14
ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης Το ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης είναι ψυχοπαιδαγωγικό (πολυθεματικό – ενδο-ατομικής αξιολόγησης) διαγνωστικό μέσο για τον εντοπισμό παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες να ανταποκριθούν στις μαθησιακές απαιτήσεις του σχολείου (επίπεδο και ρυθμό ανάπτυξης σε διάφορους τομείς). Το Αθηνά Τεστ δίνει μια αναλυτική εικόνα της παρούσας κατάστασης του παιδιού σε καίριους τομείς της ανάπτυξης και εντοπίζει περιοχές που είναι ελλειμματικές και χρήζουν ιδιαίτερης διδακτικο-θεραπευτικής παρέμβασης . Ως πρότυπο για την κατασκευή του, χρησιμοποιήθηκαν δύο διαγνωστικά τεστ: το Aston Index και το Ιλλινόις Τεστ Ψυχογλωσσικών Ικανοτήτων – ITPA. Τα εξεταστικά αποτελέσματα του ΑθηνάΤεστ μπορούν να αξιοποιηθούν για να προγραμματίσει και να εφαρμόσει ο εκπαιδευτικός – μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους ειδικούς – την κατάλληλη εξατομικευμένη διδασκαλία στους μαθητές του (ψυχοπαιδαγωγικό διαγνωστικό πλαίσιο). Μπορεί ακόμα να χρησιμεύσει ως εργαλείο για μια πρώτη ψυχοπαιδαγωγική αξιολόγηση μαθητών όπου θα βοηθήσει στον εντοπισμό παιδιών που χρειάζεται να παραπεμφθούν για συστηματικότερη διαγνωστική αξιολόγηση. Τέλος, αποτελεί και ένα εύχρηστο εργαλείο για την συλλογή ερευνητικών δεδομένων. Με την βοήθεια του ΑθηνάΤεστ μπορεί να καθοριστεί όχι μόνο το κατά πόσο το επίπεδο ανάπτυξης ενός παιδιού είναι σύστοιχο με την χρονολογική του ηλικία , συγκρίνοντας την επίδοση του με παιδιά της ηλικίας του (δι-ατομικές διαφορές), αλλά και οι διαφορές που μπορεί να προκύψουν στις διάφορες επιμέρους ικανότητες και επιδόσεις μέσα στο ίδιο το υπό αξιολόγηση παιδί (ενδο-ατομικές διαφορές). Έτσι, οι υποκλίμακες του ΑθηνάΤεστ έχουν σταθμιστεί ώστε να επιτρέπουν τη μεταξύ τους σύγκριση και περιέχουν διαφορετικό εξεταστικό υλικό, όπως: α) ακουστικό – οπτικό (δίοδο επικοινωνίας), β) σημασιολογικό – σχηματικό , καθώς και διαφορετικό είδος έργου, όπως: α) Λεκτικό , β) γραφο-κινητικό και γ) χειρισμός αντικειμένων . Το ΑθηνάΤεστ αποτελείται από δεκατέσσερις (14) κύριες κλίμακες και μία (1) συμπληρωματική, σε μορφή ψυχομετρικών κλιμάκων που αξιολογούν πέντε (5) βασικούς τομείς της ανάπτυξης του παιδιού (πίνακας 1): Πίνακας 1 -1- Ψ Υ Χ Ο Μ Ε Τ Ρ Ι Α Α ΄, Κ. Μυλωνάς Σημειώσεις εργαστηριακού μαθήματος Ακαδημαϊκό Έτος 2006-2007 Ξ. Παρασκευοπούλου

ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών ΜάθησηςΤο ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης είναι ψυχοπαιδαγωγικό (πολυθεματικό – ενδο-ατομικής

αξιολόγησης) διαγνωστικό μέσο για τον εντοπισμό παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες να ανταποκριθούν στις μαθησιακές απαιτήσεις του σχολείου (επίπεδο και ρυθμό ανάπτυξης σε διάφορους τομείς). Το Αθηνά Τεστ δίνει μια αναλυτική εικόνα της παρούσας κατάστασης του παιδιού σε καίριους τομείς της ανάπτυξης και εντοπίζει περιοχές που είναι ελλειμματικές και χρήζουν ιδιαίτερης διδακτικο-θεραπευτικής παρέμβασης. Ως πρότυπο για την κατασκευή του, χρησιμοποιήθηκαν δύο διαγνωστικά τεστ: το Aston Index και το Ιλλινόις Τεστ Ψυχογλωσσικών Ικανοτήτων – ITPA.

Τα εξεταστικά αποτελέσματα του ΑθηνάΤεστ μπορούν να αξιοποιηθούν για να προγραμματίσει και να εφαρμόσει ο εκπαιδευτικός – μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους ειδικούς – την κατάλληλη εξατομικευμένη διδασκαλία στους μαθητές του (ψυχοπαιδαγωγικό διαγνωστικό πλαίσιο). Μπορεί ακόμα να χρησιμεύσει ως εργαλείο για μια πρώτη ψυχοπαιδαγωγική αξιολόγηση μαθητών όπου θα βοηθήσει στον εντοπισμό παιδιών που χρειάζεται να παραπεμφθούν για συστηματικότερη διαγνωστική αξιολόγηση. Τέλος, αποτελεί και ένα εύχρηστο εργαλείο για την συλλογή ερευνητικών δεδομένων.

Με την βοήθεια του ΑθηνάΤεστ μπορεί να καθοριστεί όχι μόνο το κατά πόσο το επίπεδο ανάπτυξης ενός παιδιού είναι σύστοιχο με την χρονολογική του ηλικία, συγκρίνοντας την επίδοση του με παιδιά της ηλικίας του (δι-ατομικές διαφορές), αλλά και οι διαφορές που μπορεί να προκύψουν στις διάφορες επιμέρους ικανότητες και επιδόσεις μέσα στο ίδιο το υπό αξιολόγηση παιδί (ενδο-ατομικές διαφορές). Έτσι, οι υποκλίμακες του ΑθηνάΤεστ έχουν σταθμιστεί ώστε να επιτρέπουν τη μεταξύ τους σύγκριση και περιέχουν διαφορετικό εξεταστικό υλικό, όπως: α) ακουστικό – οπτικό (δίοδο επικοινωνίας), β) σημασιολογικό – σχηματικό, καθώς και διαφορετικό είδος έργου, όπως: α) Λεκτικό, β) γραφο-κινητικό και γ) χειρισμός αντικειμένων. Το ΑθηνάΤεστ αποτελείται από δεκατέσσερις (14) κύριες κλίμακες και μία (1) συμπληρωματική, σε μορφή ψυχομετρικών κλιμάκων που αξιολογούν πέντε (5) βασικούς τομείς της ανάπτυξης του παιδιού (πίνακας 1):

Πίνακας 1

Νοητική Ικανότητα

Γλωσσικές Αναλογίες: 32 ελλιπείς γλωσσικές αναλογίες. Κάθε αναλογία αποτελείται από 2 προτάσεις: α) μια πλήρη πρόταση που ορίζει μια σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα, αντικείμενα, καταστάσεις β) μια ελλιπή πρόταση που ορίζει μια σχέση που λείπει ο δεύτερος όρος της. Ικανότητα παιδιού να συσχετίζει έννοιες κατά τρόπο λογικό. Αξιολογούνται: Γλωσσική κλίμακα (Γλωσσικό υλικό, Λεκτικό έργο) – Ακουστική δίοδος επικοινωνίαςΛεξιλόγιο: 20 λέξεις – έννοιες, ποικίλου περιεχομένου (αντικείμενα, καταστάσεις, δράσεις). Το παιδί καλείται να δώσει το εννοιολογικό περιεχόμενο κάθε λέξης. Αξιολογεί: α) τον βαθμό οριζόντιας οργάνωσης εννοιών (εννοιολογικό πλούτο), β) τον βαθμό κάθετης – ιεραρχικής οργάνωσης εννοιών (βαθμός αφαίρεσης – γενίκευσης). Γλωσσική κλίμακα (Γλωσσικό υλικό, Λεκτικό έργο) – Ακουστική δίοδος επικοινωνίας Αντιγραφή Σχημάτων: 6 γεωμετρικά σχήματα. Βαθμολογούνται με βάση 3 μορφολογικά χαρακτηριστικά: α) Γενική ομοιότητα με πρότυπο, β) προσανατολισμό σχήματος, γ) Ισότητα διαφόρων μερών. Αξιολογεί: α) Οπτικο-αντιληπτική ωριμότητα, β) Οπτικο-κινητικό συντονισμό (σταθερότητα γραμμών). Πρακτική κλίμακα (εικονιστικό υλικό, γραφο-κινητικό έργο) – Οπτική δίοδος επικοινωνίας.

Ολοκλήρωση

Παραστάσεων

Ολοκλήρωση Προτάσεων: 32 προτάσεις, από τις οποίες λείπει μια ολόκληρη λέξη ή μια φράση. Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να αξιοποιεί την γλωσσική εμπειρία του και τους πλεονασμούς της γλώσσας για να συμπληρώνει κενά σε γλωσσικό υλικό (αυτόματη διεργασία) – Ολοκλήρωση στο επίπεδο της πρότασης. Γλωσσική κλίμακα (γλωσσικό υλικό) – Λεκτικό έργο – Ακουστική δίοδος επικοινωνίαςΟλοκλήρωση Λέξεων: . 32 λέξεις, από τις οποίες λείπει ένας φθόγγος (ακρωτηριασμένες λέξεις). Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να αξιοποιεί την γλωσσική εμπειρία του και τους πλεονασμούς της γλώσσας για να συμπληρώνει κενά σε γλωσσικό υλικό (αυτόματη διεργασία). Γλωσσική κλίμακα (γλωσσικό υλικό) – Λεκτικό έργο – Ακουστική δίοδος επικοινωνίας.

-1-

Ψ Υ Χ Ο Μ Ε Τ Ρ Ι Α Α ΄, Κ. ΜυλωνάςΣημειώσεις εργαστηριακού μαθήματος Ακαδημαϊκό Έτος 2006-2007Ξ. Παρασκευοπούλου

Page 2: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

Μνήμη Ακολουθιών

Μνήμη Αριθμών: 16 σειρές ψηφίων οι οποίες βαθμιαία γίνονται μακρύτερες. Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να αναπαράγει, από μνήμης, σειρές ψηφίων, χωρίς λογική συνάφεια μεταξύ τους. Σημασιολογικό υλικό – Λεκτικό έργο – Ακουστική δίοδος επικοινωνίας – Άμεση Μνήμη.Μνήμη Εικόνων – Σχημάτων: Από 16 σειρές σχημάτων.Μνήμη εικόνων = υλικό με σημασία (εικόνες κοινών αντικειμένων, άσχετων μεταξύ τους) Μνήμη σχημάτων = άσημο υλικό, σχήματα διακριτά ώστε να διαφοροποιούνται, σχήματα πρωτόγνωρα ώστε να μην διευκολύνεται η σημασιολογική κωδικοποίηση.Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να αναπαράγει, από μνήμης, σειρές συμβόλων – παραστάσεων χωρίς λογική συνάφεια μεταξύ τους. Χειρισμός αντικειμένων – Οπτική δίοδο επικοινωνίας – Άμεση μνήμη οπτικών παραστάσεων (υλικό σημασιολογικό – άσημο). Χαμηλή & ισόβαθμη επίδοση = Μαθησιακές δυσκολίες.Κοινές Ακολουθίες: Συμπληρωματική κλίμακα. Το παιδί καλείται να κατονομάσει μέρη σειρών που συναντά στην καθημερινή ζωή (ημέρες εβδομάδας, μήνες έτους, κ.ά).

Γραφο-φωνολογική

Ενημερότητα

Διάκριση Γραφημάτων: 32 ζεύγη όμοιων ή ανόμοιων ψευδολέξεων (φτιαχτές λέξεις). Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να διακρίνει τα διάφορα γράμματα – γραφήματα της ελληνικής γλώσσας μεταξύ τους, βάση φυσιογνωμικών – εξωτερικών χαρακτηριστικών των οπτικών ερεθισμάτων (όχι εννοιολογικά). Γλωσσική κλίμακα (γλωσσικό υλικό) – Γραφο-κινητικό έργο – Οπτική δίοδος επικοινωνίας.Διάκριση Φθόγγων: 32 ζεύγη όμοιων ή ανόμοιων ψευδολέξεων (φτιαχτές λέξεις). Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να διακρίνει τους διάφορους φθόγγους – φωνήματα της ελληνικής γλώσσας μεταξύ τους, βάση φυσιογνωμικών – εξωτερικών χαρακτηριστικών των ακουστικών ερεθισμάτων (όχι εννοιολογικά). Γλωσσική κλίμακα (γλωσσικό υλικό)–Λεκτικό έργο–Ακουστική δίοδος επικοινωνίας.Σύνθεση Φθόγγων: 32 λέξεις με διάφορους συνδυασμούς φωνημάτων (φθόγγων) της ελληνικής γλώσσας. Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να συνενώνει φθόγγους και να σχηματίζει λέξεις. Γλωσσική κλίμακα (γλωσσικό υλικό) – Λεκτικό έργο – Ακουστική δίοδος επικοινωνίας.

Νευρο-ψυχολογική

Ωριμότητα

Οπτικο-κινητικός Συντονισμός: Αξιολογεί την ικανότητα του παιδιού να εκτελεί λεπτές κινήσεις των μυών (του χεριού), συμμορφούμενο στα εκάστοτε αισθητηριακά δεδομένα (της όρασης) – οπτικο-κινητικός συντονισμός. Εικονιστικό υλικό (Λαβύρινθος) – Γραφο-κινητικό έργο – Η διαδρομή κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Οπτική δίοδος επικοινωνίας.Αντίληψη «δεξιού – αριστερού»: 12 εντολές που δείχνουν κατά πόσο το παιδί γνωρίζει και διακρίνει, μεταξύ τους, τη δεξιά και την αριστερή «πλευρά» του σώματος, του δικού του (ευθεία αντίληψη) και του απέναντι του (καθρεπτική αντίληψη) και να προσανατολίζεται αναλόγως. Κινητικό έργο. Ακουστική δίοδος επικοινωνίας..Πλευρίωση: 14 εντολές που δείχνουν την προτίμηση του παιδιού να χρησιμοποιεί το δεξιό ή το αριστερό «ήμισυ» του σώματός του. Το παιδί χρησιμοποιεί μέλη του σώματος του (χέρι, πόδι, μάτι, αυτί) & μικροαντικείμενα (μολύβι, ξυλομπογιά, ξύστρα, μεγεθυντικός φακός, κυλινδρικός σωλήνας, ρολόι). Ανάπτυξη δεξιόπλευρης ή αριστερόπλευρης πλευρίωσης – αδιαμόρφωτη πλευρίωση. Είδος έργου: Κινητικά έργα – Χειρισμός αντικειμένων. Ακουστική δίοδος επικοινωνίας

Το ΑθηνάΤεστ κατασκευάστηκε και σταθμίστηκε στο Ψυχομετρικό Εργαστήριο του Τομέα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η όλη εργασία διήρκεσε επτά (7) χρόνια και πραγματοποιήθηκε σε τρεις (3) φάσεις: α) Αρχιτεκτονική δόμηση τεστ - Κατασκευή κάθε επιμέρους κλίμακας (σκοπός, μορφή, ερωτήσεις, προμήθεια υλικού, σχεδιασμός φυλλαδίου εξέτασης, βαθμολόγηση), β) δοκιμαστική χορήγηση προκαταρκτικής μορφής (500 παιδιά), γ) χορήγηση τελικής μορφής (660 παιδιά).

Τα χαρακτηριστικά του δείγματος της στάθμισης ήταν: α) Παιδιά κανονικών Νηπιαγωγείων – Δημοτικών Σχολείων, β) αναλογική εκπροσώπηση των 2 φύλων, γ) όλες οι ηλικιακές ομάδες, δ) ποικιλία πολιτιστικού επιπέδου, ε) καλή γνώση ελληνικής γλώσσας. Οι συντελεστές αξιοπιστίας (εσωτερικής συνέπειας – Kuder - Richardson & Cronbach alpha) για τις επιμέρους κλίμακες και τις ηλικιακές ομάδες κυμάνθηκαν στα αναμενόμενα επίπεδα (0,80 στις μικρές και μεγάλες ηλικίες και 0,90 στις ενδιάμεσες ηλικίες).

Το άθροισμα των αρχικών βαθμών των ερωτήσεων κάθε υποκλίμακας του ΑθηνάΤεστ για κάθε μαθητή, προκειμένου αφενός, να μας δηλώσει την επίδοσή του σε σύγκριση με τους μαθητές της ηλικίας του και αφετέρου, για να μπορεί να γίνει σύγκριση των αρχικών βαθμών και να διαπιστωθεί το επίπεδο ικανότητας κάθε μαθητή, μετατράπηκε σε δευτερογενείς μετρικές κλίμακες: α) Αναπτυξιακά πηλίκα – Εκατοστιαίες τιμές και β) Αναπτυξιακές ηλικίες. Στις τρεις υποκλίμακες που αφορούν στην νευρο-ψυχολογική ωριμότητα, καθώς και στην συμπληρωματική υποκλίμακα «κοινές ακολουθίες», ο βαθμός ανάπτυξης εκφράστηκε με ποιοτικούς ή κατηγορικούς χαρακτηρισμούς (π.χ. «επαρκής», «ελλιπής», «Δεξιόπλευρη πλευρίωση»). Τα αναπτυξιακά πηλίκα (Τυπικοί βαθμοί) του ΑθηνάΤεστ ακολουθούν την κανονική κατανομή Gauss, με μέσο όρο 10 και τυπική απόκλιση 3 και στο αναπτυξιακό διάγραμμα αξιολόγησης των ενδοατομικών διαφορών του μαθητή εκφράζονται με έναν ακέραιο αριθμό που κυμαίνεται μεταξύ του 1 και του 19. Με βάση τις εκατοστιαίες θέσεις και τα ποσοστά στα διάφορα τμήματα της κατανομής των αναπτυξιακών πηλίκων ορίστηκαν διαγνωστικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν τρεις (3) ζώνες: α)

-2-

Page 3: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

Κατώτερη – Ελλειμματική επίδοση, στο διάστημα με αναπτυξιακό πηλίκο 8 και κάτω (το 25% της κατανομής), που περιλαμβάνει τα παιδιά με οριακώς χαμηλή επίδοση (ΑΠ1= 8 και 7) και τα παιδιά με ανεπαρκή επίδοση (ΑΠ 6), β) Μέση – κανονική Επίδοση, στο διάστημα με αναπτυξιακό πηλίκο 9, 10, και 11 (το 50% της κατανομής), που περιλαμβάνει τα παιδιά με μέση – μέση επίδοση (ΑΠ=10), με μέση – ανώτερη επίδοση (ΑΠ=11) και με μέση – κατώτερη επίδοση (ΑΠ=9), γ) Ανώτερη επίδοση, στο διάστημα με αναπτυξιακό πηλίκο 12 και άνω (το 25% της κατανομής), που περιλαμβάνει τα παιδιά με οριακώς υψηλή επίδοση (ΑΠ= 12 και 13) και τα παιδιά με εξαιρετική επίδοση (ΑΠ 14). Τέλος οι αναπτυξιακές ηλικίες μας βοηθούν να καθορίσουμε αφενός, το βαθμό ανάπτυξης του παιδιού και τη διαγνωστική κατηγορία αυτού και αφετέρου, το βαθμό δυσκολίας του διδακτικού – διορθωτικού υλικού που μπορεί να αφομοιώσει το παιδί τη δεδομένη χρονική στιγμή ώστε να καταρτιστεί και το ανάλογο πρόγραμμα διορθωτικής παρέμβασης. Η σύγκριση μεταξύ αναπτυξιακής και χρονολογικής ηλικίας μας οδηγεί σε τρεις (3) περιπτώσεις: α) βαθμός ανάπτυξης μέσος – κανονικός (ΑΗ1 ίση περίπου με ΧΗ1), β) βαθμός ανάπτυξης υψηλός (ΑΗ ΧΗ) και γ) βαθμός ανάπτυξης κατώτερος του μέσου – κανονικού / ελλειμματικός (ΑΗ ΧΗ).

Μια ενδο-ατομική σύγκριση μπορεί να δείξει ότι η επίδοση του παιδιού, ενώ στις κλίμακες της νοητικής ικανότητας («Γλωσσικές αναλογίες», «Αντιγραφή σχημάτων», «Λεξιλόγιο») είναι μέση ή ακόμη και ανώτερη, στις κλίμακες της ολοκλήρωσης παραστάσεων («Ολοκλήρωση προτάσεων», Ολοκλήρωση λέξεων») και της γραφο-φωνολογικής ενημερότητας («Διάκριση γραφημάτων», «Διάκριση Φθόγγων», «Σύνθεση φθόγγων») να είναι ελλειμματική. Μια τέτοια ενδο-ατομική διαφορά δείχνει ότι το παιδί παρουσιάζει αδυναμία στο λεγόμενο αυτοματικό επίπεδο οργάνωσης των εμπειριών. Μια τέτοια αδυναμία σχετίζεται με ειδικές δυσκολίες στη γραφή και στην ανάγνωση.

Ομοίως, μια ενδο-ατομική σύγκριση μπορεί να δείξει ότι η επίδοση του παιδιού στις κλίμακες που χρησιμοποιούν σημασιολογικό γλωσσικό υλικό (όπως: «Γλωσσικές αναλογίες», «Λεξιλόγιο», «Ολοκλήρωση προτάσεων», «Ολοκλήρωση λέξεων») είναι σαφώς κατώτερη από ό,τι είναι στις κλίμακες που χρησιμοποιούν άσημο ή οπτικό υλικό (όπως: «Αντιγραφή σχημάτων», «Μνήμη αριθμών», «Μνήμη σχημάτων»). Μια τέτοια ενδο-ατομική διαφορά είναι μια ένδειξη ότι το παιδί έχει πολιτισμική αποστέρηση.

Ομοίως, μια ενδο-ατομική σύγκριση μπορεί να δείξει ότι η επίδοση του παιδιού στις τρεις κλίμακες νοητικής ικανότητας (ιδίως, στις δύο γλωσσικές) είναι στην κατηγορία «οριακώς χαμηλή επίδοση» (αναπτυξιακό πηλίκο 7 ή 8) και στις υπόλοιπες κλίμακες είναι στην κατηγορία «ανεπαρκής επίδοση» (αναπτυξιακό πηλίκο 6 και κάτω). Μια τέτοια διαφορά δείχνει ότι το παιδί έχει ελαφρά νοητική υστέρηση.

Ομοίως, μια ενδο-ατομική σύγκριση μπορεί να δείξει ότι η επίδοση του παιδιού σε όλες τις κλίμακες που χρησιμοποιούν την «ακουστική-φωνητική» δίοδο επικοινωνίας είναι συστηματικά μεγαλύτερη από ό,τι είναι στις κλίμακες που χρησιμοποιούν την «οπτικο-κινητική» δίοδο ή, το αντίθετο. Μια τέτοια ενδο-ατομική διαφοροποίηση δείχνει διαφορά στη δίοδο επικοινωνίας.

Το ΑθηνάΤεστ βάση της ηλικίας του παιδιού, μπορεί να χορηγηθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) σε παιδιά ηλικίας 5 έως και 9 ετών, β) σε σοβαρές νοητικές ανεπάρκειες (5-14 ετών) και γ) μεμονωμένες επιμέρους κλίμακες του τεστ (από νηπιακή έως εφηβική ηλικία). Η χορήγηση του ΑθηνάΤέστ, ανάλογα με τον εκάστοτε επιδιωκόμενο σκοπό, μπορεί να είναι: α) Πλήρης (όλες οι κλίμακες), β) Βραχεία («γλωσσικές αναλογίες», «λεξιλόγιο», «μνήμη αριθμών», «ολοκλήρωση παραστάσεων», «διάκριση γραφημάτων», «σύνθεση φθόγγων») και γ) Επιλεκτική (π.χ. όταν θέλουμε να έχουμε την εικόνα της νοητικής ικανότητας του παιδιού, χορηγούμε τις αντίστοιχες υποκλίμακες).

Ελληνικό WISC-IIIΤο ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-III είναι η ελληνική έκδοση της γνωστής κλίμακας νοημοσύνης για παιδιά, Wechsler

Intelligence Scale for Children. Βασίστηκε στην τρίτη αναθεωρημένη αμερικανική έκδοση του 1991 (WISC-III) και στη βρετανική έκδοση του 1992 (WISC-IIIUK) και έχει όλα τα δομικά και ψυχομετρικά χαρακτηριστικά των κλιμάκων νοημοσύνης, όπως την όρισε και προσπάθησε να τη μετρήσει ο David Wechsler.

Σύμφωνα με τον Wechsler η νοημοσύνη δεν είναι μια σύνθετη λειτουργία παρά μια μονόσημη ικανότητα, συναποτελούμενη από πολλές επιμέρους ικανότητες. Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-III αποτελείται από 13 επιμέρους κλίμακες (10 κύριες κλίμακες, 2 συμπληρωματικές και 1 προαιρετική) που η καθεμιά αξιολογεί μια διαφορετική πλευρά της νοημοσύνης – νοητικές λειτουργίες (μνήμη, αφαιρετική σκέψη, αντιληπτικές ικανότητες, κ.ά.) και που, όλες μαζί, εκφράζουν αυτό που αποκαλούμε γενική νοημοσύνη (βλέπε πίνακα 2).

Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-III είναι κατάλληλο για παιδιά 6 έως 16 ετών. Η αξιολόγηση της νοημοσύνης του παιδιού μπορεί να γίνει σε τρία επάλληλα – ιεραρχικά επίπεδα:

1 ΑΠ = Αναπτυξιακό Πηλίκο, ΑΗ = Αναπτυξιακή Ηλικία, ΧΗ = Χρονολογική Ηλικία -3-

Page 4: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

Σε επίπεδο των 13 επιμέρους κλιμάκων (αναλυτική – πολυθεματική αξιολόγηση που επιτρέπει τον εντοπισμό ενδοατομικών διαφορών), όπου εξάγεται ο τυπικός βαθμός κάθε κλίμακας (scaled score) καθώς και η νοητική ηλικία (test age, που εκφράζεται σε έτη και μήνες). Γίνεται χρήση κοινής μετρικής κλίμακας και για τις 13 κλίμακες με αποτέλεσμα οι 13 τυπικοί βαθμοί (που έχουν μέσο όρο το 10 και τυπική απόκλιση 3) να μπορούν να απεικονιστούν στο ψυχοδιαγνωστικό διάγραμμα ώστε να είναι δυνατόν να εντοπιστούν τομείς ανάπτυξης του παιδιού που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.

Σε επίπεδο λεκτικής και πρακτικής νοημοσύνης, με την εξαγωγή δύο περιεκτικότερων δεικτών: α) το Πηλίκο Λεκτικής Νοημοσύνης (αντιστοιχεί σε 5 κύριες λεκτικές κλίμακες) που αξιολογεί την ακουστικο-γλωσσική δίοδο επικοινωνίας και χρησιμοποιείται ακουστικο-λεκτικό κυρίως υλικό, και β) το Πηλίκο Πρακτικής Νοημοσύνης (αντιστοιχεί σε 5 κύριες πρακτικές κλίμακες) που αξιολογεί την οπτικο-κινητική δίοδο επικοινωνίας και χρησιμοποιείται οπτικο κινητικό υλικό. Οι δύο παραπάνω δείκτες εκφράζονται στην ίδια μετρική κλίμακα (μέσος όρος 100 και τυπική απόκλιση 15) και επιτρέπουν την ενδο-ατομική σύγκριση της νοημοσύνης του παιδιού ως προς τις δύο διόδους επικοινωνίας.

Σε επίπεδο γενικής νοημοσύνης, με την αθροιστική – στατιστική αξιολόγηση των 10 κυρίων κλιμάκων όπου εξάγεται ένας ενιαίος δείκτης, το Πηλίκο Γενικής Νοημοσύνης (μέσος όρος 100 και τυπική απόκλιση 15) και που εκφράζει με τον περιεκτικότερο, σφαιρικό τρόπο τη νοητική ικανότητα του παιδιού.

Πίνακας 2ΛΕΚΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΣΥΝΤ/ΓΡΑΦΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΣΥΝΤ/ΓΡΑΦΙΑ

Πληροφορίες Π Συμπλήρωση εικόνων ΣυΕ

Ομοιότητες Ο Κωδικοποίηση ΚΩ

Αριθμητική Α Σειροθέτηση εικόνων ΣειΕ

Λεξιλόγιο Λ Σχέδια με κύβους ΣΚ

Κατανόηση Κ Συναρμολόγηση αντικειμένων ΣΑ

Μνήμη αριθμών* ΜΑ Σύμβολα** Σ

Λαβύρινθοι* ΛΑ

* Συμπληρωματικές κλίμακες ** Προαιρετική Κλίμακα

Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-III, ως μέσο μέτρησης της γενικής νοητικής ικανότητας, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις, όπως π.χ. στην ψυχολογική αξιολόγηση ατομικών περιπτώσεων, στον σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων, στην πρόβλεψη για την πορεία εξέλιξης του νοητικού δυναμικού και για τη μελλοντική σχολική, και επαγγελματική επίδοση, για την τοποθέτηση του παιδιού σε ειδική μονάδα ενισχυτικής διδασκαλίας, για τη λήψη διοικητικών αποφάσεων ειδικής πρόνοιας (χαρακτηρισμός του παιδιού ως "ατόμου με ειδικές ανάγκες") κ.ά. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επισήμανση παιδιών με ασυνήθιστο προφίλ νοητικών ικανοτήτων (παιδιά σχολικής ηλικίας με ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες ή μαθησιακές δυσκολίες), για την κλινική και νευρολογική αξιολόγηση, καθώς επίσης και για τη συλλογή δεδομένων στην έρευνα.

Μερικές φορές καθίσταται αναγκαία η επανεξέταση του παιδιού. Για παράδειγμα, ένας κλινικός ψυχολόγος ή ερευνητής είναι πιθανό να επιθυμεί την αξιολόγηση τυχόν αλλαγών που θα προκύψουν στις νοητικές ικανότητες τον παιδιού, ύστερα από κάποια ψυχολογική ή ιατρική παρέμβαση. Ομοίως, ένας σχολικός ψυχολόγος είναι πιθανό να θέλει να επαναξιολογήσει τα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες του παιδιού στο γνωστικό πεδίο, στην περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του τεστ, λόγω μειωμένης προσοχής ή ασθένειας του παιδιού ή, επειδή δεν αναπτύχθηκε μια ικανοποιητική σχέση ανάμεσα στο παιδί και στον εξεταστή. Σε αυτές, αλλά και σε άλλες ακόμη περιπτώσεις επαναχορήγησης του τεστ, ο εξεταστής πρέπει να έχει υπόψη του ότι είναι πιθανό – ιδιαίτερα στις λεκτικές κλίμακες – να αυξηθεί η επίδοση του παιδιού ως αποτέλεσμα της εξοικείωσης του παιδιού με το υλικό του τεστ. Κατά συνέπεια, ο εξεταστής θα πρέπει να φροντίσει να μεσολαβεi όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης χορήγησης του τεστ και στις περιπτώσεις που το χρονικό αυτό διάστημα πρέπει να είναι κατ' ανάγκη μικρό, θα πρέπει να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα του τεστ με τη δέουσα προσοχή.

Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-ΙΙΙ είναι κατάλληλο και για τον εντοπισμό των ευφυών παιδιών - ακόμη και των υπερευφυών - γιατί παρέχει νοητικά πηλίκα άνω του 145 δηλαδή νοητικά πηλίκα πού εκτείνονται περισσότερες από τρεις τυπικές αποκλίσεις πάνω από το μέσο όρο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η νοητική ηλικία είναι χρήσιμος δείκτης, γιατί παρέχει μια αδρή ένδειξη του επιπέδου της ανάπτυξης που έχει κατακτήσει το παιδί σε μια. δεδομένη χρονική στιγμή. Παρόλα αυτά, ο εξεταστής πρέπει να χρησιμοποιεί και να ερμηνεύει τη νοητική ηλικία με προσοχή, διότι είναι πολύ πιθανό παιδιά διαφορετικής χρονολογικής ηλικίας να έχουν μεν την ίδια νοητική ηλικία, αλλά να διαφέρουν ως προς τον γενικότερο τύπο νοητικής ικανότητας ή άλλων δεξιοτήτων, λόγω ακριβώς της διαφορετικής τους

-4-

Page 5: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

χρονολογικής ηλικίας. Όπως και κατά την αξιολόγηση παιδιών με διαταραχές, έτσι και κατά την αξιολόγηση χαρισματικών παιδιών είναι πολύ σημαντικό να αντλούνται και συνεκτιμώνται πληροφορίες από πολλές πηγές.

Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-ΙΙΙ μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών σε παιδιά που έχουν προβλήματα κατά τη διάρκεια της σχολικής τους φοίτησης. Ασφαλώς, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που είναι δυνατό να επηρεάζουν τη σχολική επίδοση του παιδιού, ενδογενείς και εξωγενείς. Όλοι οι παράγοντες αυτοί είναι ευνόητο ότι πρέπει να διερευνηθούν, προκειμένου να επιτευχθεί αξιόπιστη και έγκυρη διαγνωστική αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης του παιδιού. Πρέπει να σημειωθεί ότι τυχόν χαμηλή επίδοση τον παιδιού σε ένα τεστ νοημοσύνης δεν σημαίνει απαραίτητα χαμηλό επίπεδο νοητικής λειτουργίας. Παρόλο που ένα χαμηλό νοητικό πηλίκο συχνά είναι αποτέλεσμα νοητικής ανεπάρκειας, μπορεί, επίσης, να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες, όπως: σημαντική διαφορά ως προς το πολιτισμικό και το γλωσσικό επίπεδο μεταξύ του εξεταζομένου παιδιού και των παιδιών του δείγματος της στάθμισης του τεστ, διάσπαση της προσοχής ή άγχος που αποδιοργανώνει το παιδί, άρνηση του παιδιού να συνεργαστεί με τον εξεταστή ή / και ύπαρξη διαταραχών, όπως ο αυτισμός και οι αισθητηριακές ανεπάρκειες. Ο εξεταστής πρέπει να λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη του αυτούς τους παράγοντες, όταν αξιολογεί τα αποτελέσματα τον τεστ.

Αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών, σχετικά με μαθησιακές δυσκολίες, μαθησιακά προβλήματα και γνωστικές δυσλειτουργίες, δείχνουν ότι η νευροψυχολογική εξέταση μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες που βοηθούν στη διάγνωση και στη θεραπεία αυτών των προβλημάτων. Ενώ ο Wechsler δεν προόριζε, αρχικά, τις κλίμακες να χρησιμοποιηθούν ως μέσα νευροψυχολογικής αξιολόγησης, αποδείχθηκε όμως ότι οι κλίμακες αυτές είναι πολύ χρήσιμο και αναπόσπαστο μέρος μιας πλήρους νευροψυχολογικής αξιολόγησης. Παρόλο που οι κλίμακες νοημοσύνης είναι σημαντικά μέσα συλλογής πληροφοριών στη νευροψυχολογική αξιολόγηση, η επίδοση στις κλίμακες Wechsler εξετάζεται σε σχέση με την επίδοση των ασθενών σε άλλα νευροψυχολογικά τεστ που τους έχούν χορηγηθεί κατά τη διαδικασία της νευροψυχολογικής αξιολόγησης. Συχνά, κατά τη διαδικασία της νευροψυχολογικής αξιολόγησης, η ποιοτική ερμηνεία της επίδοσης στο τεστ, η ανάλυση των λαθών και η μελέτη των χρονικών ορίων έχουν μεγάλη σημασία. Πιθανότατα, τα ποιοτικά και κλινικά αυτά δεδομένα μπορεί να είναι πιο σημαντικά ακόμα και από την τελική βαθμολογία.

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα που έχει το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-ΙΙΙ, είναι ότι παρέχει μέσω των 13 διαφορετικών κλιμάκων, ένα μεγάλο εύρος αξιόπιστων και έγκυρων πληροφοριών για, τις γνωστικές ικανότητες τον παιδιού. Παρέχει υψηλού επιπέδου πληροφόρηση με σημαντική προγνωστική εγκυρότητα σε ό,τι αφορά στη μαθησιακή ικανότητα του παιδιού. Η δομή τον τεστ προσφέρει στον ψυχολόγο τη δυνατότητα να αξιολογήσει τα ευρήματα σε πολλά επίπεδα:

Με τον απλό υπολογισμό τον γενικού νοητικού πηλίκου (μέσος όρος 100 και τυπική απόκλιση 15), την εκατοστιαία τιμή2 και τον καθορισμό βαθμίδων νοητικής ικανότητας (ευφυή, μέσα – φυσιολογικά, νοητικώς καθυστερημένα παιδιά).

Τον υπολογισμό του Λεκτικού και Πρακτικού πηλίκου καθώς και των εκατοστιαίων τιμών αυτών. Τα παιδιά με δυσκολίες στον γραπτό και προφορικό λόγο καθώς και στην κατανόηση αυτού συχνά παρουσιάζουν σημαντική διαφορά ανάμεσα στο Πρακτικό και Λεκτικό πηλίκο μεγαλύτερη των 11 μονάδων (Π.Π – Λ.Π 11)3 η οποία συχνά συνδέεται με νευρολογικές υπολειτουργίες. Αντίθετα, συγκριτικά χαμηλή επίδοση στις λεκτικές κλίμακες (Λεκτικό Πηλίκο) από ό,τι στις πρακτικές (Πρακτικό Πηλίκο) συνδέεται συχνά με πολιτισμική υστέρηση.

Τη συγκριτική αξιολόγηση της επίδοσης του παιδιού μεταξύ των 13 επιμέρους κλιμάκων, με την ενδο-ατομική αξιολόγηση των νοητικών ικανοτήτων αυτού στους διάφορους τομείς ανάπτυξης. Τους τυπικούς βαθμούς του παιδιού στις 13 κλίμακες μπορούμε να τις παρουσιάσουμε σε γραφική παράσταση στο ενδο-ατομικό διάγραμμα. Τα αναπτυξιακά πηλίκα (Τυπικοί βαθμοί) του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ WISC-III ακολουθούν την κανονική κατανομή του Gauss, με μέσο όρο 10 και τυπική απόκλιση 3 και στο αναπτυξιακό διάγραμμα αξιολόγησης των ενδοατομικών διαφορών του μαθητή εκφράζονται με έναν ακέραιο αριθμό που κυμαίνεται μεταξύ του 1 και του 19. Στο ενδο-ατομικό διάγραμμα μπορούν να φανούν οι διαφορές στην επίδοση του παιδιού μεταξύ των 13 κλιμάκων του τεστ. Ο εντοπισμός ενδοατομικών διαφορών μεταξύ των 13 κλιμάκων μας βοηθάει να ορίσουμε τα σημεία δύναμης – αδυναμίας της νοητικής λειτουργίας του παιδιού σε κάθε μια κλίμακα χωριστά, τόσο για τις λεκτικές κλίμακες όσο και για τις πρακτικές. Η διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου να προσδιορίσουμε τη δύναμη – αδυναμία του παιδιού σε κάθε μια κλίμακα είναι η εξής: βρίσκουμε το μέσο όρο των τυπικών βαθμών τόσο των λεκτικών όσο και των πρακτικών κλιμάκων και τον αφαιρούμε από τον τυπικό βαθμό κάθε κλίμακας. Ο μέσος όρος των λεκτικών κλιμάκων αφαιρείται από τους τυπικούς βαθμούς των αντίστοιχων λεκτικών κλιμάκων και αντίστοιχα το ίδιο πράττουμε και με τον μέσο όρο των τυπικών βαθμών των πρακτικών κλιμάκων. Διαφορές μεγαλύτερες του |3| θεωρούνται σημαντικές (Τ.Β – Μ.Ο > |3| ). Το θετικό πρόσημο δείχνει «δύναμη» στην ανάλογη κλίμακα και στις ικανότητες που αυτή

2 Εκατοστιαία τιμή του πηλίκου ενός παιδιού = Δείχνει το ποσοστό % των συνομηλίκων του παιδιού που έχουν ίσο ή μικρότερο πηλίκο3 Π.Π = Πρακτικό πηλίκο νοημοσύνης, Λ.Π = Λεκτικό πηλίκο νοημοσύνης, Τ.Β = Τυπικός βαθμός, Μ.Ο = Μέσος όρος

-5-

Page 6: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

αξιολογεί, ενώ το αρνητικό πρόσημο δείχνει αδυναμία στην ανάλογη κλίμακα και τις ικανότητες που αξιολογεί (Οι πίνακες 3,4 και 5 αναφέρουν τις ικανότητες που μετρούν οι υποκλίμακες του Ελληνικού WISC-III).

Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ WISC-III μας επιτρέπει να εκφράσουμε την επίδοση του παιδιού σε κάθε μια υποκλίμακα του τεστ και σε αναπτυξιακή – νοητική ηλικία (σε έτη και μήνες), η οποία αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας και μας δίνει πληροφορίες για το επίπεδο της ανάπτυξης που έχει κατακτήσει το παιδί σε κάθε δεδομένη χρονολογική στιγμή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποβεί χρήσιμη και η ποιοτική αξιολόγηση των απαντήσεων του παιδιού στις επιμέρους ερωτήσεις κάθε υποκλίμακας.

Η διαδικασία προσαρμογής και στάθμισης του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ WISC-III διήρκεσε πέντε χρόνια (δύο φάσεις): Προκαταρκτική – προπαρασκευαστική φάση, όπου έγινε η επιλογή των ερωτήσεων των κλιμάκων καθώς και

προσθήκη νέων ερωτήσεων, μετάφραση και προσαρμογή των οδηγιών χορήγησης και βαθμολόγησης των κλιμάκων, πρόσθεση ενδεικτικών απαντήσεων για την βαθμολόγηση των λεκτικών κλιμάκων και δοκιμαστική βαθμολόγηση όλων των κλιμάκων. Το δείγμα αποτέλεσαν 216 παιδιά που φοιτούσαν σε σχολεία της περιοχής Αθηνών, ηλικίας 5 έως 17 ετών (αποφυγή πιθανής επίδρασης των φαινομένων «βάσης» και «οροφής»). Τα ψυχομετρικά χαρακτηριστικά που υπολογίστηκαν πάνω στα οποία βασίστηκε η επιλογή των ερωτήσεων των 13 κλιμάκων ήταν τα εξής: α) Η διαφοροποιητική ικανότητα κάθε ερώτησης σε όλο το εύρος των ηλικιών (προτιμήθηκαν ερωτήσεις με τη μεγαλύτερη διαφοροποιητική ικανότητα), β) η ηλικιακή ομάδα για την οποία θεωρείται κατάλληλη η ερώτηση (σειρά δυσκολίας – ερωτήσεις που απαντήθηκαν επιτυχώς από το 50% του δείγματος) και γ) ο δείκτης συνάφειας (Biserial) ανάμεσα στην επίδοση – βαθμό σε κάθε ερώτηση και στην επίδοση – βαθμό στο σύνολο της κλίμακας (σε όλες τις κλίμακες προτιμήθηκαν ερωτήσεις με υψηλή συνάφεια).

Τελική φάση, η οποία είχε σαν στόχο αφενός την επιβεβαίωση και ορθή εφαρμογή των κανόνων χορήγησης και εφαρμογής που προέκυψαν από την προκαταρκτική φάση και αφετέρου την κατασκευή πινάκων για τον υπολογισμό των πρότυπων βαθμών (τυπικοί βαθμοί, νοητικά πηλίκα, νοητικές ηλικίες, εκατοστιαίες τιμές) και δεικτών αξιοπιστίας και εγκυρότητας των κλιμάκων. Το δείγμα της τελικής στάθμισης αποτέλεσαν 956 μαθητές που προέρχονταν από σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όλης της χώρας. Για τον υπολογισμό των τυπικών βαθμών, η ψυχομετρική επεξεργασία έγινε με βάση την υποδιαίρεση κάθε έτους ηλικίας σε τρεις επιμέρους ηλικιακές ομάδες, που διέφεραν τέσσερις μήνες μεταξύ τους. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι 11 ηλικιακές ομάδες (6 έως 16 έτη) υποδιαιρέθηκαν και αποτέλεσαν 33 επιμέρους ομάδες (πίνακες μετατροπής των αρχικών βαθμών σε τυπικούς βαθμούς με μέσο όρο το 10 και τυπική απόκλιση το 15). Εκτός από τους τυπικούς βαθμούς για κάθε κλίμακα, υπολογίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τρία νοητικά πηλίκα: το Πηλίκο Λεκτικής Νοημοσύνης, το Πηλίκο Πρακτικής Νοημοσύνης και το Πηλίκο Γενικής Νοημοσύνης. Τα πηλίκα αυτά υπολογίστηκαν με βάση τους τυπικούς βαθμούς κάθε των 10 κύριων κλιμάκων του τεστ και έχουν μέσο όρο το 100 και τυπική απόκλιση 15. Για κάθε ένα από τα τρία πηλίκα νοημοσύνης, υπολογίστηκαν, με βάση τη θεωρητική z-κατανομή, οι εκατοστιαίες τιμές που αντιστοιχούν σε όλο το εύρος των τιμών των πηλίκων αυτών. Τέλος οι επιδόσεις των παιδιών του δείγματος της τελικής στάθμισης σε καθεμιά από τις 13

Πίνακας 3. Κοινές ικανότητες που μετρούν οι πρακτικές υποκλίμακεςΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ

ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕΙΡΟΘΕΤΗΣΗ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΣΧΕΔΙΑ ΜΕ ΚΥΒΟΥΣ

ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΣΥΜΒΟΛΑ

Σύνθετες οδηγίες * * * *Απλές οδηγίες * *Οπτική αντίληψη αφηρημένων ερεθισμάτων * * *Οπτική αντίλιψη ερεθισμάτων με συγκεκριμένη μορφή * * *Οπτική αντίλιψη εικόνων * *Οπτικο-κινητική δίοδος * * * * * *Γενική εικονική εικανότητα (Horn) * * *Χωρική ικανότητα (Bannatyne) * * *Λειτουργία δεξιού ημισφαιρίου * *Συνθετική λειτουργία των δύο ημισφαιρίων * * * *Συλλογιστική ικανότητα * *Ικανότητα σχεδιασμού δραστηριότητας * *Αναπαραγωγή μοντέλων * *Ταυτόχρονη επεξεργασία * * *Χωρική εικονική ικανότητα * *Σύνθεση * * *Λύση προσβλήματος (μέθοδος δοκιμής και πλάνης) * *Οπτική μνήμη * * *Οπτική σειροθέτηση * *Οπτική οργάνωση * *Οπτικο-κινητικός συντονισμός * * * *

-6-

Page 7: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

κλίμακες του τεστ εκφράστηκαν και σε νοητικές ηλικίες (έτη και μήνες). Δείκτες αξιοπιστίας υπολογίστηκαν για 11 από τις 13 κλίμακες του τεστ ( όχι για τις υποδοκιμασίες «Κωδικοποίηση» και «Σύμβολα»). Οι υπολογισμοί έγιναν χωριστά για καθεμιά από τις 11 ηλικιακές ομάδες (6 έως 16 έτη). Για τις κλίμακες «Συμπλήρωση εικόνων» και «Πληροφορίες» - οι τιμές των οποίων είναι 0 ή 1, υπολογίστηκε ο δείκτης Kuder-Richardson 20. Για τις υπόλοιπες εννέα κλίμακες που οι τιμές της κάθε ερώτησης είναι περισσότερες του 0 ή 1, υπολογίστηκε ο δείκτης Cronbach α. Οι δείκτες αξιοπιστίας για τις 11 κλίμακες του τεστ κυμάνθηκαν μεταξύ του 0,43 (13ο έτος – «Λαβύρινθοι») και του 0,85 (10ο έτος – «Σχέδια με κύβους» και 14ο έτος – «Λεξιλόγιο»).

Πίνακας 4. Κοινές ικανότητες που μετρούν οι λεκτικές υποκλίμακεςΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ

ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΜΝΗΜΗ ΑΡΙΘΜΏΝΚατανόηση μακροσκελών ερωτήσεων * * *Κατανόηση απλών λέξεων * * *Ακουστικο-γλωσσική δίοδος * * * * * *Σχηματισμός λεκτικών εννοιώνΔιαλογιστική ικανότητα (Bannatyne)

* * *

Επίκτητη γνώση (Bannatyne) * * *Πολιτιστική γνώση * *Εύρος γενικών γνώσεων * *Χειρισμός αφηρημένων λεκτικών εννοιών * *Μακρόχρονη μνήμη * * *Σχηματισμός λεκτικών εννοιών * *Διαλογιστική ικανότητα * *Μακροσκελείς απαντήσεις * * *Βραχυσκελείς απαντήσεις * * *

Πίνακας 5. Κοινές ικανότητες που μετρούν οι λεκτικές και οι πρακτικές υποκλίμακεςΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ

Λεκτικές Πρακτικές

ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ Π Ο Α Λ Κ ΜΑ ΣυΕ ΚΩ ΣειΕ ΣΚ ΣΑ ΣΠροσοχή – Συγκέντρωση * * * * *Διαφοροποίηση σημαντικών-ασήμαντων λεπτομερειών * * * *Κωδικοποίηση πληροφοριών για περαιτπέρω επεξεργασία * * * *Ρέουσα νοημοσύνη (Horn) * * * * *Αποκρυσταλλωμένη νοημοσύννη (Horn) * * * * *Σειροθετική ικανότητα (Bannatyne) * * *Κοινή λογική (σχέση αιτίου-αποτελέσματος) * *Σχηματισμός εννοιών * * *Ευχέρεια με τους αριθμούς * * *Γενική νοητική ικανότητα * * * * * *Ικανότητα μάθησης * * *Συλλογιστική/Διαλογιστική ικανότητα * * * * *Σειροθετική επεξεργασία * * *Βραχύχρονη μνήη (οπτική ή ακουστική) * * * *Κοινωνική κατανόηση * *

Τεστ Ανίχνευσης της Αναγνωστικής Ικανότητας – Ε. Τάφα (1995)Η πολυπλοκότητα της αναγνωστικής δεξιότητας και η μεγάλη σημασία της ως μέσου επικοινωνίας, απόκτησης της

γνώσης και επαγγελματικής επιτυχίας του ατόμου, έχει αναγνωρισθεί από πολύ νωρίς. Τα σχολικά προγράμματα όλων των χωρών αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκμάθηση της ανάγνωσης. Πολλοί επιστημονικοί κλάδοι – Παιδαγωγική, Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία, Ψυχογλωσσολογία, Νευροψυχολογία, Ψυχοπαθολογία – ασχολούνται με την μελέτη της ανάπτυξης και της αναγνωστικής ικανότητας. Υπάρχουν τρία στάδια της αναγνωστικής λειτουργίας μέσο των οποίων επιτυγχάνεται η αναγνωστική ικανότητα: α) αναγνώριση των γραπτών συμβόλων και αποκωδικοποίηση του μηνύματος, β) κατανόηση του σημασιολογικού περιεχομένου και γ) αξιολόγηση και κρίση του μηνύματος.

Η μέτρηση της αναγνωστικής ικανότητας αποτελεί μια σπουδαία και αναγκαία διαδικασία στη διδασκαλία της ανάγνωσης. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει τις δυνατότητες και αδυναμίες των μαθητών του προκειμένου να τους βοηθήσει να πετύχουν το στόχο τους, δηλαδή να κατακτήσουν με επάρκεια όλα τα στάδια της αναγνωστικής διαδικασίας. Η μέτρηση όμως αυτή πρέπει να γίνεται με τη χρήση μιας ποικιλίας μεθόδων αξιολόγησης που να περιλαμβάνει τόσο υποκειμενικές όσο και αντικειμενικές εκτιμήσεις. Η διαφορά έγκειται στο ότι, για τη διαμόρφωση του αποτελέσματος στις υποκειμενικές μεθόδους, αποφασιστικό ρόλο έχει η κρίση του δασκάλου ενώ στις αντικειμενικές μεθόδους υπάρχει ένα σύστημα βαθμολογίας που βασίζεται σε καθοριστικούς παράγοντες. Η μέτρηση

-7-

Page 8: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

της αναγνωστικής ικανότητας ποικίλλει ανάλογα με τις ανάγκες των μαθητών και προχωρεί από τη γενική στην πιο ειδική. Το πρώτο βήμα είναι να μετρήσουμε το υφιστάμενο επίπεδο αναγνωστικής ικανότητας του μαθητή για να αποφασίσουμε εάν ο μαθητής έχει δυσκολίες στην ανάγνωση ή όχι. Το δεύτερο βήμα είναι να καταδείξουμε τα ιδιαίτερα σημεία των αναγνωστικών δυνατοτήτων και αδυναμιών του μαθητή. Ο Vincent (1987) διαιρεί τα τεστ που μετρούν την αναγνωστική ικανότητα σε αυτά που πραγματοποιούνται με σιωπηρή ανάγνωση και σε εκείνα που διαβάζονται δυνατά. Τα κατατάσσει επίσης ανάλογα και προς την μορφή του γραπτού λόγου που εξετάζουν, δηλαδή με μια λέξη, μια πρόταση ή ένα κείμενο. Υπάρχουν τεστ αναγνώρισης απλών λέξεων, όπως αυτά των Burt, Vernon και Schonell που έχουν και είχαν συχνά χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της αναγνωστικής ικανότητας. Υπάρχουν επίσης τεστ λέξεων που αναφέρονται στην ταύτιση της λέξης με την κατάλληλη εικόνα ή με το ηχητικό σύμβολο. Τα τεστ του τύπου συμπλήρωσης ελλιπούς πρότασης είναι τα πλέον ευρέως χρησιμοποιούμενα για την μέτρηση της αναγνωστικής ικανότητας. Σε αυτά τα τεστ η πρόταση πρέπει να συμπληρωθεί ως προς την έννοια της με την επιλογή μιας λέξης από ένα αριθμό δεδομένων εναλλακτικών λέξεων. Έτσι ο αναγνώστης προσπαθώντας να επιλέξει τη σωστή λέξη από το σύνολο των εναλλακτικών λέξεων, για να συμπληρώσει νοηματικά την ελλιπή πρόταση ή τη μικρή παράγραφο, πρέπει να είναι σε θέση: α) να κατανοεί τη σημασία των περισσοτέρων λέξεων, β) να έχει ικανότητα εννοιολογικής διάκρισης βασιζόμενος στην αναγνωστική εμπειρία του, γ) να μπορεί να κάνει αποκωδικοποίηση, δ) να έχει μνημονική ικανότητα και ε) να γνωρίζει τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες της γλώσσας του καθώς και λεξιλόγιο.

Τα τεστ του τύπου συμπλήρωσης ελλιπούς πρότασης είναι ιδιαίτερα χρήσιμα γα την ανίχνευση μαθητών που εμφανίζουν δυσκολίες στην ανάγνωση και βρίσκονται κάτω του μέσου όρου της ηλικίας τους ως προς την αναγνωστική ικανότητα. Είναι ακόμα χρήσιμα για ερευνητικά προγράμματα ευρείας κλίμακας μετρήσεων της αναγνωστικής ικανότητας των παιδιών.

Το Τεστ Αναγνωστικής Ικανότητας – Τάφα έχει ως σκοπό, πριν προχωρήσουμε σε μια περισσότερο σε βάθος διαγνωστική εξέταση των μαθητών με προβλήματα στην ανάγνωση, την ανίχνευση των μαθητών των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου που έχουν προβλήματα στην ανάγνωση και την ταξινόμηση αυτών ανάλογα με την αναγνωστική τους επίδοση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς, για τους μαθητές των τάξεων Β΄, Γ΄ και Δ΄ του δημοτικού σχολείου, ηλικίας από 6 ετών και 9 μηνών έως 10 ετών και 1 μηνός. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μαθητές που φοιτούν στη Α΄ δημοτικού ,αλλά είναι ηλικίας 6 ετών και 9 μηνών, καθώς επίσης και σε μαθητές που φοιτούν στην Ε΄ δημοτικού αλλά είναι ηλικίας 10 ετών και 1 μηνός. Είναι ένα ομαδικό τεστ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ατομικά. Ο τύπος του τεστ είναι εκείνος της συμπλήρωσης ελλιπούς πρότασης με τη διαδικασία της πολλαπλής επιλογής. Οι στόχοι του τεστ είναι: α) η αντικειμενική μέτρηση της αναγνωστικής ικανότητας των μαθητών των παραπάνω ηλικιών, β) ο εντοπισμός των μαθητών με προβλήματα ανάγνωσης, γ) η σύγκριση του επιπέδου της αναγνωστικής ικανότητας μεταξύ των μαθητών της ίδιας τάξης ή μεταξύ των μαθητών δύο ή περισσοτέρων σχολείων και δ) ο καθορισμός δεικτών μέτρησης της αναγνωστικής ικανότητας των παιδιών σε εθνικό επίπεδο. Το τεστ αποτελείται από 42 ερωτήσεις – items. Κάτω από κάθε ερώτηση υπάρχουν τέσσερις (4) περισπαστικές λέξεις από τις οποίες το παιδί επιλέγει την σωστή λέξη – έννοια για την συμπλήρωση της ελλειμματικής πρότασης – ερώτησης, με βάση τις γνώσεις του. Στην κατασκευή όλων των ερωτήσεων λαμβάνεται υπόψη το βασικό λεξιλόγιο των μαθητών των τάξεων Β΄,Γ΄,Δ΄ και Ε΄ του δημοτικού σχολείου, όπως αυτό αναφέρεται στα βιβλία «Η Γλώσσα μου» (ΟΕΔΒ), καθώς επίσης και το ανάλογο για τα παιδιά αυτής της ηλικίας, επίπεδο γνώσης της γραμματικής και του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας. Σωστή θεωρείται η επιλογή της λέξης όταν το παιδί τη βάλει σε κύκλο ή όταν την υπογραμμίσει. Επίσης θεωρείται σωστή η απάντηση, όταν ένα παιδί γράψει τη σωστή λέξη στα υπάρχοντα κενά διαστήματα των ερωτήσεων αντί να την υπογραμμίσει. Ο συνολικός αριθμός των σωστών απαντήσεων είναι ο αρχικός βαθμός (raw score) του μαθητή στο τεστ π.χ. εάν ένα παιδί έχει απαντήσει σωστά σε 25 από τις 42 ερωτήσεις του τεστ, ο αρχικός βαθμός για το παιδί αυτό είναι 25. Ο αρχικός βαθμός κάθε μαθητή δείχνει μόνο την κατάταξη του μαθητή σε σύγκριση με τους συμμαθητές του στο συγκεκριμένο τεστ. Για να μπορούν οι αρχικοί βαθμοί να συγκριθούν και να διαπιστώσουμε το επίπεδο της αναγνωστικής ικανότητας του κάθε μαθητή, πρέπει να μετατραπούν σε δευτερογενείς μετρικές κλίμακες. Η δευτερογενείς μετρική κλίμακα που χρησιμοποιήθηκε σε αυτό το τεστ είναι η κλίμακα των σταθερών βαθμών. Οι σταθεροί βαθμοί δείχνουν την θέση που κατέχει κάθε αρχικός αριθμός σε σχέση με το μέσο όρο της κατανομής που είναι 100 και με σταθερή απόκλιση 15. Με τον τρόπο αυτό τα 2/3 των αρχικών βαθμών του δείγματος βρίσκονται μεταξύ των σταθερών βαθμών 85-115. O σταθερός βαθμός 100 αντιστοιχεί στο μέσο όρο των αρχικών βαθμών των μαθητών της ίδιας ηλικίας. Δηλαδή, εάν ένας μαθητής σε αυτό το τεστ έχει σταθερό βαθμό 100, τότε αυτός ο μαθητής βρίσκεται πάνω από το 50% των μαθητών του δείγματος της ίδιας με αυτόν ηλικίας ως προς την αναγνωστική ικανότητα. Για να προσδιοριστεί ο σταθερός βαθμός ενός μαθητή πρέπει να προσδιοριστεί το σημείο εκείνο στο οποίο συναντώνται ο αρχικός βαθμός του μαθητή στο τεστ με την ηλικία του. Αυτό γίνεται σε ειδικό πίνακα, στον οποίο περιλαμβάνεται η μετατροπή των αρχικών βαθμών σε σταθερούς βαθμούς σε χρονολογικά διαστήματα 5 μηνών για παιδιά ηλικίας από 81μηνών έως 121 μηνών.

-8-

Page 9: ΑθηνάΤεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

Η κατασκευή και στάθμιση του τεστ έγινε σε δύο φάσεις: Πιλοτική, όπου κατασκευάστηκαν 90 ερωτήσεις (items) καθώς κι ένας μεγάλος αριθμός σκόπιμα

παρεμβαλλόμενων λανθασμένων λέξεων σε κάθε ερώτηση – item (περισπαστικές λέξεις) και χορηγήθηκε σε 1106 μαθητές δημοτικών σχολείων του λεκανοπεδίου Αττικής. Προσδιορίστηκαν οι δείκτες δυσκολίας και διάκρισης κάθε ερώτησης και επιλέχθηκαν οι πιο συγκεκριμένες και σαφείς εννοιολογικά, σωστές ή λανθασμένες λέξεις, ανάλογες σε δυσκολία με την ηλικία και την ικανότητα των μαθητών και γραμματικά σύμφωνες με την ερώτηση, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα τυχαίας επιλογής της σωστής λέξης.

Τελική, όπου επιλέγησαν 42 ερωτήσεις – items από τις αρχικές 90 και χορηγήθηκαν σε ένα σύνολο 2518 μαθητών απ’ όλη την Ελλάδα, 6 ετών και 9 μηνών έως 10 ετών και 1 μηνός που επιλέχθηκαν με την μέθοδο της τυχαίας δειγματοληψίας. Δείκτες αξιοπιστίας υπολογίστηκαν για κάθε ερώτηση – item του τεστ και ο βαθμός αξιοπιστίας (Cronbach α) κυμάνθηκε από 0,91 για την Β΄ τάξη έως 0,92 για την Δ΄ τάξη. Η εγκυρότητα του τεστ, τόσο του περιεχομένου, όσο και του κριτηρίου, αλλά και η δομική εγκυρότητα επιβεβαιώθηκαν. Σε ότι αφορά στο δείκτη δυσκολίας των ερωτήσεων – items, επιλέχθηκαν ερωτήσεις που απαντήθηκαν σωστά από το 50%-65% περίπου των μαθητών της μέσης ηλικίας του δείγματος. Οι πρώτες δέκα ερωτήσεις σ’ αυτό το τεστ, αν και είναι εύκολες για τους μαθητές των Γ΄,Δ΄ και Ε΄ τάξεων, επιλέγηκαν για να ενθαρρύνουν τους μαθητές της Β΄ τάξης. Επιπλέον, επειδή αυτό το τεστ χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό των μαθητών με προβλήματα στην ανάγνωση, αυτές οι ερωτήσεις αν και είναι εύκολες χρειάζονται για να ενθαρρύνουν και τους μαθητές των τάξεων Γ΄,Δ΄ και Ε΄ με προβλήματα στην ανάγνωση. Ήταν λοιπόν απαραίτητο σε αυτό το τεστ να υπάρχουν ερωτήσεις που να έχουν ένα μέσο δείκτη δυσκολίας για τους μαθητές της Γ΄ τάξης, αλλά που θα πλαισιώνονται από άλλες ευκολότερες, αλλά και δυσκολότερες ερωτήσεις.Το αποτέλεσμα αυτού του τεστ, είναι μια ακόμη πληροφορία σχετική με την απόδοση του μαθητή στην ανάγνωση. Είναι μια πληροφορία που προήλθε από μια έγκυρη, αξιόπιστη και αντικειμενική κρίση, η οποία πρέπει να προστίθεται σε όλες τις άλλες πληροφορίες που έχουμε για τη συμπλήρωση του προφίλ του μαθητή ως προς τη γνωστική του ικανότητα.

-9-