηφία΄΄. Οπορτουνισµός ή παλιανθρωπιά ; Ή και τα δυο µαζί. Τι να πει κανείς τι να κάνει κι ο Σωκράτης; Οι συσχετισµοί και οι µηχανισµοί έκαναν καλά τη δουλειά

τους. Να χάνεις δυνάµεις συνεχώς και να φταίει ΄΄ο ταξικός εχθρός΄΄. Να σ’ εγκαταλείπουν οι βιοµηχανικοί εργάτες και να φταίει

΄΄το σύστηµα΄΄. Να µη µπορούν σωµατεία ΄΄δικά σου΄΄ να απεργήσουν έστω

µία φορά για Συλλογική Σύµβαση και συ να κατηγορείς….τον Πολυζωγόπουλο.

Page 108: Exei rezerva to oneiroa

108Να χάνεις παραδοσιακά αριστερούς ∆ήµους, να µην

εκλέγονται καταξιωµένοι κοµµουνιστές ∆ήµαρχοι και να δηλώνει το Π.Γ.:

΄΄Το Μέτωπο γλυκοχαράζει΄΄ Για µια ακόµα φορά, πάλι τα ίδια. Οι ΄΄εχθροί΄΄ και οι ΄΄υπερασπιστές΄΄ Να ’χουν να παίζουν παιχνίδια ΄΄κλίκες΄΄ και ΄΄στελέχη΄΄ κι

όλοι µαζί να θέλουν ΄΄να σώσουν το Κόµµα΄΄. Από ποιόν; Απ’ το Σωκράτη; Απ’ το Θόδωρο; Ο Σωκράτης χαµένος και πολλοί άλλοι, ανήµποροι και

σαστισµένοι να θέλουν να ρωτήσουν χίλια πράγµατα και να µη πρέπει.

Πόνταραν οι έξυπνοι ΄΄ηγέτες΄΄ στην ψυχή των συντρόφων, όχι στο µυαλό και σωστά λογάριαζαν.

∆εν λογάριασαν όµως σωστά, την ΄΄τσίπα΄΄ των συντρόφων.

Page 109: Exei rezerva to oneiroa

109 Η διαγραφή

Μεθοδεύτηκε η διαγραφή του για αρκετούς µήνες και τελικά ο

Σωκράτης διαγράφτηκε τον Οκτώβρη του 2000. Τυπικός λόγος ήταν η συµµετοχή του στην ΟΚΕ της Ε.Ε., όπου

τον είχε διορίσει…το Κόµµα. ΄΄∆εν µετέχουµε σε αστικούς θεσµούς΄΄ της Ε.Ε., του είπαν και

την ίδια ώρα στην Επιτροπή Περιφερειών της Ε.Ε., συµµετείχε µέλος της Κ.Ε. , η συντρόφισσα Βέρα Ν.

Θυµάται ο Σωκράτης το σύντροφο Αµπατιέλο, όταν σε µία συγκέντρωση στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, λέει στην συντρόφισσα Αλέκα.

΄΄Εµαθα την απόφασή σας για την ΟΚΕ. Αλλάξτε την. Είναι λάθος. Είναι λάθος. ∆εν υπάρχουν ΄΄σοσιαλιστικοί θεσµοί στον καπιταλισµό και µεις ποτέ δεν µπαίναµε µόνοι µας στη γωνιά΄΄.

Λίγες ώρες πριν διαγραφεί, τον φώναξε στον Περισσό το Π.Γ. και πάνω στη συζήτηση του προτάθηκε – λίγες ώρες πριν τη διαγραφή του- ν’ αναλάβει υπεύθυνος του ΄΄902΄΄ και ΄΄να τελειώσουν όλα εδώ΄΄.

΄΄Άργησα να φύγω ΄΄ σκέφτηκε. Όπως και να το κάνεις, 25 χρόνια, τα πιο όµορφα σου χρόνια,

είναι µια ζωή. ∆εν στεναχωρέθηκε. Ήξερε πολύ καλά και τι κέρδισε και τι

έπρεπε να ΄΄πετάξει΄΄. Σε ποια ζυγαριά όµως να µετρήσει κέρδη και ζηµιές. Έτσι κι

αλλιώς όλα δικά του είναι. Λυπήθηκε µονάχα, που κάποιοι ΄΄µικροί΄΄ τον ξεγέλασαν και

του ψαλίδισαν το όνειρο. ΄΄Γαµώ το…Τόσα πολλά ακριβά να ’χει το Κόµµα και το

Κίνηµα κι αυτοί οι ΄΄λίγοι΄΄ να διαλέγουν τα πιο φτηνά΄΄. Λυπήθηκε και για λογαριασµό, του κυρ Γιάννη του δασκάλου,

και του Ευριπίδη και του Ατραϊδη και του Μήτσου του Γαλατά και τόσων …και τόσων.

Μια δυο µέρες µετά, γύρω στις επτά το πρωί, χτυπά το τηλέφωνο.

-Σύντροφε, είσαι καλά; -Καλά είµαι. -Αντέχεις; -Θα τα καταφέρω, πιστεύω. -Άσε ότι έγινε. Εσύ πρόσεχε να µη στραβοπατήσεις. -Ποιος είσαι σύντροφε;

Page 110: Exei rezerva to oneiroa

110-Ο Χαρίλαος είµαι. Γειά -Ευχαριστώ σύντροφε. Πέρασε καιρός για να πάρει τ’ απάνω του ο Σωκράτης. Το ίδιο διάστηµα, διαγράφτηκαν κι άλλοι σύντροφοι. Ο Μήτσος Κωστόπουλος, µέλος του Π.Γ., αγωνιστής και

αφοσιωµένος στο Κόµµα, έφυγε κι ο Γιάννης Θεωνάς, µέλος του Π.Γ. κι αυτός, Ευρωβουλευτής του Κόµµατος, πρώτα στελέχη κι οι δυό στο εργατικό κίνηµα. ∆ιαγράφηκε κι ο Αντώνης Ντρέκος , πάει κι η Κατερίνα .

Τους ονόµασαν ΄΄οµάδα΄΄, ΄΄φράξια΄΄, τους διαπόµπευσαν. Λάσπη και κατηγόριες κάθε µέρα απ’ τον Ριζοσπάστη. Τα κατάφεραν όµως και δεν ΄΄στραβοπάτησαν΄΄, ούτε τα

παράτησαν. Εκεί, ξανά, να µη µείνει τ’ όνειρο µισοτελειωµένο. Έφτιαξαν µια πολιτική κίνηση, ΄΄Κίνηση για την Ενότητα

∆ράσης της Αριστεράς ( ΚΕ∆Α) την ονόµασαν και ξανά µανα πάλι, φτου κι απ’ την αρχή, να µη τους πάρει η κάτω βόλτα, να µη τους καταπιεί ο καναπές και το σύστηµα, να µη διαγράψουν κι οι ίδιοι τη ζωή τους.

Κάτι καταφέρνουν. Ο Σωκράτης βρέθηκε στις εκλογές του 2004, υποψήφιος

βουλευτής στην Μυτιλήνη. Για πρώτη φορά ήταν υποψήφιος, κι από κοντά η Κατερίνα να βοηθά.

Λες κι έπρεπε έτσι να κλείσει ένας κύκλος. Ξαναβρήκε τις ρίζες του, ανακάλυψε παλιούς φίλους, έκανε και

καινούργιους. Του φάνηκε, εκεί στην Αγιάσσο, σαν τέλειωσε µια οµιλία, πως

πέρα στο βάθος του καφενέ, η γιαγιά ∆αµασκηνή του χαµογελούσε. Κι ας κάπνιζε κι ας µην είχε γίνει γιατρός. Άλλωστε για βουλευτής πήγαινε, δεν ήταν δα και λίγο.

Page 111: Exei rezerva to oneiroa

111

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ξανά όνειρα

Ο Θόδωρος κι ο Σωκράτης δέθηκαν πιο πολύ, πιο καλά, µετά το θάνατο της Βαγγελιώς. Προς στιγµή, ο θάνατος της, τους αποµάκρυνε. Ήταν και για τους δυο ζόρικο πράγµα και για το Θόδωρο, ίσως πιο ζόρικο. ∆εν ήρθε στην κηδεία. Αρνιόταν να το αποδεχτεί. Ποτέ δεν συζήτησαν γι αυτό. Πήρε καθένας το δρόµο του και πέρασε καιρός µέχρι να συµβιβαστούν µε το χαµό της, να λογαριάσουν πιο καλά το χτες και το αύριο. Καταλαγιάσε ο πόνος κι η αψάδα τους σιγά – σιγά, τα παιδιά δεν ήταν απλά εγγόνια, ήταν ζωντανή συνέχεια της αγαπηµένης τους, η Κατερίνα πρόσχαρη και καλόκαρδη και πραγµατική µάνα, γαλήνεψαν κι οι δυό τους. ∆ύσκολοι άνθρωποι κι οι δύο, µα τα κατάφεραν . Πατέρας και γιός. -Θόδωρε σε ζηλεύω. Θα ’θελα και ’γω να τα πίνω µε το γιό µου του λέει µια φορά ένας παλιός αγωνιστής. -∆εν είναι όλοι τυχεροί φίλε. Οι συζητήσεις τους ατελείωτες. Κρατούσαν βδοµάδες ολόκληρες. Τα σχέδια τους , ένα σωρό. Μαµούνι ο Θόδωρος.

- Να µπουν αναθηµατικές πλάκες όπου έγιναν µάχες, όπου σκοτώθηκαν αγωνιστές.

- Να µαζέψουνε ότι υλικό υπάρχει για την αντίσταση της Καισαριανής.

- Να γράψουνε ένα κείµενο για τα παιδιά των σχολείων, να µάθουν την ιστορία της Αντίστασης.

Εκείνο όµως που χρόνια τώρα ΄΄τρώει΄΄ το Θόδωρο, είναι η ίδρυση Μουσείου της Εθνικής Αντίστασης στην Καισαριανή και η αξιοποίηση του Σκοπευτηρίου.

Μ’ αυτό ξυπνά, µ’ αυτό κοιµάται. Κατάφεραν να γίνουν κάµποσα απ’ αυτά.

Page 112: Exei rezerva to oneiroa

112Ερχόταν ο Θόδωρος, έφερνε στα χαρτιά σκέψεις και

προτάσεις κι έλεγε στο Σωκράτη. ΄΄ Ως καθοδηγητής πρέπει να εγκρίνεις και βέβαια να πάρεις

µέτρα για υλοποίηση΄΄. Οι συναντήσεις τους ήταν ανασαιµιές ανθρωπιάς. Πείσµα και ελπίδα. Βέβαια ήταν και το κρασάκι παρών κι οι συγκινήσεις κι οι

αναµνήσεις του αγώνα και κανένα δάκρυ κάποιες φορές. Του ’φτιαχνε πλάκες του Σωκράτη, ο Θόδωρος. Μια φορά, µαζεύονται κάποιοι παλιοί αγωνιστές, Ελασίτες,

καθοδηγητές, Οπλατζήδες, µε εξορίες και φυλακές και στέλνουν µήνυµα , στο Σωκράτη, µέλος τότε της Κ.Ε.

΄΄Σύντροφε θέλουµε να µας ενηµερώσεις για το Κόµµα΄΄. Στηµένη δουλειά του Θόδωρου, δηλαδή. Πάει ο φουκαράς , τον αρχίζουν και δεν ήξερε από πού του

΄ρχόταν. ΄΄Τότε αυτό…τότε εκείνο…γιατί το Κόµµα είπε τούτο…γιατί ο

τάδε που λύγισε είναι τώρα…΄΄ Νούµερα, ονόµατα, χρονολογίες, ντοκουµέντα. Ούτε καταλάβαινε τι του έλεγαν. ΄΄Ορίστε σύντροφε Σωκράτη, έχεις το λόγο΄΄. Τι να πει και ποιο λόγο ν’ αρθρώσει. ΄΄Σύντροφοι, εγώ αυτά δεν τα γνωρίζω. Όµως για να τα λέτε,

έτσι θάναι. Κατάλαβα λοιπόν πως είµαι σε λάθος Κόµµα και πρέπει να πάω σε κάποιο άλλο΄΄.

Τι ήταν να πει αυτή την εξυπνάδα για να ξεφύγει ο δύστυχος. Σηκώνεται ο Θόδωρος, εκ µέρους όλων : ΄΄Σύντροφε λυπούµαστε που απ’ όλη την κουβέντα αυτό

κατάλαβες. Όµως αυτό εξηγεί και τα σηµερινά σας χάλια. Όλα όσα είπαµε, τα είπαµε γιατί ακριβώς αγαπάµε αυτό το Κόµµα και κυρίως τα είπαµε για ν’ ανοίξετε το µυαλό σας και να µην ξαναγίνουν. Πότε θα µάθετε να διδάσκεστε απ’ την Ιστορία;΄΄.

Έφυγε κακήν – κακώς και το µόνο που ΄΄κέρδισε΄΄ εκτός απ’ το µάθηµα ιστορίας, ήταν ότι τον κέρασαν.

Κοίτα να δεις χουνέρι που του ’στησε ο Θόδωρος! Στον παλιό καφενέ της πλατείας Εθνικής Αντίστασης, στα

καφενεδάκια της Ψαραγοράς, στα ΄΄Ξύλινα΄΄ της Καισαριανής ότι και να κουβέντιαζαν, το θέµα ήταν ένα.

Το Κίνηµα και το Αύριο, ξανά και ξανά. Λες και θέλαν να ξορκίσουν τη βόλεψη του µυαλού και της

συνείδησης και το φόβο του ΄΄τίποτα πια δεν γίνεται΄΄. Χάρηκε ο Θόδωρος σαν έµαθε πως ο Σωκράτης µαζί µε τον

Κωστόπουλο, τον Θεωνά κι άλλους συντρόφους φτιάξαν την ΚΕ∆Α.

Page 113: Exei rezerva to oneiroa

113΄΄ Καλά κάνατε. Στα βαθιά πέσατε, αλλά για τα ΄΄ρηχά΄΄

είναι άλλοι΄΄. ∆ίκιο είχε. ∆ύσκολο πράγµα αυτή η Ενότητα της Αριστεράς. Άντε να συνταιριάξεις ανθρώπους και ιδεολογίες αντίπαλους

για χρόνια και να κλείσεις ΄΄πληγές΄΄ ανοιχτές και νάχεις κι ένα ΚΚΕ να σε πολεµά και να σε βρίζει µέρα-νύχτα.

Κάτι έγινε όµως. Κάτι καλό κι όµορφο και µακάρι να πάει και πιο µακριά.

Μετά από µια οµιλία του Σωκράτη σ’ ένα καφενείο της Καλλονής στη Μυτιλήνη – όταν ήταν υποψήφιος – ένας γέροντας του λέει:

΄΄Εγώ σύντροφε, είµαι µε το ΚΚΕ, όµως ότι είπες είναι σωστά΄΄.

Αυτή η Ενότητα της Αριστεράς, µας έχει ρηµάξει χρόνια τώρα. Πρόσεξε όµως, να µη κάνεις και συ πίσω. Τότε θάσαι διαγραµµένος ντιπ για ντιπ΄΄.

Φόβος και τρόµος τούτα τα λόγια, για το Σωκράτη. Φτερά και βαρίδια.

Έχει µυαλό και τσίπα, θα βρει το ίσωµα. Τα παιδιά µεγάλωναν, κρυφό καµάρι για το Σωκράτη και το

Θόδωρο κι η Κατερίνα από δίπλα να βοηθά και νάρχεται χεσµένη κάθε φορά που λέγαν στο σχολειό

΄΄Ήρθε η µητέρα µου για τον έλεγχο…για τις απουσίες…΄΄ Ήταν απόφασή της να µη κάνει παιδί. ΄΄Έχω δύο όµορφες , καταπληκτικές κόρες . Φτάνουν΄΄ Της το ανταποδίδουν κι αυτές και το χαίρεται. Η Αφροδίτη δασκάλα πια στα Χανιά, στα Περβόλια, να µιλά

για ΄΄τα παιδιά της΄΄ που την αγαπούν και της φέρνουν το µπουφάν µη τυχόν και κρυώσει.

Η Αγγελική τελείωσε κι αυτή Μηχανολογία και ψάχνει για δουλειά και γρατσουνά την κιθάρα της.

Χαίρονται και τις ιστορίες του παππού, που τις έχουν ακούσει χίλιες φορές, και για τις περιοδείες , τ’ άρθρα και τις οµιλίες του µπαµπά.

Παλεύουν κι αυτά κι ονειρεύονται κι ελπίζουν. Πεισµώνουν µε την αδικία. ΄΄Μπαµπά να πεις αυτό που είναι σωστό, κι αν διαγραφείς για

το σωστό, να διαγραφείς. Ας το σκεφτούν αυτοί, αν είναι τίµιο να σε διαγράψουν΄΄

Μπορεί και να ’χουν πεισµώσει οι µικρές απ’ αυτό το ΄΄θείος΄΄, ιδίως η Αφροδίτη.

Ήταν 4-5 χρονών, όταν την πήρε ο Σωκράτης σε µια οµιλία του Κόµµατος, στην Καισαριανή.

Page 114: Exei rezerva to oneiroa

114 Καλοκαίρι απόγευµα στην πλατεία, πάνω στον ώµο του

Σωκράτη, ν’ ακούει αµίλητη και σοβαρή. Θάλεγες συνεπαρµένη απ’ τον οίστρο του οµιλητή και τα

κόκκινα λάβαρα. ΄΄Θέλουµε σύντροφοι µια ΚΝΕ…΄΄ λέει ο οµιλητής και κάνει

παύση. Η Αφροδίτη λες και περίµενε αυτή τη στιγµή για να πάρει

΄΄εκδίκηση΄΄ για όσα στερήθηκε, βάζει µια φωνή. ΄΄∆εν θέλω πια ΚΝΕ, θέλω πορτοκαλάδα….΄΄

Page 115: Exei rezerva to oneiroa

115 Καλό ταξίδι συντροφάκια

Ο παππούς Θόδωρος, αγόρασε βιβλία για τα ΄΄παιδιά΄΄ της Αφροδίτης κι εκείνα ξετρελάθηκαν µε το δώρο του. Όµορφα βιβλία, που µιλούσαν για τον ΄΄κακό πόλεµο΄΄ και την ΄΄καλή Ειρήνη΄΄, τα γνωστά του Θόδωρου, γιατί το ΄΄χούγι΄΄ φεύγει µε το θάνατο.

΄΄Να µαθαίνουν τα παιδιά, µπας και δεν τα καταπιεί η τηλεόραση΄΄. Τόσο χάρηκαν αυτά απ’ τα βιβλία, που έκατσαν κι έκαναν από µια ζωγραφιά για τον ΄΄παππού – Θόδωρο΄΄ Όµορφη η ΄΄συζήτηση΄΄ τους. Ο Σωκράτης κι η Κατερίνα, πήγαν στα Περβόλια, στο σχολείο της Αφροδίτης και παρακολούθησαν µια ώρα διδασκαλίας. Καµάρωναν κι οι δυό τους την κυρά-δασκάλα και νοιώθαν πως από κάπου κρυφογελούσε κι η µαµά. Τέλειωσε το µάθηµα και τα παιδιά τους περικύκλωσαν. -Εσείς κύριε είστε δάσκαλος; -Όχι. Είµαι φίλος του παππού – Θόδωρου. Φωνές, γέλια, επιφωνήµατα… -Θα µας στείλει κι άλλα βιβλία; -Μου ’πε πως θα σας τα φέρει ο ίδιος και θα σας πει κι ένα παραµύθι. -Εσείς ξέρετε κανένα παραµύθι; -Ξέρω. Το ’µαθα απ’ τον παππού-Θόδωρο κι από άλλους παππούδες που αγαπούσαν πολύ τα παιδιά. -Να µας το πείτε. Να το πείτε… Στρογγυλωκάθησαν και περίµεναν µε κάτι µάτια ορθάνοιχτα κι ανυπόµονα. Ο Στεφανής, ο Μιχάλης, ο Σηφαλιός, η Κλεβάνα κι ο Κέβιν απ’ την Αλβανία, η Τζίλντα, ο Ονούφρης… -Άντε αρχίστε. Άρχισε να τους µιλά για ένα όµορφο χωριό, όπου όλοι θάχουν δουλειά κι όµορφα σπίτια, όπου ποτέ δεν γίνεται πόλεµος και τα παιδιά µόνο παίζουν και µαθαίνουν γράµµατα, όπου ο καθένας ότι έχει το µοιράζεται µε τους άλλους, όπου όλοι είναι το ίδιο και το φαγητό φτάνει και περισεύει για όλους και τα παιχνίδια είναι για όλα τα παιδιά…. ΄΄Κι όλα τα παιδιά θα φορούν κάτι όµορφα κόκκινα παπούτσια.΄΄

Page 116: Exei rezerva to oneiroa

116 Μίλαγε κι ένοιωθε το Θόδωρο ευχαριστηµένο και ψιλοδακρυσµένο. Τα παιδιά ακούνητα κι αµίλητα, µάλλον ταξίδευαν στ’ όµορφο χωριό του Αύριο. Τέλειωσε. -Έχει τέτοιο χωριό κύριε; -Εσείς θα το φτιάξετε. Άµα θέλετε πολύ, θα γίνει. -Θέλετε; -Εγώ το θέλω πολύ, γατί έχουµε ένα µικρό σπίτι που δε µας χωρά. Και ’µεις απ’ την Αλβανία, θάχουµε σπίτι; Τώρα ταξίδευε ο Σωκράτης στο χωριό του Αύριο. Πάντα ταξίδευε αυτός.

Άλλωστε, ένα ταξίδι ήταν όλα τούτα για το Θόδωρο και το Σωκράτη και τέτοιο συνεχίζει.

Ούτε όµορφο, ούτε άσχηµο. Απλά, ένα ταξίδι στο κατάστρωµα κι’ ας είχαν εισιτήριο

πρώτης θέσης. Έτσι διάλεξαν κι’ έτσι επιµένουν ακόµα.

-Χαίρετε πάµε στην τάξη, τώρα. -Στο καλό παιδιά, τους λέει και σιγοµουρµουρίζει: - Καλό ταξίδι και σε σας συντροφάκια.

Page 117: Exei rezerva to oneiroa

117 Έτσι θα γίνει

Μακάρι να ’ταν όλα τούτα, παραµύθι. Να σκοτώναµε τους δράκους και να ξεµπερδεύαµε και να γινόταν όµορφο το παραµύθι. Ας ήταν έστω, όλα τούτα, η µικροψυχία ενός διαγραµµένου, ακόµα κι η κακογουστιά ενός όψιµου ΄΄συγγραφέα΄΄ Να ήταν όλα τούτα ψέµατα, ένα κακό όνειρο, ν’ ανοίγαµε τα µάτια και να χανόταν. Να γινόταν λέει να ’χαµε ένα κόσµο όπως τον λένε τα βιβλία των παραµυθιών και τον ονειρεύτηκαν οι απλοί αγωνιστές. ∆εν είναι έτσι όµως. Γιατί έτσι τα κάναµε εµείς κι είναι ακόµα χειρότερα τα πράγµατα. Πόνεσαν όλα τούτα κόσµο και κοσµάκη κι ακόµα πονούν κι αύριο θα πληγώσουν κι άλλους, αν το επιτρέψουµε. Αν το επιτρέψουν αυτοί οι σαλταρισµένοι αιθεροβάµονες, οι πονεµένοι όπου γης, αυτοί οι παντοδύναµοι ονειροπόλοι που κατέχουν ακόµα το Θείο δώρο της Ελπίδας, του Ονείρου και της Θυσίας. Να µην ξαναπονέσουν τέτοιες ΄΄αλήθειες΄΄, την Αφροδίτη, την Αγγελική, το Στεφανή, το Σηφαλιό, την Κλεβάνα, τα παιδιά του κόσµου.

ΤΕΛΟΣ

Page 118: Exei rezerva to oneiroa

118


Recommended