30
ΚΥΡΙΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ 1. Το τραπεζικό απόρρητο 1 1Α. Έννοια και αντικείμενο Ως τραπεζικό απόρρητο νοείται η υποχρέωση, την οποία έχει τράπεζα απέναντι στο ερχόμενο σε οποιαδήποτε συναλλακτική επαφή μαζί της πρόσωπο (πελάτη), να σιωπά για τις προσωπικές και οικονομικές υποθέσεις του και για κάθε στοιχείο ή πτυχή τους, των οποίων αυτή λαμβάνει γνώση στα πλαίσια της επαφής αυτής 2 . Αντικείμενο του τραπεζικού απορρήτου, της υποχρέωσης, δηλαδή, σιωπής της τράπεζας, είναι όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, που ο πελάτης επιθυμεί να κρατηθούν μυστικά 3 . Για τον προσδιορισμό τους λαμβάνεται, καταρχήν, υπόψη η πραγματική βούληση του πελάτη, έστω και αν φαίνεται υπερβολική. Όταν αυτή δεν γίνεται αντιληπτή, αναζητείται η εικαζόμενη βούληση ή, επικουρικά, το αντικειμενικό συμφέρον του. Σε περίπτωση αμφιβολίας, στην υποχρέωση τήρησης του απορρήτου υπάγονται όλα τα περιστατικά, που πληροφορείται η τράπεζα από την πρώτη κιόλας συναλλακτική επαφή με τον ενδιαφερόμενο για την κατάρτιση της τραπεζικής σύμβασης πελάτη. Ακόμα και αρνητικές αξιολογικές κρίσεις, που στηρίζονται σε 1 Σπ. Ψυχομάνη, «Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων», τεύχος Ι, Γενικό Μέρος, έκδοση ΣΤ, εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σελ. 42 επ. 2 Έτσι, Horn στο Heymann Komm. Zum HGB, Βd. 4, 1990, σελ 331, Anm. 44 - G. Sandkühler, Bankrecht, 1992, S. 30 – H. Sheer, Das Bankgeheimnis, 1931, σελ 1 – Chr. Christopoulou, Das Bankgeheimnis im Wirtschaftsverkehr, (Diss.), Münster 1994, σελ 3 – Schimansky/Bunte/Lwowski, Bankrechts-Handbush, Bd. I, 1997, §39, S. 641 – Πρβλ H.-U. Fuchs, Zur Lehre vom allgemeinen Bankvertag, 1982, σελ 32 3 BGHZ 27, 246 – H. Sheer, οπ, σελ. 29 1

Τειρεσίας και τραπεζικό απόρρητο

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Η προσέγγιση του καθηγητή, Σπ. Ψυχομάνη επί των θεμάτων που ανακύπτουν από την λειτουργία της Τειρεσίας ΑΕ σε σχέση με τα προσωπικά δεδομένα και το τραπεζικό απόρρητο

Citation preview

ΚΥΡΙΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

1. Το τραπεζικό απόρρητο1

1Α. Έννοια και αντικείμενο

Ως τραπεζικό απόρρητο νοείται η υποχρέωση, την οποία έχει τράπεζα

απέναντι στο ερχόμενο σε οποιαδήποτε συναλλακτική επαφή μαζί της

πρόσωπο (πελάτη), να σιωπά για τις προσωπικές και οικονομικές

υποθέσεις του και για κάθε στοιχείο ή πτυχή τους, των οποίων αυτή

λαμβάνει γνώση στα πλαίσια της επαφής αυτής2.

Αντικείμενο του τραπεζικού απορρήτου, της υποχρέωσης, δηλαδή,

σιωπής της τράπεζας, είναι όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, που ο

πελάτης επιθυμεί να κρατηθούν μυστικά3. Για τον προσδιορισμό τους

λαμβάνεται, καταρχήν, υπόψη η πραγματική βούληση του πελάτη, έστω

και αν φαίνεται υπερβολική. Όταν αυτή δεν γίνεται αντιληπτή, αναζητείται η

εικαζόμενη βούληση ή, επικουρικά, το αντικειμενικό συμφέρον του. Σε

περίπτωση αμφιβολίας, στην υποχρέωση τήρησης του απορρήτου

υπάγονται όλα τα περιστατικά, που πληροφορείται η τράπεζα από την

πρώτη κιόλας συναλλακτική επαφή με τον ενδιαφερόμενο για την

κατάρτιση της τραπεζικής σύμβασης πελάτη. Ακόμα και αρνητικές

αξιολογικές κρίσεις, που στηρίζονται σε περιστατικά, που περιήλθαν, ως

άνω, σε γνώση της τράπεζας4, αλλά και γνωστοποιημένα, γενικά, από

άλλους ή δημοσιευμένα περιστατικά, που ο πελάτης έχει αντικειμενικό

συμφέρον να μην ανακοινωθούν σε συγκεκριμένο τρίτο, όταν ιδίως

συνδιαμορφώνουν μια συνεκτική εικόνα της οικονομικής προσωπικότητάς

του, υπόκεινται στο τραπεζικό απόρρητο5.

Καταλαμβάνει δε η σχετική υποχρέωση της τράπεζας κάθε χρονικό

σημείο της σχέσεις της με τον πελάτη6. Υποχρεούται, δηλαδή, σε τήρηση

του απορρήτου από την πρώτη συναλλακτική επαφή μαζί του, κατά τη

1 Σπ. Ψυχομάνη, «Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων», τεύχος Ι, Γενικό Μέρος, έκδοση ΣΤ, εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σελ. 42 επ.2 Έτσι, Horn στο Heymann Komm. Zum HGB, Βd. 4, 1990, σελ 331, Anm. 44 - G. Sandkühler, Bankrecht, 1992, S. 30 – H. Sheer, Das Bankgeheimnis, 1931, σελ 1 – Chr. Christopoulou, Das Bankgeheimnis im Wirtschaftsverkehr, (Diss.), Münster 1994, σελ 3 – Schimansky/Bunte/Lwowski, Bankrechts-Handbush, Bd. I, 1997, §39, S. 641 – Πρβλ H.-U. Fuchs, Zur Lehre vom allgemeinen Bankvertag, 1982, σελ 32 3 BGHZ 27, 246 – H. Sheer, οπ, σελ. 29 4 Βλ. P. Burger, Rechtsfragen zur Bankauskunft, Bochum 1988, S. 28ff5 Έτσι, Horn, op, σελ 331, Anm. 45 – Βλ και Αχ. Κουτσουράδη, Η ροή πληροφοριών στις αστικές έννομες σχέσεις, 1998, σελ 395.6 Έτσι, Canaris, Bankvertragsrecht, εκδ. 1988, Anm. 48 – R. Fisher, Bankrecht, 1989, σελ. 189.

1

διάρκεια του προσυμβατικού και συμβατικού σταδίου, και, πέραν αυτού,

κατά το μετασυμβατικό, ακόμα, στάδιο.

1Β. Προσωπική οριοθέτηση

Ο προσδιορισμός των προσώπων, έναντι των οποίων η τράπεζα

οφείλει να τηρεί το απόρρητο, γίνεται, επίσης, με βάση την πραγματική ή την

εικαζόμενη βούληση ή το αντικειμενικό συμφέρον του πελάτη, λαμβανομένης,

σε κάθε περίπτωση, υπόψη της ανάγκης για τη μέγιστη, κατά το δυνατόν,

προστασία του. Έτσι, η εικαζόμενη βούληση του πελάτη δε λαμβάνεται

υπόψη, όταν η τράπεζα έχει τη δυνατότητα προηγούμενης επικοινωνίας με

τον πελάτη, για να πληροφορηθεί την πραγματική του βούληση. Από τη

σχέση εμπιστοσύνης απορρέει, μάλιστα, ιδιαίτερη υποχρέωση της τράπεζας

προς τούτο, αν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος και δεν διακινδυνεύουν από την

καθυστέρηση τα συμφέροντα του πελάτη. Σε περίπτωση, πάντως,

αμφιβολίας, ισχύει το απόρρητο, έναντι πάντων7, ακόμα και έναντι υπαλλήλων

άλλων τμημάτων της ίδιας τράπεζας8 ή έναντι του συζύγου του πελάτη και,

βεβαίως, έναντι των οργάνων του δημοσίου, ως συνταγματικά κατοχυρωμένο

ατομικό δικαίωμα, εκτός αν κάποιος νόμος το αίρει ή ειδικά και επιτρεπτά9.

Δεν ισχύει, αντίθετα, η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου έναντι

προσώπων, που υποκαθιστούν τη βούληση του πελάτη, όπως του

αντιπροσώπου ή του συνδίκου της πτωχεύσεως10, έναντι, επίσης, των

κληρονόμων του11 και των εγγυητών του, όσον αφορά τη σχέση (κύρια

οφειλή), για την οποία εγγυήθηκαν12. Η υποχρέωση τήρησης του τραπεζικού

απορρήτου κάμπτεται, επίσης, στις περιπτώσεις, που η τράπεζα έχει

δικαίωμα ή υποχρέωση παροχής πληροφοριών σε τρίτους, με βάση

συναίνεση του πελάτη ή κάποιον άλλον νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, και,

ακόμα, όταν αυτό επιβάλλεται δικαιολογημένα από ειδικές διατάξεις νόμων,

δημοσίου, ιδίως, δικαίου.

7 Έτσι, Canaris, όπ, Anm. 8 Έτσι, Γ. Γραμματίκας, Το τραπεζικό απόρρητο, 1991, σελ. 62.9 Horn, οπ, σελ. 333, Anm. 51.10 ΜΠρΠειρ 3629/1984, ΕΕμπΔ 1985, σελ. 640 επ. 11 ΕφΘεσ. 1071/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 1096 επ. με παρατηρήσεις Ι. Ιγγλεζάκη – ΜπρΠειρ 5768/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 775 επ (Η απόφαση αντιμετωπίζει θετικά αίτηση κληρονόμων κατά τράπεζας για επίδειξη εγγράφων κατάθεσης κληρονομούμενου). 12 Βλ. Γ. Γραμματίκα, οπ, σελ 64 επ.

2

1Γ. Νομική θεμελίωση13 και συνέπειες παραβάσεως του

απορρήτου

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου είναι

απόρροια της σχέσεως εμπιστοσύνης πελάτη και τράπεζας, όπως αυτή

θεμελιώνεται στις αρχές της καλής πίστεως και τα συναλλακτικά ήθη,

σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198 και 288 ΑΚ. Υφίσταται, έτσι,

ανεξάρτητα από οποιαδήποτε σχετική συμφωνία των μερών και επί

παραβάσεώς της δημιουργείται, είτε η υποχρέωση της τράπεζας για

αποζημίωση του πελάτη, είτε επέρχονται οι συνέπειες της πλημμελούς, εκ

μέρους της τράπεζας, εκπλήρωσης της παροχής της14, ανάλογα με το αν η

παράβαση έγινε κατά το προσυμβατικό στάδιο ή μεταγενέστερα.

Σε περίπτωση, μάλιστα, κατά την οποία η διάρρηξη του τραπεζικού

απορρήτου στηρίζει ή ενισχύει ουσιαστικά την άσκηση δικαιωμάτων από την

τράπεζα ή τρίτους συμμέτοχους, κατά του προσβαλλόμενου πελάτη, ο

τελευταίος μπορεί να τους αποκρούσει με την ένσταση καταχρήσεως

δικαιώματος της ΑΚ 28115.

Επειδή, εξάλλου, το απόρρητο αποτελεί, γενικά, στοιχείο της

προσωπικότητας16, προστατεύεται, επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 57

ΑΚ, που επιτρέπει στον πελάτη της τράπεζας να αξιώνει, κατά τις

περιστάσεις, άρση της προσβολής, παράλειψη της για το μέλλον,

αποζημίωση, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ικανοποίηση ηθικής

βλάβης (ΑΚ 59), αλλά και λήψη ασφαλιστικών μέτρων17.

Από πλευράς ποινικού δικαίου, το τραπεζικό απόρρητο προστατεύεται,

γενικά, από τη διάταξη του άρθρου 371 ΠΚ, η οποία καθιστά αξιόποινη την

παράβαση του καθήκοντος επαγγελματικής εχεμύθειας από πρόσωπα, στα

οποία διαπιστεύονται, συνήθως, εξαιτίας του επαγγέλματος ή της ιδιότητάς

τους, ιδιωτικά απόρρητα. Η ποινική, όμως, δίωξη χωρεί μόνο κατόπιν

εγκλήσεως. Ειδικότερα δε, η παράβαση του τραπεζικού απορρήτου από

13 Βλ σχετικά, από απόψεως συγκριτικού δικαίου, R. Giovannopoulos, Die Harmonisierung des privatrechtlichen Bankgeheimnisses im europäischen Wirtschaftsverkehr, (Diss.) Frankfurt a. M. 2000, σελ. 31 επ.14 Περίπτωση θετικής παράβασης της ενοχής – βλ. J. Bärmann, Europäisches Geld-, Bank- und Börsenrecht, Teil I: BRD, 1974, σελ. 88 – βλ, επίσης, Γ. Τριανταφυλλάκη, Οι πρόσφατες εξελίξεις στη νομολογία σε σχέση με το τραπεζικό απόρρητο, ΕλλΔνη 1993, 1445-1446IVγ. 15 Horn, οπ, σελ. 332, Anm. 54.16 Βλ. ΑΠ 60/69, ΝοΒ 17, 562 – ΠρΘεσ. 2964/56, ΕΕΝ 24, 416 – ΜΠρΡόδου 230/2007, ΕπιθΤρΑξΧρΔ. 2008/1, σελ. 85 επ. 17 Ι. Καρακατσάνης, στο Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ: άρθρο 57, αρ 8 και 16 επ – Βλ. επίσης, Δ. Κουτσούκη, οπ, σελ. 49.

3

τραπεζικό υπάλληλο υπάγεται, πλέον, μετά τις τροποποιήσεις, που επέφερε

στον ποινικό κώδικα το άρθρο 4 του Ν. 1738/1987, στην κατηγορία των

εγκλημάτων περί την υπηρεσία και τιμωρείται, κατά την ΠΚ 252, ως

παράβαση υπηρεσιακού απορρήτου. Επιπλέον, υφίσταται τη συνταγματική

προστασία του τραπεζικού απορρήτου, τόσο από πλευράς ατομικών

δικαιωμάτων του πελάτη, όσο και από πλευράς ατομικών δικαιωμάτων της

τράπεζας. Η προστασία αυτή παρέχεται με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1

του Συντάγματος, που αναφέρεται στο ατομικό δικαίωμα της ελεύθερης

ανάπτυξης της προσωπικότητας και την οικονομική ελευθερία του κάθε

πολίτη18. Ως ατομικό, έτσι, δικαίωμα, το τραπεζικό απόρρητο υποχρεώνει τα

μεν κρατικά όργανα σε διασφάλιση της ακώλυτης άσκησής του (άρθρο 25

παρ. 1 Συντ.), που σημαίνει και απαγόρευση οποιασδήποτε προσβολής του

από το κράτος, τον κοινό δε νομοθέτη σε παράλειψη θέσπισης διατάξεων,

που το καταλύουν, εκτός αν υφίσταται περίπτωση καταχρηστικής άσκησης

του (άρθρο 25 παρ. 3 Συντ.), η ιδίως δε, όταν η προσβολή του δικαιολογείται -

κατά το μέτρο, που δικαιολογείται, με βάση τις αρχές της αναλογικότητας και

της καταλληλότητας - από αντικειμενική και εύλογη ανάγκη εξυπηρέτησης του

γενικού συμφέροντος19.

Το τραπεζικό απόρρητο, τέλος, τυγχάνει ιδιαίτερης πρόσθετης

προστασίας με βάση τον νόμο για την προστασία του ατόμου από την

επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, το νόμο 2472/1997. Ο νόμος, όμως,

αυτός παρέχει προστασία σε συγκεκριμένες μόνον πτυχές του γενικού

δικαιώματος στην προσωπικότητα, σε προσωπικά, δηλαδή, δεδομένα μόνον,

τα οποία εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους, συνεπεία της δυσχερώς

εποπτευόμενης αυτοματοποιημένης (ηλεκτρονικής) επεξεργασίας των

δεδομένων20 (βλ. και άρθρο 9Α Σύντ.). Κατά συνέπεια, ο εν λόγω νόμος

επικουρική μονάχα σημασία για την προστασία του τραπεζικού απορρήτου

και του εν γένει δικαιώματος στην προσωπικότητα μπορεί να έχει και όχι την

πρώτιστη σημασία, η οποία συχνά από παρανόηση του αποδίδεται21.

18 Βλ. P. Burger, Rechtsfragen zur Bankauskunft, Bochum 1988, σελ. 31 επ.19 Πρβλ. Canaris, οπ, Anm. 37, 3820 Βλ. P. Burger, οπ, σελ. 49 επ.21 Επί του θέματος, βλ. παρακάτω, σε σχέση με τις αναφορές στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.

4

1Δ. Η άρση του τραπεζικού απορρήτου22

Δ.i. Γενικά

Περί άρσεως του τραπεζικού απορρήτου γίνεται γενικά λόγος, όταν η

τράπεζα για κάποιον νόμιμο λόγο, απαλλάσσεται από την υποχρέωση

τήρησής του έναντι του πελάτη της, οπότε προβαίνει σε παροχή αντίστοιχης

πληροφορίας σε τρίτον. Το θέμα, επομένως, της άρσεως του τραπεζικού

απορρήτου συνάπτεται με εκείνο της παροχής πληροφοριών, που αναλύεται

παρακάτω. Σε αδρές, πάντως, γραμμές, οι νόμιμοι λόγοι της άρσεώς του

συνίστανται είτε στη συνδρομή περιπτώσεων συναίνεσης του πελάτη, με την

οποία αυτός εκφράζει την πραγματική του βούληση23, ή άμυνας (ΑΚ 284) ή

καταστάσεως ανάγκης (ΑΚ 285) ή καταχρήσεως δικαιώματος (ΑΚ 281), είτε

στην πρόβλεψη στο νόμο ειδικών εξαιρετικών περιπτώσεων24.

Στην τελευταία, πάντως, κατηγορία δεν ανήκει διάταξη του άρθρου 402

του ΚΠολΔ, όπου καθιερώνεται δικαίωμα, απλώς, άρνησης της τράπεζας να

καταθέσει με μάρτυρες για περιστατικά, που αποτελούν επαγγελματικό

απόρρητο. Η άρση του απόρρητου στην περίπτωση αυτή γίνεται με ευθύνη

της τράπεζας, η οποία πρέπει να έχει λάβει υπόψη της, αν συντρέχει, όντως,

νόμιμος λόγος άρσεώς του.

Αλλά ούτε και με τη διάταξη του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ

νομοθετείται ουσιαστικά άρση του απορρήτου. Η τράπεζα, πράγματι,

υποχρεούται να υποβάλλει την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή δήλωση σε

περίπτωση κατασχέσεως πράγματος ή απαιτήσεως στα χέρια της ως τρίτης,

εφόσον το με σαφήνεια διατυπωμένο κατασχετήριο δεν την υποχρεώνει

πραγματικά σε παροχή πληροφορίας, αλλά σε ενέργεια (επιβεβαίωση) της

ήδη με τρόπο ορισμένο διαπιστωμένης στο κατασχετήριο πληροφορίας.

Δεν υποχρεούται, επίσης, κατά κανόνα, η τράπεζα σε άρση του

απορρήτου, όταν οι καλυπτόμενες απ' αυτό πληροφορίες σχετίζονται με

ποινικά κολάσιμη πράξη, ακόμα και αν υπάρξει εντολή εισαγγελέα. Στην

ποινική, όμως, περαιτέρω διαδικασία - με την επιφύλαξη μόνο των ειδικών

διατάξεων για το απόρρητο των καταθέσεων - δεν υφίσταται γενικό δικαίωμα

22 Βλ. και δικαιοσυγκριτική επισκόπηση στο R. Giovannopoulos, όπ, σελ. 53 επ. (παρατηρεί ικανές διαφοροποιήσεις από πλευράς έκτασης προστασίας και περιπτώσεων άρσεως του απορρήτου).23 R. Giavannopoulos, οπ, σελ. 85 επ.24 Βλ. ειδικότερα παρακάτω – Πρβλ σχετικά, περί των ορίων του τραπεζικού απορρήτου βάσει της νομοθετικής του θεμελίωσης, Μ. Ντόστα, Γενικό τραπεζικό απόρρητο και απόρρητο καταθέσεων – Κατάσχεση των καταθέσεων, 2000, σελ. 28 επ.

5

της τράπεζας να αρνηθεί την κατάθεση με μάρτυρες περιστατικών, που

εμπίπτουν στην έννοια του απορρήτου. Στο άρθρο 212 ΚΠΔ, πράγματι,

προβλέπονται μεν επαγγελματικά απόρρητα, που δικαιολογούν την άρνηση

μαρτυρίας, δεν περιλαμβάνεται, όμως, σ' αυτό και το τραπεζικό απόρρητο.

2. Η επεξεργασία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς25

2Α. Οργάνωση και λειτουργία συστήματος επεξεργασίας

δεδομένων

Οι ενεργητικές πιστωτικές εργασίες των τραπεζών ενέχουν από τη

φύση τους έναν αυξημένο κίνδυνο να διαψεύσει τελικά η «πίστη», η

εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του πιστολήπτη, ο οποίος αποδεικνύεται

αφερέγγυος, αδυνατεί, δηλαδή, ή αρνείται να επιστρέψει τη ληφθείσα

πίστωση. Γι' αυτό και ο συγκεκριμένος κίνδυνος χαρακτηρίζεται συνήθως ως

πιστωτικός. Η πρόβλεψη και η αποφυγή του κινδύνου αυτού, πρωταρχικό

μέλημα τραπεζικής πρόνοιας, προϋποθέτει δυνατότητα ανάλυσης και

προσδιορισμού της φερεγγυότητας και πιστοληπτικής ικανότητας του κάθε

πελάτη ή - κυρίως - της χρηματοδοτούμενης επιχειρηματικής ιδέας, ανάλογα

με το είδος και τους στόχους της συγκεκριμένης πίστωσης.

Ένας από τους τρόπους στάθμισης του πιστωτικού κινδύνου, του

οποίου οι τράπεζες έκαναν παραδοσιακά χρήση, ήταν η συγκέντρωση

πληροφοριών για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών από

προηγηθείσες πιστωτικές συναλλαγές μαζί τους ή από πληροφορίες, που

συνήθως ζητούσαν και ελάμβαναν - στα πλαίσια του δυνατού και επιτρεπτού -

από άλλες τράπεζες.

Ο σχηματισμός, βέβαια, τέτοιων μεμονωμένων αρχείων δεν μπορούσε

να έχει εκ των πραγμάτων κάποια ιδιαίτερη αξία, λόγω ιδίως του

αποσπασματικό τους χαρακτήρα και της ουσιαστικής αδυναμίας πρόσβασης

από το σύνολο των τραπεζών.

Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, γένος ελληνικών

τραπεζών φρόντισε να δημιουργήσει ένα κοινό για όλες τις τράπεζες αρχείο

πληροφοριών οικονομικής συμπεριφοράς φυσικών και νομικών προσώπων.

Η διαπιστωθείσα στη συνέχεια μεγάλη χρησιμότητα του αρχείου αυτού για τις

25 Σπ. Ψυχομάνη, «Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητούμενης νομιμότητας», εκδόσεις Σάκκουλα, 2002, σελ. 35 επ.

6

τράπεζες οδήγησε, τον Σεπτέμβριο του 1997, στην ίδρυση διατραπεζικής

ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τραπεζικά Συστήματα Πληροφοριών

ΑΕ» και διακριτικό τίτλο «Τειρεσίας», στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση και η

περαιτέρω ανάπτυξη του αρχείου.

Ως βασικός, δηλαδή, σκοπός της εταιρίας τέθηκε η ανάπτυξη και

λειτουργία διατραπεζικών πληροφοριακών συστημάτων με απώτερο στόχο τη

διαχείριση και διάθεση των συλλεγεισών πληροφοριών οικονομικής

συμπεριφοράς ιδιωτών και επιχειρήσεων σε τράπεζες, εταιρείες έκδοσης και

διαχείρισης καρτών, εταιρίες leasing, εταιρίες factoring και οργανισμούς

δημοσίου.

Προς το σκοπό αυτό η εταιρία αναλίσκεται σε συνεχή έρευνα και σε

αναζήτηση νέων πηγών και μέσων πληροφόρησης. Για τη διαχείριση ιδίως

του «αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς» οι αναγκαίες

πληροφορίες αντλούνται από τα ποικίλα επίσημα βιβλία των ειρηνοδικείων,

πρωτοδικείων, υποθηκοφυλακείων, από το υπουργείο οικονομικών, ως προς

τις διοικητικές κυρώσεις κατά παραβατών της φορολογικής νομοθεσίας, και,

ακόμα, από τις τράπεζες, όσον αφορά ακάλυπτες επιταγές, συναλλαγματικές

απλήρωτες κατά τη λήξη τους και καταγγελίας καταναλωτικών ή προσωπικών

δανείων ή συμβάσεων πιστωτικών καρτών.

Οι συλλεγείσες πληροφορίες οικονομικής συμπεριφοράς που

διατηρούνται στο αρχείο της εταιρίας για κυμαινόμενα, ανάλογα με τη

βαρύτητα της περιπτώσεως, χρονικά διαστήματα και κάποτε απεριόριστα,

όπως π.χ. επί πτωχεύσεων. Η πρώιμη, πάντως, ή οποιαδήποτε άλλη

διαγραφή συγκεκριμένης πληροφορίας γίνεται με πρωτοβουλία του ιδίου του

ενδιαφερομένου κατόπιν αιτήσεως του στην εταιρία, η οποία πρέπει να

συνοδεύεται υποχρεωτικά από τα απαραίτητα δικαιολογητικά, π.χ.

εξόφλησης, εξάλειψης βάρους, τελεσίδικες αποφάσεις κ.λπ.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα πρόσβασης στο αρχείο,

προκειμένου να γνωρίσει, αν τηρούνται σ' αυτό δεδομένα προσωπικού

χαρακτήρα, που το αφορούν. Αν διαπιστώσει την ύπαρξη λάθους, μπορεί να

ζητήσει τη διόρθωσή του υποβάλλοντας στην εταιρία σχετική έγγραφη αίτηση

και τεκμηριωμένα στοιχεία.

Πάντως, οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν επιθυμεί την

εμφάνιση των στοιχείων οικονομικής συμπεριφοράς του, που τηρούνται στο

7

αρχείο της «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ» μπορεί να το ζητήσει εγγράφως, οπότε, με την

ικανοποίηση του αιτήματός του, στη θέση των δεδομένων του αρχείου

αναγράφεται ότι «δεν επιθυμεί την αναγραφή δεδομένων που τον αφορούν».

Στους στόχους της εταιρίας είναι, επίσης, η λειτουργία «Συστήματος

Συγκέντρωσης Κινδύνων» για την παρακολούθηση της συνολικής πιστωτικής

επιβάρυνσης που έχει επωμισθεί κάθε ιδιώτης από δάνεια, προσωπικά και

καταναλωτικά και από κάρτες26.

Στόχος είναι, ακόμα, η δημιουργία της λεγόμενης «λευκής λίστας»,

όπου θα καταχωρούνται δεδομένα καλής οικονομικής συμπεριφοράς των

προσώπων, που συναλλάσσονται με τράπεζες, ώστε να καταστεί

ευχερέστερη, για αυτούς η πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα και ταχύτερη

αλλά και συμφερότερη η χρήση των υπηρεσιών27.

Κατά τους ισχυρισμούς της εταιρίας28 το περιεχόμενο του αρχείου και η

λειτουργία του γνωστοποιήθηκε στην αρχή προστασίας δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα του νόμου 2472/1997, η οποία με απόφαση της

διαπίστωσε ότι το αρχείο εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, εφόσον μέσω

αυτού προστατεύεται επίσης και οι συναλλαγές29.

2Β. Η αντιμετώπιση του θέματος από τη Διοίκηση

Η εταιρία «Τειρεσίας ΑΕ» έχοντας διέλθει το ιδρυτικό στάδιο μιας

κοινής ανώνυμης εταιρίας, υπέστη ασφαλώς και έλεγχο της τυπικής και

ουσιαστικής νομιμότητας της από τα αρμόδια κατά το νόμο 2190/1920

δημόσια όργανα (Νομάρχη).

Γνωστοποίησε, επίσης, κατά τους όρους των διατάξεων του άρθρου 6

του νόμου 2472/1997, στην αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού

χαρακτήρα (άρθρο 15 επ. Ν. 2472/1997)30 τη σύσταση και τη λειτουργία του 26 Το σύστημα αυτό ήδη λειτουργεί υπό τον τίτλο ΤΣΕΚ (Τειρεσίας Σύστημα Ελέγχου Κινδύνων), όσον αφορά τις επιχειρηματικές χρηματοδοτήσεις ενώ παρεμφερές είναι το «Σύστημα Συγκέντρωσης Χορηγήσεων», που αφορά το σύνολο των χρηματοδοτικών προϊόντων κάθε φυσικού προσώπου. Κατά τον χρόνο συγγραφής του συγγράμματος αναφοράς (Σπ. Ψυχομάνη, «Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητούμενης νομιμότητας» [2002]) φαίνεται ότι τα Συστήματα αυτά δεν είχαν τεθεί σε λειτουργία. 27 Το σύστημα αυτό ή εν πάση περιπτώσει μια παρεμφερής παραλλαγή του λειτουργεί υπό τον τίτλο «Scoring Σύστημα Βαθμολόγησης Πιστοληπτικής Συμπεριφοράς». Κατά τον χρόνο συγγραφής του συγγράμματος αναφοράς (Σπ. Ψυχομάνη, «Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητούμενης νομιμότητας» [2002]) φαίνεται ότι δεν είχε τεθεί σε λειτουργία.28 Βλ στο website www.tiresias.gr29 Τα παρατεθέντα στο παρόν στοιχεία για τη σύσταση και τους σκοπούς της «Τειρεσίας ΑΕ» έχουν αντληθεί από διαφημιστικά φυλλάδια της εταιρίας κυκλοφορούντα σε όλα τα τραπεζικά καταστήματα και από την ως άνω ιστοσελίδα της εταιρίας (www.tiresias.gr).30 Εφεξής, «Αρχή», - Βλ. περί αυτής Ευγ. Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ζητήματα από το δίκαιο πληροφορικής, 2002, σελ 42. επ – Απ. Γέροντα, Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, 2002, σελ. 235 επ.

8

αρχείου και την έναρξη της επεξεργασίας. Η Αρχή, πράγματι, όπως

σημειώνεται παραπάνω, διαπίστωσε με τις αποφάσεις της, 109/1999,

523/1999 και 50/200031, τη σύννομη λειτουργία της εταιρίας, επισημαίνοντας,

ιδιαίτερα, ότι:

α) «Ο σκοπός της επεξεργασίας είναι η ελαχιστοποίηση των κινδύνων

από τη σύναψη πιστωτικών συμβάσεων με αφερέγγυους πελάτες και εν γένει

από τη δημιουργία επισφαλών απαιτήσεων και τελικά η προστασία της

εμπορικής πίστης και η εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών. Η

επεξεργασία είναι πράγματι «απολύτως αναγκαία» για την ικανοποίηση του

σκοπού αυτού, ενώ η προστασία της εμπορικής πίστης, στη σύγκριση με τα

συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, μπορεί να θεωρηθεί ότι

«υπερέχει προφανώς» υπό την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε. Συνεπώς, η

επεξεργασία επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, αφού

βέβαια αυτό ενημερωθεί…» εξαιρούνται της επεξεργασίας τα δεδομένα, που

αφορούν αγορές και πωλήσεις ακινήτων, ως μη πρόσφορα προς

εξυπηρέτηση του σκοπού προστασίας του τραπεζικού συστήματος από

αφερέγγυους πελάτες. «Αντίθετα, η προκαταβολική συλλογή αρνητικών, για

τη φερεγγυότητα των υποκειμένων, στοιχείων, μπορεί να θεωρηθεί ότι

ανταποκρίνεται στο παραπάνω αίτημα της προσφορότητος» (Απόφαση

109/31-3-1999, σκέψεις Δ-3).

β) «…Τα δυσμενή για το υποκείμενο προσωπικά δεδομένα…πρέπει να

είναι ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της διαβίβασης. Η ακρίβεια και

ενημέρωση των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπευθύνου της επεξεργασίας

και σε καμιά περίπτωση του υποκειμένου…» (Απόφαση 109/31-3-1999,

σκέψη 8).

γ) «Η εξ επαγγέλματος συλλογή πληροφοριών για τα υπό 1 δεδομένα»

- δηλαδή, πτωχεύσεις, διαταγές πληρωμής, πλειστηριασμούς, μεταβολές

εταιριών, υποθήκες και προσημειώσεις, κατασχέσεις και επιταγές βάσει του

ΝΔ 17/7/1923, ακάλυπτες επιταγές και διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές και

γραμμάτια – «χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι νόμιμη με βάση

την εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. ε του ν. 2472/1997, γιατί πρώτον είναι

απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος, το οποίο

επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο τρίτος αποδέκτης των δεδομένων.

31 Βλ. Α. Καΐση – Ν. Παρασκευόπουλου, Προστασία προσωπικών δεδομένων, 2001, σελ. 273 επ, 279 επ και 283 επ.

9

Το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον συνίσταται στην άσκηση του δικαιώματος

οικονομικής ελευθερίας με βάση πληροφορίες που εξασφαλίζουν την εμπορική

πίστη, την αξιοπιστία και την ασφάλεια των συναλλαγών. Είναι εύλογο ότι

χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης σε ορθές και επίκαιρες πληροφορίες, οι

οποίες αφορούν την πιστοληπτική ικανότητα των συναλλασσόμενων, η

ικανοποίηση του εν λόγω εννόμου συμφέροντος δυσχεραίνεται σημαντικά.

Δεύτερον, το συγκεκριμένο έννομο συμφέρον υπερέχει προφανώς των

συμφερόντων των υποκειμένων που δεν θίγονται ουσιωδώς και πάντως η

ικανοποίησή τους δεν θίγει τις θεμελιώδεις ελευθερίες των υποκειμένων»

(Απόφαση 50/2000, σκέψη Βi).

δ) «Μετά τη συλλογή των υπ. αρ 1 δεδομένων και πριν από κάθε

διαβίβαση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να ενημερώσει ατομικά τα

υποκείμενα βάσει του άρθρου 11 του ν. 2472/1997…» (Απόφαση 50/20-1-

2000, σκέψη Bi).

ε) «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να ενημερώσει τον αποδέκτη

των δεδομένων για τυχόν άρνηση του υποκειμένου να δώσει συγκατάθεση για

τη συλλογή ορισμένων δεδομένων» (Απόφαση 50/20-1-2000, σκέψη Β, I, 2,

παρ 2).

στ) «…Τα ανωτέρω υπό i αναφερόμενα αφορούν τα λεγόμενα

«δυσμενή» δεδομένα. Για την επεξεργασία των «ευμενών» … απαιτείται

πάντοτε η συγκατάθεση του υποκειμένου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την

περίπτωση της επεξεργασίας συνολικών ή μερικών μορφότυπων (προφίλ)

πιστοληπτικής ικανότητας. Ως ευμενή θεωρούνται τα δεδομένα που

παρουσιάζουν την θετική εικόνα του υποκειμένου και όχι οι διαγραφές ή

διορθώσεις των «δυσμενών», πράγμα που είναι αυτονόητη υποχρέωση του

υπεύθυνου επεξεργασίας» (Απόφαση 50/20-1-2000, σκέψη Β, ii), π.χ. θα

πρέπει να καταχωρίζεται αμέσως η εξόφληση μιας ακάλυπτης επιταγής (βλ.

σκέψη Β, v, της ίδιας απόφασης).

ζ) «…Ο αποδέκτης είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει - με την πρώτη

επαφή - το υποκείμενο για την πηγή των πληροφοριών και για το σκοπό της

διαβίβασης» (Απόφαση 50/20-1-2000, σκέψη Β, v).

2Γ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

2Γi. Νομοθεσία

10

Πρέπει καταρχήν να παρατηρηθεί ότι ο Ν. 2472/1997 περί της

«προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού

χαρακτήρα» εναρμόνισε την ελληνική νομοθεσία προς τους κανόνες της

οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της

24/10/1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της

επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη

κυκλοφορία των δεδομένων αυτών32.

Από τις εκτενείς εισαγωγικές σκέψεις της οδηγίας αυτής, αντλείται

ευχερώς το συμπέρασμα ότι σκοπός των ρυθμίσεών της είναι αφενός μεν η

διευκόλυνση της ανάπτυξης συστημάτων επεξεργασίας προσωπικών

δεδομένων και της κυκλοφορίας (ανταλλαγής) τους μεταξύ των διαφόρων

κρατών - μελών, αφετέρου δε η επίτευξη παροχής ισοδύναμης προστασίας σε

όλο τον ευρωπαϊκό χώρο των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων και

κυρίως της ιδιωτικής ζωής (βλ ιδίως, σκέψεις 2-9 της Οδηγίας)33.

Τους ίδιους ασφαλώς στόχους επιδιώκει και ο ελληνικός ν. 2472/1997,

ο οποίος χάριν εναρμόνισης μετέφερε τις διατάξεις της Οδηγίας στην ελληνική

νομοθεσία. Συνεπικουρώντας τις αντιλήψεις αυτές ο συνταγματικός νομοθέτης

περιέλαβε στην αναθεώρηση του 2001 και τη διάταξη του άρθρου 9Α,

σύμφωνα με την οποία «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή,

επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα των προσωπικών του

δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων

διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως

νόμος ορίζει».

2Γii. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις-Κριτική

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, μπορεί κανείς να διαγνώσει μια

αντίφαση που διατρέχει την κείμενη αυτή νομοθεσία για την προστασία του

ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Πραγματική

προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος του κάθε ανθρώπου να αναπτύσσει

32 Βλ. ΕΕΚ L 281, 23-11-1995, σελ. 31 επ. – Βλ, επίσης, Ευγ. Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ζητήματα από το Δίκαιο Πληροφορικής, 2002, σελ. 22 επ. – Απ. Γέροντα, Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, 2002, σελ. 176 επ. 33 Κατά τον Β. Αραβαντινό (Η προστασία των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα από την αθέμιτη επεξεργασία τους με ηλεκτρονικό υπολογιστή, 1997, σελ. 28), «κύριο προστατευόμενο αγαθό είναι η προσωπικότητα του ανθρώπου…ο ίδιος ο άνθρωπος» και όχι η ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Παρακάτω, ωστόσο, ο προστατευτικός αυτός σκοπός αποδεικνύεται μάλλον πομφόλυξ – Βλ. επίσης, Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ‘β έκδ, 2001, σελ. 104 επ.

11

ελεύθερα την προσωπικότητά του (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) προσφέρει μόνον -

είναι προφανές - η γενική απαγόρευση της συλλογής προσωπικών

δεδομένων, που είναι ικανή να επιτρέψει επεξεργασία σε τέτοια έκταση, ώστε

να σκιαγραφείται σε βαθμό προχωρημένης πληρότητας ένας τομέας, μια

πλευρά της προσωπικής ζωής - κοινωνικής, περιουσιακής, οικονομικής κ.λπ.

- του καθενός. Μια τέτοια επεξεργασία δεν καθιστά μόνο γνωστά σε τρίτους

δεδομένα, που το κάθε άτομο - παρά την τυχόν, σε διασπορά πάντα,

δημοσίευσή τους - δεν επιθυμεί να καταστούν γνωστά στο σύνολό τους, αλλά

αποτελεί και έναν εν δυνάμει κίνδυνο μελλοντικών, απρόβλεπτων ή και

παράνομων επεμβάσεων στην ιδιωτική του ζωή, βασισμένων στην εικόνα

που δίνει το ηλεκτρονικά διαμορφούμενο ψηφιδωτό των δεδομένων.

Έτσι, ο αξιολογητής της εικόνας αυτής, αποδέκτης, η κάθε τράπεζα,

προσκολλάται συχνά στον τύπο, το φαινόμενο, αδιαφορώντας για την ουσία -

π.χ. τη βιώσιμη και ελπίδα φορά επιχειρηματική ιδέα. Με τον τρόπο αυτό

εξυπηρετείται μεν, τουλάχιστον φαινομενικά, το συμφέρον του αποδέκτη, όχι

όμως και το γενικότερο συμφέρον, το συμφέρον για την ανάπτυξη της εθνικής

οικονομίας. Το τελευταίο, δεν έχει ανάγκη επεξεργασίας δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα, αλλά ικανότητα επεξεργασίας της επιτευξιμότητας

των στόχων της χρηματοδοτούμενης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με

άλλα λόγια, η εξυπηρετούσε το γενικό συμφέρον χρηματοδότηση δεν μπορεί

να βασίζεται σε προσωπικά, αλλά κυρίως και πρωτίστως σε αντικειμενικά

κριτήρια και προβλέψεις.

Αλλά και στον ευρύ τομέα της καταναλωτικής πίστης το γενικό

συμφέρον εξυπηρετείται με τον περιορισμό της ή - έστω, αν και υπό τις

κρατούσες συνθήκες είναι μάλλον αδύνατο - με την ενίσχυση της στον τομέα

της εμπορίας προϊόντων εγχώριας μόνο παραγωγής. Είναι μάλλον δυσχερώς

κατανοητό, πώς εξυπηρετείται το γενικό συμφέρον με τη συλλογή και

επεξεργασία προσωπικών δεδομένων φυσικών προσώπων, δηλαδή, κατ'

ουσίαν μικρών, ατομικών επιχειρήσεων και καταναλωτών ή ατόμων, που

προσφεύγουν τον τραπεζικό δανεισμό για ικανοποίηση κάποιας επείγουσας

ανάγκης. Εξάλλου, η δυνατότητα πρόβλεψης μιας παράνομης ή

αντισυμβατικής συμπεριφοράς, ως ενδεχόμενης, και η συνακόλουθη αποφυγή

μιας συμβατικής δέσμευσης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει επ’ ουδενί την

γενική προληπτική παρακολούθηση της οικονομικής συμπεριφοράς ατόμων,

12

ακριβώς όπως και η πάταξη της τρομοκρατίας δεν δικαιολογεί την

παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής του κάθε πολίτη.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ΝΔ της 8/13-8-1926 «περί γραφείων εμπορικών

πληροφοριών», το οποίο φέρεται να έχει ξεχάσει εντελώς η σύγχρονη

νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, επιτρέπει υπό αυστηρούς όρους και επ’

απειλή ποινικών κυρώσεων την συλλογή και παροχή πληροφοριών για

«καθαρώς και μόνον ενδιαφέροντα στοιχεία ιδιωτικής τινός (εμπορικής)

επιχειρήσεως», που αφορούν ενδεικτικά - συνεπώς, και καθοδηγητικά - το

είδος της επιχείρησης, τον κύκλο εργασιών της, τα καταβεβλημένα κεφάλαια,

τα κέρδη, τον τόπο εργασιών και τα πρόσωπα που ασκούν την επιχείρηση.

Είναι, πράγματι, εντυπωσιακή η ευαισθησία του νομοθέτη του 1926 για

τις ατομικές ελευθερίες. Κατά αυτόν, μόνο δεδομένα εμπορικών επιχειρήσεων

και μόνο στην έκταση που αναδεικνύουν τη δυναμική πλευρά μιας

επιχείρησης μπορούν να τύχουν επεξεργασίας. Εξάλλου, για την ίδρυση

γραφείου παροχής εμπορικών πληροφοριών απαιτείται διοικητική άδεια, που

χορηγείται αφού έχουν ληφθεί υπόψη και ελεγχθεί όλα τα ουσιαστικά και

τυπικά προσόντα των αιτούντων, όπως η αναγνωρισμένη ακεραιότητα του

χαρακτήρα, η μόρφωση, η καταβολή εγγύησης κ.λπ. Το γραφείο υπόκειται σε

διηνεκή διοικητικό έλεγχο, ενώ επί παραβάσεων απειλούνται προσωρινή ή

οριστική ανάκληση της άδειας και ποινικές κυρώσεις. Μάλιστα, οι τράπεζες -

κατά ρητή αναφορά του άρθρου 9 του ΝΔ - μπορούν να τύχουν άδειας για την

παροχή πληροφοριών, μόνον όμως «δια τας μετ’ αυτών συναλλασσομένας

επιχειρήσεις…».

Σε πλήρη αντίθεση προς την υπολανθάνουσα στο ανωτέρω ν.δ.

θεμελιώδη περί ατομικών ελευθεριών αντίληψη, στο σκεπτικό των

αποφάσεων της Αρχής αναφέρεται ότι η συλλογή και επεξεργασία των

προσωπικών δεδομένων, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου είναι

νόμιμη, γιατί εξυπηρετεί το έννομο συμφέρον του υπευθύνου και του

αποδέκτη, δηλαδή την οικονομική ελευθερία με βάση πληροφορίες που

εξασφαλίζουν την εμπορική πίστη, την αξιοπιστία και την ασφάλεια των

συναλλαγών. Η Αρχή, δηλαδή, ταυτίζει το συμφέρον του κάθε χρήστη

προσωπικών δεδομένων με το συμφέρον των συναλλαγών, και κατά

συνέπεια το γενικό συμφέρον, το οποίο μάλιστα «υπερέχει προφανώς», κατά

την κρίση της, από το συμφέρον των υποκειμένων.

13

Οι αντιλήψεις, ωστόσο, αυτές δεν φαίνονται ορθές, για τους λόγους

καταρχήν, που εκτέθηκαν παραπάνω. Έπειτα, η οικονομική ελευθερία του

καθενός, στα πλαίσια της κοινωνικής συνύπαρξης, οφείλει να αφήνει

περιθώρια άσκησης της ίδιας ή άλλων ελευθεριών των λοιπών κοινωνών. Η

εμπορική πίστη, δηλαδή η εμπιστοσύνη ότι ο αντισυμβαλλόμενος σε εμπορική

συναλλαγή θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, ενέχει αφ’ εαυτής

τον κίνδυνο να διαψευσθεί. Διαφορετικά, δεν θα ήταν «πίστη», αλλά

βεβαιότητα, συναλλαγή χωρίς κίνδυνο, γεγονός που αίρει και το στοιχείο της

εμπορικότητος. Η αξιοπιστία και η ασφάλεια των συναλλαγών προϋποθέτει

απλώς δεδομένη και ασφαλή νομική βάση. Όχι η υποκειμενική δυνατότητα

εκφοράς κρίσεων περί αξιοπιστίας συναλλασσόμενου.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να νοηθεί η άσκηση οικονομικής ελευθερίας

σε βάρος του δικαιώματος κάθε πολίτη για ελεύθερη ανάπτυξη της

προσωπικότητάς του, στην οποία ανήκει και το δικαίωμα απόκρυψης των

οικονομικών του δραστηριοτήτων και σχέσεων, που άλλωστε ως απόρρητο

επιβάλλεται από το νόμο ευθέως και σε τρίτους, στα πλαίσια της υποχρέωσης

για τήρηση του καθήκοντος εχεμύθειας εκ μέρους τους34.

Με τη δυνατότητα πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα περιορίζονται

οι συναλλαγές με πρόσωπα μόνο, που διαθέτουν ασφαλές οικονομικό

υπόβαθρο ή δεν έχουν βρεθεί στο παρελθόν σε οικονομική στενότητα,

αφήνοντας έξω από το οικονομικό γίγνεσθαι φορείς νέων ιδεών και

καταδικάζοντας πρόσωπα που θέλουν απλώς να ικανοποιήσουν κάποια

αδήριτη οικονομική αναγκαιότητα βασίζοντας τη φερεγγυότητα τους σε

αναμενόμενη οικονομική τους ανάκαμψη. Ευνοείται, δηλαδή, η στατικότητα

στην οικονομία και το σωρευμένο κεφάλαιο και παραβλέπεται η ανάγκη

υποβοήθησης της αναπτυξιακής δυναμικής. Η αφερεγγυότητα, τελικά, με την

έννοια της διαπίστωσης δυσμενών στοιχείων οικονομικής συμπεριφοράς δεν

είναι ζήτημα, που, όταν λυθεί, θα βελτιώσει τις συνθήκες άσκησης της

οικονομικής ελευθερίας των τραπεζών. Δεν είναι καν δεδομένο, που μπορεί

να περιορίσει το φαινόμενο των επισφαλών απαιτήσεων στον τραπεζικό

χώρο. Η αφερεγγυότητα, πράγματι, είναι στοιχείο που κρίνεται όχι μόνο με

βάση πληροφορίες του παρελθόντος, αλλά κυρίως με κρίσεις περί της

34 Για το δικαίωμα της προσωπικότητας, βλ. ενδεικτικά, Γ. Καράκωστα, Προσωπικότητα και τύπος, 2000, σελ. 39 επ – Δημ. Παπαστερίου, Γενικές αρχές του αστικού δικαίου, Ι/α, 1993, σελ. 171 επ.

14

μέλλουσας συμπεριφοράς του πιστοληπτική και περί της προσφορότητος της

πιστώσεως να εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο δόθηκε, σε συνδυασμό

με προβλέψιμα μελλοντικά επίσης οικονομικά δεδομένα του υποκειμένου.

Σε τελευταία ανάλυση, η αφερεγγυότητα είναι πραγματική κατάσταση,

που διαπιστώνεται μόνο τη στιγμή της κατάρτισης μιας πιστωτικής σύμβασης.

Είναι, επίσης, απρόβλεπτη και ελαστική κατάσταση, που μπορεί να επέλθει,

αλλά και να αρθεί οποτεδήποτε. Γι' αυτό, άλλωστε, και η ΑΚ 809 κάνει λόγο

για αφερεγγυότητα που επέρχεται «μετά» την κατάρτιση μιας υποσχετικής

δικαιοπραξίας. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση περί αυτής είναι ζήτημα

πραγματικό και δεν εξαρτάται οπωσδήποτε από την υφιστάμενη περιουσιακή

κατάσταση του πιστολήπτη, ούτε καν από την πτώχευση του35, αλλά από τη

συγκεκριμένη περίσταση. Για το λόγο αυτό, η μόνη εξασφάλιση, που

παρέχεται στους αποδέκτες προσωπικών δεδομένων, είναι βεβαιότητα

απλώς για την περιουσιακή κατάσταση του πελάτη τους κατά τη στιγμή

μονάχα της κατάρτισης της σύμβασης, όχι όμως και για τη δυνατότητα

εκπλήρωσης της αναλαμβανόμενης υποχρέωσης στο μέλλον.

Εξάλλου, η σύγκριση του εννόμου συμφέροντος των τραπεζών για

επεξεργασία προσωπικών δεδομένων προς το συμφέρον και τις ατομικές

ελευθερίες του υποκειμένου, δεν καθιστά προφανή την υπεροχή του πρώτου.

Από το ένα μέρος, πράγματι, υπάρχει εύνοια του νομοθέτη προς τις τράπεζες,

που μπορεί κατά τα ανωτέρω να οδηγήσει σε στρεβλώσεις της πίστης,

αποκλεισμό από την αγορά των ασθενέστερων, παρεμβολή εμποδίων στην

βιώσιμη και ελπίδα αφορά οικονομική ανάπτυξη, χωρίς ταυτόχρονα να

αποκλείει τη δημιουργία επισφαλών απαιτήσεων. Από το άλλο μέρος, το

απόρρητο, ως στοιχείο της προσωπικότητας, αίρεται. Η αυτονομία της

ιδιωτικής βούλησης βάλλεται. Δεδομένα, έστω και δυσμενή, που όμως είναι

συνήθη κατά την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, χωρίς να υποδηλώνουν

οπωσδήποτε μελλοντική αδυναμία ή άρνηση εκπλήρωσης πιστωτικής

υποχρέωσης, χρησιμοποιούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως

τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη ή τη κάλυψη προσωπικής ανάγκης,

προδικάζοντας άνιση μεταχείριση των προσφευγόντων στις υπηρεσίες

πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων υπέρ των οικονομικά ισχυρών και

αποτελώντας ένα μεγάλο κίνδυνο για μελλοντικές, απρόβλεπτες, παράνομες

35 Βλ. Ι. Ρόκα, στο Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ: άρθρο 809, αρ 3.

15

και καταστροφικές συμπεριφορές των επεξεργαστών και αποδεκτών κατά των

υποκειμένων και κατά του γενικού συμφέροντος.

Εφόσον, όμως, βασικός στόχος κάθε δημοκρατικά δομημένης

κοινωνίας είναι - και πρέπει να είναι - η προστασία των θεμελιωδών

δικαιωμάτων του ατόμου, επιβάλλεται μάλλον να αντιμετωπίζει κανείς κάθε

σχετικό ζήτημα, εκκινώντας από τα δικαιώματα αυτά, αναγνωρίζοντας,

κατοχυρώνοντας και προστατεύοντάς τα σε όλο τους το εύρος. Εκκινώντας,

λοιπόν, από το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κάθε

ατόμου και την αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως, είναι υποχρεωμένος

κανείς να δεχτεί ότι ο καθένας έχει δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης. Η

συλλογή, επομένως, και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει

προηγούμενη συναίνεση του υποκειμένου, αδιάφορα αν πρόκειται για

δυσμενή ή ευνοϊκά γι' αυτό δεδομένα36. κατ' εξαίρεση, μπορεί να γίνει δεκτή η

εικαζόμενη συναίνεση για ευνοϊκές πληροφορίες περί εμπόρου, προκειμένου

αυτός να επιτύχει συναλλαγή με πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα.

Ουδέποτε όμως μπορεί να γίνει δεκτή η εικαζόμενη συναίνεση για δυσμενή

δεδομένα ή οποιαδήποτε δεδομένα του καταναλωτή.

Μόνον, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση μπορούν να διαγνωστούν την

τήρηση του απορρήτου στοιχεία καταχρήσεως δικαιώματος, π.χ. χάριν

προλήψεως μιας ετοιμαζόμενης πιστωτικής απάτης, είναι δυνατόν με βάση

μια αντικειμενικά ορθή και δίκαιη στάθμιση συμφερόντων να οδηγηθεί κανείς

στην κάμψη του απορρήτου, τις υποχρεώσεις, δηλαδή, εχεμύθειας, με βάση

τις ΑΚ 281 και 284 - 285. Αυτό όμως είναι καθήκον του λαβόντος γνώση ενός

προσωπικού δεδομένου από την απευθείας σχέση του πελάτη. Στα πλαίσια

αυτά φαίνεται δικαιολογημένη η γνωστοποίηση, για παράδειγμα, στοιχείων

ακάλυπτων επιταγών ή εικονικών δικαιοπραξιών ή πλαστογραφιών του

πελάτη, προς τις άλλες τράπεζες ή και οποιαδήποτε εταιρία παροχής

πληροφοριών. Άλλα στοιχεία, που δεν αφορούν πελάτες, αλλά τρίτους, π.χ.

από απλήρωτες συναλλαγματικές ή γραμμάτια ή επιταγές, μπορούν επίσης

να γνωστοποιούνται από τις τράπεζες, αφού έναντι των τρίτων δεν υφίσταται

36 Βλ και Στ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, β έκδ 2001, σελ 98 επ. – Ο ίδιος κάνει λόγο για «διαρκώς αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια «τρωσιμότητα του προσώπου» από τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική και κυρίως την τεχνική εξέλιξη…» - Βλ. επίσης, Siebert, Zur allgemeinen Problematik des Persönlichkeitsrechts, NJW 1958, σελ. 1369 επ.

16

υποχρέωση τήρησης του απορρήτου και με τη γνωστοποίηση προλαμβάνεται

ενδεχομένως περιουσιακή βλάβη άλλων τραπεζών και πελατών τους.

Συνήθη δεδομένα, όμως, που άπτονται της σχέσεως τράπεζας -

πελάτη, ακόμα και αν η σχέση εξελίσσεται ανώμαλα ή έχει ήδη λήξει, όπως

καταγγελίες, συνολική πιστωτική επιβάρυνση, χρήση καρτών, οχλήσεις,

υπερημερία κ.λπ, δεν μπορούν να γνωστοποιηθούν σε κανέναν, ούτε

ασφαλώς και σε εταιρεία πληροφοριών, εξαιτίας της δεσμευτικότητας του

απορρήτου. Η συναίνεση βέβαια του πελάτη αποδεσμεύει - με εξαίρεση τις

καταθέσεις κατά τ Μου λάβουν ο άρθρο 2 του νόμου 1059/1971 - τις

τράπεζες. Ωστόσο, πρέπει αυτή να λαμβάνεται χωρίς άσκηση ψυχολογικής

πίεσης στον πελάτη, όπως κατά τεκμήριο συμβαίνει, όταν ζητείται πριν η κατά

την κατάρτιση μιας πιστωτικής συμβάσεως. Η συναίνεση, δηλαδή, για να είναι

ισχυρή, πρέπει να δίνεται μετά τη λήψη της πιστώσεως, κατά τρόπο αβίαστα

και συγκεκριμένο, να προσδιορίζει, δηλαδή, τα δεδομένα που επιτρέπονται να

διοχετευθούν σε τρίτους.

Τα δημοσιευμένα σε δημόσια βιβλία δεδομένα δεν θεμελιώνουν

δικαίωμα της τράπεζας, που τα προκάλεσε, προς κοινοποίησή τους σε

τρίτους, επειδή το απόρρητο καταλαμβάνει και αυτά37. Ούτε όμως και η

ελεύθερη συλλογή και επεξεργασία τους είναι νόμιμες, κατά τα ανωτέρω,

αφού προσβάλλουν ευθέως το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της

ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Συνεπώς, και συλλογή των

δεδομένων αυτών προϋποθέτει την ειδική και αβίαστη συναίνεση του

υποκειμένου.

2Γiii. Συμπεράσματα

Οι διατάξεις του νόμου 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από

την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θεσπίστηκαν για να

καταλύσουν ή να αμβλύνουν την έννοια του ατομικού δικαιώματος της

προστασίας της προσωπικότητας, της οικονομικής ελευθερίας, του

δικαιώματος στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση - στόχους, συνταγματικά και

από απόψεως προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεπίτρεπτος (άρθρο

5 Συντ.) -, αλλά για να ενισχύσουν πρακτικά την προστασία του από τους

σύγχρονους κινδύνους της ευχερούς ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων

37 Έτσι και Horn, στο Heymann Komm. Zum HGB, Bd. 4, σελ. 331, Anm 45.

17

(βλ. άρθρο 9Α Συντ.). Προέχει, συνεπώς, η προάσπιση της συνταγματικά

κατοχυρωμένης ατομικής ελευθερίας και έπεται η εφαρμογή του νόμου

2472/199738, όσον αφορά τις εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρεπτής

επεξεργασίας, όπου εξειδικεύεται προφανώς η συνταγματική απαγόρευση της

καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων (άρθρο 25 παρ. 3 Συντ.)39.

Σύμφωνα με τις ως άνω νομικές βάσεις, μια επιχείρηση παροχής

πληροφοριών μπορεί να συλλέγει και να παρέχει θεμιτά και νόμιμα40: α)

Ευνοϊκές μόνο πληροφορίες περί εμπορικών επιχειρήσεων και νομικών

προσώπων, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεσή τους, χωρίς ωστόσο

λεπτομερείς περιγραφές, β) Πάσης φύσεως πληροφορίες, εφόσον έχει

προηγηθεί ειδική και αβίαστα συγκατάθεση του υποκειμένου41, γ)

πληροφορίες από τράπεζες περί της οικονομικού ενδιαφέροντος

συμπεριφοράς πελατών τους, όταν αυτές παρίστανται, στα πλαίσια των ΑΚ

281, 284 - 285, ως αναγκαίες προς αποτροπή επικείμενης –όχι ενδεχόμενης-

βλάβης τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ιδίως οι πληροφορίες περί

κηρύξεως της πτώχευσης ή περί επισπεύσεως αναγκαστικής εκτέλεσης σε

βάρος περιουσιακών στοιχείων ενός πελάτη τράπεζας42. Μόνον έτσι – είναι

προφανές- μπορεί να ικανοποιήσει κανείς το δικαίωμα στην πληροφόρηση,

που αναγνωρίζεται, επίσης, στο άρθρο 5Α του Συντάγματος43.

Είναι μάλλον προφανές πως οι αποφάσεις της αρχής, εκκινώντας

αντίστροφα, από την οικονομική ελευθερία των τραπεζών, επιδαψίλευσαν 38 Η πρόταξη της εφαρμογής ή η αποκλειστικότητα εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού αποτελεί προφανές νομικό σφάλμα. - Βλ. και C.W. Canaris, Bankvertragsrecht στο Staub Grosskommentar zum HGB, Anh. Nach §357, 4. Aufl. 1988, Rdn. 72 – Chr. Christopoulou, Das Bankgeheimnis im Wirtschaftsverkehr, (Diss.) Münster 1994, σελ 20. – Το εν λόγω σφάλμα διαπράττει η ΕφΑθ. 1597/2007, ΔΕΕ 2008, σελ. 603 επ, αποφαινόμενη –μη αποφεύγουσα τις αντιφατικές διατυπώσεις- ότι «η ρύθμιση του ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο…συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παρανόμων προσβολών…ώστε να θεωρείται –κατ’ αρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου !!!». 39 Βλ. όμως, Ε. Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και το δικαίωμα αντίρρησης του υποκειμένου τους, Αρμεν. 2005, σελ. 137 επ – Της ίδιας, Ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις τράπεζες (θεσμικό πλαίσιο), Δελτίο ΕΕΤ 40, Α’ τριμ. 2005, σελ. 2005, σελ. 37 επ. 40 Πρβλ. Β. Αραβαντινού, οπ, σελ. 53 επ, περί κανόνων θεμιτής επεξεργασίας των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα.41 Η ΕφΑθ 1353/2007 (ΕπιθΤρΑξΧρΔ. 2008/1, σελ. 104 επ.) δέχεται, επομένως, εσφαλμένα το επιτρεπτό της επεξεργασίας χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, με απλή ενημέρωσή του, που μπορεί να γίνει γενικώς και δια του τύπου. Εσφαλμένα, επίσης, δέχεται ότι η διαγραφή ενός δυσμενούς προσωπικού δεδομένου (έκδοση ακάλυπτης επιταγής) γίνεται με επιμέλεια του ίδιου του υποκειμένου, που οφείλει να τηρήσει τον εγκεκριμένο από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων «Κανονισμό επεξεργασίας» της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ – Για τους ίδιους λόγους εσφαλμένη είναι και η ΑΠ 1923/2006 (ΝοΒ 2007, σελ. 367 επ). 42 Έτσι, Horn, in Heymann, Handelsgesetzbuch Komm. 1990, Anhang §372, Anm. 65 – BGH WM 1983, 1188f – BGH WM 1986, 189f – Βλ. επίσης προβληματισμούς Μ. Ντόστα, Γενικό τραπεζικό απόρρητο και απόρρητο των καταθέσεων – Κατάσχεση των καταθέσεων, 2000, σελ. 61 επ. – Την στάθμιση συμφερόντων προτείνει για κάθε περίπτωση, ο Ν. Ρόκας, Στοιχεία τραπεζικού δικαίου, 2002, σελ. 43. 43 Δεν μπορεί, όμως, τούτο να προτάσσεται και του δικαιώματος στην προσωπικότητα, όπως σε κάποιες περιπτώσεις αφήνεται να εννοηθεί, βλ. Ε. Αλεξανδροπούλου-Αιγυπτιάδου, Ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις τράπεζες (θεσμικό πλαίσιο), Δελτίο ΕΕτ 2005 (Α τριμ), σελ. 37 επ.

18

προνόμια στην διατραπεζική τους πληροφοριακή επιχείρηση σε βάρος των

ατομικών δικαιωμάτων των πολλών. Ο πολίτης έχει απόλυτο δικαίωμα στο

απόρρητο της οικονομικής ζωής. Γι' αυτό και ο περιορισμός του προϋποθέτει

δίκη του προηγούμενη συναίνεση και όχι απλώς δικαίωμα πρόσβασης και

προβολής αντιρρήσεων σε επεξεργασία δεδομένων, που έχουν ήδη συλλέγει

παράνομα κατά τα ανωτέρω.

Αναμφίβολα, παράνομη και κατά τη διάταξη ακόμα της παραγράφου 1γ

του άρθρου 4 του νόμου 2472/1997, αλλά και κατά τους αφορισμούς των

αποφάσεων της Αρχής, είναι η προσπάθεια μεταφοράς της ευθύνης της

ακριβούς ενημέρωσης του αρχείου προσωπικών δεδομένων από τον

υπεύθυνο επεξεργασίας - την εταιρία παροχής πληροφοριών – στο

υποκείμενο, τον ενδιαφερόμενο πολίτη, ο οποίος υποχρεούται με βάση τους

όρους λειτουργίας του υπεύθυνου επεξεργασίας σε αίτηση συμπλήρωσης ή

διόρθωσης ή διαγραφής του ανακριβούς δεδομένου και σε προσκόμιση των

αναγκαιούντων δικαιολογητικών. Η διαδικασία, όμως, αυτή, είναι αποκλειστική

αρμοδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας. Έτσι, η παράλειψη της και η

εξαιτίας αυτής παροχή ανακριβών δεδομένων με επακόλουθο την άρνηση

μιας τράπεζας να εξυπηρετήσει πελάτη, μπορεί να έχει ως συνέπεια την

υποχρέωση της τράπεζας και του υπεύθυνου επεξεργασίας, που λειτουργεί

κατ' ουσίαν για λογαριασμό της, να αποζημιώσει τον ατυχή πελάτη.

Παράνομη φαίνεται, ακόμα, η αναγραφή και εμφάνιση στο αρχείο της

πληροφορίας ότι ο συγκεκριμένος πολίτης «δεν επιθυμεί την αναγραφή

δεδομένων που τον αφορούν», στην περίπτωση, που αυτός έχει ζητήσει

τούτο εγγράφως. Πράγματι, μια τέτοια αναφορά δημιουργεί δυσμενείς

εντυπώσεις για τον ενδιαφερόμενο. Είναι, συνεπώς, δυσφημιστική και

ανεπίτρεπτη, τουλάχιστον για τους πολίτες, των οποίων τα προσωπικά

δεδομένα συλλέχθηκαν παράνομα, κατά τα ανωτέρω, είτε χωρίς τη

συγκατάθεσή τους, είτε με τη συγκατάθεσή τους, την οποία όμως εκ των

υστέρων απλώς αίρουν.

Σε κάθε περίπτωση, η προστασία των θιγομένων προσώπων

επιτυγχάνεται είτε με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 23 του νόμου

2472/1997, είτε με τις περί αδικοπραξιών και περί προστασίας της

προσωπικότητας διατάξεις του ΑΚ. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, και η προσβολή

διατάξεων της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και του νόμου 2472/1997 ενώπιον του ΔΕΕ

19

και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως

καταλυουσών σε ευρεία έκταση το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ατόμου σε

πληροφοριακή αυτοδιάθεση επί τη βάσει του δικαιώματος για ελεύθερη

ανάπτυξη της προσωπικότητας, έκτος και αν με συσταλτική ερμηνεία των

διατάξεων τους διασφαλισθεί πλήρως η προστασία των ατομικών ελευθεριών,

και, εν προκειμένω, του απορρήτου της προσωπικής και οικονομικής βεβαίως

ζωής των πολιτών.

Κατά συνέπεια, το λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα διατραπεζικό

σύστημα επεξεργασίας δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς παρουσιάζει

τυπικές και ουσιαστικές πλημμέλειες.

Δεν τηρήθηκε, καταρχήν, ως προς τη σύσταση του, το ν.δ. της 8/13-8-

1926 «περί γραφείων εμπορικών πληροφοριών».

Δεν στηρίζει τη συλλογή και την παροχή των πληροφοριών σε

προηγούμενη - και για βιαστή - συναίνεση των υποκειμένων44.

Συνεργεί με τις τράπεζες στην συστηματική παραβίαση του τραπεζικού

απορρήτου.

Επιβαρύνει τα ατυχή υποκείμενα της επεξεργασίας των δεδομένων

τους με την ευθύνη κίνησης διαδικασιών διόρθωσης ή συμπλήρωσης ή

διαγραφής ανακριβών δεδομένων45, διατυμπανίζει προς κάθε αποδέκτη την

τυχόν εκπεφρασμένη βούληση ενός υποκειμένου να μην αναγράφονται τα

δεδομένα που το αφορούν στο εν λόγω αρχείο και σχεδιάζει την κατάρτιση

«λευκών λιστών», χωρίς, βέβαια, προηγούμενη συναίνεση των υποκειμένων,

προσβάλλοντας, έτσι, ευθέως το δικαίωμα επί της προσωπικότητας τους.

Στοιχειοθετείται, συνεπώς, ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση ηθικής

βλάβης του παράνομα προσβληθέντος υποκειμένου, είτε με εφαρμογή του

άρθρου 23 ν. 2472/1997, είτε με εφαρμογή των περί αδικοπραξιών και περί

προστασίας της προσωπικότητας διατάξεις του ΑΚ46. Παράλληλα, ο

44 Η προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου απαιτείται υπό το καθεστώς της Schufa στο γερμανικό δίκαιο. Τούτο επιδιώκεται κατά κανόνα μέσω της λεγόμενης «ρήτρας SCHUFA» (Schufa-Klausel) που συμπεριλαμβάνεται ως ΓΟΣ στο κείμενο των τραπεζικών συμβάσεων – Βλ. M. Aden, Banken, Konten und Kredite. Eine praktische Einführung, 1992, Rdn. 274, sel. 109 – Horn, in Heymann, Handelsgezetzbuch Komm. 1990, Anhang §372, Anm. 65ff. – Schwintowski/Schaefer, Bankrecht, 1997, σελ. 67 επ, Rdn. 174ff. – Schimansky/Bunte/Lwowski, Bankrechts-Handbuch, Bd. I, 1997, §41, σελ 709 επ – Για την ισχύ μάλιστα της ρήτρας αυτής το γερμανικό ακυρωτικό έχει θέσει αυστηρές προϋποθέσεις, όπως τον ακριβή προσδιορισμό των ανακοινούμενων δεδομένων, την στάθμιση συμφερόντων σε περιπτώσεις αρνητικών δεδομένων, την νόμιμη αποδέσμευση από την υποχρέωση τήρησης του απορρήτου. Έτσι, η Chr. Christopoulou, Das Bankgeheimnis im Wirtschaftsverkehr, (Diss.), Münster 1994, σελ. 108 επ. 45 Για τον επιτρεπόμενο χρόνο τήρησης των στοιχείων του αρχείου, βλ. άρθρο 40 ν. 3259/2004.46 Βλ. αναλυτικότερα επί του θέματος, Σπ. Ψυχομάνη, Τραπεζικές δραστηριότητες αμφισβητήσιμης νομιμότητας, 2002, σελ 35 επ.

20

προσβληθείς στην προσωπικότητά του πελάτης μιας τράπεζας από την

ανεπίτρεπτη διαβίβαση προσωπικών του δεδομένων στην ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ

δικαιούται να ζητήσει από την τράπεζα παράλειψη και άρση της προσβολής,

με την έννοια της ανάκλησης των διαβιβασθέν των στοιχείων47. Μπορεί,

ακόμα να απαιτήσει από την ίδια την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ απόσβεση των στοιχείων

από το αρχείο της το παράλειψη της διαβίβασης τους σε τρίτους. Μπορεί

τέλος να ζητήσει και τη γνωστοποίηση των στοιχείων των τρίτων προς τους

οποίους διαβιβάστηκαν τα δεδομένα που τον αφορούν48. Δυνατή φαίνεται,

εξάλλου, η προστασία του καταναλωτή από την εν λόγω παράνομη

επεξεργασία προσωπικών του δεδομένων και με την άσκηση της συλλογικής

αγωγής του νόμου 2251/199449.

47 BGH NJW 1984, σελ. 436.48 Βλ. Horn, in Heymann, Handelsgesetzbuch Komm. 1990, Anhamng §372, Anm. 66.49 Περί της δυνατότητας αυτής, βλ. Στ. Κουμάνη, Η προστασία του καταναλωτή με συλλογική αγωγή κατά τον ν. 2251/1994 από την παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (Ν.2472/1997), Αρμεν. 2005, σελ. 502 επ.

21