32
Η Ατζέντα της Διαφωνίας: Κριτικές προσεγγίσεις στη θεωρία της Διεθνούς Πολιτικής 1 . Παρασκευάς Λιντζέρης Α. Η εξέλιξη των θεωριών των διεθνών σχέσεων. Ο χώρος της θεωρίας των διεθνών σχέσεων κάθε άλλο παρά ως ενιαίος, σταθερός και συμπαγής μπορεί να οριστεί. Βρίσκεται σε διαρκή μετασχηματισμό. Η πολυμορφία και η διάχυση των ερευνητικών ενδιαφερόντων είναι, στις μέρες μας, βασικό χαρακτηριστικό του. Η επίσημη διδακτική άποψη για την ιστορία των θεωριών των διεθνών σχέσεων προβάλλει ένα ερμηνευτικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η εξέλιξή τους πραγματοποιήθηκε μέσα από μια σειρά θεωρητικών αντιπαραθέσεων, σε παράλληλη τροχιά με σημαντικές καμπές στην εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής του 20ου αι. Έτσι η διαδικασία διαμόρφωσης των εν λόγω θεωριών εμφανίζεται ως μια πορεία από την σύγκρουση ανάμεσα στην Ιδεαλιστική και την κλασική Ρεαλιστική σχολή τις παραμονές του Β’ παγκοσμίου πολέμου -που οδήγησε στην επικράτηση της Realpolitic κατά την 1 Ο Π. Λιντζέρης είναι κάτοχος MA in International Relations & Strategic Studies (Lancaster University, U.K) και υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Βήμα Διεθνών Σχέσεων, Student Association For International Affairs, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1996. 1

Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Critical Perspectives in International Relations

Citation preview

Page 1: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Η Ατζέντα της Διαφωνίας:

Κριτικές προσεγγίσεις στη θεωρία της Διεθνούς Πολιτικής1.

Παρασκευάς Λιντζέρης

Α. Η εξέλιξη των θεωριών των διεθνών σχέσεων.

Ο χώρος της θεωρίας των διεθνών σχέσεων κάθε άλλο παρά

ως ενιαίος, σταθερός και συμπαγής μπορεί να οριστεί. Βρίσκεται σε

διαρκή μετασχηματισμό. Η πολυμορφία και η διάχυση των

ερευνητικών ενδιαφερόντων είναι, στις μέρες μας, βασικό

χαρακτηριστικό του.

Η επίσημη διδακτική άποψη για την ιστορία των θεωριών των

διεθνών σχέσεων προβάλλει ένα ερμηνευτικό σχήμα σύμφωνα με το

οποίο η εξέλιξή τους πραγματοποιήθηκε μέσα από μια σειρά

θεωρητικών αντιπαραθέσεων, σε παράλληλη τροχιά με σημαντικές

καμπές στην εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής του 20ου αι. Έτσι η

διαδικασία διαμόρφωσης των εν λόγω θεωριών εμφανίζεται ως μια

πορεία από την σύγκρουση ανάμεσα στην Ιδεαλιστική και την

κλασική Ρεαλιστική σχολή τις παραμονές του Β’ παγκοσμίου πολέμου

-που οδήγησε στην επικράτηση της Realpolitic κατά την

ψυχροπολεμική εποχή- στην αντιπαράθεση μεταξύ “παραδοσιακής”

και “επιστημονικής” προσέγγισης κατά την δεκαετία του ‘60 και

τελικά στην σημερινή “συνύπαρξη και ανταγωνισμό” διαφορετικών

θεωρητικών παραδειγμάτων με σπουδαιότερα το νεορεαλισμό, το

στρουκτουραλισμό και τον πλουραλισμό. i

Μέσα σε αυτή την πορεία είναι ευδιάκριτη η επικράτηση της

Ρεαλιστικής σχολής, τόσο στη σφαίρα της παραγωγής θεωρίας σε

ακαδημαϊκό επίπεδοii, όσο και στη σφαίρα της πολιτικής διαχείρισης

των παγκόσμιων υποθέσεων. Επικράτηση που εκφράζεται είτε με την

κλασική μορφή του Ρεαλισμού (E.H.Carr, R.Niebuhr, H.Morgenthau,

G.Kennan, H.Kissinger και άλλοι) είτε με την σύγχρονη

1 Ο Π. Λιντζέρης είναι κάτοχος MA in International Relations & Strategic Studies (Lancaster University, U.K) και υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Βήμα Διεθνών Σχέσεων, Student Association For International Affairs, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1996.

1

Page 2: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Νεορεαλιστική του εκδοχή (K.Waltz), από το τέλος της δεκαετίας του

‘70 και μετάiii.

Το σχήμα αυτό πάντως, το οποίο γνώρισε μεγάλη αναγνώριση

και ακόμα μεγαλύτερη χρήση, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80,

στην πραγματικότητα αποτελεί μια μάλλον επιφανειακή περιγραφή

των επιμέρους τοποθετήσεων πάνω σε συγκεκριμένα πολιτικά,

θεωρητικά και μεθοδολογικά διλήμματα. Από αυτή την άποψη, δεν

αντιμετωπίζει κριτικά και σε βάθος, ερωτήματα όπως, μέσα από ποιό

διανοητικό πλαίσιο και με ποιό τρόπο προέκυψαν οι συγκεκριμένες

θεωρίες; Ποιες πιθανές εναλλακτικές προσεγγίσεις απέκλεισαν κατά

την θριαμβευτική πομπή επικράτησης τους και γιατί; Σε ποιες

κοινωνικές δυνάμεις στηρίχθηκαν και ποια κριτήρια καθόρισαν την

εξέλιξή τους;

Πάνω απ’ όλα όμως παραλείπει να επισημάνει τουλάχιστον

δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εξέλιξης των θεωριών των

διεθνών σχέσεων:

α. Την σύνδεση των επικρατέστερων διεθνών θεωριών,

αποκλειστικά σχεδόν, με την αγγλοαμερικάνικη ακαδημαϊκή

κοινότητα και ό,τι αυτή, στο σύνολό της, αντιπροσώπευε σε επίπεδο

φιλοσοφικού υπόβαθρου, πολιτικής θεωρίας, ιδεολογικού

προσανατολισμού και κυρίως σχέσης με την συγκεκριμένη διεθνή

ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμοiv.

β. Την σταδιακή απόσπαση της θεωρίας των διεθνών σχέσεων

από το θεωρητικό τους παρελθόν δηλ. την ιστορία, το διεθνές δίκαιο

και την κλασική πολιτική θεωρία. Ακόμα περισσότερο, την κίνηση

οριοθέτησης και “ανεξαρτητοποίησης” από τους βασικούς τομείς των

κοινωνικών επιστημών και γενικότερα από το σώμα της κοινωνικής

σκέψης, σε μία προσπάθεια συγκρότησης, ενός αυτοτελούς

ακαδημαϊκού κλάδουv.

Β. Η διεκδίκηση επιστημονικής αυτοτέλειας και ο Ρεαλισμός.

2

Page 3: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Η διεκδίκηση της “επιστημονικής αυτοτέλειας” και τα

συνεπαγόμενά της δηλ. ο καθορισμός αυτόνομου αντικειμένου της

έρευνας και ο σχηματισμός θεσμοθετημένης και εξειδικευμένης

επιστημονικής κοινότητας, συνδέονται με τον τρόπο που η κυρίαρχη

Ρεαλιστική θεωρία προσλαμβάνει, συγκροτεί και αναπαράγει τη

γνώση για τη διεθνή πραγματικότητα. Συνδέονται με το ίδιο το

περιεχόμενο των αντιλήψεων της. Με αυτήν την έννοια προηγείται

μια σύντομη αναφορά στις κυριότερες θέσεις του Ρεαλισμού.

Βασικές έννοιες του λεξιλογίου που χρησιμοποιεί ο Ρεαλισμός

είναι η (εθνική) “κυριαρχία”, το “εθνικό συμφέρον”, η “ισορροπία

δύναμης” και ο “άναρχος-ασταθής χαρακτήρας του διεθνούς

συστήματος”. Οι έννοιες αυτές κατανοούνται σε συνάρτηση με τις

ακόλουθες υποθέσεις:

α. Το εθνικό κράτος αποτελεί την κεντρική, βασική (όχι

ωστόσο τη μόνη) ορθολογική δρώσα μονάδα στην πολιτική των

διεθνών σχέσεων.

β. Οι διακρατικές συγκρούσεις και ο πόλεμος είναι

αναπόφευκτα φαινόμενα της διεθνούς πολιτικής. Συνδέονται με τα

εσωτερικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και είναι

αποτέλεσμα της επιδίωξης των κρατών για ισχύ-δύναμη, έννοια η

οποία ορίζεται με όρους εθνικού συμφέροντος .

γ.Υπάρχει σαφούς διάκριση ανάμεσα στα ενδοκρατικά και τα

διεθνή φαινόμενα, ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική

πολιτική. Ο χώρος της διεθνούς πολιτικής χαρακτηρίζεται από τον

ανταγωνισμό των κυρίαρχων εθνικών κρατών και από την ιεραρχία της

δύναμης. Σε αντίθεση με την εσωτερική κρατική δομή που

χαρακτηρίζεται από ασφάλεια και τάξη, λόγω του ότι διαθέτει αρχή

(κυβέρνηση, οριοθετημένα πλαίσια δράσης κλπ), ο “άναρχος” (χωρίς

τάξη και συνθήκες αμοιβαίας ασφάλειας) χαρακτήρας του διεθνούς

συστήματος δεν μπορεί να διευθετηθεί από κάποια άλλη, υπεράνω

του κράτους, κεντρική εξουσία. Οι αρχές αυτές που διέπουν το

διεθνές σύστημα έχουν γενική και διαχρονική ισχύvi.

Πάνω ακριβώς σε αυτή τη κεντρική Ρεαλιστική ιδέα, ενός

άναρχου διεθνούς περιβάλλοντος, με τους δικούς του κώδικες και

κανόνες δράσης, στηρίχθηκε τόσο η διεκδίκηση της επιστημονικής

3

Page 4: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

αυτοτέλειας του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων όσο και οι επιμέρους

πολιτικο-θεωρητικές απαντήσεις του Ρεαλισμού στα διεθνή

προβλήματα.

Γ. Ο μύθος της αυτοτέλειας και η “ρεαλιστικότητα” του

Ρεαλισμού.

Ωστόσο η ευδαιμονία που συνδεόταν με την ιδέα της

επιστημονικής αυτοτέλειας και που αντλούσε τα υποστηρικτικά της

επιχειρήματα από την σχετική σταθερότητα της ψυχροπολεμικής

εποχής κλονίστηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, όταν άρχισαν να

συνειδητοποιούνται ευρύτερα μερικές σημαντικές αλλαγές στο

παγκόσμιο περιβάλλον, που με τη σειρά τους εκφράστηκαν στο

περιεχόμενο της θεωρίας. Οι A.Linklater και J.Macmillan, σε

πρόσφατο άρθρο τουςvii επισημαίνουν δύο ομάδες τέτοιων αλλαγών:

1. Αλλαγές στους κρίσιμους “παίκτες” του διεθνούς συστήματος

τόσο σε υπερεθνικό επίπεδο με την εμφάνιση και την ενίσχυση του

ρόλου διεθνών επιχειρηματικών συμφερόντων, πολυεθνικών

επιχειρήσεων, περιφερειακών ολοκληρώσεων, διεθνών μη

κυβερνητικών οργανισμών και κοινωνικών κινημάτων όσο και σε

υποεθνικό επίπεδο με τις εθνικές ή εθνικιστικές συγκρούσεις και

διαιρέσεις, τις πολιτιστικές ή θρησκευτικές μειονότητες κλπ.

2. Αλλαγές στις διαδικασίες του διεθνούς συστήματος με την

διεθνοποίηση του εμπορίου, την αλληλεξάρτηση των οικονομιών, την

παγκοσμιοποίηση των χρηματικών ροών, τις εξελίξεις στην

επικοινωνιακή τεχνολογία, τις αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό

εργασίας, τον παγκόσμιο πλέον ρόλο των μέσων μαζικής

πληροφόρησης που μεταφέρουν τις “δυτικές” (κυρίως αμερικάνικες)

εικόνες και ιδέες μέχρι το πιο απομακρυσμένο σημείο του πλανήτη,

τα σύγχρονα μέσα χειραγώγησης και ελέγχου.

Επιπλέον, η συστηματική καταστροφή του οικοσυστήματος, ο

ρατσισμός, τα κύματα μετανάστευσης, η διεύρυνση του χάσματος

ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές περιοχές του πλανήτη, η ανισότητα

και οι καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”, μεταβάλουν με

επιταχυνόμενους ρυθμούς την εικόνα του κόσμου.

4

Page 5: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, η κεντρικότητα του

εθνικού κράτους έχει υπονομευθεί. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι

κάποιος άλλος παράγοντας της διεθνούς σκηνής αντικατέστησε το

εθνικό κράτος στο ρόλο του, σίγουρα, τα συμβατικά όρια έχουν

διαταραχθεί. Η “κυρίαρχη κρατική οντότητα” χαρακτηρίζεται σήμερα

από αύξουσα “διαρροή” κυριαρχίας. Δεν είναι πλέον σε θέση να δρα

αυτόνομα τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε εσωτερικό κοινωνικό

επίπεδο. Η παλιά ρεαλιστική ιδέα του εθνικού κράτους ως το

“βασίλειο της τάξης” και του διεθνούς συστήματος ως “το βασίλειο

της αναρχίας” και της ανασφάλειας, όλο και πιο ορατά συγκρούεται

με την πραγματικότητα. Το “μέσα” και το “έξω”, το “εμείς” και το “οι

άλλοι” γίνονται έννοιες όλο και πιο πορώδεις, μέσα από τις οποίες

διαρρέει τεράστιος όγκος γνωστικού (διανοητικού και εμπειρικού)

υλικού. Η ανάλυση της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής ως

δύο διχοτομημένες περιοχές που διέπονται από διαφορετικούς όρους

ερμηνείας -άποψη στην οποία τόσα είχε επενδύσει ο Ρεαλισμός-

παρακάμπτει και υποβαθμίζει αυτά ακριβώς τα φαινόμενα που

γίνονται όλο και πιο σημαντικά στη διεθνή ζωή. Γενικότερα, φαίνεται

ότι τα ίδια τα πολιτικά όρια της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, την

επόμενη δεκαετία, “θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα της

αλληλοδιαπλοκής των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, από τη μία,

και της διαίρεσης από την άλλη”viii.

Οι αλλαγές αυτές στη παγκόσμια πραγματικότητα αλλά και η

σταδιακή μεταβολή στον τρόπο κατανόησης των διεθνών

φαινομένων, απομυθοποίησαν την ιδέα της αυτοτέλειας του διεθνούς

συστήματος και επηρέασαν ένα σημαντικό τμήμα της επιστημονικής

κοινότητας των Διεθνών Σχέσεων σε διαφορετική κατεύθυνση:

Η βεβαιότητα της επιστημονικής αυτοτέλειας έδωσε τη θέση

της στην αμφιβολία και ακόμα στην ανοιχτή αμφισβήτηση της

ανάγκης ύπαρξης ξεχωριστού κλάδου. Αυτό οδήγησε σε

συστηματικές προσπάθειες διεύρυνσης της θεματολογίας, από

την κατάσταση της πλήρους ταύτισης του κλάδου με το

5

Page 6: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

κρατο-κεντρικό Ρεαλιστικό παράδειγμα, στην “αναθέρμανση

των σχέσεων” με άλλους τομείς της κοινωνικής έρευνας όπως

η πολιτική οικονομία, η φιλοσοφία, η κλασική πολιτική

θεωρία, η ψυχολογία, η ιστορία και η κοινωνιολογίαix.

Αμφισβητήθηκε η ίδια η ρεαλιστικότητα του Ρεαλισμού, με

την έννοια ότι όλο και περισσότερο κατανοείται και

επεξηγείται η “δύναμη πειθούς” των επεξηγηματικών του

iΗ άποψη για την ύπαρξη τριών “ανταγωνιστικών παραδειγμάτων” παρουσιάστηκε από τον M.Banks βλ. M. Banks, “The Inter-Paradigm Debate”, στο International Relations: A Handbook of Current Theory edited by M.Light & A.J.R.Groom, Pinter Publishers, London, 1985, pp.7-26. Ωστόσο, παρά την ευχρηστία της, έχει γίνει αντικείμενο σοβαρής κριτικής με βάση τα ακόλουθα επιχειρήματα: α. Η κατηγοριοποίηση των “παραδειγμάτων” (realism/neorealism, liberalism/globalism/pluralism και structuralism/neo-Marxism) είναι προβληματική και δεν απηχεί την πραγματικότητα διότι για παράδειγμα θεωρίες για την “παγκόσμια κοινωνία” (world society) και την “παγκοσμιοποίηση” (globalisation) παρουσιάζονται τόσο στον Πλουραλισμό όσο και στις Νεο-μαρξιστικές προσεγγίσεις. Ακόμα, ο Νεορεαλισμός παρότι δεν σχετίζεται με τις τυπικές “ευρωπαϊκές” στρουκτουραλιστικές απόψεις αναφέρεται και ως structural realism. β. Η χρησιμοποίηση της ορολογίας του T.Kuhn αναφορικά με τα “παραδείγματα” εγείρει το ερώτημα αν το καθένα από αυτά είναι ενιαίο στο εσωτερικό του καθώς και αν είναι συγκρίσιμα μεταξύ τους (και με βάση ποια κριτήρια). Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι “το καθένα εστιάζει σε διαφορετική όψη της διεθνούς πολιτικής” πχ ο Νεορεαλισμός στο θέμα πόλεμος /ειρήνη, ο Πλουραλισμός στο θέμα των διεθνών μη κυβερνητικών οργανισμών και ο Στρουκτουραλισμός στο θέμα της εξάρτησης και της παγκόσμιας ανισότητας. Με αυτό τον τρόπο όμως παρακάμπτεται το ερώτημα ποιό είναι το κυρίαρχο παράδειγμα και παρουσιάζεται απλουστευτικά ο κλάδος σαν “ανοιχτός” και “ανεκτικός” σε όλες τις απόψεις . Από την άλλη, αν δεχτούμε την υπόθεση της παραδοσιακής αντίληψης ότι το θέμα πόλεμος-ειρήνη είναι η raison d’etre της θεωρίας των διεθνών σχέσεων τότε τα “ανταγωνιστικά” παραδείγματα... δεν είναι και τόσο ανταγωνιστικά γιατί εμφανίζονται να ασχολούνται με “περιφερειακά” και όχι με το κεντρικό ζήτημα. Βλ S.Smith, The Self-Images of a Discipline: A Genealogy of International Relations Theory , στο International Relations Theory Today edited by S.Smith & K.Booth, Polity Press, 1995, pp. 18-21.iiΣύμφωνα με στοιχεία των Alker & Biersteker, το 70% των ερευνών και των πανεπιστημιακών reading lists, ιδίως στις ΗΠΑ, κινείται στο χώρο του Ρεαλισμού-Νεορεαλισμού. Βλ. H.Alker & T.Biersteker, “The Dialectics of World Order: Notes for a Future Archeologist of International Savoir Faire”, International Studies Quarterly, 28 (2), June 1984, pp.121-142. Επίσης, K.J.Holsti, The Dividing Discipline: Hegemony and Diversity in International Theory, Boston, Unwin Hyman, 1985.iiiΗ ουσιαστική ταύτιση Ρεαλιστικής και Νεορεαλιστικής σχολής, που γίνεται εδώ, στερείται απόλυτης ακρίβειας. Πρόθεση δεν είναι η αποσιώπηση των όποιων διαφορών. Ωστόσο θεωρούμε -όπως είναι και γενικά αποδεκτό- ότι αποτελούν “στιγμές” του ίδιου θεωρητικού συνόλου. Η Νεορεαλιστική προσέγγιση αποτελεί ανάπτυξη του κλασικού Ρεαλισμού πάνω στα ίδια θεμέλια, με χαρακτηριστικά “απώθησης” του όποιου ερμηνευτικού και κανονιστικού στοιχείου και ενίσχυσης του θετικιστικού, δομικού και “επιστημονικού” (κατά τα πρότυπα της Μικρο-οικονομικής) περιεχομένου της θεωρίας. Για τη γενικότερη συζήτηση γύρω από το Νεορεαλισμό βλ. K.N.Waltz, Theory of International Politics, McGraw-Hill, Inc.,1979 και R.O.Keohane (ed) Neo-Realism and Its Critics, Columbia University Press, New York, 1986.ivΒλ. E.Krippendorf, “The Dominance of American Approaches in International Relations”,και S.Smith,”Paradigm Dominance in International Relations:The Development of International Relations as a Social Science”. Και τα δύο άρθρα βρίσκονται στο H.C.Dyer & L.Mangasarian (eds) The Study of International Relations: The State of the Art, London, Macmillan, 1989. Επίσης βλ. S.Smith, (ed) International Relations: British and American Perspectives, Oxford, Basil Blackwell, 1985.v Γύρω απο αυτό το θέμα, παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο το κλασικό πλέον άρθρο του Martin Wight, “Why is There No International Theory? που βρίσκεται στο H.Butterfield & M.Wight (eds), Diplomatic Investigations, London: George Allen & Unwin, 1966, pp.17-34 οσο και η “απάντηση” του Hans Morgenthau, “The Intellectual and Political Functions of Theory” στο H. Morgenthau, Truth and Power: Essays of a Decade,1960-1970, New York: Praeger, 1970, pp. 248-261. Επίσης, βλ. S.Hoffman, “An American Social Science: International Relations”, Daedalus, 106 (3), 1977, pp. 41-60viΗ παρουσίαση των αρχών της Ρεαλιστικής σχολής βασίστηκε στα: H.J.Morgenthau, Politics Among Nations, New York: Alfred A.Knopf, fifth edition, 1978 - M.J.Smith, Realist Thought from Weber to

6

Page 7: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

προτάσεων, όχι τόσο με την κυριολεκτική ρεαλιστικότητα των

απόψεων του, όσο με τον πραγματισμό του. Δηλαδή με την

ωφελιμιστική και χρησιμοθηρική του οπτική, που θεωρεί την

επιδίωξη από το κυρίαρχο κράτος, του “ίδιου συμφέροντος”

(εθνικό συμφέρον) μέσα στο “άναρχο” διεθνές περιβάλλον, ως

φυσική και αναγκαία συνθήκη του διεθνούς συστήματος. Ως

τον υπέρτατο σκοπό και ταυτόχρονα τον μοναδικό τρόπο

επίτευξης “ισορροπίας”. Συνεπώς η “ρεαλιστικότητα” του

Ρεαλισμού είναι μάλλον ο πραγματισμός του ισχυρού που

μετατρέπει ένα υποκειμενικό ωφελιμιστικό κριτήριο σε

“αντικειμενικό νόμο” που διέπει την παγκόσμια πολιτική, την

“κοινή αίσθηση” για τα πράγματα σε “θεωρητική τους

εξήγηση” και πάνω απ’ όλα μια συγκεκριμένη θέαση-όψη της

πραγματικότητας σε πραγματικότητα καθεαυτή.x

Δ. Το διανοητικό πλαίσιο ανάδυσης

κριτικών προσεγγίσεων στις διεθνείς σχέσεις.

Παράλληλα με την εντεινόμενη αμφισβήτηση των Ρεαλιστικών

αντιλήψεων, αλλά και σε διάκριση με την επεξεργασία εναλλακτικών

παραδειγμάτων όπως ο πλουραλισμός και ο στρουκτουραλισμός,

εμφανίστηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 μια κίνηση

αναζωογόνησης κανονιστικών διεθνών θεωριών και μια νέα

ριζοσπαστική, κριτική φιλολογία στο χώρο της θεωρίας, οι οποίες

σχετίζονται και με τους ακόλουθους παράγοντες:

- Την αυξανόμενη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι

επικρατούσες θεωρίες των διεθνών σχέσεων αποτελούν τμήμα του

Kissinger, Louisiana State University Press, Baton Rouge and London, 1986 - F.H.Hinsley, Power and the Pursuit of Peace, Cambridge University press, 1963 - J.E.Dougherty & R.L.Pfaltzgraff Jr., Contending Theories of International Relations: A Comprehensive Survey , third edition, Harper Collins Publishers, New York, 1990, pp.81-135.viiJ.Macmillan & A.Linklater (eds) Boundaries in Question: New Directions in International Relations , Pinter Publishers, 1995, p.3.viiiIbid.,p.4ixΒλ. J.Macmillan & A.Linklater, σημ. vii, Introduction: Boundaries in question, pp.1-16.xΗ άποψη αυτή συναντάται πλέον συχνά. Ωστόσο για μια εκτεταμένη και πειστική ανάλυση βλ. J.George, Discourses of Global Politics: A Critical (Re) Introduction to International Relations , Lynne Rienner Publishers, Inc.,1994.

7

Page 8: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

ευρύτερου δυτικού φιλοσοφικού λόγου και της κοινωνικής σκέψης

που ξεπήδησε από το Διαφωτισμό κάτω από την επίδραση κυρίως του

γαλλικού ορθολογισμού και του αγγλικού εμπειρισμού. Αναπαράγουν

έτσι, και απηχούν τη δέσμευσή τους στα φιλοσοφικά δόγματα της

μοντέρνας εποχής δηλ. τη διάσπαση του υποκειμένου (ορθολογικός

άνθρωπος) και του αντικειμένου (“εξωτερική πραγματικότητα” ικανή

για αναπαράσταση ή εξορθολογισμό), την διχοτόμηση θεωρίας -

πράξης, την “μυστικοποίηση” και την απόκρυψη της σχέσης μεταξύ

της γνώσης και του κοινωνικού πλαισίου συγκρότησής της.

Εμπλέκονται, επίσης, οι θεωρίες αυτές, στις απογοητευτικές

συνέπειες της ανάπτυξης του σύγχρονου κράτους και γενικότερα του

δυτικού βιομηχανικού και τεχνολογικού πολιτισμού. Σε αυτά τα

πλαίσια -όπως θα φανεί και στη συνέχεια- σημαντική επίδραση στη

θεωρία των διεθνών σχέσεων άσκησε, η κριτική προς το διαφωτιστικό

λόγο και την καπιταλιστική ανάπτυξη, που προερχόταν από άλλους

τομείς των κοινωνικών επιστημών όπως η φιλοσοφία, η κοινωνική

θεωρία και η πολιτική οικονομία.

- Οι εξελίξεις στη μεθοδολογία των επιστημών και ειδικότερα

το πέρασμα από τη θετικιστική σε μια μετα-εμπειριστική προσέγγιση

του προβλήματος της γέννησης, ανάπτυξης και αξιολόγησης της

επιστημονικής γνώσης, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, που

απέρριπτε τόσο την κλασική επαγωγική, όσο και την πιο

εκλεπτυσμένη παραγωγική μέθοδο και τις εμπειρικές τεχνικές των

φυσικών επιστημών, ως αποκλειστική πηγή “έγκυρης” γνώσης και

είχε ως βασικά στοιχεία:

1. την αναγνώριση της άποψης ότι κάθε θεωρία βρίσκεται σε

αλληλοεπιρροή με το κοινωνικό, πολιτιστικό και ιστορικό πλαίσιο που

την περιβάλει.

2. την αναγνώριση του ρόλου του κοινωνικού επιστήμονα, όχι ως

“αντικειμενικό” και “εξωτερικό” παρατηρητή αλλά ως αναπόσπαστο

τμήμα των κοινωνικών σχέσεων και φαινομένων που εξετάζει και

άρα, φορέα, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, ηθικών, πολιτικών,

πολιτιστικών και άλλων αξιώνxi.

8

Page 9: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Η επιρροή των αλλαγών αυτών στην συγκρότηση

ριζοσπαστικών, κριτικών αντιλήψεων στις Διεθνείς Σχέσεις ήταν

καθοριστική. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι όλο και πιο συχνά

συναντάται πλέον στη διεθνή βιβλιογραφία η έκφραση Κριτική

Διεθνής Θεωρία ή Κριτική Κοινωνική Θεωρία της Διεθνούς

Πολιτικής, μάλλον πρέπει να εννοείται ένα ανομοιογενές σύνολο

αντιλήψεων, αντίθετων όμως στην επικρατούσα “ορθοδοξία” στη

θεωρία και τη μεθοδολογία των διεθνών σχέσεων. Η ετερογένεια και

ετεροδοξία των κριτικών προσεγγίσεων καθιστά δυσχερή την

μεθοδική ταξινόμησή τους. Με κριτήριο ωστόσο τον όγκο του

παραγόμενου ερευνητικού έργου και το μέγεθος της απήχησης που

έχουν μέσα στον ακαδημαϊκό-επιστημονικό κόσμο του κλάδου, θα

σταθούμε σε δύο από αυτέςxii, την Κριτική Θεωρία που συνδέεται με

την Σχολή της Φρανκφούρτης και το Μετα-στρουκτουραλιστικό (ή

Μεταμοντέρνο) ρεύμαxiii που συνδέεται κυρίως με τη σύγχρονη

γαλλική φιλοσοφία.

Ε. Κριτική Θεωρία των διεθνών σχέσεων.

Βασίζεται στο έργο των Horkheimer και Adorno, και

γενικότερα στον πνευματικό κύκλο του “Ινστιτούτου Κοινωνικών

Ερευνών” της Φρανκφούρτης, μέλη του οποίου υπήρξαν οι Pollock,

Marcuse, Neumann, Lowental, Wittfogel, Benjamin, κά, μέχρι

περίπου τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, σημείο από το οποίο η

Κριτική Θεωρία αρχίζει να συνδέεται με το όνομα του J.Habermas.

Μέσω αυτών των στοχαστών η Σχολή της Φρανκφούρτης -στην

πρώιμη κυρίως φάση της- επικοινωνεί με την παράδοση της

γερμανικής φιλοσοφίας του 19ου αι. (κυρίως Kant και Hegel) και

xiΓια μια συνολική προσέγγιση βλ. W. Outhwaite, New Philosophies of Social Science: Realism, Hermeneutics and Critical Theory, Macmillan, 1987.xiiΕνδεικτικά αναφέρουμε ορισμένες άλλες θεωρητικές συμβολές στο πλαίσιο των κριτικών και ριζοσπαστικών προσεγγίσεων: S.Gill, (ed) Gramsci, historical materialism and international relations, Cambridge University Press, 1993 - J.Rosenberg, The Empire of Civil Society: A Critique of the Realist Theory of International Relations, Verso, 1994 - F.Halliday, Rethinking International Relations, Macmillan, 1994. Επίσης εκτεταμένες απόπειρες κριτικής στις Διεθνείς Σχέσεις προέρχονται από μια φεμινιστική οπτική βλ. J.B.Elshtain, Feminist Themes and International Relations στο Der Derian, (ed), International Theory: Critical Investigations, Macmillan, 1995, σελ.340.xiiiΠαρότι και οι δύο ονομασίες συνήθως χρησιμοποιούνται με την ίδια έννοια, προτιμάμε το “μετα-στρουκτουραλισμός” διότι θα αναφερθούμε στους Foucault, Derrida και όχι στους Lyotard, Βaudrillard με τους οποίους κυρίως συνδέεται η -ασαφέστερη- ονομασία ”μεταμοντερνισμός”.

9

Page 10: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

ακριβέστερα με την Μαρξική κριτική ανάγνωση αυτής της θεωρητικής

παράδοσης.

Παίρνοντας υπόψιν την μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζει

κάθε προσπάθεια συστηματοποίησης του πολύμορφου και συχνά

αποσπασματικού έργου της Κριτικής Θεωρίας, θα σταθούμε μόνο σε

ορισμένες πλευρές της, που ασκούν επίδραση στην σύγχρονη Κριτική

Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων.

* Η Κριτική -σε αντίθεση με την Παραδοσιακή- Θεωρία

προτείνει στην φιλοσοφία και την κοινωνική έρευνα να

εγκαταλείψουν την προσπάθεια αναζήτησης αφηρημένων, αιώνιων

αρχών και αξιών. Ο,τι εμφανίζεται ως αιώνιο είναι πάντα προϊόν

ιστορικής εξέλιξης και βρίσκεται σε αλληλοκαθορισμό με τις

κοινωνικές σχέσεις μιας συγκεκριμένης εποχής. Αναδεικνύει έτσι,

εκτός της ιστορικότητας και την μεταβλητότητα των κοινωνικών

θεωριών, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της ίδιας της Κριτικής

Θεωρίαςxiv.

* Αντιτίθεται στον ισχυρισμό του θετικισμού για δήθεν

"αξιολογικά ουδέτερες" και ανεξάρτητες κοινωνικές επιστήμες καθώς

και στον κατακερματισμένο χαρακτήρα της κοινωνικής έρευνας.

Εισάγει και χρησιμοποιεί ως υποκείμενο και φορέα της γνώσης την

έννοια της κοινωνικής ολότητας αντί του μεταφυσικού ατομικιστικού

υποκειμένου (διάνοια, πνεύμα, ψυχή) που χρησιμοποιεί η κλασική

φιλοσοφίαxv. Ισχυρίζεται ότι οι κοινωνικές επιστήμες “όχι μόνο

ξέχασαν την προέλευσή τους από μια κοινή ‘ολότητα’, αλλά

υποχρεώθηκαν και σε ένα αφηρημένο, απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ

γεγονότος και αξίας, πραγματικότητας και ενδιαφέροντος, μεταξύ

Λόγου και πάθους, μεταξύ πραγματικών και αξιολογικών προτάσεων,

δηλαδή μεταξύ θεωρίας και πράξης”xvi.

xiv Δ. Μαρκής, Έλλογος Κατακραυγή: Για την Κριτική Θεωρία, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1990, σελ.37xvΒλ. Max Horkheimer, Παραδοσιακή και Κριτική θεωρία, μετ. Α. Οικονόμου, στο Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Υψιλον, Αθήνα, 1984, σελ. 9-70 και T.Adorno, On the Logic of the Social Sciences, στο T.Adorno,(ed) The Positivist Dispute in German Sociology, trans.by G.Abey & D.Frisby, London, Heinemann, 1976, pp.105-122.xvi Δ. Μαρκής, σημ.xvi, σελ.175-176

10

Page 11: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

* Οι Horkheimer και Adorno επιχειρούν να κάνουν κριτική της

θεωρίας ως ιδεολογίας, ως παράγωγο δηλαδή της μετα-διαφωτιστικής

διανοητικής παράδοσης που μετατράπηκε σε μορφή εξουσιασμού.

Αναδείχνουν την μερική οπτική (αναγωγή του λογικού ως το απόλυτο

γνωστικό υποκείμενο) και την αρνητική πλευρά της ορθολογικής

φιλοσοφίας που επικρατεί στη καπιταλιστική εποχή, δηλ. την

κυριαρχία του έλλογου ανθρώπου πάνω στη φύση (“φύση” με την

γενικότερη έννοια δηλ. οτιδήποτε δεν είναι σκέψη). Ο παραδοσιακός

Λόγος, εκτιμούν, απομακρύνθηκε από τις διακηρύξεις και τα

κανονιστικά ιδεώδη του για ισότητα, δικαιοσύνη, αυτονομία, και

κοινωνία ελεύθερων πολιτών. "Εργαλειοποιήθηκε" και έγινε όργανο

ελέγχου και επιβολής πάνω στον κοινωνικό και το φυσικό κόσμοxvii.

* Ο Habermasxviii, αντιπαραθέτει στις απόψεις που θεωρούν τη

νεωτερικότητα ενιαία και μονολιθική -συνεπώς και απορριπτέα- την

ανάγκη για μια διαφοροποιημένη ανάλυση των προθέσεων και των

συνεπειών της. “Παραμένει σκεπτικός απέναντι στην υπόθεση ότι

υπάρχει ένας μοναδικός διαφωτισμός ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις

τραγωδίες και τις καταστροφές του μοντερνισμού. Το ‘πρόγραμμα’

της νεωτερικότητας δεν έχει εκπληρωθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι

έχει εξαντληθεί”xix. Αυτό που αποτελεί, κατά τον Habermas, βασική

προσπάθεια της Κριτικής Θεωρίας είναι μια ανανεωμένη, κριτική και

αυτο-στοχαστική επανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής παράδοσης

του διαφωτισμού, παρά την μέχρι σήμερα εμπειρική διάψευση των

ιδανικών του.

* Η Κριτική Θεωρία, υπογραμμίζει τη δυνατότητα της αλλαγής

και θεμελιώνει την θεωρητική και πρακτική δραστηριότητά της στην

εκπλήρωση της ανθρώπινης δυναμικής και στο σκοπό της κοινωνικής

χειραφέτησης.

xviiΒλ. Max Horkheimer, Η Έκλειψη του Λόγου, μετ.Θ.Μίνογλου, εκδόσεις Κριτική, 1987 και T.Adorno & M.Horkheimer, Dialectic of Enlightenment, trans, by J.Cumming, Verso, 1979.xviiiΒλ. J. Habermas, The Theory of Communicative Action, Vol.2: Lifeworld and System: A Critique of Functionalist Reason, trans. T.McCarthy, Cambridge, Polity Press, 1987. και J.Habermas, Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, μετ.Λ.Αναγνώστου-Α.Καραστάθη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1993xix R. Devetak, “The Project of Modernity and International Relations Theory”, Millennium: Journal of International Studies, Spring 1995, 24 (1), p.29.

11

Page 12: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Στο χώρο των Διεθνών Σχέσεων, η Κριτική Θεωρία, έκανε την

εμφάνισή της στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 με την επιδίωξη για

ριζική μεταβολή του τρόπου που κατανοούμε και ενεργούμε σχετικά

με τα διεθνή φαινόμενα. Συνοψίζοντας τις βασικές της θέσεις θα

τονίζαμε:

* Αντίθεση στη θετικιστική μεθοδολογία και γνωσιοθεωρία,

δηλαδή άρνηση κάθε έννοιας ανεξάρτητης πραγματικότητας προσιτής

μέσω εμπειρικών παρατηρήσεων. Όπως υπογραμμίζει ο R.W.Cox “η

γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι πάντα εσωτερικά

συνδεμένη με την κοινωνική πρακτική και με τους τρόπους που οι

ανθρώπινες υποθέσεις οργανώνονται σε συγκεκριμένους χώρους και

χρόνους [...]. Άρα η θεωρία είναι πάντα για κάποιον και για κάποιο

σκοπό.”xx Ακόμα περισσότερο, υπάρχει σαφής σύνδεσμος μεταξύ

γνώσης και αξιών γι’ αυτό η έρευνα πρέπει να αναζητά τους τρόπους

με τους οποίους η γνώση οδηγήθηκε σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις

κάτω από την επιρροή ιδιαίτερων συμφερόντων.

* Από αυτή τη σκοπιά, οι Ρεαλιστικές και Νεορεαλιστικές

ηγεμονικές θεωρίες είναι ιστορικά τοποθετημένες στην πολιτική του

ψυχρού πολέμου και στο πρόβλημα του ελέγχου της σύγκρουσης των

υπερδυνάμεων. Είναι επιπλέον αναποτελεσματικές προσεγγίσεις διότι

εστιάζουν σε μια “παγωμένη, αντικειμενικοποιημένη εικόνα του

κόσμου” και όχι στο πως αυτή η εικόνα έχει θεωρητικά συσταθεί.

Όπως ισχυρίζεται ο R.B.J.Walker, “οι θεωρίες των διεθνών σχέσεων

δεν είναι η εξήγηση αλλά μάλλον διαφορετικές όψεις, εκδοχές της

πραγματικότητας που χρειάζονται με τη σειρά τους ερμηνεία”xxi. Το

ερώτημα συνεπώς για την Κριτική Διεθνή Θεωρία είναι πως η

αναλυτική προσέγγιση του Ρεαλισμού ανάγει πολύπλοκα

ιστορικοπολιτικά φαινόμενα σε μονόπλευρα και ανιστόρητα

στερεότυπα σκέψης και πράξης. Επιπλέον, αυτή η μερική οπτική

τείνει να γίνεται “επιστημονικό και αξιολογικά ουδέτερο”

ερμηνευτικό σχήμα με χαρακτήρα "διαχρονικής αλήθειας,

xxR.W.Cox, “Social Forces, States and World Order: Beyond International Relations Theory”, Millenium: Journal of International Studies, 1981, 10 (2) pp.126xxiR.B.J.Walker, Inside/Outside: International Relations as Political Theory, Cambridge University Press, 1993, p.6

12

Page 13: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

καθολικότητας και σταθερότητας", εξοστρακίζοντας έτσι κάθε έννοια

και προοπτική αλλαγής της πραγματικότητας.

*Από τη δική τους μεριά, οι υποστηριχτές της Κριτικής

Θεωρίας, θέλουν να παράξουν ένα θεωρητικό πλαίσιο εμπνευσμένο

από την επιθυμία και τη δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Και αυτή η άποψη φυσικά δεν είναι "ουδέτερη". Αλλά ούτε και

αυτοπαρουσιάζεται σαν τέτοια, όπως επιχειρεί ο Ρεαλισμός. Είναι

ενσυνείδητα μια ριζοσπαστική προσέγγιση που δεν αρκείται στο να

περιγράψει την υπάρχουσα “διεθνή τάξη πραγμάτων” αλλά επιχειρεί

κριτική αμφισβήτηση με σκοπό τον πολιτικό μετασχηματισμό της.

Αρνείται συνεπώς την Ρεαλιστική θέση ότι το “άναρχο διεθνές

περιβάλλον” υποχρεώνει τις πολιτικές κοινότητες σε υποταγή στους

κανόνες της πολιτικής ισχύος. Δεν υπάρχει τίποτα το φυσικό ή

αναγκαίο στην κυρίαρχη μορφή των διεθνών σχέσεων. Αν δεχτούμε

τη θέση ότι σε μεγάλο βαθμό οι άνθρωποι φτιάχνουν -και

ερμηνεύουν- οι ίδιοι την ιστορία τους, τότε υπάρχει θέση για μια

διαφορετική (ριζοσπαστικού προσανατολισμού, κανονιστική επιλογή)

από αυτήν της σύγχρονης ηγεμονικής παγκόσμιας τάξης. Με αυτή την

έννοια, η Κριτική Θεωρία επιθυμεί να επεκτείνει το πλαίσιο της

κανονιστικότητας πέρα από τα όρια του κράτους δηλ. να επεκτείνει

την αναζήτηση ηθικής και πολιτικής κοινότητας στις διεθνείς

υποθέσειςxxii και να επανατοποθετήσει το ερώτημα κάτω από ποιες

συνθήκες μπορούμε να μιλάμε για οικουμενική χειραφέτηση στη

σφαίρα της διεθνούς πολιτικής.

ΣΤ. Μετα-στρουκτουραλισμός.

Το μετα-στρουκτουραλιστικό ρεύμα στις κοινωνικές

επιστήμες βασίζεται, από θεωρητική άποψη, κυρίως στο έργο των

Foucault, Derrida, Barthes, Lyotard, Baudrillard (R.Rorty στις ΗΠΑ)

μέσω των οποίων έχει δεχθεί την επιρροή του F. Nietzsche και του M.

Heidegger.

xxiiR. Devetak, σημ.xxii, σελ.36 και σελ.40

13

Page 14: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Ο μετα-στρουκτουραλισμός στέκεται με σκεπτικισμό και

συνολική επιφύλαξη απέναντι στις θεωρίες που βασίζονται στη

δυτική, κατά βάση ευρωπαϊκή, ορθολογιστική φιλοσοφία του

“κυρίαρχου ανθρώπου” που αναπτύχθηκε από την περίοδο του

Διαφωτισμού και διαπερνάει ως κεντρικό νήμα όλη την κοινωνική

σκέψη της μοντέρνας εποχής. Ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένα κυρίαρχο

σύστημα αναφοράς, ένα πλαίσιο λόγου και πράξης, ένα “σύμπαν

λόγου” (discourse) που συνδέεται με την περίοδο του Μοντερνισμού

και το οποίο επηρεάζει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ζωής,

δημιουργώντας και αναπαράγοντας μια εσφαλμένη, πλαστή εικόνα για

τον γύρω μας κόσμο και τον τρόπο που συνδεόμαστε μαζί του.

Ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία και δηλώνοντας την

επιδίωξη του για μια “υπέρβαση της δυτικής μεταφυσικής”, ο μετα-

στρουκτουραλισμός, υπό την επιρροή του Barthes και του Derrida,

στρέφει την προσοχή του στο πρόβλημα της γλώσσας.

Αρχή της ανάλυσής του, η διάκριση μεταξύ ομιλίας (φωνή, η

οποία παραπέμπει αυτόματα στο φορέα της, το έλλογο ομιλούν

υποκείμενο) και γραπτού κειμένου (το οποίο μπορεί δυνητικά να

“αποσπαστεί”, να ανεξαρτητοποιηθεί από το συγγραφέα του), ως δύο

όψεις της λειτουργίας της γλώσσας. Διαπιστώνει την πρωτοκαθεδρία

της ομιλίας στις φιλοσοφίες του μοντερνισμού (με την έννοια ότι η

γραφή είναι εξαρτημένη από την ομιλία ή ότι γραφή = απουσία

ομιλίας, φωνής). Ακολούθως επισημαίνει ότι οι φιλοσοφίες αυτές

αντικρίζουν τον κόσμο από μια “φωνοκεντρική” θέση δηλαδή

πιστεύουν ότι μέσω της ομιλίας -που είναι “ζωντανή” και παροντική

δραστηριότητα- έχουν πρόσβαση σε ένα “άμεσο παρόν”. Αυτό, για

τον μετα-στρουκτουραλισμό, είναι μια ψευδαίσθηση που έχει

δημιουργηθεί από τη λάθος αντίληψη ότι η ομιλία είναι ο κατάλληλος

τρόπος επικοινωνίας και αναπαράστασης του κόσμου. Αντίθετα,

ισχυρίζεται, ο γραπτός λόγος διευκολύνει να απομακρυνθούμε από

την φαντασίωση του “άμεσου παρόντος” και να χωρίσουμε την ιδέα,

το νόημα, από τον παραγωγό της, δηλαδή το συγγραφέα από το

κείμενο. Η έμφαση λοιπόν δίνεται στο κείμενο, το οποίο όμως δεν

είναι ένα “κλειστό σύστημα”, αυτόφωτο και αυτοτελές. Αντίθετα

14

Page 15: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

σχετίζεται και αναφέρεται σε πλήθος άλλων κειμένων και αυτά με τη

σειρά τους σε πολλά άλλα. Έτσι μας καλεί να “δούμε την

πραγματικότητα” ως ένα χωρίς όρια κείμενο (boundless text) μέσα

στο οποίο το κάθε ξεχωριστό γραπτό σχετίζεται με άλλα και δεν

μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο δια-κειμενικά (inter-textuality), σε

συνάρτηση με τα υπόλοιπα. Με βάση αυτά δεν μπορεί φυσικά να

υπάρξει, σύμφωνα με το μετα-στρουκτουραλισμό, μία μοναδική

κατανόηση και ομόφωνη ερμηνεία του κειμένου ή γενικότερα μια

οριστική και “αληθής” εικόνα της πραγματικότητας. Αυτό που

υπάρχει είναι αμφιλογία, άρα πολλαπλότητα ερμηνειών και

αναπαραστάσεων. Όπως εξηγεί, μιλώντας για τον Derrida, ο V.

Descombesxxiii "η γλώσσα της μεταφυσικής είναι αμφίσημη: μπορούμε

να δείξουμε ότι μέσα σ' αυτήν οι λέξεις έχουν πάντα δυο σημασίες,

μη-αναγώγιμες η μια στην άλλη (αλλά ούτε βέβαια «αντιθετικές»).

Και η γλώσσα αυτή είναι απατηλή γιατί υποκρύπτει τη διπροσωπία

της συγκρατώντας μία μόνο σημασία, την «καλή» σημασία". Μέσα

στο ίδιο κείμενο, στην ίδια λέξη υπάρχει, όχι μόνο η επικρατούσα

ταυτότητα ανάμεσα στην έννοια (θέσπισμα) και το πράγμα (γεγονός)

αλλά και η διαφοράxxiv. Στο μοντέρνο αφηγηματικό λόγο η ταυτότητα

επιβάλλεται πάνω στη διαφορά και την ενσωματώνει ή την αποκλείει.

Η ταυτότητα ορίζεται ακριβώς από αυτόν τον αποκλεισμό της

διαφοράςxxv. Ωστόσο τα όρια που κρατάνε τις δύο πλευρές διακριτές

και ιεραρχικά διατεταγμένες, μπορούν να απαλειφθούν.

Σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί, κατά τον Derrida, το στρατήγημα

της αποδόμησης (deconstruction): Όχι να αντικαταστήσουμε την

ταυτότητα με την διαφορά αλλά να μην ενσωματώσουμε το

διαφορετικό στο ίδιο. Να αναζητήσουμε μέσα στη γραφή την ύπαρξη

xxiiiV.Descombes, Το Ιδιο και το Αλλο: 45 χρόνια γαλλικής φιλοσοφίας, 1933-1978 , μετ. Λ.Κασίμη, εκδόσεις Praxis, 1984, σελ.172.xxivΓια την έννοια της διαφοράς (difference) ή διαφωράς (differance) στο Derrida βλ. V. Descombes, σημ.xxix, σελ.174-177.xxvΩς συνέπεια και παράδειγμα αυτής της αντίληψης, στο επίπεδο της ιστορίας, εξηγείται, στο βιβλίο του T. Todorov, The Conquest of America (trans. by R.Howard, Harper Torchbooks, New York, 1987), η στάση των conquistadores απέναντι στους ιθαγενείς δηλ. αποικιοποίηση και εξόντωση ενός “κατώτερου” πολιτισμού στο όνομα των “ανώτερων” πολιτιστικών, θρησκευτικών και πολιτικών αξιών της Ευρώπης. Ακόμα πιο “διάσημο” παράδειγμα, στο επίπεδο της συγκρότησης του κυρίαρχου λόγου, μας δίνει η εργασία του M.Foucault, Η Ιστορία της Τρέλας (μετ. Φ.Αμπατζοπούλου, εκδόσεις Ηριδανός) όπου αναλύεται πως η διαμόρφωση της αντίληψης του ορθολογισμού βασίστηκε και οριοθετήθηκε από ένα ορισμό του παράλογου ως το αρνητικό αντίθετο -ως απουσία- του λογικού και από το συνακόλουθο εξοβελισμό του μή-λογικού από την ταυτότητα του λόγου.

15

Page 16: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

-πλάϊ στην ταυτότητα- της αποκλεισμένης διαφοράς. Η διαδικασία

κριτικού “ξαναδιαβάσματος” και αλληλοσυσχετισμού βασικών

κειμένων, καθώς και η “κατάργηση της εξουσίας του συγγραφέα” -

μέσω της αναζήτησης της πολυμορφίας των τρόπων σκέψης, των

επιλογών, των υποθέσεων, των συμβόλων και της εμφάνισης

περιθωριοποιημένων, “αποκλεισμένων” επιχειρημάτων και

νοημάτων- στοχεύει στην αποδιάρθρωση της κλασικής αφηγηματικής

αναπαράστασης της πραγματικότητας και στην ανάσχεση της επιβολής

μιας κυρίαρχης ερμηνείας, που επιχειρείται να γίνει μέσα από το

κείμενοxxvi.

Μέσω του Foucault, ο μετα-στρουκτουραλισμός, διαπιστώνει

και αναδεικνύει τη ύπαρξη στενής σχέσης μεταξύ γνώσης και δύναμης,

με την έννοια ότι στο σύγχρονο κόσμο η γνώση αποτελεί δυνατότητα

εγκαθίδρυσης μιας κυρίαρχης ερμηνείας-εξήγησης της κοινωνίας και

έτσι πλεονέκτημα ισχύος πάνω σε άλλους. Εκτιμάει επίσης ότι η

ιστορία ως αφήγημα συσκοτίζει αντί να βοηθάει την κοινωνική

έρευνα. Στη θέση της κλασικής αφηγηματικής ιστορικής ανάλυσης

χρειάζεται να τοποθετήσουμε μια γενεαλογική ερμηνεία. Να

αντικαταστήσουμε δηλαδή τα ερωτήματα του τύπου “τι συνέβη”, με

ερωτήματα του είδους “πώς έγινε κάτι αντιληπτό, πως ερμηνεύτηκε -

και γιατί- και πως αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί”. Επιδιώκει, με

άλλα λόγια, να επικεντρώσει την ιστορική μελέτη όχι στην

φιλοσοφικά προκατειλημμένη αναζήτηση της “προόδου”, της

ιστορικής “συνέχειας” ή της “συνολικής και γραμμικής” ιστορικής

πορείας, αλλά στη μερική, την οριακή, την ασυνεχή και

περιθωριοποιημένη γνώση γιατί εκεί ακριβώς εκδηλώνονται ξεκάθαρα

οι δυναμικές φυσικής και πνευματικής χειραγώγησης των ανθρώπων.

Με αυτό τον τρόπο μπορεί να καταδειχτεί ο ισχυρός δεσμός μεταξύ

των κοινωνικών πρακτικών και του κυρίαρχου Λόγου (discourse) και

να επιχειρηθεί μια εναλλακτική ερμηνεία της ιστορίας “ως μια

διαδοχή επικράτησης και κυρίαρχων Λόγων [όπου] δεν υπάρχουν

xxviΗ σύντομη παρουσίαση των θέσεων του μετα-στρουκτουραλισμού και ιδιαίτερα του J.Derrida βασίστηκε στα: J.Derrida, Of Grammatology, trans. by G.Spivak, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1976 - J.Derrida, Writing and Difference, Routledge & Kegan Paul, 1978 - M.Sarup, An introductory guide to poststructuralism and postmodernism, Harvester Wheatshesf, 1988 - S.Best & D.Kellner, Postmodern Theory: Critical Interrogations, Macmillan,1991 - V.Descombes, σημ.xxix.

16

Page 17: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

καθολικές αλήθειες ή ουσίες αλλά η σύγκρουση ανάμεσα σε

κυριαρχίες”xxvii.

Στις Διεθνείς Σχέσεις, ο μετα-στρουκτουραλισμός δεν

αποτελεί ένα ομοιόμορφο ρεύμα (δεν το επιδιώκει άλλωστε), αλλά

μια κοινότητα επιστημόνων με ποικίλες διαφοριζόμενες προσεγγίσεις

στο εσωτερικό της. Ωστόσο, γενικά ενοποιητικά στοιχεία αποτελούν:

α. Η αντι-θετικιστική τοποθέτηση στα επιστημολογικά ζητήματα

β. Η άρνηση του διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου και κάθε

συνεπαγόμενού του στο φιλοσοφικό και πολιτικό πεδίο όπως γεγονός-

αξία, είναι-δέον, ίδιο-άλλο, ταυτότητα-διαφορά, κλπ

γ. Η συνολική αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού φιλοσοφικού

ορθολογισμού και της ικανότητας του ανθρώπινου Λόγου να

κατανοήσει και να αναπαράγει αφηγηματικά την “αντικειμενική

πραγματικότητα”.

Ακολούθως οι βασικές του θέσεις είναι:

1. Άρνηση της διάκρισης μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής

πολιτικής, που υιοθετεί ο Ρεαλισμός. Επιδίωξη για αναίρεση όλων

των βασικών διχοτομήσεων στις διεθνείς σχέσεις, όπως ειρήνη-

πόλεμος, τάξη και νομιμοποίηση στο εσωτερικό του κυρίαρχου

κράτους - αστάθεια στο άναρχο διεθνές περιβάλλον, μέσα από τις

οποίες ορίζουμε τα “δικά μας” συμφέροντα σε σχέση με αυτά “των

άλλων”.

2. Θεωρεί ότι η επικρατούσα Ρεαλιστική θεωρία είναι μια

θεσμοποιημένη όψη της κλασικής φιλελεύθερης αντίληψης για το

κράτος. Συνεπώς είναι δεσμευμένη στις συμβάσεις του

συγκεκριμένου πολιτικού λόγου και καθόλου μια “οικουμενική και

αντικειμενική” θεωρία.

3. Σκοπός της μετα-στρουκτουραλιστικής κίνησης στη θεωρία

των διεθνών σχέσεων δεν είναι να συγκροτήσει και να επιβάλλει μια

xxviiΒλ. σχετικά P.Rabinow, (ed) The Foucault Reader, Penguin Books, 1984 ειδικά Part II, Practices and Knowledge και G.Gutting, Michel Foucault’s Archeology of Scientific Reason, Cambridge University Press, 1989.

17

Page 18: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

ακόμα γενική θεωρία, ικανή να λειτουργήσει ως “ερμηνευτικός

οδηγός και πλαίσιο δράσης” για τη διεθνή πολιτική αλλά επιδιώκει

μόνο να εγείρει νέα ερωτήματα, να διευρύνει το θεματολόγιο των

θεωρητικών ερευνών, να καταδείξει εναλλακτικές ερμηνείες, αλλά

και την ίδια την πολλαπλότητα των ερμηνειών καθώς και να

ανιχνεύσει τις “συνοριακές γραμμές” της παραδοσιακής θεωρίας και

της κυρίαρχης πολιτικής πρακτικήςxxviii.

Ζ. Κριτικές προσεγγίσεις: Σύγκλιση ή απόκλιση;

Η σχέση ανάμεσα στην Κριτική Θεωρία και τον Μετα-

στρουκτουραλισμό κάθε άλλο παρά απλή και ευκρινής είναι.

Όπως φανερώνεται από τις προαναφερόμενες αντιλήψεις τους, τα

δύο ρεύματα χωρίζονται μεταξύ τους, σε κάποια σημεία, από

έντονες διαχωριστικές γραμμές. Η αμοιβαία αντιπαράθεση

επικεντρώνεται στο θέμα της τοποθέτησης απέναντι στο

εγχείρημα του Διαφωτισμού:

Συνολική απόρριψή του ως ένα παραπλανητικό και

ολοκληρωτικό σύστημα σκέψης, όπως φαίνεται να πιστεύει ο

Μετα-στρουκτουραλισμός, ή “διαλεκτική” αντιμετώπισή του

δηλαδή καταγγελία της «εργαλειοποίησης» του Λόγου και

προσπάθεια ανάδειξης των χειραφετητικών δυνατοτήτων της

νεωτερικής φιλοσοφικής σκέψης, όπως αποφαίνεται η Κριτική

Θεωρία;

Κριτική “κάθε κυριαρχίας” για την ανάδειξη και την

κατοχύρωση του “διαφορετικού” ή αμφισβήτηση της

xxviiiΓια αναλυτικότερη παρουσίαση των μετα-στρουκτουραλιστικών θέσεων στις Διεθνείς Σχέσεις βλ. J.Der Derian & M.Shapiro, (eds) International / Intertextual Relations: Postmodern Readings of World Politics, Lexington Books, 1989 - R.Ashley & R.B.J.Walker, “Speaking the Language of Exile: Dissident Thought in International Studies”, International Studies Quarterly, 1990, 34 (3), pp.259-268 - J.Goerge & D.Campbell, “Patterns of Dissent and the Celebration of Difference: Critical Social Theory and International Relations” International Studies Quarterly, 1990, 34 (3), pp.269-294 - P.Rosenau, “Once Again into the Fray: International Relations Confronts the Humanities”, Millennium: Journal of International Studies, 1987, 31 (2), pp.65-86 - J.George, σημ.xi, ιδιαίτερα τα κεφάλαια 6, 8. Για μια μετα-Ρεαλιστική τοποθέτηση γύρω από τη διπλωματική θεωρία και πολιτική βλ. J.Der Derian, On Diplomacy: A Genealogy of Western Enstrangement, Basil Blackwell Ltd, 1987 και το βραβευμένο F.S.Northedge Essay, 1994 του C.Constantinou, "Diplomatic Representations...or Who Framed the Ambassadors ?", Millenium: Journal of International Studies, 23 (1) pp.1-23.

18

Page 19: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

συγκεκριμένης εξουσιαστικής ιδεολογίας “από τη θεμελιώδη

σκοπιά της ανθρώπινης απελευθέρωσης”;

Όπως καταλαβαίνει καθένας, οι συνέπειες της απόκλισης αυτής είναι

εξαιρετικά σημαντικές και στο επίπεδο της θεωρίας των διεθνών

σχέσεων. Η Κριτική Θεωρία δέχεται τη μομφή ότι δεν είναι τίποτα

περισσότερο από μια συμβατική έκδοση του μετα-διαφωτιστικού

κοσμοπολιτισμού που θέλει να διακηρύξει, για άλλη μια φορά σε

οικουμενικό επίπεδο , τα -ιστορικά εξαντλημένα- “μεγάλα λόγια της

χειραφέτησης”. Ο μετα-στρουκτουραλισμός κατηγορείται ότι

επιδιώκοντας την ολοκληρωτική καταστροφή του Λόγου, οδηγεί

ταυτόχρονα στην “καταστροφή μιας ιστορικής σκέψης που θα

επέτρεπε έστω την πιθανότητα ρήξεων και κρίσεων στις παγκόσμιες

πολιτικές δομές και στις ηγεμονικές τάξεις πραγμάτων”xxix.

Από την άλλη μεριά, οι δύο κριτικές προσεγγίσεις βρίσκονται

σε συνεχή διάλογο και αλληλοεπιρροή. Το τελευταίο διάστημα

μάλιστα πληθαίνουν οι προσπάθειες σύγκλισής τους σε βασικά

σημείαxxx.Τα υπάρχοντα σημεία επαφής αφορούν όχι τόσο την θέση

του καθενός, όσο την αντίθεσή τους στις αντιλήψεις της Ρεαλιστικής

και Νεορεαλιστικής σχολής καθώς και στην θετικιστική, εμπειριστική

στρατηγική περί αξιολογικής ουδετερότητας των κοινωνικών

επιστημών. Το κατά πόσο αυτά είναι σε θέση να οδηγήσουν σε

ευρύτερη προσέγγιση των δύο κριτικών θεωριών και σε ποια βάση,

είναι και θα παραμείνει όπως φαίνεται, για αρκετό καιρό, ένα

ενδιαφέρον ωστόσο αναπάντητο ερώτημα.

Ταυτόχρονα όμως, υπάρχουν ερωτήματα που θα έπρεπε να

βάλουν οι ίδιες οι κριτικές θεωρίες των διεθνών σχέσεων στον εαυτό

τους, σε μια προσπάθεια αυτο-στοχασμού:

*Τι περισσότερο από μια επισήμανση της σημασίας του

ιστορικού, κανονιστικού και κριτικού στοιχείου απέναντι στα

θετικιστικά και πραγματιστικά δόγματα υπάρχει στις προσεγγίσεις

αυτές; Τι καινούργιο κομίζουν στη θεωρία των διεθνών σχέσεων αν

xxixF.Deppe, σημ. ix, σελ.64.

19

Page 20: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

πάρουμε υπόψιν ότι η παραπάνω επισήμανση σε άλλες κοινωνικές

επιστήμες αποτελεί ήδη κοινοτοπία; Τι παραπάνω από μια

προσαρμοσμένη επανάληψη των δύο όψεων της συζήτησης, που

επικρατεί στην κοινωνική θεωρία εδώ και χρόνια, αποτελούν; Μήπως

αυτή η επικέντρωση στο δίλημμα “ανανέωση ή απόρριψη του

διαφωτιστικού εγχειρήματος” προκαλεί νέες αποσιωπήσεις και

σκιάζει τις δυνατότητες εναλλακτικής προσέγγισης της ανάγκης

ανανέωσης της θεωρίας της διεθνούς πολιτικής; Αν θέλουν οι κριτικές

προσεγγίσεις να αποτελέσουν κάτι παραπάνω από μια απλή

“διαφωνία” στην ενδοχώρα του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων πρέπει

να αντιμετωπίσουν ερωτήματα σαν αυτά .

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ανάμεσα στην παραγωγή και

αναπαραγωγή της συντηρητικής και ηγεμονικής Ρεαλιστικής θεωρίας

που στοχεύει στην διαιώνιση των κατεστημένων τρόπων σκέψης και

πολιτικής, από τη μια μεριά, και στην απουσία ριζοσπαστικής

“ουτοπίας”, πολύ περισσότερο συγκεκριμένης εναλλακτικής

προοπτικής, από την άλλη μεριά, υπάρχει ένας τεράστιος χώρος

κριτικών ιδεών και αμφισβητησιακής πρακτικής που αξίζει να

καλυφθεί ακόμα και αν δεν πληροί τα εμπορευματικά κριτήρια

μεγάλου μέρους της σύγχρονης ακαδημαϊκής και γενικότερα

κοινωνικής δραστηριότητας.

20

Page 21: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

xxxΠαράδειγμα προσπάθειας σύγκλισης των δυο θεωριών είναι το άρθρο του R.Devetak, σημ.xxii.

Abstract

The Agenda of Dissent: Critical Perspectives in World Politicsby Paraskevas Lintzeris

The article, firstly, refers to the evolution of international theories, as it is formally presented, and identifies two suppressed elements: a closed connection between research orientations and the interests of anglo-american scientific community as well as their gradual “detachment” from the broader intellectual context of social theory, supported by the desire for “academic self-sufficiency”.

It, secondly, presents a compressed account of Realism and argues that both “academic independence” and the explanatory power of dominant theory can no longer exist in the way they used to, during the last thirty years. Realism is no longer understood as an “objective, scientific theory” but rather as an utilitarian hegemonic approach which transform a particular view of global reality to reality per se.

It, thirdly, argues that critical perspectives in world politics have emerged under the influence of 1.the large transformations regarding the agents and the procedures of international system which underly both the lack of the centrality of nation state and the inability of explaining global phenomena through a dichotomised analysis between domestic and international politics. 2.the growing awareness concerning the effects of the prevailing post-enlightenment, philosophical discourse related to the notion -and the reality- of modernity 3.the shift from a positivist to a post-empiricist theory of knowledge and the following renewal of normativity in the social sciences.

The article, fourthly, focuses on two critical approaches: A. Critical International Theory associated with Frankfurt School which main feature is the rejection of the methodological and ideological foundations of Realism. Its central objection against modern discourse concerns not the entire rationalist project but the instrumental and administrative side of rationality. It seeks to maintain the link between freedom and reason by searching for a normative, self-reflective and emancipatory theory of world politics. B. Critical Social Theory of International Relations (or post-structuralism) related to contemporary French philosophy revolved round the concepts of identity/difference and the problem of language. It challenges the positivist and political conservative dogmas expressed by Realism while totally rejects the philosophical discourse of modernity accusing it that it generates a false picture of reality. The intention of post-structuralist approach is to search for alternative answers and to establish the multiplicity of explanations.

21

Page 22: Λιντζέρης Παρασκευας_1996_Κριτικές προσεγγίσεις στις Διεθνείς Σχέσεις

Finally, the article poses the question of convergence (or divergence) between those critical approaches. It concludes that they agree each other as far as their hostility against positivism and Realism concerned, but important disagreements emerge when modernity and rationalism become the focal point.

22