16

Click here to load reader

Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Με τον προτεινόμενο ισχυρισμό επιχειρείται να αντιμετωπιστεί η ένσταση αοριστίας, την οποία με μεγάλη ένταση προτείνουν τα πιστωτικά ιδρύματα στις δίκες ανακοπών, ιδίως όταν δεν υπάρχει οικονομική τεχνική έκθεση, σχετική με την πίστωση και δεν διαβλέπεται ως πιθανή η διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης.Σε πάρα πολλές περιπτώσεις η εν λόγω ένσταση γίνεται δεκτή από τα δικαστήρια (δυστυχώς, μάλλον κατά παράβαση του Νόμου, όπως θα δείτε στο κείμενο) με αποτέλεσμα μια, επί της ουσίας, νομιμοποίηση των παράνομων, καταχρηστικών, παραπλανητικών, αθέμιτων ή/και επιθετικών εμπορικών πρακτικών των πιστωτικών ιδρυμάτων.Με τον προτεινόμενο ισχυρισμό, συγκεκριμενοποιείται η ζημία, την οποία υφίσταται ο εκάστοτε καταναλωτής/δανειολήπτης, όχι σε ύψη επιμέρους κονδυλίων αλλά σε εντελώς διαφορετικής φύσεως διπλή ζημία: Πρώτον, λογίζεται ως ζημία ο μηχανισμός διαμόρφωσης του χρεωστικού υπολοίπου, δηλαδή η διαδικασία του υπολογισμού του και όχι το υπόλοιπο καθ' αυτό. Έτσι, σε περίπτωση που η διαδικασία διαμόρφωσης του υπολοίπου κριθεί παράνομη, το εκάστοτε φερόμενο ως χρεωστικό υπόλοιπο, που προέκυψε από την λειτουργία αυτού του μηχανισμού, στερείται νόμιμου ερείσματος. Κατ' αποτέλεσμα, εφόσον ο μηχανισμός παραγωγής του χρέους κριθεί παράνομος ή/και καταχρηστικός, δεν είναι νόμιμο και δυνατό να ζητηθεί η καταβολή του με την έκδοση Διαταγής Πληρωμής.Δεύτερον, ως ζημία λογίζεται και η ίδια η έκδοση της Διαταγής Πληρωμής, κατά το μέρος που επιχειρείται η άσκηση δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων και η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, από την λειτουργία του ως άνω παράνομου μηχανισμού διαμόρφωσης του ύψους της οφειλής. Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται άλλωστε να ενεργοποιούνται και οι σχετικές διατάξεις για την τετελεσμένη απάτη στο ακροατήριο και σε βάρος του δανειολήπτη, ενώ όπου συναντάται υπέρβαση επιτοκίου ή/και υπολογισμός τόκου επί έτους 360 ημερών, δεν θα πρέπει να αποκλείεται και ο καταλογισμός τοκογλυφίας.

Citation preview

Page 1: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ

1. ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

1α. Σύμφωνα με την ΕφΠειραιά 589/2011, από τις διατάξεις των άρθρων 914

επ. ΑΚ «περί αδικοπραξιών», προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και

υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να

ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι

η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από

συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή

παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι

υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας,

που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του

υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος,

προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ, ως

κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά

συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του

χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε

μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν

πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων

914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με

την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από

αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την

προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό

καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας

υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 1901/2008 ΔΕΕ

2009,714, ΑΠ 1120/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠ 2000,258, ΑΠ 555/1999

ΕλλΔνη 41,87, ΕφΑθ 1060/2008 ΔΕΕ 2008,1284, ΕφΑθ 302/206 ΔΕΕ 2006,513,

ΕφΔωδ 182/2005 ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ άρθρα 914-938 αρ. 7 και

εκεί παραπομπές). Ειδικότερα, παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ

δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε

ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο

περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος

όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη

ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ Ολ 12/2004, ΑΠ 81/1991

ΕλλΔνη 1991,1215, ΕφΑθ 47/2006 ΕλλΔνη 2006,910, ΕφΑθ 4187/2006 ΕλλΔνη

2008,879, ΕφΑθ 6704/1996 Αρμ 1997,998).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1, 2, 3, 4 Ν 2251/1994, που

ορίζουν ότι «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε

Page 2: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια

αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την

κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων

πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά

τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.

3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ

της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της

απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας

λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών

συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση

με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος

παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο

πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή

ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική

προσφορά του παρέχοντος», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την

οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η

καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι

προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να

είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφιστάμενης ενοχικής

σχέσης μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή

ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η

υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία

τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψής

της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια

και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες

επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και

το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του

παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως

προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής

της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69,613, ΕφΠειρ 862/2005 ΔΕΕ

2005,1996). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή

παράλειψης και ζημίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως

ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές

περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και

πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003,419, ΑΠ

274/1999 ΕλλΔνη 1999,1298).

Page 3: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 8 Ν 2251/1994 περιέχει

ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικό σύστημα θεμελιώσεως αστικής

ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε

κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής

ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους αποδείξεως. Σύμφωνα με το

άρθρο 8 παρ. 4 Ν 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο

10 παρ. 3 Ν 3587/2007, η αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους

επεκτείνεται αναγκαίως και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως

των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος που δεν

αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών

όρων θεμελιώσεως της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στην

συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω της

χρήσεως της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας

μορφής παράνομης συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξαιτίας της

διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης

στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στην

συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την

παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη

σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδηλώσεως παράνομης και

υπαίτιας συμπεριφοράς, την έλλειψη συνδρομής αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της

τελευταίας και της ζημίας ή την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της

ευθύνης του (Βλ. Κάτσα, σε Δίκαιο προστασίας καταναλωτών, ΙΙ έκδ. 2008, σελ. 1358

επ., ΑΠ 1227/2007, ό.π.).

1β. Σύμφωνα με την ΑΠ 589/2001, για να διαπιστωθεί η ευθύνη του

παρέχοντος υπηρεσίες απαιτείται η παραβίαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου,

συναλλακτικής υποχρέωσης που καθορίζεται από ειδική διάταξη νόμου ή από τις

γενικές ρήτρες των άρθρων ΑΚ 281, 288. Οι διατάξεις των άρθρων ΑΚ 281 και 288

επιβάλλουν στον παρέχοντα υπηρεσίες, όπως ακριβώς εξάλλου και σε κάθε

συναλλασσόμενο, να ασκεί τα δικαιώματά του και την ελευθερία του σύμφωνα με την

αρχή της καλής πίστης και να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται

από τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος ή της θεμιτής για ένα συγκεκριμένο κύκλο

συναλλασσομένων δράσης. Ειδικά με τη διάταξη ΑΚ 288 καθιερώνεται η

αντικειμενικά καλή πίστη, η ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις

συναλλαγές καθώς και η δημιουργία παρεπομένων συμβατικών υποχρεώσεων,

όπως η υποχρέωση προνοίας και ασφάλειας. Εξάλλου σύμφωνα και με τη διάταξη

του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν 2251/1994 μεταξύ των κριτηρίων για τη διαπίστωση της

ύπαρξης υπαιτιότητας μνημονεύεται και η ευλόγως προσδοκωμένη ασφάλεια, η

Page 4: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

οποία ρυθμίζει τη συμπεριφορά του παρέχοντος τις υπηρεσίες και επιβάλλει στον

τελευταίο να τηρεί τις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που

επιβάλλουν οι κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Προκύπτει λοιπόν σαφώς από

τα ανωτέρω ότι κατά την ειδική ρύθμιση της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η

παραβίαση των συναλλακτικών υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας συνιστά

σαφώς παράνομη συμπεριφορά.

Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια

μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει

το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Με τον τρόπο αυτό καθιερώνεται

νόθος αντικειμενική ευθύνη με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως

της υπαιτιότητας εις βάρος του παροχέα των υπηρεσιών. Για την εκτίμηση της

έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και

το σύνολο των ειδικών συνθηκών που προβλέπει η σχετική διάταξη. Οι ειδικότερες

συνθήκες που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό της υπαιτιότητας είναι: α)

η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό της

επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της

υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της

υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή

ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί

εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν. Προϋπόθεση για τη θεμελίωση της

αγωγής στην ανωτέρω διάταξη είναι η παροχή ελαττωματικών υπηρεσιών σε

απροσδιόριστο αριθμό καταναλωτών, έτσι ώστε να τίθενται σε κίνδυνο η υγεία, η

ασφάλεια και τα οικονομικά συμφέροντά τους. Η άρση της προσβολής του

συλλογικού συμφέροντος θα επέλθει στη θετική της μορφή με ενέργεια συνισταμένη

στην παροχή μη ελαττωματικών υπηρεσιών. Στην προκειμένη περίπτωση η τακτική

που εφαρμόσθηκε από την εναγομένη τράπεζα έναντι απροσδιορίστου αριθμού

καταναλωτών, συνιστά παροχή από υπαιτιότητα ελαττωματικών και συνεπώς

παρανόμων υπηρεσιών, γιατί με τον τρόπο αυτό προκαλείται διασάλευση της

δικαιολογημένα προσδωκώμενης διαφάνειας των συναλλαγών. Με την τακτική αυτή,

διαταράσσεται η πίστη και η εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού αναφορικά με

την διαφάνεια των συναλλαγών, η δε διάψευση των ελπίδων και της εμπιστοσύνης

του κοινού πράγματι επιφέρει διασάλευση της δικαιολογημένα προσδωκώμενης και

ρητά από το νόμο επιβαλλομένης διαφάνειας στους καταναλωτές και δημιουργεί

ανασφάλεια και αβεβαιότητα στις συναλλαγές.

Page 5: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

2. ΥΠΑΓΩΓΗ ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ

2α. Το βάρος της απόδειξης

Αναφορικά με το ορισμένο των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ακόμα

και στην αδόκητη περίπτωση κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί ότι, έπρεπε να

αναφερθούν ειδικότερα προσβαλλόμενα κονδύλια, επισημαίνεται ότι δεν απαιτείται

καμία τέτοια ειδικότερη αναφορά, ιδίως των επιμέρους κονδυλίων, καθόσον, εν

προκειμένω, ενδεχόμενη απαίτηση τέτοιας αναφοράς θα συνιστούσε παράνομη

δικονομική απόπειρα ανατροπής του βάρους της απόδειξης. Σύμφωνα με τις

διατάξεις του Ν.2251/1994, δεν υποχρεούμαι εγώ να προσδιορίσω ειδικότερα

κονδύλια. Υποχρεούται η αντίδικος να αποδείξει το νόμιμο της συμπεριφοράς

της!

2β. Αδυναμία ή/και άρνηση απόδειξης από την αντίδικο

Σε περίπτωση που η αντίδικος παραλείψει την υποχρέωσή της, να αποδείξει

νόμιμη τη συμβατική συμπεριφορά της και τις εντεύθεν χρεώσεις που διενήργησε επί

του δανειακού λογαριασμού, θα πρέπει, συμφώνως των ανωτέρω, η κρινόμενη

ανακοπή μου να θεωρηθεί ομολογημένη. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να

αποκρουστεί η προταθείσα ένσταση αοριστίας, κατά το μέρος που με αυτήν

επιχειρείται καταστρατήγηση δικονομικών κανόνων αυξημένης και δη

υπερνομοθετικής ισχύος, οι οποίοι πηγάζουν απευθείας από τις διατάξεις της

Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει στο παρόν, καθόσον με

την εν λόγω ένσταση διώκεται η μετακύλυση του βάρους της απόδειξης, η

παρέλκυση της δίκης, η σε κάθε περίπτωση αποκρουστέα κατάχρηση ουσιαστικού

(281ΑΚ) και δικονομικού δικαιώματος (116ΚΠολΔ) και εν τέλει, η συνολική

κατάχρηση του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης.

2γ. Η αοριστία της ανακοπτομένης

Εξάλλου, εάν οι ισχυρισμοί μου ήθελαν θεωρηθούν ως αόριστοι, τότε εξίσου

αόριστη είναι και η αίτηση της αντιδίκου επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτομένη,

κατά το μέρος που δεν αναφέρει τα επιμέρους κονδύλια, αξιώνει και επιτάσσει την

καταβολή του συνολικά φερόμενου χρεωστικού υπολοίπου, ενώ στην περίπτωση

αυτή, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι συντρέχει και περίπτωση αρνήσεως του

δικαιώματός μου περί της ανταποδείξεως και επηρεάζεται συνολικώς η

αποδεικτικότητα με έγγραφα, ενόψει ακριβώς ελλείψεως των εν λόγω κονδυλίων,

τόσο στην αίτηση για την έκδοση Διαταγής Πληρωμής, όσο και στην ανακοπτομένη.

Η δε αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε από το προσκομισθέντα μετ’

Page 6: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

επικλήσεως έγγραφα, ανάγεται σε λόγο δημόσιας τάξης και άγει σε ακύρωση και

εξαφάνιση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής.

2δ. Ειδικότερα επί των κονδυλίων

Τα επιμέρους κονδύλια, ήδη, με την έκδοση της ανακοπτομένης (και σε

περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού, ήδη από την υπογραφή της σχετικής

συμβάσεως και το άνοιγμα του λογαριασμού) έχασαν την αυτοτέλειά τους, ως

εντασσόμενα στο συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο. Ως εκ τούτου, μου χορηγείται η

δυνατότητα να αμφισβητήσω ολόκληρο το αμφισβητούμενο ποσό που φέρεται ως

χρεωστικό υπόλοιπο επί τη βάσει του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.

Αλλά και σε αντίθετη περίπτωση, πάλι δεν απαιτείται η ειδικότερη αναφορά

κονδυλίων των δανειακών λογαριασμών, διότι σε αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο,

πέραν των ανωτέρω και για ανατροπή της αρχής της ισότητας των όπλων στην

πολιτική δίκη, καθόσον η αντίδικος μπόρεσε και επικαλέστηκε το σύνολο της

απαίτησης, δίχως να προτείνει τα επιμέρους κονδύλια και εν τέλει, πέτυχε την έκδοση

της ανακοπτομένης, κρινομένου του σχετικού ισχυρισμού της ως ορισμένου, ενώ

εγώ, προτείνοντας τον ίδιο ισχυρισμό αντιστρόφως, υπόκειμαι τον κίνδυνο να κριθεί

αυτός ως αόριστος, αν και προτείνω τον ίδιο ισχυρισμό με αντίστροφο πρόσημο.

Ώστε, είναι απολύτως ορισμένοι οι σχετικοί προβαλλόμενοι λόγοι, εφόσον

κρίθηκε ως ορισμένη και η αίτηση της αντιδίκου, η οποία δεν ανέφερε επιμέρους

κονδύλια και επ’ αυτής εξεδόθη η ανακοπτομένη, η οποία, ομοίως, δεν αναφέρει τα

επιμέρους κονδύλια.

2ε. Ο μαθηματικός υπολογισμός

Παρά ταύτα ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι απαιτείται κάποιος μαθηματικός

υπολογισμός, τότε ακόμα και η παράλειψή του, κατά πάγια νομολογία, καθιστά την

υπό κρίση ανακοπή μου απολύτως ορισμένη, εφόσον στο Δικαστήριο της ουσίας

εναπόκειται ο απλός μαθηματικός υπολογισμός των επιμέρους κονδυλίων.

Αλλά στην αδόκητη εκείνη περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της

ουσίας δε θα εδύνατο να προβεί στον απλό αυτό μαθηματικό υπολογισμό, τότε θα

ήταν προφανές, ότι, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, ούτε κι εγώ θα μπορούσα να

προβώ, κατά τρόπο αναλυτικό, στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του

τρόπου που οι ανωτέρω χρεώσεις επενέργησαν στο πληττόμενο με την παρούσα

συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής (καθόσον σε μια τέτοια περίπτωση θα

υποχρεωνόμουν με απόφαση δικαστηρίου στα αδύνατα…), τούτο δε ενδεχομένως,

διότι, στην περίπτωση αυτή πιθανόν να απαιτούνταν, λόγω του πλήθους των

κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές

Page 7: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η συνήθης πρακτική των δικαστηρίων

είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης,

προς διακρίβωση του ακριβούς ύψους της οφειλής.

Εν προκειμένω, ο μαθηματικός υπολογισμός τουλάχιστον από την πλευρά

μου είναι αδύνατος, οσοδήποτε κι αν προσπαθήσω κι όσο επίπονη κι αν είναι η

προσπάθειά μου αυτή. Τούτο μου δίνει το δικαίωμα να αμφισβητήσω παραδεκτά και

βάσιμα το συνολικό ποσό της απαίτησης.

Σε διαφορετική περίπτωση, αφενός θα υποχρεωνόμουν με απόφαση του

Δικαστηρίου Σας στα αδύνατα και αφετέρου, με την όλως προσχηματική και

αποφευκτική επίκληση μιας δήθεν αοριστίας της παρούσας ανακοπής μου, που θα

μπορούσε να εστιάζεται στην μη ειδικότερη αναφορά επιμέρους κονδυλίων (τα

οποία, εξάλλου, ούτε η αντίδικος επικαλείται και διακρίνει στην αίτησή της αλλά ούτε

και η ανακοπτομένη αναφέρει διακριτά στο σώμα της), το σύνολο των

προστατευτικών διατάξεων των Κοινοτικών Οδηγιών, των Νόμων και των

Υπουργικών Αποφάσεων, θα καθίστατο κενό γράμμα, ενόψει του πλήθους και της

πολυπλοκότητας των απαιτούμενων αριθμητικών πράξεων, στις οποίες θα με

ανάγκαζε μια τέτοια απόφαση, έστω κι αν αδυνατούσα να τις πράξω.

2στ. Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής: Ενδεχόμενη αποδοχή της

ενστάσεως αοριστίας θα καθιστούσε την εκδοθησόμενη απόφαση

πολλαπλώς παράνομη και αντισυνταγματική.

Ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί, ότι

ενδέχεται να προκύψει μια δικαιοδοτική κρίση, που θα αναγνώριζε (παραδόξως) μια

υποτιθέμενη, πλην όμως, εκ του Νόμου και επί της ουσίας, ανύπαρκτη αοριστία, μια

τέτοια κρίση θα ανάγκαζε το αξιότιμο Δικαστήριό Σας, να μεταχειριστεί αβάσιμους και

επικίνδυνους νομικούς ακροβατισμούς και αναπόφευκτα θα κατέληγε στην έκδοση

μιας αποφάσεως, γεμάτης από αθεράπευτες νομικές πλημμέλειες, όπως ειδικότερα:

1. Μια τέτοια απόφαση θα ήταν αντίθετη όχι μόνο σε κάθε έννοια Δικαίου αλλά

και στο ίδιο το Σύνταγμα, καθόσον, καταρχάς, από το άρθρο 28 παρ 1 του

Συντάγματος, το παράγωγο Κοινοτικό Δίκαιο αναπτύσσει έναντι του Εθνικού

Δικαίου και σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής (ως ισχύουσα γενική αρχή

του Ευρωπαϊκού Δικαίου), υπερνομοθετική ισχύ. Στο πλαίσιο αυτό, οι

διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει), ως

έχουσες άμεση εφαρμογή, υπερισχύουν κάθε διάταξης, ακόμα και αντίθετης

του εθνικού δικαίου. Η δε υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του

Εθνικού Δικαίου εκδηλώνεται τόσο στις ουσιαστικές όσο και στις δικονομικές

ρυθμίσεις, που εισάγει η ανωτέρω Οδηγία. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές

Page 8: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

τυγχάνουν εφαρμοστέες εν προκειμένω, μη δυνάμενων των δικονομικών

ενστάσεων, να ανατρέψουν όσα με την Κοινοτική Οδηγία ρυθμίζονται και είναι

εφαρμοστέα εν προκειμένω, τόσο στο ουσιαστικό, όσο και στο δικονομικό

κομμάτι της υπόθεσης, όπως είναι η κατανομή του βάρους της αποδείξεως.

2. Περαιτέρω, κατάργηση Νόμου, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της

διάκρισης των εξουσιών, μπορεί να γίνει μόνο από την Νομοθετική Εξουσία

(άλλως και μόνο σε περίπτωση αναγνωρίσεως της αντισυνταγματικότητας του

Νομοθετήματος, στο πλαίσιο του διάχυτος και παρεμπίπτοντος ελέγχου της

συνταγματικότητας των Νόμων από τα Δικαστήρια, μπορεί να μην

εφαρμοστεί ένας Νόμος). Ειδικότερα, ανάκληση κανονιστικών διοικητικών

πράξεων (όπως της υπ’ αριθμ Ζ1-798/2008 Υπουργικής Απόφασης) μπορεί

να γίνει μόνο υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος και από

το καθ’ ύλη αρμόδιο Διοικητικό Όργανο, που την εξέδωσε ή από το ιεραρχικά

ανώτερό του, εφόσον έχει την προς τούτο, νομοθετική εξουσιοδότηση.

Ακύρωσή ή/και κατάργηση κανονιστικής διοικητικής ρύθμισης, μπορεί να γίνει

μόνο από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. ΑΛΛΑ κατάργηση Κοινοτικών

Οδηγιών (όπως η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει),

Νόμων (όπως είναι ο Ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) ή/και

κανονιστικών διοικητικών πράξεων (όπως η Ζ1-798/2008 Υπουργική

Απόφαση, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) δεν μπορεί να γίνει με δικαστική

απόφαση πολιτικού δικαστηρίου σε δίκη ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής.

Σημειωτέον ότι, δεν υπάρχει ούτε ανάκληση, ούτε ακύρωση, ούτε κατάργηση

των κανονιστικών ρυθμίσεων που εισήχθησαν με τις αναφερόμενες στην

ανακοπή Υπουργικές Αποφάσεις. Απεναντίας, αυτές επικυρώθηκαν ως

σύμφωνες με το Σύνταγμα και νόμιμες, με την υπ’ αριθμ 1210/2010 απόφαση

του Συμβουλίου Επικρατείας. Κατά δεύτερο λόγο, δεν έχει καταργηθεί η

Κοινοτική Οδηγία και ο σχετικός Νόμος περί προστασίας καταναλωτών. Μόνο

στην αδόκητη περίπτωση που, από το αξιότιμο Δικαστήριό Σας, θα κρίνονταν

–έστω και παρεμπιπτόντως- οι ανωτέρω πράξεις ή κάποια από αυτές ως

αντισυνταγματικές, θα εδύνατο η δικαστική απόφαση, διαπιστώνοντας την

αντισυνταγματικότητα, να διατάξει την μη εφαρμογή τους. Συνεπώς, ενόψει

της μη προβολής ένστασης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών και

της μη αναγνωρίσεως -έστω και παρεμπίπτουσας- αντισυνταγματικότητας

των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων δικαίου, το Δικαστήριο

υποχρεούται στην εφαρμογή τους.

3. Η ενδεχόμενη δε έκδοση μιας δικαστικής αποφάσεως, η οποία όλως

προσχηματικά και αποφευκτικά θα επικαλούνταν μια τέτοια υποτιθέμενη

Page 9: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

αοριστία, contra στην εκδήλωση της αρχής της υπεροχής και δίχως την

ταυτόχρονη διάγνωση περί της συντρέχουσας αντισυνταγματικότητας των εν

λόγω διατάξεων (δηλαδή κατά παράβαση των ανωτέρω υπό στοιχείο 1 και 2

διαλαμβανομένων), θα ισοδυναμούσε με μια ιδιόμορφη άρνηση του

Δικαστηρίου να εφαρμόσει τις Κοινοτικές Οδηγίες, τους Νόμους και τις

Υπουργικές Αποφάσεις, που έχουν ταχθεί για την προστασία των

καταναλωτών, θα καθιστούσε την εκδοθησόμενη απόφαση ως απόφαση άνευ

οποιουδήποτε νομίμου ερείσματος, παράνομη ως αντισυνταγματική και θα

συνιστούσε εν τοις πράγμασι οιονεί αρνησιδικία του Δικαστηρίου.

4. Η εκδοθησόμενη απόφαση θα επέφερε μη νόμιμη αντιστροφή του βάρους της

αποδείξεως, η οποία θα έπρεπε να αποκρούεται, σύμφωνα με τον

Ν.2251/1994.

5. Η εκδοθησόμενη απόφαση θα αποτελούσε νομιμοποιητικό παράγοντα της

αποδεδειγμένης από έγγραφα καταχρηστικής συμπεριφοράς της αντιδίκου, η

οποία θα έπρεπε να αποκρούεται, σύμφωνα με τον Ν.2251/1994.

6. Η εκδοθησόμενη απόφαση θα επικροτούσε την κατάχρηση υποτιθέμενων

δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων εκ μέρους της αντιδίκου, και

μάλιστα, θα αναδείκνυε ως επικρατέστερα, δικαιώματα υποδεέστερης τυπικής

ισχύος, αν και τέτοια δικαιοδοτική κρίση αποκρούεται από το Σύνταγμα, την

ως άνω Κοινοτική Οδηγία, τον Νόμο, τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις και

εν τέλει, από κάθε κανόνα κι έννοια Δικαίου.

7. Εν τέλει, μια τέτοια απόφαση θα επικροτούσε την ίδια την κατάχρηση του

θεσμού της Δικαιοσύνης, η οποία, από ανεξάρτητη συνταγματική εξουσία,

ταγμένη στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και με σκοπό την

αποκατάσταση κάθε αδικίας, θα κατέληγε φορμαλιστικός νομιμοποιητικός

μηχανισμός της –έστω κι επί σειρά ετών- παράνομης, αθέμιτης, επιθετικής και

καταχρηστικής, ακολουθούμενης εμπορικής πρακτικής της αντιδίκου.

2ζ. Συμπερασματικά

2ζi. Εν τέλει, καθίσταται προφανές, πως δεν χωρεί εν προκειμένω βάσιμα να

προταθεί ένσταση αοριστίας. Από το σύνολο της ανακοπής μου και των προσθέτων

αυτής λόγων, αποδεικνύεται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι πλήττεται

συνολικώς ο μηχανισμός διαμόρφωσης του χρεωστικού υπολοίπου, όπως ρυθμίζεται

από την επίδικη δανειακή σύμβαση και τις σχετικές πρόσθετες πράξεις. Άμεσα,

δηλαδή, πλήττεται η διαδικασία του υπολογισμού και όχι το φερόμενο ως χρεωστικό

υπόλοιπο καθ' αυτό.

Page 10: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

Τούτο συμβαίνει διότι, εγώ είχα εξ αρχής την εύλογη και δίκαιη προσδοκία και

πεποίθηση, ότι ο μηχανισμός παραγωγής του χρέους μου, όπως προσδιορίστηκε

από την μεταξύ της αντιδίκου και εμού δανειακή σύμβαση θα είναι νόμιμος και σε

κάθε περίπτωση, μη καταχρηστικός, ενώ αντίστοιχα η αντίδικος είχε την εκ των

Κοινοτικών Οδηγιών, των Νόμων και των Υπουργικών Αποφάσεων υποχρέωση να

μην μετέρχεται παράνομες, άλλως καταχρηστικές μεθόδους και μηχανισμούς

υπολογισμού του χρέους, με τη χρήση των οποίων θα προσαύξανε το χρεωστικό

μου υπόλοιπο.

Έτσι, ζημία μου αποτελεί, κατά πρώτο λόγο, η πληττόμενη με την υπό κρίση

ανακοπή μου λειτουργία του μηχανισμού διαμόρφωσης του χρεωστικού υπολοίπου,

δηλαδή η διαδικασία του υπολογισμού του και όχι άμεσα το υπόλοιπο καθ' αυτό. Το

χρεωστικό υπόλοιπο, στο παρανόμως διαμορφωθέν ύψος του, αποτελεί

παρεπόμενη συνέπεια, δηλαδή αποτέλεσμα της ζημίας που υφίσταμαι και προκύπτει

αντανακλαστικά, από την λειτουργία του παράνομου, άλλως καταχρηστικού

μηχανισμού παραγωγής χρέους σε βάρος μου.

Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, εάν η διαδικασία διαμόρφωσης του

υπολοίπου είναι παράνομη, άλλως καταχρηστική, τότε το εκάστοτε φερόμενο ως

χρεωστικό υπόλοιπο, που προκύπτει από την λειτουργία αυτού του μηχανισμού,

στερείται νόμιμης βάσης και κατ' αποτέλεσμα, δεν είναι νόμιμο και δυνατό να ζητηθεί

η καταβολή του με την έκδοση Διαταγής Πληρωμής.

Εάν δε, τέτοια Διαταγή Πληρωμής εξεδόθη και ειδικότερα, εάν η

ανακοπτόμενη είναι μια τέτοια Διαταγή Πληρωμής, τότε αυτή θα πρέπει να ακυρωθεί

και να εξαφανιστεί, κατ’ άρθρο 174ΑΚ, άλλως κατ’ άρθρο 178ΑΚ, άλλως κατ’ άρθρο

179ΑΚ, άλλως κατ’ άρθρο 281ΑΚ, ενόψει ανυπαρξίας ή/και πλημμέλειας της αιτίας

πληρωμής, δηλαδή ελλείψει νομίμου βάσης, που αφορά την παρανομία, άλλως την

καταχρηστικότητα και ως εκ τούτου την συνολική ακυρότητα της απαίτησης, όπως

αυτή πηγάζει από την πληττόμενη δανειακή σύμβαση (που αποτελεί και τον

μηχανισμό παραγωγής του χρέους μου).

Ώστε, σε αυτή την περίπτωση, η εξέταση των επιμέρους κονδυλίων παρέλκει

και η προτεινόμενη ένσταση αοριστίας, είναι τουλάχιστον άστοχη και πάντως,

προδήλως αβάσιμη, κατά το μέρος που ζητείται με αυτήν η δήθεν αναφορά

ειδικότερων κονδυλίων, την ώρα που εγώ ζητώ με την εκδοθησόμενη απόφαση την

διαπίστωση, αναγνώριση και απαγγελία της ανυπαρξίας, άλλως της πλημμέλειας της

αιτίας πληρωμής, που γεννάται από την συνολική παρανομία του μηχανισμού

παραγωγής του χρέους μου, από τον οποίο προέκυψε ως απότοκο, το φερόμενο ως

χρεωστικό υπόλοιπο.

Page 11: Απόκρουση της ένστασης αοριστίας στην ανακοπή

2ζii. Κατά δεύτερο λόγο και συμφώνως των ανωτέρω, ως περαιτέρω ζημία

προκύπτει και η ίδια η έκδοση της Διαταγής Πληρωμής, κατά το μέρος που

επιχειρείται κάρπωση των αποτελεσμάτων που παρήχθησαν και εξακολουθούν να

παράγονται από την λειτουργία του ως άνω παράνομου μηχανισμού διαμόρφωσης

του ύψους της οφειλής. Ειδικότερα, ζημία μου αποτελεί η καταχρηστική άσκηση

καταχρηστικών ουσιαστικών δικαιωμάτων, από την οποία επετεύχθη η παραγωγή

εννόμων αποτελεσμάτων, όπως η έκδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής

και επιχειρείται εντεύθεν η –ακόμα και με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης

σε βάρος της κινητής ή/και ακίνητης περιουσίας μου- αναγκαστική είσπραξη του

προϊόντος της ζημίας μου, δηλαδή του προϊόντος που παράγεται από τον παράνομο

μηχανισμό διαμόρφωσης του ύψους της οφειλής μου, δηλαδή, το παράνομα

διαμορφωθέν καθ’ ύψος φερόμενο ως χρεωστικό υπόλοιπο.

Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται, άλλωστε, να προκύπτουν και ποινικές

εκφάνσεις αυτής της ζημίας, καθόσον ενδέχεται να πληρούνται οι αντικειμενικές,

υποκειμενικές και ειδικές υποστάσεις των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την

τετελεσμένη απάτη στο ακροατήριο και σε βάρος εμού, του δανειολήπτη, ενώ όπου

συναντάται υπέρβαση επιτοκίου ή/και υπολογισμός τόκου επί έτους 360 ημερών, δεν

θα πρέπει να αποκλείεται και ο καταλογισμός τοκογλυφίας.

Απομένει, λοιπόν, στο Δικαστήριο της ουσίας η διαπίστωση της μεταχείρισης

παρανόμων ή/και καταχρηστικών μεθόδων παραγωγής χρέους εκ μέρους της

αντιδίκου, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στην ανακοπή μου και εντεύθεν, η

διαπίστωση και η απαγγελία της βασιμότητας της ένδικης ανακοπής, ώστε,

στοιχειοθετούμενης της ανυπαρξίας ή της πλημμέλειας της αιτίας πληρωμής, να

αποκλειστεί κάθε αοριστία, λόγω μη αναφοράς ειδικότερων κονδυλίων, σύμφωνα με

όσα προεκτέθηκαν.

Συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υπάρξει αοριστία του

δικογράφου και ως εκ τούτου, το σύνολο των προβαλλόμενων ισχυρισμών, όντες

απολύτως ορισμένοι και βάσιμοι προτείνονται ενώπιον του αξιοτίμου Δικαστηρίου

Σας προκειμένου για την ακύρωση και την εξαφάνιση της ανακοπτομένης.